You are on page 1of 84

Ν.Λ.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Η ΜΑΧΗ
ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ

ΑΘΗΝΑΙ 2023
Ἡ παροῦσα ἔκδοσις ἔχει ὡς στόχο τὴν παρουσίασιν
αὐτῶν τῶν θαυμασίων ἔργων σὲ μία μεγαλυτέρα ὁμάδα ἀνθρώπων
καὶ ὄχι τὴν «συλλογὴ» εὐσήμων ἢ χρημάτων.
Δὲν ἀποτελεῖ λοιπὸν προϊὸν κλοπῆς πνευματικῶν
ἢ ἄλλων «δικαιωμάτων», ἀλλὰ προϊὸν ἀγάπης, κόπου
καὶ κυρίως μελέτης ἀξιολογωτέρων προσπαθειῶν.
Εὐχαριστῶ ὅλους τοὺς φίλους γιὰ τὴν βοήθεια
καὶ τὴν συμπαράστασίν τους.

Ἡρόδοτος - Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνος


Ἀθῆναι 2023, ἔκδοσις Α΄
Ἐπιμέλεια: Ν.Λ.
«φεύγωμεν, πλέωμεν·
ἤδη γὰρ ἤγειραν Ἀθηναῖοι τρόπαιον»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1 Προλεγόμενα

2 Μιλτιάδης ὁ Ἀθηναῖος

25 Ἡ πορεία πρὸς τὸν Μαραθῶνα

28 Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι

78 Βιβλιογραφία - Βοηθήματα
Προλεγόμενα

Σκοπός μου ἀρχικῶς ἦτο νὰ παρουσιάσω τὸν βίον τοῦ Μιλτιάδου καὶ ἐστράφην,
ὅπως ἦτο φυσικόν, εἰς τὸν Πλούταρχο, διαπιστώνοντας ὅμως ὅτι εἴτε δὲν συνέγραψε
περὶ τοῦ βίου του, εἴτε αὐτὸ τὸ ἔργον δὲν διεσώθη.
Ἀντ’ αὐτοῦ λοιπὸν σκέφθηκα νὰ παρουσιάσω τὸ σημαντικώτερο γεγονὸς εἰς τὸν
βίον τοῦ Μιλτιάδου, τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, βάσει τῆς ἐξιστορίσεως τοῦ Ἡροδότου
(Βιβλίον 6ον «Ἐρατώ», κεφ. 94-120). Ὡστόσο, ἐπειδὴ θεωρῶ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ
ἔχουμε μία ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς Ἱστορίας ὅταν δὲν γνωρίζουμε τὶς προσωπικὲς
ἱστορίες τῶν πρωταγωνιστῶν της, συμπεριέλαβα ὡς εἰσαγωγὴ τὶς κυριώτερες
διάσπαρτες ἀναφορὲς εἰς τὸν Μιλτιάδη καὶ τὴν οἰκογένειά του.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸν θάνατόν του, εἶχα μείνει μὲ τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἔζησε μέχρι τὰ
βαθέα γεράματα, χωρὶς νὰ ἔχω συνδυάσει ὅτι μετὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος δὲν εἶχα
διαβάσει οὔτε μία ἀναφορὰ γιὰ ἐκεῖνον. Ὁ Μιλτιάδης ὁ ὁποῖος θεωρεῖται πλέον μία
ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες στρατιωτικὲς ἰδιοφυῖες τῆς παγκοσμίου ἱστορίας λόγῳ τοῦ
καινοτόμου σχεδιασμοῦ τῆς τακτικῆς αὐτῆς τῆς μάχης, ἀπεβίωσε ἕναν χρόνο μετὰ τὸν
θρίαμβό του, ὄχι πολεμῶντας ἢ ἔχοντας ἀπολαύσει τιμὲς καὶ δόξα, ἀλλὰ
καταδικασθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ προδοσία, ἀρχικὰ εἰς θάνατον καὶ ἔπειτα εἰς
φυλάκισιν.
Μπορεῖ μὲν εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος οἱ Πέρσαι νὰ μὴν ὑπέστησαν
συντριπτικὴ ἧττα, ὅμως ἀνεχαιτίσθη ἡ ἀπόπειρα εἰσβολῆς τους εἰς τὴν ἐνδοχώρα καὶ
συγχρόνως ἐτέθησαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνάπτυξιν τῶν Ἀθηνῶν ὡς κυριάρχου
στρατιωτικῆς καὶ πνευματικῆς δυνάμεως. Καὶ μποροῦμε βεβαίως νὰ φαντασθοῦμε πῶς
θὰ ἦτο ἡ ἐξέλιξις τῆς Εὐρώπης καὶ γενικότερα τῆς Δύσεως ἐὰν οἱ Πέρσαι εἶχαν
καταφέρει νὰ κυριέψουν τὴν Ἀθήνα.
Ν. Λ.

Σελὶς | 1
Μιλτιάδης ὁ Ἀθηναῖος

Ἡ καταγωγή του

Ἡ γενεὰ τοῦ Μιλτιάδου ἐκράτει ἀπὸ τὸν Δία καὶ τὸν Ὠκεανό1:

«τὰ μὲν ἀνέκαθεν ἀπ᾽ Αἰακοῦ τε καὶ Αἰγίνης γεγονώς»2


(ὡς πρὸς τὴν ἀρχικὴ καταγωγὴ προήρχετο ἀπὸ τὸν Αἰακὸ3 καὶ τὴν Αἴγινα4).

Ἀπεδόθη ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς αὐτὴ ἡ προέλευσις γιὰ νὰ τονισθῇ ἡ εὐγενὴς
καταγωγή του καὶ ἡ εὔνοια τοῦ θεοῦ εἰς τὸ πρόσωπόν του, ὅπως ἄλλως τε συμβαίνει
γιὰ τοὺς ἐξέχοντας ἄνδρας, διότι:

«ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες»5


(ἀπὸ τὸν Δία [προέρχονται] οἱ βασιλεῖς).

1
Τὸ μέγα προαιώνιον ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ῥέει κυκλοτερῶς περὶ τὴν γῆν. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὠκὺς + νάω,
δηλαδὴ ὁ ῥέων ταχέως. Ὁ Ὠκεανὸς εἶναι ἡ ἀρχαιοτέρα θαλασσία θεότης τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Ὁ
Ὅμηρος εἰς τὴν Ἰλιάδαν τὸν ὀνομάζει ἀρχὴ τῶν θεῶν (Ξ 201): «Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα
Τηθύν» (καὶ τὸν Ὠκεανὸ τῶν θεῶν τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν μητέρα Τηθύν). Ἀπὸ τοὺς Ὀρφικοὺς θεωρεῖται
ἀθάνατος πατὴρ θεῶν καὶ ἀνθρώπων (Ὀρφικὸς Ὕμνος, 83): «Ὠκεανὸν καλέω, πατέρ’ ἄφθιτον, αἰὲν ἐόντα,
ἀθανάτων τε θεῶν γένεσιν θνητῶν τ’ ἀνθρώπων, ὃς περικυμαίνει γαίης περιτέρμονα κύκλον· ἐξ οὗπερ
πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα καὶ χθόνιοι γαίης πηγόρρυτοι ἰκμάδες ἁγναί» (Τὸν Ὠκεανὸ καλῶ, τὸν
ἀθάνατο πατέρα, τὸν παντοτινό, τὴν ἀρχὴ τῶν ἀθανάτων θεῶν καὶ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος
κύματα ὑψώνει γύρω ἀπὸ τὸν περιοριστικὸ κύκλο τῆς γῆς. Ἐκ τοῦ ὁποίου βεβαίως [προέρχονται] ὅλοι οἱ
ποταμοὶ καὶ κάθε θάλασσα καὶ οἱ ἁγνὲς ὑπόγειες ὑγρότητες τῆς γῆς οἱ ὁποῖες ῥέουν ἀπὸ τὶς πηγές).
2
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 35.1).
3
Υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς νύμφης Αἰγίνης. Κατοικοῦσε εἰς τὴν Αἴγινα. Εἶχε τὴν φήμη πολὺ εὐσεβοῦς καὶ
δικαίου ἀνθρώπου καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο τὸν ἀγαποῦσαν οἱ θεοί. Κάποτε, ἡ θεὰ Ἥρα ἀπὸ μίσος πρὸς τὴν
μητέρα του ἐδηλητηρίασε τὰ ὕδατα τῆς νήσου καὶ πέθαναν ὅλοι οἱ κάτοικοι. Ὁ Αἰακὸς παρεκάλεσε τὸν Δία
νὰ κατοικηθῇ ξανὰ ἡ νῆσος καὶ ὁ Ζεὺς εἰσακούοντάς τον μετεμόρφωσε τὰ μυρμήγκια εἰς ἀνθρώπους καὶ
γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὠνομάσθησαν Μυρμιδόνες. Ἀργότερα, Μυρμιδόνες ἐγκατεστάθησαν καὶ εἰς τὴν Φθίαν
(Θεσσαλίαν). Μετὰ τὸν θάνατόν του, ὁ Ζεὺς τὸν ὥρισε δικαστὴ εἰς τὸν Ἅδην, μὲ ἁρμοδιότητα νὰ δικάζῃ
τοὺς προερχομένους ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ νὰ φρουρῇ τὴν εἴσοδο τοῦ Ἅδου.
4
Νύμφη, μία ἀπὸ τὶς εἴκοσι κόρες τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ, υἱοῦ τοῦ Ὠκεανοῦ, καὶ τῆς Μετώπης, κόρης τοῦ
ποταμοῦ Λάδωνος.
5
Ἡσίοδος, Θεογονία (94).
Σελὶς | 2
Συμπληρώνεται δὲ ὅτι ἦτο ἀπόγονος μίας ἐκ τῶν παλαιοτέρων καὶ ἐνδόξων
οἰκογενειῶν τῶν Ἀθηνῶν, τοὺς Φιλαΐδας6, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν
ἥρωα Φίλαιον (ἢ Φιλαῖον ἢ Φιλαίαν), υἱὸν τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου7, ὁ ὁποῖος εἶχε
μετακομίσει ἀπὸ τὴν Σαλαμῖνα εἰς τὴν Βραυρῶνα:

«τὰ δὲ νεώτερα Ἀθηναῖος, Φιλαίου τοῦ Αἴαντος παιδὸς, γενομένου πρώτου τῆς οἰκίης
ταύτης Ἀθηναίου»8
(ἐνῷ προσφάτως [εἶχε γίνει] Ἀθηναῖος, ἀπὸ τὸν Φίλαιον, τὸν υἱὸν τοῦ Αἴαντος, ὁ ὁποῖος
ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἀθηναῖος ἀπὸ αὐτὸν τὸν οἶκο).

Καὶ τὸ γενεαλογικό του δένδρον ἐξελίχθη ὡς ἑξῆς:

6
Οἱ Φιλαΐδαι εἶχον συγγενικοὺς δεσμοὺς μὲ τοὺς Κυψελίδας, μὲ διάφορες οἰκογένειες τῆς Θρᾴκης καὶ μὲ
τὸν Κροῖσο. Ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι Παράλληλοι, Σόλων» (10.2): «αὐτοὶ δ’ Ἀθηναῖοι
ταῦτα μὲν οἴονται φλυαρίαν εἶναι, τὸν δὲ Σόλωνά φασιν ἀποδεῖξαι τοῖς δικασταῖς ὅτι Φιλαῖος καὶ
Εὐρυσάκης, Αἴαντος υἱοί, Ἀθήνησι πολιτείας μεταλαβόντες παρέδοσαν τὴν νῆσον αὐτοῖς, καὶ κατῴκησαν
ὁ μὲν ἐν Βραυρῶνι τῆς Ἀττικῆς, ὁ δὲ ἐν Μελίτῃ· καὶ δῆμον ἐπώνυμον Φιλαίου τῶν Φιλαϊδῶν ἔχουσιν, ὅθεν
ἦν Πεισίστρατος» (Οἱ ἴδιοι ὅμως οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦν ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀνοησίες καὶ λένε ὅτι ὁ Σόλων
ἀπέδειξε εἰς τοὺς δικαστὰς ὅτι ὁ Φιλαῖος καὶ ὁ Εὐρυσάκης, οἱ υἱοὶ τοῦ Αἴαντος, ἀφοῦ ἔλαβον εἰς τὴν Ἀθήνα
τὴν ἰδιότητα καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, παρέδωσαν τὴν νῆσον εἰς αὐτοὺς καὶ ἐγκατεστάθησαν ὁ μὲν
εἰς τὴν Βραυρώνα τῆς Ἀττικῆς, ὁ δὲ εἰς τὴν Μελίτη. Ἔχουν καὶ δῆμο ὁ ὁποῖος ἔχει λάβει τὸ ὄνομά του ἀπὸ
τὸν Φιλαῖο τῶν Φιλαϊδῶν, ἀπ’ ὅπου κατήγετο ὁ Πεισίστρατος). Ὁ Στέφανος Βυζάντιος ἀναφέρει εἰς τὸ
ἔργον του «Ἐθνικὰ» (665.15): «Φιλαΐδαι, δῆμος τῆς Αἰγηίδος φυλῆς, ἀπὸ Φιλαίου τοῦ Αἴαντος υἱοῦ καὶ
Λυσιδίκης τῆς Κορώνου τοῦ Λαπίθου» (Φιλαΐδαι, δῆμος τῆς Αἰγηίδος φυλῆς, ἀπὸ τὸν Φίλαιο τὸν υἱὸν τοῦ
Αἴαντος καὶ τῆς Λυσιδίκης τῆς κόρης τοῦ Κορώνου τοῦ Λαπίθου).
7
Υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Σαλαμῖνος Τελαμῶνος καὶ τῆς Περιβοίας, ἐξάδελφος τοῦ Ἀχιλλέως. Σύμφωνα μὲ
τὸν Ὅμηρο ἦτο ὁ δεύτερος σὲ ἀνδρεία καὶ κάλλος ἥρως μετὰ τὸν Ἀχιλλέα (Ἰλιάς, Ρ 279): «Αἴας, ὃς περὶ μὲν
εἶδος, περὶ δ’ ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ’ ἀμύμονα Πηλεΐωνα» (ὁ Αἴας, ὁ ὁποῖος ὡς πρὸς τὴν
μορφὴ καὶ ὡς πρὸς τὰ κατορθώματα ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἀμέσως μετὰ τὸν ἀψεγάδιαστο
υἱὸν τοῦ Πηλέως). Ἐπίσης ἦτο πανύψηλος καὶ δυνατὸς ὅπως τὸν περιγράφει μέσῳ τῆς Ἑλένης (Ἰλιάς, Γ
229): «οὗτος δ’ Αἴας ἐστὶ πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν» (αὐτὸς εἶναι ὁ Αἴας ὁ πανύψηλος, τὸ τεῖχος τῶν Ἀχαιῶν).
Σημαντικὴ ἦτο ἡ συμβολή του εἰς τὴν μάχη μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλοία, διότι συγκράτησε τοὺς Τρώας σχεδὸν
μόνος του ὅταν ὁ Ἀχιλλεὺς εἶχε πλέον ἀποσυρθῇ καὶ ὁ Ἕκτωρ ἐκμεταλλεύτηκε τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ
πραγματοποιήσῃ ἕφοδον. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀχιλλέως ἡ Θέτις διωργάνωσε ἀθλητικὸ ἀγῶνα μὲ
ἔπαθλον τὰ ὅπλα του, τὰ ὁποῖα θὰ τὰ ἐκέρδιζε ὁ ἄριστος ἐκ τῶν Ἀχαιῶν. Διεκδίκησαν τὰ ὅπλα ὁ Αἴας ὁ
Τελαμώνιος καὶ ὁ Ὀδυσσεύς. Ἡ τελικὴ ἀπόφασις ἦτο ὑπὲρ τοῦ Ὀδυσσέως. Ἐξωργισμένος ὁ Αἴας ἀπεφάσισε
νὰ φονεύσῃ ὅλους τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Ἀλλὰ ἡ Ἀθηνᾶ, ἀφοῦ τοῦ ἐσκότισε τὸ μυαλό, τὸν ἔκανε
νὰ νομίζῃ ὅτι τοὺς φονεύει ἐνῷ εἰς τὴν πραγματικότητα ὥρμησε ἐναντίον τῶν προβάτων τῶν Ἀχαιῶν καὶ
τὰ ἔσφαξε. Ὅταν συνῆλθε, αἰσθάνθηκε τόση ντροπὴ καὶ ἀπελπισία, ὥστε ἔπεσε ἐπάνω εἰς τὸ ξίφος του καὶ
αὐτοκτόνησε.
8
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 35.1).
Σελὶς | 3
«Φιλαίας δὲ ὁ Αἴαντος οἰκεῖ ἐν ταῖς Ἀθήναις. Ἐκ τούτου δὲ γίγνεται Δάϊκλος, τοῦ δὲ
Ἐπίδυκος, τοῦ δὲ Ἀκέστωρ, τοῦ δὲ Ἀγήνωρ, τοῦ δὲ Ὄλιος, τοῦ δὲ Λύκης, τοῦ δὲ Τύφων,
τοῦ δὲ Λάϊος, τοῦ δὲ Ἀγαμήστωρ, τοῦ δὲ Τίσανδρος, […] τοῦ δὲ Ἱπποκλείδης, ἐφ’ οὗ
ἄρχοντος Παναθήναια ἐτέθη· τοῦ δὲ Μιλτιάδης»9
(Ὁ Φιλαίας λοιπὸν ὁ υἱὸς τοῦ Αἴαντος κατοικεῖ εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἀπὸ αὐτὸν ἐγεννήθη ὁ Δάικλος.
Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἐπίδυκος. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἀκέστωρ. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἀγήνωρ. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ὄλιος. Ἀπὸ
αὐτὸν ὁ Λύκης. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Τύφων. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Λάιος. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἀγαμήστωρ. Ἀπὸ αὐτὸν
ὁ Τίσανδρος […]. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἱπποκλείδης10, ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ὁποίου καθιερώθησαν τὰ
Παναθήναια11. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Μιλτιάδης).

Ὁ πρῶτος λοιπὸν Μιλτιάδης ἐγέννησε τὸν Κυψέλο καὶ ὁ Κυψέλος τὸν δεύτερον
Μιλτιάδη. Ὁ δεύτερος Μιλτιάδης εἶχε ἀδελφὸ ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα τὸν Κίμωνα, τοῦ
ὁποίου ὁ πατὴρ ὠνομάζετο Στησαγόρας, προερχόμενος καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἴδια γενεά.

9
Φερεκύδης, Ἀποσπάσματα (20.8).
10
Πολλὲς φορὲς μικρὰ καὶ φαινομενικὰ ἀσήμαντα ἐπεισόδια τῆς Ἱστορίας ἐπηρεάζουν ἀποφασιστικὰ τὴν
ἐξέλιξίν της. Ἕνα τέτοιο ἐπεισόδιον μᾶς διηγεῖται ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» (Βιβλίον 6 ον,
126.2-131.2). Εἰς τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 576 π.Χ. ὁ τύραννος τῆς Σικυῶνος Κλεισθένης ἔπειτα ἀπὸ
νίκη του εἰς τὸ ἀγώνισμα τοῦ τεθρίππου ἀνεκοίνωσε ὅτι ἐσκόπευε νὰ παντρέψῃ τὴν κόρη του Ἀγαρίστη καὶ
ἐκάλεσε ὅλους τοὺς νέους ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιφανεῖς οἰκογένειες τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ σπεύσουν εἰς τὴν
Σικυῶνα γιὰ νὰ διαλέξῃ τὸν πιὸ ἄξιον. Ἐκδήλωσαν ἐνδιαφέρον δεκατρεῖς νέοι, μεταξὺ αὐτῶν ὁ
Ἱπποκλείδης. Ὁ Κλεισθένης τοὺς ἐφιλοξένησε γιὰ ἕνα ἔτος μελετῶντας τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν
συμπεριφορὰ κάθε ὑποψηφίου. Εἰς τὸ γλέντι τῆς τελευταίας βραδιᾶς ὁ Ἱπποκλείδης μέθυσε καὶ ἐζήτησε νὰ
φέρουν ἕνα τραπέζι καὶ ὅταν τοῦ τὸ ἔφεραν ἀνέβηκε ἐπάνω καὶ ἐχόρευσε πρῶτα λακωνικὲς φιγοῦρες,
ἔπειτα ἀττικὲς καὶ εἰς τὸ τέλος, στηρίζοντας τὸ κεφάλι του ἐπάνω εἰς τὸ τραπέζι κουνοῦσε τὰ πόδια του εἰς
τὸν ἀέρα. Ὁ Κλεισθένης ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ φώναξε εἰς τὸν Ἱπποκλείδη: «Ὦ παῖ Τεισάνδρου,
ἀπορχήσαό γε μὲν τὸν γάμον» (τέκνον τοῦ Τεισάνδρου, ἔχασες μὲ τὸν χορό σου τὸν γάμο). Ὁ Ἱπποκλείδης
ἐντὸς τοῦ κλίματος τῆς γενικῆς εὐθυμίας ἀπήντησε μὲ τὴν ἑξῆς καθοριστικὴ φράσιν: «Οὐ φροντὶς
Ἱπποκλείδῃ» (οὐδεμία σκοτούρα γιὰ τὸν Ἱπποκλείδη). Ὁ Κλεισθένης τελικῶς ἐπέλεξε γιὰ γαμβρό του τὸν
Μεγακλέα τὸν Ἀθηναῖο. Από τὸν γάμο αὐτὸν ἐγεννήθησαν δύο υἱοί. Ὁ πρῶτος ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ
του, Κλεισθένης, καὶ θεωρεῖται ὁ «πατὴρ» τῆς δημοκρατίας, καθὼς ἀπὸ τὸ 508-507 π.Χ. ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ
τὴν δημοκρατικὴ μεταρρύθμισιν τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ δεύτερος υἱὸς ὁ Ἱπποκράτης ἦτο ὁ παπποὺς τοῦ
Περικλέους, ἀπὸ τὸν γάμο τῆς κόρης του Ἀγαρίστης (ἡ ὁποία ἔλαβε τὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της) καὶ τοῦ
Ξανθίππου, υἱοῦ τοῦ Ἀρίφρονος.
11
Ἀπετέλουν τὴν σημαντικωτέρα ἑορτὴ εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ ἐτελοῦντο πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. Ἡ ἑορτὴ
ἐγκαινιάσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἐριχθόνιο, ἐνῷ μετὰ τὸν συνοικισμὸ τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν Θησέα
ἀναδιοργανώθη, μετωνομάσθη εἰς «Παναθήναια» καὶ ὡρίσθη νὰ τελῆται εἰς τὶς 28 τοῦ μηνὸς
Ἑκατομβαιῶνος. Ἀπὸ το 566 π.Χ. ἐπὶ ἄρχοντος Ἱπποκλείδου καθιερώθησαν τὰ Μεγάλα Παναθήναια, τὰ
ὁποῖα ἐορτάζοντο κάθε τέσσερα ἔτη καὶ διήρκουν δώδεκα ἡμέρες.
Σελὶς | 4
Ὁ Κίμων ἐγέννησε δύο υἱούς, τὸν Στησαγόρα τὸν δεύτερον καὶ τὸν Μιλτιάδη τὸν
τρίτον, τὸν ἔνδοξο στρατηγὸ τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ σχέσις τῆς οἰκογενείας του μὲ τὴν Χερσόνησον τῆς Θρᾴκης

Ἡ πολιτικὴ δύναμις καὶ ἐπιρροὴ εἰς τὴν Ἀθήνα τοῦ 6ου αἰῶνος π.Χ. ἐμοιράζετο μεταξὺ
ὀλίγων ἐπιφανῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου
εἶχαν συγκεντρώσει γῆν, πλοῦτον, κῦρος καὶ προνόμια, φροντίζοντας νὰ τὰ
μεταβιβάζουν εἰς τὶς ἑπόμενες γενεές τους.
Ὁ Μιλτιάδης Β΄ ἔζησε τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸν Πεισίστρατο12 καὶ παρ’ ὅλο ποὺ ἦτο
πλούσιος καὶ ἰσχυρός, ἀντετίθετο εἰς τὴν τυραννία του13:

«ἐν δὲ τῇσι Ἀθήνῃσι τηνικαῦτα εἶχε μὲν τὸ πᾶν κράτος Πεισίστρατος, ἀτὰρ ἐδυνάστευέ
γε καὶ Μιλτιάδης ὁ Κυψέλου ἐὼν οἰκίης τεθριπποτρόφου»14

12
Ὁ Πεισίστρατος υἱὸς τοῦ Ἱπποκράτους ἀπὸ τὸν ἐπίσημο οἶκο τῶν Φιλαϊδῶν ὑπῆρξε κατὰ διαστήματα
τύραννος τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ συνολικὰ περίπου 20 ἔτη ἐντὸς τῆς χρονικῆς περιόδου ἀπὸ τὸ 561 ἔως τὸ 527
π.Χ. Προσεπάθησε καὶ κατάφερε νὰ ἐπιβάλῃ τυραννίδα τρεῖς φορὲς ἐκμεταλλευόμενος τὶς διαμάχες μεταξὺ
ἀντιπάλων ἰσχυρῶν Ἀθηναϊκῶν οἰκογενειῶν ἢ χρησιμοποιῶντας μισθοφορικὸ στρατὸ καὶ τεχνάσματα
(Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίον 1ον, 59.1-64.3). Τὶς δύο πρῶτες φορὲς κατάφερε νὰ ἐπιβληθῇ γιὰ μικρὸ
χρονικὸ διάστημα, μετὰ τὸ ὁποῖον ἀνετράπη καὶ ἐξωρίσθη. Τὴν τρίτη φορὰ ὅμως ἔμεινε εἰς τὴν ἐξουσίαν
μέχρι τὸν θάνατόν του, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε ἀπὸ φυσικὰ αἴτια καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία τὸ 527 π.Χ. Τὸν διεδέχθησαν
οἱ υἱοί του, οἱ ἐπονομαζόμενοι Πεισιστρατίδαι, ὁ Ἱππίας καὶ ὁ Ἵππαρχος. Μερικὰ ἀπὸ τὰ διασημότερα ἔργα
τῆς ἐποχῆς τοῦ Πεισιστράτου ἦσαν τὸ ὑδραγωγεῖον, ἡ Ἐννεάκρουνος πηγὴ ἢ Καλλιρρόη εἰς τοὺς πρόποδες
τοῦ λόφου τῆς Ἀκροπόλεως, τὸ Ἑκατόμπεδον, δωρικὸς περίπτερος ναὸς εἰς τὴν Ἀκρόπολιν πρὸς τιμὴν τῆς
θεᾶς Ἀθηνᾶς πρόδρομος τοῦ Παρθενῶνος καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ὀλυμπίου Διός, ὁ ὁποῖος τελικὰ ὡλοκληρώθη
αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖο αὐτοκράτορα Ἀδριανό. Ἐπίσης συγκέντρωσε τὶς διασκορπισμένες ἀλλὰ
ἤδη γραπτὲς ῥαψῳδίες τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου. Ἀναφέρει ὁ Κικέρων εἰς τὸ ἔργον του «De oratore» (Βιβλίον
3ον, 137.8): «[Pisistratus], qui primus Homeri libros, confusos antea, sic disposuisse dicitur, ut nunc
habemus» ([Ὁ Πεισίστρατος] ὁ ὁποῖος πρῶτος, τὰ βιβλία τοῦ Ὁμήρου, τὰ ὁποῖα πρoηγουμένως ἦσαν
ἀνακατωμένα, τὰ ἐτακτοποίησε, ὥστε τώρα τὰ ἔχουμε).
13
Ἡ τυραννία δὲν εἶχε πάντοτε τὴν κακὴ σημασία τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε ἀργότερα. Ἀρχικῶς τύραννος
ἐσήμαινε τὸν ἀνώτατο ἐξουσιαστή, ὁ ὁποῖος δὲν ἐκλέγεται ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἀλλὰ ἀσκεῖ τὴν κρατικὴ
διοίκησιν βασιζόμενος εἰς τὴν ἰσχύν. Ἡ τυραννία μὲ τὴν ἔννοια τὴν ὁποίαν εἶχε πρὶν ἀπὸ τὸν 5ον αἰῶνα π.Χ.
συνέβαλε ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν ἀρχαιοελληνικὸ πολιτισμό. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι μεταξὺ τῶν Ἑπτὰ
Σοφῶν περιλαμβάνονται τύραννοι ὅπως ὁ Περίανδρος, ὁ Πιττακὸς καὶ ὁ Κλεόβουλος. Δὲν πρέπει λοιπὸν
νὰ συγχέουμε τὴν τυραννία ὡς πολιτειακὸ καθεστὼς μὲ τὴν ἐλέῳ Θεοῦ ἀπολυταρχία ἢ κοινὴ δικτατορία.
14
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 35.1).
Σελὶς | 5
(Ἐκείνη λοιπὸν τὴν ἐποχὴ ὁ Πεισίστρατος κατεῖχε ὅλην τὴν ἐξουσία εἰς τὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ
ὅμως ἦτο ἰσχυρὸς καὶ ὁ Μιλτιάδης ὁ [υἱὸς τοῦ] Κυψέλου, ὁ ὁποῖος προήρχετο ἀπὸ οἶκο ποὺ
ἔτρεφε ἵππους15 γιὰ ἀγῶνας τεθρίππων16),

«ἀχθόμενόν τε τῇ Πεισιστράτου ἀρχῇ καὶ βουλόμενον ἐκποδὼν εἶναι»17


(ἐδυσανασχέτει καὶ μὲ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Πεισιστράτου καὶ ἤθελε νὰ ξεφύγῃ).

Τὴν ἴδια ἐποχὴ κατεῖχον τὴν Χερσόνησο18 οἱ Δόλογκοι19. Δυτικὰ τῆς Χερσονήσου
κατοικοῦσαν οἱ Ἀψίνθιοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κηρύξει πόλεμον εἰς τοὺς Δολόγκους, ὥστε
οἱ δεύτεροι εὑρέθησαν εἰς μεγάλην δυσχέρειαν. Ἔστειλαν λοιπὸν πρεσβεία εἰς τοὺς
Δελφούς, γιὰ νὰ ἐρωτήσουν τὸ μαντεῖον πῶς θ’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν πόλεμον. Ἡ
Πυθία ἐχρησμοδότησε:

«οἰκιστὴν ἐπάγεσθαι ἐπὶ τὴν χώρην τοῦτον ὃς ἄν σφεας ἀπιόντας ἐκ τοῦ ἱροῦ πρῶτος
ἐπὶ ξείνια καλέσῃ»20
(νὰ φέρετε εἰς τὴν χώρα σας ὡς οἰκιστὴν αὐτὸν ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ἀποχώρησίν σας ἀπὸ τὸ
ἱερόν, πρῶτος θὰ σᾶς καλέσῃ γιὰ φιλοξενία).

Ἔτσι ἐπέστρεψαν μέσῳ τῆς Φωκίδος καὶ τῆς Βοιωτίας, ἐπίτηδες περιφερόμενοι καὶ
ζητῶντας φιλοξενία. Τέλος κατέβηκαν καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα. Τότε ὁ Μιλτιάδης ἔτυχε νὰ

15
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἡ κατοχὴ καὶ ἡ ἐκτροφὴ ἵππων συνεδέετο μὲ τὰ ἀνώτερα κοινωνικὰ
στρώματα καὶ ἀπετέλει ἔνδειξιν ἐξουσίας καὶ πλούτου. Ὅταν ἡ ἀθηναϊκὴ κοινωνία ὠργανώθη γιὰ πρώτη
φορὰ εἰς τρεῖς τάξεις ἀνάλογα μὲ τὴν καταγωγὴ καὶ τὸν πλοῦτο, οἱ ἰδιοκτῆτες ἵππων, οἱ καλούμενοι
«ἱππεῖς» κατέλαβον τὴν πρώτη τάξιν.
16
Ἀγῶνες μὲ μικρὰ ξύλινα δίτροχα ὀχήματα, τὰ ὁποῖα ἔσυρον τέσσερις ἵπποι.
17
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 35.3).
18
Ἡ μεγάλη θρακικὴ χερσόνησος, ἡ σημερινὴ χερσόνησος τῆς Καλλιπόλεως. Εἶναι χερσόνησος εἰς τὴν
Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, εἰς τὸ εὐρωπαϊκὸ τμῆμα τῆς Τουρκίας, ἡ ὁποία βρέχεται ἀπὸ τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος εἰς τὰ
δυτικά, ἀπὸ τὸν κόλπο τοῦ Σάρου εἰς τὰ βόρεια, ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντο εἰς τὰ νοτιοανατολικὰ καὶ ἀπὸ τὴν
Προποντίδα εἰς τὰ βορειοανατολικά.
19
Ἀρχαιότατος ἰθαγενὴς θρακικὸς λαός, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς τὴν θρακικὴ χερσόνησο, ἡ ὁποία ἔλαβε τὸ
ὄνομά της «Δολογκιὰς» ἀπὸ αὐτόν. Ὁ λαὸς ἔλαβε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν Δόλογκο, υἱὸν τοῦ Κρόνου καὶ τῆς
νύμφης Θρᾴκης. Τὸ 560 π.Χ. πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς γείτονές του Ἀψινθιανοὺς καὶ ἔπειτα ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ
μαντείου τῶν Δελφῶν ἀνηγόρευσε ἡγεμόνα του τὸν Μιλτιάδη Β΄. Τὸ ὄνομα τῶν Δολόγκων διετηρήθη μέχρι
τὴν ἐποχὴ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου (10ος αἰὼν μ.Χ.).
20
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 34.2).
Σελὶς | 6
κάθεται εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ οἴκου του. Ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς ἐκάλεσε γιὰ νὰ τοὺς
φιλοξενήσῃ21. Μετὰ ἀπὸ τὴν συνηθισμένη ὑποδοχὴν καὶ περιποίησιν, τοῦ εἶπον τὸν
χρησμὸν παρακαλῶντας τον νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Ἐκεῖνος εδέχθη μὲν, ἤθελε ὅμως νὰ
ἐρωτήσῃ καὶ ὁ ἴδιος τὸ μαντεῖον. Πηγαίνοντας λοιπὸν εἰς τοὺς Δελφοὺς καὶ
λαμβάνοντας χρησμὸν ὁ ὁποῖος τὸν ἱκανοποίει, ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ ἀφοῦ
πῆρε μαζί του ὅσους Ἀθηναίους ἤθελαν, ξεκίνησε γιὰ τὴν Χερσόνησον.
Οἱ Δόλογκοι τὸν ἀνεκήρυξαν ἀμέσως τύραννο. Ἐκεῖνος τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε εἶναι νὰ
κτίσῃ ἐγκάρσιο τεῖχος εἰς τὸ πιὸ στενὸ σημεῖον τῆς Χερσονήσου, ἀπὸ τὴν πόλιν
Πακτύη22 μέχρι τὴν Καρδία23, ὥστε ν’ ἀποτρέψῃ τὶς εἰσβολὲς τῶν Ἀψινθίων.
Ἐπιβουλεύονταν ὅμως καὶ οἱ Λαμψακηνοὶ24 τὴν Χερσόνησον καὶ ἄρχισε πόλεμον
ἐναντίον τους.
Ὁ Μιλτιάδης ἦτο ἄτεκνος καὶ ὅταν ἀπεβίωσε ἀνέλαβε τὴν ἐξουσίαν ὁ ἀνεψιός του
Στησαγόρας Β΄, ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία υἱὸς τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ του Κίμωνος
Α΄:

«μετὰ δὲ τελευτᾷ [Μιλτιάδης] ἄπαις, τὴν ἀρχήν τε καὶ τὰ χρήματα παραδοὺς


Στησαγόρῃ τῷ Κίμωνος ἀδελφεοῦ [παιδὶ] ὁμομητρίου»25

21
Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους ἐθεωρεῖτο ἱερὸν καθῆκον νὰ δεχθῇ κάποιος καὶ νὰ ὑπερασπίσῃ τὸν
ἀπροστάτευτο ξένο, ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν λέξιν «ξεῖνος» (ξένος) ἐπὶ παντὸς ξένου ἀνθρώπου ὁ
ὁποῖος δὲν παρουσιάζεται ὡς λῃστὴς ἢ ἐχθρός, ἑπομένως ἐπὶ ἀνθρώπου περιπλανωμένου ἢ ἐπισκέπτου, ὁ
ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὅτι διετέλει ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ ξενίου Διὸς καὶ ἔπρεπε νὰ ἀπολαύῃ τῶν
περιποιήσεων φίλου, ὥστε τὸ «ξεῖνος» σχετίζεται ἐνίοτε μὲ τὸν ἱκέτη. Μάλιστα ἀναφέρει εἰς τὴν
Ὀδύσσειαν (θ 546): «ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ’ ἱκέτης τε τέτυκται ἀνέρι, ὅς τ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ
πραπίδεσσι» (Σὰν ἀδελφὸς εἶναι ὁ ξένος καὶ ὁ ἱκέτης γιὰ τὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος εἶναι σώφρων).
22
Ἡ Πακτύη ἦτο πόλις τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου πρὸς τὴν Προποντίδα (θάλασσα τοῦ Μαρμαρά). Ἀπεῖχε
36 στάδια (περίπου 6,5 χιλιόμετρα) ἀπὸ τὴν Καρδία. Ἡ Πακτύη καὶ ἡ Καρδία ἑνώθηκαν ἀργότερα γιὰ νὰ
σχηματίσουν τὴν Λυσιμαχεία.
23
Ἡ Καρδία ἦτο ἡ μεγαλυτέρα πόλις τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου. Σύμφωνα μὲ τὸν θρῦλο πῆρε τὸ ὄνομά της
ὅταν κατὰ τὴν θυσία ἑνὸς ζῴου ἀπὸ τὸν ἀποικιστὴ ἀρχιτέκτονα Ἑρμοχάρη, ἕνα κοράκι ἅρπαξε τὴν καρδιὰ
τοῦ ζῴου καὶ τὴν ἄφησε εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ οἰκισμοῦ. Ἡ Καρδία ἦτο παλαιὰ ἀποικία τῶν Μιλησίων καὶ
Κλαζομενίων εἰς τὸν Μέλανα κόλπο.
24
Ἡ Λάμψακος ἦτο ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία τῶν Φωκαέων εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, εἰς τὶς ἀκτὲς τοῦ
Ἑλλήσποντου, εἰς τὴν βόρεια Τρωάδα. Ἱδρύθη τὸ 654 π.Χ. καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν τοπικὴ ἠρωίδα
Λαμψάκη.
25
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 38.1).
Σελὶς | 7
(Ἀργότερα ὅμως πεθαίνει [ὁ Μιλτιάδης] ἄκληρος, παραδίδοντας τὴν ἐξουσία καὶ τὴν
περιουσία [του] εἰς τὸν Στησαγόρα, τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ του Κίμωνος ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα).

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Κίμων παρέμεινε εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ τὸν μικρότερο σὲ ἡλικία υἱόν του
Μιλτιάδη Γ΄. Ἦτο ὅμως καὶ ἐκεῖνος ἐχθρὸς τοῦ Πεισιστράτου καὶ τῆς τυραννίας. Γι’
αὐτὸν τὸν λόγο ἐξωρίσθη μετὰ ἀπὸ ὀλίγον. Παρ’ ὅτι ἦτο ἐξόριστος, συμμετεῖχε καὶ
ἐνίκησε εἰς ἀγῶνα τεθρίππου εἰς τὴν Ὀλυμπίαν καὶ ἐδήλωσε τὴν νίκην εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πεισιστράτου, ἐξασφαλίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἐπιστροφή του εἰς τὴν
Ἀθήνα. Μετὰ ὅμως τὸν θάνατον τοῦ Πεισιστράτου, οἱ Πεισιστρατίδαι26 φοβούμενοι
ἴσως τὴν δημοτικότητά του καθὼς ἦτο τρεῖς φορὲς Ὀλυμπιονίκης, τὸν ἐφόνευσαν,
στήνοντάς του ἐνέδρα κοντὰ εἰς τὸ Πρυτανεῖον27.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸν Στησαγόρα, ἐνῷ ἐσυνεχίζετο ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν Λαμψακηνῶν
τὸν βρῆκε καὶ αὐτὸν ὁ θάνατος ἄκληρον:

«πληγέντα τὴν κεφαλὴν πελέκεϊ ἐν τῷ πρυτανηίῳ πρὸς ἀνδρὸς αὐτομόλου μὲν τῷ


λόγῳ, πολεμίου δὲ καὶ ὑποθερμοτέρου τῷ ἔργῳ»28
(κτυπημένο εἰς τὴν κεφαλὴ μὲ πέλεκυν, ἐντὸς τοῦ Πρυτανείου, ἀπὸ ἄνδρα φαινομενικὰ μὲν
αὐτόμολο, εἰς τὴν πραγματικότητα δὲ ἐχθρὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐνθέρμους).

Ὁ Μιλτιάδης Γ΄ εἰς τὴν Χερσόνησον

Οἱ Πεισιστρατίδαι, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ὁποίων γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Θρᾴκης προῆλθε
ἀπὸ τὶς μεταλλευτικὲς δραστηριότητες τοῦ πατρός τους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
δευτέρας ἐξορίας του, παρηκολούθουν μὲ ἀνησυχία αὐτὴν τὴν ἐξέλιξιν καί:

«ἐνθαῦτα Μιλτιάδεα τὸν Κίμωνος, Στησαγόρεω δὲ τοῦ τελευτήσαντος ἀδελφεόν,


καταλαμψόμενον τὰ πρήγματα ἐπὶ Χερσονήσου ἀποστέλλουσι τριήρεϊ οἱ

26
Οἱ υἱοί του Ἱππίας καὶ Ἵππαρχος.
27
Δημόσιον κτήριον τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν πόλεων, ἐντὸς τοῦ ὁποίου συνεστιοῦντο δωρεάν, τιμῆς
ἕνεκεν, οἱ τιμημένοι πολίτες τῆς πόλεως καὶ οἱ φιλοξενούμενοι ἀπὸ αὐτὴν ξένοι πρέσβεις.
28
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 38.2).
Σελὶς | 8
Πεισιστρατίδαι, οἵ μιν καὶ ἐν Ἀθήνῃσι ἐποίευν εὖ ὡς οὐ συνειδότες δῆθεν τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ [Κίμωνος] τὸν θάνατον»29
(ἀποστέλλουν οἱ Πεισιστρατίδαι ἐκεῖ τὸν Μιλτιάδη τὸν υἱὸν τοῦ Κίμωνος, ἀδελφὸ τοῦ
θανόντος Στησαγόρου, μὲ τριήρη, γιὰ νὰ συγκρατήσῃ τὰ πράγματα εἰς τὴν Χερσόνησο, οἱ
ὁποῖοι καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα τοῦ ἐφέροντο καλά, σὰν νὰ μὴ γνωρίζουν δῆθεν [γιὰ] τὸν θάνατον
τοῦ πατρός του Κίμωνος).

Ἐρχόμενος ὁ Μιλτιάδης Γ΄ εἰς τὴν Χερσόνησον καθόταν κλεισμένος εἰς τὸν οἶκον
του, μὲ πρόσχημα τὸ πένθος τοῦ ἀδελφοῦ του. Oἱ ἐπιφανέστεροι τῶν πόλεων τῆς
Χερσονήσου συγκεντρώθηκαν καὶ ἦλθον ὅλοι μαζὶ γιὰ νὰ τὸν συλλυπηθοῦν. Αὐτὸς
ὅμως τοὺς ἐφυλάκισε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔγινε τύραννος τῆς Χερσονήσου. Πρὸς
διατήρησιν τῆς ἐξουσίας του ἐθωρακίσθη μὲ προσωπικὴ φρουρὰ 500 ἀνδρῶν.
Ἐν συνεχείᾳ γιὰ περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἔλαβε σύζυγον τὴν Ἡγησιπύλην, κόρη τοῦ
Ὁλόρου βασιλέως τῶν Θρακῶν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε τὸν Κίμωνα Β΄30 καὶ τὴν
Ἐλπινίκην31.

29
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 39.1).
30
Ὑπῆρξε ἐπιφανὴς Ἀθηναῖος στρατηγὸς καὶ πολιτικὸς μὲ ἐξέχουσα δρᾶσιν εἰς τὴν πολιτικὴ ζωὴ καὶ τὶς
πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τῶν Ἀθηνῶν. Ὅταν ἦτο νέος ἔλαβε μέρος εἰς τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος ὅπου
ἐπολέμησε ἠρωικῶς. Ἐξελέγετο στρατηγὸς κάθε ἔτος ἀπὸ τὸ 479 π.Χ. ἕως τὸ 462 π.Χ. καὶ ἡγήθη τῶν
πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων τῶν Ἀθηναίων εἰς τὰ πλαίσια τῆς συμμαχίας τῆς Δήλου, ὅπου τοῦ ἐδόθη ἡ
δυνατότης ἐπιδείξεως τῶν ἱκανοτήτων του εἰς τὸν στρατιωτικὸ τομέα. Ἡ κορυφαία νίκη του ἦτο κατὰ τοῦ
περσικοῦ ναυτικοῦ καὶ πεζικοῦ εἰς τὸν Εὐρυμέδοντα ποταμὸ εἰς τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (466
π.Χ.). Ὑπεστήριξε τὴν συνεργασία τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Σπάρτης γιὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τοῦ περσικοῦ
κινδύνου. Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ γραμμή του καὶ κυρίως τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξησφάλισε τὴν ἀθηναϊκὴ βοήθεια πρὸς
τὴν Σπάρτη γιὰ τὴν κατάπνιξιν τῆς ἐξεγέρσεως τῶν εἱλώτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀποτυχία του νὰ
καταργήσῃ τὶς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτου (462 π.Χ.), τὸν ἔκαναν νὰ χάσῃ τὴν ἐπιρροὴ καὶ τὸ γόητρόν
του εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ νὰ ὀστρακισθῇ τὸ ἴδιο ἔτος εἰς τὴν Βοιωτία. Μετὰ ἀπὸ δεκάχρονη ἐξορία ἐπανῆλθε
καὶ ἡγήθη τῆς ἐκστρατείας τῶν Ἀθηναίων εἰς τὴν Κύπρο (451 π.Χ.), ὅπου καὶ ἀπεβίωσε. Ἔμεινε γνωστὸς
γιὰ τὴν γενναιοδωρία του, διότι ἀνελάμβανε προθύμως τὶς δαπάνες τῶν λειτουργιῶν. Ἐθεμελίωσε μὲ δικά
του ἔξοδα πολλὰ ἔργα ἐντὸς τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
31
Ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι Παράλληλοι, Κίμων» γιὰ τὴν Ἐλπινίκη (4.5): «ἔτι δὲ νέος
ὢν [ὁ Κίμων] αἰτίαν ἔσχε πλησιάζειν τῇ ἀδελφῇ. καὶ γὰρ οὐδ’ ἄλλως τὴν Ἐλπινίκην εὔτακτόν τινα
γεγονέναι λέγουσιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς Πολύγνωτον ἐξαμαρτεῖν τὸν ζῳγράφον· καὶ διὰ τοῦτό φασιν ἐν τῇ
Πεισιανακτείῳ τότε καλουμένῃ, Ποικίλῃ δὲ νῦν στοᾷ, γράφοντα τὰς Τρῳάδας τὸ τῆς Λαοδίκης ποιῆσαι
πρόσωπον ἐν εἰκόνι τῆς Ἐλπινίκης» (Ὅταν ἦτο ἀκόμη νέος [ὁ Κίμων] κατηγορήθη ὅτι συνευρίσκετο μὲ τὴν
ἀδελφή του. Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ λένε ὅτι οὔτε ἡ Ἐλπινίκη ἦτο καμμιὰ πειθαρχημένη, ἀλλὰ ὅτι ὑπέπεσε εἰς
σφάλμα καὶ μὲ τὸν Πολύγνωτο τὸν ζωγράφο. Καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λένε ὅτι ἐντὸς τῆς Πεισιανακτείου τότε
καλουμένης, τώρα ὅμως Ποικίλης στοᾶς, ὅταν ἐζωγράφιζε τὶς Τρωάδας, τὸ πρόσωπον τῆς Λαοδίκης τὸ
Σελὶς | 9
Ἀργότερα ὑπέταξε τὴν Λῆμνον τὴν ὁποίαν τότε κατεῖχον οἱ Πελασγοί32, μὲ τὸν ἑξῆς
τρόπο:

«ὀλίγον τινὰ χρόνον οἰκήσαντες ἐν ταῖς Ἀθήναις ὤφθησαν ἐπανιστάμενοι τῇ πόλει·


καὶ πολλοὶ μὲν αὐτῶν ἀπώλοντο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, ἄλλοι δὲ ἐκφυγόντες Λῆμνον
καὶ Ἴμβρον ᾤκησαν. χρόνῳ δὲ ὕστερον ἀπὸ ταύτης τῆς αἰτίας ἐχθρωδῶς διακείμενοι
τοῖς Ἀθηναίοις ὥρμησαν εἰς πλοῖα, καὶ κατασχόντες Βραύρωνα τῆς Ἀττικῆς ἥρπασαν
παρθένους ἀρκτευομένας τῇ θεῷ τοῖς Βραυρωνίοις, αἷς συνῴκησαν»33

ἐζωγράφισε κατ’ εἰκόνα τῆς Ἐλπινίκης) καὶ συνεχίζει (4.7): «εἰσὶ δ’ οἳ τὴν Ἐλπινίκην οὐ κρύφα τῷ Κίμωνι,
φανερῶς δὲ γημαμένην συνοικῆσαι λέγουσιν, ἀξίου τῆς εὐγενείας νυμφίου διὰ τὴν πενίαν ἀποροῦσαν· ἐπεὶ
δὲ Καλλίας τῶν εὐπόρων τις Ἀθήνησιν ἐρασθεὶς προσῆλθε τὴν ὑπὲρ τοῦ πατρὸς καταδίκην ἐκτίνειν ἕτοιμος
ὢν πρὸς τὸ δημόσιον, αὐτήν τε πεισθῆναι καὶ τὸν Κίμωνα τῷ Καλλίᾳ συνοικίσαι τὴν Ἐλπινίκην»
(Ὑπάρχουν ὅμως καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι ἡ Ἐλπινίκη δὲν συζοῦσε μὲ τὸν Κίμωνα εἰς τὰ κρυφά, ἀλλὰ
εἰς τὰ φανερὰ ὡς νόμιμη σύζυγός του, διότι ἐξ αἰτίας τῆς πτώχειας δὲν εὕρισκε γαμβρὸ ἄξιο τῆς εὐγενοῦς
καταγωγῆς της. Ὅταν ὅμως ὁ Καλλίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλουσίους τῶν Ἀθηνῶν, τὴν ἐρωτεύθη [καὶ]
προσῆλθε ἕτοιμος ν’ ἀποπληρώσῃ εἰς τὸ δημόσιον τὸ πρόστιμον τὸ ὁποῖον εἶχε ἐπιβληθῇ εἰς τὸν πατέρα
της, ἐπείσθη καὶ αὐτὴ καὶ ὁ Κίμων ἔδωσε τὴν Ἐλπινίκη ὡς σύζυγο εἰς τὸν Καλλία). Ὅταν ὁ Κίμων ἐδικάζετο
καὶ ἐκινδύνευε νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον, ἡ Ἐλπινίκη ἐμεσολάβησε γιὰ νὰ καταπραΰνῃ τὸν Περικλέα
(14.4): «μνησθεὶς δὲ τῆς κρίσεως ἐκείνης ὁ Στησίμβροτός φησι τὴν Ἐλπινίκην ὑπὲρ τοῦ Κίμωνος δεομένην
ἐλθεῖν ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ Περικλέους (οὗτος γὰρ ἦν τῶν κατηγόρων ὁ σφοδρότατος), τὸν δὲ μειδιάσαντα
"γραῦς εἶ," φάναι, "γραῦς, ὦ Ἐλπινίκη, ὡς τηλικαῦτα διαπράττεσθαι πράγματα·" πλὴν ἔν γε τῇ δίκῃ
πρᾳότατον γενέσθαι τῷ Κίμωνι καὶ πρὸς τὴν κατηγορίαν ἅπαξ ἀναστῆναι μόνον, ὥσπερ ἀφοσιούμενον.
ἐκείνην μὲν οὖν ἀπέφυγε τὴν δίκην» (Ἐνθυμούμενος ἐκείνης τῆς δίκης ὁ Στησίμβροτος λέει ὅτι ἡ Ἐλπινίκη
πῆγε εἰς τὴν οἰκία τοῦ Περικλέους γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσῃ γιὰ τὸν Κίμωνα, διότι αὐτὸς ἦτο ὁ πιὸ σφοδρὸς
ἀπὸ τοὺς κατηγόρους, καὶ αὐτὸς χαμογελῶντας εἶπε: «Εἶσαι γραῖα, Ἐλπινίκη, γραῖα γιὰ νὰ κάνῃς τέτοιου
εἴδους πράγματα γιὰ χάριν [του]». Ὅμως εἰς τὴν δίκη ἦτο ἠπιότατος μὲ τὸν Κίμωνα καὶ ἐσηκώθη γιὰ νὰ
ὑποστηρίξῃ τὴν κατηγορία μόνον μία φορά, σὰν νὰ ἦτο ὑποχρεωμένος. Εἰς ἐκείνην λοιπὸν τὴν δίκη
ἠθωώθη).
32
Ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδος οἱ ὁποῖοι ἐπεκτάθησαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν Δωδώνη τῆς
᾿Ηπείρου εἰς τὴν Θεσσαλία, Βοιωτία, ᾿Αττικὴ καὶ μέρος τῆς Πελοποννήσου, κυρίως εἰς τὴν ᾿Αργολίδα καὶ
τὴν ᾿Αρκαδία. Τους εὑρίσκουμε ἐπίσης εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία (σύμμαχοι τῶν Τρώων, Ὅμηρος Ἰλιὰς Β 840-843)
καὶ τὴν Ἰταλία (Τυρρηνοὶ ἢ Ἑτροῦσκοι, Στράβων Γεωγραφικὰ Βιβλίον 5ον, 2.4). Οἱ διάφορες ἀναφερόμενες
ἐτυμολογίες τοῦ ὀνόματός τους κωδικοποιοῦν τὴν ἀρχαιότητα τοῦ πελασγικοῦ φύλου καὶ τὸ φιλαπόδημον,
ὅπως ἐκ τοῦ πάλαι + γέγαα (παρακείμενος τοῦ ῥήματος γίγνομαι), ἐκ τοῦ πέληος= παλαιός, γέρος + ἄργος=
πεδίον, ἔδαφος, δηλαδὴ ὁ παλαιὸς κάτοικος, ἐκ τοῦ πλάζω= περιπλανῶμαι κυρίως διὰ θαλάσσης, ἐκ τοῦ
πέλας= πλησίον + ἄγω (ὁδηγῶ, μεταφέρω) δηλαδὴ εἰς τοὺς πέλας (τοὺς γείτονας λαοὺς ἢ τὰ γειτονικὰ μέρη)
μεταβαίνω. Περὶ τῆς τεκτονικῆς δεξιότητός τους μαρτυροῦν τὰ μέχρι σήμερα σωζόμενα ὁγκώδη λείψανα
τῶν λιθίνων ἀκροπόλεών τους, τὰ λεγόμενα Κυκλῴπεια τείχη, εἰς τὸ Ἄργος, τὴν Τίρυνθα, τὶς Μυκῆνες καὶ
τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν (τὸ πανάρχαιο, δυτικὸ τεῖχος τῆς Ἀκροπόλεως ὀνομάζεται Πελασγικόν).
33
Φιλόχορος, Ἀποσπάσματα (3b,328,F.100.3).
Σελὶς | 10
(Ἀφοῦ [οἱ Πελασγοὶ] κατοίκησαν εἰς τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποιο μικρὸ διάστημα, ἔγιναν
ἀντιληπτοὶ γιὰ συμμετοχὴ εἰς ἐπανάστασιν ἐναντίον τῆς πόλεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς
ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, ἐνῷ ἄλλοι διαφεύγοντας κατοίκησαν τὴν Λῆμνον καὶ τὴν
Ἴμβρον. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ἐχθρικῶς διακείμενοι πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς
κατηγορίας, ἐπεβιβάσθηκαν εἰς τὰ πλοῖα [γιὰ τὴν πραγματοποίησιν ἑφόδου], καὶ ἀφοῦ
κατέλαβον τὴν Βραυρῶνα τῆς Ἀττικῆς ἅρπαξαν τὶς παρθένους οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦσαν ὡς
ἄρκτοι34 τὴν θεὸ τῶν Βραυρωνίων35, [καὶ ἄρχισαν νὰ] συζοῦν μὲ αὐτές).

Ἔπειτα ἐφόνευσαν καὶ αὐτὲς καὶ ὅσα τέκνα ἐγεννήθησαν ἐξ αὐτῶν. Συνέβη ὅμως
ἀφορία εἰς τὴν Λῆμνον καὶ οἱ Πελασγοὶ ἔστειλαν πρεσβεία εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ
ἐρωτήσουν τὸ μαντεῖον πῶς θ’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ Πυθία ἐχρησμοδότησε ὅτι
τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματοῦσε, ἐὰν δὲν ἱκανοποιοῦσαν ὁποιανδήποτε ἀξίωσιν τῶν
Ἀθηναίων γιὰ τὴν ἀδικία τὴν ὁποίαν τοὺς προεκάλεσαν. Ἐκεῖνοι ἐζήτησαν τὴν
Λῆμνον. Οἱ Πελασγοὶ ὡστόσο τοὺς ἀπέφυγον μὲ σόφισμα, λέγοντες ὅτι θὰ τὴν δώσουν,
μὲ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν χώρα τους μὲ βόρειον ἄνεμον
αὐθημερὸν εἰς τὴν νῆσον.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἀρχικὰ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀντιδράσουν εἰς τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν Πελασγῶν.
Ὁ Μιλτιάδης ὅμως θεωρῶντας τὴν Χερσόνησον τόπο τῶν Ἀθηναίων ἔπλευσε μὲ

34
Πρόκειται γιὰ τὴν Βραυρωνία Ἄρτεμιν. Τὴν λατρεία τῆς Ἀρτέμιδος ἔφερον εἰς τὴν Βραυρῶνα ὁ Ὀρέστης
καὶ ἡ Ἰφιγένεια, τὰ τέκνα τοῦ Ἀγαμέμνονος. Ὁ Εὐριπίδης εἰς τὴν τραγῳδία του «Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις»
περιγράφει πῶς ὁ Ὀρέστης, προκειμένου νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες οἱ ὁποῖες τὸν ἐβασάνιζον γιὰ τὸν
φόνο τῆς μητρός του, μετέβη εἰς τὴν Ταυρικὴ (Κριμαία) ἀκολουθῶντας χρησμὸ τοῦ Ἀπόλλωνος,
προκειμένου νὰ πάρῃ τὸ διιπετὲς ξόανον (ξύλινο ὁμοίωμα) τῆς Ἀρτέμιδος καὶ νὰ τὸ μεταφέρῃ εἰς τὴν
Ἀττική, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του Ἰφιγένεια. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς ὁ Ὀρέστης ἐκπλήρωσε τὴν
ἀποστολή του καὶ τὰ δύο ἀδέλφια ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἀττική. Μὲ ὑπόδειξιν τῆς θεᾶς ὁ Ὀρέστης ἵδρυσε εἰς
τὶς Ἀλὲς Ἀραφινῆδες (περιοχὴ μεταξὺ Βραυρῶνος καὶ Μαραθῶνος) τὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος Ταυροπόλου γιὰ
νὰ στεγάσῃ τὸ ξόανόν της, ἐνῷ ἡ Ἰφιγένεια παρέμεινε γιὰ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της ὡς κλειδοῦχος ἱέρεια
εἰς τὸ Ἱερὸν τῆς Βραυρῶνος, ὅπου καὶ ἐτάφη. Ὅπως μαρτυροῦν τὰ πλούσια ἀναθήματα τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν
εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐκτίθενται εἰς τὸ Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Βραυρῶνος, ἡ Ἄρτεμις ἐλατρεύετο ἐκεῖ κυρίως
ὡς προστάτις τοῦ γάμου, τῶν γυναικῶν, τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἀνατροφῆς τῶν
τέκνων (Ἄρτεμις Κουροτρόφος).
35
Μία φορὰ κάθε τέσσερα χρόνια, γιὰ ἕνα συγκεκριμένο χρονικὸ διάστημα, μικρὲς σὲ ἡλικία Ἀθηναῖες, οἱ
ἐπονομαζόμενες «ἄρκτοι» ἐγκατέλειπον τὴν ζωὴ ἐντὸς τῆς οἰκογενείας τους καὶ ἀνεχώρουν γιὰ τὸ ἱερὸν
τῆς Βραυρωνίας Ἀρτέμιδος. Ἐκεῖ, μέσῳ τῆς θητείας τους καὶ τῆς μυητικῆς διαδικασίας τὰ κορίτσια
περνοῦσαν ἀπὸ τὴν παιδικὴ εἰς τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία καὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὸ ἑπόμενο στάδιον τῆς ζωῆς
τους, τὸν γάμο.
Σελὶς | 11
βόρειον ἄνεμον ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἑλεοῦντος, τὴν μητρόπολιν τῆς Χερσονήσου, καὶ
ἀφοῦ ἔφθασε αὐθημερὸν εἰς τὴν Λῆμνον παρήγγειλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν νῆσον οἱ
Πελασγοί, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν τους. Ὡστόσο:

«Μυριναῖοι τῶν Πελασγικῶν ὑποσχέσεων οὐ φροντίσαντες ἀπέκλεισαν τῷ Μιλτιάδῃ


τὰς πύλας, κἀκεῖνος πολιορκίᾳ περιεστήσατο αὐτούς. Ἕρμων δ’ Ἡφαιστιέων τύραννος
ὢν, φοβηθεὶς τὴν δύναμιν, ἔφη χαριζόμενος τοῖς Ἀθηναίοις φίλοις οὖσιν ἐμπεδοῦν τὰ
ὁμολογηθέντα ὑπὸ τῶν Πελασγῶν, καὶ ἀμαχεὶ παρέδωκε τὴν πόλιν»36
(Οἱ Μυριναῖοι μὴ δίδοντας σημασία εἰς τὶς πελασγικὲς ὑποσχέσεις, ἔκλεισαν τὶς πύλες εἰς τὸν
Μιλτιάδη, καὶ ἐκεῖνος τοὺς περιέβαλε μὲ πολιορκία. Ὁ Ἕρμων ὁ ὁποῖος ἦτο τύραννος τῶν
Ἡφαιστιέων37, φοβούμενος τὴν [στρατιωτικὴ] δύναμιν, εἶπε ὅτι ἐπικυρώνει τὰ ὅσα εἶχαν
συμφωνηθῇ ἀπὸ τοὺς Πελασγούς, κάνοντας χάριν εἰς τοὺς Ἀθηναίους οἱ ὁποῖοι ἦσαν φίλοι,
καὶ παρέδωσε τὴν πόλιν χωρὶς μάχη).

Ἔτσι λοιπὸν ὑπέταξε ὁ Μιλτιάδης τὴν Λῆμνον εἰς τοὺς Ἀθηναίους, λύνοντας μὲ
σόφισμα τὸ σόφισμα.

Ἡ ἐκστρατεία τοῦ Δαρείου ἐναντίον τῶν Σκυθῶν

Ὁ Δαρεῖος Α΄ συνεχίζοντας τὴν ἐπεκτατικὴ πολιτικὴ τῶν προκατόχων του καὶ μὲ τὴν
λογικὴ ἐξασφαλίσεως σταθεροῦ ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους προγεφυρώματος,
ἀπεφάσισε νὰ ἐπιτεθῇ εἰς τοὺς Σκύθας38, λαμβάνοντας συμμάχους τοὺς Ἴωνας καὶ τοὺς
Αἰολεῖς οἱ ὁποῖοι βέβαια ἦσαν ὑποτελεῖς του39, καθὼς καὶ τὸν Μιλτιάδη Γ΄. Ὁ

36
Χάραξ, Ἀποσπάσματα (30.2).
37
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Στέφανος Βυζάντιος εἰς τὸ ἔργον του «Ἐθνικὰ» (Λ413.8): «Λῆμνος, νῆσος πρὸς τῇ
Θρᾴκῃ, δύο πόλεις ἔχουσα, Ἡφαιστίαν καὶ Μύριναν, ὡς Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ» (Λῆμνος, νῆσος κοντὰ εἰς τὴν
Θρᾴκη, ἡ ὁποία ἔχει δύο πόλεις, τὴν Ἡφαιστία καὶ τὴν Μύρινα, ὅπως [ἀναφέρει] ὁ Ἑκαταῖος [εἰς τὸ βιβλίον
του γιὰ τὴν] Εὐρώπη).
38
Οἱ Σκύθαι ζοῦσαν κυρίως εἰς τὶς περιοχὲς τῆς βορείου ἀκτῆς τοῦ Εὐξείνου Πόντου, τῆς νοτίου Ῥωσίας,
τῆς Κριμαίας, μέχρι καὶ τὴν Σιβηρία. Οἱ Σκύθαι κατέλαβον ἐπὶ πλέον τὴν λεκάνη τῶν Καρπαθίων καθὼς
καὶ τμήματα τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Δοβρουτσᾶς (δυτικῆς ἀκτῆς τοῦ Εὐξείνου Πόντου μεταξὺ τοῦ Κάτω
Δουνάβεως καὶ τῶν σημερινῶν συνόρων Ῥουμανίας καὶ Βουλγαρίας). Εἰς τὴν πλειονότητά τους ἦσαν
νομάδες καὶ καλοὶ ἱππεῖς.
39
Ἡγέται τοῦ ἑλληνικοῦ τμήματος στρατοῦ τὸ ὁποῖον ἠκολούθησε τὸν Δαρεῖο ἦσαν ὁ Ἰστιαῖος ἀπὸ τὴν
Μίλητο, ὁ Ἀρισταγόρας ἀπὸ τὴν Κύζικο, ὁ Ἵπποκλος ἀπὸ τὴν Λάμψακο, ὁ Αἰάκης ἀπὸ τὴν Σάμο, ὁ Λαοδάμας
Σελὶς | 12
Μιλτιάδης δὲν ἦτο ὑποτελής του, ἀλλὰ προκειμένου νὰ διατηρήσῃ τὴν σχέσιν καλῆς
γειτονίας μὲ τὴν περσικὴ αὐτοκρατορία, ἠκολούθησε τὴν ἐκστρατεία.
Εἰς τὶς ἀρχὲς τῆς ἀνοίξεως τοῦ 513 π.Χ. μία στρατιὰ δυνάμεως 700.000 ἀνδρῶν
διέσχισε τὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου, μέσῳ τῆς πλωτῆς γέφυρας40 τὴν ὁποία κατεσκεύασε
ὁ Μανδροκλῆς ὁ Σάμιος41. Παράλληλα 600 πολεμικὰ σκάφη ἔπλευσαν ἐντὸς τοῦ
Εὐξείνου Πόντου παρακολουθῶντας ἀπὸ θαλάσσης τὶς κινήσεις τοῦ στρατοῦ. Κάτω
ἀπὸ τὸ βάρος τῆς τεραστίας περσικῆς δυνάμεως ὅλες οἱ πόλεις καὶ οἱ λαοὶ τῆς Θρᾴκης
ὑπετάχθησαν καὶ ὁ Δαρεῖος ἔφθασε χωρὶς νὰ συναντήσῃ ἀντίστασιν ἕως τὸν ποταμὸ
Ἴστρον42 ὅπου κατεσκεύασε δευτέρα γέφυρα γιὰ νὰ περάσῃ ὁ στρατός του.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγεφύρωσε τὸν Ἴστρον, εἰσέβαλε εἰς τὴν Σκυθίαν καὶ ἄφησε τοὺς
Ἕλληνας νὰ φυλάσσουν τὴν γέφυραν. Ἐπειδὴ ὅμως ἐταλαιπωρεῖτο συνεχῶς ἀπὸ τὶς
ἐπιθέσεις τῶν ταχυτάτων Σκυθῶν ἱπποτοξοτῶν καὶ ἐβάδιζε σὲ μία ἐντελῶς ἄγνωστη
χώρα, διέταξε τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς ἐκστρατείας καὶ τὴν ἐπιστροφὴ μέσῳ τῆς ἰδίας
ὁδοῦ.

ἀπὸ τὴν Φώκαια, ὁ Ἡρόφαντος ἀπὸ τὸ Πάριον, ὁ Δάφνις ἀπὸ τὴν Ἄβυδο, ὁ Μητρόδωρος ἀπὸ τὴν
Προκόννησο, ὁ Ἀρίστων ἀπὸ τὸ Βυζάντιον, ὁ Στράττις ἀπὸ τὴν Χῖο, ὁ Κώης ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ὁ
Ἀρισταγόρας ἀπὸ τὴν Κύμη.
40
Ἡ πρώτη καταγεγραμμένη κατασκευὴ πλωτῆς γέφυρας.
41
Ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» (Βιβλίον 4ον, 88.1): «Δαρεῖος δὲ μετὰ ταῦτα ἡσθεὶς τῇ
σχεδίῃ τὸν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς Μανδροκλέα τὸν Σάμιον ἐδωρήσατο πᾶσι δέκα. ἀπ’ ὧν δὴ Μανδροκλέης
ἀπαρχήν, ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου καὶ βασιλέα τε Δαρεῖον ἐν προεδρίῃ κατήμενον
καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ διαβαίνοντα, ταῦτα γραψάμενος ἀνέθηκε ἐς τὸ Ἥραιον, ἐπιγράψας τάδε· Βόσπορον
ἰχθυόεντα γεφυρώσας ἀνέθηκε Μανδροκλέης Ἥρῃ μνημόσυνον σχεδίης, αὑτῷ μὲν στέφανον περιθείς,
Σαμίοισι δὲ κῦδος, Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας κατὰ νοῦν» (Μετὰ ἀπὸ αὐτά, εὐχαριστημένος ὁ Δαρεῖος μὲ
τὴν πλωτὴ γέφυρα, ἐχάρισε εἰς τὸν κατασκευαστή της, τὸν Μανδροκλέα τὸν Σάμιο, δέκα ἀπὸ κάθε εἶδος.
Ἀπὸ τὰ ἐκλεκτώτερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Μανδροκλῆς ἀναπαρέστησε μὲ ζωγραφιὰ ὅλην τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου
καὶ τὸν βασιλέα Δαρεῖο νὰ κάθεται σὲ δημόσια ἕδρα καὶ τὸν στρατό του νὰ διέρχεται. Ἀφοῦ ἐζωγράφισε
αὐτά, τὰ ἀφιέρωσε εἰς τὸ Ἡραῖον, χαράζοντας τὴν ἑξῆς ἐπιγραφή: Ὁ Μανδροκλῆς ὁ ὁποῖος ἐγεφύρωσε τὸν
Βόσπορο ποὺ εἶναι γεμάτος ψάρια ἀφιέρωσε ἐνθύμιον τῆς γέφυρας εἰς τὴν Ἥρα, γιὰ τὸν ἴδιον στέφανον
δόξης, γιὰ τοὺς Σαμίους αἴγλη, καθὼς τὴν ὁλοκλήρωσε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ βασιλέως Δαρείου).
42
Πρόκειται γιὰ τὸν ποταμὸ Δούναβιν, τὸν δεύτερο μεγαλύτερο ποταμὸ τῆς Εὐρώπης. Ὁ Δούναβις ἔχει τὶς
πηγές του εἰς τὴν πόλιν Ντοναουέσινγκεν (Donaueschingen) τῆς Γερμανίας, εἰς τὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν
Μπρίγκαχ (Brigach) καὶ Μπρὲγκ (Breg). Ἔπειτα ῥέει νοτιοανατολικὰ γιὰ 2.872 χιλιόμετρα διασχίζοντας
τέσσερις πρωτεύουσες χωρῶν τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης πρὶν ἐκβάλῃ εἰς τὸν Εὔξεινο Πόντο εἰς τὰ σύνορα
Ῥουμανίας καὶ Οὐκρανίας.
Σελὶς | 13
Οἱ Σκῦθαι εἰς τὴν προσπάθειά τους ν’ ἀποκόψουν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Δαρείου,
ἔστειλαν μήνυμα εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ διαλύσουν τὴν γέφυραν. Πρῶτος ὁ Μιλτιάδης
τοὺς παρότρυνε νὰ τὸ πράξουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν τόπο τους, καὶ ἐπείσθησαν
ὅλοι ἐκτὸς τοῦ τυράννου τῶν Μιλησίων Ἱστιαίου, ὁ ὁποῖος τελικῶς ἀνέτρεψε καὶ τὶς
γνῶμες τῶν ἄλλων:

«Ἱστιαίου δὲ τοῦ Μιλησίου ἐναντίη ταύτῃ, λέγοντος ὡς νῦν μὲν διὰ Δαρεῖον ἕκαστος
αὐτῶν τυραννεύει πόλιος, τῆς Δαρείου δὲ δυνάμιος καταιρεθείσης οὔτε αὐτὸς
Μιλησίων οἷός τε ἔσεσθαι ἄρχειν οὔτε ἄλλον οὐδένα οὐδαμῶν· βουλήσεσθαι γὰρ
ἑκάστην τῶν πολίων δημοκρατέεσθαι μᾶλλον ἢ τυραννεύεσθαι»43
([Ἡ πρότασις τοῦ] Ἱστιαίου τοῦ Μιλησίου [ἦτο] ἀντίθετος μὲ αὐτήν, λέγοντος ὅτι τώρα χάρις
εἰς τὸν Δαρεῖον κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἄρχων πόλεως, ἀλλὰ ἐὰν καταλυθῇ ἡ δύναμις τοῦ
Δαρείου, οὔτε ὁ ἴδιος θὰ μπορέσῃ νὰ ἐξουσιάζῃ τοὺς Μιλησίους οὔτε ἄλλος κανεὶς κανέναν.
Διότι κάθε μία ἀπὸ τὶς πόλεις θὰ προτιμήσῃ νὰ ἔχῃ δημοκρατικὸ πολίτευμα παρὰ νὰ
κυβερνᾶται τυραννικῶς).

Καταδιώκοντες λοιπὸν τὸν Δαρεῖον οἱ Σκύθαι εἰσέβαλον καὶ εἰς τὴν Θρᾴκην καὶ
ἠναγκάσθη ὁ Μιλτιάδης νὰ διαφύγῃ εἰς τὴν Ἀθήνα. Μετὰ ὅμως τὴν ὑποχώρησιν τῶν
Σκυθῶν, οἱ Δόλογκοι ἔστειλαν πρέσβεις εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ τὸν ἐκάλεσαν ξανὰ εἰς τὴν
Χερσόνησον τὸ 507 π.Χ.

Ἰωνικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁριστικὴ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Ἀθήνα

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἰωνικῆς ἐπαναστάσεως, οἱ τότε ὑποτελεῖς τοῦ Δαρείου
Φοίνικες44 ἔφθασαν εἰς τὴν Τένεδον μὲ σκοπὸ νὰ συλλάβουν τὸν Μιλτιάδη:

43
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 4ον, 137.2).
44
Οἱ Φοίνικες ἦσαν λαὸς ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς τὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Μεσογείου, εἰς τὶς ἀκτὲς τῆς
σημερινῆς Συρίας, τοῦ Λιβάνου καὶ τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Ἕλληνες τοὺς ἔδωσαν τὸ ὄνομα Φοίνικες ἀπὸ τὴν λέξιν
«φοινὸς» ἡ ὁποία σημαίνει βαθυκόκκινος, διότι οἱ Φοίνικες ἦσαν παραγωγοὶ τόσο τοῦ πορφυροῦ χρώματος
ἀπὸ τὸ θαλάσσιο ὄστρακον τῆς πορφύρας ὅσο καὶ τῶν πορφυρῶν ὑφασμάτων, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολύτιμα καὶ
περιζήτητα εἰς τὴν Μεσόγειο. Ἀνέπτυξαν πολιτισμὸ μὲ κέντρα πόλεις ὅπως ἡ Τύρος, ἡ Σιδών, ἡ Βύβλος καὶ
σημαντικὴ ἐμπορικὴ δραστηριότητα εἰς ὅλην τὴν Μεσόγειον.
Σελὶς | 14
«τότε δὲ πυνθανόμενος εἶναι τοὺς Φοίνικας ἐν Τενέδῳ πληρώσας τριήρεας πέντε
χρημάτων τῶν παρεόντων ἀπέπλεε ἐς τὰς Ἀθήνας»45
(Τότε λοιπὸν πληροφορούμενος ὅτι οἱ Φοίνικες εὑρίσκονται εἰς τὴν Τένεδο, γέμισε πέντε
τριήρεις μὲ ὅσα πράγματα εἶχε πρόχειρα [καὶ] ἔβαλε πλώρη γιὰ τὴν Ἀθήνα).

Οἱ Φοίνικες τὸν συνήντησαν κοντὰ εἰς τὴν Χερσόνησο, ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ Μέλανος
Κόλπου46, καὶ τὸν κατεδίωξαν τόσο σφροδρῶς, ὥστε κατέλαβον μίαν τριήρη,
κυβερνήτης τῆς ὁποίας ἦτο ὁ υἱός του Μητίοχος, ὄχι ἀπὸ τὴν Ἡγησιπύλη, ἀλλὰ ἀπὸ
ἄλλη γυναῖκα. Ὅταν ἔμαθον ὅτι ἦτο υἱὸς τοῦ Μιλτιάδου, τὸν ἔστειλαν ἀμέσως εἰς τὸν
Δαρεῖον προσδοκῶντας ὅτι θὰ ἐξησφάλιζον τὴν εὐγνωμοσύνη του. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν
τὸν ἐπείραξε, ἀντιθέτως τοῦ ἔδωσε σπίτι καὶ κτήματα καὶ γυναῖκα Περσίδα, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν ἀπέκτησε παιδιὰ ποὺ ἔτυχον ἀναγνωρίσεως ἀπὸ τοὺς Πέρσας.
Ὁ δὲ Μιλτιάδης καταδιωκόμενος κατέφυγε εἰς τὴν Ἴμβρον μὲ τὶς τέσσερις τριήρεις
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε σῶος εἰς τὴν Ἀθήνα. Ὅμως:

«ἐκφυγόντα τε τούτους καὶ ἀπικόμενον ἐς τὴν ἑωυτοῦ δοκέοντά τε εἶναι ἐν σωτηρίῃ


ἤδη, τὸ ἐνθεῦτέν μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι καὶ ὑπὸ δικαστήριον [αὐτὸν] ἀγαγόντες
ἐδίωξαν τυραννίδος τῆς ἐν Χερσονήσῳ. ἀποφυγὼν δὲ καὶ τούτους στρατηγὸς οὕτω
Ἀθηναίων ἀπεδέχθη, αἱρεθεὶς ὑπὸ τοῦ δήμου»47
(ξεφεύγοντας καὶ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ φθάνοντας εἰς τὴν πατρίδα του θεωρῶντας ὅτι ἦτο πλέον
ἀσφαλής, οἱ ἐχθροί του τὸν παρέλαβον καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἔσυραν εἰς τὸ δικαστήριον μὲ τὴν
κατηγορία τῆς δεσποτικῆς διακυβερνήσεώς του εἰς τὴν Χερσόνησο. Ἀφοῦ ἀπηλλάγη καὶ ἀπὸ
αὐτούς, ἐκλεγεὶς ἀπὸ τὸν Δῆμο, ανεδείχθη ἔτσι στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων).

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκλογή του τὸ 490 π.Χ. ὡς ἕνας ἐκ τῶν δέκα στρατηγῶν τῶν
Ἀθηνῶν ἐνίκησε τοὺς Πέρσας εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος.

45
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 41.1).
46
Μέλας= ὁ σκοτεινόχρωμος. Ὁ κόλπος Ξηροῦ ἢ κόλπος τοῦ Σάρου ἢ Μέλας κόλπος, εὑρίσκεται 30 περίπου
ναυτικὰ μίλια νοτιοανατολικὰ τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, βόρεια τῆς χερσονήσου τῆς Καλλιπόλεως.
47
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 104.2).
Σελὶς | 15
Ἡ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Πάρου

Ὁ Μιλτιάδης ἀντελαμβάνετο τὴν στρατηγικὴ σημασία τῶν νήσων καὶ θὰ εἶχε


ἐκτιμήσει ὅτι ἡ πρόσφατος ἀπόκρουσις τῶν Περσῶν δὲν ἦτο ἡ τελευταία. Ἔτσι λοιπόν,
μετὰ τὴν μάχην τοῦ Μαραθῶνος, εἰς τὸ ἀπόγειον τῆς δημοτικότητός του:

«αἰτήσας δὲ νέας ἑβδομήκοντα καὶ στρατιήν τε καὶ χρήματα Ἀθηναίους, οὐ φράσας σφι
ἐπ’ ἣν ἐπιστρατεύσεται χώρην, ἀλλὰ φὰς αὐτοὺς καταπλουτιεῖν ἤν οἱ ἕπωνται· ἐπὶ γὰρ
χώρην τοιαύτην δή τινα ἄξειν ὅθεν χρυσὸν εὐπετέως ἄφθονον οἴσονται· λέγων
τοιαῦτα αἴτεε τὰς νέας. Ἀθηναῖοι δὲ τούτοισι ἐπαρθέντες παρέδοσαν»48
(Ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἑβδομήκοντα πλοῖα καὶ στρατιὰ καὶ χρήματα, χωρὶς νὰ τοὺς πῇ
ἐναντίον ποίας χώρας θὰ ἐκστρατεύσῃ49, ἀλλὰ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι θὰ γίνουν πάρα πολὺ
πλούσιοι, ἐὰν τὸν ἀκολουθήσουν. Διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν χώρα, ἐναντίον τῆς ὁποίας θὰ τοὺς
ὁδηγήσῃ, θ’ ἀποκομίσουν εὐκόλως ἄφθονο χρυσό. Λέγοντας αὐτὰ ἐζήτει τὰ πλοῖα. Οἱ
Ἀθηναῖοι ξελογιάστηκαν μὲ ὅσα [εἶπε καὶ] τοῦ τὰ ἔδωσαν50).

Μόλις τὰ ἔλαβε, ἔπλευσε εἰς τὴν Πάρον51 καὶ φθάνοντας ξεκίνησε τὴν πολιορκία. Μὲ
κήρυκα ἐζήτησε ἑκατὸ τάλαντα, ἀπειλῶντας ὅτι ἐὰν δὲν τὰ ἔδιδον, δὲν θὰ ἔφευγε ἀπὸ
ἐκεῖ, πρὶν κυριεύσῃ τὴν πόλιν. Καὶ τὸ πρόσχημα ἦτο:

48
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 132.1).
49
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον δὲν εἶχε διευκρινίσει περαιτέρω τοὺς σκοπούς του γίνεται εὔκολα κατανοητός.
Μία δημοσία δήλωσις ἐδημιούργει τὸν κίνδυνο ὁ στόχος ν’ ἀποκτήσῃ ἐκ τῶν προτέρων γνῶσιν καὶ κατὰ
συνέπεια θὰ ἔχανε τὸ πλεονέκτημα τοῦ αἰφνιδιασμοῦ.
50
Μᾶς φαίνεται περίεργος ἡ ἀπουσία αὐτοῦ του στόλου τῶν 70 πλοίων τὰ ὁποῖα θὰ ἔπαιρνε ὁ Μιλτιάδης
τὸν ἑπόμενο χρόνο γιὰ τὴν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῆς Πάρου, τόσο ἀπὸ τὴν ἀφήγησιν τοῦ Ἡροδότου ὅσο
καὶ ἀπὸ ἄλλων ἀρχαίων συγγραφέων εἰς σχέσιν μὲ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος. Εἶναι λογικὸ ὅτι δὲν
ἐπραγματοποιήθη ναυμαχία ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν περσικῶν πλοίων, ὅμως δὲν ἀναφέρεται
οὔτε ὡς μέσον ἐπιβραδύνσεως τοῦ περίπλου τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ τὸν περσικὸ στόλο.
51
Ἡ Πάρος μπορεῖ νὰ μὴν ἦτο τὸ τέλος τῶν σχεδίων τοῦ Μιλτιάδου. Ἀπέναντί της εὑρίσκεται ἡ Νάξος, ἡ
σπουδαιότης τῆς ὁποίας γιὰ τοὺς Πέρσας φαίνεται εἰς τὴν ἀφήγησιν τοῦ Ἡροδότου (Ἱστορίαι, Βιβλίον 6ον,
96.1). Μάλιστα, ἀναφέρεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὶς πηγὲς καὶ συγκεκριμένα εἰς τὸ ἔργον ἀγνώστου σχολιαστοῦ
«Σχόλια εἰς τὸν Αἴλιο Ἀριστείδη» (Scholia in Aelium Aristidem) ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸν Wilhelm Dindorf (16):
«κατηγορηθεὶς δὲ ὑπὸ Ἀλκμαιωνίδων, ὅτι Νάξον, ἢ Πάρον, (ἄμφω γὰρ λέγεται) δυνηθεὶς ἑλεῖν,
κατεχομένην ὑπὸ Περσῶν, οὐκ ἐβουλήθη, ἐκινδύνευσε μὲν ἀποθανεῖν, τεσσαράκοντα δὲ τάλαντα
ἐζημιώθη, ἃ ἐξέτισε Κίμων» (Κατηγορηθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἀλκμαιωνίδας ὅτι ἐνῷ μποροῦσε νὰ καταλάβῃ τὴν
Νάξο ἢ τὴν Πάρο, -διότι λέγεται καὶ γιὰ τὶς δύο-, ἂν καὶ ἦτο κατεχομένη ἀπὸ τοὺς Πέρσας, δὲν ἠθέλησε,
Σελὶς | 16
«ὡς οἱ Πάριοι ὑπῆρξαν πρότεροι στρατευόμενοι τριήρεϊ ἐς Μαραθῶνα ἅμα τῷ Πέρσῃ»52
(ὅτι οἱ Πάριοι προεκάλεσαν πρῶτοι, παίρνοντας μέρος μὲ τριήρη εἰς τὴν ἐκστρατείαν πρὸς τὸν
Μαραθῶνα μὲ τὸν Πέρση [βασιλέα]).

Οἱ Πάριοι ὅμως οὔτε καν ἐξέτασαν τὴν περίπτωσιν νὰ δώσουν χρήματα, ἀλλὰ
ἀντιστέκονταν γενναίως, προασπιζόμενοι τὴν πόλιν τους.

Ἡ ἐγκατάλειψις τῆς πολιορκίας

Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκδοχὴ τῶν Παρίων, ὅταν ὁ Μιλτιάδης εὑρέθη εἰς ἀμηχανίαν,
ἐπαρουσιάσθη εἰς αὐτὸν αἰχμάλωτος γυνή, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἦτο Τιμὼ καὶ ἦτο
ἱέρεια τῶν χθονίων θεῶν, γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύσῃ πῶς θὰ κυριεύσῃ τὴν πόλιν.
Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ὁδηγίες, αὐτὸς ἀνηφόρισε ἐκεῖ ὅπου εὐρίσκετο ὁ ναὸς τῆς
Θεσμοφόρου Δήμητρος. Ἀδυνατῶντας ν’ ἀνοίξῃ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου, ἀνέβηκε εἰς
τὸ τεῖχος, ἐπήδησε εἰς τὸ ἐσωτερικὸν, καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸν ναόν. Ὅταν ὅμως
ἐπλησίασε τὶς θύρες τοῦ ναοῦ, τὸν κατέλαβε τέτοιος φόβος, ὥστε ἐπέστρεψε πίσω, καὶ
ἀφοῦ ἐπήδησε ξανὰ τὸ τεῖχος, συνέτριψε τὸν μηρὸ ἢ τὸ γόνατο. Ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς
ἠναγκάσθη νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν πολιορκία καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ἀθήνα.
Οἱ Πάριοι ὅταν ἀργότερα ἐπληροφορήθησαν αὐτά, ἔστειλαν εἰς τοὺς Δελφοὺς νὰ
ἐρωτήσουν τὸ μαντεῖον ἐὰν εἶναι δίκαιον νὰ τιμωρήσουν τὴν ἱέρειαν ὡς ἱερόσυλον
καὶ προδότιν τῆς πατρίδος. Ἡ Πυθία ἀπεκρίθη:

«οὐ Τιμοῦν εἶναι τὴν αἰτίην τούτων, ἀλλὰ δεῖν γὰρ Μιλτιάδεα τελευτᾶν μὴ εὖ,
φανῆναί οἱ τῶν κακῶν κατηγεμόνα»53

ἐκινδύνευσε μὲν νὰ πεθάνῃ, ἐτιμωρήθη ὅμως μὲ χρηματικὴ ποινὴ σαράντα ταλάντων, τὰ ὁποῖα
ἀπεπλήρωσε ὁ Κίμων). Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποστηρίξῃ ὅτι ἡ Ἀθήνα ἐκείνη τὴν χρονικὴ περίοδο δὲν
εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ σχεδιάσῃ τέτοιες ἐκστρατεῖες, ὅμως δὲν εἶχε τίποτε νὰ χάσῃ καὶ θ’ ἀποκτοῦσε
πρόσθετη δύναμιν ἀπὸ τὶς νήσους, ἐὰν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ Μιλτιάδου ἦσαν ἐπιτυχεῖς. Παλαιότερα καὶ ὁ
Πεισίστρατος εἶχε στραφεῖ πρὸς τὶς νήσους τοῦ Αἰγαίου γιὰ τὴν ἐπέκτασιν τῆς ἐπιρροῆς τῆς ἀθηναϊκῆς
πολιτείας καὶ εἶχε καταλάβει τὴν Νάξο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὸ ἔργον του «Ἀθηναίων
Πολιτεία» (15.3.4): «καὶ Νάξον ἑλὼν ἄρχοντα κατέστησε Λύγδαμιν» (καὶ ἀφοῦ κατέκτησε τὴν Νάξο
κατέστησε ἄρχοντα τὸν Λύγδαμιν).
52
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 132.1).
53
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 135.3).
Σελὶς | 17
(ὑπαίτιος αὐτῶν [τῶν πραγμάτων] δὲν εἶναι ἡ Τιμώ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Μιλτιάδης πρέπει νὰ ἔχῃ
κακὸ τέλος, τοῦ ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς αὐτὲς τὶς συμφορές).

Σύμφωνα μὲ τὴν γενικῶς ἀποδεκτὴ ἐκδοχή, ὁ Μιλτιάδης ἐπληγώθη εἰς τὸ πόδι σὲ


κάποια ἀπὸ τὶς ἑφόδους, ἐκεῖνοι ὅμως, ἐπειδὴ τοὺς ἐπολιόρκει τόσο στενὰ καὶ
ἀποτελεσματικά, ἄρχισαν νὰ σκέπτωνται τὴν συνθηκολόγησιν.
Κάποια νύκτα ξέσπασε πυρκαϊὰ σὲ δάσος, εἴτε εἰς κάποια νῆσον ἀνατολικὰ τῆς Πάρου
εἴτε εἰς τὶς ἀκτὲς τὶς Ἰωνίας, ὁρατὴ ὅμως ἀπὸ τὴν Πάρον54, γεγονὸς τὸ ὁποῖον μετέβαλε
τὶς σκέψεις καὶ τῶν δύο, καὶ τῶν πολιορκούντων καὶ τῶν πολιορκουμένων, ἐπειδὴ
ἐνόμισαν ὅτι αὐτὸ ἦτο σῆμα τῶν ναυάρχων τοῦ περσικοῦ στόλου.
Οἱ Πάριοι λοιπὸν νομίζοντες ὅτι ἔρχονται οἱ Μῆδοι εἰς βοήθειάν τους καὶ ἔχοντες
λάβει θάρρος, ἀνέβαλλον τὶς συζητήσεις περὶ συνθήκης καὶ ἀντιστέκονταν.
Ὁ Μιλτιάδης καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐφοβήθησαν μήπως φθάσῃ τὸ πλῆθος τοῦ βαρβαρικοῦ
στόλου καὶ ἀποκλεισθοῦν εἰς τὴν νῆσο ἐν μέσῳ δύο ἐχθρῶν. Ἔτσι ἐλύθη ἡ πολιορκία
καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἀθήνα:

«et Miltiades, timens, ne classis regia adventaret, incensis operibus, quae statuerat,
cum totidem navibus, atque erat profectus, Athenas magna cum offensione civium
suorum rediret»55
(καὶ ὁ Μιλτιάδης φοβούμενος μήπως ἔλθῃ ὁ βασιλικὸς στόλος, ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὶς
πολιορκητικὲς μηχανὲς τὶς ὁποῖες εἶχε στήσει καὶ ἔφυγε μὲ ὅλα τὰ πλοῖα, ἐπιστρέφοντας εἰς
τὴν Ἀθήνα πρὸς μεγάλην δυσαρέσκειαν τῶν συμπολιτῶν του).

Δίκη καὶ θάνατος

Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Μιλτιάδου τὸν κατηγόρησαν ἀμέσως εἰς τὸν δῆμον ὅτι τοὺς ἐξηπάτησε,
κατηνάλωσε πολλὰ χρήματα ματαίως καὶ ἐγκατέλειψε τὴν πολιορκίαν διότι
ἐχρηματίσθη ἀπὸ τὸν Δαρεῖον, ἐνῷ μποροῦσε νὰ κυριεύσῃ τὴν Πάρον:

54
Ἂν καὶ ἡ Νάξος, ἡ ὁποία εἶναι μεγαλυτέρα τῆς Πάρου, διακόπτει τὴν ἱκανότητα ὁράσεως ἀπὸ τὴν Πάρον
πρὸς τὸ ἀνατολικὸ Αἰγαῖον καὶ τὴν Ἀσίαν.
55
Cornelius Nepos, De viris illustribus, Miltiades (7.4).
Σελὶς | 18
«Accusatus ergo est proditionis, quod, cum Parum expugnare posset, a rege corruptus
infectis rebus discessisset»56
(Κατηγορήθη λοιπὸν γιὰ προδοσίαν, ἐπειδὴ ὅταν μποροῦσε νὰ κατακτήσῃ τὴν Πάρον,
ἐδωροδοκήθη ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ ἐγκατέλειψε τὴν ὑπόθεσιν γιὰ τὸν λόγον ὅτι διεφθάρη).

Κυριώτερος ἐχθρός του ἦτο ὁ Ξάνθιππος [ὁ υἱὸς] τοῦ Ἀρίφρονος57. Αὐτὸς ἀμέσως τὸν
κατήγγειλε πρὸς τὸν δῆμον μὲ ποινὴ θανάτου:

«Ἀθηναῖοι δὲ ἐκ Πάρου Μιλτιάδεα ἀπονοστήσαντα εἶχον ἐν στόμασι, οἵ τε ἄλλοι καὶ


μάλιστα Ξάνθιππος ὁ Ἀρίφρονος, ὃς θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα
ἐδίωκε τῆς Ἀθηναίων ἀπάτης εἵνεκεν»58
(Μόλις ἐπέστρεψε ὁ Μιλτιάδης [εἰς τὴν Ἀθήνα] οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ἐπέκριναν [συνεχῶς], ὅπως
καὶ ἄλλοι καὶ κυρίως ὁ Ξάνθιππος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀρίφρονος, ὁ ὁποῖος κατήγγελλε τὸν Μιλτιάδη
γιὰ τὴν ἐξαπάτησιν τῶν Ἀθηναίων, καὶ τὸν ὡδήγησε ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου γιὰ νὰ
καταδικασθῇ εἰς θάνατον ἀπὸ τὸν δῆμο).

Ὁ Μιλτιάδης ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς καὶ κλινήρης, δὲν εἶχε τὴν δύναμιν ν’ ἀπολογηθῇ
ὁ ἴδιος ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας [τοῦ Δήμου]. Ἀπελογοῦντο οἱ φίλοι του γιὰ ἐκεῖνον:

«Μιλτιάδης δὲ αὐτὸς μὲν παρεὼν οὐκ ἀπελογέετο (ἦν γὰρ ἀδύνατος ὥστε σηπομένου
τοῦ μηροῦ), προκειμένου δὲ αὐτοῦ ἐν κλίνῃ ὑπεραπελογέοντο οἱ φίλοι, τῆς μάχης τε
τῆς ἐν Μαραθῶνι γενομένης πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν, ὡς ἑλὼν
Λῆμνόν τε καὶ τεισάμενος τοὺς Πελασγοὺς παρέδωκε Ἀθηναίοισι»59

56
Cornelius Nepos, De viris illustribus, Miltiades (7.5).
57
Ἀθηναῖος στρατηγός, υἱὸς τοῦ Ἀρίφρονος, σύζυγος τῆς ἐγγονῆς τοῦ Κλεισθένους Ἀγαρίστης καὶ πατὴρ
τοῦ Περικλέους. Ὀπαδὸς τῆς πολιτικῆς τῶν Ἀλκμεωνιδῶν ὑπῆρξε πιθανότατα ἕνας ἀπὸ τοὺς κατηγόρους
τοῦ Μιλτιάδου κατὰ τὸν δικαστικὸ ἀγῶνα ἐναντίον του ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὸ 493 π.Χ. καὶ κατέληξε εἰς τὴν
καταδίκη του τὸ 489 π.Χ. Ὁ Ξάνθιππος ἐξωστρακίσθη τὸ 484 π.Χ. ἀλλὰ ἀνεκλήθη μετὰ ἀπὸ γενικὴ ἀμνηστία
τὴν ὁποίαν ἐχορήγησαν οἱ Ἀθηναῖοι ὅταν ἐπλησίαζε ἡ εἰσβολὴ τοῦ Ξέρξου. Συμμετεῖχε εἰς τὴν ναυμαχία
τῆς Σαλαμῖνος τὸ 480 π.Χ. καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὸ 479 π.Χ. διεδέχθη τὸν Θεμιστοκλέα εἰς τὴν ἀρχηγία τοῦ
ἀθηναϊκοῦ στόλου. Συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὴν νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τοῦ περσικοῦ στόλου εἰς
τὴν Μυκάλη, ναυμαχία ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα συγχρόνως μὲ τὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν.
58
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 136.1).
59
Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (Βιβλίον 6ον, 136.2).
Σελὶς | 19
(Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Μιλτιάδης ἦτο παρών, δὲν ἀπελογεῖτο ὁ ἴδιος, διότι ἦτο ἀνήμπορος ἔτσι ὅπως
σάπιζε ὁ μηρός του. Τὸν ἀπέθεσαν ὅμως ξαπλωμένο σὲ κρεβάτι μπροστὰ εἰς τὸ βῆμα [καὶ]
ἀπελογοῦντο ἐκ μέρους του οἱ φίλοι, ὑπενθυμίζοντας πολλὰ ἀπὸ τὴν μάχη ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς
τὸν Μαραθῶνα καὶ τὴν κατάκτησιν τῆς Λήμνου, πῶς τὴν παρέδωσε εἰς τοὺς Ἀθηναίους
κυριεύοντάς την ἐκδικούμενος τοὺς Πελασγοὺς).

Ἀρχικὰ ἀπεφασίσθη νὰ τὸν ῥίψουν εἰς τὸ βάραθρον, τὸ ὁποῖον βεβαίως ἐθεωρεῖτο ὁ


πιὸ ἀτιμωτικὸς θάνατος:

«Μιλτιάδην δὲ τὸν Μαραθῶνι εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ διὰ τὸν
πρύτανιν, ἐνέπεσεν ἄν»60
(Τὸν Μιλτιάδη τὸν [στρατηγὸ εἰς τὸν] Μαραθῶνα ἀπεφάσισαν μὲ ψηφοφορία νὰ τὸν ῥίψουν
εἰς τὸ βάραθρον61, καὶ ἐὰν δὲν ἐμεσολάβῃ ὁ πρύτανις, θὰ τὸν ἔρριπτον μέσα).

Εἰς τὸ τέλος ὅμως ἐκάμφθησαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μετέβαλον τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου
εἰς χρηματικὴ ποινὴ πενήντα ταλάντων:

«quantus in classem sumptus factus erat»62


(ποσὸ ἴσο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε δαπανηθῇ γιὰ τὸν στόλο).

60
Πλάτων, Γοργίας (516d).
61
Ἡ κατακρήµνισις εἰς βάραθρον ἦτο ὁ ἀρχαιότερος τρόπος θανατώσεως. Οἱ ἀρχαῖες μαρτυρίες ὁμιλοῦν
γιὰ τὴν ὕπαρξιν βαράθρου εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐπειδὴ ὄµως δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ῥητὲς ἀναφορὲς γιὰ
θανάτωσιν µὲ ῥῖψιν εἰς αὐτὸ, εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸν ὡς βάραθρον νὰ ἐννοῆται ἁπλῶς ὁ τόπος ὅπου
ἐρίπτοντο ἄταφα τὰ πτώµατα τῶν ἤδη ἐκτελεσθέντων µὲ ἄλλον τρόπο ἢ τὰ πτώματα τῶν ἐκτελεσθέντων
γιὰ τοὺς ὁποίους ἴσχυε ἡ ἀπαγόρευσις τῆς ταφῆς. Τὸ βάραθρον τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ. πρέπει νὰ εὐρίσκετο
ἐκτὸς τῶν Πειραϊκῶν Πυλῶν, κάτι τὸ ὁποῖον ἀναφέρει καὶ ὁ Πλάτων εἰς τὸ ἔργον του «Πολιτεία» (439e):
«Λεόντιος ὁ Ἀγλαΐωνος ἀνιὼν ἐκ Πειραιῶς ὑπὸ τὸ βόρειον τεῖχος ἐκτός, αἰσθόμενος νεκροὺς παρὰ τῷ
δημίῳ κειμένους…» (Ὁ Λεόντιος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀγλαΐωνος ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸν Πειραιὰ κάτω ἀπὸ τὴν
ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ βορείου τείχους, ἀντιλαμβανόμενος νεκροὺς νὰ κείτωνται κοντὰ εἰς τὸν δήμιο…).
Ἡ Πειραϊκὴ Πύλη ἐντὸς τῶν Μακρῶν Τειχῶν ἀνεκαλύφθη εἰς τὴν συμβολὴ τῶν ὁδῶν Ἡρακλειδῶν καὶ
Ἐρυσίχθονος εἰς τὸ Θησεῖον. Σῴζονται καὶ ἐκτίθενται μέρος τοῦ ἀριστεροῦ πύργου καὶ λείψανα τῆς πύλης
σὲ εἰδικῶς διαμορφωμένο χῶρο εἰς τὸ μέσον τῶν κατοικιῶν τοῦ οἰκοδομικοῦ τετραγώνου τῶν ὁδῶν
Πουλοπούλου, Ἀκταίου, Ἡρακλειδῶν καὶ Ἐρυσίχθονος.
62
Cornelius Nepos, De viris illustribus, Miltiades (7.6).
Σελὶς | 20
Ἀλλὰ ὁ Μιλτιάδης δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ τὸ πρόστιμον καὶ ἔτσι ἐφυλακίσθη, ἕως ὅτου
ἀπεβίωσε ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς του:

«Μιλτιάδης μὲν οὖν πεντήκοντα ταλάντων ὀφλὼν δίκην καὶ πρὸς τὴν ἔκτισιν εἱρχθεὶς
ἐτελεύτησεν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ»63
(Ὁ Μιλτιάδης λοιπὸν ὁ ὁποῖος κατεδικάσθη νὰ πληρώσῃ πρόστιμον πενῆντα ταλάντων καὶ
[νὰ παραμείνῃ] ἔγκλειστος μέχρι τὴν ἀποπλήρωσίν του, ἀπεβίωσε ἐντὸς τοῦ δεσμωτηρίου64).

Τὸ χρέος ὅμως παρέμεινε καὶ ἐπειδὴ ὁ υἱός του Κίμων Β΄ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ
τὸ πληρώσῃ:

«Cimon eadem custodia tenebatur neque legibus Atheniensium emitti poterat, nisi
pecuniam, qua pater multatus erat, solvisset»65
(Ὁ Κίμων ἐκρατήθη εἰς τὴν φυλακὴ καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἀθηναϊκοὺς νόμους δὲν μποροῦσε
ν’ ἀφεθῇ ἐλεύθερος, ἐὰν δὲν ἐπλήρωνε τὸ χρηματικὸ πρόστιμον τὸ ὁποῖον εἶχε ἐπιβληθῇ εἰς
τὸν πατέρα του).

Τότε εὑρέθη κάποιος Ἀθηναῖος πλούσιος μέν, ἀλλὰ καταγόμενος ἀπὸ ἄσημον
οἰκογένεια, ὁ Καλλίας66, ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ θεωρηθῇ εὐγενής, ἔστω καὶ ἀπὸ τὴν

63
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κίμων (4.3).
64
Τὸ 487 π.Χ.
65
Cornelius Nepos, De viris illustribus, Cimon (1.1).
66
Θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς μελετητὰς τὸ ἴδιο πρόσωπον μὲ τὸν Καλλία τὸν δαδοῦχο (ἱερατικὸ ἀξίωμα τῶν
Ἐλευσίνιων Μυστηρίων) τὸν ἐπονομαζόμενο Λακκόπλουτο. Ἀναφέρει γι’ αὐτὸν ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον
του «Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης» ὅτι ἦτο συγγενὴς τοῦ Ἀριστείδου (25.3): «Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος ἦν αὐτῷ
γένει προσήκων» (ὁ Καλλίας ὁ δαδοῦχος τοῦ ἦτο συγγενὴς) καὶ μάλιστα ἐξάδελφός του (25.4) «Καλλίας,
ἀνεψιὸν ὄντα, πλουσιώτατος ὢν Ἀθηναίων» (ὁ Καλλίας, ἐνῷ εἶναι ἐξάδελφός του, [καὶ] ὁ πλουσιώτατος
ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους) καὶ περιγράφει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἐπλούτισε (5.5): «ἐν δὲ Μαραθῶνι μετὰ τῆς
ἑαυτοῦ φυλῆς Ἀριστείδης ἀπολειφθεὶς φύλαξ τῶν αἰχμαλώτων καὶ τῶν λαφύρων οὐκ ἐψεύσατο τὴν δόξαν,
ἀλλὰ χύδην μὲν ἀργύρου καὶ χρυσοῦ παρόντος, ἐσθῆτος δὲ παντοδαπῆς καὶ χρημάτων ἄλλων ἀμυθήτων
ἐν ταῖς σκηναῖς καὶ τοῖς ἡλωκόσι σκάφεσιν ὑπαρχόντων, οὔτ’ αὐτὸς ἐπεθύμησε θιγεῖν οὔτ’ ἄλλον εἴασε,
πλὴν εἴ τινες ἐκεῖνον λαθόντες ὠφελήθησαν· ὧν ἦν καὶ Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος. τούτῳ γάρ τις, ὡς ἔοικε, τῶν
βαρβάρων προσέπεσεν οἰηθεὶς βασιλέα διὰ τὴν κόμην καὶ τὸ στρόφιον εἶναι· προσκυνήσας δὲ καὶ
λαβόμενος τῆς δεξιᾶς ἔδειξε πολὺ χρυσίον ἐν λάκκῳ τινὶ κατορωρυγμένον. ὁ δὲ Καλλίας ὠμότατος
ἀνθρώπων καὶ παρανομώτατος γενόμενος τὸν μὲν χρυσὸν ἀνείλετο, τὸν δ’ ἄνθρωπον, ὡς μὴ κατείποι πρὸς
ἑτέρους, ἀπέκτεινεν. ἐκ τούτου φασὶ καὶ λακκοπλούτους ὑπὸ τῶν κωμικῶν τοὺς ἀπὸ τῆς οἰκίας λέγεσθαι,
Σελὶς | 21
πλευρὰ τῆς συζύγου [του], ἐπωφελήθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη τοῦ Κίμωνος καὶ ἔλαβε
γυναῖκα τὴν κόρη τοῦ Μιλτιάδου Ἐλπινίκην, μὲ τὴν συμφωνία νὰ πλήρωσῃ τὸ χρέος.
Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ χρέος ἐξοφλήθη, ὁ πρωτεργάτης τῆς νίκης τῶν Ἀθηναίων ἐναντίον
τῶν Περσῶν εἶχε ἤδη πεθάνει μὲ ἄθλιο τρόπο καὶ ἀτιμασμένος εἰς τὴν φυλακήν.

Ἡ ἀναγνώρισις

Τὸν πρῶτο καιρό, τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε σημειωθῇ μία σημαντικὴ καὶ ἀπροσδόκητος
νίκη ἐναντίον τῆς ὑπερδυνάμεως τῆς ἐποχῆς, ὑπῆρξε τὸ ἔναυσμα πολλῶν
ἐνθουσιωδῶν συζητήσεων μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων:

«καὶ τῆς Μιλτιάδου στρατηγίας διαβοηθείσης»67


(καὶ ἡ στρατηγία τοῦ Μιλτιάδου ἔγινε κοινὸ θέμα συζητήσεως),

ὡστόσο ἦσαν διστακτικοὶ εἰς τὸ νὰ τοῦ ἀποδώσουν ἰδιαιτέρα τιμὴ διότι:

«propter Pisistrati tyrannidem, quae paucis annis ante fuerat, omnium civium suorum
potentiam extimescebant»68
(λόγῳ τῆς τυραννίας τοῦ Πεισιστράτου, ἡ ὁποία ὑπῆρχε πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ἐφοβοῦντο τὴν
ὑπερβολικὴ ἐξουσίαν ὅλων τῶν πολιτῶν τους).

σκωπτόντων εἰς τὸν τόπον, ἐν ᾧ τὸ χρυσίον ὁ Καλλίας εὗρε» (Εἰς τὸν Μαραθῶνα ὁ Ἀριστείδης ἀφεθεὶς
πίσω μαζὶ μὲ τὴν φυλή του φύλαξ τῶν αἰχμαλώτων καὶ τῶν λαφύρων δὲν διέψευσε τὴν φήμη του, ἀλλὰ
ἐνῷ εὐρίσκετο σὲ ἀφθονία ἀσῆμι καὶ χρυσός, καὶ ὑπῆρχον ῥοῦχα κάθε εἴδους καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα
πράγματα εἰς τὶς σκηνὲς καὶ τὰ κύτη τῶν πλοίων τὰ ὁποῖα συνέλαβον, οὔτε ὁ ἴδιος ἐπεθύμησε νὰ τὰ ἀγγίξῃ,
οὔτε ἄλλον ἄφησε, ἐκτὸς ἐὰν κάποιοι ἐπωφελήθησαν διαφεύγοντας τῆς προσοχῆς ἐκείνου, μεταξὺ τῶν
ὁποίων ἦτο καὶ ὁ Καλλίας ὁ δαδοῦχος. Κάποιος ἐκ τῶν βαρβάρων, ὅπως φαίνεται, τὸν ἐκλιπάρησε,
θεωρῶντας ὅτι εἶναι βασιλεὺς λόγῳ τῆς κόμης καὶ τοῦ κεφαλοδέσμου, [καὶ] ἀφοῦ τὸν προσεκύνησε καὶ τὸν
ἔπιασε ἀπὸ τὴν δεξιὰ [χεῖρα] τοῦ ἔδειξε πολὺν χρυσὸ κρυμμένο σὲ κάποια σκαμμένη τοποθεσία. Ὁ Καλλίας
ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει ὁ πιὸ ἄξεστος καὶ ἄνομος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πῆρε τὸν χρυσό, ἐνῷ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ
νὰ μὴ τὰ μαρτυρήσῃ εἰς ἄλλους, τὸν ἐφόνευσε. Ἀπὸ αὐτὸ λένε ὅτι καλοῦνται ἀπὸ τοὺς κωμικοὺς
Λακκόπλουτοι καὶ ὅσοι προέρχονται ἀπὸ τὸν οἶκο, περιγελῶντας τὴν τοποθεσία ὅπου βρῆκε ὁ Καλλίας τὸν
χρυσό).
67
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς (3.3).
68
Cornelius Nepos, De viris illustribus, Miltiades (8.1).
Σελὶς | 22
Μάλιστα συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικόν:

«τούτῳ γε θαλλοῦ στέφανον αἰτοῦντι Σωφάνης ὁ Δεκελεὺς ἐκ μέσου τῆς ἐκκλησίας


ἀναστὰς ἀντεῖπεν, οὐκ εὐγνώμονα μέν, ἀρέσασαν δὲ τῷ δήμῳ τότε φωνὴν ἀφείς· "ὅταν
γάρ", ἔφη, "μόνος ἀγωνισάμενος, ὦ Μιλτιάδη, νικήσῃς τοὺς βαρβάρους, τότε καὶ
τιμᾶσθαι μόνος ἀξίου"»69
(ὅταν αὐτὸς [ὁ Μιλτιάδης] ἐζήτησε στέφανον ἐλαίας, ὁ Σωφάνης ὁ Δεκελεὺς ἐσηκώθη εἰς τὸ
μέσον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντετάχθη, ὄχι ὅμως μὲ ἐπιεικῆ λόγια, παρ’ ὅλο ποὺ ὅσα εἶπε
ἱκανοποίησαν τὸν Δῆμο. «Ὅταν Μιλτιάδη ἀγωνισθῇς μόνος σου [καὶ] νικήσῃς τοὺς
βαρβάρους», εἶπε, «τότε ἔχε τὴν ἀπαίτησιν νὰ τιμηθῇς μεμονωμένα»).

Τελικῶς, λόγῳ τῆς ἀπογοητεύσεώς τους γιὰ τὴν πλήρη ἀποτυχία του εἰς τὴν
κατάληψιν τῆς Πάρου, ἡ προηγουμένη ὑπηρεσία του πρὸς αὐτοὺς ξεχάστηκε. Ὅμως
κάποια ἔτη ἀργότερα, χάρις εἰς τὴν ἐπιρροὴν καὶ τὴν δύναμιν ποὺ ἀπέκτησε ὁ υἱός του
Κίμων Β΄, ὁ Μιλτιάδης ἔλαβε τὴν ἀναγνώρισιν ἡ ὁποία τοῦ ἄξιζε.
Ἀνεγέρθη γι’ αὐτὸν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης ξεχωριστὸ μνημεῖον:

«καὶ ἀνδρός ἐστιν ἰδίᾳ μνῆμα Μιλτιάδου τοῦ Κίμωνος, συμβάσης ὕστερόν οἱ τῆς
τελευτῆς Πάρου τε ἁμαρτόντι καὶ δι’ αὐτὸ ἐς κρίσιν Ἀθηναίοις καταστάντι»70
(ὑπάρχει καὶ ξεχωριστὸ μνημεῖον ἀνδρός, τοῦ Μιλτιάδου υἱοῦ τοῦ Κίμωνος, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ
θάνατός του ἦλθε ἀργότερα καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε [νὰ κυριεύσῃ] τὴν Πάρον, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ
ἐτέθη ὑπὸ τὴν κρίσιν τῶν Ἀθηναίων),

τοῦ ἔστησαν ἄγαλμα εἰς τοὺς Δελφούς, δίπλα ἀπὸ τὴν προστάτιδα τῆς πόλεως τῶν
Ἀθηνῶν καὶ τὸν κύριον τοῦ Δελφικοῦ Ἱεροῦ:

«τῷ βάθρῳ δὲ τῷ ὑπὸ τὸν ἵππον τὸν δούρειον [δὴ] ἐπίγραμμα μέν ἐστιν ἀπὸ δεκάτης
τοῦ Μαραθωνίου ἔργου τεθῆναι τὰς εἰκόνας‧ εἰσὶ δὲ Ἀθηνᾶ τε καὶ Ἀπόλλων καὶ ἀνὴρ
τῶν στρατηγησάντων Μιλτιάδης»71

69
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κίμων (8.1).
70
Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις (Βιβλίον 1ον, 32.4).
71
Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις (Βιβλίον 10ον, 10.1).
Σελὶς | 23
(εἰς τὸ βάθρον κάτω ἀπὸ τὸν δούρειον ἵππον ὑπάρχει ἐπιγραφὴ [ἡ ὁποία λέει ὅτι] τὰ ἀγάλματα
ἔχουν ἀφιερωθῇ ἀπὸ μερίδα τῶν λαφύρων τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος. Εἶναι ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ
Ἀπόλλων καὶ ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς ὁ Μιλτιάδης),

ἐνῷ εἰς τὴν ἀπεικόνισιν τῆς μάχης ἐντὸς τῆς Ποικίλης στοᾶς72, ἡ μορφή του εἶχε
περίοπτον θέσιν:

«ἦν γὰρ ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ γεγραμμένος ὁ Μιλτιάδης, ἐκτείνων τὴν χεῖρα καὶ
ὑποδεικνὺς τοῖς Ἕλλησι τοὺς βαρβάρους, λέγων ὁρμᾶν κατ’ αὐτῶν»73
(διότι ἐντὸς τῆς Ποικίλης στοᾶς ἦτο ζωγραφισμένος ὁ Μιλτιάδης, ἐκτείνοντας τὴν χεῖρα καὶ
τοὺς βαρβάρους ὑποδεικνύοντας εἰς τοὺς Ἕλληνας, λέγοντας νὰ ὁρμοῦν ἐναντίον τους).

Αὐτὸς ἦτο ἐν συντομίᾳ ὁ βίος τοῦ πρώτου εὐεργέτου ὄχι μόνον τῶν Ἀθηναίων ἀλλὰ
καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ὁποίου ὁ μεγαλύτερος θρίαμβος ὑπῆρξε ὅτι ἀπέδειξε εἰς
τοὺς Ἕλληνας ὅτι ὅλα τὰ πλήθη καὶ ὅλα τὰ πλούτη ὑποτάσσονται εἰς τὴν ἀρετήν.

72
Ἡ Ποικίλη στοὰ ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ φημισμένα οἰκοδομήματα τῶν Ἀθηνῶν. Εὑρίσκετο εἰς
τὴν βόρειον πλευρὰ τῆς Ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ κατασκευή της χρονολογεῖται μεταξὺ τοῦ 475 καὶ τοῦ
460 π.Χ. Ἀρχικὰ ὠνομάζετο Πεισιανάκτειος, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ κατασκευαστοῦ της Πεισιάνακτος, γαμβροῦ
τοῦ Κίμωνος, ὡστόσο ἐπεκράτησε ἀργότερα ἡ ὀνομασία «Ποικίλη» (πολύχρωμος) διότι οἱ τοῖχοι της
ἐκοσμοῦντο μὲ τοὺς ζωγραφικοὺς πίνακες τοῦ Πολυγνώτου, τοῦ Μίκωνος καὶ τοῦ Παναίνου. Πέραν τῶν
ἄλλων χρήσεών της ἡ στοὰ ὑπῆρξε χῶρος διδασκαλίας γιὰ τοὺς φιλοσόφους. Οἱ ἀνασκαφὲς τοῦ 1981 ἀπὸ
τὴν Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν ἔφεραν εἰς τὸ φῶς λείψανα κτηρίου τὰ ὁποῖα ταυτίζονται μὲ
τὴν στοά. Μέχρι σήμερα ἔχει ἀνασκαφεῖ μόνον ἡ νοτιοδυτικὴ γωνία τῆς κρηπῖδος της εἰς τὴν βόρειον
πλευρὰ τῆς ὁδοῦ Ἀδριανοῦ (εἰς τὰ βόρεια τῆς γραμμῆς τοῦ ἠλεκτρικοῦ σιδηροδρόμου), ἐνῷ τὸ μεγαλύτερο
μέρος της παραμένει κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὸν σύγχρονο οἰκισμό. Τὸ πλάτος τοῦ κτηρίου φθάνει τὰ 12,5 μ.
καὶ τὸ μῆκος του ὑπολογίζεται ὅτι εἶναι τουλάχιστον 36 μ. Ἐπρόκειτο γιὰ στοὰ δωρικοῦ ῥυθμοῦ μὲ
ἐσωτερικὴ ἰωνικὴ κιονοστοιχία. Ἦτο στραμμένη πρὸς τὸν Νότο, προσανατολισμὸς ὁ ὁποῖος προσέφερε
προστασία ἀπὸ τοὺς ψυχροὺς βορείους ἀνέμους καὶ ταυτόχρονα ἀνεμπόδιστη θέα πρὸς τὴν ὁδὸ τῶν
Παναθηναίων καὶ τὴν Ἀκρόπολιν. Οἱ πίνακες ἀπεικόνιζαν πολεμικὰ κατορθώματα τῶν Ἀθηναίων,
μυθολογικὰ καὶ ἱστορικά, τὴν Ἀμαζονομαχία, τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας, τὴν νίκη ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν εἰς τὴν
Οἰνόη καὶ τὴν νίκη ἐπὶ τῶν Περσῶν εἰς τὸν Μαραθῶνα. Οἱ πίνακες τοὺς ὁποίους εἶδε ὁ Παυσανίας τὸν 2ον
αἰῶνα μ.Χ. ἀφηρέθησαν ἀπὸ τὴν Στοὰ εἰς τὰ χρόνια τοῦ ἐπισκόπου Συνεσίου, ὁ ὁποῖος γράφει τὸ 398 μ.Χ.
(Επιστολαί, 136.13): «τὴν ποικίλην στοάν, τὴν ἐπώνυμον τῆς Χρυσίππου φιλοσοφίας, νῦν οὐκέτ’ οὖσαν
ποικίλην. ὁ γὰρ ἀνθύπατος τὰς σανίδας ἀφείλετο, αἷς ἐγκατέθετο τὴν τέχνην ὁ ἐκ Θάσου Πολύγνωτος»
(τὴν Ποικίλη Στοά, αὐτὴν ἡ ὁποία ἔδωσε τὸ ὄνομά της εἰς τὴν φιλοσοφία τοῦ Χρυσίππου, ἡ ὁποία δὲν εἶναι
πλέον πολύχρωμος, διότι ὁ ἀνθύπατος ἀφήρεσε τοὺς πίνακας εἰς τοὺς ὁποίους εἶχε ἀποτυπώσει τὴν τέχνη
του ὁ Πολύγνωτος ἀπὸ τὴν Θάσο). Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ζωγραφικὲς παραστάσεις ὑπῆρχαν καὶ ἐνθύμια
στρατιωτικῶν νικῶν τῶν Ἀθηναίων, τὰ ὁποῖα εἶδε ὁ Παυσανίας.
73
Ἀγνώστου σχολιαστοῦ, Scholia in Aelium Aristidem (174.1.3).
Σελὶς | 24
Ἡ πορεία πρὸς τὸν Μαραθῶνα
Ἡ Περσικὴ Αὐτοκρατορία ἱδρύθη τὸ 550 π.Χ. ἀπὸ τὸν Κῦρο τὸν Μέγα. Εἰς τὸ
ἀπόγειόν της ἐξετείνετο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἕως τὴν Ἰνδία καὶ περιελάμβανε μέρη τῆς
Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀφρικῆς. Κάθε φορὰ ποὺ οἱ Πέρσαι κατακτοῦσαν νέες περιοχές,
διώριζον τοπικοὺς ἄρχοντας, τοὺς σατράπας, οἱ ὁποῖοι κυβερνοῦσαν γιὰ λογαριασμό
τους καὶ ἦσαν ἐπιφορτισμένοι μὲ συλλογὴ φόρων καὶ διατήρησιν τῆς τάξεως.
Τὸ 546 π.Χ. ὁ Κῦρος κατέλαβε τὸ βασίλειον τῆς Λυδίας καὶ ἠκολούθησε ἡ
κατάκτησις τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Ἰωνίας. Οἱ Πέρσαι ἐπέτρεψαν μὲν εἰς τοὺς
Ἴωνας νὰ διατηρήσουν τὸν πολιτισμό τους, ὡστόσο τοὺς ἐπέβαλον βαρεῖα φορολογία.
Ἐπὶ πλέον οἱ σατράπαι διώρισαν τυράννους γιὰ νὰ κυβερνήσουν τὶς πόλεις.
Ὅταν ὁ Πέρσης βασιλεὺς Δαρεῖος Α΄ ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία τὸ 522 π.Χ. διώρισε
σατράπη τῆς Λυδίας καὶ τῆς Ἰωνίας τὸν ἑτεροθαλῆ ἀδελφό του Ἀρταφέρνη. Ὁ
τύραννος τῆς Μιλήτου Ἀρισταγόρας ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀρταφέρνη καὶ προσεφέρθη
νὰ κατακτήσῃ τὴν νῆσο τῆς Νάξου γιὰ λογαριασμὸ τοῦ βασιλέως, μὲ τὴν προϋπόθεσιν
ὅτι θὰ τοῦ ἔδιδε πεζικὸ καὶ ναυτικό. Μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δαρείου ὁ Ἀρταφέρνης
συμφώνησε. Ὁ Ἀρισταγόρας ἐπετέθη εἰς τὴν Νάξο τὸ 499 π.Χ., ὡστόσο μετὰ ἀπὸ
τετράμηνη πολιορκία ἠναγκάσθη νὰ παραδεχθῇ τὴν ἧττα του καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὴν
Μίλητο.
Ὁ Ἀρισταγόρας φοβούμενος τὴν ἀντίδρασιν τοῦ Δαρείου ἐπειδὴ ἐσπατάλησε τοὺς
πόρους του καὶ δὲν κατάφερε νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν νίκη τὴν ὁποίαν εἶχε ὑποσχεθῇ,
ἀνεζήτησε τρόπο νὰ σώσῃ τὴν ζωή του καὶ νὰ κρατήσῃ τὴν ἐξουσία του. Ἀφοῦ
μετέβαλε τὸ πολίτευμα τῆς Μιλήτου εἰς δημοκρατίαν, ὑπεκίνησε τὶς ἰωνικὲς πόλεις νὰ
ἐπαναστατήσουν καὶ ν’ ἀνατρέψουν τὴν περσικὴ κυριαρχία (499 π.Χ.).
Γνωρίζοντας ὅτι ὁ Δαρεῖος θ’ ἀπαντοῦσε συντόμως, ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν
βασιλέα τῆς Σπάρτης Κλεομένη. Ὁ Κλεομένης ἠρνήθη, διότι οἱ Σπαρτιᾶται δὲν ἦσαν
διατεθειμένοι νὰ ταξιδέψουν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Σπάρτη, φοβούμενοι τυχὸν
ἐξέγερσιν τῶν Εἱλώτων. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀρισταγόρας ἐστράφη πρὸς τὴν Ἀθήνα,
συνηντήθη μὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τοὺς ἔπεισε νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἐπανάστασιν. Ἡ
Ἀθήνα ἔστειλε 20 πλοῖα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν παλαιοτέρας βοηθείας ἔστειλε καὶ ἡ
Ἐρέτρια 5. Ἡ ἀνταπόδωσις συνίστατο εἰς τὴν βοήθεια τὴν ὁποίαν τῆς προσέφερον οἱ

Σελὶς | 25
ἰωνικὲς πόλεις κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ληλάντιου πολέμου (πόλεμος μεταξὺ Χαλκίδος
καὶ Ἐρετρίας γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ Ληλαντίου πεδίου, τῆς πεδιάδος μεταξὺ τῶν δύο
πόλεων).
Οἱ ἐπαναστάται ἔδιωξαν τὶς περσικὲς φρουρὲς ἀπὸ τὶς περιοχές τους, ἔφθασαν
μέχρι τὴν πρωτεύουσα τῆς Λυδίας τὶς Σάρδεις καὶ τὴν ἐπυρπόλησαν. Εἰς τὴν θάλασσαν
ἐνίκησαν τὸν περσικὸ στόλο εἰς δύο ναυμαχίες, ἀλλά, καθὼς οἱ δυνάμεις τους δὲν ἦσαν
ἀρκετὲς ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσουν. Οἱ Πέρσαι ἀντεπετέθησαν, ἐνίκησαν τὸν
στόλο τῶν Ἰώνων εἰς τὴν νῆσο Λάδη (494π.Χ.) καὶ ἐλεηλάτησαν καὶ κατέστρεψαν τὴν
πόλιν τῆς Μιλήτου, διότι ἐπρωτοστάτησε εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Οἱ περισσότεροι ἐκ τοῦ
ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ της ἐφονεύθησαν, ἐνῷ τὰ γυναικόπαιδα ἐπωλήθησαν ὡς δοῦλοι.
Ἔτσι ἔληξε ἡ ἰωνικὴ ἐπανάστασις.
Μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἰώνων ὁ Δαρεῖος ἀπεφάσισε νὰ
ἀναμιχθῇ ἐνεργὰ εἰς τὰ ἑλληνικὰ πράγματα. Μὲ πρόφασιν τὴν τιμωρία τῶν Ἑλλήνων
γιὰ τὴν πυρπόλησιν τῶν Σάρδεων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκδικήσεως κατὰ τῶν Ἀθηναίων καὶ
τῶν Ἐρετριέων γιὰ τὴν συνδρομή τους πρὸς τοὺς Ἴωνας, ἀπέστειλε τὴν ἄνοιξιν τοῦ
492 π.Χ. ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος ἰσχυρὰ πεζικὴ καὶ ναυτικὴ δύναμιν ὑπὸ τὸν γαμβρό
του στρατηγὸ Μαρδόνιο.
Ὁ Μαρδόνιος κατέλαβε τὴν Θρᾴκη καὶ ἠνάγκασε τὸν Μακεδόνα βασιλέα
Ἀλέξανδρο Α΄ νὰ δηλώσῃ ὑποταγὴ εἰς τὸν Πέρση βασιλέα. Παράλληλα, ὁ περσικὸς
στόλος κατέλαβε τὴν Θάσο, ἔπειτα ἐκινήθη πρὸς τὴν Ἄκανθο καὶ καθὼς παρέπλεε τὸν
Ἄθω ξέσπασαν θυελλώδεις βόρειοι ἄνεμοι καὶ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ ναυαγήσουν τριακόσια φοινικικὰ πλοῖα.
Ταυτόχρονα ἡ θρακικὴ πολεμικὴ φυλὴ τῶν Βρυγῶν μὲ νυκτερινὴ ἐπιχείρησιν
προεκάλεσε βαρεῖες ἀπώλειες εἰς τὸ πεζικὸ σῶμα τῶν Περσῶν τὸ ὁποῖον εὐρίσκετο εἰς
τὴν Μακεδονία, ὑπολογιζόμενες εἰς 20.000 ἄνδρες. Μπροστὰ εἰς τὴν ἀναπάντεχη αὐτὴ
καταστροφή, πληγωμένος καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μαρδόνιος, ὑπεχρεώθη νὰ διακόψῃ τὴν
ἐκστρατεία καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ ἄπρακτος εἰς τὴν Περσία.
Χωρὶς ν’ ἀποθαρρυνθῇ ὁ Δαρεῖος ἀπὸ τὴν ἄτυχη ἔκβασιν τῆς πρώτης ἐκστρατείας,
διέταξε νέες προετοιμασίες. Ἄρχικα ἔστειλε κήρυκας ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ζητήσῃ
«γῆν καὶ ὕδωρ» βολιδοσκοπῶντας τοὺς Ἕλληνας, ἐνῷ παράλληλα ἄρχισε τὴν

Σελὶς | 26
κατασκευὴ πολεμικῶν καὶ ἱππαγωγῶν πλοίων. Ἀρκετὲς πόλεις τῆς ἠπειρωτικῆς καὶ
νησιωτικῆς Ἑλλάδος ἐδήλωσαν ὑποταγή, ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Σπάρτης.
Ἀρχηγοὶ αὐτῆς τῆς ἐπιχειρήσεως ὡρίσθησαν ὁ Μῆδος Δᾶτις καὶ ὁ Πέρσης Ἀρταφέρνης.
Ὁ Ἀθηναῖος Ἱππίας, υἱὸς τοῦ Πεισιστράτου, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ
Δαρείου θὰ ἠκολούθει ὡς πολιτικοστρατιωτικὸς σύμβουλος καὶ σύνδεσμος πρὸς τοὺς
ἐναπομείναντας ὀπαδούς του, οἱ ὁποῖοι θὰ συνετάσσοντο μὲ αὐτὸν μόλις θὰ
ἐπληροφοροῦντο τὴν ἄφιξίν του εἰς τὸν Μαραθῶνα.
Οἱ Πέρσαι λοιπὸν ἐπάνδρωσαν ἑξακόσιες τριήρεις καὶ μὲ τὴν συνοδεία
μεταγωγικῶν καὶ ἱππαγωγῶν πλοίων ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κιλικία γιὰ νὰ τιμωρήσουν
ὅσους εἶχαν ἀρνηθῇ νὰ δώσουν «γῆν καὶ ὕδωρ», ἀλλά, κυρίως τοὺς Ἐρετριεῖς καὶ τοὺς
Ἀθηναίους. Προηγήθη ἡ Νάξος, τοὺς κατοίκους τῆς ὁποίας ἐξανδραπόδισαν. Ἐν
συνεχείᾳ κατέλαβον ὅσες νήσους εὐρίσκοντο εἰς τὸν δρόμο τους στρατολογῶντας τοὺς
κατοίκους τους, ἐκτὸς τῆς Δήλου τὴν ὁποίαν ὁ Δᾶτις ἐσεβάσθη ὡς ἱερὰ νῆσο, κατόπιν
ἐντολῆς τοῦ Δαρείου. Ἔπειτα κατέλαβον τὴν Κάρυστο καὶ κατόπιν τὴν Ἐρέτρια μετὰ
ἀπὸ ὀλιγοήμερον πολιορκία. Ἀφοῦ ἄφησαν νὰ περάσουν ὀλίγες ἡμέρες ἔβαλαν πλώρη
γιὰ τὸν Μαραθῶνα.

Σελὶς | 27
Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι

[1] Ἀθηναίοισι μὲν δὴ πόλεμος συνῆπτο πρὸς Αἰγινήτας, ὁ δὲ Πέρσης τὸ


ἑωυτοῦ ἐποίεε, ὥστε ἀναμιμνήσκοντός τε αἰεὶ τοῦ θεράποντος μεμνῆσθαί
μιν τῶν Ἀθηναίων καὶ Πεισιστρατιδέων προσκατημένων καὶ διαβαλλόντων
Ἀθηναίους, ἅμα δὲ βουλόμενος ὁ Δαρεῖος ταύτης ἐχόμενος τῆς προφάσιος
καταστρέφεσθαι τῆς Ἑλλάδος τοὺς μὴ δόντας αὐτῷ γῆν τε καὶ ὕδωρ.
Οἱ Ἀθηναῖοι λοιπὸν εἶχαν ἐμπλακῇ εἰς πόλεμον μὲ τοὺς Αἰγινήτας74, ἐνῷ ὁ Πέρσης
ἔκανε τὸ δικό του, καθὼς καὶ ὁ ὑπηρέτης συνεχῶς τοῦ ὑπενθύμιζε νὰ θυμᾶται τοὺς
Ἀθηναίους καὶ οἱ Πεισιστρατίδαι75 οἱ ὁποῖοι διέμενον [εἰς τὴν Περσίαν] διέβαλλον τοὺς
Ἀθηναίους. Συγχρόνως ὅμως ὁ Δαρεῖος76 ἤθελε ἔχοντας αὐτὴν τὴν πρόφασιν νὰ
ὑποδουλώσῃ ὅσους ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα δὲν τοῦ ἔδωσαν γῆν καὶ ὕδωρ 77.

74
Ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» ἀναφέρει ὅτι οἱ Αἰγινῆται ἐμίσουν τοὺς Ἀθηναίους γιὰ πολὺ
καιρὸ (Βιβλίον 5ον, 82.1-88.3) καὶ ὅταν τὸ 505 π.Χ. ἐζητήθη ἀπὸ τοὺς Θηβαίους ἡ βοήθειά τους εἰς τὸν πόλεμο
ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων, ἔκαναν ἐπιδρομὴ εἰς τὴν Ἀττικὴ μὲ πολεμικὰ πλοῖα λεηλατῶντας τὸ Φάληρον
καὶ πολλοὺς παραλιακοὺς δήμους, προκαλῶντας μεγάλες ζημίες εἰς τοὺς Ἀθηναίους (Βιβλίον 5ον, 81.1-3).
Οἱ Ἀθηναῖοι προετοιμάστηκαν γιὰ ἐκδίκησιν ὅμως τὸ μαντεῖον τῶν Δελφῶν τοὺς συνεβούλευσε νὰ
περιμένουν τριάντα ἔτη. Ἐὰν ἐπετίθεντο ἀμέσως θὰ ἐνίκουν, ἀλλὰ θὰ εἶχον τόσες ἀπώλειες ὅσες θὰ
προεκάλουν. Παρὰ τὴν συμβουλὴ ἄρχισαν προετοιμασία γιὰ ἐπίθεσιν, ἀλλὰ ἐμποδίστηκαν ἀπὸ τοὺς
Σπαρτιάτας (Βιβλίον 5ον, 89.2-90.2). Ὅταν τὸ 491 π.Χ. ἐφάνησαν εἰς τὴν νῆσον κήρυκες τοῦ Δαρείου Α΄,
ζητῶντας «γῆν καὶ ὕδωρ», οἱ Αἰγινῆται ἐδήλωσαν ὑποταγὴ ἴσως γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὶς ἀγορὲς τῶν
μικρασιατικῶν ἀκτῶν καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζον ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν ν’ ἀντεπεξέλθουν εἰς ἕναν τέτοιον
πόλεμον. Οἱ Ἀθηναῖοι κατήγγειλον τὴν φιλοπερσικὴ στάσιν τῆς Αἰγίνης εἰς τὴν Σπάρτη (Βιβλίον 6 ον, 49.1-
2), ἡ ὁποία ἀπέστειλε τελικῶς τοὺς βασιλεῖς της Κλεομένη καὶ Λεωτυχίδη ἐναντίον της. Οἱ δύο βασιλεῖς
ἐπέλεξαν δέκα Αἰγινήτας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς καὶ εἰς τὸν πλοῦτο καὶ εἰς τὴν καταγωγή, καὶ τοὺς
πῆραν μαζί τους. Τοὺς ὡδήγησαν εἰς τὴν Ἀττικὴ καὶ τοὺς ἄφησαν ὁμήρους εἰς τοὺς Ἀθηναίους (Βιβλίον 6ον,
73.1-2), ἴσως καὶ γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὸν μηδισμὸ τῆς Αἰγίνης.
75
Ὁ Ἱππίας καὶ ἡ συνοδεία του.
76
Ὁ Δαρεῖος Α΄ τῆς Περσίας (550 - 486 π.Χ.) ἢ Δαρεῖος ὁ Μέγας ἢ Μέγας Βασιλεύς, υἱὸς τοῦ σατράπου τῆς
Παρθίας Ὑστάσπη, ἦτο βασιλεὺς τῆς Περσίας ἀπὸ τὸ 521 π.Χ. ἕως τὸ 486 π.Χ. Ἦτο ἀπόγονος τῆς δυναστείας
τῶν Ἀχαιμενιδῶν καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς κορυφαίους βασιλεῖς τῶν Περσῶν. Ἐπίσης ἦτο ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος
ξεκίνησε πόλεμον ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Ἡ πρώτη ἐκστρατεία ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ γαμβροῦ του
Μαρδονίου ἀπέτυχε, καθὼς κατεστράφη ὁ στόλος εἰς τὸ ἀκρωτήριον Ἄθως καὶ ὁ στρατὸς ἡττήθη ἀπὸ τοὺς
Βρύγες. Ἡ δευτέρα ἐκστρατεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Δᾶτιν καὶ τὸν Ἀρταφέρνην ἀπέτυχε καὶ αὐτή, ἀφοῦ ὁ
στρατὸς ἡττήθη εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος τὸ 490 π.Χ. Ὁ Δαρεῖος ἀπεβίωσε πρὶν τελειώσῃ τὶς
προετοιμασίες γιὰ τὴν τρίτη ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος.
77
Τὸ 491 π.Χ., ὡς μέρος τῶν ἑλιγμῶν του πρὶν ἀπὸ τὴν δευτέρα εἰσβολὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Δαρεῖος ἔστειλε
ἀγγελιαφόρους εἰς πολλὲς ἑλληνικὲς πόλεις ἀπαιτῶντας νὰ τοῦ στείλουν γῆν καὶ ὕδωρ ὡς ἔνδειξιν
ὑποταγῆς. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» (Βιβλίον 7ον, 133.1): «πρότερον Δαρείου
πέμψαντος ἐπ’ αὐτὸ τοῦτο, οἳ μὲν αὐτῶν τοὺς αἰτέοντας ἐς τὸ βάραθρον οἳ δ’ ἐς φρέαρ ἐμβαλόντες ἐκέλευον
γῆν τε καὶ ὕδωρ ἐκ τούτων φέρειν παρὰ βασιλέα» (προηγουμένως, ὅταν ἔστειλε ὁ Δαρεῖος γιὰ τὸ ἴδιο
Σελὶς | 28
[2] Μαρδόνιον μὲν δὴ φλαύρως πρήξαντα τῷ στόλῳ παραλύει τῆς
στρατηγίης, ἄλλους δὲ στρατηγοὺς ἀποδέξας ἀπέστελλε ἐπί τε Ἐρέτριαν
καὶ Ἀθήνας, Δᾶτίν τε, ἐόντα Μῆδον γένος, καὶ Ἀρταφρένεα τὸν
Ἀρταφρένεος παῖδα, ἀδελφιδέον ἑωυτοῦ· ἐντειλάμενος δὲ ἀπέπεμπε
ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας καὶ Ἐρέτριαν ἀνάγειν ἑωυτῷ ἐς ὄψιν τὰ
ἀνδράποδα.
Τὸν Μαρδόνιο78 ἐπειδὴ δὲν κατάφερε τίποτε μὲ τὸν στόλο τὸν παύει ἀπὸ στρατηγό, καὶ
διορίζοντας ἄλλους στρατηγοὺς [τοὺς] ἔστελνε ἐναντίον καὶ τῆς Ἐρετρίας καὶ τῶν

ἀκριβῶς, οἱ μὲν ἐξ αὐτῶν [οἱ Ἀθηναῖοι] ἔρριψαν τοὺς αἰτοῦντας εἰς τὸ βάραθρον, οἱ δὲ [Σπαρτιᾶται] εἰς τὸ
πηγάδι, καὶ τοὺς παρήγγελλον ἀπὸ αὐτὰ νὰ φέρουν γῆν καὶ ὕδωρ εἰς τὸν βασιλέα). Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ
Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» κατονομάζει τὸν Μιλτιάδη ὡς ὑπεύθυνο γιὰ τὸν
θάνατον τῶν ἀγγελιαφόρων τοῦ Δαρείου (Βιβλίον 3ον, 12.7): «ἐγεγόνει δὲ καὶ τῶν κηρύκων τοῖς ἐλθοῦσιν
ἐς τὴν Ἀττικὴν ὁ Μιλτιάδης ἀποθανεῖν αἴτιος ὑπὸ Ἀθηναίων» (ὁ Μιλτιάδης εἶχε γίνει ὑπαίτιος γιὰ τὴν
θανάτωσιν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ὅσων ἀπὸ τοὺς κήρυκας ἦλθον εἰς τὴν Ἀττική), μεταγενέστερες ἀναφορὲς
περὶ τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ἀγγελιαφόρων δίδουν εἰς τὸν Θεμιστοκλέα τὸν πρωταγωνιστικὸ ῥόλο.
78
Ὁ Μαρδόνιος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς Πέρσας στρατηγοὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Περσικῶν
πολέμων. Ἦτο υἱὸς τοῦ Πέρσου εὐγενοῦς Γοβρύα, ὁ ὁποῖος ἐβοήθησε τὸν Ἀχαιμενίδη πρίγκιπα Δαρεῖο ὅταν
διεκδίκησε τὸν περσικὸ θρόνο. Ὅταν ἔγινε ὁ Δαρεῖος βασιλεύς, ἡ φιλία τους ἐπεσφραγίσθη μὲ τοὺς γάμους
τοῦ Δαρείου μὲ τὴν κόρη τοῦ Γοβρύα, καὶ τοῦ Γοβρύα μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Δαρείου. Ὁ Μαρδόνιος ἦτο ἀνεψιὸς
τοῦ Δαρείου Α΄ ἀλλὰ καὶ γαμβρός του, καθὼς ἐνυμφεύθη τὴν κόρη του Ἀρτοζώστρα. Ὁ Δαρεῖος μετὰ τὴν
Ἰωνικὴ Ἐπανάστασιν τὸν ἔστειλε τὸ 492 π.Χ. νὰ τιμωρήσῃ τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριξαν τοὺς
Ἴωνας. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πορείας του πρὸς τὴν Ἀθήνα ἐχρησιμοποίησε τὸν στρατό του γιὰ νὰ
καθαιρέσῃ τοὺς Πέρσας σατράπας οἱ ὁποῖοι ἐκυβέρνων τὶς ἰωνικὲς πόλεις καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσῃ μὲ
δημοκρατικὰ πολιτεύματα. Ἦτο μία στρατηγικὴ κίνησις ὥστε νὰ μὴ προκληθῇ ἐξέγερσις κατὰ τὴν
ἐκστρατεία του εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ στόλος καὶ ὁ στρατός του πέρασαν τὸν Ἑλλήσποντο, ἠκολούθησε ἡ
κατάληψις τῆς Θάσου, νήσου μὲ πλούσια μεταλλεύματα. Ἐν συνεχείᾳ ὑπέταξε τὴν Μακεδονία. Ἡ
ἐκστρατεία αὐτὴ ἐτερματίσθη ἄδοξα, ὅταν ὁ στόλος του κατεστράφη λόγῳ καταιγίδος κοντὰ εἰς τὴν
χερσόνησο τοῦ Ἄθω. Περίπου τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Μαρδόνιος ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Περσῶν σὲ πολεμικὲς
ἐπιχειρήσεις εἰς τὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἐτραυματίσθη, ἀλλὰ ὁ στρατός του τελικῶς ἐπεκράτησε. Παρ’ ὅλα αὐτὰ
ἀνεκλήθη ἀπὸ τὸν Δαρεῖο, ὁ ὁποῖος τὸ 490 π.Χ. ἔστειλε τὸν Δᾶτιν καὶ τὸν Ἀρταφέρνη νὰ καταλάβουν τὴν
Ἑλλάδα. Ἡ ἐκστρατεία τους ἔληξε μὲ τὴν ἧττα εἰς τὸν Μαραθῶνα. Εἰς τὴν τρίτη ἐκστρατεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς
τὸν Ξέρξη Α΄, ὁ Μαρδόνιος ἀνέλαβε ἐκ νέου τὴν διοίκησιν τοῦ στρατοῦ. Ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του
«Ἱστορίαι» τὸν παρουσιάζει ὡς φιλοπόλεμο καὶ σκληροπυρηνικὸ σύμβουλο τοῦ Πέρσου βασιλέως (Βιβλίον
7ον, 6.1): «νεωτέρων ἔργων ἐπιθυμητὴς ἐὼν καὶ θέλων αὐτὸς τῆς Ἑλλάδος ὕπαρχος εἶναι» (ὁ ὁποῖος ἦτο
γεμάτος λαχτάρα γιὰ καινούργιες ἐπιχειρήσεις καὶ ἤθελε ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὕπαρχος τῆς Ἑλλάδος). Μετὰ τὴν
ἧττα εἰς τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος, ὁ Ξέρξης ἐπέστρεψε εἰς τὴν Περσία, ἄφησε ὅμως διοικητὴ τῶν
κατεκτημένων ἑλληνικῶν περιοχῶν τὸν Μαρδόνιο, ὁ ὁποῖος ἔχασε τὴν ζωή του τὸ 479 π.Χ. εἰς τὴν μάχη
τῶν Πλαταιῶν.
Σελὶς | 29
Ἀθηνῶν, καὶ τὸν Δᾶτιν79, ὁ ὁποῖος ἦτο Μῆδος80 ὡς πρὸς τὴν καταγωγή, καὶ τὸν
Ἀρταφέρνη81 τὸν ἀνεψιό του, υἱὸν τοῦ Ἀρταφέρνους. Τοὺς ἔστελνε μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ
ὑποδουλώσουν τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Ἐρέτρια καὶ νὰ φέρουν μπροστά του τοὺς
αἰχμαλώτους.

79
Ὁ Δᾶτις ἦτο στρατηγὸς τοῦ περσικοῦ στρατοῦ ὁ ὁποῖος ἐστάλη ἀπὸ τὸν Πέρση βασιλέα Δαρεῖο Α΄ νὰ
ὑποτάξῃ τὴν Ἑλλάδα τὸ 490 π.Χ. ὡς ἀντικαταστάτης τοῦ Μαρδόνιου. Γιὰ τὴν ἄτυχη αὐτὴν ἐκστρατεία
φαίνεται ὅτι ὁ Δᾶτις δὲν ἔπεσε εἰς δυσμένειαν, διότι οἱ δύο υἱοί του, Ἀρμαρίθρης καὶ Τίθαιος ἦσαν ἵππαρχοι
εἰς τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ξέρξου κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Γιὰ τὸν Δᾶτιν οἱ Ἕλληνες ἐπίστευον ὅτι ἦτο ἄνδρας
εὐσεβής, διότι δὲν κατέστρεψε τὴν Δῆλο, ἀλλὰ ἐθυσίασε εἰς τὰ ἱερά της καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἄγαλμα τοῦ
Ἀπόλλωνος, τὸ ὁποῖον βρῆκε ἐντὸς φοινικικοῦ πλοίου, εἰς τοὺς Ταναγραίους. Ὁ Δᾶτις ἔδωσε τὸ ὄνομά του
σὲ γραμματικὸ λάθος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, διότι προσπαθῶντας νὰ ὁμιλήσῃ ἑλληνικὰ πρὸς
ἐντυπωσιασμὸ εἶπε τὴν φράσιν: «Ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι», τὴν ὁποίαν διέσωσε ὁ
Ἀριστοφάνης εἰς τὴν κωμῳδία του «Εἰρήνη» (291). Τὸ λάθος αὐτὸ ὠνομάσθη «δατισμὸς» καὶ χαρακτηρίζει
κάποιον γραπτὸ ἢ προφορικὸ λόγο ὡς βαρβαρισμό. Συνίσταται εἰς τὴν κατὰ παθητικὸ τύπο χρησιμοποίησιν
ῥημάτων ἐνεργητικῆς φωνῆς ἢ ἐνεργητικοῦ τύπου. Εἰς τὴν προκειμένη περίπτωσιν ὁ βαρβαρισμὸς ἔγκειται
εἰς τὴν ἐσφαλμένη χρῆσιν τοῦ τύπου «χαίρομαι» ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ «χαίρω». Σύμφωνα μὲ ἄλλους ὡς
«δατισμὸς» χαρακτηρίζεται ἡ συνεχὴς ἐπανάληψις συνώνυμων λέξεων μὲ συνέπεια τὴν ταυτολογία,
δεδομένου ὅτι τὰ ῥήματα εἰς τὴν ἀνωτέρω φράσιν «ἤδομαι, χαίρομαι, εὐφραίνομαι» ἔχουν τὴν ἴδια
σημασία. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Ἕλλην γραμματικὸς Αἴλιος Ἡρῳδιανὸς εἰς τὸ ἔργον του «Φιλέταιρος» (6.1):
«"Χαίρω" ἐρεῖς, οὐχὶ "χαίρομαι·" εἰ δὲ μή, ἁμάρτημα ἁμαρτήσεις ὃ καλεῖται δατισμὸς ἀπὸ Δάτιδος τοῦ
Πέρσου, ὅστις πρῶτος εἶπεν ὅτι χαίρομαι, πλανηθεὶς τῷ ἔθει τῶν Ἀττικῶν» («Χαίρω» θὰ πῇς, ὄχι
«χαίρομαι», εἰ δὲ μή, θὰ διαπράξῃς σφάλμα τὸ ὁποῖον καλεῖται δατισμὸς ἀπὸ τὸν Πέρση Δᾶτιν, ὁ ὁποῖος
πρῶτος εἶπε χαίρομαι, παρασυρθεὶς ἀπὸ τὶς συνήθειες τῶν Ἀττικῶν). Ὁ ἱστορικὸς καὶ ἰατρὸς Κτησίας ὁ
Κνίδιος ἀναφέρει ὅτι ὁ Δᾶτις ἐφονεύθη εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος καὶ ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἠρνήθησαν νὰ
δώσουν τὴν σωρό του εἰς τοὺς Πέρσας (Ἀποσπάσματα, 13.93): «ἐν Μαραθῶνι δὲ Μιλτιάδης ὑπαντιάζει, καὶ
νικᾷ τοὺς βαρβάρους, καὶ πίπτει καὶ αὐτὸς Δᾶτις· καὶ οὐδὲ τὸ σῶμα Πέρσαις αἰτησαμένοις ἐδόθη» (εἰς τὸν
Μαραθῶνα ὁ Μιλτιάδης ἀντιμετωπίζει καὶ νικᾷ τοὺς βαρβάρους καὶ φονεύεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Δᾶτις. Καὶ δὲν
ἐδόθη οὔτε τὸ σῶμα εἰς τοὺς Πέρσας οἱ ὁποῖοι τὸ ἐζήτησαν) καὶ (Ἀποσπάσματα, 13.107): «καὶ ὅτι Δᾶτιν
Ἀθηναῖοι ἀνεῖλον, καὶ οὐδὲ τὸν νεκρὸν ἔδοσαν» (καὶ διότι οἱ Ἀθηναῖοι ἐφόνευσαν τὸν Δᾶτιν καὶ οὔτε τὴν
σωρό του ἔδωσαν), σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὸν Ἡρόδοτο ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώνει τὴν διήγησιν σχετικὰ μὲ τὴν
ἐκστρατεία ὅταν ὁ Δᾶτις παρουσιάζει εἰς τὸν Δαρεῖο τοὺς Ἐρετριεῖς αἰχμαλώτους.
80
Οἱ Μήδοι καὶ οἱ Πέρσαι ἦσαν συγγενικὰ φῦλα, ἀρχικὰ ὑπεταγμένοι εἰς τοὺς Ἀσσύριους. Εἶχαν
ἐγκατασταθῇ εἰς τὰ εὔφορα ἐδάφη τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Ἰράν, οἱ μὲν εἰς τὸ βόρειο τμῆμα, οἱ δὲ εἰς τὸ νότιο.
Ἡ κυρία ἀσχολία τους ἦτο ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς καὶ ἡ κτηνοτροφία. Τὸν 7ον αἰῶνα π.Χ. οἱ Μήδοι
ἀνεξαρτητοποιήθηκαν καταλύοντας τὸ κράτος τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἐδημιούργησαν κράτος εἰς τὸ ὁποῖον
ἐνσωμάτωσαν τοὺς Πέρσας. Εἰς τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰῶνος π.Χ. οἱ Πέρσαι μὲ ἡγεμόνα τὸν Κῦρο Α΄
ἐπανεστάτησαν, ἀνέτρεψαν τὸν βασιλέα τῶν Μήδων Ἀστυάγη καὶ ἵδρυσαν τὴν Περσικὴ Αὐτοκρατορία.
81
Ὁ Ἀρταφέρνης Β΄ (ὁ νεώτερος) ἦτο Πέρσης στρατηγὸς καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Δαρείου. Μαζὶ μὲ τὸν Δᾶτιν τὸ 490
π.Χ. ἡγήθη τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, μὲ κύριο σκοπὸ τὴν τιμωρία τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς
Ἐρετρίας οι ὁποῖες ὑπεστήριξαν ἐνεργὰ τοὺς Ἴωνας κατὰ τὴν ἐπανάστασίν τους. Εἰς τὴν τρίτη ἐκστρατεία
μὲ βασιλέα τὸν Ξέρξη (480 -479 π.Χ.) ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Μυσῶν καὶ τῶν Λυδῶν.
Σελὶς | 30
[3] ὡς δὲ οἱ στρατηγοὶ οὗτοι οἱ ἀποδεχθέντες πορευόμενοι παρὰ βασιλέος
ἀπίκοντο τῆς Κιλικίης ἐς τὸ Ἀλήιον πεδίον, ἅμα ἀγόμενοι πεζὸν στρατὸν
πολλόν τε καὶ εὖ ἐσκευασμένον, ἐνθαῦτα στρατοπεδευομένοισι ἐπῆλθε μὲν
ὁ ναυτικὸς πᾶς στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι, παρεγένοντο δὲ καὶ αἱ
ἱππαγωγοὶ νέες, τὰς τῷ προτέρῳ ἔτεϊ προεῖπε τοῖσι ἑωυτοῦ δασμοφόροισι
Δαρεῖος ἑτοιμάζειν.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ διωρισμένοι αὐτοὶ στρατηγοὶ πορευόμενοι ἐκ μέρους τοῦ βασιλέως
ἔφθασαν εἰς τὴν πεδιάδα Ἀλήιον τῆς Κιλικίας, ὁδηγῶντας συγχρόνως καὶ πολυάριθμο
καὶ καλῶς ἐξοπλισμένο πεζικὸ στρατό. Ὅταν ἐστρατοπέδευσαν ἐκεῖ, ἐμφανίστηκε
[καὶ] ὅλος ὁ ναυτικὸς στρατὸς ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιταχθῇ ἀπὸ κάθε ἕναν, ἔφθασαν ἐπίσης
καὶ τὰ πλοῖα γιὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ Δαρεῖος εἶχε δώσει ἐντολὴ εἰς
τοὺς ὑποτελεῖς του σὲ φόρους νὰ ἑτοιμάζουν ἀπὸ τὸ προηγούμενο ἔτος.

[4] ἐσβαλόμενοι δὲ τοὺς ἵππους ἐς ταύτας καὶ τὸν πεζὸν στρατὸν


ἐσβιβάσαντες [ἐς τὰς νέας] ἔπλεον ἑξακοσίῃσι τριήρεσι ἐς τὴν Ἰωνίην.
ἐνθεῦτεν δὲ οὐ παρὰ τὴν ἤπειρον εἶχον τὰς νέας ἰθὺ τοῦ τε Ἑλλησπόντου
καὶ τῆς Θρηίκης, ἀλλ᾽ ἐκ Σάμου ὁρμώμενοι παρά τε Ἴκαρον καὶ διὰ νήσων
τὸν πλόον ἐποιεῦντο, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, δείσαντες μάλιστα τὸν
περίπλοον τοῦ Ἄθω, ὅτι τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κομιδὴν
μεγάλως προσέπταισαν· πρὸς δὲ καὶ ἡ Νάξος σφέας ἠνάγκαζε πρότερον
οὐκ ἁλοῦσα.
Καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν τοὺς ἵππους ἐντὸς αὐτῶν, ἐπεβίβασαν καὶ τὸν πεζικὸ στρατὸ καὶ
ἔπλεον μὲ ἑξακόσιες τριήρεις82 πρὸς τὴν Ἰωνία. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅμως τὰ πλοῖα δὲν

82
Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις ὅσον ἀφορᾷ τὸν ἀριθμὸ τῆς πολυπληθοῦς περσικῆς δυνάμεως. Ὁ Ἡρόδοτος
ἀναφέρει μόνον αὐτὲς τὶς ἑξακόσιες τριήρεις. Ὁ Κορνήλιος Νέπως εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ ἐπιφανῶν
ἀνδρῶν» (De viris illustribus) ἀναφέρει (5.4): «Itaque in aciem peditum centum, equitum decem milia
produxit proeliumque commisit» (Ἔβγαλε λοιπὸν εἰς τὸ πεδίον ἑκατὸ χιλιάδες πεζοὺς καὶ δέκα χιλιάδες
ἱππεῖς). Ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Συναγωγὴ ἱστοριῶν παραλλήλων Ἑλληνικῶν καὶ Ῥωμαϊκῶν»
ἀναφέρει (2): «Δάτις ὁ Περσῶν σατράπης μετὰ τριάκοντα μυριάδων εἰς Μαραθῶνα παραγενόμενος» (ὁ
Δᾶτις ὁ σατράπης τῶν Περσῶν φθάνει εἰς τὸν Μαραθῶνα μαζὶ μὲ τριακοσίους χιλιάδες [ἄνδρας]), ὅπως καὶ
ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον 4ον, 25.5): «τό τε Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι
ἔργον ἀνεμιμνήσκοντο, ὡς μυριάδες τριάκοντα ἐφθάρησαν τῶν Μήδων ὑπὸ ἀνδρῶν οὐδὲ ἐς μυρίους
ἀριθμόν» (Θυμοῦνταν τὸ κατόρθωμα τῶν Ἀθηναίων εἰς τὸν Μαραθῶνα, πῶς τριακόσιες χιλιάδες Μήδοι
κατεστράφησαν ἀπὸ ἄνδρες οἱ ὁποῖοι [δὲν ἔφθαναν] οὔτε τοὺς δέκα χιλιάδες ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ) καὶ ὁ
Στοβαῖος εἰς τὸ ἔργον του «Ἀνθολόγιον» (Βιβλίον 3ον, 7.63.3): «Δαρεῖος ὁ Περσῶν βασιλεὺς μετὰ τριάκοντα
μυριάδων ἐν Μαραθῶνι ἐστρατοπεδεύσατο» (ὁ Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν ἐστρατοπεύδευσε εἰς τὸν
Μαραθῶνα μαζὶ μὲ τριακόσιες χιλιάδες [ἄνδρας]). Τὸ ἴδιο ἀναφέρεται καὶ εἰς τὸ Λεξικὸν τοῦ Σουίδα
(I.545.3): «καὶ λ΄ μυριάδων στρατοῦ» (καὶ τριακοσίων χιλιάδων στρατοῦ). Ὁ Πλάτων εἰς τὸ ἔργον του
«Μενέξενος» ἀναφέρει (240a): «πέμψας μυριάδας μὲν πεντήκοντα ἔν τε πλοίοις καὶ ναυσίν, ναῦς δὲ
τριακοσίας» (στέλνοντας πεντακόσιες χιλιάδες ἐντὸς μεταγωγικῶν καὶ πολεμικῶν πλοίων, καὶ τριακόσια
Σελὶς | 31
κατευθύνθηκαν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν Ἑλλήσποντο καὶ τὴν Θρᾴκη [πλέοντας] κοντὰ
εἰς τὴν στεριά, ἀλλὰ ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Σάμο ἔπλεον κοντὰ καὶ εἰς τὴν Ἴκαρον83 καὶ
διὰ μέσῳ τῶν νήσων ἐπειδή, ὅπως μου φαίνεται, ἐφοβήθησαν πάρα πολὺ τὸν περίπλου
τοῦ Ἄθω, διότι ἐπιχειρῶντας αὐτὴν τὴν μετάβασιν ἐντὸς τοῦ προηγουμένου ἔτους
ὑπέστησαν μεγάλη συντριβή84. Ἐπὶ πλέον τοὺς ἠνάγκαζε καὶ ἡ Νάξος ἐπειδὴ τὴν
πρώτη φορὰ δὲν ἁλώθηκε85.

[5] ἐπεὶ δὲ ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι προσέμειξαν τῇ Νάξῳ


(ἐπὶ ταύτην γὰρ δὴ πρώτην ἐπεῖχον στρατεύεσθαι οἱ Πέρσαι), μεμνημένοι
τῶν πρότερον οἱ Νάξιοι πρὸς τὰ ὄρεα οἴχοντο φεύγοντες οὐδὲ ὑπέμειναν. οἱ
δὲ Πέρσαι ἀνδραποδισάμενοι τοὺς κατέλαβον αὐτῶν, ἐνέπρησαν καὶ τὰ ἱρὰ
καὶ τὴν πόλιν. ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους ἀνάγοντο.
Καὶ ὅταν πλέοντας ἀπὸ τὸ Ἰκάριον πέλαγος86 ἀγκυροβόλησαν εἰς τὴν Νάξο (διότι
ἐναντίον αὐτῆς ἐσκόπευον πρῶτα νὰ ἐκστρατεύσουν οἱ Πέρσαι), οἱ Νάξιοι
ἐνθυμούμενοι ὅσα [συνέβησαν] προηγουμένως ἔφευγον βιαστικὰ πρὸς τὰ ὄρη χωρὶς ν’
ἀντιμετωπίσουν τὴν εἰσβολή τους. Οἱ δὲ Πέρσαι ἐπώλησαν ὡς δούλους ὅσους ἐξ αὐτῶν
συνέλαβον, ἐπυρπόλησαν καὶ τὰ ἱερὰ καὶ τὴν πόλιν. Ἀφοῦ ἔκαναν αὐτὰ ἔβαλαν πλώρη
ἐναντίον τῶν ἄλλων νήσων.

πολεμικὰ πλοῖα) ὅπως καὶ ὀ Λυσίας εἰς τὸν λόγον του «Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς» (21): «ὁ γὰρ τῆς
Ἀσίας βασιλεὺς … ἔστειλε πεντήκοντα μυριάδας στρατιάν» (ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίας … ἔστειλε στρατιὰ
πεντακοσίων χιλιάδων [ἀνδρῶν]) καὶ ὁ Λιβάνιος εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» (11.1.9.4): «ὁ μυρίους ἄγων ἐπὶ
τὰς πεντήκοντα μυριάδας» (αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὡδήγησε δέκα χιλιάδες ἐναντίον τῶν πεντακοσίων
χιλιάδων). Ὁ ἱστορικὸς Ἰουστίνος (Justinus) εἰς τὸ ἔργον του «Ἐπιτομὴ τῶν Φιλιππικῶν τοῦ Πομπηίου
Τρόγου» ἀναφέρει (Βιβλίον 2ον, 9.9): «aduersus sexcenta milia hostium in campis Marathoniis in proelium
egrediuntur» (βγῆκαν νὰ πολεμήσουν εἰς τὸ πεδίον τοῦ Μαραθῶνος ἀντιμέτωποι μὲ ἑξακόσιες χιλιάδες
πολεμίους). Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοὶ θεωροῦν ὅτι οἱ Πέρσαι διέθετον πεζικὸ εἴκοσι ἔως ἑκατὸ χιλιάδων
ἀνδρῶν καὶ χιλίους ἱππεῖς.
83
Ἡ Ἴκαρος= ἡ νήσος Ἰκαρία.
84
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτο (Ἱστορίαι, Βιβλίον 6ον, 44.2-44.3) οἱ Πέρσαι ἔχασαν γύρω εἰς τὰ 300 πλοῖα καὶ
ἄνω τῶν 20.000 ἀνδρῶν.
85
Οἱ Πέρσαι ἐννέα ἔτη ἐνωρίτερα, δηλαδὴ τὸ 499 π.Χ., προσεπάθησαν νὰ τὴν κυριεύσουν μὲ τὸν Ἀρισταγόρα
καὶ τὸν Μεγαβάτη ἀλλὰ ἀπέτυχον. Ὁ Ἀρισταγόρας εἶχε δεχθῇ τὴν ἐπίσκεψιν ἐξορίστων ἀριστοκρατῶν ἀπὸ
τὴν Νάξο, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔπεισαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ νὰ ἀνακτήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἐκμεταλλευόμενος
τὴν εὐκαιρία ἐζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ σατράπου Ἀρταφέρνους καὶ ἔλαβε 200 τριήρεις, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ
Μεγαβάτου. Ὁ Ἀρισταγόρας καὶ ὁ Μεγαβάτης εἶχαν πολλὲς διαφωνίες καὶ οἱ Νάξιοι ἔμαθαν γιὰ τὰ σχέδια
τῶν Περσῶν. Αὐτὸ τοὺς ἐβοήθησε νὰ προετοιμάσουν τὴν ἄμυνά τους καὶ νὰ ἀντέξουν τέσσερις μῆνες
πολιορκίας.
86
Τὸ Ἰκάριον πέλαγος εἶναι τμῆμα τοῦ Αἰγαίου πελάγους καὶ ἐκτείνεται ἀνατολικὰ τῶν Κυκλάδων μέχρι
τὶς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁριοθετεῖται εἰς τὸν Βορρᾶ ἀπὸ τὶς νήσους Ἰκαρία καὶ Σάμο καὶ εἰς τὸν Νότο
ἀπὸ τὶς νήσους Κῶ καὶ Ἀστυπάλαια.
Σελὶς | 32
[6] ἐν ᾧ δὲ οὗτοι ταῦτα ἐποίευν, οἱ Δήλιοι ἐκλιπόντες καὶ αὐτοὶ τὴν Δῆλον
οἴχοντο φεύγοντες ἐς Τῆνον. τῆς δὲ στρατιῆς καταπλεούσης ὁ Δᾶτις
προπλώσας οὐκ ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι, ἀλλὰ πέρην
ἐν τῇ Ῥηναίῃ· αὐτὸς δὲ πυθόμενος ἵνα ἦσαν οἱ Δήλιοι, πέμπων κήρυκα
ἠγόρευέ σφι τάδε·
Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔκαναν αὐτά, οἱ Δήλιοι ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν καὶ οἱ ἴδιοι τὴν Δῆλο
ἔφευγον βιαστικὰ γιὰ τὴν Τῆνο. Καὶ ἐνῷ ἡ στρατιὰ ἔπλεε πρὸς τὴν ἀκτή, ὁ Δᾶτις
πλέοντας μπροστὰ δὲν ἄφηνε τὰ πλοῖα νὰ ἀγκυροβολήσουν κοντὰ εἰς τὴν Δῆλο, ἀλλὰ
ἀπέναντι, εἰς τὴν Ῥήνεια87. Πληροφορούμενος ὁ ἴδιος τὸν τόπο ὅπου εὐρίσκοντο οἱ
Δήλιοι, στέλνοντας κήρυκα τοὺς ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς:

[7] Ἄνδρες ἱροί, τί φεύγοντες οἴχεσθε, οὐκ ἐπιτήδεα καταγνόντες κατ᾽ ἐμεῦ;
ἐγὼ γὰρ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοσοῦτό γε φρονέω καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε
ἐπέσταλται, ἐν τῇ χώρῃ οἱ δύο θεοὶ ἐγένοντο, ταύτην μηδὲν σίνεσθαι, μήτε
αὐτὴν τὴν χώρην μήτε τοὺς οἰκήτορας αὐτῆς. νῦν ὦν καὶ ἄπιτε ἐπὶ τὰ
ὑμέτερα αὐτῶν καὶ τὴν νῆσον νέμεσθε. ταῦτα μὲν ἐπεκηρυκεύσατο τοῖσι
Δηλίοισι, μετὰ δὲ λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ
ἐθυμίησε.
«Ἄνδρες θαυμάσιοι, γιατί φεύγετε βιαστικά, ἔχοντας σχηματίσει ἄδικες ὑποψίες
ἐναντίον μου; Διότι καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος βεβαίως κατανοῶ ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα ἔτσι
μοῦ ἔχει παραγγελθῇ, εἰς τὴν χώρα ὅπου ἐγεννήθησαν οἱ δύο θεοί, αὐτὴν νὰ μὴ τὴν
βλάψουμε καθόλου, οὔτε τὴν ἴδια τὴν χώρα οὔτε τοὺς κατοίκους της. Τώρα λοιπὸν
ἐπιστρέψτε εἰς τὰ δικά σας καὶ κατοικῆτε τὴν νῆσο». Αὐτὰ ἀνήγγειλε μὲ κήρυκα εἰς
τοὺς Δηλίους καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ συσσώρευσε ἐπάνω εἰς τὸν βωμὸ τριακόσια τάλαντα 88
λιβάνι, ἐθυμίασε.

87
Ἡ Ῥήνεια εὑρίσκεται πλησίον τῆς Μυκόνου ἐνῷ ἡ ἔκτασίς της εἶναι 13.904 τ.χλμ. Τὸ μῆκος τῶν ἀκτῶν
της φθάνει τὰ 43 χιλιόμετρα. Ἡ Ῥήνεια ἔχει ἴχνη κατοικήσεως ἀπὸ τὴν 5ην χιλιετία π.Χ. Εἰς τὰ ἱστορικὰ
χρόνια ἡ νῆσος εὑρέθη εἰς τὴν σκιὰν τῆς γειτονικῆς Δηλοῦ. Τὸ 530 π.Χ. ὁ τύραννος Πολυκράτης τῆς Σάμου
τὴν κατέλαβε καὶ τὴν ἀφιέρωσε εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τῆς Δήλου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν
πρώτη ἱστορικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὴν Ῥήνεια. Ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἐπέβαλον τὴν κάθαρσιν εἰς τὴν νῆσο τῆς
Δήλου κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου καὶ ἀπεφάσισαν νὰ μὴ γεννιέται καὶ νὰ μὴν
πεθαίνῃ κανεὶς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους της, ἡ Ῥήνεια μετετράπη εἰς νεκρόπολιν. Παράλληλα ἡ νῆσος
ἐλειτούργησε καὶ ὡς θεραπευτήριον εἰς τὸ ὁποῖον κατέληγον οἱ πολὺ σοβαρὰ ἄρρωστοι οἱ ὁποῖοι δὲν
ἐπετρέπετο πλέον νὰ παραμείνουν ἐπὶ τῆς Δήλου. Μετὰ τὴν παρακμὴ τῆς Δήλου ἡ Ῥήνεια ἐγκατελείφθη.
Εἰς τὴν σύγχρονον ἐποχὴ ἡ νῆσος εἶναι ἀκατοίκητος καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς τόπος βοσκῆς κοπαδιῶν ἀπὸ
τὴν Μύκονο.
88
Συνήθως ἕνα τάλαντον ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὸ βάρος τοῦ νεροῦ τὸ ὁποῖον χωρᾷ σὲ ἕναν τυποποιημένο
ἀμφορέα. Κατὰ προσέγγισιν, ἕνα ἑλληνικὸ («ἀττικὸ») τάλαντον ἰσοδυναμοῦσε μὲ 26 σημερινὰ
χιλιόγραμμα.
Σελὶς | 33
[8] Δᾶτις μὲν δὴ ταῦτα ποιήσας ἔπλεε ἅμα τῷ στρατῷ ἐπὶ τὴν Ἐρέτριαν
πρῶτα, ἅμα ἀγόμενος καὶ Ἴωνας καὶ Αἰολέας· μετὰ δὲ τοῦτον ἐνθεῦτεν
ἐξαναχθέντα Δῆλος ἐκινήθη, ὡς ἔλεγον οἱ Δήλιοι, καὶ πρῶτα καὶ ὕστατα
μέχρι ἐμεῦ σεισθεῖσα. καὶ τοῦτο μέν κου τέρας ἀνθρώποισι τῶν μελλόντων
ἔσεσθαι κακῶν ἔφηνε ὁ θεός.
Ἀφοῦ ἔκανε αὐτὰ ὁ Δᾶτις ἔπλεε συγχρόνως μὲ τὸν στρατὸ πρῶτα ἐναντίον τῆς
Ἐρετρίας, φέροντας μαζὶ καὶ τοὺς Ἴωνας καὶ τοὺς Αἰολεῖς. Ὅταν αὐτὸς ἐξέπλευσε ἀπὸ
ἐκεῖ, ἀμέσως μετὰ ἡ Δῆλος συνεταράχθη [ἀπὸ σεισμό], ὅπως ἔλεγον οἱ Δήλιοι, καὶ
ἐσείσθη γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ μέχρι τὴν ἐποχή μου89. Καὶ αὐτὸ μὲν ὁ θεὸς
ἐφανέρωσε ὅτι θὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σὲ κάποιον βαθμὸ προφητικὸ σημάδι τῶν
μελλοντικῶν κακῶν.

[9] ἐπὶ γὰρ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπεος καὶ Ξέρξεω τοῦ Δαρείου καὶ Ἀρτοξέρξεω
τοῦ Ξέρξεω, τριῶν τουτέων ἐπεξῆς γενέων, ἐγένετο πλέω κακὰ τῇ Ἑλλάδι ἢ
89
Ὁ Ἡροδότος ἀναφέρεται εἰς ἕναν δυσοίωνο καὶ μοναδικὸ σεισμὸ ὁ ὁποῖος ἔγινε εἰς τὴν Δῆλο ὅταν ὁ Δᾶτις
ἔπλεε πρὸς τὴν Ἐρέτριαν, ὅμως ἡ νῆσος ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸν ὄχι μόνον τῆς ἀκινησίας, σύμφωνα μὲ τὴν
μυθολογία, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλλείψεως ἀξιολόγου σεισμικῆς δραστηριότητος, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία
καὶ τὴν σύγχρονον γεωλογία. Ὁ Πίνδαρος, ἡ παλαιοτέρα πηγὴ σχετικὰ μὲ τὸν ἰδιαίτερο μῦθο τῆς
ἐμφανίσεως τῆς Δήλου, τὴν χαρακτηρίζει ὡς (Ἀποσπάσματα, 33e3): «χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας»
(ἀκίνητον θαῦμα τῆς εὐρείας γῆς). Ἡ γεωλογία της ἔχει μελετηθῇ ἐκτενῶς ἐντὸς τοῦ πλαισίου τοῦ Αἰγαίου
καὶ εἰς ἀντίθεσιν μὲ ἄλλες νήσους (ἰδιαιτέρως τὴν Σαντορίνη) καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἠπειρωτικὴ χώρα, ὅπου
οἱ μεγάλου μεγέθους σεισμοὶ ἦσαν σαφῶς συχνοί, ἡ στάθμη τῆς θαλάσσης τῆς Δήλου δὲν ἔχει οὐσιαστικὰ
ὑποστεῖ κάποια μεταβολὴ καὶ εἶναι, μαζὶ μὲ τὴν Μύκονο καὶ τὴν Ῥήνεια, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ σημάδια
μεγάλων σεισμῶν τοῦ παρελθόντος. Οἱ σεισμοὶ καὶ τὰ συνακόλουθα μακροσεισμικὰ φαινόμενα ὄχι μόνον
καταστρέφουν ἀνθρωπογενεῖς κατασκευές, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς ἀλλάζουν καὶ τὴν σχέσιν μεταξὺ ξηρᾶς καὶ
θαλάσσης. Ὁ Ἡρόδοτος ἐβασίσθη εἰς τὸ μαντεῖον τῶν Δελφῶν τὸ ὁποῖον ἐπροφήτευσε: «κινήσω καὶ Δῆλον
ἀκίνητόν περ ἐοῦσαν» (θὰ συνταράξω καὶ τὴν Δῆλο παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι ἀκίνητος). Ἡ προφητεία αὐτὴ
ἑρμηνεύτηκε ὡς σεισμός, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ῥῆμα «κινῶ» δὲν εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον οἱ πρόγονοί μας
ἀνεφέροντο εἰς τὸ φαινόμενον τοῦ σεισμοῦ, ἀλλὰ τὸ «σείω». Ὁ Θουκυδίδης εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι»
ἀναφέρει καὶ αὐτὸς ἕναν καὶ μοναδικὸ σεισμὸ εἰς τὴν Δῆλο, τοποθετῶντας τον ὅμως χρονικὰ εἰς τὶς
παραμονὲς τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου (Βιβλίον 2ον, 8.3): «ἔτι δὲ Δῆλος ἐκινήθη ὀλίγον πρὸ τούτων,
πρότερον οὔπω σεισθεῖσα ἀφ’ οὗ Ἕλληνες μέμνηνται» (Ἀκόμα καὶ ἡ Δῆλος συνεταράχθη ὀλίγον πρὸ [τῶν
γεγονότων] αὐτῶν, ἐνῷ προηγουμένως δὲν εἶχε σεισθῇ ποτὲ ἀπὸ τότε ποὺ θυμοῦνται οἱ Ἕλληνες). Καὶ οἱ
δύο ἱστορικοὶ φαίνεται ὅτι εἶχον ὑπ’ ὄψιν τους τὴν προφητεία τοῦ μαντείου, ἀπεδέχθησαν τὴν ἑρμηνεία
τοῦ σεισμοῦ, τὸν ἐτοποθέτησαν ὅμως χρονικὰ σὲ διαφορετικὴ στιγμή, μὲ διαφορετικὸ συμβολισμό. Ὁ
Ῥωμαῖος συγγραφεὺς Πλίνιος (Gaius Plinius Secundus) εἰς τὸ ἔργον του «Naturalis Historia» (Φυσικὴ
Ἱστορία) ἀναφέρει (Βιβλίον 4ον, 25.66): «ipsaque longe clarissima et Cycladum media ac templo Apollinis
et mercatu celebrata Delos, quae diu fluctuata, ut proditur, sola motum terrae non sensit ad M. Varronis
aetatem; Mucianus prodidit bis concussam» (καὶ μακρὰν ἡ πιὸ διάσημος καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν Κυκλάδων,
περίφημος γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τὴν ἀγορά της, ἡ Δῆλος, ἡ ὁποία ἔπλεε γιὰ μεγάλο χρονικὸ
διάστημα, ὅπως ἀναφέρεται, ἡ μόνη ἡ ὁποία μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Μάρκου Βάρρωνος δὲν εἶχε νιώσει ποτὲ
σεισμό. Ὁ Μουκιανὸς ἀναφέρει ὅτι ταρακουνήθηκε δύο φορές).
Σελὶς | 34
ἐπὶ εἴκοσι ἄλλας γενεὰς τὰς πρὸ Δαρείου γενομένας, τὰ μὲν ἀπὸ τῶν
Περσέων αὐτῇ γενόμενα, τὰ δὲ ἀπ᾽ αὐτῶν τῶν κορυφαίων περὶ τῆς ἀρχῆς
πολεμεόντων.
Διότι [τὸν καιρὸ τῆς βασιλείας τοῦ] Δαρείου, [υἱοῦ] τοῦ Ὑστάσπεος, καὶ τοῦ Ξέρξου90,
[υἱοῦ] τοῦ Δαρείου, καὶ τοῦ Ἀρτοξέρξου, [υἱοῦ] τοῦ Ξέρξου, [ἐπὶ] αὐτῶν τῶν τριῶν
συνεχομένων γενεῶν, συνέβησαν τὰ περισσότερα κακὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα παρὰ ἐπὶ τῶν
εἴκοσι ἄλλων γενεῶν οἱ ὁποῖες ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸν Δαρεῖο. Τὰ μὲν συνέβησαν σὲ
αὐτὴν ἀπὸ τοὺς Πέρσας, τὰ δὲ ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς κορυφαίους [τῶν Ἑλλήνων], οἱ
ὁποῖοι ἐπολέμουν γιὰ τὴν ἐξουσία.

[10] οὕτως οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἀκίνητον. καὶ
ἐν χρησμῷ ἦν γεγραμμένον περὶ αὐτῆς ὧδε· κινήσω καὶ Δῆλον ἀκίνητόν περ
ἐοῦσαν. δύναται δὲ κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν ταῦτα τὰ οὐνόματα, Δαρεῖος
ἐρξίης, Ξέρξης ἀρήιος, Αρτοξέρξης μέγας ἀρήιος. τούτους μὲν δὴ τοὺς
βασιλέας ὧδε ἂν ὀρθῶς κατὰ γλῶσσαν τὴν σφετέρην Ἕλληνες καλέοιεν.
Ἔτσι δὲν ἦτο καθόλου παράδοξον νὰ συνταραχθῇ ἡ Δῆλος [ἀπὸ σεισμό], ἡ ὁποία
προηγουμένως ἦτο ἀκίνητος. Καὶ ἦτο σὲ χρησμὸ γεγραμμένο περὶ αὐτῆς κατ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο: «Θὰ συνταράξω καὶ τὴν Δῆλο παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι ἀκίνητος91». Μποροῦν δὲ

90
Ὁ Ξέρξης Α΄ (519 - 465 π.Χ.) ἦτο βασιλεὺς τῆς Περσίας. Υἱὸς τοῦ Δαρείου Α΄, ἀνέβηκε εἰς τὸν θρόνο μὲ τὴν
βοήθεια τῆς μητρός του Ἀτόσσης, ἡ ὁποία εἶχε παντρευτεῖ σὲ δεύτερο γάμο τὸν Δαρεῖο, παραγκωνίζοντας
τὰ μεγαλύτερα ἑτεροθαλῆ ἀδέλφια του. Ὁ Ξέρξης εἰς τὴν ἀρχὴ δὲν ἐνδιεφέρετο νὰ ξεκινήσῃ ἐκ νέου πόλεμο
μὲ τοὺς Ἕλληνας, ἀλλὰ ὁ Μαρδόνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν μεγαλυτέρα ἐπιρροὴ εἰς τὸν Ξέρξη, προσεπάθησε
ἐπανειλημμένως νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐκδικηθῇ τὴν ἧττα τοῦ Δαρείου. Κατὰ τὸ τρίτον ἔτος τῆς
βασιλείας του ὁ Ξέρξης συνεκάλεσε συνέδριον μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν εὐγενῶν ὅλων
τῶν ἐπαρχιῶν τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ τῶν ξένων εὐγενῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν δηλώσει ὑποταγὴ εἰς τὴν Περσία.
Τὸ συνέδριον ἐκράτησε ἕξι μῆνες καὶ ἀπεφασίσθη τελικὰ ἡ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ξέρξης
ξεκίνησε τὸ 480 π.Χ. ἀπὸ τὶς Σάρδεις μὲ πολυάριθμο στρατό, τὸν ἀριθμὸ τοῦ ὁποίου ὁ Ἡρόδοτος ἐκτιμοῦσε
σὲ 2 ἑκατομμύρια. Μετὰ τὴν ἧττα του ἐπέστρεψε εἰς τὴν Περσία, ἀφήνοντας τὸν Μαρδόνιο εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἐδολοφονήθη τὸ 465 π.Χ. ἀπὸ τὸν Ἀρτάβανο.
91
Ὁ μῦθος τῆς ἐμφανίσεως τῆς Δήλου ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὁ Ζεὺς θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Λητοῦς καὶ
ἔσμιξε μαζί της ἐρωτικά. Ἡ Ἥρα ἠγανακτημένη ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἀπιστίες τοῦ συζύγου της, ἠναντιώθη
εἰς τὴν Λητὼ καὶ ἀπεφάσισε νὰ μὴ τὴν ἀφήσῃ νὰ γεννήσῃ εἰς μέρος φωτιζόμενο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἡ Λητὼ
περιεπλανάτο κατάκοπος εἰς ὅλην τὴν γῆν, ὅμως ἡ γῆ ἀρνεῖτο νὰ τὴν δεχθῇ διότι ἐφοβεῖτο τὴν ὀργὴ τῆς
Ἥρας. Μονάχα μία μικρὰ πλωτὴ νῆσος, ἡ Ὀρτυγία (νῆσος τῶν Ὀρτυκιῶν) ἢ Ἀστερία (ἀστὴρ), ἐδέχθη νὰ
δώσῃ ἄσυλον εἰς τὴν Λητώ. Δὲν ἐφοβήθη τὴν ὀργὴ τῆς θεᾶς διότι ἦτο πτωχὴ καὶ ἄγονος. Ὁ Ἀπόλλων μόλις
ἐγεννήθη, γιὰ νὰ ἀνταμείψῃ τὴν νῆσο, τὴν ἐστερέωσε γιὰ πάντοτε μὲ τέσσερις στῆλες εἰς τὸν βυθὸ τῆς
θαλάσσης καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Δῆλος (φανερή), διότι ἐκεῖ ἐφανερώθη ὁ θεός. Ὁ Πίνδαρος βασιζόμενος
εἰς τὸν μῦθο αὐτὸν ἀναφέρει (Ἀποσπάσματα, 33e1): «χαῖρ’, ὦ θεοδμάτα, λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς
ἱμεροέστατον ἔρνος, πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοί Δᾶλον κικλῄσκοισιν,
μάκαρες δ’ ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον» (Χαῖρε, θεόκτιστε, ἀγαπητὸ βλαστάρι γιὰ τὰ
Σελὶς | 35
αὐτὰ τὰ ὀνόματα [νὰ σημαίνουν] σύμφωνα μὲ τὴν γλῶσσα [ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται
εἰς τὴν] Ἑλλάδα: Δαρεῖος ὁ Δραστήριος, Ξέρξης ὁ Πολεμικός, Ἀρτοξέρξης ὁ Μέγας
Πολεμικός. Αὐτοὺς μὲν τοὺς βασιλεῖς ὀρθῶς κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τοὺς ἀπεκάλουν
οἱ Ἕλληνες σύμφωνα μὲ τὴν γλῶσσα τους.

[11] οἱ δὲ βάρβαροι ὡς ἀπῆραν ἐκ τῆς Δήλου, προσίσχον πρὸς τὰς νήσους,


ἐνθεῦτεν δὲ στρατιήν τε παρελάμβανον καὶ ὁμήρους τῶν νησιωτέων παῖδας
ἐλάμβανον.
Ἀφοῦ οἱ βάρβαροι ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Δῆλο, προσήγγιζον τὶς νήσους, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
στρατολογοῦσαν ἄνδρες καὶ ἔπαιρναν ὁμήρους τὰ παιδιὰ τῶν νησιωτῶν.

[12] ὡς δὲ περιπλέοντες τὰς νήσους προσέσχον καὶ ἐς Κάρυστον (οὐ γὰρ δή


σφι οἱ Καρύστιοι οὔτε ὁμήρους ἐδίδοσαν οὔτε ἔφασαν ἐπὶ πόλις
ἀστυγείτονας στρατεύσεσθαι, λέγοντες Ἐρέτριάν τε καὶ Ἀθήνας), ἐνθαῦτα
τούτους ἐπολιόρκεόν τε καὶ τὴν γῆν σφέων ἔκειρον, ἐς ὃ καὶ οἱ Καρύστιοι
παρέστησαν ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην.
Καὶ καθὼς ἔπλεον γύρω γύρω τὶς νήσους προσήγγισαν καὶ τὴν Κάρυστο (διότι οἱ
Καρύστιοι οὔτε ὁμήρους τοὺς ἔδιδον οὔτε συναινοῦσαν νὰ ἐκστρατεύσουν ἐναντίον
γειτονικῆς πόλεως, ἐννοῶντας καὶ τὴν Ἐρέτρια καὶ τὴν Ἀθήνα), καὶ ἐκεῖ τοὺς
ἐπολιόρκουν καὶ τοὺς ἐλεηλάτουν τὴν γῆν, ἕως ὅτου καὶ οἱ Καρύστιοι πῆραν τὸ μέρος
τῶν Περσῶν.

[13] Ἐρετριέες δὲ πυνθανόμενοι τὴν στρατιὴν τὴν Περσικὴν ἐπί σφεας


ἐπιπλέουσαν Ἀθηναίων ἐδεήθησαν σφίσι βοηθοὺς γενέσθαι. Ἀθηναῖοι δὲ
οὐκ ἀπείπαντο τὴν ἐπικουρίην, ἀλλὰ τοὺς τετρακισχιλίους ‹τοὺς›
κληρουχέοντας τῶν ἱπποβοτέων Χαλκιδέων τὴν χώρην, τούτους σφι διδοῦσι

παιδιὰ τῆς Λητοῦς μὲ τὶς λαμπερὲς πλεξοῦδες, κόρη τοῦ πελάγους, ἀκίνητον θαῦμα τῆς εὐρείας γῆς, τὴν
ὁποίαν οἱ θνητοὶ καλοῦν Δῆλο, ἀλλὰ οἱ εὐλογημένοι [θεοὶ] εἰς τὸν Ὄλυμπον [καλοῦν] ἀστέρα καταφανῆ
τῆς σκοτεινῆς γῆς). Ὁ Πίνδαρος δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπίθετον «ἀκίνητος» γιὰ νὰ ἀναφερθῇ εἰς τοὺς
σεισμούς, ἀλλὰ εἰς τὸν μοναδικὸ μῦθο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Δήλου καὶ συνεχίζει (Ἀποσπάσματα, 33d1): «ἦν
γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν· ἀλλ’ ἁ Κοιογενὴς ὁπότ’ ὠδίνεσσι θυίοισ’
ἀγχιτόκοις ἐπέβανιν, δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαί πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον
πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες, ἔνθα τεκοῖσ’ εὐδαίμον’ ἐπόψατο γένναν» (Διότι προηγουμένως
μετεφέρετο ἀπὸ τὰ κύματα μὲ τὶς ῥιπὲς κάθε λογὴς ἀνέμων. Ἀλλὰ ὅταν αὐτὴ ἡ ὁποία ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν
Κοῖο ἐπάτησε ἐπὶ [τοῦ ἐδάφους] της μανιασμένη ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε, τότε
ξεπρόβαλαν ἀπὸ ἀδαμάντινες χθόνιες βάσεις τέσσερις ὀρθὲς κολῶνες καὶ ἔφερον τὰ κιονόκρανά τους τὸν
βράχο, ἐκεῖ ὅπου ἡ μήτηρ ἐφρόντισε τὰ εὐλογημένα τέκνα της). Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Πλάτων
χρησιμοποιεῖ τὴν παροιμία «τὰ ἀκίνητα κινεῖν» εἰς τὸ ἔργον του «Θεαίτητος» (181b) μὲ τὴν σημασία τῆς
παραβιάσεως ἱερῶν πραγμάτων («τῶν τὰ ἀκίνητα κινούντων»).
Σελὶς | 36
τιμωρούς. τῶν δὲ Ἐρετριέων ἦν ἄρα οὐδὲν ὑγιὲς βούλευμα, οἳ μετεπέμποντο
μὲν Ἀθηναίους, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας.
Οἱ Ἐρετριεῖς ὅταν ἐπληροφορήθησαν ὅτι ἡ περσικὴ στρατιὰ πλέει ἐναντίον τους,
παρεκάλεσαν τοὺς Ἀθηναίους νὰ σταθοῦν βοηθοί τους. Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι δὲν ἠρνήθησαν
τὴν βοήθεια, ἀλλὰ τοὺς τέσσερις χιλιάδες [τοὺς] κληρούχους τῆς χώρας τῶν
ἐκτροφέων ἵππων Χαλκιδέων92, αὐτοὺς δίδουν ἐπικούρους93. Ὅμως τὸ σχέδιον τῶν

92
Ἱππόβοτος ἐκαλεῖτο ἡ χώρα τῶν Χαλκιδέων τὴν ὁποίαν ἐκυρίευσαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τὴν ἐμοίρασαν εἰς
δύο χιλιάδες κλήρους. Ἀναφέρει ὁ Αἰλιανὸς εἰς τὸν ἔργον του «Ποικίλη Ἱστορία» (Βιβλίον 6 ον, 1.1):
«Ἀθηναῖοι κρατήσαντες Χαλκιδέων κατεκληρούχησαν αὐτῶν τὴν γῆν ἐς δισχιλίους κλήρους, τὴν
Ἱππόβοτον καλουμένην χώραν, τεμένη δὲ ἀνῆκαν τῇ Αθηνᾷ ἐν τῷ Ληλάντῳ ὀνομαζομένῳ τόπῳ, τὴν δὲ
λοιπὴν ἐμίσθωσαν κατὰ τὰς στήλας τὰς πρὸς τῇ βασιλείῳ στοᾷ ἑστηκυίας, αἵπερ οὖν τὰ τῶν μισθώσεων
ὑπομνήματα εἶχον. τοὺς δὲ αἰχμαλώτους ἔδησαν, καὶ οὐδὲ ἐνταῦθα ἔσβεσαν τὸν κατὰ Χαλκιδέων θυμόν»
(Οἱ Ἀθηναῖοι ἀφοῦ ἐπεκράτησαν τῶν Χαλκιδέων, ἐμοίρασαν τὴν γῆν τους σὲ δύο χιλιάδες κλήρους, τὴν
χώρα ἡ ὁποία καλείται Ἱππόβοτος, ἐνῷ ἄφησαν ἀκαλλιέργητα κομμάτια γῆς ἀφιερωμένα εἰς τὴν Ἀθηνᾶ
εἰς τὸν τόπο τὸν ὀνομαζόμενο Ληλάντιον. Τὴν ὑπόλοιπη δὲ τὴν παρεχώρησαν πρὸς ἐνοικίασιν, σύμφωνα
μὲ τὶς λίθινες πλάκες οἱ ὁποῖες στέκονται πρὸς τὴν μεριὰ τῆς βασιλείου στοᾶς, οἱ ὁποῖες φυσικὰ εἶχον [ἐπὶ
αὐτῶν] τὰ πρακτικὰ τῶν μισθωμάτων. Τοὺς αἰχμαλώτους τοὺς ἐφυλάκισαν, καὶ οὔτε [καὶ] τότε μετρίασαν
τὸν θυμό τους ἐναντίον τῶν Χαλκιδέων). Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι»
(Βιβλίον 5ον, 77.1): «Διαλυθέντος ὦν τοῦ στόλου τούτου ἀκλεῶς, ἐνθαῦτα Ἀθηναῖοι τίνυσθαι βουλόμενοι
πρῶτα στρατηίην ποιεῦνται ἐπὶ Χαλκιδέας. Βοιωτοὶ δὲ τοῖσι Χαλκιδεῦσι βοηθέουσι ἐπὶ τὸν Εὔριπον.
Ἀθηναίοισι δὲ ἰδοῦσι τοὺς Βοιωτοῦς ἔδοξε πρότερον τοῖσι Βοιωτοῖσι ἢ τοῖσι Χαλκιδεῦσι ἐπιχειρέειν.
συμβάλλουσί τε δὴ τοῖσι Βοιωτοῖσι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ πολλῷ ἐκράτησαν, κάρτα δὲ πολλοὺς φονεύσαντες
ἑπτακοσίους αὐτῶν ἐζώγρησαν. τῆς δὲ αὐτῆς ταύτης ἡμέρης οἱ Ἀθηναῖοι διάβαντες ἐς τὴν Εὔβοιαν
συμβάλλουσι καὶ τοῖσι Χαλκιδεῦσι, νικήσαντες δὲ καὶ τούτους τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπὶ τῶν
ἱπποβοτέων τῇ χώρᾳ λείπουσι. οἱ δὲ ἱπποβόται ἐκαλέοντο οἱ παχέες τῶν Χαλκιδέων» (Ἀφοῦ λοιπὸν
ἐτερματίσθη αὐτὴ ἡ ἐκστρατεία ἀδόξως, ἀμέσως μετὰ οἱ Ἀθηναῖοι ἐξεστράτευσαν ἀρχικὰ ἐναντίον τῶν
Χαλκιδέων θέλοντας νὰ τοὺς τιμωρήσουν. Ἔρχονται ὅμως οἱ Βοιωτοὶ εἰς τὸν Εὔριπο γιὰ νὰ βοηθήσουν
τοὺς Χαλκιδέας. Ὅταν εἶδον οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Βοιωτοὺς ἀπεφάσισαν πρῶτα νὰ πραγματοποιήσουν ἐπίθεσιν
ἐναντίον τῶν Βοιωτῶν παρὰ τῶν Χαλκιδέων. Οἱ Ἀθηναῖοι συγκρούονται μὲ τοὺς Βοιωτοὺς καὶ ἐκέρδισαν
μία ἀποφασιστικὴ νίκη, φονεύοντας πάρα πολλοὺς ἐνῷ αἰχμαλώτισαν ἑπτακοσίους ἐξ αὐτῶν. Τὴν ἴδια
ἡμέρα οἱ Ἀθηναῖοι περνῶντας εἰς τὴν Εὔβοια συγκρούονται καὶ μὲ τοὺς Χαλκιδέας, καὶ ἀφοῦ ἐνίκησαν καὶ
αὐτοὺς ἀφήνουν τέσσερις χιλιάδες μισθωτὰς εἰς τὴν χώρα τῶν ἐκτροφέων ἵππων. Οἱ δὲ ἐκτροφεῖς ἵππων
ἐκαλοῦντο οἱ πλούσιοι ἐκ τῶν Χαλκιδέων).
93
Ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὸ ἔργον του «Ῥητορικὴ» κάνει ἀναφορὰ σὲ ψήφισμα τοῦ Μιλτιάδου γιὰ ἄµεση ἔξοδο
γιὰ τὴν προστασία τῆς Εὐβοίας, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐκτελέστηκε τόσο γρήγορα ὥστε ἔμεινε παροιμιῶδες
(1411a19): «καὶ παρακαλῶν [Κηφισόδοτος] ποτὲ τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους ἔφη δεῖν
ἐξιέναι τὸ Μιλτιάδου ψήφισμα» (Καλῶντας ὁ Κηφισόδοτος κάποτε τοὺς Ἀθηναίους νὰ βοηθήσουν [τοὺς]
εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἐκστρατεύσουν εἰς τὴν Εὔβοια ἐφοδιαζόμενοι μὲ τὸ ψήφισμα τοῦ Μιλτιάδου). Ἡ
ἐκστρατεία εἰς τὴν ὁποία ἀνεφέρετο ὁ Κηφισόδοτος ἀνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς
Εὐβοεῖς ἐναντίον τῶν Θηβαίων τὸ 357 π.Χ. Πολλοὶ ἀμφισβητοῦν τὴν ἱστορικότητα τοῦ ψηφίσματος μὲ τὸ
σκεπτικὸ ὅτι α) δὲν ἀναφέρεται σὲ πηγὲς τοῦ 5ου αιώνος π.Χ. ἀλλὰ σὲ μεταγενέστερες καὶ β) ὁ Μιλτιάδης
δὲν εἶχε τὴν δικαιοδοσία νὰ ἐκδώσῃ ἕνα τέτοιο ψήφισμα, ὅμως, ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα εἰς τὴν
Σελὶς | 37
Ἐρετριέων δὲν ἦτο καθόλου ὀρθόν, οἱ ὁποῖοι προσεκάλουν μὲν τοὺς Ἀθηναίους, οἱ
γνῶμες τους ὅμως ἦσαν διχασμένες.

[14] οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα τῆς
Εὐβοίης, ἄλλοι δὲ αὐτῶν ἴδια κέρδεα προσδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω
οἴσεσθαι προδοσίην ἐσκευάζοντο.
Οἱ μὲν ἐξ αὐτῶν ἀπεφάσιζον νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλιν γιὰ τὶς βουνοκορφὲς τῆς
Εὐβοίας, ἐνῷ ἄλλοι ἐξ αὐτῶν προσδοκῶντας ν’ ἀποκομίσουν ἴδια κέρδη ἀπὸ τὸν Πέρση
προετοίμαζαν προδοσία.

[15] μαθὼν δὲ τούτων ἑκάτερα ὡς εἶχε Αἰσχίνης ὁ Νόθωνος, ἐὼν τῶν


Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, φράζει τοῖσι ἥκουσι Ἀθηναίων πάντα τὰ παρεόντα
σφι πρήγματα, προσεδέετό τε ἀπαλλάσσεσθαί σφεας ἐς τὴν σφετέρην, ἵνα
μὴ προσαπόλωνται. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ταῦτα Αἰσχίνῃ συμβουλεύσαντι
πείθονται.
Ὁ Αἰσχίνης ὁ υἱὸς τοῦ Νόθωνος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες τῶν Ἐρετριέων, ὅταν
ἔμαθε πῶς εἶχον [τὰ σχέδια] τῆς κάθε μίας [πλευρᾶς] ἀπὸ αὐτές, ἐξηγεῖ εἰς τοὺς
Ἀθηναίους οἱ ὁποῖοι φθάνουν ὅλην τὴν παροῦσα κατάστασιν τῶν πραγμάτων τους,
καὶ τοὺς παρεκάλει ν’ ἀναχωρήσουν γιὰ τὴν δική τους [χώρα], γιὰ νὰ μὴ
καταστραφοῦν καὶ αὐτοί. Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι πείθονται εἰς αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς
συνεβούλευσε ὁ Αἰσχίνης.

[16] καὶ οὗτοι μὲν διαβάντες ἐς Ὠρωπὸν ἔσῳζον σφέας αὐτούς· οἱ δὲ Πέρσαι
πλέοντες κατέσχον τὰς νέας τῆς Ἐρετρικῆς χώρης κατὰ Ταμύνας καὶ
Χοιρέας καὶ Αἰγίλια, κατασχόντες δὲ ἐς ταῦτα τὰ χωρία αὐτίκα ἵππους τε
ἐξεβάλλοντο καὶ παρεσκευάζοντο ὡς προσοισόμενοι τοῖσι ἐχθροῖσι.
Καὶ αὐτοὶ μὲν ἀφοῦ διέβησαν εἰς τὸν Ὠρωπὸ ἔσωσαν τοὺς ἑαυτούς τους. Οἱ δὲ Πέρσαι
πλέοντας ὡδήγησαν τὰ πλοῖα εἰς τὴν στεριὰ τῆς χώρας τῆς Ἐρετρίας πρὸς τὶς
Ταμύνες94 καὶ τὶς Χοιρέες καὶ τὰ Αἰγίλια95. Ἀφοῦ λοιπὸν προσωρμίσθησαν εἰς αὐτὰ τὰ

ἐξιστόρησιν τοῦ Ἡροδότου, οἱ στρατηγοὶ καὶ ὄχι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου ἀπέστειλαν ἀγγελιαφόρο εἰς τοὺς
Λακεδαιμονίους γιὰ ἀποστολὴ βοηθείας, κάτι τὸ ὁποῖον μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς προσωρινὴ μεταβίβασις τοῦ
ἐλέγχου τῶν Ἀθηνῶν εἰς τοὺς στρατηγοὺς λόγῳ ἐκτάκτων περιστάσεων.
94
Τάμυναι. Ἀρχαία πόλις τῆς Εὐβοίας εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ἐρετρίας, εἰς τοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Κοτύλαιον.
Ὁ Στράβων εἰς τὸ ἔργον του «Γεωγραφικὰ» ἀναφέρει (Βιβλίον 10ον, 1.10): «ἐν δὲ τῇ Ἐρετρικῇ πόλις ἦν
Τάμυναι πλησίον τοῦ πορθμοῦ» (εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ἐρετρίας ὑπάρχει ἡ πόλις Τάμυναι πλησίον τοῦ
πορθμοῦ). Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν σημερινὴ πόλιν τοῦ Ἀλιβερίου. Παρ’ ὅλο ποὺ
ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἡροδότου ὑπονοεῖ ὅτι ἡ πόλις ἦτο παράλιος, κάποιοι μελετηταὶ ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ
ἀρχαῖες Τάμυναι εὐρίσκοντο μεταξὺ Χανίων Αὐλωναρίου καὶ Ἁγίου Γεωργίου.
95
Χοιρέαι καὶ Αἰγίλια ταυτίζονται μὲ τὸν λιμένα τῆς Ἁμαρύνθου καὶ τὸ Γλυφὸ ἀντιστοίχως.
Σελὶς | 38
μέρη ἀμέσως ἔβγαζαν εἰς τὴν στεριὰ ἵππους96 καὶ ἑτοιμάζονταν γιὰ νὰ ἐπιτεθοῦν
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.

[17] οἱ δὲ Ἐρετριέες ἐπεξελθεῖν μὲν καὶ μαχέσασθαι οὐκ ἐποιεῦντο βουλήν,


εἴ κως δὲ διαφυλάξαιεν τὰ τείχεα, τούτου σφι πέρι ἔμελε, ἐπείτε ἐνίκα μὴ
ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν. προσβολῆς δὲ γινομένης καρτερῆς πρὸς τὸ τείχεος
ἔπιπτον ἐπὶ ἓξ ἡμέρας πολλοὶ μὲν ἀμφοτέρων· τῇ δὲ ἑβδόμῃ Εὔφορβός τε ὁ
Ἀλκιμάχου καὶ Φίλαγρος ὁ Κυνέω ἄνδρες τῶν ἀστῶν δόκιμοι προδιδοῦσι
τοῖσι Πέρσῃσι.
Οἱ δὲ Ἐρετριεῖς δὲν ἐσκέπτοντο νὰ ἐξορμήσουν ἐναντίον τους καὶ νὰ δώσουν μάχη,
ἀλλὰ πῶς θὰ διαφυλάξουν τὰ τείχη, αὐτὸ τοὺς ἔμελε, ἀφοῦ ὑπερίσχυσε [ἡ γνώμη] νὰ
μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν πόλιν. Καθὼς ἔγινε σθεναρὴ ἕφοδος ἐναντίον τοῦ τείχους
ἔπεφταν ἐπὶ ἕξι ἡμέρες πολλοὶ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, ἀλλὰ τὴν ἑβδόμη ὁ Εὔφορβος97
ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλκιμάχου καὶ ὁ Φίλαγρος98 ὁ υἱὸς τοῦ Κυνέω, ἄνδρες διαπρεπεῖς [ἐκ] τῶν
πολιτῶν, [τὴν] προδίδουν εἰς τοὺς Πέρσας.

[18] οἱ δὲ ἐσελθόντες ἐς τὴν πόλιν τοῦτο μὲν τὰ ἱρὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν,


ἀποτινύμενοι τῶν ἐν Σάρδισι κατακαυθέντων ἱρῶν, τοῦτο δὲ τοὺς
ἀνθρώπους ἠνδραποδίσαντο κατὰ τὰς Δαρείου ἐντολάς.
Αὐτοὶ ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἀφοῦ ἐσύλησαν τὰ ἱερὰ τὰ
ἐπυρπόλησαν, παίρνοντας ἐκδίκησιν γιὰ τὰ ἱερὰ ἐντὸς τῶν Σάρδεων99 τὰ ὁποῖα
ἐκάησαν ὁλοσχερῶς, ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δαρείου
ἐπώλησαν τοὺς ἀνθρώπους ὡς δούλους.

96
Ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» ἀναφέρει γιὰ τὸν Μαραθῶνα (Βιβλίον 1ον, 32.4):
«ἐνταῦθα ἀνὰ πᾶσαν νύκτα καὶ ἵππων χρεμετιζόντων καὶ ἀνδρῶν μαχομένων ἔστιν αἰσθέσθαι» (Ἐκεῖ κάθε
νύκτα μπορεῖς ν’ ἀκούσῃς ἵππους νὰ χλιμιντρίζουν καὶ ἄνδρες νὰ μάχωνται) και συνεχίζει (Βιβλίον 1ον,
32.7): «ἔστι δὲ ἐν τῷ Μαραθῶνι λίμνη τὰ πολλὰ ἑλώδης … ὑπὲρ δὲ τὴν λίμνην φάτναι εἰσὶ λίθου τῶν ἵππων
τῶν Ἀρταφέρνους καὶ σημεῖα ἐν πέτραις σκηνῆς» (Ὑπάρχει εἰς τὸν Μαραθῶνα λίμνη ἡ ὁποία εἰς τὸ
μεγαλύτερο μέρος τῆς εἶναι ἑλώδης … Ἐπάνω ἀπὸ τὴν λίμνη ὑπάρχουν οἱ λίθινες σκάφες γιὰ τὸ τάισμα
τῶν ἵππων τοῦ Ἀρταφέρνους καὶ σημάδια τῆς σκηνῆς του εἰς τὰ βράχια).
97
Τὸ ὄνομά του σημαίνει εὐτραφής, καλοθρεμμένος (εὖ + φορβή, δηλαδὴ τροφή).
98
Τὸ ὄνομά του σημαίνει αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς ἀγροὺς (φίλος + ἀγρός).
99
Οἱ Σάρδεις, σημερινὴ Sart τῆς Τουρκίας, ἦτο ἀρχαιοτάτη μικρασιατικὴ πόλις τῆς Λυδίας, τῆς ὁποίας
ὑπῆρξε πρωτεύουσα. Ἦτο κτισμένη εἰς τὸ «Σαρδιανὸ πεδίον», δηλαδὴ τὴν πεδιάδα ἡ ὁποία ἐκτείνεται
μεταξὺ τοῦ ὄρους Τμώλου καὶ τοῦ ποταμοῦ Ἕρμου καὶ διαρρέεται ἀπὸ τὸν Πακτωλὸ ποταμό. Ἡ θέσις της
ἦτο τέτοια ὥστε ἀπετέλει σημαντικὸ συγκοινωνιακὸ κόμβο δρόμων οἱ ὁποῖοι ὡδήγουν πρὸς ὅλες τὶς
κατευθύνσεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ πήγαιναν πρὸς τὴν Ἀρμενία, τὴν Μεσοποταμία, τὴν Περσία. Ἀπεῖχε ἀπὸ
τὴν θάλασσαν 100 περίπου χιλιόμετρα καὶ διέθετε ἀκρόπολιν. Ἐπὶ βασιλέως Κροίσου ἐξελίχθη εἰς μίαν ἀπὸ
τὶς πλουσιώτερες καὶ πολυτελέστερες πόλεις.
Σελὶς | 39
[19] χειρωσάμενοι δὲ τὴν Ἐρέτριαν καὶ ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας ἔπλεον ἐς
γῆν τὴν Ἀττικήν, κατέργοντές τε πολλὸν καὶ δοκέοντες ταὐτὰ τοὺς
Ἀθηναίους ποιήσειν τὰ καὶ τοὺς Ἐρετριέας ἐποίησαν. καί, ἦν γὰρ Μαραθὼν
ἐπιτηδεότατον χωρίον τῆς Ἀττικῆς ἐνιππεῦσαι καὶ ἀγχοτάτω τῆς Ἐρετρίης,
ἐς τοῦτό σφι κατηγέετο Ἱππίης ὁ Πεισιστράτου.
Ἀφοῦ ἔβαλαν εἰς τὸ χέρι τὴν Ἐρέτρια καὶ περίμεναν ὀλίγες ἡμέρες, ἔπλεον γιὰ τὴν
Ἀττικὴ γῆν, φέρνοντας εἰς μεγάλη δυσκολίαν [τοὺς Ἀθηναίους] καὶ νομίζοντες ὅτι τὰ
ἴδια θὰ κάνουν οἱ Ἀθηναῖοι100, αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔκαναν καὶ οἱ Ἐρετριεῖς. Καί, ἐπειδὴ ὁ

100
Ἀναφέρει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 10ον, 27.1.1): «Ὅτι
Δᾶτις ὁ τῶν Περσῶν στρατηγός, Μῆδος ὢν τὸ γένος καὶ παρὰ τῶν προγόνων παρειληφὼς ὅτι Μήδου τοῦ
συστησαμένου τὴν Μηδίαν Ἀθηναῖοι καθεστήκασιν ἀπόγονοι, ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους εἰπεῖν ὡς
πάρεστι μετὰ δυνάμεως ἀπαιτήσων τὴν ἀρχὴν τὴν προγονικήν· Μῆδον γὰρ τῶν ἑαυτοῦ προγόνων
πρεσβύτατον γενόμενον ἀφαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων καὶ παραγενόμενον εἰς τὴν Ἀσίαν
κτίσαι τὴν Μηδίαν. ἂν μὲν οὖν αὐτῷ τὴν ἀρχὴν ἀποδῶσιν, ἀφεθήσεσθαι τῆς αἰτίας ταύτης καὶ τῆς ἐπὶ
Σάρδεις στρατείας· ἂν δὲ ἐναντιωθῶσι, πολὺ δεινότερα πείσεσθαι τῶν Ἐρετριέων. ὁ δὲ Μιλτιάδης ἀπεκρίθη
ἀπὸ τῆς τῶν δέκα στρατηγῶν γνώμης, διότι κατὰ τὸν τῶν πρεσβευτῶν λόγον μᾶλλον προσήκει τῆς Μήδων
ἀρχῆς κυριεύειν Ἀθηναίους ἢ Δᾶτιν τῆς Ἀθηναίων πόλεως· τὴν μὲν γὰρ τῶν Μήδων βασιλείαν Ἀθηναῖον
ἄνδρα συστήσασθαι, τὰς δὲ Ἀθήνας μηδέποτε Μῆδον τὸ γένος ἄνδρα κατεσχηκέναι. ὁ δὲ πρὸς μάχην
ἀκούσας ταῦτα παρεσκευάζετο» (Διότι ὁ Δᾶτις ὁ στρατηγὸς τῶν Περσῶν, ὁ ὁποῖος ὡς πρὸς τὸ γένος ἦτο
Μῆδος καὶ εἶχε παραλάβει ἀπὸ τοὺς προγόνους του ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν καταστῇ ἀπόγονοι τοῦ Μήδου
τοῦ ἰδρυτοῦ τῆς Μηδίας, ἀπέστειλε [πρέσβεις] πρὸς τοὺς Ἀθηναίους νὰ ποῦν ὅτι ἔχει ἔλθει μαζὶ μὲ
[στρατιωτικὴ] δύναμιν γιὰ νὰ ἀπαιτήσῃ τὴν προγονικὴ ἐξουσία. Διότι ὁ Μῆδος ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ παλαιότατος
ἀπὸ τοὺς προγόνους του εἶχε στερηθῇ τῆς βασιλείας ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους καὶ ἀφοῦ ἔφθασε εἰς τὴν Ἀσίαν
ἐδημιούργησε τὴν Μηδία. Ἐὰν παραδώσουν εἰς αὐτὸν τὴν ἐξουσία, θὰ τοὺς ἀπηλλάξῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν
κατηγορία καὶ τῆς ἐναντίον τῶν Σάρδεων ἐκστρατείας. Ἐὰν ὅμως ἐναντιωθοῦν, θὰ πάθουν πολὺ χειρότερα
ἀπὸ τοὺς Ἐρετριεῖς. Ὁ δὲ Μιλτιάδης ἀπήντησε [ἐκφράζοντας] τὴν βούλησιν τῶν δέκα στρατηγῶν ὅτι
σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῶν πρεσβευτῶν ἁρμόζει περισότερο νὰ κυριεύσουν οἱ Ἀθηναῖοι τὸ βασίλειον τῶν
Μήδων παρὰ ὁ Δᾶτις τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων. Διότι τὸ βασίλειον τῶν Μήδων τὸ ἵδρυσε μὲν ἄνδρας
Ἀθηναῖος, ὅμως οὐδέποτε ἄνδρας Μῆδος ὡς πρὸς τὸ γένος εἶχε ὑπὸ τὴν κατοχή του τὴν Ἀθήνα. Ὁ [Δᾶτις]
μόλις τὰ ἤκουσε αὐτὰ ἑτοιμαζόταν γιὰ πόλεμο).
Σελὶς | 40
Μαραθὼν101 ἦτο ὁ πιὸ κατάλληλος τόπος τῆς Ἀττικῆς γιὰ τὴν χρῆσιν ἱππικοῦ 102 καὶ
πάρα πολὺ κοντὰ εἰς τὴν Ἐρέτρια103, εἰς αὐτὸν τοὺς ἀπεβίβασε ὁ Ἱππίας104, ὁ υἱὸς τοῦ
Πεισιστράτου.

101
Μαραθών, ἀρχαῖος δῆμος ἀνατολικὰ τῆς Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος πιθανῶς ἔλαβε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ φυτὸν
μάραθον τὸ ὁποῖον εὐδοκιμοῦσε εἰς τὴν περιοχή. Ὁ κωμικὸς Ἕρμιππος ὑπαινίσσεται τὴν σχέσιν τοῦ φυτοῦ
μὲ τὸν τόπο καὶ ἀναφέρει (Ἀποσπάσματα, 81.1): «ὥστε Μαραθῶνος τὸ λοιπὸν ἐπ’ ἀγαθῷ μεμνημένοι πάντες
ἐμβάλλουσιν ἀεὶ μάραθον εἰς τὰς ἁλμάδας» (ὥστε ὅλοι εἰς τὸ ἑξῆς ὅταν μνημονεύουν γιὰ καλὸ τὸν
Μαραθῶνα βάζουν πάντοτε μάραθο ἐντὸς τῶν ἁλμυρῶν ἐλιῶν). Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἐκδοχὲς γιὰ
τὴν προέλευσιν τοῦ ὀνόματος. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ συγγραφέα καὶ φιλόσοφo τοῦ 4ου αιώνος π..Χ.
Δικαίαρχο, ἀπόσπασμα τοῦ ὁποίου διέδωσε ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς», τὸ
ὄνομα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Μάραθο τὸν Ἀρκὰ ὁ ὁποῖος ἐξεστράτευσε μὲ τοὺς Διοσκούρους εἰς τὴν Ἀττικὴ (32.5):
«ὁ δὲ Δικαίαρχος Ἐχεδήμου φησὶ καὶ Μαράθου συστρατευσάντων τότε τοῖς Τυνδαρίδαις ἐξ Ἀρκαδίας, ἀφ’
οὗ μὲν Ἐχεδημίαν προσαγορευθῆναι τὴν νῦν Ἀκαδήμειαν, ἀφ’ οὗ δὲ Μαραθῶνα τὸν δῆμον, ἐπιδόντος
ἑαυτὸν ἑκουσίως κατά τι λόγιον σφαγιάσασθαι πρὸ τῆς παρατάξεως» (Ὁ δὲ Δικαίαρχος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ
Ἐχέδημος καὶ ὁ Μάραθος συνεξεστράτευσαν τότε ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία μὲ τοὺς Τυνδαρίδας, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν
[Ἐχέδημο] ὠνομάσθη Ἐχεδημία ἡ νῦν Ἀκαδήμεια, ἐνῶ ἀπὸ τὸν [Μάραθο] ὁ δῆμος Μαραθών, ἐπειδὴ
προσέφερε τὸν ἑαυτόν του ἑκουσίως νὰ θυσιασθῇ πρὸ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, σύμφωνα μὲ κάποιον
χρησμό). Ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» ἀναφέρει τὸν Μαραθῶνα υἱὸν τοῦ Ἐπωπέως
ἀπὸ τὴν Σικυῶνα (Βιβλίον 1ον, 15.3): «ἐνταῦθα καὶ Μαραθὼν γεγραμμένος ἐστὶν ἥρως, ἀφ᾽ οὗ τὸ πεδίον
ὠνόμασται» (ἐκεῖ εἶναι ζωγραφισμένος καὶ ὁ ἥρως Μαραθών, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὠνομάσθη ἡ πεδιάς).
102
Τὸ ἱππικὸν ἀπετέλει τὸ ἰσχυρὸ ὅπλον τῶν Περσῶν. Ἕνα θέμα ὅμως τὸ ὁποῖον ἔχει ἀπασχολήσει τοὺς
μελετητὰς τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος ἀφορᾷ τὴν παρουσία καὶ τὴν δρᾶσιν του. Ὁ Ἡρόδοτος δὲν ἀναφέρει
τὴν συμμετοχὴ τοῦ ἱππικοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μάχης. Εἰς τὸ Λεξικὸν τοῦ Σουίδα ἀναφέρεται (Χ.444.1):
«Χωρὶς ἱππεῖς: Δάτιδος ἐκβαλόντος εἰς τὴν Ἀττικήν, τοὺς Ἴωνας φασίν, ἀναχωρήσαντος αὐτοῦ,
ἀνελθόντας ἐπὶ τὰ δένδρα σημαίνειν τοῖς Ἀθηναίοις, ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς· καὶ Μιλτιάδην συνιέντα τὴν
ἀποχώρησιν αὐτῶν, συμβαλεῖν οὕτως καὶ νικῆσαι. ὅθεν καὶ τὴν παροιμίαν λεχθῆναι ἐπὶ τῶν τάξεις
διαλυόντων» (Μακριὰ οἱ ἱππεῖς: Ὅταν ὁ Δᾶτις ἀπεβιβάσθη εἰς τὴν Ἀττική, λένε ὅτι οἱ Ἴωνες, ὅταν αὐτὸς
ἀνεχώρησε, ἀφοῦ ἀνέβηκαν ἐπάνω εἰς τὰ δένδρα κάνουν σῆμα εἰς τοὺς Ἀθηναίους ὅτι εἶναι μακριὰ οἱ
ἱππεῖς, καὶ ὁ Μιλτιάδης συνειδητοποιῶντας τὴν ὑποχώρησίν τους, ἔτσι συγκρούεται καὶ νικᾷ. Γι’ αὐτὸν τὸν
λόγο ἡ παροιμία λέγεται γι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐγκαταλείπουν τὶς θέσεις τους εἰς τὴν γραμμὴ τῆς μάχης). Ὁ
Κορνήλιος Νέπως (Cornelius Nepos) ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν, Μιλτιάδης» (De
viris illustribus, Miltiades) περὶ τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἱππικοῦ εἰς τὴν μάχη (5.3): «Dein postero die sub
montis radicibus acie [e] regione instructa non apertissuma - namque arbores multis locis erant rarae -
proelium commiserunt hoc consilio, ut et montium altitudine tegerentur et arborum tractu equitatus
hostium impediretur, ne multitudine clauderentur. Datis etsi non aequum locum videbat suis, tamen fretus
numero copiarum suarum confligere cupiebat eoque magis, quod, priusquam Lacedaemonii subsidio
venirent, dimicare utile arbitrabatur. Itaque in aciem peditum centum, equitum decem milia produxit
proeliumque commisit» (Ἔπειτα τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἀφοῦ ἀνεπτύχθησαν κάτω ἀπὸ τοὺς προπόδας τοῦ
ὄρους, σ’ ἕνα μέρος ὄχι πολὺ ἀνοικτό, ἐπειδὴ τὰ δένδρα ἦσαν διάσπαρτα σὲ πολλὰ σημεία, συνεκρότησαν
τὴν μάχην μὲ αὐτὸ τὸ σχέδιον, νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν ὀρέων καὶ τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ νὰ
ἐμποδίζεται ἀπὸ φερμένα δένδρα, γιὰ νὰ μὴ περικυκλωθοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ὁ Δᾶτις ἂν καὶ ἔβλεπε ὅτι
ἐκείνη ἡ τοποθεσία δὲν ἦτο εὐνοϊκὴ γιὰ τοὺς δικούς του, βασιζόμενος ὡστόσο εἰς τὸν ἀριθμὸ τῶν δυνάμεών
του, ἤθελε πάρα πολὺ νὰ συγκρουσθῇ πρὶν ἔλθουν εἰς βοήθειαν οἱ Λακεδαιμόνιοι. Ἔβγαλε λοιπὸν εἰς τὸ
Σελὶς | 41
[20] Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ἐπύθοντο ταῦτα, ἐβοήθεον καὶ αὐτοὶ ἐς τὸν Μαραθῶνα.
ἦγον δὲ σφέας στρατηγοὶ δέκα, τῶν ὁ δέκατος ἦν Μιλτιάδης· τοῦ τὸν πατέρα

πεδίον ἑκατὸ χιλιάδες πεζοὺς καὶ δέκα χιλιάδες ἱππεῖς καὶ προεχώρησε εἰς μάχην). Ἐπίσης ὁ Αἴλιος
Ἀριστείδης εἰς τὸν «Παναθηναϊκὸ» λόγον του ἀναφέρει τοὺς ἵππους πρώτους μεταξὺ τῶν λαφύρων ποὺ
συγκέντρωσαν οἱ Ἀθηναῖοι (124.28): «καὶ γὰρ ἵπποι καὶ βέλη καὶ νῆες καὶ ψέλια καὶ στρεπτοὶ καὶ κύνες καὶ
πάντα χρήματα δῶρα τῆς τύχης ἐστὶν προκείμενα τοῖς κρείττοσι, καὶ πάντα ταῦτα ἡ νίκη παραδίδωσι» (καὶ
ἵπποι καὶ βέλη καὶ πλοῖα καὶ κοσμήματα γιὰ τὸν βραχίονα καὶ περιδέραια καὶ κυνηγετικὰ σκυλιὰ καὶ ὅλα
τὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα τῆς τύχης τοποθετημένα μπροστὰ εἰς τοὺς ἀνδρειοτέρους, καὶ ὅλα αὐτὰ παραδίδει ἡ
νίκη). Ὁ σοφιστὴς Ἱμέριος εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» ἀναφέρει (6.221): «καὶ τοὺς μὲν ἐπὶ τῆς ᾐόνος
φονεύοντες, τοὺς δὲ καθιππαζομένους ἔτι τὴν ἤπειρον, τοὺς δὲ τοῖς πλοίοις ἐμπίπτοντας» (ἐφόνευον τοὺς
μὲν ἐπὶ τῆς παραλίας, ὅσους δὲ ἀκόμη διέτρεχον ἔφιπποι τὴν στεριά, καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔσπευδον νὰ
εἰσέλθουν εἰς τὰ πλοῖα). Εἰς τὴν σαρκοφάγο τῆς Brescia ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ Museo di Santa Giulia εἰς
τὴν Ἰταλία, ἔχουμε τὴν μοναδικὴ σῳζομένη ἀπεικόνισιν τῆς μάχης μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλοῖα, ἀλλὰ καὶ τὴν
μοναδικὴ πληροφορία γιὰ παρουσία εἰς αὐτὴν τοῦ περσικοῦ ἱππικοῦ. Ἂν καὶ ἡ εἰκονογραφία ἐμπνέεται ἀπὸ
τὴν Ἰλιάδα, οἱ ἀντίπαλοι ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία καὶ τὴν συμπεριφορά, ὅπως αὐτὴν τοῦ
Πέρσου ὁ ὁποῖος δαγκώνει τὸ πόδι ὁπλίτου, μοτίβο ἰδιαίτερα σπάνιο μετὰ τὴν κλασικὴ ἐποχή.
103
Ἐπὶ πλέον ἡ περιοχὴ ἐξησφάλιζε τροφὴ καὶ νερὸ γιὰ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰ ζῷα, ἐνῷ ἡ ὁμαλή, ἐκτενὴς καὶ
ἀπάνεμη παραλία ἦτο ἰδανικὴ γιὰ τὴν ἀσφαλῆ ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων. Ὡστόσο, ὁ λόγος τῆς ἐπιλογῆς
τοῦ Μαραθῶνος φαίνεται ὅτι ἦτο καὶ πολιτικός. Ἡ περιοχὴ τοῦ Μαραθῶνος ἐσχετίζετο μὲ τὴν ἱστορία τῆς
οἰκογενείας τοῦ Ἱππίου καὶ ὁ ἴδιος ἐθεώρει ὅτι ὁ ἀγροτικὸς πληθυσμὸς θὰ τὸν ἐδέχετο εὐνοϊκῶς ἐπειδὴ οἱ
κάτοικοι διετήρουν ἀκόμα καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν διακυβέρνησιν τῶν Πεισιστρατιδῶν. Ἐπὶ πλέον ὁ
Ἱππίας ἠκολούθει τὴν ἴδια πορεία τὴν ὁποίαν ἠκολούθησε καὶ ὁ πατήρ του, ὅταν τὸ 546 π.Χ. ξεκινῶντας
ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια ἀπεβιβάσθη εἰς τὸν Μαραθῶνα καὶ ἐβάδισε μὲ τὸν στρατό του ἐναντίον τῶν Ἀθηνῶν,
ἐγκαθιδρύοντας γιὰ τρίτη καὶ τελευταία φορὰ τὴν τυραννία του, μετὰ τὴν νίκη του ἐπὶ τῶν δυνάμεων τοῦ
Λυκούργου καὶ τοῦ Μεγακλέους εἰς τὴν Παλλήνη.
104
Ὁ Ἱππίας ἦτο υἱὸς τοῦ τυράννου τῶν Ἀθηνῶν Πεισιστράτου τὸν ὁποῖον διεδέχθη μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό
του Ἵππαρχο τὸ 527 π.Χ. Οἱ δύο Πεισιστρατίδαι συγκυβέρνησαν γιὰ περίπου 13 χρόνια, μέχρι τὸ καλοκαῖρι
τοῦ 514 π.Χ., ὅταν οἰ Αρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων εφόνευσαν γιὰ προσωπικοὺς λόγους τὸν Ἵππαρχο. Ἐν
συνεχείᾳ ὁ Ἱππίας ἐκυβέρνησε μόνος του γιὰ τρία ἔτη καὶ ἀνετράπη μὲ στρατιωτικὴ ἐπέμβασιν τοῦ
βασιλέως τῆς Σπάρτης Κλεομένους Α΄, ἐπέμβασις ἡ ὁποία ἐν μέρει προεκλήθη μετὰ ἀπὸ δωροδοκία τοῦ
μαντείου τῶν Δελφῶν ἀπὸ τοὺς Ἀλκμεωνίδας. Ὁ Ἱππίας μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐξωρίσθησαν καὶ
ἀπεκαταστάθη ἡ δημοκρατία, ὅμως τὸ 505 π.Χ. ἐπαρουσιάσθη εἰς τὴν Σπάρτη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ
Κλεομένους, ὁ ὁποῖος θεωρῶντας ὅτι εἶχε γίνει ὑποχείριον τῶν Ἀθηναίων συνεκάλεσε συνέλευσιν τῆς
πελοποννησιακῆς συμμαχίας καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσε τὴν πρόθεσίν του νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν Ἱππία. Ἡ
προσπάθεια τοῦ Κλεομένους ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἱππίας ἔφυγε ἄπραγος γιὰ τὴν Περσία, ὅπου παρεῖχε
συμβουλευτικὲς ὑπηρεσίες εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖο μὲ στόχο νὰ λάβῃ ἐκ νέου τὴν ἐξουσία τῶν Αθηνῶν. Γιὰ
τὸ τέλος τοῦ Ἱππίου ὁ Ῥωμαῖος συγγραφεὺς Κλαύδιος Αἰλιανὸς (Claudius Aelianus) ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον
του «Ποικίλη Ἱστορία» (74.15): «ἐπεὶ δὲ ἡττήθησαν οἱ βάρβαροι, φεύγων αὖθις ἐς Λῆμνον ἀφικνεῖται, καὶ
κάμνει νόσῳ, καὶ τὴν ὄψιν τυφλοῦται, αἵματος ἐπιρρεύσαντός οἱ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ ἀλγεινῶς
ἀπέθανε, δίκας ταύτας δοὺς τῇ πατρίδι, ἐπεὶ τοὺς βαρβάρους ἦγεν ἐπὶ καταδουλώσει αὐτῆς, μηνῖσαί τε τοὺς
πατρίους θεούς» (Ὅταν ὅμως ἡττήθησαν οἱ βάρβαροι, τρεπόμενος ἀμέσως εἰς φυγὴν φθάνει εἰς τὴν Λῆμνον
καὶ ἀσθενεῖ ἀπὸ νόσο καὶ τυφλώνεται, καθὼς ἔρρε συνεχῶς αἷμα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ πέθανε μέσα
σὲ φοβεροὺς πόνους, δίδοντας αὐτὴν τὴν ἱκανοποίησιν εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδὴ ὡδήγησε τοὺς βαρβάρους
ἐναντίον αὐτῆς γιὰ τὴν καταδούλωσίν της, προκαλῶντας καὶ τὴν ὀργὴ τῶν προγονικῶν θεῶν).
Σελὶς | 42
Κίμωνα τὸν Στησαγόρεω κατέλαβε φυγεῖν ἐξ Ἀθηνέων Πεισίστρατον τὸν
Ἱπποκράτεος.
Οἱ Ἀθηναῖοι ὅταν ἐπληροφορήθησαν αὐτά, ἔσπευδον καὶ οἱ ἴδιοι εἰς τὸν Μαραθῶνα.
Τοὺς διοικοῦσαν δέκα στρατηγοί105, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ δέκατος ἦτο ὁ Μιλτιάδης. Τὸν
πατέρα του Κίμωνα, τὸν [υἱὸν τοῦ] Στησαγόρος [τὸν] ἠνάγκασε νὰ φύγῃ [ἐξόριστος]
ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Πεισίστρατος, ὁ [υἱὸς τοῦ] Ἱπποκράτους.

[21] καὶ αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη, καὶ


ταύτην μὲν τὴν νίκην ἀνελόμενόν μιν τὠυτὸ ἐξενείκασθαι τῷ ὁμομητρίῳ
ἀδελφεῷ Μιλτιάδῃ· μετὰ δὲ τῇ ὑστέρῃ Ὀλυμπιάδι τῇσι αὐτῇσι ἵπποισι νικῶν
παραδιδοῖ Πεισιστράτῳ ἀνακηρυχθῆναι, καὶ τὴν νίκην παρεὶς τούτῳ
κατῆλθε ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑπόσπονδος.
Καὶ ἐνῷ εὐρίσκετο εἰς ἐξορίαν συνέβη νὰ κερδίσῃ μὲ τέθριππον εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ
κατορθώνοντας αὐτὴν τὴν νίκη νὰ λάβῃ βραβεῖον τὸ ἴδιο μὲ τὸν ἀδελφό του, ἀπὸ τὴν
ἴδια μητέρα, Μιλτιάδη. Ἔπειτα δέ, εἰς τὴν ἑπομένη Ὀλυμπιάδα νικῶντας μὲ τοὺς
ἰδίους ἵππους, ἐπέτρεψε εἰς τὸν Πεισίστρατο νὰ ἀνακηρυχθῇ [νικητής], καὶ
παραχωρῶντας του τὴν νίκη ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία ἔχοντας ἐξασφαλίσει
ἐγγυήσεις γιὰ τὴν ζωή του.

[22] καί μιν ἀνελόμενον τῇσι αὐτῇσι ἵπποισι ἄλλην Ὀλυμπιάδα κατέλαβε
ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν Πεισιστράτου παίδων, οὐκέτι περιεόντος αὐτοῦ
Πεισιστράτου· κτείνουσι δὲ οὗτοί μιν κατὰ τὸ πρυτανήιον νυκτὸς
ὑπείσαντες ἄνδρας. τέθαπται δὲ Κίμων πρὸ τοῦ ἄστεος, πέρην τῆς διὰ

105
Ὁ Ἡρόδοτος δὲν ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν στρατηγῶν πλὴν τοῦ Μιλτιάδου καί τοῦ Στησίλεω. Ὁ
Πλούταρχος ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης» τὸν Ἀριστείδη, τὸν ἐπωνομαζόμενο
«Δίκαιον» (5.1): «τῶν δέκα καθεστώτων τοῖς Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸν πόλεμον στρατηγῶν μέγιστον μὲν εἶχεν
ἀξίωμα Μιλτιάδης, δόξῃ δὲ καὶ δυνάμει δεύτερος ἦν Ἀριστείδης» (ἀπὸ τοὺς δέκα στρατηγοὺς οἱ ὁποῖοι
εἶχαν διoρισθῇ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους γιὰ [τὴν διεξαγωγὴ] τοῦ πολέμου, ὁ Μιλτιάδης ἔχαιρε μεγαλυτέρας
ἐκτιμήσεως, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν φήμην καὶ τὴν ἱκανότητα ὁ Ἀριστείδης ἦτο δεύτερος). Ὡρισμένοι
συμπεριλαμβάνουν καὶ τὸν Θεμιστοκλέα εἰς τοὺς δέκα στρατηγούς, ὅμως ὁ Πλούταρχος δὲν ἀναφέρει
ῥητῶς ἐὰν ὁ Θεμιστοκλῆς ἦτο ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς του (5.3): «ἐν δὲ τῇ μάχῃ μάλιστα τῶν Ἀθηναίων τοῦ
μέσου πονήσαντος καὶ πλεῖστον ἐνταῦθα χρόνον τῶν βαρβάρων ἀντερεισάντων κατὰ τὴν Λεοντίδα καὶ τὴν
Ἀντιοχίδα φυλήν, ἠγωνίσαντο λαμπρῶς τεταγμένοι παρ’ ἀλλήλους ὅ τε Θεμιστοκλῆς καὶ ὁ Ἀριστείδης· ὁ
μὲν γὰρ Λεοντίδος ἦν, ὁ δ’ Ἀντιοχίδος» (Εἰς τὴν μάχην ἐπειδὴ τὸ κέντρον [τῆς παρατάξεως] τῶν Ἀθηναίων
πιέστηκε περισσότερο καὶ ἐκεῖ οἱ βάρβαροι ἀντιστάθηκαν γιὰ πάρα πολὺν χρόνο ἐναντίον τῆς Λεοντίδος
καὶ Ἀντιοχίδος φυλῆς, ἠγωνίσθησαν λαμπρῶς καὶ ὁ Θεμιστοκλῆς καὶ ὁ Ἀριστείδης παρατεταγμένοι ὁ ἕνας
δίπλα εἰς τὸν ἄλλον, διότι ὁ μὲν ἦτο τῆς Λεοντίδος, ὁ δὲ τῆς Ἀντιοχίδος), ἐνῷ εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι
Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς» δὲν ἀναφέρει καθόλου τὴν συμμετοχή του εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, παρ’
ὅλο ποὺ ὁ Θεμιστοκλῆς ἦτο τότε 34 ἐτῶν.
Σελὶς | 43
Κοίλης καλεομένης ὁδοῦ· καταντίον δ᾽ αὐτοῦ αἱ ἵπποι τεθάφαται αὗται αἱ
τρεῖς Ὀλυμπιάδας ἀνελόμεναι.
Καὶ ἀφοῦ ἐκέρδισε αὐτὸς ἄλλην Ὀλυμπιάδα μὲ τοὺς ἰδίους αὐτοὺς ἵππους, συνέβη νὰ
φονευθῇ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Πεισιστράτου, ὅταν δὲν εὐρίσκετο πλέον ἐν ζωῇ ὁ ἴδιος ὁ
Πεισίστρατος. Τὸν φονεύουν δὲ αὐτοὶ κοντὰ εἰς τὸ πρυτανεῖον τὴν νύκτα
τοποθετῶντας ἄνδρας εἰς ενέδρα. Ἔχει ταφεῖ ὁ Κίμων μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἄστυ106, πέραν
τῆς ὁδοῦ ἡ ὁποία διασχίζει τὸν δῆμο τῆς Κοίλης καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔλαβε τὸ ὄνομά της 107
καὶ ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ αὐτὸν ἔχουν ταφεῖ οἱ φοράδες αὐτὲς οἱ ὁποῖες ἐκέρδισαν
τρεῖς Ὀλυμπιάδας108.

[23] ἐποίησαν δὲ καὶ ἄλλαι ἵπποι ἤδη τὠυτὸ τοῦτο Εὐαγόρεω Λάκωνος, πλέω
δὲ τουτέων οὐδαμαί. ὁ μὲν δὴ πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι
Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ
Χερσονήσῳ, ὁ δὲ νεώτερος παρ᾽ αὐτῷ Κίμωνι ἐν Ἀθήνῃσι, οὔνομα ἔχων ἀπὸ
τοῦ οἰκιστέω τῆς Χερσονήσου Μιλτιάδεω Μιλτιάδης.
Ἔκαναν καὶ ἄλλες φοράδες ἕως σήμερα ἀκριβῶς τὸ ἴδιο [ὅπως] τοῦ Εὐαγόρος τοῦ
Λάκωνος, οὔτε μία ὅμως πέραν αὐτῶν. Ὁ Στησαγόρας, ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία ἀπὸ τὰ

106
Ἄστυ ὠνόμαζον τὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν καὶ συγκεκριμένα τὸ κεντρικὸ μέρος τῆς πόλεως μὲ τὶς
κατοικίες, τὴν ἀγορὰ καὶ τὰ δημόσια κτήρια.
107
Εἰς τὸ τέρμα τῆς προεκτάσεως τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, ἑκατέρωθεν τῆς χαράδρας τὴν ὁποίαν
σχηματίζουν οἱ λόφοι τῶν Μουσῶν καὶ τῆς Πνυκός, ἐκτεινόταν κατὰ τὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα ὁ δῆμος
Κοίλης. Ἀκριβῶς τὴν ἴδια χαράδρα διέτρεχε ὁδός, τὰ ἴχνη τῆς ὁποίας καθὼς καὶ τῶν κατασκευῶν
ἑκατέρωθεν αὐτῆς εἶναι καὶ σήμερα ὁρατά. Ἡ ὁδὸς ἔχει ταυτισθῇ μὲ τὴν «διὰ Κοίλης ὁδόν». Ὁ δῆμος τῆς
Κοίλης ἤκμασε κυρίως τὴν κλασικὴ περίοδο (5ος-4ος αἰὼν π.Χ.). Συνώρευε βόρεια μὲ τὸν δῆμο τῆς Μελίτης,
ἀνατολικὰ μὲ τὸν δῆμο τοῦ Κολυττοῦ, ἐνῷ εἰς τὰ δυτικὰ καὶ νότια ἐπροστατεύετο ἀπὸ τὸ Θεμιστόκλειον
τεῖχος. Ἰδιαίτερο χαρακτῆρα εἰς τὸν δῆμο προσέδιδε ἡ ὑπερτοπικῆς σημασίας ὁδὸς Κοίλης. Ἡ ὁδὸς μὲ
ἀφετηρία τὸν λόφο τῆς Ἀκροπόλεως διέσχιζε τὸν δῆμο καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Μακρὰ τείχη κατευθύνετο εἰς τὸν
λιμένα τοῦ Πειραιῶς. Ὁ σημαντικὸς αὐτὸς ὁδικὸς ἄξων ἐξυπηρέτει τὸ διαμετακομιστικὸ ἐμπόριον καὶ τὸν
ἀνεφοδιασμὸ τῆς πόλεως εἰς περιόδους πολιορκίας. Ἡ ἀρχαία ὁδὸς ἠκολούθει τὸ φυσικὸ ἀνάγλυφον τῆς
χαράδρας, μὲ βαθεῖες ἀρματοτροχιὲς γιὰ τὴν κίνησιν τῶν ἁμαξῶν, μὲ ἐκτροπές, «ψαλίδια» γιὰ τὶς
διασταυρώσεις καὶ ἀγωγὸ ὀμβρίων. Τὸ τμῆμα τῆς ὁδοῦ τὸ ὁποῖον ἔχει ἀποκαλυφθῇ φθάνει τὰ 500 μέτρα.
Ἦτο διπλῆς κατευθύνσεως, μὲ πλάτος ἀπὸ 8 ἕως 12 μέτρα. Τὸ πλάτος τῆς ὁδοῦ ἐμειώθη ἀπὸ τοὺς ὑστέρους
ἑλληνιστικοὺς χρόνους καὶ ἔπειτα καὶ μέρος της κατελήφθη ἀπὸ τὶς ταφὲς τοῦ ἐκτεταμένου παροδίου
νεκροταφείου τῶν ὑστέρων ἑλληνιστικῶν καὶ ῥωμαϊκῶν χρόνων.
108
Ὁ Ῥωμαῖος συγγραφεὺς Κλαύδιος Αἰλιανὸς (Claudius Aelianus) εἰς τὸ ἔργον του «De Natura Animalium»
(Περὶ ζῴων ἰδιότητος) ἀναφέρει (Βιβλίον 12ον, 40.12): «Μιλτιάδης δὲ τὰς ἵππους τὰς τρὶς Ὀλύμπια
ἀνελομένας ἔθαψεν ἐν Κεραμεικῷ, καὶ Εὐαγόρας δὲ ὁ Λάκων καὶ ἐκεῖνος Ὀλυμπιονίκας ἵππους ἔθαψε
μεγαλοπρεπῶς» (Ὁ Μιλτιάδης [ὁ τρίτος] ἔθαψε ἐντὸς τοῦ Κεραμεικοῦ τὶς φοράδες οἱ ὁποῖες ἐκέρδισαν τρεῖς
φορὲς εἰς τὰ Ὀλύμπια, καὶ ὁ Εὐαγόρας ὁ Λάκων καὶ ἐκεῖνος ἔθαψε μεγαλοπρεπῶς τοὺς Ὀλυμπιονίκας
ἵππους).
Σελὶς | 44
παιδιὰ τοῦ Κίμωνος μεγάλωνε τότε εἰς τὴν Χερσόνησο κοντὰ εἰς τὸν θεῖον του
Μιλτιάδη, ἐνῷ ὁ νεώτερος, ὁ ὁποῖος εἶχε πάρει τὸ ὄνομα Μιλτιάδης ἀπὸ τὸν οἰκιστὴ
τῆς Χερσονήσου Μιλτιάδη, κοντὰ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Κίμωνα εἰς τὴν Ἀθήνα.

[24] οὗτος δὴ ὦν τότε ὁ Μιλτιάδης ἥκων ἐκ τῆς Χερσονήσου καὶ ἐκπεφευγὼς


διπλόον θάνατον ἐστρατήγεε Ἀθηναίων. ἅμα μὲν γὰρ οἱ Φοίνικες αὐτὸν οἱ
ἐπιδιώξαντες μέχρι Ἴμβρου περὶ πολλοῦ ἐποιεῦντο λαβεῖν τε καὶ ἀναγαγεῖν
παρὰ βασιλέα·
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Μιλτιάδης ἔχοντας ἔλθῃ τότε ἀπὸ τὴν Χερσόνησο καὶ ἔχοντας
ἀποφύγει διπλὸ θάνατον ἦτο στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων. Ἀπὸ τὴν μία ὅταν τὸν
κατεδίωξαν οἱ Φοίνικες μέχρι τὴν Ἴμβρο, θεωρῶντας πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸν πιάσουν
καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν εἰς τὸν βασιλέα,

[25] ἅμα δὲ ἐκφυγόντα τε τούτους καὶ ἀπικόμενον ἐς τὴν ἑωυτοῦ δοκέοντά


τε εἶναι ἐν σωτηρίῃ ἤδη, τὸ ἐνθεῦτέν μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι ὑπὸ
δικαστήριον αὐτὸν ἀγαγόντες ἐδίωξαν τυραννίδος τῆς ἐν Χερσονήσῳ.
ἀποφυγὼν δὲ καὶ τούτους στρατηγὸς οὕτω Ἀθηναίων ἀπεδέχθη, αἱρεθεὶς
ὑπὸ τοῦ δήμου.
ἀπὸ τὴν ἄλλην ξεφεύγοντας καὶ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ φθάνοντας εἰς τὴν πατρίδα του
θεωρῶντας ὅτι ἦτο πλέον ἀσφαλής, οἱ ἐχθροί του τὸν παρέλαβον καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν
ἔσυραν εἰς τὸ δικαστήριον109 [μὲ τὴν κατηγορία] τῆς δεσποτικῆς διακυβερνήσεώς του
εἰς τὴν Χερσόνησο. Ἀφοῦ ἀπηλλάγη καὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκλεγεὶς ἀπὸ τὸν Δῆμο, ανεδείχθη
ἔτσι στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων.

Τὸ 496 π.Χ. Ἂν καὶ δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο εἶναι πιθανὸν οἱ κατήγοροι τοῦ Μιλτιάδου νὰ ἦσαν
109

ὁ Ξάνθιππος, υἱὸς τοῦ Ἀρίφρονος, σύζυγος τῆς ἐγγονῆς τοῦ Κλεισθένους Ἀγαρίστης καὶ πατὴρ τοῦ
Περικλέους (ὅπως καὶ τὴν δευτέρα φορὰ) καὶ ὁ Μεγακλῆς, υἱὸς τοῦ Ἱπποκράτους, ἀνεψιὸς τοῦ
Κλεισθένους.
Σελὶς | 45
[26] καὶ πρῶτα μὲν ἐόντες ἔτι ἐν τῷ ἄστεϊ οἱ στρατηγοὶ ἀποπέμπουσι ἐς
Σπάρτην κήρυκα Φειδιππίδην Ἀθηναῖον μὲν ἄνδρα, ἄλλως δὲ ἡμεροδρόμην
τε καὶ τοῦτο μελετῶντα· τῷ δή, ὡς αὐτός τε ἔλεγε Φειδιππίδης καὶ
Ἀθηναίοισι ἀπήγγελλε, περὶ τὸ Παρθένιον ὄρος τὸ ὑπὲρ Τεγέης ὁ Πὰν
περιπίπτει·
Καὶ ἀρχικὰ οἱ στρατηγοὶ εὑρισκόμενοι ἀκόμα ἐντὸς τοῦ ἄστεως ἀποστέλλουν εἰς τὴν
Σπάρτη ἀγγελιαφόρο [τὸν] Φειδιππίδη, ἄνδρα Ἀθηναῖο καὶ ἐπαγγελματία δρομέα
μεγάλων ἀποστάσεων110. Αὐτὸν λοιπόν, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φειδιππίδης ἔλεγε καὶ

110
Ἀναφέρεται καὶ ὡς Φιλιππίδης, ὅπως εἰς τὸ λεξικὸν τοῦ Σουίδα (Ι.545.9): «ἐκάλουν δὲ ἐπὶ συμμαχίᾳ καὶ
Λακεδαιμονίους διὰ Φιλιππίδου τοῦ ἡμεροδρόμου, ὃς τοὺς χιλίους καὶ πεντακοσίους σταδίους ἤνυσε διὰ
μιᾶς νυκτός» (Ἐκάλουν εἰς συμμαχίαν καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους διὰ μέσῳ τοῦ Φιλιππίδου τοῦ δρομέως
μεγάλων ἀποστάσεων, ὁ ὁποῖος διύνησε τὰ χίλια πεντακόσια στάδια μέσα σὲ μία νύκτα) καὶ εἰς τὸ ἔργον
ἀγνώστου σχολιαστοῦ «Σχόλια εἰς τὸν Αἴλιο Ἀριστείδη» (Scholia in Aelium Aristidem) ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸν
Wilhelm Dindorf (172.9.14): «Φιλιππίδης τις ἀπεστάλη ὑπὸ Ἀθηναίων ἡμεροδρόμος εἰς Λακεδαίμονα,
συμμαχίαν αἰτήσων παρὰ Λακεδαιμονίων» (κάποιος Φιλιππίδης δρομεὺς μεγάλων ἀποστάσεων ἀπεστάλη
ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους εἰς τὴν Λακεδαίμονα γιὰ νὰ ζητήσῃ συμμαχία ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμονίους). Εἰς
ἀνάμνησιν τοῦ δρόμου τοῦ Φειδιππίδου καθιερώθη τὸ «Σπάρταθλον», ἀγὼν ὑπερμαραθωνίου δρόμου
245,30 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἕως τὴν Σπάρτη. Ὁ Λουκιανὸς (2ος αἰὼν μ.Χ.) ἐταύτισε τὸν Φειδιππίδη
μὲ τὸν ὁπλίτη ὁ ὁποῖος ἔφερε εἰς τοὺς Ἀθηναίους τὴν εἴδησιν τῆς νίκης εἰς τὸν Μαραθῶνα διανύοντας 40
χιλιόμετρα μὲ ὁπλιτικὴ ἐξάρτυσιν. Εἰς τὸ ἔργον του «Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ προσαγορεύσει πταίσματος» ἀναφέρει
(3.1): «Πρῶτος δ’ αὐτὸ Φιλιππίδης ὁ ἡμεροδρομήσας λέγεται ἀπὸ Μαραθῶνος ἀγγέλλων τὴν νίκην εἰπεῖν
πρὸς τοὺς ἄρχοντας καθημένους καὶ πεφροντικότας ὑπὲρ τοῦ τέλους τῆς μάχης, Χαίρετε, νικῶμεν, καὶ
τοῦτο εἰπὼν συναποθανεῖν τῇ ἀγγελίᾳ καὶ τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι» (Λέγεται ὅτι πρῶτος ὁ Φιλιππίδης ὁ
ὁποῖος διήνυσε τὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα γιὰ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν νίκη, εἶπε αὐτὸ εἰς τοὺς ἄρχοντας
οἱ ὁποῖοι συνεδρίαζον ἀνήσυχοι γιὰ τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, «Χαίρετε, ἐνικήσαμε», καὶ λέγοντάς το πέθανε
ἀφήνοντας τὴν τελευταία του πνοὴ μὲ τὴν ἀναγγελία καὶ τὸ χαίρετε). Πρὸς τιμὴν αὐτοῦ τοῦ δρομέως
ἐκαθιερώθη ὁ Μαραθώνιος δρόμος. Ὁ Ἡρόδοτος δὲν κάνει καμμιὰ ἀπολύτως ἀναφορὰ εἰς τὸ περιστατικόν.
Ὁ Πλούταρχος ὅμως ἀντλῶντας πληροφορίες ἀπὸ τὸ χαμένο σήμερα ἔργον τοῦ Ἡρακλείδου ἀπὸ τὸν Πόντο
(4ος αιὼν π.Χ.) ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Πότερον Ἀθηναῖοι κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι»
περὶ ἐκείνου τοῦ δρομέως (347c4): «τὴν τοίνυν ἐν Μαραθῶνι μάχην ἀπήγγειλεν, ὡς μὲν Ἡρακλείδης ὁ
Ποντικὸς ἱστορεῖ, Θέρσιππος ὁ Ἐρχιεύς· οἱ δὲ πλεῖστοι λέγουσιν Εὐκλέα δραμόντα σὺν τοῖς ὅπλοις θερμὸν
ἀπὸ τῆς μάχης καὶ ταῖς θύραις ἐμπεσόντα τῶν πρώτων τοσοῦτον μόνον εἰπεῖν "χαίρετε" καὶ "νικῶμεν",
εἶτ’ εὐθὺς ἐκπνεῦσαι» ([γιὰ] τὴν μάχη λοιπὸν εἰς τὸν Μαραθῶνα ἔφερε εἴδησιν, ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ
Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός, ὁ Θέρσιππος ὁ Ἐρχιεύς. Οἱ περισσότεροι ὅμως λένε ὅτι ὁ Εὐκλὴς [= ὁ ἔνδοξος]
τρέχοντας μὲ τὰ ὅπλα του θερμὸς ἀπὸ τὴν μάχη καὶ μπαίνοντας ὀρμητικῶς ἐντὸς τῶν θυρῶν τῶν πρώτων
πρόφθασε μόνον ν’ ἀναγγείλῃ «χαίρετε» καὶ «ἐνικήσαμε» καὶ ἔπειτα ἐξέπνευσε ἀμέσως).
Σελὶς | 46
ἀνέφερε εἰς τοὺς Ἀθηναίους, τὸν συνήντησε ὁ Πὰν111 κοντὰ εἰς τὸ ὄρος Παρθένιον112,
αὐτὸ ἐπάνω ἀπὸ τὴν Τεγέα113.

[27] βώσαντα δὲ τὸ οὔνομα τοῦ Φειδιππίδεω τὸν Πᾶνα Ἀθηναίοισι κελεῦσαι


ἀπαγγεῖλαι, δι᾽ ὅ τι ἑωυτοῦ οὐδεμίαν ἐπιμελείην ποιεῦνται ἐόντος εὐνόου
Ἀθηναίοισι καὶ πολλαχῇ γενομένου σφι ἤδη χρησίμου, τὰ δ᾽ ἔτι καὶ
ἐσομένου.

111
Ὁ Πὰν ἦτο θεότης συνυφασμένη μὲ τὴν πανίδα τῆς φύσεως (ἄνθρωποι καὶ ζῷα), σὲ μία ἀμφίδρομον
σχέσιν προστασίας. Συνδυάζοντας τὸν ἀνθρώπινο καὶ ζωικὸ παράγοντα ἀπεικονίζετο ἔχοντας κάτω ἄκρα
ζῴου. Ἀπὸ τὴν κυνηγετικὴ καὶ μουσικὴ ἰδιότητά του ἐπλάσθησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους καὶ πολλὲς ἄλλες
ἰδιότητες, ἀποδιδόμενες εἰς τὸν φιλόκροτο θεόν, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀγαπᾷ τοὺς ποιμένας, εὕρισκε
εὐχαρίστησιν νὰ τοὺς τρομάζῃ, ὅπως καὶ τοὺς πλανωμένους εἰς τὶς ἐρημιὲς καὶ τὰ δάση καὶ μάλιστα κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς νυκτός. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὠνομάσθη «φόβος πανικὸς» ὁποιοσδήποτε ἀδικαιολόγητος
φόβος ἀποδιδόμενος εἰς τὸν Πάνα, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς κρότους του καὶ μὲ τὶς ἄγριες φωνές του
τρομοκρατοῦσε τοὺς πάντες. Εἰς τὸν πόλεμο καὶ εἰς τὶς μάχες, ὅταν ἀνελάμβανε ὑπὸ τὴν προστασία του
ἕναν στρατό, ἐνέσπειρε τὸν τρόμο εἰς τοὺς ἀντιπάλους, οἱ ὁποῖοι ἐτρέποντο εἰς ἄτακτον φυγή,
καταλαμβανόμενοι ἀπὸ πανικό. Εἰς τέτοιον φόβο ἀπέδωσαν οἱ Ἀθηναῖοι τὴν φυγὴ τῶν Περσῶν εἰς τὸν
Μαραθῶνα. Θεωρῶντας ὅτι οἱ θεοὶ δὲν ἦσαν ὑπερφυσικὲς ὀντότητες ἀλλὰ πραγματικοὶ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι
ἔζησαν εἰς τὸ ἀπώτατο παρελθὸν καὶ κατόπιν ἐθεοποιήθησαν ἐξ αἰτίας τῶν κατορθωμάτων τους,
μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Πολυαίνου «Στρατηγήματα» (Βιβλίον 1ον, 2.1.4): «ἀλλὰ δὴ καὶ πρῶτος οὗτος
πολεμίοις φόβον ἐνέβαλε σοφίᾳ καὶ τέχνῃ. ἦν Διονύσῳ ἐν κοίλῃ νάπῃ· ἤγγειλαν οἱ σκοποὶ μυρίαν χεῖρα
πολεμίων ἐπέκεινα στρατοπεδεύειν· ἔδεισε Διόνυσος, οὐ μὴν ὅ γε Πὰν, ἀλλὰ ἐσήμηνε νύκτωρ τῇ
Διονυσιακῇ στρατιᾷ ἀλαλάξαι μέγιστον. οἱ μὲν ἠλάλαξαν, ἀντήχησαν δὲ αἱ πέτραι καὶ τὸ κοῖλον τῆς νάπης
ἦχον πολλῷ μείζονος δυνάμεως τοῖς πολεμίοις ἐνεποίησεν. οἱ μὲν δὴ φόβῳ πληγέντες ἔφευγον. τοῦ δὲ
Πανὸς τὸ στρατήγημα τιμῶντες τὴν Ἠχὼ τῷ Πανὶ φίλην ᾄδομεν καὶ τοὺς κενοὺς καὶ τοὺς νυκτερινοὺς τῶν
στρατευμάτων φόβους Πανικὰ κληΐζομεν» (Ἀλλὰ καὶ πρῶτος αὐτὸς εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐνέβαλε φόβο μὲ
σοφία καὶ τέχνασμα. Εὐρίσκετο μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσο μέσα σὲ κοῖλο φαράγγι. Ἀνήγγειλαν οἱ σκοποὶ ὅτι
ἐστρατοπέδευον πιὸ μπροστὰ πάρα πολλοὶ ἐχθροί. Ἐφοβήθη ὁ Διόνυσος, ὄχι ὅμως ὁ Πάν, ἀλλὰ ἔδωσε
διαταγὴ νὰ κραυγάζῃ ἡ στρατιὰ τοῦ Διονύσου δυνατὰ τὴν νύκτα. Αὐτοὶ ἐκραύγασαν, ἀντήχησαν οἱ πέτρες
καὶ τὸ κοῖλον τοῦ φαραγγιοῦ ἔκανε τὸν ἦχο κατὰ πολὺ δυνατώτερον ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐχθρῶν. Αὐτοί,
πληγέντες ἀπὸ τὸν φόβο ἐτρέποντο εἰς φυγήν. Τιμῶντας τὸ στρατήγημα τοῦ Πανός, ὑμνοῦμε τὴν Ἠχὼ ὡς
φίλη τοῦ Πανὸς καὶ τοὺς κενοὺς καὶ νυκτερινοὺς φόβους τῶν στρατευμάτων ὀνομάζουμε Πανικά).
112
Ὄρος εἰς τὴν Ἀρκαδίαν εἰς τοὺς πρόποδες τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ἡ πόλις Τεγέα.
113
Πόλις τῆς Ἀρκαδίας. Ἱδρύθη ἀπὸ τὸν Τεγέα, υἱὸν τοῦ Λυκάονος καὶ ἐγγονὸ τοῦ Πελασγοῦ καὶ ἦτο ἀπὸ
τὶς σπουδαιότερες πόλεις τῆς Ἀρκαδίας. Ἐντὸς τῆς πόλεως ὑπῆρχε τὸ ἱερὸν τῆς Ἀλέας Ἀθηνᾶς τὸ ὁποῖον
εἶχε κατασκευάσει ὁ Σκόπας τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἄρχων τῶν Ἀθηνῶν ἦτο ὁ Διόφαντος. Ἐντὸς τοῦ
ἱεροῦ ὑπῆρχε ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν, ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἄγαλμα τῆς Ὑγείας καὶ τὰ
δόντια τοῦ Ἐρυμανθίου κάπρου, τὰ ὁποῖα ὅταν οἱ Ῥωμαῖοι προσήρτησαν τὴν περιοχὴ εἰς τὴν Ῥωμαϊκὴ
αὐτοκρατορία, τὰ μετέφερον εἰς τὴν Ῥώμην. Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ ἦτο ἡ πολιοῦχος τῆς πόλεως καὶ πρὸς τιμήν της
ἐγίνοντο οἱ ἀγῶνες Ἀλεαία. Πιθανολογεῖται ὅτι ἡ κεφαλὴ τοῦ ἀγάλματος τῆς Ὑγείας εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία
φυλάσσεται εἰς τὸ Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Ἀθηνῶν.
Σελὶς | 47
Ἀφοῦ ὁ Πὰν ἐφώναξε τὸ ὄνομα τοῦ Φειδιππίδου τοῦ παρήγγειλε νὰ μεταφέρῃ εἰς τοὺς
Ἀθηναίους μήνυμα, γιὰ ποιόν λόγο δὲν τὸν φροντίζουν καθόλου παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι
εὐμενὴς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους καὶ πολλὲς φορὲς ἕως τώρα τοὺς ἔχει γίνει χρήσιμος,
ὅπως θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον.

[28] καὶ ταῦτα μὲν Ἀθηναῖοι, καταστάντων σφι εὖ ἤδη τῶν πρηγμάτων,
πιστεύσαντες εἶναι ἀληθέα ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν, καὶ
αὐτὸν ἀπὸ ταύτης τῆς ἀγγελίης θυσίῃσι ἐπετείοισι καὶ λαμπάδι ἱλάσκονται.
Καὶ οἱ μὲν Ἀθηναῖοι πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀληθῆ, ὅταν πλέον ἠρέμησαν γι’
αὐτοὺς τὰ πράγματα, ἵδρυσαν ἱερὸν τοῦ Πανὸς κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν 114, καὶ ἀπὸ
[τότε ποὺ ἔλαβον] αὐτὸ τὸ μήνυμα ζητοῦν τὴν εὔνοιά του μὲ ἐτήσιες θυσίες καὶ ἀγῶνας
λαμπαδηδρομίας.

[29] τότε δὲ πεμφθεὶς ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ὁ Φειδιππίδης οὗτος, ὅτε πέρ οἱ
ἔφη καὶ τὸν Πᾶνα φανῆναι, δευτεραῖος ἐκ τοῦ Ἀθηναίων ἄστεος ἦν ἐν
Σπάρτῃ, ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγε
Αὐτὸς ὁ Φειδιππίδης ὁ ὁποῖος ἐστάλη τότε ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ποὺ εἶπε κι ὄλας ὅτι
τοῦ ἐπαρουσιάσθη ὁ Πάν, ἔφθασε εἰς τὴν Σπάρτη τὴν δευτέρα ἡμέρα ἀφ’ ὅτου ξεκίνησε
ἀπὸ τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηναίων, [καὶ] ἀφοῦ ἦλθε εἰς τοὺς ἄρχοντας ἔλεγε:

[30] “ὦ Λακεδαιμόνιοι, Ἀθηναῖοι ὑμέων δέονται σφίσι βοηθῆσαι καὶ μὴ


περιιδεῖν πόλιν ἀρχαιοτάτην ἐν τοῖσι Ἕλλησι δουλοσύνῃ περιπεσοῦσαν
πρὸς ἀνδρῶν βαρβάρων· καὶ γὰρ νῦν Ἐρέτριά τε ἠνδραπόδισται καὶ πόλι
λογίμῳ ἡ Ἑλλὰς γέγονε ἀσθενεστέρη”.
«Λακεδαιμόνιοι, οἱ Ἀθηναῖοι σᾶς ἔχουν ἀνάγκη νὰ τοὺς βοηθήσετε καὶ νὰ μὴν
ἀνεχθῆτε νὰ περιέλθῃ ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς δουλείας ἡ ἀρχαιοτάτη πόλις τῶν

Μετὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, οἱ Ἀθηναῖοι συμμορφούμενοι εἰς τὴν παραγγελίαν καὶ ἀποδίδοντάς του
114

τὴν φυγὴ τῶν Περσῶν, τὸν ἐτίμησαν ἰδρύοντας ἱερὸν ἐντὸς τοῦ σπηλαίου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν
βορειοδυτικὴ πλαγιὰ τοῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ καθιερώνοντας ἐτήσιες θυσίες καὶ λαμπαδηδρομία.
Ἡ ταύτισις τοῦ ἱεροῦ ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους προέκυψε βάσει τῶν μαρτυριῶν τοῦ Εὐρυπίδου καὶ τοῦ
Παυσανίου καθὼς καὶ τῆς εὑρέσεως ἀναθηματικοῦ ἀναγλύφου εἰς τὸν χῶρον, τὸ ὁποῖον σήμερα
φυλάσσεται εἰς τὸ Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Ἀθηνῶν καὶ ἀπεικονίζει εἰς τὰ ἀριστερὰ τὸν θεὸ
καθισμένο σὲ βράχο νὰ παίζῃ σύριγγα ἐνῷ μπροστά του στέκεται ἐνδεδυμένη μορφή. Ὁ Μιλτιάδης
μερίμνησε γιὰ τὴν κατασκευὴ ἀγάλματος τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ λυρικοῦ ποιητοῦ Σιμωνίδου
τοῦ Κείου (Ἐπιγράμματα, Βιβλίον 16ον, 232.2): «Τὸν τραγόπουν ἐμὲ Πᾶνα τὸν Ἀρκάδα, τὸν κατὰ Μήδων,
τὸν μετ’ Ἀθηναίων στήσατο Μιλτιάδης» (Ἐμένα τὸν τραγοπόδαρο Πάνα, τὸν Ἀρκάδα, αὐτὸν [ὁ ὁποῖος
ἐπολέμησε] ἐναντίον τῶν Μήδων, αὐτὸν [ὁ ὁποῖος ἦτο] μαζὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους, ἔστησε ὁ Μιλτιάδης).
Σελὶς | 48
Ἑλλήνων εἰς ἄνδρας βαρβάρους. Διότι τώρα ἡ Ἐρέτρια καὶ ἔχει ὑποταχθῇ καὶ ἡ Ἑλλὰς
ἔχει ἀποδυναμωθῇ ἀπὸ [τὴν ἀπώλεια] ἀξιολόγου πόλεως».

[31] ὃ μὲν δή σφι τὰ ἐντεταλμένα ἀπήγγελλε, τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν


Ἀθηναίοισι, ἀδύνατα δέ σφι ἦν τὸ παραυτίκα ποιέειν ταῦτα, οὐ
βουλομένοισι λύειν τὸν νόμον· ἦν γὰρ ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη, εἰνάτῃ
δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθαι ἔφασαν μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου.
Αὐτὸς μὲν τοὺς ἔλεγε τὰ ἐντεταλμένα. Ἦτο μὲν εὐχαρίστησίς τους νὰ βοηθήσουν τοὺς
Ἀθηναίους, τοὺς ἦτο ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸ πράξουν ἀμέσως, διότι δὲν ἤθελον νὰ
καταλύσουν τὸν νόμο τους115. Διότι ἦτο ἡ ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς καὶ ἔλεγον ὅτι κατὰ
τὴν ἐνάτη δὲν [ἐπετρέπετο] νὰ ἐκστρατεύσουν ἐπειδὴ δὲν ἦτο πλήρης ὁ κύκλος [τῆς
Σελήνης].

[32] οὗτοι μέν νυν τὴν πανσέληνον ἔμενον. τοῖσι δὲ βαρβάροισι κατηγέετο
Ἱππίης ὁ Πεισιστράτου ἐς τὸν Μαραθῶνα, τῆς παροιχομένης νυκτὸς ὄψιν
ἰδὼν τοιήνδε· ἐδόκεε ὁ Ἱππίης τῇ μητρὶ τῇ ἑωυτοῦ συνευνηθῆναι.
Αὐτοὶ λοιπὸν περίμεναν τὴν πανσέληνο. Ὁ Ἱππίας ὁ [υἱὸς τοῦ] Πεισιστράτου ἀπεβίβαζε
τοὺς βαρβάρους εἰς τὸν Μαραθῶνα, ἀφοῦ εἶδε τὴν περασμένη νύκτα τὸ ἑξῆς ὄνειρον:
Ἐνόμιζε ὁ Ἱππίας ὅτι κοιμόταν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του.

[33] συνεβάλετο ὦν ἐκ τοῦ ὀνείρου κατελθὼν ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ


ἀνασωσάμενος τὴν ἀρχὴν τελευτήσειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ γηραιός. ἐκ μὲν δὴ τῆς
ὄψιος συνεβάλετο ταῦτα, τότε δὲ κατηγεόμενος τοῦτο μὲν τὰ ἀνδράποδα τὰ
ἐξ Ἐρετρίης ἀπέβησε ἐς τὴν νῆσον τὴν Στυρέων, καλεομένην δὲ Αἰγλείην,
τοῦτο δὲ καταγομένας ἐς τὸν Μαραθῶνα τὰς νέας ὅρμιζε οὗτος, ἐκβάντας
τε ἐς γῆν τοὺς βαρβάρους διέτασσε.
Συμπέραινε λοιπὸν ἀπὸ τὸ ὄνειρον ὅτι θὰ ἐπέστρεφε εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ ἀφοῦ θὰ
ἀνακτοῦσε τὴν ἐξουσία θὰ πέθαινε εἰς τὴν πατρίδα του σὲ μεγάλη ἡλικία. Ἀπὸ τὸ
ὄνειρον τὰ συμπέραινε αὐτά. Τότε λοιπὸν προπορευόμενος ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπεβίβασε εἰς
τὴν νῆσο τῶν Στυρέων, τὴν καλουμένη Αἰγίλια116, τοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια,
ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅταν κατευθύνονταν τὰ πλοῖα πρὸς τὸν Μαραθῶνα αὐτὸς τὰ ὡδήγει εἰς

115
Κάρνεια ἤ Κάρνεα. Τά Κάρνεια ἦσαν θρησκευτικὴ ἑορτὴ τῆς Σπάρτης καθὼς καὶ ἄλλων δωρικῶν πόλεων
πρὸς τιμὴν τοῦ Καρνείου Ἀπόλλωνος. Ἐλάμβανον χώρα κάθε τέσσσερα ἔτη, εἰς τὰ τέλη Αὐγούστου ἢ ἀρχὲς
Σεπτεμβρίου ἀνάλογα μὲ τὴν πανσέληνο καὶ διήρκουν ἐννέα ἡμέρες. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἑορτασμῶν ἡ
Σπάρτη δεν μποροῦσε νὰ ἐμπλακῇ εἰς ἐχθροπραξίες.
116
Ἡ σημερινή της ὀνομασία εἶναι νῆσος Στύρα ἢ Στοῦρα ἢ Στουρονήσι ἢ Μεγαλόνησος. Εἶναι βραχώδης
ἀκατοίκητος νῆσος τοῦ νοτίου Εὐβοϊκοῦ κόλπου.
Σελὶς | 49
ἀσφαλὲς ἀγκυροβόλιον καὶ παρέτασσε τοὺς βαρβάρους, ὅταν ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν
στεριά.

[34] καί οἱ ταῦτα διέποντι ἐπῆλθε πταρεῖν τε καὶ βῆξαι μεζόνως ἢ ὡς ἐώθεε·
οἷα δέ οἱ πρεσβυτέρῳ ἐόντι τῶν ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο· τούτων ὦν ἕνα
τῶν ὀδόντων ἐκβάλλει ὑπὸ βίης βήξας· ἐκπεσόντος δὲ ἐς τὴν ψάμμον αὐτοῦ
ἐποιέετο σπουδὴν πολλὴν ἐξευρεῖν.
Καὶ καθὼς ἐτακτοποίει αὐτὰ συνέβη εἰς αὐτὸν καὶ νὰ πταρνιστῇ καὶ νὰ βήξῃ πολὺ
δυνατότερα ἀπ’ ὅ,τι ἐσυνήθιζε καὶ καθὼς ἦτο γέρος τὰ περισσότερα δόντια του
κουνιοῦνταν. Βγάζει λοιπὸν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δόντια ἀπὸ τὴν βία μὲ τὴν ὁποίαν ἔβηξε.
Καθὼς αὐτὸ ἔπεσε εἰς τὴν ἄμμο κόπιαζε πολὺ γιὰ νὰ τὸ βρῇ.

[35] ὡς δὲ οὐκ ἐφαίνετό οἱ ὁ ὀδών, ἀναστενάξας εἶπε πρὸς τοὺς παραστάτας


“ἡ γῆ ἥδε οὐκ ἡμετέρη ἐστί, οὐδέ μιν δυνησόμεθα ὑποχειρίην ποιήσασθαι·
ὁκόσον δέ τι μοι μέρος μετῆν, ὁ ὀδὼν μετέχει”.
Ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἐφανερώνετο τὸ δόντι, ἀναστέναξε [καὶ] εἶπε εἰς τοὺς συντρόφους του:
«Αὐτὴ ἐδῶ ἡ γῆ δὲν εἶναι δική μας, οὔτε θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν καταστήσουμε
ὑποχείριόν μας. Ὅσο μερίδιον προωρίζετο γιὰ ἐμένα, τόσο καταλαμβάνει τὸ δόντι
μου».

[36] Ἱππίης μὲν δὴ ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι. Ἀθηναίοισι δὲ


τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες
πανδημεί. καὶ γὰρ καὶ ἐδεδώκεσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι οἱ
Πλαταιέες, καὶ πόνους ὑπὲρ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι συχνοὺς ἤδη ἀναραιρέατο·
ἔδοσαν δὲ ὧδε.
Ὁ Ἱππίας συμπέρανε ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ὄνειρον ἔχει πραγματοποιηθῇ. Εἰς
τοὺς παρατετεγμένους ἐντὸς τοῦ τεμένους τοῦ Ἡρακλέους117 Ἀθηναίους ἦλθον γιὰ νὰ

117
Τὸ λεγόμενο Ἡράκλειον. Ὁ Ἡρακλῆς εἶχε παλαιοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μαραθῶνα, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴν
παράδοσιν ἐκεῖ εἶχαν βρεῖ καταφύγιο οἱ ἀπόγονοί του, οἱ Ἡρακλεῖδαι, ὅταν τοὺς κατεδίωκε ὁ βασιλεὺς
Εὐρυσθεύς. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις», οἱ κάτοικοι τοῦ
Μαραθῶνος ἦσαν οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι ἐτίμησαν τὸν Ἡρακλέα ὡς θεὸ (Βιβλίον 1ον, 15.3): «καὶ Ἡρακλῆς·
Μαραθωνίοις γάρ, ὡς αὐτοὶ λέγουσιν, Ἡρακλῆς ἐνομίσθη θεὸς πρώτοις» (καὶ ὀ Ἡρακλῆς, διότι, ὅπως λένε
οἱ ἴδιοι, ὁ Ἡρακλῆς ἐλατρεύθη ὡς θεὸς πρῶτα ἀπὸ τοὺς Μαραθωνίους). Ὁ καθηγητὴς ἀρχαιολογίας
Γεώργιος Σωτηριάδης (1852-1942) τοποθετεῖ τὸ Ἡράκλειον κάτω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου
εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους Ἀγριελίκι, εἰς τὴν περιοχὴ Βρανᾶς. Ὁ Ἀμερικανὸς καθηγητὴς ἀρχαιολογίας
Eugene Vanderpool (1906-1989) τὸ τοποθετεῖ εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Βαλαρίας, εἰς τὰ βόρεια τοῦ Μικροῦ
Ἕλους καὶ τῆς περιοχῆς τῆς Μπρεξίζας. Ἀπὸ στρατηγικῆς ἀπόψεως ἡ πρώτη τοποθεσία προσφέρει γενικὴ
ἐποπτεία τῆς πεδιάδος καὶ τοῦ ὅρμου, ἐνῷ ἡ δευτέρα ἔλεγχο τοῦ στενοῦ περάσματος μεταξὺ τοῦ ὄρους
Ἀγριελίκι καὶ τῆς θαλάσσης.
Σελὶς | 50
τοὺς ἐνισχύσουν οἱ Πλαταιεῖς πανδημεῖ118. Καὶ οἱ Πλαταιεῖς εἶχαν παραδώσει τοὺς
ἑαυτούς τους εἰς τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἤδη οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν ἀναλάβει ὑπέρ τους
πολλοὺς ἀγῶνας. Καὶ παρεδώθησαν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.

[37] πιεζεύμενοι ὑπὸ Θηβαίων οἱ Πλαταιέες ἐδίδοσαν πρῶτα παρατυχοῦσι


Κλεομένεΐ τε τῷ Ἀναξανδρίδεω καὶ Λακεδαιμονίοισι σφέας αὐτούς. οἳ δὲ οὐ
δεκόμενοι ἔλεγόν σφι τάδε. “ἡμεῖς μὲν ἑκαστέρω τε οἰκέομεν, καὶ ὑμῖν
τοιήδε τις γίνοιτ᾽ ἂν ἐπικουρίη ψυχρή· φθαίητε γὰρ ἂν πολλάκις
ἐξανδραποδισθέντες ἤ τινα πυθέσθαι ἡμέων.
Οἱ Πλαταιεῖς πιεζόμενοι ἀπὸ τοὺς Θηβαίους παρέδιδον ἀρχικὰ τοὺς ἑαυτούς τους εἰς
τὸν Κλεομένη τοῦ Ἀναξανδρίδου καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους, οἱ ὁποῖοι ἔτυχε νὰ
εὐρίσκωνται κοντά. Αὐτοὶ ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο τοὺς ἔλεγον αὐτά: «Ἐμεῖς μὲν καὶ
κατοικοῦμε πάρα πολὺ μακριὰ καὶ κάποια τέτοια τυχὸν συνδρομὴ θὰ σᾶς ἦτο μάταια.
Διότι θὰ προλαβαίνατε νὰ ὑποδουλωθῆτε πολλὲς φορὲς πρὶν κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τὸ
πληροφορηθῇ.

[38] συμβουλεύομεν δὲ ὑμῖν δοῦναι ὑμέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι,


πλησιοχώροισι τε ἀνδράσι καὶ τιμωρέειν ἐοῦσι οὐ κακοῖσι”. ταῦτα
συνεβούλευον οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ κατὰ τὴν εὐνοίην οὕτω τῶν Πλαταιέων
ὡς βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους ἔχειν πόνους συνεστεῶτας Βοιωτοῖσι.
Σᾶς συμβουλεύουμε νὰ παραδώσετε τοὺς ἑαυτούς σας εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἀφοῦ εἶναι
γείτονες ἄνδρες καὶ ὄχι κακοὶ εἰς τὸ νὰ προσφέρουν βοήθεια». Αὐτὰ συνεβούλευον οἱ
Λακεδαιμόνιοι ὄχι τόσο ἀπὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς Πλαταιεῖς, ἀλλὰ θέλοντας
νὰ ἔχουν οἱ Ἀθηναῖοι φασαρίες καθὼς θὰ ἔρχωνται ἀντιμέτωποι μὲ τοὺς Βοιωτούς.

[39] Λακεδαιμόνιοι μέν νυν Πλαταιεῦσι ταῦτα συνεβούλευον, οἳ δὲ οὐκ


ἠπίστησαν, ἀλλ᾽ Ἀθηναίων ἱρὰ ποιεύντων τοῖσι δυώδεκα θεοῖσι ἱκέται
ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν βωμὸν ἐδίδοσαν σφέας αὐτούς. Θηβαῖοι δὲ πυθόμενοι
ταῦτα ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Ἀθηναῖοι δέ σφι ἐβοήθεον.

118
Μὲ ἀρχηγό τους τὸν Ἀρίμνηστο, ὁ ὁποῖος ἡγήθη τῶν Πλαταιέων καὶ εἰς τὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν τὸ 479
π.Χ. Ὁ Παυσανίας εἶδε μία εἰκόνα τοῦ Ἀριμνήστου δίπλα ἀπὸ τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς Ἀρείας τοῦ Φειδίου
ἐντὸς τοῦ ναοῦ της κοντὰ εἰς τὸ πεδίον μάχης τῶν Πλαταιῶν, ὅπως ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος
Περιήγησις» (Βιβλίον 9ον, 4.2): «αὗται μὲν δή εἰσιν ἐπὶ τοῦ προνάου τῶν τοίχων αἱ γραφαί, κεῖται δὲ τοῦ
ἀγάλματος πρὸς τοῖς ποσὶν εἰκὼν Ἀριμνήστου· ὁ δὲ Ἀρίμνηστος ἔν τε τῇ πρὸς Μαρδόνιον μάχῃ καὶ ἔτι
πρότερον ἐς Μαραθῶνα Πλαταιεῦσιν ἡγήσατο» (Αὐτὲς οἱ παραστάσεις εὑρίσκονται ἐπάνω εἰς τοὺς τοίχους
τοῦ προνάου, ἐνῷ εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀγάλματος εἶναι τοποθετημένη εἰκὼν τοῦ Ἀριμνήστου. Αὐτὸς ὁ
Ἀρίμνηστος καὶ εἰς τὴν μάχη ἐναντίον τοῦ Μαρδονίου καὶ ἀκόμα ἐνωρίτερα εἰς τὸν Μαραθῶνα ἡγήθη τῶν
Πλαταιέων).
Σελὶς | 51
Αὐτὰ συνεβούλευον λοιπὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς Πλαταιεῖς, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν
ἔδειξαν δυσπιστία, ἀλλὰ ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἐθυσίαζον εἰς τοὺς δώδεκα θεούς, κάθισαν
δίπλα εἰς τὸν βωμὸ ὡς ἱκέτες [καὶ] παρέδωσαν τοὺς ἑαυτούς τους. Ὅταν
ἐπληροφορήθησαν αὐτὰ οἱ Θηβαῖοι ἐξεστράτευον ἐναντίον τῶν Πλαταιέων. Οἱ
Ἀθηναῖοι ἔσπευδον νὰ τοὺς βοηθήσουν.

[40] μελλόντων δὲ συνάπτειν μάχην Κορίνθιοι οὐ περιεῖδον, παρατυχόντες


δὲ καὶ καταλλάξαντες ἐπιτρεψάντων ἀμφοτέρων οὔρισαν τὴν χώρην ἐπὶ
τοῖσιδε, ἐᾶν Θηβαίους Βοιωτῶν τοὺς μὴ βουλομένους ἐς Βοιωτοὺς τελέειν.
Κορίνθιοι μὲν δὴ ταῦτα γνόντες ἀπαλλάσσοντο, Ἀθηναίοισι δὲ ἀπιοῦσι
ἐπεθήκαντο Βοιωτοί, ἐπιθέμενοι δὲ ἑσσώθησαν τῇ μάχῃ.
Ἐνῷ ἔμελλον νὰ συνάψουν μάχη, δὲν τὸ ἐπέτρεψαν οἱ Κορίνθιοι, οἱ ὁποῖοι ἔτυχε νὰ
εὐρίσκωνται κοντὰ καὶ ἀφοῦ τοὺς συμφιλίωσαν ὡριοθέτησαν τὴν χώρα μὲ τὴν
συγκατάθεσιν καὶ τῶν δύο [πλευρῶν], μὲ τὸν ὅρο οἱ Θηβαῖοι ν’ ἀφήσουν ὅσους ἀπὸ
τοὺς Βοιωτοὺς δὲν ἤθελον ν’ ἀνήκουν εἰς τοὺς Βοιωτούς. Οἱ Κορίνθιοι ἀφοῦ ἔκρινον
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο αὐτά, ἀνεχώρησαν γιὰ τὸν τόπο τους. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀθηναῖοι
ἀναχωροῦσαν, ἐπετέθησαν οἱ Βοιωτοί, ἀλλὰ ἐπιχειρῶντας ἐναντίον τους ἠττήθησαν
εἰς τὴν μάχη.

[41] ὑπερβάντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς οἱ Κορίνθιοι ἔθηκαν Πλαταιεῦσι εἶναι


οὔρους, τούτους ὑπερβάντες τὸν Ἀσωπὸν αὐτὸν ἐποιήσαντο οὖρον
Θηβαίοισι πρὸς Πλαταιέας εἶναι καὶ Ὑσιάς. ἔδοσαν μὲν δὴ οἱ Πλαταιέες
σφέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ, ἧκον δὲ τότε ἐς Μαραθῶνα
βοηθέοντες.
Καὶ ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι ὑπερέβησαν τὰ ὅρια τὰ ὁποῖα οἱ Κορίνθιοι ἔθεσαν νὰ εἶναι γιὰ
τοὺς Πλαταιεῖς, ὑπερβαίνοντάς τα καθώρισαν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀσωπὸς σύνορον γιὰ
τοὺς Θηβαίους πρὸς τοὺς Πλαταιεῖς καὶ τὶς Ὑσιάς119. Παρέδωσαν λοιπὸν οἱ Πλαταιεῖς

119
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Στράβων εἰς τὸ ἔργον του «Γεωγραφικὰ» (Βιβλίον 9ον, 2.12): «καὶ ἡ Ὑρία δὲ τῆς
Ταναγραίας νῦν ἐστί, πρότερον δὲ τῆς Θηβαΐδος· ὅπου ὁ Ὑριεὺς μεμύθευται καὶ ἡ τοῦ Ὠρίωνος γένεσις, ἥν
φησι Πίνδαρος ἐν τοῖς διθυράμβοις· κεῖται δʼ ἐγγὺς Αὐλίδος. ἔνιοι δὲ τὰς Ὑσιὰς Ὑρίην λέγεσθαί φασι, τῆς
Παρασωπίας οὖσαν ὑπὸ τῷ Κιθαιρῶνι πλησίον Ἐρυθρῶν ἐν τῇ μεσογαίᾳ, ἄποικον Ὑριέων, κτίσμα δὲ
Νυκτέως τοῦ Ἀντιόπης πατρός» (καὶ ἡ Ὑρία τώρα ἀνήκει εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ταναγραίας, ἐνῷ
προηγουμένως εἰς [τὴν περιοχὴ] τῆς Θηβαΐδος, ὅπου μυθολογεῖται ὁ Ὑριεὺς καὶ ἡ γένεσις τοῦ Ὠρίωνος,
τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ὁ Πίνδαρος εἰς τοὺς διθυράμβους. Εὑρίσκεται δὲ κοντὰ εἰς τὴν Αὐλίδα. Ὠρισμένοι
λένε ὅτι οἱ Ὑσιαὶ καλοῦνται Ὑρίην, ἀνήκουσα εἰς [τὴν περιοχὴ] τῆς Παρασωπίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται κάτω
ἀπὸ τὸν Κιθαιρῶνα, κοντὰ εἰς τὶς Ἐρυθρές, εἰς τὴν ἐνδοχώρα, ἀποικία τῶν Ὑριέων, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸν
Νυκτέα τὸν πατέρα τῆς Ἀντιόπης).
Σελὶς | 52
τοὺς ἑαυτούς τους εἰς τοὺς Ἀθηναίους μὲ τὸν ἀναφερθέντα τρόπο, καὶ ἔφθασαν τότε
εἰς τὸν Μαραθῶνα γιὰ νὰ βοηθήσουν120.

[42] τοῖσι δὲ Ἀθηναίων στρατηγοῖσι ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν οὐκ
ἐώντων συμβαλεῖν (ὀλίγους γὰρ εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβάλλειν) τῶν
δὲ καὶ Μιλτιάδεω κελευόντων.
Ἐδιχάζοντο οἱ γνῶμες τῶν Ἀθηναίων στρατηγῶν. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν δὲν ἔδιδον τὴν
ἄδεια γιὰ νὰ συγκρουσθοῦν (διότι εἶναι ὀλίγοι γιὰ νὰ συγκρουσθοῦν μὲ τὴν στρατιὰ
τῶν Μήδων) καὶ ἄλλοι ἐξ αὐτῶν [ὅπως] καὶ ὁ Μιλτιάδης [τοὺς] προέτρεπον.

[43] ὡς δὲ δίχα τε ἐγίνοντο καὶ ἐνίκα ἡ χείρων τῶν γνωμέων, ἐνθαῦτα, ἦν


γὰρ ἑνδέκατος ψηφιδοφόρος ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν
(τὸ παλαιὸν γὰρ Ἀθηναῖοι ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι
στρατηγοῖσι), ἦν δὲ τότε πολέμαρχος Καλλίμαχος Ἀφιδναῖος· πρὸς τοῦτον
ἐλθὼν Μιλτιάδης ἔλεγε τάδε.
Καθὼς ἐδιχάζοντο καὶ ἐπεκράτει ἡ χειροτέρα ἀπὸ τὶς γνῶμες, εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν
ὑπῆρχε ἑνδέκατος ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ δικαίωμα ψήφου, αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκλεγθῇ μὲ
κλῆρο121 γιὰ νὰ εἶναι πολέμαρχος τῶν Ἀθηναίων (διότι ἐκεῖνον τὸν καιρὸ οἱ Ἀθηναῖοι
καθιστοῦσαν ὁμόψηφο122 τὸν πολέμαρχο μὲ τοὺς στρατηγούς), ἦτο τότε πολέμαρχος ὁ
Καλλίμαχος ὁ Ἀφιδναῖος123. Εἰς αὐτὸν ἐρχόμενος ὁ Μιλτιάδης ἔλεγε αὐτὰ ἐδῶ:

120
Ἀντιθέτως εἰς τὸ Λεξικὸν τοῦ Σουίδα ἀναφέρεται ὅτι οἱ Πλαταιεῖς ἐξῆλθον μαζὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους ἀπὸ
τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν (Ι.545.15): «οἱ δὲ Ἀθηναῖοι, συμβουλεύσαντος ἑνός, ἦσαν γὰρ δέκα, περιμεῖναι τοὺς
Λακεδαιμονίους, Μιλτιάδου δὲ παραινοῦντος ἐξιέναι καὶ Καλλιμάχου, ἐξῆλθον αὐτοὶ μὲν ὄντες ͵θ΄,
Πλαταιέας ἔχοντες ͵α΄. καὶ ἐν αὐτῇ φασὶ τῇ ἡμέρᾳ ἐνίκησαν» (Ὅταν ἕνας [ἐκ τῶν στρατηγῶν], διότι ἦσαν
δέκα, [τοὺς] συνεβούλευσε νὰ ἀναμείνουν τοὺς Λακεδαιμονίους, ἀλλὰ ὁ Μιλτιάδης καὶ ὁ Καλλίμαχος τοὺς
προέτρεψαν νὰ ἐξέλθουν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐξῆλθον ἀνερχόμενοι οἱ ἴδιοι εἰς ἐννέα χιλιάδες καὶ οἱ Πλαταιεῖς
ἔχοντας χιλίους. Καὶ λένε ὅτι ἐνίκησαν ἐντὸς τῆς ἰδίας ἡμέρας).
121
Ἐπειδὴ ὁ θεσμὸς τῆς κληρώσεως δὲν εἶχε θεσπισθῇ γι’ αὐτὸ ἢ γιὰ ἄλλα ἀξιώματα μέχρι τὸ 487 π.Χ, ἔχει
προταθῇ ὅτι γιὰ εἴκοσι ἔτη μετὰ τὶς μεταρρυθμίσεις τοῦ Κλεισθένους τὰ ἀξιώματα ἦσαν αἱρετά, ἀλλὰ οἱ
συγκεκριμένες θέσεις διενέμοντο κατόπιν κληρώσεως.
122
Ὁμόψηφος= Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔχει ἴσο δικαίωμα ψήφου.
123
Μπορεῖ ὁ ῥόλος τοῦ Καλλιμάχου ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἡρωικὰ κατὰ τὸ τελευταῖο στάδιον τῆς μάχης νὰ
ἐπισκιάστηκε ἀπὸ τὴν προσωπικότητα καὶ τὶς στρατηγικὲς καινοτομίες τοῦ Μιλτιάδου καὶ νὰ τονίζεται
περισσότερο ἡ πρόθυμη συνεργασία μὲ ἐκεῖνον, ὅμως τὸ μερίδιόν του εἰς τὴν νίκη ἀνεγνωρίσθη πλήρως
εἰς τὴν ζωγραφικὴ ἀναπαράστασιν τῆς μάχης ἐντὸς τῆς Ποικίλης στοᾶς, ὅπου ἀπεικονίζετο μεταξὺ θεῶν
καὶ ἡρωῶν. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον 1 ον, 15.3):
«τῶν μαχομένων δὲ δῆλοι μάλιστά εἰσιν ἐν τῇ γραφῇ Καλλίμαχός τε, ὃς Ἀθηναίοις πολεμαρχεῖν ᾕρητο»
(ἀπὸ τοὺς μαχομένους εἶναι πασιφανεῖς εἰς τὴν ζωγραφικὴ παράστασιν καὶ ὁ Καλλίμαχος, ὁ ὁποῖος εἶχε
ἐκλεχθῇ νὰ εἶναι πολέμαρχος γιὰ τοὺς Ἀθηναίους). Ἐπίσης ἐστήθη εἰς περίοπτη θέσιν πλησίον της
βορειοδυτικῆς γωνίας τοῦ παλαιοῦ Παρθενῶνος ἄγαλμα τὸ ὁποῖον κατεστράφη ἀπὸ τοὺς Πέρσας τὸ 480
Σελὶς | 53
[44] “ἐν σοὶ νῦν Καλλίμαχε ἐστὶ ἢ καταδουλῶσαι Ἀθήνας ἢ ἐλευθέρας
ποιήσαντα μνημόσυνα λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον οἷα οὐδὲ
Ἁρμόδιός τε καὶ Ἀριστογείτων λείπουσι. νῦν γὰρ δὴ ἐξ οὗ ἐγένοντο
Ἀθηναῖοι ἐς κίνδυνον ἥκουσι μέγιστον, καὶ ἢν μέν γε ὑποκύψωσι τοῖσι
Μήδοισι, δέδοκται τὰ πείσονται παραδεδομένοι Ἱππίῃ, ἢν δὲ περιγένηται
αὕτη ἡ πόλις, οἵη τε ἐστὶ πρώτη τῶν Ἑλληνίδων πολίων γενέσθαι.
«Τώρα ἐναπόκειται σ’ ἐσένα, Καλλίμαχε, ἢ νὰ ὁδηγήσῃς τὴν Ἀθήνα εἰς δουλείαν ἢ νὰ
τὴν ἐλευθερώσῃς124 καὶ ν’ ἀφήσῃς ὡς κληρονομιὰ εἰς ὅλον τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων
μνημονικὲς καταγραφὲς τέτοιες ποὺ οὔτε καὶ ὁ Ἁρμόδιος καὶ ὁ Ἀριστογείτων 125

π.Χ. ὅταν εἰσέβαλον εἰς τὴν Ἀθήνα, ἐπυρπόλησαν τὴν Ἀκρόπολιν καὶ ἐλεηλάτησαν τὰ μνημεῖα της. Μετὰ
τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος οἱ Ἀθηναῖοι ἔθαψαν τὰ συντρίμμια σὲ φυσικὲς κοιλότητες τοῦ βράχου ἢ τὰ
ἐχρησιμοποίησαν ὡς οἰκοδομικὸ ὑλικὸν σὲ ὀχυρωματικὰ ἔργα. Κομμάτια τοῦ ἀγάλματος εὑρέθησαν κοντὰ
εἰς τὸ Ἐρέχθειον κατὰ τὴν διάρκεια ἀνασκαφῶν τὸ ἔτος 1866. Αὐτὰ συνδυάστηκαν ἀργότερα μὲ θραύσματα
ἑνὸς ἰωνικοῦ κίονος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσώζετο ἀποσπασματικὰ ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Καλλιμάχου. Τὸ
ἀνάθημα προσεφέρετο εἰς τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ καὶ ἦτο τὸ ἄγαλμα τῆς Νίκης ἡ ὁποία βιαζόταν νὰ φέρῃ τὴν
εἴδησιν τῆς νίκης εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιγραφὴ ὅπως ἔχει ἀποκατασταθῇ εἶναι ἡ ἑξῆς:
[Καλλιμάχος μ’ ἀν]έθεκεν Ἀφιδναῖο[ς] τ’ Ἀθηναίαι | ἄγ[γελον ἀθ]ανάτων οἱ Ὀ[λύμπια δώματα] ἔχουσιν |
[Καλλιμάχος πολέ]μαρχος Ἀθηναίων τὸν ἀγῶνα | τὸν Μα[ραθῶνι πρὸ] Ἑλλήνων, ο[-----] | παισὶν
Ἀθηναίων μν[ῆμα -------], δηλαδὴ «Ὁ Καλλίμαχος ὁ Ἀφιδναῖος μὲ ἀφιέρωσε εἰς τὴν Ἀθηνᾶ | ἀγγελιαφόρο
τῶν ἀθάνατων οἱ ὁποῖοι κατέχουν τὰ Ὀλύμπια δώματα. | Ὁ Καλλίμαχος ὁ πολέμαρχος τῶν Ἀθηναίων τὸν
ἀγῶνα | αὐτὸν εἰς τὸν Μαραθῶνα πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν Ἑλλήνων | μνημεῖον γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν
Ἀθηναίων». Ἐὰν ἡ ἀποκατάστασις εἶναι ὀρθή, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα πῶς μπορεῖ κάποιος ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη
εἰς τὴν μάχη νὰ στήσῃ ἄγαλμα μὲ ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ γιὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς μάχη;
124
Κάτι ἀνάλογον ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» ὅτι εἶπε ὁ Θεμιστοκλῆς πρὸς τὸν
Εὐρυβιάδη προκειμένου νὰ τὸν πείσῃ ν’ ἀντιμετωπίσῃ τὸν περσικὸ στόλο εἰς τὴν Σαλαμῖνα καὶ ὄχι εἰς τὸν
Ἰσθμὸ (Βιβλίον 8ον, 60.6): «Ἐν σοὶ νῦν ἐστι σῶσαι τὴν Ἑλλάδα» (Τώρα ἐναπόκειται σ’ ἐσένα νὰ σώσῃς τὴν
Ἑλλάδα).
125
Οἱ λεγόμενοι Τυραννοκτόνοι. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» (Βιβλίον 5 ον,
55.1): «Ἀριστογείτων καὶ Ἁρμόδιος, γένος ἐόντες τὰ ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι» (ὁ Ἀριστογείτων καὶ ὁ Ἁρμόδιος,
οἱ ὁποῖοι ὡς πρὸς τὸ γένος ἦσαν ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι) καὶ συνεχίζει (Βιβλίον 5ον, 57.1): «Οἱ δὲ Γεφυραῖοι,
τῶν ἦσαν οἱ φονέες οἱ Ἱππάρχου, ὡς μὲν αὐτοὶ λέγουσι, ἐγεγόνεσαν ἐξ Ἐρετρίης τὴν ἀρχήν, ὡς δὲ ἐγὼ
ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω, ἦσαν Φοίνικες τῶν σὺν Κάδμῳ ἀπικομένων Φοινίκων ἐς γῆν τὴν νῦν Βοιωτίην
καλεομένην, οἴκεον δὲ τῆς χώρης ταύτης ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν. ἐνθεῦτεν δέ Καδμείων
πρότερον ἐξαναστάντων ὑπ’ Ἀργείων οἱ Γεφυραῖοι οὗτοι δεύτερα ὑπὸ Βοιωτῶν ἐξαναστάντες ἐτράποντο
ἐπ’ Ἀθηναίων. Ἀθηναῖοι δέ σφεας ἐπὶ ῥητοῖσι ἐδέξαντο σφέων αὐτῶν εἶναι πολιήτας, ‹οὐ› πολλῶν τεων
καὶ οὐκ ἀξιαπηγήτων ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι» (οἱ Γεφυραῖοι, ἐκ τῶν ὁποίων κατήγοντο οἱ φονεῖς τοῦ
Ἱππάρχου, κατήγοντο ἀρχικά, ὅπως λένε οἱ ἴδιοι, ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια, ὅμως ὅπως ἐγὼ ἀνεκάλυψα κατόπιν
ἐρεύνης, ἦσαν Φοίνικες ἐξ αὐτῶν τῶν Φοινίκων οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο εἰς τὴν χώρα ἡ ὁποία
σήμερα καλεῖται Βοιωτία, καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτὴν ἀποκτῶντας μὲ κλῆρο τὴν περιοχὴ τῆς Τανάγρας.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως οἱ Καδμεῖοι ἐκτοπίστηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀργείους, αὐτοὶ οἱ Γεφυραῖοι ἀφοῦ
ἐκτοπίστηκαν μὲ τὴν σειρά τους ἀπὸ τοὺς Βοιωτούς, ἐστρέφοντο πρὸς τοὺς Ἀθηναίους. Καὶ οἱ Ἀθηναῖοι
τοὺς ἐδέχθησαν νὰ εἶναι πολῖται τους μὲ συγκεκριμένους ὅρους, ἐπιβάλλοντάς τους ν’ ἀπέχουν ἀπὸ κάποια
Σελὶς | 54
ἀφήνουν. Διότι ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχουν οἱ Ἀθηναῖοι τώρα εὑρίσκονται εἰς τὸν μέγιστο
κίνδυνον. Καὶ ἐὰν βεβαίως ὑποταχθοῦν εἰς τοὺς Μήδους, ἔχοντας παραδώσει [τὴν
πόλιν] εἰς τὸν Ἱππία, ἔχουν ἀποφασισθῇ αὐτὰ τὰ ὁποῖα θὰ πάθουν. Ἐὰν ὅμως
ὑπερισχύσῃ αὐτὴ ἡ πόλις, μπορεῖ νὰ γίνῃ ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς Ἑλληνίδες πόλεις.

[45] κῶς ὦν δὴ ταῦτα οἷά τε ἐστὶ γενέσθαι, καὶ κῶς ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει
τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, νῦν ἔρχομαι φράσων. ἡμέων τῶν
στρατηγῶν ἐόντων δέκα δίχα γίνονται αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν κελευόντων τῶν
δὲ οὒ συμβάλλειν.
Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά, καὶ πῶς ἔχει φθάσει σ’ ἐσένα βεβαίως ν’
ἀποκτήσης τὴν ὑψίστη δύναμιν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ἔρχομαι τώρα νὰ σοῦ πῶ.
Ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι εἴμαστε δέκα στρατηγοὶ διχάζονται οἱ γνῶμες μας, οἱ μὲν ζητοῦν νὰ
συγκρουσθοῦμε οἱ δὲ ὄχι.

[46] ἢν μέν νυν μὴ συμβάλωμεν, ἔλπομαι τινὰ στάσιν μεγάλην διασείσειν


ἐμπεσοῦσαν τὰ Ἀθηναίων φρονήματα ὥστε μηδίσαι· ἢν δὲ συμβάλωμεν
πρίν τι καὶ σαθρὸν Ἀθηναίων μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι, θεῶν τὰ ἴσα
νεμόντων οἷοί τε εἰμὲν περιγενέσθαι τῇ συμβολῇ.

ὀλίγα τὰ ὁποῖα δὲν ἀξίζουν ν’ ἀναφερθοῦν). Σύμφωνα μὲ τὸν Θουκυδίδη τὸ τόλμημα τοῦ Ἁρμοδίου καὶ τοῦ
Ἀριστογείτονος ἐπεχειρήθη ἐξ αἰτίας προσωπικῶν λόγων (Ἱστορίαι, Βιβλίον 6ον, 54.1-57.4). Ὅταν ὁ
Πεισίστρατος ἀπεβίωσε, ἔλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἱππίας, ὡς πρωτότοκος. Ὁ Ἁρμόδιος ἦτο ὡραιότατος νέος καὶ
ὁ Ἀριστογείτων τὸν ἐρωτεύθη καὶ ζοῦσε μαζί του. Ὁ Ἵππαρχος ἔκανε ἐρωτικὲς προτάσεις εἰς τὸν Ἁρμόδιο,
ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέκρουσε καὶ τὸ εἶπε εἰς τὸν Ἀριστογείτονα. Ἐκεῖνος ἐφοβήθη μήπως ὁ Ἵππαρχος μὲ τὴν
δύναμίν του πάρῃ τὸν Ἁρμόδιο διὰ τῆς βίας καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ συνωμοτῇ γιὰ ν’ ἀνατρέψῃ τὴν
τυραννίδα. Ὁ Ἵππαρχος προσεπάθησε πάλι νὰ προσελκύσῃ τὸν Ἁρμόδιο ἀλλὰ ἀπέτυχε καὶ ἀπεφάσισε νὰ
τὸν ἐξευτελίσῃ. Ἐκάλεσαν τὴν ἀδελφή του νὰ ἔλθῃ νὰ ἐκτελέσῃ κανηφορία σὲ κάποια πομπὴ καὶ μετὰ τὴν
ἔδιωξαν λέγοντάς της ὅτι δὲν τὴν εἶχαν καλέσει ποτέ, διότι δὲν ἦτο ἄξια γιὰ τέτοια τιμή. Ὁ Ἁρμόδιος τὸ
πῆρε πολὺ ἄσχημα καὶ ὁ Ἀριστογείτων ἔνιωθε ἀκόμα μεγαλυτέρα ἀγανάκτησιν. Συνεννοήθησαν μὲ ἄλλους
καὶ περίμεναν τὰ Μεγάλα Παναθήναια, μόνη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ πολῖται οἱ ὁποῖοι θὰ ἐσχημάτιζον
τὴν πομπὴ μποροῦσαν νὰ συγκεντρωθοῦν ἔνοπλοι χωρὶς νὰ κινήσουν ὑποψίες. Ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς
ἑορτῆς ὁ Ἱππίας μὲ τοὺς σωματοφύλακάς του εὐρίσκετο εἰς τὸν Κεραμεικὸ καὶ ἐκανόνιζε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν
πομπή. Ὁ Ἁρμόδιος καὶ ὁ Ἀριστογείτων προχωροῦσαν γιὰ νὰ κτυπήσουν, ἀλλὰ ὅταν εἶδον ἕναν ἀπὸ τοὺς
συνωμότας νὰ συνομιλῇ μὲ οἰκειότητα μὲ τὸν Ἱππία, ἐνόμισαν ὅτι τοὺς εἶχε καταδώσει καὶ ὅτι θὰ τοὺς
συνελάμβανον ἐκείνη τὴν ὥρα. Θέλοντας νὰ προλάβουν, ἔτρεξαν καὶ βρῆκαν τὸν Ἵππαρχο κοντὰ εἰς τὸ
λεγόμενο Λεωκόρειον καὶ τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τους, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ ζήλια του, ὁ ἄλλος ἀπὸ
τὴν προσβολὴ ποὺ τοῦ εἶχε γίνει, τὸν κτύπησαν καὶ τὸν ἐφόνευσαν. Ὁ Ἀριστογείτων κατώρθωσε ἐκείνη
τὴν στιγμὴ νὰ ξεφύγῃ, ἀλλὰ συνελήφθη ἀργότερα καὶ ἐθανατώθη. Τὸν Ἁρμόδιο τὸν ἐφόνευσαν ἐπὶ τόπου.
Ἐτιμήθησαν ὡς ἥρωες διότι ἐθεωρήθη ὅτι ἐκεῖνοι εἶχον καθοριστικὸ ῥόλο εἰς τὴν κατάλυσιν τοῦ
καθεστῶτος. Ἀνετέθη εἰς τὸν γλύπτη Ἀντήνορα νὰ δημιουργήσῃ τὸ σύνταγμα τῶν Τυραννοκτόνων. Τὰ δύο
ἀγάλματα ἦσαν χάλκινα καὶ στήθηκαν εἰς τὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν ὡς σύμβολον τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς
δημοκρατίας.
Σελὶς | 55
Ἐὰν μὲν δὲν συγκρουσθοῦμε τώρα, φοβοῦμαι [μήπως] πέσῃ κάποια μεγάλη διχόνοια
καὶ κλονίσῃ τὰ φρονήματα τῶν Ἀθηναίων ὥστε νὰ μηδίσουν 126. Εάν ὅμως
συγκρουσθοῦμε προτοῦ κάποια νοσηρὴ σκέψις ἀναπτυχθῇ σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς
Ἀθηναίους, ἀπονέμοντας οἱ θεοὶ ὅ,τι ἀναλογεῖ εἰς τὸν κάθε ἕναν, θὰ μπορούσαμε καὶ
νὰ ὑπερισχύσουμε εἰς τὴν μάχην.

[47] ταῦτα ὦν πάντα ἐς σὲ νῦν τείνει καὶ ἐκ σέο ἤρτηται. ἢν γὰρ σὺ γνώμῃ
τῇ ἐμῇ προσθῇ, ἔστι τοι πατρίς τε ἐλευθέρη καὶ πόλις πρώτη τῶν ἐν τῇ
Ἑλλάδι· ἢν δὲ τὴν τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβολὴν ἕλῃ, ὑπάρξει τοι τῶν
ἐγὼ κατέλεξα ἀγαθῶν τὰ ἐναντία”.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τώρα ἀποβλέπουν σ’ ἐσένα καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐσένα. Ἐὰν ἡ δική
σου γνώμη προστεθῇ εἰς τὴν δική μου, θὰ σοῦ εἶναι ἡ πόλις καὶ ἐλευθέρα καὶ πρώτη
ἀπ’ ὅσες [εὑρίσκονται] ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος. Ἐὰν ἐπιλέξῃς τὴν [γνώμη] ὅσων
προσπαθοῦν ν’ ἀποτρέψουν τὴν σύγκρουσιν, θὰ σοῦ προκύψουν τὰ ἀντίθετα τῶν
ἀγαθῶν ὅσων ἐγὼ [σοῦ] ἐξέθεσα λεπτομερῶς».

[48] ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾶται τὸν Καλλίμαχον· προσγενομένης


δὲ τοῦ πολεμάρχου τῆς γνώμης ἐκεκύρωτο συμβάλλειν. μετὰ δὲ οἱ
στρατηγοὶ τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν, ὡς ἑκάστου αὐτῶν ἐγίνετο
πρυτανηίη τῆς ἡμέρης, Μιλτιάδῃ παρεδίδοσαν· ὁ δὲ δεκόμενος οὔτι κω
συμβολὴν ἐποιέετο, πρίν γε δὴ αὐτοῦ πρυτανηίη ἐγένετο.
Λέγοντας αὐτὰ ὁ Μιλτιάδης παίρνει μὲ τὸ μέρος του τὸν Καλλίμαχο, καὶ ἀφοῦ
προσετέθη ἡ γνώμη τοῦ πολεμάρχου εἶχε ἀποφασισθῇ νὰ συγκρουσθοῦν. Κατόπιν οἱ

126
Ὁ Μιλτιάδης εἶχε λόγους ν’ ἀνησυχῇ διότι μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νομοθέτου Κλεισθένους τὸ 508 π.Χ.
ἀπὸ τὴν ἐξορίαν εἰς τὴν ὁποίαν τὸν εἶχε στείλει ὁ βασιλεὺς τῆς Σπάρτης Κλεομένης, οἱ Ἀθηναῖοι ἀπέστειλαν
ἀγγελιαφόρους εἰς τὶς Σάρδεις ἐπιζητῶντας τὴν συμμαχία τῶν Περσῶν, διότι εὐρίσκοντο εἰς ἐμπόλεμον
κατάστασιν μὲ τοὺς Λακεδαιμονίους (Βιβλίον 5ον, 73.2): «ἀπικομένων δὲ τῶν ἀγγέλων ἐς τὰς Σάρδις καὶ
λεγόντων τὰ ἐντεταλμένα Ἀρταφρένης ὁ Ὑστάσπεος Σαρδίων ὕπαρχος ἐπειρώτα τίνες ἐόντες ἄνθρωποι
καὶ κοῦ γῆς οἰκημένοι δεοίατο Περσέων σύμμαχοι γενέσθαι, πυθόμενος δὲ πρὸς τῶν ἀγγέλων ἀπεκορύφου
σφι τάδε· εἰ μὲν διδοῦσι βασιλέϊ Δαρείῳ Ἀθηναῖοι γῆν τε καὶ ὕδωρ, ὁ δὲ συμμαχίην σφι συνετίθετο, εἰ δὲ μὴ
διδοῦσι, ἀπαλλάσσεσθαι αὐτοὺς ἐκέλευε· οἱ δὲ ἄγγελοι ἐπὶ σφέων αὐτῶν βαλόμενοι διδόναι ἔφασαν,
βουλόμενοι τὴν συμμαχίην ποιήσασθαι. οὗτοι μὲν δὴ ἀπελθόντες ἐς τὴν ἑωυτῶν αἰτίας μεγάλας εἶχον»
(Ὅταν οἱ ἀγγελιαφόροι ἔφθασαν εἰς τὶς Σάρδεις καὶ εἶπαν τὰ ὅσα εἶχον ἐντολὴ [νὰ ποῦν], ὁ Ἀρταφέρνης, ὁ
υἱὸς τοῦ Ὑστάσπεος, ὕπαρχος τῶν Σάρδεων, τοὺς ἐρωτοῦσε γιὰ τὸ ποιοί ἄνθρωποι εἶναι καὶ σὲ ποιόν τόπο
τῆς γῆς κατοικοῦν καὶ εἶχον ἀνάγκη νὰ γίνουν σύμμαχοι τῶν Περσῶν. Ὅταν ἔλαβε τὶς πληροφορίες ἀπὸ
τοὺς ἀγγελιαφόρους, τοὺς ἔδωσε αὐτὴν τὴν σύντομον ἀπάντησιν. Ἐὰν οἱ Ἀθηναῖοι δίδουν γῆν καὶ ὕδωρ
εἰς τὸν βασιλέα Δαρεῖον, αὐτὸς συμφωνοῦσε ὡς πρὸς τὴν συμμαχία μὲ αὐτούς. Ἐὰν ὅμως δὲν δίδουν, τοὺς
πρόσταζε ν’ ἀποχωρήσουν. Οἱ ἀγγελιαφόροι κατὰ τὴν κρίσιν τους ἔλεγον ὅτι δίδουν, θέλοντες νὰ κάνουν
συμμαχία. Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὴν [πόλιν] τους, κατηγορήθησαν πάρα πολύ).
Σελὶς | 56
στρατηγοὶ τῶν ὁποίων ἡ γνώμη ἔκλινε πρὸς τὸ νὰ συγκρουσθοῦν, καθὼς ἐρχόταν κάθε
ἑνὸς ἐξ αὐτῶν ἡ ἀρχιστρατηγία τῆς ἡμέρας, τὴν παρέδιδον εἰς τὸν Μιλτιάδη 127. Αὐτὸς
δεχόμενος δὲν προχωροῦσε ἀκόμα εἰς τὴν σύγκρουσιν, πρὶν βεβαίως ἔλθῃ ἡ δική του
ἀρχιστρατηγία128.

[49] ὡς δὲ ἐς ἐκεῖνον περιῆλθε, ἐνθαῦτα δὴ ἐτάσσοντο ὧδε οἱ Ἀθηναῖοι ὡς


συμβαλέοντες· τοῦ μὲν δεξιοῦ κέρεος ἡγέετο ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος· ὁ
γὰρ νόμος τότε εἶχε οὕτω τοῖσι Ἀθηναίοισι, τὸν πολέμαρχον ἔχειν κέρας τὸ
δεξιόν· ἡγεομένου δὲ τούτου ἐξεδέκοντο ὡς ἀριθμέοντο αἱ φυλαὶ ἐχόμεναι
ἀλληλέων, τελευταῖοι δὲ ἐτάσσοντο ἔχοντες τὸ εὐώνυμον κέρας Πλαταιέες.
Καὶ ὅταν περιῆλθε εἰς ἐκεῖνον [ἡ ἀρχηστρατηγία], τότε οἱ Ἀθηναῖοι παρετάσσοντο κατ’
αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ νὰ συγκρουσθοῦν. Τῆς μὲν δεξιᾶς πτέρυγος ἠγεῖτο ὁ πολέμαρχος
Καλλίμαχος, διότι ὁ νόμος τότε εἶχε ἔτσι γιὰ τοὺς Ἀθηναίους, ὁ πολέμαρχος νὰ ἔχῃ τὴν
δεξιὰ πτέρυγα129. Ἐνῷ αὐτὸς διοικοῦσε αὐτήν, οἱ φυλὲς ἐλάμβανον τὴν θέσιν τους

127
Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅτι μεταξὺ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι τοῦ παρεχώρησαν τὴν ἀρχηστρατηγία ἦτο
καὶ ὁ Ἀριστείδης «Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης» (5.2): «καὶ τότε περὶ τῆς μάχης γνώμῃ τῇ Μιλτιάδου
προσθέμενος οὐ μικρὰν ἐποίησε ῥοπήν· καὶ παρ’ ἡμέραν ἑκάστου στρατηγοῦ τὸ κράτος ἔχοντος, ὡς
περιῆλθεν εἰς αὐτὸν ἡ ἀρχή, παρέδωκε Μιλτιάδῃ, διδάσκων τοὺς συνάρχοντας, ὅτι τὸ πείθεσθαι καὶ
ἀκολουθεῖν τοῖς εὖ φρονοῦσιν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλὰ σεμνόν ἐστι καὶ σωτήριον. οὕτω δὲ πραύ̈νας τὴν
φιλονεικίαν καὶ προτρεψάμενος αὐτοὺς ἀγαπᾶν μιᾷ γνώμῃ τῇ κρατίστῃ χρωμένους, ἔῤῥωσε τὸν Μιλτιάδην
τῷ ἀπερισπάστῳ τῆς ἐξουσίας ἰσχυρὸν γενόμενον. χαίρειν γὰρ ἐῶν ἕκαστος ἤδη τὸ παρ’ ἡμέραν ἄρχειν
ἐκείνῳ προσεῖχεν» (καὶ τότε υἱοθετῶντας τὴν γνώμη τοῦ Μιλτιάδου γιὰ τὴν μάχη, ἤσκησε μεγάλη
ἐπίδρασιν. Καὶ καθὼς κάθε στρατηγὸς κατεῖχε τὴν ἐξουσία ἀνὰ ἡμέρα [ἐκ περιτροπῆς], ὅταν περιῆλθε εἰς
αὐτὸν ἡ διοίκησις, τὴν παρέδωσε εἰς τὸν Μιλτιάδη, διδάσκοντας τοὺς συνδιοικητὰς ὅτι τὸ νὰ
ἐμπιστεύωνται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι σκέπτονται καλῶς δὲν εἶναι αἰσχρόν, ἀλλὰ ἀξιοπρεπὲς
καὶ σωτήριον. Καταπραΰνοντας ἔτσι τὴν ἔριδα καὶ προτρέποντάς τους νὰ εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν
υἱοθέτησιν μίας καὶ τῆς καλλίτερης γνώμης, ἐνίσχυσε τὸν Μιλτιάδη ἰσχυροποιῶντας τον μὲ τὸ νὰ μὴ
μεταβαίνῃ ἡ ἐξουσία ἀπὸ τὸν ἕναν εἰς τὸν ἄλλον. Διότι κάθε ἕνας [ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς] παραιτήθηκε
πλέον ἀπὸ [τὸ δικαίωμά του] νὰ διοικῇ γιὰ μία ἡμέρα [ἐκ περιτροπῆς] καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὶς διαταγὲς ἐκείνου).
128
Αὐτοὶ οἱ δέκα στρατηγοὶ ἀσκοῦσαν ἐκ περιτροπῆς τὴν πραγματικὴ διοίκησιν τοῦ στρατοῦ. Ἡ ψῆφος τοῦ
πολεμάρχου καθίστατο ἀποφασιστικὴ ὄχι ἐπειδὴ εἶχε περισσοτέρα ἀξία ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἄλλων στρατηγῶν,
ἀλλὰ ἐπειδὴ συνετέλει εἰς τὴν πλειοψηφία. Ἐὰν ὁ πολέμαρχος εἶχε τὴν ἀρχιστρατηγία, ποιά θὰ ἦτο ἡ
ἀνάγκη γιὰ καθημερινῶς ἐναλλασσομένη πρυτανεία;
129
Ἡ ὁπλιτικὴ παράταξις ἀπετελεῖτο ἀπὸ τρία βασικὰ τμήματα, τὸ δεξιὸ κέρας (πτέρυγα), τὸ κέντρον καὶ τὸ
ἀριστερὸ κέρας. Ὅπως ἦτο ἡ συνήθης πρακτικὴ οἱ ἰσχυρότερες μονάδες ἐτοποθετοῦντο εἰς τὴν δεξιὰ
πτέρυγα τοῦ στρατεύματος. Αὐτὸ συνέβαινε ἐπειδὴ εἰς αὐτὴν ἐστηρίζετο τὸ σύνολον τῆς φάλαγγος. Τὸ
κύριο αἴτιον τῆς συγκεκριμένης κατανομῆς ἦτο ἡ τάσις τῶν ὁπλιτῶν ὅλης τῆς παρατάξεως νὰ κλίνουν
κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μάχης ἀσυνείδητα πρὸς τὰ δεξιά, εἰς τὴν προσπάθειά τους νὰ προστατεύουν τὴν
δεξιὰ εὐάλωτη πλευρά τους. Ἡ ἀσπὶς κάθε ὁπλίτου ἐπροστάτευε μόνον τὸ ἀριστερὸ τμῆμα τοῦ σώματός
του. Ἡ προστασία τοῦ δεξιοῦ ἐξηρτάτο ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μισὸ τῆς ἀσπίδος τοῦ διπλανοῦ του.
Σελὶς | 57
ὅπως κατετάσσοντο130, ἀκολουθῶντας ἡ μία τὴν ἄλλην, τελευταῖοι δὲ παρετάσσοντο
οἱ Πλαταιεῖς ἔχοντες τὴν ἀριστερὰ πτέρυγα.

[50] ἀπὸ ταύτης (γάρ) σφι τῆς μάχης, Ἀθηναίων θυσίας ἀναγόντων ἐς τὰς
πανηγύριας τὰς ἐν τῇσι πεντετηρίσι γινομένας, κατεύχεται ὁ κῆρυξ ὁ
Ἀθηναῖος ἅμα τε Ἀθηναίοισι λέγων γίνεσθαι τὰ ἀγαθὰ καὶ Πλαταιεῦσι.
Διότι ἀπὸ αὐτήν τους τὴν μάχη, ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι τελοῦν θυσίες εἰς τὶς ἑορτὲς τὶς ἀνὰ
πενταετία πραγματοποιούμενες, ὁ κῆρυξ ὁ Ἀθηναῖος προσεύχεται θερμὰ λέγοντας νὰ
συμβαίνουν καλὰ [πράγματα] ἐξίσου καὶ εἰς τοὺς Ἀθηναίους καὶ εἰς τοὺς Πλαταιεῖς.

[51] τότε δὲ τασσομένων τῶν Ἀθηναίων ἐν τῷ Μαραθῶνι ἐγίνετο τοιόνδε τι·


τὸ στρατόπεδον ἐξισούμενον τῷ Μηδικῷ στρατοπέδῳ, τὸ μὲν αὐτοῦ μέσον
ἐγίνετο ἐπὶ τάξιας ὀλίγας, καὶ ταύτῃ ἦν ἀσθενέστατον τὸ στρατόπεδον, τὸ
δὲ κέρας ἑκάτερον ἔρρωτο πλήθει.
Τότε ἐνῷ παρετάσσοντο οἱ Ἀθηναῖοι εἰς τὸν Μαραθῶνα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τὸ
στράτευμα καθὼς ἐξισωνόταν μὲ τὸ μηδικὸ στράτευμα, τὸ μὲν κέντρον του
παρετάσσετο εἰς ὀλίγες γραμμὲς βάθος, καὶ εἰς ἐκεῖνο τὸ σημεῖον τὸ στράτευμα ἦτο
πάρα πολὺ ἀσθενές, ἐνῷ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα ἐνισχύετο ὡς πρὸς τὸ πλῆθος 131.

130
Οἱ φυλὲς εἶχον μία συμβατικὴ ἐπίσημον κατάταξιν. Αὐτὴ ἡ κατάταξις ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸν
«Ἐπιτάφιον» λόγον τοῦ Δημοσθένους ἦτο (28.1-31.10): Ἐρεχθηὶς (1), Αἰγηὶς (2), Πανδιονὶς (3), Λεοντὶς (4),
Ἀκαμαντὶς (5), Οἰνηὶς (6), Κεκροπὶς (7), Ἱπποθοντὶς (8), Αἰαντὶς (9), Ἀντιοχὶς (10). Εἰς τὴν μάχη τοῦ
Μαραθῶνος τοποθετεῖται εἰς τὸ δεξιὸν κέρας (πτέρυγα), τὴν πιὸ τιμητικὴ θέσιν, ἡ Αἰαντὶς φυλή, ὅπως
ἐπαναλαμβάνει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Συμποσιακὰ» (Βιβλίον 1ον, 10.3): «Γλαυκίας δ’ ὁ ῥήτωρ καὶ
τὸ δεξιὸν κέρας Αἰαντίδαις τῆς ἐν Μαραθῶνι παρατάξεως ἀποδοθῆναι, ταῖς Αἰσχύλου […] ἐλεγείαις
πιστούμενος» (Ὁ ῥήτωρ Γλαυκίας [εἶπε ὅτι] καὶ ἡ δεξιὰ πτέρυγα τῆς παρατάξεως εἰς τὸν Μαραθῶνα
παρεχωρήθη εἰς τοὺς Αἰαντίδας ἀποδεικνύοντάς το μὲ τὶς ἐλεγεῖες τοῦ Αἰσχύλου […]), χωρὶς ὅμως νὰ
γνωρίζουμε ἐὰν ἦτο ἡ πρώτη τοῦ δεξιοῦ κέρατος. Ἐπὶ κεφαλῆς τῆς δεξιᾶς πτέρυγος, δηλαδὴ τῶν φυλῶν οἱ
ὁποῖες ἀπήρτιζον τὸ δεξιὸν κέρας, ἦτο σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτο ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος, ὡς ἑνδέκατος
στρατηγός. Εἰς τὸ ἀριστερὸν κέρας τοποθετοῦνται τελευταῖοι οἱ Πλαταιεῖς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀρίμνηστο, οἱ
ὁποῖοι φαίνεται νὰ εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς αὐτοῦ, καθὼς ὁ Ἡρόδοτος χρησιμοποιεῖ τὸ ῥῆμα «ἔχω» τόσο γιὰ τὸν
Καλλίμαχο, ὅσο καὶ γι’ αὐτούς. Ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης» (5.3)
τοποθετεῖ εἰς τὸ κέντρον τῆς παρατάξεως τὶς φυλὲς Ἀντιοχίς, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀριστείδη, καὶ Λεοντίς. Ὁ
δικηγόρος Ἰ. Ἀ. Τυπάλδος εἰς τὴν μελέτη του μὲ τίτλο «Ἡ ἐν Μαραθώνι μάχη» ὑποστηρίζει ὅτι πρώτη τοῦ
δεξιοῦ κέρατος ἐτέθη ἡ φυλὴ εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκε ὁ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μάχης πρυτανεύων στρατηγός,
δηλαδὴ ἡ φυλὴ τοῦ Μιλτιάδου ἡ Οἰνηὶς καὶ ἠκολούθησαν κατὰ σειρὰν οἱ ὑπόλοιπες μὲ πρὸ τελευταία εἰς
τὸ ἀριστερὸν κέρας τὴν Ἀκαμαντίδα φυλὴ (Παρνασσός, τ. 4, σελ. 267).
131
Ὁ Μιλτιάδης ἐφήρμοσε μία νέα τακτική, ἀποκλίνοντας ἐντελῶς ἀπὸ τὴν πατροπαράδοτη τακτικὴ τὴν
ὁποίαν ἐχρησιμοποίουν οἱ Ἕλληνες μέχρι τότε. Σπουδαιοτάτη καὶ κυρία πολεμικὴ ἀρχὴ εἶναι ὅτι ἡ νίκη
ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συγκέντρωσιν ἰσχυροτέρων δυνάμεων εἰς τὸ κύριο σημείον τῆς μάχης. Ἡ
συγκέντρωσις ὅμως αὐτὴ πρέπει νὰ γίνῃ μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ μὴν ἐξασθενίσῃ ὑπερβολικὰ τὸ
Σελὶς | 58
[52] ὡς δέ σφι διετέτακτο καὶ τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά, ἐνθαῦτα ὡς
ἀπείθησαν οἱ Ἀθηναῖοι δρόμῳ ἵεντο ἐς τοὺς βαρβάρους. ἦσαν δὲ στάδιοι οὐκ
ἐλάσσονες τὸ μεταίχμιον αὐτῶν ἢ ὀκτώ.

ὑπόλοιπον τῆς παρατάξεως καὶ νὰ κινδυνεύῃ νὰ ἡττηθῇ. Εἰς τὴν περίπτωσιν ὅμως τοῦ Μαραθῶνος ἡ
συγκέντρωσις εἰς τὸ κύριο σημείον τῆς μάχης δὲν ἐφηρμόσθη. Ἡ καινοτόμος τακτικὴ τοῦ Μιλτιάδου εἶχε
ὡς σκοπὸ νὰ αἰφνιδιάσῃ τοὺς Πέρσας, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζον τὸν τρόπο πολέμου τῶν Ἑλλήνων, τόσο χάριν
εἰς τὶς συμβουλὲς ἐξορίστων Ἑλλήνων ὅπως τοῦ Ἱππίου, ὅσο καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι τοὺς εἶχαν ἤδη
ἀντιμετωπίσει νικηφόρα εἰς τὴν μάχη, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἰωνικῆς ἐπαναστάσεως. Ἐπὶ πλέον ὁ
Μιλτιάδης ἐγνώριζε ἀπὸ προηγούμενη ἐμπειρία τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἀνέπτυσσον οἱ Πέρσαι τὰ
στρατεύματά τους. Εἰς τὸ κέντρον ἐτοποθέτουν τὰ καλλίτερα τμήματά τους ἐνῷ εἰς τὶς πτέρυγες τὸν στρατὸ
τῶν ὑποτακτικῶν τους. Ἔτσι λοιπὸν τὸ κύριο σημεῖον ἦτο τὸ μέσον τῆς παρατάξεως, ὅπου ἔπρεπε νὰ
καταβληθοῦν οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Σάκαι, τὰ πιὸ διαλεκτὰ καὶ ἰσχυρὰ ὡπλισμένα ἐχθρικὰ στρατεύματα.
Ἑπομένως, γιὰ νὰ τοὺς καταβάλῃ, ὁ Μιλτιάδης ἔπρεπε νὰ καταστήσῃ ἰσχυρότερο τὸ μέσον τῆς παρατάξεως
του καὶ νὰ τάξῃ εἰς μεγάλο βάθος τοὺς ἄνδρας τοῦ μέσου. Ὅμως ἀναπόφευκτα θὰ ὑπερεφαλαγγίζετο ἀπὸ
τὸν πολυαριθμότερο ἐχθρὸ καὶ θὰ ἦτο δύσκολο, ἢ καὶ ἀδύνατο νὰ νικήσῃ. Ἐσκέφθη, λοιπόν, νὰ ἐπιδιώξῃ
ἔμμεσα τὴν ἧττα τῶν Περσῶν καὶ τῶν Σακῶν καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἐνίσχυσε τὰ δύο ἄκρα (κέρατα) τῆς
παρατάξεώς του, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπαιτοῦσαν μεγάλη συγκέντρωσιν ἀνδρῶν γιὰ νὰ καταβάλουν τὰ ἐχθρικὰ
ποὺ ἀπετελοῦντο ἀπὸ ὀλιγώτερο διαλεκτὰ καὶ ἀσθενέστερα ὡπλισμένα στρατεύματα, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν
βεβαία ἧττα τους, ἀφήνοντάς τα ἀκαταδίωκτα, νὰ ἐπιτεθῇ πλευρικὰ ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ ἐχθρικοῦ μέσου
καὶ μὲ τὰ δύο κέρατά του συγχρόνως. Ἀλλὰ καὶ πάλι, γιὰ νὰ νικήσουν τὰ ἐνισχυμένα ἄκρα, ἔπρεπε νὰ μὴν
ὑπερκερασθοῦν ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ ἑπομένως ἔπρεπε τὸ μέτωπον τῆς παρατάξεως νὰ ἐξισωθῇ μὲ τὸ
μέτωπον τῆς ἐχθρικῆς. Ἀλλὰ ἡ ἐνίσχυσις τῶν δύο κεράτων καὶ ἡ ἐξίσωσις τοῦ μετώπου εἶχε ἀποτέλεσμα
τὴν ὑπερβολικὴ ἐξασθένισιν τοῦ μέσου τῆς ἀθηναϊκῆς παρατάξεως, καταδικάζοντάς το εἰς βεβαία ἧττα, καὶ
ἑπομένως τὸ ἐχθρικὸ μέσον ὑπερισχύοντας καὶ ἀναγκάζοντας εἰς ὑποχώρησιν τὸ μέσον τῶν Ἀθηναίων θὰ
ἀπεκάλυπτε καὶ θὰ ἐξέθετε καὶ τὰ δύο πλευρά του, διευκολύνοντας τὴν ἐναντίον τους πλευρικὴ ἐπίθεσιν
τῶν κεράτων τῆς ἀθηναϊκῆς παρατάξεως, ὁπότε ἡ ἧττα του θὰ ἦτο σίγουρος. Αὐτὸ θὰ ἐγίνετο μόνον ἐὰν τὸ
μέσον τῶν ᾿Αθηναίων ἐνικάτο χωρὶς ὅμως νὰ ὑποχωρήσῃ τρέχοντας, ἀλλὰ ἀποσυρόμενο ἀργά,
πολεμῶντας ὑποχωρητικά. Διότι ἐὰν ὑπεχώρει τρέχοντας, τότε τὸ ἐχθρικὸ μέσον θὰ μποροῦσε ἀφήνοντάς
το ἀκαταδίωκτο, νὰ στραφῇ καὶ νὰ ἐπιτεθῇ πλευρικὰ ἐναντίον τῶν κεράτων τῆς ἀθηναϊκῆς παρατάξεως
καὶ τὸ πλεονέκτημα τῆς καινοτόμου τακτικῆς τοῦ Μιλτιάδου θὰ ἐξουδετερώνετο. Τὴν νέα αὐτὴν τακτικὴ
θὰ ἐπανελάμβανε ὁ Ἀννίβας εἰς τὴν μάχη τῶν Καννῶν (2 Αὐγούστου 216 π.Χ.) ἐναντίον τῶν Ῥωμαίων,
ὁ Gebhard Leberecht von Blücher εἰς τὴν μάχη τοῦ Waterloo (18 Ἰουνίου 1815) ἐναντίον τοῦ γαλλικοῦ
στρατοῦ ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ναπολέοντα Α΄, ὁ Helmuth Karl Bernhard von Moltke εἰς τὴν μάχη τοῦ
Sedan (1 Σεπτεμβρίου 1870) ἐναντίον τῶν Γάλλων, ὁ Erich Ludendorff εἰς τὴν μάχη τοῦ Tannenberg (26-
30 Αὐγούστου 1914) ἐναντίον τῶν Ῥώσων.
Σελὶς | 59
Ἀφοῦ παρετάχθησαν καὶ οἱ θυσίες τοὺς ἔδιδον καλὰ [ἀποτελέσματα], τότε χωρὶς
πειθαρχία οἱ Ἀθηναῖοι ἔσπευδον τρέχοντας πρὸς τοὺς βαρβάρους132. Ἦτο ὄχι
ὀλιγώτερα ἀπὸ ὀκτὼ στάδια133 ἡ ἀπόστασις μεταξύ τους.

[53] οἱ δὲ Πέρσαι ὁρέοντες δρόμῳ ἐπιόντας παρεσκευάζοντο ὡς δεξόμενοι,


μανίην τε τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐπέφερον καὶ πάγχυ ὀλεθρίην, ὁρέοντες αὐτοὺς
ὀλίγους καὶ τούτους δρόμῳ ἐπειγομένους, οὔτε ἵππου ὑπαρχούσης σφι οὔτε
τοξευμάτων.
Οἱ δὲ Πέρσαι βλέποντας νὰ σπεύδουν τρέχοντας ἑτοιμάζονταν νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίθεσιν
καὶ ἀπέδιδον εἰς τοὺς Ἀθηναίους τρέλλα καὶ [μάλιστα] ἐντελῶς ὀλεθρία, βλέποντάς
τους ὀλίγους καὶ μάλιστα αὐτοὺς νὰ προχωροῦν τρέχοντας, χωρὶς τὴν ὕπαρξιν ἱππικοῦ
ἢ σωμάτων τοξοτῶν134.

132
Ὁ περσικὸς στρατὸς θὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐξοντώσῃ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τοὺς Πλαταιεῖς μὲ βέλη.
Ὑπολογίζεται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὰς ὅτι τὸ βεληνεκὲς τῶν τόξων τους ἦτο περίπου 150-200 μέτρα καὶ κάθε
Πέρσης τοξότης μποροῦσε νὰ ῥίψει 3 βέλη ἀνὰ λεπτό. Ἐὰν ἡ φάλαγξ ἐπετίθετο μὲ τὴν συνήθη ταχύτητα
πορείας τῶν περίπου 4 χιλιομέτρων τὴν ὥρα, θὰ ἐχρειάζετο περίπου 3 λεπτὰ γιὰ νὰ διασχίσῃ τὴν
ἐπικίνδυνη ζώνη τοῦ βεληνεκοῦς τῶν περσικῶν βελῶν. Κατὰ συνέπεια ἡ κρίσιμος ἀπόστασις πρὶν
μπορέσουν οἱ βαρέως ὡπλισμένοι Ἀθηναῖοι νὰ ἐμπλακοῦν μὲ τοὺς Πέρσας εἰς ἀγῶνα ἐκ τοῦ συστάδην
ἔπρεπε νὰ καλυφθῇ εἰς τὸν συντομότερο δυνατὸ χρόνο καὶ αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνῃ μόνον ἐὰν οἱ ὁπλῖται
ἐκάλυπτον τὴν ἀπόστασιν τρέχοντας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐφηρμόσθη ἡ τακτικὴ τῆς δρομαίας ἑφόδου. Μόλις
ἡ φάλαγξ θὰ ἔφθανε εἰς τὸ βεληνεκὲς τῶν βελῶν τῶν Περσῶν οἱ ὁπλῖται θὰ ἄρχιζαν νὰ τρέχουν γιὰ νὰ
διασχίσουν τὴν ἐπικίνδυνη ζώνη ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα καὶ νὰ πέσουν εἰς τοὺς Πέρσας μὲ τὴν
μεγαλυτέρα δυνατὴ ὁρμή. Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι μόλις ἐδόθη τὸ σύνθημα τῆς ἐπιθέσεως
ὥρμησαν ἀπείθαρχα τρέχοντας πρὸς τοὺς βαρβάρους, ὡστόσο αὐτὸ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τοὺς συγχρόνους
ἐρευνητάς. Τὸ βάρος τοῦ ὁπλισμοῦ τους ἦτο μεγάλο (περίπου 30 κιλὰ) καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ διανύσουν
τόσο μεγάλη ἀπόστασιν μὲ ταχύτητα, οὔτε νὰ συνεχίσουν νὰ μάχωνται μὲ μεγάλη ὁρμὴ χωρὶς νὰ ἔχουν
ἐξαντληθεῖ σωματικά. Ἐκτὸς αὐτοῦ, τὸ τρέξιμο γιὰ μεγάλη ἀπόστασιν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ σταθῇ
μοιραῖο γιὰ τὴν συνοχὴ τῆς φάλαγγος. Ἔτσι, θεωρεῖται πιθανώτερο ὅτι προεχώρησαν μὲ ταχὺ βῆμα μέχρι
νὰ φθάσουν εἰς τὸ βεληνεκὲς τῶν βελῶν τῶν Περσῶν καὶ τότε ἄρχισαν ν’ ἀναπτύσσουν ταχύτητα,
προκειμένου ν’ ἀποφύγουν τὶς βολές. Βέβαια, πρέπει ν’ ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ ὁπλῖται ἦσαν πολὺ καλὰ
ἐκπαιδευμένοι, σὲ ἀρίστη φυσικὴ κατάστασιν καὶ εἶναι πιθανὸν ὅτι δὲν ἔφερον τοὺς βαρεῖς μεταλλικοὺς
θώρακας, ἀλλὰ τοὺς πιὸ ἐλαφροὺς λινοθώρακας.
133
Δηλαδὴ μία ἀπόστασις 1488 μέτρων. Τὸ ἀττικὸ στάδιον ἰσοῦται μὲ 186 μέτρα.
134
Γιὰ τοὺς Ἕλληνας τὸ τόξον δὲν ὑπῆρξε ποτὲ κύριον, οὐσιῶδες πολεμικὸ ὅπλον. Τὸ τόξον κατεσκευάσθη
γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ κυνηγίου. Γνώρισμα ἀνδρείας ἦτο πάντοτε ἡ ἐκ τοῦ συστάδην μάχη, όπως αναφέρει ο
Πολύβιος εις το έργον του «Ιστορίαι» (Βιβλίον 13ον, 3.4.3): «μόνην δὲ τὴν ἐκ χειρὸς καὶ συστάδην γινομένην
μάχην ἀληθινὴν ὑπελάμβανον εἶναι κρίσιν πραγμάτων» (Μόνην τὴν μὲ τὰ χέρια καὶ ἐκ τοῦ συστάδην
λαμβανομένη χώρα μάχη παρεδέχοντο ὅτι εἶναι ἀληθινὴ κρίσις τῶν ζητημάτων). Γενναῖος ἐθεωρεῖτο ὁ
ἀγχιμαχητής, ὁ μαχόμενος πλησιάζοντας τὸν ἐχθρὸ μὲ ὅπλα ἀγχέμαχα, ὄπως δόρυ, ξίφος, μάχαιρα. Γιὰ
παράδειγμα ὁ Ὀδυσσεὺς ἀναχωρῶντας γιὰ τὸν Τρωικὸ πόλεμο δὲν παίρνει μαζί του τὸ περίφημο τόξον του.
Ὁ Ὅμηρος περιγράφοντας τὶς ἀρετὲς τοῦ Τεύκρου (ἀδελφοῦ τοῦ Αἴαντος) τὸν ἐπαινεῖ μὲν ὡς ἄριστον εἰς
Σελὶς | 60
[54] ταῦτα μέν νυν οἱ βάρβαροι κατείκαζον· Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείτε ἀθρόοι
προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι, ἐμάχοντο ἀξίως λόγου. πρῶτοι μὲν γὰρ
Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν δρόμῳ ἐς πολεμίους ἐχρήσαντο, πρῶτοι
δὲ ἀνέσχοντο ἐσθῆτά τε Μηδικὴν ὁρέοντες καὶ τοὺς ἄνδρας ταύτην
ἐσθημένους· τέως δὲ ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ τὸ οὔνομα τὸ Μήδων φόβος
ἀκοῦσαι.
Αὐτὰ μὲν συμπέραιναν οἱ βάρβαροι εἰς τὴν παροῦσα φάσιν. Ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι
συμπτυγμένοι ἦλθον κατὰ ἐπάνω εἰς τοὺς βαρβάρους, ἐμάχοντο ἀξιόλογα 135. Πρῶτοι
μὲν ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἕλληνας, ἀπ’ ὅσο ἐμεῖς γνωρίζουμε, ἐχρησιμοποίησαν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν δρομαία ἕφοδο136, καὶ πρῶτοι ἄντεξαν ὅταν εἶδον τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴν
μηδικὴ ἐνδυμασία καὶ τοὺς ἄνδρας οἱ ὁποῖοι τὴν φοροῦσαν. Ἕως τότε μεταξὺ τῶν
Ἑλλήνων τὸ ν’ ἀκούσουν μόνον τὸ ὄνομα τῶν Μήδων προεκάλει πανικό137.

τὴν τοξοσύνην, δὲν παραλείπει ὅμως νὰ τονίσῃ ἀμέσως ὅτι ἦτο ἀνδρεῖος καὶ εἰς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην
(Ἰλιάς, Ν 314): «ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ». Ὁ τοξότης ἐθεωρεῖτο δειλὸς δεδομένου ὅτι οἱ τοξόται δὲν
ἐμάχοντο ἐκ τοῦ συστάδην καὶ ὅπως εἶχε σχολιάσει ὁ βασιλεὺς τῆς Σπάρτης Ἀρχίδαμος ὅταν τοῦ
ἐπαρουσιάζον ἕνα ἑκηβόλο ὅπλον (Πλούταρχος, Λακωνικὰ Ἀποφθέγματα, 219a): «ἀπόλωλεν ἀνδρὸς
ἁρετὰ» (ἐχάθη ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός). Ὁ Διομήδης ὑβρίζει τὸν Πάριν ὡς δειλὸ (Ἰλιάς, Λ 385): «τοξότα
λωβητήρ» (τοξότα ὑβριστὰ) διότι ἐσυνήθιζε νὰ φονεύῃ τοξεύοντας ἀπὸ μακριά. Ἄλλως τε μὲ βέλος
ἐφόνευσε τὸν Ἀχιλλέα.
135
Μάλιστα κάποιος Ἀθηναῖος ὁπλίτης εἶχε μαζί του εἰς τὴν μάχη τὸν σκύλο του, ὁ ὁποῖος ἐμάχετο ἐναντίον
τῶν Περσῶν. Γιὰ τὴν γενναιότητά του καὶ γιὰ τὸν κίνδυνο τὸν ὁποῖον διέτρεξε ἔλαβε ὡς ἀμοιβὴ τὴν
ἀπεικόνισίν του εἰς τὴν Ποικίλη στοὰ ἀνάμεσα εἰς τὸν Κυνέγειρο, τὸν Ἐπίζηλο καὶ τὸν Καλλίμαχο. Ὁ
Ῥωμαῖος συγγραφεὺς Κλαύδιος Αἰλιανὸς (Claudius Aelianus) εἰς τὸ ἔργον του «De Natura Animalium»
(Περὶ ζῴων ἰδιότητος) ἀναφέρει (Βιβλίον 7ον, 38.3): «συστρατιώτην δέ τις Ἀθηναῖος ἐν τῇ μάχῃ τῇ ἐν
Μαραθῶνι ἐπήγετο κύνα, καὶ γραφῇ εἴκασται ἐν τῇ Ποικίλῃ ἑκάτερος, μὴ ἀτιμασθέντος τοῦ κυνός, ἀλλὰ
ὑπὲρ τοῦ κινδύνου μισθὸν εἰληφότος ὁρᾶσθαι σὺν τοῖς ἀμφὶ τὸν Κυνέγειρον καὶ Ἐπίζηλόν τε καὶ
Καλλίμαχον. ἔστι δὲ καὶ οὗτοι καὶ ὁ κύων Μίκωνος γράμμα. οἳ δὲ οὐ τούτου, ἀλλὰ τοῦ Θασίου Πολυγνώτου
φασίν» (Κάποιος Ἀθηναῖος ἔφερε ἐπὶ πλέον ὡς σύντροφό του εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος σκύλο, καὶ κάθε
ἕνας ἔχει ζωγραφισθῇ ἐντὸς τῆς Ποικίλης, χωρὶς ὁ σκύλος νὰ θεωρηθῇ ἀνάξιος τιμῆς, ἀλλὰ χάριν τοῦ
κινδύνου ἔχει λάβει ἀμοιβὴ νὰ ἐμφανίζεται μαζὶ μὲ τοὺς περὶ τὸν Κυνέγειρο καὶ τὸν Ἐπίζηλο καὶ τὸν
Καλλίμαχο. Καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ σκύλος εἶναι ἔργα τοῦ Μίκωνος, ἄλλοι ὅμως λένε [ὅτι δὲν εἶναι] αὐτοῦ, ἀλλὰ
τοῦ Πολυγνώτου τοῦ Θασίου).
136
Ἡ τακτικὴ τῆς δρομαίας ἑφόδου ἐχρησιμοποιήθει καὶ ἀπὸ ἄλλους στρατοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ὅπως γιὰ
παράδειγμα εἰς τὴν μάχη τῆς γέφυρος Stirling (11 Σεπτεμβρίου 1297), ὅπου ὁ στρατὸς τῶν Σκότων ὑπὸ τὸν
ἐπαναστάτη William Wallace ἐνίκησε τὸν ὑπέρτερο ἀγγλικὸ στρατὸ καὶ εἰς τὴν μάχη τοῦ Prestonpans (20
Σεπτεμβρίου 1745) ὅπου οἱ δυνάμεις τῶν Ἰακωβιτῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἐξόριστο Charles Edward Stuart
ἐνίκησαν τὸν κυβερνητικὸ ἀγγλικὸ στρατό.
137
Ἀναφέρει ὁ Πλάτων εἰς τὸ ἔργον του «Μενέξενος» (241a): «οἱ μὲν γὰρ Μαραθῶνι τοσοῦτον μόνον
ἐπέδειξαν τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι κατὰ γῆν οἷόν τε ἀμύνασθαι τοὺς βαρβάρους ὀλίγοις πολλούς, ναυσὶ δὲ ἔτι ἦν
ἄδηλον καὶ δόξαν εἶχον Πέρσαι ἄμαχοι εἶναι κατὰ θάλατταν καὶ πλήθει καὶ πλούτῳ καὶ τέχνῃ καὶ ῥώμῃ·
τοῦτο δὴ ἄξιον ἐπαινεῖν τῶν ἀνδρῶν τῶν τότε ναυμαχησάντων, ὅτι τὸν ἐχόμενον φόβον διέλυσαν τῶν
Σελὶς | 61
[55] μαχομένων δὲ ἐν τῷ Μαραθῶνι χρόνος ἐγίνετο πολλός, καὶ τὸ μὲν
μέσον τοῦ στρατοπέδου ἐνίκων οἱ βάρβαροι, τῇ Πέρσαι τε αὐτοὶ καὶ Σάκαι
ἐτετάχατο· κατὰ τοῦτο μὲν δὴ ἐνίκων οἱ βάρβαροι καὶ ῥήξαντες ἐδίωκον ἐς
τὴν μεσόγαιαν, τὸ δὲ κέρας ἑκάτερον ἐνίκων Ἀθηναῖοί τε καὶ Πλαταιέες·
Καθὼς ἐμάχοντο εἰς τὸν Μαραθῶνα πέρασε πολὺς χρόνος, καὶ εἰς τὸ μὲν μέσον του
στρατεύματος νικοῦσαν οἱ βάρβαροι, ὅπου εἶχαν παραταχθῇ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Πέρσαι καὶ
οἱ Σάκαι138. Ἐκεῖ λοιπὸν νικοῦσαν οἱ βάρβαροι καὶ ἀφοῦ ἔσπασαν τὶς γραμμές, τοὺς

Ἑλλήνων καὶ ἔπαυσαν φοβουμένους πλῆθος νεῶν τε καὶ ἀνδρῶν. ὑπ᾽ ἀμφοτέρων δὴ συμβαίνει, τῶν τε
Μαραθῶνι μαχεσαμένων καὶ τῶν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχησάντων, παιδευθῆναι τοὺς ἄλλους Ἕλληνας, ὑπὸ
μὲν τῶν κατὰ γῆν, ὑπὸ δὲ τῶν κατὰ θάλατταν μαθόντας καὶ ἐθισθέντας μὴ φοβεῖσθαι τοὺς βαρβάρους» (Οἱ
μὲν εἰς τὸν Μαραθῶνα μονάχα αὐτὸ ἐπέδειξαν εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὅτι εἶναι δυνατὸν εἰς τὴν ξηρὰν μὲ
ὀλίγους νὰ ἀπωθήσουν τοὺς πολλοὺς βαρβάρους, ὡστόσο ὡς πρὸς τὶς ναυτικὲς δυνάμεις ἦτο ἀκόμη
ἀβέβαιον καθὼς εἶχον τὴν φήμη ὅτι εἶναι ἀνίκητοι εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὡς πρὸς τὸ πλῆθος καὶ ὡς πρὸς
τὸν πλοῦτο καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐπιδεξιότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰσχύν. Αὐτὸ ἀξίζει λοιπὸν [κάποιος] νὰ ἐπαινῇ
τῶν ἀνδρῶν οἱ ὁποῖοι ἐναυμάχησαν τότε, ὅτι ἐξάλειψαν τὸν φόβο ποὺ εἶχον οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἔκαναν
νὰ πάψουν νὰ φοβοῦνται τὸ πλῆθος καὶ τῶν πλοίων καὶ τῶν ἀνδρῶν. Διότι ὡς ἐπακόλουθον καὶ ἀπὸ τοὺς
δύο, ὅσους ἐπολέμησαν εἰς τὸν Μαραθῶνα καὶ ὅσους ἐναυμάχησαν εἰς τὴν Σαλαμῖνα, ἐδιδάχθησαν οἱ ἄλλοι
Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς μὲν εἰς τὴν ξηράν, ἀπὸ τοὺς δὲ εἰς τὴν θάλασσαν μαθαίνοντας καὶ συνηθίζοντας νὰ μὴ
φοβοῦνται τοὺς βαρβάρους).
138
Κατοικοῦσαν εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Κασπίας μέχρι τὴν Κίνα καὶ τὶς Ἰνδίες. Ἦτο πολεμικώτατος λαὸς καὶ
ἄριστοι ἱππεῖς. Ἡττήθησαν ἀπὸ τὸν Κῦρο τὸν Μέγα καὶ ἐπὶ Δαρείου Α΄ ὑπετάγησαν εἰς τοὺς Πέρσας. Ἡ
συγκεκριμένη ἀναφορὰ τοῦ Ἡροδότου εἰς τοὺς Σάκας θεωρεῖται ἀπὸ κάποιους μελετητὰς ὡς ἕνα πιθανὸ
στοιχεῖον συμμετοχῆς τοῦ ἱππικοῦ εἰς τὴν μάχη. Εἰς τὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος εἰς τὸ
ἔργον του «Ἱστορίαι» (Βιβλίον 9ον, 71.1): «Ἠρίστευσε δὲ τῶν βαρβάρων πεζὸς μὲν ὁ Περσέων, ἵππος δὲ ἡ
Σακέων» (ἀρίστευσε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν βαρβάρων τὸ πεζικὸ τῶν Περσῶν καὶ τὸ ἱππικὸ τῶν Σακῶν).
Ἐπίσης περιγράφει τὸν ὁπλισμό τους ὡς ἑξῆς (Βιβλίον 7ον, 64.2): «Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι
κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας, ἀναξυρίδας δὲ ἐνεδεδύκεσαν, τόξα δὲ ἐπιχώρια καὶ
ἐγχειρίδια, πρὸς δὲ καὶ ἀξίνας σαγάρις εἶχον. τούτους δὲ ἐόντας Σκύθας Ἀμυργίους Σάκας ἐκάλεον· οἱ γὰρ
Πέρσαι πάντας τοὺς Σκύθας καλέουσι Σάκας» (Οἱ δὲ Σάκαι οἱ Σκύθαι φοροῦσαν γύρω ἀπὸ τὶς κεφαλές τους
καλύμματα ὄρθια στερεωμένα τὰ ὁποῖα ἀπέληγαν σὲ μυτερὸ ἄκρον, εἶχαν ἐνδυθῇ μὲ περισκελίδες, τόξα καὶ
ἐγχειρίδια ἐγχώρια, ἐπίσης ἐκράτουν καὶ κοντοὺς πελέκεις. Αὐτοὺς λοιπὸν ἐνῷ ἦσαν Ἀμύργιοι Σκύθαι τοὺς
ἀπεκάλουν Σάκας. Διότι οἱ Πέρσαι ὅλους τοὺς Σκύθας τοὺς ἀποκαλοῦν Σάκας). Ὁ ὁπλισμὸς αὐτὸς ὅμως
εἶναι κατάλληλος γιὰ ἐφίππους τοξότας καὶ ὄχι ὁπλίτας πεζικοῦ, διότι δὲν φαίνεται νὰ φέρουν ἀσπίδα οὔτε
κάποιου εἴδους πανοπλία. Ἐπίσης εἰς τὴν μάχη τῶν Γαυγαμήλων οἱ Σάκαι ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Ἀρριανὸ
εἰς τὸ ἔργον του «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις» ὡς ἔφιπποι τοξόται (Βιβλίον 3ον, 8.3): «αὐτοὶ δὲ ἱπποτοξόται
ἦσαν». Τὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖον προκύπτει εἶναι γιὰ ποιόν λόγο τοὺς ἐχρησιμοποίησαν οἱ Πέρσαι ὡς πεζικὸ
εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος ἄνευ τοῦ ἀπαραιτήτου ἐξοπλισμοῦ, ἐνῷ οἱ Σάκαι ἦσαν ἀπὸ τοὺς καλλιτέρους
ἱππεῖς εἰς τὴν αὐτοκρατορία καὶ μάλιστα τοὺς ἐτοποθέτησαν εἰς τὸ κέντρον τῆς παρατάξεώς τους ὅπου
ἐσυνήθιζον νὰ τοποθετοῦν τὰ καλλίτερα στρατεύματά τους;
Σελὶς | 62
ὠθοῦσαν139 πρὸς τὴν ἐνδοχώρα, ὅμως σὲ κάθε μία ἀπὸ τὶς πτέρυγες νικοῦσαν καὶ οἱ
Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Πλαταιεῖς.

[56] νικῶντες δὲ τὸ μὲν τετραμμένον τῶν βαρβάρων φεύγειν ἔων, τοῖσι δὲ τὸ


μέσον ῥήξασι αὐτῶν συναγαγόντες τὰ κέρεα ἀμφότερα ἐμάχοντο, καὶ
ἐνίκων Ἀθηναῖοι. φεύγουσι δὲ τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες, ἐς ὃ ἐς τὴν
θάλασσαν ἀπικόμενοι πῦρ τε αἴτεον καὶ ἐπελαμβάνοντο τῶν νεῶν.
Καθὼς νικοῦσαν ἄφησαν τὸ ἡττημένο [τμῆμα] τῶν βαρβάρων νὰ τραπῆ εἰς φυγήν, ἐνῷ
ἐμάχοντο μὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν προκαλέσει ῥῆγμα εἰς τὸ κέντρον τους στρέφοντας
καὶ τὶς δύο πτέρυγες πρὸς τὸ ἴδιο σημείον140, καὶ νικοῦσαν οἱ Ἀθηναῖοι. Καὶ κατεδίωκον
τοὺς Πέρσας οἱ ὁποῖοι ἐτρέποντο εἰς φυγὴν πλήττοντάς τους, μέχρι ποὺ ἔφθασαν εἰς
τὴν θάλασσαν καὶ ἐζήτουν ἐπιμόνως φωτιὰ καὶ ἐπιτίθεντο ἐναντίον τῶν πλοίων 141.

139
Ἀπέδωσα τὸ ῥῆμα «διώκω» ὡς «ὠθῶ» λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὴν παρατήρησιν τοῦ στρατηγοῦ Λεωνίδου
Λαπαθιώτη εἰς τὴν μελέτη του μὲ τίτλο «Τὸ πρόβλημα τοῦ Μαραθῶνος λυμένο» εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρει
(Νέα Ἑστία, τ. 230, σελ. 1024): «Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει βέβαια ὅτι τὸ μέσον τῆς Ἀθηναϊκῆς παρατάξεως
ἐνικήθη ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸ μέσον τῶν Περσῶν καὶ τῶν Σακῶν, δὲν λέει ὅμως οὔτε ὅτι ὑποχώρησαν τρέχοντας,
οὔτε κἄν ὅτι ἔφυγαν, ἐνῷ γιὰ τὰ νικημένα περσικὰ κέρατα λέει ῥητῶς ὅτι ὑποχώρησαν τρέχοντας. Καὶ
πραγματικά, οἱ νικημένοι Ἀθηναῖοι τοῦ ἐξασθενισμένου μέσου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποχωρήσουν καὶ ν᾿
ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς νικητὰς Πέρσας γυρίζοντας σ᾽ αὐτοὺς τὰ νῶτα, ἀλλ᾽ ἁπλῶς νὰ μάχωνται
ὑποχωρητικά, διότι ἔτσι μόνον ἦσαν ἄτρωτοι ἀπὸ τὰ περσικὰ τοξεύματα καὶ μποροῦσαν νὰ
χρησιμοποιήσουν τὰ ἰσχυρά τους ξίφη καὶ δόρατα, ἐνῷ, ἂν ἀπομακρύνονταν καὶ γύριζαν τὰ νῶτα, οὔτε τὰ
ἰσχυρὰ ἀγχέμαχα ὅπλα τους θὰ μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιήσουν, οὔτε τὰ νῶτα τους νὰ προστατεύσουν, τὰ
ὁποῖα θὰ ἔμεναν ἐντελῶς ἐκτεθειμένα, διευκολύνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἐχθρικὰ τοξεύματα καὶ
κινδυνεύοντας νὰ ὑποστοῦν πολὺ μεγαλύτερες ἀπώλειες. Νὰ νικήσουν, βέβαια, τὸν πολυαριθμότερο ἐχθρὸ
δὲν μποροῦσαν, ἀλλὰ μποροῦσαν, ἀντιμετωπίζοντας τὸν ἐχθρό, ἀποσυρόμενοι ἀργά, πολεμῶντας
ὑποχωρητικά, καλυπτόμενοι ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ σκεπαστήριον ὁπλισμό τους και ἐμποδίζοντας, εἴτε
δυσχεραίνοντας τὴν χρήσιν τῶν ἑκηβόλων ὅπλων τοῦ ἐχθροῦ, νὰ ὑποστοῦν ἐλάχιστες ἀπώλειες».
140
Ἀπέδωσα τὸ ῥῆμα «συνάγω» ὡς «στρέφω πρὸς τὸ ἴδιο σημείον» λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὴν παρατήρησιν
τοῦ στρατηγοῦ Λεωνίδου Λαπαθιώτη εἰς τὴν μελέτη του μὲ τίτλο «Τὸ πρόβλημα τοῦ Μαραθῶνος λυμένο»
εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρει (Νέα Ἑστία, τ. 229, σελ. 905 & τ. 230, σελ. 1023): «Εἰς τὴν φράσιν [αὐτὴν] τοῦ
Ἡροδότου ἐξηγοῦν τὸ "συναγαγόντες" μὲ τὸ "συνενώσαντες" τὰ κέρατα. Ἂν δεχθοῦμε ὅτι πραγματικὰ
συνενώθηκαν τὰ κέρατα, ὁπότε, βέβαια, θὰ προσέβαλον τοὺς Πέρσας καὶ τοὺς Σάκας ἀπὸ τὰ νῶτα καὶ τὰ
συνενωθέντα κέρατα θὰ ἐξέθετον τὰ νῶτα πρὸς τὰ πλοῖα, ὑποκείμενα, ἐπίσης, εἰς τὴν μειονεκτικὴ γι᾽ αὐτὰ
ἐπίθεσιν τοῦ ὑπολοίπου ἐχθροῦ ἀπὸ τὰ νῶτα. Ἑπομένως τὰ κέρατα τῶν Ἀθηναίων ἀφήνοντας
ἀκαταδίωκτα τὰ νικημένα ἐχθρικὰ κέρατα δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ συνενωθοῦν πραγματικά, ἀλλὰ μόνον,
ἁπλῶς, νὰ συγχρονίσουν τὴν ἐπιθετικὴ ἐνέργειά τους ἐναντίον καὶ τῶν δύο πλευρῶν τοῦ ἐχθρικοῦ μέσου».
141
Ἡ μάχη εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον εἶχε φθάσει εἰς τὸ ἐπίπεδον ἑνὸς ἐπικοῦ ἀγῶνος καὶ ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν
ὁμηρικὴ ἀφήγησιν τῆς μάχης δίπλα ἀπὸ τὰ πλοῖα (Ἰλιάς, ῥαψῳδία Ο) σίγουρα δὲν μᾶς διαφεύγει. Ὁ
Ἡρόδοτος ἐξομοιώνει ἀσυνείδητα αὐτὴν τὴν φάσιν τῆς μάχης μὲ τὴν μεγάλη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ
Ἕκτωρ ἔχει πιάσει μὲ τὰ χέρια του πλοῖον τῶν Ἀχαιῶν καὶ φωνάζει γιὰ νὰ τοῦ φέρουν φωτιὰ (Ἰλιάς, Ο
716): «Ἕκτωρ δὲ πρύμνηθεν ἐπεὶ λάβεν οὐχὶ μεθίει, ἄφλαστον μετὰ χερσὶν ἔχων, Τρωσὶν δὲ κέλευεν· οἴσετε
Σελὶς | 63
[57] καὶ τοῦτο μὲν ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὁ πολέμαρχος διαφθείρεται, ἀνὴρ
γενόμενος ἀγαθός, ἀπὸ δ᾽ ἔθανε τῶν στρατηγῶν Στησίλεως ὁ Θρασύλεω·
τοῦτο δὲ Κυνέγειρος ὁ Εὐφορίωνος ἐνθαῦτα ἐπιλαμβανόμενος τῶν
ἀφλάστων νεός, τὴν χεῖρα ἀποκοπεὶς πελέκεϊ πίπτει, τοῦτο δὲ ἄλλοι
Ἀθηναίων πολλοί τε καὶ ὀνομαστοί.
Καὶ ἀπὸ τὴν μίαν κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος φονεύεται ὁ πολέμαρχος,
ἄνδρας ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε γενναῖος142, καὶ ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς ἔχασε τὴν ζωή του ὁ
Στησίλεως, ὁ υἱὸς τοῦ Θρασύλεω, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην ὁ Κυνέγειρος143, ὁ υἱὸς τοῦ

πῦρ, ἅμα δ’ αὐτοὶ ἀολλέες ὄρνυτ’ ἀϋτήν· νῦν ἡμῖν πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκε, νῆας ἑλεῖν, αἳ δεῦρο
θεῶν ἀέκητι μολοῦσαι ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν» (Καὶ ὁ Ἕκτωρ ὅταν [τὸ] ἔπιασε ἀπὸ τὴν πρύμνην δὲν
[τὸ] ἄφηνε, κρατῶντας μὲ τὰ χέρια του τὸ ἀκροστόλι, καὶ φώναζε εἰς τοὺς Τρώας: «Φέρτε φωτιά, καὶ οἱ
ἴδιοι ὅλοι μαζὶ συγχρόνως ὑψῶστε πολεμικὴ κραυγή. Τώρα μᾶς ἔδωσε ὁ Ζεὺς ἡμέρα ἄξια ὅλων, νὰ
κυριεύσουμε τὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἐρχόμενα ἐδῶ ἐνάντια εἰς τὴν θέλησιν τῶν θεῶν πολλὲς συμφορὲς μᾶς
προεκάλεσαν).
142
Ὁ σοφιστὴς Μᾶρκος Ἀντώνιος Πολέμων εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» περιγράφει τὸ τέλος τοῦ Καλλιμάχου
(2.9.1): «πολὺν δὲ τῶν πολεμίων ἐργασάμενος φόνον καὶ φόβον εἰς τουτὶ αὐτοὺς ὀργῆς ἅμα καὶ ἀνάγκης
κατέστησεν ὥστε τἄλλα πάντα καταλιπόντες τὰ τῆς μάχης χωρία Καλλιμάχῳ πάντες ἐπεχέοντο καὶ
Καλλιμάχου πάντες ἐστοχάζοντο καὶ τοῦτο ἦν σπούδασμα ἅπασι τὸ Καλλίμαχον βαλεῖν· τούτου γὰρ
παρόντος ἐν τούτῳ εἶναι τὰς Ἀθήνας ἔφασκον. ἔνθα πολλὰ μὲν βελῶν καὶ κοντῶν καὶ ξιφῶν καὶ
παντοδαπῶν βλημάτων ὑπεδέξατο, πάσας δὲ αὐτῶν ὑπέμεινε τὰς προσβολὰς ὥσπερ ἐξ ἀδάμαντος ὢν
πύργος ἢ τεῖχος ἄρρηκτον ἢ ἀντίτυπος πέτρα ἢ θεὸς ἀνθρώποις μαχόμενος, ἕως πάντα ἀνήλωσε τὰ τῆς
Ἀσίας βέλη καὶ καμεῖν ἐποίησε τὴν πολλὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως. πολὺν μὲν οὖν χρόνον ἐν τῷ σώματι
διεκαρτέρησεν ἡ ψυχὴ ἐρίζουσα πρὸς τὴν φύσιν καὶ εἰς τὴν ἀδύνατον ἀνθρώποις ἀθανασίαν ἐβιάζετο· ἐπεὶ
δὲ ἄνθρωπος Καλλίμαχος ἦν καὶ θνητὸς ἦν καὶ τοῦ σώματος ἀπελθεῖν ἠναγκάζετο τῷ πλήθει τῶν
τραυμάτων, ἀπέθανε μέν, οὐκ ἔπεσε δὲ» (Πολὺν τῶν ἐχθρῶν προεκάλεσε φόνο καὶ φόβο [καὶ] τόσο τοὺς
ἐξώργισε καὶ τοὺς ἔφερε εἰς μεγάλη ἀνάγκην ὥστε ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλες τὶς ἄλλες θέσεις τῆς μάχης
χύνονταν ὅλοι ἐπάνω εἰς τὸν Καλλίμαχο καὶ ὅλοι ἐσκέπτοντο τὸν Καλλίμαχο καὶ αὐτὴ ἦτο ἡ ἐπιδίωξις
ὅλων, νὰ ῥίπτουν ἐναντίον τοῦ Καλλιμάχου. Διότι ἔλεγον ὅτι ὅσο εἶναι αὐτὸς παρὼν ζεῖ ἡ Ἀθήνα. Ἐκεῖ
πολλὰ βέλη καὶ ἀκόντια καὶ ξίφη καὶ κάθε εἴδους βολὴ ἐδέχθη, ὑπέμεινε ὅμως ὅλες τὶς ἐπιθέσεις τους σὰν
νὰ εἶναι πύργος διαμαντένιος ἢ τεῖχος ἄρρηκτον ἢ πέτρα σκληρὰ ἢ θεὸς μαχόμενος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων,
ἕως ὅτου ἀνάλωσε ὅλα τὰ βέλη τῆς Ἀσίας καὶ ἔκανε ν’ ἀποκάμῃ ἡ πολλὴ δύναμις τοῦ βασιλέως. Γιὰ πολὺν
χρόνο ἡ ψυχὴ ἄντεξε ἐντὸς τοῦ σώματος ἀντιμαχομένη μὲ τὴν φύσιν καὶ ἐναντιουμένη τὴν ἀδύνατον γιὰ
τοὺς ἀνθρώπους ἀθανασία. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Καλλίμαχος ἦτο ἄνθρωπος καὶ θνητὸς καὶ ἠναγκάσθη [ἡ ψυχὴ]
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν τραυμάτων, ἀπέθανε μέν, δὲν ἔπεσε ὅμως) καὶ συμπληρώνει ὁ
συγγραφεὺς τοῦ ἔργου «Συναγωγὴ ἱστοριῶν παραλλήλων ῥωμαϊκῶν καὶ ἑλληνικῶν» τὸ ὁποῖον
παλαιότερα ἀπεδίδετο εἰς τὸν Πλούταρχο (305c4): «Καλλίμαχος δὲ πολλοῖς περιπεπαρμένος δόρασιν καὶ
νεκρὸς ἐστάθη» (Ὁ Καλλίμαχος ἔχοντας διαπεραστεῖ ἀπὸ πολλὰ δόρατα ἐστάθη παρ’ ὅλο ποὺ [ἦτο] νεκρός).
143
Ὁ Κυνέγειρος ἢ Κυναίγειρος ἦτο ἀδελφὸς τοῦ τραγικοῦ ποιητοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ ἥρωος τῆς ναυμαχίας
τῆς Σαλαμῖνος Ἀμεινίου. Ὁ Κυνέγειρος ἦτο ἀπόγονος τῆς οἰκογενείας τῶν Κοδριδῶν, υἱὸς τοῦ Εὐφορίωνος
ἀπὸ τὴν Ἐλευσῖνα. Ἐπολέμησε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Αἰσχύλο εἰς τὴν μάχην τοῦ Μαραθῶνος. Μετὰ τὴν
πρώτη φάσιν τῆς συγκρούσεως κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ περσικὴ παράταξις ἐτράπη εἰς φυγήν, οἱ ἐναπομείναντες
Πέρσαι ἔσπευσαν νὰ διαφύγουν μὲ τὸν στόλο τους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σκληροῦ ἀγῶνος ὁ ὁποῖος
Σελὶς | 64
Εὐφορίωνος, ἐκεῖ καθὼς ἐκρατεῖτο ἀπὸ τὴν κυρτὴ πρύμνη [ἑνὸς] πλοίου, ἀφοῦ τοῦ
ἀπεκόπη ἡ χεὶρ μὲ πέλεκυν χάνει τὴν ζωή του, τὸ ἴδιο καὶ ἄλλοι πολλοὶ καὶ ἐπιφανεῖς
ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους.

[58] ἑπτὰ μὲν δὴ τῶν νεῶν ἐπεκράτησαν τρόπῳ τοιῷδε Ἀθηναῖοι· τῇσι δὲ
λοιπῇσι οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι, καὶ ἀναλαβόντες ἐκ τῆς νήσου ἐν
τῇ ἔλιπον τὰ ἐξ Ἐρετρίης ἀνδράποδα, περιέπλεον Σούνιον βουλόμενοι
φθῆναι τοὺς Ἀθηναίους ἀπικόμενοι ἐς τὸ ἄστυ. αἰτίην δὲ ἔσχε ἐν Ἀθηναίοισι
ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς αὐτοὺς ταῦτα ἐπινοηθῆναι· τούτους γὰρ
συνθεμένους τοῖσι Πέρσῃσι ἀναδέξαι ἀσπίδα ἐοῦσι ἤδη ἐν τῇσι νηυσί.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἐκυρίευσαν ἑπτὰ ἀπὸ τὰ πλοῖα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Μὲ τὰ ὑπόλοιπα ὅμως
ὀπισθοδρόμησαν οἱ βάρβαροι, καὶ ἀφοῦ πῆραν ἀπὸ τὴν νῆσο ὅπου ἄφησαν τοὺς
αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια, περιέπλεον τὸ Σούνιον144 θέλοντας νὰ προλάβουν τοὺς
Ἀθηναίους φθάνοντας εἰς τὸ ἄστυ. Μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων διετυπώθη ἡ κατηγορία ὅτι

ἠκολούθησε γύρω ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα, ὁ Κυνέγειρος προσπαθῶντας νὰ ἐμποδίσῃ ἕνα πλοῖον νὰ
ἀποπλεύσῃ καὶ καθὼς ἐκρατεῖτο ἀπὸ τὴν πρύμνη, τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ χέρι καὶ ἔχασε τὴν ζωή του. Ὁ
σοφιστὴς Μᾶρκος Ἀντώνιος Πολέμων εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» περιγράφει (1.8.1): «ὁ δὲ ἐμὸς Κυναίγειρος
ὑπερβὰς τὴν φάλαγγα κᾆτα ἀδεῶς ἐκδραμών, πρὸς αὐτὴν ἐπεξῆλθε τὴν ᾐόνα ἔνθα δὴ τὸ πλεῖστον ἦν τῆς
στρατιᾶς καὶ μαχιμώτατον, καὶ γυμνὸς σχεδὸν μαχόμενος ἐπέβη τῇ θαλάσσῃ καὶ πρῶτος ἀνθρώπων
ἐναυμάχησεν ἐκ γῆς» (Ὁ δικός μου Κυναίγειρος προχωρῶντας πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν φάλαγγα ἐξώρμησε
δίχως φόβο, διέσχισε αὐτὴν τὴν ἀκρογιαλιὰ ἐκεῖ ὅπου εὐρίσκετο τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ μαχιμώτατο τμῆμα
τῆς στρατιᾶς, καὶ μαχόμενος σχεδὸν γυμνὸς εἰσῆλθε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ πρῶτος ἐκ τῶν ἀνθρώπων
ἐναυμάχησε ἀπὸ τὴν ξηρά). Ἡ ἡρωικὴ αὐτὴ πρᾶξις του ἐτιμήθη ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους. Ὁ ζωγράφος Πάναινος
τὸν ἀπεθανάτισε εἰς τὴν ἀπεικόνισιν τῆς μάχης τὴν ὁποίαν ἀπέδωσε εἰς τρεῖς πίνακές του εἰς τὴν Ποικίλη
στοὰ τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ πρωτοφανὲς σθένος τοῦ Κυνεγείρου ἐδημιούργησε τὸν θρῦλο, ὅπως καταγράφεται
εἰς τὸ ἔργον ἀγνώστου σχολιαστοῦ «Σχόλια εἰς τὸν Αἴλιο Ἀριστείδη» (Scholia in Aelium Aristidem) ἐκδοθὲν
ἀπὸ τὸν Wilhelm Dindorf, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον ἀφοῦ τοῦ ἀπεκόπησαν διαδοχικὰ καὶ τὰ δύο χέρια,
συνεκράτησε τὸ πλοῖον μὲ τὰ δόντια, ἕως ὅτου τοῦ ἀπεκόπη καὶ ἡ κεφαλὴ (125.3.15): «τὸν Κυναίγειρον, ὃς
φεύγουσαν κατέσχε τὴν Δάτιδος ναῦν, καὶ ἐπιβαλὼν τὴν δεξιάν, ἥπτετο τῇ εὐωνύμῳ, καὶ πάλιν καὶ αὐτῆς
ἀφαιρεθεὶς κατεῖχε τῷ στόματι, ἕως ἀπετμήθη καὶ τὸν τράχηλον» (τὸν Κυναίγειρον, ὁ ὁποῖος ἀνεχαίτισε
τὸ πλοῖον τοῦ Δάτιδος καθὼς διέφευγε, ἀφοῦ ἔβαλε ἐπάνω τὴν δεξιὰ [χεῖρα του], ἐκρατεῖτο σφιχτὰ μὲ τὴν
ἀριστερά, καὶ πάλι ὅταν τοῦ ἀπεκόπη καὶ αὐτή, τὸ ἐκράτει μὲ τὸ στόμα, ἕως ὅτου τοῦ ἔκοψαν καὶ τὸν
τράχηλο). Ὁ Μᾶρκος Ἀντώνιος Πολέμων εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» σχολιάζει (1.11.4): «Θᾶττον ἀφῆκε τὴν
ψυχὴν Κυνέγειρος ἢ τὴν ναῦν ἡ δεξιὰ» (γρηγορότερα ἄφησε τὴν ψυχὴ ὁ Κυνέγειρος, παρὰ ἡ δεξιὰ [χείρ
του] τὸ πλοῖον).
144
Ἀναφέρει ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον 1ον, 1.1.1): «Τῆς ἠπείρου τῆς
῾Ελληνικῆς κατὰ νήσους τὰς Κυκλάδας καὶ πέλαγος τὸ Αἰγαῖον ἄκρα Σούνιον πρόκειται γῆς τῆς Ἀττικῆς»
(Εἰς τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλληνικὴ γῆν, πρὸς τὶς Κυκλάδες νήσους καὶ τὸ Αἰγαῖον πέλαγος, προεξέχει
ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς γῆς, τὸ Σούνιον).
Σελὶς | 65
αὐτοὶ [οἱ Πέρσαι] ἐσχεδίασαν αὐτὰ μετὰ ἀπὸ ἐπινόησιν τῶν Ἀλκμεωνιδῶν 145. Διότι
αὐτοὶ εἶχαν συμφωνήσει μὲ τοὺς Πέρσας νὰ ὑψώσουν ἀσπίδα ὡς σῆμα146 ὅταν [οἱ
Πέρσαι] εὐρίσκοντο ἤδη ἐντὸς τῶν πλοίων τους147.

145
Οἱ Ἀλκμεωνίδαι ἦσαν ἀριστοκρατικὸ γένος τῶν Ἀθηνῶν, μὲ σημαντικὸ ῥόλο εἰς τὴν πολιτικὴ καὶ
κοινωνικὴ ζωὴ τῆς πόλεως, κυρίως κατὰ τὸν 6ον καὶ τὸν 5ον αἰῶνα π.Χ. Ὀφείλουν τὸ ὄνομά τους εἰς τὸν
δισέγγονο τοῦ Νέστορος τῆς Πύλου Ἀλκμέωνα, ἐκ τοῦ ὁποίου κατήγοντο. Ἡ οἰκογένεια ἀπέκτησε μεγάλο
πλοῦτο λόγῳ τῆς σχέσεως τοῦ Ἀλκμέωνος μὲ τὸν Κροῖσο. Κατὰ καιροὺς ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα λόγῳ
τῆς συμμετοχῆς τους σὲ σοβαρὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς ὅπως τὸ Κυλώνειον Ἄγος, ἡ διαμάχη τους
μὲ τὸν τύραννο Πεισίστρατο καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ Κλεισθένους μὲ τὴν βοήθεια τῶν Σπαρτιατῶν. Εἰς τὸ
προσκήνιον τῆς ἱστορίας ἐμφανίζονται εἰς τὸ τέλος του 7ου αἰῶνος π.Χ. ὅταν εἰς τὴν Ἀττικὴ ἔχουν ἤδη
ἀρχίσει οἱ διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων οἰκογενειῶν καὶ τάξεων. Εἰς τὰ πλαίσια τῆς διαμάχης αὐτῆς ὁ
Μεγακλής, ἄρχων τῶν Ἀθηνῶν, ἐφόνευσε μὲ παρασπονδία τοὺς στασιαστὰς ὀπαδοὺς τοῦ Κύλωνος ἀφοῦ
πρῶτα τοὺς ἔπεισε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀκρόπολιν ὅπου εἶχαν καταφύγει ὡς ἱκέτες. Αὐτὸ ἐθεωρήθη
ἀσέβεια (ἄγος) καὶ οἱ Ἀλκμεωνίδαι ἐχαρακτηρίσθησαν γένος μιαρὸ καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὴν πόλιν.
Ἐπέστρεψαν μὲ ἀμνηστία τὴν ὁποίαν παρεχώρησε ὀ Σόλων. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἐνεπλάκησαν καὶ
πάλι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐπρωτοστάτησαν εἰς τὴν ἀντίστασιν ἐναντίον τοῦ
Πεισιστράτου, ἡ ὁποία ὡδήγησε εἰς τὴν ἀπομάκρυνσίν του δύο φορὲς ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ὅταν τὸ 546 π.Χ. ὁ
Πεισίστρατος ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Ἐρέτρια ἀπεβιβάσθη εἰς τὸν Μαραθῶνα καὶ ἐβάδιζε μὲ τὸν στρατό του
ἐναντίον τῶν Ἀθηνῶν, οἱ Ἀλκμεωνίδαι καὶ ἄλλοι Ἀθηναῖοι προσεπάθησαν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν ἀλλὰ
ἡττήθησαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἐζήτησαν ἄσυλον εἰς τοὺς Δελφούς, ὅπου ἀνέλαβον τὴν
ἀνοικοδόμησιν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος εἶχε καεῖ. Μετὰ τὴν κατάλυσιν τοῦ τυραννικοῦ
πολιτεύματος, οἱ Ἀλκμεωνίδαι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ ἀπὸ τὸ 510 π.Χ. πολλὰ μέλη τοῦ γένους
αὐτοῦ διεδραμάτισαν σημαντικὸ ῥόλο εἰς τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῶν Ἀθηνῶν ὅπως ὁ νομοθέτης Κλεισθένης, ὁ
Περικλῆς καὶ ὁ Ἀλκιβιάδης. Οἱ Ἀλκμεωνίδαι ἐξηφανίσθησαν ἀπὸ τὴν πολιτικὴ σκηνὴ μετὰ τὴν ἧττα τῶν
Ἀθηναίων εἰς τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο.
146
Ἀναφορὰ σ’ ἕνα σῆμα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μάχης γίνεται ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο καὶ εἰς τὸ λεξικὸν τοῦ
Σουίδα. Ὁ Ἡρόδοτος λέει ὅτι ἦτο ἡ λάμψις μίας ἀσπίδος. Αὐτὸς ὁ τρόπος μεταδόσεως τοῦ σήματος
ἀναφέρεται ξανὰ εἰς τὴν ἑλληνικὴ Ἱστορία. Εἰς τὴν μάχη τῶν Αἰγὸς ποταμῶν, περίπου ὀγδόντα πέντε ἔτη
μετὰ τὸν Μαραθῶνα, ἕνα διάστημα ὄχι τόσο μεγάλο ὥστε νὰ ἔχῃ ἀλλάξει οὐσιαστικὰ ἡ τακτική, ὁ
Σπαρτιάτης στρατηγὸς Λύσανδρος ἐχρησιμοποίησε αὐτὸ τὸ μέσον γιὰ νὰ ὑποδείξῃ τὴν κατάλληλη στιγμὴ
γιὰ ἐπίθεσιν. Γιὰ τὴν δημιουργία τῆς λάμψεως ἀπαιτεῖται συγκεκριμένη θέσις τοῦ πομποῦ τοῦ μηνύματος
καὶ τοῦ δέκτου, καθὼς καὶ καθωρισμένη χρονικὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ δοθῇ τὸ σῆμα ὥστε νὰ γίνῃ
ὁρατὸ μέσῳ τῆς ἀντανακλάσεως τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων εἰς τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἀσπίδος. Εἶναι σημαντικὸ νὰ
σημειωθῇ ὅτι ὁ Ἡρόδοτος δὲν λέει σὲ ποιά τοποθεσία ἐμφανίστηκε τὸ σῆμα, ἐὰν τὸ εἶδαν οἱ Πέρσαι καὶ
ἐνήργησαν σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τὶς ὁποῖες μετέφερε καὶ πότε, σὲ σχέσιν μὲ τὰ ἄλλα γεγονότα τῆς
μάχης, ἐδόθη. Ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει τὴν τρέχουσα ἱστορία εἰς τὴν Ἀθήνα ὅτι οἱ Ἀλκμεωνίδαι ὕψωσαν
ἀσπίδα εἰς τοὺς Πέρσας. Εἰς τὸ λεξικὸν τοῦ Σουίδα (Χ.444.1) ἀναφέρεται ὅτι τὸ σῆμα, γιὰ τὸ ὁποῖον δὲν
δίδονται περισσότερες πληροφορίες, προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἴωνας ἐντὸς τοῦ περσικοῦ στρατοῦ. Κάτι τέτοιο
ὅμως συνεπάγεται προδοσία τῶν Ἰώνων καὶ προηγουμένη συνεννόησις μὲ τοὺς Ἀθηναίους μέσῳ
προφορικῆς ἢ γραπτῆς ἐπικοινωνίας, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχουν ἀναφορές.
147
Ὁ Ἡρόδοτος καταγράφει τὴν κατηγορία γιὰ προδοσία ἡ ὁποία ἀπεδόθη ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους εἰς τοὺς
Ἀλκμεωνίδας μετὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν οἱ Ἀλκμεωνίδαι ὕψωσαν ἀσπίδα ὡς
σύνθημα γιὰ τοὺς Πέρσας ὥστε νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν Ἀθῆνα καὶ νὰ τὴν κυριεύσουν πρὶν ἐπιστρέψῃ
Σελὶς | 66
[59] οὗτοι μὲν δὴ περιέπλεον Σούνιον· Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ποδῶν εἶχον τάχιστα
ἐβοήθεον ἐς τὸ ἄστυ, καὶ ἔφθησάν τε ἀπικόμενοι πρὶν ἢ τοὺς βαρβάρους
ἥκειν, καὶ ἐστρατοπεδεύσαντο ἀπιγμένοι ἐξ Ἡρακλείου τοῦ ἐν Μαραθῶνι
ἐν ἄλλῳ Ἡρακλείῳ τῷ ἐν Κυνοσάργεϊ. οἱ δὲ βάρβαροι τῇσι νηυσὶ
ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, τοῦτο γὰρ ἦν ἐπίνειον τότε τῶν Ἀθηναίων,
ὑπὲρ τούτου ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην.

εἰς τὴν πόλιν ὁ στρατός. Ὁ Ἡρόδοτος ἀρνεῖται τὴν κατηγορία αὐτὴν παρ’ ὅλο ποὺ σὲ κανένα σημεῖον τῆς
διηγήσεώς του δὲν προσφέρει ἀδιαμφισβήτητα στοιχεῖα γιὰ τὴν κατάρριψίν της, οὔτε ἐπιχειρεῖ νὰ δώσῃ
μία ἐξήγησιν γιὰ ποιόν λόγο αὐτὴ ἡ κατηγορία ἀπηγγέλθη συγκεκριμένα ἐναντίον τους, παρὰ μόνον
ἀναφέρει (Ἱστορίαι, Βιβλίον 6ον, 124.2): «οὕτω οὐδὲ λόγος αἱρέει ἀναδεχθῆναι ἔκ γε ἂν τούτων ἀσπίδα ἐπὶ
τοιούτῳ λόγῳ. ἀνεδέχθη μὲν γὰρ ἀσπίς, καὶ τοῦτο οὐκ ἔστι ἄλλως εἰπεῖν· ἐγένετο γάρ· ὃς μέντοι ἦν ὁ
ἀναδέξας, οὐκ ἔχω προσωτέρω εἰπεῖν τούτων» (Ἔτσι οὔτε εἶναι λογικὸν ὅτι γιὰ κάποιον τέτοιον λόγο
ὑψώθη ἀπὸ αὐτοὺς ἀσπίς. Διότι ἡ ἀσπὶς μὲν ὑψώθη, καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικά. Διότι
συνέβη. Ποιός ὅμως ἦτο αὐτὸς ὁ ὁποῖος τὴν ὕψωσε ὡς σύνθημα, δὲν ἔχω νὰ πῶ περαιτέρω αὐτῶν). Ἕνα
ἐπιχείρημα τῶν συγχρόνων μελετητῶν ἐναντίον αὐτῆς τῆς κατηγορίας εἶναι ὅτι οἱ ἐὰν οἱ Ἀλκμεωνίδαι
ἐθεωροῦντο ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους προδόται, δὲν θὰ εἶχαν ἐπιτύχει τὴν καταδίκη τοῦ Μιλτιάδου.
Σελὶς | 67
Αὐτοὶ μὲν ἔπλεον γύρω ἀπὸ τὸ Σούνιον, οἱ Ἀθηναῖοι ἔσπευδον εἰς τὸ ἄστυ ὅσο πιὸ
γρήγορα μποροῦσαν148 καὶ πρόλαβαν νὰ φθάσουν πρὶν ἔλθουν οἱ βάρβαροι149, καὶ

148
Ὅταν ἀντελήφθη ὁ Μιλτιάδης τὸ σχέδιον τῶν Περσῶν, ἄφησε τὸν Ἀριστείδη μὲ τὴν φυλή του εἰς τὸν
Μαραθῶνα νὰ φυλάσσῃ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὸ στρατόπεδόν τους, τὸ ὁποῖον ἦτο πλῆρες χρυσοῦ καὶ
ἀργύρου. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐχρησιμοποίησαν μέρος αὐτῶν τῶν λαφύρων γιὰ νὰ κατασκευάσουν ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ
τοῦ Ἀπόλλωνος εἰς τοὺς Δελφοὺς τὸν «Θησαυρὸ τῶν Ἀθηναίων», κτήριον δωρικοῦ ῥυθμοῦ μὲ μορφὴ
μικροῦ ναοῦ τὸ ὁποῖον ἐστέγαζε τὰ ἀναθήματά τους πρὸς τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα. Ἔχει εὑρεθῇ χαραγμένη ἡ
ἐπιγραφή: «ΑΘΕΝΑΙΟΙ Τ[Ο]Ι ΑΠΟΛΛΟΝ[Ι ΑΠΟ ΜΕΔ]ΟΝ ΑΚ[ΡΟΘ]ΙΝΙΑ ΤΕΣ ΜΑΡΑΘ[Ο]ΝΙ Μ[ΑΧΕ]Σ» (Οἱ
Ἀθηναῖοι [ἀφιερώνουν] εἰς τὸν Ἀπόλλωνα τὰ ἐκλεκτότερα ἀπὸ [τὰ λάφυρα] τῶν Μήδων τῆς μάχης εἰς τὸν
Μαραθῶνα). Ὅπως ἀναφέρει ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» τὸ χάλκινο ἄγαλμα τῆς
Προμάχου Ἀθηνᾶς εἰς τὴν Ἀκρόπολιν εἶχε κατασκευασθῇ ἀπὸ τὴν δεκάτη τῶν λαφύρων (Βιβλίον 1ον, 28.2):
«χωρὶς δὲ ἢ ὅσα κατέλεξα δύο μὲν Ἀθηναίοις εἰσὶ δεκάται πολεμήσασιν, ἄγαλμα Ἀθηνᾶς χαλκοῦν ἀπὸ
Μήδων τῶν ἐς Μαραθῶνα ἀποβάντων τέχνη Φειδίου» (ἐκτὸς ἀπ’ ὅσα ἀνέφερα ὑπάρχουν γιὰ τοὺς
πολεμήσαντας Ἀθηναίους δύο [ἀναθήματα κατασκευασμένα] ἀπὸ τὸ ἕνα δέκατο [τῶν λαφύρων], τὸ
χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἀπὸ [τὰ λάφυρα] τῶν Μήδων οἱ ὁποῖοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὸν Μαραθῶνα,
ἔργον τοῦ Φειδίου). Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι οἱ Πέρσαι ἔφερον μαζί τους κομμάτι μαρμάρου γιὰ τὸ τρόπαιον τὸ
ὁποῖον θὰ ἔστηναν. Τελικῶς ἀπὸ τὸ κομμάτι αὐτὸ κατεσκευάσθη τὸ ἄγαλμα τῆς Νεμέσεως εἰς τὴν
Ῥαμνούντα (Βιβλίον 1ον, 33.2): «δοκεῖ δὲ καὶ τοῖς ἀποβᾶσιν ἐς Μαραθῶνα τῶν βαρβάρων ἀπαντῆσαι μήνιμα
ἐκ τῆς θεοῦ ταύτης· καταφρονήσαντες γὰρ <μηδέν> σφισιν ἐμποδὼν εἶναι τὰς Ἀθήνας ἑλεῖν, λίθον Πάριον
[ὃν] ὡς ἐπ’ ἐξειργασμένοις ἦγον ἐς τροπαίου ποίησιν. τοῦτον Φειδίας τὸν λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι
Νεμέσεως, τῇ κεφαλῇ δὲ ἔπεστι τῆς θεοῦ στέφανος ἐλάφους ἔχων καὶ Νίκης ἀγάλματα οὐ μεγάλα» (Θεωρῶ
ὅτι καὶ ὅσοι ἐκ τῶν βαρβάρων ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὸν Μαραθῶνα συνήντησαν τὴν ὀργὴ ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεά.
Διότι σκεπτόμενοι περιφρονητικὰ ὅτι τίποτε δὲν θὰ τοὺς σταθῇ ἐμπόδιον γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν Ἀθήνα,
ἔφεραν Πάριον μάρμαρον γιὰ τὴν κατασκευὴ τροπαίου, σὰν νὰ ἦτο τελειωμένη ὑπόθεσις. Αὐτὸ τὸ [κομμάτι]
μαρμάρου τὸ ἔφτιαξε ὁ Φειδίας νὰ εἶναι ἄγαλμα τῆς Νεμέσεως, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς θεοῦ εὑρίσκεται
στέμμα τὸ ὁποῖον ἔχει μικρὰ ἀγάλματα ἐλάφων καὶ τῆς Νίκης).
149
Οἱ περισσότεροι σύγχρονοι ἱστορικοὶ δέχονται ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἀθήνα ἀμέσως μετὰ
τὴν μάχη, ἐνῷ κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἐπέστρεψαν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Ἐνῷ ὁ Ἡρόδοτος ὑπονοεῖ ὅτι ὁ
ἀθηναϊκὸς στρατὸς ἐβάδισε πίσω εἰς τὴν Ἀθῆνα τὴν ἴδια ἡμέρα, δὲν τὸ λέει ῥητῶς. Ἀναφέρει ὅτι ὁ περσικὸς
στόλος κατέπλευσε ἀρχικὰ εἰς τὴν Αἰγίλια γιὰ νὰ παραλάβῃ τοὺς Ἐρετριεῖς αἰχμαλώτους καὶ ἐν συνεχείᾳ
ἔπλευσε γύρω ἀπὸ τὸ Σούνιον, ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἐβάδιζον πίσω εἰς τὴν Ἀθήνα. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο
συνδέει τὴν πορεία τῶν Ἀθηναίων μὲ τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖον οἱ Πέρσαι ἔπλεον γύρω ἀπὸ τὸ Σούνιον,
ἀλλὰ δὲν ἀναφέρει τὴν ὥρα οὔτε τὴν ἡμέρα. Ὁ Πλούταρχος ὅμως ἀναφέρει τὴν ἀκριβῆ ἡμέρα τῆς πορείας
εἰς τὸ ἔργον του «Παράλληλοι Βίοι, Ἀριστείδης» (5.4): «ἐπεὶ δὲ τρεψάμενοι τοὺς βαρβάρους ἐνέβαλον εἰς
τὰς ναῦς καὶ πλέοντας οὐκ ἐπὶ νήσων ἑώρων, ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ πνεύματος καὶ τῆς θαλάσσης εἴσω πρὸς τὴν
Ἀττικὴν ἀποβιαζομένους, φοβηθέντες μὴ τὴν πόλιν ἔρημον λάβωσι τῶν ἀμυνομένων, ταῖς μὲν ἐννέα
φυλαῖς ἠπείγοντο πρὸς τὸ ἄστυ καὶ κατήνυσαν αὐθημερόν» (Ὅταν ὅμως ἐπραγματοποίησαν ἐπίθεσιν
ἐναντίον τῶν πλοίων καὶ ἔτρεψαν εἰς φυγὴν τοὺς βαρβάρους καὶ ἀντελήφθησαν ὅτι δὲν ἔπλεον γιὰ τὶς
νήσους, ἀλλὰ ὠθοῦντο ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ τὸν ἄνεμο ἐσωτερικὰ πρὸς τὴν Ἀττική, καὶ ἐπειδὴ
ἐφοβήθησαν μήπως καταλάβουν τὴν πόλιν ἡ ὁποία ἦτο ἔρημος ἀπὸ ὑπερασπιστάς, ἔσπευδον πρὸς τὸ ἄστυ
μὲ τὶς ἐννέα φυλὲς καὶ ἔφθασαν αὐθημερόν). Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα φαίνεται νὰ παρέχῃ ἐπιβεβαίωσιν ὅτι οἱ
Ἀθηναῖοι ἐβάδισαν πίσω εἰς τὴν Ἀθήνα τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὴν μάχη. Εἰς τὸ ἔργον του «Πότερον Ἀθηναῖοι
κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι» ἀναφέρει (350e5): «Μιλτιάδης μὲν γὰρ ἄρας ἐς Μαραθῶνα τῇ
ὑστεραίᾳ τὴν μάχην συνάψας ἧκεν εἰς ἄστυ μετὰ τῆς στρατιᾶς νενικηκώς» (Ὁ μὲν Μιλτιάδης ἀναχωρῶντας
Σελὶς | 68
ἐστρατοπεύδευσαν ἔχοντας φθάσει ἀπὸ τὸ Ἡράκλειον, αὐτὸ εἰς τὸν Μαραθῶνα, εἰς τὸ
ἄλλο Ἡράκλειον, αὐτὸ εἰς τὸ Κυνόσαργες150. Οἱ μὲν βάρβαροι μὲ τὰ πλοῖα τους ἔμειναν
εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, διότι αὐτὸς ἦτο τότε ὁ λιμὴν τῶν Ἀθηναίων, [καὶ]
κρατῶντας τὰ πλοῖα εἰς τὰ πανιὰ γιὰ ὀλίγον χρονικὸ διάστημα, ἀπέπλεον πίσω εἰς τὴν
Ἀσίαν151.

γιὰ τὸν Μαραθῶνα τὴν ἑπόμενη ἡμέρα συνεπλάκη εἰς τὴν μάχη [καὶ] ἔφθασε εἰς τὸ ἄστυ μαζὶ μὲ τὸν στρατὸ
ἔχοντας νικήσει). Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα φαίνεται πάλι νὰ ὑποστηρίζῃ τὴν ἄποψιν ὅτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς
ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ἀθήνα τὴν ἡμέρα τῆς μάχης. Ὅμως ὁ καθηγητὴς ἱστορίας Peter Krentz ἐξηγεῖ ὅτι ἡ
ἀναφορὰ τοῦ Πλούταρχου μπορεῖ νὰ διαβαστῇ ἀνάλογα μὲ τὸ ἐὰν τὸ ἐπίθετον «τῇ ὑστεραίᾳ» (τὴν ἑπόμενη
[ἡμέρα]) συνδεθῇ μὲ τὴν μετοχὴ «συνάψας» ἢ τὸ κύριο ῥῆμα «ἧκεν». Ἐπισημαίνει ὅτι «ἐὰν τὸ συνδέσουμε
μὲ τὴν μετοχή, ὁ Πλούταρχος ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν Ἡρόδοτο διότι ὁ δεύτερος δὲν ἀναφέρει ὅτι
ὑπῆρχε χρονικὸ διάστημα ἀναμονῆς πρὶν ἀπὸ τὴν μάχη. Ὡστόσο, ἐὰν τὸ συνδέσουμε μὲ τὸ κύριο ῥῆμα, ὁ
Πλούταρχος ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν ἐαυτόν του».
150
Τὸ Κυνόσαργες (κύων + ἀργὸς) εὐρίσκετο πλησίον τοῦ Ἰλισοῦ ποταμοῦ, νοτίως τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου
Διός. Ὠνομάσθη ἔτσι διότι ἐνῷ οἱ Ἀθηναῖοι ἐθυσίαζον εἰς τὸν Ἡρακλέα, ἕνας σκύλος μὲ λευκὸ στιλπνὸ
τρίχωμα (ἀργὸς) ἅρπαξε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ θυσιαζόμενο ζῷον, τὸ ὁποῖον καταδιωκόμενος ἐγκατέλειψε
εἰς ἕνα σημεῖον. Οἱ Ἀθηναῖοι συμβουλεύτηκαν τὸ Μαντεῖον μὲ ποιόν τρόπο ἔπρεπε νὰ ἐξιλεωθοῦν καὶ
ἔλαβον χρησμὸ νὰ ἀναγείρουν ἱερὸν τοῦ Ἡρακλέους εἰς τὸ σημεῖον ὅπου ὁ σκύλος ἐγκατέλειψε τὴν λεία
του καὶ γυμνάσιον ὅπου θὰ ἐγυμνάζοντο παιδιά, τῶν ὁποίων μόνον ὁ ἕνας γονεὺς κατήγετο ἀπὸ τὴν
Ἀθήνα, δηλαδὴ ἦσαν νόθα ὅπως ὁ Ἡρακλῆς.
151
Γιατί οἱ Πέρσαι ὑπεχώρησαν ἀπὸ τὸ Φάληρον χωρὶς νὰ ἀποβιβασθοῦν καὶ νὰ δώσουν μάχη; Ἦτο ἀρκετὴ
ἡ παρουσία περίπου 8000 Ἀθηναίων καὶ ἴσως 1000 Πλαταιέων εἰς τὸ Κυνόσαργες (περιοχὴ εἰς ἀπόστασιν
σχεδὸν 5 χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ Φάληρον) γιὰ νὰ ἀποτρέψῃ τὴν ἀπόβασίν τους; Γιατί οἱ Πέρσαι παρὰ τὴν
βιασύνη τους νὰ φθάσουν εἰς τὴν Ἀθῆνα πρὶν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, ἔχασαν χρόνο γιὰ νὰ παραλάβουν τοὺς
Ἐρετριεῖς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴν νῆσο Αἰγίλια; Ὁ ἱστορικὸς καὶ ἰατρὸς Κτησίας ὁ Κνίδιος προσφέρει πιθανῶς
μία ἐξήγησιν καθὼς ἀναφέρει ὅτι ὁ Δᾶτις ἐφονεύθη εἰς τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (Ἀποσπάσματα, 13.93):
«ἐν Μαραθῶνι δὲ Μιλτιάδης ὑπαντιάζει, καὶ νικᾷ τοὺς βαρβάρους, καὶ πίπτει καὶ αὐτὸς Δᾶτις» (εἰς τὸν
Μαραθῶνα ὁ Μιλτιάδης ἀντιμετωπίζει καὶ νικᾷ τοὺς βαρβάρους καὶ φονεύεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Δᾶτις). Ἴσως
λοιπὸν ὁ θάνατος τοῦ διοικητοῦ τους νὰ ἔκανε τοὺς Πέρσας νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα, ὅπως συνέβη
μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μαρδόνιου εἰς τὶς Πλαταιὲς τὸ 479 π.Χ. Ὡστόσο, ἡ ἀναφορὰ τοῦ Κτησίου ἔρχεται εἰς
ἀντίθεσιν μὲ αὐτὴν τοῦ Ἡροδότου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Δᾶτις ἐπέστρεψε εἰς τὴν Περσία καὶ παρέδωσε
τοὺς Ἐρετριεῖς αἰχμαλώτους εἰς τὸν Δαρεῖον. Ὅμως ὁ Ῥωμαῖος ἱστορικὸς συγγραφεὺς Σέξτος Ἰούλιος
Φροντίνος (Sextus Julius Frontinus) εἰς τὸ ἔργον του «Στρατηγήματα» (Strategemata) ὑπαινίσσεται τὴν
ἀπόβασιν τῶν Περσῶν εἰς τὸ Φάληρον καὶ τὴν ἄνοδό τους πρὸς τὸ ἄστυ (Βιβλίον 2 ον, 9.8): «Miltiades, cum
ingentem Persarum multitudinem apud Marathona fudisset, Athenienses circa gratulationem morantis
compulit, ut festinarent ad opem urbi ferendam, quam classis Persarum petebat; cumque praecucurrisset
implessetque moenia armatis, Persae, rati ingentem numerum esse Atheniensium et alio milite apud
Marathona pugnatum, alium pro muris suis opponi, circumactis extemplo navibus Asiam repetierunt» (Ὁ
Μιλτιάδης ὅταν κατετρόπωσε μεγάλο πλῆθος Περσῶν εἰς τὸν Μαραθῶνα, προέτρεψε τοὺς Ἀθηναίους, οἱ
ὁποῖοι ἤθελον νὰ τὸν συγχαροῦν, νὰ σπεύσουν νὰ παράσχουν βοήθεια εἰς τὴν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν
ἐστόχευε ὁ στόλος τῶν Περσῶν. Καὶ αὐτὸς ἔχοντας προπορευθῇ ἐγέμισε τὰ τείχη μὲ ἐνόπλους ἄνδρας. Οἱ
Πέρσαι νομίζοντες ὅτι ὑπῆρχε μεγάλος ἀριθμὸς Ἀθηναίων, καὶ ἄλλος στρατὸς εἶχε πολεμήσει εἰς τὸν
Σελὶς | 69
[60] ἐν ταύτῃ τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ ἀπέθανον τῶν βαρβάρων κατὰ
ἑξακισχιλίους καὶ τετρακοσίους ἄνδρας, Ἀθηναίων δὲ ἑκατὸν καὶ
ἐνενήκοντα καὶ δύο. ἔπεσον μὲν ἀμφοτέρων τοσοῦτοι.

Μαραθῶνα καὶ ἄλλος τοὺς ἀντιμετώπιζε εἰς τὰ τείχη, χωρὶς καθυστέρησιν γύρισαν τὰ πλοῖα τους καὶ
ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἀσίαν).
Σελὶς | 70
Εἰς τὴν μάχη αὐτὴν τοῦ Μαραθῶνος ἔχασαν τὴν ζωή τους ἀπὸ τοὺς βαρβάρους περίπου
ἕξι χιλιάδες τετρακόσιοι ἄνδρες152, ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἑκατὸν ἐνενήντα δύο153. Τόσοι
ἔπεσαν [εἰς τὴν μάχη] καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές154.

152
Ἀναφέρει ὁ Ξενοφῶν εἰς τὸ ἔργον του «Κύρου Ἀνάβασις» ἐνενήντα ἔτη περίπου μετὰ τὴν μάχη τοῦ
Μαραθῶνος (Βιβλίον 3ον, 2.11): «ἐλθόντων μὲν γὰρ Περσῶν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς παμπληθεῖ στόλῳ ὡς
ἀφανιούντων τὰς Ἀθήνας, ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς. καὶ εὐξάμενοι τῇ
Ἀρτέμιδι ὁπόσους κατακάνοιεν τῶν πολεμίων τοσαύτας χιμαίρας καταθύσειν τῇ θεῷ, ἐπεὶ οὐκ εἶχον ἱκανὰς
εὑρεῖν, ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας θύειν, καὶ ἔτι νῦν ἀποθύουσιν» (Ὅταν ἦλθον οἱ Πέρσαι
καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτοὺς μὲ πολυάριθμο στόλο γιὰ νὰ καταστρέψουν ὁλοσχερῶς τὴν Ἀθήνα, μόνοι οἱ Ἀθηναῖοι
ἐτόλμησαν ν’ ἀντισταθοῦν [καὶ] τοὺς ἐνίκησαν. Καὶ εὐχήθηκαν εἰς τὴν Ἄρτεμιν ὅσους ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς
φονεύσουν, τόσες χρονιάρικες κατσίκες θὰ θυσιάσουν εἰς τὴν θεά. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν
ἀρκετές, αὐτοὶ ἀπεφάσισαν νὰ θυσιάζουν κάθε χρόνο πεντακόσιες, καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα προσφέρουν ὡς
τάμα). Νοτιοανατολικὰ τοῦ Μαραθῶνος, δίπλα ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐκκλησία τῆς Παναγίας Μεσοσπορίτισσας,
εὑρίσκεται τὸ ἀντίγραφον τοῦ τροπαίου τῆς μάχης (τμῆμα τοῦ αὐθεντικοῦ φυλάσσεται εἰς τὸ μουσεῖον τοῦ
Μαραθῶνος). Ἐστήθη πιθανὸν εἰς τὸ σημεῖον ὅπου οἱ Πέρσαι εἶχον τὶς μεγαλύτερες ἀπώλειες. Ἡ ὑπόθεσις
αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν μαρτυρία τοῦ Γερμανοῦ λοχαγοῦ M. Von Eschenburg ὁ ὁποῖος τὸ 1884
ἐχαρτογράφει τὴν περιοχή, ὅτι εἰς τὴν θέσιν τῆς Μεσοσπορίτισσας καὶ σὲ ὅλην τὴν περιοχὴ ἡ ὁποία
ἐκτείνεται ἕως τὰ ἕλη, ὑπῆρχε μεγάλη ποσότητα ἀπὸ λείψανα ὀστῶν ἄτακτα τοποθετημένων. Ἀναφέρει ὁ
Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον 1ον, 32.5): «τοὺς δὲ Μήδους Ἀθηναῖοι μὲν θάψαι
λέγουσιν ὡς πάντως ὅσιον ἀνθρώπου νεκρὸν γῇ κρύψαι, τάφον δὲ οὐδένα εὑρεῖν ἐδυνάμην· οὔτε γὰρ χῶμα
οὔτε ἄλλο σημεῖον ἦν ἰδεῖν, ἐς ὄρυγμα δὲ φέροντες σφᾶς ὡς τύχοιεν ἐσέβαλον» (Οἱ Ἀθηναῖοι λένε ὅτι
ἔθαψαν τοὺς Μήδους καθὼς [εἶναι] σὲ κάθε περίπτωσιν νόμιμον τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸ
καλύψῃ ἡ γῆ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ κανέναν τάφο, οὔτε σωρὸ χώματος, οὔτε ὑπῆρχε ἄλλο σημάδι νὰ
δῶ, καθὼς αὐτοὺς [τοὺς] μετέφερον [καὶ τοὺς] ἔρριψαν μέσα σὲ ὄρυγμα ὅπως ἔτυχαν).
153
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» οἱ νεκροὶ Ἀθηναῖοι Μαραθωνομάχοι
ἐτάφησαν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ ὄχι εἰς τὸ Δημόσιον Σῆμα ὅπως ἦτο καθιερωμένο (Βιβλίον 2ον, 34.5):
«τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ
θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες
αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν» (Θάβουν [τοὺς νεκροὺς] εἰς τὸν δημόσιο χῶρο ταφῆς, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται
εἰς τὸ ὡραιότερο προάστειον τῆς πόλεως. Ἐντὸς αὐτοῦ θάβουν πάντοτε τοὺς [νεκροὺς] ἀπὸ τοὺς πολέμους,
πλὴν τῶν [νεκρῶν] εἰς τὸν Μαραθῶνα. Ἐπειδὴ ἔκρινον ἐξαίρετη τὴν ἄνδρεια ἐκείνων, ἐκεῖ ἀκριβῶς
ἔφτιαξαν τὸν τάφο). Τὸ μνημεῖον τους ταυτίζεται μὲ τὸν Σωρό, τὸν τύμβο ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται περίπου εἰς
τὸ μέσον τῆς πεδιάδος τοῦ Μαραθῶνος καὶ ἀποτελεῖ ὁρόσημον γιὰ ὁλόκληρη τὴν περιοχή. Ἡ πρώτη
ἀνασκαφή του ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἑρρῖκο Σλῆμαν (Heinrich Schliemann) τὸ 1884, ἀλλὰ ἦτο σύντομος καὶ χωρὶς
οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα. Τὸ 1890 ὁ Βαλέριος Στάης ἐσυνέχισε τὴν ἔρευνα καὶ ἀπεκάλυψε παχὺ στρῶμα
μὲ ἀποτεφρωμένα ὀστᾶ καὶ κατάλοιπα τῆς τελετῆς ταφῆς. Ὁ Παυσανίας εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος
Περιήγησις» ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι εἶδε τὸν τάφο τῶν Πλαταιέων καὶ τῶν δούλων (Βιβλίον 1ον, 32.3): «τάφος
δὲ ἐν τῷ πεδίῳ Ἀθηναίων ἐστίν, ἐπὶ δὲ αὐτῷ στῆλαι τὰ ὀνόματα τῶν ἀποθανόντων κατὰ φυλὰς ἑκάστων
ἔχουσαι, καὶ ἕτερος Πλαταιεῦσι Βοιωτῶν καὶ δούλοις· ἐμαχέσαντο γὰρ καὶ δοῦλοι τότε πρῶτον» (Ὑπάρχει
δὲ εἰς τὴν πεδιάδα ὁ τάφος τῶν Ἀθηναίων, καὶ ἐπὶ αὐτοῦ στῆλες οἱ ὁποῖες ἔχουν τὰ ὀνόματα τῶν
ἀποθανόντων βάσει τῶν φυλῶν τους, καὶ ἄλλος γιὰ τοὺς Πλαταιεῖς τῶν Βοιωτῶν καὶ γιὰ τοὺς δούλους.
Διότι τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔλαβον μέρος καὶ δοῦλοι εἰς τὴν μάχη). Μία τέτοια στήλη μαζὶ μὲ θραύσματα
ἄλλων δύο εὑρέθησαν ἐντὸς τῆς ῥωμαϊκῆς ἐπαύλεως τῆς Εὕας εἰς τὴν Ἀρκαδία, ἡ ὁποία ἀνῆκε εἰς τὸν
Σελὶς | 71
[61] συνήνεικε δὲ αὐτόθι θῶμα γενέσθαι τοιόνδε, Ἀθηναῖον ἄνδρα
Ἐπίζηλον τὸν Κουφαγόρεω ἐν τῇ συστάσι μαχόμενόν τε καὶ ἄνδρα
γινόμενον ἀγαθὸν τῶν ὀμμάτων στερηθῆναι, οὔτε πληγέντα οὐδὲν τοῦ
σώματος οὔτε βληθέντα, καὶ τὸ λοιπὸν τῆς ζόης διατελέειν ἀπὸ τούτου τοῦ
χρόνου ἐόντα τυφλόν.
Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ μέρος συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξον. Ὁ Ἀθηναῖος ἄνδρας Ἐπίζηλος, ὁ υἱὸς
τοῦ Κουφαγόρου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐμάχετο ἐντὸς τοῦ πυκνοῦ πλήθους καὶ ἀνεδείχθη
ἄνδρας γενναῖος, ἐστερήθη τῶν ὀφθαλμῶν του χωρὶς νὰ δεχθῇ οὔτε κτύπημα σὲ

Ἡρῴδη Ἀττικό. Ἡ καλὰ σῳζομένη στήλη εἶναι κατασκευασμένη ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρον καὶ ἀνῆκε εἰς
τὴν Ἐρεχθηίδα φυλή. Εἰς τὸ ἀνώτερο μέρος της εἶναι ἐγγεγραμμένο τὸ ὄνομα τῆς φυλῆς καὶ ἀπὸ κάτω ἕνα
δίστιχο ἐλεγειακὸ ἐπίγραμμα, τὸ ὁποῖον ἐξυμνεῖ τὸ κατόρθωμα τῶν πεσόντων. Ἀκολουθοῦν τὰ ὀνόματά
τους, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σῴζονται εἴκοσι ἕνα ἀλλὰ πιθανολογεῖται ὅτι ἦσαν περισσότερα: «Δρακοντίδης,
Ἀψηφής, Ξένων, Γλαυκράτης, Τιμόξενος, Θέογνις, Διόδωρος, Εὐξίας, Εὐφρονιάδης, Εὐκτήμων, Καλλίας,
Ἀραιθίδης, Ἀντίας, Τόλμις, Θουκυδίδης, Δῖος, Ἀμυνόμαχος, Λεπτίνης, Αἰσχραῖος, Πήρων, Φαιδρίας».
154
Ἀρχικὰ μᾶς κάνει ἐντύπωσιν ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν πεσόντων Ἀθηναίων καὶ Πλαταιέων σὲ σχέσιν μὲ τὸν
μεγάλο ἀριθμὸ τῶν Περσῶν. Ὅμως θὰ πρέπῃ νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι οἱ Πέρσαι ἦσαν ἀπροετοίμαστοι
γιὰ μάχη σὲ κοντινὴ ἀπόστασιν μὲ μία ὁπλιτικὴ φάλαγγα, καθὼς ἡ κύρια δύναμίς τους, οἱ τοξόται καὶ τὸ
ἱππικόν, προωρίζοντο γιὰ μάχη μεγάλης ἀποστάσεως καὶ δὲν περίμεναν ποτὲ νὰ πολεμήσουν ἐνάντια σὲ
καλὰ διατεταγμένο βαρὺ πεζικόν. Οἱ Πέρσαι εἶχον ἀκοντιστὰς οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπροστάτευον τοὺς τοξότας,
ἀλλὰ τὰ ὅπλα τους προωρίζοντο νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἐνάντια σὲ ἕναν ἀποθαρρυμένο, ἀποδιοργανωμένο
καὶ ἡττημένο ἐχθρό. Τὸ δόρυ τους εἶχε μῆκος περίπου 2 μέτρα ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ἑλληνικό το ὁποῖον εἶχε
μῆκος ἀπὸ 2,5 ἕως 3 μέτρα καὶ οἱ Πέρσαι ἔφερον ἕνα μικρὸ ξίφος περίπου 40 ἑκατοστῶν ἐν συγκρίσει μὲ τὸ
ἑλληνικὸ σπαθὶ ποὺ εἶχε μῆκος περίπου 67 ἑκατοστά. Ἡ ἀσπίς τους ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ λυγαριὰ καὶ εἶχε
ὕψος περίπου ὅσο ἑνὸς ἀνδρός, ἀλλὰ ἦτο σχεδιασμένη νὰ καρφώνεται εἰς τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ προστατεύῃ
ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ βέλη. Ἡ ἑλληνικὴ ἀσπὶς ἀντιθέτως ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ ξύλο μὲ ὀρειχάλκινη ἐπίστρωσιν καὶ
εἶχε σχεδιασθῇ τόσο γιὰ ἐπίθεσιν ὅσο καὶ γιὰ ἄμυνα καὶ μποροῦσε ἀκόμα καὶ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς
πρόσθετο ὅπλον σὲ μάχες κοντινῆς ἀποστάσεως. Τὸ ἐπὶ πλέον μῆκος τοῦ ἑλληνικοῦ δόρατος καὶ τοῦ ξίφους
θὰ ἐκράτει μακριὰ τοὺς Πέρσας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐὰν ἐπλησίαζον, τὰ ὅπλα τους δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ
ὑπερισχύσουν τῆς ἑλληνικῆς ἀσπίδος καὶ πανοπλίας. Ἐὰν ἕνας Πέρσης στρατιώτης κατάφερνε νὰ ξεπεράσῃ
τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ νὰ κτυπήσῃ εἰς τὴν κεφαλὴ ἕναν Ἕλληνα ὁπλίτη, τὸ κορινθιακὸ κράνος τοῦ
Ἕλληνος μὲ τὸ ἀλογότριχο λοφίον θὰ ἀπορροφοῦσε κτυπήματα μὲ μικρὰ ἐπίπτωσιν εἰς τὴν κεφαλή. Ἐνῷ
μερικὰ ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῶν Περσῶν καὶ τῶν Σακῶν μπορεῖ νὰ εἴχoν κλιμακωτὴ πανοπλία, οἱ
περισσότεροι ἀπὸ τοὺς τοξότας καὶ τὰ στρατεύματα εἰς τὶς πτέρυγες εἶχον ὑποτυπώδη ἢ καθόλου πανοπλία
καὶ καθόλου μεταλλικὰ κράνη. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ τύραννος τῆς Μιλήτου Ἀρισταγόρας εἰς τὸν Σπαρτιάτη
βασιλέα Κλεομένη (Ἡρόδοτος «Ἱστορίαι», Βιβλίον 5ον, 49.3): «ἥ τε μάχη αὐτῶν ἐστι τοιήδε, τόξα καὶ αἰχμὴ
βραχέα· ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι. οὕτω εὐπετέες
χειρωθῆναί εἰσι» (καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μάχονται αὐτοὶ εἶναι τέτοιος, τόξα καὶ κοντὸ δόρυ. Καὶ
ἔρχονται εἰς τὶς μάχες φορῶντας περισκελίδες καὶ καλύμματα μυτερὰ εἰς τὶς κεφαλές. Έτσι εἶναι εὔκολο
νὰ τοὺς βάλῃς εἰς τὸ χέρι).
Σελὶς | 72
κάποιο σημεῖον τοῦ σώματός του οὔτε βέλος καὶ ἀπὸ τότε ἐξηκολούθει νὰ εἶναι γιὰ τὸ
ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του τυφλός155.

[62] λέγειν δὲ αὐτὸν περὶ τοῦ πάθεος ἤκουσα τοιόνδε τινὰ λόγον, ἄνδρα οἱ
δοκέειν ὁπλίτην ἀντιστῆναι μέγαν, τοῦ τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν
σκιάζειν· τὸ δὲ φάσμα τοῦτο ἑωυτὸν μὲν παρεξελθεῖν, τὸν δὲ ἑωυτοῦ
παραστάτην ἀποκτεῖναι. ταῦτα μὲν δὴ Ἐπίζηλον ἐπυθόμην λέγειν.
Ἤκουσα νὰ λέῃ ὁ ἴδιος γιὰ τὸ πάθημά του ἕναν τέτοιον λόγον, τοῦ ἐφάνη νὰ λαμβάνῃ
θέσιν μάχης ἐναντίον του μεγαλόσωμος ἄνδρας ὁπλίτης, τοῦ ὁποίου ἡ γενειάδα
καλύπτει ὅλην τὴν ἀσπίδα του. Καὶ αὐτὸ τὸ φάντασμα προσπέρασε μὲν τὸν ἴδιον, ἀλλὰ
ἐφόνευσε τὸν στρατιώτη ὁ ὁποῖος εὐρίσκετο κοντά του. Αὐτὰ μὲν ἐπληροφορήθην νὰ
λέῃ ὁ Ἐπίζηλος156.

155
Ἀναφέρεται ἀπὸ ἄλλους συγγραφεῖς καὶ ὡς Πολύζηλος. Ὁ Διογένης Λαέτριος εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι
Φιλοσόφων» μᾶς δίδει ἴσως τὴν ἐξήγησιν γι’ αὐτὴν τὴν διαφορὰ (Βιβλίον 1ον, 56.1): «Ὅθεν καὶ ἐζήλουν
πολλοὶ καλοὶ κἀγαθοὶ γίνεσθαι κατὰ πόλεμον· ὡς Πολύζηλος, ὡς Κυνέγειρος, ὡς Καλλίμαχος, ὡς
σύμπαντες οἱ Μαραθωνομάχαι» (Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἐζήλευον πολλοὶ νὰ γίνουν ἱκανοὶ καὶ ἀνδρεῖοι εἰς
τὸν πόλεμον, ὅπως ὁ Πολύζηλος, ὅπως ὁ Κυνέγειρος, ὅπως ὁ Καλλίμαχος, ὅπως εἰς τὸ σύνολόν τους οἱ
Μαραθωνομάχοι). Εἰς τὸ ἔργον «Συναγωγὴ ἱστοριῶν παραλλήλων ῥωμαϊκῶν καὶ ἑλληνικῶν» τὸ ὁποῖον
παλαιότερα ἀπεδίδετο εἰς τὸν Πλούταρχο ἀναφέρεται (305c2): «συμβληθείσης δὲ τῆς παρατάξεως
Πολύζηλος μὲν ὑπεράνθρωπον φαντασίαν θεασάμενος τὴν ὅρασιν ἀπέβαλε καὶ τυφλὸς ἐγένετο» (ὅταν ἡ
παράταξις συνεπλάκη [μὲ τοὺς Πέρσας] ὁ Πολύζηλος ἔχοντας δεῖ ἕνα ὑπερφυσικὸ ὅραμα ἔχασε τὴν ὅρασίν
του καὶ ἐτυφλώθη). Ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Ἀνθολόγιον» (Βιβλίον 3ον, 7.63.8):
«καὶ τυφλὸς ὢν ἀνεῖλε τεσσαράκοντα καὶ ὀκτώ» (παρ’ ὅλο ποὺ ἦτο τυφλὸς ἐφόνευσε σαράντα ὀκτώ). Εἰς
τὸ Λεξικὸν τοῦ Σουίδα ἀναφέρεται (I.545.19 & Π.1962.1): «Πολύζηλος δὲ πηρωθείς, ὡς φάσμα θεασάμενος
… ἐμάχετο ὡς ὁρῶν καὶ διέκρινε τῇ φωνῇ τοὺς ἰδίους καὶ τοὺς πολεμίους» (Ὁ Πολύζηλος ἀφοῦ κατέστη
ἀνάπηρος, καθὼς εἶδε φάντασμα … ἐμάχετο σὰν νὰ βλέπῃ καὶ διέκρινε ἀπὸ τὴν φωνὴ τοὺς δικούς του καὶ
τοὺς ἐχθρούς). Ὁ σοφιστὴς Μᾶρκος Ἀντώνιος Πολέμων εἰς τὸ ἔργον του «Λόγοι» ἀναφέρει τί πιστεύει ὅτι
εἶδε ὁ Πολύζηλος καὶ ἐτυφλώθη (2.56.3): «τοῦτ’ εἶδε Πολύζηλος, ἐκεῖνο τὸ θαῦμα Καλλίμαχος ἦν» (αὐτὸ
εἶδε ὁ Πολύζηλος, ἐκεῖνο τὸ παράδοξον ἦτο ὁ Καλλίμαχος). Παρὰ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ συγγραφέως, ὁ
Πολύζηλος δὲν εἶδε τὸν Καλλίμαχο, διότι ὁ Καλλίμαχος δὲν θὰ ἐφόνευε ποτὲ ἄνδρα Ἕλληνα συστρατιώτη.
156
Ἰδιαίτερα κατὰ τὴν διάρκεια σφοδρῶν μαχῶν ὑπάρχουν ἀναφορὲς γιὰ παράδοξες ἐμφανίσεις ἢ
ὑπερφυσικὰ φαινόμενα. Συνήθως οἱ ἱστορικοὶ δὲν δίδουν ἰδιαιτέρα σημασία σὲ τέτοια περιστατικὰ, διότι τὰ
θεωροῦν φαντασιώσεις ἢ ψευδαισθήσεις τῶν πολεμιστῶν λόγῳ τῆς ἐντάσεως τῆς μάχης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ
γιὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος ἔχουν καταγραφῇ τὰ ἑξῆς ὑπερφυσικὰ περιστατικά: α) Ἡ ξαφνικὴ ἐμφάνισις
φαντάσματος ἀνδρὸς πολεμιστοῦ μὲ γενειάδα ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο, β) ἡ ἐμφάνισις
ἀγνώστου ἀνδρὸς ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν Παυσανία εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον
1ον, 32.5): «συνέβη δὲ ὡς λέγουσιν ἄνδρα ἐν τῇ μάχῃ παρεῖναι τὸ εἶδος καὶ τὴν σκευὴν ἄγροικον· οὗτος τῶν
βαρβάρων πολλοὺς καταφονεύσας ἀρότρῳ μετὰ τὸ ἔργον ἦν ἀφανής· ἐρομένοις δὲ Ἀθηναίοις ἄλλο μὲν ὁ
θεὸς ἐς αὐτὸν ἔχρησεν οὐδέν, τιμᾶν δὲ Ἐχετλαῖον ἐκέλευσεν ἥρωα» (Συνέβη δὲ ὅπως λένε νὰ εἶναι παρὼν
εἰς τὴν μάχην ἄνδρας ὡς πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν ἐνδυμασία ἀγρότης. Αὐτὸς ἀφοῦ κατέσφαξε πολλοὺς ἀπὸ
τοὺς βαρβάρους μὲ τὸ ἄροτρον, μετὰ τὴν μάχην ἔγινε ἄφαντος. Ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἐζήτησαν πληροφορίες
Σελὶς | 73
[63] Δᾶτις δὲ πορευόμενος ἅμα τῷ στρατῷ ἐς τὴν Ἀσίην, ἐπείτε ἐγένετο ἐν
Μυκόνῳ, εἶδε ὄψιν ἐν τῷ ὕπνῳ. καὶ ἥτις μὲν ἦν ἡ ὄψις, οὐ λέγεται, ὁ δέ, ὡς
ἡμέρη τάχιστ᾽ ἐπέλαμψε, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν, εὑρὼν δὲ ἐν Φοινίσσῃ
[νηὶ] ἄγαλμα Ἀπόλλωνος κεχρυσωμένον ἐπυνθάνετο ὁκόθεν σεσυλημένον
εἴη, πυθόμενος δὲ ἐξ οὗ ἦν ἱροῦ, ἔπλεε τῇ ἑωυτοῦ νηὶ ἐς Δῆλον·
Καθὼς ὁ Δᾶτις κατευθυνόταν συγχρόνως μὲ τὸν στρατὸ εἰς τὴν Ἀσίαν, ὅταν ἔφθασε εἰς
τὴν Μύκονον εἶδε εἰς τὸν ὕπνο του μορφή. Καὶ ποιά ἦτο μὲν ἡ μορφή, δὲν ἀναφέρεται,
αὐτὸς ὅμως, ὅταν ἐφώτισε ἡ ἡμέρα, ἔκανε ἔρευνα εἰς τὰ πλοῖα, εὐρίσκοντας ἐντὸς
φοινικικοῦ πλοίου ἐπιχρυσωμένο ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐζήτει νὰ μάθῃ ἀπὸ ποῦ
εἶχε συληθῇ. Πληροφορούμενος ἀπὸ ποιό ἱερὸν προήρχετο, ἔπλεε μὲ τὸ δικό του
πλοῖον εἰς τὴν Δῆλο.

[64] καὶ ἀπίκατο γὰρ τηνικαῦτα οἱ Δήλιοι ὀπίσω ἐς τὴν νῆσον, κατατίθεταί
τε ἐς τὸ ἱρὸν τὸ ἄγαλμα καὶ ἐντέλλεται τοῖσι Δηλίοισι ἀπαγαγεῖν τὸ ἄγαλμα
ἐς Δήλιον τὸ Θηβαίων· τὸ δ᾽ ἔστι ἐπὶ θαλάσσῃ Χαλκίδος καταντίον.
Καὶ ἐπειδὴ τότε ἐπέστρεψαν εἰς τὴν νῆσο οἱ Δήλιοι, ἐναποθέτει καὶ τὸ ἄγαλμα εἰς τὸ
ἱερὸν καὶ δίδει ἐντολὴ εἰς τοὺς Δηλίους νὰ ἐπιστρέψουν τὸ ἄγαλμα εἰς τὸ Δήλιον τῶν
Θηβαίων157. Αὐτὸ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν
Χαλκίδα.

τίποτε ἄλλο μὲν ὁ θεὸς δὲν ἐχρησμοδότησε περὶ αὐτοῦ, τοὺς παρήγγειλε ὅμως νὰ τιμοῦν τὸν ἥρωα
Ἐχετλαῖο). Ὁ Ἐχετλαῖος ἢ Ἔχετλος, ὁ πολεμιστὴς μὲ τὴν ἐχέτλη, δηλαδὴ τὴν λαβὴ τοῦ ἀρότρου
ἀπεικονίσθη εἰς τὴν Ποικίλη στοὰ μαζὶ μὲ τὸν Καλλίμαχο, τὸν Μιλτιάδη καὶ τοὺς ἄλλους ὁπλίτας, γ) ἡ
ὑπερβατικὴ ἐμφάνισις τοῦ Θησέως γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι
Παράλληλοι, Θησεύς» (35.5): «χρόνοις δ’ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα,
καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ
αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον» (πολλὰ ἔτη μετὰ καὶ ἄλλα [γεγονότα] παρεκίνησαν τοὺς Ἀθηναίους
νὰ τιμοῦν τὸν Θησέα ὡς ἥρωα, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαχομένους εἰς τὸν Μαραθῶνα ἐναντίον τῶν Μήδων
ἐνόμισαν ὅτι εἶδον τὸ φάντασμα τοῦ Θησέως, ἔνοπλο νὰ βαδίζῃ ἐμπρός τους, ἐναντίον τῶν βαρβάρων) καὶ
συμπληρώνει ὁ Παυσανίας ἀναφέροντας ἐπὶ πλέον τὴν ἐμφάνισιν καὶ ἄλλων ἡρώων καὶ θεῶν καθὼς
περιγράφει τὶς ἀπεικονίσεις εἰς τὴν Ποικίλη στοὰ εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Βιβλίον 1ον,
15.3): «ἐνταῦθα καὶ Μαραθὼν γεγραμμένος ἐστὶν ἥρως, ἀφ’ οὗ τὸ πεδίον ὠνόμασται, καὶ Θησεὺς ἀνιόντι
ἐκ γῆς εἰκασμένος Ἀθηνᾶ τε καὶ Ἡρακλῆς· Μαραθωνίοις γάρ, ὡς αὐτοὶ λέγουσιν, Ἡρακλῆς ἐνομίσθη θεὸς
πρώτοις» (Ἐκεῖ εἶναι ζωγραφισμένος καὶ ὁ ἥρως Μαραθών, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔχει ὀνομασθῇ καὶ ἡ πεδιάς,
καὶ ὀ Θησεύς, ὁ ὁποῖος ἀπεικονίζεται νὰ ἀνέρχεται ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ ἠ Αθηνὰ καὶ ὀ Ἡρακλῆς, διότι, ὅπως
λένε οἱ ἴδιοι, ὁ Ἡρακλῆς ἐλατρεύθη ὡς θεὸς πρῶτα ἀπὸ τοὺς Μαραθωνίους).
157
Τὸ Δήλιον ἦτο ἀρχαία βοιωτικὴ πόλις ἐπίνειον τῆς Τανάγρας. Ἡ πόλις ἦτο κτισμένη εἰς τὶς ἀκτὲς τοῦ
Εὐβοϊκοῦ κόλπου εἰς τὴν θέσιν τοῦ σημερινοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Δήλεσι. Ἦτο γνωστὴ γιὰ τὸν σπουδαῖο ναὸ τοῦ
Ἀπόλλωνος ὁ ὁποῖος ἦτο παρόμοιος μὲ τὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος εἰς τὴν Δῆλο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Στράβων
εἰς τὸ ἔργον του «Γεωγραφικὰ» (Βιβλίον 9ον, 2.7.1): «Εἶτα Δήλιον τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐκ Δήλου
ἀφιδρυμένον, Ταναγραίων πολίχνιον Αὐλίδος διέχον σταδίους τριάκοντα» (Ἔπειτα [τὸ] Δήλιον τὸ ἱερὸν
Σελὶς | 74
[65] Δᾶτις μὲν δὴ ταῦτα ἐντειλάμενος ἀπέπλεε, τὸν δὲ ἀνδριάντα τοῦτον
Δήλιοι οὐκ ἀπήγαγον, ἀλλά μιν δι᾽ ἐτέων εἴκοσι Θηβαῖοι αὐτοὶ ἐκ
θεοπροπίου ἐκομίσαντο ἐπὶ Δήλιον.
Ὁ Δᾶτις λοιπὸν δίδοντας αὐτὰ ὡς ἐντολὴ ἀπέπλεε, ὅμως τὸ ἄγαλμα αὐτὸ οἱ Δήλιοι δὲν
τὸ ἐπέστρεψαν, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Δήλιον οἱ ἴδιοι οἱ Θηβαῖοι μετὰ ἀπὸ
εἴκοσι ἔτη σύμφωνα μὲ χρησμό.

[66] τοὺς δὲ τῶν Ἐρετριέων ἀνδραποδισμένους Δᾶτίς τε καὶ Ἀρταφρένης, ὡς


προσέσχον ἐς τὴν Ἀσίην πλέοντες, ἀνήγαγον ἐς Σοῦσα. βασιλεὺς δὲ
Δαρεῖος, πρὶν μὲν αἰχμαλώτους γενέσθαι τοὺς Ἐρετριέας, ἐνεῖχέ σφι δεινὸν
χόλον, οἷα ἀρξάντων ἀδικίης προτέρων τῶν Ἐρετριέων·
Ὅταν πλέοντας προσέγγισαν τὴν Ἀσίαν, ὅσους ἀπὸ τοὺς Ἐρετριεῖς εἶχαν ὑποδουλώσει
καὶ ὁ Δᾶτις καὶ ὁ Ἀρταφέρνης τοὺς ἀνέβασαν εἰς τὰ Σοῦσα158. Ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος, πρὶν
μὲν αἰχμαλωτισθοῦν οἱ Ἐρετριεῖς, διετήρει ἐναντίον τοὺς φοβερὴ ὀργή, μιᾶς καὶ
πρῶτοι οἱ Ἐρετριεῖς ξεκίνησαν τὴν ἀδικία.

[67] ἐπείτε δὲ εἶδέ σφεας ἀπαχθέντας παρ᾽ ἑωυτὸν καὶ ὑποχειρίους ἑωυτῷ
ἐόντας, ἐποίησε κακὸν ἄλλο οὐδέν, ἀλλά σφεας τῆς Κισσίης χώρης
κατοίκισε ἐν σταθμῷ ἑωυτοῦ τῷ οὔνομά ἐστι Ἀρδέρικκα, ἀπὸ μὲν Σούσων
δέκα καὶ διηκοσίους σταδίους ἀπέχοντι, τεσσεράκοντα δὲ ἀπὸ τοῦ φρέατος
τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας· καὶ γὰρ ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον
ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε·
Ὅταν ὅμως εἶδε νὰ τοὺς ὁδηγοῦν μὲ τὴν βία ἐνώπιόν του καὶ νὰ εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία
του, δὲν τοὺς ἔκανε ἄλλο κακό, ἀλλὰ τοὺς ἐγκατέστησε σὲ δικό του σταθμὸ 159 εἰς τὴν
περιοχὴ τῆς Κισσίης ἡ ὀνομασία τοῦ ὁποίου εἶναι Ἀρδέρικκα 160, ὁ ὁποῖος ἀπέχει ἀπὸ τὰ
Σοῦσα διακόσια δέκα στάδια καὶ σαράντα ἀπὸ τὸ ὄρυγμα τὸ ὁποῖον παρέχει τρία εἴδη

τοῦ Ἀπόλλωνος τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπομίμησις αὐτοῦ τῆς Δήλου, μικρὰ πόλις τῶν Ταναγραίων ἡ ὁποία ἀπέχει
τριάντα στάδια ἀπὸ τὴν Αὐλίδα).
158
Πόλις τῆς ἀρχαίας Περσίας, πρωτεύσουσα τῆς Σουσιωνῆς ἢ Ἐλημαΐδος χώρας καὶ μία ἐκ τῶν τεσσάρων
πρωτευουσῶν τοῦ περσικοῦ κράτους. Εὐρίσκετο εἰς τὸ ἰρανικὸ τμῆμα τῆς Μεσοποταμίας, εἰς τὰ νοτιοδυτικὰ
τῆς χώρας. Επὶ τῆς ἐποχῆς τους τὰ Σοῦσα εἶχον περιφέρεια μεγαλυτέρα τῶν 20 χιλιομέτρων, καὶ ἦσαν ὁ
τόπος τῆς χειμερινῆς διαμονῆς τῶν βασιλέων. Ἐκοσμήθησαν ἀπὸ τοὺς ἰδίους μὲ μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα,
ἀνάκτορα καὶ ἱερά. Μετὰ τὴν κατάλυσιν τῆς περσικῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο τὰ Σοῦσα
μὲ ὅλους τοὺς θησαυρούς τους περιῆλθον εἰς αὐτὸν καὶ κατόπιν εἰς τοὺς Σελευκίδας διαδόχους του,
ἀκολουθῶντας ἔκτοτε τὴν τύχη τῆς Σουσιανῆς, ἤκμασαν μέχρι τὸν 14ον αἰώνα μ.Χ. ὁπότε καὶ παρήκμασαν.
159
Σταθμοὶ ὠνομάζοντο τὰ οἰκήματα κατὰ μῆκος τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ ὅπου ἀνεπαύετο ὁ βασιλεὺς κατὰ τὶς
περιοδεῖες του.
160
Ἡ τοποθεσία ταυτίζεται συνήθως μὲ τὸν σύγχρονο τόπο τοῦ Kīr-āb, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται βόρεια τῶν
Σούσων, εἰς τὸ σημερινὸ Ἰράν.
Σελὶς | 75
[ὀρυκτῶν] καὶ ἐξάγουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ πίσσα161 καὶ ἁλάτι162 καὶ ἔλαιον163 μὲ τὸν ἑξῆς
τρόπο.

[68] ἀντλέεται μὲν κηλωνηίῳ, ἀντὶ δὲ γαυλοῦ ἥμισυ ἀσκοῦ οἱ προσδέδεται·


ὑποτύψας δὲ τούτῳ ἀντλέει καὶ ἔπειτα ἐγχέει ἐς δεξαμενήν· ἐκ δὲ ταύτης ἐς
ἄλλο διαχεόμενον τρέπεται τριφασίας ὁδούς· καὶ ἡ μὲν ἄσφαλτος καὶ οἱ
ἅλες πήγνυνται παραυτίκα, τὸ δὲ ἔλαιον … οἱ Πέρσαι καλέουσι τοῦτο
ῥαδινάκην· ἔστι δὲ μέλαν καὶ ὀδμὴν παρεχόμενον βαρέαν.
Ἀντλεῖται μὲν μὲ γεράνι164, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει προσδεθῇ ἀντὶ κουβὰς τὸ ἥμισυ τοῦ
δερματίνου σάκου. Βάζοντάς τον [ἐντὸς τοῦ ὀρύγματος] ἀντλεῖ [τὸ ὑγρὸν] καὶ ἔπειτα
τὸ ἀδειάζει εἰς δεξαμενή. Ἀπὸ αὐτὴν διαχέεται εἰς ἄλλο [καὶ] παίρνει τρεῖς μορφές, καὶ
ἡ μὲν πίσσα καὶ τὸ ἁλάτι πήζουν στιγμιαία, ἐνῷ τὸ ἔλαιον… οἱ Πέρσαι τὸ ὀνομάζουν
ῥαδινάκη. Εἶναι μαῦρο καὶ ἀναδίδει βαρεῖα ὀσμή.

[69] ἐνθαῦτα τοὺς Ἐρετριέας κατοίκισε βασιλεὺς Δαρεῖος, οἳ καὶ μέχρι ἐμέο
εἶχον τὴν χώρην ταύτην, φυλάσσοντες τὴν ἀρχαίην γλῶσσαν. τὰ μὲν δὴ
περὶ Ἐρετριέας ἔσχε οὕτως·

161
Ἡ ἄσφαλτος εἶναι στερεὸς ἢ ἡμιστερεὸς ὑδρογονάνθραξ, ὀρυκτὸς ἢ παράγωγο τοῦ μαζούτ, ἕνωσις
ἄνθρακος, ὑδρογόνου, ὀξυγόνου, ἀζώτου καὶ πιθανὸν θείου. Εἶναι ὀργανικῆς προελεύσεως καὶ εὑρίσκεται
συνήθως σὲ ἀναλογία μικροτέρα τοῦ 50% ἐντὸς τῶν πόρων ἱζηματογενῶν πετρωμάτων κυρίως
ἀσβεστολίθων, ψαμμιτῶν, μάργων καὶ γύψων ποὺ ὀνομάζονται «ἀσφαλτούχα πετρώματα». Ἡ μᾶζα τῆς
ἀσφάλτου εἶναι ἄμορφος, ἡ σκληρότητά της μικρὰ καὶ τὸ χρῶμα της μαῦρο. Κατὰ τὴν κροῦσιν ἀναδίδει
χαρακτηριστικὴ δυσοσμία. Ὡς «ἄσφαλτος» ὀνομάζονται καὶ διάφορα ὑλικὰ ἀσφαλτικὰ στερεά, καθὼς καὶ
τὰ πετρώματα τὰ ὁποῖα τὰ περιέχουν σὲ ἀναλογία μεγαλυτέρα τοῦ 50%. Ἡ ἄσφαλτος ἡ ὁποία
χρησιμοποιεῖται σήμερα δὲν εἶναι ὀρυκτή, ἀλλὰ παράγεται ἀπὸ μαζοὺτ μὲ ἀπόσταξιν σὲ μονάδες κενοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἀπόσταξιν τῶν ἀσφαλτούχων ἀσβεστολίθων λαμβάνεται ὀρυκτέλαιον τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται
ὡς καύσιμον ἢ λιπαντικὸν μὲ μικρὲς λιπαντικὲς ἱκανότητες.
162
Τὸ ὀρυκτὸ ἁλάτι (ἁλίτης) ἐξάγεται καὶ παραλαμβάνεται μὲ ἐξόρυξιν ἢ μὲ διάλυσιν. Ἡ πρώτη μέθοδος
ἐφαρμόζεται ὅταν τὰ κοιτάσματα τοῦ ὀρυκτοῦ εἶναι καθαρά. Ὅταν περιέχουν ξένες προσμείξεις
ἐφαρμόζεται ἡ μέθοδος τῆς διαλύσεως, δηλαδὴ τοποθετοῦνται δύο σωλῆνες ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς
μέχρι τὸ βάθος ὅπου εὑρίσκεται τὸ κοίτασμα. Οἱ σωλῆνες αὐτοὶ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Ἀπὸ τὸν ἕναν
εἰσάγεται καθαρὸ νερό. Τὸ νερὸ μαζὶ μὲ τὸ διαλυμένο ἁλάτι ἀπὸ τὸ ὀρυκτὸν ἀνέρχεται ἀπὸ τὸν δεύτερο
σωλῆνα μὲ τὴν βοήθεια ἀντλίας καὶ τὸ διάλυμα αὐτὸ ὑφίσταται ἀρχικὰ διήθησιν καί, ἐν συνεχείᾳ,
ἐξατμίζεται γιὰ νὰ παραληφθῇ τὸ καθαρὸ προϊόν.
163
Τὸ ὀρυκτέλαιον εἶναι ὁποιοδήποτε ἄοσμο καὶ διαφανὲς ἐλαφρὸ μεῖγμα ἀνωτέρων ἀλκανίων τὰ ὁποῖα
προέρχονται ἀπὸ μία ὀρυκτὴ πηγή, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὰ ὑποπροϊόντα τοῦ πετρελαίου, σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὰ
συνήθως βρώσιμα φυτικὰ ἔλαια.
164
Τὸ ξύλινο δοκάρι μὲ τὸ ὁποῖον ἀνασύρεται ὁ κάδος μὲ τὸ νερὸ ἀπὸ τὰ πηγάδια.
Σελὶς | 76
Ἐκεῖ ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος ἐγκατέστησε τοὺς Ἐρετριεῖς, οἱ ὁποῖοι μέχρι καὶ τὴν ἐποχή
μου κατεῖχον αὐτὸν τὸν τόπο, διαφυλάσσοντας τὴν ἀρχαία γλῶσσα. Ἔτσι εἶχον τὰ περὶ
τῆς Ἐρετρίας.

[70] Λακεδαιμονίων δὲ ἧκον ἐς τὰς Ἀθήνας δισχίλιοι μετὰ τὴν πανσέληνον,


ἔχοντες σπουδὴν πολλὴν καταλαβεῖν, οὕτω ὥστε τριταῖοι ἐκ Σπάρτης
ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ. ὕστεροι δὲ ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς ἱμείροντο ὅμως
θεήσασθαι τοὺς Μήδους· ἐλθόντες δὲ ἐς τὸν Μαραθῶνα ἐθεήσαντο. μετὰ δὲ
αἰνέοντες Ἀθηναίους καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἀπαλλάσσοντο ὀπίσω.
Ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμονίους ἔφθασαν εἰς τὴν Ἀθήνα δύο χιλιάδες μετὰ τὴν πανσέληνο,
[οἱ ὁποῖοι] εἶχον πολλὴ βιασύνη νὰ προφθάσουν, ἔτσι ὥστε ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Σπάρτη
εἰς τὴν Ἀττικὴ165 τὴν τρίτη ἡμέρα. Παρ’ ὅλο ποὺ ἦλθον κατόπιν τῆς μάχης,
ἐπιθυμοῦσαν ὅμως πάρα πολὺ νὰ δοῦν τοὺς Μήδους. Πηγαίνοντας λοιπὸν εἰς τὸν
Μαραθῶνα τοὺς εἶδον. Ἐν συνεχείᾳ ἀφοῦ ἐπαίνεσαν τοὺς Ἀθηναίους καὶ τὸ
κατόρθωμά τους, ἀνεχώρησαν γιὰ τὸν τόπο τους.

165
Ὁ Πλάτων δικαιολογεῖ τὴν καθυστερημένη ἀποστολὴ βοηθείας τῶν Σπαρτιατῶν ἀναφέροντας εἰς τὸ
ἔργον του «Νόμοι» (698c): «καὶ ὁ Δᾶτις τοὺς μὲν Ἐρετριᾶς ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ παντάπασιν κατὰ κράτος
τε εἷλεν μυριάσι συχναῖς, καί τινα λόγον εἰς τὴν ἡμετέραν πόλιν ἀφῆκεν φοβερόν, ὡς οὐδεὶς Ἐρετριῶν
αὐτὸν ἀποπεφευγὼς εἴη· συνάψαντες γὰρ ἄρα τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται
τοῦ Δάτιδος. ὁ δὴ λόγος, εἴτ’ ἀληθὴς εἴτε καὶ ὅπῃ ἀφίκετο, τούς τε ἄλλους Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ Ἀθηναίους
ἐξέπληττεν, καὶ πρεσβευομένοις αὐτοῖς πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελεν πλήν γε Λακεδαιμονίων· οὗτοι
δὲ ὑπό τε τοῦ πρὸς Μεσσήνην ὄντος τότε πολέμου καὶ εἰ δή τι διεκώλυεν ἄλλο αὐτούς -οὐ γὰρ ἴσμεν
λεγόμενον- ὕστεροι δ’ οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ» (Καὶ ὁ Δᾶτις ἐντὸς
κάποιου μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ἐκυρίευσε διὰ τῆς βίας ὅλους τοὺς Ἐρετριεῖς μὲ τὶς πολλὲς μυριάδες
του, καὶ εἰς τὴν δική μας πόλιν ἔστειλε κάποιον φοβερὸ λόγο ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἐρετριεῖς δὲν ἔχει τυχὸν
ξεφύγει ἀπὸ αὐτόν. Διότι οἱ στρατιώται τοῦ Δάτιδος ἐξεδίωξαν τοὺς κατοίκους ἀπ’ ὅλην [τὴν χώρα] τῆς
Ἐρετρίας σχηματίζοντας στρατιωτικὴ γραμμὴ καὶ σαρώνοντάς την. Αὐτὸς ὁ λόγος, εἴτε ἀληθὴς εἴτε ἀπ’
ὅπου προῆλθε, ἐτρόμαζε καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἀλλὰ κυρίως καὶ τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἀποστέλλοντας
αὐτοὶ πρέσβεις πρὸς κάθε κατεύθυνσιν γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν, δὲν ἤθελε κανεὶς πλὴν βεβαίως τῶν
Λακεδαιμονίων. Αὐτοὶ ὅμως [ἐμποδίζονταν] καὶ ἀπὸ τὸν τότε ὑπάρχοντα πόλεμο ἐναντίον τῆς Μεσσήνης
καὶ ἴσως κάτι ἄλλο τοὺς παρεκώλυε, γιὰ τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζουμε, ἔτσι λοιπὸν ἔφθασαν μετὰ τὴν μάχη ἡ
ὁποία ἔλαβε χώρα εἰς τὸν Μαραθῶνα κατὰ μίαν ἡμέρα). Ἀπὸ πολλοὺς ἡ στάσις αὐτὴ τῶν Σπαρτιατῶν
ἑρμηνεύεται ὡς ἄρνησις τῆς πόλεως νὰ βοηθήσῃ τὴν Ἀθήνα. Τὴν εἰλικρίνειά τους ὅμως ἀποδεικνύει ἡ
ταχύτης μὲ τὴν ὁποίαν ἔσπευσαν εὐθὺς μετὰ τὴν πανσέληνο, καθὼς ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἡρόδοτος,
διένυσαν τὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν Σπάρτη ἕως τὴν Ἀθήνα ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν.
Σελὶς | 77
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1) Ἀθανασίου Σταγειρίτου, Βίος Μιλτιάδου τοῦ Ἀθηναίου, ἐκδ. Ἰωάννου Τσβεκίου, Βιέννη
1818 (ἐκ τῆς ἠλεκτρονικῆς διευθύνσεως https://books.google.gr/).

2) Κορνήλιος Νέπως, Βίοι τῶν ἐξόχων ἡγεμόνων (μεταγλωττισθέντες ἐκ τῆς Λατινίδος φωνῆς
παρὰ Σπυρίδωνος Βλαντῆ μετὰ σημειώσεων τινῶν αναγκαίων), ἐκδ. Πάνου Θεοδοσίου ἐξ
Ἰωαννίνων, Βενετία 1801.

3) Βασίλειος Πετράκος, Ὁ Μαραθών, ἐκδ. Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία, Ἀθῆναι 1995.

4) Γεώργιος Σταϊνχάουερ, Ὁ Μαραθὼν καὶ τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο, ἐκδ. Κοινωφελὲς Ἵδρυμα


Ἰωάννη Σ. Λάτση, Ἀθῆναι 2009.

5) Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνος 490 π.Χ., ἐκδ. Γεωργιάδη, Ἀθῆναι
2010.

6) Carl Robert, Die Marathon schlacht in der Poikile und Weiteres über Polygnot, ἐκδ. Max
Niemeyer Verlag, Halle 1895.

7) Johan Henrik Schreiner, Two battles and two bills: Marathon and the Athenian fleet, ἐκδ.
The Norwegian Institute at Athens, 2004.

8) Dennis L. Fink, The battle of Marathon in scholarship: Research, theories and controversies
since 1850, ἐκδ. McFarland & Company Inc., Jefferson North Carolina 2014.

9) Συλλογικόν έργον, Marathon - 2,500 years: Proceedings of the Marathon conference 2010,
ἐκδ. Institute of Classical Studies, University of London 2019.

10) Ἰ. Ἀ. Τυπάλδος, Ἡ ἐν Μαραθώνι μάχη, Παρνασσός, τόμος Η΄, τ. 4, ἐκδ. Φιλολογικὸς


Σύλλογος Παρνασσός, Ἀθῆναι 1884.

11) Λεωνίδας Λαπαθιώτης, Τὸ «πρόβλημα τοῦ Μαραθῶνος» λυμένο (μετάφρασιν ἀπὸ τὴν
καθαρεύουσα Ναπολέοντος Λαπαθιώτη), Νέα Ἑστία, τ. 229 ἕως 232, ἐκδ. Βιβλιοπωλείον τῆς
Ἑστίας, Ἀθῆναι 1936 (ἐκ τῆς ἠλεκτρονικῆς διευθύνσεως http://www.ekebi.gr/frontoffice/
portal.asp?cpage=NODE&cnode=488).

12) Πηγὴ Καλογεράκου, Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνα 490 π.Χ., Στρατιωτικὴ Ἐπιθεώρηση, τεῦχος
09-10, Ἀθῆναι 2010.

Σελὶς | 78
13) Rollin Tanner, Callias ὁ λακκόπλουτος, the husband of Elpinice, Classical Philology, Vol.
18, No. 2, pp. 144-151, ἐκδ. The University of Chicago Press 1923.

14) Harris Gary Hudson, The shield signal at Marathon, The American Historical Review Vol.
42, No. 3, pp. 443-459, ἐκδ. Oxford University Press 1937.

15) Robert Develin, Miltiades and the Parian expedition, L’ Antiquité Classique, No. 46-2, pp.
571-577, Bruxelles 1977.

16) Gordon Shrimpton, The Persian cavalry at Marathon, Phoenix Vol. 34, No. 1, pp. 20-37,
ἐκδ. Classical Association of Canada 1980.

17) Jeffrey S. Rusten, Δήλος ἐκινήθη: An ‘imaginary earthquake’ on Delos in Herodotus and
Thucydides, Journal of Hellenic Studies Vol. 133, pp. 135–145, ἐκδ. Cambridge University Press
2013.

18) Robert D. Luginbill, A most disastrous success: The battle of Marathon and the failure of
Persian intelligence, L’ Antiquité Classique, No. 83, pp. 1-14, Bruxelles 2014.

19) Νεώτερον ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικὸν «ΗΛΙΟΥ».

20) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://apps.lexigram.gr/ (ἐκπαιδευτικὰ λογισμικά).

21) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις https://el.wikisource.org/wiki/Κύρια_Σελίδα/Αρχαία (ἀρχαία


κείμενα).

22) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις https://www.wikipedia.org/ (γενικὲς πληροφορίες).

23) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://www.greek-language.gr/ (ψηφιακοὶ πόροι γιὰ τὴν


ἑλληνικὴ γλῶσσα).

24) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις https://lsj.gr/wiki/Main_Page (ἀρχαιοελληνικὸν λεξικὸν


Liddel-Scott-Jones).

Σελὶς | 79

You might also like