Professional Documents
Culture Documents
ΕΛΥΤΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΕΛΥΤΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
Ελύτης
Ένα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
RIMBAUD
ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ I
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Τον ερχομό.
II
Παιχνίδια τα νερά
Που αρχίζει
Ορίζοντας -
Και τ' αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Στη θάλασσα
Δροσιά-
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή -
III
II
Δίχως θύμηση
Προς τη θάλασσα
III Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
II
Ενώ η αθωότητα
III Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα Όπως μες στον απέραντο ουρανό Το ξάστερο
συναίσθημα.
II
Ερωμένη
III
Πληρώνει την ακρίβεια του Στην άκρια τούτη της βραδιάς Που φέγγει
ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
VI
Καρτέρι μελλοθάνατο
VII
Σιωπητήριο.
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βρο- χερές
εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι
μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασι- λεύει. Μια φανταχτερή
καταστροφή είσαι...
Α! Θέλω να' ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν' αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέ- βουν
μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της
προτελευταίας μου αμαρτίας
II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη κα- ταιγίδα
χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη
φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η
απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει... Κι
ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!
III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή
αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...
IV
Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναί- σθημα.
Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλή- θειες.
Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο- λία. Φυσάει το
αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες.
Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία
της ηδονής ως μες στις κόρες των μα- τιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την
παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ- χτερινής
χλόης μου.
VI
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυ- φογραμμή.
VII
Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβά- ζει τις
νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.
Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μες
στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέ- ρια
περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην αναμονή τους
ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονο- πάτι που χάραξε η
φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μέσ' από το
πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα εί-
χανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο της
επιθυμίας μου - κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε
φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το
μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέ- ρει καλά το μυστικό.
Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσό- τερο οι
αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ' αναγαλ- λιάσουν οι
καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της
κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των
ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα
χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου
θα δροσίσει τη δροσιά.
Τότε θα δώσουμε
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ
α'
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄
ε΄
Πιο ψηλά
Ξαναγεννάει αισθήματα.
ς'
Όχθη των ελαφρών σκιών Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα Τα χρυσά στίγματα
μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
ζ'
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα - Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο
που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο νεκρό.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο πέρα απ' τα
νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα Κέρδος του ήλιου σε μι'
ανθρώπινη καρδιά - Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι Λαξεμένη με κόπο Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών
ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με
ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
βρίσκουν πρωί
Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό
τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις
ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που
αγάπησαν τις ώρες μας!
β'
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την
ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που
έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέ- σα στα
εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγ- καδιών
μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της
εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυ- ρά τους
υάκινθοι
γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την. Κατά δω θα
πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναε-
νώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρ- τημα...
Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέ- τοιον
ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
δ'
Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των
κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των
θριάμβου
Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοών- τας μια
καινούρια αλήθεια
Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρί- γος
τους
Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις
ώρες μας...
Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα
κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις
περιούσιες...
ε΄
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας - στις καυτερές αφές του
γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε παν- δαιμόνιο
βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας - ζήσαμε τα Βήματά μας - είπαμε τα Βή- ματά μας
άξια!
ς'
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου
τους
Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας
ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αι-
σθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας
καθαρής ζωής
Κι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει
την άνοιξη
ζ΄
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του
ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρω-
τήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση
της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέ-
ταλα των μυστηρίων της
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λι-
μναίο καθρέφτη να σωπάσουν
α΄
μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη
γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β'
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των
ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας - τα λόγια
δ'
Ποιο μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη - ποια να
'ναι
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες
τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να
ε΄
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας το
ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των
ήχων
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος Στοιβαγμένη
τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές Μακριά μακριά είναι οι
μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε
σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι
της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει στόμα που
ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των
ερώτων οι σπασμοί
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο
αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά
αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.
ζ΄
ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές
των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη
ΣΠΟΡΑΔΕΣ
ΕΛΕΝΗ
ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι
απομακρύνονται
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως Πίσω από το
τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα σου μια
φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει ο κόσμος των
εικόνων
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί τις πύλες της
αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία η χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει παρά να 'ναι ο
άνθρωπος
ΕΛΙΓΜΟΣ
Έζησαν
Υπάρχει
ΕΥΑ
ΑΙΘΡΙΕΣ
II Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ' τον ύπνο
III
Και κανείς
Κανείς ίδιος
IV
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου Γέλασαν! Και
ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
VI
VII
Με γυμνές ώρες
Ναι το εαρινό απόσπασμα Μου αφήνει την καρδιά Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα
IX
Οι ελπίδες έρχονται.
Χ
Κατάστηθα στο ρεύμα
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη Σκορπάω τη λήθη
ανοίγοντας έναν περιστερεώνα Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
XI
Γέλιο ανάσκελο
Σκόρπια μοναξιά.
XII Στο ρυάκι που λιάζεται Σαν ημερήσιο επίθετο Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε Να ζει σ' ένα σεργιάνι Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Την αιωνιότητα.
Ακυβέρνητη ζωή
XIII
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους Φέγγοντας τις ελπίδες με
μικρές καρδιές ανθρώπων Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.
Ελαφρά καλοκαίρια
Που αγγίζουνε
XV
Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ' αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.
XVII
XVIII
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που
ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δε θα
καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν'
ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ- γίτη στη μέθη, θα με
δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου
σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την
οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις
παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα
μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν
τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον- τας την ύπαρξή τους με
την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν. Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα
δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι
γύρευαν; Ποιο ένα- στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας
σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο
συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο
ρόδινο αναστάτωμα.
III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ' αχνάρια
του αγνώστου.
IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη
κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω
στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις
γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ- μησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυ- άκι, κι
ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό- τητες και
βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα.
Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο
γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ- φων σελίδων μου.
VI
Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά
που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος
που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων, στους
βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τα κλεισμένα λόγια
που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερη- φάνειες.
VII
Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω στις
λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Η ώρα
είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο- μαι αυτούς
που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ' τα
βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τ' ανοιχτά τους
χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να
εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους
λόγος άλλος.
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμέ- να. Η
ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ- σφορο στην
παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και
τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ- λώνουν τις θύμησες και περνούν
τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το
κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές
σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος
που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων.
IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείρι- στη
φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και
τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ- ξεις
και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα
σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό κάθε φορά που
αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και
χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια
πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε
Σένα!
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα μια φορά
μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ' αρχαία
σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ' αυτά που
ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό- σμου. Τα μυστικά του
κόσμου.
XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορ- τάτο από
μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί- νει τη ζωή της
στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος
ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι
λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της
ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα
μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φω- νήεντα
συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-
λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες
θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα- μόναχο μες
στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς
σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά- λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη
δικαιοσύνη του ήλιου.
XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας.
Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι μου νικώντας
τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό
το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε
προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που είσαι
φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
XIII
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προη- γήθηκε της
καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην
ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι -
το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξε- χασμένο
που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι- νούς στις πιο
ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω από την καρδιά σου
κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδια
τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους
XV
XVI
Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πέν- θος. Και
μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο των ανθρώπων. Κι
άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ- ρεις πάντοτε περισσότερα.
Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα
χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των
πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.
XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα- νε
κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ'
εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε
περιφρονήσουν!
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη
γεωγραφία.
XVIII
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο
άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά- ζοντας
τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ- νο φύλλωμα,
μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -
σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της
ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά- δια που
θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-
χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, πού
είσαι!
XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλ- λιώς την
παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και
να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του
ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.
XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους
όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων
και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθεις εσύ και να
γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι άλλο από τ'
ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.
XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμά- σαι.
Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου
γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία
τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ- ξη κι
αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,
νιώσε:
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Βγήκες από τα σωθικά βροντής Ανατριχιάζοντας μες στα
μετανιωμένα σύννεφα Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα
της η οδύνη Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα Με φωτιά με λάβα
με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου Για να χαϊδέψει τα μαλλιά
της πέμπτης πρωινής. Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η
δικαιοσύνη Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...
...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε- ριού σου.
Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι
ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά- λασσα, τη θάλασσα που
χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω- νείς τόσο
καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου
για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σαν
δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά- θε φτασμένου κλώνου. Λέω
πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι- ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά
σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι
ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη
των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την
πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες στην προβιά των κάμπων,
για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον
κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να
υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της πάχνης
του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας,
στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου
έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα
τα δάχτυλα Ήτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια Τ' άσπρα αισθήματα
φρεσκοπλυμένα επάνω Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα
μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ- λογισμένα
δέντρα.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω
είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.
ADAGIO
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-
Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς Μια θέση που ν' αστράφτει στο
άπειρο Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου
Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων
Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου Κύματα για τον ζέφυρο της
μουσικής που παίρνει Την παρθενιά της νύχτας μακριά
Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες
Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων
Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο Μια κόρη γαλανού ματιού
απροσμέτρητου Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου Όλβια Ντόννα! Κι από μια
καρδιά ομοούσια Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό Σπαρμένο από τα
βότσαλα της νηνεμίας.
Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος! Ποια νηνεμία στις φωνές
της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων Κι η θάλασσα που παίζει με τη
φυσαρμόνικα Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
ΒΑΘΟΣ
Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση
του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας
στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί- ζει από αιώνες απόκληρος
της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα! Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα,
πότε κατά τη δύση που χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την
ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση...
Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη ευχή πάνω
στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα Γενναίο σαν στήθος
το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από
χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη
λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό- μους όπου χτυπούν οι
πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι- σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο
που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!
Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' τα
χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω- νάρια
μας αμάραντα.
Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία
χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά- δων στάζοντας
φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα
στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει
κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω- ρίς
άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες
από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του
κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ- ρας για την
ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που τον αγαπούνε και
τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράχτης στα
βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης.
ροδιά
Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά Ζώνοντας τον
αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή
ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη Τινάζοντας ένα
μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο
καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
του δαίμονα
η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου Στον μυχό της ψυχής μου
αράζει στόλος άστρων. Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι
ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε
πλέουνε με το άστρο Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.
II
ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!
III
Η στεριά σκαμπανεβάζει
VI Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα Κρύα
φωνή νεογέννητη
Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.
Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου
κοίτη Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι
Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.
VII
ΙΧ
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά Πλέανε πλάι στ' όνομά σου Σκίζοντας τ'
ανθισμένα κύματα Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη Το πρωινό λουτρό της το
φύλλο της φραγκοσυκιάς Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο
XI
ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ' ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας Άγγελοι!
Σία τα κουπιά
Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Δε με βαστάνε οι νεραντζιές
Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.
Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Κτήνος της αγριαχλαδιάς Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
Να παίρνει μυρωδιά
XIII
XIV
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα
μάτια. Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας
XVI
Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα Κι εκεί όπου πριν δεν
άστραφτε παρά γυμνή ερημιά Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη
θέλησες Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.
XVII
Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι Και με του ήλιου τους χυμούς
με θρέψατε Σήμερα ονειρεύομαι για σας
Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο.
XVIII
Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει Ζεσταίνοντας στην
αγκαλιά σας ένα φως απέραντο Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της
καρδιάς Με πείσμα πορφυρό - πατριωτάκια του ήλιου
Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!
Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας Ακούστε με
είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι Που ν' αγαπάει μεμιάς να
κόβει τα ολόκληρα όνειρα
Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.
II
ΠΡΑΣ1ΝΟ Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα
III
ΚΙΤΡΙΝΟ Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν! Βοσκάει με
τρελοκαμπανάκια...
Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω Με αλάργα ψάθα ρώγα
κρεμεζιά νάζι από στάχυ Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά
τα κρύσταλλα Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές Σάστισαν πάνω οι πελαργοί
και κάτω τα παγόνια Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας απ' το μικρό σου δάχτυλο
στου ζαφειριού το αστέρι Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει. Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει Σώμα
του πόντου δροσερό ή αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα
Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.
VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.
Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί Να πίνεται απ' το αίνιγμα
της αγκαλιάς σου Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.
VII
ΜΕΝΕΞΕΛΙ
Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
2
Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει. Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις
φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους, Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας. Κι ύστερα στρώνει
στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή, Λυώναν το σίδερο, μασούσανε
τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα, Κάθε βροντή ένας άντρας
χαμογελώντας αντίκρυ Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν
οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες, Ύστερα σκόρπισε ο καπνός
κι η μέρα πήε δειλά Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.
4
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη, Μ' ένα σταματημένο αγέρα
στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά, Μοιάζει τραγούδι που το
φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά, Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του- Από που του' φυγε η ζωή. Μην
πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται
ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα
βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια Και μην αφήστε ήχο να πει το
πάθος του νερού Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι Μη
στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες Και παν με βιάση τα
πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το
φημισμένο κόσμο!
9
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά
των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη
πρώτος των αγγέλων! Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν Να
σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν Και στόμα, στόμα
δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο, Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια
σας παιδιά!»
10
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα
κλωνί ρογδιάς Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
11
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο Μα κείνος που τ'
αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
12
13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο - Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη
ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε
στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Τότες που ακούστηκε
μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα
πέρδικα!
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι Λένε για το ζεστό και
αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
14
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα Του κόσμου η πιο σωστή
στιγμή σημαίνει: Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν τ' αγόρια με τα
φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
«Κάτι που να σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις» είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε
ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου γέμισαν έρωτα οι μεγάλες
γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας και να μην είχαν γίνει
ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε
και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε φλόμους
κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ' αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής και υπεροχή και
δύναμη
ΑΥΤΟΣ
πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα και αθώο και ριγηλό σαν
αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο
σου
και πολλά τα τζιτζίκια
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο
μονάχο του
χωρίς κοπάδι
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
ΑΥΤΟΣ
Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα
χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου
αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις
Θυμήσου:
και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι αλλοιώνοντας τ' οζόνιο
τ' ουρανού
Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα η τριβίδα η λεία
τ' αυτάκια των ανθών
ΑΥΤΟΣ
ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρων
Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά και πιο σιμά στο
ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις
κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια
παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων» Και σιμά στο
ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι και τα μάτια μου δάκρυα
γιομάτα
ΑΥΤΟΣ
«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα» είπε
«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα με σκοινί λιανό
κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου Την ελπίδα ως τα
δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που
επόθησα
Υπαρκτή γυναίκα
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα
και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο ν'ανεβαίνει
Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή
και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν
υπάρχει πια
Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών
Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου μυστικά να διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά
Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα στο Νησί με τους κόλπους των
ελαιώνων Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον που το αίμα του έδωσε να
σαρκωθώ
τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνει μια φοράν ακόμη
Μια φοράν ακόμη
στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά
και πολύ πριν με το νου μου βάλω ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου
Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει με τα χέρια εμπρός του
σκύβοντας
που η σκέψη του Άλλου διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθόν ως πέρα με
χάραζε
Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι με το λύχνο στο χέρι
να περνούν γερόντισσες
τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους αμίλητοι
ΤΑ ΠΑΘΗ
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων,
είσαι η δική μου η Μοίρα!
Α'
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς·
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών, που τα
τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου
άνοιξα
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Β'
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου. Εκεί σπάροι και
πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη. Εκεί ρόδια, κυδώνια
α'
Τη γραμμή των χειλιών * Την άρθρωση σου 'δινε * Την αέρινη άσφαλτη *
ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου,
φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους
δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε
στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και
αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα- δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη
σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε- το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και
ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ- λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε
ανέβει η ψείρα ως το λαι- μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση
ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι
κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο,
πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέ- ρος το
βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμω- ναν, που δε
δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία
την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει
σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε
ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλ- λαβίζαμε το
χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη
νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη
πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές
και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά πα-
λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλα- στοι με
το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες
βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελά- τες και
σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και
Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχών- τας πλάι
πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριά- ζουμε άλλο
τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους
ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το
λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο- χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό
που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο
ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το
γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες
στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες,
μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλού- σιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα
βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό
και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγο- ρο των πολυβόλων. Ύστερα
και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ- ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο
μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες
με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκό- μοι, με
τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και
το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που
τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και
τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχα- με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα
στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ- τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το
θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο
ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θα- νάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πια- σμένους
λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περί- πολα.
Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή
σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιο-
φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο
χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές
μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο- βολίδες.
β'
Νέος πολύ και γνώρισα * Όχι του δάσους μία στιγμή * Μόνο του σκύλου που
αλυχτά * Των χαμηλών σπιτιών καπνοί * Η ανομολόγητη ματιά *
Όχι που αργούν στον άνεμο * Πέφτει η γαλήνη σαν βροχή * Μόνο του ζώου
που σπαρταρά * Της Παναγίας δύο φορές *
Στην πεδιάδα της ταφής *
Μόνο της θύρας χτύπημα * Μήτε σημάδι καν χεριού *
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ * Στων αδερφών τη μοιρασιά *
Η πετροκόλλητη σαγή *
των εκατό χρονώ φωνές
Γ'
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ' την
όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Δ'
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το
χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! Πήραν άλλοι τη
Γνώση και άλλοι την Ισχύ
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας. Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές
Ελένες!
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα. Τις ημέρες μου άθροισα και δε
σε βρήκα
γ΄
Μόνος απέλπισα * Μόνος εδάγκωσα * Μόνος εκίνησα * Ταξίδι σαν της σάλ *
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση * Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό * Είπα: με
μόνο το σπαθί *
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο * Στο πείσμα των σεισμών *
Στο πείσμα των εχτρών * Μου, ανάντισα κρατήθηκα *
Μία και δύο *
Θεμελίωσα τα σπίτια μου * Πήρα και στεφανώθηκα * Το στάρι που ευαγγέλισα
*
τη θλίψη μου
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
το θάνατο
Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές εβδομάδες οι
πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που
διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και
το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι
δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το
μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιό- λας
ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε,
λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με
άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα
οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη
σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μή- νες τώρα
μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λο- γαριάζαμε τα
χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα
χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω
τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίπο- τε, μονάχα με τα μάτια τού
δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβί- δας που
έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρ- πες, ότι
γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί
μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοί-
ξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα
σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και
μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέ- χουνε πίσω τους
χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κό- πους ίσαμε κει. Και
τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγ- γα και το χαλβά κοιτάζοντας
να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι
και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη
την όψη μας.
δ'
Ένα το χελιδόνι *
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του
λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη
φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
ς'
Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της
θύελλας τα σκοτεινά του χείλη
και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του
όρους!
Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου
το γύρισμα
ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη
απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια
Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω:
Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!
Ζ' Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα
δύο μοιράζοντας
αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο
γάγγαμο.
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του
αθώου στόμα
ε'
Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή
μου *
Λυπημένες μυρσίνες * Μου ράντισαν την όψη * Που να βρω την ψυχή μου *
Εκατόγχειρες νύχτες *
Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή
μου *
στους ουρανούς εβγήκα
για τους αιώνες έχουν κρατούν και δεν κατέχουν το τετράφυλλο δάκρυ!
στους ουρανούς γυρίζω στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ!
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτά- ζει τον
άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη
την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που
τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναί- κες, και
λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη
τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε
λίγην ώρα.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα
θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσα- νε στον τοίχο
τριάντα.
ς'
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *
μη παρακαλώ σας μη *
μη παρακαλώ σας μη *
και μυρσίνη συ δοξαστική λησμονάτε τη χώρα μου!
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Θ΄
Αυτός είναι
ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!
στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα
καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του -
Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον
Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή
εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ'
αποθεωθεί -
Ι΄
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά
Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σ' εμάς αόρατα
αυτός είναι
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!
και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί.
Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς
πενθούμε
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε
ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε
μαχαιροφορεί.
Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄
Ο υφαντής των αστερισμών * Στη χάση του θυμητικού * Αυτός ο ίδιος κόσμος
* Κύμβαλο κύμβαλο *
Ο υιός Αγγείθ *
και ο Σολομών.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββά- του,
σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοι- κισμό του
Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλά- κια των οχετών
στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκα-
νε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο
άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπε- δο με τις
τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες
χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά,
επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή
στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη
κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμ- μή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην
όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους
το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο
άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση
τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυ- τός με το
Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο
μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαι- νε να σταθεί μπροστά,
ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου
πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στον
Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλε-
ψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά
- μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε
πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανα- σηκώσει το
μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολου- θούσε με τα
τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε:
ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει,
ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την
αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο.
Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός
από τη λίγη πέραση που 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη
γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα
στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και
το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέ-
η΄
Γύρισα τα μάτια. *
δάκρυα γιομάτα κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω *
καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Προσωπιδοφόροι *
μες στον άλλον αιώνα τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε σταγόνα πράσινο αίμα
Ω πικρές γυναίκες *
με το μαύρο ρούχο παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση *
δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει *
και σ' εσάς ο Χάρος τη φούχτα του γεμάτη
Φύσηξεν η νύχτα *
σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Γύρισα τα μάτια *
δάκρυα γιομάτα κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες *
κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
ΙΑ'
Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί όπου και να πατεί το πόδι σας
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του. Δροσερός ο κρουνός θ'
αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας
ΙΒ'
Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου άπνοια που με τυραννά
και κακό κουνούπι της Σελήνης!
εσείς που κατέχετε το μυστικό σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι
Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού και ν' αλλάζει το νόημα του
μαρτυρίου
Οι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνω τον Ιέρακα και τον Ιερέα να
πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού και στα δέντρα το ξύλο να
επιστρέφει
Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη ότι αυτός που είμαι, υπάρχω!
Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!
ΙΓ'
Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι που το βότσαλο δίδαξες της
τρικυμίας
Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε! Τόσο φως μες
στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε
το κράτος και το νόημα τ' ουρανού. Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη
και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος και στα νύχια των αγροίκων,
λεία κακή.
Πάρετέ μου τη σκέψη, πού να την πείτε; Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.
Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.
Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.
Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα. Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι.
ΙΔ'
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς
μας ψηλά μηδενίζοντας
Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας
και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα! Και των
ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα τους φρουρούς πολλούς
έστησε στις εξόδους.
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που
αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο
και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας
θ'
τ' αγάλματα
Η καμπάνα σημαίνοντας
*
Των χωριών τα κοπάδια θάνατο
κατέβηκαν
Στις πλαγιές που αγναντεύουν
*
Και φωνή τους ανέμους το πέλαγο
ετάραξεν
σπατάλησε
Αν ποτέ το γεράκι
*
Τη φωνή του προβάτου ξανάδινε
που σπάραξε
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες
απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των
προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυ- ριγματιά μου
αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φο- ρές οι ίδιοι αυτοί που
παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε
πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα
γυμνός εγώ και χωρίς ποί- μνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα
δόντια του γυάλισεν η
αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που
τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξι- μο,
τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και, συχνά, μίλια
μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοι- πόν τα πέδιλα τ'
απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλ- λους μισούς, από το 'να
και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα
έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των
προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μα- ζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η
φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ
σε γιου ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει
κανείς από σας κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω
του το κρίμα
και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά
στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σαν να πέρασε
αγέρας χαμηλά βογκώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα
θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψη- λά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά
μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα,
πόχουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον
έναν ο άλλος, μη
γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ'
αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και
πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέ- σανε. Και που αν
έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέ- ρας βουίζοντας μέσα στα
μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας
τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε
ν'ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβά- του δεν ακούστηκε,
παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που
'γερνε μες στις φλόγες τις υστέρες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η
θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.
ι'
*
των ανθρώπων
Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως
* ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.
ΙΕ'
Θεέ μου συ με θέλησες και να, σ' το ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σαν να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μου
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω. Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω
μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι. Τα πουλιά κυνηγώ και στο
βάρος τους χάνομαι.
Ις΄
που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά και να στάζει απ' το μέλλον
μου.
στο χώμα που ήμουν ο ένοχος. Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα
με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά και το σπέρμα μου τίναξα τόσο
μακριά
που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν και γεννήσανε πάλι
τα ορατά.
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω; Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ια'
-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρι- νο άγαλμα
στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
-Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρω- ση των
Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώ- νοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα
περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα
μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της
ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανε- βάσουν σημαίες,
εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ρά- νουν με άνθη τον
Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το
στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κρά- ζοντας: εξόριστε
Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
ιβ'
Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου
* στις σκοτεινές του σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα.
ΙΖ'
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν
ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα
χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ'
την όψη της γης
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.
ΙΗ'
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της
Κρήτης
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου
ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η
μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει
σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους σαν να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι
ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και
στέγες
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και
δίχως τέλος
οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο
έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη
Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός
εχύθηκε
η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και
σφένταμων
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να
τραγουδούν το χαίρε:
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο της πηγής το μπουμπούκι ότι που
ανοίγει
Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο
μέλλον
του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει και γι' αυτό ζωντανή κρατά η
γαρδένια
τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι τ' αψηλά στους ήλιους και τα
ρεμβοκίνητα
το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει
Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη
δύση
και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει της φθοράς τον καιρό ν'
ανασκολοπίσει
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα
τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα
ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα
Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην
κνήμη
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη ερειπιώνες του μέλλοντος και της
αράχνης
ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία
τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι τα την ίδια στιγμή λοξά και
ακίνητα
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω
τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει και χτυπιέται στα τζάμια με την
καταιγίδα
Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει με του σκύλου το καύκαλο και τα
δαιμόνια
Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη
ούτε μια φωνή στα κουρασμένα σύννεφα της πολίχνης το σαλιγκαράκι που
έσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι
τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε
άνθη
η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου και το πένθος μηνά του
Παραδείσου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα
Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη
μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η
μέρα
Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση
ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους
η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα το τραγούδι που είπε η Λυγερή
στον Άδη
η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει το πολύ σιμά και όμως αόρατο
Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμηση
τους
η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους η σοφία τους η αδιατίμητη
Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος
η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν
αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι
Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος δύο χείλη που αδύνατο να
στέρξουν - και όμως
το «αντίο» στα τσίνορα που λίγο λάμπει και μετά ο για πάντοτε θολός
κόσμος
Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο στην καταστραμμένη του φωνή ο
Ηράκλειτος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του
κόσμου:
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα της
δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια- στης θαλάσσης
την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα που
μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα- ρίσσια, σαν
παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε- φαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το- πίο να
φανεί
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με
την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ- θένου.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το
κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να 'ναι
από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ- χοντα.
»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε- να,
ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων
»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα
σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα- ξιά,
σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»
Η ΑΥΤΟΨΙΑ
Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα της
καρδίας του.
Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί- σει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο- λετό να
προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα.
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα
Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε να
πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο
κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό
τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά- λυψε τον
κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι,
όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό- λου
κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει που
μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα
Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο
κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό
τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά- λυψε τον
κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι,
όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την είπανε
Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου
η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα- μάδες του
ύπνου των Γενναίων.
ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ- στρεψε στον
ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
αιθέρος
Χειμώνα ελάχιστε
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το
νόμιμο του Ανέλπιστου.
ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορ- φή ως
τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνος
μέσα στον άλλον αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δω- κεν η
θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοι- γα τις οργιές με
βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύ- ρευα; η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης όπου
φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτά
μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά,
που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ'
αηδόνι.
Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς θεούς, αλλά
βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.
Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σί- γουρο
πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στά- διο,
και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε
λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέν-
τρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην
καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το μόνο που
μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο, καν
τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλα- σμένου
κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη
του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά
Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το
πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει
ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή σαν δέντρο η
ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο
μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πι- κρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει πως υπάρχω.
Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας
έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πα- νέρημη,
γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχο- κοκαλιές θηρίων στα
βράχια.
Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πά- νω από τους
ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.
ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γερά- νια, και πιο
πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλι- διών στον ήλιο. Ένας
τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ'
από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περι- βολάρη, κι
από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!
ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυ- ροί και
αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύ- ρω και το
ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο
Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως ύστερα που
κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της το αρθρι- τικό
σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου
άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τι- ποτα
κανείς
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κε- φάλι μου
η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες
και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα
εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα- θεί ο
αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι- νε ως το
βλέφαρο να πεταρίσει
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό κάτι σαν
άπιαστα του Παραδείσου σήματα
ΔΗΛΟΣ
Ολοΐσια μέσα στην καρδιά του ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε κι
άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του εαυτός
ψηλά πάνω απ' τα κύματα
Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει
κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορ- φιές απ' τα
ύφαλα
Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που γυάλιζε
το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα Με
κίνδυνο ν' αγγίξω μια ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά
Και το πουλί του κοριτσιού πήρ' ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφτη.
Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό που όλο
χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρ' απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα
στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του
II
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρη- σα το
κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα φτερά σαν
πεταλούδα Πάτερ ημών
III
Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά φχιού
φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα
του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα
στην ακοή απ' τη γλώσσα
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό πως από 'να τί-
ποτα γίνεται ο Παράδεισος.
ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεχτικά πουλήθηκα
«Διέξ το μύρτον» που θα 'λεγε κι ο Αρχίλοχος
Να περάσω πάσχισα
Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό Για να 'ναι η στιγμή όπου ο
Θεός μου απίστησε Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή μεσοούρανα Συρμένες έξω
Οι βάρκες των σπιτιών
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω
Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του μαύρου
χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει
Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανέ- νας με
το σώμα σαν ονείρωξη
Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ' το είδω- λό του
ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή
Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε μια στιγμή
σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δέντρα στο βορινό παράθυρο κι
έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το
χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα
πόδια μισάνοιχτα
Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει
ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακρι- βώς όπως
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να κα-
ταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ' ωραίο του ζώο κινήθη- κε
μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.»
Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου ερχόταν φρέσκο
ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας
Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μες στην άκρα κατά- νυξη του
απέραντου γλαυκού
Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά και ακόμα
πιο ψηλά μες στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που 'χανε να πετάνε τα πουλιά
σκαλί σκαλί ως το άπειρο.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ
Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο
Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα
Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που
Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω ιστορημένη
σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ μέσα στον άλλο
κόσμο:
- Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ' έχω
- Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Που θα 'θελα
να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Στο πυργάκι του φάρου το
καταμεσήμερο Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται Ακόμα οι
μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και
ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως
αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιό- λας
στην Ασία την αντικρινή
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους ο πατέρας
μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά κι αριστερά
ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας
μπατάρει
Π ρ ό σ ω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
Πρόσω ήρεμα
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς όπου δεν ήταν
εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν
πυγολαμπίδες
Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που την
πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή μου παραστέκει
Όλο δεξιά
Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε γνώση
απ' τα βουνά)
Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγμα- τος
χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα
να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»
Γραμμή
Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε από το
'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια μες στην
κλειδαρότρυπα τις είχα
Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω μια κει κι εγώ το
ισορροπούσα
Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει απ' τ'
άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός
μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ
Κράτει
Πόντισον
Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου
Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που δεν ήξεραν
τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα- πηθεί
Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη
Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το σύδεντρο
αγκυροβολούσε.
ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ
Του βότσαλου που εκρούστηκε η μπαρούτη μου ξανάφερε το Λιγο- νέρι και
μιαν ακρογιαλιά
Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ Ι
Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου όταν
πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία
Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα χρυσά
του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία
Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη- μα του
πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω
απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο μόλο
και να γίνεται αχνή
Άγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως
Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος μες
στα κόκκινα και βασιλεύει.
II
Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα πα-
λιοσίδερα όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά Παί-
ζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά περνούσαμε τις μέ- ρες
ώσπου
Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέ- ρος του
ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατον- τάδες
αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο
III
Ανάθεμα που 'χε πραΰνει όλ' η όξω η θάλασσα (και μέσα βάθαινε το σπίτι)
κι εμένα στο κρεβάτι μου παρατημένος να με αγγίζουν όλων των λογιώ οι
σταυροί
Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι απ' τον καιρό
των πρώτων Χριστιανών Της Θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε όλη νύχτα μες
στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην παν-
σέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυ-
μουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας
Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)
Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα του θυ- μιατού
στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σερά- για και
σοφία χυμένη στο γυαλί
IV
Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν φυσούσε
από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι που ψη-
λά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα γλουπακών-
τας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία με τις βαριές μεγά-
λες σιδερόπορτες
Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου ίσως
πέμπονταν το μήνυμα ότι
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί
Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.
ο παραλίγο Αρχαλκυών
Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που μ'απώ-
θησαν του κόσμου ετούτου οι συμφορές θέλησα να επιχειρήσω άλμα πιο
γρήγορο από τη φθορά
Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ' ακούς; το αχ
που
βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν' η αγάπη)
Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που άλλαζε
χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το μέτωπο
καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα Όπου αναπήδησε ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα
τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Γεών Τίγρης
Ευφράτης
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγί-
ξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που μ'
απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου
ετούτου.
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης από τ' άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο κείνο που μας έγι- νε
σάρκα της σαρκός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και
ξυπνήσουμε
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη κι έξω στο
κατώφλι
Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα
καίριο να ειπωθεί.
Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο σηκώσατε και αντάμα
πήγατε στο φούντο αλλ' ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας από του
πρασίνου τη μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)
Άθελα έτσι όλα πάνε μες στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια γιούσουρι
και αργά βατίκια στο ταλάντεμα τα λιγνοκάλαμα και η σέπια του βυθού
Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες Που και που επιπλέουν
σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται κι ερωτεύονται κάτω απ'
τις φιστικιές ανάβουν τα
Πάλαι ποτέ φιλιά ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος όρκος
και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά εωσότου
Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά και αργότερα στη γέμιση
την πλήρη τέλος απ' το 'να πλάι ξεφτίσουν και φανεί το γυμνό δέρμα
της γης με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί και τους κέ- λητες φεύγοντας
Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλ- πασμό
και αλήθεια ήταν
Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά μια στάλα υδρόγειος που φωτίστηκε
όλη των ονείρων η ερημιά ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλ- λώματα
Ζωή άλλη τρίτη από δυο ιδέες κοντά κοντά βαλμένες να φωνά-
ζει σαν μωρό νεογέννητο άρχισε!
Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδι- ζα
μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στίς περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο
κόσμος
Αλλ' εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ' ουρανού χαμογελά
θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σαν να θέλει να πει ότι
κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει
Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ' το πέρασμα του Ευαγγε- λίου
Πιθανόν και η περηφάνια η άθραυστη με την τζαμαρία στη θάλασσα το
σπάσιμο κι ο αφρός για τους πολλούς που 'ναι ο κανέ- νας Τόσο
δύσκολο μα τόσο
Δύσκολο να ζήσεις Και στον κόσμο της ψυχής ο πόλος μια πε- ριοχή
ακατοίκητη Που να μιλήσεις; Τι να πεις;
Σταθερά τα παμπάλαια πράγματα μες στα τωρινά μας επιβιούν Και μαλλάκι
νεόνυμφο που του κυνηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το μέρος της
θαλάσσης
Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ' την αντίπερα όχθη αργά σαν ποταμό-
πλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν και πάνε τούφες τούφες τ'
αηδόνια μια που ακόμα υπάρχουν όλα
Πάει κι έρχεται μες στο κυκλαμινί του αιθέρος βίαια τ' αναρριχη-
τικά δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους από αυλές σαν να μυρί-
ζονται ότι φτάνει μια έκλειψη ολική μαζί τα ζώα φωνάζουν αλλ'
Όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις
άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά
μου ο κόσμος!
ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ
Και να πάρεις θέση στη γη σαν την Κυπριανή στη Σίφνο ή στην
Αμοργό τη Χοζοβιώτισσα δύσκολο πολύ
Θέλει χάδι το χώμα και ψιθύρισμα παρόμοιο με του καβαλάρη στο αυτί
του αλόγου Και το ρήγμα μέσα σου
Να μην έχει κιόλας απ' τις πέτρες γίνει αντιληπτό αλλά να περ- πατάς
ξυπόλυτος λίγη χαρά να δώσεις της τσουκνίδας και από το γυμνό κορμί
Πεις ελληνικά τη λέξη Θεοκτίστη οπόταν και το χέρι σου θ' ακο- λουθήσει
Κάτι άλλο αποζητάει Έσωσε να' ναι από Θεού τα αισθήματα Και ο
ήλιος
Σ' ένα του μιας στιγμής σταμάτημα που ο χρόνος ούτε το 'νιωσε
πρόφτασε ιερατική του ασβέστη να προσδώσει αίγλη και ομορφιά
Που δε γύρισε πίσω η αθλιότη από μια σταγόνα καθαρή σώμα λα-
βαίνουν και ανεβαίνουν τα στρουθιά τσίου-τσίου τα νερά εναντιωμέ-
να παίζουν και το σύννεφο έρχεται φορέας ειρήνης
Από μια σ' άλλη ανθρώπου ανάσα με το νου της η βερβένα τρέχει και το
παραπεταμένο απ' όλους μοσχομπίζελο με το θάρρος της αγνοίας χτυπά
που πια χωρίς προσπάθεια πας ελεύθερος και πάνω από τις Εξουσίες
Τότε ιδρύεται φως Κι ένα χέρι που είναι το δικό σου στο ψημένο
επάνω χώμα και στο γαλάζιο το άγριο να χαράζει αρχίζει σαν ιδεό-
γραμμα τη μικρή δέσποινα Θεοκτίστη
Ώστε λες δίκαιο θα 'χε ο Υπερίων που μιλούσε «γι' άλλες μνήμες
ευγενέστερων καιρών» και προσέθετε «μας υπολείπεται πολλή
και ωραία δουλειά όσο ν' αγρεύσομε το Μεγαλείο».
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει
αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
Ο ΗΛΙΟΣ
θεμέλιωσα το σπιτικό
με το πουκάμισο χακί
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο ΗΛΙΟΣ
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ'
ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός κάνεις να την ανοίξεις γίνεται
άφαντος.
ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ
ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
και τους μικρούς αγγέλους σταμ ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και τρισήλιε μου ένα σου λόγο στείλε μου.
ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε
Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά
Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν
ομορφιά.
Ο ΗΛΙΟΣ
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
Ο ΗΛΙΟΣ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά κι όσον περνώ στα μακρινά τα
Τάρταρα
Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή δώσε την περηφάνια πάρε την οργή
Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ Τραγούδι
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις
δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη
πονηρό
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)
II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς και τραγουδώ
τ' άλλα που πέρασαν Εάν είναι αλήθεια
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
IV
Μαχαίρι
Των Αγίων
Της αγάπης
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη Για σένα το ασχημάτιστο
στήθος των δώδεκα χρονώ Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα Ωραιότερες οι αχτίδες
όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από
τα βουνά
της θάλασσας
VII
Η ΜΑΓΙΑ
ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Το θαλασσινό τριφύλλι
ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
γύρισέ το κατά δω
Και με το βασιλικό σου ράντισε μας το νερό
Να 'βγουν και να περπατήσουν σαν κορίτσια οι νεραντζιές
Κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν μια και δυο και τρεις φορές
Ψι ψι, ψι ψι
Σκαλί σκαλί
Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.
Ή και παραπεταμένο
Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι
σου;
-Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο
-Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της
Την είδα να περνά πάνω απ' τα κύματα την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
Την τρίτη νύχτωσ' έχασα τ' αχνάρια της στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια
της.
Η ΤΕΛΕΤΗ
κι οι ξώπορτες κλειστήκανε
Συννέφιασε συννέφιασε
ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ
Άφησα την καρδιά μου χάμω σαν το κοχύλι μες στην άμμο
Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του
Το σήκωσε το πήγε πάνω απ' τα βουνά κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα
Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν στην ξύλινη παράγκα και στο
Αμπερντήν.
σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες που με το νου μου λίγο μόνο σ'
άγγιζα κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά σου το 'πα τα μεσάνυχτα
Με τ' άστρα που κοιτούσες.
Οι πέτρες μεγαλώσανε
Τις πόρτες τις αμπάρες σου και τις οχτώ καμάρες σου
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
- Εσείς του κόσμου οι σοφοί για δώστε απόκριση σωστή:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν
αντέχουμε
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο
τον Παράδεισο.
Ο ΓΛΑΡΟΣ
δε γυαλίζουν τα χαλίκια
ΤΥΧΗ
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε κι έναν θαλασσινό
σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε
Τα κορίτσια το κοιτάν
Με το φως επανωφόρι
στέκει ο άγγελος στην πλώρη:
-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα
Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα στη γης και στο χρυσόν αέρα
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Ψουτ τους κάνω και σταματούν την ουρά τους μόνο κουνούν
α'
Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:
Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
Γεια σας θάλασσες και όρη γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.
Τι λιγάκι τι πολύ
Είν' ένας μες στους ουρανούς που μήτε τον χωράει ο νους
Κι όπου αδερφέ μου για να πας θα 'ναι από δίπλα του παπάς
Σεραφείμ με μαντολίνα
Τ ' ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ
με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στην ποδιά της
Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα
Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι
Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου προδομένος απομένει -
ποιος; Ο φίλος σου
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλα της η
γυναίκα σου.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα φτωχά κουρέλια σου φορώ
πλένω σε και βαφτίζω σε με το κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις φωτιά μπροστά πίσω φωτιά
καταμεσής να μένεις
Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε κι οι πίσω μέσα στο
σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε
Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη και τα τοιχία μες στον ασβέστη
Τι ποτάμια! Τι χορτάρια!
Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια! Πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της.
Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή την ώρα που απ' τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη
Γράψε στη θύρα σου σταυρό βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες
το μονοπάτι να: τον φτάνουν κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι
και τον πιάνουν
με τα σφιγμένα χείλη
τι αν έρθουν οι τσιγγάνοι
την καρδιά σου θα την κάνουν δαχτυλίδι και γιορντάνι
ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)
ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ
Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι Με
τσιγγάνες που άρπαζε
Σαν Χαρταετούς Ψηλά
Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης Άνοιξη σουσάμι
αόρατο
Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες
Στρίβοντας
Ένα τραμ
Εστρίγκλιζε
Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ Άνοιξη παραπάτημα των κήπων Άνοιξη «Μήνιν
άειδε...»
Κάποιος απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έριχνε Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα
Κάκτος
Κάστωρ
Κόνδωρ
Ιέραξ
Άνοιξη 37 και 2
Να τραβούσαν
Έξω
Άνοιξη σάλτο της ακρίδας Άνοιξη μήτρα σκοτεινή Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη
1939
Πάει πετάει - μα στις ψυχές χτυπά Καμπάνα σηκωμού και αρνάδας λύτρωση
Βράχια που του νερού τα ξαναλέει ο αντίλαλος Κοπάδια σπίτια που τα πάει
Δάφνις γυμνός Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές της Κάλυμνος
Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος
Τα όστρακα
Για να 'ναι το γλυκό χείλι του μέλλοντος Πάντα στης νέας γερής κοπέλας
το βυζί Γάλα νυμφαίο μυθικό στάχυ μαζί Πάτμος της πράξης και του
ονείρου Νίσυρος
Κατά των Αθηναίων το κάστρο που ριγά - Ποιος με σπιλιάδας τάχος πάει
γοργά
Και ξεδιπλώνει τη σημαία της αφρισμένης
Θάλασσας.
1946
Όπως όταν
Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ' αέρια τα υγρά και τα
στερεά του κόσμου ετούτου
II
Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα - κι η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι
ανεβαίνει. Αλλά
Πρωτομαγιά -
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους οι
αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά -
Πάει κι έρχεται στ' άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι
Όχι μόνο απ' αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το Μέγα Σάββατο στα ράφια τους
Αλλά κι απ' τ' άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει ένα βαθύ
μεράκι
- Πέφτοντας η νύχτα -
βελόνα
III
Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη - και τον γόρδιο κόβει δεσμό των
πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα όταν λυγίζουνε τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κοιτάει μέσα στα μάτια τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ' αγαπώ» Την ώρα που οι μεγάλες
πολιτείες Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν
με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θα 'ταν ο κόσμος άλλος θα 'τανε άλλη του κόσμου η
εκκλησιά
Όμως να! ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα πόδια του δένει
ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά
Την ώρα που εσύ θηρίο
Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα Μόνο που έσταζαν τα φύλλα
μόνο που ανεξήγητα Είχα μες στη Μητέρα κατεβεί
*
Όχι που ήμουν άτυχος - θέλω να πω
Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»; Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα
ύψη
Ένα ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος
1953
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Εμάς τους γύφτους άσε μας Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις» Τι δε νογάμε
από γιορτή
«Ως εν τινι φρουρά εσμέν» Μαργωμένοι μες στο χρόνο Κι από τραγούδι
αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ' Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά
σε Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
1955
ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ
Τόσο μόνον
Ω γαιώδη άνθρωπε
Κι εκεί
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική
Τ' αχνάρια που άφησαν -και που ακολούθησες- Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο
πενθοφόρος.
1958
MOZART : ROMANCE
1960
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια σου
διαβάσει τις επιστολές του Παύλου
(Σήκωνε το κλουβί
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και νησιά
του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής όπου μεγάλωσες
παραδεισένια
Ελένη χώρα του Ήδυπνου
Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για να 'βγει
τέτοια μέντα η ομορφιά σου
Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανέ- νας
μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης γυρισμένη έτσι
κι εσένα
Σελήνη Ελένη αναβρυτή
Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί και δεν
αντέχει κοίτα στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαι- μονολόγι
1962
Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ
Κι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο
1965
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε: Ως πότε, ως πότε
Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα: Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες
κι Αίγισθοι Καθείς μ' ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να
φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυ- μίας
βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
II
1968
Που όλα του τα 'χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη
λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρ- δος
Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον είχανε
κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι- ζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώ-
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή- μερο να
κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη- χτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού
στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι
πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες
στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο
σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
1969
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
VILLA NATACHA
III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο- ρα
οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα- κόκκινες απ'
τα γεράνια
Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία και
καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο- μήτορες
επιτιμούσανε
Λέω: κι αυτό θα' ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει. Πολύ δε θέλει ο κόσμος.
Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση
Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πο- λέμων σαν
αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των απο- χρώσεων ο Matisse.
II Όμως εκεί που δύο φίλοι
Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε -
Τρίτο τίποτα δε χωρεί
Τα Γραμμένα ραγίζονται
Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα Πρέπει και ο θάνατος
να θανατώνεται και η φθορά Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε
Να πολιτεύεσαι
Γαλήνιο σαν της Μυτιλήνης ή μιας ζωγραφιάς Του Θεοφίλου, ως πέρα το Eze,
το Cap - Estel, Κόλποι όπου σιάχνει αγκαλιές ο αέρας
Μία διαφάνεια τόση
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το
χέρι Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι Κι είναι ανάγκη να μείνω
απ' τους απέξω.
Ήρεμα το σπίτι
1969
ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ
Έτσι για να 'χω ζήσει αντίθετα Στα ερχόμενα και να μην έχω Λάβει τίποτα
ευτυχώς
Παρεχτός από τα χέρια μου όλα Τώρα πάλι ακουγόμουν Καταμόνας όπως ο
ασκητής
Προτού ανεβεί απ' τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη Δεξιά βουτούσε ο βράχος
κι από τ' άλλο μέρος υψω- Νε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης
Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη
Χιλιετηρίδες υστέρα
Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει
Που το θαύμα το αέναο γίνεται Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο Το χέρι αυτό που
θα γυρίσει Στους καιρούς πίσω τ' άχρηστα Θ' ανοίξει σαν ηλίανθος
Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα
Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα Μακριά στα βάθη σαν βαρύ
θηρίο η Ασία κοιμόταν Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ' τη βερβένα
Σάλευε στ' αεράκι και το πόδι του έλαμπε
Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία Μία στην άλλη δίνονται Νιωσμένο
φανερώνεται
Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο Γεμάτο μ' αχινούς και βιολέτες
θαλάσσης Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου
Μ' ευωδιά και μ' αγκάθι
Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς Του μέλλοντος αρχαιολόγος Και των
επουρανίων
Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι. Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά
Πατρίδα που δε χάνεται
1971
ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Θεές κωδωνοκρούοντας πέλαγα μαύρα
Να πενθώ για τι; Ποιος αυτός που προστάζει; Ποιανού μαχητή χαμένου
στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα να ξανάρχεται μέσα μου;
1972
3. ΠΑΤΜΟΣ
3. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
6. ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
6. ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
7. Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
7. Η ΕΛΕΝΗ
Ο Αντιφωνητής λέει
Και η Μαρία Νεφέλη
2. ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
2. ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ
3. Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
3. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
4. EAU DE VERVEINE
4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
5. Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
5. ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
7. Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
7. Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ Το τραγούδι του ποιητή
Η Μαρία Νεφέλη λέει
Και ο Αντιφωνητής
1. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
1. Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
2. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
2. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ
3. Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
3. Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
5. ELECTRA BAR
5. Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ
6. DJEDA
6. ICE SEHE DICH
7. Ο ΣΤΑΛΙΝ
7. Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ Το αιώνιο στοίχημα
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά σ' αυτά που 'ναι να γίνουν
και στ' αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα
μωβ σαν τα κυκλάμινα.
Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα
αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε- τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή
τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω».
Κι όλα γύ- ρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το παράκανα.
Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το
αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν
ξέρω τι με περιμένει...
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν
έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.
Α. Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.
Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία
πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.
Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Μ.Ν. Ήτανε
καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.
Α. Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!
Μ.Ν. Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.
Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού
περπατά.
Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα κι είναι τα μάτια του
βαθιά κι ανύπνωτα...
Α. Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί μ' αυτήν και
τ' όνομά της.
Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και
σπάσει. Το θυμάμαι καλά.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναί- κες σε
μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.
Α. Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει,
θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση- μένιοι τρούλοι, κατόπιν
τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι
φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση.
Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ'
αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.
Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαι- μονικά του
κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα.
Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το
κρύψουμε βαθιά στα πράγ- ματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει;
Ποιος άκου- σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν, τα
Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί- πες. Και σ' αυτό
πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε
μου!
Α Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως
αυτοεξορίστηκα!
Μ.Ν. Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους
αυτοεξορίστηκα!
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες και θα σου δοθώ μέσα σε
βρυχηθμούς και ουρλιάσματα. Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
Μη φοβάσαι
Και ο Αντιφωνητής:
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες και τους Μήνες ολόγυρα
στις μύτες των ποδιών συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου έχει ανάγκη απ' τις
λαβωματιές σου·
απ' αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει καπότες η ζωή που μάταια
έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά
ί ι ι ι ι.
Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ να σου τραγουδώ τις
νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο:
«Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-
ντρου
Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.
Και ο Αντιφωνητής:
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι μες στους θησαυρούς μένω κενός.
Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου
εκεί μακριά που βρίσκομαι.
Η ΝΕΦΕΛΗ
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη και να 'μαστε
και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με
γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου να μη σε
νοιάζει αν αρέσεις η όχι
τίποτε
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά
τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα... Είναι διγαμία ν'
αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
ΠΑΤΜΟΣ
Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος· από ζώντας με τις
δαχτυλιές του επάνω μας ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ' ακατανόητες άρπες. Αλλ' ο κόσμος φεύγει...
Αϊ αϊ δυο φορές τ' ωραίο δε γίνεται δε γίνεται η αγάπη.
Κρίμας κρίμας κόσμε
σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα
Εκεί εκεί να πάω σ' ένα νησί πετραδερό που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν
κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες πλαστικούς
σάκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς κιβώτια με φιάλες μεταλλικό
νερό
κίνησα -δεύτερη φορά- και τίποτα.
Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου έσβηνα μες στα ούζα και στα
εγγλέζικα θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους
Και ο Αντιφωνητής:
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Στενός ο δρόμος - τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ ανίσως κι ήταν μια φορά
μονάχα
φτάνοντας μες στον ύπνο μου που 'φαγε τη σκληρή την πέτρα κι άνοιξε τ'
αχανή διαστήματα. Λόγια που έμαθα
σαν περάσματα ψαριών πράσινα με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα παραμιλητά που
ξυπνητός ξεμάθαινα
και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα
Αν έχεις ώτα ακούειν. Εγώ άκουσα βουή σαν από πελαγίσιον κόχυλα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς πάνω σ' ένα κρεβάτι που
το ζέσταναν οι ράχες άλλων βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά του άνεμου τα πατήματα
πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι· πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το
χέρι μου πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή. Λύση της
συνεχείας του δέρματος
Και ο Αντιφωνητής:
και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν κομμάτι γης φτενό ζωσμένο
στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα
«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι κείνα που 'ναι γραφτό να πάθεις.» Και
το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου 'δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:
όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι που τις έφερε».
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήσετέ το:
αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ' απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!
α' δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να 'χουν εξοικειωθεί με
τ' αγριοπερίστερα
β' ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να 'ναι από ρεύμα ηλεκτρικό και
ανύποπτα πουλιά
γ' μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα δ'
το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.
και ο Αντιφωνητής:
Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις
να σταθείς επάνω της.
Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ
η πελασγική τοιχοποιία σ' όλο το μάκρος της ζωής μου πλάι πλάι να την
περπατώ
kann sich nur darstellen im Unreinen und versuchst Du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.
Και ο Αντιφωνητής:
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό με απέραντη
ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός και πάλι πέφτει ανίσχυρος
βυθίζεται στα βάραθρα.
Η ΑΙΓΗΙΣ
δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γης αυτή αλλά και αν είναι
τρεις κλίμακες πιο πάνω
απ' όσα γίνεται να σοφιστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου η χώρα όπου
κανένας πλέον δεν κατοικεί
εξακολουθεί να υπάρχει.
η αντανάκλαση
σήματα-λέξεις μυστηριώδεις
«Αστεροβαδών» «Ιδιολάθης» «Μίκυον» - οπού σημαίνει έχει συντελεσθεί το
θέλημά σας, κι η φωνή της γης επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να
'ναι θα φανεί στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης
όπως μας λένε οι επιστήμονες-και που είναι το αίσθημα γινόμενο απτό
μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.
Κι εγώ που 'μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα σ' ένα ύψωμα επιβλητικό
σαν το Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι;
Και ο Αντιφωνητής:
σ' όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά πέφτοντας έως τα
ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί από ίασπι και ορείχαλκο
μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα που θα μπορούσε ο
άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο ν' αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ' αδύνατον.
ο όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα πάλι και πάλι χιλιάδες
φορές.
Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους και τα μαύρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά με τραβάει κι αδύνατον να του
ξεφύγω·
πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
σταματώ να σκέφτομαι και μ' αφήνει·
τρέχω στους καθρέφτες και δε βλέπω τίποτε.
Και ο Αντιφωνητής:
Αυτά.
το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα κι ο καθρέφτης
θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
Τώρα θα τεντώσω τ' ανοιχτά μου μπράτσα και στα ρεύματα μέσα που θα
σχηματίσω δίχως να σιμώσεις θα φανείς
Δεν έχω συγγενείς
Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ στον άνθρωπο του
Νεάντερταλ. Δεν ωφελούν πια
οι μυώνες
Και ο Αντιφωνητής:
Η ΕΛΕΝΗ
έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε το Λάμδα της Ιλιάδας.
Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής είναι όλο ήθος.
Έξαλλου με τον τρόπο της διαιωνίζει τη φύση της ελιάς. Γίνεται ανάλογα
με τη στιγμή πότε ασημένια πότε βαθυκύανη. Γι' αυτό και οι αντίπαλοι
ολοένα εκστρατεύουν - κοιτάξετε:
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη και ας είναι αλλού το
χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος. Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του
Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.
«Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ' απορατάν!
Βρε παιδιά προσέξετέ με κόβω κι απ' τις δυο μεριές· το πρωί που δε
μιλιέμαι βρίζω Παναγιές
ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
Πέσαν στον ύπνο οι βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος το φεγγάρι μας να
ξεμυτίσει. Μίλησε πάλι το βουνό
ιερές ακατανόητες έλξεις από φύλλο σε φύλλο
το ελαφάκι του νερού και η κάππαρη.
είναι η εκδίκηση.
Εσύ 'σαι ο ένας απ' αυτούς που του 'δωσαν χαρτί μεγάλο για να γράψει και
δεν έστερξε την πένα του να πιάσει·
που του 'ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που
δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.
Ο Αντιφωνητής λέει:
Είναι αγένεια
Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα και άλλα των Δυτικών
εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών πριν από το καλύβι της μητέρας μας τι ωραία
που ήταν!
στα κομμωτήρια
θαύμα -και όλα τα γεράνια
Εσύ 'σαι αυτός που του 'ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον σκοτώσουν
μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη ·
που σπρώχνει την αγάπη απ' το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται και λέει ότι
τον αδικούν οι νόμοι.
Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις. Ξέρεις
ότι φορείς τον ήλιο -και ότι πριν εκείνο κατεβεί εσύ ανεβαίνεις.
αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός. Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω κάτι σαν την «ανάμνηση του
μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη χωράφια γεωμετρικά με
δασάκια σγουρά
Ο Αντιφωνητής λέει:
σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε
ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.
που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.
Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια κι ήταν ο ύπνος ο
γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.
σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει» (ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα». Μου το
'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα το ποδήλατό του με άκρα
προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
Ο Αντιφωνητής λέει:
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες με ξετύλιγε σαν
σερπαντίνα και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν τι ωραία Θεέ μου
τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
EAU DE VERVEINE
Ο Αντιφωνητής λέει:
εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης στα δάχτυλα Τρωίλοι και
Αχιλλείς αντιμέτωποι -και μυριάδες
ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.
Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι
άνεμοι χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι όλων των λογιών έφτασαν
απαλά
στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που
τώρα ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα
με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά ενώ περνά γυμνός με το
κεραμιδί κορμί του
ο Αυλητής
ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε και μια μυρωδιά παππού και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται
Ο Αντιφωνητής λέει:
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος λανθασμένες είναι
όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας
Ο Αντιφωνητής λέει:
(ποτέ ο Σηματωρός δεν έχει γνώση της αποστολής του) και παρακολουθώ πίσω
από τη χλωμάδα του μεϊκάπ τον απέραντο δρόμο που ακολούθησα
για να σου μιλήσω έτσι
Ο Αντιφωνητής λέει:
Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Έννοια σου κι απ' αυτά που σου αφαιρεί σου προσθέτει ο πόνος Άνθρωπε
Ψυχοσυντήρητε
που καυχησιολογείς
Όσο θες πολέμα
Ίτε παίδες...
Η αληθινή γενναιότητα
με το σώμα τους
ν' ακούσουν πάλι των αγγέλων τη λαλιά να πέφτει σαν ψιλή βροχούλα
εαρινή
την ώρα που η κάθε είδους γνώση φλέγεται...
Ο Αντιφωνητής λέει:
Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια μετά - για την ψευτιά και την
ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα πάντοτε βρε παιδιά μου τα
θαλάσσωνα
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Καλημέρα θλίψη
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.
Καλημέρα θλίψη
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους οι φιλόσοφοι σ'
εξετάζουν στο φασματοσκόπιο έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
Και ο Αντιφωνητής:
Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια.
Ευθύ το σώμα. Τεντωμένα τα χέρια. Ένα δύο τρία: ζωή μου αγία
Άτε να χαθούμε
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές που χρόνια μου καμώνεστε
τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα
αντικείμενα...
Δεν πα' να σας φωνάζουν - ούτ' ένας σας δεν απαντά έξω χαλάει ο κόσμος
καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα· σεις διεκδικείτε -να 'ξερα με τι νου- τα δικαιώματά σας επί του
κενού!
Και ο Αντιφωνητής:
Αυτό που πείθει διατείνομαι είναι σαν τη χημική ουσία που αλλοιώνει.
Ας είναι ωραίο το μάγουλο ενός κοριτσιού
όλοι μας με φαγωμένα μούτρα θα γυρίσουμε κάποτε απ' τ' Αληθοτόπια.
η ώρα οχτώ πήγα σχολείο έμαθα έπαιξα δέκα και δέκα τελειοποιήθηκα στο
εξωτερικό (ιππασίες εγγλέζικα και τέτοια)
υστέρα ο πρώτος γάμος το ταξίδι απόγεμα είχα κιόλας βαρεθεί·
πέντε ως έξι λίγες ατιμίες εφτά ξαναπαντρεύτηκα εφτά και πέντε απάτησα
στις οχτώ είχα κιόλας κουραστεί χαρτιά δεξιώσεις και άλλα τέτοια...
Μετά το δείπνο κοίταξα μες στον καθρέφτη στο άλλο σπίτι το μεγάλο
του τρίτου και πλουσίου συζύγου μου·
είδα φως να τρέχει και μέσα του δελφίνια
Και ο Αντιφωνητής:
εκεί που μια γυναίκα σαν Μηλιά καρτερεί μισή μέσα στα σύννεφα εντελώς
αγνοώντας την απόσταση που μας χωρίζει.
Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε· δώσε της
διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη από
το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα·
τη στενοχώρια σου
γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο ή σωλήνες ορθούς που
τους φυσάς καθώς αρμόνιο και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·
όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου
Groeland
Erosland
ένιωσα πως δεν είναι πια καιρός. Μεσάνυχτα όπως το καλεί και η ώρα έκανα
το απαραίτητο έγκλημα.
Τώρα μου μένουν τα τσιγάρα και η φωτιά της νύχτας πλάι στους πεθαμένους.
Σιγά σιγά μες στον ασβέστη χωνεύεται η Μεγάλη Τρίτη. Καμία ρυτίδα. Ούτ'
ένα δάκρυ.
Ακούγεται μονάχα η ρόδα του ήλιου όπως το «σώσον»
την ώρα που οι γυναίκες ανεβάζουνε από το πηγάδι τον ήχο εκείνο του κενού
που ακούμε λίγο πριν η συμφορά μας πλήξει.
Και ο Αντιφωνητής:
αστραπή για πάντα.
Η άμμο που έπαιξες όπως με τη ζωή σου η Τύχη και τα στέφανα που άλλαξε
με την παντοτινή σου άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει
υπαρχτό
με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα -
πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα τρέμοντας απ' την τόση
αλήθεια·
πως
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·
Τραγουδώ και ψέλνω τ' Άγραφτα του Άνθρωπου εγώ η δραπέτις τ' ουρανού
που είδα και είδα.
Λυπούμαι αν η τροπή του λόγου μου δεν είναι αυτή που αρμόζει στις ημέρες
μας
νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό κάτι που ως τότε μόνον είχες
κακοβάλει.
Ας αφήσουμε λοιπόν τ' αστεία:
ένα φίδι κι ας μην έφταιξε - θα το εξοντώσεις. Τέτοια η δικαιοσύνη μας!
Έχει τη μέση της και η άκρη-άκρη.
Και ο Αντιφωνητής:
κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς να 'ναι γενναίος ή
δυνατός.
Να υπάρχει μόνον.
κάτω απ' τα κήτη - κάτω από τα χοντρά χορτάτα σώματα εάν ποτέ μου αξιωθώ
(και πάλι ζήτημα είναι)
τη φλέβα εκείνη όπου κυλάει ακόμη το αίμα του Αγαμέμνονα χωρίς άλλη
βοήθεια κανέναν άγνωστο αδελφό -
Και ο Αντιφωνητής:
Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ Σπάρτα
σπάρτα κι ασφένταμοι μανιτάρια και σαλίγκαροι
άπραγα κοριτσάκια της βροχής πού μ' έχετε συλλάβει; Εκεί; Στα τρίτα ύψη;
Απ' ανθόσκονη κήπων των αόρατων; Εγώ τότε είμαι. Το βεβαιώνω. Εγώ.
Ναι για κει γεννιόμουν για κει μ' ανάγγελλε το φως που σας έδωκε της
αστραπής τούτη τη δύναμη.
Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να 'χα δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ
της θαλάσσης ιχθύες κείνη που ήταν η ως
αληθώς γη.
την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή την λευκή την γύψου και
χιόνος λευκοτέραν...
Ανεβάσετέ με στους περιστρεφόμενους ανάμεσα τροχίσκους των αιθέρων στους
καταιγισμούς αφήσετέ με των εσπεριδοειδών μήπως κι από 'να σ' άλλο σώμα
το βάρος μου αλλαχτεί σε λάμψη εκτυφλωτική τριγύρω αθώων πλασμάτων
που εγώ μόνον τα θέλησα και άλλος κανείς.
Σπάρτα
DJENDA
χαλάσματα πόλεων παλαιών που δεν εγνώρισα ποτέ κομμάτια Σάρδεις και
Περσέπολις
Κόρινθος Αλεξάνδρεια·
Και ο Αντιφωνητής:
τ' αγόρια οι άντρες σας φυσούν - ολοένα πάω με τις οροσειρές στα στέρνα
χαραγμένες
την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί
τη συρτή στο 'να μου χέρι του πελάγους... Άλφα: χρόνος ο αγέραστος
Βήτα: Ζευς ο αργικέραυνος
Γάμμα: ο ακτήμων εγώ.
και λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο. Είσαι η νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς
η θητεία μου στη γη να λήξει .Έννοια σου κιόλας πεθαίνω από ουρανική
ασιτία.
κάτω από τα γυμνά στήθη και ο κρότος των χαλκάδων την ώρα του χορού
κομμάτια
παρδαλά μπαλώματα η ψυχή μου
NESCAFE LINGUAPHONE
Μαρία πούμα των δημοσίων οδών μες στο διάφανο νάιλον ή το ντραλόν
η μισή στάχτη που καίει
MOBILOIL SHELL BP
στης ψυχής μας την απέραντη Αριζόνα στέπα του πιο τρομερού χειμώνα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
δείχνοντας
Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας
ενώνει με το μυστήριο.
Ο ΣΤΑΛΙΝ
πάνω από τους καθεδρικούς ναούς και πάνω από τους πύργους παλαιών
εστεμμένων όπως η λάμψη εκείνη
άλλοτε πάνω από τη Βηθλεέμ.
εωσότου το Σώμα του Στρατού και το Σώμα του Ανθρώπου γίνουν όπως το
θέλησε και η θεωρία -Ένα.
Προπαντός η σκοπιμότητα
Και ο Αντιφωνητής:
είναι τέρας·
Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι και θ' αποδεσμεύσεις
τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.
επάνω του!
4
Κάθε καιρός κι η Ουγγρική του εξέγερση.
5
Ότι μια σταλαγματιά θ' αποκορυφωθεί ανεπαίσθητα στα τσίνορα σου
πέρ' απ' τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.
Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ
1. Ίσως
ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός και αποδεικνύει
ακριβώς το αντίθετο
ρεύμα τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ' απ' το φράγμα του ήχου των Σειρήνων να μου κάνει νόημα
πηδώντας
έλα κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι
η πραγματικότητα
δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό και ποιος το άλλο
ο κήπος βλέπει
ακούει τους ήχους απ' τα χρώματα τους ιριδισμούς που ένα χάδι αφήνει
πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα που το τραβούν μυριάδες νήματα ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
κενό
θάμβος
οι άλλοι εμείς
θ' αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος ουσιαστικά
και μεταφορικά μιλώντας
χρωμοθέτης αλάνθαστος
ο κήπος βλέπει
μ' αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει καταπώς οι σκιές
αλλάζουν θέση
εστηρίχθηκε στο χρώμα
λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού
ας πούμε οι Άνδεις
η γραφή σταματά
εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα με μια κλίση προς τα
επάνω
αναδύεται Κόρη
Θηρασία
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη δένοντας τον ήλιο
μαζί μ' άλλα λουλούδια στα μαλλιά της
μιλώ φιλοσοφία
στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα που επαναλαμβάνει αέναα την
Οδύσσεια
ο κήπος βλέπει
ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή - νικά και ο κήπος βλέπει
6. Α μονάχα να 'ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς
οτοτοτοί
που 'λεγε κι ο γερο-Αισχύλος
ο κήπος βλέπει
μία μεγαλόνησος
ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση με σειρά τετραπλούς φοίνικες
αλλά καμία
7. Ο κήπος βλέπει
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου
η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του είναι από μέντα κι
από λόγια του Ιωάννου
η ποίηση φυσάει
1. Τι γίνεται άμα
δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια δυο σπιθαμές πάνω από
το κεφάλι μας
πριν υπάρξει
το σώμα τούτο που είμαι προηγήθηκε μια θάλασσα
γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη
τις νύχτες
που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς στη θράκα την επάνω μια στιγμή
σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει σε απόγνωση
3. Έλα τώρα
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ από κάποιο τέλειο
επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν δύο ή τρεις ορθές κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο
αναμεταξύ δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου όπως
άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:
4. Όλα να τα 'χεις
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου που το παν σκυφτές
παρθένες
χρειάζεται
να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ από 'να σ'
άλλον άνθρωπο
η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού ντινγκ
λάμψη θρύψαλα
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου
τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις; υπάρχει ένας προδότης μέσα
σου που η ώρα του θα 'ρθει να τιμωρηθεί
ω φίλοι
6. Θεέ μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού γι' αυτό και ηχεί παράτονα
μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ'
τριανταφυλλένια μισοκλείνει τα βλέφαρα
ολομόναχος
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
κρέμομαι
από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
τη μικρή Κυνηγέτιδα που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου ψηλά στα όρη και
ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν
αλήθεια
AD LIBIDUM
1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση των Άλπεων ή των Πυρηναίων
το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ
δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν
από τις δύο μεριές ό,τι απομένει αντέχει ακόμη
ως πότε φίλοι
που του βάλανε φωτιά
προσωπικά
που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια
μάντρες κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων
έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως άλλοτε μέσα στην Ιστορία
τα
Επερχόμενα
βοήθεια
τι θ' απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά
Ad Libitum.
2. Ξέρω
έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά εξακολουθητικά σου δίνει
την εντύπωση ότι ταξιδεύεις
συ ο μικρός
συ σι έλασσον συ σι έλασσον
3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο
οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά personae turpes όπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sine re
Ad Libitum.
4. Έτσι συμβαίνει
μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι εξού στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο
εννοείτε κείνο που εννοώ
κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε τις νύχτες τις γλυκές
όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα κάπου
κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα
δίνει ώθηση στα χόρτα θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή κλίμακα κι
ολοένα καταπάνω σου
η παλιά ευρυθμία
σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα το σπίτι με τα τρία του
τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα σαλεύοντας στον
ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο
Ad Libitum.
5. Είναι γεγονός
έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε
Κιμμερία τη δύσμοιρη
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα σε φορέα της ελληνικής
αξιοπρέπεια
ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ' επί νυξ
ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι
το λοιπόν
μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά λάμποντα της Ραβέννας
άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί να εξαποστέλλεται άμεσα
όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο που για μια στιγμή ο γηραιός
αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του άχνα χρυσή
εξακολουθεί ν' ανέρχεται
η ποίηση ανέρχεται
απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια
και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ τακτικά κομίζοντας κλώνους
ροδιάς
Ad Libitum.
ρυθμικά με ανωτερότητα
είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν
τι να πει κανείς
Ad Libitum.
ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε όσο
γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το αλλ' από πάνω βάλ' του
ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β
Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο- δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.
Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και
αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.
ΠΕΜΠΤΗ, 2
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ- γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο. Έτσι
θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα- δείσου.
ΠΕΜΠΤΗ. 2 β
Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας. Η Σιθωνία χάθηκε, την
καλύψανε τα νερά.
Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο νους όλο
πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε. Και μια
θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.
ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό με- γάλης
θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.
Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρα- κόσια
τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου, και
πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με τις δύο γιγάντιες
φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα- νούς του
ΚΥΡΙΑΚΗ, 5
ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β
Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώ- θηκε ο
αέρας.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές
γαλάζιες.
ΤΡΙΤΗ. 7
Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο.
Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά- χτυλά μου όταν
γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω στο πεζούλι
και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.
ΤΡΙΤΗ. 7 β
Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα
και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε
ως τα μισά μέσα στο μαύρο.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχω- ρούσε τόσο
το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη- θούμε ποτέ.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 8
Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μα- κριά -
ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζω-
γραφίστηκε στο τζάμι;
Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώ- της στην
τρομπέτα του;
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύ- ριζε
καμένο πεύκο και συχώρεση.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ
Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου- νε
απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά- λες σάπιες
ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ- ρεις;- για μια
κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.
ΠΕΜΠΤΗ, 9
Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β
μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι ακούω κιθάρες κι άλλα
γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια την Ανδρομέδα, την
Άρκτο ή την Παρθένο...
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ
Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γει- τονιά και
φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η αλήθεια ολοένα του
ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί- σκεται πιο χαμηλά
ΣΑΒΒΑΤΟ. 11
ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β
Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλι- στη, που πάλι,
μεμιάς, εχάθη.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 15
Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισο- φέγγαρα, Ο
Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον
περιμένει.
Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και χάνεται.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 12
Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ
ΠΕΜΠΤΗ, 16
Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζά- μια κι
άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας· τη Βρισηίδα· τα
Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή- σποντο· τα Ζαγόρια· τον
Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ- τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την
ξέρα της Αγίας Πελα- γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)·
τους Πελα- σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο
(ερωτο- μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστο- ρίας ή
μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν είναι
λογοπαίγνιο).
ΣΑΒΒΑΤΟ, 18
ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β
κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία.
ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνε- ται
πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 19
ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β
Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την
Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά
συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -
ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ
Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα πάω μ' από κοντά τον σκύλο
της σελήνης μου.
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ'
αναμμένο φως.
Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να
κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ'
ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο
στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα. Δεν πρόφτασα
να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ- ρετρο. Με
πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά καθώς
του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο
κύλικας
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει
κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά
θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές μα βαριά η δική μου καρδία.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 29
Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες,
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές
σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ- μνός
μπρος στον καθρέφτη.
Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμ- πρός και
τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου
μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.
Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιό- φωνο
ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα- σών, η «Ραμόνα».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ
Η Πρωτομαγιά
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω: Με χτυπάει μια ζέστη
αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι
αλλά και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα τέρατα παρδαλά με κεραίες
συρμάτινες λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή
των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο δι- ηνεκές
μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά
δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες μου
Ρωμαίες la luce onde s' infiora vostra sustanza rimara con voi
etternalmente si com' ell' e ora?
Κι ύστερ' από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se' in terra, si
come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra... Οπόταν
άρχισαν από πέρα ν' ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι
αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με
περισφίγγουν.
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαί- νουν
σαν αναμνήσεις.
ΔΕΥΤΕΡΑ, 4 Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο και πάρα πίσω «η Χώρα»
που λεν «των Λωτοφάγων».
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα πάνω στην ώρα που
ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά
και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
ΠΕΜΠΤΗ 7 Μ
Είσοδος
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που
άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους
βουρκώνει
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό- νισμα
και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που
να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον
ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι.
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι
δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Σκηνή δεύτερη: Φυλακή στην ίδια πόλη, κάτω από την Ακρόπολη. Τοίχοι
μισοφαγωμένοι από την υγρασία. Χάμου ένα φτενό, αχυρένιο
στρώμα και στη γωνιά ένα σταμνί με νερό. Στον εξωτερικό τοίχο μια σκιά:
ο φύλακας.
Σκηνή έκτη: Μπρος από 'να παλιό και άδειο οικόπεδο, στη σύγχρο-
νη Αθήνα, ένα πλήθος ανάκατο με παπάδες και δεσποτάδες συνωστί- ζεται για
να ρίξει μια πέτρα, «τον λίθον του αναθέματος».
Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο προαύλιο, μεθυ- σμένοι
οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χειρονομίες. Ο αξιωμα- τικός που βγαίνει
από κάποιο κελί κάτι λέει στον στρατιωτικό ιατρό. Πίσω τους ακούγονται
γδούποι και οιμωγές.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που
χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να
ξεπερνά τη δική μου.
II
Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ'
όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη
χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγμα- τα να τ'
απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ
να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι
ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
III
Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λι- γοσύνη
της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού το ξύλινο
τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο πα- ράθυρο. Για να
μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγω- νο του σανιδιού με τα
λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην
αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ' ένα
μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το
πραγματικό μεγαλείο.
IV
Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ'έναν Botti- celli
όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θά- λασσα την
ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περ-
πατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η
Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρα- νός. Το
ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος,
παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περι- στεριώνες, που
δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε το- σο σίγουρα μες στην
παλάμη του Θεού.
Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περι-
στρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το
πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη
αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθε- ση ν' αρμόσω
λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που
σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ- τερο κόσμο, που φτάνει
πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα
πράγματα: βότσαλα που τα ρίγω- σαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι
παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης
μας. Μια ολάκερη φι- λολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι
κατοπινοί χρονογράφοι
και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρί-
σκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το
χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους
παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.
VI
VII
Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς Όπως ένα φυτό
που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος Του το γυρίσει σ' ευωδιά
ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία
του κόσμου
Θα φάνουν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.
3
Είσαι νέος -το ξέρω- και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε. Όμως είσαι. Και την ώρα που
Πως της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα
σου οι μυώνες Ή τα ζώα που πίνουν κι υστέρα κοιτούν
Πως σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον
κεραυνό Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Τ' απόβλητα όλων των αιώνων - που ένα Κορίτσι θα κηρύξει στο σώμα του
επανάσταση Ωραία με τρεμουλιαστές φωνές και λαμπηδόνες
Φρούτων ξαναφέρνοντας την Ιστορία
κι από μία ρωγμή στη σκέψη τους η αναθυμίαση Κάποιας από τα παιδικά τους
χρόνια συναπαντημένης Θαρραλέας λεβάντας τα γεμάτα
Θυμούς αστρικά διαστήματα να εξευμενίσει.
Όξω από το μνημονικό τρεις ώρες δρόμο βρέθηκα να κυνηγώ στο δά- σος των
φωνηέντων. Σκοπευτής από ένστικτο (κι αισθηματίας) χτυ- πώ και ρίχνω:
ξάγναντο
Τι θέλεις τι ζητάς
Ν' ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες
Ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο
Η φωνή
μια φωνή σαν της Μητέρας
Έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώρα- Ο ποιητής και
κάναμε από τότε Ανάσταση.
[Ο Ταξιδιωτικός Σάκος]
Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνον τ' απα- ραίτητα»
είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές
άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα: ΚΡΗΤΗ
Σφραγιδόλιθος με παράσταση αιγάγρου (Μουσείον Ηρακλείου) Ο Πρίγκιπας των
Κρίνων (Κνωσός)
ΘΗΡΑ
Κόρη (Τοιχογραφία)
ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Προσωπογραφία γυναίκας (Τάφος Ouserat, n° 51) Νέος με αντιλόπη (Τάφος
Menna, n° 69)
ΟΜΗΡΟΣ
δνοφερόν ύδωρ
ενώπια παμφανόωντα
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
ΣΑΠΦΩ
νυξ πολύως
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
ΕΤΡΟΥΡΙΑ
ΑΘΗΝΑ
Μονάχου)
Ομάς Ιππέων από τη ζωφόρο του Παρθενώνος Αγαλματίδιο Αφροδίτης
(Μουσείον Βερολίνου) Αφροδίτη με λυγισμένα πόδια (Μουσείον Ρόδου)
Θεραπαινίς φυλάσσουσα τον τάφον (Εθνικόν Αρχαιολογικόν
Μουσείον)
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ
Απόσπασμα από την «Πόλη της Ναζαρέτ» (Καχριέ Τζαμί) Βαϊφόρος από την
Καπέλλα Παλατίνα (Παλέρμο)
Χειρόγραφο Ιακώβου Κοκκινόβαφου: Ο Παράδεισος. Η θύρα του
(Ιδιωτική συλλογή)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΡΩΜΑΝΟΣ
και το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και γράφω το άνθος το γλυκάζον
εμοί γέγονεν τιθύμαλλος
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
DANTE
Lo bel pianeta che d' amar conforta E come giga e arpa, in tempra tesa di
molte corde, fa dolce tintinno
PAOLO UCCELLO
Η μάχη του Σαν Ρομάνο (National Gallery, Λονδίνο)
FRA ANGELICO
Αριστερό μέρος από τη «Στέψη της Παρθένου» (Μουσείον του Λούβρου, Παρίσι)
EL GRECO
Αριστερό μέρος από τον «Ιησού στο Όρος των Ελαιών» (Museum of Art,
Toledo, Ohio)
VERMEER
BACH
ΗΑΥDΝ
Τρίο σε λα, Η. XV 18
MOZART
Alegro από το Divertimento σε μι ύφεση μείζονα για βιολί, βιόλα και
βιολοντσέλο, ΚV 563
Alegro από το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 15 σε σι
BLAKE
ΒΕΕΤΗΟVΕΝ
HOLDERLIN
Ein Ratsel ist Reinentsprungenes.Auch
Der Gesang kaum darf es enthullen
NOVALIS
Busen umschwebt
ΚΑΛΒΟΣ
ο ήλιος κυκλοδίωκτος
και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν
ΣΟΛΩΜΟΣ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
RIMBAUD
Je pisse vers les cieux bruns,, tres haut et tres loin, Avec l'
assentiment des grands heliotropes
ΚΑΒΑΦΗΣ
YEATS
MATISSE
PICASSO
Άλογο στο τσίρκο. Σχέδιο (The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη) Η γυναίκα
με το ριπίδι (Συλλογή Averell Harriman)
Γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρος. Σχέδιο (Musee d' Antibes)
BRAQUE
JUAN GRIS
ARP
ELUARD
LORKA
Silencio de cal y mirto
UNGARETTI
DALI
ROTHKO
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Η μυρτιά
Στο περιγιάλι το κρυφό
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Όρνιθες
Μια Παναγιά
MOUSTAKI Ο μέτοικος
Σκηνή δεύτερη: Μ' εγκαρτέρηση, μετά τον εξοστρακισμό του από τους
Αθηναίους, ο Αριστείδης ανεβαίνει στο καράβι που θα τον απομακρύνει από
την πατρίδα του.
Σκηνή πέμπτη: Στο φτωχό του στρώμα της φυλακής, ο Σωκράτης, μετά
την καταδίκη του σε θάνατο, πίνει το κώνειο ήρεμος και ξε- ψυχάει.
Σκηνή εβδόμη: Μέσα σε μια γενική οχλαγωγία, ο Φωκίων και οι φί- λοι
του, χωρίς να μπορέσουν ν' απολογηθούν, καταδικάζονται σε θά- νατο.
IX
«Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο
το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόη-
μα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώρι- μο,
οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλα-
ρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον
μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχω- ριστή,
αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομο- νώσει εγκαίρως
και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις
ορατές, πάει χαμένος.
Ότι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως
να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους
που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για
το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν
υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να
σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει
και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνε- ται
Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία
ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου
Παραδείσου.
XI
Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.
XII
Από το βότσαλο στο φύλλο της συκιάς κι από το φύλλο της συκιάς στο ρόδι,
όπως από τον Κούρο στον Ηνίοχο κι από τον Ηνίοχο στην Αθηνά.
Ονειρεύομαι μιαν Ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδηγεί στην ίδια
ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα.
XIII
Στις ακρογιαλιές του Όμηρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγα- λείο, που
έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την
ιδίαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει
τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Κατά πού; Ως πότε;
Ποιοι κυβερνάνε;
Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω
μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συ- νάμα, σαν το
εν δι' ύδατ' αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί
κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον
καταπιέζει.
XIV
Όπως και να στον αιώνα ενός φιλιού
Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και
μερικές πράξεις για παράδειγμα:
σ' έζ εν παλινσκίωι
νουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την
ξαναφτιάχνεις.
2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάν- τοτε το
σχήμα κάποιου Ιησού Χρίστου.
3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα
αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα
μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.
πένθος
τώρα
6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντι- στρόφως
ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθ- μός να
καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους
μισούς, ένας «Ερχόμενος».
8
Με νωπ αργ σπηλιά που μόλις έσπασε
Κι έχ
δέντρων παλαιών
10
Με νερό της Ελένης και με λόγια Χαμένα μες στα λεξικά της Ατλαντίδας Ένας
εγώ - και η Γη από τ' άλλο μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου. Το δέντρο που με ξέρει λέει
«κρατήσου» Συνάζει σύννεφα και τους κρατάει παρέα Όπως εγώ στ' άσπρο
χαρτί και στο μολύβι Τις νύχτες που δεν έχουνε ρολόι να δούνε
Τι πάει να πει «δεν πρέπει», «δεν αρμόζει». Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω
ανοίξει
Το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.
11
ΤΥ ΧΗΜΙΣΗΣΚΟΤΩΝΟ Υ
Ν Ο Ι Μ Ι
Σ Ο ΙΓ ΙΑ
ΣΑ ΣΕΛΛΗΝΕΣΕΡΧΕΤ Α
Ι Κ Ο Ρ Η Ν Ε
ΑΜ ΕΗ
ΛΙ ΑΝΘΟΣΤΟΧΕΡΙΠΟ Υ
Ζ Η Τ
Α Δ Ι Κ
ΑΙ ΟΣ
ΥΝ ΗΚΑΙΠΟΤΕΔΕΝΦΑ Ι
Ν Ε Τ Α Ι Π Ο
ΙΑ ΤΟ
ΥΒ ΟΥΝΟΥΓΡΑΜΜΗΣΤ Η
Ν Α Ν Ο Ι Χ Τ
ΗΠ ΑΛ
ΑΜ ΗΣΑΣΟΔΡΟΜΟΣΕΙ
Ν Α Ι Μ Α Ε Ρ Α
ΣΤ ΑΜ
ΑΛ ΛΙΑΚΑΙΛΑΛΙΑΝΕ Ρ
Ω Ν Θ Α Λ Α Σ
ΣΗ ΣΓ
ΕΜ ΙΖΕΙΤΟΚΑΝΙΣΤΡ Ο
Π Ο Υ Ξ Ε Ν Ο
ΣΔ
ΕΝ
ΟΓ ΑΝΑΒΟΗΘΗΣΕΙΜΕ Τ
Ο Υ Σ Κ Ε Ρ Α
ΥΝ ΟΥ
ΣΤ ΟΥΜΟΝΟΣΠΑΝΤΟΤ Ε
Ο Α Δ Ι Κ Η
Μ ΕΝ ΟΣ
ΟΠ ΩΣΗΠΗΓΗΚΑΤΩΑΠ Τ
Η Ν Π Ε
Τ Ρ Α
ΤΩ ΝΠ
ΑΤ ΕΡΩΝΩΣΠΟΥΚΑΠΟ Τ
Ε Σ Τ Η Ν Ω Ρ
ΑΠ ΑΝ
ΩΝ ΑΧΥΘΕΙΣΜΕΔΥΝΑ Μ
Η Κ Α Θ Α Ρ
Ι ΟΦ ΩΣ
12
Ε Παναγιά Τα Μάγκανα
Ε Παναγιά Τόσο Νερό
Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή
Έι Παναγιά του Νίκους
14
αγάπη αγκίστρι
αγιάζι άγκυρα
αγιασμός αγωγιάτης
αγιόκλημα ακρίδα
ακρωτήρι βασιλικός
αλάτι βλίτα
αλαφροΐσκιωτος βοριάς
αλαφρόπετρα βότσαλο
Αλεξάνδρα βραγιές
αλώνι βρούβες
αμμουδιά βυθός
αμπάρα βύσσινο
αμπάρι
αμπέλι γαϊδουράκι
αμυγδαλωτό γαρίδα
ανεμόμυλος γαρμπής
ανεμώνα γεράνι
ανθόνερο γέροντας
Άννα γεφυράκι
αντηλιά γιαγιά
αργαλειός
γιαλόπετρα
αρμπαρόριζα γιασεμί
αρμυρήθρα γίδα
αρραβωνιαστικιά γκορτσιά
ασήμωμα γκρίφια
αστακός γλάρος
αστερίας γλάστρα
αστροφεγγιά γλυκάνισο
Αύγουστος γλυσίνα
αυλή γραίγος
αφάνα γρύλος
αφρός γυάκινθος
αχινός
δαμάσκηνο βάγια
δαφνόφυλλο
βαρέλι δελφίνι
βάρκα δεντρολίβανο
δίκταμο κακκαβιά
διοσμαρίνι καλαφάτισμα
δίχτυα καλντερίμι
δόλωμα καλογριά
δροσιά καμάκι
δυόσμος καμάρα
δώμα καμίνια
κάστρο
καμπάνα
εικόνισμα καμπανούλα
εκκλησάκι καναρίνι
Ελένη κανάτι
ελιά καντήλι
ερημονήσι καπετάνιος
ευκάλυπτος καπίστρι
κάρδαμο ζέφυρος
καρδερίνα
ζαργάνα καρένα
καρπούζι ήλιος
ηχώ κατάρτι
κατούνα θάλασσα
κατράμι
θαλασσοπούλι καφενές
θαλασσοσπηλιά κελάιδισμα
θρούμπα κερί
θυμιατό κέφαλος
κιλίμι
Ιούνιος κίτρο
Ιούλιος κισσός
ισθμός κλήδονας
κληματαριά
κάβος κληματόφυλλα
καβούρι κλουβί
καθετή κοιμητήρι
καΐκι κοκκινόχωμα
κοκωβιός μάγια
κολοκύθια μαγκανοπήγαδο
κοπανιστή μάνταλο
κοπέλα μανταρίνι
κοτέτσι μαντίλα
κουβάς
Μαντώ
κουβέρτα μαργαρίτα
κουπαστή μαρίδα
κουπιά
Μαρίνα
κοχύλι μάρμαρο
κυδώνια μέλισσα
κυκλάμινο μελιτζάνα
κύμα μελτέμι
κυπαρίσσι μέντα
μερμήγκι λαγήνι
μεσημέρι λαγός
μεσοφόρι
λαγουδέρα μίνιο
λατίνια μνήμα
λεβάντα μόδι
λεβάντες μοιρολόι
λεμονιά μόλος
λεύκα μοναστήρι
λιβάνι μορτάκι
λιμάνι μοσκιές
λιοτριβειό μοσχάτο
λιοτρόπι μουγγός
λιτρίδια μουράγιο
λουίζα μούστος
λουλάκι μούτσος
λυγαριά μπαρμπούνι
λυθρίνι μπάτης
λύχνος μπαχτσές
μπενζινοκάικο
Παναγία
μπουγάζι πανέρι
μπουγάδα παπαρούνα
μπουγαρίνι παπάς
μπουκαμβίλια παραγάδι
μπουνάτσα πεζούλι
μπουρού πέλαγος
μπρατσέρα πεντόβολο
μύδια πεπόνι
μυρτιά πέραμα
Μυρτώ περγαμόντο
περιστεριώνας νεράιδα
πέρκα
νεροκολοκύθα πέταλο
νεράντζι πεταλίδα
νέφτι πεταλούδα
ντάπια πετονιά
ντομάτα πεταχτάρι
νύφη
πετροκάραβο
πεύκο ξάγναντο
πηγάδι
ξενιτιά πηγή
ξέρα πιθάρι
ξερολιθιά πικροδάφνη
ξιφιός πικροθαλασσιά
ξόδι πίνα
ξυλοδεσιά πλάτανος
ξωμάχος πλώρη
όστρια πούντα
ούζο πρίμα
οχιά προβιά
πρόσφορο σπιλιάδα
πυγολαμπίδα σπουργίτης
πυροφάνι σταλαχτίτης
στασίδι ραδίκια
σταυρός
ρεματιά σταφύλι
ρετσίνι στέρνα
ρίγανη στύφνος
ροδάνι συκιά
ροδιά συναγρίδα
ροδίτης συρτή
ρολογιά σύρτης
ροφός σχοινάκι
σάβανο τάβλα
σαμάρι τάμα
σαμιαμίθι
Ταξιάρχης
σαμντάνι τέντα
σαύρα τζάκι
Σεπτέμβριος
τζίτζικας
σερβανί τζίτζιφο
σημαία τοιχιό
σία τραμουντάνα
σιρόκος τράτα
σίφουνας τρελός
σκαλάκια τριζόνια
σκαρμός τρικάταρτο
σκίνα τρικυμία
σκορπιός τρούλος
σκούνα τρυγόνι
σκρίνιο τσάμια
σουπιοκόκαλο τσούχτρα
σουσάμι
σπάρος ύπνος
σπάρτα
Ύψιστος
φανάρι φτέρη
φάντασμα φύκια
φαντό φυλαχτό
φάρος φυλλόδεντρο
φασκόμηλο φώκια
φεγγάρι
Φωτεινή φελλός
φέτα χαβούζα
φίκος
Χαιρετισμοί
φιλί χαλάσματα
φιλιατρό χαλίκι
φιστίκι χαμομήλι
φλισκούνι
χαρά της αυγής
φλοίσβος χελιδόνι
φλόκος χόβολη
φλουριά χορτάρι
φούλι χρυσόμυγα
φούμο χταπόδι
φούντα χτένια
φούρνος
φουρτούνα ψάθα
φραγκοστάφυλο ψαλτήρι
φραγκοσυκιά ψαράς
φράπα
Ψυχοσάββατο φράχτης
Φρόσω
Ωρίων
φρουτάλια ώχρα
Σκηνή δεύτερη: Άνθρωποι του Ηράκλειου έχουν οδηγήσει στα βα- σανιστήρια
τον ανεψιό του Θεόδωρο και το νόθο γιο του Αδαλάριχο.
Τους κόβουν τη μύτη, τα χέρια και το δεξί πόδι.
Σκηνή τρίτη: Αφού έχει τυφλώσει τον ανήλικο γιο της Κωνσταντί- νο, η
Ειρήνη η Αθηναία αναγορεύει Μέγα Λογοθέτη τον ευνούχο Σταυράκιο.
Σκηνή τέταρτη: Τον ερωμένο της Ιωάννη Τσιμισκή οδηγεί κρυφά η Θεοφανώ
στα συζυγικά δώματα του Παλατιού για να δολοφονήσει τον Νικηφόρο Φωκά.
Σκηνή πέμπτη: Μέσα στην εκκλησία, την ώρα που γίνεται μνημόσυ- νο για τον
αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρι, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δολοφονεί τον ανήλικο
Ιωάννη Δ' και παίρνει τη θέση του.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
XVI
Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που, εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας,
αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμμα- τίζονται. Λίγοι
ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζε- ται με το φως, όχι με
τη δύναμη. Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βά- ζουν μαχαίρι. Ότι ένας
κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σω- μάτων μας παρακολουθεί παντού
και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.
Α! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κά- ποιας
Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς
καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Κουμ-
πώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί
ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές
οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια, που να λαμπαδιάσει ο τόπος!
XVII
Και να, καταμεσής της αθλιότητας, από τις ανασκαφές της Σαντορί- νης,
από την απελπισία πιο πέρα - επιτέλους: μια Κόρη Θηρασία φτάνει
τεντώνοντας το χέρι της σαν να λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένε».
XVIII
Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου
κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει
ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με
να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι
τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.
XIX
Ωραίε μου Αρχάγγελε γεια σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο πανέρι!
XX
XXI
Εκφράζομαι όπως ένα περγαμόντο στον πρωινόν αέρα. Η διήθηση που δεν την
αντιλαμβάνεται άλλος κανείς, αυτή έχει σημασία.
Μέσ' από τους κοινωνικούς αγώνες, τη λαχτάρα για δίκιο και για
ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του ατόμου: μια ευωδία!
Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που
συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το
μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντί- παλες δυνάμεις
αυτοεξουδετερωθούνε. Αν μου αρέσει ν' ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου
ή να μετατρέπω σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι' αυτό. Για να
υποκαθίσταμαι στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν,
την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέστερη από κάθε
άλλης λογής Επανάσταση.
15
τότε θα με καταλάβεις.
16
Κι εναμίλλως έθαλλον
Της νυκτός μήκωνες έως ου
Μυριοπτέρυγοι όλως
18
η καρδιά σου - καρδιά Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε Ακόμη
θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει
Που πια δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά Ή ξυλοκόπου καν ένα χαμένο
αστροπελέκι Ακούω νερά να τρέχουν
19
20
δεκατρείς είμαι
Ή κι αν έρθεις όροφος με κάτω
21
Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο Σου ετοίμασα μες
στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς
Ιούλιο και Αύγουστο Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο Το
ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.
α΄ ΚΕΡΚΥΡΑ
Ανοιξιάτικη νύχτα σε μακρινό εξοχικό νεκροταφείο. Το φωτεινό εκείνο
σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση από τάφο σε τάφο.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
ΣΚΙΑΘΟΣ
Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό
φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγω- μένη γαλαζοπράσινη
μέντα.
ΑΝΔΡΟΣ
ΠΑΡΟΣ
Κτήμα «Έλητας». Δειλινό. Πάπιες και χήνες. Κάποιος, πάνω στ' α- λώνι,
αποκοιμισμένος, με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια μισάνοιχτα.
ΚΥΘΝΟΣ
ΣΕΡΙΦΟΣ
ΑΙΓΙΝΑ
ΣΠΕΤΣΕΣ
ΥΔΡΑ
ΡΟΔΟΣ
Στην παλιά ελληνική συνοικία. Ό,τι παίρνει το μάτι σου από τις μι-
σάνοιχτες πόρτες: ξυπόλυτα μωρά και πελώρια μπανανόφυλλα. Στο βάθος,
απλωμένες μπουγάδες και μία γάτα.
ΚΥΠΡΟΣ
Στο «Σουλτάν Τεκέ» λίγο πιο έξω από τη Λάρνακα. Οι σκιές από τα φύλλα που
μετατοπίζονται με τον άνεμο ρυθμικά και μοιάζουν με κρησάρα που
δουλεύει ασταμάτητα όπως ακριβώς η συνείδηση.
AIX-EN-PROVENCE
ST-JEAN-CAP-FERRAT
PARERMO
Εσωτερικό εκκλησίας όπως μου εμφανίσθηκε στον ύπνο μου. Τοιχο- γραφίες
κοκκινωπές και πλακάκια μαύρα και άσπρα στο δάπεδο. Ζέ- στη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ
Από το κατάστρωμα του «Φελίξ Ντζερτζίνσκι»: στην προβλήτα ένα πλήθος με
αγριωπά πρόσωπα. Μακριά στο βάθος, ανάμεσ' από τις αιχμές των μιναρέδων,
η Αγία Σοφία.
ΚΑIΡΟΝ
Μέσα στη σκόνη και στο πλήθος μιας λαϊκής συνοικίας. Κηδεία με παπάδες
Κόπτες που προχωρούνε ψιθυρίζοντας ακατανόητα λόγια μες στο
καταμεσήμερο.
β' ΑΙΓΙΝΑ
Χαρμάνι από αρμπαρόριζα και γιασεμί, τα μεσάνυχτα.
AMPURIAS
CORDOBA
ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το
μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα
υπόκωφη, παράξενη παρηγοριά.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο μετά τον απογεματινόν ύπνο.
ΧΙΟΣ
Πυργί. Από τη λάβρα έξω, μέσα στην υγρή δροσιά της εκκλησιάς. Σ' όλο το
σώμα η αίσθηση του ασβέστη, με τις μισοσβησμένες τοι- χογραφίες.
ΣΙΦΝΟΣ
ΚΑΛΥΜΝΟΣ
Την ώρα που πλένεται, μετά που τέλειωσε την μπουγάδα, στη μεγά- λη
πέτρινη γούρνα του πλυσταριού. Λευκό φωτεινό σώμα.
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Που διαβάζει για τις «Εισαγωγικές» ενώ χαϊδεύει αφηρημένα τ'αρι- στερό
της στήθος και, σε κάποια στιγμή, με το μολύβι που κρατάει, κεντά
ρυθμικά τη ρώγα του.
Η ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ
Καθώς το φεγγάρι προχωρεί και την κυριεύει από τα πόδια. Πλέει ανάσκελα
μέσα στο φως, κι από τα γυμνά στήθη, που ανεβοκατεβαί- νουν, φτάνει μια
μυρωδιά περιβολιού και θάλασσας.
Η ΔΗΜΗΤΡΑ
Ψηλά στην καμινάδα της ταράτσας. Ο άνεμος της παίρνει μαλλί, φουστάνι.
Λάμπει απ' το ίδιο της το δέρμα και στρέφεται δεξιά κι α- ριστερά σαν
πουλί ανεξήγητα ευτυχισμένο.
Η ΜΠΙΛΙΩ
Που κοιμούνται βαθιά: η μία με τους γλουτούς κατά δω· η άλλη α- νάσκελα
με το 'να χέρι στο γυμνό στήθος· η τρίτη με το δεξί πόδι λυγισμένο και τα
μπράτσα ψηλά γύρω από το κεφάλι. Ενώ από την μπούκα της πόρτας φτάνει
αεράκι από ζουλιγμένο μενεξέ και λεμο-
νόδεντρο.
διαφύγει.
Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδι- κείου
καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως «επίβουλον και προ- δότην της
πατρίδος».
Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ' την εκκλησία, ο
Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω απ' τις σφαίρες των
Μαυρομιχαλαίων.
Σκηνή πέμπτη: Βγαίνοντας από το σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι, μετά
την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέ- λος δέχεται
τις σφαίρες δύο Ελλήνων αξιωματικών.
XXIII
Σίγουρα θα πρέπει να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού στην παιδική του
ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει στα ματοτσίνορα· και το
δροσό που κρατά στους τοίχους με τις αγιογραφίες, Ιούλιο μή- να, το
καταμεσήμερο.
Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν' αγαπήσεις μια κοπέλα,
βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα.
Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι - είναι αυτός:
μία διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου -δρόσος, φω- τιά- όντας
ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.
XXIV
Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» - η ζωή μοιάζει εύ- κολη και
ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθα- νασίας, είναι
«διάρκεια». Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκ- θαμβωτικό φως δε σ'
αφήνει να τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω
απ' τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που
καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του· όπως, ακριβώς, μέσα
σ' ένα ποίημα. Και τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη
του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίη- μα- να
κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.
XXV
Μια μεταγλώττιση του ήχου που κάνουν παφλάζοντας τα μικρά κύ- ματα, τη
στιγμή που η σελήνη απομακρύνεται και το σπίτι σιμώνει στην ακροθαλασσιά,
θα μπορούσε πολλά να μας αποκαλύψει. Για τις κορυφές των αισθήσεων
πριν απ' όλα. Όπου η ευγένεια υποσκελί- ζοντας τη δύναμη φτάνει πάντοτε
πρώτη: ένα γαλάζιο φιστικί που λάμπει, το βότσαλο αναμμένο, μοναχικά
πατήματα του ανέμου στα φύλλα. Ή αλλιώς: μια μετόπη, ένας τρούλος, που
κάνουν τη φύση γραμμή, όπως ο φλοίσβος οικουμενική την ελληνική γλώσσα.
XXVI
βουνά ξετυλίγονται το ένα μέσ' απ' το άλλο εωσότου φανεί ο υπέρο- χος
κώνος με τα λευκά σπίτια· το ένα νησί χωρίζεται σε δύο ή τρία·
κι ο κάθετος βράχος δείχνει, από κοντά, να κρατάει την πιο παρθένα λευκή
αγκαλιά. Διείσδυση σε μεγάλο βάθος μέσα στις αισθήσεις και συνάμα
διαρκής ανατροπή κάθε χρηστικής αντίληψης για τη φύση του υλικού κόσμου.
Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο πάνω στη γέφυρα
ενός πλοίου. Στη θέση τους τη σωστή, τα πάντα: οι βί- δες, οι λαμαρίνες,
οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα, οι αεραγωγοί, τα όργανα πλεύσεως· και ο
ίδιος εγώ που εγγράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο.
Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκρο-
τημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και
εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα.
XXVII
Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυ- τοί που
μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφά- νειας. Πρέπει να
εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ' έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να
πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατού-
σα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το 'κοψα
και το 'φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος
είναι αθώος. Το διάβασα σ' αυτή τη στυφή από αλή- θεια ευωδιά τόσο
έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ' ελα- φρύ βήμα και καρδιά
ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι
θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότε- ρο, μια
ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
XXVIII
Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θά- λασσα
«θάλασσα». Θ' αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους
θ' αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα 'ναι χαραγμένη πά- νω στη
γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μέσ' απ' αυτήν, όταν
σκύβουμε όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα
βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους
ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπι- τάκια που ακουμπάνε το
'να στ' άλλο, και τ' αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά, τους
τρούλους και τους περιστεριώνες.
Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρ- μητες
κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμέ- νη κατεύθυνση
την ύλη· τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις
προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός
μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός
ηθικός μας ήλιος.
ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατε- βαίνω
σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και μακριά
στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυ- χίες και τ'
αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπο- ρος να μάθω τι δίνω,
τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά
ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του
ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι
παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά Τιμαριώτης τ' ουρανού κει
πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος
Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη Όπως από της εκκλησιάς
την πυρκαγιά το εικόνισμα Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωινού
Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη επάνω του
Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία! Φορτωμένος
γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε Θα με κοιτάξει από το
κάδρο της η θεία Μελισσινή Και αν αύριο θα βρέξει
Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της
νύχτας
9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και
παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη
της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους μόνον
Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα απ' το
έδαφος
Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές με κρήνες
κι αετώματα
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα Που τέτοιας νύχτας
την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα
κι απ' του Μεσολογγιού
τις πλάκες
Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την αντηλιά και
ανεξήγητα τώρα
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει Που ξανά κυανό το χρυσό
γίνεται και μια ευωδιά Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Και ύστερα;
αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...
Τι, παλαιότερο απ' το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα Μες στην ιλύ του νου σου
πιθανόν έλαμψε ώστε Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές
Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας
Πλην οι χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όστρακα
ΑΣΗΜΟΝ
ορυχεία σου
Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο
Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Μαρία και η Προσκύνησις των Μάγων
γαβ όλα σου τα υπάρχοντα Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό.
Ενώ
η αλήθεια
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες
να Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες Η γυναίκα που τη λεν
Γαλήνη.
Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ
Προηγούνται οι Μονήρεις και μαζί τους, πίσω τους Αιώνες τώρα για το Μη
Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές Μ' αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο
μέτωπο Που ο ήλιος την τρισμεγεθύνει. Ασταμάτητα τρέχουν Τρέχουν και
κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν
Οι ανυπεράσπιστοι
Μήτε λύπη καν είτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει αλλ' Ευλογημένος από τα
φιλιά που ακόμη επάνω μου έμειναν Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον Fra Angelico
Το ουράνιο αρχιπέλαγος:
Να η Κιμμώνη! Να το Λιγινό!
Και ακόμη πιο ψηλά ο Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση.
ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ
Χωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί) Θάνατο,
έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη
Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
Ενώ κάτω απ' τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι
Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο
Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε Οι όχι ενήμεροι
των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος Καθώς άγγελος επί τάφου
σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα
καιρούς
Μέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι· «αγάπη» δεν
σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να
φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ' Η αλήθεια
μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ
Σωμάτων που εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ο αιθέρας
την ύλη
Να 'τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο στρατιώτης
Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς
συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ
γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ' αντικρύ κόλπων θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
παιδός η βασιληίη.
Κάτι ξέρει αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία Είναι της όσφρησής
μας τον σκύλο που εκγυμνάζει ο Μάιος Και στηθάκια μόλις δεκατριών ετών
που έχει το μέλλον. Όμως Θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν
Κι Ελλήσποντο να διαπλέεις ως υπνοβάτης ή ως Αμφίων
(Άλλοι τ' απρόσιτα κι άλλοι σε κολπίσκων βραχερά επιδίδονται
Χώρια εκείνοι που σε μέγα μήκος την ταχύτητα μόνον επιδιώκουν Όμως αυτός
που είμαι κι εγώ σε υψωμάτων απαλών τα εφηβαία Συχνάζει και την άκρη της
άκρας ακοής με του Mozart δένει
τα σκιρτήματα
ευημερεί
Ούτε κι ο Νότος. Με κινύρας ροές και κρουστών βότσαλα
Γίνεται μεσημέρι
Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία
Στρίβει κάποτε και των εθνών όπως και των ιδιωτών η μοίρα
Σ' ενός άλλου γράφεται πενταγράμμου μ' αστραπές μιλάει το άωρο
Και μ' αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι
Ακολουθεί ο ζωγράφος μια γλυπτή ανεμώνη της θαλάσσης και πλήθος τέττιγες.
Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα Μιαν αύριο δηλώνει
εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα
οι ποδηλάτισσες και Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό
νοηθεί γίνεται
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών Γνωρίσατε;
Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ' τα πούπουλα Διαβαστό χνούδι και
αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει Του ανοιχτού δωματίου το
ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι
αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην
ποτέ τις μέτρησες
ο ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ' αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε Όπως
ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος: Είναι στα
γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών
απαχθεί
Σ' απαλών θωπειών δώματα
Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα
διεκδικώντας
Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ
Είναι του πόσα το εν κι είναι το ποια του άλλου Άπεφθο χιόνι ζητούν οι
κορυφές και ρυάκι που Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος
Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του Ωστόσο απ'
έναν σ' άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει Κι από ένα φως μοναχικό
στους ουρανούς καλογεράκι
Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της Η άμπελος. Καλά
το 'πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις: Μύρτον μετέωρον του πελάγους
δεύτερον κι εσύ της Αμφιτρίτης Τέταρτον μ' αδαμάντινα δόντια δαγκάσετε!
Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι
Με τα λίγα γένια του ο βυθός
Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα
Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις
Απαλείφει αργά τ' αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα
Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ως
Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή
Που εκείνα φωναχτά σ' αποστηθίζουν
Ένα κλειδί γυρίζει κι απ' τις δύο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος
Ή που σ' όλους ανοίγεσαι. Μ' ανοιχτά παράθυρα πανιά
Προς Τροίαν.
ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς
ευώνυμο
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
επιμηκύνει ώστε
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ' ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη» Κι υστέρα
πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή Ομήλικος γίνεσαι
του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ' άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου Αύριο
θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης Και θα μείνουμε
παρ' όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία
ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Μεσόγειο
περισσότερο από
Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση
από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον
Από ένα σ' άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά της λύπης μου
σε
Τόπων άγνωστα μικρά ή μεγάλα καταφύγια προστρέχω
Κι αυτοκυνηγιέμαι από φοβερές κραυγές φονευομένων κλαγγές
οπλών
Αθέατων απ' τους θνητούς σιγανά κλάματα κόρης που ο κλήρος
δεν της έλαχε ο επιθυμητός
Σ' όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί
διαλύονται
Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου
και προτρέχει του ωροδείχτη ο χτύπος της καρδιάς σου. Έτσι
Φτάνεις Avignion και Nice και Cap-Ferrat Menton Lausanne. Ότι πιο δυνατόν
Για χάρη σου ν' αφαιρεί αλλ' ο χρόνος άθικτος να μένει
Το ρολόι ο κηπουρός το δρέπανο η τσουγκράνα το
Ποτιστήρι τ' άροτρα. Θέλω να πω τα μυστικά μιας πολυεθνικής
απόχης
Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή εωσότου
Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein de mots lances au hasard και
Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου
ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Και η επάνω ζωή. Μ' εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές Η μια την άλλη σβήνοντας
σε πλάγιον ήχο. Κάποτε Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως
χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν' αλλάζει ξέρει. Θες πάρ' την από
την αρχή
Θες απ' το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του ν'
αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ' άγια
Παράξενο είναι
Γεμάτο νου και γνώση ν' ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Και η πιο απλή παράγκα
θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη
γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίδεται δω- ρεάν· σκηνοθετείται και
παίζεται· εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν
την ανθρωπότητα.
άγγιγμα
Εγώ στη θέση της Παρθένου θα 'βαζα κληματόφυλλα! Και μιαν ιδέα ελαίας.
Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες φωτοστέ- φανων του
Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ίδιο ποίημα.
Διαβάζοντας Αθηνά αισθάνεσαι πόσο απέραντο χώρο καταλαμβά- νει το άσκοπο
στη ζωή σου και πόσο μια διαφορετική μέτρηση θα κατάφερνε να προσδώσει
στα γεγονότα του βίου σου τη συντομία ονείρου.
ερευνασάτω
Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γά- τας σου.
- Ένα ψιλόβροχο στην Αίγινα μ' ένα πέρασμα στα σκοτεινά της
Git-le-C?ur
Αν αντέξεις να φανείς αντί Ιώβ θ' ακυρώσεις αν όχι όλους τουλάχι- στον
τους αυτόχειρες των περιστάσεων. Για ν' αλλάξει το βάρος στο ζύγι της
τυχαιότητας.
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πί- σω απ'
την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε.
Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας. Ο Ξενοφών
τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής. Κατά τ' άλλα,
πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω ποιήματα ώστε να
ερωτεύομαι σωστά.
Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου έχουν
πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονά- χα τα
ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και για λίγο μόνον,
ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι χα- μομηλιών. Όλα τους ώσπου
να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο κλε- φτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή να
προσμετρήσει κανείς πραγματι- κότητα.
Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο φεύγει συνεχώς για
να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω υψώματα και χρυσά
συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου κα- τοικίας σου.
Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να
τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρ- πάθιος.
Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο! Ν'
ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.
Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη
στενοχώρια· που Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.
Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά
Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά
Κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη
Της οργής των αρχαίων καιρών η μαύρη σφήκα.
Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τε- λευταίο
μου όνειρο.
Κυανότερο το κυανό γίνεται και μια τελεία γλάρου μένει επάνω του
Ράκη φαντασίας ο αιώνιος δήθεν. Κι ας αρκέσει ο μέσα μας ανθώνων
Άθως
Όπου πηγή λαλεί και ο ελεύθερος που δεν μετα- Γλωττίζεται. Ρείκια
σφένταμα λουίζες πολυσύλλαβα της
συντροφιάς μου
Καθ' οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι. Θέλει να
κοιμάσαι μ' ανοιχτά πανιά και μ' ανεβασμένη την άγκυρά σου.
Για να τις φθάσει να λάμπουν ο χρυσοχόος τις λέξεις του, προηγου- μένως
τις βουτά στο φαρμάκι. Γι' αυτό καθετί πικρό γοητεύει. Όπως η άγουρη
ελιά και του Εμπεδοκλέους το ήτορ.
OIL SARDINEN!
Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε καιρούς
πολέμου, προπαντός τότε, όπου τραβάς το σπίρτο σου στην Basel και το
βλέπεις ν' ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να 'σαι τώρα, φροϋλάιν Keller,
που θα σ' έβλεπα σαν Αρχίλοχο αν είχα να συναν- τηθώ με αιγύπτιο ιερέα.
Όλα πρέπει να τ' ακούει κανείς, άσχετα αν ολίγα μόνον φτάνουν στο ους
του Beethoven. Και ο πόλεμος, πόλε-
μος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα
επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλή- σιο -
την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή-, νέων
όπως ο Hugo Ball, ο Richard Hulsenbeck, ο Hans Arp και ο Tristan Tzara
οργανώνουν στο Cabaret Voltaire της Ζυρίχης μερικές ταραχώ- δεις και
εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το περίφημο εκείνο:
τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε στην ντουλάπα σας,
απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο δεν είναι. Και ν' αθανατίζει
και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε την έχουν σε στρατώνες είτε σε
καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καλη- ώρα στο μεγάλο Kaiserhof με τους
πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο
γλυσίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο
από τη Lotte Begel, που λέει ότι μ' αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα χρονών!
Γιατί όχι; Το μάθημα το 'χα μάθει: Ich bin nicht mehr klein.
Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προ- φτάσει
την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωτική τους
ορμή, αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο ανεβοκατεβαίνοντας
συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκά- λες, βάζοντάς με πρώτο στη
γραμμή και χειρονομώντας, προς με- γάλην έκπληξη των ολίγων
συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και
αδιάκοπα φωνάζοντας το σύνθημα Oil Sardinen! Ανήκουστο! Oil Sardinen! Μία
επιγραφή, ή αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν' ανοίξει τις σαρδέλες αλλά
και τις πραγματικότητες ενός καινούριου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που
Εάν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όλα τα ευγενή μέταλλα και οι πο-
λύτιμοι λίθοι μεταβληθούν σε απλό μόλυβδο, πού και σε ποια βάση θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί η έκδοση χαρτονομίσματος; Στις ηθικές αξίες
ή μήπως στα ειλικρινή αισθήματα; Τι θα μπορούσες να προμηθευτείς με δύο
κιλά Heidegger; Με λίγη καλοσύνη πόσα κερά- σια; Στο θέμα της
αντιπαροχής δεν ευτύχησε η ανθρωπότητα.
Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένας μινωικής ή και θηραϊκής πε- ριόδου
Mallarme δακτυλιολίθων.
Και καλό και κακό γίνεται να 'ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν
γίνει. Ας γίνει. Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδή- λατο για
τρεις. Ή τρεις για τον Βορρά του ανέγγιχτου.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΥΚΙΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ Ή ΣΤΗ ΣΙΚΙΝΟ Επιλέγετε μία θέση πλάι
σ' έναν χαλασμένο μαντρότοιχο που το
άνοιγμα του μπάζει αεράκι γιομάτο μνήμες του '21 και ψεκάδες θα-
λάσσης. Η παρουσία στη γειτονιά μιας αίγας θα ήταν ευκταία. Με- ρικές
νύχτες τ' αφήνετε κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια μυριάδες. Με
τα πρώτα του όρθρου και λίγη αδημονία πριν το δάγκω- μα δοκιμάζετε αν
διαστέλλονται τα ρουθούνια σας, και αφήνετε να διαρρεύσει κάτι μενεξεδί
με υγρόν ώχρας εωσότου νιώσετε το γάλα
της νέας ημέρας. Τότε απλώνετε το χέρι σας.
ΑΜΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Ο ΠΑΡΑ ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΚΙ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ
Και κουκιά βγαίνουν τα θεοΰφαντα. Μείνε κοντά μου μύρτον του Αρχιλόχου
Είσαι της γης ο γόης και της Αίθρας ο κότινος
Αυτά που γράφω δεν «γίνονται» ούτε «παίζονται». Αλλά
Υπάρχουν στο ους του Διός εάν όχι στ' αζήτητα
Πένες χθεσινές πτέρυγες κυκλαμινίσκοι του αφελούς βιολέ
Στάχυς θα υπάρχει ακόμη σιτίζοντας τους πληθυσμούς. Αλλ' ο
Ένας όσο κι αν από μαΐστρο έμπλεος είναι στον ενεστώτα του καιρού
λιμώττει
Παίζουν οι ευωδιές τυφλόμυγα και σαστίζει της νύχτας τ' αλογάκι
Μπρος, ας διαγράφουν οι Αντιγόνες και ας
Αντικατασταθούν δικαίως οι Κρέοντες όλοι
Αδιάκοπα να ευδοκιμεί ο ηδύοσμος ως νους μονογενής. Και οι λοιποί
ερρέτωσαν.
ΥΓ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και όσοι πέτυχαν απ' την
Κακοτυχία να επιστρέψουν δεν χαμογέλασαν ποτέ. Όπως
Δεν χαμογελούν ποτέ τους τα έντομα.
Ελθεδέτε Κύνθια
Κάθε τόσο μου ξανάρχεται μία σύνθεση από γης ηλιοκαμένη για δύο μπλε
κολπίσκων κι ένα του μάκρους ώχρας ακρωτήριο.
Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που ανεβάζει
το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα.
Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισ-
σέψει. Που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.
Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε πε- ράσει!
*
Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese. Αν
είσαι γεννημένος για τα τέτοια, φύλαχ' τα. Δεν ήρθε η ώρα ακό-
μη. Κάτι σαν βρυχηθμών βροχή διατρέχει το διάστημα τελευτώντος του
εικοστού αιώνος.
Και διαμάντι στα δύο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι, αρκεί να 'ναι από
συμφέρον.
Για τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια. Να πιάνεις κάθε ορτύκι από
τη σκιά του ή στην ανάγκη να ζουπάς τα σκάγια στην πα- λάμη σου όπως
κουκούτσια. Σ' ένα τέτοιο κυνήγι ο σκύλος σου να
'ναι από ευγενές μέταλλο.
Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που
την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χα- δάκια γάτας κι
αλλά πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινη- τούμε.
Αν θες να ωτακουσθείς του ίδιου σου του εαυτού, φρόντισε να 'χεις περάσει
μια πλήρη ζωή μικρού Βοτανικού Κήπου.
Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη οπωροφόρων
Ντανγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ. Στο ένα πόδι
Ξεκινήσαμε όλοι μας αλλά για δυο περπατηξιές. Μια του απάτητου όρθρου
Και μια του δίχως τέλους δειλινού της Οίας. Όπου σημαίνει
Μέσα μας συμπυκνωμένα ημερονύχτια δρουν τα πιο πολλά
εν αγνοία μας
Και τι πράο το χόρτο τι τραχιά η σπασμένη άδικα πέτρα
Σαν την απωλεσμένη καθ' οδόν μέλισσα που θυσιάζεται. Πλησιάζει ο χρόνος
και την τρώει με βουλιμία.
Η καταιγίδα που κατά καιρούς ξεσπά μ' αστραπόβροντα και μουγ- κρητά προς
στιγμήν σε απόσταση από τη Βρετανία είναι η φύσις που για λογαριασμό της
ανθρωπότητας επίμονα ζητά να της επιστραφεί
το κεφάλι της Μαρίας Στιούαρτ.
Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και
μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια.
Κάπου θα συνεχίζεται το είδωλο που έβλεπε στις διόπτρες του ο Ναύαρχος
Νέλσων. Μένει ωστόσο ακόμη απ' έξω μια κραυγή που ξέφυγε απ' την
ακατέργαστη ανθρωπότητα.
Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στον δείκτη του χεριού σου και την άκρη του
τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που έχεις να διανύσεις.
Μυρίζει κλεισούρα εδώ μέσα. Φαίνεται πως ο μικρός του εικοσιεν- νέα είναι
που σκηνοθέτησε την κλοπή. Στην αίθουσα του δικαστη- ρίου οι δύο
γυναίκες από την πολλή προσπάθεια έγιναν τρεις. Ο αγκώνας της μιας είναι
συνάμα και κρύπτη. Στο βάθος υπάρχει κι ένας ανδριάς αορίστου εποχής
έφιππος. Βουίζει κι ακούς τα γεγονό-
Κείνοι που κάναν την παρέλαση θα 'χουν κιόλας τώρα φτάσει στην εκκλησία.
Μια κυρία με σταματά και μου ζητάει λίγο νερό. Μια
άλλη με κοιτάζει απ' απέναντι. Φορά μια πλατιά κι ανάλαφρη ψάθα,
προσπαθώντας να χωρέσει μέσα της όλον τον ήλιο. Δίπλα της μια μι-
σάνοιχτη πόρτα. Κι η θάλασσα. Μια ελαφριά τρικυμία όπου κυριαρ- χούν
εναλλάξ τ' αρώματα της μπανάνας και της βιολέτας. Κλυδωνί- ζομαι κι
επιμένω. Έχουνε δίκιο. Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις πολλές μικρές
καταστροφές. Έτσι εξηγείται πως οι τοίχοι όλοι και-
νε και βγάζουν καπνούς, χωρίς να φαίνεται πουθενά φλόγα. Που ση-
μαίνει ότι ο ήλιος ταξιδεύει, και όχι πάντοτε.
Ούτε ξέρει κανείς πως βρέθηκε εδώ. Διαθέτει μια πελώρια κινηματο- γραφική
μηχανή και ίπταται. Με κάθε κλικ εκτινάσσει μικρά καθη- μερινά
αντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βούρτσες. Μου μπαίνει ο
πειρασμός και πλησιάζω. Βάζω με το νου μου ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι
για την άνοιξη και περιμένω με δυσπιστία. Πρώ- τα αισθάνομαι να πέφτει
χωρίς λόγο μια λεπτή βροχούλα, και σε λί- γο βλέπω από ψηλά λουλούδια
πολλά, σκόρπια, σε μπουκέτα, και σε ολόκληρα στεφάνια. Σωστός
κατακλυσμός. Την ίδια στιγμή που μή- τε ακούς μήτε οσφραίνεσαι τίποτε·
αλήθεια θα 'ναι, φαίνεται, και το ύψος του Κρόνου και το βάθος του
Τάμεση.
Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χα- μού
πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ'
ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απέξω. Μας απο-
στηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι
χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα
όμως δεν υπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης έχει κι από 'να δικό του είδωλο
που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μα- θαίνει κανείς
και μυστικά που περνούν γι' αλήθεια. Μολονότι τόσο εκτεθειμένη στο φως
δεν ξεβάφει.
Ακούγεται μια βοή. Θα 'ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Με- ρικά
παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν' αγοράσω αξιο- πρέπεια σαν αυτή
των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθά- νουν. Είναι μέρες τώρα που
ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρί- σκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να
γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη
φυλή σας. Δε μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε.
Οι πενταροδεκάρες της ατιμίας που μήτε τις παίρνεις είδηση αποτε- λούν
εντούτοις, όπως το αντίστροφο ενός εράνου, την απώλεια του μισού
κεφαλαίου σου.
Αν καταφέρεις να βγάλεις Blake απ' τον Shelley και Shelley απ' τον
Blake έχεις ήδη γίνει η αρχή ενός νέου Vasco da Gama.
Από τις παράνομες σχέσεις ανάμεσα στα άλογα του Paolo Uccello
και τα νούφαρα του Claude Monet πρέπει να γεννήθηκαν τα πιο καθα- ρόαιμα
μονόχρωμα του Rothko, ή αλλιώς η απόλυτος ζωγραφική.
Άπαξ και φτάσει να θεωρείται αλάνθαστο ένα χρώμα, δεν υπόκειται πλέον
στην εξέλιξη, ακριβώς όπως ένας τέλειος στίχος. Μάθε
ν' αγοράζεις πάντοτε από την ίδια -όσο μεγάλη κι αν είναι- ποσό- τητα
του ελαχίστου.
Αν δεν έχεις κάνει έρωτα ποτέ σου με τα μαθηματικά, δε θα μπορέ- σεις ν'
αποδείξεις ότι τα γραφτά σου τους μοιάζουν.
Ο βήχας του Ιουστινιανού δεν έχει μεταφραστεί ακόμη. Εξού και η δυσκολία
να κατανοηθεί ως τις μέρες μας η δημιουργία του Βυ- ζαντίου.
Και ως γη και ως ώρα, η μεσημβρία σημαίνει την ίδια σου την καμ- πάνα.
εορτολόγια. Επειδή
Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις. Και ή πάς να παίξεις τρικυ- μία
ή πνίγεσαι.
Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η
ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας.
Σ' ένα τετράγωνο αιγιαλού βότσαλο ροζ-βιολετί κίτρινα του κηρού και
άγριου πρασίνου τοποθετημένα με τάξη μαθηματική εξορκίζουν την αταξία
των νοημάτων, επαυξάνοντας το επιπλέον τρωτόν του τρωτού.
ΜΠΟΛΕΝΑ Ι
1. Τόσον ωραία που δεν την έχει δει κανείς ποτέ του. Άλλωστε
με το πρώτο φως γίνεται άγαλμα με λευκά μάτια και μένει ανεπηρέα- στη
απ' τις εκρήξεις σε βαθύ φαράγγι πλάι σ' έναν σταματημένο υδρόμυλο.
2. Μαθημένη στην ένδεια η πέτρα δεν ζήτα ούτε να φέρει πίσω τη μέρα ούτε
να την ωθήσει μπροστά.
3. Σχεδόν είναι ίδιοι, φοράνε μεταλλικά κουμπιά και κράνη. Προ- χωρούν
μες στο σκοτάδι, σπρώχνονται ανάκατα να μπουν: ο Φορλεό-
νι, ο Γκίζι, ο Καράγιωργας, ο Πρανπολίνο, ο Παππάς, ο Χαρώνης, ο
Περτίνι, ο Ζώης, ο Μπουρνάζι. Για μισή ώρα τα παιδιά των αγγέλων
κρατώντας της αγαπημένης τους το χαμόγελο.
Από την τρέχουσα πραγματικότητα στην απώτατη προφταίνω να κα- ταλάβω
ποιος είμαι.
Περιβρέχει με χόρτα τη μισοκαμένη γης που αφήσανε όσα δεν έσω- σε ποτέ
αδαμαντερά λόγια να γίνουν.
ΜΠΟΛΕΝΑ II
4. Μπολένα, Μπολένα, είσαι του κατά λάθος θανάτου το θύμα και τ' αυριανό
νεογέννητο. Σε τρέφει το γάλα των στρατιωτών και το δά- κρυ των μαρτύρων.
5. Η νεότητα μπορεί να εκτελεί των άλλων διαταγές, για δικό της όμως
λογαριασμό ένα και μόνον κράτος αναγνωρίζει.
6. Τρέμει στην παγωνιά με χείλη μπλάβα και δεμένα τα χέρια στον κορμό
μιας ανύποπτης βελανιδιάς ο χθεσινός λοχίας. Τόσο πληρώνεται στη γης
αυτή η εκ γενετής πραγματικότητα.
7. Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.
Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση. Από το
πορτοκαλί στο κόκκινο και από τον ίασμο στο γιασεμί το πως
προφέρεις δείχνει το πόσο αρέσκεσαι στην ύλη. Ένα ρω που τρως
και σου εμφανίζεται άγιος.
Το διαμάντι δεν είναι παρά το προϊόν της μακρόχρονης και πεισμα- τικής
προσπάθειας ορισμένων ανθρώπων ν' απαλείψουν το μαύρο μέ- ρος της μοίρας
τους. Eξού και είναι τόσο σπάνιο.
Τα ποτήρια του Mozart και του Haydn εγγίζονται τόσο πολύ που κιν-
δυνεύουν να σπάσουν.
Όσο πιο κακός καμαρώνεις ότι γίνεσαι τόσο περισσότερα κιλά χά- νεις από
το βάρος της δοσμένης ευφυίας σου. Κουτή μέλισσα που με το κεντρί σου
χάνεσαι.
Σε μιαν άλλη διάσταση την ώρα που εγώ κοιμούμαι ακούω από τον κάτω
όροφο τον εξάδελφο του νου μου ν' αφηγείται το πως τη βασι- λεία των
Περσών παρέλαβεν ο Δαρείος Υστάσπου. Πραγματικά, όπου να 'ναι θα μπει ο
υπηρέτης του, εκτός κι αν εγώ ξυπνήσω.
Picasso.
Η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη
απ' ό,τι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.
Τον κορυδαλλό τον ακούς μόνον όταν δεν τον βλέπεις, όπως την έμπνευση
τη βρίσκεις μόνον όταν δεν την κυνηγάς.
-Εάν το σταφύλι σου είναι μαύρο, σκόρπισε μικρές και μεγάλες άρκτους
στον ουρανό ή στη συνείδηση σου.
Και ζηλεύει σμαράγδι το πιο σπάνιο των παιδικών μου χρόνων δάκρυ.
Εύφορες που 'ναι οι πεδιάδες και από δυνατό στάρι οπλισμένες, κά- ποτε
μάλιστα πάνω στην ώρα που με ροζ και βιολετί ένα δεύτερο νόημα το πρώτο
παίρνει.
ΣΤΡΙΦΤΑ ΜΥΤΕΡΑ ΚΕΡΑΤΑ Η ΕΥΝΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΟΒΟΥ ΛΑΧΝΟΥΣ ΚΙ ΕΧΕ ΝΟΥ ΜΟΝΟΝ ΓΙ'
ΑΓΑΠΗ
Όπως η γεύση με τη μετατόπισή της από τον ουρανίσκο στην άκαν- θα του
βλέμματος μεταβάλλει μια φράουλα, και δη con limone e zucchero, σε κόρη
δεκαοχτώ ετών και εικοσιδύο καρατίων, έτσι και
η σκέψη από απλός ερεθισμός κάποιου κέντρου του εγκεφάλου με-
ταβάλλεται σε θάλασσα ηδονικών αισθήσεων, που να ξετρελαθούνε οι Θαλήδες
όλοι του κόσμου.
Δεν είναι το φως που σε βοηθεί να διαβάσεις αλλά της πηγής του η
σεξουαλική δύναμις.
ΤΡΙΝAΚΡΙΑ
Ναι, θα πεθάνουμε από μιαν άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακο- λουθούμε
να 'μαστε της ίδιας μας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος.
Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να την
κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό
μέρος των πραγμάτων.
Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου. Δε θα σου
μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος.
Α, δώστε μου να φάω νεότητα σαν κρέας ωμό και ευρύστερνα τριαν- τάφυλλα
για να θωπεύω.
Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους.
Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ' ένα στεντόρειο μεσημέρι, γε- μάτο
από τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, να 'ρθει η ώρα που θα δαγκώνεις
το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις πίνεις δρο- σερό νερό,
καφέδες, και τσιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.
Από πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος και κανείς πλέον δεν μπορεί να
σου αλλάξει όνομα. Αυτό έχει σημασία. Επειδή τ' άλλα σβήνουν και χάνονται
σαν μέτρια ποιήματα.
Τρέφομαι απ' αυτά που οι άλλοι νηστεύουν για να σώσουν την ψυχή τους.
Χρειάζεται κάποτε να γίνεται παρά ένα φωνήεν αισθηματικό το στομάχι
μας.
Θάμαρις ερημονίας η ομβρία και άτυπτος που ενδεώς τα πάντα βρώ- σεται.
Διακομιστί παν το ευ και το ουν επιδαψίλως προς με ύσγισε τα ευσήμαντα.
Πάλιον το βιείν. Έλα πολυγλυκιλιά μου, σεντόνισε τη θλίψη σου, και τι
χαρμός ν' ανθώνεις γύρω σου όλα τα!
Ύδωρ Κολονίας υπάρχει και εκ του φυσικού, αλλά για μας τους α- δαείς της
ευδαιμονίας απαιτούνται τρία πράγματα: παντελής απουσία ψυχολογικών
προβλημάτων, οξύ κίτρου 90° και αθωότητα νηπίου αι- γάγρου. Προσοχή, το
βάρος πέφτει όχι τόσο στη λέξη όσο στη χη-
μεία και τα παράγωγα της.
ΟΣΟ Γ1Α ΤΕΛΟΣ ΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΠΑΙΡΟΝΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
νεότητα
ΘΑΝΑΤΟΣ