Professional Documents
Culture Documents
Μαριλίζα Μητσού
Πανεπιστήμιο Μονάχου
1. Βλ. μεταξύ άλλων Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθή-
να: Θεμέλιο, 1992· «Αντιστάσεις και μεταμορφώσεις του λογοτεχνικού κανόνα: οι
έλληνες μαρξιστές και η ιστορία της λογοτεχνίας», Ζητήματα ιστορίας των νεοελλη-
νικών γραμμάτων. Αφιέρωμα στον Κ. Θ. Δημαρά, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1994,
σ. 35-50· Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημή-
τρη Χατζή 1947-1981, Αθήνα: Πόλις, 2003, όπου μια πολύ κατατοπιστική επισκό-
πηση των αριστερών γραμματολογιών, ανθολογιών και κριτικών μελετών από τη
δεκαετία του 1940 κ.ε., σ. 75-103.
452 Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
11. Τη δεκαετία του 1930 συγκροτείται σταδιακά ένας αριστερός κριτικός λόγος, που
δεν απολήγει ωστόσο σε συνεκτικό γραμματολογικό σχήμα, βλ. Χριστίνα Ντου-
νιά, Λογοτεχνία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Τα λογοτεχνικά περοδικά της Αριστεράς:
1924-1936, Αθήνα: Καστανιώτης, 1996, σ. 324 κ.ε., 413: 442.
12. Βλ. εδώ σημ. 1.
13. Οι πρώιμες ανατροπές στο δοκιμιακό έργο του Κάλας, ειδικότερα ως προς τους
Κάλβο, Καβάφη και Παπατσώνη, θεωρούνται δικαίως μη ενδεικτικές· βλ. Αποστο-
λίδου, Λογοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ. 42-44.
14. Πβ. Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική, ό.π.· Παναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική
σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ώς το 1974, τ. Γ΄, Αθήνα: Γνώση, 1993, σ. 624 κ.ε.
15. Για τον ρόλο των δύο περιοδικών στην αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας της
456 Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
λογοτεχνίας στην Ελλάδα βλ. μεταξύ άλλων Αλέξης Πολίτης, «Παράδοση και ιστο-
ρία. Η αριστερά και το εθνικό παρελθόν», Επιθεώρηση τέχνης. Μια κρίσιμη δωδεκαε-
τία, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών, 1997, σ. 243-254 και Αποστολίδου, Λογοτεχνία και
ιστορία, ό.π., σ. 121-185, όπου και βιβλιογραφία, στην οποία ας προστεθούν οι νεότε-
ρες μελέτες της Αιμιλίας Καραλή, Μια ημιτελής άνοιξη. Ιδεολογία, πολιτική και λογο-
τεχνία στο περιοδικό Επιθεώρηση τέχνης (1954-1967), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα,
2005 και του Δημήτρη Ραυτόπουλου, Αναθεώρηση τέχνης. Η Επιθεώρηση τέχνης
και οι άνθρωποί της, Σοκόλης, 2006. Πβ. επίσης Μιχάλης Μπακογιάννης, Η Κριτική
(1959-61) του Μανώλη Αναγνωστάκη, Θεσσαλονίκη: University Sudio Press, 2004.
16. Βλ. Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 35: «Τέχνη χωρίς ιδεο-
λογία δεν υπάρχει. Η τέχνη είναι πριν απ’ όλα αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής,
γι’ αυτό στην πραγματική τέχνη πρέπει να εισχωρεί το κοινωνικό ανθρώπινο περι-
εχόμενο».
17. Οι Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό του Λούκατς, σε μετάφραση Τίτου Πατρί-
κιου, κυκλοφόρησαν βέβαια μόλις το 1957· τμήμα τους είχε ήδη συγκεντρωθεί σε
τόμο δέκα χρόνια νωρίτερα (Essays über Realismus, Βερολίνο 1948).
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ 457
τους υποχρέωναν να αναδιατάξουν τα μαρξιστικά σχήματα, αναζητώ-
ντας πιθανές αναλογίες και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους απροσμέτρη-
τους παράγοντες. Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ τα κεντρικά ιδεολογικά
ζητήματα της συνέχειας, της σύνδεσης έθνους και λαού, νεοελληνισμού
και νεοτερικότητας, της διάκρισης λαϊκότητας και λογιοσύνης, προφο-
ρικής και γραπτής παράδοσης, ακμής και παρακμής, καθώς η απήχησή
τους στις γραμματολογίες, μαρξιστικές ή μη, έχει διερευνηθεί διεξοδι-
κά18. Θα επικεντρωθώ στην εξέταση ενός μόνο σχήματος, από τα πλέον
κανονιστικά στη νεότερη ιστοριογραφία, που από τη φύση του βραχυκυ-
κλώνει κάθε προσπάθεια αντικειμενικού ορισμού των απαρχών του νεο-
ελληνισμού: του ζητήματος της εθνικής γλώσσας.
Σε κάθε ιστοριογράφημα του Νέου ελληνισμού τον 20ό αιώνα, η γλωσ-
σική παράμετρος λειτουργεί και ως άξονας (ανα)προσδιορισμού της εθνι-
κής ταυτότητας (ακόμη και όταν η τομή τοποθετείται ρητά τον 18ο αι.)
και ως ισχυρό κριτήριο για την οροθέτηση της νεοελληνικής λογοτε
χνίας. Σε κάθε περίπτωση, η εντόπιση των απαρχών της νεοελληνικής
ταυτότητας τον 13ο αιώνα (ή κάπου ανάμεσα στον 11ο και τον 15ο), κοι-
νή στην ιστοριογραφία (από τον Βακαλόπουλο έως τον Σβορώνο) και τη
γραμματολογία (από τον Ηλία Βουτιερίδη έως τον Μπελογιάννη), συν-
δέεται με την ιστορία της γλώσσας. «Τις ρίζες της Νεοελληνικής Λογο-
τεχνίας πρέπει να τις αναζητήσουμε κοντά στις ρίζες του Νεοελληνικού
Έθνους», είδαμε πως σημειώνει ο Μπελογιάννης. «Δηλαδή στους τελευ-
ταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μαζί με τη διαμόρφωση
του Έθνους αρχίζει να διαμορφώνεται και η λογοτεχνία του – πρώτα το
λαϊκό-δημοτικό τραγούδι και συνέχεια ύστερα όλα τα άλλα είδη της τέ-
χνης του λόγου»19. Ο Χατζής πάλι χαρακτηρίζει τα πρώτα φανερώμα-
τα της δημώδους γλώσσας τον 10ο αιώνα (και αποκρυσταλλωμένα μετά
το 1453) «εθνική γλώσσα» και τη λογοτεχνία της συλλήβδην «εθνική
λογοτεχνία»20, ενώ ο Κορδάτος βρίσκει ίχνη της νεοελληνικής εθνότητας
μόνο μετά το 1453, σχετικοποιώντας τη βαρύτητα του γλωσσικού κρι-
18. Βλ. Βενετία Αποστολίδου, «Οι αντοχές των σχημάτων στην ιστορία της λογοτε
χνίας. Δοκιμή του σχήματος λόγιο-λαϊκό», Τα άφθονα σχήματα του παρελθόντος.
Μνήμη Άλκη Αγγέλου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2004, σ. 277-287· Λο-
γοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ. 301 κ.ε.
19. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 135.
20. «Παράδοση και ανανέωση στο νέο ελληνισμό», Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού,
ό.π., σ. 172.
458 Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
21. Βλ. Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 14 και 24-25.
22. Ενδεικτική είναι η γνωστή διαμάχη Εμμανουήλ Κριαρά και Λίνου Πολίτη για τα
όρια μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας, βλ. πρόχειρα Γ. Π. Σαββίδης,
«Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;», Αρχές της νεοελληνικής λο-
γοτεχνίας, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, τ. Α΄, Βενετία: Βιβλιοθήκη του Ελλη-
νικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας 1993,
σ. 38-39.
23. Βλ. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 68-75: 72-74· Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Πολιτική Οι-
κονομική Έρευνα, 85 (1964) 17-18· αντλώ την πληροφορία από τον Μέξη, Ο ιστορι-
κός Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σ. 104 και 113.
24. Βλ. λ.χ. Σαββίδης, «Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;» και Στυ-
λιανός Αλεξίου, «Η ορολογία των περιόδων της λογοτεχνίας μας», Αρχές της νεοελ-
ληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 37-41 και 54-60.
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ 459
βυζαντινής γραμματείας (από τον 11ο αιώνα και ύστερα). Η μοναχική φω-
νή του Δημήτρη Παπά στο Συνέδριο του Ανατολικού Βερολίνου το 1957,
που αμφισβητούσε την κανονιστική αξία της γλώσσας για τη διάκριση με-
σαιωνικής και νεοελληνικής περίοδου, δεν φαίνεται να βρήκε ανταπόκριση
ούτε στους αριστερούς ιστοριογράφους της λογοτεχνίας25.
Το πιθανότερο είναι ότι ο γνωστός ορισμός του Στάλιν για το έθνος λει-
τούργησε και σε αυτή την περίπτωση αποπροσανατολιστικά. Στη στα-
λινική εκδοχή του, το έθνος αποτελεί συνάρτηση τεσσάρων στοιχείων
κοινότητας: της γλώσσας, της γεωγραφικής επικράτειας, της οικονο-
μικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης, όπως αυτή εκδηλώνεται στην κοινή
κουλτούρα26. Ο συνδυασμός του πρώτου και του τρίτου παράγοντα, δηλα-
δή αστικής ολοκλήρωσης και εθνικής γλώσσας, ευθύνεται σε μεγάλο βαθ-
μό για τις αντιφάσεις και τις εθνικιστικές παρεκτροπές της μαρξιστικής
ιστοριογραφίας. Αργότερα ο Στάλιν θα διευκρινίσει πως η γλώσσα δεν εί-
ναι πολιτιστική οντότητα αλλά όργανο – ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Για τη σχέση έθνους και γλώσσας, ευκρινέστερα εκφράζεται ο Μπελο-
γιάννης: «Απαραίτητο στοιχείο για τη διαμόρφωση ενός Έθνους και μιας
εθνικής λαϊκής λογοτεχνίας είναι η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας», γρά-
φει. «Όποιος λοιπόν εξετάζει την ιστορία της λογοτεχνίας ενός έθνους,
πρέπει απαραίτητα να μελετήσει και την ιστορία της γλώσσας του ίδιου
έθνους»27. Και αλλού: «Λαϊκή γλώσσα και λαϊκή τέχνη είναι τα φτερά
του νεοελληνικού έθνους»28. Στην ίδια κατεύθυνση, βασικό τεκμήριο για
25. Δημήτρης Παππάς, «Πότε αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία; Συμβολή στη λύση
του ζητήματος των διαχωριστικών ορίων της μεσαιωνικής και νέας λογοτεχνίας»,
Probleme der neugriechischen Literatur, επιμ. Johannes Irmscher, τ. Α΄, Βερολίνο,
Akademie-Verlag, 1959, σ. 106-126· Αποστολίδου, Λογοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ.
219-220.
26. Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα (περ. Προσβενστσένιγε, 3-5, 1913)· στα ελληνικά
πρωτοδημοσιεύεται σε συνέχειες, ίσως σε μετάφραση Ν. Ζαχαριάδη, στο περ. Μαρ-
ξιστική Βιβλιοθήκη (1933), αναδημοσιεύεται στο περ. Μόρφωση, 1 (1945-46, σ. 241-
250) και κυκλοφορεί αυτοτελώς το 1950, σε μετάφραση Χρ. Χατζηβασιλείου· βλ.
Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη, ό.π., σ. 397, 398. Το άρθρο «Το εθνικό ζήτημα και
ο κομμουνισμός», που δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη 23 (24.2.1925) 1, δεν ταυτί-
ζεται με το εν λόγω κείμενο. Πβ. Μέξης, Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σ. 110-
120. Για την αναδιατύπωση της αντίληψης του Στάλιν για τη γλώσσα, πβ. Χατζής,
«Γύρω από τα προβλήματα της συνέχειας» (1954), Το Πρόσωπο, ό.π., σ. 72.
27. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 135.
28. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 82· πβ. σ. 85: «Η γλώσσα διαφύλαξε την εθνότητα
460 Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
την ύπαρξη νεοελληνικού έθνους είναι, κατά τον Χατζή, η κοινή ελληνική
γλώσσα και η λαϊκή παράδοση. «Η γλώσσα είν’ αυτό το έθνος» – όπως θα
έλεγε ο Κοραής29.
Στο ζήτημα της γλώσσας, ο Δημήτρης Χατζής επιχειρεί την πιο σύν-
θετη προσέγγιση από τους τρεις. Ως ιδεατή σύνθεση, η προσωπογραφία
του νέου ελληνισμού αποτυπώνει δύο ομόρριζα ερμηνευτικά σχήματα:
1) μια ανάγνωση της εθνικής ιστορίας, που αποκλίνει ενμέρει από την
κομματική γραμμή –αυτή που υπερισχύει εντέλει και στην Επιθεώρηση
Τέχνης– και αμφισβητεί επιθετικά τη «συνέχεια»· και 2) μια αρκετά προ-
σωπική σκιαγράφηση της νεοελληνικής γραμματολογίας, που με τις εμ-
μονές, τις διαγραφές και τα κενά της εγείρει αξιώσεις αναδιάταξης των
παραδομένων ιεραρχήσεων. Κοινό πόρισμα των δύο αυτών σχημάτων εί-
ναι η διαπίστωση μιας έλλειψης: σε σύγκριση με άλλους, ευρωπαϊκούς
και ανατολικούς, πολιτισμούς, ο Νεοελληνισμός υστερεί ως προς τη δια
μόρφωση, γιατί δεν ολοκληρώθηκε, στην ώρα του, ο αστικός μετασχη-
ματισμός του και γιατί παρέμεινε, τα νεότερα χρόνια, προσδεμένος στα
ιδεώδη του κλασικισμού και της άχρονης Ελλάδας – τη «Μεγάλη ιδέα».
Κοινός παρονομαστής της ιστοριογραφικής και της γραμματολογικής
προσέγγισης είναι η εθνική γλώσσα· άλλοτε στηρίζει και άλλοτε υπονο-
μεύει την επιχειρηματολογία, παράγοντας αντιφάσεις ή παλινδρομήσεις
και ανακαλώντας αξιοπρόσεκτες εκλεκτικές συγγένειες.
Κύριο μέλημα του Χατζή, στην προσπάθειά του να αποδυναμώσει το
ιδεολόγημα της συνέχειας, είναι να αποσπάσει από την ελληνική Αρχαιό
τητα το Βυζάντιο και να εντοπίσει στη δύση του τις πρώτες ενδείξεις μιας
επερχόμενης αναγέννησης. Η διαμόρφωση του Νεοελληνισμού προϋ
ποθέτει για τον Χατζή την οριστική έξοδό του από τον ανατολικό Με
σαίωνα. Στην υποχρεωτική αντιστοίχιση του ελληνικού παραδείγματος
με το ευρωπαϊκό παρεμβαίνει ωστόσο η ιδιαιτερότητα της διγλωσσίας.
Την κανονικότητα της γλωσσικής συνέχειας από τα αρχαία ελληνικά στα
μεσαιωνικά και εν συνεχεία στα νέα ελληνικά ο Χατζής την αντικαθιστά
30. Βλ. «Παράδοση και ανανέωση στο Νέο Ελληνισμό» (1980), Το Πρόσωπο, ό.π., σ.
169-183.
31. Αναφέρομαι στην Histoire de la Grèce moderne, Παρίσι: PUF, 1953.
32. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 80-82.
33. Βλ. Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938, σ. 77 κ.ε.
34. Βλ. Έλλη Σκοπετέα, «Αρχαία, καθομιλουμένη και καθαρεύουσα», Ιστορία της ελλη-
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ 463
Πιο εντυπωσιακή ακόμα είναι η συγγένεια της κοινωνικοπολιτικής
ερμηνείας από τον Χατζή της βυζαντινής διγλωσσίας με ορισμένες θέ-
σεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου35. Στο έργο του Βυζαντιναί μελέται (1857)
ο Ζαμπέλιος δέχεται τη δημώδη γλώσσα ως «διαγνωστικόν σημείον της
ιδιοπροσωπείας», που αναφαίνεται με την παρακμή της διανοητικής ολι-
γαρχίας, εκείνης που καλλιέργησε τον αττικισμό στους μέσους αιώνες.
Τότε ακριβώς θα πάρει τη θέση της ο απρόσωπος λαός, ο καταλυτής
των τυραννίδων. Ο σολοικισμός του λαού, γράφει ο Ζαμπέλιος, αποτέ-
λεσε «εθνικής συνειδήσεως προμήνυμα, οιωνόν προσεχούς βασιλείας του
λαού». Και καταλήγει: επί 20 αιώνες «εβραδυπορήσαμεν, διότι αρχαιο-
λεκτήσαμεν σφόδρα· διότι ο λαός δεν συνεκάθησεν εις τον δείπνον της
κοινωνίας μετά του λογίου»36.
Στο Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ (1859) ο Ζαμπέλιος τριχοτομεί τη
μεσαιωνική κοινωνία σε Κλήρον, Ευπατρίδας και Λαόν, και αποδίδει σε
κάθε κοινωνική τάξη ένα γλωσσικά προσδιορισμένο είδος ποιήσεως: ο
Κλήρος παράγει ιερή ποίηση σε ενδιάμεση γλωσσική μορφή, οι αριστο-
κράτες λυρική ποίηση με αρχαία μέτρα και αρχαϊσμούς, και ο Λαός δη-
μοτική ποίηση, που «απεθησαύρισε τους εν χρήσει ιδιωτισμούς, τας
ζωηράς βαφάς, τας ευσυνθέτους και προσφόρους ρήσεις της κοινοχρη-
σίας». Η λαϊκή ποίηση ψάλλει σε δημώδη γλώσσα «τας οικιακάς ή τας
πολιτικάς περιπετείας, εξυμνεί τους επ’ ανδρεία και γενναιότητι θαυμα-
ζομένους υπό του πλήθους, μυθοποιεί χαριέστατα διηγήματα, ευφραίνε-
ται ή θρηνωδεί ή αναπεμπάζει ευαρέστους ενθυμήσεις· συντόμως ουδέν
παραλείπει των όσα πλήττουσιν εν τω παρόντι και εκ του σύνεγγυς τους
πόθους, την φαντασίαν, τας αναμνήσεις των υποπολιτευομένων τάξεων».
«Χάριν τοιαύτης υπηρεσίας», υπογραμμίζει ο Ζαμπέλιος, «δύναται δι-
καίως να θεωρηθή ως η μόνη μαρτυρία της ευπαθείας και ευαισθησίας του
Ελληνικού λαού κατά την μακράν εκείνην και πολυμέριμνον περίοδον της
χριστιανικής μεταστοιχειώσεως»37. Αντίξοες δυνάμεις την εμπόδισαν να
καλλιεργηθεί, ώστε να κηρύξει, όπως ο Σαίξπηρ, την «πρόβασιν της Αγ-
γλικής ελευθερίας» ή, όπως η αθηναϊκή του Δράματος τριανδρία, τη δη-
μοκρατούμενη Ελλάδα: «Δύο σύμμαχοι ολιγαρχίας ανεχαίτισαν έως απ’
αρχής την προκοπήν της δημώδους γλώσσης, άρα και του δημοσίου πνεύ-
ματος την προκοπήν», καταλήγει ο Ζαμπέλιος, «η των κληρικών και η
των Βυζαντινών Αττικιστών»· οι μεν αναλαβόντες «την κυριαρχίαν του
πνεύματος και των ηθών, οι δ’ εκείθεν της γλώσσης την κυριαρχίαν, κα-
τεδίκασαν την υπ’ αυτών λεγομένην Αγυρτίδα και χυδαίαν Ποίησιν εις ει-
λωτείαν ανεξαγόραστον»38. Ελευθερία και ειλωτεία, λαός και ευπατρίδες
αποδείχτηκαν έννοιες απολύτως αξιοποιήσιμες στις μαρξιστικές γραμ-
ματολογικές προσεγγίσεις.
Μια διεξοδικότερη περιγραφή της συστατικής λειτουργίας της γλώσ-
σας στα παραπάνω μαρξιστικά σχήματα, θα χρειαζόταν να περιλάβει και
τις άλλες, ενμέρει γνωστότερες πτυχές της σχέσης νεοελληνικής γραμ-
ματολογίας και γλωσσικής εξέλιξης: τη σύνδεση της λογιοσύνης με τον
μεσαιωνισμό, της καθαρεύουσας με την καθυστέρηση, του δημοτικισμού
με την εθνικοποίηση του λαϊκού πολιτισμού – όλα, δηλαδή, τα τεκμήρια
της κοινωνικά και γλωσσικά αποτυχημένης χειραφέτησης του Νεοελλη-
νισμού. Θα έπρεπε ακόμη να συζητηθούν ο αποκλεισμός από τον γραμμα-
τολογικό κανόνα σχεδόν κάθε έκφανσης της νεοελληνικής πολυγλωσσίας,
πέρα από τα τεκμήρια της δημοτικής γλώσσας, και κάθε έργου που δεν
εντάσσεται σε έναν πολιτισμό εθνικά συνειδητοποιημένο· η αμηχανία που
προκαλούν οι «προοδευτικοί» καθαρευουσιάνοι· η συμμαχία του δημοτι-
κισμού με τις λαϊκές δυνάμεις και η προδοσία του· η ελληνική γλώσσα ως
σύμβολο προόδου (αφού εξελίσσεται) και ενότητας (αφού δεν διασπάται σε
διαλέκτους). Η συζήτηση θα ανακύκλωνε έτσι και όλα τα υπόλοιπα εθνι-
κά σχήματα. Στις μαρξιστικές γραμματολογίες είναι προφανές πως δεν
υπήρξε απόδραση από την ιστορία του έθνους· φαίνεται πως δεν υπήρξε,
το κυριότερο, ούτε «απόδραση από τη γλώσσα»39.
37. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ. Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα: Π. Σούτσα
και Α. Κτενά, 1859, σ. 25-27.
38. Ό.π., σ. 26-27.
39. Δανείζομαι τη φράση του Paul de Man (Allegories of Reading) από τον Πεχλιβάνο,
«Ιστορία και (ιστορίες) της λογοτεχνίας», ό.π., σ. 169.