You are on page 1of 12

Η εξέλιξη της ιστοριολογικής έρευνας των Ζηλωτών της

Θεσσαλονίκης κατά τους νέους χρόνους

Η ιστοριογραφία των Βυζαντινών ακολουθούσε τα βήματα του αρχαιοελληνικού ευκλείδειου


σχήματος της αιώνιας ανακύκλησης των εποχών, σύμφωνα με το οποίο η φαινομενική
αλλαγή του ιστορικού γίγνεσθαι δεν μπορούσε να αλλοιώσει πραγματικά την πληρότητα του
όντος και τίποτε από τη ροή του χρόνου δεν είχε ήδη προϋπάρξει στην χρονική αμεταβλησία
του όντος. Η θεωρία της αιώνιας ανακύκλησης κορυφώθηκε στο έργο του αθηναίου
ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος έλεγε ότι έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου
για να υπενθυμίσει στους ανθρώπους την ανακύκληση των ιστορικών καταστάσεων και την
ομοιομορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στους χριστιανικούς χρόνους η ιστοριογραφία
υιοθέτησε ένα σχήμα γραμμικής εξέλιξης από τη Δημιουργία του Κόσμου μέχρι την έσχατη
Ημέρα της Κρίσεως που εξηγούσε τα ιστορικά γεγονότα ως μέρος του θεϊκού σχεδίου της
Λύτρωσης του ανθρώπου. Εντούτοις, η βασική ιδέα της ανακύκλησης των εποχών και της
αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης συνέχισε να κατέχει κεντρική θέση στο έργο των βυζαντινών
ιστοριογράφων και οι τελευταίοι εξακολουθούσαν να έχουν ως το πρότυπό τους το έργο του
Θουκυδίδη, του Πλούταρχου και του Πολύβιου. Ήταν λίγοι όσοι αναγνώριζαν στη λειτουργία
της ιστοριογραφίας και άλλες ιδιότητες εκτός της υπενθύμισης του αναλλοίωτου χαρακτήρα
της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως παράδειγμα «της διερεύνησης του νου και της όξυνσης
της διάνοιας προς την κατανόηση των όντων και των πραγμάτων της επιστήμης», που με
«προνεωτερική διαύγεια» είχε διατυπώσει στα γραπτά του ο υστεροβυζαντινός λόγιος
Θεόδωρος Μετοχίτης1. Ο Μετοχίτης υποστήριζε ότι η ιστορική μνήμη δεν είναι χρήσιμη
μόνο στους βασιλείς και τους αυτοκράτορες αλλά συμβάλει στην ηθική διαπαιδαγώγηση του
«άριστου ηγεμόνα της πόλεως». Άφηνε έτσι να εννοηθεί ότι αναγνώριζε δύο διαφορετικούς
φορείς της βυζαντινορωμαϊκής πολιτείας: την αυτοκρατορική εξουσία, που εκπροσωπούταν
από το αυτοκρατορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, και την αστική εξουσία, που
εκπροσωπούταν από τα αστικά συμβούλια των ανατολικορωμαϊκών πόλεων 2. Πράγματι ο
«ηγεμόνας» που επικαλείται ο Μετοχίτης απλώνεται σε μια πιο διευρυμένη πολιτική έννοια
από την περιορισμένη ορολογία των αυτοκρατορικών επιτρόπων της Κωνσταντινούπολης και
των διοικητών των πόλεων. Η προτροπή του Μετοχίτη προς όλους τους πολίτες να
ασχολούνται ενεργά με τα δημόσια κοινά άνοιγε το περιθώριο της πολιτικής δράσης όχι μόνο
στους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους και τους άρχοντες των αστικών συμβουλίων αλλά και
στους υπόλοιπους πολίτες που συμμετείχαν ενεργά στα αστικά βουλευτήρια.
Το παραδοσιακό σχήμα της ανακύκλησης των εποχών ανατράπηκε από τη φιλοσοφία της
θετικής ιστοριολογίας των Νέων Χρόνων. Σύμφωνα με τη θετική φιλοσοφία, ο Κόσμος και η
Ιστορία δεν αποτελούν στατικά μεγέθη, αλλά μετασχηματίζονται διαρκώς αναλόγως με τις
μείζονες ή ελάσσονες μεταβολές του χρόνου και ακολουθούν την πρόοδο της ανθρώπινης
γνώσης και των επιστημών. Συνεπώς, το πεδίο της ιστορικής έρευνας συνίσταται στην
ανακάλυψη και τον προσδιορισμό των καθολικών-κανονιστικών αρχών που διέπουν και
καθορίζουν τα γεγονότα που συμβάλουν στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους από το

1
Θεοδώρου Μετοχίτου, Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί, Christian Godfried Muller, 1821,
Λειψία, ψηφ. έκδ. ΑΠΘ § 743
2
Καί μνημονικόν εὖ μαλ’ ὡς οἶον τε τόν βασιλέα βούλεται, καί τόν τῆς αὐτοῦ πόλεως ἄριστον ἡγεμόνα:
ό.π., προοίμιο.22.
κατώτερο στο ανώτερο στάδιο τελειοποιησιμότητας3. Σύμφωνα με την γνωστή ρήση του
θεμελιωτή της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης, Λέοπολντ φον Ράνκε, ο ιστορικός καλείται να
κατανοήσει τα γεγονότα «όπως ουσιωδώς ήταν» (wie es eigentlich gewesen)4. Έργο της
ιστοριολογίας δεν είναι η άχρωμη ηθικοπλαστική απαρίθμηση των ιστορικών συμβάντων της
ευκλείδειας ιστοριογραφίας, αλλά η λογική εξήγηση και ο καθορισμός των αρχών χωρίς τις
οποίες δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ τα «εμπράγματα δεδομένα» που κινούν προοδευτικά την
Ιστορία. Βασική επιδίωξη του ιστορικού είναι να αναχθεί η Ιστορία σε σφαίρες
«υπερκοινωνικής» και «υπεριστορικής» γνώσης, προκειμένου να αποτελέσει η ίδια μια
θεωρία καθεαυτή. Ο κεντρικός ρόλος του σημαίνοντος ιστορικού προσώπου υποβαθμίζεται
έτσι προς όφελος της κοινωνιολογίας και της επιστημολογικής μεθόδου. Τα πρόσωπα που
πρωταγωνιστούσαν στα ιστορικά γεγονότα δεν ενεργούν πια αυτόνομα ως φορείς
ηθικοπλαστικών δυνάμεων αλλά υπόκειντο στις οικονομικές και ιδεολογικές δομές που
καθορίζουν αυστηρά το πλαίσιο της δράσης τους. Την ίδια τύχη ακολούθησε και ο ρόλος του
φυσικού δικαίου στη συγγραφή της κλασικής ιστοριογραφίας, το οποίο απορροφήθηκε από
την αναλυτική ιστορική έρευνα και συμπεριλήφθηκε μεταξύ των ιδεολογικών
εποικοδομημάτων που υποστηρίζονται από την παραγωγική βάση και το
οικονομικοκοινωνικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Με βάση τη φιλοσοφία της θετικής
ιστοριολογίας, η νεώτερη βυζαντινολογία εξέτασε τις βυζαντινές πηγές σύμφωνα με τα
θεωρητικά κριτήρια της ιστορικής ανάλυσης, αναλόγως δηλαδή τη συμβολή τους στην
προοδευτική εξέλιξη του πολιτισμού. Ως τμήμα της γενικής τάσης λοιπόν των εξελίξεων στο
πεδίο της έρευνας των ιστορικών σπουδών, το επεισόδιο των Ζηλωτών έγινε αντικείμενο
έρευνας των δομικών στοιχείων που περιέκλειε εντός του το επόμενο ιστορικό στάδιο. Όπως
οι νεώτεροι ιστορικοί διέγνωσαν στα χιλιαστικά κινήματα της μεσαιωνικής Ευρώπης τα
προστάδια ανέλιξης των πρώιμων εξεγέρσεων του υστερομεσαιωνικού κόσμου από το
καθυστερημένο στάδιο της φεουδαρχικής κοινωνίας προς την ανώτερη βαθμίδα των
προκαπιταλιστικών αστικών κέντρων, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνουν λόγο για
«χιλιαστικό σοσιαλισμό»5, οι νεώτεροι βυζαντινολόγοι διέγνωσαν στο κίνημα των Ζηλωτών
την εμφάνιση της «πρώτης κομμούνας της νεώτερης ιστορίας»6.
Ως αντίδραση της προσπάθειας του θετικού «λογοκεντρισμού» να συστηματοποιηθεί η
Ιστορία σε μια ενιαία και καθολική επιστήμη, το αντιθετικιστικό ρεύμα που αναπτύχθηκε
στις αρχές του εικοστού αιώνα διακήρυξε τον «αναθεωρητισμό» της ιστορικής έρευνας. Η
σκιώδης εντύπωση που είχε προκαλέσει στους κατοίκους της γηραιάς ηπείρου η
βαρβαρότητα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε κλονίσει την πίστη των ιστορικών
στον οπτιμισμό της θετικής ιστοριολογίας και τους είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η
ιστορία δεν διέπεται από σταθερούς νόμους και αρχές, αλλά, αντίθετα, «η όψη της ιστορικής

3
Richard J. Evans, Για την Υπεράσπιση της Ιστορίας, Σαββάλας 2009, 59.
4
Η πιο γνωστή απόδοση αυτής της φράσης βρίσκεται, σύμφωνα με τον Evans, στο έργο του Ranke
Geschicten der Romanischen und Germanischen Vôlker von 1494 bis 1514 (Ιστορία των Λατινικών και
Γερμανικών λαών 1494-1514). Όλο το απόσπασμα έχει ως εξής: «Στην Ιστορία έχει ανατεθεί το
καθήκον της κρίσης του παρελθόντος και της διδαχής του παρόντος προς όφελος των μελλοντικών
εποχών. Το παρόν έργο δεν προσβλέπει σε τόσο υψηλά καθήκοντα· θέλει μόνο να δείξει τι πραγματικά
συνέβη», ό.π., 38, πρβλ. Edward Hallet Carr, Τι είναι Ιστορία;, Πατάκη, Αθήνα 2015, 21.
5
Ενδεικτικά: Friedrich Engels, Der deutsche Bauernkrieg (1850) / Karl Kautsky, Vorläufer des des
neueren Sozialismus (1895) / Gustav Landauer, Die Revolution (1907) / Ernst Bloch, Thomas Münzer
als Theologe der Revolution (1921).
6
Σχετικά: Orest Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Paris 1913 / Γιάννης Κορδάτος, Η
κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1349), Εκδοτικός Οίκος Κοραή 1928, 6 & 82 / Τεμενεκίδης
Γιώργος, Η επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη 1342-1349, Ζήτη 2001, 24.
πραγματικότητας αλλάζει αναλόγως τη θέση του κάθε παρατηρητή»7. Εν αντιθέσει με τους
θετικιστές ιστορικούς, οι αναθεωρητές ιστορικοί υποστήριξαν ότι το ιστορικό έργο δεν
αποτυπώνει την πραγματικότητα του ιστορικού γεγονότος αλλά επηρεάζεται σημαντικά από
τις κοινωνικές συνθήκες και τους διϋποκειμενικούς παράγοντες της εκάστοτε εποχής.
Σύμφωνα με την αξιοπρόσεκτη ρήση του βρετανού ιστορικού σερ Χέμπερτ Μπάτερφιλντ, «ο
ιστορικός μελετά το παρελθόν με το ένα μάτι στραμμένο στο παρόν»8. Κάθε απόπειρα
κατανόησης και αξιολόγησης των ιστορικών γεγονότων δεσμεύεται από την προοπτική του
παρόντος και έχει αφετηρία τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής9. Η ιστοριογραφία είναι η
κατανόηση του παρελθόντος από τη σκοπιά του παρόντος και υπακούει στην ανάγκη του
ιστορικού να ανταποκριθεί στις αναζητήσεις της εποχής του10. O ιστορικός λόγος όχι μόνο
δεν μεταδίδει την πραγματικότητα που περιγράφει αλλά τη συγκροτεί αναλόγως τα γλωσσικά
σχήματα και τη ρητορική που χρησιμοποιεί. Και εφόσον οι συγγραφείς των ιστορικών έργων
δεν είναι απαλλαγμένοι από αμφισημίες και αντιφάσεις, τα κείμενά τους μπορούν να
ερμηνευθούν με ποικίλους τρόπους αναλόγως τις προθέσεις και τα νοήματα που τους
αποδίδει ο εκάστοτε αναγνώστης11.
Η υποκειμενική διάθεση με την οποία οι σύγχρονοι των Ζηλωτών αντιμετώπισαν την
υπαγωγή της Θεσσαλονίκης υπό την κυριαρχία της ζηλωτικής παράταξης (1342-49), και η
απουσία αφηγηματικού λόγου των ίδιων των πρωταγωνιστών του ζηλωτικού κινήματος στο
πρώτο πρόσωπο, λειτούργησε προγραμματικά ώστε στο μέλλον το έργο της ερμηνευτικής
ανάλυσης του ζηλωτικού φαινομένου να εναποτεθεί αποκλειστικά στη διάθεση του κάθε
ιστορικού να προβάλει στους Ζηλωτές τις προσωπικές του προλήψεις και τις κοινωνικές
προσδοκίες της εποχής του. Ως γενικό κανόνα μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότεροι
ιστορικοί ερμήνευσαν τους Ζηλωτές αναλόγως τη διάθεση να απολογηθούν για το καθεστώς
της εποχής τους ή να υποστηρίξουν την κοινωνική του ανατροπή. Από την σκοπιά της
θετικής ανάλυσης, οι αιτίες που οδήγησαν στην εξέγερση των Ζηλωτών, και προκάλεσαν
τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς και τη ριζοσπαστική δράση των δημωδών στρωμάτων του
δεύτερου βυζαντινού εμφύλιου, αποδόθηκαν στις καθυστερημένες παραγωγικές και
κοινωνικές αντιθέσεις μεταξύ των μικροαγροτών και των ακτημόνων από τη μία μεριά και
της βυζαντινής «φεουδαλικής» τάξης από την άλλη. Αντίθετα, από την σκοπιά του ιστορικού
αναθεωρητισμού, το ζηλωτικό φαινόμενο αποδόθηκε στην «τυχαία συνάντηση» των
ετερόκλητων μεταξύ τους στοιχείων που συνέθεταν το ιστορικό παρασκήνιο της εποχής (μια
εξήγηση που επίσης σήμαινε ότι η «συνάντηση» αυτή θα μπορούσε να μην είχε συμβεί ποτέ).
Πάντως οι περισσότεροι ιστορικοί αξιοποίησαν αμφότερες τις θέσεις της θετικής και
αναθεωρητικής ιστοριολογίας για να εξηγήσουν το φαινόμενο των Ζηλωτών τόσο ως
αποτέλεσμα των οικονομικών παραγόντων και αντιθέσεων που επικρατούσαν στους όψιμους
παλαιολόγειους χρόνους όσο και ως αποτέλεσμα των μοριακών επιδιώξεων μιας μερίδας
φιλόδοξων ευγενών της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική
ακυβερνησία του δευτέρου βυζαντινού εμφυλίου για να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς
δημώδους τυραννίδας στη Θεσσαλονίκη που βασιζόταν στη δράση των κακοποιών στοιχείων
της πόλης12. Παρομοίως το σχήμα του κοινωνικού μετασχηματισμού αξιοποιήθηκε τόσο για

7
Evans, 2009, 51.
8
Την φράση του Butterfield παραθέτει ο Edward Hallet Carr (2015), 79.
9
Ό.π., 43 & 50.
10
Ό.π., 103.
11
Trigger, 2005, 17.
12
Για παράδειγμα ο Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος αρνείται κατηγορηματικά κάθε οργανική σχέση των
Ζηλωτών με το Βυζάντιο και αποδίδει την εμφάνισή τους σε κακοποιά στοιχεία που εκμεταλλεύτηκαν
να δαιμονοποιηθούν οι Ζηλωτές όσο και για να εξιδανικευθούν αναλόγως τη (συντηρητική ή
ριζοσπαστική) οπτική των εκάστοτε ιστορικών.
Η ιδιότυπη διφυία των Ζηλωτών αποδίδεται στο γεγονός ότι η οικονομική ανάλυση του
ύστερου Βυζαντίου αδυνατεί να εξηγήσει επαρκώς το φαινόμενο της ζηλωτικής εξέγερσης. Η
εξαθλίωση των αδύναμων στρωμάτων δεν αποτελεί αποκλειστικό γνώρισμα του 14 ου αιώνα.
Ούτε οι δυναστικοί εμφύλιοι συνιστούν ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης εποχής. Οι
πολιτικές μεταβολές, οι συχνές αναταραχές και οι διάσπαρτες εστίες εξεγέρσεων, συχνά υπό
το κάλυμμα θεολογικών αντιπαραθέσεων και πολιτικών αποστασιών, αποτελούν μάλλον τον
σταθερό κανόνα του Βυζαντίου παρά την εξαίρεση. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι το
ενδιαφέρον των ιστορικών για τους οικονομικούς παράγοντες που οδήγησαν στην εξέγερση
των Ζηλωτών πηγάζει κυρίως από το ενδιαφέρον που έχει η εποχή μας για τη δική της
οικονομία. Η διάκριση της οικονομικής βάσης και του εποικοδομήματος, που τόσο συχνά
υπερτονίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς για την περίπτωση των Ζηλωτών, δεν ισχύει
απόλυτα με τον τρόπο που ισχύει στη σύγχρονη κοινωνία. Τα δύο αυτά στοιχεία
(εποικοδόμημα και βάση) είναι πολύ περισσότερο ομογενοποιημένα στην περίοδο που
εξετάζουμε απ’ ότι συνήθως προτείνεται από τους σύγχρονους κοινωνιολόγους. Ως
σημαντικούς δείκτες των κοινωνικών αιτιών που οδήγησαν στην εκδήλωση του ζηλωτικού
φαινομένου των υστεροβυζαντινών χρόνων οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας και άλλους
παράγοντες όπως: α. τον κεντρικό ρόλο της θρησκευτικής ιδεολογίας, β. τη μακρόχρονη
διαπάλη της διαλεκτικής φυσιοκρατίας με τη μυστική πνευματοκρατία, γ. τη συρρίκνωση της
γεωγραφικής επικράτειας του Βυζαντίου σε αμιγώς ελληνικές πόλεις, δ. την αναγκαστική
μετακίνηση των αγροτικών πληθυσμών σε περιτειχισμένα κέντρα, ε. την αναβίωση του
αστικού ιδεώδους που βρίσκονταν σε αντιπαλότητα με τον αυτοκρατορικό συγκεντρωτισμό
και, τέλος, στ. τη διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας που επικεντρώθηκε γύρω
από την έννοια της πόλης-πατρίδας, με ιδιαίτερη προσοχή, για το ζήτημα που μας απασχολεί,
την περίπτωση της αυτοδιοικητικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Ο ρόλος των δεικτών
αυτών έχει την ίδια σημασία, ή μάλιστα περισσότερη, με τους οικονομικούς παράγοντες,
καθώς αποτελούν κύριο συστατικό της προσπάθειας των ομάδων συμφερόντων των
παλαιολόγειων χρόνων να διατηρηθούν στην υφιστάμενη κατάσταση ή να αντιδράσουν στις
αλλαγές που επέφερε η προδιαγραφόμενη υποδούλωση του βυζαντινού κόσμου σε εξωγενείς
παράγοντες.
Από το σύνολο των βυζαντινών σπουδών του εικοστού αιώνα το έργο του Πολωνο-ουκρανού
ιστορικού, Ιχόρ Σεφσένκο, αποτελεί σταθμό στη διεισδυτική κατανόηση του ιστορικού
φαινομένου των Ζηλωτών. Στα μέσα του εικοστού αιώνα, ο Σεφσένκο επιχείρησε να θέσει
τέρμα στη μυθοπλασία που αναπαρήγαγε έως τότε η ιστορική ερεύνα, η οποία παρουσίαζε
τους Ζηλωτές είτε ως πρότυπο επαναστατικής δράσης είτε ως ένα βυζαντινό εξάμβλωμα. Στα
καθοριστικά έργα του, «Anti-Zealot» Discourse και Zealot Revolution and the Supposed
Genoese Colony, ο Σεφσένκο στράφηκε κατά των φιλόλογων και των ιστορικών της εποχής
του, υποστηρίζοντας ότι τα συμπεράσματα που είχαν προβάλει ως τότε «δεν αποτελούσαν
κεφάλαιο από την πολιτική θεωρία του βυζαντινού κόσμου αλλά δημιούργημα των συγγραφέων

τις αδικαιολόγητες και υπερβολικές «εκρήξεις επαναστατικού αυθορμητισμού» του δήμου για την
«ικανοποίηση των δυναστικών βλέψεων και συμφερόντων τους», Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος Το
κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349), ΑΠΘ 1997, 83. Στον αντίποδα ο Χρήστος
Μαλατράς κάνει λόγο για «αριστοκράτες και εν πολλοίς τυχοδιώκτες που εκμεταλλεύθηκαν τη δύναμη
του δήμου για πολιτική εξουσία», Ο μύθος των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης, τ. 30ος, Βυζαντιακά 2013,
238.
τους»13. Ενδεικτικά, ο Σεφσένκο ανέφερε τις περιπτώσεις του γάλλου ιστορικού του 19ου
αιώνα Βαλεντίν Παρισό14, ο οποίος, συνεπαρμένος από τα γεγονότα της Ιουλιανής
Επανάστασης του 1830, είχε αποδώσει στους Ζηλωτές τον χαρακτηρισμό «αποκρουστικοί
δημαγωγοί». Παρομοίως, ένας ρώσος μοναχός, ονόματι Αντονίν15, εξέφρασε το 1879 τον
αποτροπιασμό του για τα «εγκλήματα των Ζηλωτών» και αναδιατύπωσε τα προ πεντακοσίων
ετών λεγόμενα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φιλόθεου Κόκκινου, ο οποίος στον βίο
του αγίου Σάββα είχε γράψει ότι «τα εγκλήματα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης ξεπερνούσαν
ακόμη και τις περιγραφές του ιστορικού Ιώσηπου για τη βιαιότητα των Εβραίων Ζηλωτών»16.
Η κοινωνιολογική κατεύθυνση των επιστημών του 19ου αιώνα ανασκεύασε την άποψη που
ήθελε τους Ζηλωτές να αποτελούν μια εγκληματική απόφυση. Κάτω από την επίδραση της
θετικής φιλοσοφίας οι νεώτεροι ιστορικοί ανακάλυψαν στο πρόσωπο των Ζηλωτών το λίκνο
της αστικής νεωτερικότητας. Την αρχή έκανε ο Κωνσταντίνος Σάθας (1842-1914) στο έργο
του Μνημεία ελληνικής ιστορίας. Έχοντας λάβει υπόψη του νέα ιστορικά τεκμήρια, ο Σάθας
αποπειράθηκε να αποκαταστήσει την τραυματισμένη εικόνα των Ζηλωτών, δίνοντας στην
ιστορία τους μια νέα πνοή αστικής κατεύθυνσης. Οι Ζηλωτές δεν ήταν πια το άθροισμα ενός
αρπακτικού όχλου που επιδίδονταν σε καταστροφές και σε λεηλασίες των σπιτιών των
πλουσίων, αλλά «δημοκράτες και πατριώτες που υπερασπίστηκαν τα τείχη της πόλης-
πατρίδας τους απέναντι στη δεσποτική φεουδαρχία του Καντακουζηνού17.
Τα βήματα του Σάθα ακολούθησε ο ρουμάνος ιστορικός Ορέστ Ταφράλι (1876-1935). Στο
βιβλίο του, Thessalonique au quatorzième siècle (1913), παρουσίασε τους Ζηλωτές ως άτομα
με «υψηλή αντίληψη της πατριωτικής ιδέας και τα καθήκοντα του πολίτη»18. Αντί για
αιμοδιψείς τύραννοι, οι Ζηλωτές ήταν «κοινωνικοί μεταρρυθμιστές» που αντιτάχθηκαν στον
αυτοκρατορικό συγκεντρωτισμό και εφάρμοσαν ένα αγροτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα
απαλλοτρίωσης του πλούτου των φεουδαρχών ευγενών και των μοναστηριών με σκοπό την
αναδιανομή του στα αδύναμα οικονομικά στρώματα. Για τον Ταφράλι το νόημα της λέξης
Ζηλωτές σήμαινε: «οι φίλοι του λαού» (les amis du peuple).
Σύμφωνα με τον Ταφράλι οι αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση του ζηλωτικού φαινομένου
χωρίζονται σε τρείς θεμελιώδεις κατηγορίες: α. την αξιοθρήνητη οικονομική κατάσταση του
πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, β. τις δημοκρατικές τάσεις που είχαν αρχίσει να διαδίδονται
μεταξύ των κατοίκων των βυζαντινών πόλεων και γ. την επιρροή των ιταλικών πόλεων στη
διάδοση του δημοκρατικού φρονήματος των Θεσσαλονικέων.

«[Οι Ζηλωτές] εμπνέονταν από τις μεγάλες ιδέες του πατριωτισμού, ήταν σπουδαστές
επιφανών δασκάλων, που υπερασπίστηκαν τα συμφέροντα των φτωχών και των
καταπιεσμένων και συσπειρώθηκαν γύρω από ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα
σχηματίζοντας ένα ισχυρό κόμμα το οποίο βάσιζε τη δύναμή του στις τάξεις του λαού
της Θεσσαλονίκης. Επιδίωκαν, μεταξύ άλλων, τη μεταρρύθμιση της διοικητικής
οργάνωσης και τον θρίαμβο της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Αυτοί ήταν οι
Ζηλωτές. Ένα εχθρικό κόμμα προς τους πλούσιους, τους μεγάλους γαιοκτήμονες, και
τους μοναχούς»19.

13
Ševčenko, 1957, 82.
14
Valentin Parisot, Cantacuzene, homme d’ Etat et historien, Paris 1845, 191.
15
Arhimandrit Antonin, Poezdka v Rumeliyu, 1879, 147.
16
Κόκκινος, Βίος ἀγίου Σάββα, 3-50.
17
Κωνσταντίνος Σάθας, Μνημεία ελληνικής ιστορίας, IV, 1882, σ ΧV-XVI, XXVI-XXIX.
18
Orest Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Paris 1913, 260.
19
Ό.π., 201.
Η ερμηνεία των Σάθα και Ταφράλι επηρέασε βαθύτατα το έργο των μεταγενέστερων
συγγραφέων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με βάση τα συμπεράσματα των δύο ιστορικών
ενέδωσαν στον πειρασμό να διαγνώσουν στους Ζηλωτές πρώιμους ταξικούς αγώνες και
σοσιαλιστικά προεικονίσματα. Η εξέγερση των Ζηλωτών αποτιμήθηκε ως ένας
«αντιφεουδαλικός» αγώνας των κατώτερων αγροτικών τάξεων ενάντια στη γαιοκτητική
αριστοκρατία και μια «αστική» εξέγερση στα πρότυπα των δημοκρατικών ιταλικών πόλεων.
Στο βιβλίο του, Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1928), ο Γιάννης Κορδάτος αναπαρήγαγε την
εικόνα των «φίλων του λαού» του Ταφράλι 20. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, η εξέγερση των
Ζηλωτών ήταν μια εκδήλωση της ταξικής πάλης ανάμεσα στην τοπική γαιοκτητική
αριστοκρατία και των αστικών στοιχείων του προλεταριάτου της Θεσσαλονίκης.
Επηρεασμένος από τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία της εποχής, του ο Κορδάτος έδωσε μια
ανάλογη περιγραφή στο κυβερνητικό πρόγραμμα των Ζηλωτών.

«Η Θεσσαλονίκη έφθασε να διοικείται σύμφωνα με τη βούληση των πολιτών της και να


απολαμβάνει σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία από κάθε άλλη εξουσία. Η δεύτερη πόλη της
αυτοκρατορίας βρισκόταν για επτά ολόκληρα χρόνια κάτω από την εξουσία ενός
επαναστατικού αντι-αριστοκρατικού κόμματος, το οποίο επέβαλλε τη δύναμή του με
μεγάλη αποφασιστικότητα και παραμέρισε ανελέητα τους αντιπάλους του»21. Στο ίδιο
μήκος κύματος η Παγκόσμια Ιστορία της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών του 1956
έδωσε στους Ζηλωτές τα χαρακτηριστικά μιας προλεταριακής εξέγερσης: «Οι
Ζηλωτές προώθησαν και εφάρμοσαν εν μέρει ένα πολύ ριζοσπαστικό για την εποχή
αυτή κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα. Απελευθέρωσαν τους
δουλοπάροικους και δήμευσαν τη γη και τις περιουσίες που είχαν οι ναοί, τα
μοναστήρια και οι μεγάλοι φεουδάρχες της Θεσσαλονίκης. Η γη που δημεύτηκε
μοιράστηκε στους πιο φτωχούς αγρότες και στη φτωχολογιά της πόλης. Όπως μας
πληροφορούν οι χρονικογράφοι, οι Ζηλωτές διακήρυσσαν: "Παίρνουμε τη γη από τα
μοναστήρια για να θρέψουμε τους φτωχούς". Οι Ζηλωτές μεταρρύθμισαν το
φορολογικό σύστημα και κατάργησαν όλα τα χρέη των φτωχών στους τοκογλύφους»22.

Στον αντίθετο πόλο οι ιστορικοί της αστικής ιδεολογίας ερμήνευσαν τους Ζηλωτές ως ένα
μεταρρυθμιστικό κίνημα των εμπορικών και βιοτεχνικών τάξεων. Στο σχετικό λήμμα της
Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Πυρσός του 1930 διαβάζουμε τον λημματογράφο
υποστράτηγο Νικόλαο Καλομενόπουλο να εκθειάζει τους Ζηλωτές για τα «φιλελεύθερα»,
όπως λέει, χαρακτηριστικά τους.

«Ζηλωτές: ἀστική ὀργάνωσις φιλελεύθερων ἀρχῶν, συσταθεῖσα κατά τάς ἀρχάς του 14
αι. στην Θεσσαλονίκη, με πρόγραμμα τήν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν
πάσης κοινωνικῆς τάξης καί τήν συμμετοχή αὐτῶν στήν διοίκησι τῶν κοινών ἀντί τῆς
διαχείρισης αὐτῶν κατά προτίμηση ὑπό τῶν εὐγενῶν μόνο. Ἡ συγκρότηση τῆς
ὀργάνωσις ταύτης εἶναι μία εκδήλωση των φιλελεύθερων φρονημάτων των

20
Σύμφωνα με τον Κορδάτο οι Ζηλωτές ήταν «η πρώτη κομμούνα της νεώτερης ιστορίας» και «το
επαναστατικό κόμμα της αστικής τάξης της Σαλονίκης», Κορδάτος Γιάννης, Η κομμούνα της
Θεσσαλονίκης (1342-1349), Εκδοτικός Οίκος Κοραή 1928, 6 & 82 / Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και
Παρακμή του Βυζαντίου, Μπουκουμάνη 1974, 426-59.
21
G. Ostrogorsky, Η ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τομ Γ΄, Βασιλόπουλος 1963, 212.
22
Παγκόσμια Ιστορία, Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Γ2 , Αθήνα 1956, 1178.
ἀναπτυχθέντων ἐκ τῆς γενικευθείσης μελέτης των ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων καί
ἐκ τῆς μεγίστης οἰκονομικῆς ἀκμής τῆς Θεσσαλονίκης διά τῆς ἀναπτύξεως ἐν αὐτή, του
ἐμπορίου, τῆς βιομηχανίας καί τῆς ναυτιλίας κατά τούς χρόνους ἐκείνους».

Σύμφωνα με τον Ελληνοαμερικάνο βυζαντινολόγο Peter Charanis οι Ζηλωτές ήταν πράγματι


ένα μειοψηφικό ρεύμα πολιτικών μεταρρυθμιστών, όμως δεν επιδίωκαν μια κοινωνική
επανάσταση αλλά αποζητούσαν να αναζωογονήσουν τη χαμένη ρώμη του Βυζαντίου.

«[Οι Ζηλωτές] ήταν το αποτέλεσμα των δημοκρατικών τάσεων και του ταξικού αγώνα
[class struggle] της εποχής τους […] επιδίωκαν την εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής
πολιτικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης [reorganization] της κοινωνίας που θα
αποκαθιστούσε [το Βυζάντιο] στην πρότερη ρώμη και ευημερία. Στο πρόγραμμά τους
οι Ζηλωτές συμπεριέλαβαν την αναδιανομή των εκκλησιαστικών και αριστοκρατικών
περιουσιών προς όφελος των μαζών και της κοινότητας στο σύνολό της. [Οι Ζηλωτές]
πήραν το όνομά τους γατί έβαλαν τα συμφέροντα του λαού πιο πάνω από τις δικές τους
προτεραιότητες» 23.

Ο Γάλλος βυζαντινολόγος Κάρολος Ντηλ διέγνωσε κι αυτός στους Ζηλωτές μια «αόριστη
τάση προς μια κίνηση κομμουνιστικής μορφής». Αναφερόμενος στο επεισόδιο των Ζηλωτών,
έκανε λόγο για «πάλη των τάξεων» δίνοντας τον επίκαιρο για την εποχή του χαρακτηρισμό:
«η αιματηρή κομμούνα της Θεσσαλονίκης»24. Στα ίδια περίπου συμπεράσματα κυμάνθηκε
και ο έλληνας βυζαντινολόγος Νίκος Σβορώνος. Αναφερόμενος στην στάση του 1342 δεν
δίστασε να της δώσει τον χαρακτηρισμό «η ταξική εξέγερση των βιοτεχνών και εργατών της
Θεσσαλονίκης»25. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Κύρρης περιέγραψε αντίστοιχα τους Ζηλωτές
ως την «τελική φάση μιας πολύ δραματικής σύγκρουσης μεταξύ των πλουσίων και των
καταπιεσμένων αγροτικών και αστεακών πληθυσμών που άρχισαν να συνειδητοποιούν την
κατάστασή τους μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις του δεύτερου εμφυλίου»26.
Το ιστορικό πλαίσιο της μετεμφυλιακής Ελλάδας επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο ο
ιστορικός της Μακεδονίας, Απόστολος Βακαλόπουλος, προσέγγισε τους Ζηλωτές.
Γράφοντας σε μια περίοδο όπου η ελληνική κοινωνία είχε μόλις βγει από τον εμφύλιο, ο
Βακαλόπουλος επικεντρώθηκε στα χαρακτηριστικά των Ζηλωτών που ήταν πιο οικεία στις
εμπειρίες και τις προσδοκίες των συμπολιτών του για μια ευνοούμενη και απαλλαγμένη από
τις ταξικές αντιθέσεις πολιτεία. Ο Βακαλόπουλος χαρακτήρισε «πάλη των τάξεων» τις
στάσεις που εκδηλώθηκαν στις βυζαντινές πόλεις και έκανε λόγο για κοινωνικές συγκρούσεις
που οδήγησαν στον «τραγικό εμφύλιο» της «ολιγαρχίας των ευγενών» κατά του
«δημοκρατικού πολιτεύματος που είχαν επιβάλει οι Ζηλωτές». Για τον Βακαλόπουλο, το
επεισόδιο των Ζηλωτών είχε επιμορφωτική αξία, καθώς αποτελεί ένα «διαχρονικό μάθημα
προς τους πολίτες για τα ολέθρια αποτελέσματα του εμφυλίου σπαραγμού». Όμως δεν
έκρυψε τη συμπάθειά του προς τη «δημοκρατική» παράταξη των Ζηλωτών. Στην εισαγωγή
του στη Μονωδία του Δημήτριου Κυδώνη, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι το κείμενο αυτό

23
Peter Charanis, Internall Strife in Byzantium during in the Fourteen Century, Byzantion. Vol. 15
(1940-1941), 227.
24
Charles Diehl, Byzance. Grandeur et decadence, Paris 1920 (αναφέρεται από τον V. Alexander, II,
409), πρβλ. Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου, Μπουκουμάνη 1974, 443, σ. 18.
25
Σβορώνος Νίκος, Η Βυζαντινή Επαρχία, Εταιρεία Σπουδών 2009, 86.
26
Constantinos Kyrris, Urban and rural conditions in the Byzantine Empire from the end of the
thirteen to the middle of the fourteen century, (1961), 181.
αφορά «τα τρομερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την στάση των Ζηλωτών […] όταν
πάμπολλοι ευγενείς θανατώθηκαν με τον πιο οικτρό τρόπο που τον υπαγόρευε η αλόγιστη
ψυχολογία τον εξαγριωμένων επαναστατικών μαζών», αναφέρεται στους Ζηλωτές με
ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια και τους προσφωνεί «φίλους του λαού», «θαυμαστές του
αρχαίου ελληνικού και του αναγεννώμενου ευρωπαϊκού πνεύματος», «καθοδηγούμενους από
εμπνευσμένους άνδρες», «μαθητές διαπρεπών δασκάλων» και «υπερασπιστές των
φτωχών»27.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι Ντόνλαντ Μ. Νίκολ και Αγγελική Λαΐου διέκριναν στους
Ζηλωτές τα πρώτα δείγματα της ταξικής αντιπαράθεσης των αγροτικών στρωμάτων κατά της
μεγάλης (ιδιωτικής) γαιοκτησίας και τη διαπάλη των δυνάμεων που στήριξαν το
«γραφειοκρατικό» καθεστώς της αντιβασιλείας του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου απέναντι στους
«φεουδάρχες» υποστηρικτές του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Την ίδια άποψη συμμεριζόταν
και ο αμερικανός βυζαντινολόγος Τζόν Μπάρκερ, ο οποίος έλεγε ότι το επεισόδιο των
Ζηλωτών πρέπει να διερευνηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των επαναλαμβανόμενων
κεντρόφυγων τάσεων της Θεσσαλονίκης28.
Μετά την κάμψη της ιδεολογικά φορτισμένης έρευνας, που συνόδευε τις βυζαντινές σπουδές
μέχρι το 1989, άλλαξε κι ο τρόπος που οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετώπισαν τους Ζηλωτές
της Θεσσαλονίκης. Τον καθοδηγητικό ρόλο ανέλαβαν οι θεωρίες της κοινωνικοπολιτισμικής
αλλαγής και τα εναλλακτικά μοντέλα της ιστοριογραφίας. Κάτω από την επίδραση της
ερμηνευτικής (postprocessual) ιστοριολογίας, η έρευνα των «Νέων Βυζαντινών Σπουδών»
προσανατολίστηκε σε «τρίτους δρόμους» που υπερέβαιναν τις προκαθορισμένες διχοτομίες
της κλασικής βυζαντινολογίας και οδηγούσαν σε μια νέα «υβριδική» εξιστόρηση του
Βυζαντίου. Το ρεύμα αυτό επηρεάστηκε σημαντικά από τις παραμαρξιστικές προσεγγίσεις
της γαλλικής και βρετανικής κοινωνιολογίας των δεκαετιών του 1960 και 1970, των γάλλων
φιλοσόφων Ανρί Λεφέβρ και Λουί Αλτουσέρ, και του αντιθετικιστικού ρεύματος της Σχολής
της Φρανκφούρτης29.
Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι περισσότεροι ερευνητές δίνουν σήμερα έμφαση στη
εξήγηση του φαινομένου των Ζηλωτών στις φεουδαλικές σχέσεις παραγωγής της υπαίθρου,
στον διαποτισμό όλων των ιδεολογικών ανταγωνισμών της περιόδου από την επίδραση της
ησυχαστικής έριδας, καθώς και στον αστικό μετασχηματισμό της μεσαίας τάξης, που την
έφερνε σε ανταγωνισμό τόσο με τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων όσο και των
κατώτερων στρωμάτων. Με βάση τα παραπάνω, η ταυτότητα των Ζηλωτών διαμορφώνεται
με βάση τον ιστορικό ρόλο που διετέλεσαν ως συλλογική ομάδα συμφερόντων εντός του
εσωτερικού ανταγωνισμού των διαφορετικών κέντρων εξουσίας των παλαιολόγειων χρόνων
και του αγώνα των μοριακών κέντρων δράσης των αστικών στρωμάτων για κοινωνική
αλλαγή για πολιτική αναγνώριση.
Η πολυσημία του ζηλωτικού φαινομένου δυσχεράνει την εξαγγελία μιας κατηγορηματικής
διατύπωσης σχετικά με τη φυσιογνωμία του ζηλωτικού φαινομένου. Η πραγματικότητα
ενδέχεται να δικαιώνει όλες τις πιθανές λύσεις, που έχουν έως τώρα προταθεί από τους

27
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Μονωδία επί τοις εν Θεσσαλονίκη πεσούσι» (1346) του Δημητρίου
Κυδώνη και τα ιστορικά στοιχεία της για την ψυχολογία των επαναστατημένων μαζών στη στάση του
1342, Ανάτυπο 1994, 80-81.
28
Donald M. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), Παπαδήμα 2012 / Λαΐου
Αγγελική, Η αγροτική κοινωνία στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή, Αθήνα 1987 / John W. Barker, Late
Byzantine Thessaloniki: a second city’s challenges and responses, Dumbarton Oaks Papers Vol. 57,
Symposium on Late Byzantine Thessalonike 2003, 16-19.
29
Trigger, 2005, 348.
ιστορικούς, και την κάθε μια ξεχωριστά, αφήνοντας ως μοναδική βεβαιότητα μια σειρά από
αναπάντητα ερωτήματα. Για ποιους λόγους η φατριαστική έριδα, που απ’ ότι φαίνεται
στοίχειωσε τη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα, πήρε τέτοιες διαστάσεις σ’ αυτή την πόλη και
όχι οπουδήποτε αλλού; Γιατί η αστική έριδα εξαπλώθηκε σ’ αυτή την περίοδο και όχι σε
κάποια άλλη; Ποιος ήταν ο ρόλος των Ζηλωτών στο φατριαστικό κλίμα της Θεσσαλονίκης
και τελικά τι πραγματικά ήταν οι Ζηλωτές; Φανατικοί και σχισματικοί χριστιανοί;
Δημοκράτες πατριώτες; Ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές; Πολιτικοί τυχοδιώκτες; Τίποτα απ’
όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί; Σε ποιο βαθμό μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε τι ήταν το
κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης; Μια παρατεταμένη έκρηξη οργής των
αποκλεισμένων στρωμάτων από τον πλούτο και την καλή ζωή των ευγενών, την οποία
καθοδηγούσε η πίκρα της στέρησης και η μνησικακία, ή ένα οργανωμένο κίνημα που είχε
θέσει ως στόχο την επίτευξη ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων προς
όφελος των πιο αδύναμων στρωμάτων που καταδυναστεύονταν από τους δυνατούς; Ποια
ήταν η σχέση των Ζηλωτών με τον ησυχασμό; Σε ποιο βαθμό τους επηρέασε το ξέσπασμα
της ησυχαστικής έριδας και πώς μπορούμε να εξακριβώσουμε αν εξέφρασαν την πολιτική
πλατφόρμα της αναβίωσης των παλαιολόγειων χρόνων; Τέλος, ποια ήταν η φύση του
«δημοκρατικού καθεστώτος» που εγκαθίδρυσαν; Ήταν πράγματι στις επιδιώξεις τους η
δημιουργία μιας «ανεξάρτητης πολιτείας» στα πρότυπα των ιταλικών πόλεων, ή απλώς
αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση μιας τυραννικής ολιγαρχίας των ντόπιων ευγενών;
Σήμερα είμαστε τυχεροί που πολλές αξιόλογες μελέτες στέκονται με επιμονή απέναντι στα
παραπάνω ερωτήματα και μας παρέχουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη φυσιογνωμία του
ζηλωτικού φαινομένου. Αξίζει να αναφέρουμε το 22ο διεθνές συνέδριο που διεξήχθη στις 25
Αυγούστου του 2012, στη Σόφια, με θέμα: «Θεσσαλονίκη: αστικοποίηση και κοινωνικές
δυνάμεις», το οποίο είχε ως ξεχωριστό τραπέζι την εξέγερση των Ζηλωτών της
Θεσσαλονίκης. Την έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου επιμελήθηκε και εξέδωσε η Μαρί
Ελέν Κονγκουρντό στο βιβλίο της Thessalonique  au  temps  des  Zélotes 1342-1350 (Παρίσι
2014). Μια πολύ σημαντική εργασία για την κατανόηση του αστικού πλαισίου μέσα στο
οποίο κινηθήκαν οι Ζηλωτές είναι η έκδοση των πρακτικών του διεθνούς συμποσίου του
τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου Κρήτης, που έγινε στις 18-20
Οκτωβρίου του 2009, με θέμα: «Οι βυζαντινές πόλεις (8ος-15ος αιώνας). Προοπτικές της
έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις». Τις εισηγήσεις του συνεδρίου επιμελήθηκε και
εξέδωσε η Τόνια Κιοσοπούλου. Τέλος, μια σημαντική έκδοση από την Ακαδημία Αθηνών
του συλλογικού τόμου Πόλεις και εξουσία στο Βυζάντιο κατά την εποχή των Παλαιολόγων
1261-1453 έγινε σε επιμέλεια της Αναστασίας Κοντογιανοπούλου (2018).
Από τις παραπάνω μελέτες σημαντικό θέση για τη δική μας έρευνα παρουσιάζουν οι
παρατηρήσεις του Νταν Ιοάν Μουρεσάν σχετικά με τη διόρθωση της ημερομηνίας των
δολοφονικών εκκαθαρίσεων της αριστοκρατικής παράταξης του Καντακουζηνού στο
Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, γνωστή ως η «δεύτερη εξέγερση των Ζηλωτών». Σύμφωνα
με τον Μουρεσάν, η προσεκτικότερη ανάγνωση της ιστορίας του Καντακουζηνού τοποθετεί
τα γεγονότα αυτά στο καλοκαίρι του 1346 και όχι ένα χρόνο νωρίτερα όπως είχε έως τώρα
προταθεί 30. Σημαντική επίσης είναι η μελέτη του Γιάννη Σμαρνάκη επάνω στις χωρικές
δράσεις της εξέγερσης του 1342 ως αποτέλεσμα των τακτικών που χρησιμοποίησαν οι
Ζηλωτές για να προσαρμόσουν τον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης στον πολιτικό σχεδιασμό
τους. Σύμφωνα με τον Σμαρνάκη, οι Ζηλωτές αποτελούσαν μια αστική παράταξη που

30
Dan Ioan Mureșan, Pour  une  nouvelle  datation  du  massacre  de  l’aristocratie de  Thessalonique,
in: Marie-Hélène Congourdeau (éd.), "Thessalonique  au  temps  des  Zélotes (1342-1350)", Paris:
ACHCByz, 2014 ( Monographies 42), p. 117-132.
επανακαθόρισε με τοπικές πρακτικές την πολιτική τοπογραφία της Θεσσαλονίκης και
επέβαλλε μια νέου τύπου κυριαρχική γλώσσα, βασισμένη στην «τελετουργική βία»31.
Καθοριστική επίσης στην απομυθοποίηση του ζηλωτικού φαινομένου είναι μελέτη του
Χρήστου Μαλατρά για την υποτιθέμενη «προλεταριακή» προέλευση των Ζηλωτών και τον
συσχετισμό τους με κοινωνικά αιτήματα και μεταρρυθμιστικά πολιτικά προγράμματα.
Σύμφωνα με τον Μαλατρά, η εξέγερση των Ζηλωτών πρέπει να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια
της τοπικής φατρίας των ευγενών της Θεσσαλονίκης να διευρύνουν τα όρια της πολιτικής
τους δύναμης και να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις της πόλης32.
Ολοκληρωμένες μονογραφίες σχετικά με την εξέγερση των Ζηλωτών αποτελούν τα βιβλία
του Ρόμπερτ Μπράουινγκ, The commune of the zealots in Salonica, 1341-1350 (1950),
Κλάους Πέτερ Μάτσκε, Thessalonike und die Zeloten. Bemerkungen zu einem
Schlusselereignis der spatbyzantinischen Stadt - und Reichsgeschichte (1994) και Μαρί Ελέν
Κονγκουρντό, Les Zélotes: Une révolte urbaine à Thessalonique au 14e siècle (2019). Όπως
είναι φυσικό, η ανάγνωση τέτοιων κειμένων απαιτεί καλούς γνώστες του ιστορικού πλαισίου,
που εξετάζουν, και περιορίζεται κυρίως στον κύκλο όσων θέλουν να ερευνήσουν διεξοδικά
την πολυσχιδή περίοδο των παλαιολόγειων χρόνων. Είναι επομένως φυσικό τέτοια βιβλία να
καταλήγουν σπάνια στα χέρια του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Την ανάγκη μιας πιο
μαζικής απεύθυνσης αναγνωσμάτων για το επεισόδιο των Ζηλωτών καλύπτει η πρόσφατη
αναζωπύρωση εκλαϊκευτικού τύπου εκδόσεων, κειμένων και άρθρων, παραϊστορικού και
λογοτεχνικού κυρίως χαρακτήρα, σχετικά με τους όψιμους βυζαντινούς χρόνους33. Όμως τις
περισσότερες φορές τέτοια κείμενα προάγουν την εντύπωση ότι οι Ζηλωτές αποτέλεσαν μια
ευρωπαϊκού-δυτικού τύπου χιλιαστική εξέγερση των πληβείων και των δουλοπάροικων κατά
των φεουδαρχών και του ανώτερου ιερατικού κλήρου. Δημιουργούν έτσι ηθελημένα
συνειρμούς με επίκαιρα κοινωνικά προβλήματα και πολιτικά συνθήματα, όπως λ.χ. της
«αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας».
Το ενδιαφέρον των μελετητών δεν περιορίζεται, όπως είναι φυσικό, μόνο σε κύκλους
συμπαθούντων των Ζηλωτών. Τα αντικληρικαλικά γνωρίσματα που αποδίδονται στους
Ζηλωτές, συνήθως λόγω της εχθρότητας που έθρεφαν προς το πρόσωπο του ησυχαστή
μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριου Παλαμά, ήταν αναμενόμενο να προκαλέσουν την
αντίδραση πολλών θεολόγων, οι οποίοι κατηγόρησαν τους Ζηλωτές πως αποτέλεσαν ένα
είδος «αντιεκκλησιαστικού ρεύματος στο εσωτερικό της Εκκλησίας»34. Σύμφωνα με αυτή
την κριτική οι Ζηλωτές προήλθαν από τους κύκλους των «θεολογούντων» σχολών της
Θεσσαλονίκης, στις οποίες διδάσκονταν φιλοσοφίες επηρεασμένες από τη δυτική θεολογία
που έδιναν «υλιστική» υπόσταση στο σωτηριολογικό πνεύμα του χριστιανισμού. Έτσι οι
Ζηλωτές ταυτίζονται με την παράταξη των αντιησυχαστών και αντιμετωπίζονται ως
αποστάτες της Εκκλησίας που επιχείρησαν να εγκαθιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη ένα
θεοκρατικό καθεστώς ενάντια στην ορθόδοξη θεολογία που εξέφραζε η ησυχαστική

31
Smarnakis Yannis, Thessaloniki during the Zealots Revolt (1342-1350): Power, Political Violence
and the Transformation of the Urban Space, Scandinavian Journal of Byzantine and Modern Greek
Studies 4, 119-147, 2018.
32
Μαλατράς Χρήστος, Ο μύθος των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης, Βυζαντιακά 30ος, 2012-13 / Malatras
Christos, Thessalonique Au Temps Des Zelotes (1342-1350), The “social Aspects” of the Second Civil
War (1341 - 1354 ), College de France 2014.
33
Ενδεικτικά: Κώστας Λάμπος, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία, Νησίδες 2012, 122-129 /
Ματσούκας Νικόλαος, Ζηλωτικά Πόλεως Θεσσαλονίκης, Βανιάς, 2001 / Ισμήνη Καπάνταη, Το ἄλας
τῆς Γῆς, Καστανιώτη, 2002.
34
Μόσχος Δημήτριος, Πλατωνισμός ή Χριστιανισμός: Οι φιλοσοφικές προυποθέσεις του αντιησυχασμού
του Νικηφόρου Γρηγορά, Παρουσία, 1998.
παράταξη του Γρηγόριου Παλαμά. Ήδη από το 1950 είχε προταθεί ως σημαντικό στοιχείο
των Ζηλωτών, κυρίως από ιστορικούς της Ανατολικής Ευρώπης, η στάση που κράτησαν οι
Ζηλωτές απέναντι στον ησυχασμό και η (υποτιθέμενη) επιρροή τους από θρησκευτικά
κινήματα του σλαβόφωνου κόσμου, όπως το κίνημα των Βογόμιλων.
Ως αποτέλεσμα των εκλεκτικών συμπαθειών και αντιπαθειών τους, οι Ζηλωτές αποτελούν
σήμερα ένα ιστορικό παράδοξο. Από τη μία μεριά βάλλονται από όσους τοποθετούνται
ιδεολογικά με συμπάθεια προς το Βυζάντιο και από την άλλη εκθειάζονται για τον
«νεωτερισμό» τους από εκείνους ακριβώς που επιρρίπτουν στο Βυζάντιο τις κατηγορίες του
«σκοταδισμού» και της «βαρβαρότητας». Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι, αν και
ωθούνταν πιθανόν από υψηλότερες προθέσεις, οι Ζηλωτές δεν ήταν στην πραγματικότητα
απαλλαγμένοι από καταχρήσεις και εγκληματικές πράξεις. Όμως τέτοιες συμπεριφορές δεν
ήταν κάτι ασυνήθιστο στην ταραγμένη εποχή του 14ου αιώνα, τόσο στην ανατολική όσο και
τη δυτική Ευρώπη.

Γεωργιλάς Αθανάσιος

Βιβλιογραφία:
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Μονῳδία ἐπί τοῖς ἐν Θεσσαλονίκη πεσοῦσι» (1346) του
Δημητρίου Κυδώνη και τα ιστορικά στοιχεία της για την ψυχολογία των επαναστατημένων
μαζών στη στάση του 1342,Ανάτυπο ΑΠΘ 1994.
Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου, Μπουκουμάνη 1974.
Κορδάτος Γιάννης, Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1349), Κοραής 1928.
Κιουσοπούλου Τόνια (επιμέλεια), Οι βυζαντινές πόλεις (8ος-15ος αιώνας). Προοπτικές
της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2012.
Κοντογιαννοπούλου Αναστασία, Τοπικά συμβούλια στις βυζαντινές πόλεις, παράδοση
και εξέλιξη (13ος-15ος αι.), Ακαδημία Αθηνών 2015.
Κοντογιανοπούλου Αναστασία (επιστημονική επιμέλεια), Πόλεις και εξουσία στο
Βυζάντιο κατά την εποχή των Παλαιολόγων (1261-1453), Συλλογικό, Ακαδημία Αθηνών
2018.
Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος, Το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349),
ΑΠΘ 1997.
Λαΐου Αγγελική, Η αγροτική κοινωνία στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή, Αθήνα 1987.
Μαλατράς Χρήστος, Ο μύθος των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης, Γ΄, Βυζαντιακά,
Ελληνική Ιστορική Εταιρεία 2013.
Μπαγιόνας Αύγουστος, Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre, ΑΠΘ
1980.
Σάθας Κωνσταντίνος, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Πελεκάνος 2014.
Σάθας Κωνσταντίνος, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1872, ψηφ. εκδ. Πανεπιστήμιο
Κρήτης.
Σβορώνος Νίκος, Η Βυζαντινή Επαρχία, Εταιρεία Σπουδών 2009.
Τεμενεκίδης Γιώργος, Η επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349),
Ζήτη 2001.
Angeliki E. Laiou (edt) The Economic History of Byzantium, From the Seventh through
the Fifteenth Century vol 1, Dumbarton Oaks 2002
Bruce G. Trigger, Μια Ιστορία, της Αρχαιολογικής Σκέψης, Αλεξάνδρεια 2005.
Charles Diehl, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσα 2007.
Constantinos Kyrris, Urban and rural conditions in the Byzantine Empire from the end
of the thirteen to the middle of the fourteen century, London 1961.
Dan Ioan Mureșan, Pour  une  nouvelle  datation  du  massacre  de  l’aristocratie de
 Thessalonique, in: Marie-Hélène Congourdeau (éd.), "Thessalonique  au  temps  des  Zélotes
(1342-1350)", Paris: ACHCByz 2014 ( Monographies 42).
Donald M. Nicol , Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου ( 1261-1453 ), Παπαδήμα 2012.
Donald Nicol, The Reluctant Emperor. A Biography of John Cantacuzene, Byzantine
Emperor and Monk, c. 1295-138, Cambridge University 1996.
Evans J. Richard, Για την Υπεράσπιση της Ιστορίας, Σαββάλας, Αθήνα 2009.
Edward Hallet Carr, Τι είναι Ιστορία;, Πατάκη, Αθήνα 2015.
John W. Barker, Late Byzantine Thessaloniki: a second city’s challenges and
responses, Dumbarton Oaks Papers Vol. 57, Symposium on Late Byzantine Thessalonike
2003.
Ihor Ševčenko, Nicolas Cabasilas «Anti-Zealot» Discourse: A Reinterpretation,
Dumbarton Oaks Paper Vol. 11 (1957).
Ihor Ševčenko, The Author's Draft of Nicolas Cabasilas' "Anti-Zealot" Discourse in
"Parisinus Graecus 1276", Dumbarton Oaks Papers Vol. 14 (1960).
Ihor Ševčenko, A Postscript on Nicolas Cabasilas' "Anti-Zealot" Discourse, Dumbarton Oaks
Papers Vol. 16 (1962).
Ihor Ševčenko, The Zealot Revolution and the Supposed Genoese Colony in
Thessalonica, στο Προσφορά είς Στίλπωνα Π. Κυριακίδη (1926-1951), Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών 1953.
Laiou, Angeliki, The Economic History of Byzantium from the Seventh through the
Fifteenth Century, Dumbarton Oaks Studies 39, 2002.
Malatras Christos, Thessalonique Au Temps Des Zelotes (1342-1350), The “social
Aspects” of the Second Civil War (1341 - 1354), College de France 2014.
Marie-Hélène Congourdeau (éd.), Thessalonique  au  temps  des  Zélotes (1342-1350),
Actes de la table ronde organisée dans le cadre du 22e Congrès international des études byzantines,
à Sofia, le 25 août 2011, Paris 2014.
Orest Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Paris 1913.
Orest Tafrali, Topografie de Thessalonique, Paris 1913.
Peter Charanis, Internall Strife in Byzantium during in the Fourteen Century,
Byzantion, Vol. 15 (1940-1941).
Smarnakis Yannis, Thessaloniki during the Zealots Revolt (1342-1350): Power,
Political Violence and the Transformation of the Urban Space, Scandinavian Journal of
Byzantine and Modern Greek Studies 4 (2018).

You might also like