You are on page 1of 27

See discussions, stats, and author profiles for this publication at: https://www.researchgate.

net/publication/325857670

Ελληνικό σώμα κειμένων αφασικού λόγου: Μελέτη, σχεδιασμός και


πολυεπίπεδη επισημείωση

Article · December 2017

CITATIONS READS

0 3

9 authors, including:

Spyridoula Varlokosta Spyridoula Stamouli


National and Kapodistrian University of Athens Institute for Language and Speech Processing
76 PUBLICATIONS   531 CITATIONS    14 PUBLICATIONS   8 CITATIONS   

SEE PROFILE SEE PROFILE

Athanasios Karasimos Maria Kakavoulia


Hellenic Open University Panteion University of Social and Political Sciences
33 PUBLICATIONS   31 CITATIONS    15 PUBLICATIONS   74 CITATIONS   

SEE PROFILE SEE PROFILE

Some of the authors of this publication are also working on these related projects:

Speech Perception View project

iRead: personalised reading apps for primary school children View project

All content following this page was uploaded by Athanasios Karasimos on 19 June 2018.

The user has requested enhancement of the downloaded file.


ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ:
ΜΕΛΕΤΗ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ1

Σπυριδούλα Βαρλοκώστα1, Σπυριδούλα Σταμούλη1,2,


Αθανάσιος Καρασίμος1,3, Γεώργιος Μαρκόπουλος1,
Μαρία Κακαβούλια4, Μιχαέλα Νεραντζίνη1,5,
Βαλάντης Φυνδάνης1,6, Αικατερίνη Παντούλα1,
Αλεξάνδρα Οικονόμου1 & Αθανάσιος Πρωτόπαπας1,6
1
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2 Ινστιτούτο
Επεξεργασίας του Λόγου/Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά 3 Ακαδημία
Αθηνών 4 Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών
Επιστημών 5 Northwestern University 6 University of Oslo

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

In this paper the design of an annotated Greek Corpus of Aphasic Discourse


(GREECAD) is presented. Given that resources of this kind are quite
limited, the major aims of GREECAD were: a) to provide a set of spoken
language data produced by Greek speakers with aphasia, systematically
collected, transcribed, annotated and documented with the use of corpus
linguistics techniques, allowing the systematic study of Greek aphasic
discourse in a comparable and replicable way across languages, and
b) to provide a set of methodological specifications which could serve
as a basis for the development of other relevant corpora. GREECAD
was developed with the following requirements: a) to include a rather
homogeneous sample of Greek as spoken by individuals with aphasia;
b) to document speech samples with rich metadata, including demographic
information, as well as detailed information on the speakers’ medical
record and neuropsychological evaluation; c) to provide annotated
speech samples, which encode information at the micro-linguistic and
discourse level. In terms of the GREECAD design, the basic requirements

1 Η παρούσα μελέτη υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού χρηματοδοτούμενου


έργου ΘΑΛΗΣ – ΕΚΠΑ «Επίπεδα διαταραχής του λόγου ελληνόφωνων ατόμων με αφα-
σία: σχέσεις με ελλείμματα επεξεργασίας, εγκεφαλική βλάβη και προσεγγίσεις θεραπείας»
με Επιστημονικά Υπεύθυνη τη Σπυριδούλα Βαρλοκώστα. H έρευνα συγχρηματοδοτήθηκε
από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους
μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού
Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ).

Α. Χριστοφίδου (Επιμ.). (2017). Όψεις της Σωματοκειμενικής Γλωσσολογίας. Αρχές, εφαρμογές, προκλήσεις. ΔΕΟΝ ,14, 181-206 © Ακαδημία Αθηνών
182 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

regarding data collection, documentation, transcription, and annotation


were set. To ensure accurate and consistent annotation, a Transcription
and Annotation Guide was compiled with detailed guidelines regarding
the transcription and annotation procedure.

1. H μελέτη της παραγωγής λόγου από άτομα με αφασία


Ο συνεχής λόγος έχει οριστεί ως ο καθημερινός αυθόρμητος λόγος ενός
ομιλητή που παράγεται μέσα από τη ροή εκφωνημάτων σε αντίθεση με
την εκφορά μεμονωμένων γλωσσικών στοιχείων, λέξεων ή φράσεων.
Κεντρικό χαρακτηριστικό του συνεχούς λόγου είναι ότι οι ακολουθίες των
παραγόμενων εκφωνημάτων στοχεύουν στη μετάδοση ολοκληρωμένων,
συνεκτικών και κατανοητών μηνυμάτων μεταξύ των συνομιλητών (Ska,
Duong & Joanette 2004: 302). Παράγοντες της επικοινωνιακής περίστασης
όπως οι συνθήκες, η δομή και οι συμβάσεις του παραγόμενου λόγου ή η
πρόθεση του ομιλητή, μεταξύ άλλων, διαφοροποιούν τον συνεχή λόγο
σε επιμέρους κατηγορίες, τύπους ή είδη. Ο συνεχής λόγος υπερβαίνει
το επίπεδο της πρότασης και για να θεωρηθεί επιτυχής επικοινωνιακά
απαιτείται από τον ομιλητή να είναι σε θέση να διευθετήσει τη ροή των
γλωσσικών πληροφοριών με γραμμικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τι έχει
προηγηθεί και τι πρόκειται να ακολουθήσει, αλλά και να οργανώσει τις
πληροφορίες σε μια συνεκτική δομή, ώστε να εξασφαλίσει την παραγωγή
ενός κατανοητού περιεχομένου.
Η παραγωγή αφήγησης αποτελεί μια επικοινωνιακή και γλωσσική
δραστηριότητα με την οποία ο ομιλητής είναι εξοικειωμένος από τα πρώτα
χρόνια της ζωής του και είναι ένας από τους βασικότερους «τρόπους» του
συνεχούς λόγου (Smith 2003: 14). Κατά συνέπεια, η αφήγηση αποτελεί ένα
έγκυρο και «φυσικό» πλαίσιο για τη μελέτη του λόγου των ατόμων όλων
των ηλικιών, ανεξάρτητα από τις γνωσιακές και γλωσσικές τους ικανότητες
ή το μορφωτικό και κοινωνικο-οικονομικό τους υπόβαθρο. Για τον λόγο
αυτό, η αφήγηση αποτελεί το κειμενικό είδος που έχει κυρίως αξιοποιηθεί
για τη μελέτη της τυπικής ανάπτυξης στην πρώτη γλώσσα, της κατάκτησης
της δεύτερης γλώσσας, καθώς και των εγγενών και επίκτητων διαταραχών
λόγου, μεταξύ των οποίων και η αφασία.
Η αφασία αποτελεί μια γλωσσική διαταραχή η οποία εμφανίζεται ως
αποτέλεσμα εγκεφαλικής βλάβης (Harley 2001: 23). Οφείλεται συνήθως σε
εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά μπορεί να προκληθεί και από κρανιοεγκεφαλική
κάκωση (ΚΑΚ) ή από παθήσεις του εγκεφάλου, όπως ο όγκος (Mesulam
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 183

2000: 296, De Roo 1999: 1). Η αφασία μπορεί να εμπλέκει κάποια/κάποιες


ή και όλες τις γλωσσικές τροπικότητες (modalities), δηλαδή, την παραγωγή
και την κατανόηση προφορικού και γραπτού λόγου (Harley 2001: 23). H
πλειονότητα των ερευνητών (βλ. μεταξύ άλλων Goodglass 1993, Benson
& Ardila 1996, Dronkers & Larsen 2001) συμφωνεί ότι διακρίνονται επτά
βασικοί τύποι αφασίας, μεταξύ των οποίων δύο τύποι συνιστούν την πιο
διαδεδομένη διάκριση στη βιβλιογραφία (De Roo 1999: 2, Harley, 2001:
376): πρόκειται για τη μη ρέουσα αφασία (non-fluent aphasia) ή αφασία
τύπου Broca (Broca’s aphasia) και τη ρέουσα αφασία (fluent aphasia) ή
αφασία τύπου Wernicke (Wernicke’s aphasia).
Σημαντικό μέρος της έρευνας που πραγματοποιείται στον κλάδο της
αφασιολογίας τα τελευταία 30 περίπου χρόνια περιλαμβάνει τη μελέτη
της παραγωγής συνεχούς λόγου από άτομα με ήπια μορφή μη ρέουσας
αφασίας. Ειδικότερα, η συλλογή δειγμάτων αφηγηματικού λόγου από
άτομα με αφασία και η ανάλυσή τους έχει πλέον παγιωθεί ως μια έγκυρη
μέθοδος, η οποία αξιοποιείται με στόχο την αξιολόγηση της βαρύτητας της
βλάβης, την ταξινόμησή της και τον σχεδιασμό κατάλληλης παρέμβασης. Ο
βασικός λόγος είναι ότι η μελέτη της ικανότητας παραγωγής λόγου μπορεί
να συμβάλει στην ακριβέστερη ανίχνευση των επικοινωνιακών διαταραχών
των ατόμων με αφασία, καθώς και στην αξιολόγηση της ανταπόκρισής
τους σε οποιαδήποτε διαδικασία λογοθεραπευτικής ή άλλης θεραπευτικής
παρέμβασης (Wright 2011: 1283).
Η συστηματική μελέτη της παραγωγής αφηγηματικού λόγου από άτομα
με αφασία συμβάλλει στην ανάδειξη των συνιστωσών της επικοινωνίας
οι οποίες σχετίζονται με την ικανότητα συγκρότησης μιας συνεκτικής και
οργανωμένης δομής πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, μελετάται η γλωσσική
τους ικανότητα τόσο στο επίπεδο του λεξιλογίου, της μορφολογίας και
της σύνταξης, δηλαδή, στο επίπεδο της πρότασης ή στο μικρο-γλωσσικό
επίπεδο, όσο και σε επίπεδο συνεχούς λόγου και διαπροτασιακής δομής
(χρονική ακολουθία, συνοχή, συνεκτικότητα), δηλαδή, στο μακρο-γλωσσικό
επίπεδο. Οι έρευνες οι οποίες εξετάζουν τον αφηγηματικό λόγο των ατόμων
με αφασία σε επίπεδο μικρο-γλωσσικό και μακρο-γλωσσικό, επιχειρούν
να απαντήσουν στο βασικό ερευνητικό ερώτημα του κατά πόσο αυτά τα
δύο επίπεδα συσχετίζονται ή όχι. Με δεδομένη τη διαταραχή του λόγου σε
επίπεδο γραμματικό και λεξιλογικό ως αποτέλεσμα της εγκεφαλικής βλάβης,
η μελέτη του αφηγηματικού λόγου επιτρέπει να διερευνηθεί ο βαθμός στον
οποίο τα προβλήματα αυτά επηρεάζουν την παραγωγή αφηγηματικών
δομών, δηλαδή, ιεραρχικά οργανωμένων πληροφοριών και, γενικότερα,
184 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

επιτρέπει τη μελέτη της ικανότητας γλωσσικής επικοινωνίας των ατόμων


με αφασία σε φυσικές συνθήκες, ακόμη κι όταν κάποιες γλωσσικές δομές
δυσλειτουργούν ή έχουν εκλείψει. Οι μελέτες αυτές διαπιστώνουν, σε γενικές
γραμμές, διαταραχή του λόγου σε επίπεδο λεκτικής ροής, σε επίπεδο λέξης
ή πρότασης (φωνολογικά, μορφοσυντακτικά λάθη κ.ά.) με παράλληλη
σχετική διατήρηση των αφηγηματικών δομών (Ulatowska, North &
Macaluso-Haynes 1981, Ulatowska, Freedman-Stern, Doyel, Macaluso-
Haynes & North 1983, Ulatowska, Allard & Bond Chapman 1990, Glosser
& Deser 1990) και της έκφρασης της αξιολόγησης στο επίπεδο του λόγου
(Armstrong 2005, Ulatowska, Olness, Keebler & Tillery 2006, Armstrong
& Ulatowska 2007, Olness, Matteson & Stewart 2010, Olness & Ulatowska
2011).

2. Τεχνικές εκμαίευσης λόγου από άτομα με αφασία


Για τους σκοπούς της συλλογής δειγμάτων λόγου από άτομα με
αφασία έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές τεχνικές εκμαίευσης. Οι τεχνικές
αυτές μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: α) τεχνικές ελεύθερης
παραγωγής λόγου, και β) τεχνικές κατευθυνόμενης παραγωγής λόγου.
Οι τεχνικές ελεύθερης παραγωγής λόγου περιλαμβάνουν διαδικασίες
όπως η παραγωγή προσωπικής ιστορίας για ένα προσωπικό αξιοσημείωτο
γεγονός (Ulatowska κ.ά. 1981), η ελεύθερη παραγωγή λόγου για οικεία
θέματα, όπως η οικογένεια ή το σπίτι (Vermeulen, Βastiaanse & van
Wageningen 1989, Glosser & Deser 1990) ή η περιγραφή συνηθισμένων ή
καθημερινών διαδικασιών, όπως η αλλαγή λάστιχου στο αυτοκίνητο, το
βούρτσισμα των δοντιών κ.λπ. (Ulatowska κ.ά. 1983, Williams, Li, Della
Volpe & Ritterman 1994). Οι τεχνικές κατευθυνόμενης παραγωγής λόγου
μπορούν να διακριθούν σε δύο επιμέρους τύπους δοκιμασιών, οι οποίες
έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί και έχει πολλαπλά ελεγχθεί η εγκυρότητα και
η αξιοπιστία τους. Πρόκειται για: α) την παραγωγή λόγου με βάση οπτικά
ερεθίσματα και β) την επαναφήγηση ιστοριών που έχουν προηγουμένως
παρουσιαστεί προφορικά. Στον πρώτο τύπο δοκιμασιών ανήκουν οι τεχνικές
οι οποίες περιλαμβάνουν την περιγραφή μίας εικόνας ή την αφήγηση με
βάση μια σειρά εικόνων (Lemme, Hedberg & Bottenberg 1984, Nicholas,
Obler, Albert & Helm-Estabrooks 1985, Bottenberg, Lemme & Hedberg
1987, Nicholas & Brookshire 1993, Coelho, Liles, Duffy, Clarkson & Elia
1994, Menn, Ramsberger & Helm-Estabrooks 1994, Christiansen 1995). Η
δεύτερη υποκατηγορία δοκιμασιών περιλαμβάνει την επαναφήγηση μιας
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 185

άγνωστης ή γνωστής ιστορίας, την οποία μόλις άκουσαν οι συμμετέχοντες,


με ή χωρίς υποστήριξη από εικόνες (Ulatowska κ.ά. 1981, Dressler & Pleh
1988, Williams κ.ά. 1994) και την επαναφήγηση μιας γνωστής παραδοσιακής
ιστορίας, όπως το παραμύθι της Σταχτοπούτας (Byng 1988, Saffran, Sloan-
Berndt & Schwartz 1989, Byng, Nickels & Black 1994).

3. Πρωτόκολλο για τη μελέτη της αφασίας στην ελληνική γλώσσα


Το πρωτόκολλο για τη συλλογή δειγμάτων λόγου από άτομα με αφασία
στα Ελληνικά (Foka κ.ά. 2008, Κακαβούλια κ.ά. 2014), το οποίο υιοθετήθηκε
από τη συγκεκριμένη ερευνητική δράση, αποτελεί έναν συνδυασμό των
μεθόδων εκμαίευσης αφηγηματικού λόγου που έχουν αξιοποιηθεί στη διεθνή
βιβλιογραφία (McNeil κ.ά. 2007, Menn κ.ά. 1994, Nicholas & Brookshire
1995, Ulatowska κ.ά. 1983). Για τη συγκρότηση του συγκεκριμένου
πρωτοκόλλου ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών
(βλ. ενδεικτικά Doyle κ.ά. 1998), οι οποίες διαπιστώνουν ότι ο παραγόμενος
λόγος των ατόμων με αφασία επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά των
δοκιμασιών εκμαίευσης, όπως το είδος των ερεθισμάτων, η τροπικότητα
της παρουσίασής τους και οι γνωσιακές και γλωσσικές απαιτήσεις των
δοκιμασιών, σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα
ιδιαίτερα κλινικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου. Έτσι, αποφασίστηκε να
ενσωματωθούν στο πρωτόκολλο διαφορετικοί επιμέρους τύποι αφήγησης
(προσωπική αφήγηση, αφήγηση τρίτου προσώπου, παραμύθι κ.λπ.), καθώς
και διαφορετικές τεχνικές εκμαίευσης και διαφορετικοί τύποι ερεθισμάτων,
ώστε να καλύπτονται τα διαφορετικά ατομικά χαρακτηριστικά των
συμμετεχόντων. Ειδικότερα, αξιοποιείται η τεχνική τόσο της ελεύθερης
όσο και της κατευθυνόμενης παραγωγής λόγου, ενώ η κατευθυνόμενη
παραγωγή περιλαμβάνει τόσο την εκμαίευση λόγου με βάση ένα οπτικό
ερέθισμα, όσο και την επαναφήγηση ιστορίας με ή χωρίς υποστήριξη από
εικόνες.
Πιο αναλυτικά, το συγκεκριμένο πρωτόκολλο περιλαμβάνει τις ακόλουθες
δοκιμασίες:
Α. Παραγωγή προσωπικής αφήγησης. Πρόκειται για μια δοκιμασία
ελεύθερης παραγωγής λόγου, κατά την οποία ζητείται από τα άτομα με
αφασία να αφηγηθούν το περιστατικό του εγκεφαλικού επεισοδίου. Η
οδηγία που δίνεται από τον εξεταστή είναι η εξής: «Πείτε μου τι συνέβη
όταν πάθατε το εγκεφαλικό».
186 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

Β. Αφήγηση πρωτότυπης ιστορίας με βάση μια σειρά εικόνων («Το πάρτι»,


βλ. Εικόνα 1). Παρουσιάζονται στους συμμετέχοντες έξι εικόνες, οι οποίες
αναπαριστούν μια πρωτότυπη, σύντομη και απλή ιστορία. Οι εικόνες αυτές
τοποθετούνται οριζόντια μπροστά από τον συμμετέχοντα στη σωστή σειρά.
Η οδηγία που δίνεται από τον εξεταστή είναι η εξής: «Κοιτάξτε πρώτα όλες
τις εικόνες και πείτε μου την ιστορία που συμβαίνει σε αυτές με αρχή, μέση
και τέλος».

Εικόνα 1. Οπτικό ερέθισμα δεύτερης δοκιμασίας του Πρωτοκόλλου (αφήγηση πρω-


τότυπης ιστορίας)

Γ. Επαναφήγηση πρωτότυπης ιστορίας με υποστήριξη από εικόνες


(«Το δαχτυλίδι», βλ. Εικόνα 2). Ο συμμετέχων ακούει μια πρωτότυπη,
μαγνητοφωνημένη ιστορία, ενώ ταυτόχρονα βλέπει και μια σειρά πέντε
βοηθητικών εικόνων, οι οποίες τοποθετούνται οριζόντια μπροστά του στη
σωστή σειρά. Αμέσως μετά ζητείται από τον συμμετέχοντα να επαναλάβει
την ιστορία, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια των ίδιων εικόνων, οι οποίες
παραμένουν μπροστά του. Η οδηγία που δίνεται από τον εξεταστή είναι
η εξής: «Πρόκειται να ακούσετε μια ιστορία για το τι συμβαίνει σε αυτές
τις εικόνες. Ακούστε προσεκτικά την ιστορία και μόλις τελειώσει θα σας
ζητήσω να την επαναλάβετε όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα».
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 187

Εικόνα 2. Οπτικό ερέθισμα τρίτης δοκιμασίας του Πρωτοκόλλου (επαναφήγηση


πρωτότυπης ιστορίας)
Δ. Επαναφήγηση γνωστής ιστορίας («Ο λαγός και η χελώνα», μύθος του
Αισώπου). Ο συμμετέχων ακούει μια μαγνητοφωνημένη γνωστή ιστορία
και αμέσως μετά του ζητείται να την επαναλάβει. Η οδηγία που δίνεται από
τον εξεταστή είναι η εξής: «Πρόκειται να ακούσετε μια ιστορία. Ακούστε
την προσεκτικά και μόλις τελειώσει θα σας ζητήσω να την επαναλάβετε όσο
το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα».
Κατά τη χορήγηση του πρωτοκόλλου, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις
οδηγίες που παρέχονται στους συμμετέχοντες για την κατευθυνόμενη
παραγωγή αφήγησης, καθώς έρευνες σχετικά με την επίδραση των οδηγιών
στην ποιότητα του παραγόμενου αφηγηματικού λόγου διαπιστώνουν διαφορές
ως προς τα γραμματικά και κειμενικά του χαρακτηριστικά ανάλογα με το πόσο
σαφείς και αναλυτικές είναι οι οδηγίες προς τους συμμετέχοντες και πόσο
τους καθοδηγούν προς την παραγωγή του σωστού κειμενικού είδους (Olness
2006, Wright & Capilouto 2009). Πιο συγκεκριμένα, οι οδηγίες που παρέχονται
στους συμμετέχοντες έχουν ως στόχο να τους κατευθύνουν προς την
παραγωγή ολοκληρωμένου αφηγηματικού λόγου, ο οποίος να περιλαμβάνει
τα αναμενόμενα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κειμενικού είδους
(χρήση παρελθοντικών χρόνων, απουσία δεικτικών στοιχείων, ενδοκειμενική
αναφορά) και όχι περιγραφικού λόγου, ως αποτέλεσμα της στατικής περιγραφής
μεμονωμένων εικόνων. Γι’ αυτόν τον σκοπό, ο εξεταστής δεν βλέπει τις εικόνες
της ιστορίας μαζί με τον συμμετέχοντα, ενώ η οδηγία που του παρέχει είναι «να
παραγάγει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος» και όχι απλώς να περιγράψει
188 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

αυτό που βλέπει στις εικόνες. Οι οδηγίες δίνονται μία φορά, ενώ ο εξεταστής
δεν παρεμβαίνει καθόλου κατά τη διάρκεια της παραγωγής λόγου από τον
συμμετέχοντα, παρά μόνο μετά από αξιοσημείωτη παύση, λέγοντάς του «Έχετε
να μου πείτε/να προσθέσετε και κάτι άλλο;». Οι συμμετέχοντες έχουν στη
διάθεσή τους όσο χρόνο χρειάζονται για να παραγάγουν τις ιστορίες.

4. Ελληνικό Σώμα Κειμένων Αφασικού Λόγου


Το Ελληνικό Σώμα Κειμένων Αφασικού Λόγου (ΕΣΚΑΛ) περιέχει δείγματα
λόγου από άτομα με αφασία, καθώς και δείγματα λόγου της ομάδας ελέγχου,
την οποία αποτελούν άτομα που έχουν υποστεί έμφραγμα. Η επιλογή των
καρδιοπαθών ως ομάδας ελέγχου έγινε για να είναι όσο το δυνατόν πιο
συγκρίσιμες, ως προς τα κειμενικά τους χαρακτηριστικά, οι προσωπικές
αφηγήσεις των συμμετεχόντων (Δοκιμασία Α, βλ. Ενότητα 3). Σε αντιστοιχία,
λοιπόν, με την αφήγηση του περιστατικού του εγκεφαλικού από τα άτομα με
αφασία, οι καρδιοπαθείς αφηγούνται το περιστατικό του εμφράγματος.
Να σημειωθεί ότι έχει γίνει προσεκτική αντιστοίχιση των ατόμων με
αφασία και των καρδιοπαθών όσον αφορά την ηλικία και το μορφωτικό
επίπεδο. Στον Πίνακα 1 σκιαγραφούνται τα χαρακτηριστικά των έως τώρα
συμμετεχόντων στο ΕΣΚΑΛ.

Άτομα με αφ ασία Ομάδ α ε λ έγ χου


Αρι θμό ς Αρι θμό ς
σ υμμετεχόν των 18 σ υμμετεχόν των 7
Ηλικία 39-67 ετών Ηλικία 43-71 ετών
Περιπτώσεις Μη ρέουσα αφασία Περιπτώ σ εις Άτομα που έχουν
(ορισμένοι με υποστεί έμφραγμα
στοιχεία ανομίας)
Πίνακας 1. Χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων
Από κάθε συμμετέχοντα της ομάδας των ατόμων με αφασία και της ομάδας
ελέγχου συλλέχθηκαν με τη βοήθεια του πρωτοκόλλου που παρουσιάστηκε
στην Ενότητα 3 τέσσερα δείγματα λόγου, τα οποία μεταγράφονται και
επισημειώνονται ως προς μια σειρά γλωσσικών παραμέτρων που αφορούν
τη μικροδομή και τη μακροδομή του λόγου των ομιλητών. Αποτέλεσμα
αυτής της διαδικασίας είναι η συγκρότηση του επισημειωμένου ΕΣΚΑΛ. Τα
δείγματα λόγου των ατόμων με αφασία αντιπροσωπεύονται προς το παρόν
στο ΕΣΚΑΛ με 72 αφηγήσεις (18 άτομα με 4 αφηγήσεις το καθένα), ενώ η
ομάδα ελέγχου με 28 αφηγήσεις (7 άτομα με 4 αφηγήσεις το καθένα), όπως
φαίνεται στον Πίνακα 2.
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 189

  Δ είγματα
Λέ ξεις Πρ οτά σ ε ι ς 2
λόγ ο υ
  N N
N
Άτο μ α μ ε α φ α σ ί α 72 4 643 1 158
Ο μ ά δ α ε λ έ γ χου 28 4 006 871
Σύν ολο 100 8 649 2 029
Πίνακας 2. Χαρακτηριστικά του ΕΣΚΑΛ 2
Το μέγεθος του ΕΣΚΑΛ συνεχώς επεκτείνεται, καθώς η διαδικασία
μεταγραφής και επισημείωσης των δειγμάτων λόγου βρίσκεται σε εξέλιξη.
4.1 Βάση δεδομένων
Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ΘΑΛΗΣ, δημιουργήθηκε
μια βάση δεδομένων η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν
το ιστορικό των ατόμων με αφασία, την κλινική τους κατάσταση, καθώς
και πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από τη νευροψυχολογική και
λογοθεραπευτική τους αξιολόγηση (βλ. Εικόνα 3). Οι πληροφορίες
αυτές παρέχουν πλούσια μεταδεδομένα, τα οποία συνοδεύουν τον κάθε
συμμετέχοντα και επιτρέπουν τη διεπιστημονική μελέτη των δειγμάτων
λόγου του ΕΣΚΑΛ σε σχέση με ένα σύνολο παραμέτρων που επηρεάζουν
την επικοινωνιακή ικανότητα των ατόμων με αφασία.

Εικόνα 3. Δείγμα από την καρτέλα με το ιστορικό του ατόμου με αφασία στη βάση
δεδομένων

2 Αναλυτικότερα για τον ορισμό των προτάσεων βλ. Ενότητα 5.5.


190 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

4.2 ELAN: Εργαλείο επισημείωσης


Για τη γλωσσολογική επισημείωση των δειγμάτων λόγου χρησιμοποιήθηκε
το πρόγραμμα ELAN3 του Max Planck Institute, το οποίο είναι ένα ελεύθερο
επαγγελματικό γλωσσολογικό εργαλείο για τη δημιουργία πολύπλοκων
επισημειώσεων σε οπτικοακουστικά και ηχητικά αρχεία. Επιτρέπει στον
χρήστη να προσθέσει στα αρχεία έναν άπειρο αριθμό επισημειώσεων,
δεικτοδοτώντας και σχολιάζοντας διαφορετικά επίπεδα και αποσπάσματα
του λόγου, όπως εκφωνήματα, προτάσεις, λέξεις, ή ακόμη και εξωγλωσσικά
χαρακτηριστικά, όπως χειρονομίες οι οποίες έχουν καταγραφεί σε αρχεία
βίντεο. Οι επισημειώσεις μπορεί να είναι διαβαθμισμένες σε επίπεδα (tiers),
τα οποία μπορούν να διασυνδέονται ιεραρχικά, ενώ παράλληλα μπορούν
να συγχρονιστούν με το ηχητικό σήμα ή με το οπτικοακουστικό αρχείο,
είτε να είναι ευθυγραμμισμένες με άλλες υπάρχουσες επισημειώσεις. Το
ELAN επιτρέπει την κωδικοποίηση του κειμενικού περιεχομένου των
επισημειώσεων σε μορφή Unicode και την αποθήκευσή του σε μορφή XML,
κυρίαρχο πρότυπο στην κωδικοποίηση κειμένων και μηχανικώς αναγνώσιμο.
Η επιλογή του συγκεκριμένου εργαλείου για τη γλωσσολογική επιση-
μείωση των δειγμάτων λόγου βασίστηκε κυρίως στα ακόλουθα πλεονε-
κτήματά του:
• Ομαδοποιημένα ιεραρχημένα επίπεδα επισημείωσης με πολλαπλές
σχέσεις
• Υποστήριξη προτύπου επισημείωσης με προκαθορισμένα επίπεδα
και λεξιλόγια
• Υποστήριξη ελεγχόμενων λεξιλογίων πλήρως οριζομένων από τον
χρήστη
• Εξαγωγή σε διαγραμμισμένο κείμενο, σε HTML και SMIL, καθώς
και σε μορφή υποτίτλων
• Συνεχής τεχνική υποστήριξη και ενημερώσεις/αναβαθμίσεις του
λογισμικού
• Γρήγορη πλοήγηση με πολλαπλές επιλογές μεταξύ των
οπτικοακουστικών και ηχητικών αρχείων, αλλά και μεταξύ
διαφορετικών αποσπασμάτων επισημείωσης
• Εύκολη πλοήγηση ανάμεσα στα επίπεδα επισημείωσης
• Ικανοποιητικό εύρος στατιστικής ανάλυσης των επισημειωμένων
δειγμάτων λόγου και δυνατότητας εξαγωγής στατιστικών
πληροφοριών.

3 https://tla.mpi.nl/tools/tla-tools/elan/
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 191

5. Πρότυπο σχήμα πολυεπίπεδης επισημείωσης


Έχοντας υπόψη την έλλειψη διαθέσιμων γλωσσικών πόρων για τη με-
λέτη του λόγου των ατόμων με αφασία, όχι μόνο για τα Eλληνικά αλλά και
για άλλες γλώσσες, καθώς και τους περιορισμούς των λίγων διαθέσιμων
Σωμάτων Κειμένων αυτού του τύπου (CoDAS – Corpus of Dutch Aphasic
Speech, Westerhout & Monachesi 2006 και AphasiaBank, MacWhinney,
Fromm, Forbes & Holland 2011, MacWhinney, Fromm, Holland & Forbes
2012) τόσο ως προς τα μεταδεδομένα τους όσο και ως προς την έκταση της
επισημείωσης, ένας από τους βασικούς στόχους της ανάπτυξης του ΕΣΚΑΛ
ήταν ο καθορισμός ενός συνόλου προδιαγραφών για τη συγκρότηση παρό-
μοιων Σωμάτων Κειμένων, συμβάλλοντας, κατά συνέπεια, στη μελλοντική
έρευνα στο πεδίο της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων όσον αφορά τον
λόγο ατόμων με αφασία.
Παράλληλα, με δεδομένη την απουσία ενός καθιερωμένου σχήματος για
τον γλωσσολογικό σχολιασμό του αφασικού λόγου με τη χρήση υπολογιστι-
κών εργαλείων της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων (Γούτσος κ.ά. 2012),
κρίθηκε απαραίτητη η δημιουργία ενός προτύπου επισημείωσης, το οποίο
να επιτρέπει την πολυεπίπεδη ανάλυση του αφασικού λόγου χωρίς να είναι
δεσμευτικό ως προς τη γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λίγα διαθέσιμα
πρότυπα γλωσσολογικής επισημείωσης FoLia (van Gompel 2012, 2014, van
Gompel & Reynaert 2014) και LAF-CLARIN (Romary & Ide 2004, Ide &
Suderman 2007, 2014) προσφέρουν περιορισμένη ελευθερία προσαρμογής.
Για τις ανάγκες της συγκεκριμένης ερευνητικής δράσης του προγράμμα-
τος ΘΑΛΗΣ, σχεδιάστηκε ένα δομημένο, πολυεπίπεδο σχήμα επισημείωσης
το οποίο περιλαμβάνει όλες τις υπό μελέτη παραμέτρους γλωσσολογικής
ανάλυσης του αφασικού λόγου. Οι παράμετροι αυτές περιλαμβάνουν «γε-
γονότα» του προφορικού λόγου (π.χ. παύσεις, επιμηκύνσεις φωνηέντων
και συμφώνων κ.λπ.), αυτοδιορθώσεις και επαναλήψεις, καθώς και παραμέ-
τρους που αφορούν το επίπεδο της λέξης (π.χ. μέρη του λόγου, μορφοσυ-
ντακτικά, φωνολογικά και σημασιολογικά λάθη), της πρότασης (π.χ. τύπος
πρότασης, γραμματικότητα και ολοκλήρωση πρότασης) και της μακροδο-
μής του λόγου (π.χ. συστατικά αφηγηματικής δομής, κύρια αφηγηματικά
γεγονότα, αξιολογικά στοιχεία) (βλ. Εικόνα 4).
Για να διασφαλιστεί η ομοιομορφία, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της
μεταγραφής και της επισημείωσης των αφηγήσεων, δημιουργήθηκε ένας
λεπτομερής Οδηγός Επισημείωσης (Βαρλοκώστα κ.ά. 2013), ο οποίος περι-
λαμβάνει αναλυτικές οδηγίες σε σχέση με τη διαδικασία της μεταγραφής και
192 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

της επισημείωσης. Όλοι οι επισημειωτές εκπαιδεύτηκαν συστηματικά στη


χρήση του εργαλείου ELAN και στη διαδικασία μεταγραφής και επισημείω-
σης από ερευνητές εξειδικευμένους στο πεδίο της Γλωσσολογίας Σωμάτων
Κειμένων, καθώς και στη συλλογή, επεξεργασία και ανάλυση γλωσσικών
δεδομένων. Τα επισημειωμένα δείγματα λόγου, μετά την ολοκλήρωσή τους
από τους επισημειωτές και πριν ενσωματωθούν στο ΕΣΚΑΛ, ελέγχονται
από τους εξειδικευμένους ερευνητές, ώστε να διασφαλιστεί η ομοιομορφία
και η αξιοπιστία της επισημείωσης.

Εικόνα 4. Δείγμα από επισημειωμένο αρχείο αφασικού λόγου στο ELAN

Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια πιλοτική διαδικασία μεταγραφής και


επισημείωσης στην οποία συμμετείχαν οι επισημειωτές, με στόχο να αξιολο-
γηθεί η καταλληλότητα του σχήματος επισημείωσης, των διαδικασιών και
των προδιαγραφών για τη μεταγραφή και την επισημείωση των δειγμάτων
λόγου. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν μια σειρά από αλλαγές
που πραγματοποιήθηκαν στο σχήμα επισημείωσης καθώς και στα κριτήρια
επισημείωσης των επιμέρους γλωσσολογικών χαρακτηριστικών, οι οποίες
ενσωματώθηκαν στον Οδηγό Επισημείωσης.
Το σχήμα επισημείωσης περιλαμβάνει τις εξής βασικές ομάδες, κάθε μία
από τις οποίες περιλαμβάνει έναν αριθμό ιεραρχημένων επιπέδων επισημεί-
ωσης (βλ. Εικόνα 5):
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 193

• Μεταγραφή Ερευνητή
• Μεταγραφή Συμμετέχοντα
• Γεγονότα
• Απόπειρες αυτοδιόρθωσης
• Εκφωνήματα
• Λάθη παράφρασης
• Αφηγηματική δομή
• Αξιολόγηση

Εικόνα 5. Πλήρως ανεπτυγμένη η δενδρική αναπαράσταση των ομάδων με τα αντί-


στοιχα ιεραρχημένα επίπεδα επισημείωσης

5.1 Μεταγραφή Ερευνητή


Στο επίπεδο της Μεταγραφής Ερευνητή επισημειώνεται σε απλή ορθο-
γραφική μεταγραφή ο λόγος του ερευνητή κατά τη διάρκεια της αλληλεπί-
δρασής του με τον συμμετέχοντα.

5.2 Μεταγραφή Συμμετέχοντα


Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει δύο επίπεδα επισημείωσης: α) το επίπεδο
της πρωτογενούς μεταγραφής και β) το επίπεδο της επεξεργασμένης μετα-
γραφής. Στο επίπεδο της πρωτογενούς μεταγραφής μεταγράφεται σε απλή
194 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

ορθογραφική μεταγραφή ο λόγος του ατόμου με αφασία ή του ατόμου της


ομάδας ελέγχου. Χρησιμοποιούνται ειδικές συμβάσεις για τις ακατάληπτες
λέξεις, ενώ οι μερικώς ακατάληπτες λέξεις μεταγράφονται κατά προσέγγιση
με απόδοση των ήχων [i] με γιώτα, [e] με έψιλον και [o] με όμικρον, π.χ.
ταπίρο, βέκι κ.λπ. Στο επίπεδο αυτό δεν δηλώνονται άλλες πληροφορίες του
προφορικού λόγου (π.χ. παύσεις, επιμηκύνσεις φωνηέντων ή συμφώνων
κ.λπ.), καθώς αυτά δηλώνονται σε διαφορετικό επίπεδο επισημείωσης. Ως
χρονική έναρξη του λόγου του συμμετέχοντα ο οποίος μεταγράφεται στο
συγκεκριμένο επίπεδο θεωρείται το σημείο όπου ολοκληρώνεται η ερώτηση
του ερευνητή (π.χ. «Πείτε μου τι συνέβη όταν πάθατε το εγκεφαλικό.»). Η
σιωπή που μεσολαβεί μεταξύ της τελευταίας λέξης του ερευνητή και της
πρώτης λέξης του συμμετέχοντα προσμετράται στον συνολικό χρόνο του
συμμετέχοντα.
Η επεξεργασμένη μεταγραφή προκύπτει από την πρωτογενή μεταγραφή,
αφού αφαιρεθούν: α) οι επαναλήψεις, β) οι αυτοδιορθώσεις, γ) οι στερεό-
τυπες φράσεις (π.χ. εντάξει, ας πούμε, ξέρω ’γω κ.λπ.), δ) οι μονολεκτικές
απαντήσεις του συμμετέχοντα σε ενδεχόμενη ερώτηση του ερευνητή, ε)
οτιδήποτε υπάρχει μετά την ολοκλήρωση της αφήγησης του συμμετέχοντα
και δεν προσθέτει κάτι στο αφηγηματικό περιεχόμενο (π.χ. –Έχετε να προ-
σθέσετε κάτι άλλο; –Όχι, τα έχω πει τόσες φορές άλλωστε, τι να προσθέσω;).
Χρονική έναρξη του λόγου ο οποίος μεταγράφεται στο συγκεκριμένο επί-
πεδο επισημείωσης θεωρείται το σημείο έναρξης της αφήγησης του ομιλη-
τή. Αντίστοιχα, ως χρονική λήξη της αφήγησης θεωρείται το σημείο όπου
διατυπώνεται η τελευταία λέξη της αφήγησης. Κατά συνέπεια, στο επίπεδο
της επεξεργασμένης μεταγραφής οριοθετείται ο «καθαρός» λόγος του ομι-
λητή, έχοντας αφαιρέσει τις σιωπές ή τις παύσεις που προηγούνται ή έπο-
νται. Η ενσωμάτωση στο σχήμα επισημείωσης του επιπέδου της επεξεργα-
σμένης μεταγραφής κρίθηκε απαραίτητη, ώστε να αποτελέσει τη βάση για
τις γλωσσολογικές μετρήσεις του λόγου των συμμετεχόντων. Έτσι, από την
επεξεργασμένη και όχι από την πρωτογενή αφήγηση προκύπτει ο αριθμός
των εκφωνημάτων, των προτάσεων και των λέξεων που παρήγαγε ο κάθε
ομιλητής και στη συνέχεια πραγματοποιούνται οι μετρήσεις της λεκτικής
ροής (λέξεις/λεπτό), του μέσου μήκους εκφωνήματος, της συντακτικής πο-
λυπλοκότητας (π.χ. εξαρτημένες προτάσεις προς το σύνολο των προτάσε-
ων, αριθμός συνδέσμων προς το σύνολο των λέξεων κ.λπ.), καθώς και οι
μετρήσεις που αφορούν την αφηγηματική μακροδομή.
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 195

5.3 Γεγονότα
Το επίπεδο των γεγονότων αφορά την πρωτογενή μεταγραφή και πε-
ριλαμβάνει χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου, όπως: α) επιμηκύνσεις
φωνηέντων, β) επιμηκύνσεις συμφώνων, γ) ακατάληπτες λέξεις, δ) σιωπή,
ε) παύσεις (δηλώνονται ως παύσεις οι διακοπές μεγαλύτερες του μισού δευ-
τερολέπτου (>~0,5 sec) στη διάρκεια της ροής του λόγου του ομιλητή), στ)
θόρυβος (οποιοσδήποτε θορυβώδης ήχος, ο οποίος σχετίζεται με την ομι-
λία, όπως χτύπημα χεριού στο τραπέζι ή άλλος ήχος που παρεμβάλλεται
έντονα και δυσκολεύει ή εμποδίζει την κατανόηση του λόγου), ζ) γεμίσματα
(ε..., μ..., εμ... κ.λπ.) και η) αναστεναγμός, γέλιο, κλάμα, ψίθυρος, βήχας, βα-
θιά αναπνοή.

5.4 Απόπειρες
Ως απόπειρες επισημειώνονται οι αυτοδιορθώσεις που εντοπίζονται
κυρίως σε επίπεδο λέξης (π.χ. την επόμενη φορά την επόμενη μέρα πήρε ο
λαγός τη χελώνα, η γυναίκα εκ έκλεισε ε όχι έκλεψε το δαχτυλίδι). Ως από-
πειρες δηλώνονται επίσης οι επαναλήψεις λέξεων, οι οποίες όμως δεν έχουν
αξιολογική λειτουργία (π.χ. θυμόμουνα τα πάντα εκείνη τη, τη βραδιά). Οι
αυτοδιορθώσεις μπορεί να ανήκουν σε μία από τις εξής κατηγορίες: α) φω-
νολογικές (π.χ. και ήφε, ήρφε, ήρθε ο λαγός), β) λεξικές (π.χ. μετά η χελώνα,
ο λαγός είπε) και γ) μορφολογικές (π.χ. ο λαγός τρέξε, έτρεξε).

5.5 Εκφωνήματα, προτάσεις, λέξεις και λάθη


Η συγκεκριμένη ομάδα επισημείωσης αποτελεί τη μεγαλύτερη του σχή-
ματος επισημείωσης και περιλαμβάνει τρία ιεραρχημένα επίπεδα: α) το επί-
πεδο των εκφωνημάτων, στο οποίο οριοθετούνται και μεταγράφονται τα
εκφωνήματα που παράγει ο ομιλητής, β) το επίπεδο των προτάσεων, στο
οποίο τα εκφωνήματα χωρίζονται σε προτάσεις και γ) το επίπεδο των λέξε-
ων, στο οποίο οι προτάσεις χωρίζονται σε λέξεις.
Το εκφώνημα ορίζεται με κριτήρια κυρίως φωνητικά, ως το τμήμα παρα-
γωγής λόγου το οποίο έπεται και προηγείται σιωπής και ταυτίζεται με μία
επιτονική καμπύλη. Ωστόσο, πολύ συχνά στον λόγο των ατόμων με αφασία
η επιτονική καμπύλη δεν είναι αρκετά σαφής, καθώς ο λόγος τους είναι απο-
σπασματικός και κοπιώδης. Στην περίπτωση αυτή, για να προσδιοριστούν
τα όρια ενός εκφωνήματος, τα φωνητικά κριτήρια συνδυάζονται και με ση-
μασιολογικά, δηλαδή, με την ολοκλήρωση ενός νοήματος.
Το επίπεδο των προτάσεων εξαρτάται από αυτό των εκφωνημάτων, δη-
196 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

λαδή, δεν υπάρχει πρόταση η οποία να μην ανήκει σε κάποιο οριοθετημένο


εκφώνημα. Κάθε πρόταση χαρακτηρίζεται περαιτέρω ως προς το αν είναι
ολοκληρωμένη ή όχι, αν είναι γραμματική ή όχι, καθώς και ως προς το είδος
της.
Το επίπεδο των λέξεων εξαρτάται από αυτό των προτάσεων. Στο επίπεδο
αυτό καταγράφεται ο αριθμός των λέξεων ανά πρόταση, τα όρια των λέξεων
και το μέρος του λόγου στο οποίο ανήκουν, ενώ επισημειώνονται επίσης τα
μορφοσυντακτικά, φωνολογικά και σημασιολογικά λάθη.
Ακολουθώντας τα κριτήρια των Nicholas & Brookshire (1993), ως λέξη
επισημειώνεται κάθε λεξικό στοιχείο αναγνωρίσιμο ως λέξη, το οποίο όμως
δεν αποτελεί απαραίτητα μια ορθή λέξη. Για παράδειγμα, μετρώνται ως λέ-
ξεις: α) νεολογισμοί ή λέξεις με φωνολογικά λάθη (π.χ. γογό [;], νελό [νερό],
πλέμνει [πλένει], ζέχασε [ξέχασε]) ή ημιτελείς λέξεις όταν το τελικό τμήμα
είναι απολύτως σαφές ή μάλλον προφανές (π.χ. χύθη… [χύθηκε]). Δεν με-
τρώνται ως λέξεις ημιτελείς λέξεις όταν το τελικό τμήμα είναι ασαφές (π.χ.
πλυν…), συλλαβές (π.χ. πε…) ή επαναλήψεις συλλαβών, τμημάτων λέξεων,
ή φράσεων (π.χ. …μ’ αυτήν μ’αυτή σε σε δω δώσει…, …πα πα πα πάτησε εδώ,
πήρε εδώ και πε πε πε πέφτει.).
Όσον αφορά τα λάθη, το σχήμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά επίπε-
δα επισημείωσης με ελεγχόμενα λεξιλόγια. Τα φωνολογικά λάθη4 περιλαμ-
βάνουν τις εξής κατηγορίες: α) παράλειψη (π.χ. κεκ αντί κέικ, κρέκλα αντί
καρέκλα), β) προσθήκη (π.χ. σετρώνω αντί στρώνω, σιτήνω αντί στήνω), γ)
υποκατάσταση (π.χ. αυτοτίνητο αντί αυτοκίνητο, γράδω αντί γράφω), δ) πα-
ράλειψη ή υποκατάσταση συλλαβής (π.χ. αυτονήτο αντί αυτοκίνητο, αυτο-
νήκιτο αντί αυτοκίνητο), ε) λανθασμένος τονισμός (π.χ. κάπελο αντί καπέ-
λο, πορτά αντί πόρτα).
Το επίπεδο των μορφοσυντακτικών λαθών περιλαμβάνει τις εξής κα-
τηγορίες: α) παράλειψη ελεύθερου μορφήματος, όπως παράλειψη άρθρου,
συνδέσμου, κλιτικού, μορίου όπως τα να, θα κ.λπ. (π.χ. θέλει πάει, μου έδωσε
άντρας μου), β) υποκατάσταση ελεύθερου μορφήματος π.χ. οριστικό άρθρο
αντί αόριστου, αόριστο άρθρο αντί οριστικού, υποκατάσταση συνδέσμου
κ.λπ. (π.χ. θέλει που πάει αντί θέλει να πάει, και μετά ένα βασιλόπουλο αντί
και μετά το βασιλόπουλο), γ) λάθη γραμματικής κατηγορίας, όπως ουσια-

4 Τα φωνολογικά λάθη επισημειώθηκαν μόνο ως προς την κατηγορία του λάθους (π.χ. παρά-
λειψη, προσθήκη, υποκατάσταση κ.λπ.) και όχι ως προς τα ειδικά φωνητικά χαρακτηριστικά του
κάθε λάθους. Καθώς η έρευνα δεν προέβλεπε τη μελέτη των γλωσσικών δεδομένων του αφασι-
κού λόγου σε φωνολογικό επίπεδο και δεδομένων των χρονικών και οικονομικών περιορισμών
του προγράμματος, προκρίθηκε η ορθογραφική έναντι της φωνητικής μεταγραφής.
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 197

στικό αντί ρήματος ή το αντίστροφο (π.χ. βίδα αντί βιδώνω), δ) λάθη συμ-
φωνίας πτώσης/γένους/αριθμού ανάμεσα στο όνομα και τους προσδιορι-
σμούς του (επίθετο, αντωνυμία) (π.χ. καλό γιατρός/ η κόρη μου είναι μεγά-
λο/ καλή νοσοκόμες/ η χελώνα κοίταξε τον λαγό και της είπε, αντί του είπε/
η χελώνα κοίταξε τον λαγό και τους είπε, αντί του είπε), ε) λάθη συμφωνίας
υποκειμένου-ρήματος (π.χ. δεν μπορώ να βρει τη λέξη), στ) λάθη όψης (π.χ.
θα φεύγω αύριο), ζ) λάθη χρόνου (π.χ. αύριο πήγα στο γκαράζ), η) λάθη
πτώσης σε ονόματα (π.χ. το αυτοκίνητο το γιο μου, αντί το αυτοκίνητο του
γιου μου), θ) λάθη αριθμού σε ονόματα (π.χ. και ο λαγός είπε χελώνες, αντί
χελώνα), ι) λάθη προσώπου σε αντωνυμίες (π.χ. σου έδωσε, αντί μου έδωσε),
ια) λανθασμένη σειρά όρων (π.χ. της έδωσα το δώρο μεγάλο).
Τέλος, το επίπεδο των λεξικών-σημασιολογικών λαθών περιλαμβάνει τις
εξής κατηγορίες: α) σημασιολογικό λάθος με μορφική ομοιότητα των λεξι-
κών στοιχείων (π.χ. τόνος αντί πόνος ή σπάλα αντί σκάλα), β) σημασιολογι-
κό λάθος με σημασιολογική ομοιότητα των λεξικών στοιχείων (π.χ. καρέκλα
αντί τραπέζι), γ) ασυνάφεια (π.χ. σκάλα αντί καρέκλα), δ) νεολογισμός με
διατήρηση της μορφοφωνολογικής δομής της λέξης, για τις περιπτώσεις
όπου ο νεολογισμός μπορεί να ενταχθεί σε κάποια γραμματική κατηγορία
(π.χ. σχεκές αντί κακές) και ε) νεολογισμός χωρίς διατήρηση της μορφο-
φωνολογικής δομής της λέξης, για τις περιπτώσεις όπου ο νεολογισμός δεν
μπορεί να ενταχθεί σε κάποια γραμματική κατηγορία (π.χ. ιδεσοφολίμπερι,
σχθεπές).

5.6 Λάθη παράφρασης


Τα λάθη παράφρασης ανήκουν σε μία από τις εξής κατηγορίες: α) Περί-
φραση: ο ομιλητής περιγράφει τη λέξη που θέλει να πει, επειδή δεν μπορεί να
την ανακαλέσει (π.χ. αυτό που κλείνουμε το μπουφάν αντί φερμουάρ) και β)
Ασάφεια: ο ομιλητής περιγράφει τη λέξη που θέλει να πει, αλλά με πολύ γε-
νικούς όρους και έτσι είναι ασαφής η σημασία της (π.χ. μου έδωσαν μωρέ το
πεστίνο, είναι αυτό που τρώγεται, αντί να προσδιορίσει ποιο φαγητό εννοεί).

5.7 Αφηγηματική δομή


Η συγκεκριμένη ομάδα επισημειώσεων περιλαμβάνει τα επίπεδα που
αφορούν την ανάλυση του λόγου σε επίπεδο αφηγηματικής μακροδομής.
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη ομάδα περιλαμβάνονται: α) τα συστατικά
της αφηγηματικής δομής («Αφηγηματικά στοιχεία») και β) τα «Κύρια συμ-
βάντα» του αφηγηματικού περιεχομένου.
198 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

Τα δομικά συστατικά της αφήγησης τα οποία οριοθετούνται και επι-


σημειώνονται στο επίπεδο των αφηγηματικών στοιχείων βασίζονται στο
μοντέλο αφηγηματικής δομής του Labov (Labov & Waletzky 1967, Labov
1972) και είναι τα εξής:
1. Περίληψη ή Σύνοψη (Αbstract)
2. Προσανατολισμός (Οrientation)
3. Δράση και επιπλοκές (Complication)
4. Λύση/επίλυση (Resolution)
5. Επιμύθιο (Coda)
Σε απλές μορφές αφηγήσεων (προφορικές αφηγήσεις, παραμύθια) τα έξι
δομικά στοιχεία συνήθως εμφανίζονται με τη συγκεκριμένη σειρά παράθε-
σης. Όσο πιο σύνθετος, όμως, είναι ο τρόπος αφήγησης τόσο μεγαλύτερη
είναι η ποικιλία στη σειρά και στην επιλογή ορισμένων μόνο και όχι όλων
των δομικών στοιχείων. Τα έξι αυτά δομικά στοιχεία δεν είναι όλα υποχρε-
ωτικά προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα κείμενο ως αφηγηματικό (Eggins
& Slade 1997).
Για τη μέτρηση του αφηγηματικού περιεχομένου χρησιμοποιείται ως
δείκτης ο αριθμός των κύριων συμβάντων (Wright, Capilouto, Wagovich,
Cranfill & Davis 2005, Capilouto, Wright & Wagowich 2006). Ως κύρια συμ-
βάντα θεωρούνται μονοπροτασιακές ή πολυπροτασιακές ενότητες της ιστο-
ρίας, η καθεμία από τις οποίες παρουσιάζει ένα γεγονός σημαντικό για την
πλοκή, το οποίο είναι, συγχρόνως, ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα γεγονότα
της ιστορίας. Τα κύρια γεγονότα δεν ταυτίζονται πάντα με τα όρια μιας πρό-
τασης, αλλά συνήθως αποτελούν ευρύτερες κειμενικές ενότητες, οι οποίες
περιλαμβάνουν χρονικές και αιτιακές σχέσεις μεταξύ των γεγονότων.

5.8 Αξιολόγηση
Στο συγκεκριμένο επίπεδο επισημειώνονται τα αξιολογικά στοιχεία του
παραγόμενου λόγου των ομιλητών. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται
γλωσσικά στοιχεία τα οποία δηλώνουν τη συναισθηματική και γνωσιακή
κατάσταση του αφηγητή, καθώς και τη στάση του απέναντι στα γεγονό-
τα και τα πρόσωπα της ιστορίας. Η αξιολόγηση εκφράζει την εμπλοκή του
αφηγητή με το αφήγημά του και συνιστά ένα δεύτερο στρώμα αφήγησης, το
οποίο μεταμορφώνει μια απλή χρονική αλληλουχία γεγονότων σε μια ιστο-
ρία που αξίζει κάποιος να αφηγηθεί. Πιο συγκεκριμένα, σε αντιστοιχία με
προηγούμενες μελέτες σχετικά με την αξιολόγηση στον αφηγηματικό λόγο
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 199

των ατόμων με αφασία (Ulatowska, Reyes, Santos & Worle 2011, Armstrong
& Ulatowska 2006, 2007, Ulatowska & Olness 2003), στο επίπεδο αυτό επι-
σημειώνονται τα αξιολογικά στοιχεία τα οποία ανήκουν σε μία από τις εξής
κατηγορίες:
α) Εξωτερική αξιολόγηση: Περιλαμβάνει σχόλια του αφηγητή για τα γε-
γονότα (π.χ. αυτό είναι αλήθεια, ήταν καταπληκτικό, πρώτη φορά έγινε τέ-
τοιο πράγμα κ.λπ.), τα οποία ορισμένες φορές απευθύνονται ευθέως στον
συνομιλητή (π.χ. αυτός, ξέρεις, ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος).
β) Επανάληψη: Περιλαμβάνει την επανάληψη λέξεων ή φράσεων με σκο-
πό να δοθεί έμφαση και όχι την επανάληψη που οφείλεται σε δυσκολίες
γλωσσικής ή γνωσιακής επεξεργασίας. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνο-
νται δύο υποκατηγορίες: i) η ακριβής επανάληψη λέξεων ή φράσεων (π.χ.
περίμενα, περίμενα αλλά τίποτα) και ii) η επανάληψη με παράφραση (π.χ.
μιλούσε συνέχεια, γλώσσα δεν έβαζε μέσα).
γ) Λέξεις και φράσεις που δηλώνουν συναισθηματική κατάσταση. Η κα-
τηγορία αυτή περιλαμβάνει λέξεις και φράσεις που δηλώνουν συναισθήματα
(π.χ. χαίρομαι, λυπάμαι, θυμωμένος, φόβος, τρομερός, φοβερός κ.λπ.), καθώς
και λέξεις εγγενώς αξιολογικές (π.χ. καλός, κακός, συμπαθητικός, αντιπαθη-
τικός, όμορφος, άσχημος, άγριος, σοβαρός, αστείος, κοροϊδεύω κ.λπ.).
δ) Μεταφορές & παρομοιώσεις (π.χ. ένας πόνος που με έσφιγγε σαν μέγ-
γενη, το χέρι μου είχε ξεραθεί).
ε) Μεταγλωσσική λειτουργία: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει σχόλια
του ομιλητή –εκτός της σειράς των γεγονότων– για την ίδια του τη γλώσσα
(π.χ. δε μπορώ να βρω/να θυμηθώ τη λέξη, το ξέρω αλλά δεν μπορώ να το πω,
καταλαβαίνεις τι λέω;).
στ) Αναφερόμενος λόγος: Περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου ο ομιλητής
χρησιμοποιεί ευθύ και πλάγιο λόγο, ενώ δηλώνεται παράλληλα το ρήμα
προβολής.

6. Επίλογος
Το ΕΣΚΑΛ αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια συγκρότησης
ενός επισημειωμένου Σώματος Κειμένων αφασικού λόγου για τα Ελληνικά.
Τα δείγματα λόγου των ατόμων με αφασία, τα οποία περιλαμβάνει, αναλύ-
ονται ήδη ως προς τα γλωσσικά τους χαρακτηριστικά με βάση μια σειρά
παραμέτρων, όπως: α) οι δείκτες λεκτικής παραγωγής και λεκτικής ροής:
αριθμός εκφωνημάτων, προτάσεων και λέξεων, αριθμός λέξεων/λεπτό,
200 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

β) οι δείκτες συντακτικής πολυπλοκότητας και γραμματικότητας: αριθμός


συνδέσμων προς το σύνολο των λέξεων, αριθμός γραμματικά ορθών προ-
τάσεων προς το σύνολο των προτάσεων, αριθμός εξαρτημένων προτάσεων
προς το σύνολο των προτάσεων, αριθμός ονομάτων και ρημάτων προς το
σύνολο των λέξεων, λόγος ονομάτων προς ρήματα κ.λπ., γ) οι δείκτες λε-
κτικής διακοπής (verbal disruption): αυτοδιορθώσεις, επαναλήψεις, εγκα-
ταλελειμμένες προτάσεις, γεμίσματα και τυποποιημένες εκφράσεις, δ) οι
δείκτες αφηγηματικής δομής: αριθμός κύριων γεγονότων, συστατικά αφη-
γηματικής δομής και αριθμός προτάσεων ανά συστατικό, αξιολογικά στοι-
χεία ανά κατηγορία κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σχήμα επισημείωσης το
οποίο σχεδιάστηκε και ακολουθείται κατά τη συγκρότηση του ΕΣΚΑΛ έχει
αποδειχθεί εξαιρετικά εύχρηστο και ευρύ, καθώς επιτρέπει τον ολοκληρω-
μένο γλωσσολογικό σχολιασμό των δειγμάτων λόγου και την πολυεπίπεδη
ανάλυσή τους.
Η διαθεσιμότητα των επισημειωμένων δειγμάτων αφασικού λόγου στην
ερευνητική κοινότητα σε συνδυασμό με τα πλούσια μεταδεδομένα που τα
συνοδεύουν, αναμένεται να αυξήσει το ενδιαφέρον για τη μελέτη του αφα-
σικού λόγου στα Ελληνικά, με στόχο την σε βάθος διερεύνηση διαφορετι-
κών γλωσσικών επιπέδων στην αφασία και των μεταξύ τους σχέσεων, καθώς
και να ενισχύσει τη διεπιστημονική του μελέτη, συμβάλλοντας, κατ’ επέ-
κταση, στη βαθύτερη και ευρύτερη διερεύνηση του σύνθετου φαινομένου
της αφασίας.

ΕΥ Χ ΑΡΙ Σ ΤΙΕΣ

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά την Αθηνά Κοντοσταυλάκη για


τη συνδρομή της στη δημιουργία της βάσης δεδομένων του ΘΑΛΗ και
την Ελένη Κονσολάκη για τον συντονισμό της Ομάδας Επισημείωσης του
ΕΣΚΑΛ. Επιπλέον, ευχαριστούμε τους Κώστα Πόταγα, Ιωάννη Ευδοκιμί-
δη, Σωκράτη Παπαγεωργίου, Ηλία Παπαθανασίου, Γεωργία Κολίντζα, το
Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης «Ανέλιξη» και το Κέντρο Αποθε-
ραπείας και Αποκατάστασης «Φιλοκτήτης» για την παραπομπή των ατόμων
με αφασία. Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους Μαργαρίτα Ατσιδάκου,
Εύα Ευστρατιάδου, Αναστασία Αρχοντή, Αριάδνη Χατζηδάκη, Χριστόφο-
ρο Ρούτση, Λίνα Χατζηαντωνίου και Δημήτρη Κασελίμη για τον νευροψυ-
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 201

χολογικό και κλινικό έλεγχο των ατόμων με αφασία. Τέλος, ευχαριστούμε


πολύ τους Σοφία Αποστολοπούλου, Πόλα Δρακοπούλου και Αικατερίνη
Παντούλα για τη συλλογή των αφηγήσεων, καθώς και όλους τους συνερ-
γάτες για τη συστηματική συνδρομή τους στην επισημείωση του ΕΣΚΑΛ:
Αλεξανδρή Χριστίνα, Αποστολοπούλου Σοφία, Αρφάνη Δήμητρα, Ατσάλη
Κέλλυ, Βαλασκατζής Ηλίας, Γαστεράτου Σπυριδούλα, Γεωργούλη Μαριάν-
να, Γκότση Αλίκη, Γκούμα Νάσια, Γονή Κωνσταντίνα, Γουργουλέτη Χαρά,
Δαραβίγκα Κωνσταντίνα, Δεχουνιώτη Βασιλική, Δόλη Εύη, Δρακοπούλου
Πόλα, Δρούγκα Μάρθα, Ελνταχάν-Απέργη Πόπη, Κατσιμπόκης Δημήτρης,
Κρητικός Γιάννης, Κουνούδης Παναγιώτης, Κωσταλέτου Αλεξάνδρα, Μι-
χαλάκη Άννα, Μπακογιάννης Αλέξανδρος, Μπάνου Σοφία, Παγώνη Σοφία,
Παναγόπουλος Παναγιώτης, Παντούλα Αικατερίνη, Παπαδόδημα Καλλιό-
πη, Ρεμούνδου Σταματίνα, Σαριδάκη Μαρία και Τσαμπούκας Αλέξανδρος.

ΕΛ Λ Η Ν Ο ΓΛ ΩΣΣΗ ΒΙ Β ΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαρλοκώστα, Σ., Καρασίμος, Α., Σταμούλη, Σ., Μαρκόπουλος Γ., Κακαβούλια,


Μ., Γούτσος, Δ., Νεραντζίνη, Μ., Φυνδάνης, Β. & Παντούλα, A. (2013).
Οδηγός Επισημείωσης του Ελληνικού Σώματος Κειμένων Αφασικού Λό-
γου. ΘΑΛΗΣ «Επίπεδα διαταραχής του λόγου ελληνόφωνων ατόμων
με αφασία: Σχέσεις με ελλείμματα επεξεργασίας, εγκεφαλική βλάβη και
προσεγγίσεις θεραπείας». Αθήνα: ΕΚΠΑ.
Γούτσος, Δ., Πόταγας, Κ., Λέκκα, A., Δριτσάκης, Γ., Κασελίμης, Δ. &
Ευδοκιμίδης, Ι. (2012). Σώματα κειμένων και αφασία: Από τη γλωσσική
ικανότητα στη χρήση. Στο Κ. Πόταγας & Ι. Ευδοκιμίδης (Επιμ.), Λό-
γος και Νόηση. Συζητήσεις για τον Λόγο στο Αιγινήτειο (σσ. 101-124).
Αθήνα: Συνάψεις.
Κακαβούλια, Μ., Σταμούλη, Σ., Φωκά-Καβαλιεράκη, Π., Οικονόμου, Α.,
Πρωτόπαπας, Α. & Βαρλοκώστα, Σ. (2014). Πρωτόκολλο εκμαίευσης
αφηγηματικού λόγου στην Ελληνική από άτομα με αφασία: Αρχές, με-
θοδολογικά ζητήματα και προκαταρκτικά αποτελέσματα. Γλωσσολογία,
22, 41-60.
202 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

ΞΕΝ Ο ΓΛ ΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Armstrong, E. (2005). Expressing opinions and feelings in aphasia: Linguistic


options. Aphasiology, 19, 285-296.
Armstrong, E. & Ulatowska, H.K. (2006). Stroke stories: Conveying emotive
experiences in aphasia. In M.J. Ball & J.S. Damico (Eds.), Clinical
aphasiology: Future directions (pp. 195-210). Hove, UK: Psychology Press.
Armstrong, E. & Ulatowska, H.K. (2007). Making stories: Evaluative
language and the aphasia experience. Aphasiology, 21, 763-774.
Benson, D.F. & Ardila, A. (1996). Aphasia: A clinical perspective. New York:
Oxford University Press.
Bottenberg, D., Lemme, M.L. & Hedberg, N.L. (1987). Effect of story content
on narrative discourse of aphasic adults. In R.H. Brookshire (Ed.),
Clinical Aphasiology Conference Proceedings (pp. 202-209). Minneapolis:
BRK Publishers.
Byng, S. (1988). Sentence processing deficits: Theory and therapy. Cognitive
Neuropsychology, 5, 629-676.
Byng, S., Nickels, L. & Black, M. (1994). Replicating therapy for mapping
deficits in agrammatism: Remapping the deficit? Aphasiology, 8, 315-341.
Capilouto, G.J., Wright, H.H. & Wagovich, S.A. (2006). Reliability of main
event measurement in the discourse of individuals with aphasia.
Aphasiology, 20, 205-216.
Christiansen, J.A. (1995). Coherence violations and propositional usage in
the narratives of fluent aphasics. Brain and Language, 51, 291-317.
Coelho, C.A., Liles, B.Z., Duffy, R.J., Clarkson, J.V. & Elia, D. (1994).
Longitudinal assessment of narrative discourse in a mildly aphasic
adult. Clinical Aphasiology, 22, 145-155.
De Roo, E. (1999). Agrammatic grammar: Functional categories in agrammatic
speech. Hague: Theseus.
Doyle, P.J., McNeil, M.R., Spencer, K.A., Goda, A.J., Cottrell, K. & Lustig, A.P.
(1998). The effects of concurrent picture presentations on retelling of
orally presented stories by adults with aphasia. Aphasiology, 12, 561-574.
Dressler, W.U. & Pleh, C. (1988). On text disturbances in aphasia. Ιn W.U.
Dressler & J.A. Stark (Eds.), Linguistic analyses of aphasic language (pp.
151-178). New York: Springer-Verlag.
Dronkers, N.F. & Larsen, J. (2001). Neuroanatomy of the classical syndromes
of aphasia. In R.S. Berndt (Ed.), Handbook of neuropsychology (2nd ed.,
pp. 19-30). Amsterdam: Elsevier Science.
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 203

Eggins, S. & Slade, D. (1997). Analysing casual conversation. London:


Continuum.
Foka-Kavalieraki, P., Kakavoulia, M., Economou, A., Varlokosta, S., Routsis,
C., Kasselimis, D., Potagas, K., Evdokimidis, I. & Protopapas, A. (2008,
September). A comprehensive approach to the analysis of narrative
discourse production by Greek speakers with aphasia. Poster presented
at The Science of Aphasia IX Conference, Chalkidiki.
Glosser, G. & Deser, T. (1990). Patterns of discourse production among
neurological patients with fluent language disorders. Brain and
Language, 40, 67-88.
Goodglass, H. (1993). Understanding aphasia. San Diego, CA: Academic
Press.
Harley, T. (2001). The psychology of language: From data to theory (2nd ed.).
New York: Psychology Press.
Ide, N. & Suderman, K. (2007). GrAF: A graph-based format for linguistic
annotations. Proceedings of the Linguistic Annotation Workshop. PA:
Association for Computational Linguistics.
Ide, N. & Suderman, K. (2014). The linguistic annotation framework: A
standard for annotation interchange and merging. Language Resources
and Evaluation, 48, 395-418.
Labov, W. (1972). Language in the inner city. Philadelphia: The University of
Pennsylvania Press.
Labov, W. & Waletsky, J. (1967). Narrative analysis. In J. Helm (Εd.), Essays in
the verbal and visual arts (pp. 12-44). Seattle: University of Seattle Press.
Lemme, M.L., Hedberg, N.L. & Bottenberg, D.F. (1984). Cohesion in
narratives of aphasic adults. In R.H. Brookshire (Εd.), Clinical Aphasiology
Conference Proceedings (pp. 215-222). Minneapolis, MN: BRK.
MacWhinney, B., Fromm, D., Forbes, M. & Holland, A. (2011). AphasiaBank:
Methods for studying discourse. Aphasiology, 25, 1286-1307.
MacWhinney, B., Fromm, D., Holland, A. & Forbes, M. (2012). AphasiaBank:
Data and methods. In N. Mueller & M. Ball (Eds.), Methods in clinical
linguistics (pp. 31-48). New York: Wiley.
McNeil, M.R., Sung, J.E., Yang, D., Pratt, S.R., Fossett, T.R.D., Pavelko,
S. & Doyle, P.J. (2007). Comparing connected language elicitation
procedures in person with aphasia: Concurrent validation of the Story
Retell Procedure. Aphasiology, 21, 775-790.
Menn, L., Ramsberger, G. & Helm-Estabrooks, N. (1994). A linguistic
communication measure for aphasic narratives. Aphasiology, 8, 315-342.
204 Σ. ΒΑΡΛΟΚΩΣΤΑ, Σ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Α. ΚΑΡΑΣΙΜΟΣ, Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Μ. ΝΕΡΑΝΤΖΙΝΗ, Β. ΦΥΝΔΑΝΗΣ,

Mesulam, M.M. (2000). Principles of behavioral and cognitive neurology (2nd


edition). New York: Oxford University Press.
Nicholas, L.E. & Brookshire, R.H. (1993). A system for quantifying the
informativeness and efficiency of the connected speech of adults with
aphasia. Journal of Speech and Hearing Research, 36, 338-350.
Nicholas, L.E. & Brookshire, R.H. (1995). Presence, completeness and accuracy
of main concepts in the connected speech of non-brain-damaged adults and
adults with aphasia. Journal of Speech and Hearing Research, 38, 145-156.
Nicholas, M., Obler, L.K., Albert, M.L. & Helm-Estabrooks, N. (1985). Empty
speech in Alzheimer’s disease and fluent aphasia. Journal of Speech and
Hearing Research, 28, 405-410.
Olness, G.S. (2006). Genre, verb, and coherence in picture-elicited discourse
of adults with aphasia. Aphasiology, 20, 175-187.
Olness, G.S., Matteson, S.E. & Stewart, C.T. (2010). “Let me tell you the
point”: How speakers with aphasia assign prominence to information in
narratives. Aphasiology, 24, 697-708.
Olness, G.S. & Ulatowska, H.K. (2011). Personal narratives in aphasia:
Coherence in the context of use. Aphasiology, 25, 1393-1413.
Romary, L. & Ide, Ν. (2004). International standard for a linguistic annotation
framework. Natural Language Engineering, 10, 211-225.
Saffran, E.M., Sloan-Berndt, R. & Schwartz, M. (1989). The quantitative
analysis of agrammatic production: Procedure and data. Brain and
Language, 37, 440-479.
Ska, B., Duong, A. & Joanette, Y. (2004). Discourse impairments. In R.D.
Kent (Eds.), The MIT encyclopedia of communication disorders (pp. 302-
304). Cambridge, MA: The MIT Press.
Smith, C. (2003). Modes of discourse: The local structure of texts. Cambridge,
Cambridge University Press.
Ulatowska, H.K., Allard, L. & Bond Chapman, S. (1990). Narrative and
procedural discourse in aphasia. Ιn Y. Joanette & H.H. Brownell (Eds.),
Discourse ability and brain damage: Theoretical and empirical perspectives
(pp. 180-198). New York: Springer-Verlag.
Ulatowska, H.K., Freedman-Stern, R., Doyel, A.W., Macaluso-Haynes, S. &
North, A. (1983). Production of narrative discourse in aphasia. Brain
and Language, 19, 317-334.
Ulatowska, H.K., North, A.J. & Macaluso-Haynes, S. (1981). Production of
narrative and procedural discourse in aphasia. Brain and Language, 13,
345-371.
Α. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΦΑΣΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 205

Ulatowska, H.K., & Olness, G.S. (2003). On the nature of direct speech in
narratives of African Americans with aphasia. Brain and Language, 87,
69-70.
Ulatowska, H.K., Olness, G.S., Keebler, M. & Tillery, J. (2006). Evaluation in
stroke narratives: A study in aphasia. Brain and Language, 99 [Special
Abstract Issue Academy of Aphasia 2006 Program], 51-52.
Ulatowska, H.K., Reyes, Β.Α., Santos, T.O. & Worle, C. (2011). Stroke
narratives in aphasia: The role of reported speech. Aphasiology, 25, 93-
105.
van Gompel, M. (2012). FoLiA: Format for Linguistic Annotation.
Documentation. ILK Technical Report 12-03. Tilburg University.
van Gompel, M. (2014). FoLiA: Format for Linguistic Annotation.
Documentation. Language and Speech Technology Technical Report
Series LST-14-01. Radboud University Nijmegen.
van Gompel, M. & Reynaert, M. (2014). FoLiA: A practical XML format
for linguistic annotation – a descriptive and comparative study.
Computational Linguistics in the Netherlands Journal, 3, 63-81.
Vermeulen, J., Bastiaanse, R. & van Wageningen, B. (1989). Spontaneous
speech in aphasia: A correlational study. Brain and Language, 36, 252-
274.
Westerhout, E. & Monachesi, P. (2006). A pilot study for a Corpus of Dutch
Aphasic Speech. Proceedings of the 5th International Conference on
Language Resources and Evaluation (LREC 2006) (pp. 1648-1653).
Williams, S.E., Li, E.C., Della Volpe, A. & Ritterman, S.I. (1994). The
influence of topic and listener familiarity on aphasic discourse. Journal
of Communication Disorders, 27, 207-222.
Wright, H.H. (2011). Discourse in aphasia: An introduction to current
research and future directions. Aphasiology, 25, 1283-1285.
Wright, H.H., Capilouto, G.J., Wagovich, S.A., Cranfill, T. & Davis, J.
(2005). Development and reliability of a quantitative measure of adults’
narratives. Aphasiology, 19, 263-273.
Wright, H.H. & Capilouto, G.J. (2009). Manipulating task instructions to
change narrative discourse performance. Aphasiology, 23, 1295-1308.
View publication stats

You might also like