Professional Documents
Culture Documents
ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
Τ II Σ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ
ά-α τα 1770 έως τά 1850.
ί'τα γόρίυσε
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ)' ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ.
Α Θ Π Ν Η4 νί Ν,
1846.
123034
ΠΡΟΑΕΓΟΜΕΝΑ (I).
τά χαψης, τήν γήν δέν θέλει τήν σηκώσ£ΐς, και ή ίδια ή γής
που τά έθρεψε, αύτή ή (δια γής μένει δική μας χαί τά μα-
ταχάνει. Μάνον ένας Έλληνας νά με^ πάντα θά πολε
μούμε χαί μήν έλπίζης πως τήν γήν μας θά τήν χάμης
δική σου
* βγάλτο άπά τά νοδ σου. Λαβαίνοντας τήν άπό-
φασιν ό Κεχαγιάς τής εύθυς έβαλε το έργον του, φωτιά
χαί τσεκούρι. Καί ήμεϊς τά κεντήσαμε τά στράτευμά του
εις πόλεμο, χα'ί αυτοί δέν εκινιάνταν ε’ς πόλεμον, μόνε τό
έργον τους.
Αξιοσημείωτη είναι είς το φΜλον 190 ή άπ^ντησι ς
του στρατηγού είς τάν άν τι ναύαρχον Άγγλον Άμιλτον, άν
δρα φιλέλληνα.
Μιάν φορ<χν δταν έπήραμεν τό Ναύπ^ον ήλθεν ό Ά-
μτλτον νά μέ ίδή* μου είπε δτι πρέπει οί Έλληνες νιχ
^ητήσουν σύμβιβασμόΫ, καί ή Αγγλία νά μεσιτε^ρ
* έγώ
.X »
λβϊ, ταις άρεταΐς που χαι εις πόλεμον και εις ειρήνην
στιρεόνουν καί δοξάζουν λαούς καί βασίλεια. Ek ώραν
πολέμου βργανον τής δικαιοσύνης, της μεγ^^λ^οψυχίας του
πολίτου είναι τδ σπαθί εις τά πεδία της μά^ης
* είς και
ρόν ειρήνη; δπλον τοΰ πολίτου, ερμηνεία τή; δικαιοσύνης
του, του θάρρους του, του χριστιανισμού του είναι δ λόγος,
η σοφία του λόγου εις τά συμβούλια του βασιλέως του,
ε!ς τδ βήμα των βουλών, εις τούς ναούς της Βέμιδος.
Καλήν ειρήνην, φιλίαν μέ δλα τά κράτη της γης χοιίρε -
ται τώρα το νέον Βασίλειον τής 'Ελλάδος. Και εις πό
λεμον καί είς ειρήνην ενα εΐναι τδ μονοπάτι τής τιμής,
μία ή δυναμις τής πατρίδος, ή άρεταΐς δσαις έπανηγυ-
ρίσαμεν. 'Η φώτισις των αρετών υψώνει τδν άνθρωπον
εις τήν συγκοινωνίαν του ύψίστου, καί ή μεγαλοδυνα-
μία του μας φιλοδωρεί τδ πνεύμα του και ταΐς εύήο-
γίαΐς του. Ή μήν αγαπάτε τδ μεγαλειον τής ‘Ελλάδος,
(και ποιδς των Ελλήνων δεν τδ ποθεί;), ήνά μην φεύγωμεν
τδν Ιδρώτα και την καλλιέργειαν δικαιοσύνης, λατρείας
πίστεως καί μεγαλοψυχίας. Πέρα, μχχρά πασα άπχλπι-
σία άπδ τήν ψυχή
* μας, ή μητέρα δύναται νά άλησμο-
νήση νά βυζάση τδ νεογέννητο βρέφος της, δ Θεός δέν μας
άλησμονα, δέν μας άποστρέφεται, ά* ένθυμηθουμε μέ πόσα
άγαθά με ποίαν θείαν έμπνευσιν ευεργέτησε τούς προ
πάτορας μας και έμας. Μην αμφιβάλετε, δ Κύριος τής
ζωής και τού θανάτου έχει γραμμένη εις την παλάμην
του τήν ημέρα τής εικοσίπέντε Μαρτίου έτους 1821. —
Ας στρέφωμεν συχνά τούς οφθαλμούς είς αυτήν τήν
θαυμαστήν ήμερα, και άς ήναι τόσα έτη δ ήλιός της βα-
σιλευμένος, ήμερα που έδυσε, έπειδή άγναντεύοντάς την
θά μα; συμβή ο,τι συνέβη είς άρχαίαν τινά φυλήν τής
λβ
'Ασίας, ή οποία έκήρυξε ότι δπδιος πρωτοειδει τδν ήλιον θά
λά&η τδ σκήπτρον του τόπου. Συνάχθηκαν πρωινοί, έρα-
σταί πολλοί τής βασιλείας, καί όλοι εκύταζαν πρδς τήν
Ανατολήν’ ένας, δ πλέον ξυπνητός, φαίνεται, έβλεπε προς
την Δύσιν, κα’ι ιδε ταίς πρώταις άχτίναις του φωτός νά
χρυσό νουν την κορυφήν ένδς Πύργου, έφωναξε, καί έλα
βε διάδημα και θρόνον. — Κανένας από μας δεν θά γίνει
Βασιλιάς διατί . τδν έχομεν, 'άλλα θά άποχτήσωμεν εις
την πατρίδα μας την Βασιλείαν του πνεύματος, καί τής
δικαιοσύνης, άπδ την δποίαν Βασιλείαν δέν είναι άλλη
μεγάλη τερη εις τδν κόσμον. . ' .
Τδ άλλο ανέκδοτο.
Τήν αρχιχρονιά του έτους 1843, έτους του θανάτου
του, δ γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε είς τό κορφίνότερο μέ
ρος τής νεοχτισμένης κατοικίας του, νά αποφυγή τούς πολ
λούς χαιρετισμούς τής ημέρας — άπό τά γερατειά, καί
λδτ
ραΟυρα, καί τήν πρασινάδα των έληων, και τήν πόλιν τών
’Αθηνών. Οί στενοί του γνώριμοι όμως άνέβαιναν καί έχει
νά τοΰ ευχηθούν την χαλήν χρονια. Ό Κύριος χ. Π. θεα
τής άλλοτε ει’ς τήν παιδικήν του ήλικίαν των κινδύνων τοΰ
Βολφιου *
έπήγε πρδς χαιρετισμόν είχε μαζη του και νέον
νεοφερμένον άπδ ταίς άκαδημίαις τής Γερμανίας. Κατά
πώς άρχισεν δ φίλος τήν εύχήν τοΰ έτους, καί δμιλίαν
διά τδν σπουδασμίνον νέον, κατά τύχην έπερνουσαν λεί-
ψανον νεκρού άπδ τδν δρόμον. Ή ψαλμωδία τούς έσυρε
εις τά παράθυρα. Είπε τότε ο γερος, ’Αν εΓχαμεν έδώ τδν
Περσιάνον φιλόσοφον, θά μας έλεγε άν πάγη εις τήν κό-
λασιν, ή είς τήν Παράδεισον. Είναι καμμια ^τορία ; ει-
πεν δ φίλος. —· Ε1ν«ι, άπεκρίθη ° γέρος. — Οά μας τήν
ειπεις ; — Μετά χαράς. -— Τον παλαιόν κιλιρδν ήλθεν εδω
είς τάς ’Αθήνας ένας περιηγητής φιλόσοφος τής Περσίας,
τδν συναναστρέφοντο οΐ Πλεκτοί Αθηναίοι, αγαπούσε τήν
ουντροφιαν τους, κα'ί οι ’Αθηναίοι τήν έδιχήν του. Μί'α
φορά καθήμενοε είς τά μεντε^ια τους, επερασε λείψανο,
καθώς τώρα — μακρυά άπδ σας ποΰ είσθε νέοι, καί εγω
έφαγα τδ ψωμί μου — καί ώς έδιάβαινε ακόμη δ νεκρός,
χτυπάει ταις παλάμαις του δ περιηγητής φιλόσοφοι;, έρ
χεται δ γ^αριματ^ς του’ πήγαζε του ειπε, νά ι’δής, άν
δ άποθαμένος πηγαίνει εις τήν κόλασιν, ή εις Ίην πα^-
*
δεισον έπήγε δ γραμματικός, έπέστρεψε. — Πάει Κύριέ
μου, είπε, εις τήν κόλασιν
* — Έπήγες έως εις τό κοιμη
τήριο? ; — Έπήγα. — Οί ’Αθηναίοι, άν και φύσει πε
ρίεργοι πολύ, πλήν διά νά μήν προδώσουν αμάθειαν εις
ένα βάρβαρον, ώς φιλότιμοι έφύλαξαν σιωπήν, καί δέν
έρωιησαν τδν φιλόσοφον, πώς πηλός τής γης άκόμη, και
ξένος των ’Αθηνών μαντεύει τά κρύφια, καί άδηλα
*
λέ
&ς φρόνιμέ απέδιδαν είς τήν σοφίαν του, βχι του ψοχο-
γυιου του τήν δόναμιν της προγνώσεως. Έπειτα από και
ρόν τυχαίνοντας ΐάλζ μαζη οί ίδιοι φίλοι, κα! περνώντας
λείψανο, δ Περσιαν°ς μέ τά παλαμάχια έφιοναζε τόν γραμ-
ματικδ, τόν ^ηιλε νά μάθη τήν πορπαν του νεκρού.
Έπήγε, Επιστρέφει, τού λέγει, Παγαίνει είς τήν παρά
δεισον. — Καλό φθάσιμο, «^, μέ πρόσωπο χαρούμενο
καί σοβαρό δ φιλόσοφοι;. —— Οί ’Αθηναίοι ^στενοχωρήθηκαν
τότε άπό τήν περ^ργειαν, καί τόν είπαν, Δ6 σ' ερωτή-
σαμεν τήν πρώτην φοράν, σ’ έρωτούμεν τώρα, πώς έσύ
μαντεύεις τήν τύχην, διαβάζεις τό γραφτό, της άθανα-
σίας του παθενός; ποιον μυστικόν γνώρισμα, ποιον τη-
λεσκόπιον χαρίζεις είς τόν ύποτακτικόν σου; — Τό πράγ
μα ειναι άπλό, απεκρίθη· ή όργή του κόσμου, ή κατάρα τιον
τυμπoλιτωο ^^δεόει είς τήν θανήν τους τούς κακούς αν
θρώπους, πρόδρομος τά (Αναθέματα τής κρίσεως του θεού.
Άλλ' ή εύλογίαις των άνθρώπων συνοδείαν τούς άγα-
Οούς άνδρας, καθένας διηγεΐται μέ δάκρυα τά άγαθοερ-
γήματά τους, καί ρίχνει μέ τρέμούσαν παλάμην χώμα
είς τόν τάφον τους. -
Τελιόνοντας ή ιστορία του Περσιάνου, δ Γεροκολοκο-
τ^ρώνης εΐπεν είς τόν φίλον, άς έλθωμεν ε^ τήν πρωτην
μας -όμιλον, έπειδή δ άποθαμέοος μάς ε!χε πάρει τόν
λόγο,ν. Μου έλεγες οτι ή ε^γενεία του έρχεται από ταις Ά-
καδημίαις τής Ευρώπης, τί έτπούδαξε; έσπcυδaξν, άπάντησε
ύ φίλ°ς, ποια μονοπάτια πάνε από τόν κώψον εύς τήν κό-
λασιν> ή «ίς τήν παράδεισον. Εύγε του είπε δ γέρος,
άλλα φυσικά °Eo θά στένει τό τζατήρι του εύς τόν
δρόμον ή τόν άλλον διάφορα, άλλά θά άηδιάζει τόν πρω-
τον καί θά όρέγεται τόν έτερον. —— rfw °
λς-’
φίλος. — Άν ή ναι έτζι, άς άκούση και έμέ τήν γνώ
μην, ποιο είναι το καλό μονοπάτι, χαί άς μήν ήμαι φι
λόσοφος
* άφου ήλθε πρωτοχρονιάτικα νά μέ εύρη, νά
του δώσω Άϊβασιλιάτιχα. Είς τήν Εύρώπην ίμάζωνε Άι-
βασιλιάτιχα άπό τούς χαθηγητάς του, χρυσάφι καθαρό, τό
διχό μου είναι σμιγμένο μέ χώμα πολύ, άν του φανή
πώς άξίζει, άς τό παστρέψη, άς τό καθαρίση νά δείξη
τήν λαμπηράδα του. Βλέπετε τούτον τόν βντά, είναι α
στόλιστος, καθίσματα δέν έχει, οί τοίχοι ξεροί, — τού
τη είναι ή 'Ελλάδα καθώς έμεις σάς τήν παραδοσαμεν,
εμείς οί γέροι είς τούς νέους. ’Εμείς είς τά 1821 έκα-
θαρίσαμεν τόν τόπον, έχουβαλίσαμβν τά λιθάρια, έχτί-
σαμεν τήν οικοδομήν, εσείς θά έντύσετε τά γυμνά τείχη,
θά φέρετε ταις πολύτιμαις ζωγραφιαίς, θά στήσετε τά
εύμορφα τραπέζια καί τούς χαθρέφταις, τούτο θά κάμη
ή προκοπή σας καί τά γράμματα, — και ή ευχαις τών
συμπολιτών σας, καί τά έργα σας θά σάς άνββα'σουν είς
τά λιμέρια αθάνατα τών δικαίων. Κύριε Μ., ώς μου
λέγει ό φίλος, είσαι άπό νησί γνωστόν μου διά τήν φι-
λογένειάν του (I) φέρε εις τό έθνος σου τήν μάθησιν τών
Ευρωπαίων, ή |όποία, ώς άκουσα άπό τούς καλητέρους
μου, είναι καί έπιστήμη 'Ελληνική. — Άπό τάας στεριαίς
τής γεννήσεώς μας έφύσησε έχει αέρι ευτυχισμένο σοφίας,
φέρε εις τά έπιστρόφια τήν νύμφη. Έτσι έχομε δ σοφός
δ 'Ρήγας, έτσι ό Κυβερνήτης, διατί άγαπούσαν τό γένος
τους, καί είς κολυμβήθρα αίματος έβαπτίσθηκαν τέκνα
πιστά τής /Ελλάδος, Οί άνθρωποι τούς βράβευσαν βρα
βείο ν θανάτου, άλλά τό τελεσκάπιον τού φιλοσόφου τής
(1) Κεφαλληνίαν,
Περσίας δέν άγναντευει ε’ς τα ίδια καθίσματα φονεϊς καί
»■
νά σκορπίσουν τότε μέσα είς τήν Πελοπόννησον, ν α-
2
= 18 =
(χαλάσαμε έπηγεν δ Ντελί-’Αχμέτης d; την Καλαμάταν
καί έχάθησε τρεις μηνας. Έχει φοβούμενος μίπως πάγωμι
καί τούς χαλάσωμε, έγραφοφορισθηχαμεν μετ’ αυτόν, καί
(πειτα έπηγεν δ Ντελι-αχμέτης εις τον Πασα και του ε!-
πεν δτι δεν είμπορουμεν νά τούς χάμωμε τίποτες, αλλά νά
τούς δώσετε τδ άρματωλίχι διά νά ^συχάση δ κόσμος,
χαί έτζ» άπερασε (κείνος δ χρόνος.
Έμάθαμεν δτε ηλθε τδ Συνοδικό χαί τδ Φερμάνι· I-
μάζωςα ολους εως 150 καί τούς είπα, νά άναχωρησω-
μεν νά παμεν είς τ^ν Ζάκυνθον· αυτοί αφού ^χουσαν δτι
οί 'Ρουσσοι είχαν πάρει ολους τούς "Ελληνας καί τούς
(πηγαν ε’ς την Νεάπολι, μέ άπεχρίθηχαν ολοι μέ (να
στόμα: δτι ημεΐς δέν πηγαίνομεν εις την Φραγκιά καί
θέλομε ν* άποθάνωμεν (πάνω εις τί)> πατρίδα μας.
Ό άδελφός μου δ Γιάννης μέ είπε οτι θέλω νά μέ ©ά
γουν τά όρνεα του τόπου μας. Τούς έδωχα άλλη μία
γνώμη, νά χωρισθούμε είς μπουλούκια από 5, άπδ 6,
νά κρυφθούμεν καί έτζι ν’ άπεράση δ Γεννάρης, δ
Φλεβάρης καί δ Μάρτης οοον νά λυώσουν τά χιόνια,
καί τότε συναζόμεθα κα'ι περπατούμε καθώς καί προτη-
τερα
* χαί αύτδ τδ πρόβαλα, διότι είς τρεΙς μηνες
ηθελον σχορπισθουν τά δρδιά και εγλυτώναμεν άπ’
εκείνον τδν κίνδυνον· αυτοί μ’ άπεχρίθησαν: δτι δέν πάμε
νά εςοδείσωμε τά λίγα γρόσια δποΰ έχομε, διατί οί κα-
πβτβναιοι έσε:ς περνετε άπδ τάς επαρχίας- και εγω τούς
είπα, δτι: κάμετε τούτο καί όταν τόν Μάρτη σμίξωμεν
τούς αποζημιώνω είς δσα εξόδευσαν. Αυτοί δέν ακόυσαν
καί ετζι έκηρυχθηκαμεν μέ την σημαίαν ϊάνοιχτην είς ολας
τάς δυνάμεις τού Μωρεως. — Ή σημαία είχε ένα X, είχε
καί άστρα καί φεγγάρι —- Τούς Κοντσαμπασίδες τού Μω-
= 19 =
ρέως τούςεί/αν ένέμειρον είς τήν Τριπολιτζα
* τους φίλους
μας δπου εΐ/αμεν εις τ^ν Μάνη καθώς ^υμουν-ίουράκ^ες,
Μούρτζινους και λοιπούς, τους εΐχεν ο Άντωνόμπεης εξορί
σει εις την Ζάκυνθον, χαί δέν είχαμε -πλέον καταφύγιο/
εις τήν Μάνη. Και τα βουνά ηταν γεμάτα χιόνια καί δέν
είμπορούσαμε νά παμε, άμή 30 εχωρισθηκαν κατά τά
Πηγάδια καΐ οί άλλ°ι άνοίξαμεν μπαϊράκι κ·αΙ ετραβήξαμεν
κατά τόν "Αγιον Πέτρο
* έστεΐλαμεν είς τά Βέρδενα νά
μάς στείλη ψωμί και ζωοτροφίας, καί αιίτο’ι μάς άπο-
κρίθησαν: έχομε βόλια καί μπαρούτι, καί έπηγαμε καί
τους 'χαλάσαμε. 'Από έκει άπεράσαμεν πίσω είς τά Σαμ-
πάτζικα
* τότε έπρόσταξε β Πασσας ολαις ταις έπαρ-
χιαις βιά νά έβγουν Τούρκοι καί ‘Ρωμαίοι νά μάς
βαρέσουν.
’Από Σαμπάζικα έκατεβήκαμεν είς τό Μοναστήρι τής Βε
λανιδιάς, καί έστείλαμεν εις τήν Καλαμάτα νά μάς στείλη
ψωμί καί οουσέκια, καί οι Καλαματιανοί έφοβουντο νά μας
*στείλουν ήμεΐς έκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα εις
τήν Καλαμάτα διά νά κτυπησωμεν τούς Τ°ύρκ°υς' τότε
οί προεοτοί μάς έφερον ο' ιάιοι ζαερέ καί μ^ρ^ό^ο
καί στουρνάρια εις τδν Αγιον Ηλια πλησίον τής Βαλα
νιδιάς
* άπδ εκεί έτραβίξαμε τήν ημέραν και έπήγαμεν
τδ Πήδημαϊ σιυνορο Καλαματας, καί τδ βραδυ επήγα-
μεν εις τά Τζερερεμία· Μία ώρα μακρυά άπδ εχεΐ &που ει-
μαστέ ήμεΐς, είς τήν σκάλα ήλδε δ Κεχαΐα μπεης μί
2000 Τούρκους μέ τά παλούκια. Τδ βράδυ έπήγαμεν εις τδ
Αλιτουρι, χαί έκεΐ μάς επλάκωοαν .Λν^υσ^ι, Αεον-
ταρΐτες κα'ί λοιπο'ί εως 70°' ήλθαν τήν (^γ^, άρχισαμί
τον πόλεμο, ημείς έβγήκαμε απδ τδ χωριό, τους πή
ραμε κυνηγιοντας έως μίαν ώραν μακρυά, τους ε 1 με
1 ’ ' ‘ *
2
= 20 —
4 άτια, πολλοί έπνίγηκαν ε?ς τδ ποτάμι, καί άλλους
έσχοτώσαμε, και έπήραμεν πολλάς ζωοτροφίας και πολεμο
φόδια.
Ηχούσαν τδν πόλεμον τά στρατεύματα όπου ήταν εις
τή? Σκάλα καί ήλθαν εις βοήθειαν των έδικών των· Η
μείς δπισωγυρίσαμεν καί έκλεισθήκαμεν είς τδ χωριδ
’Αλεύρι, καί έπολεμήσαμεν δλην τήν ημέραν, καί τδ
βράδυ έτραβήξαμε τά σπαθιά καί έπήγαμε κατά τής Άρ- '
καδιας τά χωριά· έπήγαμεν εις ένα άπδ τά χωριά, καί
εύρήκαμε 300 Τούρκους μέσα καί δεν είμπορέσαμε νά
πάρωμε ψωμί. Οί Τούρκοι αφού έπήγαν εις τδ Άλι-
τουρι βλέποντες τδν τορόν μας έγύρισαν και ήλθαν άπδ
κοντά γυρεύωντάς μας. Ό Κεχαγιάς άργησε νά παλουκώνη
τους Χριστιανούς (γίατάκηδες), διά νά δώση φόβον εις τδν
Κόσμον. 'Ηλθαν οί Τούρκοι έπάνω μας, ήμεΐς έφκίάσαμεν
ταμπούρια γΐά νά τούς πολεμήσωμε. Οί Τούρκοι ήταν εν
τόπιοι και μάς έστειλαν νά φύγωμε, διότι μάς έφοβούντΟ
άκόμη. Έφύγαμεν άπδ έχει και έπήγαμεν εις τά Κοντοβού-
νΐα διά ψωμί και έπειτα έπήγαμεν εις ενα βουνο νά λημερία-
σωμεν' έστείλαμεν εις τούς φίλους μας διά νά ευρουν καΐκια
νά έ'μβουμε νά φύγωμε, καί μας άπεκρίθηκαν οτι τά καΐκια
άπδ τδν Πύργον έως τδ Νεόκαστρον τά έχουν εμποδισμένα
δλα διά νά μήν ’περάσωμεν εις τήν Ζάκυνθον. Έγυρίσαμ»
τότε εις τά Μεσόγεια τής Πελοπόννησου’ μας έπήραν άπδ
κοντά οί Τούρκοι, έπέρναμε ψωμί αρπαχτά. Εις του Ψάρι
μάς έφθασαν οί Τούρκοι καί έπολεμήσαμεν δλην τήν ή
μέραν. Οί συντρόφοι μου άρχισαν νά φεύγουν άποστάνε,
επειδή καί δλαις ταις ήμέραις έπολεμούσανε καί τήν
νύκτα έπεριπατούσανε
* χαί μάς έφυγαν έως 40, καί άπδ
100 εμείναμε GO. Τή? άλλην ήμέραν έπήγαμεν εις τδ
ΑίΟντάρ: άποπάνου, χαί μας εύρηκαν ' πάλιν άπο έχεΓ-
Ερυγαμεν διιχ τά Σαμπά.ζιχα, ευρήκαμεν εκεί μία τε-
τρακοσαρΐά τουρχοιυς, ,ίνω ενομίζαμε οτι °έν 0ά ευρωμι.
Επ°λεμησαμε χαι έχει μέ τους Τούρκους. Έσω-
σαμε τά ρουσέκια, το ψωμί Ολίγο. Το βράδυ τούς είπα:
οτι Οέν ευμπορούσαμε νά ζούμε ολοι μαζί, άλλά νά δια-
μαρασΟούμε· χα! ετζι εχωρισθήζαμε λέοντες δ ένας τδν
άλλον: καλη άντάμωσι εις τον Κόσμον τον άλλον· κρά
τησα μόνον 19 συγγενεΐς μου και ενα Καπετάν Γιώρ
γο δπ°ύ δέν είχε πού νά υπάγη. Εις 15 ήμέραις δέν
έμεινε κάνένας άπδ έκείνους δπου έχώρισαν άπο εμένα·
άπδ τούς 19 °,0 μου πρώτα έξαδέλφία μήν ημπορωντας
πλέον νά βαστάξουν την πείναν και τούς κόπους (άπο-
στασίλα) εχρύ©9ησαν, και είς όλίγας ημέρας τούς ευρη-
Χανε καί τούς έσκότωσαν καί έμει'ναμε 17. Μήν ήξευ-
ροντας, επήγαμεν χ’ έλημερίάσαμεν άνιχμεσα είς τρεις
Χαγανίαις. τύχη μας έκαμε καί δέν μας είδαν παρά
τδ βράδυ καί έξανασάναμεν ολίγο. Μας εύρηκαν, εκτα-
θήχαμεν υποχρεωμένοι νά περάσωμε ώνψεσόν των πολε
μώντας καί νά γλυτώσωμε κ<’ άπ’ αυτόν τδν κίνδυνον.
Τήν νύκτα Τραβήξαμε κατά τδν κάμπον του Λεοντα^ο^
^Χανσαμε πολλαίς μπαταριαΐς και £περταν άπδ °λα τά
Fep> καί δέν ήξεύραμε τί ήτον. Ή μπαταριά ήχον σημειον
oy εδώθεν υπάγουν οι κλέρται. Τήν νινκτα έπήγαμεν εις
w Λνε^^οδ°ύρ1 διά ψωμζ εύρ^^(Ζ|Λε μόνον ταις γυναίκαις
Χ®ι οί αν°ρες ήτανε €ι’ς τά Δ ι ά σ υ λ α, και έρύλαγαν μέ
xoucc Τ°ύρκ0υς. Τά σκυλιά δπου άλίκτααν έδωσαν ύποψί-
4
Τέλος πάντων τδ μυστήριον της εταιρίας άρχισε νά
διαδίδεται εις κάθε λογης (ανθρώπους κα'ι καλους και
κακούς, καί έβιασθήκαμε νά κινησωμε μίαν ώραν άρ-
γήτερα την έπανάστασιν. *
3 Ντώγος τδ έμαρτύρησε είς
Ετζι λοιπδν είς τάς 3 ’ίαννουαρίου αναχώ
τδν ’Αλη-Πασα. *
ρησα άπο την Ζάκυνθον, κα'ι εις τάς 6 ’ίαννουαρίου έφθασα
είς την Σκαρδαμοΰλα είς τού πατρικού μου φίλου
Καπετάν Παναγιώτη Μοόρτζινου. Τδ κίνημά μας εγεινε
εί; τάς 22 Μαρτίου εις την Καλαμάταν Απδ τάς
6 του ’ίανουαρίου έως εί; τάς 22 Μαρτίου, έπροσπά-
θησα, ενέργησα είς την Μάνην νά ένώσωμεν διάφορα
σπητια Μανιάτικα κατά την συνήθειάν τους, καί τούς
ένώσαμεν, τούς αδελφώ-τα^εν έστειλα καί είς τάς ε
παρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρός, Καρύταινας, Φαναριού,
Λεovταριού, Αρκαδί^ της Τριπολιτζάς, καί τΛθαν εκεί
δποΰ εύρισκόμουν, καί τούς έλεγα, οτι; την ήμερα τού
Ευαγγελισμού νά ηναι έτοιμοι, καί κάθε Επαρχία νά
κινηθη εναντίον των Τούρκων των τοπικών, καί νά
τούς πολιορκήσουν είς τά διάφορα φρούρια, καθώς οΐ
"Αρκαδιανοί νά πολιορκήσουν τδ Νεόκαστρο, οί Μοθω-
ναϊοι τήν Μοθώνη, καί ούτω καθεξής.
’Αφου έπροετοιμάσαμεν καί συναγροικήθημεν, δ Ζα-
ΐμης μέ τούς άλλους, αναγκασμένοι νά υπάγουν εις τήν
Τριπολιτζά ή νά μείνουν ετζι, χτύπησαν τδν Βό’ίβο-
δα των Καλαβρύτων, Οι Τούρκοι μέ έμαθαν δτι ήλ
θα καί με ενόμιζαν οτι ηλθα με 5 μέ 6,000· έγώ
= 51 =
ήμουν μέ τέσσαιρους. Ήλθαν ’Αρκαδινο'ι καί Μιστριώται
Τούρκοι ρ.ξ ραγιάτικα σκουτ^ά ένδυμένοι, και ήλθαν ναί-
δουν μέ πο'σους ήμουν, καί έγ ω έπαιζα ά
ταΐς άμ δαις
καί έγυρισαν όπίσω και έλεγαν, ότι: εύρήκαμε ενα
γέρο καί έπαιζε ταΐς άμάδαις. — ’Επήγα είς τόν Μούρ-
τζινο ώς φίλο μου πατρικόν. ‘Ο Μαυρομιχάλης είχε
τό όνομα Μπέης, άλλ’ ό Μούρτζινος είχε την δύνα-
(xtv εις τήν Μάνην. Έρωτήθη τότε ό Μαυρψιχάλης
$ ιά τόν έρχομόν μου, καί αύτος άπεκριθη, ότι εδυ-
στυχησε εις την Ζάκυνθο και ήλθε εις τήν Μάνη διά
νά τον βοηθήσουν οί φίλοι του καί νά έπιστρέψη όπί-
σω’ καί εις αυτό έφέρθηκε πολλά καλά, αλλά 3&ν ή-
ναι αληθινό οτι δεν μέ έπρόδωσε είς τούς Τούρκους' δεν
είχε τήν δύναμιν νά το κάμγι καί άν ήθελε, χαί, έκτος
της φιλίας όπου εΐχαμεν μέ τόν Μούρτζινον, είναι συ
νήθεια είς τήν Μάνη νά ύπερασπίζωνται όσου; κατα
φεύγουν είς την οικίαν των.
Είς τάς 23 Μαρτίου επιάσαμε τούς Τούρκους είς την
Καλαμάτα, τόν ’Αρναούτογλην σημαντικόν Τούρκον τής
Τριπολιτζάς. Ειμεθα, 2,000 Μανιάτες, ό Πετρόμπβης, ό
Μούρτζινος, Κυβέλος’ Δυτική Σπάρτη.— 1C0 ή τον οί Τούρ
κοι μεινεμένοι, ώ; 10,000 ή φήμητους μεγάλη.·—‘Η ’Ανα
τολική Σπάρτη έκινήθη την ιδίαν ώρα. Ό Τζανετάκης
με τήν Κακαβαυλιά έκινήθη διά τόν Μιστρά. Οί Τούρ
κοι τής Μπαρδούνιας καί Μιστρά ύπάγουν, τραβιούνται
είς τήν Τριπολιτζα. Οί Τούρκοι είχαν βάλει υποψία,
έπροσκάλεσαν τούς Προεστούς καί Δεσποτάδες, καί αύ-
τοί έπήγαν —· ήτον έμβα τού Μαρτίου — Δεν τους
εσκότωσαν. Οί Σπαρτιάται Οφου έπήραν λάφυρα, προ
χωρούν καί πολιορκούν τήν Μονοβασίά. — Είς τήν Κα-
= 52 ==
λαμάτα έκάμαμι Συνέλευσι, *
πόθε νά πρωτοκιν^σωμε
τα στρατεύματα. Οί Καλαματιανοί έχατάφεραν τόν
Μπέη νά πάμε εις τήν Κορώνη διά να μην . βάλουν
σπαθί οί Τούρκοι εις τους *
Χριστιανούς εγώ δεν έ-
στρέχθηκα, είπα νά πάμε εις τλν παλαιάν ’Αρκαδίαν,
εις τό κέντρο διά νά βοηθούμε τούς άλλους
* τότε
νες τούς εϊτα: εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο τό
στράτευμα, καλώς, είμή αναχωρώ νά υπάγω εις τό
Κέντρο. Είχα λάβει γράμμα από τον Κανέλο, μ’ έπρο-
σκαλοΰσε, οτι είχε 10,000 ά'ρματα, καί νά εμβω επί
κεφαλή;. Τού Μοόρτζινου ά^ρώοτησε τό παιδί του ό Δι
ονύσιος, καί έτζι δέν έκίνησαν όλοι οί Μαντάτα
*.· έ
λαβα 200 από αύτόν καί 70 από τιν Μπέη μέ τον
Καπετάν Βοϊδη καί μέ 30 έδικούςμου έγενηκαμε 300,
καί έκοψα εύθύ; 2 σημαίκις μέ Σταυρό καί έκίνησα.
Οΐ Άνδρουσιανοί Τούρκοι, 360 ανδρες, μανθά/οντας δτι
είμεθα ασκέρι φεύγουν, πάνε ς’ τά Κάστρα της Μεσ
σηνίας. Κινώντας εγώ, ε’χαν μίαν προθυμίαν οί "Ελλη
νες οπού όλοι με τάς εικόνας έκαναν δέησι καί ευ
χαριστήσεις’— Μου ηρχε:ο πότε νά κλαύσω........... άπό
την 'προθυμίαν "πού έβλεπα. —■ ίερεΐς έκαναν δέησι.
Εις τόν ποταμόν της Καλαμάτας άνασπασθηκαμε καί
έκινιήσαμε.
Τάς 24 τον Μάρτι ' ί821, έφθάσαμε είς ένα χω
ριό της Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, "τού είναι καμ-
μ.1% πενηντάρια οίκογένειαις. "Οσοι ά^ρες ητον, τούς
έστειλα πεζοδρόμους, καί τούς έλεγα : σύρτε ς’ τά
Κάστρα, πολιορκήσετε, καί σάς προφθάνω με 3,000.—
-στρατήγημα. —■ Ιην αυγήν έξη μέρωσε εις ταις 25 του
Ευαγγελισμού’ έμαθαν είς τό Λεοντάρι δτι έβγηκα μέ
= 53 =
τόσαις χιλιάδες Μαν^άταις, πέρνην rot ζώα τών ρα
γιάδων και αναχώρησαν διά τήν Τριπολιτζά. Κινώντας
άπό την Σκάλα, έβριζα καμμίά χιλιάδα τουφέ<?α, 3
μπαταρ^αΐς διά νά τ’ άκούσρ ό κόσμος νά σηκωθή
κατά την παραγγελίαν. ’Ακούοντβς οί Γαρχντζαΐοι τά
τουφέκια, έσκότωσαν του; Κεχαίάδες— αύτοί ήθελαν νά
φύγουν—καί εγεινε αρχή τοΰ σκοτομού. Έκίνησα νά έβ-
γω είς τό Δερβένι τοΰ Λεονταρρύ διά τήν παλκιά
Αρκαδία
* απαντάω ένα μεζίλι άπό τοΰ; Έλληνα; καί
μου λέγει, ότι οί Λεονταρΐτες έφυγαν και έπήγαν ίσια
τό Φραγκόβρυσο καί έπειτα έγύρισαν ’πίσω, καί έκο
ψαν 2, 3, ’Ελληνες. 70 Κχβαλαραιοι ήτον ε’πα: τρέ
*
ζετε νά τους κλείσετε, καί έφθασα όπίσω είς τό Δε-
*
οντάρι Τήν ίδια ήμερα τοΰ Ευαγγελισμού συνάζονται
οί Φαναρΐτες, λέγουν είς τοΰ; Τούρκους νά τραβιχθ,υν
είς τήν Τριπολιτζά διατί δέν ήξεύρουν τί ευαΓ μα-
* άλλα μουρτα-
ζόνονται Φ.αναριτες καί Μουντριζάνοι κι
τοχώρια, (ΐ) αριθμός των 1,7 0(λ τουφέκια. Έσυνάχθηκαν
απέξω άπό τήν ’Ανδρίτζενα 2 ώρας σέ μία βρύσι Χουλ-
τίνα λεγόμενη, είχαν 3,0()0 ζώα τών ραγιάδων μαζύ
τους. Τήν ίδιαν ημέρα οί Άρκαδιανοί (τής' θαλ.) συνά
ζονται όλίγοι,—καί ό Πρωτοσύγκελος καί άλλοι, παρακινούν
τούς Τούρκους νά τραβι/ίούν εις τά Κάστρα, καί τους
έδοσαν ζώα, τους ’ςεύγαλαν ίσα μέ τό Νιόκαστρο καί
έκεϊ τούς πολιόρκησαν αφού έσυνάχθηκ
ν
* καί άπο άλ-
λαις έπαρχίαις
* έπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καί
Κορώνη. Επήγαν κχί Μανιάτες
* Οί Ανατολικοί εί; την
Μονοβασ^ά. Οι Καλαβρυτινοί και οί Πατραΐοι και οί Βο-
(1) η Τουρχιχη-
= 55 =
δινιασθε τά καράβια σας. Τούς ύποχρέωσαν, εδοσαν
γρόσια, και έβγήκαν.
Τά Ψαρά έκίνησαν αύτοθελήτως καί ή Σάμος.
’Εγώ εις τάς 25 όπου έκίνησα από τήν Σκάλα,
’βγαίνωντας είς τό Δερβένι του Λεονταριοΰ, απάντησα
ενα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτου-
να Καριώτη. καί μου έγραφε, οτι: · οί Τούρκοι της
Καρυταίνης καί ό Βοίοοδας τοΰ *Ημελακίου Μουσταφάς
Ψιζιώτης έκλείσθηκαν είς τό παλιόκαστρο της Καρύ~
τανοες
* · και 2 προεστοί της Καρύταινας δ Σπήλιος Κου
λά; καί δ Μιχαλής δέν ήτον εις τήν έταιρία μπασ
μένοι καί δέν ήζουραν τί έγινε *ο, καί ^παρακίνησαν
τούς Τούρκους νά μή φύγουν, άλλα νά μείνουν εις τό
Κάστρο· δ Κάμπος τής Καρύταινας δεν ήθέλησε νά
πιάση τά άρματα· έτζι μ* έγραφε αύτςς.
’Εγώ δεν έλλειψα νά κάμω μία προσταγή, καί έπάτησα
τήν βοΰλα μου’ Όποιο χωριό δέν ήδελε νά άκουλουθήση
τήν φωνήν τής Πατρίδο; τζεκοΰρι καί φωτιά. Μχνθα-
νωντας δτι έβγήκα είς τό Δερβένι, ο'ι 70 καβαλα-
ραϊοι ευθύς αναχώρησαν διά τήν Τριπολιτζά· έγώ έπή
γα είς ένα χωριό ανάμεσα Λιοντάρι καί Καρύ
ταινα. Οι Μανιάτες μου είπαν: νά πάμε είς τό Λεον-
τάρι· τούς είπα, νά πάρωμβ χαλκώματα;— Τήν αύγή «-
ξψμέρωσε, ς’ ταϊς 26. ‘Ερρξα 1,0°0 τουφέκι έκαμα
νά πάγω είς τήν Καρύταινα νά άκαρτερέσω τ°ύς Φ°-
Λαρίτας καί τούς Καρυτινούς, καί άκουοντες ταις μπα-
* αΐς ο Κόσμος
τερί · έκινήΜαν ολοι. Είς ^ν δρυμόν ά-
. V * *
παντη,σα ε'να γράμμα τοΰ Βασίλη ΜπουτουΌ, και μου ε-
λεγε: ίδές τό γράμμα των Φαναριτών π°ΰ κάθ°ν-
ται είς την ΐοιΑηνα
* τό έγραφαν εΐς τούς Καρυτιν°ύς
= 56 =
Τούρκους και έγραφε το γράμμα, δτι.· αύριο περνάμε διά
Τριπολιτζά’ ειμεΟα τοσοί
* έτοιμασθείτε νά ενωθούμε
*
εύγηκε δ ΚοΤωκοτρώνης μέ τόσαις χ ιλιάδες Μανιάτες.—
Ό Βασίλης είχε σκοτώσει τόν Τούρκον εις τό γεφύρι
της Καρύταινα; πού είχε τύ γροφιμα. Βλέπώντας τόγράμμα
έκίνησανά πιάσω τύν το'πο που ήθελαν νά ά περάσουν οί Φα-
ναρίτες. 'Βγαίνοντας αγνάντια είς την Καρύταινα οί Τούρ
κοι καί βλέποντας τά μπαϊράκια, και μην ξεχωρίζωντας
τον Σταύρο, έλεγαν ύτι είναι Τούρκοι, καί πάμε μεντάτι.
'Εγώ έτράβηξα έναν τόπον στενόν έλεγα, ύτι θ’ άπε
ράσουν τήν ίδια ημέρα διά νά τους κτυπη'σω. ’Εμηνυσα
χωριάτων πού ήτον εις το στενό εκείνο, νά μού είπουν
δια τούς Τούρκους τούς Φαναρίτας, και μου είπαν:
ύέν έχουν «’*ιδησιν εις τήν βρύσι κοιμούνται απόψε καί
ταχύ θ’ άπεράσουν. Κι’ έγραψα έναν τεσκερέ ένός Άν
δριτζάνου Παναγ^τη Γιατρόπουλου νά κίνηση τά αρ-
ματα, νά τού; .φερνή άποπισω και εγώ τούς καρτερώ
άπεμπροστά Σάν ειδ^ ύτι οί Τούρκοι δέν ητον τήν
f / > / Λ \ / » «μ χ / 1
ημέραν εκεινη Οιά κίνημα, επήρα την χώρα της Κα-
ρυταίνης, και έκλεισα τούς Τούρκους είς τό Κάστρο
(ήμέρα 26). ’χ ταίς 27 έσηκώθηκα χαραυγή, μέ τά χα-
ράμ,ατα καί άμηκα τους Καρυτινούς καμμια δεκαπεντα
ριά νομάτους, κι’ εγώ έπλασα τό στενό
* τήν ιδία νύ
κτα ποΰ ειμουν εις την Καρύταινα μού ήλθε είδησις
άηό τόν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ύτι στείλε μας στρά
τευμα διατί ημείς δεν έσυναχ5ή’καμε ακόμα·—παλιαν
θρωπιά.
Τήν αύτήν ημέραν 'πού έκίνησα, ήγουν 27, με έμ -
θασε ένας ντεσκερές τού μακαρίτου τού Μπεϊζαντέ
‘Ηλια, ύτι έφθασε μέ 200 Σπαρτιάταί εις τό Λεον
*
τάρι, καί του έγραψα, δη νά φθάσ-ρ ’γληγορα, γιατί
σημερο έχομε τουφέκι. ’Από έχει όπου του έγραφα
εως εις τό Λεοντάρι είναι 4 ώραίς τραβικταΐς, καί
κατά τύχη εντεσε παλιάνθρωπο; 0 πεζός καί δέν έπ·ηγε,
ποΰ νά φθάσουν εις τον πόλεμον και εγώ έπνιγα εις
τό στενΟ, εις τ°ν άγιο ’Αθανάσιο. Τήν αύγή έζαγνάντη-
°Ε τΟ στράτευμ,α το Φαναρίτικο (οι Τούρκοι) μία ώρα α-
λά'ργα, καί Ο τόπος στενός, καί φορτώματα, καί e-
κρατοΰσε 2 ώραις ό μάκρος τους, ί σειρά τους
* και
βλεποντάς μας ευθύς ε’μβηκαν τό τουφέκι όμπροστά
διά νά ■πολtμίσουν, κα'ί ήμεις ειχαμε ταμπούρια κ^
έπολεμησαμε 6 ώραις. Οί Σπαρτιάται έκαμαν τότε
έναν πόλεμον, ποΰ έμιμηθηκαν · τόν Λεωνίδα' 300 ητον
ο! πρώτοι, 1,700 οί Τούρκοι.’Από ταΐς 6 ώ^αις έσωσαν
τά φουσέκιά, τους, έλαδώθηκε ό Βοϊδής, 0 Δουρχ>κης,
έσκοτώθηκκν πέντε, έζη. βίς τό μεσημέρι έσωσαν τά φου-
σίκΐχ· μοΰ λένε το στράτευμα, νά τούς άνοίξωμεν· — ό
μως τά Κολιόπουλα η τον 6 ώραις μακρυα είς τΟ
ποτάμι του · ^Ρονφσά, εις χωριό Τζουκα' έφύλαγαν διά
τούς Λαλα^ος' ακούοντας τό τουφέκι έκίνησαν πλάν
δεν έφθασαν (ε?χαν τετραθέσιους) εις την ώραν άλλ έπειτα
απο ’μισή ώρα. Οι Τούρκοι έσκοτώθηκαν 15, έπολεμουσαν
μέ καρδιά, διότι είχαν τό βλίτου; καί ταΐς γυναίκκις
τους. *Av έφθαναν σά Κολιόπουλα, ό Γιωργάκης καί 0
Λημητρης ήθελε χαλασ-θοΰν οί Τούρκοι. ’Ετηραν οί
Το'ύρκοι τήν θέσ·ν μας· (ακούοντας τήν μπατερία τών
Κολιαίων έβγηκαν άγνάντια νά ίδουν. Βλεπωντας 0τι
PaG έρχεται μεντάτι τότενες οί Σπαρτιάτες έπηραν τους
λαοωμένους καί έμεινα με πολλά όλίγους. ^κοιυονιας
τ^ν μπα,τε^ιία, έφράξαμεν τόν τόπον, νά μήν ’περάσουν οί
= 58 =
Τούρκον άπά το γεφύρι, μέ 20 ανθρώπους. ’βκούναγα τά
μπαϊράκι διά νά μέ γνωρίσουν τά Κ,ολ^πουλα’ είχε πια-
σθεΐ ό λαιμό; μου άπο ταΐς φωναΐς της ή μέρας. —
Οι Τούρκοι ’βγαίνουν εΐς βοήθεια από τό Κάστρο, δ2ώχ-
νουν εκείνους όπου ητον ς την χώρα. —- Κυνηγούμε του;
Τοόρκου; με τά γυναικόπαιδα, 5°0 ψυχαΐς ενώθηκαν είς
τό ποτάμι της Καρύταινας, μήν είμπορώντας ν’ άπερά-
σουν από τό γεφύρι, το όποιον τί είχαμε πιασμένο. Οί
'Ελληνες έπερναν τά ζώα, τά άτια δλα λαβωμένα. Δέν
τούς έχώραε τό Καστράκη, και η τον απέξω σάν τό
μελίσσι (ή πρώτη νικη κατά Ί^υρκ-ων — τών Καλα
βρύτων πρώτα).
'Ημείς τούς πολι,ρρκησαμεν. Μετά τό έσπέρας έφθασε
κα'ι ο ‘Ηλί«ς Μπεϊζαντες από τό Δεοντάρι. ς’ ταις 28
ήλθε καί 6 Κανέλος με 200 Καρυτινούς. Ό ’Ανα~
γνωσταράς καί ο Παπνφλέσσας έκίνησαν διά την ’Αρκα
δία μέ 500 ανθρώπους. Σάν οί ’Αρκαδίανοί ήτον
φευγάτοι, έγύρισαν καί ήλθαν είς τήν Καρύταίνα μέ
1,000. Σε 2 ήμέραις εγινήκαμε 6,000< ° Τούρκοι
όπού ητον κλεισμένοι, άφησαν τά ζώα τους εξω, τά
’πήραν οι ^Ελληνες. Δέν ε!χαν νεpό, τροφάς. Τόν Κι-
κηταρά, τόν είχα σταλμένον -μέ 100 νωμάτους είς τό
Φpαγκόβρυσο, εί; την Τριπολιτζα 2 ώραις απέξω. *Ε·
κείναις ταΐ; 2 ήμέραις όπου ?συνάχθημεν, ό Μουστα-
φάγα; ένδύνει 2 Τούρκους μaγ^άτικά, τούς δί'δει 500
γpυσιά, επηγαν εί’ς τήν Τριπολίτζά διά νά έλθη με^-
τάτι καί νά τούς πληρώση ολους, όσοι έλθουν εί; βο
ήθειαν τους. *Εξω ’βγαίνοντας οί π!ζοδρόμοι 2 ωpάtς, τους
έκατάλαβαν αν^πο^ πλϊΐν δέν τούς έπιασαν. Δίδοντας τό
γράμμα όρδινΐάσθηκαν 2,°00, κα'ί ήλθαν βοήθειαν των
= 59 =
Καροτινών καί Φαναρίτων. 'Εγώ σαν έμαθα τούς πε
ζοδρΟμους, ύποπτευθηκα οτι θά έρθει μεντάτι· έκαμα
ευθύς Συνέλευσιν είς το στράτευμα, έ'δωκα γ*ώμη νά
Ο Άναγνωσταράς . με 2,000 είς του Σάλεση, μα-
5
* ·
*Ρά άπ* τήν Τριπολιτζα 4 ωραις και 4απο την
Καρυταν^ νά εμποδίση το μεντάτι «v κίνηση απΟ
Τριπολιτζά , αν δεν ε^πορεσ^ να τους βαστάς» v«
5*
= 68 =
χολουθησουν κι’οί άλλοι· οσο νά έλθουν οί Τούρκοι εις
τό Βαλτέτζι, έφθάσαμεν και ημείς. ’Ανοιξε ό πόλεμος
τού Βαλτετζιού’ τούς ’δικο'ύς μας τούς *πολ^ όρκησαν οί
5,000’ ανοίγοντας το τουφέκι εφθάσαμεν και ημείς είς .
ταίς πλάταις των Τούρκων, ’οίξαμε μία παταριά νά
εμψυχωθούν οί μέσα, καί οι μέσα έχάρηκαν καί έρ-
ριξαν κ’ έκεϊνοι, ερριξαν καί οί Τούρκοι, εγεινε κρότος
μεγάλος. Οί Τούρκοι, η έμπροστίναίς φύλαξες ’περί-
μεναν νά φύγουν οί "Ελληνες, καρτερώντας 2 ώραις και
ακούοντας φριχτόν πόλεμον όπίσω, ε π ε ί κ α σ α ν, ότι
οί "Ελληνες έκλείσθηκαν καί πολεμάν’ ηοθαν κι’ έκεΐνο(
εις την πολιορκίαν τών 'Ελ^νων, επιασαν ενα καταράχι
δέκα μπαφάκια καί (έμπαζαν τήν κοινωνίαν μας μέ τού;
μέσα. 'Ημείς οί 800 έδυψαμώσαμεν τόν τόπον για νά
μή μας πάρουν τά όπίσθια οί Τούρκοι.· Ό Κεχαϊάς «-
καρτέρεσε καί αύτός, δεν είδε τίποτες, ήλθε εις τό Βαλ-
τε'τζι μέ 2 κανόνια
* πολεμούν οί "Ελληνες οί κλωσμένοι’
εφθασε κα’ι ό Κολοιόπουλος, έκλεισε τον 'Ρουμπη με
τού; 5,000 καί δέν είχε (άνταπ^ρισι με του; άλλου; Τούρ
κους’ τούς έβαλε (ό'Ρουμπης) τό κανόνι,πλήν δέν τούς Ικα
νέ ζημία’ ό πόλεμο; έστάθη σφοδρός δλην την ημέραν. Οί
Τούρκοι έπρόσμεναν μέ τά ψυφώματα νά άδειάσουν το
Βαλτέτζι οί κλεισμένοι, καί ημείς άκαρτερούσαμεν νά
φύγουν οί Τούρκοι. Τό βράδυ πέονω μερικούς και πάγιο
εις τό Καταράχι όπου ητον ί) Σημαίαις τών Τούρκων’
επηγα κοντ^ τ°ύς ’τουφέκισα, με δίδουν 4 τουφέκια
*
^οί "Ελληνες όπίσω δέν έκατάλαβαν—; ζωντανούς θά
σά;πιασω, εγώ είμαι ό Κολοκοτρώνης!—τί είσαι συ; —· °
Κολοκοτρώνης’ άδειασαν τον τόπον τότε *
έμβηκαμε
εις τό Βαλτέ·^, «διόσαμε φυσεκια, ψιομύ, ο,τι αναγκαϊα
= 69 =
3τον είς εκείνους. Είς ταΐς 2 ώραις τής νυκτός ήλθαν
200 'έδικοί μας καί ερριξαν μία μπαταρία, ενομίζαμε
Εζενυκτισα με κα'ί
δτι είναι Τούρκοι και ήτον «Ελένες. *
τα δύο μέρη, ό ένας πώς Οά φύγη ό αλλος. ’£ξημερώ-
βαμεν είς τόν πόλεμο· βάνω τό κιάλι καί τηράω, βλέ
πω τούς Τ°ύρκους εί’ς έ'να μέ'°ος, ό 'Ρουμπτις ήτον ά-
ποκλίίσμ£νος. Την αύγή ο Κεχαϊας έβαλε τό κανο'νι είς
τό ταμπούρι τοΰ Μπεϊζαντέ τού Ήλία· τό κανόνι προσ-
πέρναε τό ταμπούρι τοΰ 'Η^α κα’ί επερνε το ταμπούρι
τοΰ Ρουμπή. ’Αν τό ’χαμήλωνε θά τον επερνε.
Ο ΓΡουμπής έστενοχω°ή0η νά γυ°ίση μέ γιουρούσι,
ανάμεσα των δύο ταμπουριών των «Ελλήνων. ’Επείκασα
δτι Οέλει νά φύγη· τον έζυγώσαμεν κοντά
* κάνει γιου
ρούσι ό Ρουμπης — από την τρομάρα τους άφίνουν του
φέκια
* πέφτουν ανάμεσα τών δύο, τοΰ σκοτώνουν ώς
300, ημείς άπο >πίσω. ’Επεσαμε άπό κοντά, έπετάχτη-
*αν καί οί ’κλεισμένοι «Εψηνες, τούς ’μάσαμεν μπλα-
οτοζ τ°ύς ’μονομεριάσαμεν, τούς (χκο^ουθουσαμεν οί *
Ελ-
ληνες’ έπεσαν εί’ς τά λ>άφυρα καί εί’ς τούς σκοτωμενους
Xotl δεν ακολουθούσαν μέ προθυμία. *Ο Νικηταραΐς εντεσε
ν<* ήναι είςτά Βεροενα, μέ 800 έρχεται, δέν έφθασε ε^ ωοα,
τους έκυνηγήσαμ.εν έως ’που τούς έβγάλαμε είς τόν Κάμ-
Κ°ν· ’Εκε^νος· ό π°λεμος εστάθη ή εΰτυχί'α της Πατρίδος,
εχαλιώμεΘα Κινδυνεύαμε νά κάμωμ,ε όρδί πΑεον.
Ο Μπεϊζαντές ει’ς τό καταράχμ, καί είς την εκκλησία αν-
θρωποι τοΰ Μπεϊζαντέ — ό Μ.ητροπέτροβας είς τό άλλ°
λαβε ό Πετρομπεης.
Μετά τήν νίκη του Βαλτετζωυ του είχα γράψει - εν α
γράμμα καί του ίλεγα, οτι: σ' ένάμισα τακτικάν και ήλ
θες κλέφτικα νά πολεμησης, μανθάνω δτι κάνεις προσκυ-
ν°χάρτια εις τους 'ΡωμαίουςΤ °έν είναι τώρα καιρος
^ιά τούς Τούρκους νά δίνης προσκυνοχάρτια, άλλα είναι
των Ελληνων καιρος νά δίνουν εΐς τούς Τουρκους, χαί ελ
πίζω νά σου δώσω ράγι, άν γλυτώσης, νά πας είς τον
τόπον σου, βάστα δσο ’μπορέσεις καί καλήν άντάμωσιν
είς τά Σαραγι σου. Και ά θεάς τά ηφερε και «σμίξαμε είς
τό Σαράγι — ήμουν σκλάβος εις τούς ‘Ρούσσους έλεγε δ Κε-
χαιας, καλύτερα νά χαθιο εΐς τούς ’Ελληνας, άλλου Θα με
στείλρ δ Σουλτάνο; νά χαθώ — μην φοβάσαι, δεν φονεύομε
δσους έπροσκύνησαν. Τούς έπαραδώκαμεν εις την φύλαζιν
τών Μαυρομιχαλέ'ων.
θταν έμβηκα είς την Τριπολιτζά μέ έδειξαν είς τά
παζάρι τάν Πλάτανο άπου έκρέμαγαν τοΐυς "Ελληνας,
αναστέναζα και είπα : άίτε, πά'σοι άπά τάσογι μου καί απά
ίο έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεΐ, κα’ί εδ^ταξα και τάν
ιαν έπαρη
έκοψαν· γορηθη·<ακαι δια τάν σκοτομάν τών Τουοκων.
ηγο
θταν έκίνησα δια νά ύπάγω εις τά Βαλτέτζι, εις
τάν δράμον «βγήκαν τρεις λαγοί καί τού; βίασαν ζωντανούς
κ Ελ^βς, τάτε τους είπα, οτι η νίκη παιδιά είναι έ-
δικη μας. Ε'ΐχαν πράληψι οι "Ελληνες ιυταν έβλεπαν λα
—μ
* γνωρίζετε; είμαι ό Κολοκοτρώνης, ελάτε εδω'
καί τότενες έφορουσα φορέματα κόκκινα χαί φουστανέλα
κόκκΐνη, και έκατ^ηχαν καί τούς έβαλα όμπροστά, κα’ί
έπηγαινα ίσια είς τά κε'ντρο των Τούρκων, καί ζετρου-
πόνοντας ’Ελληνας, πού μέ άπουαν που έπτίγαινα, καί
τούς έκαμα καμια πενηνταριά, καί τούς ε^αλ,α ει’ς ένα
πόστο είς τά κέντρο των Τθύρκων εμπρός· τούς
είπα · μπηχτέ τό μπαϊράκι εδώ—χαιόμεθα—σας ςόλ-
νω μεντάτι έγώ, και έγώ έγυρισα καβαλάρης κατά σήν
σταφίδα τού Κόλ· καί τούς είπα νά πάρουν τά μπαϊ
ράκι τους καί νά πάνε εις τά άλλο τδ μπαϊράκι. 'Ο
Γενναίος καί οι Καλαβρυτινοί 3τον αποκλεισμένοι. Τηράω
όμπρδς άπο τά μπαϊράκια καί ητον ένα χοριγοχάμινο,
καί στέλνω τον Παρασκευά, τού Κολιόπουλου τάν αδελφό,μέ
20 νομάτους νά το πιάσουν που ήταν κ^ιά ^νταριά κα-
^^ρέοι Τούρκοι νά τούς ψποδίσουν
* μου λέγουν χα-
νόμεΟα—σύρτε και έγώ εχω την εγνοια σας
* οσο ποϋ
δυνάμωσαν τά κίτρον καλά εντεσε εκεί κα'ί ο Καρα-
χάλιος κα'ί ό Άγιουτάντες μου Φωτακος, διατί, έπαρατη-
νησα τόν πόλεμο και άπά τά κέντρο δέν ημπο^σαμε
ρά τούς τσακίσουμε τούς Τούρκους, όμως αν τους χα-
λάσωμε Οά τ°ύς χαλάσωμε άπο τάς πτε^ας
* Τότε
έπήρα τάν Κ^^άλω κά'ι τον φωτάκο, καί ^η^α άπά
τά άλλο μέρος οπου οί Τούρκοι έ κρατούσαν έως εις την
μανα τού νερού (τούς δύο μόνον). Έμπηζα τ^ φωνην,
πού ε’ιστε μωρέ *ΕΧλ/ην ες; κάτω, κάτω
* θύοντας την
φωνήν μου οί φευγάτοι κατέβαιναν, άφού εΛατεοηκαν κάτω
*
βανω τά χίάλί) δέν είδα,καί έ^ν^α^ατ^ημβι^τσ&Μ^ν
οί Τούρκοιν χουμούν οί ‘Ελληνες, έτσάκισε τό πρώτο τζ°γ-
== 96 =
κάοι, δπου ητον οί Τοϋρκοι ποΰ είχαν αποκλεισμόν τόν
Γενναιον εις τούς λινούς.
Καβαλάρης ήμουν, ή τύχη ητον καλή, οχι τό αλογ°,
ζωντανούς νά τούς πιάσωμε· 'Ετσάκισε η πτέρυγα των
Τουρκών που ήτον είς τήν μάνα του νερού, τους πήραμ ε
μπλαστους. Είς τους Τριπολιτσωταις ό ίε'κερης ητον
κουμάντο. Τό κέντρο τό £ικόμου έκτύπησε τό χεντρον
των Τουρκών, έσκότωσε · ενα πίμπασι
* οί Κουμανιώταις
τούς κτυποΰν, έπηραμε κεφάλια 250, τί ίγειναν οί λα
βωμένοι δέν ηξεύρω· και έγυρήσαμ« όπίσω εις τό καρ
τέρι τους. Απο τότε δεν εξεμάκρυναν πίσω νά πολεμήσουν ,
έλεγαν οτι ήφευγούλαμα ς ήτον στρατήγημα.
Τού; πήραμε άπό κοντά
* ολημερα εγίνοντο άκροβολισμοί
μέ ζημία τίιν Τούρκων. 'Ο Καραχάλιος έλαβώθη είς την κε-
φαλην, έόωσε τό μπαιράκι : πηγαίνετε όμπρός, μου ηλθί
σκοτούρα.
‘Η τροφή δλου του στρατεύματος ήρχετο από Γα-
στοόνη· τόσον τακτική ήτον ή ζωοτροφία, 4,000 σφαχτά»
8θ κεφάλια γελάδια, ψωμί απο τήν Γαστούνη. ‘Η Γαστουνη
ήτον μελίσσι άτρυγο, και μας τά έστελνε ολα ό Σισίνης·
‘Οσα ε’τρωγαμε τήν έβδομά'δα, μας τά εμβαζαν όπίσω κα’ι
ήτον πάντοτε οί 4,000. Τότε εΐχα γραμμένο είς
τήν Αρκαδία νά έλθουν. Οί ’Αρκαόιανοί βάνουν ’Αρχηγό
τόν Μήτρο ’Αναστασόπούλο, έκίνησαν 1,200. ’Εκίνησε
καί ό Πονηρός, καί ήθελε νά πάρχι τά άρματα τής
’Αρκαδίας, καί ήθελ,ε νά τά πάρτ} εκεΐνος, καί άνιακάτωνε
*
τό στρατό εν πρώτοις έρχάμενοι οί ’Αρκαδιανοί
είς τό Σαραβάλι ποϋ είχα το όρδί έγ·ώ
* μέ ειπε ό Πονη
ρός νά τόν κάμω επικεφαλης’ όεν ’μπορώ νά τό κάμω, νά
έρωτησω
* έρώτησα καί δεν τόν εδεχθηκαν —- τί νά σου
□= 97 =
*άμω;επηγαν οί ^ρκαδιανο'ί μόνοι τους και έκαμαν ένα
πόλεμον καλόν, καί έπολέμησαν ανδρειωμένα, και
«σκότωσαν κχμμια Σκαριά Τούρκους. 1,200 η τον ’Αρκά-
λιαν°ί. 'Ηταν Παπατζοραϊοι, . Γρίτζαλης, και άλλοι. Είς
15 Ημέρας έφυγαν όλοι κρυφίως μπουλούκια μπουλούκια’
έμειναν . οί Καπεταναιοι—«πιασα μερικο^ τους βν-
τρόπιασα
Οί 'Αρκαδιανοί άνεχώρησαν,έμειναν μα'νον οί Καπετανέοι,
χαι τούς έδιωξα καί αυτούς· έλαβα μίαν διαταγήν άπύ τάν
Μινίστρο του πολέμου διά νά περάσω είς την Δυτικήν ‘Ελ *
λαδα με τα στρατεύμχτχ» καί έγώ τοΰ άποκρίΘηκχ, ότι
δεν ημπορώ νά άφησω I2,000 Τούρκους είς την Πάτρα, κα'ί
νά υπάγω έμπροστά· πρέπει πρώτον νά σβύσουμε την
φωτιά που είναι μεσα, καί έπειτα νά ύπάγης καί είς β°η~
Οειαν τοΰ γειτο°υ m' καί αύτος μου δευτεροαποκρίθηκι·
δτι, το γράμμα οπού μού έστειλες δεν τύ εδειξα εις
^ην Κυβέρν^σιν, δώη ηθεΧβς ααzοπέσει, όμως τώρα άμα
^άβης. την παρούσα-διαταγήν . νά έκστρατεύσης’ και έγώ
V
αφηκα τόν Κολιόπουλο είς τά σρτατεύματα επί κεφα-
^ίς» κα’ί έπηγα εκ την Κόρινθον διά τρεις ήμέρας· πηγαι-
νάμενος,5 ώρας μακρυ^ έστειλα είδησαιζ της Κυ^ρνη'σεως
πηγαίνω, καί άπόκρισι δεν έλαβα· έγώ έκίνησα’ ένα
τέταρτο μακράν ε^α^χ μία διαταγή κα'ί μού έλεγε ότι
άφησω τούς ®Ο ανΘρώπους όπου είχα μαζύ κα'ί νά
έλθω είς την Κόρινθο μέ 5 α*θρ ώπους' έγώ έμβηκα με-
σα, -μοΰ εδωκαν ενα κονάκι χωρ'ίς πιάτωμα' τό βράδυ
μ«ς αφηκαν χπεριποίητους κχ1 ετστ ιάνεχώρησι^ kx1 έ-
πηγα είς έγα τωριά την νύκτα
* σάν μέ ακόυσαν όπ°ύ
άνε^ρη^ το Βουλευτικό μζ το Εκτε^ττικό άρχ^ησ^
να τρωγονττι καί- νά λένε οτι : οχι σε^ς φταΚε, βχι σείς,
’ 7
— 98 «=
καί δέν έπρεπε νά φερθούμε ίτσι' - έστειλαν μίαν Έπι
*
τροπήν από τόν Κωλέττην, άπό τόν Κορίνθου, τόν
Σωτήρ Νοταρά καί μέρος ‘Υδραίων
* έρ-χάμενοι εκεί τούς
άπεκρίθηκα δτι: σάν δέν δεχεσθε εναν Στρατηγόν όπου
έρχεται νά σας όμιλησ7), έγώ αναχωρώ καί πηγαίνω είς
την Τριπολιτζά, βίς την Γερουσίαν, καί δ,τι έχω νά είπώ,
θέλει τό είπώ είς αύτην' όχι, μέ λέγουν, νά γυρίστις δπί-
σω, νά προβάλν]ς δ,τι θέλεις διατί έστάθη ένα λάθος
καί ήτον έλλειψις κονακιών
* έγώ άποχρίθηκα του Κω-
λέττη όπου μοΰ ώμιλούσε δτι : νά πας νά γίντρς Μινί-
στρος στα Γιάννινα και όχι εδώ* μοΰ «πεσε ό Δεσπότης
ό Κορίνθου καί ώ λοιποί καί έπήγα μέσα, έκαμα τάς
προτάσεις μου κα'ί τας δέχθηκε η Κυβέρνησις. Ιούς
επαράστησα δτι άν περάσω είς την ‘Ρούμελη, οι Τούρ
κοι της Πάτρας ,ότου ητον 12,000 θέλει σκορπισθοΰν
είς δλην τήν Πελοπόννησον καί θά τήν χαλάσουν
* ετσί
η Κυβέρνησις αΜ^θηκε την (ανάγκην κα'ί με έδωσε
νέαν διαταγήν διά νά ύπάγω εις τάς Πάτρας. ’Επέρασα
άπό τό ’Αργος, Τριπολιτζα καί έπήγα εις τήν Πάτρα
άρχάς Μαιου. Εΐς τήν Κόρινθο αντάμωσα τόν Μάρκ°
Μπότσαρη, ό όποιος έπρόσμενε έκεΐ διά την αλλαγήν
τής φαμηλιάς του' αύτός μοΰ είπε νά υπάγω είς τήν
Δυτικήν ‘Ελλάδα και νά μέ κά'μουν αρχηγόν όλων τών
στρατευμάτων, έγώ τοΰ έκαμα ταις ΐδιαις παρατηρή
σεις, έπρό^λα εις τήν Κ.υβέρνησιν νά ύπάγη δ Μαυμ-
κορδάτος όπου ήτον τότε πρ^ρος τοΰ έκηλ^τικοΰ, νά
πάρη I,000 τακτικούς Φιλέλληνας κάι νά ύπάγη «ίί
τήν Δυτικ'ήν Ελλάδα* έτσι ό Μαυροκορδάτο<ς έπήρε τούς
τακτικούς και Μάρκο Μτότσαρη καί άπέρασε άπό τό ςρα-
τ°πίδο τής Πά?ρας όπου ε'φισκόμ,ουν έκεΐ
* άφου (απέλασαν .
== 99 =
την δυτικήν ‘Ελλάδα, μέ έγραψαν άπδ εκεί, δτι έχουν
άνάγχ,η καί νά τούς στείλω βοήθεια, καί άπεφάσισα
καί έστειλα τδν υ'ιόν μου Γενναίον με 200 στρατιώτας
διαλεκτθύς· τότεό Πατρώος είχε ελθει έκει καί τον έστει
λα καί εκείνον μέ μια 40, του είχαν φύγει οι άλλοι,
καί τάν Κανέλο Δελιγιάννη μέ 200' ‘"έγώ έμεινα όπίσω
Χαί έφερα στρατιώτας διά νά αναπληρώσουν όσους είχα
στείλει είς τήν ‘Ρούμελη· 6,000 είχα
* έβαλα αλώνια διά
τ«ι; σταφίδαις-, καί είπα των ‘Ελλήνων νά τρυγούν την
σταφίδα, νά πάρουν τούς κόπους τους, . καί νά έβγάλωμε
και τύ Εθνικόν *δικαίωμα καί άρχησαν οί 'Ελληνες. νά
τό βάλλουν εις πραζιν. Οί Τούρκοι έστενοχωρήθησαν
πολύ εις τό Κάστρο καί άπό vipd, καί κατά τόν τρό
πο όπου τούς έστενοχώρησα είς ένα μήνα ήθελε παρα-
δωθοΰν.
Σκοτωμένοι Τούρκοι είς τούς άκροβολισμούς καί πο
λέμους ητον 1,000, καί άλλοι τόσοι λαβωμένοι καί
α£ρωστοι. ( τον Κανέλο τδν είχαν κρυφί'ως αφήσει ς-ρα—
τηγδν , το εκτελεστικό. — 7 ή 8 Μαρτίου ητον ο πόλεμος
Α μεγάλος του Σαραβαλιοΰ )’ έστειλα τόν Κολιόπουλο είς
τήν Καρύταινα διά νά κάμη νέα στρατολογία. Τδτε τύ
Βο’υλευτικο καί τύ 'Εκτελεστικό, άφου άκοιίσθη ο Δράμα-
λίς εΖς τά Τρίκαλα της ‘Ρούμελης, έσυνάχθηκαν . καί
®πεφάσισαν νά πάγφ ο Κ ρεβατάς είς τύ Μιστρά νά πά-
Ρ1? 1,000 στρατιώτας καί νά εκστρατεύση διά τήν
Ανατ°λικην ‘Ο Σωταφ Νοταράς νά πάρη τούς
Κορινθί°υς κα'ί νά έκστρατεύση κα'ί Κείνος διά τήν Ανα
βολικήν 'Ελλάδα* δ Ζαίμης, δ Σωτήρ Χαραλάμπης μέ
του» Καλαβρυτινούς νά υπάγουν καί εκείνοι είς την Ανα
τολικήν καί τδν Λναγνώστην Δελιγώνγη μέ
1
= too =
200 Καρυτινούς
* ή διαταγή λέγει δτι : όπιοος παρα-
χούσφ κα! δέν κινήκηι μέ τους *
Αρχοντα ς να ήναι τδ ένα
τρίτο τη; περιουσία; του εθνικό· ό Πρωτοσύγκελλος τής
Αρκαδίας μβ ·ί ,000 Αρκαδίανους κα'ι φαναρίτα; νά πε-
ρασνϊ εΐς την Δυτικήν ‘Ελλάδα, καθώς καί δ Σισσίνης
μέ άλλους 1,000 Γαστουνέους κα? Πυργιώτας. άφου έ
λαβαν την διαταγήν ο! Αρχοντες, έστειλαν ει’ς διαφόρους
Καπετανέους που εύρίσκοντο μέ έμέ βΐς την πολιορκίαν
της Πάτρας νά αναχωρήσουν καί νά ύπάγουν μέ αύτούς
*
ο1 Κ,απεταν^ι μέ έδειξαν τα
*; διαταγαΐ; τους, καί έγώ
τούς είπα οτ^ δέν συμφέρει νά διαλυσωμε τήν πολιοpκίαv,
διότι οί Τ°'ύρ<οι θά έβγΌυν κα'ι θα χαλοίσουν ταϊς Επαρ-
χίαις, νά ποΰ κοντεύει νά πόση ή Πάτρα· αύτο'ι μέ ά-
ποκρίθηκαν ο τι : δέν ήμπορ°λιμε νά μείνωμε, δια τι ή δια
ταγή λέ'γει ότι, Ον δεν πάμε, θά μας κυριεύσουν τδ ένα
τρίτο τή; ιδιοκτησ^ς μας: τότε έγώ τους άποκρ^ηκα,
* σάν είναι έτσι, δόσετέμουτο διαγpάφως, °τι έγώ δέν
σας διαλύω, παρά φεύγετε σείς, καί πηγαίνετε στδ κα
λό. Καί έτσι μέ τδ έκαμαν διαγράφως. Αΰτδ ή τον είς
τά μέσα τού 'Ιουνίου· τά στρατεύματα άνεχώρησαν και
έμεινβ μέ μόνον 6°0
* οί Τλιϋρκοι έβγήκαν καί έκαψαν
*
τά καρτέριάμας έγώ *
τούς έκτύπησα ολίγο έ*
πειτα τδ μεσημέρι έκίνησα δια τδ Γαστοΰνι· ύ σκοΛ
πός του; ήτον νά μή πάρω τήν Πάτρα καί νά μου
σηκώσουν τήν δύναμι τ^ν Στρατιωτική. Είς τήν Γα-
πτούνη, °που έπήγα, έφοβήθηκβ δ Σισσίνης καί έκλείσθηκ«
εις τά σπι^ά του μέ 300' του εστειλ^α εναν άνθρωπον
καί ήλθε: του εϊπα · Σισσίνη τούτος είναι ό σκοπός μου,
νά μαζευτούμε ολο τδ Σρατίωτικδ είς τήν Κόρινθο, άν ήναι
αλήθεια πώς έρχεται δ Δράμαλης, νά τδν καρτερέσωμί
= 101 =
<ζί τάΛίρβένια κα'ι να χυττάζωιζι και τα πραγματα το ΰ
Εθνους. ‘Ο Ιισσίνης ίσυμφώνηοβ μαζί καί μου είπε, οτι
είμαι έτοιμος, καί μέ δευτέραν σου διαταγήν ξεκινάω· I-
βτΐιλα έγκύκ\ιονδιαταγήν εΐί ολαις ταις ’Εταρχίαις Λρ-
*αδιάς, Φανάρι, Λεοντάρι, Μεσσηνία, νά συνάξουν τσυς
στρατιώτας καί νά έλθουν εις τήν Τριπολιτζά. έκίντ.σα
,διά τήν Καούτωνα
* ήμέρα νύκτα έ περιπάτησα καί
έφθασα είς τήν Λημιτζάνζ μαζώνοντας στρατιώτας· φτά
νοντας τήν Αημιτζάνα έρχεται ένας ταχυ°ρομος μέ
μια διαταγή τοΰ Μινίστρου τοΰ πολέμου καί μού έ·
γράφε · Γενναιότατε Στρατηγέ θ. Κολοκοτρώνη. λαμ -
βάνωντας τήν διαταγήν τής Κυβιρνήσεως νά κτυπη'σφς
τήν σιδηροΰν ράβδον τήν συνηθισμένων, νά συνάζης τους
στρατιώτας καί νά ύπαγες είς τήν Πάτρα. Ή Κυβέρ
νησες τής έκακοφάνη πολύ διατί διέλυσες τήν πολιορ
κίαν της Πάτρας, κ^ δσο διά τήν έξασφάλισιν των
Δίρβενΐων έλαβε τά άναγκαία μέτρα.
Εις τδν ίδιον καιρό, ό ίδιος Ταχυδρόμος έφερνε ένα
γράμμα τοΰ Κύρ ’Αναγνώστη καί τοΰ έλεγε
* φιλογίνέστατε
Κύρ ’Αναγνώστη νά πάρρς τά στρατεύματα σου καί
νά ύπάγης εις τά μεγάλα Δερβένια, διατι ό Δράμα-
έφθασε εις τάς Θήβας· καί ο Κυρ Αναγνώστης
ετον είς τά Λαγκάδια μέ τ°ν δουλο του. ΓΗ Κυ^'ρ-
νησις έστειλε τδν Ί?ήγα ■Πάλάμήόη εις τά μεγάλα Δερ
βένια μέ 1800 Κορινθίους κα'ι Τριπολιτζο'τας, (καί 'ΐς
τδ Αργος (μοίραζαν 8,000 ταΐνια) καί 1000 Μανάταις
νεφψρΡ>μέ νοι. Ό Λουκύπουλος
έδωσε 1000 μαχμουν^έδ^
**ί τούς έδωσαν εις τούς ΜαΥάταις όπου δεν έξεκινοΰσαν
χωρίς χρήματα. Μέ 2,°00έφθασα εις τήν Τριπολιτζά· ή
Γερουσία εύρίσκετο 'κεΐ’ μέρος άπδ τούς Γερουσιασπας φο·
= 102 =
βούμενοι τον ερχομόν μου έφυγαν’ άφου εμβήκα ιΐς τήν
Τριπολιτζα, έβαλα αίλλους άπο ταις ι^αις έπαρχίαις και ί-
δυνάμωσα την Γερουσίαν: η Γερουσία δεν ήξευρε παρά ίκ
φήμης τον έρχομόν του Δράμαλη’ έβγαλα πεζούς
είς δλαις ταΐς έπαρχίαις νά έτοιμασθοΰν· έμεινα 4 ημέρας
είς τήν Τριπολιτζαν· ηρχοντο άνθρωποι άπδ το *Α ργ°ς
καί μας έλεγαν, δτι ό Δράμαλη; έρχεται, καί εις έμένα
όπου · μέ άκουαν είς τήν Τριπολιτζα δέν μου εγραφεν
τίποτε ή Κυβερνησις, ούτε έστειλε ταΐς 6,000 στα Δερ
βένια· επειδή καέ δέν είχα εΐδησιν άπδ τήν Κυβέρνησιν,
δεν έστελναν κα'ί τα στρατεύματα, ένόμιζα δτι ητ°ν ψεύ-
ματα δλα· άπδ τήν στενοχωράν μου στέλνω' δύο καβα-
λαρέους νά παν είν τά’ ‘Αγιογιώργη καί τδ δ,τι μάθουν νά
μου στείλουν·' να πό^νε στήν Κόρινθον, στα Δερβένια εως
εις τάς Θήβας νά ευρουν τόν Ύψηλάντη κα'ι Νικήτα, καί
νά μοΰ στείλουν καθαρά εΐδησι τί τρέχει. ( Etc τδν μηνα’ίαν-
νουαριον 1822 έβγήκε ό Νικήτα; καί Π. Ζαφειρόπουλος. )
’Οσο νά παν «ίς τήν Κόριν^ άπάντησαν του; Τούρκους
καί δλίγον έλειψε νάτούς πιάσουν ζωντανούς, καί έγύρισαν
’πίσω. ‘Ο ‘Ρήγας δποϋ ήτον εις τδ ^ρβ&'νί, κινώντας
οί ιουρκοι άπδ τά Μ-γαρα, άφηκαν όύο τρεις σημαίας
καί έφυγαν χωρίς νά ^ίζουν τουφέκι. Οί Τούρκοι ένόμιζαν,
άφο5 εΐδον τάς 'σημαίας άνΟικτάς, δτι ήτον στράτευμα καί
άρχησαν νά προχωρήσουν είς τδν ’Αέρα· άφοϋ είδαν ότι δέν
ήτον στράτευμα, οί Καβαλαραΐοι Τούρκοι έπήραν άπδ
κοντά τούς 'Ελληνας, άλλοι έφυγαν κατά τήν Αίγινα και
άλλοι κανά τδ Σοφικό. οί Τούρκοι εσκότωσαν * Ελληνας. ·'·
'Ο 'Ρήγας ε π^ε τδ φύσημα εις τδ 'Αργος καί έδωσε τή
*
ειδησι οτι δ Δράμαλη; έμβήκε είς τδ Δερβένι με 60,000
ώβαννά τι,ύ; Stft [Μτρησει· τόν έ^ίωτη,σαν έγεινε τό srp»- ;
= 103 —
τευμα ; καί τους άποκρίθηκε, οτι δλοι εχάθηκαν, μονον έγώ
έγλ^τωσα. 'Η Κυβέρνησις είχε Φρούραρχον ε1ς την Κ°-
ρινθθν ενα Καλόγηρον λεγ°μενον ’Αχιλλεα, Διδάσκαλο; της
Αλληλοδιδακτικής, και έλεποντας τούς Τούρκου; έφυγε
* τούς στρατιώτας, άφου έσκύτωσε τόν Κιαμίλμπεϊ. Ό
μ
Αράμαλης ε^τειλε καί έπ5ασέ το Κάστρο’ τύτβ ε®τειλε 49
Καέαλαρέους νά φέρουν τα συγχαρίκια είς τ° Ανάπλι
* το
Ανάπ^ πρΙν £να μήνα, είχέ κάμει συνθήκη μέ την K.U’
βέρνησι νά δώσουν οί Τούρκοι τ° Κ,αστ&ι κα’ι δέκα
Τούρκ°υς αξιωματικούς ένέχυρον και έδικούς μας 30, και ■
νά τους στέλνε ζωοτροφίας ίως δτου νά Ηθουν τά 'Ελ
ληνικά καράβια νά τούς πάρουν καί νά βάλουν εις τάζιν
τά λάφυρα. fH Κυβέρνησις βλέποντας τους Τούρχου; °ποΰ
εφερναν τά οογχαρίκία έφυγαν και έμβηκαν εις τα κα
ράβια (τό ΒίολίΟΉκο), καί το στριχτευμα όποΰ ητον Ικεΐ
βυναγμένον δ^λύθηκε Οί δύο καβαλαραϊοι μέ ^ωσαν
είδησιν °τι ό Δράμαλης έρ,βηκεν ε^ την Πελοπόννησον καί
ήλθε στην ΚόρινΘον· δέν ήξευραν. άκόμη ότι τό Κάστρο
ή τον εις τού; Τούρκους κα'ί ελπίζαμε να τοΰ πάμε βο
ήθεια. Ο πεζός ήλθε 1 ωρα πρίν να βασ&βύση ό ήλιος.
ύ®μβχνωντα; τό γράμμα έπήγα εί’ς την Γερουσ^ν καί
τούς ε?πα οτι, νά έλθουν διοι ήξεύοουν γράμματα, καί
έχζι έγράψαμί όλη τήν νύκτα καί έστειλαμεν είς ολας τάς
Επαρχίας δια να προφθάσουν μάαν ώραν άρχη,τερα, δι
ότι & Αρ^αθιης έμβηκε είς την ^λοτόννησον. Είπα τής
Γ<ρουσίας, νά σταθής έδω κα'ί νά μας βοηθάς άπο 'Ζ’ρ^φ^
π^λεμοφ^ια, κα'ί εγώ περτώ τά στρατ^^^ κά
βγααν^ω εμπρός, κα'ί άν ιδώ ότι δέν ήμπορώ νά βα“
-ό'τχ σας στεΐλνω είδησι κα'ί αιναχώρέΚί
* καί έτζι
τ^ν θεσι. Τήν α^γην έβαλα λόγο είς τ^ς στρα·
= 104 =
τιώτας και τους stirs
* "Ελληνες μή φοβείσθβ I εμείς «σκοτώ
σαμε τόσους Τούρκους Εντόπιους,· και τούτου; έτζι θά τούς
κάμωμε
* 8ίν είναι πολλοί οί Τούρκοι όσους τούς λέγουν
*
νά ύπάγωμε νά σκοτωθούμε μακράν ατό τά παιδιάμα; καί
ταΐς φαμελιαΐς μας
* μήν πέρνετε μαζύ σας ούτε μου
λάρια, καπόταις, όλα μας τά φέρνουν εκείνοι. ’βδίώρισα
τόν Κολοιοπουλο καί ’Αντώνη Κ,ολοκοτρώνη με 170θ
νά τραβιζαυν είς τόν "Αγιον Γεώργιον καί νά υπάγουν
αντίκρυ νά ρίξουν δύο τρεις μπαταριαΐς, νά ακούσουν οί
Έλληνες δπού ^τον είς τό Κάστρο τής Κορίνθου καινά
*
ένθα^ρυνθούν' έλπιζα ότι το Κάστρο έβάσταγε ακόμη
ιβάσταξα μόνον 300 και έκίνησα διά τό "Αργος όπου
ήζευρα ότι ήτον έκεΐ 5, 6 χιλιάδες στρατιώτες καί νά τούς
πάρω καί νά ύπάγω ερπρός εις τούς Τούρκους είς τά
Δερβένια· Έρχοντας είς τό ΙΙαρθένι απάντησα τόν Έηγα
μέ τόν Κολιό τόν Δαρειώτην τούς έρώτησα τί ήξεύρουν
καί αύτοί μου άπεκρίθηκαν ότι έμβήκαν 60,000 Τούρκοι
μέσα, ότι μόνον αυτός έγλύιωσε
* τόν έμάλωσα, καί τού
*
είπα νά μή ματαειπξς τέτοια λόγια είς την Τριπολιτζα
*
αύτός μόλις έπήγε' σ^ήν Τριπολιτζα έδωσε τήν ειδχσι καί έ
φυγε όλος δ Κόσμος άπό τήν Τριπολιτζα, μόνον ή Γερουσία
έμεινε. Οί στρατιώταις όπου είχα μαζί, ώσάν ήκουσαν<
αύτάς τάς ειδήσεις, έδείλιασαν, καί διά νά τούς ενθαρρύνω
άρχισα καί έτραγούδαγα
* παρακάτω απάντησα τόν Λυκούρ
γον Κρεστενίτη μέ 15 καί τού; εΐπα
* πού πηγαίνουν, κα
αυτοί : πηγαίνουν εί; τό / Πύργον καί πάλιν έρχονται^
Οί Μανίάταις έγδυσαν τό *Αργος καί έφυγαν τούς ά-
παντα'ω είς τόν δρόμο
* τού; ερωτάω πού πηγαίνουν,
καί αυτοί μου έλεγαν: ότι έχομεν άρρωστο, καί πάμε καί
γυρίζομε’ τούς έλεγα: τόν άρρρωστο τόν πάει ένας δύο>
s 105 =
όχι τόσον β?,ς τδ Τββουλι απάντησα τδν Ύψη^άντη,
τον Κρεβατά, τδν υίδν μου Πάνο δπου ητον μέ την Γε
ρουσία, τδν Μαυρομιχάλη’ τούς έρωτώ που πάτε; τούς
είδατε μέ τά μάτια σας τούς Τούρκους; βχι· μας είπα
*
πώς έμβηκαν 50 Καβαλαραϊοι είς το Ναύπλιον· εσείς
ποΰ πάτε ; έχομε κανε'να Κάστρο να έχουμε; έχομε καμ-
μίαν δυναμιν νά τραβιχθοΰμ,ε xal ήμ^ς, καί οί Τούρκοι νά
σκλαβώσουν τδν Κδσμον; καί έτζι τούς έκράτησα.
’Εκραξα τδτβ τδν Πέτρο Μπαρμπιτζιδτη και τδν θεο-
δωρη Ζκχα^πουλο καί τον Άντάίνη Κοξαοιχιτιώτη,
και τούς λέγω: νά πάτε νά μου πνάσετε τδ Κάστρα
τού Άργους μέ 100 ανθρώπους διαλεκτούς, και πίνοντας
τδ Κάστρο, νά κάμετε φανδ, δτι έπιασαν τδ Κάστρο· μέ ά-
πεκρίθησαν δτι πάμε, μά χανδ'μεθα’ τούς είπα : πηγαίνετε
κι’εγώ σάς πέρνω είς τδν λαιμδμου, κα'ί ετζι έπηγαν
καί έκαμαν τον φανδ. Ευθύς στέλνω τον Πάνο μέ 150
στρατιώτας νά ύπάγη νά πιάση τούς Μύλους καί νά εί-
δοποηίση τά καράβια της πεθεράς του νά πλησιάσουν κοντά,
κ< άν τδν ευριρ ' πδλεμος νά τον βοηθήσουν μέ τά Κανόνια
*
Τρείς τμέραις έκαθίσαμεν εις τδι Ακ„λαδοκαμπον’ *αι
ίγράψαμεν νά έλθουν στρατεύματα * ήλθαν οί ’Αγίοπετρίτα’
μ« τδν Ζαφειρόπουλον καΓ Μιστριώταις κ’ έγινηκαμε ώς I,
000. τδτεειπα τού Πετρόμπρη και του Ύψηλαντη να πάν
νά πιάσουν τούς Μύλους και νά στείλουν βοήθεια εις τδ
Α?γ°ς, και έγώ να τραβιζω κατά τήν Κόρινθο νά ίδώ
πδθεν βγαίνουν οί Τούρκος κα'ί έγειναν 2 κολόνά»
μ·α νά ύπάγρ και ή άλλ.·η κατά
κατά τά Βασιλέα
τδ Αργ°ς. Έπήγαν ει'ς τούς Μιίλ^υς· δ. Πάν^» δ Μτεϊ’
ζαντε Γεωργάκης, έπηγαν κα'ί έκλείσθηκαν εις τδ Αργος·
«γώ έτράδιξα διά νά ύπάγω είς την Κ^ινθο- ηυρηκα τδν
= 106 =
Κολίόπουλο ει’ς τδ Σκηνοχωρι’ ό Άντώνης ητον ει’ς τον
Άγιο-Γεώργη· οί Τούρκοι άρχησαν νά καταιβαίνουν ιΐς τδ
'Άργος. Οι Τούρκοι μην εύρισκοντας εναντιότητα έξα—
πλώνονται. 0 Κολ^πουλος επαντεται εις τδ Χαρβάτι
μέ τούς Τούρκους, έσκότωσαν 20, Ό Κολιόπουλος μονο
μαχώ μ’εναν καβαλάρη καί τδν φονεύει
* τό'τε έγυρισε
εις τδ Σκηνοχώρι, έκατέβηκαν και άπδ τδ Κάστρο του
*Αργους μερικοί, καί έπολέμησαν μέ τούς Τούρκους πού
ήρχοντο άπδ τήν Κόρινθο και ' έσκοτώθηκαν καμιά δεκάρι ά,
Μανίάταις καί Πελοποννησιοι.— Οι Κουμουντουρε'οι ,
δ Σισίννης, έμειναν δσοι ητον μέ τδν Μπέη, δ ’Αντώνης
έκαρτέρεψε ει’ς τδν “Αγιο Γεώργιο τούς ΓΓούρκους στλν
Κόρινθο καί έσκότωσε 17. Την άλλην ημέράν έπηγαν
2,000 καί τον έπολέμησαν καί τδν έδιωξαν κα'ί έκα ·
ψαν σπίτια.
Έγ^ σάν έστειλα τούς άλλους να πάνε ς’ τούς Μύλους,
έγώ έτράβηξα κατά τά(ν Κόρινθο κα1 επηγα ε?ς τδ Σκη
νοχώρι, καί έπηγα καί ηύρα τον Κολιόπουλο, καί μου
ε!πε τδν άναχωρισμδν του Άντώνη άπο τδν Άγιον Γε
ώργιον καί έκίνησα νά πάγω στόν Άγιον Γεώργιον καί
πηγαινά'μαινος εις τδ Μαλανδρνο, ηύρα δέκα Καβαλαραίους
Τούρκους, καί βλέποντάς μας έκλείσβηκαν εις ένα σπητι
*
Ενα ς στρα
δεν ήθέλησαν νά παραδοθούν, τούς έκάψαμεν. *
τιώτης έπιασε τό τουφέκι ενός Τούρκου άπδ την θύραν,
τούτδ’πηρε. Τραβάω καί ’πάγω εις τδν “Αγιον Γεώργιον,
τδ χωρίο η:ον γεμάτο άπδ λάδι κτΤ.. Τδ έπίασα.
άγνάν^σα και είδα, οτι άπδ την Κοριν.θο έκ^σαν τά
Τούρκικα στρατεύματα διά τύ *Αργος καί Άναπλι· οταν
έκατέβηκαν οί Τούρκοι, έπηγαν καί έπολώρκησαν τδ πα-
λ}ύκαστρο τοΰ
*
Α ργους, και ο1 Τούρκοι ητον δύο Πασάδες·
= 107 =
01 Πασάδες ελεγαν των στρατιωτών, δτι έδώ είναι τδ
βιος τού Κόσμου, τδ 'Ανάπλι το έχομε, τάλλα τά περ-
νομε δλα· το 'πολιόρκησαν. *Ητον συναγμένα στρατεύματα
είς τους Μόλους - έως 5,000. Ό Κολιόπουλος ητον κ λ ε t -
στδ ς εις τδ πχλ.ηκαστρο μέ Φαναρίτας και Καρυτ^ούς,
μέ τδν Δημητράκη τδν Δελιγιά'ννη. Μου γραφουν ένα
γράμμα
* on νά φΟάσω, διατι έκλεισαν τδ χάστρ° και δέν
έχ°υν προβεζιό· τήν άλλ^ν ημέ°α έκαμαν άρχηγδ του
στρατεύματος τον Άντωνάκη Μαυρομιχάλη, του στρατεύ
ματος *ποΰ είναι ς’ τούς Μύλους· Σάν w έκαμαν ’Αρχη
γόν, ήθέλησαν νά κάμουν ε^α πόλεμο μέ τούς Τούρκους,
και τδν - Κολιόπουλον δέν τον έτεμπίχίτσαν που ήτον είς
τδ πλευρό το·^ κα! δ πόλεμος έπιάσ&η ςήν άκρην ’τά
αμπέλια, και έβγήκαν Τούρκοι 10,000 Καβαλαραΐοι κα!
έτζάκισαν τούς ’Ελληνας, και έχάθηκαν 150 ’Ελληνες.
Σάν έχασαν την μπατάλια, μου στέλνουν ένα γράμμα
και μοΰ λένε · άν τρώγω ψωμί νά τδ άφήσω, νά τούς βοη
θήσω —— ’Ημουν εις τδν *Αγιον Γεώργιον—διατι ή πατρίς
έχάδη. Δέν έλειψα εύθύς νά κινήσω μέ 100 στρατιώτας
καί τδν Αντώνη Κολοκοτ^νη τδν άρήνω στά Δερ^ν^αα
μέ καμιά χιλιάδα. Πηγαινάμενος εις τούς Μύλους τούς
Α^ηκ^ς γ,υρα ολους τούς 'λυπημέ^υς
άπδ τδν πό>εμον τής άλλη; ημέρας "που έχάθζκαν στρατι-
ώταις
* δεν ελειψα νά τούς δμιλήσω καί νά τους ένθσρ-
οτι άν οί Τούρκοι έσκότωσαν 150, ημεΐς χμλιοίδεο
και νά εκδικηθούμε, και άλλα πολλά τούς *αι ^μ
*
ψ^^ώθήκαν· τούς ευάλωσα πολύ μέ %λν «άτ^α π°“ τού
λέμ°υ «τι δεν ιομίλησαν κα’ι τού Κοληοπου^υ. Ο Μαυ-
^μι^λη^ ο Κρεβατας ητον είς τούς Μ’όλους τους άφεν -
τικους (ΜυλΉ ,Aογίτικμι, μύλοι ^(ρεντικ^ δ^ΦΊρά)· Την
== 108 =
άλλην ήμέρα έπλάκωσαν 1200 'Αρκαδιανοί. Οί Τούρκοι
έριχναν βόμβαις από τό 'Αργος κα'ί έβαναν 2 κανόνια
άπό μία ράχη καί έπολιορκούσαν τό παλιόκαστρο. Οΐ
κλεισμένοι δεν είχαν τίποτε μέσα και ητον στενοχω
ρημένοι. Σ τ λ ι ς 20 τοΰ Ιουλίου στήν ημέραν
τού 'Αγιου 'Ηλία, έκραξα τά στρατεύματα εες τούς
Μύλους τούς 'Αργίτικους καί τούς ώμίλησα 2 ώραις: νά
πολεμήσωμε, νά βγάλωμε τούς κλεισμένους,., οί Τούρκοι
είναι δλοι σαβοΰρα.
’Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τά βράδυ από δλαις ταΐς
μ^εριαΐς τούς Τούρκους, διατί δεν ή μπορούσε να πάγη
ανθρωπος να τούς ίδη άλλ’ δ,τι έκαναν τα σινάλα. Τό~
τενές διατάττωταΐς έπαρχίαις νά χτυπήσουν τόν έχθρύ
εις την θέσι καθεμιά 'πού είχε. Τόσο καί τόν Κολοιό-
πουλο καί τούς ’Αρκαδιανού; τούς έβαλα εις τό κέντρον
νά χτυπήσουν τούς Τούρκους όπου είχαν τά κανόνια,
κα'ι οί ’Αρκαδιανοί, καθώ έπηγα το βράδυ καί έκτύ-
πη τα από ολαις ταις μεριαις, έ π η γ α ν καί έ χάλασαν
μέ τά πόδια τά ταμπούρια. ’Αναχωρούν πάλιν διά νυ-
κτός, διότι οί άλλοι ^Ελληνες δεν έκινήθησαν. Εκείνοι
έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό παΧιόκάστρο’ Την άλλην
ήμέρα έστ^^ν^<^χ^<ρμ·’ΘΊπκα δκα τούς μέσα, νά μή βλοφθουν’
έκαμα ενα στρατήγ/ψα' νά πάμε δλ°ι όλοτρόγυρα ν’ ά*
διάσωμε από δυο τουφέκια, νά κάμωμβ φχ»ό καί εκείνο ι
νά κάμουν τρόπον νά έβγουν άπό τό παλιόκαστρο. Έτζι
έζυγώσαμεν κοντά, εκείνοι έβγήκαν τότε αβλαβείς από
τό παλιάκαστρο καί άφζκαν μέσα ένα ασκί τυρί, και
έβγήκαν δλοι εις τούί Μύλους τοΰ , ’Αργους υγιείς. Την
αύγην μβαενουν ο'ί Τούρκοι στό Κάστρο καί δεν ευ-
ρισκαν ούδέν. Αυτοί (οί δικοί μας) είπαν ότι άναχω-
=a 109 «=
ρήσαμεν’ τά στρατεύματα τήν αύγην *βγαίνουν καμιά
δεκαριά χιλιάδες καβαλαραιοι και ’βγαινουν εΐς τούς Μύ
λους τού; 'Αργίλους να ίδουν. Βλέπωντας ήμεϊς τήν
Καβαλαρ(α, εγώ έκαμα τούς ’δικούς μου κολόνα εΐς τούς
πρύποδας του Αόφου και ’κατ^χκαν καμιά 20 Καβ«-
λαραΐοι κχί έκαμαν άκροβολισμού; εΐς τούς κάμπους, διότι
οΐ Τοΐφκοι έβγηκαν νά ΐδο^, βχι νά κάμουν πόλεμο.
Έ γύρισαν εις τά άμπέλια, οτι η τον προβχΧμένα τα στα
φύλια και έπηραν- Δίδαζα τά στρατειίματα εΐς τούς
Μύλους τούς Άφεντικούς νά πιάσονν εκεί και νά άνάψρ
από καθένας 20 φωτιαϊς, και τά τριπολιτζότικο τό έβαλα
αντίκρυ εΐς ταΐς ράχαις νά κάμουν καί αύτοί τό ίδιο.
Ο Κολιόπουλος μέ τό στράτευμά του νά πιάσφ τό Σκη-
νοχωρι ανάμεσα εις ταΐς όύο Δημοσιαις που πάνε εις
την Τριπολιτζά· Βλέπωντας οί Τούρκοι δτι τύσαις φω-
τιαΐς δλο-τ^ρογυρα) άπεφάσισαν δτι δεν ημπορουν νά περάσουν
διά Τριπολιτζά* ε 1 χ αν έλλειψιάπό τροφάς, διότι ° Τ ζ ά
κρης είχε κάψει ’μπροστη'τερα τόν κάμπον της Τριπολι-
τζας. ’Εκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν ’πίσω στην &όρθο, ν*
άπεράσουν στην Βοστίτζα, νά πάνε στά,ν Γαστούνη διά
τροφάς, δώτι δεν είχαν. *Εγώ έκαμα Συνέλευσι μέ Λους
τούς οπλαρχηγους εΐς τούς Μύλους τούς ’Αργίταους,
τούς είπα
* οί Toupxot θέ νά γυρίζουν όπίσω κατά τάν
* τό
Κ.άρθο βλέπουν. on από εδώ δεν ημποροΰν νά ’πε
ράσουν, μόνον σταθήτε εδώ νά παγω νά πιάσω τό Δερ
δεναΜ^ διχτΐ οί Τουρκοι θά άπεράσουν. ’Αφίνω tov fra-
τράκο τ°ν Π. εΐς τά σώματα όπου ητον εΐς τούς Μύ
λους, και αύτο'ί δέν ήθελαν, έλεγαν νά κάτζω εγώ, τούς
έλεγα να παγουν α^ιού *Ανα χώρησα ‘πέρ βίαί νχ πιά-
σω τό Δερβενάκι, από έκεΐθε ήμουν βέβαιος ότι θά
= 110 ==
περάσουν και βχι άπά την Τριπολιτζά. 'Ο Κολοχοτρώνης,
έλεγε δΠετρδμπεη ς, πάγει κλέφτης εις τά *
βουνά
και άνεχώρησα και έσηγα εις τδν *Αγιο Γεώργιο
* σταΐς
26 του ’Ιουλίου, ημέραν της άγίας Παρασκευης ε!χε
τ^ν αΰγην ομιλησει η βάρόια του ’Αντώνη μέ 300 νο·
μ ά τ ο υ ς: οί Τοίφκοι ίβγηκαν και έρχονται είς δύο
κολύνβς. Της βύθύς όρδινά'ρησα εγώ εις τάν άγιο Τεώρ-
γιο νά μαζώνουν ολαις ταις ζωοτροφίαις εις 4 σπη'τια
οΐ Τζαουσάδες, δπου έάν ίδουν καί έρχονται εις δύο
κολόνες, νά σάς κάμω σενιάλι νά κάψετε ταις τροφαΐς
και νά μην τά λάβουν οί Τουρκοι· εγώ έπηρα τδ λοι-
πο στράτευμα καί «πιασα τδ . Δερβενάκι. Ό Νικήτας
καί δ Παπ(Χ-Φλέσσας και δ 'τψηλάντης με 500 στρα-
τιώτας τούς είχα βάλει και είχαν πιάσει τδ Κινάρι,
χωριό δυνατδ είς τδν δρδμον τών Κορινθίων. Οι Τούρ
κοι, η ’μπροστέλα έφθασε είς τδν ’Αντώνη καί καθώς
είδε τους "Ελληνας έμπρδς, ώμίλησαν οι Ίοϋρχοι νά τούς
άφησουν τδν δρδμο, διατι Θά (άπεράσουν δπίσω είς την
Ί?ο.ίμελη στην Πατρώα μας
* έγώ έστειλα πεζδ νά πάγη
εις τδ Σκηνοχωρι 'που ηταν δ Κολοώπουλος, νά έλθη ν<χ μας
δωσ:ρ βοήθεια
* απδ εκει η τον ωραις 6, άπο τδ Δερβενάκι
έως τδ Κινάρι ώραις 2, δπου ητον δ Νικηταρας, ζταν
καί άπδ τδν άγ.-Γεώργη, δ Παπά-Νίκας απδ τ^ν Κδ-
ρινθο μέ τά Κορινθιακά στρατεύματα είς ένα χωριδ στη
Μάγκα. 'Εστειλα κα'ί είς έκει'νους νά έλθουν μεντιαη.
Έγώ πηγαινάμενος είς τδ Δερβενάκι έκλεζα 800 ςρα-
τιώτας είς τδ Πλέκι, καί τούς έκαμα 4 κoλδvάις,
και τους έ^τ^ασα κάτω απδ εκε^ο τδ πδστο δπου
^ατουσα εις την ράχη καί δ ’Αντώνη ς {κρατούσε τδ
κεφάλι, ητον άμπροστά· και οι Τούρκοι έβγάινάνε άπδ
β in =
τδ Κάβτοο καί οί ©μπροστινοί. βχαρτιροΰσαν νά συνα-
χ6ουν δλοι. *Οσο νά σοναχθοϋν οί Τούρκοι, έβα^α ταΐς
σνμαίαις χαι τά ζώα καί καποταις, τά έβαλα «λα
*£ς μία ράχν), διά νά νομίσουν, δτι έχει είναι οί πολλοί
στρατιώταις καί νά κάμουν κάτω, νά μήν έλθουν έπά-
νωμας καί μάς χαλάσουν. Έγώ {στεκόμουν μέ 10 αν
*
θρώπους στήν κορφή οί ψυχογοί μέ τά μουλάρια αρά
δα. Τοΰ δέ Νικήτα ό πεζδ; τού είπε, δτι έβγήκαν
οΐ Τούρκοι, και οχι δτι έρχονται ν' άπε^σουν εις τδ
Δερβενάκι. ° Κορίνθιοι άεκιίρπισαν. ‘Ο Κολ. θ ω-
ραις αλάργα" ένύχτωσε έως νά πάγη εκεί ό πεζός.
Ιταϊς *3 ή ώρα συναχθηκαν δλοι οί ' Τούρκοι, καί «
Πασάδες ή τον στήν 'πίσω μεριά. ° δέ 6 χιβάδες,
πού ήταν ει’ς τούς Μυλο^ δεν είχαν βάρδια διά νά
ίδούν οτι άδειασε τδ *Α ργος νά έλθουν άπδ κονκι.
Ο! 4 κολόνες τούς ειχα τεμπίχι νά μή κάμουν άρχά
τού πολέμου, παρά αφού ακούσουν τά 10 τουφέκια,
καί έτζι έστέκονταν. Οί Τούρκοι σάν έσυνάχθηκαν
«λοι, διέταζε 6 Πασιζς νά κίνηση Α ’μπροστέλα, καί
ίτζι οί Τούρκοι έςεκαβάλικαν διά τδν τοπο, καί Αίνη
* καί ο Άντώνης ή τον
σαν μέ τά π^ο6^^ ταμ-ποιρωμάος
*
Ό άντώνης έκτύπησε άφοΰ εφθασαν I00 βλήματα οί
Τούρκοι, καί έκράτησαν καμιά Σκαριά ΤΤου^^ς· έκει-
νοι έδοσαν ταΐς π^άταις καί έκαμαν κατά τδν άγιον
2ώστη, καί έκεί είναι γεύματα, καί ίπίφε τδ ασκέρι
τδ Τούρκικο ταις ράχαις. *
0 Άντωνάκο; δέν έπεσε κ^·
τά εις ^αυτου^ πέρνει ενα μπαϊράκι μέ30ομμάτους
καί πέφτει είς τδν άγιον Σιόστη ©^^, οι Τούρκοι ί-
γένικα/ τρεις κολόνες μία δτίσω, οι Πασάδες, μί· στήν
μέση, ή άλλη κατά τδν Άντωνά/.3, εως 10,000 foi-
= 112 ~
νησαν κατά τδν ’Αντωνάκη, οί 30 «σκότωσαν πολλούς,
δυο μόνον «σκοτώθηκαν, άνέψ.α μου.
Οί Τούρκοι όσοι έμειναν έπέρασαν κατά τ^ν Κορ-
τεσσα και ικεί έκαμαν στάσι. Ακούοντας 4 Νικήτας,
δ Ύψηλάντης, ό φλέσσας I φθασαν είς τον άγιον Σώστη
χαί έπίασαν τάν δυνβτώτερον τόπον εις τόν *
Αγιον-Σώστην.
Το μβσι»νύ στράτευμα όπου έσκότωναν οί 'Ελληνες
έδωσε νά ’πέραση καί έκεΐνο, και έπεσεν εις τύν Νικήτα,
έκεΐ {σκότωσαν ίως 1,000’ έπέρασε καί αύτηνη η κολόνα
κατά την Κουρτέσσα καί έσμιξε μέ τους άλλουνοΰς· οί
δέ Πασσάδες πού έμεναν ύπίσω, ενύκτωσε και δέν ημπό-
ραγαν ν* άπεράσουν. ‘Ώ μίλησαν τούς Έλληνας κα'ί τούς
είπαν : ποιος Καπετάνιος όμπροστά ; άποκρίθηκε ένας
παπάς άπό τύ Χρυσοβίτζι * ύ Κολοκοτρώνης είναι
* άπο-
κρΛηκαν οί Π<ζσάδες : νά κάμωμε μπέσα νά απ«ράσωμε
κα! του δίνομε ο,τι ζητήσει· χ»ι τότενες έστει>ε ο
Παπά-Δημητρης έναν άνθρωπον νά μοϋ όμιληση
* λαμ·
6άνθντας την είδησι, και Αίνησα νά υπάγω· είχα ς·°
νουν μου νά τούς χασομερήσω ώστε νά έλθη το πρωί,
νά τούς χάσωμε
* μέσα εις τύ στράτευμα είχαμε καί
μερικούς καβαλαρέους, ο φωτάκος καί ο Σπζλιοτόπουλος
κ«ί -6 Βουλγαρης ο Κόεζος, και 6 Κωστ. ’Αναστασόπου-
λος.,' καί άλλο ένα άνιψίδιμου
* ’Εκείνοι ΐκίνησαν
* οίΠασά-
δες βλέπ^τας καβαλαρέους δικούς μας, ένόμισαν ότι έχο
μεν καβαλαρία πολλή
* γυρίζουν παίνε ςήν Τυρινθov, άφινουν
2,τι είχ^ ένύxτωσβ, τύ μπουχά τους έέλεπαμε. ’βξημέρω-
σε καί ό Κολοώπουλος μέ 2,000 μέ τύν Δημ. Δίλιγιάννην
χαί μέ τούς φαναρίταις.—Οί έδικοίμας έπεσαν στά λάφυοα
καί «ς τους λο'γκους. Οί Τούρκοι οποΰηνον εις την Κουρ-
τεσσα δοκίμασαν νά μάθουν τί εγειναν οί Πασάδες; καίίκ^
= 113 =
ν/ΐσαν 1,000 νά έλθουν εις τόν άγιον Σωστή4 τους
ίχαρτ-'ρεσαν οί ’όΥκοί μας, τους £ρριξαν μία μπαταρία
τ0υφέχια, πισοδ ρόμησαν.
τού; * υί Πασάύες έκϊηαν, έ-
στάθηκαν εις την Τύρινθο, εις τήν Γλυκια, καί ό Νι
κήτας έτραβίχθηκε με τόν Παππα Φλέσσα σ?ό *Aytovop: ,
πρώτα ήταν εις τον άγιον Σωστή.—Τό Δερβενάκι είναι
πλευρά άπό του Άγαμέμνονοί το μνήμα
* —εκείνη τήν
ή·μέρα έξημέρωσε καί ό Κολοώπουλος καί έγενήκαμε
ήμεϊς 4,000 εΐς τό Δερβενάκι. ‘Ο Γιατράκος μέ
ιόν Τζώκρη ήλθαν εις τό τούς λέγω · που
είναι ταΧλα στρατεύματα; —- είναι είς τό Κουτζοπόδι
και έως εις του Χαρβάτη' τούς είπα
* οί Πασάδες
όπου ε*ναι εΐς την Τύρινθο ταγυά θ·ά εκστρατεύσουν δια:
την Κόρινθο, μόνον εσείς νά πάρετε τά στρατεύματα
σας και νά πάτε εις ενα χωριό εις τον δρόμον που
πηγαίνω άπό τό 'Αγιονόρι εις την Κόρινθο, καί νά στα-
θήτε εκεί νά βάΧετε Κ.αραουλι νά μήν ’περάσουν οί Τουρ-
κοι από τό 'Αγιονόρι
* άν έλθουν κατ’ εμάς, να έλΟή-
τε από πίσω, καί ημείς τους καρτερουμεν εμπρός' —
έσεΐς ερχεσθε από "πίσω , σάν προσπεράσουνε κατά
’μάς — διά νά πιάσωμε τοιυ; Πασά^ς ζωντανούς' αν
κάμουν κατά ’σας, να μάς κά-μετε σενιάλο νά ελθωμε
κατά ’σας βοήθεια σας. Αυτοί έκίνή'κν και έπήγαν
ζίς τό στpάτευμα, καί το στράτευμα έφυγε κα'ί «πήγε
ίις τους Μύλους τούς άφεντικούς ( ό Γιατράκος ώί φαί
νεται τούς παρεκίνησε νά φύγουνε ). ‘Ο Γιατράκος, σάν
®νεχώρησε τό στράτευμα, δέν μου τό έμήνυσεν, όμως ε
γώ ηλπιζα όπως θά *π άγ7) έκιϊ ύποϋ τον διώριζα και
ξμεινα αναπαυμένος, κα'ί είχα βασδιαις νά ίδώ τό Σε~
= 114 =
νιάλο 'που θά μου κάμουν. Οί Τούρκοι έκίνησαν κλ
έτράβιξαν ίσια τοΰ 'Αγιονοριοΰ τήν στράτα οί Πα-
σάδεςΈπήγαν επάνω στην ’προστοφυλακην του Νικήτα· άρ-
χινόντας η ’μπροστοφυλακη τόν πόλεμο, έβγαινεν ο Νικήτας
νά τους ‘πάγη μεντάτη, και δέν ήμπόρεσαν να βαστά
ξουν, άλλα έγυρισε δλο τό στράτευμα καί έπιασε τά
χωριό. Οί Τούρκοι έπηγαν στην άκρη στά χωριά πολε
μώντας τους. Οί Τούρκοι $έν είχαν σκοπόν νά πολεμή
σουν τόν Νικήτα, άλλα είχαν σκοπό κατά την Κλενια
νά άπεράσουν, και καθώς έκινησαν οί Τούρκοι νά πάνε
κάτω, ε κίνησε ο Νικήτας και οι ντοπικοι καί at γυναίκες
ακόμα· τότε μας έδωσαν ειδησι είς τα Δερβενάκια
( 2 ώραις μακράν άπό το 'Αγιονόρι τά Δερβενάκια)1
"Εστειλα τάν Δημητρη Κολοιόπουλον νά πιάσρ τήνΚλένια,
.όταν ακόυσα τόν πόλεμο, μέ 2,000. ‘Ο Νικήτας τους έπεσε
από κοντά και, ώς την Κλένια ·ποΰ τους έπηγε, 500
έσκοτωσε καί ένα Πασά. ’Απαράτησαν τά κα μηλιά τους,
τά φορτώματα του;.. ‘Ο Κολοιοπουλος δέν έφθασε νά
πιάση τήν Κλένια. Τά ασκέρι ’που ήταν στους Μύλους
βλέπωντας του; Τούρκους 'που έφυγαν, έκίνησαν άπό·
κοντά, πλήν δέν έκαμαν πόλεμο —Γιατράκος, Οί Τούρ
κοι έπηγαν είς τήν Κόρινθο οσοι έμειναν’ μανθάνωντας έ
γώ ότι οί Τούρκοι άπέρασαν, καί έπηγαν είς την Κόρινθο
και οί Πασάδες, επείκασα ότι θ’ άπεράσουν από τά
μούρα λιθάρια διά Βοστίτζα κα'ι Πάτρα δια ζαερέ-
δες
* εύ&ος διέταξα όλα τα στρατευματα νά μέ ακολου
θήσουν και επιασα τά Βασιλικά' τό στράτευμά μαί
έως 7,000. ‘
1 πί *
τους 1ουρζους νά τούς φοβίσω. Δύο μεταις και τρεις
νύχται; άπαυτα ο πολε■ *μος.
* Ια
* είδα ou ci? ειI χποοt ούσα
νά τούς χάμω βοήθειαν,— μιά βρυσούλα ήτον, ίέν εχσταγαν
ί. t k ν . Λ1 7
νά στείλουν νά πάρουν
* k νεiρύ,’ διατι του; εφευγαν
* οεν ει—
“■ f ft
χα πόλεμε φάδια τοοττάς, κααι νεοό—τούς έκαμα σινιά-
λ ο νά ιού/ουν, μέ ιοωτιαΐ:. Ε’ς εκείνον τόν πόλεμον έ-
οωτιαΐς. Εις
* r »ft /
σχωτώθηκα/ 5 οικοί μας,Τούρχσι άρχετοί
* εουγαν
έφ ί οι άδικοι-
>
μας χάι Ετοαςηκαν’ κατά τού Τουοκολέκα, χ επήοαν τά
J Λ Ρ *
»
* «I
την Καρύτα^α.
’Εκείνον τδν καιρόν όσοι ήτον εις την Κωρώνην Τούρ
κοι, δ'ύο τρεΐς ^εσκίρτησαν άπδ τον ’ίμπρ^ιμη
βλέπ°ντας την δύναμιν τών Φραντζέζων χα'ι τόν αδυνα
μίαν τοΰ Ίμπρα/μη, καί ^α^χθηκαν μέ σκοπό νά δμι -
λνίσουν μέ έμένα καί νά τούς σιγ°υράρω τήν διάβασιν απ ό
τό δερδένι νά περάσουν. τήν ‘Ρουμιλην, καί έτράβιξαν καί
ζλθαν -ίσια μέ τήν ’Αρκαδία—τδ σύν°ρο’ καΙ μαθαίν°ντας δ
= 218 =
^μπραήμης 8τι έβγηκαν, έστεΑε καί τους επολεμ.η^ κα;
έσκοτώθηκαν κάμμι'α εκατοστή τακτικοί. Και μου έστειλαν
νά μιλήσωμε νά κάμωμε τρατάτο διά νά περάσουν’ και
έγω έδεχθηκα τό τρατάτο καί έστειλα τόν Γενναίο καί τόν
Κολιόπουλο εις . τό Δερβένι τού Λεονταριού, και ανταμώ
θηκαν καί ·ώμίλησαν; οσους σκλάβου; ε/ουν νά τους έλευθί-
ρώσουν, και έστρέ/θηκαν καί έβγήκαν είς τής Καρύταινας
τόν κάμπο μαζύ μέ τά στρατεύματα τά έδικά μας, είς τήν
Καρύταινα 2ΟΟΟ καβαλαρία καί 1000 πεζοί· είς
Καρύταινα ήλθαν of Μπέϊδες και με αντάμωσαν, άπό έκει
έτράβιξαν διά τη4ν Τρίπολιτσα, καί ετεντωσαν άπ’ έξω άπό
τήν Τριπολιτσα, καί αυτοί έσκόπευαν νά πιάσουν τόν Γεν
ναίο ν καί τόν 'Κολιόπουλον διά ένέχυρον, καί έγώ τούς είχα
τεμπί/ι νά μή πηγαίνουν ’στό όρδί’ καί ό Γενναίο; μίαν
ήμέραν έπήγε μόνος του ’στό όρδί— (κάλλιο νά τόν σκο
τώσω έγώ παρά νά τόν πάνε σκλάβο), καί /σηκώθηκα
καί έγώ καί έπήγα εί; τήν Τριπολιτσά, καί έπολεμαε.......
και έπηγε ένας "Ελληνας τζασίτη; και τους ειπε, αυτού πού
πάτε διά τά Δερβένια σας έχουν /ωσιαίς νάσάς σκοτώσουν
*
καί τότε έγύρισαν οί Τούρκοι ’στόν κάμπο νά πάνε εις τδ
*Αργος, καί έγώ μέ τό στράτευμα έπήγα είς τόν Άχλα-
δόκαμπο
* τούς πήγαινα πάντοτε ’πίσω ’στο πλευρό, καί
κατέβηκαν ε’ς τούς Μύλους τούς αφεντικού;, καί τό
όρδί τους. Ο Γκενιράλες ό Φραντζέζος με τόν Κυβερνήτη
’που ήτον είς την Μεσσηνία του είπε; δτι νά μή σκοτώσουν
οί Πελοποννήσιοι τούς Τούρκους, μόνε νά στείλγς τόν αδελ
*
φόν σου τότε έστειλε ό Κυβερνήτης τόν αδελφόν του
’ςτούς μύλους και έκαμε γράμμα νά περάσουν οί Τούρκοι
άπείραγοι. ’Ερχόμενος ό Αύγουστίονς μέ άντάμωσε και μοΰ
έδωσε τήν διαταγή τού Κυβερνήτου όπου έγραφε νά πάνε
=χ 219 =5
βάίκοι, καί στέλνω χαί τ°ν Αύγουςτίνονιχ του; συνοδεύετε.
Τότενίς λέγω του Αυγουστίνου, εχομε τρατάτο νά εβγουν,
πλήν νά έλευθερώσουν τούς σκλάβους. — Α ύτό ’που έχετε
μιλημενο κίάμετέ το. Τότε εκραζα τούς Μπέϊ&ς, τά κου-
17·
ΕΙΔ0Π01ΗΣΙΣ.
Πρ°ιδεάζεται δ αναγνώστης, οτι δ μακαρίτης θ. Κο-
λοκοτρώνης δέν γράφε', αλλά διηγειτα^ καί συχνά διηγού
μενος μικρά χειρονομία, η άλλο νεΰμά του συνεπλάρονε τδ
νόημα. Προστίθενται ένταυτω καί αί ακόλουθοι άπολυτως
άναγκαΐαι διορθώσεις, άφίνοντες τάς λοιπάς, προερ^χομένας
' ** <ν ·Λ > ■*» V 9 Η
η έκ της ταχυτητος της γραφης, η εκ του τυπου, εις την
ώριμον κρισιν του αναγνώστου και της απλης γλωσσης την
εΐδησιν αυτού-, π. χ. τδ τελικόν ν η απλη γλώσσα δέν τδ
μεταχειρίζεται εις πολλάς περιστάσεις, εις τάς οποίας α
παντάται εις την παρούσαν διηγησιν, καί έπομένως άναμ-
φιβόλως δέν είναι, τοΰ ^ηγουμένου, καί πρεπει νά άφαιρούν-
ται εις την άνάγνωσιν διά νά διαφυλάττεται η αρμονία
της γλώσσης,
it ί «μ ν »**
Αί σειραι των στιγμών, αίτινες άπαντώνται κάποτε
δηλοΰσιν έλλειψιν του χειρογράφου, την ιοποί'αν ηλπιζε νά
άναπλζρωση δ έκδοτης ζώντος τοϋ μακαρίτου' αλλά προέ-
λαθεν δ θάνατος καί ούτως ίμεινεν. — 'Αφίνομεν εις τον
αναγνώστην νά έννο^ση την λεπτήν ειρωνείαν του ίστορούν-
τυς είς πολλάς περιστάσεις.
Διορθώσεις.
'Εσφαλμένα. Διόρθωσις
Σελ. ςίχ. Ά ν ά γ ν ω σ ε.
41. 13 είς τάς ημέρας ει’ς τάς Ημέρας μου
102. 31 άρχισαν νά προχω άργησαν νά προχωρήσουν
ρήσουν εις τδν 'Αέρα είς τδν αέρα.
— 261 =
Σελ. cfy·
109 18 Τριπολιτσάς "Αργους.
128 30 Μά ιδη ποιος στέλ Να ιδη ποιος νικάει καί ςέλ
νει τδν διδάσκαλον νει τόν διδάσκαλον.
129 3 Παρακούοντας δ Ά· Παρακινώντας δ ’Αναγνώ-
ναγνώςης ό Δελιγιάννης στης δ Δελιγιάννης-
174 25 Τό διάφτγμαομως μας Τδ διάστημα όμως εΓναι
έστειλε μακρυνδ
37 ΛΙίαν
- r
εις τήν δούλευση, άπό την Κόρθα τον Γεωργάκη τόν Χε-
* Λ
λιωτη '
καί'Λλοιπού;, ολ’.τσα καί από Καρύ-
ταινα, καί έμαζώχθησαν καμμίχ εκατοστή νομάτοι αξιω
ματικοί. Έδωκα διαταγήν του Κολιόπουλου, και ήταν καί
ένα τάγμα, τό τάγμα τού Τσαβέλα ε!ς Καλάβρυτα, καί
■ ταν επί κεφαλής ο Γιανούσης, καί έόωκα^ διαταγήν του
Γενναίου καί έσύναξε του; Καπιτανέου; Καρυτινούς καί
λοιπούς καί έπέρασε Λαγκάδια καί 'Ακοβα^ις καί έκυνήγησε
τής π^έρχ μεριάς τους κλέφταις, καί έδιέταξε καί τον Οάνο
Κουμανιώτη άπό τήν Πάτρα, καί έβγήκε καί εκείνος από τής
Πάτρας τό σύνορον, καί εγώ ,έκίνησα καί είχα καί καμ-
μιά εικοσαριά καβκλαρίους άτάκτους κοντά μου άπό τήν
καβαλαρίκ. Παγενάμενος εις τό Φανάρι έπιασα δύο καί
τού; έφυλάκησα ε'ίς τήν ίδι'αν επαρχίαν. Καί έτράβιξα εις
τόν Πύργο διατί ήταν δύο, τρεις, τεσσαρες κλέφταις μέσα
άπό τόν Πύργο, διατι ήτον γιατάκι ό πατέρας του Λυ
κούργου, καί έπροσκάλεταν τόν Κοντοβουνίσιο καί έγδυ
σαν τόν Φραγκούδη. 'Ακούοντας ό πατέρα; τοΰ Λυκούργου
νον ’πού έτιασα ’ςτην Πάτρα τδν πήρα διά νυκτός καί
εξημέρωσα στον τόπο το>ς με 300 νομάτους, γιατί οί
Ζουμπαταϊοι το είχ^ν πάρει απάνω του; διά τό προσκύ
νημα. Διά νυκτός τού; έζωσα, τού; έπιασχ καί έπηρα τό
πράγμα πού ητον άμοίραγον δ Καπετάνιος είχε πάει
να εύρη πραγματευτή νά τό πουλήση δ^ &v ήτον χω- *
ριατικο. Και τοτενες δτού επηγα εί; τά Ζουμπατα απε-
φάσισα νά κρεμάσω ένανε, καί μου έπεσαν οί καπιτανε'οι^
νά μήν τό κάμω. Καί έπηρα αύτόν καί ενχν άλλον δεμένους,
μαζη' μου· ΚαιτΌτενες έπρόςαξα είς τα'ίς έπαρχίαις καί οί
κεφίλιδες έδωσαν λόγον καί ύπόσχεσιν ότι θάήναι φρόνιμοι.
Κεφίλιδες ήταν οί γειτώνοι τους. Καί έτσι έτελείωσεν ή
εκστρατεία εκείνη καί έκαμα καί Β0Ο κρίσεις, ’πού άν
ήθελε πέσουν εις άβουχάνου; και κριτήρια ήθελα κοντανα-
ρισθούν 300 χρόνους, καί έδιόρθωσχ ταϊς έπαρ/μαις καί
ησύχασαν. Καί εκείνοι οι ουο Ζουμπατιωταις ο ένας μου
έφυγε μέ τά σιδηρά καί δ άλλος τον έστειλα εις τ’ Ανά-
πλι καί έκαμε δύο χρόνου; >ς*ήν φυλακη, ήταν αδελφός τού
φευγάτου’ καί όταν έγύρισχ όπίσω κα'ί επήγα στήν κυβέρ-
νησιν τού ήρεσεν ό τρόπος τού Κυβερνή/του που κατεπρσϋνα
τον λαόν καί έτσι διέλυσε τούς Καπιτανέους.
Σελ. 232. Καί ή πχρδΰσα σημειωσις έγράφη κατά δευτέ
ραν υπαγόρευσιν τού ίδίου θ. Κολοκοτρώνη.
— 272 =
Εις τον Παρόν είχε στείλει *ή Κυβίρνησις στρατιώτη
ενα μέρος Ποριωτών ηθέλ·.7<σαν νά άντίσταθουν ε!ς τά στρα
τεύματα τής Κυβερνήσεων εγεινε πόλεμος έχαλάσδηκαν οί
Ποριώταις καί έσκοτωθη δ Χριστόδουλος Ποριώτης. Τότε
έκαη η ά^/αδα. Εις έχεΐνον τον καιρ°ν ελαβχ την αδίΐαν
από τον Κυβερνήτη? καί έκαμα στρατιωτικήν συ···έ'ευσιν
χα< έμαζεύδηκαν ολοι ° αζιωματικοΐ της Πελοπον^σου χ« ί
εβάλαμεν άλλου; διακοτίους εις τού; καταλόγου; των αξι
ωματικών.
Η διαμόρφωση του αντιτύπου αυτού
σε αρχείο PDF έγινε στις 25-4-2010 από το
eBooks4Greeks.gr