You are on page 1of 2

Σάββατο το ύ Λαζάρου Συντάκτης (†) επίσκοπος

20 Απριλίου 2019 Αυγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Λάζαρος και Λάζαροι


Η σημερινὴ ἡμέρα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Σάββατο τοῦ Ἀλλὰ τὰ θεριὰ ἐκεῖνα ἔσκυβαν καὶ τοῦ φιλοῦσαν τὰ
Λαζάρου. πόδια. Στὰ Ἰεροσόλυμα ὅμως ὑπῆρχαν ἄλλα θεριὰ
Τὸ ὄνομα Λάζαρος σημαίνει «Ὁ Θεὸς εἶνε ἡ ἐλπίδα πιὸ ἄγρια, κακοὶ ἄνθρωποι, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρι
μου». Πρὶν πολλὰ χρόνια στὴ Θεσσαλονίκη, περπα σαῖοι. Καὶ εἶνε προτιμότερο νὰ κατοικῇς στὴν ἔρημο
τώντας μιὰ μέρα στὸ Ἑπταπύργιο, εἶδα πρωῒ – πρωῒ μὲ τ᾿ ἄγρια θηρία, παρὰ σὲ μιὰ πολιτεία ὅπου οἱ
ἕνα πλανώδιο λαχανοπώλη μὲ τὸ καροτσάκι του φο ἄνθρωποι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπὸ θηρία· «Ἄν
ρτωμένο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι μιὰ ἐπιγραφή, ποὺ εἶ θρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη
χε πάνω στὸ καροτσάκι. Ἔγραφε· «Ἔχει ὁ Θεός». τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτο
Ἔπιασα κουβέντα μαζί του. Ἦταν καμμιὰ τριανταπε ῖς» ( Ψαλμ. 48,13,21). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὶς παρα
νταριὰ χρονῶν. Εἶχε 6-7 παιδιά· νοίκιαζε σπιτάκι στὸ μονὲς τῶν παθῶν του βρισκόταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς
ἄκρο τῆς πόλεως. Γύριζε ἔτσι ὅλους τοὺς δρόμους· μαθητάς του.
χωρὶς κανένα ἄλλο ἔσοδο. «Μ᾿ αὐτὸ τὸ καροτσάκι», Οἱ δύο ἀδελφὲς ἐγνώριζαν ποῦ εἶνε. Ἔστειλαν λοι
λέει, «ζῶ τὴν οἰκογένεια. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ποὺ πὸν καὶ τοῦ μήνυσαν· Ὁ ἀγαπητός σου Λάζαρος κι
δὲ᾿ μ᾿ ἐγκατέλειψε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψα τὸ “Ἔχει ὁ Θε νδυνεύει· ἔλα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς· ―Εἶ
ός”». Τί μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἔχῃ κανεὶς τὴν ἐλπίδα του νε ἀνάγκη νὰ πᾶμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖνοι λένε· ―
στὸ Θεό! Μὰ τί λές, δάσκαλε; δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ οἱ
Θὰ μιλήσουμε λοιπὸν γιὰ τὸ Λάζαρο. Ἢ μᾶλλον θὰ Ἰουδαῖοι ἤθελαν νὰ σὲ λιθοβολήσουν· πάλι ἐκεῖ θὰ
σᾶς παρουσιάσω δύο Λαζάρους. ―Περίεργο πρᾶγμα, πᾷς; ―Ναί, τοὺς λέει, διότι ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος ἐ
θὰ πῆτε· δυὸ Λάζαροι ὑπάρχουν;… Ναί. Τὸν ἕνα τὸ κοιμήθη. ―Ἔ, λένε ἐκεῖνοι, ἂν κοιμήθηκε, θὰ ξυπνή
γνωρίζετε· εἶνε αὐτὸς ποὺ ἑορτάζουμε.Ὑπάρχει ὅμως σῃ μόνος του. Τότε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ δὲν κατάλα
καὶ κάποιος ἄλλος.Θὰ τὸν ἀκούσετε στὸ τέλος· ἤ, ἐὰν βαν, τοὺς λέει· ―Ὁ Λάζαρος πέθανε. Καὶ ὁ Θωμᾶς
προσέξετε τὰ ὡραῖα τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλη λέει στοὺς ἄλλους μὲ μελαγχολικὴ διάθεσι· ―Ἀφοῦ
σία μας, θὰ τὸν ἀνακαλύψετε μόνοι σας. τὸ θέλει, ἂς πᾶμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν πρῶτο Λάζαρο. Ἔξω ἀπ᾿ Ἀφήνουν λοιπὸν τὴν ἔρημο καὶ ξεκινοῦν.
τὰ Ἰεροσόλυμα ὑπάρχει, μέχρι καὶ σήμερα, ἕνα μικρὸ Ὅταν πλησίασαν στὴ Βηθανία καὶ τό ᾿μαθε ἡ Μάρ
χωριό, ἡ Βηθανία. Ἐκεῖ ζοῦσε μιὰ εὐλογημένη οἰκογέ θα, ἔτρεξε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἦρθε καὶ προϋπάντησε τὸ
νεια μὲ τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ἡ ἀδελφή του Χριστό. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει· ―Κύριε, ἂν
Μαρία, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του Μάρθα. Σ᾿ αὐτοὺς πή ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθανε ὁ ἀδερφός μου. Τῆς λέει
γαινε συχνὰ ὁ Χριστός· στὸ θερμὸ περιβάλλον τῆς ὁ Χριστός· ―«Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου», θ᾿ ἀνα
ἀγάπης τους εὕρισκε ἀνάπαυσι. Ὡς Θεὸς δὲν εἶχε στηθῇ ὁ ἀδελφός σου. ―Τὸ ξέρω, λέει, δάσκαλε· ἀλ
ἀνάγκη ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ δοκί λὰ θ᾿ ἀναστηθῇ «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», στὸ τέλος
μαζε τόσες πικρίες, εἶχε καὶ αὐτὸς ἀνάγκη ἀναπαύ τοῦ κόσμου· πρὸς τὸ παρὸν εἶνε νεκρός (πιστεύανε
σεως· καὶ οἱ ψυχὲς αὐτὲς τὸν περιέβαλλαν μὲ μεγάλη δηλαδὴ στὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν). ―Ἐγὼ εἶμαι «ἡ
ἀγάπη καὶ στοργή. ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» ( Ἰωάν. 11,23-25), τῆς ἀπα
Ὁ Λάζαρος μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστος βα ντᾷ ὁ Χριστός. Ἀμέσως ἡ Μάρθα τρέχει καὶ εἰδοποι
ρειά. Καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα πε εῖ τὴ Μαρία. Ἔτρεξε κι αὐτή, καὶ πίσω της ὅλος ὁ κό
ρίμεναν τὸ θάνατό του. Ποῦ ἦταν τότε ὁ Χριστός; σμος. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει τὰ δια λόγια· ―
Μᾶς ἐνδιαφέρει. Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲ᾿ θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός μο
Ὡς Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς θυσίας υ. Συγκινήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δάκρυσε..Ἔτσι, καὶ ἐν
του. Πέρασε λοιπὸν τὸν Ἰορδάνη καὶ βρέθηκε στὴν ἔ ῷ εἶχε μαζευτῆ πολὺς κόσμος, ἔφθασαν καὶ στάθηκ
ρημο, μὲ τὰ λιοντάρια. αν μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου.
2

( Π ρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι σκάβανε μιὰ Γιατί; Διότι ζωντανὰ εἶνε καὶ τὰ ζῷα, τὰ ποντίκια οἱ
σπηλιά· ἐκεῖ μέσα βάζανε τὸ νεκρό, καὶ στὴ θύρα τοῦ ἀρκοῦδες τὰ λιοντάρια τὰ θηρία. Ἀλλὰ ζωὴ ἀπὸ
τάφου ἔβαζαν ἕνα μεγάλο λιθάρι γιὰ νὰ φράζῃ τὴν ζωὴ διαφέρει. Αὐτοὶ ἔχουν μάτια, αὐτιά, στομάχια,
είσοδο). Ἐκεῖ στάθηκε ὁ Χριστός. Κ᾿ ἐνῷ ὅλοι κλαίγα ἔντερα, ὅλα ὅσα ἔχει ἕνα ζῷο· δὲν ἔχουν ὅμως ζωὴ
νε, διέταξε ν᾿ ἀνοίξουν τὸ μνῆμα. ―Δάσκαλε, λέει ἡ πνευματική.
Μάρθα, μυρίζει, «τεταρταῖος γάρ ἐστι» ( ἔ.ἀ. 11,39). Ὁ Λάζαρος μέσ᾿ στὸν τάφο δὲ᾿ μιλοῦσε, δὲ᾿ σκε
Σήκωσε κατόπιν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε τὴν πτόταν, δὲν περπατοῦσε. Ἔτσι κι αὐτοί. Σὰ᾿ νὰ μὴν
προσευχή· ―Πάτερ, σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ πάντοτε μ᾿ ἔχουν γλῶσσα· ὅσο κι ἂν καθήσῃς κοντά τους, δὲ᾿
ἀκοῦς, καὶ τώρα σὲ παρακαλῶ νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· ὄχι θ᾿ ἀκούσῃς ἕνα λόγο πίστεως, μιὰ θρησκευτικὴ κου
γιὰ ᾿μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ λαὸ ποὺ εἶνε ἐδῶ, γιὰ νὰ πιστέ βέντα. Τὸ μυαλό τους; ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ ὅ
ψουν ὅτι ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες. Καὶ τότε ἔγινε κάτι ἀπί λα τὰ σκέπτεται, ὄχι ὅμως τὸ Θεό. Ἡ καρδιά τους;
στευτο μὰ ἀληθινό. Ἔδωσε διαταγή· ―«Λάζαρε, δὲν πάλλει γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχουν αὐτὸ
δεῦρο ἔξω» ( ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ μὲ τὴ φωνὴ αὐτὴ καὶ ποὺ λέει ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ
μόνο, παίρνει ζωὴ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου, σὰ᾿ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ
νὰ τὸ πέρασε ἠλεκτρισμός. Ἄνοιξε τὰ μάτια κι ἄρχισε Κυρίῳ», ἡ σκέψι μου εὐφραίνεται ὅταν πετͺᾶ στὸν
νὰ περπατάῃ, νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Τρόμος κα Κύριο (Ψαλμ. 103,34). Λοιπόν, ἡ γλῶσσα δὲ᾿ μιλάει
τέλαβε τὸ πλῆθος, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὸ μυαλὸ δὲν Τὸν σκέ
πίστεψαν σ᾿ αὐτόν. πτεται, τὰ πόδια δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τὸ χέρι δὲ
Ἄλλοι ὅμως δὲν πίστεψαν. Καὶ οἱ ἐχθροί του, ὅταν ν κάνει σταυρό· δὲν εἶνε νεκροὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;
ἔμαθαν τὸ θαῦμα αὐτό, μαζεύτηκαν ὅλοι· τότε πλέον δὲν εἶνε Λάζαροι τεταρταῖοι; δὲν εἶνε ἄξιοι θρήνων
ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆ καὶ κοπετῶν; Ἀσφαλῶς.
γε πάλι στὴν ἔρημο. Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἄχ νά ᾿χαμε τὴ δύναμι τοῦ Χρι
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ ἁπλᾶ λόγια εἶνε τὸ θαῦμα, στοῦ, νὰ πᾶμε στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα, στὰ
ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου. Ἀλλὰ εἶπα ὅτι ὑπάρχει κ᾿ ἁμαρτωλὰ σπίτια καὶ στὶς χαρτοπαικτικὲς λέσχες,
ἕνας ἄλλος Λάζαρος. Ἢ μᾶλλον ὄχι ἕνας, ἀλλὰ πολ παντοῦ, νὰ σταθοῦμε ἀπ᾿ ἔξω καὶ νὰ φωνάξουμε
λοὶ Λάζαροι. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ Λάζαροι, οἱ τεταρταῖ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»· ἐλᾶτε ἔξω, βγῆτε ἀπὸ τοὺς
οι νεκροί, ποὺ σκορπᾶνε πτωμαΐνη μέσα στὴν κοι τάφους σας. Τέτοιες ἅγιες μέρες ἐλᾶτε στὴν ἐκκλη
νωνία καὶ στὸν κόσμο; Λαζάρους; ὅσους θές! σία νὰ προσκυνήσετε τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν ἔχου
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; Ἔχει 5, 10, 15 χρόνια νὰ πάῃ με τέτοια δύναμι, γιατὶ εμεθα ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ
στὸ σπίτι του. Φωνάζουν ἡ γυναίκα, τὰ παιδιά του, Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι· καὶ φωνάζει τοὺς ἁμαρτω
ἡ κοινωνία· τίποτα αὐτός! Ποῦ εἶνε; Στὸν τάφο του. λοὺς καὶ τοὺς καλεῖ κοντά του. Αὐτὴ εἶνε ἡ πραγμα
Ποιός εἶνε ὁ τάφος; Εἶνε τὸ σπίτι τῆς ξένης γυναίκας. τικὴ ἀνάστασι, ἀνάστασι τῶν ψυχῶν, στὴν ὁποία
Δὲν ξεκολλᾷ ἀπὸ ᾿κεῖ. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μοι κατ᾿ ἐξοχὴν ἀρέσκεται ὁ ἀναστὰς Κύριός μας.
χός, ποὺ διέσπασε τὸν ἱερὸ δεσμὸ τοῦ γάμου. Ἀμήν.
Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο; Βραδιάζει, περνοῦν τὰ με
σάνυχτα, τὸν περιμένει τὸ σπίτι του, κι αὐτὸς ποῦ εἶ
νε; Στὸν τάφο του, στὴν ταβέρνα. Κι ὅταν ἐπιστρέφει
τὸ πρωΐ, κάνει σὰν βρυκόλακας· δὲ᾿ στέκει στὰ πόδι
α του, βγάζει ἄναρθρες φωνές, βρίζει, βλαστημάει,
κάνει ὄργια. Τεταρταῖος Λάζαρος εἶνε ὁ μέθυσος.
Βλέπεις τὸν ἄλλο; Εἶνε στὸ δικό του τάφο, στὸ
χαρτοπαίγνιο. Εἶνε σὰ᾿ νά ᾿χῃ πεθάνει γιὰ τὸ σπίτι
του. Λάζαρος καὶ ὁ χαρτοπαίκτης. Βλέπεις τὸν ἄλλο;
… Μποροῦμε ν᾿ ἀναφέρουμε πολλοὺς τέτοιους Λα
ζάρους, ποὺ ὁ καθένας εἶνε νεκρὸς σὲ κάποιο τάφο.
Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε ζωντανοὶ νεκροί. Τὸ λέει ἡ Ἀποκάλυ
ψις· «ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ»,σὲ θεωροῦν
ζωντανὸ μὰ σὺ εἶσαι νεκρός (Ἀπ. 3,1).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος ( ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Σάββατο τοῦ Λα
ζάρου 5-4-1969 )

You might also like