You are on page 1of 449

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)

Ελύτης
Ένα καράβι

Ο έρωτας

Το καράβι του

Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του

Depart dans l' affection et le bruit neufs

RIMBAUD

ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ I
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του

Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει


Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει

Τον ερχομό.

II

Παιχνίδια τα νερά

Στα σκιερά περάσματα

Λένε με τα φιλιά τους την αυγή

Που αρχίζει

Ορίζοντας -
Και τ' αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους

Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή


Της μέρας
Ήλιος -

Δίνει ο μαΐστρος το πανί

Στη θάλασσα

Τα χάδια των μαλλιών

Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του

Δροσιά-
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή -

III

Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο - Έρωτας


Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη; Ο μπάτης με το διάφανό του
φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.

ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ Ι


Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε

Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε


Το αμετανόητο χέρι

Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.

II

Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας

Δίχως θύμηση

Με το δέντρο της αμίλητο Προς τη θάλασσα Ξεχάστηκε βραδιάζοντας


Δίχως φτερούγισμα

Με την όψη της ακίνητη Προς τη θάλασσα Βραδιάζοντας


Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο

Προς τη θάλασσα

Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση

Κι η στοργή των ανέμων του Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του Τίποτε να μην


έρχεται Τίποτε Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ Ι
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε

Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!

II

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών


Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του

Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων


Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Ενώ η αθωότητα

Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά


Η Ζωή.

III Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ Ι


Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών Νύχτες και νύχτες στις λευκές Αϋπνίες των
κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα Όπως μες στον απέραντο ουρανό Το ξάστερο
συναίσθημα.

II

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή

Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη

Ερωμένη

Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί

Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του

Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.

III

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα


Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου


Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV Ένας ώμος ολόγυμνος


Σαν αλήθεια

Πληρώνει την ακρίβεια του Στην άκρια τούτη της βραδιάς Που φέγγει
ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.

Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες


Μαβιές Κόκκινες Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

VI

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη


Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο

Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο

Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας


Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί


Ακούσιος καταρρέει

Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό

Σιωπητήριο.

ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ I


Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλί- σανε το
χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;

Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βρο- χερές
εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι
μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασι- λεύει. Μια φανταχτερή
καταστροφή είσαι...

Α! Θέλω να' ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν' αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέ- βουν
μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της
προτελευταίας μου αμαρτίας

Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!

II

Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη κα- ταιγίδα
χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη
φεγγοβολή του.

Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η
απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει... Κι
ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!

III

Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή
αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...
IV

Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου


εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κει δε
ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη
μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ' από τ' άνθη. Τα
νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.

Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.

Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναί- σθημα.
Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.

Δε φεύγει δεν επιστρέφει.

Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλή- θειες.
Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο- λία. Φυσάει το
αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες.
Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία
της ηδονής ως μες στις κόρες των μα- τιών του.

Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την
παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ- χτερινής
χλόης μου.

VI

Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε


γι' αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή που θα
σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.

Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυ- φογραμμή.

VII

Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβά- ζει τις
νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.
Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μες
στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέ- ρια
περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην αναμονή τους
ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονο- πάτι που χάραξε η
φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μέσ' από το
πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα εί-
χανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο της
επιθυμίας μου - κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε
φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το
μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέ- ρει καλά το μυστικό.

Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσό- τερο οι
αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ' αναγαλ- λιάσουν οι
καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της
κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των
ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα
χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου
θα δροσίσει τη δροσιά.

Τότε θ' ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυα


συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα τρέχει ο
ουρανός κάτω απ' τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας
ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώ-
σουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές

Τότε θα δώσουμε

Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

ΩΡΙΩΝ

α'

Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος


Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.


β'

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της


Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί

Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους

Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας

Ο αυτούσιος πηγαιμός;

γ΄

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών Αφήσαμε το


γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!


Θρονιάζεται η Γαλήνη

δ' Εικόνα ω! αναλλοίωτη Φωτοχυσία


Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια Που προσεγγίζει την ελπίδα μας Προς την
αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

Είσαι παντού Μοιράζεσαι Τις σκοτεινές μας άρπες Άϋλο περίβλημα.

ε΄

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας


Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Πιο ψηλά

Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της


Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας Γιατί την εξαντλήσαμε από τις
ελπίδες μας Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Ξαναγεννάει αισθήματα.

ς'

Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή


Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια

Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη


Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα Τα χρυσά στίγματα
μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας

Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!

ζ'

Νοητή λάμψη Κυανό διάστημα Κάθαρση της ψυχής!


Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος

Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης

Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο

Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι

Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός


Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

...even the wearist river winds somewhere safe to sea!

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ


Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος

Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες


Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή

Παιδιού που γίνεται άντρας


Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ


Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια

Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο


Ποιο μέτωπο

Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια


Κανείς δεν είναι
Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ


Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
- Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως

Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα - Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο
που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία

Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο νεκρό.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο πέρα απ' τα
νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα Κέρδος του ήλιου σε μι'
ανθρώπινη καρδιά - Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι Λαξεμένη με κόπο Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών
ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με

ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
βρίσκουν πρωί
Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο

Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό
τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις
ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που
αγάπησαν τις ώρες μας!

β'

Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την
ευθυμία του καταρράκτη

Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων

Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που
έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέ- σα στα
εμβρόντητα ταξίδια μας

Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγ- καδιών
μιας νεότητας

Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της
εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυ- ρά τους
υάκινθοι

Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προ-


σηλώνονται

Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επι- θυμιών


Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας

Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο

Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την. Κατά δω θα
πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναε-
νώνεται

Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει

Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών

Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρ- τημα...

Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέ- τοιον
ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα

Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις


ρίζες της Χίμαιρας!

δ'

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των
κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο

Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατά- νιες


φεγγερών στοών

Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των
θριάμβου

Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια

Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοών- τας μια
καινούρια αλήθεια

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρί- γος
τους

Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις
ώρες μας...
Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται

Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή

Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα
κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις
περιούσιες...

ε΄

Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζον- ται μέσα στ'


αλώνια

Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονο- μαχία


του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών

Εκρήξεις - όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις


θυμωμένες γέφυρες

Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια

Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο


ξεδίπλωμα της νεότητας...

Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας - στις καυτερές αφές του
γήινου κόσμου αίμα!

Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμ-


μουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλά- δες
της νοτιάς

Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε παν- δαιμόνιο
βόμβων και χρωματισμών

Πιστέψαμε τα Βήματά μας - ζήσαμε τα Βήματά μας - είπαμε τα Βή- ματά μας
άξια!

ς'
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου
τους
Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας
ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αι-
σθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας
καθαρής ζωής
Κι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει

την άνοιξη

Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ' άστρα που αγναντεύουν!


Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα - οι κύκλοι
των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην πο- διά
της Γης!

ζ΄

Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του
ήλιου

Με χρυσές μπρατσέρες θα 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρω-
τήριο της καλής ανταύγειας

Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση
της χαράς

Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης

Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανο- πορίας

Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέ-
ταλα των μυστηρίων της

Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας


προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση

Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λι-
μναίο καθρέφτη να σωπάσουν

Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυ-


ρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο
και λόγο!

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Les temps est si clair que

je tremble qu'il ne finisse... ANDRE BRETON


Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

α΄

Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα


Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και

μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο

Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται


Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη
γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό

τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου

Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται


Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί

ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα

κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β'

Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται


Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς που ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας Που ήσαστε,
φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι
ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται

Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα


Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.

Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των
ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης

Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών


Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
γ΄

Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντηση


Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα
των ελπίδων...
Έτσι θα βγούμε απ' το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του
απογέματος
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι

έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας - τα λόγια

Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής


Κατά που θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά που ξεχύνονται οι κελαηδισμοί
Ποια όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω - σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο

ένα γράψιμο κόκκινο


Θα 'ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες
Θα 'ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.

δ'
Ποιο μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη - ποια να
'ναι
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες

τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος


Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι - χώμα ηχολογάει το χώμα
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή

Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας

Ο έρωτας ποιος είναι - η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά με απέλπιδες


χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει

τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να

στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να 'ναι οι γλάροι


Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν' αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος

Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!

ε΄

Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας το
ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των
ήχων

Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν την ηδονή


Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται

σαν ίσκιοι που τρέχουνε


Για κάτι ωραίο - σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος Στοιβαγμένη
τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές Μακριά μακριά είναι οι
μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε
σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι
της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων

Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών


Γερμένοι στο 'να τους πλευρό - τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος
ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το
ανθρώπινο είδος

Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως

Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους


Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν - η γη τους είναι απλή και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.

ς' Νυχτερινό υφαντούργημα


Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν' αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει στόμα που
ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα

έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των
ερώτων οι σπασμοί

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα


Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και
γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε

Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο
αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά
αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή

της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.

ζ΄

Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός

Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος

Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας


τ' αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο

Πιο κοντά στην κλειδαριά

Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση


Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη

ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του

(άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα

του θυρεού της λήθης


Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου

Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές
των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη

Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια παρελθόντα


Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα
δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.

ΣΠΟΡΑΔΕΣ

ΕΛΕΝΗ

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα


λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό
τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια

ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα

Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας


Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη

Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις

Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη


Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας

Μια που υπάρχει αλλού


Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο Λέγοντάς του
εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ'
αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής

Ένα θολό συναίσθημα

Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι
απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας

Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου

Το φως στον άσπιλο ουρανό

Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική

Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα

Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός

Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση

Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως Πίσω από το
τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα

του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο


Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα

και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις

Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα σου μια
φωτιά σκορπίζεται

Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει ο κόσμος των
εικόνων

Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από το αναλλοίωτο


άστρο

Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα στερέωμα

Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου

Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί τις πύλες της
αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία η χορταριασμένη ανάμνηση

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει παρά να 'ναι ο
άνθρωπος

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

ΕΛΙΓΜΟΣ

Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης


Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο

Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει


Έν' άλλο πρόσωπο

Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση


Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.
Υπάρχει

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της


Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα

Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχη


Εκεί

Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος


Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου


Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη
τους λαλιά Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Έζησαν

Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του


Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε

Υπάρχει

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.

ΕΥΑ

Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή

Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου


Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά

Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων


Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο

Δωμάτιο των απλών ανθρώπων


Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της


Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη

Όλος ο κόσμος χώμα και νερό


Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας Κόβουν στα χείλη της ημέρας Το κεφάλι σου

Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.

ΑΙΘΡΙΕΣ

Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι


το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ Ι
Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια

Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα

Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη


Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών

Γήινα θρύμματα ευτυχίας.

II Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ' τον ύπνο

Στα χλωρά δαφνόφυλλα


Γυμνή κείτεται η μέρα.

III

Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια


Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο

Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα

Και κανείς

Κανείς ίδιος

Στο απαράλλακτο διάστημα.

IV

Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα


Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!

Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας


Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος

Καθαρός ύμνος του βίου.

Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου Γέλασαν! Και
ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνος


Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.

VI

Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών


Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου Όπλο
και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν απ' τη δίψα
Στο άπειρο.

VII

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή


Γεμισμένη απτόητο άνεμο Η θητεία του καλοκαιριού Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

Με γυμνές ώρες

Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη


Κυματιστή Ξεφυλλισμένη Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.

VIII Μια ιππασία στα σύννεφα


Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ

Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω

Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη


Ευτυχία

Ναι το εαρινό απόσπασμα Μου αφήνει την καρδιά Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

Ω! λυγισμένη ευωδιά Κλωνάρι κρύο παιδί νερού Αγαθό μονοπάτι.

IX

Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας


Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν

Οι ελπίδες έρχονται.

Χ
Κατάστηθα στο ρεύμα

Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα

Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

Δεν είμαι σήμερα όπως χτες

Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω

Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη Σκορπάω τη λήθη
ανοίγοντας έναν περιστερεώνα Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα

Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο


Μες στα μαλλιά του.

XI

Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίει


Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Αύριο

Γέλιο ανάσκελο

Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες

Σκόρπια μοναξιά.

XII Στο ρυάκι που λιάζεται Σαν ημερήσιο επίθετο Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε Να ζει σ' ένα σεργιάνι Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές

Και σχίζει με το φέγγος του

Την αιωνιότητα.

Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της

Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα

Ακυβέρνητη ζωή

XIII
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν

Αγγίζοντας τα σύννεφα

Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους Φέγγοντας τις ελπίδες με
μικρές καρδιές ανθρώπων Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.

XIV Πουλιά στα χίλια χρώματα


Των ενθουσιασμών

Ελαφρά καλοκαίρια

Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις

Που αγγίζουνε

Θ' αδειάσουμε τη στάμνα Θα γίνουμε γλαυκοί Δωρητές του πελάγους.

XV

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς


Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της
φωτιάς Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.

ΧVI Ναι οι μηλιές ανθίζουν


Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα Δακρύβρεχτες μορφές καρπών
μετεωρίζονται Απαλά
Μέσα στ' αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Ναι θα στολίσουμε τη γη

Θα σφίξουμε τη μέρα

Θ' αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.
XVII

Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη


Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.

XVIII

Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει

Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της

Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά

Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει

Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει

Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.


XIX

Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης


Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωτα


Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης Διάβα μέσ' από τους πορθμούς της
θύμησης Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.
XX Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Μόλις ακούγεται μακριά


Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.

XXI Μια τέτοια συντυχία


Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση

Το κάθε τι προσάναμμα χαράς Το κάθε τι χέρι του χαίρε Μεγάλη


ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ Ι


Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας αυτής
που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές
πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δύο
χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το
χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νη- σίδιο
ύπνου.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που
ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δε θα
καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν'
ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ- γίτη στη μέθη, θα με
δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου
σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την
οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις
παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα
μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν
τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον- τας την ύπαρξή τους με
την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν. Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα
δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι
γύρευαν; Ποιο ένα- στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας
σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο
συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο
ρόδινο αναστάτωμα.

III

Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ' αχνάρια
του αγνώστου.

Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.


Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυ- φερού
ταξιδιού μες στην αθανασία.

IV

Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη
κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω
στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις
γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ- μησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυ- άκι, κι
ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό- τητες και
βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.

V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα.
Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο
γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ- φων σελίδων μου.

VI
Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά
που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος
που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων, στους
βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τα κλεισμένα λόγια
που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερη- φάνειες.

VII

Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω στις
λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Η ώρα
είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο- μαι αυτούς
που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ' τα
βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τ' ανοιχτά τους
χέρια.

Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να
εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους
λόγος άλλος.

Μίλησε μου· αλλά μίλησε μου για δάκρυα.

VIII

Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμέ- να. Η
ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ- σφορο στην
παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και
τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ- λώνουν τις θύμησες και περνούν
τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.

Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το
κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές
σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος
που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων.

Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...

IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείρι- στη
φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και
τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ- ξεις
και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα
σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό κάθε φορά που
αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και
χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια
πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε
Σένα!

Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα μια φορά
μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ' αρχαία
σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ' αυτά που
ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό- σμου. Τα μυστικά του
κόσμου.

XI

Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορ- τάτο από
μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί- νει τη ζωή της
στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος
ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι
λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της
ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα

μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φω- νήεντα
συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-
λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες
θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα- μόναχο μες
στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς
σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά- λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη
δικαιοσύνη του ήλιου.

XII

Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας.
Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι μου νικώντας
τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό
το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε
προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!

Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που είσαι
φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.

XIII
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προη- γήθηκε της
καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην
ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι -
το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.

Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.


XIV

Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξε- χασμένο
που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι- νούς στις πιο
ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω από την καρδιά σου
κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδια
τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους

κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε παίρνουν


τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιο- χτυπάς έξω απ' την
πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη και μάρμαρο για την άσπρη
αρχιτεκτονική της τύχης σου.

Και να 'σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

XV

Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το


φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν τους γυακίνθους,
τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαφτέρυγο άγγελμα!

Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

XVI

Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πέν- θος. Και
μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο των ανθρώπων. Κι
άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ- ρεις πάντοτε περισσότερα.
Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα
χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των
πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα- νε
κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ'
εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε
περιφρονήσουν!

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι α-


θάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό- τητα.
Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή,
μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.

Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και


ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή
σου...

Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη
γεωγραφία.

XVIII

Μελαχρινή μαρμαρυγή - νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τη μυθική


απλωσιά του κόσμου.

Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο
άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά- ζοντας
τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ- νο φύλλωμα,
μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -
σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της
ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά- δια που
θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-
χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, πού
είσαι!

XIX

Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλ- λιώς την
παπαρούνα σου.

Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και
να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του
ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.

XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους
όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων
και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθεις εσύ και να
γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι άλλο από τ'
ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.

Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμά- σαι.
Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου
γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία
τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ- ξη κι
αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,
νιώσε:

Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Βγήκες από τα σωθικά βροντής Ανατριχιάζοντας μες στα
μετανιωμένα σύννεφα Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο

Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη

Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος

Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα
της η οδύνη Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα Με φωτιά με λάβα
με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά

Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία


Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών

Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου


Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων

Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής, Ένιωσες τη χαρά της γέννησης

Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη

Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου Για να χαϊδέψει τα μαλλιά
της πέμπτης πρωινής. Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η
δικαιοσύνη Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους

Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς

Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται

Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα


Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

Ω κόρη κορυφαίου θυμού

Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου

Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία


Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα

Φτεροκοπώντας ανοιχτά

Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία


Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου

Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά


Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται

Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...

...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε- ριού σου.
Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι
ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά- λασσα, τη θάλασσα που
χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.

Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω- νείς τόσο
καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου
για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σαν
δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά- θε φτασμένου κλώνου. Λέω
πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι- ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά
σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι
ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη
των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την
πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες στην προβιά των κάμπων,
για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον
κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να
υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της πάχνης
του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας,
στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες Ολημερίς τη σκληρή
ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο

Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!

Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου
έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες

Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας


Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου. Έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα

Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο


Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση


Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω
του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους

Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές


Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο

Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας

Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα


Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των
νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα


Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν Βάφοντας τα πανιά σαν την
καρδιά τους Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου


Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα
τα δάχτυλα Ήτανε η οδύνη -

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος

Σ' άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια Τ' άσπρα αισθήματα
φρεσκοπλυμένα επάνω Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα
μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ- λογισμένα
δέντρα.

Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα


'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την πίκρα
παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η καρδιά που
ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.

Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω
είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό


Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ

Στο άστρο του Α.

ADAGIO

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα- λο που


πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί
λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα.
Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ' αγαπούμε
τη σωστή γαλήνη.

Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-
Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς Μια θέση που ν' αστράφτει στο
άπειρο Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου
Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων
Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου Κύματα για τον ζέφυρο της
μουσικής που παίρνει Την παρθενιά της νύχτας μακριά
Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες
Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων

Και μελωδούν το βάθος τ' ουρανού

Και νοσταλγούν τ' αγιάζι της αιθερημίας

Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο Μια κόρη γαλανού ματιού
απροσμέτρητου Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου Όλβια Ντόννα! Κι από μια
καρδιά ομοούσια Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό Σπαρμένο από τα
βότσαλα της νηνεμίας.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος! Ποια νηνεμία στις φωνές
της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων Κι η θάλασσα που παίζει με τη
φυσαρμόνικα Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!

Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας


Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων

Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων


Αλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο

Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς


Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες

Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα

Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά

Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών

Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα

Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους

Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε

Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι


Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο

Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους

Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού

Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...

Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθος


Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη

Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα

Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι

Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων

Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο


Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού

Χρόνια πετράδια πράσινα

Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδε


Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια


Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου Βήμα χαμένο. Ή αν δεν
ήτανε η καρδιά στη θέση της Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα


Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου


Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου Όπου έπαιζες τον όρκο σου
κι όπου είχες την ευχή Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

ΒΑΘΟΣ

Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση
του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας
στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί- ζει από αιώνες απόκληρος
της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα! Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα,
πότε κατά τη δύση που χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την
ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση...

Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα πειράματα


ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον αγέρα ή στην αρχή
ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσου- με μια γυναίκα γεμάτη
ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιρια- σμένης στα τολμηρά κεφάλια
μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική,
πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη
πιο βαθιά, ετοι- μάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν
στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισ-
σότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα

Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου

Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα

Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού

Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα

Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς


Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας

Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος

Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα

Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός

Πού είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν

Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών


Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς

Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα

Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές

Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης

Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες


Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος

Οι άνθρωποι προχωρήσανε

Γεμάτοι οδύνη και όνειρο


Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο Θύελλας καλοκαιρινής που τα
πυρρόξανθα ίχνη Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών Στις γραμμές
της παλάμης σου του πεπρωμένου Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να
φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους

Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας Μέσα στων βράχων το ερημικό


εμβατήριο Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης

Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!


ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα


τα χρώματα πάνω στη γη

Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης


Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει

ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν

στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους


Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από

την αγκαλιά του ξυπνητού νερού


Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει

και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός


Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ

τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου


Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας


Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας

Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά


Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου

Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός

σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες

Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη ευχή πάνω
στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα Γενναίο σαν στήθος
το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια


Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από
χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη
λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό- μους όπου χτυπούν οι
πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι- σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο
που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!

Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' τα
χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω- νάρια
μας αμάραντα.

Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία
χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά- δων στάζοντας
φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα
στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει
κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω- ρίς
άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες
από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του
κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ- ρας για την
ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που τον αγαπούνε και
τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράχτης στα
βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης.

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας


Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις! Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας Γύρω από τις μοσκιές που σε
φυσούνε Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα
μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Ω τι ωραία που είσαι


Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων

Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου


Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

Ω τι ωραία που είσαι


Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας Για να μην παραπονεθεί ούτε μια
σκιά Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι

Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας

Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!

Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ Πρωινό ερωτηματικό


κέφι a perde haleine

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς


Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που
σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της Με ανέμου πείσματα
και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή

ροδιά

Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο


Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα Που ξεχειλίζει
από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου Είναι η τρελή ροδιά που
μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά Ζώνοντας τον
αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή
ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της

Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη Τινάζοντας ένα
μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο
καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε

Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει Αγέρωχο, γεμάτο


κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπάει με φως καταμεσής του
κόσμου τις κακοκαιριές

του δαίμονα

Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας


Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι

η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστου


Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου Στον μυχό της ψυχής μου
αράζει στόλος άστρων. Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι
ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε
πλέουνε με το άστρο Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται


Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα Έσπερε κάτω απ' την
καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω
πια.

II
ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές Ανάσκελα


φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ'
αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε: Ω σώμα του καλοκαιριού
γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα του βράχου και ρίγος της
καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!
Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια Περνάν δαρμένες οι στεριές στα
νύχια του χιονιά Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα Βουτάνε οι
λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια


Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει
ο ήλιος Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

III

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες


Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες


Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής


Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη


Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα


Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.


Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη

Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

IV Πίνοντας ήλιο κορινθιακό


Διαβάζοντας τα μάρμαρα Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες Σημαδεύοντας με το
καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει


Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.

Πίνω νερό κόβω καρπό


Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς Τα πράσινα πουλιά σκίζουν
τα όνειρά μου Φεύγω με μια ματιά

Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται


Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα


Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

Η στεριά σκαμπανεβάζει

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά


Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα


Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο Κι από τη ρίζα του να
ορμήσουν άνεμοι γιορτής Εκεί να γείρουμε το μέτωπο
Τ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντά
Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

VI Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα Κρύα
φωνή νεογέννητη
Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.

Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάται


Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο
Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι
Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

Υγεία ηχώ φοράδα


Πέταλο και φτερό πλαγίας Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο Γλαυκές οργιές
ανέμου.

Λοξά τ' ανήλικα πουλιά


Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε
Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.

Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου
κοίτη Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι
Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.

VII

Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Ιδρώνει


ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε

Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του


οίστρου Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν
Τ' αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους.

Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα


Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!
VIII

Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο


Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια


Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η


ζωή Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού. Ω αμάραντο πέλαγο τι
ψιθυρίζεις πες μου
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα Στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη
σου Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα Τη θέληση της μέρας
να κορφολογάει τη γη.

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια


Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά. Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο Στον
ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

ΙΧ

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα


Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
Να στρώσει νυφικό το πέλαγος
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά Πλέανε πλάι στ' όνομά σου Σκίζοντας τ'
ανθισμένα κύματα Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά

Σ' απανωτές σπιλιάδες γραίγου.

Μ' άσπρα τριανταφυλλαγκάθια


Έραβες φιόγκους προσμονής

Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου


Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός

Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.

Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου


Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας

Μέσ' απ' τα δέντρα πείραζες τις ρίζες


Άνοιγες τα χωνάκια του νερού
Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα. Ή πάλι νύχτα μ' άσωτα βιολιά
Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους
Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.

Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί


Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο Ποδιά


με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!

Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο


Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες Τα πιο
χρωματιστά

Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου


Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη Το πρωινό λουτρό της το
φύλλο της φραγκοσυκιάς Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο

Σε μεγάλους χτύπους δέντρων

Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς


Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους
γρίφους του νερού Εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο


Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

XI
ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ' ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας Άγγελοι!
Σία τα κουπιά
Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Κάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού! Όταν γυρίζει ο


αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει

Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο


Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!
-Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!

Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σου


Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου Και πως λυγάς τις
φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της


Με βάρκες από σουπιοκόκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!
-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!

Δεν την αντέχω τη στεριά

Δε με βαστάνε οι νεραντζιές

Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα

Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες


Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται
Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
Αχ και προστάζει -δεν ακούς;-
Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!

Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά


Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!
-Ναι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού
Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα! Τώρα με ψάθα γυριστή και με
σαντάλια κόκκινα Μ' ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού

Κόβει τα κίτρινα σκοινιά


Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μπαρούτι σκάει στα όνειρα Λαμπρή στα
φύκια τ' ουρανού!

XII Μισοβουλιαγμένες βάρκες


Ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι

Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.

Μεγάλα νέα καμπάνες


Στις αυλές άσπρες μπουγάδες Στις παραλίες οι σκελετοί Μπογιές κατράμι
νέφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας

Που για να γιορτάσει ελπίζει


Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Κτήνος της αγριαχλαδιάς Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου

Να παίρνει μυρωδιά

Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά

Να σιγοκαίγεται απ' τις ορτανσίες.

XIII

Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές


Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνια
Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός


Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους Ο ασβέστης που βαστάει
στη ράχη του τα μεσημέρια Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ' αυτιά των
δέντρων.
Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό

Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια


Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια

Των βράχων φυσαρμόνικες

Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά

Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας


Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ' εμείς.

XIV

Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα


Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε
νερό Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα
μάτια. Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας

Ήτανε πιο λευκή

απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.


Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις


ως τη στάχτη Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

λέγε μας τη ζωή.


Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε Κι αν είναι αυτό


που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε
μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

XV Χύσε φωτιά στο λάδι


Και φωτιά στο στήθος

Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής


Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες Έντιμο
αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι


Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο


Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες

Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας


Ένας Θεός το ξέρει.
Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη

Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται


Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

Που όλο παρακαλείς Κι όλο δεν κατεβαίνει Χρόνια και χρόνια


Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα Κι εκεί όπου πριν δεν
άστραφτε παρά γυμνή ερημιά Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη
θέλησες Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά


Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα! Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν Κι ας μας
φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

XVII

Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού


Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα
Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι Και με του ήλιου τους χυμούς
με θρέψατε Σήμερα ονειρεύομαι για σας
Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο.

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο


Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
Ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το
θάνατο Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα Θα πει να γεννηθεί
γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί

Εκείνος θα 'χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες


Μα θα είναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού Που χύνεται από το πλευρό της μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού
σκιά Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.

XVIII

Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά


Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:
Ω παιδιά που με νιώθετε - πατριωτάκια του ήλιου

Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια

Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά

Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει Ζεσταίνοντας στην
αγκαλιά σας ένα φως απέραντο Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της
καρδιάς Με πείσμα πορφυρό - πατριωτάκια του ήλιου
Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού

Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων

Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας Ακούστε με
είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι Που ν' αγαπάει μεμιάς να
κόβει τα ολόκληρα όνειρα
Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ Ι


ΚΟΚΚΙΝΟ

Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας


Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.
Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς. Δώστε μου την ουλή του
αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς

Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω» Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην


υγεία του ήλιου Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι
Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας


Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου

Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

II
ΠΡΑΣ1ΝΟ Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα


Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη


Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι
Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά
Πιο χαμηλά

Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου


Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

Χόρτο στρωτό κρεβάτι


Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα
Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο

Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ

Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει

Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται

Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα

Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

III

ΚΙΤΡΙΝΟ Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...

Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος

Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν! Βοσκάει με
τρελοκαμπανάκια...

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω Με αλάργα ψάθα ρώγα
κρεμεζιά νάζι από στάχυ Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο

Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό


Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας Παν και φυσούν
φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνια Καίνε σανό λιώνουν φλουριά
θυμιάζουνε με ανθόσκονη Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο...

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια! Μη! Με τι σκίρτημα


νερού να βγούνε οι περγκολιές! Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα
ρόδινη Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!
IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α Στον Αντρέα Καμπά

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου

Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει

Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά
τα κρύσταλλα Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές Σάστισαν πάνω οι πελαργοί
και κάτω τα παγόνια Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος


Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει Τη λέει ο νάνος ερωδιός
μέσα στα σκουληκάκια Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια! Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε


ξέρει Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας απ' το μικρό σου δάχτυλο
στου ζαφειριού το αστέρι Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει. Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει Σώμα
του πόντου δροσερό ή αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα

Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει

Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα


Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς
Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα


Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους. Μα μήτε η στάλα
της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό
Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση

Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά

Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα

Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.

VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές


Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν Άνεμος γητευτής με χείλια
βαθυγάλαζα Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία


Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά Φύκια μελαχρινά στου
φλοίσβου το νανούρισμα Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί Να πίνεται απ' το αίνιγμα
της αγκαλιάς σου Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

VII

ΜΕΝΕΞΕΛΙ
Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός

Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του

Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.

Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας


Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες

Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια


Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών
Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

Άσμα ηρωικό και πένθιμο


για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
(1945)

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,


Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας, Κι άναβαν στις
κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου


Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό, Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν
εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα, Πιάνει και σβήνει ένα-ένα


τα λουλούδια επάνω της, Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού.

2
Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει. Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις
φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους, Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας. Κι ύστερα στρώνει
στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!

Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν


Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή, Λυώναν το σίδερο, μασούσανε
τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα, Κάθε βροντή ένας άντρας
χαμογελώντας αντίκρυ Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες


στον ήλιο, Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν
οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες, Ύστερα σκόρπισε ο καπνός
κι η μέρα πήε δειλά Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά


Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος, Κι ύστερα χύθηκε
μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

4
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη, Μ' ένα σταματημένο αγέρα
στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά, Μοιάζει τραγούδι που το
φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά, Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Αιώνες μαύροι γύρω του


Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Κι οι ώρες που ξανάγιναν
πέτρινες περιστέρες Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε, Όμως κανείς δεν άκουσε την
πιο στερνή κραυγή Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα, Χωρίς άλλα κεριά,


Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη... Άδειο το κράνος, λασπωμένο το
αίμα, Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας, Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του- Από που του' φυγε η ζωή. Μην
πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!

Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;


Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; Λάμψη, δεν ήσουν η
αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο


Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν - Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού 'ναι το
παλικάρι;
Κι όλα τ' αητόπουλα απορούν πού 'ναι το παλικάρι! Γιατί, ρωτάει,
στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου; Κι όλες οι μάνες απορούν πού να
'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να 'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να 'ναι ο πιο μικρός! Πιάνουν το
χιόνι, καίει ο πυρετός.
Πιάνουν το χέρι και παγώνει,
Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα, Κοιτούν μακριά τον ουρανό
κ' εκείνος μελανιάζει Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!..

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε


Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· Σκύψανε τα βουνά της
Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα... Ύστερα οι μέρες τρέξανε,
παράβγαν στο λιθάρι, Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν Ύστερα κύλησαν
Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά, Εκεί που μια μεγάλη πέτρα
εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·


Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των
άστρων Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του, Η αυγή που
μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν... Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά
του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Ήταν γενναίο παιδί.


Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του, Με τον αέρα του άντρα στην
περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο
μυαλό που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν


Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας. Βρόντηξαν τα βουνά της
Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν; Ήταν γενναίο παιδί!

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται
ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα
βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος, Σφίγγεται η ερημιά


στον μαύρο της μποξά,
Σκυφτή πίσω από μήνες - σύννεφα αφουκράζεται
Τι να' ναι που αφουκράζεται σύννεφα - μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους -αχ αφήστε την -
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει -αφήστε την! Γιατί δεν είναι
η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά, Κι η λευτεριά για ν'
αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

Πέστε λοιπόν στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο


Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του· Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα! Πέστε στον ήλιο να' βρει
ένα καινούριο δρόμο
Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα Στη μαργαρίτα πέστε να' βγει μ'
άλλη παρθενιά Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια Και μην αφήστε ήχο να πει το
πάθος του νερού Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι Μη
στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες Και παν με βιάση τα
πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το
φημισμένο κόσμο!
9
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά
των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη
πρώτος των αγγέλων! Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν Να
σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν Και στόμα, στόμα
δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο, Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια
σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα; Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα


σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους
Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άστρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Αίμα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

10

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι


Πάνω στα στήθη του όμοναν «Ζωή, να σε χαρώ!» Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε
χωρούσε
Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα
κλωνί ρογδιάς Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

11

Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει


Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα
πόδια Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι Στα βράχια της
πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο! Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά
τα δάχτυλα
Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο


Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Μάνα που να' χει σφάξει με τα χέρια
της Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
Χορεύοντας να' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο Μα κείνος που τ'
αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

12

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει


Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε


Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος


Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα
ο Όλυμπος ο αληθινός Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων.. Στους
όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να
μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο


Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!

13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο - Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη
ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε
στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Τότες που ακούστηκε
μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα
πέρδικα!

Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει


Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
- Κι έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη - Για τις γυναίκες που
απελπίζαν την απελπισιά Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του
κάμπου

Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι Λένε για το ζεστό και
αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

14

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα Του κόσμου η πιο σωστή
στιγμή σημαίνει: Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά


Καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει


Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι
φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας
ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο


Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της


Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:

Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων

Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού

Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι

Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά

Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.


Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό
Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι


ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες

κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες


Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο κλαίγοντας γοερά

Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα


Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος
που άφηναν λίγο λίγο σβήνοντας

δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων


Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:

«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος


και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη

και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας οι Εφτά Μπαλτάδες

καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου

Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν τ' αγόρια με τα
φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες

και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί οστρακόδερμοι γενειοφόροι

Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη

ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν


Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος

με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές γραμμές

ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα


και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές

μία μέσα στην άλλη στεριές μεγάλες που ένιωσα


να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

Τόσο ήταν αλήθεια


που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά

οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
«Κάτι που να σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις» είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε

κρήνες λευκές μαρμάρινες μύλους ανέμων


τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν

ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου γέμισαν έρωτα οι μεγάλες
γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας και να μην είχαν γίνει
ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε

και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε φλόμους
κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ' αστέρια

τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής και υπεροχή και
δύναμη

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική που κινούσα σε ξάγναντο να βγω


(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)

πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα και αθώο και ριγηλό σαν
αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα


Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς


και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
«Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο
σου
και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις


όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου αλλά λίγο το νερό

για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο
μονάχο του
χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!


«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις»
είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά γρηγορότερα τρέχοντας
κι από βροχή
τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα

Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα
χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου

τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο άλλα υλακώντας άλλα


βγάζοντας τη γλώσσα:

Να το σπαράγγι να ο ριθιός να το σγουρό περσέμολο


το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι ο στύφνος και το μάραθο
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω
«Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση γνωρίζεις και πολλά μέλλει να μάθεις

αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις

Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις

Θυμήσου:

τον αγχέμαχο Ζέφυρο το ερεβοκτόνο ρόδι


τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά» Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά

Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας αλληλέγγυα


στάθηκαν τα σπίτια
και μικρά και τετράγωνα
με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο

Κάτω απ' την κληματαριά ώρες εκεί ρέμβασα


με μικρά μικρά τιτιβίσματα

κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα: Να το πιπίνι να το λελέκι


να το γυφτοπούλι
ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα ήταν και ο μπόμπιρας εκεί
και το αλογάκι που λεν της Παναγίας
Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο
και πάλι δύο οι θάλασσες

και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιές-

και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι αλλοιώνοντας τ' οζόνιο
τ' ουρανού
Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα η τριβίδα η λεία
τ' αυτάκια των ανθών

κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρων
Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά και πιο σιμά στο
ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι

λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς


Και είδα

Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις
κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες

να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια
παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ

μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων ή άλλα λόγια του Ιουλίου


Σημαίνοντας οι έντεκα

πέντε οργιές του βάθους πέρκες γοβιοί σπάροι


με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές

Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους και σταυρούς θαλάσσης


και λιγνές αμίλητες ανεμώνες και πιο ψηλά στα χείλη του νερού πεταλίδες
τριανταφυλλιές

και μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες


«Ακριβά λόγια» μου είπε «όρκοι παλαιοί

που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων» Και σιμά στο
ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι και τα μάτια μου δάκρυα
γιομάτα

Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων


και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα» είπε

«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει

Τούτο μόνο να ξέρεις:


Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα
έστησε τα χωριά των βράχων

Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός


άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές
με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σαν χαλαζίας
Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα
και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα χρόνους τακτούς όσους η Γνώση
ορίζει

Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα με σκοινί λιανό
κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου Την ελπίδα ως τα
δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση

Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή και ο κλήρος έπεσε στις βροχές

κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια έτρεξα σαν τρελός


στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα να
δαγκάσουνε οι πνοές
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου» Και τα χέρια του άπλωσε όπως
κάνει

γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη


Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές

αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε μέντα λεβάντα


λουίζα
και μικρές πατημασιές αρνιών ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας

οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που
επόθησα

Υπαρκτή γυναίκα
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα

όπως κάβος πάτησα βαθιά που αέρα πήρανε οι σπηλιές


Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή γοργά κάτω από τα νερά η
ζαργάνα

και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο ν'ανεβαίνει
Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό

ψιθύρισε όταν ρώτησα:


- Τι το καλό; Τι το κακό;
-Ένα σημείο Ένα σημείο

και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή
και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο

και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν
υπάρχει πια

Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε


να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε
ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

Δείχτης ήμουν εγώ


Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών
Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -

«Όλα τούτα καιρός της αθωότητας


ο καιρός του σκύμνου και του ροδαμού ο πολύ πριν την Ανάγκη» μου είπε

Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο

Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι

Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε

«Για να βλέπεις» είπε «από μέσα στο κορμί σου


φλέβες κάλιο, μαγγάνιο και τ' αποτιτανωμένα
παλαιά κατάλοιπα του έρωτα» Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου
ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως
η φωνή του γκιόνη

κάποιου που είχε σκοτωθεί


το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο

Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου μυστικά να διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά
Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα στο Νησί με τους κόλπους των
ελαιώνων Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον που το αίμα του έδωσε να
σαρκωθώ
τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνει μια φοράν ακόμη
Μια φοράν ακόμη
στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά

ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός


εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.
«Αλλά τώρα» είπε «η άλλη σου όψη ανάγκη ν' ανεβεί στο φως»

και πολύ πριν με το νου μου βάλω ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου

Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει με τα χέρια εμπρός του
σκύβοντας

τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη και στο σώμα του ανθρώπου:


το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενο το κενό του Φονικού για τη
Δικαία Κρίση
το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση το κενό της Ψυχής για την
Ευθύνη του Άλλου
Και η Νύχτα πανσές παλιάς

πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης


με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου

πήρε μέρος μέσα μου


Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη

Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους

όπου ήχος άλλος κανείς


μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν τότε μόνο ενόησα

που η σκέψη του Άλλου διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθόν ως πέρα με
χάραζε

Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι με το λύχνο στο χέρι
να περνούν γερόντισσες
τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι

και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους αμίλητοι

δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή εδώ κι αιώνες.

«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι


και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι

και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη


να 'ναι

και να μείνει αυτή.

Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο


και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων και είναι οι Ωμοφάγοι και
οι Άξεστοι του Νερού οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες
ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού
της Τετρακτίδος.

Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε


«η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις» είπε

«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε


Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό


Πέρασε μέσα μου Έγινε αυτός που είμαι
Η ώρα τρεις της νύχτας
λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα ο πρώτος πετεινός
Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά

και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία


Πήρε όψη ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου

ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν

και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!


Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!

ΤΑ ΠΑΘΗ
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων,
είσαι η δική μου η Μοίρα!

Α'

Ιδού εγώ λοιπόν


ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·

ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς·

ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος. Ιδού εγώ καταντικρύ

του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών, που τα
τέκνα της άμβλωσε,

γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.

Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου
άνοιξα

Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα


κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα

παρά βρύσες κρύες να τρέχουν


Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.

Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Β'

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·


το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Όμηρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου. Εκεί σπάροι και
πέρκες

ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια

όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη. Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι


το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα


με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.


Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια θυμιατό και λιβάνισμα

τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια. Στο χώμα το στρωμένο με τ'


αμπελομάντιλα

κνίσες, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη

με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.


Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

α'

Στον πηλό το στόμα * Ρόδινο νεογνό *


Κι από τότε σου πλάθε *

Τη γραμμή των χειλιών * Την άρθρωση σου 'δινε * Την αέρινη άσφαλτη *

Κι απ' την ίδια εκείνη * Άγνωστη φυλακή *


Στον αιθέρα ερίζοντας * Πως για σένα τα αίματα * Στους αιώνες το πάλεμα
* Η σαγήνη για σένα και *

Στα πνευστά των δέντρων * Δόρατα και σπαθιά * Μυστικά προστάγματα *


Με την έκλαμψη πράσινων * Και πάνω απ' την άβυσσο *
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ *
μου ακόμη και σε ονόμαζε

στικτή πρώτη δροσιά βαθιά στα χαράματα


και τον καπνό της κόμης και το λάμδα το έψιλον περπατηξιά

στιγμή μέσα μου ανοίγοντας φαιά κι άσπρα πουλιά ανέβηκαν κι ένιωσα


για σένα τα δάκρυα

το φριχτό και το υπέροχο η ομορφιά

και κρούοντας ο πυρρίχιος να λες άκουσα Εσύ


και παρθενοβίωτα αστέρων λόγια
αιωρούμενη γνώρισα

ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να


κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει κα- θημερινές και
σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι
Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την
πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε
άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που
συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά
συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπά-
νας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε:
στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρή- γορο των
πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου,
φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους
δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε
στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και
αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα- δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη
σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε- το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και
ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ- λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε
ανέβει η ψείρα ως το λαι- μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση
ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι
κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο,
πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέ- ρος το
βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμω- ναν, που δε
δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία
την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει
σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε
ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλ- λαβίζαμε το
χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη
νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη
πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές
και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά πα-

λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλα- στοι με
το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες
βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελά- τες και
σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και
Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχών- τας πλάι
πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριά- ζουμε άλλο
τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους
ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το
λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο- χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό
που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο
ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το
γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες
στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες,
μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλού- σιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα
βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό
και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγο- ρο των πολυβόλων. Ύστερα
και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ- ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο
μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες
με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκό- μοι, με
τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και
το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που
τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και
τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχα- με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα
στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ- τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το
θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο
ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θα- νάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πια- σμένους
λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περί- πολα.
Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή
σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιο-
φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο
χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές
μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο- βολίδες.

β'

Νέος πολύ και γνώρισα * Όχι του δάσους μία στιγμή * Μόνο του σκύλου που
αλυχτά * Των χαμηλών σπιτιών καπνοί * Η ανομολόγητη ματιά *

Όχι που αργούν στον άνεμο * Πέφτει η γαλήνη σαν βροχή * Μόνο του ζώου
που σπαρταρά * Της Παναγίας δύο φορές *
Στην πεδιάδα της ταφής *
Μόνο της θύρας χτύπημα * Μήτε σημάδι καν χεριού *
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ * Στων αδερφών τη μοιρασιά *
Η πετροκόλλητη σαγή *
των εκατό χρονώ φωνές

στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός στα βουνά τ' ανδροβάδιστα


και κείνων που ψυχορραγούν του κόσμου του άλλου η ταραχή

των πελαργών μικρές κρωξιές και γρούζουν τα κηπευτικά


τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα

ο μαύρος γύρος των ματιών και στην ποδιά των γυναικών

κι όταν ανοίξεις πια κανείς

στη λίγη πάχνη των μαλλιών γαληνεμό δεν έλαβα


μου δόθη ο κλήρος ο λειψός και το ζακόνι των φιδιών.

Γ'

Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα


τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο! Έλαβε τον Βότρυ ο
Βορράς

και τον Στάχυ ο Νότος


τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας

και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές ανόσια εξαργυρώνοντας.

Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα

και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα

μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας αιώνες κι αιώνες.


Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης
επάνω στο τουφέκι του.

Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του.

Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε

την παρθένα του βλέμματος.


Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή

και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.


Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε

και στερνά την πέτρα μου αφήσανε τρομερή ζωγραφιά μου.

Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν με καλέμι


πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.

Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ' την
όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

Δ'
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το
χέρι

στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! Πήραν άλλοι τη
Γνώση και άλλοι την Ισχύ

το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας


και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη

στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας. Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα

τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα γενναιόδωρα πίσω μου έριξα

την Ισχύ και τη Γνώση.


Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.

Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει το σπίτι με τις γλάστρες και


τη λευκή μνηστή.

Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές
Ελένες!

Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα


κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα

στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω


και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!

Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα


μάτια του άλλου.
Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που
αγκάλιαζα

παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα. Τις ημέρες μου άθροισα και δε
σε βρήκα

και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα


στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

γ΄

Μόνος κυβέρνησα * Μόνος αποίκησα * Μόνος εκόλπωσα * Επάνω στον αγρό *


Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * Επυροβόλησα την ερημιά * Είπα: δε θα 'ναι η
μαχαιριά * Και είπα: δε θα 'ναι το Άδικο * Το χέρι των σεισμών *
Το χέρι των έχτρων *
Μου, εφρένιασαν εχάλασαν * Μία και δύο *
Προδόθηκα κι απόμεινα * Πάρθηκα και πατήθηκα * Το μήνυμα που σήκωνα *

Μόνος απέλπισα * Μόνος εδάγκωσα * Μόνος εκίνησα * Ταξίδι σαν της σάλ *
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση * Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό * Είπα: με
μόνο το σπαθί *
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο * Στο πείσμα των σεισμών *
Στο πείσμα των εχτρών * Μου, ανάντισα κρατήθηκα *
Μία και δύο *
Θεμελίωσα τα σπίτια μου * Πήρα και στεφανώθηκα * Το στάρι που ευαγγέλισα
*
τη θλίψη μου

τον εγκαταλειμμένο Μάιο τις ευωδιές


με τις αλκυονίδες βαυκάλισα τους λόφους με κόκκινο!
βαθύτερη από την κραυγή τιμιότερο απ' το αίμα!
το χέρι των λιμών το χέρι των δικών ερήμαξαν αφάνισαν και τρεις φορές
στον κάμπο μόνος σαν κάστρο μόνος
τ' άντεξα μόνος!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

το θάνατο

μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα για το μακρύ


πιγγας μες στους αιθέρες!

το ατσάλι κι η ατιμία και τ' άρματα


του κρύου νερού θα παραβγώ τον νου μου θα χτυπήσω!
στο πείσμα των λιμών στο πείσμα των δικών ψυχώθηκα κραταιώθηκα και τρεις
φορές
στη μνήμη μόνος την άλω μόνος
το 'δρεψα μόνος!
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ

Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές εβδομάδες οι
πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που
διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και
το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι
δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το
μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιό- λας
ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε,
λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με
άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα
οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη
σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.

Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μή- νες τώρα
μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λο- γαριάζαμε τα
χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα
χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω
τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίπο- τε, μονάχα με τα μάτια τού
δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.

Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να


'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρι- σε και
«Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς; Αυτοί που 'ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το
χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι
στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβά- τια
τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα
κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του
στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι
δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς, που κά-
θομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;» Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης:
«Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει από
τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα
της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι' αυτά οι
εξορίες δουλεύουν. Αργά - γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα 'βρουν, θαν τα
'βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος
λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα 'βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δεί-
χνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου,
η ώρα ετούτη που μας ακούει».

Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβί- δας που
έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρ- πες, ότι
γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί

μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοί-
ξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα
σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και
μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέ- χουνε πίσω τους
χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κό- πους ίσαμε κει. Και
τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγ- γα και το χαλβά κοιτάζοντας
να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι
και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη
την όψη μας.

δ'

Ένα το χελιδόνι *

Για να γυρίσει ο ήλιος * Θέλει νεκροί χιλιάδες * Θέλει κι οι ζωντανοί *

Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *


Πάρθηκεν από Μάγους * Το' χουνε θάψει σ' ένα *
Σ' ένα βαθύ πηγάδι * Μύρισε το σκότα *

Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *


Σάλεψε σαν το σπέρμα * Το φοβερό της μνήμης *
Κι όπως δαγκώνει αράχνη * Έλαμψαν οι γιαλοί *

Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *


κι η Άνοιξη ακριβή θέλει δουλειά πολλή
να 'ναι στους Τροχούς να δίνουν το αίμα τους.

μ' έχτισες μέσα στα βουνά

μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!

το σώμα του Μαγιού μνήμα του πελάγου το 'χουνε κλειστό


δι κι όλη η Άβυσσο.

μέσα στις πασχαλιές και Συ μύρισες την Ανάσταση!

σε μήτρα σκοτεινή έντομο μες στη γη δάγκωσε το φως


κι όλο το πέλαγος.

μ' έζωσες τις ακρογιαλιές στα βουνά με θεμέλιωσες!

Ε' Τα θεμέλιά μου στα βουνά


και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους

και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.


Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Ταράζεται ο καιρός

κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει


αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.

Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές;

Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του
λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.

Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις


Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς

Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις


κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις

πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!

Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη
φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς


για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά; Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος!
ς'

Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της
θύελλας τα σκοτεινά του χείλη

και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του
όρους!

Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου
το γύρισμα

ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη

απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια

στα γένια θλιμμένων αγίων. Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη

την άλω του πόντου δονούν.


Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οί γέροντες

Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω στον άχραντο ασβέστη φορούν.


Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ
Ποιητής των νεφών και των κυμάτων!

Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω:

Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!

Βοηθός και σκέπη μας άγια-Μαντώ!

Ζ' Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν

τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη


Βίβλους γραμμάτων και αριθμών

την πάσα Υποταγή και Δύναμη το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.

Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.


Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι·

ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. Έστησαν και


θεμέλιωσαν

στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις

ξύλα και άλλα πλεούμενα


τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα

στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.


Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.

Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.

Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.


Η' Ήρθαν
με τα χρυσά σιρίτια

τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα
δύο μοιράζοντας

και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν.

«Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας


και για μας της φήμης ο καπνός

αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα

όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε. Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά

με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε: Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο

κι η τριπλά εργασμένη προδοσία. Για μας η αυγή στο χάλκωμα

και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο
γάγγαμο.

Για μας το σύρσιμο στη γης


ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά

των ματιών η απονιά


κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση.

Αδελφοί μας εγέλασαν!


«Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας

και για μας της φήμης ο καπνός αμήν.»

Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του
αθώου στόμα

θύρα της Παράδεισος!


Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του!

ε'
Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή
μου *

Λυπημένες μυρσίνες * Μου ράντισαν την όψη * Που να βρω την ψυχή μου *

Οδηγέ των ακτινών * Αγύρτη που γνωρίζεις *


Που να βρω την ψυχή μου *

Τα κορίτσια μου πένθος * Τ' αγόρια μου τουφέκια *


Που να βρω την ψυχή μου *

Εκατόγχειρες νύχτες *

Τα σπλάχνα μου αναδεύουν * Που να βρω την ψυχή μου *

Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή
μου *
στους ουρανούς εβγήκα

στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ!

ασημωμένες ύπνο Φυσώ και μόνος πάω το τετράφυλλο δάκρυ!

και των κοιτώνων Μάγε


το μέλλον μίλησέ μου το τετράφυλλο δάκρυ!

για τους αιώνες έχουν κρατούν και δεν κατέχουν το τετράφυλλο δάκρυ!

μες στο στερέωμα όλο

Αυτός ο πόνος καίει


το τετράφυλλο δάκρυ!

στους ουρανούς γυρίζω στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ


Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την
απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω
σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και
το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος
κι εξουσία η Άνοιξη.

Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτά- ζει τον
άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη
την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που

τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναί- κες, και
λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη
τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε
λίγην ώρα.

Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφό- δρα


ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε
την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα
που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω
απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε
κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι,
σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν
να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκε- ρη τη γη για να περάσει η
Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον εί- χαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας
πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να
γίνουν, οι νέοι με τα πρησμέ- να πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι
άντρες, και οι γυναίκες, και
οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.

Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα
θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσα- νε στον τοίχο
τριάντα.

ς'
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *

μη παρακαλώ σας μη *

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά *

και τα σπίτια πιο λευκά *

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια *

στον αιθέρα στέκει να *

Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός *

μόνο πένθος αχ παντού *

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό *

τους παλιούς φίλους καλώ *

Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί *

και στον έναν ο άλλος μπαί *

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *

μη παρακαλώ σας μη *
και μυρσίνη συ δοξαστική λησμονάτε τη χώρα μου!
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά στου γλαυκού το γειτόνεμα!

της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά και στη θάλασσα μόνη της!

και δικού της μήτε αγάπη μια και το φως ανελέητο!

τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό με φοβέρες και μ' αίματα!


κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί νουν εναντίον οι άνεμοι!

και μυρσίνη συ δοξαστική λησμονάτε τη χώρα μου!

Θ΄

Αυτός είναι
ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!

Θύρες επτά τον καλύπτουνε


και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του.

Μηχανές αέρος τον απάγουνε


και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα

στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα
καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του -

Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του - ο Παντοδύναμος!


Θαυμάζουν οι αφελείς
και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι

και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβηττού οι ημίγυμνες τίγρισσες!

Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον
Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή
εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ'
αποθεωθεί -

καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια!

Ι΄

Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:


ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!

Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά

και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει.

Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σ' εμάς αόρατα

με τ' αυτί στην πέτρα σοβαρός και μόνος προσέχει.

Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό

που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του


και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί

αυτός είναι
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!

Επειδή νου δεν έχει


κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει

και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί.

Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς
πενθούμε

αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε

ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε

μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄

Αυτός αυτός ο κόσμος *

Των ήλιων και του κονιορτού *

Ο υφαντής των αστερισμών * Στη χάση του θυμητικού * Αυτός ο ίδιος κόσμος
* Κύμβαλο κύμβαλο *

Αυτός αυτός ο κόσμος *

Ο σκυλεύοντας την ηδονή *

Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς * Ο γαμψός, ο κυφός *


Τις νύχτες με τη σύριγγα * Στα σκύρα των πολιτειών * Αυτός ο πλατυκέφαλος
*
Ο εκούσιος *

Ο υιός Αγγείθ *

Αυτός αυτός ο κόσμος *

Της άμπωτης και του οργασμού *


Ο ευρέτης των ζωδιακών * Στην άκρη της εκλειπτικής * Αυτός ο ίδιος κόσμος
*
Βούκινο βούκινο *
ο ίδιος κόσμος είναι

της τύρβης και του απόδειπνου ο ασημωτής των βρύων


στο έβγα των ονείρων αυτός ο κόσμος είναι
και μάταιο γέλιο μακρινό!
ο ίδιος κόσμος είναι

ο βιάζοντας τις κρήνες

ο κάτω απ' τους Τυφώνες ο δασύς, ο πυρρός


τις μέρες με τη φόρμιγγα στους αρτεμώνες των αγρών αυτός ο μακρυκέφαλος
ο ακούσιος

και ο Σολομών.

ο ίδιος κόσμος είναι

των τύψεων και της νέφωσης ο τολμητίας των θόλων


κι όσο που φτάνει η Χτίσις αυτός ο κόσμος είναι
και μάταιο νέφος μακρινό!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΊΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ

Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββά- του,
σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοι- κισμό του
Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλά- κια των οχετών
στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκα-

νε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο
άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπε- δο με τις
τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες
χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά,
επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή
στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη
κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμ- μή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην
όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους
το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο
άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση
τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.

Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυ- τός με το
Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο
μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαι- νε να σταθεί μπροστά,
ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου
πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στον
Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλε-
ψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά
- μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε
πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανα- σηκώσει το
μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολου- θούσε με τα
τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε:
ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει,
ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την
αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο.
Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός
από τη λίγη πέραση που 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη
γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα
στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και
το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέ-

ρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές


το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες
να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και
μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των
αγγέλων.

η΄

Γύρισα τα μάτια. *
δάκρυα γιομάτα κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω *
καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων

Αδελφοί μου, είπα *


ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν

Προσωπιδοφόροι *
μες στον άλλον αιώνα τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε σταγόνα πράσινο αίμα

Φώναξα στις πύλες *


κι η φωνή μου πήρε

τη θλίψη των φονιάδων

Μες στης γης το κέντρο *


φάνηκε ο πυρήνας που όλο σκοτεινιάζει

Κι η αχτίδα του ήλιου *


γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!

Ω πικρές γυναίκες *
με το μαύρο ρούχο παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση *
δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων

Έλαχε να δώσει *
και σ' εσάς ο Χάρος τη φούχτα του γεμάτη

Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε αδικοσκοτωμένων


τα σπλάχνα των τεράτων

Τόσο δεν αγγίζουν *


η φωτιά με το άχτι

που πένεται ο λαός μου

Του Θεού το στάρι *


στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει

Μες στην έρμη κι άδεια *


πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα

Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Φύσηξεν η νύχτα *
σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου

Δεν ακούει κανένας *


όπου κι αν χτυπήσω η μνήμη με σκοτώνει

Αδελφοί μου, λέει *


μαύρες ώρες φτάνουν ο καιρός θα δείξει

Των ανθρώπων έχουν *


οι χαρές μιάνει

Γύρισα τα μάτια *
δάκρυα γιομάτα κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες *
κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων

Μες στης γης το κέντρο *


φάνηκε ο πυρήνας που όλο σκοτεινιάζει

Κι η αχτίδα του ήλιου *


γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!

ΙΑ'

Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί όπου και να πατεί το πόδι σας

ανοίξετε μια βρύση


τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.

Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού

που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του. Δροσερός ο κρουνός θ'
αγαλλιάσω.

Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει

ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου. Δεν μπορώ

η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε και τα μάτια μαυρίζουν.

Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.

Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν. Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.

Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον.

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό


και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα


θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου

με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.


Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.

Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω ανοίξετε, αδελφοί

μια βρύση ανοίξετε


τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!

ΙΒ'

Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου άπνοια που με τυραννά
και κακό κουνούπι της Σελήνης!

Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:

Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι


των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες

εσείς που κατέχετε το μυστικό σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι

Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου


να 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα!

Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού και ν' αλλάζει το νόημα του
μαρτυρίου

Οι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνω τον Ιέρακα και τον Ιερέα να
πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού και στα δέντρα το ξύλο να
επιστρέφει

Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη ότι αυτός που είμαι, υπάρχω!

Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνει από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη

Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!

Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:

Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι


των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες

εσείς που κατέχετε το μυστικό


στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου

και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι


Το σημείο που είμαι αλήθεια ο ίδιος

με την πρώτη νεότητα ν' ανεβώ


στο γλαυκό τ' ουρανού - κι εκεί να εξουσιάσω!

ΙΓ'

Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω;


Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω;

Γιοι των ανθρώπων, τι να πω;


Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!

Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι που το βότσαλο δίδαξες της
τρικυμίας

και στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησες


Εύγε πρώτη νεότης μου!

Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε! Τόσο φως μες
στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε

το κράτος και το νόημα τ' ουρανού. Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη
και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος και στα νύχια των αγροίκων,
λεία κακή.

Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι; Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα!

Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες το πλατύ το παράθυρο


γεμάτο λεμονιές

τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το ένα που και μόνον αν άγγιξα η


χαρά του μού άρκεσε

πάρετέ μου, τραγούδησα!


Πάρετέ μου τα όνειρα, πώς να διαβάσετε;

Πάρετέ μου τη σκέψη, πού να την πείτε; Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.
Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.
Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.

Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα. Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι.

ΙΔ'

Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς
μας ψηλά μηδενίζοντας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε

ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο


και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας

και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα! Και των
ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Τείχισε τις πλευρές του κόσμου


και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις

και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα τους φρουρούς πολλούς
έστησε στις εξόδους.

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που
αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο

και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά. Φύγανε

και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο

και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας

εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!

θ'

Τις νεφέλες αφήνοντας


*
Ταξιδεύουν των βράχων
πίσω τους

τ' αγάλματα

Με το στήθος μπροστά σαν


*
Στους άνεμους μέσα τα ν' αμπώχνουνε
μέλλοντα

Μην οι γύπες τα πάρουν κι αυτά


*
μυρωδιά και χιμήξουν!

Η καμπάνα σημαίνοντας
*
Των χωριών τα κοπάδια θάνατο
κατέβηκαν
Στις πλαγιές που αγναντεύουν
*
Και φωνή τους ανέμους το πέλαγο
ετάραξεν

Αχ η πείνα μας έχει, παιδιά


*
την ψυχή σκοτεινιάσει!

Στων Εθνών τα κρυμμένα


*
Με το στάρι ετοιμάζουνε εργοστάσια
μέταλλα

Το θεριό που δε θέλουνε


*
Και το στόμα του να θρέφουνε γιγαντώνεται
Ώσπου πια να μη μείνει κανείς
*
και τα κόκαλα τρίξουν!

Αλλά πριν στην κοιλάδα που


*
Λες και στενών ο Άδης σείστηκε
εβόησε

Των σπιτιών οι σκεπές


*
Και το θαύμα τ' ανέλπιστο ξεκαρφώθηκαν
φάνηκαν

Οι γυναίκες ν' ακούν σιωπηλά


*
στων βρεφών τους το κλάμα!
Η ζωή που το θάνατο
*
Σαν τον ήλιο γυμνή γεύτηκε
ξαναγύρισε

Και μην έχοντας αχ άλλο


*
Η ζωή που τα πάντα τίποτε

σπατάλησε

Στα χαλάσματα κάρφωσε μια


*
παπαρούνα που λάμπει!

Αν ποτέ το γεράκι
*
Τη φωνή του προβάτου ξανάδινε
που σπάραξε

Με τ' αυτί στο χορτάρι


*
Των νεκρών την οργή θ' ακούγαμε
πως γυμνάζεται

Το σκοτάδι ν' αρπάξει μεμιάς


*
κι απ' την άλλη να δείξει!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες
απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των
προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυ- ριγματιά μου
αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φο- ρές οι ίδιοι αυτοί που
παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε
πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα
γυμνός εγώ και χωρίς ποί- μνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα
δόντια του γυάλισεν η
αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που
τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.

Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξι- μο,
τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και, συχνά, μίλια
μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοι- πόν τα πέδιλα τ'
απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλ- λους μισούς, από το 'να
και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα
έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των
προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μα- ζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η
φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ
σε γιου ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει
κανείς από σας κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω
του το κρίμα
και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.

Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά
στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σαν να πέρασε
αγέρας χαμηλά βογκώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα
θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψη- λά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά
μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα,
πόχουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον
έναν ο άλλος, μη
γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ'
αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και
πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέ- σανε. Και που αν
έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέ- ρας βουίζοντας μέσα στα
μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας
τα κουφάρια των σκοτωμένων.

Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε
ν'ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβά- του δεν ακούστηκε,
παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που
'γερνε μες στις φλόγες τις υστέρες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η
θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.

ι'

Της αγάπης αίματα *


με πορφύρωσαν

Και χαρές ανίδωτες *


με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη *
νοτιά

*
των ανθρώπων

Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν


Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε

Αμαρτία μου να 'χα * κι εγώ


* μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε


Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου

Την παρθένα ζωή μια * στιγμή


* να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου


Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας

«Ο που σ' είδε, στο αίμα * να ζει


* και στην πέτρα»
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως
* ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.

ΙΕ'
Θεέ μου συ με θέλησες και να, σ' το ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα

την ικεσία δεν έστερξα


την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.

Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;


Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου

κι η Αυγή, πριν προλάβω


στα δίχτυα της τα 'χει μακριά παρασύρει

που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα

στεριώνω στον άνεμο


κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού

που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σαν να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μου

και να τα πάλι που καταπέφτουν από το κάμα του Ιουλίου

που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;

Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω. Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω
μου.

Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι. Τα πουλιά κυνηγώ και στο
βάρος τους χάνομαι.

Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.


Τα στοιχεία που είσαι

ημέρες και νύχτες


ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη

ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω του δικού μου θανάτου

που συ τον θέλησες!

Ις΄

Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές ενωρίς τη λεύκα μου άναψα

με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα εκεί μόνος την έστησα:

Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίες ένα ένα μου πήρες τα πουλιά -


Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω; Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και
τα χρόνια

που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα και δαγκώθηκα τόσο βαθιά

που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά και να στάζει απ' το μέλλον
μου.

Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχος


και τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μου

και του μίλησα τόσο απαλά


που αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιά

στο χώμα που ήμουν ο ένοχος. Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα

με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά και το σπέρμα μου τίναξα τόσο
μακριά

που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν και γεννήσανε πάλι
τα ορατά.

Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω; Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές

ενωρίς τη λεύκα μου άναψα


με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα

εκεί μόνος την έστησα:


Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μου ένα ένα μού γύρισαν τα πουλιά!

ια'

Θα καρώ Μοναχός * των θαλερών πραγμάτων


Σεμνά θα υπηρετώ * την τάξη των πουλιών
Στον όρθρο της Συκιάς * από τις νύχτες θα 'ρχομαι
Κατάδροσος * να φέρω στην ποδιά μου
Το κυανό * το ρόδινο το μωβ
Και τις γενναίες του νερού * ν' ανάβω
Σταγόνες * ο γενναιότερος.

Εικονίσματα θα * 'χω τ' άχραντα κορίτσια


Ντυμένα στου πελά * γους μόνο το λινό
Θα δέομαι να πά * ρει της μυρτιάς το ένστικτο
Η αγνότη μου * και τους μυώνες θηρίου
Το ποταπό * το δύστροπο το αχνό Στα σφριγηλά μου σωθικά * να πνίξω Για
πάντα * ο σφριγηλότερος.

Θα περάσουν καιροί * πολλών ανομημάτων


Του κέρδους της τιμής * των τύψεων του δαρμού
Λυσσώντας θα χιμάει * ο Βουκεφάλας του αίματος

Τις άσπρες μου * λαχτάρες να λαχτίσει


Την αντρειά * τον ερωτά το φως
Και κραταιές όσφραίνοντάς * τις να χλι- Μιντρίσει * ο κραταιότερος.

Αλλά τότε στις εξ * των υψωμένων κρίνων


Που η κρίση μου θα κά * νει ρήγμα του Καιρού
Η ενδέκατη εντολή * θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μου
Ή θα 'ναι αυτός * ο κόσμος ή δε θα 'ναι
Ο Τοκετός * η Θέωσις το Αεί
Που με τα δίκαια της ψυχής * μου θα 'χω
Κηρύξει * ο δικαιότερος.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ


Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γω- νιές
αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν- νήσει ο νους
του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβου- νε τα
όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιη-
τή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο


ξινόχορτο.

-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και


Στρατηγών.

-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους


πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις
εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που
ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους,

για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.


Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα
παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης
μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κα- τήγορος η πόρνη σοφών
και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας.
Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατά- ρα, κατά την Ανατολή το χέρι
τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόρι- στε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι
βλέπεις;
-Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Α- στικού μας
Κώδικα.

-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρι- νο άγαλμα
στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.

-Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρω- ση των
Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.

Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώ- νοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα
περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα
μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της
ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανε- βάσουν σημαίες,
εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ρά- νουν με άνθη τον
Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το
στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κρά- ζοντας: εξόριστε
Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.

-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην


καθαρότητα των ουρανών.

-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.


-Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα

Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρί- ξει.


Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη
μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι
νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα
χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα
εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε
όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λο- γιών εμφιαλωμένη
φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει
καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα
του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει
ο Ποιητής, την υγεία της κα- ταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του
αδειάζοντας, θα γυρίσει για να στα- θεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον
πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η
γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει
τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και
θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των
αιώνων!

ιβ'
Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου
* στις σκοτεινές του σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα


Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών

Και σεντόνια στις κόπε * λες που αγρυπνούνε


Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα

Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου


Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών

Και τον λώρο το χρυσό * των προδομένων


Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο. Σκουριάζουν τα. σίδερα *
και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκί * σσους το καινούριο
Μαχαίρι έτοιμα * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.

Γυμνώθω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι άνεμοι


Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * τής καθαρίζουν
Τη γη, να φάνουν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!

ΙΖ'
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν
ανάλαφρα πλάσματα

με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα
χρυσάφισμα.

Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ'
την όψη της γης

τις στερνές τολύπες του ύπνου.


Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.

Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.

Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού. Πύλη λευκή το ανόσιο


συρματόπλεγμα.

Όθε με δόξα θα περάσω.


Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας

γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!

Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.


Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα

τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα.


Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο

τον βυθό της Μαρίνας. Όπου αγνός θα περπατήσω.

Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές και


ανέσπερα πουλιά:

Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!


Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.

ΙΗ'

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν


κορίτσια κυανά

κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού

άγιος, άγιος, φωνάζοντας.


Ο νικήσαντος τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας

αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της
Κρήτης

μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.

Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.

Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι.

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι' αυτών τα


δόντια η ρώγα που μεθά
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού ας
ακολουθήσουνε τα βήματα μου!

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου

αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει.

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού


κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:

ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.


Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου

η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η
μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος

οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει

σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους σαν να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι

Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο

ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και
στέγες

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο

που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας


οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος


η Τραμουντάνα, η Όστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι


το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου

του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι


στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει

Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι


μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν
καλοκαίρι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει


στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια

τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και
δίχως τέλος

Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης

οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου


Δία

τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια


ηφαίστεια

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο


Στον γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα - λαμπάντα

έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια

Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη


η Κως, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι

Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει

το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που


δραπετεύει
Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα ο δαφνώνας ο απέραντος ο
φωτοφάγος

ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη
Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός
εχύθηκε

η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και
σφένταμων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης

ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να
τραγουδούν το χαίρε:

ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή


Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται


Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία


Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή


Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο


Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων


Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι

του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον

Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος


ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου

ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο - σκαραβαίος


το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου

ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο της πηγής το μπουμπούκι ότι που
ανοίγει

Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο
μέλλον

του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει και γι' αυτό ζωντανή κρατά η
γαρδένια

τα λουλούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας τα λουλούδια τα νήπια της βροχής


που τρέμουν

τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι τ' αψηλά στους ήλιους και τα
ρεμβοκίνητα

Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα


τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα
τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα

Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος


το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη


στον βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας

το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει

Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη
δύση

και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει της φθοράς τον καιρό ν'
ανασκολοπίσει

Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι

το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει

Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα

και ο έρωτας έλθοντ' εξ οράνω


πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες

τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα

Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα

τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα

Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή

η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια

Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα

ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα
Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην
κνήμη

του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι


και το κρύο νερό της Πανσελήνου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι

τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη ερειπιώνες του μέλλοντος και της
αράχνης

Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα το ρολόι το άυπνο που δε


φελάει

ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία

ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων

τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου τα καράβια οι Νικοθόες κι


οι Εύαδνες

Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους τα μυρίζοντας μούργα και


χαρούπι αρχαίο

τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι τα την ίδια στιγμή λοξά και
ακίνητα

Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι


Ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα

το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω

τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει και χτυπιέται στα τζάμια με την
καταιγίδα
Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει με του σκύλου το καύκαλο και τα
δαιμόνια

η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου

Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη

τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο ακουμπούνε γλυκά και


αποκοιμιούνται

Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο η παρθένα ελιά το λόφο


ανηφορίζοντας

ούτε μια φωνή στα κουρασμένα σύννεφα της πολίχνης το σαλιγκαράκι που
έσπασε

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι

Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:

ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή


Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί

Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας


Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας

Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη


Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη

Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων


Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων
Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει
Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη

Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται


Αυτός ο Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται

Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη


Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου


στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου

τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε
άνθη

Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος και φωτίζει τα βότσαλα σαν


αθωότης

η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου και το πένθος μηνά του
Παραδείσου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα

το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες

Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου

τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου

ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα


τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας τα κλεισμένα ολούθε και τα
σαραντάπορα

Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια τα χωμένα στο πούσι των προβάτων

τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι με το μαύρο ζιμπούνι και με το


πανωμάντιλο

Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος


η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη

μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η
μέρα

Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση
ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους

η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα το τραγούδι που είπε η Λυγερή
στον Άδη

Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες

οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία

Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου

η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει το πολύ σιμά και όμως αόρατο

Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμηση
τους

η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους η σοφία τους η αδιατίμητη
Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος
η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια

των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι


των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται

Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν
αιώνων θλίψη

το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι

Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος δύο χείλη που αδύνατο να
στέρξουν - και όμως

το «αντίο» στα τσίνορα που λίγο λάμπει και μετά ο για πάντοτε θολός
κόσμος

Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο στην καταστραμμένη του φωνή ο
Ηράκλειτος

των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη το μικρό «γιατί» που έμεινε


αναπάντητο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του
κόσμου:

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη


ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική


Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο


Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο


Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός


Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός

Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου


Νυν Νυν το μηδέν

και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα της
δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια- στης θαλάσσης
την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα που
μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα- ρίσσια, σαν
παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε- φαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το- πίο να
φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,


δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)


Στην Τζίνα Πολίτη
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με
την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ- θένου.

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ


απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο
άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το
κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να 'ναι
από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ- χοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε- να,
ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα
σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα- ξιά,
σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

Η ΑΥΤΟΨΙΑ

Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα της
καρδίας του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί- σει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο- λετό να
προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό


Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα- λεύει
ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη. Και μονάχα
στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι του
έρωτα και τη βοή του άνεμου.

Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα.

Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα
Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε να
πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο
κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό
τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά- λυψε τον
κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη


μελανάδα τ' ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι,
όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα- στραμμένη,


να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ- σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό- λου
κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει που
μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον πηλό των


σπλάχνων τους και το αίμα.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ (Παραλλαγή)

Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα
Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο
κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό
τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά- λυψε τον
κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη


μελανάδα τ' ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι,
όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι ανα- στραμμένη, να


τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ- σα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!


Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύ- ριζαν
τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά το μένος
της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρ- ράχτες...

Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την είπανε
Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.

Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου
η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει

Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.

Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα- μάδες του
ύπνου των Γενναίων.

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ- στρεψε στον
ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

Χειμώνα ελάχιστε

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το
νόμιμο του Ανέλπιστου.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της:


Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον ωμό
της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.

Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το


μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν τρελός.
Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνω- σε, κι έμεινα μόνος.
Μόνος.

Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια να 'μουν στο


έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του Ελέους!

Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορ- φή ως
τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνος
μέσα στον άλλον αιώνα.

Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δω- κεν η
θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοι- γα τις οργιές με
βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύ- ρευα; η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης όπου
φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτά
μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά,
που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ'
αηδόνι.

Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λί- γο του


όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ' τη φθορά. Τέτοιες χρονιές -α
ναι- θα 'ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!

Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να με


ατενίζει. Δίχως έλεος.

Κι ήταν αυτό η αγνότητα.

Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον


σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε

Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς θεούς, αλλά
βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της:


Μεσημέρι.

Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ

Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σί- γουρο
πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.

Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στά- διο,
και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε
λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέν-
τρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην
καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.

Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το μόνο που
μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο, καν
τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του


σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα
φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου

Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε


συγχωρώ.)

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άν- θρωπος,


κι από τη μια στην άλλη

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ου- ράνιο

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλα- σμένου
κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη
του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά

Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας

Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών


ημέρα να μυρίσει

Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος

Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το
πουλί

Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει

Τρίλια της Παράδεισος!

ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή σαν δέντρο η
ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο
μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πι- κρότατο μέλλον.

ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει πως υπάρχω.
Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας
έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πα- νέρημη,
γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχο- κοκαλιές θηρίων στα
βράχια.

Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πά- νω από τους
ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που θα


ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.

ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γερά- νια, και πιο
πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλι- διών στον ήλιο. Ένας
τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ'
από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περι- βολάρη, κι
από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα χωρίς ελπίδα:


Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμ- πάνας, κι από μια πασχαλιά
στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως πα- ράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που
με τραβούν ψηλά σ' έ-
να μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.

ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυ- ροί και
αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύ- ρω και το
ραντίζουν με γαριφαλόνερο.

Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν το άπειρο!

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ (1971)


ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο

Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως ύστερα που
κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι


γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα πάνω
από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της το αρθρι- τικό
σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα να τα προ-


φτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν


είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγα- νε
στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.

Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα


που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά να
βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου
άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τι- ποτα
κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κε- φάλι μου
η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες
και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα
εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνη- κε


να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα- θεί ο
αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι- νε ως το
βλέφαρο να πεταρίσει

Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό κάτι σαν
άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο


το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστε- ρα μου
'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου
είχε γίνει αθάνατη.

ΔΗΛΟΣ

Όπως βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ' το νερό να φέρει σ'


επαφή το δέρμα του μ' εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνη- γούσε (από
κάποιο χωρίο του Πλάτωνα)

Ολοΐσια μέσα στην καρδιά του ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε κι
άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του εαυτός
ψηλά πάνω απ' τα κύματα

Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει
κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορ- φιές απ' τα
ύφαλα

Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που γυάλιζε
το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου

Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα.

ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα Με
κίνδυνο ν' αγγίξω μια ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά

Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα


Έκανε πως δεν έβλεπε

Και το πουλί του κοριτσιού πήρ' ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφτη.

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ Ι


Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια Μες
στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε Κά- τι κάτι
Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό που όλο
χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρ' απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα
στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του

-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς γιατί;-


Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορί-
ζει εδώ; - Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;

Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.

II

Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια


φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξι- δεύανε
όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύ- σες και στα
δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέ- βαινε πριχού σπάσει
σε δρόσο

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρη- σα το
κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα φτερά σαν
πεταλούδα Πάτερ ημών

Μ' ένα τίποτα έζησα.

III

Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά φχιού
φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας

Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα
του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα
στην ακοή απ' τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από


μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκου-
σα τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό πως από 'να τί-
ποτα γίνεται ο Παράδεισος.

ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεχτικά πουλήθηκα
«Διέξ το μύρτον» που θα 'λεγε κι ο Αρχίλοχος

Μυστικά τα κλοπιμαία του χρόνου

Να περάσω πάσχισα

Στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμη καλοκαίρι

Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου

Εορτάζοντας μιας ναυμαχίας

Την επέτειο στον πρωραίο ιστό

Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό Για να 'ναι η στιγμή όπου ο
Θεός μου απίστησε Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή μεσοούρανα Συρμένες έξω
Οι βάρκες των σπιτιών

Και πέρα να διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος.

ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω

Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του μαύρου
χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει

Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανέ- νας με
το σώμα σαν ονείρωξη

«Αργά στη μεγάλη απ' την αντήχηση αίθουσα σίμωσε το κλουβί ο


γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για μια
κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν
την αποτολμούσε

Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ' το είδω- λό του
ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή

Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε μια στιγμή
σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δέντρα στο βορινό παράθυρο κι
έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το
χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα
πόδια μισάνοιχτα

Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει
ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακρι- βώς όπως

Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα:


το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ' ονειροπαρμένο δίχως
σέλα ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε

Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να κα-
ταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ' ωραίο του ζώο κινήθη- κε
μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.»

Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου ερχόταν φρέσκο
ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας

Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα


του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια

Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μες στην άκρα κατά- νυξη του
απέραντου γλαυκού

Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά και ακόμα
πιο ψηλά μες στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που 'χανε να πετάνε τα πουλιά
σκαλί σκαλί ως το άπειρο.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ

Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια


Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια

Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας


Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι

Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο
Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα

Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που
Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω ιστορημένη
σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ μέσα στον άλλο
κόσμο:

-Ε που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω

- Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ' έχω

-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα

- Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα

- Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται

- Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ' έκοψε κοιμάται

- Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη

- Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.

ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Που θα 'θελα
να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Στο πυργάκι του φάρου το
καταμεσήμερο Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται Ακόμα οι
μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη

Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή

Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι

Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ


Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και
ανάγνωση

Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως
αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο

Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:

Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι


επάνω στον ασβέστη

Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιό- λας
στην Ασία την αντικρινή

Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μες στον ουρανό με τα διχα-


λωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια του


θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν' ανεβαί-
νουνε ως τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους ο πατέρας
μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά κι αριστερά
ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας
μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Π ρ ό σ ω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Πρόσω ήρεμα

Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεον


μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέλη-


νο ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη άλλο- τε
ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα με τον
καιρό

Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες μι-


κρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς όπου δεν ήταν
εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν
πυγολαμπίδες

Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι


και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλά- κια
με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που την
πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή μου παραστέκει

Όλο δεξιά

Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να


φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε


ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα

Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε γνώση
απ' τα βουνά)

Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγμα- τος
χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα
να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»

Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές φορές


μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά

Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη


Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ κι ολο- ένα
σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε οι εφτά σοφοί
του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος ο Ιμπν Αλ Μαν-
σούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντενμπεργκ
ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Αντρέας Μπρετόν

Γραμμή

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι στα


μέλλοντα θέλει ευπιστία

Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή


που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί

Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε από το
'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια μες στην
κλειδαρότρυπα τις είχα

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω μια κει κι εγώ το
ισορροπούσα

Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει απ' τ'
άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός
μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ

Κράτει

Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο


σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:

Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

Πόντισον
Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου

Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που δεν ήξεραν
τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα- πηθεί

Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη

Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα


σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου
Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα
νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών απόσταση


καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια

Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν

Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το σύδεντρο
αγκυροβολούσε.

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ

Του βότσαλου που εκρούστηκε η μπαρούτη μου ξανάφερε το Λιγο- νέρι και
μιαν ακρογιαλιά

Όπου ως φαίνεται είχα πρωτοϊδεί Γυναίκα και τι πάει να πει τα


μεσάνυχτα φωτιστικά ροδόδεντρα να βλέπεις ύστερα κατάλαβα

Που τη βρήκα να είναι περιστέρι

Που τη βρήκα να είναι ο Ύπνος με τσαμπιά σταγόνων μες στην αγκαλιά

Που τη βρήκα σ' ένα ταρατσάκι να την ξηλώνει ο δυνατός αέρας

Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά

Πάνω από τα χαλάσματα και ο πρώτος Έσπερος.

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ Ι
Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου όταν
πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία

Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις τίποτε


άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω τι τον έκα- νε η ψυχή
τον κόσμο

Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα χρυσά
του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία

Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη- μα του
πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω
απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο μόλο
και να γίνεται αχνή
Άγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως

Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπο- νο


επειδή να: μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου
κι υστέρα πάλι τίποτε

Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος μες
στα κόκκινα και βασιλεύει.

II

Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα κι άκουσα στ' άδεια δωμάτια το


τακούνι μου Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν είναι
Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα

Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το


μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου να πετύχω κάτι θυμωμένο ή άτυχο
ήταν μόνο το φωτόδεντρο

Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα πα-
λιοσίδερα όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά Παί-
ζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά περνούσαμε τις μέ- ρες
ώσπου

Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι απ'


τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ

Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέ- ρος του
ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατον- τάδες
αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο

Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας


πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξα-
νασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή
σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ' αντέξει

Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς


Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.

III

Ανάθεμα που 'χε πραΰνει όλ' η όξω η θάλασσα (και μέσα βάθαινε το σπίτι)
κι εμένα στο κρεβάτι μου παρατημένος να με αγγίζουν όλων των λογιώ οι
σταυροί
Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι απ' τον καιρό
των πρώτων Χριστιανών Της Θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε όλη νύχτα μες
στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι

Και της Θεία-Μελισσινής που 'χε μόλις γυρίσει απ' τη Συντέλεια κι


έλεγες κάτι από το βυσσινί της Παναγίας έσκεπε ακόμη τ' αραιά της τα
μαλλιά

(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην παν-
σέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυ-
μουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας

Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)

Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα του θυ- μιατού
στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σερά- για και
σοφία χυμένη στο γυαλί

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.

IV

Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν φυσούσε
από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι που ψη-
λά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα γλουπακών-
τας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία με τις βαριές μεγά-
λες σιδερόπορτες

Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό από το να 'χω παιδευτεί και


από το να 'μαι μόνος

Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που μου


άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με μάλωνε η
μητέρα μου που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη το φωτόδεντρο
εάν υπάρχει ακόμη

Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου ίσως
πέμπονταν το μήνυμα ότι

Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί

Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο


παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και
τ' όνομά μου

Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.

ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΝ Θάρρος: ο ουρανός αυτός είναι


Και τα πουλιά του εμείς
όσοι αλλού δε μοιάζουμε
Καταποντισμένη μέσα μας

Θάλασσα δημητριακή με γαίες και αχανή βουστάσια

Μόνος απ' όξω απόμεινε ο ηλίανθος

Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο


Μαύρος όσο το φως πιο δυνατό;

Θάρρος: ο άνθρωπος αυτός είναι ο Κύων που λένε άλλ'

ο παραλίγο Αρχαλκυών

Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι


Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε

Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ

Αλλά τι να 'ναι αυτό που χαμηλά περνάει κι ανατριχιάζει


Σαν άλλου κόσμου που έφτασε αεράκι;

Θάρρος: ο θάνατος αυτός είναι


Στην παπαρούνα την πλατιά

και στο λιανό λιανό χαμομηλάκι.


Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ

Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που μ'απώ-
θησαν του κόσμου ετούτου οι συμφορές θέλησα να επιχειρήσω άλμα πιο
γρήγορο από τη φθορά

Κι όπως με το κεφάλι χαμηλά και ανάποδα τα πόδια στον αέρα πάλευα


να βγω απ' το βάρος μου κείνος ο πόθος που με πήγαινε ψηλά μέσα
μου τόσο δυνατά γυρίστηκε που εβρέθηκα λοξά και πάλι να σαλεύω
σ' έναν κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά και δι- αύγεια κυανού της
μέντας

Μ' ευεξία μεγάλη προχωρούσα σπούσα τις βέργες του νερού να

δω που ανεβοκατέβαιναν μ' αναφτό φαναράκι στην κοιλιά τους η


Μίκα η Ξένια η Μανιώ τ' αστέρια
Κολλούσε το μαστίχι των μαλλιών τους και που-δω που-κει τεν-
τώνονταν μισοπλασμένη ακόμη ν'αποχωριστεί μια πεταλούδα υπέ- ροχη
Και πάνω στα σημάδια που άφηνε με την πλατιά πατημασιά του ο πλάτανος
ξεχώριζες ακόμη τις γραμμές απ' το αίνιγμα του πρώτου ανθρώπου

(Νέε που υπόφερες πολλά θυμήσου πως ξεκίνησαν κάποτε οι τρι-


ήρεις φορτωμένες λαούς μ' αγριεμένο μάτι Κείνες τις πρωινές
αντιφεγγιές επάνω στον χαλκό τους γερόντους που χειρονομούσαν κι
έσκουζαν ιαί ιαταταί χτυπώντας ξύλινο ραβδί στις πλάκες

Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες! Και τι φορητά βουνά οι με- γάλες


νύχτες της Σελήνης! Τ' άλογο που σ' ανάρπασε στην άκρη των ακρώ κι
υστέρα το κρυμμένο μες στα δέντρα σπίτι λέω θυμήσου τότε το βάρος
της καρδιάς και τ' όμορφο κεφάλι που πήρες να φιλή- σεις μέσα στου
γιασεμιού τ' ασπράκια

Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ' ακούς; το αχ
που
βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν' η αγάπη)

Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε η


ανταύγεια χρυσή Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από ψηλά παράξενο
θυμίαμα Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύ- ρευα να ξαναζήσω
αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο

Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που άλλαζε
χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το μέτωπο
καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα Όπου αναπήδησε ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα
τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Γεών Τίγρης
Ευφράτης

Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγί-
ξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι

Χάθηκε ο κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια σαν


αμύγδαλο

Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που μ'
απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου
ετούτου.

ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ

Να 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω! Να τσακίσω


εκείνο που δε γίνεται! Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν
από σχεδία κάποτε μ' έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε μην κι από δική
μου
Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι Ό- πως
κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς άλλου πι-
στεύουμε πως είναι

Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης από τ' άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο κείνο που μας έγι- νε
σάρκα της σαρκός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και
ξυπνήσουμε

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ' ο έρωτας κάθετα και ή


κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ Αλλ' αυτό που μένει
σαν

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη κι έξω στο
κατώφλι

Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθανά φαίνονται όλα


και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα 'χα στο χιόνι και τα
ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο ήλιος γέρνει κι


είναι ολόγυρα σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα


να φάνε χόρτο λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει

Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα
καίριο να ειπωθεί.

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟ


Το καρπούζι μου πάγωνε τα δόντια κι έμενε
Η Ελένη μισάνοιχτη όσο διαρκούσε το άστρο

«Αυτό που βλέπεις είναι το βάρος του βουνού


Βγαλμένο στην εσάρπα με τις έξι Χίμαιρες

Αυτός εκεί ο κομήτης Φελσφεβόρ


Χρόνους πολλούς πριν φτάσει και μοιάζει ακόμη του Χριστού Στο πρόσωπο
και στη χαρά που κάνει ο άνεμος πριν σβήσει Αυτή με τα μαλλιά σαν κέρας
είναι ο πυρετός
Που θα γυαλίσει τα παιδιά και ίσως τα πάρει

Και αυτά οι κλωστές στην άμμο της γαλήνης

Θα ιδούμε ακόμη και άλλα

Θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος

Κάτω απ' τους τσίγκους με τη συννεφιά και με το φθόριο


Ή μπορεί ν' ακουστεί και η φυσαρμόνικα
Μαύρη στο μαύρο και που δεν εξηγιέται.»

Και τ' άστρο διαρκούσε όσο η Ελένη κοίταζε


Και το καρπούζι πάγωνε τα δόντια.

ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία


Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδι- ζα
μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου
ο κόσμος

Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμ-


φιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!

Έφυγαν βαυκαλισμένες όπως βάρκες Ενετών από βιόλα ντ' αμόρε


οι μέρες μου στα ύπτια φορτωμένες μυτερά καρφιά και άσπρα γα-
ρίφαλα (ω παιδάκια

Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο σηκώσατε και αντάμα
πήγατε στο φούντο αλλ' ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας από του
πρασίνου τη μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)

Άθελα έτσι όλα πάνε μες στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια γιούσουρι
και αργά βατίκια στο ταλάντεμα τα λιγνοκάλαμα και η σέπια του βυθού

Σαν να μόνο τα ονειρεύεται η Σελήνη μα πραγματικά τα βλέπει εκείνη

Και την ώρα που κλαίμε ή τα μάτια κλείνουμε να φανταστούμε τι γραμμένο


ακόμη απομένει κατακέφαλα μας να βρει αναστεναγμός ακούγεται άλλος
κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες μια δρο- σιά μυριστική με
συνοδεία κιθάρας χύνεται

Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες Που και που επιπλέουν
σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται κι ερωτεύονται κάτω απ'
τις φιστικιές ανάβουν τα

Πάλαι ποτέ φιλιά ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος όρκος
και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά εωσότου
Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά και αργότερα στη γέμιση
την πλήρη τέλος απ' το 'να πλάι ξεφτίσουν και φανεί το γυμνό δέρμα
της γης με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί και τους κέ- λητες φεύγοντας

Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλ- πασμό
και αλήθεια ήταν
Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά μια στάλα υδρόγειος που φωτίστηκε
όλη των ονείρων η ερημιά ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλ- λώματα

Ζωή άλλη τρίτη από δυο ιδέες κοντά κοντά βαλμένες να φωνά-
ζει σαν μωρό νεογέννητο άρχισε!

ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Παραλλαγή)

Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία

Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδι- ζα
μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στίς περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο
κόσμος

Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμ-


φιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!

Αλλ' εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ' ουρανού χαμογελά
θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σαν να θέλει να πει ότι
κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει
Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ' το πέρασμα του Ευαγγε- λίου
Πιθανόν και η περηφάνια η άθραυστη με την τζαμαρία στη θάλασσα το
σπάσιμο κι ο αφρός για τους πολλούς που 'ναι ο κανέ- νας Τόσο
δύσκολο μα τόσο

Δύσκολο να ζήσεις Και στον κόσμο της ψυχής ο πόλος μια πε- ριοχή
ακατοίκητη Που να μιλήσεις; Τι να πεις;

Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα

Σταθερά τα παμπάλαια πράγματα μες στα τωρινά μας επιβιούν Και μαλλάκι
νεόνυμφο που του κυνηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το μέρος της
θαλάσσης

Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ' την αντίπερα όχθη αργά σαν ποταμό-
πλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν και πάνε τούφες τούφες τ'
αηδόνια μια που ακόμα υπάρχουν όλα

Μες στη δέκατη τέταρτη ομορφιά

Κι εκείνος που του πάρθηκε η φωνή προτού προφτάσει ο άλλος


απ' του ναυαγίου το ξύλο να πιαστεί παραμονές που το κακό θα πέ- σει
μια περιδινούμενη παραφροσύνη

Πάει κι έρχεται μες στο κυκλαμινί του αιθέρος βίαια τ' αναρριχη-
τικά δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους από αυλές σαν να μυρί-
ζονται ότι φτάνει μια έκλειψη ολική μαζί τα ζώα φωνάζουν αλλ'

Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε


Και από τον κεραυνό μας απολείπεται λίγη γαλήνη αντίο αντίο παιδιά
και πάλι πάλι τίποτα ένα κύμα τίποτα

Βράδυ αράχνης τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζήσαμε κάτω από τη συνεχή


βροχή του Αυγούστου

Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου

Τι τραγούδι μα τι κλάμα με κομμένη ανάσα μην καταλαβαίνοντας πως


γυρίζεται και αδειάζει το άδικο γυρίζεται και αδειάζει ο πόνος
γυρίζεται και αδειάζει από αιώνες η βοή των αρμάτων ώστε πια

Ουριήλ Γαβριήλ αντανάκλαση να 'ναι των ψυχών και κάτοπτρο η


Σελήνη που διπλό τον κόσμο δείχνει

Εδώ με τις ανάστροφες κλαίουσες πάνω στα νερά τα ζάπλουτα σε λάμψεις


διαστήματα όπου αδύνατον χωρίς το στέαρ του ύπνου να περάσεις

Εκεί με τα σγουρά επιμήκη των αγγέλων πρόσωπα τ' ανέκφραστα


κοιτάζοντας και ψάλλοντας με συνοδεία κιθάρας ουαλαλί ουαλαλί κάτω από
τ' άνθη τα ξερά στο υπέρθυρο ουαλαλί ουαλαλί

Όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις
άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά
μου ο κόσμος!

ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ

Και να πάρεις θέση στη γη σαν την Κυπριανή στη Σίφνο ή στην
Αμοργό τη Χοζοβιώτισσα δύσκολο πολύ

Θέλει χάδι το χώμα και ψιθύρισμα παρόμοιο με του καβαλάρη στο αυτί
του αλόγου Και το ρήγμα μέσα σου

Να μην έχει κιόλας απ' τις πέτρες γίνει αντιληπτό αλλά να περ- πατάς
ξυπόλυτος λίγη χαρά να δώσεις της τσουκνίδας και από το γυμνό κορμί

Των δεκαπέντε χρόνων να γνωρίζεις ποιο το μέρος της αθανασίας που


χάνεται για να το ξαναφέρεις πίσω εάν

Πεις ελληνικά τη λέξη Θεοκτίστη οπόταν και το χέρι σου θ' ακο- λουθήσει

Κοίτα! Ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι που σκουραίνουν τα βράχια και της


θάλασσας δίνουν όψη προπατορική όμως πιο μοναχική τότε η καρδιά σου

Κάτι άλλο αποζητάει Έσωσε να' ναι από Θεού τα αισθήματα Και ο
ήλιος
Σ' ένα του μιας στιγμής σταμάτημα που ο χρόνος ούτε το 'νιωσε
πρόφτασε ιερατική του ασβέστη να προσδώσει αίγλη και ομορφιά

Την των ερωτευμένων που χωρίς να το ξέρουν της θεότητας το σχήμα


έχουνε πάρει Έτσι ένα πρωί

Που δε γύρισε πίσω η αθλιότη από μια σταγόνα καθαρή σώμα λα-
βαίνουν και ανεβαίνουν τα στρουθιά τσίου-τσίου τα νερά εναντιωμέ-
να παίζουν και το σύννεφο έρχεται φορέας ειρήνης

Από μια σ' άλλη ανθρώπου ανάσα με το νου της η βερβένα τρέχει και το
παραπεταμένο απ' όλους μοσχομπίζελο με το θάρρος της αγνοίας χτυπά
που πια χωρίς προσπάθεια πας ελεύθερος και πάνω από τις Εξουσίες

Τότε ιδρύεται φως Κι ένα χέρι που είναι το δικό σου στο ψημένο
επάνω χώμα και στο γαλάζιο το άγριο να χαράζει αρχίζει σαν ιδεό-
γραμμα τη μικρή δέσποινα Θεοκτίστη

Να τι πρώτο χρειάζεται Μένουν βέβαια πολλά βουνά μεγάλα δια- φανή


και αλλά κινούμενα στο αντίθετο του πεπρωμένου ρεύμα που
και μόνον ότι το στοχάστηκες μία κάποια χρυσάχνη στο επάνω διάζωμα τ'
ουρανού διαρκεί

Ώστε λες δίκαιο θα 'χε ο Υπερίων που μιλούσε «γι' άλλες μνήμες
ευγενέστερων καιρών» και προσέθετε «μας υπολείπεται πολλή
και ωραία δουλειά όσο ν' αγρεύσομε το Μεγαλείο».

ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει
αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκι- κες


ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστή- σεις πας
αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να


'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που
χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει


μιαν αλήθεια

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΑΝΕΜΟΙ ΚΟΡΙΤΣΙ


ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ κατηφοράει στο Ταίναρο


Φωτιά 'ναι το πηγούνι του χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου μέσα στα μεσημέρια μου


«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πελάγου κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εμείς ψωμί δεν έχουμε


και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ Τέσσερις μήνες χτίζουμε


και τους οχτώ γκρεμίζουμε
και κάθε γινωμένη ελιά στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Όνειρο πόκανα κρυφά


για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου τα στείλουνε του σκοτωμού.


ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ' τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά


Πουνέντε και Λεβάντε μου ένα ραπόρτο κάντε μου.
ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ


Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι κι από τα μυστικά τους


αντραλίζομαι
Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ


το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ'
ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός κάνεις να την ανοίξεις γίνεται
άφαντος.
ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα


Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Παράπονα κι αθιβολές
γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ


για λόγου τραγουδά ολονώ.

ΚΟΡΙΤΣΙ Δύο συ και τρία γω


πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ γεια σου κύριε Μενεξέ


Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε το ροδάνι γύρισε


Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου ένα σου λόγο στείλε μου.
ΑΝΕΜΟΙ

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά


Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν
ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά


Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται


Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς


Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
του τρώνε και το λίγο βίος

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος


να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

κι από το στόμα την μπουκιά πάνω στην ώρα τη γλυκιά


του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί


γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς γεμίσανε χαρταετούς.

Ο ΗΛΙΟΣ

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω παρηγοριά κι αλήθεια που να μην


ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι


Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε γύρισε τ' άνθος κι από μένα
πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά κι όσον περνώ στα μακρινά τα
Τάρταρα

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη


που 'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η


θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα


δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά


Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»


όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ Τραγούδι

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά


κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις
δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη
πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς βάσανα ξεφορτώνει κι


αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)

Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η


αθωότητα Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
III

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς και τραγουδώ
τ' άλλα που πέρασαν Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά


Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας


Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες Και τα κομμάτια οι
θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους
φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ


Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα
ξέπλεκα μαλλιά Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.


Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα


Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε» Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο Πάντα
εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες


Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο


Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα Τόσο η


ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο


Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και
να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς


Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς

Είμ' εγώ, μ' ακούς


Σ' αγαπώ, μ'ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς

Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες


Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η
απονιά, μ' ακούς Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς

Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς


Όπου κάποτε οι φιγούρες

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς


Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς


Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς

Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας


Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς


Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;


Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους

Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω


Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό


Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει

Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα

Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο

Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά

Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού


Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο
το παλιό Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο Μόνος να περιμένω
που θα πρωτοφανείς Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή

Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει


Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη Για σένα το ασχημάτιστο
στήθος των δώδεκα χρονώ Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα Ωραιότερες οι αχτίδες
όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από
τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί


Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου! Νίκη, νίκη όπου έχω
νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί

Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί


Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού


Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί


Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή


Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό


Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1972)

Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση,


από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα
ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να
δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βα- στάει στη ζωή. Γι΄
αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γρά- ψω και μερικά τραγούδια,
χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλ-
λιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέ- ρα
το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει
ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα
ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νοιώθει. Και
η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι
συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λό-
για, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΜΑΡΙΝΑ


Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω λουίζα και βασιλικό

Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια των Αρχαγγέλων το σπαθί


Το περιβόλι με τ' αστέρια και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού

Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα σαν αδελφή του Αυγερινού

Μαρίνα πράσινό μου αστέρι

Μαρίνα φως του Αυγερινού

Μαρίνα μου άγριο περιστέρι


και κρίνο του καλοκαιριού.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ Τον Μάρτη περικάλεσα
και τον μικρό Νοέμβρη

Τον Αύγουστο τον φεγγερό κακό να μη μας έβρει

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά είμαστε δυο Ελληνάκια

Μες στα γαλάζια πέλαγα

και στ' άσπρα συννεφάκια

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά κι η αγάπη μας μεγάλη

Που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια περσεύει από την άλλη

Κύματα σύρετε ζερβά

κι εσείς τα σύννεφα δεξιά


Φάληρο με Περαία

μια γαλανή σημαία.

Η ΜΑΓΙΑ

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά

μέσ' απ' τους ουρανούς περνά

Κάποτε λίγο σταματά


στο φτωχικό μου και κοιτά: Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πως είναι τα παιδιά;

-Τι να σας πω εκεί ψηλά


τα τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά

-Γι' αυτό πικραίνεσαι Κυρά δε μου τα φέρνεις εδωνά;

-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά


θα σου τη φάνε τη σοδειά

-Δώσε μου καν την πιο μικρή τη Μάγια την αστραφτερή

Λάμπουνε γύρω τα βουνά

τα χέρια μου βγάνουν φωτιά

Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά φεύγει και μ' αποχαιρετά.

ΤΑ 'ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ Ήταν μια θεία θέληση


κι ενός αγίου τάμα

Εμείς οι δυο να σμίξουμε και να γενεί το θάμα:

Οι βάρκες ν' ανεβαίνουνε ως τα ψηλά μπαλκόνια

Κι οι ορτανσίες να πετούν καθώς τα χελιδόνια

Ν' ανάβουν οι άγιοι κερί

στη χάρη των δυονώ μας

Και τα ψαράκια να φυλούν την άκρη των ποδιών μας


Όλος ο κόσμος ν' απορεί μωρέ τι να 'ν' και τούτο
Με το μπουζούκι να λαλεί και το μικρό λαγούτο:

-Τα 'δατε τα μάθατε

μια αγάπη που εγεννήθη


Άνθρωπος δεν την κατελεί κι ο Άδης ενικήθη.

ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ

Του μικρού Βοριά παράγγειλα


να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και στο παραθυράκι

Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ η αγάπη μου πεθαίνει


Και μες στα δάκρυα την κοιτώ που μόλις ανασαίνει

Με πιάνει το παράπονο γιατί στον κόσμο αυτόνα


Τα καλοκαίρια τα 'χασα κι έφτασα στο χειμώνα

Σαν το καράβι που άνοιξε τ' άρμενα κι αλαργεύει


θωρώ να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει

Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές


γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές

Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.

ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα

στου γιασεμιού την ευωδιά

Στων φύλλων το μουρμουρητό στων άστρων τον χρυσό γιαλό

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν κανείς δε μου σιμώνει

Μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι:

-Έννοια σου λέει έννοια σου


κι εγώ είμαι δω κοντά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι τρι και τρι

τι πικρή που 'ναι η ζωή

Τι γλυκιά και τι πικρή

τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα

στων Αρχαγγέλων τη σκιά

Στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού

Τι να 'φταιξα της μοίρας μου κι έτσι με φαρμακώνει

Μονάχα μου αποκρίνεται της νύχτας το τριζόνι:


-Είμαι μικρό πολύ μικρό

μα 'ναι ο Θεός μεγάλος


Αυτό ποτέ δε θα σ' το πω μήτε κανένας άλλος

Τρι και τρι τρι και τρι

τι πικρή που 'ναι η ζωή

Τι γλυκιά και τι πικρή

τρι και τρι και τρι και τρι.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ Ανάμεσα Σύρο και Τζια


μικρή φυτρώνει νεραντζιά η μικρή μου η κοπελιά

Πόχει τις ρίζες στο βυθό

και τα κλαδιά στον ουρανό το κορίτσι που αγαπώ

Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό δεν είναι μήτε ξωτικό


το κορίτσι που αγαπώ

Μα 'χει τον ήλιο φορεσιά τα κύματα περπατηξιά η μικρή μου η Παναγιά

Χάιντε νύφη της θαλάσσης τι φαμίλιες θα χαλάσεις

Νύφη μέσα στα μπουγάζια με τα πέπλα τα γαλάζια


Άνεμος να μη σε πιάσει λούλουδο μη σου χαλάσει

Κι αν γενεί ποτέ το θάμα

κι αγαπήσεις κάνω τάμα

Να σου στείλω μια μπρατσέρα με τον Πολικόν Αστέρα.


Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη

κι η χρονιά να σου πετύχει

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ Μια φορά στα χίλια χρόνια


του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια

μες στα πράσινα χαλίκια


Το φυτεύουνε και βγαίνει

πριν ο ήλιος ανατείλει


Το μαγεύουνε και βγαίνει το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε

μόνο λένε μόνο λένε:


-Μια φορά στα χίλια χρόνια γίνεται η αγάπη αιώνια
Κι από τ' ουρανού τα μέρη την αγάπη να σου φέρει

Το θαλασσινό τριφύλλι

ποιος θα βρει να μου το στείλει


Ποιος θα βρει να μου το στείλει το θαλασσινό τριφύλλι.
ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό

και τ' άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού

και πίσω απ' τους χειμώνες

Άκουγα σφύριζε η μπουρού κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς στις γούβες στ' αρμυρίκια

Σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί:

-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.

ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ

Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη και πικρή Σαρακοστή

Βάζω πλώρη και κατάρτι και γυρεύω ένα νησί


που δε βρίσκεται στο χάρτη
Το κρατάνε στον αέρα

τέσσερα χρυσά πουλιά


Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά ούτε μάνα και πατέρα

Τα λουλούδια μεγαλώνουν κάθε νύχτα τρεις οργιές


Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μες στης ερημιάς τ' αγέρι όλ' αγιάζουνε μεμιάς


Πιάνεις του Θεού το χέρι

και στα κύματα ακουμπάς σαν αγριοπεριστέρι

Γεια σας έχτρες γεια σας μίση και γινάτι καθενός


Άμα βρεις το ερημονήσι

όλα τ' άλλα είναι καπνός


Μια φορά να το 'χεις ζήσει.

ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ ΜΗΧΑΝΑΚΙ Σκίζει η πλώρη τα νερά


κι αντηχάνε τα βουνά

Ντούκου ντούκου μηχανάκι ντούκου το παλιό μεράκι

Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο

μες στης θάλασσας τον πάτο

Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει τ' ασημένιο το φεγγάρι

και Δευτέρα και Τετάρτη ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι


Κι άχου την Παρασκευή ποιος θα κάτσει στο κουπί
Βρε παπά το θυμιατό σου

γύρισέ το κατά δω
Και με το βασιλικό σου ράντισε μας το νερό
Να 'βγουν και να περπατήσουν σαν κορίτσια οι νεραντζιές

Κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν μια και δυο και τρεις φορές

Χάιντε χάιντε βρε παιδιά πάμε στην Αγια-Μαρίνα


Πάμε στην Αγια-Μαρίνα

με την όμορφη μπενζίνα.

Η ΕΛΕΝΗ Σήκωνε το κλουβί μια δω μια κει


κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι

Μια δω μια κει

ο ήλιος κάθε Κυριακή

Φώναζε στην αυλή ψι ψι, ψι ψι


κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει

Ψι ψι, ψι ψι

την αστραπή τους τη χρυσή

Πήγαινε ν' ανεβεί σκαλί σκαλί


την αγκαλιά ρούχα γεμάτη κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη

Σκαλί σκαλί

την πιο μικρή μας αδερφή


Κάτασπρο γιασεμί και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη

Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ Κάθε πρωί όπου ξυπνώ


τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα

κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα


τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε μόνο εμένα δε θυμάσαι


ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια

-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις άδικα μην περιμένεις

Δε σου το 'χουνε γραμμένο

κι αν σου το 'χουν πάει άλλου

Άλλος μένει εκεί που μένεις και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να 'ναι και σταλμένο


σ' άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο

σε μιαν άκρη τ' ουρανού.


Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσώ να σου μπροστά μου ένα
δελφινοκόριτσο

Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι
σου;

-Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα


πιάνεται

Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε

κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε


Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα

-Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ


Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα που' κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
Βρήκα τα φρούτα που 'χε το πανέρι της το δαχτυλίδι που 'πεσε απ' το χέρι
της

Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της

Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη

μια πέτρα διάφανη που 'μοιαζε με δάκρυ


κι έλεγα που 'ναι που 'ναι η ποδηλάτισσα

Την είδα να περνά πάνω απ' τα κύματα την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα

Την τρίτη νύχτωσ' έχασα τ' αχνάρια της στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια
της.

Η ΤΕΛΕΤΗ

Σύννεφο σύννεφο που πάς είδα και πέρασε παπάς

Δίχως το καλημαύχι του

κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές

τα γιούλια και τις πασχαλιές


Τις ρόδες που ακουστήκανε

κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

Συννέφιασε συννέφιασε

κι έτσι ο Θεός μας έφιασε


Στους έρωτες και στους καιρούς
ν' αφήνουμε μικρούς σταυρούς.

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ

Έπεσα για να κολυμπήσω

κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες

με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι κανείς δε βρήκε το κοχύλι


Χρόνους και χρόνους κολυμπάω που να 'ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο κι έμεινε το νησί μονάχο.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ


που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή μες στον αέρα πιάνω


Μια κοριτσίστικη φωνή

κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική χλωμή σαν Παναγίτσα


Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα

σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.

ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους


στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους

Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν

που 'ρχονταν κάθε χρόνο απ' το Αμπερντήν

Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του

Το σήκωσε το πήγε πάνω απ' τα βουνά κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα

Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά

στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα

Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν στην ξύλινη παράγκα και στο
Αμπερντήν.

ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ Σου το 'πα για τα σύννεφα


σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά

σου το 'πα για τα σύννεφα


Για σένα και για μένα

Σου το 'πα με τα κύματα

σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα


με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά σου το 'πα με τα κύματα
Σου το 'πα μες στη νύχτα

Σου το 'πα τα μεσάνυχτα

σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες που με το νου μου λίγο μόνο σ'
άγγιζα κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά σου το 'πα τα μεσάνυχτα
Με τ' άστρα που κοιτούσες.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ Πέτρες επήρα και κλαδιά


τα φύτεψα στην αμμουδιά

Και μια ψυχή μελέτησα το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό


έγινε αλήθεια τ' όνειρο

Οι πέτρες μεγαλώσανε

και τα κλαδιά φυτρώσανε


Τα κυπαρίσσια τα κελιά

σου τα 'κανα παραγγελιά

Τις πόρτες τις αμπάρες σου και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό έστησα το καμπαναριό

Και κύματα και κύματα

γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά

με τ' αναμμένα σου κεριά

Δώσε το φως το δυνατό

στον Ήλιο και στο Θάνατο.

Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
- Εσείς του κόσμου οι σοφοί για δώστε απόκριση σωστή:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί όπου ανοίγουν οι ουρανοί;

-Ένα κορί- ένα κορί- ένα κορίτσι το 'χει


Κι όποιος κι αν το παρακαλεί όχι του λέει όχι

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν
αντέχουμε

Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά και μελετήστε τα καλά:

Ποιος έχει το χρυσό κλειδί όπου ανοίγουν οι ουρανοί;


Ένα κορί- ένα κορί-
ένα κορίτσι το 'χει

Κι όποιος κι αν το παρακαλεί όχι του λέει όχι

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο
τον Παράδεισο.

Ο ΓΛΑΡΟΣ

Στο κύμα πάει να κοιμηθεί δεν έχει τι να φοβηθεί

Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει ούτε τι θα πει μαχαίρι


Ο Θεός του 'δωκε φύκια και χρωματιστά χαλίκια

Αχ αλί κι αλίμονο μας

μες στον κόσμο το δικό μας


Δε μυρίζουνε τα φύκια

δε γυαλίζουν τα χαλίκια

Χίλιοι δυο παραφυλάνε

σε κοιτάν και δε μιλάνε

Είσαι σήμερα μονάρχης

κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις.

ΤΥΧΗ
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως

το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου μες στην άσπρη κάμαρα μου

Κωπηλάτες του θανάτου


να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου; Να με πάτε να με πάτε

σαν νησάκι που κοιμάται

Και βουές γεμίζει μόνον στους αιώνες των αιώνων.

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν


άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε

πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε κι έναν θαλασσινό
σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν


άστρα και γιασεμιά.
το γαριφαλόνερο

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ Μισοφέγγαρο ασημί


βγαίνει μες στο γιασεμί

Τα κορίτσια το κοιτάν

απ' τους κήπους του Ισπαχάν

Κι ένας άγγελος με γένια στέκει πάνω στα μπεντένια:


Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται το Θεό δεν τον φοβάται;

Άγγελε τι μας το λες φέρε κόκκινες στολές


Να γίνουμε τα μαμούδια

πάνω στα χρυσά λουλούδια

Ράντισέ μας όνειρο


Να γεμίσουμε τη λύπη

από κείνο που μας λείπει

Κάνε τη στερνή τη χάρη του γερο - περιβολάρη

και του απαρηγόρητου

να 'ρθει πια το αγόρι του

Γέρνει ο κήπος με το πλάι

μες στους ουρανούς και πάει

Με το φως επανωφόρι
στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε

το Θεό παντού θα βρείτε


Στο κρεβάτι και στον τάφο

σας το γράφω σας το γράφω


Μισοφέγγαρο ασημί γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν

τα κορίτσια του Ισπαχάν.

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Είναι παιδί μελαχρινό

μας έρχεται απ' τον ουρανό

Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα στη γης και στο χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους

που ανάβουν μόνο για τους γλάρους


Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει όπου του λεν οι πικραμένοι

Κι ένα λαγωνικό που πιάνει

τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι


Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε

μια του γελούνε μια του κλαίνε

Και πότε ζει πότε πεθαίνει

πότε τους άλλους ανασταίνει

Τις αλυσίδες όλες σπάει

και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει.

Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ

Το επάγγελμα μου το εξασκώ στο Κάιρο και στη Δαμασκό


Χρόνους εννιά και πλέον σαν ένας χαμαιλέων

Πρωί πρωί χαράματα

κόβω απ' τον ήλιο γράμματα


Στη γλώσσα που διαβάζουνε

οι αγράμματοι και αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά

το στήνω μες στην Αγορά


Πουλάω φως ουράνιο στίχους απ' το Κοράνιο

Πουλάω τ' όχι και το ναι κι όσα ποτέ δεν είδανε

Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ

πουλάω το ροζ και το βιολέ

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι

οι πιστοί και προσκυνούνε

Κάνω κι έρχονται από πέρα τα ουρί μες στον αέρα

Μια στιγμή στο δειλινό ρίχνω χρώμα γαλανό


Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός ούτε και ανήκω κανενός


Σ' όσους και να πάω τόπους ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους

Το επάγγελμα μου το εξασκώ στο Κάιρο και στη Δαμασκό


Χρόνους εννιά και πλέον σαν ένας χαμαιλέων.
ΟΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΑ ΓΑΤΙΑ
Χάιντε-χα δυο παλιογατιά χάιντε-χα πάνε για καβγά
Χάιντε-χα μ' αγριοκοιτάνε χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε

Ψουτ τους κάνω και σταματούν την ουρά τους μόνο κουνούν

Φουφ τους κάνω και φουφουλιάζω βγάζω νύχι και καμπουριάζω

Χάιντε-χα και σας έφαγα χάιντε-χα ενιαούρισα

Χάιντε-χα το τοιχίο πηδάμε χάιντε-χα και τρεχοκοπάμε

Τα στριμώχνω σε μια γωνιά μου πατάνε μια δαγκωνιά


Τη μικρή την ξεμοναχιάζω

μες στα δυο μου πόδια τη βάζω

Χάιντε-χα τι γλυκιά βραδιά χάιντε-χα που 'ν' εδώ ψηλά


Χάιντε-χα βγήκε το φεγγάρι χάιντε-χα κι έχουμε Γενάρη.

Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

α'

Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι

παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα


Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε

με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Να δείτε που φυλάγω καραούλι σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.


β'

Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:
Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι

απ' τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο ένα κορίτσι - πως το περιμένω!

Κάθε που το 'να γόνατο σηκώνει


μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει

στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει

Με παίρνει τ' αεράκι και πηγαίνω

στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.

ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ» Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα


όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας

μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών

τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών

Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας


μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»
Είπα να παίξω και στα δυο

Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα


Παλιόλογα και λόγια της λατρείας

μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».

Η ΡΟΥΛΕΤΑ Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα


στα γηρατειά ερωτεύτηκα

Μεγάλη πόρτα βρήκα μετάνιωσα - δεν μπήκα


είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς άλλαξε ρούχα ο Μανολιός

Στο κόκκινο ποντάρισα πέντε φορές λαχτάρησα


Τ' ακούμπησα στο μαύρο ποιος τα 'χασε να τα 'βρω
γύρισε κι ήρθε το ζερό

Μες στη ζωή μας βρε παιδιά έρχεται πρώτ' η αναποδιά


Ένα πιάνεις δέκα χάνεις δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.

Η ALFA ROMEO Θαύμασα τον Παρθενώνα


και στην κάθε του κολόνα βρήκα τον χρυσό κανόνα

Όμως σήμερα το λέω βρίσκω το καλό κι ωραίο


σε μια σπορ Alfa Romeo

Καλοκαίρια και χειμώνες

να 'ναι γύρω μου ελαιώνες πίσω μου όλ' οι αιώνες


Μια μονάχα μες στις δέκα να 'ναι αληθινή γυναίκα

Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει και σε πειρασμό με βάζει


δώσ' του να πατάω το γκάζι
Με τη δύναμη του λιόντα

και με του πουλιού τα φόντα πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Γεια σας θάλασσες και όρη γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.

ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ Να 'χεις στόλους και βαπόρια


και πλεούμενα πελώρια

Με το δένε και το λύνε λίγο βέβαια δεν είναι

Όμως της ζωής το αλάτι βρίσκεται μες στο κρεβάτι


Και τα τέτοια δεν τα θέλει κύριε Γιώργο κύριε Τέλη

Μάθετέ το είναι καιρός ίδια τα 'δωκε ο Θεός

Τι λιγάκι τι πολύ

έχει κι ο φτωχός πουλί.

ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ Δύο είν' οι Παράδεισοι


που λέει κι η παράδοση:

Είν' ένας μες στους ουρανούς που μήτε τον χωράει ο νους

Κι όπου αδερφέ μου για να πας θα 'ναι από δίπλα του παπάς

Είν' ένας άλλος έδωνα


κι ας μην τον βλέπεις πουθενά
Όρη θάλασσες και βράχοι μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

Έχει βιόλες έχει κρίνα

Σεραφείμ με μαντολίνα

Έχει γλύκες έχει τρέλες

του διαόλου τις κοπέλες

Μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.

Τ ' ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ

ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ Νυχτώθηκα όπως πάντα

στη σκοτεινή βεράντα


Και διάλεξα έν' αστέρι

το κράτησα στο χέρι


Σε λίγο του 'πα «φύγε»

το φύσηξα και πήγε


Στο αντικρινό μπαλκόνι

όπου καθόταν μόνη


Μελαχρινή κοπέλα

με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στην ποδιά της

το 'βαλε στα μαλλιά της


Το φόρεσε βραχιόλι

και λαμποκόπησε όλη


Έπειτα ήρθε ο μπάτης

πήρε το κάθισμά της


Τη φύσηξε απ' το πλάι

μες στη βραδιά του Μάη


Κι άξαφνα μες στον ουρανό κάηκε σαν βεγγαλικά.
ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ

Από τους χρόνους τους παλιούς το 'χω βαθύ μεράκι να βγω


στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι

Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του


Μάης που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου - εκάης

Έβγα έβγα Μαγισσάκι Τι ζουμπούλια και τι


κρίνα χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τι κι ετούτα
τι κι εκείνα
Ντο και ρε και μι και φα Ντο και ρε και φα
και μι μες στα ροζ τα σύννεφα φούχτα μου
και δύναμη

Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι

να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι

Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του


κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τα παπιά και τα
βαπόρια χύνε το νερό στ' αυλάκι παν μαζί
και πάνε χώρια
Φα και ρε και μι και ντο Έξι τέσσερα κι οχτώ

μες στο μπλε το ξάγναντο γούρι μου και φυλαχτό

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι


να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το Μαγισσάκι

Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος και να


με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μ' ερωτευμένος.

ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ' ΓΡΑΦΕ Τα όσα η μοίρα μου 'γραφε


κι άλλος κανείς δεν ξέρει

Τα βρήκα μέσα στον καφέ τα διάβασα στο χέρι

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό μια σφαλιγμένη πόρτα

Κοράκια πάνω στο βουνό και φίδια μες στα χόρτα


Μακάρι να 'μουν σαν τα ζα που βοσκούνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα

μες στα μυστήρια να 'μπω

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ- να ψάχνω δε συμφέρει

Φέρτε μου δεύτερο καφέ κι αλλάξτε μου το χέρι.

Ο ΤΑΜΕΝΟΣ

Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά της Παναγίας φτάνει ως τα μισά

Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια

Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα
Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι

Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά να τηνε κατεβάσω απ' τα καρφιά

Κι όλο μ' έριχνε κάτου θυμωμένος

Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος.

ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Όλα τα πήρε το καλοκαίρι


τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία το ραντεβού μας η ώρα μία

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι την εκκλησούλα με το καντήλι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

με τα μισόλογα τα σβησμένα τα καραβόπανα τα σχισμένα


Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι


κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ Εδώ στου δρόμου τα μισά


έφτασε η ώρα να το πω

Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ

γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα


Στ' αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ' ομολογώ

Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν τα κυνηγά


Πάντα πάντα θα 'ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.

Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε


δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου προδομένος απομένει -
ποιος; Ο φίλος σου

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-

που σου 'μελλε να το 'βρεις απ' τη γυναίκα σου

Ασ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να λυσσά

κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; Ο νικητής αλλά βασιλιάς μιας χώρας


ακατοίκητης

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλα της η
γυναίκα σου.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

1. Αρχή του κόσμου πράσινη


κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο τραγουδώ και ξετυλίγω

2. Διαβάζω μέσα στο νερό

το άλφα το βήτα και το ρω


Τα δυο γυμνά σου πόδια τους κήπους με τα ρόδια

3. Σ' έκανα πουκάμισό μου

σε φορώ και περπατάω


Με το σώμα το μισό μου

στο δικό σου που κρατάω

4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη με καμάρες και πορτιά


Να γυρνάς σαν το λυθρίνι μες στη δροσερή φωτιά

5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο την απαλάμη των χαδιώ


Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις την Τύχη κι άμε να τη βρεις

6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα

σε μακρινούς να πάμε τόπους


Όπου τα πλάσματα τ' αθώα

να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους

7. Άκουσα μες στον ύπνο σου

που κολυμπούσε ο κύκνος σου


Τα δύο μας τα ονόματα

ν' αλλάζουν χίλια χρώματα

8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα

πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει


Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα

της ρίχνανε άνθη να χορτάσει

9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο


και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη

Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι πάει τη λύπη στα βουνά


Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι στο πάντα και στο πουθενά

11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ ξύπνησα τα χαράματα


Όχι να μη γίνω Ιώβ

μήτε να μάθω γράμματα

12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός χώρια να μας πετύχει


Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός και τοσοδούλα η Τύχη

13. Φύγε από κει μωρέ πουλί

και γέρνει η βάρκα μας πολύ


Μόνο σου πέταξε και δες:
ίσα που παίρνει δυο καρδιές

14. Σταμάτα μου την αστραπή ν' ανάψω ένα τσιγάρο


Και πες του σύννεφου να πει πως θα 'ρθω να σε πάρω

15. Την αγάπη μια τη λες

την ντύνεσαι τη γδύνεσαι


Όσο που γίνονται πολλές και πάλι σ' όλες δίνεσαι

16. Περνώντας απ' τις λυγαριές κάποιος μου το μουρμούρισε


Το 'παν οι σκύλοι στις αυλές κι η γάτα το χουρχούρισε

17. Κάνε με Μωαμεθανό

να προσκυνώ στη Μέκκα


Και να σε πάρω μια και δυο κι εφτά φορές γυναίκα
22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται

18. Ο που ξέρει ελληνικά

πέντε κι έξι έντεκα


Κι ο που ξέρει μόρτικα δύο αλλ' αλλιώτικα

19. Η χαρά μου για να παίξει διάλεξε κοπέλες έξι


Καθεμιά κι από μια λέξη

να τη λέει ώσπου να φέξει

20.Ένα κύμα μέσα σ' όλα έγια λέσα έγια μόλα


Πήρε τα κρυφά μας λόγια να τα κάνει κομπολόγια

21. Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ»


στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ' το πω και να σου το φυσήξω
μέσα στης θάλασσας τον πάτο
Κάποια που πια δεν το θυμάται

μ' έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω

23. Σαν κάποιος ν' αναστέναξε ή να 'κοψ' έναν μενεξέ


Ραγίστηκεν ο ουρανός

και φάνηκε ο κατάμονος

24. Τι να 'γινε το μαξιλάρι

που 'χε απ' τα λόγια μας γεμίσει


Στον ουρανό θα το 'χει πάρει άγγελος για ν' αποκοιμίσει κάτι που πια δε
θα γυρίσει

25. Μόνο που κοιτάχτηκες μέσα στο πηγάδι


Στην ηχώ σου πιάστηκες σαν σε παραγάδι
26. Να σου δένω τα μαλλιά με χρυσόν αστάχυ
Και να λένε τα πουλιά:

ο που τα 'βρε ας τα 'χει

27. Μες στου κήπου το σκοτάδι φέγγεις μόνο με το χάδι


Όμως όταν μπεις στο σπίτι σβήνεις τον Αποσπερίτη

28. Να 'χα μια γομολάστιχα να πιάνει στα Γραμμένα


Να σβήσω τα τετράστιχα και να κρατήσω εσένα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΡΕΧΤ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ


Μια φορά κι έναν καιρό

ζούσ' ένα παιδί καλό που το πότιζαν φαρμάκι


κι είχε μείνει τ' ορφανό δίχως φαΐ δίχως νεράκι
Παιδί παιδάκι της οχιάς
παιδί παιδάκι μου καρτέρα κάποτε θα 'ρθει θα 'ρθει η μέρα
όπου θα πιεις όπου θα φας όπου θα βρεις άλλη μητέρα.

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν


για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν

Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε


ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο

Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.

ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΕΓΩ


Ανάγκη να σε πάρω εγώ

που έτσι σ' απαρατήσανε μονάχο κι έρμο κι ορφανό


παιδάκι μου που σ' αγαπώ

σε μαύρες μέρες και σκληρές μη μου ζητάς το αδύνατο

Δρόμο σε πήγα δρόμο μακρινό νυχτόημερα βαδίζοντας

πείνασα και ματώθηκα


κι ήταν το γάλα σου ακριβό μα να σ' αφήσω δεν μπορώ
παιδάκι μου σε πόνεσα

Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα φτωχά κουρέλια σου φορώ
πλένω σε και βαφτίζω σε με το κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Την ώρα που ο λεβέντης στον πόλεμο κινούσε

η αγαπημένη του έκλαιγε και τον παρακαλούσε


Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς καλέ μου έχε το νου σου φυλάξου από τη
μάνητα κι απ' το σπαθί του εχτρού σου

Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις φωτιά μπροστά πίσω φωτιά
καταμεσής να μένεις

Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε κι οι πίσω μέσα στο
σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε

Μονάχα ξέρει ο μεσιανός να τρέξει να πηδήσει


κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ


ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη

μέσ' από δάφνες και μυρτιές κι από το φως ασημωμένη

μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη

Ως τη θωρεί πετιέται ορθός ο Άνεμος ο ακοίμιστος

άντρας ο άτιμος κοιτάει γλείφεται γλώσσες τις εννιά


κι απέ γλυκά της τραγουδάει:

-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω το φουστανάκι σου να ιδώ

άσε με λίγο να σ' αγγίξω

και της κοιλίτσας σου ν' ανοίξω το ρόδο το γαλαζωπό

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη

και τρέχει τρέχει η Παινεμένη ξοπίσω της ακολουθεί


Άνεμος άντρας που κρατεί μια σπάθα σπάθα αστραφτερή
Αχού το κύμα πως στενάζει

ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει παίζει των ίσκιων η φλογέρα


μέσα στο σκοτεινόν αέρα:
-Τρέχα τρέχα Παινεμένη

τι όπου να 'ναι σε προφταίνει ο Άνεμος χιμάει να

γλείφεται γλώσσες τις εννιά

Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη χώνεται μέσα τρομαγμένη

της δίνουνε κάτι να πιει

κι εκείνη λέει κι ανιστορεί

Ενώ απ' τη λύσσα του θηρίο γυρνάει ο Άνεμος στο κρύο


δέρνει το σπίτι και το ζώνει

τα κεραμίδια του δαγκώνει.


κεντά η καλόγρια η μικρή

Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Βουνά και σύγνεφα μακριά σ' όλα τα γύρω σιγαλιά

Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη και τα τοιχία μες στον ασβέστη

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή

Άχου τι όμορφα κεντάει το χεράκι της πως πάει

Βάνει πουλιά βάνει δεντρά βάνει και τ' άστρα τα χρυσά

Βάνει στις τέσσερις τις κόχες τέσσερις αγριομολόχες

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί


Μα κάθε τόσο αναστενάζει και κάτι με το νου της βάζει
Λίγο το χέρι σταματά

μες στον αέρα και κοιτά

Στα μάτια της που ανοιγοκλειούν δυο καβαλάρηδες περνούν

Κι υστέρα πάλι στο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή

Τι ποτάμια! Τι χορτάρια!
Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια! Πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της.
Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή την ώρα που απ' τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά

Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της κι ωχρό μπακίρι το πετσί της

τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια

που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια

-Παντέρμη τι ζητάς εδώ

μόνη σου δίχως σύντροφο;

-Κι αν είναι κάτι να ζητώ

πε μου σε γνοιάζει εσένανε; Ζητάω κείνο που ζητώ

ζητάω την ίδια εμένανε


-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα


'γίνη η λινή μου η πουκαμίσα και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί

-Παντέρμη λούσε το κορμί σου λούσ' το χελιδονονερό


κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου ασ' τηνε να 'βρει αναπαμό

Άχου τσιγγάνικες ψυχές όλο κρυφές νεροσυρμές


πίκρες μαζί και θάματα στα μακρινά χαράματα.

ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ

-Τι να 'ναι κείνο που φωτά


Μάνα στα δώματα ψηλά;

-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά σήμανε η ώρα έντεκα

-Μάνα στα μάτια μου για δες λάμπουνε τέσσερις φωτιές

-Δεν είναι τίποτα έλα πια

είν' τα μπακίρια αστραφτερά

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη

Τη φυσαρμόνικα γλυκά παίζανε Σεραφείμ μικρά

-Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω


μηνύσετέ το στους ανθρώπους

Κατά Βοριά κατά Νοτιά μαντάτα στείλετε πικρά

Οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν όλα τα δάση αχολογούσαν

Ψηλά δεν έβλεπες κανένα

κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.

ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ Είκοσι τρεις του Θεριστή


στου Πικραμένου την αυλή

πάνε και λεν παν και του λένε:


αν το μπορείς δυστυχισμένε

Στο περιβόλι σου έβγα απόψε


και τα λουλούδια σου όλα κόψε

Γράψε στη θύρα σου σταυρό βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες

Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες

τα χέρια μάθε να σταυρώνεις και πόνου από την ερημιά


γέψου της νύχτας τη δροσιά

Τι πριν περάσουν μήνες δυο θα κείτεσαι στα σάβανα


Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει ο Ταξιάρχης και πηγαίνει

πόχει το σύννεφο σπαθί στράφτει και πάει και δε μιλεί

Κι είκοσι τρεις του Θεριστή μέσα στην έρμη την αυλή

Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος της μοίρας ο σημαδεμένος

Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου γέρνει και τα σφαλεί.

Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΙΑΣ

Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει

κρατώντας βέργα λυγαριάς

ο Αντόνιο Τόρρες ο Χερέντια και στη Σεβίλλια πάει

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά


στην όψη του είναι μελαψός από του φεγγαριού το φως

Κάποτε λίγο σταματά

κόβει λεμόνια στρογγυλά τα ρίχνει το νερό να στρώσει


και να το χρυσαφώσει

Εκεί στης ακροποταμιάς

το μονοπάτι να: τον φτάνουν κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι
και τον πιάνουν

Αποβραδίς η ώρα οχτώ

τον σούρνουν σε κελί μικρό απόξω κάθονται φυλάνε

πίνουν ρακί και βλαστημάνε.


ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
φωνές ξέσκισαν τον αέρα
Ωσάν του κάπρου δαγκωνιές έμπηγε στα ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές

και δελφινιού πηδήματα

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα


μα οι κάμες ήταν έξι

δεν μπόρειε πια ν' αντέξει

Αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο φεγγαρομελαψέ μου


κι αντρογαρούφαλέ μου

αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο π' άξιζες μια Βασίλισσα

μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο

τι τώρα θα πεθάνεις πια

Στην άκρη εκεί του ποταμού

τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του κι ανάγειρε την κεφαλή

με τα σφιγμένα χείλη

Μα τότε πια καμιά φωνή μόνο φωτίστη ο ουρανός


κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ' άναψε καντήλι.

Η ΜΙΚΡΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ Πέρα στην ακροποταμιά


την πήγα και την ξάπλωσα ήτανε μικροπαντρεμένη

Μα εγώ τη νόμιζα κορίτσι που κάτι άλλο περιμένει

Μεμιάς σβηστήκαν τα λαμπιόνια


κι άναψαν όλα τα τριζόνια

Τα δυο της στήθη τα μικρά μέσα στα μισοσκότεινα

τ' άγγιξα και μυρίσανε

σαν γυάκινθοι που ανθίσανε

Από το γύρο του λαιμού έβγαλα τη γραβάτα μου

Εκείνη όσο που να το πεις έβγαλε το φουστάνι της

Εγώ τη ζώνη την πιστόλα εκείνη τα λινά της όλα

Τέτοιο δέρμα τέτοια χείλη δεν τα βρίσκεις σε κοχύλι


τέτοιο θάμπος τέτοια χάρη σε γυαλί και σε φεγγάρι
Το σώμα της σπαρταριστό σαν ψάρι φρεσκοτράβηχτο
μισό φωτιά μισό δροσιά

μου άφηνε μες στα σωθικά

Τι μου 'λεγε δε θα το πω γεμάτος άμμο και φιλιά


την πήρα και τη σήκωσα

Τον άνεμο από μια μεριά σπάθιζαν τα νερόκρινα.

ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ Καταμεσής στη ρεματιά


λάμπουνε τα μαχαίρια

Ωσάν ψάρια αστραφτερά


που κανείς δεν τα προφταίνει και το αίμα τα ομορφαίνει

Μες στις άγριες πρασινάδες ανεβαίνουν με το πλάι


πάνω σ' αψηλές φοράδες

Άγγελοι μαύροι έφερναν μέσα στο φως το αγριωπό


μαντίλες και χιονόνερο

Ο Χουάν Αντόνιο στην πλαγιά πέφτει με μια λαβωματιά

Έχει ανεμώνες στο πλευρό και ρόδι έχει στον κρόταφο

Κατάκοπο από τις φωνές

το απόβραδο μες στις συκιές σωριάζεται λιπόθυμο

Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα


με τα μεγάλα τους φτερά πετούσαν μες στο ηλιόγερμα.

Η ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΑΔΙΚΟ Μπήκε στα κλεφτά η Σελήνη


με τ' άσπρο της το νυχτικό

μπήκε στο σιδεράδικο τ' αγόρι στο περβάζι

κάθεται και κοιτάζει

Στην αχνή που τηνε τυλίγει

τα μπράτσα η Σελήνη ανοίγει και το παιδί κοιτάει κοιτάει


δυο στήθη από σκληρό καλάι
-Μη Σελήνη φύγε φύγε

τι αν έρθουν οι τσιγγάνοι
την καρδιά σου θα την κάνουν δαχτυλίδι και γιορντάνι

Μες στα λιόφυτα περνάνε οι τσιγγάνοι κι όλο πάνε

με τα κεφάλια τους στητά τα βλέφαρα μισόκλειστα

Αχ τι λέει το νυχτοπούλι μες στα δέντρα τι μεράκι


αψηλά η Σελήνη πάει

κι απ' το χέρι της κρατάει ένα μελαψό αγοράκι.

ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Όλα η ψυχή μου τα ζήτα


πράσινα να 'ναι πράσινα τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ' άλογο πάνω στα βουνά τη βάρκα μες στη θάλασσα

Μες στη σκιά που τηνε ζώνει


ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί

- Σύντροφε πάρε τ' άλογο μου

κι όλ' η αρματωσιά δικιά σου το σπίτι σου να 'ναι δικό μου

να 'ναι δική μου η φαμελιά σου

Σύντροφε καταματωμένος έρχομαι απ' τ' αψηλό φαράγγι


αχ έτσι το 'φερε η ανάγκη

-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα


μα δεν ορίζω πια δικό μου κάνε μήτε το σπιτικό μου

- Σύντροφε πες μου και πατέρα


που 'ναι η πικρή σου θυγατέρα;
-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη μελαψή και μόνη

πάνω στο πράσινο μπαλκόνι

Όλα η ψυχή μου τα ζήτα πράσινα να 'ναι πράσινα


τον άνεμο τη φυλλωσιά

τ' άλογο πάνω στα βουνά τη βάρκα μες στη θάλασσα.

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)

ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ

ΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΟ


ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί Άνοιξη χνούδι περιστέρας Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι Με
τσιγγάνες που άρπαζε
Σαν Χαρταετούς Ψηλά
Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης Άνοιξη σουσάμι
αόρατο

Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες
Στρίβοντας
Ένα τραμ
Εστρίγκλιζε

Στ' άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε


Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο
Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο

Στων ωραίων γυναικών τα χέρια


Όπου τύχει Ριπές Θάνατοι
Εκατομμύρια σπερματοζωάρια

Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο

Άνοιξη σφήκα του χεριού

Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα


Μια παράξενη
Άλλη
Γειτονιά

Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε: Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι


της
Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της!

Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ Άνοιξη παραπάτημα των κήπων Άνοιξη «Μήνιν
άειδε...»

Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη! Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!


Και τι κηπάκι Τα λυτά Νωπά Μαλλιά
Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!

Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος Άνοιξη


Mercury Air Sedan

Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά

Στο κενό του γλαυκού κάτω απ' τα βλέφαρα

Μια ρουφήχτρα Που κατάπινε Άσπρα Πούπουλα


Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

Άνοιξη μούρο αδάγκωτο

Άνοιξη βιδωτό φιλί

Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

Το ντουβάρι ορέγονταν κι αλλά καρφιά

Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε

Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες

Κι έφερνε Γύρους Χαμηλά


Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι

Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους


Άνοιξη αμόνι και σφυρί
Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση

Κάποιος απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έριχνε Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα
Κάκτος
Κάστωρ
Κόνδωρ

Ιέραξ

Ενώ στ' αντικρινό το Παρθεναγωγείο

Άνοιξη 37 και 2

Άνοιξη Lone Amour και Liebe

Άνοιξη no nein και non!


Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα

Και τινάζανε πίσω το κεφάλι


Σαν

Να τραβούσαν
Έξω

Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα


Τα κομμάτια τα σπλάχνα μες στα δόντια τους

Άνοιξη δόντι λυσσαλέο


Άνοιξη φούξια του παροξυσμού
Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο

Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ' το φεγγίτη


Που πάλευαν τις ρόδινες κορδέλες
Μια στιγμού- Λα μόνο
Τα γυμνά στήθη

Τα τρεμάμενα σπάρτα μες στους κάμπους


Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες

Άνοιξη σάλτο της ακρίδας Άνοιξη μήτρα σκοτεινή Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη

Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία

Μια κηλίδα Μωβ Πήγαιν' Ερχότανε


Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη

Λάμπανε πίσω απ' το παντζούρι

Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη Άνοιξη «αντίο


αντίο παιδιά!»

1939

ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ Έρμης και χελιδονοδρόμος ποιος


Το πρωί με φοινικιάς Ροδίτισσας
Κλωνάρι τον αιθέρα καίοντας χύνεται Πάνω από της Ανατολής την ορασιά
Στέγες κατάρτια δώματα καμπαναριά Μ' ιριδόστιχτο πέδιλο μόλις Αγγίζοντας
Ποιος - όταν μέσ' από του πόντου τις Αμπελοβραγιές πηδώντας τα
δελφινοκόριτσα Βγάζουν κρυγιές φωνές αγριοπερίστερων Πίσω απ' το ψάρι τ'
αέρος το ακαμάκιστο
Και με την πελαγίδα ή τ' αρσινάκι στο- Λίζουνε τα γαλάζια γένια του αϊ-
Νικόλα Του θαλασσάχραντου

Ραδινά τότε - ποιος της Χάλκης γιος


Το κολασμένο του «καμένου σπήλιου» λύνοντας
Κράτος ψηλά πηγαίνει τα τιμιότατα
Δώρα Θεού που οι χρόνοι δεν κατάλυσαν Πάει πετάει - κι ο νους του αγάλλει
σαν Ήλιου αχτιδωσιά στης μνήμης των αρχαίων Το χάλκωμα

Πάει πετάει - μα στις ψυχές χτυπά Καμπάνα σηκωμού και αρνάδας λύτρωση
Βράχια που του νερού τα ξαναλέει ο αντίλαλος Κοπάδια σπίτια που τα πάει
Δάφνις γυμνός Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές της Κάλυμνος
Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος
Τα όστρακα

Θύρσου Σταυρού ή Σπαθιού

Της Καλοσύνης λάμπος και ύμνισμα!

Για να 'ναι το γλυκό χείλι του μέλλοντος Πάντα στης νέας γερής κοπέλας
το βυζί Γάλα νυμφαίο μυθικό στάχυ μαζί Πάτμος της πράξης και του
ονείρου Νίσυρος

Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά


Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο...
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας
Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του Άξαφνα νιώθεται άγγελος
και Πανορμίτης του Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις
Νιφάδεσσι»

Πάει ψηλά μ' ένα κηρύκειο φως

Πάνω από ρημοκλήσια και ανεμόμυλους

Μαντάτο ελευθεριάς ν' αντιχτυπήσει

Κατά των Αθηναίων το κάστρο που ριγά - Ποιος με σπιλιάδας τάχος πάει
γοργά
Και ξεδιπλώνει τη σημαία της αφρισμένης
Θάλασσας.
1946

Όπως όταν

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΙΚΑΣΣΟ Ι

Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέματα


Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον» Γιατί δεν έχει δυο
στοιχεία ο κόσμος - δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό - κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν
Juego de luna y arena - σμίγουν εκεί που ο ύπνος Αφήνει να μιλούν τα
σώματα - εκεί που ζωγραφίζεις Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ' τα τρομερά ρουθούνια
βάζουν φωτιά σ' ένα φιτίλι τρίχινο
Τρέχοντας υστέρα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα καπέλα
τους
Όπως όταν

ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει στα σκοτεινά Μελαγχολικά η καρδιά του


ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της
χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά

δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα


Φωνάζουν
Σημαίνουν

Η ζωή δεν είναι ερημητήριο


Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται χαμηλά και
ψιθυρίζει λόγια αγάπης
του Βοριά
Γιατί έτσι μόνο υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις

Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε


Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς

Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς


Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα

Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρρόξανθη κραυγή

Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ' αέρια τα υγρά και τα
στερεά του κόσμου ετούτου

Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο

Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον


Να μην υπάρχει εχτρός

Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι


Κι η ζωή αδερφέ μου ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας...

II

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα - κι η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι
ανεβαίνει. Αλλά

Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς

Στα βουνά που ο κεραυνός σεβάστηκε - αλλά και


Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντίλια κόκκινα

Πρωτομαγιά -

Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο

Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους οι
αίγαγροι των βράχων

Αγερομπασιά -

Τα πλατιά μαλλιαρά στήθη σου σαν θειαφισμένο αμπέλι


Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό

Πάει κι έρχεται στ' άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι

Πάει κι έρχεται βουίζοντας

Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα

Όχι μόνο απ' αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το Μέγα Σάββατο στα ράφια τους

Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων


Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους

Αλλά κι απ' τ' άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει ένα βαθύ
μεράκι

Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών

Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων

Μέσα στ' αυγά της χελώνας

Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη φωτιά

Ή ακόμα μες στα δάση των Ηπείρων τ' απέραντα

- Πέφτοντας η νύχτα -

Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ' τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί το


«αλληλούια» με τις φυσαρμόνικες...
Τι 'ναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται - τι 'ναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο - τι 'ναι αυτό που δε
λέγεται

Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται Πικασσό: με το


θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο Πικασσό: με το πείσμα που
γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική

βελόνα

Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια


Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης Πικασσό:
μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας Πικασσό: μες στο
ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα Πικασσό: Ιπποκένταυρε Πικασσό: Guernica

III

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη - και τον γόρδιο κόβει δεσμό των
πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα όταν λυγίζουνε τον ουρανό

Είναι η κοπέλα που κοιτάει μέσα στα μάτια τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ' αγαπώ» Την ώρα που οι μεγάλες
πολιτείες Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν

το 'να μάτι τους


Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ


Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει - κι η γυναίκα

με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θα 'ταν ο κόσμος άλλος θα 'τανε άλλη του κόσμου η
εκκλησιά

Όμως να! ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα πόδια του δένει
ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά
Την ώρα που εσύ θηρίο

Εσύ Παύλε Πικασσό

Πικασσό Παύλε που μες στ' αμάραντα μάτια σου


Χώρεσες όσα δεν μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ' εκατομμύρια στρέμματα
φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σαν να τραγουδάς
Σαν να χαϊδεύεις λύκους ή σαν να καταπίνεις πυρκαγιές Σαν να πλαγιάζεις
νύχτα-μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή Σαν να πετάς πορτοκαλόφλουδες στη
μέση ενός γλεντιού Ενώ εσύ θυελλοχαϊδεμένε

Πικασσό Παύλε αρπάζεις το Θάνατο από τους καρπούς των χεριών


Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις

Λουλούδια ζώα φιλιά ευωδιές κοπριές κοτρόνια και διαμάντια


Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της

γης που μας έφερε και που θα μας πάρει


Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και που θα
περάσουν.
1948

ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΩΔΗ


Τόσο μου ομόρφυνες τη δυστυχία - που ξέρω:
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δε γελιέμαι


Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ' έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Κρούοντας βότσαλα μες στο νερό ν' ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Πως ανάσκελα θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος


Μέσ' από τις μαγνόλιες του Παραδείσου
Σ' έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα Και μυγάκια πάνου από
τα σαπισμένα φύλλα Μυριάδες φωσφόριζες! Πως μετέωρα όλα! Και βαθύς Ο
θόρυβος της ρόδας μες στη νύχτα...

Ή φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια


Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα
Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα

Να με τρομάξεις. Όμως τι θα πει νεκρός δεν ήξερα

Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία

Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά

Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου

Η Αγάπη κι ο Θάνατος - να πω δεν ήξερα...

Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα Μόνο που έσταζαν τα φύλλα
μόνο που ανεξήγητα Είχα μες στη Μητέρα κατεβεί

Της ηχώς το βάθος το άπατο


Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε
Από μέσα μου κι έριχνε μες στο πηγάδι
Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ' το πέλμα μου
Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο
Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου
Ένιωθα ν' αναβλύζουν δάκρυα...

Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη

Τ' άλλα παιδιά τ' ανέβαζε η φωνή

Τ' ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα

Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σαν διωγμένος έκλαιγα

Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου

Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα!

*
Όχι που ήμουν άτυχος - θέλω να πω

Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό

Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας


Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε

Μες στον άλλο ουρανό - Μα που πια κανείς κανείς

Ν' αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο

Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω


Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία - και ξέρω:

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ

Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω


Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα
σου παραμιλώ Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες

Έν' αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα


Μες στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»; Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα
ύψη
Ένα ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος

Κι ο μισός εμένα έξω απ' τον Καιρό

Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο Θάνατος

Πάλι ν' αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό.


Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας
Και βασκανείες του καπνού των κήπων. Αλλά τι
Κόπος ο ποιητής με τ' αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο. Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά
σου
Και παρηγόρησε με που γεννήθηκα.

Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν


Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών
Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε
Μακριά μες στα θαλασσινά χαράματα
Το φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε
Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη
Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί
Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν
Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!

1953

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Θ' ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός


Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ' απ' τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι' αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Εμάς τους γύφτους άσε μας Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις» Τι δε νογάμε
από γιορτή

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-


Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν» Μαργωμένοι μες στο χρόνο Κι από τραγούδι
αμάθητοι

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ' Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά
σε Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

1955

ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡ1ΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ

Τόσο μόνον

Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος


Ή ν' αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ' ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου

Ω γαιώδη άνθρωπε

Κι εκεί

Μακριά στην πούντα του Καιρού


Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι

Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!

Αλλ' εμείς το χτίζουμε άλλ' εμείς το κηπεύουμε


Αλλ' εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε

Και συχνά την ώρα που απ' τη λέπρα της ηπείρου

Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική

Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου

Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε


Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα
Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα

Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία


Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα

Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε

Τ' αχνάρια που άφησαν -και που ακολούθησες- Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο
πενθοφόρος.

1958

MOZART : ROMANCE

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, KV 466

Όμορφη λυπητερή ζωή


Πιάνο μακρινό υποχθόνιο
Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο
Και τα χόρτα με κυριεύουν

Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;


Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν
Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει
Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα

Ούτε τ' όνειρο ούτε δεν ήταν

Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι

Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.

1960

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ

Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί σκισιματιά που θα


τραβούσε πάνου ως κάτου μες στου μέσα κόσμου τη μαυρί- λα κι
αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες στον Άδη σαν
αηδονολαλιά

Πόρπη ασημένια Ελένη

Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια σου
διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

(Σήκωνε το κλουβί

μια δω μια κει

κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει

ο ήλιος κάθε Κυριακή)

Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και νησιά
του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής όπου μεγάλωσες
παραδεισένια
Ελένη χώρα του Ήδυπνου

Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για να 'βγει
τέτοια μέντα η ομορφιά σου

(Φώναζε στην αυλή ψι-ψι ψι-ψι

κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι


μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει ψι-ψι ψι-ψι

την αστραπή τους τη χρυσή)

Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανέ- νας
μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης γυρισμένη έτσι
κι εσένα
Σελήνη Ελένη αναβρυτή

Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί και δεν
αντέχει κοίτα στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαι- μονολόγι

(Κάτασπρο γιασεμί και μυ- και μυ-


και μυστικέ μου Αποσπερίτη πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας

Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές


αστράφτουν σαν Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης

Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών

Εκεί που ακινητεί ο Καιρός

1962
Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ
Κι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου· Ένα θρόισμα σαν από χαμένης


Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου 'μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων Το παλιό μου
σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω

Πόρτες παράθυρα ανοιχτά


«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου


Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου Ανεβαίνει απ' της ψυχής τ'
απόνερα ένα Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι Άλλα τόσα παλιά
ηλιοβασιλέματα

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού


Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως
το δεις Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι -
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Μέσ' απ' τη χλώρη του βυθού και πάλι


Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα

Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα


Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».

Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα· Βατές όλες οι θάλασσες με τα


λουλούδια Μόνος άλλ' όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ' ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.

1965

ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει


Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα Σπώντας του Μαΐου τα
κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται Τον πόνο
Τον σωματικό

Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε: Ως πότε, ως πότε

Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα: Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες
κι Αίγισθοι Καθείς μ' ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.

Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ' όλους Βασιλιάς της Ασίνης, ως


κι εκείνος ανεβαίνει, να τος Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τι; Προς τι;

Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα


Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη

Ν' αφαιρέσω απ' τους μάντεις το δεινό μέλλον


Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω. Εγώ, που από τον Ήρωα να
γυρίσω πίσω εδέησε Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος Εωσότου τέλος,
του καιούμενου από μόνου του Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια
Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων

Το είδωλον του αιώνος

Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει. Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει,


παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει . Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς

Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον


Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι

Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι

Στο φως, στο φως, στο φως.


πους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλί- σουν μέσα
της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε
μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να
φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυ- μίας
βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

II

1968

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ


ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Θεέ μου και τώρα τι Που 'χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη
μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει τι

Που όλα του τα 'χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το

Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη
λύπη του

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρ- δος
Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον είχανε
κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι- ζαν παράξενα

Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώ-
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή- μερο να
κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη- χτό βαρκάκι

Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού
στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...)

Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι
πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες
στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο
σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον


κυριεύει.

1969
Αυτός

ο τελευταίος Έλληνας!

VILLA NATACHA

III

Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο- ρα
οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα- κόκκινες απ'
τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κά- θε


φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα


βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο
τα κλωνάρια

Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία και
καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο- μήτορες
επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά


μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Ι

Έχω κάτι να πω διάφανο κι ακατάληπτο


Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου. Εδώ, σε μια γωνιά που κάθισα
Να καπνίσω το πρώτο ελεύθερο τσιγάρο μου

Αδέξιος μες στην ευτυχία, τρέμοντας


Μήπως σπάσω ένα λουλούδι, θίξω κάποιο πουλί

Και σε δύσκολη θέση, εξαιτίας μου, βρεθεί ο Θεός

Κι όμως όλα μου υπακούουν


Και οι όρθιες καλαμιές και το γερτό καμπαναριό Και του κήπου το στερέωμα
όλο Αντικαθρεφτισμένο μες στο νου μου
Ένα ένα ονόματα που ηχούν
Παράξενα μέσα στην ξένη γλώσσα: Phlox, Aster, Cytise
Elgantine, Pervenche, Colchique Alise, Fresia, Pivoine, Myoporone
Muguet, Bleuet
Saxifrage

Iris, Clochette, Myosotis Primevere, Auberine, Tubereuse Paquerette,


Ancolie, και τα σχήματα όλα
Καθαρογραμμένα μες στα φρούτα: ο κύκλος, το τετράγωνο

Το τρίγωνο και ο ρόμβος

Όπως τα βλέπουν τα πουλιά, να γίνει απλός ο κόσμος


Ένα σχέδιο Πικασσό

Με γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρο.

Λέω: κι αυτό θα' ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει. Πολύ δε θέλει ο κόσμος.
Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς

Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση

Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.

Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πο- λέμων σαν
αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των απο- χρώσεων ο Matisse.
II Όμως εκεί που δύο φίλοι
Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε -
Τρίτο τίποτα δε χωρεί

Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε


Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης
Μες στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να: Το κύμα; Είναι αυτό;

Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει


«Μη με ξεχνάς» «Μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία; Ή μήπως όχι; Μήπως το
νερό μόνον που τρέχει Νύχτα - μέρα στης Αγίας Παρασκευής το εκκλησάκι; Να
ξεχάσεις τι; Ποιος; Τίποτα δεν ξέρουμε.

Όπως αποβραδίς που κάτι σου έσπασε


Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο
Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις
Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε
Κι έχεις πικρό, πριν από τον καφέ, το στόμα
Χειρονομώντας άσκοπα, μιας άλλης,
Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ' αυτό που
(Ή μπορεί κι απ' τη σκέψη
Κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει)
Αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται. Λέω: τη μια
στιγμή, τη μόνη που
Εάν φτάνει δε γνωρίζεις

Τα Γραμμένα ραγίζονται

Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα Πρέπει και ο θάνατος
να θανατώνεται και η φθορά Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε

Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό

Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.

Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε πάνω στην


Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία, ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο
άσπρο πουκάμισο.

III Άνθρωπε, άθελά σου


Κακέ - παρ' ολίγο η τύχη σου άλλη.
Σ' ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες

Να πολιτεύεσαι

Σωστά, θα τα 'χες όλα. Επειδή απ' τα λίγα, μερικές φορές

Κι από το ένα - έτσι ο έρωτας -


Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να: Στο χείλος των πραγμάτων
στέκει
Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα.
Κιόλας έφτασε το απόγεμα

Γαλήνιο σαν της Μυτιλήνης ή μιας ζωγραφιάς Του Θεοφίλου, ως πέρα το Eze,
το Cap - Estel, Κόλποι όπου σιάχνει αγκαλιές ο αέρας
Μία διαφάνεια τόση

Που τα βουνά τ' αγγίζεις και τον άνθρωπο εξακολουθείς να βλέπεις

Που πέρασε ώρες πριν

Αδιάφορος, μα τώρα πρέπει να έφτασε.

Λέω: ναι, πρέπει να έχουν φτάσει


Ο πόλεμος στο τέρμα του, και ο Τύραννος στην πτώση του
Και ο φόβος του έρωτα μπρος στη γυμνή γυναίκα.
Έχουνε φτάσει, έχουνε φτάσει και μόνο εμείς δε βλέπουμε
Παρά ψαύοντας ολοένα πέφτουμε στα φαντάσματα πάνου.

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το
χέρι Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι Κι είναι ανάγκη να μείνω
απ' τους απέξω.

Επειδή και ο Αφανής, παρών αισθάνομαι πως είναι


Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα, όταν

Ήρεμα το σπίτι

Αγκυροβολημένο μες στο ηλιοβασίλεμα

Βγάνει άγνωστες λάμψεις

Και σαν από έφοδο, μια σκέψη

Εκεί που για τ' άλλου τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.

1969
ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ

Φέγγαν οι αλατόπετρες και στη μεγάλη


Αλαλησιά του μεσημεριανού πελάγου τίποτα. Μόνον δώσ' του ο άνεμος
Δώσ' του με το ράντιστρο. Και δύο ή τρία πουλιά
Δυνατά κι ελεύθερα σαν ευτυχίες.

Έτσι για να 'χω ζήσει αντίθετα Στα ερχόμενα και να μην έχω Λάβει τίποτα
ευτυχώς
Παρεχτός από τα χέρια μου όλα Τώρα πάλι ακουγόμουν Καταμόνας όπως ο
ασκητής
Προτού ανεβεί απ' τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη Δεξιά βουτούσε ο βράχος
κι από τ' άλλο μέρος υψω- Νε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης
Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη

Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι

Χιλιετηρίδες υστέρα

Που το νερό αναπήδησε

Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα

Φαίνονται ακόμα κοίτα

Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι


Περασμένα τωρινά μου

Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα; Στρίβοντας τ' ακρωτήρι σειρές


κατεβατές
Τ' αμπέλια μ' ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη

Φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων

Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος

Πώς να 'ναι τώρα οι άνθρωποι; Άραγες


Να φοβούνται ακόμη; Στους αγρούς τους γερτούς

Να ελπίζουνε άλλον ουρανό; Κερασιές να υπάρχουνε;


Και ποια τώρα να κάνει

Στον ασβέστη επάνω με τις ζωγραφιές

Αγία το θαύμα της;

Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα

Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού

Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει

Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες

Αλλού. Είναι αλλού

Που το θαύμα το αέναο γίνεται Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο Το χέρι αυτό που
θα γυρίσει Στους καιρούς πίσω τ' άχρηστα Θ' ανοίξει σαν ηλίανθος
Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα

Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα Μακριά στα βάθη σαν βαρύ
θηρίο η Ασία κοιμόταν Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ' τη βερβένα
Σάλευε στ' αεράκι και το πόδι του έλαμπε

Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία Μία στην άλλη δίνονται Νιωσμένο
φανερώνεται
Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο Γεμάτο μ' αχινούς και βιολέτες
θαλάσσης Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου
Μ' ευωδιά και μ' αγκάθι

Παλεμένο στ' άγρια το πυργί των δώδεκα μηνών γυρνούσε

Στους καιρούς κόντρα κι άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν

Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε

Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε


Κι η μέρα που απελπίστηκες Επιστρεμμένη σαν ηχώ αλλ' απέραντη Και οι
λύπες οι μικρές
Με το κρυφό τους κόκκινο λουλούδι Σκιές τρεμάμενες άπιαστα φυλλώματα Των
ουρανών επάνω στο νερό
Που ο νους μόνον εγγίζει

Σήμαιναν οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής ανήμερα


Και κομμάτια κομμάτια τα τετράγωνα μεγάλα σπίτια
Τα 'παιρνε το μπουγάζι. Τρεις ώρες πιο ψηλά
Μ' ανοιχτό πανί τα καΐκια ρυμουλκούσαν τις στέγες

Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς Του μέλλοντος αρχαιολόγος Και των
επουρανίων

Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι. Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά
Πατρίδα που δε χάνεται

Κει που γυάλισαν κάποτε ύστερα η αλήθεια ήρθε.


Ξύπνησες Αδάμ και ξαναρχίζει ο κόσμος Φύλλωμα κισσού στον ασβέστη
περνάν Τρεμάμενα τα κύματα μυριάδες σκιάσματα

Μες στ' Απίστευτο μετρήσου και πες


Πόσο πιάνει ο σταυρός και πόσο η Πλατυτέρα Της ψυχής σου που ανάφτηκε
χρυσός αέρας Αϊτέ Θαλασσών των ουρανών δελφίνι
Ζωή μου γλαυκή που σε μιαν αστραπή
Τα 'πες όλα και τα 'καψες τα 'πες όλα και τα 'κρυψες

Εναντίον μου να μεγαλώνουν είδα


Κορυφές του Αραράτ κι ακατάληπτες γλώσσες
Όμως μόνος προχώρησα κι ούτ' ένα δάκρυ

Δόλωμα κρυφό στη βοή των κυμάτων


Ρίχνω κι αγρικώ σαν λεόντων φωνές
Τις φορές οπού αδίκησα τις φορές οπού απάτησα

Μου κατάφαγαν σπείρες μελισσών

Το λιγνό μου κορμί και τη μιλιά μου πήραν

1971
ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Θεές κωδωνοκρούοντας πέλαγα μαύρα

Να πενθώ για τι; Ποιος αυτός που προστάζει; Ποιανού μαχητή χαμένου
στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα να ξανάρχεται μέσα μου;

Τρεις και τέσσερις φορές έγειρε ο νους μου


ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡ1Ο ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ
Με λοξά τα φτερά πουλιού της τρικυμίας
Κι υστέρα πάλι τίποτα τίποτα πάλι
Έχε γεια Βοριά μελαψέ σγουρομάλλη
Που κρυφά κρατείς από κάτω της γης
Το ένα μου αηδόνισμα τα πολλά μου αμαρτήματα

Εννεάστερο τέρας φωτεινό


Ταξιδεύει ψηλά και στην ψυχή μου ρίχνει Τόπους τόπους τα γράμματα
κι ούτε μια λέξη Τίποτα να πω πια δε γίνεται άλλο
Μοναχά φυσώ και πέπλα παλαιά
Για τους άλλους αόρατα μπρος στα μάτια μου ανοίγονται

Ανυπόταχτο σκαρφαλωμένο γίδι


Στα ύψη μασά των αιώνων τα φύλλα
Όπως πριν που γεννήθηκα κι όπως κατόπιν

Εμπρός προσκυνώ σε την Ανθοκρατούσα


Μαβιά που κοιτάς και τα πέρα βουνά
Ωσάν της Αναλήψεως καταδιάφανα χάνονται

Ατελεύτητα λευκό το κελί

Σαν σταγόνα νερού καθαρού μες στον ήλιο

Με πηγαίνει κι ολόγυμνος το θαύμα λέω.

1972

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978) ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ


Η παρουσία

Η Μαρία Νεφέλη λέει


Και ο Αντιφωνητής

1 ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


1. ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
2. Η ΝΕΦΕΛΗ
2. Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ

3. ΠΑΤΜΟΣ
3. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ


4. Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ

5. THROUGH THE MIRROR


5. Η ΑΙΓΗΙΣ

6. ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
6. ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ

7. Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
7. Η ΕΛΕΝΗ

Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης

Ο Αντιφωνητής λέει
Και η Μαρία Νεφέλη

1. PAX SAN TROPEZANA


1. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ

2. ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
2. ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ

3. Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
3. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

4. EAU DE VERVEINE
4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ

5. Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
5. ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ

6. ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ


6. ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ

7. Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
7. Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ Το τραγούδι του ποιητή
Η Μαρία Νεφέλη λέει
Και ο Αντιφωνητής

1. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
1. Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

2. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
2. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ

3. Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
3. Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


4. ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ

5. ELECTRA BAR
5. Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ

6. DJEDA
6. ICE SEHE DICH

7. Ο ΣΤΑΛΙΝ
7. Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ Το αιώνιο στοίχημα

Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ

ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ε', 39.1

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά σ' αυτά που 'ναι να γίνουν
και στ' αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα
μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο


κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά
παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των
παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει
τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της
μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που μόνο αυτή τ'
ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι- χτά, δακρύζει, αλλά δεν
είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα
αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε- τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή
τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω».
Κι όλα γύ- ρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το παράκανα.
Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το
αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν
ξέρω τι με περιμένει...

Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτά- δες;» -έτσι


μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι
από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε

απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν
έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α. Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.
Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία
πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Μ.Ν. Ήτανε
καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Α. Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!
Μ.Ν. Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Α. Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού
περπατά.

Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα κι είναι τα μάτια του
βαθιά κι ανύπνωτα...

Α. Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί μ' αυτήν και
τ' όνομά της.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέ- σα στο


φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Α. Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και
σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Α. Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.


Μ.Ν. Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως
και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα
παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιτα- λιάνικες.

Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναί- κες σε
μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.
Α. Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει,
θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση- μένιοι τρούλοι, κατόπιν
τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι
φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση.
Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ'
αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαι- μονικά του
κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα.
Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το
κρύψουμε βαθιά στα πράγ- ματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει;
Ποιος άκου- σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν, τα
Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί- πες. Και σ' αυτό
πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε
μου!

Α Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως
αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν. Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους
αυτοεξορίστηκα!

Α' Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Ροές της θάλασσας κι εσείς


των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!

απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε πως ανεβαίνω


αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη

και σταλάζοντας αίματα.

Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·


σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.

Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων

και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες και θα σου δοθώ μέσα σε
βρυχηθμούς και ουρλιάσματα. Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti

τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο το σαρακοφαγωμένο απ' τα


παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus

Μη φοβάσαι

με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης θα σε οδηγήσω


και θα σου χιμήξω·

τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου

Και ο Αντιφωνητής:

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ

Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.


Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη με το πατ-πατ το μακρινό της
γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία. Ποίηση ω Αγία μου -
συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός να περάσω από την άλλην όχθη· οτιδήποτε θα
'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.

Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει αν στα βάθη μέσα των ωκεανών


βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο

με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες και τους Μήνες ολόγυρα
στις μύτες των ποδιών συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.

Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


μ' έκαναν κομμάτια, ντράγκου-ντρούγκου μ' έριξαν στα όρνια ντρούγκου-
ντρου».

η αλήθεια. -έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή

κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου έχει ανάγκη απ' τις
λαβωματιές σου·
απ' αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει καπότες η ζωή που μάταια
έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά

και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...

Μπρος! Ανοίξου! Φύγε!

Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο

μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου


να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας:

ί ι ι ι ι.

Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ να σου τραγουδώ τις
νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο:
«Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-
ντρου
Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.

Και ο Αντιφωνητής:

Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι μες στους θησαυρούς μένω κενός.
Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου
εκεί μακριά που βρίσκομαι.

Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη πάρε το χέρι μου - σε ακολουθώ·


και το άλλο υψώνω -ιδές- με την παλάμη αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα
ένα ουράνιο άνθος:
«Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»

Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ ιδού το στίγμα φίλοι


πρέπει να κρατήσουμε την επαφή. Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα κι
είναι το ξέρετ' ενάντιος ο καιρός.

Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα και να: ο Θεός!

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Η ΝΕΦΕΛΗ

Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.

Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη και να 'μαστε
και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης

η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης

Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους ή να γεμίζεις


με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο

και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με
γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου να μη σε
νοιάζει αν αρέσεις η όχι
τίποτε

Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να


διαθέτεις νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν' απολύεις όλο το προσωπικό

να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά
τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι

ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος σαν


καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά

γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια

και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα... Είναι διγαμία ν'
αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΠΑΤΜΟΣ

Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος· από ζώντας με τις
δαχτυλιές του επάνω μας ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ' ακατανόητες άρπες. Αλλ' ο κόσμος φεύγει...
Αϊ αϊ δυο φορές τ' ωραίο δε γίνεται δε γίνεται η αγάπη.
Κρίμας κρίμας κόσμε
σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα

Εκεί εκεί να πάω σ' ένα νησί πετραδερό που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν
κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες πλαστικούς
σάκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς κιβώτια με φιάλες μεταλλικό
νερό
κίνησα -δεύτερη φορά- και τίποτα.

Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου έσβηνα μες στα ούζα και στα
εγγλέζικα θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους

Και ο Αντιφωνητής:

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Στενός ο δρόμος - τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ ανίσως κι ήταν μια φορά
μονάχα

τότες που σε φυλούσα κι άκουα θάλασσα...

Κι είναι από τότες λέω - είναι η ίδια η θάλασσα

φτάνοντας μες στον ύπνο μου που 'φαγε τη σκληρή την πέτρα κι άνοιξε τ'
αχανή διαστήματα. Λόγια που έμαθα
σαν περάσματα ψαριών πράσινα με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα παραμιλητά που
ξυπνητός ξεμάθαινα
και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα

Ιωάννης των ερώτων μπρούμυτα


στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου με το γλόμπο γυμνό στην
άκρη από το σύρμα
και τη μαύρη κατσαρίδα σταματημένη πάνω απ' το νιπτήρα. Προς τι προς τι
να 'σαι άνθρωπος
ο βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωικό βασίλειο τι μπορεί να σημαίνει
εξόν κι αν έχεις ώτα ακούειν μη φoβού α μέλλεις πάσχειν.
Εγώ δεν εφοβήθηκα
εγώ διόλου ταπεινά όμως υπόμεινα εγώ το θάνατο είδα τρεις φορές
εγώ με διώξανε απ' τις πόρτες έξω.

Αν έχεις ώτα ακούειν. Εγώ άκουσα βουή σαν από πελαγίσιον κόχυλα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος να κοπεί και χάνεσαι...

Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς πάνω σ' ένα κρεβάτι που
το ζέσταναν οι ράχες άλλων βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά του άνεμου τα πατήματα
πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια

σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν


με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα προσεχτικά προπάντων στα σημεία που
έβλεπα
να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου. Ώσπου τα μάζεψα όλα στην
ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ - κομμάτια θάλασσες πιο πέρα. Θε μου που πάει
κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της ένας ακόμη που δε
γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.

Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι· πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το
χέρι μου πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή. Λύση της
συνεχείας του δέρματος

Και ο Αντιφωνητής:

και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν κομμάτι γης φτενό ζωσμένο
στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα

κι ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός το πόδι του ξυπόλυτο πάνω


στην πέτρα.

«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι κείνα που 'ναι γραφτό να πάθεις.» Και
το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου 'δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:

«Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες


και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου

όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι που τις έφερε».

Και μεμιάς πίσω απ' το χέρι του είδα - φάνηκε


συρφετός πολλών αλαλιασμένων από τρόμο ανθρώπων οπού φώναζαν κι έτρεχαν
έτρεχαν κι έσκουζαν
«Ιδού έρχεται ο Αβαδδών ιδού έρχεται ο Απολλύων». Ένιωσα ταραχή
μεγάλη, και όργητα
με κυρίεψε. Αλλ' ο ίδιος συνέχισε:
«Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη. Κι ο βρομιάρης ας βρομίσει
περισσότερο. Κι ο δίκαιος
πιο δίκαιος ας είναι». Κι επειδή αναστέναξα με γαλήνη απέραντη άπλωσε το
χέρι
αργά πάνω στο πρόσωπο μου

κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.


«Δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι και γλώσσαις και βασιλεύσι
πολλοίς»
είπε· και βγάζοντας λευκές φωτιές έσμιξε με τον ήλιο.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου. Εδώθε ο χαμός - εκείθε η


σωτηρία. Εδώθε το mercurochrome το tensoplast εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας
τις ερημιές ουρλιάζοντας δαγκώνοντας
σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο. Όταν ακούς αέρα
είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ Φοβηθείτε


αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου·

ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήσετέ το:
αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ' απίθανες χειρονομίες δρα:

το Ασύλληπτο!
α' δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να 'χουν εξοικειωθεί με
τ' αγριοπερίστερα
β' ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να 'ναι από ρεύμα ηλεκτρικό και
ανύποπτα πουλιά
γ' μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα δ'
το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.

Θα 'χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ.

και ο Αντιφωνητής:

Τέτοιο το πρώτο μου όνειρο που ακόμη


ναν το χωρίσω απ' τις φωνές της θάλασσας και να το σώσω καθαρό δε
γίνεται.
Δε γίνεται μέσα στα λόγια τ' όνειρο. Το ψέμα μου είναι τόσο αληθινό που
ακόμη καιν τα χείλη μου.

Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις
να σταθείς επάνω της.

Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ

Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει


σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ' τα βάραθρα τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα·
μόνο η ψυχή αναμμένη σαν παλιά εκκλησία

δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη....


Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι:
βαρέθηκα ν' ανησυχώ ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω! Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού

η πελασγική τοιχοποιία σ' όλο το μάκρος της ζωής μου πλάι πλάι να την
περπατώ

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Είμαστε το αρνητικό του ονείρου

γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά


πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα, Όμως
Das Reine Κυρίες και Κύριοι

kann sich nur darstellen im Unreinen und versuchst Du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!

THROUGH THE MIRROR Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα


κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.

Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου


απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα. Ω μουσική ω
Κυριακή συννεφιασμένη

Και ο Αντιφωνητής:

εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί

κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!


το Δίκαιο

Όλα μία σταγόνα


ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·

μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό με απέραντη
ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός και πάλι πέφτει ανίσχυρος
βυθίζεται στα βάραθρα.

Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.


διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά κάτω από την επιφάνεια
του νερού όπου γέρνω σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πως να περάσω μέσα

Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.

την άλλην όψη των πραγμάτων


να περάσω από

Η ΑΙΓΗΙΣ

Δεν ξέρω που· δεν είναι στ' όνειρο

δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γης αυτή αλλά και αν είναι
τρεις κλίμακες πιο πάνω

απ' όσα γίνεται να σοφιστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου η χώρα όπου
κανένας πλέον δεν κατοικεί
εξακολουθεί να υπάρχει.

Εν αγνοία μας εκεί


με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας κύκλους διαδοχικά
να κατεβώ και τους εφτά ουρανούς εωσότου

η αντανάκλαση

των αγγέλων μ' αρπάξει

ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου


μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά
μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες
με τεράστιες ανεμώνες
περασμένες στ' αυτιά τους σαν ακουστικά·

σήματα-λέξεις μυστηριώδεις
«Αστεροβαδών» «Ιδιολάθης» «Μίκυον» - οπού σημαίνει έχει συντελεσθεί το
θέλημά σας, κι η φωνή της γης επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να
'ναι θα φανεί στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης
όπως μας λένε οι επιστήμονες-και που είναι το αίσθημα γινόμενο απτό
μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.

Κι εγώ που 'μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα σ' ένα ύψωμα επιβλητικό
σαν το Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι;

το μαρτύριο του αγίου Μαυρικίου

Και ο Αντιφωνητής:

αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη σπιθοβολώντας από μια σ'


άλλη συνείδηση

κενή από σώμα καθώς κύμα

ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως μεταφέροντας το


μήνυμα το θείο
την αμβροσίοδμη μουσική

και αυτή συντελεσμένη

σ' όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά πέφτοντας έως τα
ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί από ίασπι και ορείχαλκο

μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα που θα μπορούσε ο
άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο ν' αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ' αδύνατον.

Τάχα να μην είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί


κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού μιαν αψηλή βουνίσια
θάλασσα
να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα φορέσει το μανδύα τον κυανό
να δικάσω τους άλλους και απ' αυτούς να δικαστώ την κάθετη ώρα του
μεσονυκτίου...
Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Mondrian

οι περίβολοι της εκκλησίας με τα κορίτσια ολόγυμνα κρατώντας μύρτα

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ο όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα πάλι και πάλι χιλιάδες
φορές.
Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους και τα μαύρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.

Ο συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφα του -πού;-από ποιον;- ποιος είναι


αυτός-ποια είναι αυτή που τη λέμε ανώτερη
δύναμη ελέω Θεού ή ελέω τεθωρακισμένων

μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη


στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω ψάχνοντας την αληθινή μου
μέρα·
που κρατώ και ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα πάνω από το κεφάλι
μου
λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.

Παιδιά κι αγγόνια της απάρνησης

είναι όλα τους μπάσταρδα.

ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ

Τι 'ναι αυτό που μπερδεύεται μες στα μαλλιά μου

σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου·

άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά με τραβάει κι αδύνατον να του
ξεφύγω·
πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
σταματώ να σκέφτομαι και μ' αφήνει·
τρέχω στους καθρέφτες και δε βλέπω τίποτε.

Και ο Αντιφωνητής:

και το τύμπανο το τύμπανο


«ήλιος-νερό» «ήλιος-νερό»
καθώς οι νόμοι της βαρύτητας έχοντας ατονήσει πλέον
ο νους τραβούσε τα πουλιά κι όλο το δεντροκόμι τ' ουρανού ως τα ύψη.

Αυτά.

Και τώρα μόνον

ό,τι διασώζεται μες στις προλήψεις ό,τι από το πρωτόγαιο το ασκίαστο


ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ
της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί που εχάσαμε το θείο ναυάγιο
για πάντα.

Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική θα μας βοηθούσανε να


κατανοήσουμε τη βαθύτερη δομή του κόσμου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ


Αλλού είναι ο θάνατος. Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε

το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα κι ο καθρέφτης
θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος

όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε. Αλλού είναι ο θάνατος.


Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.

Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.

Τώρα θα τεντώσω τ' ανοιχτά μου μπράτσα και στα ρεύματα μέσα που θα
σχηματίσω δίχως να σιμώσεις θα φανείς
Δεν έχω συγγενείς

απ' όλη μου τη ζωή


Ίρις Μαρία Νεφέλη
πράσινη στα μεγάλα καταστήματα των νεωτερισμών μενεξεδιά στα υπόγεια
καφενεία
κόκκινη στις κηδείες των φτωχών

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα. Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει

επειδή της μοιάζουμε.


Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων· Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni χρυσαλλίδα του ύπνου μου.

Tra un fioro colto e l' altro donato l' imesprimibile nulla.


Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες η θεόπεμπτη διακοπή του
ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι. Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη


να τα βλέπαμε όλα ίσια: Μπα. Η αναποδιά έχει μια μονιμότητα πεισματική·
αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα.
Όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε βέβαια ζούμε από τις
εξαιρέσεις. Προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει τίποτε ακριβώς για να συμβεί
επιτέλους κάτι
έξω και πάνω από τη χλεύη.
Ένα κεράσι την ώρα που χειμάζονται μέσα του όλες οι αθλιότητες
και αυτό στο πείσμα τους καθάριο παντοδύναμο άψογο λάμπει δείχνοντας
ποια θα μπορούσε να 'ταν η υπεροχή του ανθρώπου.

Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους.

Δυστυχείς εμπροσθοφυλακές και ανάστροφοι οδηγοί των βαρέων αρμάτων τ'


ουρανού
ως και τα σύννεφα είναι ναρκοθετημένα το νου σας: από μας η άνοιξη
εξαρτάται.
Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.

Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ στον άνθρωπο του
Νεάντερταλ. Δεν ωφελούν πια
οι μυώνες

θέλει αγάπη θηριώδη


θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.

Και ο Αντιφωνητής:

Η ΕΛΕΝΗ

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα είναι κορίτσι οξύ


αληθινή απειλή του μέλλοντος·

κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι

και μια σταγόνα αίμα επάνω της

έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε το Λάμδα της Ιλιάδας.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά

λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.


Και μόνο με την ύπαρξή της αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.

Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής είναι όλο ήθος.

Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ' αυτόν»


εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία. Πρέπει να δει κανείς
τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε
τα πουλιά.

Έξαλλου με τον τρόπο της διαιωνίζει τη φύση της ελιάς. Γίνεται ανάλογα
με τη στιγμή πότε ασημένια πότε βαθυκύανη. Γι' αυτό και οι αντίπαλοι
ολοένα εκστρατεύουν - κοιτάξετε:
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη και ας είναι αλλού το
χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος. Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του
Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.

Και ο Αντιφωνητής:

άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες


πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια

Κάθε καιρός κι η Ελένη του.

Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ

«Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ' απορατάν!

Μες στα σύννεφα βολτάρω σαν την όμορφη αστραπή


κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω γίνεται βροχή.

Βρε παιδιά προσέξετέ με κόβω κι απ' τις δυο μεριές· το πρωί που δε
μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ οπού κυλιέμαι στα γρασίδια καθενού


λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου.

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω


και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ' τον γκρεμό.

Β' Ο Αντιφωνητής λέει:


PAX SAN TROPEZANA
Τι βουβάλα που 'χει γίνει τώρα τελευταία η γη! Πορπατάει στα τέσσερα και
ρουθουνίζει από χαρά ντέεε οξ!
Δόξα να 'χουν οι καθεστωτικοί πατέρες ειρήνη βασιλεύει
ζώα μικρά μετά μεγάλων εκεί πλοία διαπορεύονται...

Βυζιά βαμμένα παντελόνια δίχρωμα ψάθες υπερμεγέθεις όλων των ειδών


οικόσημα πλουσίων πριγκίπων υποψηφίων μαζοχιστών συγγραφείς εξ
αποστάσεως
ηθοποιοί των εικοσιτεσσάρων ωρών
ουρούν στη θάλασσα κι εκβάλλουνε μικρές κραυγές μειξοευρωπαϊστί:
ου-ου ου-ου!

Ψηλά στον ουρανό κενά μαύρα χαίνουν και η ώσμωση


των ψυχών αφήνει να ξεχύνεται πυκνόρρευστος καπνός. Κάποτε διαφαίνεται
το βλέμμα ενός αγίου
άγριον όσο ποτέ

«δεν έχει σημασία η σημασία είναι αλλού»

χρωματιστά πασπατευτά παν πλήθη με μισόκλειστα μάτια μπουσουλώντας ντέεε


οξ!
Pax

Pax San Tropezana ειρήνη βασιλεύει.

Και η Μαρία Νεφέλη:


Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις. Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο
αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και
εστιών πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών. Δεν είναι αυτός
πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία (τη δική μας πάντοτε -ποτέ των
άλλων). Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».

Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης


μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά στον Δία στον Χριστό στον
Βούδα στον Μωάμεθ που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν' ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.
Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό. Το μόνο πράγμα που θα
μείνει ανέπαφο

Ο Αντιφωνητής λέει: Μειξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται γίνονται ξεγίνονται


μ' ευκολίες με δόσεις.

Καιρός των ανταλλακτικών: σπάει λάστιχο-βάζεις λάστιχο χάνεις Jimmy-


βρίσκεις Bob.
C' est tres pratique που 'λεγε κι η Annette η ωραία σερβιτόρισσα του
Tahiti.
Της είχανε υπογράψει δεκαεννέα εραστές τα στήθη της μαζί με τον τόπο της
καταγωγής τους
μια μικρή τρυφερή γεωγραφία.

Όμως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη. Τρώγε την πρόοδο


και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.

ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
Πέσαν στον ύπνο οι βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος το φεγγάρι μας να
ξεμυτίσει. Μίλησε πάλι το βουνό
ιερές ακατανόητες έλξεις από φύλλο σε φύλλο
το ελαφάκι του νερού και η κάππαρη.

Με το πλάι σταματημένα και αποκοιμισμένα τ' αλόγα πανύψηλα


και κάτου ως πέρα η μισή κοιλάδα στ' άσπρα. Θάρρος. Τώρα. Είναι η στιγμή

Και η Μαρία Νεφέλη:

είναι η εκδίκηση.

Το σίδερο και η πέτρα έχουν τον τρόπο τους θα μας καταβάλουν


και θα περάσουμε μια νέα λίθινη εποχή
θα τρομοκρατηθούμε ανάμεσα στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους·
τότε ίσως νοσταλγήσουμε
την ακρίβεια και την τελειότητα ενός ρολογιού Patek Philippe..

Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας λίγο πιο δεξιά παρακαλώ:


κρατήστε μου μια θέση στο Α του Κενταύρου και πάλι βλέπουμε.
Δυστυχώς και η Γη

με δικά μας έξοδα γυρίζει.

ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ


Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην και το καταλάβεις·
έχεις ανακατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος ξέρεις από που το
μήνυμα θα λάβεις.

Εσύ 'σαι ο ένας απ' αυτούς που του 'δωσαν χαρτί μεγάλο για να γράψει και
δεν έστερξε την πένα του να πιάσει·
που του 'ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που
δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.

Ο Αντιφωνητής λέει:

να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια.

Σε λουτήρες μέσα με πλακάκια λεία ωραίες γυναίκες γέρνοντας μες στους


υδρατμούς
σημειώνουν την απόκλιση: ο πλανήτης φεύγει. Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο
τρύπες
μαύρες και αστραπές και αργά

θα γυρίσει ο άνθρωπος από το μέσα μέρος εωσότου ολότελα χαθεί.


Θάρρος. Τώρα.

Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου. Δώσε μου το εγχειρίδιο.

Είναι αγένεια

να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα.


Δίνε δωρεάν το χρόνο

Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα και άλλα των Δυτικών
εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών πριν από το καλύβι της μητέρας μας τι ωραία
που ήταν!

Τα λευκά των αγγέλων σαν να τα θυμάμαι κλείναν μπροστά μα τ' άφηναν


ξεκούμπωτα
ίδια κορίτσια με ποδιές απ' αυτά που δουλεύουνε

στα κομμωτήρια
θαύμα -και όλα τα γεράνια

Και η Μαρία Νεφέλη:

Εσύ 'σαι αυτός που του 'ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον σκοτώσουν
μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη ·

που σπρώχνει την αγάπη απ' το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται και λέει ότι
τον αδικούν οι νόμοι.

Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις. Ξέρεις
ότι φορείς τον ήλιο -και ότι πριν εκείνο κατεβεί εσύ ανεβαίνεις.
αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός. Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω κάτι σαν την «ανάμνηση του
μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη χωράφια γεωμετρικά με
δασάκια σγουρά

Ο Αντιφωνητής λέει:
σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε
ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.

Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα

που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.

Το 'να πόδι πάνου στ' άλλο

στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας

όλο σπίθα χρυσή απ' τους φτερνιστήρες να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι


κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς ξετυλίγοντας ένα μαλλί από
κύτισο·
κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά

ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.


Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η
Μηριόνη.

Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια κι ήταν ο ύπνος ο
γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.

Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες


κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά·
μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα· κάτω απ' τα πόδια σου
περνούσανε άστρα σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι
μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου - τι ωραία που ήταν!

Και η Μαρία Νεφέλη:

σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά και μου χαμογελούσανε·


κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·

είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·

μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα

και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.


'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»

«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»

το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει» (ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν

αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα». Μου το
'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα το ποδήλατό του με άκρα
προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·

υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα φέγγανε τα


χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε τροπικά φρούτα και
μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου. Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας

Ο Αντιφωνητής λέει:

Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:


«τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα. Δεν ήξερα δεν
είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο απ' όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο. Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο
θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος
που θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια το άδικο; Η
μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα;
Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ
Γαβριήλ Ουριήλ Ραφαήλ

Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος


Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας τις χρυσές τους κεφαλές καθώς
αραποσίτια· ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός που
έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.

Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς

ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.

Και η Μαρία Νεφέλη:

ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός


που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·

δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας

και όμως η εναντίωση

αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες με ξετύλιγε σαν
σερπαντίνα και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν τι ωραία Θεέ μου
τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη

να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου

ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία


Ο Αντιφωνητής λέει:
και σ' όλα τα μεγέθη της.
Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ Εμείς που ζούμε αναρτημένοι μες στη σκόνη αιώνων
σ' ένα μακρύ και ανιαρό Palazzo Pitti

EAU DE VERVEINE

Είπα: καθαρός είμαι


πλυμένος με το απόσταγμα βερβένας
90 βαθμών εκ γενετής
Έλλην εν μέσω των αγρίων.

«Δίχα στεναγμών και φόβου»

Θ' αποσπάσω το λευκό σημάδι μου και θα το κατευθύνω


με ταχύτητα ψυχής

προς τον αόρατο κόρυμβο.

Το άπειρο υπάρχει για μας

όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.


άψογοι στην προοπτική και στις αναλογίες με την άσπρη γυαλάδα στο γιακά
και την ελιά στο μάγουλο

τρώμε κοιμούμαστε κυκλοφορούμε άψογα σκιοφωτισμένοι


σχεδόν κάτω απ' τη γη·

Και η Μαρία Νεφέλη:


ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ Και προσθέτω: η σκιά σας
είναι σύμβουλος κακός·
βαδίζετε πάντοτε
κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο.
«Άνευ ορίων άνευ όρων»
Επειδή Κυρίες και Κύριοι
κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια
-η άνοιξη που δεν φέραμε - είναι ακριβώς η αγνότητα μας.

Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο.

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ

Αχ και πως να μη φοβάμαι τα έντομα!


Που 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε κάτι ανθρώπακλοι ώσαμε κει
πάνου
μ' ανοιχτά ντουλάπια που μασάνε και τρώνε με πατούσες πελώριες
που δε θέλει πολύ για να σ' αποτε-λειώσουνε

Δυο-τρεις οργιές κάτω απ' το χώμα

Ο Αντιφωνητής λέει:

καιρός να ρίξουμε τα τείχη


θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή το πέρασμα που θα μας επιτρέψει
μέσ' απ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε ως τη δροσιά των τάφων!
Ω Ταρκυνία οι νεκροί που ευφραίνονται
στον ήλιο των αλόγων και στων αυλών τον αέρα θα μας διδάξουν την
αδιάσπαστη συνέχεια

εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης στα δάχτυλα Τρωίλοι και
Αχιλλείς αντιμέτωποι -και μυριάδες
ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.

Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι
άνεμοι χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι όλων των λογιών έφτασαν
απαλά
στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που
τώρα ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα
με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά ενώ περνά γυμνός με το
κεραμιδί κορμί του
ο Αυλητής

το 'να πόδι μπροστά -και ανοίγουνε τα πέπλα οι ψυχές οι φρέσκες


πεταλούδες.
Αλλ' ιδού τι μ' όλ' αυτά εννοώ

που εμείς οι ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους ούτε καν ενδιαφέροντες οι


ηλίθιοι λησμονούμε:

Και η Μαρία Νεφέλη:

το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω. Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω


για
τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε κάθε που το πατούσε ο
άγιος Συμεών αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο
τις τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο μια για τον μέσα· την
τρίτη για τον άλλον τον αόρατο
Σκέψου αλήθεια
δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη Sophie von Kuhn·

μ' αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα

οι καρώ μπέρτες τα λουλούδια ως και η φυματίωση εάν υπήρχε ακόμη


τρόπος να πεθαίνεις και να σ' ενταφιάζουνε πριγκιπικά στρατεύματα της
νύχτας με τη λόγχη εφ' όπλου
επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά καταπιάνομαι ακόμη με όνειρα καιρών τ'
ουρανού σκοτεινών
τόσο που αν πας εκείνη τη στιγμή να μ' αγκαλιάσεις πασαλείβεσαι άστρα

Σ' έναν λάκκο του χρόνου

κει που περπατάς ανύποπτα

ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε και μια μυρωδιά παππού και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται

να σ' αρπάξει απ' το λαιμό και να σ' εγκοσμιώσει

Ως κι εκεί αναβρύζει ουρανός

Ο Αντιφωνητής λέει:
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό

δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος λανθασμένες είναι
όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας

«ο κόσμος είναι αυτός».

Ο κόσμος είναι αυτός

ο καπνός που κυνηγάει τον σκύλο

το φυτό που ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική τα παιδιά που ζωγραφίζουν


τοίχους
και ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς

ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος των πραγμάτων. Η


σύνθεση
απ' όλ' αυτά.

Μια ζωή πλήρης εντέλει.

Piero della Francesca ύστερε άγγελε της γης αυτής - κρατήσου!

Είναι μες στην ευλάβεια που θα γυμνωθούμε.


Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή μεταφερμένη στην Άνω Ταρκυνία.
Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.

Θα πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα και για την Ευθύνη.


Και η Μαρία Νεφέλη:

κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη


και πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα μικροσκοπική να
τρέχω εγώ
σ' όλο το μήκος απ' τα μαύρα τείχη των εργοστασίων όπου καίει μια
υψικάμινος και το άγαλμα
του Giorgio de Chirico ανεπαίσθητα μετακινείται

Κι εγώ να μην κατέχω


τίποτα.
Ένα φύσημα όλοι μας και η φύσις μήτε που σαλεύει
Τίποτα! Το λοιπόν το πήρ' απόφαση:
ν' απομονώσω κάποιο σκίρτημα στην τύχη και να το τρισμεγεθύνω
από πείσμα κυρίως ή εάν όχι κι από μια διάθεση να δω τι γίνεται άμα
πας κόντρα στα λεφτά κόντρα στον άνεμο κόντρα στη σιγουριά κόντρα στην
αγωνία· πάντοτε ανάμεσα Κυρία και Κόρη
πάντοτε ανάμεσα Ευημερία και Θάνατο. Από φυσικού της η μαυρίλα
πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.

Ο Αντιφωνητής λέει:

ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ Τώρα σ' αγαπώ σε δυο διαστάσεις


σαν φιγούρα ετρουσκική

σαν σημάδι του Klee που υπήρξε ψάρι προχωρείς δωδεκαφωνική


εκνευριστική αστραπιαία ωραία
μ' ένα κύμα Καραϊβικής στο πτυχωτό φουστάνι σου με βαριές γαλάζιες
χάντρες της οδού Πανδρόσου γύρω στο λαιμό σου.
Πρόσωπο υδάτινο είδωλο φτασμένο σαν το φως άστρου που χάθηκε
πριν αιώνες.

Τότε ακούω νερά και σε καταλαβαίνω. Ας μην έχεις ιδέαν εσύ

(ποτέ ο Σηματωρός δεν έχει γνώση της αποστολής του) και παρακολουθώ πίσω
από τη χλωμάδα του μεϊκάπ τον απέραντο δρόμο που ακολούθησα
για να σου μιλήσω έτσι

Voie Lactee o s?ur lumineuse


Τη μόνη μοίρα που δεν θέλησα
Θε μου - αυτήν επωμίστηκα.

Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται.


Και η Μαρία Νεφέλη:
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ Προσέξετε πολύ την αποσπασ-
ματικότητα της καθημερινής μου ζωής και τη φαινομενική της ασυνέπεια.
Που αποβλέπει

και με τι σκοπούς απώτερους πάει ν αναπτυχθεί και ν' αποκτήσει νόημα


βαθύτερο.
Ζήτα ν' αποθαρρύνει τις έρευνες των επιστημόνων
προς όφελος πιστεύω της αυθεντικότητας του ανθρωπίνου δράματος.

Πάνω σ' αυτό

en las purpureas horas δεν δέχομαι καμιάν υποχώρηση.

Μου είναι αδύνατον να δω τον εαυτό μου αλλιώς


παρά σαν σύνθεση αντιαφηγηματική χωρίς ιστορική συνείδηση
χωρίς εμβάθυνση τύπου ψυχολογικού

πράγμα που θα' κανε την καθημερινή ζωή μου


ανιαρή σαν μυθιστόρημα

θνησιγενή σαν έργο του κινηματογράφου αρνητική σαν χιουμοριστικό


ανέκδοτο
αδιάφορη σαν έργο ζωγραφικής της Αναγεννήσεως επιβλαβή σαν ενέργεια
πολιτική και γενικά
δουλοπρεπή και υποταγμένη στη φυσική του κόσμου τάξη και στα -κοινώς
λεγόμενα- φιλάνθρωπα αισθήματα.
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα 'τανε αληθινή σωτηρία.

Ο Αντιφωνητής λέει:

Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Έννοια σου κι απ' αυτά που σου αφαιρεί σου προσθέτει ο πόνος Άνθρωπε
Ψυχοσυντήρητε
που καυχησιολογείς
Όσο θες πολέμα

δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα

Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά


να γεμίσουμε όλα τα Κενά

εάν όχι και ν' αυτοκαταστραφούμε αντλώντας δύναμη από τα περασμένα.


Ένας καιρός θα' ρθει να κελαηδήσουμε όρθιοι και στην ομορφιά γενναίοι.
Αργά-γρήγορα
τα πουλιά θα μας εξημερώσουν

Ίτε παίδες...

Η αληθινή γενναιότητα

πρέπει να βαφτιστεί στο πέλαγος και να φέρει κάτι απ' το μελτέμι


στους ογδόους ορόφους των πολυκατοικιών πρέπει ν' αφήσει τα πεδία των
μαχών
ν' αναπτυχθεί στον έρωτα και στα βιβλία να βγει μ' άλλο ομορφότερο όνομα
κι εκεί να περιμένει

Και η Μαρία Νεφέλη:

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ


Τι κρίμας που δε βρέθηκε το Linguaphone της ηδονής ακόμη!
Τώρα που η «φύσις» λιγοστεύει και σπανίζει ο άνεμος και οι άνθρωποι
σήπονται σε δάση ολότελα φανταστικά θα 'ταν υψίστη σοφία να συμβιβαστούν
οι άγιοι

με το σώμα τους

ν' ακούσουν πάλι των αγγέλων τη λαλιά να πέφτει σαν ψιλή βροχούλα
εαρινή
την ώρα που η κάθε είδους γνώση φλέγεται...

Μην πείτε: θα βρεθεί ένα δίκιο και για μας.


Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη τίποτε. Ο νεότευκτος
είναι και ο πιο παλαιός
κόσμος ανάποδος. Μη ματαιοπονείτε.
Με την ομορφιά μου εγώ

θα καταργήσω την έννοια του βιβλίου·

θα επινοήσω τα νέα λουλούδια

και θα τα δρέψω από τα σπλάχνα μου

και θα στέψω βασιλιά στην κόχη των μηρών μου


το δημόσιο ρόδο.

απ' αυτό θα πνεύσει ο άνεμος της αληθινής αγνότητας


όπου λίγοι θα επιζήσουν άνθρωποι

Ο Αντιφωνητής λέει:

να της ριχτούν και να τη βλαστημήσουν


να τη δέσουν πιστάγκωνα και τη δικάσουν. Κάθε καιρός κι η Ιερή του
Εξέταση.
Το «κενό» υπάρχει

όσο δεν πέφτεις μέσα του.

Και η Μαρία Νεφέλη:

όμως όλα τα πουλιά

τσιμπολογώντας τις ρώγες των μαστών μου.


Κάθε καιρός κι ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης του.
Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα

βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα


'νιωσα.

Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου

και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια μετά - για την ψευτιά και την
ανέχεια.

Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.

Ώσπου μια μέρα το 'φερε η περίσταση κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα πάντοτε βρε παιδιά μου τα
θαλάσσωνα

πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο


και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ' ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Γ΄ Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Γεια σου θλίψη

Καλημέρα θλίψη

έντομο που φωλιάζεις μέσα μου

κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...


Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει· κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού - άξαφνα
πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ


ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά του χεριού μου στο πόμολο του
παραθύρου φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου προκαλείς το πρώτο
δυσάρεστο τηλεφώνημα είσαι τέρας

μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή και συντηρείται με το


ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·

είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη

Καλημέρα θλίψη

έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας

είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους οι φιλόσοφοι σ'
εξετάζουν στο φασματοσκόπιο έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία

Και ο Αντιφωνητής:
Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια.
Ευθύ το σώμα. Τεντωμένα τα χέρια. Ένα δύο τρία: ζωή μου αγία

σμικρύνω την ψυχολογία.

Το αυτό. Εν δυο: κατανοώ το πρόσωπό μου οικειοποιούμαι το αντίθετό μου.


Σύμπτυξις εν! Ούτε μη ούτε δεν. Τάσεις και κάμψεις των χειρών προς όλας
τας διευθύνσεις·
άνω πλαγίως εμπρός κάτω:
τα του γάτου στον σκύλο

τα του σκύλου στον γάτο. Έκτασις της κεφαλής οπίσω: έεεν-νααα


δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα. Βαθεία εισπνοή: κόρη ω κόρη δροσερή.
Αρχή μία: έξω η δεξιοτεχνία.

Προεισαγωγικόν άλμα εις τέσσαρας ταχείς χρόνους:


αντικαταστήσατε τους καθημερινούς φόνους. Εν δύο τρία τέσσερα. Το αυτό:
το γενναίο είναι απατηλό.
Εις τον καιρόν! Επιμείνατε στον Μπρετόν! Προσχέεε! Μελετήσατε τον Φουριέ!

Στροφή της κεφαλής αριστερά:


όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά:
όλα είναι σκατά.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

τη διαβάζουμε και «βρίσκουμε τον εαυτό μας»


πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας

Άτε να χαθούμε

παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

Όταν η συμφορά συμφέρει

λογάριαζέ την για πόρνη.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές που χρόνια μου καμώνεστε
τις ψυχές τις αήττητες

Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα
αντικείμενα...
Δεν πα' να σας φωνάζουν - ούτ' ένας σας δεν απαντά έξω χαλάει ο κόσμος
καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα· σεις διεκδικείτε -να 'ξερα με τι νου- τα δικαιώματά σας επί του
κενού!

Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας αποπνέετε το μάταιο


της ιδιοκτησίας

Και ο Αντιφωνητής:

Εις θέσιν - εν! Συμπέρασμα κανέν- α. Τους ζυγούς λύσατε.


Τα κορίτσια φιλήσατε. Κάνε άλμα
πιο γρήγορο από τη φθορά.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ

Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: απ' αυτά εξαρτάται ο κόσμος.


Από τις συσχετίσεις που τολμούν και από τις απαράδεκτες παρομοιώσεις όπως
όταν ένα βράδυ που μυρίζει ωραία ρίχνουμε τον ξυλοκόπο της Σελήνης χάμου
εκείνος μας δωροδοκεί με λίγο γιασεμί κι εμείς συγκατανεύουμε.

Αυτό που πείθει διατείνομαι είναι σαν τη χημική ουσία που αλλοιώνει.
Ας είναι ωραίο το μάγουλο ενός κοριτσιού
όλοι μας με φαγωμένα μούτρα θα γυρίσουμε κάποτε απ' τ' Αληθοτόπια.

Παιδιά πως δεν ξέρω να το εξηγήσω

αλλά είναι ανάγκη να υποκατασταθούμε στους παλαιούς Ληστές. Να στέλνουμε


το χέρι μας και να πηγαίνει

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Πάτε κρατώντας τυλιγμένη με φύλλα των Βαγιώ τη δύστυχη και


μελανειμονούσα Υδρόγειο

Και μες στην μπόχα γίνεστε του ανθρώπινου υδροθείου τα εθελοντικά


πειραματόζωα του Θείου.

Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος

όπως ο καρχαρίας από το αίμα.


Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
Γέρασα γύρω στα δεκαοχτώ

θα 'λεγες σ' ένα εικοσιτετράωρο μόλις:

η ώρα οχτώ πήγα σχολείο έμαθα έπαιξα δέκα και δέκα τελειοποιήθηκα στο
εξωτερικό (ιππασίες εγγλέζικα και τέτοια)
υστέρα ο πρώτος γάμος το ταξίδι απόγεμα είχα κιόλας βαρεθεί·

πέντε ως έξι λίγες ατιμίες εφτά ξαναπαντρεύτηκα εφτά και πέντε απάτησα
στις οχτώ είχα κιόλας κουραστεί χαρτιά δεξιώσεις και άλλα τέτοια...
Μετά το δείπνο κοίταξα μες στον καθρέφτη στο άλλο σπίτι το μεγάλο
του τρίτου και πλουσίου συζύγου μου·
είδα φως να τρέχει και μέσα του δελφίνια

Και ο Αντιφωνητής:
εκεί που μια γυναίκα σαν Μηλιά καρτερεί μισή μέσα στα σύννεφα εντελώς
αγνοώντας την απόσταση που μας χωρίζει.

Και κάτι ακόμη: όταν κινάει να βρέχει

ας γδυνόμαστε και ας λάμπουμε σαν το τριφύλλι... Θάλασσα λανθασμένη δε


γίνεται.

Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε· δώσε της
διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη από
το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα·

με θόλο για την ομορφιά και την αντήχηση όπου


σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι
τη δρόσο από τους κόπους σου όλο φρούτα στρογγυλά και κόκκινα·

τη στενοχώρια σου

γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο ή σωλήνες ορθούς που
τους φυσάς καθώς αρμόνιο και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·
όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

μου φάνηκε ηχώ άλλου κόσμου η φωνή του ποιητή


Finland

Groeland

Erosland

ένιωσα πως δεν είναι πια καιρός. Μεσάνυχτα όπως το καλεί και η ώρα έκανα
το απαραίτητο έγκλημα.
Τώρα μου μένουν τα τσιγάρα και η φωτιά της νύχτας πλάι στους πεθαμένους.

Όταν η ζωή μάχεται


οι νεκροί στον Άδη μηδίζουν.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Σιγά σιγά μες στον ασβέστη χωνεύεται η Μεγάλη Τρίτη. Καμία ρυτίδα. Ούτ'
ένα δάκρυ.
Ακούγεται μονάχα η ρόδα του ήλιου όπως το «σώσον»

απ' τα μοναστήρια κατατρώγοντας τη φθορά

την ώρα που οι γυναίκες ανεβάζουνε από το πηγάδι τον ήχο εκείνο του κενού
που ακούμε λίγο πριν η συμφορά μας πλήξει.

Ένα κύρτωμα όπως της παλάμης όπου χωράει το δίκιο μας.

Και ο Αντιφωνητής:
αστραπή για πάντα.

Η άμμο που έπαιξες όπως με τη ζωή σου η Τύχη και τα στέφανα που άλλαξε
με την παντοτινή σου άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει

μια για πάντα ολόισα ν' ατενίσεις το φως


είναι η μία στιγμή

σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα ίδια νεροσταγόνα


είναι η Αρετή
με τα πουλιά του Σκίρωνα και τα πανιά του Αργέστη.

Έτη φωτός στους ουρανούς

έτη Αρετής μες στον άσβεστη.

ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ Αν είσαι απ' τους Ατρείδες άμε


σ' άλλα μέρη να ολολύξεις. Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει εδώ που
ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης

υπαρχτό
με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα -

Κοίταξε: πως η μνήμη δένει τα μαλλιά

πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα τρέμοντας απ' την τόση
αλήθεια·
πως
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


Τα μαλλιά μου λύνω σ' έναν τοίχο μπροστά και με το πλάι οδύρομαι σκιά της
σκιάς μου.

Τραγουδώ και ψέλνω τ' Άγραφτα του Άνθρωπου εγώ η δραπέτις τ' ουρανού
που είδα και είδα.

Λυπούμαι αν η τροπή του λόγου μου δεν είναι αυτή που αρμόζει στις ημέρες
μας

Κυρίες και Κύριοι. Τίποτα δεν αρμόζει στις ήμερες μας


κι επιπλέον συμβαίνει να 'μαι λυπημένη όπως όταν

νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό κάτι που ως τότε μόνον είχες
κακοβάλει.
Ας αφήσουμε λοιπόν τ' αστεία:
ένα φίδι κι ας μην έφταιξε - θα το εξοντώσεις. Τέτοια η δικαιοσύνη μας!
Έχει τη μέση της και η άκρη-άκρη.

Και ο Αντιφωνητής:
κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς να 'ναι γενναίος ή
δυνατός.

Να υπάρχει μόνον.

Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου από το


δνοφερόν στο αείφωτον
ψαύοντας δάχτυλο το δάχτυλο εωσότου ο κόλπος όλος ερευνηθεί και
ανοίξει το αίνιγμα
που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·

ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα. Επειδή δε


γίνεται. Ο περίπλους
γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό

τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο αναποκάλυπτο


παρθένας που ξαναγεννιέται
ν' απαλείφει το φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές των θυμάτων· απαρχής
της Ιστορίας ως σήμερα
ένα σώμα λείο νέο γυμνό: η δικαιοσύνη.

Δεν εγεννήθηκεν ακόμη

ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου.


Η Μαρία Νεφέλη λέει: ELECTRA BAR
Δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ' την επιφάνεια της γης - κι ευθύς λυμένα τα
προβλήματα όλα!
Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ' ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι· μέσ' από τα
παγάκια βλέπεις τα νύχια σου χρωματιστά πρόσωπα που αόριστα χαμογελάνε·
βλέπεις την Τύχη σου (αλλ' αυτή πάντοτε με στραμμένη ράχη) Μέγαιρα που
σ' αδίκησε και που δεν εκδικήθηκες ποτέ...

Α τι καλά που 'κανε η Έρικα ιπταμένη συνοδός της Ολυμπιακής


περνάει ψηλά πάνω από τις πρωτεύουσες·
εγώ πρέπει να τις περνώ από κάτω

κάτω απ' τα κήτη - κάτω από τα χοντρά χορτάτα σώματα εάν ποτέ μου αξιωθώ
(και πάλι ζήτημα είναι)
τη φλέβα εκείνη όπου κυλάει ακόμη το αίμα του Αγαμέμνονα χωρίς άλλη
βοήθεια κανέναν άγνωστο αδελφό -

Δώστε μου ένα gin-fizz ακόμη.

Ωραία που είναι όταν θολώνει το μυαλό - εκεί σκοτώνουν οι Ήρωες


στα ψέματα όπως στον κινηματογράφο απολαμβάνεις αίμα· την ώρα που το
αληθινό κουρναλάει από τα σκαλοπάτια
το αγγίζεις με το δάχτυλο και σου ξυπνά η κατάρα η Βασίλισσα με τις
αράχνες
τα μάτια της αχτύπητα κι όλο σκοτάδι βόσκω τους χοίρους κουρεμένη και
άσκημη αιώνες τώρα έξω από τα τείχη

Και ο Αντιφωνητής:

Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ Σπάρτα
σπάρτα κι ασφένταμοι μανιτάρια και σαλίγκαροι

άπραγα κοριτσάκια της βροχής πού μ' έχετε συλλάβει; Εκεί; Στα τρίτα ύψη;
Απ' ανθόσκονη κήπων των αόρατων; Εγώ τότε είμαι. Το βεβαιώνω. Εγώ.
Ναι για κει γεννιόμουν για κει μ' ανάγγελλε το φως που σας έδωκε της
αστραπής τούτη τη δύναμη.
Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να 'χα δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ
της θαλάσσης ιχθύες κείνη που ήταν η ως
αληθώς γη.

Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω

την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή την λευκή την γύψου και
χιόνος λευκοτέραν...
Ανεβάσετέ με στους περιστρεφόμενους ανάμεσα τροχίσκους των αιθέρων στους
καταιγισμούς αφήσετέ με των εσπεριδοειδών μήπως κι από 'να σ' άλλο σώμα
το βάρος μου αλλαχτεί σε λάμψη εκτυφλωτική τριγύρω αθώων πλασμάτων
που εγώ μόνον τα θέλησα και άλλος κανείς.

Σπάρτα

σπάρτα κι ασφένταμοι αενάκια και χελιδρονιές τεμπερόριζες κι


αγριομαντιλίδες
άπραγα κοριτσάκια της βροχής δεξιά της άνοιξης φυλάξετέ μου

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


περιμένω το μήνυμα - τον πρώτο πετεινό μέσα στον Άδη κάτι σαν το
σαξόφωνο με ανταύγεια ουρανική κοριτσάκια που τρέχουνε καβάλα σε
καουτσουκένιους
δράκοντες.
Η Γη τώρα μονάχα αποκαλύπτεται πόσο μεγάλη στην πραγματικότητα είναι.
Βροντάει ο Ζευς μαυρίλα βροντάει ο Ζευς
δεν είναι ήττα μήτε νίκη αυτό.
Κάτι άλλο ας τολμήσουμε οι ενταφιασμένοι.

Όποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά

έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του.

DJENDA

90% μια οποιαδήποτε δυστυχία μας περιέχει.


Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά μαλλιά μου κιόλας κάπου αλλού
σ' εποχές άλλες κυματίζουν.

Σπίτια μισά αιωρούμενα

χαλάσματα πόλεων παλαιών που δεν εγνώρισα ποτέ κομμάτια Σάρδεις και
Περσέπολις
Κόρινθος Αλεξάνδρεια·

Και ο Αντιφωνητής:

θέση από τα τώρα εκεί

στα τρίτα ύψη· μετεωρισμένος

πάω - και με τα φουσκωμένα μάγουλα

τ' αγόρια οι άντρες σας φυσούν - ολοένα πάω με τις οροσειρές στα στέρνα
χαραγμένες
την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί
τη συρτή στο 'να μου χέρι του πελάγους... Άλφα: χρόνος ο αγέραστος
Βήτα: Ζευς ο αργικέραυνος
Γάμμα: ο ακτήμων εγώ.

Αν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα


είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.

ICH SEHE DICH

Κομμάτια των ωκεανών ich sehe dich

Μαρία in tausend Bilern

από φως και ιώδιο και LAIT INNOXA

και λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο. Είσαι η νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς
η θητεία μου στη γη να λήξει .Έννοια σου κιόλας πεθαίνω από ουρανική
ασιτία.

Μυθικά ψάρια βλέπω να περνούν


πάνω από το κεφάλι μου ο αέρας καίει
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

οι αρχαίοι ναοί με το πέτρινο δάπεδο και τα βαριά των ιερέων σάνταλα


τα θυμιάματα

κάτω από τα γυμνά στήθη και ο κρότος των χαλκάδων την ώρα του χορού
κομμάτια
παρδαλά μπαλώματα η ψυχή μου

απαράλλαχτα οι φούστες οι πλατιές που τώρα τελευταία φορώ


μογκολφιέρα των τύψεων
και οι φράσεις οι τυχαίες του δρόμου:
«Φέρεις τι; - Χρυσίον. - Ευθύμει ».

Εγώ δεν «φέρω» τίποτα. μήτε μου «φέρουν»


διδάσκω με το σώμα μου το κόκαλο της θάλασσας το μπλε κοράλλι με τις
διαφάνειες
περπατώ κομμένη στο παράθυρο και αντλώ ατελεύτητα ουρανό κάτω απ' τα
πόδια μου· ρίχνω τον κουβά
ν' ανεβάσω γιασεμί και πένταστρο·

με λένε ανάλογα με τους καιρούς Τρυφέρα ή Ανεμώνη


κάποτε και Djenda τι ωραία
δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Djenda λέξη ανύπαρκτη

απαράλλαχτη μάρκα ηλεκτρικών λαμπτήρων μισοσανσκριτική μισοκέλτικη


Djenda η τρέμουσα

εικόνα μου μεγεθυμένη στα χέρια των λαών

Djenda πολιτιστική επανάσταση Djenda εγώ πριν εξ χιλιάδες χρόνους Και ο


Αντιφωνητής:

SWISSAIR BEA TWA


Αχ Νεράιδες μου δε θ' αξιωθώ τ' όνομά μου τυπωμένο να δω

DIE WELT TIMES FIGARO

αλλά πίσω απ' το θάνατο με χαίτη

KODAK PHILIPS OLIVETTI

λάμπουσα με περιμένει το άτι

να περάσω το φράχτη να περάσω το φράχτη του ήχου της αφάνειας εγώ


JAGUAR CHEVROLET PEUGEOT
το ποτήρι στα χείλη σου θα σταματήσει και JOHNNY WALKER CINZANO PERRIER
περιττή θα σου γίνει η γήινη οίηση
μόνο η ποίηση μόνο η ποίηση
μ' αστραπής αμάξι θα σε πάρει

SAAB MERCEDES FERRARI

σκίζοντας τις προσόψεις παλαιών σπιτιών

NESCAFE LINGUAPHONE

σαν εξώφυλλα περιοδικών όπου όλες μπήκ- PARKER WATERMAN BIC


μπήκανε κάποτε οι ωραίες μιας μέρας τριανταφυλλένιες όπως το κορίτσι
της ELIZABETH ARDEN και της NINA RICCI.

Μαρία πούμα των δημοσίων οδών μες στο διάφανο νάιλον ή το ντραλόν
η μισή στάχτη που καίει

PHILIP MORRIS KENT CRAVEN A

κι η μισή εξάτμιση εκνευριστική

MOBILOIL SHELL BP

στης ψυχής μας την απέραντη Αριζόνα στέπα του πιο τρομερού χειμώνα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

δείχνοντας

την υπερμεγέθη ανισότητα

που θ' απλωθεί να μοιραστεί τον κόσμο

Djenda εγώ που πρόλαβα να μην αδικήσω


Djenda.

Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας
ενώνει με το μυστήριο.
Ο ΣΤΑΛΙΝ

Αναβοσβήνοντας θα γράψω την τροχιά μου

πάνω από τους καθεδρικούς ναούς και πάνω από τους πύργους παλαιών
εστεμμένων όπως η λάμψη εκείνη
άλλοτε πάνω από τη Βηθλεέμ.

Ναι το χλωμό μου πρόσωπο τα μακριά μαλλιά μου οι μάγοι τα γνωρίζουν.


Γι' αυτά μιλούν - γι' αυτήν την ουρανόπεμπτη παρθένα που εν ειρήνη
ευδόκησε να πει: το νου σας
οι πολλοί παραποιούν τον Ένα.

Εάν εγώ είμαι αυτή δεν έχει σημασία·

μία φωνή οφείλει να 'ναι αυτόματη κι επαναληπτική σαν όπλο με βεληνεκές


που πιάνει αιώνες·
κι εγώ κινώ από τους Μογγόλους φτάνω σαν τον υπερσιβηρικό
Και ο Αντιφωνητής:

θα σηκώσεις μια φωνή στεντόρεια τη φωνή του ζώου του πληγωμένου

ω Μαρία Νεφέλη ωραία


ω Νεφέλη Μαρία εραλδική.

Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη

πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.

Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ Ακούσατε τα λόγια της παρθένας: τους πολλούς


παραποιεί ο Ένας.

Ανάλογα με τους καιρούς ντύνεται τον χιτώνα


του Στρατηγού και ανακηρύσσεται «δια βοής» στην Αγορά ο Υπέρτατος

Άρχων που περιβάλλεται τη μεγαλοπρεπή πορφύρα με σκήπτρο και με στέμμα


ελέω Θεού
που ευλογεί με τιάρα και με μίτρα - που εν ονόματι
του Κόμματος και του Λαού προχωράει με κάννες και μ' ερπύστριες
(άντε συ χελιδόνι - τσιουτσίουσε αν κοτάς!)

εωσότου το Σώμα του Στρατού και το Σώμα του Ανθρώπου γίνουν όπως το
θέλησε και η θεωρία -Ένα.
Προπαντός η σκοπιμότητα

Η Μαρία Νεφέλη λέει:


μ' ένα φωσάκι ατομικό κι ένα κλαδί μυρτιάς στο χέρι. Το λέω λοιπόν και
ας μην έχει αξία
μιας που μου το 'φερε η ομοιοκαταληξία. Προτού προφτάσει ο Ένας και με
αλλάξει προτού επιβάλει μια. «καινούρια τάξη»
το ξαναλέω και γεια σας - πάω φυλακή:

ένα φεγγάρι ανήκει στην Αμερική


μα μια ψυχή που δεν πουλιέται - στα Μάταλα ή στο Κατμαντού. Κάθε καιρός
κι ο Στάλιν του.
Όταν ακούς «τάξη»

ανθρωπινό κρέας μυρίζει.


αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη.

Και ο Αντιφωνητής:

φτάνει κι εκείνη από ψηλά σαν άγγελος του Ρούβλιεφ

είναι τέρας·

ποιο το φως το αληθινόν κανείς δεν ξέρει.

Προσοχή Μαρία Νεφέλη - κατά δω το αυτόματο κι εσείς όσοι οπλισμένοι


νάνοι του παραμυθιού μάγισσες και θηρία γυναίκες άντρες με τσαπιά
ξινάρια
πέτρες απ' το λιθόστρωτο βενζιναντλίες αμάξια
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι και θ' αποδεσμεύσεις
τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.

Ότι όλα τα ρεύματα των θαλασσών άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν


ν' ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο.

επάνω του!

(ω Παρθένα μου το 'λεγες Συ)


Ότι και μες στο θάνατό σου πάλι θα 'σαι σαν το νερό στον ήλιο
που γίνεται ψυχρό από ένστικτο.

4
Κάθε καιρός κι η Ουγγρική του εξέγερση.

Αν είναι να πεθάνεις πέθανε


Ότι θα κατηχηθείς απ' τα πουλιά
κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει ελληνικά να μοιάζεις αήττητη.

5
Ότι μια σταλαγματιά θ' αποκορυφωθεί ανεπαίσθητα στα τσίνορα σου
πέρ' απ' τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.

Ότι όλη του κόσμου η απονιά θα γίνει πέτρα ηγεμονικά να καθίσεις


μ' ένα πουλί πειθήνιο στην παλάμη σου.

Ότι μόνη σου τέλος θ' αρμοστείς αργά στο μεγαλείο


της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος.

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ (1982)

Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ

1. Ίσως

αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές να 'μαι ο τελευταίος παίκτης


που ασκεί τα δικαιώματά του οίηση
τι πάει να πει

κέρδος δεν καταλαβαίνω

ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός και αποδεικνύει
ακριβώς το αντίθετο

ρεύμα τι νερό
κυανό με σπίθες

πέρ' απ' το φράγμα του ήχου των Σειρήνων να μου κάνει νόημα

πηδώντας

έλα κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι

ο Vivaldi ο Mozart ενώτια παμφανόωντα

την ώρα που τ' αντανακλά η στροφή της κεφαλής

η πραγματικότητα

δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό και ποιος το άλλο

τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω δε συναντήθηκαν ποτέ

ο κήπος βλέπει
ακούει τους ήχους απ' τα χρώματα τους ιριδισμούς που ένα χάδι αφήνει

πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα που το τραβούν μυριάδες νήματα ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα

τι να το κάνεις δε νογά κανείς

μένουμε σαν ασυρματοφόρα

παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες απελπιστικά


παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη δέσμες ήχων μουσικής
ηλεκτρονικής που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις

η καμπύλη της γης διακρίνεται.


2. Τι θα γίνει λοιπόν όταν

κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις αυτοαχρηστευθούν


τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν

κενό

που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)


όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό

θάμβος

οι άλλοι εμείς
θ' αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος ουσιαστικά
και μεταφορικά μιλώντας

όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero


della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud πάντοτε με τη
συγκατάθεση των ηλιοτροπίων
(να μωρέ Ποίηση)

αλλά τότε ακόμα υπήρχανε τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική


αλληλούια

η Κυρία των Αγγέλων με χρυσό αλεξίπτωτο

κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου

Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου η απέραντη πεδιάδα

φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες αριστερά ο αέρας

χρωμοθέτης αλάνθαστος

ο κήπος βλέπει

ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα


Tout la mer et tout le ciel pour un seul victoire d' enfance

μ' αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει καταπώς οι σκιές
αλλάζουν θέση
εστηρίχθηκε στο χρώμα

λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού

ίδια σ' άλλους καιρούς οι Όσιοι.


3. Τα πανύψηλα όρη

ας πούμε οι Άνδεις

έχουνε το αντίστοιχό τους μέσα μας (όπως το Σύμπαν υποτίθεται


κάποιο άλλο από αντιύλη)
όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους αραιώνει κι εκεί ο αέρας

τόσο που λιποθυμάς

τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα

ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ'

η γραφή σταματά

θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι δύναμη

εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα με μια κλίση προς τα
επάνω

θα μας πάρει εκείνος που μετακινεί τους πληθυσμούς ο κήπος βλέπει

στα νερά τα πράσινα της Ατλαντίδος βουτάν Λίβυες

αναδύεται Κόρη

Θηρασία

τεντωμένο το χέρι της δείχνει την απόσταση


που μας χωρίζει από τον τρόπο να 'μαστε όλοι μας άγγελοι με φύλο.
4. Εάν είχε δίκιο ή όχι ο Πλωτίνος θα
φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια

και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη δένοντας τον ήλιο
μαζί μ' άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

εκατό μύρια σήματα ζήτα ήτα ωμέγα

που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη αύριο


θα 'ναι χθες για πάντα

μιλώ φιλοσοφία

στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα που επαναλαμβάνει αέναα την
Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ' τα κύματα και τους αντικατοπτρισμούς ως


πέρα
στα παράλια της Μικρασίας κει που κάποτε ο Ηράκλειτος οιάκισε τον
Κεραυνό
(δεν πρόκειται για λάθος)

σ' ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι δίχως να σκοτώνεται κανείς

αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

ο κήπος βλέπει

βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση


μαρασμός ακμή
ξύπνημα

ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

5. Έ τι! Απ' αυτούς που σίγουρα μια μέρα θα υπερισχύσουν έχω


δόξα να 'χει ο Θεός απαλλαγεί μη σώσουν
και μου απλώσουν χέρι
θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο χωρίς
σκοπιμότητα

γήρας είναι η Ιστορία

και το φρούτο ανάμεσα στα δόντια νεότης

ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή - νικά και ο κήπος βλέπει

δίνει ώθηση άξαφνη


στα μισά της ψυχής να μας προφτάσει.

6. Α μονάχα να 'ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς

να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος

όπως ακριβώς ο αθώος να μπορούσα να δω


πίσω απ' τον Τύραννο τον ουρανό με αταραξία να συνεχίζεται ως

τ' αντίπερα βουνά τις πίσω θάλασσες


μία διαφάνεια
που να διαπερνά τη γέννησή μου

μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους

οτοτοτοί
που 'λεγε κι ο γερο-Αισχύλος

ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της


απλώσει κάμπο - σχηματίσει επάνω στα νερά νέα γη
πριν ακόμα γίνουν
αυτά που αισθάνομαι ν' αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή

ο κήπος βλέπει

όπως τις ώρες

τούφες τούφες μαργαρίτες εύφλεκτες λευκές ιδέες


και πουλιά της θάλασσας

μία μεγαλόνησος
ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση με σειρά τετραπλούς φοίνικες
αλλά καμία

ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν κι έμεινε στα επίπεδα


των βασιλέων

μόνη μία Κόρη

γυαλιστερή σαν όστρακο να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο


σ' ένα πανέρι.

7. Ο κήπος βλέπει
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου

η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του είναι από μέντα κι
από λόγια του Ιωάννου
η ποίηση φυσάει

έτσι το νερό στη φούχτα πίνετε προχωρείτε

συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού ακολουθείτε τον Οιδίποδα


δροσιά γαλήνη
αηδόνια ξάφνου ξημερώματα

ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες


είσ' εσύ μέσα στην εκκλησία
το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές

η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα ελαφρός πουνέντες


φυσάει

το χέρι σου αντιγράφει τ' Ασύλληπτα.

ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Τι γίνεται άμα

στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού


και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν σε χρόνο ανύποπτο

ένα κοριτσάκι τρέχοντας


άκρη άκρη του γιαλού

ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dali)


και το άλλο πίσω από το τσέρκι του

στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)

ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)

το αμύγδαλο του κόσμου είναι βαθιά κρυμμένο


και παραμένει αδάγκωτο

μυριάδες δυνατότητες φρικιούν


γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε οι ηλίθιοι

δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια δυο σπιθαμές πάνω από
το κεφάλι μας

παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη


είναι πικρό και δεν γίνεται να το βρεις παρεχτός αν

πριν υπάρξει
το σώμα τούτο που είμαι προηγήθηκε μια θάλασσα
γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα

θα 'λεγες από τότε ακόμη

στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη

αεί αεί αεί

μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.


2. Α ναι παρά τη θέληση μου έγινε ο κόσμος έτσι που

γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου

το αμύγδαλο του κόσμου


κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο

μεγεθύνονται το σπίτια τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το


λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ' ουρανού οι οπές
παραπλανούν το θάνατο

τις νύχτες

που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς στη θράκα την επάνω μια στιγμή
σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει σε απόγνωση

σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»


σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα

που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.

3. Έλα τώρα

δεν πα' να μην αρέσεις

το παν είναι η ρότα σου κόντρα στην κοινωνία τούτη

την ανασχετικήν ηλιθιότητα σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα τόμου τα


χτενίσεις
θαύμα

έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ μου εαυτέ καιρός


να προφέρεις με δέος τα λόγια που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα ποίηση
πού μα πού λοιπόν

δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;


κάτι το δίχως άλλο
πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί από την υδρόγειο
για ν' ασθμαίνει τόσο να χλωμιάζει
και το πένθος ν' απλώνεται

άδικα των αδίκων

το αμύγδαλο του κόσμου

πάλλει μες στα φυλλώματα του Παραδείσου ερήμην

πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ από κάποιο τέλειο
επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν δύο ή τρεις ορθές κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο
αναμεταξύ δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου όπως
άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:

μία έκλειψη ολική


την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.

4. Όλα να τα 'χεις

πάντα κάτι λείπει

αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο και η Τύχη νιώθει ευτυχής


τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν μία μία στον Άδη

όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου που το παν σκυφτές
παρθένες

χρειάζεται

να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ από 'να σ'
άλλον άνθρωπο

η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού ντινγκ
λάμψη θρύψαλα

θυμηθείτε τη Maria Alcaforado και τον Noel Bouton de Chamily


τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist

τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

που να πάρ' η ευχή βρέθηκε πάντα να ζητάμε


ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται

ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά σε απόσταση ψυχής


ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη

το αμύγδαλο του κόσμου

άμε δάκρυ μου άμε


πάρε τους δρόμους τ' ουρανού για σένα η αγρυπνία ετούτη.
5. (Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε δυο - τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε

κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι

να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου

ποιος ποτέ κατάλαβε

τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις; υπάρχει ένας προδότης μέσα
σου που η ώρα του θα 'ρθει να τιμωρηθεί

ω φίλοι

αν κάποιος από μας αμάρτησε πρέπει να 'ναι ο Θεός

χαλάλι του ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται

να ' μαστε άνθρωποι σωστοί


σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα κοίταξε:
σπαν τ' αστέρια ένα ένα

και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου κι εκείνο σώνεται

πάτα το χάμου αντίο.)

6. Θεέ μου

αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη

πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός απ' όλα τα όντα


που βομβούν επάνου στον πλανήτη
ψυχρά

άκου

ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού γι' αυτό και ηχεί παράτονα
μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ'
τριανταφυλλένια μισοκλείνει τα βλέφαρα

είναι που η αντανάκλαση


εφεκτικό στα θαύματα

ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που


όλο κάλλος απόλυτο δείχνει με ποιoν προσώρας είχε

άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.

ολομόναχος
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση

κρέμομαι

από τους καιρούς του Ηράκλειτου όπως το αμύγδαλο τον κόσμου

από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:

καπότες η στιγμή φτάνει

τα νερά γύρω του γίνονται αγλαά


7. Μπρος λοιπόν λησμονήσετέ με αν κοτάτε -

οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες


τρεις μετά τα μεσάνυχτα
είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά
που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο εμπόριο

αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι


άλλωστε

συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου


θα με συναντήσετε και μετά θάνατον

(είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή εμφανίζεται στα σύννεφα - όπως επάνω


στο χαρτάκι
ουρώντας
το σάκχαρο του διαβητικού - ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
η ματαιοδοξία
και το μέσα της ανέφικτο)

πού; ποιον; πότε;

ζητήσετε και ευρήσετε

τη μικρή Κυνηγέτιδα που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου ψηλά στα όρη και
ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν

αλήθεια

χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν


η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο
στέκω και θεωρώ τα κύματα

ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς ποτέ του υπήρξε.

AD LIBIDUM

1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση των Άλπεων ή των Πυρηναίων
το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ

δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν
από τις δύο μεριές ό,τι απομένει αντέχει ακόμη

ως πότε φίλοι
που του βάλανε φωτιά

θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους

προσωπικά

νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι

που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια
μάντρες κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων
έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως άλλοτε μέσα στην Ιστορία

τα
Επερχόμενα

χρόνια χυμένα θα 'λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο

βοήθεια

Rintrah roars and shakes


his fires in the burden' d air

δύστυχο καταμόναχο ένα μου

τι θ' απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά

και πάει τετέλεσται να τηνε από τώρα κιόλας

ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει

Ad Libitum.

2. Ξέρω

δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος


που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος
σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι
«αναχώρησις υπ' αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican δια Ριάντ Καράτσι Νέο
Δελχί Χογκ-Κογκ»

αναλογίζεσαι τα όριά σου

προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο και περιμένω

σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας του Αούστερλιτς


ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας επιμένει να μυρίζει ρόδο και να σε
τιμωρεί
την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις

έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο

γέρνεις λίγο απ' το 'να μέρος το μέρος της φθοράς


πάντοτε μέσα στο κοπάδι

που τ' οδηγεί μια συνοδός εδάφους

αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη

ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά εξακολουθητικά σου δίνει
την εντύπωση ότι ταξιδεύεις

περνάν μπρος απ' τα μάτια σου

του Κάτω Κόσμου τ' αγροκτήματα

με τις μαύρες φράουλες και τ' ασύμμετρα ορχεοειδή


τους κρωγμούς των ορνέων και την πλήρη απολίθωση

όπου μέλλει να ενταχθείς

συ ο μικρός

να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη

(σάμπως θα 'παυε ποτέ της ν' αθροίζει φως μια λεύκα


επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)

συ σι έλασσον συ σι έλασσον

ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα

να δίνει σήμα και να κυματίζει


Ad Libitum.

3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο

φαινόμενο φαίνεται στάθηκα γι' αυτούς που ακούν τη νύχτα


πως μια πένα γρατσουνίζει
όμοια γάτος επάνου στην κλειστή πόρτα του Άγνωστου

οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά personae turpes όπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sine re

αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε φυλασσόμενο ιερό


πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο

είναι που μια ζωήν ολόκληρη


έξω απ' τα τείχη κυνηγάω φωνές συγκεκριμένα: μία φωνή

που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται να τρέχει

με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα ξέπλεκα μαλλιά


νερά του Ιορδάνη

χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό

Ad Libitum.

4. Έτσι συμβαίνει

να παραστρατίζω κάποτε για το καλό μου

έτυχε κι έχανα το νήμα

της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος


ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι εξού στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο
εννοείτε κείνο που εννοώ

κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε τις νύχτες τις γλυκές
όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα κάπου
κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα

δίνει ώθηση στα χόρτα θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή κλίμακα κι
ολοένα καταπάνω σου

μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο κι οι ξυπόλυτες δούλες


με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά

η φιλότης το νείκος η φιλότης το νείκος

η παλιά ευρυθμία

σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα το σπίτι με τα τρία του
τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα σαλεύοντας στον
ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο

Ad Libitum.

5. Είναι γεγονός

έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε

αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό καταμεσής στη


Δήλο Απόλλωνα
όλονα τον εαυτό σου έχοντας μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ' αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ τι σόι πολιτισμένοι θα
'μασταν

αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην

Κιμμερία τη δύσμοιρη

που κατάντησε στα χρόνια μας να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη

όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα σε φορέα της ελληνικής
αξιοπρέπεια

έστεργε απλώς να συμπονεί: Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε

ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι

ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ' επί νυξ
ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι

το λοιπόν

για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;


αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;

μόλο που

από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά λάμποντα της Ραβέννας
άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί να εξαποστέλλεται άμεσα

όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο που για μια στιγμή ο γηραιός
αλιέας

αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του άχνα χρυσή
εξακολουθεί ν' ανέρχεται

η ποίηση ανέρχεται

άλλη μια φορά

χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε να εμπνέεσαι άντε


Ad Libitum.

6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω

απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια
και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ τακτικά κομίζοντας κλώνους
ροδιάς

κοριτσιών εσώρουχα διάφανα κι άλλα της τελετουργίας άχραντα

λόγια όπως «βοριάς»


ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
επάνου είναι που αναλογίζομαι πόσο ελάχιστα είμαστε
πραγματικοί και η σφαίρα μας

μία μηχανή όπου καμιά βίδα κανείς μοχλός κανένα


έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει

να φανεί το ευλογημένο χέρι όπως μες στις χρυσές εικόνες

ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι πνοή νιώθω να με παίρνει ελαφρά στο


νερό
υπογράφω και χάνομαι

Ad Libitum.

7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να 'σαι ο αριστοκράτης αλλ' από την


ανάποδη

του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»

που λέει κι ο Μακρυγιάννης ξέροντας

να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους

ρυθμικά με ανωτερότητα

είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν

τι να πει κανείς

εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία θα ταξιδεύει


παραπλανητικά μέσα στο διάστημα κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά

είδωλο που ακόμη

ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου ανάμεσα στους Σκύθες


και θα μας επιστραφεί
σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι

ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα πάνω σε μια σχεδία


αιώνες τώρα

φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας

είναι που πλέον δε νογάει κανένας


τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πως κι από που ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα ποιος εντέλει αποσυνδέει τον
Χρόνο

Ad Libitum.

ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε όσο
γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)


Έλα τώρα χέρι μου δεξί

κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας

πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά του βάλτου


ΤΕΤΑΡΤΗ, 1

Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά


μέσα στην Απειλή.

Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς


καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που
γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε άξαφνα - κι η
ταινία η φθαρμένη κοπεί.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο- δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.

Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και
αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.

Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη


Μητέρα.

Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

ΠΕΜΠΤΗ, 2

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ- γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο. Έτσι
θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα- δείσου.

«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο τόπος


αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω πάλι τον χρυσό
μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.

Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας ακούγεται


η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας. Η Σιθωνία χάθηκε, την
καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο νους όλο
πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε. Και μια
θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό με- γάλης
θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.

Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των


Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων. Έτοιμος για τα χείριστα.
ΣΑΒΒΑΤΟ, 4

Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρα- κόσια
τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου, και
πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με τις δύο γιγάντιες
φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα- νούς του

τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5

Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, με-


γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος κανείς.
Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι παρακολουθούσανε τη
σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρί- χνανε μπαλωθιές στον αέρα.

Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προι- κοσύμφωνα


και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον
πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.

Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον το- πογράφο


της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β

Το τέλος του Αλέξανδρου

Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώ- θηκε ο
αέρας.

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές
γαλάζιες.

Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρ-


δαμύσανε.

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.

ΤΡΙΤΗ. 7

Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο.
Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά- χτυλά μου όταν
γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω στο πεζούλι
και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

ΤΡΙΤΗ. 7 β

Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα
και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε
ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχω- ρούσε τόσο
το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη- θούμε ποτέ.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8

Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;

Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μα- κριά -
ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;

Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζω-
γραφίστηκε στο τζάμι;

Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώ- της στην
τρομπέτα του;

Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει; ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β


Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχι- σε ν'
αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του τοίχου.

Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύ- ριζε
καμένο πεύκο και συχώρεση.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ

Μάνα που'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λί- γος -


άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.

Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου- νε
απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά- λες σάπιες
ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ- ρεις;- για μια
κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.

ΠΕΜΠΤΗ, 9

Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό τα κλειστά κι ακατοίκητα


που 'λυσε το λουρί από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του
Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα κείνες τις
πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει και φυσούσε
ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.

Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10

Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η


μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολό- κληρη...»

Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β

Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν

μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι ακούω κιθάρες κι άλλα
γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια την Ανδρομέδα, την
Άρκτο ή την Παρθένο...

Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους η ίδια;

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ

Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γει- τονιά και
φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η αλήθεια ολοένα του
ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί- σκεται πιο χαμηλά

Πολύ πιο χαμηλά

Ότι έχει ο θάνατος την δικιά του Ερυθρά θάλασσα.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 11

Βγήκα για νέες πληγές

πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα

(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα

Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμος

με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερό


Κι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β

Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο


σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να
πιάσω κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες όσο κι εκείνες που 'βλεπα
γύρω μου
Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριό- χορτα
και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.

Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλι- στη, που πάλι,
μεμιάς, εχάθη.

Θα 'κανε λάθος αιώνα.

Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ


Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15

Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισο- φέγγαρα, Ο
Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον
περιμένει.

Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και χάνεται.

χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:

«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή

«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»

«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι

και - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου».

ΚΥΡΙΑΚΗ, 12

Μνήμη του Μεμά


ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 β
Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά.
Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη, κρατώντας στην αγκαλιά
της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα


'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ

Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα


μαλλιά της πίσω με κλώνους. Ύστερα κάνω το σταυρό μου.
Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρα της εμφανίζεται το πρώτο εφετινό
δάκρυ.

Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο.

ΠΕΜΠΤΗ, 16

Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζά- μια κι
άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας· τη Βρισηίδα· τα
Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή- σποντο· τα Ζαγόρια· τον
Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ- τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την
ξέρα της Αγίας Πελα- γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)·
τους Πελα- σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο
(ερωτο- μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.

Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστο- ρίας ή
μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν είναι
λογοπαίγνιο).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 18

Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλο- φορώ με


μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια
ζαχαροπλαστεία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β

Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού


μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά το κοντάρι τους, ο
αέρας.

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές

κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνε- ται
πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19

Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι


σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.

Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου


υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες. Βοή σε απόσταση μηνών
ακόμη, αλλά διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ θέλουν ποτέ
πια να μην είσαι.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα


καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και
συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη
από την οσμή του καμένου.

Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την
Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά
συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -

τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται.

ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ

Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα πάω μ' από κοντά τον σκύλο
της σελήνης μου.

Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα


-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι;

Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ'
αναμμένο φως.

Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο


στον ουρανό.

Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου


-Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος...

Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να
κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ'
ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο
στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα. Δεν πρόφτασα
να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να


'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα- γωθεί και
μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που
σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23

Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)


Μ. ΤΡΙΤΗ, 21

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ- ρετρο. Με
πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.


ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β

Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά καθώς
του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο
κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη φαρμακευτικού ή φιδιού μιας


κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά


με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς και θόρυβο μεταλλικό από
θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β

Αντίς για όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι


αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια τυφεκιοφόροι
νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι. Σαν να 'μαι λέει, ο
θάνατος ο ίδιος αλλ'
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών το «δεύτε λάβετε
τελευταίον ασπασμόν».
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα

που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά

να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου


-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια- εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά
νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει
κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα


που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους και μου χύθηκε όλη,
όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ- φή βουνού


κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ- να, πολύ χαμηλά,
κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή
σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά

Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά

θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές μα βαριά η δική μου καρδία.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 29

Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες,
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές
σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ- μνός
μπρος στον καθρέφτη.

Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμ- πρός και
τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου
μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.

Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιό- φωνο
ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα- σών, η «Ραμόνα».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ
Η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω: Με χτυπάει μια ζέστη
αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι
αλλά και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα τέρατα παρδαλά με κεραίες
συρμάτινες λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.


ΣΑΒΒΑΤΟ, 2 Μ

Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή
των άλλων, αφήνει μια τρύπα.

Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο δι- ηνεκές
μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά
δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ

Κάποια καταπακτή θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα


πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.

Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες μου
Ρωμαίες la luce onde s' infiora vostra sustanza rimara con voi
etternalmente si com' ell' e ora?

Κι ύστερ' από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se' in terra, si
come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra... Οπόταν
άρχισαν από πέρα ν' ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι
αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με
περισφίγγουν.

Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαί- νουν
σαν αναμνήσεις.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 4 Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος

έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σαν διαμαντικό

Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ

Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο και πάρα πίσω «η Χώρα»
που λεν «των Λωτοφάγων».
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα πάνω στην ώρα που
ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά
και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.

ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β

Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.

Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η


λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους
αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο πολύ
αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε- ρικός κόσμος την
ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.

ΠΕΜΠΤΗ 7 Μ

Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τι- ποτα,


ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητι-
κού πελάγους.

Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με


τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα. Το ευτύχημα είναι
ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.

-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.

-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)


Είσοδος

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς α'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VII] ·


ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]

• ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Ο Ταξιδιωτικός Σάκος] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο


λ έ α ς β'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [VIΙΙ-ΧΙV] · ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
[8-14] · ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Αιγαιοδρόμιον] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς γ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧV-ΧΧΙ]

• ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21] · ΟΤΤΩ


ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Τα Στιγμιότυπα] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς δ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧΧΙΙ-ΧΧVΠΙ] Έξοδος

Είσοδος

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ

είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά

-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που
άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους
βουρκώνει

Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό- νισμα
και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που
να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα

Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον
ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι.
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι
δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο

Χρυσέ ζωής αέρα...

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς α΄]


Σκηνή πρώτη: Δικαστήριο υπαίθριο στην αρχαία πόλη των Αθηνών. Φτάνουν οι
κατηγορούμενοι και προχωρούν ανάμεσα σε βλαστήμιες και κραυγές: Θάνατος!
Θάνατος!

Σκηνή δεύτερη: Φυλακή στην ίδια πόλη, κάτω από την Ακρόπολη. Τοίχοι
μισοφαγωμένοι από την υγρασία. Χάμου ένα φτενό, αχυρένιο

στρώμα και στη γωνιά ένα σταμνί με νερό. Στον εξωτερικό τοίχο μια σκιά:
ο φύλακας.

Σκηνή τρίτη: Κωνσταντινούπολη. Στον γυναικωνίτη του Ιερού Πα- λατιού,


κάτω από το φως των κεριών, η Βασίλισσα πετάει ένα πουγκί με χρυσά
νομίσματα στον Αρχιευνούχο, που υποκλίνεται και την κοιτάζει με νόημα.
Στο άνοιγμα της πόρτας, οι άνθρωποί του· πανέ- τοιμοι.

Σκηνή τέταρτη: Αρχονταρίκι μεγάλης Μονής. Μακρόστενο τραπέ- ζι και στην


κορυφή του ο Ηγούμενος. Ιδρωμένοι μπαινοβγαίνουνε
οι καλόγεροι φέρνοντας τα μαντάτα: ένα πλήθος έχει ξεχυθεί στους
δρόμους, βάζει φωτιές, καταστρέφει τα πάντα.

Σκηνή πέμπτη: Ναύπλιο. Έλληνες και Βαυαροί αξιωματικοί στο Υ-


πασπιστήριο του Βασιλέα συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ένας αγγελιο- φόρος
παίρνει το μήνυμα και φεύγει κατά τα σκαλιά που οδηγούνε ψηλά στο
Παλαμήδι.

Σκηνή έκτη: Μπρος από 'να παλιό και άδειο οικόπεδο, στη σύγχρο-
νη Αθήνα, ένα πλήθος ανάκατο με παπάδες και δεσποτάδες συνωστί- ζεται για
να ρίξει μια πέτρα, «τον λίθον του αναθέματος».
Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο προαύλιο, μεθυ- σμένοι
οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χειρονομίες. Ο αξιωμα- τικός που βγαίνει
από κάποιο κελί κάτι λέει στον στρατιωτικό ιατρό. Πίσω τους ακούγονται
γδούποι και οιμωγές.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ] Ι


Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο- σχαριού
που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν- νηθεί στην τύχη.
Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω.
Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά- των. Ν' αποκαταστήσω, από τις
νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ- σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο
ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους
ανθρώπους να μου αρέσουν.

Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που
χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να
ξεπερνά τη δική μου.

Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το


παιχνίδι το έχασα.

II

Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ'
όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη
χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγμα- τα να τ'
απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ
να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι
ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.

III

Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λι- γοσύνη
της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού το ξύλινο
τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο πα- ράθυρο. Για να
μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγω- νο του σανιδιού με τα
λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην
αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ' ένα
μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το
πραγματικό μεγαλείο.

Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωμα- τικά


διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβά- νομαι και
μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρε- τή: μεταβάλλοντας
σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη
συντήρηση και την ανανέωσή της.

IV

Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ'έναν Botti- celli
όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θά- λασσα την
ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περ-
πατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η
Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρα- νός. Το
ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.

Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος,
παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περι- στεριώνες, που
δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε το- σο σίγουρα μες στην
παλάμη του Θεού.

Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περι-
στρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το
πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη
αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθε- ση ν' αρμόσω
λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που
σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ- τερο κόσμο, που φτάνει
πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα
πράγματα: βότσαλα που τα ρίγω- σαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι
παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης
μας. Μια ολάκερη φι- λολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι
κατοπινοί χρονογράφοι
και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρί-
σκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το
χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους
παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.

Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.

VI

Ω ναι, μια σκέψη για να 'ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέ-


ρεται- πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την
ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να 'ναι καλοκαίρι.

Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαί-


νει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.

VII

Χείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]

Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο


Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου
Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά Ελαφρά
βαλμένα, το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει Γράμματα και
τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου
Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου.

Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς Όπως ένα φυτό
που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος Του το γυρίσει σ' ευωδιά
ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία

του κόσμου
Θα φάνουν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.

Αφόντας μπήκα σ' έρωτα για τούτα τα κορμάκια λίγνεψα, έφεξα.


Σ' ύπνο και ξύπνο άλλο στο νου δεν είχα - πως να τα μεγαλώσω, μια μέρα
να τα κοιμηθώ. Παραμόνευα πίσω απ' τις θύρες. Έμαθα να τα πιάνω στον
αέρα, στο νερό. Αλλά πως να τα πω δεν ξέρω ακόμα.

Α - Λευκό ή κυανό, ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων. Λ -


Πραγματικά βρεμένο. Ίδιο βότσαλο.
Γ. - Το πιο ελαφρύ· που η αδυναμία σου να το προφέρεις, δείχνει το βαθμό
της βαρβαρότητας σου.
Ρ.- Παιδικό και, μάλιστα, σχεδόν πάντοτε θηλυκού γένους. Ε.- Όλο αέρα.
Το πιάνει ο μπάτης.
Υ.- Το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία.

Σ.- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει.

3
Είσαι νέος -το ξέρω- και δεν υπάρχει τίποτε.

Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε. Όμως είσαι. Και την ώρα που

Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο


Ερωτοφωτόσχιστος

Περνάς θέλεις δε θέλεις

Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα


Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

Πως της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα
σου οι μυώνες Ή τα ζώα που πίνουν κι υστέρα κοιτούν
Πως σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον
κεραυνό Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.


4

Περιμένω την ώρα που ένα

Περιβόλι ελεητικό θ' αφομοιώσει

Τ' απόβλητα όλων των αιώνων - που ένα Κορίτσι θα κηρύξει στο σώμα του
επανάσταση Ωραία με τρεμουλιαστές φωνές και λαμπηδόνες
Φρούτων ξαναφέρνοντας την Ιστορία

Στην αφετηρία της οπόταν


Πιθανόν και οι Φράγκοι να ελληνέψουν
Φτάνοντας ως το ήπαρ της συκιάς
Ή να τους υπαγορευθεί καθ' ύπνους η εντέλεια
Των κυμάτων

κι από μία ρωγμή στη σκέψη τους η αναθυμίαση Κάποιας από τα παιδικά τους
χρόνια συναπαντημένης Θαρραλέας λεβάντας τα γεμάτα
Θυμούς αστρικά διαστήματα να εξευμενίσει.

Όξω από το μνημονικό τρεις ώρες δρόμο βρέθηκα να κυνηγώ στο δά- σος των
φωνηέντων. Σκοπευτής από ένστικτο (κι αισθηματίας) χτυ- πώ και ρίχνω:

έμβλημα Μαΐων λήκυθος

γραμμή θάλασσα κυβερνήτης

κηρύλος πορτοκάλια κόσμημα

παρανάλωμα κρήνη εκθαμβωτικό

ψίθυρος θύσανος Σύρτις

μονάκριβο γνώμη Μαρίνα

μέντα μεταλλικό Μίλητος

ρυθμός κατασταλάζω ασημένια

άδυτον ηθελημένο κηρύκειον

ολίγο θεομητορικό μοναστήρι

μανταρίνι πτυχή Μύρτιλλα


Πέργαμος αστερωτό
θαλερό

ζώνη καταμεσήμερο νωχέλεια

λιόφυτα λαγκάδια Μάρτιος

χρησμός πρωινό κύβος

μυστικός χλωρίδα αναβλύζω

ξάγναντο

Τι θέλεις τι ζητάς

πού 'ναι το νόημα που σου 'πεσε απ' τα χέρια


Η μουσική που ακούς μόνος εσύ και τα γυμνά
Πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας
Ενώ τινάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα
Πέφτει μπροστά σου επάνω στο χαλί
Κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια

Πού πας ποια θλίψη ποιο καιούμενο


Φόρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα ποια Μεταποιημένη αρχαία πηγή
για να σε κάνει να χρησμοδοτείς Έτσι φύλλο το φύλλο και βότσαλο το
βότσαλο

Έφηβε γονατιστέ στον διάφανο βυθό

Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν' ανεβαίνεις


Μ' ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια δαγκάνοντας σαν νόμισμα τη
θάλασσα την ίδια που
Σου 'δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις.

Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν


Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα Που
αρπάζεται απ' τα κάγκελα Δοκιμάζει απαρχής ν' αρμόσει πάλι Με σταγόνων
σφήνες λαμπερών
Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας
Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου

Ν' ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες
Ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο
Η φωνή
μια φωνή σαν της Μητέρας

Και ξανά ξυπόλυτη να βγει να περπατήσει

Πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία

Έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώρα- Ο ποιητής και
κάναμε από τότε Ανάσταση.

ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ

[Ο Ταξιδιωτικός Σάκος]

Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνον τ' απα- ραίτητα»
είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές
άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα: ΚΡΗΤΗ
Σφραγιδόλιθος με παράσταση αιγάγρου (Μουσείον Ηρακλείου) Ο Πρίγκιπας των
Κρίνων (Κνωσός)

ΘΗΡΑ

Κόρη (Τοιχογραφία)

ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Προσωπογραφία γυναίκας (Τάφος Ouserat, n° 51) Νέος με αντιλόπη (Τάφος
Menna, n° 69)

ΟΜΗΡΟΣ

δνοφερόν ύδωρ
ενώπια παμφανόωντα

ουρανόθεν δ' άρ' υπερράγη άσπετος αιθήρ

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

ψυχάς έχοντες κυμάτων εν άγκάλαις

ΣΑΠΦΩ

νυξ πολύως

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν παιδός η βασιληίη


ΠΙΝΔΑΡΟΣ

πάντες ίσον νέομεν ψευδή προς ακτάν ψυχρά φλογί


ερευνασάτω μεγαλάνορος Ησυχίας το φαιδρόν φάος

ΕΤΡΟΥΡΙΑ

Νέοι άντρες συγκρατώντας άλογο (Ταρκυνία) Αυλητής ανάμεσα σε πουλιά


(Τάφος Τρικλινίου)

ΑΘΗΝΑ

Ευφρονίου: Ο Λέαγρος έφιππος (Μουσείον Αρχαίας Τέχνης

Μονάχου)
Ομάς Ιππέων από τη ζωφόρο του Παρθενώνος Αγαλματίδιο Αφροδίτης
(Μουσείον Βερολίνου) Αφροδίτη με λυγισμένα πόδια (Μουσείον Ρόδου)
Θεραπαινίς φυλάσσουσα τον τάφον (Εθνικόν Αρχαιολογικόν

Μουσείον)

Αμυνόκλεια (Επιτύμβια στήλη) ΑΙΣΧΥΛΟΣ

τηλέπλαγκτοι πλάναι μελανθές ηλιόκτυπον γένος κυμάτων ανήριθμον


γέλασμα

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

χλωράν τέγγει δακρύων άχναν ύπν' οδύνας αδαής


σε τοι κικλήσκω τον αιένυπνον

ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ

Απόσπασμα από την «Πόλη της Ναζαρέτ» (Καχριέ Τζαμί) Βαϊφόρος από την
Καπέλλα Παλατίνα (Παλέρμο)
Χειρόγραφο Ιακώβου Κοκκινόβαφου: Ο Παράδεισος. Η θύρα του

και οι τέσσερις ποταμοί του (Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων) Απόσπασμα από


τα «Εισόδια της Θεοτόκου» του Μιχαήλ

Δαμάσκηνου (Βυζαντινόν Μουσείον Αθηνών) Άγιος Δημήτριος. Λαϊκή εικόνα


Μακεδονικής Σχολής

(Ιδιωτική συλλογή)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

συγκαιόμεθα πάντες τοις δάκρυσιν

ΡΩΜΑΝΟΣ

και το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και γράφω το άνθος το γλυκάζον
εμοί γέγονεν τιθύμαλλος
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

εν τη αγήρω νεότητι Νεκρώσιμος Ακολουθία Ω γλυκύ μου έαρ

DANTE

Lo bel pianeta che d' amar conforta E come giga e arpa, in tempra tesa di
molte corde, fa dolce tintinno

PAOLO UCCELLO
Η μάχη του Σαν Ρομάνο (National Gallery, Λονδίνο)

FRA ANGELICO

Αριστερό μέρος από τη «Στέψη της Παρθένου» (Μουσείον του Λούβρου, Παρίσι)

PIERO DELLA FRANCESCA

La Navita (National Gallery, Λονδίνο)

Απόσπασμα από τη «Μαστίγωση» (Galleria Nazionale delle Marche, Urbino)

EL GRECO

Αριστερό μέρος από τον «Ιησού στο Όρος των Ελαιών» (Museum of Art,
Toledo, Ohio)

VERMEER

Το Ατελιέ (Βιέννη, Κρατικό Μουσείο)

Το μάθημα της μουσικής (Buckingham Palace)


Η αποκοιμισμένη (Metropolitan Museum, Νέα Υόρκη)
VIVALDI
Κοντσέρτο σε ντο μείζονα για μικρή φλογέρα με ράμφος, έγχορδα και
τσέμπαλο, ΡV 79
Largo από το Κοντσέρτο σε ρε ελάσσονα για βιόλα ντ' αμόρε, έγχορδα και
κοντίνουο, ΡV 266

BACH

Σουίτα αρ. 2 για φλάουτο και έγχορδα, ΒWV 1067


Κοντσέρτο σε φα μείζονα για όμποε, έγχορδα και τσέμπαλο, ΒWV 1053

ΗΑΥDΝ

Τρίο σε λα, Η. XV 18

MOZART
Alegro από το Divertimento σε μι ύφεση μείζονα για βιολί, βιόλα και
βιολοντσέλο, ΚV 563
Alegro από το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 15 σε σι

ύφεση μείζονα, ΚV 450


Andante από το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 21 σε ντο μείζονα, ΚV
467

BLAKE

wash the dusk with silver

ΒΕΕΤΗΟVΕΝ

Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2 σε λα μείζονα, op. 12

Σονάτα γιο βιολοντσέλο και πιάνο αρ. 5 σε ρε μείζονα, op. 102, 1

HOLDERLIN
Ein Ratsel ist Reinentsprungenes.Auch
Der Gesang kaum darf es enthullen

Denn schwer ist zu tragen

Das Ungluck, aber schwerer das Gluck

NOVALIS

Sie wissen nicht,


dass du es bist

der des zarten Madchens

Busen umschwebt

und zum Himmel den Schoss macht

Jahrtausende zogen abwarts in die Ferne, wie Ungewitter

ΚΑΛΒΟΣ

ο ήλιος κυκλοδίωκτος
και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν

των χρυσών κίτρων

ΣΟΛΩΜΟΣ

για κάτι υπόθεσες ψυχικές

Κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος

Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας


NERVAL

Mon front est rouge encor du baiser de la reine


MALLARME

Et j' ai cru voir la fee au chapeau de clarte

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των φυλλο- μανούντων


κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων
Τότε, δια του ανοικτού παραθύρου είδα εν άστρον να λάμπη εις το
εσωτερικόν της μικράς οικίας

RIMBAUD

Je pisse vers les cieux bruns,, tres haut et tres loin, Avec l'
assentiment des grands heliotropes

ΚΑΒΑΦΗΣ

Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη μια Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν

YEATS

the moonless midnight of trees


BAUDELAIRE

Nous aurons des lits pleins d' odeurs legeres

L' homme y passe a travers des forets de symboles

MATISSE

Νεκρή φύση με στρείδια (1940· Kunstmuseum, Bale) Το κλωνάρι της


δαμασκηνιάς (Ιδιωτική συλλογή) Χορτοκοπτικό γκρι και μπλε (Editions
Verve)
KLEE

Το χρυσόψαρο (1925-26· Ιδιωτική συλλογή, Ολλανδία) Αχνάρια υδρόβιου


φυτού (Συλλογή Lyonel Feininger)

PICASSO

Άλογο στο τσίρκο. Σχέδιο (The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη) Η γυναίκα
με το ριπίδι (Συλλογή Averell Harriman)
Γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρος. Σχέδιο (Musee d' Antibes)

BRAQUE

Νεκρή φύση (1934· Kunstmuseum, Bale)

JUAN GRIS

Η φιάλη του Banyuls (Συλλογή Hermann Rupf, Βέρνη) Νεκρή φύση με


τριαντάφυλλα (Ιδιωτική συλλογή, Παρίσι)

ARP

Δάκρυα του Enak (1917· Ιδιωτική συλλογή) Κορμός με άνθινο κεφάλι


(Ιδιωτική συλλογή)

ELUARD

Une sublime chaleur bleue

D' une ecriture d' algues solaires

LORKA
Silencio de cal y mirto

UNGARETTI

Astri Penelopi innumeri


EZRA POUND

you are violets with wind above them

DALI

Νοσταλγική ηχώ (Ιδιωτική συλλογή)

ROTHKO

Χωρίς τίτλο (1951· Συλλογή Mr Gifford Philips, Νέα Υόρκη)

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Η μυρτιά
Στο περιγιάλι το κρυφό

Δοξαστικόν από το Άξιον Εστί

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Όρνιθες
Μια Παναγιά

MOUSTAKI Ο μέτοικος

G. GUSTIN - M. TEZE Monsieur Cannibale

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς β']


Σκηνή πρώτη: Κατάκοιτος, με γάγγραινα στο πόδι, ο Μιλτιάδης έχει
μεταφερθεί στο Δικαστήριο, κι εκεί, με κατάπληξη κι έσχατη αποκαρδίωση,
ακούει την καταδίκη του.

Σκηνή δεύτερη: Μ' εγκαρτέρηση, μετά τον εξοστρακισμό του από τους
Αθηναίους, ο Αριστείδης ανεβαίνει στο καράβι που θα τον απομακρύνει από
την πατρίδα του.

Σκηνή τρίτη: Ο Φειδίας ριγμένος στις φυλακές σαν κακούργος


αργοπεθαίνει από γηρατειά και θλίψη.

Σκηνή τέταρτη: Τα όργανα που κινητοποιούν οι Τριάκοντα ρίχνον- ται


στη σφαγή και στη λεηλασία.

Σκηνή πέμπτη: Στο φτωχό του στρώμα της φυλακής, ο Σωκράτης, μετά
την καταδίκη του σε θάνατο, πίνει το κώνειο ήρεμος και ξε- ψυχάει.

Σκηνή έκτη: Ο Μέγας Αλέξανδρος, έξω από τη σκηνή του, δίνει


διαταγή να εξοντώσουν τον αφοσιωμένο του στρατηγό Παρμενίωνα.

Σκηνή εβδόμη: Μέσα σε μια γενική οχλαγωγία, ο Φωκίων και οι φί- λοι
του, χωρίς να μπορέσουν ν' απολογηθούν, καταδικάζονται σε θά- νατο.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ VIII-ΧΙV] VIII


Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανά- μεσα σε
δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που
το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο
ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα
πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψά- θα.
Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου
κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δε μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το


ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Κι
από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέ- λει να ξέρεις να τ'
αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση -αλλά θέλει να
ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

IX
«Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο
το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόη-
μα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώρι- μο,
οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλα-
ρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον
μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι

Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.»

Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχω- ριστή,
αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομο- νώσει εγκαίρως
και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις
ορατές, πάει χαμένος.

Ότι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως
να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους
που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για
το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν
υπάρχει.

Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να
σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει
και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνε- ται
Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία

με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό

ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου
Παραδείσου.

XI

Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Rimbaud επέζησε


της Κομούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του
Armstrong. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.
Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που
κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμά- των όπου,
έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως
γι' αυτό, εμένα, ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λι- γότερο από την
αρρώστια· κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισ- σότερο από το πιο
τρυφερό συναίσθημα.

Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει.

XII

Από το βότσαλο στο φύλλο της συκιάς κι από το φύλλο της συκιάς στο ρόδι,
όπως από τον Κούρο στον Ηνίοχο κι από τον Ηνίοχο στην Αθηνά.

Ονειρεύομαι μιαν Ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδηγεί στην ίδια
ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα.

XIII

Στις ακρογιαλιές του Όμηρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγα- λείο, που
έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την
ιδίαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει
τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Κατά πού; Ως πότε;
Ποιοι κυβερνάνε;
Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω
μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συ- νάμα, σαν το
εν δι' ύδατ' αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί
κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον
καταπιέζει.
XIV
Όπως και να στον αιώνα ενός φιλιού

Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και
μερικές πράξεις για παράδειγμα:

1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομέ-


Δεν σε προφταίνω Τύχη

σ' έζ εν παλινσκίωι
νουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την
ξαναφτιάχνεις.

2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάν- τοτε το
σχήμα κάποιου Ιησού Χρίστου.

3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα
αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα
μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βου- νό απ' τη


λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.
σφυρά πέτρα παριανή στις φλέβες

όπου δείχνει το κατάρτι παντο βεργωμένος ο ουρανός ένα παγόνι

Αχτίδες με λευκά τα επάνω σύννεφα στο λόφο

Εν πράσινο μάλαμα και φυλλωσιά πουλιού που


Κοιτάζει το νερό μέσ' από τα καλάμια

ψυχή ακατοίκητη όθε


Χελιδόνι μονό μου 'φερες ένα δάκρυ.

5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε το- σο


ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

πένθος
τώρα

6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντι- στρόφως
ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθ- μός να
καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους
μισούς, ένας «Ερχόμενος».

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [8-14]

8
Με νωπ αργ σπηλιά που μόλις έσπασε

Κι έχ

δέντρων παλαιών

Όνειρα περιχ όπως νησί από κύματα κι εκεί

Άκρη άκρη του γιαλού


Αλειμμένοι Σελήνη σαν Αιθίοπες ψηλά

των άστρων οικογένειες άστεγες και χάρτες


Που ζωγραφίζουν άγγελοι μ' αόρατη δεξιά
Ύπ ρα σαν πάντοτε.

Το 'χεις άραγε συλλογιστεί ποτέ


Το σταφύλι την ώρα που σε σχηματίζει ο έρωτας
Όπως τον σταλακτίτη ο χρόνος; Και το πορτοκάλι το έχεις
Δει να σαλεύει στα όνειρά σου

Μια η Μαρία - δυο το νέο φεγγάρι

Το φύλλωμα όλο ακόμη σκοτεινό

Βαρύ από θάνατο που δεν επρόκανε ν' αραιώσει;


Τι σημαίνει

Να 'σαι από σπίτι όπως από πελέκι πεύκου ο τζίτζικας


Πόσο εξίσου ασήμαντος κι έτοιμος για χαμό
Κι έτοιμος για διάρκεια μες στον χρυσόκαιρο είσαι;

Παιδί - που θα με πεις εμένα! Παίξε αν κοτάς

Κάνε μου το φυτό - τυλίγα μου τον άνεμο


Έμπα στον ύπνο μιας παρθένας και φέρε μου το ρούχο της

Σαν σκύλος μες στα δόντια. Ή αν όχι, τότε

Γάβγισε γάβγισε πίσω από τη σκιά σου


Όπως εγώ ζωήν ολόκληρη μέσα στα μεσημέρια.

10

Μιλώ με την υπομονή του δέντρου που ανεβαίνει


Μπρος απ' το συνομήλικο παράθυρό του
Που του 'χει φάει ο αέρας τα παντζούρια
Κι όλο το σπρώχνει στ' ανοιχτά κι όλο το βρέχει

Με νερό της Ελένης και με λόγια Χαμένα μες στα λεξικά της Ατλαντίδας Ένας
εγώ - και η Γη από τ' άλλο μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου. Το δέντρο που με ξέρει λέει
«κρατήσου» Συνάζει σύννεφα και τους κρατάει παρέα Όπως εγώ στ' άσπρο
χαρτί και στο μολύβι Τις νύχτες που δεν έχουνε ρολόι να δούνε

Τι πάει να πει «δεν πρέπει», «δεν αρμόζει». Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω
ανοίξει
Το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.

11

ΤΥ ΧΗΜΙΣΗΣΚΟΤΩΝΟ Υ
Ν Ο Ι Μ Ι
Σ Ο ΙΓ ΙΑ
ΣΑ ΣΕΛΛΗΝΕΣΕΡΧΕΤ Α
Ι Κ Ο Ρ Η Ν Ε
ΑΜ ΕΗ

ΛΙ ΑΝΘΟΣΤΟΧΕΡΙΠΟ Υ
Ζ Η Τ
Α Δ Ι Κ
ΑΙ ΟΣ

ΥΝ ΗΚΑΙΠΟΤΕΔΕΝΦΑ Ι
Ν Ε Τ Α Ι Π Ο
ΙΑ ΤΟ

ΥΒ ΟΥΝΟΥΓΡΑΜΜΗΣΤ Η
Ν Α Ν Ο Ι Χ Τ
ΗΠ ΑΛ

ΑΜ ΗΣΑΣΟΔΡΟΜΟΣΕΙ
Ν Α Ι Μ Α Ε Ρ Α
ΣΤ ΑΜ

ΑΛ ΛΙΑΚΑΙΛΑΛΙΑΝΕ Ρ
Ω Ν Θ Α Λ Α Σ
ΣΗ ΣΓ

ΕΜ ΙΖΕΙΤΟΚΑΝΙΣΤΡ Ο
Π Ο Υ Ξ Ε Ν Ο
ΣΔ
ΕΝ

ΟΓ ΑΝΑΒΟΗΘΗΣΕΙΜΕ Τ
Ο Υ Σ Κ Ε Ρ Α
ΥΝ ΟΥ

ΣΤ ΟΥΜΟΝΟΣΠΑΝΤΟΤ Ε
Ο Α Δ Ι Κ Η
Μ ΕΝ ΟΣ

ΟΠ ΩΣΗΠΗΓΗΚΑΤΩΑΠ Τ
Η Ν Π Ε
Τ Ρ Α
ΤΩ ΝΠ

ΑΤ ΕΡΩΝΩΣΠΟΥΚΑΠΟ Τ
Ε Σ Τ Η Ν Ω Ρ
ΑΠ ΑΝ

ΩΝ ΑΧΥΘΕΙΣΜΕΔΥΝΑ Μ
Η Κ Α Θ Α Ρ
Ι ΟΦ ΩΣ
12

Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου


Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις
Ε ε Χρυσομαλλούσα
Ε ε Χρυσοσκαλίτισσα

Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ' άσπρο σπίτι στην πλαγιά

Τ' άλογο με τα δύο φτερά

Και η άγρια φράουλα της θάλασσας

Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου

Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται μέσα στ'


αραποσίτια
Τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ' αλυσιδάκι στο λαιμό

Ε Παναγιά Τα Μάγκανα
Ε Παναγιά Τόσο Νερό

Να βλαστημάει και ν' ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του

Τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά

Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα

Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα

Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου


Κι απ' τ' αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς

Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή
Έι Παναγιά του Νίκους

Να σχίζεται στα δύο τ' ουρανού το καταπέτασμα Κι ένας παμπάλαιος έφηβος


απαράλλαχτος εσύ Να κατεβαίνει - κοίτα:
Στα κύματα μ' ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει

Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι!


13

Φυλαγμένα μέσα μου για πάντα

Στη διάθεση του καθενός: ο βόρειος βράχος

Ορμώντας αλλ' ακίνητος

Η μοναξιά των ιερών κυμάτων

Και ο χθόνιος ύπνος τέσσερις φορές

Πιο δυνατός μ' έναν δικό του Δία που κεραυνοβολεί


Πάνω σε μιαν αθέατη άσπρη παραλία.
Σήματα στον αέρα: ζήτα - ήτα - ωμέγα (Ψηλά την ώρα που σε μέγα βάθος
Αφρίζοντας περνά μία Σίκινος)
Αέναα να μεταδίδουν ότι
Λανθασμένα ηχεί μέσα στο σώμα ο πόνος
Και τον κίνδυνο - αρκεί να 'σαι οιακοστρόφος
Δεινός ή να 'σαι Ικτίνος

κι ευθύς τον καθηλώνεις.

14

Στην Εμορφιάν την Παναϊάν το δίπολον αστέρι


Οπού κρατεί περίστερον και λάμπει της το χέρι!

ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Αιγαιοδρόμιον]


Όταν άνοιξα τον Οδηγό μου, κατάλαβα. Μήτε σχεδιαγράμματα μήτε τίποτα.
Μόνο λέξεις. Αλλά λέξεις που οδηγούσαν μ' ακρίβεια σ' αυ- το που γύρευα.
Έτσι, σιγά σιγά, φυλλομετρώντας, είδα να σχηματί- ζεται ο χώρος όπως το
δάκρυ από τη συγκίνηση. Κι εγώ μέσα του.

αγάπη αγκίστρι

αγιάζι άγκυρα

Αγία Μαρίνα αγριοκάτσικο


Αγία Παρασκευή αγριοπερίστερο

αγιασμός αγωγιάτης

Άγιοι Ανάργυροι αερικό


Άγιος Μάμας αθερίνα

αγιόκλημα ακρίδα

ακρωτήρι βασιλικός

αλάτι βλίτα

αλαφροΐσκιωτος βοριάς

αλαφρόπετρα βότσαλο

Αλεξάνδρα βραγιές

αλογάκι της Παναγίας βράχος

αλώνι βρούβες

αμίλητο νερό βρύση

αμμουδιά βυθός

αμπάρα βύσσινο

αμπάρι

αμπέλι γαϊδουράκι

αμυγδαλωτό γαρίδα

ανεμόμυλος γαρμπής

ανεμώνα γεράνι

ανθόνερο γέροντας

Άννα γεφυράκι

αντηλιά γιαγιά

αργαλειός
γιαλόπετρα

αρμπαρόριζα γιασεμί

αρμυρήθρα γίδα

αρραβωνιαστικιά γκορτσιά

ασήμωμα γκρίφια

αστακός γλάρος
αστερίας γλάστρα

αστροφεγγιά γλυκάνισο

Αύγουστος γλυσίνα

αυλή γραίγος

αφάνα γρύλος

αφρός γυάκινθος
αχινός

δαμάσκηνο βάγια
δαφνόφυλλο

βαρέλι δελφίνι

βάρκα δεντρολίβανο

δίκταμο κακκαβιά

διοσμαρίνι καλαφάτισμα

δίχτυα καλντερίμι

δόλωμα καλογριά

δροσιά καμάκι

δυόσμος καμάρα

δώμα καμίνια
κάστρο

καμπάνα

εικόνισμα καμπανούλα

εκκλησάκι καναρίνι

Ελένη κανάτι

ελιά καντήλι

ερημονήσι καπετάνιος

ευκάλυπτος καπίστρι

κάρδαμο ζέφυρος
καρδερίνα
ζαργάνα καρένα

καρπούζι ήλιος
ηχώ κατάρτι

κατούνα θάλασσα
κατράμι

θαλασσοπούλι καφενές

θαλασσοσπηλιά κελάιδισμα

θρούμπα κερί

θυμιατό κέφαλος

κιλίμι

Ιούνιος κίτρο

Ιούλιος κισσός

ισθμός κλήδονας
κληματαριά

κάβος κληματόφυλλα

καβούρι κλουβί

καθετή κοιμητήρι

καΐκι κοκκινόχωμα

κοκωβιός μάγια

κολοκύθια μαγκανοπήγαδο

κόντρα φλόκο μαΐστρος

κοπανιστή μάνταλο

κοπέλα μανταρίνι

κοτέτσι μαντίλα

κουβάς
Μαντώ
κουβέρτα μαργαρίτα

κουπαστή μαρίδα
κουπιά
Μαρίνα

κοχύλι μάρμαρο

κρίνο του γιαλού μαστίχα

κυδώνια μέλισσα

κυκλάμινο μελιτζάνα

κύμα μελτέμι

κυπαρίσσι μέντα

μερμήγκι λαγήνι
μεσημέρι λαγός
μεσοφόρι

λαγουδέρα μίνιο

λατίνια μνήμα

λεβάντα μόδι

λεβάντες μοιρολόι

λεμονιά μόλος

λεύκα μοναστήρι

λιβάνι μορτάκι

λιμάνι μοσκιές

λιοτριβειό μοσχάτο

λιοτρόπι μουγγός

λιτρίδια μουράγιο
λουίζα μούστος

λουλάκι μούτσος

λυγαριά μπαρμπούνι

λυθρίνι μπάτης

λύχνος μπαχτσές

μπενζινοκάικο
Παναγία

μπουγάζι πανέρι
μπουγάδα παπαρούνα

μπουγαρίνι παπάς

μπουκαμβίλια παραγάδι

μπουνάτσα πεζούλι

μπουρού πέλαγος

μπρατσέρα πεντόβολο

μύδια πεπόνι

μυρτιά πέραμα

Μυρτώ περγαμόντο

περιστεριώνας νεράιδα
πέρκα

νεροκολοκύθα πέταλο

νεράντζι πεταλίδα

νέφτι πεταλούδα

ντάπια πετονιά

ντομάτα πεταχτάρι

νύφη
πετροκάραβο

πεύκο ξάγναντο
πηγάδι

ξενιτιά πηγή

ξέρα πιθάρι

ξερολιθιά πικροδάφνη

ξιφιός πικροθαλασσιά

ξόδι πίνα

ξυλοδεσιά πλάτανος

ξωμάχος πλώρη

πόντζα λαμπάντα όρτσα


πορτοκάλι
ορτύκι
Πούλια
όστρακο πουνέντες

όστρια πούντα

ούζο πρίμα

οχιά προβιά

πρόσφορο σπιλιάδα

πυγολαμπίδα σπουργίτης

πυροφάνι σταλαχτίτης

στασίδι ραδίκια
σταυρός

ρεματιά σταφύλι

ρετσίνι στέρνα

ρίγανη στύφνος

ροδάνι συκιά

ροδιά συναγρίδα

ροδίτης συρτή

ρολογιά σύρτης

ροφός σχοινάκι

σάβανο τάβλα

σαμάρι τάμα

σαμιαμίθι
Ταξιάρχης

σαμντάνι τέντα

σαύρα τζάκι

Σεπτέμβριος
τζίτζικας

σερβανί τζίτζιφο

σημαία τοιχιό

σία τραμουντάνα
σιρόκος τράτα

σίφουνας τρελός

σκαλάκια τριζόνια

σκαρμός τρικάταρτο

σκίνα τρικυμία

σκορπιός τρούλος

σκούνα τρυγόνι

σκρίνιο τσάμια
σουπιοκόκαλο τσούχτρα

σουσάμι

σπάρος ύπνος

σπάρτα
Ύψιστος

φανάρι φτέρη

φάντασμα φύκια

φαντό φυλαχτό

φάρος φυλλόδεντρο

φασκόμηλο φώκια

φεγγάρι
Φωτεινή φελλός

φέτα χαβούζα
φίκος
Χαιρετισμοί

φιλί χαλάσματα

φιλιατρό χαλίκι

φιστίκι χαμομήλι

φλισκούνι
χαρά της αυγής

φλοίσβος χελιδόνι
φλόκος χόβολη

φλουριά χορτάρι

φούλι χρυσόμυγα

φούμο χταπόδι

φούντα χτένια

φούρνος

φουρτούνα ψάθα

φραγκοστάφυλο ψαλτήρι

φραγκοσυκιά ψαράς

φράπα
Ψυχοσάββατο φράχτης

Φρόσω
Ωρίων

φρουτάλια ώχρα

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς γ']


Σκηνή πρώτη: Ο πρώτος χριστιανός βασιλεύς Κωνσταντίνος δίνει διαταγή να
συλλάβουν και θανατώσουν τον ίδιο του το γιο Κρίσπο.

Σκηνή δεύτερη: Άνθρωποι του Ηράκλειου έχουν οδηγήσει στα βα- σανιστήρια
τον ανεψιό του Θεόδωρο και το νόθο γιο του Αδαλάριχο.
Τους κόβουν τη μύτη, τα χέρια και το δεξί πόδι.

Σκηνή τρίτη: Αφού έχει τυφλώσει τον ανήλικο γιο της Κωνσταντί- νο, η
Ειρήνη η Αθηναία αναγορεύει Μέγα Λογοθέτη τον ευνούχο Σταυράκιο.

Σκηνή τέταρτη: Τον ερωμένο της Ιωάννη Τσιμισκή οδηγεί κρυφά η Θεοφανώ
στα συζυγικά δώματα του Παλατιού για να δολοφονήσει τον Νικηφόρο Φωκά.

Σκηνή πέμπτη: Μέσα στην εκκλησία, την ώρα που γίνεται μνημόσυ- νο για τον
αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρι, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δολοφονεί τον ανήλικο
Ιωάννη Δ' και παίρνει τη θέση του.

Σκηνή έκτη: Στον εωθινό των Χριστουγέννων, ο Μιχαήλ Τραυλός, βοηθημένος


από άλλους έξι συνωμότες, σκοτώνει τον ευεργέτη του αυτοκράτορα Λέοντα
τον Ε'. ,
Σκηνή εβδόμη: Ο Ανδρόνικος Κομνηνός στραγγαλίζει τον ανεψιό του Αλέξιο
και παντρεύεται τη χήρα του, που είναι δεκατριών ετών.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ XV-ΧΧΙ] XV


Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να
μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε- παίσθητους
συριγμούς, ν' ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο
πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και
άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους,
θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον- ται ολοένα λιγότερο αυτοί
που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.

Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης


ανταλλαγής ανάμεσα σ' αυτό που μας συντηρεί και σ' αυτό που του δίνουμε
για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό·
το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

XVI

Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που, εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας,
αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμμα- τίζονται. Λίγοι
ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζε- ται με το φως, όχι με
τη δύναμη. Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βά- ζουν μαχαίρι. Ότι ένας
κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σω- μάτων μας παρακολουθεί παντού
και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.
Α! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κά- ποιας
Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς
καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Κουμ-
πώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί
ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές
οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια, που να λαμπαδιάσει ο τόπος!

XVII

Και να, καταμεσής της αθλιότητας, από τις ανασκαφές της Σαντορί- νης,
από την απελπισία πιο πέρα - επιτέλους: μια Κόρη Θηρασία φτάνει
τεντώνοντας το χέρι της σαν να λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένε».

Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και


με θάλασσα. Θα σε προεχτείνω μ' αυτά που γράφω σ' αυτά που πράτ- τω. Θα
σου προσφέρω μια ζωή (τη ζωή που δεν αξιώθηκα) χωρίς αστυνόμους, χωρίς
φακέλους, χωρίς κελιά. Μόνο μ' ένα λευκό πουλί πάνω από το κεφάλι σου.
Θα φυτέψω αμπέλια-λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ' αυτά που μου δί- νεις ν'
αγαπώ. Από την Ηγησώ θα φτάσω στην αγία Αικατερίνη. Γη και ειρήνη θα
φέρω.

XVIII

Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου
κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει
ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με
να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι
τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.

Το σώμα ξέρει.

XIX

Ωραίε μου Αρχάγγελε γεια σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο πανέρι!
XX

Ένα βουνάκι αγριολούλουδα, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη


σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνου- με αέρας. Και να
σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θε- λήσουμε όλοι, μπορούμε.
Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα
τ' απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και
αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη
βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.

XXI

Εκφράζομαι όπως ένα περγαμόντο στον πρωινόν αέρα. Η διήθηση που δεν την
αντιλαμβάνεται άλλος κανείς, αυτή έχει σημασία.
Μέσ' από τους κοινωνικούς αγώνες, τη λαχτάρα για δίκιο και για
ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του ατόμου: μια ευωδία!

Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που
συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το
μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντί- παλες δυνάμεις
αυτοεξουδετερωθούνε. Αν μου αρέσει ν' ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου
ή να μετατρέπω σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι' αυτό. Για να
υποκαθίσταμαι στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν,
την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέστερη από κάθε
άλλης λογής Επανάσταση.

Κοίταζα το κομμάτι που χωρούσε στο μεγάλο τετράγωνο παράθυρο: λίγες


καμένες στεριές και μια λουρίδα κύμα βαθυκύανο. Στον ύπνο μου, αργότερα,
η ώρα τρεις το απόγεμα, έβλεπα τον Ερμή να κατε- βαίνει από ψηλά, το 'να
πόδι λυγισμένο, κρατώντας στην αγκαλιά
του ένα κοριτσάκι με το κεφάλι ανάποδα και τα μαλλιά του χυμένα στον
αέρα.
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21]

15

Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες


Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα που ποτίζουνε Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη -
το χαρμάνι αυτό Από γιασεμί λουίζα και αρμπαρόριζα
Που κρατάει τον ουρανό σε απόσταση Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την
ίδια Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ' τις στέγες Απαράλλαχτο καΐκι μ' ανοιχτά
πανιά

Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια


Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Άρκτο
Και το περισσευούμενο χορτάρι τ' ουρανού που πάτησες Κάποτε μια φορά και
μια για πάντα υπάρχει Προσαρτημένο στη δική σου ελληνική επικράτεια
Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον
Των περιττών πραγμάτων και ημερών
Ο αριστερός Ιησούς ω

τότε θα με καταλάβεις.

16

Πού να τα πω νύχτα μες στον αέρα


Στα δέσπολα των άστρων στη μαυρίλα που μυρίζει
Θάλασσα πού να τα πω τα ελληνικά της πίκρας
Με δέντρα κεφαλαία πού να τα γράψω
Οι σοφοί να ξέρουν ν' αποκρυπτογραφήσουν
Ανάμεσ' από δεύτερο και τρίτο κύμα
Έναν τέτοιον διακαμό βαρύ από πέτρες που δε βούλιαξαν

Άγιε Σώζοντα, συ που εφοράς φουρτούνες


Ανέβασέ μου της θάλασσας το μάτι
Να κάνω μίλια μέσα του στην πράσινη διαφάνεια
Να φτάσω εκεί που σκάβουν τ' ουρανού οι μαστόροι
Και να 'βρω πάλι τη στιγμή πριν γεννηθώ
Τότες που ευώδιαζαν οι βιόλες άμα δε νογούσα Πως δε νογάει την αστραπή
του ο κεραυνός Μόνο σε τεταρτοχτυπά -λάμψη όλος!
17

Ως εν ουρανίω έαρι ραντισμούς Μύριους ακτίνων εκλικμίζουσα Φαιοπράσινος


επεφάνης

Κι εις ευόλισθον κλιτύν αστέρων Με ληκύθιον ύπνου προβαίνουσα Τους


αργολογούντας χαμαί

Πατήσασα ήτμισας. Επέπλωνον τα όρη φρουραί Κρυσταλλοειδών λιβανωτίδων

Κι εναμίλλως έθαλλον
Της νυκτός μήκωνες έως ου

Των χειλέων σου σκιρτητικοί λόγοι

Μυριοπτέρυγοι όλως

Των πελαγιζομένων τα όνειρα

Σεσυλημένα πάλαι ποτέ

Νυν επανέστρεφον αληθώς.

Ως αιπόλου μονύδριον ήναψας

Την ψυχήν ημών εν τω βαράθρω Κόρη.

18

Και αφού σ' εξοντώσουν θα 'ναι ακόμη ωραίος


Ο κόσμος εξαιτίας σου

η καρδιά σου - καρδιά Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε Ακόμη
θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει

Ω λυτή αστραπή και πως σε ξαναδένουν

Που πια δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά Ή ξυλοκόπου καν ένα χαμένο
αστροπελέκι Ακούω νερά να τρέχουν

ίσως να 'ναι από Θεού

(Κι εγώ να βλασφημώ) ή να 'ναι από το στόμα


Κάποιου μοναχικού που σίμωσε της κορυφής τα Μυστικά Κλειδιά
Και τ' άνοιξε

γι ' αυτό απευθύνομαι σε Σένα


Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντίκρυ μου το πέλαγος
Το ανεπανάληπτο - για να του πεις αντίο κι ευχαριστώ.

19

Τριποδίσματα ωραίων αλόγων θα με βοηθήσουν


Να πω την προσευχή μου πριν να κοιμηθώ
Στην ψάθα -όπως γεννήθηκα- με λίγες πιτσιλάδες
Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά
Που ξέρει όλον τον Όμηρο γι 'αυτό και αντέχει ακόμη
Εξουθενωτικά χτυπώντας μες στη μαύρη πέτρα
Των Ψαρών ένα φως λατρεία γιομάτο
Φέρνω στη φούχτα μου για σας μέλλουσες μαργαρίτες
Γραικές που εβάλατε κουφέτο του Άδη

Θαρρετά λέω το λιγοστό χρυσάφι


Επάνω στους πυλώνες όπως γνωρίζουν τα πουλιά
Ν' αφήνουν μιαν ιδέα χαράς κι ύστερα να πεθαίνουν

Γεια σας κι η βρύση μου ανοιχτή στάλα τη στάλα


Ξανά γεμίζει τον γαλάζιο χρόνο

Που είναι αθώος και μετρημό δεν έχει.

20

Έλεγες να φύγω εχθές η πιο σπαραχτική

Θάλασσα πήραμε το μανουάλι

Με τις μπλε Μυρτίλλες

δεκατρείς είμαι
Ή κι αν έρθεις όροφος με κάτω

Διαβαστά στο σώμα σου λόγια του Ομήρου

Κυματοστραμμένοι αντικατοπτρισμοί Αερένιε Ποσειδώνα όλο γαρίφαλα Σημάτων


επειδή δροσινός ήμουν ώσπου.

21

Και το πιο σπουδαίο απ' όλα: θα πεθάνεις. Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου


ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ' απολύει
Ένα ένα τα έργα σου. Ε τι σκέψου
Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει
Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται
Πραγματικά τότε βρεμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω

Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις

Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο Σου ετοίμασα μες
στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς
Ιούλιο και Αύγουστο Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο Το
ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.

ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Τα Στιγμιότυπα]


Προπαντός η ακρίβεια, έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να 'ναι στενό το διά- φραγμα.
Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: είχα κερ- δίσει τύπους
από στιγμές ή, αλλιώς, «στιγμιότυπα» που, άπαξ κι υ- πήρξανε μια φορά,
τίποτε, ποτέ πια, δε θα μπορούσε να τα κατελύσει.

α΄ ΚΕΡΚΥΡΑ
Ανοιξιάτικη νύχτα σε μακρινό εξοχικό νεκροταφείο. Το φωτεινό εκείνο
σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση από τάφο σε τάφο.

ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της


Αγίας Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή
τύψη και χωνεύεται από το χοντρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των
προγόνων.

ΣΚΙΑΘΟΣ

Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό
φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγω- μένη γαλαζοπράσινη
μέντα.

ΑΝΔΡΟΣ

Στραπουργιές. Φεγγαρόφωτο πάνω στους ανθισμένους γκρεμούς κι ως πέρα


στο μυριστικό πέλαγος, ατελεύτητα.
ΜΥΚΟΝΟΣ

Ταρατσάκι. ανάμεσ' από γλάστρες με γεράνια ένας ρόδινος τρού- λος,


λευκά τόξα, κατάρτια υφαίνοντας τον ουρανό, η Δήλος.

ΠΑΡΟΣ

Κτήμα «Έλητας». Δειλινό. Πάπιες και χήνες. Κάποιος, πάνω στ' α- λώνι,
αποκοιμισμένος, με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια μισάνοιχτα.

ΚΥΘΝΟΣ

Η ράχη της νησίδας «Πιπέρι» ασύμμετρα τριγωνική, όπως φαίνεται το


δειλινό από την Κανάλα.

ΣΕΡΙΦΟΣ

Παραπλέοντας το νησί μες στο καταμεσήμερο. Καίνε τα γυμνά σου μπράτσα


πάνω στην κουπαστή. Κι ολοένα, μία μέσ' απ' την άλλη, ξε- τυλίγονται οι
μικρές αγκαλιές εωσότου τέλος απλώνεται η μεγάλη
με το λευκό στέμμα στην κεφαλή.

ΑΙΓΙΝΑ

Η ώρα έντεκα, να φυσά στον ανήφορο της Παλιοχώρας. Ερημία.

ΣΠΕΤΣΕΣ

Άγιοι Ανάργυροι. Στα ρηχά ο διάφανος βυθός όλο τρυπίτσες κι από


πάνου το πεύκο, γέρικο, σπασμένο, αδειάζοντας ευωδιές σαν να ξε-
πληρώνει παλιό χρέος.

ΥΔΡΑ

Μεγάλη Παρασκευή. Παπάδες κι αγόρια με ξαφτέρυγα, στις βάρκες. Το πλήθος


μ' αναμμένα κεριά. Ω γλυκύ μου έαρ...
ΠΑΤΜΟΣ

Ανοιχτόχρωμα τα τρεμάμενα κύματα και σκούρος, βαρύς, αντίκρυ, ο κωνικός


βράχος. Ακούγεται το ντουκ ντουκ ενός μπενζινοκάικου που περνάει χωρίς
να φαίνεται.

ΡΟΔΟΣ

Στην παλιά ελληνική συνοικία. Ό,τι παίρνει το μάτι σου από τις μι-
σάνοιχτες πόρτες: ξυπόλυτα μωρά και πελώρια μπανανόφυλλα. Στο βάθος,
απλωμένες μπουγάδες και μία γάτα.

ΚΥΠΡΟΣ

Στο «Σουλτάν Τεκέ» λίγο πιο έξω από τη Λάρνακα. Οι σκιές από τα φύλλα που
μετατοπίζονται με τον άνεμο ρυθμικά και μοιάζουν με κρησάρα που
δουλεύει ασταμάτητα όπως ακριβώς η συνείδηση.

AIX-EN-PROVENCE

Άξαφνη άνοιξη. Μέσ' από κάγκελα με γλυσίνες κεφάλι κοριτσιού


που κοιτάζει με απορία.

ST-JEAN-CAP-FERRAT

Το παραλιακό μονοπάτι που οδηγεί στην Beaulieu. Αριστερά, κήπος


απέραντος μ' απανωτά επίπεδα κι έναν υψηλόσωμο σκύλο που κοιτά- ζει με
υπεροψία. Δεξιά, η θάλασσα, σχεδόν άσπρη. Μυρίζει φρεσκο- κομμένο
τριφύλλι.

PARERMO

Εσωτερικό εκκλησίας όπως μου εμφανίσθηκε στον ύπνο μου. Τοιχο- γραφίες
κοκκινωπές και πλακάκια μαύρα και άσπρα στο δάπεδο. Ζέ- στη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ
Από το κατάστρωμα του «Φελίξ Ντζερτζίνσκι»: στην προβλήτα ένα πλήθος με
αγριωπά πρόσωπα. Μακριά στο βάθος, ανάμεσ' από τις αιχμές των μιναρέδων,
η Αγία Σοφία.

ΚΑIΡΟΝ

Μέσα στη σκόνη και στο πλήθος μιας λαϊκής συνοικίας. Κηδεία με παπάδες
Κόπτες που προχωρούνε ψιθυρίζοντας ακατανόητα λόγια μες στο
καταμεσήμερο.

β' ΑΙΓΙΝΑ
Χαρμάνι από αρμπαρόριζα και γιασεμί, τα μεσάνυχτα.

AMPURIAS

Απόγεμα φθινοπωρινό ανάμεσα στα ερείπια. Βλέπεις τη θάλασσα μουντή κάτω


από το ψιλόβροχο και συλλογίζεσαι μια χαμένη ελλη- νική αυτοκρατορία.
Για χάρη της γλώσσας, όχι για τίποτε άλλο.

CORDOBA

Μικροσκοπικό patio σε φτωχογειτονιά. Σιντριβανάκι, καμάρες, α- νοίγματα


στο βάθος με παραβάν από χάντρες. Δυο αγόρια κουρεμένα που παρατάνε το
παιχνίδι τους και παρατηρούνε όλο περιέργεια τον ξένο.
ΣΠΕΤΣΕΣ

Η πλώρη χτυπώντας, με το σκαμπανέβασμα, πάνω στα κύματα. Κάθε φορά, κι


η αφρόσκονη καταπρόσωπο.

ΖΑΚΥΝΘΟΣ

Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το
μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα
υπόκωφη, παράξενη παρηγοριά.

ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο μετά τον απογεματινόν ύπνο.

ΧΙΟΣ
Πυργί. Από τη λάβρα έξω, μέσα στην υγρή δροσιά της εκκλησιάς. Σ' όλο το
σώμα η αίσθηση του ασβέστη, με τις μισοσβησμένες τοι- χογραφίες.

ΣΙΦΝΟΣ

Δώμα με κυματωσιές. Αρμοσμένο το γυμνό σώμα, σαν από τότε, θα


'λεγες, που γεννήθηκες μες στη λειψανοθήκη του ήλιου.

ΚΑΛΥΜΝΟΣ

Μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι. γ'


Η ΑΝΝΟΥΛΑ

Την ώρα που πλένεται, μετά που τέλειωσε την μπουγάδα, στη μεγά- λη
πέτρινη γούρνα του πλυσταριού. Λευκό φωτεινό σώμα.

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ

Που διαβάζει για τις «Εισαγωγικές» ενώ χαϊδεύει αφηρημένα τ'αρι- στερό
της στήθος και, σε κάποια στιγμή, με το μολύβι που κρατάει, κεντά
ρυθμικά τη ρώγα του.
Η ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ

Καθώς το φεγγάρι προχωρεί και την κυριεύει από τα πόδια. Πλέει ανάσκελα
μέσα στο φως, κι από τα γυμνά στήθη, που ανεβοκατεβαί- νουν, φτάνει μια
μυρωδιά περιβολιού και θάλασσας.

Η ΔΗΜΗΤΡΑ

Ψηλά στην καμινάδα της ταράτσας. Ο άνεμος της παίρνει μαλλί, φουστάνι.
Λάμπει απ' το ίδιο της το δέρμα και στρέφεται δεξιά κι α- ριστερά σαν
πουλί ανεξήγητα ευτυχισμένο.

Η ΜΠΙΛΙΩ

Που αφήνει να πέσει το νυχτικό της, το ξανασηκώνει, τέλος το πετά και


κάθεται αντικρύ στην μπαλκονόπορτα με λυμένο πίσω της τον στηθόδεσμο.
Η ΙΝΩ

Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό


φως της βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ' αραχνοΰφαν- το
νυχτικό. Την μπερδεύεις με τα λουλούδια.

Η ΠΟΠΗ, Η ΑΓΓΕΛΑ, Η ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ

Που κοιμούνται βαθιά: η μία με τους γλουτούς κατά δω· η άλλη α- νάσκελα
με το 'να χέρι στο γυμνό στήθος· η τρίτη με το δεξί πόδι λυγισμένο και τα
μπράτσα ψηλά γύρω από το κεφάλι. Ενώ από την μπούκα της πόρτας φτάνει
αεράκι από ζουλιγμένο μενεξέ και λεμο-
νόδεντρο.
διαφύγει.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς δ']


Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δίνει τη διαταγή να συλ- λάβουν
και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου, Νούτσο και
Πανουργιά.

Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδι- κείου
καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως «επίβουλον και προ- δότην της
πατρίδος».

Σκηνή τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο ρίχνεται στις φυλακές ο Θεό-


δωρος Κολοκοτρώνης.

Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ' την εκκλησία, ο
Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω απ' τις σφαίρες των
Μαυρομιχαλαίων.

Σκηνή πέμπτη: Βγαίνοντας από το σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι, μετά
την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέ- λος δέχεται
τις σφαίρες δύο Ελλήνων αξιωματικών.

Σκηνή έκτη: Κάτω από τη Γερμανική Κατοχή, ο Ελληνικός Λαϊκός


Απελευθερωτικός Στρατός εξοντώνει τον Συνταγματάρχη Ψαρρό, που αγωνίζεται
για τον ίδιο ακριβώς σκοπό επικεφαλής ανεξάρτητης ανταρτικής ομάδας.

Σκηνή εβδόμη: Στην Κύπρο, άνθρωποι σταλμένοι από τη δικτατο- ρική


κυβέρνηση των Αθηνών, στήνουν -με σκοπό να τον δολοφο- νήσουν- ενέδρα
στον Εθνάρχη Μακάριο, που μόλις καταφέρνει να
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [XXII-ΧΧVΙΙ] XXII
Είναι φορές που βγαίνω στον αέρα λες και διαβάζω την Iλιάδα. Παίρνω το
μονοπάτι που τραβάει ψηλά πάνω απ' τα σπίτια, και κα- θώς -όσο
ανεβαίνω- αλλάζουν σχήμα οι αγκαλιές και οι κάβοι, μέ- σα μου αλλάζουνε
θέση και μορφή τα αισθήματα: η ταυτότητα των
ηρώων, η άγρια ικανοποίηση να λες όχι, το ευθύ, το λαμπερό, το ποτέ δυο
φορές το ίδιο.
Ένας μελαψός έφηβος που του κατεβάσανε το βρακάκι και παραμέ- νει ωραίος
πλάι σ' όλων των λογιώ τα μπλε και τα μαύρα. Δυσδιάκρι- τος μέσα στον
χριστιανισμό· ανεύρετος μέσα στον μαρξισμό· μικρός Μέγας Αλέξανδρος
πάνω από το Αιγαίο που ενσαρκώνει και που το κύμα του δεν τελειώνει
ποτέ.

XXIII

Σίγουρα θα πρέπει να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού στην παιδική του
ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει στα ματοτσίνορα· και το
δροσό που κρατά στους τοίχους με τις αγιογραφίες, Ιούλιο μή- να, το
καταμεσήμερο.

Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν' αγαπήσεις μια κοπέλα,
βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα.

Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι - είναι αυτός:
μία διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου -δρόσος, φω- τιά- όντας
ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.

XXIV

Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» - η ζωή μοιάζει εύ- κολη και
ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθα- νασίας, είναι
«διάρκεια». Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκ- θαμβωτικό φως δε σ'
αφήνει να τη συλλάβεις.

Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω
απ' τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που
καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του· όπως, ακριβώς, μέσα
σ' ένα ποίημα. Και τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη
του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίη- μα- να
κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.

Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα


οι ζωντανοί.

XXV

Μια μεταγλώττιση του ήχου που κάνουν παφλάζοντας τα μικρά κύ- ματα, τη
στιγμή που η σελήνη απομακρύνεται και το σπίτι σιμώνει στην ακροθαλασσιά,
θα μπορούσε πολλά να μας αποκαλύψει. Για τις κορυφές των αισθήσεων
πριν απ' όλα. Όπου η ευγένεια υποσκελί- ζοντας τη δύναμη φτάνει πάντοτε
πρώτη: ένα γαλάζιο φιστικί που λάμπει, το βότσαλο αναμμένο, μοναχικά
πατήματα του ανέμου στα φύλλα. Ή αλλιώς: μια μετόπη, ένας τρούλος, που
κάνουν τη φύση γραμμή, όπως ο φλοίσβος οικουμενική την ελληνική γλώσσα.

Μάθε να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα.

XXVI

Να προφέρεις την πραγματικότητα όπως ο σπουργίτης το χάραμα.


Και να τη σιμώνεις όπως ένα πλοίο τη Σέριφο ή τη Μήλο. Που τα

βουνά ξετυλίγονται το ένα μέσ' απ' το άλλο εωσότου φανεί ο υπέρο- χος
κώνος με τα λευκά σπίτια· το ένα νησί χωρίζεται σε δύο ή τρία·
κι ο κάθετος βράχος δείχνει, από κοντά, να κρατάει την πιο παρθένα λευκή
αγκαλιά. Διείσδυση σε μεγάλο βάθος μέσα στις αισθήσεις και συνάμα
διαρκής ανατροπή κάθε χρηστικής αντίληψης για τη φύση του υλικού κόσμου.

Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο πάνω στη γέφυρα
ενός πλοίου. Στη θέση τους τη σωστή, τα πάντα: οι βί- δες, οι λαμαρίνες,
οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα, οι αεραγωγοί, τα όργανα πλεύσεως· και ο
ίδιος εγώ που εγγράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο.
Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκρο-
τημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και
εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα.

Πλοίο διαρκείας η χώρα μου.

XXVII

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυ- τοί που
μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφά- νειας. Πρέπει να
εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ' έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να
πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατού-
σα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το 'κοψα
και το 'φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος
είναι αθώος. Το διάβασα σ' αυτή τη στυφή από αλή- θεια ευωδιά τόσο
έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ' ελα- φρύ βήμα και καρδιά
ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι
θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότε- ρο, μια
ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

XXVIII

Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θά- λασσα
«θάλασσα». Θ' αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους
θ' αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα 'ναι χαραγμένη πά- νω στη
γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μέσ' απ' αυτήν, όταν
σκύβουμε όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα
βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους
ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπι- τάκια που ακουμπάνε το
'να στ' άλλο, και τ' αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά, τους
τρούλους και τους περιστεριώνες.

Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρ- μητες
κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμέ- νη κατεύθυνση
την ύλη· τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις
προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός
μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός
ηθικός μας ήλιος.
ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατε- βαίνω
σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας

Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς

Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και μακριά
στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυ- χίες και τ'
αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπο- ρος να μάθω τι δίνω,
τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο

Χρυσέ ζωής αέρα...

ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)

ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ

ΑΛΛ' ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ


Έξοδος

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει

Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό


ακούει κανένας. Πάει ψηλά

ολοένα καιούμενο του Παραδείσου το πουλί. Κι όλες οι Παναγίες οι


ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα έμειναν τα
μάτια.

Έρμα 'ν' τα μάτια

Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τους αθώους κι

Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και

Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά
ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του
ορίζοντα

Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά

κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ


Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που
πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το

τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι
παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά Τιμαριώτης τ' ουρανού κει
πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας


Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θ' ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες

Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου


άδοντας θα συναχτούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα ραγισματιά:
δυο φορές τόσα

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο


Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες
του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη κι άδεια
χαμένη στα πελάγη της.
ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού


Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες


Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη Όπως από της εκκλησιάς
την πυρκαγιά το εικόνισμα Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωινού

σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη επάνω του
Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία! Φορτωμένος
γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε Θα με κοιτάξει από το
κάδρο της η θεία Μελισσινή Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ


Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά

Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια

Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα

Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.


«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»

Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου


Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας


Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα


Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα* Ώστε κείνοι που
αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι


Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει Με κρουστά
υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο;
Τι;

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει

Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

* Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος


Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli

ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRUNINGEN Μνήμη Friedrich von Hardenberg

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου


Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα

Οικόσημα και δέντρα γενεαλογικά που δωδεκαετής άθελά μου ανακάλυπτα

Es war der erste einzige Traum


Sofchen μου σένα εννοώ

Σαν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω απ' τις δεντροστοιχίες


Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις
Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα που φαίνονται οι ραβδώσεις του οπόταν
Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο

Να στροβιλίζονται γύρω απ' το κεφάλι σου (Τα μάτια μου Ασταμάτητα


προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου) Έτσι που πάλι σήμερα να
γίνεται και να 'ναι

Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της
νύχτας

9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και
παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη

14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της


15: πως κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια!
16: άκου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι!
17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος
18: όπου να 'ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών

της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη


Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερισμούς
συνθέτει
Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται Και τα
δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης Ομολογούνε. Ότι ο
έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό
που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:

Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει


Και πως εκείνος την κοιτάζει! Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει

Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα απ' το
έδαφος

Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οι θεοί

Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων


Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνατε

Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές με κρήνες
κι αετώματα

Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.

ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ

Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές

Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά

Στου μικρού παραθύρου σου -που ακόμη φώταγε- το μαρμαράκι

Α κει μονάχα να 'ταν

Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα Που τέτοιας νύχτας
την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα
κι απ' του Μεσολογγιού
τις πλάκες

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται Που κι η πέτρα


να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι Και το κοράλλι θάμνους λείους να
βγάνει για ν' απομιμηθεί
το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την αντηλιά και
ανεξήγητα τώρα

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη

Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας


Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας

Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου

Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!

Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν

Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια


Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω

αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου

Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει


Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι

Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου


Σφάδαζα μ'αποτελείωνε.

LA PALLIDA MORTE Άοσμος κι όμως πιάνεται


Όπως άνθος από τα ρουθούνια

Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα

Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα

Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά

Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος


Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια

Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα

Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τον καθρέφτη

Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος


Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει) Πιάνει και σβήνει
ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται

Ω και αν έχω! Αλλά πως με τι

Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»


Που ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος

Η ψυχή μόνον. Αυτή


Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει Που ξανά κυανό το χρυσό
γίνεται και μια ευωδιά Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια

σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί


Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει

Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας

Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ

Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο· άγιοι

Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά

Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι

Και ύστερα;

Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν


Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν

αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές


Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός.
Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα Πάνω τους τα βουνά σκούρα και
μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους


Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ

Τι, παλαιότερο απ' το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα Μες στην ιλύ του νου σου
πιθανόν έλαμψε ώστε Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές

Η ζωή σου λες αρχίζει, να: Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη


Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ο ήχος απ' τα ζώα που πίνουν προχωρεμένα μέσα στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός

Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι Ήρωες έφυγαν


Και οι φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας

Πριν σε κάμινο ύσγινη ακουσθεί

Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Πλην οι χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όστρακα

Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις


Ίδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι

Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και υστέρα


Η καμπάνα της σελήνης πάνω απ' τα κιγκλιδώματα
Όμικρον άλφα κι έψιλον απ' τα Παντοτεινά.

ΑΣΗΜΟΝ

Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς


Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά

ορυχεία σου
Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο
Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Μαρία και η Προσκύνησις των Μάγων
γαβ όλα σου τα υπάρχοντα Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό.

Ενώ

Κάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα


Κάθετα τείχη όπου δυο-τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Ούγοι με τις Αουγκουστίνες τους και με τα κυνηγετικά τους

κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια Στον πλαγίαυλο. Και στρατός πολύς


ύστερα, μαύρος Σειρήνες. Το νοσοκομειακό. Και δεξιά στο βάθος ένα
Μέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται
Κάπως έτσι κι εμείς. Κι άλλοι επιστρέφουν. Αλλ' Ούτ' ενός το άηχο σώμα
με τ' αγγίγματα όσα Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Μονομιάς να πέσει

όπως πέφτει το κακό

η αλήθεια

Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες


Από κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν

Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες

Και ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται τα


ματοτσίνορα
Μια στιγμή τους εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου) Δεν εδόθηκε
κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος έρωτας

Α τι να πεις που κι έναν μόνον

Αναστεναγμό ν' ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του

Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί


Δεν ακούγεται πια τίποτε. Κείνο που 'θελε ο Θεός
Η ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Και ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ο σκύλος

Να 'τες τώρα που σιγά σιγά

Επιστρέφουν οι στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι Στην παλιά του


θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος Και το σπίτι το κόκκινο
αργοπορεμένο
Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα

Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες
να Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες Η γυναίκα που τη λεν
Γαλήνη.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ

Αλλάζοντας πλευρό μέσα στον ύπνο μου ήχησαν


Άξαφνα μου εφάνηκε, παράφωνες
Καιρών άλλων σάλπιγγες όπως μέσα στα έργα

Κάποτε του κινηματογράφου που καλπάζοντας


Ακολουθούν ιππείς άλλοι με δόρατα

Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια

Μες στις ακαθαρσίες

Του καλοκαιριού τη λάβρα και τις καβαλίνες


Άγγελοι προ Χριστού

απιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα


Πάνω στην άμμο· ξέροντας πως αυτά όλα ένα όνειρο είναι
Που θα το δω μια μέρα κουρασμένος και σε άκρα απόγνωση
Όμως δεν είναι πάντα σε όνειρο που όλοι μας γυρεύουμε
Από μια σ' άλλη γενεά κείνο το ήλεκτρο

Που έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς

Την άγνωστη φαιά ουσία που ήξερε

Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ο ένας του άλλου

Τις κοιλάδες τις μέσα του, είτε με νέφη

Καλυμμένες είτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν' ατενίζει

Ναι, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση όλα και συγνώμην

Αλλά χρόνους πολλούς μετά που οι άνθρωποι συνοίκησαν

Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οι αχτίδες

Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό

Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων0

Κι η πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα

Ν' αποκτήσει γίνεται

Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε


Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα

Ωφελεί εάν έπεται. Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό


Σημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει
Α γυναίκες γλιστερές όπως το ψάρι και ασημένιες εάν Σας αγαπάν. Έφηβοι
με τα ξανθωπά μπουκλάκια που Δικαιωματικά τον άλλον χαροποιείτε.
Δωμάτια σκιερά Στη θέση όπου υπήρχανε παρθένα δάση

Πέτρες και άλλα υλικά

Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν


Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη όσο κι εκείνη
Και απλησίαστη

Προηγούνται οι Μονήρεις και μαζί τους, πίσω τους Αιώνες τώρα για το Μη
Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές Μ' αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο
μέτωπο Που ο ήλιος την τρισμεγεθύνει. Ασταμάτητα τρέχουν Τρέχουν και
κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν

Οι ανυπεράσπιστοι

Ξέροντας ότι θα χαθούν αλλά ότι κάπου -

Τότε ακούστηκαν ιππείς. Ύστερα σάλπιγγες

Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ (ΕΝΥΠΝΙΟΝ)

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά


Ολοένα οι αχτές απομακρύνονται
Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους
Και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα
Στερνές πουλιών περιπολίες ελέγχουν τα περάσματα Φωτεινά φραγκοστάφυλα
και σκοτεινές φυκιότρυπες Όπου μόλις άγγιχτος περνώ

αποβάλλοντας έρματα ένα ένα


Κι είναι τόσο η μουσική αθέατη

Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε

Μήτε λύπη καν είτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει αλλ' Ευλογημένος από τα
φιλιά που ακόμη επάνω μου έμειναν Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον Fra Angelico

Κι όπως μέσα στα σκοτεινά του αμίλητου νερού


Περνάει μορφή να τη συλλάβουν μόνον
Οι παρθένες που μέλλει ν' αγαπήσουν
Έτσι από μια σ' άλλην εικόνα γης μεταμορφωμένης
Να φανεί γίνεται

Βαθιά μέσα στο πράσινο του αιθέρος


Πως από το πολύ της πίκρας έσωσε να βγάλω ένα χαμόγελο

Κι απ' τον ιαγουάρο του ήλιου ένα πουλάκι


Που σαν διάκος άγνωστων θαλασσινών τόπων
Λατρείας νυχτόημερα να κελαηδεί

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά

Πέρ' απ' τα πάθη πέρ' απ' τα λάθη των ανθρώπων

Λίγο ακόμη λίγο ακόμη

Μ' όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν' ανακρουστούν

Το ουράνιο αρχιπέλαγος:

Να η Κιμμώνη! Να το Λιγινό!

Το Τριαινάκι! Ο Aντύπνος! Ο Aλογάρης! Η Ευβλωπούσα! Η Μάισσα!


Θάμβος! Που ακούω μωβ και γίνονται όλα Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος
το ύφασμα Θροώντας
κλαίω· που ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα
Όπως των ελαιώνων της μητέρας μου καθώς
Το βράδυ πέφτει και μια μυρωδιά Χόρτου που καίγεται ανεβαίνει αλλά
Φεύγουν κρώζοντας με λίγη
Στο ράμφος τους στρειδόφλουντζα οι άγριοι γλάροι

Στην κορυφή του λόφου ο Άγιος Συμεών


Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νεφών

Και ακόμη πιο ψηλά ο Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση.

ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ

Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι

Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ' Απέραντος!


Απέραντος ο κήπος όπου μόλις απο-

Χωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί) Θάνατο,
έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη

Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιουπ το σπάσιμο! Του βατόμουρου


το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός
όλο σημαίες!
εκδικείται

Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα

Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη

Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
Ενώ κάτω απ' τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι

Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.

Θήλεις άγγελοι

Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο

Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα


Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις Και γραφές
πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ' το παράθυρο Την ώρα που κοιμάσαι και
παρακολουθείς τα μέλλοντα

Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ' απέξω


Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει
Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει

που το λένε Σκέψη

(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί


Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν)

Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί


Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ' Απέραντος!

Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες


Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς Κρατώντας το
τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από 'να Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια
του.
ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε Οι όχι ενήμεροι
των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος Καθώς άγγελος επί τάφου
σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα


Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. Α
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά

καιρούς
Μέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες

Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους


Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα


όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω

Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου


Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως

Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ


Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και πεθαμένους να
κατατρομάξεις

Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας


Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
καταρκυθμεύω

Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα


Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από
Δίες κι Ερμήδες Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι· «αγάπη» δεν

«αιώνιο» δεν. Δεν


Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του

σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι

Η γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει Το κενό


που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας Που η σκιά του νου
μας αποκρύπτει. Ας είναι
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων


Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου Εναποθέτει τα
νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο
που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες

ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να
φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ' Η αλήθεια
μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ

Σσσς... πια τίποτε· τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε

Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε· κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος


Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα που η μέρα των Παθών

Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει

Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω

Σσσς... μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει· παρεχτός


Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι όπως των ψαράδων ή

Σωμάτων που εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ο αιθέρας

κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπό σου ν'αγγιχτεί

Όλος λάθη φεύγω· φιλιά που επάνω μου έμειναν


Και τι ωραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια

Τι ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη

Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οι λύπες, οι ευωδιές


Κι οι άλλες που απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ' ουρανού

την ύλη
Να 'τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο στρατιώτης
Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων

Καιροί που πριν πολύ από τους γονιούς μου


Μ' ορφανέψατε κι αποκούμπι αλλού δε βρήκα

Σσσς... μα κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας καν


Αν είναι αυτός που όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός γίνεσαι

από μόνου σου


Επειδή

τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους όπου


Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος· ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός

κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995)

Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς
συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα

Δυτικά της λύπης

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ

Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ' αμπέλια κι αχαλίνωτος


Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται

απ' την άκρη


Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων το ύπαιθρο
έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ' την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν' αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη

γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ' αντικρύ κόλπων θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν

Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν


Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα

Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι

κι απ' την ουρά της πάλι


Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ' αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος να 'ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά

Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες


Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα

παιδός η βασιληίη.

ΡΟΔΑΜΩΝ ΚΑΙ ΗΒΗΣ

Έτοιμη ν'αυτοκτονήσει λέει ο Balthus η ανθ- Ρωπότητα· και ν' ακούσει


Mozart πρόθυμος κανείς Ανεβαίνουν και με βήμα σημειωτόν αναπτύσσονται σε
πυκνές Φάλαγγες οι παλαιές και εντελώς άχρηστες ένοπλες δυνάμεις

Ας κοπούν δάφνες όσες θέλεις το στεφάνι δε γίνεται


Ποτέ. Καιρός είναι της σφαγής ν' αλαλάξει ο κόκορας πριν το μαχαίρι
Κι ομαδόν πουλάρια στην πέτρα τη γυμνή να χτυπήσουνε
Πέταλο. Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι;

Κάτι ξέρει αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία Είναι της όσφρησής
μας τον σκύλο που εκγυμνάζει ο Μάιος Και στηθάκια μόλις δεκατριών ετών
που έχει το μέλλον. Όμως Θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν
Κι Ελλήσποντο να διαπλέεις ως υπνοβάτης ή ως Αμφίων
(Άλλοι τ' απρόσιτα κι άλλοι σε κολπίσκων βραχερά επιδίδονται
Χώρια εκείνοι που σε μέγα μήκος την ταχύτητα μόνον επιδιώκουν Όμως αυτός
που είμαι κι εγώ σε υψωμάτων απαλών τα εφηβαία Συχνάζει και την άκρη της
άκρας ακοής με του Mozart δένει
τα σκιρτήματα

Έτσι με κάτι μωβ ή κάτι κυπαρίσσινο τα ερχόμενα


Γίνεται να φθάσουν όπου μήτε ο Βορράς του αγγελικού εντελώς

ευημερεί
Ούτε κι ο Νότος. Με κινύρας ροές και κρουστών βότσαλα

Γίνεται μεσημέρι

Ώρα της κρίσεως: Ή του πλην ο βρόχος ή


Κλαράκι πίπου κλίμακα του πρασίνου ανεβαίνοντας
Δύο και τρεις περιστερεωμένες ρίχνει προπομπός του θέρους πνοές

Ο Ερμίσκος κι από αυτά που πριν ήδη κειμήλια θεωρείς

Ήχος φθάνει του μάκρους του συριστικού όπως όταν


Σ' έναν χρόνο μικρού αγοριού συμποσούνται δύο ή τρεις αιώνες

Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία
Στρίβει κάποτε και των εθνών όπως και των ιδιωτών η μοίρα
Σ' ενός άλλου γράφεται πενταγράμμου μ' αστραπές μιλάει το άωρο
Και μ' αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι

Ακολουθεί ο ζωγράφος μια γλυπτή ανεμώνη της θαλάσσης και πλήθος τέττιγες.

ΓΙΑ ΜΙΑ VILLE D' AVRAY


Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον

Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα Μιαν αύριο δηλώνει
εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα
οι ποδηλάτισσες και Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό

και για λαίμαργα


Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μι- σοκαλυμμένη
κνήμη
Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο
Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ' ανέγγιχτα
Ως την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος
Δια παντός και πλέον δεν ν' αυτοκατα-

νοηθεί γίνεται

Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών Γνωρίσατε;
Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ' τα πούπουλα Διαβαστό χνούδι και
αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει Του ανοιχτού δωματίου το
ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι
αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην
ποτέ τις μέτρησες

Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της


Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα

ο ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ' αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε Όπως
ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος: Είναι στα
γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών

οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες


Θα 'χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ' τον κλήρο τ' αέρος οι δέσμιοι

απαχθεί
Σ' απαλών θωπειών δώματα
Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα
διεκδικώντας

Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ

Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα Τα ένστικτα


όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και Σε μια ψιλή βροχή
αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από
σπουργίτη έως κρινολανθό Έτσι

της αύριον η αύρα πνέει


Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.

ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ

Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος

Θέση παίρνουν ο ένας του άλλου οι λόφοι αλλ' ο της θαλάσσης


Ο ισχυρός αξεγνέθιστο νεφελάκι αφήνει πάνω απ' της Μύρινας τα ύψη

Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιων η μοίρα σε χρυσό χαράζεται

Και ποιων σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι

Είναι του πόσα το εν κι είναι το ποια του άλλου Άπεφθο χιόνι ζητούν οι
κορυφές και ρυάκι που Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος

Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ο νους

κι ένα ατίναχτο ακόμη αστροπελέκι


Να 'ναι που φύτεψε ο νοτιάς αλλού τις καταιγίδες του;
Ή που του σίτου του πλωτού πήραν το κύμα οι πεδιάδες;

Πεινάσανε για νήσο οι Θεσσαλοί βαρύθυμοι όπως πάντοτε. Κείθε


Κινήσανε κατά της Τροίας τα μέρη· και των ιππέων του νερού
οι σκοποί ευοδώθηκαν
Έδωσαν αρραβώνα η πρώτη ελιά στη δεύτερη κι ανάψανε τα χτήματα σαν στην
ανάσταση
Πράα πρανή κι ύστερα των υδάτων ύψη και πάλι

Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι που ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι

Σε μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο

Βρέφος το σε βυζί βάζουν οι Γενοβέζες. Και με βαρύ


Κόκκινο πάνω σε ουρανί περιλαίμιο προχωρούν
Μ' άσπρα σαλβάρια οι ουλεμάδες

Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα


Κι αν μόλις χθες γεννήθηκες

Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του Ωστόσο απ'
έναν σ' άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει Κι από ένα φως μοναχικό
στους ουρανούς καλογεράκι
Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της Η άμπελος. Καλά
το 'πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις: Μύρτον μετέωρον του πελάγους
δεύτερον κι εσύ της Αμφιτρίτης Τέταρτον μ' αδαμάντινα δόντια δαγκάσετε!
Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι
Με τα λίγα γένια του ο βυθός
Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα
Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις
Απαλείφει αργά τ' αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα
Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ως
Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή
Που εκείνα φωναχτά σ' αποστηθίζουν

Φιλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χασω

Ένα κλειδί γυρίζει κι απ' τις δύο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος
Ή που σ' όλους ανοίγεσαι. Μ' ανοιχτά παράθυρα πανιά

Προς Τροίαν.

ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς
ευώνυμο

Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας


Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ' αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ' τον αέρα

Τού επιστρέφεται. Τόσο απ' τα ίδια της παιδιά η Ευ-

Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει

το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή

όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται


Και είναι αυτός που λέει στ' αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς Αψιθιές
με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν Ασπασμούς απ' τα
Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιυυλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα Διαζώματα. Όμως
δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος Και κατά του μελανού νίκη να
επιτύχει και αγάπης έκταση να

επιμηκύνει ώστε

Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός


Απ' τον δικό του άμβωνα

Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ' ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη» Κι υστέρα
πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή Ομήλικος γίνεσαι
του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ' άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου Αύριο
θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης Και θα μείνουμε
παρ' όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς

όπως συνήθως στην αγάπη


Όμως απ' τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική

ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που


Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες τότε
Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ' έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ' την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται

πάνω σε μπλε Ιουλίτας.

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

All around οι τέσσερις ύστερα


Οι τρεις οι δύο κι ο ένας l' unique le solitaire
Le marie a vie a sa cigarette μπροστά σ' έναν εξώστη επάνω στη

Μεσόγειο

Και με μια κούπα έννοιες δύσκολες κι εύγευστες come i fichi la mattina


Μετρά κείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα
Μπορεί μ' ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ'
Η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και

περισσότερο από
Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση

Φώτα χαρμόσυνα της Νέας Ορλεάνης όλο κρουστά


Και ποικιλόχρωμες φωνές· άλλα της Οδησσού πριν ή μετά που
ξεκινήσει ο Πλάνης
Με νέφη πλόιμα υπερυψωμένα εύφλεκτα πάνω στον άκαυστο ουρανό
Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός
να του υπακούει Τολύπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει Και συγχέονται
μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος
Α σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε

από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον

All over the world


Με ρήματα του πόντου αλιευμένα το καταμεσήμερο

Όλα περνάνε μείον το βάρος της ψυχής. Που και με τι τρόπο


Τόπο να του αλλάξεις γίνεται. Κι όπως τον τρυφερό τους τράχηλο
Ελαφρά μόλις δαγκάνοντας τα νεογνά της ευκίνητη γαλή

Από ένα σ' άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά της λύπης μου
σε
Τόπων άγνωστα μικρά ή μεγάλα καταφύγια προστρέχω
Κι αυτοκυνηγιέμαι από φοβερές κραυγές φονευομένων κλαγγές

οπλών
Αθέατων απ' τους θνητούς σιγανά κλάματα κόρης που ο κλήρος
δεν της έλαχε ο επιθυμητός
Σ' όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί

West of sorrow αδιάκοπα ολοκληρώνεται όλων των νοημάτων Το πλεκτό· χωρίς


ούτε καν ενός ονειροκρίτη τα γραφόμενα Ένας να δύναται ποτέ ν'
αποκρυπτογραφήσει
Ακόμη και στο φως ακόμη και στη μέση γη με ή χωρίς
Βλέφαρο νέφους δύο ή τρία της τρικυμίας κύματα να εξουσιάσει

Άξαφνα ρυτιδώνεται η ψυχή όπως όταν σηκώνεται πουνέντες


Si piega il tavolo di marmo da una parte. Θα 'ρθουν και συννεφιές
Περαστικότερες κι από τις λύπες ή που με πανσελήνου ύελο Γίνεται να
κοπούν και

διαλύονται
Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου
και προτρέχει του ωροδείχτη ο χτύπος της καρδιάς σου. Έτσι
Φτάνεις Avignion και Nice και Cap-Ferrat Menton Lausanne. Ότι πιο δυνατόν
Για χάρη σου ν' αφαιρεί αλλ' ο χρόνος άθικτος να μένει
Το ρολόι ο κηπουρός το δρέπανο η τσουγκράνα το
Ποτιστήρι τ' άροτρα. Θέλω να πω τα μυστικά μιας πολυεθνικής

απόχης
Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή εωσότου
Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein de mots lances au hasard και
Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου

οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας.

ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως

Και η επάνω ζωή. Μ' εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές Η μια την άλλη σβήνοντας
σε πλάγιον ήχο. Κάποτε Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως
χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν' αλλάζει ξέρει. Θες πάρ' την από

την αρχή
Θες απ' το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την

παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος


Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ' όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ' ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα! Μικροί πως
χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας! Για δες τι σηκωμό
σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·

και πως στα δύο τα χωρίζει!


Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν αθύρματα

Και από την άλλη κοιμούμαι

Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται


Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ' απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ' όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ' αλιεύματα της

δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ' το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ' αγνοεί


Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις

Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του ν'
αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ' άγια

Παράξενο είναι

Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ' απ' αυτό κρεμόμαστε


Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου 'δωσα επάνω στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως

Γεμάτο νου και γνώση ν' ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι

Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.

Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης


Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ' την Ιστορία
Μπρος μ' ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα

Ποίηση μόνον είναι


Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία

Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι


Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ

Αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Και η πιο απλή παράγκα
θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη
γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίδεται δω- ρεάν· σκηνοθετείται και
παίζεται· εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν
την ανθρωπότητα.

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ

ΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΣ οι ουράνιες δυνάμεις ανεβαίνουν Συλλαμβάνεις εδώ ή


εκεί ψίχα βασιλικού ή πυρκαγιάς το απόσπιθο Που μέλλει ν' αποκαλυφθεί
χρόνους πολλούς μετά το πρώτο σου

άγγιγμα

Καίει από τη μία όψη το ψευδές αλλά απ' την άλλη


Του καθρέφτη γίνεται ύδωρ

Ξέρει ο εύθεος. Βγάνει απ' τον κορυδαλλό κλώνους δεκάφυλλους


Κι από τις λίμνες των σκιών όλων μυριάδες μινυρίσματα
Κάποιος πέφτει σαν λαχνός νάρκισσος
Αλλ' ακόμη κι αν λανθασμένος πρέπει να είναι Δεν η θέση του κενή μένει.
Σαν παρατεταμένο Παράπονο ήχος άναξ από ρικνή βάρβιτο
Της μνήμης τ' ατημέλητα διευθετεί. Και ιδού!

Μήνις παλαιών άθλων εκ νέου ξεσπά και ο νους ημίβροτος αγωνίζεται


Ή δώθε το άδικο εις χρυσόν ή κείθε το χαμένο αλλ' όχι
Ευτύχημα. Συνεχίζεται και από την αντίθετη φορά των υδάτων ο ρους
Μ' ευρήματα σελήνης και μικρής Υακίνθης παρειών θραύσματα
Τα πάντα εντέλει ανάγνωση επιδέχονται
Του μύρμηγκα η μυστηριώδης διαδρομή και της μελίσσης το βόμβισμα
Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε
Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες
Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.

Εγώ στη θέση της Παρθένου θα 'βαζα κληματόφυλλα! Και μιαν ιδέα ελαίας.

Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες φωτοστέ- φανων του
Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ίδιο ποίημα.
Διαβάζοντας Αθηνά αισθάνεσαι πόσο απέραντο χώρο καταλαμβά- νει το άσκοπο
στη ζωή σου και πόσο μια διαφορετική μέτρηση θα κατάφερνε να προσδώσει
στα γεγονότα του βίου σου τη συντομία ονείρου.

ερευνασάτω

μεγαλάνορος Ησυχίας το φαιδρόν φάος

Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γά- τας σου.

Μεγάλα πιθάρια όπως τα ξέρουμε, βαριές ξυλοδεσιές γυαλισμένες με βερνίκι


ελιάς και παλαιού καθρέφτη ξανθάδα.

Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αλήθεια. Οι πιο μεγάλες στιγμές


στην ιστορία των εικαστικών τεχνών σημειώθηκαν διττώς και κατ'
αντινομίαν:
- Τη στιγμή που η καμπύλη γραμμή πήρε την απόφαση να μεταβλη- θεί σε ορθή
γωνία και τετραγωνίστηκε ο υλικός κόσμος.
- Πολύ πριν το δισταγμό που προκαλεί η άνισος αναλογία των πραγμάτων μια
συνοικία ολόκληρη τοποθετήθηκε σ' ένα προαύλιο σπιτιού μαζί με το κεφάλι
της Θεοτόκου.

-Η πιο δροσερή και γεμάτη ζωντάνια παρουσία του φυτικού κό-


σμου αναδύθηκε απ' τους τάφους των Αιγυπτίων και των Ετρούσκων.
-Από την άκρα σοφία του Henri Matisse ως την άκρα αφέλεια του Θεόφιλου
Χατζημιχαήλ απέκτησε το πρώτο της μπλε η Μεσογειακή θάλασσα.

Όπως ο στάχυς μεταβάλλει τη σοφία του σε άρτο, έτσι κι ο ποιητής την


αφροσύνη του σε πικρόν υδράργυρον, αλλ' αγάπης.

Κι ένα δωμάτιο μ' επένδυση θωπείας που επαναλαμβάνεται. Κοιμήσου


καραμέλα μου για να σε πιπιλήσω.
Κείνες οι ξαφνικές λιακάδες μες στο καταχείμωνο δεν είναι παρά οι
προσπάθειες που κάνει ένα παραπλανημένο περσινό τζιτζίκι να ξα- ναβρεί
τον προσεχή του Ιούλιο.

Αλλ' ο ήλιος τυγχάνει και αργυραμοιβός. Οπόταν, ευκαιρία να προ- βείς σε


ανταλλαγές:

- Ένα ψιλόβροχο στην Αίγινα μ' ένα πέρασμα στα σκοτεινά της
Git-le-C?ur

- Της Τζοκόντας το χαμόγελο με μια σκέτη καρέκλα του Braque


- Ένα μεγάλο ναυτικό φανάρι με την Aube του Rimbaud

- Ένα κομμάτι ακατέργαστης υπομονής με οποιοδήποτε ρυάκι βα- σιλικού


κήπου.
Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός, αν κρίνεις απ' τα σύννεφα.

Σε απόσταση παραμένουν στα κλεφτά υπνάκου το καταμεσήμερο οι πέτρες της


Ολυμπίας· με λίγο χρυσομώβ στις τελειώσεις τους τεί- νουν να πάρουν
κάτι από την καλύπτρα της Μεγαλόχαρης.
Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.

Πέριξ, δεξιά κι αριστερά περιστεριών κι άλλων ψυχών ψεκάδων. Αλλ' εμπρός


μια χαμηλή εκκλησία μ' έναν Θεό πανύψηλο.

Με την προϋπόθεση ότι και οι έννοιες έχουν τη δική τους ύλη θα


'ταν επίτευγμα μέγα να φτάσει κανείς ως το Αγαθόν και να επιτύχει
τη διάσπαση του ατόμου του. Ο αέρας απ' την έκρηξη θα αρκούσε να σαρώσει
και φυλακές και νοσοκομεία.

Αν αντέξεις να φανείς αντί Ιώβ θ' ακυρώσεις αν όχι όλους τουλάχι- στον
τους αυτόχειρες των περιστάσεων. Για ν' αλλάξει το βάρος στο ζύγι της
τυχαιότητας.

Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.

Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πί- σω απ'
την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε.

Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες λέξεις από


τον Δάντη έως τον Ungaretti σ' ένα εικοσιτετραώρου διαρκείας
ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης, γίνονται τα
προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει τέρμα στην ιστορία
της.

Μες στον βαθύ ουρανό

Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.

Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας. Ο Ξενοφών
τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής. Κατά τ' άλλα,
πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω ποιήματα ώστε να
ερωτεύομαι σωστά.

Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια.

Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου έχουν
πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονά- χα τα
ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και για λίγο μόνον,
ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι χα- μομηλιών. Όλα τους ώσπου
να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο κλε- φτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή να
προσμετρήσει κανείς πραγματι- κότητα.

Γενού φυτό τριών γενεών και συνάμα παρθένος.

Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. Κι είναι οι


δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο φεγγάρι,
μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου.

Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο φεύγει συνεχώς για
να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω υψώματα και χρυσά
συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου κα- τοικίας σου.
Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να
τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρ- πάθιος.

Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο! Ν'
ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.

Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη
στενοχώρια· που Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.
Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά
Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά
Κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη
Της οργής των αρχαίων καιρών η μαύρη σφήκα.

Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τε- λευταίο
μου όνειρο.

ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. ΣΩΡΕΥΕΙ Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ


ΧΑΙΡΕΤΑΙ

ΛΥΠΗΡΑ ΤΑ εγκόσμια. Και τα εκτός επίσης


Έλλειψη έχει ως φαίνεται από ζωντανούς ο Θεός και σ' ένα μοναστήρι μικρό
Σαν σε ορνιθώνα μας έχει κλείσει μην και του φύγουμε. Αλλ' Εμείς
φεύγουμε. Λίγη τύρφη φθοράς καταλείποντας
Οι με τις εικασίες εξακολουθητικά διαιτώμενοι και ποτέ ναι
Λέγοντες άνθρωποι του ενός αιωνίου παρ' ολίγον
Ποιας εντούτοις παραδείσιας χρυσαλλίδας τα ίχνη στα χειρόγραφά μας άλλο
νόημα δίνει
Και στ' αμάργαρο ύδωρ μπλουμ ζουμπούλι στάζει Παρόμοια κάτω απ' τους
τουφεκισμούς ο εκτελεσμένος ή Πίσω απ' τα φύλλα η θάλασσα
Περαστικές ραγδαίες φυλλίδες μετατοπίζουν το άγνωστο

Κυανότερο το κυανό γίνεται και μια τελεία γλάρου μένει επάνω του
Ράκη φαντασίας ο αιώνιος δήθεν. Κι ας αρκέσει ο μέσα μας ανθώνων

Άθως

Όπου πηγή λαλεί και ο ελεύθερος που δεν μετα- Γλωττίζεται. Ρείκια
σφένταμα λουίζες πολυσύλλαβα της

συντροφιάς μου

Αέρας μου χρειάζεται για να νυχθημερόν νυμφεύομαι.

* Φανού πρίγκιπας πριν την ώρα σου


Αλλιώς θα 'ναι αργά ως και για τον διωγμό σου.
Τα ορθογραφικά λάθη στη γεύση τα διορθώνεις με λίγο πετραδάκι άμπωτης και
πολύ νερό της λουίζας.

Καθ' οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι. Θέλει να
κοιμάσαι μ' ανοιχτά πανιά και μ' ανεβασμένη την άγκυρά σου.

Εξαποθρησκευμένος ο χώρος όπου ακεραιώνεται η τελειότητα, θα μπορούσε


να ονομασθεί Παράδεισος. Με την ίδια έννοια που η με- ταξύ τιμονιέρη και
Ικτίνου ακριβής στιγμή θα μπορούσε να ονομα- σθεί δικαιοσύνη.

Για να τις φθάσει να λάμπουν ο χρυσοχόος τις λέξεις του, προηγου- μένως
τις βουτά στο φαρμάκι. Γι' αυτό καθετί πικρό γοητεύει. Όπως η άγουρη
ελιά και του Εμπεδοκλέους το ήτορ.

Πιο κοντός απ' τη λύπη του ο άνθρωπος.

Όμορφα δειλινά με κομμάτια Μυκήνες ως τον ουρανό και λαμπερά υποσύννεφα.

Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα.


Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδω- λολάτρες. Και
είναι με το μέρος τους ο Θεός.

Το πινέλο του ζοφερού δεν πιάνει ποτέ στο μαύρο


Χρειάζονται αλήθειες, ακόμη και για να πεις ψέματα.

Παρά λίγα σκαλοπάτια οι κουτοί των αισθήσεων θα μπορούσαν να γεννήσουν


σαν μικρό αγοράκι μιαν ολόκληρη άνοιξη.

Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι


κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων.

Οι ιδέες είναι σαν τα φαντάσματα, περνάς ανάμεσά τους κι αυτά εξα-


κολουθούν να υπάρχουν. Τις κλοτσάς, κι εκείνες δεν σαλεύουν! Εάν δεν
τους λείψεις εσύ, δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ.

Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.

OIL SARDINEN!

Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε καιρούς
πολέμου, προπαντός τότε, όπου τραβάς το σπίρτο σου στην Basel και το
βλέπεις ν' ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να 'σαι τώρα, φροϋλάιν Keller,
που θα σ' έβλεπα σαν Αρχίλοχο αν είχα να συναν- τηθώ με αιγύπτιο ιερέα.
Όλα πρέπει να τ' ακούει κανείς, άσχετα αν ολίγα μόνον φτάνουν στο ους
του Beethoven. Και ο πόλεμος, πόλε-
μος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα
επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλή- σιο -
την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή-, νέων
όπως ο Hugo Ball, ο Richard Hulsenbeck, ο Hans Arp και ο Tristan Tzara
οργανώνουν στο Cabaret Voltaire της Ζυρίχης μερικές ταραχώ- δεις και
εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το περίφημο εκείνο:
τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε στην ντουλάπα σας,
απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο δεν είναι. Και ν' αθανατίζει
και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε την έχουν σε στρατώνες είτε σε
καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καλη- ώρα στο μεγάλο Kaiserhof με τους
πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο
γλυσίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο
από τη Lotte Begel, που λέει ότι μ' αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα χρονών!
Γιατί όχι; Το μάθημα το 'χα μάθει: Ich bin nicht mehr klein.

Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προ- φτάσει
την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωτική τους
ορμή, αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο ανεβοκατεβαίνοντας
συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκά- λες, βάζοντάς με πρώτο στη
γραμμή και χειρονομώντας, προς με- γάλην έκπληξη των ολίγων
συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και
αδιάκοπα φωνάζοντας το σύνθημα Oil Sardinen! Ανήκουστο! Oil Sardinen! Μία
επιγραφή, ή αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν' ανοίξει τις σαρδέλες αλλά
και τις πραγματικότητες ενός καινούριου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που

νιώθεις το καπάκι των γεγονότων έτοιμο να εκραγεί. Ρωτιέμαι κι εγώ ο


ίδιος! Δεν το έχω πληροφορηθεί ακόμη, εγώ με τα κοντά παντελό- νια μου,
αλλά όπου να 'ναι θα το μάθω, πως είναι αυτό το '23 που εγγράφει στο
Παρίσι όλα τα 23. Donner a voir! Όλες τις επιταγές θα τις εξαργυρώσει η
επόμενη εικοσιπενταετία! Τα μανιφέστα του
Breton, τα ποιήματα του Paul Eluard και του Rene Char, τους πίνακες του
Yves Tanguy και του Max Ernst, τις φωτογραφίες του Man Ray, και πάει
λέγοντας. Ίσως βρω το δωματιάκι όπου θα ζήσω με τις αγά-
πες μου και θα περάσω μια ζωήν ολόκληρη διατυπώνοντας, αναλύον-
τας και ερμηνεύοντας το δήθεν Oil Sardinen.

Ναι, αυτό είναι που ανακάλυψε η νεότητα εκείνη, κι ας μην το διάβα- σε


ποτέ της σωστά, παρεχτός κι αν ήταν στον έρωτα κατά τύχην, και που μήτε,
δυστυχώς ή ευτυχώς, συνειδητοποίησε ποτέ της. Oil Sardinen λοιπόν!
Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία
του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να
προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. Oil Sardinen ως απαραίτητη καθη- μερινή
προσθήκη στο πιπέρι, στο θυμό, στον έρωτα, προπαντός εκεί, στις υλακές,
στ' αποχωρητήρια. Oil Sardinen επειδή δεν το ανέχεται κανείς να 'ναι
απλώς κείνο που είναι. Επειδή απ' τα είκοσι στα τρι- άντα σου ο δρόμος
είναι πολύ πιο μακρύς απ' ό,τι απ' τα τριάντα σου στα ενενήντα σου.
Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα
πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.
Oil Sardinen επειδή στο εξοχικό του καθενός μας ενδημεί ένας εύρω- στος
αίγαγρος, που συντηρείται με τα όσπρια των ρεμβασμών μου.

Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας.

Εάν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όλα τα ευγενή μέταλλα και οι πο-
λύτιμοι λίθοι μεταβληθούν σε απλό μόλυβδο, πού και σε ποια βάση θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί η έκδοση χαρτονομίσματος; Στις ηθικές αξίες
ή μήπως στα ειλικρινή αισθήματα; Τι θα μπορούσες να προμηθευτείς με δύο
κιλά Heidegger; Με λίγη καλοσύνη πόσα κερά- σια; Στο θέμα της
αντιπαροχής δεν ευτύχησε η ανθρωπότητα.

Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένας μινωικής ή και θηραϊκής πε- ριόδου
Mallarme δακτυλιολίθων.

Μες στους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες αφθονούν. Δεν


σημειώνεται όμως ποτέ διαζύγιο

Έχει κι ο νους Λιτόχωρο


Με διαβαστές πλαγιές κι εύφορα μπλε θαλάσσης.

Κάποτε νιώθω να 'μαι ανάμεσα σ' αυτούς που δε γνώρισα ποτέ.

Από τ' αποτυπώματα του ανέμου πάνω σου καταλαβαίνεις αν πέρασε


Κόρη με δυνατούς γλουτούς και συνείδηση διάφανη. αίνιγμα παρθένον εξ
αγριάν γνάθων
Με λίγα σπουργίτια, μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ' αυτά μόνον,
γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.
Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Shakespeare. Κάθε τόσο
μου στέλνουν ένα μπουκετάκι με μισοσπασμένες λέξεις
δυο μακρινές ξαδέλφες μου από την εποχή της Σαπφώς. Τη μια τη λέ-
νε Αστρινή και την άλλη Λεμονέσσα..

Και καλό και κακό γίνεται να 'ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν
γίνει. Ας γίνει. Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδή- λατο για
τρεις. Ή τρεις για τον Βορρά του ανέγγιχτου.

Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.


Ύστερα και τα πιο μικρά πουλάρια της λαγνείας μου θ' αναπηδήσουν. Ελεατών
ελληνικά και Μακεδόνων διττά Δία! Αναφέρονται στιχο-
μυθίες, ψαύσεις ακρομηροφιλείς, ενεστώτες του ρήματος της δίψας.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΥΚΙΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ Ή ΣΤΗ ΣΙΚΙΝΟ Επιλέγετε μία θέση πλάι
σ' έναν χαλασμένο μαντρότοιχο που το
άνοιγμα του μπάζει αεράκι γιομάτο μνήμες του '21 και ψεκάδες θα-
λάσσης. Η παρουσία στη γειτονιά μιας αίγας θα ήταν ευκταία. Με- ρικές
νύχτες τ' αφήνετε κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια μυριάδες. Με
τα πρώτα του όρθρου και λίγη αδημονία πριν το δάγκω- μα δοκιμάζετε αν
διαστέλλονται τα ρουθούνια σας, και αφήνετε να διαρρεύσει κάτι μενεξεδί
με υγρόν ώχρας εωσότου νιώσετε το γάλα
της νέας ημέρας. Τότε απλώνετε το χέρι σας.

ΑΜΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Ο ΠΑΡΑ ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΚΙ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ

ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΧΩΡΟ ΜΑΣ στάσιμα τα νερά

Λιμνάζουν. Ωμές τρώνε τις αλήθειες οι άνθρωποι

Και κουκιά βγαίνουν τα θεοΰφαντα. Μείνε κοντά μου μύρτον του Αρχιλόχου
Είσαι της γης ο γόης και της Αίθρας ο κότινος
Αυτά που γράφω δεν «γίνονται» ούτε «παίζονται». Αλλά
Υπάρχουν στο ους του Διός εάν όχι στ' αζήτητα
Πένες χθεσινές πτέρυγες κυκλαμινίσκοι του αφελούς βιολέ
Στάχυς θα υπάρχει ακόμη σιτίζοντας τους πληθυσμούς. Αλλ' ο
Ένας όσο κι αν από μαΐστρο έμπλεος είναι στον ενεστώτα του καιρού
λιμώττει
Παίζουν οι ευωδιές τυφλόμυγα και σαστίζει της νύχτας τ' αλογάκι
Μπρος, ας διαγράφουν οι Αντιγόνες και ας
Αντικατασταθούν δικαίως οι Κρέοντες όλοι
Αδιάκοπα να ευδοκιμεί ο ηδύοσμος ως νους μονογενής. Και οι λοιποί
ερρέτωσαν.
ΥΓ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και όσοι πέτυχαν απ' την
Κακοτυχία να επιστρέψουν δεν χαμογέλασαν ποτέ. Όπως
Δεν χαμογελούν ποτέ τους τα έντομα.

Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι «πάντοτε» στον άνθρωπο θα υπάρχει.

Ελθεδέτε Κύνθια

πρόσμερο και αθιβαδίτες του έννερον υφαλίσκου άλλωστε και τα ένδενδρα


καιρός να περιβραχίσουνε

και ας φιλεί το κύμα και ας ευνοοιωνοεί ο αν άνεμος.

Επειδή και της βροχής

είναι σκέψη ο νους κι ελάσσονος χρυσού το πολύ πολύτιμο. Καιρός του


μάνια και του λεβαντείν.

Κάθε τόσο μου ξανάρχεται μία σύνθεση από γης ηλιοκαμένη για δύο μπλε
κολπίσκων κι ένα του μάκρους ώχρας ακρωτήριο.

Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που ανεβάζει
το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα.

Ως κι ο καημός εάν τον ταξιδεύεις χρειάζονται όκια.

Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισ-
σέψει. Που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.

Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε πε- ράσει!

Επειδή και η φύσις δίγλωσση μοιάζει να είναι, και με τη λέξη θάνα-


τος πεθαίνουν όλοι, αλλά στα ψέματα.

Ο καλύτερος αγωγός θερμότητας είναι η λύπη. Γι' αυτό βλέπεις να καίνε


κάθε μέρα οι καμινάδες, χωρίς να φαίνεται πουθενά καμιά φωτιά.
Των καλογέρων ελάχιστες ελιές κι η αγρυπνία.

Και δύο βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες που δεν έπρεπε να παρα-


λειφθούν:

1. Κοίμησις του Γεωργίου Νόελ Γόρδον Μπάυρον, των ευζώνων

Αγγέλων προσκυνούντων, εν Μεσολογγίω τη 19η Απριλίου 1824.


2. Βαϊφόρος με την είσοδο του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος κόμητος
Ιωάννου Καποδιστρίου, των κωδώνων χαρμοσύνως ηχούν- των και κροτουσών των
ελλιμενισμένων ναυαρχίδων, εν Ναυπλίω τη
8η Ιανουαρίου 1828.

Ο τρόπος να μετράς σύνολα αστερισμών είναι απαράλλαχτος με τον τρόπο


που μετράς σύνολα λέξεων συν ένα. Αυτό το συν αποτελεί, όσο μικρούτσικο
και αν είναι, ακόμη και δισύλλαβο, τη μόνη μας υπεροχή απέναντι στον
απέραντο όγκο του υλικού κόσμου.

Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα


αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ του
μη όντος ον λογαριάζει.

Να πετύχεις μονόλογο σε όλες τις διαλέκτους του τρεχούμενου νερού. Σαν


ποταμός εξ αίματος εξάδελφος του Ευξείνου.
Θα μπορούσε και ο ευγενούς καταγωγής Juan Gris να κυκλοφορεί πό- τε πότε
μ' ένα φευγάτο του Max Ernst φεγγάρι.
Αν έφτανε ο άνθρωπος να μεταστοιχειώσει την ορθή δίκη σε βερίκο- κο
ακμής, θ' αρκούσε για να κατεβεί μερικά σκαλοπάτια ο θάνατος.

Κάτι κόκκινο πριν απ' το αίμα


Μόλις φτασμένο απ' το παρ' ολίγον μέλλον. τότε βάλλεται, τότ' επ'
αμβρόταν χθόν' εραταί
ιών φόβαι, ρόδα τε κόμαισι μείγνυται

ΣΤΑ ΕΠΕΙΤΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ

Από τα στιγμιότυπα που πρόφτασε να πάρει ο χρόνος και να εμφανί- σει σε


κατοπινούς αιώνες, επέτυχα να συγκεντρώσω μερικές μαθή- τριες του
Γυμνασίου της Σαπφώς:

-Εξακολουθεί να μετατοπίζεται σαν σκιά στο σεληνόφως της Λυ- δίας η


Ατθίς, με ανασηκωμένο από το αριστερό πόδι το χιτώνα της.

- Με μια καρότσα φτάνει καλεσμένη απ' τη δούκισσα του Κεντ η Γυριννώ να


πιει το τσάι της, ανυποψίαστη για το τι τεκταίνεται στη Μικρά Ασία.

- Ναυτόπαις η Γογγύλα δουλεύει σε κορβέτα αγκυροβολημένη στα νερά των


βραχονησίδων της Νύμου και άγαμος.
-Η τύχη της Ανακτορίας αγνοείται. Τα ως τώρα δεδομένα συγκλί- νουν με την
άποψη ότι έχει απολεσθεί από αβλεψία του τυπογράφου.

-Όσο για την Αριγνώτα υπάρχουν διαφωνίες. Σύμφωνα με μιαν άποψη


διέφυγε στην Αίγυπτο τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατ' άλλους
επιβιοί και στις μέρες μας με το ψευδώνυμο Κυρά Πανα- γιά ή Μαρία.

*
Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese. Αν
είσαι γεννημένος για τα τέτοια, φύλαχ' τα. Δεν ήρθε η ώρα ακό-
μη. Κάτι σαν βρυχηθμών βροχή διατρέχει το διάστημα τελευτώντος του
εικοστού αιώνος.

Και διαμάντι στα δύο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι, αρκεί να 'ναι από
συμφέρον.

Για τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια. Να πιάνεις κάθε ορτύκι από
τη σκιά του ή στην ανάγκη να ζουπάς τα σκάγια στην πα- λάμη σου όπως
κουκούτσια. Σ' ένα τέτοιο κυνήγι ο σκύλος σου να
'ναι από ευγενές μέταλλο.

Πήρε τα φύλλα κίτρινα ο αέρας βροχερές κιθάρες. Μάργαρον ύδωρ.


Αν ο ύπνος σου είναι κατά το ένα τέταρτο Vermeer μη σε νοιάζει·
μετά μία ή δύο χιλιετίες θα σου φανερωθεί ολόκληρος. Της ευτυχίας
ισχύουν όλα τα κρατούμενα μείον
Που είναι αδύνατον να τα προσθαφαιρέσεις.

Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που
την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χα- δάκια γάτας κι
αλλά πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινη- τούμε.

Κρίνα, γιούλια και μαγνόλιες σωρεύει ο θερίζων


Και ποτέ προσκομίζων πλούτη Κύριος.

Στα καταστήματα των νεοτερισμών τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν τρεις ή


δέκα λέξεις φθηνότερα, όσες ακριβώς θα χρειαζόντουσαν για να γίνει το
ναι ίσως και το ίσως πάντα· χώρια εάν είσαι αγοραστής Μαΐου σ' εκείνες
τις κατά την περίσταση ομοβροντίες πάνω σε τάπη- τα χλόης, όπως
φρέσκες παπαρούνες.
Κι ένα άστρο που σου κρύβεται, μην τύχει κι είσαι ο ιδιοκτήτης του. Σύκα
της ωρίμανσης στο βυθό του Αυγούστου και πουλιά μη μου
άπτου, σταλτά χωρίς καμιάν διεύθυνση.

Αν θες να ωτακουσθείς του ίδιου σου του εαυτού, φρόντισε να 'χεις περάσει
μια πλήρη ζωή μικρού Βοτανικού Κήπου.

Για κάτι πιθανόν καλύτερο, που εάν δεν έσωσε να βγει


Πάλι ο κόπος μαρτυριέται οποσακισούν.

ΒΑΡΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟ


ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑ τόσο πλάι παραπλανούν το θάνατο

Οι μπεγκόνιες του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών στενάζουν

Λίγο ακόμα και θα παίξουμε Παρασκευή για όργανο

Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη οπωροφόρων

Τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά μαζί


Μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα

Δυτικά της Λύπης

Ντανγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ. Στο ένα πόδι
Ξεκινήσαμε όλοι μας αλλά για δυο περπατηξιές. Μια του απάτητου όρθρου
Και μια του δίχως τέλους δειλινού της Οίας. Όπου σημαίνει
Μέσα μας συμπυκνωμένα ημερονύχτια δρουν τα πιο πολλά

εν αγνοία μας
Και τι πράο το χόρτο τι τραχιά η σπασμένη άδικα πέτρα

Έτσι ο κόσμος ο Ελευθέριος ο Μάρτης ο Ιωσήφ η Άρτεμις ο Κήρυκος

Η Μελισσινή και τ' άγουρο εγγόνι της Βατάνας

Η ακή του χρόνου φτάνει έως τον Ήφαιστο.

Στο αγώνισμα των πέντε δυσκολιών έχασες τη μία για πάντα.

Σαν την απωλεσμένη καθ' οδόν μέλισσα που θυσιάζεται. Πλησιάζει ο χρόνος
και την τρώει με βουλιμία.

Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σε οδηγήσει και σε αλλά επόμενα, δεν σε


επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ.

Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και το


βέλτιστο.

Η καταιγίδα που κατά καιρούς ξεσπά μ' αστραπόβροντα και μουγ- κρητά προς
στιγμήν σε απόσταση από τη Βρετανία είναι η φύσις που για λογαριασμό της
ανθρωπότητας επίμονα ζητά να της επιστραφεί
το κεφάλι της Μαρίας Στιούαρτ.

Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και
μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια.
Κάπου θα συνεχίζεται το είδωλο που έβλεπε στις διόπτρες του ο Ναύαρχος
Νέλσων. Μένει ωστόσο ακόμη απ' έξω μια κραυγή που ξέφυγε απ' την
ακατέργαστη ανθρωπότητα.

Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού


μεταφραστεί σε κατάλευκο ατίθασο άτι.

Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον Αύγουστο


είναι κατά πολύ ανώτερες απ' τις άλλες που συντρέχουν για να συντελεσθεί
ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου.

Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στον δείκτη του χεριού σου και την άκρη του
τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που έχεις να διανύσεις.

Αποτελώ ένα εύδρομον που συγκρούεται συνεχώς με το κοινό αίσθη- μα των


μελετητών. Ποιος υποβαθμίζει τον άλλον θα φανεί κάποτε.
Για την ώρα χάνω πάντα από την έλλειψη στις μέρες μας καταλλή- λων
οργάνων ναυσιπλοΐας.

Στον Εύξεινο των δημητριακών άμε να ζέψεις θύελλες.

ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

Αέτειος τύχη φυσάει κι ολοένα πιο φθοροποιά παρουσιάζονται τα ερείπια.


Εγώ τα βλέπω καινούρια με στολή αετού, μεγεθυμένα μες στο μέλλον. Μια
γυναίκα ξετυλίγει τον ήχο και τον στρώνει στο δά-
πεδο. Τα δύο πόδια που φαίνεται να προχωρούν προς τα πίσω εξακο- λουθούν
να έρχονται καταπάνω μου. Ξάφνου ανάβουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα
του έργου με τα καθημερινά της.

Μυρίζει κλεισούρα εδώ μέσα. Φαίνεται πως ο μικρός του εικοσιεν- νέα είναι
που σκηνοθέτησε την κλοπή. Στην αίθουσα του δικαστη- ρίου οι δύο
γυναίκες από την πολλή προσπάθεια έγιναν τρεις. Ο αγκώνας της μιας είναι
συνάμα και κρύπτη. Στο βάθος υπάρχει κι ένας ανδριάς αορίστου εποχής
έφιππος. Βουίζει κι ακούς τα γεγονό-

τα να τρέχουν. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Μα δεν


παρουσιάστηκε κανείς.

Κείνοι που κάναν την παρέλαση θα 'χουν κιόλας τώρα φτάσει στην εκκλησία.
Μια κυρία με σταματά και μου ζητάει λίγο νερό. Μια
άλλη με κοιτάζει απ' απέναντι. Φορά μια πλατιά κι ανάλαφρη ψάθα,
προσπαθώντας να χωρέσει μέσα της όλον τον ήλιο. Δίπλα της μια μι-
σάνοιχτη πόρτα. Κι η θάλασσα. Μια ελαφριά τρικυμία όπου κυριαρ- χούν
εναλλάξ τ' αρώματα της μπανάνας και της βιολέτας. Κλυδωνί- ζομαι κι
επιμένω. Έχουνε δίκιο. Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις πολλές μικρές
καταστροφές. Έτσι εξηγείται πως οι τοίχοι όλοι και-
νε και βγάζουν καπνούς, χωρίς να φαίνεται πουθενά φλόγα. Που ση-
μαίνει ότι ο ήλιος ταξιδεύει, και όχι πάντοτε.

Ούτε ξέρει κανείς πως βρέθηκε εδώ. Διαθέτει μια πελώρια κινηματο- γραφική
μηχανή και ίπταται. Με κάθε κλικ εκτινάσσει μικρά καθη- μερινά
αντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βούρτσες. Μου μπαίνει ο
πειρασμός και πλησιάζω. Βάζω με το νου μου ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι
για την άνοιξη και περιμένω με δυσπιστία. Πρώ- τα αισθάνομαι να πέφτει
χωρίς λόγο μια λεπτή βροχούλα, και σε λί- γο βλέπω από ψηλά λουλούδια
πολλά, σκόρπια, σε μπουκέτα, και σε ολόκληρα στεφάνια. Σωστός
κατακλυσμός. Την ίδια στιγμή που μή- τε ακούς μήτε οσφραίνεσαι τίποτε·
αλήθεια θα 'ναι, φαίνεται, και το ύψος του Κρόνου και το βάθος του
Τάμεση.
Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χα- μού
πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ'
ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απέξω. Μας απο-
στηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι
χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα
όμως δεν υπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης έχει κι από 'να δικό του είδωλο
που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μα- θαίνει κανείς
και μυστικά που περνούν γι' αλήθεια. Μολονότι τόσο εκτεθειμένη στο φως
δεν ξεβάφει.

Η παρέλαση ακόμη συνεχίζεται. Μπρος πάνε οι σαλπιγκτές και πί- σω τους οι


βαθμοφόροι με τα διακριτικά τους. Από το πλάι στη δια- δρομή προφταίνουν
να ιδρυθούν ζαχαροπλαστεία και ζυθοποιεία. Σκέφτεσαι τι σπουδαίο θα ήταν
να μπορούσε όλος ο τελευταίος πό- λεμος να χωρούσε σ' αυτό το
τετραγωνάκι. Τώρα οι πρώτοι θα έχουν φτάσει κιόλας στη στροφή του δρόμου
και θα πλησιάζουν στο λιμά- νι. Με το που αρχίζει να σκοτεινιάζει, ο
καφετζής της γωνιάς σκαρ- φαλώνει σ' ένα τραπέζι για να κρεμάσει ένα
φαναράκι. Μόλο που δεν έχει δεύτερη παράσταση απόψε. Ετοιμάζομαι να
τρομάξω.

Ακούγεται μια βοή. Θα 'ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Με- ρικά
παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν' αγοράσω αξιο- πρέπεια σαν αυτή
των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθά- νουν. Είναι μέρες τώρα που
ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρί- σκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να
γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη
φυλή σας. Δε μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε.

Ένας κλητήρας απλώνει τον τάπητα της δικαιοσύνης.

Και μετά που δάκρυσα είδα τα βουνά


Γινωμένα ιερά να βασιλεύουν
Πίσω από τον ήλιο.

Το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Η παραμικρή προσθήκη ευφυΐας


Μαγιού το μεταβάλλει σε γεωμετρημένο λαχανόκηπο.

Οι πενταροδεκάρες της ατιμίας που μήτε τις παίρνεις είδηση αποτε- λούν
εντούτοις, όπως το αντίστροφο ενός εράνου, την απώλεια του μισού
κεφαλαίου σου.

Φορβάδες θέλει το κριθάρι κι αναιδείς αναβάτες οι φορβάδες.

Αν καταφέρεις να βγάλεις Blake απ' τον Shelley και Shelley απ' τον
Blake έχεις ήδη γίνει η αρχή ενός νέου Vasco da Gama.

Αιολεύς έβαινε Δωρίαν κέλευθον ύμνων

Από τις παράνομες σχέσεις ανάμεσα στα άλογα του Paolo Uccello
και τα νούφαρα του Claude Monet πρέπει να γεννήθηκαν τα πιο καθα- ρόαιμα
μονόχρωμα του Rothko, ή αλλιώς η απόλυτος ζωγραφική.

Άπαξ και φτάσει να θεωρείται αλάνθαστο ένα χρώμα, δεν υπόκειται πλέον
στην εξέλιξη, ακριβώς όπως ένας τέλειος στίχος. Μάθε
ν' αγοράζεις πάντοτε από την ίδια -όσο μεγάλη κι αν είναι- ποσό- τητα
του ελαχίστου.

Κι αυτό που θα το λέω «αείπηγον», εννοώντας κάτι μικρά πατήματα βρυσούλας


κει που διάβηκε Όλυμπος.

Αν δεν έχεις κάνει έρωτα ποτέ σου με τα μαθηματικά, δε θα μπορέ- σεις ν'
αποδείξεις ότι τα γραφτά σου τους μοιάζουν.

Είναι τόσο σχετικά τα μεγέθη, που αυτοκαταργούνται. Ένα ικανό μυρμήγκι


βαρύνει -σε απόλυτο αξία- περισσότερο από έναν μέ- τριο πρωθυπουργό.

Άσπρα κομματάκια σύννεφο έδειχναν


Τι λογής φυσάει στον κόσμο εκείνον.

Ο βήχας του Ιουστινιανού δεν έχει μεταφραστεί ακόμη. Εξού και η δυσκολία
να κατανοηθεί ως τις μέρες μας η δημιουργία του Βυ- ζαντίου.

Και ως γη και ως ώρα, η μεσημβρία σημαίνει την ίδια σου την καμ- πάνα.

Τόσο το θέρος, τόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος


Η πάντων και πασών Ελληνίς θάλασσα.

ΟΣΟ ΠΙΟ ΤΑΧΥΝΕΤΑΙ Η ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟ ΣΥΝΟΛΟ

ΜΙΚΡΗ ΤΗ ΛΕΝ παρόλον που μ' αφειδείς πόταμους και βουνά

Ημιάγρια πυρός έμπλεα μοιάζει να είναι

Για μας τους άλλους η γαλάζια υδρόγειος. Χαϊδεμένο το άδικο

Αενάως ασχημονεί και οι πέτρες από ένστικτο


Προς κάτι τ' ορθογώνιο κατατείνουν. Ας δείξει πυγμή το οποιοδήποτε
τριαντάφυλλο
Δεν είναι ποτέ του έξω απ' το παιχνίδι
Θα περάσουν χρόνοι πολλοί και ακόμη θα λυπάται που δεν
Του 'τυχε να γεννηθεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Όσο για μένα με τον ρου του πόταμου πηγαίνω και σε ξανθές ή
Μαύρες όχθες μήπως μ' αποθέσει. Κοιμάται μέσα μου
Μια μέρα που η μισή της δεν έσωσε να πήξει ακόμη
Τρίτη θα γίνει και Τετάρτη επίσης με πουλιών και βοτάνων

εορτολόγια. Επειδή

Τρώγοντας από σένα τον ίδιο επιβιώνεις


Και η κάθε στιγμή την άλλη ωσάν να εκδικείται υπάρχει
Αργότερα θ' αρχίσουν των Παναθηναίων οι θεωρίες
Με ροδίτες βότρεις κάνιστρα κι ακριβά του Ζήνωνος ρήματα Ευοί ο διάττων
άνθρωπος ευάν ο νιόνυμφος της Μοίρας Λίγο ακόμη και θα συνουσιαστούν
ανδρεία και κάλλος.

Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις. Και ή πάς να παίξεις τρικυ- μία
ή πνίγεσαι.

Με δυο κεράσια ιππαστί στ' αυτιά

Τελάλης του έαρος να συνεγείρω τ' αντανακλαστικά

Του ποτέ παλαιού La Bruyere

Μετέωρου του πελάγους προβαίνω.

Και στον ενεστώτα του αρέσει να ξενοπλαγιάζει ο έρωτας και στον


παρακείμενο. Με λίγο παραπάνω πιπέρι κατά την περίσταση.

Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η
ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας.

Η σκέψη ξεβάφει, ο νους ποτέ.

Σ' ένα τετράγωνο αιγιαλού βότσαλο ροζ-βιολετί κίτρινα του κηρού και
άγριου πρασίνου τοποθετημένα με τάξη μαθηματική εξορκίζουν την αταξία
των νοημάτων, επαυξάνοντας το επιπλέον τρωτόν του τρωτού.
ΜΠΟΛΕΝΑ Ι

1. Τόσον ωραία που δεν την έχει δει κανείς ποτέ του. Άλλωστε
με το πρώτο φως γίνεται άγαλμα με λευκά μάτια και μένει ανεπηρέα- στη
απ' τις εκρήξεις σε βαθύ φαράγγι πλάι σ' έναν σταματημένο υδρόμυλο.

2. Μαθημένη στην ένδεια η πέτρα δεν ζήτα ούτε να φέρει πίσω τη μέρα ούτε
να την ωθήσει μπροστά.
3. Σχεδόν είναι ίδιοι, φοράνε μεταλλικά κουμπιά και κράνη. Προ- χωρούν
μες στο σκοτάδι, σπρώχνονται ανάκατα να μπουν: ο Φορλεό-
νι, ο Γκίζι, ο Καράγιωργας, ο Πρανπολίνο, ο Παππάς, ο Χαρώνης, ο
Περτίνι, ο Ζώης, ο Μπουρνάζι. Για μισή ώρα τα παιδιά των αγγέλων
κρατώντας της αγαπημένης τους το χαμόγελο.
Από την τρέχουσα πραγματικότητα στην απώτατη προφταίνω να κα- ταλάβω
ποιος είμαι.

Η ίδρυση της προσωπικής σου πρεσβείας πλησίον των αλλοεθνών πουλιών θα


συντελούσε στη διεθνή συνεννόηση. Όχι τόσο μέσω των κρωγμών όσο μέσω
των σκιρτημάτων, που η έλλειψή τους στις ημέ- ρες μας δημιουργεί τον
κίνδυνο αληθινού λιμού.
Έχω πει τόσες πολλές αλήθειες, που μοιάζει με ψέματα. έμοι δ' ολίγον
δέδοται
θάμνος δρυός· ου πενθέων δ'
έλαχαν, ου στασίων

Περιβρέχει με χόρτα τη μισοκαμένη γης που αφήσανε όσα δεν έσω- σε ποτέ
αδαμαντερά λόγια να γίνουν.

ΜΠΟΛΕΝΑ II

4. Μπολένα, Μπολένα, είσαι του κατά λάθος θανάτου το θύμα και τ' αυριανό
νεογέννητο. Σε τρέφει το γάλα των στρατιωτών και το δά- κρυ των μαρτύρων.

5. Η νεότητα μπορεί να εκτελεί των άλλων διαταγές, για δικό της όμως
λογαριασμό ένα και μόνον κράτος αναγνωρίζει.

6. Τρέμει στην παγωνιά με χείλη μπλάβα και δεμένα τα χέρια στον κορμό
μιας ανύποπτης βελανιδιάς ο χθεσινός λοχίας. Τόσο πληρώνεται στη γης
αυτή η εκ γενετής πραγματικότητα.

7. Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.
Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση. Από το
πορτοκαλί στο κόκκινο και από τον ίασμο στο γιασεμί το πως
προφέρεις δείχνει το πόσο αρέσκεσαι στην ύλη. Ένα ρω που τρως
και σου εμφανίζεται άγιος.

Άδικο κι ανεπίτρεπτο είναι οι Ταξίαρχοι της Μουσικής ή της Ζω- γραφικής


να περνούν τα σύνορα με τον ίδιο βαθμό, και οι ποιητές υποβιβασμένοι
στο βαθμό του λοχία. Εκτός κι αν η τέχνη του λόγου σκοπίμως κρύπτεται
από τις δυνάμεις της αντικατασκοπίας.

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ Όσο κι αν μειώνω αυτά που σημειώνω


πάντα κρατώ τον όνο

Που θα με φέρει πίσω σ' όσα δεν έσωσε να λύσω.


Κάλλιο να δίνει της γαλήνης προσάναμμα κανείς μ' ένα σκέτο ελαιό- δεντρο.

Το διαμάντι δεν είναι παρά το προϊόν της μακρόχρονης και πεισμα- τικής
προσπάθειας ορισμένων ανθρώπων ν' απαλείψουν το μαύρο μέ- ρος της μοίρας
τους. Eξού και είναι τόσο σπάνιο.

Τα ποτήρια του Mozart και του Haydn εγγίζονται τόσο πολύ που κιν-
δυνεύουν να σπάσουν.
Όσο πιο κακός καμαρώνεις ότι γίνεσαι τόσο περισσότερα κιλά χά- νεις από
το βάρος της δοσμένης ευφυίας σου. Κουτή μέλισσα που με το κεντρί σου
χάνεσαι.

Υπερεκχείλιση στη στεναχώρια πάει να πει αμολήστε τα σκυλιά. Κάπου στον


κόσμο των κλειδιών θα υπάρχει κάποια παρατεταμένη λύση.

Σε μιαν άλλη διάσταση την ώρα που εγώ κοιμούμαι ακούω από τον κάτω
όροφο τον εξάδελφο του νου μου ν' αφηγείται το πως τη βασι- λεία των
Περσών παρέλαβεν ο Δαρείος Υστάσπου. Πραγματικά, όπου να 'ναι θα μπει ο
υπηρέτης του, εκτός κι αν εγώ ξυπνήσω.

Και το ένα σ' άλλο απανωτά κοπάδια του ύπνου ροζ


Ή γκρι με βούλα. Τα για σφάξιμο.

Σε μεσιανό δάχτυλο ο ευφυής διακρίνεται και ο άτυχος. Και συνήθως πλέον


εύδρομος ο ενάντιος είναι.

Η ασχήμια δεν άφορα την δράση, όσο τη συμπεριφορά. Ένα βάναυ- σο


σκούντημα τοποθετείται στον αντίποδα της Femme-Fleur του

Picasso.

Η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη
απ' ό,τι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.

Φαντασία ψυγείου δεν μας χρειάζεται ούτε διαλογισμός καπνιστός.


Χρειάζεται να 'ναι η σκέψη σου πέστροφα και να μη φτάνει ποτέ της ως τη
φωτιά.

Σε όλα τα δέντρα θα πρέπει να υπάρχει το όνομα κείνο που σε ένα μόνον


άπαξ εχάραξες.

Γιατί και ο έρως μια θαυματουργία είναι.

Τον κορυδαλλό τον ακούς μόνον όταν δεν τον βλέπεις, όπως την έμπνευση
τη βρίσκεις μόνον όταν δεν την κυνηγάς.

Της Κρήτης είναι και της Αττικής τα γονικά μου:

-Εάν τρως του παραθαλασσίου σου αμπελώνα ροδίτη κι είναι η ίδια η


Αφροδίτη που σε συντροφεύει, καταντά καθαρή αιμομειξία.

-Εάν το σταφύλι σου είναι μαύρο, σκόρπισε μικρές και μεγάλες άρκτους
στον ουρανό ή στη συνείδηση σου.

-Ένα πανέρι με καθαρή κέρινη σουλτανίνα θα βοηθούσε στον και- ρό του να


βγει διαφορετική απόφαση για τον Σωκράτη.

-Η φράουλα είναι της Τετάρτης με λιγάκι συννεφιά.


-Όσο για τα ροζακιά, είναι φρεγάτες για πορθμούς ευρύστερνους.
Λείχοντας λέξεις κι άλλες των κλώνων συλλαβές διέφυγα

Το πλην του ενός με αγγίζει.

Που θα 'λεγε τινάς τις Πυθαγόρειος.


Κι από την Εσθονία ως το Ιράκ επήγα κι από το Ισραήλ έως

Την Κολομβία. Μόνος. Κι ως προς τα της χρείας ανένδυτος

Και ζηλεύει σμαράγδι το πιο σπάνιο των παιδικών μου χρόνων δάκρυ.

Λιόφυτα λιωτά σε Ιούλιο και στριγκή μάγγανου ήχησις


Λάχεσιν έχει το νόημα του φωτός εκνοεμβρίσει.

Η απόδοση ενός πατρογονικού ελαιόδεντρου δεν είναι το λάδι του αλλά το


καθαρό νερό της σοφίας.

Εύφορες που 'ναι οι πεδιάδες και από δυνατό στάρι οπλισμένες, κά- ποτε
μάλιστα πάνω στην ώρα που με ροζ και βιολετί ένα δεύτερο νόημα το πρώτο
παίρνει.

ΣΤΡΙΦΤΑ ΜΥΤΕΡΑ ΚΕΡΑΤΑ Η ΕΥΝΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΟΒΟΥ ΛΑΧΝΟΥΣ ΚΙ ΕΧΕ ΝΟΥ ΜΟΝΟΝ ΓΙ'
ΑΓΑΠΗ

ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΕΙΧΕ Η ΤΥΧΗ ως φαίνεται

Και με χέρι μακρύτατο μεσοχείμωνα φτάνει ο Αύγουστος

Να μας αγγίζει. Αλλ' εμείς αλλού αποβλέπουμε

Κάνει πλώρη κι ας δαρτεί στην τρικυμία η πρώτη ζωή

Σ' ένα μεγάλης διαρκείας εναντίον έζησα μες στην ευμάρεια

Κυκλάδων χρυσοκύανων και πνοών Αιολίδας


Βρήκα βροχές κρυφές και νύχτες από γιούσουρι

Και νήμα δωρεάν του εάν και του όχι

Πού λοιπόν σε ποιου μαντείου τα μείον δωροδοκείται ακόμη τ' άγνωστο


Ποιας τρυγόνας άλμα ελευθερώνει κι ασημένιο ρίχνει
Μες στη νύχτα ιχθύν να σαλέψουν της θαλάσσης τα θήλεα
Καιρός να εικονιστούν τα είδωλα και στον ύπνο και πάνω μας
Είναι από τ' αποτυπώματά μας που θα υπάρξουν του έαρος οι επίγονοι
Κανείς άλλος δεν εξέρχεται σώος από τέτοιων αιώνων το άθροισμα. Πολύεδρα
του αδάμαντος εστέ η ζωή μας.
Ακόμη και στα βάθη ενός τρομακτικού θορύβου, ένας Ήφαιστος εξακολουθεί
να κοιμάται πιστεύοντας ότι με την αύριο αυτός είναι που θα γεννήσει τον
αληθινό θόρυβο.

Όπως η γεύση με τη μετατόπισή της από τον ουρανίσκο στην άκαν- θα του
βλέμματος μεταβάλλει μια φράουλα, και δη con limone e zucchero, σε κόρη
δεκαοχτώ ετών και εικοσιδύο καρατίων, έτσι και
η σκέψη από απλός ερεθισμός κάποιου κέντρου του εγκεφάλου με-
ταβάλλεται σε θάλασσα ηδονικών αισθήσεων, που να ξετρελαθούνε οι Θαλήδες
όλοι του κόσμου.

Δεν είναι το φως που σε βοηθεί να διαβάσεις αλλά της πηγής του η
σεξουαλική δύναμις.

Η ομορφιά μπορεί να πουλιέται. Στις τράπεζες όμως δεν κατατίθεται ποτέ. Ο


τόκος θα ήτανε μια φθορά επιπλέον στο υποτιθέμενο κεφά- λαιο.
Στο μυαλό του καθενός περιμένει μια κότα. κείνον, ος Ζεφύρου τε σι-
γάζει πνοάς

αιψηράς -οπόταν τε χει- μώνος σθένει

φρίσσων Βαρέας επι- σπέρχη, πόντον τ' ωκύαλον ριπαίσι ταράξη

ΤΡΙΝAΚΡΙΑ

Με λίγη ακόμη αφή και πολλήν όραση ο χάρτης ολοκληρώνεται. Κι άξαφνα


ντανγκ! Ο ήχος της καμπάνας που βουτάει ολόισια, διψα- σμένος θα 'λεγες
για γνώριμα κι από καιρό χαμένα ύφαλα κει που λευκάζουν ίσως ακόμη τα
καμπύλα και γλιστερά μιας Αφροδίτης,
ν' ανεβάσει και να σκορπίσει στον αέρα πραγματικότητες παντοτι- νές, ει
δυνατόν σ' ένα είδος μετάφρασης των Εβδομήκοντα· όπως ως τώρα γινόταν
με τον χρυσό του χαλκού που φύλαγαν για μας οι κώδω- νες των ορθοδόξων,
αν όχι και με την οξύτητα στη γεύση των καρ-
πών της μεσημβρίας, ή με τις απόπνοιες της σταματημένης θάλασ-
σας σ' εκείνα τα δειλινά που φτάνουν να μυρίσουν καρπούζι, κάπου δυτικά
της Αιολίδας. Από κάτι τέτοια είναι που πλάθονται οι αλη- θινές πατρίδες.
Από τις μαγνητικές ιδιότητες που ακτινοβολεί ωσάν ήλεκτρον η αγάπη κι
επιλέγει κομμάτια ύλης που είναι στερεοποιη- μένες αισθήσεις για να
ζήσει: αν όχι με το δοσμένο απλώς αλλά με
το φωτάκι που ανάβει στην άκρη των δαχτύλων μας κάθε φορά που χτυπάμε
πλήκτρα για να 'ρθουμε σε επαφή με τη γνωριμία ενός βαθύ- τερου κόσμου.

Η επιστροφή από την εξορία ορισμένων αγαπητών πραγμάτων και η


επανεμβάπτιση μέσα στον φυσικό τους χώρο συντάσσουν και τον καταστατικό
χάρτη ενός ετερογενούς κράτους. Ο απόηχος του ναϋ- δρίου που ξαναβρήκε
το δρόμο του μέσα στα σύσκια δάση, ο αιφνιδια- σμός πορτοκαλεώνων πέραν
οιασδήποτε Λακωνίας ή Κρήτης με όλα τους τα επακόλουθα και η ανακυάνωση
του πελάγους κατά μήκος Λέ- σβου, ευθύς που ξύπνησε κι αρχίνησε ν'
αγριεύει, δανείζουν το ένα
στο άλλο ιδιότητες που ασκήθηκα να γυμνάζω και να προπονώ σ' όλη τη
διάρκεια της ζωής μου. Πορτοκαλί να 'ναι το μπλε και ελαιώδες το πράσινο.
Για να τραγουδάει τα βραδάκια η Ελπινίκη και να πλέκει αιωνίως
καταπιστευμένη στην τύχη της η μικρή Θέκλα.
Όλα να είναι άγουρα, όλα στην προπαραμονή τους. Ο παπάς στον βασιλικό
του, ο ξένος στο σπιτάκι του κηπουρού, και τ' απειράριθμα
μικροσκοπικά πουλάκια στη διαρκή έναρξη μιας καινούριας ημέρας.
Τι μικροψιλοψελλίσματα είναι αυτά, που λες και κάτω απ' τα δοκά- ρια με
την ίδρυση κάθε νέας ημέρας επαληθεύεται το ελληνικό αλ- φάβητο. Επειδή
εδώ, σ' αυτά τα μέρη, το παν ομιλεί, ο κισσός, η βρύ- ση, το αγροκήπιο,
και οι άκρες των τριών ακρωτηρίων, έτσι που ο- πως και να το κοιτάξεις
καταλαβαίνεις ότι ce jardin donnait sur la mer. Ένας κήπος όπου μου έπεσε
ο λαχνός να μπω κι εγώ σπώντας βέργες ανεμώδεις, όπως μπήκε ο Matisse
με τα χρωματιστά χαρτιά, ο Βενιζέλος με τα αντιτορπιλικά του, και ο
Μακάριος με την ευστρο- φία του. Μιλώ για ένα επ' ακρωτηρίου ακρωτήριο,
μοναδικό απ' όσο
γνωρίζω σε όλον τον κόσμο, και που ορίζει χωρίς καν ποτέ σου να το
έχεις παραδεχτεί μιαν εξουσία υπερπλήρη, που κάτω από άλλες συν- θήκες
θα 'χε η άνευ ανταμοιβής αγάπη απορρίψει.

Ναι, θα πεθάνουμε από μιαν άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακο- λουθούμε
να 'μαστε της ίδιας μας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος.

* Ολίγου νου η βαθύοργη βροντή.


Κι ένα κουρέλι οσμής παλαιού σανού στο ράμφος πελεκάνου ανέμου.

Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγά- ζει σε


Martin Heidegger, όπως και στη μουσική σε Carl Maria von Weber. Η εκ
προμελέτης όμως μόνον στον Picasso και εναντίον εκείνου του «όχι πάντοτε»
που είπε κάποτε ο ίδιος.

Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να την
κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό
μέρος των πραγμάτων.

Στον αγώνα της μικρής ευτυχίας ευδοκιμούν κατεξοχήν οι μεταξετα- στέοι.


Με κανέλα και ζάχαρη ως και οι πτωχότεροι τη γνώσει επι- βιώνουν κηφήνες.

Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου. Δε θα σου
μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος.

Σταγόνα τη σταγόνα ο χρόνος. Βρύση ποτέ Υποχθόνιοι ψίθυροι όμως κατά


καιρούς προ- Πορεύονται των ημερών, κι ένας
Φεψάλυξ πυρ δίδει στων εγκόσμιων τ' άπτερα.

Από κίτρινο σε κίτρινο το μπλε σου ξεφεύγει σαν χαρταετός. Βάλε


μπρος τον άνεμό σου προτού χάσεις και τα προστάγματα της αυτο-
κρατορικής μοναξιάς σου.

Α, δώστε μου να φάω νεότητα σαν κρέας ωμό και ευρύστερνα τριαν- τάφυλλα
για να θωπεύω.
Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους.

Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ' ένα στεντόρειο μεσημέρι, γε- μάτο
από τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, να 'ρθει η ώρα που θα δαγκώνεις
το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις πίνεις δρο- σερό νερό,
καφέδες, και τσιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.

Αν είσαι άμοιρος της λατινικής σου χρειάζεται μια κούρα συνεχών


sine qua non, όπως αν είσαι κουφός των γεύσεων σου χρειάζεται δίαι- τα
με μουσική πικρής σοκολάτας.

Η φθήνια φτάνει κάποτε να στοιχίζει τόσο ακριβά, που ανάγκη πάσα να


γίνεις μέγας επιφυλλιδογράφος.

Από πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος και κανείς πλέον δεν μπορεί να
σου αλλάξει όνομα. Αυτό έχει σημασία. Επειδή τ' άλλα σβήνουν και χάνονται
σαν μέτρια ποιήματα.

Σε δύο μόνον πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πί- νουν το


λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου.

Τρέφομαι απ' αυτά που οι άλλοι νηστεύουν για να σώσουν την ψυχή τους.
Χρειάζεται κάποτε να γίνεται παρά ένα φωνήεν αισθηματικό το στομάχι
μας.

Να φωτογραφίζεις αν γίνεται τη στεναχώρια σου την ώρα που περ- νάει το


τρένο κι αστραποβολούν τα παραθυράκια της.

Ενόσω δεν φτάνει να γίνει στενογραφία η ζωγραφική θα παραμείνει


απλώς μία δημοσιογραφία της εικόνας.

Χρειάζεται και να ντρέπονται μερικές συμπτώσεις.

Θάμαρις ερημονίας η ομβρία και άτυπτος που ενδεώς τα πάντα βρώ- σεται.
Διακομιστί παν το ευ και το ουν επιδαψίλως προς με ύσγισε τα ευσήμαντα.
Πάλιον το βιείν. Έλα πολυγλυκιλιά μου, σεντόνισε τη θλίψη σου, και τι
χαρμός ν' ανθώνεις γύρω σου όλα τα!

Ύδωρ Κολονίας υπάρχει και εκ του φυσικού, αλλά για μας τους α- δαείς της
ευδαιμονίας απαιτούνται τρία πράγματα: παντελής απουσία ψυχολογικών
προβλημάτων, οξύ κίτρου 90° και αθωότητα νηπίου αι- γάγρου. Προσοχή, το
βάρος πέφτει όχι τόσο στη λέξη όσο στη χη-
μεία και τα παράγωγα της.

ισοδένδρου τέκμαρ αιώνος λαχοίσα

Αν είναι κάλιον χρυσού ή περιστεριού πετάρισμα που καθορίζει


τους δείχτες του ωρολογίου σου, εξαρτάται από τας οφρύς του Διός.
Μια χορεύτρια που διετέλεσε χορτάρι στο έβγα του φεγγαριού με
μνημονεύει. Μου 'χει μείνει κάτι από την κίνηση των φυτών την ώρα του
θανάτου.

ΟΣΟ Γ1Α ΤΕΛΟΣ ΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΠΑΙΡΟΝΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

ΟΛΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ και οι τρύπες από το σφουγγάρι

Που υπήρξε τοίχωμα σπηλαίου και τώρα εκ των πλαγίων


Με πλησιάζει. Όμως το μάτι του βυθού καιρών άλλων στιγμιότυπα με τα
σημερινά συν-
Δυάζει. Έτσι που να μαθαίνεις μέλλον από πριν και δίχως γήρας

νεότητα

Πρίγκιπες των κυμάτων για χάρη ενός κακότυχου Αναπηδήσατε. Θ'


ακολουθήσουν γαίες με γιαλού γιασεμιά και Γι' αλλού τρίτροχα. Ναι

Κάπου και για μας θα υπάρχει ένα ωραίο παράνομο


Σοφία σοφία του κόσμου τι μονόπτυχος είσαι ή με ναι
Ή με όχι τα λες όλα και τριγύρω σου συντηρείς τρικυμία
Περνάω αγρίμης και στα χείλη μου μόλις αγγίζουν
Διάττοντες μιας γεύσης μακρινής πίκρας και ταξιδιού ανέφικτου
Υπάρχουν ως και στο κενό γαζίες για τους αλιείς
και τους φιλέρημους. Ένας προς έναν όλοι μας περνούμε
Και από την καταστροφή και από της σωτηρίας το στέγαστρο Κοίτα να
συντομεύεσαι σαν χρυσαλλίδα επτάπτερος ω φίλε! Οπόταν συναινούν και η
γη και το ύδωρ μέσα σου.

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ Ο

ΘΑΝΑΤΟΣ

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστη- κε με


γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελα- ρύσματα. Όπου
σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν γράφει, και πάσα του
ηλίου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το εξ όλων των χρωμάτων εν και
πάλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας
κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν.
Χαρέτωσαν.
Ανθ' ημών η αγάπη.

You might also like