You are on page 1of 16

Αισχύλος

ΧΟΗΦΟΡΟΙ [μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ [1-21]

ΟΡΕΣΤΗΣ

Χθόνιε Ερμή, συ που στην εξουσία σου είναι

του πατέρα μου η δύναμη, εισάκουσέ μου

και γίνου μου σωτήρας μου και σύμμαχός μου…

…………………………………………………………..

Φτάνω στη χώρα αυτή κι εξόριστος γυρίζω

και κράζω του πατέρα μου, σ᾽ αυτόν επάνω

του τάφου του τον όχτο να μ᾽ ακούσει.

…………………………………………………………..

Πλεξίδα του Ίναχου, που μ᾽ έθρεψε, προσφέρω

κι αυτή την άλλη στου πατέρα μου το πένθος·

γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό του

κι ουδέ το χέρι μου άπλωσα στην εκφορά του

…………………………………………………………..

Α!

Τι ᾽ναι που βλέπω; σαν ποιά να ᾽ναι η συνοδεία

των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων

που έρχονται δώθε; τί να φαντασθώ πως τρέχει;

μη βρήκε νέα τα σπίτια μας συμφορά πάλι;

Ή να πω κάλλια πως θα φέρνουνε στον τάφο

του πατέρα χοές, που τους νεκρούς πρααίνουν;

Βέβαια αυτό θα ᾽ναι· γιατί θαρρώ κι η Ηλέκτρα

προβαίν᾽ η αδερφή μου εδώ σε βαρύ πένθος·

Ω Δία, δώσε του πατέρα μας το φόνο


να εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου.

Πυλάδη, ας τραβηχτούμε για να μάθω αλήθεια

τί θέλει αυτών των γυναικών η λιτανεία.

[...]

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ [84-584]

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ήπιεν η γη, κι έχει ο πατέρας τις χοές μας·

μα κι ένα νέο παράξενο ν᾽ ακούστε τώρα.

ΧΟΡΟΣ

Λέγε μας· κι απ᾽ το φόβο μου πηδά η καρδιά μου.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα —

ΧΟΡΟΣ

Σαν τίνος, άντρα λες, ή βαθύζωνης κόρης;

ΗΛΕΚΤΡΑ

170Εύκολα να το φανταστεί μπορεί ο καθένας.

ΧΟΡΟΣ

Δε με διδάσκεις, αν κι είσαι πιο νέα, να μάθω;

ΗΛΕΚΤΡΑ

Άλλος δεν είναι, εκτός εγώ, να την προσφέρει;

ΧΟΡΟΣ

Εχθροί ᾽ναι κείνοι, που είχαν χρέος να τον πενθήσουν.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κι όμως στο χρώμα πολύ μοιάζει αυτή η πλεξίδα —

ΧΟΡΟΣ
Με ποιά μαλλιά; αυτό ᾽ναι που ήθελα να μάθω.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Με τα δικά μου πάρα φέρνουνε στο χρώμα.

ΧΟΡΟΣ

Μη να είναι τάχα, λες, δώρο κρυφό του Ορέστη;

ΗΛΕΚΤΡΑ

Με τις δικές μου ολότελα πλεξίδες μοιάζει.

ΧΟΡΟΣ

Και πώς εκείνος τόλμησε να ᾽ρθει εδώ πέρα;

ΗΛΕΚΤΡΑ

Το ᾽στειλε τάμα στου πατέρα μας τον τάφο.

ΧΟΡΟΣ

Όχι πιο λίγα αυτά που λες δάκρυα μου φέρνουν,

αν είναι να μη βάλει εδώ ποτέ πια πόδι.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Και μένα στην καρδιά μου ανέβηκ᾽ ένα κύμα

χολής, σα να με πέρασε σπαθί για πέρα,

κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες,

αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,

ότ᾽ είδα την πλεξίδ᾽ αυτή· γιατί ποιανού άλλου

να φανταστώ πως ημπορεί να ᾽ν᾽ αυτή η κόμη;

και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,

190η μάνα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη

μ᾽ αυτό η κακούργα τ᾽ όνομα για τα παιδιά της.

Μα και πώς πάλι να παραδεχτώ πως είναι

του Ορέστη δώρο τ᾽ ακριβό στολίδι τούτο,

του φίλτατού μας; κι αχ πώς με χαϊδεύ᾽ η ελπίδα!


Αλίμονο,

δεν ήταν να ᾽χε μίλημα και κρίση ανθρώπου,

να μη δερνόμουν δίγωμη μες σε ναι κι όχι,

μα ή την πετούσα αδίσταχτα μακριά με φρίκη,

αν από εχθρού μας κεφαλή θα ᾽ταν κομμένη,

ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίει μαζί μου,

στόλισμα και τιμή σ᾽ αυτόν τον τάφο επάνω.

Μα εσείς, θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες είστε

μέσα σε ποιούς χειμώνες σα θαλασσομάχοι

παραδέρνομ᾽ εμείς· μ᾽ αν είναι να σωθούμε,

δέντρο τρανό κι από μικρό φουντώνει σπόρο.

Μα νά και πατησιές — δεύτερο αυτό σημάδι,

όμοιες και παραλλάζουνε με τις δικές μου.

κι είναι τα χνάρια δυο ποδιώ στη γης γραμμένα,

του ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,

φτέρνες και γύροι των ποδιών να μετρηθούνε,

με τα σημάδια συμφωνούν των εδικών μου.

Ω πόνος που με παίρνει και το νου μου χάνω!

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος

κι ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό να ᾽βγουν.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Πως τάχα τί από χάρη τους καλό με βρήκε;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Έχεις εμπρός σου αυτούς που από καιρόν ευχόσουν.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Και πού γνωρίζεις συ, ποιον έκραζαν οι ευχές μου;


ΟΡΕΣΤΗΣ

Ξέρω πως μια ήταν όλη σου η λαχτάρα — ο Ορέστης.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Και σε τί τάχα να εισακούστηκαν οι ευχές μου;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εγώ είμαι ᾽κείνος· κι άλλον μη ζητάς πιο φίλο!

ΗΛΕΚΤΡΑ

220Μήπως μου πλέκεις κάποιο δόλο εμένα, ω ξένε;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τότε θα πει πως για τον ίδιο εμέ τον πλέκω.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Μα μήπως με τις συμφορές μου θες να παίζεις;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Με τις δικές μου τότες, αν με τις δικές σου.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ώστε να λέω πως μου μιλά εμπρός μου ο Ορέστης;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δε θες, ενώ τον ίδιο βλέπεις, να πιστέψεις.

μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες

και των ποδιών μου αναμετρούσες τα σημάδια,

σα να ᾽βλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου.

Φέρ᾽ την κοντά και ιδές πὄχει κοπεί η πλεξίδα

απ᾽ τα μαλλιά μου αυτά, που είν᾽ όμοια τα δικά σου.

Δες και το φάδι αυτό, διάσιμο του χεριού σου,

με ξόμπλια της σαΐτας σου γραφτά κυνήγια.

Κράτα το νου σου κι η χαρά σου ας μη ξεσπάσει,

γιατί πικροί μάς είναι, ξέρω, οι φίλτατοί μας.


ΗΛΕΚΤΡΑ

Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,

της σωτηρίας μας η πολύκλαυτη η ελπίδα,

έχε στη δύναμή σου θάρρος και θα πάρεις

πίσω το θρόνο του πατέρα μας· ω μάτια,

γλυκύτατά μου μάτια, πὄχετε για μένα

τέσσερ᾽ αγάπης μερδικά· γιατ᾽ έχω χρέος

πατέρα μου να σ᾽ ονομάζω, και μιας μάνας,

που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,

και της θυσιασμένης άσπλαχν᾽ αδερφής μου,

κι αδέρφι ᾽σαι πιστό που ήρθες να με τιμήσεις.

Μόνον η Δύναμη κι η Δίκη με τον τρίτο

τον Δία τον παντοδύναμο ας μου συντρέξουν.

[....]

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δε θα προδώσει ο αλάθευτος χρησμός του Φοίβου,

που μ᾽ έσπρωξε σ᾽ αυτόν τον κίντυνο και τόσο

με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες

και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα,

αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατέρα

κι αν μ᾽ όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω,

με μια άγρια λύσσα που άλλη πλερωμή δε στρέγει·

κι αλλιώς, θα το πλερώσω εγώ με τη ζωή μου,

μ᾽ όσα πολλά κι αγλύκαντα θα μέ ᾽βρουν πάθη.

Γιατ᾽ είπε, φανερώνοντας των χολιασμένων

κάτω απ᾽ τον Άδη τις οργές, φριχτές αρρώστιες

πως θ᾽ αδράξουν τις σάρκες: λέπρες να σπαράζουν


μ᾽ άγριες σαγόνες και παράλλαμα να κάνουν

την αρχαία τη φύση του κορμιού, που ύστερ᾽ απάνω

απ᾽ τις πληγές του άσπρα μαλλιά θα το σκεπάσουν.

Κι άλλες των Ερινύων πληγές μου έλεγε ακόμα

που απ᾽ τ᾽ ανεκδίκητο θα ᾽ρθουν πατρικό αίμα.

[.....]

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ [653 - 782]

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σκλάβε, ε συ σκλάβε! δεν ακούς που χτυπά η πόρτα;

δεν είν᾽ μέσα κανείς; σκλάβε, ματά σου κράζω·

νά, που φωνάζω τρεις φορές για νά ᾽βγει κάποιος,

αν είν ᾽το σπίτι του Αίγιστου ανοιχτό στον ξένο.

ΔΟΥΛΟΣ

Καλά, σ᾽ ακούω· ποιός ο ξένος; κι από πούθε;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δώσε είδηση σ᾽ αυτούς, που μέσα ᾽δω είν᾽ αφέντες

και που ήρθα ξάργου να τους φέρω κάτι νέα·

μα βιάσου· γιατί βιάζεται κι η νύχτα, βλέπεις,

με το μαύρο τ᾽ αμάξι της κι οι στρατολάτες

ώρα να ρίξουν άγκυρα σε κάποιο χάνι.

ας έβγει έξω κανείς πὄχει εξουσία ᾽δω μέσα,

είτε νοικοκυρά — μα κάλλιο θα ᾽ταν άντρας·

γιατί τα λόγια η συστολή δεν τα μπερδεύει

πόχει κανείς να πει, και μιλά με πιο θάρρος

άντρας στον άντρα κι ανοιχτά τα ξεδιαλύνει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λέγετε ξένοι, ό,τι χρειάζεσθε· γιατί όλα

θα βρείτε όσα ταιριάζει να ᾽χουν τέτοια σπίτια.

670θερμό λουτρό, και μαλακό στην κούρασή σας

κρεβάτι, κι ανοιχτής καρδιάς την παρουσία·

αν όμως σπουδαιότερη σας φέρνει ανάγκη,

αυτό ᾽ναι των αντρών δουλειά και ειδοποιούμε.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ξένος είμαι, Δαυλιώτης από τη Φωκίδα·

καθώς για τ᾽ Άργος ξεκινούσα φορτωμένος

τα πράματά μου μόνος μου, έτσι όπως ήρθα,

με σίμωσ᾽ ένας που δε γνώριζα — κατόπι

το ᾽μαθ᾽ απ᾽ την κουβέντα: Στρόφιος Φωκιδιώτης·

κι αφού για πού με ρώτησε κι είπε και κείνος,

μου λέει· «αφού έτσι κι έτσι, ξένε, πας για τ᾽ Άργος,

θυμήσου να πεις για τον Ορέστη στους γονιούς του,

πώς πέθανε· και κοίταξε μην τ ᾽αμελήσεις·

[....]

ΒΥΖΑΣΤΡΑ

Τον Αίγισθο η βασίλισσα πρόσταξε αμέσως

να τρέξω για τους ξένους που ήρθαν να καλέσω

κι άντρας απ᾽ άντρα νά ᾽ρθει ο ίδιος να εξετάσει

πιο καθαρά το νέο το μήνυμα που φέραν.

Και μπρος στους δούλους έκανε τη λυπημένη,

μα μέσα κρύβανε τα μάτια τη χαρά της,

γιατ᾽ όλα στο καλύτερο βγήκαν για κείνη,

ενώ τα σπίτια αυτά κακήν του κακού πάνε

με τα σωστά που φέρανε μαντάτα οι ξένοι.


Α, πώς θα ευφράνει βέβαια τη ψυχή του εκείνος

σα μάθει αυτή την είδηση· ω αλίμονό μου,

πόσο οι παλιές και τόσες συμφορές, που ετύχαν

αβάσταγες μες στα παλάτια αυτά του Ατρέα,

μου σπάραζαν τα σωθικά μέσα στα στήθια!

μα άλλη μια τέτοια δε δοκίμασα ως τα τώρα

γιατί με υπομονή τα τράβηξα όλα τ ᾽άλλα·

μα τον Ορέστη μου, την έγνοια της ψυχής μου,

π᾽ από μάνας κοιλιά δέχτηκα κι έθρεψά τον —

πόσα ξενύχτια ορθή στο πόδι απ᾽ τις φωνές του

και πόσα βάσανα ανωφέλευτα για μένα

δεν πέρασα!.......

τώρα μαθαίνω η άμοιρη το θάνατό του,

και πάω να ᾽βρω αυτόν πὄχει ρημάξει τούτα

τα σπίτια· αχ, τί χαρά θα κάμει σαν τ᾽ ακούσει.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Και πώς του παραγγέλνει να ᾽ρθει ετοιμασμένος;

ΒΥΖΑΣΤΡΑ

Τί πώς; ξηγήσου πιο καλά, να καταλάβω.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Με τη φρουρά του, ή δίχως συνοδειά, μονάχος;

ΒΥΖΑΣΤΡΑ

Μ᾽ όλους μαζί του τους φρουρούς αρματωμένος.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Λοιπόν αυτό μην του το πεις, αν του ᾽χεις έχθρα,

μα να ᾽ρθει μόνος, μη τυχόν και τον τρομάξεις,

πες του έτσι, όσο πιο γρήγορα, με φαιδρήν όψη·


στο χέρι σου είναι, κρυφό σχέδιο να πετύχει.

[.....]

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ [838-934]

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Μήνυμα μού ήρθε κι έτσι ακάλεστος δε φτάνω.

καινούριαν είδηση έμαθα πως κάποιοι ξένοι

ήρθαν απ᾽ έξω κι έφεραν, όπου καθόλου

δεν είναι να χαρεί κανείς — πως πάει ο Ορέστης·

και τούτο ακόμη να μας βρει, γι᾽ αυτά τα σπίτια

θα ήταν αιματοστάλαχτη πληγή στις πρώτες

π᾽ ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε.

Μα πώς να το σκεφτώ; και να ᾽ναι τάχ᾽ αλήθεια;

ή λόγια από γυναίκειους φόβους γεννημένα,

που έτσι ξεσπούν με μιας και σβήνουν έτσι πάλι;

Μα εσύ μην ξέρεις τίποτα να μας φωτίσεις;

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Τ᾽ ακούσαμε κι εμείς, μα κάλλιο να περάσεις

μέσα και να εξετάσεις μόνος σου τους ξένους·

γιατί όσα οι άλλοι να σουν πουν, αξία δεν έχουν,

όσο αν τα μάθεις απ᾽ αυτούς τα πάντα ο ίδιος.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Θέλω και γω το μηνυτή να δω και μάθω

αν ήταν εκεί μπρος που πέθαινε κοντά του,

ή αν έτσι απ᾽ ακουστά λόγια τ᾽ αέρα λέει·

μα εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιούμαι.

[....]
ΔΟΥΛΟΣ

Αλί και παναλί! χτυπήσαν τον αφέντη·

αλί, πάλι ξανά και τρεις φορές φωνάζω·

τέλειωσε, πάει ο Αίγισθος· ανοίξετέ μας

ευτύς αμέσως· ξεμπαρώσετε τις πόρτες

του γυναικείου· μα εδώ χρειάζετ᾽ άντρας κι άντρας,

όχι γι᾽ αυτόν — τι τ᾽ όφελος; πάει πού πάει.

Ε σεις, ε σεις!

Βροντώ σε κουφού πόρτα κι άγνοιαστοι κοιμούνται·

του κάκου κράζω· που ᾽ναι η Κλυταιμνήστρα, που ᾽ναι

μα τώρα κι αυτής φαίνεται στη κόψη απάνω

στέκει ο λαιμός, να πέσει δίκια χτυπημένος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τί τρέχει; τί ν᾽ αυτή που σήκωσες η αντάρα;

ΔΟΥΛΟΣ

Σκοτώνουν, λέω, το ζωντανό οι πεθαμένοι.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Οϊμέ!

Κατάλαβα τί παν να πουν τα αινίγματά σου·

με δόλο, όπως σκοτώσαμε, και θα χαθούμε·

μ᾽ ας δώσει ένας ευτύς το αντρόφονο πελέκι,

να δούμε αν θα νικήσουμε ή θα νικηθούμε,

μια που ως εδώ κατάντησε το κακό νά ᾽ρθει.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σένα και ᾽γω ζητώ· όσο γι αυτόν, καλά ᾽ναι.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Νεκρός, αλί μας, Αίγισθέ μου αγαπημένε.


ΟΡΕΣΤΗΣ

Τον αγαπάς αυτόν; λοιπόν στον ίδιο τάφο

μαζί, δε θα τον χωριστείς νεκρόν ποτέ σου.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Στάσου, παιδί μου! τούτο καν σεβάσου, γιε μου,

το στήθος, που συχνά κοιμισμένος επάνω

άρμεξες με τα γούλια σου θραφτερό γάλα.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τί λες Πυλάδη; μάνα — πώς να τη σκοτώσω;

ΠΥΛΑΔΗΣ

Πού πάνε του Λοξία λοιπόν τότε οι μαντείες,

της Πυθώς ο χρησμός κι η ορκοδεμένη πίστη;

κάλλια όλους να ᾽χεις παρά τους θεούς εχθρούς σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δίκιο έχεις, κρίνω! και σωστή ᾽ναι η συμβουλή σου.

Έρχου μαζί· δίπλα του θέλω να σε σφάξω,

γιατί πιο κάλλιο απ᾽ τον πατέρα μου τον είχες

σαν ήταν στη ζωή· λοιπόν και πεθαμένη

κοιμού μαζί του· αφού τον αγαπάς αυτόν

κι αποστρέφεσαι κείνον που ήταν ν ᾽αγαπούσες.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σ᾽ έθρεψα εγώ, μαζί σου να γεράσω θέλω.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Του πατέρα μου φόνισσα μ᾽ εμέ να ζήσεις;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Η Μοίρα, γιε μου, σ᾽ όλ᾽ αυτά είναι η αιτία.


ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι αυτόν σου ετοίμασε λοιπόν το φόνο η Μοίρα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Καθόλου, γιε μου, δε ψηφάς κατάρες μάνας;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Με γέννησες στη συμφορά για να με ρίξεις.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Δε σ᾽ έριξα παρά σε σπίτια φιλικά μας.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πουλήθηκ᾽ άτιμα, γιος λεύτερου πατέρα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Και που ᾽ναι η πλερωμή που δέχτηκα για σένα;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ντρέπομαι αυτή σου την πομπή να πω ίσα πέρα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μα πες και του πατέρα σου τ᾽ άδικα τότε.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μέσα στα σπίτια εσύ, μην κρίνεις το ξωμάχο.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Να κλαις γυναίκες, που ο άντρας τους, παιδί μου, λείπει.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Στην ησυχία τους ζουν κι ο κόπος των τις θρέφει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Το ᾽χεις το βλέπω απόφαση να με σκοτώσεις.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Συ θα σκοτώσεις, όχι εγώ, τον εαυτό σου.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Φυλάξου από τις μάνας σου τις άγριες σκύλες.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι απ᾽ του πατέρα μου πώς θα σωθώ, αν σ᾽ αφήσω;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Θαρρώ, του κάκου, ζωντανή κλαίω μπρος σε τάφο!

ΟΡΕΣΤΗΣ

Την καταδίκη σου όρισε πατέρα φόνος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλί μου εγώ, που γέννησα κι έθρεψα φίδι!

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τί μάντης βρήκε του ονείρου σου αλήθεια ο φόβος!

σκότωσες εκείνον που δεν έπρεπε· το ίδιο πάθε.

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Κλαίω τη μαύρη, εγώ, τη μοίρα και των δυο των,

μ᾽ αφού στην κορφήν έφτασε τόσων αιμάτων

ο άθλιος ο Ορέστης, πιο καλά τουλάχιστο έχω

το μάτι των σπιτιών να μη σβήσει για πάντα.

[....]

ΕΞΟΔΟΣ [973-1076]

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δείτε τους διπλούς της χώρα μας τυράννους

τους πατροκτόνους μου και σπιτοκαταλύτες·

περήφανοι, ως στερνά που κάθονταν στο θρόνο,

έτσι και τώρα είν᾽ ενωμένοι, καθώς δείχτουν,

στη συμφορά των και πιστοί στον όρκο που είπαν·

γιατ᾽ είχαν μ᾽ όρκο συμφωνήσει, να σκοτώσουν


τον άθλιο τον πατέρα μου και να πεθάνουν

κι οι δυο μαζί — και κράτησαν πιστά τον όρκο.

[...]

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο, τί φοβερά κακά·

τη βρήκε θάνατος φριχτός·

αλίμονο, και για όποιο αργεί,

τέλος ανθίζει η συμφορά.

[...]

Κανείς άνθρωπος δίχως κακό στη ζωή του

ως το τέλος αζήμιωτος δε θα περάσει.

Αλί του!

τώρα η μια συμφορά κι η άλλη αμέσως θα φτάσει.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Α! α!

Πιστές μας σκλάβες, να τις κείνες σα Γοργόνες

σταχτόμαυρα ντυμένες, πλοκαμοζωσμένες

1050μ᾽ αρμαθιές φίδια· δε μπορώ πια εδώ να μείνω.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Ποιές φρεναπάτες, πολυαγάπητε, σε δέρνουν;

θάρρος· κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είναι φρεναπάτες τούτα μου τα πάθη·

της μάνας μου είναι, νά! οι σκύλες οι ογισμένες.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Γιατ᾽ είν᾽ νωπό το αίμα των χεριών σου ακόμα


κι αυτό ᾽ναι που σου φέρνει ταραγμό στο νου σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Απόλλωνα σωτήρα! πόσο αυτές πληθαίνουν

και στάζουν απ᾽ τα μάτια τους μισητόν αίμα!

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Μα υπάρχει καθαρμός κι όταν σ᾽ αγγίξει ο Φοίβος,

από τις συμφορές σου αυτές θα σε γλιτώσει.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εσείς δε θα τις βλέπετε, μα εγώ τις βλέπω

και δρόμο παίρνω· δεν μπορώ πια εδώ να μείνω.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Πήγαινε στην ευχή! κι ο θεός καλόσκεπός σου

για τύχες πιο καλύτερες ας σε φυλάει.

ΧΟΡΟΣ

Νά κι ο τρίτος που ξέσπασε πάνω σ᾽ αυτά

τα παλάτια ξανά

μ᾽ άγριαν άξαφνη μπόρα χειμώνας.

Πρώτην έκαμε αρχή του Θυέστη, οϊμέ,

το φριχτό παιδοφάγωμα εκείνο.

Δεύτερ᾽ ήρθ᾽ η σειρά του γενναίου βασιλιά

που σφαγμένος εχάθηκε μες σε λουτρό,

ο αρχηγός των Ελλήνων!

Τώρα πάλ᾽ ήρθε τρίτο από κάπου — μα πώς

σωτηρία ή χαμό να το πω;

Αχ! πού τάχα θα βγει και πού θα σταθεί,

ησυχία να βρει αυτ᾽ η άγρια η Λύσσα;

You might also like