You are on page 1of 6

Με την εμφάνιση του φωτορεπορτάζ στα μέσα του 19 ου αιώνα, ο τρόπος με τον οποίο

βλέπουμε τα πράγματα άλλαξε. Ξεκινώντας από τη φωτογραφία πολέμου, με τον καιρό


εξαπλώθηκε σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας.

Ο Ρότζερ Φέντον, ο πρώτος γνωστός φωνογράφος πολέμου, αποτύπωσε στο έργο του τον
Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 – 1856) και κυρίως τα αποτελέσματα του. Με τη δημοσίευση της
δουλειάς του στο Illustrated London News, το κοινό απέκτησε πρόσβαση για πρώτη φορά σε
αυτού του είδους τον εικόνων.

Roger Fenton

Ο Ρότζερ Φέντον είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της τέχνης της Φωτογραφίας και
πρωτοπόρος του φωτορεπορτάζ. Δε θα υπερβάλλαμε αν λέγαμε πως ήταν ο φωτογράφος με τη
μεγαλύτερη επιρροή και δημοτικότητα στην Αγγλία της δεκαετίας του 1850. Σπούδασε νομική
και ζωγραφική. Το 1853 ιδρύει τη Φωτογραφική Εταιρία. Το 1854 έγινε ο πρώτος διορισμένος
φωτογράφος του Βρετανικού Μουσείου. Το 1855, με τις φωτογραφίες του Κριμαϊκού Πολέμου,
αναγνωρίστηκε και διέπρεψε ως φωτογράφος σε όλους τους κλάδους της φωτογραφίας.

Ήταν ο καλύτερος φωτογράφος αρχιτεκτονικής και τοπίων σε ολόκληρη την Αγγλία. Απόφασισε
να αφιερωθεί στην απεικόνιση μεγάλων εκκλησιών και αβαείων της Βρετανίας. Τον ενδιέφερε
το παιχνίδι του φωτός και της ατμόσφαιρας στον φυσικό κόσμο. Αυτό το θέμα τον απασχόλησε
καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του και το εξερεύνησε με μεγάλη επιμονή.

Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις θέλησαν να ανακόψουν τις διεκδικήσεις της Ρωσίας στα
ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέσπασε ο λεγόμενος «Κριμαϊκός
Πόλεμος». Ο εκδότης του Manchester Thomas Agnew and Sons ζήτησε από τον Φέντον να
μεταβεί στην Κριμαία με σκοπό την καταγραφή του Πολέμου, έχοντας τη στήριξη της
κυβέρνησης με την ελπίδα ότι θα ανακούφιζε τις ανησυχίες της μάζας. Τότε ήταν που ήρθε και
η μεγάλη αναγνώριση. Το έργο του από τον πόλεμο περιλάμβανε εικόνες του λιμανιού της
Baklava, πορτραίτα στρατιωτών, φωτογραφίες του μετώπου.

Τελικά ο Φέντον παραιτήθηκε και πούλησε τον εξοπλισμό του. Η τελευταία του δουλειά
αφορούσε νεκρές φύσεις.

Παρά τη σύντομη καριέρα του, ο Φέντον κατάφερε να αφήσει το στίγμα του, δίνοντας
προβάδισμα στη φωτογραφία έναντι της ζωγραφικής τόσο στα πλαίσια της ειδησεογραφίας,
όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.

Η πρόοδος της τεχνολογίας ήταν συνυφασμένη με την όλο και αυξανόμενη χρήση
φωτογραφιών για τη μεταφορά της είδησης. Το Illustrated London News ήταν πρωτοπόρος σε
αυτόν τον τομέα, με τη χρήση χαρακτικής στις εκτυπώσεις.

Mathew Brady

Ήταν η χρονιά της ανακάλυψης της δαγγεροτυπίας, όταν ο Μπρέιντι μετακόμισε στη Νέα
Υόρκη. Η δαγγεροτυπία ήταν μια επανάσταση στον τομέα της απεικόνισης και παρείχε
εμπορεύσιμα αποτελέσματα. Ο Μπρέιντι δεν έχασε καιρό. Στο πλευρό του εφευρέτη Σάμιουελ
Φ.Μ. Μορς, διδάχτηκε αυτή τη νέα τεχνική.
Το 1844, ιδρύει τη «Daguerrean Miniature Gallery», με έδρα στο Μπρόντγουεϊ. Με μιας, ο
Μπρέιντι ξεχώρισε ανάμεσα στους φωτογράφους της Νέας Υόρκης. Η δαγγεροτυπία του στην
ετήσια έκθεση του Αμερικάνικου Ινστιτούτου απέσπασε το πρώτο βραβείο.

Θέλοντας να αποκτήσει πρόσβαση στους στενούς κύκλους των πολιτικών προσώπων και σε μια
προσπάθεια επέκτασης της επιχείρησής του, ο Μπρέιντι ιδρύει μια νέα γκαλερί στην καρδιά
της Ουάσινγκτον. Όταν το 1860 ο Αβραάμ Λίνκολν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη,
ο Μπρέιντι είχε την τιμή να απαθανατίσει το πορτραίτο μέσα στην ίδια του τη Γκαλερί. Η
φωτογραφία αυτή του ανερχόμενου Προέδρου των ΗΠΑ είχε τεράστια επιτυχία και τα
αντίγραφά της έγιναν ανάρπαστα.

Αμερικανικός Εμφύλιος. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, ο Mathew Brady ήταν αυτός που
ανέλαβε τη φωτογράφιση των στρατοπέδων και των πεδίων της μάχης. Η δουλειά του
ξεκινούσε με την αναχώρηση των στρατευμάτων, απαθανατίζοντας πορτραίτα των φαντάρων,
ώστε να μείνει κάτι στις οικογένειές τους εάν αυτοί δε γυρνούσαν πίσω. Αργότερα, συνέχισε το
έργο του στο ίδιο το μέτωπο, αφού πρώτα ζήτησε την άδεια από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ,
Αβραάμ Λίνκολν.

Ο Μπρέιντι για χάρη της τέχνης του, πολύ συχνά έθετε τη ζωή του σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια
των μαχών. Διέθετε 20 βοηθούς στο δυναμικό της επιχείρησής του, όπου μάλιστα ο καθένας
ήταν εξοπλισμένος με τον δικό του κινητό σκοτεινό θάλαμο.

Το 1861, ο Μπρέιντι ακολουθεί τα στρατεύματα της Ένωσης μέχρι τη Βιρτζίνια. Όμως, έπειτα
από μια συντριπτική ήττα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ουάσιγκτον με άδεια χέρια.

Το 1862, ο Άλεξ Γκάρντνερ, διευθυντής της γκαλερί στην Ουάσιγκτον, τράβηξε φρικτές και ωμές
φωτογραφίες που απεικόνιζαν νεκρούς Αμερικανούς στρατιώτες στο Αντιετάμ. Στήθηκε έκθεση
στη Νέα Υόρκη από τον Μπέιντι με τίτλο «Οι Νεκροί του Αντιετάμ». Η έκθεση στέφθηκε με
επιτυχία, με πλήθη θεατών να την επισκέπτονται καθημερινά.

Η φιλοδοξία του Μπρέιντι έρχονταν σε σύγκρουση με την έλλειψη επιχειρηματικής λογικής και
οικονομικής οργάνωσης που τον διακατείχε. Αυτή η ανικανότητα ήταν που ώθησε τον
συνεργάτη του, Γκάρντνερ, να ακυρώσει τη συνεργασία τους. Με την αποχώρησή του
απέσπασε πολλά από τα αρνητικά του «Incidents of War» μαζί με το σύνολο των εικόνων από
τη μάχη του Αντιετάμ.

Μια μεγάλη αντιπαράθεση κυκλώνει εδώ και πάνω από εκατό χρόνια το όνομα του Μπρέιντι.
Ήταν αυτός που τράβηξε σχεδόν το σύνολο των φωτογραφιών του Εμφυλίου ή μήπως εξαιτίας
της κακής του όρασης δεν τράβηξε απολύτως καμία από τις εικόνες;

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η τεράστια παραγωγή εικόνων του Αμερικανικού Εμφυλίου
προέρχεται από τη γκαλερί του. Όμως είναι βέβαιο πως ο Μπρέιντι, παρόλο που βρέθηκε στο
μέτωπο, έπαιζε περισσότερο τον ρόλο του καθοδηγητή και το «κλικ» ήταν σχεδόν αποκλειστικά
έργο των βοηθών του.

Μεταπολεμικά, συνέχισε να διατηρεί γκαλερί στην Ουάσιγκτον αφού πρώτα έλαβε το


αστρονομικό για την εποχή ποσό των 25.000$ (450.000$ σήμερα) ως αντάλλαγμα για την
απόκτηση των αρνητικών του Πολέμου από την κυβέρνηση. Αυτό έδωσε μια οικονομική ανάσα
στον Μπρέιντι και τα οικονομικά προβλήματα που τον ταλάνιζαν για χρόνια.

Παρά την τεράστια αναγνώριση του Μπρέιντι ακόμα και πριν την ενασχόληση του με την
πολεμική φωτογραφία, έμεινε στη Ιστορία ως «ο Φωτογράφος του Εμφυλίου».

Με τα χρόνια, το φωτορεπορτάζ παύει να αφορά αποκλειστικά τον πόλεμο και εισχωρεί σε


περισσότερα σημεία της καθημερινότητας. Το μηνιαίο Street Life των Τόμσον και Σμιθ
απεικόνιζε τη ζωή και τις δυσκολίες των ανθρώπων στους δρόμους του Λονδίνο, προκαλώντας
επανάσταση.

John Thomson

Πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι ο πρώτος σύγχρονος φωτορεπόρτερ, καταγράφοντας μέσω της
φωτογραφίας του τα μέρη στα οποία ταξίδευε και τους κατοίκους τους. Τον προσέλκυαν
περισσότερο οι απλοί άνθρωποι ως θέμα στις φωτογραφίες του, όμως πάντοτε χρειαζόταν την
οικονομική στήριξη των πλουσίων μέσα από τις συνεργασίες τους. Απαθανάτισε τους φτωχούς
και τους αριστοκράτες την Ανατολικής Ασίας όπου ταξίδεψε. Όταν επέστρεψε στη Βρετανία,
συνέχισε να καταγράφει τις ζωές των φτωχών δουλεύοντας παράλληλα ως φωτογράφος της
υψηλής κοινωνίας ώστε να βιοπορίζεται.

Η κλιμακούμενη πρόοδος στις φωτογραφικές τεχνολογίες, για πρώτη φορά επέτρεπαν στον
Τόμσον να απευθύνει του έργο του στο ευρύ κοινό, πράγμα που τον κατέστησε γνωστό
ανάμεσα στους φωτογράφους.

Το πρώτο του ταξίδι στην Ανατολική Ασία ήρθε τη δεκαετία του 1860. Ταξίδεψε στη
Σιγκαπούρη για να συναντήσει τον ωρολογοποιό και φωτογράφο αδερφό του. Για την επόμενη
δεκαετία, ο Τόμσον θα παρέμενε στην περιοχή ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα και
φωτογραφίζοντας.

Σύντομα, ανοίγει φωτογραφικά στούντιο στη Σιγκαπούρη και τη Μαλαισία όπου


φωτογραφίζονταν πλούσιοι και σημαντικές προσωπικότητες. Οι επιχειρηματική του
δραστηριότητα ήταν αυτή που τελικά του έδωσε την ευκαιρία να ζει μια άνετη ζωή,
εξασφαλίζοντας παράλληλα χρήματα για τις αποστολές του. Έτσι μπόρεσε να αφιερωθεί ακόμα
περισσότερο στους καθημερινούς ανθρώπους και τις ζωές τους.

Μια από τις πιο ακραίες στιγμές της καριέρας του ήταν η αποστολή του 1866. Προορισμός του
ήταν η Καμπότζη ακολουθώντας τον δρόμο μέσω της Ταϊλάνδης (τότε Σιάμ). Ο σκοπός του
ταξιδιού αυτού ήταν η φωτογράφιση του Angor Wat. Το ταξίδι του ήταν εξαιρετικά εξαντλητικό
με τον Τόμσον να καταλήγει να υφίσταται κρίση ελονοσίας πράγμα που τον κατέστησε ανίκανο
να περπατήσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ως αποτέλεσμα αυτού, ο Τόμσον επέστρεψε στη Βρετανία για ένα χρόνο, πραγματοποιώντας
διαλέξεις και δημοσιεύματα της δουλειάς του από την Ασία. Μέσα σ’ όλα αυτά, εξελέγη μέλος
της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας.

Η επιστροφή του στην ανατολή έφερε την ίδρυση ενός φωτογραφικού στούντιο στο Χονγκ
Κονγκ το οποίο λειτουργούσε ως ορμητήριο των επόμενων αποστολών του. Ταξίδεψε σε
ολόκληρη την κινεζική επικράτεια ανάμεσα στο 1868 και το 1872. Κατάφερε να επισκεφτεί
περιοχές που μέχρι τότε ήταν άγνωστες στο δυτικό κόσμο. Εκείνη την εποχή τα ταξίδια τόσο
μεγάλων αποστάσεων ήταν δύσκολα κι έτσι κατάφερε να προσφέρει μια άποψη της Ανατολής
που οι συμπατριώτες του μέχρι τότε αγνοούσαν. Τα κτίρια, τα τοπία η καθημερινότητα και τα
κινέζικα τελετουργικά και οι στολές αποτελούσαν το κύριο θέμα της φωτογραφικής του
εξερεύνησης.

Η Κίνα βρισκόταν σε μια περίοδο παρακμής, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του
πληθυσμού. Οι πόροι τις χώρας δέχονταν τεράστια πίεση, κάτι που η διοίκηση δεν ήταν σε
θέση να διαχειριστεί. Ως απόρροια αυτού, οι αγροτικές κυρίως περιοχές οδηγήθηκαν σε
ακραία φτώχεια. Φυσικά, αυτή η σκοτεινή πλευρά της κινέζικης κοινωνίας δεν έλειπε από το
έργο του Τόμσον, απεναντίας έκανε αισθητή την παρουσία της με κάθε ευκαιρία. Οι
βρεφοκτονίες και τα νοσοκομεία τράβηξαν το ενδιαφέρον του.

Το ενδιαφέρον του Τόμσον για την εξέλιξη του μέσου κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Κείμενά του αναφέρονται στη δική του συνεισφορά στη διασφάλιση της φωτογραφίας ως μέσο
εξερεύνησης.

Τα γραπτά του Τόμσον από την εμπειρία του στην Κίνα συνοδεύονται από φωτογραφίες και
συνιστούν ένα τετράτομο βιβλίο γραμμένο το 1874 με τίτλο «Illustrations of China and its
People». Κύριοι άξονες αυτού του έργου ήταν αφενός το πώς η φωτογραφία εξελίχθηκε για να
φτάσει στο σημείο να είναι χρήσιμη στους ταξιδιώτες και αφετέρου η νέα δυνατότητα
παραγωγής φωτογραφιών σε ευρεία κλίμακα. Οι φωτογραφίες του Τόμσον στο τετράτομο
αποτυπώθηκαν με Woodburytype, μια διαδικασία που εφευρέθηκε το 1864.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η στάση των Κινέζων απέναντι στη φωτογραφία. Από τη μία, πολλοί
ντόπιοι ένιωθαν τη φωτογραφική μηχανή να περιβάλλεται από μυστήριο και θάνατο, ενώ
παράλληλα οι Κινέζοι φωτογράφοι επαινέθηκαν από τον Τόμσον ως καλύτεροι από τους
Βρετανούς.

Επιστρέφοντας για ακόμα μια φορά στην Αγγλία, ο Τζον Τόμσον συνεργάζεται με τον
σοσιαλιστή δημοσιογράφο Άντολφ Σμιθ. Οι συνεντεύξεις και οι φωτογραφίσεις που
απέσπασαν από ανθρώπους του δρόμου δίνουν μια ξεκάθαρη περιγραφή των φτωχών του
Λονδίνου. Το έργο τους αυτό συνοψίζεται στις εκδόσεις του μηναίου περιοδικού «Street Life»
το 1876 – 1877. Στο περιοδικό αυτό γίνεται μία εξαιρετική καταγραφή δυσμενών συνθηκών
διαβίωσης των φτωχών στη βικτοριανή Αγγλία εκθέτοντας της ιστορίες ζωής των ανθρώπων
αυτών. Το “Street Life” καθίσταται άμεσα πρωτοποριακή μορφή φωτορεπορτάζ,
παρουσιάζοντας τόσο γνωστές όσο και άγνωστες πτυχές της ζωής στον δρόμο.

Ο Τόμσον πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Κύπρο το 1878 ως ο πρώτος


φωτογράφος που εξερεύνησε το νησί. Όπως και ο Μπρέιντι, ο Τόμσον βιοποριζόταν
φωτογραφίζοντας ανθρώπους των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων της Βρετανίας ανοίγοντας
στούντιο λήψης πορτρέτων. Όλα αυτά οδήγησαν τον Τόμσον στο να διοριστεί φωτογράφος της
βασιλικής οικογένειας έπειτα από αίτημα της βασίλισσας Βικτωρίας. Τη δεκαετία του 1880
αφιερώθηκε αποκλειστικά στην φωτογράφιση μελών της αριστοκρατίας με εικόνες του να
διασώζονται μέχρι και σήμερα στη Βασιλική Συλλογή.
Ακόμα ένα πρωτοπόρο στοιχείο στην καριέρα του Τόμσον ήταν η κατοχύρωση πνευματικών
δικαιωμάτων για μεγάλο κομμάτι των φωτογραφιών του από το 1880 μέχρι το τέλος του 19 ου
αιώνα.

Δε θα μπορούσαμε φυσικά να μιλάμε για τον Τζον Τόμσον χωρίς να αναφερθούμε στις
κατοχυρωμένες φωτογραφίες του Jumbo. O Jumbo ήταν αφρικανικός ελέφαντας που ζούσε
στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. Ήταν γνωστός για το μέγεθός του, όπως άλλωστε
υποδηλώνει και το όνομά του. Ο Jumbo συνήθιζε να κουβαλάει ανθρώπους, πράγμα που τον
έκανε εξαιρετικά δημοφιλή. Τελικά πέθανε κάτω από αντίξοες συνθήκες αφού δωρίσθηκε σε
τσίρκο.

Ο Τόμσον επέμενε στη χρησιμότητα της φωτογραφίας ως εργαλείο εξερεύνησης και δε δίσταζε
να το αναφέρει στα γραπτά του, καθώς εκτός από τη φωτογραφία των κυρίευε το πάθος της
σύνταξης κειμένων. Το 1886 ξεκίνησε να εργάζεται ως εκπαιδευτής φωτογραφίας στη Royal
Geographical Society και εξελέγη Life Fellow το 1917. Συνέχισε να καινοτομεί ως φωτογράφος
και παράλληλα αρθρογραφούσε σε περιοδικά. Μέχρι το τέλος της ζωής του πειραματίστηκε με
την έγχρωμη φωτογραφία, από τους πρώτους που το κατάφεραν.

Το έργο που έχει αφήσει πίσω του ο Τζον Τόμσον είναι ανυπολόγιστης αξίας και προσφέρει μια
πλήρη εικόνα των συνθηκών διαβίωσης τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ανατολική Ασία.

Στα τέλει του 19ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους δύο επαναστατικές τεχνικές – η εκτύπωση
halftone και το φλας. Το halftone αντικατέστησε τη χάραξη, δίνοντας τη δυνατότητα
αποτύπωσης ολόκληρου του φάσματος των σκιάσεων. Επίσης επιτάχυνε κατά πολύ τη
διαδικασία της εκτύπωσης.

Jacob August Riis

O Riis έφτασε στις ΗΠΑ από τη Δανία το 1870. Το σημαντικότερο και πιο καταλυτικό έργο του
ήταν το «How the Other Half Lives», μία καταγραφή της ζωής των μεταναστών στις
φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Αποτέλεσε καταλύτη κοινωνικής αλλαγής και μεταρρύθμισης.
Κατέστησε σαφή τη δυναμική τον φωτορεπόρτερ στην πραγματοποίηση και ώθηση προς την
αλλαγή. Ως φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφος, συνέβαλε σημαντικά στην αστική
μεταρρύθμιση και διέθετε το ταλέντο του στην υπηρεσία των φτωχών και των αδικημένων. Οι
άνθρωποι αυτοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα γραπτά και τις φωτογραφίες του.
Υποστήριξε τη υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου κατοικίας. Στο πλευρό βρισκόταν ο ανθρωπιστής
Lawrence Veiller. Μεγάλη σημασία στο έργο του διακρίνεται στη χρήση του φλας, καθώς ήταν
από τους πρώτους που το χρησιμοποίησαν και αποκαλείται ένας από τους πατέρες της
φωτογραφίας.

Έχοντας βιώσει τη φτώχεια στη Νέα Υόρκη, έγινε αστυνομικός ρεπόρτερ αφιερώνοντας το έργο
του στην καταγραφή των συνθηκών και της ποιότητας ζωής στις φτωχογειτονιές. Στην
προσπάθειά του να αλλάξει τις ζωές των φτωχών, εξέθετε θαρρετά στους πλούσιους τις άθλιες
συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Ενώ τα γραπτά του πετύχαιναν τον σκοπό τους, αυτό που τον έτρωγε ήταν ο τρόπος με τον
οποίο τελικά θα κατάφερνε να απεικονίσει τη μιζέρια που βίωνε μεγάλη μερίδα του
πληθυσμού στη Νέα Υόρκη. Δεν μπορούσε να σκιτσάρει, παρόλο που προσπαθούσε. Επίσης,
δεν έβρισκε τη χρησιμότητα της φωτογραφίας στην μετάδοση ενός τέτοιου μηνύματος, αφού
οι τεχνολογία δεν είχε κάνει αρκετά βήματα με αποτέλεσμα οι σκοτεινοί εσωτερικοί χώροι να
μην μπορούν να απεικονιστούν με ακρίβεια. Αυτό κράτησε μέχρι το 1887, οπότε και
ανακαλύφθηκε ένα από τα πιο καινοτόμα εργαλεία του φωτογράφου, το φλας.

Εκστασιασμένος από αυτή τη νέα εφεύρεση και αναγνωρίζοντας της άπειρες δυνατότητές της,
συγκέντρωσε τους φίλους του κι αφού τους ενημέρωση για τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις με
τον καιρό ξεχύθηκαν στις φτωχογειτονιές δημοσιεύοντας το πρώτο τους άρθρο στην εφημερ

You might also like