Professional Documents
Culture Documents
Σημειώσεις
Σημειώσεις
Νίκος Θεοχαράκης
Μάρτιος 2010
Σημείωση
Για τις σημειώσεις αυτές διατηρώ το copyright αλλά επιτρέπω ελεύθερα την
αναπαραγωγή και διανομή τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς και υπό την προϋπόθεση
ότι η διανομή τους γίνεται με το κείμενο χωρίς προσθήκες, αφαιρέσεις και μεταβολές
εντελώς δωρεάν και μέσα στο πλαίσιο δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στα οποία
η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν.
Τα αποθέματα μεταβάλλονται μέσω των ροών. Αν είχα χτες το πρωί στις 9:00
(χρονική στιγμή), 150 τεμάχια συγκεκριμένου εμπορεύματος στο ράφι και παρέλαβα
20 τεμάχια ενώ πώλησα 10 μέσα στην χθεσινή μέρα (χρονική περίοδος), το απόθεμά
μου σήμερα το πρωί στις 9:00 θα είναι 160. Αντίστοιχα ο πληθυσμός μια χώρας [ο
οποίος σημειωτέον απογράφεται κάθε δεκαετία] την ημέρα της απογραφής αποτελεί
απόθεμα. Θα μεταβληθεί μέσα από ροές θετικά (δηλ. θα αυξηθεί) από τις γεννήσεις
και από την μετανάστευση προς την χώρα αυτή και θα μεταβληθεί αρνητικά (δηλ. θα
μειωθεί) από τους θανάτους και από την μετανάστευση σε άλλες χώρες.
Παραδείγματα.
1. Τα στοιχεία που εμφανίζονται στον ισολογισμό μιας εταιρίας είναι συνήθως
αποθέματα: Για αυτό βλέπουμε τον ισολογισμό που αφορά σε μια εταιρική χρήση,
π.χ., την χρήση από 1/1/2007 έως 31/12/2007 να αναφέρεται στην 31η Δεκεμβρίου
2007, δηλαδή την ημέρα που κλείνει η χρήση. Το Ενεργητικό, το Παθητικό και η
Καθαρή Θέση είναι αποθέματα. Εγγραφές στον ισολογισμό όπως «αποθέματα» ή
«διαθέσιμα» ή «ταμείο» ή «καταθέσεις όψεως και προθεσμίας» «μακροπρόθεσμες
υποχρεώσεις» «απαιτήσεις» είναι σαφώς αποθέματα. Οι αποσβέσεις όμως που
αφαιρούνται από την «αξία κτήσεως» ενός παγίου για να την μετατρέψουν σε
«αναπόσβεστη αξία» (απόθεμα) είναι ροές. Αντίθετα η «Κατάσταση Λογαριασμού
Αποτελεσμάτων Χρήσεως 1/1/2007-31/12/2007» περιέχει ροές όπως «Κύκλος
εργασιών» «πωλήσεις» «έξοδα διάθεσης» «κέρδη / ζημιές χρήσεως». Τα αποθέματα
μεταβάλλονται μέσα στην χρήση. Με τον ισολογισμό παίρνουμε μια «φωτογραφία»
στο κλείσιμό της. Για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τι έγινε οι ισολογισμοί
παραθέτουν και τα αντίστοιχα στοιχεία την ημέρα που έκλεινε η προηγούμενη χρήση,
ώστε να αντιληφθούμε πως άλλαξε η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.
Αντίθετα στα Αποτελέσματα Χρήσεως, βλέπουμε τα έσοδα και της δαπάνες ανά
κατηγορία της επιχείρησης μέσα στην χρήση και τα κέρδη ή της ζημίες της.
Φυσικά δεν περιμένω να καταλάβετε και πολλά πράγματα, ίσως το μάθημα της
Λογιστικής σας βοηθήσει κάπως, αλλά μπορείτε να πάρετε μια ιδέα και θα πρέπει να
μπορείτε να πείτε ποια μεγέθη είναι ροές και ποια αποθέματα. Από τις παρατηρήσεις
επίσης μπορείτε να καταλάβετε πόσο πολύπλοκη είναι η κατασκευή ενός
οικονομικού μεγέθους και ότι στηρίζεται πάνω σε πλείστες όσες υποθέσεις.
2. Η δήλωση «ήπια δύο πορτοκαλάδες χθες», δηλ. «όλη την χθεσινή ημέρα
κατανάλωσα δύο πορτοκαλάδες» αφορά σε ροή, ενώ η δήλωση «έχω δύο
πορτοκαλάδες στο ψυγείο» (τώρα ή χθες το μεσημέρι) αφορά σε απόθεμα.
Απασχολούμενοι
1 (1,9) Άνεργοι
(137,1) (8,8)
3 (2,1)
6 (3,6)
4 (2,0)
Εκτός
2 (3,9) Εργατικού
Δυναμικού.
(74,7) 5 (1,9)
4. Αντίθετα το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν που μετρά την αξία των αγαθών και
υπηρεσιών που παρήχθησαν μέσα στα σύνορα μιας χώρας σε ένα συγκεκριμένο
χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα μέσα σε ένα έτος, αποτελεί ροή. Το ίδιο μέγεθος
μπορεί να το προσεγγίσουμε με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι το ΑΕΠ, προσπαθούμε
να το συλλάβουμε μέσα από τρεις διαφορετικές διαδικασίες: (α) την παραγωγή (β)
την δαπάνη και (γ) το εισόδημα. Το ΑΕΠ είναι μια κλασική περίπτωση οικονομικού
Στην επόμενη σελίδα θα δείτε το ΑΕΠ της Ελλάδας όπως αποτυπώθηκε από
την ΕΣΥΕ. Παρατηρείστε ότι η ΕΣΥΕ αναφέρει το ΑΕΠ και σε τρέχουσες και σε
σταθερές τιμές του προηγουμένου έτους.
2
«Yet again, the services rendered by women enter into the dividend when they are rendered in
exchange for wages, whether in the factory or in the home, but do not enter into it when they are
rendered by mothers and wives gratuitously to their own families. Thus, if a man marries his
housekeeper or his cook, the national dividend is diminished. These things are paradoxes.», Arthur C
Pigou,. The Economics of Welfare. London: Macmillan and Co., 1932 (4η έκδοση). [1η έκδοση 1920],
Pt I, Ch. III. Ηλεκτρονική έκδοση http://www.econlib.org/library/NPDBooks/Pigou/pgEW3.html
Κωδ.
ESA 95
I.Τρέχουσες τιμές 2000 2001 2002 2003 2004* 2005* 2006* 2007* 2008* I.Current prices
II. Σταθερές τιμές προηγούμενου έτους 2001 2002 2003 2004* 2005* 2006* 2007* 2008* II.Constant prices of the previous year
Πληροφορίες: A. ΠΑΤΕΡΑΚΗ
Τηλέφωνο: 210 48 52 082
email: : anapat@statistics.gr
2. Χρονολογικές σειρές, διαστρωματικά δεδομένα, panel data και
αριθμοδείκτες
Μια άλλη διάκριση μεταξύ οικονομικών στοιχείων είναι αυτή που αφορά την
διάκριση σε χρονολογικές σειρές, διαστρωματικά δεδομένα, panel data και
αριθμοδείκτες..
Μπορεί να έχουμε χρονολογική σειρά από ροές (π.χ., την εξέλιξη του ΑΕΠ
ανά έτος) ή αποθέματα (π.χ., την εξέλιξη της ανεργίας ανά τρίμηνο). Μπορεί να
αφορά στην μέση τιμή ενός μεγέθους σε μία χρονική περίοδο (π.χ., την μέση τιμή του
ασημιού σε ένα μήνα). Οι χρονολογικές σειρές αφορούν σε συγκεκριμένες χρονικές
περιόδους ή διαστήματα. Μπορεί να είναι ημερήσιες (π.χ., η τιμή μιας μετοχής ή
ενός μετάλλου ή μιας νομισματικής ισοτιμίας), εβδομαδιαίες, μηνιαίες, τριμηνιαίες ή
ετήσιες. Συχνά είναι μέσοι όροι (π.χ., η μέσος όρος της ημερήσιας τιμής κλεισίματος
του χρυσού ανά μήνα το 2005).3
Πολλές φορές ένα μέγεθος από μόνο του δεν αρκεί. Στην περίπτωση της
ανεργίας μας απασχολεί και η σύνθεσή της. Για τον λόγο αυτό συλλέγουμε στοιχεία
για την διάρκειά της. Μας απασχολεί περισσότερο ένας μακροχρόνια άνεργος, δηλ.,
κάποιος που είναι άνεργος πάνω από 12 μήνες, από κάποιον που έχει μείνει άνεργος
για τρεις μήνες.4 Ειδικό ενδιαφέρον υπάρχει για την ανεργία των νέων (κάτω των 25
ετών) ή των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ή των γυναικών. Ενδιαφέρον επίσης
υπάρχει για την ανεργία ανά γεωγραφική περιφέρεια ή ανά εκπαιδευτικό επίπεδο. Η
διάρθρωση ενός μεγέθους μπορεί να μας πει πολλά για το τι πολιτικές πρέπει να
εφαρμόσουμε.
3
Μπορεί ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις οι χρονικές στιγμές που μετρήθηκε μια μεταβλητή να
μην απέχουν το ίδιο μεταξύ τους (π.χ., ανώτατη τιμή ασημιού μέσα στο έτος. Σε αυτήν την περίπτωση
μπορεί η ανώτατη τιμή το 2005 να ήταν τον Δεκέμβριο, το 2006 τον Ιανουάριο και το 2008 τον
Φεβρουάριο). Βεβαίως οι μετρήσεις γίνονται μέσα σε δεδομένα και ίσα χρονικά διαστήματα.
4
Ας σημειωθεί ότι πρέπει να καταλαβαίνουμε τι μετράμε. Η διάρκεια της ανεργίας εδώ σημαίνει
πόσους μήνες είναι κάποιος άνεργος όταν ρωτήθηκε. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από το πόσο
διάστημα θα μείνει άνεργος μέχρι να βρει δουλειά ή να αποχωρήσει από το εργατικό δυναμικό. Είναι
διαφορετικό να ρωτάς τους επιβάτες στην στάση του λεωφορείου πόσην ώρα περιμένουν και
διαφορετικό να ξέρεις πόσην ώρα θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι να έρθει το επόμενο λεωφορείο.
Βλ. George A Akerlof & Brian G. M. Main, «Unemployment Spells and Unemployment Experience»,
American Economic Review, τόμος 70, τεύχος 5, σσ. 885-93, Δεκέμβριος 1980.
ΣΥΝΟΛΟ 532,1 489,2 491,3 519,0 558,9 543,3 536,4 580,4 565,0 519,3 504,7 504,9 515,4 478,4 468,6 513,4 524,0 462,1 458,9 476,0 487,7 441,8 439,2 471,1
Ηταν σε διαθεσιµότητα 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0
∆εν άρχισε ακόµη 0,9 1,1 1,9 0,7 7,0 5,5 5,3 7,7 1,8 2,2 3,3 7,3 5,8 4,2 5,2 8,5 3,7 3,1 2,2 3,3 3,8 1,3 1,6 2,7
Εχει βρει µία εργασία που θα
αναλάβει αργότερα 20,0 10,0 8,9 16,2 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0
Λιγότερο από 1 µήνα 21,6 19,3 23,7 23,2 19,0 20,4 24,4 31,8 15,2 17,8 24,7 29,6 28,8 23,4 25,4 40,3 16,7 15,0 21,3 31,7 17,6 14,4 17,6 24,7
1 - 2 µήνες 43,4 31,0 41,3 50,2 45,8 37,2 48,2 56,8 45,2 42,6 51,8 61,3 69,8 59,0 56,0 76,4 53,9 35,5 42,8 54,3 48,6 34,5 38,6 54,0
3 - 5 µήνες 78,5 60,2 51,4 66,6 95,3 65,5 52,1 69,2 94,9 68,7 56,9 61,9 69,3 59,0 53,6 60,5 95,1 67,7 59,3 59,8 83,1 56,0 50,1 56,1
6 - 11 µήνες 81,9 90,9 88,9 77,3 88,8 97,0 89,9 89,8 88,2 85,1 79,8 71,7 72,7 73,2 72,4 71,4 88,3 86,9 82,8 76,7 75,8 77,7 72,6 68,0
12 µήνες και άνω 285,9 276,7 275,2 284,8 302,9 317,8 316,5 325,0 319,6 303,0 288,2 273,2 269,0 259,6 256,0 256,3 266,4 253,8 250,6 250,2 258,9 257,8 258,8 265,7
ΝΕΟΙ 250,7 241,1 245,6 242,7 232,8 257,6 256,8 261,3 247,3 240,4 241,4 233,1 238,2 229,7 230,6 228,2 206,2 190,7 197,1 193,5 189,7 184,0 192,2 194,3
Ποσοστό (%) Νέων Ανέργων 47,1 49,3 50,0 46,8 41,6 47,4 47,9 45,0 43,8 46,3 47,8 46,2 46,2 48,0 49,2 44,5 39,4 41,3 43,0 40,7 38,9 41,6 43,8 41,2
Ποσοστό (%) Μακροχρόνια Ανέργων 53,7 56,6 56,0 54,9 54,2 58,5 59,0 56,0 56,6 58,3 57,1 54,1 52,2 54,3 54,6 49,9 50,8 54,9 54,6 52,6 53,1 58,4 58,9 56,4
S301_SJO_1_TS_Q2_98_Q2_08_6_Y.xls:Τ6_ΑΝΕΡ_9807 σελ. 78
Πίνακας 6: Άνεργοι (σε χιλιάδες) ηλικίας 15 ετών και άνω κατά διάρκεια χρόνου ανεργίας, για τα έτη 1998 - 2008 (B΄ τρίµηνο) ανά τρίµηνο
ΣΥΝΟΛΟ 543,8 492,7 485,9 500,4 502,4 466,9 469,8 470,9 473,1 427,4 408,3 429,1 445,7 398,0 387,5 396,5 406,5 357,1
Ηταν σε διαθεσιµότητα 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0
∆εν άρχισε ακόµη 3,9 4,5 4,2 5,6 5,0 3,6 4,7 5,9 2,8 1,5 2,4 3,4 3,5 3,3 3,4 3,9 3,5 2,5
Εχει βρει µία εργασία που θα
αναλάβει αργότερα 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0
Λιγότερο από 1 µήνα 26,0 16,3 19,1 27,3 22,2 21,0 22,9 26,6 11,4 11,9 12,2 20,1 18,1 16,0 19,0 21,0 21,1 16,7
1 - 2 µήνες 55,2 35,3 44,3 55,3 54,2 41,7 44,8 51,2 39,1 28,8 32,3 50,8 57,6 45,9 43,8 57,2 63,9 43,6
3 - 5 µήνες 92,4 62,1 50,4 54,8 71,1 56,5 53,9 60,1 83,8 58,5 50,5 49,6 75,7 54,8 47,6 56,9 70,2 51,9
6 - 11 µήνες 93,4 96,2 88,1 78,3 80,2 82,4 84,5 82,2 82,3 80,9 72,1 70,0 72,1 69,7 61,3 55,3 54,1 58,6
12 µήνες και άνω 272,9 278,3 279,7 279,0 269,7 261,6 259,0 244,9 253,6 245,9 238,8 235,2 218,6 208,2 212,5 202,1 193,7 183,8
ΝΕΟΙ 217,6 212,6 206,3 203,7 186,9 178,6 175,7 171,0 158,6 156,8 155,4 155,3 148,0 139,9 143,6 141,1 135,6 130,3
Ποσοστό (%) Νέων Ανέργων 40,0 43,1 42,5 40,7 37,2 38,2 37,4 36,3 33,5 36,7 38,1 36,2 33,2 35,2 37,1 35,6 33,36 36,5
Ποσοστό (%) Μακροχρόνια Ανέργων 50,2 56,5 57,6 55,8 53,7 56,0 55,1 52,0 53,6 57,5 58,5 54,8 49,1 52,3 54,8 51,0 47,65 51,5
S301_SJO_1_TS_Q2_98_Q2_08_6_Y.xls:Τ6_ΑΝΕΡ_9807 σελ. 88
Τον πίνακα της προηγούμενης σελίδας μπορεί να τον κατανοήσουμε καλύτερα με την
χρήση διαγραμμάτων. Τα διαγράμματα αυτά έγιναν με λογισμικό τύπου spreadsheet,
όπως εν προκειμένω το MS Excel. Επιλέγω τι θέλω να δω. Εν προκειμένω θέλω να
δω πρώτα πως εξελίχθηκε η ανεργία στα τελευταία δέκα χρόνια. Θέλω επίσης να δω
πως εξελίχθηκε η ανεργία των νέων και των μακροχρόνια ανέργων. Το πρώτο
διάγραμμα δείχνει πως εξελίχθηκε ο αριθμός των ανέργων στο σύνολο καθώς και των
νέων και των μακροχρόνια (δηλ., πάνω από 12 μήνες) ανέργων. Παρατηρούμε ότι,
παρά τις διακυμάνσεις ο αριθμός των ανέργων, αν και υψηλός, μειώνεται και στα
τρία μεγέθη.
Άνεργοι (σε χιλιάδες) ηλικίας 15 ετών και άνω, νέοι και μακροχρόνια άνεργοι για τα έτη 1998-2008 (Β'
τρίμηνο) ανά τρίμηνο
600
500
400
Άνεργοι (σε χιλιάδες)
300
200
100
0
Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β
1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008
Τρίμηνο
100% 600
90%
500
80%
70%
400
50% 300
40%
200
30%
20%
100
10%
0% 0
Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β
1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008
Τρίμηνο
Παρατηρούμε τώρα ότι ενώ έχει μειωθεί κάπως το ποσοστό των ανέργων που είναι
νέοι (από 47,1% πήγε στο 36,5%), το ποσοστό των ανέργων που είναι μακροχρόνια
άνεργοι (περίπου 1 στους 2) παραμένει το ίδιο.
Το τρίτο διάγραμμα μας δείχνει την διάρθρωση της ανεργίας ανά διάρκεια. Κάθε
σειρά «επιτίθεται» (δηλ. τοποθετείται επάνω) από την άλλη ώστε η πάνω γραμμή να
μας δίνει την εξέλιξη του αριθμού των συνολικών ανέργων.
Άνεργοι (σε χιλιάδες) ηλικίας 15 ετών και άνω κατά διάρκεια χρόνου ανεργίας
για τα έτη 1998-2008 (Β τρίμηνο) ανά τρίμηνο
600
500
400
Άνεργοι (σε χιλιάδες)
300
200
100
0
Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β Γ Δ Α Β
1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008
Τρίμηνο
Λιγότερο από 1 μήνα 1-2 μήνες 3-5 μήνες 6-11 μήνες 12 μήνες και άνω
Εξέλιξη της τιμής και του όγκου της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στο
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών στην περίοδο 12/10/2008-12/10/2009.
Πηγή: www.in.gr
Στο πάνω τμήμα του διαγράμματος φαίνεται η εξέλιξη της τιμής της μετοχής σε
ράβδους. Το εύρος της κάθε ράβδου δείχνει την ανώτατη και την κατώτατη τιμή της
μετοχής σε ευρώ μέσα στην συγκεκριμένη ημέρα διαπραγμάτευσης. Η μικρή
οριζόντια γραμμή στα δεξιά δείχνει την τιμή κλεισίματος και στα αριστερά την τιμή
που άνοιξε η μετοχή. Το κάτω μέρος του διαγράμματος δείχνει τον όγκο της μετοχής,
δηλ. πόσα τεμάχια διαπραγματεύθηκαν μέσα στην ημέρα. Πάνω από το διάγραμμα
φαίνεται η τιμή ανοίγματος (Ο, Open), η ανώτατη τιμή μέσα στην ημέρα (H, High) η
κατώτατη τιμή (L, Low), η τιμή κλεισίματος (C, Close) και ο όγκος (V, Volume).
Άρα στο διάγραμμα αυτό για κάθε μέρα διαπραγμάτευσης έχω πέντε παρατηρήσεις
(O, H. L. C, V).
Μια χρονολογική σειρά θεωρητικά μπορεί να αφορά ακόμα και διάστημα μικρότερο
μιας μέρας. Παράδειγμα: η διαμόρφωση της τιμής μιας μετοχής κατά την διάρκεια
της διαπραγμάτευσης.
Στο πιο πάνω διάγραμμα βλέπω πως εξελίχθηκε η τιμής της μετοχής της ΕΤΕ μέσα
στην συνεδρία, λεπτό προς λεπτό. Για το λόγο αυτό στον οριζόντιο άξονα μετράω
ώρες.
Παράδειγμα 1
Βουλγαρία 1.677,8
Σλοβακία 4.944,5
Ουγγαρία 6.196,2
Μάλτα 13.602,7
Πορτογαλία 13.871,1
Ελλάδα 16.738,5
Κύπρος 18.406,4
Ισπανία 19.220,0
Γαλλία 28.847,0
Φιλανδία 30.978,0
Περιοχή ευρώ 31.182,6
Σουηδία 32.177,4
ΕΕ 15 33.088,6
Βέλγιο 34.643,0
Ολλανδία 36.600,0
ΗΒ 38.792,5
Λουξεμβούργο 39.587,0
Γερμανία 40.056,0
Νορβηγία 42.882,3
Δανία 44.692,0
.
Οι παραπάνω αποδοχές αφορούν μετρητά σε ευρώ που πληρώθηκαν
απευθείας στους εργαζόμενους που απασχολούνται στην βιομηχανία και στις
υπηρεσίες σε επιχειρήσεις με προσωπικό μεγαλύτερο των 10 ατόμων πριν από
φόρους και κρατήσεις μέσα σε ένα έτος. Επέλεξα το 2003 διότι είναι το τελευταίο
έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα.
Τα παραπάνω στοιχεία τα πήρα από την Στατιστική Επετηρίδα της Eurostat στη
διεύθυνση
http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_PUBLIC/CH07_2009/EN/CH07_2009-
EN.XLS
Δείχνουν την ανεργία στις 27 χώρες της ΕΕ συν στις τρεις χώρες που της διέπει ειδικό
καθεστώς σύνδεσης και η κατάταξη είναι κατά φθίνουσα τάξη του ποσοστού της
Παράδειγμα 3
Πηγή: ΟΟΣΑ, Education at a Glance: OECD Indicators, 2008 edition, Πίνακας Β2.1a
50.000,0
45.000,0
40.000,0
35.000,0
30.000,0
Ευρώ
25.000,0
20.000,0
15.000,0
10.000,0
5.000,0
0,0
ία
ία
α
α
ος
ρώ
15
ο
ία
α
α
Β
ιο
δα
ία
τα
ργ
δί
δί
νί
ρί
γί
λί
δί
ρί
Η
αν
λγ
αν
ακ
λλ
άλ
πρ
λά
Δα
βη
γα
υη
αν
ευ
γα
αν
γα
ΕΕ
ού
Βέ
Γα
π
ρμ
οβ
Ελ
Κύ
το
ιλ
ορ
υλ
λλ
Σο
υγ
Ισ
χή
μβ
Γε
Σλ
Φ
ορ
Ο
Βο
Ν
ιο
ε
υξ
Π
ερ
Λο
Π
15
10
0
Μάλτα
Ρουμανία
Λεττονία
Πολωνία
Ελλάδα
Ισπανία
Σλοβενία
Εσθονία
Ηνωμένο Βασίλειο
Ιρλανδία
Δανία
Ολλανδία
ΕΕ-27 (1)
Γερμανία (1)
Περιοχή ευρώ (1)
Γαλλία (1)
Ιταλία
Λουξεμβούργο (1)
Κύπρος
Σλοβακία
Βουλγαρία
Πορτογαλία
Φιλανδία
Τσεχία
Σουηδία
Λιθουανία
Βέλγιο
Ουγγαρία
Αυστρία
Κροατία
Νορβηγία
Τουρκία
25.000
20.000
Ισοδύναμα δολάρια ΗπΑ
15.000
10.000
5.000
0
στ α
α
Γε ειο
Ο ξι κ ό
ος
Ελ Α
Σο ία
ορ α
Αυ ία
Ια ία
Ι σ ία
α
Φ νία
ία
Ζη δία
Ισ νία
το ία
ία
Σλ δα
α
ιο
α
Βα α
Ελ ία
Π κία
Αυ τρί
ρέ
δί
δί
λί
λί
νί
γί
λί
Π
λγ
τ
αν
νδ
Π ανδ
ρ
εχ
νδ
λλ
όρ
λά
βε
πω
ω
Δα
ρα
πα
Ιτα
α
βη
γα
υη
αν
γα
Η
Κο
σί
ε
σ
Τσ
Βέ
Γα
Ν ρλα
λα
μέ λλα
ρμ
οβ
ολ
Μ
ς
ιλ
υγ
σο
ορ
νω Ο
Ι
Ν
νο
μέ
έα
ΣΑ
Ο
Η
Ο
Παρατηρείστε ότι στα διαγράμματα αυτά οι χώρες κατατάχτηκαν κατά φθίνουσα ή
αύξουσα τάξη του μετρούμενου μεγέθους εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες που
κάποιες ομάδες είναι ξεχωριστές, όπως οι με ειδικό καθεστώς χώρες της ΕΕ..
25%
% φοιτητών που έλαβαν τον βαθμό
20%
15%
10%
5%
0%
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10
Βαθμός
Τα panel data μας δείχνουν τις τιμές μιας μεταβλητής για διαφορετικές
οικονομικές μονάδες ή σύνολα μονάδων σε διαδοχικές χρονικές περιόδους
Άρα τα panel data έχουν τουλάχιστον δύο διαστάσεις (εκ των οποίων η μία είναι ο
χρόνος). Συνήθως όμως έχουμε πολυδιάστατα panel data. Εφαρμογές αυτού του
τύπου έχουμε όταν παρακολουθούμε την εξέλιξη στον χρόνο μεταβλητών που
αφορούν σε έναν αριθμό ατόμων που αποτελούν το panel. Έτσι αν έχουμε Τ
χρονικές περιόδους (t = 1, 2,..., T ) και Ν μονάδες ή άτομα (i = 1, 2,..., N ) κάθε
παρατήρηση στο σύνολο δεδομένων μας θα είναι X it το οποίο μπορεί να είναι και
διάνυσμα αν μετράμε περισσότερες διαστάσεις.
Παράδειγμα
Ποσοστό ανεργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνδεδεμένες χώρες και
χώρες αναφοράς από το 1997 έως το 2007. Εδώ έχουμε και χρονολογική σειρά για
κάθε χώρα ξεχωριστά και διαστρωματικά δεδομένα για κάθε έτος ξεχωριστά.
Μέσες ετήσιες τιμές ασημιού και χαλκού σε δολάρια ΗΠΑ (US$) ανά μετρικό τόνο για
τα έτη 1975-2006
Τιμή Τιμή
μονάδος μονάδος
ασημιού χαλκού
Έτος ($/t) ($/t)
1975 142.100 1.414
1976 139.900 1.534
1977 148.500 1.472
1978 173.600 1.451
1979 356.600 2.032
1980 663.300 2.234
1981 338.200 1.857
1982 255.600 1.605
1983 367.800 1.687
1984 261.700 1.474
1985 197.400 1.476
1986 175.900 1.456
1987 225.400 1.819
1988 209.900 2.657
1989 176.800 2.887
1990 155.000 2.712
1991 129.900 2.410
1992 126.700 2.368
1993 138.200 2.019
1994 170.100 2.448
1995 165.600 3.050
1996 166.900 2.404
1997 157.200 2.358
1998 178.000 1.734
Πηγή: U.S. Geological Survey, Data Series 140, Historical Statistics for Mineral and
Material Commodities in the United States [http://minerals.usgs.gov/ds/2005/140/]
Έτσι μπορούμε να δούμε πως εξελίχθηκε διαχρονικά η τιμή των δύο μετάλλων.
Πρώτα σε πίνακα
Τιμή Τιμή
μονάδος μονάδος
ασημιού χαλκού
Έτος ($/t) ($/t)
1975 100 100
1976 98 108
1977 105 104
1978 122 103
1979 251 144
1980 467 158
1981 238 131
1982 180 114
1983 259 119
1984 184 104
1985 139 104
1986 124 103
1987 159 129
1988 148 188
500
450
400
350
Δείκτης 1975 = 100
300
250
200
150
100
50
0
1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005
Έτος
Μια φωτογραφία αυτής της στάθμισης μπορείτε να δείτε στο παρακάτω διάγραμμα
Για να δείτε την εξέλιξη των ετήσιων μεταβολών από το1959 του ΔΤΚ πηγαίνετε
στον δικτυακό τόπο της ΕΣΥΕ στην ιστοσελίδα
http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0515/Other/A0515_DK
T87_TS_MM_01_1959_09_2009_05_F_GR.xls
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την εξέλιξη του Γενικού Δείκτη του ΧΑΑ το
τελευταίο δωδεκάμηνο (12/10/2008-12/10/2009). (Πηγή: www.in.gr)
5
Στην πραγματικότητα είναι λίγο πιο πολύπλοκο από αυτό. Δες π.χ., το λήμμα στη Wikipedia
http://en.wikipedia.org/wiki/Dow_Jones_Industrial_Average
Από τον δείκτη αυτόν προκύπτει ότι οι μέσες ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές στην
Ελλάδα ήταν το 2003 το μισό περίπου των αποδοχών στην ΕΕ των 15.
Ρυθμός μεγέθυνσης
Παράδειγμα:
Α. Έστω X 0 = 200, X 1 = 220, X 2 = 230, X 3 = 250, X 4 = 260.
Τότε προκύπτει ότι r1 = 10%, r2 = 4,55%, r3 = 8, 7%, r4 = 4%. Ο μέσος ρυθμός είναι
1 1
⎛X ⎞ 4
⎛ 260 ⎞ 4
r = ⎜ 4 ⎟ −1 = ⎜ ⎟ − 1 ≈ 6, 78% . Παρατηρείστε ότι είναι διαφορετικός από τον
⎝ X0 ⎠ ⎝ 200 ⎠
μέσο όρο των ρυθμών μεγέθυνσης που είναι 6,81%.
Β. Ας υποθέσουμε ότι ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι 10%. Ζητείται: Σε
πόσα χρόνια θα διπλασιασθεί το ΑΕΠ; Αν δηλαδή το ΑΕΠ είναι το έτος βάσης
X o και r = 10% , πότε το X n θα γίνει 2 X o .
X 0 (1 + r ) n = 2 X o ⇒ (1 + r ) n = 2 ⇒ n ln(1 + r ) = ln 2 ⇒
Απάντηση: ln 2 ln 2 0, 69315
n= = = ≈ 7, 27
ln(1 + r ) ln(1,1) 0,09531018
Δηλ., σε περίπου 7,3 έτη.
Να δούμε τώρα ένα πραγματικό παράδειγμα: την εξέλιξη του κατά κεφαλήν
πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος από το 1951 μέχρι το 2004. Στον κάθετο άξονα είναι
το «πραγματικό» ΑΕΠ σε δολάρια ΗΠΑ.6. Ο ρυθμός μεγέθυνσης (ρ.μ.) έχει
υπολογιστεί για κάθε έτος διαιρώντας με το προηγούμενο και αφαιρώντας την
μονάδα: Τα στοιχεία είναι τα εξής:
6
Στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποίησα πραγματικό ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, αλλά «πραγματικό»
με την μέθοδο της αγοραστικής δύναμης από μια σειρά δεδομένων που επιτρέπει την συγκρισιμότητα
των στοιχείων μεταξύ χωρών. Για περισσότερες πληροφορίες δες τον δικτυακό τόπο
http://pwt.econ.upenn.edu/ του Center for International Comparisons at the University of Pennsylvania.
Πηγή: Alan Heston, Robert Summers and Bettina Aten, Penn World Table Version
6.2, Center for International Comparisons of Production, Income and Prices at the
University of Pennsylvania, September 2006. http://pwt.econ.upenn.edu/
Έτος Πρ. ΑΕΠ κ/κ ρ.μ Έτος Πρ. ΑΕΠ κ/κ ρ.μ
1951 511,63 1978 5.278,15 13,34%
1952 509,86 -0,35% 1979 5.834,09 10,53%
1953 572,09 12,21% 1980 6.397,85 9,66%
1954 584,34 2,14% 1981 6.885,12 7,62%
1955 624,36 6,85% 1982 7.035,69 2,19%
1956 693,50 11,07% 1983 7.152,11 1,65%
1957 764,82 10,28% 1984 7.434,95 3,95%
1958 824,58 7,81% 1985 7.781,78 4,66%
1959 860,97 4,41% 1986 8.067,29 3,67%
1960 879,00 2,09% 1987 8.131,22 0,79%
1961 991,70 12,82% 1988 8.801,47 8,24%
1962 1.009,80 1,83% 1989 9.373,12 6,49%
1963 1.118,24 10,74% 1990 9.734,04 3,85%
1964 1.219,79 9,08% 1991 10.382,41 6,66%
1965 1.343,04 10,10% 1992 10.570,44 1,81%
1966 1.474,69 9,80% 1993 10.554,61 -0,15%
1967 1.597,58 8,33% 1994 10.935,19 3,61%
1968 1.749,98 9,54% 1995 11.317,18 3,49%
1969 2.010,50 14,89% 1996 11.715,50 3,52%
1970 2.263,35 12,58% 1997 12.248,62 4,55%
1971 2.546,82 12,52% 1998 12.676,92 3,50%
1972 2.900,90 13,90% 1999 13.256,27 4,57%
1973 3.304,61 13,92% 2000 13.982,39 5,48%
1974 3.371,95 2,04% 2001 14.939,96 6,85%
1975 3.846,02 14,06% 2002 15.820,46 5,89%
1976 4.286,86 11,46% 2003 16.966,55 7,24%
1977 4.656,82 8,63% 2004 18.283,34 7,76%
20000
Πραγματικό κατά κεφαλή ΑΕΠ σε δολάρια ΗΠΑ μεθοδος PPP
18000
16000
14000
12000
10000
8000
6000
4000
2000
0
1950 1955 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005
Έτος
Παρατηρούμε πράγματι μια σημαντική άνοδο. Τι όμως μπορούμε να πούμε για τον
τρόπο που μεταβλήθηκε το μέγεθός μας; Βάζοντας σε ένα διάγραμμα τον ρυθμό
μεγέθυνσης το κατανοούμε καλύτερα.
Ρθθμός μεγέθυνσης πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας για τα έτη 1951-2004
16%
14%
12%
10%
Ρυθμός μεγέθυνσης
8%
6%
4%
2%
0%
1950 1955 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005
-2%
Έτος
Βλέπετε ότι ο ρ.μ. δεν αυξήθηκε με τον ίδιο τρόπο όλα τα έτη. Γενικά μάλιστα ο
μέσος όρος του ρ.μ. ήταν μεγαλύτερος μέχρι το 1981, ενώ άρχισε να ανεβαίνει πάλι
από το 1998 και μετά (Θυμηθείτε ότι αυτό που μετράμε είναι με συγκεκριμένη
μέθοδο και μπορεί να διαφέρει από αυτό που διαβάζετε).
1 1 1
⎛ X ⎞n ⎛X ⎞ 52 ⎛ 18283,34 ⎞ 52
r = ⎜ n ⎟ − 1 = ⎜ 2004 ⎟ − 1 = ⎜ ⎟ − 1 ≈ 7,12%
⎝ X0 ⎠ ⎝ X 1951 ⎠ ⎝ 511,63 ⎠
Μπορούμε μάλιστα να υπολογίσουμε ξεχωριστά τον μέσο ρ.μ. από το 1951 έως το
1981 και από το 1982 έως το 2004. Χρησιμοποιώντας τους τύπους έχουμε
1 1 1
⎛ X ⎞n ⎛ X ⎞ 29 ⎛ 6885.12 ⎞ 29
r51−81 = ⎜ n ⎟ − 1 = ⎜ 1981 ⎟ − 1 = ⎜ ⎟ − 1 ≈ 9,38%
⎝ X0 ⎠ ⎝ X 1951 ⎠ ⎝ 511,63 ⎠
1 1 1
⎛ X ⎞n ⎛X ⎞ 29 ⎛ 6885.12 ⎞ 21
r82−04 = ⎜ n ⎟ − 1 = ⎜ 2004 ⎟ − 1 = ⎜ ⎟ − 1 ≈ 4, 65%
X
⎝ 0⎠ X
⎝ 1982 ⎠ ⎝ 511,63 ⎠
Και όντως παρατηρούμε μια σημαντική επιβράδυνση του ρ.μ. την τελευταία
εικοσαετία.
Γενικά για την οικονομική επιστήμη χρήσιμοι είναι οι εξής δικτυακοί τόποι που
παραπέμπουν σε άλλους συνδέσμους.
Τέλος για την Ελλάδα επισκεφθείτε την Τράπεζα της Ελλάδος στην διεύθυνση
http://www.bankofgreece.gr/
Σχολιασμός:
Καταρχήν να διευκρινήσω ότι η ΚΠΔ αποτελεί μια αφαίρεση που κρύβει
περισσότερα από όσα εξηγεί. Αποτελεί ένα παιδαγωγικό κατασκεύασμα για να μας
κάνει να πιστέψουμε ότι το βασικό αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης είναι η
ανάλυση της σπανιότητας (ή στενότητας) των πόρων. Αντανακλά δηλαδή τον ορισμό
της οικονομικής επιστήμης όπως δόθηκε από τον Lionel Robbins (1898-1984), το
1932: «Η οικονομική είναι η επιστήμη που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά ως
σχέση μεταξύ στόχων και σπάνιων μέσων που έχουν εναλλακτικές χρήσεις».7
Εναλλακτικές προσεγγίσεις στην πολιτική οικονομία αντιμετωπίζουν την έννοια της
σπανιότητας (scarcity) από διαφορετική σκοπιά. Οι μετα-Κεϋνσιανοί θεωρούν ότι τα
παραγόμενα μέσα παραγωγής σε μια κυκλική παραγωγική διαδικασία δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν ως σπάνια και ότι η παραγωγή αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία.
Οι Μαρξιστές πάλι θεωρούν ότι η έννοια της στενότητας συσκοτίζει και τοποθετεί με
λάθος τρόπο το οικονομικό πρόβλημα.8
Η οικονομία παρίσταται λοιπόν ως μια δυνατότητα παραγωγής δύο (ομάδων)
αγαθών, έστω καταναλωτικών («βούτυρο») και δημοσίων αγαθών που προορίζονται
για την άμυνα («κανόνια»). Οι παραγωγικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Υπάρχουν
πολλοί εφικτοί συνδυασμοί αγαθών. Αυτοί όμως που μας ενδιαφέρουν είναι οι
αποτελεσματικοί συνδυασμοί, δηλ., οι συνδυασμοί εκείνοι που δεν μπορεί να
αυξήσουμε την παραγωγή ενός αγαθού χωρίς να μειώσουμε την παραγωγή του
7
“Economics is the science which studies human behaviour as a relationship between ends and
scarce means which have alternative uses”. An Essay on the Nature and Significance of Economic
Science, σ. 15.
8
Βλ., Frederic S. Lee, “Heterodox Economics”, λήμμα στο S. Durlauf & L. Blume (eds.), Palgrave
Dictionary of Economics.
( ) ′
f X ′ ≡ f ′′ = X
d 2 f X ( LX )
dLX 2
= Aα (α − 1) LX α − 2 < 0
10
Αγαθό Χ
0
0 2 4 6 8 10 12 14 16 18 20
Παραγωγικός συντελεστής L
45
Αγαθό Χ
40
35
30
25
20
15
10
0
0 2 4 6 8 10 12 14 16 18 20
Παραγωγικός συντελεστής L
200
Αγαθό Χ
180
160
140
120
100
80
60
40
20
0
0 2 4 6 8 10 12 14 16 18 20
Παραγωγικός συντελεστής L
16 Οριακό προϊόν
14
αύξουσες αποδόσεις
12
10
α<0
8 α=1
α>1
4
σταθερές αποδόσεις
φθίνουσες αποδόσεις
0
0 2 4 6 8 10 12 14 16 18 20
Παραγωγικός συντελεστής
Αφού κατανοήσατε τώρα την έννοια των φθινουσών αποδόσεων ας δούμε πως
κατασκευάζουμε την ΚΠΔ. Πρέπει τώρα να ορίσουμε την συνάρτηση παραγωγής
του αγαθού Ψ. Ο ορισμός γίνεται με αντίστοιχο τρόπο:
Ψ = f Ψ ( LΨ ) = BLΨ β
β
⎛ 1
⎞
⎛ X ⎞ α
Ψ = BLΨ β = B ( L − LX ) = B L − ⎜ ⎟ ⎟
β ⎜ (ΚΠΔ)
⎜ ⎝ A⎠ ⎟
⎝ ⎠
⎡ ⎛ 1 β ⎤
′ 1 β −1 1 ′
⎞ ⎛ ⎞ ⎛ ⎞
dΨ ⎢ ⎜ ⎛ ⎞
X α ⎥ ⎛ ⎞
X α ⎛ ⎞
X α
= ⎢ B L − ⎜ ⎟ ⎟ ⎥ = Bβ ⎜ L − ⎜ ⎟ ⎟ ⎜ L − ⎜ ⎟ ⎟ =
dX ⎜ ⎝ A⎠ ⎟ ⎜ ⎝ A⎠ ⎟ ⎜ ⎝ A⎠ ⎟
⎢⎣ ⎝ ⎠ ⎥⎦ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
β −1 β −1 1−α
⎛ 1
⎞ ⎛ 1
−1 ⎞ ⎛ 1
⎞
⎛ X ⎞ α 1 ⎛ X ⎞ α 1⎟ Bβ ⎛ X ⎞ α ⎛X⎞ α
= Bβ ⎜ L − ⎜ ⎟ ⎟ ⎜−
⎜ ⎟ =− ⎜L −
⎜ ⎟ ⎟
⎟
⎜ ⎟ <0
⎜ ⎝ A⎠ ⎟ ⎜ α ⎝ A ⎠ A⎟ Aα ⎜ ⎝ A⎠ ⎝ A⎠
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Η καμπύλη έχει αρνητική κλίση για όλες τις τιμές των Α, Β, α, β μεγαλύτερες
του μηδενός.
β 1
⎛ 1
⎞ ⎛ 1
⎞
⎜ ⎛ X ⎞ α
⎟ ⎛ X ⎞ 1 ⎛ ⎛ X ⎞⎞ B
Ψ = B L −⎜ ⎟ = B L − ⎜ ⎟ ⎟ = B ⎜ L − ⎜ ⎟ ⎟ = BL − X
⎜
⎜ ⎝ A⎠ ⎟ ⎜ ⎝ A⎠ ⎟ ⎝ ⎝ A ⎠⎠ A
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Για α=β=1.
ΚΠΔ
45
40
35
30
25
Αγαθό Ψ
20
15
10
0
0 5 10 15 20 25 30 35 40 45
Αγαθό Χ
ΚΠΔ
10
6
Αγαθό Ψ
0
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10
Αγαθό Χ
Για α, β, >1
ΚΠΔ
900
800
700
600
500
Αγαθό Ψ
400
300
200
100
0
0 20 40 60 80 100 120 140 160 180 200
Αγαθό Χ
900
800
700
600
500
Αγαθό Ψ
400
300
200
100
0
0 2 4 6 8 10 12 14
Αγαθό Χ
Άσκηση 1
Στο παρακάτω διάγραμμα η κοινωνία αποφασίζει αν θα παράγει βούτυρο (Β) ή
κανόνια (Κ). Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠΔ) είναι η βκ. Αποδείξτε
ότι όλα τα σημεία πάνω στην ΚΠΔ είναι κατά Pareto άριστα. Έστω το σημείο Α που
βρίσκεται κάτω από την καμπύλη. Είναι όλα τα σημεία της ΚΠΔ κατά Pareto
κυρίαρχα της κατανομής του σημείου Α ή όχι; Αν όχι ποια είναι αυτά; Δείξτε όλα
τα σημεία τα οποία είναι κατά Pareto αποτελεσματικότερα (ή κατά Pareto κυρίαρχα)
του Α. Ποια από αυτά είναι και κατά Pareto άριστα; Εξηγείστε.
Βούτυρο
β
ΚΠΔ
Α.
Κανόνια
0 κ
Απάντηση
Τα σημεία που είναι κατά Pareto κυρίαρχα του Α, δεν είναι η ΚΠΔ. Είναι τα σημεία
εκείνα που βρίσκονται πάνω και δεξιά του Α κάτω από και επάνω στην ΚΠΔ. Αυτά
που βρίσκονται στον τομέα ΑΒΓ. Εκεί έχουμε και περισσότερο βούτυρο και
περισσότερα κανόνια. Μόνο όμως το τόξο ΒΓ πάνω στην ΚΠΔ που προκύπτει αν
τραβήξουμε γραμμές παράλληλες προς τους άξονες οι οποίες διέρχονται από το Α,
αποτελείται από κατανομές οι οποίες είναι και κυρίαρχες και αποτελεσματικές (ή
άριστες). Αυτό συμβαίνει διότι οποιοδήποτε άλλο σημείο, έστω το Δ, που είναι
κυρίαρχο του Α αλλά βρίσκεται κάτω από την ΚΠΔ κυριαρχείται από άλλα σημεία τα
οποία βρίσκονται πάνω και δεξιά του και κάτω ή επάνω στην ΚΠΔ, δηλαδή από τον
τομέα ΔΕΖ. Μόνο τα σημεία που ανήκουν πάνω στο τόξο ΒΓ δεν μπορούν να
βελτιωθούν από εφικτές κατανομές και άρα είναι κατά Pareto άριστα ή
αποτελεσματικά.
Β
β Ε ΚΠΔ
Δ. Ζ
Γ
Α.
Κανόνια
0 κ
Άσκηση 2
Έστω ότι έχω μια οικονομία με L = 100 μονάδες παραγωγικού συντελεστή L.
Μπορεί να κατασκευάσει το αγαθό Χ του οποίου η συνάρτηση παραγωγής είναι
X = 4 LX και το αγαθό Υ του οποίου η συνάρτηση παραγωγής είναι Y = 8 LY .
Κατασκευάσατε την ΚΠΔ. Αποδείξτε ότι φθίνει και δικαιολογείστε την κυρτότητά
της. Υπολογίστε τον Οριακό Λόγο Μετασχηματισμού.
Απάντηση
Εφόσον ο παραγωγικός συντελεστής είναι δεδομένος συνεπάγεται ότι LX = L − LY .
4L − X
Εκφράζω το LY σε όρους Χ και έχω X = 4 LX ⇒ X = 4 ( L − LY ) ⇒ LY = .
4
4L − X
Άρα η ΚΠΔ είναι Y = 8 LY ⇒ Y = 8 = 4 4 L − X = 4 400 − X .
4
Ο ΟΛΜ είναι
1 ⎤′
dY ′ ⎡ 1 1
2
ΟΛΜ =
dX
( )
⎢⎣ ⎥⎦ 2
−
= 4 400 − X = ⎢ 4 (400 − X )2 ⎥ = −4 ⋅ (400 − X ) 2 = −
400 − X
Εφόσον είναι αρνητικός η ΚΠΔ έχει αρνητική κλίση.
dX 2
= 4( 400 − X = )
⎢
⎢⎣
− 2 ( 400 − X ) 2 ⎥ = 2 ⎜− ⎟
⎥⎦ ⎜⎝⎜ ⎠⎟
2
⎟ ( 400 − X )
− −
2 = −( 400 − X ) 2 < 0
Σε διαγράμματα έχουμε
450
400
350
300
250
X
200
150
100
50
0
0 20 40 60 80 100 120
LX
Συνάρτηση παραγωγής Y
90
80
70
60
50
Y
40
30
20
10
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100
LY
90
80
70
60
50
Υ
40
30
20
10
0
0 50 100 150 200 250 300 350 400 450
Χ
Άσκηση 3
Έχω 72 αυγά και 10 κιλά αλεύρι. Για να φτιάξω μια ομελέτα θέλω 6 αυγά και για να
φτιάξω ένα κέικ θέλω μισό κιλό αλεύρι και 3 αυγά. Ποια είναι η ΚΠΔ μου;
Απάντηση
Αν χρησιμοποιήσω όλο το αλεύρι μου μπορώ να φτιάξω 20 κέικ για τα οποία θα
χρειαστώ 60 αυγά. Άρα το μέγιστο που μπορώ να φτιάξω είναι 20 κέικ και θα
περισσέψουν αυγά για 2 ομελέτες. Αν χρησιμοποιήσω όλα τα αυγά για ομελέτες θα
φτιάξω 12 ομελέτες. Στο ενδιάμεσο για κάθε ομελέτα θα πρέπει να θυσιάσω δύο
κέικ. Αν Χ είναι οι ομελέτες και Υ τα κέικ η ΚΠΔ είναι:
Υ= Y = (72 − 6 X ) 3 , 2 ≤ X ≤ 12
ΚΠΔ
Υ, κέικ
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12
Χ, Ομελέτες
Κ Χ Υ
0 0 0
1 50 20
2 98 39
3 143 56
4 183 70
5 220 81
6 252 89
7 280 95
8 302 99
9 317 101
10 327 102
Απάντηση
Ο υπολογισμός της ΚΠΔ προκύπτει άμεσα από το γεγονός ότι αν χρησιμοποιούνται
K X μονάδες για την παραγωγή του Χ απομένουν 10 − K X = KY μονάδες για την
παραγωγή του Υ. Ξαναγράφουμε τον πίνακα και έχουμε
ΚΧ Χ ΚΥ Υ
0 0 10 102
1 50 9 101
2 98 8 99
3 143 7 95
4 183 6 89
5 220 5 81
6 252 4 70
7 280 3 56
8 302 2 39
9 317 1 20
10 327 0 0
120
100
80
60
Υ
40
20
0
0 50 100 150 200 250 300 350
Χ
Για τα οριακά προϊόντα, θυμηθείτε τον ορισμό του οριακού προϊόντος κάντε τους
υπολογισμούς και ελέγξτε τους με τον παρακάτω πίνακα.
Κ Χ Υ MPX MPY
0 0 0
1 50 20 50 20
2 98 39 48 19
3 143 56 45 17
4 183 70 40 14
5 220 81 37 11
6 252 89 32 8
7 280 95 28 6
8 302 99 22 4
9 317 101 15 2
10 327 102 10 1
Εφόσον τα οριακά προϊόντα βαίνουν μειούμενα και στις δύο περιπτώσεις έχουμε
φθίνουσες αποδόσεις. Αλλά αυτές δεν είναι υπεύθυνες για την αρνητική κλίση της
καμπύλης αλλά για την κυρτότητά της.
Α Μέρος: Θεωρία
Τι είναι όμως η ελαστικότητα ζήτησης; Είναι μια έννοια που περιγράφει την
ευαισθησία που έχει η ζητούμενη ποσότητα στην μεταβολή της τιμής. Πιο αυστηρά η
ελαστικότητα ζήτησης (price elasticity of demand) είναι ο λόγος της ποσοστιαίας
μεταβολής της ζητούμενης ποσότητας ενός αγαθού ως προς την ποσοστιαία μεταβολή
της τιμής του ίδιου αγαθού. Αν ΔQ είναι η μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας Q,
και ΔP η μεταβολή της τιμής του P, τότε η ελαστικότητα ζήτησης ε D στο σημείο της
καμπύλης ζήτησης (P, Q) ορίζεται ως:
ΔQ
Q
εD ≡
ΔP
P
Το ενδιαφέρον στον ορισμό αυτόν είναι ότι η ελαστικότητα είναι ανεξάρτητη
από τις διαστάσεις με τις οποίες μετράμε την τιμή και την ποσότητα. Είτε η τιμή είναι
εκφρασμένη σε €, είτε σε χιλιάδες €, είτε σε δολάρια ΗΠΑ και η ποσότητα είναι
εκφρασμένη είτε σε κιλά είτε σε τόνους είτε σε γραμμάρια η ελαστικότητα παραμένει
η ίδια εφόσον οι μεταβολές είναι ποσοστιαίες.
Επίσης, επειδή υποθέτουμε ότι η καμπύλη ζήτησης έχει αρνητική κλίση (δηλ.,
όταν αυξάνει η τιμή, μειώνεται η ζητούμενη ποσότητα), η ελαστικότητα παίρνει
αρνητικές τιμές εφόσον οι μεταβολές της τιμής και της ποσότητας κινούνται προς την
αντίθετη κατεύθυνση. Πολλές φορές όμως, καταχρηστικά, όταν λέμε ότι μια
ελαστικότητα είναι μεγαλύτερη, ή υψηλότερη, από μία άλλη αναφερόμαστε στο
γεγονός ότι η απόλυτη τιμή της ελαστικότητας είναι μεγαλύτερη. Π.χ., λέμε ότι η
ελαστικότητα -4 είναι «μεγαλύτερη» από την ελαστικότητα -2, ενώ
μαθηματικά −4 < −2. Αντίστοιχα όταν λέμε «μοναδιαία» ελαστικότητα, εννοούμε ότι
ε D = −1 . Για τον λόγο αυτό ορισμένοι συγγραφείς ορίζουν την ελαστικότητα
ζήτησης ως απόλυτο μέγεθος δηλ. ως
9
Peter Newman, λήμμα “Elasticity” στο J. Eatwell, M. Milgate & P. Newman (επιμ.), New Palgrave:
A Dictionary of Economics, London, Macmillan, 1987.
15
12,5
10
P, Τιμή
7,5
2,5
0
0 20 40 60 80 100 120
Q, Ποσότητα
P Q
12,5 0
10 20
7,5 40
5 60
2,5 80
0 100
ΔQ −20
Q 2
εD ≡ = 60 = − ≈ −0, 67
ΔP 2,5 3
P 5
Παρατηρήστε ότι αν αντί να αυξήσετε την τιμή κατά €2,5 την μειώσετε κατά
€2,5 θα έχετε το ίδιο αποτέλεσμα, μόνο που τώρα θα έχετε ΔQ = 20, ΔP = −2,5 .
P Q εD
12,5 0 -∞
10 20 -4
7,5 40 -1,5
5 60 -0,67
2,5 80 -0,25
0 100 0
Παρατηρήστε από τον τύπο ότι όταν η ποσότητα είναι μηδέν, εφόσον
βρίσκεται στον παρονομαστή, η ελαστικότητα θα είναι πλην άπειρο, ενώ όταν η τιμή
είναι μηδέν η ελαστικότητα θα είναι μηδενική, εφόσον η τιμή εμφανίζεται στον
αριθμητή. Παρατηρήστε επίσης ότι όσο αυξάνει η τιμή τόσο αυξάνει και η
ελαστικότητα (σε απόλυτα μεγέθη) έτσι ώστε, ενώ ξεκινά από το μηδέν καταλήγει
βαθμιαία στο μείον άπειρο. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει αυτήν την σχέση.
-1 P, τιμή
εD, ελαστικότητα ζήτησης
-3
-5
-7
-9
-11
-13
-15
Αυτό μπορούμε να το δούμε και με έναν άλλον τρόπο: Για να αποδείξουμε ότι
η ελαστικότητα ζήτησης στην γραμμική καμπύλη ζήτησης είναι μονοτονικά
dε D
φθίνουσα ως προς P, εξετάζουμε το πρόσημο της πρώτης παραγώγου .
dP
dε D ⎛ P ⎞′ P′ (α + β P ) − P (α + β P )′ (α + β P ) − Pβ = βα < 0
=⎜β ⎟ = β =β
dP ⎝ α + β P ⎠ (α + β P ) (α + β P ) (α + β P )
2 2 2
10
Σκεφθείτε μία ακολουθία σημείων πάνω σε μια καμπύλη, x1 , x2 , … xi η οποία τείνει στο σημείο x0 .
Η εφαπτομένη στο σημείο x0 είναι το όριο μιας ακολουθίας της οποίας οι όροι είναι οι ευθείες οι
οποίες διέρχονται από το σημείο x0 και από τα σημεία της προηγούμενης ακολουθίας.
11
Μάλιστα, με ακόμα γενικότερο τρόπο, αν έχουμε μια πραγματική μη μηδενική διαφορίσιμη
συνάρτηση με πεδίο ορισμού ένα ανοικτό διάστημα στην γραμμή των πραγματικών αριθμών
f ( x) ορίζουμε την ελαστικότητα της f στο σημείο x, που συμβολίζουμε με ε f ( x) , με τον τύπο
ε f ( x) = xf ′( x) f ( x) .
12
Μπορώ να το αποδείξω ως εξής:
Pf ′ d ε ( Pf ′ )′ f − f ′ ( Pf ′ ) ( f ′ + Pf ′′ ) f − f ′ ( Pf ′ )
ε= ⇒ = 2
= 2
< 0 για f ′′ < 0 .
f dP f f
( f ′) 2
f′
[Για την ακρίβεια αρκεί να ισχύει ότι f ′′ < − . Παρατηρείστε ότι το δεξί σκέλος είναι
f P
θετικό]]
Η ελαστικότητα είναι ε D = (α P β )′ ⋅ P (α P β ) = αβ P β −1 ⋅ P (α P β ) = β . Αν β = −1
έχουμε την περίπτωση της μοναδιαίας ελαστικότητας.13
Είπαμε παραπάνω ότι η ελαστικότητα δεν χαρακτηρίζει μια καμπύλη αν αυτή δεν
είναι καμπύλη σταθερής ελαστικότητας. Παρά ταύτα όταν έχουμε δύο καμπύλες
μπορούμε να πούμε ότι η μία είναι πιο ελαστική από την άλλη. Ας πάρουμε το
παράδειγμα δύο γραμμικών καμπυλών ζήτησης: την Qε = α ε + β ε P και την
Qa = α a + β a P όπου α ε > aa , β ε < β a . Το σχήμα τους παριστάνεται στο παρακάτω
διάγραμμα.
25
βa
20
15
10 βε
αa αε
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110
Q, ποσότητα
DD ελαστική DD ανελαστική
β
13
Παρατηρείστε μάλιστα το εξής: Q = α P ⇒ ln Q = ln α + β ln P = γ + β ln P (όπου γ = ln α .)
Άρα, σε μια καμπύλη σταθερής ελαστικότητας ζήτησης η σχέση των λογαρίθμων των τιμών και των
ζητουμένων ποσοτήτων είναι γραμμική. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η σχέση μεταξύ ζητούμενης
ποσότητας και τιμής χαρακτηρίζεται από σταθερή ελαστικότητα, τότε είναι εύκολο να υπολογίσουμε
την ελαστικότητα αυτή εκτιμώντας οικονομετρικά με την μέθοδο της απλής παλινδρόμησης, μια
ευθεία στους λογαρίθμους των παρατηρουμένων ποσοτήτων και τιμών.
30
P, τιμή
25
20
15
10
5
Q, ποσότητα
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110
-5
-10
-15
-20
-25
-30
-35 ε, ελαστικότητα
-40
14 350
13
P, τιμή εισιτηρίου σε € μέγιστα έσοδα
12 325
11
300
10
9 275
8
7 250
6
5 225
R, Έσοδα (000 €)
4
3 200
2
175
1
0 150
-1
-2 ε, ελαστικότητα 125
-3
-4 μοναδιαία ελαστικότητα 100
-5
-6 75
-7
50
-8
-9 25
-10
-11 0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100
Q, προσέλευση (χιλ.)
DD ε, ελαστικότητα R, έσοδα
Στην πραγματικότητα, η προηγούμενη εξίσωση ισχύει γενικά και όχι μόνο για
γραμμικές καμπύλες ζήτησης. Εφόσον R = pq αν θελήσουμε να δούμε πως
Αν Qxi η ποσότητα ενός αγαθού xi και η τιμή του είναι Pi τότε η δαπάνη για
PQ
i xi
i xi . Το μερίδιο στο εισόδημα θα είναι si =
αυτό το αγαθό θα είναι PQ .
I
Αν μάλιστα έχουμε n αγαθά και i = 1, 2,… , n τότε
n
∑ PQx
i =1
i i
=PQ
1 x1 + P2 Qx2 + … + PQ
i xi + … Pn Qxn = I
∑ ∑
i xi
si = =1
i =1 i =1 I
Δηλαδή, το άθροισμα των μεριδίων συμμετοχής της δαπάνης για κάθε αγαθό
στο εισόδημα είναι ίσο με την μονάδα.
14
Ορισμένοι συγγραφείς ορίζουν το αναγκαίο αγαθό ως το αγαθό που έχει εισοδηματική
ελαστικότητα μικρότερη της μονάδας. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό ένα κατώτερο αγαθό είναι
αναγκαστικά αναγκαίο αφού η εισοδηματική ελαστικότητά του είναι μικρότερη της μονάδας, εφόσον
είναι αρνητική.
1 x1 + … + PQ
PQ i xi + … Pn Qxn = I
Ερώτηση: Σύμφωνα με αυτό μπορεί όλα τα αγαθά να είναι του ιδίου τύπου;
(Βλ. άσκηση)
15
Η μερική παράγωγος μιας συνάρτησης με περισσότερες από μία μεταβλητές ως
προς μία μεταβλητή, λαμβάνεται όταν θεωρήσουμε τις άλλες μεταβλητές σταθερές,
π.χ. για την συνάρτηση f ( x, y , x) = ax 2 + bxy + cz οι μερικές παράγωγοι ως προς x, y , z
∂f ∂f ∂f
είναι = 2 ax + by , = bx, =c
∂x ∂y ∂z
Το θεώρημα του Euler δηλώνει ότι για μια ομογενή συνάρτηση k βαθμού ισχύει ότι:
∂f ∂f ∂f
x1 + x2 + + xn = kf ( x1 , x2 , , xn )
∂x1 ∂x2 ∂xn
ε x ,P + ε x ,P + ε x ,P + + ε x , Pn + ε x , I = 0
1 1 1 2 1 3 1 1
Αγαθά Giffen:
Μία περίπτωση όπου η ελαστικότητα ζήτησης έχει θετικό πρόσημο
Ο νόμος της ζήτησης αναφέρει ότι όταν αυξηθεί η τιμή ενός αγαθού μειώνεται η
ζήτησή του. O Alfred Marshall στα Principles of Economics (1890) ανέφερε την εξής
εξαίρεση την οποία απέδωσε στον Sir Robert Giffen (ο οποίος ήταν ακόμα “Mr.”
στην α΄ έκδοση των Principles (1890) και αναφέρεται ως “Sir” σε επόμενες): όταν
αυξηθεί η τιμή του ψωμιού οι εργατικές οικογένειες υφίστανται τέτοιο χτύπημα στο
εισόδημά τους που αναγκάζονται να μειώσουν την κατανάλωση κρέατος και άλλων
ακριβότερων αμυλωδών και επειδή το ψωμί παραμένει η φθηνότερη τροφή θα
καταναλώσουν περισσότερο και όχι λιγότερο. «Αλλά» προσθέτει ο Marshall «τέτοιες
περιπτώσεις είναι σπάνιες και όταν τις συναντήσουμε πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε
σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητές τους».16 Η έρευνα όμως απέτυχε να εντοπίσει μια
τέτοια παρατήρηση στα γραπτά του Robert Giffen και μια άλλη περίπτωση που
16
“There are however some exceptions. For instance, as Sir R. Giffen has pointed out, a rise in the
price of bread makes so large a drain on the resources of the poorer labouring families and raises so
much the marginal utility of money to them, that they are forced to curtail their consumption of meat
and the more expensive farinaceous foods: and, bread being still the cheapest food which they can get
and will take, they consume more, and not less of it. But such cases are rare; when they are met with,
each must be treated on its own merits.” Principles of Economics, 8η έκδοση 1920, Book III, Chapter
VI, §4
Άσκηση 1.
Δίδονται οι εξής καμπύλες ζήτησης:
Q = 200 − 5P, Q = 100 − 5 P + 100 P , Q = 250 P , Q = 50 P −2 , Q = 4 P −0,5 .
Αν έχετε αντίστοιχο λογισμικό προσπαθήστε να τις σχεδιάσετε. Υπολογίστε την
ελαστικότητα ζήτησης για κάθε καμπύλη. Σε ποιο σημείο η ελαστικότητα είναι
μοναδιαία;
Απάντηση
P
εD = Q′( P) Άρα έχουμε αντίστοιχα
Q( P)
PQ′ 5P P
Q = 200 − 5P ⇒ Q′ = − 5 ⇒ ε D = =− =−
Q 200 − 5P 40 − P
PQ′ −5P − 100 P −1
Q = 100 − 5P + 100 P ⇒ Q′ = −5 − 100 P −2 ⇒ ε D = =
Q 100 − 5 P + 100 P −1
PQ′ −250 P −2 P
Q = 250 P ⇒ Q′ = −250 P −2 ⇒ ε D = = = −1
Q 250 P
PQ′ P ( −2 ⋅ 50 P )
−3
Q = 50 P ⇒ Q′ = −2 ⋅ 50 P −3 ⇒ ε D =
−2
= = −2
Q 50 P −2
PQ′ P ( −0,5 ⋅ 4 P )
−1,5
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις η ελαστικότητα είναι σταθερή και δεν είναι ποτέ
μοναδιαία. Στην τρίτη περίπτωση είναι σταθερή και μοναδιαία.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε:
P
εD = − = −1 ⇒ P = 40 − P ⇒ P = 20 ⇒ Q = 100
40 − P
Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε:
−5P − 100 P −1
εD = −1
= −1 ⇒ 5P + 100 P −1 = 100 − 5 P + 100 P −1 ⇒ P = 10, Q = 60
100 − 5 P + 100 P
17
Jensen, Robert T., and Nolan H. Miller. 2008. “Giffen Behavior and Subsistence Consumption.”
American Economic Review, 98(4): 1553–77.
Απάντηση
Έστω η γραμμική καμπύλη ζήτησης Q = a + bP, a > 0, b < 0 . Η ελαστικότητα
ζήτησης είναι ε D = ( PQ′ ) Q = −bP (a + bP) . Η ελαστικότητα είναι μικρότερη του
μηδενός. Προκειμένου η απόλυτη τιμή της ελαστικότητας να είναι μονοτονικά
αύξουσα ως προς την τιμή, θα πρέπει η ελαστικότητα να είναι μονοτονικά φθίνουσα
ως προς την τιμή. Για να συμβαίνει αυτό, θα πρέπει η πρώτη παράγωγος της
dε D
ελαστικότητας ως προς την τιμή να είναι αρνητική. Άρα θα πρέπει: <0
dP
Απόδειξη:
d ε D d ( bP (a + bP) ) P′(a + bP ) − (a + bP )′ P (a + bP ) − bP ba
= =b =b = <0
dP dP (a + bP) 2
(a + bP) 2
(a + bP) 2
ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Άσκηση 3
Αποδείξτε ότι σε μια γραμμική καμπύλη ζήτησης το σημείο της μοναδιαίας
ελαστικότητας βρίσκεται στο μέσον της καμπύλης ζήτησης.
Απάντηση
Σε μια γραμμική καμπύλη ζήτησης Q = α + β P η ελαστικότητα είναι ίση με
P P
εD = β = β . Η μοναδιαία ελαστικότητα βρίσκεται στο σημείο ( P, Q) όπου
Q α +βP
P a ⎛ a ⎞ a
ισχύει β = −1 ⇒ P = − ⇒ Q =α + β ⎜− ⎟ = . Το α είναι το σημείο
α +βP 2β ⎝ 2β ⎠ 2
στο οποίο η καμπύλη ζήτησης τέμνει τον οριζόντιο άξονα. Από τα όμοια τρίγωνα
προκύπτει άμεσα ότι το σημείο ( P, Q) στην καμπύλη βρίσκεται στο μέσον της
καμπύλης ζήτησης.
Άσκηση 4
Στο παρακάτω διάγραμμα παριστάνεται μια γραμμική καμπύλη ζήτησης Q = α + β P .
Ποιες είναι οι τιμές των αλγεβρικών τμημάτων (ΟΑ), (ΟΒ), (ΑΒ) και των εφ BAO ,
εφ ABO ;
Απάντηση
15
12,5
10
7,5
P
2,5
0 B
0
0 20 40 60 80 100 Q 120
ημθ
Θυμηθείτε τον ορισμό της εφαπτομένης εφθ = .
συνθ
(OB) (OA) (OB) α
ημ BAO = , συν BAO = ⇒ εφ BAO = = = −β
( AB ) ( AB) (OA) − α β
Αντίστοιχα έχουμε:
(OA) (OB) (OA) − α β 1
ημ ABO = , συν ABO = ⇒ εφ ABO = = =−
( AB ) ( AB ) (OB ) α β
Άσκηση 5
Έστω οι συναρτήσεις ζήτησης Qe = 100 − 8Pe και Qi = 50 − 2 Pi . Μπορείτε να
αποδείξετε ότι η πρώτη είναι πιο ελαστική από την δεύτερη;
Απάντηση
Pe Pi
Qe = 100 − 8Pe ⇒ ε De = −8 και Qi = 50 − 2 Pi ⇒ ε Di = −2 .
100 − 8Pe 50 − 2 Pi
Άρα για κάθε δεδομένο P ισχύει ότι:
Άσκηση 6
Έστω η εξής συνάρτηση ζήτησης: Qx = cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ
όπου Qx , Px , Py , Pz , Pw , I είναι η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού x, η τιμή του
αγαθού x, οι τιμές των αγαθών y, z, w και το εισόδημα αντίστοιχα.
α. Ποια είναι η οικονομική ερμηνεία των παραμέτρων α, β, γ, δ και ζ; .
β. Ποιους περιορισμούς πιστεύετε ότι πρέπει να βάλουμε σε αυτές τις
παραμέτρους;
Απάντηση
α. Πρόκειται για ελαστικότητες. Η συνάρτηση αυτή είναι σταθερής ελαστικότητας
ως προς τις μεταβλητές. Το α είναι η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή του
ίδιου του αγαθού, τα β, γ, και δ είναι οι σταυροειδείς ελαστικότητες ζήτησης ως
προς τις τιμές των αγαθών y, z, και w. Το δ είναι η εισοδηματική ελαστικότητα
ζήτησης.
Απόδειξη.
Θυμηθείτε τους ορισμούς:
Ελαστικότητα ζήτησης για το ίδιο το αγαθό
δ ζ ′
ε x, Px =
α
( β γ
Px ∂Qx Px cPx Py Pz Pw I
= =
) (
Px ⋅ α cPxα −1Py β Pzγ Pwδ I ζ )
=α
Qx ∂Px cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ
Σταυροειδής ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή άλλου αγαθού
δ ζ ′
ε x , Py =
α
( β γ
Py ∂Qx Px cPx Py Pz Pw I
= =
) (
Py ⋅ β cPxα Py β −1Pzγ Pwδ I ζ
=β
)
Qx ∂Py cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ
δ ζ ′
ε x,I =
(
α β γ
I ∂Qx I cPx Py Pz Pw I
= =
) ( )
I ⋅ ζ cPxα Py β −1Pzγ Pwδ I ζ −1
=ζ
Qx ∂I cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ cPxα Py β Pzγ Pwδ I ζ
Άσκηση 7
Συμβολίζουμε με Pi και Qxi την τιμή και την ποσότητα του αγαθού xi αντίστοιχα,
PQ
i xi
όπου i = 1, 2,… , n . Επίσης συμβολίζουμε με si = το μερίδιο συμμετοχής της
I
dQx i I
δαπάνης για το αγαθό xi στο εισόδημα Ι και με ε xi , I ≡ ⋅ την εισοδηματική
dI Qx i
του ελαστικότητα.
Απάντηση
Αν όλα τα αγαθά είναι κανονικά δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν μπορεί όμως να είναι
όλα κατώτερα ή όλα αναγκαία ή όλα πολυτελείας. Θα το αποδείξω με την εις άτοπον
απαγωγή.
Σκεφθείτε τι θα γινόταν αν όλα τα αγαθά ήταν κατώτερα. Όλες οι ελαστικότητες
θα ήταν αρνητικές, άρα το αριστερό σκέλος της εξίσωσης θα ήταν αρνητικό. Το δεξί
σκέλος όμως είναι ίσο με την μονάδα. Άρα άτοπο.
Αν όλα τα αγαθά ήταν πολυτελείας τότε όλες οι εισοδηματικές ελαστικότητες θα
ήταν μεγαλύτερες της μονάδας. Έστω το αγαθό xk το οποίο έχει την μικρότερη
εισοδηματική ελαστικότητα από όλα τα υπόλοιπα, το οποίο όμως εξακολουθεί να έχει
εισοδηματική ελαστικότητα μεγαλύτερη από την μονάδα..
Δηλ., ε x
k ,I
( )
= ε * = min ε x , I ,…ε x , I ,…ε xn , I > 1
1 i
Άσκηση 8
Κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι τόσο πλούσιος που καταναλώνει μόνο αγαθά πολυτε-
λείας, ενώ κάποιος άλλος λέει ότι είναι τόσο φτωχός που καταναλώνει μόνο αναγκαία
αγαθά; Ποιος έχει δίκιο; Τι θα συνέβαινε και στους δύο αν το εισόδημα τους αυξανό-
ταν κατά 10%;
Απάντηση
Αυτό είναι το προηγούμενο ερώτημα διατυπωμένο χωρίς πολύπλοκα μαθηματικά. Η
απάντηση είναι ότι και οι δύο έχουν άδικο. Αν κάποιος κατανάλωνε μόνο πολυτελή
αγαθά θα σήμαινε ότι αν αυξανόταν το εισόδημά του έστω κατά 10%, η δαπάνη του
για κάθε αγαθό θα αυξανόταν πάνω από 10%. Δεν θα μπορούσε όμως η συνολική
δαπάνη που αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους δαπανών να αυξηθεί συνολικά
πάνω από την αύξηση του εισοδήματος. Αντίστοιχα κάποιος που καταναλώνει μόνο
αναγκαία αγαθά αν το εισόδημά του αυξηθεί κατά 10%, δεν μπορεί η συνολική του
δαπάνη να αυξηθεί κατά λιγότερο από 10% διότι έχουμε υποθέσει ότι το εισόδημα
ισούται με την συνολική δαπάνη. Πολλοί φοιτητές στην άσκηση αυτή απαντούν ότι
ακόμα και ο πιο πλούσιος καταναλώνει αγαθά που δεν είναι πολυτελείας: θα φάει
ψωμί και θα πιει νερό. Αυτή η απάντηση φαίνεται λογική, αλλά συγχέει την τεχνική
έννοια του αγαθού πολυτελείας με την καθημερινή έννοια. Ένας πλούσιος μπορεί να
καταναλώνει τα καλύτερα δυνατά αγαθά: νερό από τις Γαλλικές Άλπεις σε κρυστάλ-
λινες φιάλες, ψωμί από maître boulanger που έρχεται κατευθείαν από το Παρίσι, κλπ.
Μπορεί να καταναλώνει αγαθά που για τους υπόλοιπους να είναι πολυτελείας, με την
έννοια ότι αν αυξανόταν το εισόδημά τους θα αύξαναν την δαπάνη για αυτά. Αν
όμως αυξηθεί και άλλο το εισόδημα του πλούσιου είναι υποχρεωμένος να ανακατα-
νείμει την δαπάνη του και να αυξήσει είτε όλα τα αγαθά ισομερώς (δηλ., να έχουν
όλα μοναδιαία εισοδηματική ελαστικότητα, πράγμα απίθανο) ή να αυξήσει αναλογικά
περισσότερο την δαπάνη σε κάποια αγαθά (που θα είναι πλέον για αυτόν, αγαθά
πολυτελείας) και να μειώσει αντίστοιχα την σχετική δαπάνη (δηλ., το μερίδιο) σε
κάποια άλλα που θα είναι για αυτόν αναγκαία ανεξάρτητα αν πρόκειται για αγαθά
εξαιρετικής ποιότητος.
Το σημείωμα αυτό έχει στόχο να σας βοηθήσει να κατανοήσετε τις σχέσεις μεταξύ
συνολικών, μέσων και οριακών μεγεθών. Οι σχέσεις αυτές είναι μαθηματικές και
προκύπτουν άμεσα από τους ορισμούς των μεγεθών. Έτσι, είτε αναφερόμαστε στο
προϊόν στις συναρτήσεις παραγωγής, στο κόστος στις συναρτήσεις κόστους ή στα
έσοδα σε συναρτήσεις εσόδων, οι σχέσεις μεταξύ συνολικών, μέσων και οριακών
μεγεθών διέπονται από τις ίδιες μαθηματικές αρχές.
Έστω λοιπόν ένα μέγεθος Χ (π.χ., προϊόν, κόστος, έσοδο) που είναι συνάρτηση της
ποσότητας q. Ορίζουμε τα μεγέθη
Πρώτα θα εξετάσουμε τις σχέσεις μεταξύ μέσου και οριακού μεγέθους. Ειδικότερα
θα εξετάσουμε πως συμπεριφέρεται το οριακό μέγεθος όταν μεταβάλλεται το μέσο
μέγεθος. Την μεταβολή του μέσου μεγέθους, αν δηλ., αυξάνει, φθίνει ή παραμένει
σταθερό θα την διαπιστώσουμε εξετάζοντας την πρώτη του παράγωγο:
dAX ⎛ f (q ) ⎞′ f ′q − f 1 ⎛ f ⎞ 1
AX ′ = =⎜ ⎟ = 2
= ⎜ f ′ − ⎟ = ( MX − AX ) (1)
dq ⎝ q ⎠ q q⎝ q⎠ q
Όπως γνωρίζουμε, όταν η πρώτη παράγωγος είναι θετική ένα μέγεθος αυξάνει, όταν
είναι αρνητική ένα μέγεθος φθίνει και όταν είναι μηδενική το μέγεθος δεν
μεταβάλλεται. Από την εξίσωση (1) προκύπτει ότι:
Σκεφθείτε το και ως εξής: Είμαστε στην τάξη και υπολογίζουμε το μέσο όρο του
ύψους των φοιτητών (ΑΧ) που παρακολουθούν. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας
ψηλός (δηλ., πάνω από το μέσο όρο). Ο ψηλός είναι ο οριακός φοιτητής. Το ύψος
του είναι ΜΧ. Άρα MX > AX . Ο μέσος όρος τώρα ανεβαίνει. Αντίθετα, αν μπει
ένας κοντός ( MX < AX ) ο μέσος όρος κατεβαίνει. Αντίστοιχα αν εξετασθείτε σε
1. Όταν το ΑΧ έχει αρνητική κλίση το οριακό μέγεθος είναι μικρότερο από το μέσο.
dAX 1
διότι < 0 ⇒ ( MX − AX ) < 0 ⇒ MX < AX . Αντίστροφα όταν το ΑΧ έχει θετική
dq q
κλίση, το οριακό μέγεθος είναι μεγαλύτερο από το μέσο.
1
1 1
q2 − 1 1 −1 1 − 1
Π.χ., έστω ότι TX = q . Τότε AX =
2
= q 2 και MX = q 2 = q 2 . Το ΜΧ είναι
q 2 2
μικρότερο από το ΑΧ. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΧ έχει αρνητική κλίση. Η κλίση
δίνεται από την τιμή της πρώτης παραγώγου. Για να επιβεβαιώσετε λοιπόν ότι η
κλίση του ΑΧ είναι αρνητική υπολογίστε την πρώτη παράγωγο του ΑΧ. Αυτή είναι
⎛ − 12 ⎞′ 1 − 12 −1 1 − 32
AX ′ = ⎜ q ⎟ = − q = − q < 0 . ο.ε.δ.
⎝ ⎠ 2 2
Για να βεβαιωθείτε ότι το κατανοήσατε, υπολογίστε τα αντίστοιχα μεγέθη της
TX = q 2 και αποδείξτε ότι το ΜΧ βρίσκεται πάνω από το ΑΧ και ότι οι κλίσεις τους
είναι θετικές.
18
Υπολογίσατε την δεύτερη παράγωγο του ΑΧ.
Φυσικά, μπορεί το AX να μην έχει ούτε μέγιστο ούτε ελάχιστο, αλλά να παραμένει
αμετάβλητο, δηλαδή, σταθερό. Σε αυτήν την περίπτωση η κλίση του ΑΧ είναι μηδέν
και το ΜΧ είναι σταθερό και ίσο με το ΑΧ.
Δύο παραδείγματα θα σας βοηθήσουν να το καταλάβετε:
Πρώτο παράδειγμα. Έστω ότι το συνολικό κόστος δίνεται από τον τύπο TC = cq ,
όπου c είναι μία σταθερά. Το μέσο κόστος είναι σταθερό και ίσον με c εφόσον
TC cq
AC = = = c . Το οριακό κόστος είναι επίσης σταθερό και ίσο με το μέσο
q q
κόστος εφόσον MC = TC ′ = (cq )′ = c . Αυτό είναι λογικό. Εφόσον το οριακό
κόστος παραμένει σταθερό το μέσο κόστος δεν μπορεί να μεταβάλλεται.
Δεύτερο παράδειγμα. Έστω μία απείρως ελαστική καμπύλη ζήτησης. Στην
περίπτωση αυτή η τιμή είναι σταθερή. Όταν η τιμή (δηλαδή, το μέσο έσοδο) είναι
σταθερή, τότε και το οριακό έσοδο είναι σταθερό και ίσο με την τιμή. Κάθε επιπλέον
dAX dq = (1 q )( f ′ − f q ) ⇒
d 2 AX dq 2 = (1 q )′ ( f ′ − f q ) + ( f ′ − f q )′ (1 q ) = − q −2 ( f ′ − f q ) + ( f ′′ − ( f ′q − f ) q −2 ) (1 q ) =
f ′′
= − q −2 ( f ′ − f q ) + ( f ′′ q ) − q −2 ( f ′ − f q ) = −2q −2 ( f ′ − f q ) + f ′′ q = − ( 2 q ) ⋅ dAX dq +
q
f ′′
Στο σημείο όπου dAX dq = 0 η δεύτερη παράγωγος του ΑΧ είναι ίση με
q
Δηλαδή η δεύτερη παράγωγος του ΑΧ έχει το ίδιο πρόσημο στα ακρότατα σημεία με την δεύτερη
παράγωγο του ΤΧ. Παρατηρείστε τα διαγράμματα. Στο σημείο που το ΑΧ είναι ελάχιστο, το ΜΧ
αυξάνει. Εφόσον το ΜΧ είναι η πρώτη παράγωγος του ΤΧ, αυτό σημαίνει ότι η δεύτερη παράγωγος
είναι θετική. Αυτό φαίνεται επίσης και από την κυρτότητα του ΤΧ.
∂AX 1 ∂AX
3. Από την εξίσωση (1) προκύπτει ότι = ( MX − AX ) ⇒ MX = AX + q,
∂q q ∂q
δηλαδή ότι το οριακό μέγεθος ισούται με το μέσο μέγεθος συν την οριακή
μεταβολή που υπέστη το μέσο μέγεθος επί όλες τις μονάδες.
Γενικά το οριακό μέγεθος, δεν είναι το μέγεθος της οριακής μονάδας, αλλά η
μεταβολή που υφίσταται το συνολικό μέγεθος λόγω της οριακής μονάδας.
Παράδειγμα, στην περίπτωση του εσόδου, το οριακό έσοδο δεν είναι μόνο η τιμή της
επιπλέον μονάδας που πωλείται, αλλά το μέγεθος αυτό μείον την μεταβολή που
υπέστησαν τα έσοδα επειδή και όλες οι προηγούμενες μονάδες πωλήθηκαν σε
χαμηλότερη τιμή. Αυτό μπορείτε να το δείτε και ως εξής: Αν τα συνολικά έσοδα
είναι TR = PQ και αυξηθεί η ζητούμενη ποσότητα κατά ΔQ, και αντίστοιχα η τιμή
μειωθεί κατά ΔΡ, τότε τα νέα έσοδα θα είναι ( P −ΔP )(Q + ΔQ ) . Το οριακό έσοδο
θα είναι η διαφορά τους MR = ( P −ΔP )(Q + ΔQ ) − PQ . Αναπτύσσοντας έχουμε
MR = ( P −ΔP )(Q + ΔQ ) − PQ = PQ −ΔP ⋅ Q + P ⋅ΔQ −ΔP ⋅ΔQ − PQ ⇒ .
MR = ( P −ΔP ) ΔQ −ΔP ⋅ Q . Ο πρώτος όρος στο δεξιό σκέλος είναι το έσοδο που
εισπράττουμε από την επιπλέον αύξηση της ποσότητας ( P −ΔP ) ΔQ , ενώ ο δεύτερος
όρος ΔP ⋅ Q , είναι το έσοδο που χάθηκε επειδή όλες οι προηγούμενες μονάδες Q
πωλούνται τώρα κατά ΔΡ λιγότερο.
MR = = = = = α + 2β Q .
dQ dQ dQ dQ
Άρα, όταν έχουμε μια γραμμική καμπύλη ζήτησης, η γραμμή του οριακού εσόδου
ξεκινά από το σημείο του άξονα των y από το οποίο ξεκινά και η αντίστροφη
καμπύλη ζήτησης, αλλά έχει διπλάσια κλίση, άρα τέμνει τον άξονα των x στο ήμισυ.
Από εκεί και πέρα το οριακό έσοδο είναι αρνητικό. Στο σημείο αυτό τα συνολικά
έσοδα φθάνουν το μέγιστο. Κάθε επιπλέον μονάδα αφαιρεί, αντί να προσθέτει έσοδα.
Ας υπολογίσουμε στο σημείο αυτό την ζητούμενη ποσότητα, την τιμή, τα συνολικά
έσοδα και την ελαστικότητα ζήτησης.
Η ποσότητα προκύπτει άμεσα: MR = α + 2 β Q , άρα όταν το οριακό έσοδο είναι
α
μηδενικό η ποσότητα είναι MR = α + 2 β Q = 0 ⇒ Q = −
2β
⎛ α ⎞ α
Αντίστοιχα η τιμή είναι P = α + β Q = α + β ⎜ − ⎟= που είναι εξ άλλου αυτό
⎝ 2β ⎠ 2
που αναμέναμε, αφού η τομή του άξονα των x στο ήμισυ από την καμπύλη του
οριακού εσόδου, οδηγεί το αντίστοιχο P να είναι το ήμισυ του σημείου που η
αντίστροφη καμπύλη ζήτησης τέμνει τον κάθετο άξονα [Αν δεν το καταλαβαίνετε
αυτό δοκιμάστε όμοια τρίγωνα].
⎛α ⎞⎛ α ⎞ α2
Τα συνολικά έσοδα είναι TR = PQ = ⎜ ⎟ ⎜ − ⎟ = −
⎝ 2 ⎠ ⎝ 2β ⎠ 4β
Για να υπολογίσουμε την ελαστικότητα, πρέπει πρώτα να υπολογίσουμε την
α P
κανονική καμπύλη ζήτησης. P = α + β Q ⇒ Q = − + . [Μην σας ξαφνιάζουν θα
β β
πρόσημα, θυμηθείτε ότι το β είναι αρνητικό]. Η ελαστικότητα της ζήτησης ορίζεται
dQ P dQ 1
ως ε = . Από την καμπύλη ζήτησης έχουμε ότι = . Αντικαθιστούμε τις
dP Q dP β
τιμές των P και Q που βρήκαμε όταν MR=0. Άρα η ελαστικότητα στο συγκεκριμένο
σημείο είναι:
dQ P 1 α 2
ε= ⋅ = ⋅ = −1.
dP Q β −α 2 β
Γενικότερα, και όχι μόνο για γραμμικές καμπύλες ζήτησης, έχουμε το εξής:
dp
MR = TR′ = ( p (q ) ⋅ q )′ = p′q + p = q+ p⇒
dq
⎛ dp q ⎞ ⎛1 ⎞
MR = p ⎜ + 1⎟ = p ⎜ + 1⎟
⎝ dq p ⎠ ⎝ε ⎠
Μπορούμε, δηλαδή να εκφράσουμε το οριακό έσοδο ως συνάρτηση της τιμής και της
ελαστικότητας. Επιβεβαιώσατε ότι όταν η ελαστικότητα είναι μοναδιαία, δηλ. όταν
ε = −1 , τότε το οριακό έσοδο είναι μηδενικό. Το αποδείξαμε παραπάνω στην
περίπτωση της γραμμικής καμπύλης ζήτησης, αλλά ισχύει και για την περίπτωση
όπου η καμπύλη ζήτησης είναι ορθογώνια υπερβολή και είναι σταθερής μοναδιαίας
ελαστικότητας, όταν ισχύει δηλαδή ότι P = k Q και τα συνολικά έσοδα είναι σταθερά
και ίσα με k. Παρατηρείστε ότι εφόσον η ελαστικότητα είναι αρνητική ισχύει ότι
ε=-1 200
25
150
MR=0 Q
0
0 2,5 5 7,5 10 12,5 15 17,5 20 22,5 25
100
-50 0
P (AR) MR TR
Το καθαρό μονοπώλιο είναι μια μορφή αγοράς στην οποία υπάρχει μόνο μία
επιχείρηση στον κλάδο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ό,τι η επιχείρηση έχει μία
νομική ή άλλη κατοχύρωση στο προϊόν της ή μπορεί να είναι φυσικό μονοπώλιο. Η
νομική κατοχύρωση μπορεί να προκύπτει από μία κατοχυρωμένη ευρεσιτεχνία, όπως
για παράδειγμα η πατέντα που έχει μια φαρμακευτική εταιρεία πάνω σε ένα φάρμακο.
Ή μπορεί να έχει ένα ειδικό know-how (τεχνογνωσία) ή ένα εμπορικό μυστικό που
δεν έχουν άλλες εταιρείες ή τέλος μπορεί να έχει ένα προνόμιο από το κράτος. Παλιά
στην Ελλάδα, π.χ., τα σπίρτα και τα παιγνιόχαρτα ήταν κρατικό μονοπώλιο. Το
φυσικό μονοπώλιο προκύπτει όταν οι καμπύλες κόστους είναι τέτοιες που μόνο μία
επιχείρηση μπορεί να έχει χώρο στον κλάδο. Αυτό συμβαίνει όταν έχουμε μία
μονίμως φθίνουσα καμπύλη μέσου κόστους, άρα και οριακού που βρίσκεται κάτω
από την καμπύλη μέσου κόστους. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύψει όταν η είσοδος
στον κλάδο απαιτεί μια πολύ μεγάλη αρχική επένδυση σε πάγιο (σταθερό) κόστος η
οποία επιμερίζεται σε όλες τις μονάδες. Η επιχείρηση που ήδη βρίσκεται στον κλάδο
αρκεί να αυξήσει την κλίμακα παραγωγής της για να παράγει σε χαμηλότερο κόστος
αποτρέποντας τους ανταγωνιστές της.
Η ισορροπία στο μονοπώλιο προκύπτει άμεσα από την υπόθεση ότι η επιχείρηση
μεγιστοποιεί τα κέρδη της: Τα κέρδη (π) είναι ίσα με τα συνολικά έσοδα (TR) μείον
το συνολικό κόστος (TC)
π = TR − TC
Η επιχείρηση επιλέγει το επίπεδο εκείνο παραγωγής που μεγιστοποιεί τα κέρδη της,
δηλ., θέτει την πρώτη παράγωγο των κερδών ίση με το μηδέν:
dπ d (TR − TC ) dTR dTC dTR dTC
max π ⇒ =0 ή =0⇒ − =0⇒ =
Q dQ dQ dQ dQ dQ dQ
Αλλά η πρώτη παράγωγος των συνολικών εσόδων ως προς την ποσότητα είναι το
οριακό έσοδο (MR) και η πρώτη παράγωγος του συνολικού κόστους ως προς την
ποσότητα είναι το οριακό κόστος (MC). Άρα η συνθήκη μεγιστοποίησης των κερδών
συνεπάγεται ότι
MR=MC
Σημείωση: Η συνθήκη αυτή ισχύει για κάθε επιχείρηση που μεγιστοποιεί τα κέρδη
της. Στον τέλειο ανταγωνισμό όμως η κάθε επιχείρηση αντιμετωπίζει μια εντελώς
οριζόντια καμπύλη ζήτησης που είναι ίση με την τιμή Ρ για κάθε ποσότητα. Άρα
στον τέλειο ανταγωνισμό η τιμή, που είναι το μέσο έσοδο, είναι σταθερή άρα και το
οριακό έσοδο της κάθε επιχείρησης είναι και αυτό σταθερό και ίσο με την τιμή.
Άρα η επιχείρηση θέτει το οριακό κόστος ίσο με την τιμή και όχι με το οριακό
έσοδο της καμπύλης ζήτησης του κλάδου.
α
Καμπύλη Ζήτησης
MC
PΜ B
AC
ACΜ Γ
A
MR
QΜ 2β β
0
Έστω ότι έχω μια γραμμική καμπύλη ζήτησης της μορφής P = α − β Q , όπου τα α
και β είναι μεγαλύτερα από το μηδέν. Πως βρίσκουμε την καμπύλη του οριακού
εσόδου; Είναι απλό: Τα συνολικά έσοδα είναι TR = PQ = (α − βQ ) Q = αQ − β Q 2 .
Το οριακό έσοδο προκύπτει αν παραγωγίσουμε τα συνολικά έσοδα ως προς την
ποσότητα:
dTR d (αQ − β Q )
2
MR ≡ = = α − 2β Q
dQ dQ
Δηλαδή η καμπύλη του οριακού εσόδου θα είναι και αυτή γραμμική και θα ξεκινά
στο ίδιο σημείο με την καμπύλη ζήτησης στον άξονα των τιμών, δηλ., στο α, και θα
έχει διπλάσια κλίση από την καμπύλη ζήτησης, δηλ., 2β αντί για β. Δηλαδή θα τέμνει
τον άξονα των ποσοτήτων στο μέσο της απόστασης μεταξύ της αρχής των αξόνων
και του σημείου που η καμπύλη ζήτησης τέμνει τον άξονα των ποσοτήτων. Τις δύο
αυτές καμπύλες, ζήτησης και οριακού εσόδου, τις τοποθετούμε στο διάγραμμα.
Τοποθετούμε επίσης και τις καμπύλες μέσου και οριακού κόστους της επιχείρησης.
Η επιχείρηση θα επιλέξει την ποσότητα στο σημείο που η καμπύλη του οριακού
εσόδου τέμνει την καμπύλη του οριακού κόστους (το σημείο Α στο διάγραμμα). Η
ποσότητα αυτή είναι η QM . Ποια είναι η τιμή που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη
ποσότητα; Αυτό μας το δείχνει η καμπύλη ζήτησης: PM = α − βQM . Είναι το σημείο
Β του διαγράμματος. Άρα το μονοπώλιο θα έχει τιμή και ποσότητα ισορροπίας
PM και QM αντίστοιχα.
Από το διάγραμμα μπορούμε να βρούμε και τα κέρδη του μονοπωλίου. Θυμηθείτε
ότι τα κέρδη είναι συνολικά έσοδα μείον συνολικό κόστος. Τα συνολικά έσοδα στο
π = TR − TC = PM ⋅ QM − ACM ⋅ QM = ( PM − ACM )⋅ QM
Εφόσον το οριακό κόστος είναι μεγαλύτερο από το μηδέν αυτό συνεπάγεται ότι
⎛1 ⎞ 1 1
MR = MC = p ⎜⎜ + 1⎟⎟⎟ > 0 ⇒ + 1 > 0 ⇒ > −1 ⇒ −1 > ε
⎜⎝ ε ⎠ ε ε
Δηλ., η ελαστικότητα λαμβάνει τιμές από το -1 έως το −∞ .
Αυτό μπορείτε να το δείτε και γεωμετρικά: Η καμπύλη του οριακού εσόδου τέμνει
τον άξονα των ποσοτήτων στο σημείο που το οριακό έσοδο είναι ίσο με το μηδέν. Το
σημείο αυτό βρίσκεται στο μέσο της απόστασης από την αρχή των αξόνων έως το
σημείο που η καμπύλη ζήτησης τέμνει τον άξονα των ποσοτήτων. Αν φέρουμε την
κάθετο στο σημείο αυτό, αυτή θα τμήσει την καμπύλη ζήτησης στο μέσον της. Αλλά
στο μέσο της η καμπύλη ζήτησης έχει μοναδιαία ελαστικότητα, είναι μάλιστα το
σημείο όπου μεγιστοποιούνται τα συνολικά έσοδα (αφού η πρώτη παράγωγος των
D
Το MC τέμνει το MR στο DA
ε = −∞
0A = AD ′
Άρα η ισορροπία επέρχεται στο ελαστικό
τμήμα της ΚΖ, δηλ., το DB DB = BD ′
B
ε = −1
MR
0 A D' ε=0
400
350
300
250
200
150
100
50
0
0 5 10 15 20 25 30
Δείκτης Lerner
19
A. P. Lerner. “The Concept of Monopoly and the Measurement of Monopoly Power”, Review of
Economic Studies, τόμος 1, τεύχος 3, σσ. 157-175, (Ιούνιος 1934).
Αντικαθιστώντας τον τύπο του οριακού κόστους (που είναι ίσος με αυτόν του
οριακού εσόδου στο σημείο ισορροπίας) στον Δείκτη Lerner έχουμε:
⎛1 ⎞
p − p ⎜⎜ + 1⎟⎟⎟
p − MC ⎝⎜ ε ⎠ 1
LI = = =−
p p ε
Ας κάνουμε ένα παράδειγμα. Έστω ένα μονοπώλιο που αντιμετωπίζει ένα σταθερό
οριακό κόστος MC=12. Η καμπύλη ζήτησης του μονοπωλίου είναι η DD1 που
δίνεται από την εξίσωση p1 = 100 − 8q1 . Άμεσα προκύπτει ότι η καμπύλη του
οριακού εσόδου είναι MR1 = 100 −16q1 . [Γιατί προκύπτει άμεσα; Θυμηθείτε ότι
dTR1
TR1 = p1q1 = (100 − 8q1 ) q1 = 100q1 − 8q12 ⇒ MR1 ≡ = 100 − 2 ⋅ 8q1 ]
dq1
Η οριακή συνθήκη μας δίνει το q1 ισορροπίας:
100 −12
MC = 12 = MR1 = 100 −16q1 ⇒ q1* = = 5,5 . Η τιμή προκύπτει από την
16
καμπύλη ζήτησης DD1: p1 = 100 − 8q1 ⇒ p1* = 100 − 8 ⋅ 5,5 = 56 . Ο Δείκτης Lerner
προκύπτει από τον τύπο:
p − MC 56 −12
LI1 = 1 = ≈ 0, 79
p1 56
Η ελαστικότητα μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο είναι ίση με
1 1
LI1 = − ⇒ ε1 = − ≈ −1, 27
ε1 LI1
Αν η καμπύλη ζήτησης ήταν διαφορετική τι θα γινόταν; Έστω η πιο ελαστική
καμπύλη ζήτησης DD2 που δίνεται από τον τύπο p2 = 40 − 2q2 . Τότε αντίστοιχοι
υπολογισμοί μας δίνουν:
MR2 = 40 − 4q2 = MC = 12 ⇒ q2 = (40 −12) 4 = 7 ⇒ p2 = 40 − 2 ⋅ 7 = 26 .
Ο Δείκτης Lerner είναι τώρα:
p2 − MC 26 −12
LI 2 = = ≈ 0,54
p2 26
100
90
80
DD1 MR1 DD2 MR2 MC
DD1
70
60 B
50
p1
40
30 Δ
p2
20 DD2
Γ MC
10
A
0
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20
Mathematical Principles of the Theory of Wealth, 1897. Ανατύπωση με επιμέλεια και επίμετρο για την
Βιβλιογραφία των Μαθηματικών Οικονομικών του Irving Fisher, New York: Macmillan, 1927. [Ανα-
τύπωση της έκδοσης του 1927, New York: Augustus M. Kelley, 1960]. Βλ. ιδιαίτερα το κεφάλαιο “On
the competition of producers”.
22
Η ανάλυση του Cournot ήταν πιο πολύπλοκη. Ξεκίνησε από το μονοπώλιο, στη συνέχεια εξέ-
τασε το δυοπώλιο και εφάρμοσε την ίδια ανάλυση για 3 και 4 ανταγωνιστές και έπειτα την γενίκευσε
για Ν αριθμό επιχειρήσεων. Όταν το Ν είναι μεγάλο η ισορροπία του ολιγοπωλίου ταυτίζεται με
εκείνη του τέλειου ανταγωνισμού. Για περισσότερα βλ. Γ. Βαρουφάκη-Ν. Θεοχαράκη, Μικροοικονο-
μικά υποδείγματα μερικής και γενικής ισορροπίας, Αθήνα: τυπωθήτω- Γ. Δαρδανός, 2005.
23
Επιβεβαιώστε ότι ισχύει και η συνθήκη δευτέρας τάξεως π ′′ < 0
1
a−c 2 a−c ⎛ 2 a − c ⎞ a + 2c
Άρα q1* = q2* = ⇒ qD = q1* + q2* = ⋅ ⇒ pD = a − b ⎜ ⋅ ⎟=
3b 3 b ⎝3 b ⎠ 3
Τα συνολικά κέρδη του κλάδου, δηλ., και των δύο επιχειρήσεων, είναι
⎞ ⎛ 2 a − c ⎞ 2(a − c)
2
⎛ a + 2c
π D = ( pD − c ) qD = ⎜ − c⎟⎜ ⋅ ⎟=
⎝ 3 ⎠⎝ 3 b ⎠ 9b
και για κάθε επιχείρηση ξεχωριστά είναι
(a − c)
2
πD
π = π2 =
1
* *
=
2 9b
πM = ( pM − c ) qM = ⋅ =
2 2b 4b
Στον τέλειο ανταγωνισμό το οριακό έσοδο είναι ίσο με το μέσο έσοδο, δηλ., την τιμή
αφού η καμπύλη ζήτησης για την ατομική επιχείρηση είναι απείρως ελαστική. Εξι-
πM = > πD = > π TA = 0
4b 9b
Κέρδη κλάδου, π
0 9b 4b
Την ισορροπία στις τρεις μορφές αγοράς στο αριθμητικό μας παράδειγμα μπορούμε
να την απεικονίσουμε στο παρακάτω διάγραμμα.
qM a − c
«Αν η άλλη επιχείρηση παράγει ποσότητα ίση με = = 4,5 , τότε η καλύτερη
2 4b
ποσότητα για μένα είναι,
σύμφωνα με την εξίσωση αντίδρασης η
a−c
a − c q j a − c qM 2 a−c 3 a−c
qi = − = − == − 4b = ⋅ = 6, 75 , διότι τότε θα μεγι-
2b 2 2b 2 2b 2 8 b
στοποιήσω τα κέρδη μου, τα οποία τώρα θα γίνουν
⎛ 3 ⎞ (a − c)
2 2
qi qj
6,1875 5,90625
6,046875 5,976563
6,011719 5,994141
6,00293 5,998535
6,000732 5,999634
6,000183 5,999908
6,000046 5,999977
6,000011 5,999994
6,000003 5,999999
6,000001 6
6 6
6 6
Άρα θα επανέλθουν στην αρχική ισορροπία του δυοπωλίου με κέρδη 36 για τον κα-
θένα. Στην πραγματικότητα, αφού ο κάθε ένας τους είναι ορθολογικός και γνωρίζει
ότι και ο ανταγωνιστής του είναι επίσης ορθολογικός, δεν πρόκειται να περάσουν από
αυτούς τους γύρους μέχρι να ισορροπήσουν. Ο καθένας τους γνωρίζει ότι ο άλλος
έχει κίνητρο να αθετήσει την συμφωνία και θα παραγάγει την ποσότητα ισορροπίας
του δυοπωλίου. Άρα ακόμα και αν συμφωνήσουν από πριν να λειτουργήσουν ως μο-
νοπωλητές, η συμφωνία αυτή δεν πρόκειται να τηρηθεί διότι η δέσμευση που θα ανα-
λάβει ο καθένας τους δεν θα είναι πιστευτή από τον άλλο.
Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται πως μπορεί αν κάποια από τις δύο επιχειρήσεις να
ξεκινήσει από ένα σημείο εκτός ισορροπίας να επανέλθει στο σημείο ισορροπίας
μέσα από τις καμπύλες αντίδρασης. Με άλλα λόγια η ισορροπία στο υπόδειγμα
Cournot είναι ευσταθής ισορροπία.
20
q2
19
18
17
16
15
14
13 R1
12
11
10
9
8
7 Σημείο ισορροπίας
6
5
4 R2
3
2
1 q1
0
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19
Η αστυνομία συλλαμβάνει δύο υπόπτους για ένοπλη ληστεία αλλά ο εισαγγελέας δεν
έχει αρκετά στοιχεία για να τους καταδικάσει χωρίς να έχει την ομολογία ενός εκ των
δύο. Λέει όμως στον κάθε κρατούμενο ξεχωριστά: «Αν ομολογήσεις την πράξη σας
τότε, αν ο συγκρατούμενός σου δεν ομολογήσει, εσένα θα σε αφήσω ελεύθερο και ο
άλλος θα καταδικαστεί σε δέκα χρόνια φυλακή με βάση την ομολογία σου. Αν δεν
ομολογήσει κανένας σας, θα σας απαγγείλω κατηγορία για οπλοκατοχή και θα κατα-
δικαστείτε από ένα χρόνο ο καθένας. Αν πάλι ομολογήσετε και οι δύο θα καταδικα-
στείτε για πέντε χρόνια ο καθένας». Οι νομικές λεπτομέρειες φυσικά δεν ενδιαφέ-
ρουν. Το παράδειγμα είναι από τις Η.Π.Α. όπου υπάρχει η δυνατότητα συν αλλαγής
με την εισαγγελία με θεσμικά νόμιμο τρόπο (plea bargaining).
Ο κάθε κρατούμενος σκέπτεται ως εξής: «Αν δεν ομολογήσω τότε αν ο άλλος ομολο-
γήσει θα φάω 10 χρόνια. Αν πάλι ο άλλος δεν ομολογήσει θα φάω ένα χρόνο. Αντί-
θετα αν ομολογήσω, αν ο άλλος δεν ομολογήσει θα αφεθώ ελεύθερος, ενώ αν ομολο-
γήσει θα φάω πέντε χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και να κάνει ο άλλος, με συμφέ-
ρει να ομολογήσω». Το ίδιο όμως σκέφτονται και οι δύο και ομολογούν και καταδι-
24
Η Θεωρία Παιγνίων θεμελιώθηκε από τους John von Neumann και Oskar Morgenstern στο
έργο τους Theory of games and economic behavior [Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1944].
Για μια εισαγωγή στα ελληνικά βλέπε Γιάνης Βαρουφάκης, Θεωρία Παιγνίων: Η θεωρία που
φιλοδοξεί να ενοποιήσει τις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα: Gutenberg, 2007.
Κρατούμενος Β
Ομολογώ Δεν Ομολογώ
Ομολογώ (5, 5) (0, 10)
Κρατούμενος Α
Δεν Ομολογώ (10, 0) (1, 1)
Ο μύθος δηλοί ότι δεν ισχύει πάντοτε ότι οι αποκεντρωμένες αποφάσεις οδηγούν στο
καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Στα οικονομικά το θεώρημα του αοράτου χεριού του
Adam Smith ισχυρίζεται ότι αν ο κάθε εμπορευόμενος ενεργεί σύμφωνα με το ατο-
μικό του συμφέρον το αποτέλεσμα είναι η εξυπηρέτηση του κοινού καλού. Ο ίδιος ο
Smith όμως ήταν καχύποπτος για την τάση που έχουν οι εμπορευόμενοι να συνεν-
νοούνται μεταξύ τους ενάντια στο κοινό καλό. Γράφει στον Πλούτο των Εθνών (Βι-
βλίο Ι, Κεφάλαιο 10).
Άτομα του ιδίου επαγγέλματος σπάνια συναντιούνται, ακόμα και για λόγους ευ-
θυμίας και διασκέδασης, χωρίς να καταλήξει η συζήτηση σε μια συνομωσία
εναντίον του κοινού, ή σε κάποιο σχέδιο για να ανεβάσουν τις τιμές. Είναι
πράγματι αδύνατο να εμποδίσουμε τέτοιες συναντήσεις με κάποιο νόμο ο οποίος
θα ήταν εφαρμόσιμος και συμβατός με την ελευθερία και την δικαιοσύνη. Αλλά
αν και ο νόμος δεν μπορεί να εμποδίσει άτομα του ιδίου επαγγέλματος να συ-
γκεντρώνονται, δεν πρέπει από την άλλη να διευκολύνει τέτοιες συναντήσεις,
πολλώ δε μάλλον να τις κάνει απαραίτητες.26
25
Για αυτό μια σικελική παροιμία λέει Cu e surdu, orbu e taci, campa cent'anni 'mpaci [Όποιος
είναι κουφός, τυφλός και μουγκός θα ζήσει εκατό χρόνια ήσυχος.]
26
People of the same trade seldom meet together, even for merriment and diversion, but the
conversation ends in a conspiracy against the public, or in some contrivance to raise prices. It is impos-
sible indeed to prevent such meetings, by any law which either could be executed, or would be consis-
tent with liberty and justice. But though the law cannot hinder people of the same trade from some-
times assembling together, it ought to do nothing to facilitate such assemblies; much less to render
them necessary.
Ένας άλλος οικονομολόγος ο Heinrich von Stackelberg στο έργο του Marktform und
Gleichgewicht [Μορφή αγοράς και ισορροπία] (Julius Springer, Βιέννη, 1934) εξετά-
ζει μια ειδική περίπτωση του δυοπωλίου Cournot στην οποία η μία επιχείρηση (ο ηγέ-
της) έχει την δυνατότητα να θέσει πρώτος την ποσότητα, ενώ η δεύτερη επιχείρηση
(ο ακόλουθος) αποφασίζει την ποσότητα αφού έχει ήδη αποφασίσει η πρώτη επιχεί-
ρηση. Στην περίπτωση αυτή ο ηγέτης μπορεί να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του
ως εξής:
Στο υπόδειγμα Cournot είδαμε την εξίσωση αντίδρασης μιας επιχείρησης όταν
γνωρίζει το επίπεδο παραγωγής του ανταγωνιστή της. Στο υπόδειγμα Stackelberg ο
ηγέτης ξέρει από την εξίσωση αντίδρασης του ακολούθου, πώς ο ακόλουθος θα
αντιδράσει σε κάθε δικό του επίπεδο παραγωγής.
a − c qH
qA = − ( RA )
2b 2
Ο ηγέτης χρησιμοποιεί την εξίσωση αυτή στην μεγιστοποίηση των δικών του κερδών.
Τα κέρδη του ηγέτη είναι:
πH = pqH − cqH = ⎡⎣ a − b (qH + q A )⎤⎦ qH − cqH =
⎡ ⎛ ⎡ a − c qH ⎤ ⎞⎟⎤
= ⎢ a − b ⎜⎜qH + ⎢ − ⎥ ⎟⎥ qH − cqH =
⎢ ⎜⎝ ⎢
⎣ 2b 2 ⎦⎥ ⎠⎟⎥⎦
⎣
⎛ a − c qH ⎞⎟
= aqH − bqH 2 − bqH ⎜⎜ − ⎟⎟ − cqH =
⎜⎝ 2b 2⎠
a−c b
= q H − qH 2
2 2
27
« Théorie des Richesses: revue de Théories mathématiques de la richesse sociale par Léon
Walras et Recherches sur les principes mathématiques de la théorie des richesses par Augustin Cour-
not », 67: 499–508.
Παρατηρείστε ότι η ποσότητα που παράγει ο ηγέτης και άρα και τα κέρδη του είναι
μεγαλύτερα από εκείνα του ακολούθου. Παρατηρείστε επίσης σε σχέση με το δυο-
πώλιο Cournot, ότι τα συνολικά κέρδη του κλάδου είναι μικρότερα, αλλά τα κέρδη
του ηγέτη είναι μεγαλύτερα από τα κέρδη ενός δυοπωλητή Cournot.
Λύση
Στον Τ.Α. τα κέρδη είναι μηδενικά και η τιμή ίση με το οριακό κόστος. Εφόσον το
μέσο κόστος είναι σταθερό ισούται με το οριακό, άρα pTA = c = 1 . Από την αντί-
στροφη καμπύλη ζήτησης έχουμε p = 61− 2q = c = 1 ⇒ qTA = 30
Στο μονοπώλιο η ποσότητα καθορίζεται από την εξίσωση του οριακού εσόδου με το
οριακό κόστος. Το οριακό έσοδο είναι:
MR = TR ′ = ( pq )′ = ⎡⎣(61− 2q ) q ⎤⎦ ′ = (61q − 2q 2 )′ = 61− 4q .
Εξισώνοντας με το οριακό κόστος προκύπτει ότι:
MR = 61− 4q = MC = c = 1 ⇒ qM = 15 .
Η τιμή ισορροπίας προκύπτει από την καμπύλη ζήτησης:
pM = 61− 2qM = 61− 2 ⋅15 = 31 .
Τα κέρδη είναι αντίστοιχα πM = ( pM − c)qM = (31−1) ⋅15 = 450 .
Στο δυοπώλιο Bertrand η λύση είναι ίδια με αυτή του τέλειου ανταγωνισμού.
Στο δυοπώλιο Stackelberg η επιχείρηση ακόλουθος έχει την εξίσωση αντίδρασης ίδια
με αυτή του δυοπωλίου Cournot. q A = 15 − qH 2 . Την εξίσωση αυτή χρησιμοποιεί η
επιχείρηση ηγέτης για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της καθορίζοντας την ποσότητα
ισορροπίας της:
Από την εξίσωση αντίδρασης της ακολούθου προκύπτει η ποσότητα ισορροπίας της
καθώς και η συνολική ποσότητα ισορροπίας:
Τέλειος
ανταγωνισμός
&
Δυοπώλιο Δυοπώλιο Δυοπώλιο
Bertrand Stackelberg Cournot Μονοπώλιο
Ποσότητα ισορροπίας, q 30 22,5 20 15
Τιμή ισορροπίας, p 1 21 31 16
Κέρδη κλάδου, π 0 337,5 400 450
Σύνδεσμοι
Γιάνης Βαρουφάκης-Νίκος Θεοχαράκης, Μικροοικονομικά υποδείγματα μερικής και
γενικής ισορροπίας, Αθήνα: τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός, 2005.
http://www.het.gr/HET/micro_links.htm
Antoine Augustin Cournot, Researches into the Mathematical Principles of the
Theory of Wealth, 1897 [Published by BiblioBazaar, LLC, 2008]:
http://books.google.com/books?id=AhgKt7XLopsC
Joseph Louis François Bertrand, « Théorie des Richesses: revue de Théories mathé-
matiques de la richesse sociale par Léon Walras et Recherches sur les principes
mathématiques de la théorie des richesses par Augustin Cournot », Journal des
Savants, Σεπτέμβριος1883, τόμος 67, σσ. 499–508
http://cepa.newschool.edu/het/texts/marginal/bertrand83.pdf
Πρότεινε όμως ένα κριτήριο σύμφωνα με το οποίο μια κατανομή μπορεί να θεωρηθεί
καλύτερη από μία άλλη. Το κριτήριο αυτό λέει ότι μία κατανομή είναι καλύτερη (ή
κατά Pareto καλύτερη ή αποτελεσματικότερη) από μία άλλη, μόνο όταν η κατανομή
αυτή δεν φέρνει σε χειρότερη μοίρα κανένα άτομο σε σχέση με την άλλη και βελτιώ-
νει τη θέση τουλάχιστον ενός ατόμου. Έστω ν άτομα, η κατανομή Α είναι κατά
Pareto αποτελεσματικότερη από την κατανομή Β, όταν κάποια άτομα προτιμούν την
κατανομή Α και κανένα άτομο δεν προτιμά την κατανομή Β. Τότε λέμε ότι η κατα-
νομή Β κυριαρχείται κατά Pareto από την κατανομή Α. Μία κατανομή είναι κατά
Pareto άριστη (ή αποτελεσματική) (Pareto optimal ή Pareto efficient) μόνον όταν δεν
υπάρχει καμία εφικτή κατανομή η οποία να είναι κατά Pareto αποτελεσματικότερη από
αυτήν.
28
Vilfredo Pareto, Manuale di economia politica, Società Editrice Libraria, Milano. Αναθεωρη-
μένη γαλλική έκδοση ως Manuel d’économie politique, Giard et Brière, Paris, 1909. Αγγλική έκδοση
της γαλλικής του 1927 ως Manual of Political Economy, Macmillan, London, 1972.
29
Η διαφορά της ωφελιμότητας από την χρησιμότητα στο έργο του Pareto δεν θα μας απασχολή-
σει εδώ. Οι ενδιαφερόμενοι ας συμβουλευθούν το λήμμα “Ophelimity” του Nicholas Georgescu-
Roegen στο John Eatwell, Murray Milgate & Peter Newman (επιμ.), The New Palgrave: A Dictionary
of Economics, London: Macmillan, 1987.
Διότι μας παρέχει ένα μέτρο της αποφυγής της σπατάλης στην οργάνωση των παρα-
γωγικών πόρων μιας κοινωνίας. Υπενθυμίζω ότι η σύγχρονη οικονομική θεωρία βα-
σίζεται πάνω στην αρχή του μεθοδολογικού ατομικισμού. Όλα τα οικονομικά φαινό-
μενα πρέπει να εξηγηθούν βάσει της συμπεριφοράς των ατομικών οικονομικών υπο-
κειμένων, των οικονομικών δρώντων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε
στους θεσμούς της αγοράς, ιδιαίτερα μάλιστα της τέλεια ανταγωνιστικής αγοράς.
Προκειμένου λοιπόν να μπορούμε να συγκρίνουμε το αποτέλεσμα εναλλακτικών θε-
σμών οργάνωσης της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα να κάνουμε την σύγκριση με-
ταξύ μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και μιας οικονομίας που στηρίζεται
30
Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, 1776, Βιβλίο IV,
Κεφάλαιο 2, “Of Restraints upon the Importation from Foreign Countries”.
But the annual revenue of every society is always precisely equal to the exchangeable value of the
whole annual produce of its industry, or rather is precisely the same thing with that exchangeable value.
As every individual, therefore, endeavours as much as he can both to employ his capital in the support
of domestic industry, and so to direct that industry that its produce may be of the greatest value; every
individual necessarily labours to render the annual revenue of the society as great as he can. He gener-
ally, indeed, neither intends to promote the public interest, nor knows how much he is promoting it. By
preferring the support of domestic to that of foreign industry, he intends only his own security; and by
directing that industry in such a manner as its produce may be of the greatest value, he intends only his
own gain, and he is in this, as in many other cases, led by an invisible hand to promote an end which
was no part of his intention. Nor is it always the worse for the society that it was no part of it. By pur-
suing his own interest he frequently promotes that of the society more effectually than when he really
intends to promote it. I have never known much good done by those who affected to trade for the public
good. It is an affectation, indeed, not very common among merchants, and very few words need be em-
ployed in dissuading them from it.
Παράβαλε επίσης και το εξής χωρίο από The Theory of Moral Sentiments.του Adam Smith (1759)
Μέρος IV. “Of the Effect of Utility upon the Sentiment of Approbation”, Κεφάλαιο Ι.
The produce of the soil maintains at all times nearly that number of inhabitants which it is capable of
maintaining. The rich only select from the heap what is most precious and agreeable. They consume
little more than the poor, and in spite of their natural selfishness and rapacity, though they mean only
their own conveniency, though the sole end which they propose from the labours of all the thousands
whom they employ, be the gratification of their own vain and insatiable desires, they divide with the
poor the produce of all their improvements. They are led by an invisible hand to make nearly the same
distribution of the necessaries of life, which would have been made, had the earth been divided into
equal portions among all its inhabitants, and thus without intending it, without knowing it, advance the
interest of the society, and afford means to the multiplication of the species. When Providence divided
the earth among a few lordly masters, it neither forgot nor abandoned those who seemed to have been
left out in the partition. These last too enjoy their share of all that it produces. In what constitutes the
real happiness of human life, they are in no respect inferior to those who would seem so much above
them. In ease of body and peace of mind, all the different ranks of life are nearly upon a level, and the
beggar, who suns himself by the side of the highway, possesses that security which kings are fighting
for.
Πρώτον, δεν σημαίνει ότι ένα αποτέλεσμα που είναι κατά Pareto άριστο είναι και
κοινωνικά ή πολιτικά επιθυμητό. Μπορεί για παράδειγμα μια πολιτική διαδικασία να
προτείνει μια κατανομή την οποία να προτιμά η κοινωνία, χωρίς να είναι απαραίτητα
και κατά Pareto άριστη. Αν στο παράδειγμα των τριών ατόμων που αναφέραμε πα-
ραπάνω, ψήφιζαν η Άννα, ο Βασίλης και ο Γιάννης, η κατανομή Β θα έπαιρνε περισ-
σότερους ψήφους από την κατανομή Γ, παρά το γεγονός ότι η Β δεν είναι άριστη
κατά Pareto και η Γ είναι.
Δεύτερον, δεν σημαίνει ότι το κριτήριο του Pareto αποτελεί και κριτήριο κοινωνικής
δικαιοσύνης. Αν για παράδειγμα έχουμε να μοιράσουμε μια πίττα μεταξύ δύο ατό-
μων, όλες οι πιθανές κατανομές οι οποίες δεν καταστρέφουν κομμάτια της πίττας εί-
ναι κατά Pareto άριστες. Έτσι μια κατανομή που δίνει όλη την πίττα σε ένα άτομο
είναι κατά Pareto άριστη. Σκεφθείτε ότι έχουμε τις εξής πιθανές κατανομές: 50%-
50%, 49%-49% (και το 2% να καταστρέφεται στην διαδικασία) και 0%-100%. Πως
θα τις αξιολογούσατε από πλευράς κοινωνικής δικαιοσύνης; Μόνο όμως οι δύο (η
πρώτη και η τρίτη) είναι κατά Pareto αποτελεσματικές.
Τρίτον, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε όλες τις κατανομές μεταξύ τους σύμφωνα με
το κριτήριο του Pareto. Οι περισσότερες κατανομές δεν είναι συγκρίσιμες μεταξύ
τους. Για να το καταλάβετε αυτό σκεφτείτε την μαθηματική έννοια (ή σχέση) της
διάταξης (ordering)που ορίζεται πάνω σε ένα σύνολο. Τέτοια σχέση, είναι η σχέση
«μεγαλύτερο ή ίσο» (≥) που ορίζεται πάνω στο σύνολο των πραγματικών αριθμών
(R). Αν έχουμε δύο πραγματικούς αριθμούς, τον a και τον b, (όπου a, b ∈ R ) μπο-
ρούμε πάντα να πούμε είτε ότι a ≥ b είτε ότι b ≥ a . Η σχέση αυτή είναι μια πλήρης
διάταξη. Αν όμως έχουμε διανύσματα στον δισδιάστατο καρτεσιανό χώρο, αν
έχουμε δηλαδή το διάνυσμα ( x, y ) ∈ R × R και ορίσουμε την σχέση «μεγαλύτερο ή
ίσο» (≥) ως εξής: ( x, y ) ≥ ( x′, y′) μόνον εάν x ≥ x′ και y ≥ y′ , τότε δεν μπορούμε πά-
ντοτε να συγκρίνουμε δυο διανύσματα ως προς την σχέση (≥). Αν για παράδειγμα
έχουμε τα διανύσματα (5, 2), (5,1) και (4,3) μπορούμε να πούμε ότι (5, 2) ≥ (5,1)
αλλά δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τα δύο πρώτα με το τρίτο. Ή αν μέσα στην τάξη
ορίσουμε την σχέση «ο Α είναι πιο μεγαλόσωμος από τον Β», μόνο αν ο Α είναι και
ψηλότερος και έχει μεγαλύτερο βάρος από τον Β, τότε υπάρχουν περιπτώσεις που η
σχέση αυτή δεν ορίζεται (αν π.χ., ο Α είναι πιο χοντρός αλλά και πιο κοντός από τον
Β). Το ίδιο ισχύει και στο κριτήριο Pareto. Μπορεί να υπάρχει μια ολόκληρη οικο-
γένεια κατανομών, όπου όλες να είναι άριστες κατά Pareto αλλά να μην είναι συγκρί-
σιμες μεταξύ τους. Όπως επίσης υπάρχουν και κατανομές που δεν είναι κατά Pareto
άριστες και οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους σύμφωνα με το κριτή-
ριο αυτό. Μπορεί επίσης να υπάρχει μια κατανομή που δεν είναι κατά Pareto άριστη,
και η οποία όμως να μην κυριαρχείται κατά Pareto από μια άλλη κατανομή. Στο πα-
31
Kenneth J. Arrow & Gerard Debreu (1954): «Existence of an Equilibrium for a Competitive
Economy», Econometrica, τόμος 22, τεύχος 3 (Ιούλιος), σσ. 265-90. Ηλεκτρονικά διαθέσιμο ως
Cowles Foundation Paper no. 87 από την διεύθυνση http://cowles.econ.yale.edu/P/cp/p00b/p0087.pdf.
Τέταρτον, το κριτήριο του Pareto αφορά μόνο τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται. Στο
παράδειγμα του διλήμματος των κρατουμένων (prisoners’ dilemma) μας ενδιαφέρει
μόνο η χρησιμότητα των κρατουμένων και όχι αυτή του ανακριτή ή του θύματος. Αν
εξετάζουμε, π.χ., την δομή μιας ολιγοπωλιακής αγοράς η ανάλυσή μας θα είναι δια-
φορετική αν εξετάσουμε το κριτήριο από την σκοπιά των επιχειρήσεων και διαφορε-
τική από την σκοπιά των καταναλωτών.
Ασκήσεις
Pareto, Paret-άκι μου, ποια κατανομή είναι η πιο αποτελεσματική;
Άσκηση 1
Δυο άτομα μοιράζονται μεταξύ τους το ποσό των €1000. Οι δυνατές κατανομές είναι
0 για τον πρώτο και 1000 για τον δεύτερο, 100 για τον πρώτο και 900 για τον
δεύτερο, 500-500, 900-100 και 1000-0. Ποια κατανομή είναι κατά Pareto αποτελε-
σματική;
Απάντηση:
Όλες!!!. Μπορεί να φαίνεται παράλογο και άδικο ότι οι κατανομές 1000-0 και 0-
1000 είναι «αποτελεσματικές» ή «άριστες», αλλά η δικαιοσύνη στην μοιρασιά δεν
αφορά το κριτήριο Pareto. Μόνον όταν μία κατανομή μπορεί να βελτιωθεί για
τουλάχιστον έναν χωρίς να χάσει κάποιος άλλος, η κατανομή αυτή δεν είναι κατά
Pareto αποτελεσματική. Όταν μοιράζεται ένα συγκεκριμένο ποσό Π μεταξύ δύο
ατόμων, και το πρώτο άτομο παίρνει x και το δεύτερο (Π-x), δεν υπάρχει περιθώριο
για βελτίωση κατά Pareto. Ό,τι κερδίσει ο ένας θα το χάσει ο άλλος. (Είναι
μηδενικού αθροίσματος τα κέρδη κα οι ζημιές των ατόμων από την ανακατανομή).
Άσκηση 2
Δυο παιδάκια κάθονται μπροστά σε ένα σωρό με μήλα. Και τα δύο είναι
«αχόρταγα»: δηλαδή αν τους δώσεις ν μήλα πάντα προτιμούν τα ν+1 μήλα, όποιο και
να είναι το ν. Αλλά υπάρχει μια διαφορά: το ένα παιδάκι λιμοκτονεί, ενώ το άλλο
παιδάκι, που ο πατέρας του είναι ο ιδιοκτήτης των μήλων, έχοντας ήδη χορτάσει,
διασκεδάζει πετώντας τα μήλα στον τοίχο και απολαμβάνει το καλλιτεχνικό
αποτέλεσμα. Ένας φοιτητής οικονομικών εξανίσταται από την κατάφωρη αδικία,
παίρνει 10 μήλα από τον σωρό και τα δίνει στο πεινασμένο παιδί. Ο πατέρας του
άλλου παιδιού, απόφοιτος και αυτός οικονομικών λέει στον φοιτητή: «Δεν σας
έμαθαν στο πανεπιστήμιο ότι αυτή η κίνηση δεν είναι κατά Pareto αποτελεσματική;
Μπορεί να πείναγε ο άλλος, αλλά τα μήλα ήταν δικά μου και η ωφέλειά του παιδιού
μου μειώθηκε από αυτό. Φύγε πριν φωνάξω την αστυνομία!» Τι θα του απαντήσετε;
Απάντηση: «Όντως η κίνησή μου δεν ήταν κατά Pareto αποτελεσματική. Και
λοιπόν; Το κριτήριο Pareto δεν αποτελεί ούτε ηθική επιταγή ούτε οδηγό δράσης. Αν
μπορούμε να το εφαρμόσουμε έχει καλώς. Αλλά υπάρχουν και άλλα πράγματα στην
ζωή πέρα από το κριτήριο Pareto. Το άλλο το παιδάκι πείναγε και ο σαδιστής γιόκας
σου πέταγε τα μήλα στον τοίχο. Θεώρησα ηθικό– και όχι επιστημονικό – χρέος μου
να δώσω στο πεινασμένο παιδί λίγα μήλα. Λειτούργησα ηθικά και πολιτικά, όχι ως
οικονομολόγος. Και θάπρεπε να ντρέπεσαι που μεγαλώνεις έτσι το παιδί σου».
Φυσικά όμως μπορεί να φωνάξει την αστυνομία. Το πως θα το χειριστείτε αυτό (θα
τον πιστέψετε και θα εξαφανιστείτε, θα του πετάξετε ένα μήλο στο κεφάλι, θα του
πείτε «σιγά μη με συλλάβουν για ένα μήλο», κλπ.) είναι δικό σας θέμα.
Άσκηση 3
ὅτι, φάναι, ὁ διδάσκαλός με ὡς ἤδη ἀκριβου̂ντα τὴν δικαιοσύνην καὶ ἄλλοις καθίστη δικάζειν.
καὶ τοίνυν, φάναι, ἐπὶ μιᾳ̂ ποτε δίκῃ πληγὰς ἔλαβον ὡς οὐκ ὀρθω̂ς δικάσας. ἠ̂ν δὲ ἡ δίκη
τοιαύτη. παι̂ς μέγας μικρὸν ἔχων χιτω̂να+ παι̂δα μικρὸν μέγαν ἔχοντα χιτω̂να ἐκδύσας αὐτὸν τὸν
μὲν ἑαυτου̂ ἐκει̂νον ἠμφίεσε, τὸν δ' ἐκείνου αὐτὸς ἐνέδυ. ἐγὼ οὐ̂ν τούτοις δικάζων ἔγνων βέλτιον
εἰ̂ναι ἀμφοτέροις τὸν ἁρμόττοντα ἑκάτερον χιτω̂να ἔχειν. ἐν τούτῳ δή με ἔπαισεν ὁ διδάσκαλος,
λέξας ὅτι ὁπότε μὲν του̂ ἁρμόττοντος εἴην κριτής, οὕτω δέοι ποιει̂ν, ὁπότε δὲ κρι̂ναι δέοι ποτέρου
ὁ χιτὼν εἴη, του̂τ' ἔφη σκεπτέον εἰ̂ναι τίς κτη̂σις δικαία ἐστί, πότερα τὸ βίᾳ ἀφελόμενον ἔχειν ἢ
τὸ ποιησάμενον ἢ πριάμενον κεκτη̂σθαι: ἐπεὶ δὲ [ἔφη] τὸ μὲν νόμιμον δίκαιον εἰ̂ναι, τὸ δὲ ἄνομον
βίαιον, σὺν τῳ̂ νόμῳ ἐκέλευεν ἀεὶ τὸν δικαστὴν τὴν ψη̂φον τίθεσθαι.
Στο παραπάνω κείμενο από την Κύρου παιδεία του Ξενοφώντος (A.III, στίχοι 16-17) ο
νεαρός Κύρος, γιος του βασιλιά των Περσών, δικάζει την εξής υπόθεση: ένα
μεγαλόσωμο παιδί που φοράει ένα μικρό χιτώνα, βρίσκει ένα μικρόσωμο παιδί που
φοράει ένα μεγάλο χιτώνα. Το μεγάλο παιδί αρπάζει τον μεγάλο χιτώνα από το μικρό
και τον φοράει και του δίνει να φορέσει τον δικό του. Ο Κύρος δικάζοντας βρήκε ότι
είναι σωστό ο μεγαλόσωμος να έχει τον μεγάλο χιτώνα και ο μικρόσωμος τον μικρό.
Ο δάσκαλός του Κύρου όμως τον χτύπησε λέγοντας ότι δεν δίκασε σωστά, γιατί δεν
τον έβαλε να δικάσει τι ταιριάζει σε ποιόν, αλλά ποιος έχει δίκιο και σε ποιόν ανήκει
ο χιτώνας. Ο μικρός ή αγόρασε τον χιτώνα ή τον έφτιαξε ο ίδιος, και ο μεγάλος δεν
είχε δικαίωμα να τον αφαιρέσει με την βία. Ο δικαστής πρέπει να κρίνει σύμφωνα με
τον νόμο. Ένας Άγγλος ιστορικός της οικονομικής σκέψης διατύπωσε την άποψη ότι
Απάντηση: Ο δάσκαλος του νεαρού πρίγκηπα είχε απόλυτο δίκιο. Η κίνηση του
Κύρου δεν αποτελούσε κατά Pareto βελτίωση (όχι βέβαια ότι ο δάσκαλος ήξερε από
Pareto, 25 σχεδόν αιώνες πριν). Το μικρόσωμο παιδάκι ήθελε τον μεγάλο χιτώνα και
η χρησιμότητά του μειώθηκε από την κίνηση του Κύρου. Χώρια που παραβιάστηκαν
τα δικαιώματά του, που είναι και σοβαρότερο. Επί τη ευκαιρία να προσθέσω ότι ο
εαυτός μας είναι ο μόνος κριτής του εάν η νέα κατάσταση είναι καλύτερη ή όχι. Δεν
νοείται κάποιος να κάνει την κίνηση «για το καλό μας».
Άσκηση 4
Γνωρίζετε ένα άτομο το οποίο προκαλεί το ερωτικό σας ενδιαφέρον και το οποίο
ανταποκρίνεται. Αποφασίζετε από κοινού να συνάψετε ερωτικό δεσμό. Είναι η νέα
κατάσταση κατά Pareto αποτελεσματικότερη; Πιστεύετε ότι αν ρωτήσετε το άτομο
αυτό «Είσαι για ένα Pareto άριστο;», είναι πιθανόν η επίτευξη του να μην
τελεσφορήσει; Αν όχι, γιατί;
Απάντηση. Αν είστε συναινούντες ενήλικες και ο ερωτικός δεσμός είναι κάτι που το
επιθυμείτε αμφότεροι, η νέα κατάσταση είναι σαφώς βελτίωση κατά Pareto. Κάθε
συναλλαγή – εμπορική ή γενετήσια – υποτίθεται ότι δημιουργεί κέρδη για τα
εμπλεκόμενα μέρη, εφόσον αποτελεί έκφραση της αβίαστης βούλησής τους.
Βεβαίως, εξαρτάται ποια άτομα μετέχουν στην κατανομή. Αν είστε μόνον οι δύο,
τότε αποτελεί κατά Pareto βελτίωση. Αν ενέχονται και άλλοι (γονείς, αντεραστές, «ο
κόσμος», κλπ.) πρέπει να δούμε τι επίπτωση θα έχει σε αυτούς ο δεσμός. Αυτό
αφορά βεβαίως το πλαίσιο αναφοράς και ανάλυσης και όχι αν κάτι τέτοιο είναι θεμιτό
ή όχι («σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός», «δεν με νοιάζει ο κόσμος τι θα πει», κλπ.).
Το δεύτερο ερώτημα θέλει να δείξει, ότι σε πολλές συναλλαγές, η διαδικασία είναι
τόσο σημαντική όσο και η ουσία. Σε μία ερωτική προσέγγιση, ο σύντροφός σας
ενδιαφέρεται για τα κίνητρά σας. Για αυτό αν πείτε «ας συνάψουμε δεσμό διότι αυτό
είναι σε όφελος και των δύο» αντί «τι ωραία μάτια έχεις», ή κάποια άλλη βαριάντα
του ανοίγματος της παρτίδας, ήδη σηματοδοτείτε την ωφελιμιστική σας προσέγγιση,
γεγονός που από μόνο του μπορεί να σας κάνει λιγότερο επιθυμητό. Μπορεί βεβαίως
να εκληφθεί ως αστεϊσμός, οπότε αυτό που σηματοδοτείτε είναι κάτι άλλο, ή επίσης
μπορεί να εκληφθεί ότι θέλετε να δείξετε ότι δεν θέλετε τίποτε περισσότερο από να
περάσετε καλά και οι δύο, που από μόνο του να είναι περισσότερο επιθυμητό. «All is
fair in love and war».
Άσκηση 5
Δυο φίλοι, η Άννα και ο Βασίλης, κάθονται στο τραπέζι και έχουν μπροστά τους 2
μπουκάλια ποτό και 2 πιάτα φαΐ. Και οι δυο πεινούν και διψούν πολύ. Ο καθένας
τους θα μπορούσε να τα φάει και να τα πιει όλα μόνος του. Υποθέτουμε ότι η
κατανάλωση γίνεται σε ακέραιες μονάδες και ότι η φιλία τους δεν είναι τόσο δυνατή
ώστε να υπερισχύσει της λαιμαργίας τους. Πόσες είναι οι δυνατές κατανομές; Ποια
κατανομή είναι κατά Pareto αποτελεσματική;
Απάντηση: Ο καθένας από του δύο φίλους μπορεί από το κάθε είδος να έχει καμία,
μία ή δύο μονάδες (3 περιπτώσεις). Άρα οι πιθανές περιπτώσεις για την Άννα είναι
Άσκηση 6
Ας δούμε τώρα το παραπάνω παράδειγμα διαφορετικά. Πάλι έχουμε δύο άτομα την Α
(Άννα) και τον Β (Βασίλη) και έστω ότι έχουμε 2 μονάδες από το αγαθό Χ (π.χ.,
μπουκάλια μπύρας) και 2 μονάδες από το αγαθό Υ (π.χ., πιάτα φαγητού) οι οποίες θα
μοιραστούν στην Άννα και τον Βασίλη. Τώρα όμως τα άτομα μας έχουν πει ποιες
είναι οι προτιμήσεις τους. Η Α, π.χ., μας λέει ότι η καλύτερη της προτίμηση είναι να
έχει αυτή και τις δύο μονάδες από κάθε αγαθό και η χειρότερη της προτίμηση να μην
έχει τίποτα. Άρα στην κατανομή (ΧΑ, ΥΑ) = (2, 2) αντιστοιχώ τον αριθμό UA=1 και
στην κατανομή (ΧΑ, ΥΑ) = (0, 0) αντιστοιχώ τον αριθμό UA=9. Μπορεί έτσι να
κατατάξει τις διάφορες κατανομές κατά σειράς προτίμησης. Αντίστοιχα για τον
Βασίλη. Ο παρακάτω πίνακας μας δίνει όλες τις πιθανές κατανομές καθώς και τη
σειρά προτίμησης (UΑ και UΒ) που ο καθένας δίνει στην κάθε κατανομή. Ας
σημειωθεί ότι στην Άννα είναι αδιάφορο τί θα καταναλώσει ο Βασίλης: απλά μας
λέει ότι πως κατατάσσει τις διάφορες δυνατές καταναλώσεις. Επίσης οι κατανομές
είναι ορθολογικές με την έννοια ότι μια κατανομή (έστω η (i)) είναι προτιμότερη για
κάθε άτομο από μία άλλη (έστω από την (ii)) αν έχει περισσότερο για το άτομο αυτό
από το ένα αγαθό και περισσότερο ή τουλάχιστον το ίδιο από το άλλο αγαθό.
Μπορείτε να πείτε ποιες κατανομές είναι κατά Pareto αποτελεσματικές και γιατί;
Απάντηση: Είδαμε ότι οι κατανομές i. και ix. είναι κατά Pareto αποτελεσματικές.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο οι στήλες UA και UB και όχι οι καταναλώσεις
των αγαθών. [Απλά παρατηρούμε ότι τα δύο άτομα θεωρούν ότι μια κατανομή είναι
καλύτερη όταν περιέχει για αυτά περισσότερο από τουλάχιστον ένα αγαθό και όχι
λιγότερο από το άλλο] Η κατανομή ii. δεν μπορεί να βελτιωθεί αφού για την Άννα η
μόνη βελτίωση είναι η i. η οποία είναι χειρότερη για τον Βασίλη. Η κατανομή iii.
όμως μπορεί να βελτιωθεί για την Α από τις κατανομές i., ii. & v., από τις οποίες η v.
βελτιώνει και την θέση του Β. Άρα η v. κυριαρχεί κατά Pareto την iii., άρα η iii. δεν
είναι αποτελεσματική. Η iv. κυριαρχείται επίσης από την v. Άρα ούτε και αυτή είναι
αποτελεσματική. Η v. δεν κυριαρχείται από καμία. Η βελτίωση της Α σημαίνει και
επιδείνωση του Β. Άρα είναι αποτελεσματική. Η vi. κυριαρχείται και αυτή από την v.,
άρα δεν είναι αποτελεσματική. Η vii. είναι αποτελεσματική αφού κανείς δεν μπορεί
να βελτιώσει την θέση του χωρίς να χειροτερεύσει αυτή του άλλου. [Όλες οι
προηγούμενες κατανομές βελτιώνουν την Α, αλλά μόνον η ix. βελτιώνει τον Β].
Τέλος η κατανομή viii. κυριαρχείται από δύο κατά Pareto άριστες κατανομές: την v.
και την vii. Άρα οι αποτελεσματικές κατανομές είναι οι i., ii., v., vii. & ix. Ο παρα-
κάτω πίνακας δείχνει στην αριστερή στήλη ποιες κατανομές είναι αποτελεσματικές
κατά Pareto, και για όποιες δεν είναι αποτελεσματικές δείχνει από ποιες κυριαρ-
χούνται.
Άσκηση 7
Ας υποθέσουμε τώρα ότι δεν ξέρουμε τις προτιμήσεις των Α και Β, δηλαδή τα UΑ και
UΒ, και ας υποθέσουμε ότι η αρχική κατανομή είναι η (vi). Τί νομίζετε ότι θα κάνουν
οι δύο φίλοι; Τι θα γίνει αν η αρχική κατανομή είναι η (viii); Έχει σημασία που ο
ένας δεν γνωρίζει τις προτιμήσεις του άλλου; Έχει σημασία που δεν τις ξέρει ένας
ανεξάρτητος παρατηρητής;
Βούτυρο
β
ΚΠΔ
Α.
Κανόνια
0 κ
Απάντηση: Τα σημεία που είναι κατά Pareto κυρίαρχα του Α, δεν είναι η ΚΠΔ.
Είναι τα σημεία εκείνα που βρίσκονται πάνω και δεξιά του Α κάτω από και επάνω
στην ΚΠΔ. Αυτά που βρίσκονται στον τομέα ΑΒΓ. Εκεί έχουμε και περισσότερο
βούτυρο και περισσότερα κανόνια. Μόνο όμως το τόξο ΒΓ πάνω στην ΚΠΔ που
προκύπτει αν τραβήξουμε γραμμές παράλληλες προς τους άξονες οι οποίες
διέρχονται από το Α, αποτελείται από κατανομές οι οποίες είναι και κυρίαρχες και
αποτελεσματικές. Αυτό συμβαίνει διότι οποιοδήποτε άλλο σημείο, έστω το Δ, που
είναι κυρίαρχο του Α αλλά βρίσκεται κάτω από την ΚΠΔ κυριαρχείται από άλλα
σημεία τα οποία βρίσκονται πάνω και δεξιά του και κάτω ή επάνω στην ΚΠΔ,
δηλαδή από τον τομέα ΔΕΖ. Μόνο τα σημεία που ανήκουν πάνω στο τόξο ΒΓ δεν
μπορούν να βελτιωθούν από εφικτές κατανομές
Β
β Ε ΚΠΔ
Δ. Ζ
Γ
Α.
Κανόνια
0 κ
Άσκηση 9
Ερμηνεύσατε το ίδιο σχήμα με τέτοιο τρόπο ώστε αντί για βούτυρο και κανόνια να
έχουμε το πως αξιολογούν δύο άτομα (ο Α και ο Β) διαφορετικές κατανομές. (Όσο
περισσότερο προτιμάει κάποιος μια κατανομή τόσο περισσότερες μονάδες
«ωφέλειας» έχει.) Αν τα άτομα αυτά διαπραγματεύονται μεταξύ τους και ξεκινήσουν
από το σημείο Α, που νομίζετε ότι θα καταλήξουν; Τι νόημα δίνετε τώρα στην ΚΠΔ;
«Δεν έχω μεν αρκετά στοιχεία να σας παραπέμψω για ένοπλη ληστεία,
αλλά μπορώ να σας παραπέμψω για οπλοκατοχή, η οποία επισύρει ένα
έτος φυλάκισης. Αν όμως καταθέσεις εναντίον του συνεργού σου, τότε,
αν αυτός δεν καταθέσει εναντίον σου θα αφεθείς ελεύθερος. Αν
καταθέσει όμως εναντίον σου, τότε πάλι, αν εσύ δεν έχεις καταθέσει,
αυτός θα αφεθεί ελεύθερος, ενώ ο εισαγγελέας θα ασκήσει όλη την
αυστηρότητά του και θα καταδικαστείς σε 10 χρόνια κάθειρξη. Αν
Κατασκευάστε τον πίνακα με όλες τις πιθανές «στρατηγικές» των δύο συνεργών και
τα αποτελέσματα που θα έχουν για αυτούς και τον συνεργό τους. Υποθέστε ότι και
τα δύο άτομα είναι ορθολογικά και ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το ύψος της
ποινής. Δεν υπάρχει, δηλ., κάποιος «κώδικας τιμής», ούτε φοβάται κανείς από τους
δύο ότι ο συνεργός του ή κάποιος άλλος θα τον τιμωρήσει επειδή «κάρφωσε». Ποια
θα είναι η επιλογή των δύο συνεργών; Συγκρίνετε τις δύο περιπτώσεις: (α) να
ομολογήσουν και οι δύο και (β) να μην ομολογήσει κανείς. Ποια από τις δύο είναι
κατά Pareto κυρίαρχη; Ποια νομίζετε ότι θα επιλεγεί; Τι συμπεράσματα βγάζετε για
την αποκεντρωμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων;
Στρατηγική του Β
Δεν ομολογώ Ομολογώ
Δεν ομολογώ (1, 1) (10, 0)
Στρατηγική του Α
Ομολογώ (0, 10) (5, 5)
Παρατηρείστε ότι η στρατηγική (Δ.Ο., Δ.Ο.) είναι Pareto κυρίαρχη της στρατηγικής
(Ομολογώ, Ομολογώ). Αυτή όμως που θα επικρατήσει είναι η τελευταία. Ο λόγος
είναι απλός. Ο κάθε ένας θα σκεφτεί: «Αν ο άλλος ομολογήσει και εγώ δεν
ομολογήσω θα φάω δέκα χρόνια. Αν ομολογήσω θα φάω πέντε. Αν πάλι ο άλλος δεν
ομολογήσει και εγώ δεν ομολογήσω θα φάω ένα χρόνο. Αν όμως ομολογήσω θα
αφεθώ ελεύθερος. Άρα ό,τι και να κάνει ο άλλος, εγώ είμαι καλύτερα αν
ομολογήσω». Επειδή όμως και οι δύο είναι ορθολογικοί, θα σκεφθούν και οι δύο το
ίδιο. Άρα θα ομολογήσουν και οι δύο και θα φάνε πέντε χρόνια. Δεν υπάρχει τρόπος
ώστε να επιτύχουν το κατά Pareto άριστο αποτέλεσμα. Άρα η αποκεντρωμένη
διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν οδηγεί πάντοτε στο κατά Pareto άριστο
αποτέλεσμα.
Άσκηση 11
Σε ένα παιδικό πάρτι υπάρχει ένα μεγάλο γλυκό. Υπάρχουν δύο τρόποι να μοιραστεί
το γλυκό αυτό: (α) Διαιρούμε το γλυκό σε όσα κομμάτια είναι όλα τα παιδάκια και
δίνουμε στο καθένα από ένα κομμάτι. (β) Τα παιδάκια σχηματίζουν μια ουρά και το
καθένα παίρνει όσο γλυκό θέλει. Συγκρίνετε τις δύο κατανομές που θα προκύψουν
από πλευράς αποτελεσματικότητας κατά Pareto.
Απάντηση: Η δεύτερη κατανομή είναι σίγουρα κατά Pareto άριστη, άσχετα από το
εάν κάποια παιδάκια καταλήξουν χωρίς καθόλου γλυκό, αφού πιθανόν να μην φθάνει
για όλους. Κανένα παιδάκι, αν είναι ορθολογικό, δεν θα θέλει να αλλάξει την θέση
του στην ουρά με κάποιο άλλο παιδάκι, αφού η θέση μπροστά έχει μεγαλύτερη
χρησιμότητα. Αν η ποσότητα που θα πάρει κάθε παιδάκι στην ίση κατανομή είναι
μικρότερη από αυτή που θα έπαιρνε, αν το άφηναν να σερβιριστεί μόνο του, τότε η
ίση κατανομή αυτή είναι άριστη κατά Pareto. Τώρα, αν κάποιο παιδάκι είναι
λιγόφαγο και το κομμάτι που πάρει στην ίση κατανομή είναι περισσότερο από αυτό
που θέλει, μπορεί να δώσει αυτό που δεν θέλει σε κάποιο άλλο παιδάκι και έτσι να
Άσκηση 12
Ας υποθέσουμε ότι όλοι μας προτιμούμε να δαπανήσουμε από €300 για να
αγοράσουμε καταλύτη για το αυτοκίνητό μας και να έχουμε μια καθαρότερη
ατμόσφαιρα. Ξέρουμε όμως ότι αν το κάνουν όλοι οι άλλοι, εμείς, ακόμα και αν
αποφύγουμε την δαπάνη, πάλι θα απολαύσουμε καθαρή ατμόσφαιρα. Ποια
ισορροπία θα επικρατήσει, δηλ. πόσοι θα αγοράσουν καταλύτες και τι ατμόσφαιρα θα
έχουμε; Θα είναι η ισορροπία αυτή άριστη κατά Pareto; Τι συμπεραίνετε για το
αόρατο χέρι του Adam Smith σε αυτήν την περίπτωση;
Απάντηση: Και εδώ έχουμε ένα πρόβλημα αντίστοιχο με αυτό του διλήμματος των
κρατουμένων. Όλοι θα προτιμήσουν να μην τοποθετήσουν καταλύτη, αφού ό,τι και
να κάνουν όλοι οι άλλοι αυτοί θα είναι καλύτερα χωρίς να κάνουν την δαπάνη. Στο
τέλος όμως θα καταλήξουμε να έχουμε βρώμικη ατμόσφαιρα. Άρα η ισορροπία δεν
θα είναι άριστη κατά Pareto, αφού κυριαρχείται από την κατανομή που θα
συνεπαγόταν να κάνουν όλη την δαπάνη και να έχουμε καθαρή ατμόσφαιρα. Άρα σε
αυτήν την περίπτωση το αόρατο χέρι του Adam Smith δεν λειτουργεί. Θα ήταν
καλύτερα για όλους το κράτος να επιβάλλει έναν νόμο που να κάνει τον καταλύτη
υποχρεωτικό. [Τι θα γινόταν αν μια μερίδα του πληθυσμού θεωρεί ότι η καθαρή
ατμόσφαιρα δεν αξίζει €300;].