Professional Documents
Culture Documents
Parisia
Parisia
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παρρησία < (πᾶς, πᾶν) παρ- + ῥῆσ(ις) + -ία (→ δείτε ρρ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρρησία θηλυκό
1. παρρησία, ελεύθερη έκφραση γνώμης
2. αθυροστομία
παρρησία θηλυκό
1. η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάρρος ουδέτερο
1. η δύναμη που έχει κάποιος να αντιμετωπίζει επικίνδυνες καταστάσεις είτε
χωρίς φόβο ή υπερνικώντας τον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θράσος ουδέτερο,
η αρνητική μορφή θάρρους για επιδίωξη στόχων με προσωπικό όφελος, ύπουλα
και αθέμιτα μέσα. Συχνά προσβάλλει και αδικεί.
Παρρησία = θάρρος
Κήρυγμα με παρρησία
Επιλογος