You are on page 1of 14

  451

Μαριλίζα Μητσού
Πανεπιστήμιο Μονάχου

Εθνικά σχήματα στις νεοελληνικές


μαρξιστικές γραμματολογίες

Στην οκτάτομη Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (2001-2007), ο Αλέξαν-


δρος Αργυρίου δεν αναφέρεται πουθενά σε μαρξιστικές γραμματολογίες.
Από το magnum opus του θα δανειστώ ωστόσο τη διευρυμένη αντίληψη
μιας ιστορίας της λογοτεχνίας ως δοκιμίου, ελεύθερης περιδιάβασης και
σκιαγράφησης συγχρονικά ομαδοποιημένων λογοτεχνικών γεγονότων,
στα οποία προσμετρώνται, κυρίως μέσα από τις διαδικασίες πρόσληψης,
δεσπόζουσες αισθητικές και ιδεολογικές τάσεις. Με αφετηρία αυτό τον
χαλαρότερο ορισμό της γραμματολογίας, που δεν προϋποθέτει κατανά-
γκη έναν θετικιστικά κατοχυρωμένο λογοτεχνικό κανόνα, και αντλώ-
ντας πολλαπλά ερείσματα από τις μελέτες της Βενετίας Αποστολίδου
για καταξιωμένους και δυνάμει ιστοριογράφους της λογοτεχνίας1, χρη-
σιμοποιώ ως γραμματολογικό υλικό προς διερεύνηση τρία έργα τα οποία
παρουσιάζουν ένα σημαίνον κοινό γνώρισμα: ότι οφείλουν, λίγο ώς πολύ,
τον συνθετικό χαρακτήρα τους όχι στον ίδιο τον συγγραφέα αλλά στον
επιμελητή τους.
Έτσι, 1) η εκδοτικά πρωιμότερη και φαινομενικά συνεκτικότερη δίτο-
μη Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Γιάνη Κορδάτου (1962), προ-

1. Βλ. μεταξύ άλλων Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθή-
να: Θεμέλιο, 1992· «Αντιστάσεις και μεταμορφώσεις του λογοτεχνικού κανόνα: οι
έλληνες μαρξιστές και η ιστορία της λογοτεχνίας», Ζητήματα ιστορίας των νεοελλη-
νικών γραμμάτων. Αφιέρωμα στον Κ. Θ. Δημαρά, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1994,
σ. 35-50· Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημή-
τρη Χατζή 1947-1981, Αθήνα: Πόλις, 2003, όπου μια πολύ κατατοπιστική επισκό-
πηση των αριστερών γραμματολογιών, ανθολογιών και κριτικών μελετών από τη
δεκαετία του 1940 κ.ε., σ. 75-103.
452   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

λογισμένη από τον Κώστα Βάρναλη, συναρμολογείται από τα κατάλοιπα


του ιστορικού, με επιμέλεια του Νίκου Κουχτσόγλου, και τυπώνεται από
τον γιο του Αλέκο. Η ύπαρξη προλόγου, βιβλιογραφικού υπομνηματι-
σμού και συμβατικής διάταξης των κεφαλαίων υποδηλώνει πάντως, στο
πρώτο αυτό παράδειγμα, μια ήδη συντελεσμένη συγγραφική πράξη, που
ενδεχομένως λειάνθηκε και καλλωπίστηκε από τους συντελεστές της έκ-
δοσης2. Άλλωστε, η συνθετική ευκολία του Κορδάτου ήταν περιβόητη.
«Θέλετε Ομηρικό ζήτημα;» ειρωνευόταν ο Θεόδωρος Ξύδης. «Έχετε Νέα
Προλεγόμενα στον Όμηρο (1940) του Κορδάτου. Θέλετε λυρική ποίηση και
κοινωνιολογία μαζί; Έχετε το βιβλίο του Κορδάτου Η Σαπφώ και οι κοι-
νωνικοί αγώνες στη Λέσβο (1945) […] Θέλετε Βυζάντιο χωρίς ζωγραφι-
κή, χωρίς αρχιτεκτονική, χωρίς υμνογραφία; Έχετε του Κορδάτου την
Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου (1953)»3. Η γραμματολογία του Κορδά-
του αποτελεί την απόληξη, όπως δηλώνει στον πρόλογο, αν όχι τα περισ-
σέματα των ιστορικών μελετών του επί σαράντα χρόνια4.
2) Σε μεγάλη απόσταση από την ιστορία της λογοτεχνίας του Κορ-
δάτου, Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού του Δημήτρη Χατζή (2005),
μελετημένη συρραφή δοκιμίων γραμματολογικού και κριτικού προβλη-
ματισμού, δημοσιευμένων ενμέρει στην εξορία, συνιστά εκδοτική πρω-
τοβουλία της Βενετίας Αποστολίδου, με αφετηρία μια πρώτη συναγωγή
του Νίκου Γουλανδρή5. Μολονότι δεν προβάλλεται πουθενά ως ενιαία

2. Η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αθήνα: Επικαιρότητα, 21983) ξεκινάει από


την επομένη της Άλωσης και φτάνει ώς το 1960 περίπου. Περιλαμβάνει 50 συνολι-
κά κύρια κεφάλαια σε χαλαρή κατάταξη· τα κριτήριά της ποικίλλουν από γραμμα-
τολογικές περιόδους (λ.χ. Γ΄ Η παλιά κρητική λογοτεχνία), γραμματολογικά είδη
(Στ΄ Τα δημοτικά τραγούδια), συγγραφείς, σχολές και φιλολογικούς κύκλους (ΙΓ΄
Ανδρέας Κάλβος· Κ΄ Η νέα Αθηναϊκή Σχολή· ΛΒ΄ Οι νουμαδικοί), πολιτικά κινήμα-
τα και ιδεολογικές τάσεις (ΚΔ΄ Η επίδραση του εργατικού κινήματος στην ποίηση)
έως φυλετικές κατηγορίες (ΛΘ΄ Οι Ελληνίδες στη λογοτεχνία).
3. «Ένα ανάρμοστο βιβλίο», Νέα Εστία, τχ. 841 (1962), σ. 993-996.
4. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 11· βλ. και την κρίση του μαθητή του
Δήμου Ν. Μέξη, Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος και το έργο του, Αθήνα: Μπουκουμά-
νης, 1975, σ. 139: «Τα βασικά κεφάλαια της “Νεοελληνικής λογοτεχνίας” λίγο πο-
λύ βρίσκονται μέσα στην ιστορία του “γλωσσικού ζητήματος” και την “Ιστορία της
Νεότερης Ελλάδας”».
5. Στο Μικρό νεοελληνικό όργανο. Εκλογή κειμένων (1947-1975) του Δημήτρη Χατζή για
το Νέο Ελληνισμό (επιμ. Νίκος Γουλανδρής, Αθήνα: Εξάντας, 1995) περιλαμβάνο-
νται, σε χρονολογική διάταξη, δέκα κείμενα και μία απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του Χατζή, από τα οποία τα σημαντικότερα αναδημοσιεύονται στο Πρόσωπο του
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   453
ιστορική αφήγηση, περιλαμβάνει ωστόσο ικανές επιμέρους απόπειρες
συστηματοποίησης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, που συγκροτούν αθροι-
στικά (σε συνδυασμό λ.χ. με τον αμετάφραστο Μικρό καθρέφτη της νεο-
ελληνικής λογοτεχνίας, 1971), μια εκδοχή σπονδυλωτής, πρισματικής ή
«σπασμωδικής» γραμματολογίας μείζονος φιλολογικού και ιστορικού
ενδιαφέροντος για τη μεταπολεμική μαρξιστική προβληματική. Ο Χα-
τζής είναι άλλωστε «ο μόνος “ιστορικός της λογοτεχνίας” ο οποίος τόσο
καθαρά τοποθετεί το ενδιαφέρον του στον ορισμό και τη συγκρότηση της
εθνικής λογοτεχνίας ως μέρους της ευρύτερης πορείας προς τη νεοτερι-
κότητα», αμφισβητώντας ρητά τη διαχρονική συνέχεια του ελληνισμού6.
3) Την πιο μεταμοντέρνα μορφή μαρξιστικού ατελούς έργου και εκδο-
τικού εγχειρήματος «εν προόδω» αποτελεί, τέλος, το Σχέδιο για μια ιστο-
ρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Νίκου Μπελογιάννη, όπως ενδεικτικά
επιγράφεται στην πέμπτη έκδοσή του, το 2009, με δραστική επιμέλεια
της Έλλης Παππά και εισαγωγή της Χριστίνας Ντουνιά. Πρόκειται για
ένα σύνθεμα από κείμενα σε δύο αυτοσχέδια τετράδια, λυτά σημειώματα,
αποκόμματα και αποδελτιώσεις σε φακέλους και δέματα, που προέκυψε,
όπως ο Αληθινός Παλαμάς του Νίκου Ζαχαριάδη (1937/1943/1944), στις
φυλακές της Κέρκυρας και πρωτοέγινε (ψευδώνυμο) βιβλίο το 1952, λί-
γο μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, με τίτλο Οι πρώτες μακρυνές ρί-

νέου ελληνισμού (επιμ. Βενετία Αποστολίδου, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005, Α΄ Μέρος),


συμπληρώνονται με άλλα κείμενα, εστιασμένα σε πρόσωπα και θέματα της νεοελ-
ληνικής λογοτεχνίας, και αναδιατάσσονται με γνώμονα τη θεματική τους. Στο Ει-
σαγωγικό σημείωμα του Μικρού νεοελληνικού οργάνου ο Γουλανδρής αναφέρεται στο
ενδεχόμενο σχέδιο του Χατζή να προχωρήσει «σε μία τελική σύνθεση που πιθανότα-
τα θα ήταν η “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας’’, την οποία πάντα επιθυμούσε
και ονειρευόταν να συγκροτήσει» (σ. 10). Η Αποστολίδου είναι πιο μετρημένη στη
διατύπωσή της, όταν χαρακτηρίζει το δοκιμιακό έργο του Χατζή «σημαντικό μέ-
ρος της ιστορίας της κριτικής, της ιστοριογραφίας της λογοτε­χνίας αλλά –και κυ­
ρίως– της πορείας του αριστερού ανανεωτικού λόγου στην Ελλάδα» (Το Πρόσωπο,
σ. 33).
6. Βενετία Αποστολίδου, «Η μελέτη της ιστοριογραφίας της νεοελληνικής λογοτε-
χνίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: Προϋποθέσεις, όρια και χαρακτηριστικά»,
Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, επιμ. Πασχάλης Μ.
Κιτρομηλίδης – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, Αθήνα: Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., τ. Α΄, 2004,
σ. 351. Πβ. τα περί Χατζή στη «διαγραμματική» εργασία του Γιάννη Παπαθεο-
δώρου για τις γραμματολογίες, http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/
studies/grammatologies/guide.html.
454   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

ζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Ξανατυπώθηκε το 1953 στη Ρουμανία


με πρόλογο του Ζαχαριάδη, που περικόπηκε στην επόμενη μεταπολιτευ-
τική έκδοση του 1976, και κυκλοφόρησε ξανά, το 1983, από την Έλλη
Παππά, με σημαντικά διευρυμένο υλικό και νέο τίτλο (Κείμενα από την
απομόνωση). Και σε αυτή την περίπτωση, το γραμματολογικό διάγραμ-
μα συμβαδίζει με το εθνικό ιστοριογραφικό αφήγημα, «η εθνική ιδέα
προσδίδει στην εντελέχεια το περίγραμμά της»8: «Τις ρίζες της Νεοελλη-
νικής Λογοτεχνίας», γράφει ο Μπελογιάννης στο προσχέδιο της Εισαγω-
γής του, «πρέπει να τις αναζητήσουμε κοντά στις ρίζες του Νεοελληνικού
Έθνους»9.
Ανεξάρτητα πάντως από την έκταση, τη μορφική τους ετερογένεια
και τον βαθμό των εκ των υστέρων εκδοτικών επεμβάσεων, δεν είναι
τυχαίο ότι τα τρία αυτά γραμματολογικά συνθέματα –με εξαίρεση ορι-
σμένες αδημοσίευτες διαλέξεις του Χατζή και τα κείμενά του από το
Αντί– πρωτοβλέπουν το φως της δημοσιότητας μέσα στην ίδια δωδεκαε­
τία 1952-64, μολονότι δεν φαίνεται να επικοινωνούν μεταξύ τους10. Ως
μετεμφυλιακό σύμπτωμα, οι παράλληλες απόπειρες χαρτογράφησης του
γραμματολογικού πεδίου –σε αυτές εντάσσεται και το διεξοδικό δοκίμιο
του Χατζή «Γύρω από τα προβλήματα της συνέχειας» (1954)– υποδη-
λώνουν, αν μη τι άλλο, την ανάγκη των αριστερών διανοουμένων να κα-
τοχυρώσουν τον ρυθμιστικό ρόλο τους στον ελληνικό δημόσιο χώρο, με
έμφαση όχι απλώς στο ήδη κατακτημένο πεδίο της κριτικής της λογοτε-
χνίας, αλλά και της κανονικοποίησής της, όπου, κατά παράδοση, ασκεί-
ται η πολιτιστική ηγεμονία της αστικής διανόησης. Μετά τη ματαίωση
της πολιτικής κυριαρχίας της Αριστεράς, το αίτημα για μια συνολική

7. Με το ψευδώνυμο Μ. Κουλουριώτης. Στην πρώτη έκδοση, περιοριζόταν στο β΄ κε-


φάλαιο μιας προγραμματισμένης «Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας», από
τετράδιο που μετέφερε ο Στάθης Δρομάζος. Για την ιστορία της μελέτης, βλ. Έλλη
Παππά, Εισαγωγή [1983], Νίκος Μπελογιάννης, Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελ-
ληνικής λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες και Προσχέδια-Σημειώσεις, Αθήνα: Άγρα,
2009, σ. 37.
8. Δανείζομαι το παράθεμα του Jürgen Fohrmann από τον Μίλτο Πεχλιβάνο, «Ιστορία
και (ιστορίες) της λογοτεχνίας», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, 6 (1999), σ. 178.
9. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 135.
10. Στο Πρόσωπο του νέου ελληνισμού εντοπίζεται ώς το 1980 μία μόνο, ουδέτερη, ανα-
φορά στον Κορδάτο απ’ αφορμή τα ογδοντάχρονα του Βάρναλη, μία όψιμη και
ιδιαζόντως αρνητική στον Αληθινό Παλαμά του Ζαχαριάδη αλλά καμία στον Κου-
λουριώτη/Μπελογιάννη.
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   455
μαρξιστική ανάγνωση της λογοτεχνικής παράδοσης, που δεν μοιάζει να
είχε ωριμάσει στα χρόνια του μεσοπολέμου11, τίθεται πλέον επιτακτικά
για τη διαφώτιση των ηττημένων λαϊκών τάξεων. Από αυτή την άποψη,
οι ολοκληρωμένες, υπό διαμόρφωση ή ατελείς μεταπολεμικές μαρξιστι-
κές γραμματολογίες αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να μας απασχολήσουν
ως ολιστικές προτάσεις.
Σε μια συνοπτική ανασκόπηση της ιστοριογραφικής ενασχόλησης ελ-
λήνων μαρξιστών με τη λογοτεχνία ώς το 1960 και ξανά στο βιβλίο της
Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά12, η Αποστολίδου δια-
πιστώνει ασυνέχειες, παλινωδίες και μεμονωμένες αποκλίσεις από τον
ισχυρό Παλαμικό και δημοτικιστικό κανόνα, στον οποίο μπαινοβγαί-
νουν, κατά την περίσταση, ο ίδιος ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Σικελια-
νός, ο Κάλβος κ.ά., για να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα πως δεν
ανιχνεύεται συνεπής μαρξιστικός λογοτεχνικός κανόνας13. Το έλλειμ-
μα μπορεί να αναχθεί, πέρα από τους γνωστούς αυτοπεριορισμούς της
διαλεκτικής-υλιστικής θεωρίας, στην απουσία σοβαρής ελληνικής μαρ-
ξιστικής αισθητικής στον μεσοπόλεμο· οι όποιες προσπάθειες να δια-
μορφωθούν ευρύτερα αξιοποιήσιμα αισθητικά κριτήρια αναχαιτίζονται,
αρχικά, από την ανάγκη προσαρμογής στην ασφυκτική, μετά το 1934,
σοβιετική θεω­ρία της αντανάκλασης και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού14.
Αλλά ούτε μετά τον Πόλεμο στάθηκε δυνατό, από τις αντιπαραθέσεις στη
σχετικά πολυφωνική Επιθεώρηση Τέχνης, ακόμη και μετά την παροδική
πρόσληψη του μπρεχτικού φορμαλισμού και των φιλοσοφικών ακροβα-
σιών του Λούκατς για τον ρεαλισμό, ή και από τα ανοίγματα της ετερό-
δοξης Κριτικής στον μοντερνισμό, να προκύψει μια λειτουργική σύνθεση
των μαρξιστικών τάσεων15. Οι κανόνες της τέχνης παρέμειναν έτσι προνο-
μιακό πεδίο της «αστικής» θεωρίας.

11. Τη δεκαετία του 1930 συγκροτείται σταδιακά ένας αριστερός κριτικός λόγος, που
δεν απολήγει ωστόσο σε συνεκτικό γραμματολογικό σχήμα, βλ. Χριστίνα Ντου-
νιά, Λογοτεχνία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Τα λογοτεχνικά περοδικά της Αριστεράς:
1924-1936, Αθήνα: Καστανιώτης, 1996, σ. 324 κ.ε., 413: 442.
12. Βλ. εδώ σημ. 1.
13. Οι πρώιμες ανατροπές στο δοκιμιακό έργο του Κάλας, ειδικότερα ως προς τους
Κάλβο, Καβάφη και Παπατσώνη, θεωρούνται δικαίως μη ενδεικτικές· βλ. Αποστο-
λίδου, Λογοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ. 42-44.
14. Πβ. Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική, ό.π.· Παναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική
σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ώς το 1974, τ. Γ΄, Αθήνα: Γνώση, 1993, σ. 624 κ.ε.
15. Για τον ρόλο των δύο περιοδικών στην αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας της
456   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Αν η διαμόρφωση ενός στοιχειώδους λογοτεχνικού κανόνα δεν επιτυγ-


χάνεται ούτε με τον δήθεν καινοφανή κοινωνικό-ταξικό ψυχολογισμό της
Ιστορίας του Κορδάτου –που ανακαλεί, πέρα από την κριτική του Πλεχά-
νοφ στον οικονομισμό, τις αποστεωμένες από το 1930 θέσεις της σοβιετι-
κής Ένωσης Προλεταριακών Συγγραφέων (RAPP)–, κοινή και αυτονόητη
σε όλες τις μαρξιστικές γραμματολογικές απόπειρες είναι η αναζήτη-
ση μιας εξωτερικής νομοτέλειας της λογοτεχνικής εξέλιξης. Δεδομένου
ότι η λογοτεχνία, ως μέρος του εποικοδομήματος, δεν μπορεί να αντι-
μετωπιστεί ως αυτόνομο σύστημα, προαπαιτείται ένα διάγραμμα της
κοινωνικής ιστορίας, στην οποία ανάγονται, εντέλει, τα λογοτεχνικά φαι-
νόμενα16. Έτσι, η ιστορία της εθνικής λογοτεχνίας είναι, πριν απ’ όλα,
εθνική κοινωνική ιστορία και ιστορία εθνικών ιδεών.
Μια κρίσιμη δυσκολία των ελλήνων μαρξιστών ήταν πώς να μεταφερ-
θεί στο ελληνικό παράδειγμα η περιοδολόγηση της κοινωνικής διαμόρ-
φωσης που ίσχυε για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και, ενμέρει, για
τη Ρωσία: φεουδαρχία, ανάπτυξη της προοδευτικής αστικής τάξης, κα-
τάρρευση του αστικού μύθου, ιμπεριαλιστική φάση, κλπ. Ένα τέτοιο εύ-
ληπτο διάγραμμα υποστήριζε, για παράδειγμα, τις μελέτες του Λούκατς
για τον ρεαλισμό17. Η δυσκολία αυτή είναι προφανής στη διχογνωμία των
ιστοριογράφων για την κοινωνική σημασία και τους ταξικούς φορείς της
Επανάστασης του ’21, τις απαρχές του ελληνικού έθνους, τον προσδιορι-
σμό του νέου ελληνισμού, κλπ. Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιστορίας

λογοτεχνίας στην Ελλάδα βλ. μεταξύ άλλων Αλέξης Πολίτης, «Παράδοση και ιστο-
ρία. Η αριστερά και το εθνικό παρελθόν», Επιθεώρηση τέχνης. Μια κρίσιμη δωδεκαε-
τία, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών, 1997, σ. 243-254 και Αποστολίδου, Λογοτεχνία και
ιστορία, ό.π., σ. 121-185, όπου και βιβλιογραφία, στην οποία ας προστεθούν οι νεότε-
ρες μελέτες της Αιμιλίας Καραλή, Μια ημιτελής άνοιξη. Ιδεολογία, πολιτική και λογο-
τεχνία στο περιοδικό Επιθεώρηση τέχνης (1954-1967), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα,
2005 και του Δημήτρη Ραυτόπουλου, Αναθεώρηση τέχνης. Η Επιθεώρηση τέχνης
και οι άνθρωποί της, Σοκόλης, 2006. Πβ. επίσης Μιχάλης Μπακογιάννης, Η Κριτική
(1959-61) του Μανώλη Αναγνωστάκη, Θεσσαλονίκη: University Sudio Press, 2004.
16. Βλ. Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 35: «Τέχνη χωρίς ιδεο-
λογία δεν υπάρχει. Η τέχνη είναι πριν απ’ όλα αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής,
γι’ αυτό στην πραγματική τέχνη πρέπει να εισχωρεί το κοινωνικό ανθρώπινο περι-
εχόμενο».
17. Οι Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό του Λούκατς, σε μετάφραση Τίτου Πατρί-
κιου, κυκλοφόρησαν βέβαια μόλις το 1957· τμήμα τους είχε ήδη συγ­κεντρωθεί σε
τόμο δέκα χρόνια νωρίτερα (Essays über Realismus, Βερολίνο 1948).
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   457
τους υποχρέωναν να αναδιατάξουν τα μαρξιστικά σχήματα, αναζητώ-
ντας πιθανές αναλογίες και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους απροσμέτρη-
τους παράγοντες. Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ τα κεντρικά ιδεολογικά
ζητήματα της συνέχειας, της σύνδεσης έθνους και λαού, νεοελληνισμού
και νεοτερικότητας, της διάκρισης λαϊκότητας και λογιοσύνης, προφο-
ρικής και γραπτής παράδοσης, ακμής και παρακμής, καθώς η απήχησή
τους στις γραμματολογίες, μαρξιστικές ή μη, έχει διερευνηθεί διεξοδι-
κά18. Θα επικεντρωθώ στην εξέταση ενός μόνο σχήματος, από τα πλέον
κανονιστικά στη νεότερη ιστοριογραφία, που από τη φύση του βραχυκυ-
κλώνει κάθε προσπάθεια αντικειμενικού ορισμού των απαρχών του νεο-
ελληνισμού: του ζητήματος της εθνικής γλώσσας.
Σε κάθε ιστοριογράφημα του Νέου ελληνισμού τον 20ό αιώνα, η γλωσ-
σική παράμετρος λειτουργεί και ως άξονας (ανα)προσδιορισμού της εθνι-
κής ταυτότητας (ακόμη και όταν η τομή τοποθετείται ρητά τον 18ο αι.)
και ως ισχυρό κριτήριο για την οροθέτηση της νεοελληνικής λογοτε­
χνίας. Σε κάθε περίπτωση, η εντόπιση των απαρχών της νεοελληνικής
ταυτότητας τον 13ο αιώνα (ή κάπου ανάμεσα στον 11ο και τον 15ο), κοι-
νή στην ιστοριογραφία (από τον Βακαλόπουλο έως τον Σβορώνο) και τη
γραμματολογία (από τον Ηλία Βουτιερίδη έως τον Μπελογιάννη), συν-
δέεται με την ιστορία της γλώσσας. «Τις ρίζες της Νεοελληνικής Λογο-
τεχνίας πρέπει να τις αναζητήσουμε κοντά στις ρίζες του Νεοελληνικού
Έθνους», είδαμε πως σημειώνει ο Μπελογιάννης. «Δηλαδή στους τελευ-
ταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μαζί με τη διαμόρφωση
του Έθνους αρχίζει να διαμορφώνεται και η λογοτεχνία του – πρώτα το
λαϊκό-δημοτικό τραγούδι και συνέχεια ύστερα όλα τα άλλα είδη της τέ-
χνης του λόγου»19. Ο Χατζής πάλι χαρακτηρίζει τα πρώτα φανερώμα-
τα της δημώδους γλώσσας τον 10ο αιώνα (και αποκρυσταλλωμένα μετά
το 1453) «εθνική γλώσσα» και τη λογοτεχνία της συλλήβδην «εθνική
λογοτε­χνία»20, ενώ ο Κορδάτος βρίσκει ίχνη της νεοελληνικής εθνότητας
μόνο μετά το 1453, σχετικοποιώντας τη βαρύτητα του γλωσσικού κρι-

18. Βλ. Βενετία Αποστολίδου, «Οι αντοχές των σχημάτων στην ιστορία της λογοτε­
χνίας. Δοκιμή του σχήματος λόγιο-λαϊκό», Τα άφθονα σχήματα του παρελθόντος.
Μνήμη Άλκη Αγγέλου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2004, σ. 277-287· Λο-
γοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ. 301 κ.ε.
19. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 135.
20. «Παράδοση και ανανέωση στο νέο ελληνισμό», Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού,
ό.π., σ. 172.
458   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

τηρίου. Και τούτο γιατί η νεοελληνική λογοτεχνία, ας έχει γλωσσικά τις


ρίζες της στο Βυζάντιο, αναπτύσσεται κατά τον Κορδάτο μετά τον σχη-
ματισμό της αστικής τάξης21. Και στις τρεις αυτές γραμματολογικές πα-
ρεμβάσεις, παρά την καταγγελία του σχήματος της συνέχειας, η πρώιμη
τομή μεταξύ μεσαιω­νικού και νέου ελληνισμού εξακολουθεί να ορίζεται
όχι μόνο με κριτήρια εθνικής διαμόρφωσης, αλλά με γνώμονα την εθνι-
κή γλώσσα. Ούτε εδώ οι αναφορές σε άλλες εθνικές ιστοριογραφίες, που
δεν επιβαρύνονται από τη διαχρονική αντιπαράθεση λόγιας και δημοτι-
κής γλώσσας, προώθησαν τον προβληματισμό.
Πράγματι, η αποδέσμευση της έννοιας της νεοελληνικής λογοτεχνίας
από το πρόβλημα της διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας της δεν αποτυπώθηκε
ποτέ καθαρά στις γραμματολογίες· πολλώ μάλλον στις μαρξιστικές. Στο
πεδίο της γλώσσας, όλα τα εθνικά σχήματα φαίνεται να αγγίζουν τα όριά
τους. Έτσι, στη συζήτηση για τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
στην γκρίζα ζώνη παραμένουν συνήθως οι όψιμοι μεσοβυζαντινοί και οι
υστεροβυζαντινοί χρόνοι22, και διαφειλονικούμενα έργα ο Διγενής Ακρίτης,
τα ακριτικά τραγούδια –ο Μπελογιάννης λ.χ. τα θεωρεί λαϊκά αλλά όχι
εθνικά, ενώ ο Κορδάτος κατηγορείται από τους κομματικούς ότι τα «χα-
ρίζει» στο Βυζάντιο23–, ο Σπανέας, τα Προδρομικά, το Χρονικό του Μορέως,
τα δημώδη μυθιστορήματα, κλπ. Ότι οι όροι υστερομεσαιωνική, μεταβυ-
ζαντινή ή πρωτονεοελληνική περίοδος ήταν σε κοινή χρήση –τουλάχιστον
ώς το Συνέδριο Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας το 1991, όπου προτάθη-
καν και μη γλωσσικές αρχές περιοδολόγησης της λογοτεχνίας24– δηλώνει
την αμηχανία που προκαλούσε στους γραμματολόγους η παρουσία γρα-
πτής λογοτεχνίας σε δημώδη γλώσσα μέσα στον πυκνό ιστό της λόγιας

21. Βλ. Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 14 και 24-25.
22. Ενδεικτική είναι η γνωστή διαμάχη Εμμανουήλ Κριαρά και Λίνου Πολίτη για τα
όρια μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας, βλ. πρόχειρα Γ. Π. Σαββίδης,
«Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;», Αρχές της νεοελληνικής λο-
γοτεχνίας, επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, τ. Α΄, Βενετία: Βιβλιοθήκη του Ελλη-
νικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας 1993,
σ. 38-39.
23. Βλ. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 68-75: 72-74· Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Πολιτική Οι-
κονομική Έρευνα, 85 (1964) 17-18· αντλώ την πληροφορία από τον Μέξη, Ο ιστορι-
κός Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σ. 104 και 113.
24. Βλ. λ.χ. Σαββίδης, «Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;» και Στυ-
λιανός Αλεξίου, «Η ορολογία των περιόδων της λογοτεχνίας μας», Αρχές της νεοελ-
ληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 37-41 και 54-60.
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   459
βυζαντινής γραμματείας (από τον 11ο αιώνα και ύστερα). Η μοναχική φω-
νή του Δημήτρη Παπά στο Συνέδριο του Ανατολικού Βερολίνου το 1957,
που αμφισβητούσε την κανονιστική αξία της γλώσσας για τη διάκριση με-
σαιωνικής και νεοελληνικής περίοδου, δεν φαίνεται να βρήκε ανταπόκριση
ούτε στους αριστερούς ιστοριογράφους της λογοτεχνίας25.
Το πιθανότερο είναι ότι ο γνωστός ορισμός του Στάλιν για το έθνος λει-
τούργησε και σε αυτή την περίπτωση αποπροσανατολιστικά. Στη στα-
λινική εκδοχή του, το έθνος αποτελεί συνάρτηση τεσσάρων στοι­χείων
κοινότητας: της γλώσσας, της γεωγραφικής επικράτειας, της οικονο-
μικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης, όπως αυτή εκδηλώνεται στην κοινή
κουλτούρα26. Ο συνδυασμός του πρώτου και του τρίτου παράγοντα, δηλα-
δή αστικής ολοκλήρωσης και εθνικής γλώσσας, ευθύνεται σε μεγάλο βαθ-
μό για τις αντιφάσεις και τις εθνικιστικές παρεκτροπές της μαρξιστικής
ιστοριογραφίας. Αργότερα ο Στάλιν θα διευκρινίσει πως η γλώσσα δεν εί-
ναι πολιτιστική οντότητα αλλά όργανο – ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Για τη σχέση έθνους και γλώσσας, ευκρινέστερα εκφράζεται ο Μπελο-
γιάννης: «Απαραίτητο στοιχείο για τη διαμόρφωση ενός Έθνους και μιας
εθνικής λαϊκής λογοτεχνίας είναι η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας», γρά-
φει. «Όποιος λοιπόν εξετάζει την ιστορία της λογοτεχνίας ενός έθνους,
πρέπει απαραίτητα να μελετήσει και την ιστορία της γλώσσας του ίδιου
έθνους»27. Και αλλού: «Λαϊκή γλώσσα και λαϊκή τέχνη είναι τα φτερά
του νεοελληνικού έθνους»28. Στην ίδια κατεύθυνση, βασικό τεκμήριο για

25. Δημήτρης Παππάς, «Πότε αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία; Συμβολή στη λύση
του ζητήματος των διαχωριστικών ορίων της μεσαιωνικής και νέας λογοτε­χνίας»,
Probleme der neugriechischen Literatur, επιμ. Johannes Irmscher, τ. Α΄, Βερολίνο,
Akademie-Verlag, 1959, σ. 106-126· Αποστολίδου, Λογοτεχνία και ιστορία, ό.π., σ.
219-220.
26. Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα (περ. Προσβενστσένιγε, 3-5, 1913)· στα ελληνικά
πρωτοδημοσιεύεται σε συνέχειες, ίσως σε μετάφραση Ν. Ζαχαριάδη, στο περ. Μαρ-
ξιστική Βιβλιοθήκη (1933), αναδημοσιεύεται στο περ. Μόρφωση, 1 (1945-46, σ. 241-
250) και κυκλοφορεί αυτοτελώς το 1950, σε μετάφραση Χρ. Χατζηβασιλείου· βλ.
Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη, ό.π., σ. 397, 398. Το άρθρο «Το εθνικό ζήτημα και
ο κομμουνισμός», που δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη 23 (24.2.1925) 1, δεν ταυτί-
ζεται με το εν λόγω κείμενο. Πβ. Μέξης, Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σ. 110-
120. Για την αναδιατύπωση της αντίληψης του Στάλιν για τη γλώσσα, πβ. Χατζής,
«Γύρω από τα προβλήματα της συνέχειας» (1954), Το Πρόσωπο, ό.π., σ. 72.
27. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 135.
28. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 82· πβ. σ. 85: «Η γλώσσα διαφύλαξε την εθνότητα
460   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

την ύπαρξη νεοελληνικού έθνους είναι, κατά τον Χατζή, η κοινή ελληνική
γλώσσα και η λαϊκή παράδοση. «Η γλώσσα είν’ αυτό το έθνος» – όπως θα
έλεγε ο Κοραής29.
Στο ζήτημα της γλώσσας, ο Δημήτρης Χατζής επιχειρεί την πιο σύν-
θετη προσέγγιση από τους τρεις. Ως ιδεατή σύνθεση, η προσωπογραφία
του νέου ελληνισμού αποτυπώνει δύο ομόρριζα ερμηνευτικά σχήματα:
1) μια ανάγνωση της εθνικής ιστορίας, που αποκλίνει ενμέρει από την
κομματική γραμμή –αυτή που υπερισχύει εντέλει και στην Επιθεώρηση
Τέχνης– και αμφισβητεί επιθετικά τη «συνέχεια»· και 2) μια αρκετά προ-
σωπική σκιαγράφηση της νεοελληνικής γραμματολογίας, που με τις εμ-
μονές, τις διαγραφές και τα κενά της εγείρει αξιώσεις αναδιάταξης των
παραδομένων ιεραρχήσεων. Κοινό πόρισμα των δύο αυτών σχημάτων εί-
ναι η διαπίστωση μιας έλλειψης: σε σύγκριση με άλλους, ευρωπαϊκούς
και ανατολικούς, πολιτισμούς, ο Νεοελληνισμός υστερεί ως προς τη δια­
μόρφωση, γιατί δεν ολοκληρώθηκε, στην ώρα του, ο αστικός μετασχη-
ματισμός του και γιατί παρέμεινε, τα νεότερα χρόνια, προσδεμένος στα
ιδεώδη του κλασικισμού και της άχρονης Ελλάδας – τη «Μεγάλη ιδέα».
Κοινός παρονομαστής της ιστοριογραφικής και της γραμματολογικής
προσέγγισης είναι η εθνική γλώσσα· άλλοτε στηρίζει και άλλοτε υπονο-
μεύει την επιχειρηματολογία, παράγοντας αντιφάσεις ή παλινδρομήσεις
και ανακαλώντας αξιοπρόσεκτες εκλεκτικές συγγένειες.
Κύριο μέλημα του Χατζή, στην προσπάθειά του να αποδυναμώσει το
ιδεολόγημα της συνέχειας, είναι να αποσπάσει από την ελληνική Αρχαιό­
τητα το Βυζάντιο και να εντοπίσει στη δύση του τις πρώτες ενδείξεις μιας
επερχόμενης αναγέννησης. Η διαμόρφωση του Νεοελληνισμού προϋ­
ποθέτει για τον Χατζή την οριστική έξοδό του από τον ανατολικό Με­
σαίωνα. Στην υποχρεωτική αντιστοίχιση του ελληνικού παραδείγματος
με το ευρωπαϊκό παρεμβαίνει ωστόσο η ιδιαιτερότητα της διγλωσσίας.
Την κανονικότητα της γλωσσικής συνέχειας από τα αρχαία ελληνικά στα
μεσαιωνικά και εν συνεχεία στα νέα ελληνικά ο Χατζής την αντικαθιστά

και όχι η θρησκεία» και Ντουνιά, «Εισαγωγή. Ο Νίκος Μπελογιάννης ως ιστορικός


της λογοτεχνίας μας», ό.π., σ. 12 κ.ε.
29. Αδαμάντιος Κοραής, Προλεγόμενα, Άτακτα, τ. Β΄ 1, Παρίσι: Τυπογραφία Κ. Εβε-
ράρτου, 1829, σ. κα΄. Για τη σχέση ιστορίας της γλώσσας και ιστορίας του έθνους,
βλ. Αντώνης Λιάκος, «Εξ ελληνικής εις την ημών κοινήν γλώσσαν», Ιστορία της ελ-
ληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης,
Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ/ΙΝΣ, 2001, σ. 963-971: 965.
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   461
με ένα συνθετότερο σχήμα μη ευθύγραμμης εξέλιξης: η πορεία της γλώσ-
σας διακλαδίζεται στα βυζαντινά χρόνια –και όχι ήδη στα ελληνιστικά–,
επιφέροντας τον «μεσαιωνικό πνευματικό διχασμό», που παγιώνεται γύ-
ρω στον 9ο αιώνα. Η μεν λόγια παράδοση προσδένεται γλωσσικά στην
αρχαιοελληνική γραμματεία, χωρίς να την ανανεώνει μορφολογικά ή ει-
δολογικά, αλλά ούτε πολιτισμικά. Η δε λαϊκή δημιουργεί ποικίλες λογο-
τεχνικές μορφές (λ.χ. τα κοντάκια της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και
τη λαϊκή χρονογραφία), αγνοώντας την κλασική κληρονομιά και επεκτεί-
νοντας ιδεατά την ελληνιστική παράδοση των ανατολικών και γλωσσικά
ανορθόδοξων επαρχιών. Από τον 12ο αιώνα και πέρα, με το ρήγμα που θα
προκαλέσει στη βυζαντινή κοσμοαντίληψη η επικοινωνία με τη Δύση, η
λαϊκή παράδοση εκτρέφει φυγόκεντρες δυνάμεις που θα οδηγήσουν την
ελληνική εθνότητα στον νεοελληνικό της δρόμο – αντίληψη που απορρί-
πτει, όπως είδαμε, ο Κορδάτος αλλά συμμερίζεται ο Μπελογιάννης.
Έως εδώ, τα δύο ρεύματα, της λόγιας και της λαϊκής παράδοσης, ορί-
ζονται ως προς τη φορά τους. Η λόγια παράδοση παλινδρομεί γλωσσικά
προς το ιστορικό παρελθόν, η λαϊκή κινείται προς το μέλλον. Για να εξη-
γηθεί η αδράνεια της μιας και η δυναμική της άλλης, χρειάζεται ωστόσο
να επιστρατευθούν εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Ο Χατζής συνδέει έτσι, σε
αναλογία προς το δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο, τη λόγια παραγωγή με τον
ηγετικό κόσμο της φεουδαρχίας και τις θεοκρατικές δομές, τη λαϊκή και
δυνάμει νεοελληνική με τα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα. Εισάγει μά-
λιστα μια πρώτη τομή της εξέλιξής της ήδη τον 9ο αιώνα, αποδίδοντας την
απόσυρση των λαϊκών δυνάμεων στον χώρο της ανώνυμης προφορικότη-
τας, επί τρεις εκατονταετίες, στην ήττα τους από τη βυζαντινή φεουδαρ-
χία με την κατάργηση του Γεωργικού νόμου. Αν η δημώδης λογοτεχνική
παράδοση δεν είχε αναχαιτιστεί για κοινωνικοπολιτικούς λόγους, θα είχε
οδηγήσει, ήδη από τους σκοτεινούς αιώνες, στη δημιουργία μιας γραπτής
λογοτεχνίας ανάλογης με την ινδική, την αραβική, την περσική ή την τουρ-
κική, και θα είχε εξελιχθεί αργότερα σε προσωπική λογοτεχνία ισότιμη με
τη δυτική. Η απόκλιση του βυζαντινού κόσμου από τον αρχαιοελληνικό
είναι προφανής: ενώ η αρχαία ελληνική γραμματεία ήταν έργο του δήμου
και των ελεύθερων πολιτών, η βυζαντινή παράγεται από την αριστοκρα-
τία. Για την ελληνιστική περίοδο ο Χατζής δεν κάνει ούτε εδώ λόγο.
Η βυζαντινή διγλωσσία εμφανίζεται λοιπόν ως όχημα όχι μόνο δια-
κριτών λογοτεχνικών παραδόσεων αλλά και συγκρουόμενων κοινωνικών
τάξεων. Η ομαλή διαμόρφωση της νεοελληνικής παράδοσης, που φέρεται
από τη δημώδη γλώσσα, υπονομεύτηκε από τις κοινωνικές δυνάμεις της
462   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

βυζαντινής ολιγαρχίας, που μάχονταν κάθε μορφή έκφρασης του λαϊκού


στοιχείου. Στις διασπαστικές τάσεις που εκδηλώνονται στην τελευταία
φάση της βυζαντινής εποχής, η αναίρεση της λόγιας παράδοσης συνδυά-
ζεται με την υπέρβαση της ανεθνικότητας του Βυζαντίου προς τη διαμόρ-
φωση εθνικής αυτοσυνείδησης30. Απέναντι σε κάθε αντίσταση ή εξέγερση
στο Βυζάντιο –του Ιλλυρικού, των Ζηλωτών, του Μυστρά, του Δεσπο-
τάτου της Ηπείρου, του βασιλείου της Νίκαιας, του Αλμυρού κ.ο.κ.– ο
Χατζής διαπιστώνει αναχαιτίσεις της πορείας προς την αναγέννηση, συ-
σχετίζοντας κάποτε τις χωριστικές κινήσεις με τη νεοελληνική έκφραση
– λ.χ. την παυλικανική αίρεση με τον Ακριτικό κύκλο. Οι κινήσεις αυ-
τές τοποθετούνται συνήθως στον ελλαδικό χώρο –στο σημείο αυτό ο Χα-
τζής συμπίπτει με τον Σβορώνο του 195331–, έτσι ώστε υπονοείται ότι οι
φορείς τους είναι ομάδες γεωγραφικά, εθνικά και γλωσσικά ομοιογενείς.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Βυζαντίου –και εδώ ο Χατζής συμφωνεί
με τον Κορδάτο– είναι ότι δεν γνώρισε Αναγέννηση. Σε αντίθεση με τον
Μπελογιάννη, δεν χρεώνει πάντως στο Βυζάντιο την ιστορική ευθύνη του
μεγαλοϊδεατισμού και του λογιωτατισμού32.
Με τη σύμπλεξη γλωσσικών και κοινωνικών κριτηρίων στην ανάλυση
της διχασμένης βυζαντινής παράδοσης, ο Χατζής θεωρεί ότι αντιμετωπίζει
μαζί το λαϊκιστικό επιχείρημα της ιστορικής συνέχειας και τον απολιτικό
δημοτικισμό, που, με πρωταγωνιστή τον Τριανταφυλλίδη, περιοριζόταν
στη διάκριση μορφωμένων τάξεων και μη33. Το μόρφωμα της εθνικής λο-
γοτεχνίας απαρτίζεται, κατά τον Χατζή, από το τρίπτυχο αναγεννητική-
προοδευτική τάση, αυτοσυνείδηση και δημοτική γλώσσα. Ενδιαφέρον είναι
ότι, σε τελική ανάλυση, το ιστορικό σχήμα του δεν διαφοροποιείται ουσια­
στικά από εκείνο του Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος –ανεξάρτητα από τη
χρήση που του έγινε αργότερα– προϋποθέτει κάθε φορά τον θάνατο μιας
εποχής ώστε να γεννηθεί η επόμενη. Άλλωστε και ο Παπαρρηγόπουλος
αναγνώριζε τη νεοελληνική γλώσσα ως υγιή αντίδραση στον μαρασμό του
Βυζαντίου, ως φορέα γένεσης και συντήρησης του εθνικού στοιχείου, υπο-
γραμμίζοντας μάλιστα το «νεαρόν της εθνικής συνειδήσεως»34.

30. Βλ. «Παράδοση και ανανέωση στο Νέο Ελληνισμό» (1980), Το Πρόσωπο, ό.π., σ.
169-183.
31. Αναφέρομαι στην Histoire de la Grèce moderne, Παρίσι: PUF, 1953.
32. Μπελογιάννης, Σχέδιο, ό.π., σ. 80-82.
33. Βλ. Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938, σ. 77 κ.ε.
34. Βλ. Έλλη Σκοπετέα, «Αρχαία, καθομιλουμένη και καθαρεύουσα», Ιστορία της ελλη-
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ, ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ   463
Πιο εντυπωσιακή ακόμα είναι η συγγένεια της κοινωνικοπολιτικής
ερμηνείας από τον Χατζή της βυζαντινής διγλωσσίας με ορισμένες θέ-
σεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου35. Στο έργο του Βυζαντιναί μελέται (1857)
ο Ζαμπέλιος δέχεται τη δημώδη γλώσσα ως «διαγνωστικόν σημείον της
ιδιοπροσωπείας», που αναφαίνεται με την παρακμή της διανοητικής ολι-
γαρχίας, εκείνης που καλλιέργησε τον αττικισμό στους μέσους αιώνες.
Τότε ακριβώς θα πάρει τη θέση της ο απρόσωπος λαός, ο καταλυτής
των τυραννίδων. Ο σολοικισμός του λαού, γράφει ο Ζαμπέλιος, αποτέ-
λεσε «εθνικής συνειδήσεως προμήνυμα, οιωνόν προσεχούς βασιλείας του
λαού». Και καταλήγει: επί 20 αιώνες «εβραδυπορήσαμεν, διότι αρχαιο-
λεκτήσαμεν σφόδρα· διότι ο λαός δεν συνεκάθησεν εις τον δείπνον της
κοινωνίας μετά του λογίου»36.
Στο Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ (1859) ο Ζαμπέλιος τριχοτομεί τη
μεσαιωνική κοινωνία σε Κλήρον, Ευπατρίδας και Λαόν, και αποδίδει σε
κάθε κοινωνική τάξη ένα γλωσσικά προσδιορισμένο είδος ποιήσεως: ο
Κλήρος παράγει ιερή ποίηση σε ενδιάμεση γλωσσική μορφή, οι αριστο-
κράτες λυρική ποίηση με αρχαία μέτρα και αρχαϊσμούς, και ο Λαός δη-
μοτική ποίηση, που «απεθησαύρισε τους εν χρήσει ιδιωτισμούς, τας
ζωηράς βαφάς, τας ευσυνθέτους και προσφόρους ρήσεις της κοινοχρη-
σίας». Η λαϊκή ποίηση ψάλλει σε δημώδη γλώσσα «τας οικιακάς ή τας
πολιτικάς περιπετείας, εξυμνεί τους επ’ ανδρεία και γενναιότητι θαυμα-
ζομένους υπό του πλήθους, μυθοποιεί χαριέστατα διηγήματα, ευφραίνε-
ται ή θρηνωδεί ή αναπεμπάζει ευαρέστους ενθυμήσεις· συντόμως ουδέν
παραλείπει των όσα πλήττουσιν εν τω παρόντι και εκ του σύνεγγυς τους
πόθους, την φαντασίαν, τας αναμνήσεις των υποπολιτευομένων τάξεων».
«Χάριν τοιαύτης υπηρεσίας», υπογραμμίζει ο Ζαμπέλιος, «δύναται δι-
καίως να θεωρηθή ως η μόνη μαρτυρία της ευπαθείας και ευαισθησίας του

νικής γλώσσας, ό.π., σ. 958-962. Για τη σύμπλευση της αριστερής διανόησης με το


ερμηνευτικό σχήμα του Παπαρρηγόπουλου πβ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η
ιδέα του έθνους και της εθνικής κοινότητας στην ελληνική ιστοριογραφία», Ιστοριο-
γραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, ό.π., σ. 42-43.
35. Στον Ζαμπέλιο (Δημοτικά τραγούδια [sic]) παραπέμπει και ο Μπελογιάννης, Σχέ-
διο, ό.π., σ. 81. Ο Κορδάτος, αντίθετα, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τα ερμηνευ-
τικά σχήματα του Ζαμπέλιου. Για τις επιβιώσεις του σχήματος του Ζαμπέλιου,
βλ. Ioannis Koubourlis, La formation de l’histoire nationale grecque. L’apport de
Spyridon Zambélios (1815-1881), Αθήνα: IRN/FNRS, 2005, σ. 331 κ.ε.
36. Βυζαντιναί μελέται, Αθήνα, Χ. Νικολαΐδου-Φιλαδελφέως, 1857, σ. 648, 665. Πβ.
Σκοπετέα, «Αρχαία, καθομιλουμένη και καθαρεύουσα», ό.π.
464   Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ελληνικού λαού κατά την μακράν εκείνην και πολυμέριμνον περίοδον της
χριστιανικής μεταστοιχειώσεως»37. Αντίξοες δυνάμεις την εμπόδισαν να
καλλιεργηθεί, ώστε να κηρύξει, όπως ο Σαίξπηρ, την «πρόβασιν της Αγ-
γλικής ελευθερίας» ή, όπως η αθηναϊκή του Δράματος τριανδρία, τη δη-
μοκρατούμενη Ελλάδα: «Δύο σύμμαχοι ολιγαρχίας ανεχαίτισαν έως απ’
αρχής την προκοπήν της δημώδους γλώσσης, άρα και του δημοσίου πνεύ-
ματος την προκοπήν», καταλήγει ο Ζαμπέλιος, «η των κληρικών και η
των Βυζαντινών Αττικιστών»· οι μεν αναλαβόντες «την κυριαρχίαν του
πνεύματος και των ηθών, οι δ’ εκείθεν της γλώσσης την κυριαρχίαν, κα-
τεδίκασαν την υπ’ αυτών λεγομένην Αγυρτίδα και χυδαίαν Ποίησιν εις ει-
λωτείαν ανεξαγόραστον»38. Ελευθερία και ειλωτεία, λαός και ευπατρίδες
αποδείχτηκαν έννοιες απολύτως αξιοποιήσιμες στις μαρξιστικές γραμ-
ματολογικές προσεγγίσεις.
Μια διεξοδικότερη περιγραφή της συστατικής λειτουργίας της γλώσ-
σας στα παραπάνω μαρξιστικά σχήματα, θα χρειαζόταν να περιλάβει και
τις άλλες, ενμέρει γνωστότερες πτυχές της σχέσης νεοελληνικής γραμ-
ματολογίας και γλωσσικής εξέλιξης: τη σύνδεση της λογιοσύνης με τον
μεσαιωνισμό, της καθαρεύουσας με την καθυστέρηση, του δημοτικισμού
με την εθνικοποίηση του λαϊκού πολιτισμού – όλα, δηλαδή, τα τεκμήρια
της κοινωνικά και γλωσσικά αποτυχημένης χειραφέτησης του Νεοελλη-
νισμού. Θα έπρεπε ακόμη να συζητηθούν ο αποκλεισμός από τον γραμμα-
τολογικό κανόνα σχεδόν κάθε έκφανσης της νεοελληνικής πολυγλωσσίας,
πέρα από τα τεκμήρια της δημοτικής γλώσσας, και κάθε έργου που δεν
εντάσσεται σε έναν πολιτισμό εθνικά συνειδητοποιημένο· η αμηχανία που
προκαλούν οι «προοδευτικοί» καθαρευουσιάνοι· η συμμαχία του δημοτι-
κισμού με τις λαϊκές δυνάμεις και η προδοσία του· η ελληνική γλώσσα ως
σύμβολο προόδου (αφού εξελίσσεται) και ενότητας (αφού δεν διασπάται σε
διαλέκτους). Η συζήτηση θα ανακύκλωνε έτσι και όλα τα υπόλοιπα εθνι-
κά σχήματα. Στις μαρξιστικές γραμματολογίες είναι προφανές πως δεν
υπήρξε απόδραση από την ιστορία του έθνους· φαίνεται πως δεν υπήρξε,
το κυριότερο, ούτε «απόδραση από τη γλώσσα»39.

37. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ. Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα: Π. Σούτσα
και Α. Κτενά, 1859, σ. 25-27.
38. Ό.π., σ. 26-27.
39. Δανείζομαι τη φράση του Paul de Man (Allegories of Reading) από τον Πεχλιβάνο,
«Ιστορία και (ιστορίες) της λογοτεχνίας», ό.π., σ. 169.

You might also like