Professional Documents
Culture Documents
Ο Εμφύλιος Στο Μικροσκόπιο
Ο Εμφύλιος Στο Μικροσκόπιο
Α ι ωµα ν Ιω ννη Χα ι η
του, είτε αυτές καταγράφονται τη στιγμή που βιώνονται είτε μετουσιώνονται μέσα από
το πρίσμα της μνήμης. Στο άρθρο που ακολουθεί, μέσα από πρώτες αναγνώσεις 200 και
πλέον επιστολών ενός στρατιώτη του Εθνικού Στρατού (του Νίκου) και της συζύγου
του (της Μαρίας)4, θα επιχειρήσω να περιγράψω ορισμένες πτυχές της καθημερινότη-
τας του ζευγαριού στο μέτωπο και στα μετόπισθεν5, επικεντρώνοντας σε απεικονίσεις
του “αντιπάλου” –ή, καλύτερα, των “αντιπάλων”.
Το σώμα κειμένων αυτής της προσωπικής-οικογενειακής αλληλογραφίας, στο
οποίο περιλαμβάνονται και ορισμένες επιστολές του Νίκου και της Μαρίας προς
–και από– άλλα μέλη της οικογένειας, το αγόρασα από έναν πλανόδιο μικροπωλητή
στο Μοναστηράκι το 1992 για το ευτελές ποσό, ακόμα και για τα δεδομένα εκείνης
της εποχής, των €30. Οι περισσότερες επιστολές γράφτηκαν και στάλθηκαν στο δι-
άστημα φθινόπωρο 1947-καλοκαίρι 1949, δηλαδή στην κατεξοχήν πιο φορτισμένη
από κάθε άποψη περίοδο της εμφύλιας σύρραξης. Αν και υπάρχουν κενά, ειδικά σε
ό,τι αφορά στα γράμματα της Μαρίας (είναι πολύ πιθανόν ο Νίκος να μην ήταν σε
θέση να τα φυλάξει-διασώσει με την ίδια άνεση –ή και ζέση), αποτελούν μια σπάνια
πρωτογενή πηγή6. Πρόκειται για υλικό που άπτεται τόσο της ιδιωτικής όσο και της
δημόσιας σφαίρας και προσφέρεται για πολλαπλές και πολυεπίπεδες αναγνώσεις. Όχι
μόνο επιβεβαιώνει ότι ακόμα και το άσημο, καθημερινό άτομο έχει παρελθόν, αλλά
κυρίως καταδεικνύει το πώς τα δύο αυτά πρόσωπα, χωριστά και μαζί, αποτελούν εκ
παραλλήλου και αντικείμενο αλλά και υποκείμενο του μικροϊστορικού γίγνεσθαι7. Ας
σημειωθεί πάντως ότι, όπως κάθε τέτοιο είδος γραπτού λόγου, στην αλληλογραφία
αυτή συναντά κανείς το στοιχείο της λογοκρισίας –και εκ των έσω (αυτολογοκρισία-
σιωπές) αλλά και εκ των άνω (δεδομένης της υπάρχουσας στρατιωτικής λογοκρισί-
ας). Επιπλέον αυτή η αυθεντική μαρτυρία, απόρροια του χωροχρόνου των συντακτών
της και του ιστορικού πλαισίου της εποχής τους, στερείται οιασδήποτε λογοτεχνικής
επίφασης και υστεροφημίας8. Το ζευγάρι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, γράφει για την
4
Για λόγους που δεν νομίζω ότι χρήζουν εξηγήσεων, τα ονόματα είναι πλασματικά· άλλωστε, όπως ήδη
ειπώθηκε, αφορούν σε ανώνυμα άτομα, με ή χωρίς δημόσιο πρόσωπο.
5
Βλ. και Ph. Carabott, “The everyday lives and silences of a National Army soldier and his wife during the
Greek Civil War”, του ίδιου & Th. D. Sikas (επιμ.), The Greek Civil War. Essays on a Conlict of Excpet-
ionalism and Silences, Aldershot, 2004, σσ. 189-208.
6
Απ’ όσο γνωρίζω, η μόνη εργασία που έχει κάνει χρήση ανάλογου πρωτογενούς υλικού και αφορά στον
εμφύλιο είναι εκείνη του Δ. Μαυροσκούφη, Ένας στρατιώτης στον εμφύλιο, 1945-1949. Η συμβολή της μικρο-
ϊστορίας στην ανίχνευση και την ανάλυση των βιωματικών όψεων της καθημερινής ζωής, Θεσσαλονίκη, 2000,
όπου όμως το σώμα επιστολών δεν ξεπερνά τα έντεκα κομμάτια. Πρβλ. την ανθολογία του Κ. Αθανασόπου-
λου, Οι φαντάροι γράφουν, Αθήνα, 1999, με οκτώ επιστολές από την περίοδο του εμφυλίου.
7
Πρβλ. A. Lüdtke, “What is the history of everyday life and who are its practitioners?”, του ίδιου (επιμ.), The
History of Everyday Life. Reconstructing Historical Experiences and Ways of Life, Πρίνστον, 1995, σσ. 3-40.
8
Πρβλ. R. Earle, “Introduction: Letters, writers and the historian”, της ίδιας (επιμ.), Epistolary Selves:
Letters and Letter-Writers, 1600-1945, Aledrshot, 1999, σσ. 1-12 (2)· E. MacArthur, Extravagant Narra-
tives. Closure and Dynamics in the Epistolary Form, Πρίνστον, 1990, σσ. 117-118, και P. Fussel, Wartime.
150
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
πάρτη του και μόνο: “Η επιστολή”, υπερθεματίζει σύγχρονο με την εποχή εγχειρίδιο
γενικής επιστολογραφίας,
είναι το μόνον μέσον δι’ ου […] οι σύζυγοι καταπολεμούσι την θλίψιν και την αγωνίαν
του πικρού χωρισμού […] Όταν δε η ανταλλαγή επιστολών χαλαρωθή, χαλαρούται και ο
σύνδεσμος των ψυχών και αι καρδίαι απομακρύνονται, ψυχρότης δε και αδιαφορία επέρ-
χεται μεταξύ όντων ηγαπημένων9.
Τουλάχιστον στην αρχή, και οι δυο τους δεν νοιώθουν κανένα λόγο να μην ομολο-
γήσουν ότι:
Για μένα γλυκειά και αγαπημένη μου γυναικούλα το γράμμα σου είναι το φως, η χαρά
και η συντροφία μου […] Να μου γράφεις καθημερινώς αγάπη μου γιατί συ είσαι η μόνη
παρηγοριά μου και η ζωή μου10.
Γλυκεία μου αγαπούλα, μόνη παρηγοριά της ζωής μου […] Και σου γράφω, αυτή είνε η
πιο μεγάλη μου ευχαρίστησις γιατί έτσι, έστω και νωερός, βρίσκομε για λίγο κοντά σου.
***
Ο Νίκος γεννήθηκε στη Δράμα το 1922, δευτερότοκος γιος μιας σχετικά εύπο-
ρης και μορφωμένης οικογένειας της ελληνικής περιφέρειας. Ο πατέρας του ήταν
γνωστός δικηγόρος της περιοχής· στις αρχές δε της δεκαετίας του 1930, επί κυβέρνη-
σης Ελευθέριου Βενιζέλου, είχε διατελέσει για σύντομο χρονικό διάστημα έπαρχος
Διδυμότειχου –μη αιρετό πόστο, επομένως τουλάχιστον εκείνη την εποχή παράγο-
ντας-οπαδός του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Όταν το καλοκαίρι του 1941 η ανατο-
λική Μακεδονία και η δυτική Θράκη (με εξαίρεση το νομό Έβρου) καταλήφθηκε από
τους Βούλγαρους, η εξαμελής οικογένεια (δύο αγόρια και δύο κορίτσια) του Νίκου
έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, μαζί με εκατοντάδες άλλες ομόλογές της των βουλγαρο-
κρατούμενων περιοχών. Στη συμπρωτεύουσα εγκαταστάθηκε σε διώροφο –και μάλ-
Understanding and Behavior in the Second World War, Οξφόρδη, 1989, σ. 291.
9
Παν. Φέρμπος, Γενική επιστολογραφία απολύτως συγχρονισμένη, Αθήνα, χ.χ., σ. 4. Για το επιστολογρα-
φικό είδος στο νεοελληνικό πλαίσιο, βλ. κυρίως Παν. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την
επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Αθήνα, 1992.
10
Νίκος προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 10 & 26 Οκτωβρίου 1947). Στα αποσπάσματα έχει διατηρηθεί η
σύνταξη και ορθογραφία του πρωτότυπου. Πρβλ. Μαυροσκούφης, ό. π., σ. 78: “Δεν μπορείς να φαντασθής
την αγωνία ενός στρατιώτου όταν δεν του γράφουν οι δικοί του, και εξ αυτών ένας είμαι κι εγώ, όταν βλέπω
τους συναδέλφους μου να ζωγραφίζεται η χαρά στο πρόσωπό τους όταν παίρνουν ένα γράμμα, ενώ στο
δικό μου ζωγραφίζεται η μελαγχολία”.
Μαρία προς Νίκο (Αθήνα, 28 & 29 Οκτωβρίου 1947). Εφεξής, ως τόπος αποστολής των επιστολών της
Μαρίας, νοείται η Αθήνα.
Τα εμπειρικά-πραγματολογικά δεδομένα σχετικά με την οικογένεια συνάγονται από διάσπαρτες ανα-
φορές σε πλήθος επιστολών. Για οικονομία χώρου, μόνο η παράθεση αποσπασμάτων συνοδεύεται από
υπομνηματισμό.
Βλ. πρόχειρα Ξ. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, “Οι πληθυσμιακές μεταβολές στην ανατ. Μακεδονία και τη
Θράκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής”, της ίδιας (επιμ.), Η βουλγαρική κατοχή στην ανατολική Μακεδονία
και τη Θράκη 1941-1944. Καθεστώς-παράμετροι-συνέπειες, Θεσσαλονίκη, 2002, σσ. 137-192.
151
Philip Carabott
λον ιδιόκτητο– κτήριο, με εσωτερική οικιακή βοηθό, σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1941, ο Νίκος γράφτηκε στη Φυσικομαθηματική
Σχολή του Αριστοτέλειου, από την οποία όμως δεν φαίνεται και να αποφοίτησε ποτέ.
Σε επιστολή του από τη Θεσσαλονίκη προς την σύζυγό του τις παραμονές της κατά-
ταξής του στον Εθνικό Στρατό έξι χρόνια αργότερα, αναφέρει χαρακτηριστικά:
Το απόγευμα βγαίνουμε με τον μπαμπά τις ημέρες που δεν έχει δουλειά και καθόμεθα
στην Αστόρια. Χθες είμεθα με κάτι καθηγητάς του Πανεπιστημίου και έμαθα και για τις
εξετάσεις μου. Ίσως, αν θα έχω καιρό, όταν πάω στρατιώτης, να διαβάζω λίγο, θα με βοη-
θήσουν και οι καθηγηταί και έτσι μπορεί να τελειώσω και με το Πανεπιστήμιο14.
Άσχετα από το αν οι συνθήκες της Κατοχής (πιθανόν και άλλοι λόγοι) να τον εμπόδισαν
να περατώσει τις σπουδές του, ας σημειωθεί εδώ η θέση του απέναντι στην πανεπιστη-
μιακή γνώση, όπως αυτή υποδηλώνεται με το “να τελειώσω και με το ...”· αλλά και το
γεγονός ότι θεωρεί ότι στο στρατό πιθανόν να έχει χρόνο για διάβασμα.
Στην κατοχική Θεσσαλονίκη, ο Νίκος εργάστηκε, άγνωστο από ποια θέση, σε μία
από τις περιώνυμες χαρτοπαιχτικές λέσχες της πόλης που είχαν ιδρύσει οι Γερμανοί,
“όπου περιφέρονταν όμορφες γυναίκες, ξένες και Ελληνίδες, οι περισσότερες καλυμ-
μένες πόρνες”15. Μετά τον πόλεμο, αρκετοί από τους υπαλλήλους των λεσχών αυτών
συνελήφθησαν με την κατηγορία του οικονομικού δοσιλογισμού16. Για παράδειγμα, ο
μεγαλύτερος αδελφός του Νίκου, ο Μανόλης, κρατήθηκε ως υπόδικος στις δικαστικές
φυλακές της Καλλιθέας στην Αθήνα από τα μέσα του 1945 μέχρι τουλάχιστον το κα-
λοκαίρι του 194917, ενώ ο ίδιος ο Νίκος πέρασε από δίκη το καλοκαίρι του 1948 αλλά
αθωώθηκε18 –πιθανότατα με βάση σχετικό νόμο που όριζε ότι “ουδείς στρατεύσιμος
διώκεται δια ποινικήν υπόθεσιν”19.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, σε ένα από αυτά τα “κέντρα διαφθοράς” ο Νίκος γνώρι-
σε την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Μαρία στα τέλη του ’43. Στις επιστολές και των
δύο δεν συναντά κανείς πολλές άμεσες πληροφορίες για την οικογένεια της Μαρίας,
γεγονός που αποτελεί μια από τις πιο ενδεικτικές σιωπές της σχετικής αλληλογραφίας.
14
Νίκος προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 10 Οκτωβρίου 1947). Σχετικά με τη “βοήθεια των καθηγητών”,
βλ. Δημ. Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγών 1945-1949, Αθήνα, 1956, σ. 145: “Πολλά τέκνα των
πλουσίων […] επίεζον τους καθηγητάς του Πανεπιστημίου δια των συγγενών και πολιτικών ‘δι’ ένα πενη-
νταράκι’, βαθμόν δια να προαχθούν και τύχουν αναβολής”.
15
Χρ. Ζαφείρης, Ο έρως σκέπει την πόλη. Ερωτική τοπογραφία Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1993, σ. 64.
16
Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα, φ. 69.2/108: Δ. Πετσινάρης προς Φίλιππο
Δραγούμη (Θεσσαλονίκη, 9 Οκτωβρίου 1945).
17
Μανόλης προς Νίκο (Δικαστικές φυλακές Καλλιθέας, 6 Αυγούστου 1949): “Εγώ όπως ξεύρεις τίποτε το
καινούργιο, όλο και χειρότερα όσο ο καιρός περνάει και δεν γίνεται τίποτε. Ο Μπαμπάς ήλθε την εβδομάδα
και με είδε, τον παρακάλεσα να φροντίση, αλλά δεν ξεύρω τι θα κάμη τελικώς”.
18
Νίκος προς Μαρία (Τρίπολη, 27 Ιουλίου 1948): “Στο Τάγμα με υπεδέχθησαν με χαρά και μου συνεχά-
ρησαν για την καλήν έκβασιν της δίκης”.
19
Παναγιώτης (πατέρας Νίκου) προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 12 Μαρτίου 1948).
152
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
Ο πατέρας της μάλλον είχε πεθάνει νωρίτερα, η μητέρα της ήταν αγράμματη, ενώ ο μι-
κρότερος αδελφός της, παντρεμένος και με παιδί, εμφανίζεται ως προστάτης της τιμής
της Μαρίας από τη στιγμή που ο Νίκος κατατάσσεται –αν και ο τελευταίος δεν παύει
να τον μέμφεται για το γεγονός ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους (ίσως κάποια πάθηση)
γλύτωσε το στρατιωτικό. Από ορισμένους πολύ χαρακτηριστικούς ιδιωματισμούς στο
γραπτό της λόγο, συνάγεται ότι και η Μαρία καταγόταν από τη βόρεια Ελλάδα. Το πώς
και γιατί βρέθηκε στη χαρτοπαικτική λέσχη δεν είναι γνωστό. Το τι έκανε εκεί, επί-
σης δεν διευκρινίζεται πουθενά. Σύντομες όμως και επαναλαμβανόμενες αναφορές του
Νίκου στις “κακές παρέες” της γυναίκας του και –κυρίως– η επιστολή του πεθερού της
προς τον Νίκο, δύο μήνες μετά τη φυγή του ερωτευμένου ζευγαριού στην Αθήνα και
ένα μήνα μετά το γάμο τους στις 27 Φεβρουαρίου 1944, είναι ενδεικτικές:
Μόλις αντίκρυσες τη μοιραία αυτή γυναίκα που σε έμπλεξε και σε παρέσυρε στο όνειδος
και την καταστροφή σου […] Μια γυναίκα που ούτε σε ήξιζε από όλες τις πλευρές σε πα-
ρέσυρε στα δύχτια της, και εκμεταλλευομένη την παιδική σου αφέλεια και το φιλότιμο του
χαρακτήρος σου, σε έρριξε στο βόρβορο της απωλείας και της καταστροφής […] Συ λακτεύ-
θηκες από τις περιποιήσεις της, από την υποκριτική και ιδιοτελή αγάπη που σε ανέπτυξε και
σαν άλλο φαρμακερό φείδι σε περιετύλιξε και σε εδηλητηρίασε σωματικώς και ψυχικώς20.
Αν και μετά το τέλος της Κατοχής, οι σχέσεις της Μαρίας με τα πεθερικά της αποκα-
ταστάθηκαν πλήρως, οι προσπάθειές της να αποδείξει όχι μόνο με λόγια αλλά και με
πράξεις ότι, αν και κατώτερης κοινωνικής θέσης, άξιζε να παντρευτεί τον Νίκο είναι
εμφανείς και –ως επί το πλείστον– απέδωσαν καρπούς.
Στην μετακατοχική πρωτεύουσα, το ζευγάρι νοίκιαζε ένα δωμάτιο σε μονώροφο
οίκημα στο Μεταξουργείο, όπου μοιράζονταν κουζίνα, μπάνιο και καθιστικό με τη μη-
τέρα της Μαρίας, τον αδελφό της, τη γυναίκα του, τα δυο μικρά παιδιά τους, αλλά και
τη μητέρα και το μικρότερο αδελφό της συννυφάδας της. Με άλλα λόγια, ένα εκτετα-
μένο οικογενειακό περιβάλλον με αρκετούς περιορισμούς που δεν προσέφερε κανένα
περιθώριο χωροταξικής ελευθερίας και που σίγουρα δεν συγκρινόταν με εκείνο των γο-
νιών του Νίκου στη συμπρωτεύουσα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην άνεση. Ο Νίκος
εργαζόταν ως λογιστής σε υποκατάστημα της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Αποθηκών
Εφοδίων Εξωτερικού στον Πειραιά, στο οποίο διευθυντής ήταν ο αδελφός του πατέρα
του (επομένως κι εδώ ο παράγοντας οικογένεια παίζει πρωτεύοντα ρόλο), η δε Μαρία
συνεισέφερε στα προς το ζην δουλεύοντας ως ράφτρα από το σπίτι. Από οικονομική
άποψη, φαίνεται ότι τα έβγαζαν πέρα, όχι πάντως με ιδιαίτερη ευκολία. Ήταν οι ευ-
τυχείς κάτοχοι μιας συσκευής ραδιόφωνου, που η Μαρία κρατούσε μακριά από τους
20
Παναγιώτης προς Νίκο (Αθήνα, 22 Μαρτίου 1944).
Κρατική υπηρεσία που παραλάμβανε και διέθετε εφόδια πάσης φύσης, τα οποία προέρχονταν κυρίως
από την UNRRA (Διοίκηση Περίθαλψης και Ανασυγκρότησης των Ηνωμένων Εθνών)· Νεώτερον Εγκυ-
κλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 8, Αθήνα, χ.χ., σ. 578. Πρβλ. Γιάννης (θείος Νίκου) προς Νίκο (Πειραιάς, 22
Δεκεμβρίου 1948).
153
Philip Carabott
άλλους ένοικους στο δωμάτιό τους, βγαίνανε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα έξω,
είτε σινεμά είτε ταβέρνα (όχι όμως και τα δύο μαζί), αλλά δεν μπορούσαν να συνεισφέ-
ρουν οικονομικά στην εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης στο σπίτι όπου έμεναν.
Τα πράγματα φυσικά επιδεινώθηκαν από τη στιγμή που στρατεύτηκε ο Νίκος, παρά το
γεγονός ότι συνέχισε να παίρνει το μισθό του ενώ η Μαρία έπαιρνε μηνιαίο κρατικό επίδο-
μα 30.000 δραχμών ως σύζυγος ένστολου. Ο πληθωρισμός όμως έτρεχε, τα εβδομαδιαία
δέματα προς τον Νίκο κόστιζαν, το ίδιο και τα τηλεφωνήματά της από το περίπτερο της
γειτονιάς, αλλά και οι συχνές επισκέψεις της σε γιατρούς (οίδημα στα κάτω άκρα λόγω
κακής κυκλοφορίας του αίματος) και στον οδοντίατρο (αναγκάστηκε να πουλήσει μια
χρυσή λίρα για εξαγωγή φρονιμίτη και τέσσερα σφραγίσματα). Δεν ήταν όμως η οικονο-
μική ανέχεια που την ενοχλούσε τόσο, που τη φόβιζε· ο καίριος “αντίπαλος” της Μαρίας
ήταν απόρροια του κατεξοχήν αντιπάλου δέους της – του ολοκληρωτικού κενού, και σε
συναισθηματικό και σε πρακτικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα της απουσίας του Νίκου.
Ας ακούσουμε τον πόνο της:
Πόσο πονάω [Νικολάκι] μου να είμε μακρυά σου, να μην μπορώ ούτε για μια στιγμή
να σου γλυκάνω τον μπόνο σου και την κούρασί σου […] Έγω σφύγκο το ευατόν μου αλλά
δεν μπορώ μακρυά σου να ζήσω […] Λοιπόν αντρούλη μου υπομονή μεγάλη και κουράγιο
χρειάζεται, πράγμα το οποίον εγώ δεν μπορώ να κάνω […] Ο χωρισμός σου είνε για μένα
σκληρός, πολύ σκληρός.
Ας την αφήσουμε να μας περιγράψει μια τυπική μέρα της στην Αθήνα του ’48:
Εγώ αντρούλη μου δεν στέκομε όλην την ημέραν […], δεν ξεύρω που να προστρέξω, ο δε
[Μανόλης] με στέλνη σε διάφορα μέρη, πότε στον δικηγόρο και πότε στον γραμματέα, καθώς
βλέπης μανούλι μου, δεν μπορώ να εισιχάσω, και να σιγκεντρωθώ να κοιτάξουμε και τα δικά
μας ζητήματα και προπαντός το κυριότερον που με ενδιαφέρη είνε το δικό σου ζήτημα. Θ’ αφή-
σω όμως όλα τα’ άλλα καταμέρος και θα ασχοληθώ πρώτα με το ζήτημα το δικό σου να τακτο-
ποιηθής και κατόπιν θα κοιτάξω τους άλλους. Ο [Μανόλης] όλο διατάζη, σήμερα που πήγε η
μαμά της είπε ότι θέλη ένα σεντόνι και μαξιλάρι, του έχω στείλη ίδη μέχρι τώρα τρία σεντόνια,
και πάλιν θα του έστελνα αλλά δεν έχω διστιχώς παρά μόνον τα μεγάλα τ’ άσπρα καθώς ξεύρεις
και απ’ αυτά δεν είνε δυνατόν να του στείλω, κατόπιν με οιδοποίησε να πάω στον Θείο [Γιάννη]
επανιλιμένος του είπα για τα ρούχα και κάνη τον κουφό […] Καθώς βλέπης [Νικολάκι] μου οι
δουλειές είνε τόσες πολλές γιατί τώρα λύπης συ και όλα πέσανε επάνω μου, από τους δρόμους
δεν θα ισιχάσω εγώ ποτέ, τι να γίνη όμως, κάποτε θα τελειώσουν και αυτά, αρκή μόνον εσένα
να τακτοποιήσω και να είμαι ήσυχη […] Να με δης αντρούλη μου πόσο αδινάτισα πάλι, ενώ
είμουν 50 οκ. τώρα είμε 44, είχα βλέπης και το πρίξιμο και μ’ έκανε πτώμα.
Μαρία προς Νίκο (28 Οκτωβρίου 1947).
Μαρία προς Νίκο (1 Ιουνίου 1948).
154
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
***
Την επαύριο της καθολικής επιστράτευσης το φθινόπωρο του ’4624, ο αιώνιος φοιτη-
τής Νίκος κλήθηκε να παρουσιαστεί στο στρατολογικό γραφείο στη Δράμα. Ο πατέρας
του, γνωστός παράγοντας της περιοχής με άμεση πρόσβαση σε στρατιωτικούς και πο-
λιτικούς κύκλους, έβαλε λυτούς και δεμένους με αποτέλεσμα ο κανακάρης του να πάρει
“αναβολήν λόγω υγείας”25 –πρακτική που συνάδει με τα λεγόμενα του Ζαφειρόπουλου,
ότι δηλαδή “πολλά τέκνα των πλουσιών […] εδωροδόκουν ιατρούς δια ‘χρυσίου’, δια
να απαλλαγούν της στρατεύσεως με το δικαιολογητικόν της ‘υγιεινής καταστάσεως’”26.
Ένα χρόνο αργότερα όμως, κι ενώ το ΑΣΕΑ (Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης)
στην Αθήνα διατράνωνε ότι σκοπός των επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού “δέον να
είναι η εξόντωσις των συμμοριτών και ουχί η απώθησις τούτων από μίας περιοχής εις
ετέραν”27, κλήθηκε πάλι προς κατάταξη, αυτήν τη φορά στη Θεσσαλονίκη, “κατά νεω-
τέραν απόφασιν της Ανωτάτης Υγειονομικής Επιτροπής”28. Παρά τις σύντονες προσπά-
θειες του πατέρα του, δεν γλύτωσε το μοιραίο: “Τι να γίνει”, έγραφε ο τελευταίος στη
νύφη του (προσφωνώντας την “αγαπημένο μας παιδί [Μαρία]”)·
όλα τα παιδιά περνούν από την υποχρέωσι αυτή […] Ας είνε μονάχα γερός και ας τον
προστατεύη η Παναγιά κατά το χρονικό διάστημα που θα είνε στρατιώτης […] Φροντίζω
με γνωστούς [ώστε] η θέσις του και στα γυμνάσια και στις άδειες [να] είνε διαφορετική από
τους άλλους, […] πιο συμφέρουσα και γι’ αυτόν και για μας29.
“Κατά την εξέτασιν δεν μου βρήκαν τίποτε ως ήτο φυσικόν”, ομολογεί με περίσσια
θρασύτητα ο Νίκος· και τέσσερεις μέρες αργότερα, γράφει:
Πολυαγαπημένη μου γυναικούλα. Δυστυχώς το μοιραίον δεν ημπόρεσα να το διέλθω.
Μάθε λοιπόν ότι […] είμαι στρατιώτης […] Καταλαβαίνεις τώρα την στενοχώρια και την
δυσφορίαν μου όχι για μένα καθώς ξεύρεις αλλά σκεπτόμενος πάντα εσένα γλυκειά μου30.
Το “μοιραίον” τον οδήγησε από τη Θεσσαλονίκη στο Χαϊδάρι, όπου και περάτωσε
τη βασική του εκπαίδευση· από το Φεβρουάριο δε του ’48 μέχρι την πραγμάτωση της
ευχής “καλός πολίτης” δύο χρόνια αργότερα υπηρέτησε στο 617 Τάγμα Πεζικού της
72ης Ταξιαρχίας, και το οποίο έλαβε μέρος σε αναγνωριστικές κατά κύριο λόγο επι-
24
Ζαφειρόπουλος, ό. π., σ. 211.
25
Νίκος προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 7 Οκτωβρίου 1947).
26
Ζαφειρόπουλος, ό. π., σ. 145· πρβλ. D. Close & Θ. Βερέμης, “Ο στρατιωτικός αγώνας, 1945-49”, Ντέιβιντ
Κλόουζ (επιμ.), Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950. Μελέτες για την πόλωση, Αθήνα, 1998, σ. 140.
27
Παρατίθεται στο Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τ. 1, Αθήνα, 2000,
σ. 350.
28
Νίκος προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 7 Οκτωβρίου 1947).
29
Παναγιώτης προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1947).
30
Νίκος προς Μαρία (Θεσσαλονίκη, 16 & 20 Οκτωβρίου 1947).
Ο Μαργαρίτης (ό. π., τ. 1, σ. 569) υποστηρίζει ότι αρχικά την 72η ταξιαρχία στελέχωσαν είτε πρώην
Μακρονησιώτες, “για να αποδείξουν το βάσιμο της δήλωσής τους”, είτε επίστρατοι “αμφίβολης νομιμο-
155
Philip Carabott
χειρήσεις εναντίον μονάδων του Δημοκρατικού Στρατού, στην Πελοπόννησο και, από
τον Ιανουαρίου του ’49, στη Ρούμελη, Ήπειρο και δυτική Μακεδονία. Ίσως και λόγω
της θέσης του (σιτιστής Λόχου, αρχικά, και στη συνέχεια γραφέας στη διοίκηση του
Τάγματος), δεν μπόρεσε να αποκτήσει παρά μόνο το βαθμό του δεκανέα και μόνο το
καλοκαίρι του ’49· κατάφερε όμως να αποφύγει να βρεθεί πολλές φορές σε απόσταση
βολής από τον “εχθρό”. Παρά δε τις επανειλημμένες παροτρύνσεις της Μαρίας και τις
επίμονες προσπάθειες του πατέρα του, δεν δέχτηκε να πάρει μετάθεση για μονάδα με
έδρα κοντύτερα είτε στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη· κι αυτό επειδή σε μια τέτοια
περίπτωση θα έπρεπε να υπηρετήσει από θέση “μαχίμου υπηρεσίας”, σύμφωνα με την
ισχύουσα στρατιωτική νομοθεσία. Αποσκοπώντας στο να καταδείξει στη Μαρία το
ρόδινο της θέσης του, αλλά ίσως και σε μια προσπάθεια να την πείσει να μην ανησυχεί
άδικα, της έγραφε:
Εγώ τώρα αγαπούλα εδώ στον Λόχο τα περνώ πολύ καλά. Πρώτον και κυριώτερον ότι
δεν πηγαίνω στας επιχειρήσεις και κατόπιν από απόψεως φαγητού έχω ότι θέλω διότι ως σιτι-
στής του Λόχου εγώ διαχειρίζομαι την αποθήκη τροφίμων και ιματισμού και έτσι καλοπερνώ.
Κάθε ημέρα εκτός του τακτικού σισιτίου θα έχομε και κάτι ιδιαίτερο. Πότε αυγά φρεσκότατα,
πότε καμιά ρέγγα, πότε κανένα γκιβέτσι στο φούρνο μόνον για μας εδώ 4-5 άτομα. Ύστερα
από τυριά, λάδι, βούτυρο, λύπος, κρέατα, γάλατα κ.τ.λ. έχω ότι θέλω χωρίς να με κάνη κανείς
έλεγχο […] Και εδώ να έμενα τώρα που τακτοποιήθηκα έτσι θα ήμουν καλά.
Ειρήσθω εν παρόδω ας σημειωθεί ότι οι αναφορές του Νίκου σε οτιδήποτε έχει
να κάνει με την καθημερινότητά του στο στρατό συχνά διανθίζονται από γλαφυρές
γαστρονομικές περιγραφές· δεν είναι διόλου τυχαίο αυτό. Για το στρατιώτη Νίκο, η
έλλειψη φαγητού, η πείνα –κι εδώ βέβαια συναντά κανείς ένα από τα κληροδοτήματα
της Κατοχής– ανάγεται σε έναν από τους βασικούς του “αντιπάλους”. Δεν ήταν τόσο
πολύ οι εξαντλητικές πορείες σε “βουνά, χαράδρες, ποτάμια και μέρη που δεν ημπορείς
ούτε με τη φαντασία σου να πλάσης”· ούτε τον ανησυχούσε ιδιαίτερα ότι “όλοι μας
γένεια σαν παπάδες, ακούρευτοι, μαύροι από τον ήλιο και τη σκόνη […] είμεθα κατα-
τσακισμένοι και ρακένδυτοι και ξυπόλιτοι”34· ούτε καν ότι “πάντα όπου θα πάμε και για
φροσύνης”. Το γεγονός ότι σε σύγκρουση με τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή Βάγγου-
Μεγαλόπολης την άνοιξη του ’48, από τους 130 συλληφθέντες στρατιώτες του λόχου του Νίκου, εκατό
“ενετάχθησαν εις τας Συμμορίας”, πιθανότατα καταδεικνύει του λόγου το αληθές· βλ. Γενικό Επιτελείο
Στρατού-Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αρχεία εμφυλίου πολέμου (1946-1949), τ. 16, Αθήνα, 1999, έγ. αρ.
60: Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου, Γραφείο Α2, “Κομμουνιστοσυμμορισμός Πελοποννήσου από
1946 με τέλος 1949” (Φεβρουάριος 1950). Ευνόητο είναι ότι ο Νίκος δεν αναφέρεται στην “αυτομόληση”
συστρατιωτών του.
Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία της οργανώσεως του ελληνικού στρατού 1821-1954, Αθήνα, 1957,
σ. 161.
Νίκος προς Μαρία (Βυτίνα, 25 Φεβρουαρίου 1948).
34
Νίκος προς Μαρία (Βυτίνα, 25 Απριλίου 1948).
156
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
35
Νίκος προς Μαρία (χ.τ., 8 Φεβρουαρίου 1948).
36
Νίκος προς Μαρία (Βυτίνα, 25 Απριλίου 1948).
37
Νίκος προς Μαρία (κάπου στην κορυφή ενός βουνού, 13 Μαΐου 1948).
157
Philip Carabott
δη στρατιώτης με αποστολή την “Επιβολή της Τάξεως του Νόμου”38, έχει και δημόσια
υπόσταση –εκφράζει δε και ένα δημόσιο λόγο, ο οποίος αποτελεί εν πολλοίς αντιγραφή
εκείνου της “εθνικοφρόνου παρατάξεως”. Ας τον παρακολουθήσουμε, εν συντομία.
Στις αρχές του 1949, η Μαρία, απογοητευμένη από το γεγονός ότι ο “ανδρούλης”
της είχε αρχίσει να κάνει νερά (γράμματά του έφταναν αραιά και πού, οι περιγραφές του
ήταν λιτές και διόλου λεπτομερείς, τα γλυκόλογα περιορισμένα στο έπακρο), αποφάσισε
να κάνει το μεγάλο βήμα· να σταματήσει δηλαδή να ορίζει και να βιώνει το είναι της
μονάχα μέσα από τον Νίκο και το ασφυκτικό και περιοριστικό πλαίσιο της οικογένειας
(καθήκοντα, ζητήματα που χρήζουν επίλυσης, κ.ο.κ.) –να ξεδώσει λίγο. Η υπέρβαση που
επιχειρεί είναι εκ του ασφαλούς, καθώς ναι μεν αρχίζει να βγαίνει, να “κοινωνικοποιεί-
ται”, αλλά με ανθρώπους που γνωρίζει μέσω της στρατιωτικής ιδιότητας του Νίκου –
σχεδόν αποκλειστικά με την αρραβωνιαστικιά του αδελφικού του φίλου στο στρατό39. Η
περί ης ο λόγος δεσποινίς φέρει το νεοτερικό όνομα Ντόλυ, έχει δε και αυτοκίνητο με το
οποίο πηγαίνουν βόλτα σε κοσμικά και πολυσύχναστα μέρη, όπως το Φάληρο. Φυσικά,
ο Νίκος μαθαίνει τα “καμώματα” της “γυναικούλας” του και της τα “γράφει χύμα”:
Μαθαίνω ότι τελευταίως καπνίζεις πολύ και το χυρότερον που έμαθα ότι δεν συστέλεσαι
καν και καπνίζεις και δημοσία που κάποτε καυτιρίαζες τις γυναίκες αυτές που καπνίζουν στο
τραμ ή στο αυτοκίνητο ή στα κέντρα. Αυτό με λύπησε πάρα πολύ και με στενοχωρεί γιατί βλέ-
πω ότι εν τη απουσία μου έχεις πάρει παλιές κακές συνήθειες και μου βάζεις σε σκέψεις. Δεν
θέλω να σε στενοχωρήσω […] αλλά δεν ημπορώ και να μην στα γράψω γιατί αυτά τα ζητήματα
έχουν αντίκτυπον άμεσα σε μένα τον ίδιο και απορώ πώς εσύ που δείχνεις ότι πλέον σου διακρί-
νει λογική και περίσκεψη αφήνεις και παρασύρεσαι από τέτοια ζητήματα. Δεν θα έπρεπε στην
τόση κούραση, ταλαιπορίες και ευρισκόμενος μακρυά σου να μαθαίνω ότι η γυναίκα μου έκαμε
εκείνο ή το άλλο· γιατί αν σήμερα ευρίσκομαι εδώ, βρίσκομαι για σένα, και εσύ έχεις υποχρέωσιν
να είσαι από πάσης απόψεως εν τάξει […] Στο εξής θα σε παρακαλούσα να συμμορφωθής πλή-
ρως όχι με λόγια αλλά με πράξεις, και όταν τυχόν έλθω με άδεια ή το φέρει η τύχη και μετατεθώ
ν’ αποδείξης ότι πράγματι αγαπάς τον ανδρούλη σου και τον ακούς σ’ όλα40.
Από το παραπάνω απόσπασμα, σημειώνουμε το λόγο για τον οποίο ο Νίκος βρί-
σκεται εκεί που βρίσκεται: για τη Μαρία, ώστε να μπορέσει και εκείνη σύντομα να
38
Νίκος προς Μαρία (Λιανοκλάδι, 26 Ιουνίου 1949).
39
Βλ. Νίκος προς Μαρία (Βυτίνα, 27 Φεβρουαρίου 1948): “Εδώ στον στρατό δημιουργεί κανείς αδελφικούς
φίλους […] Με τον γιατρό και τον Επιλοχία είμαστε φίλοι αχώρηστοι και αδελφικοί. Όλη την ημέρα και την
νύκτα είμεθα μαζί. Ξυπνάμε, τρώμε, συζητάμε, αστειευόμαστε, κοιμούμεθα μαζί. Να δης [Μαράκι] μου το
βράδυ όταν πέφτουμε να κοιμηθούμε. Το δωμάτιο που μένουμε είναι μικρό και κοιμούμεθα περί τους 10.
Εγώ κοιμούμαι με τον επιλοχία κοντά σχεδόν αγκαλιά”· πρβλ. την άποψη ενός έλληνα στρατιώτη το 1921,
όπως την κατέγραψε στο ημερολόγιό του, στο Έλ. Χουζούρη, Η στρατιωτική ζωή στη νεοελληνική λογοτεχνία,
Αθήνα, 2001, σ. 39: “Θεωρώ ετυχή τον εαυτόν μου διότι εις την κρισιμωτέραν ίσως περίστασιν του βίου μου
συζώ μετά τόσων λαμπρών φίλων μετά των οποίων μας ήνωσαν δεσμοί αγάπης, κοινών πόθων και κοινών
αισθημάτων σφυρηλατημένα και υπό των κοινών πικριών και δοκιμασιών της ζωής μας αυτής”.
40
Νίκος προς Μαρία (χ.τ., 14 Ιουνίου 1949), δικιά μου έμφαση.
158
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
αναπνεύσει “τον ελεύθερον αέρα που θέλησαν τα όργανα του κομμουνισμού να μας
στερήσουν”41 –όπως δεν παρέλειπε να της τονίζει ήδη από την άνοιξη του ’48.
“Σήμερα γυναικούλα μου”, της γράφει από τη Μεγαλόπολη στις 25 Μαρτίου 1948,
ημέρα μεγάλης εθνικής και θρησκευτικής εορτής, ημέρα που το Ελληνικόν έθνος εδώ και
127 χρόνια απέκτησε την ελευθερίαν του και πάλι, βρήσκετε σε ομοίαν και χειροτέραν μοίραν,
ευρισκόμεθα προ ενός ακυρίκτου πολέμου εκ μέρους των γειτόνων μας με συνεργάτας και όρ-
γανά τους τους κομμουνιστάς. Και πάλιν όμως, όπως και τότε, σαν σήμερα θα λάμψη και πάλην
ο ήλιος και θα ανατίλη μια νέα Ελλάδα ισχυρή και δυνατή. Η Νίκη είναι μαζί μας και γρήγορα
και πάλι η πατρίδα μας θα βρη την ησυχία και την αποκατάστασίν της όπως ήτο κάποτε. Και
τότε θα ηχίσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες της ειρήνης και θα απελευθερωθούμε οριστικά από
την κομμουνιστική τυρανία. Ας ευχηθούμε στον πανάγαθο να μας ακούση και να μας βοηθήση
να απαλλαγούμε το γρηγορότερον από τα πουλημένα αυτά όργανα των Σλάβων.
Τα “μίσθαρνα” αυτά όργανα, “που θέλουν ακόμη να λέγονται Έλληνες”42, δεν χρή-
ζουν ούτε καν οίκτου, καθώς:
Όχι, δεν είναι Έλληνες. Οι ελληνόφωνοι σφαγείς της Ελλάδος είναι Βούλγαροι στην ψυχή
και στον νουν […] Βούλγαροι στας χαρακτηριστικότατές τους πράξεις, Βούλγαροι στους σκο-
πούς, οι Λαϊκοί Δημοκρατικοί Αγωνιστές δεν είναι Έλληνες και δεν έχουν θέση ανάμεσά μας.
Η Ιστορία, η επιστήμη, η ίδια η δική τους συμπεριφορά τους κατατάσσει στη βουλγαρική φυλή
της οποίας διαλεχτό κομμάτι αποτελούν […] Δεν είναι Έλληνες είναι Βούλγαροι, εχθροί της
Ελλάδος, δολοφόνοι των παιδιών της, καταστροφείς των χωριών, άρπαγες της περιουσίας τους,
υπερθεμάτιζε η εφημερίδα Μακεδονικός Φρουρός στις 10 Αυγούστου 194743.
Αντιστοίχως, στη “Μεγάλη Ελλάδα” που οραματίζεται ο στρατιώτης Νίκος, τα “μοιαρά
αυτά αποβράσματα της κοινωνίας” δεν έχουν θέση:
Αυτοί που μέχρι χθες ήσαν το φόβητρον των ησύχων χωρικών, σήμερα είναι ελεεινά ράκη.
Καθημερινώς παραδίδονται ακόμη και συλλαμβάνονται. Σ’ ολόκληρον αυτήν τώρα την περιοχήν
βασιλεύει απόλυτος ησυχία και ξαναρχίζει ο κανονικός ρυθμός της ειρινικής ζωής που την διέκοψαν
και κατέστρεψαν επί τόσα χρόνια τα μοιαρά αυτά αποβράσματα της κοινωνίας. Οι χωρικοί που επί
2 σχεδόν και πλέον ολόκληρα χρόνια είχον εγκαταλείψει τα πάντα για να σωθούν από το μαχαίρι
του υπούλου εχθρού της πατρίδος μας ανεθάρρησαν και ξαναβρίσκουν και πάλι την ησυχία και την
γαλήνη. Ήδη άρχισαν να επανέρχωνται στα χωριά τους, στα σπίτια τους, στα χωράφια τους γεμάτοι
όρεξι για δουλιά, να επανορθώσουν ότι απέμεινε από την μανία του βαρβάρου συμμορίτου, που
δεν άφησε ούτε πέτρα όρθια από την μανία και την λύσσα του. Είναι χαρούμενοι και στα πρόσωπά
τους διαγράφεται η χαρά και ο ενθουσιασμός τους, βέβαιοι πλέον ότι δεν πρόκειται εις το μέλλον να
41
Νίκος προς Μαρία (κάπου στην κορυφή ενός βουνού, 17 Μαΐου 1948).
42
Νίκος προς Μαρία (Βυτίνα και Τρίπολη, 6 & 8 Μαρτίου 1948).
43
Παρατίθεται στο Β. Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του
αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 63.
159
Philip Carabott
ξαναζήση ο συμμοριτισμός. Γι’ αυτό εμείς οι στρατιώται είμεθα υπερήφανοι διότι σε μας οφείλεται,
χωρίς να θελήσω να κολακευθώ, το επιτελούμενον σήμερον τόσον μεγάλον έργον “η Επιβολή της
Τάξεως και του Νόμου”. Να είσθε βέβαιοι ότι πολύ σύντομα η πατρίδα μας θα έχει απαλλαγή από
το μοίασμα του Συμμοριτισμού. Ήδη άρχισε η κατάρευσις και εντός του τρέχοντος έτος θα σημάνει
μια για πάντα το τέλος του και θα επαναρχίση μια ειρινική ζωή, με σύνθημα “η ανασυγκρότησις”,
που θα καταστήση και πάλι την Ελλάδα μας εν τη παρόδω του χρόνου Μεγάλη. Ημείς δε ο στρατός
νικητής και υπερήφανος δια το επιτελεσθέν τόσο μεγάλο έργον να γυρίσουμε στα σπίτια μας, στις
οικογένειές μας, που ασφαλώς θα μας υποδεχθούν με δάφνες και φιλιά44.
Ο πομπώδης λόγος, η ταύτιση του “εγώ” με το “ημείς-εμείς”, η σύζευξη της προ-
σφώνησης “πολυαγαπημένο μου και λατρευτό μου γυναικούλι” με το συλλογικό “να
είσθε βέβαιοι” (η συγκεκριμένη επιστολή αναμφίβολα θα διαβάστηκε σε όλους τους
ένοικους του σπιτιού στο Μεταξουργείο), η πίστη στην τελική νίκη και την προοπτική
επιστροφής στην ειρηνική, δημιουργική καθημερινότητα και –φυσικά– η δαιμονοποίη-
ση, ο απανθρωπισμός (dehumanization) και η διαπόμπευση του “αντιπάλου” –όλα αυτά
καταδεικνύουν τη μετάλλαξη του πολίτη Νίκου: Από κακομαθημένο βουτυρόπαιδο που
χρησιμοποίησε κάθε μέσο και τρόπο για να αποφύγει τη στράτευση και που, όταν τελικά
το “μοιραίον” δεν αποφεύχθηκε, αρχικά αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει (ή δεν ήθελε)
να αποδεχθεί το σκοπό την “αποστολής” του45, στο δεκανέα, πια, Νίκο, για τον οποίο η
εξόντωση του αντιπάλου αποτελεί όχι μόνο καθήκον αλλά και απόλυτα δικαιολογημένο
αυτοσκοπό46. Ας σημειωθεί πάντως, ότι την επιστολή του της 26 Ιουνίου τη διανθίζει και
με άμεση αναφορά στην κατατρόπωση και του άλλου καίριου “αντιπάλου” του:
Κατά τας 91/2 μ.μ. πήγαμε για να φάμε σ’ ένα εστιατόριο στην πλατεία του Λαού [στη
Λαμία], όπως λέγεται. Κατ’ αρχήν παραγγείλαμε από ένα ουζάκι για να μας ανοίξη η όρεξις
και κατόπιν ο καθένας ανάλογα με την όρεξίν του. Εγώ παρήγγειλα αυγά ομελέτα με ντομάτα
και θυμήθηκα που πριν 2 χρόνια μου τα μαγείρευε το γυναικούλι μου, μια σαλάτα ντομάτα με
αγούρι και μπύρα. Φάγαμε και ευχαριστηθήκαμε όλοι γιατί έτσι είχαμε πολύ καιρό να φάμε.
***
Τέτοιου είδους άκαμπτες ενοράσεις και συγκρουσιακές απεικονίσεις του στρατιωτι-
κού αντίπαλου αποτελούν, φυσικά, κοινό τόπο στον εθνικόφρονα λόγο47. Για παράδειγμα,
44
Νίκος προς Μαρία (χ.τ., 26 Ιουνίου 1949).
45
Στον άμεσο απόηχο των συμβάντων στον Βάγγο το Μάρτιο του ’48 (βλ. εδώ σημ. 31), έγραφε στη γυναίκα
του: “Σήμερα όλη την ημέρα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι δεν είχα τι να κάμω. Διάβαζα Θησαυρό και έλυσα
και τα σταυρόλεξα όλων των εφημερίδων και περιοδικών. Το μεσημέρι εν τω μεταξύ πλησίαζε και κατά τας
12 η φασουλάδα ήταν έτοιμη και όπως ήταν ζεστή-ζεστή και καλομαγειρευμένη κάθισα και έφαγα. Προηγου-
μένως έδωσα ένα στρατιώτη και μου πήρε και λίγες σαρδελίτσες και την ευχαριστήθηκα πολύ”· Νίκος προς
Μαρία (Βυτίνα, 6 Μαρτίου 1948).
46
Πρβλ. J. Bourke, An Intimate History of Killing. Face-To-Face Killing in Twentieth Century Warfare,
Λονδίνο, 1999, σσ. 1, 3.
47
Βλ. πρόχειρα Ν. Κουλούρης, “Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση του εμφυλίου: ο κυρίαρχος λόγος του κρά-
τους των ‘εθνικοφρόνων’ και ο μνημονιακός λόγος της Αριστεράς”, Κλ. Κουτσούκης & Ι. Σακκάς (επιμ.),
160
Ο εμφύλιος στο μικροσκόπιο
161
Π λ ν
Α ι ωµα ν Ιω ννη Χα ι η