You are on page 1of 9

ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

(οι τίτλοι ενδεικτικοί)

1. ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: «ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ»

1.1. Συνέχειες και ασυνέχειες της παιδικής ηλικίας


Παρακολουθώντας κανείς την ιστορία της παιδικής ηλικίας στον δυτικό πολιτισμό, από την
κλασσική αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνει τόσο ασυνέχειες όσο και
συνέχειες.
Ασυνέχειες ως προς τις αντιλήψεις γύρω από το τι είναι και πώς πρέπει να ζει ένα παιδί, τις
αντίστοιχες πρακτικές μεταχείρισης των παιδιών, τη θέση και τους ρόλους των παιδιών
στην κοινωνία. Τα παιδιά έχουν περάσει από τους στρατώνες της αρχαίας Σπάρτης, τα
αγροκτήματα της μεσαιωνικής και τα εργοστάσια της βιομηχανικής Ευρώπης έως τις
ιδιωτικές ακαδημίες της Αρχαίας Αθήνας, την υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση από τα
τέλη του 19ου αιώνα και εξής, τα παιδικά δωμάτια, τα πάρκα και τους παιδότοπους της
εποχής μας.
Αλλά και συνέχειες. Τρία στοιχεία είναι κοινά σε όποια ιστορική περίοδο και αν εστιάσει
κανείς: (α) η αντίληψη της παιδικής ηλικίας ως ενός διακριτού σταδίου της ανθρώπινης
ζωής, (β) η παροχή κάποιου είδους μέριμνας προς τα παιδιά από την πλευρά των ενηλίκων,
και (γ) η ανάπτυξη στοργικών σχέσεων ανάμεσα στα παιδιά και τους κύριους φροντιστές
τους (συνήθως τη μητέρα). Αντίστοιχα ευρήματα (πιο επισφαλή) και σε έρευνες της
παλαιολιθικής εποχής.
Οι μελετητές της παιδικής ηλικίας έχουν δώσει κατά καιρούς διαφορετική έμφαση άλλοτε
σε σταθερά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας, ενίοτε παρουσιάζοντάς τα ως ουσιώδη
και φυσικά, και άλλοτε σε μεταβλητά της χαρακτηριστικά, ενίοτε παρουσιάζοντας την
παιδικότητα εξ ολοκλήρου ως κοινωνική κατασκευή. Ο κύριος εκφραστής της πρώτης
περίπτωσης είναι σήμερα η «παραδοσιακή», θετικιστική, αναπτυξιακή ψυχολογία με τις
κλασσικές θεωρίες ανάπτυξης του πρώτου μισού του 20 ου αιώνα και τις μετέπειτα
επεξεργασίες τους. Κύριος εκφραστής της δεύτερης είναι σήμερα η «νέα κοινωνιολογία της
παιδικής ηλικίας», από τα 80s και μετά, και η συγγενής κριτική θεωρία της ψυχολογίας και
ειδικά της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Ρίζες στον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό και τον μετα-
δομισμό, που δεν αφορά βέβαια μόνο την ψυχολογία (ευρύτερη στροφή του διανοητικού
κόσμου στο άτομο, τη γλώσσα και την υποκειμενικότητα μετά τον Β’ ΠΠ, που στον
νεοφιλελευθερισμό γίνεται και πολύ πιο συναισθηματική / μυθική). Οι πρώτοι
κατηγορούνται για αναγωγισμό, δυτικο-κεντρισμό, ατομο-κεντρισμό, ενηλικο-κεντρισμό
(δλδ για το ότι έχουν σταθερούς άξονες αναφοράς που είναι όμως μεροληπτικοί), οι
δεύτεροι για γνωσιακό και ηθικό σχετικισμό (δλδ για το ότι δεν έχουν κανέναν σταθερό
άξονα ή και για το ότι στην πραγματικότητα έχουν αλλά δεν τον αξιολογούν).
Η πρώτη προσέγγιση μας δίνει μια οντολογία της παιδικής ηλικίας, ένα αρχέτυπο του
παιδιού με συγκεκριμένα οικουμενικά και εγγενή χαρακτηριστικά, που το διαφοροποιούν
κατά τρόπο ουσιώδη από τον ενήλικα. Ως ελλειμματικότητα: ελλιπείς σωματικές και
νοητικές ικανότητες, λόγω πρώιμου σταδίου βιολογικής ωρίμανσης και μικρής κοινωνικής
εμπειρίας. Ως ενδεχομενικότητα: μεγάλη δυνατότητα μάθησης και προσαρμογής,
ελευθερία στην πράξη (παιχνίδι) και τη σκέψη (φαντασία), σε τροχιά ανάπτυξης, εν
δυνάμει.
Η δεύτερη προσέγγιση μας δίνει μια ρευστή εικόνα της παιδικότητας και προτιμά να μιλά
για το κάθε παιδί ξεχωριστά. Για την ακρίβεια, καλύτερα να μη μιλάν πολύ οι ενήλικες αλλά
να αφήσουν το ίδιο το παιδί να μιλήσει και να μας περιγράψει το υποκειμενικό του βίωμα
και την ενσυνείδητη δράση του (agency). Οτιδήποτε πιο γενικό, ενέχει εξουσιαστικές
σχέσεις και τον κίνδυνο της «τρομοκράτησης του διαφορετικού». Πρέπει να είμαστε
δύσπιστοι και καχύποπτοι προς τέτοιες διατυπώσεις. Οι πιο ακραιφνείς μετα-δομιστές
έχουν αλλεργία σχεδόν σε οποιαδήποτε φυσική θεμελίωση των παραδοσιακών
διχοτομήσεων της ανθρώπινης υπόστασης και φτάνουν να αμφισβητούν την ίδια τη
διάκριση παιδιού – ενήλικα (όπως και στην περίπτωση του φύλου, πολλές ομοιότητες στην
επιχειρηματολογία).
Εγώ συντάσσομαι με την πιο μετριοπαθή θέση, όπως οι Prout, Woodhead, Lee κ.α. Δεν
μπορούμε να εξοβελίσουμε (ή έστω να αφήσουμε εκτός συζήτησης) τη φυσική διάσταση
της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι αλαζονικό, ανθρωπο-κεντρικό, ιδεαλιστικό, καταλήγει σε
μία μη ρεαλιστική περιγραφή της πραγματικότητας. Δε χρειάζεται να μιλήσω για τη
θάλασσα (να την κατασκευάσω στον λόγο μου) για να πνιγεί ένα μικρό παιδί μέσα της. Αν
αγνοήσουμε τη φυσική διαφορά, πώς θεμελιώνεται το δικαίωμα του γονιού να
απαγορεύσει στο παιδί του να φάει γλυκό ή να επιβάλλει τη σχολική του φοίτηση;
Οπότε, δέχομαι στο υπόλοιπο της διατριβής πως υπάρχει ένα σύνολο φυσικών διαφορών
μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, στις οποίες ούτε μπορούμε να αποδώσουμε ένα οριστικό
νόημα αλλά ούτε μπορούμε να και να τις παραβλέψουμε. Κανείς δεν μπορεί να
αμφιβάλλει, για παράδειγμα, ότι υπάρχει διαφορά στη σωματική δύναμη των παιδιών και
των ενηλίκων. Το τι σημασία ή αξία αποδίδεται τώρα σε αυτή τη διαφορά, είναι
αποτέλεσμα κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων. Διαφορετικές οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες, διαφορετικές ιδέες και ιδεολογίες, διαφορετικές τεχνολογίες. Π.χ. στον
Μεσαίωνα τα παιδιά εισέρχονταν από τα 7 τους έτη και μετά και σταδιακά στην εργασία,
που ήταν βαριά αγροτική και κτηνοτροφική. Στη βιομηχανική εποχή τα παιδιά δουλεύουν
πολλές ώρες από μικρή ηλικία γιατί τη δύναμη τη βάζουν οι μηχανές. Στον
Προτεσταντισμό / Διαφωτισμό η ελευθερία των παιδιών έπρεπε να οριοθετηθεί αυστηρά,
στον ρομαντισμό να αφεθεί να ανθίσει. Και πολλά άλλα…

1.2. Η «συλλογισμένη μέριμνα» των παιδιών ως ηθικό χρέος των ενηλίκων


Εάν δεχτούμε πως υπάρχουν φυσικές διαφορές και πως οι διαφορές αυτές φέρνουν τα
παιδιά από ορισμένες απόψεις σε μια θέση αδυναμίας, από άλλες σε μία θέση
ενδεχομενικότητας, προκύπτει ένα χρέος μέριμνας για την προστασία και την καθοδήγηση
των παιδιών από την πλευρά των ενηλίκων. Αυτό το βλέπουμε να υπάρχει με διάφορες
μορφές σε κάθε ιστορική περίοδο (κατανέμεται διαφορετικά από το επίπεδο της
οικογένειας έως τις ανώτατες μορφές κοινωνικής οργάνωσης σε κάθε εποχή).
Πρόκειται – κατ’ αρχήν – για χρέος ηθικό. Προκύπτει είτε το δούμε από την ωφελιμιστική
ηθική σκοπιά, είτε από την αρεταϊκή, είτε από την καντιανή.
Τώρα, το ακριβές περιεχόμενο αυτής της μέριμνας διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή. Η
μέριμνα αυτή είναι κατ’ ανάγκη σωματική, είναι όμως (επίσης κατ’ ανάγκη) και κοινωνική.
Και τα δύο είναι αναγκαία για την επιβίωση και την ευδαιμονία του παιδιού και της
κοινωνίας. Στη σωματική μέριμνα τα πράγματα είναι πιο απλά. Στην κοινωνική όμως οι
βαθμοί ελευθερίας είναι πολύ περισσότεροι.
Πώς διαμορφώνεται η κοινωνική μέριμνα (είτε η οικογενειακή είτε η κρατική); Αφενός από
τις αντιλήψεις των ενηλίκων σε σχέση με το τι είναι και πώς πρέπει να ζει ένα παιδί,
αφετέρου από τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που θέτει η κοινωνική
πραγματικότητα.
Η παιδικότητα (ως κοινωνική κατασκευή) και τα παιδιά (ως φυσική κοινωνική ομάδα)
βρίσκονται κατ’ ανάγκη σε μία διαλεκτική σχέση, αντίστοιχα, με την ενηλικιότητα και τους
ενήλικες. Η ύπαρξη μίας κοινωνίας προϋποθέτει την από γενιά σε γενιά συνέχεια των
μελών της. Η συνέχεια αυτή είναι βιολογική, είναι και πολιτισμική. Οι κοινωνίες συνεχίζουν
να υπάρχουν, επειδή οι ενήλικες μεριμνούν αφενός για τη σωματική υγεία και ομαλή
ανάπτυξη των παιδιών, αφετέρου για τη μεταβίβαση στα παιδιά μίας σειράς θεσμών και
κανόνων, σκοπών και αξιών, πεποιθήσεων και αντιλήψεων, γνώσεων και δεξιοτήτων. Όχι
ότι τα παιδιά είναι παθητικοί αποδέκτες σε αυτή τη διαδικασία. Έχουν ενεργό ρόλο, άλλοτε
ενσωματώνοντας, άλλοτε μετασχηματίζοντας, άλλοτε αντιδρώντας στις μεταβιβάσεις των
ενηλίκων.
Η παιδικότητα με την ενηλικιότητα, λοιπόν, και τα παιδιά με τους ενήλικες βρίσκονται σε
έναν συνεχή διάλογο (ως έννοια και ως πράξη). Σε κάποιες εποχές οι δυο πλευρές
περισσότερο συγκλίνουν και σε άλλες περισσότερο αποκλίνουν. Και οι δυο πλευρές
επηρεάζονται (με ίδιους και διαφορετικούς τρόπους) από το ευρύτερο κοινωνικο-ιστορικό
ρεύμα.
Αυτό δε σημαίνει, πάντως, πως οι δύο πλευρές έχουν ή πρέπει να έχουν την ίδια ισχύ σε
αυτόν τον διάλογο. Υπάρχει η φυσική διαφορά. Υποστηρίζω, δηλαδή, πως είναι ο κόσμος
των ενηλίκων αυτός που ασκεί την πλέον καταλυτική επίδραση και εν πολλοίς διαμορφώνει
τον βιωμένο κόσμο των παιδιών, πως δε θα μπορούσε ούτε και θα έπρεπε να συμβαίνει
αλλιώς, και, κατά συνέπεια, εάν μας ενδιαφέρει να βελτιώσουμε τις ζωές και τις προοπτικές
των παιδιών (και μέσω αυτών και τις δικές μας), θα πρέπει σε αυτόν πρωτίστως να
κατευθύνουμε την κριτική μας διάθεση και σκέψη. Βεβαίως να ακούσουμε και τη φωνή των
παιδιών, όμως η τελική ευθύνη είναι του ενήλικα. Λόγω της φυσικής διαφοράς.
Η επιτέλεση αυτού του χρέους μέριμνας των ενηλίκων προϋποθέτει έναν διαρκή και κριτικό
αναστοχασμό γύρω από το πώς η ευδαιμονία και η βέλτιστη ανάπτυξη των παιδιών (και
μέσω αυτών όλης της κοινωνίας) μπορούν καλύτερα να προσδιορισθούν και να
επιδιωχθούν. Ούτε να δεχόμαστε αμάσητα ό,τι μας λένε οι ηγεμονικοί λόγοι αλλά ούτε να
απαρνηθούμε τη δυνατότητα διατύπωσης λόγου. Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι και τι
χρειάζεται ένα παιδί πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς κριτικού αναστοχασμού
και ηθικής θεμελίωσης. Να είναι «συλλογισμένες», που λέει ο Καστοριάδης.
Η μελέτη της ιστορίας της παιδικής ηλικίας (ως ιστορίας των ενήλικων αντιλήψεων και
πρακτικών σε σχέση με την παιδικότητα, στην πραγματικότητα τα ίδια τα παιδιά είναι
κομπάρσοι στην ιστορία τους) μπορεί να κινητοποιήσει και να εμπλουτίσει έναν εξαιρετικά
αναγκαίο σήμερα κριτικό αναστοχασμό σε σχέση με το πώς οι σύγχρονοι ενήλικες
νοηματοδοτούμε την παιδικότητα και μεταχειριζόμαστε τα παιδιά.

1.3. Ιστορία της παιδικής ηλικίας στη Δύση


Η ιστορία είναι γραμμένη από τη σκοπιά των ενηλίκων. Οι εμπειρίες των παιδιών δεν
καταγράφονται μέχρι και τον 19ο αι.
Δεν είναι εξαντλητική η ανάλυση, δε με ενδιαφέρει να κάνω ιστοριογραφία αλλά να δω
ορισμένες ιστορικές περιόδους που άσκησαν επιρροή. Σίγουρα υπάρχουν πολλές
διαφορετικές ιδεολογίες και πρακτικές εντός της κάθε περιόδου.
Ακολουθούν οι εξής περίοδοι:
1.3.1. Αρχαία Αθήνα και Σπάρτη - Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
1.3.2. Μεσαίωνας και Βυζάντιο
1.3.3. Αναγέννηση, Προτεσταντισμός, Διαφωτισμός
1.3.4. Ρομαντισμός
1.3.5. Μεταπολεμικά και ύστερη νεωτερικότητα
Για κάθε εποχή περιγράφω τις κοινωνικές – ιστορικές συνθήκες, τον γενικό διανοητικό
προσανατολισμό, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές μεταχείρισης σε σχέση με τα παιδιά, τη
θέση της παιδικής ηλικίας. Πολύ σύντομα αυτά μέχρι την Αναγέννηση.
Από τον προτεσταντισμό αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί, παράλληλα με τον
υπερίσχυση του προτεσταντισμού και την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, έχουμε
μια σταθερή μετατόπιση των παιδιών προς το κέντρο της κοινωνίας. Ειδικά με τη
βιομηχανική επανάσταση, τον ρομαντισμό, τα έθνη-κράτη και την υποχρεωτική
εκπαίδευση.
Αυτό κορυφώνεται στην ύστερη νεωτερικότητα (εδώ θα σταθώ περισσότερο). Αυξημένη
συναισθηματική (Zelizer), οικονομική (καταναλωτικό κοινό) και νομική (δικαιώματα) ισχύς
των παιδιών, παράλληλα με αποδυνάμωση των ενηλίκων. Αποδυνάμωση πολιτική (μείωση
δημοκρατίας), οικονομική (νεοφιλελευθερισμός και διεύρυνση ανισοτήτων), κοινωνική
(περιστολή κράτους πρόνοιας, καταναλωτικός ατομισμός), ψυχολογική (ρευστές
ταυτότητες, αίσθημα διακινδύνευσης, therapy culture), διανοητική (αμφιθυμία προς
επιστήμη, έμφαση σε μυθικές έναντι ορθολογικών αφηγήσεων), ηθική (κατάρρευση
ιδεολογιών, εγωιστικός-πραγματιστικός ωφελιμισμός έναντι συλλογικών αξιών).
Παίρνω τη θέση των Cunningham, Furedi, Lee κ.α. πως ο σύγχρονος παιδοκεντρισμός και το
intensive/paranoid parenting είναι αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης των ενηλίκων. Μία
σχέση που φαίνεται και στην ιστορία (σε περιόδους ανασφάλειας οι κοινωνίες γίνονται πιο
παιδοκεντρικές: μεσαίωνας, ρομαντισμός, σήμερα).
Αλλά ο παιδοκεντρισμός μας είναι και αυτός αποδυναμωμένος, όπως και οι ενήλικες
φορείς του. Περισσότερο ρομαντικός παρά πρακτικός, περισσότερο ιδεατός και ευχετήριος
παρά πραγματικός και δραστήριος, θεμελιωμένος πρωτίστως στην αγωνία, την
αβεβαιότητα και τις ελπίδες των ενηλίκων παρά σε μία συλλογισμένη τους δέσμευση προς
κοινές ηθικές αξίες και προστάγματα. Στα δύσκολα κωλώνει, όχι επειδή δεν έχει
ενδιαφέρον αλλά επειδή δεν έχει κατεύθυνση και μέσα.
Η περίπτωση των παιδιών που ζουν με ψυχικά πάσχοντες γονείς.

2. ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ»

2.1. Επιδημιολογικά δεδομένα

2.1.1. Έρευνες στον γενικό πληθυσμό


Μία πρώτη, γενική και πολύ αδρή εικόνα. Πολύ υψηλά ποσοστά που πρέπει να δούμε με
επιφύλαξη. Το πρόβλημα της υπερδιάγνωσης. Δεν έχουν όλες οι οικογένειες και τα παιδιά
με ΓΨΔ δυσκολίες, πολλοί τα καταφέρνουν πολύ καλά και από μόνοι τους. Παρουσιάζονται
συνοπτικά τα επιδημιολογικά δεδομένα, δημογραφικά και παράγοντες κοινωνικής
ευαλωτότητας.
2.1.2. Έρευνες σε κλινικούς πληθυσμούς
Εδώ έχουμε αποσπασματικές αποτυπώσεις του πιο δυσκολεμένου κομματιού από το
σύνολο του πληθυσμού που αποτυπώνουν οι έρευνες στον γενικό. Ανομοιογένεια και μη
αντιπροσωπευτικά δείγματα. Κι εδώ παρουσιάζονται συνοπτικά τα δεδομένα με έμφαση
στα σχετικά δημογραφικά και παράγοντες κοινωνικής ευαλωτότητας.
2.1.3. Σύνοψη και σύνθεση δεδομένων
Μία τελική εκτίμηση στο περίπου του ποσοστού ψυχικά πασχόντων γονιών και παιδιών με
ΓΨΔ, της δημογραφικής εικόνας και της παρουσίας άλλων παραγόντων κοινωνικής
ευαλωτότητας.
2.1.4. Η εικόνα στην Ελλάδα
Ανυπαρξία δεδομένων. Κάνω μία επισφαλή εκτίμηση.
Υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα.

2.2. Επιδράσεις γονικής ψυχικής διαταραχής στα παιδιά

Η ΓΨΔ έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαπραγμάτευσης κυρίως στο πλαίσιο


των θετικιστικά προσανατολισμένων επιστημών, αναπτυξιακή ψυχολογία και γενετική
ψυχιατρική, που αντιμετωπίζουν τη ΓΨΔ ως παράγοντα κινδύνου σε ένα ντετερμινιστικό
μοντέλο της ανάπτυξης (θεωρία διαγενεακής μεταβίβασης). Από τη δεκαετία του ’80 («νέα
κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας») αναπτύσσεται μία κριτική των «παραδοσιακών»
λόγων ως ατομοκεντρικών, θετικιστικών, δυτικο-κεντρικών, ενηλικο-κεντρικών. Στρέφονται
στην υποκειμενική εμπειρία και την ενσυνείδητη δράση του παιδιού. Αυτά θα τα δούμε
στην ενότητα 3.2. Μεταξύ των τριών δεν υπάρχει σχεδόν καμία επαφή.
2.2.1. Η γονική ψυχική διαταραχή ως παράγοντας κινδύνου
Συσχέτιση της ΓΨΔ με ψυχικές διαταραχές και λοιπά συναισθηματικά και συμπεριφορικά
προβλήματα στην παιδική ηλικία. Συσχέτιση με ψυχικές διαταραχές ενήλικη ζωή.
Παράγοντες διαμεσολάβησης (ατομικά χαρακτηριστικά παιδιού και γονιού, γονική
επάρκεια, οικογενειακοί και κοινωνικοί παράγοντες). Λόγος ενοχοποιητικός για τους γονείς,
αποκαρδιωτικός για τα παιδιά. Η θεωρία της ανθεκτικότητας (προστατευτικοί παράγοντες).
2.2.2. Το γενετικό - κληρονομικό υπόβαθρο των ψυχικών διαταραχών
Αυτό είναι ήδη γραμμένο αλλά θα το συντομεύσω αρκετά. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι
στις βιολογικές επιστήμες η αλληλεπίδραση γενετικού – περιβαλλοντικού είναι δεδομένη
και σε καμία περίπτωση δεν είναι μονόδρομος η κληροδότηση ψυχικών παθήσεων.

3. ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ: «ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ»

3.1. Η μη ορατότητα των παιδιών με ψυχικά πάσχοντες γονείς


Όπως είδαμε στην πρώτη ενότητα, η σύγχρονη δυτική κοινωνία είναι πιο παιδοκεντρική
από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ιστορική της περίοδο. Ωστόσο, ο παιδοκεντρισμός μας έχει
όρια και προϋποθέσεις, όπως φαίνεται από την περίπτωση των παιδιών με ψυχικά
πάσχοντες γονείς. Παρουσιάζεται το γενικό εύρημα της μη ορατότητας των παιδιών με ΓΨΔ
στα πλαίσια που θα ανέμενε κανείς να είναι περισσότερο ορατά: οικογένεια, σχολείο,
υπηρεσίες ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διάφορες ερμηνείες προτείνονται:
3.1.1. Μη ορατότητα στην οικογένεια
Γιατί οι γονείς δε μιλάνε στα παιδιά για την ΨΔ τους; Ελάχιστα μελετημένο θέμα. Η
διατριβή του Ferguson ασχολείται και ελάχιστα και έμμεσα λίγες άλλες. Δεν ξέρουμε στην
πραγματικότητα ιδιαίτερα. Κατά τον Ferguson, ενώ οι γονείς συνήθως πιστεύουν ότι είναι
καλό τα παιδιά να έχουν μία ενημέρωση, είναι απρόθυμοι να το κάνουν και συνήθως το
αποφεύγουν. Οι λόγοι: πιστεύουν ότι το παιδί δε θέλει και το ίδιο να ξέρει, ότι δεν
καταλαβαίνει το παιδί (δεν είναι τόσο φανερά τα συμπτώματα), δε θέλουν να του
προκαλέσουν αναστάτωση και να διαταράξουν την αίσθηση ομαλότητας, θέλουν να
προστατέψουν την αθωότητά του, από φόβο στίγματος και φόβο μη μαθευτεί, νιώθουν οι
ίδιοι άβολα και ντροπή, δυσκολεύονται να εξηγήσουν με λόγια τι είναι μια ΨΔ, ειδικά σε
πιο μικρές ηλικίες.
3.1.2. Μη ορατότητα στο σχολείο
Γιατί οι εκπαιδευτικοί δεν αναγνωρίζουν ή δεν ενεργούν προς υποστήριξη ενός παιδιού με
ΓΨΔ; Ασαφές πλαίσιο δικαιοδοσίας, έλλειψη γνώσης και υποστήριξης, ελλιπής δικτύωση με
λοιπές υπηρεσίες ή έλλειψη υπηρεσιών.
3.1.3. Μη ορατότητα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας
Γιατί οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν αναγνωρίζουν ή δεν ενεργούν προς υποστήριξη
ενός παιδιού με ΓΨΔ; Αίσθημα ματαιότητας (λόγω μη δυνατότητας παροχής ουσιαστικής
βοήθειας), συναισθηματική αποφυγή, ατομιστικός (case management) και φιλελεύθερος
(non-intervention, crisis management only) προσανατολισμός συστήματος υγείας, διάκριση
υπηρεσιών σε ενηλίκων και παιδιών, στερεοτυπικές αντιλήψεις για το ευάλωτο παιδί που
δεν καταλαβαίνει και δεν αντέχει να ξέρει.

3.2. Οι λόγοι των παιδιών


Σύνδεση με το κριτικό ρεύμα (post-stuctural και social constructional καταβολών) στην
ψυχολογία (ειδικά την αναπτυξιακή) που περιγράφεται στην ενότητα 1.1. Μία νεο-
ρομαντική στροφή στην παιδικότητα, νέα ένταση παιδοκεντρισμού, με έμφαση στη
διαφορετικότητα, τη γλώσσα, την υποκειμενικότητα, το συναίσθημα και τις πολλαπλές
οπτικές, στην αναγνώριση, την ορατότητα και τα δικαιώματα (ενδιαφέρον ότι τα παιδιά με
ΓΨΔ περιγράφονται ως invisible, not seen, πρβλ. LGBT), τα παιδιά ως agents, εχθρότητα
προς τα «παραδοσιακά / ηγεμονικά / εξουσιαστικά» grand narratives. Ο λόγος στα παιδιά.
Συνοψίζω τα ευρήματα ποιοτικών ερευνών. Πώς τα παιδιά κατανοούν τι συμβαίνει στους
γονείς τους; Πώς επηρεάζεται η καθημερινή τους ζωή; Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις με
τους γονείς και τους συνομηλίκους; Τι στρατηγικές αντιμετώπισης αναπτύσσουν;
Οι έρευνες αυτές στοχεύουν περισσότερο να συγκινήσουν και να αμφισβητήσουν παρά να
παράγουν καινούρια γνώση. Στην περίπτωση της ΓΨΔ, οι λόγοι των παιδιών όντως
βοήθησαν στην ανάδειξη ενός υπαρκτού προβλήματος. Η οπτική του παιδιού συγκινεί. Δεν
είναι λίγο αυτό. Θέτουν ένα ζήτημα ηθικής ουσιαστικά, τι πρέπει να κάνουμε και γιατί δεν
το κάνουμε; Κατά τα άλλα, δεν είμαι σίγουρος αν προσθέτουν και κάτι τόσο καινούριο σαν
γνώση. Τι ουσιαστικά καινούριο μας είπαν τα παιδιά; Πίστευε όντως κάποιος νωρίτερα ότι
τα παιδιά δεν επηρεάζονται από τη ΓΨΔ; Όλες σχεδόν οι κλασικές θεωρίες της ψυχολογίας
μιλάνε για αυτό.
Πού οδηγούν λοιπόν αυτές οι έρευνες; Σε κάποιες από αυτές τις έρευνες υποβόσκει μία
επιθετική στάση προς τους επαγγελματίες και τους ενήλικες που «δε βλέπουν» τα παιδιά
(οι της πιο χειραφετητικής – επαναστατικής μπάντας). Άλλες έχουν μία συνολική
κατανόηση του ζητήματος και το πάνε στην ανάγκη στήριξης της οικογένειας.

3.3. Προγράμματα υποστήριξης


Παρουσιάζονται οι κατηγορίες προγραμμάτων που έχουν αναπτυχθεί σε διάφορες χώρες
και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα πιο αναλυτικά. Έμφαση στις family-focused
παρεμβάσεις.
Παρουσιάζονται και κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Π.χ. Νορβηγία, Αυστραλία,
Ολλανδία.
4. ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: «ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ»

4.1. Η αποδυνάμωση των ενηλίκων


Τελικά, έχει αλλάξει η θέση των παιδιών με ΓΨΔ σήμερα; Μάλλον όχι. Π.χ. η περίπτωση της
Νορβηγίας (υποχρεωτική καταγραφή από το 2010 αλλά χαμηλή εφαρμογή στην πράξη
ύστερα από 12 χρόνια). Αυξήθηκε η ορατότητα αλλά στην πράξη λίγα άλλαξαν.
Ίσως έχει χειροτερέψει κιόλας, αν δούμε τις στατιστικές του γενικού παιδικού πληθυσμού.
Συνοπτικά ευρωπαϊκά δεδομένα για την παιδική φτώχεια και λοιπούς παράγοντες
κοινωνικής ευαλωτότητας. Η αντίστοιχη εικόνα στην Ελλάδα.
Γιατί; Μπορεί να αλλάξει η θέση των παιδιών αν δεν αλλάξει η θέση των ενηλίκων; Μικρή
επανάληψη της ενότητας 1.3.5. περί αποδυνάμωσης.
Μία σύντομη περιγραφή της κατάστασης στην Ελλάδα σήμερα.

4.2. Η αποδυνάμωση των γονιών


Η διαλεκτική του intensive parenting και του loss of parental authority. Η ρευστοποίηση των
κατηγοριών «παιδί» και «ενήλικας». Η αύξηση της οικονομικής, συναισθηματικής και
νομικής ισχύος των παιδιών και, παράλληλα, η αδυναμία των γονιών να ανταποκριθούν
στις πρωτόγνωρες απαιτήσεις του ρόλου τους. Επεκτείνω την ενότητα 1.3.5.

4.3. Ψυχικά πάσχοντες γονείς


Η γονική ψυχική διαταραχή ως συνθήκη ακόμη πιο μεγάλης αποδυνάμωσης του ενήλικα -
γονιού. Ίσως το πρόβλημα της «μη ορατότητας» των παιδιών με ΓΨΔ δεν είναι τόσο
πρόβλημα ορατότητας, δηλαδή αντίληψης και ενδιαφέροντος, όσο πρόβλημα
αυτοπεποίθησης - με την έννοια της πίστης ότι ξέρω τι να κάνω για να αντιμετωπίσω ένα
πρόβλημα και πιστεύω πως μπορώ να το κάνω, μόνος ή με βοήθεια. Γιατί να αναγνωρίσω
ένα πρόβλημα, που δεν είναι και εμφανώς οξύ, αν δεν πιστεύω ότι μπορώ να κάνω κάτι
ουσιαστικό για αυτό;
Αν και υπάρχουν πολλές έρευνες για την οπτική του παιδιού, υπάρχουν ελάχιστες έρευνες
για το πώς ο ψυχικά πάσχων γονιός προσπαθεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του
γονικού του ρόλου σε ένα κλίμα αποδυνάμωσης, ενώ παράλληλα έχει να διαχειριστεί μία
ψυχική διαταραχή.
Βιβλιογραφική ανασκόπηση (λίγα πράγματα).
Ο ψυχικά πάσχων γονιός αντιμετωπίζεται στη θετικιστική βιβλιογραφία ως
(περιβαλλοντικός ή γενετικός) παράγοντας κινδύνου. Από την άλλη, η οπτική του δεν έχει
απασχολήσει ιδιαίτερα την «κριτική» προσέγγιση (γιατί; νομίζω υπάρχει κατά βάθος μία
αρνητική προκατάληψη προς τον κόσμο των ενηλίκων, κατά βάθος οι γονείς ταυτίζονται με
την «εξουσία»).
Υποστηρίζω (και εδώ επανέρχομαι στο point της ενότητας 1.2) ότι προέχει ο ενήλικας. Να
ακούσουμε και τα παιδιά, φυσικά. Αλλά την ευθύνη μέριμνας την έχει ο ενήλικας (ο γονιός
εν προκειμένω αλλά όχι μόνο αυτός, όλη η κοινωνία τελικά).
Ερευνητικά ερωτήματα:
- Πώς βιώνει την ΨΔ του ως γονιός;
- Πώς η ΨΔ του τον επηρεάζει σε άλλα επίπεδα της ζωής του; Άλλοι παράγοντες
κοινωνικής ευαλωτότητας (π.χ. φτώχεια, στίγμα, οικογενειακές σχέσεις, υγεία)
- Με ποιους τρόπους επηρεάζει η ΨΔ το πώς λειτουργεί ως γονιός;
- Με ποιους τρόπους πιστεύει ότι η ΨΔ του επηρεάζει το παιδί;
- Τι θεωρεί ότι είναι καλό για το παιδί του;
- Πώς μιλάει στο παιδί του για την ΨΔ του; Πώς θα ήταν να μιλήσει; Αιτίες
δυσκολίας;
- Τι άτυπες και τυπικές πηγές βοήθειας έχει;
- Εμπειρία με κρατικές υπηρεσίες, επαγγελματίες ψυχικής υγείας

You might also like