You are on page 1of 12

https://aegean-gr.zoom.

us/meeting/register/tJ0kcu-
rrDkjHNWr8Fzht41K2beyANuX5stY Co

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ. 376–383:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θάμ' ακατανόητο, που εμπρός του
στέκεται στο ναι και στ' όχι ο νους μου·
πώς να πω, αφού τηνέ γνωρίζω,
πως αυτή δεν είναι η Αντιγόνη;
Ω δυστυχισμένη του δυστυχισμένου
κόρη Οιδίποδα, μα τι 'ναι;
γιατί βέβαια δε σε φέρνουνε πως να 'χης
τη βασιλικιά πατήση προσταγή,
και να σ' έπιασαν σε τέτοια τρέλλ' απάνω;]

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή 'ναι εκείνη πόκαμε την πράξη,
αυτή 'ναι που την πιάσαμε να θάφτη·
μα που 'ναι ο βασιλιάς;

ΧΟΡΟΣ
Να τον που βγαίνει
ξανά 'πό το παλάτι, και στην ώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι 'ναι; και για τι πράμα ήρθα στην ώρα;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά μου, ποτέ κανείς δεν πρέπει
για τίποτα να ορκίζεται, γιατί άλλη
κατόπι ιδέα την πρώτη μας τη γνώμη
τη βγάζει ψεύτρα· έτσι κι εγώ εκαυχιόμουν
πως δύσκολα θα μ' έβλεπες πια μπρος σου
με κείνες τις φοβέρες σου, που πήγα
να ξεψυχήσω πριν· μα αφού καμιά άλλη
χαρά δεν είναι πιο γλυκειά από κείνη
που μήτ' ελπίζεις, μηδέ βάζει ο νους σου,
έρχομαι, μ' όλους πόκαμα τους όρκους,
μαζί μ' αυτή που πιάσαμε την κόρη
να θάφτη το νεκρό· δεν είχε κλήρο
και παρακλήρο εδώ, μα όλο δικό μου
είναι τούτο το τυχερό κι όχι άλλου.
Και τώρα, βασιλιά, πάρε την ο ίδιος
κι ανάκρινε κι εξέτασε όπως θέλεις·
όσο για μένα, δίκιο λέω πως είναι
λεύτερος πια απ' αυτά να 'χω γλυτώση.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτή που φέρνεις, πού και σε τι απάνω
την έπιασες;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Να θάφτη αυτή το πτώμα.
Τα έμαθες όλα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα καταλαβαίνεις
τι λες; Κι αυτή 'ναι η ορθή η αλήθεια;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφού την είδα ο ίδιος να τον θάφτη
το νεκρό που απαγόρεψες· δεν είναι
καθαρά και σταράτα όπως τα λέω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πώς την είδαν, πώς την πιάσανε
που το 'κανε;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Έτσι γένηκε το πράμα:
όταν γυρίσαμε έπειτα από κείνες
τις τρομερές φοβέρες σου, αφού πρώτα
σαρώσαμε καλά καλά τη σκόνη
που σκέπαζε όλο το νεκρό και τέλεια
γυμνώσαμε το πτώμα που 'χε αρχίση
να σαπίζη, καθίσαμε σε κάτι
βράχους ψηλά και που είχαμε από πίσω
τον άνεμο, έτσι που να μη μας φέρνη
τη βρωμ' απ' το νεκρό· κι ο ένας τον άλλο
κεντούσε με κακές φοβέρες να 'χη
τα μάτια του ανοιχτά, μην τύχη πάρη
στ' αψήφιστα κανείς αυτό τον κόπο.
Έτσι το πράμα πήγαινε, ως που ο ήλιος
λαμπερός ήρθε στ' ουρανού τη μέση
κι έκαψε λάβρα· μα να ξάφνου τότε
μια ρουφαλιά απ' τη γη σηκώνοντας
θεϊκό κακό, ένα σίφουνα, γιομίζει
τον κάμπο, αλύπητα σουρομαδώντας
τις φυλλωσιές των δέντρων μες στο λόγγο.
Ο ουρανός όλος φούντωσε απ' τη σκόνη,
και μεις πια με τα μάτια μας κλεισμένα
τη θεϊκιά υπομέναμε κατάρα·
μα όταν μετά καιρό λούφαξε τέλος,
φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους
σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες
που την άδεια φωλιά του ορφανεμένη
θα βρη από τα μικρά του· έτσι και τούτη
σαν είδε το νεκρό ξεγυμνωμένο,
να σκούζη αρχίζει και να καταριέται
μ' άγριες κατάρες κείνους που το κάμαν·
και φέρνει μες στα χέρια της αμέσως
χώμα στεγνό και μ' ένα ροδοκάνι
από κρουστό χαλκό χύνει από πάνω
στο νεκρό τρίσπονδες χοές· μα ευτύς
κι εμείς μόλις την είδαμε όλοι ορμούμε
μαζί και την αρπάζουμε, χωρίς
καθόλου αυτή να δείξη ταραγμένη,
και για ό,τι έκαμε πριν και για αυτά τώρα
την ξετάζαμε· αυτή τίποτ' απ' όλα
δεν αρνιόντανε, πράμα που για μένα
μου 'φερνε και χαρά μαζί και θλίψη·
γιατ' άλλο πιο γλυκό δεν είναι, ή νάχης
γλυτώση ο ίδιος, μα είναι πάλι πόνος
τους φίλους να οδηγάς στη συφορά τους·
μα όπως και να 'χη, τίποτα δε βάζω
μπρος στη δικιά μου εγώ τη σωτηρία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το 'χεις εσύ κάμη;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το 'καμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ μπορείς να παίρνης
τώρα τα πόδια σου απ' εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ' την κάθε πια υποψία.
Λέγ' εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμη αυτό κανένας;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ' όλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τόλμησες λοιπόν να παραβής
αυτό το νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, γιατί δεν ήταν
ο Δίας, που μου τα 'χε αυτά κηρύξη,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως νάχουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ' ενώ είσαι
θνητός να μπορής των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζης·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ' ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
πως θα πεθάνω το 'ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν θα πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ' όποιος
ζη μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος ;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνη
της μητέρας μου ο γυιός στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι' αυτά τ' άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι' αυτά που κάνω,
ο άμυαλος ίσως γι' άμυαλη με παίρνει.

ΧΟΡΟΣ
Δείχνει τ' ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνη μες στις δυστυχίες κεφάλι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες
αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν,
κι όσο γερό το σίδερο και να 'ναι
όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνη,
τότε θα δης πώς σπάνει και ραγίζει·
και τ' άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω,
ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
γιατί δεν πάει να μεγαλοφέρνη
όταν είναι κανείς δούλος των άλλων.
Κι αυτή ήξερε το θράσος της να δείξη
και τότε που τους νόμους μας πατούσε,
και δεύτερο αυτό θράσος της, αφού έχει
κάμη την πράξη και να την καυχιέται
και να γελά με το κατόρθωμά της.
Δεν είμαι εγώ, αυτή 'ναι τώρα ο άντρας,
αν ατιμώρητα έτσι την κρατήση
την εξουσία αυτή· μ' ας πάη να 'ναι
παιδί της αδερφής μου, ας πάη να 'ναι
η πιο στενή από αίμα συγγενής μου
μες σ' όλους που τον ίδιο Εφέστιο Δία
λατρεύομε, μα αυτή και η αδερφή της
δε θα γλυτώσουν απ' τον πιο κακό
το θάνατο· γιατί το ίδιο και κείνην
κατηγορώ, πως είχε μελετήση
την ταφή του νεκρού. Φωνάξετέ την
ευτύς εδώ· την είδα τώρα μέσα
πόκανε σαν τρελλή κι αλλοπαρμένη·
γιατ' η ψυχή εκεινών που σχεδιάζουν
στα σκοτεινά μιαν όχι καλή πράξη,
προδίνεται συχνά και πριν την κάμουν·
μα όχι πιο λίγο εχτρεύομαι όταν ένας
ζητά, σαν θα πιαστή στο κακό επάνω,
με ωραία να το στολίζη έπειτα λόγια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκότωσέ με λοιπόν, θες τίποτ' άλλο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εγώ; μα τίποτα· έχω αυτό, όλα τα 'χω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τι αργείς λοιπόν; γιατί καμιά δε βρίσκω
στα λόγια σου ευχαρίστηση, μήτε είθε
να βρω ποτέ μου εγώ· το ίδιο και σένα
ευχάριστες οι πράξεις μου δε σου είναι.
Αν και από πού θε να 'χα πιο μεγάλη
δόξα αποχτήση, παρά θάβοντας
τον ίδιο μου αδερφό; Θα ομολογούσαν
κι όλοι αυτοί εδώ πως μ' επιδοκιμάζουν,
αν φόβος δεν τους έκλεινε τη γλώσσα·
μα οι βασιλείες, εχτός από άλλα τόσα
πόχουν να χαίρουνται αγαθά, μπορούνε
να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτό εσύ μόνη απ' όλους αυτούς βλέπεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βλέπουν κι αυτοί· μα εμπρός σου κλειούν τη γλώσσα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και δεν ντρέπεσαι εσύ χωριστή να 'χης
γνώμη απ' αυτούς;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι, ντροπή δεν το 'χω
να τιμώ αυτούς που είμαστε απ' το ίδιο σπλάχνο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και απ' το ίδιο σπλάχνο δεν ήταν και κείνος
πόπεσε πολεμώντας μπρος στον άλλο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Απ' το ίδιο, από μια μάννα και πατέρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πώς λοιπόν πρόσφερες τιμές οπού είναι
ασέβεια για κείνον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τέτοιο πράμα
δε θα το μαρτυρήση ο πεθαμένος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αφού όμοια τον τιμάς με τον ανόσιο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτώθηκε όχι σκλάβος, μα αδερφός του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κουρσεύοντας τη χώρα του, ενώ εκείνος
υπερασπίζοντάς την.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως ο Άδης
ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όμοιος με τον καλό ο κακός δεν είναι
για να 'χουν ίσο κλήρο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιος ξέρει
αν έχουν αυτά πέραση εκεί κάτω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ μου εχθρός δε θενά γίνη φίλος
ούτε κι αφού πεθάνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εγώ δεν είμαι
για να μοιράζωμαι έχθρες, αλλ' αγάπη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σαν πας λοιπόν κάτω απ' τη γη, αφού πρέπει
και καλά ν' αγαπάς, αγάπα εκείνους
που 'ναι εκεί κάτω· μα όσο εγώ θε να 'μαι
στη ζωή, γυναίκα δε θα εξουσιάση.

ΧΟΡΟΣ
Αλλά να, στις πύλες μπρος η Ισμήνη
χύνοντας φιλάδερφο απ' τα μάτια δάκρυ,
ένα σύννεφο στα φρύδια της απάνω
το αναμμένο πρόσωπό της παραλλάζει
βρέχοντας τα ωραία τα μάγουλά της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και συ, που στο παλάτι, σμουλωγμένη
σαν οχιά μου 'πινες κρυφά το αίμα,
ουδ' ήξερα πως θρέφω δυο κατάρες
και των θρόνων μου αναποδογυρίστρες,
έλα εδώ πε μας, θενά ομολογήσης
πως έλαβες και συ στην ταφή μέρος,
ή θα ορκιστής πως τίποτα δεν ξέρεις;
ΙΣΜΗΝΗ
Ναι, το 'καμα, αν τ' ομολογή κι αυτή,
κι απάνω μου την ίδια ευθύνη παίρνω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μα αυτό δε θα σου το επιτρέψη η Δίκη,
γιατί ούτε συ το θέλησες, μα κι ούτε
βοηθό μου εγώ σε πήρα.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα σ' αυτές σου
τις φουρτούνες δεν ντρέπομαι να κάμω
της συφοράς μαζί σου το ταξίδι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιοι κάμανε την πράξη, αυτό το ξέρουν
ο Άδης κι οι κάτω εκεί· και γώ δε στρέγω
μια φίλη π' αγαπά με λόγια μόνο.

ΙΣΜΗΝΗ
Μη μ' αρνηστής καν την τιμή, αδερφή μου,
μαζί σου ν' αποθάνω και ξοφλήσω
το χρέος μου στο νεκρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν έχω ανάγκη
να πεθάνης με μένα και μη θέλης
δικά σου όσα δεν άγγιξες να κάνης·
φτάνει ο δικός μου ο θάνατος.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα ποια
θα 'χη η ζωή μου χάρη, αν θα σε χάσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον Κρέοντα ρώτα, γιατί αυτού μονάχα
την έγνοια έχεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα γιατί θέλεις έτσι
να με πικραίνης, δίχως όφελός σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Με πόνο μου γελώ, αν γελώ με σένα.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα τουλάχιστο τώρα τι μπορούσα
να σ' ωφελήσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σωσ' τον εαυτό σου·
δε σε ζηλεύω να γλυτώσης.

ΙΣΜΗΝΗ
Ώιμε
της άμοιρης, και να μη μεραστούμε
την ίδια τύχη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί διάλεξες
εσύ να ζήσης, κι εγώ να πεθάνω.
ΙΣΜΗΝΗ
Μα όχι και δίχως να σου πω τους λόγους
που είχα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εσύ νόμιζες πως είχες
δίκιο μ' αυτούς, κι εγώ με τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Κι όμως είναι το φταίξιμό μας ίσο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έννοια σου, εσύ 'σαι ζωντανή, μα εμένα
από καιρό η ψυχή μου έχει πεθάνη,
για να κάμη το χρέος της στους νεκρούς μας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Οι κόρες λέω αυτές, η μια των τώρα
μας φανερώνεται τρελή, και η άλλη
αφού πρωτογεννήθηκε.

ΙΣΜΗΝΗ
Γιατί
μήτ' ο νους, βασιλιά, πόχει κανένας,
του μένει, αν του έρθουν συφορές, μα φεύγει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσένα σου έφυγε, όταν διάλεξες
να σμίξης με κακούς για κακές πράξεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μόνη χωρίς αυτήν και πώς να ζήσω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτή ― ούτε να τη λες, πια δεν υπάρχει.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα του γυιού σου τη νύφη θα σκοτώσης;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βρίσκουνται κι άλλα για σπορά χωράφια.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα έτσι δεν τα 'χαν ταιριασμένα οι δυο τους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αποστρέφομαι εγώ κακές γυναίκες
για τα παιδιά μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Αίμον' αγαπημένε,
τι προσβολή ο πατέρας σου σου κάνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Με παρασκάς και συ κι αυτός σου ο γάμος.

ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια θέλεις να του την στερήσης
αυτήν του γυιου σου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ο Άδης είν' εκείνος,
που θα βάλη σ' αυτούς τους γάμους τέλος.

ΧΟΡΟΣ
Ωστ' έχεις φαίνεται αποφασισμένο
το θάνατό της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και με τη δική σας
μαζί την ψήφο. Μα ας τελειώνωμε, έλα,
πάρτε τις, δούλοι, μέσα κι από τώρα
πρέπει δεμένες κι όχι απολυμένες
να 'ναι αυτές οι γυναίκες– γιατί μ' όλο
το θράσος του κανείς, σα δη το Χάρο
να στέκεται κοντά, ζητά να φύγη.

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ. 626–630:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αλλά νά το στερνό το παιδί σου, ο Αίμων.
Πικραμένος να είναι
για την άραχλη μοίρα
της καλής μου Αντιγόνης;]

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σύντομα θα το μάθουμε καλύτερα απ' τους μάντεις.
Την τελική μου απόφαση μην άκουσες, παιδί μου,
για τη μνηστή σου, κι έρχεσαι λυσσώντας στο γονιό σου;
Ή εμείς για σένα αγαπητοί, όπως κι αν ενεργούμε;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δικός σου είμαι, πατέρα μου, κι εσύ με την καλή σου
τη γνώμη πάντα με κρατάς ορθό κι ακολουθάω.
Κανένας γάμος άξιος δε θα κρίθει από μένα
μπροστά σε σε, όταν ορθά εσύ με συμβουλεύεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και έτσι πρέπει, τέκνο μου, να νιώθει η καρδιά σου:
Πάντα να στέκεσαι κοντά στη γνώμη του πατέρα.
Γι' αυτό κι υπάκουα παιδιά εύχονται οι άνδρες όλοι
να αποχτούν και νά 'χουνε στο σπίτι τους καμάρι.
Ν' αντιπληρώνουν τον εχθρό για το κακό που κάνει
και να τιμούν το φίλο τους ίδια με το γονιό τους.
Μα όποιος δίχως διάφορο γεννάει τα παιδιά του,
τι άλλο θά 'λεγαν γι' αυτόν, αν όχι μαύρους πόνους
πως για τον ίδιο γέννησε, για τους εχθρούς του γέλιο;
Τα φρένα σου, γιε μου, αυτά ποτέ να μην τα χάσεις
από γυναίκας ηδονή· να ξέρεις ότι πάντα
κατάψυχρο αγκάλιασμα γίνεται κάτι τέτοιο,
κακή γυναίκα σύντροφος μέσα στο σπίτι· υπάρχει
δα μεγαλύτερη πληγή απ' τον κακό το φίλο;
Φτύσε και ξόρκισε αυτήν την κόρη σαν εχθρό σου
και άσ' την πια να παντρευτεί στον Άδη κάποιον άλλο.
Την έπιασα ξεκάθαρα εγώ αυτήν μονάχα
να θέλει να μην πειθαρχεί σ' ολόκληρη την πόλη,
και ψεύτης δε θα βγώ εγώ στης χώρας τους πολίτες·
θα τη σκοτώσω. Και γι' αυτό ας καλεστεί το Δία
που προστατεύει συγγενείς· αντάρτες άμα θρέψω
το σόι μου, σαν τι μπορώ να κάνω με τους άλλους;
Όποιος σωστά και δίκαια φέρεται στους δικούς του,
αυτός στην πόλη δίκαιος θα δείξει ότι είναι.
Κι εκείνος που αυθαιρετεί, παραβιάζει νόμους
ή βάζει στο κεφάλι του άρχοντες να προστάζει,
έπαινο βέβαια ποτέ δε θά 'χει από μένα.
Όποιον η πόλη όρισε, αυτόν πρέπει ν' ακούμε
στα δίκαια κι ασήμαντα και στα αντίθετά τους.
Αυτός, θα πίστευα εγώ, καλά θα κυβερνούσε,
μα και καλά θα ήθελε να κυβερνιέται πάντα·
κι αν τύχει και βρισκότανε στη θύελλα της μάχης,
θά 'μενε πάντα δίκαιος, γενναίος παραστάτης.
Υπάρχει μεγαλύτερο κακό απ' την αναρχία;
Αυτή και πόλεις καταλεί, αυτή αναστατώνει
τα σπιτικά, αυτή σκορπάει τον πανικό στη μάχη
μες στις συμμαχικές γραμμές· μα στους πειθαρχημένους
η πειθαρχία πιο πολύ θα σώσει τη ζωή τους.
Έτσι πρέπει ν' αμύνονται όσοι κρατούν την τάξη,
παιγνίδια να μη γίνονται στα χέρια μιας γυναίκας.
Καλύτερα, αν χρειαστεί, να πέσουμε από άνδρα
παρά να πουν πως γίναμε των γυναικών οι δούλοι.

ΧΟΡΟΣ
Αν απ' τα χρόνια πια εμείς δεν έχουμε φυράνει,
θαρρούμε ότι γνωστικά μιλάς με όσα είπες.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μυαλό, πατέρα, οι θεοί χαρίζουν στους ανθρώπους,
το μεγαλύτερο αγαθό απ' όλα που υπάρχουν.
Εγώ πως δε μιλάς σωστά για όσα λες, ποτέ μου
δε θα μπορούσα να το πω, μήτε και να μπορέσω.
Μα κι άλλος θά 'ταν δυνατόν νά 'χει ορθές ιδέες.
Για σένα είναι φυσικό εγώ να τα προσέχω
όλα που λεν ή κάνουνε ή έχουν να σου ψέξουν.
Νιώθει το μάτι σου βαρύ πάντοτε ο πολίτης,
αν είναι τέτοια να σου πει που δε θα σε γλυκάνουν.
Ενώ εγώ στα σκοτεινά μπορώ να το ακούω
το πώς θρηνούν την κόρη αυτή όλοι μέσα στην πόλη·
λένε πως πιο ανάξια απ' όλες τις γυναίκες
για πράξη αξιέπαινη παγκάκιστα πεθαίνει:
Δεν άφησε τον αδελφό, που έπεσε στη μάχη,
άθαφτο κι απροστάτευτο, να τον καταξεσκίσουν
τα σαρκοβόρα τα σκυλιά, τ' αγριεμένα όρνια.
Δεν είναι, λένε, άξια χρυσή τιμή να έβρει;
Τέτοια μια φήμη σιγανή σέρνεται στο σκοτάδι.
Για με, πατέρα μου, από σε, αν το καλό συντρέχεις,
τίποτα πιο πολύτιμο δε γίνεται να υπάρξει.
Ποια μεγαλύτερη χαρά για τα παιδιά απ' τη δόξα
του τιμημένου τους γονιού; Ή του γονιού απ' τα τέκνα;
Μην έχεις μονοκόμματη μονάχα αυτή τη σκέψη,
πως ό,τι λες είναι σωστό και τίποτα πια άλλο.
Όποιος θαρρεί πως μόνο αυτός τη φρόνηση κατέχει
ή έχει γλώσσα ή ψυχή που δεν την έχει άλλος,
άμα τον ψάξεις πιο βαθιά, θα δεις πως είναι κούφιος.
Για έναν άνδρα, και σοφό, διόλου ντροπή δεν είναι
το να μαθαίνει το σχοινί να μην παρατεντώνει.
Κοίτα στις ακροποταμιές τα δέντρα που λυγάνε
πώς σώζουν τα κλωνάρια τους κι όρθια παραμένουν·
μα όσα αντιστέκονται χάνονται απ' τη ρίζα.
Έτσι τη σκότα καραβιού όποιος γερά τραβάει
και δε λασκάρει το σκοινί, αναποδογυρίζει
και αρμενίζει στο εξής με ανάποδη καρίνα.
Μα δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε την καρδιά σου.
Αν, έστω και νεότερος, μπορώ να έχω γνώμη,
θα έλεγα τουλάχιστο πως στέκει πάνω απ' όλα
να γεννηθεί κανείς σοφός, τα πάντα να τα ξέρει·
κι αφού αυτό δε γίνεται, το πιο σωστό πια είναι
ν' ακούς καλοπροαίρετα όσους ορθά μιλάνε.

ΧΟΡΟΣ
Κι εσύ καλό 'ναι, βασιλιά, ν' ακούσεις, αν σου λέει
κάτι σωστό, κι εσύ αυτόν· κι οι δυο ορθά μιλάτε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στα γεροντάματα λοιπόν εμείς θα διδαχτούμε
νά 'χουμε γνώση από νιο μιας τέτοιας ηλικίας;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν είπα κάτι άδικο· κι αν ίσως είμαι νέος,
πρέπει τα έργα να κοιτάς κι όχι την ηλικία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έργο λοιπόν να σέβεσαι τους παραβάτες είναι;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ποτέ δε θα συμβούλευα να σέβεσαι τον άθλιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν πιάστηκε λοιπόν αυτή σε μια αρρώστια τέτοια;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ποτέ δε θα το πουν αυτό της Θήβας οι πολίτες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι η πόλη είναι που θα πει σ' εμένα τι να κάνω;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπεις ότι σου ξέφυγε αυτό σαν νά 'σουν νέος;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα άλλος ή μονάχα εγώ θα κυβερνώ την πόλη;

ΙΜΟΝΑΣ
Μα πόλη δε θα βρεις καμιά που να ανήκει σ' έναν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στον άρχοντά της το λοιπόν η πόλη δεν ανήκει;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όμορφα θα βασίλευες σε χώρα ερημωμένη…

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γυναίκας μοιάζει σύμμαχος να γίνεται ετούτος.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Αν η γυναίκα είσαι εσύ· εσένα προστατεύω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αντιμαχώντας, άθλιε, έτσι με τον πατέρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπω πως κάνεις κρίματα χωρίς κανένα δίκιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κρίμα το λες να σέβομαι την εξουσία πού 'χω;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Μα δε τη σέβεσαι τιμές θεών καταπατώντας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχρείο πλάσμα, μιαρό, ο δούλος μιας γυναίκας!

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ωστόσο δούλο στις ντροπές δε θα με βρεις ποτέ σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όλη η ευφράδεια είναι για κείνην μόνο.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μα και για σένα και για με και τους θεούς του Άδη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ δε θα την παντρευτείς πια ζωντανή ετούτη.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ο θάνατός της σίγουρα κι άλλον θα αφανίσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχεις το θράσος κι απειλές τώρα να εκτοξεύεις;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Τι απειλές να πει κανείς σε τέτοια άδεια φρένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φρένα θα βάλεις κλαίγοντας· η κεφαλή σου άδεια.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Τρελός πως είσαι θά 'λεγα, πατέρας αν δεν ήσουν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μη μ' εξοργίζεις, άθλιε, τσιράκι μιας γυναίκας.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Θέλεις μονάχα να μιλάς; Να μην ακούς ποτέ σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλήθεια λες; Στον Όλυμπο ορκίζομαι, να ξέρεις,
πως δε θα βρίζεις άθλια χωρίς να το πληρώσεις.
Φέρτε μου εδώ τη μισητή, ώστε μπροστά στα μάτια,
κοντά, στο πλάι του γαμπρού, αμέσως να πεθάνει.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όχι μπροστά μου βέβαια, στο νου σου μην το βάζεις·
ούτε αυτή θα σκοτωθεί ούτε κι εσύ ποτέ σου
το πρόσωπό μου θα το δεις μπρος στα δικά σου μάτια,
για να φρενιάζεις παλαβός στους φίλους που σ' αντέχουν.

ΧΟΡΟΣ
Όρμησε ο νέος, βασιλιά, καταναστατωμένος·
κι ο νους στην ηλικία αυτή βαραίνει όταν πονέσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας πάει, ας κορδώνεται πιότερο απ' τον καθένα,
μ' απ' το χαμό αυτές τις δυο δεν πρόκειται να σώσει.

ΧΟΡΟΣ
Έχεις στο νου σου και τις δυο να τις σκοτώσεις τώρα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εκείνη πού 'ναι αμέτοχη όχι, καλά το είπες.

ΧΟΡΟΣ
Την άλλη με ποιο θάνατο σκέφτεσαι ν' αφανίσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θα πάω σε απάτητο από ανθρώπους τόπο
και θα την κλείσω ζωντανή μες σε σπηλιά του βράχου,
βάζοντας λιγοστή τροφή, μονάχα για το ξόρκι,
για ν' αποφύγει η πόλη μας το μίασμα από τούτη.
Κι εκεί τον Άδη, το θεό που μόνο λογαριάζει,
ας τον θερμοπαρακαλεί να μην τη βρει ο Χάρος·
ή και θα μάθει στο εξής, αργά πολύ μονάχα,
πως σεβασμός πια στους νεκρούς είναι περίσσιος κόπος.

You might also like