You are on page 1of 311

Δ11ΙΓΗΣΙΣ

ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
Τ II Σ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ
ά-α τα 1770 έως τά 1850.
ί'τα γόρίυσε
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ)' ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ.

Α Θ Π Ν Η4 νί Ν,

Τ ύποις X. Νιχο.’^0*' Φί·ίαό


(Πα?ά * ’Αϊ°?’ςί·

1846.
123034
ΠΡΟΑΕΓΟΜΕΝΑ (I).

*Αν δυνηθώ νά άπεράσω εις τήν ψυχή** σας, Κύριοι


άκροατα», την ηδονή
* της ψυχής μου, γράφοντας τά προ-
λεγάμενα μου εις το β.βλίον του γέρου Κολοκοτρώνη
πίζω νά γλυκοπεράσετε τήν ώραν σας, καί νά μην μετα­
νοήσετε τιμώντας με σήμερον μέ την άχράασιν σας. ——·
Πηγή άγαλλιάσεως είναι
* ποιος 6 συνθέτης . τού βιβλίου,
καί είς ποιους στο
*χασμου; *
δίνει αφορμή τδ περιεχόμενο
τον ; ’Αφού ένόησα τδϊ κόσμον, σεβαστοί άχροαται, δυο
πρόσωπα άνδρών έμειναν διά παντός είκονεισμένα είς τήν
ένθύμησίν μου, δ στρατηγός Τζούρτζ καί δ Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, δοξασμένοι άπδ την τότε γνώμην των
ανθρώπων, ο ε>ας διά τον ψιλελλη»ισμόν του, δ άλλος διά
τδν έλληνισμέν του, αύςανε χ^οιν εις τάν ενα ή εύμορφη
φυσιογνωμία, ή επιμέλεια τού ένδόιχατος, — σέ άρπαζε ή
αγριάδα τού άλλου καί τδ μίλημα, ή κεφαλή καί τών
δυο, τά ξανθά μαλλιά του έ*ος, τά μαύρα τού άλλου ι*
στολίζοντο άπδ τήν Ελληνικήν περικεφαλαίαν τών άρ-

(α) Τήν 25 Μνρί ου ά.εγνώσθησαν είς τδ αναγνω­


στήριο* τής βιβλιοθήκης τής Βουλής. Τυπόνονται δέ μέ
*δλίγας προσθαφαιρέσεις. Οί δύο πρόεδροι Γερουσίας καί
Βουλής έτίμησαν τήν άνα'γνωσιν μέ τήν παρουσίαν τους*
r
χίαν, νεότερος δ Τζούρτζ, αγαπημένοι, πιστοί, αγαπούσε
δ Κολοχοτρώνης τήν φιλογένειαν και τήν προκοπήν τού
Τζούρτζ, καί δ Τζούρτζ την δύναμιν του νοός, καί τήν
ευγένειαν τής καρδίας εις άνδρα λογγίσιον. — Ί?ιμ-
μένοι και οί δύο, ώς φαίνεται, εις ένα Νησί 'Ελ­
ληνικό, είς τήν χ^οτραυγή του ‘Ελληνικού πολέμου, ώς
προοιμάδια τής μετέ'πειτα αγάπης των Ελλήνων καί Ευ-
ρωπαιων χάριν του επαινεμένου άγώνος. Ο Ιζουρτζ, χαί
δ Γυίλφορδ, άλλος επίσημος τότε φιλέλληνας, ώμοίαζαν
επίτροποι, που είχαν διαμοιρασθή τήν επιστασίαν τής πε­
ριουσίας των ορφανών, δ Τζούρτζ έπιμελιουνταν τά άρ­
ματα τά Ελληνικά, δ Γυιλφδρδ τά βιβλία τά Ελληνικά,
νά ανθίσουν, νά δώσουν καρπόν.
Χρόνοι σαράντα σχεδόν από εκείνον τδν καιρόν άπέ-
ρασαν, χαί τριάντα άπό τά πρώτα κινήματα τού εθνι­
κού πολέμου έως σήμερον πού δημοσιεύεται τδ βιβλίον
του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Αρχίζει ή διήγησις του από
τά 1776, παύει εις τά 1836, ες έτη έπειτα τδ χώμα τής
γης έσκέπαζε τον Έλληνα πολεμιστήν εις τδ κοιμητή­
ριο των 'Αθηνών. Καλή ή μοίρα τού τάφου του !
Ποια νά προταραδτάσωμε -χαρμόσυνα αίτια οσα τδ
νέο βιβλίο περιέχει!
— Έμστρώτοις είναι βιβλίο συνθεμένο από Έλληνα,
το κείμενό του έργα ‘Ελλήνων, καί ή φωνή του, φωνή
γνήσια γνήσια, καθαρή τής ήμέρας μας, οθεν ή ‘Ελ­
ληνική φυλή θά χαρή,θαρρώ,είς τήν έμφάνισίν του, ώς χαί­
ρεται νεόπανδρο ανδρόγυνο άν τούς έγεννήθη πρωτότοκο
βρέφος άγώρι, δμοιάζει κατ’ εντέλειαν των γονέων,
γέλα τδ αχείλι του ώς τής μητρό; του, κα! ολη του η
φυσιογνωμία εΊχονίζει τδν πατέρα, είναι αίμα άπδ τά φυλ-
γ
λοχάρδιά τους, ομοίως και τδ νέον βιβλίον είναι γνησιό­
τατο? της ‘Ελλάδος, δεν έχει αμφίβολα γεννητάτα, και
ώ; γέννησις ανθρώπου δέν μοιάζει γραμμένο μέ μελάνι,
αλλά μέ αίμα, δσο έχυθη παλικαρίσια διά την ανα'στα-
σιν της φυλής. —* 'Αν τί ευφραίνει περισσότερο τήν ψυ-
χην, είναι τδ θέαμα της άνδρίας εις υπηρεσίαν τίμιου
καί οσίου σκοπού, και άν έπειτα από κινδύνους πολλούς,
από θανάτους άνδρών, από ναυμαχίαις, τδ ποθούμενο
λάμψη μέ τά στέφανα τής νίκης, τότε δεν έχει άκρην
θαυμασμός καί χαρά, δ νους μας σμίγει μέ τον έπαινον
του ανθρώπου την δοξολογίαν του θεού, διατί δ Θεός εί­
ναι δ πιστός σύμμαχος τω»ν έναρέτων πράξεων.
Τέτοια είναι ή ιστορία του ‘Ελληνικού άγώνος καί
τό θέμα του νέου βιβλίου. Βέβαια δεν ήτον ανάγκη νά
φανή τδ βιβλίο τού γέρου Κολοχοτρώνη οιά νά ένθυμηθού-
με ταίς δόςαις τού άγώνος, ώς δ μακαρίτης μέ τδ βι­
βλίον του νά μάς ήρχετο μηνυτής άγνωστων πραγμά­
των, αλλά τδ νέον βιβλίον δίδει άφορμήν νά ζωντανεύ-
σωμε είς τδ μνημονικό μας πολλά εύχάριστα τοΰ πε­
ρασμένου καιρού’ λησμονιά συχνά μαραίνει τά ενδοξότε­
ρα έργα, πότιζε τήν γάστρα νά κοκκινίση τδ φύλλο τής
τριανταφυλλιάς. Καί άπδ τά ευχάριστα τού περασμέ­
νου καιρού είναι ή κίνησες φωτισμένων εθνών χα: Βασι­
λέων πρδς χάριν των ‘Ελλήνων. Έπειτα άπδ χυματι-
σμούς διαφόρους, άνεμος άγάπης τέλος έφύσησε βίαιος,
βοηθητικός τής ‘Ελληνικής αύτονομίας.
Είς τήν πρώτην ημέρα των κίνδυνων δ Πατριάρχης
τής Εκκλησίας θανατωμένος εις Κωνσταντινούπολή, λί-
θοβολισμένος είς τούς δρόμους, Oάλάσσοπετάμένος έντα-
S'
φιάζεται εις Οδησόν από τον θεοσεβή Αύτοχράτορα της
‘Ρωσσίας μέ τιμαΐς Ήγεμόνος, καί αγίου. Άπδ 32 έθνη
ήλθαν νέοι φιλοπόλεμοι είς τά χώματα ‘Ρούμελης καί
Μωρέως, άλλοι έπεσιν σφάγια τής μάχης, άλλους έφα­
γε κακοπάθεια χαί λοιμική, άλλοι ζοΰν δαχτυλοδεικτού-
μενοι μέ σέβας άπο τούς ευεργετημένους (1). Όσου ήχον
ναοί σοφίας, πανεπιστήμια καί έκκλησίαις Χριστιανών
εις Ευρώπην, καί ’Αμερικήν, ηχολόγησαν οί άμβωνες από
ευχαίς καί εγκώμια των νέων ‘Ελλήνων
* παρθενίκά κο­
ράσια τής Γαλλίας έκέντησαν μέ τά εύμορφα χέρια τους
ταις σημαίαις των φιλελλήνων πολεμιστών (2)’ πλούσιοι,
πιωχο! καί αλλόθρησκοι έπρόσφερναν εις ταΐς φιλελλη-
νικαις έταιρίαις φόρον β,ϊΟΐίας κατά δύναμιν ει’ς σωτη­
ρίαν τής ‘Ελληνικής ελευθερίας. Τέλος, τά βασιλεύματα
του ήλίου τα'ς 8 'Οκτωβρίου ’δαν τό ανδραγάθημα των
τριών ναυάρχων όταν έβυθισαν εις τά πέλαγη το ακα­
ταμάχητο? πλειό από ‘Ελληνικήν δόναμιν χιλιάρμενο τού
εχθρού, ’πού έπρομήνυε μέγαν χίΎυνον ε’ς τό προπυρ­
γίων τής 'Ελλάδος, τήν ήρωϊκήν Ύδραν. Άραξε εΐ; το
Πεταλίδι, καί δ Γαλλικός στόλος με τό στράτευμα του
ευλογημένου Καρόλου δέκατου, τό όποιον έκαθάρισε τήν
Πελοπόννησον άπδ τόν τέλος του τέλους, ε’ς Άν-
δριανούπολιν δ νικηφόρος Νικόλαος τής ‘Ρουσίας έγραφε
μέ τήν λόγχην του τό άρθρο?, ότι νά πραγματοποιηθώ ή

(1) Ρδα μνημεΐον των φιλελλήνων ε’ς Ναύπλιο? υπό


τού αξιότιμου συνταγματάρχου Τουρέ'τ.
(2) ‘Η κόρη τής Δο υκισας τής Πλα<ε?τίας, έχάρισε
καί 300,000 φρ. από τήν προίκα της ώς έχω ές άκοής. ,
ε
έλευθερία τής έπαναστατημένη; 'Ελλάδος, χαί νά παύοη
ή καχή θέλησις του Σουλτάνου, χαί ή άναβολαΐς της Δι­
πλωματίας.
Χαροποιούν αύτά τά ενθυμήματα του τότε χαιροΰ, έπειδτ
εκείνη ή ευεργεσία δέν έχει τίποτε λυπηρό, όταν τιμάει
ίσια ευεργέτην καί ευεργετούμενοι, καί τοΰτο συμβαίνει
όταν ο ευεργετούμενος άξίζη τήν γενναιότητα τοΰ ευ­
εργέτου.
Ή άξια καί ή χάρις τοΰ 'Ελληνικού άγώνος είναι ή
δικαιοσύνη του. Διά ποιαν αιτίαν μυριοεπαινουνται ή Θερ-
μοπύλαις, καί ο Σπαρτιάτης Βασιλέας, καί οί σύντρο­
φοί του, είμή δτι εις τδ στένοψα εκείνο έπολεμοΰσαν διά
τούς τάφους τών γονέων τους, διά τήν έλευθερίαν τής
πατρίδος, καί τήν δόξαν τής φυλής; — Πολεμούν πολε­
μούν και δεν νικοΰνται ποτέ, χαί ή φωνή τών αιώνων τούς
έμύυχόνει είς τδ κονταροχτύπημα. — Ό Θεός έπάτησε,
πατει ώς σφραγίδα του τήν ωραιότητα καί τήν αίωνιότητα
εις τα δίκαια και γενναία έργα τών ανθρώπων. Εις τά
1821 θαλασσα καί στεριά 'Ελληνική εγειναν θερμοπύ-
λαίς, δθεν έξηγειται, πώς λαοί, καί ο\ izklQ't ευαίσθητοι
άνδρες τοΰ αίώνος έδειξαν τόσην συμπάθειαν διά τδν ά-
γώνα. Μά τήν αλήθειαν ή στεγνή καρδία, καί τδ ρη­
χό πνεύμα τοΰ Καστελρι, καί τοΰ Μετερνίχ δέν είχαν πέ-
ρασιν είς εκείνην τήν τρικυμίαν τής άγάπης, όταν ένας
Σατοβριάν έλεγε ότι επιθυμούσε μέ τδ αίμα του νά γραφθή
ή συνθήκη τών Ήγ εμόνων διά τήν ελευθερίαν τής Ελ­
λάδος, καί πρώτος άπδ τούς πρώτους φίλους τοΰ άγώνος
ήτον δ κληρονόμος τοΰ Θρόνου, έπειτα καί Βασιλέας τής
Μπαβαρίας’ οχι ότι δ Καστελρι καί ό άλλος δέν ώκνευ-
σαν τδ καλό, τδ ώκνευσαν, άΏΛ δέν τδ έματαιωσαν,
*9
αρχή καλού μεγάλη έγεινε, σώζεται εις τον κόσμον
Βασίλειον Ελληνικόν.
Ή συνείδησις τών πολλών ξανοίγει προοιμότερα τήν
αξίαν καί τό κάλλος τών συμβάντων, πριν που ή φιλο­
σοφία τής ιστορίας φέρει τόν ό'ψιμον καρπόν τής κρί-
σεώς της.— Η "Ελλάς βαρβαβαρωμένη παντάπασι άν»—
δωσε όλα τά εύγενή τής αρχαίας της ανδρικής ηλικίας,
καί νεότητάς της αισθήματα.
Ό Θεμιστοκλής έρωτύ>μενος ποιο τραγούδι του αρέσει
καλήτερα, εκείνο άπεκρίθη που εγκωμιάζει τήν αρετήν του'
καί ή νέα Ελλάς ώρέχθη νά άκουση τό τραγούδι της,
καί δέν ηυρε θέμα άρμοδιώτερο ψαλμου είμή νά ξεγμα-
λωτίση άπό τόν ζυγόν τούς ναούς τής πίστεως τών Χρι­
στιανών, καί νά θεμελιώση δεδοξασμένην ελευθερίαν. *Α·
κρος της έπαινος είναι οτι δέν έσυρε τό σπαθί άπδ τό θη-
χάρι μόνον ώς Ελλάς, άλλά καί ως Ευρώπη, επειδή δλα
τά κεφάλαια δοκιμασμένης αρετής τής Ευρώπης, ή οποία
διά τήν ενέργειαν τών κατοίκων της πρωτεύει είς τά
άλλα μέρη τού κόσμου, είχαν κάμει αρχήν νά ζωογο­
νούν καί τά στήθη τών νέων ‘Ελλήνων, πόθος επιστήμης,
ισονομία, απέχθεια δεισιδαιμονίας καί τδ φιλοπόλεμο και
σέβας πρδς τήν σοφήν αρχαιότητα ‘Ελλήνων, καί Ρωμαίων.
Νίχη ‘Ελλήνων, νίκη Ευρώπης ή πολιτισμού. — Ή Ελ­
ληνική έπανάστασις κρατιέται άπδ μίαν άλυσσον ιστορι­
κήν πολλά μεγάλην, καί συγγενεύει μέ τδ πνεύμα τής
Ευρώπης περισσότερο παρ οτι φαίνεται. Δέν είναι πρδ
αιώνων δ πόλεμος τής Ευρώπης εναντίον ’Ασίας καί ’Α­
φρικής: Δέν βλέπομεν τήν ανθρωπότητα διαμοιρασμένην
είς δυο άκοίμητα στρατεύματα, είς τδ ένα στρατόπεδο
"Ελληνες ‘Ρωμαίοι, Γάλλοι, Γερμανοί, 'Αγγλοι, Ισπανοί,
c
'Ρώσσοι, εις τδ άλλο Πέρσαι, Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Κ»ρ-
χηδόνιοι, *Αραβες, ’Οθωμανοί;
‘Ο Εύρυβιάδης, καί δ Θεμιστοκλής, δ 'Αλέξανδρος της
Μακεδονίας, οί Σχιπίωνες τΐΐς ‘Ρώμης, δ Γοδοφρέδος
έλευθερωτης των ‘Ιεροσολύμων, δ Κάρολος Μαρτέλος, πού
ένίκησε μελίσσι 'Αράβων εις ταϊς πεδιάδαις της Γαλλίας,
δ Πέτρος της ‘Ρουσσίας μέγας μεταξύ των θνητών άν-
θρώπων, χαί των σκηπτρούχων ήγεμόνων, δ ’Ιωάννης
της ’ΑουστρΊας άρχιναύαρχος είς την ναυμαχίαν του κόρ­
φου, δ νησιώτης ΜιαουΛης, δ ‘Ρουμελώ3της Μπότζαρης,
δ Πελοποννησιος Κολοκοτρώνης, δ στρατάρχης φονευμέ-
νος εις τον Πειραιά, είναι Ναύαρχοι καί στρατηγοί μιας
πατρίδος, μιας σημαίας, καί μιας πίστεως άκόμη, (ίσοι
άπο αυτούς ευλογουνται απο την ιστορίαν, χαι ώς στρα­
τιώτες του Χριστού.
Έχω ακούσει από τούς γέροντας, ποϊος, καί πόσος δ
σεισμός της ‘Ελληνικής ψυχής εις την εκστρατείαν τού
Ναπολέοντος εις Αίγυπτον. Τότε ένας Διάκος Ζακύνθιος
δ Μαρτελάος έστιχούργησε τον εύμορφο Παιάνα.

"Οθεν εΐσθε των ‘Ελλήνων


Κόκ.καλα ^σκορπισμένα
Στην φωνήν της σάλπιγγάς μου
Τώρα λάβετε πνοην.

Διατί νχ άναστηθούν η ψυχαϊς των αποθαμένων ‘Ελ­


λήνων ·? διατί νά τρέξουν τόσοι Έλληνες, ώς είναι γνω­
στόν, καί νά γραφθούν εις ταϊς σημαίαις του Ναπολέον­
τος συστρατιώται του ; Διατί; ’Επειδή ητον πόλεμος συγ­
γενικός. ‘Η ‘Ελληνική ψυχή εννόησε διά πολλούς λόγους
f
η
τον έαυτόν της νά λαχταρίζη μέσα είς exeiyjv την εκ­
στρατείαν δ 'Αγησίλαος δέν έκστράτευσε μέ τά στρατεύ­
ματα της Σπάρτης εις τήν Αίγυπτον; ‘Η ’Αλεξάνδρεια
δέν έθεμελιώθη άπδ τον αθάνατον αρχιστράτηγον τών
'Ελλήνων, και έφυλαξε πίστιν ε’ς τδ όνομά του ; Έπνεε
έ^'ληνισμδν τδ κίνημα του Γάλλου στρατάρχου εις τήν
Αίγυπτον, καί θά ευχαριστηθώ^ άν σας ενθυμίσω τήν
φήμην που σώζεται ε’ς τδ Νησί τής Κόρσικας, οτι οί
Καλημέριδες κρατιούνται άπδ γένος Έλληνικδ, άπδ τά
Βατικα τής Μάνης.
Έτυχα εις Πκρισίους τήν ήμερα του έτους όταν ώς εις
πανήγυριν επιστήμης σμίγουν μαζή ή Άκαδημίαις τής
Γαλλίας (τδ institut de France), καί διαβάζουν λόγους
οι πεπαιδευμένοι, ήκούοθη φωνή δτι δ Joufrois επίσημο
μέλος τών άχαδημιών μέλλει νά ίστορίση τήν ‘Ελληνικήν
έπανάστασιν, - συρροή κόσμου πολλή. "Οταν δ σοφός δι­
δάσκαλος διηγούμενος, άνέφερε τήν συνδρομήν τών έπτανη-
σίων ε’ς τδν πόλεμον τής ‘Ελλάδος καί επαινώντας αιτιολο­
γούσε, ότι οι έπτανήσιοι είναι Έλληνες,τά μέλη έβοηθούσαν
τδ δλο, δτι ένοουσαν καί έτιμοΰσαν τήν συγγένειαν τους
μέ τήν ‘Ελλάδα, τάχα Κύριος άκροαταί, τδ ίδιο νόημα
ή 'επιχείρημα δέν ξαπλώνει τήν άλήθειάν του καί είς άλλους
λαούς; Στενή συγγένεια αίματος,ή πνεύματος,δέν δένει τούς
νέους Έλληνας μέ τούς λαούς τής Εύρώπης; Δέν είναι
ή Ευρώπη μεστή άπδ ‘Ελληνικήν σοφίαν; ‘Ο χριστιανι­
σμός φωτίζει τά έθνη της, άλλ’ ή φιλοσοφία των προγό­
νων προετοίμασε τδ πνεύμα τους νά τήν δεχθούν. &Αγιοι
πατέρες, τέκνα ^Ηλλαδος έμαρτύρησαν τήν πίστιν ε’ς τά
χώματά της συρόμενοι εις ταΐς φυλακαις, ε’ς τά δόντια των
θηρίων, άποκεφαλιζόμενοί άπδ τδν δήμιον. Τά παραθαλάσ-
6'
σια του μεσογείου δέν κάτοικήθησάν παλαιόθεν άπδ άποικί-
at; ‘Ελλήνων; Πνεύμα αχαριστίας, άρνησις αίματος ητον
τδ πνεύμα της πολίτικης εκείνης, τδ όποιον έπολέμησε και έ­
βλαψε τδν άγώνά μαζ είς τά προοίμιά του,καί έπρομελετούσε
τήν καταστροφή» μας,καί έβαλε έπειτα φραγμού; εις πλατύ­
τερα σύνορα κράτους Ελληνικού. Μ ή γένοίτο, κανείς άπδ ή-
μαςνά ήναι γνώμης ότι επειδή ή αρχαία ‘Ελλάς έγραψε τήν
’ίλιάδα,έςόλισε μέ πολύτιμαις ζωγραφιαΐς τήν ποικίλη ςοά
τών’Αθηνών, αρίστευσε είς τήν Σαλαμίνα ή έχυσε φως πολι­
τισμού εις τά έσπέρια έθνη, πρέπει σήμερον, οί λαοί τής
Ευρώπης νά μας κυτάζουν είς τά μάτια, τι θέλομεν. —
‘Η λάμψις των προγόνων θεατρίζει τήν ασχήμια των τέ­
κνων, άν οί μεταγκνόστεροι είναι άνόμιοι των έπαινε-
μένων αρχαίων, ή καμωμένοι είς τα *ς προπατορικαις δά-
φναις ταίς άφησαν νά μαραθούν καί νά τριφθούν, άν μίσος,
φθόνος, δεισιδαιμονία, ανανδρία, έμφυλιοι πόλεμοι έξώρι-
σαν ελευθερίαν, καί αρετήν’ μή γένοιτο νά τιμουνται όσοι
άτιμοΰν τούς γεννήτορας. Αλλ’ είς τά 182 I, σαν σήμε­
ρα τήν εορτήν του Ευαγγελισμού, ή ‘Ελληνική γενεά έ-
τόλμησε κίνημα δίκαιο, ίερδ, πυκνό κινδύνων, οθεν με­
γαλόψυχο, καί του οποίου ή δόξα θά σώζεται έως τήν
συντέλειαν των αιώνων.
Ποιος, Κύριοι, ήτον ακροατής τής ιστορικής οιηγήσεως
του Ζουφροά Joufroi; ένας τον όποιον επαινούν οχι εγώ
αλλά τά έργα του, πας άνθρωπος είναι άς^ούμνητος, όταν
ή προσπάΘειά του αποβλέπει είς τήν καλλιέργειαν τής
φυλής του. ‘Ο μέγας Βεζύρης ‘Ρεσιδ πασάς, τότε πρέ-
οβυς είς τήν Αυλήν τής Γαλλίας ήτον δ άκροατής μέ ά-
ταραχην βψιν, τού ιστορικού Ζουφροά ! Πώς τον ένοούσες
προσεκτικόν είς τά τραγικά συμβάντα τής πρώτης χρονιάς,
χα| όταν δ ιστοριογράφος έλκινολογόντας έ&χαιολογουσε
τ^ν σφαγήν τής Τριπολιτζάς μέ -cat; ^λαιαίς χα’ νέ^ις
άδικίαις των χρατουντων, πόση σοφία πολιτική έθησαυ-
ριζε δ επίσημος άνδρας ! Ό χαιρός Οα δε’ξγι πόσον έστάθη
ευεργετιχή ή ‘Ελληνιχή επαναστασις ε’ς την ’Οθωμανικήν
φυλήν, θα έλθη ωρα χαί ήμερα, που τά έγχόνια του Το-
πάλ πασά, χα’ του Κιουτάγία θά έρχ^τ^ ως εις προσχυ-
νηταρι είς τους τάφους του Λιάχου, του Κα^ϊσχ^η, του
ΝιΧηταρα, του Λυχουργου Λογοθέτου, του Τσαμαδου, του
Βρεσθένης, του Γερμανου, οχι δέν είναι πλέον τά αγία
Λγιορος,
λείψανα μόνον είς τό * είς τά ‘Ιεροσόλυμα, είς
τήν 'Ρωμην είς τήν Κωνσταντινούπολή αλλά είναι χαι
ε’ς τά χοιμητήρια των ’Λθηνων, ε’ς τά περίγυρα του Ms-
σολογγίου, τά άπαντουμε εις τους δρόμους, μας ομιλάν,
χαί τους δμιλουμεν.
Ό Θεόδωρο; Κολοχοτρωνης ως ιστοριχός χαταγράφε-
ται μέ τους πολλους οσοι ίστόρισαν πολέμους Ασίας χα’
Ελλη νας ερχεται μοΰ φαίνεται τρίτος
Εύρωπης, άλλ ως *
*Ομήρου χα’ 'Ηροδότου, δμοιάζουν ο’ τρεΓς,ι ως τρεΐς ά-
χτινες ενός χέντρου φωτεινου, έχουν οί τρεΓ; πατρίδα τήν
'Ελλογα, θέ^ πόλεμον Ευρωπης εναντ’ον ’Ασίας, ομιλάν
τήν ‘Ελληνιχήν φωνήν, χαθένας τήν φωνήν του αίωνός του,
χαίονται άπό τό πνεΰμά το^ ή φωνή τους είναι ψωμο-
μένη ως νά έλέγαμε άπό τήν φωνήν προγενεστέρου χαι-
ρου, όχι είδωλον τής φαντασίας τους, δμοιάζει ένας του
άλλου χαι ε’ς τήν πιλοχήν χα’ ε’ς τήν άλυσον της ’δεας χαι
τήν παράστασιν των ιστορημένων πραγμάτων. Είς τόν
πεζόν λόγον τοΰ ‘Ηρο^του σημα’νει η λύρα τοΰ
Όμηρος ^ο^ς τδ Μήνιν (°ειδε Θεά, ώς ε’ς τήν
διήγησιν του Κολοχοτρωνη όταν έπέτυ*χα γνήσια
ιά
γνήσια νά τήν αρπάξω άπδ τά χείλη του, άκου; τδ
τρία πουλάκια κάθονται, κατώτερος δ Κολοκοτρώνης άπδ
του; δύο προγενεστέρους του εις τήν τέχνην, δσον τδ
τρία πουλάκια κατώτερο άπδ τδ Μήνιν άειδε θεά, άλλ'
ανώτερο; πάλι, έπειδή δια έπραξε αύτδς καί οι συνόμοιοί
του διηγείται, — πριν τά γράψη μέ τδ κοντηλι τά έχά-
ραξε μέ τδ σπαθί του καύχημα που δέν έχουν οί άλλοι
δυο. — ‘Ομοιάζει τω δντι ώς δ ’Αγαμε'μνονας, δ Όδυ-
σέας, ή δ Διομήδη; νά ήθελε γράψουν τδ στρατιωτικόν
του; ήμερολόγιον, καί νά έσώζετο, άν κατά τύχην δέν
σώζεται καί αύτδ εις τδ πολύτιμον χαρτοφυλάκων του
Σιμωνίδου. ν
Είχα προοιμιάσει, Κύριοι, προλέγοντάς σας ότι τά απο­
μνημονεύματα του στρατηγού Κολοκοτρώνη δίδουν αφορ­
μήν ηδονη; καί δεν ψεύδομαι πιστεύω, άλλα καί μεγά-
λην ωφέλειαν δίδουν καί ωφέλειαν τής ώρας, καί άν δέν
σάς χακοευχαριστησα έως τώρα παρακαλώ, κρατείτε ακό­
μη διά δλίγον τήν κλωσιήν τής δμιλίας νά ίδουμεν
άν καί ει’ς τούτο αληθεύσω.
Τδ παράπονο είναι ε’ς τά χείλη μας, ότι δέν πάμε καλά,
οτι ε’μεθα δυστυχείς, οχι τάχα δυστυχής πα; ένας, έπειδή
πρόσωπα, πολίτες ολίγοι ίσως είναι, ήμπορεί νά ήναι ευτυ­
χισμένοι ε’ς ενα τόπον, καί ή γή τής πατρίδος νά βραδιάζε­
ται ε’ς τδ σκοτάδι τής άσημασία; ή του άπολυπισμου,
τδ παράπονό μας ελεεινολογεί τήν κατάστασή τής νέας
μας κοινωνίας. ‘Ο ναύτης του Βασιλείου τής ‘Ελλάδος
καί δ έμπορος βλέπουν μέ σταυρωμένα χέρια αλλοεθνή
κλοια νά ναυλόνωνται, νά ταζειδεύουν, καί τά δικά μας δε­
μένα ε’ς τδ παλαμάρι τους εί; Κωνσταντινούπολή, Ύδραν,
Σπέτζαις, Τριέστι, Όδησσδν καί Γαλάτζι. ‘Ο δδο’πόρο;
τής Αλευρωμένης ‘Ελλάδας κινδυνεύει έπιοτρέφοντας εις
τά σπήτια του νά μήν έχη χέρι νά χαϋδεύση τά τέκνα
του, τήν ποθητή* του συμβίαν, του τδ πήραν οί λησταί

γής μας, άν σας λέγω ψεύματα έρωτήσατε δυο φιλαλή­


θεις άνδρας, τδν Κύριον Σπανιολάκη καί Κύριον Θεοχά­
ρη, πο3 ιδαν μύταις καί αυτιά κομμένα, καί ώ; έκ θαύ­
ματος έγλύτωσαν τά έδικά τους άπδ τά χέρια του Κα-

ρούς τής Άράπισας.— Παραπονεϊται δ νομικός οτι δέν


νομοθετούνται νόμοι καλοί, ή οτι οί κοίλοι δέν έκτελοΰνται,
παραπονεϊται ο κτηματία;, οτι τά κτήματά του δεν έχουν
αξίαν, τά κτήματα τής ‘Ελλάδος εις τδ ήλιοστάλακτο
τούτο κλίμα, γέλειο γλυκύ τής φύσεως, κλαίουν οί γο­
νείς οτι τά τέκνα τους δέν κρατούν συρμήν σταθεράν τιμής,
καί κοντολογής εδυνομουν νά άραδιάσω ολαις ταΐς τάξαις
των ‘Ελλήνων καί πασαν ηλικίαν, καθεμιά νά μαρτυρήση
τούς πόνους της. Στεκόμεθα μέ μάτια χλαϊμένα, θεαται
περίλυποι τής εσωτερικής αδυναμίας μας, καί εξωτερικής
ανυποληψίας, καί ή χαρά δ έν ζωογονεί πλέον τά στήθη μας.
—· Πολλών έπηξε τδ αίμα εις τήν χαρδίαν ώς εϊς αΐφνήδιον
τρόμον, πέρυσι λέγω, όταν Ναύαρχος φιλικής δυνα'μεως έβ-
γαίνοντας τδ έσπέρας άπδ τδ βασιλικό συμπόσιον, τδ πρωί
άναφτε ταις μίκαις ει’ς τά κανόνια του. Εις κανένα των
‘Ελλήνων άς μήν ξναι σκοτεινό ότι άν δυσαρεστήσωμε ποτέ
μέ τδ άδικό μας κράτος άπδ τά μεγάλα, χανόμεθα άν
θέλη νά μάς πολεμήση, καί άν πάλαι τδ δίκαιον έχωμεν
ήμεις (πλήν άσυνόδευτοι, έρημοι άπδ σύνεσιν πολιτικήν),
καί ή μεγάλη δύναμις θελήσ·ρ νά μεταχειρισθή βίαν, νά

‘ϊ
καταπατήσω τούς δμολογουμένους νόμους του πολιτισμού,
ή δικαιοσύνη θά φωνάςη, θά θρηνήσγ είς τα δεινά μας,
αλλά θά μάς φέρει τόσην βοήθειαν, δσην φέρει μάνα χε-
λίδονιών δταν συντρίβει τήν φωλεάν της άσπλαγχνο χέρι
αναισθητων παιδιά, θρηνολογε?, πόνε?, δργίζεται, ά^αι
δέν σώζει τά τέκνα τη;.
Έμπειροι από τά παθήματα μας γνωρίζομεν και τά
α?τια των κακών, ή λύπη δάσκαλος, άσυν^ισε φόβος
θεού, ελειψε έρως πατρώος, μέ τήν φυγήν τών δύο στοι­
χείων λείπει καί ή συνοδία τους, ή καλή ομόνοια, τό φι­
λότιμο, αλήθεια και μεγαλείο.
"Ο,ν συμβαίνει εις τον φυσικό ·/ κ°σμον, όταν δ ισκιος τής
σελήνης αυγή ή μεσημέρι, πλαχόνει, τδν *
Ηλιον πέφτουν
πυχναις σταλαγματιαΐς δροσιάς, νυγτό>ει ομοίως, εις κοι­
νωνίαν αμαρτωλήν, ομοιάζει οτι δ ζωοδ°τη; τοΰ πνε·ύ-
ματος κατεβάζει σκεπήν εις τδ πρόσωπον του, χάνομεν
τήν είίησίν δικαιοσύνης καί αρετής, μελανιάζει ο κόσμος
των ψυχών.
Αν τα παράπονά μας έχουν αλήθειαν, θεραπείαν θά
ίς
εύροΰμεν * τά βιβλίον τού γέρου στρατηγού, επειδή οί

πουν καί μαυράδια από τον καθρέφτης πλησίον ομως εις

νά μην οτερςη τήν οόναμιν τών ιστορημένων πραγμάτων


εις τάς φρενας καί εις την καροίαν νοημονος αναγ^στους
Δέν ϊράφει δ Αθηναίος Ξενοφά οτι άφου ci vwi τής
Ελλάδος άρχισαν νά διαβάζουν τά ποιήματα τού Ομή­
ρου, έμεγαλύνετο τδ φρόνημά του;, το ύψος τού φρονή-
ir
ματος μετέδωσαν είς τά έργα, μετ’ όλίγον οί νέοι
εκείνοι έδοξάζοντο ώς πρώτοι αστέρες τής φυλής ; Καί
ό Σαλλούστιος, επαινεμένος ιστορικός 'Ρωμαίος, σημειόνει,
δτι ηχούσε άπδ τούς περιφημοτέρους συμπατριώτας του
νά λέγουν οτι εις τήν νεότητά τους θαυμάζοντας τά πρό­
σωπα τών προγόνων είς ζωγραφιαις ή αγάλματα, έκαι-
οντο άπδ έπιθυμίαν νά τούς ομοιάσουν είς τά έργα, όχι .
λέγει δ ίστοριχός, δτι τά χρώματα ή τδ μάρμαρο νά έ-
χάριζαν τόσην μεγαλοψυχίαν, άλλ’ ή άνάμνησίς τών κα­
τορθωμάτων, καί δέν καταλάγιαζε ή φλόγα τους, άν δέν
ίσοδυναμοΰσαν μέ ανδραγαθήματα τδν ίρωϊσμάν τών προ­
γόνων.— *Αν τόσο καίει τδ μάρμαρο, τί θά κάμει δ
λόγος ; — Καί ή νέαις τής Σπάρτης δταν έμελλον νά γεν­
νήσουν ύποχρεώνοντο νά βλέπουν συχνά είς τούς ναούς,
ή είς ταΐς πλατείαις τής πόλεως άγάλματα θεού, ή Θεάς,
ώστε νά μεταδώσουν είς ταΐς νέαις ψυχαΐς θειον κάλλος
σώματος και αρετής, καί ή πρόνοια του νόμου δέν έλα-
θεύθη. — ’Εγώ λέγει δ Ξενοφών άφου κατενόησα τά
επιτηδεύματα τών Σπαρτιατών ούκ έτι έθαύμαζον, δέν
δυσκολευόμουν δηλαδή πλέον νά εννοήσω, πώς μικρά πόλις
ή Σπάρτη έφάνη δυνατωτάτη καί ό-ομαστοτάτη είς τήν ’Ελ­
λάδα — « Λυκούργον τδν θέντα αύτοΐς τούς νόμους, οΤς
πειθόμενοι ηύδαιμόνησαν, τούτον καί θαυμάζω, καί είς
τά έσχατα μάλα σοφόν ήγοΰμαι ».
Δέν είναι δίκαιον Κύριοι άκροαταΐ, δέν τδ θέλω, νά πει-
σθήτε μόνον είς τά λόγια μου, ώς πρδς τήν δύναμιν καί
τήν άξια» τοΰ βιβλίου του Ιστοριογράφου στρατηγού, οθεν
θά άνθολογήσω ολίγα τινά άπδ τδ διη'γημά του, χαί άν
βεβαιωθήτε δτι πνέουν άπδ ένθεον έρωτα πίστεως, χαί
πατρίδος καί κερδήσω τήν ψήφον σας, θά φανή πλειά φώς
ιέ
φανερά οτι το νέον βιβλίον, είναι βιβλίον εθνικόν πολύτιμον,
Θησαυρός άτρυγος,—διατι δμογενείς άκροαται είς τά 1821
έθεμελιώθη διά παντός τό δίκαιον τό ‘Ελληνικόν καί η
αλήθεια της πατρίδος, — ώς εϊς συνέλευσή πανελλήνιον
έσμιξαν δλαις ή γνώμαις τής φυλής, καί είπαν, δτι ευτυ­
χία εΐναι ή ελευθερία, καί ελευθερία ή μεγαλοψυχία, καί
οί πλέον φιλοκίνδυνοι των Ελλήνων έ χύθηκαν εις τούς πο­
λέμους, δέν έφάνη άντιπολίτευσις, δέν έλάλησε μειοψηφία,
μία διαφωνία ή τον, καί έδιαφωνούσαν έπίσημοι άνδρες τού
γένους ώς πρός τό αρμόδιον, ή τό μή αρμόδιον τής ώ­
ρας τού στρατιωτικού κινήματος, πολλοί καί «φρονούσαν
δτι τό έθνος θά αποκτούσε τήν ελευθερίαν του βραδύτερα,
πλήν ασφαλέστερα μέ τά γράμματα, καί μέ τήν έπιστή-
μην αλλά μέ μιας άστραψε τό τουφέκι, έβροντησε τό μο­
λυβί, συγχωνεύθηκαν ή γνώμαις, έσβυσε ή διαφωνία, και ε­
κείνοι οί ίδιοι πού «προτιμούσαν τό ασφαλές βραδύτερο,
δέν έδειλίασαν εις τούς κινδύνους και ύπέφεραν μέ τό κορμί,
καί μέ τήν στέρησιν των αγαθών τά γνωστά δεινά των
συμβάντων (1).
Άπό τό άνθολόγι μου, μήν παραξενευθή κανένας των
ακροατών μου, άν άκούση, ή φανή δτι δ Θεόδωρος Κολο­
κοτρώνης δμιλεί ώς έχεϊνος μόνος του εις τό πρόσωπό του,
εις το ονομά του, πάρετε τό πνεύμα τής ημέρας, οί και­
ροί τό είχαν φέρει, πού δ ένας έσυλλογίζετο ώς οί πολ­
λοί, ή ιστορία τού ενός ήτον ιστορία τού έθνους, καί τού
έθνους ή ιστορία βιογραφία τού καθενός, ‘Αρμονία στο­
χασμού, πόθου, ελπίδων έκυβέρναε τή# ‘Ελλάδα, ώς ^όίδι
κατάμεστο εις τό κλαδί του είχε ανοίξει τότε ή ‘Ελλη­
νική χαρδία.
(1) Ό Κυβερνήτης, χαί δ Πατριάρχης.
t<r'

Είς τήν σελίδα 15 του βιβλίου θα διαβάσετε τά μεστά


άπδ χάριν πίστεως καί πατρίδος άνδρδς Έλληνας λόγια (1).
Έπήγα είς την Ζάκυνθον είς τά 1805 τδν Αύγουστο,
ομιλώ μέ τδν ’Αρχηγόν τών Ρωσσικών στρατευμάτων,
καί μέ λέγει δτι δ Αυτοκράτωρ τδν διέταξε νά παραδε-
χθή είς τήν δούλευσιν δσους Θέλουν νά έμβουν καί νά υ­
πάγουν νά χτυπήσουν τδν Ναπολέοντα. Του αποκρίνομαι,
δσον διά τδ μέρος μου δέν έμβαίνω είς την δούλευσιν. Τί
έχω να κάμω μέ τδν Ναπολέοντα / *Αν θέλετε δμως στρα-
τιωτας δια να έλευθερωσο)μεν τήν πατρίδα μας σέ υπό­
σχομαι και 5 και 10 χιλιάδας στρατιώτας· μία φορά έ·
βαπτίσθημεν μέ τδ λάδι, βαπτιζόμεθα καί μίαν μέ τδ αιμα
διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος μας.
Καί όταν τη* 1 ’Απριλίου τοΰ 1821 έτζακίσθη τδ
στράτευμα τδ Ελληνικό άπδ τούς Τούρκους άνέγνωσε
τδ θεοσεβές άνΒρδς χιστιανοΰ.
Ό ’ Αναγνωοταράς, Μπεϊζαντές, Μποΰρρας πάνε ς’ τδ
ΛεοντάρΓ έμεινα μόνος μου μέ τδ άλογό μου είς τδ
Χρυσοβίτζι
* γυρίζει ό Φλέσσας καί λέγει ένδς παιδιού :
μείνε μαζύ του, μήν τδν φάνε τίποτες λύκοι. Έκατζα
εως που έσχαπέτησαν μέ τά μπαϊράκια τους, άπέ έκα-
τέβηχα κάτου' ήιον μία εκκλησία είς τδν δρόμον, (ή
Παναγιά ς’ τδ Χρυσοβίτζι), καί τό καθησιό μου ήτον
£ποΰ έκλεγα τήν Ελλάδα: Παναγιά μου βοήθησε καί
τούτην τήν φορά τούς Έλληνα; διά νά έμψυχωθοΰν! καί
έπήρα εναν δρόμο κατά τήν Πιάνα.

(1) Είς τά ακόλουθα τεμάχια παρήλλαξα φράσεις τινάς


χάριν τών ακροατών μή συνετισμένων είσέτι είς τδ ύ­
φος τοΰ Κολοκοτρώνη.
Άχοΰσετε τώρα πως τελειώνει ή διήγησίς του της νιχης
των Ελλήνων εις το Βαλτετζι,οπου (πολέμησαν τόσο ανδρί-
ωμένα d Καπιτανέοι τουΜορέως, χαι της Μάνης
* σελ. 70.
23 ώραις (βάσταξε ό πόλεμος.
Έχεινην τήν ήμερα ήχον Παρασχευή χαΐ έβαλα λόγον,
5τΐ πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν Εκεί­
νης τής ήμερας, χαι νά δοξάζεται α^νας αιώνων εως
ού στέχει τό έθνος, διατί ήχον ή ελευθερία τής Πατρίδος.
Μάθετε τα εισόδιά του εις τήν Τριπολιτζα, σελ. 82, 83.
Τό άλογό μου από τά τείχη έως τά σαράγια 3έν (πάτη­
σε γή.... Τό άσχέρι όπου ήτον μέσα τό Έλληνιχό έκοβε χαί
(σκότωνε από Παρασχευή έως Κυριαχή, γυναιχες, παιδιά
χαι άνδρες 32,000, μία ώρα όλόγυρα τής Τριπολι-
τζάς. "Ενας ‘Υδραίος έσφαζε 90. "Ελληνες (σχοτώθηχαν
I00. Ετζι επήρε τέλος. Τελάλη νά παύση ό σφαγμός.
Όχαν έμβήχα ει’ς τήν Τριπολιτζά μέ έθιξαν εις τό
παζάρι τόν Πλάτανο όπου έχρέμαγαν τους "Ελληνας,
άνεστέναξα χαί είπα: ά’ίτε, πόσοι από τό σόγι μου χαί
από τό έθνος μου εχρεμάσθηχαν έχε?, χαί διέταξα χαί
·
τον έχοψα
* βπαρηγορήθηχα χαί διά τόν σχοτομόν των
Τουρχων. ‘Ως άνθρωπος ελεεινολογούσα την σφαγήν.
Είς τό φύλλου τού βιβλίου 170—171 θά διαβάσετε
πώς διηγείται ό φιλόπατρις ίστοριχός τήν ειδησιν τού Μί-
σολογγίου.
Τήν ημέραν των Βαΐων έχαμαν γιουρούσι στο Μισο-
λογγι οί ήρωες τοΰ Μισολογγιο^ σ( τόσαις χιλιο^αις
άσχέρι, σέ τόσα χανόνια, χαντάκια, χαβαλαριά
* (γλύτω­
σαν 2000, χσι τό γυναιχόπα^ο έγεινε θύμα
* μα; ήλ­
θε μεγάλη Ί’ετρ^η, εις τό λειδινό, που ειχε παυ­
σει ή συνέλευσις, χα’ι ειμεθα είς χιχτι ισχιους, μάς ήλθε
εςδησις δτι τδ Μεσολόγγι έχάΟη: έτζι έβάλαμεν τά μαύ­
ρα δλοι, μισή ώρα έστάθη σιωπή που δέν έκρινε κα­
νένα;, άλλ έμέτραε καθένας μέ τδν νουν του τδν άφα-
νισμόν μας· βλέποντας έγώ τήν σιωπήν έσηκώθηχα είς τδ
πόδι, χαι τους ώμίλησα λόγια διά νά έμψυχωθοΰν· τους
είπα δτι τδ Μισολόγγι έχάθη ένδόξως, καί θά μείνη
αιώνας αιώνων ή άνδρία
* έάν βάλωμεν τά μαύρα χαί
δκνεύσωμεν, θά πάρωμεν τδ άνάθεμα χαί θά πάρωμεν τδ
αμάρτημα τών αδυνάτων όλων, Μέ άπεχρίθηκαν
* τί νά χά-
μωμεν τώρα, Κολοκοτρώνη; Τί νά κάμωμεν τους λέγω ;
Τήν αύγήν νά κάμωμεν συνέλευσι, νά άποφασίσωμεν Κυ­
βέρνησή πέντε, έξη, οκτώ άτομα διά νά μας κυβερνήσουν,
χαί νά διαλέξωμεν καί άτομα νά αποφασίσουν νά άντα-
ποκρίνωνται μέ τά έξωτεριχά, που τότε ήτο περασμένος χαί
δ μινίστρος Κάνιγγ είς τήν Κωνσταντίνουπολιν ή επιτροπή
τζς συνελεύσεως διά τά έξωτερικά νά δίδη λόγον είς τήν
Κυβέρνησιν, χαί είς τδν λαδν, καί ήμεΐς οί άλλοι, νά σχορ-
πίσωμεν είς ταις έπαρχίαις καί νά πιάσωμεν γενικώς τά
αρματα, ώς τά πρωτοπιάσαμεν είς τήν Έπανάστασιν. Καί
έτζι τήν αυγήν τήν μεγάλην πέμπιην έσυνεδριάσαμεν χαί
άποφασίσαμεν ένδεκα μέλη, Επιτροπήν Κυβερνήσεως, καί
πρόεδρον τδν Ζαιμην, II. Μαυρομιχάλην, ’Αναγνώστην Δε>
λιγιάνην, Γεώργιον Σισίνην, Αν. X. Ανάργυρου, Δ. Τσα-
μαδδν, Σ. Τρικουπην, Α. Μοναρχίδην, καί Π. Δημητρακό-
πουλον, Άνδρέαν Ίσκον καί Ίωάννχν Βλάχον ή διάρκεια
τής ’Επιτροπής, έως είς τήν 1 7βρίου 1826, και τότε,άν
γλυτώσωμεν συναζόμεθα καί τελειώνομεν τήν συνέλευσιν.
*Αξιθν μνημείου τής εποχής έκείνης τοΰ άγώνος εί­
ναι καί είς τδ φύλλο 207 ή άπάντησις τοΰ λαού τής
Μεσσηνίας είς τδν Ίμπραίμη, ο οποίος έστειλε στράτευ-
ιθ'
μα νά- βάλλουν φωτιά χαί τζεχοΐφι εις τά δένδρα άν δ
λαός δέν προσκύνησή. Ή ζωή σου έλβγε είς τδν Κε­
χαγιά -του θά μου πληρώσει τήν ζωήν όποιουδήποτε στρα­
τιώτου μου φονευθή διότι δέν σέ στέλνω νά πολε^σης,
άλλα νά καύσης. Ίδου ή άπάντησις των Μεσσήνην είς
τήν προσταγήν του Ίμπρα{μη νά προσκυνήσουν.
"Οτι αυτδ όπου μας φοβερίζεις, νά μάς χάψης καί χά­
ψης τά καρποφόρα δένδρα μας &ν είναι τής πολεμικής ερ-
*
γον διατί τά άψυχα δένδρα δέν εναντιώνονται εις κανένα
*
μόνον οί άνθρωποι όπου έναντιόνονται έχουνε στρατεύματα
καί σκλαβώνεις
* χαί έτσι είναι τά δίκαιον του πολέμου
*
μέ τους άνθρώπους χαί 5χι μέ τά άψυχα δένδρα, δχι τά
κλαριά νά μάς χάψης, ώχι τά δένδρα, βχι τά σπήτια 'που
μάς έχαψες, μόνον πέτρα απάνω στήν πέτρα νχ μήν μείνη,
ήμεις δέν προσκυνο^ε
* τί τά δένδρα μας άν τά χάψης χϊ j

τά χαψης, τήν γήν δέν θέλει τήν σηκώσ£ΐς, και ή ίδια ή γής
που τά έθρεψε, αύτή ή (δια γής μένει δική μας χαί τά μα-
ταχάνει. Μάνον ένας Έλληνας νά με^ πάντα θά πολε­
μούμε χαί μήν έλπίζης πως τήν γήν μας θά τήν χάμης
δική σου
* βγάλτο άπά τά νοδ σου. Λαβαίνοντας τήν άπό-
φασιν ό Κεχαγιάς τής εύθυς έβαλε το έργον του, φωτιά
χαί τσεκούρι. Καί ήμεϊς τά κεντήσαμε τά στράτευμά του
εις πόλεμο, χα'ί αυτοί δέν εκινιάνταν ε’ς πόλεμον, μόνε τό
έργον τους.
Αξιοσημείωτη είναι είς το φΜλον 190 ή άπ^ντησι ς
του στρατηγού είς τάν άν τι ναύαρχον Άγγλον Άμιλτον, άν­
δρα φιλέλληνα.
Μιάν φορ<χν δταν έπήραμεν τό Ναύπ^ον ήλθεν ό Ά-
μτλτον νά μέ ίδή* μου είπε δτι πρέπει οί Έλληνες νιχ
^ητήσουν σύμβιβασμόΫ, καί ή Αγγλία νά μεσιτε^ρ
* έγώ
.X »

του άποκρίθήκα, οτι αύτδ δέν γίνεται ποτέ, έλευθερία ή


θάνατος· έμεΐς Καπετάν *Αμιλτον ποτέ συμβιβασμέ? δέν
έκάμαμεν μέ τούς Τούρκους’ άλλους έκοψε, άλλους έ·
σκλάβωσε μέ τδ σπαθί, καί άλλο:, καθώς εμείς, έζούσα-
μεν έλεύθεροι άπδ γενεά εις γενεά
* ο _ βασιλέας μας έσκο-
τώθη, καμμία συνθήκη δέν έκαμε· ή ' φρουρά του είχε παν-
τονεινδν πόλεμον μέ τούς Τούρκους, καί δύο φρούρια ητον
πάντοτε ανυπότακτα· — μέ ' ε'πε, ποια είναι η βασιλική
φρουρά' του, πο?α είναι τά φρούρια; — ή φρουρά του Βα:
σιλέως μας είναι ο[ λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια, ή
Μάνη καί το Σούλι καί τά βουνά
* έτζι δέν - μέ ώμ’λήσε
πλέον.
Άς ταιριάσοψεν τέλος ει’ς τύ άνθολόγι μας φύλλον 188,
και 189 τά διηγηματικον της έκλογής του μακαρίτου
Νικολάου . Ψενιέρη ώς προέδρου του Βουλευτικού, δταν
έμελλε νά δ:αλυθή ή συνέλευσις της Τροιζήνος.
Έσυνάχθημεν την άλλην ημέραν έπειτα άπδ τήν εκ­
λογήν του Καποδίστρια ν* άποφασίσωμεν πρόεδρον του
Βουλευτικού, νά ψηρηρορηθουν τά άτομα διά τήν προεδρίαν.
Έπετάονταν στήν Συνέλευσιν τύ άνομα τού Ζαίμη, τήν
άλλην ήμερα τδ όνομα τοΰ Μπαρλα, άλλος τον Κουντου-
ριώτη, άλλος τδν Πρασά από τήν Άδρούσα, καί έγεινε
χασμωδία. Τήν άλλην ημέρα πάλιν το ίδιο, είκοσι νά
ψη^ηφορήσουν, τήν άλλην 16. Είδα τήν χασμωδίαν καί
τύ παράξενο τού κόσμου. Έσηκώθηκα ολόρθος .’Σεβαστή
Συνέλ&υσις, ήμείς καθήμεσθε καί φιλονεικούμεν διά Πρόε­
δρον τού Βουλευτικού, καί ή πατρίς μας κινδυνεύει νά χα- .
Θη καί έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες, ■ καί πρόεδρος ε’ς
*
^/’Ανατολικήν 'Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, καί Πρόεδρος
τής Πελοπόννησου δ Ίμπραίμης, και ήμεΐς καθήμεθα
χά
καί φιλονεικούμεν,· καί τώρα ήλθεν ο Μάϊς, καί ή ’Αθήνα,
κινδυνεύει, καί ή -Πελοπόννησος κινδυνεύει
* έχάθηκεν ένας
άπο τόσους "Ελληνας πληρεξουσίους νά χάμωμεν Πρόεδρον;
όμως χαθήμεθα καί φιλανεικουμεν ! Έκότταξα τριγύρω μου,
καί είδα-ένα γεροντάκι, καί ’κάθετο μέ τούς τικούς,
άλλ’ ούτε το Ο^ιμά του έγνώριζα ούτε τδν είδα, και πηδάω
μέσα άπδ τήν συνέλευσι, καί τον άρπάχνω, καί τον πη­
γαίνω εις τό κάθισμα του Προέδρου Σισινη, καί τον κά­
θισα στα σκαμνί. Είπ^ τοίοτος οέν ε;.ναι αξιος; καί όλη
ή Συνέλευσις έβαλβ τήν φωνήν, 'Αξιος, άξιος, καί έχειρο-
κρότησε, καί έτελείωσε. Τον πατέρα μου συγχωρούσαν. -Ό
Ρ^νιέρης σάν νά «φοβήθηκε. Έτζι διελύθήκε ή συνέλευσις.
Άκροασθήτε Κύριοι άχροαταί, καί. σωτήριο παράδειγ­
μα δμονοίας πάνου εις τήν άψότητα της διγονοίας φύλ­
λο 121 καί 122. ’ ’ .

Τον ίδιον καιρόν οι μεινάμενοι Τούρκοι έως- 3,000


εις τήν Κόρινθον έμαθαν τήν πτώσιν - τού ’Αναπλιου καί
έκίνησαν νά υπάγουν ει’ς- τήν Πάτρα καί άφηκα.ν εις τδ
Κάστρο τής Κορίνθου 400. Οί Καλαβρυτινοί έτρώγοντο
μεταξύ των: - Ό Ζαιμης, Σωτήρ Χαραλάμπης ''και Πετιμε-
ζαΐοι, αυτοί έτοιμάζοντο νά χτυπηθούν, έμαθαν τούς Τούρ­
κους, άφίνουν τα’ς διχόνοιαίς των καί κοπούν τούς Τ°υρ-
κους, τούς χαλούν, καί τούς έπολιόρχησαν εις τήν Άκρατα.
Δέν δύναμαι τέλος νά μή, προσθέσω καί τά ακό^οθα
του φύλλου- 222 καί 223. ν
Μία ή μέρα έπήγα έγώ χαί δ 'Ρίζος . ... ε’ς τον Ριμ-
ποπιέρην
* έχει ήλθε ή ομιλία καί δ πρέσβυς μας λέει οτι
τού Σουλτάνου πόσον θά του παραζενοφαίνεται νά βλεπη
αήν σημαίαν τήν Ελληνικήν νά περνάη άπδ εμπρδς άπό
τά μάτια του, καί άπδ τέτοια· αρχησε κα'ί θ Ρίζος *4
χβ
*

τοδ λέγ$, πλήν φοβισμένα άλα πολίτα, *


έγώ τοί λέγω:
Κύρ 'Ριζο άρησέ με νά είπω χα' έγώ
* έξοχώτατε, λέγετε
πως θά δποφερη δ Σουλτάνος ya βλεπη τήν σημαίαν μα?
νά περνάρ άπδ έμ,^ροσθά του, χα' οτι του καχοψαι'νεται —
χαι δέν μάς χαχορα'νεται χαι έμας δπου τούς δποφέραμεν
τέσον καιρόν εΐς τήν γην τδν προγόνων μας, χα' χάβε­
ται άχόμη εί; τά πατρικά μας σπητία χα' τούς ύποφέ-
ρομ«ν άχ^·^ χα' έχβινου θά του χαχοφανή διατε θά περ-
νάτς ή σημα'α μας; αυτά ολα να τά ε'πής του αύτοχρά-
τορος Νιχαλ&υ, σέ δρχίζω είς τήν τιμήν σου νά του τά
ε'πής.
Τήν άλλην ηριάραν δ χυβερνήτης μου λέει, θεοδω^χη
τι είναι αυτά που ε’πες; — άν δέν ηναι χαλά, νά μέ συμ­
παθήσετε, τέτοιας λογής ε'μαι μο^θημένος’ —· °χι, χαλά
άποχρίβηχις. .
Ώς πρδς τδ χεφάλαιον τής δμονο'ας έλπίζω οτι ή ση­
μερινή ήμέρα θά σάς είναι χαλοθυμητη άν εύχαριστήσθε
νά 'στορησω τήν συμβο^χήν χέρα του γέρου Κολοχοτρωνη,
ώς τήν ήχουσα άπδ τδ στόμα του, χαί θά άγαπτήσωμεν
τδν άνδρα, ’που ξένος γραμμάτων χα' μελέτης ^«ρ'ας
έ^υνήθη μέ τήν χάριν του Ζ?ωτβς τής πατφίδος νά γράψη
ε?ς τούς δύο βραχίονας του σώματος χα' ε'ς τά πέντε
δάκτυλα τής χεφδς τά αίτια που εδόξασαν νιχητήν τής
αυτοχρατορ'ας των 'Ρωμαίων τδν Μωάμεθ Β' χα' τούς προ­
γόνους του, χα' πάλαι, πώς άπδ τδν βυθδν της δου^'ας
ύψώθη φοβερδ χα' φιλε^θερο τδ πνεύμα των νέων Ελ­
λήνων.
Είχα αχούσει τινά άσ6γχλωστα δια τήν χέρα άπδ
τούς φ'λους τού μαχαρίτ°υ, δθεν μίαν αυγή, όταν έγρα-
φαμεν τά άπομνημονευματα, τδν έρώτησα χα' τον πάρε-
*
κγ

χάλβσα νά μου εί’πή νά καταλάβω τδ μυστήριον της μη-


χανης του· Μου άπεχρίθη χαμογελώντας, αυτά τά έλε­
γα πανου είς το χίνημα τής έπαναστάσεως, άλλ* άν το
χα! ο,τι ίν0υμούμαι σου λέγω
* χαι ιχνοίγοντας τά
δυο του μπράτζα άρχισΓ .
. Ό 2ουλτάνος ηλθ< εις το ζερβ! χέρι, χαί έ.χαμ6 ζάπι
τήν άνατολήν ολην, εχήρυζε τήν άπώλειαν της υπανδριας,
φαγητού, αρπαγής, φόνου, όποιος σχοτωθή, ’πεΟανει Μου­
σουλμάνος, σώζεται, όσα χάμει, ο,τι χάμει χαλά γενα-
μένα, ευλογημένα, πάει εις τήν Παράδεισον, πιστεύει
τ°ν Πρ°φήτην. Ti χοντρό δάχτυλο τής άλλης χειρά<ς, δ
βασιλέας τής ΚωνσταντινουπΔεω^ των 'Ρωμαίων, έρω-
τοΰσε τά δύο δάχτυλα πλησίον του, τδν χλήρον, χαί τούς
πολιτιχούς, τι ιΐναι τούτο; — δ λαός ή τον τότε τδ λιανό
δάχτυλοί χαι το ψηλσ'τερο το γειτονιχό του ο! έμποροι χαΐ
οι σπουδασμένοι. Τό χοντρό δάχτυλο λοιπόν έρωτουσε
τον χλήρο χαί τους Οίστρους, τί είναι τούτο; άποχρι-
νοντο, δ θεός Οά τδν χάση, άς ψάλλωμε τό < νίχας χατά
βαρβάρων δωρουμενος » χα! (ίχοπη νύχτα χαι ήμέρα. ή
ψαλμωδία τους. Τά τροπάρια όμως μή συντροφευμένα
άπό πέτρας χαι λιΟαοια (I), άπδ άρματα δέν έμπίί-
°ισαν τόν Σουλτάνον νά πηδηση εις τήν . άλλην γραμμήν

(ί) Φα^εται μέ αυτήν τήν φράσιν οτι δ Γ. Κ. εΐχε


χατά νοΰν τό (χνέχδοτον
* — λησταί έπήγαν νά λήστεύ-
σουν μοναστηρι, δ ήγούμενος ε!πε είς τους χαλογη^ους,
τον σταυρόν σας χάνετε
* άλλ’ ή °όραις ήρχισαν να χρε-
μίζωντο« άπό τους ληστάς, τά χεραμτδια νά πετούν είς τδν
αερα, τότε δ ήγούμενος είπε εις τους χαλ,ογή^υς, σταυ­
ρούς χαι λιθάρια, λιθάρια χαι σταυρους.
χδ
τής χειρός, χαι νά πάρη τήν Άνδριανούπολιν. Ό άο-
χνος Μωάμεθ Β'. έστησε έπειτα χαι κάστρο μες τό βλέ­
φαρο της Κωνσταντινουπόλεως , εις τό στενό του
Βοσπόρου, πέντε μιλιά από τήν πόλιν , χαί έχαρά-
τζονε τά χαράβια που αρμένιζαν από τήν μαύρη θάλασ­
σα είς τήν άσπρη,χαί από τήν άσπρη εις τήν μαύρη,
Δέν έπιασαν τά άρματα νά χινηθούν πανστρα+ια οι Χρι­
στιανοί όταν έχτίζετο τό χάστρο, δ Βασιλέας λέγουν οτι
ήθελε πόλεμον, νά βγή άπό τήν πολιτείαν ώς άνδρεϊος
'που ήτον νά πολεμήση, οί Μινίστροι χαί δ χλήρος τόν άν-
τέχοψαν, θαρευμένοι οί πρώτοι εις τήν ψευδοπολιτιχήν
τους, οί άλλοι εις ταϊς ψαλμωδίαις τους. "Επειτα άπό
ένα χρόνο ύ Σουλτάνος έριχνε τό χοντρό δάχτυλο, χαί
έχάθιζε εκείνος εις τόν τόπον του. Τά τέσσαρα πνίγουν
τό ένα (I), χαί άς ήναι δσο θέλει ανδρειωμένο, δέν έσυγ-
γνώμισαν χλήρος, μινίστροι, εμποριχό, χαί λαός νά χα-
ταβάλλουν τόν Σουλτάνο
* οί μινίστροι χαί δ χλήρος έμ-
πήχαν εις τό πηλάφι μαζή του χαί έτρωγαν’ δ λαός λια­
νός, άχέφαλος, οί έμποροι χαί οί πεπαιδευμένοι έφυγαν,
πέφτοντας ή Κωνσταντίνου πόλις χαί έπήγαν εις τά βασί­
λεια τής Δύσης.
Τήν αύρινή που έπεσε ή Κωνσταντινούπολή ,παρου-
σιάσθηχε εις τόν Σουλτάνον αιχμάλωτος μέ τούς Θησαυ­
ρούς του, βιδς πολύ, δ μεγαλήτερος του παλατιού, &
πρωθυπουργός του τότε χαιρού, άρχιναόαρχος, ναύαρχος
εις χάτι μπεϊγιατέδαις δαμασχοενδυμένου; τής αυλής, ό
Κυρ Λουχάς Νοταρας, ώς τόν είδε του είπε δ Σουλτά­
νος, διατί δέν έδιδες αυ’τούς τούς θησαυρούς είς τά πα-

(1) Μου έχαμε τό σχήμα πώς.


/
κε
ραχάλια του Βασιλεως σου, ει’ς την ανάγκην της πατρί­
δας σου; —'Ητον δικά σου αφέντη μου, και σου τά I-
φύλαττα. — 'Αν ήτον έδιχά μου, άργησες νά μου τά έπι-
στρέψης, και μέ έβασανίσατε μέ μάταιο/ πόλεμον, χαΐ
θρηνώ θανατωμένους τούς άνδρειστέρους στρατιώτας μου. ■
— Το πεϊσ/ζα ιών ξένων καί θάρδος ακόμη άπδ τούς
έδιχούς σου, έλεγε δ Νοταρας, — Έ>οοΰσε του; Γενοβέ­
ζους κα'ι τον Χαλιλμπεϊ βεζυρη. — Άντίκρυσε τωρα, (mi-
κρυσε, μου λέγει δ Κολοκοτρώνης άγρια, τον πρωθυπουργόν
Νοταρδ μέ τον Διάκο τδν κλέφτη εις τά 1821. Τδν Διάκο
τδν έπήρανε χαι στο σουβλί τον βάλαν, — όλόρθον τδν
έστήσανε και αύτδς χαμογελούσε — τή* πίσιιν τους τούς
έβριζε χαί τά λοιπά. Ποιοι έμεις, ποιοι εκείνοι! σπαθί
καί καιρός μας έβαλε τιμή χαι γνώσι, ομω; καί
δ Νοταρας έπειτα άπδ όλίγα’-ς ήμερης άπέθνησχε μάρ­
τυρας, άποκεφαλίζετο αύτδς χαί τά παιδιά του εις ένα
αίμα. Ειρήνη εις τά χόχκαλά τους!
Άφου χαλώντας ή Κωνσταντίνου πόλις έπυχνώθη δ-
λοΰθε τδι σχοτάδι τής δυυλείας, συνέβη ε’ς την "Ελλη­
νικήν φυλήν, δ,τι συμβαίνει τήν νύχτα είς τδν κόσμο, Ίτ$ΰ
ή ώρα ή πλέον σκοτεινή, ή πλέον θαμπή τής νυχτδς εί­
ναι ή ώρα πού σημόνει τδ φώς τής ημέρας, άρχισαν τότε
άπδ ανάγκης τά τέσσαρα νά συγγνωμίζουν, νά κατηφο­
ρίζουν είς την ομόνοιαν, νά ξανοίγουν ε?α σημάδι’ μέ τζα-
κισματα αλήθεια Έπήραν τδν δρόμον τους, όμπρδς όπίσω ,
δέν πήγαιναν σάν τδ καίριο (τι εί’ς την πηλάλα του ,
«λλα σαν βόιδί, που βυθισμένο εί’ς τδ παχνί του ξετιΑ^-
ται κοιμησμένο ταίς αυγαίς μουγκρίζοντας, και άργοπα-
ταει είς ταις βοσκαίς. 'Η άλυσσος έσφιξε παρά φυσιν είς
τδν λ^μο'ν μας, κα’: έμελλε νά κοπή. Σου είπα πιος τδ
*'
χς
λιανδ δάχτυλο ήτον δ λαός, έμεινε είς τήν τυραννίαν των
τριωνών, Σουλτάνου, αρχόντων, χαί κληρόυ, οί σπουδα­
σμένοι, χαί μέρος έμπορων έσκόρπισαν είς την Ευρώ­
πην, καί οί διαβασμένοι μέ τήν σοφίαν των προγόνων έφώ-
τισαν τοδς αλλοεθνείς' αν από τδν λαόν έβγαινε κανένας
προκομμένος, έξυπνος, τόν έπερνε τό πετραχήλι, η δ προε­
στός διά γραμματικόν του, ή τόν προσκαλουσε είς τήν
Ευρώπην δ θείος του, δ αδελφ-ός του δ έμπορος, και
πάντα δ λαός έλιάνευε, διάφοροι καί άπό διάφοραις τά-
ξαις είτε άπό στενοχώρια ή δοξομανίαν έτούρκευαν, καί
τό γένος έφύραινε. Τά άγκάθια έχυμάτισαν εις τήν γην
των πατέρων μας, ή ξακουσταΐς πολιτείαις εχορτά·
ριασαν, ή ταπεινή φλογέρα του βοσκού μέ τά ολίγα του
γίδια έλάλειε είς τά περίφημα μνημεία των 'Ελλήνων,
ή πίστις δμως δέν έχάθη, έσώζετο, και έρημο 'ξωκλήσι
ήτον εις τόν λαόν παρηγοργιά των πόνων. Οί κλέφτες
ήμαστε έλεύθεροι, άλλα τί ζωή, τι άνθρωποι! Βασανι­
σμένοι, άίσκιωτοι, άγριοι είς ταΐς σπηληαϊς, είς τά βουνά,
είς τά χιόνια σάν τά θηρία, μέ τά δποϊα συζούσαμε.
ΟΙ έμποροι είς τά βασίλεια, καί οσοι νέοι έσπούδαζαν
είς τά πανεπιστήμια, καί οσοι άλλοι ξενπτευόμεθα καί
μας έφευγε ή άποκαρομάρα καί τδ χασμοριτό τής δου­
λείας καί δ φόβος τής τυραννίας, καί έβλέπαμε τά αγαθά,
τά μεγαλεία των άλλων εθνών, ταΐς τιμαίς, που έχαί-
ρετο ή πίστις των χριστιανών, έμαθαίναμε καί ποιους
είχαμε προγόνους φοβερούς, ώρεγάμεθα καί ήμεΐς τήν
άναγέννησίν μας, καί ταΐς παλαΐίναΐς δόξαις τής 'Ελλά­
δος. ^Αρχισαν σχολεία είς τό Άϊβαλί, Σμύρνη, Δημη-
τζάνα, Γιάννινα, Αθήνας, καί έβγαιναν παπάδαις προκομ­
μένοι, και λαϊκοί καλοί, καί έφωτίζετο δ λαός. — ‘Ο
χζ’
Ρήγας Φε^ραΐος έστάθη δ μέγας ευεργέτης της φυλής
μας, τδ μελάνι του θά ήναι πολύτιμο ενώπιον θεού, δσο
τδ άϊμά του άγιο, έγραψε τροπάρια άλλο σόϊ, που έβία-
ζαν τά 4 νά συγγνωμίσουν, έδημοσι'ευσε καί γεωγραφία
του τόπου μας, παί έβλέπαμε τά ’Ολύμπια, άλλα παι­
γνίδια 'Ελληνικά πολεμικά είς τδ ξαμίλι, είχε ή Γεωγραφία
του ζωγραφισμένα καί τά πρόσωπα των παλαιών σοφών καί
ήρώων' — ‘Ως πότε Παληκάριανά ζουμε εις τά στενά,
άπδ τά πολεμικά του τραγούδια, τδ τελειότερο, περιέχει
μίαν επιθεώρησήν των δυνάμεων της πατρίδος, ολοι είναι
παρόντες είς τήν έπιθεώρησιν, κανένας απών, τά ξεφτέρια
των Άγράφων, οί σταυραετοί του Όλυμπου, τά καπλάνια
του Μαυροβούνιου, τά λεοντάρια Σουλιου, Μάνης, καί
Μακεδονίας, καί τά δελφίνια τής θαλάσσης οί Νησιώ­
τες, χαΐ οί Χριστιανοί του Δουνάβεως καί Σάβα ποτα­
*
μού
Κάλλια για τήν πατρίδα κανένας νά χαθφ,
Ή νά κρεμάση φούντα γιά ξένον στδ σπαθί.
Έφύλαξχ πίστιν εις τλν παραγγελίαν του, και δ θεδς με
αξίωσε, καί έκρέμασα φούντα είς τδ γένος μου, ώς στρα­
τιώτης του’ χρυσή φούντα δέν εστόλισε ποτέ τδ σπαθί
μου όταν έπερνα δούλευσιν εις ξένα κράτη.
Έφάνη καί δ Κοραής έπειτα άπδ τον Φήγα, άνθρω­
πος μέ νου, διατί έπαρααίναε τούς σοφούς σαν αύτδν
νά γράφουν άπλά νά άκούη δ κόσμος, καί νά μήν ήναι
ή σοφία τους ήλιος βασιλευμένος. 'Ο Μαρτελάος, (1)
άστραφτε καί έβρόντα εις τήν άνάληψιν άπδ τδν άμβωνα

(!) Σοφδς Ελληνιστής Ζακύνθιος.


κη ’
της έκκλησιας, πώς δ Κοοαής τού χαλάει την γλώσσα.
Δάσκαλε του είπα .μία φορά, (ήμαστε πολλά φίλοι),"
μήν πικραίνεις τδ αιμά σου, ούτε τήν χαλάει, ούτε τήν
φτιάνει, βάφει μέ τήν καλήν βαφήν τοΰ καιρού το^ ποΰ
έχει πέρασιν, ζω-ή'^ χλωρασιά ει’ς τήν ήμέρα του. ΤαΓς προ-
άλλαις που μου έξήγαες τήν δμιλίαν του Βασιλέως εκείνου,
εις τον πό'λεμον τής Τρωάδος, που λέγει εις τών πι­
στεμένο? του φίλον Διατί μας τιμούν οι άνθρωποι, καί
έχομε τήν πρωτοκαθεδρίαν, καί τρώμε άπδ τδ καλίιερο
φαγί, και μας χάρισαν οί λαοί κήπους, καί αμπέλια πα-
ραποταμήσ-.α; Διά νά χυνώμεθα πρώτοι εις τούς κινδύ­
νους. Μήν είπούν οί υπήκοοι δτι ορίζονται άπδ άναξίους,
άς πολεμήσωμεν, θά δοξάσωμεν τούς εχθρούς μας μέ τδν
θάνατόν μας, ή έκεινοι θά μας δοξάσουν θανατωμένοι άπδ
τήν λόγχην μας, Βάρει καλά, πολέμα εύμορφα.
Δεν ήξζύρω «ν τά θυμούμαι όπως μου τά ’πες, άλ*
λά θά καταλάβαινα τίποτες άν μου τάλεγες μέ τήν γλώσ­
σαν τών παμπάλαιων ανθρώπων ; θά στεκόμουν σάν θυ­
μάρι του βουνού νά σέ ακούω. Όταν μου τά έλεγες, ■ έ­
λεγε ή ψυχή μου, νά ήμουν έγώ σύντροφός του, μέ τέ­
τοιον Βασιλιά, (εις τά 1812, ή 13 ήτον ή. δμιλία του
μέ τον δώάσκαλον Μαρτελάρ) μέ τέτοιον Βασιλιά θα- πή­
γαινα νά μπήξω τδ μπαϊράκι μου εις τδ παλάτι τοΰ
μεγάλου Κωνσταντίνου, μέ έκαψες ώς μού τά έξεμυστη-
ρειυθης άπλα, Καλήτερό σου, ίσως θά μ°υ ψπής, νά τα έ-
κ'αταλάβαινες καί νά τά ακόυες μιξοβάρβαρα, διορθωμένα.
Δέν έχουν χάζι, είναι άψυχα. Δάσκαλε μου, οσα πα-
λαιά, ήτον νέα μία φορά, και οσα είναι νέα, θά γηράσουν,
άφισε νά χαρούν τά νειάτα τους, νά ζήση ή ζωή τους,
διατι άπδ νηστη και ζωή δέν είναι εύμορφήτερο πραγμα
χ3
εις τδν κόσμον. Ας έλθωμεν ε’ς το προχείμενον, δ Ρήγας
καί δ Κοραής ήχον έμποροι, καί οί Ζωσιμαδαις, καί ό Α­
λέξανδρος Βασίλειου, καί άλλοι βοηθοί του γένους. 'Εμ­
ποροι ητον, και ά/θρωπο: του . λαοΰ οί καπιταναϊοι της
'Ύδρας,. Σπετζών καί Ψα^όών, καί οί νιχοκυραΐοι — νέα
μεγάλη δυναμις τη; ‘Ελλάοος τά καράβια. ’Απδ τδ πάρ­
σιμο - της Κωνσταντινουπόλεως εως ταις ήμέραις μας
πολλαΐς ψοραϊς μά την αλήθεια, επροσπάθησαν τά τέσσα-
ρα νά πολεμήσουν τδ ένα δάχτυλο τδ ανδρειωμένο,
άλλα δέν . επέτυχον, δέν είχαν την θάλασσα, διατί άπδ
τά δυο στοιχεία, γή καί πέλαγος, τδ δεύτερο είναι τδ
πολιτιμόζδρο διά ήμας, φεύγουν ή στεριαις, άπδ παντού
άγναντεύομε θάλασσα, καί είς ταις ήμέραις μας, Γπου
έντεσε νά έχωμεν δύναμιν θαλασσινήν, μέ σιτάροκάραβα
έπολεμήσαμε βασέλα, ο άξιος γεμιτζής πέρνει τά σοβράνα
κοί μάχεται μέ τήν βοήθεια των άνεμων, καί άς ήναι μιχρδ
τδ χαυχί του, αυτήν τήν τέχνην ήξευρε δ περίφημος Μιαούλης
εις ταις ναυμαχία ις του μέ τον εγθρδ, μια ρορά μονον έπε­
σε πολύ σοτοβέντο δ .μακαρίτης διά δυστυχίαν μας καί.δυσ-
τυχίαν του, άλλ’ άς μην ξιούμε ταΐς πληγαΐς μας. — Τδ
είπε κα’ δ Θεός των Ελλήνων πώς ή σωτηρία τής ‘Ελ­
λάδος είναι η θαλασσα, μέ τδν χρησμόν του νά σωθούν
cl "Ελληννες ε’ς τά ξυλόκαστρα’ δέν εννοούσαν οι ’Αθη-
ναίοι τδ μαντείου, ο Θεμιστοκλής τδ εξήγησε, άν ταχα
ο ίσιος δέν έχγάϋΒευσε τον Θεόν νά τδ ξερωνήση, διατ ί
ήτον πολιτικός βαθύς καί πατριώτης. — *Η Γαλλική έ -
πανάστασις καί δ Βουαπάρτης έκαμαν και άνοιξαν τά
ματια τους οί άνθρωποι καλήτερα, οί πόλεμοι μέ τά βά­
σανά τους, καί μέ τά δάκρυα τους ερριζωσαν τδ δίκαιον
εις τδν κόσμον, έγνωρίσθηκαν τά όρια τής εξουσίας καί
λ’
της υποταγής, οί βασιλείς δέν είναι πλέον θεοί της γής,σάν
πρώτα, έπεσε η μπαρπούτα, τδ ’χόνισμα έκαμε κατάχρησι
τής χάρης του, ή δικαιοσύνη είναι βασίλισσα καί θαυματουρ­
γή είκόνα των άνθρώπων, ζώα λογικά,—-άλλ’ όταν είδα δτι
είς τά συμβούλια τής Βιένας δεν έγεινε κανένα καλδ διά
ήμας, άπελπίσθηκα άπδ τούς ξένους, καί είπα νά μήν
έχωμεν ελπίδα λυτρώσίως άλλην παρά άπο τέν ίαυτόν
μας, και άπδ τδν 'Γψιστον, — ώ; ένα φως μοΰ ήλθε
είς τά μάτια κα’ι έχάρηκα, όταν μία ήμέρα εσυλλογί-
σθηκα βτι είς τούς πολέμους τής Ευρώπης, είς τά διά­
φορα στρατεύματα ’Αγγλίας, ‘Ρωσσίας, Γαλλίας, Άου-
στρίας θά ήτον βέβαια σκόρπιοι, μισθωτοί 20000 ‘Έλ­
ληνες πολεμικοί. — Έμε'στωσε . καί ή έταιρία, ή φιλική
έταιρία ή δποία έχρησίμευσε ώς μία σύνοδος οικουμενική
τής Ελλάδος, πλησίον εις τδν ίερέα ήτον δ λαϊκός, κα-
θήμενοι είς ένα σκαμνί πατριάρχη; καί τζοπάνης, ναύ­
της καί γραμματισμένος, ιατροί καί άζωστοι, κλεφτο.
καπητανέοι προεστοί καί έμποροι, ή σύνοδος έργάζετο ά­
κοπα’ άγιο τδ χώμα εκείνων που τήν έφεύρηχαν t έπεσε
είς τά 4 δάκτυλα ώ; μία βροχή, καταπαντισμός, ή επι­
θυμία τής έλευθερίας μας. ’Εγώ 8ταν μου ήλθε ή προκύρη-
ξΐς του Ύψηλάντη, ή σάλπιγξ τής πατρίδος σδς κράζει,
μου φάνη καί άντιλάλησε γή καί ούρανδς, καί έβαλα
στραβά τύ φέσι μου, καί έχωσα τήν χούφτα μου είς τήν
χούφτα του σπαθιού μου, καί έγραψα μέ γράμματα πύ­
ρινα είς τήν καρδιά μου τό άθάνατο, τό εύλογημένο ίνομα,
Αλέξανδρος Υψηλάντης. Τά άλλα τά ξέρεις.
Μέ τήν δμιλίαν μου το'σο τιμωμένην άπδ τδ φιλήκοον
τής. άκροάσεώς σας δέν σαλπίζω σάλπισμα πολεμιστήριον,
άλλά σαλπίζω καί χζρυττω, δσον ή δύναμίς μου τδ χα-
λά

λβϊ, ταις άρεταΐς που χαι εις πόλεμον και εις ειρήνην
στιρεόνουν καί δοξάζουν λαούς καί βασίλεια. Ek ώραν
πολέμου βργανον τής δικαιοσύνης, της μεγ^^λ^οψυχίας του
πολίτου είναι τδ σπαθί εις τά πεδία της μά^ης
* είς και­
ρόν ειρήνη; δπλον τοΰ πολίτου, ερμηνεία τή; δικαιοσύνης
του, του θάρρους του, του χριστιανισμού του είναι δ λόγος,
η σοφία του λόγου εις τά συμβούλια του βασιλέως του,
ε!ς τδ βήμα των βουλών, εις τούς ναούς της Βέμιδος.
Καλήν ειρήνην, φιλίαν μέ δλα τά κράτη της γης χοιίρε -
ται τώρα το νέον Βασίλειον τής 'Ελλάδος. Και εις πό­
λεμον καί είς ειρήνην ενα εΐναι τδ μονοπάτι τής τιμής,
μία ή δυναμις τής πατρίδος, ή άρεταΐς δσαις έπανηγυ-
ρίσαμεν. 'Η φώτισις των αρετών υψώνει τδν άνθρωπον
εις τήν συγκοινωνίαν του ύψίστου, καί ή μεγαλοδυνα-
μία του μας φιλοδωρεί τδ πνεύμα του και ταΐς εύήο-
γίαΐς του. Ή μήν αγαπάτε τδ μεγαλειον τής ‘Ελλάδος,
(και ποιδς των Ελλήνων δεν τδ ποθεί;), ήνά μην φεύγωμεν
τδν Ιδρώτα και την καλλιέργειαν δικαιοσύνης, λατρείας
πίστεως καί μεγαλοψυχίας. Πέρα, μχχρά πασα άπχλπι-
σία άπδ τήν ψυχή
* μας, ή μητέρα δύναται νά άλησμο-
νήση νά βυζάση τδ νεογέννητο βρέφος της, δ Θεός δέν μας
άλησμονα, δέν μας άποστρέφεται, ά* ένθυμηθουμε μέ πόσα
άγαθά με ποίαν θείαν έμπνευσιν ευεργέτησε τούς προ­
πάτορας μας και έμας. Μην αμφιβάλετε, δ Κύριος τής
ζωής και τού θανάτου έχει γραμμένη εις την παλάμην
του τήν ημέρα τής εικοσίπέντε Μαρτίου έτους 1821. —
Ας στρέφωμεν συχνά τούς οφθαλμούς είς αυτήν τήν
θαυμαστήν ήμερα, και άς ήναι τόσα έτη δ ήλιός της βα-
σιλευμένος, ήμερα που έδυσε, έπειδή άγναντεύοντάς την
θά μα; συμβή ο,τι συνέβη είς άρχαίαν τινά φυλήν τής
λβ
'Ασίας, ή οποία έκήρυξε ότι δπδιος πρωτοειδει τδν ήλιον θά
λά&η τδ σκήπτρον του τόπου. Συνάχθηκαν πρωινοί, έρα-
σταί πολλοί τής βασιλείας, καί όλοι εκύταζαν πρδς τήν
Ανατολήν’ ένας, δ πλέον ξυπνητός, φαίνεται, έβλεπε προς
την Δύσιν, κα’ι ιδε ταίς πρώταις άχτίναις του φωτός νά
χρυσό νουν την κορυφήν ένδς Πύργου, έφωναξε, καί έλα­
βε διάδημα και θρόνον. — Κανένας από μας δεν θά γίνει
Βασιλιάς διατί . τδν έχομεν, 'άλλα θά άποχτήσωμεν εις
την πατρίδα μας την Βασιλείαν του πνεύματος, καί τής
δικαιοσύνης, άπδ την δποίαν Βασιλείαν δέν είναι άλλη
μεγάλη τερη εις τδν κόσμον. . ' .

’Εδώ τελειώνει το πρώτον μέρος των προλεγομένων μου,


είχα κατά νουν σήμερον ολα μου τά προλεγόμενα νά σας
διαβάσω, καί την ιστορίαν, τδ κείμενον του στρατηγού
Κολοκοτρώνη νά δημοσιεύσω, δείχνοντας σας τά άνθη στο­
λισμόν του δένδρου τους, επειδή τά φημισμένα έργα εις
τό β.βλίο; είναι δ καρπός τής ημέρας 25 Μαρτίου, τής
ποιας εορτάζομε; φέτος την τριακοστήν πανήγυριν. Δέν
ευτύχησα εις τον πόθον μου, ώκνευσαν το έργου μου πε­
ριστατικά, έπιφυλάττομαι όμως νά τελέσω τό ποθου-
μενον τήν 29 Μαιου, ημέρα πένθιμος διά τήν χριστια-
νοσυνη-ν, ώς μία αποξημίωσις τα αναρερόμενα εις τδ βι­
βλίο; ανδραγαθήματα, ώς αρχή άποζημιώσεως λέγω του
θρήνου τής 29 Μα ίου τού έτους 1453.

Δέν έχω κι ρδίαν νά χωρήσω ατό τόσον σεβαστήν ά-


μήνυ.ιν, αν δέν σας δώσω, μάλιστα εις τούς νέους, έναν
τύπο; του χαρακτήροσ, τής ηθικής φυσιογνωμίας τοΰ γέ­
ρου στρατη-γού, ζωγραφίζοντας σας μέ δύο του ανέκδοτα
*,
πόσον δ μακαρίτης λές καί έσερνε μέ μίαν άλυσον μαζή
και τούτο θέλω νά τό
χάμω διά νά προετοιμάσω άπό τώρα τούς άναγνώστας
του είς την σωστήν χρίσιν του βιβλίου του γνωρίζοντας
τόν άνδρα. — ’Ακούσετε τά δύο ανέκδοτα, καί τελειώ­
νομε?.

Νέος πολύ, και σπουδαστής τής μαθηματικής δ Κύριος


Σ. Π. (συσχολίτης του ήτον, χαί δ μακαρίτης Πανος Κο­
λοκοτρώνης), ένθυμεΐτας δτι έπήγε, δ τότε Μαγιόρος Κο­
λοκοτρώνης πρός χαιρετισμόν του αξιότιμου διδασκάλου
Νικολάου Καλύβα, έχάθισε καί άχροάζετο τήν παράδο-
ctv. Τί είναι τούτα, λέγει μέ μιας, που διδάσκεις τά παι­
διά τώρα, — τούτο νά τά φωτίσης, — καί έχύθη μέ
γελούμενο πρόσωπο νά σχίση ένα Βόλφιον ίν φόλιο, με­
γάλο βιβλίο, νά δείξη πώς φτιάνουν τά φυσέκια. Ο δι­
δάσκαλος διά νά σώση τόν Γερμανόν φιλόσοφον έπεσε
μέ τά στήθη του είς τό in folio — Τά παιδιά έγελοΰ-
σαν καί εκείνα, ώς είδαν πιασμένους καθηγητήν χαί γέρο
Καλοχοτρώνην — δ ένας νά φύλαξη τό βιβλίον του ό άλ­
λος νά τό χάμη φυσέκια.
Ό ιατρός Καλύβας ήτον θερμός έταιριστής καί οί κίν­
δυνοι του in folio τόν χειμώνα τού έτους 1820.

Τδ άλλο ανέκδοτο.
Τήν αρχιχρονιά του έτους 1843, έτους του θανάτου
του, δ γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε είς τό κορφίνότερο μέ­
ρος τής νεοχτισμένης κατοικίας του, νά αποφυγή τούς πολ­
λούς χαιρετισμούς τής ημέρας — άπό τά γερατειά, καί
λδτ

ραΟυρα, καί τήν πρασινάδα των έληων, και τήν πόλιν τών
’Αθηνών. Οί στενοί του γνώριμοι όμως άνέβαιναν καί έχει
νά τοΰ ευχηθούν την χαλήν χρονια. Ό Κύριος χ. Π. θεα­
τής άλλοτε ει’ς τήν παιδικήν του ήλικίαν των κινδύνων τοΰ
Βολφιου *
έπήγε πρδς χαιρετισμόν είχε μαζη του και νέον
νεοφερμένον άπδ ταίς άκαδημίαις τής Γερμανίας. Κατά
πώς άρχισεν δ φίλος τήν εύχήν τοΰ έτους, καί δμιλίαν
διά τδν σπουδασμίνον νέον, κατά τύχην έπερνουσαν λεί-
ψανον νεκρού άπδ τδν δρόμον. Ή ψαλμωδία τούς έσυρε
εις τά παράθυρα. Είπε τότε ο γερος, ’Αν εΓχαμεν έδώ τδν
Περσιάνον φιλόσοφον, θά μας έλεγε άν πάγη εις τήν κό-
λασιν, ή είς τήν Παράδεισον. Είναι καμμια ^τορία ; ει-
πεν δ φίλος. —· Ε1ν«ι, άπεκρίθη ° γέρος. — Οά μας τήν
ειπεις ; — Μετά χαράς. -— Τον παλαιόν κιλιρδν ήλθεν εδω
είς τάς ’Αθήνας ένας περιηγητής φιλόσοφος τής Περσίας,
τδν συναναστρέφοντο οΐ Πλεκτοί Αθηναίοι, αγαπούσε τήν
ουντροφιαν τους, κα'ί οι ’Αθηναίοι τήν έδιχήν του. Μί'α
φορά καθήμενοε είς τά μεντε^ια τους, επερασε λείψανο,
καθώς τώρα — μακρυά άπδ σας ποΰ είσθε νέοι, καί εγω
έφαγα τδ ψωμί μου — καί ώς έδιάβαινε ακόμη δ νεκρός,
χτυπάει ταις παλάμαις του δ περιηγητής φιλόσοφοι;, έρ­
χεται δ γ^αριματ^ς του’ πήγαζε του ειπε, νά ι’δής, άν
δ άποθαμένος πηγαίνει εις τήν κόλασιν, ή εις Ίην πα^-
*
δεισον έπήγε δ γραμματικός, έπέστρεψε. — Πάει Κύριέ
μου, είπε, εις τήν κόλασιν
* — Έπήγες έως εις τό κοιμη­
τήριο? ; — Έπήγα. — Οί ’Αθηναίοι, άν και φύσει πε­
ρίεργοι πολύ, πλήν διά νά μήν προδώσουν αμάθειαν εις
ένα βάρβαρον, ώς φιλότιμοι έφύλαξαν σιωπήν, καί δέν
έρωιησαν τδν φιλόσοφον, πώς πηλός τής γης άκόμη, και
ξένος των ’Αθηνών μαντεύει τά κρύφια, καί άδηλα
*
λέ

&ς φρόνιμέ απέδιδαν είς τήν σοφίαν του, βχι του ψοχο-
γυιου του τήν δόναμιν της προγνώσεως. Έπειτα από και­
ρόν τυχαίνοντας ΐάλζ μαζη οί ίδιοι φίλοι, κα! περνώντας
λείψανο, δ Περσιαν°ς μέ τά παλαμάχια έφιοναζε τόν γραμ-
ματικδ, τόν ^ηιλε νά μάθη τήν πορπαν του νεκρού.
Έπήγε, Επιστρέφει, τού λέγει, Παγαίνει είς τήν παρά­
δεισον. — Καλό φθάσιμο, «^, μέ πρόσωπο χαρούμενο
καί σοβαρό δ φιλόσοφοι;. —— Οί ’Αθηναίοι ^στενοχωρήθηκαν
τότε άπό τήν περ^ργειαν, καί τόν είπαν, Δ6 σ' ερωτή-
σαμεν τήν πρώτην φοράν, σ’ έρωτούμεν τώρα, πώς έσύ
μαντεύεις τήν τύχην, διαβάζεις τό γραφτό, της άθανα-
σίας του παθενός; ποιον μυστικόν γνώρισμα, ποιον τη-
λεσκόπιον χαρίζεις είς τόν ύποτακτικόν σου; — Τό πράγ­
μα ειναι άπλό, απεκρίθη· ή όργή του κόσμου, ή κατάρα τιον
τυμπoλιτωο ^^δεόει είς τήν θανήν τους τούς κακούς αν­
θρώπους, πρόδρομος τά (Αναθέματα τής κρίσεως του θεού.
Άλλ' ή εύλογίαις των άνθρώπων συνοδείαν τούς άγα-
Οούς άνδρας, καθένας διηγεΐται μέ δάκρυα τά άγαθοερ-
γήματά τους, καί ρίχνει μέ τρέμούσαν παλάμην χώμα
είς τόν τάφον τους. -
Τελιόνοντας ή ιστορία του Περσιάνου, δ Γεροκολοκο-
τ^ρώνης εΐπεν είς τόν φίλον, άς έλθωμεν ε^ τήν πρωτην
μας -όμιλον, έπειδή δ άποθαμέοος μάς ε!χε πάρει τόν
λόγο,ν. Μου έλεγες οτι ή ε^γενεία του έρχεται από ταις Ά-
καδημίαις τής Ευρώπης, τί έτπούδαξε; έσπcυδaξν, άπάντησε
ύ φίλ°ς, ποια μονοπάτια πάνε από τόν κώψον εύς τήν κό-
λασιν> ή «ίς τήν παράδεισον. Εύγε του είπε δ γέρος,
άλλα φυσικά °Eo θά στένει τό τζατήρι του εύς τόν
δρόμον ή τόν άλλον διάφορα, άλλά θά άηδιάζει τόν πρω-
τον καί θά όρέγεται τόν έτερον. —— rfw °
λς-’
φίλος. — Άν ή ναι έτζι, άς άκούση και έμέ τήν γνώ­
μην, ποιο είναι το καλό μονοπάτι, χαί άς μήν ήμαι φι­
λόσοφος
* άφου ήλθε πρωτοχρονιάτικα νά μέ εύρη, νά
του δώσω Άϊβασιλιάτιχα. Είς τήν Εύρώπην ίμάζωνε Άι-
βασιλιάτιχα άπό τούς χαθηγητάς του, χρυσάφι καθαρό, τό
διχό μου είναι σμιγμένο μέ χώμα πολύ, άν του φανή
πώς άξίζει, άς τό παστρέψη, άς τό καθαρίση νά δείξη
τήν λαμπηράδα του. Βλέπετε τούτον τόν βντά, είναι α­
στόλιστος, καθίσματα δέν έχει, οί τοίχοι ξεροί, — τού­
τη είναι ή 'Ελλάδα καθώς έμεις σάς τήν παραδοσαμεν,
εμείς οί γέροι είς τούς νέους. ’Εμείς είς τά 1821 έκα-
θαρίσαμεν τόν τόπον, έχουβαλίσαμβν τά λιθάρια, έχτί-
σαμεν τήν οικοδομήν, εσείς θά έντύσετε τά γυμνά τείχη,
θά φέρετε ταις πολύτιμαις ζωγραφιαίς, θά στήσετε τά
εύμορφα τραπέζια καί τούς χαθρέφταις, τούτο θά κάμη
ή προκοπή σας καί τά γράμματα, — και ή ευχαις τών
συμπολιτών σας, καί τά έργα σας θά σάς άνββα'σουν είς
τά λιμέρια αθάνατα τών δικαίων. Κύριε Μ., ώς μου
λέγει ό φίλος, είσαι άπό νησί γνωστόν μου διά τήν φι-
λογένειάν του (I) φέρε εις τό έθνος σου τήν μάθησιν τών
Ευρωπαίων, ή |όποία, ώς άκουσα άπό τούς καλητέρους
μου, είναι καί έπιστήμη 'Ελληνική. — Άπό τάας στεριαίς
τής γεννήσεώς μας έφύσησε έχει αέρι ευτυχισμένο σοφίας,
φέρε εις τά έπιστρόφια τήν νύμφη. Έτσι έχομε δ σοφός
δ 'Ρήγας, έτσι ό Κυβερνήτης, διατί άγαπούσαν τό γένος
τους, καί είς κολυμβήθρα αίματος έβαπτίσθηκαν τέκνα
πιστά τής /Ελλάδος, Οί άνθρωποι τούς βράβευσαν βρα­
βείο ν θανάτου, άλλά τό τελεσκάπιον τού φιλοσόφου τής

(1) Κεφαλληνίαν,
Περσίας δέν άγναντευει ε’ς τα ίδια καθίσματα φονεϊς καί

θύς έπειτα άπδ τ^ν θρησκείαν φως φοτεινότερο. Τά . πρω­


τεία είς τον σταυρό! καί δόξα α’ώνας αιώνων είς τους

ρασα τά στρενιατιχα, δέν έχω άλλα, τά έσωσα. Καλή


μας χρονιά, μέ υγείαν.

μέ θαυμασμόν αγάπης διά ταις δρμήνιαις του, ή τδ ’At-


βασιλιάτιχο φιλευμα.
Δύο μήνες έπειτα, ούτε, δ Κύριος Σ. Π. ταις 4 Φε­
βρουάριου είδε μέ τά φυσικώτερα χρώματα ιστορημένην
τήν σοφίαν των λόγων του ξένου φιλοσόφου, καί του
διερμηνέως του ^ρατηγου, όταν τδ πένθος όλων των ‘Ελ-
λΨων, ή ευχ^ τα απαρηγόρητα κλαιματα έπρόσφεραν
εις τδν ουράνιον διχαστήν τά πιστότερα πιστοποιητικά
των καλών έργων καί των ιδρώτων του καλού · *Ελληνος
διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος του.
’Αν τά προλεγόμενά μου, σεβαστοί άχροαταί, δέν σας
φαίνονται επιζήμια ε’ς τά συμφέροντα τής ‘Ελλάδος, κα-
λαις αντάμωσες πάλαι, αν Οελη δ Θεός, ταις 29 Μαίου.
V-

Ένας άπδ τδ 'Ρουπάκι, πλησίον του χωρίου Τούρκο-


λεχα, άφου έχάλασε τδ χωρ1δ του, άνεχάφησε xot ήλθε
εις τδ Αιρ-πο&σί εις τδν πρώτον του χωφίου, εδώ κ 300
αυτδς έφάνη έξυπνος κα! δ Δημογέροντας τδν ε.
χαμέ γαμβρέ χα! κληρονομον της κατ^τασεως του όλης,
έλέγετο ΤΣ^ρ^ίνης.. — μέ «υτδ τδ °νομα ευρσκονται μία
έξηνταρ^ οΐχογένααι είς τήν Μεσσηνίαν.—*Αυτδς «χε
κάμει ένα ωραιότατο παεδέ xoi τδεΐχε πλάσει ένας Μπου-
λουμπασης 'Αρβανίτης καί τδ αλυσόδεσε, έλέγετο Δημητρά-
κης. Ot Άρβαιται δπου τδν φύλαγαν επηδουσαν εις τάς
τρεις χα! δ Μπουλο^πασης του εlπε, άν πηδά νά του
βγάλη τάς άλύρους' δ Δη μηράκης άπεχρί6ηκε, δτι πηδα
καί μέ τάς άλύσους, χα! άν τους περάση νά τδν άφίνη ελεύ-
θερ°ν· δ ’Αρβανίτης τδν ύποσχεθη νά τδν έλευθερώση, άν
προσπέραση τούς άλλους πηδώντας, άλλ' αυτός τδ ύπεσ-
χέθη ώς άνέλπιστον.— Έιήδησε, τούς έπέρασε και τόν
άφηχαν ελεύδερον. Αυτδς έπανδρεύθηχε. έχαμε τρία παιδΐά,
δννμαζόμενα Χ^νη^ Λάμπρος και Δημος· αυτοί ησαν
νοιχοχυρράχ μέ τά χωράφια τους μέ 500 πρόβατα καί
00 άλογογέλαδα· επιοίσΟησαν μέ τούς αντιζηλους των καί
εσχοτώθηκαν. ’β^^σαν είς τήν Ί?ούμελην 12 . χρό­
νους έχαμαν μέ τούς χλεφτάς, επιστρέφουν εις την Πε­
λοπόννησον μέ 15 'Ρουμελιώτας
* οί Τούρκοι τδ μανθά-
vou.,τούς πολιορχούν, σκοτ^ουν ένα, καί οι άλλοι έγ-
λυτωσαν δ Δημος έπηρε 3ιά γυναΐχά του τήν θυγατέρα του
Καπεταν Χ^νη άπδ Χρυσοβ^^ μεγάλο σπητι. Ίοτε
1
*
ήταν, όταν δ Μοροζίνης έχυρίευσε τόν Μωρέα. Καί επί
Βενετζάνων δεν ήτο παρά Καπεταναιοι· το παιδί αυτού του
Δήμου ώνομάσΟη Μπότσιχας χαΐ άφησε τ' άνομα της γα­
μήλιας του, οπού είχαν, τζεργιναιο
* ώνομοίσθη τοιοΰτος,
διότι ήτο μιχρδς χαΐ μαυρουδερός. 'Εις τδν χαιρδν του Μπό-
τζιχα έμβήχαν οι Τουρχοι εϊς Μωργίά
* οι Χρυσοβιτσιω-
ται, Λιμποβισιώται, xal οΐ 'Αρχουροδεματιται έπηγαν χα!
έπολέμησαν εϊς του Ντάρα τδν Πύργο 6000 Τούρχους
* αυ­
τοί έχαλάσΘησαν χα! έγλύτωσε δ Μπότζιχας
* αυτός είχε
ένα παιδί Γιάννη, χαΐ ένας 'Αρβανίτης είπε βρε' τί Μπι·
θεχουρας είναι αυτός
* Δηλαδή πόσον δ χωλός του είναι
σάν χοτρόνι, χαΐ έτζι του έμεινε τδ ονομα Κολοχοτρώ-
νης. Ό Μπότζιχας έσχοτώΘη, δ Γιάννης έχρεμάσβη εις
τήν Άνδρουσαν
* ώστε άπδ τά 1553 όπου έφάνηχαν εις
τά μέρη μας Τουρχοι, ποτέ δέ τούς άνεγνώρισαν, άλλ’
ήσαν εις αιώνιον πόλεμον.
ΈγεννήΟηχα εις τά 1770 ’Απριλίου 3 τήν δευτέραν τής
Λαμπρής. Ή αποστασία τής Πελοπόννησου έγινε είς τά
1769. ΈγεννήΟηχα είς ένα βουνά είς ένα δένδρο αποπα­
τώ, είς τήν παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενου ‘Ραμαβουνι.

τήν Μάνην έδγαινεν άπά τήν Μάνην καί έκυνηγοΰσε τούς


Τούρκους
* Είς τούς 79 ήλΟεν δ Καπετάμπεης μέ τάν Μαυρο-
γένην, κα! ερχόμενος έρ^.ξεν είς τούς Μύλους χαί ’Ανάπλι
*
Έστειλεν είς δλην τήν Πελοπόννησον μπουγίουρτι, (προ-
σκυνοχάρτι) και έπηγαν χαί έπροσχύνησαν τάν Καπετά-
μπεη είς τούς Μόλους. Εις τάν πατέρα μου έστειλε χω­
ριστά μπουγίουρτί, νά έλθήτε νά βγάλουμε τούς ’Αρβα­
νίταις χαί νά εύρη δ ραγιάς τά δίκιο του. Ό πατέρας μου
έχίνησε μέ χίλιους στρατιώτας, και έπιασε τά Τρίκορφα,
είς τήν Τριπολιτσάν
* δέν έπηγεν ει’ς τάν Καπετάμπεη
διότι έφοβειτο. Ό Καπετάμπεης έσηχώθηχεν άπά τούς Μύ­
λους, έπήρεν 6,000 ταγκαλάχια, χαί τούς χλέφταις 3,000
χαί έπήγεν είς τά Δολιανά, Τριπολιτσα, και ερριξεν τά
δρδι. Ό πατε'ρας μου σάν ήτον ς’ τά Τρίκορφα, του έ-
στειλεν δ Καπετάμπεη; νά πάγη σέ δαύτονε διά νά τάν
προσκύνηση. ’Ο πατέρας μου άποκρίΟηκε δέν είναι και-

»■
νά σκορπίσουν τότε μέσα είς τήν Πελοπόννησον, ν α-

7 ου ν τάν τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μ π ι ν ι-


c ί α. γ 1 ά τους Καπεταναιουςκι ενα καπότο όια
τον εαυτόν του. Τον καιρόν ’που εζυγωσε τδ στράτευμα τδ
Τούρκικο ε?ς την Τριπολιτσαν κι’ επ°λιορκουσε τούς *Αρ -
βανίταεε^, εχώρισαν 4,000 Τούρκοι αρβανΐτες νά τ°ν
ε6γάλουν άπ° τά ταμπούρια, καί αυτός άντεστάΘηχε και
τους εκυνηγούσε,καί εμβηχαν πίσω· ΉλΟοιν τά στρατεύματα
τά Τδουρκικα του Καπετάμπεη εως τ°ν άγιον Σωστην· πάλι
’βγαίνουν 6,000 διά νά πάνε εις τδν πατέρα μου, καί αύτδς
πάλι τούς άντέκρουσε. Είδανε δτι δεν ημπορούν νά βαστάξουν
οι άρβανιτες μέσα εις Τριπολιτσά, διατί δεν ητον τότε
τειχογυρισμένη4 έσυνάχθηκαν δλαι καί πάνε εις τδν πατέ­
ρα μου, καί αύτδς τούς έστάθηκε με δρμήν, και τούς έ-
γύρισε κατά τδν κάμπον ενώθηκαν καί άλλοι καπεταναιοΓ
εμβ^καν είς τά χωράφια, εις τδν κάμπον τούς έσκότωσεν
ή καβάλα ώς οι βεριστάδες· έπεσεν η καβαλαρ^ά μεσα
καί τούς εΘέεισαν’ άπδ την μιάν μεριάν, ή καβαλαριά ,
άπδ τδ άλλο μέρος ο πατέρας μου. ’Απδ 12,°00, επτακο-
σιοι άπέρασαν ε’ς τδ Δαδί. "Οταν τους (πολέμησε δ πατέρας
μου τού έλεγαν. Κολοκοτρώνη δέν κάμεις ίσάφι — τΐ νισάφι
νά σας κάμω δπού ήλθετε κι’ (χαλάσατε τήν πατρώα μου,
μάς ’πήρατε σκλάβους κα! μας (κάματε τόσα !καχά· του
άπεκρίθησαν — έφετο ’δικό μας, του χρόνου ’δικό σου. Τά
κεφάλια των ’Αλβανών εφτιασαν πύργον είς τήν Τρίπολιτζά.
Ήσύχασεν ή Πελοπόννησος. Τούς 80 εχατέβη δ ίδιος
δ Καπετάμπεης χαΐ ’χάλασε τδν πατέρα μου καί τδν Πα-
ναγιοιταρον ΒενετζιαΛ^ ΤΗλθεν η άρμά°α ε^ τδ Μα-
ραθωνήσΓ τά στρατεύματα στεριάς και θαλάσσης. Ή χα-
στανίτζα αποικία, δπου ξτον δ Κολοκοτρώνης χι
* δ Πανάγιό-
ταρος, εξη ωρας μακράν άπδ τδ Μαραθωνήσι· νΕρχαντας
ή αρμάδα, δ Ποναγιώτορος,ώς Μανιάτηις,έπροσκάλεσε βοη-
6εια άπδ τους Μα^άταΐς, χαι ° Μανιάτες ύποσχεθηχαν ϊτ'
πάνε βοήθεια’ κα' δ δραγουμάνος δ Μαυρο^ένης ώς ΊΒλλην
χαΐ τεχνίτης έχαμε τδν Μι·χάλη - Τροπική Μπέη κα' διά *ά
τον χάμη Μ«εη άλικώτισε τήν βοήθεια κι’ επηρε τδ Κάστρο.
'Επήγε τδ άσχαιρε 14,000, χαΐ τούς έπολιόρχησι, μια
ωρα στράτα άλάργα έστησε τδ δρδ'. Έστειλει ο Σερασκ^ης
’Αλήμπεης ίνα γράμμα · διά νά προσκυνήσουν χα! νά
του.^σουν ενεχ£ιρα '·α παιδί δ ενας κα’ι ενα ° άΜο-ς, και
νά τραβ'ξη χιρι άπδ δαύτους;· αυτο' άπεκρίθηκαν: δεν προ­
σκυνούμε?, θελομε πόλεμο χαΐ δποιος μείνει νικημενος ας
προσκύνηση. Αύτδς ήλπιζε άπδ τήν Μάνην βοήθεια. Τούς
’πολιόρκησαν τά Τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια
καί βόμβαις, τούς πολεμούσαν ήμέρα χαι νύχτα’ ούτε ή
βομ&ς τούς έκαναν ρόβον ούτε τά καν^ια, ομως επολεμησαν
12 ήμεραις καί 12 νύχταις μ! ανδρε'α και γενναιότητα. Ό­
ταν είδαν οτι βοήθεια δεν ^χεται, αποφάσισαν νά φύγουν
απδ τούς πύργους· ο' πύργοι ήτον δυο, κα' δ ένας ήτον τού
πατερα ηού Παναγιωταρου, κα' δ άλλος ητον τού ’^Πατ^α
μου χα' τού Παναγιώταρου· δ Πατέρας τού Παναγιώταρου
ήτον 80 έτων,ώς χα' ή μητέρα του, χαΐ μήν ήμπορωντας νά
φύγουν ε'ς τδ γΐουρούσι με τά αΜα γυναιχόπαιδα, ε'πε ·
τού Παναγιώταρου κα' τού πατέρα μου, βάλτε <ρωτ'ά
ς’ τούς άλλους πύργους εγώ μενω εδ^ έμεινε μ’ ενα δούλο
χαΐ μέ τήν ΐυναΐκα του κα’ι δούλα με σκοπδν νά πολεμήση
έλπ'ζσντας νά ελ^Οη βοήθεια άπδ τά παιδιά του έπειτα. Ό
πόλεμός του ήτον μέ τδν δουλοο, ή τέχνη του μεγάλη
* ε!χε
φυχ'λι νά γυρ'ση μαζ' μέ τούς Τούρκους. Α^ο' ’πού επολε-
μουσαν μέσα έπεσαν ε'ς τδ δρδ' τού Σερασκ^ι» με τά
σπαθι'α ε?ς τ° χέοι, μόνον τρεις έσκοτώθηκαν άνδρες, κα'
μέρος γυνάικες, κα' εμειναν πολλά παιδ'ά σκλάβο
* χα’ι
έτζι έμειναν δύο άδέλφιά μου σκλάβοι, τδ ένα τριών χρό­
νων, καί τδ άλλο ένός
* άλλα δύο έσκλαβώθηκαν, καί έπειτα
ελευθερωθήκαν. Όταν έκαμαν τδ γιουρούσι έπλασαν τά
βουνά οί Τούρκοι διά νυκτός
* έβασίλευσε τδ φεγγάρι εις
τήν μέσην νύχτα, χαΙ βασιλεύοντας τδ φεγγάρι έβγήκαν*
νύκτα μικρή καί δέν έλαβαν καιρδν νά φύγουν κατά τήν
*
Μάνη έπηγανς’ τους λόγκους κ* έπήρε ημέρα. Τον Πα-
ναγιώταρον ζωντανόν τδν έπίασαν κ* έπειτα τδν έσκό-
τωσαν οί Μπαρδουνιώτες. Ό πατέρας μου έσχοτώθηχε
μέ δύο του αδέλφια, 'Αποστόλη καί Γεώργη, δ ένας εις
τδν λόγκον, ό άλλος μοναχός του διατί έλαβώθηκε
* έγλύ-
τωσεν ένας μπάρμπας μου ’Αναγνώστης άπδ τους κλεισμέ­
νους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Έγώ, ή μάννα μου,
ή αδελφή μου έγλύτωσαν μέ τά παληκάρια του πατέρα
μου. Εις τδ γιουρούσι έλαβώθηχε μέ σπαθί δ Κωνσταντής
Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ένδς Τούρκου φίλου έσκοτώ-
θηκε, δέν έφάνη τδ κεφάλι του
* οί φον εις του τδν έσκότωσαν
και τον έκρυψαν διά τδ βίο του, δσα είχεν απάνω του·
σέ τρία χρόνια τδν ξέθαψαν τδν Κολοκοτρώνη Κωωνσταντή
*
άπδ τδ μικρδ δάκτυλον τδν γνώρισαν δπου είχε γυρισμένο
• άπδ μία σπαθιά τουρκική
* τδν είχαν κρύψει εις μίαν τρου-
πα τής *Αρνηςκαί Κοτζατίνας, τδν έθαψαν έπειτα εις τήν
Μηλιά· ήτον μελαψότερος, μονοχόκκαλος, δυνατός, όγλή-
γωρος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τδν έπιανες· 33 χρόνων, μέ­
τριος, μαυρομμάτης, λιγνδς· οί 'Αρβανΐται τδν είχαν τόσο
τρομάξη πού έκαμναν όρκον : νά μή γλυτώσω άπδ του Κο­
λοκοτρώνη τδ σπαθί· 700 μπουλουκτζίδαις έσκότωσε πρίν.
Ό Παναγώταρος ήτον Γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά,
σδϊ άνθρωπος άσπρος, 37,38 χρόνων. Εις τήν Άνδρούσαν
έσχοτώθη δ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τδν έκοίκησε
ο υ|ός του. Ο γέρο Γίάννης Κολοκοτρώνης, του εκο ψαν χ^ρι
xat πυθία καί τδν κρέμασαν. Ό γέ'ρων Π ατε'ρας του Πανα-
γιώταρου έπολέμαε άπδ τδν πύργον καί εμαρτύρησε το
φυτίλι δ δούλος που έπροσκύντσε, καί τδν γέροντα τον
έπίασαν ζωντανόν. Ό Καπετάμπεης έρώταε: διατί δεν προ­
σκυνάει
* — τώρα προσχυνώ, προσκυνημενο κεφάλι δέν κόβε­
* —του έκοψαν χέρι καί πόδια, τδν κατράμισαν.
ται
’Εμείναμεν εις τήν Μάνην ήμεΐς εις τήν Μηλ:α, μέ
τδν θειον μου τδν ’Αναγνώστη έξαγόρασα τά σκλαβομένα
παιδ1ά, ι° ενα άπδ την Εδραν, τδν Γ^άνη καί τδν Χρη-
στο, καί έκ,άτζαμεν 3 χρόνια εις την Μάνη. Ειχαμεν
^λ^ψεις, ήλ$αν οΐ άλλοι οί μπαρμπάδες μας άπδ τήν Μιχν-
ναν μου λεγόμενοι Κοτζακαιοι καί μας έπήραν εις τήν Α­
λών ίσταιναν. Έπήγαμεν άγνώριστοι, μας έμαθον έπειτα κα’ι
έφοβουμεθα τούς Τούρκους. Ό Μπάρμπασριου ° Ένα-
γνώστης ήλθε, έπειτα εις του Αεονταρΐου τήν επαρχίαν ,
είς τήν ακραν τής Μάνης, Εκα με συμ-
Σαμπάζικα. *
πεθερΐδ μέ εναν ’ντόπΐον προεστδν, του τουφεκιού άνδρα,
τδν έλεγαν Γεωργάκη Μ έταξαν. Έδωκε τήν θυγατέρα
του, έφτίασε σπήτι. Μανθάνοντας ότι δ θείος μου έκα -
μεν αποικίαν εις τδ “Ακοβον, έφύγαμε καί έπήγαμε έχει.
Σάν έκαθόμαστε έκει, ιχλλα μπουλούκια κλέφταις μ* έ­
βαλαν άρματωΗν ει’ς τήν επαρχίαν του Λεονταριου κατά
των κλεφτών, και εμπόδιζα τδ Βιλαέτη μέ χατήρι.—15
χρονών ήμουν τότε— ^ίγ^ε^ινα 20 γρονων, ^ανδρευθηχ a
και επήρα ένδς πρώτου προεστού τού Λεονταρ2>ου, τδν
οπόΐον τδν ’χάλασε ενας Πασας είς τδ ’Αναπλ·· Έκτισα
έπήρα προιχιδ ελίαΤς, αμπέλι, έγεινα νοιχοκύρης,
εφυλαγα καί τ° Βιλαέτη* εστεκόμ,αστε πάντοτε μέ τ°

τουφέκι· μας έφθόνησαν οί Τούρκοι κα'ι ήθελαν νά μας


= 10
σχοχώσουν, δέν ήμπορο^αν όμως, διότι δ τόπος ήτον σέ ά­
κρη· καί επολεμουσαν (να μας χαλάσουν) μέ κάθε τέχνη’
έστελναν μία κα’ δυο φοραις έκατδν χαΐ διακόσμους στρα- '
τιώτας &ά να μας χτυπήσουν’ δέν μας είχαν ε’ς το χέρν
κα’ δέν μας ’πείραξαν. Ε’δαν οτι δέν είχαν δμαιρορά
μέ τήν τέχνη · έβγήκαν φανερά
* έπήραμε χαμπέρι, έ-
φυγαμε. Ό’ Τούρκοι αφάνισαν δλα τα αγαθά μας, καί
έδωσαν διαταγήν : δπου άκουσθουμε νά ? μας χαλάσουν.
*Εμεινα μέ δώδεκα Κολοκοτροναιους μικρώτεροι είς τήν ηλι­
κίαν έπήγαμεν ε’ς τήν Μάνην, αφή καμεν ταΐς φαμίλιαις μας
χα! έπειτα έγυρήσαμε, «σηκωθήκαμε φανερά, έσυνάξαμε
στοατιώτας πότε 6° πότε όλ’γωτε'ρους. Έμείναμε 2 χρο-
νους κλέφταις· επειτα ΐδαν πώς δεν έμπορουν νά μάς κιά-
μουν τίποτε καί μάς έβ^αν πάλαι αρματωλο^. είχα
τδ Λεοντάρι καί τήν Καρύταινα, έκαμα, 4, 5 χρόνους άρ-
ματωλός. ‘Ο ’Αναγνώστης Κολοκοτρώνης δ’δεται εις τήν
μέθην διά νά άλησμονήση τά συμβάντα. Τδν μεγαλήτε-
ρον του πατρός μου άδελφδ’ τδν έσκότωσαν ει’ς το Λε-
οντάρι επειτα, καί του έπήραν τδ κεφάλ’ (χέρι κομμένο
εις τήν νεότητά, του). *Απδ 4° χρόνων άρχήν’σε, κα’ ά-
πόθανε ε’ς τά 52. άφησε παιδιά 3 αρσενικό, Γμανάκη,
Δημητράκη, Γεωργάκη· άφησε καί έπτά θηγατέραις. Έ­
νας ιχπόΟανε άπδ τδν θεατόν του άπδ εξη ιχδέλφμα του
Πατρός μου.
Ότανε ’μεθα άρματωλοΐ, τά παιδιά μας ήταν ε’ς τήν
Μάνην, ε’ς τήν Καστανιά τήν μεγάλην ε’ς τή’ Μά'νην έπη-
γαίναμε ε’ς Έαΐς σημαντιχαις ήμέραις δταν ε’μεθα άο·
ματωλο’. Εις τήν Μάνην πάντοτε επηγα’ναμεν βοήθεια
ε’ς τδν Μπέϊ Κουμ°υντουράκη, ε’ς τα’ς χρει'αις τους κα’
εβοηΟού:σαμε τδ μέρος τους. Ό Καπετάνΐος Κωνσταν-
= 11 =
της Δουράχης, φίλος του Πατρίς μου καί οι Κυτρινίαρ^ο:.
ανοίγουν *
πολέμους. Ήμεΐς μεν-κτι. Είχαμε κλεισμέ­
νο
* μίαν φοράν τύν Νικόλαον Κ^υτρίννίάρη, τον π°λιορ-
κήσαμεν, και σαν έ τρώγονταν άδελφόξαδελφα έρριχναν
τουφέχΐα εις, τό
* άέρα. Οι Μαν^τες τον ’στενοχώριαν
καί ώμίλησε νά παραδδGή, κα’ι εζήτησε εμί Δέν ίτον νά
παραδοΟη, άλλα νά μέ σκοτώση μέ άπιστ2ά
* εβγ^ έζω
ει’ς του Πύργου τήν πόpτα, και είχε βάλλει τούς άνθρώ-
πους μέσα, νά παραδοΟη. 01 άνθρωποι του μέ άδέΐασαν
εςη τουφε'κία
* εγω ήμουν κοφτά κα! δεν μ’ έπηραν, έπεσα ά-
ποκάτω απδ τον θόλον της πόρτας του πύργου,οί &κοί μου έ-
νόμισαν ότι μέ σκότωσαν καί ήθελαν νά σκοτώσουν τούς .συγ­
γενείς του Κυτρινϊάρη «... άλλοι λέγουν, °χι, νά πάρωμε
τδν θε°δωρον. Ήλθεν ό αδελφδς του Κυτριν:άρη, καί τδν
’πήρα εις τδν ώμονϊ χ’ έπροφυλά-χθηκα., και τήν νύκτα έβα­
λα φωτΐα είς τδν πύργον καί έπαραδόθηχαν· ° a0^c°i w
ήτον μέ ήμάς’ Τότε τά ^ελφιά τους μέ είπαν : νά κάμω

δ Θεός μ* έφύλαξε, τούς χαρίζω τήν ζωήν. ‘Ο Ζαχαρίας


εβοηθουοε τους άλλους* ^λε^ύσα^ κα! έπειτα εσμίγαμεν
έςω’ ’ϋγώ υπε^ήρι^ν τδν Μπέΐν. Ο Μουρτζινος ^tipipew
μέ τδν Μπίιν καί μέ τδν Καπετάνιο τον φ^νμ^υ. Ενα
ή δύο μήιες το καλοκαίρι έπρεπε νά βοηθησω τους δι­
κός μου.
Ει’ζ τούς εςη χρέους έπάνου, έβγαλα τά παιδ1ά μου
εις ένα χωρϊό Γιάνΐτζα πλησίον τής Κ«λαμάτας, διατ'ί
μου ή?Χετο καλητερα διά τήν ^οτροφ^ν. Η Μάνη εφ-
θ^η^ τδν Μπέϊ· ήλθε και δ χεοεμέτ—μπε’ις, διά νά

^υμ^ντουράκι^ς εις τήν Καλαμάτα μέ 6° άνθρωπος, εγω


είχα 18. Μέ ψπόδιζαν νά βοηθήσω τδν Κουμουντουράχη,
αλλά έπρεπε νά τδν βοηθήσω εξ αίτιας τής φιλίας· 3,000
Τούρκοι καί Μανίαται πηγαίνουν χατά του Κουμουντουράχη.
Βλέπω μακράν μπαίρ^α ει’ς ταΐς Καπετανίαις (ψυχικό)··
συμβουλευσα νά μήν πάμε μεσα εις τήν Μάνη, ήθε^καμε νά
πιάσωμε τδ Κάστρο του Κουμουντουράκη 4 ώραις μα
*
κρίά άπ' τήν Καλαμάτα. Οί Καπετανάκιδες χαί άλλοι
Μανιάτες μας πολέμησαν, έλαβώθηχα .. .. τδ άλογον .. ..
λάφυρα............. πίάνωμεν ένα πύργον................ δ Κου-
μουντουράκης. Έπιάσαμε τδν πύργον, έπειτα διά νυχτδς
άνέβημεν εις τδ Κάστρο. Ή πατζαοΰρες (τής λαβωματιάς)
ήτον μέσα. Ό ΠαναγιώτηςΜουρτζινος χαί δ Χριστέας φί­
λοι πατρικοί τους γράφω ενα γράμμα: μέ χάθε συμβι­
βασμό νά εβγω, νά υπάγω είς τήν Μάνην νά γίατρευθω.
Οί Μούρτζινοι λέγουν είς τδν Σερεμέτ^μπεϊ, νά έβγά-
λουν τούς κλέφταις διά νά άδυνατίση δ Κουμουντουράχης, χαί
ετζι εγελασαν τόν Ιερεμε τ—μπει να εογω εγω απο με-
σα, καί μου είπαν νά έ βγω μέ ολους μου .τους (Ανθρώ­
πους· άνέβαλα διά νά έβγουν καί οί άνθρωποι μου.
Οϊ άνθρωποι μου μένοντας δπισω, δ Πετρούνης έγεινε
μεσιτης νά προσχυνήση δ Κουμουντουράκης καί δέν
παθαίνει τι'ποτες, κα’ί έγώ τούς ε?πα: οταν έλθη δ Πε-
τρούνης νά μή τδν (Αχο^ετε, άλλέως θά σας φάγη μέ α-
πιστίά. Ό Κουμουδουράχης δέν ήθέλησε. Έκαμε τραττάτο,
έβγήχαν οί διχοίμας. Ό Κουμουνδουρά χης έπαραδοθηχε
καί τδν 'πήρε ή αρμάδα σχλάβον έγίατρευθηκα, έγώ
έπήγα εις τδ (κρματωΜκι μου. Μου έπεσαν οί προεστοί
καί δ Κύρ Γϊάνης (άεληγΐάννη;), καί μου λέγουν; δέν εί­
ναι καλ>δν νά κιν^νεάης εις τήν Μάνην, καί νά . φέ'ρης τήν
φαμίλιαν σου εις τήν Καρύταινα. Τά έβγαλα τά παιδιά μου
= 13 —
εί; τήν Καρύταινα, χαΐ έκοτοίχησα εις ενα χωρώ Στεμνίτζα.
—· Εβγήκε φερμάνι νά μας σκοτώσουν χαΐ τους δυο Πετι-
μεζα κι’ εμέ, 1802.—ένας βοϊβοδας τής Πάτρας ένήρ-
γησε αυτά — τό φιρμάνη έλεγε: Ή τούς δ ύο ημάς ή τά κε­
φάλια τών Κοτζαπασίδων. Ό βεζύρης τής Τριπο-
λιτζάς κράζει τόν Πατέρα του Ζαίμη καί τδν Κύρ
Γιάνη. Ό Ζαίμης έπήγε, ό Κύρ Γχάνης έφοβεΐτο
* ό Πα-
σίάς τούς έχαμεν δρκον οτι δέν είναι τίποτες δια αύτους·
έγώ έσυντρόφευσα τδν Δελιγίάνην έως είς τήν Τριπολιτζα,
και όταν άναχώρησε μέ είπε δ Δελιγίάνης ....., τού είπα:
δέν τό πιστεύω, διά ήμας είναι τδ φερμάνι
* μου άποχρίθηκε:
μήν φοβεΐσθε. Έκραξε μόνον τούς δύο δ Πασ|ας, τούς ’διά­
βασε τδ φερμάνι. Νά μας δώσης μουχλέτι (διορία) γιατί
τούτοι είναι άγριοι άνθρωποι. Ό Γ. Ζαίμης, Ασημάχης,
τδν ε’χε τδν Πετμεζά είς τά χέρια του, διατί έπήγαινε, καθη­
μερινώς είς τά Καλάβρυτα
* άλλ έγώ δέν έπήγαινα είς τήν
Καρύταίνα, είς τδ Χασαμπά. Είπαν οί δύο οί προεστοί, νά
βάλλουν τδν άγριον είς τδ χέρι, καί έπειτα τδν ήμερον εύ­
κολα. Ό Δελιγίάννης δρκόνει δύο προεστούς νά μέ σκο­
τώσουν ήτον δύσκολο, διότι ήμουν πολλά προφυλαχτικός·
έσυνακούσθησαν μέ τδν Βελ ε μ β ί τζ α, τδν ορκωσαν πρώ­
*
τα αύτδς άπεχρίθηκε: δέν τδν βλέπω τδν σχοτομον τους,
6α χαλάσωμε τδ Βιλαέτι, αυτοί δέν έβγαιναν άπδ τήν
γνώμην τους. — ειναν φέρει έναν Μπουλούμπαση μέ
Αρβανίταις είς τήν Καρύταιναν
* ύποπτεύθηκα
* έπήγα να
χαιρετήσω έναν προεστόν είς τήν Στεμνίτζα, του λέγω:
τι τδν θέλετε τδν ’Αρβανίτη Ππουλούμπαση, δέν θέλει γένει
ή γνώμη σας. Είς τήν Στεμνίτζαν πάνε Αλβανοί. .. . ·
Υπάγω καί έγώ μέ 50. ’Ανταμώθηκα μέ τδν Μπουλουμ-
^αση, τού είπα: θά μάς βάλλουν νά τζαχίσουμε τα στουρ·
= 14 =
νάρια, τά ήμερα δε
* θα διώξουν τά άγρια
*· ολα φεύγουν δ
σπουργίτης πάντοτε μενει.
Της τύχης ή περιστασις εχείνη *
έφερε & γέρο Κόλιας
νάρχεται μέ τδν υιόν του (τδν Κολιόπουλον) =ρρχετο είς τά
πίστρόφία ή νύμφη του. εγείναμε διακόσιοι
* είς τά μαγούλια
ανταμώνονται οί (άνθρωποι μας. Ό προεστδς ’Αναγνώστης
Μπακάλης άπδ τδΓαρζενίκο, έγέλασε τδν Τούρκο,.. .
χαι μέ έδωσεν ειδησιν· γράφω είς τους προεστούς νά μέ στεπ
λ°υν ε^^σιν άν μέ έπιδου^ωνταΓ πέρνω άπδ τδν Δ η μ ή-
τ ρ η φυσέκια, στουρνάρια = μέ γράφουν ψεύματα. Μέ τά
σπερωματα, μέ 200 νομάτους δ Μπουλούμπασης μάς
'πλάκωσε είς τήν Κερπενή
* μόνον 40 ειμεβα, έτραβί-
χθηκα άπδ τδ χωριό *
έξω κλείομαι είς ένα μοναστήρι
είς τήνΚερνίτζα (άναλήφΟηκα, μ* έχασαν)
* έπλασα
τδν άγριον τόπον
* «σκότωσαν τότε τδν Πετιμεζά είς τά
Καλάβρυτα, καί έστεκαν τδ χεφάλι του είς την Τριπο-
λιτζα. Εις τά Μ«γουλίανα εσχοτωσαμεν τους Ί^ύρκους
(έκαια τά χωρώ). Οί προεστοί βάζουν τδν Κόλ5α, δ* ά
νά προσπέση νά συμβιβάσθoυμε, νά ^υχάσουμε. Μάς
έδωσαν τδ άρματωλώι. Περάσοντας τρεις, τεώσαρ^ς
μήνες δ Δελιγιάννης ήΘελε νά μάς χαλοιση, πλήν δέν
ήμπόρουνε.
Τδν Σεπτέμβριον μήνα επήρα τδ άρματωλίκι. 'Ο Δε-
λιγίιάννης ηυρε τρόπον. — Είχε ^λον είς του Δώλα τδν
Χασά?αγα Φιδ^, και τδν εόαλλε νά μας σκοτωση (μέ τήν
απιστίαν ότι είμεΟα άρματωλοί). Ταις φαμελ^αίς μας ταις
είχαμε είς τοδ Παλουμπα, καί δ Γεροκόλιας έξάνοιξε τήν
^δι^ά οτι ήρχοντο οί ^λαΐοι)· έστειλε μάς είπε δτι
θά έλθουν οί λαλαω
* λαμβάνωντας καί τήν είδησιν, ήμουν
ε’ς ένα χωρίδ, λεγόμενον *
Τυρκοκερπεώ εσυλλδγδύμην
= 15 =
τί τρόπο νά φανερωθή τούτη ή μυστική χ*
νη$κ διά νά
μας βαρέσουν έμεινα δλην τήν νύκτα συλλογισμένος. Οί
Τουρχοι ήλθαν xf έπλασαν δύο δρόμους, 200, χαί 200, να
βαρέσουν μέ χωσίά, εΐχον χ}’ ένα "Ελληνα προδότην,
χαί ήρχετο χαί μας εύρισπε, άν χινάμε ή άν x οι μ ώ μ α
*
σ θ ε' τδ πρωί ήθελα νά στείλω χαταπατητάδες. Τδ πρωί
μας έκλεισαν εις τδ χωριό. ’Εγώ είχα δώσει τά σκου-
τ»ά μου εις ε^α ψυχογιόν. Χαράζοντας τήν αυγήν, βλέπω
τους τούρχους -=— έπιάσαμβ τδ τουφέκι —— κινώντας νά χιά­
σω τήν £άχην κερνούν τδν ψυχογιόν μου 8 βόλια
* δ αδελφός
μου δ Γιάννης λαδόνετοα
* πλειόμεθα σέ τρία σπητια
* *
«
μέθα 38. ε» Έχλείσθηχα είς χαμώγεο. —-έρχονται Οί άλ­
λοι 20Q, μας απόκλεισαν
* πολεμούμε δλην τήν ήμέραν —
Εσκοτώσαμεν χαί ήμεϊς
* τδ βράδυ χάνομε γιουρούσι χαί
έφύγαμε.—Τδν Μάρτην 7 μας ’βάρεσαν ς τά 1804·
Είς τά 1805 πηγαίνω είς τήν Ζάκυνθον
* δ Αύτοχρά-
τωρ ’Αλέξανδρος χάμνει πρόσχλησιν διά νά γραφθούν οί
Έλληνες είς τά στρατεύματα.
Κάμναμεν δλαι μια αναφορά, Χουλιώται, Ρουμελιώτα;
χαί Πελοπονησιοι είς τδν Αύτοχράτορα χαί του ζητουμεν
βοήθειαν διά νά έλευθερωσωμεν τδν τόπον μας
* δ Άνα-
γνωστας ένήργησε νά γίνη ή αναφορά οί Σουλιώται, Ρου­
μελιώτες ήταν στην Πάργαν. *
0 ’Αναγνωσταράς ήλθεν
.......... χαί έγράφθησαν 5000 ς-ρατιώται Πελοποννήσιοι
τά άρματα
* ήλθε ή άπάντησις, τότε έπήγα είς τήν
Ζάκυνθον είς τά 1805 τδν Αύγουστο δμιλώ μέ τδν Άρ-
χηγδν τών 'Ρωσσιχών σρατευμάτων χαί μέ λέγει, δτι δ
Αυτοχράτωρ τδν διέταξε νά παραδεχθή είς τήν δούλευσιν
οσους θέλουν νά έμθουν χαι νά υπάγουν νά χτυπήσουν τδν
Ναπολέοντα. Του άποχρίνομαι οσον διά τδ μέρος μου δέν
= 16 ==
ίμβαίνω είς τήν δοόλευσιν. Τί εχω νά χάμω μέ τον Ρα
πολεοντα; ’Άν θέλετε ο μως στρατωκας διά νά έλευ-
θερώσωμεν τήν πατρίδα μας σέ υπόσχομαι χαί 5 χαί 10
χιλιάδας στρατιακας’ μία φορά εβαπτισθηχαμεν μέ τδ
λάδι, βαπτ ιζομεΘα καί μίαν μέ τδ αίμα χαι αΜη μίαν διά
τ^ν ελευθερίαν της πατρίδος μας. μένω 15 ήμέρας είς τήν
ΖάχυνΘον, δεν συμφωνώ, άφίνω 28 απ° τ°υς συνέδρους
μου χαί τδν Νικήτα άνεψιο μου χαί του Γιοίννη Κολ°χο-
τρώνη αυτου. Τά άλλα ?Ελληνιχά στρατευματα γράφον­
ται χαΐ πηγαίνουν είς τήν Νεάπολι. Οί Τουρχοι βλέπουν
αυτά τά χινήματα χαι γράφουν άναφΟράς είς τον Σουλ-
τάνον χαί του εξηγουν τάς υποψίας των. Ό Σουλτάνος λαμ-
βά>ει τήν ιδέαν νά χοψη τδν λαόν. Ό Πατριάρχης χάμνει
παρατηρήσεις χαί λέγει τί πταίει δ λαδς ; νά σχοτώσωμεν
τους πρωταιτίους, τους χαχους, χαί τδν άντισχόβη. ‘Η
αναφορά των Τουρχων συμφωνεί μέ τάς πληροφορίας του
Καμπινε^υ τής ^Μιας, δτι νά χαλάσουν τους Καπε-
ταναίους τους λεγομένους χλεφτάς Ιχαί τοδς Κ^απεταναίου
τών χαραβιών, διά τί μία ημέρα Άιμπορουν νά χάμουν
έπανάστασιν. Τότε χάμνει ένα φερμάνι δ Σουλτάνος νά
σχοτώσουν τους χλεφτάς. Άφοριστιχό ^χεται του Πα-
τριάρχου ?διά νά σηχωθή δλος δ λαδς, χαί έτζι έχινή-
θηχεν δλη ή Πελοπόννησος Τοίχοι, χαί ’Ρωμαίοι χατά
τών Κολοχοτρωναίων. Τον Αυγουστον υπήγα εις Ζάχυν
θον’ τον Σεπτε'μβρι έβγήχα έξω, χαι Ίαννουοφων 1806
ήλθε τδ διάταγμα χα’ι μας έχυνήγησάν, δ Πετιμεζας, δ
Γιαννίας χαί δ Ζαχαρίας ήτον χαϊμένοι πρτήτερα, χαί
ε.υρέθηχα μέ μόνον 15°.
Έπήγαμεν εις τδ Μον^η^, Βελανιδ;ά, πζ,ησίον τής
K.άλαμάτάς, χ^ άπεχεί έσκώα ενα Τ'ρά^μα του Ήγ«υ-
*
μενού διά νά μου στείλουν ζωοτροφίας τδ γράμμα τδ
έπιασαν οί Τούρκοι
* και δ Δελιαχμέτης ήλθε και μας
έπολιόρκησε μέ 1ΟΟΟ, έτραβιξαμεν τά σπαθιά καί τούς
*
έχαλάσαμεν τούς έπηραμε κυνηγώντας εως εις τήν Κα­
λαμάτα, έπήραμε τάς σημαίας τους κα! έσχοτώσαμεν
πολλούς.
Αυτός δ Δελιαχμέτης ήτον περίφημος εις τήν ‘Ρούμε­
λη, έκατατρε'χθη άπδ τδν Άλή-Πασά κ’ έκατε'φυγε ε’ς τήν
Πελοπόννησον. Ό Πασάς τοΰ τόπου τδν έσωζε 500 χάρ-
τζια (μισθούς) διά νά κυνηγάη τούς κλεφτάς
* έγώ σάν
τδ έμαθα είχα 80, κα! έπήγα επίτηδες διά νά δοκιμάσω
τήν δύναμιν του είς τδν ’Άκοβο (Σαμπάζικα), και έφοβή-
θηκε νά πολεμήσημέ ημάς. Έπήγαμε είς τήν Βλαχοκερα-
σΐά καί τήν έχαλάσαμε ώς ιδιοκτησία τοΰ Χασεκή, όπου

χαι έβγήχαμεν, τούς έχυνηγήσαμεν κα! έτρόμαςαν νά γλυ-

χαστρο, άνάμεσα Μηλιά κα! Μποΰτζα (τής Μεσσηνίας).

Αλλη μία φορά έφάνηκαν είς τοΰ Μαρμαρία (Βρουστοχω-

® ανεψιός του ΝτελΙ-’Αχμέτη, κα! άφου έγύρισεν εις


τοΜ μπάρμπα του τδν έοτυσε γϊατ! δέν έπολέμησε, και

2
= 18 =
(χαλάσαμε έπηγεν δ Ντελί-’Αχμέτης d; την Καλαμάταν
καί έχάθησε τρεις μηνας. Έχει φοβούμενος μίπως πάγωμι
καί τούς χαλάσωμε, έγραφοφορισθηχαμεν μετ’ αυτόν, καί
(πειτα έπηγεν δ Ντελι-αχμέτης εις τον Πασα και του ε!-
πεν δτι δεν είμπορουμεν νά τούς χάμωμε τίποτες, αλλά νά
τούς δώσετε τδ άρματωλίχι διά νά ^συχάση δ κόσμος,
χαί έτζ» άπερασε (κείνος δ χρόνος.
Έμάθαμεν δτε ηλθε τδ Συνοδικό χαί τδ Φερμάνι· I-
μάζωςα ολους εως 150 καί τούς είπα, νά άναχωρησω-
μεν νά παμεν είς τ^ν Ζάκυνθον· αυτοί αφού ^χουσαν δτι
οί 'Ρουσσοι είχαν πάρει ολους τούς "Ελληνας καί τούς
(πηγαν ε’ς την Νεάπολι, μέ άπεχρίθηχαν ολοι μέ (να
στόμα: δτι ημεΐς δέν πηγαίνομεν εις την Φραγκιά καί
θέλομε ν* άποθάνωμεν (πάνω εις τί)> πατρίδα μας.
Ό άδελφός μου δ Γιάννης μέ είπε οτι θέλω νά μέ ©ά­
γουν τά όρνεα του τόπου μας. Τούς έδωχα άλλη μία
γνώμη, νά χωρισθούμε είς μπουλούκια από 5, άπδ 6,
νά κρυφθούμεν καί έτζι ν’ άπεράση δ Γεννάρης, δ
Φλεβάρης καί δ Μάρτης οοον νά λυώσουν τά χιόνια,
καί τότε συναζόμεθα κα'ι περπατούμε καθώς καί προτη-
τερα
* χαί αύτδ τδ πρόβαλα, διότι είς τρεΙς μηνες
ηθελον σχορπισθουν τά δρδιά και εγλυτώναμεν άπ’
εκείνον τδν κίνδυνον· αυτοί μ’ άπεχρίθησαν: δτι δέν πάμε
νά εςοδείσωμε τά λίγα γρόσια δποΰ έχομε, διατί οί κα-
πβτβναιοι έσε:ς περνετε άπδ τάς επαρχίας- και εγω τούς
είπα, δτι: κάμετε τούτο καί όταν τόν Μάρτη σμίξωμεν
τούς αποζημιώνω είς δσα εξόδευσαν. Αυτοί δέν ακόυσαν
καί ετζι έκηρυχθηκαμεν μέ την σημαίαν ϊάνοιχτην είς ολας
τάς δυνάμεις τού Μωρεως. — Ή σημαία είχε ένα X, είχε
καί άστρα καί φεγγάρι —- Τούς Κοντσαμπασίδες τού Μω-
= 19 =
ρέως τούςεί/αν ένέμειρον είς τήν Τριπολιτζα
* τους φίλους
μας δπου εΐ/αμεν εις τ^ν Μάνη καθώς ^υμουν-ίουράκ^ες,
Μούρτζινους και λοιπούς, τους εΐχεν ο Άντωνόμπεης εξορί­
σει εις την Ζάκυνθον, χαί δέν είχαμε -πλέον καταφύγιο/
εις τήν Μάνη. Και τα βουνά ηταν γεμάτα χιόνια καί δέν
είμπορούσαμε νά παμε, άμή 30 εχωρισθηκαν κατά τά
Πηγάδια καΐ οί άλλ°ι άνοίξαμεν μπαϊράκι κ·αΙ ετραβήξαμεν
κατά τόν "Αγιον Πέτρο
* έστεΐλαμεν είς τά Βέρδενα νά
μάς στείλη ψωμί και ζωοτροφίας, καί αιίτο’ι μάς άπο-
κρίθησαν: έχομε βόλια καί μπαρούτι, καί έπηγαμε καί
τους 'χαλάσαμε. 'Από έκει άπεράσαμεν πίσω είς τά Σαμ-
πάτζικα
* τότε έπρόσταξε β Πασσας ολαις ταις έπαρ-
χιαις βιά νά έβγουν Τούρκοι καί ‘Ρωμαίοι νά μάς
βαρέσουν.
’Από Σαμπάζικα έκατεβήκαμεν είς τό Μοναστήρι τής Βε­
λανιδιάς, καί έστείλαμεν εις τήν Καλαμάτα νά μάς στείλη
ψωμί καί οουσέκια, καί οι Καλαματιανοί έφοβουντο νά μας
*στείλουν ήμεΐς έκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα εις
τήν Καλαμάτα διά νά κτυπησωμεν τούς Τ°ύρκ°υς' τότε
οί προεοτοί μάς έφερον ο' ιάιοι ζαερέ καί μ^ρ^ό^ο
καί στουρνάρια εις τδν Αγιον Ηλια πλησίον τής Βαλα­
νιδιάς
* άπδ εκεί έτραβίξαμε τήν ημέραν και έπήγαμεν
τδ Πήδημαϊ σιυνορο Καλαματας, καί τδ βραδυ επήγα-
μεν εις τά Τζερερεμία· Μία ώρα μακρυά άπδ εχεΐ &που ει-
μαστέ ήμεΐς, είς τήν σκάλα ήλδε δ Κεχαΐα μπεης μί
2000 Τούρκους μέ τά παλούκια. Τδ βράδυ έπήγαμεν εις τδ
Αλιτουρι, χαί έκεΐ μάς επλάκωοαν .Λν^υσ^ι, Αεον-
ταρΐτες κα'ί λοιπο'ί εως 70°' ήλθαν τήν (^γ^, άρχισαμί
τον πόλεμο, ημείς έβγήκαμε απδ τδ χωριό, τους πή­
ραμε κυνηγιοντας έως μίαν ώραν μακρυά, τους ε 1 με
1 ’ ' ‘ *
2
= 20 —
4 άτια, πολλοί έπνίγηκαν ε?ς τδ ποτάμι, καί άλλους
έσχοτώσαμε, και έπήραμεν πολλάς ζωοτροφίας και πολεμο­
φόδια.
Ηχούσαν τδν πόλεμον τά στρατεύματα όπου ήταν εις
τή? Σκάλα καί ήλθαν εις βοήθειαν των έδικών των· Η­
μείς δπισωγυρίσαμεν καί έκλεισθήκαμεν είς τδ χωριδ
’Αλεύρι, καί έπολεμήσαμεν δλην τήν ημέραν, καί τδ
βράδυ έτραβήξαμε τά σπαθιά καί έπήγαμε κατά τής Άρ- '
καδιας τά χωριά· έπήγαμεν εις ένα άπδ τά χωριά, καί
εύρήκαμε 300 Τούρκους μέσα καί δεν είμπορέσαμε νά
πάρωμε ψωμί. Οί Τούρκοι αφού έπήγαν εις τδ Άλι-
τουρι βλέποντες τδν τορόν μας έγύρισαν και ήλθαν άπδ
κοντά γυρεύωντάς μας. Ό Κεχαγιάς άργησε νά παλουκώνη
τους Χριστιανούς (γίατάκηδες), διά νά δώση φόβον εις τδν
Κόσμον. 'Ηλθαν οί Τούρκοι έπάνω μας, ήμεΐς έφκίάσαμεν
ταμπούρια γΐά νά τούς πολεμήσωμε. Οί Τούρκοι ήταν εν­
τόπιοι και μάς έστειλαν νά φύγωμε, διότι μάς έφοβούντΟ
άκόμη. Έφύγαμεν άπδ έχει και έπήγαμεν εις τά Κοντοβού-
νΐα διά ψωμί και έπειτα έπήγαμεν εις ενα βουνο νά λημερία-
σωμεν' έστείλαμεν εις τούς φίλους μας διά νά ευρουν καΐκια
νά έ'μβουμε νά φύγωμε, καί μας άπεκρίθηκαν οτι τά καΐκια
άπδ τδν Πύργον έως τδ Νεόκαστρον τά έχουν εμποδισμένα
δλα διά νά μήν ’περάσωμεν εις τήν Ζάκυνθον. Έγυρίσαμ»
τότε εις τά Μεσόγεια τής Πελοπόννησου’ μας έπήραν άπδ
κοντά οί Τούρκοι, έπέρναμε ψωμί αρπαχτά. Εις του Ψάρι
μάς έφθασαν οί Τούρκοι καί έπολεμήσαμεν δλην τήν ή­
μέραν. Οί συντρόφοι μου άρχισαν νά φεύγουν άποστάνε,
επειδή καί δλαις ταις ήμέραις έπολεμούσανε καί τήν
νύκτα έπεριπατούσανε
* χαί μάς έφυγαν έως 40, καί άπδ
100 εμείναμε GO. Τή? άλλην ήμέραν έπήγαμεν εις τδ
ΑίΟντάρ: άποπάνου, χαί μας εύρηκαν ' πάλιν άπο έχεΓ-
Ερυγαμεν διιχ τά Σαμπά.ζιχα, ευρήκαμεν εκεί μία τε-
τρακοσαρΐά τουρχοιυς, ,ίνω ενομίζαμε οτι °έν 0ά ευρωμι.
Επ°λεμησαμε χαι έχει μέ τους Τούρκους. Έσω-
σαμε τά ρουσέκια, το ψωμί Ολίγο. Το βράδυ τούς είπα:
οτι Οέν ευμπορούσαμε νά ζούμε ολοι μαζί, άλλά νά δια-
μαρασΟούμε· χα! ετζι εχωρισθήζαμε λέοντες δ ένας τδν
άλλον: καλη άντάμωσι εις τον Κόσμον τον άλλον· κρά­
τησα μόνον 19 συγγενεΐς μου και ενα Καπετάν Γιώρ­
γο δπ°ύ δέν είχε πού νά υπάγη. Εις 15 ήμέραις δέν
έμεινε κάνένας άπδ έκείνους δπου έχώρισαν άπο εμένα·
άπδ τούς 19 °,0 μου πρώτα έξαδέλφία μήν ημπορωντας
πλέον νά βαστάξουν την πείναν και τούς κόπους (άπο-
στασίλα) εχρύ©9ησαν, και είς όλίγας ημέρας τούς ευρη-
Χανε καί τούς έσκότωσαν καί έμει'ναμε 17. Μήν ήξευ-
ροντας, επήγαμεν χ’ έλημερίάσαμεν άνιχμεσα είς τρεις
Χαγανίαις. τύχη μας έκαμε καί δέν μας είδαν παρά
τδ βράδυ καί έξανασάναμεν ολίγο. Μας εύρηκαν, εκτα-
θήχαμεν υποχρεωμένοι νά περάσωμε ώνψεσόν των πολε­
μώντας καί νά γλυτώσωμε κ<’ άπ’ αυτόν τδν κίνδυνον.
Τήν νύκτα Τραβήξαμε κατά τδν κάμπον του Λεοντα^ο^
^Χανσαμε πολλαίς μπαταριαΐς και £περταν άπδ °λα τά
Fep> καί δέν ήξεύραμε τί ήτον. Ή μπαταριά ήχον σημειον
oy εδώθεν υπάγουν οι κλέρται. Τήν νινκτα έπήγαμεν εις
w Λνε^^οδ°ύρ1 διά ψωμζ εύρ^^(Ζ|Λε μόνον ταις γυναίκαις
Χ®ι οί αν°ρες ήτανε €ι’ς τά Δ ι ά σ υ λ α, και έρύλαγαν μέ
xoucc Τ°ύρκ0υς. Τά σκυλιά δπου άλίκτααν έδωσαν ύποψί-

βν, ηλθ»^ ° Τούρκοι κα! μας’πολιόρκησαν


* "Οταν έζύγω-
βαν d Το^χ^ άρχη®αν τά σκυ^ νά γαυ^ουν, εκατά-
^v°v καί έγώ οτι ήλθαν Ίοΐίρκοι, τότε «πήρα ταΐς φαμή-
= 22 =:
λ;αις μαζί έως οχΰυ δπου ηυρα ά^ιχτδν τδν δρόμον,
ταις άφήκαμε καί έπήραμε τήν Δημοσιά της Τριπολιτζάς
και επηγαμε εις τό Βαλτέτζι άποπάνω νά λημερϊάσωμε. Ή
γυνοΓκες του χωρίου μας (γνώρισαν κα'ι ευθύς έδωκαν παν­
τού τήν είδησιν δτι: εδώθε πάγει δ Κολοκοτρώνης, καΐ
μάς επήραν κυνηγώντας. Το δειλινά εφύγαμε καί έστρε­
ψα κατά τήν Καρύταινα, καί, διά νά μήν γνωρίσουν τόν
τορό, άπδ πέτρα εις πέτρα έπήγαμεν εις μίαν στάνη, καί
μάς είπαν πώς ήτον γεμάτη Τούρκοι. Τότε άπεφά-
σισα νά γίνωμε εις 4 μπουλούκια καί νά ύπάγωμεν εις
φίλους νά κρυφθούμε. Ο 'Αντώνιος δ Κολοκοτρώνης μέ
άλλον έναν έζρύφθηκε εις τους συγγενείς μας, τον Δημη *
τράκη Κολοκοτρώνη μέ άλλους 3 νά πάνε νά κρυφθούν
ιίς τήν Βυτίνα, δπου είχαμε συγγενείς, κα'ι τόν αδελφόν
μου Γιάννη μέ άλλους 4, νά ύπάγη άποκάτω εις τήν Δη-
μητζάνα δπου ε’ν’ ένα χωργίδ διά νά τους κρύψη ένας
πιστός φίλος δπου είχαμε. Ό ’Αντώνης (γλύτωσε καί
σώζεται έως τήν σήμερον. ‘Ο Δημητράκης έκάΟησε δυο '
ήμέραις είς τήν Βιτίνα, έφυγε άπδ έκει. Του Δημητράζη
του έκοψαν τδ κεφάλι καί τδ χέρι, τόπαρ^ησίασαν ώς
’δικό μου,επειδή είχε γράμματα. ‘Ο Γιάννης δέν
εύρε τόν φίλον του, έπήγε εις τούς Αίμυαλούς, .μο­
ναστήρι, του έδωχε ένας καλόγερος φαγί καί έπειτα έπήγε,
έδωσε είδησιν εις τούς Τούρκους, έπήγαν, τον 'πολιόρκησαν
εις τον ληνόν καί τόν (σκότωσαν. ’Εγώ έμεινα μέ άλλου
τέ'σσαρους, έπήγα ε’ς ενός φίλου μου προεστού εις τό Πυρ-
γάζι, ονομαζόμενον Κύρ Παρασκευά, εύρηκα τδ παιδί του,
επειδή α’υτόν τόν είχαν εις τήν Καρύταιναν, διά νά κρυφθώ.
’Εγώ σάς έφύλαγα τοσον καιρό, τώρα πρέπει νά μέ φυ-
Γεννάρης. Είκοσι ήμέραις έμείναμε ζωντανοί άφότου μας
κατέτρεξαν. Αυτά τδ παιδί έδωσε ειδησι του Πατρός του·
Και αύτδς έπήγε είς τήν Βυτίνα χαι έπήρε τους Τούρκους
διά νά τούς ©έρη εις τήν τρύπα, νά μας πιάσουν, αλλα ήλθε
έμπροστά διά νά είδη άν είμεθα έχει άκόμη
* ήτον αρμα­
τωμένος, τδν έρώτησα: κάτι αρματωμένος Ζαχαρία; τοΰ
είπα, καί έβαλα ευθύς υποψία
* τοΰ είπα: βρέ να μη μας
έπρόδωσες; αύτδς μοΰ άπεχρίθη, δέν γίνεται αύτδ. Ενω
έπήγαινε αύτδς νά τούς 'μίλήση έγώ μέ τοΰς άλλους 4,
έπήρα τδ βουνδ, χαί μας έκυνήγησαν δλην τήν ήμέραν.
Η τύχη μας έκαμε χαι δέν ήτον πολύ χιόνι είς τδ βουνδ,
χαι έμπορούσαμε νά περπατούμε
* μάς έκυνηγοΰσαν δλην
τήν ήμέραν έως τδ Ζυγοβίστι, Εκείνην τήν ήμέρα εσκό-
τωσαν τδν αδελφόν μου καί έκαμαν χαραΐς οί Τούρκοι
* εύθύς
έκατάλαβα, δτι τούς έσκότωσαν, άροΰ ηχούσα ταΐς μπα-
ταριαις, τδ σημεΐον τής χαράς των. Έτράβιξα λοιπδν δια
τήν Λειοδώρα είς τδν γερο-Κόλια καί Δημήτρην γαμβρόν
μου, τούς είχαν ένέχειρον εις τήν Καρύταινα καί δέν εύ­
ρηκα παρά μόνον τδν άδελοον του τδν Γεωργακη εις τήν
Στάνη
* ώμίλησα τού Γεωργάχη, μάς ερερε ψωμί, καί
τδν είπα: νά ύπάγη εως είς τήν Ζάττουνα
* έμαθε, οτι ε-
σκότωσαν ολους τούς έδικούς μας. Οί Τούρκοι τοΰ έδω-
καν μία διαταγή είς τούς Ψαραίους, Παλουμπαιους καί
λοιπά "χωριά, οτι άν σκοτώσετε τδν Κολοκοτρώνη, νά η
ναι τα χωριά σας τόσους χρόνους άσίδοτα, και άν δε
*
τούς σκοτώσετε, άπδ 7 χρόνους καί άπάνου θέλει του;

«».« δέν εϊμτ,ορ-ϊ ζα«®ύγ«ι, tl|4 *1« Κίλ’ιίους,


= 24 =
καί διά τούτο ίχαμαν αυτήν τήν διαταγήν. Ό Γεωργάκης
μέ έσμιξε καί μ' έδ'ηγήθηκε τά πάντα και έτζι έφυγα,
και άκούσθ/ικα εις τήν Λαγκάδα. Έπήγαμεν εις του Χρυ-
σοβίτζ), Καλύβα, έσφάξαμε ενα αρνί, έκει μας έπρόδωσαν
*
έπήγαμεν έπειτα εις τους ’Α ρ α χ α μ ί τ ε ς, εύρηκαμε τους
Τούρκους, έφύγαμε, έπήγαμε εις τδ Μοναστήρι τής Καλ-
τεζιας, βροντούμε τήν πόρταν καί μέσα ήταν 200 Τούρ—
κοι. Μάς έκατάλαβαν, μάς έπήραν κυνηγώντας, καί έφ-
Οασαμεν κατά τήν Καλαμάτα, τά Γιάννντζα, οπού ένας
σύντροφός μου ονομαζόμενος Μακρυγίάννης από τήν πει-
ναν των τεσσάρων ήμερων, άποστασε και δέν είμπορούσε
πλέον νά περπατήση’ εύρήκαμεν παντού Τούρκους καί δέν
είχαμε πού νά σταθούμε, νά πάρωμε καί τρόφημα.
Εις τήν Γιάνιτζα ήτον δ ’Ρουμπής μέ μ^ά τετρακοσαριά
*
Μπαρδουνίώτας έμβήκα μέσα είς ένα σπήτι, και ευρίσκω
Τούρκους’ αγάλια αγάλια σηκωμέ’νο τδ τουφέκι έγύρισα
δπίσω χωρίς νά μ’ εννοήσουν, διότι έκοιμούνταν, έπήγα
είς άλλα σπήτια, πλήν εύρηκα Τούρκους παντού’ είς τήν
άκραν τού χωριού, έπήγα είς μφά; Κουμπάρας μου σπήτι
καί μάς έδωσε τρεις οκάδες ψωμί, καί τής έδωκα ενα
φλωρι βενετικό. Έτραβήξαμε τότε είς τήν Σέλ ιτζα. Τδ
ψωμ’ί μας επώασε είς τήν κα^:^ και δέν ήμπορούσαμε νά
περπατήσωμε, ’Απδ τήν Σέλιτζα έπήγαμε είς τήν μεγά-
λην Καστανίτζαν, στού Καπετάν Κωνσταντή Δουράκη όπου
ήτον εμπιστευμένος μου, επειδή έζει προτήτερα είχα τήν
φαμίλιαν μου, καί τδν είχα συμπέθερο. Είχα άρραύ'^'κ^-
σει μία θυγατέρα μου μέ ενα παιδί τού Δουράκη. Ό Άν-
τωνόμπεης τής Μάνης μάς έκυνηγούσε καί εκείνος. ’Απδ
τούς 5 οπού είμεθα, ήταν οί δύο Μανιάτες, καί έφυγαν
είς τά σπήτία τους, κα'ι έμεινα εγώ καί άλλοι δύο ΊΡου-
= 25 =
μελιωται. Έχάθησα κρυμμένος ένα μήνα εις τδ σπήτι του
Δουράχη. Ήλθε ένας Νικήτας άπδ του Τουρκολεχα χα!
μέ ηύρε μέ μία είχοσιπενταρϊά, χαι του είπα: να εύροΰμε
καίχι χα! ν’ άπεράσωμε είς τήν Ζάκυνθο. Αυτές ένομιζβ
οτι δέν είναι πλέον φόβος δια νά υπαγη εις τό Μεσό­
γειόν του Μωρέως, χα! έγύρισε όπίσω. Ο! Τούρκοι, τούς
έσχότωσαν ολους, μόνον ένας επίασθη ζωντανός, ο όποιος
έπηγεν είς τήν Τριπολιτζάν τόν έζήτησε έχει ο Πασάς: άν έ-
σχοτωθηχαν δλοι, καί αυτός τού άπεκριθη οτι ολοι έχάθηχαν
εκτός άπδ τόν θεοδωράχη τόν Κολοχοτρόνη. Γοτε δ Πασάς
έθύμωσε κα! έκοψε κάμποσους Τούρκους κα! Ρωμαίους δ
πού έβεβχίωναν δτι δ θεοδωράκης ήτον χαμ ενός. Αυτή η φη-
μη τού χαμού μου έκαμε να ησυχάσουν τους Τούρκους.
’Αφού τδ έμαΟεν δ Πασάς, δτι έγω ζώ ακόμη xat εί­
μαι είς τήν Μάνη, έστειλε τον Παπα—ζογλου απο τον
"Αγιον Πέτρο μέ 30,000 γρόσια είς τόν Μπέη τής Μά­
νης. Αφού ήλθε δ Παπά—ζογλους εις τήν Μάνη, εχραζε
τον Καπετάν Κωνσταντή Δουράχη είς ταις Κυτρίαΐς’ εχεϊ
τού είπε δ Μπέης, σου δίδω τόσαις χ^άδες δ<ά νά δό­
σης τδν Κολοχοτρόνη: Έλαβα μία σφιχτή διαταγή χα!
μού λέγει, δτι άν δέν πίάσω τόν Κολοχοτρόνη θέλει γρά­
ψω είς τόν Καπετάν—Πασα νά σ’ έβγάλη άπό τδ Μπεϊ-
λίπι. Ό Δουράχης σάν είδε τά γρόσία έστρεξε να μέ πα­
ραδότη. Οί Μανίάται λησμονούν ολα δια τα γροσία
* προ-
τήτερα δ Δουράχης είχε τήν είδησι τού Μπέη, οτι εγω
εύρισχόμουν είς τδ σπήτι του χρυμμένος, κα! τού είχε ει-
~εΐ δτι κρύψετον, διατί δέν συμφέρει νά μή γλυτωση κα­
νένας άπδ αυτήν τήν φαμήλια, άλλ’ αφού είδαν τα γρο-
σΐα τ’ αλησμόνησαν κάνένας δέν μέ ήζευρε, παρα δ Η-

γούμενος τού Μοναστηριού κα! δ Δουράχης, χσι εκαυο-


— 26 =
μουν είς τον Πύργον άπατου. Έστειλε χα: έπήρε δ
Δουράκη ς το παιδί του τδ μεγάλο καί τδν 'Ηγούμε­
νον καί τους έπήρε εις ταίς Κυτριαΐς. Μάρτης ήχον
τότε. Τδν Φευρουάριον είχα πάγει εκεί. Του Ή-
γουμένου του υποσχέθηκαν νά τδν κάμουν Δεσπότη και
άλλα ταξίματα διά νά μέ παραδώση ζωντανόν. Ό Μπέης
μέ έγραψε ένα γράμμα καί μου έλεγε, οτι νά έλθης
νά 'μιλήσωμεν καί εγώ θέλει γράψω εις τδν Καπετάν-
πασα διά νά λάβης τδ πρ-οσκυνοχάρτι καί νά έλθής μέ
τδν Συμπέθερόν σου τδν Δουράκη, καί δ σκοπός του ή­
τον νά μέ π-άση ζωντανόν. "Οταν έπροσκάλεσαν τδν Η­
γούμενον καί το παιδί του Δουράκη υπω^ι^^ύθηκα δτι
κάτι τεχνεύονται διά έμενα, καί δεν ήξευρα τί έτρεχε'
έστειλα λοιπδν ένα παιδί εις την μικρή Καστάνιτζα, έ­
ξη ώραις μακρυά άπδ εκεί δποΰ ήμουν, (εκεί ήχον κλεισ­
μένος δ πατέρας μου). 'Εστειλα εις τδν άνεψιδν του
ΙΙαναγίώταρου , Βασίλη Βενετζανάκου, καί ήλθε διά
νυκτδς μέ άλλους τρεις εις τδ Μοναστήρι δπου ευρι-
σχόμουνα, του είπα τά διατρέγοντα καί δλας μου τάς
υποψίας, του έπρο'βαλα νά άναγωρήσωμεν, μου είπε,
δτι: νά υπάγω δπίσω νά πωλήσω κάτι λάδι ‘καί τδ
βράδυ έρχομαι’ τδ βράδυ δεν ήλθε' τδ πρωί ήλθε δ
συμπέθερός μου μέ τδν Έγυύμενον, έπήγα νά τδν χαι­
ρετήσω τδν ‘Ηγούμενον, τον είπα: καλώς ώρισε, κ;
έκείνος μου έ!πε, νά μή μέ είχε ευρει
* τδν έρώτησα νά
μου είπη τίποτε άλλο, και δέν ήθέλησε. Τδ βράδυ ήλθε
δ συμπέθερός μου με τδν αδελφόν του, δύο συγγενείς
του, καί μου έδωκε καί τδ γράμμα τού Μπέη. ‘Ο α­
δελφός του ύπωπτεύθηκε, καί δέν ήτον μέ τή/ γνώμην
του. Έλαβα τδ * γράμμα τδ έδιάβασα καί έκατάλαβα,
= 27 =

υπάγομεν την ημέραν, όπου θά μα; ιοουν ολος ο Κόσμο;;


αυτδ; μου είπε, ον: ένδυνεσαι Μανιάτικα χαί δέν σέ γνω­
ρίζουν δ άοελφός του μου έκαμε νόημα νά ήμαι προσ^χ-
τικός· του; άπεκρίθηκα ότι νά συΛλογισθω εω; το βρά°υ
έκαμα τδ μ,εσημερι την άπέχ-ρτσιν, gu εγω είμαι έόι_
χό; σα; καί αλλη φορά 0ελει ελθω νά σά; προσχυνησω,
χα! εγω είμαι έδικό; σου και νά μέ εχη; τήν εγν°ίά
μου. Τδ γράμμα τδ έ'δωκα εις τον Δουράκη’ αυτό; το
έπήρε τδ γράμμα, τδ άνοιξε, καί είδε δτι δεν ήθελα να
υπάγω, χαί τότε αποφάσισε νά βάλη εί; τδ κρασί άφίονί.
‘Η γυναϊχά του καί ή αδελφή του τδ είδαν, καί τδν έ-
πήραν άπδ κοντά έω; τδν Πύργον’ ένα; άνθρωπό; μου
ηκουσε την γυναίκα του Δουρακη νά του λέγη του άν-
δρό; τη;: τί είναι αυτδ Οπου 0ά κάμη;, δέν ένθυμάσαι
τά καλά του Θεοδοωράκη ; χαί αυτό; την έβριζε. ’Επηγε
μέσα, με έπρόσφερε τδ κρασί, εγώ, μέ εδωσεν είδησιν δ
άνθρωπό; μου, και, όταν μου έφερε τδ κρασί, έγώ έκλότζισα
τδ κανάτι Οπου είχε τδ κρασί, καί τδ έχυσα, καί του
£ϊπα; τι θέλω έγώ τώρα κρασί, καί του είπα καί Οτι
θά φυγω. Μέ έπαραχίνησε νά υπαγωμεν ει; τδ σπήτι
1 I I Λ / 5
του νά πιουμε πρώτα κρασί καί έπειτα νά φυγω, αυτό;
επηγε δμπρδ;, ειδοποίησε του; ανθρώπου; νά η^αι έτοι­
μοι νά τραβίξουν απάνω μα; ενώ έμεΐ; έπίναμεν τδ χρασι.
Ο αδελφό; του δεν μά; άφηκε νά πάμε, εμπόδισε τα
σκυλιά νά φωνάξουν, χαί έφύγαμε. ’Αφου τδ εμαθε δ
Δουράχη; αυτδ, έκραξε του; χωρΐανου;, χαί του; έπρΟ-
= 28 =
σίλη, μέ τδν δποΐον είχα συμφωνήσει *
νά φύγουμε άπο
exec έτραβίξαμεν ε’ς τά χωριά του Πασαβά, εις ένδς
άδελφοπητού μου το σπήτι’ έχει μα; έβάσταξε 2 ήμέ-
ρας· τδν έστείλαμε χαϊ έπήγβ νά εύρη του Τζιανετάχη
την μάνα, ή οποία η τον θυγατερα του Παναγ^τ^φου,
Τής είπαμεν, νά υπάγη ή ιδία νά εύρη χαίχία ει’ς τδ
ΜαραΟωνήσι διά νά βαρχαρισθοΰμε διά. το Τζηρίγ°. Εις
3 ήμερας έπήγαμεν μαζί) μέ την Μαρία, Μάνα του Τζα-
νετάχη, χα’ έβαρχαρισθήχαμε, ανάμεσα Μαυροβουνι χαί
Μαραθωνήσ
** μόλις εχάμαμε πανιά, χαί έφύσηξε ένας
βορ)ά;, οπου δέν μάς άφησε νά προχωρήσωμε
* ήτον ξη-
μερόνωντας των Βαίων. Έπ^σαμε είς τήν Ηυλήν, έ-
χάμαμε πάλι πανιά, χαί μάς εμπόδισε ο ενάντιος άνεμος,
χαί άράζαμεν εις τδ Έλαφονήσι. Έπήγαμε τέλος πάντων
εις τδ Τζηρίγο μέ μϊ,ά μεγάλη φουρτούνα χαί αράζαμε
εις ενα χωριό, Ποταμό λεγόμενον, έχει ευρήχαμεν εναν
άπδ τούς Γ ι α τ ρ α χ α ί ο υ ς χαί μάς είπε, ότι §έν χιχ-
μνει νά φανερωθήτε μέσα εις τήν χώραν ώς Κολοχοτρώ-
*
νης έπήγαμεν εις τον διοιχητήν του Τζηρέγου Άρβανητά-
χην λεγόμενον· ενα παιδί μάς έγνώρ’σε άπδ τον Πύργο
*
χαι έχαθήσαμε έχε? τήν μεγάλην πέμπτην έφθάσαμεν.
Ό Πρύτανις μάς έμάλωσε, διατί ειμεθα αρματωμένοι.
Έπήγα είς τδν χομαντάντε τδν ‘Ρώσσο, του έδιηγήθηχα
μέ τήν αλήθεια ποιοι ειμεθα, πως έχαταντήσαμεν, χαί έτζι
διέταξε νά μάς περιποιηθουν χαί νά μάς δώσουν απ’ ολα.
Μ>ά φορά έπήγα ει’ς τδ πανηγύρι τής 'Αγίας Μ°νής,
αυτό τδ Μοναστήρ’ ήτον μεγάλο χ^ έχαλάσθη ε’ς ιήν
πρώτην Τουρχ’ά’ όταν έπέρασα, ήτον μία μάνδρα γαλασ-
μένη χαί σχεπασμένη εχχλησίά μέ χλάδους Ανδρών τό­
τε έταζα, οτι: ΒΙαναγί'α μου βοήθησε μας νά έ^υθερω-
= 29 =
σωμεν τήν Πατρίδα μας άπδ τδν Τύραννο, χαι να σέ φχίαυω
καθώς κα’ ήσουν πρώτα (1SO3). Μέ έβ°ήθησε, καί εις
τδν δευτερον χρδνον τής επαναστάσεώς μας έπλήρωσα τδ
τάμα μου και τήν έφάχασα. Αυτδ τδ είδος τής ζωης ό­
που εκάμναμ£ μας >βό'ηθ,ησε πολύ ε'.ς τ^ν έπαναστασι, δίοτ!
ήξευραμεν τά κατατοπ^σ, τους δρόμους, τάς θέσείς, τούς
ανθρώπους
* έσυνηθίσαμεν νά χαταφρονουμεν τους Γουρ-
κους, νά υποφέρωμεν τήν πείναν, τήν οιψαν, την κακο-
πά°Ίαν, τήν λέρα, ;κα’ καθεξής.

Ζάκυνθος 1806. Έπήγα είς τήν Ζάκυνθον τ°ν Μά'ΐ.


Μετά ενα μήνα διατριβής έμαθα 8τι ήρθε ε’ς τδ νησί 0
Χτρατηγδς των ‘Ρώσσων Παπαδδπουλος, κα. μέ έκραξε
ς' τους Κορφους για νά μου προβάλλη νά έμβω εις
τήν δούλευσιν, χα. του είπα, οτι: δεν έμβαίνω ει’ς τήν
δουλευσίν, δ’δτ’ έχω σκοπόν νά υπάγω πάλιν ε’ς τδν Μω-
ρέα, γχά νά εκδικηθώ διά τδν θάνατον των συγγενών μου
και διά τάς ζημ.ας όπου έλαβα, κα. δεν είμπορώ νά
κάμω δρκον καί έπειτα νά γίνω επιορκος μέ τδ νά φύγω
κρυ©ίως· κα’ έ·τζι έπέ'στρεψα ε’ς τδ Κάστρ°, κα’ εχαθησα
10 μήνας χωρ’ς δουλευσΓ εΐγα δώση γράμμα ε’ς
τή* ψαμηλί.ά μου μέ ενα Μαγουλιαν’τη .ΡοντιχΊ, γΐά νά
μου φέρη ζςο β;δ εΐγα ε’ς διαφόρους άνθρώπους, κα’
εκείν°ς έπήγε, τ° εμαρτυρησε του Ντ^ι-γίάνη’ ° Ν^λι-
ϊ’ανης τσδ Βόσνια, κα’ ετζι εγάθηκαν °λα μου
τά πράγματ«ά 1807. Όλα τά στρατευματα, τά Καπε-
τά κλέφτικα τής ‘Ρουμελης είχαν καταφυγε’ είς
*
Τή' Έπτάννησον άπδ τδν ίδιον κατατρεγμόν τδν ε&κον
μου. Ή ‘Ρωσστα έχήρυξε τ<δν π°λεμον τής Τουρκίας ,
Χα’ δ’ετάχθησαν ^α τά στρατεύματα νά εβγουν ε’ς τήν
Ρουμελην διά νά χτυπήσουν τους Τιώρκους. Εδοκίμασα
=
* 30 ==
ζα' εγώ νά υπάγω εις τήν Άγίά Μαύρα οπού εύρίσζοντο
ολοι αυτοί, νά πάρω μερικούς και νά εβγω εις τήν Πε­
λοπόννησον. Εις τήν δούλευσιν της ‘Ρωσσίας ήταν δύω
τάγματα, ένα μανιάτικο επί κεφαλής Πίεράκης Ζανέτ-
μπέης, δ υιός, καί τδ άλλο Πελοποννησιακδ, έπι κεφα­
λής δ Άναγνωσταράς. Αυτοί ήσαν εις τήν Ζάκυνθο. Ό
Παπαδόπουλος τούς έπρόσταξε νά ©χιάσουν ενα πλοίο
πολεμικό. Όταν ετοιμαζόμουν διά νά υπάγω εις τήν 'Α-
γΐα-Μαύρα μέ έπεσαν επάνω δ ’Αναγνωσταράς, οί Πε-
τιμεζαϊοι, δ Γιανάκης Κολοκοτρώνης, δ Μέλιος, καί
λοιποί δφφικιαλέοι καί μέ είπαν ότι: μήν πηγαίνης καί
ημεΐς έχομεν τήν άδειαν νά έχωμε ενα πλοίο καί άν
θέλης έμβαίνεις εις αυτό' χαί έτζι, εύρηκαν ενα Σαμπε'κο
Τούρκικο μέ ΙΟ κανόνια, τδ άγοράσαμεν, καί έμβήκα
Καπετάνιος εις αύτό. Έπήρα διαβατήριο, έπήγα εις τήν
Καθέδρα τής ‘Ρεπούμπλικας εις τούς Κορφούς, εκεί μέ
έδοσαν τήν άδειαν διά νά κτυπώ στεριάς καί θαλάσσης
τούς Τούρκους, δΟεν μέ έβόλιε. Έπήρα και μια δγδο-
ηνταρίά στρατιώταις τής ξηράς κα! έπήγα πλησίον τής
Πάτρας, ’Αχαϊαΐς λεγόμενο καί έκαψα τά σπήτία, ταΐς
ιδιοκτησιαις, τά μαγαζιά του Σαιταγα, καί έπειτα έπέ-
στρεψα εις τήν Ζάκυνθον. Οί Ζακύνθιοι έπειδή καί εί­
χαν άνάγκην άπδ τροφάς φερμένας άπδ τήν Πελοπόν­
νησον, έκαμαν μίαν άναφδράν εις τήν Διοίκησην, καί έ­
λεγαν οτι νά μή χτυπήσουν πλέον τδν Μωρία, διότι οί
Τούρκοι δεν έοέχοντο τούς πηγαίνοντας έκει διά εμπό­
ριο' έτζι ή Κυβέρνησις μ’ εμπόδισε νά χτυπήσω τήν ξηρά
καί διετάχθηκα μόνον νά περιορισθώ εις τον πόλεμον
τής ‘Αγίας Μαύρας. Εις τούς Κορφούς εύρηκα τδν Πα-
παδόπουλο καί τδν Συνέβη, οστις έτοιμάζετο μαζύ μέ
έδωκα μίαν γνώμη'/ οτι εις τήν έπταννησον εδρ’.σχίνταί
1,200 ‘Ρουσσοι κα! 5,000 Έλληνες είς τήν δούλευα
της έπταννήσό^ καί είχαν καί 12 κομμάτια Nw^a
της Βαλτικης καί της μαύρης θαλασσης· ήσαν 40 Ντελί·
νΐα φρεγάδες καί μπείκία, τα όποια ε’χε βγάλει διά
νά κτυπήση τάν Βονοπάρτη’ καί μέ άλλους 10,00°
νη^ώτας, νά γίνωμε χιλόόες 25, κα’ί εςη καράβια, διά
του Κορινθιακού κόλπος καί τά αλλα διά της Αιγινης,
νά άποβιβασθώμεν έξω, καί τους ύποσχόμουν εις 2 μή­
νας νά ελευθερώσω την Πελοπόννησον. ‘Ο στρατηγός Πα-
παδόπουλος έδέ-χθηχε τήν πρότασίν μου, έγεινε συμβου­
λήν από τόν Συνέβη Μοτζενίγο (γενικός διοικητής),
Μπενάκη) καί αντιναύαρχον Λέλη, καί στρατηγόν Άτρε'μ.
‘Ο Παπαδόπουλος τό άναοερε ει’ς τό συμβούλιο, και °
Μ πενοίκης εναντιουθη, λέγων, οτι: τήν Ιίατρί'δα μου ε-
γω δεν τήν χαλάίω άλλη μια φορά σαν τον Πατερα μοιτ
δ Μοτζενίγος είπε οτι: πρέ'πει νά Υπάγουν νά χτυπή­
σουν μέ τά ’Αγγλικιά τό κεφάλι όπου είναι ή Κωνσταν-
τινούττοΑις, και έπειτa, όταν κτυπήσωμεν τό κεφάλι, τό έ-
"ίλ<ιπ°ν είναι έΰ'κο'ν μας. Έτζι εδέχθηκαν τήν γνώμην
του και άπέρριύαν τήν εδικήν μου. ‘Ο Σκνεβης επήγε εις
τήν Τένεδο’ τά Αγγλικά έμβήκαν εις τήν Κωνσταν-
τίνούπολι διά βίζιτα περισσότερο παρά διά πόλεμο, καί
επειτα έβγήκαν τά Τούρκικα, απαντηθηκαν με τά ’Ρώσ-

στόλος ό Τούρκικος. Μετά τήν μάχην του Οστερλιτ^ι,


= 32 =
Τότε έπαυσε δ πόλεμός καί οσα καράβια πολεμικά ήσα ν
ε’ς τήν δοολευσιν της 'Ρεπούμπλικας τότε ευηκω^ν τά
χαρτιά και ετζ’ έπηγα τδν Αύγουστο εις τήν Ζάκυνθο.
27 Ιουλίου 1807 ήλθε η διαταγή νά παραδώσουν τά
φρούρια οί 'Ρώσσοι εις τούς Φραντζέζους.
Έπηγα μέ τον Κ.απετάν ’Αλεξανθρή ει’ς τδν Αεβάντε
10 μήνας εναντίον των Τούρκων έκει έπήγα είς τό ά­
γιον *
όρος μας έπολιόρκησαν 3 ^εικ^ιζβ’α Τούρκικα
πολεμικά, 2 κορβετα και μία φεργάδα ε’ς τήν Σκιάθο
*
εδώ καμέν ειδησι μιας φε^γάδας ’Αγγλικής. και ηλθε ει’ς
βοηθε’άν μας. Τά 2 κορβέτα τά εβαυλ^^.ξε κα'. τήν φερ-
γάδα τήν επήρε ζωντανην
* εεμεθα ημείς ο' 'Ελληνες 1,400,
όλοι ο’ Καπετανέ'οι τού Όλυμπου, καθώς Παπαμπλαχά-
βας,. Α’όλιος, Ααζό'πουλα, του Τζάρα ο’ Καπετανέοι. Αυ­
τοί εύρέθηκαν ε’ς τήν Σκιάθο κατατρεγμένοι άπδ τδν Μουχ-
τάρπασα καί λοιπούς Τούρκους τής ξηρας. Μάς έπήρε
ο χε:μώνας, έπήγαμεν ε’ς τήν Μάνη, άπό ’κεΐ έπήγα ε’ς
τήν Ζάκυνθο.
Εις τά 1808 τήν άνοιξι δ Βεληπασας έφοβέριζε
τόν ’Αλιφαρμάκη, ή τόν πύργο νά του δώση, ή δ 1δξος
νά ύπάγη, ή τδ παιδί του ένεχυρο νά δώση. Έ-
ρεθίζετο δ Βελη-πασάς άπδ τον Δελι-γιάννη· δ Δελη-γ’άν-
νης μή θέλων νά υπάρχη ° ’Αλή-©αρμάκης έλεγε ε’ς τδν
Βελη-πασά, οτι πρέπει νά κρεμισθη δ πύργος διά νά
τοΰ κρεμίση την δύναμίν καί του ’Αλψφαρμάκη: μήν
πηγαίνεις, δωιι δ Βελη-πασας έχε’ σκοπόν νά σέ σκο-
τώση. Ό Άλη-φαρμάκης λοιπόν έτοιμάζετο νά άντιπα-
ραταχθη ε’ς τον Βελη-παοά. Ό Γ1άππος του ’Αλη-φαρ-
μάκη, καί δ Πάππος δ έδικός μου Γ’άννης Κολοκοτρώ“
νης ηταν οίλοι καί άδελ°οπητοί. ’Κσκοτοθηκε δ Παπού­
λης μου, επέθανε χαί ° Παππούλης του Άλη-Φαθμάκη
χαί έμεινε ή φιλία ή ίδια είς τδν Πατέρα μου καί ε’ς
τδν Πατέρα του 'Αλη-Φαρμάχη· ώς φίλοι πατρικοί έ-
λάβαμεν καί ήμεις άνταπόχρισι, δέν τδν είχα ΐδει προ-
σωπιχώς· έπιστηριζόμενος λοιπόν εις την φιλίαν μέ έ­
γραψε ένα ^άμμ^ μου ελεγε, φίλ« πατρικέ, δ Βελη-
Πασας έτοιμαζεται να με βαρέση, κα’ί αν ?σαι φ&ος ν ά
έλθης νά μέ βοηθήσης, καί εγώ του άπεχρίθηκα, δτι: δέν
έρχομαι τώρα, διότι θά σέ βλάψω, κα αν δέν έχη σκο­
πό νά έλθη δ Βελη-Πασας, τόμου μάθει ότι ήλθα εγώ,
θά έλθει τότε, άλλα νά χυττάξης μέ κανένα μέσον . νά
μήν κήρυξής toy πόλεμο, άν όμως καί κίνησή τό στρά­
τευμα εναντίον σου, τότε έρχομαι, Ό Βελη-Πασας ίσχυ -
ρογνώμων έκίνησε μέ τδ στράτευμα. Τότε μέ έγραψε,
οτι τά στρατεύματα έχασαν, καί άν ήσαι φίλος, τωρα
φαίνεσαι. Λαμβάνωντας τδ δεύτερό του γράμμα, ετοιμά­
σθηκα μέ 1OQ
* οί αξιωματικοί μέ εμπόδιζαν, εγώ όμως
τούς είπα δτι δέν είμπορώ νά κάμω αλλέως, διότι έδωσα
τον λόγον μου, κα’ι έτζι μου εμπόδισαν οί Φραντζέζοι
τούς στρατιώτας, καί έπήρα μόνον 16 καί εγώ 17, έ-
θγήκα κοντά είς τήν Γλαφέ'ντζα ε’ς τδ Κοτίχι, καί διευ-
θύνθηκα δ’ά τδ Μοναστηράκι. Την ίδια ημέρα όπου ε-
φθιχσα έγώ είς τδ Μοναστ^ακι, εφθασαν καί 8000
τούρκικα Μαντών, καί εστάθηκα υποχρεωμενος νά πε­
Ράσω άπδ τήν μέσην τήν νύκτα. *0 ’Αληνφαρμάκης
%ε 400 κα’ι άπδ ·τδν φόθον τους lέφυγαν, κα! έμε’ναν
9°. Τή^ αυγήν άνοιχθη ο πόλεμος, αρχησαν νά κάμ°υν
λαγζ^μ^ κ^ εί’ς 30 ϋημε'οας εγίνετο νιίκτα ήμέρα πόλε-

*ί 0* ΐετχαν καί 4 κανόνια, είς τάς 30 ημέρας έπρότεινε


. συμβιβασμό καί έπρόβαλε είς τδν ’Αλη-φαρμάχη νά
ό
ο
= 34 =
ποφαδώση τον Κολοχοτ^ώνη χαί να τοΰ χ α ρ c σ η τά πται·
σΐματά του, τον πύργον του, όλα
* του άπεχρΐθηχε βτι:
άν ήναι της τιμής χα! της παλ-ηχαρ^ς νά δώσω ενα φ&ο
μου οπου ήλθε νά μέ βοηθήση άπά τά νησϊά, χαί
εγώ ήμπορώ νά τά χάμω· ΆπεχρίΟησαν, οτι άλη0ινά
είναι αυτό, πλήν Ν ε ν τ ε λ I, μέγα πράγμα μέ ένα
£ωμαΐο, νά χαθή τοση Τουρχΐά άιά εναν άνθρωπ°· Ο
Άλη-Φαρμάχης άπεχρΐθη, οτι άν ήμουν Πασάς έγινά-
μην χαΐ εγω άπιστος, πλήν άέν τά χάμνω, χάμετε λα­
γούμι, χαι άν ήμπορέσετε άναποάογυρΐστε μας, χαι δ
€>εάς εχει, χα'ΐ πάλιν έπιάσΟη ά πολεμος. Τά βράάυ ε-
χαμε συμβούλιο, συνθεμένο άπά όλους τους Άγάδες,
Μπουλουμπασΐδες, χα’ΐ τούς είπε, τί του προβάλλουν οί
Τούρχοι, νά παραάώση τάν Κολοχοτρώνη’ ολοι άπεχρί-
θηχαν μ' ενα στόμα: ολοι νά χαθούμε, μά αυτά
δέν ειμπορούμε νά τά χάμωμε' έγώ τούς είπα, οτι έρ-
χεσθε νά μέ άώσετε νά ξεμπεράεύσουμε; εγώ τά ψω­
μί' μου · τά έραγα. ° ’Αλη-Φαρμάχης μου είπε! άέν εί­
ναι έάιχήσου ^υλιά, είναι ε&χή μας
* άπεφάσισαν ολοι
λοιπόν νά άποθάνουν’ εις 64 ήμέραις έβαλαν φωτ,ιά εις
τά λαγούμι, χαι τά λαγούμι είχε 1,000 άχάάες μπαρού-
τη μέ'σα’ έμεΐς εσχάφταμε 12 βήματα έχτάς του [πύρ­
γου χαΐ 3 1|2 πήχες τού βάθους χαΐ εσχάφταμε μέ
σχοπό νά πιάσωμε τούς λαγουμτζίάες
* τά λαγούμι εύρε-
θηχε ξεθυμασμένο άπά τά χόψημο τής γής όπου εί­
χαμε χάμει, χαι έτζι άφού έτρεμε ή γή ενα τεταρτο, έ­
πεσε τά χώμα έπάνου του, χαΐ ά πύργος άέν έπαθε τί­
ποτε. Οί Έουρχοι έλπιζοντες οτι θελει ιχπογυρισθή ά
πύργος χα'ΐ άιά νά μήν τους ^οιχιόσουν ή π^ρα^ άλ-
λάργεψαν’ ήμεϊς άφοΰ έτελεΐ'ωσε τά λαγούς,
ριία μπαταριά εις ε!δος χαρας, οτι δέν μας έχαμαν τί­
ποτε. Τότε έπεσαν εις συμβιβασμό’ 3734 κανονίαΐς

ούτε τά κανόνια τους δέν μας έχαμναν τίποτε, ούτε τδ λα­


γούμι, μας έζήτησαν συμβιβασμόν, του επροβαλαν τι
ζητεί διά νά παύση δ πόλεμος ; και αυτός τους έζητησε
νά μή χαλάσουν τδν πύργο, δ Κολοκοτρώνης νά υπαγη
άπείραγος μέ ενέχυρα, καί νά ύπάγη είς τήν Ζάκυνθον,
δ ’Αλη-Φαρμάκης νά μείνη εις τδν πύργο, έως οτου
νά λάβη γράμμα άπδ τδν Κολοχοτρώνη, δτι έμβαρχαρί-
σθη, καί τότε έβγαίνω άπδ τδν πύργο, καί πηγαίνω είς
τδν Βελή-Πασα διά νά τδν προσκυνήσω. Αυτός δ συμβι­
βασμός έγίνετο μέ τούς αρχηγούς και ίχέ τδ στράτευμα,
καί οχι μέ τήν γνώμην τοΰ Βέλη·Πασά και επάνω είς
αύτδ έστρεξαν έκαμαν έγγραφον καί ύπογράφθησαν δ Πα·
σόμπεης, ’Αγάδες, Μμουλουμπασίδες και έκαμαν καί όρ­
κον- τήν αύριον άνεχώρησα μέ ολους , τούς έδικούς μου
μέ τούς Λαλέους, και έπήραμε ένε'χυρο τρεΐς άπδ τούς
καλήτερους, μέ συμφωνία δτι άν μάς χτυπήσουν νά
τούς σκοτώνωμεν ήμεϊς αυτούς· έτζι εύγήχαμε, έπήγα­
με είς τοΰ Λάλα, άφησα τδ παιδί τοΰ Άληφαρμάκη είς
τά σπήτια καί έπήγα έγώ είς τδν Πύργο τής Γαστου-
νϊΚ’ ή συνθήκη έπήγε είς τδν Βελή πασά, αύτδς έθύ-
μωσε καί έδωσε διαταγή νά πιάσουν ολαις ταΐς σκά-
λαις χαί νά πιάσουν, τδ μπουγιουρτί ήλθεν είς τδν Ί-
6ραίμ-αγα τδν έξάδελφον τοΰ ’Αλή-φαρμάκη, δ δποΐος
ήτον Βόϊβοδας· διαβάζωντας τδ μπουγιουρτί δποΰι ελεγε,
οτι νά πιάσουν τδν Κολοχοτρώνη, τδν έγέλασε τδν Τατα-
*
Ρ), καί τοΰ είπε, δτι ήμεϊς δέν γνωρίζομε Τούρκικα,
παρά νά πας εις τήν Γαστούνη, δπου είναι Κατής καί
= 36 =
Βόϊβοδϋζςνά τδ διαβάσουν, χαί ο,τι προστάζει με τδ Μπου
*
γιουρτί του δ Βεζύρης είμεθα έτοιμοι yd τδ χάμωμε’ έτζι
τον έγέλασε τδν Τάταρη, χαί ευθύς έσηκώθηχα μαζύ μ έ
τά ενέχυρα καί συντρορευμένος άπδ τδν ’Ιβραΐμαγα έπή­
γα εις τδ Πυργί καί έμβτρχαρισθήκαμε, ‘καί άπόλυσα τά
ενέχυρα, χαι έστειλα γράμμα του 'Αλή-Φαρμάκη, οτι
εμβαρκαρίσθηκα υγιής. Τδ Πυργί άπδ τον Πύργο είναι
2 ώρας χαί εως τήν Γαστούνη έξη, μόλις είχαμεν μα -
κρυνθή 2 μίλια, καί τά Τούρκικα στρατεύματα άπδ τήν
Γαστούνη είχαν έλθει νά πλάσουν τδ Πυργί, άλλ’ ειμεθα
μαχρυσμένοΓ αρού έπήγε ε’δησις του Άλή-Φαρμάχη
οτι έμβαρκαρίσθηχα, έβγήκε και αυτός καί έπίηε εις
την Τριπολιτζά καί έπροσχύνησε τδν Βίλή Πασά. Έγώ
έπήγα εις τήν Ζάκυνθο, δ ’Αλή-Φαρμάκης ευρηκε τρόπον
καί έρυγε χαι ήλθε και αυτός ει’ς τήν Ζάκυνθο. Ό Βελή-
Πασάς μου έγραψε νά υπάγω άλλα δέν ήθελησα. Ό Βέ-
λη-Πασάς δέν έσκότωσε τον ’Αλή-Φαρμάχη, διότι έπρο-
σπαθούσε νά μέ γελάση χαί εμέ νά υπάγω εις τήν Τρι-
πολιτζά καί έτζι δέν τδν έπείραξε. Έκαμε τδν συμβιβα­
σμό δ Άλη'Φαρμάκης, βιασμένος άπδ τούς ίδιους Τούρκους
τούς έδικούς του, ροβούμενοι τήν ζωήν και τδ βιό τους·
μόλις έβγήχε άπδ τδν πύργο, καί έβαλαν και τδν έχάλα-
σαν. "Ολοι οί ’Αγάδες, δ Πασόμπεης, δ Βελη-Πασάς μέ
έγραψαν διά νά έβγω είς τδν Μωρέα, μέ έγραψε καί έ-
κεινος, πλήν μέ έβαλε τήν βούλα άποπάνω άπδ τήν υπο-
γραρή του, σημεϊον νά μήν έλθω. Ήλθαν λοιπόν εις τήν
Ζάκυνθο δ άδελρδς του ’Αλη-Φαρμάκη μέ τούς ανθρώ­
πους του Βελη-Πασά, δ δποιος μέ έδάγκοσε εις τδ
άρτί, και έκατάλαβα’ τούς είπα: πηγαίνετε χΓ έρχομαι.
Ό Άλη-Φα:·μάχης ήρθε εις τήν Ζάκυνθο. Ό ?Αλή-Φαρ-
= 37 = ,
μάχης έπήρε τήν άδεια νά ίδή τά χωριά του, εως οτου
νά έλθη δ Κολοκοτρώνης, χαθώ; έλεγε, χαί έτζι έπήρε
μιά πενηντάρια χιλιάδες γροσια χαί έστείλαμε χαΐχι χαί
ήλθεν εις την Ζάχυνθο. ’Ερχόμενος ε’ς την Ζάχυνθο, ά-
πεφασίσαμεν νά υπάγωμε εις το Παρίσι διά νά ευρωμε
τδν Βοναπάρτε, χαί έπήγαμε εις τους Κορφους, καί δ
τότε γενιχός Διοιχητής Δονζελδτ μας εμπόδισε λέγωντάς
μας· δτι μείνετε εδώ χαί εγώ γράφω χαι Θέλετε έχει
άπόχρισιν, μόνον ήμεις νά χάμωμε τα σχέδιο έως οτου νά
έλθη ή άπόχρισις του Αυτοχράτορος. Τδ σχέδιο 'που έ-
χάμαμε μέ τδν Δονζελδτ, ήτον τδ αχόλουθο· νά μας δόση
500 χανονιέρους μέ φουστανέλαις ένδυμένους, 5,000
'Ελληνες όπου ευρίσχοντο εις τήν Γαλλιχήν δουλευσι· χαί
μα; έδωσε ypoota διά νά στρατολογήσωμε ε’ς τήν Τζα-
μουρίά οπου ήσαν εχθροί του ’Αλη·Πασά· έπεράσαμεν είς
τήν Τζαμουρίά, χαι έχάμαμε 3,000 μισθωτους Τζάμι-
δες, χαί ήλθαμε εις τήν Πάργα, χαί τους έμβαρχάραμε
διά τήν Άγια μαυρα. *Η Συναξις έμελλε νά γίνη εις τήν
Αγια μαυρα χαί Ζάχυνθον έπε'ρασα μέ €00 εις τήν "Α­
γία μαυρα' τδν αυτδν χαιρόν, εις τά 9, ήλθανε οί Άγ­
γλοι εις τήν Ζάχυνθο, έχαμαν τεσβάρχο χαι έπερίλαβαν
τήν Ζάχυνθο, τους δέ Φραντζέζους το’υς έστειλαν εις τους
Κσρφούς, τους δέ "Ελληνας έως 400 τους έβαλαν εις
χαράβια ώς πριζονιέριδες (αιχμαλώτους)’ έπήραν χαι
τή· Κεραλονίά, Θιάχι, χαί Τζιριγο, χαι έχαμαν τδ ίδιο.
Ελαβε άπδ τδν ’Αρχιστράτηγο των Άγγλων, δπου ή τον
τδ Παλέρμο, δ Γχενεράλ Όσβάλ διαταγή νά λάβη είς
δούλευαν όλους τους 'Ελληνας, καί επί χεοαλής δ Τζούρτζ,
°σχίς ήτον τότε Ταγματάρχης
* ήμεΐς αφου ε’δαμεν οτι
ήλ^αν Άγγλοι εις τά νησιά, έγράψαμεν ς’ τήν Πάργα νά
= 38 =
έλθουν πλέον στρατεύματα διατί τά σχέδεο έχάλασε
μέ τήν παρρησίαν ίων Άγγλων. Τά σχέδιον ήτον οτε
δλα τα κάστρα τής Μεσσηνίας, τής Πάτρας, τής Μονεμβα-
σίας, αμα εβγουμε νά κηρυχθούν ύπέρ ημων· κα! ήλθαν
δλοι οι Τούρκοι καί "Ρωμαίοι οί σημαντικοί καί ώμίλησαν
ε'ς την Ζάκυνθο, νά χαμωμε μια Κυβέρνησι, συνθεμένη
άπά 12 Τούρκους και 12 *Ελληνας νά κυ^νουν τ°ν
Λαόν. Οί Τούρκοι επίσης νά καταδικάζωνται καθώς οί
*
"Ελληνες τούς νομούς τούς είχαμε εγγράφους είς τούς
Κορφούς άπο τάν Δονζελότ. "Η σημαία μας άπδ τδ ενα
μέρος, τά φεγγάρι κα'ι άπά τά άλλο τά Σταυρά, και τδ σχέ­
διό μας ήτον, άμα έπατούσαμε τάν Μωρε'α νά κάμωμε ά-
ναφοραϊς είς τάν Σουλτοινο κα’ί να τού λέγωμεν, άτι: ή-
μεϊς δέν άποστατήσαμεν εναντίον σου, πλήν εναντίον του
Τυράννου τού Βελη-Πασα, και δ Δονζελδτ ήκούετο μέ
τδν Σεμπαστχάνη πρεσβυν εις τήν Κωνσταντινούπολή, ώστε
νά ψποδίσουν τάν Σουλτάνο Μ κάθε κίνημα. Ό φυτι­
κός μου σκοπδς, άφού έμβαίναμε καί έπ?αναμε δλα τά
φρούρια, τότε τδ έζάμναμε εθνικότερο και έχαλούσαμε
τούς τούρκους, αί περιστάσεις ήθελαν μέ δδηγήσει τί έ­
μελλα νά κιάμω. Είς τδ σχεδόν μας ήτον οτι αν μας
κάμη χρεία νά εβγάνωμε εως 15,000 έπτανησί°υς. Δια
τρεις ήμέραις κα'ι νιύκταις εγώ, δ Άλή-φαρριοικης καί δ
Λονζελδτ μέ ενα γραμματικά έκάμαμε τδ σχέδιο αύτδ,
και προετοιμάσαμεν δσα έμελλαν νά γεινουν.
Εις τδν πύργον ειχα τ^ Νικήτα, τδν Νικολάκη Πε-
τιμεζα και ά^λ^ν του Μέλ^υ. 7 όργυ^αΐς είχαν σκάψει
τδ λαγούμι P^i0.
Ό Άλή-φαρμάκης ε!χε 40 χάνους, ιχαυρο^ερ^ καί
κέρινος και διά αυτί) τδν έλεγαν (ραρμάκ^ κοντότερος μου,
= 39 =
λιανός, πολλά φρόνιμος, πιστός, σιωπηλός, θυμώδης
* α-
πεθα^ε εις του Λαλα, άρρώστησε ς’ τήν Ζάκυνθο από λυ-
*
σεντερια οί συγγενείς του εχαμαν νά του δοθη ή ιίοεία
του Άλή-φαρμάχη διά νά ελθη εις του Λ^α· Οί Αγ­
γλοι εστειλαν ενα ιατρόν, χαί άφου είδαν oti αποθνησχει
τότε του εδοσαν τήν ά°εια νά εβγη εξω εις τό Μωρεα,
δώτι οί ’Αγγλοι °ντες φίλοι μέ τόν Αλη-Πασα °εν ή-
°ελαν νά δώσουν τήν (άδεια νά υπάγη εις τον Μω?εα»
διά νά μή δυσαρεστήσουν τι°ν Αλή-Πασα. Αφού εμαθα
οτι άπέθανε, έβγήχα εις τό Μωρεα χαί επήγα είς τ°υ
Λάλα διά νά παρηγορήσω τήν Φαμηλιάν του.—
Έχαθήσαμε εις τό Τζφίγο εως τήν Κ·υρίαχήν του βω ·
μα· επερασε ενα χαράβι Κεφαλονήτικο του Κ^πεταν—
’Αλεξανδρή 'Ραυτόπουλου· Έμβήχαμε μεσα χαι έχινήσαμε
διά τήν Ζάχυνθο. Ό Καπετάνιος ψαθε πο^ς ε’μαι χαι
μας περιποιτ^ πο'λυ. Ει’ς τήν Ζχχυνθο μέ είχαν διά
χαϋμάνον, εχει με εδε'χθηκαν όλοι οΐ άδικοι μας, όπου
ήσαν εχει, ^τψεζαιοι, Άναγνωσταρας, Μελιος, Γ^ννης
Κολοχο^^ης, Νιχήτας, χαί λ^π^
* ήτον 1806. Διά νά
γλυτώσω. άλλαξα φορέματα χαί δέν ε?χα παρά δυστυ-
χ;σμένα άρματα, ώστε να μη παραχινη°ουν άπό
τήν αισχροχά^εια χαί με σχοτ^υν.
Εγεννήθηχα ’στά................................................... 17/0.
Όταν έγλυτωσα άπό τήν Καστάνιτζα ειμο^ χρόνων W.
Διαμονή Μάνης χροόια................................................... 2.
Εις τήν Άλωνι'σθενα χρόνια............................. .3.
Ει’ς τά Σαμπάαιχα χρόόιν............................................ 12,
Εποχή τής Νεότητος, 5 χρόνΐα άνύπανδρος χαι άλ-
λ°υς 7 χρόνους ·ύπανδρευμενος
* 27 ·χ_ρ>όνους ·ε?χα ·όταν
με επρωτοχυνήγησαν.
Φερμαν^ Βασιλικό διά έμένα καί τδν Πετιμεζα,
στα 1802 ........................................ Ε
Τδ δεύτερο φερμάνι τδν Ταννουάριον 1800, καί τδ
Πατριαρχικό Συνοδικό......................................... 3*.
36 χρόνων ήμουν οταν^επηγα είς την Ζάκυνθο,
50 χρόνους είχα όταν έβγηκα είς τ^ν επανάστασή
Οί κλέφταις κζί άρματωλοί είχαν Α' Τάξιν. *Η άξίότης του.

Οί πρώτοι αξιωματικοί έγίνοντο διά τήν άνδρίαν

άρματωλοί, τδ μοίρασμα των λαφύρων όταν ησαν κλέ-


πτασ έδίδοντο καί βραβεία εις τους αριστεύοντας. °Οταν
*
έσφαλλον ήτον τδ κόψιμον των μαλιών, τδ ζαρμάτωμα
Σέβας προς τάς γυναίκας’ έδιωχναν οποίος ηθελε βιάσει
καμμία γυναίκα’ παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδηματα, χο­
ρούς, τραγούδια ηρωικά, ταις άμάδαις’ τά τραγούδια τά
£καμναν οί χωρίάτες, οί στραβοί μέ ταΐς λύραις’ τά τρα­
γούδια ησαν ύμνοι, εφημερίδες στρατιωτικές. ν
Τ’ αρματά τους ησαν πιστόλαις, χαρπί, (μελουδάρι),
σιτάβ^ά ζωστά, ζάβες ς’ τά ποδάρια, τδν χειμώνα έβαζαν
θώρακας (τζαπράσια), κουμπιά μεγάλα εις τά γελέκια.
Τά Καπετανάτα δεεδδονταν είς τούς υιούς, είς τδν
άξιώτερο καί οχι είς τδν πρωτότοκο.
Ή Σημαία μου ητον ενα _Χ καθώς η 'Ρωσσικη σημάια.
Τά Μοναστηρια τούς έβοηθουσαν· οί Γεωργοί καί οί
ποιμένες έδιναν είδησι είς τούς κλέπτας, ζωοτροφίας καί
πολεμοφόδια. ΡΟταν είς τδν πόλεμο έλαβώνετο κανένας
= 41 =
βαρέως'" καί δέν ήμπορουσαν νά τδν πάρουν τδν Ιφιλουσα
*
χαΐ έπειτα του έκοφταν τδ κεφάλι, το είχαν εις ατιμίαν
δπου οί τούρκοι νά πάρουν τδ κεφάλι του. ’Απδ 36 πρω-
τοξαδέλψια, μόνον 8 έγλύτωσαν, οί άλλοι «χάθηκαν όλοι '
δέν·· είναι διάσυλο, όπου δέν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης,
χωριστά τά δευτεροξαδέρφια, θεΐοι και λοιποί φίλοι χαυ-
μέ'νοι. Το, κλέφτης, ητον καύχημα- έλεγε: είμαι κλέφτης,
καί ή ευχή των πατέρων ένος παιδιού ήτον νά ·γίνη κλέφτης"
■— Τδ κλέφτη^έβγήκε άπδ την εξουσία.—Εις του Πατρός
μου τον καιρό, ήτον ιερό πράγμα νά πειράξουν Έλληνα. Και
δταν οί κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή μέ τούς Τούρκους
δλοι οί γεωργοί άφιναν τδ ζευγάρι, καί έπάγαιναν νά βοη­
θήσουν τούς κλέπτας
* είς τάς ημέρας έπειράζοντο καί
Έλληνες δμοφρονούντες μέ τούς Τούρκους’ δταν ήλθε δ
Ανδρουτζος πατέρας του 'Οδυσσέως, έγνωρίσθηκα εις την
Μάνη, καί τον έσυντρόφευσα έως είς την Κόρινθο. Είς τον
κατατρεγμό μας, διά 15 ήμέραις ούτε έκοιμόμεθα ούτε έ-
τρώγα^^· έσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.
Απδ τον Σεπτέμβριο εως τδν Ίαννουάριο έμεινα είς
ιήν Άγια-Μαυρα (1809). Οί Άγγλοι έ'βαλαν είς φύλαξι
Ίον Γιακούπαγα, τδ παιδί του ’Αλη-Φαρμάκη καί άλ­
λους. Μανθάνοντας ήμεΐς αυτά, έσκορπίσαμεν τδ στρά­
τευμα καί έκρατήοαμεν μόνον 20. Ό Μινίστρος δ Φορέ-
σΊη; καί δ στρατηγός των Άγγλων Όσβάλ, επροσκάλε-
σαν δλους τούς Καπετανέους διά νά τούς έρωτήσουν άν
ήμπομουν νά φέρουν τδν Κολοκοτρώνη είς τήν Ζάκυνθο. Οί
λγγλοι, επειδή ήσαν πολλοί μαζευμένοι είς Άγία-ΜΙαυρα,
εφοβουντσ, καί αυτοί τσύς άπεκρίθησαν, δτι: δταν θέλετε,
ήμπορεΐτε- νά του κάμετε ένα γράμμα καί τδ στέλνομε
με ένα επίτηδες καί μυστικόν άνθρωπον καί έλπίζομε νά
= 42 «-
άκολουθήση
* έτζι μέ έκαμε ένα γράμμα b Όσβάλ και α
Φορέστης χα’ τά έστειλαν μέ ένα κουμπάρον μου Ζακυν-
θινάν, λεγόριενον, Πομονη· έπέρασε τήν Γλαρεντζα, εμβή­
κε εις Τουρκική σημαία, και ήλθεν εις την Άγία-Μαυρα
μυστικως’ τά γραμμα μέ επροσκαλουσε, και ενταυτω ητον
μια έγκύκλιος είς δλας τάς άρχά; τής ξηράς και τής θα­
λάσσης, δ,τι ζητήσωμεν νά μας δώσουν, δπου και άν μας
άπαντήσουν καράβια, νά μας άφήσουν διά ν’ άπεράσωμεν εις
τήν Ζάκυνθο.’Ητον δύσκολο τότε νά ταξιδεύη κανείς, διατί είς
τά μισά νησιά ήτον Γάλλοι και εις τά άΜα ’Αγγλο
* ε-
πήγαμε λοιπάν εις τάν Γκενεράλ Καμούς Γα^ον, καί
έπήραμε την άδεια διά τά Μοθωκόρωνα, έναυλώσαμε
μία βάρκα μέ σημαία Γαλλική’ μόλις εύγήκαμε είς τήν
θάλασσα, μάς έμπόδισε ενάντιος άνεμος, καί αράξαμε
εις τδ Θιάκι’ έχει έφύλαγαν βάρδίαις Άγγλικαις, μάς έ-
ρώτησαν τί άνθρωποι ειμεθα; καί τούς άπεκρ’θημεν, δ
Κολοκοτρώνης’ τότε άρχισαν νά ρίπτουν απάνω μας· εγώ
ώμίλησα ότι άν έχουν κανε'ναν >Αρχηγόν τοuς, νά έλθη νά
του φιλήσω
* ετζι ώμίλησαν ένάς ’Αξιωματικου *
Αγγλου
δπου έδιοικουσε έκε? ήλθε >’ς τδ παραθαλάσσιον (1810),
καί έβγήκα καί έγώ μέ τήν βάρκα, του έπαρ^ησίασα τδ
γράμμα τοΰ Στρατηγού Όσβάλ, αφου τδ ε’δε μέ έφ’λησε,
μας έπεριποιήθη, μάς έδοσε κονάκια καί έμε’ναμε είς τδ
Θιάκι
* δ Διοικητής τού Θιακιού μάς έπροσκάλεσε εκεί καί
έμε’ναμε 4 ήμέρας. Έγώ κα'ι δ *
Αλή-Φαρ μάκης έβάλαμεν·
ύποψίαν διά τούς ^^-γ-γ^^υς, ώς φίλους -ιού Άλή-Πασά
κα’ έτζι. έσϋμφωνήσαμε νά μήν πάγωμε κα’ οί δύ° είς
τήν Ζάκυνθο, αλλά νά με’νη b ένας μας ε’ς ένα καράβι εί’ς
ταίς Σκρόφαις, κα’ νά υπάγω έγώ ε’ς τήν Ζάκυνθο, κα’ άν
ίδώ τά πράγματα στερεά τότε τού γράφω κ’ έρχεται
* έτζ’
= 43 —
λοιπίν ακολούθησε ι έγώ έπηγα εζς τήν Ζάκυνθο χα!
άφησα ει’ς τδ καράβι τδν Άλή-Φαρμάχη μαζυ μέ τδν
άνεψιόν μου *
Νικήτα αφού έφθασα εις τήν Ζάκυνθο, έ-
πήγα εις τδν Στρατηγδν ’Οσβάλ, είς τδν φορέστη χαί
εις τδν Τζούρτζ, χα’ μέ έζήτησαν &ά τά πράγματα
τής Άγίας-Μαύρας, επειδή είχα μεινει 5 μήνες’ έλαβα
τήν άδεια χαί έπήγα εις τδ Κάστρο χα! έβγαλα ολους
τοής ε’ς φύλαξή ευρισχομένους Τούρκους ε&κους του
Άλ^-Φαρμάχη1 ε^α τά πράγματα οτι έπήγαιναν χαλά
χα’ι έστειλα έπ’τηδες κα’χι ε’ς ταΐς Σκρόφαις Μ νά
εύρη τδν 'Αλή-Φαρμάχη, χαί έτζι ήλθε χαί αυτός εις τήν
Ζάκυνθο
* έμβήκα είς τήν δούλευσιν μέ βαθμόν Καπετά-
νι°υι περάσωντας δύο, τρεΐς ήμέραις δ Γκενεράλης μέ
έχραξε χα’ μέ έρώτησε, μέ τ’ τροπο νά κάμωμε, νά τρα-
β’ξωμε ολους τους 'Ελληνας δπου εύρίσκοντο ε’ς τήν
'Αγία-Μαύρα ε’ς τήν Γαλλικήν δούλευσι, κα’ έτζι νά
πολεμήσωμε μέ μόνους τους Γάλλους
* τότε ήλθε κα’ °
Λεπενΐωτης αδελφδς του Κατζαντώνη μέ 200 ε’ς τδν
Κάλαμο κα’ Μεγανήσι κατατρεγ^ν^ άπό τδν ’Αλή-
Πασα·—Τδ Μέγα-νήσι, ήτον ύπδ τήν έξουσ’αν των Εχλ-
λων κα’ ο’ Γάλλοι έστε’λαν στρατεύματα κα’ τδν έδιωξαν ε’ς
τδν Κάλαμοι—δ Λεπενιώζης ε’πε: οπ επιθυμώ νά δουλεύσω
τους ιΑγγλ°υς, αλλά δέν δίδω ε’ς άλλον π’στιν παρά ε’ς τδν
Κολ.οκοτρώνηΐ τοτε δ Γχενεράλης μ1 έδειξε τδ γράμμα
μέ έστειλε ς ' τόν Κάλαμο κα’ με έδωκε ένα μπρ’κι
εΐς ,τήν εζουσ’αν μου, εγώ ταυ είπα οτι ε’ς ενα μπρ’κι
®α’νεται, άλλά θ&ω μ’α βάρκα κανονιές, διά νά υπάγω
τδν Κάλαμο, κα’ ε’ς τρεις ήμέρας του dna νά μέ
οτε’λη χ^’ £?« πλοίο πολεμικό &ά κάθε ενεχόμενο, και
’’ς τρεΐς ήμεραις μετά ίμπρίκι νά κινήση δ στόλος
= 44 = .
μέ τά στρατεύματα· τούτο ητον τδ σχέδιόν μας· έπηγα
·?ς τδν Κάλαμο, αντάμωσα τδν Λεπενιώτη
* μέ όλους τούς
200 τού Αεπενίώτη έπηρα τά καΐκια καί εκάμαμε τε-
σβάρκο εις τδ μέγα-νησι, καί έδιώξαμε τούς Φραντζέζους,
και εκάμαμεν στάσίν έκεε * εις τρεις ημέρας εξημέρωσε
τδ ΐμπρίκι, (Μάρτιον), έκαμα λοιπδν σινίάλο διά νά έλ-
6η τδ ίμπρίχι· μέσα εις τδ ι’μπρίκι ήτον δ Μούρ, δ Λώβ
(Διοικητής της *Αγίας Ελένης,) μου έκαμε σινιάλο νά
υπάγω εγώ, καί έτζι έπηγα μέ 4 μόνον, καί οί άλλοι έ­
*
μειναν εις τδ μέγα-νήσι — δταν ημουν εις τδ μέγα-νησι έ­
στειλα καί ηλθαν μερικοί "Ελληνες άπδ την Άγία-Μαύρα,
καί τούς ωδηγησα τί πρέπει νά κάμουν’—έπηγαμε νά ίδοΰ-
με, που Οά σταθ'η δ στόλος· έρθάσαμε εις του Βϊγινα τά
μαγαζιά, καί έβγηκα έγώ, δ Λώβις καί δ Κωνσταντης
Πετμεζας. Οί Γάλλοι αφού μάς είδαν έστειλαν ένα τάγ­
μα μέ 4 κανόνια, καί μάς έχανονοβόλισαν, καί αντά­
μωσα εις ενα μέρος τούς Έλληνας εις την Γαλλικην
ίούλευσι καί τους είπα, τί κάμνετε; ιδού δ στόλος δ Αγ­
γλικός έρχεται
* αυτοί μέ άπεκρίΟησαν, οτι, ειμεθα ώρκω-
μένοι καί Οά πολεμησωμεν
* αί! τούς είπα, πολλά καλά
σάν είναι έτζι, τραβιχΟητε εις τάς θέσεις σας καί ημεις
Οά πολεμίσωμεν. Ό στόλος έφΟασε καί έπηγαμε εις τδ
Ντελίνι, διά νά ευρωμε τον Στρατηγό’ ένω τούς άνέφερνα
δλα τά πρακτικά μου, εκαμναν σινίάλο νά κάμουν τε-
*
σβάρκο, δυο ώραις πρίν νά βραδιάση έγώ σάν τδ έννοιω-
σα, είπα τού Στρατηγού; Στρατηγέ, δέν πρέπει νά κά-
μωμε τεσβάρκο, διότι είμΕ,εΟα μαζευμενοι άπί διάφορα μέρη,
καί τά στρατεύματα μας δέν γνωρίζονται καί ημπορούμε
νά σκωτοΘουμε αναμεταξύ μας, άλλα νά έβγούμε μέ τά
χαράματα και έγω σάς υπόσχομαι έως τδ μεσημέρι νά
= 45 —
πά^ωμι τήν χωρά’ και ποτβ δ Στρατηγός έδεχΒη τήν
γνώμην μου χα'ι διέταξε τά στρατεύματα *ά έμδουν ε?ς
τά πλοΐα· τα στρατεύματα εσυνιστοντο άπό 4,000, *
Αγ-
γλοι, Κορσοι, Σικελιανοι και "Ελληνες. Οι Γάλλοι έτοι-
μάοθησαν εις τόν πόλεμο
* άρχισαν νά έβγαίνουν τά στρα­
τεύματα, ^γήχα κα’ εγώ και οί Κόρσοι μ’έπιασαν κ·’
μέ ώδήγησαν «ς τό* Τζουρτζ ώς αιχμάλωτον του πολέ-
μ°υ· — έιζ( -ραβήξαμεν εμπρός, έπήραμε τήν χ_ά>ρα^· τούς
>πρόβάλά πάλιν των Ελλήνων κα'ι δέν εδ^βησαν έπήρά-
με τήν πρώτην μπαταρ^ μέ 9 χάνόνια
* ολα αυτά τα έ~
κάμαμεν οι 5°0 "Ελληνες επι χεψαλής ο Ί^ούρτζ. ΉλΑ
*
καί δ στρατηγός μέ τά *Αγγλικά στρ-κτευμ^τ· χαί δ Αώβ
μέ τους Κύριους, επήγάν είς τήν χώραν, δ στρατηγός
ίπρόσταξε τόν Τζουρτζ νά πάγωμε νά παρωμεν και μ’άν
άλλην μπάταρίά πολλά δυνατή, διότι είχε 12 κανόνι·,
κα’ από τό ενα μέρος βάλτον κα’ απδ τό άλλο ρηχά, χαί πέ-
λάγος, κα1. έτζι δέν ήτον παρά μόνον £νά μερος οπου ε’μ^-
ρουσαμεν νά προχωρήσωμεν —Έστείλαμεν πεζοδρόμον, οί
άρβάνίτες το
* έδεναν — έβγή«α μέ 10 Ανθρώπους ε?ς μίά
βάχη· μου ρίχνουν τ’ χτυπάτε; εγώ ^μα^ Ήλθα
* δυο
Καπεταναΐοι Τζ^^ χορμόβάς: τους εΐπ· χάί έτράβίχ°ι-
χάν χα1 δ|ν έβάp|7άν* μου είπα·/: °ά πολεμησωμεν έπΐ(ά-
σθη δ πολεμος καί τους διώξαμε. Εις τους ^εμομύλους
έ^δαλ^κάμε τά κάνόν;α. —- Οί Φραντζέζοι πάνε εις τήν
χουν τήν μπατερία τήν *δυ άτή φ^σμ^η·
Γύρά, ’που *
*— ετζι ^οοδευοαμεν ο’ "Ελληνα |μπpδς, οί Σ^λ1·-
οί δ^^ρο1 καί οΐ ’Αγγλοι *
υστερινοί πλψώζον-
τάς εις τήν Μπαταρ’α μάς άρχησαν μέ τα μπάλα-
μ;στράλια χ·’ μέ τδ τουφέκι
* τοΊε δ Τζ°υρτζ έλαβωΟη,
ό αδελρός του στράτηγου, κα’ ένας χαπετάν;°ς τοδ Ai^-
= 46 =
γΌυ, καί 35 λαβωμένοι χαί σκοτωμένοι
* επηραμί
μέ ^ισαλτο τήν μπαταρία
* εις αυτήν τήν περ’στασιν οί Κόρ-
σοι εσυμβαλαν πολύ
* ίπολιορκήσαμεν το κάστρ°, ο που
ήσαν τραθιγμέ'νοι οί Φραντζέζο
*· *Απδ υποψία αυτοΙ, δεν
θέλουν τούς Έλληνας εις τδ κάστρο, καί εκείνοι έρχονται
καί προσκυνούν ε’ς ήμας — 30 ήμεραίς δέν τούς έκτυπη-
σαμεν, έως ο του έβάλαμε 10 κανόνια καί 10 βόμβαις,
καί εις 8 ήμέραις δέν έβάσταξε
* 400 βόμβαις έπεφταν
τδ ήμερόνυκτο. 'Ο Μαζδρ Κλάρκ άπέθανε
* οί Φραντζέζοι
έπροσκόνησαν
* τούς μέν στρατιώτας τούς έστειλαν αιχ­
μαλώτους είς τήν Μάλτα, τούς βέ όφικιαλέους εις τήν
Νεάπολι
* τοιαύτη ήτον ή συνθήκη' έπιστρέψαμεν έπειτα
ει’ς τήν Ζάκυνθο καί εκει έπροβιβάσθηκα Μαγιόρος (Ταγ­
ματάρχης) 1810 Μα’ου, ήλθαμεν ε’ς τήν Ζάκυνθο^
* έναν
χρόνον έκαθήσαμεν εις τήν Ζάκυνθο
* — έμβήκαμεν εις
μιαν φρεγάδα, μέ 5° Έλληνας κα’ μέ 50 ”Αγ-
γλους, επί κεφαλής δ Τζούρτζ, καί έπήγαμε ε’ς τούς Πα-
ξούς, έκάμαμε τεσβάρκο, έβγήκαμε 2 κομπανίαις Έλληνες
και έπήγαν ε’ς τήν χώρα βοηΟημένοι άπδ 2 φρεγάδες καί
επροσκόνησαν Έλληνες κα’ Γάλλοι
* Τούς ΓίάΜους, τούς
εκάμαμε πριζονχριδες, και τούς Έλληνας, τούς εβάλα-
μεν ει’ς δούλευσιν δ Άλή~Πασας έστειλε κ’ έπολιορκησε
τούς Φραντζέζους ει’ς τήν Πάργα, οί Παργιανοί μας έπρο-
σκάλεσαν καί έπήγαμεν εκεί, δ λαδς έπιασε τούς Φραν­
τζέζους, έβαλε σημαία Άγγλκιή· έπήραμε τήν Πάργα*
έπειτα άπδ αυτδ έγΰρισαμε εις τήν Ζάκυνθ°
* πηγα’νάμενο’
ε’ς τήν Ζά*υ νθο,δ Γκενεράλης έφθόνησε t°v Τζούρτζ, καί
x°v εβγαλε άπδ τ° Έλλψ’χδ τάγμα, καί εβαλε τδν α­
*
δελφόν του τότε δ Τζούρτζ εκίνησε νά ύπάγη ε’ς τήν
Αόνδρα, καί έπαοησιάσθηκε μέ Ελληνικά Γδυμένος. Τ°τε
= 47 =
έκ«μαμε 2σοι χαπετανέοι Έλληνες ε^ε'θημεν είς Ζάχυν -
θ°ν μίαν αναροράν, μέ τήν όποιαν εζητουταμεν βοήθεια
από τήν ’Α-γγλική κυβόρνησι δκα νά έλευθερώσωμεν τήν
Πατρίδα· αυτή ή άναρορά ^οέθηχε είς τά άργεΐα, όταν
εγράψαμεν ε’ς τά 1825 μια άλλη εις τήν ’Αγγλία ζη-
τουντες βοήθεια, καί δυνάμει αυτής τής δευτέρας α­
ναφοράς δ Βελιχτών επήγε εις τήν Πετρουπολιν χαι άρ-
χ^αν αί Κάμεις νά αναχατεύωνται ε’ς τά πράγματα μας ·
Ο Τζοδρτζ, άρου επήγε εις τήν έπαρρησίασε τήν
αναφ°ρά καί έλαβε τήν άδεια νά σγηματίση ενα ρεγιμέντο
απδ ΈΜηνας άπδ 1,500 χαί είς τδ δ’άστημα 5, 6 μή­
νας ώργανισε 600 Έλληνα<ς, άλλ
* άφου έπεσε δ Ναπο­
λέων, ήλθε ή διαταγή χα! διέλυσαν τά ξένα στρατευμα-
τα χαΐ των Ελλήνων
* τους έδωχαν άπδ 800 τάλληρα
του χά9ε αξιωματιχου, χαί του χαπετάνιου 1,200, χαί
έτζι τους δι^υσαν, χαί εγω έμεινα ιχχόμη διυο χρόνους
εις τδ Στάτο-Μαγιόρο, χαι έπειτα μέ έβγαλαν χαί ε­
μένα.
Εΐδα τότε οτι, ο,τι χάμωμε, θα τδ χάμωμε μονάχοι χαί
δέν έχωμε ελπίδα χαμμία άπδ τους ξέ'νους· δ Τζουρτζ
έπηγε εί’ς τήν Νε^αλ^ έγεινε εχεΓ στρατηγέ μέ επρο-
σ*
άλεσε μέ 2 γράμματά του χα’ επειδή ήξευοα τήν έται-
Ρ* αν, δέν έδεγ^θηκα αλλά έχύταξα πότε νά βγουμε διιχ τήν
Πατριδα μας.
Τήν έταιρίαν μέ τήν είπε δ Πάγχαλος· έπειτα έπέ-
ρασε δ ’Αριστείδης, χαί δ Άναγνωσταρας μέ ερερε γράμ-
άπδ τήν έταιρια, χα’ τότε αρχησα νά χατηχώ χαί
έγω διαφόρους είς τήν Ζάχυνθο, Κεφαλονίέ, χα’ διαφόρους
Καπετανέους Σπετζ^τιχΛν χαραβιών χαί Ύδραϊχών χα’ι
ε^ τά 20 μέ ήλθαν γράμματα άπδ τδν Ύψηλάντη διά νά
= 48 =
-5μαι Ιτοηεος, καθώς καί όλοι οί έδικοί μας* 25 Μαρτίου
ητον ή ήμερα της γενικής έπαναστάσεως. Οί Άγγλοι
έμαθαν οτι έλαβα κάτι γράμματα, καί ηλθε η Αστυνομία
8ιά νά μέ έξετάση την νύχτα, άλλ' έγώ τά γράμματα τά
είχα φυλάξει.
Εις τάς 3 ’ίαννουαρίου .... καί ει’ς τάς 6
έβγηχα ε’ς την Μάνη εις τοΰ καπετάν Παναγιώτη του
Μούρντζινου τά σπητί'—-Ε’ς αυτό τά διάστημα, πριν νά έβγώ
ε’ς τ^ν Πελοπόννησον, έπηγα ε’ς τους Κορφούς μέ την πρό-
φασιν νά ζητησω 4,000 τάλληρα από μισθούς μου του
Μέτλαντ,και διά νά ανταμώσω τον Ιωάννη Κα^ο^ίσ^-^^^αε
* τάν
άντάμωσα· έχάθησα 30 ημέρας καί έπέστρεψα· βπίσω εις
την Ζάκυνθο
* — έχει ώμιλησαμε πολλά περί της ύποθέσεως.
'Εδώ τελειώνει η ζωη μου η περασμένη, καί άρχινα
της έπαναστάσεως' οσάκις έμβαινα εις δούλευσιν έμβαινα
πάντοτε μέ την συμφωνία, οτι από τ^ν Επτάνησον νά
μην άπομακούνωμαι, και νά μην πολεμώ παρά εις Τούρ­
κικο τόπο, καί τά φόρεμα νά μην έβγάλω
* εις τά νησιά
«γνωρίσθηκα μέ τούς Βοτζαραίους, και έκαμα τάν Μάρκο
Βότζαρη άδελφοπητό. ■
Ε’ς τόν καιρό της νεότητος όπου ημπορουσα νά μάθω
κάτι τι, σχολεία, ακαδημία! δεν υπηρχαν
* μόλις "ησαν
μερικά σχολεία, εις τά «όποια έμάθαιναν νά γράφουν καί
νά διαβάζουν. Οί παλαιοί Κοντζαπασηδες όπου ησαν οί
πρώτιστο’ του τόπου, μόλις ηξευραν νά γράφουν τό όνο­
*
μά τους τά μεγαλητερο μέρος των ’Αρχιερέων δεν ηξευ·
ρε παρά εκκλησιαστικά κατά πραξιν, κανένας όμως δέν
*
είχε μάθησι τό ψαλτηρι, τό κτωηχι, δ μηναιος, άλλα’
προφητεία!, ησαν τά βιβλία όπου άνέ'γνωσα’ δέν είναι
παρά άφου έπηγα ε’ς την Ζάκυνθο όπου εύρηκα τ^ν
Ιστορία της *
Ελλά5ος 5ε?ς τήν απλο-^ληνικήν τά βιβλία
δποϋ έδιάβαζα ·συχνά ή τον ή ιστορία τής Έλλάδος, ·ή
ίστορία του Αριστομένη καί Γοργώ καί ή ιστορία του
Σκέντερμπέη. Ή Γαλλική έπανα7τασις και ο Ναπολέ'ων
έκαμέ, κατά την γνώμηνμου, να άνοίξη τά μάτια
τοΰ Κ0σμου. Προτηίτερα τα έθνη °έν έγνωρηζοντο, τούς
βασιλείς τούς ενόμιζαν ώς θεούς της γήζ, καί οτι
και άν έκαμναν, τά έλεγαν: καλά καμωμένο. Διά αύτό
και έίναι δυσκολώτερα νά διοικήση; τώρα λαόν. Είς τον
καιρό μου, το έμπόριο η τον πολλά μικρά, . τά χρημα-
τα ησαν σπάνια, τό τάλληρο τά έπρόφθασα 3 γρόσια,
καί οποίος εΐχβ 1,000 γρόσια ήτον πράγμα μέγάλο, καί
εχ,αμνέ κανέίς δουλεία!^ βσαις τώρα δέν εκαμνέ μέ χεί­
λια βενετικά. ‘Η κοινωνία των ανθρώπων ητον μικρή,
δεν έ?ναι παρά ή έπανάστασίς μας όπου έσχέτισε ολους
τ°ύς ^Ελληνας. Εύρίσκοντο άνθρωποι όπου δεν έγνώρι-
ζαν άλλο χωριά μακρυά μίαν ώρα <από τό έδικό τους.
Τηκ Ζάκυνθο τήν ένο'μιζαν ώς νομίζομέν τώρα τό μα-
κρύτερο μέρος του' Κόσμου. *Η *Αμ«ρική μάς φαίνε­
ται ώς πώς τους έφαίνετο αυτών ή Ζάκυνθος· έλεγαν
εις τήν Φράγκα.

4
Τέλος πάντων τδ μυστήριον της εταιρίας άρχισε νά
διαδίδεται εις κάθε λογης (ανθρώπους κα'ι καλους και
κακούς, καί έβιασθήκαμε νά κινησωμε μίαν ώραν άρ-
γήτερα την έπανάστασιν. *
3 Ντώγος τδ έμαρτύρησε είς
Ετζι λοιπδν είς τάς 3 ’ίαννουαρίου αναχώ­
τδν ’Αλη-Πασα. *
ρησα άπο την Ζάκυνθον, κα'ι εις τάς 6 ’ίαννουαρίου έφθασα
είς την Σκαρδαμοΰλα είς τού πατρικού μου φίλου
Καπετάν Παναγιώτη Μοόρτζινου. Τδ κίνημά μας εγεινε
εί; τάς 22 Μαρτίου εις την Καλαμάταν Απδ τάς
6 του ’ίανουαρίου έως εί; τάς 22 Μαρτίου, έπροσπά-
θησα, ενέργησα είς την Μάνην νά ένώσωμεν διάφορα
σπητια Μανιάτικα κατά την συνήθειάν τους, καί τούς
ένώσαμεν, τούς αδελφώ-τα^εν έστειλα καί είς τάς ε­
παρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρός, Καρύταινας, Φαναριού,
Λεovταριού, Αρκαδί^ της Τριπολιτζάς, καί τΛθαν εκεί
δποΰ εύρισκόμουν, καί τούς έλεγα, οτι; την ήμερα τού
Ευαγγελισμού νά ηναι έτοιμοι, καί κάθε Επαρχία νά
κινηθη εναντίον των Τούρκων των τοπικών, καί νά
τούς πολιορκήσουν είς τά διάφορα φρούρια, καθώς οΐ
"Αρκαδιανοί νά πολιορκήσουν τδ Νεόκαστρο, οί Μοθω-
ναϊοι τήν Μοθώνη, καί ούτω καθεξής.
’Αφου έπροετοιμάσαμεν καί συναγροικήθημεν, δ Ζα-
ΐμης μέ τούς άλλους, αναγκασμένοι νά υπάγουν εις τήν
Τριπολιτζά ή νά μείνουν ετζι, χτύπησαν τδν Βό’ίβο-
δα των Καλαβρύτων, Οι Τούρκοι μέ έμαθαν δτι ήλ­
θα καί με ενόμιζαν οτι ηλθα με 5 μέ 6,000· έγώ
= 51 =
ήμουν μέ τέσσαιρους. Ήλθαν ’Αρκαδινο'ι καί Μιστριώται
Τούρκοι ρ.ξ ραγιάτικα σκουτ^ά ένδυμένοι, και ήλθαν ναί-
δουν μέ πο'σους ήμουν, καί έγ ω έπαιζα ά
ταΐς άμ δαις
καί έγυρισαν όπίσω και έλεγαν, ότι: εύρήκαμε ενα
γέρο καί έπαιζε ταΐς άμάδαις. — ’Επήγα είς τόν Μούρ-
τζινο ώς φίλο μου πατρικόν. ‘Ο Μαυρομιχάλης είχε
τό όνομα Μπέης, άλλ’ ό Μούρτζινος είχε την δύνα-
(xtv εις τήν Μάνην. Έρωτήθη τότε ό Μαυρψιχάλης
$ ιά τόν έρχομόν μου, καί αύτος άπεκριθη, ότι εδυ-
στυχησε εις την Ζάκυνθο και ήλθε εις τήν Μάνη διά
νά τον βοηθήσουν οί φίλοι του καί νά έπιστρέψη όπί-
σω’ καί εις αυτό έφέρθηκε πολλά καλά, αλλά 3&ν ή-
ναι αληθινό οτι δεν μέ έπρόδωσε είς τούς Τούρκους' δεν
είχε τήν δύναμιν νά το κάμγι καί άν ήθελε, χαί, έκτος
της φιλίας όπου εΐχαμεν μέ τόν Μούρτζινον, είναι συ­
νήθεια είς τήν Μάνη νά ύπερασπίζωνται όσου; κατα­
φεύγουν είς την οικίαν των.
Είς τάς 23 Μαρτίου επιάσαμε τούς Τούρκους είς την
Καλαμάτα, τόν ’Αρναούτογλην σημαντικόν Τούρκον τής
Τριπολιτζάς. Ειμεθα, 2,000 Μανιάτες, ό Πετρόμπβης, ό
Μούρτζινος, Κυβέλος’ Δυτική Σπάρτη.— 1C0 ή τον οί Τούρ­
κοι μεινεμένοι, ώ; 10,000 ή φήμητους μεγάλη.·—‘Η ’Ανα­
τολική Σπάρτη έκινήθη την ιδίαν ώρα. Ό Τζανετάκης
με τήν Κακαβαυλιά έκινήθη διά τόν Μιστρά. Οί Τούρ­
κοι τής Μπαρδούνιας καί Μιστρά ύπάγουν, τραβιούνται
είς τήν Τριπολιτζα. Οί Τούρκοι είχαν βάλει υποψία,
έπροσκάλεσαν τούς Προεστούς καί Δεσποτάδες, καί αύ-
τοί έπήγαν —· ήτον έμβα τού Μαρτίου — Δεν τους
εσκότωσαν. Οί Σπαρτιάται Οφου έπήραν λάφυρα, προ­
χωρούν καί πολιορκούν τήν Μονοβασίά. — Είς τήν Κα-
= 52 ==
λαμάτα έκάμαμι Συνέλευσι, *
πόθε νά πρωτοκιν^σωμε
τα στρατεύματα. Οί Καλαματιανοί έχατάφεραν τόν
Μπέη νά πάμε εις τήν Κορώνη διά να μην . βάλουν
σπαθί οί Τούρκοι εις τους *
Χριστιανούς εγώ δεν έ-
στρέχθηκα, είπα νά πάμε εις τλν παλαιάν ’Αρκαδίαν,
εις τό κέντρο διά νά βοηθούμε τούς άλλους
* τότε­
νες τούς εϊτα: εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο τό
στράτευμα, καλώς, είμή αναχωρώ νά υπάγω εις τό
Κέντρο. Είχα λάβει γράμμα από τον Κανέλο, μ’ έπρο-
σκαλοΰσε, οτι είχε 10,000 ά'ρματα, καί νά εμβω επί
κεφαλή;. Τού Μοόρτζινου ά^ρώοτησε τό παιδί του ό Δι­
ονύσιος, καί έτζι δέν έκίνησαν όλοι οί Μαντάτα
*.· έ­
λαβα 200 από αύτόν καί 70 από τιν Μπέη μέ τον
Καπετάν Βοϊδη καί μέ 30 έδικούςμου έγενηκαμε 300,
καί έκοψα εύθύ; 2 σημαίκις μέ Σταυρό καί έκίνησα.
Οΐ Άνδρουσιανοί Τούρκοι, 360 ανδρες, μανθά/οντας δτι
είμεθα ασκέρι φεύγουν, πάνε ς’ τά Κάστρα της Μεσ­
σηνίας. Κινώντας εγώ, ε’χαν μίαν προθυμίαν οί "Ελλη­
νες οπού όλοι με τάς εικόνας έκαναν δέησι καί ευ­
χαριστήσεις’— Μου ηρχε:ο πότε νά κλαύσω........... άπό
την 'προθυμίαν "πού έβλεπα. —■ ίερεΐς έκαναν δέησι.
Εις τόν ποταμόν της Καλαμάτας άνασπασθηκαμε καί
έκινιήσαμε.
Τάς 24 τον Μάρτι ' ί821, έφθάσαμε είς ένα χω­
ριό της Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, "τού είναι καμ-
μ.1% πενηντάρια οίκογένειαις. "Οσοι ά^ρες ητον, τούς
έστειλα πεζοδρόμους, καί τούς έλεγα : σύρτε ς’ τά
Κάστρα, πολιορκήσετε, καί σάς προφθάνω με 3,000.—
-στρατήγημα. —■ Ιην αυγήν έξη μέρωσε εις ταις 25 του
Ευαγγελισμού’ έμαθαν είς τό Λεοντάρι δτι έβγηκα μέ
= 53 =
τόσαις χιλιάδες Μαν^άταις, πέρνην rot ζώα τών ρα­
γιάδων και αναχώρησαν διά τήν Τριπολιτζά. Κινώντας
άπό την Σκάλα, έβριζα καμμίά χιλιάδα τουφέ<?α, 3
μπαταρ^αΐς διά νά τ’ άκούσρ ό κόσμος νά σηκωθή
κατά την παραγγελίαν. ’Ακούοντβς οί Γαρχντζαΐοι τά
τουφέκια, έσκότωσαν του; Κεχαίάδες— αύτοί ήθελαν νά
φύγουν—καί εγεινε αρχή τοΰ σκοτομού. Έκίνησα νά έβ-
γω είς τό Δερβένι τοΰ Λεονταρρύ διά τήν παλκιά
Αρκαδία
* απαντάω ένα μεζίλι άπό τοΰ; Έλληνα; καί
μου λέγει, ότι οί Λεονταρΐτες έφυγαν και έπήγαν ίσια
τό Φραγκόβρυσο καί έπειτα έγύρισαν ’πίσω, καί έκο­
ψαν 2, 3, ’Ελληνες. 70 Κχβαλαραιοι ήτον ε’πα: τρέ
*
ζετε νά τους κλείσετε, καί έφθασα όπίσω είς τό Δε-
*
οντάρι Τήν ίδια ήμερα τοΰ Ευαγγελισμού συνάζονται
οί Φαναρΐτες, λέγουν είς τοΰ; Τούρκους νά τραβιχθ,υν
είς τήν Τριπολιτζά διατί δέν ήξεύρουν τί ευαΓ μα-
* άλλα μουρτα-
ζόνονται Φ.αναριτες καί Μουντριζάνοι κι
τοχώρια, (ΐ) αριθμός των 1,7 0(λ τουφέκια. Έσυνάχθηκαν
απέξω άπό τήν ’Ανδρίτζενα 2 ώρας σέ μία βρύσι Χουλ-
τίνα λεγόμενη, είχαν 3,0()0 ζώα τών ραγιάδων μαζύ
τους. Τήν ίδιαν ημέρα οί Άρκαδιανοί (τής' θαλ.) συνά­
ζονται όλίγοι,—καί ό Πρωτοσύγκελος καί άλλοι, παρακινούν
τούς Τούρκους νά τραβι/ίούν εις τά Κάστρα, καί τους
έδοσαν ζώα, τους ’ςεύγαλαν ίσα μέ τό Νιόκαστρο καί
έκεϊ τούς πολιόρκησαν αφού έσυνάχθηκ
ν
* καί άπο άλ-
λαις έπαρχίαις
* έπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καί
Κορώνη. Επήγαν κχί Μανιάτες
* Οί Ανατολικοί εί; την
Μονοβασ^ά. Οι Καλαβρυτινοί και οί Πατραΐοι και οί Βο-

Όποΐί ol Tcvjxci -ΠΛνδρ«νονται id χμαπακαίς


= 54 =
στιτζάνοι πολιορκούν την Πάτρα καί Καστέλι. Ητον
αρχηγοί Ζαΐμης, Σωτηρης Χαραλάμπη;, Άνδρέας Αόν-
το; καί λοιποί. ‘Ο Σισίννης μέ τούς Γαστουναίους και
οί Πυρη ιώτες μέ τόν Βιλαέτη ‘ έβάρεσαν τούς Γαστου-
ναίους Το^κους, καί αυτοί κλείονται είς τό Χλουμουτζι
(Κ.αστέλ-Τορνέζε)· μανθάνοντας τούτο οι Λαλαΐοι, υπα-
γουν, τού; περνούν από τό Χλουμουτζι μέ ταΐς φαμε-
λιαχ; τους, καί τούς έπηγαν εις τού Λάλλα. Τότε τά
νησιά έκαμαν προκλαματζηόναις, νά μήν έβγη κανείς
από τά νησιά εις βοήθεια των ‘Ελλήνων· Ζακύνθιοι
κρυφίως έφευγαν χωριάτες καί γωοαιτες, καί έ γ ε ι-
να ν συμβοηθοΙ τών κινίνων, και τό πραγμα τους τό
εδήμευσαν· τόσο καί οί Μεταξα^ες με άλλους πολλούς
Κεφαλονητας κρυφίως έβγηκαν εΐς την Γαστούνη καί τούς
’δήμευσαν τό πράγμά τους. Ή Δυτική ‘Ρούμελη, (I) τότε
είχε την σκοτούρα τού ’Λλή-Πασα, διατί οί Σσυλιωτεζ
έπιασαν τό Σούλι. —Ή καταδρομή κατά τού Μή-Πασα
μας ’βόηΘησε πολύ, έτρεπε πρωτα νά πάγη αύτ-ός· ήτον
μχγάλο θηρίο. —. Ή ’Λνατολική Ελλάς, δ 'Οδυσσέαί,
4
Γούρας, Διάκος, καί Πανουριάς έκίνησαν ένταυτω τό
τουφέκι εις την ’Λνατολική Ελλάς (Απρίλιος).
Ή Σπέτζϊς έπρωτοσηκώθηκε, έστειλαν είς την Ύ­
δραν, κα'ί ο’ί Υδραίοι δεν ητον ακόμη σηκωμένοι· οί
Κοικοκυραΐοι δέν ήθελαν νά σηκωθούν, ό Κουλοδήμας ,
Καπεταν ’Λντ·ώνης κα'ί ό Γ*ίκας τού Θ. γαμβρός τού
Μιαουλη κα'ι ό Πέτρο; Μαρκέζης, έσυνώμοσαν μέ τδν
λαόν καί είπαν wv ’.Αρχόντων; ή σηκώνεσθε καί ε­
σείς, ή θά βάλλωμε φωτιά νά σάς κάψωμε, μόνον όρ-

(1) η Τουρχιχη-
= 55 =
δινιασθε τά καράβια σας. Τούς ύποχρέωσαν, εδοσαν
γρόσια, και έβγήκαν.
Τά Ψαρά έκίνησαν αύτοθελήτως καί ή Σάμος.
’Εγώ εις τάς 25 όπου έκίνησα από τήν Σκάλα,
’βγαίνωντας είς τό Δερβένι του Λεονταριοΰ, απάντησα
ενα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτου-
να Καριώτη. καί μου έγραφε, οτι: · οί Τούρκοι της
Καρυταίνης καί ό Βοίοοδας τοΰ *Ημελακίου Μουσταφάς
Ψιζιώτης έκλείσθηκαν είς τό παλιόκαστρο της Καρύ~
τανοες
* · και 2 προεστοί της Καρύταινας δ Σπήλιος Κου­
λά; καί δ Μιχαλής δέν ήτον εις τήν έταιρία μπασ­
μένοι καί δέν ήζουραν τί έγινε *ο, καί ^παρακίνησαν
τούς Τούρκους νά μή φύγουν, άλλα νά μείνουν εις τό
Κάστρο· δ Κάμπος τής Καρύταινας δεν ήθέλησε νά
πιάση τά άρματα· έτζι μ* έγραφε αύτςς.
’Εγώ δεν έλλειψα νά κάμω μία προσταγή, καί έπάτησα
τήν βοΰλα μου’ Όποιο χωριό δέν ήδελε νά άκουλουθήση
τήν φωνήν τής Πατρίδο; τζεκοΰρι καί φωτιά. Μχνθα-
νωντας δτι έβγήκα είς τό Δερβένι, ο'ι 70 καβαλα-
ραϊοι ευθύς αναχώρησαν διά τήν Τριπολιτζά· έγώ έπή­
γα είς ένα χωριό ανάμεσα Λιοντάρι καί Καρύ­
ταινα. Οι Μανιάτες μου είπαν: νά πάμε είς τό Λεον-
τάρι· τούς είπα, νά πάρωμβ χαλκώματα;— Τήν αύγή «-
ξψμέρωσε, ς’ ταϊς 26. ‘Ερρξα 1,0°0 τουφέκι έκαμα
νά πάγω είς τήν Καρύταινα νά άκαρτερέσω τ°ύς Φ°-
Λαρίτας καί τούς Καρυτινούς, καί άκουοντες ταις μπα-

* αΐς ο Κόσμος
τερί · έκινήΜαν ολοι. Είς ^ν δρυμόν ά-
. V * *
παντη,σα ε'να γράμμα τοΰ Βασίλη ΜπουτουΌ, και μου ε-
λεγε: ίδές τό γράμμα των Φαναριτών π°ΰ κάθ°ν-
ται είς την ΐοιΑηνα
* τό έγραφαν εΐς τούς Καρυτιν°ύς
= 56 =
Τούρκους και έγραφε το γράμμα, δτι.· αύριο περνάμε διά
Τριπολιτζά’ ειμεΟα τοσοί
* έτοιμασθείτε νά ενωθούμε
*
εύγηκε δ ΚοΤωκοτρώνης μέ τόσαις χ ιλιάδες Μανιάτες.—
Ό Βασίλης είχε σκοτώσει τόν Τούρκον εις τό γεφύρι
της Καρύταινα; πού είχε τύ γροφιμα. Βλέπώντας τόγράμμα
έκίνησανά πιάσω τύν το'πο που ήθελαν νά ά περάσουν οί Φα-
ναρίτες. 'Βγαίνοντας αγνάντια είς την Καρύταινα οί Τούρ­
κοι καί βλέποντας τά μπαϊράκια, και μην ξεχωρίζωντας
τον Σταύρο, έλεγαν ύτι είναι Τούρκοι, καί πάμε μεντάτι.
'Εγώ έτράβηξα έναν τόπον στενόν έλεγα, ύτι θ’ άπε­
ράσουν τήν ίδια ημέρα διά νά τους κτυπη'σω. ’Εμηνυσα
χωριάτων πού ήτον εις το στενό εκείνο, νά μού είπουν
δια τούς Τούρκους τούς Φαναρίτας, και μου είπαν:
ύέν έχουν «’*ιδησιν εις τήν βρύσι κοιμούνται απόψε καί
ταχύ θ’ άπεράσουν. Κι’ έγραψα έναν τεσκερέ ένός Άν
δριτζάνου Παναγ^τη Γιατρόπουλου νά κίνηση τά αρ-
ματα, νά τού; .φερνή άποπισω και εγώ τούς καρτερώ
άπεμπροστά Σάν ειδ^ ύτι οί Τούρκοι δέν ητον τήν
f / > / Λ \ / » «μ χ / 1
ημέραν εκεινη Οιά κίνημα, επήρα την χώρα της Κα-
ρυταίνης, και έκλεισα τούς Τούρκους είς τό Κάστρο
(ήμέρα 26). ’χ ταίς 27 έσηκώθηκα χαραυγή, μέ τά χα-
ράμ,ατα καί άμηκα τους Καρυτινούς καμμια δεκαπεντα­
ριά νομάτους, κι’ εγώ έπλασα τό στενό
* τήν ιδία νύ­
κτα ποΰ ειμουν εις την Καρύταινα μού ήλθε είδησις
άηό τόν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ύτι στείλε μας στρά­
τευμα διατί ημείς δεν έσυναχ5ή’καμε ακόμα·—παλιαν­
θρωπιά.
Τήν αύτήν ημέραν 'πού έκίνησα, ήγουν 27, με έμ -
θασε ένας ντεσκερές τού μακαρίτου τού Μπεϊζαντέ
‘Ηλια, ύτι έφθασε μέ 200 Σπαρτιάταί εις τό Λεον
*
τάρι, καί του έγραψα, δη νά φθάσ-ρ ’γληγορα, γιατί
σημερο έχομε τουφέκι. ’Από έχει όπου του έγραφα
εως εις τό Λεοντάρι είναι 4 ώραίς τραβικταΐς, καί
κατά τύχη εντεσε παλιάνθρωπο; 0 πεζός καί δέν έπ·ηγε,
ποΰ νά φθάσουν εις τον πόλεμον και εγώ έπνιγα εις
τό στενΟ, εις τ°ν άγιο ’Αθανάσιο. Τήν αύγή έζαγνάντη-
°Ε τΟ στράτευμ,α το Φαναρίτικο (οι Τούρκοι) μία ώρα α-
λά'ργα, καί Ο τόπος στενός, καί φορτώματα, καί e-
κρατοΰσε 2 ώραις ό μάκρος τους, ί σειρά τους
* και
βλεποντάς μας ευθύς ε’μβηκαν τό τουφέκι όμπροστά
διά νά ■πολtμίσουν, κα'ί ήμεις ειχαμε ταμπούρια κ^
έπολεμησαμε 6 ώραις. Οί Σπαρτιάται έκαμαν τότε
έναν πόλεμον, ποΰ έμιμηθηκαν · τόν Λεωνίδα' 300 ητον
ο! πρώτοι, 1,700 οί Τούρκοι.’Από ταΐς 6 ώ^αις έσωσαν
τά φουσέκιά, τους, έλαδώθηκε ό Βοϊδής, 0 Δουρχ>κης,
έσκοτώθηκκν πέντε, έζη. βίς τό μεσημέρι έσωσαν τά φου-
σίκΐχ· μοΰ λένε το στράτευμα, νά τούς άνοίξωμεν· — ό­
μως τά Κολιόπουλα η τον 6 ώραις μακρυα είς τΟ
ποτάμι του · ^Ρονφσά, εις χωριό Τζουκα' έφύλαγαν διά
τούς Λαλα^ος' ακούοντας τό τουφέκι έκίνησαν πλάν
δεν έφθασαν (ε?χαν τετραθέσιους) εις την ώραν άλλ έπειτα
απο ’μισή ώρα. Οι Τούρκοι έσκοτώθηκαν 15, έπολεμουσαν
μέ καρδιά, διότι είχαν τό βλίτου; καί ταΐς γυναίκκις
τους. *Av έφθαναν σά Κολιόπουλα, ό Γιωργάκης καί 0
Λημητρης ήθελε χαλασ-θοΰν οί Τούρκοι. ’Ετηραν οί
Το'ύρκοι τήν θέσ·ν μας· (ακούοντας τήν μπατερία τών
Κολιαίων έβγηκαν άγνάντια νά ίδουν. Βλεπωντας 0τι
PaG έρχεται μεντάτι τότενες οί Σπαρτιάτες έπηραν τους
λαοωμένους καί έμεινα με πολλά όλίγους. ^κοιυονιας
τ^ν μπα,τε^ιία, έφράξαμεν τόν τόπον, νά μήν ’περάσουν οί
= 58 =
Τούρκον άπά το γεφύρι, μέ 20 ανθρώπους. ’βκούναγα τά
μπαϊράκι διά νά μέ γνωρίσουν τά Κ,ολ^πουλα’ είχε πια-
σθεΐ ό λαιμό; μου άπο ταΐς φωναΐς της ή μέρας. —
Οι Τούρκοι ’βγαίνουν εΐς βοήθεια από τό Κάστρο, δ2ώχ-
νουν εκείνους όπου ητον ς την χώρα. —- Κυνηγούμε του;
Τοόρκου; με τά γυναικόπαιδα, 5°0 ψυχαΐς ενώθηκαν είς
τό ποτάμι της Καρύταινας, μήν είμπορώντας ν’ άπερά-
σουν από τό γεφύρι, το όποιον τί είχαμε πιασμένο. Οί
'Ελληνες έπερναν τά ζώα, τά άτια δλα λαβωμένα. Δέν
τούς έχώραε τό Καστράκη, και η τον απέξω σάν τό
μελίσσι (ή πρώτη νικη κατά Ί^υρκ-ων — τών Καλα­
βρύτων πρώτα).
'Ημείς τούς πολι,ρρκησαμεν. Μετά τό έσπέρας έφθασε
κα'ι ο ‘Ηλί«ς Μπεϊζαντες από τό Δεοντάρι. ς’ ταις 28
ήλθε καί 6 Κανέλος με 200 Καρυτινούς. Ό ’Ανα~
γνωσταράς καί ο Παπνφλέσσας έκίνησαν διά την ’Αρκα­
δία μέ 500 ανθρώπους. Σάν οί ’Αρκαδίανοί ήτον
φευγάτοι, έγύρισαν καί ήλθαν είς τήν Καρύταίνα μέ
1,000. Σε 2 ήμέραις εγινήκαμε 6,000< ° Τούρκοι
όπού ητον κλεισμένοι, άφησαν τά ζώα τους εξω, τά
’πήραν οι ^Ελληνες. Δέν ε!χαν νεpό, τροφάς. Τόν Κι-
κηταρά, τόν είχα σταλμένον -μέ 100 νωμάτους είς τό
Φpαγκόβρυσο, εί; την Τριπολιτζα 2 ώραις απέξω. *Ε·
κείναις ταΐ; 2 ήμέραις όπου ?συνάχθημεν, ό Μουστα-
φάγα; ένδύνει 2 Τούρκους μaγ^άτικά, τούς δί'δει 500
γpυσιά, επηγαν εί’ς τήν Τριπολίτζά διά νά έλθη με^-
τάτι καί νά τούς πληρώση ολους, όσοι έλθουν εί; βο­
ήθειαν τους. *Εξω ’βγαίνοντας οί π!ζοδρόμοι 2 ωpάtς, τους
έκατάλαβαν αν^πο^ πλϊΐν δέν τούς έπιασαν. Δίδοντας τό
γράμμα όρδινΐάσθηκαν 2,°00, κα'ί ήλθαν βοήθειαν των
= 59 =
Καροτινών καί Φαναρίτων. 'Εγώ σαν έμαθα τούς πε­
ζοδρΟμους, ύποπτευθηκα οτι θά έρθει μεντάτι· έκαμα
ευθύς Συνέλευσιν είς το στράτευμα, έ'δωκα γ*ώμη νά
Ο Άναγνωσταράς . με 2,000 είς του Σάλεση, μα-
5
* ·
*Ρά άπ* τήν Τριπολιτζα 4 ωραις και 4απο την
Καρυταν^ νά εμποδίση το μεντάτι «v κίνηση απΟ
Τριπολιτζά , αν δεν ε^πορεσ^ να τους βαστάς» v«

έλθΤ] οπίσω) — v« πορουν φόβον οί Τουρκθιί Οπ°υ νά


μ^ν προσπεράσουν κατά τλν Καρύτανα· αύτος μου
π°κρίθηχξ;, δέν κίάνει νά χαλοίσωμε το Οπου εί-
βρδι
μέθα συναγμένοι
* τους είπα άλλη μ'ια γνώμη: νά πα- /

ρω έγώ 500 . . , με άvτ£σκoψεv, έιζι έμεινεν το πιάνο ε-


κεινο. Τού; Τούρκους τΟσο τούς έστενοχωρησαμεν Οπου
δεν ^μπορουσ^ νά εβγουν ενα αχνάρι. Την άλλην {μέραν
ξημερώνοντας, ’Απριλ^υ I1 , έβγηκε το μεντίάτι άπο
τήν Τριπολ^τ^ και εβγαίνουν «ει (όπου ^εγα νά πά-
γ δ ’Αναγνωσταρας, καί βάνουν φωτιά άγνάνηα.
Βλέποντας ταις φωτίαις λεγομέν, το μεντ^ι είναι.
β®τειλαν διά να εβγουν καταπατητάδες,. αύτοί έπηγαι-
votv καί άτΟκρισι δέν μάς ηφερναν έπείσμωσα και
τ°Ος είπα: νά πιάσαυν τρία καταράχια διά νά καρτε-
ρεσωμε' τούς Τούρκουί, νά πολεμησωμε
* κα'ι εγώ έπηρα
ενα άλργο καί ε·α μπαϊράκι είς το χέρι. λα'ί το
^Ίλη, χα'ζ άν ηναι Τουρκοι, νά κλε^ω το μπαι^κι,
δεν ηνα^ νά το ανο^ω. Μέ ακολούθησαν κα'ί δύο
με τά π°δια. °Οσο νά εβγω είς τ{ν ράχη, άποστασε
τ° «λογο, τό εδεσα βίς ενα κλα^ κα'ί έγώ έβγηκα
την ράχη·’ εβαλα τό κιάλη, είδα τους Ί^ύρκους
οπού ίρχ°ντο κα'ί έκλεισα τό μπαϊράκι. Οι σ£λληνες άρ-
Ζιζ·ουν νά φευγουν άφου έκαμα το σησ.εΓον έγώί £-
Χ,ιζουν
= 60 =
> /
χάνε κρύο, αέρας, έπέρασα, από ένα τζοπανάζι, μία
κα^οτίτζα άσπρη—ήμουν ύδρωμένος—κ’ έγυρισχ πίσω
νά ‘πάγω εις τό στράτευμα
* οί άνθρωποι μον εφευγαν’
δ Καβαδίας μου έπήρε τό άλογο
* έγύρισα ’πίσω εί;
τό όρδί άποσταμένο;, εύρίσκω τόν μακαρίτην τόν Η-
λια 'που επαλ^μ^ τό άλλο όρδι έπτφε τά βουνά* Τά
Κολιό πουλά έπολεμονσαν τό μέρος τού Κα
στρου
* έβγηκα καί τον έση’κωσα τόν Μπεϊζαντε άπό
έκεΐ, ^ιατί έμενε μοναχός του, κα'ι εβγήκαμε ολοι σε
μία ράχη, καί τούς λέγω: νά κρατήσωμε τούτη τήν
ράχη, δίατί αν τιύς ^γοίλουν κα’ί τουτουνους, νά τούς
πέσωμε άπό κοντά ισ^α με τήν Τριπολιτζα. δ ' λνκ-
γνωσταρας έπιασε τό γεφύρι μέ 1,000, ό Παπά Φλεσ-
σας, δ Κανέλος έπήραν την άπάνου στράτα
* έγώ έμει­
να μοναχός μου, οί Έλληναις έτζάκίσαν, έκρύρθηκα εί;
κάτι κλαριά, ταις δΰο πις-όλαις μου άσηκωμέναις·
12 Τούρκοι έκυνηγουσαν τό έύα μέρος τών ‘Ελλήνων,
10 τούς άλλους, κατά τό γεφύρι τόν Αναγνωσταρά,
καί άλλοι τόν Παπά φλέσσα κα'ί Κανέλο. ’βνόμιζαν
οι "Ελληνες ότι τούς ακολουθούν οί άλλοι.—Έπροσπέ-
ρασαν οί Τούρκοι, τούς εΐία έπειτα κ’ έγύρισαν άπό
σημά μου
* ή καποτΐτζα μ’ έγλύτωσε, γ^ατί έφοροΰσα
κόκκινο μεϊτάνι καί ή καποτιτζα τό ’σκέπαζε.
Εις τά 'βασι^εύματα τού ήλιου έβγήκα αγνάντια
εις τούς έδικούς μας εις τό γεφύρι. Καθώς μέ ιδαν . . .
πού ήτουν, — ^ι πού μ άφηκατε ·, κρυμμένος­
— Προβάλλω νά τούς πάρουν καταπόδι ε«ς εις τήν
*
Τρςπολιτζα οί Έλληνες δεν θέλουν. **
Τά Κοληποι
λα ετρι^η^αν εις τήν ‘Ηλιοδώρα, ο Παπα-φλέσσας
κα'ι Mπέ■ιζαvδέ, π^ει εΐς τήν Δημιτζάνα· ό Κανθοί
είς τά Λαγκάδια, πάγει ταις φαμηλιαΐς εις τό Μεγα
Σπήλαιο.
Τά,ν δμΛκίχν όπου ακόυσαν έκεΓνοί όπου α-
τον εις το γεφύρΓ ητον μιά ώρα νύκτα 'περασμένη καί
σκοτάδι, καί τού; λέγω: — έκαμα τό Σταυρόμου— "Οσοι
αγαπάτε την Πατρίδα ελάτε κοντάμου. 'Εκίνησα, μέ
άκολουθουν 200, καί ο ’λναγνωσταρας και ό Μπου-
ρας από τού; Κωνσταντίνους, και είχα νά 'περάσω εις
ένα μονοπάτι 20 *χρόνους ισα εις τό Μοναστήρι εις
*όν "Αγιο Γιάννη απάντησα τούς Στεμνιτζιώτας και
έφερναν <χΐς φαμηλιαϊς τους νά κλεισθουν είς τό Μο­
ναστήρι ‘Αγιάννη, τού; λέγω: πού πάτε Στεμνιτζιώτες;—
βιαζόμεθκ. . . . ελάτε κοντά, έγώ είμαι καλός νά άπαν-
Τ'οω τούς Τούρκους. 'Ανέβηκα είς την Στεμνίτζα,
Ρ-ακρά άπό τό Μοναστήρι μια ώρα. 'Εβαλα ντελάλι,
ότι νά μήν σεισθη άπό μέσα κανένας. Μέ έμαθαν ότι

*«ί κοντά εις την Ααγκάδα είναι ε'να χω^ριό Χρυσό-


^Γζι, και έτράβηςα μέ τούς 3°0. Σ’ τον δρ°μο έ-
ΧΡύψθηκαν οί "Ελλη,νες, !°0 τού; έφαγε τό φ^γ-
νά πάμε ς* το Χρυσοβίτζι. Ί°τενες ται
Ζωρι<χ, τά Βλανονόοια έλειπαν c * τα γ'ευχαδια και

α* καί μάς είπε, δτι χθές έπέρασαν 17 νωμάτοι,


ΠΠηγαιναν 5, 6,000 π^ατα καί δέν ευρέθηκε
ανθ?ωπ°ς νά τούς τουφεκίσζι. Ό Νικητα^ς που η^ν
= 62 =
είς τδ Φραγκόβρυσο έκτύπησε τούς πολλούς, έπηρε ζων-

ετρα&χθηκαν ολοι είς την Τριπολιτζα.— Την αύγήν μέ


τά ξημερώματα μου Λέγουν: τι να κάμουμε εδώ; να
άναχωρηαωμε, νά παμε εις το Λεοντάρι, να συνάξω με
στρατευματα, νά ίδούμε τί απογίνετε έχβινος ό Κδσμος,
καί χίλιαις άφορμαίς· εγώ τούς είπα: δεν έρχομαι, κά­
θομαι είς τούτα τα βουνά που μέ γνωρίζουν τά που­
λιά και μέ τρων καλύτερα, γειτονικά
* δέν είχα άν­
θρωπο έδικόν μου, έπαρχιώτημθυ· ε«α άλογο είχα.
Ό Άναγνωσταρας, Μπείζαντές, Μ πούρας Λδνε ς’ τδ
Λεοντάρι’ έμεινα μόνο; μου μέ το άλογό μου εις τδ
Χρυσοβίτζι
* γυρίζει δ φλε'σσας κα'ι. λέγει ενδς παιδιοϋ;
μείνε μαζύτου μην τον φχνε τίποτες λύκοΓ “Εκατζα
έως που έσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους, άπέ έκα-
τέβηκα κάτου
* η τ°ν μία ’Εκκλησία εϊς τδν δρόμ°ν,
(η Παναγία ς’ τδ Χ^υσο^ί^ι), καί το χαθησιό μου

τούτην την φορά το^ ^Ελληνας διά να έμ,ψυχωθοΰν! και


έπηρα έναν δρόμο κατά τήν Πιάνα. Εις τόν δρόμο*
άπαντησα τδν ’ξάδελφόν μου Αντάξιον τού Αναστιά-
ση Κολοκοτρώνη μέ . 7 άνηψίδιά μου, έγινηκαμε 9,
και τδ άλογό μου 10' εγώ ειμουν και χωρίς τουφέκι»
Είς την Πιάνχ δ·ν ήτον κανείς, μέ λέγει δ ’Αντ^ης
Κολοκοτρώνης, ούτε 'εις τήν ’Αλωνίστενα,—-φευγάτοι’
έβριζα είς την ’ΑΑω^στενα, μέ έγνωpισαν, έκατ^ηκΛ
*
καμμ'Λ εΐκουαρια, τούς έκαμα ολους πεζοδρόμους
* έστει­
λα είς ολα τα χωριά νά κάμω όρδί. Σέ τρεις ημέραιζ
έμασα 300 κα'ί έρριξα τό όρδί μου εις τήν Πκανα ά'
γνάντια απδ την Τριπδλιτζά 3 ώραις· τότενεςτα χ*-
= 63 =
ρατζοχάρτια έμβαιναν βίς την Τριπολιτζα και είπαν:
δ -Κολοκοτρώνης είναι μέ 300 είς τήν Πιάνα. Βγαίνουνε
4,000 Τούρκοι καί μάς εξημέρωσαν κει. Βλέπωντας,
έλεγα,, δτι οί Τούρκοι .είναι ολίγοι· τούς έβλεπα μέ τό
κιάλι, τό κιάλι δέν τό έδιδα εις κανέναν' τούς παρη­
γορούσα. Έδοσαν μία ψωτιά έτζακίσανε οί ’δικ°ί μας·
έμεινα μόνος μου μέ το άλογό μου οπίσω’ επηρα τόν
δρόμοτης ’Αλωνίστενας· είς τόν δρόμον ηυρα τόν Νικ°λό
τόν Μπούκουρα άποσταμένον, καί τόν έβαλα πισοκα-
πουλα. ΓΗμεϊς την μια μεριά, οί Τούρκοι από τήν άλλη
έπηγαίναμε είς- την ’Αλωνίσθενα. Οί ’Αλωνίσθιότες έτου-
φέκαγαν από τό ψήλωμα νά μην 'μβούν οί Τούρκοι
μέσα καί έχασομέραγαν. σΟντας έπήγενα μέ τόν Μπού­
*
κουρα έλεγα ελάτε σκυλομουρτάτεςΐ — ό Μπούκουρας έλε­
γε’ μην τούς πεισμώνεις. Ό Κανέ'λος Δελιγιάνης ηρχε-
το μέ 100 νωμάτους, με φορτώματα· έμβηκαν οί Τούρκοι
JB»
*.του
* ’ *
επγραν τά' φορτώματα.
f
· . ·

’Απαντήθηκα μέ τόν ΚανέΤο


* δσ°υζ είχεό Καν&ος
κοοτιχ toj έφδβήθηκαν, έπήγαν είς τά χωριάτους. Εμει­
ναν με τ^ν Κανέλο ' 1 1 ν^ά'τοι. Οί 'Τούρκε έκαψαν
τό χωριό καί έγύρισαν *πίσω ς την Τριπολιτζα. Γ_
Πέρνω τόνΚ^ελ^ &ά νυκτός, τόπον σέ τόπον και ε-
ζ^μερώσαμεν είς ενα χωριό του Κάμπου, εις τήν
^κθα τού Κάμπου τής Καρύταινας. Οί Καμπΐτες κ
Βουνισοι έπέρασαν τδ άλλο μέρος κατα τδ Φαναρι
ε£ίzva βουνδ Δί^αγουμάνο καί ητον τήν μεγ(άλην Τ ε-
τραδη. ’Από τήν πείνα μας έψήσαμε ενα άρνι κ έφαγα-
(α. Απόλυκα πεζοδρόμους είν τδ λεοντάρι πού ητον
^νβαγάναι Καπετα^οι, τους τϊπα’ νά ζυγώσουν *
οντά
ιί{ τήν Τριπολιτζα, είς τήν Μαρμαριά Παπά-Φλεσαας,
= 64 . =
Μούρτζινοί, Άναρωσταράς. Έτζι ήλθανε ε|ς την Μαρ
*
μαριά τδ μέν Μιστριότικο στράτευμα και ό Κυριακού-
λης καί δ Βρυσθένης καί τ’ ^Αγωπετρί πκα στρατεύματα
*
ητον καί 2000 εις τά Βερβενα, καί πέρνει καμμιά; χι­
λιάδα ανθρώπους δ Κυριακουλης καί έρχεται είς την
Βλαχ^οκερασιά μπροστά άπδ 'Λ-ραας
* του έγράψαμε νά έλ-
Θϊ] νά κάμουμε ενα σώμα, δέν ήθελησε· είπε: καλό πό­
στο κρατώ, κι’ άν έλθουν οι Τούρκοι απάνω μας, νά
μας έλθητε μεντάτι. ’Ανήμερα τήν λαμπρή ■ είχανε βάρ­
δια, δ Κυριακο-υλης, τοπικ°υς καί τ,ύς ε·τρόδωσαν, και
έβγηκαν 2000 Τούρκοι μέ τά χαράματα της Αύγής,
καί "τους έπλάκωσαν καί έπολέμισαν όλίγην ώραν καί
έσκότωσαν καμμιά δεκαπενταριά άπδ τούς Έλληνας,
έσκότωσαν τδν περίφημον ’Αντώνιον Νικολόπουλο, τον
Παναγή Βενετζιάνον, καί δ Κυρι.ακούλης άναχώρησε μέ
τδ λοιπδ στράτευμα, καί πάγει ς τδ Μιστρά· ακούοντας
ίμ εΐς τδν πόλεμον, έκινησαμεν εις μεντάτι, ητον 2
ώραις μακρά» καί, 2σο νά πάμε ηιχείς, δέν ε^ηχοε^β
ούτε Έλληνας, ούτε Τούικους’ τά ^πητια καυμενα, τούς
15 κοψοκέφαλους· έγυρίσαμε όπίσω εις τήν Μαρμαριά·
Ταΐς ιδιαις τ^ραις ■ήλθε το παιδί μου, ό μάκάρίτης °
Πάνας μέ τον Γενναίο, με 30 νωμάτους και μ «γύ­
ρευαν. Τδ όρδί τδ άλλο ητον εις τά ^ρβενα μέ τ°ν
Βρυσθένη, Π. Γιατράκο, Ζκρειροπουλο· ερχόμενος ό
Ιΐανος καί δ Κανέλος Δελιγιάννης, τδν έστειλα νά πά-
γη ’ς τήν Κι^ύ^^ : όποιος °εν ’βαίνει νά καί *ρ τδ
*
σπητ νά κάμουν όρδί είς τάιν ’Αλονίσθενα ^ί εις τδ
Χρυσοβίτζι. Δεν ε^ει^ν νά σκάζουν άπδ τα χωριά ώς
600, κα’. όλο ^τ&νανε νά δυναμώνουν τδν τόπο. —Τά
ΚολώποΆα με τους Κάλάβρυτινου;, ■ήσαν καί ο. Μεταίά“
=Ζ 65 —
δαις με κανόνια και έπολιορκοΰσαν του Χάλα· ε στείλαμε?
δίαταγαΐς είς την Μεσσηνίαν κα'ι Μιστρά, και εσυνάχθημεν
*·» τοΰ Μαρμαρά έως 1,200, και άπό εκεί νά πιάσουμε
τό Βαλτέτζι όπου η τον αγνάντια άπό τά Βέρβενα,
άπό τό Χρυσοβίτζι και 'Αλονίσθενα (Καρυτηνά όρδιά).
2* τό Βαλτέτζι £ύρίσκον-το δ Μούρτζινος, Γιατράκος,
Κυριακούλης, 'Ηλία Μτεϊζαντές, Νικηταρας, ’Αναγνώστου
ρα.£
* έγω ήμουν έπ'ί κεφαλης. Σαν έμαζωχθημεν, εγωέστέ-
κομουν μέ 200, 300 είς τό χωριό νά τούς δίδω βοήθειαν.
Τα ταμπούρια ητον πλησίον δκά να δίδη τό ενα του (άλ­
λου βοηθεια
* ητον άρχαΐς καί δεν ήξευραν νά πολε­
μήσουν. Οί Τούρκοι μία των ήμερων (έβγα ’Απριλίου),
έβγαίνουν εις τοΰ ’Αναπλιοΰ τήν Πόρταν 10,000. ’Εςη-
χάσθημεν ο τι θά πάνε εις τά Βέρβενα· άντίκρυζε ή
Πόρτα του Άναπλωυ’ έπήγα εις τό Καλογεροβουνι
διά νά δωσω σημείο πού νά τρέξωμε μεντά'τι, άν πη­
γαίνουν κατά τά Βέρβενα νά πάγω μεντάτι, καί δ-
ητον είς τά όρδιά, εις τό Χρυσοβίτζι και Πιάνα νά
πιάοηυν τήν Οέσι τοΰ Βαλτετζιοΰ' κα'ι οί Τουρκοι δέν
έπγ;γαν άπό τά Βέρβε’^(ϊ, άλλ
* ηλθαν είς το Βαλτέτζι·
δσο ποΰ νά γυρίσω έπιάσθηκε ό πόλεμος είς τό Βαλτέτζι.
Τό τούρκικο μέρος έκτυπηθη μέ τον Γιατράκο, Κυρια-
Χουλη, Νικηταοα· αύτοί ύπαχωροσαν, ^^βιούντα'^ έ
άπό ’πίσω,— έπήγα καί έγω τον
τορόν έκείνων. φθάνωντας μερικοί του Πίτροβα κα'ι Σώοι—
οι αν καί έκαιγαν τό Χωριό — τούς φωναςα:
α^θητε γ ε ρ ο ί, γιατί θά μάς πνίξουν έστά0ημεν 3°,

γυρισαμεν, τούς ’κυνηγήσαμε? 4; τδν Κάμπον, κάτω ά-


5
= 66
πό τήν Βολέτταν μισή ώρα μακρά από τήν Τριπολι-
τζά. Οί Καλαβρυτινοί ήτον έως δύο χιλιάδες εις ιό
δεν έπήοαν είδη σι. *Αν ήθελε έλθουν εις βο­
ήθειαν, ήθελε πάμε μαζύ μέ τούς Τούρκους εις την
Τριπολιτζα· έγυρισαμε όπίσω, πάσα ένας εις τό όρδί
του. Την άλλην ήμεραν εύρηκαν αφορμή ό πώς θά πά­
με νά ευρωμε στρατιωταςς· φεύγει και ό Μουρτζινος,
μένω μέ 20. ανθρώπους έδικούς μου. Όλοι έτράβιξαν
εις τό Λεοντάρι, έγώ με τούς 20 εκείνους έπήγα καί
έμασα τούς Καρυτυούς είς δύο, καί ητον ολοι 1,200·
είς τό ενα 'Αρχηγός ό Κολοιόπουλος, εις τό άλλο ό
'Ανδρέας Παπα-Διαμαντόπουλος. 2έ 10 ήμέραις πέρα­
σών νας, τούς έγραψα είς τό Λεοντάρι, ότι νά έλθήτε
νά πιάσουμε τό Βαλτέτζι, καί τότε έκίνησε ό Μπει-
ζαντές, οί Πετροβέοι καί Μεσσήνιοι 1,200, Παπατζώνης·
έπήγα καί εγώ είς τό Βαλτέτζι, τούς λέγω: νά φτιά-
\ / Λ * . > * ** ~
σετε τά ταμπούρια κλειστά είς την άκρη τού χωριού**
ητον μία εκκλησία, νά γένη ταμπούρι, καθώς καί δύο
καταράχια, πού «διαφέντευαν τό χωριό, όπου άν έλθουν
Τούρκοι,νά κλεισθήτε μέσα’ μοΰ άπεκρίθηκαν εκείνοι: χανό-
μεθα — έσεΐς κλεισθήτε καί εγώ σας έρχομαι μεντάτι,
σάς πέρνω είς τον λαίριόίΛου· εκείνη τήν ίδια ώρα, όπού
ήμεΐς έφτιάναμε αύτό, ηλθεν ό Κεχαϊάς μέ 4,000 είς
τήν Βοστίτζα από τά Γιάννινα, έκαψε τήν .Βοστίτζα,
έπέρασε είς τά μαύρα λιθάρια άτουφέκιστος, έκαψε τήν
Κόρινθο. Ό Φλεσας έκαψε τά σπίτια τού * Κιαμίλ-μπεη
έκαψε τό Αργος ό Κεχαϊας, έπέρασε άπό τό Τουρνίκι, εμ­
βήκε είς τήν Τριπολιτζα· 'μβαίνωντας είς τήν Τριπολιτζά,
τού ιστόρισαν τόν πόλεμο τον πρώτον τού Βαλτετ^’ζο^ΰ·——
π,ύ έκυνηγήταμεν τούςΌωμαόυς καί ί παινέματα Τούρκικα’
γήσαμ,εν εις τον Κάμπο του Σινάνου, έπροσκίνησαν—
το αυτά σχέδιον ήθελαν νά κάμουν. Ο Κεχαίίς, καλά
τερτιπλής και πολεμικοί, κάνει ενα σχέδιον και στέλ­
νει τδν ΓΡουμπή άπύ τά Μπαρδουνια έπι κεφαλής μέ
5,000 νά πάγη στό Βχλτέτζι νά κυνηγ/σφ τούς "Ελ­
ληνας, καί στέλνει καί 1,500 χωριστά διά νυκτός γιά
νά πιάσουν τά όπισθεν του Βάλτετζιοΰ, που αν τζα-
κισθουν οί "Ελληνες, καθώς καί την πρώτον φοράν, νά
τούς κτυπήσουν, καί άτός του πέρνει 2,000 καββαλα-
ραίους εις τά όπισθεν τ^ΰ Βαλτετζιου· τό ομοίως νά
άκολουθηση δταν τζακισουνε οί Έλληνες, και 1,000
βάνει εις το Καλογεροβούνι διά νά άντισταθούν εις τά
στράτευμα των Β ε ρ β ε ν ι cν, άν κινηστι μεντάτι, Το
ενα στράτευμα,· οπαΰ ήμουν, εις το Χρυσοσιτζι είχε
800, και τό μέν στράτευμα τής Πιάνχς μέ τον
Δ· Κολοιόπουλο μέ 700' τον Κανέλο Δελιγιάννη τον
ειχαμ«ν έφορον με άλλους 4, γιατί έβαλα εφορία
*ν οικονομούν τά στρατεύματα. Τήν αυγήν όπου έ-
κινησαν ο ί Τ ρ
ού κοι δι τά ύ Β ζ άρ
αλτετ ι ή Β διαις ητον
νυκτός άπερασμέναις εΐς ταΐς τοποθεσίαις. ’Εγώ
ε^ο’.μούμουν είς τδ Βαλτέτζι, έγευμάτιζα εις την Πιά­
να και έδείπναγα είς τδ Χρυσοβίτζι καί έπεριφερόμ.ουν
σ τ» τρία δρδιά καί εντεσα εκείνη τήν ήμερα νά ημαι
ξι» τδ Χρυσοβίτζι. Εΐς τήν ’πάνω-Χρέπα, άπάνω άπδ
τ^ν Τριπολιτζά, είχαμε βάρδιαις καί έδιδαν είδησι, πό-
θεν τ*άνε οί Τούρκοι. ’Εκείνην -τήν ήμ-έρα μας έκαναν
βίνιαλο, οτι ζι Τούρκοι πάνε είς τδ Βαλτέτζι —· μάς έ-
*ςαμαν φωτιαις οτι οί Τούρκοι πάνε είς τδ Βαλτέτζι·

5*
= 68 =
χολουθησουν κι’οί άλλοι· οσο νά έλθουν οί Τούρκοι εις
τό Βαλτέτζι, έφθάσαμεν και ημείς. ’Ανοιξε ό πόλεμος
τού Βαλτετζιού’ τούς ’δικο'ύς μας τούς *πολ^ όρκησαν οί
5,000’ ανοίγοντας το τουφέκι εφθάσαμεν και ημείς είς .
ταίς πλάταις των Τούρκων, ’οίξαμε μία παταριά νά
εμψυχωθούν οί μέσα, καί οι μέσα έχάρηκαν καί έρ-
ριξαν κ’ έκεϊνοι, ερριξαν καί οί Τούρκοι, εγεινε κρότος
μεγάλος. Οί Τούρκοι, η έμπροστίναίς φύλαξες ’περί-
μεναν νά φύγουν οί "Ελληνες, καρτερώντας 2 ώραις και
ακούοντας φριχτόν πόλεμον όπίσω, ε π ε ί κ α σ α ν, ότι
οί "Ελληνες έκλείσθηκαν καί πολεμάν’ ηοθαν κι’ έκεΐνο(
εις την πολιορκίαν τών 'Ελ^νων, επιασαν ενα καταράχι
δέκα μπαφάκια καί (έμπαζαν τήν κοινωνίαν μας μέ τού;
μέσα. 'Ημείς οί 800 έδυψαμώσαμεν τόν τόπον για νά
μή μας πάρουν τά όπίσθια οί Τούρκοι.· Ό Κεχαϊάς «-
καρτέρεσε καί αύτός, δεν είδε τίποτες, ήλθε εις τό Βαλ-
τε'τζι μέ 2 κανόνια
* πολεμούν οί "Ελληνες οί κλωσμένοι’
εφθασε κα’ι ό Κολοιόπουλος, έκλεισε τον 'Ρουμπη με
τού; 5,000 καί δέν είχε (άνταπ^ρισι με του; άλλου; Τούρ­
κους’ τούς έβαλε (ό'Ρουμπης) τό κανόνι,πλήν δέν τούς Ικα­
νέ ζημία’ ό πόλεμο; έστάθη σφοδρός δλην την ημέραν. Οί
Τούρκοι έπρόσμεναν μέ τά ψυφώματα νά άδειάσουν το
Βαλτέτζι οί κλεισμένοι, καί ημείς άκαρτερούσαμεν νά
φύγουν οί Τούρκοι. Τό βράδυ πέονω μερικούς και πάγιο
εις τό Καταράχι όπου ητον ί) Σημαίαις τών Τούρκων’
επηγα κοντ^ τ°ύς ’τουφέκισα, με δίδουν 4 τουφέκια
*
^οί "Ελληνες όπίσω δέν έκατάλαβαν—; ζωντανούς θά
σά;πιασω, εγώ είμαι ό Κολοκοτρώνης!—τί είσαι συ; —· °
Κολοκοτρώνης’ άδειασαν τον τόπον τότε *
έμβηκαμε
εις τό Βαλτέ·^, «διόσαμε φυσεκια, ψιομύ, ο,τι αναγκαϊα
= 69 =
3τον είς εκείνους. Είς ταΐς 2 ώραις τής νυκτός ήλθαν
200 'έδικοί μας καί ερριξαν μία μπαταρία, ενομίζαμε
Εζενυκτισα με κα'ί
δτι είναι Τούρκοι και ήτον «Ελένες. *
τα δύο μέρη, ό ένας πώς Οά φύγη ό αλλος. ’£ξημερώ-
βαμεν είς τόν πόλεμο· βάνω τό κιάλι καί τηράω, βλέ­
πω τούς Τ°ύρκους εί’ς έ'να μέ'°ος, ό 'Ρουμπτις ήτον ά-
ποκλίίσμ£νος. Την αύγή ο Κεχαϊας έβαλε τό κανο'νι είς
τό ταμπούρι τοΰ Μπεϊζαντέ τού Ήλία· τό κανόνι προσ-
πέρναε τό ταμπούρι τοΰ 'Η^α κα’ί επερνε το ταμπούρι
τοΰ Ρουμπή. ’Αν τό ’χαμήλωνε θά τον επερνε.
Ο ΓΡουμπής έστενοχω°ή0η νά γυ°ίση μέ γιουρούσι,
ανάμεσα των δύο ταμπουριών των «Ελλήνων. ’Επείκασα
δτι Οέλει νά φύγη· τον έζυγώσαμεν κοντά
* κάνει γιου­
ρούσι ό Ρουμπης — από την τρομάρα τους άφίνουν του­
φέκια
* πέφτουν ανάμεσα τών δύο, τοΰ σκοτώνουν ώς
300, ημείς άπο >πίσω. ’Επεσαμε άπό κοντά, έπετάχτη-
*αν καί οί ’κλεισμένοι «Εψηνες, τούς ’μάσαμεν μπλα-
οτοζ τ°ύς ’μονομεριάσαμεν, τούς (χκο^ουθουσαμεν οί *
Ελ-
ληνες’ έπεσαν εί’ς τά λ>άφυρα καί εί’ς τούς σκοτωμενους
Xotl δεν ακολουθούσαν μέ προθυμία. *Ο Νικηταραΐς εντεσε
ν<* ήναι είςτά Βεροενα, μέ 800 έρχεται, δέν έφθασε ε^ ωοα,
τους έκυνηγήσαμ.εν έως ’που τούς έβγάλαμε είς τόν Κάμ-
Κ°ν· ’Εκε^νος· ό π°λεμος εστάθη ή εΰτυχί'α της Πατρίδος,
εχαλιώμεΘα Κινδυνεύαμε νά κάμωμ,ε όρδί πΑεον.
Ο Μπεϊζαντές ει’ς τό καταράχμ, καί είς την εκκλησία αν-
θρωποι τοΰ Μπεϊζαντέ — ό Μ.ητροπέτροβας είς τό άλλ°

Χ*ταράγί, άλλο ταμπούρι είχαν °ί Αεοντα°ΐτες. «Ο Κολι°-


ϊίουλ°ς ε?χίν άποκλεισμένον τόν *Ρ ο υ μ π ή. — ’Ολ°ι όμού
®Λυνηγήσαμ£ν τδν έχΟρόν.
Δώδεκα δεκατρεΐς Μα'ου ήτον.
23 ώραις εβάσταξε ό πόλεμος. -
’Εκείνην την ημέρα ήτον Παρασκευή καί έβαλα λόγον,
δπ: πρέπει νά νηστεύσωμεν ολοι διά δοξολογίαν εκείνης
της ημέρας, και νά δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ού
στέκει τδ έθνος, διατί ήτον ή ελευθερία τής Πατρί^ος-
Ο Κεφάλας καί δ Παπατζόνης ήσαν εις την μάχη
τού Βαλτετζιοΰ
* μετά την νίκην τού Βάλτετζιοΰ οι
Καρυτινοί έπέστρεψαν είς τάς θέσεις των Χρυσοβίτζι
καί Πιάνα, καί οί επίλοιποι έστάθηκαν εις τδ Βαλτέτζι.
Περάσοντας 10 ήμε'ραις ή Μπουμπολίνα, ό Τζόκρη;
καί δ Στάϊκος μ/ έγραψαν νά τους στείλω βοήθεια καί
evjiv ’Αρχηγό, καί τους έστειλα τδν Νικήτα με 50 άπδ
τδ όρδί τού Χρυσοβιτζιοΰ, 50 άπο τδ όρδί τού Βολτε-
τζιού καί 50 άπδ τδ όρδί των Βερβένων, καί έτζι
έ π ή γ* ε εΐς τά Δολιανά, διά νά πάοη
’ * καί τούς 50
από τά Βερβενα
* έκοιμήθηκε τδ βράδυ εκεί (Κων-
σταντής 'Αλεξανδρόπουλος ήτον 'Αρχηγός τών 50
Στεμνιτζιώτης). Οί Τούρκοι έκαμαν Συνέλευσι εις τήν
Τριπολιτζά. Οί Μιστριώτες καί Μπαρδουνιώτες έπρό-
βαλαν: ωσάν δεν έκαμαν τίποτε εις τδ Βαλτέτζι
I

νά πάνε νά χαλάσουν τδ όρδί δπου ε’ναι εις τά


Βέρβ ενα, καί άπεκει νά τραβίξουν διά τδν Μιστρά
*
έτζι έδέχθηκαν. οι Τούρκοι τήν γνώμην αυτήν, καί
έκίνησαν καί ε’πήγαν είς τά Δολιανά, διά νά πε­
ράσουν νά βαρέσουν τδ δρδί τδ έδικόν μας εΐς τά Βέο-
βενα. -0 Νικήτας μόλις είχε εΰγει ένα κάρτο μακριά
άπδ τά Δολιανά, καί τού είπαν; Τούρκοι έρχονται
* και
αύτ ; ό γυρίζει οπ^ω κα'ί πιοίνει τ δ ^ρι^ κα'ί τ δν έ­
κλεισαν μ.έσα οί Τούρκοι
* άλλοι έκλεισαν τδν Νικητή
κα'ί άλλοι έστοάτευσαν διά τα Βέρβενα· τών Βερβενων
= 71 =
το όρύι τούς έχαρτερεύε, καί μέ πρώτη φωτιά έσκο-
τωααν ενα μπάιραχτάρη, και οι Τούρκοι έφ^βηθηκαν
καί έτράπησαν ρέ
εις φυγήν τύ οφδ'ί των Βε β νων -τους
έπηρε απο κοντά
* άφού έζύγωσαν κοντά εις τά Δολια-
νά έτζάκισαν κα'ι οι Τούρκοι όπου 'πολιορκούσαν τόν
Νικήτα, κι! έτζι έβγηκε κ' ό Νικήτας μέ τούς ανθρώ­
πους του, καί τούς έκατεβασαν εως εις τον Κάμπον
κυνηγώντας· έπηραν 2 κανόνια, 70 σκοτωμένοι, και ετζι
έμούδιασαν οί Τούρκοι κα'ι «έν έβγτίκαν άλλη φορά «κα εκ­
στρατείαν (Μάιος). Ό Νικήτας έτράβιξε εις τό Άργος, εγά-
λαε τά Τζαμιά, τούς Κι.v^xρε<δ'&ς, και μάς εστειλε μολ ύβι
γιατί είχαμεν έλλειψι από μολύβι καί χαρτί, καί έπη-
ραμε την Βιβλιοθήκην της Δημιτζανας και άλλων Μονα-
στηρίων καί έδέναμε φουσεκια’ μπαρούτι είχαμε, εκαμνε
ή Δημιτζάνα. Του μπαρουτιού τήν ύποθεσι τήν εΙχαν πάρει
άπάνου τους τά αδέλφια Σπη,λιοτοπουλοι, καί δια νά δου-
λεύσουν την μπαρούτι δεν επέρναμε πολλούς Δψιτζανίτες
εις τό στρατόπεδο, τοϊύς άφτίναμε «ιά αύτήν την δουλευσιν.
Σάν ακόυσαν όπου έκάμναμεν πφοΛυς οί Σπετζιώτες
καί οί Υδραίοι μας έστειλαν κα'ί πολεμοφόδια καί
πετζιά· γιά τζαρούχια’ μο’υ τά έστελναν έμάνα και έγω
έδιδα όπου ητον ανάγκη ’Εγώ έσηκώθηκα μίχ νύκτα
μέ τούς Καρυτινούς, μετά τον πόλεμον τών Δολιανών,
καί- ε^ασ-α τά Τρίκο φαρ καί τού; Τζεπχανέδες
τους είχαμεν είς ττ,ν Ζαρ χοβα ά όπου ητον ένας δυ­
νατός γο
Πύρ ζ, καί, ταίς ζωοτροφίαις κα'ί λοιπά» Είς
τ^1ν κορυφήν των Τρίκορφων εφκιασα ταμπούρια, καί
ήτον ή πρώτη φορά όπου έζυγώσαμε τόσο κοντά εις
την Γρ^ο^τ^ μισή ωρα η τον μακριά* τους φ ιλο­
τιμούσα νά κατέβουν όμπρός, καί του; άνάφερα τό πα-
= 72 =
ράδιγμα του Φιδιού. βλέποντας οι Τουρχοι τήν αύγή δτι
έ κάμαμε ταμπούρια κοντά τους, αγνάντια ς* τήν Τριπολι·
τζα, βγήκαν καίΙ’πολεμησαμεν εως 2,000, και ήμεΐς τους
αντ-ικρούσ^εν και του; ^υνηγησαμεν, και έτζι άκολού-
θησε ^-εντε, ε;η ημέρας νά έχω με πόλεμο κάθε ή­
μερα. Πμεϊς^ 1800 είμεθα. δ τόπος μας ’βοηθούσε
πολύ, καί οί "Ελληνες άρχισαν νά πέρνουν θάΡρος,
γιατί εκυνηγήσαμεν τούς Τουρκου; και είς το βαλτέ-
τζι, καί είς τα Δόλιαν^ καί είς διαφόρους «άκρο-
βολισμ°ύς. "Οταν ό πόλεμος έβασταε πολύ μας ηρ-
χετο μεντάτι απδ τό βαλτετζι. Είχα εκτελεστική δύ-
ναμι είς τήν έπαρχία, καί οποίος εφευγε άπό τδ
στρατόπεδο τον έπιαναν, τον έδεναν καί τον έστελναν
οπίσω, τού έκαιγαν τό σπήτι. Γ0 Κανελος Δελφανηί
έφρόντιζε διά ταις ζωοτροφίαις και έγώ διά τόν πόλεμ°·
Τόσον ενθουσιασμόν άρχισαν νά έχουν οί "Ελληνες ό­
που μόνοι των άλεθαν, έζύμωναν εψαιναν τδ ψωμί, καί
τά έφερναν μέ τά ζώα των είς τδ στρατόπεδο. Κε—
χαμε φουρνο εθνικόν είς τήν Πιάνα Αλονίσθενα, βτίνα,
Mαγχύλtxνα, Δημιτζάνα, Στεμνιτζα. Πμβατα μάς έφερ­
ναν, πότε οπό τά 20, πότε από τα 30, άπδ τά 40
απώ τά 50 τό ενα, καί τά έδ^αν μέ εύχ_αρίστησί τους.
Ο Κυριάκος Τζώλης έχάρισεν 120 τραγιά είς τό Στρα­
τόπεδο άπδ τήν Ζαράχω^χ. Ειχαμε κόλια στελμένα
καί τά έμάζωναν. 'Από ήμας έπ^οαν παράδειγμα καί
τά άλλα στρατόπεδα κχ. ^.αμναν τδ ίδιο. Μετά 10
ήμέραις έκαμα μία διαταγή καί έπαρακινουσα του Βαλ-
τετζιοΰ τά στρατεύματα νά ελθουν είς τά Τρικορφα,
καθ^ς κχ. το έκαμαν. 'ΗΜαν κα
*. εφκιασαν ταμπούρια απο­
κάνω άπ° τΰν (άπάνου μύλο τής ^.ιπολιτζ^. Ο Ά-
= 73 =
Μγνωσταρας, b Ήλιας, οί Μεσσηνιοί οΧοι, οί Λεοντο^"
ρίταις, οί ϊαμπαζιώταις εως Χ,οΟΟ" τότε επαραχιννίσαμε

να καί έπιασαν την θεαιν το στενό, εκεί έφκιασαν γράνες


καί ταμπoύρtα, επί κεφαλές ό Ζαφυρόπ°υ>ος. *Εβγ«ιναν οζ

τους Μισθριώτας. Οί Καλαβρυτινοί η τον εως 1,200 εις τό


καί τούς έγραψα και -ήλθαν είς τήν Παν(ύ-Χρέπα,
"ότον έκει'ό Σωτηρ Χαραλάμπης, ’Ανδρέας Ζαίμης, Πετιμε-
^ΐοι, Σολιώτης, Λεχουρίτης καί λοιποί Καπε^^ΐοι
τών Καλαβρυτινών. Είς την Πάτραν διέλυσαν τήν
πολιορκίαν διατί τους «χάλασαν ενα °ύ° φοραις οί
Τούρκοι. Εις τον καιρόν όποΰ έκάμναμεν ήμεΐς αυτά,

ΰπάγτι μεντάτι· έπήγε λοιπόν εκεί* έπολέμησαν πολλοί

’Ανδρέάς. Οί Λαλαίοι «σήκώθηκαν μέ ταις φαμελ^ΐς

τό Μεσόγειο της Π^οποννήσου’ τότε η Πάτρα «δυνά­


μωσε, καί τά Καλαβρυτινά στρατεύματα έφυγαν από
ΰεζ καί ηλΟαν εις β°ήΟειάν μαί ζ την Πάνω-Χ^ρε^α^*
έπήγα εΐ; ■ aύτoύς, του; ’παρακίνησα νά ψκώσ^ ταμ-
π°ύρια είς τό Περθ^^ διά να σφιζωμεν στενά την
Τριπολιτζά. Αυτοί μου έβγαλαν ενα ψεύτικο γραμμα»
^τι τάχα ήλθαν πολΛοί Τοΰρκ°ι είς τά μαύρα λιΟάρια»
*αί έτζι άνεχώρησαv, καί έπηγαν εζη ωραις μακρυα
®πό την Τριπολιτζά. *
0 Σωτηρ Χαραλάμπης εις τοΰ
καί ό *Ανδρέας Ζαίμης εις τό Μπακρα'τι· Οι
Τούρκοι είχαν στενοχωρηΟή από τ°υς ^Ελληνας»
== 74 =
Εις ταίς Καλτεζιαΐς, Επαρχία Μιστρά, έγεινβ Συνέλευ-
σις από μέρο? προύχόντων τής Πελοπόννησου καί
τ ό εύρηκαν εύλογον νά φέοωμεν τόν Μαυρρμιχά-
λην, δποΰ ητον εις την Καλαμάταν. ’Επηγε ύ Κανέλος
ό Δελίγιάννης καί ό Πονηρό;, τον έπζραν άπό την.
Καλαμάταν, τόν έπηγαν εις την Στεμνντζα καί τον
έκαμαν Πρόεδρόν της Γερουσίας, καί έγραψαν είς την
°Γδραν, είς ταΐς Σπέτζαις, είς την ‘Επτάνησον. Είς την
‘Ρούμελη η Δυτική ‘Ελλάς εΐχε άποστατη'σει τόν
Μάιο, καί ημείς έκυττάζαμεν την δουλειά μας, κάθε ή­
μερα είχαμε άκροβολισμούς. Μέσα είς την Τριπολιτζά
ήσαν 14,000 άρματα καί 8,000 Καβοαλαρέοι. Τόν
’Ιούνιο Μήνα ήλθε ό ‘Υψηλάντης είς τό ’'Αστοος καί
έσυνάχθηκαν δλοι οί "Αρχοντες τής Πελοπόννησου, ’Αν-
δρεας Ζαίμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Πετμ^πεη^ ’.Ανα­
γνώστης Δελιγιαννίοι καί λοιποί, καί εγώ, καί έπη'γα-
μεν νά προυπαντήσωμεν τόν ‘Υψηλάντη. Είς τό όοδί
άφησα τόν Πανο υιόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, ’Ανα-
γνωσταρά, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καί λοιπούς· τόν
έκαρτερέσαμεν μέ παράταξι, καί έτυχαν καί οί Σπε-
τζιώτες προύχοντες έκεϊ καί έπήγαμεν ολοι, καί τόν
έπη'γαμεν είς τά Βερβενα’ έκεϊ ό ‘Υψηλάντης έγύρευε
νά κάμτι πράγματα όπου δεν άρεζαν τών αρχόντων
καί έτζι έφιλονεικησαν. ‘Ο ‘Υψηλάντη; είχε μαζύ του
τον Βάμβα, ’Αναγνωστόπουλο, ’Αντωνόπουλο, καί μιά
πενηνταριά μαθητάς τής Ευρώπης "Ελληνας. Έκεϊ ή­
θελε νά κάμη ώς ’Επίτροπος τοΰ γενικού ’Επιτρόπου»
οί “Αρχοντες δεν ήΟΆιησαν καί έτζι έδυσαρεστήθη ό
Ύψηλάντης καί άνεχώρησε διά την Καλαμίάτα. Ό
’Αλέξανδρος Κατακουζηνός είχε σταλθή είς την πολιορ-
= 75 =
κίαν τής Μονοβασίας. Είς τά Βέρβενα ήσαν συναγμένοι
Π ,-----------
,εως !5,000 στρατιώτες, αύτοί έπζραν ολοι τά άρματα
^ιά νά σκοτώσουν ολους; τούς άρχοντας
* ήλθαν και μάς
πολιόρκισαν είς τό Κονάκι τού Πετρο'μπεη, οπού είμεθα
*
Ολοι συναγμένοι ήκουσα τδν θόρυβο καί ήθέλησα νά
εβγω εξώ, ό Κανέλος Δελιγιάννης μ’ εμπόδιζε, τούς
είπα: άφήσετε νά έβγω μήπως γένη αρχή καί πέσει
κανένα τουφέκι καί τότε μάς σκοτώσουν δλουί,r* έγώ
στρατιώτας δέν είχα τότες, εβγήκα έζω καί ώμ.ίλησα:
’Ελληνες, τί θέλετε; ελάτε εδώ
* και εύθύ; έτρεςαν καί
μέ ’σήκωσαν είς τδν άέοα, Μού λέγουν; δτι θέλομε νά
σκοτώσωμε τούς άρχοντας, διότι μάς έδίωζαν τδν Ύ-
ψηλάντη· έγώ τούς είπα: έλατε νά σας ειπώ πρώτον
και εγω, ετειτα ειμ.αι συμβοηθός σας νά τούς, σκοτώ-
*
σετε τούς έτράβιζα τίρο τουφέκι, είς μία βρύσι ολους,
xat ανέβηκα επάνω είς μία πέτρα γιά νά άκούν δλοι,
καί τους είπα: διατί θέλομε τον χαϋμό μας μονάχοιμας;
ήμεΐς ε’σηκώσαμε τά άρματα διά τούς Τούρκους καί
έτζι άκουσθήκαμεν εις τήν ’Ευρώπη, δτι ’σηκωθήκαμεν
οί ^Έλληνες διά τούς Τυράννους, και στέκεται ολη ή
Εύρώπη νά ίδη τί πράγμα είναι' τούτο. Οί Τούρκοι
όλοι είναι ακόμη ά π ε ί ρ α γ ο ι είς τά Κάστρα καί είς
ταΐς χώραις, καί ημείς είς τά βουνά, καί άν σκο-
τώσωμεν τούς προεστούς θά είπούν οί Βασιλείς, οτι
τούτοι δέν έσηκώθησαν διά τήν ελευθερίαν, αλλά διά
νά σκοτωθούν συνατοίτους, και είναι κακοί άνθρωποι,
Καρβονάροι, καί τότε είμπορούν οί Βασιλείς νά βοη-
θησουν τον Τούρκο καί νά λάβωμε ζυγόν βαρύτερον
άπό εκείνον οπού είχαμε· γράφομε καί έρχεται οπίσω
θ ‘Τψηλάντης καί μήν έπτρε ό νούς σας αέρα. Τότε
= 76 =
τούς ησύχασα. Οί άρχοντες καί δ Μαυρομιχάλης έστει­
λαν τδν Άναγνωσταρα καί έγύρισαν όπίσω τδν ‘Υψη-
λάντη, χαί ίπηγε πάσα §νας είς την θέσι του. Τότε
έπροσκύνησε ή Μονοβασιά είς τάν Κατακουζινύ· έπολι-
ορκουσαν ΰεΐ ο1 Μανιαται κα'ι ο1 Τ^ΧΛΟνοι δια ζηραί ,
καί διά θαλάσσης Σπετσιώτικα Καράβια. Καί μετ' δ-
λίγας τμέρας έπαραδόθηκε καί το Νιόκαστρο, έπολιορκού-
σαν Μανιάτες, Άρκαδΐνοί και Μεσσηνίοι δκα ξηοας,
και δια θα^σσης Σπετζιώτικα Καράβια. Σ(αν έπηγαμε
είς τά Τρίκορφα, είπαμε τού Πετρόμπετζ νά στεΐλη
είς την Μάνη νά φέρη βοήθεια, καί μας άπεκρίθηκε:
°τι οί Μανιάτες δέν έβγαίνουν άν δεν πληρωθοΰν
*
τότε ήλθαν 500 Μανιάτες καί τούς έπλέρωναν ολαι
αί ’£παρχίαι όπου έπολιορκουσαν τήν Τριπολιτζα, καί
ή Καρότσινα ξεχωριστά έπλήρωνε 300 Μανιάτες τού
Μούρτζινου. ’βφέραμεν ενα κανόνι από τον Μιστρα καί
έκανονιτζάραμε -την Τριπολιτζα άπδ μακρυά. Εκείναις
ταΐς ώραις έκάθοντ·ο οί *
Αρχοντέ ς μας εις τήν Ζαρά~
κωβα, δέν ενθυμούμαι τώρα: τί τούς έζητησε δ ‘ϊψη-
λάντης καί οί "Αρχοντες δέν τον ^χθηκαν τδ στρά­
τευμα σάν τδ ηκουσε αύτό, αποφάσισε να ύπάγη εις
την Ζαράκωβα νά τούς σκοτώσνΓ μού έκαμε μια α­
ναφορά καί μού ελ,εγε, ότι; οί Άρχοντες δεν θέλουν
νά υπογράψουν έκεΐνο οπού ζητη δ ‘Υψηλάντης, καί
μου 'ζητούσαν τήν γνώμη , μου διά νά *
τούς σκοτώσουν
και εγώ τούς άπεκρίθηκα: μείνετε ήσυχοι κα'ι έγώ τέ-
λειόνω καί τούτην την δ^λεια·’ έσηκώθηκα λοιπήν τδ
μεσημέρι καί έπηγα είς την Ζαράκωβα, ηυρηκα του»
"Αρχονταις, τούς είπα: τί κάνετε; κάμετε δ,τι κάμετε,
ύπογράψατε δ,τι σ<ας ζητεί δ Ύψηλάντης διά νά τε-
ζ=.ΊΊ =
λειώση καί αυτός δ βρασμός
* χαι ετζι έτελείωαε καί
αυτό. Τήν ήμέρα του ‘Αγίου Ήλία, ταΐς 20 ’Ιουλίου
οι Τούρκοι ήλθαν είς ημάς και έπήγαν εις τούς ‘Αγιο-
πετρίτας καί Τζακώνους
* εκείνη τ ήμέρα ήτον δυς-υχισ-
μένη διά ημάς, έσκοτώθηκαν 15 ‘Αγωπε τρίτες κα\ 10
*Μίσοοιώτες καθημερινώς είχαμε πόλεμο άπδ τδ μεση­
μέρι έως είς τδ βράδυ, καί τδ βράδυ τούς έμδάζαμεν
μέσα· έσιμόσαμεν τόσο κοντά, δπού έφέραμιν κοσμήτες
διά νά φτιάσουν λαγούμι είς τήν μεγάλη τάπια τής
Τριπολιτζάς. *Αρχισαν ή ζωοτροφίαις νά Ολιγοστεύουν
ς’ τήν Τριπολιτζα, και έδιωχναν ταΐς Έλληνικαΐς φα·
μηλιαϊς άπδ μέσα διά νά μήν τρώγουν τδν ζαερέ, καί
έτζι είχαμεν κάθε ημέραν είδησιν, τί έκαμναν και δέν
έκαμναν μέσα οί Τούρκοι
* τού; έφερναν εις τδ όρδί μου
καί τού; εξέταζα. Νερό τούς έλειψε, έρρίψαιχε φλό­
μο είς τά τριγυρινά νερά- οί Έλληνες έπήγαίναν έως
εις τά τείχη τής Τριπολιτζάς. Μια ήμερα έμαθα άπδ
εναν Έλληνα, δτι ό Κιαμίλμπεης έτοιμ,άζεται μέ μιά τρι-
ακοσαριά ή πεντακοσαριά διά νά υπάγη είς τήν Κό­
ρινθο καί έμελλε ν' άπεράσνι άπδ τδ Μήτικα. Εγύ
σάν τδ ακόυσα αύτδ (μόλον ότι ήτον ψεύμα), έγνοιά-
σθηκα καί έπήοα 10 Καβαλαραιους καί έπήγα εις τδ
Μήτικα διά νά ίδώ τδ στράτευμα, καί αντί 200 Τρι-
πολιτζόταις όπου είχα διατάξει νά μένουν έκεΐ δέν
εύρηκα παρά 30· τούς ώμίλησα μέ τά χαραματα καί
ήλθαν * τούς έμάλωσα διατί ήτον τόσον δλίγοι, καί αυ­
τοί μοΰ είπαν, δ^ι: δέν ήτον άλλοι φερμένοι καί η­
τον 2(J ήμέραις οπού έφύλαγαν εκεί. ‘Ο Νταγρες μέ
200 άνθρώπους ήτον είς τά Τζιπιανά καί εις ταις ;ραχαις·
τότε τού; έρριξαν μερικά τουφέκια’ έκατέβηκαν καί αυτοί.
= 78 =
καί τούς ' έπηρα και έπήγα εις το Χωρίον Λουκά
* έ­
πειτα έπήρα τούς 200 τοΰ Νταγρέ καί τούς έβαλα εις
τδ Μήτικα αντίκρυ εις τήν Καπνίστρα καί έφκιασαν
ταμπούρια’ κυττάζω την γην, και ήτον εύκολο νά σκαφ-
θή από τοΰ Μήτικα έως εις τήν πέρα μεριά τής Κα-
πνίστρας, οπού άφηκα τού; στρατιώτας τοΰ Νταγρέ
*
ήτον μακριά ενα μίλι, και το μισό ητον γράνες αμ-
*
πελιών τούς λέγω: να φτιάσωμε μία γράνα έδου’ τΟτε
έγραψα μία διαταγή εις τά Τριτολιτζότικα χωριά: νά
μαζωχθούν 70 ώς 200 καί νά σκάψουν μία γράνα
(χαντάκι), και νά ρίχνουν το χώμα κατά τήν Τρί­
πολιτζά, επειδή δε? ήλπιζα δτι Οά 'περάσουν τήν άλ­
λη μεριά τής γράνας
* καί είς 3 ήμέρας τήν έφτιασαν,
τήν έπήγα έως τά ταμπούρια καί τήν άφτσαν 700
βήματα εως τήν ρίζα τοΰ βουνού, οπού ε’ίχαν τά ταμ­
πούρια
* τδ άφημα αότό έγεινε πρδς οφελος των ‘Ελ­
λήνων. Ό Κεχαϊάς εις τρεις τέσσαρες ήμέραις μέ 6,000
στράτευμα έβγήκε 'καί έπήγε κατά τά Δολιανά καί γυ­
ρίζει έπειτα καί πλακώνει τδν Νταγρέ, καί τό χαλάν
αύτδ τδ όρδί' του έσκότώσαν. 27 καί 20 λαβωμένους.
Οι Τούρκοι δέν είδαν τήν γράνα, διατί. ήτον νύ­
κτα, μόνον είδαν τήν άκρην καί είπαν: οί Γκιαουριδες
σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τήν γην. ‘Ο Νταγρές έκλείοΟη
εις μία Σπηλιά μέ 4. 'Ευθύς σάν ήκουσα τά τουφέκια,
έκατάλαβα ο τι έκτύτησαν τον Νταγρέ καί έκίνησα* ει­
δοποίησα όλα τά όρδιά τά Καρυτίνά νά τραβούν κοντά
μου, καί έγω έογήκα με τον Αιουτάντε μου Φωτά.κο,
ΰ
είς το Χωματοβο νι, καρσί ^νταρυ) ς' ι
τδ Μήτ κα, κα ί
μια τρακοσαριά, οί ογλιγορωτεροι, τούς έστειλα νά πιά-
σουν τήν γράνα καί νά πάνε είς βοήθεια τοΰ Νταγρέ’
έπέρασαν αύτο'ι από κοντά, ήλθαν άλλοι 200. τούς έστει­
λα καί αύτούς, και ήλθαν Καρυτινοί 1000 Οι Τούρ­
η
κοι όπου είχαν μείνει ς' τ ν Τριπολιτζά, έβγήκαν κι
έπολεμοΰσαν διά νά έαποδίσουν τού; "Ελληνας νά έλ­
θουν εις βοήθειαν. Οί στρατιώτες οπού είχα στείλει
έκτυπησαν τούς Τούρκους άποπάνω, και το’ύς ετζακισιαν,
καί έγλύτωσαν τδν Νταγρ: το μεγαλύτερο μέρος τοϋ
Τουρκικού στρατεύματος, εύρίσκετο εις τού Λουκά τό
χωρώ, καί έφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ο
Κεχαϊας έστειλε 300 καβαλαραίους διά νά ’περάσουν τήν
γράνα· .τούς έβάρεσαν οι έΟίχοιμας, καί έπειτα τους ά­
νθιζαν οί έδικοίμας καί .έπίρασαν οί 300 Τούρκοι, έ-
σκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 άλογα. ’βγω έδυνάαωσα
τούς "Ελληνας. Τότε ξεκίνα ό Κεχαϊας 1,000. Οί Έλ­
ληνες εόιαμοιράσθηκαν πλάτη μέ πλάτζ, καί ημείς
έκτυπούσαμε τούς Τούρκους οπου ή τον άπό το ένα μέρος
καί τούς Τούρκους από τό άλλο μέρος
* τούς έκτυπησαν
τούς 1,000' έσκότωσαν μιά πενηντάρια άπ’ αύτούς,
καί πολλοί λαβωμένοι, καί πολλά άλογα· έπειτα ήλθε
καί τύ μεγάλο σώμ.α Τούρκων μέ τά φορτώματα
έως 600 μουλάρια και άλογα μ έ τούς πεζούς# καί καβα-
λα,ραώυς· τά φορτώματα τά είχαν εις την άκεη. Οί
Ελληνες οπού είχα στείλει εί ς βοήθεειαν του Νταγρέ,
τούς έφερναν πολεμ-ώντας άποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει
Η. καβαλαριά καί ή *
άπιαστη
γιουρούσι καί ή ’περασμένη
■ t
σκοτώνουν 80 καβαλαραίους, καί ολα τά φορτίματα
μένουν εις τήν εξουσία των ‘Ελλήνων. Οί r’ Ελληνες
έδόθησαν είς τά λάφυρα, καί έγλύτωσαν οί■ Τούρκοι,
διυτι δεν τούς έπήραν κυνηγώντας. Επασχισα με τύ
σπαθί, μέ ταις κολακείαις διά νά τούς κινήσω, πλην
80 =
δεν ακόυαν, χαί έτζι έγλύτωσαν οί Τούρκοι. Εί; αύτόν
τόν πόλεμον Τούρκοι ήσαν 6,000, οι περισσότεροι
καβαλαραιοι, Έλληνες ήσαν 1,000 βλοι Καρυτινοί·
έλαβώθη ο αδελφό ς τού Κεχαϊάμπεη, Ελληνες 2 μόνον
έσκοτώθησαν καί 2,3 λαβωμένο
* οί Τούρκοι 120 σκο­
τωμένοι καί χωριστά οί λαβωμένοι. Οί Τούρκοι πλέον
δέν έβγήκαν από τά τείχη τής Τριπολιτζάς, ητον ή
ύστερή τους φορά· έπολεμουσαν άπό τά τείχτ, άπέλ-
πίσθησαν δια νά εύρουν πλέον ζωοτροφίας' εις τάς 10,
15 Αύγουστου έγεινε * αύτός ό πόλεμος, ένας μήνας,
πριν νά παρθή ή Τριπολιτζα. ·
’βπήγα μία νυκτιά καί έτιασα τού Μαντζαγρά’ Έ-
κάμαμε χαντάκια και έκαμα κα'ι ήλθε ό Δημητράκης
Δελιγιάννης μέ τό - σώμα του καί επιασε αύτό τό χω­
ριό 10 λεπτά μακρυχ άπό τήν Τριπολιτζά. Τά τουρ­
κικά άλογα άρχιζαν νά άποσταίνουν, διότι δεν ειχον
πλέον νά φάγουν έστειλα τόν Γενναΐον καί έμάζωζε
Ί’ζΰΐκ^ί^ς καί <Αγιοπετρίτες καί τούς έσμιξε με τον
Παναγιώτη Ζαφυρόπουλο καί Γεωργάκη Τζάκονα κ’ έ-
πιασαν την Βουλιμήν, δεν φθάνει τό κανόνι έκεί, πα­
ρομοίως έστειλα τον Κεφαλα μέ Μεσσηνίους κατά τόν
*Αγιον Σώστη και έταμπG^υpώθη, καί έτζι δ'εν τους άφί-
ναμε μέ τελειότητα νά σπαράζουν πλέον. Οι ’Αρβανί­
τες άρχισαν νά έχουν όμιλίαις μέ ήμάς’ αύτοί ητον 3,0,00
ητον ή δυναμις τής Τούρζικης
κα'ι έκεινη με
έπρόβαλαν νά τους άφήσω ν άπεράσουν κα'ι τους υπε-
σχέθηκα, τούς μέν Τούρκους εντοπίους νά τού; άφήσω-
μέ χωρ2ς τά άρματά τους καί τούς Άρβανίτας μέ τά
άρματά τους. 'Ομίλησα μέ τούς ’Αρχοντας, μέ τον Μαυ-
= 81 =
ρομιχάλη πρώτα καί έπειτα έδωσα λόγον τιμής ®ίς τού;
^^ρβανιταις δια νά άναχωρησ^ν.
Κατά τόν 'Ιούνιον Μήνα δταν πολιορκούσαμεν τήν Τρι-
πολιτζά έσηκωσα από τά Ντερβένια τον Μακαρίτην Πανί.
Ό Παν°ς, ό Ύψ^άντης, ό Γενναίος, ό Αποστολής
ητον είς τά Βολικά, ’Επαρχία τής Κορίνθου, διότι τούς
είπαν οτι ήλθαν Τούρκ°ι. *
Τό στράτευμα, 700, με τόν 'τψηλάντην άπό τήν ‘Αγία
Εφηνη αγνάντευαν τον στόλο που καίγει το Γαλαξίδι.
"Οταν 'πολιορκούσαμε στενά πην Τριπολιτζά, έβγαιναν έξω
οί πολιορκημένοι, ’ς τόν πόλεμον τούς ’πιάναμε, μεταξύ
αύτών έπιάσΘη ό Χαντζή Χρηστός, ό Κότζος· οί Βούλγαροι
^τον σείζιδες· ώς 200 έπιάσαμεν, ^τον χριστιανοί.
Έν ταυτω άρχισαν οί Αρβανίταις νά πραγματεύωνται—
ξτον ένας γραμμάτίκός μέ τούς ’-Α-ρβανίταιις, γραμματικός
του Βελήμπεη και ’Αλμ^μπεψ Αύτόςεκαμνε τόν μεσί­
τη μέ το^Αρ^νίταιςνία τούς ’βγάλωμεε· οι έπίλοιποι . Τούρ­
κοι μανθάνοντας τοτοαττάτο, θέλησαν νά πάρ°υν μεοος καί
αύτοί· βγαίνανε εις ενα μέρ°ς, έπήγαν δ Πέτρόμπέη<;» ο
Αναγνώστη ^ελιγ^^ν^ς» Κρε^τας καί άλλοι, και το·υς
«^γα^ νά αφησουν τ αρματα, και να του; ,μ^ρκιχ-
^γ^ οχ^ με τ αρματα μας ’
σ^λνουμ^ ’ςτ^ύς ’Αρβανίταΐς, διά να 'Ρ
να' εο-
γουν, τόν Κολιόπουλο ώς ένέχυρον. ’Βλέπο'ν^' d Ελ­
ληνες ότι θά πέσ^ ή Τριπολιτ^, έμαζώχθηκαν 20,000
(22 Σεπ^ι^ρίου) · καθιος ^οκίμασβν οί Αρβανίταις
να φύγρυν, έπήδησαν οί ^Ελληνε ς μέσα άπό την ταπια τού
Σάράγιoΰ. Οί ’Αρβανίταις έβγήκαν έπήραν τόν Κο-
λιόπθυλο, ετράβηξαν κατά τόν Μήτικα εώς 2,500· Μπαί-
ν^ν^ας τ’ (ασκέρι, ε^αλα τελάλι ν« μη σκοτω-
6
= 82 ==
σουμβ του; ’Αρβανίταις· ίβγηκαν ώς 2,ΟΟΟ, και μέσα
είς την Τριπολιτζά έκοβαν.
Το άλογό μου άπά τά τείχη έως τά σαράγια δέν έ-
πά'ττσε γη. ’Αρβανίται; κλεισμένοι ει; τάν Πύργο, δέν
πείθονται εις την φωνή' μου.
Έχει ’που έβγήκα με τούς ’Ελληνας, τδ πράγμα τους
οΐ ’.Αφβανΐταις τά εΐχαν στελμένο εί; τά τζατήρί μου
άπά ημέρα; ’μπροστά τρεΐς. Πηγαινάμενο; εκεί, ’δο­
κίμασαν οι Έλληνες νά χτυπήσουν τούς ’Αρβανίταις, έγώ
τούς είπα: έάν θέλετε νά βαρέσετε τούς ’Αρβανίταις
σκοτώσετε εμένα πρώτα, εί μ ή καί εΐμαι ζωντανός
οποίος πρωτορίξει έκεΐνονε πρωτοσκοτόνω πρώτα
* κ’ έμ·
βήκα ’μπροστά μέ τούς σωματοφύλακάς μου, καί έμί-'
λησα των ’Αρβανίτών κα1 ήρθαν ό Αιμάμπεης κα1 ό
Βελήμπεης ο1 δύο ’Αρχηγο'ι των ’Αρβανίτων κα1 του;
έζήτησ« 2 ενέχυρα, κα'ί τούς έδοσα το πράγμα τους,
13 φορτώματα.
Είς τό τραττατο ητον οί πρώτιστοι των Ελλήνων
*
έγώ έμεινα πιστός εις τον λόγον της τιμής μου.
’Επηρα τόν Κολιόπουλο από τούς Αρβανίταις καί
τούς έδοσα τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καί
Βχσίλη ’Αλωνισθιώτη.
Τόν Κολιόπουλο τόν ώρδίνιασα μέ 300 ανθρώπους
νά τού; ζεβγοιλη· έτζι τούς έπηρε εί; τά Καλάβρυτα καί
εις την Βοστιτζα, καί ό Κολιόπ°υλο; έγύρισε οπίσω.
Τό ασκέρι όπου ητον μέσα τό Ελληνικό Ικοβε καί έσ-
κότωνε άπό Παρασκευή εως Κυριακή, γυναϊκαις, παιδιά
κα'ί άνδραις 32,000
* μια ώρα ολόγυρα τή; Τριπολιτζάς·
Ένας Έδραίο; εσφαζε 90. Έλληνες έσκοτιόθηκαν W0;
έτζι έπήρε τέλος. Τελάλη, νά παύση δ σφαγμο'ς.
= 83 =
Του Σεχνετζίμπεη η φαμηλιά έμεινε μ’ εμέ, 24 άν­
θρωποι· τύν Κιαμίλπεη τάν ‘'πήρε ά Γιατράχος— ο Κε-

λαβε ό Πετρομπεης.
Μετά τήν νίκη του Βαλτετζωυ του είχα γράψει - εν α
γράμμα καί του ίλεγα, οτι: σ' ένάμισα τακτικάν και ήλ­
θες κλέφτικα νά πολεμησης, μανθάνω δτι κάνεις προσκυ-
ν°χάρτια εις τους 'ΡωμαίουςΤ °έν είναι τώρα καιρος
^ιά τούς Τούρκους νά δίνης προσκυνοχάρτια, άλλα είναι
των Ελληνων καιρος νά δίνουν εΐς τούς Τουρκους, χαί ελ­
πίζω νά σου δώσω ράγι, άν γλυτώσης, νά πας είς τον
τόπον σου, βάστα δσο ’μπορέσεις καί καλήν άντάμωσιν
είς τά Σαραγι σου. Και ά θεάς τά ηφερε και «σμίξαμε είς
τό Σαράγι — ήμουν σκλάβος εις τούς ‘Ρούσσους έλεγε δ Κε-
χαιας, καλύτερα νά χαθιο εΐς τούς ’Ελληνας, άλλου Θα με
στείλρ δ Σουλτάνο; νά χαθώ — μην φοβάσαι, δεν φονεύομε
δσους έπροσκύνησαν. Τούς έπαραδώκαμεν εις την φύλαζιν
τών Μαυρομιχαλέ'ων.
θταν έμβηκα είς την Τριπολιτζά μέ έδειξαν είς τά
παζάρι τάν Πλάτανο άπου έκρέμαγαν τοΐυς "Ελληνας,
αναστέναζα και είπα : άίτε, πά'σοι άπά τάσογι μου καί απά
ίο έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεΐ, κα’ί εδ^ταξα και τάν
ιαν έπαρη
έκοψαν· γορηθη·<ακαι δια τάν σκοτομάν τών Τουοκων.
ηγο
θταν έκίνησα δια νά ύπάγω εις τά Βαλτέτζι, εις
τάν δράμον «βγήκαν τρεις λαγοί καί τού; βίασαν ζωντανούς
κ Ελ^βς, τάτε τους είπα, οτι η νίκη παιδιά είναι έ-
δικη μας. Ε'ΐχαν πράληψι οι "Ελληνες ιυταν έβλεπαν λα­

γούς καί Γερνούσαν άπά τά στρατ^εδο καί δεν τ°ύς έ-

Απά β°υνά είς βουνά είχα τουφέκια μί φωηαις και


6*
<ίς όλίγαις ς·ιγμαϊς έδιδα ειδησιν εΐς τά μακρυνά στρα­
τεύματα.
Μία φορά εις τά τρίκορφα ό ’Αναγνώστης Ζαφυρύ-
πουλος άπύ τά Ζυγοβίςι, τον δποιον είχα γραμματικόν
τότε, μέ ήβλεπε όπου άγωνιζόμουνα είς τάς 24 ώρας.
Είς τάς 20 έπήγαινα είς τήν τέντα μου καί έτρωγα ο­
λίγο ψωμ
* μου είπε; άϊτε Κολοκοτρώνη παιδεύσου,
παιδεύσου, καί ή πατρίς σου θέλει σέ ανταμείψει
* έγώ
του άποκρίθηκα οτι, εμένα * πατρίς θά πρωτοεζορίσει,
καί ή τύχη τδ ηφερε καί άλήθευσα.
Είχαμε σχέδιο νά προβάλω μεν είς τους Τούρκους της
Τριπολιτζας νά παραδοθοΰν , κα! έτζι νά στείλωμεν άν-
θρώπους μέσα νά μαζευθουν όλα τά λάφυρα, και έπειτα
νά τά διαμοιράσουν κατ’ αναλογίαν είς διαφόρους ’Ε­
παρχίας xai νά βγάλουν διά τδ έθνος
* άλλά ποιδς· ή-
κουσε. Έ Καρύταινα άπό τήν αρχήν της πολιορκίας της
Τριπολιτζάς έως τήν πτώσιν της έδωσε 48,000 σφαχτά
tv/ » 1 1 » f
και εράνους άπο τούς εύκαταστάτους.
’Επειτα ^ά I0 ημέρας έβγήκαν δλοι οί ’Ελληνες μέ τα
λάφυρα καί έπήγαν είς ταις έπαρχίαις τους σκλάβους, σκλά-
βαις. Σέ 10 ήμέραις όποϋ έπεισα οτι οί Έλληνες έσι-
γούpεύθήκάν τά λάφυρά τους, εκάμαμε συνέλευσι, δ Έ-
ψηλάντης, δ Πετρύμπεης καί άλλοι, όπου ε’χαμεν αρχήν
*
τ°ύς ε’πά, οτι, είναι καιρός νά εκστρατεύσωμε τώρα καί
νά κινη'σω διά τήν Πιέτ^, καί τό έκαναν άλογον
* τ°'τε
έκίνησα μόνον μέ 40 σωματοφύλακας γιά την Πάτρα· έ­
στειλα προσταγή εις τήν επαρχία τής Καpύτάινάς, νά
μαζωχθουν τά στpάτfiύμάτά διά την Ποίτρα
* καί «« ε-
φθάσά στά Μάγούή1άVά έξη ώραις άπδ τήν Τριπολιτζά έ-
συνάχθηκαν 1 700 στρατιώταις, και εως νά κατεβδείς τήν
Γοστούνη έμάζωνα 10,000. 'Ακούοντας ότι εκστράτευα
διά τήν Πάτρα ο [,"Αρχοντες, 6 ’Α. Ζοίμης, Σωτ^ρ χα-
λάμπης, Π. Πατρών, που πολιόρκιζαν τήν Πάτρα> γρά­
ψουν ενα γράμμα τού Ύψηλά'ντη καί Πετρύμπεη καί δλης
τής τότε Κυβερνησεως (Γερουσίας) * «μάθαμε δτι ό Κολο-
κοτρώνης έρχεται εις τήν Πάτρα, ό Κολοκοτρώνης νά μείνη
και νά έλθ-ρ βοήθεια μια τριακοσοργιά νωμάτοι ί μέ τόν Δε-
^γι&νη $ μ’ ένα Μαυρομιχαλ^ διατ1σέ εξη ημέροις πέρνο-
ί* ε τηνΠάτρα,— διατί έλεγαν των μικρών: δέν συμφέρει,δτι
άν έλθη ό Κ.ολοκοτρώνης θέ νά πάργ κα'ι της Πάτρας τά
λάφυρα καθώς κα'ι τής Τριπολιτζάς’ σκοπός τους ήτον νά
μή πάρω τήν Πάτρα καί δυναμωθώ’ άν μέ άφινον νά
πάγω αμέσως, θά μου έδιδαν άμε'σως τά κλειδιά οί
Τ°ΰρκοι άπδ τδν φόβον τους. (’Ανάθεμα να έχουν). Οί Αα-
λαϊοι ήτον μέσα — ποωη,ν σχετικο'ι τοΰ Κολοκοτρώνη
*
έιχον ταις φαμ-ηλιαΐς των εις τον "Επακτό. —Μου γράφουν
άπδ την Τριπολιτζά νά γυρίσω ο πίσω, διότι η Πά'τρο
τελειόνει* νά γυριστρς ^σω νά πάμε ε^ το Ναύπλιο.
^γύρισα μ£ τά στρατεύματα ποΰ είχα συνάξει’ πηγαι-
νάμενος είς τ}ν Τριπολιτ^ έστείλα^ε ένα γράμμα νά
ίδουμ8 τί κάνουν ' είς τδ ’Ανάπλι; μάς αποκρίνοvτοt, δτι
•\Μ&α άξιΟι νάπή>ωμε τ’ ’Ανάπλι, δι°τι έχει πε^α’ άρ·
Γ'ιγοί εις τήν πολιορκίο, Τζόκρης, Σταίκο^ Σταματελόπου-
, Ποππα Αρσένης. Τήν ιδιο ώρο δποΰ έκαναν τό γράμμα
έφθανε ενα καράβι είς τδ ’.Ανάπ^ Αουστριοκδ φορτω-
Μνο σιτάρι εως 10,000 κοιλά. Τήν ιδία ω^ν μάς στέλ-
νονε ένα γράμμο' φθάσετε, δτι ήρθε ενα κοραβι μέ προ -
^ov0^ καί δέν είμποροΰμε μόνοι μας· ομέσως έκίντί-
θημεν διά τδ ’’Αρ·γος, δ Ύψη^ντης, δ Πετρόμπεnς, ή
τότε Γ«ρουσίο. Κάνουν μίον ονοφορα οί Τριπολιτζιώτοις
β 86 =

μου γυρεύουν τόν Πανο νά μείνη φρουρά διά την εύταζίαν


της πόλεως. Τούς άπεφάσισα, και τόν ■ άφηκα. ’Εκστρα­
τεύσαμε και έκατεβηκαμε εις τό "Αργος, έπηραμε και τον
Κιαμίλμπεη και ένα παιδί του Κιαμίλπεη. Σάν έκατε-
βηκαμε στό "Αργος ευρηκαμε τλν πολιορκία πολύ καλά.
Ή Μποβολίνα μέ τόν άδελφόντης έφύλαγε το μπλόκο.
Εκεΐ πού έσυνάχδημεν ήλθαν από Έδ^ Σπέτζαις, Πε­
λοπόννησο, νά κάμωμε Κυβέρνησι. Της ιδιαίς ώραις ά-
πεφάσίσάμε νά κάμωμε £ισάλτο εις τ' ’Ανάπλι
* έκείναις
ταΐς ώραις έκαβάλικα νά πάγω ς* τούς μύλους νά ΐδώ
τά καράβα, εις τόν δρόμο μ’ έτριξε τ’ άλογο και ήμουν
άρρωστος. Έκαναν τό αυμ-βούλιο νά γένη τό ρεσάλτο. Τό
στεριανό στράτευμα νά ζτυπηση τό Παλαμίδι καί της
Στεριάς την πόρτα, και τά . καράβια νά κανονιζάρουν
το Καστέλι καί τά 5 αδέλφια, καί 500 μικρά Κρα~
'.ιδιωτικά νά χτυπήσουν μέσα από τό γιαλό. ΓΗ γνώμη μου
δέν ητον. Μου είπαν σαν $σαι άνείμπορος κάτζε
* οί α­
δελφοί μου πάνε νά σκοτωθούν καί εγώ νά κάτζω; Έμα-
ζώχθηκαν τ’ ασκέρια ς’ την ’Αρια. ΓΟ Ίωσαφάτ έβαλε
λόγο είς τ* ασκέρια: οποίος σκοτωθη, λαβωθώ ή Πατρίς
Θέλει τούς βραβεύσει. (
Είμοισ^ ώς 4,000· χωρίζουν," τό ^λαμάδι μέ 1,000
νά πάγω έγώ, καί ό Νικήτας, καί Γίατράκος και άλλοι»
νά χτυπήσουν τού γιαλού την πόρτα. 'θ Tάpελάς φιλ^λν
*
εΊχεν έως 100.

Τούς είπα, νά χτυπήσουν τά κα^ια πρώτα έως έ­


χουν ^ιρν, κα’ άν δεν έχουν καφό νά μη δοκιμ^ωμί’*.
(^οί άποκρ^ηκαν : τά κα^ια είναι πού νά τούς
κτυπ'/'σωμεν πειώτα ηρμεις’ νά κτυπήσω νύκτα την αυΥ^
είς τό ΠαλάμTιδι, διά νά τραβίξουν από τλν χωΡά
ναμιν ε’ς τό Παλαμίδι, και τότβ νά χτυπήσουν τής * ε-
Σ
ρ?χς τήν πόρτα. Εμένα μέ αποφάσισαν μέ 1,000
* 400
μέ ακQλούθnσαν, οί άλλοι νομίζοντες να έμβυϋν ε’ς τήν χώ­
ρα. Μ' έχείνους πού έπήγα εγώ τήν αυγή, άνοιξα τουφέκι
και εΰγάλαμε ταΐς σχάλαις από τήν Πρόνοια, έκτύπησαν
*αι έπηγαν ίσια μέ τό Λεΰκο. Τα καράβια άπό τον για -
λό δεν τ°υς έχανε άέρας, έφυσουσε από τήν στεργια »
είΧαν χατάμπροστα τύνάερα, δέν μπουκάριζαν’ Ο! Ίλύρκοι
εδυνάμωσαν στά μπ<τένια, οί 'Ελληνες ίχώθησανστά
Τουρχομ νήματα' 2 ώρκις έβάσταξε ο πόλεμος. Βλέπωντας
ίγώ ότι τά καράβια δέν έκαναν δουλίΐκ, έστειλα τόν Φω
*
τάκο νά είπρ νά ριτιράρουν μέ μιας
* κα’ ίτζι ριτιρά-
ρησαν δλοι μια κοπανιά, καί έσκοτώθησαν δλ'ιγοι, —καί ί-
παληκαρεύσαμε τους Τούρκους.—Έγυρίσαμε ’πίσω εις το
■Αργοςάπρακτοι. °ί ‘Έλληνες οέν ήτον κάλο’ί τέ-
το’α Κάστρα νά περνούν με ^εσΑτο, ήτον μ’.α τρέλα. Έ-
°τειλαμε εις ταις 'Επαρχ’αις νά χάμωμε 2υνέλευσι
* ήλθε
ό Μαυροχορδάτος, ό Ζαίμτς διά να κάμουν Χυνέλευσι, νά
κάμωμε Κυβέρνησι.
*0 Μαυροχορδάττς μέ τόν υιόν του Καρατζά ήλθαν είς
τή/ Πάτρα, έστάθηκχν έκεϊ μερικόν καιρό, έπειτα δ Μαυ-
ροκορδάτος ήλθί, κα’ πρωτοανταμώσαμεν εις τό Άργος.
Αφου έπεστρέψαμεν ε’ς τό * Αργος, εμαζευθησαν όλοι ot
ΓΑρχ°ντες κα’ άπό διαφόρους έπαρχίχις κα’ ντ^^τοα τής
Ελλάδος.

Τύηλάντης — ήτον ενας άνθρωπος σταθερά, τι'μιος,


άνδρ<ί°ς, μ1κρό70υς, κο^ος, tύκuλoaπάτητος, μιχρός εις το
ανάστημα, λιγνό;, το όνομά του έχρησίμευσε πολύ ε’ς
τήν αρχήν} είχε τήν φαντασία νά η ναι άρχηγός (κίφαλή),
πλήν τό μυαλό του δέν του ίσωνε άναλόγως μέ τάς πε-
= 88 4Β=
ριστάσείς δποΰ εύράθ^κε. άν ήθελε έλθει ό Αλέξανδρος
ό άόελφός του ηθέλαμεν κάμει . δουλίιχ, διατί γίθελα τον
υποστηριξει
* εγω δέν έγύρευα παρά εναν ν* άκουμβησώ
ταίς πλάταις μου, έγώ δέν εκαμνα καπούλι τους ’Αρχοντας,
εκείν01 έμένα, κα! έτζι κανένας τρίτος· — δέν έγ1νον-
το διχόνοιαις. ’Αναγνωσταρας ητον με πολύ vw αν-
θρωπος, αλλά φθονερός, βαρυκίνητο;, παχυς. ‘Ο Κρεβατας
ήτον άνΟρωπος μέ νου και πολλά ώφέλιμος. για την Πα·
τρίδα. '
’Εσυμβουλευθηκαμε νά κάμωμε Κυβερνησι· εφΑ^ι^-
σαμε κάμποσο, που νά γένή ή Συνέλευσις. Τότε έκαμαν τά
στρατεύματα όπου ήταν έκεϊ μιά αναφορά, και μου έζή-
τούσαν νά τού; δώσω τήν αδεια να σκοτώσουν τούς πρού­
χοντας· κάποιος τους είχε ερεθίσει λέγωντάς τους, θτι δέν
θέλουν νά κάμουν Συνέλευσι, καί £τζι γελούν τόν Κόσμο
*
έσηκώθηκα τό μεσημέρι καί έπήγα και τούς ε!πα
* τί κά-
μνετε αύτοί»; κάμετε τόν opκo, διότι τούτο έχουν να σάς
κάμουν, και έπειτα πη^νετε εις ενα μέρος διά νά άρχί~
σετε τήν Συνέλευσι
* τούς επήρα εις τήν εκκλήσία τού
γίου ίωάνν·^ έκαμαν τον όρκον, καί έτζι έπαυσε' αυτός ό
χόχλος τοΰ λαού.—Ό Λαός εΤχΐ πάντοτε σκοπό νά σκ°τώ-
σ’ή τοΰς ’Αρχοντας και κάθε παραμικρά αιτια έρεθίζοντο,—·
’’Ετζι οΐ πολιτικοί. έπήγαν εις τήν Πιάδα (Έπί^αυρϊον), καί
άρχίνησαν νά κάμουν τούς Νόμους, καί οί Στρατιωτικοί
έπήγαμεν είς τήν Κόρινθον. Ό Π. Γιατράκος έπήρε τόν
Κταμίλπεη καί 20 ζορμπ^αις Αεονταρίτα-ς κα'ι Τριπολι-
τζώταις. Ό ‘ΊΓψήΰάνΤ*ής ? δ Άvαγvώσταράς, ήτον όλοι εκε^
καί δ Γιατρά<ος μέ τους Τούρκους έπηγε είς τά ‘βξαμί-
λίχ, και τ’ άλλα στρατεύματα έπηγαν μέσα εις τήν χώρα
στην Κόρινθο, και «πολιορκούσαν τό Κ<χστ2ο. Μιά ήμέρα
σηκώθηκα καί «πήγα είς τα ‘Εξαμιλια κ αΐ η^ηκιχ τον
Κ^αμιΧπεη, δια να γ ρ α ψη ενα γράαμα είς τόν Επίτροπον
τ°υ κα'ι είς την γυναΐχα του να παραδώση τ° Κ.αστρθ·
η έκεΐως δέν έγραφε κ^θώς έπρεπε, ή έκεΐνοι δέν τόν η-
κουσαν, δέν έ^ράδωσαν τό Κάστρο· εγώ το3 έκ«μα χ(-
λιους φόβους, πλήν εστάθη ά^νατο. χτήν Κόρινθ° ΐσκό-
τωσε τό στράτευμα 20 Τ°ύρκους. Ή τ°ν μερι^ Αα-
λαιοί μέσα κα'ι Άρβανπακ, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί
τους ώμίλησε μιά και δυό διά να παρα δοθούν, και έκεΐνοι
τού έλεγαν, σήμερον κα'ι α^^ καί επερασαν 20 ήμέραις,
διατί «καρτέρευαν μεντάτι από τόν (Ομέρ<-Β ρεόνκ, οπού
ήταν εις τήν ανατολικήν Ελλάδα· έπόγαιναν από τούς Κο-
ρινθινούς καί τοώς έλεγαν, μήν παρα&δεσθε εις τόν Κο-
λοκοτρωνη διατί σάς έρχεται μεντάτι, καί ό σκοπός τους
•ήτον νά φύγωμεν ημεΐς, κα'ί τότε νά μείν°υν ^αχ^,
να πάρουν τά λάφυρα, κχ· ό φθόνος ήτον ακόμη· Μετά
20 ήμερας έστειλα τόν Καραχάλιο κα· έμίλησε των Λα ·
λαίων καί ήλθαν 2 εις τό κονάκιμου, και τούς ώμίλησα ’
νά έβγούν έκεΐνοι, καί άς μεινουν ° άλλ°ι Τούρκοι’ καί
αύτό ήτον δια νά κάμω αρχήν, καί έτζι έπηραν τά αρ-
ματά τους 16? και ήλθαν εις τό σπήτι, καί τους εβαλα
είς τό όρδί μου. έτραττά^μχ και εσ^ιλαν, πκράσοντας
5, 6 %μέραις ένα Λ^αΐο, και άραξαν τδν Κεχαίά του
Κιαμίλπεη χαί τόν Κατή ' και άλλους δύο άξιωματικους
Τούρκους, δεν ενθυμ°ύμαι τά όνύματάτους· <βγήκ®ν καί
ώμιλησαμεν, τούς εΤπα νά παραδώσουν τό Κάστρο καί τά
άρματά τ°υς, καΙ νά πάοουν 2 φορείς ^κουτιά), κα! νά
τούς βαρκάρουμε, να τού; περάσωμε εις τήν Ρούμελη,
άλλοι είς Γαλαξίδι, καί ιχλλοι κατά τον Χάλονα
* και
μ’ άπQκρ(θήσχv, ότι νά πάμε απάνω να είπούμε καί των
= 90 =
άλλων καί σας στέλνουμε άπ^όκρισι—τήν άλλην ήμέραν
μας ώμίλησαν πάλι, νά κουβεντ ιάσωμε μέ αυτούς
* έκι-
νήσαμε νά παμ^ και τ° στριίτευμα άπό τήν (άταςίαν του
έχίνησε °λο σιμά
* βλέπωντας τήν αταξίαν αύτή έπ^σμωσα
καί όέν ηθ&ησα κανένα *
κοντάμου έκαβάλικα καί «­
πήρα τάν ■ Καπετάν ’Αναγνώστη Πετιμεζά μονάχον, κα'ι
έκίνησα καί έπήγα κοντά είς'τό Κάστρο είς κάτι Τουρ-
κομνήματα , καί είπα οί αρχηγοί νά γίνουν 30 νο-
μάτο^ νά έλθουν κοντά μου, καί έτζι τούς ίττειλα. Πή-
γαιναμένος έχε^ όπου είμεθα οί ^υύ, ώμίλησα διά νά
καταιβοΰν από τό Κάστρο νά τους είπ^ διατ! οί Τουρκοι <-
στρεζαν καί την συνθήκη όπου τούς είχα κάμει ταΐς πέρα -
σμέναις ήμέραις· έκατέβηκαν οί 4 καί έκάτζαμεν άντάμα,
τότε έστειλα εις τον Κατή (σάν τούς έβαλα ει’ς τό χέρι
τούτους) μέ τού; 30 ανθρώπους μέσα εις τό Κάστρο διά νά
παραδοίσουν τά άρματά τους §Xot οί Τουρκοι κα'ί νά τά βά~
λουν είς ένα σπήτι. Τ) Κατης εκαμε λόγον και τούς ωρκω-
σε είς τήν πίστιν τους νά μήν κρύψουν κανένα άρμα, άλ·
λά νά τα δώσουν όλα, και ετζι έζαρματώθήκαν όλοι κα'ί
τά έβαλαν είς ένα στήτι. Στήν Συνέλευσιν, άφοΰ ήκουσαν
θοτι ζητοΰν νά παραδοθουν οί Τούρκοι, έστε^αμε νά έλ-
ούν καί 5, 6 πολιτικοί, νά ίλθουν νά παρασταθούν, είς τά
λάφυρά, καί νά βγάλουμε κκί τοΰ Εθνους. Αύτοί ή σαν ό
Σωτηρ Νοταράς, ό Κορίνθου καί άλλοι
* ητον καί ό Πρω-
τοσυγκελλος τής Αρκαδίας έκει, °πού είχε ελθει έκει απε-
σταλμε'νος άπό τήν Συν&ευσιν δια νά υτογράψουμε τ°ύς
Νόμους, καί εγώ δέν ήθελα, έζ ανπας όπου ητον ενα Κ,ε-
φάλαιο όπου έλεγε, ότι: το εκτελεστικό νά τελειώ ντι μία
^έθεσι, καί έπειτα ατο 6 ήμέραις νά δίδουν τήν ειδ^
ε?ς τό Βουλευτικό
* ολοι τό ϋτέγραψιν εζω άπό εγώ, τότε
έπηγαν ’πίσω, έκαμαν εζαίρεσ.ι (παράρτημα) άπό τούτο
τό Κεφάλαιο κα'ι έτζι υπόγραψα· σάν έβαλα τους 30 αν -
θρώπους μέσα κα! έζαρ^τωσαν τους Τούρκους, μοϋ ώμί-
λησαν, on, τά ίκαμ.αν όλα
* τότε έ^ωκα είδησιν ·ίς τούς
απεσταλμένους -της Συνελεύσεως, κα| έπήρα 300 άπό τά
διάφορα σώματα, κα'ι έπηγα είς τ^ν πόρ^, κα| έστ^^^
μέ μία σημαία ‘Ελληνική τήν πόρτ(Χ κα| έπειτα τ°ύ; έμ-
βασα μέσα κα' ε^λα αύτην την σημ^ άπά^ ε'ς τό
Κάστρο. Τά στρατεύματα κα' έγώ έκατ^γ^'^^^ε είς τήν
χώρα, ε’μεθα 6,000· οί Τούρκοι ήσαν 300: είς τά μέσα
τοϋ Δεκεμβρίου.
Είς τήν πτώσιν της Κορίνθου ^σαν,4 Υψηλάντης, Μαυρο-
μιχάλιδες, Πετμ!ζxΐο', Γιανν^ης Κολοκοτρ^ης, ’Αποστό­
λη; Κολοκοτρώνης, υιός μου ό Γενναίος, 'Αντώνης Κολοτρώ-
νης, Αναγνωσταράς, Γιατράκος, Κεφάλας, Κολιόπουλος.
Τότε ήλθε ειδησις οτι ή ^μάδα το- Καπεταν Πασά
μέ 9,000> έτράβαε διά τήν Πάτρα· ^ο’ύωντας αυτό έ-
λα^ ^ταγή και εκίνησα ει^ς διά τήν Πάτρα, έπ^α^
από τό ^Αργ^ τήν Ίριπολιτζ^ κα'ι είς τήν Τριπ°λιτζα
διέταξα τ^ις ^α^ίαις Τριπολιτζα, K^’J'Wv^, Φανα_
ριού, *Λρχα£εα ς, νά τραβίξουν διά ταΐς Πάτραις.
Είς τήν Τριπολιτζα όπου έρθαίτα εμάθχμε οτι ό Αλή
Πασας έχά^ w ελεγαν μερικοί Προυσιασταί, °n, τώρα
°πού εχάθη ό ’Αλη Πασάς ο*ι 80,000 όπου τόν έπ°λι-
ορ^ύσαν θά πέσουν είς ημοΐς
* έγώ είκ^ έχει ό Θεός·
*Ενας Νικολός Τζανέτος άπό τό φανάρι είπε: άξιω~
θήκαμεν καί έκαμαμε Γ^ουσία και ΒοΆή, καθώς λέγοιιν
τα παλ^ χαρτιά, άς χαθούμε
* τώρα: — Εύγε σου Κύριε*
Αιέτα^ τόν Γενναίο νά πάρρ τ°ύς μισους Τριπολιτζο-
τας) ^ναρ^τας κα'ι «άλλους καί να τ-ρ^ΐζ'ρ ΜίΜ. Είς
= 92 =
τ^ν Βυτίνα, έλαβα τάς διαταγάς της Κυβερνήσεώς
δπού έπρωτοσ!οττηθηκε'είς■ τήν 'Ελλάδα, έλαβα τδ δί­
πλωμα το? Στρατηγού. Είς τήν ί Μαρτίου ίφθασα είς
τάν Πάτρα, έπίρασα άπδ Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη
και Πάτρα· έσύναξκ 6,000. ’Αρχηγοί Ά. Ζάίμης, Κα *
νέλλος Δελιγ,ιάννης, Πετιμεζαιοι, Σέκερης Τριπολιτζώτης,
Λόντος ιιέ τούς Βοστιτζάνους.
2 Μαρτίου διηγήθηκαώς τά τώρα 1822.
’Εναντίον το? Όμέρ Βριόνη έπήγε δ Νικηταρας, καί δ
Άγολος.
Ό Χάντζος καί δ ’ΐβραίμης Ααλαΐοι ησαν έκεινοι
οπού έδόζαζαν τούς Ααλαίους. -
φθάνοντας εις την Πάτραν ιπήγαμε μι Καρυτινούς
και Πυργιώταις εως 4,000 και Καλαβρυτινούς, δ
Ζαίμης, δ Αεχουριτης έως 1,000, κ άπδ την Πά­
τραν οί ντοπικοί Ας 500, καίήτον οί Κουμανιωταίοι
επί κεφαλής, ητον καί μέ 300 Βοστιτσάνους ό Στρατη­
γός Αόντος ς’ τά Σελά κατά τδ Καστέλι της Πάτρας.
’Μγώ πηγαινάμενος δέν ήζευοα τδν τύπον της Πάτρας, 28
Φευρουαρίου, καί ερχόμενοι ήμεΐς έβγηκαν οι Τούρκοι
εως 5,000, έβγηκαν νά λαφυραγωγήσουν είς την Ά-
χαίαν κα’ι έντεσε ά έμπρσστινέλα του Γενναίου, εφθασε
καί δ Κολιόπουλος και τούς έκυνήγησαν έως έξω της
Πάτρας, καί άπδ πίσω ήρχόμουν έγώ καί έμαζωχθή-
καμε δλοι είς τδΣαοαβάλι, καί ευθύς έστειλα 100 νο·
μάτους καί έπιασαν τδ μοναστήρι τοϋ Γεροκομιού, τίρο
κανονιού άπδ τήν Πάτραν καί βλέποντας οί Τούρκοι
οτι έπιά'σθηκε τδ μοναστήρι έβγηκαν είς πόλεμον, νομί­
ζοντας οτι είναι καθώς πρώτα’ καί τά στρατεύματα
κινήθηκαν τά ίδικάμας καί έγεινε δ πόλεμος σφοδρός
= 93 ==
κα'ι έπηραμε κεφάλια καμιά *
ογδ°ηνταριά έμβηκαν οι
“Ελληνες είς την μίση χώρα (1 Μαρτίου 1822)
* μου
επαράγγειλαν νά μείνουν εις την χώρα> τους ε^πα νά
τραβιχθ°υν εις τ° πόστα τους· το μέν Κάλαδρυτ^ο ςρά-
τευμα οί 100 έμειναν εις τό Γεροκομώ στο3 Σαιταγα
τον λιώ, οι Τροπολιτσιωταις 400, *Ο Κοίλος ΑΛεγεά^ς
μέ 600 έπιασ® τό Πουρναρ°καστρο άποκάτω. Τ°ν Γεν·
ναΐον μέ τούς Φαναρίτας 300 ς* το Παλιόπυργο, τους
Γαστουναιου? τούς είχα στην ’θβριά’ τό μέν δυν®τώταρο
λοιπό στράτευμα τό είχα εις τό Σαραβάλι νά δίδρ μεντάτ^
Τό Σαραβάλι μακράν άπό τά - ταμπούρια μιση ώρα, άπο τόν
Πάτρα τρία κάρτα. Είδανοί Τούρκοι τά όρδιά,καί ακούοντας
δτι ηλ0ε καί ό Κολοκοτρώνης, έστειλαν του ΠοΜουφ-
Πασά, όπου ητον εις τό Καστέλι, οτι ηλθάν πολλά ς·ρχ·
τευματα κα'ί ό Κολοκοτρώνης. Πρ'ιν κάμωμεν τόν πόλε­
μον ειχε έ'λΟη ό Μιαούλης και εκαμε μεγάλη χαλαςρ0
είς τά καράβια, καί έφυγαν καί έπηγαν κατά τήν Κω^αν-
τινούπουλι, καί τά έδικάμας έμειναν εκεί έως όπου έπηγαμε
*
καί ήμεις κ' έκάμαμε τον πόλεμο. Αναχώρησαν τα
ι° υσούφ Πασάς έστειλε εις τόν *
κάpάβιά, ό Ι* Επ άκτ° καί
είς τό Καστέλι της Πάτρας και τσός έστησε όλους
τούς Τοίχους καί εκ^σε κα’ί ηλθε εις τήν Πάτρα· Οι
Τούρκοι έσυνάχθησαν έως 12,000,9,000 .Α,^τολντα^
καί 3,000, κ(χί είς τάς 9 Μαρτίου ολοι έκιντ'θησαν είς
πόλξμον καί έγώ βλέποντας από τό Σαραβάλι οu
έκινηθηκε άσκέρι πο^ έτεμπ^ιασα ολα τά στρατευ-
ματα νά κινηθούν οί Κάλάβρυτινοί όπου ήτβ^ εις Γε-
ρ^>κ^ο^ι^ώ, και οί Τροπολιτσιωτάις εις τό Σάΐταγά·
ΕκινΤθηκαν νά πώσουν τόν πόλεμ°ν έςω ταΐί ραχαιί»
καί άνο(γωντας ιόν π&εμο έστειλα τ°ν Γεννάί° με τους
= 94 =
Φαναοιώτ(Χς, καί οί Γαστουναιοι έστειλαν, και άπό τό ορδί
τό δρόμου. "Οσο να πάγη τό μεντάτι νά τ°ύς κάμαί
βοήθεια ετσακίσθησαν έκείνοι και δ . Γενναίος μέ 600
έκλείσΒη εις τοΰ ΧαΙταγα τό λινό, χαί οί Τούρκο1 ητον
πολλοί κα'ι τους έκλεισαν και έπροσπε'ρασαν οί Τούρκε
κυνηγώντας. ό μ ε ν ■ Κολιόπουλος με τό λοιπό
στρατευμα επεσε κατά τήν σταφίδα που ητον λινοί,
και επιασαν μβ το^Γαστούναίους, τού Κανέλου τό ςρά-
τβυμα καί τών Πατραίων έκόλλησαν εις τό Πουρναρόκαςφο,
ό δέ Ζαΐμης έντεσε εκεί μέ τά στρατευμαατ,'καί τόν
έκυνηγησαν έως μίση ωρα. και έτραοιςε μέ ολίγους κατά
την ποταμιά κατά τούς μύλους, καί εγώ ήμουν μονα­
χός μου, δικτί το στράτευμα τό έστειλα ολο, και έντεσε
νά ήναι καί & Δεσπότης *
Αρτη ς από τήν Δυτικήν 'Ελ.-
λάδα και ° Κ.αλαμογδάρτης ° ’Ανδ^ας καί ° Γραμματικός
δ Μιχαλάκης. Βλέπωντας οτι τά στρατεύματα τά Τούρ­
κικα έκινήθησαν καί επιασαν τό Λινό καί τό Μοναστήρι
λέγω, άφίνω τά μουλάρια μέ τόν Τσεπχανέ εδώ, άν τσα-
κίσωμε τους Τούρκους έλατε, άν μάς τσακίσουν, φύγετε
μέ τά μουλάρια, καί έγώ μέ του θεοϋ την βοήθεια καί
την εδική σας πηγαίνω
* καί έπηγα μόνος μου χωρις νά
Ιχω ούτε ψυχογιόν κοντά μου, καί έκίνησα· εις ένα κάρτο
άπη'ντησα τον γέρο 'Αναγνώστη Λεχορίτην, τό/ έστελνε
δ Ζαίμης · τρέξε αΛελφέ διατί τήν ένάσαμε την μ,πιττα-
λια » καί έκαμα στρόφον τόν γέρο άναγνώστην εΐς τόν
δρόμο ποΰ ε πήγαινα εις τόν Παλιόπυργον. Απάνω άπό
τόν Παλιοπυργο βλέπω ένα Μπαΐράκη μικρό, ήτον δ Εύαγ -
γέλης ό Κουμανιώτης μέ 15, καί έκάθοντο κα'ι έκανε σε! -
ρι· τους φίλησα κα'ί τούς elπα, τί άνθρωποι εί^σθ ε
εσείς ; καί μου (χποκρίθτκαν—*
Ελλ ηνες’ έγώ τούς είπα
= 95 ==

—μ
* γνωρίζετε; είμαι ό Κολοκοτρώνης, ελάτε εδω'
καί τότενες έφορουσα φορέματα κόκκινα χαί φουστανέλα
κόκκΐνη, και έκατ^ηχαν καί τούς έβαλα όμπροστά, κα’ί
έπηγαινα ίσια είς τά κε'ντρο των Τούρκων, καί ζετρου-
πόνοντας ’Ελληνας, πού μέ άπουαν που έπτίγαινα, καί
τούς έκαμα καμια πενηνταριά, καί τούς ε^αλ,α ει’ς ένα
πόστο είς τά κέντρο των Τθύρκων εμπρός· τούς
είπα · μπηχτέ τό μπαϊράκι εδώ—χαιόμεθα—σας ςόλ-
νω μεντάτι έγώ, και έγώ έγυρισα καβαλάρης κατά σήν
σταφίδα τού Κόλ· καί τούς είπα νά πάρουν τά μπαϊ­
ράκι τους καί νά πάνε εις τά άλλο τδ μπαϊράκι. 'Ο
Γενναίος καί οι Καλαβρυτινοί 3τον αποκλεισμένοι. Τηράω
όμπρδς άπο τά μπαϊράκια καί ητον ένα χοριγοχάμινο,
καί στέλνω τον Παρασκευά, τού Κολιόπουλου τάν αδελφό,μέ
20 νομάτους νά το πιάσουν που ήταν κ^ιά ^νταριά κα-
^^ρέοι Τούρκοι νά τούς ψποδίσουν
* μου λέγουν χα-
νόμεΟα—σύρτε και έγώ εχω την εγνοια σας
* οσο ποϋ
δυνάμωσαν τά κίτρον καλά εντεσε εκεί κα'ί ο Καρα-
χάλιος κα'ί ό Άγιουτάντες μου Φωτακος, διατί, έπαρατη-
νησα τόν πόλεμο και άπά τά κέντρο δέν ημπο^σαμε
ρά τούς τσακίσουμε τούς Τούρκους, όμως αν τους χα-
λάσωμε Οά τ°ύς χαλάσωμε άπο τάς πτε^ας
* Τότε
έπήρα τάν Κ^^άλω κά'ι τον φωτάκο, καί ^η^α άπά
τά άλλο μέρος οπου οί Τούρκοι έ κρατούσαν έως εις την
μανα τού νερού (τούς δύο μόνον). Έμπηζα τ^ φωνην,
πού ε’ιστε μωρέ *ΕΧλ/ην ες; κάτω, κάτω
* θύοντας την
φωνήν μου οί φευγάτοι κατέβαιναν, άφού εΛατεοηκαν κάτω
*
βανω τά χίάλί) δέν είδα,καί έ^ν^α^ατ^ημβι^τσ&Μ^ν
οί Τούρκοιν χουμούν οί ‘Ελληνες, έτσάκισε τό πρώτο τζ°γ-
== 96 =
κάοι, δπου ητον οί Τοϋρκοι ποΰ είχαν αποκλεισμόν τόν
Γενναιον εις τούς λινούς.
Καβαλάρης ήμουν, ή τύχη ητον καλή, οχι τό αλογ°,
ζωντανούς νά τούς πιάσωμε· 'Ετσάκισε η πτέρυγα των
Τουρκών που ήτον είς τήν μάνα του νερού, τους πήραμ ε
μπλαστους. Είς τους Τριπολιτσωταις ό ίε'κερης ητον
κουμάντο. Τό κέντρο τό £ικόμου έκτύπησε τό χεντρον
των Τουρκών, έσκότωσε · ενα πίμπασι
* οί Κουμανιώταις
τούς κτυποΰν, έπηραμε κεφάλια 250, τί ίγειναν οί λα­
βωμένοι δέν ηξεύρω· και έγυρήσαμ« όπίσω εις τό καρ­
τέρι τους. Απο τότε δεν εξεμάκρυναν πίσω νά πολεμήσουν ,
έλεγαν οτι ήφευγούλαμα ς ήτον στρατήγημα.
Τού; πήραμε άπό κοντά
* ολημερα εγίνοντο άκροβολισμοί
μέ ζημία τίιν Τούρκων. 'Ο Καραχάλιος έλαβώθη είς την κε-
φαλην, έόωσε τό μπαιράκι : πηγαίνετε όμπρός, μου ηλθί
σκοτούρα.
‘Η τροφή δλου του στρατεύματος ήρχετο από Γα-
στοόνη· τόσον τακτική ήτον ή ζωοτροφία, 4,000 σφαχτά»
8θ κεφάλια γελάδια, ψωμί απο τήν Γαστούνη. ‘Η Γαστουνη
ήτον μελίσσι άτρυγο, και μας τά έστελνε ολα ό Σισίνης·
‘Οσα ε’τρωγαμε τήν έβδομά'δα, μας τά εμβαζαν όπίσω κα’ι
ήτον πάντοτε οί 4,000. Τότε εΐχα γραμμένο είς
τήν Αρκαδία νά έλθουν. Οί ’Αρκαόιανοί βάνουν ’Αρχηγό
τόν Μήτρο ’Αναστασόπούλο, έκίνησαν 1,200. ’Εκίνησε
καί ό Πονηρός, καί ήθελε νά πάρχι τά άρματα τής
’Αρκαδίας, καί ήθελ,ε νά τά πάρτ} εκεΐνος, καί άνιακάτωνε
*
τό στρατό εν πρώτοις έρχάμενοι οί ’Αρκαδιανοί
είς τό Σαραβάλι ποϋ είχα το όρδί έγ·ώ
* μέ ειπε ό Πονη­
ρός νά τόν κάμω επικεφαλης’ όεν ’μπορώ νά τό κάμω, νά
έρωτησω
* έρώτησα καί δεν τόν εδεχθηκαν —- τί νά σου
□= 97 =
*άμω;επηγαν οί ^ρκαδιανο'ί μόνοι τους και έκαμαν ένα
πόλεμον καλόν, καί έπολέμησαν ανδρειωμένα, και
«σκότωσαν κχμμια Σκαριά Τούρκους. 1,200 η τον ’Αρκά-
λιαν°ί. 'Ηταν Παπατζοραϊοι, . Γρίτζαλης, και άλλοι. Είς
15 Ημέρας έφυγαν όλοι κρυφίως μπουλούκια μπουλούκια’
έμειναν . οί Καπεταναιοι—«πιασα μερικο^ τους βν-
τρόπιασα
Οί 'Αρκαδιανοί άνεχώρησαν,έμειναν μα'νον οί Καπετανέοι,
χαι τούς έδιωξα καί αυτούς· έλαβα μίαν διαταγήν άπύ τάν
Μινίστρο του πολέμου διά νά περάσω είς την Δυτικήν ‘Ελ *
λαδα με τα στρατεύμχτχ» καί έγώ τοΰ άποκρίΘηκχ, ότι
δεν ημπορώ νά άφησω I2,000 Τούρκους είς την Πάτρα, κα'ί
νά υπάγω έμπροστά· πρέπει πρώτον νά σβύσουμε την
φωτιά που είναι μεσα, καί έπειτα νά ύπάγης καί είς β°η~
Οειαν τοΰ γειτο°υ m' καί αύτος μου δευτεροαποκρίθηκι·
δτι, το γράμμα οπού μού έστειλες δεν τύ εδειξα εις
^ην Κυβέρν^σιν, δώη ηθεΧβς ααzοπέσει, όμως τώρα άμα
^άβης. την παρούσα-διαταγήν . νά έκστρατεύσης’ και έγώ
V
αφηκα τόν Κολιόπουλο είς τά σρτατεύματα επί κεφα-
^ίς» κα’ί έπηγα εκ την Κόρινθον διά τρεις ήμέρας· πηγαι-
νάμενος,5 ώρας μακρυ^ έστειλα είδησαιζ της Κυ^ρνη'σεως
πηγαίνω, καί άπόκρισι δεν έλαβα· έγώ έκίνησα’ ένα
τέταρτο μακράν ε^α^χ μία διαταγή κα'ί μού έλεγε ότι
άφησω τούς ®Ο ανΘρώπους όπου είχα μαζύ κα'ί νά
έλθω είς την Κόρινθο μέ 5 α*θρ ώπους' έγώ έμβηκα με-
σα, -μοΰ εδωκαν ενα κονάκι χωρ'ίς πιάτωμα' τό βράδυ
μ«ς αφηκαν χπεριποίητους κχ1 ετστ ιάνεχώρησι^ kx1 έ-
πηγα είς έγα τωριά την νύκτα
* σάν μέ ακόυσαν όπ°ύ
άνε^ρη^ το Βουλευτικό μζ το Εκτε^ττικό άρχ^ησ^
να τρωγονττι καί- νά λένε οτι : οχι σε^ς φταΚε, βχι σείς,
’ 7
— 98 «=
καί δέν έπρεπε νά φερθούμε ίτσι' - έστειλαν μίαν Έπι
*
τροπήν από τόν Κωλέττην, άπό τόν Κορίνθου, τόν
Σωτήρ Νοταρά καί μέρος ‘Υδραίων
* έρ-χάμενοι εκεί τούς
άπεκρίθηκα δτι: σάν δέν δεχεσθε εναν Στρατηγόν όπου
έρχεται νά σας όμιλησ7), έγώ αναχωρώ καί πηγαίνω είς
την Τριπολιτζά, βίς την Γερουσίαν, καί δ,τι έχω νά είπώ,
θέλει τό είπώ είς αύτην' όχι, μέ λέγουν, νά γυρίστις δπί-
σω, νά προβάλν]ς δ,τι θέλεις διατί έστάθη ένα λάθος
καί ήτον έλλειψις κονακιών
* έγώ άποχρίθηκα του Κω-
λέττη όπου μοΰ ώμιλούσε δτι : νά πας νά γίντρς Μινί-
στρος στα Γιάννινα και όχι εδώ* μοΰ «πεσε ό Δεσπότης
ό Κορίνθου καί ώ λοιποί καί έπήγα μέσα, έκαμα τάς
προτάσεις μου κα'ί τας δέχθηκε η Κυβέρνησις. Ιούς
επαράστησα δτι άν περάσω είς την ‘Ρούμελη, οι Τούρ­
κοι της Πάτρας ,ότου ητον 12,000 θέλει σκορπισθοΰν
είς δλην τήν Πελοπόννησον καί θά τήν χαλάσουν
* ετσί
η Κυβέρνησις αΜ^θηκε την (ανάγκην κα'ί με έδωσε
νέαν διαταγήν διά νά ύπάγω εις τάς Πάτρας. ’Επέρασα
άπό τό ’Αργος, Τριπολιτζα καί έπήγα εις τήν Πάτρα
άρχάς Μαιου. Εΐς τήν Κόρινθο αντάμωσα τόν Μάρκ°
Μπότσαρη, ό όποιος έπρόσμενε έκεΐ διά την αλλαγήν
τής φαμηλιάς του' αύτός μοΰ είπε νά υπάγω είς τήν
Δυτικήν ‘Ελλάδα και νά μέ κά'μουν αρχηγόν όλων τών
στρατευμάτων, έγώ τοΰ έκαμα ταις ΐδιαις παρατηρή­
σεις, έπρό^λα εις τήν Κ.υβέρνησιν νά ύπάγη δ Μαυμ-
κορδάτος όπου ήτον τότε πρ^ρος τοΰ έκηλ^τικοΰ, νά
πάρη I,000 τακτικούς Φιλέλληνας κάι νά ύπάγη «ίί
τήν Δυτικ'ήν Ελλάδα* έτσι ό Μαυροκορδάτο<ς έπήρε τούς
τακτικούς και Μάρκο Μτότσαρη καί άπέρασε άπό τό ςρα-
τ°πίδο τής Πά?ρας όπου ε'φισκόμ,ουν έκεΐ
* άφου (απέλασαν .
== 99 =
την δυτικήν ‘Ελλάδα, μέ έγραψαν άπδ εκεί, δτι έχουν
άνάγχ,η καί νά τούς στείλω βοήθεια, καί άπεφάσισα
καί έστειλα τδν υ'ιόν μου Γενναίον με 200 στρατιώτας
διαλεκτθύς· τότεό Πατρώος είχε ελθει έκει καί τον έστει­
λα καί εκείνον μέ μια 40, του είχαν φύγει οι άλλοι,
καί τάν Κανέλο Δελιγιάννη μέ 200' ‘"έγώ έμεινα όπίσω
Χαί έφερα στρατιώτας διά νά αναπληρώσουν όσους είχα
στείλει είς τήν ‘Ρούμελη· 6,000 είχα
* έβαλα αλώνια διά
τ«ι; σταφίδαις-, καί είπα των ‘Ελλήνων νά τρυγούν την
σταφίδα, νά πάρουν τούς κόπους τους, . καί νά έβγάλωμε
και τύ Εθνικόν *δικαίωμα καί άρχησαν οί 'Ελληνες. νά
τό βάλλουν εις πραζιν. Οί Τούρκοι έστενοχωρήθησαν
πολύ εις τό Κάστρο καί άπό vipd, καί κατά τόν τρό­
πο όπου τούς έστενοχώρησα είς ένα μήνα ήθελε παρα-
δωθοΰν.
Σκοτωμένοι Τούρκοι είς τούς άκροβολισμούς καί πο­
λέμους ητον 1,000, καί άλλοι τόσοι λαβωμένοι καί
α£ρωστοι. ( τον Κανέλο τδν είχαν κρυφί'ως αφήσει ς-ρα—
τηγδν , το εκτελεστικό. — 7 ή 8 Μαρτίου ητον ο πόλεμος
Α μεγάλος του Σαραβαλιοΰ )’ έστειλα τόν Κολιόπουλο είς
τήν Καρύταινα διά νά κάμη νέα στρατολογία. Τδτε τύ
Βο’υλευτικο καί τύ 'Εκτελεστικό, άφου άκοιίσθη ο Δράμα-
λίς εΖς τά Τρίκαλα της ‘Ρούμελης, έσυνάχθηκαν . καί
®πεφάσισαν νά πάγφ ο Κ ρεβατάς είς τύ Μιστρά νά πά-
Ρ1? 1,000 στρατιώτας καί νά εκστρατεύση διά τήν
Ανατ°λικην ‘Ο Σωταφ Νοταράς νά πάρη τούς
Κορινθί°υς κα'ί νά έκστρατεύση κα'ί Κείνος διά τήν Ανα­
βολικήν 'Ελλάδα* δ Ζαίμης, δ Σωτήρ Χαραλάμπης μέ
του» Καλαβρυτινούς νά υπάγουν καί εκείνοι είς την Ανα­
τολικήν καί τδν Λναγνώστην Δελιγώνγη μέ
1
= too =
200 Καρυτινούς
* ή διαταγή λέγει δτι : όπιοος παρα-
χούσφ κα! δέν κινήκηι μέ τους *
Αρχοντα ς να ήναι τδ ένα
τρίτο τη; περιουσία; του εθνικό· ό Πρωτοσύγκελλος τής
Αρκαδίας μβ ·ί ,000 Αρκαδίανους κα'ι φαναρίτα; νά πε-
ρασνϊ εΐς την Δυτικήν ‘Ελλάδα, καθώς καί δ Σισσίνης
μέ άλλους 1,000 Γαστουνέους κα? Πυργιώτας. άφου έ­
λαβαν την διαταγήν ο! Αρχοντες, έστειλαν ει’ς διαφόρους
Καπετανέους που εύρίσκοντο μέ έμέ βΐς την πολιορκίαν
της Πάτρας νά αναχωρήσουν καί νά ύπάγουν μέ αύτούς
*
ο1 Κ,απεταν^ι μέ έδειξαν τα
*; διαταγαΐ; τους, καί έγώ
τούς είπα οτ^ δέν συμφέρει νά διαλυσωμε τήν πολιοpκίαv,
διότι οί Τ°'ύρ<οι θά έβγΌυν κα'ι θα χαλοίσουν ταϊς Επαρ-
χίαις, νά ποΰ κοντεύει νά πόση ή Πάτρα· αύτο'ι μέ ά-
ποκρίθηκαν ο τι : δέν ήμπορ°λιμε νά μείνωμε, δια τι ή δια­
ταγή λέ'γει ότι, Ον δεν πάμε, θά μας κυριεύσουν τδ ένα
τρίτο τή; ιδιοκτησ^ς μας: τότε έγώ τους άποκρ^ηκα,
* σάν είναι έτσι, δόσετέμουτο διαγpάφως, °τι έγώ δέν
σας διαλύω, παρά φεύγετε σείς, καί πηγαίνετε στδ κα­
λό. Καί έτσι μέ τδ έκαμαν διαγράφως. Αΰτδ ή τον είς
τά μέσα τού 'Ιουνίου· τά στρατεύματα άνεχώρησαν και
έμεινβ μέ μόνον 6°0
* οί Τλιϋρκοι έβγήκαν καί έκαψαν
*
τά καρτέριάμας έγώ *
τούς έκτύπησα ολίγο έ*
πειτα τδ μεσημέρι έκίνησα δια τδ Γαστοΰνι· ύ σκοΛ
πός του; ήτον νά μή πάρω τήν Πάτρα καί νά μου
σηκώσουν τήν δύναμι τ^ν Στρατιωτική. Είς τήν Γα-
πτούνη, °που έπήγα, έφοβήθηκβ δ Σισσίνης καί έκλείσθηκ«
εις τά σπι^ά του μέ 300' του εστειλ^α εναν άνθρωπον
καί ήλθε: του εϊπα · Σισσίνη τούτος είναι ό σκοπός μου,
νά μαζευτούμε ολο τδ Σρατίωτικδ είς τήν Κόρινθο, άν ήναι
αλήθεια πώς έρχεται δ Δράμαλης, νά τδν καρτερέσωμί
= 101 =
<ζί τάΛίρβένια κα'ι να χυττάζωιζι και τα πραγματα το ΰ
Εθνους. ‘Ο Ιισσίνης ίσυμφώνηοβ μαζί καί μου είπε, οτι
είμαι έτοιμος, καί μέ δευτέραν σου διαταγήν ξεκινάω· I-
βτΐιλα έγκύκ\ιονδιαταγήν εΐί ολαις ταις ’Εταρχίαις Λρ-
*αδιάς, Φανάρι, Λεοντάρι, Μεσσηνία, νά συνάξουν τσυς
στρατιώτας καί νά έλθουν εις τήν Τριπολιτζά. έκίντ.σα
,διά τήν Καούτωνα
* ήμέρα νύκτα έ περιπάτησα καί
έφθασα είς τήν Λημιτζάνζ μαζώνοντας στρατιώτας· φτά­
νοντας τήν Αημιτζάνα έρχεται ένας ταχυ°ρομος μέ
μια διαταγή τοΰ Μινίστρου τοΰ πολέμου καί μού έ·
γράφε · Γενναιότατε Στρατηγέ θ. Κολοκοτρώνη. λαμ -
βάνωντας τήν διαταγήν τής Κυβιρνήσεως νά κτυπη'σφς
τήν σιδηροΰν ράβδον τήν συνηθισμένων, νά συνάζης τους
στρατιώτας καί νά ύπαγες είς τήν Πάτρα. Ή Κυβέρ­
νησες τής έκακοφάνη πολύ διατί διέλυσες τήν πολιορ­
κίαν της Πάτρας, κ^ δσο διά τήν έξασφάλισιν των
Δίρβενΐων έλαβε τά άναγκαία μέτρα.
Εις τδν ίδιον καιρό, ό ίδιος Ταχυδρόμος έφερνε ένα
γράμμα τοΰ Κύρ ’Αναγνώστη καί τοΰ έλεγε
* φιλογίνέστατε
Κύρ ’Αναγνώστη νά πάρρς τά στρατεύματα σου καί
νά ύπάγης εις τά μεγάλα Δερβένια, διατι ό Δράμα-
έφθασε εις τάς Θήβας· καί ο Κυρ Αναγνώστης
ετον είς τά Λαγκάδια μέ τ°ν δουλο του. ΓΗ Κυ^'ρ-
νησις έστειλε τδν Ί?ήγα ■Πάλάμήόη εις τά μεγάλα Δερ­
βένια μέ 1800 Κορινθίους κα'ι Τριπολιτζο'τας, (καί 'ΐς
τδ Αργος (μοίραζαν 8,000 ταΐνια) καί 1000 Μανάταις
νεφψρΡ>μέ νοι. Ό Λουκύπουλος
έδωσε 1000 μαχμουν^έδ^
**ί τούς έδωσαν εις τούς ΜαΥάταις όπου δεν έξεκινοΰσαν
χωρίς χρήματα. Μέ 2,°00έφθασα εις τήν Τριπολιτζά· ή
Γερουσία εύρίσκετο 'κεΐ’ μέρος άπδ τούς Γερουσιασπας φο·
= 102 =
βούμενοι τον ερχομόν μου έφυγαν’ άφου εμβήκα ιΐς τήν
Τριπολιτζα, έβαλα αίλλους άπο ταις ι^αις έπαρχίαις και ί-
δυνάμωσα την Γερουσίαν: η Γερουσία δεν ήξευρε παρά ίκ
φήμης τον έρχομόν του Δράμαλη’ έβγαλα πεζούς
είς δλαις ταΐς έπαρχίαις νά έτοιμασθοΰν· έμεινα 4 ημέρας
είς τήν Τριπολιτζαν· ηρχοντο άνθρωποι άπδ το *Α ργ°ς
καί μας έλεγαν, δτι ό Δράμαλη; έρχεται, καί εις έμένα
όπου · μέ άκουαν είς τήν Τριπολιτζα δέν μου εγραφεν
τίποτε ή Κυβερνησις, ούτε έστειλε ταΐς 6,000 στα Δερ­
βένια· επειδή καέ δέν είχα εΐδησιν άπδ τήν Κυβέρνησιν,
δεν έστελναν κα'ί τα στρατεύματα, ένόμιζα δτι ητ°ν ψεύ-
ματα δλα· άπδ τήν στενοχωράν μου στέλνω' δύο καβα-
λαρέους νά παν είν τά’ ‘Αγιογιώργη καί τδ δ,τι μάθουν νά
μου στείλουν·' να πό^νε στήν Κόρινθον, στα Δερβένια εως
εις τάς Θήβας νά ευρουν τόν Ύψηλάντη κα'ι Νικήτα, καί
νά μοΰ στείλουν καθαρά εΐδησι τί τρέχει. ( Etc τδν μηνα’ίαν-
νουαριον 1822 έβγήκε ό Νικήτα; καί Π. Ζαφειρόπουλος. )
’Οσο νά παν «ίς τήν Κόριν^ άπάντησαν του; Τούρκους
καί δλίγον έλειψε νάτούς πιάσουν ζωντανούς, καί έγύρισαν
’πίσω. ‘Ο ‘Ρήγας δποϋ ήτον εις τδ ^ρβ&'νί, κινώντας
οί ιουρκοι άπδ τά Μ-γαρα, άφηκαν όύο τρεις σημαίας
καί έφυγαν χωρίς νά ^ίζουν τουφέκι. Οί Τούρκοι ένόμιζαν,
άφο5 εΐδον τάς 'σημαίας άνΟικτάς, δτι ήτον στράτευμα καί
άρχησαν νά προχωρήσουν είς τδν ’Αέρα· άφοϋ είδαν ότι δέν
ήτον στράτευμα, οί Καβαλαραΐοι Τούρκοι έπήραν άπδ
κοντά τούς 'Ελληνας, άλλοι έφυγαν κατά τήν Αίγινα και
άλλοι κανά τδ Σοφικό. οί Τούρκοι εσκότωσαν * Ελληνας. ·'·
'Ο 'Ρήγας ε π^ε τδ φύσημα εις τδ 'Αργος καί έδωσε τή
*
ειδησι οτι δ Δράμαλη; έμβήκε είς τδ Δερβένι με 60,000
ώβαννά τι,ύ; Stft [Μτρησει· τόν έ^ίωτη,σαν έγεινε τό srp»- ;
= 103 —
τευμα ; καί τους άποκρίθηκε, οτι δλοι εχάθηκαν, μονον έγώ
έγλ^τωσα. 'Η Κυβέρνησις είχε Φρούραρχον ε1ς την Κ°-
ρινθθν ενα Καλόγηρον λεγ°μενον ’Αχιλλεα, Διδάσκαλο; της
Αλληλοδιδακτικής, και έλεποντας τούς Τούρκου; έφυγε
* τούς στρατιώτας, άφου έσκύτωσε τόν Κιαμίλμπεϊ. Ό
μ
Αράμαλης ε^τειλε καί έπ5ασέ το Κάστρο’ τύτβ ε®τειλε 49
Καέαλαρέους νά φέρουν τα συγχαρίκια είς τ° Ανάπλι
* το
Ανάπ^ πρΙν £να μήνα, είχέ κάμει συνθήκη μέ την K.U’
βέρνησι νά δώσουν οί Τούρκοι τ° Κ,αστ&ι κα’ι δέκα
Τούρκ°υς αξιωματικούς ένέχυρον και έδικούς μας 30, και ■
νά τους στέλνε ζωοτροφίας ίως δτου νά Ηθουν τά 'Ελ­
ληνικά καράβια νά τούς πάρουν καί νά βάλουν εις τάζιν
τά λάφυρα. fH Κυβέρνησις βλέποντας τους Τούρχου; °ποΰ
εφερναν τά οογχαρίκία έφυγαν και έμβηκαν εις τα κα­
ράβια (τό ΒίολίΟΉκο), καί το στριχτευμα όποΰ ητον Ικεΐ
βυναγμένον δ^λύθηκε Οί δύο καβαλαραϊοι μέ ^ωσαν
είδησιν °τι ό Δράμαλης έρ,βηκεν ε^ την Πελοπόννησον καί
ήλθε στην ΚόρινΘον· δέν ήξευραν. άκόμη ότι τό Κάστρο
ή τον εις τού; Τούρκους κα'ί ελπίζαμε να τοΰ πάμε βο­
ήθεια. Ο πεζός ήλθε 1 ωρα πρίν να βασ&βύση ό ήλιος.
ύ®μβχνωντα; τό γράμμα έπήγα εί’ς την Γερουσ^ν καί
τούς ε?πα οτι, νά έλθουν διοι ήξεύοουν γράμματα, καί
έχζι έγράψαμί όλη τήν νύκτα καί έστειλαμεν είς ολας τάς
Επαρχίας δια να προφθάσουν μάαν ώραν άρχη,τερα, δι­
ότι & Αρ^αθιης έμβηκε είς την ^λοτόννησον. Είπα τής
Γ<ρουσίας, νά σταθής έδω κα'ί νά μας βοηθάς άπο 'Ζ’ρ^φ^
π^λεμοφ^ια, κα'ί εγώ περτώ τά στρατ^^^ κά
βγααν^ω εμπρός, κα'ί άν ιδώ ότι δέν ήμπορώ νά βα“
-ό'τχ σας στεΐλνω είδησι κα'ί αιναχώρέΚί
* καί έτζι
τ^ν θεσι. Τήν α^γην έβαλα λόγο είς τ^ς στρα·
= 104 =
τιώτας και τους stirs
* "Ελληνες μή φοβείσθβ I εμείς «σκοτώ­
σαμε τόσους Τούρκους Εντόπιους,· και τούτου; έτζι θά τούς
κάμωμε
* 8ίν είναι πολλοί οί Τούρκοι όσους τούς λέγουν
*
νά ύπάγωμε νά σκοτωθούμε μακράν ατό τά παιδιάμα; καί
ταΐς φαμελιαΐς μας
* μήν πέρνετε μαζύ σας ούτε μου­
λάρια, καπόταις, όλα μας τά φέρνουν εκείνοι. ’βδίώρισα
τόν Κολοιοπουλο καί ’Αντώνη Κ,ολοκοτρώνη με 170θ
νά τραβιζαυν είς τόν "Αγιον Γεώργιον καί νά υπάγουν
αντίκρυ νά ρίξουν δύο τρεις μπαταριαΐς, νά ακούσουν οί
Έλληνες δπού ^τον είς τό Κάστρο τής Κορίνθου καινά
*
ένθα^ρυνθούν' έλπιζα ότι το Κάστρο έβάσταγε ακόμη
ιβάσταξα μόνον 300 και έκίνησα διά τό "Αργος όπου
ήζευρα ότι ήτον έκεΐ 5, 6 χιλιάδες στρατιώτες καί νά τούς
πάρω καί νά ύπάγω ερπρός εις τούς Τούρκους είς τά
Δερβένια· Έρχοντας είς τό ΙΙαρθένι απάντησα τόν Έηγα
μέ τόν Κολιό τόν Δαρειώτην τούς έρώτησα τί ήξεύρουν
καί αύτοί μου άπεκρίθηκαν ότι έμβήκαν 60,000 Τούρκοι
μέσα, ότι μόνον αυτός έγλύιωσε
* τόν έμάλωσα, καί τού
*
είπα νά μή ματαειπξς τέτοια λόγια είς την Τριπολιτζα
*
αύτός μόλις έπήγε' σ^ήν Τριπολιτζα έδωσε τήν ειδχσι καί έ­
φυγε όλος δ Κόσμος άπό τήν Τριπολιτζα, μόνον ή Γερουσία
έμεινε. Οί στρατιώταις όπου είχα μαζί, ώσάν ήκουσαν<
αύτάς τάς ειδήσεις, έδείλιασαν, καί διά νά τούς ενθαρρύνω
άρχισα καί έτραγούδαγα
* παρακάτω απάντησα τόν Λυκούρ­
γον Κρεστενίτη μέ 15 καί τού; εΐπα
* πού πηγαίνουν, κα
αυτοί : πηγαίνουν εί; τό / Πύργον καί πάλιν έρχονται^
Οί Μανίάταις έγδυσαν τό *Αργος καί έφυγαν τούς ά-
παντα'ω είς τόν δρόμο
* τού; ερωτάω πού πηγαίνουν,
καί αυτοί μου έλεγαν: ότι έχομεν άρρωστο, καί πάμε καί
γυρίζομε’ τούς έλεγα: τόν άρρρωστο τόν πάει ένας δύο>
s 105 =
όχι τόσον β?,ς τδ Τββουλι απάντησα τδν Ύψη^άντη,
τον Κρεβατά, τδν υίδν μου Πάνο δπου ητον μέ την Γε­
ρουσία, τδν Μαυρομιχάλη’ τούς έρωτώ που πάτε; τούς
είδατε μέ τά μάτια σας τούς Τούρκους; βχι· μας είπα
*
πώς έμβηκαν 50 Καβαλαραϊοι είς το Ναύπλιον· εσείς
ποΰ πάτε ; έχομε κανε'να Κάστρο να έχουμε; έχομε καμ-
μίαν δυναμιν νά τραβιχθοΰμ,ε xal ήμ^ς, καί οί Τούρκοι νά
σκλαβώσουν τδν Κδσμον; καί έτζι τούς έκράτησα.
’Εκραξα τδτβ τδν Πέτρο Μπαρμπιτζιδτη και τδν θεο-
δωρη Ζκχα^πουλο καί τον Άντάίνη Κοξαοιχιτιώτη,
και τούς λέγω: νά πάτε νά μου πνάσετε τδ Κάστρα
τού Άργους μέ 100 ανθρώπους διαλεκτούς, και πίνοντας
τδ Κάστρο, νά κάμετε φανδ, δτι έπιασαν τδ Κάστρο· μέ ά-
πεκρίθησαν δτι πάμε, μά χανδ'μεθα’ τούς είπα : πηγαίνετε
κι’εγώ σάς πέρνω είς τδν λαιμδμου, κα'ί ετζι έπηγαν
καί έκαμαν τον φανδ. Ευθύς στέλνω τον Πάνο μέ 150
στρατιώτας νά ύπάγη νά πιάση τούς Μύλους καί νά εί-
δοποηίση τά καράβια της πεθεράς του νά πλησιάσουν κοντά,
κ< άν τδν ευριρ ' πδλεμος νά τον βοηθήσουν μέ τά Κανόνια
*
Τρείς τμέραις έκαθίσαμεν εις τδι Ακ„λαδοκαμπον’ *αι
ίγράψαμεν νά έλθουν στρατεύματα * ήλθαν οί ’Αγίοπετρίτα’
μ« τδν Ζαφειρόπουλον καΓ Μιστριώταις κ’ έγινηκαμε ώς I,
000. τδτεειπα τού Πετρόμπρη και του Ύψηλαντη να πάν
νά πιάσουν τούς Μύλους και νά στείλουν βοήθεια εις τδ
Α?γ°ς, και έγώ να τραβιζω κατά τήν Κόρινθο νά ίδώ
πδθεν βγαίνουν οί Τούρκος κα'ί έγειναν 2 κολόνά»
μ·α νά ύπάγρ και ή άλλ.·η κατά
κατά τά Βασιλέα
τδ Αργ°ς. Έπήγαν ει'ς τούς Μιίλ^υς· δ. Πάν^» δ Μτεϊ’
ζαντε Γεωργάκης, έπηγαν κα'ί έκλείσθηκαν εις τδ Αργος·
«γώ έτράδιξα διά νά ύπάγω είς την Κ^ινθο- ηυρηκα τδν
= 106 =
Κολίόπουλο ει’ς τδ Σκηνοχωρι’ ό Άντώνης ητον ει’ς τον
Άγιο-Γεώργη· οί Τούρκοι άρχησαν νά καταιβαίνουν ιΐς τδ
'Άργος. Οι Τούρκοι μην εύρισκοντας εναντιότητα έξα—
πλώνονται. 0 Κολ^πουλος επαντεται εις τδ Χαρβάτι
μέ τούς Τούρκους, έσκότωσαν 20, Ό Κολιόπουλος μονο­
μαχώ μ’εναν καβαλάρη καί τδν φονεύει
* τό'τε έγυρισε
εις τδ Σκηνοχώρι, έκατέβηκαν και άπδ τδ Κάστρο του
*Αργους μερικοί, καί έπολέμησαν μέ τούς Τούρκους πού
ήρχοντο άπδ τήν Κόρινθο και ' έσκοτώθηκαν καμιά δεκάρι ά,
Μανίάταις καί Πελοποννησιοι.— Οι Κουμουντουρε'οι ,
δ Σισίννης, έμειναν δσοι ητον μέ τδν Μπέη, δ ’Αντώνης
έκαρτέρεψε ει’ς τδν “Αγιο Γεώργιο τούς ΓΓούρκους στλν
Κόρινθο καί έσκότωσε 17. Την άλλην ημέράν έπηγαν
2,000 καί τον έπολέμησαν καί τδν έδιωξαν κα'ί έκα ·
ψαν σπίτια.
Έγ^ σάν έστειλα τούς άλλους να πάνε ς’ τούς Μύλους,
έγώ έτράβηξα κατά τά(ν Κόρινθο κα1 επηγα ε?ς τδ Σκη­
νοχώρι, καί έπηγα καί ηύρα τον Κολιόπουλο, καί μου
ε!πε τδν άναχωρισμδν του Άντώνη άπο τδν Άγιον Γε­
ώργιον καί έκίνησα νά πάγω στόν Άγιον Γεώργιον καί
πηγαινά'μαινος εις τδ Μαλανδρνο, ηύρα δέκα Καβαλαραίους
Τούρκους, καί βλέποντάς μας έκλείσβηκαν εις ένα σπητι
*
Ενα ς στρα­
δεν ήθέλησαν νά παραδοθούν, τούς έκάψαμεν. *
τιώτης έπιασε τό τουφέκι ενός Τούρκου άπδ την θύραν,
τούτδ’πηρε. Τραβάω καί ’πάγω εις τδν “Αγιον Γεώργιον,
τδ χωρίο η:ον γεμάτο άπδ λάδι κτΤ.. Τδ έπίασα.
άγνάν^σα και είδα, οτι άπδ την Κοριν.θο έκ^σαν τά
Τούρκικα στρατεύματα διά τύ *Αργος καί Άναπλι· οταν
έκατέβηκαν οί Τούρκοι, έπηγαν καί έπολώρκησαν τδ πα-
λ}ύκαστρο τοΰ
*
Α ργους, και ο1 Τούρκοι ητον δύο Πασάδες·
= 107 =
01 Πασάδες ελεγαν των στρατιωτών, δτι έδώ είναι τδ
βιος τού Κόσμου, τδ 'Ανάπλι το έχομε, τάλλα τά περ-
νομε δλα· το 'πολιόρκησαν. *Ητον συναγμένα στρατεύματα
είς τους Μόλους - έως 5,000. Ό Κολιόπουλος ητον κ λ ε t -
στδ ς εις τδ πχλ.ηκαστρο μέ Φαναρίτας και Καρυτ^ούς,
μέ τδν Δημητράκη τδν Δελιγιά'ννη. Μου γραφουν ένα
γράμμα
* on νά φΟάσω, διατι έκλεισαν τδ χάστρ° και δέν
έχ°υν προβεζιό· τήν άλλ^ν ημέ°α έκαμαν άρχηγδ του
στρατεύματος τον Άντωνάκη Μαυρομιχάλη, του στρατεύ
ματος *ποΰ είναι ς’ τούς Μύλους· Σάν w έκαμαν ’Αρχη­
γόν, ήθέλησαν νά κάμουν ε^α πόλεμο μέ τούς Τούρκους,
και τδν - Κολιόπουλον δέν τον έτεμπίχίτσαν που ήτον είς
τδ πλευρό το·^ κα! δ πόλεμος έπιάσ&η ςήν άκρην ’τά
αμπέλια, και έβγήκαν Τούρκοι 10,000 Καβαλαραΐοι κα!
έτζάκισαν τούς ’Ελληνας, και έχάθηκαν 150 ’Ελληνες.
Σάν έχασαν την μπατάλια, μου στέλνουν ένα γράμμα
και μοΰ λένε · άν τρώγω ψωμί νά τδ άφήσω, νά τούς βοη­
θήσω —— ’Ημουν εις τδν *Αγιον Γεώργιον—διατι ή πατρίς
έχάδη. Δέν έλειψα εύθύς νά κινήσω μέ 100 στρατιώτας
καί τδν Αντώνη Κολοκοτ^νη τδν άρήνω στά Δερ^ν^αα
μέ καμιά χιλιάδα. Πηγαινάμενος εις τούς Μύλους τούς
Α^ηκ^ς γ,υρα ολους τούς 'λυπημέ^υς
άπδ τδν πό>εμον τής άλλη; ημέρας "που έχάθζκαν στρατι-
ώταις
* δεν ελειψα νά τούς δμιλήσω καί νά τους ένθσρ-
οτι άν οί Τούρκοι έσκότωσαν 150, ημεΐς χμλιοίδεο
και νά εκδικηθούμε, και άλλα πολλά τούς *αι ^μ
*
ψ^^ώθήκαν· τούς ευάλωσα πολύ μέ %λν «άτ^α π°“ τού
λέμ°υ «τι δεν ιομίλησαν κα’ι τού Κοληοπου^υ. Ο Μαυ-
^μι^λη^ ο Κρεβατας ητον είς τούς Μ’όλους τους άφεν -
τικους (ΜυλΉ ,Aογίτικμι, μύλοι ^(ρεντικ^ δ^ΦΊρά)· Την
== 108 =
άλλην ήμέρα έπλάκωσαν 1200 'Αρκαδιανοί. Οί Τούρκοι
έριχναν βόμβαις από τό 'Αργος κα'ί έβαναν 2 κανόνια
άπό μία ράχη καί έπολιορκούσαν τό παλιόκαστρο. Οΐ
κλεισμένοι δεν είχαν τίποτε μέσα και ητον στενοχω­
ρημένοι. Σ τ λ ι ς 20 τοΰ Ιουλίου στήν ημέραν
τού 'Αγιου 'Ηλία, έκραξα τά στρατεύματα εες τούς
Μύλους τούς 'Αργίτικους καί τούς ώμίλησα 2 ώραις: νά
πολεμήσωμε, νά βγάλωμε τούς κλεισμένους,., οί Τούρκοι
είναι δλοι σαβοΰρα.
’Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τά βράδυ από δλαις ταΐς
μ^εριαΐς τούς Τούρκους, διατί δεν ή μπορούσε να πάγη
ανθρωπος να τούς ίδη άλλ’ δ,τι έκαναν τα σινάλα. Τό~
τενές διατάττωταΐς έπαρχίαις νά χτυπήσουν τόν έχθρύ
εις την θέσι καθεμιά 'πού είχε. Τόσο καί τόν Κολοιό-
πουλο καί τούς ’Αρκαδιανού; τούς έβαλα εις τό κέντρον
νά χτυπήσουν τούς Τούρκους όπου είχαν τά κανόνια,
κα'ι οί ’Αρκαδιανοί, καθώ έπηγα το βράδυ καί έκτύ-
πη τα από ολαις ταις μεριαις, έ π η γ α ν καί έ χάλασαν
μέ τά πόδια τά ταμπούρια. ’Αναχωρούν πάλιν διά νυ-
κτός, διότι οί άλλοι ^Ελληνες δεν έκινήθησαν. Εκείνοι
έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό παΧιόκάστρο’ Την άλλην
ήμέρα έστ^^ν^<^χ^<ρμ·’ΘΊπκα δκα τούς μέσα, νά μή βλοφθουν’
έκαμα ενα στρατήγ/ψα' νά πάμε δλ°ι όλοτρόγυρα ν’ ά*
διάσωμε από δυο τουφέκια, νά κάμωμβ φχ»ό καί εκείνο ι
νά κάμουν τρόπον νά έβγουν άπό τό παλιόκαστρο. Έτζι
έζυγώσαμεν κοντά, εκείνοι έβγήκαν τότε αβλαβείς από
τό παλιάκαστρο καί άφζκαν μέσα ένα ασκί τυρί, και
έβγήκαν δλοι εις τούί Μύλους τοΰ , ’Αργους υγιείς. Την
αύγην μβαενουν ο'ί Τούρκοι στό Κάστρο καί δεν ευ-
ρισκαν ούδέν. Αυτοί (οί δικοί μας) είπαν ότι άναχω-
=a 109 «=
ρήσαμεν’ τά στρατεύματα τήν αύγην *βγαίνουν καμιά
δεκαριά χιλιάδες καβαλαραιοι και ’βγαινουν εΐς τούς Μύ­
λους τού; 'Αργίλους να ίδουν. Βλέπωντας ήμεϊς τήν
Καβαλαρ(α, εγώ έκαμα τούς ’δικούς μου κολόνα εΐς τούς
πρύποδας του Αόφου και ’κατ^χκαν καμιά 20 Καβ«-
λαραΐοι κχί έκαμαν άκροβολισμού; εΐς τούς κάμπους, διότι
οΐ Τοΐφκοι έβγηκαν νά ΐδο^, βχι νά κάμουν πόλεμο.
Έ γύρισαν εις τά άμπέλια, οτι η τον προβχΧμένα τα στα­
φύλια και έπηραν- Δίδαζα τά στρατειίματα εΐς τούς
Μύλους τούς Άφεντικούς νά πιάσονν εκεί και νά άνάψρ
από καθένας 20 φωτιαϊς, και τά τριπολιτζότικο τό έβαλα
αντίκρυ εΐς ταΐς ράχαις νά κάμουν καί αύτοί τό ίδιο.
Ο Κολιόπουλος μέ τό στράτευμά του νά πιάσφ τό Σκη-
νοχωρι ανάμεσα εις ταΐς όύο Δημοσιαις που πάνε εις
την Τριπολιτζά· Βλέπωντας οί Τούρκοι δτι τύσαις φω-
τιαΐς δλο-τ^ρογυρα) άπεφάσισαν δτι δεν ημπορουν νά περάσουν
διά Τριπολιτζά* ε 1 χ αν έλλειψιάπό τροφάς, διότι ° Τ ζ ά­
κρης είχε κάψει ’μπροστη'τερα τόν κάμπον της Τριπολι-
τζας. ’Εκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν ’πίσω στην &όρθο, ν*
άπεράσουν στην Βοστίτζα, νά πάνε στά,ν Γαστούνη διά
τροφάς, δώτι δεν είχαν. *Εγώ έκαμα Συνέλευσι μέ Λους
τούς οπλαρχηγους εΐς τούς Μύλους τούς ’Αργίταους,
τούς είπα
* οί Toupxot θέ νά γυρίζουν όπίσω κατά τάν
* τό
Κ.άρθο βλέπουν. on από εδώ δεν ημποροΰν νά ’πε­
ράσουν, μόνον σταθήτε εδώ νά παγω νά πιάσω τό Δερ
δεναΜ^ διχτΐ οί Τουρκοι θά άπεράσουν. ’Αφίνω tov fra-
τράκο τ°ν Π. εΐς τά σώματα όπου ητον εΐς τούς Μύ­
λους, και αύτο'ί δέν ήθελαν, έλεγαν νά κάτζω εγώ, τούς
έλεγα να παγουν α^ιού *Ανα χώρησα ‘πέρ βίαί νχ πιά-
σω τό Δερβενάκι, από έκεΐθε ήμουν βέβαιος ότι θά
= 110 ==
περάσουν και βχι άπά την Τριπολιτζά. 'Ο Κολοχοτρώνης,
έλεγε δΠετρδμπεη ς, πάγει κλέφτης εις τά *
βουνά
και άνεχώρησα και έσηγα εις τδν *Αγιο Γεώργιο
* σταΐς
26 του ’Ιουλίου, ημέραν της άγίας Παρασκευης ε!χε
τ^ν αΰγην ομιλησει η βάρόια του ’Αντώνη μέ 300 νο·
μ ά τ ο υ ς: οί Τοίφκοι ίβγηκαν και έρχονται είς δύο
κολύνβς. Της βύθύς όρδινά'ρησα εγώ εις τάν άγιο Τεώρ-
γιο νά μαζώνουν ολαις ταις ζωοτροφίαις εις 4 σπη'τια
οΐ Τζαουσάδες, δπου έάν ίδουν καί έρχονται εις δύο
κολόνες, νά σάς κάμω σενιάλι νά κάψετε ταις τροφαΐς
και νά μην τά λάβουν οί Τουρκοι· εγώ έπηρα τδ λοι-
πο στράτευμα καί «πιασα τδ . Δερβενάκι. Ό Νικήτας
καί δ Παπ(Χ-Φλέσσας και δ 'τψηλάντης με 500 στρα-
τιώτας τούς είχα βάλει και είχαν πιάσει τδ Κινάρι,
χωριό δυνατδ είς τδν δρδμον τών Κορινθίων. Οι Τούρ­
κοι, η ’μπροστέλα έφθασε είς τδν ’Αντώνη καί καθώς
είδε τους "Ελληνας έμπρδς, ώμίλησαν οι Ίοϋρχοι νά τούς
άφησουν τδν δρδμο, διατι Θά (άπεράσουν δπίσω είς την
Ί?ο.ίμελη στην Πατρώα μας
* έγώ έστειλα πεζδ νά πάγη
εις τδ Σκηνοχωρι 'που ηταν δ Κολοώπουλος, νά έλθη ν<χ μας
δωσ:ρ βοήθεια
* απδ εκει η τον ωραις 6, άπο τδ Δερβενάκι
έως τδ Κινάρι ώραις 2, δπου ητον δ Νικηταρας, ζταν
καί άπδ τδν άγ.-Γεώργη, δ Παπά-Νίκας απδ τ^ν Κδ-
ρινθο μέ τά Κορινθιακά στρατεύματα είς ένα χωριδ στη
Μάγκα. 'Εστειλα κα'ί είς έκει'νους νά έλθουν μεντιαη.
Έγώ πηγαινάμενος είς τδ Δερβενάκι έκλεζα 800 ςρα-
τιώτας είς τδ Πλέκι, καί τούς έκαμα 4 κoλδvάις,
και τους έ^τ^ασα κάτω απδ εκε^ο τδ πδστο δπου
^ατουσα εις την ράχη καί δ ’Αντώνη ς {κρατούσε τδ
κεφάλι, ητον άμπροστά· και οι Τούρκοι έβγάινάνε άπδ
β in =
τδ Κάβτοο καί οί ©μπροστινοί. βχαρτιροΰσαν νά συνα-
χ6ουν δλοι. *Οσο νά σοναχθοϋν οί Τούρκοι, έβα^α ταΐς
σνμαίαις χαι τά ζώα καί καποταις, τά έβαλα «λα
*£ς μία ράχν), διά νά νομίσουν, δτι έχει είναι οί πολλοί
στρατιώταις καί νά κάμουν κάτω, νά μήν έλθουν έπά-
νωμας καί μάς χαλάσουν. Έγώ {στεκόμουν μέ 10 αν­
*
θρώπους στήν κορφή οί ψυχογοί μέ τά μουλάρια αρά­
δα. Τοΰ δέ Νικήτα ό πεζδ; τού είπε, δτι έβγήκαν
οΐ Τούρκοι, και οχι δτι έρχονται ν' άπε^σουν εις τδ
Δερβενάκι. ° Κορίνθιοι άεκιίρπισαν. ‘Ο Κολ. θ ω-
ραις αλάργα" ένύχτωσε έως νά πάγη εκεί ό πεζός.
Ιταϊς *3 ή ώρα συναχθηκαν δλοι οί ' Τούρκοι, καί «
Πασάδες ή τον στήν 'πίσω μεριά. ° δέ 6 χιβάδες,
πού ήταν ει’ς τούς Μυλο^ δεν είχαν βάρδια διά νά
ίδούν οτι άδειασε τδ *Α ργος νά έλθουν άπδ κονκι.
Ο! 4 κολόνες τούς ειχα τεμπίχι νά μή κάμουν άρχά
τού πολέμου, παρά αφού ακούσουν τά 10 τουφέκια,
καί έτζι έστέκονταν. Οί Τούρκοι σάν έσυνάχθηκαν
«λοι, διέταζε 6 Πασιζς νά κίνηση Α ’μπροστέλα, καί
ίτζι οί Τούρκοι έςεκαβάλικαν διά τδν τοπο, καί Αίνη­
* καί ο Άντώνης ή τον
σαν μέ τά π^ο6^^ ταμ-ποιρωμάος
*
Ό άντώνης έκτύπησε άφοΰ εφθασαν I00 βλήματα οί
Τούρκοι, καί έκράτησαν καμιά Σκαριά ΤΤου^^ς· έκει-
νοι έδοσαν ταΐς π^άταις καί έκαμαν κατά τδν άγιον
2ώστη, καί έκεί είναι γεύματα, καί ίπίφε τδ ασκέρι
τδ Τούρκικο ταις ράχαις. *
0 Άντωνάκο; δέν έπεσε κ^·
τά εις ^αυτου^ πέρνει ενα μπαϊράκι μέ30ομμάτους
καί πέφτει είς τδν άγιον Σιόστη ©^^, οι Τούρκοι ί-
γένικα/ τρεις κολόνες μία δτίσω, οι Πασάδες, μί· στήν
μέση, ή άλλη κατά τδν Άντωνά/.3, εως 10,000 foi-
= 112 ~
νησαν κατά τδν ’Αντωνάκη, οί 30 «σκότωσαν πολλούς,
δυο μόνον «σκοτώθηκαν, άνέψ.α μου.
Οί Τούρκοι όσοι έμειναν έπέρασαν κατά τ^ν Κορ-
τεσσα και ικεί έκαμαν στάσι. Ακούοντας 4 Νικήτας,
δ Ύψηλάντης, ό φλέσσας I φθασαν είς τον άγιον Σώστη
χαί έπίασαν τάν δυνβτώτερον τόπον εις τόν *
Αγιον-Σώστην.
Το μβσι»νύ στράτευμα όπου έσκότωναν οί 'Ελληνες
έδωσε νά ’πέραση καί έκεΐνο, και έπεσεν εις τύν Νικήτα,
έκεΐ {σκότωσαν ίως 1,000’ έπέρασε καί αύτηνη η κολόνα
κατά την Κουρτέσσα καί έσμιξε μέ τους άλλουνοΰς· οί
δέ Πασσάδες πού έμεναν ύπίσω, ενύκτωσε και δέν ημπό-
ραγαν ν* άπεράσουν. ‘Ώ μίλησαν τούς Έλληνας κα'ί τούς
είπαν : ποιος Καπετάνιος όμπροστά ; άποκρίθηκε ένας
παπάς άπό τύ Χρυσοβίτζι * ύ Κολοκοτρώνης είναι
* άπο-
κρΛηκαν οί Π<ζσάδες : νά κάμωμε μπέσα νά απ«ράσωμε
κα! του δίνομε ο,τι ζητήσει· χ»ι τότενες έστει>ε ο
Παπά-Δημητρης έναν άνθρωπον νά μοϋ όμιληση
* λαμ·
6άνθντας την είδησι, και Αίνησα νά υπάγω· είχα ς·°
νουν μου νά τούς χασομερήσω ώστε νά έλθη το πρωί,
νά τούς χάσωμε
* μέσα εις τύ στράτευμα είχαμε καί
μερικούς καβαλαρέους, ο φωτάκος καί ο Σπζλιοτόπουλος
κ«ί -6 Βουλγαρης ο Κόεζος, και 6 Κωστ. ’Αναστασόπου-
λος.,' καί άλλο ένα άνιψίδιμου
* ’Εκείνοι ΐκίνησαν
* οίΠασά-
δες βλέπ^τας καβαλαρέους δικούς μας, ένόμισαν ότι έχο­
μεν καβαλαρία πολλή
* γυρίζουν παίνε ςήν Τυρινθov, άφινουν
2,τι είχ^ ένύxτωσβ, τύ μπουχά τους έέλεπαμε. ’βξημέρω-
σε καί ό Κολοώπουλος μέ 2,000 μέ τύν Δημ. Δίλιγιάννην
χαί μέ τούς φαναρίταις.—Οί έδικοίμας έπεσαν στά λάφυοα
καί «ς τους λο'γκους. Οί Τούρκοι οποΰηνον εις την Κουρ-
τεσσα δοκίμασαν νά μάθουν τί εγειναν οί Πασάδες; καίίκ^
= 113 =
ν/ΐσαν 1,000 νά έλθουν εις τόν άγιον Σωστή4 τους
ίχαρτ-'ρεσαν οί ’όΥκοί μας, τους £ρριξαν μία μπαταρία
τ0υφέχια, πισοδ ρόμησαν.
τού; * υί Πασάύες έκϊηαν, έ-
στάθηκαν εις την Τύρινθο, εις τήν Γλυκια, καί ό Νι­
κήτας έτραβίχθηκε με τόν Παππα Φλέσσα σ?ό *Aytovop: ,
πρώτα ήταν εις τον άγιον Σωστή.—Τό Δερβενάκι είναι
πλευρά άπό του Άγαμέμνονοί το μνήμα
* —εκείνη τήν
ή·μέρα έξημέρωσε καί ό Κολοώπουλος καί έγενήκαμε
ήμεϊς 4,000 εΐς τό Δερβενάκι. ‘Ο Γιατράκος μέ
ιόν Τζώκρη ήλθαν εις τό τούς λέγω · που
είναι ταΧλα στρατεύματα; —- είναι είς τό Κουτζοπόδι
και έως εις του Χαρβάτη' τούς είπα
* οί Πασάδες
όπου ε*ναι εΐς την Τύρινθο ταγυά θ·ά εκστρατεύσουν δια:
την Κόρινθο, μόνον εσείς νά πάρετε τά στρατεύματα
σας και νά πάτε εις ενα χωριό εις τον δρόμον που
πηγαίνω άπό τό 'Αγιονόρι εις την Κόρινθο, καί νά στα-
θήτε εκεί νά βάΧετε Κ.αραουλι νά μήν ’περάσουν οί Τουρ-
κοι από τό 'Αγιονόρι
* άν έλθουν κατ’ εμάς, να έλΟή-
τε από πίσω, καί ημείς τους καρτερουμεν εμπρός' —
έσεΐς ερχεσθε από "πίσω , σάν προσπεράσουνε κατά
’μάς — διά νά πιάσωμε τοιυ; Πασά^ς ζωντανούς' αν
κάμουν κατά ’σας, να μάς κά-μετε σενιάλο νά ελθωμε
κατά ’σας βοήθεια σας. Αυτοί έκίνή'κν και έπήγαν
ζίς τό στpάτευμα, καί το στράτευμα έφυγε κα'ί «πήγε
ίις τους Μύλους τούς άφεντικούς ( ό Γιατράκος ώί φαί­
νεται τούς παρεκίνησε νά φύγουνε ). ‘Ο Γιατράκος, σάν
®νεχώρησε τό στράτευμα, δέν μου τό έμήνυσεν, όμως ε­
γώ ηλπιζα όπως θά *π άγ7) έκιϊ ύποϋ τον διώριζα και
ξμεινα αναπαυμένος, κα'ί είχα βασδιαις νά ίδώ τό Σε~
= 114 =
νιάλο 'που θά μου κάμουν. Οί Τούρκοι έκίνησαν κλ
έτράβιξαν ίσια τοΰ 'Αγιονοριοΰ τήν στράτα οί Πα-
σάδεςΈπήγαν επάνω στην ’προστοφυλακην του Νικήτα· άρ-
χινόντας η ’μπροστοφυλακη τόν πόλεμο, έβγαινεν ο Νικήτας
νά τους ‘πάγη μεντάτη, και δέν ήμπόρεσαν να βαστά­
ξουν, άλλα έγυρισε δλο τό στράτευμα καί έπιασε τά
χωριό. Οί Τούρκοι έπηγαν στην άκρη στά χωριά πολε­
μώντας τους. Οί Τούρκοι $έν είχαν σκοπόν νά πολεμή­
σουν τόν Νικήτα, άλλα είχαν σκοπό κατά την Κλενια
νά άπεράσουν, και καθώς έκινησαν οί Τούρκοι νά πάνε
κάτω, ε κίνησε ο Νικήτας και οι ντοπικοι καί at γυναίκες
ακόμα· τότε μας έδωσαν ειδησι είς τα Δερβενάκια
( 2 ώραις μακράν άπό το 'Αγιονόρι τά Δερβενάκια)1
"Εστειλα τάν Δημητρη Κολοιόπουλον νά πιάσρ τήνΚλένια,
.όταν ακόυσα τόν πόλεμο, μέ 2,000. ‘Ο Νικήτας τους έπεσε
από κοντά και, ώς την Κλένια ·ποΰ τους έπηγε, 500
έσκοτωσε καί ένα Πασά. ’Απαράτησαν τά κα μηλιά τους,
τά φορτώματα του;.. ‘Ο Κολοιοπουλος δέν έφθασε νά
πιάση τήν Κλένια. Τά ασκέρι ’που ήταν στους Μύλους
βλέπωντας του; Τούρκους 'που έφυγαν, έκίνησαν άπό·
κοντά, πλήν δέν έκαμαν πόλεμο —Γιατράκος, Οί Τούρ­
κοι έπηγαν είς τήν Κόρινθο οσοι έμειναν’ μανθάνωντας έ­
γώ ότι οί Τούρκοι άπέρασαν, καί έπηγαν είς την Κόρινθο
και οί Πασάδες, επείκασα ότι θ’ άπεράσουν από τά
μούρα λιθάρια διά Βοστίτζα κα'ι Πάτρα δια ζαερέ-
δες
* εύ&ος διέταξα όλα τα στρατευματα νά μέ ακολου­
θήσουν και επιασα τά Βασιλικά' τό στράτευμά μαί
έως 7,000. ‘

Τό βράδυ όπου ένυκτωσε έτεμπίχιασα τούς στρατιώτες


νά κάμουν από 10 τ 15 φωτιχΐς, που εί'μεθα άντίκρν
= 115
πης Κόρινθου, και έφωτολόγησαν τά βουνά, καί οί Τούρ­
κοι /νόμισαν δ τι εί'μεθα τόσαις χιλιάδες στρατεύματα.
Την αύγήν ot Τούρκοι κινάν 15,000 νά δοκιμάσουν τό
κέρασμά τους· έπολεμησαμεν, και δεν άμπόρεσαν νά
'περάσουν, εσκοτώΟηχαν ό λίγοι, τό βράδυ έγύρισαν ’πίσω
εις τήν Κόρινθο
* όπόταν έβγαιναν έκεε, τούς ’καρτε­
ρούσαν οί "Ελληνες καί τούς /πολεμούσαν με άκροβολι-
σμαύς. Μία ημέρα κιναν 2,000 δλοι διά ν’ ά περάσουν
μέ πόλεμο καί τους άντιστάθηκαν οί Έλληνες π ε ι σ μ α-
τ ω δ ώ ς και ή Καβαλαρία κάνει γιουρούσι κ’ έτζάκισι
£να ταμπούρι άπό τούς Έλληνας, τού; πλάκωσε κάτω
ςαΐς ρίζαις , «σκοτώθηκαν 30 , μεταξύ αυτών ο
’Αναγνώστη; ( Πετιμεζάς και τό παιδί του -πού
ητον κουμάντο, και ένας Παπας σημαντικός από το
Μιστρα. Έκατέβηκαν τ’ άλλα ταμπούρια κ’ έβοηθησαν
τούς φευγάίους. Οί Τούρκοι /γύρισαν άπρακτοι κ’ /κεί­
νην τήν ήμερα
* δ Δράμαλης /διάλεγε 400 Τούρκους,
καί τούς άφησε μέ τό ζαερε του; 6 μηνε; μ’ ένα κου­
μάντο εί; τό Παλαμηδι, καί ούτε έμβαίνε ούτε έβγαινε
κανένας άπό τούς άλλους Τούρκους· έ π η ρ α ν την άπό-
φασιν δτι δέν ή μ π ο ρ ο ύ ν νά τούς έ λ θ η μεντάτι, — ε-
πρόσμεναν τήν αρμάδα —έβγαιναν μόνον κ’ έκαναν άκρο-
βολισμούς. —·Μπροστήτεοα οί KooivOtot μέ εΐ/αν είπεΐ νά
τούςστείλω ενα κουμάντο, καί στρατολόγαε τού; Κορινθίου;
καί /βασάνιζε τούς Τούρκους. Μοΰ ήλθε μία διαταγή
άπό την Γερουσία νά υπάγω εις την Τριπολιτζά καί
£t; τό μέρος τό Βασιλικόν άφησα τόν Γενναίο κα'ι ’Απ. Κο-
λοκοτρώνη ( είχα και όρδ'ι -στην Κλένια............
Από την Κόρινθο επηγα εις την Τριπδλιτζα διιζ νά
1 *
8
= 116 =
ύποστηρίζω την Γερουσία. Οί ’Αρχοντες φθόνησαν διά
τά κατορθώματα όπου έκαμα είς τον Δράμαλη, έ<ρθό-
νησαν και την Γερουσία όπου με ’ύποστήρηξε. "Οταν ε-
τζάκισα τόν ΔράμαΓη εις τα Δερβενάκια, τό στρά­
τευμα μέ &πογραψε *Αρχιστράτηγο κα! έλαβα και το
Δίπλωμα από τ^ν Γερουσία. Τό Βουλευτικό καί τό Εκ­
τελεστικό δέν είχε καμμίκν δυναμιν, ούτε ένέργησε τί­
ποτες εις αύτήν την περίστασιν· (ό Κανακάρης .έλεγε,
τά άρχΰα άς γλυτώσωμε καί τό έθνος άς π άγη ■— πα-
οαςενίαί).
Οί 'Αρχοντες ένέργησαν διά νά γίνη Συνέλευσις μέ
σκοπόν νά γκρεμίσουν την Γερουσία, (ή οποία είχε
κάμει τάς μεγαλητέρας ^δουλε-υσεις) κα! την εδικήν μου
’Αρχιαρατηγίαν. κα'ι «τ^ έκη'ρυξαν την Συνέλευσιν. Έγώ
ευρισκόμενος είς τήν Τριπολιτζα, έμαθα, οτι έπέρασαν
200 φορτώματα από τά Δερβενάκια και έπήγαν εις
*
τό Ναύπλιον ήμουνα άρρωστος καί έστενοχωρούμουν’
επειτα άπο 5, 6 ημέρας έκίνησαν μια δεκαpίά χιύά-
όες μέ 400 φορτώματα καί έπιασαν τήν θέσιν του ά­
γιου Σώστη, και τά έστειλαν εις τό Ναύπλιον και έπρόσ-
μεναν νά γιατρέψουν όπίσω. Εις τά Δερβενάκ^ ει-
χα άφημένον τόν Νικήτα, Πάνο, τον Κεφάλα, τόν Γεν-
ναϊον, τόν Μήτρον ’Αναστασόπουλον, τοιύ; Φανα^τας-
Τό'τε σαν ήκουσα ά
2 φοοαις νά βάζουν
βάζουν ζωοτροφίας,
ζωοτροφίας,
έκίνησα καί έπήγα εις τούς Μύλους τού; ’Αφεντικού;}
καί έγραψα ενα γράμμα των Πασάδων καί των Μπέη­
δων είς τό ’Ανάπλι, δτι, άν Θελήσουν ν' άδειάσουν τ
*Ανάττ
*λι, και τούς βαρκαρω, νά πάγουν οπού θέλουν
τώρα όπου έχουν ζαερέ, είτε μή και σταθούν είς τό
πείσμα ακόμη, θέλει πάρουν τά παιδ^άτ^όυς καί ταίς
= 117 =
φαμηλίαΐς τους ε;ς τόν λαιμόν τους, ΰιατί πλέον έγώ
τοαττάτα δεν κάμνω, χαί μην καρτερείτε πλέον ζαε-
ρεδες απο τάν · Κ-Ορ^θον
* διατ'ί πηγαίνω μου είς
«τός
τά Δερβενάκια και δεν θα αφησω να σας περασουν
ζωοτροφίας, κα! άν δέν άκ^σετβ, ας έχετε το κρίμα
εις τάν λαιμόν σας. Απο τούς Μύλους έπηγα εις τά
Δερβενάκια , είχα άρδ'ί κα'ι εις την ΚΤένια καί όρδί
4χα είς το Στεφάνι μία ώρα άλάργα άπο τον "Αγιον
2ώστη· εις το Στεφάνι, ητον ο Χατζη Χρηστός καί είς
την Κλένία δ Ζαφυροπουλος, καί είς τάν Άγιον Γεώρ­
γιο 6 αδελφός τοΰ Γιατράκου μέ 300 Μιστριώταις καί
ο Νικήτας μέ τούς Κρανιδιώτας είς τάν Άγιον Σώστη,—
είς τούς Τριπολιτζώταις Άλέξης Κολιός Αρχηγός. ΕΖς
τον άγιον Σώστη είχα φέρει μαστόρους καί έφτιανα
εναν πύργο καί ταμπούρια διά νά μη ματαπεράσουν
ζαερέ. 'θ Ι'ενναΐος, ό Πόίνος με τά Καρυτινά στρατεύ­
ματα άποπάνω άπά τά Δερβενάκι, καί έγώ ήμουνα
*ίς ταΐς πλάταις των. 'Οταν έμβηκαν οι Τούρκοι είς
τά Ανάπλι καί τού; έφεραν ζαερέ καί έπέστρεψαν, έ­
πηραν μαζύ τους καί ’Αναπλιώτας καί τούς έπηγαν είς
την Κόρινθο μέ σζοπό νά τοώς στε^ουν ’πίσω μέ ζαε-
0δες. Οι έντόπιοι Τουρκοι ηςευραν τάν τ°πο> καί εκί-
*ησαν 10,000 διά νά περάσουν από τάν άγιον Σώ-
®τη, καί στέλνουν 500 διά νά πάνε από πάνω απο
τον Νικήτα καί τά φορτώματα ηρχοντο απάνω είς τύν
άγιθ
Σώστη· καί άρχισε ό πόλεμος, καί εκείνοι οπού
ή τον άπο ταΐ; πλάταις τούς έπεσαν από πίσω, και
£<ζι τά στρατεύματα έτζάκισαν τά έδικάμας καί έ-
°κ°τώθη ° Παπά ’Αρσενιος. 'Ο Νικίας έκλείσθη μέσα
ε|ς τον Πύργο. Ο Χατζη Χρηστός προφθάνει βοη-
= 11S =
θεία. και ιούς βαρεί άπο ταις πλάταις , τότε έτζά-
κισαν οί Τούρκοι, ύ Νικήτας βγαίνει από τδν Πύργο,
(δ Πύργος τούς (γλύτωσε)· (πλάκωσαν κα'ι τα ε°ικάμας
στρατε^χα-τα , καί ετζι του; έπηγαν κυνηγώντας έως
δύο ώρας· (σκοτώθηκαν μια σαρανταρια κα'ι εμποδίσθηκαν
νά πάγ°υν ζωοτροφίας , και άπό τότε °έν (μπόρεσαν
πλέον νά υπάγουν οί Τούρκοι βοήθεια είς τό Ναύπλιον,
διότι είχαμε δλα τά πόστα πίασμένα, και ό Γιαννακχς
καί Άποστήλης Κολοκοτρώνης όπου η σαν ει’ς τά Βα*
σιλικά έπήγαιναν καί τούς Ιπερναν είς ένα μήνα διά­
στημα περισσότερο άπό 3,000 άλογα. Οί Τούρκοι τού
Ναυπλίου έστενοχωρηθηκαν’ηλθεν ό Φθινόπωρο;
* εις τάς 26
Νοίμβρίου έπεθανε ό Δράμαλης
* έμειναν οι άλλοι Πασά­
δες καί όλο άδυνιέτιζαν. *
0 θάνατος και ό σκοτομος
τούς έπερικυκλωσε, καί έμειναν πολλά ολίγοι Τούρκοι.
Απέθαναν άπδ την πείνα δλον τον Δεκέμβριον έω ς
τάς 27.

Είς τδ Ναύπλιον είχα άφηκει τιον Νικόλα, άνεψιό ν


μου αρχηγόν είς την πολιορκίαν τού κάστρου’ μιά ημέρα εύ-
γηκαν οι Τούρκοι, έπ·ολέμησαν καί έσκοτώθη ό Νικόλας καί
έμ8ινεδ Στά’ΰος «ρηχός
* π ο ί ν μερικόν καιρο, ήλθε και *°
Δστ ρο’ τά έδικάμας τήν ε-
αρμάδα ήΤοόρκtκη, ήλθε έως τό *
φοβέρισαν μέ τά μπουρλότα κα'ί την έβγαλαν έζω άπδ ταΐς
Σπέτζαις κυνηγΐΰντας. Εί; τάς 27 τού Δεκεμβρίου έβγηκαν
οί Τούρκοι καί (μίλησαν τού Στάικου,νά στείλη στδν Κολο-
κοτρώνη νά κάμουν τραττάτα, καί δ Στάϊκος μοΰ έστειλε αυ­
τήν την ειδησιν μέ τδν άδελφ('ν του. Τήν; έγραψα εγώ ένα
γράμμα, βτι: σείς ζητείτε τραττάτο/.αί ή θέλησ'ις μουε!να ι:
νά παραδιόσετε ολα τά Φρούρια κα'ί νά άφήσετε καί τδ
βίος σας καί νά σάς μπαρκάρω είς τά ‘Ελληνικά κα·
= 119 =
ράοΐχ και νά σας στειλω οπού θέλετε, αφού μας διό-
χετδ *
τά ένεχυρα δ-τάν σας έγραφα «π° τούς Μυλους,
σάς έλεγα, δτι νά φύγ<τε καί νά πάρετε καί τδ πραγ-
μα σας, τώρα ομως οπου επεινασατε και έστ<νοχωρη-
θϊ'κετε, νά φύγετε ετζ
* τέτια είναι ή θέλησίς μου, χα\
άν δεν ακούσετε καί τώρα, οί Τούρκοι τη; Κορίνθου
έ'λυωσαν ολοι, καί εις 10 ήμέραις τά στρατεύματα θά
γυρίσουν καί θά έλθουν νά σάς πάρουν μέ ρεσάλτο καί
θα σας περάσ°υν ολους άπο τδ σπχθ
* επειδή καί εϊχαν
αδυνατήσει οί Τούρκοι είς τ' Άν^πλι, είχα άφήκει πολΑά
ολίγους έκει μέ τον Στάϊκο, καί έβάσταγα τά Δερβε­
νάκια διά νά μην έρθουν βοήθεια άπο τήν Κόρινθο
* τά
γράμμα το έπήγαν του Στάϊκου, ό Στάϊκος έκραξε τούς
ΓΓούρκους καί τού; έδωσε τδ γράμμα εΐς τάς 29 τδ
Εσπέρας
* το γραμμα άφοΰ το έλαβαν, έκαμαν Συν&ευσιν
εις τήν χώραν καί έκραξαν τόν Τεζτάραγα καί άλλους
σημαντικούς νά καταιβούν άπο τά Παλαμήδι διά νά δώ­
σουν τήν άπόκρισιν και άφηκαν 9 ανθρώπους εΐς Μπι-
ζεϊράν τάτια και καμιά δεκαριά τζεταρτάσια. 10 . . .
και 2, 3 ’Αρβανίταις είς τήν Γιουρτάπια
* άφηκαν τόσους
έλιγους εί; τό Παλαμήδι, διατί δεν είχαν φόβον άπό
τούς "Ελληνας όπου ^τον απέξω οιατι η τον (Ολίγοι
* δύο
Αρβανίταις κρεμούνται από τήν Τάπια και πάνε είς
τά Στάικο καί του λένε, δτι οί Τούρκοι έκατέβηκαν είς
τήν χώρα καί πάμε νά πάρωμε τό Κάστρο και άν δέν σάς
^έμε αλήθεια βαστατε τόν ένα εδώ και σκοτώστε μας
^ειτα, αν ευγη ψενμα. *
0 Σταΐκος έπήρε τους Στφατ^τας
Χαι έπήδησε μέσα. Οί Τούρκοι (όπου ήσαν ε^ ταϊς αλλαις
τάπιαις, έκατέβηκαν είς τήν χώραν, καί μερικοί όπου ησαν
εις τήν Τζοτάρ .... έμβηκαν τά μεσάνυκτα ξημερώνοντας
= 120 =
τού άγιου ’Ανδρέος. ’Ετριξε κανόνια και έκατάλαβα ότι
έπήραν το] Παλαμήδι
* έκαοάλλικα ευθύς, έπήγαινα στον
δρόμο, απάντησα τον πεζοδρόμο δπού έστελνε δ Στάικος
διά νά μ« δώση την εΐδησι. Εις τδ δρδί είχα άφήκει
τον Πανο, τδν Γεναΐο κ τ λ. Τδν πεζοδρόμο τδν έ­
στειλα εις τδ στράτευμα διά νά δώση τήν ειδησιν καί
των άλλων· οσο νά πάγω εις τδ Παλαμίδι, ό Στάικος
είχε τδ παστρέψει άπδ τούς Τούρκους- ανέβηκα είς τδ
Παλαμήδι ριχνωντας οι έδικοί μας 50 κανόνια
* άμα έ-

καί τόν Ιτζ—Καλέ’έστειλα είς τήν χώραν καί είπαν τών


Τούρκων ’Αρχηγών νά έλθουν νά δμιλήσωρε
* ήλθαν εις τδ
Παλαμήδι οί Μπέικες καί ένας Αρβανίτης Αρχηγός τών
Αρβανιτών , τους είπα τι κάμψτε τώρα ; να μου πα
ραοώσετβ όλα τά χάστραχαι τα άρματά σας, καί νά σας
γλυτώσω την ζωήν και τά παιδιά σας, vi πάρετε 2 μόνον
αλ/αςαις και νά σάς βαρκάρω εις καράβια ’Ελληνικά, καί
νά πάτε δπου θέλετε
* όταν μού δώσετε τά κλειδιά όλων
τών Κάστρων κα'ι βάλω ανθρώπους μου, τότε σάς δίδω
στρατιώτας καί σας συντροφεύουν καί σάς β’ρκάρουν άπο
τά πέντε ’Αδέλφια.
Ό Αρβανιτης λέγει ; τά αρματά μας δέν τά δίδομε
καί θά πολεμήσωμς, θα κάψωμε τήν χώρα, ϊκαί νά μήν
άφήσωμβ πέτρα είς τήν άλλην πέτρα. Τού άπεκρίθηκα’
Βρέ Αρβανίτη τίνος τά λες αύτά; άς πολεμήσωμε καί
μια φορά Καβάλα καί τότε βλέπετε ! τήν χώρα άν τήν
κάψετε, οί προγονοί μας τήν ίέοκιασαν, καί πάλι τήν
φκίάνουμε, έσεις όμως θά σάς ’περάσωμε όλους άπδ τδ
σπαθί1 οί Μπεϊδες μέ είπαν’ μήν τδν άκούς αυτόν, διότι εί­
ναι εργένης, άς έρωτήση και ημάς όπού είμεθα φάμε
*
= 12ί =
εμείς πάμε κάτω, κάμνομε τό τραττάτο, τό
υπογράφομε χαί σας τό στέλνομε μέ τά κλειδιά, καί
νά μάς δώκης τό ίδιο από τό μεοος σας καί τόν όρ­
κον σου' έτζι έκατέοηκαν κάτω, έκαμαν Συνέλευσι, υπό­
γραψαν την Συνθήκη, καί τήνεστειλαν μέ τά κλειδιά,
Ό ’Αλλη—Πασάς καί αλΑος ένας Πασάς δέν υπόγραψαν
διατι «φοβούντο από τον Σουλτάνο, καί εκείνους μέ 45
ψυχάς τους βάσταξα αιχμαλώτους τού πολ^ου. Μετά
τού αγίου ’Ανδρέος 3, 4, ήμέραις έστειλα στρατεύματας ε-
πιασα τόνΊτζ—καλέ,τά πέντε ’Αδέλφια, τ οΰγ ι αλ ου της
ζηρας, τήν τάπία, καί έστειλα άνθρώπους κ' έμάζωναν
τά πράγματα τά Τούρκικα είς τά τζαμιά
* έγραψα νά
έρθουν άπό την Ύδρα καί Σπέτζαις καί · έστειλαν κα­
ράβια. Το Κάστρο το είχαν κλεισμένο δά νά μη
γενουν καταχρήσεις. Είς τά φρούρια έστειλα άπο ολα
τά σώματα· τούς έμβαρκάρισα τούς Τούρκους διά τήν
Σμύρνην και έστειλε καί ή Γερουσία διά νά παρευρεθούν
είς την πτώσιν καί εις τά λάφυρα. Τά . Καράβια τά
έκαμα παζάρι 110,000 γρόσια' όσο πράγμα έμείνε τά
έβαλαν εΰ τά τζαμιά, τό λοιπόν τό άρπαξαν ο1 Ύλ-
ληνες* χρήματα μετρητά δεν εύρέθησαν, διοτι τά είχαν
εζο^μενα διά ζωοτροφίας είς την πο^οοκίαν άσημικά
Χαί σxουτιxά ησαν πολλοί· τούς έδοσα άσημικά κα'ι σκου-
τικά διά τόν ναύλον τους των καραβιών είς τρεις ή-
μεραις έκατέβηκα άπό το Παλαμήδι είς τοΰ ’Αγά—Πασά
τά σπητια' τά λάφυρα τά έβαλαν εις δημοπρασία, καί
κάθε επαρχία καί τα νησιά έπηραν τό άνάλογόν
τους. ”βτζι εγλύτωσα κα’ί άπ’ αυτήν την εγν°ιαν τοϋ
Αναπλιοΰ.
Τόν ίδιον καιρό οί μεινεμήνοι ΊΓούρκοι έως 3,0°0
122 ==
εις την Κόρινθον έμαθαν τήν πτώσιν τού Άναπλίού καί
> » ' ♦ /' ♦ > ·—· f I Μ «
έκίνησαν να ύπα/ο;ν εις την Πάτρα και άφηκαν είς
τό Κάστρο της Κόρι'νθου 400. Οί Καλαβρυτινοί ίτρώ-
γοντο μεταζύ των. Ο Ζαΐμη», Σωτήρ Χαραλάμπης
καί Πετιμεζαΐοι, αυτοί έτοιμάζοντο νά κτυπηθοϋν , έ­
μαθαν τους Τούρκους , άφίνουν ταΐς διχόνοίαις των
καί κτυπουν τούς Τούρκους, τούς χαλούν καί τούς έπο-
λιόρκισαν εις την ’Ακρατα. Τό Στράτευμα όπου είχα α­
φήσει εις τό Δερβενάκι rov Πανο, Γενναίο, έμαθαν οτι
έφυγαν οι Τούρκοι από την Κόρινθον, καί ήλθαν καί
εκείνοι ε> τό Ανάπλι. Μανθάνοντεζ εμείς, οτι τούς Τούρ­
κους τού; «πολιόρκησαν εις την ’Ακρίτα, ετοίμασα τόν
Νικήτα, τόν Γενναίο, τόν Πάνο, δια νά τούς στείλω
εις βοήθειαν. ’Εκείνοι ( οί 'Αρχοντες) μάς γράφουν νά
τούς στείλωμεν πολεμοφόδια, και νά μη στείλω στρά­
τευμα, — καί η ύπόθεσίς των ητον διά τά λάφυρα. Εις την
Άκράτα τούς έ πολιόρκησαν 2 μήνας· Οί Τούρ­
κοι στενοχωρημένοι έκαμνον συμφωνίαις χωρίς νά ταις εκ-
τελαύν, Τα Καράβια τά Τούρκικα έφθασαν μέ μεντάτι ,
τούς έπηοαν καί τούς έπηγαν ει’ς την Πάτραν, ώστε από
32,000 του Δράμαλη μέ Ί Πασάδες έγλύτωσαν 4,000
όπου έμειναν είς την ’Αθήνα καί Εύβοια καί 2.000 ό -
ποϋ έγλύτωσαν εις τήν ’Ακράτα. ’Ερωτουσα τόν *Αλη
Πασά και άλλους σημαντικούς Τούρκους, καί μου είπαν
28,000 ίμβήκαν είς τόν Πελοπόννησον 20,000 άλογα
της Σέλας καί 30,000 άλογο — μουλάρια φορτηγά καί
0λα
500 Καμηλια. * αύτά έμειναν εις την Πελοπόννη­
σον, θησαυρούς καί άρματα ώραία τά έπήραν οί *
Ελλη·νες.
Αυτό τό Στράτευμα ήτον ολο πλούσιο, διότι τά είχαν πάρει
άπό τόν θησαυρό τού ’Αλλη—Πασά όπουτον έπολιορκούσε.
— 123 =
Α ν ά π λι. 01 Τούρκοι του Αργους έκλείσθηζαν είς
τδ ’Ανάπλι. Οί ’Αργείτε; μαζύ μέ τον Τζώκρη, καί ο
Κακάννης, δ Νέζος, ό ΣτάΐκοςκαΙ οι Κρανιδιώταις έπί κε­
φαλή; 'Αρσένης, *Αναγ. Λέκας καί λοιποί, κ-ί από τδ
Καστρι δ Γιάννη Μίτζος και 6 Σταμάτης έτολιόρκησαν
τ’ *
Ανάπλι έπολιορκεΐτο ακόμη εως όπου έπεσεν ή
Τριπολιτζα. Μας ωφέλησε τδ *Αογας πολύάπό τδ μο­
λύβι, άπδ τά τζαμιά. — Ή Κόρινθος έπολιορκειτο από
τούς Καλαβρυτινούς 'Αναγ. Πετιμεζάς, Γ. Χελιώτης
καί Νικολάκτς Σολ^ώ-της. Τά 1822 είς τον 'ίαννουά-
ριον μήνα έπήγε ό Άναγνωσταράς καί έπολιόρκησε
τήν Μεθώνη τήν Κορώνη μέ Λίονταρίταις, μέ Σπαρ-
τιάταις , με 'Ανδρουσάνους, μέ Καρυτινούς’ οί Κα-
ρυτινοί πάντοτε; 'ξεχείμαζαν έκεΐ και ήτον καμμίά δια­
κοσαριά. ΤΗτον λαδιά. Τον ιδχο καιρό έπρόσταξε ή
Κυβέρνησις τδν Νικηταρα καί έπήγε είς την Ανατο­
λικήν ’Ελλάς καί είς τόν Όδυσσέα καί μέ τον Π. Ζαφυ-
ρόπουλον μέ τούς ’Αγϊοπετρίταις· —πόλεμος του Νική­
τα ρα μέ τδν Ζαφυρόπουλο.
Πάντοτε έπροσπαθοΰσα και ε’πί ’Ρώσσων και έπί Γάλ­
λων (χαθώ; κα'ί έπ'ί *
Αγγλ ων) διιχ νά άποστατησω τδν
Μωρέα, οχι διότι περιωριζόμην μόνον είς αύτον τδν τό­
πον, άλλα τότε ύ Κόσμος δεν εΐχεν ε’ίδηηιν’ τδ πράγ­
μα δεν ήμποροΰσε νά γίνη γενικόν, διότι δέν ξτον προ-
ετοιμασμε'.ον
* τά μέσα τά έβλεπα ολίγα, άλλ ’ ό σκοπός
μου ητον, μίαν φοράν να ελευθερώναμεν την Πελοπόννησον
έκάμναμ.εν μ^ν β^^ ενα quartier, κα'ί έπειτα προωδευα-
μεν καί έκτδςτής Πελοποννήσου. "Επειτα ν Πελοπόννησος
ή'Ον ώ; νησί καίή τον εύχολον νά υπεραστιτισΟή αύτδ τδ μέρος.
’Η εποχήτου 1821 μ,έ τήιν εποχήν των 1805, 18°θ καί
= 124 =
1807ττ$ν πολ^ά μεγάλη ή διαφορά. Όταν εκατεφευγα τη,ν
πρώτην φοράν ιίί τήν Ζάκυνθον, 1806, ήλθε ένας απε­
σταλμένος άπό την Τουρκικήν έζουσίαν νά μέ ζητήση άπό
τους ΓΡώσσους καί έδιδαν 50,000 γρόσια. Ό ‘Ρώσσος
Διοικητής μέ είπε νά κρυφθώ καί έκαμα κρυμμένος ένα
μήνα
* του Τούρκου του άπεκρίθησαν οτ· έφυγε ό Κο-
λοκοτρώνης καί δέν ευρισκόμην είς τήν Ζακυνθον^α’ι ετζι
άνεχώρησε
.
* Μίαν φοράν μέ έζήτησε 5 ’Αλή-Πασά; διά
του Μάνθου και μέ έκαμε μυρίας καί μεγάλας ύπο-
σχε'σεις διά να ύ~άγω εΐς τά ’ΐω^νινα, άλλ’ εγώ δέν
τό έδέχθηκα.—

Αι έπαρχίαις έτοίμαζον τούς Πληρεζουσι'ου·; διά τήν Β'


Συνέλευσιν
* τούς έγραφα νά έλθουν νά γίνη ή Συνέλευσις εις
*
τό Ναύπ^λιοο-ν τό κόμμα τών Αρχόντων δεν ήθελε νά έλθη
ει, πρώτο,διοτι ήτον Φρούρω, καί δε-υτερ, διοτι τς» ειγα
έ*
έγώ. "Αφησα τόν Κολοίόπουλο Φρούροαρχο καί επέρασα εις
τ^ν Τρίπολιτζά, αντάμωσα την Γερουσία καί τόν Μαυ-
ρομιχάλη, έκάμαμί συμφωνία διά νά βζστάξωμ8 είς τήν
Συνέλευσι τήν Γερουσία καί νά μείνρ ή Αρχιστρατη­
γία· ώρκωθήκαμε διά νά βαστάζωμεν τήν σ ε ι ρ ά ν.
Τέλος πάντων αποφισίσθη είς τό *Αστρο ς νά γίνη ή
Συνέλευσις. Εσυνάχθηκαν μέρος, ’Εκεί έγραψαν εί; τόν
Μαυρομιχαλη τάζοντές του νά τόν κάμουν πρόεδρον φθά­
νει νά ^άγηέκεΐ· Ό Μχυρομιγάλης αλησμόνησε τούς
όρκους μας καί έπήγε, τόσον καί δ Πα πα φλέσας καί
λοιποί
* έσηκώθηκα καί έγώ καί έπήγα εις τό *
Αστρος,
έκεϊ είμεθα χωρισμένοι φαν«ρά δύο κόμματα, τό ένα έλέ
*
γ»το τών Προεστών καί τό άλλο του ,Κολοκοτρώνη. Των
προεστών ή τονοί περισσ^^ο^ ητον 150 Πληρεξούσιοι
καί β,Οθθ στρατιώτες (Απρίλ. 1823). ’Εγώ είχα τόν
125 =
'θδυσσέα, τόν Mot^^-^^ινο κα: άλλους 40 ΙΙληρεςωυσώυς
μέ 800
* αύτοί έφεραν στρατιώτας γΐά νά υποστηρί
ξουν την γνώμην τους με την δύναμιν καί εγω με την
δύναμιν έγύρευα νά τούς ανατρέψω την γνώμην. Εμείς
έκαθημεθκ εις τά Μελεγίτικα κονάκι και εκείνοι εις -τά
*Αγια-νητικα, μία τουφέκια μα/.ρυά. Εκείνοι εκαμνχν
συνεδρίασιν και ημείς δέν έπηγαίναμε
* αύτο’ ήθελαν χαί
έψηφισαν νά γίνουν 50 Στρατηγοί καί 150 Βουλευτα'ί·
αύτη ή πολυαρχία δεν μέ άρεζε «μένα διατ’ ό πολύς
αριθμός ήθελε μας χάσει καθώς και μάς έχασε’ έψ7-
φισαν τόσους Στρατηγούς διατί ένΛμισαν νά γκρεμί­
σουν μέ τοΰτο τήν επιρροή την εδικην μου
* έψήφισαν
νά εκποιήσουν την - γην, με σκοπόν νά ’βγάλουν ο,τι
είχαν έξοδεύσει οσα ήθελαν, και νά αποζημιωθούν είς
γην και νά άφησουν τόν λαόν γυμνόν κα; απ αυτήν
την ελπίδα της γης. Τότε δ λαός ίγύρισε με την γνώ­
μην την έδικήν μου
* αυτοί σάν εΐό'αν τήν κακήν έν·
*
τυπωσιν δπου έκαμε ν η έκποίησις, έβιάσθηκαν νά τό σβύ-
σουν αύτό τά άρθροο· αυτοί άρχησαν νά κολακεύουν τούς
φίλου; μου καί τούς έπερναν έναν εναν μέ τό μέρος
\» λ·, t e / > ~ » «·
*
των· ρέ έποοσκάλεσαν νά υπάγω· έπηγα εις έ^α πε­
ριβόλι όπου έκαμναν τήν Συνελευσιη κα: άρχισα νά τούς
εί~ώ : Σεβαστή Συ-νελευσις δεν είναι καλχ αύτά τά
ψηφίσματα δπου έκάματε, νά ήναι τόσο πολλοί Βου-
λευται και τόσο πολλοί στρατηγοί, διατί θά μάς φέρουν
τόσα έξοδα καί τ°σαις ζημιαις, διότι τό έθνος μας εί­
ναι πτωχό κα’ι δεν ημπορεί νά πληρωση τ°σουί π°'
*η κώθηκε
λιτικού; καί πολεμικοί ανωφελείς' ό Ζαιμης έσ
τότε και λέγει : Κολοκοτρώνη I Κολεκοτρώνη ! ε’ς τό
χέρι σο> στέκεται ·χ χαθή ή Ίόλ'λόις, ή ·χ ελευθερ^ή
= 126 ==
αν ένωΟης μαζύ μας' τον έρώτησα τρεις φοραΐς « έγώ
Κύρ Μορήζ μέ ^εκοιθηκε, έσύ ! «τζς επήγα. κα! έγώ
και υπόγραψα λέγωντας : ά; οψεσθε διά εκείνα όπου θα
ακολουθήσθύν κακά ε|ς την Πατρίδα μας δκχ την πο­
λυαρχία. — Είχαν ψηφίσει πρόεδρον τού ^τελεστικού τχν
Μαύρομιχάλη, μέλη, τον Ανδρέα Ζαψ.η, Σωτήρη Χαρα­
λάμπη, Ανδρέα Μεταξά, και Αρχιγραμματέα τδν Μαυ-
ρακορδάτο’ είχαν ψήφισμα νά μη βάλλουν άλλον είς
τήν δούλευσιν κανέναν άπδ τούς νεοφερμένους άπδ τήν Εύρώπη
παρά μόνον τού; α-οτοχθονας. 'ο Παπα Φλέσας, Μι-
νίστρος των ’Εσωτερικών, Βάρβογλης Μινίστρος τού Δι­
καίου, Περραιβ°ς, Αναγνωσταράς Μινωτροι του Πολεμου,
τον Αίνιάν Μινίστρο της Αστυνομίας, Περούκα Μινίστρο
της Οικονομά. Αρχιγραμματεύς του ^τελεστικού
είχε και τά χρέη του εξωτερικού * τότε «προβάλαμε
τδν Γ. Κούτουρφωτη Πρόε^ον καί τά έδέχ°η, Πρόεδρέ
τού Βούλευτικού τον Όρλάνδο, άντιπρόεδρο τδν Βρυ-
σθένη; κα: έτελείωσβ ή Συνέλευσις, άφού υπόγραψα έγώ
καί οι έδικοί μου. Έπνίγαμε εις την Τριπολιτζα ^εί;
έκαμαν διαταγη Βουλευτικδ κ^ ’Εκτελεστά καί έδιώ-
ρισαν τον Πάνο Φρούραρχον τού Ναυπλίου καί έβγήκε
δ Κολοιόπουλος’ είς τρεις ήμερας εβαζον δλους ενικούς
τους καί Γκατάτρεχαν τούς δικούς μας. ’’πήρα τδν ρέ-
γρτ έβγαίνομε είς τήν Σιλήμνα καί κάνομε νόμους'
α’ύτοι εμε’.ναν μονάχοι, είς τήν Τριπολιτζά. *
0 σκοπος
μας ήτον, νά στείλωμεν άνθρώπου; είς τάς επαρχ^ νά
οικονομούν τού; στρατιώτας καί έμεις νά κινήσωμεν κατά
τών Τούρκων καί νά μή γνωρίζωμε τήν Κυβερνησί' αυ­
τοί εΐδον τήν αδυναμίαν τους, έκαμαν Συμβούλων, έκρα­
ζαν τον Κυρ ’Α'ν.γνώοτη Δελιγίάννη ώ; Μεσίτη, ,διά νά
=χ ί27 =
δεχθώ τάς προτάσεις των ό ‘Τψβ^άντ.ζς ζτον με ημάς
*
ή γνώμη τους ^τον νά μέ βάλουν 'Αντιπρόεδρο τοΰ εκ­
τελεστικού διά νά έβγω από τά άρματα,νά μέ αδυνατίσουν
έστειλαν πρέσβεις, μ' εύρηκαν εις την Πιάνα’ έπειτα άπό
παλλάς δυσκολίας έρχονται, έπέστριψα ιΐς τήν Τριπο-
λιτζα.—.

1823. 'Απρίλιος, στοχάζομαι, ’Αστρο;.


Είς τήν Συνέλευσιν έγεινεν πρόεδρος δ Μαυρομι-
χάλης του ‘Εκτελεστικού, δ Ζαίρτιζ στδ έκτελβστικδ,
δ Σωτζρ Χαραλάμπης δ ’Ανδρέας Μεταξάς’ ’Αρχιγράμ­
ματος καί Εζωτερικών καί Εσωτερικών δ Μαυροκορ­
δάτος. · Είς το Βουλευτικήν ’Ορλάνδος και ’Αντιπρόεδρος
ό Βρυσθένης καί 70 Βουλευτικοί. Έκάμαμεν τδν
*Ορκον εΐς τό *Ας^ρος κα'ι ίκι^ησαμεν διά τήν Τριπολιτζαν.
Μινίστρος τη,ς Δικαιοσύνης δ Μπάρμπογλους· Μινίστρος
*Εσωτερικών 0 Παπα Φλεσας’ τής ’Αστυνομίας δ Γ. Αί-
νιαν Μινίστρος του Πολέμου ό ’Αναγνωσταοάς καί δ Περ—
ραιβός, ο ένας διά τήν 'Ρούμελη ν καί δ άλλος διά την
Πελοπόννησον. Πζγαινάμενοι εις τήν Τριπολιτζαν άρχΖ-
νησαν τής ραδιουργίας, Οτι ήθελαν νά βάλουν άπδ
τδ μέρος τους είς όλα τά υπουργήματα, πολιτικά και
στρατιωτικά , από τώ; συγγενείς τους. ’Εκάμαμεν τήν
Συνέλευσιν διά δλην τήν Έλλαδα, καί έκεινοι το κατα­
μέρισαν είς τόν συγγένειαν χαί eU τά κόμματα. ’Ε-
πζγα δ ίδιος μία βολά καί τούς είπα τί είναι αύτδ
πού κάνουνε ΟΙ Μινίστροι, ο,τι σας προβάλλουν κάνετε.
Η Συνέλευσις σας ώοκωσε νά ττ.ράτε του έθνους τήν ύ-
πόθεσι καί νά βάλλετε εις τά υπουργήματα άπό ολους
νά δουλεύουν τήν Πατρίδα και νά πορεύωνται και έχεί'
= 128 =
νοι εις την δυστυχίαν, καί έγώ βλέπω τούς 'Τπουργου;
νά χάνουνε χατά μέρος, και έτζτ διαιρούνται καί οι πο­
λιτικοί, διαιρούνται και τά αρματα.
Μου άπεκρίθηκαν α καί άφτοΰνο το διορθόνομε » μέ
λόγο, καί μέ εργον 3τον *τ γνώμη των να βάλουν άπδ
τους «δικού; των , και εγώ νά ^υνατϊίσω· βλέποντας
έγώ το πράγμα οσον έπηγαινε τόσο χειρότερα, ώ-
μίλησα καί κάμαμε Συνελευσι.
Στην Συνέλευσιν έγεινε ψάφισμα δτι να μη βάλουν άλ­
λους ξένους , εΐμή τον ΜίΧυροκορδα’τον διά τά *Ε ξω-
τίρικά. ’Αρχηνησαν κα'ί έβαλλαν φιλικώ, καί έκε^α ποϋ
ύπογράψαμεν τά αλησμόνησαν. Τότενες σαν έκαμα Συ-
νέλευσι, : είπαμε, τί είναι τούτο πού γίνεται, πατριώτες:
*Αλλα υπογράψαμε καί άλλα βλέπομεν νά κάνουν.
Ημείς είπα μεν ότι πολιτικώς καί στρατιωτικώς νά ε­
κλέγουν τούς άζίους, καί εκείνοι νά δμιλούν ολοι συμ­
φωνώ;, και έ’τζι νά τούς διοpίζουν, καί «ύτοι το εναν­
τίον
* τότε έκίνητα το μεσημέρι καί έπηγα είς ενα
χωριό άπ’ εζω άπό την Τριπολιτζά μί'α ώρα, καί εί­
χαμε καί τδν Νέγρη (τό χωρώ Σιλλίμνα), δ Ύψη
*
λάντης ητον. Οΐ υταί
*
Βουλ πλειοτεροι ήλθαν. ’Απο-
φασίσαμε'/ καί εκαμαμε ενα νόμο νά μήν ακούωμεν τας
*
διαταγάς καί oaot είμεΟκ στρατιωτικοί νά πάμε κατά
τούς Τούρκους· όσοι πολιτικοί νά μάς προβλέπουν από
τροφάς να γλυτ^ωμεν τίιν πατρίδα μας, και έκεTνOt
ας κάθωνται. Βλέποντας την πανουργίαν όπου είχαν διά
νά με έςοντώσουν, εκείνοι με »όυναμωσαν — Τότε αοχη-
σαν κ^νουριο σχέδιο, κα'ι βάνουν με^τας, κα'ί τδν ’Α-
ναγνώστη τον Δελιγιαννη, πού έκραταε τον μέσον σρο,
νά ΐδρ ποίος στέκει τον ^^σκαλον τύν Θώδωρον καί
τάν *
Γιάννη ’Ράγχον νά" έλθουν νά μου εΐποΰν νά γυ­
ρίσω όπισω, ναμή.χαΌση ή Κυβέρνησις., καί βμβα καί
σύ ’ATi7Fp°»3poc. - Παρακούοντας ό ’Α ναγνώστζς ό Δε-
λιγίάννης, χοέ διά νά μη γί^η έμφυλιος πόλεμος έγύ-
ρισα νά ijw τί θά γί *η καί άπο τούτην τήν Κυβέρνησι·
ετζι έπήγα εις το ’εκτελεστικό. Την πρώτην ήμερα πού
«πήγα «χαιρέτησα τάν Μαυρρμμχάλη καί λοιπού;, και
μου άποκρίθηκε ά Πετρόμπεης δπ, ώς πότε θά χορεύης,
Κολοκοτρων^; καί τοΰ είπα, όσο τραγουδάτε σεις χο­
*
ρεύω εγώ πα«Τβ τά τραγούδια καί παύω τον χορόν.
’Ακολουθούσαμε
* τά έργο
* τής Κυβερνήσεως. δ - Άρ-
χιγραμματέας μας £άνει τά * Περήαιβον και τάν Αί-
ytav νά κάμουν μίαν εταιρία διά την ’Αττικήν καί
Εύβοιαν, οτι νά έλθουν έδώ νά κάμουν άλλο Γκου-
βέρνο. Κάνουν ένχ μήνα 2υνέλευσιν μυστικώς· κα'νουν
δεκατέσσερα κεφαλαία, τά οποία δέν τά ενθυμούμαι καί
ύπογρ.αφθήκανε πολλοί, χαί -ω δύο Μινίστροι, ό ένας τής
Αστυνομίας, ,JW ά - Π^ραιβάς,χαί άλλοι δ πού έκαναν τά μι·
σηχ (συμβούλιο: να τά ΰπογράψ.ωμεν χαί ήμεΐς. Τότες
τά έπΐρε ό Μαυροκορδάτος νά τά διαβάση, ώί Άρ-
χιγραμματέας. ’Αρχήνησε και έδιάβασε τά πρώτον χε-
* τά δεύτερο
φάλαιον, αργά κεφάλαιο, πού είχε τήν δύ-
ναμι, τά έδιάβασε όγλίγορα, διά νά μή καταλάβωμε τί­
*
ποτες τοΰ λέγω έγΜ γιά διάβασε αυτά το κεφάλαιο νά
μας τά έξηγήσης καλά, νά ίδβυμε τί είναι. Τά «κα­
τάλαβα οχι έμούδιασε— έδιάβασε τζάτρα-πάτρα—,
’ασε κα’ι τά τά «διάβασε, τά ετε-
λείωσε., Τελειώνοντας τά κεφάλαια, έγραφαν δτι ολα τα
Κεφάλαια νά αλλ^ουν , αν ανάγκη οχι ποτέ τ° δίύ ·
τερο, . νά μή άγγιχθή (είχαν και τσεκούρι μέσα)’ έγω έμ-
— 130 =
βηχα σΐ ύποψία’ . αχαοτίρω νά ορΛΜσουν 6 Πρόεδρος χαΙ
οί σύντρόφόι μ0ύ· δέν ώμ(λησε χανείς. Τότε έπετάχθηχα
έγώ χα'ί λέγω’ Κύριε Αΐνιάν, συ είσαι Μινίστρος, αύτά
τά γράμματα—ξεύρω πού μαζόνεστβ τριάντα ήμέραις ·. .
διατϊ δεν ειδοποιούσατε την Κύβερνη^σ,; χαί τά φέ­
ρετε τωρα νά *
υπογραφτούμε δέν είσαι άξιος της ’Α-
*
στύνομίας κόπιασε στό χαλό’—>χαί τά γράμματα έχεινα τά
έχρατησαμε — Το ίδιο ίχαμα ' χαί τοΰ Πί^ραιβοΰ, Δέν
έπε'ρασε χαί εχεί η ραδιουργία τους. Μετά ήμέραις χά­
νουνε άλλο σχέδιο, οτι ήτανε γέννημα τού Μαυροχο>-
δάτού χαί Ζαίμη: τά ’Εχ-ττελεστιχό είναι εύλογο νά [βγη
εις τά Δερβένια, νά βρή στρατεύματα χαί νά τά βαστά-
ξγ]·—τδ βφτιασαν μόνοι τούς
* πρώτα τά έστόλιζαν χαί ύ-
στέρα τά εβγαναν £ξω ένα ένα πρόβλημα.—παράστησαν
την ανάγχη τοΰ νά ΰπάγη τό ’Εχτελεστιχά στά Δερβένια,
χαί εγώ τούς είπα, νά στοχαστώ· άς . μείνη διά αύ-
ρι°ν αύτη η σχέψις
* ’Ερώτησα Ανα γνώστη τάν
χαί τάν *
Δεληγιάννη, χαί τάν Παπα Φλέσσα, χαί άλλούς τοΰ χόμ-
ματός μού, χαί πρώτα δέν το εύρηχαν *
εύλογο γύρίζω
έγώ χαί τούς >έγω: δέν έβγηχα μέ τά άρματα εις την
Ψούμελην, δέν έβγηχα ούτε πολίτικος’ μόλον τούτο άς
πάμε. νΕτσι άποφασίσαμε την δεύτερην ημερα διά τάν
πηγαιμόν μας. Ύ>σο πού έστερξα τάν πηγαιμόν μού, .· άρ-
χτ.σαν άλλο σχέδιο, δτι να πάγη ° ’Ανδρέας ό Ζαημης
διενθύντής. εις Βοστίτσα χαί Καλαύριτα χαί Πάτρα,
δια νά π°λιορχήση τ©ύς Τθύρχούς μέ άρματα, χαί νά
πάρη χαί τάν Άνδρε'α Μεταξα· 6 Σωτγφ Χαραλαμ-
πης φοβούμενη μή πάγ° εΐς τήν επαρχία το* εΐπε
«νά ύπάγω χαί^έγώ », χαί έμείναμε οι τρεις, χαί ητο πλη·
ρες τά Έχτελεστιχό’ ’ΐποφάσισε νά ύπάγη χαί ό Χαρα~
= 131 =
λαμπης, καί έπειτα νά γυρίση βκου ειμεΟα ήμεΐς. — Λο-
γαριάζαμί νά πάμε ς-ot Δερβένια, ετζι άνεχώρ·/,σαν διά
τά Καλάβρυτα. 'Εκειναις ταΐς ώραις που όρδινιαζόμεΟα ή-
μεις νά πάμε ςά Δερβένια μέ τόν ’Αρχίγραμματεα,
της Επαρχίας Κορίνθου ητον αγοραστής ένας Κορ-
Θτώς καλόγερος μέ άλλους συντρόφους, και οί Νοταρά-
δες τούς καλοφάνηκε οτι έβαλε περισσότερο καί τήν πήρε'
και π^αιναμενος στήν Κόρινθο νά συναζ-ρ τούς προσό­
δους τον εσκάτωσαν και έδιωξαν και τούς συντρόφους του
*
τζλθε ειδησις είς τήν Κ,υ^'ρνησι. Μοΰ είπε δ Πρόεδρος
και οί άλλοι οι συντρόφοι μου διά νά πάγω μέ δύναμι διά
νά παιδεύσω τούς φονεΐς καί νά συστήσω τούς άγοραστάς-
και ειχαν και επτά χιλιάδας γρόσια έρανον εις τήν Ε­
παρχίαν, καί νά τά συνάξω και αύτά· καί εγώ τούς άπο-
κριΟηκα « δέν πάγω μοναχός μου, διατί, άν κολό κ<χ-
μω, κακό θά είπουνε’ δόμουτε καί τόν Μεταξα, που είναι
μέλος τρς Κ-υ^νήσεως , νά ήναι ούτόπτής κα'ι εις
το καλά καί εις τό κακό, νά δώσ> τής Κυβερνή­
σεων λόγον των πράξεών μου.»—Φεύγοντας έγώ δέν έ­
μεινε πλήρης ή Κυβέρνησις, όμως πάμε οί δύω
* . κα ί
δ Πρόεδρος και ό Αρχίγραμμα τεύς συνάζουν τά πρα­
κτικά καί τά αρχεία καί έρχονται εις τήν Κόρινθο κα ί
^αβ^ε διά τά Δε^ενια
* ετζι ^οφά'σισα νά κινήσω
με τόν Μεταξα, κα'ι έκίνησα με 400 στρατ^τας. Α­
ναχωρώντας ίγώ μέ τ°ν Μετα^ διά τήν Κδρινθο, έγύ -
ρισε και δ Σωτήρ Χα^άμ/πης εις τήν Τριπολλτζα.—
’Εκε^αις ταΐς 'ή^αις τό Βουλευτή καί τχ δύο ατομα ,
ό Πμεδρος και ό Σωτήρ Χαραλάμπης, καί δ ’Αρχιγραμ -
μ^τώς, που ^εινεν εκεΓ μετό ΒQυλέυτιx.ό (τόν Πρόεδρον
που τό ^υλευτικό, ό Όρλά'νδος, ίχνε^^ώρησε’ ζ-
= 132 ==
μείνε ό Βρυοθένης ’Αντιπρόεδρος) έκαμαν συνέλευσι καε
αποφάσισαν νά στείλουν πρέββυν τον Δελιγιάννην και
άλλους, να στείλουν είς Την Πορτογαλλίαν νά ζητήσουν
*
Βασιλέα ό Δελιγιάννης τούς άπΟκ^Θηκεν οτι, άν δεν
ρωτήσω τον αδελφόν μου τόν Κανέλλο καί τόν Κολο-
κοτρώνη, δεν ημπορώ να σάς δώσω λόγον, διατι εί­
μαι φαμελίτης,
’Ορδινιάστηκε τό ’Εκτελεστικό νά ίλθη στό
* Κόρινθο,
νά πάμε στα Δερβένια καί έσυντροφεύθηκε ό Κυρ Άνα·
γνώστης Δελιγιάννης νά έλθη διά ημάς, διά την ομιλίαν
που του έχάμαμεν και ό Μαυροκορδάτος τούς ειπεν ότι
«δέν είμαι έτοιμος... έρχομαι καί εγώ» ό σκοπός του η τον
νά μας συνευγάλτμ ’Εκίνησαν καί ήλθαν χαί μέ ηύραν στο
Κλιμεντ^οκαισάρι μέ τον Μεταξά, καί εΐ/α καί τούς α­
γοραστά ς βαλμένους εις τάξιν, καί τον έρανον μαζωσέ-
νον. Εξετάζοντας ποιος εσκότωσε τόν καλόγερον υπογρά­
φτηκαν δλοι ήμεΐς καί δ Σωτηρ Νοταρας’ έκράτησε τό
γράμμα η Κυβέρνησις νά θεωρήσφ τούτο το φονικό
* οί
ένοικ^ταί έχουβάλαγαν τροφάς διά τά Δερβένια, έφθασε
και ό Πετρόμπεης, καί ό Σωτόρ Χαραλάμπης, και Δελι-
*
γιάννης εφθασαν τό
* Παρασκευήν τούς έρωτέσαμεν που
είναι ό ’Αρχ’lγpάμμάτέύς—« ’Λφχη^μμ’ατευς δεν είχε
φορτηγό,, καΐέμεινε^ έλθη, την δευτέρα μο'^ουλάκ είνιχι
εδώ»—— μέ αυτόν τόν λόγον έμείναμϊ ήσυχοι. ’βρχά-
μενη δευτέρα τό βράδυ καί δέν ήλθε, έγώ ελαβα ύπο-
ύίαν- την Τρίτην έως τό γεύμα δεν ηλθε και τότες έ­
βαλα ενκ ξύλο καί έτηραγα κατά τόν Τριπολιτζα—που
ή Κόρινθoί, πού ή Τροπαλιτζα·—με ρώταγαν « τί τη-
ράς ; » τηράω στην Τριπολιτζα
* α άμτί βλέπεις ; »
βλέπω τόν Μαυροκορδάτο, τον Δεσπότη *Α ρτης
= 133 =
Σπετζώταις καί Υδραίους καί πλέκουν £& γαϊτάνι ςοΰ Ά-
ναπλιοΰ τήν πόρτα, μά τδ τι γαϊτάνι είναι δέν τδ ήξεύρω».
Αύτοίνοι έγελάγανε· τρεις ήμέραις κοντά κοντά έκανα
τούτη' την τέχνη
* ό Δίαυροκορδάτος έμεινε γιά νά γείνη
Πρόεδρος τοΰ Βουλευτικού καί οχι νά ξλθή μς τό χρέος
του.—"Οντας ημεθα είς την Τριπολιτζά Αποφασίσαμε
τόν Παν. Γιατράκο νά πολιορκήσει την Πάτρα μέ Μι-
στρ^ώταις , και ταΐ; ίλλαις έπαρχίαις ταϊς είχαμε νά
(λίθον |ϊς τό Δερβένι., καί εφθασβ είς την Τριπολιτζά
μέ «λάϊ Πασαλίτικο, μέ δέκα ζυγιαΐς ταβρύλια κα'ι μέ
άλλα μασκαραλίκι^ του Γιατράκου-—Τήν (δια ώραν
ήλθα^ εΐ$ - τήν Τριπολιτζά τετρακόσιοι ^Αρκαδινοί μέ
<έν Γρίτζαλη, - Μήγρο ’Ανάσταffόπσυλσ, Παπατζόρη, νά
έλθουν είς τά Δερβένια
* εις τδ παζάρι έπιάσθηκαν οΐ
’Αρκάδιοι καί οί Μιστριώταις, επάνω εις τδ κρασί, καί
σκοτώνονται δεκαπέντε άπδ τδ ε*α μέρος καί άλλο· της
$ύθύς το Βουλεμτικδ έστειλε ταχυδρόμο καβαλάρη και
μάς το 4παν’ έκράταγαν τήν - μισην χώραν ot ’Αρκαδινοί,
τήν 'άλλην Μιστριώταις, καί τό τουφέκι έδούλευε ’Α-
κσύov'ταζ ήμεΐς αύτδ, μΙ αποφασίζουν νά. πάγω στην
Τριηολιτζά τδ γλιγσρώτεσσν νά παυσω τήν φωτιάν
τούς ε^α « δεν πάγω »—· με φορτώθηκαν διά νά πάγω’
«πεφάσσα. Τους άφησα μη εντελείς. Εκίνησα μέ τα
ήλιοβασιλεύματα, δλονυκτίς και μέ βίαν έφ&ασα είς
&α χωριό, τρεις .ώρας μακρά άπδ την Τριπολιτζά, και
έστειλα ένα γράμμα « λακίμ, οποίος τουφέκι είναι
ίχθράς μου, καί ά; μέ χαρτερη -» Πηγαίνοντας ή διαταγή
μου Αβώλασε τδ τουφέκι· μετά δύω ^^έραις έπήγα και
εγώ, Πηγαινάμενος έκει έκραξα τούς 'Αρκάδους
* την άλ­
λην ήμέραν τούς έστειλα, πάνε στδ Δερβένι. Τήν άλλην
“ 134 =
ήμεραν πάγει κα'ι ό Γιατράκος στήν Πάτρα. Έμεινα ιγω
εκεί καί ειτειλα ταχυδρόμο και έδωσα ιιδησιν ·τής Κ.υ-
βεονησεως τά δσα έκαμα. Μια ήμερα βλέπω καί έρχεται 6
Μαυροκοοδάτος νά μέ χαιρεττίση, όταν έπαυσαν τά δ|ινά τής
Πύλεως. ΤουεΤπα, γιατί, κυρ Άρχιγραμματέα, δέν ήλθες
κοντά εις την Κυβέρνησι; μοΰ άποκρίθηκι προφάσεις πού
δεν ιιχαν τόν τόπον τους. κα'ι μου βγάνει ενα· γράμμα
προσκλητικό, που τόν προσκάλιε διά Πρόιδρον του Βου­
λευτικού· μου έβγαλε καί μία κόπια τής άπαντήσεώς
του που δεν ήθιλι γιατί εΐναι Άρχιγραμματ^ · τοΰ εκ­
τελεστικού· εγώ τού είπα, έκαμες ώς πατριώτης, καί
στέκεσαι και είς τόν λόγον σου, γιατί άν έμβαινις εις τό
Βουλευτικό, τό έκτιλιστικό έχάλαγε,· γιατί ή ψυχή του
'Εκτελεστικού είσαι ή ευγενία σόυ, καί άποκρίθηκις πολύ
καλά. Έγω ^έγ-νοιασα καί ή δουλρ: άδο&ευε ιίς το Βου­
λευτικό, Μία των ήμερων τό · Βουλευτικό ίκλιξι τόν *
Αρτης
και άλλους νά μου ομιλήσουν διά νά δώκω γράμμα νά τούς
διχθη δ μακαρίτης ό Πάνος, που ’ίτον είς τό Ναυπλιον φρού­
ραρχος» διά νά κάτση το ^Aiut^0 ιις τ' ’Ανάπλι· |γώ έ-
πηρα τον Άνα^αΙστη Διληγίάννη καί τόν Παπαφλέ$σα διά
νά όμιλήσωμιν χωριστά είς μίαν κάμαραν του Βου-
λωτικο^ σαν £πήγαμι, άρχισε 6 · *
Αρτη ς τ^ όμ<λίαν νά
τούς δώσω τό γράμμα. *
Τ ά άσκέρια τουφ|κίζονται κτλ.»
αποκτήθηκα: δέν είναι καιρός νά πιχτι στ
* ’Ανάπλι· τό
Εκτελεστικό πάει στά Ντερβένια, καί νά πα'η τό Βου-
λΐυτικό στό·Νάπλι δέν φθάνει νά παρακινή ταίς έπαρχ^ις.
"Οταν γυρίσφ · και τό Έκτ|λιστικό, σ^α^μέθα κα'ί παμ5
Ανάπλι ». Ό ’Αρτης ώμίλήβι μέ θυ^ ·κα'ί έβρισε τό
στ· *
χέρι του ιίς τό μηρί του’ λέγει: έτσι τό θέλει τό ΈίΝος, μέ
πτισματαίδη όμιλία
* καί έγώ ε'σγ.κ^ηχα·διά νά τ^ άπ^
s= 135 ==
χριθώ χαθώ; έπρεπε, όμως μέ έμπόδισεν ο Δίλιγιάννης
χαί ά Παπαφλέσσας, και έτσι άνεχώρησε καί έπαυσε
αύτοΰνο τδ ζήτημα
* σέ δύω ήμέραις άκουμε δτι δ Μαυ-
*^
pOKo 0^0; κάθεται έπί θρόνου Πρόεδρος
* ακούοντας ά-
μεϊς Ατι έκατσε Πρόεδρος, μάς έφάνη παράξενο, γιατί ούτε
τά Άρχεΐα έδωσε, και το ’Εκτελεστικό θάέχάλαγε
* λέ­
γει δ Δεληγιάννης: άσε νά τόν ρίζωμε πολιτικώς
* τοΰ
είπα χαλά .. . πολιτικώς δεν ρίχνεται, μόνε εγώ, έγώ
έχω τδν τρόπον,, θέλει βίατδ ρίξιμό του' κάθεται τρεις ήμέ-
*
ραις κοντά κοντά 'Πρόεδρος ■έπάνω σέ τούταις ταϊς τρεις
ήμέραις ή γνώμη του Βουλευτικού ήτον νά τον κάμουν
Πρόεδρον καί νά τόν στείλουν μέ τόν Α. Δεληγιάννην εις
τήν Πορτογαλίαν διά βασιλέα καί μας προσκάλεσαν νά
,κάμωμε συνέλεψιν εις τοΰ Πανούτσου Νοταρα τδ σπήτι.
’Εκάλεσαν καί μένα' μέρος βουλευτικού συνάχθη, δ Δε-
σπόστης * pτnς , δ Παπαφλέσας, Δεληγια^ννης, εμαζώ-
A
χθηκαν έως τριάντα όλοι
* εγώ κάτι έχασομέρησα καί
*
ίπηγα ολο στερνά ώμιλουσαν μέσχ- έπήγα καί εγώ
σάν μέ προσκάλεσαν
* μπαίνοντας μέσα έπροσηκώθηκαν καί
μου είπαν νά κάτσω στήν απάνω μεριάν ώς 'Αντιπρόε­
δρος, τού; είπα : κάθομαι εδώ, καί έκατσα 'στην · πόρτα
*
παύουν την δμιλίαν καί κάμνουν σιωπήν έως δέκα λεπτά
*
τούς είπα: άν έχετε καμμία μυστική δουλια και σας
άντίσκοψα, νά πάγω νά σεργιανήσω *
έγώ μου άπε-
κρίθηκαν όχι, ίχομεν ομιλίαν νά είπΟ^μεν, και σάν έν-
τεσες άπδ τδ Εκτελεστικό Αντιπρόεδρος, νά είπξς
τήν γνώμην σου. Έγώ τούς άπ^ίθηχα, τί ανάγκη ή
γνώμη μου νά τ^ν δώσω; εις μερικά έρωτάτε τά Εκτελε-
στι»δ, εις άλλα οχι τί πάει νά ε^ αύτό; Έπ®τάχθηκε.
ό ”Αpτής, σέ ποιδ δέν σ’ έρωτη'σαμε δεν μ' έρωτήσατε
= 136 =
όταν έβάλετε και Πρόεδρον του Βουλευτ/κου'—-ενα μήνα
προτήτερα δ Άρτης καί ό Μαυ^κορδάτος ήτον ei^ τα
μαχαίρια.—Τό Βουλευτικά,λέγει ό Άρτης, ητο χηρευάμενο,
εγω είπα, έχάθηκαν τόσοι πατρ ιώται νά βάλετε, μόνε
Αρχιγοαμματέα \ μέ άπβκρίθηκε, δέν εί­
νά βάλετε τον *
ναι κανένας προκομμένος σάν τον Μαυρωίορδάτον’ καί εγω
του είπα: μου φαίνεται και -.- και -μού λεγες
τόσα γΐά τάν Μαυροκοοδάτο.·-. πώς εις ενα μήνα «γβενε. <λ·
λύς$ άπεκρίθηκε: δ καλάς «Ιναι ααίιάκός'
* —σάν τίν ίκλκξες
για χαλ°ν, πάρτον εις τήν "Λ^ταν, οχι έδώ εις την «Ελλά­
δα. . . καίμη μου βροντάς - το πόδι, γιατί βροντώ τά σπαθί
καί σου κόβω τό.κεφάλι—ει’ς τάν θυμόν μου λέγω τέτοια
* —·
ακούοντας ό Δεσπότης σηκόν εται νά φυγή: σάν δεν μας
θέλετε τού; ξένους».. και φόρεσε τά πασουμάκια του·—προ­
φάσεις είναι αύταΐς διά τούς ξένους, αύτά είναι τη; φαν­
τασίας σου λόγια, καί έτσι έδιαλυθηκε η όμιλΐο. Την ί­
διαν ώραν έπήγα εις τά σπητί μου, καί εβγηκε καί ό Δε-
λιγιάννης, χα'ι ό Δελιγιάννης έβαλε ’Αστυνομία στά σπη
*
τί μου νά μη κράξω τόν Μαυροκορδάτο
* εστειλεψνά έλθη ό
κο^κι μο^ ήτον τό βράδι βράδι’
Μαυροκορδάτος είς το
μπαίνοντας ά Μαυροκορδάτος, ήλθε καί ό ’Αναγνώστης
*
έκατσαμε οι τρεις, καί εκλείσαμε τν πόρταν, Man άρχηνη-
σανά . ίίπώ τού Μαυροκορδατου: διατί νά κάμης αύτό ς αυ­
τός .άρχηνησε νά μου άπολογηθη μέ τά .γέλια τά συνετι­
σμένα, κα'ι μου λέγει: ότι είναι συμφερώτερον .διά Τά έ­
θνος τδ Βουλευτικά παρά τά Εκτελεστικό, Σου λέγω τούτο,
.κύριε; Μαυροκορδάτε, δτ« έσυναναστραφημεν σαράντα- ημέ­
ρας είς;τδ ’Εκτελεστικό,- καί. δεν ήμπορώ»- ... . σου λέγω, μή
■καθί'σης Πρόεδpος, δώτι έρχομαι καί σέ δ^χνω μέτά λί-
μόνια, μέ τήν βελάδα που ήλθες—καί έβγηκα. εις - σου
=5 137 =i
λάτσο· δ Κυρ ’Αναγνώστης, που έμεινε δπίσω, του είπε!
έ/τεσά έγώ' κα! έγλυτωσες, είμή, θά σέ εσκάτονε’—καί έρ-
ρίξε τά φαρμάκι του κα! αύτός. Tiv ίδια νύκτα, έπηρε τά
Πλυμένα το» - δ Μαυροκορχτσς- καί «πέρασε στά. Κρανίδι
και έπειτα - είς τήν Ύδραν.
“ *Οταν ήτον εις τάξιν τά Βουλευτικά και τά ’Εκτελε­
στικά, έδόθη ή άδεια νά πραγματευθή τό δάνειον. Έκά-
μαμεν την πραζιν διά τά δάνειον πριν νά δι^ρεθοΰμεν τά
Βουλευτικά μέ τά’Εκτελεστικά’ έμεινα μερικαίς - ημε'ραις
εις τήν Τροπαλιτζα καί έπηγα εις την Μεσσηνίαν, διά. νά
συνάζω τόυ έρανον όπου ειχαμεν £ίζβι διά νά' βαστάζωμεν τά
στρατεύματα εις τά Δερβένια. Εις την Δημητήάναν ήτον
συναγμένοι διά τους προσόδους, καί εκεί έπιάσθηκαν του
Κολιύπουλου οί άνθρωποι με ανθρώπους των Δελιγίαν ναίων
*
έκεϊ ίήρίξεν ένας στρατιώτης του Κολιόπουλου και έλά-
βωσε τάν Άνοστο Δελιγιάννη’ δ Kανέλος, δπου ητον δωρι­
σμένος άιά τά Δερβένια, έγόρεσεν δπίσω είς την Καρύται
*
ναν. βις τήν - Καλαμάταν άρήώστησα έγώ, άρρώστησε καί
6 Κανέλος, καί έγύρ'ισα ύς τήν - Τριπςλιτζδ· άπό τότε άρ­
χισαν αναφανδόν νά έχθρεύωνται οί Δελιγιανναιοι μέ τάν
Κολιόπουλον· εγώ δέν ήθελα τά κακά ούτε του ένός, ούτε
τοΰ άλλου’ δ ένας ήτο συγγενές μου, καί δ άλλος συμ-
^ζέθεράς μου. Τά Έκτελεστικό, συνθεμένον άπά ' τόν Μαυ-
ρομιχάλην, Σωτήρ Χαραλάμπην καί Μεταζάν έμεινε
τρεις μήνας εις τήν Σαλαμίνα, καί έπειτα έπέστρεψαν
είς τήν Τριπολιτζαν. ’Εκεί έσμίζαμεν ήμουν ακόμη- άν-
^πρόεδρος του ’Εκτελεστικού· - ενα - μέρος του Βουλευτικού
■φφγέ άπδ τήν Τριπολιτζα καί- έπηγε είς τά Ύργος' δ
Πάνυς έλαβε - διαταγήν άπο το ’Εκτελεστικόν νά πάρη
τά Άρχεί°- τ°ΰ Β^λευτυεου· δ θ^αδωρης Ζαχαροπο^^,
ε= 138 =
$ δποΐος 3 τον φρούραρχος τοΰ Βουλευτικού, του 'κόμμα­
τος των, ύπεοασπισθη και £έν τά έιΐωκε τά ’Αρχει»· απ’
έχει τ° ^Βουλευτικέ άνεχώρησε διά τέ Κράνίδι’ έκεΐ ερ-
ριξαν τέ ’Εχτελεστιχ0, όπου ητον έκλ^μάνον άπο την
Συνέλευσιν τοΰ ’Αστρους, χαί ςδιώρισαν τόν Κουντουριωτην,
* Μπό-
Πρόεδρον του ’Εκτελεστικού; Ίωάννην Κωλέττην, Π
τασιν χαί Α. Σπηλιωτακην
* έπειτα έμβηχαν εις τά κα­
*
ράβια χαΐ έστειλαν είς τά Ναύπλιον διά.- νά παραδώσρ ό
Πανος τά φρούριον τοΰ ΝαυπΧίοι
* · αύτός άπεχριθηκεν: ότι
ή Κ.υβέρνησις τού ’Εθνους του εμπιστειιθηχε χαι εις ιά Έ­
θνος μόνον χρεώστεΐ νά τά δώση* χα! έτσι αρχισεν ό εμ­
φύλιος πόλεμος’ αύτοί ήταν ένα μέρος του Βουλευτικού
χαι «νόμιζαν οτι εΙχαν τά διχαιωμα νά κρημνίσουν τά ’Ε­
κτελεστικό'· τά ’Εκτελεστικόν ελεγεν, ότι αύτοί παρέλαβαν
τόν έζουσίαν Λπά τό ’Εθνος» και . δέν έχει δικαίωμα ένα μέ­
ρος βουλευτών νά κάμτ) άλλην Κυβέρνησιν
* —το άλλο μέρος
των β°υλευτών 'ητον εις την Τριπολιτζά· τά Έκτελεστι-
χάν ητον τότε «π0 τον Μαυρομιχάλην, Πρόsδpον, τόν
Σωτήρ Χαραλάμπην, ’Α,νδρέαν Ζαημην χαι Άνδρεαν Με·
ταζαν. Έγώ, όταν ήμουν , είς -τό Ν«ύπλιον, πρ1ν νά άρχίση
δ έμφύλιος πόλεμος είχα δώσει τήν παραίτησίν μου ώς
Άντιπ^εδροί τοΰ Εκτελεστικοί διάτιέπρο'βλεπα αύτά τά
*
πράγματα ή παραίτησίς μου έλεγεν οτι, είς τήν θέσιν του
*Αντιπροέδρου άς βάλουν άλλους πατριώrας, μ°νον τάν Κο-
λοχοτρωνην δέν ήμπορουν νά μη βγάλουν. Άπ ' έχεί έπηγα
είς τήν Κόρινθον, όπου έπολιορχειτο καί δευτέραν φοράν
*
Λπό τούς Κοριθίνούς καί Στάικον _ οι Τούρκοι της Κόριν­
θου εζητουσαν νά ελθη ά Κολοχοτρώνης νά παραδοθούν· έτζι
έπηγα χα'ί έκαμα συνθήκην, ν’ άφησουν άλα τους τά πράγ­
ματα καί νά πάρουν τά άρματά τους κα’ί νά τούς μπαρκα'ρω
±=ί 139 ss
νά τους στείλω ’είς τήν Σαλονίκην· έτσι έδέχθηκαν τούς
έμπαρκάρησα εί; τό Καλαμάκι εις δύω Σκλαβούνικα καί ενα
Κεφαλονητικο' οί Κορίνθιοι με έζη'τησαν νά βάλουν φρού­
ραρχον- τόν Χελιώτην' τον έβαλαν προσωρινώς, έως ότου νά
διατάξη ή Κυβε'ρνησις. Τά χρήματα, τά βποία εύρτήκα^ε1*
εις τήν Κόρινθον τά διεμοίρασα εις όλους τού; Κορινθίους·
1823, μήνα Νοέμβριον καί Δεκέμβριον.—’ Από τήν Κόριν­
θον έπήγα είς τήν Καρύταινα νά συμβιβάσω τόν Κολιύπου-
λον μέ πού; Δελιγινναίους δπού ήτον εις πόλεμον δΔημη-
τράλης Δελιγιάννης έμάζωξε στρατιώτας καί έπήγε νά χα-
λάεηι τό χωριό τού Παλούμπά, όπου εύρίσκονται τά σπίτια
τού Κολιόπόυλου
* έσκοτώΟηπε καί ένας γαμβρό; του Κολιό-
πουλου. "Οταν έπήγα βίς τήν Καρύταιναν έγραψα νά έλθη
*
δ Μεταξα; διά νά εϊρηνεόσουν όπου έτρώγοντο. ήλθεν έτσι
ευρηκεν αφορμήν τό Βουλευτικό δτιέπήγεν δ Μεταξας ει’ς
τήν Καρύταιναν χωρίς τήν άδειαν τοϋ Βουλευτικού, τόν έ­
καμαν έκπτωτον,χαΐ έτζι τό Έκτελεςτκό δένητον πλήρες,
καί έκαμαν τόάλλο Εκτελεστικό. ΠρΙννάγείν^ αυτό, είς την
Καρύταινα ά Ζαήμης,Λόντος καί άλλοι έκαμαν μίαν "Α^γ^αϊ^ίήν
συμμαχίαν ό Σισίνη; δεν ήτονμέ τήν γνώμην τους καί ήτον
ένάντιος· αύτοί έμάζευσαν στρατιώτας καί έπήγαν εναντίον
του Σισίνη διά νά τόν χαλάσουν και νά ένώσουν τήν Γα-
στού»ην με τήν 'Αχαϊκή του; συμμαχιαν
* έτζι άρχισε δ
πόλεμος· μαθαίνοντας έγώ αυτό, έπήγα είς βοήθειαν του
Σισίνη. Οί Άνδρέϊδες άμα μέ ήκουσαν δτε πηγαίνω ε­
ναντίον τους, άνεχώρησαν κα’ι άφησαν τήν Γαστούνην έλευ-
θερη. *Απ ε’κε’ έπήγα ε’ς τήν ’Αρκαδία
* εις τήν Αρκαδί<ά
έλαβα γράμματα άπό τό Έκτελεστικό καί μέ έλεγε νά
προφθάσώ, καί έτσι έπήγα έ’ς τήν Τpoκολίτζα. Εγώ υπο­
στήριξα τό Εκτελεστικό αύτό ώς τό μόνον νόμιμον, έτσι
=π· 140 s=i
τύ ένόμιζα. *
Αρχισε ό «ρ,φύλιος ' π&βμ^ς
* πολιορκούν» τύ
Ναυπλίου ίιά ζηράς καί θαλάσσης, στέλνουν καί στρατεύ­
ματα είς- την Τροπολιτζά, μας πολιορκούν
* κβμνωμξν ενα
μήνα πολιορκημένοΓ ο Λ^τος» Νοερές, ΖαφνροπουΧος,
Μζάφμπογλης, Γιατρακος, έκαμναν τήν πολ^ρκίαν. *
Οταν
μάς επολιαρκησαν, μας επρόβχλαν νά τούς δώσωμευ τό Ε
*
χτελεστικο>—-Πετρόμπεη,Σωτηρ Χαραλ^ο και Μετο^ί—-
ϊά , τούς πάνε κάτω'^μεϊς ταΰ άπεκμθάκαμαν». όη αυτδ
5έν γίνεται, πλην, άν θέλετε., να πάρομεν καί το ενα 'Ε­
κτελεστικό καί τό άλλο, και τους κρινωμεν, χαΐ οποίος έ»
χει ά°ίκον εκε^ος νά παιδευθΐ
* ’ ίέν ηχουσχν· ακολούθησαν
δκχψοροι άκροβολισμοί
* ° Κολιόπουλος ηλθςν ώς. μεσ'της,
και έσυμφωνησαμίν α Πετρόμπεης νά με^τ^ρ άπείράγος καί
νά πάη «ίς τήν Μάνην, κα1 την Τριπολιτζάν. νά τήν ά-
φήσωμεν εύκαιρη, καί να μην ’ έμβορν μέσα ορτε τού ένός
ούτε του άλλουνοΰ μέρους στρατιωται
* από την Τρ^ςεο
*
λιτζά έπίγα είς την Καρυταινα, ό Σωτήρ Χαραλάμπης
$ΐς τά Καλάβρυτα
* τό Ναύπλιο? έπολορκεΐτο ακόμη
* 6
Νικήτας ' ητον είς τοΰ Μπουγιάιΐ’ . άκοόσθηκε με τόν
Χουντουριώτη, 6 Κουντουριώτης τοΰ έπροβαλε. νά γυρίση
μέ .τ° μέρος του, αύτός άποκρίθ·η)«: Είσαχουσθητε μέ τόν
Μπάρμπα μου, καί άν ένωθη, ένώνομαι καί εγώ. Τοΰ. έ­
γραψα .νά υ«άγω νά όμιλησωμεν
* ρέ έγραψε νά υπάγω
στό Τσϊβέρι μέ μόνον 50 ανθρώπους καί νά . περά­
σω άπό *
έίικουςτου α*θ ρώπ^^υς^ εγώ υπ^τευθηκα ' και
όέν επηγα. Εις την Καρύταινα έσυναςα στρατιωτας και
τους εκτύπησ.α εΐί όιάφορα μέρη, έπιασα 300 ζωντανούς,
χωρΙς νά χυθη αίμα* έμβηκαν εις τή» Τριπολιτσα καί
τού? έπολιώρκησα. ό Γενναίος, ό Κολιόπουλος και ό Νι­
κήτας ίπηγα είς βοήθειαν τοΰ Πάνου είς τό Ναυπλίου
= 141 =
και έπεστρεψαν όπίσω. Τότε ήλθε 6 *Ανδρεας Ζαήμη; χα!
έσμίξαμιν άπ’ έξω άκό τήν Τροπόλιτσά’ μέ είπε νά γρά­
ψω τδϋ ΙΙάνο» να παραδότη τά κάστρο
* έγ<σ τούς ά-
ποκρΐΟηκα, 0η δεν άμπορω να τό παραδώσω ε?ς τούς τυ-
χοδιώκτας, εις ίσα;, ά* "We ίκίχνοί νά τδ βαστάξετε,
σας τό παραδίδω, καί έχω καί 300,000 γροσια ?ξο$α,
εις μισθούς· αυτός μ’ άπεκρίθηκδν δτι είμεθα ικανοί νά τό
βαστάξωμεν και άποκρινόμεθα ολα τα έξοδα δπού έχετε
καμωμένα, καί έτσι έγραψα του Πάνου καί το παράδωσε
τό φρούριον έί; τούς Άνδρέϊδες, οχι εις τήν Κυβέ'ρνησιν
*
τούς προ&Γα νά βάλλουν φρουράν εις τό Πάλα μηδι ε-
δικούς τους καί S>i χαμμένους
* καί έχει έβαλαν τον Φώ­
το μάρα καί έπειτα 6 Γρίβας καί έγειναν εκείνα τά κα­
κά όπου έγειναν, Ό Πάνος ηλθεν εις την Καρύταιναν,
έγεινεν «μνηστεία διά τον Πανο καί έτσι έλαβε διαταγήν
διά την Πάτρα,νά τήν πολιορκήστε Έκει έσμιξεν δ Πά-
νος μέ τόν Ζαημην καί Αόντον αυτοί ήσαν δυσαρε-
στημενο
* άπά τόν Κουντουριώτην
* ένώθησαν μέ ήμάς· δ
Παπαφλέσαξ έβγ^κε διά νά καβυποτάξη τάς επαρχίας ’Αρ­
καδίας, Φανάρι καί λοιπάς. Τά δάνεια έδυνάμωσαν την
Κυδέρνησι του Κουντουριώτη, καί ή δύναμι την έκαμε
νόμιμη· έγραψα νά ελθρ ό Πανος κα'ι ό Γενναίος είς τήν
Καρύταιναν διά νά άντισταθούν, τόν Παπαφλέσα τον έ-
κυνήγησαν (έπολέμησαν είς τούς Κωνσταντίνους) αί έπαρ·
χίαι καί έπήγεν εις το Ναύπλιον’ έστειλαν δύναμιν
τό» Βχσον μέ 800, απαντήθηκαν οι στρατιώται μέ τόν
Πανο καί έσ-κστώθη.
Ό -Ζαήμης έφθανε διά νά έμβούμεν είς τήν Τριπολι-
τζάν· οί Τριπολιτζώταις έφοβήθηκαν διά τον σκοτωμόν
τοϋ Πάνου καί άντιστάθηκαν, τους έφοβέρισε καί J Κα-
= 142 =
ΐέΧος Δελιγιάννης· η Κυβέρνησΐς τού Κουγτουριώτη εδυ-
νάμωσεν, έστειλεν είς τήν 'Ροόμελην, έφερε τόν Γκούρα,
καί οί άλλοι Καπετανέοι τής ‘Ρούμελης έμβήκαν εις την
Κόρινθον, έκυνήγησαν τόν Νοιαράν, άπ έχει έπήγαν εις
τή
* Κερπενή, χωριό των Καλαβρύτων, έκλεισαν τόν
Ζαήμη, ήλθε καί ό Καραϊσκάκης κα'ι ό Τζαβελας έναν
*
τίον τοΰ Ζαήμη, τον έχάλασαν τόν Ζαήμη, καν ό Ζαήμης
*
Λόντος και Τικήτας κατέφυγαν είς την δυτικήν ‘Ελ-
*
λ.δα δ Καφαϊσκακης και ° Τζαβέλας μ* εγοαφαν δια
νά μείνω νά όμιλήσωμεν, και μέ παίρνουν απάνω τους άν
π.θω τίποτε. ’Εγώ όμώ; δεν ήμουν πλέον είς την Καρύ-
ταιναν, δώτι ήλθεν ό Κολιόπουλος σταλμένος από την
Κυβέρνησι χα'ί μου ειπεν ότι νά πάμεν εις τό Ναύπλιον
διά νά συμβιβαστούν τά πράγματα. Έπήγαμεν είς τήν
Τριπολιτζάν, έχει ητον μία επιτροπή από τόν Σχούρτην
ιόν Γ. Μαυρομάτην και Κ· Ζαφειρόπουλον, καί μέ έκαμαν
δρνους ότι νά πάγω κάτω νά συμβιβασθοϋν τά πράγματά,
και άπόαύτά.’Ενεμπιστευθηκα έγώ,έπήγα ει’ς τό Ναύπλιον
εκι? εις ένα δύω ήμεραις βλέπω να διώχνουν τούς αν­
θρώπους μου καί ν. μέ .φίνουν μοναχόν, in arresto, εως
οτου ν. μαζώνουν καί τούς άλγους’ μας εμ^αρκ^ησαν είς
μίαν Γολέταν,Γοργώ,ητον καί οΣκούρτης καϊ μάςιπηγαν είς
τήν Ύδραν. Έκαθησαμ.εν δύω ήμέραις καί μ.ς έστειλα ν
στόν Προφήτην άγιον Έλλαν, ένα μοναστήρι. Έκαθήσα-
μεν 4 μήνας
* 20 ήμ.ιέρίαις μετά τό πιάσιμόν μας ζλΟεν
ό Μπραιμης εις τήν Πελοπόννησον είς .τάν Ύδραν άρ­
χισε νά γίνεται από τόν λαόν μίχ εταιρία διά νά μάς
βγάλουν ό Κουντουριώτης έτοιμάζετο διά τήν Πάτρα,
έπειτα σαν ήκουσε ό Μπραιμης ήλθεν εις τά Μοθωκόρωνα,
έκαμαν διαταγάς διά νά γυρί'σουν τ. στρατεύματα διά
= 143 =
τδ Νε°καστρον. Έπίίγεν δ Κουντουριώτης είς Τριπολιτζα
*
καί έστειλε ■ τον Σκούρτην αρχιστράτηγον εις ολα τά στρα­
τεύματα· ε’χε μαζυ ε^,α .^μίσυ μιλλιοΰνι γροσια. Τά ρου­
μελιώτικα στρατεύματα έκίνησαν και αυτά, πηγαίνουν εις
τδ ΝεόκαστρΟν
* έκεΐ βάζουν φρουράρχους τδν Π. Γιατράκο
κκί Γεωρ. Μαυρομιχάλη. 0 Ίμπραίμης έπολιόρκησε τδ
*
Νεοκαστρο, επειτα έξεμβαρκάρησεν εις τδ παλιδ Ναυα-
ρίνο, έκεΐ έκλείσθηκαν 1,000 Πελοποννήσιοι, στενοχω­
ρημένοι άπδ ζωοτροφίας έπροσκύνησαν, και δ Ίμπραίμης
τους άφησεν ελευθέρους·· ήτον εκεί δ Τζόκρηί καί δ Τζα-
νέτος καί άλλοι" ό Ίμτραιμης έφέρθηκε μέ γλυκά τρόπο
εις αυτην τήν περίστασιν διά νά τραβηξ-ρ του; 'Ελληνας
διά νά προσκυνήσουν, ° λαδς .άρχησε να λέγρ δτι δέν πο-
λ$μουμεν αν δέν βγάλετε τους άρχηγου; μας
* τά ρου­
μελιώτικα και σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ό Κα-
ραΐσκάκης καί ό Τζαβέλας έπρόβαλαν διά νά μέ βγά­
λουν· έκεΐ έκαμαν όλα τά στρατεύματα μίαν αναφοράν
καί έζητσΰσαν τήν έλευθερίαν μας· έπαρουσίασαν τήν ανα­
φοράν είς τον Αναγνωσταραν δποϋ ήτον Μινίστροζ του
πολέμου, καί αΰτός τήν έσκισε λέγοντας, μήν άνακατόνεσθε
σ' αΰταΐς ταΐς δουλιαις, άφήσετε αύτήν τήν ύπάθεσιν ε?ς
τήν Κυβερνησι. Γίνεται εις τδ Κρεμίδι πολεμός καί
νικωνται οί έδικοί μας
* Γ0 Καρατοίσσος έκαμεν έναν
καλόν πόλεμον. Τότε δλοι οί αρχηγοί ρουμελιώται
έσυνάχθηκαν καί άπεφάσισαν ν’ ιχναχωρήσουν άπδ την
Πελοπόννησον διά νά ύπάγουν νά βοηθήσουν τήν , Ρσδ-
μελην, κα'ί μάλιστα τδ Μεσολόγγι δποϋ αρχισ& νά πο-
λιορκή.ται· τότε έπήγαν εις τδν Κουντουριώτην, έπήραν τους
μισθού; των καί άνεχώρησαν άλλοι διά τήν άναΊολ^ν
Ελλάδα κα'ι άλ.λοι διά τήν δυτικήν. ° Ίμπρ^μης «αμε
=Ζ 144 ==
ντεσμπάρκο καί εις τήν Σφακτηρίαν, καί έσκοτώθη και ο
’Αναγνωσταρας καθώς και ό Τζαμαδός. ’Επιάσθηκαν είς
την ' Σφακτηρίαν μερικοί ζωντανοί, δ. Π. Ζαφειρόποολος
έπιάσθη σκλάβος είς το Κρψμύδι, πηγαίνει καί ύ Κ. Ζα­
φειρύπουλος πιάνεται καί αύτός, καί δ Χατζή Χρηστός. Τδ
Νεόχαστρον σάν έστενοχωρΌ πολύ, έκαμε συνθηκας καί
παρεδόθηκεν’ δ εχθρός τούς μέν στρατιώτας# χω-
ρς τά άρματά τους, τούς άφησεν ελευθέρους, είς τούς
αξιωματικούς τούς τά άφησε, καί μόνον έβάσταξεν αιχμα­
λώτους τόν Γεωργάκην Μαυρ^κα^^®λην καί Παναγιώτην
Γιατράκον. Μανθάνοντας δ Κουνταυριώτης οτι τρατάρει
τδ Νεόκαστρον έμβαρκαρίσθηκεν εις τδ ’Αλμυρό καί ήλ­
θε ν εις τήν Ύδραν. ’βκει έκατέβημεν καί ήμεϊς’ oOv εί­
δαν τδν κίνδυνον της πατρίδος καί την επιμονήν δποδ ε-
δε^νεν δ λ'αές διά νά μας ελευθερώσουν, μάς ελευθέρωσαν.
Ήλθαμεν εις τδ’Ανάπλι. ’Ερχόμενοι είς τό .Ναύπλιον ώρ-
κοθήκαμεν τδ Βουλευτικόν, τδ) Εκτελεστικόν καί ήμε& . εις
την εκκλησίαν, οτι νά άφήσωμεν τά περασμένα νά τά λη-
σμονήσωμεν, νά ένωθωμεν καί νά μην έχωμεν άλλην ιδέαν
παρά να δουλεύσωμεν την πατρίδα μας. Έτσι μ’ έκαμαν
γενικόν ’Αρχηγόν
* έσυνάχθηκε τότε τδ Βουλευτικό καί τδ
’Εκτελεστικόν εις ένα μέρος και έπηγα καί εγώ.
Είς την Ύδραν ευρισκόμεθα: δ Κολοκοτρώνης, ό ’Ανα­
γνώστης Δεληγιάννης, Κανέλος Δεληγιάννης, Νικολάκη$
καί Δημητρακης Δεληγιάννης, ’Ιωάννης καί Παναγιώτης
Γ’οταράς. Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης υιός του, Μή-
τρος. ‘Αναστασό πουλάς, ό Γρίτζαλης, ό ’Αναστάσης Κα -
τζαρδς, ό Δημητριος Παπατζώνης, ό Θεόδωρος Γρίβας.
Εις τήν Σφακτηρίαν δ ’Αναγνωσταρας ητον αρχηγοί#
δ ’^^τβΜης Τζαμαδός με 10 κομμάτια καράβια είχε την
θάλασσαν.
== 145 =
Καθώς έσυνάχθηκε τό Εκτελεστικό καί Βουλευτικά μί
πρ^κάλ^ν εμέ, χ* εγώ τους είπα· Σεβαστά Δωιχησις, ν'
ακούσετε τήν γνώμην μου οπού θέλει σας ει’πώ· στην Πά­
τρα, στη Κορώνην καί στα Μοθοχόρωνα Τούρκος νά μην α­
κούεται πουθενά, μόνον νά είναι δλο 'Ελληνικό, της Τριπο-
λιτχας τό Κάστρο πρεπει να τό χαλασωμε, διατ! δέν συμ­
φέρει μέσα εις την Πελοπόννησον νά ηναι μία τέτοια μάν­
δρα, διατί βγάνει από μέσα δλο εμφυλίους πολέμους,και όχι
τώρα όπου δ Ίμπραίμης είναι μέ πενήντα χιλιάδες στράτευ­
μα είς την Πελοποννησον^αι κρατεί τά κάστρα της Μεσση­
νίας τρία, καί κρατεί καί την Πάτραν, καί έκαμε και τόσαις
νίκαις εις τούς "Ελληνας, καί έσκότωσε χαί τον Φλέσαν μέ
τούς πεντακοσίους, κ«ι δ Φλέσας ημπορεΐ νά έσκότωσε
1000, καί έκαψε και την Καλαμάτα καί τά στρατεύματα
έφυγαν, και έχει τόσαις νίκαις καμωμέναις· θά έλθη και
στην Τριπολιτζά, χαί σάν έλθη στήν Τρ:πολιτχα πιάνει
και τό κάστρο, καί τότε καλάει και ολην την Πελοπόν­
νησον, διατί είναι εις τό κέντρον. Μέ άπεκρίθηκαν, δέν έ­
*
χουν έξοδα 'Απεκρίθηκα εγώ, Δότε μου τήν άδειαν, καί
μέ τόν λαόν τό χαλλώ διά πέντε ήμέραις· και τότε δεν
ευρίσκει Μπραίμης νά κάμη φωλιά
* και τόν κτυπώ από
δλα τά μέρη* ά* πιάση την Τριπολιτχα δέν του κρειά-
Χεται άλλη φωλίά διά νά χαλάση την Πελοπόννησον
* έάν
καί ^λο^ωμεν τήν Τριπολιτχά δέν ειυρΉΧ^ φωλιά και
τόν κατατρέχω μέ τά στρατεύματα τής
τότε ένόνονται τά στρατεόματα, αλλέως δέν θά ένόνον-
ται διατί θά φοβούνται άπό ολα τά μέρη
* καθώς καί
έγεινε.
Αυτοί ύπωπτεύθηκαν δτι εχω μΐσος νά χαλα'ση ή Τρι-
πόλιτχα, τά τέίχη, καί άπεκρίθηκαν: νά Φουμ^’ έπήγα
10
= 146 —
το 'Αργος, έκαμα αναφοράν, έκαμαν και άπο την Τριπο-
λιτζά, καί δέν ακούσθηκα
* τότενες έμασα 8000 στράτευμα·
ήλθαν τά στρατεύματα εις συναπάντησαν μου' Οί Άργϊτα1
είςτδ Ναύπλιον,οί Τριπολιτζώται ειςτό Άργος’ τούς έλεγα,
Τρέξατε αδέλφιά μου, νά μήν μάς πάρουν σκλάβους οί
Άραπάδες, δέν έχομεν βοήθειαν είμή από τά άρματά
* —Δοξολογίαις εις τόν ύψιστον άνδρες καί γυναίκες
μας * —
ΊΕστειλα διαταγήν είς δλας τάς επαρχίας και έσυνάχθηκαν
διά τρείς ήμέραις 8000.—Όταν ήμουν ακόμα στήν Τριπο-
λιτζά ήλθεν ή είδησις τού Φλέσα1 έκοψε τήν Καλαμάτα ό
εχθρός δυνατός· ε’κυρίευσε τήν Μεσσηνίαν· έγώ έπιασα τά
Δερβένια, έπέρασα καί από το Λιοντάρι, έφτιασα φούρνους,
διά νά κουβαλούν τροφάς εις τό Δερβέν·, έφτιασα ταμ­
πούρι δυνατό διά νά τόν πολεμήσουν" αυτός εϊχε κατασκό­
πους, και είδε δτι ήθελε νά πέραση από τά Δερβένια μέ χα­
λασμόν ’Ενας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εις τήν Μπο-
λιανήν, ήτον φευγάτος εις τόν Ίμπραίμην,εΐπε· Έγώ ηξευρω

εκείνο τό μονοπάτι, δπού έγώ δέν έλπιζα ποτέ· — όμως μέ


παρεκίνησε δτι οί Μεσσήνιοι ήτον τραβημένοι εις τά βουνά,

οί Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν καί ώδηγούσαν τόν

κίνησα εις τά Σαμπάζικα μέ 80 ανθρώπους νά μαζώξω


τά χωριά, νά πιάσω τάς θέσεις· 'Εξημέρωσα εις ένα χω­
ριό, εις τήν Άκοβο, ήλθαν και άπό άλλα χωριά νά πι-
*
άσωμεν τήν θεσιν δέν εφθασαν τρεις ώραις τής ημέρας,
καί μέ τούς δδηγούς τούς Τούρκους έπιασε τό βουνό
πριν νά πάμεν ήμεϊς μέ στράτευμα. Ό κόσμος οπού
— 147 =
ήτον εις τά χωρά σαν είδαν καί έκαβάλικε τά βουνά,
έτζάκισαν χ’ έφευγαν
* καί εγώ ήμουν σέ μίαν £άχην, κ*
έφυγαν άπό ’μπροσΘαμου. Οί Τούρκοι εμβαίνουν εις τήν
Μπολιανήν, χα>ρ'.ό άπό 250 οικογένειας· οί πε£ο! έβα­
λαν φωτιά είς το χωριό, οί χαβαλαραιοί έκυνηγουσαν τά
παιδιά νά τά σκλαβώσουν, απ’ ©πίσω ήρχετο τά στρά­
*
τευμα ρίχνω μια μπαταρία τουφέκια
* οί Τούρκοι έ-
φοβήθηκαν καί έγλύτωσεν εκείνος δ λαός, καί ήτον το με­
σημέρι. ’Εκείνο τά βουνά όπου ήμουν εγώ ήτον δυνατά,
καί τής ευθύς έστειλα διαταγήν εϊς τά Δερβένι νά γυρίση
δλο τά στράτευμα κατ’ έμέ, διατί οί Τούρκοι ήλθαν άπά τήν
Μπολιανήν, καί τρέξατε νά μήν πιάσουν τάν κάμπον
* Τά
στράτευμα ήτον ώραις εξ μακράν
* ενύγτωσε· κ’ εγώ έμεινα
τοποτηρητής, νά ίδώ οί Τούρκοι ποΰ Θά κάμουν. Λαβαίνον­
τας τό γράμμα μου έκίνησεν δ Γ. Γιατράχος μέ 800, χαί
τά άλλα έκίνησαν άπό κοντά, Γενναίος, Κολώπουλος,
Κανέλος Δελιγιάνης, Παπατζώνης, Άρκαδινοί, Γκρίτζα-
λης, οί Τριπολιτζώταις, 6 Κολιός (έσκοτώΘη)’ έγώ ώπι-
σοδρόμησα μίαν ώραν κατά τον δρόμον όπου ήρχονταν οί
δικοίμας’ Μέ τά χαράγματα έφθασε δ Γιατράκος, έκαμε
νά πιάση ένα χωρώ, Δυράγι, έπειδή ύπο^-^^ι^Θηκε μή πε­
ράσουν οί Τούρκοι κατά τά Μιστρα
* άνεχώρησε καί έπήγε.
Έγώ έμεινα εϊς τήν ιδίαν τοποθεσίαν Ό ’Αντώνης δ Κολο-
κοτρώνης που ήξευρε τάν τόπον έπέρασεν άπά ένα μονοπάτι
καί έβγήκε μπροσΘα άπά τούς Τούρκους. Τά στρατεύμα­
τα μας ερχόντανε κοματιαστά. Ήλθαν άλλοι 1000 και
τούς έστειλα καί έπιασαν χάπ καταράχια, καρσί των 500
(Κανέλλος, Γεναιος, Γρίτζαλης, Παπατζώνης,)
* & Κολιό­
πουλος έρχόντουνε άπδ κοντά μέ τούς Άρκαδινους καί
μέ άλλα στρατεύματα, οί Τούρκοι έβγήκαν πρωί καί ε-
10
*
= 148 =
καμαν κατά μας· ίχι κατά τδ Δυράχοον
* απαντήθηκαν,
καί τά δικάμας δέν τούς βάσταξαν,καί έκαμαν £ετιράδα κατ
*
*
εμένα έρχάμενοι εις έμενα τούς άποψασίζω, στε'λνω 3000
εις τήν ράχην νά τούς βαστάξωμεν εδώ. Οί Τούρκοι ήλ­
θαν ίσια μέ τον Γενναίον, και έστάθηκαν. Δέν τούς έδιδε
χέρι να περάσουν έμπρδς, διότι άριναν τδ στράτευμα πίσω.
Έπιάσθη<αν πόλεμόν μέ Γενναΐον, Κανέλλον και λοιπούς.
Οί δικοί μας έρτιασαν ταμπούρια οι 3000, καί τούς έ­
βαλε ευθύς τδ κανόνι, μά δεν τούς έκαμε τίποτες. Έγώ
έπέρασα μισήν ώραν μακρυά, διά νά ήμαι αγνάντια του
πολέμου, καί έπρόσταξα τδν Κολλιοπ^υλον νά πάγη βοή -
θεία εις τδ πρόποδον τοϋ βουνού, που ήτον δ Γενναίος ά­
πάνω, καί έπήγε και έπολέμαε κα'ι δ Κολιόπουλος μέ
τούς Τούρκους. Ό Γενναίος κατεβαίνει και τού λέγει,
Μπάρμπα, τραβήξου άπ αυτήν τήν θέσιν, καί πήγαινε στου
πατέρα μου, νά δυναμώσετε έχει. 'Ηλθε δ Κολιοπουλος
* ήλθαν κα’ι ’Αρκαδίανοί, καί ήμεθα ένα σώμα κα­
εις εμέ
λό. Ό Γενναίος μέ τδ στράτευμά του πολεμει δλην τήν
ήμερα’ έριχναν μπομπαις και κανόνια, πολεμάν ολην τήν
ημέραν. Ό Ιιατράκος οπού ήτον εις τδ χωρίο σάν ή<ου-
σε τον πόλεμον ήλθε μεντάτι από έ>α μέρος · καί οί Τούρ­
κοι ήσαν πολλοί καί τοΰ έπεσαν επάνω και τδν χάλασαν.
Δέν μας βόλιε νά τού δώσωμεν βοήθειαν· διότι ήτον
βράχοι στήν μέσην. Λαβώθηκε δ Γιατράκος, έσκόρπισε έ·
χεΪΌ τδ στράτευμα· περιμέ-ωμεν βοήθειαν καί άπδ ταλ-
λα χωριά, πλήν δέν ήλθαν. Ό Γενναίος μέ τούς άλλους
εις τδ Καταράχι έπολέ'μησε καί δλην τήν νύκτα
* μά οί
Τούρκοι δέν έπήραν τά δμπρός. Τήν άλλην ημέραν στέλ­
νω τούς ’Αρκαδινούς νά πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα
τούς Τούρκους και έπιασαν όλα τά καταράχια. Βλέπον-
= U9 =τ
τας οτι έστειλα νά πιάσω τδ μονοπάτι, έχίνησαν οι Τούρ-
και έζει. Οί Αρζσδινοι αφού επολέμησαν δεν τούς βάσταξαν
και ήλθαν χατ εμένα. Οι Τούρκοι επηραν τον κάμπον.
ΊΙ χαβαλαρια ή Τούρκικη η<0εν έως εις τύ Λιοντάρι,
χαιο/τας τά "χωριά- Καμμ’ά δεχαο!
ο'ά χιλιάδες έτέντωσαν
άπο ταις πλάταις τού Γενναίουt σιόν κάμπον. Βλέποντας
, 1 » ε σ f
εγω εχειΌυ ; οτι επλεύρωσχν τά. ισττρατεύματα τά Εδικά μας,
I

έχατέβηκα υέ ’W Κολ -ύ ποουλον ενα χάρτο μακράν άπύ


I

1 πί *
τους 1ουρζους νά τούς φοβίσω. Δύο μεταις και τρεις
νύχται; άπαυτα ο πολε■ *μος.
* Ια
* είδα ou ci? ειI χποοt ούσα
νά τούς χάμω βοήθειαν,— μιά βρυσούλα ήτον, ίέν εχσταγαν
ί. t k ν . Λ1 7
νά στείλουν νά πάρουν
* k νεiρύ,’ διατι του; εφευγαν
* οεν ει—
“■ f ft
χα πόλεμε φάδια τοοττάς, κααι νεοό—τούς έκαμα σινιά-
λ ο νά ιού/ουν, μέ ιοωτιαΐ:. Ε’ς εκείνον τόν πόλεμον έ-
οωτιαΐς. Εις
* r »ft /
σχωτώθηκα/ 5 οικοί μας,Τούρχσι άρχετοί
* εουγαν
έφ ί οι άδικοι-
>
μας χάι Ετοαςηκαν’ κατά τού Τουοκολέκα, χ επήοαν τά
J Λ Ρ *
»

* «I

Δερβένια · Ίΐιεις ιέτραοιγΟζζαμεν κατά την Καρύταραν,


οπού► ή το ν τόπος δβ/ατές·» ■ Οι Τούοχοι£ έτράβηςαν χατά
την Τριπολι ιζά , έμπηζα
Τριπολιτζά *
ιί * είς την J ριπολιτζά' Οταν έ·
* ____ το
φύγαμε -Λ Ο
βρά- - δυι Εστειλα
νά χαύω την Τριπολιτζά, τον
ΤΥ f < ft *
soxpr(v, χαι ΟΞΐ έπρόφΟ αοε’ Λρχί-ισε νά χάψη την πά-
λιν’ έ;0Οισε ό Μπο "» rp Ί Κ ·ν 1
ι :4*οιης καί έπηοε της ΐ ριποΛιτζας το
*· Τ' ft λ 1
άραγμα ολο’ εχατ σε ημέρα* δέκα ο.α V : V
t f ? Λt <■ / J \
τά στρ·α τεύματα του’ Γχ είναι; ταις &ζ
*
Λ ήμερα·.; εγω
έσόναςα Κ ■ολάπουλον, Κα—έλ)ο? Δελ ιγιά.νην, Παπατζώ-
* ft
'Λ e fr Λ 1
νην—την νύχτα οπού έφυγαν
ι I εσχωτωθηχε ο Κολιάς, οχι
άπύ τού; εχθρούς—και έγινήκαμεν ώς 4500
* έζυγώσα-
μεν κοντά, διά νχ πιάσωμεν τά “όστά, νά μην τραβηςη
κατά την Καρύταιναν κα’ι χαλάση ταις χώρας;
* Ο Ζοί-
μης καί τό Άρχοντοπουλον ξτον είς το Τορνι'χι, ώς
= 150 =
2000. Οί Μιστριώταις και οί Άγιοπετρίταις μέ τδν Ζα-
φειρόπουλον καί μέ τδν Π. Μπαρπιτζ’ώτην. 'Ο Ίμπρα-
ίμης (κίνησε, χαί πάγει είς τδ Άργος’ ’Apivet στράτευ­
μα εις τήν Τριπολιτζα, πάγει στήν Γλυκε.ά, (περιβόλι
του Μίαοόλ?)’ ήμεΐς σάν έμάθαμεν ότι δ Μπραίμης έκα-
τέβηκε στδ Άργος, τούς έκαμα ένα στρατήγημα νά έβ-
γοΰν έξω άπδ τήν Τριπολιτζα, νά τούς πολεμήσωμεν και
πηδήσωμεν μέσα* έστειλα τδν Κολιόπουλον μέ 1000,
νά πιαση τήν μάννα του νερού κρυφίως, που νά μη φαί­
νεται τδ στράτευμά του’ τδν Γεναίον ει’ς τδ περιθώρι μέ
2000, χαί τον Κανέλλον Δεληγιάνην Παπατζώνην και
λοιπούς εις τδ κίττρον, ψηλά είς του Αγίου ’Αθανασίου
τήν πόρταν, κρυμμένοι χ εκείνοι
* εγώ στεχούμουν εις τδ
κέντρον. Ό Κανέλλος, οπού ήτον εις τήν μέσην, νά βγά-
λη 50 ανθρώπους’ Οί Τούρκοι βλέπωντές τους ολίγους νά
βγουν’ δ Κολιόπουλος, Γεναίος νά έμβούν ανάμεσα Τούρ­
κους καί Τρ ιπολιτζα, καί νά έμβούν μέσα άπδ του Λεον­
ταριού τήν πόρταν. Τό στρατήγημά μου έγεινε ανωφε­
λές. Οί Τούρκοι έογήκαν ολίγοι καί δέν άφησαν τδ κά­
στρο. έγεινε καμμιά ώρα άκραβολισμδς, είδαν οί ΊΕλλη-
νες οτι δέν έβγεναν καί (φανερώθηκαν, χ’ έπιασαν ταις
τάμπιαις οί Τούρκοι’ Τήν ’δίαν ώραν λαβαίνω ενα γράμ­
μα άπδ τήν Κυβέρνησιν άπδ τ’ ’Ανάπλι’ Ή Κυβέρνησές
μας έγραφε, ότι δ Ίμπραίμης πάγει ε’ς τήν Άκροχόριν-
Οον, καί τά στρατεύματα μας νά παν κοντά. "Ημείς ούτε
πολεμοφόδια είχαμεν ούτε τροφάς,έτρώγαμεν κριάρια και ψά-
νη,διατί τά χωριά έφυγαν άπδ τήν τρομάρα τους.Οί Τούρκο1
τής Τριπολιτζας γράφουν είς τδν Ίμσσραίμην νά φθάση. Σάν
έλαβα καί τδ γράμμα άπδ τήν Κυβέρνησιν διορίζω τον
Δημήτριον τδν Κολιόπουλον νά πάμε είς τους μύλους
= 151 =
τούς αφεντικού;, νά πάρωμε τζοπχανέ καί τροραις· Ά-
φίνω τδν Κανέλλον κα'ι τδν Παπατζώνην μέ 1500, νά
φοβίζουν τους Τούρκους’ εγώ μέ 300 έκίνησα νά κάμω
κατά την διαταγήν της Κεβερνησεως
* Εκείνην την ημέ­
ραν έρριξε ένα νερό καί έγεινε ε*α πέλαγος
* Οί άνθρω­
ποι περνούν άπδ μερικά χωριά, πίνουν κρασί, τους πι­
άνει καί εμέθυσα
*, και άργοπόρησαν νάβγοΰν εις τδ Παρ-
ΟένΓ 'Έστειλα τδν Κωνσταντίνον Ζαφειρόπουλον, νά μέ­
τρηση τ’ ασκέρι του Κολιόπουλου, άπδ κοντά έπηγα καί
εγώ. Έτράβηξα νά ξεσημεριάσωμεν είς τδν ’Αχλαδόκαμ-
πον. Έγώ έκατέβηκα εις τδ χάνι του ’Αχλαδόκαμπου νά
ξανασάνουν τά στρατεύματα καί έγώ νά κινησω. έγρα­
ψα εις την Κυβέρνησιν νά μου βγάλουν τζοπχανέδες και
ψωμί είς τους μύλους τούς αφεντικού;, νά πάγω έπει­
τα εις τ^ν Ά^>^^^)φ^^ινθον.
Ό Ίμπραίμης έκίνησε άπδ τά "Αργος καί έκοιμηθη-
κε είς τά βρυσάκια' δ τόπος ηκον σκάπετα
* όταν έστεί-
λαμεν τούς ταχυδρόμους, αυτοί συναπαντήθηκαν μέ τ^ν
μπρεστέλαν τοΰ ’Ιμπραίμη, καί έγύρισαν φεύγωντας δπίσω,
καί μάς είπαν δτι έφθασαν οί Τούρκο
* ώργάνισα εις 4 κο­
*
λόνες το στράτευμα τδν Βασίλην τον τουρμπετιέρη τδν έ­
στειλα νά μάς κάμη σημάδι, άν οί Τούρκοι είναι ολί­
γοι, νά βαρέση την τρσυμπέτα, εάν όλο τδ στράτευμα, νά
ρίζη ενα ντουφέκι’ έπηγε κ’ έτριξε τδ ντουφέκι
* δ Κο-
λιόπουλος νά πάγη είς την Γύρα, δ Γ. "Αλωνιστιώτης
νά πάγη του Μπέγη στην σκάλαν, και δ Γεναίος νά
πιάση τοΰ Παρθενιού την στράταν, καί έγώ είς τη» ά-
xpav’ βλέπομε» καί ξαγναντάει δλο τδ στράτευμα τοΰ
Ιμπραίμη έως 3000, καί έπεσε στδν κάμπον τοΰ ’Α-
*
χλαδόκαμπου τούς έκαμε 4 κολόνες κ’ έκεινος, έμοίρα-
= 152 =
σε τήν πλειο'τερη καβαλαρία χατά την Γύρα, Οί Έλλη­
νες έμου άποσταμένοι, έμου δέν εΐχαν ταμπούρια, έπεί-
κάσα on θά χαλασΟοΰμεν. ”Αν ειχαμεν την εΐδησιν άπά
τήν νύχτα, καί ηθελε ταμπουροθούμεν καί έλθη χαι δ Ζα-
ίμης θά έπολεμούσαμεν χαλά, έστοχασθηκα, τά στρά­
*
τευμα νηστικά καί χωρίς τζοπχανέ έβάρεσα ριτηράδα νά
γλυτώσω το στράτευμα· Ό Κολιοπουλος έτράβηξε κα­
τά τά μοναστήρι τάν 'Αγιον Νικολα, οπού ητον δυνατός
δ τύπος
* βαρώ την τουρμπέτα νά σηκωθη και δ Γεναΐος,
δέν θέλει νά σηκωθη· βλέποντας δ Ίμπραί,αης αύτδ ότι
μένει, έβαλε κολόναις κολοναις εις τάν άγριον τύπον' εγώ
έκ νέου διέταξα την ριτιράάα' βγαίνοντας εις τδ Παρθένι
μέ καμμιά εικοσαριά χαοαλαρέους έπηγα νά πιω νερά
είς ένα χωριά, στά Ππερτζοβα' δ Γενναίος έπιασε ένα
καταράχι αντίκρυ του χωρίου στήν κορρήν του βουνού μέ
1500· έχεΐ που έπηγα νά πιω νερό δέν έυρα, χαι ητον
σχάπετα μία βρυσούλα, χαι έπηγα νά πιω νερά· Οί Τούρ­
κοι έστάθηχαν στ' αμπέλια τά Μπερτζοβίτικα, εως δποΰ
νά βγουν δλοι
* χαι η χαβαλαριά η Τούρκικη έσχορπισε
στάν κάμπον, καί μάς πλάκωσαν στην βρέσιν * τους
βάλλομεν στά τουρέκι , χ' έρυγαν* έτουρεκίσθημεν ,
στους 'Αγίους......... εηγγα χαι έάάΘιαα αντίρρυ τυυ
*
Γενναίου Οι Τούρκοι δέν έκστριάτ^ιυι^ο^ν
* ’ έμειναν έχει
*
στ' αμπέλια τάν έβλεπαν τον Γενναΐον, καί δεν του πη-
γαν απάνω. Τά δειλινά έκάλεσα τον Γενναΐον μέ την
τρομπέτα νά έλθουν σ’ έμας, και μέ τά έσπέρας άντα-
*
μ^θηκαμ^^ν^ άνταμύνωντας τούς λέγω: Ό Κανέλλος εί­
ναι έχει θαβρευμένος χαι δ Παπατζώνης οτι οί Τουρκοε
είναι ολίγοι, νά ■ πάμε έμπράς νά τούς σηχώσωμεν, διά
νά μην τούς χλείσουν οί Τούρκο
* έρθάσαμεν, τάν ίση-
= 153 —
χώσαμεν, χαι έπήγαμεν κατά την 'Αλωνίστενα δλοι. Ό
Ίμπραίμης έμεινε στή^ Τρίπολιτζά
* έγραψα είς ταϊς έ-
παρχίαις και έσυνάχθηκαν εις τά Δερβένια 7000 * ήλθε
το ’Αργοντόπουλο, ο Ζαιμης, καί δ Αόντος, και εί­
χαν τδ Λεβίοι μέ 2000 καί έγώ είχα 5000 * τον Κο-
λιόπουλον, τον Κανέλλον, τον Παπατζώ·'ην, καί τά Κα-
ρυτινά στρατεύματα μέ τον Γενναϊον
* έμάθαμεν άπδ ενα
Τούρκον, δτι τοα ήλθε μεντάτι δ γαμβρός του μέ στρα­
τεύματα ει’ς τήν Μοθώνην, και θέ νά κινηθή διά βοήθει­
*
αν του Ίμπραίμη καί τότε έστειλα νά πιάσουν τά Δερ­
βένια, διά νά μή περάση πρδς βοήθειαν
* έγραψα ένα
γράμμα εις τά Δερβένια, νά έλθουν κ* εκείνοι εις βοή­
θειαν, διατί θά πιάσω τά Βέ'ρβενα, καί νά έλθουν εις
βοήθειαν, τόσον καί του Ζπίμη νά ελθη εις τήν πάνω Κρε-
πά, και τον Κολιόπουλον τδν έστειλα μέ 2000 νά πιάση
τά Βαλδέτζια, και τον Γενναιον καί τδν ΙΙαπατζώ··
*ην τον
έστειλα νά πιάσουν τά Τρίκορφα’ καί τδ βράδυ ήλθε δ Zat-
μης εις τήν επάνω Κρέπα χαί άναψαν φωτιαις, ταις είδαν
οί Τούρκοι άπδ τήν Τριπολιτζάν, καί ύπωπτεύθηκαν μή­
πως πιάσουν τά Τρίκορφα οί "Ελληνες, καί τήν αυγήν ά-
περάσισε δ Ίμπραΐμης, καί έστειλε ένα δύο χιλιάδες νά
πιάσουν διά νυκτδς τά Τρίκορφα’ δ Γενναίος έκίνησε, δέν
επρόφθασε νά πιάση τά ταμπούρια δλα, παρά τά μισά, και
τά μισά έ'πιασε δ Μπραίμης
* άρχίνισε τδν πόλεμον
* εγώ
ειμουν εις τήν πάνω Κρέπα, δ που εύρικοντο τά Καλαβρυτινά
και Κορίνθιανά στρατεύματα
* δ Κολιόπουλος έκίν/ηοε νά
ελθη μεντάτι εις τδν ΓενναΙ^ί^^· έστειλε δ Μπραίμης τήν
καβαλαρίαν, δπου έθέρισε στδν κάμπον’ έπήγβ στήν Σύλι-
*«,
μ ώπισθογύρισε τδν Κολιόπουλον, ήχον κάμπος χαΐ δέν
ήμποροδσε ν’ άντισταθή δ Κολιόπουλος. Τά στρατεύματα
i== 154 =
ήσαν ε?ς τά Βέρβενα . 7000
* ακόυσαν τδν πόλεμον και δεν
ήλθαν εις βοήθειαν· άν αυτοί ήρχοντο ε’ς βοήθειαν δέν έ­
στελνε δ Μπραΐμης ολον τδ στράτευμα εναντίον του Γεν­
ναίου. Ό Ίμπραιμης δσον έστελνε άπδ Τριπολιτζά βοή­
θειαν, τόσον έστελνα χ’ εγώ άπδ τδ άλλο είς βοήθειαν των
έδικών μας. Ό πόλεμος δ'ήρκεσε άπδ τήν αυγήν έως δύο
μετά τδ μεσημε'ρι, 9 ώραις’ κανόνια έριχναν εναντίον τδ
ταμπούρι του Γενναίου1 δ Γενναίος εβγήκε δύο φοραίς άπδ
τδ ταμπούρι διά νά τούς πάρη κανόνια’ άλλ’ εύρισκε πολ-
λήν δύναμιν καί έγύρισε δπίσω. Τά κανόνια των εγθρών
δέν (προξενούσαν βλάβην. Εις τδ ταμπούρι έσκοτώθη δ
Παπατζώνης, καί άλλοι δύο τρεις σημαντικοί. Τά στρα­
τεύματα του Τμπραίμη ήτον έως 20,000’ τδ ταμπούρι
δπου ήτον δ Γενναίος δέν είχε φόβον, καί άροΰ είδαν οί
Τούρκοι δτι δέν κάμνουν τίποτε άπδ εκείνο τδ μέρος, έ-
έξαπλώθηκε εις ταϊς πτέρυγες
* δ Παναγιωτάκης Νοταρας
δπου βαστουσε τήν πλάτην τοΰ Γενναίου άνεχώρησε καί
έτζι έφυγε καί δ Γιάννης Νοταρας μέ μεγάλον κίνδυνον
*
έπήραν τά οπίσθια του Γενναίου, καί άφου είδαν, έφυγαν
άπδ τδ ταμπούρι και έκαμαν κατά μάς. Ή καβαλαρία
τούς έφθασε, και εκεί (χάθηκαν 180, και πολλοί σημαν­
τικοί άξιωματικο!, καθώς Γεώργιος 'Αλονιστιώτης, Κώ­
στας Μπούρα, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριστόδουλος Ναύτης,
Χρήστος Παναγούλιας, κα! όλοι οί λοιποί Έ£λ^λη;νες ήτον
διαλεκτοί, 110 άπδ τήν Καρύταιναν, και 70 άπδ ταίς λοι-
παίς Επαρχίαις
* έστειλα έναν Μπαιρακτάρην Μιχαλάκην
του Ζαίμη μέ 30 ανθρώπους’ (βάσταξε τούς Τούρκους,
καί (γλύτωσαν οι εδικοί μας. Τδ βράδυ επήγαμεν εις
τήν 'Αλωνίστενα
* δ Ίμπραίμης άφοΰ είδεν δτι ήτον εκεί
στρατεύματα Έλλψικά, έπιασε τήν Πιάνα και τδ Χρν-
= 155 ==
σοβίτζι μίαν ώραν μακρυά το ένα άπδ τδ άλλο, χαί εις τήν
μέσην είναι οί μύλο
* της Νταβιας· άρηχε τδν Σουλεϊμάν
μπέη μέ 5000, καί έφκιασε 12 ταμπούρια διά νά φυ-
λάγφ τούς μύλους
* δ Ίμπραίμης εξαπλώθηκε εις τούς
κάμπους καί έθέρισε τά γεννήματα, καί τά έμβασε εις τήν
Τριπολιτζά, καί έπήγε καί αυτές έχει. Εις τήν 'Αλωνί-
στενα έβγήκαν 100 Άράπιδες, τούς επήραν οι Έλληνες
καΐ τούς έσχότωσαν ολους έκτές άπδ τρεις τέσσερους όπου
έφυγαν χαί έδοσαν τήν ειδησιν. Ό Ιμπραίμης έμαθε ον
ευρισκόμεΟα εις 'Αλωνίστενα,έχίνησε μέ ολον του τδ στρά­
τευμα είς πέντε κολόναις, χαβαλαρέους καί πεζούς· είχα-
μεν σχοπδν νά ύπάγωμεν είς την Δημιτζάναν, άλλα δέν
έκαταφθάσαμεν. Την αυγήν έφόγαμεν καί άφήκχμεν τδν
Κολιοπουλον μέ 1000, καί έχει δέν έμπορεσε νά βαστά·
ξη καί ήλθε στήν Βυτίνα, χα: άπδ τήν Βυτίνα εις τά Μα-
γούλιανα. Ό Ίμπραίμης έχαψε τήν Βυτίνα καί ήλθε εις
τά Μαγούλιανα· έκεΐ δέν ήπορέσαμεν νά τον βαστάξωμεν
καί τδ στράτευμα έσκορπίσθη. Οί Καρυτινοι, σαν έμβηκεν
ο Ίμπραίμης είς τήν επαρχίαν τους, έπήγε δ καθένας
νά άσφαλίση τήν φαμελιάν του' οι Κορήθινοι άνεχώρη-
σαν δ Λόντος άνεχώρησε καί αύτδς’ έμείναμεν κατά πε­
ρίστασή έγώ, δ Ζ-ίμης, Κανέλλος Δεληγάννης, Κολιό-
πουλος, 'Αναγνώστης ΙΙαπασταθόπουλος, καί 'Αποστολής
Κολ^οκοτρονης· έπήγαμεν είς τά ήλθε δ Ζα-
χαριάίης μέ τά γράμματα, διά νά ύπογράψωμεν τήν α­
ναφοράν, καί νά ζητήσωμεν τήν ύπεράσπισιν άπδ τήν ’Αγ­
γλίαν επειδή καί δέν ήαπορούσαμεν έξ αιτίας των πε­
ριστάσεων νά ένωθοΰμεν ολοι καί νά ύπογράψωμεν τήν α­
ναφοράν, ύπογράψαμεν οί εξ καί έβάλκμεν καί δλων των
*
άλλων τάς ύπογραφας είς εκείνην τήν περίστασιν ειμε-
= 156
δα απελπισμένοι, τά υπογράψαμε
*· τά έδώσαμεν είς τον
άπεσταλμένον άνθρωπον, καί έπήγε στήν Ζάκυνθον. ΓΟ
Ζαιμης άνεχώρησε διά τά Καλάβρυτα' δ Γενναίος έπήγε
διά νά εύρη τον υιόν μου Κωνσταντίνον εις του Ψά-
θαρη μέ τδν Κανέ'λλον καί έπήγαν έπήραν ταΐς φα-
μελιαΐς, καί ταις έπήγαν εις Ναυπλιον. δ Κολιόπουλος
επήγε εις τδ Πκλούμπα, έπήρε τήν φαμελιάν του καί έ-
πήγε στην Μονεμβισία, καί έτζι διε λυθη αυτό τδ σώμα,
καί έμεινα μέ 30 ανθρώπους, καί έπέ'ρασα κατά τδ Φα-
νάρΐ' από έκεϊ έστειλα διαταγάς, καί εις τρεΐς ημέρας
εμαζώχθηκαν 2000' εκείνο όπου έχάΖαγε το μυαλό του
Μπραίμη ήτον που μου χάλαγε * *
ένα στρατόπεδο καί
είς δύο ήαέρας έσύστενα άλλο' *0 ’ίμπραίμης έπήγε στήν
έπαργ^ίαν Καρυταινα, έπήγε έως στά Καλάβρυτα, Χτρε'ξοβα
εκεί καί έ-
καίοντας καί σκλαβόνωντας· ελεηλάτησε έως έκεϊ,
*
γύρισε δπίσω στήν Τριπολιτζα άπδ εκεί μονονυχτΐς έπή­
γε εις τον Μιστρά, έσκλάβωσε, έλεηλάτησε, καί έκει
ήλθε πάλιν ειις την Ιριπολιτζά, κα’ι α-0 εκεί εκίνη-
σε διά τά Μοθοκώρωνα· άφηκα ταΐς 2000 εις ταίς
Καρυαΐς' έπήγα έγώ εις τά Βερβενα, διά νά έμ·
ποδίσω νά διαλυθούν οΐ 5000 συναγμένοι εκεί * μόλις
είδαν τούς Τούρκους έιζάκισαν· εις τά Βέρβενα έκλεί-
σθηκαν καί μερικοί· δ 'Ανδρέας παιδι του Κοντάκι, έ-
πολέμησαν, έσκοτωσαν 15, και οί Τούρκοι εμβήκαν είς
την Τριπολιτζα · έπήγαμεν εις τδν "Αγ ιον Πετροφ καί
διελυθη τδ στράτευμα
* δ Ίμπραίμης καταβαίνοντας εις
τά Μοθωκόρωνα, έκτύπησε τδ στράτευμα δπου είχα
ά^ήσει είς ταΐς Καρυαίς, τούς εκτυπησε δέν τούς έκα­
με τίποτες, καί άνεχώρησε διά τήν Κορώνην. Έσκο-
τώθηκαν Τοδρκοι 70.
= 157 ==
Ίδου πώς έστάθηχε ή αρχή της αναφοράς διά τ^ν
ύπεράσπισιν της 'Αγγλίας· μία φορά έλαβα ένα γράμ­
μα άπδ τον ‘Ρώμαν, κχι μου έλεγε· δτι ώμίλησε μέ
τον Άδαμ. Ό ’Αδαμ του είπε, δέν ητο δυνατόν νά ά-
ποσπάσωμεν τδν Κολοχοτρώνην άπδ τδ άρχοντιχόν κόμ­
μα; Τδ χόμμα αύτδ ένομίζετο Άγγλδδιωκτικδ καί 'Ρωσ-
σολάτρικο καί αύτδ τδ διέδιδαν οι Μαυροχορδατισται
* μου
έγραψε δ 'Ρώμας καί μου έλεγε τά δια του είπε, καί
να του γράψω ΐδίογείρως τδ φρόνιμα μου’ εγώ του ά-
πεκρίθηκα, οτι δέν είμαι Άγγλοδιωκτικδς καί 'Ρωσσο-
λάτρις αλλά είμαι φίλος εκείνου δπου θέλει νά κάμη
τδ καλδν της πατρίδος μου, καί γίνου έγγυηχής εις
τήν έξοχότηχά του τον λΑδαμ, και δ Άδαμ ά; γείνη
*
εις την αυλήν του διά τά φρονήματα μου 'Ο Άδαμ εστει-
λεν είδησιν εις την Αγγλίαν, και μέ μερικόν καιρόν έκρα­
ξε τον ΊΡώμα, έκλέίσθηκέ δυο ημέραις, έκαμε τδ σχέ­
διο των αναφορών, και την έστειλε την μίαν νά την υπο­
γράψω εγώ, καί τλν άλλην δ Μιαοόλης· την υπογρά-
ψαμεν. ’Εννοείτο τδ έθνος συνασμένων εις Συνέλευσίν,
καί έτζι τδ Βουλευτικό τδ ’Εκτελεστικό υπόγρα­
ψαν ώς άτομα, οχι ώς διοίκησις
* έλεγε δτι τδν πα­
ρόντα νόμον νά έκτελέσουν οί πρόεδροι της ξηρά; και
της θαλάσσης: υπογράφθηκα Πρόεδρος των ενωμένων ε­
παρχιών της Στερεά; 'Ελλάδος, κα'ι αρχιστράτηγο; τις
'Ελλάοος
* Μιαούλης πρόεδρος των ν^σων, καί ναύαρ­
χος των κατά θάλασσαν 'Ελληνικών δυνάμεων. Αυτην
την πραξιν της άναφορα; διά την Αόνδραν, τ^ν επικύ­
ρωσε τδ έθνος εις τ^ν συνέλευσιν της ’Επίδαυρου καί
της Τροιζψος. ·
Έκαμα διαταγαϊς Μιστρα, Μονεμβασσιά, "Αγιο Πέ-
== 158 ==
τρο, κα’ έσύναζα δέκα χιλιάδες, καί ήλθα καί έπι-
ασα τά Βέρβενα, κα' ή γερόντισσα ή μάννα μου (είχα
ένα καπετάνιο Χιμαριώτη μαζή της) ήλθε στδ Γβωρ-
γίτζι καί έπέρασε στήν άχραν του Μιστρα, διά νά
πέραση στ' Άνάπλι, και είχαμε καί τά δύο του Σε-
νετζίμπεϊ παιδιά άπδ τήν Τριπολιτζά ένέχυρον , τά
έβαλα ει’ς ένα τόπον και έφυλάχθηκαν έως ποΰ τ' άλ-
λάξαμεν μέ τους δύο Ζαφειρόπουλους άπδ τδν Ίμ.πρα-
ΐμη, καί έπηγα καί άφνχα τδ στράτευμα ε’ς τα Βέρ­
βενα, καί έπήγα νά έπισχεφθώ τήν φαμελιάν μας, δυο
ώραις τά Βέρβενα άπδ τον "Αγιον Πέτρον
* τδ στράτευ­
μα εϊδε μπουχό τής Τριπολιτζάς στδν κάμπο καί ει-
?
πε πώς»
είναι /
στράτευμα, > /
καίχ εσκόρπισαν,
_
και1 όταν
tr »
έ-
γύρισα τούς απάντησα· είδα δτι δέν έκανα δουλιά, έ­
στειλα εις τήν Κυβε'ρνησιν οτι νά κάμουν στρατιώτας στ'
’Ανάπλι, καί νά δώσουν του Αόντου, Γενναίου, Κανέλ-
λου πληρωτικούς κα’ τότε στέλνω, έχοντας έκτελεστι-
κή δύναμι, καί μαζώνω καί άλλα στρατεύματα, έτζι ήλ­
θαν καί έσυνάχθημεν έως τέσσερες χιλιάδες, ήλθε δ
Αόντος, δ Κανέλλος, κ’ έγινήκαμεν ώς τεσσαρες χιλι­
άδες’ ήτον ε’ς τον "Αγιον Πέτρον
* Τότενες έδωκα δια­
ταγή του Άντώνη Κολοκοτρόνη του νά έοχωνται νά
περνούν τζοπχανέδες, νά κτυπουν άπδ δλα τά μέρη· καί
έπερναν σημαίαις, εσχότοναν, μας ήρερναν κεφάλια, καί
*
έπλήρονα ένα τάλλαρο τδ κεφάλι ένα τάλλαρο τ’ ά-
γόραζα άπδ τούς στρατιώτας, καί τά έστελνα, καί τό­
τενες ήλθε δ Μπραίμης μέ δλον του τδ στράτευμα ε?ς
τήν Τριπολιτζά, καί άφηχε τήν δύναμιν ε’ς τούς Μύ­
λους Ααβιά , και ε’ς τήν Τριπολιτζά , καί έκίνησε
μέ τριάντα χιλιάδες κατά τού Μιστρά έγώ έκείναις
= 159 ==
ταΐς ώραις έτυχα νά ήμαι στ’ Ανάπλι, διά ύπόθεσιν
του στρατεύματος καί νά δώσω γνώμην χαί τη; Κυ-
βερνήσεως διά τροφάς καί πολεμοφόδια, καί έτζι αποφά­
σισα μία επιτροπή τδν Κωνσταντίνον Δεληγιάννη κ’ έναν
άλλον 'Ρουμελιώτην μέ τδ ίδιον όνομα, καί ’Αναστάση
Λόντον, και τούς έστειλαν εις τδ ’Αστρος χαί έκαναν τρο-
φαΐς, καί έπλήροναν χαί τού; λουφεντζίδες, καί δσοι
μπουλουξίδες ερχοντο, τδ μηνιάτικό τους έπερναν τεσκε-
ρέ, καί έπληρόνονταν εί; τδ εγώ εβγήκα εις
'δ *Αστρος έχει μου ήλθε η είοησις οτι δ Τμπραί-
μης πάει εις τδν Μιστρά, χαί έγραψα τού στρα~
τεύματος νά κίνηση διά τδν Μιστρά’ καί έμβήκα
εις ένα καΐκι, καί έβγήχα εις τδ Λενίδη δ.ά νά συ­
*
νάξω στρατεύματα έτζι ήχολούθησε· όταν έπήγα εις
τδ Αενίδι έκαμα 200 Λενίδιώταις , καί έβγηχα έμ-
πρδς, καί αντάμωσα καί τδ άλλο στράτευμα, έως
*
4000 Ζαίμης, Αόντος, Γενναίος, Πκναγιωτάκη; .Νοτα-
ρας, Ό Ίμπρα'ίμης έπ?γε έως άπ’ έξω άπδ τήν Μο-
νεμβασία καίοντας’ (γύρισε είς τήν απιδιά, έχώρησε τδν
γαμ<ρδν του μέ 1000, καί ήλθε εις ένα χωορτό* ήμείς
τδν έβαρέσαμεν, 4 σκοτωμένοι, καί έτράβιξε σ’ ένα βου­
* έκαμε σενιάλο, καί ήλθε τακτικδ εί; βοήθειαν του
νό *
έπολέμησε μέ τδν Γενναΐον, κα'ι τον Τωάννην Νοταρά'
άπδ έχει τά στρατεύματα τά Τούρκικα (κινήθηκαν εί;
τδ Γεράκι, καί οί (δικοί μας εις του Κοσμά’ (διέτα­
ξα δλα τά στρατεύματα κατά τδν "Αγιον Βασίλειον, νά
α*αχωρήσουν, καί να έτοιμασθώμεν ει’ς πόλεμον’ ολοι οί
μισθωτοί άνεχώρησαν μέ τά φορτηγά έως 3000, καί
εμείναμεν μόνον μέ 1000
* οί Τούρκοι δέν ήλθαν νά
πολεμήσωμεν' (τράβηξαν εί; τδ Μαραθωνήσι, (πήγε εις
— 160 =
tiv Πολυτζαραβον
* txsi απάντησαν τους Μανιάταις, έ­
καμαν πόλεμον δυνατός κα’ οί Τούρκοι Οπισθοδρόμησαν’
ει’ς διάφορα μέρη δυνατά εχλείσθηκαν οί εδιχοι μας, κα’
Πολόμησαν γωρ’ς νά τούς κάμουν οί Τούρκοι τ’ποτες·
έτράβηξαν επειτα διά την Τ’ριπολιιζά, εβγηκαμεν
κα’ ημεΐς εις τά Βερβενα , και τότε άνεχώρησε δ
Ζα’μης κατά τά Καλάβρυτα, δ Νοταρας διά τήν Κό ­
ρινθον και έσυναζαν στρατιώτας διά να άντισταθουν τούς
Τούρκους άν έπήγεναν εις τάς.επαρχίας των' εως δπου 1·
πιασαν τά Τζιπιανά Κορίνθιοι, έγώ, δ Γενναίος και δ
Λόντος έμε’ναμεν είς τά Βεώοενα. δ Θεόδωρος Γρ’βας
έρχεται από τδ Ναύπλιον μέ 300 ανθρώπους εις τά
Δολιανά. Τότε άποφάσισα κα’ περνώ 200 άνθρώπους
διά νά πάω εις τούς Μόλους τής Δαβιας, άρηχα τον
Γενναίου, τδν Λόντο, καί τδν Κανέλλον εις τά Βε'ρβε
*
να καί τούς είπα, δτι είς τόσα-ς ήμέραις θά ίδήτε φω-
τια’ς, νά έχετε βάρδια καί όσαις φωτιαις μέ τό-
σαις χιλιάδες είμαι κα’ νά κάμετε και σείς φωτιαίς διά
νά καταλάβωμε δτι τάς ιοατε
* Κα’ αυγήν θά χτυπή­
σω τούς Τούρκους εις τούς Μόλους καί εσείς *
δλ
νυχ-
τής νά πιάσετε τά Τρίκορρα, κα’ι νά εμποδίζετε κάθε
βοήθεια δπου θά έλθει ατό τήν Τριπολιτζα- έπήγα εις
τά Δολιανά έπήρα τδν Θ. Γρίβα κοντά μέ τούς 300
άπδ τά Δολιανά, έπέρασα είς τά Τζιπιανά και τούς εί­
πα: άν ίδήτε εις τδ δείνα βουνό φωτιαις νά κίνηση ε­
κείνο τδ στράτευμα διά νά «τάση τήν *
Πανοχρέ'πα I*
πήγα είς ‘Λλωνίστενα, έστειλα πεζοδρόμον είς τδν Ζα-
ίμην δπου ήτον ε’ς τά Καλάβρυτα κα’ του εγραφ«, μιά
ώρα άρχήτερα νά ελθη μέ (όσους ε’μπορέσεΓ ήλθβ μέ
600 δ Ζαϊμης και είχα και 1400 καί Ιγεινήκαμ»
= 161 =
2000 είχα σχοπδν νά χτυπήσω τους Μύλους της Τα-
βίας διά νά τους κόψω ταις ζωοτροψιαις· ρώτησα με-
ριχους Τοίχους. οπού επιασαν οί Έλληνες, πόσοι
ητον εις τά ταμπούρια τά Τούρκικα, καί μέ άπεκρίθη-
καν δτι ήτον μόνον 800' έκαμα τά σημεία καί τά
διάφορα στρατεύματα ήλθαν καί έπιασαν τάς θέσίις, δ­
που τους είχα ει’πει, μέ τα χαράματα. δ Θ: Γρύύας
«ζήτησε τήν -θέ'σιν οπου ήτον δ Χασιχν-μπεις. του έδοσα
δδηγούς χαί έπήγε· δ Βα^λης ·Αλωνιστιωτης μέ τους
άλωνιστιωτας έπήγε είς τδ πλευρό του. και τδν Άντώ-
νη τδν Κολοκοτρόνη,τδν έστειλα εις τδ Χρισοδίτζι μέ 500
διά νά τούς πέσουν αποκάνω άν δοκιμάσουν οί Τούρ­
κοι να έδγουν άπδ τά Ταμπούρια διά νά υπάγουν είς
βοήθειαν των άλλων Τούρκων δπου έμελλε νά χτυ-
πήση δ Κωνσταντίνος ’Αναστόπουλος της άδελψής μου
τδ παιδί
* εγω και δ Ζαιμης μέ 200 «ταθήκαμεν εις
τήν μέσην τής Πιάνας καί των ^λωνιστιωτων
* έμοιρτ-
σθήχαμεν είς πέντε θ^εις’ είς τήν Πιάνα είναι ενας πα-
λιόπνργος, χαί δ ΤούρκοΕ ·τδν ε?χαν φχιάσει ως καστρο.
ήτον 130 Τούρκοι· Κείνους είχα ε^ει νά βαρέσουν τήν
νύκτα ή εις τήν ράχην ή εις το χωριό· ή μια θέσις
άπδ τήν άλλην οπου εβαστούσαμεν ήτον μακριά ί0
λεπτά.
Ό Κωνσταντής καί δ Αεχ°ουρίτης έχατέβηκαν μέ τά
χαράματα είς τδ χωριδ, τδ όποιον ήτον χαλασμόν
άπδ τοδς Τούρκους ^τηδες, διά νά μή τδ πιάσ°υν οί
Τϊλληνε^ είς τά προποδα του χωρίου ήταν δύο λόχ°ι
Τούρκοι.
'Ανοιξε τδ τουφέκι εΐς τήν Πιάνα. ήμεις έκινήσαμεν
εις βοήθειαν. οί δυο λόχοι ήλθαν επάνω εί’ς έμας. Οί
* 11
= 162 =
Τούρκοι βλέποντας έμας 10 καβαλαρέους ένόμισζν πώς
ημεθα· πολλοί καί έτράβηξαν, οί 'Αλωνιστιώταις ?λθαν
άπδ ταϊς πλάταις των Τούρκων, δ Γρύβας δέν έστάθηκε
νά πολεμήση άφ* ου είδε τδν Σουλε’ίμάνπεϊ
* δ ’Αντώνης
Κολοκοτρόνης μέ τδν Κολφινον Πετιμεζα έρίχθηκαν
νά πιάσουν τδ κεφαλόβρυσον, τούς Μόλους· δέν ήμπόρε-
σαν νά περάσουν άπδ τά Τούρκικα Ταμπούρια· 6 Μπαϊ *
ρακτάρης δ έδικός μου καί του Ζτίμη πλησιάζουν εις τάς
πτέρυγας των Τούρκων, δ Μπαϊρακτάρης του Ζαίμη τούς
έπρωτοτζάκισε, άφοΰ έσχότωσε τρεις μέ τήν λόγχην του
*
Μπαιρακιού οί Τούρκοι έμβήκαν είς άταξίαν, άπδ τούς
δύο λόχους τέσσαροι μόνον έγλυτωσαν , έπήραμεν 16
ταμπούρλα και τήν σημαίαν των * οί Τούρκοι δποΰ ήτον
κλεισμένοι εις τδν Παληόπυργο έτζάκισαν, καί τούς έ-
σκότωσαν όλους 1 30. Τδ σώμα των Βερβένων ήλθε είς
τήν προσδιωρισμένην βέσιν ιών Τρικόρφων· ήτον Αρχηγοί
Λόντος, Γιατράκος,Κανέλλος,Γενναΐος και Χατζή Μιχάλης
μέ τήν καβαλαριαν Είκοσι καβαλαρέοι ήτον ή πρώτη φορά
δπου άρχήσαμεν νά κάμωμεν καβαλαριαν' οί Τούρκοι
τής Τριπολί’ζας έκίνησαν εις βοήθειαν των Τούρκων
δπού έπολεμούσαμεν ήμεΐς
* έκτυπήθηκαν καί' Οπισθοδρό­
μησαν άπδ τήν καβαλαριάν τήν έδιχήν μας, τότε έπρό—
φθασε καί δ Νοταρας εις τήν Άπάνω-χρεπα
* άπδ τήν
Τριπολιτζά καί άπδ τήν Σύλιμνα έβγήκαν και έκτύ-
πησαν τον Γενναιον είς τά Τρίκορφα άντικρυ τ^ς Συ-
*
λίμνας έπειτα απδ μιαν πεισματώδη ράχην έτράπησαν
είς φυγήν. Έσκοτώθηκαν εως 70 * ^έπίάοθηκαν 9 καί 4
ταμπούρλα’ τούς έπήραν καί ένδεκα ταμπούρια καί τδ
καστράκι τής Συλίμνας, άπδ τδν χαλασμόν των δεν
έπρόφθασαν νά έμβουν είς τήν Τριπολιτζά· δ Άρ-
±= 1G3 =
χηγδς των Τούρκων έστειλε 4 χαβαλαρεους δια νά δώση ει-
έησιντου Ίμπραιμη, δ οποίος εύρίσκετο εις τήν Μεσσηνίαν
κα! έτο’μάζετο νά πάη να χαλάση τά Σουλιμοχώρια. Ό
Τμπραίμης εχινησε ει’ς βοήθειαν των αποκλεισμένων Τούρ­
κων εις τήνΤαβιά. δ Γενναίος δέν είχε πλέον πολεμοφόδια καί
ψωμί καί έπήγε εις τδ Βαλτέτζι καί εγώ εις τδ Διάσελο τής
Άλωνίστενας. Τήν τρίτη ήμερα διέταξα τδν Γεννα’ον νά
πάρη τδ σώμα του και νά πάη ε’ς τούς κάτω Μύλους
κατά τήν Συλψνα
* έχει έπήγε, επολέμησε 4 ώραις καί
έκυρίευσε τά δχυρώματα καίωντας κα'ι τούς Μ^ους,
«φονεύΘησαν υπέρ τούς 50 καί έχυριευσαν τά Ταμπού­
*
ρια τδ άλλο μέρος ήμεΐς καί δ 'Αντώνης Κολοκοτρό-
νης, Γκολ φίνος, Γρύθας, Νοταρόπουλος, Τζόπρης έχαλά-
σαμεν τούς επίλοιπους μύλους, καί τούς έκλείσαμεν ει’ς
ενα Παλι^κα?^ ει’ς ενα βράχο όπου ήτον αδιίνατον νά
άνέβη κανένας, ε’χαμεν γνώμη νά τούς κόψωμεν τδ νε-
ρδ καί εις δύο ήμέραις νά προσκυνήσουν, άλλ' εις αυ­
τήν τήν στιγμήν μάς χάμνει φανδ δ Γενναίος δτι
<φ$ασε δ Ίμπραιμης, καί έτράβηξε κατά τά Βέρβενα δ Γεν-
ναως
* ήλθαν 20θ0 χαβαλαρέο’, έπήραν τούς Τούρκοος
τούς κλεισμένους καί τά στρατεύματα τούς έπήγαιναν
πολεμώ'ντας άπδ τά πισινά
* επήγαμεν, άναχωρήσαμεν δ’ά
τά Βέρβενα, καί τδ Νοταρόπουλο καί δ Τζοκρης έμει­
ναν ε’ς τά Τζιπιανά. Ε’ς τδν κάμπον τής Ταβιας έ-
χαλασαμεν 8 ή 9 μΰλους, άπδ εκεί άλεθαν καί έ-
^ήγαιναν εις τήν Τριπολιτζ5
* Τακτικοί Τούρκο’ έχά-
θηκαν ε’ς τρεΐς ήμερας καί ε’ς τάς δεαφόρους θέσ^ς
5θ0, ταμπούρλα 2θ, πολλά μουσκέτα, σημαιαις 4,
άλ®γα, άξ’ωριατικο'ί πολλο
* ’ ήμεις έπολεμούσαμεν έκεΐ,
άλλά είς δλα τά μέρη^ ε’ς ολας τάς επαρχιας εκτυ-
11
*
= 161 —
πουντο οι Ιούρκοι και δέν έλειπε ήμερα όπου νά
μή σκοτόνωνχαι Ιούρλοι· γράψω εγώ όμως εδώ οσας
μάχας ήμουν παρών χαί ώδηγοΰσα εγώ- αυτός ?τον
ο μόνος τρόπος να χτυπούν τούς Τούρκους ,. έπειδή
*
διά να συστήσω γενικόν στρατόπεδο δ(ν ήμποροδ-
σα , ά διότι δε * είχα ζωοτροφίας, β'. πολεμοφόδια
χαί γ'. διότι ήτον τδ μόνον άδύνατον νά νικήσωμεν τούς
Τούρκους μέ παρατεταγμε'νη μάχη διά τδ πολυάριθμον
του εχθρού· άλλά είχα δώσει δδηγίας νά χτυπούν
πάντοτε τδν εχθρόν από εμπρός, άπδ πίσω, άπο τά
πλευρά, τήν νύκτα νά τούς πεύτουν είς τδ όρδΙ, νά και-
ουν οί έδιχοι μας το?ς ζωοτροφίαις δταν δέν ήμπορου-
σαν νά ταις πάρουν διά νά μή ταΐς άφήσουν εις τούς
καί μέ τούτον τδν τρόπον έχαλιώντο πολλοί
Τούρκοι χωρίς νά χάσωμεν Έλληνας. Πολλοί φώνα­
ζαν τότε, καί ή ιόια ή Κυβέρνησις μέ έγραφε νά συ­
στήσω γενικόν στρατοπείον, καί νά κάμω ένα γενικόν
πόλεμον· αυτοί όμως οεν ηξευραν την κατιί στασίν μας*
διότι οί Τούρκοι είχαν πιάσει τδ κέντρον καί δεν μας
άφηκαν ποτέ νά συγκεντρωθούμε
* 10 καί 15 χιλιάδες νά
*
άντι παραταχθούμε είς τδν εχθρόν κάθε έπαρχια (φρόν­
τιζε διά τήν υπεράσπισίν της· έπειτα δ τόπος είχε έ-
ρημωθη, δ πόλεμος δέν άφινε νά καλλ ιεργήται, ψωμί
δέν εύρισκαμεν, ή Κυβέρνησις ήτον μόνον διά τό όνο­
μα, διότι δέν είχε καί εκείνη καί δέν μας έστελνε, μό­
νον με άστάχυα, ψάνι, καί μέ κρέας έζούσαμεν 20 καί
30 ήμέ'ραις. καί άν έκάμναμεν καί ένα. γενικόν πόλεμον
καί εχά'νοντο 4 ή 5 χιλιάδες ήτον αδύνατον νά ματα-
μαζεύσω στράτευμα εν ω έάν εχάνοντο καί δέκα, δε­
καπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες έφερνεν άλλους δ Τμ-
= 165 =
πρσίμης· εί; αυτήν τήν περίστασιν οί τζσπάνιδες μας
βοήθησαν πολλοί, διατι ολο μέ τά ζωντανά του κόσμου
έβαστιε'το στρατόπεδο
* εις αυτούς τούς άχροβολιστι-
κούς πολέμους Ηλοι ευδοκίμησαν, ολοε πλήν κατ' εξοχήν
ό Άνΐωνάκη; Κολοχοχρόνης, δ Κορέλας από τά Άρκου-
δορέμα, δ Παπά Δημήτρης άαδ τύ Χρυσοβίτζ * /σκό­
τωναν πότε 20, πότε 30, 40, 50· εις ολαις ταϊς έ·
παρχίαις απαντούσε άντίσταστ οί Άρχαδινοϊ χαί οι Κον-
τοβσυνησιοι καί ολοι οΐ Μεσσήνιοι, (πήγαιναν εις τά Μοθω-
*όρωνα καί τούς /χτυπούσαν τούς Τούρκους καί τούς
εσζ,ότωναν καί τούς έπερναν πότε 20, πότε 30, 40,
μουλάρια, καί έτζι βζούσαν, διατί μισθόν οι Πελοπον-
νήσιοι δεν έπηραν παρά από τά Τούρκικα λάρυρα έζου-
*
σαν οί κάτοικοι των (παρχιών /πήγαιναν εις 1?α βουνό,
ερχόντα-ε οί Τούρκοι, έρευγαν καί επήγεναν εις άλλο
βουνύ, όλα αύτά έγίνοντο εις τά 1826.—'Επειδή του
έχάλασα τούς μύλους του Ίμπραΐμη δέν ε!γε πλέον
πως να εχη ζωοτρορίαις
* άνοιξε δρόμον άπδ τά Μοθω-
κόρωνα εως τήν Τρίπολιτζά, καί άπδ τήν Μεσσηνίαν
έστελνε φορτηγά μέ ζωοτρορίαις, έπιασε εις του 'ίσσαρι
καί έκαμε στρατόπεδον
* άρου μέ αυτόν τδν τρόπον ε­
φόδιασε διά κάμποσον καιρδν τήν Τρίπολιτζά καί άρη­
** και 5,000 φρουρά, αύτδς έσυνάχθηκε εις τά Μεσ-
οηνιακά φρούρια. — Άρου έμαθα από ζωντανούς άράπιδες
που έπιαναν οί "Ελληνες οτι δ Ίμπρα^μης έτοιμάζβται
διά νά πέραση άπδ τήν Γαστούνην καί νά ύπάγη εις τδ
ΜίσσοΙόγγι, έγραψα είς τήν Κυδέρνησιν καί τούς έδιδα
γνώμην μέ δυο γράμματά μου, ότι νά μοδ δώσουν τήν
άδεια» νά υπάγω εις τήν Γαστούνην ή άλλον νά στεί-
λουν διά νά σηκοοσουν δλαις ταΐς ζωοτρορίοις όπου εύ-
= 166 =
ρίσκοντο εις τήν ίαστούνην καί νά τοίις έμέά'σουν εις τδ
Μίσσολόγγι , καί άν ήθελαν μέ άκουση & θεός ήξεύ-
ρει πώς ήθελε γυρίσουν τά πράματα, διατί το Μισο­
λόγγι δέν ήθελε πέσει έχοντας ζωοτροφίας· είχαν καιρδν
20 ήμέραις, τους έδοσα τήν είοησιν προτήτερα
* εφόδιασε
τά τρία φρούρια μέ στρατεύματα καί ζωοτροφίας, καί
εκίνησε διά τήν Γασιουνην οί Γαστουναιοι, άλλοι έπή-
ραν τά βουνά, καί άλλοι έκλείσθηκαν εις τδ Χλσμο υ-
τζι, άπδ ταϊς ζωοτροφία?; άλλαις έχαψε καί άλλαις έβά-
σταξε καί ταϊς έπτίρε στδ Μισολόγγι.
Τότενις οί Γαστουναιοι σαν έχλείσθηκαν εις τδ Χλουμού-
τζι δέν είχαν τ’ αναγκαία, χαί είχαν πολλά γυναικό­
παιδα καί δλίγαις τροφαίς
* Βλέποντας άπδ τδ Χλου-
μοότζι οί Γαστουναιοι ότι είναι πολιορκιμένοι, άπεφάσι-
σαν τριακόσιοι νά πέσουν εις τδ στράτευμα του έχθροΰ,
να πέσουν έξαφνα, νά βαρέσουν τούς εχθρούς· καί νά ε­
πιστρέφουν εις τδ Κάστρο καί τους έ χτύπησαν τούς
Τούρκους και έχάλασαν πολλούς· όμως έπιασε ένα νε-
ρδ τδ βράδυ, καί έγύρισκν και έχλεισθησαν εις ενα χω­
ριά και τούς έκοψαν δλους. Τούρκους έσχότωσαν οσους
ήμπόρεσαν καί εκείνοι έχάϋηκαν, έπαραδόθηκαν καί εις τδ
*
Χλουμούτζι ήτον καί δ Μιχαλάκης Σισίνης έχει.—Έσύναξε
τ’ άρματά του δ Ίμπραίμης κ’ έπήγε στδ Μισολόγγι
* τδ τί
έγίνηχε στδ Μισολόγγι είναι γνωστδ, καί άλλη ιστορία
τδ λέγει· *Εσμιξε μέ τδν Κιουταγιαν, άλλη ιστορία θέ­
λει σημειώσει τήν γενναιότητα του Μεσολογγίου’ Πέρ-
νοντας τδ Μισολόγγι έχασομέρησε πολλά δλίγαις ήμέ-
ραις, ήμεΐς ειχαμεν συνέλευσιν εις την Πιάδα.
Όντας δ έχθρδς έλειπε στδ Μισολόγγι, έπεριφερό-
μουνα ένα γύρο τήν Τριπολιτζά, καί έπήγα καί εύρη-
= 167 =
xa τδ στενό άπδ τά 'Αγιγεωργίτηχα καί Μπερτζο-
6ά, άκαγα τά σπίτια άπδ τούς Τούρκους, έμέτρησα
διά νά χάμω δρδί έχει, διατι ήτον χειμώνας, καί έ-
χατέβηχα στους Μύλους τούς έθνιχους, και. έστειλα εις
την Κυβέρνησιν νά μέ δώκη τροφάς, καί πολεμοφόδια,
νά συνάξω στρατιώτας είς έχεΐ,α τά χωριά, που εί­
ναι μιάμιση ώρα άπδ τήν Τριπολιτζά, που νά ευρώ
καιρόν νά πηδήσω μέσα’ και ή Κυβέρνησις μου είπε νά
έμβώ μέσα εις τδ Ανάπλι
* και έγώ της άπεχρίθηκα,
δέν είναι ώρα νά έμβώ εις τδ Ανάπλι, πλήν άν μου δί­
νετε εκείνο που Θά ειπώ, διά νά ήμπορέσω νά χάμω
βλάβην είς τδν εχθρόν, είς τήν Τριπολιτζά,—χαί έτζι μου
ύπεσχέθηκαν, και άρχησιν νά μου στέλνουν ζαϊρέ, καί
τδν έμετακόμιζα εις τδ χωριδ εκείνο, που έφτιανα τά
*
ορδί έκαμα προσταγή είς ολαις ταις έπαρχίαις και έσυ-
νάζοντο, τήν μίαν μεριά έσύ;αζαν στρατιώτας, καί τήν άλ­
λην τούς έστελναν τροφός
* τότενες είχαν τδν Κως
*αντή
Μαυρομιχάλη στελμένον, που ήτον ενα μέλος τής Διοίκησε·
ωςΓμέ καμμιά εκατοστή ά/θρώπους,καί έπήγα είς τδ Άχλα-
δόκαμπο στήν μέσην και του έδιδα χ έκεινου τροφαΐς, καί
ακούοντας ή εφημερίδες δτι μου στέλνουν ζαϊρέδες διά'τήν
Τριπολιτζά — διά τδ ρεσάλτο, — τδ έβαλαν σταΐς έφη-
ρ ερίδαις και έλεγαν, δτι δ γενικός αρχηγός έσυμφώνησε
μέ τήν Κυβέρνησιν νά τού δώσουν ζαϊρέ κα: πολεμοφό­
δια νά ρεσαλτάρη τήν Τριπολιτζά, και ή έφημερίδαις έ-
ξεδόθηκαν πρΙν έτοιμασθώ, τέτοια μύστηκότητα είχαν, έ­
διδαν ειδησιν του εχθρού
* έκείναις ταις ήμέραις που έγώ
έσυναζα τά στρατεύματα στέλνουν γράμματα άπδ τήν Ku-
δέρνησιν δ Πετρόμπεης καί ό υίός του Γεωργάκης, που
είχαν συμφωνήσει είς τδ Νιόκαστρον δταν τδν άλιχότησαν
= 168 =
δτι μέ τρόπον κατά τόν σκοπόν τους έστάλΟη άνθρωπος,
(διά νά τους ξεπατήση είς τήν Τρτπολιίζά ) (έδώκαμεν τους
δυο πασάδες, καί έπηραν τόν Γεωργάχην Μαυρομιχάλην
καί Ίατράκον), στέλνουν τον Φιλήμονα καί περνάει άπό
τούς Μόλους και πάγε: εκεί όπου ξτον δ Κωσταντής δ Μαυ-
ρομιχάλης μέ τά γράμματα καί κάθεται ένα ήμερόνυκτο
εις τήν Τριπολίτζα νά του κάμη τήν άπάντησίν δ Τούρ­
κος κουμαντάντης όπου ή τον έχε?, και τούς έκαμε τήν. άπό-
κρισιν κλειστήν, ώς του έγραφαν καί εκείνοι, και έγύρί-
σε είς τόν Άχλαδόχσμπον μέ τά γράμματα καί ήλθε
νά έμπαρκαρισ&η είς τούς Μόλους δια τ’ Άναπλ* έγώ
τον ιρώτησα — που ήσουν ; — εις τήν Τριπολίτζά μέ
γράμματα' — Ποιός σ’ έστειλε; — ή Κυβέρνησες. Τότενες
*
είπα δτι εγώ συνάζω στρατεύματα καί τροφαΐς, καί είμαι
αρχηγός, καί κάνει μυστιχαΐς δμιλίαις μέ τούς Τούρ­
κους; σχίζω· τά γράμματα, δέρνω καί. τόν Φιλιήμο-
να’ άχούωντας ή Κυβέρνησις οτι έκαμα τοιουτ« πράγμα,
της κακοράνηχε καί μου έγραψε πληκτικό γράμμα
* έγώ
τους άπεχρίθηκα, δτι τδ χρέος μου είναι ώς αρχηγός νά
γνωρίζω τί κάνει ή Κυβέρνησις μέ τόν εχθρόν
* εγώ νά
παιδεύομαι. , ·.
Έγώ άργησα τήν δουλειάν μου καί είχα συναγμέναις
5000 στράτευμα, καί σχάλαις . χαί ανέβηκα ατό στρατό-
πεδον, καί διαμοίρασα μίαν ήμε'ραν, ανήμερα τά Χριστου-
γενα, γιά rl ήτο σχάπετα άπό τήν Τριπολιτζά τό στρά­
τευμα τό διχόμας, έμοίρασα τό στράτευμα μέ άρχ^^^χν^·
έστειλα τόν Νικήτα άπό τήν πόρτα του Μιστρα, τόν Γεν­
*ναίο άπό τής Καρύταινας τήν Πόρταν, τόν Κωσταντή
Μαυρψιχάλη άπό των Καλαβρύτων τήν Πόρταν, καί τόν
Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον μέ τούς ^^πετρίτα^ άπό
= 1G9 =
του Σαραϊου τήν πόρταν, καί ταΐς άλλαις πορταις μέ άλ­
λα κουμάντα, καί «διαμοίρασα ταις σχάλαις εις τά που-'
μάντα, δπού ν’ (άναιβδΰν ε?ς το κάστρο, καί εγώ εμεινα
μ’ ενα σωμα, διά νά . δ:δω βοήθειαν’ χ’ «ινήσαμεν ολοι
μαζή, xal Stay έζυγώσαμεν εις τήν Τριπολιτζά κάποι­
οι προδόταις, ή τον νύχτα, έτριψαν δύο ντουφέκια, σενιάλε
τού εχθρού’ έμπηχαν κα’ι δύο Βούλγαροι, ποιός τους έ­
στειλε, άγνοώ· είχαν οι προδόταις, απόψε θα σας γέγει
ρισιάΧτο
* έβγηκαν οί Ί’οΐφχοι στά τείχη, παιδιά, γυναικες
x«l έσκουζαν ώ; τήν αυγήν. Ό Νικίας έβαλεν άποχάτω
σχάλαις, — χαί βλέποντας οτι ειμεθα προδομένοι μέ τά
ξημερώματα βιτιράραμεν. Οί Τούρκοι τδ πρωί είδαν
οτι δέν είναι στρατεύματα, χαί έκτύπησαν τούς Τριπο-
λιτζώταις Λάμπρο 'Ριγωτήν
* ό Γενναίος τούς έπήγεμεντά-
τι, ειχαν σχοτωθή άπο τούς Τριπολιτζώταις Μ” δ
Γενναίος άπδ ταις ριζαις βλέποντας έχίνησε μεντάτι’
* ύ ταΐς προδοσίαις,
έτζι άπετύχαμεν ά δεν ήμπορέσαμεν
νά κάμωμεν δουλειά· Έσυνάχθημεν όκίσω είς τά χω­
ριά, xal άρχησε δ κόσμος νά φεύγη· εγώ έτράβηξα νά χα-
τεβώ εις τύ Λνάπλι, νά δμιλήσωμεν διά νά πάμωμεν
Συνέλευτιν, διότ« ή Κυβέρνησις στανιχώς έναν χρόνον έ­
πειτα άπο τύν διορίαν έχυβέρναε. Νά ειπώ, Τι προδοσι-
αις είναι του ταις; xal νά δμιλήσωμεν τδν κίνδυνον τής
Πατρώος. *Η Κυβέ'ρνησις χάνει μίαν διαταγήν, οτι χάνεις
στρατιωτικδς νά μήν πάγη στδ Άνοιπλι, διότι δέν είναι
δεκτός· Τότενες, βλέποντας τήν διαταγήν, έγραψα είς τον
Ζαιμην χα| εις ταίς έπαρχι'αις νά συναχθούν νά χάμω-
μεν · Συν&ευσιν είς τό *Α ργος
* άρχήνισαν καί οί πληρε-
ξ°ύσιοι, ήρχοντο είς · τδ 'Αργος καί συνακούσθημεν να πο-
μεν «ίς-τήν Πιάδα, κα’ι έκινήσαμεν καί έπήγαμεν· ήλθαν
= 170 =
χαί άπδ τά νησιά τού Αιγαίου πέλαγους, χαι οί Πελο-
ποννήσιοι χαί έκάμαμεν συνέλευσίν’—τότε έκαταράσθη ή
συνέλευσις τδν Ύψηλάντην·—ερχόμενοι εκεί άρχήσαμεν
ταΐς έργασίαις, καί εΐχαμεν εκτελεστικήν δόναμιν τδν Άν-
δρέα Λόντον, πρόεδρον τον Γέρο Πανοΰτζον,—διατί ή­
θελαν μέρος νά βάλουν τον Πειρόμπεην, μέρος τδν Ζα-
ίμην, διά νά παυσουν τήν φάγομάρα έβάλαμεν τδν Πα-
νούτζον πρόεδρον τής συνελευσεως' καί εις ταις έργα-
σίαις επάνω, είχε μέρος 'Ρουμελιώταις εις το μέρος του,
καί είπε δ Ύψηλάντης, δέν δεχόμεθα τήν πρόσκλησιν
όπου έκάματε στήν Λόνδραν' μέ μιά φωνή άποκρίθηκαν,
Τδ έθνος εκείνο όπου θέλει έκαμε, καί εκείνος δέν μπο­
ρεί νά κα'μη τής γνώμης του πράγματα
* —δέν τδν ήθε­
λαν μέ τελειότητα διά ^Ελληνα' οί 'Ρουμελιώταις μέ τδν
Ύψηλάντην, ήτον δ Γκούρας κλ.
Τότε έσηκώΘηκα βρθδς χαί είπα
* δεν είναι δίκαιον νά
καταδιώξωμεν τδν Ύψηλάντη·
*' διότι, με φαίνεται, άρχής
νά έχετε γράμμα άπδ τδ μακαρίτην τδν αδελφόν του,
και πώς νά χαταργήσωμεν τδν αδελφόν του άπδ τήν
Ελλάδα; καί μέ άλλους λόγους τούς κατέπεισα
* αλή­
θεια άντιστάθηκε, άλλ’ άς ΐδουμεν καί τά καλά,—έκατόρ-
θωσα και έγεινε συγχατάβασις, έπεριορίσθη είς ε<« χρό­
νον ή κατάργησις, καί άκολουθουσαμεν τάς πράξεις μας.
Τήν ημέραν τών Βαίων έκαμαν γιουρούσι στδ Μισο-
λόγγι οΖ ήρωες του Μισολογγιου, σέ τόσαις χιλιάδαις
ασκέρι, σέ τόσα κανόνια, χαντάκια, χαβαλαριά' έγλύτω-
σαν 2000, καί τδ γυναικόπαιδο έγεινε θύμα * μας ήλ’
θε ειδησις, μεγάλη Τετράδη, εις τδ λειδινδ, πού είχε παυ­
σει ή συνέλευσις, χαί είμεθα εις κάτι ίσκιους, μάς ήλθε
ειδησις δτι τδ Μισολό^γι έχάθη
* ετζι έβάλαμεν τά μαΰ-
— 171 =
pa SXst, μισή ωρα εσταΟη σιωπή που δέν εχρινε κα­
νένας, άλλ’ έμέτραε καΘέ'νας μέ τδν νουν του τδν Νανι­
σμόν μας· β^ποντας εγω τήν σιωπήν εσηχωΘηχα ε’ς τδ
πόδι, κα’ τους κομίλησα λόγια διά νά έμψυχωθουν’ τους
εΐπα δτι τδ Μισολόγγι έχάθη ένδοξως, και 6ά μείνη
αιωνας αιωνων ή άνομα· εαν βαλωμεν τά μαύρα και
όχνευσωμεν Θά πάρωμεν τδ ανάθεμα κα! Οά πάρωμεν τδ
άμάρτημα των αδυνάτων όλων Μέ απεκμΟηχαν’ τι νά κά-
μωμ,εν τωρα, Κολοκοτρωνη ; Τ’ να χάμωμεν τους λέ'γω ;
Τήν αυγήν νά χάμωμεν συνέλευσι νά άποφασίσωμεν Κυ-
βέρνησιν πέντε, έξη, όκτω άτομα διά νά μας κυβερνήσουν,
χαί νά διαλέξωμεν καί άτομα νά αποφασίσουν νά άντα-
.ποκρίνωνται μέ τά έξωτεριχά, που τότε ήτο περασμένος χαί
δ μινίστρος Κάνιγγ εις την Κωνσταντινουπολιν
* ή επιτροπή
τής συνελευσεως διά τά εξωτερικά νά δίδη λόγον εις τήν Κυ-
βέρνησιν, και ει’ς τδν λαδν,κα’ ήμεΐς οι άλλοι νά σκορπίσω-
μεν ε’ς ταΐςΈπαρχ’α’ς κα’ νά π’άσωμεν γενικως τά άρμα­
τα, ως τά πρωτο-πιάσαμεν ε’ς τήν Έπανάστασιν. Καί έτζ’
τήν αυγήν τήν μεγάλην πέμπτην έσυνεδριάσαμεν καί άποφα-
ο ίσα μεν Μ^α μέλη Επιτροπήν Κυβερνήσ^^(^^ χ^ πρόε­
δρον τδν Ζαΐμην, Π. Μαυρομιχάλην, ’Αναγνωστην Δελι-
γιάνην, Γεώργ’ον Σ’σίνην, ’Αν. X. ’Αναργύpου, Δ. Τζαμα-
δδ’, Σ. Τρ!κουπην, Α. Μοναρχών, κα’ Π. Δημητρχέ-
πουλον, Άνδμαν Τσκον κα’ Τωαννψ Βλάχον ή διάρκεια
της Επιτροπής έως ε’ς τήν ΕΣβρίου 1826. καί τότε, αν
γλυτώσωμεν, συναξόμεθα κα’ τελειωνομεν τήν συν&ευσίν
* —
26 Απριλίου ή προχηρυξις. "Εκαμαν κα’ μίαν άλλην Έπι·
τροπήν τής συνελευσεως διά νά άνταποκμνηα’ μέ τάς ξέν«ς
δυνάμεις, Παλαιων Πατρων Γερμανδν, "Αρτας Π^^ρψόρ’ον,
Π· Nοταpάν, Α. Κοπανίτζαν, ’Αν«στ. Δόντ°ν, f. Δαρει-
= 172 =
ώτην? Σ. Καλογερέπουλον, Γ. Αϊνιάν, Βασ. Μπουδούρην
Έμ. Εένον, Ν. Έενιέρην
Ειχαμεν τδν Γενναΐον εις τδ Άνάπλι διά νά μήν γείντ
*άντίστίσις ή νέα Κυβέρνησες δέν άπάντησεν εναντιότητα
χαί έμβήχαν είς τδ Άνάπλι’ μπαίνοντας μέσα άρχίνη-
σαν τά έδιχά τους
* εογήχα στο Άργος, έσύναξα στρατεο·
ματαχα! πάω εμπρός· έταξαν του Γενναίου νά τδν κά­
μουν φρούραρχον καί τότε ήθελαν νά κάμουν τδν Αόντον.
Έγραψα του Γενναίου, έβγα νά γλυτώσωμεν τήν πατρί­
δα, καί αυτοί δ,τι θέλουν άς κάμουν’ καί έτζι εκίνησε
χαί δ Γενναίος’ εσύναξα έως χιλίους στρατιώτας κα! έ-
πιασα ένα χωριό ε?ς τδ μποογίάτι, έξ ώρας άπδ τδ
Άργος, κατά τήν «... άπόλυσα τζαουσάδες καί
έμάζοναν σφαχτά, έγραψα καί ε?ς τούς ΚορινΟους νά συ-
ναχΟουν διότι δ *Ιμ,Λραάμ Πασας 6ά εύγή άαό τδ Μι-
σολύγγτ Ό Ίμπραίμης έβγήκβ μέ όλο του τδ στράτευ­
μα είς τήν Πάτρα καί είπόθηκε ότι έβγήκε χαΐ μό τά
στρατεύματα του Κίουταχή’ ειδησις ψεύτικη, γιατί δ Κι-
ουταχής έκίνησε διά τήν ανατολικήν Ελλάδα’ σαν έπέρα-
σε δλο τδ στράτευμα ει’ς τήν Πάτρα, έκίνησεν αμέσως καί
έκαμε ολα το» τά στρατεύματα, κατά τήν Πάτρα· δ κό­
σμος καί δ λαδς έσυνάχΟηκε καί επιασε τά βουνά μέ παι­
διά -τους, γυναικόπαιδά τους καί πράγματά τους, χαί έ­
φυγα
* δύω τουρχοι πελοποννήσιοι άπδ τδ βουνό Χελμό
καί έπρόδωσαν κίς τδν Ίμπραίμη· έπήγε δ Ίμπραίμης εϊς
τδ Χελμό χαί τουφέκι δέν άπάντησε πουθενά, καί έσχλά-
βωσε περίπου άπδ δύω χιλιάδες γυναίκες καί παιδιά, χαί
έπήρεχαί 40(00...........καίαλλοι άνεμοσχορπίοθσ’ανν κα:
έδόΦηκε φήμη δτι έσχότωσαν 5000. Οΐ Καλαβρυτινοί είς
τήν Καρύταινα είς τδ Αεοντάρι, είς τήν Μάνην χατέφευ-
= 173 =
γαν ή Έπαρχίαις καί επήρε φρίκη δλη η Πίλοτπ^ν-,ητος,
χαΐ δ Ίμπριΐμης ήλθε εις τήν Τρίπολιτζα
* καί εγώ μα­
θαίνοντας την ειόησιν τούτην είχα δύω χιλιάδες καί
επεράσαμεν αντίκρυ από την Τριπολιτζά νά ίδούμεν
που 94 κινηθη, καί «τραβήξαμε
* στής Καρύταινας τήν ε­
παρχίαν.
Ό Ίμπραίμης μέ τδ στράτευμα κατέβηκε Καρύταινας
κάμπο και Λεονταριού, εγώ έστειλα τδν Γενναίο
* μέ 500
νομάτους και έπιασαν την Στεμνίτζα, χωροπούλα δυνατή,
διά νά κλεισθή μέσα, άν έλθη δ Ίμπραίμης άχάνω του
*
άπδ τήν Στεμνίτζα δω; τδ δρδί 4 ώραις, καί έγώ {κρύ­
φθηκα μέ το λοιπό στράτευμα, άν ι$ώ τούς τούρκους νά
χτυπήσουν τον Γέννα toy νά τούς πάρω από πέσω
* δ Ίμ-
πραΐμης δέν ήλθε διά τδν Γενναΐον’ έμαθε οτι τά γυ­
ναικόπαιδα έπήγαν κατά τήν Μάνην καί έχει άχολούθη-
*σε τδ δρδί τδ είχε εις τον κάμπον’ δ λαός ακούοντας
οτι δ ’Ιμπραΐμης εβγήκε είς τά πισινά χωριά καίόντας, έ-
τραβήξανε χατά τήν Μά'νη ώς οπού έγύρισε τδ στράτευ­
μά του' έτράβηξε διά τήν Μεσσηνίαν, καί 'Αρχσδινοί καί
*,
οι ’Ανδρουτζάνο ακούοντας τήν φθοράν του απάνω κόσ-
σμου, {τραβούσαν κατά τήν Μάνην, κάπου έγινε καί του­
*
φέκι, κάπου {σκλάβωνε έρρηξε τδ δρδί του είς τδ Νησί
τής Καλαμάτας. — "Οταν έλειπε δ Ίπραίμης εις τδ Μισο-
λόγγι, οι Μανιάταις έφκιασαν εις τδν 'Αρμυρό, δπου είναι
των Καπετανίάνων τά σπίτια, ένα ταμπούρι δυνατέ άπδ
τδ πέλαγος έως είς τδν βράχον, έχράτιε έως ένα μίλι,
κα! {κίνησε μία φορά καί επηγε καί τδν άντέχρουσαν οι
Μανίάταις, καί {σκότωσαν αρκετούς, χαί οπισθοδρόμη­
σε’· έγώ εχατέβηχα μέ τδ στράτευμα έως 3000 είς τά
Δερβένια, καί τούς άφηκα έχει, καί επήρα μόνον 80 άν-
174
°ρώπους και εκατέβηκα εις την Μεσσηνίαν καί ετράβηζα
ολο την άκρη, διότι ήτον τδ δρδί του Ίμπραίμη εις τδ
Νησί, και είς τδν δρόμον π;υ επάγαινα έβκνα τήν τρο­
μπέτα διά νά μέ γνωρ'ση δ κόσμος, καί μέ έγνώρισαν
και τους έμψυχον® νά πάνε πίσω στα σπίτια τους, και
έπήγα εις τδ 'Αρμυρό καί έγραψα εις όλους τούς τόπους
ότι οί Πελοποννησιοι γυρίζουν είς ταΐς έπαρχίαις, καί
Ιτζι έγύρισαν όλοι, τά γυναικόπαιδα στά σπιτια, οί αν-
δρες εις τδν πόλεμον. Έστάθηκα όκτώ ήμέραις μή
ματαδοκιμάση δ Ίμπραΐμης νά έλΟη εις την Βέργα
* b Ίμ-
πραΐμης ετραβήχθηκε και επήγε εις τά κάστρα διά νά ά-
νασανη τδ στράτευμά του καί νά αρήσουν τά γυναι^<°-
παιδα. Έγω έγκαρδίωσα μέ λόγους τούς Μανιαταις καί
έσυναχθηκαν πολλοί είς τδ 'Αρμυρδ, καί ΐγώ έπήγα «ς
τδ στράτευμα, στά Δερβένια του Αεονταριου, καί τδ έ-
σήκωσα τδ στράτευμα καί έπήγα είς του Μάνεσι, α­
νάμεσα Αεονταριου καί Μίστρα, καί έστειλα καί ήλθαν
τά στρατεύματα τά μιστριώτικα, όλοι ήμεθα 4000
* τρ°-
φάς εΐ'κα άπδ τδ Μιστρα
* δ Ίμπραΐμης έστειλε τδν Κε-
‘χαγςά του να ματακτυπήση την Βέργα είς τδ 'Αρμυρδ,
καί άπδ πίσω έστειλε δύναμι εως νά έβγή καί δ ίδιος'
μαΟένοντας ότι δ Ίμπραΐμης έγει νά πάγη εις τήν Βέρ­
γαν νά πολεμήση, ότι ό εκ^θρδς έρχεται έπάνω μας καί
νά έλθήτε μεντάτ
** λαβένοντας τήν είδησιν τούτην έκίνησα μέ
*
2000 τδ διάστημα όμως μας έστειλε μακρυνδ, 10 ώραις.
Την είδηστν μου εστει.λαν—Οί Τούρκοι επήγαν, ιαντικροιύ-
σθηχαν άπδ τούς Μανια'ταις x® ώπισ·θοδρόμησαν—^ι Τουρ-
κοι μίαν ώραν άπδ τήν Βέργαν κατά τήν Καλαμάταν—
έρθάσαμεν καί ήμεΐς εις τήν Γΐά’ητζα, μακρυά άπδ τδ
στράτευμα τδ τούρκικο μία ώρα;’ Κινώντας ημείς έβάρεσα
== 175 =
την τρομπέτα διά νά κίνηση τό στράτευμά μα;' 3έν ήλ-
πίζσμεν νά ακούσουν οί Τούρκοι την τρουμπέτα, διότι ήτον
*
σχάπετο ’Ακούοντας οι Τούρκοι τήν τρομπέτα ετρα^ί'χθη-
καν μίαν ώραν μικρότερα είς τό Ποτάμι της Καλαμάτας,
όπου ήτον κάμπος
* ά/ έπρόφθανα είς τόν καιρόν όπου έπολε-
μ ου σαν οί Τούρκοι με τού; Μανιάταις ήθε'λαμεν τούς κλείσει
και ήθελαν σκοτωΟή πολλοί, οί Τούρκοι μετά δύο ήμερα; ά-
νεχώρησαν διά τδ Νησί, άνεχώρησχ καί εγώ είς τδ Μά-
νεσι όπου εΤχα τδ επίλοιπο στράτευμα, διατί δέν είχα τρο-
φάς νά σταθώ έκε? περάσοντας δέκα ή δεκαπέντε ήμέρας
ό Ίμπραίμης έκίνησε τήν καβαλαριάν νά έμβη είς τήν
ΜάνηΊ από τό Άρμορό’ καί τδ πεζικδν στράτευμα τό
έμβαρχάρισε είς τά καράβια και τό έςεμπαρχάρισε εις το
Βηρό, εις τήν τζίμοβαν πλιυρά’ οί Μανιάταις έπετάχθη-
χαν καί ή γυναίκες, καί έπελάγοσαν του; Τούρκους
και τούς έκαμαν πολύ άρανισμό', άντεστάθηκαν καί είς
τήν Βέργαν είς τήν Καβαλαρίαν, και άφού ίδε δ ’ίπραι-
μης δτι δέν χάμνει τίποτε έτραβίχθηκε είς τά Μεσσηνία·
χά φρούρια. Είς το Μάνεσι έκαμα 10 ήαέρα'ς, έχει έλαβα
ένα γράμμα από τού; οπλαρχηγούς τούς 'Ρουμελιώταις, όπου
ήχον είς τό Ναυπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας
Μπότζαρης, Λάμπρος Βίϊκοί, Γεώργιος Δράκος και άλλο ι
όπλαρχηγοί από τήν φρουράν τού Μισολογγιου, χαΐ μέ έγρα­
ψαν νά υπάγω νά όμιλήσωμεν νά ένωθούμεν ολοι, χο1 νά πά-
ρωμεν μέτρα όλοι συμρώνως,καί νά βαρέσωμε τόνέχθρόνάφη -
κα αντιπρόσωπον μου είς αυτό τό στράτευμα τόν Γεωργά-
κη Γιχτράχο, καί εγώ έπήρα 50 νομάτους καί έπήγα
εις τό Άργος' έχει έστειλα είς το Ναύπλιον καί ήλθε εις
τό Άργος δ Καραϊσκάκης, Τζαβέλας χαί λοιποί, δ Κώ­
στας Βότζαρης καί μερικοί άλλοι τούς κράτησε δ Ζαί-
= 176 =
μη; καί τους έκαμε νά μ^/ έλθουν νά ένωθουμεν τά στρα-
τευματα. Η σταφίδες έχόντευαν νά γενουν, ο Ιιάννης και
δ Παναγιώτης Νοταράδες, άρχησαν νά τρώγουντα
* ή αι­
τία ήχον, αυτή η επαρχία της Κόρινθου, τδ μεγαλητερον
μέρος, ηθελε αρχηγόν τον Παναγιώτην, δ Γιάννης επη-
ρε μισθωτούς καί υποστηριγμένος καί από την Κυβέρνη­
σην ίθελε νά ύποχρεώση τ^ν επαρχίαν νά ήναι ύπδ αύ-
iiy, καί οχι υπό τον Παναγιωτάκη, και έτζι άρχησαν
καί πολεμούσαν άν άμεσόν των, μέ έκραξε η Κυβέρνησις
νά πάω μέσα είς τδ Ναύπλιο
*· εγώ τούς είπα δτι δέν
ημπορώ νά έμβω μέσα, άλλα νά έλθουν είς τ^ν 'Αρια
νά δμιλησωμεν ήλθε δ Ζαίμης, δ Π: Μαυρο|μηχάλης, Βα­
σίλης Μπουδούρης, και άλλοι διοιχηταί ηλθαν είς την Ά­
ρια. Μου έζητησαν γνώμην του νά έβγη δ Ζαίμης νά πάη
νά σβύτη τδν εμφύλιον πόλεμον είς την Κόρινθον. Έγώ
τούς είπα νά μην έβγη δ Ζζίμης, αλλά νά γράψουν μίαν
διαταγη είς τδν Γιάννη, χαί μιά εις τον Παναγιώτη, καί
* αύτου έρχεται δ Γενικός 'Αρχηγός καί νά τδν
νά λέγη δτι
ακούσετε εις δ,τι σας είπε?· καί δ Ζαίμης ώς πρόεδρος νά
μην έβγη διά νά μην χαλάση χα’ι όχι νά φκιάση
* δέν μέ
*
ακόυσαν πηγένοντες μέσα όρδίνιασαν τά στρατεύματα τά
Ρουμελιώτικα, καί «κίνησε δ Ζαίμης νά πάη είς την Κό·
ρινθο^’Εγ ώ έμεινα είς τό Άργος.—Όταν ανταμώσαμε
* μέ
τόν Καραϊσχάκην καί λοιπούς οπλαρχηγούς, ώρκισθηκαμεν
νά εί'μεθα ολοι ένωμένοι, νά νιχησωμεν τόν εχθρόν, νά
στείλωμεν μιά
* επιτροπην είς τη
* Βοστίτξα καί Κόρινθον,
καί δσα συναχθουν να πληρωθούν όσοι κινησουν κατά του
ου' δ Ίμπρα'ίμης ηλθε τότε είς την Τριπολιτζά, έ-
κίνησε κατά τόν "Αγιο Πέτρο καί έκατέβ^κε είς τδ Ά­
σπρος’ Παναγιώτη; ΖαοειρόπουΛος μέ έδωσε είδησίν, έ-
q
= 177 =
στειλα ίδν Νιχήτα μέ 200 καί έχλείσθηχε ε’ς το Κα-
στράχι. Οί Τούρχοι έπήραν δλην την Τζαχωνιά πλαστρί' ε­
γώ περνώ 100 ανθρώπου; χαί πηγαίνω είς τά χωριά
της Κορίνθου όπου είχα γράψει νά έλθη δ Γενναίος χαι
Κολιοπουλος1 τδν Γενναίο
* τδν έστειλα μέ 1,000 ε’ς
βοήθειαν εις τδ^Αστρος, ήλθε χαί δ Κο^^πουλος μέ άλλους
1,000, τδ * έστειλα χαι αυτόν, έφθασε χαί δ Κανέλλος
Δελιγααννης μέ 500, τριαχοσίους έστειλε ε’ς βοήθειαν του
Παναγιωτάκη, διότι οί Δεληγιανναίοι έβοηθουσαν τον
Παναγιωτα'χην επειδή τον είχαν συμπέθερο, χαί δ Ζαιμης
χαί Λόντος τδν Γιάννη. — Εις τά Κλιμεντοχέσαρα έσμίξα-
με μέ τδν Ζαίμη χαί μέ τούς λοιπούς αρχηγούς, δ Κα-
ραϊσχάχης είχε χινήσει διά τήν εχστρατείαν τής 'Ρούμε­
λης.—Ό Παναγιώτης είχε μεριχούς ανθρώπους του εις τδ
Σοφιχδ, πηγαίνει δ Γιάννης χαί διά νά τούς βγάλη χαίει
δλο τδ χωριό’ τοιοότης λογής έφέροντο. Έπιάσαμεν ομιλί­
αν διά τήν σταφίδα’ οί στρατιωτιχοί δπού ήτον βγαλμέ-
νοι άπδ τδ Μισολογγι, ήλπιζαν νά λάβουν μισθούς των
άπδ ταΐς σταφίδες, διατί άλλον πόρον δέν είχαμε
*· τούς είπα
νά στείλωμεν μίαν επιτροπήν νά τά συνάξη, χαί ήμεις νά
μετρηθούμε?, οπού είμεθα έως 6 χιλιάδες, χαί νά πάμε χον-
τά ε’ς τον έχθρδ, χαθώς έστειλα τδν Γενναίο, τον Κολιόπου­
λο χαί τον Νιχήτα, χαί όταν χτυπήσωμεν τούς Τούρχους, ο­
ποίος δουλεύσει νά πάρη τδν μισθόν του’ δέν έστε'ρχθηχαν
τήν γνώμην μου, μόνον είπαν νά μείνωμεν εδώ νά πάρωμεν
τούς λουφέδες μας, χα’ στερνά ένονόμεθα χαί πάμε χοντά εις
τΛύς Ιούρχους’ εγώ τούς είπα τώρα είναι χαιρός να πάμεν
όπου χαίουν οί Τοΰρχοι τά χωριά χαί σάν τά χάψουν τί
χρειάζεται νά πάμεν· έμαλώσαμεν μέ τδν Κύρ ’Ανδρέα,
χαί ήλθαμεν είς λόγια: διατί Κύρ Άνδρε'α δέν έστειλες είς
12
= 178 =
τόν άνεψιόν σου τον Γιάννη νά μην χάψη τό Σοφίχά δπού ?τον
το πρώτο χωρώ της επαρχίας; Mi άπεκρίΟηκε ότι 3έν είχε
άνθρωπον νά στείλη. Του λέγω, τίνος τά λές αυτά Κυρ ’Αν-
ορε'α; εσύ είχες μαζύ σου 4ΟΟΟ ανθρώπους χαι δεν έστελνες
έ>α καβαλάρη διά νά μήν χαοΰν 200 σπίτια;’Επάνω εις αυτά
τά λόγια χαί άλλα, μου είπε, εμπρός εις όλους τούς οπλαρ­
χηγούς, Κολοχοτρόνη Κολοχοτρόνη, 6 χρόνους πασχίζεις νά
ένωσης τά άρματα χαί 'υδέ σέ ά'ρησα νά τά ένωσης ’υδέ
θέλει σέ άρησω. Δεν του ωμίλησε χανείς· του έέάρεσα τά πα-
λαμά'^ια,(^·χερ^ί^,^ρότησα), λέγοντάς του,εύγε χαλέ πατριώτη
οπού δέν άψίνεις νά ενωθούν τά άρματα, χαί άν ητον ενω­
μένα δεν έχαιε δ Ίμπραίμης τά χωριά χαί νά σχλαδώνη τόν
χόσμον. Είδα ότι δέν είχα διάφορο από αυτούς. Τότε μέ έ­
στειλε δ Ζαίμης τον Κίτζο Τζαβέλα, χαί τον Νότη Βότζαρη
χαί άλλους, χαί μέ είπαν νά πάρω 70 χιλιάδαις γρόσια
διά τά έξοδά μου άπδ ταΐς σταφίδαΐς. Τούς είπα οτι όχι
μόνον 70 χιλιάδαις νά η>αι, ούτε 70 μιλλιούνια νά ήαι δέν
πε'ρνω, έδούλευσα τόν τόσον χαιρόν χωρίς μισθόν την Πατρί­
δα μου, θά την δουλεύσω χαί τώρα,τδ χατά δυναμίν μου. Έ­
μεινα πέντε έξ ημέραις χαί άνεχώρησα· είχα τον Χατζη
Μιχάλη μέ 50 χαβαλαρέ'ο-υς μαζύ μου. Αυτοί έμειναν, έ-
μάζωξαν 400 χιλιάδες γρόσια χαί τά έμοιράσθηχαν.
Ό Καραισχάχης άρου έβγηχε είς τ^ν 'Ρούμελη έγραψε
χαί έζητούσε βοηθειαν,χαί τότε έχίνησαν οι όπλαρχηγο'ι Ρου-
μελιώται, χαί δ Γιάννης Νοταρας ξλθε εΊς τόν Φαληρέα.
*0 Ίμπραΐμης έχαψε δλα τά χωριά τού 'Αγίου Πέτρου
χαί Πραστού’ (δ λαός εγλύτωσε εις τό Λενίδι) χαί έπηγ ε
εώς τδ Μιστρά χαίωντας χαί έγύρισε εις την Τριπολιτζά. Ό
Γενναίος, Νιχητας, Κολιόπουλος, δέν έλειπαν νά πηγαίνου ν
από χοντά μέ άχροβολισμούς πολευούντες τον. Ό Γεν
±= 179 =
ναιος ήλθε εις τά χωριά της Κόρίνθου,και δ Κολιόπουλος·
τους έστειλα πάλιν δπίσω. Έπήγε εις τήν f Αλωνίσταινα’
ήτον έχει καί δ Μελετοπουλος χαί δ Νικολάχης Πετιμεζας,
έκαμαν ένα καλόν άχροβολισμον καί έσκοτώθηχαν αρκετοί
Τούρκοι. Ό Κολιόπουλος έπιασε τόν ’Ατσίχωλον,κοντά εις
τήν χώρα Καρύταινα, διά νά έμποδίση τους Τούρκους νά υ­
πάγουν κατά ταις Λιοδώραις. Έγώ έκράτησα τόν Νικήτα
καί έπήγα εις τδ "Αργος, έστειλα τού ’Αλμειδα δπου ήτον
’Αρχηγός τακτικών καβαλαρέων έως 90, χωριστά οί
50 άτακτοι
* έπήγα μέ αυτούς εις τόν "Αγιον Πέτρο., έσύ-
ναξα 'Αγιοπετρίταις, Τζακόνους, Μιστριόταις, Τριπολιτζό-
ταις έως δύο χιλιάδες. Οί Τούρκοι δπού ή τον εις την Τρι-
πολιτζά, είχαν συνήθειαν κάθε ημε'ραν κατά ταΐς £ίζαις
χαί έθέριζαν καί ε’μάζευαν καί “χορτάρ-C έστειλα καταπα-
τητάδες καί έπαρατήρηιαν· σηκόνομαι διά νυχτός, χωρί­
ζω τήν άτακτη καβαλαρια, επικεφαλής δ Χατζή Μιχάλης,
καί παγαίνει μέ τόνΝικηταρά μέ 1000, νά πάγουν νά χο-
σασθούν κρυφά, χαί δ Παναγιωτάκης Γιατράκος μέ άλλους
1000 καί μέ τήν τακτικήν καδαλαρίαν, ’Αρχηγός Άλμέϊ-
δας
* έγώ έβάσταξα τέσσαρους, καί έμεινα είς τό κέντρα ,
μέ συμφωνίαν νά ίδώ τούς Τούρκους καί αμα τούς κάμω
σινιάλο νά έβγούν από ταίς γο;α:ς νά περιζώσουν τούς
Τούρκους. ’Εκείνην τήν ήμε'ραν δέν ήλθαν οί Τούρκοι έκει
δπού τούς προσμέναμεν' οι Τούρκοι έβγαλαν 300 τακ­
τικούς καραμπίνιέριδες μέ σκοπόν νά περιφέρονται εις τά
χωρία νά κυτάζουν μήπως οί "Ελληνες είναι χοσασμέ-
νοι καί πειράξουν τούς πολλούς Τούρχους οπού έθέρι-
ζαν εις τούς κάμπους' διατί ο: “Ελληνες έχαμναν χοσιαΐς
κασέ ημέραν και εσκοτωνοντο πεντε ες την ήμερα, και έ­
διδα εις κάθε "Ελληνα δπού μου έφερνε άπό ένα κεφάλι καί
12
*
= 180 =
*αέ τουφέκι ή ζωντανόν άπδ ένα τάλλαρο. Έκύησαν διά
νά περιέλθουν· ήλθαν εις ενα χωρίο Μεϊμέταγα δνομαζό-
μενον
* ήτον έχει ένας πύργος καί διά νά μην κλεισθούν
έκει δέν έκαμα τδ σινιάλο, παρά αφού τούς άφησα καί
*
έβγήκανε άπδ τδ χωριό κάμποσο τούς κάμνω τδ σημεί­
ου καί ευθύς πετίεται η καέαλαρία όπου ήτον μέ τδν Νι­
κήτα καί άπαντουνται έξαφνα με τούς Τούρκους
* οι Τούρ­
κοι έδοκίμασαν νά σταθούν εις τδν κάμπον κάμνοντες τε­
τράγωνον, όμως βλέποντες τήν καβαλαρία και τδ πεζι­
κό δπού τούς έπλάχωσε άπδ δλα τά μέρη, ©γύρισαν εις τδ
χωρίο δεν εμ.πορεσαν να πιάσουν τον πύργο
* εις μισή ώ­
ρα μόνον τέσσαρες έγλύτωσαν από 300, τέτοιο σκότωμα
δεν είδα ποτέ μου' όλοι οι καβαλαρέοι Τούρκοι ηχούσαν
τδν πόλεμον καί ήλθαν πρδς βοήθειαν, άλλα δέν έκατάφθα-
σαν κανένα ζωντανόν. Τούς είχα είπεϊ άπδ τδ βράδι οτι άν
ιδώ στρατεύματα νά έρχονται Τούρκικα σας κάμνω σινιάλο
κα’ι τρ αβιέοθε κατά τδ μέρος δπού ήμουν
* τούς έκαμα τδ
**
σημείο δ Νικήτας δέν ακολούθησε καθώς τού είχα είπε?,
οί Τούρκοι τούς πηγαίνουν άπδ κοντά έως τδ βράδυ * δ
Νικήτας έστάθηκε μέ μια τριανταριά, έσκότωσεν ένα ση­
μαντικό Τούρκο καί έτζι εγυρισαν οί Τούρκοι καί ημείς
άνταμώθημεν όλοι υγιείς εις τόν "Αγιον Πέτρο
* τά μου­
σκέτα και τά ταμπούρλα τά έστειλα εις τδ Ναύπλιον.
Έπηγα ει’ς τδ Ναύπλιον διά νά πάρω πολεμοφόδια καί νά
επιστρέφω όπίσω διά νά κάμνω άπδ αύταΐς ταις χοσιαίς
*
οί "Ελληνες έθάρευαν καί έκατέέεναν εις τδν κάμπον όταν
είγαμεν κσβαλαρία. Εις αυτόν τον πόλεμον έφέρθηκαν
όλοι μέ ανδρείαν, δ Θοδωρής Ζαχαρόπουλος διακρίθ-η-
κε περισσότερον, διότι έπεσε μέ'σα εις ένα σπίτι δπού
ήτον είκοσι Τούρκοι καί τούς «χάλασε
* δ Σταμάτης Μί­
= 181 =
τζας έλαβώθηκε εις τδ ποδάρι άπδ μπαγιονέτα. *Η καβαλα-
ρία ή τακτική έπήγε εις την Άρια
* ο \Α>μεϊΒας μέ ύπ:~
σχέθηκε δει επιστρέφω, Ζαί αυτός έλαβε διαταγή καί έ­
πήγε εις του Δαμαλα.
Ό Ίμπραίμης έτραβήχθηκε είς τήν Μεσσηνίαν
* ήλθε α
Σεπτέμβριος μήνας, καί είς^ον 'Οκτώβριον έπήγα εις τδ
Άνάπλι δια νά δμιλήσωμεν διά τήν Συνέλευσιν. Είπα τής ε­
πιτροπής τής Συνελευσεως νά συναχθούν νά τους ειπώ μι-
άν δμιλίαν έσυνάχθηκαν καί έπαρησιάσθηκα εις τήν Συνέ-
λευσ'ν τους κα! έπήγα και εγώ και τούς ώμίλησα το’.ού-
τως· οτι τώρα είναι καιρός νά προκηρύξετε, ώς έπιτροπή
τής Συνελευσεως, νά συναχθούν οι πληρεξούσιοι οπού ή­
τον γνωρισμένοι, νά τελειώσωμεν τήν Συνέλευσιν του ά-
περασμένου ’Απριλίου καί θέλει τώρα είναι
καιρός, είναι χειμώνας καί ούτε ήμεις πολεμούμε ούτε ο
’ίμπραίμης. ΊκκεΤνοι μου άπεκρίθηκαν, πού νά γένη ή Συ-
νέλευσίς, καί εγώ τούς είπα απάνω στήν Πελοπόννησον
νά γένη ή Συνέλευσις, νά έχωμε και έγνοιαν τδν Ίμ-
πραιμη δπού νά δ’νωμε εις τδ στρατιωτικό βοήθειαν είς κά­
θε αναγκη, διότι έχομε τόν εχθρόν εις τήν πόρτα μας’
καί εύτούνοι μέ άπεκρίθηκαν που νά ζάμωμε συνέλευσιν
είς σίγουρου τόπον, και τούς άπεχρίθηκα είναι τδ Λενίο·,
είναι τδ Κρανίδι, εΐ>αι τδ Καστρί, είναι καί ή Π.άδα, άπδ
τούς 4 τόπους οποίον θέλετε εκλέχτε
* μέ άπεκρίθηκαν νά
ρωτησωμεν κα! τήν διοικητικήν ’Επιτροπήν
* κσί άνταμώσα-
μεν, κα’ι ώμίλησαν τά δύο σώματα, καί αποφάσισαν μέ δό­
λο, ή εις τον Πόρο, ' ε’ς τήν Αίγινα, διά νά κάμουν τήν
Συνέλευσιν κατά θέλησίν τους, οποίον πληρεξούσιον θέ­
λουν νά έμβάζουν, όποιον δέν θέλουν νά μήν τδν δέχον­
ται είς τδ Νησί’ κα! μου άποκρίθηκε ή επιτροπή τήν ό-
= 182 =
μιλιάν όπου έκαμε μέ τδ άλλο σώμα τό Κυβερνητικό,
δτι νά γένη ή Συνέλευσις εις τδν Πόρο, ή εις τήν Αίγι­
να’ και έγώ δεν τδ έδέχθηκα, καί τούς έπροφασίσθηκα δτι
εγώ εις τδ γιαλό δέν έμπαίνω γιατί έκαμα ορκο όταν μέ
είχαν εις τήν Ύδρα, καί δέν μπαίνω ' πλιδ στο πέλαγο' έάν
δέν ήμαι είς τήν Συνέλευσιν εγώ, που ήμουν ένα άτομο, δεν
έβλαβε
* όμως είχα πολλούς ψήφους, και άπδ τά άρματα
καί πολιτικούς, είχα καί άλλους που δέν ήθελαν νά πάνε.
Καί με αυτό έσηκώθηχα . χαΐ έπήγα είς του Κύρ 'Αν-
δρέα νά του δμιλήσω περί τού τόπου τής Συνελευσεως
*
ήτον πρόεδρος τής Διοικητικής 'Επιτροπής, καί έπήγα είς
τδ σπίτι του καί άρχήνισα τήν δμιλίαν, καί τού έλεγα, ή
συνελευσις είς τά νησιά δέν είναι εύλογο διά τήν Πελοπόν­
νησο, ούτε διά ολο τδ έθνος
* διότι αλαργεύοντας εμείς άπδ
τήν Πελοπόννησο, ή Πελοπόννησος κρυόνεΓ και δσο είμε-
θα είς τήν ξηρά τ«ύς έμψυχόνουμε. Ό Κύρ Άννδρέας έ-
κάθουταν είς τδ παράθυρο καί έκύταζε έξω καί $χι έμέ’
έκούνιε και τδ πόδι. Τότες γυρίζω, Κύρ Άνδρέα εγώ σου
κουβεντιάζω και εσύ κυτας άλλούθε
* ύγίαινε αδελφέ καί
πλέον δέν σου δμιλώ δι' αυτήν τήν υπόθεση. Καί τής ευθύς
έπήγα είς τδ σπήτι μου καί έκαβάληκα και έπήρα και τδν
Τσόκρη μέ διακοσίους ανθρώπους και τδν Νικολάκη Πονη­
ρό χαί Άναγνωστάκο, ανήμερα του *Α. Δημητρίου’ καί
δσο νά ’πάγω 'στήν Ερμιόνη έσύναξα τετρακοσίους. Καί
μαθαίνοντας δτι έγώ ’πάω 'στήν 'Ερμιόνη σηκώθηκαν και
αι δύο έπιτροπαί χαί έπήγαν είς τήν Αίγινα καί έπροκήρυ-
ξαν τήν συνέλευσιν. Καί έπροκήρυξα καί έγώ νά μαζωχθοΰν
νά κάμωμε τήν συνέλευσιν ’στήν 'Ερμιόνη. ΊΕστειλα τδν
Νικολάκη Πονηρό είς τήν Ύδρα, είς τδν Κύρ Γεώργη καϊ
λοιπούς Υδραίους καί ήλθον καί οί ΥΤ^^αε^οι καί , ή συνέ-
= 183 =
λευσίς ή έδικημας ήτον ώς έννενήντα πληρεξούσιοι καί
εϊς την Αίγινα ήτον πενήντα μέ ταΐς δύω έπιτροπαις. Ή
διαίρεσις ακολουθούσε τρείς μήνας. Ό *Αμιλτων εύρισχο-
τουνε τδν τότε χαιρδ έχει, έπήγαίνε καί εις τήν Αίγινα
χαί έρχονταν καί εις ήμας νά μα; ένωση νά χάμωμε τήν
συνέλευσημας, χαί ήμεϊς έλέγαμε ά; έλθουν εδώ οί Αίγινΐ-
ται,'πού είμεθκ πλειότεροι καί τούς δεχόμεστε" εκείνοι έ-
λεγον τδ ίδιο. Καί έφιλονειχουνταν τδ πραγμα χαί έγρα­
ψαν εϊς τδν μινίστρο Κάνιγγ ώς επιτροπή, καί εγώ έγραφα
άτομιχώς. Καί έλάβαιναν χαί έχεινοι απόκριση, έλάβαινα
χαί εγώ. "Εγεινε ένας καυγας εις τήν 'Ύδρα μέ τδν *Α-
μιλτων χαί έσχοτώθηκαν, χαί δ *Αμιλιων ήτον ένοχλι-
σμένοςμέ τούς Υδραίους. Ήλθε μία ήμερα δ "Αμιλτων εις
τδ κονάκι οπού έχρατούσα εις τήν Έρμιόνη καί πάντα είχα
διερμηνευτή τδν Κοντέ Άνδρέα Μ έταξα, μήν ήξεύροντας
τήν γλώσσα. Μου λέγει μία ήμερα δ νΑμιλτων, έμαθα δτι
ή. δικήσας συνέλευσις έχει γνώμη νά καλέση τδν Καποδί-
στρια καί έγώ του άποχρίθηκα «οποίος σέ τδ είπε σέ έγέ-
* διατί δ Καποδίστριας ήτον Μινίστρος τής 'Ρωσ-
» λα σε
» σίας καί δέν μας δίδει χέρι κατά ώρας νά προσκαλέσω-
» μεν τοΟύτον άνθρωπον, καί δ καιρός θέλει μας δδηγήσει
*
» διατί χρεμίωμαστε άπδ τήν 'Αγγλία 'που ύπεσχέθη τήν
» διαφέντεψήμας ». Καί έτσι αναχώρησε δ *Αμιλτων χαί
ήμεϊς τδν Μάρτιον μήνα, 'σάν έγινήχαμε πλήρεις έννενήντα,
άρχίσαμεν ταΐς έργασίαις μας καί έβάλαμεν πρόεδρον τδν
Σισήνην. Τότενες έρθασε χαί δ Κόχραν καί τδν έψ^ιφίσαμεν
άιρχιθαλάσσιον εις ταίς τρεις μοίραις Σπετσών, Υδραίων καί
Ψαρών. Είς τδν ίδιον καιρόν ήλθε χαί δ Τσόρτσης' διατί έ­
λεγε ή συνέλευσις τής Αίγινης, οτι δ Κολοχοτρώνης γυρευει
πάντα νά γείνη Αρχιστράτηγος τής ’"Ελλάδος χαί γώ ά-
= 184 =
ποφάσισα, διά νά μήν ευρίσκουν αύτήν την πρόφασίν, έτρι­
ξα τήν φιλοτιμίαμου κάτω διά τήν άγάπην της πατρίους,
καί έβριζαν κάτω τήν φιλοτιμίαν τους καί αί τρεΙς νήσοι
*
κα'ι υπόγραψαν άρχιθαλάσσιον τδν Κόχραν. Καί ερχόμε­
νος δ Κόχραν εις τον Πόρον έπήρα τδν Μεταξα νά τδν αν­
ταμώσω εις τδ καράβι και ώμιλήσαμε τά οσα άπεφάσισε ή
συνέλευσις μας. Αύτδς έζήτησε τήν ένωση καί ήμεΐς έλέ-
γαμεν τήν ίδιαν δμιλίαν «ας έλθη ή συνέλευσις τής Αί­
γινας καί εμείς τήν δεχόμεθα»· καί είδα εις τήν δμιλίαν
του τήν φαντασίαν δπου είχε α Κόχραν καί εγώ του ά-
ποκρίθηκα, ώς ”Ελλην, φαντασμένα. Βγαίνοντας αναχωρή-
σαμεε και έπήγαμεν πίσω στήν Έρμιόνη και έκρατήσα-
με καί τδν Νκενεράλη Τσούρτσ εις τήν Έρμιόνη’ καί
τότε έσμιξε δ Κόχραν μέ τδν Τσούρτσ καί έγειναν μία
γνώμη διά νά μας συμβιβάσουν. Έκείναις ταΐς ώραις έ­
γραφαν άπδ τήν 'Αθήνα, δτι είναι στενοχωρημένοι άπδ στρα­
τεύματα, καί τότε ή συνέλευσις μ' έπεφόρτισε νά στείλω
στρατεύματα, καί διέταξα τον Ιενναίον καί σλαις ταις έ-
παρχίαις, καί σέ είκοσι ήμέραις έγεινε μέ τρεις χιλιάδες,
καί μέ ύποσχε'θηκε ή συνέλευσις δτι νά τούς πλήρωσή ή συ­
νέλευσις, τδ έθνος, τούς λουφέδες, και έτσι έμείναμε ήσυχοι .
Τότες ήθελαν οί δύο αρχηγοί της θαλάσσης καί ξηρας νά μάς
ενώσουν, καί νά ευρουν ένα τρίτον τόπον, διά νά τελειώ­
σουν τήν συνέλευσιν, καί δ τρίτος τόπος ήτον ή Τροιζήνα ,
λεγάμενη Δαμαλά· όμως άποχριθήκαμεν των αρχηγών, η­
μείς πηγαίνομε?, δσα πρακτικά έχομεν κάμει νά ήναι ε­
πικυρωμένα άπδ τήν συνέλευσιν, ή φρουρά νά μείνρ ή ιδία
(τδν Νικηταρά είχαμεν) καί άν στερχθουν έρχόμεθα καί
ήμεΐς εις τήν Τροιζήνα, καί έτσι έστέρχθηκαν οϊ Αιγίνή-
τες, καί έσηκόθημεν καί τά δυο μέρη καί έσμίξαμεν ε?ς τήν
= 185 =
Τροιζήνα και ένενόμενοι εις χήν Τροιζήνα, αρχίσαμε? τα
πρακτικά (δσα εΓχαμεν χαμομένα ημείς έμειναν ασάλευτα)
καί άρχίσαμεν εμπρός. Άπεφασίσαμεν νά ψηφίσωμεν τρία
άτομα, επιτροπή Κυβερνητική διά νά τηρα τά στρατεύμα­
τα, 15 τόσα άτομα διά τδ Βουλευτικό’ καί έψηφοφορήσα-
μεν καί οί πλέον ψήφοι έπεσαν εις τδν Γεωργάκη Μαυρο-
μηχάλη, Μαρκή και Νάκο, νά ήναι επιτροπή προσωρινή,
δσο νά έκλέξωμε πρόεδρο. Ή επιτροπή έσηχώθηκε καί υ­
πήγε εις τδν Πόρο, και έμεινε ή συνέλευσις νά τελείωση
τά πρακτικά της. Ημείς είχαμεν γνώμην νά προβάλωμε
τδν Καποδίστριαν (1827)· δλοι έδοχιμάσθηκαν σταις Κυ-
βέρνησαις, καί όλο εις τδ χειρότερο έπηγαίναμεν τδ έθνος
άπδ ταΐς διχόνοιαίς μας’ τότε έξεφώνησα καί είπα: ήμεΐς
τά άρματα έριξαμεν τήν φιλοτιμίαν μας, καί έβαλαν τδν
Τζουρτζ Άγγλον, καί οί άνδρείοι θαλασσινοί μας τδν Κο-
χράν, τώρα, και οί πολίτικοι πρεπει νά ρίξετε και έσεις
τήν φιλοτιμίαν σας, νά έχλέξωμεν έναν Πρόεδρον νά μας
κυβέρνηση, νά ίδουμεν οί Άγγλοι δποΰ υποσχέθηκαν διά
τήν ανεξαρτησίαν μας. Μία των ήμερων έβλεπαν οτι ήθε­
λαν νά προσχαλέσουν τδν Καποδίστριαν ει’ς τδ έθνος, καί
έχίνησαν ώπλισμένοι νά έλθουν άν ήμπορέ'σουν καί μας φοβί­
σουν νά πάρουν τά πρακτικά’ (ήτον γραμματικός δ Σπη-
λιάδης) κ’έγω τους έκατάλαβα μέ τί σκοπδν ήλθαν* και
έκαμαν συνέλευσιν είς του Μιυρομιχάλη τδ σπήτι’ έπρο-
σκα'λεσαν κ’ εμένα, και έπήγα μόνος μου’ καί άρχινησαν
νά μέ ομιλήσουν περί τής συνελευσεως, οτι δέν βλέπουν
καλά πράγματα εις τήν συνέλευσιν. Έγώ άποκρίθηκα μέ
πείσμα, οτι τδ έθνος αυτδ θέλει, και δποιος δέν του άρέση
άς τδ χαλάση άν ήμπορέ'ση, και έβγήκα χωρίς άλλον λό­
γον έξω· Βλέπωντας δ τι δέν είχαν δυναμιν, κα’ι άν είχαν
= 186 c=
δοκιμάσει ήθελε έντροπιασθσυν, έδιαλύΟηκαν. Σέ δύο ήμέραις
έκάμαμεν συνέλευσιν καί αποφασίσαμε? τ^ν αυγήν, δτι τδ
*
απόγευμα νά ύπογράψωμε? τδν Καποδίστριαν χαί έτζι έ-
πήγα εις τδ κονάκι μου, έραγα ψωμί καί έπεσα νά κοι­
μηθώ. Βλε'πω χαί ήλθε δ χύρ Γεώργης Κουντουριώτη; και
*ης
Καραχατζά· Σπετζιώτης, χαί Μαρκής Ψαριανές νά μου
δμίλήσουν διά τήν ύποθεσιν του Καποδίστρια, οπού θέλει
άπογράψομεν απομεσήμερα' μου λένε, δτι τδ απομεσήμερο?
θά υπογράψομε? διά τδν Καποδίστριαν. Ttj μ' .έρωτατε έι
μένα, έγώ δέν είμαι Πρόεδρος ουδέ έθνος* έτζι αποφα­
σίσανε τήν αυγήν δ Πρόεδρος Σισίνης καί τδ έθνος. Μου
άπεχρίθηχαν όχι είναι χαλδ νά στείλωμεν νά πάρωμεν γνώ­
* άπδ τδνΡΑμιλτον άρραμένον είς τδν Πόρον, οτι ήχον
μη
φερμένος άπδ τήν Σμύρνην. Τί νά στείλωμεν κανένα τυχο­
διώκτην νά λέγη άλλα χαί άλλα νά μ$ς λέγη, καί νά χαλάση
τήν υπόθεσιν του έθνους· ποιον ευρίσκετε εύλογον νά στεί­
λωμεν· άν έμπιστεύεσθε εις εμένα νά πάγω εγώ δ ίδιος.
Σ’ έμπιστευόμεθα, τρεις φοραΐς μέ είπαν, σ’ έμπιστευόμεθα.
Ό Κουντουριώτης ήτον μέ μίαν γνώμην, οτι είχα είπε:
τού *Αμιλτον, ότι δέν θά έχλέξωμεν τον Καποδίστριαν, κα ι
ένόμι,ε οτι θά ευρω άντίστασίν απδ τον Αμλτον, χαί τέ-
τενες τους είπα, Σύρτε εις τδ καλό. Καί έσηκώθηχα χαί
έκραξα τδν Μεταξαν, καί έπήρα και δέκα νομάτους τδ
μεσημέρι, καί δέν ήξευρε άλλος κανένας ποΰ υπάγω, μό­
νον τδν Νικηταραν έκραξα, καί του εϊπα νά έχη τήν έ­
γνοιαν, νά μή γείνη κανένα σκάνδαλον, έως δπού νά έλ­
* ή συνέλευσις τής ήρρετο θαύμα, μή? ήξεόρωντας που
θω
υπάγω. Καί έπήγα είς τδ ποτάμι τού Πόρου, καί ή βάρ -
κχις του 'Αμιλτον έκαναν νερό, καί έμπήχαμεν εις μία * ,
βάρκα, χα! έπήγαμεν επάνω στήν φεργάδα. Μας έδέχ-
— 187 =
θηκε ο νΑμιλτον xal εκάχζαμεν είς ομιλίαν. Τού λέγω,
πως σου φαίνεται τώρα πού Σώθηκε η ΣυνΑευσις χα! κον­
τεύει νά τελειωση ; Χαίρομαι τήν ενωσίν σας, έχάμετε
πολλά χαλα· Τού είπα, Καπιτάν ^μιλτο^ ήλθαμεν νά πά-
ρωμεν τήν συμβουλήν σου, ώς μας σύμβούλευες πάντοτε
διά τήν ελευΘερίαν μας, σέ γνωρίζομεν ώς εναν εύεργέ-
την απ° ολους τους άλλους καλίτερον. Μας είπε, πέστε
τήν γνώμην σας, χα'ί άν δυνωμαι χ* εγώ νά σας ιαποκρι-
θώ είς τήν γνώμην σας. Στοιβάζομαι Καπετάν *ΑμιΚτον
δτί τους γνωρίζεις τους "Ελληνας άπ° εδώ καί τ°σους χρό­
νους, τούς βάλαμεν ολους νά μας κυβερνήσουν, χαί ποτέ
δέν μας ’κυβέρνησαν χαθώς έπρεπε, καί βλέποντας δτι δέν
έχομεν άνθρωπον πολιτικόν νά μας κυβέρνηση ήλθαμεν
νά σέ πάρωμεν εις γνώμην, διατί εκείνο όπου ήρχετο
της Συνελεύσεως από το χερι της, το διω^ώσαμεν, έβαλε
τον Κόχραν άρχιθαλ ιχσσιον, τον Τζώρτσ αρχιστράτηγον,
τώρα χρειαζόμεθα έναν πολιτικόν· τάχα δέν μας δίδει ή
*Αγγλία ένα πρόεδρον, ένα Βασιλέα ; Μας άποκρίθηκε, °χι,
ποτέ δέν γίνεται.—Δέν μας δίδει ή Φράντζα ;—Όμοίως
μα; άποκρί0η —Έ "Ρουσσία ; — ’Οχι. *
Η Προυσία ;—
*Οχι. — Η ’Ανάπολις — Όχι.—’Η Τσπανία ;
δέν γίνεται, άφου έμελέτησα δλα τά βασίλεια. —Σαν
δέν μας δίδουν τουταις ή αύλαις, τί θά γείνωμεν ήμεις ;
— Μας άποκρίθηκε, ότι τηρατε νά ευρήτε κανέ'ναν "Ελληνα.
*Ημεις άλλον έλληνα άξιώτερον δέν έχομεν, μόνον νά έχλέ-
ξωμεν τον Καποοίστριαν.—’Εγύρισε κα'ί μ’ ^ττα^ ά-
κούωντας τ° όνομα Καπpδίστρια, κα'ί μού είπε, δέν ήσουν
έσύ που μου είπε^ δέν τον δεχόμεθα τέν Κ.αποδιστριΛ
διατί είναι τής ΊΡουσσίας Μινιστρος ; Ναί *
του είπα
άλλος ητον τότε, και άλλος τώρα’ διατί τήν ’Αγγλίαν
= 188 =
που έχομεν υπεράσπισιν, τδ δεξί χέρι της Ελλάδος εί­
ναι ή θάλασσα, και έβάλαμεν Άγγλον έπί κεφαλής
* καί
τδ ζερβί χέρι Άγγλον, όπου είναι η δύναμις της ξηράς'
καί άν μας έδιδε ή ’Αγγλία καί έ/αν πολιτικόν, καί ε­
κείνον τδν έβάναμεν καί δεν έτζαχίζαμεν τδ κεφάλι μας
στδν έναν και στδν άλλον, καί δι' αυτό, ώς μου λές, δέν
γίνεται
* πρέπει νά χαλέσωμεν τδν Καποδίστρια. Μου άπο-
κρίθηχε έκ καρδίας. απάρτε τδν Καποδίστρια ή οποίον
διάβολον , διατί έχαθήχατε». Αύτδ ήθελα νά
ακούσω άπδ τδ στδμά του, τδ ακόυσα, καί απέχει έτελείω-
σε ή δμ'λία μας, καί τής ευθύς άνεχώρησα. Έχασομέρη-
σα πολύ εις τήν φρεγάδα, καί τδ ταμπούρλο τής Συνελεύ-
σεως άρχίναε νά κτυπα, Άκουωντας τδ ταμπούρλο οί πλη­
ρεξούσιοι των τριών νησιών άνεχώρησαν, καί έτράβηξαν
καί έπήγαν κοντά εις τήν Παναγίαν διά νά πάνε είς τδν
Άμιλτον· καί δ Άμιλτον τούς είδε μέ τδ χιάλε, καί έμ-
πήκε εις τήν φελούκα, καί ήλθε είς τήν Παναγιάν. Καί
έπήγαν οί πληρεξούσιοι τών νήσων διά νά τδν έρωτήσουν,
καί δ Άμιλτον τούς ήρώτησε, πώς έφυγατε άπδ τήν Συ­
νέλευσή^ ; Τίλθαμεν νά σδ πάρωμεν διά μίαν γνώμην
Καί αύτδς τούς άποχρίθηκε, εγώ τήν γνώμην τήν έδωσα
του Κολοχοτρονη, καί κάμετε δ,τι σας ε’πή, καί άνεχώρη-
σε κατά τήν φρεγάδαν. Μισή ώρα ήτον μακράν ή Πανα­
γιά άπδ τήν συνέλευσιν, οι Υδραίοι γυρίζουν, Ί^στειλαν
καί μ* έκραξαν, και τούς έδιηγήθηκα ο,τι είπα. Τήν αυγήν
έσυναγθήκαμεν καί ύπογράύαμεν διά τον Καποδίστρια"
άοχησαν καί έκαμαν τά γράμματα τής προσκλήσεων, τά
έστειλαν άπδ τρία μέρη, καί ετζι έτελείωσε εκείνη ή ύποθε-
σις. Έσυνάχθημεν τήν άλλην ημέραν, ν' άποφασίσωμεν
πρόεδρον του Βουλευτικού, νά ψηφηφορηθούν τά άτομα διά
= 189 =
την προεδρίαν. Έπετάονταν στήν Συνέλευσεν την άλλην ημέ­
ράν, τδν Ζαίμη, άλλος τον Μπαρλα,. άλλος τδν Κουν-
τουριώτη, άλλος τδν Πρασά άπδ τήν 'Ανδρουσα, και ε-
γείνε χασμωδία. Τήν άλλην ημέρα πάλιν τδ Γιο, εικασι
νά ψηφηοορήσουν, τήν άλλην 16. Είδα την χασμωδίαν χαί
τδ παράξενο του κόσμου. Έσηχώθηκα ολόρθος.· Σεβαστή
Συνέλευσις, ήμε?ς χαθήμεσθε χαί φιλονειχούμεν διά Πρόε­
δρον του Βουλευτικού, και ή πατρίς μας κινδυνεύει νά χα-
θή και έχομεν συνέλευσιν έπτά μήνες, καί πρόεδρος εις
την 'Ανατολικήν ^Ελλάδα είναι δ Κιουταχψ, και Πρόεδρος
τής Πελοπόννησου δ Ίμπραίμης, καί ήμεΐς κχθήμεθα καί
φτλονεικοΰμεν, κα’ι τώρα ήλθε δ Μάις, και ή Αθήνα κιν­
δυνεύει καί ή Πελοπόννησος κινδυνεύει
* έχάθηκεν ένας άπδ
τόσους ελληνας πληρεξουσίους νά χάμωμεν Πρόεδρον; όμως
καθήμεθα καί φιλονιχούμεν ! Έχύτταξα τριγύρω μου, καί
είδα ένα γεροντάκι, καί έκάθητο μέ τούς Κρητικού', άλλ'
ούτε τδ δ/ομά του έγνώριζα ούτε τδν είδα καί πηδάω μέ­
σα άπδ τήν ουνέλευσ, καί τδν άρπαχνω, καί τδν πη­
γαίνω εις τδ κάθισμα του Προέδρου Σισίνη, καί τδν 'κά­
θισα στδ σκαμνί. Είπα, τούτος δέν είναι άξιος ; καί ολη
ή Συνέλευσις έβαλε τήν φωνήν, *Αξιος, άξιος, καί έχειρο-
χρότησε, και έτελείωσε. Τδν πατέρα μου συγχωρούσαν. Ό
'Ρενιερης σαν νά έφοβήθηκε. Έτζι διελυθηκε ή συνέλευσις.
Μια φορά έπι Κουντουριώτη έπήγα εις τδ Ανάπλι, καί
είπα τής Κυβερνήσεως, δτι οί Έουμελιώταις πληρόνονται,
καί οί Πελοποννήσιοι έγδύθηκαν άπδ τδν Τμβραίμη, καί δεν
έχουν πού τήν κεφαλήν κλιναι, δέν τούς πληρόνετε δπού
εχάθηκαν ; καί άπεφάσισαν νά χ 'μουν 12000 πρακτικούς,
καί δ αριθμός νά ήναι διά 15000, δπού τδ περιπλέον νά
γίνωνται αναλογία διά νά τούς έρχωνται 30 γρόσια τδν
190 =
μήνα. Μου είπανε, νά δουλεύουν τρεις μή^αις, χαί είς τρεις
μήναις νά έλθουν νά πάρουν τά μηνιαία
* ήλθανε τρεΐς μή­
νες. χαί έστειλα νά πάρω τδ μηνιαίο
* μου άποχρίθηχαν,
δτι μία μικρή δόσις ήλθε άπδ δυο μίση μιλλιούνια, χαι ή
Κυβέρνησις είχε άλλαις άναγχαίαις ύπόθεσαις, χαί έδόθη-
χαν' ή εμπειρία σου όμως θά χαταπραΰνη τούς στρατώ­
νας νά λάβουν υπομονήν.
'Η έπανάστασις ή έδιχή μας δέν ομοιάζει μέ χαμ-
μιάν άπ’ οσαις γίνονται την σήμερον εϊς τήν Ευρώπην.
Τής Ευρώπης αί επαναστάσεις εναντίον των διοιχήσε-
ών των είναι εμφύλιος πόλεμος’ δ έδιχός μας πόλε­
μος ήχον δ πλέον δίχαιος, ήτον έθνος μέ άλλο έθνος, ήτον
μέ ένα λαόν όπου ποτέ δέν ήθέλησε νά άναγνωρισθή ώς
τοιουτος,ούτε νά δρχισθή, παρά μό/ον δ,τι έχαμνε ή βία’ου-
τε δ Σουλτάνος ήθέλησε ποτέ νά θεωρήση τδν 'Ελληνιχδν
λαδν ως λαόν, άλλ ώς σχλάβους. Μιάν φοράν, όταν έπή"
ραμεν τδ Ναύπλιον ήλθε δ ΖΑμιλτον νά μέ ίδή· μου είπε
ότι πρέπει οί Έλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν, χαί
ή ’Αγγλία νά μεσιτεύση
* έγώ του άπεχρίθηχα, ότι αυτό
δέν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος’έμεΐς Καπετάν’Αμιλ-
τον ποτέ συμβιβασμόν δέν έχάμαμεν μέ τούς Τούρχους"
άλλους έχοψε, άλλους έσχλάβωσε μέ τδ σπαθί χαί άλλοι,
χαθώς εμείς, έζούσαμεν ελεύθεροί από γεννεά εις γεννεα
*
δ βασιλεύς μας έσχοτώθη, χαμμία συνθήχη δέν έχαμε * ή
φρουρά του είχε παντοτεινδν πόλεμον μέ τούς Τούρχους
χαι δύο φρούρια ήχον πάντοτε ανυπόταχτα'— μέ εΐπε, ποία
είναι ή βασιλική φρουρά του,ποια είναι τά φρούρια
* —ή φρου'
ρά του Βχσιλέως μας είναι οί λεγόμενοι Κλέφται, τά
φρούρια ή Μάνη χαι τδ Σούλι χαι τά βουνά· έτζι δέν μέ
ώμίλησε πλέον. 'Ο χόσμος μάς έλεγε τρελούς* ήμεις άν
= 191 =
δεν ειμεθα τρελο’ί, δεν· έκάναμεν την έπανάστασιν, διατί
ήθέλαμεν συλλογισθή πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλαρία
μας, πυροβολικό μας, πυροτηθήκαις μας, τά μαγαζιά μας,
ήθέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τήν έδικήν μας, την Τούρ­
κικη δύναμη’ τώρα δπου ένιχήσαμεν, δπου έτελειώσαμεν
μέ καλό τον πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, έπαινόμεθα
* άν
δεν εύτυχούσαμεν ήθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα,
‘Ομοιάζαμεν σαν νά είναι εις ένα λιμένα 50, 60 καρά­
βια φορτομένα, ενα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαί­
νει εις τήν δουλιά του μέ μιά μεγάλη φορτούνα, μέ μεγάλο
άνεμο, πηγαίνει, πουλει, κερδίζει, γυρίζει δπίσω σώον τό­
τε άκούς όλα τά επίλοιπα καράβια καί λέγουν, ίδού άν­
θρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος καί όχι σαν έμεις
όπου καθόμεθα έτζι δειλοί, χσϊμένοι, και κατηγορούνται οί
καπετανέοι ώς ανάξιοι· άν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ή­
θελε είποΰν, μά τί τρελός νά σηκωθή μέ τέτοια φουρτού­
να, μέ τέτοιον άνεμο, νά χαθή δ παλιάνθρωπος, έπήρε τόν
κόσμον είς τδ λαιμό του.—Ή αρχηγία ένδς στρατεύματος
'Ελληνικού ήταν μία τυραννία, διατί έκαμνε καί τόν αρχη­
γό, καί τόν κριτή, και τόν φροντιστή, καί νά του φεύγουν
κάθεήμέρά καί πάλιν νά έρχωνται
* νά βασχάη ένα στρατόπε-
δον μέ ψ^μματα, μέ κολάxείάις,μέ παραμύθια^νά · του λείπουν
καί ζωοτροφίαις και πολεμοφόδιαμαί νά μήν αχούν καΐ νά φω-
νάζη δ αρχηγός' ενώ εις την Ευρώπην δ ’Αρχιστράτηγος δι-
ατάττει τούς στρατηγούς, οί στρατηγοί τούς συνταγματάρ-
χας, οί συνταγματάρχαι τούς ταχμάτάρχάς καί ουτω καθ
έξης· έκανε το σγέδιον του καί έξεμπέρδευε. Νά μου δώση δ
Βελιγκτών 40,000 στράτευμα τό έδιοικούσα, άλλ αυτουνου
νά του δώσουν 500 "Ελληνας δέν έμπορουσε ούτε μιά ώρα νά
τούς διοικήση. Κάθε^λληνας είχε τά καπρίτζια του,τό θεό του
= 192 =
και επρεπί νά χάμη κανείς δευλιά με αύτεί^ί,αλλον νά φόβε -
ρ ίζη, αλλον νά κολαχευη, κατά τούς ανθρώπους.

Εις τ°υς 1826 Νοεμβριον,σ^ έκατέ'βηχα εγω εις την f£p


μι°νην γίά την Συyελεύσιν, είχα τον Γενναΐον πίσω άφειμενον
διά νά εμποδάη του Ίβραιμη τήν κατανομήν, Τότε ή επαρ­
χία τής Καρινταινας,Καπετανόοι και Πρόκριτοι, του λενε οτι
ανήμπορης νά εφκ£^'?^^τδ Κάστρο τής Καρύταινας Γενναίε,
ήμπόρηε νά φυλαχθή τριγύρω ή Καρύταινα, τδ Φανάρι καί
δλαις ή μεσόγιαις επαρχίαις. Τδν εκατάπεισαν τδν Γενναΐον,
και ε’πε, νά στείλω του Πατέρα μου νά πάρω τήν γνωμην
κα! νά ίδοομε τι λε'γει. Και μον εστειλε πεζδν διά τοο Κά­
στρου τήν ύπόθεσιν, και του εδοσα τήν άδειαν νά το φτίά-
ση. Ααμβάνοντας τήν άδειαν, εβαλε τής ευθύς καί επλή-
ρωσε τούς καμιναρεους διά χορίγι καί του εβγαλαν τεσσαρα
καμίν2α χορίγι, καί έστειλε κα'ί εφερε και μο^τό^ς, και
άρ·χνησε και το-Φπίανε
* και εκεΐ δπού αρχίνησε νά τδ φτΐά’
cjj ηυρε τε'σσαρα πε'ντε μάσκουλα κα'ι τά εγεμιζε μπ«-
ρούτι καί τα ερρ'ιχνε? κα’ι ειπωθη ηύρηχε κανωνια, καί ή
φήμη ούτως διεδίδετο. Κάνεναν άνεγνώριμον δεν άφινε ν’
άνε'βη άπάνω διά τι ήτον δ κόσμος προδότης. Και άκοιόον-
τας δ Ίμπραίμης οτι ηυρε κανόνια καί τα έριχνε χαθ1ΓηΛε'
ρούσιον, δεν εκίνησε νά πάη, διατί εστοχάζετο ότι κανόνια
ητον. Έρχίασε πρώτα ταΐς πόρταις, εφχίασε ταις στερναις,
καίάρχινόντας εφτίασε καί άπδ τδ Κάστρο οπού ήτον αδύνατο
κατά ώρας, καί τότενες εβαλε ©ούρνους κα'ι εκαμε καί
παξυμάδι> καί εστειλε κιχί εις τήν Δημητσάνα κα'ι επήρε
καί τρία τεσσαρα ιρορτόμιατα μπαρουτι· μολύβι εστωντας
κα’ι δεν ευρίσκονταν, εστειλε είς τήν Ζάκυνθο και άγόρασε
πεντε εξ καντάρια βολυμι, καί αγόραζε καί δυο κανόνια,
=== 193 =
τα έκουβάλισε, xed ήφερβ μασεο'ρους, και ίφθιασι
τά Αέτα, καί τά έβαλλε απάνω στό κάστρο, χαί τότε
δυναμονοντας τό Κάστρο, 9> ’Επαρχία Φαναριού καί Κα-
ρύταινας ήφεραν τά πράγματά τους , και τά έβαλαν
μέσα διά φύλαξιν καί έδούλευσι ολο τόν χειμώνα έως τόν
’Απρίλιον, καί ίφΟιασε τρεις καζάρμες μέσα, και τό έτε-
λείωσε τό με'σα. Καί είς τόν καιρόν, εις τόν πόλεμον τοΰ
Αάλα, είχαν δύο κανόνια φερμένα άπό τήν Κεφαλονίά,
ητον καρφομε'να εις ένα τόπο, τά ήφερε μέ πολλά ίζοδα,καί
τά^βαλε είς τό Κάστρο. Τότενες έβανε φρουρά διακοσίους
στρατιώιας.—είναι ανάμεσα σέ δύο ποταμούς--~εϋρέΟηκαν
πβρικεφαλέαις τών σταυροφόρων.—Είχε βάρδια είς ένα βου­
νό- είς τά.ν Τροπολιτσά κοντά, καί όντας έβγεναν οί
Τούρκοι άπό την Τροπολιτζάν, όπου έπόγαίναν παντα-
χού λεηλατώντας εις τήν Μεσσηνίαν, ξάφνου έσκλάβω-
ναν«—ητον τότε βάρδιες, άν έβγεναν Τούρκοι έδιδαν ση-
μείαν
* τό κάστρο έδιδε σημειον καί όλόγυρα οί φάμε-
λϊές, τά ζώα έπεφταν κατά τό κάστρο· καί πάλιν είχε
βάρδια είς τό Ντερβένι τοΰ Αεονταρίού , καί όταν έκαναν
φανό είς τό βουνό, έριχναν δύο κανόνια, και ίίξευραν ότι
ερχοντο άπό την Μεσσηνίαν οί Τούρκοι
* καί έτζι έφυ-
λάονταν δ λαός· διατί έπη'γαιναν οί γεωργοί, καί γεωρ-
γούσαν τά χωράφια, ότι είναι φυλαγμένοι άπό τήν περί-
στασιν αίφν^διαν του εχθρού
* διατι έπέθαναν άπό τ^ν
*πείναν οτι οί γεωργοί, άν είχαν καί κάνένα βόδι, δέν έτολ-
μούσαν νά κατέβουν νά τού; βοηθήσουν, και τότε κατέβαι­
ναν μέ τλν προφύλαξιν τού κάστρου
* καί ή βάρδιαις ήμέρα
νύκτα ητα παντού διά νά κάνουν φανούς, καί έκτοτε δέν
«λεηλάτησε διόλου αύταΐς ταις έπαρχίαις καί έμψύχωσε
-:0V λαόν πολύ, καίόλοένα έδούλευαν οί μαστόροι μέσα, καί
13
— 194 =
τότενες εω; τον Απρίλιον «δούλεψε
* τότε κατά τόν ρίνα
'Απρίλιον έλαβε τήν διαταγήν και έπήγε στήν ’Αθήνα.
Άπό τόμέρος τής Συνελεύσεως τής Τροιζήνος ταυ έστεό-
λαμεν του Καραϊσκάκη είκοσιπέντε χιλιάδες γρδσια και κα-
βαλαρία τόν X. Μιχάλη μέ 120 άλογα
* του έγραφα δίαν
ήμουν εις τήν Τροιζήνα
* κατά ταΐς σέδραις που κάνεις
μέ τούς δπλαρχηγούς, ή τούς όπλαρχηγούς θά φας, ή το
κεφάλι σου·
Τον Μάΐόν μήνα έλευθερώθηκα ■ κ* εγώ άπδ την Συνέ­
λευση καί έβγήκα από τό Αργος και διελόθηκε τά στρα­
τόπεδο τών Αθηνών, και έγύρησαν τά στρατεύματα τά
Πελοποννησιακά
* . σάν έβγήκα εις το Άεργος, έστειλα
^ιαταγαΐς εις δλαις ταίς επαρχί«ις, οσαις δέν εΙχαν τούρ­
κους. Εις τ^νΜεσση^αν δεν έστειλα, διατιηταντά τρία
φρούρια και πάντοτε έμποδουσαν τά άρματα τά μεσση-
νιακά τούς εχθρούς. Είς τήν ΤριπολίΓσά· άφησα τ Ηγει-
τονικά άρματα άπο φόβον τοΰ Μπραίμη. Έστειλα διατα>
γην είς τδν Μιστρά, δ*ατΙ δεν είχαν φόβον άπδ τδν ’ΐμ
*
πραίμην όπου ήτον είς την Πάτρα
* κα'ι έστειλα είς τον
Άγιον Πέτρον, εί; Μ^εμβασιάν, κα'ι μου άποκρίθηκαν
οτι νά φθ^άσω ςρατόπεδον, και τότε νά τούς διατάξω καί
έρχονται. ’Εγώ έτράβηξα κατά τήν Κόρινθον
* ο Γρίβας
ή τον στόΆνάπλι φρου^ο^,κα'ι ολοι οί λοιποί ρουμελιώταις,κα!
δέν έκίνησαν
* κα'· είς τήν ΚόρινΘον ήτον δ Νικολός Τζ^ελας.
και έκράτουν καί εκείνοι τά κάστρα, τήν Κόρινθον, καί δέν
έβγαιναν από το κάστρο, — έκαμαν τά κάστρα κληρο­
νομικά' και έγώ ευρέθηκα είς τόν λόγγο (άί. Γιώργι) τής
Κόρινθου μέ 250 σωματοφύλακάς μου, καί ό Ζαίμης είχε
καί ςράτευμα, δ Παναγιώτης ό Νοταράς, καίέκύτταζαν
νά πολεμήσουν? μέ τούς ευρισκομένους είς τήν Κόρινθον
*
= 195 =
έγώ τουεΐπβ’ άφηστους νά κάθωνται, μόνε νά συνάζωμεν
ς-ρ (χτίσμα νά βοηθήσωμεν την πατρίδα’ τήν ίδιαν ώραν
έβγαινε £ Ιμπρχίμης άπο τήν Πάτρα καί έκραξε τάν Νενέ-
κο, καί ό Νενέκος έ προσκύνησε, καί τδν έβαλε δμπροστά
νά κάμη νά προσκυνήσουν, καί «προσκύνησαν τά δύω μέρη
των Καλαβρύτων, καί η Πάτρα ολη, καί μέρη Βοστίτσας, καί
ήλθε τά προσκύνημα έως τά Καλάβρυτα, δύω ώραις άπ
* έξω
άπδ τά Καλάβρυτα την μητρόπολιν.
‘Ο Ίμπραίμης τόσω έλκυσε πολύ τάν λαόν· τοΰρκος δέν
έχόταε ούτε άστάχυ νά κόψη, καί όλα μέ τον παρά,καί τούς
έδιδε προσκυνοχάρτια καί μέρος’ καί έπροσκύνησαν δλοι οί
καπιτανέοι — κα'ιεπροσκύνησαν οί καπετανέοι των άρχύν-
των. · Οί Πετιμεζαΐοι καί οι άλλοι έ.τήγαν καί ίσω­
μα τώθηκαν, καί ό λαά; ά άτροσκύνητος έπήγαν εις το
μέγα Σπήλαιον, καί άλλοι στα βουνά, καί έκλείσθηχαν
μέσα. Τύτενες, σαν ήταν αδύνατοι, έπηγαν μίαν νύκτα
καί έπροδοσκν τάν Βχσίλη Πετιμεζά, καί μόλις έγλύτωσε.
Τότε έστειλε τάν Νικολάκη τάν αδελφό του καί ήλθε καί
μέ ευρηκε είς τήςΚόρθο; τά χω^ριά καί μοϋ είπε
* τρέξε νά
πάμε ει’ς τά Σπήλαιο, γιατΊ τό'τε παραδίδεται τά Σπή­
λαιον και χάνεται δλη ή έπαρχία. Τότενες αποφάσισα
τον Φώτο άγίουταντε μου, καί τον μπαϊρακτάρη μου Κα-
ραχάλιο , καί τούς έδωσα τοΰ Νιζολάπη τοΰ Πετιμεζά νά
πάνε είς το μέγα Σπήλαιον
* εγώ έμάζονα τά Κορινθιακά
ςρατεύματα· εκείνοι έμπήκαν εί; τά Μοναστήρι
* διά τρεις
Ημέρας έμασα 1500 καί τούς έστειλα τάν Παναγιώτη καί
Γεωργάκη Χελιώτη, μέ -τού; καπετάνέους τους, νά πάνε
στης Βοστίτσας τά χωριά, καί εγώ έπήγα στάν αγ. Γεώρ·
γιον, στοΰ Φονία, καί ακόμα δέν ήμεθα ζυγωμένοι κοντά ,
καί τά ς-ρατεύματα τά προσκυνημένα έπήραν καί Τούρκους
*
13
= 196 —
καί έπήγαν καί έχάλασαν τό Διακοφτό καί έπηραν σκλά­
βους καί πράγματα αρκετα· καί είς τό γύρισμα εβγηκαν
από τό Μοναστήρι, τού; χτύπησαν καί έσκότωσαν καμιά σα­
ρανταριά Τούρκους χαί έπηγαν πίσω στο όρδί, στα Κα­
λάβρυτα, καί b Μπραίμης έπηρβ καμιά πενηνταριά καβα-
λαρέους καί άγνάντευε τό Μοναστήρι
* τό θεώρησε μέ τό
*
κ^λε είδε πως δέν ήμπορεΐ νά τό πολιοιρκνίσιρ διατ'ι ζτον
τόπος κακός, καί έχύρισε πίσω.—από τούς σκλάβους κα-
κοπαθήσαμεν στην Πελοπόννησον· είς τον Χελμό Τούρκοι
έπρόδοσαν τούς Πετιμεζαίους.
Έγώ όντας εβγήκα είς τάν άγ. Γεώργιον, έγραψα γράμ­
ματα εις τόν Γενναιον καί είς τόν Κολιόπουλον, όπου ητον
συναγμένοι, καί έπετάχθηκαν είς τό Λιβάρτζι, την επαρ­
χία τήν προσκυνη(Καλαβρύτων), καί τούς διέταττα:
τζεκουρι καί φωτιά εΐ; τού; προσκυνημένους
* καί έτσι έ-
πέρασαν εις τό Λιβάρτζι. Τότε έστειλεν δ Μπραίμης κα-
ταπατητάδε; νά ΐδ?ί πού είμαι καί τί ασκέρι έχω, καί έ-
δοσε ένός ρωμιού 300 μπαρμπούτια διά νά μάθη που εΐμαι
νά μου ριχθη επάνω, καί έγώ τόν έπιασα καί έστειλα εις
την δημοσιά καί τον έχρέματα, είς τά Καλάβρυτα, δύω ώ-
ραις άπ’ έξω
* τόν έκρέμασα μέ ένα χαρτί που έλεγε τό
φταίξιμό του « προδότη; του Έθνους » καί τούς άλλους
δύω τους έστειλα εις τό Μοναστήρι, εις τό μέγα Σπήλα^
διότι δέν ητον βεβαιωμένοι προδόταις, καί επήγα καί έγώ
είς τό Σπδλαιον· καί μαθαίνοντας δ Μπραίμης δτι ήλθαν
ς-ρατευματα ειςτό Λιβάρτζι, ώς πέντε χιλ.ιάδ'ε^ καί έγώ
άπό τό άλλο μέρος μέ δύω χιλιάδες, τό Σπήλαιο μακρά
άπό τά Καλάβρυτα όπου ή:ον δύω ώραις, καί τέσσεραις ώ-
ραι; ητον δΚολιόπουλοςμέ τόν ΓενναΓον, τόάλλο στράτευμα·
μανθάνοντα; δ Μπραίμης ότι ήλθαν τά στρατεύματα τά
= 197 =
Καρυτινά, «τράβηξε δια Τριπολιτσα καί Καρύταινα τάς
*
οα-
τεύματάτου,και έστειλε τον Ντελή ’ΑχμέτΠασαγ,και έτρα-
βήχθηκε στην Πάτρα μέ τούς πριοσκυνημενουζ, και εις τόν
δρόμον που επερναε εύρηκε τόν κρβμασμένον, και εβαλε καί
έδιαβασε τό χαρτι που του είχαμε στ?ς πλάταις και εις
το στήθος, και έπιασε τά γένεια του και έφοβέρισε τήν Κα-
ρύταινα, και έχώρισε οκτώ χιλιάδες καβαλαρέους και πε­
ζούς, διαλεκτό σ^τευμ^ διά νά πίραση σταις νΑκοβες
και Λαγκάδια, νακάψη ταις χώραις Δnμιτσάνα, Ζυγο&στι
και Στtμνΐτσα, οτι, έλεγε, οι Έλληνες είναι τραβηγμένοι
μέ τόν ΓενναΌν· καΙ μαθαίνοντας δ Γενναίος και δ Κολιδ-
πουλος οτι άνεχώρησεν ό Δελη Άχμέτ Πασά; και έπηγεν
εςς την Πάτρα, και δ Μραίμης τραβάει κατά την Τριπο-
λιτσά, έγύρισαν μέ τό στράτευμά τους ’πίσω και ερθασαν
τήν προστέλα τού ΜπραΊμη, καί έκαμαν έναν άκροβολισμόν
κα'ι έσκοτωσαν καμ^α δεκαπενταριχ· κα'ι ° Μπραίμης έτρα-
βιξε διά τήν Τροπολι.τζά, και το στράτευμα δπού είχε
στεμμένο είς ταις *Ακοβες κ«ι εις τά Λαγκάδια δια ταις
γώραις—ιή . Άκοβες καί τά Λαγκάδΐα ητον καϊμέναις?
κα! ο,τι ξτον ακόμη τό άπόκαψξ—καί έβγήκε τό τούρ­
κικο στράτευμα εις τής Δημητσάνας τόν κάμπο
* καί
δ Γενναίος και ο Κ,ολιοπουλος μήν ήςευροντας πού εί­
χε νά τραβις’ , έγυρισε δ Κολιόπουλος κα'ι πήγε τήν
Ήλιο^όρα , και δ Γενναιος έτράβιςε διά νυκτός , καί
έπΐασε με πεντακοσίους μόνον τήν Δτμητσάνα, και ε-
κτισε ταμπούρια διά να πο^μήσ^ κα'ι τό λοιπό στρά­
τευμα Καρυτινό διεσκορπίσθη εις τά βουνά, οπού -ητον η
φαμελιές, προ; ύπεράσπισιν των φαμελιων· και °ι Τούρκοι
έrcnγαν, Κέρασαν (ζπδ ταις φαμελ^ές και ένυκτωσαν εις
τής Δημητσάνας τόν κάμπα
* οί στρατιωτες τ°ύς επήραν
= 198 =
κατόπι νά τού; κλέψουν, να τούς τουφεκίσουν,—οί <Γατ ιώ­
τες ’πούταν εις τά βουνά — κα'ι νά πάνδ μΕίτάτη ει; τόν
Γενναϊον ή εί; τόν Κολιόπουλον’ και δ Γενναίο; μήν ήςε-
ροντας ότι οί Έλληνες είναι τριγύρω είς τού; Τούρκους,
βλέποντας τους Τούρκους εί; τόν κάμπο, άπεφάσίσε διά
νυκτός νά τούς κτυπηση μέ τ°ύ; π^τακοσωυς, και έτσι
έχί'νησε, καί έπηγε διά νυκτος εις τόν κααπο, και έζύγωσε
κοντά εΐς τό στράτευμα τό τούρκικο, και τού; άφριξε μία
μπαταριά. τουφέκια, καί βλέποντας οί Έλληνες τήν πα·
ταρία τό πίκασαν δτι είναι δ Γενναίος, καί τότε ερριζε δ
πάσα έλληνας την παταρία του, άπ’οπου καί αν εύρέθη άγνάν-
τια εις τούς Τούρκους’ καί τότε οί Τούρκοι ακούοντας οτι εί­
ναι περιτριγυρισμένοι, έσυναχθτκαν εις τόν κάμπο, έβαλαν
βάρδιες τήν Καβαλαρία, καί έξενύκτησαν ειςτό πόδι'-—οί
Τούρκοι οκτώ χιλιάδες—έτραβηχθηκεδ Γενναίος καί έπίασε
τόν δρόμσν δποΰ είναι κατά τήν Δημητσάνα, διά νά ξημερώσ’
νά ιδή πουθενε θά πάνε οί Τούρκοι,καί άν έρθουν κατάτήνχώρα
νά ’μπή μέσα, οπού είχε τα ταμπούρια φτασμένα, διά νά πο-
λεμησ-ρ. Οί Τούρκοι βλέπονταςτήν παταρία των Ελλήνων,
έπίκασανδτι είναι τά στρατεύματα ’πούτονμέ τόν Γενναίον
καί Κολιό πουλον. Έφοβήθηκαν καί γύρισαν ’πίσω κατά την
*
Τροπολιτσά ό Γενναίος μέ τούς έλληνα; τούς έπεσε άπό
κοντά καί έτράβιξαν οί τουρκοι εί; τό διάσιλο της ’Αλο-
νίστενας διά νά περάσουν’ οί '’Αλονιστιότες έβγήκαν έμ-
προστά εις τό διάσιλο καί τού; πισοδρόμησαν είς άλλον
δρόμον, καί οί Τούρκοι έπέρασαν κοντά είς τό Άρκοο-
δορευμα, κα'ί οι Έλληνες τούς πήγαν από κον^ καί
τούς έπήγαν ίσια εί; τά 1 ρίκορφα’ εις εκείνον τόν κυνη·
γημόν έσκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι, καί τούς ’πηοαν
καί άλογα, καί εμπήκαν είς την Τροπολιτσά ci Τούρκοι
*
= 199 =
Σαν εσυνά/θηχε ολ ο του τδ άσκέρι ε|ς τήν Τροπολιτσα, έ-
τράοιξβν να παγη εις τά κάστρα της Μεσσηνίας καϊ
δ Γενναίος μέ 4000 Καρυτινού; τους επηρε εως είς την
Μεσσηνίαν διά νά μη σκλαβώσουν κόσμο εΐς τό πέραμά
τους, καί ό ΓενναΓος έπήγε ίσια μ· τα φλυτζαροκαμαρα,
άπδ ■ την Καλαμάτα δύο ωραις, καί εκαμε στάσι· έγώ μα-
θαϊνοντα·, δτι δ Ίμπραϊμ.ης αναχώρησε διά την Τροπολι-
τσά, έτράβζχ κατά του Καλαβρύτ·ου τα χωρlά, όπου ?τον
προσκυνημένα, καί έστειλα τον Βασίλη τδν Πετμεζα
κατάτον 'Αγιον Βλ«ση, τα χωριά τα προσκυνημένα, μέ
1500, διά νά πάρη τά προσκυυοχάρτια καί νά στείλΐ)
τούς προύχοντας, καί νά τούς δώσω προσκυνοχάρτι του
* ίδιαν ώραν ήλθαν και 500 Άργεΐοι, καί τούς
γένους τη
&σ«λα στδν Βασίλη Πετμεζά
* κεφαλή αύτών είχε δ
*
Τσόκρης, τδν Νέζον, καί τδν Γυναικαδελφών του καί έπλασε
τδν "Αγιο Βλάση καί μου έστειλεν τα προσκυνοχάρτια.
Τότενες ειμεθα εις τδ σπηλαιον ■ έχω, ο Λόντος, οί Πε-
τιμύζαιοι δλοι, Λεχουρίτης, Σωτήρ θεοχαρότουλος, καί
Μπενιζέλος Ρούφος. Ητον και τδ χηρευάμενον στράτευμα
τού Γιάννη Νοταρά μέ τδν Λόντο. Τούς είπα: άητεστε νά
πάμε εις τά προσκυνημένα χωριά, καί νά τραβη'ξωμεν κατά
την Πάτρα. Αυτοί μου είπαν, οτι τράβα εμπρός καί αυ­
ρών έ^όμεθα, καί έμ·ειναν εως 4θθ είς τδ Riov^^u Έγώ
τού; έδ\κούς μου καί ύ Γκολφϊνος Πετμΐζάς 400
καί έπη'γαΛδ είς ένα χωρώ λεγόμενο Ηαιζώοους· εώ^λοι
εις τά προσκυνημένα χωριά νά μοϋ στε'ιλουν τά προσκυ-
νοχ^τ^ των Τούρκων καί, νά τους δώσω τού βθν°υς. Πριν
νά κινήσω δκά τά προσκυν■Λμένά χωριά? °π°υ ήμουν εΐς τ°ν
*Αγιον Γεώργιο'^ εγραψα ενα γράμμά είς την Κυ^ρνησιν
κα’ι τής ελεγα: νά μέ στείΤουν στρατεύματα, πολεμοφόδ’α
=. 200 ss
διατ'ί ή Πατρίς κινδυνεύει ani τά προσκύν^^α
* καί άν ήζεύ-
ρετε καμμϊά μηχανή νά τρέφωνται μέ τον αέρα τά στρα­
τεύματα σας παρακαλώ νά μοΰ τήν στείλετε
* άν ηξευ-
ρετε οτι είναι καμμϊά μηχανή νά κάνη το χώμα μπαρούτι
καί ταίς πέτραις μολύβι,στείλετέ μου τδν μηχανικόν διάνα
το κάμωμεν
* επειδή καί ακόμη τέτοια εφεύρεση δέν την
έκαμαν οί άνθρωποι, σας λε'γω στείλετέ μου όλα αυτά, τδ
γράμμα τδ έδωσα ένδς Καλογέρου καί τδν έπιφόρτησα
νά όμιλήση εις την Κυβέρνηση διά τδν κίνδυνον . της Πα-
0 καλόγερος έπηγβ εις τδ Ανάπλι καί τους είπε
τρίδος. *
νά συναχθούν εΐ’ς τδ Βουλευτικό νά τούς διαβάση οσα ^τον
έπιφορτισμένος νά τους ειπη από μέρος μου· έτζι έσυνάχ-
θηκαν, έδιάβασαν τδ γράμμα· τούς είπε δσα του είχα πα.-
ραγγολ;) νά είπη στόματικώς. Ένας βου'λβ’υ'τές «ίπε ' :
αί τά θέλει τά πολεμοφόδια, αυτός έχει πενήντα ανθρώπους
*
*0 καλόγηρος τούς έο&βαίωσβ δτι έχω 4,000, πλήν δέν
τδν έπίστευσαν. 'Εστειλε τδ Βουλευτικό τδν ’Αναγνώ­
στην Ζαφειρόπουλον άπό τδ Ζυγοβύτση· καί τον Αναγνώστη
Παππαγιανακόπουλον διά νά ^ο^ν τήν κατάσ
ασιν
* των
στρατευμάτων καί των επαρχιών αύτοί ήλθαν ει’ς το ν
’Αγιον Γεώργιθν· τους είπα: οτι ή Πατρίς μας κινδυνεύει
μέ είπαν τά δσα ήτον έπιφορτισμένοι νά μέ είπουν: νά
καταίβω είς τδ Άργος νά ένωθουμεν και έπειτα νά κινή­
σουν όλοι πανστρατιά· Έγώ άν τούς ηκουα καί έπήγαινα
είς τδΆpγoς, $ Πατρίς έχάνετο
* διαΗ αί περισσότεραις
έπαρχίαις ήθελαν προσκυνήσει άκούωντας ότι δ Κολο-
κοτρώνης πάει κατά τδ Αργος. Τούς είπα; ν<α πάτε πίσω
νά τούς είπήτε στοματικώς, καί τδ ζάμνω καί διαγράφους
δτι νά κινηθούν οσοι βαστούν άρματα καί πιστεύουν
Χριστό καί αγαπούν τήν Πατρίδα: Κρητες, Άί’βαλιώ-
= 201 =
ταις, ο,τι στρατεύματα καί &ν ήτον, καί άς έλθουν
νά απαντήσωμ εν καί αύτόν τον μεγάλον κίνδυνον, χαί έγώ
γίνομαι μικρότερος από δλους· νά μου στείλουν καί πολε­
μοφόδια καί διά ζωοτροφίαις θά κάμω ο,τι ήμ,πορέσω’ μέ
νερό καί μέ τά λείψανα των προβάτων είμπορουμεν νά π<-
ράσωμεν.—Έπηγαν και ούτε άπόκρισιν μοΰ έδωσαν ούτε
ζωοτροφίαις, ούτε πολεμοφόδια, ουιε χαρτί νά γράφω δια-
ταγαίς, ούτε τούλάγ ιστόν ένα παρηγορητικό γράμμα δέν
έστειλαν εις ταίς έπαρχίαις,και άμπαντονάρησαν καί έμένα
καί τόν λαόν της Πελοπόννησου. Σαν είδα αύτιί τους την
'άδιαφορία έκίνησα διά. τό Μέγα Σπήλαιον καί ένέργησα
οσα είπα προτητερα.
*Ο Ντελη Άχμέτ πασάς από την Πάτρα 'έβγαζε, έπλά-
κωσε μέ τά προσχυνημένα στρατεύματα τούς Koptv-
θίους καί μέρος άπροσκυνήτων Βοστιτζάνων εις την ‘Αγίαν
Παρασκευή, καί έσκότωσε περίπου των 100 'Ελλήνων—οί
περισσότεροι από τήν Κόρινθον,έπί κεφαλής ά Χελιώτης—
έσκοτώθηκαν καί δύο καπετανέοι καλοί · b πασάς
έγύρισε · εις τήν ■ Πάτρα. "Οταν έβγηκα είς τούς Πε-
τζάκους, επήγαν είς τηέν Πάτρα οί προσκυνημένοι καί
είπαν του Πασά, δτι ό Κολοκοτρώνης έχει ολίγους
στρατιώταις καί ό Βασίλης Πετιμεζας, καί νά έρθουν νά
μας χαλάσουν · 5 Ντελη ’Αχμετ Πασ5:ς δέχθηκε την
γνώμην τους, έκίνησε μέ 6,000 Τούρκους, κα’ι b Νενέκος
μέ 2,°00 προσκυνημένους "Ελληνας. 'Ηλθαν είς ταΐς
&άπατες,3 ώραις μακρά από εκεΐ όπου ητο b Πετιμεζ«ς, και
μιά ωρα άπό έαε'να. Είχα γράψει εις τό Μέγα Σπηλαι°ν
νά έλθουν ° Λόντος, Σ. θε°χαρόπ°υλος, Ν. Πετιμεζάς,
Αεχουρίτης,καί μοϋ έλεγαν «τ/μερ^ αυμιο°’ καί ακόμη δέν
ητ©ν φερμένοι. "Ενας καπετάνιος από του; προσκυνημένους
= 202 =
έκίνησε άπδ τδ ίδια χωριδ,δπου ήμουν» έγώ, άπδ τούς Πε-
τζάκους,έπήγε είς τούς Τούρκους· είτε: οτι δ Κολοχοτρώνης
εύρί^κεται μέ μόνον 400 εις τούς Πετζάκους. και νά πάμε
νά τδν κτυπήσωμεν. 'Ακούοντας δ Πασάς του καπετάνιου
τά λόγια εύθύς τδ βράδυ έσύναζε δλους τούς καπετανέους
νά κάμουν συμβούλίον διά νά έλθουν νά μέ βαρέσουν. Έκεϊ
όπου έσυνάχθηκαν ώμίλησε δ Πασάς καί τού; εΐπε: οτι μου
ήλθε ιιδησις οτι 6 Κο'λοκοτ^νης είναι ίΐς τούς Πετζά-
κους μέ 400 καί νά πάμε νά τδν κτυπήσωμεν’ ένας κα­
πετάνιος ποοσχυνημενος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης
είπε δέν πάμε είς τούς Πετζάχους· εμεις ενα βασιλέα
έχομε δέν πάμε νά τδν χαλάσωμε καί αύτόν του τδ
είπαν τοϋ Πασά καί δ Πασάς έγέλασε, και τού; εΐπε: ποΰ
θέλετε λοιπόν νά πάμε νά βαρέσαμε; δ ίδιος καπετάνιος άπε-
κρίθηκε δη νά πάμε νά κτυπησωμεν τδν Π^τιμεζάν δποΰ
εύρίσκεται μέ 2,000 είς τάν "Αγιο Βλάση. \Ετζι έμειναν
μέ την άπόφασιν νά παν νά κτυπ/σουν τήν νύκτα τδν Β.
Πετιμεζά.
Δύο αδέλφια από τούς προσκυνησμένους κόβουν καί μού
λέγουν: δτι θά έλθουν έπάνω σου· εγώ, καί δέν τδ εΐπα
των ’Ελλήνων, άφίνω τδν άγιουτάντε μου και Οίκονο-
μόπουλον άπδ Στεμνίτσαν καί τδν Καραχάλιο μπαϊρακ-
τάρι μου, καί τούς άφηκα είς τδ χωρίο, καί τούς εϊπα,
βγαίνω έξω νά κοιμηθώ,—και το χωριό ητον δυνατό νά
πολεμηση—μέ τόν στοχασμό: άν ήμαι είω τούς βγάνω,
ά> δέν είμαι δέν έρχονται εις βοήθιια μο^ κα'ί £τζι
έβγήκα είς τδ κεφάλη τοΰ χωρίου, είς ένα καταράχι,
κα'ι έστάθηκα καραούλι βάρδια, ολη τήν νύκτα μέ 10
νομάτους' καί οι Τούρκοι έςημερώθηκαν στδν σΑγιον
Βλάση, στον Βασίλη τδν Πετμεζά, κα'ι είς τούς ’Αρ-
= 203 =
γείους, καί ίχχμχν όλίγον ακροβολιστών, και άνεχώρη-
σαν οι 'δικοί μας· αίματα δέν έχύθηκαν είτε άπδ τό
ένα μέρος είτε άπο το άλλο
* καί οι Άργεϊοι άνεχώ-
ρησαν διά τδ *Α ργος’ ο Βασίλης Πετμεζας δέν τους
είδε' ούτε ' βγω” ετζι δ Βασίλης έμεινε είς ταΐς θέσαις,
*Αγιον Βλάστι, καί οί Τουρ<οι έπίστρεψαν εις την Πά­
τραν μ'όλους τούς προσκυνησμ ένους. Την άλλην ημέραν
ήλθεν δ Αδετος, ό Νικολάκη; δ Πετμεζας, δ θεοχαρό-
πουλος, δ 'Ρουφάς, δ Αεχουριτης μέ τούς τετρακοσίους
ποΰτόν εις το Μοναστήρι, καί έγώ όο δικαζόμουνα άπό
τούς Πετσάκους νά φύγω, γιατί δέν ήςευρα ποιοι οί προσ-
κυνημένοι καί ποιοι 5χι, καί έπήγα είς την Κερπίνή που
’vat δυνατώτερος· δ τόπος
* καί δ Λόντοί μου είπε με τούς
άλλου;: Γεροετά μου νά κάτσομε εδώ’ τούς είπα: εΐσθε ο-
λοι άπιστοι και δέν ήξευρω τι νά κάμω · έγώ ανα­
χωρώ νά κάμω στράτευμα έδικό μου, καί εσείς μεί­
νετε στην θέση τήν έδικήν μου. Πηγαινάμενος ε’ς την
Κερπενή, έστειλα τδν άγιουτάντε μου τδν Φοτά'κο, καί έπή-
γε γυρευ°νταί δ^ νά φθάση δ Γενναία καί δ Κ°>ΐό-
πουλος· και δ Γενναίος ήτον εις του Φρετζάλη, καί δ Κο-
λΐόπουλος έσύναξε στρατεύματα καί σέ 5 ήμέραις έφθασαν
μέ 5 χιλιάδες. Μαθαίνοντας δ Αόντος καί ή συντροφιά
του οτι έφθασαν τά στρατεύματα τά έδιζά μου, ιάναχω·
ρησαν διά τύ νΑργος, κα; ο/ι ότι έφθασαν τά στρατεύ­
ματα τά έδικά μου, άλλ’ έμαθαν ότι δ Δελή ’Αχμέτ Πα­
σάς επήγαινε νά συνάςη την σταφίδα· άφου άπελπισθηκαν
νά συνάξου/ αύτοί την σταφίδα τότε άνεχώρησαν, επει­
δή διά αύτδ έκει έκάθοντο. νΑτλωσα τα στρατεύματα είς
τα προσκυνημένα χωριά, καί έκαμα διαταγαΐς: οτι ογιο
γωριδ δέν γυρίση πίσω είναι τά σπήιιά του καϊμένα, τά
=» 204 =
αμπέλια τους καϊμένα, Θά τούς αφανίσω από τό πρόσωπο
τής γης καί οτι άν _έπιστρέψη, τό έθνος Θά τούς συγχώρηση,
κχί άλλα περισσά, φοβέραις. 'Εάν στοχασΘητε δτι δ ’ΐμ·
πραίμης Θά σας ίωση από 500 νά φυλάτε τά χωριά σας,
είσθε γελασμένοι, δίατι δέν έχει τόσο στράτευμα, αλ­
λά από τό ένα μέρος Θά φεύγουν εκείνοι καί άπό τό
άλλο Θά έρχόμεΘα ημείς νά καίμε, καί νά σκοτόνοομε.—
Ααμβάνοντας ταΐς προσταγαις, ταΐς έδειξαν τοΰ ’ΐμπραΐ- ■
μη, καί είτε, δτι έγώ Θά δείξω πόλεμο τοΰ Κολοκοτρώνη·
και έτζι έγύρισαν όπίσω τά χωριά, όπου ^τον προσκυ-
νημε'να, καί έπέρναμε δπίσίωτά προσκυνοχάρτια, καί τούς
δώ^ε τοΰ εθνν^υς, καί έτζι έγύρισαν ^σω ε’ςτά χωριά
τους διάνάμή τούς κάψουν τά σπίτια τους. Καί έτράβιξα μέ
8000, καί έτραβίξαμε κατά τηνΒοστίτζα,καί βιένονταςστήν
Βοστίτζα αγνάντια στα ψηλώματα, έβγάλαμε ανθρώπους
νά τού; πλανέσωμε διά νά εύγουν εις πόλεμον. 01 Τούρ­
κοι δεν ειχον σκοπόν νά πολεμήσουν, αλλά νά ■ τρυγήσουν
καί ει’ς την άκρη του κάμπου είχαν την καβαλλαρία
τους διά νά μην κατεβαίνουμε
* κα’ι εκαθήσαμεν δύο ημέρα ς
καί έπροκάλεσα, καί αύτοί δέν είχαν τον νουν τους
διά πόλεμον βλέποντας οτι ημεΘα άχρηστοί και δέν έχομε
καί προβιζιόνες νά σταθούμε εκεί, έπηρα τόν ΓενναΤον
μέ τά μισό στράτευμα, κα’ι ετράβιξα εις τον Άγιον Βλάσ -
ση, καί τόν Κολιόπουλον, Μελετόπουλ^, Πετιμεζάδοι;,
τούς άφηκα Πάτρας καί Βαστίτζας χωριά. Πηγαινάμενο ς
εις τόν Άγιον Βλάσση, λαβαίνοντας ένα γράμμα από τ ό
φρούριο της Καρίταινας, καί λέγει: οτι η Μεσσηνία πραγ­
ματεύεται νά προσκύνηση—τον Νικητα εϊχα άφίσει στην
Μεσσηνία μέ στράτευμα καί οί στρατιώταις του έφυγαν
από τλ(ν πείναν—μόνον νά φΘάσετε τό γλγωρότερο νά μην
= 205 =
πάθουμε καμμια. ’Αφηκα τον Γεννιίον, καί έπαράγγβιλα
και τοΰ Κο^ιοκοΆου νά σταθούν νά παραττφοΰν τά κινή­
ματα του Δελή ’Αχμέτ Πασσά, καί τό προσκύνημα» πού
άρχίνησαν είς τ^ν Γαστούνη, καί Πύργον , αί
* έγώ α­
ναχώρησα μέ δϊακοσίους σωματοφύλακας. — ‘Ο Πασας
άπό τήν Πάτρα,συναζει τά στρατεύματα^ καϊ τούς προσκυ-
νημένους, καί πάει κατά τδ Κολιόπουλο εις τήν Καυκα-
ριάν, δυνατός τύπος—μόνον ένα έκαμε 6 Κολιοπουλος,
°πού δεν έδωσε εΐδησιν του Γυναίου, ’που ’τον 6 ώραις
μακρά' πλήν ό Κολιύπουλος δέν ένύμισε δτι πάνε απάνω
του οί Τούρκοι—καί ώς έπήγαιναν ’ άπάνου του έκαμε έναν
πόλεμον δυνατόν. Έσκοτώθηκαν ώς 150 Τούρκοι, καί
δικ° ύς μας °έν έπαθε κανείς τίποτε· ^τον με τδν
άπό τούς *
Κολιόπουλον δ Χρήστος . Φωτομάρας, δ Μελετοπϋυλος, ό
Νικ. Πετμεζάς κα! αλλοι, ητον 2000)καί οι Τούρκοι 80°0
*
και ετζι ετρ-άβηξε πάλιν ° Πασάς Δελη ’Αχμετης καί εκα-
τέβη είς την Πάτραν και ειί τήν Γαστούνην έκαμε κατά
τήν Δίβρην, αμέσως καί ή Δίβρη #αί τάλλα γωριά έπρο-
σκύ^σαν ’Αφού έμαθεν δ Γενναιος, πού ^τον τ° Λι-
βάρτζι εναντίον των Τούρκων καί των προσκυνημένων, και
άκρατοπεδεύθη εις τούς παραλόγγους, άπέναντι τούςφατο-
*
πέδου του Το^ρκ.ου μίαν ώραν μαζύ ζτον κα’ί δ Χρύσανθος
το Σισινύπουλο κα'ί ό θάν. Κ-ουμανιώτης· βλεποντας οί
Τούρκ°ι t°v Γενναίον σηκώθηκαν καί ετράβζ^αν κατά του
*
Αειλα έστειλεν δ Γενναιος κοντά τους διάφορα σωματα
καί έκτυπιωνταν, κα'ι έβα^σαν τήιν πισιν^α τΌΰ τούρκου»
καθώς Χτυπήθηκε καί μ’ ένα μπουλούκι είί τδ γεφύρι της
Νεμούδας. Εις αύτΌν τόν άκρoόολισμόν έσκοτωθηκαν 40
Τούρχοι,πέντε έπιάσθηκαν, καί τρεις "Ελληνες
έτράβη^εν έκεί δ Πασάς βιαίως άηδ Γαστούνην καί Πά-
τρα, δ δέ Γενναίος έπέστρεψεν ε’ς την Λίβρην διά νά
τιμωρήσζι τούς προσκυνηγένους καί νά τους γυρίσι; εις τδ

καί Όλα τά -έοιζ /.ωρία


* ’Επροσκύνησε και Ό Πύργος, καί
τούς έγραψε δύω γράμματα δ Γενναίος, καί ο/t μόνον δέν
ηκουσαν,άλλ’ επροσκάλεσαν καί τούς έ-αρχιώτας του Φα­
ναριού να προσκυνήσουν καί αύτοί, ”θθεν Εβιάσ^η ό Γεν­
ναίος διά νά πάγη να κάμρ μερι καις ζημίαις, έκαψε στη-
τια Διά νά παραδειγματισθοϋν καί άλλοι προς σωφρονισμόν.
’Εγώ έτράβιξχ, ώς είπα, καί έπέρασα τήν επαρχίαν
Kαλαβpuτοu, Καρύταινα; καί Λεονταριου καί έ-έρασα στή·
Μεσσηνίαν, ό τού Ή τον ά Νικήτας, είς τό χωριά Ζαβάζικα,
κάτου είς τά καλύβια, στήν Καλαμάτα δύο ώραις. Καί
εις τον πηγαιμό μου έμάζευα στρατεύματα καί έγινήκαμε
ώς χίλιοι ’Αρκαδιανοί, Άν^ρουσσανοί,ή Μηλακιώταις· διά
τρεις ίμέοαις χίλιοι · τροφαίς δέν είχα, έδιάταζα τά
χωριά καί έπήρα Διακόσια πινάκια γέννημα καί χίλια
σφαχτά διά τό στρά'τευμα. Οί Πατραίοι, οί Καλαβρυτινοί
καί μέρος Φαναρί-αις, δ τού ή τον προσκυνημένοι, γράφουν
τού Ιμ^ραημι νά μή μΑς τυραννάφ άπά τά Ένα μέρος ημείς
άπο τά άλλο ή Καρίταινα· οσο ή Καρύταινα ζωντανή δέν
ήσυχάζομεν τά προσκύνημά μας δέν ωφελεί. Ό Ίμπραή-
μης έπήρε ένα μέτρο, καί έστίίλε τον Κεχαγιάτου με χι-
λίους μέ τσεκούρια καί μέ άρματα καί Έστειλε ’στην Μεσ­
σηνία νά βάλουν φωτιά καί τσεκούρι
* Όσα δέν έκαίονταν
νά βά·η τσεκούρι, Ελαιώνες, συκαις, μουριαίς· Έστειλε
καί πέντε χιλόάδαις κα^α^ους γιά ·ά στέκ^· εις τήν
άκρη, ’στοάς κάμπους νά μήν καταιβαίνουν οί "Ελληνες καί
τ^ς •π^εμ^ύν. Καί ή ζωή σου, ελ«γε ’στά· Κεχαγ5α, θά
με πύρωση τήν ζωήν ^οιουδ^οτε φονευθή
* δώκ δέν
= 207 =
σέ στέλνω νά πολέμησες, άλλα νά χαυσ<ς. Καί εκείνος
έσυναξε τδ στράτευμα καί έπήγεν εις την Ζάχαρο, τδ λοιπδ
που του έμεινε
* καί έπρόσταξε νά συναχθοΰν ή προσκυνη-
μέναΐς έπαρχίαις νά πάν ’ νά χαλάσουν τήν Καρυταινα
* του
Κεχαγιά του του έδωκε μίαν προσταγήν νά στείλη νά
προσκυνήσουν βίς τούς Μεσσηνίους, είμή και δίν προσκυ­
νήσουν νά άρχίση τδ έργον του, καί τήν προσταγή τήν
έδωσε εις δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους καί
τήν -ήφεραν εκεΐ οποΰ έντεσα κα’ι έ]ώ. Διαβάζοντ«ς τήνδια-
ταγήν 'που ήτον τόσον σφοδρά, του άποκρίθηκα όχι άπδ
μέρος -μου, άπδ μέρος τοϋ λαού τής Μεσσηνίας: δ μ αυτό
όπου μάς φοβερίζεις, νά μάς κόψης καί κάψης τά καρ-
πόφορα δένδρα μας δέν είναι τής πολεμικής έργον
* διατί
τά άψυχα δένδρα δέν έναντιόνονται εις κανένα
* μόνον
οί άνθρωποι οτου εναντιόνονται έχουνε στρατεύματα καί
σκλαβ^κ’ καί έτσι είναιτδ δ^αιον του *πολέμου μέ τους
ανθρώπους καί όχι μέ τά άψυχα δένδρα
* βχι τά κλαριά νά
μάς κόψης, $χι τά δένδρα, όχι τά σπήτια 'που μάς έκαψες,
μόνρν πέτρα απάνω στην πέτρα νά μή μείνη, ήμεΐς δέν
*
προσκυνούμε τί τά δένδρα μας &ν τά κόψης καί τά
κάψης, τήν γην δέν θέλει τήν σηκώσεις καί ή ίδια ή γης
που τά έθρεψα αυτή ή ι'δια γη μένει δική μας κα'ί τά μα«
τακάνει. Μόνον ένας ^Ελληνας νά μείνη πάντα θά πολε-
μουμ? καί μήν έλπίζης πώς τήν γην μας θά τήν κάμης
δική σου* βγάλτο άπδ το νοΰ σου. ^^νοντας τήν από-
κρισιν δ Κεχαγιάς, τής ευθύς έβαλε τδ έργον του φωτιά
καί τσεκούρι. Καί ημείς τδ κεντήσαμε τδ στράτευμά του
εις πόλεμο, καί αότοί δέν έκινίονταν είς πόλεμον, μόνε τδ
έργον τους. Καί πάνε τήν νύκτα μερικοί *Ελληνες καί
έπιασαν τέσσαιρου; Βουλγάρους ζωντανούς καί τους έζέ-
= 208 ==
τασα καί μοΰ είπαν την προσταγή νά μήν κάμουν πά
*
λεμον μάνε νά κυτάζουν την δουλειά Έγώ τότευες έπϊρασα
ιις τό ‘Αρμυρό καί έκεί έσυνομίλησα μέ τούς Καπιτα-
ναίους καί άλλους Μανιάταις, νά βρούμε ένα καίκι, νά
στείλωμε είς τούς Ναυάρχους τδ γράμμα του ’ΐβρανίμι
καί την άπόκρισι του λαοΰ, όπου η τον ανοικτά άπ’ έξω
άπδ τάν Μεσσηνία,. η οπού τούς βρουν. Καί είχε ό Πα­
ναγιώτης Καπετανιάνος Γιανέας μία σκαμπάβία καί της
δώκαμε δέκα πέντε τάλλαρα καί τά γράμματα καί ένα
γράμμα μου' καί έλεγα
* ίδοϋ τί κάνει ό έχθρδς των Ελ­
λήνων, Καί έπηγε γυρεύοντας δθεν τού; εύρη. Καί έγώ
έτράβιξα καί έπήγα μέ τον Μούρτσινο καί είπα: τί κάνετε
αδέλφια ; νά πιάσωμεν τον ‘Αρμυρό που έχω καί χμλίους
στρατιώπας Πελοποννησίους' καί έτσι έσυνάχθησχν καί «κί­
νησαν, και δ ’λναστάσις Μίαυρομιχάλης καί άλλοι κα-
ποτανέοι της Μάνη; καί έπήγαν εις τόν ‘Αρμυρά. Τήν
ίδια ήμε^α έλαβα ένα γράμμα άπδ Καρύταινα άπδ τδν
Βασίλη ’Αλωνηστιώτη: οτι το Φανάρι αρχίζει νά προσκυν^,
μόνε πάρε μέτρα. Της εύθύς έκραξα τον Μουρτσινο καί
τούς καπετανέους καί τόν Νικη'τα, καί έγώ πέρνω διακο -
σίου; νά περάσω άπδ την Καρύταινα, Αιωντάρι νά μάσω
στρατεύματα νά πάω κατά τό Φανάρι, νά έχω καί έγνοια
οτι δ ’ΐβραημης ήτον εις την Ζάχαρα καί έσ’υναζε στρα­
*
τεύματα καί έτσι σέ είκοσιτέσσαρες ώραις εύρέθηκα στην
Κσρύταινα, *
και έστειλα στρατεύματα κατά τδ Φανάρι. ή
μέν Σκαμπαβία έντεσε νά ' εύρη την Γαλλικήν άρμάδα
και δίνοντας τά γράμματα του Ναυάρχου τού Γάλλου, έκαμε
συνιάλο καί έμαζώχθηκαν καί οί τρεις Ναύαρχοι καί έδιά-
βασαν τα γράμματα καί δέν έπ^τευσαν, βτί είναι ^ΧηΟινά
έκείνο δπου κάνει ό Μπραημης
* γιατί αύτοί του είχαν στεί-
= 209 =
λ« πρώτα νά παύση τόν πόλεμο, πλήν εκείνο τό σκυλί
δέν άκουε καί ετήραβ τήν *χθρα> τό πάθος οπού <Τχβ
ε’ς τους 'Ελληνας. Τότε έκραξαν τόν άε'ίμνησ^ν και μα­
καρίτην Άμιλτον καί μία Φραντσέζικη και ‘Ρούσικη φρε­
γάδα, κα! . ήλθαν ε’ς τ,*Αρμυρ ό να ι^ουν αν τα γραφόμενα ήτον
άληθινά. Και ήλθαν εις τό και έβγήκαν κα! εύ­
ρηκαν τούς καπετανέους που ήτον μεινεμένοι ίκεΐ. 'Από
τό *Αρμ υρό έως ε1ς τήν Καλαμάτα είναι μιά-μιση ωρα ύ
τόπος που έκοβαν κα'ι έκαιαν, και οι καπιτανέ°ι τούς έδειχ­
ναν τό τί κάνει ό Ίβραήμης· 'Εμβήκαν σέ τρεις φελου-
καις οί τρεις κομαντάντιδες καί έβγήκαν εί< τϋς Καλαμά­
τας τό ποτάμι,, που είναι άπό τό-‘Αρμυρό ώρα μιά-μιση,
καί έκραξαν τόν Κεχαγιά καΙ του είπαν, νά παύση την φω­
τιά και τό τσεκούρι, καί αυτός τούς άπεκριθηκε, ή προσ­
ταγή μου είναι νά καίω καί νά κόβω, από τόν άνώτερόν
μου.—Διατί ή τρεις δυνάμεις τού έστειλαν γράμμα νά
κάμη ανακωχή, καί αύτός κάνει πραγμα που δέν είναι πράγ­
μα του πολέμου καί τής . άνθρωπότητος. ^’Εγώ δέν τό
έξεύρω αύτό, τήν προσταγή τού άνωτέρου μου κάνω, καί οί
Ναύαρχέ καί ο Ιβραήμης άς κάμουν ο,τι θέλουν· και τότε
άνεχώρησσν οι κομαντάντιδες και εύθύς έκαμαν- πανιά καί
έπηγαν ει’ς τούς Ναυάρχους, καί τούς ώμολόγησαν τί είδαν
χαι ήκουσαν από τόν Κεχαγ’ά του Ίβραήμη. Κα'ί τότενες
άπεφάσ’σεν δ ^ναιότατος Κόδριγκτων κα'^ γενναώτατοι
‘Ρο^σος καί ΓαλΛος. καί έπηγαν ε’ς τό Ν’όκαστροΓ καί του
έκαψαν τήν άρμάδα· και τότενες όπου έπηγαν ε’ς τό Να-
βαρινο νά ήθελε εύρεθούν και δύο χιλ’άδες Έλληνκ ήθελαν
σκοτώσουν ταις δεκαπέντε χελιάδες Τούρκους· γιατί έμε­
ναν ε’ς απελπισι'αν καιοντας τήν άρμάδα. Και τότενες
ίπα^ε κα'ι τήν φωτι^ κα'ι αναχώρησε διά τό Νιόκα-
14
= 210 —
*
στρο και δ Ίβραήμης ποΰ ήτο στρατοπεδευμένος, και νά
πάη στήν Καρύταινα, ήλθε στο Ναβαρίνο, καί τότες ε-
παυσε δ θυμό; τοΰ πολέμου, σιόν ’Οκτώβριον μήνα.
Εκείνην τήν χρονιά έδωσε * Καρυ'ταινα 900,000 γρό-
σια εις τούς στρατιώτα; διά μισθού; διά πέντε μήνας
άπό τόν ’Ιούνιον ’Ιούλιον Αύγουστον Σεπτέμβριον ’Οκ-
τώμβριον
* δέν έστεκόμουν πουθενά, πότε εί; τήν Καλα­
μάταν, πότε είς τήν Μεσσηνίαν, είς τό Αεοντάρι, Πά­
τρα, Καλάβρυτα, ποτέ δέν έζεκαβάλιγα
* διά μήνας εί­
χα 200 σωματοφύλακας, οι όποιοι με ακολουθούσαν παν­
τού
* άπό τήν πολλήν κχβάλα άδρώστησκ, έφουσκοσαν τά
πόδςα μου και τά άχαμνάμου, όπου άν δέν είχα τόν
Άγαμέμνον έχάνουμουν, Αΰτο τό καλοκαίρι έχάλασα
20 ^ίζιμα χαρτί «ίς γράμματα, καί είς διαταγάς
* ή
Κυβέρνησις έτραβίχθηκε εις τήν Αίγινα και δέν τήν έ­
μελλε τίποτε, χαί έκεΐ έμεινε, κ«1 ε?χ« μόνον τάς ελπί­
δας της είς τήν μεσιτείαν του Στρατφόρ Κάνιγκ εις τήν
Κωνσταντινούπολή. Είχα £ξ γραμματικούς και έγραφαν ή­
*
μερα νύκτα, καί δέν έπρόφθαναν είς τόν καιρόν του προ­
σκυνήματος έφοβήθηκα μόνον διά τήν πατρίδα μου, όχι άλλη
φορά, ούτε είς τάς άρχάς, ούτε είς τόν καιρόν τοΰ Δοάμαλη
όπου ήλθε μέ 30,000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ’ μό­
νον είς τό προσκύνημα έφοβήθηκα
* ή ’’Ρούμελη ήτον δλη
προσκυνησμ-ένη, ή ’Αθήνα πεσμένη, τά ρουμελιώτικα στρα­
τεύματα διαλυμένα
* μόνον ή Πελοπόννησος ήτον μεινε-
μένη μέ τά δυο νησικ Υδρα και Σττέτζαις δποΰ ε?χαν
δύναμιν. Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια
* έπά-
σγιζε νά πάρη και ό Ίμπραΐμης διά νάτά στείλη εις τήν
Κωνσταντινούπολή, καί όταν ή ό Μινίστρος τής ’Αγγλίας
ή άλλης δυνάμεως έμεσίτευαν είς τόν Σουλτάνο διά τήν
= 211 =
'Ελλάδα νά τους άποχριθη ποια Ελλάδα ; ή Ελλάς είναι
προσχυνημένη, νά τά προσκυνοχάρτια τους· έκτός από
μ^^ρικοί κακοί άνθρωποι, ιδού οί άλλοι έπροσκύνησαν
* τό­
τε αΐ δυνάμεις δέν είχαν τίποτε νά άποκριθοΰν και ήμεις
εχανόμεΟα
* διότι άν δεν επροφθανα τδ προσκόνη^χα κα!
έπροσχύναε ή Πελοπόννησος, τότε τί ήθελε κάμει χαί ή
*δρα
"Χ καί ή Σπετζαις; ήθελε χαθούν· έβάσταξα τδν κό­
σμον έως δτου έγινε $ ναυμαχία εις τδ Νεόκαστρο, $λθε
δ Κυβερνήτης και ή εκστρατεία των Φραντζέζων, Είς τά
1826 άρχινησα διά νά θαρρύνω τ£ν κιόσμο, καί έφτιασα
τά σπίτια άπέςω άπό το κάστρο και πύργο, και ό κό­
σμος έλεγε βτι άν δ Κολοαοτρώνης δέν ήξευρε δτι θά
ελευθερωθούμε δέν εκτιζε σπήτια, ούτε έβαζε αμπέλια
σ' έθνική γη. Καί διά νά ιδξ δ κώψος αύτδν, δτι εκα-
νε σπήτια έμψυχονετο δ κό'σμ,ος, έλάμβανε ^π^αις, καί
έτζι τού; ένθάήρυνα.
Εις τάς 6 Ίαννουαρίου ήλθε ό Κυβερνήτης είς τδ
Νάπλι, καί έστάθηκε μία ήμέρα (βιατί $τον κουμάντο
δ . Θεόδωρος Γρίβας), καί έπήγε εις τήν Αίγιναν Τδν έδέ-
χθη τδ Βουλευτικό καί τδ ’Εκτελεστικό, ως Καποδίστριαν
καί τότες έκαμαν συνέλευσιν, καί του έδοσαν . τά ήνία
της Κυβερνήσεως. Καί περάσοντας πέντε £ξ ήμέραις έδιέ-
λύσε τδ βουλευτικό, και έκαμε συμβούλους, Πανελλήνιο,
καί άλλα συστήματα που ειχαν οί ελληνες· τδ σιόστη-
μα τδ πολιτικό· καί άρχίνησε νά δδηρόση κα'ί τά στρα­
τεύματα καί έκαμε στρατά'ρχη τδν Ύψηλάνιη, κα’ί τδ ν
έστειλε στην ’Ελευσίνα, στα’ Μέγαρα, καί έστάθηκε με­
ρικόν καιρόν. Καί έστειλε καί έβαλε 'Αστυνόμον, άλ­
λαξε ολα τά συστήματα, έβαλε τδν Κουντουριώτην είς
τδ Οικονομικόν· καί τότε που έκατάφθασε δ Κυβεονητη ς
*
14
= 212 =
η τον τά Πιλοποννησιακά στρατεύματα κατεβασμένα έως
τρεις- χιλιάδες μέ τόν Γενναίο διά νά - πολεμήσουν την
τυραννίαν τοΰ Γρίβα, — διατι έλογα'ριαζε νά πάη νά χα-
λάσρ το Κρανίδ^-... έγραψε ή επαρχία. Όλίγαις ημέραις
αρχητβρα. ητον■ σκοτωμένοι οι Αργείοι με τους στρα-
τιώτας τοΰ Γρίβα, καί έσκότωσαν δέκα· οί στρατιώ­
τες τοΰ Γρίβα είχανε πάρει και ένδεκα χιλιάδες γιδο­
πρόβατα από τούς Βαλτιτσαίους από τά χειμαδιά τους,
διατί έκρατοΰσε τό Παλαμίδι ό· Γρίβας, (τότε «χάλασαν
>κα'ι τον έλαιωνα, έκαψαν καί το χωρίο Φράρη) καί τό
I τζ·Καλε έκρατουσε δ Εξάδ6λφ°ς του Στράτος, και δ Γ.
Στρατός έκυνήγαε του Γρίβα τό κόμμα, καί ό Γρίβας
έκυνηγαε τό δικό μας. Τότε έπιασε τόν Γ. Τσόκρτ καί
τοΰ έπΰρε δέκα χ^ιΑιάδσς γρόσια, καί έπιασε τόν Ν.
Μ πουκουρά καί τοΰ έπηρε είκοσι χιλιάδες, και άλλα τό­
σα κακά έκαναν. Έγω άργησα διά νά πάω είς τήν Αί-
γ^ά^ καί έγραψε ενα γράμμα διά νά πάω· είπε του
'Αναστάση Αόντου, τότε 'Αστυνόμου, νά τό στειλνις χω­
ρίς νά τό δώστις είς άλλου χέρια. Καί έγώ ήμουν κι­
νημένος άπό τήν Καρόταιναν, καί ήλθα εις " Αργος που
ί^τον δ Γενναίος καί τά άλλα στρατεύματα, ■ καί. έπηγε είς
τόν Γενναίον δ άποσταλμένος, —: δόμου το, καί δέν τοΰ τό
έ'δωκε, κα'ι έτζι ηλΟε είς τό κονάκι μου καί μοΰ τό <-
δωκε, Ααβένοντας τό γράμμα «κίνησα μέ διαχοσίους καί
ίπηγα είς τά Έπίδαυρα, και άλλους καπετανέους, Τσόκρη
καί άλλους πολλούς. Και άφησα ■ τους στρατιώτας είς τά
'Επίδαυρα, και έγώ επηγα είς την Αίγινα
* πηγαίνάμενος
καί επαρρησ^σθηκα καί μ* «δέχθη^, γιατ'ί ημασθε γνω­
ρισμένοι άπό τά 1807, όταν άνεχώρησε διά την 'Ρωσ-
σίαν, καί δεύτερα τόν είχα ανταμώσει εις Κορφούς, όταν
= 213 ==
*

ήλθε καί έπίσκέφθηκε τόν πατέρα του. Όταν έκατέβηκε είς


τήν Πίζα, καί έκαμε στάσιν έκεϊ, οί μερικοί φίλοι μας,
τούς τόσους χρόνους της επαναστάσεων, είχαν γράμματα
εναντίον μου, καί η φήμη απύ ταΓς ψευτιές του κόσμου,
(ώς καί τώρα όπού ήλθε ό Βασ^ας μας) οτι έκαμα
καλό είς τ^ν πατρίδα, άλλα καί περισσότερο κακό
* έτζι. του
είχαν γεμίσει τήν ακοήν του μέ φήμη ψεύτικη, ότι έγδυ­
σα τον κόσμο, ο τι ετυραννούσα, και ίλλαις κακουργίαις
τοιαύταις, καί δεν μέ έτήραε μέ καλό μάτι
* καί εγώ τό
έκατάλαβα, όμως είπα τώρα που ήλθε, ώς τοιούτος άν­
θρωπος που είναι προκ^μένος, θέλει καταλάβει <’ς ενα, δυο
μήνες, άν καλό ή κακό έκαμα είς την πατρίδα. Ά πό έ­
χει μ* έπίρε, διορθώνοντας τά πράγματά του καλά, της
Κυβερνήσεώς του, καί τότε μ’ έπήρε και επήγαμε είς
τόν Πόρο μέ τήν Φρεγάδα την οπού ητον φερ­
μένος μεδαύτην, καί έχασομερήσαμε εις τόν Πόρο δυο, τρεις
ήμέραις, καί άπό έκεΐ έμβήκε πάλιν εις τήν φρεγάδα
καί έτραβίξαμε καί έπήγαμε εις τ * Άνάπλι. Όντας ά-
ριβάραμε .είς τ' Άνάπλι μ* έπρόσταξε νά έβγω έξω είς τ'
Άνάπλε καί έγώ ·τοΰ άποκρίθικα, ότι στ
* ^Άνάπλι δεν βγαί­
νω, γϊατί είμαι μαλωμένος μέ τόν Γρίβα, καί άνπίς. νά
κάμω καλό, ημπορώ νά χάμω κακό τής Κυβερνήσεώς
σου μέ τέτοιους τρελούς ανθρώπου;, καί ή έξοχότης σου
κάμε μέ τόν άκατάστατον Γρίβα. 'Υπάγω είς τό Άργος,
καί όταν τελειοίση ή ύπόθεσις του ,Άναπλίου πρόσταξε με
πού νά πάγω. Καί 6 Κυβερνήτης έβγήκε έξω καί ώμίλησε
του .Γρίβα, καί εκατόβη άπ° τό Παλαμίδη, του επαράδοαε
τό Παλαμίδι» καί τού έταξε διά να παραδώαη το Παλαμίδι
νάτου συμπαθήσω οσα σφάλματα έκαμε. Και ό Γρίβας ύπο-
σχέθη νά πάρη 4 χιλιάδες καί νά πάη είς τον Τσούρτσ,
= 214 =
καί πολλά ταξίματα είς τδν Κυβερνήτην και δ Γρί­
βας έσχιάζονταν νά πάη εις τδν Πόρον διά ξηρας άπδ
τά κακά δτοΰ εΐχε καμωμένα, ε’φοβοΰνταν χαί τδν ίσκιον
τους’ τά στρατεύματα δέν ήτον άχόμη διαλυμένα, καί τδν
έτρωγε ακόμη
* ύποψία. ’Εδιόρθωσε τά κάστρα δ Καπο-
δίστριας, καί είπε τοΰ Γρίβα οτι πάμε μαζύ είς τδν
Πόρο, άν φοβάσαι, μέ όρκο. Καί έτζι διορθώνοντας τά Κά­
στρα τδν έπήρε καί εκείνον διά ξζρα;, καί τότε έστειλε
είς τδ *Αργος τδν γέροντα Βλασόπουλο, διά νά μοΰ είπη
νά πάω είς τδν Πόρο καί νά λύσω οσα στρατεύματα καί
άν (χω, τά στρατεύματα οπού εύρίσκοντο είς τδ *Αργος
καί εις τά ’Επίδαυρα, τά στρατεύματα τά Πελοποννη-
σιακά όλα. Δέν έλειψχ νά διατάξω τά στρατεύματα νά
λυθούν, διά νά πάη κάθε ενχ έίς τδν τόπον του, καί όσους
είχα λουφετζιδες ^Ρουμελνώταις έστειλα, είπα τοΰ Γεν­
ναίου νά τραβιχθοΰν είς τήν Καρύταινα καί νά τού; δίδω
τροφάς, εως νά λάΖω δεύτερη διαταγή άπδ τδν Κυβερ­
νήτη’ καί έτζι έμπήκα είς τήν φεργάδα καί έπήγα είς
τδν Πόρο. Σάν έπήγε μέ τδν Γρίβα είς τδν Πάρο, τδν
άφησε έξω τοΰ Πόρου, καί έστειλε καί ήλθε δ Ύψηλάν-
της καί τά στρατεύματα είς τήν ’Ελευσίνα, δ δέ Γρίβας
ποΰτον έκει και άλλα στρατεύματα (που τοΰ έταζε
νά δώση 4000) τοΰ είπε, νά σύναξη όσους στρατιώ^ας
δύναται καί τδν αδελφόν του τδν Γαρδικιώτη νά πάρ είς
τήν Βόνιτζα, καί έπήγε δ ίδιυς Καποδίστριας διά νά έμ-
παρκαρισθοΰν στδ καστέλι τοΰ Πόρου, που είχε φτιασμένο
δ Έϊδέχ, και άπδ ταΐς 4000 χιλιάδες που του έταζε, έ-
παρρησίασε νά έμπαρκάρη 270, καί έν παρρησία τοΰ Κυ­
βερνήτου άρχισαν τήν ακαταστασίαν, καί έγύρεβχν τούς
λουφέδες πριν μισεύσουν, καί έθύμωσε χαί έστράφη εις τά1
» 215 =
Πόρον, καί έχεΐνοι έμπαρκαρίσθηκαν καί έπηγαν είς τέν
Γκβνεράλ Τσούρτσ, καί έχασομέρισε 5—6 ημέρες διά νά
δ(5ρθώση καί αλλα πράγματα, καί έπήγε είς τήν ’Ελευ -
σΐνα οπού ήτον ό Ύψηλάντης μέ τάλλα στρατεύματα, καί
έκαμε στρατάρχη τόν Ύψηλάντη, και έβγήκβ είς τήν
’Ανατολική Ελλάδα, καί τότες έγύρισε · πίσω εις την
Αίγινα νά διοργανίση το έθνος, καί έδιοργάνισε 20 τάγ­
ματα από τά Ρουμελιώτικα στρατεύματα, καί από ,τά
Μωραιτικα κανένα. Τότενες όταν έγύρισε τοΰ είπα α οτι,
» έζοχώτατε διατί δέν χάνεις καί από την Πελοπόννησον
» τάγματα; τά άρματα της Πελοπόννησου τί 6ένα γένουν;
> τι θενά γίνουν οί κόποι τους; ·. -— Τότε μέ άπεκρίθηκε,
« θοδωράκι, (διατί έτσι μέ έλεγε πάντα), δέν καταλαβαί-
» νεις τά έζωτερικά, διατί τό κάνω αυτό. Νά ήξευρεις
» ή τρεις δυνάμει; άποφασίζόυν μόνον την Πελοπόννησον
» καί μέρ°ς νησιά, καί δέν έχουν σκοπόν νά μας πλατύνουν
» τά σύνορα, καί εγώ τά ' κάνω μέ αυτόν τόν τρόπον δτινά
» εύρισΛ^νται τά· στρατεύματα τά 'Ρουμελιώτικα είς τά
» άρματα είς τά σύνορά τους, καί, οί Πελοποννήσιοι άν κά-
« μουν άρματα Πελοποννησιακά οί σύμμαχοι βά εΐποϋν, τί
■ θέλίΐ ό Κυβερνήτης τά άρματα εις τήν Πελοπόννησον
» που ή Πελοπόννησος είναι ελεύθερη
* τηράει νά δυναμώ­
» νη τά στρατεύματα του και δεν τηράει έμας που είμαστε
>· διαφεντευτάδες των Ελλήνων, καί κάνω κακέ καί όχι
*
» καλό όμως εϊπέ εις τά στρατεύματα καί καπεταναίους
» της Πελοπόννησου, νά ίδοΰμεν τί δ καιρό; μέ διδάσκει
» καί νά ’ναι ήσυχοι ». Καί τότενες μ’ έκαμε ·όνα γράμμα
διά τούς προσκυνημένους Πάτρα και λοιπά καί τους συγ­
χωράει ή Κυβέρνησις, καί νά αναχωρήσουν άπό τούς
Τούρκους· καί τήν έκαμε τή< διαταγή επάνω ε’ς έμενα καί
= 216 =
έγώ νά γράψω νά ήσυχάσουν καινά μην άναχατόνωνται πλέον
μέ τούς Τούρκους. Την διαταγή μέ τήν έδωκε ’ςτά έβγα
του Γε βαρίου, και έκαμα διαταγάς εις δλας τάς επαρ­
χίας, καί έτσι οί προσκυνημένοι έτραβήχθηκαν άπδ τούί
Τούρκους, ό δε Νενέκος εις τάς 26 του Μαρτίου έπήρε
τούς Τούρκους καί έπήγε κ' έχάλασε μία οικογένεια Κα·
ρυτινή οπού . ήτον από παλαιά εές τήν Πάτρα, ίσκλά-
βωσε τά παιδιά, οί άνδρες έγλύτωσαν μόνον μέ τά
κορμί, μέ .τά τουφέκι ς-ύ χέρι, τούς πήρε 6000 σφαχτά. Εις
τά 26 όταν έπρωτοπροσκύνησε είχα διατάζει ένα λεγό-
μ«νον Σαγιά νά τδν σκοτ^η
* ό Σαγιάς μου εζητησε τήν
άδειαν καί έγώ ε* χα τήν ορεζιν, και πάλιν όταν ακόυσα
καί «σκλάβωσε τούς *
Ελληνας τον έντεμπίχίασα μέ ενα
γράμμα
* άπιςτ διατί δέν τάν σκοτώνεις ’που ακόμη μέ τούς
Τούρκους είναι, άφ’οδ ήλθε δ Κυβερνήτης; — Τότε δ
Σαγιάς έσμιξε τόν. Νενέκο καί έσκοτώθη δ Νενέκος
* είς
τά 1828 εγειναν παράπονα· ό Νενέκος eTye φερμάνι άπδ
τήν Πόλι καί τδν έλεγαν Μπέη Νενέκο.
« Διατί τούςΤουμελιώταις τούς έκαμα τάγματα καί τούς
» έβαλα ’στά σύνορα; διά νά λέγουν £τι αυτοί είναι είς τούς
* τάφους των γονέων τους, είςτδν τόπον της γεννήσεώς των
» καί δέν ήμπορω νά τούς εμποδίσω διά ταΐς φαμελιαΐς τους,
» βιος που έχασαν
* καί διά τούτο δέν βάνω Πελοποννησίους·
» πλήν καί τούτοι θά εύραυν τδν καιρόν τους καί θά εύρουν
» τά δίχαιά τους ». Ήτον τέχνη του διά νά μακρύνη τά
σύνορα καί νά έχν) καί τά συνόρατα δυναμωμένα από
ταΐς καταδρομαΐς των Τούρκων. Τούτοι ωρκώθηκαν είς
τάς ’συνελεύσεις νά πεθάνουν όλοι μαζύ οσοι σηκώθηκαν
’στά αρματα καί άν κινδυνευσουν οι ’Ρουμελιωταις νά πάνε
οΐ Πελοποννήσιοι προς βοήθειαν τους.
=: 217 =
Τδν Μαϊον μήνα ίφθασαν κα'ι τα στρατεύματα τα Γα^-
λικά, αρχηγός ό Μαιζών μέ 14,000 και μέ ολην τήν ύλην
την πολεμική> θαλάσσιον καίζηρας. Τότες δ μ,ακαριτης °Κυ-
βερνήτης ήλθε £ια Θα>άσση< στό Πεταλίδι, και λούοντας
χ εγώ, που ήμουν εις τήν Καρύταινα, επηρα κάμμια εκατο<

ανθρώπους καί.έπήγα .εις την Μεσσηνία -και ήτον χαΐ ό Νικη-
ταρας. Έσυνο^ησε και δ Κυβευτής μέ τόν Γκενε-
ραλ Μαιζών κα! δ Γκενερ^ Μαζζων έστειΤχ γράμματα εις
τδν ’ΐβραήμη, πώς είναι προσταγμενος άπό τάς τρεις Δυνά­
μεις νά Iλθρ μέ τά στρατεύματα του. ίίς τήν Πελοπόν­
νησον, και ακόμη προσταγμένος νά σοϋ . γράψω . νά σύνα­
ξης τά Τχίψανα τών καρα^^ σου καί τά στρατεύματα,
νά τρα^ιχθρς άπδ τήν Πελοπόννησον, κχάν παρακούσης κα’ι
δέν τ^ραβιχθης είμαι προσταγμένος νά σέ πολεμήσω στε­
ριάς και θαλάσσης. Καί. τδ στράτευμα υλο τδ εϊχε βγαλ-
μενο εις τδ ΠεΊαλιδι εςω εις την ξηράν, καί άρχίνησδ
κα’ι εφθ^νε ^γα^α, κοφίνια και άλλα διά μπαταρίας
*
καί έζήτησε τοΰ . Κυβερνήτου νά του άφήκ
*η ένα - στρα­
τηγόν μέ ολίγους διά δδηγόν, νά ^αι δόηγδς του στρα-
τ^μ^τος διά τδν . τύπον, και τοΰ άφηκε. τόν Νικηταρα- κα 'ι
έπήρε τά στρατεύματα καί έπήγε μέρος κατά τη? Κορώνη
καί μέρος κατά τό ^καστρον
* κα'ι έγώ ^εχόφησα διά

την Καρύτα^α.
’Εκείνον τδν καιρόν όσοι ήτον εις την Κωρώνην Τούρ­
κοι, δ'ύο τρεΐς ^εσκίρτησαν άπδ τον ’ίμπρ^ιμη
βλέπ°ντας την δύναμιν τών Φραντζέζων χα'ι τόν αδυνα­
μίαν τοΰ Ίμπρα/μη, καί ^α^χθηκαν μέ σκοπό νά δμι -
λνίσουν μέ έμένα καί νά τούς σιγ°υράρω τήν διάβασιν απ ό
τό δερδένι νά περάσουν. τήν ‘Ρουμιλην, καί έτράβιξαν καί
ζλθαν -ίσια μέ τήν ’Αρκαδία—τδ σύν°ρο’ καΙ μαθαίν°ντας δ
= 218 =
^μπραήμης 8τι έβγηκαν, έστεΑε καί τους επολεμ.η^ κα;
έσκοτώθηκαν κάμμι'α εκατοστή τακτικοί. Και μου έστειλαν
νά μιλήσωμε νά κάμωμε τρατάτο διά νά περάσουν’ και
έγω έδεχθηκα τό τρατάτο καί έστειλα τόν Γενναίο καί τόν
Κολιόπουλο εις . τό Δερβένι τού Λεονταριού, και ανταμώ­
θηκαν καί ·ώμίλησαν; οσους σκλάβου; ε/ουν νά τους έλευθί-
ρώσουν, και έστρέ/θηκαν καί έβγήκαν είς τής Καρύταινας
τόν κάμπο μαζύ μέ τά στρατεύματα τά έδικά μας, είς τήν
Καρύταινα 2ΟΟΟ καβαλαρία καί 1000 πεζοί· είς
Καρύταινα ήλθαν of Μπέϊδες και με αντάμωσαν, άπό έκει
έτράβιξαν διά τη4ν Τρίπολιτσα, καί ετεντωσαν άπ’ έξω άπό
τήν Τριπολιτσα, καί αυτοί έσκόπευαν νά πιάσουν τόν Γεν­
ναίο ν καί τόν 'Κολιόπουλον διά ένέχυρον, καί έγώ τούς είχα
τεμπί/ι νά μή πηγαίνουν ’στό όρδί’ καί ό Γενναίο; μίαν
ήμέραν έπήγε μόνος του ’στό όρδί— (κάλλιο νά τόν σκο­
τώσω έγώ παρά νά τόν πάνε σκλάβο), καί /σηκώθηκα
καί έγώ καί έπήγα εί; τήν Τριπολιτσά, καί έπολεμαε.......
και έπηγε ένας "Ελληνας τζασίτη; και τους ειπε, αυτού πού
πάτε διά τά Δερβένια σας έχουν /ωσιαίς νάσάς σκοτώσουν
*
καί τότε έγύρισαν οί Τούρκοι ’στόν κάμπο νά πάνε εις τδ
*Αργος, καί έγώ μέ τό στράτευμα έπήγα είς τόν Άχλα-
δόκαμπο
* τούς πήγαινα πάντοτε ’πίσω ’στο πλευρό, καί
κατέβηκαν ε’ς τούς Μύλους τούς αφεντικού;, καί τό
όρδί τους. Ο Γκενιράλες ό Φραντζέζος με τόν Κυβερνήτη
’που ήτον είς την Μεσσηνία του είπε; δτι νά μή σκοτώσουν
οί Πελοποννήσιοι τούς Τούρκους, μόνε νά στείλγς τόν αδελ­
*
φόν σου τότε έστειλε ό Κυβερνήτης τόν αδελφόν του
’ςτούς μύλους και έκαμε γράμμα νά περάσουν οί Τούρκοι
άπείραγοι. ’Ερχόμενος ό Αύγουστίονς μέ άντάμωσε και μοΰ
έδωσε τήν διαταγή τού Κυβερνήτου όπου έγραφε νά πάνε
=χ 219 =5
βάίκοι, καί στέλνω χαί τ°ν Αύγουςτίνονιχ του; συνοδεύετε.
Τότενίς λέγω του Αυγουστίνου, εχομε τρατάτο νά εβγουν,
πλήν νά έλευθερώσουν τούς σκλάβους. — Α ύτό ’που έχετε
μιλημενο κίάμετέ το. Τότε εκραζα τούς Μπέϊ&ς, τά κου-

αύτην των σκλάβων, καί μου άττοκρίθηχαν Sri: στείλε αν­


θρώπους μέσα καί δσα παιδιά εΰρουν ας τα πάρουν
* έστει­
λα δύο κκπεταναίου; και έβγαλαν κάμμιά 80 παιδιά που
είχαν Ί°υρκεμένα και 20 γυναϊκες, 100, κα'ί είχαν δυο
τρεις τέσσαρες γυναίκες ενδυμένες άνδρίκιά «al ταΐς έπήρχ
στανικώς καί τούς ελευθερώσαμε βλουζ, και ' τούς ίδωκα
άδηγούς κοντά χα’ ■ από ’πίσω μέ τύν ^-γουστΐνο καί Πη­
γαίναμε νά περάσουν τήν Κόρινθο, καί έτράβιζαν τήν ^μέ­
ρα καί έριξαν- τό £ρδί τους ’ςτόν άγιον Βασ^η, καί δ Αύ-
γ°υστΐνος μου λέγει νά πάμε και εμεΐς ςτ°ν ίδιον τόπο
* έγω
τοΰ είπαδέν είναι δίκη σου δουΗκ
* ημποριι νά μάς κάμουνε
βπιστιά, πιάνοντες εμάς ήμποροΰν νά πάνε βπο» θέλουν,καί
τό δικό μας στράτευμα 400 δνθρωπατ καί επήγα εις ιον
«γων -Γεώργιον μίαν ώραν άλ^γα, και την άλλην *νμέ ραν
έτράβιζαν οι Τούρκοι κα'ί επήγαν άτδ κάτω ’ςτήν- . χώρα*
διατί ’ςτό κάστρο ήταν φρουρά 'Ελληνική καί τήν χωραν
τήν κρατούσαν "Ελληνες, καΙ έτσι έ πήγαμε κα'ί έμε% μέ τόν
Αύγουστΐνον και είχαμε κονάκι άπό κάτω άπό τό κάστρο
*
διατι πάντοτε έφοβου μαστέ’ καί εστε&αμε του Ύψηλάντη

πού ήτον ς’τήν Λευσινα νά ξΧΘτ; εις τδ Λουτράκι μέ τούς


Ταγματάρχες διά νά δμιλήσωμεν κατά τήν προσταγήν του
Κυβερνήτου να έλθουν νά περάσουν εί; τό Δερβένι, καί ■ ;έρ-
χοεμι^νοι έπήγαμε καί τούς άνταμώσαμε είς τό Λ°υτράκι
μέ τ°ν Αυγουστίνο. Τ°τενες οι Φραντσέζοι έστ«λαν ενα
Κορβέτο διά νά ΐδή έάν του; Άρβανίταις τούς ^νωμε
220 =
νά περάσουν (άπό τήν Πάτρα τό «βάρασαν), καί ήλθε νά πα-
ρατηοφ τά κινήματα τα Ιίιχά μας· καί δ Ύφηλάντης έγύ·
ρεύε νά άφίκουν τά άρματά τους και V άλογά τους καί
τότε νά*περάΐσουν οτι χαί έμεΐς δυνάμεθα νά τους βαρέσω-
με ’ςτήν Πελοπόννησο
* άν ήθέλαμε νά τούς σκοτώσωμε,
τούς σχοτώναμεν εις τήν Πελοπόννησον, αλλά διαταγή της
Κυβέρνησε ως είναι νά περάσουν, εγώ τούς είχα ένέχυραδιά
τήν διάβασίν τους. Οί Τούρκοι βλέποντας τήν άπατα-
στασίαν «κίνησαν μέ τά ένέχυρα μιαν αυγήν διά τα
Μαύρα λιθάρι^ περνούν από Βοστίτζα είς Πάτρα, καί
ήμεΐς έκίνήσαμε στρατεύματα διά νά τούς χτυπήσωμβν,
έπειδή έπαράβηχαν πέρνοντες τά έ*έχυρα. *Αν έπιάναμε
τά Μαύρα λιθάρια δέν έπέρναε χάνεις.
*0 καπετάν Χρηστός ’Αλεζανδρόπουλος από Στεμνίτσα μέ
λέγει τά άκόλουθα
* οί Τοΰρποι στρατοπεδεύονται άπ’ έξω από
τήν Πάτρα· έστειλε δ Ντελη Άχμέτης έναν άνθρωπό τουνά
πάνε οί άοχηγοί νά κουβεντιάσουν, έσηκώθηκαν οί δυο
μπεηδες χαλδούπιδες ’που ωριζαν τήν καβαλαρίαν, καί
ο!

ίπήγαν μέσα <διά νά τούς κουβεντιαση, τούς ^τησε διά


τί φεύγετε άπό τόν Ίμπρανίμη;— Δέν μας έδωκετού; μι­
σθούς μας
* έγώ σάς δίδω τούς μισθούς σας νά χαθησετε
μεταμένα. Ήλθε καί ό μπέης ό ’Αρβανίτης καί ώμίλη σε
μέ τόν Πασά διά νά μείνη, αυτός δέν τό έστερξε διά νά
μείν^ έτσι τόν έκτύπησε δ Πασάς, τόν έβάρεσε μέ τό
σπαθί· τότε του φωνάζει, μή β’ρΐΚ, καί έβγαλε τήν κουμ­
πούρα καί τόν έφόνευσε· τότε καί οί άλλοι νεοφερμένοί
έπήραν τό Κ.άστρο- 'Ο Μπέης πού εσκοτώθηκε όνομά
*
ζετοΜουσάμπεης Γαρδικιώτης,οί Άρθανίταις καί οίχαλδ°ύ*
πιδες έπειτα από έξ ημέραις έφυγαν άπό τήν Πάτρα
* πάνε
είς τά ϊωάννινα· τά άνευρα έφυγαν από τήν ’Αρβανιτιά.
= 221 =
Τότος έγώ και δ Αυγουστίνος ε’πήγαμιν έως τά Τρί­
καλα καί ίγυρήσομε 'πίσω είς τ' ’Ανάπλι. Τότε /παρα-
κίνησα καί τόν Κυβερνήτη καί «σήκωσε τήν Κυβέρνησε
χαί ήρθε είς τ’ ’Ανάπλι.
Ά-λησμόνησα νά είπω, δτι τ^’Απρίλίον εις τά 1827 δταν
ίίχουσε ’ΐμπραίμης δτι έρχονται στρατεύματα Φραντζέζικα
έπηγβ είς τήν Τριπολιτζά μέ όλα του τά στρατεύματα,
έχρέμησε τά τείχη της Τριπολιτζάς έκ θεμελίων, καί όλα
τά σπίτια τής Τριπολιτζάς, και έσπειρε άλάτι· άφοΰ
•πέστρεψεν από την Τριπολιτζά . έπιασε 25 έδικους μας
’Αλωνιστιώτας, όλους συγγενείς μας· όταν /πήγαινε είς ' τόν
κάμπον του Λεονταριου 6 Σεχνετζίπης είπε του ’ΐμπραίμη,
καί τους έστειλε μέ ένα γράμμα είς την Καρύταινα τοΰ Γεν­
ναίου
* χε μια εκατοστή σκλά­
δ Γενναίος δρδίνιασε δπου ε*
βους, και τους έστειλε ιίς τήν Μοθώνην.

Ό Ίμπραίμης μου επαράγγειλε μιά φορά διατί δ«ν σιΑω


νά πολεμήσωμςν έγώ του άποκρίθηκα οτι άς πάρη πεντακό­
σιους, ■ χίλιοος, καί πέρνω καί έγώ άλλους τόσους, καί τότε
πολεμούμε,ή άν θελη άς έλθη καί νά μονομαχήσωμεν οΐ δυο
*
αύτός δέν μέ άποκρί^ηκε εις κανένα· καί άν ήθελε το δε-
χθρ τδ έκαμνα με όλην την καρδιάν
* διότι έλεγα: άν έχανό-
μουν, άς /πήγαινα
* άν τόν χαλούσα, έγλύτονα τό έθνος μου .
Ό Κυβερνήτης ερχεται εις τήν Ελλάδα t°v Ίαννουάριον ,
πηγαίνει εις τήν Αίγιναν οπού . ήτον ή 'Αντικυβερνητική
επιτροπή καί το Βουλευτικόν έκεί έπήγαν εις. τήν ΐκκλη-
σίαν, έγινε δοζολογία καί δει , ήθελησε νά δρκ·ωθη πρίν νά
χάμ^ τάς παρατηρήσεις του’ ε'ίπε: οτι άν θ'λ^ί να δι°ι-
xησω, ν<ά διαλυθή τό Βουλευτική δι^η έγώ δέν έμπ°ρώ
να δουλεύσω
* έηει ή πατρίς μας κο1 έχθρ°υς καί φίλους,
= 222
ή άν χαί δέν θέλετε έγώ μένω καί θέλει δουλευσω δσον
είναι δυνατών, ω; μεριχέ;' τους είπε αίτια ^ωτ^ικά
* °u-
λύθ'πχε μόνον του τό βουλευτικό, κα1 άν ήτ°ν κανέ^ς
βουλευτής δυσαρεστημενος ήτον πίφισσ^ρον διά τ°ύς μι­
*
σθούς του όφγάνισε τό κράτος, έστειλε έπαρχους, έκτάκ-
τους ^ιτ^που^ άρ^ισε άνταπόκρισι τακτική, ό καθένας
νά γνωρίζη τά χρέη του· δ στρατιωτικός ώς στρατιωτι­
κή δ πολιτικό; σάν πολιτι^κός, έιύστ-η^ τό Πανελ.-
λήνιον · καί τούς έβαλε ολους τούς . άρχον^ς μέσα, τόν
Κουντουριώτην τόν έκαμε πρόβουλον της Οικονομίας, τόν
Ζζτίμην πρόβουλον του *
Έσωτρρικοΰ μολαυτά άρχισαν
κάτι νά ’μιλούν, κάτι νά αντενεργούν, παρά μυστικά
* καί
πρΙν νά έλθη δ Κυβερνήτης, έγύρευαν νά αντενεργήσουν
μερικοί, διατι επρ^λεπαν οτι όταν συστηΘή μία τακτι­
κή Κυβέρνησις δέν ήμπορεΐ ό καθένας νά , κάμη δ,τι Θέλει'
ό Κυβερνήτης αυτού; όπου τοΰ άντιστάθηκαν, αυτούς είχε
*
^καλ^σει πρώτα τα ζιζάνια άρχισαν νά έμβα1νουν·
ο1 αδελφοί του που νά είχαν κόψει τό ποδάρι τους εκεΐ
π:δ ^νησαν- δεά νά έΜουν είς τήν Έλλ^α, έφθασαν
*
κα1 ^ε^οι ηλθε κα1 δ Ί?ίμποπιε'ρος κα1 ό Καλεμιν^^ δ
πρέσβυς δ Γάλλος διά νά λάβουν πληροφορίας διά ταΐς
γαιας ταις έΟνικαϊς κα'ι διά τά λοιπά’ έκαμε δ Κ-υβερνή-
της κα1 έπιτροπή διά νά έζετάση αύτά
* διορίσθηκαν
καί όλοι ο1 έπαρχοι διά νά δάση δ καθένας πληροφο.
*
ρίας μία ημέρα έπήγα- έγώ καί ό 'Ριζος.................. εις
τόν ΊΡιμποπιερην· ήλθε $ δμιλ'ία καί ό πρέσβυς μάς
λέει οτι τοδ Σουλτάνου πόσ°ν θά του παρα^νοφαώεται
νά βλέπ$ τήν σημαίαν τήν ΈΧλιηνικην νά περνάη απ°
έμπρός από τά ’μάτια του, καί από τετ^ι^ο^· άρχησε και δ
Ίριζος νά του λέγρ, πλήν φοβισμένα άλά πολ^ έγώ τού
= 223 =
λέγω: Κύρ 'Ρίζο άφησέ με νά είπω καΐ έγω
* έςοχώτατσ
λέγετε πώς θά υποφέρει δ Σουλτάνος νά βλέπη τήν ση­
μαίαν μας νά περνάς από έμπροσθά του, και οτι του
κακοφαίνεται — και δέν μας κακοφαίνεται και έμας όπου
τους ύποφεραμεν τόσον καιρόν είς την γην τών προγόνων
μας, καί κάθεται ακόμη εις τά πατρικά μας σπήτια .καί
τους ύποφερομεν ακόμη, καί εκείνου θά του κακοφανη
διατί θά περνάς ή σημαία μας; αυτά όλα νά τά είπής
του αυτοκράτορος Νικολάου, σέ ορκίζω εις τήν τιμήν σου νά
του τά είπής.
Την άλλην ημέραν. $ κυβερνήτης μου λέει, θίοδωράκη
τι είναι αυτά ποϋ είπες
* — αν δεν ήναι καλά, να μέ συμ­
παθήσετε, τέτοιας λογης είμαι μαθημένος· — όχι, καλά
άποκρίθηκες.
Ό Κυβερνήτης μέ είπε και έχαιρέτησα του; τρεις
μινάστφους ’ςτόν Πόρο κα'ί επηγα εις τόν ’[γγλέζο κα’ί η-
τον ένας συγγενής του πεθαμε'νος καί όσο ’ποΰ τον έχαι-
*
ρέτισα μόνον καί έπειτα έπήγα είς τόν Γκιλμινό καί με
έρώτησε διά τήν εθνικήν γην, καί του άπεκρίθηκα μέ τί
τρόπο λέγεται εθνική γή· όντας ήλθε δ Τούρκος καί έ­
καμε ζάππι τήν Πελοπόννησο στα 1717,'ποΰ έτήρε τήν
Πελοπόννησο καί τήν έκαμε ζάππι, εμειναν Τούρκοι κα­
θαυτό έως είκοσι φαμιλιαΐς μεγάλαις, άφηκε εις τήν Πά­
τρα δυο φαμιλιαΐς, άφηκε στην Γαστοΰνι τούς χωτο-
μαναίους, άφηκε είς το Νιόκαστρο τόν 'Αμμο, άφηκε
είς τήν Κορώνη τόν Σαλήμ Χαντζή, τούς Μπέηδες τής
Κορώνζ,ς, άφηκε είς τήν Μοθώνην άλλη μία οικογένεια,
άφηκε είς τήν Άνδρουσα τόν λεγόμενον Μουσάγα, -α-
φηκεν είς το Α.ε.οντάρι Πιγλΐ καί Σελδαρόγλη, αφηκε είς
τό Μιστρά τούς Μπέηδες, άφηκε είς τήν 'Γριπολιτσά τόν
== 224 ==
’Αρναούτογλη καί Δερτέρ · Κεχαγιά καί άλλους, ένα, δύο
φαμιλιαϊς, άφηκε είς τήν Μονεβασιά δυο οικογένειες,
άφηκε εις τ’ ’Ανάπλι άλλαις τρεις οίκογένειαις Μπέ­
ηδες, άφηκε εις τήν Κόρθο τούς Χαλίλμπέχδες, εις τά
Καλάβρυτα καί είς τήν Βοστίτσα και Καρύταινα' έπνι­
γαν στερνότερα τοΰρκοι και κατοίκησαν καί 'ςτήν Κα­
ρύταινα δ καθένας άπο ίκατδν ψυχαΐς, καί τούς έχάρι-
σεν δ τότε Σουλτάνος μέρος γης γιά τούς κόπους τους
καί δ άλλος ίμειν» είς τάν λαόν. 'Από την τυραννίαν των
τούρκαν καί από τήν δοξομανίαν άρχήνησαν οί Έλληνες
και έγένονταν Τούρκοι καί ώς έτούρκιζαν εκείνοι, έλέ-
γετο καί ο τόπος τους τούρκικος. Καί οί Έλληνες άπδ
τά βαρύτατα δοσίματα των τούρκων τούς ύποχρέοναν
καί έπερναν τον τόπον τους καί τούς άφηκαν σκλάβους’
τούς 'πήραν ολον τον τόπον μέ δυναστείαν' εύρίσκετο ένας
τρίτος τύπος έλληνικός, τά" βουνά’ καί δ όμφαλός της
Πελοπόννησου, δ κάμπος, έγεινε τούρκικος, καί άν είχε μεί­
νουν ακόμη οί τουρκοι, βέβαια δεν εύρίσκετο σπιθαμή γή
ίδιόκτητος, διατί οί τουρχοι τό κυρίευαν' διατί οι έλλη·
νες τόμου έτούρκιζαν είχαν τήν ήσυχίαν τους καί όσοι
ήταν χριστιανοί πάντα τούς αδικούσαν, καί αν ?τον κα­
νένα έθνος άλλο, -ήθελε τουρκίσουν 8λοι, μόνον ητον σκλη-
ρογνώμονες, διατί ούτε δρκώθηκαν ποτέ νά τδν γνωρί­
σουν βασιλέα, ούτε (προσκύνησαν όλοι, δώτι είχαν τήν
Σπάρτη άπάνω είς τήν Πελοπόννησο, καί δέν τά έδω-
κι ποτέ τά άρματά της, καί τότενες είχαν καταφύγιον
καί οί ελληνις, λεγόμενοι κλέφταις, καί (τρώγονταν μέ
τούς τούρκους άπάνω εις τήν Πελοπόννησον, καί'έφυλά-
γονταν άπάνω είς τήν Μάνην έως τά 1780. ετότενες
ήλθεν δ Καπετάν Πασας, καί α^^ησε μπειλικι κα’ι έπλή-
= 225 =
ροναν 43 πουγγιά άσπρα τάν "χρόνο λεγόμενο ■χαράτσι,
καί τά έπερνεν ό Καπετάν Πασάς, και έπειτα ’πού έ-
γειναν οκτώ εννέα Μπέηδες, έως οτου έσηκώσαμεν τά
άρματα, καί έφθασε νά δίδουν έως 200,000 γρέσια.
Ποτέ τά άρματα δέν τά έδωκαν οί Μανιάταις, διατί
κα! πρώτα όπου έπήραν την Πελοπόννησον ίλην έμεινε
να πάρουν καί την Μάνη. Πλην ' τί νά κάμουν είς την
Μάνη ’που άπέθαναν από τήν πείνα καί δείψα, καί δέν
τούς έδιδε χέρι νά κατοικήσουν
* έγύρευσαν τδν ήμερον
τόπον καί όχι τον άγριον, καθώς είς την Πελοπόννη­
σον όλοι οί άγριοι τόποι έγειναν ιδιόκτητοι
* τί διάφο­
ρον είχαν οι Τούρκοι από τύν πετρώδη τόπον; Οι ίδιοι
κάτοικοι έτοόμαζαν νά τον δουλεύουν, έτσι έτελειωστν
ή ομιλία μας
* είτε, δέν το γνωρίζει η Ευρώπη έτσι.
‘Έτσι άπο τήν Μεσσηνίαν δ Κυβερνήτης έβγηκε εις
τήν Καλαμάτα, καί φοβούμενος οτι ακόμη οί Τούρκοι
ζτον εις τά Κάστρα, διά νυκτός έπέρασε εις τδ
Λοντάρι, καί έπειτα είς τ^ν Τριπολιτσά, καί ζλθεν είς
τ ’Ανάπλι, καί έκανε ταίς έργασίαις της Κυβερνήσεώς
του. Σάν έκουβέντιασε δ Μαιζών μέ τόν Τμβραίμη,
έστειλε στρατεύματα ει’ς τήν Πάτρα διά νά άναχωρήσουν
οί Τούρκοι τής Πατρος, ή όσοι έχουν ϊδιοκτησίαις, άν
εΰρουν μουστερίοες νά ται; πουλήσουν
* καί έτσι έπούλη·
σαν μ.ερικοί, όμως ή πουλησία τους ήταν κακή
* επειδή
δέν ητον ακόμη τρατάτο μέ τον Σουλτάνο, καί (άνεχώ
*
ρησαν οί Τούρκοι από τήν Πάτρα. Μερικοί Τούρκοι ep-
γένιδες έπίασαν τό Καστέλι, καί είπαν ει’ς τούς Φραν-
τσέζους, δέν το δίνομε, θέλομε τόσαις χιλιάδίς γρόσια,
είτεμή έχομε τουφέκι
* τής εύθύ; οι Γάλλοι άρχίνησαν
μέ την πολεμική τους τέχνη καί τούς έπήγαν ίσια μέ
ί5
= 226 ==
τά τείχη, και τους έβαλαν τδ κανόνι και έκρήμνισαν
ένα μέρος τοΰ Καστελιού, και τότε έπαρουσιάσθηκαν κα-
τούς 'πηοαν τ' άρματα και τούς επέρασαν είςτόν Επα­
κτό εις τό Καστέλι αντίκρυ; καί έτσι έλευθερώθη ή Πά­
τρα άπδ τους Τούρκους καί έμειναν Φραντζέζοι. Και δ
Κυβερνήτης έστειλε φρουράν δια τδ κάστρο τδν Βρέδ,
καί έπιασε της Πάτρας τδ κάστρο, καί έμειναν καί οί
Φραντσέζοι εκΕΐ. Τδν δέ ’ίμβραήμη τδν έμβαρκάρισαν είς
τδ Νεόκαστρον καί έτράβιξε διά την ’Αλεξάνδρειαν. Τδ
μέν Νεόκαστρον καί Μοθώνη τδ έκράτησαν οί Γάλλοι,
τήν δέ Κορωνη έστειλε ό Κ.υβερνητης τακτική φρουρά.
’Ετσι έμειναν οί Γάλλοι έως 3,000 έως *ποΰ ήλθεν δ
βασιλε'ας καί οί άλλοι έμβαρκαρίσθηκαν διά τά Παρίσια.
*0σο ήταν ακόμη εις την Μεσσηνίαν, έσηκώθηκεν δ
Μαιζών νά έλθη εις τδ Άνάπλι καί έγώ εύρισκόμουν
εις τήν Καρύταινα, καί μου έστειλεν δ Κυβερνήτης να
έβγω είς τδ δερβένι τοΰ Λονταριοΰ μέ 100 ανθρώπους
διά νά τους συντροφεύσώ έως εις τ’ ’Ανατλι. Και ήταν
τήν μεγάλη έβδομάδα, και έγώ μην ήξεύροντας ποίαν
ήμέραν ήθελε νά έλθη, έστειλα βάρδια εις τδ Δερβένι,
καί μαθαίνοντας δτι δ Μαιζών έρχεται νά μου δώσουν
εϊδησι μέ σενιάλο νά έβγω είς τδ Αοντάρι. Τα φορτώ­
ματα τοΰ Μαιζών ήλθαν εις τδ ντερβένι, καί έρώτησαν
οί άνθρωποί μου καί τούς είπαν οτι έπηγε είς τήν Μεσ­
σηνία είς τήν ’ΐθώμη νά ίδή ταϊς παλαιότηταις, καί αύ­
ριο θέ νά έλΟη, καί αύτδς έπήγε βίαια είς ταΐς παλαιό-
τητες, καί ώστε νά μου κάμουν σενιάλο δτι έρχεται ,
έπροσπέρασε είς την Τριπολιτσά, καί έστησε τά τσαντί­
ρια του είς τοΰ Άναπλιοΰ τήν πόρτα, καί δέν έμβήκε
είς τήν χώρα
* καί έπήγα καί έγώ άπδ κοντά καί έκό-
= *27 c=
νεψα είς τήν χώρα, καί έτήρα 5 6. κοντά jaou καί έπήγα
νΆ του πάρω τά συμπάθια, δη είχα προσταγή από τόν
Κυβερνήτην νΆ τόν περιμείνω είς τα Δερβένια τού Λεον-
ταρίου, καί μέ έγέλασαν ή βάρ<ϊι^<ς, κα! προσπέρασες, καί
νά μέ συμπάθησες. Καί μου ε*πε, οτι έγώ Δεν πάω
ώς ΓκενεράΛης, υπάγω άγνωστος καί δέν βλάβει. Τήν
αυγή έκαβάληκε διά τ’ ’Ανάπλι, καί εγώ έπήρα τους
στρατιωτας μου καί επήγα κοντά καί τόν επήγα εως είς τα
Παρθένι, και τότενες έξεκαβάληκε καί μέ έπαρακάλεσε
πολύ διά νΆ γυρίσω όπίσω, καί Εγώ λέγω τ°Υ Κυβερ­
νήτου, τόν παρακάλεσα εγώ τόν Κολοκοτρώνη καί
εγύρισε όπίσω. ’βπήγα et; τήν Καρύταινα 6 τού ήτον
λαμπρή την Άλλη ’μέρα, καί δ Μαιζών έπήγβ είς
τ’ ’Ανάπλι καί τον προϋπάντησε δ Κυβερνήτης, καί
του έκαμαν δεξίματα πολλά. Έπήγε καί είς την Αί­
γινα· έπειτα ’πάγει είς τήν Μεσσηνία καί Αναχωρεί. Ό Κυ­
βερνήτης ένέργαε τήν κυβέρνησιν τής ’Ελλάδος. Ό Κυβερνή­
της μέ τδ Πανελλήνιον έριξαν τα ποίμνια νά δώσουν είκοσι
π α
αρ δες τό έ- καί
α, ό ν
μήν ήξεΊρο,ιτας τ ν τροπο της ί μ-
τρήσβως καί τής πληρωμής, εύγαλαν Ανθρώπους άδοκίμα-
στουςνα μετράν καίνΆ μαζόνουν γρόσια,καί μήν ήξεύροντας
τί θέ να μαζόνουν καί νά πέρνουν Άπό τδ δέκα ένα τΆ μα-
ζοχτικά τους· evot πράγμα τυφλό διά νΆ καζαντήσουν
Άνθρωποι καί είς τήν κάσα νά μήν ’πάγη τίποτες- *Εγώ
έκίνησα Από τήν Καρύταινα καί εψθασα είς τόν Άχλ-α-
ις ό
Δ^αμπ^ κα’έπήγαινα ε τ Ανάπλι. Β γ
γαίνο ν °’ Ά-
χλαδοκαμπίταις μικροί καί μεγάλοι καί μέ πιάνουν είς
τόν δρόμον, καί μ°Υ λέγουν, τί Άδικο είναι τ°ύτ°, διά
τά Άπομείναντα πράγματα ’π°ύ μας Έμειναν νά δώσω-
μεν μισό γρόσι τό ένα, καί μετρώντας καί πέονοντας;
= 228 χ=
"Εμείς μας εμέτρησαν 16,000 πρόβατα και Οι δώσω-
μεν 8,000 γρόσια, που Θάν τά εύρ^ομε ; πρέπει νά τά ση·
κώσωμε μέ διάφορο, να μάς κάτση το διάφορο ενα γροσι
τά ενα ; και τότε άποφασίζομεν καί τά πουλούμε, γιατί
άπδ αυτά προσμένομε νά τά κουρέύωμε νά πάρωμε τάν
καρπό (τά φρούτο) τον Μάη, καί νά κάμη ή κυβέρνησές
έλεος. — 'Εκραξα εκείνον δ που είχε τήν διαταγή λα-
βομένην τδν μεγαλύτερου, δόσεμου τήν διαταγήν’ καί κα­
θώς την έδιάβασα τοΰ τήν εδωκα οπίσω και του είπα,
σέ παρακαλώ, νά προσμονής δυο ήμέραις, νά μήν πειρά-
ξη; τον λαδ νά δώση τά γροσια, κα'ι άν δέν σου έλθη
δεύτερη διαταγή κάμε έκεϊνο οπού προστάζεσαι· και έτσι
έμεινα ήσυχος τα?ς τρεις ήμέραις. Και πηγαινάμενος εις
τ Άνάπλι εγώ έπήγα ε’ς τήν Οικονομία οπού ήτον δ Βια-
ρέτος, και άρχινώ νά του δμιλήσω. «Τίάδικο γίνεται είς’τάν
λαόν, ’που έστείλετε ανθρώπους καί οί ίδιοι νά μετρούν καί
οί ίδιοι νά πέρνουν (ποίμνια)
* τιγάρ τά είχετε άλλη φορά
μετρημένα, καί νά ξεύρετε άπάνου κάτου; Εκείνος οπού
Θά μετράει θά γείνει ύπέρπλουτος, καί ή) κάσα δεν θά έχη
παράδες. Καί δ Τσοπάνης θε νά τσερεμευθρ αδίκως καί
ή κάσα δεν θά απολαμβάνει. η.—· Μέ άποκρίθηκε α έτσι
μέ είπαν καί έτσι έκαμαν. — Πο'ο; σέ τό είπε; — Το
συμβούλιου. — Του είπα, κακά έκάμανε, διατί ό λαδς δέν
έγει παράδες είς τδ χέρι νά δώση τώρα καί πρέπει νά
σκώση μέ διάφορο. — Τότενες μου λέγει μέ τι τρόπο νά τδ
κάνωμε. — Να διατάξη( ή κυβέρνησις το'υ; μετρητάδες νά
μετράν τά πράγματα καί να περνούν ενα δευτε'ρι εκεί­
νοι καί ενα οι χωριάταις, καί τον Μάϊον μήνα πού που­
λάν τδ μαλί τους, τδ βούτυρό τους, νά πΖηρώση εις τούς
διοικητάς είς κάθε επαρχίαν, νά παρουσιάζη τδ δευτέρι
= 229 =
του καί τό άλλο τό τοΰ λαοΰ, καί διά
τόν κόπον τών μετρητάδων είναι νοικοκύρης ή Κυβέρνησις
νά πλήρωσή, ώς O£\ec. — Και έτσι έκαμε δεύτερη δια­
ταγή, και έτσι ακολούθησε τό μέτρο. Μανθάνοντες οί Πε-
λοποννήσιοι οτι θά δώσουν 20 παράδες τό ενα έβογγουσαν,
διατί δέν είχαν ποτέ πληρωμένο είς της Τουρκίας τόν
καιρό, έδιδαν δύο παράδες, και ένα παρά του Σπαή, έγί-
νοντο τρεις. Τό μέρος το αρχοντικό ’που δέν τούς έβα­
λε είς δουλιά μην εύρίσκοντες άλλο σκαρί, έλαβαν αι­
τίαν καί είπαν του λαοΰ μήν πληρόνετβ ! Οί Δελιγια-
νεοικαί άλλοι κατά τό συνειθισμένο του; όπου δέν έπαυσαν
ποτέ και είς τόν θρόνον τού βασιλέως, έστειλαν ανθρώ­
πους εΐ; τήν Μεσσηνίαν και τού; έσήκωσαν τό μυαλό, καί
είπαν όλοι οτι δέν πληρονομε, και έτήραγαν ή άλλαις έπαρ-
χίαΐς την Καρύταινα, και ή Καρύταινα έκύταε την *Αλω-
νίσταίνα καϊτό ’Λρχουδόρεμμα, και έτσι ητσν έτοιμοι νά
άντισταΟουν μέ τό τουφέκι
* έγώ βλέποντας την ακατα­
στασία, ήμουν εις τήν Τριπολιτσά, έγραψα του Κυ­
βερνήτη νά φέρη ένα δύω τάγματα άπό τήν δυτική Ελ­
λάδα νά τούς βιάσουν νά πληρώσουν, διατί άν δέν πλη-
οώσουν τώρα ποτέ λαόν δέν κάμνεις υπήκοον. Οί δέ
Άναπλιώταις οσοι ήταν παντού ψεόταις, έλεγαν, δτι ό Κο-
λοκοτρώνης τούς βάνει νά μήν πληρώσουν. ’Έστειλε δια·
ταγαΐς και έμβήκε δ Τσαβέλας μέ τό τάγμα του, και δ
Κώστας Βλαχόπουλο; μέ τό έδικό του, τρία τάγματα
έπέρασαν αϊτό τήν Δυτική Ελλάδα είς τήν Πάτρα, και
τού; έλεγε ή διαταγή τους, οπού σάς διατάξη ό Κολω-
κοτρώνης νά ’πάτ
,
* νά άκοΰτε ταίς οόηγίαις του
* γιατί εκεί­
νους όπού ήθελε μεταχειρισθώ είς έ/.στρατείαν ήταν εναν­
τίον, διατλ δέν ήθελαν νά πληρώσουν
* οθ·ν ήτον ανάγκη
= 230 =
να έλθουν ζένοι. Έστειλα ταχυδρόμους να έλθη του Κι-*
τσου το τάγμα εις τήν Τριπολιτσά χαί του Κώστα Βλα·
χοπούλου νά μένη ίίς τήν Γαστούνη εως την δεύτερη δια­
ταγή, και τό τρίτο τάγμα νά έλθρ 'στα Τριπόταμα ανάμεσα
Καλάβρυτα, Καρύταινα και Γαστούνη. Έρχάμενος ό Τσα-
β&ας, δεν ελειψα νά κινήσω ει’ς τήν Ά^'Λσταινα, καί
ει’ς τό ’Αρκουδ^εμιαα, γιατί. έχεΐ η άΜαις έπαρχίαις ε-·
κύταζαν. Σάν έπήγα, βλέποντας, τήν βίαν η τόσαις χίλια-
δαις γρόσια θέλω από κάθε χωριό διά τά ζωντανά σας>
ή νά τά μετρήσω· καί έτσι άρχησα νά μετρήσω, τότες
άρχιζαν καί έπληροναν, καί τού έστελνα εις την Καρύταινα
εις τόν Διοικητή τ’ πληρόνουν, καί δ Διοικητής νά μου,
στέλνη άπό κάθε χωριό ’πού έλαβε την πληρωμήν τ I
ση^νομε. ’Ακούοντας οτι πληρο'νει ή Καρύταινα έστελ­
ναν οί Διοικηταί καί τούς έστελναν δύναμη καί έσυνά/θΐη-
κεν ολη ί πληρωμή των ζωντανών τής Πελοπόννησου κα ί
έμειναν ο' ραδιου^ο’ με τα?; έαδιουργίαις τους, ώς ψεΰ ·
σται κα’ κατεργαρέοι ’που ητ^ Έμετρήθηκαν τά ζων­
τανά δλα καί έπλήρωσαν άπδ είκοσι παράδες παρέξω
τά μικρά. Έγεινε τόν ’Απρίλο-Μάιί. — ’Εκείνον τόν χρόν ο
οσοι ήταν δυσα^στη^νοι άπό τδν Κυβερνήτη, έπειδή εί­
δαν οτι δεν άνεχατώθηκε δ τύπος, εστοχάσθηκαν νά κάμουν
συνέλευση καί νά περιορίσουν, ή νά πατάξουν τόν Κυβερ-
νή’τη καί να μείνωμεν είς αναρχία., ώς πρωτα. Ό Κυβερ­
νήτης άκουσε δπου έλεγαν συνέλευση, Σύνταγμα, έπρύσταξε
είς τήν επικράτειαν νά γείνη συνέλευσις ε’ς τό’Αργος, και
άρχίνησαν καί έμαζον^τανε’ εστ^^ κα'ί ,μενα καί εκατέ~
βήκα κα'ί εγώ είς τό ’Αργοί, καί έβγηκε καί 5 Κυβερνή­
της καί κόνευσε ε’ς τού Τσοπρη τό σπη'τι. Εύγήκαμε
μίαν ημέρα καί του ^ειχναν οι τοπικοί δ’ά νά χάμωμε
=□ 231 «=
αυνέάίυσιν ε?ς περιβόλι που τότες $ταν άρχαΐς ’Γου­
λιού καί έκανε κάψαις πολλαίς, καί τού εδωκα γνώμη νά
μή γίνη είς τδ περιβόλι
* μόνε νά δεορίσωμε τδ θέατρο
’που ’ναι ’στην Παναγιά κοντά, καί μου απεκοίθη, θέλει
έξοδα' καί εγώ τού άπεκρίθηχα, ας πάνε τόσα έξοδα:· διατί
έρχονται άτδ την Εύρώπη καί έξοδευουν νά βλέπουν έ-
κείναις ταΐς πέτρας καί εμάς είναι τιμή νά καθαρίσω·
μεν ταίς πέτραις νά φαίνονται καί νά κάμωμε τήν συ­
νέλευσή μας. Καί έτσι έστερξε καί έβαλε ξυλική καί άλ­
λα, καί έφτιασε έναν ώραιότατον τόπον τής συνελευσεως
*
έτσι έσυνάχθηκεν όλη ή συνέλευσις καί άρχισε ταίς ίρ-
γασίαις της καί έπεχύρωσε τής Τροιζήνος τά πρακτικά καί
τού Κυβερνήτου τά οσα έχαμε· ή βάσις Ϊτον τής συνελευσεως
δτι εκυρίευσεν ή γνώμη υπέρ του Κυβερνήτου.
Είς μίαν άποταΐς συνεδρίασαις έγινε λόγος περί παρασή­
μων τού Σωτήρος καί εγώ άντιστάθηκα· δ σταυρός εϊναι τοΰ
καθενδς ή έκδούλευσις, καί σάν άποκτήσωμεν βασιλέα τότε
άς κάμη οτι θέλει.
Καί έτσι μέ ολα τά δικαιώματα καί τήν γνώ­
μην δλης τήί κυβερνήσεως τδν άπεφασίσαμεν Κυβερνήτην
πληρεξούσιον, ώ; ήτανε καί άπά τάς τρεις δυνάμεις, καί
νά δώκη τδν λογαριασμόν είς τήν συνέλευσιν, τί έλαβε
*
τί έδωκε. Καί ή συνέλευσις ευχαριστήθηκε μέ τά πρα­
κτικά του καί πάλαι τδν άπεφάσισε. ’Ανήμερα του Σω-
τήρος έτελείωσεν ή συνέλευσις, καί έμεινε νά έκλέξη δ ϊδιοί
τούς Γερουσίαστάς, διατί τοΰ έδωκε ή συνέλευσις ονόματα.
Τά 20 νά όρίζη ή Συνέλευσις καί τού άφησεν έπτά έκείνου.
Τότε άπεφασίσθη τό δάνειον.
ΊΗθελαν οί άντενεργούντες 'ςήν συνέλευση νά τού δώ­
σουν νά ρωτά'η, Και τί κάμνει τού έδωκε τέλεια πλη-
=3 232 ==
ρεξουσιότητα
* γιατί ητον δ μόνος άνθρωπος Ικανός.
Τά ψηφίσματα τής συνελεύσεως εις τά "Αργος έ'βαλβ
οάσεις συνταγματικής κυβερνησεως. *Αφοΰ έκλέχθη ή Γε­
ρουσία έσύστησε δ Κυβερνήτης και επιτροπή διά νά έτοι-
μάση σύνταγμα. Μερικοί προύχοντες έδυσαρεστήΟηκαν·
κοντά εις αύτούς οι Υδραίοι, διατί δέν τούς έδιδε δ Κυ­
βερνήτης εύθύς τά δσα είχαν έξοδεύσει εις τήν έπανάστα-
σιν' οί Χιοι, διατί τούς έζη'τησε λογαριασμόν" έκακοφά-
νηκε και μερικών λογιωτάτων, διά την ελευθερίαν τής
έφημερίδος' έζήτησαν σύ’^τι^γμα, και έ'τζι οί προύχοντες
οί παραπονεμένοι, ενωμένοι με τούς χώμαιους και άλ­
λους δυσαρεστημενους, έβγαλαν έμ.προστά διά πρόφασιν
τά σύνταγμα. Είμπορεϊ μεταξύ των προκομμένων να έπί-
στευαν οτι είναι καλό τά σύνταγμα διά νά έμβη είς
ενέργεια ευθύς, πλή)ν οί κοτσαπασίδες καί μερικοί άλλοι
τά μετεχειρίσθηκαν ώς πρόσχημα. Έμβή,κε μέ'σα κα'ι ξέ­
νος δάκτυλος καί ερέθιζε τά πράγματα. Έβγαλαν κλέ-
φταις, έπήγα, ησύχασα ό
τον τ πο’ έστειλαν οκ Ι ραΓο ν δ ι ά
άποστατήσουν τά νησιά, έςάΟηκαν υποχρεωμένοι νά γυ
ρίσόυν οπίσω εις τήν Ύδραν’ υποπτευόμενοι οί Υδραίοι
διά νά μ η φ ά
μην ετοι άσ την ρεγ δα τήν Ελλάδα ό Κυβε ­ ρ
νήτης εναντίον των Υδραίων, έστειλαν τδν Μιααύλην και
τήν έκαψε, έκαψε και άλλα δύο καράβια, έβαλε φωτιά είς τδν
Ναύσταθμον είς τδΒαπόρε,πλήν έκατάφθασαν άνθρωποι τής
Κυβερνήσεως καί τά έσβυσαν. ΓΟ Μιαούλης με αύτά το
κάμωμα αμαύρωσε τήν ύπόληψίν ταυ, διότι έως τότε δ
Ύςς δέν είχε άνακατευθή είς κανένα εσωτερικό, και
Μιαούλη
ήτον ή υπόληψή του καθαρά Τά καρίάβια ήτον ιδιοκτη-
σία τού έθνους, καί οχι τού Καπαδίστρια. Έ^μ^^ρρ^^υσβ
νά ρίςη τά κατάρτια, νά τά γιομίση θάλασσα και έτσ „
= 233 =
έμεναν έκει. έπειτα δ Κυβερνήτης έσζοτώθηκε είς τήν 27
Σεπτεμβρίου 183 ί, όταν έπήγαινε εις τήν 'Εκκλησίαν άπό
τάν Κωνσταντίνον και Γεώργιον Μαυρομηχάλιδες, — Αυτή
ή φαμελιά είναι μια φαμελιά όπου έχυσε πολύ αίμα διά
*
τήν ελευθερίαν μας άλλ' είναι φαμήλια δπου έκλινε είς
ταίς δολοφονίαις. Ό μακαρίτης ’Ηλίας έσκότωσε τον θεϊόν
του Θεόδωρον Κουμουνδουράκη, δ πού είχε τήν αδελφήν
του πατέρα του διά γυναίκα. Ό Γεωργάκης μέ τον Κα­
τζάκο έπροσκάλεσαν νά ομιλήσουν μίαν ημέρα του Νικο-
λάκη Πΐ^ράκου ζαδέλφου τους, καί άφου ώμίλησαν καί έχα-
τέβαινεν ει’ς την σκάλαν του έρ^ιζαν καί τύν έλάβωσαν είς
την κοιλιάν, και έτρόμαξε^νά γλυτώσ^’ έγιατρεύετο διά §ξ
μήνας. —Πριν νά σχατωΟφ ό Κυβερνήτης ήκολούθησαν και
άλλα, άπύ τήν σΓδραν έστειλαν μία επιτροπή από τον
Παπαλεζόπουλον, τον Σπηλιοτοπουλον καί άλλους εις τήν
Μάνην, είδόθηκαν μέ τον Κατσάκο, έκήρυζαν τά σύνταγμα
έστειλαν καί τρία καράβια οί Υδραίοι διά νά υποστηρίζουν
τα κινήματα τών Μανιατών. *Ημουν ει’ς τήν Καρύταιναν,
τότε έλαβα ένα γράμμα άπδ τον Κυβερνήτην διά νά στεί-
λω στρατεύματα εις τήν Καλαμάταν, διά νά φυλάξω αύτήν
τήν πόλιν άπό τήν λεηλασίαν των Μανιατών, έστειλα
τάν Γενναίο μέ ένα τάγμα ρουμελιότικο καί μέ πολλούς
Πελοποννησίους. Έπήγε εις τήν Καλαμάταν, ήλθαν οί
Μανιάτες έπολιόρκησαν τονΓενναίον. Το τάγμα τό ρουμε­
λιώτικο του Ά^λ^ε^άχη, (καί ο Κώστας δΤν ήτον έκε?)
απίστησε καί έγύρισε μέ τούς Μανιάτες' έρχεται δ Ρι­
χάρδος τότε ή ίδια έπιτροπή καίει τά δύω κα­
ράβια τά Ήθνικά καί ένα Υδραϊκό τύ περιλαβε δ Ρι­
χάρδος. Κινώ με 400 καβαλαρέους τακτικούς καί ά­
τακτους, καί έστειλαν καί ήλθαν έως 4,000 άπό
sss 234 =s
ηαΓς επαρχία!;. Οί Φραντζέζοι σάν έμαθαν ότι εγώ
ίσόναξα στρατιώταις διά νά βαρέσουν τούς Μανιάταις, έ­
στειλαν ενα τάγμα χωρίς πρόσκλησι της ‘Ελληνικής Κυ
*
βερνίσεως καί έπιασαν τόν Καλαμάτα και έκηρυξαν οτι
ούτε του ενός ούτε του άλλου μέρους δέχονται. 'Επηγα
εις τό Νησί καί ^λθε ένα τάγμα Γαλλικό, καί μου ειπβ
& άρχηγός των, ότι «ναι προσταγμένος από τόν στρατη­
γόν του νά έμβη μέσα εις τό Νησί, εγώ του είπα όταν _
έσύ είσαι προσταγμένος από τόν στρατηγόν σου εγώ εί­
μαι άπό την Κυβέρνησίν μου νά πιάσω τό Νησί. 'Αν
θέλε·^ σας δέχομαι μέσα, καί σας δίδω ο,τι σας χρειά­
ζεται
* αυτός μου λέει ότι είναι προσταγμένος νά ανα­
χωρήσετε καί νά έμβοΰμεν μέσα. 'Εγώ του είπα ότι εί­
μαι διαταγμένος άπό τόν κυβέρνησίν μου νά μείνω και
άν θέλετε άς γράψη δ στρατηγός σας εις τ^ν Κυβέρ-
νησιν, καί άν μέ διατάξη ό Κυβερνήτης, αναχωρώ
* εκεί­
νοι μέ άπεκρίθηκαν, θά έμβούμεν καί άν άκολουθήση πό­
λεμος είναι είς βάρος σου.· 'Εγώ του άπεκρΟηκα δτι άν
άρχ°σω έγώ τόν πόλεμον είναι εις βάρος μο’ είδε
και άν αρχίσετε έσεις είναι τό βάρος έδικόν σας. Ένό
*
μιζαν νά μέ φοβίσουν καί νά τραβιχθώ. 'Εκάθισαν
τρεις ·Αμιέραις απέξω από τό Νησί καί έβρεχε, τούς είπα
νά έμβουν καί νά πιάσουν ένα μαχαλά, καί γράψετε είς
την Κυβέρνησίν, καί άν αυτό μέ διατάξη νά άναχωρησω,
ευθύς άναχωρώ καί άπό τό σπήτι μου άν ότο. Βλέποντες
ότι δέν έμπορο’ν νά μέ βγάλουν, έτραβόχθηκαν όλοι ιΐς
τόν Καλαμάτα. Όταν άνεχώρησε ό ^νναιος άπό τήν Κα­
λαμάταν, την έγδυσαν οί Μανιάτες, καί μόνον έγλύτωσαν
τά σπίτια μερικών συνταγματικών. Οι Υδραίοι άφοΰ ιδαν
τόν ‘Ριχόρδο νά έρχεται έκαψαν τά δυο καράβια όπο’
to 235 — ......
ήτον έθνικά, καί τα τρίτο καράβι όπου ήτον ιδιόκτητον
*
τό άφησαν σώο καί τό έπήρε Q ^Ριχάρδος- Οί Μανιάτες
έγδυσαν την επιτροπήν τήν σταλμένη από την Ύδρα
και ολους τους ‘Υδραίους όποϋ είχαν φυγβι άπό τά κα­
*
ράβια τούς περίλαβαν τά φραντζέζτκα καί τούς έστειλαν
είς την Ύδραν. Αυτη ή επιτροπή ήλθε ει’ς τήν Μόνη καί
έκήρυξε σύνταγμα, ελευθερίά, νά μή πληρώνη παρά ένα
ατά δέκα, κα! τούς επερναν έννεα στα δέκα κα'ι έζήμιω-
σαν καί την Καλαμάτα ρέ 500,000 γρόσια
* τέτοιο σύν­
ταγμα έκήρυτταν, σύνταγμα αρπαγής. * Εμαβα ατι ήλ­
θε τότε δ ‘Ρικόρδος είς τό Αλμυρό, καί-έκίνησα μέ δλην
τήν καβαλαρίαν τακτικήν καί άτακτη· είς τήν τακτικήν
καβαλαρία ήτον δ Καλέργης, εις τήν άτακτη δ Χατζή
Χρίστος, τον αντάμωσα καί έπέστρεψα εις τό Νησί, δ
*'Ρικόρδος έπηγε εις
τήν Τζίμοβα· εκατε^ηκε ή Μάννα του
Μαυροομ-η/_άλη ώμίλησε με αύτόν, καί έπειτα ^νησε διά
τό Ναύπλιον.
ήΟταν έκαψε δ Μιαούλης τά καράβια έβόγγισε όλο
τό "Εθνος διά τήν (έδικίάν όπου έκαμε νά χάψη τά
έθνικά καράβια, μερικοί βλέποντες ότι ούτε μέ επί­
τροπός ούτε μέ αποστασίας δέν έκαμναν τίποτε, έσυμ-
βουλεύθηκαν μερικοί καί άπεφάσισαν νά σκοτώσουν τόν
Κυβερνήτην* έκείνάις ταις ώραις έλαβα διαταγή νά ύ-
πάγω εις τό Ναύπλιον καί νά πάρω μαζύ μου καί τήν
τακτικήν καβαλαρία, καί τήν άτακτη μέ τό πεζικό στρά­
τευμα νά τά άφήσω μέ τόν Γευναΐον εις τήν Μεσσηνίαν
διά νά έπαγρυπνοϋν τά κινήματα τών Μανιατών να μήν
0 Πέτρος Μαυρο-
ίβγουν καί λεηλατήσουν τόν τόπον. *
μηχάλης είχε φύγει τόν χειμώνα κρυφίως άπό τό Ά-
νάτλι διά νά περάσρ εϊς τήν Ζάκυνθον διά νά ύπάγ^
= 236 =
εις την Μάνην. Ό καιρός τδν έρδιξβ κατά τδ Κατάκολον
*
δ εκεΐ τότε Διοικητής ’Αναγνωστο'πουλος τον παρέλαβε
καί τδν έστειλε εις τδ ’Ανάπλι, καί τδν έβαλε εις φύλα-
ξιν αναπαυτική, καί είχε ολα του τά αναγκαία πλουσιο­
πάροχα
* τδν Γιάννην Κατζή τδν έπιασε καί τον έβαλε
είς τδ Παλαρ^ι, τδν δέ Κωνσταντίνον καί Γεώργιον
Μαυρομηχάλην και Κατζάκο είχε ύπδ φύλαζιν νά εύρί-·
σκωνται εις τήν χώραν του Άναπλιοΰ' δ Κατζάκος ί-
φύγε καί έπήγε εις τήν Μάνη καί έκαμνε τά συντάγ­
ματα αυτά’ εις αύτδν τδν καιρδν εινάι οπού έσυμβσυ-
λευθηκαν νά σκοτώσουν τδν Κυβερνήτην. Τούς έγύρισαν
τά μυαλά τάζοντές τους χιλιάδες τάλαρα καί άλλα
* καί
άν δέν έπαρακινουντο αύτοί άπδ μεγάλαις υποσχέσεις, καί
νά ηναι βέβαιοι οτι θά γλυτώσουν δέν τδ αποφάσιζαν
ποτέ. Έτζι ώς προειπα έπήγαν εις τήν Πόρταν τής εκ­
κλησίας τήν Κυριακήν τήν αύγήν, έχαιρέ'τησαν τον Κυ-
βΐρνη'την, ο Κυβερνήτης εΐχε μόνον δυο, ένα κουλοχέρι
καί ένα άλλον’ έμβαίνοντας εις την Πόρταν, ο Κωνσταν­
τίνος του έήριξ- μία πιστόλα εις τδ κεφάλι, δ Γεωρ-
γάκης μια μαχαιριά εις την κοιλιά καί έμεινε ό Κυβερ­
νήτης νεκρός ξαπλωμένος εις την πόρταν
* άφου έκαμαν
αύτά έτρεξαν νά φύγουν, δ Κωνσταντίνος έλαβώθηκε θα­
νατηφόρα άπδ τδν Κουλοχέρη τδν Κρητικό, δ δέ Γεωρ-
γάκης κατέφυγιν είς του Βαλιάνου τδ σπήτι
* είδε οτι έκει
δέν «μπορεί νά βασταχθή καί έπήγε εις τού 4Ροάν τδ
σπήτι. Ό πολιτάρχης Παναγιώτης Κακλαμάνος δέν έ-
ταραχθηκε διόλου διότι ητ°ν ‘κα'ι αυτός μπασμένος είς
την ύπόθεσιν. Ό Ζεράρ όπου έδιοιχουσε τά ^Ελληνικά
τακτικά στρατεύματα εύρέθηκε καβάλα μέ τδν άγιουτάν-
τε του εις τδν Πλάτανον δπου ήτον δ στρατώνς χαί<
*
= 237 =
έλεγε τίποτε τίποτε, μείνετε ήσαχοι, *0 'Αλμέτας ύποΐζ
?τον φρούραρχος με τ·δ πιστόν στράτευμα όπου ήτον
ώρκωμένο έκλεισε ταΐς Πόρτες, έδιαμοιράσθηκαν εις ολαις
ταΐς τάπιες και είς άλλας θέσεις της πόλεως, έπεσαν
και διάφοροι άλλοι πολιται τά ά'ρματα, καί έτσι έφυλά-
χθηκε δποΰ Ικινδυνευσε νά χαθη το Ανάπλι. Της «ύθός
έσυνάχθηκε ή Γερουσία μέ τούς Γραμματείς καί άπεφάσι-
σαν νά κάμουν τριμελή επιτροπή τδν Αυγουστίνον, εμένα
καί τον Κωλέτη. *0 Αυγουστίνος μέ έστειλε εύΟυς μέ
τον θάνατον τού Κυβε^ητου ενα πεζοδρόμον διά νά μου
δώση ει°ησιν καί να πάω «ις τδ Αν(έπλι ήμουν εις
την Τριπολιτσα, έκειναις ταΐς ώραις εύρεθηκα είς την
Τριπολιτζα. *Η Γερουσία έκοινοποίησε τήν άπόφασίν της
εις τδν Αυγουστίνον, ό Αύγουστΐνος είπε οτι δέν δέχε­
ται αυτήν την θεσιν αν δέν εΜρ πρωτον και ° Κολακο-
τρωνης να ομιλησωμεν. 'Εγω ε'λαβα τήν ειδησιν το βράδυ

έσκοτώθηκε άπδ τούς Μαυρομηιχάλιδες κα! ό ένας έσκο-


τώθηκε καί δ άλλος έπήγε ε ίς τδ ‘Ρουάν, δέν ηξευρα
τίποτε άλλο περισσότερον. Τότε εσυλλογίσθηκα δτς είχε
αποφασίσει δ Κυβερνήτης οχι άν άποθάνη έξαφνα νάγένη

κητήν της Τριπολιτζας οπού ητο'ν δ Καρόρη,*, κ°'ί τούς


γραμματικούς του, έγρχψα παντού διαταγάς είς τά στρα-

έστειλα εΐς ολας τάς επαρχίας δια νά στείλουν τους πλη.


ρεςουσιους των, δι·ά νά κάμωμεν συ'υέ^υσι-ν κ°ι έγω νά
μείνω είς τήν Τριπολιτζα, διατί εγώ δέν ήζευρα που θέ
νά τρaβήξω, ούτε τί νά κάμω, αύτε ήςευρα τί εγίνετο είς
τδ Άνάπλι, μέ τά γράμματα έστεκα παντού κχβαλα*
— 238 =
φίους καί πεζού;, καί τούς ανάγκαζα νά έλθουν μια ώρα
αρχητίρα, Τήν αυγήν ξημεράνωντα; Αευτέρα μέ ήλθαν δύο
πίζοί δ ένα; κοντά εις τδν άλλον καί μου έψεγαν τά;
ειδήσεις οτι * Γερουσία έψήφισε τριμελή έπιτροπή, οτι
δ λαός ^πολιόρκησε τδν Γεωργάκη Μαυρομηχάλη εϊς τοΰ
‘Ρουάν τδ σπήτι, δτι τδν έζήτησαν άπδ τδν ‘Ροάν, οτι
τδν έπαράδωκε καί τδν έπήγαν εις το Παλαμίδι καί μου
•λεγαν νά φθάσω μίαν ώραν, άρχήτερα.
Τδ βράδυ είχα βαστάξει μυστικό καί 8έν τδ έκοίνο·
ποίησα εις τήν πάλιν τδν θάνατον του Κυβερνήτου, Τήν
Αύγήν οπού τδ έμαθαν οί πολιται τή; Τριπολιτζας έμει­
ναν νεκρά1, άφησαν τά εργαστήριά των, ταις δουλιαίς του;
καί έπερπχτούσαν ιί; τους δρόμους ωσάν τρελοί. ’Εγώ
έστειλα ας δλα; τάς επαρχίας ταχυδρόμους μέ δεύτερα
γράμματα νά μείνουν ήσυχοι αί έπαρχίαι, νά σταθούν
οί έπαρχοι είς τά; θέσεις των, καί νά εξακολουθούν τάς ερ­
γασίας των. Τους έδιδα καί τήν ίΓησιν οα έκλέχθη μία
επιτροπή διά νά κυβέρνηση· τδν τόπον, καί δτι θέλει λά­
βει τά άναγκαϊκ μέτρα διά νά βαστάξη τήν ήσυχίαν
και τήν ευταξίαν είς αύτήν τήν κρίσιμον τ^^^ί^-τασιν. Ήλ­
θαν οί προύχοντες τής πόλεω; Τριπολιτζα; πριν νά ανα­
χωρήσω διά τδ Ναύ-λιον, καί μου είπαν on τί νά γί-
νωμεν, εμεΤί φοβουμεθα νά μην πάθωμεν τίποτε, διότι
λ πόλις μας εΐνα: άνο:χτή καί ξέφραγη' τους είπα νά
βάλουν ντελάλιδες καί νά διαβάσουν δσα έγραψα καί εί;
ταΐς άλλαις έπαρχίαΚ. Αυτοί μέ έπαρακάλεσαν νά βά­
λουν ντελάΛιδες νά μαζωχθουν οι πολιται εις τδ σχολεΓον
καί νά υπάγω εγώ νά τους ομιλήσω* τδ έδέ/Οηκα, έσυ
νάχθηκαν οί πολιται είς τδ σχολεΐαν, τούς ώμίλησα διά
μιαν ώραν δλόκληρον, τού·; είπα οσχ έπρεπε νά τού; είτω
= 239 =
ει’ς τέτοιας περιστάσεις. Άφησα τδ Σισινόπουλο μέ ίΟΟ
καβχλαρέους δια την ήσυχίαν του τοπαο, καί έγώ Αίνησα,
καί δια £; ώρας εφθασα είς το Ανάπλι. Είχα μαζύ
μου 150 καβαλαρέους· ό λαός εζή:ησε την αδειαν και
άνοιξαν τήν πόρταν και έβγήκαν είς προϋτάντησίν μου,
έως τδν τόπον οπού έξεμπαρκαρισθηκβ δ βασιλεύς, καί
δ λαός άτικεϊ με έσυντρόφευσε έως τδ σπήτι μου. Άλ­
λοι που μέ απαντούσαν εκλαιγαν, άλλοι παραπονούντο, καί
ίγώ ελεγα είς ολον τον κόσμον, ησυχία· πηγαινάμενος εις
το σπητι τοϋς είπα, * Ελληνες, πηγαίνετε ει’ς τά σπητια
σας, μλ έχετε κανένα φόβον, και του θεού η δύναμις θέλει
τά οικονομήσει ολα· άπ' έκεΐ «πήγα εκεί δπού έκάθετο δ Αυ-
γουστινος διά νά τον παρηγορήσω, πηγαιναμενος έκει «πα­
ρηγόρησε δ ένας τδν άλλον, καί έπειτα μου λέγει, είς τδν
λαιμόν σου κρέμομαι κα'ί έγώ και τδ *
Εθνο ς, καί κιαμε ο,τ ι
σού φανή εύλ°γον. Εγύρισα εις τό σπήτι, (ομίλησα τ°ύ
Άλμέδα όπου ή τον ^αύραμ^ος κα! βπ! κεφαλής είς τά
στρατεύματα τά τακτική καί τον είπα νά βάλη ντελά-
λιδες νά καθήσρ ήσυχος καθένας εις το σπήτι του κα ί
νά βγάλη τά δπλα (διατί ήταν όλοι οί πολΐται αρματω­
μένοι), καί καθώς έφέρθηκες ταΐς τοσαις ήμέραις νά φερ -
θής καί τώρα δια την ήσυχίαν τά τακτικόν ισώθηκε πι­
στόν 8ίς τον ορκον του, καί έμπ°δισε τήν σφαγήν και την

φωτιά, τώρα νά κάμετε ορκον καί εις την επιτροπήν, έω ς


νά ίδαϋμεν πού θά κατασταλ^ζη τδ πράγμα.
Την άλλην ήμέραν ίσυνάχθηκε ή Γερουσι'α καί οί Γραμ­
ματείς καί ημείς έκάμαμεν τόν Ορκον καί έπήραμεν ταί ς
ύπόθεσαις τού Κράτους επάνω μας, δ λαός έφώναΖ® δι ά
τδν φονέα Γεωργάκη, ή σκοτώνετε τδν φονέα, καί πιάνε *
τε καί τούς συμβούλους ^τε μή θά κάμ.ωμβν εκδίκ/η^ν
= 240 =
μοναχοί μας καί θά κάμωμεν ο,τι βίμπορεσωμεν. Γότε
ήμίο^ς άπεφασίσαμεν στρατιωτικήν δικαστηρίων, τον έκρινε
τδν έκαταδίκασεν εις θάνατον, και έκτελέσθη ή άπόφασι;
βίς τή?' Πρόνοια. Οί δυο δπηρέται καί δ Καζλαμάνος
έβάλθηκαν εις φυλακήν, οι όποιοι έμαρτύρησαν τήν έται-
ρίαν οπού εϊχαν νά σκοτώσουν τδν Κυβερνήτην’ έβιάσαμεν
τδν Ζιεράρ νά κάμη την παραίτησήν του, είδέ μή ή
*
θελαμεν τδν κηρύξει έως εις ένα έπίβουλον’ έδωκε τήν
παραίτησίν του, έβάλθη βίς φυλακήν και ό υίο» του Κα­
λαμογδάρτη και οί άλλοι δέν έμαρτυριώντο άπδ τδν άλ­
λο. Πολλοί τρελοί ήρχοντο και με έφορτόνοντο καί μου
έλεγαν, Κολοκοτρώνη έκδίκησιν κάμε, σκότωσε τούς φονεος·
καί έγω τους έμάλωσα καί τού; έδιωξα άπδ τδ σπήτι,
λέγοντάς τους, πηγαίνετε εις τά σπήτια σας, δέν είναι
έδική σας δουλιά:
Εις τήν Εδρα’ μόλ ις έμαθα’ ρ
5·^ δ Κ.υβέ νη'της ε’σκο-
τώθηκεν, έκίνησε δ Σπηλιοτόπουλος καί Παπαλεξόπουλος
καί άλλοι, και ετρεξαν εις τδ Άνάπλί διά νά κάμουν
ο,τι θέλσυν, καί νά βάλουν εις ταραχήν τούς επιάσαμεν καί
τούς έβάλαμεν εις τδ Καστέλι· ολαι αί επαρχίαν καί αι
νήσοι τής 'Ελλάδος (έκτδ; τής "Γδρας), έστειλαν άναψο-
ραις, έκλαιον τδν θάνατον του Κυβερνήτου, καί άνεγνώ-
ι καί τήν Ασκητικήν ε’πιτpοπήν, κα'ι εγκωμίαζαν τήν
ρ ζα’
πραξιν τής Γερου’ία;· έστειλαν οί ε^ισκοίΛενοι τήν "Ε­
δρα’ μία επιτροπή, δεν τήν έδέχθηκα μεν, ίσως αν έφωταε
την Γερουσίαν δ Θεός καί έβαζε άλλον εις τδν τόπον τοΰ
Κωλέτη ήθέλαμεν πάει καλήτερα. Έδιοικήσαμεν έως τρεις
έά ρ έρ σ
μήνας κ μαμεν «ροκή' υξιν κα'ι π οσκαλέ' αμεν τδ ’'Εθ νο ς
εις συνέλευσιν, νά συναχθή ει’ς τδ *Αργος, καί έ^^'^(^;χθηκε.
ή ά ή
Τότε λθαν κα'ί πδ τ ν δυτικ ν ή Γλλάδα καί ° ^βολως
= 241 =
ένωσε καί τόν Γρίβα δπού έτρώγετο μέ τόν Τσόγκα, καί

μέ τό νού μου, δτι εάν κα: κάμωμεν άλλην κυβερνησιν ή


έξω αύλαίς θέλει μάς πάρουν οτι είχαμεν ολοι συνομωσίαν
διά τον σκοτομό του Κυβερνήτη· διατί σκοτόνοντας
τδν Κυβερνήτη, καί αλλάζοντας την κυβέρνηση νά βά-
λωμεν άλλους, βέβαια ό κόσμος Θά μας επερνε βτι
ειμεθα δλοι συνομώταις, ή οτι δ Κυβερνη'της ητον τύραν­
νος· διατί έδοκιμάσαμεν τά «περασμένα χρόνια τών πολ­
κών τήν κυβ/ρνησιν,— και είπα δτι, ας έμπη δ Αυγουστίνος
πρόεδρος μόνος, και ή Συνέλευσις άς ταυ βάλη Γερουσία νά
ακούεται μέ τόν πρόεδρον, νά κυβέρνηση, έως ’που νά γρά-
*
ψη’ς-αίς Δυνα'μεις νά μάς στείλουν βασιλέα καί μέ αύτόν
τόν τρόπον έκαμα την παραίτησίν μου εις την Συνέλευση.
’Ακούοντας δ Κ ωλένης ο:ι έκαμα την παραίτησίν μου
καί θά έβγη καί εκείνος, καί ό,τι έκανε δ πρόεδρος Θά ητον
καλά γεναμένα, δέν του άρεσε, καί άρχισε και διέκοψε τού;
’Ανατολικούς και Δυτικοελλκδίτας καί τούς Καπιτανέους
διά έμφύλιον πόλεμον. Εμείς έκάναμεν Συνέλευση καί τά
κονάκια όπου είχαν οί πληρεξούσιοι και οί Καπιτανέοι ήταν
ανακατωμένα μέ τό κόμμα τού ’Εθνους. ’Αρχη'νησε καί
τά καταμέριζε τά κονάκια, καί έβαλε τόν Γρίβαν, ώς τρε­
λόν δποΰ ήταν, καί έφτιανε ταμπούρια είς τά κονάκια’ καί
έτσι έπέρασε καί εκείνος καί έπήγαν κατά μεριά δλη ή
συντροφιά. Καί ή Συνέλευσις έβαλε φρουρά τόν Κίτσο Τσα-
βέλα
* καί είχαν γνώμη νά έλθουν είς τήν Συνέλευσιν διά
νά τήν χαλάσουν, άλλα δέν έκόταγαν νά έλθουν ατό τήν
φρουρά καί άπό τά άρματα. Καί έτσι ήμερα τήν ημέρα
αύξαναν τά πάθη, καί εμείς πάντοτε έκάναμε τήν Συνέλευ­
ση. Τούς έστειλε δ Αυγουστίνος μιά καί δύο τόν Κω-
16
=ζ 242 =
λεττη: δέν είναι καλό νά δια^ρεθ^ τό ’£0
0?,
* μόνον ομόνοια
και είρΤν'η, και ή Συνέλευσις νά κάμη τά έργα της. Μίαν η­
μέρα του λέγει, τί φτιάνει δ Γρίβας ταμπούρια 'ς*ό σπη'τι;
άμ’ δέν τον άφίνετβ τδν τρελό; αύτοί έχουν εις τλν γνώμη
τους νά σκοτώσουν μεγάλους χαί οχι μικρούς
* εμείς φυ­
λαγόμαστε οσοι έχομεν υποψία. Μίαν ημέρα, νά κοντοσυλ-
λαβίσω, άνοιξε τό τουφέκι άπδ εκείνους εις τό παζάρι καί έ-
βάρεσαν τόν Τριαντάφυλλον Τσουρα καί τόν ‘Ρούκνη'Ετσι
άνοιξε τό τουφέκι, έκαταμερίσαμεν. Έσχοτώθηκε καί ό
Αποστόλη; 'που ’ταν πολιτάρχης· καί έτσι έσηχώθηχε τό
τουφέκι καί τούς έστενοχωρησαμε ει’ς ένα μαχαλά. Τό-
τενες έσηκώθηκε δ Κώστας Μπότσαρης καί ήλθεν είς τδν'
Αυγουστίνο, καί είπε: νά τούς άφίσωμενά φύγουνε, καί εγώ
υπάγω μαζύ τους είς τήν Κόρινθο και έρχομαι, καί άλλα
ταξίματα. Τού; είχαμε πολύ στενοχωρημένους, καί άν δέν
ήζτ·ον αύτή $ μεσιτεία θά τούς έχαλάγαμεν όλους’ σκο­
τώθηκαν από τό ένα μέρος καί άπα το άλλο πολλοί- καί
έτσι μέ αυτά τά πάτα τούς έδωκε λόγον τιμής νά έβ-
γουν, καί έτσι έβγηκαν. Τόσο έστάλθηκε από τούς πρέ­
σβεις (κάνιγγ) διά νά παύση τό τουφέκι, καί έτσι έφυγαν
από το 'Αργος, καί άπ' έκεϊ άπέρασαν στα Μέγαρα καί
άρχησαν ταις ράδιουργίαις των, καί έβγαλαν διπλώματα,
ταγματαρχίκις, Καπετανέους, — καί έβγαλε έως 5,000 και
ύπεγράφετο ό ίδιος (δ Κωλέτης) ώς κεφαλή'. Καί ή Συνέλευ­
σις τοτε «σηκώθηκε καί έπηγε είς τό Άνάπλι, καί έκαμε
γράμματα είς ταί; Δυνάμεις διά νά προφθάση μίαν ώραν
άρ/ητερα Βασιλέας' έκαμε καί τόΣήνιαγμα, καί τόσα
άλλα.
'Εκείνοι έκαμαν Ιω; 25 Μαρτίου είς τά Μέγαρα, καί
ήλθαν είς τό Λουτράκι. Ό Νίκολό; Τσαβέλας έχρεωστουσε
= 243 »=
oV χιλιάδες γρόσια, και διά νά μ9| πλήρωσή, έπηγ»
μέ εκείνους. Τόσο καί δ Χατζή Χρίστος έπαράτησε ιόν
βρκον ’που ’χε κάμει σέ τθΰς μτνες, καί έπήρβ τήν κα-
βαλαρία και έπηγε ’στόν Κωλε'ττην. Είχε τόν Καλέργη
ή κυβέρνησις σταλμένον μέ την καβαλαρία καί τούς Κορ-
θινούς, καί έστέκονταν αντίκρυ των Συνταγματικών. Καί
ό Κωλεττής ήλθε ε'ς τό Λουτράκι, καί τόν έδυνιχμωνε
τό κόμμα χπό την Ύδρα, και πανταχου όσοι ήταν σκαν­
δαλοποιοί, και τό στριχτευμα οπού είχε °λο μέ διπλώματα
καί ταξίματα. Καί έλεγε, άν βγάλωμε τόν Αυγουστίνο
σας δίδω άμπλα ’Αουτοριτά είςτίν Πελοπόννησο νά πάρετε
τοός μισθούς σας, νά έχετε και τούς βαθμούς σας. *Η Συ-
νέλευσις έτελείωσε, και ή Γερουσία καί οί Γραμματείς έ­
μειναν ασάλευτοι· μέρος Νήσοι δέν ακούε την διαταγή
μόνον, καί. μέρος Ρουμελ^-αις. Το λοιπόν έθνος ακούε ταίς
δΐιατχγαίς τής κυ^ρνήσεω^ — ή Πελοπόννησος ολη. Τ°σο
έγραψε και ό Νικόλαος ένα γράμμα δταν ήμεθα ’ς-λν έκ­
τροπη· «Βαστάτε τό Εθνος, νά ήσαστε μονιασμένοι καί θά
στείλωμε βασιλέα». Τόσο καί άπό ταΐς άλλαις Αυλαΐς. Ά-
πόημέραις έγύρευα την άδειαν <χπό τόν Αύγουστΐνον νά πάω
καί εγώ εις την Κόρθο· όπου άν ήθελε υπάγω 10 $ 5
ήμέραις άρχήτερα δέν -ηξευρα άν έμβαιναν μέσα ( νά μ-η παν
απάνω τους.) Μόνον άκουε ό κο'σμος τό Σύνταγμα κοίί δέν
ηξευρε πώς ε^ίναι Σύντριμμα, κ^ εις ταις 25 του Μαρ­
τίου έβγήκα νά πάω ’στην Κόρθο, καί έκείνην την ήμέραν
όπου έβγηκα έγώ, ό Νικήτας μέ τον Καλέργη έκαμαν τήν
άστ°γασι'αν και ’πήγαν στό Λουτράκι· κα'ί τούς πισοδρόμή~
σαν εκείνοι. Το στράτευμα τό δικό μας έσκόρπισαν καί
δ κόσμος έκαρτέραε μέ τό Σύνταγμα. Καί έγώ έπηγα είς τό
Άργος καί έδειηνησα, καί απάνω ’πού ήθελα νά καβαλίκω
16
*
244 =
νά πάω 'στην Κόρθο, μας ειδοποίησαν τά τρέχοντα
* χαιοτι
οί Συνταγματικοί αύριοέρχονται εδώ' χαί τότενες άφησα τδν
Σταυριανδ Καπετανάχη, τον Γεώργη Μηχαλάχη, τδν *Αγα
λόπουλο. τδνΤσόχρη, τούς άφησα εις το "Αργος, νά ίδουμε
τί θέλει γείνει. Έγώ έτραβίχθηχα εις τδ Σχοινοχώρι, μίαν
ημισυ ώρα μέ τον τσιπχανε, χαί μόνον μέ τούς ανθρώπους
*
μου χαί την αύγή εφθασε τδ Σύνταγμα εις το Άργος, χαί
έβγήχαν οί Άργίταις μέ ταΐς δάφναις................. Άπ’δείΰ
έδοχίμασαν νά πάνε *ς· Άνάπλι. Και τά στρατεύματα
που *ταν ’στην Σαλαμίνα τά διχά μας, έμπηχαν εις
τήν Πρόνοιαν. Ίίγώ έτράβιξα χατά την Τριπολιτσά χαί
μέ 200 ανθρώπους ’ποΰ έχρατοϋσα το 'Αίνόρι, 'που ήταν
οί τοπχοί φευγάτοι. Καί έτσι ήλθαν εχεί οπού ήμουν εγώ,
χαί τούς ρώτησα, άν ηναι πουθενά στρατεύματα
* — οχΓ—
Ό Ζαίμης χαί δ Κολιόπουλο; ητον σταλμένοι 'στην Πά­
τρα χαί- δ Τζαβέλας μέ τό τάγμα του σχήν Πα'τρα.
— Κα’ί έζ^άνοντας μέσα έρριξαν τήν Γερουσί'α, νά χάμουν
χυοέρνησιν, επιτροπήν 5, χαί ό ένας άπεφάσ;σαν χαί ε­
μένα' χαί εγώ άποχρίθηχα, δέν είμαι άζιος. Καί τότε άπε-
φάσισαν τδν Κολιόπουλο, τον Ζαίμη, χαί μοΰ έστειλαν τά
γράμματα χαί τούς τά έστειλα νά έλθουν τδ γλιγωρότερο.
Καί έχαμαν έπταμελη επιτροπή τδν ίψηλάντη, τδν Κω-
λέτη
* τον Μεταξα, τδν Μπότσαοη, τδν Κολιόπουλο, τδν
Κουντουριώτη χαί Ζαίμη. Έγώ είχα στείλει τδν Γεν­
ναίο όπου έσύ.αζε στρατεύματα διά την Κόρθο, χαί έ*
φθασε μέ !,°00 ε^ τψ Τριπολιτζά, χα'ί εγώ έστάθηχα
εις τ·ην Τρ’.πολιτζά χαί εχεΐνον τδν έπρόσταξα νά πάη ’ςούς
Μύλους τού; αφεντιχούς, νά ίδούμε τδ Σύνταγμα τί θέ­
λει χάμει. Τότενες έώΆσε χαί δ Ζαίμη; μέ τδν Κολιό­
πουλο άπδ την Πάτρα ει’ς την Τριπολιτζα, χαί έστάθηχαν
sb 245 =
μία ωρχ καί ώμ,ιλιίιαμεν χ»'ι (.οΰ λέγει ό Ζαίμης: μή ’πή{
τίποτε Οσο να πάμε κάτω, να μην γείνη κανένας εμφύ­
λιος πόλεμος και χαθούμε. £γώ τούς άποκρίθηκα ότι,
σύρτε κάιωκαί άν γίνη εύταξία καί, κάμη ή επιτροπή ευ­
ταξία άπό τ’ Ανάπλι εως εις τό Αργος, εγώ θέλω μείνει
ήσυχος καί τραβάω καί τον Γενναίο καί πηγαίνω εις τό
σπήτι μου και ησυχάζω’ είτεμή και τό Σύνταγμα άπλωθη
μέσα είς τήν Πελοπόννησο, εγώ βέβαια διά τήν πατρίδα έχω
τόσα αίματα καί κόπου;, καί θά κάμω Ο,τι Ούνομαι νά εμ­
ποδίσω τΟ κακό. Καί κατεβαίνοντας κάτω έσμιζε ή επιτροπή
Ολη και έκαναν συμβούλιο, ότι πώς θέ νά πληρώσουν το <τρά-
τευμα όποΰ ήτον ’στά Μίγαρα τόσους μηναις· ΰ Ζαίμης καί Ο
Κολιόπουλος καί Ο Μεταξάς είχαν μία γνώμη, όμως οι
άλλοι ήταν τέσσςροι, καί πάντα οί τέσσεροι εις ταϊς γνώμαις
ένικοΰσαν. ’Εβαλαν τον Ζωγράφο Γραμματέα των πολεμι­
κών, καί τά στρατεύματα τού -γύρευαν λουφέδες, γιατί τού;
είχε ταμμενο ό Κωλέτης Οτι, πηγαινάμενοι στ’Άνάπλη νά
Οώσφ τους λουφέΟες, καί άν Οέν έχη νά εύρη. Σάν Οέν ε!χαν
μέ τί νά τούς πληρώσουν, τούς Οιεμοίρασε ’στην Πελο­
πόννησο νά πάρουν τους λουφέΟες μέ Ο,τι τρόπον ήμπο-
ρέσουν. 'Εστειλαν τον Νότη Μπότσαρη, νά λάβη άπΟ τήν
Πάτρα τούς λουφέΟες τ°υ, (και νά στ^λ^ τΟ Σύνταγuα).
νά παραΟώση Ο Τζαβέλας το κάστρο. Καί δ Τζαύέλας
Οεν έΟέ/θηκε το κάστρο να Οωση, κ.αί ειπε « Πατριώτης
καί ’γώ είμαι, καί φυλάττω τΟ κάστρο έως νά έλθη Ο βα­
σιλέας μας υ. Δεν εΟέχθηκε ούτε τΟν Νότη. Τον Χριστό-
Οουλο Χατζή Πέτρου τΟν έστειλαν εις Καλάβρυτα, Γρι-
ζιώτη καί άλλους ’στην Κόρινθο, τό; Κατσάκο μέ τούς Μα-
νιάτας ’στη Μεσσηνία, τΟν Βαγγέλη Κοντογιάννη εί; τΟν
“Αγιον Πέτρο, τΟν Ντελη Γεώργη ε’ς τον ΒΙ'.στρά, τΟν
= 246 ==
Μακρυγιάγνη, (τούς ςρατιώτας του), τδν Ταφιλπούζη και τον
Χατζή Χρϊίστο εις τήν Τριπολιτσα, τόν Διαμάντη Ζερβά
'στήν Γαστούνη, και εις δλαις ταΐς έπαρ/ίαις έστειλαν
στρατεύματα, οχι διά νά λάβουν ταχτικά τούς μισθούς των,
άλλα νά λεηλατήσουν δλαις ταις έπαργίαις
* τό Αργος τδ
έδωσαν του Γρίβα, τον Ταφιλπούζη μέ τό τάγμα του
τον άπεφάσισαν νά περάστ άπό τήν Καρύταινα και νά 'πάη
στην Γαστούνη μέ σημαία Όθωμανική,---- μέ μπαντέραις
Όθωμανιχαΐς, με τήν χέρα του Μωάμεθ. Ακούοντας έγώ,
έστειλα και τον έβγαλα μέ καταισχύνη, καί άν εΐγα τήν
έχθρα ’που έλαβα έπειτα Οά τού; σκοτώναμε. Καί τοϋ
έστειλα (του Ταφιλπούζη) καί έμ.άζωςε ταίς μπαντιέραις,
του, είπα άν περάση καμμίχ φορά με άνοικταις μπαν­
τιέραις, ή γυναίκες ή χηρευάμεναις θά τον σκοτώσουν’ πού
άνοίγης τήν σημαία τήν Τούρκικη εις τά χώματα τά Ελ­
ληνικά. — Τί φταίμε έμεΐς ; ό Κωλέττης μας είπε: δου-
λιά νά κάμετε, καί ο,τι σημαία θέλετε
* μάς έδωσεν όφί-
κια, έγέλασε Τούρκους καί ‘Ρωμαίους, — ’Έγραφα με­
ρικώς είς τύν Ζαίμη, τούτοι γυρεύουν εμφύλιο πόλεμο.
Τότενες διατάττουν τύν Γρίβα νά πέραση Λεοντάρι, Μεσ
*
σηνία, Καρύταινα, ’Αρκαδία καί Φανάρι. 'Ακούοντας ή
έπαρχίαις, ήλθαν οί πρόκριτοι καί ζαπιτανέοι των επαρ­
χιών ααί μού λέγουν τί κάνεις, μάς γλύτωσες μία φορά άπό
τούς Τούρκους νά μάς γλυτώσης καί τώρα. — Είχαν τρο­
μάζει από τό Άργος και Κόρινθο. — Νά πιάσωμεν τά άρ­
ματα, νά έμποδισθοϋν. Τότενες εμάθαμεν δτι δ Βασιλέας
τής Βαβαρίας έδέγθηκε νά στείλ^ τόν υιόν του τόν *Οθωνα
ήτον έβγα ’Ιουνίου. Τότενες έκαμ.α διαμαρτύρηση εις τάς
άμ ά
τρεις Δ·υν εις, ν μην κίνηση ο Γρίβ , ά
ας ν τόν ψπΌδώ
σουν· γιατί ερχοντας ό Γρίβας εις τήν Τριπολιτσά θέλει
= 247 =
άνοιχθή εμφύλιος πόλεμος. Καί δέν μέ ακόυσαν είς αυ­
τήν τήν παρακάλεσιν
* χαΐ τότενες εγειν» μία προκήρυζις άπό
εμέ εις τήν Γερουσία, οτι υποχρεωμένοι νά υπερασπιστού­
με τήν τιμή μας καί ζωή μας καί τήν ιδιοκτησία μας δέν
γνωρίζομε διά κυβέρνησιν τήν τυραννικήν.
Αυτή ή διοίκησις είδε οτι αδύνατον νά βαστα-
χθή καί έζήτησε άπό τούς τρεις Άντιπρέσβεις διά νά έλ­
θουν Γαλλικά στρατεύματα νά πιάσουν τό Ανάπλι καί
τήν Πάτρα, Τέτοια κυβέρνησις ήτον, νά δώση τά εθνικά
φρούρια είς ζένΌυς νά τά φυλάττουν. Έπήγε δ στρατηγός
Γκενέκ μέ ένα σύνταγμα Γάλλων είς τήν Πάτρα, ‘ό
Κίτζο Τζαβέλας δέν τούς έδέχθηκε, και είπε δτι τό φοού-
ριον θέλει τό παραδώσει όταν έλΟη ο βασιλέας
* καί τούς
είπε οτι, άν θέλετε νά τό πάρετε μέ βία θέλει έγουν πό­
λεμον, καί έβαλε σημαίαν. ’Αφού είδε ό στρατηγός
Γάλλος τήν επιμονήν και τήν άπόφασιν τού Κίτσου, ά-
*νεχώρησαν οί Γάλλοι έπήγαν είς τό Άνάπλι, και έβ­
γαλαν τό τυπικόν τάγμα, καί έτσι έκλείσθηχαν μέσα,
*
και έκάθοντο άν δέν έπροσκαλοΰσαν τούς Γάλλους, ό Κω-
λέτη; ήθελε καταφύγει είς τόν τόπον του, τά Γιάννινα.
Τά στρατεύματα οπού έπήγαν εναντίον του Κίτσου
Τζαοέλα έσυμφώνησαν, καί είπαν νά εμποδίσουν τόν εμ­
φύλιον πόλεμον, καί νά στείλουν απεσταλμένους είς τήν
Διοίκησιν τού Αναπλιού, διά νά διορθώσουν τά πράγματα.
Αυτοί άπέρασαν άπό έχει όπου ήτον ό Γενναίος είς τό Βαλ­
τέτσι δτανήλθαν τούς άντάμωσα εί; ένα χωριό, έστέργθηκα,
είχα κάμει τήν προκήρυςιν και ήλθαν Άρκαδινοί Φανα-
ρίται, Καρυτηνοί,καιάπό άλλαις έπαρχίαις καί έπιασαν ταίς
Θέσεις διά νά εμποδίσουν άπό τό νάεμβουν είς ταίς επαργίαι;
καί νά ταίς λεηλατήσουν— καί έσυμφώνησαν καί μέ αύτά.
= 248 =
έπέρασαν και άπδ τήν Τρίπολιτζά, ώμίλησαν μέ τδν Γρίβα

σαν μία επιτροπή διά νά έλθουν νά μα; μιλήσουν. rfO-


ταν δ Γρίβα; ήλθε είς τήν Τρίπολιτζά, πολλά ολίγοι κά­
τοικοι έμειναν, οί δε λοιποί έ^κορπίσθηκαν εις τάς δια­
φόρους έπαρχίας, διατί έτρόμαξαν άφοΰ ιδαν τά κακά
τά δποια έκαμαν ει’ς τδ "Αργος καί τήν Κόρινθον. Έστει­
λα έ>α πεζόν μέσα εις την Τριπολιτζά, διά νά δμιλήστί
διά νά μή πολεμήσουν, κα! δ Γρίβ·α; τον πιάνει καί τ ν ά
Βαλτέτζι. Είπα δτι αυτοί έχουν σκοπό.
Εις αυτόν τον καιρδ δ Βαγκέλης Κοντογιάνη;
πολεμεϊται άπδ τους κατοίκους του 'Αγίου Πέτρου
και ένα μέρος επαρχίας Μιστρά κα’ι έκινδυνευε νά
τδν χάσουν’ εϊχί μαζύ του έως τριακόσιους, μεταξύ
αυτών όγδοήντα Τούρκοι. Ό Γενναίο ς τδ μαθαίνει αύτδ,
π ηχαίνει καί τδν γλυτώνει καί τδν έσυντρόφευσε έω; τδ
Τσιβέρι, καί τδν άφησε καί έβγήκε εΊς τήν ‘Ρούμελην.
Ό Νικήτας έχάλασε τδν Κατσάκο είς τήν Μεσσηνίαν, τδν
έπολίόρκησε είς τά ρ μρ
Φου τζαλοκά α αί κα'ί αν δέ η ν ρχοντο
d Φραντζέζοί τδν έπιαναν ζωντανό' ετζι έπαστρέφθηκε καί
αύτδ τδ μέρος’ τδν ’Αποστόλη Κολοκοτρωνη τδν είχα ς-ει-
λει εις τήν Καντίλα, διά νά έμποδίση τδν Καρατάσο’ έπη-
γα είς τδ Βαλτέτσι, καί έστειλα είς τδν Γρίβαν οτι νά τρα-
βιχθοΰν’ καί αύτοί άποκρίθηκαν: έχομε πο'λεμο. Έδιόρισα
δ
τ ν Γενναίο ν ά ΰπάγη ε’ς του Μαντζαγρα? νά έβγουν απο
τήν Τριπολιτσάνά πολιορκήσουν τδν Γενναίον, καί άπδ τά
άλλα διάφορα μέρη νά έμβουν οί έδικοί μας εις τήν Τρι-
πολιτζα, ’Επ^γε δ Γενναίος είς του Μαντζαγρά, βγαίνει
= 249 =
6 Γρίβας εναντίον του, δίδω τδ σημειον νά χτυπήσουν καί
νά έμβουν εί; την Τριπολιτσά' κτυπ.ούνται. Ενας
Βούργαρη;, Μανιάτης λεγόμενος, έστάλΟηκε από τδν Χα­
τζή Χρηστό καί ώμίλησε τοΰ ’Αγιουτάντε μου διά νά
μου όμιληση νά παύση δ πόλεμος, καί ύπεσχέΟη νά εβ-
γουν άτό την Τριπολιτσά’ έτσι έίέχθηχα την γνώμη του
διά νά μη γαλασθη ή πόλις τη; Τριπολιτζάς· Ώμίλησα
καί εγώ προσωπ.κο); ρέ τον Χατζη Χρηστό
* Διατί άν
άφινα νά εμβχίναν τά στρατεύματα μέ τδ σπαθί εί; το
χέρι έχαλιεΰνταν τά σπητια, όσον ταζη καί άν έφύλα-
γαν οι στρατιώταΐ. Τέλος πάντων έφυγε καί δ Γρί­
βας μέ τδν Χατζη Χρηστά μέ την Καβαλαρία καί
έχατέβηκαν εις τδ νΑργθς. Έμβηχα εις την Τριπολίτσα,
καί εί; 5 ημΕ'ραις εμαζέφθηκαν ολαις η διασχορπισμέ-
ναις οίχογένειαις’ εις όλίγαι; ημέραι; ηλθε καί δ Τσαβέλας·
εί; ολου; τ°ύς άχροβολισμούς χαί εί; του Μαντζαγρά εσκο-
τώθηκαν έως 50. Έσύναςα ολον τδ στράτευμα, —όταν ά-
νεχώρησαν οί Ρουμελιώτες έκαμα λόγον δ.ά την ευταξίαν’
εις όλο αότδ τδ διάστημα είχα άντοπόκρισιν καθημερι­
νήν μέ τδν Ζαημ-ν, Μεταζά καί Κολιόπουλο
* δ Καλέρ ·
γης, Τζόζρης, Άργεΐοι, Κατοναχαγιέταις ηλθαν δύο ωραις
μακριά άπδ τδ Ανάπλι.
’Ηλθε άπδ τδν Τρικούπη μία πρόσκληση τοΰ Γενναίου
διά νά κάμη μέρος εις την έπιτροπη δποΰ εσ^λθηκε διά
νά υπάγη εις την Βαυαρίαν, καί νά προσκαλέ'ση τδν Βα-
σίλεα καί νά τ<°ν συντροφεύσ7| έως την Ελλάδα. Έγώ
δεν ηαποροϋσα νά δεχθώ νά ύπαγνΐ ό Γενναίος απο
μίαν Κυβερνησιν οποΰ δέυ άνεγνώριζα καί άπεφασισα νά
ύπάγω εις τδ Άνάπλι διά νά ίδω τί τρέχει δι’ αυτην
την ύποθεσιν. Έπηγα ει’ς τδ ’Αστρος, έδωσα ε’ίδησιν τοΰ
= 250 =±
ΊΡικό^ου, μου έστειλε μία φελούκα και επηγα. εις την
φεργάδα του’ μόλις έφθασα εκεί και τδ βράδυ έρχεται
δ Κολιύπουλος νά μου πάρη την άδεια δια νά άναχω-
ρήση’ μ υ ο εύρηκε προ'φαιη διά αύτην την βια, οτι τδ κα­
ράβι τδ ’ΐγγλ-έζικο όπου ηθελε νά πάρη την επιτροπη ε-
Οιάζετο νά φύγι
* ’ τί νά χάμω ενώ πλέο
* του είπα
τού Κολιό πουλου: πήγαινε εις τδ καλό. ’Εστο/ασθηκα-
με έπειτα νά στείλωμε μιαν επιτροπη άπδ τδ έθνος ολο
καί άπδ τ’ άρματα εί; την Βαυαρίαν, πλην αί περιστάσεις
δέν μας τό έσυγχώρησαν· άν με έλεγαν καθώς ητον, οτι
η επιτροπη ητον διωρισμίνη άπδ την Βαυαρίαν τον έστελ­
να τδν Γενναίο και έπόγα.νε· έχαιρέτησα καί του; δύο
Ναυάρχου; Άγγλον καί Γάλλον, μέ είπαν διατί δεν έ­
στειλα τδν υιόν μου εις την Βαυαρίαν, καί τούς έλεγα οτι
δέν γνωρίζω τλν Λιοικητικην επιτροπη διά νά δεχθώ
τ^ν άποφασίν της· ηλθε ό Ζαημης καί Μεταξας καί ώ-
ι
μιλησαμεν ε ς την φεργάδκ. Ό σκοπό μου ητον -λ Γε­ ς
ρουσία νά μεινη ελεύθερη καί να έκλέζη μίαν κυοέρνησιν
άπδ διάφορα κόμματα κατά την έννοιαν του πρωτο-
λ
κ° λου της ρς
Λό'νδ α . ’Επέ'στρεψα ε ις τδ Άστ ος, ε- ρ
πηγα εις τδν ’Αχλαδόκσμπο, ηλθε ό Τζαβέλας καί
γ ώ
άλλοι δπλαρχη οι ’Ρουμελί ταις του μ?ρ υς μ ς. ο α Έ- ·
γ’ράψαμεν συμφώνως είς τους δπλαρχηγους όπου ητον με
τδ σύνταγμα, νά έλθουν νά δμιλησωμεν - εις τδ Τζιβέρι.
*Ηλθαν, ώμιλη'σαμεν καί άπ’ εκεί έπη'γαμεν εις τδ ’Αρ­
γος. ’Απερασίσαμεν ώς επιτροπή των αρμάτων νά δλιγο-
στέψουν τά κακά, καί έγράψαμεν «Ίς τδν Γρίβα —
διά νά έβγη άπδ τδν Μωρέα
* — ό Γρίβας έπηγε εις
τδ Κουτζοπόδι καί εκαμνε μεγάλας καταχρήσεις· —
.ΕχτεΓ άπεφασ^αμεν νά γίνη μί'α ρ
στ ατιωτικη έπι-
= 251 =
τροπή μέ τόν σκοπόν νά μαζεύση οϊας τάς προ­
σόδους και νά τάς μοιράση είς όλους μέ αναλο­
γίαν καί μέ τάξιν, και να εμποάισωμεν οσον ήχον Ου-
νατόν ταις μεγάλαις καταχρήσεις όπου έγ^νο^^^ο· ό Ζω­
γράφος εγραψε εις αύτού; να βαστάξουν εύταξίαν πλην
ποιος τον ηκουγε. Όταν ειμίθα είς το 'Αργος μέ εγρα-
ψαν νά εβγη η Γερουσία, και δ Ζαήμης και ό Μετχξάς,
νά έκλέξη και ένα τρίτο μέλος και νά έξακο7.ου0ήση νά
διοικήση τόν τόπο έως οτου νά ελΟη ό Βλσιλέας μας· δέν
τό έδέχθηκα διατί ήτον τόσοι όπλ.αρχτ.γοί έκεϊ καί δέν
ήμεθα σύμφωνοι. ’Έπειτα έδιαμοιρασθη'καμεν, έγώ και ό
Χατζή Χρηστός έπήραμεν επάνω μας την Τριπολιτσά,
Μιστρά, Λεοντα'ρι, ολην τήν Μεσσηνίαν, Φανάρι, Καρυ-
ταινα' Κριζιώτης, Στράτος καί Τσοκρης έμειναν είς ταΐς
έπαρχίαις ΓΑγί°υ Πέτρου ’Αργους. Κατωναχαγιέ, KόpινΟοv,
και ο Τσα.βέλας μέ τον Νότη Μπόι^ιρη νά πάρουν Κα­
λάβρυτα, Βοστίτζα, Πάτρα, Γαστοΰνι, Πύργο. Εις όλα αύ- -
τά τά μέρη ήτον στρατιώταις καί έκαναν μυριαις κατα­
χρήσεις, καί τά χρέη ητω, αυτής της έπιτροπής, νά <ju-
νάξουν οσους πρόσόδόυς έχουν νά δώσουν αί έπαρχίαι καί
νά δΐαμοίράζωνται εις τ^ς διαφόρους οπλαpχηγόύς ά-
ναλογως με εκεΐνα οποΰ’χαν νά λάβουν και νά μαζέβουν
ζω^ροφία μέ ολην τήν δυνατήν ώταξιαν εις τέτοιες ά-
ναργικαϊς περιστάσεις. Έπήγαμεν taizw ό καθένας εϊς
τήν Οέση του. 'Ο Τζαβέλας καί Νότη; έπήγαν εις τήν
Πάτρα, έγώ κχί δ Χατζή Χρηστό; έπήγαμεν εις τήν Τρι-
πολιτσά καί οί λοιποί έμειναν εις τό Αργος. Απεφα-
οίσΟη νά ελθη ένα τάγμα Φρατζέζόι διά νά πώσ'ρ τό
’Αργος διά νά έβγη δ Βασιλέας ε’ς τούς Μύλους.
Έκίνησαν από την Μεσσηνίαν, ήλθαν εις εις τήν Τρι-
πολιτσά, τού; περιποιήθηκα καθ' όλους τού; τρόπου; καί
Αργος.
έπειτα κχτεβηκαν εΐ; τό * Έχει δέν ήςεόρω πώς
έκαμαν καί πιάνονται με τού; άνθρώτους τού Τσόκρη καί
Κριζιώτη, πολεμούν καί σκοτώνουν περισσότερον από 200
ψυχαϊς άθώαις, οί Φραντζέζοι έπιασαν τδ παιδί μου ώ;
ένέχυρον διά να μην παν οί Έλληνες καί τού; κτυπή-
ή
σουν. Έστειλε μίαν έπιτφοπή Διοίκησις δι να ά
αν ίδη
είχα εγώ ειδησνν· ήλθαν, έςέτασαν αυτά, έγραψα και εγώ
εΐ; τον Στρατηγόν καί τούς έλεχα οτι άν είχα κανένα
σκοπόν να βαρέσουν τούς Φραντζέζου; δεν τού; άφινα νά
περάσουν άπδ τήν Τριπολιτζά, — τούς έκαρτέραγα εις
τού Λεονταριου τό Δερβένι —και δεν έχω καμμία αιτία
διά νά ήμαι εχθρό; τών συμμαχικών στρατευμάτων, καί
τι έπιασαν τδ παιδί μ^υ ένέχυρον. "Αν ηξβυρα ότι τό νά
κτυπησω ήθελα ώρελησει την Πατρίδα μου τδ έκαμνα
καί άς είχαν καί τό παιδί μου ένέχυρον, καί έτσι έπλη-
ροφορηθηκαν δτι δεν είχα «δησιν· οί Γάλλοι μέ ένόμιζαν
έχθρόν τους, ε’γώ δέν τού; είχα δώσει ποτέ αίτια. Ό Κω-
λέτης καί τό εναντίον κόμμα τούς έγιόμησαν τά μυαλά,
δτι έγώ ήμουν έναντίον του; καί Έωσολάτρης.
Είς δέκα ήμερης φθα'νει δ στόλος δποΰ έφερνε
τδν Βασιλέα είς τόν κόλπον του ^Αργους. Πριν
όμως τούτο οί Φραντζέζοι έστειλαν και. έπιασαν

περιστάσεως, καί άλλαις βίαις όποΰ έκαμναν είς τού; Γε·

ύπόθεσιν δποΰ έτρεχε. Μερικοί Γερουσιασταί είχαν σχέ


= 253
κηση συνθεμένη από τρεις, νά προσκαλέσουν τον Ζαημη
καί Μεταξα, και νά κάμουν πρόεδρον προσωρινόν τόν 'Ρι­
χάρδο, έως ο του νά έλ6η < βασιλέα;;
* έφυγε ή Γερουσία,
καί εςαρνα μίζ αύγή τους βλέπω είς τό Άστρο;
* δεν
έδέ/0ηκα τήν πρότασίν τους,
όμως εΐ“α νά σταθή τό πράγ­
μα εως είς τόν ερχομόν του Βζσιλέως, χζί ή Γερουσία
έπηγε είς τα?; Σπέτζαις και έμεινε έχε! έως τάν ερχομόν
τού Βχσίλέως. "Οταν έβγηκε τ ^oug'z είς το Άστρο;
εΐχα στείλε τόν Κωνσταντίνον δια νά γίνη συμφωνώ εις το
Άνάπλι' η συμφωνίαητον νά βάλουν ειςολον το κράτος τους
ίίμισυ έπαρχους από τοΰ μέρους μας ανθρώπους νά έπικυρώ-
σουν τούς λθγζριζσμούς όλων τών σ^ατιωτιζ^ διά τούς
μισθούς των καί άλλα
* ό Κωλέτης η τον σύμφωνος· εκτός νά
μλ γνωρίση την Γερουσία, καί ζύτουήτον ή δυσκολία· διότι
δεν ήθελα νά δεχθώ ολας τάς προτάσεις όπου ητον ωφέ­
λιμοι δι’ εμέ, καί νά άφητω τούς συντρόφου; μου Γερού-
ζύτοι
σιζστάς
* όπου έζητοΰσαν να γίνη μία Διοίκησίς κζί
δεν επρόσμεναν εως οτου νά ελθ^ < Βασιλέα-, έλεγαν ά. ότι
δ Βασιλέας Θά άργηση νά έλθη εις την 'Ελλάδα καί τρεις
καί τέσσαρους μηναΐς
* β'. οτι όταν ελθη ό Βασιλέας θά εύρη
εις τά πράγματα τούς εναντίους, καί τότε θά λάβει, από
αυτούς μόνονπληροφορίας ώ; ε'νρκτκορΑ^/ους εις τά; θέσεις καί
μέ τούτο θά κρύψουν όλα των τά σφάλματα, που έχ·ζψζν’
στόλους, αφάνισαν έπα^^ίαΐ'ς, ε’σκότωσαν τον Κυβερνητη,
κτλ. ε’νώ άν έγίνετο μία νέζ διοικ^^η ζπό την Γερουσίζν, την
όπ^ν εως τότε οί Άντιπρέσβεις καί ο βασιλεύς τή; Βαυα-
P1z; ένομιζε ώς ν°μιμ.ον, η^ελε δωση ζύτή ή νεζ διο^ηση
πληροφορίζις διά τάς πράξΐΐς των εν^τι'ων κζί νά τούς
γνωρίση τί άνθρωποι είναι, καί άν καί ό Κωλέτης μέ
τού; γρζμμζτεις έπέμ=νε να νομ^εται ώ; διο'^ησις ό
— 254 —
Βασιλέας νά εύρή δύο κυβερνήσεις, καί νά μην άκούση
καμμιά, καί νά άκολουθήστι έδικόν του δ^ριον’ π^ε δέν
έφκντάζετο κανένας άπό τό λεγόμενον Κυβερνητικά οτι ό
βασιλέας φθάνοντας δέν θέλει τον έναγκαλιασθή ή τό πολύ
δτι ήθελε αδιαφορήσει, διότι ένόμισαν οτι δ βασιλέας δέν
θέλει έναγκαλιασθη, παρά οσοί έστάθηκαν πιστοί είς τήν μό­
νην τακτικήν Κυβέρνησήν, όπου ελαβε τό ίθνος μας από
τήν αρχήν της έπαναστάσεως· τέτοιαις ίδέαις ειχαν ολ°ι
οι Γερουσιασταί καί έν γένει δσοι ήτον Κυβ’ρνητι^χ.οί' εις
τήν ’Γρισπλιτζα, όπου ήμουν, άνταΛοκρίθηκα μέ τ^ούς δ-
πλαρχηγούς τής Δυτικής καί 'Ανατολικής Ελλάδος, μέ
δλην τήν Πελοπόνησον, καί μέ τά νησιά, καί κατ' εξοχήν
μέ ταις Σπέτσαις καί Τήνον, νά έτοιμάσουν πληρεξου­
σίους διά νά (λθουν νά συγχαρούν τον Βασιλέα μας εις
τό φθάσιμόν του’δ σκοπός μου ήτον νά συναχθοΰν δλοι
ε?ς τό ’Αργος νά δεχθώμεν τύν Βασιλέα, καί δ κάθε ά-
ποσταλμένος νά ε/η καί άπό μίαν αναφοράν εις τήν ό-
ποίαν νά περιγράφωνται όσα κακά έγιναν έξ αιτίας με­
ρικών λεγομένων συνταγματικιων. ’Αφού έκτυπήθηκαν οί
^Ελληνες μέ τού; Φραντζέζους είς τό’Αργος άλλαξα σκο­
πόν, και ήθελα κατεβει εις τούς Μόλους’ δέν ήξ?υρα τήν
εποχήν όπου θά έλθη ο Βασιλέας, καί δι’ αυτό δέν έβίασα
τούς άποσταλμένους νά μαζευθούν. Ό Βασιλέας φθάνει
εις τό Ανάπλι,
Τώρα είναι καιρός νά εΐπω μερικά πράγματα
όπου έχουν σχέσιν μέ τήν άδικον καταδρομήν μου.
Καί δ Θηρσιος καί άλλοι ξένοι έπαράστησαν εις τήν Βαυα­
ρίαν οτι εγω ήμουν αρχηγός Ρωσσικου κόμματος, οτι
είμαι αρχηγός μιας φατρίας όπου δέν θέλει τον Βασιλέα καί
άλλα παρόμοια· αυτοί ήταν ξένοι άνθρωποι καί μολονό-
= 255 =
τι δ Κολιόπουλος έπληροφόρησε τόν Βασιλέα χαι τήν Βα­
σίλισσαν διά τά φρονηχατά μου ύπέρ τού Βχσιλέως, καί
τούς είπε οτι ήμπορεΐ νά μείνη ένέχυρον εις τήν Βαυα­
ρίαν, £ως δτου νά φθάση ό υιό; του είς τή ν 'Ελλάδα’ μο­
λοντούτο ήρχοντο μέ κάποιαν υποψία. Εις τό Αγγλικό
καράβι όπου έμβήκε ό Βασιλέας καί ή Αντιβασιλεία, ίσως
τόν εποτισαν και έκει τίτοτε’ τό έμπόδιον οπού έγινε
νά πάη ό Γενναίο; εί; τό Μόνα/ον τό παρεξη'γησαν. Έρ­
χεται δ Βασιλέα; εις τού; Κορφούς, μαθαίνει οτι η Γε­
ρουσία έβγήκε άπό τό Άνάπλι καί έβγήκε με κακούς
σκοπούς’ εοχεται έω; άπέζω άπό τήν Μάνην, και μανθά­
νει ότι οί Φραντζέζοι έκτυπήθηκαν μέ τούς Έλληνας καί
οτι εκείνοι οί Έλληνες ή το ν ά-θρωποι του Κολοχοτρω-
νη, καί ήθελε νά άντισταθή δ Κολοκοτρώνης εις τό ξεμ·
παρκάρισμα του Βχσιλέως μέ 10 καί 15 χιλιάδες
* ήλ­
θαν λοιπόν φοισχομένα τά μυαλά εναντίον μου. Με γρά­
φουν από τό ’Ανάπλι καί με ειδοποίησαν τά πάντα. Έγώ
έλυπήθηκα νά ίδώ οτι αί ραδιουργίας έφθασαν νά πα­
ραμορφώσουν τήν αλήθειαν, καί άφησα ει’ς τόν κα-ρόν διά
νά γνωρίσω δ Βασιλέα; καί τού; ανθρώπους καί τά
πράγματα. Έρχομαι εις τήν Φεργάτα του Ρικόρδου,
ζητώ νά παρουσίασθώ εις τον Βασιλέα καί είς την Άν-
τιβασιλείαν, στέλνω τόν Κολιόπουλον, μέ άπεκρίθηκεν ότι
δέν δέχεται έπισήμως ακόμη, καί νά πατευρεθώ καί εγώ
είς τόν τό'πον ^ου ήθελε έβγη δ "Βασιλέα;· 6 Ρι^°ρδος
έδωκε γεύμα καί έσυμφάγαμεν με τόν στρατηγόν των
Βαυαρικών στρατευμάτων καί μέ τόν Θειον του Βχσι-
λέω; και Σισ-λτς- τούς έχαταλαοα οτι ήταν ύποπτοι.
’Ηλθε ή ήμ-έρα τής έκβάσεω; τού Βασιλέω; και εβ-
γηκα καί έγώ καί άντάμώθηχά μέ τόν Κουντουτιώτη, μέ
=□ 256
τόν Κωλετη, Ζαημη κα! λοιπούς, έφιληθήκαμεν· έ°-
*
yvjjce ό Βχσιλέας έκινήσαμεν και έμ βήκα μεν είς το Α-
νάιτλι. Έκει έπαρουσιασθήχαμεν· κάθε ημέρα ηρχοντο επι-
τροπα'ι, αλλά αλλαςαν τά πράγματα και δέν έκαμαν ούτε
άναφοραΐς, ούτε, τίποτε. *
Ελεγε ο Βισιλε'ας οτ^ εφρρθη-
καν οί Έλληνες με ανδρείαν ει’ς τήν επαν^στασιν, δη
άφηκε τούς γονείς του, την πατφίδα του, διά νά έλθη
εις τήν νέαν πατρίδα, να συνεργασθή διά την εύτυχι'αγ της
Ελλάδος, καί άλλα τέτοια όπου σννειΘίΖουν οι Βασιλείς,
κα! έκαμε προκημυξιν ει’ς αυ;0 το κεφάλαιο. Έπλα­
σαν δύο τρεις ήμέραις, διάλυσα τους παλαιούς μου αξιω­
ματικού.', ς-ρατιώτας, ύπασπιστάς μου, γραμματικούς μου,
καί τούς εϊπα· πηγαίνετε εις τδ καλό, καΟησετε εις τά σπη-
τια σας ήσυχοι καί τώρα όπου ήλθε ο Βασιλέας Θέλει γνω­
ρίσει τούς ανθρώπους καί τά πράγματα του τοπου μας,
καί θέλει ανι-αμειψεί τδν καθέν« κατά τάς πράξεις
του και κατά τάς ^δουλε^ις του. Έπειτα τού πλη­
σίασα μίαν αναφορά καί του έπρόσφερα το κάστρο τής
Καρύταινας, τό ιόποϊον είχα φτιά'σει με τά έξοδά μου. ’Έ­
λεγα εις τήν άναφορά μου, ονι το κάστρο τύ έφτιασα
διά να χοησιμεύση εις ι-ήν άνά'γκην τής πατρίδος μα^
τώρα δέν μου χρησιμεύει πλέον καί σάς τύ προσφέρω·
δ σκοπος μου -ητον νά δώσω τύ πα^δειγμ^ ώστε οσοι
είχαν φτιάσει καί άλλοι πύργους, ή οχυρώματα έξ αί­
τιας των περιστώων νά τά ^σουν. ’Ελαβα ά^χρισι.
ευχαριστήριον καί δτι θέλει φυλαχθώ ή ιδιοκτησία μου.
*Οσον ήμπόρεσα έκαμα τδ χρέος μου εις την πατρίδα καί
έγώ καί ολη ή φαμελιά μου
* ε^α την πατρίδα μου ελεύ­
θερη, εΐδα έκει>ο οπού ποθούσα καίέγώ, καί ύ πατερας
μου, καί ό Πάπ°ς μου κα'ί δλη ή •γενεά μου, καθώς
= 257 =
και ολοι οί "Ελληνες
* άπεφάσισα νά πάω είς ένα περιβόλι
όπου είχα εξω άττό το Άνάπλι
* έπηγα, εκάΟησα καί άπεο-
νοΰσα τον καιρόν μου καλλιεργώντας· και ευχαριστούμουν
νά βλέπω νά προοδεύουν τά μικρά δένδρα οπού έφύτευα.
Εις ολίγον έστειλα ένα σπαθί του αδελφού τού Βασιλεως,
ηγεμόνο; Παύλου Λουδοβίκου.
Έπηγα εις την Τριπολιτζα διά νά περάσω ένα δύο μη-
ναις, διότε έφοβη^'η>οα νά μην άρρωστησω από την κάψα
εις τδ Άνάπλι. ’Επηγα εις την Τριπολιτζα, άποκει έπηγα
εΐ; ένα πανηγύρι της αγίας Μονής, όπον «πήγαινα χάθε
χρόνο, οτι είναι ιδιοκτησία μου. Όπι'σω εις τά Άνάπλι οί
ραδιούργοι δεν ελειψαν νά παρασταίνουν εις την Κυβέρνη-
σιν, οτι δ Κολοχοτρώνης κάμνει συνελεύσεις καί άλλαις

παρόμοιαις ψ£υτιαΙς. Ζωγράφος οπού ητον Νομάρχης της
’Αρκαδίας, (τόσον καί δ Μα'νος οπού ·ητον διευθυντής) καί
άν ητον τίποτε έπρεπε νά τό ήςε ίρη αυτός, έπηγε εις την
Λντιβασιλεια κκί «πληροφόρησε, δτι δλα αυτά ήτον ψεύμα-
τα. Έγύρισα δπίσω είς τδ Άνάπλι· έπηγα «χαιρέτησα τον
Βασιλέα, την Αντιβασιλείαν, τους είδα μόυδιασμένους,
πλήν δέν«κατάλαβα τίποτες· έμεινα είς τδ περιβόλι μου·
Έκεΐ ήλθαν τη,ν νύχτα ει’ς τάς 7 Σεπτεμβ^^ καί μέ «π^
ρε δ Κλεόπας μοίραρχοί μέ 40 χωροφύλακας και μ’ έπηγε
είς τον ’ΐτζκαλέ, καί μ’ έπαράδοσε εις τόν φρούραρχον, καί
μ’ έβαλαν 6 μήναις μυστική φυλακή,χωρίς νά ΐδώ άνθρωπον,
έκτος τού δεσμοφύλακα
* δεν ηςευρα τί γίνεται διά έξη μη-
ναις, ούτε ποιός ζη. ούτε ποιος άτέθανε , ούτε ποιόν έχουν
εις τήν φυλακην· διά τρεις ήμέραι; δεν η^υρα πιο; υπάρ­
χω, μου έφαίνετο όνειρο, «ρωτούσα τον εαυτόν μου άν ήμουν
εγώ ό ίδιος η άλλος κανείς' δέν «καταλάβαινα διατί μέ έχουν
κλεισμένο. — Μέ καιρόν «πέρασε άπό τόν νουν μου, οτι
17
— 258 ==
ίσως ή Κυβέρνησις βλέποντας την ύπόληψιν όπου έχει 6
λαός προς εμένα, μέ φυλαχόνουν διά νά μου χάψουν την
*επιρροήν δεν έπίστευσα ποτέ, ότι θά φθάσουν εις αύτόν
τδν βαθμόν, διά νά φκιάσουν ψευδομάρτυραις. ’Έπειτα από
έξη μήναις μας (κοινοποίησαν τήν κατηγορίαν, οτι τάχα
έκάμναμεν άναφοραι; πότε εναντίον όλης της *νντιβασι-
λείας, πότε εναντίον των δύο μελών, καί υπέρ του ’Αρμ.αν-
σπέργ· ότι ήθέλαμβν νά κάμωμεν έπανάστασιν,καΐ δτι έβγα­
* αυτόν τον σκοπόν καί λη στάς, όλα άρατα θέ­
ζα μ e δι
ματα. Σαν μ έκοινοποίησαν αυτά, έβαλα υποψία ευθύς
ότι είναι χέρι της Κυβερνήσεως και θά μας χαλάσουν
* μας
έβαλαν ει'ς τό δικαστήριο? ’ έχει έπαρρησιάαθηκαν μερικοί
άτιμοι μικροί άνθρωποι ψευδομαρτυρώ, καί έλεγαν πώς εί­
δαν άναφοραίς καί άλλα ψέμματα
* ήλθαν απ’ όλα τά μέρη
τίμιοι άνθρωποι,νοικοκυρά ιοι,είπαν πως όλα αυτά είναι ψεμ-
ματα, δτι αυτοί είναι κακή; διαγωγής άνθρωποι- πλην που
ήκουαν αύτούς; ήθελαν τον σκοπόν τους, καταδίκην έξαφνα
μανθάνω ότι βιάζει ό Σχινάς μινίστρος τή; δικαιοσύνης τό
δικαστήριο? κτί ύπο/ρόνει τον πρόεδρον Πολυζωΐδην καί
Τερτσέτην νά υπογράψουν μέ βχγιονέταις. Μάς κατέβασαν,
μας έδιάοασαν την άπόφασιν
* είδα τόσους φοραϊς τδν θά­
νατον, καί δέν τον έφοβήθηκα, ούτε τότε’ καλλήτερα είναι
όπου σκοτάνομα ι άδικα παρά δίκαια. Τέν Κολιόπουλα έλυ-
πόμουνα διατί είχε φαμελιά μεγάλη' έφαγαμε τδ βράδι’
την αύγη έκαμαμε τήν διαθήκη μας καί επροσμέναμε την
ώρα του θανάτου. Μ;τά δύο ωρας έμάθαμε ότι ό βασιλέα
μάς έκαμί χάρη τλν ζωήν μας άπό τά άδικο. Μας έπήγαν
είς τά ι ρ ρ
Παλαμών ε ς σιγου ότε ον μέρος. Έσταθήκαμ ε χαί
έχει 11 μίνες. ’Ο βασιλεύ; όταν ανέβηκε είς τον θρόνο
ίκαμ
* διαταγή κχί μάς ελευθέρωσα από αυτήν τήν φυλά-
= 259 =
χήν τήν τοσον άδικη. Έχατίβηκα άπδ τδ ΠαΧαμίδι· ή
υποδοχή δπου μου έκαμεν δ λαός, μέ έκαμε νά λησμονήσω
ολαις τα" δυστυχίαις όπου έπέρασα
* έβλεπα άλλους νά
χλαιουν, άλλου; νά γελούν, και όλοι νά φωνάζουν ζήτω! ζη­
τώ ή δικαιοσύνη καί δ Βασιλεύς ! ’Εκάθησα δύο τρεις η-
μέραις εί; το σπίτι μου καί έπειτα ήλθα εις την Αθήνα’
έπρόσφερα τδ σέβας μου και την ευχάριστη σίν μου εις τδν
Βασιλέα καί είς τδν ’Αρμανσπέργ, καί έπειτα έκάθησα ήσυ­
χος έως τούτην την ωρα οπού διηγουμαι αύτά. (1).

(1) Τδ καλοκαίρι του «τους 1836.

17·
ΕΙΔ0Π01ΗΣΙΣ.
Πρ°ιδεάζεται δ αναγνώστης, οτι δ μακαρίτης θ. Κο-
λοκοτρώνης δέν γράφε', αλλά διηγειτα^ καί συχνά διηγού­
μενος μικρά χειρονομία, η άλλο νεΰμά του συνεπλάρονε τδ
νόημα. Προστίθενται ένταυτω καί αί ακόλουθοι άπολυτως
άναγκαΐαι διορθώσεις, άφίνοντες τάς λοιπάς, προερ^χομένας
' ** <ν ·Λ > ■*» V 9 Η
η έκ της ταχυτητος της γραφης, η εκ του τυπου, εις την
ώριμον κρισιν του αναγνώστου και της απλης γλωσσης την
εΐδησιν αυτού-, π. χ. τδ τελικόν ν η απλη γλώσσα δέν τδ
μεταχειρίζεται εις πολλάς περιστάσεις, εις τάς οποίας α­
παντάται εις την παρούσαν διηγησιν, καί έπομένως άναμ-
φιβόλως δέν είναι, τοΰ ^ηγουμένου, καί πρεπει νά άφαιρούν-
ται εις την άνάγνωσιν διά νά διαφυλάττεται η αρμονία
της γλώσσης,
it ί «μ ν »**
Αί σειραι των στιγμών, αίτινες άπαντώνται κάποτε
δηλοΰσιν έλλειψιν του χειρογράφου, την ιοποί'αν ηλπιζε νά
άναπλζρωση δ έκδοτης ζώντος τοϋ μακαρίτου' αλλά προέ-
λαθεν δ θάνατος καί ούτως ίμεινεν. — 'Αφίνομεν εις τον
αναγνώστην νά έννο^ση την λεπτήν ειρωνείαν του ίστορούν-
τυς είς πολλάς περιστάσεις.

Διορθώσεις.

'Εσφαλμένα. Διόρθωσις

Σελ. ςίχ. Ά ν ά γ ν ω σ ε.
41. 13 είς τάς ημέρας ει’ς τάς Ημέρας μου
102. 31 άρχισαν νά προχω­ άργησαν νά προχωρήσουν
ρήσουν εις τδν 'Αέρα είς τδν αέρα.
— 261 =
Σελ. cfy·
109 18 Τριπολιτσάς "Αργους.
128 30 Μά ιδη ποιος στέλ­ Να ιδη ποιος νικάει καί ςέλ
νει τδν διδάσκαλον νει τόν διδάσκαλον.
129 3 Παρακούοντας δ Ά· Παρακινώντας δ ’Αναγνώ-
ναγνώςης ό Δελιγιάννης στης δ Δελιγιάννης-
174 25 Τό διάφτγμαομως μας Τδ διάστημα όμως εΓναι
έστειλε μακρυνδ
37 ΛΙίαν

ΣίΙίίίίάσείζ τυΰ έκδοτου άναφερδμευαι εις


t?l>' διηγησίή.

Σελ. 6. Εις τήν περίστασιν ταύτην άναφερεται τδ επό­


μενον τραγούδι.
ΈοαραΟήκαν τά βουνά, μαράθηκαν καί οΐ κάμποι,
Μαράθηκεν $ Καστανιά, δ Πύργο; της Καστάνιας,
'Που’χβ τοΰςκλέφταις τού; πολλούς τούς Κολοχοτρωναους,
Ποϋ πήγαιναν στ-δν Έκκλησιά τ* άστμι φορτωμένοι,
Τ’ ασήμι καί τδ μάλαμα και τά σπαθιά ζωσμένα.
Κ’ έβγαιναν κ εκουβέντιαζαν της εκκλησίας- στήν πόρτα.
Και ό Κωςαντης τού; έλεγε καί ό Κωςαντης του; λέγει,
Τούτ’ ή χαρά πού χομε ’μείς, θλ *« μάς φέρει λύπη,
Απόψε είδα στδν ύπνο μου, στον ύπνο τού κοιμούμουν,
* έκάηκε τδ πάσι μου, ή φούντα του σπαθιού μου,
Κ
Τδ πόσι μου η, γυναίκα μου, κ’η φούντα τά παι-ίά μου.
*
Τούτ ή χαρά πού χομβ ’μεϊ; θέ *ά μά; φέρει λύπη.
Τ’ ακούει δ Παναγίώτ-αρος κα τδν τζακαν τά γέλοια’
Τί λές κουμπάρε Κωσταντή καί σύ Κολοκοτρώνη;
Ποτέ δέν έπανηθηκε ό Πύργος της Καστάνιας.
= 262 =

Μχ uH πρώτα, ειδέ στέρνα, καί είδε τώρα πατώτχι,


Μ ον βγάλτε τά μπαϊράκια σας, καί στήστε τα στύν Πύργο
Νά βλέπη ό Καπετάνπασας μέ τού; Γιανιτζαραίοος.
Σελ. 33, Τραγούδι χοροΰ.
Σάββατο πλιά στόν πόλεμο
Μές τό μοναστηράκι,
Βάστα μωρέ Άλιφαρμάχι
Μέ τό Κολοκοτρωνάκι.
Πέφτουν τά βόλια σάν βοοχλ
Κολοζοτ ρώνη 6 ο ω ρ η.
Πόλεμο καί πολεμάνε,
Καί τούς Τούρκους τούς νικάνε.
Ο θοδωράκης βάνει μια φωνή.
κ. τ. λ.
Λ
Σελ. 45. Μ’ίπιασαν αιχμάλωτον. — Μή γνω-
ρίζοντές τον οί Άγγλοκόρσοι καί νομίζοντές τον εχθρόν.
Σελ. 54. Τούς ακολούθους αξιομνημόνευτους λόγους η­
χούσα άπο τύν Κ. Α. Μ.
« Τα?ς 28 άπριλίου έβγήκαμε εις τόν Μωρεα. Λέν ήλ­
θαμε &ά νά φόγωμε, αλλά νά χ^θούμ
* μέ τούς άλλους
*
γνωστόν Ειμεθα τάμματα της πατρίδας.» Το τάμ-
μα της πατρώος ενθυμίζει
τύ devoveo me pro Repil-
blica γενναίου στρατάρχου της ‘Ρώμης είς τού; καλούς
της καιρούς, ώς ήσαν οϊ ελληνικοί τότε είς τύ 1821.
Σελ, 10 L 'Αλέξιος Λουκόπουλος άπύ τήν κωμόπολιν
Γαρ ρλιάνου, έμπορε^το ε:ς Ζάκυνθον ο που καί άνετράφη.
5 άγοθος καί ενάρετος ούτος πολίτης ζη ώιωτευων είς ,Ιώρ-
γαλ- άνους.
Σελ. 118. Νικόλαόν ανεψιόν μου. Ιννοεϊ τδν
άδιλφον του Νικηταρά.
= 263 =
Σελ, U2 4. Τά ακόλουθα σημειώματα μέ έδόθησαν από τόν
μακαρίτην Κολΐνον Κολοκοτρώνην, τά δποΓα φαίνεται είχεν
ακούσει από τόν πατέρα του. «Τής Επίδαυρου ή συ^ελευσις
ήτο συνθεμενη από τούς προύχοντας· οί Αίγαιοπελ-αγΐται
δεν ήσαν εκεί, μόνον οί πληρεξούσιοι των τρίών νήσων.
Κρήτε; δέν ήτον έκαμαν τό σύνταγμα. Εις του Άστρου;
την συνελευσιν ήτον ατό ολα τά έπανχστατημένα μέρη
τής 'Ελλάδος. Ό Κολοκκτρω/ης άντέιεινε νά λάβουν οί
άρχοντες πολλήν δυναμ-.ν· έτροσπαθνΰσαν νά μηδενίσουν
τήν επιρροήν τοΰ Κολοκοτρώνη. έπρόοαλαν νά κάμουν
έΛ ψήφισμα διά τήν έκποίησιν τής έθ/ικης γης' δ αναγνώ­
στης δ Δΐλιγάννη; έκααε παρατηρησιν ότι τώρα Οά 5ώσω-
μεν ευκαιρίαν νά ύψωθή δ Κολοκοτρώνης μέ αυτό τδ ψήφι­
σμα' εξήγησαν του Κολοκοτρώνη τό μέρος, τί είναι ή έκποί-
~ » λ -* ~ ιν ΐι η y ι ν
ησις τής εθνικής γης, καί έπιασαν και έτουφεκιξαν τήν έκ-
ποίησιν εί; ένα χαρτί γραμμένο ε κ π ο ί ησι ς' καί έτσι εμ-
οδ τ ό ή έ ό ί ή βέρ
π 'σ η α’ύτο τ ψ φισμα.Διά τήν μπ δισιν κα κυ νησις
κα'ι τό έθνος πρέπει νά εύγνωμονή. Εις τήν συνέλευσιν τής
Τροιζήνος «τ?ιξαν ολους τού; τίτλου; καί εμπόδισαν τό
ίερατειον νά άνακατόνεται είς τά πολιτικά πράγματα. ‘Ο
Κολοκοτρώνης έπρόβαλε νά καταργηύοΰ/ οί τίτλοι’ είπε
‘Σεβαςή συνέλευσις, καί γενναιότατο'.,, καί έξοχώτατον, καί
ένδοξώτατον, καί έκλαμπρότατον, καί πανιερώτατον ακόμη
μέ είπαν, δέν άλλαξα’ εΐμαι δ ιδι°ς.»
Σελ. 144. Ό Κ. Ιΐέκιο; (Pechio) Ιταλό; περιηγητής
f 1 J—
εις σύγγραμμά του ετιγραφομενον Extowfa εις τους
"ΕΖΙινας (Visita ai Greci) αναφέρει, οτι ε< τό μονα­
στήρι τ°υ αγίόυ Έ Μου είς Ύ^ραν έντάμωσε τ<δν Θ. Κολο-
ί
κοτρώνην κ
* ιδού τί λέγει περί αύτοΰ.
ι
« Ευρισκόμενος ε ς Άδ ανρ έξήτησχ τήν άδειαν (χπδ τόν
= 264 =
πρώτον των δημογερόντων Λάζαρον Κουντουριώτην νά ίδώ
λ ρ ρ
τον Κο οκοτ ώνην. Έπηγα καί τόν ηύ α καθημενον μεταξύ
των άλλων πολίτικων συναιχμαλώτων του’ τά άσπρα του
μαλιά ριμμένα άμελώς εις την πλάτην του, έσμιγαν μέ τήν
πυκνήν του γενεάδα’ τό άγρόν του πρόσωπον, ή ζωηρότης
των οφθαλμών του και το πολεμικόν ήθός του, τόν παρω-
μοίαζαν μέ ένα από τού; βράχους τούς διασκορπισμένους εις
τό Αίγαιον πέλαγος. — Τόν έχαιρέτησα έκ μέρους τής
Μπουμπουλίνας, καί του ανήγγειλα, οτι εντός ολίγων ήμε­
ρων θά ρμηνέως και
ήναι ελεύθερος. Με ε’υχαρι'στ-ησε διά διε
μέ έζήτησε νεωτέρας ειδήσεις. Του είπα, οτι οι Αιγύπτιοι
ήσαν εί; τήν στιγμήν νά κυριεύσουν τού; Ναυαρινοι);, καί
έπρόσθεσα οτι είναι φοβεροί, βχι μόνον διά τήν προσωπι­
κήν τους ανδρείαν, άλλα διά τήν τακτικήν τους και τό
ίππικόν τους. ’Απεκρίθη οτι διά νά νικηθούν οί Αιγύπτιοι
φθάνει νάέχρ τις ανθρώπους νά ρίχνουν, καί λέγοντας αυτά
έβάλθη εις θέσιν ανθρώπου όπου σημαδεύει. Γνωρίζω τοπο­
θεσίας εΐπε,είς τάς οποίας ούτε ή τακτική τους,ούτε τό ιππι­
κόν του; παντελώς δέν θά τούς ώφελουσαν.Ήξευρεις τί έφερε
τήν νίκην των Αιγυπτίων, ή ένατης τής πολεμικής δυνά-
μεως (l’unite dans le commandement), ένω οί "Ελληνες
αφανίζονται άπό τήν μανίαν του νά θέλουν νά καπιτανεύουν
χωρίς τήν άπαιτουμένην εμπειρίαν. Καθώς έσήκωσί τό
χέρι του παρατήρησα μίαν σπαθιάν όπου είχε
* τόν ήρώτησα
πού άπέκτησεν αύτό τό έντιμον παράσημον. Μέ άπεκρίθη
δέν είναι τό μόνον.
Ένω μού ώμίλει έτρεχε μέ τά δάκτυλα τά κλο-
νιά ενός κομβολογιου και μακράν νά δείχνη τήν Τουρ­
κικήν εκείνην σοβαρότητα τήν οποίαν άπό τούς Τούρ­
κους έπήοαν οί "Ελληνες, έκίνει τούς οφθαλμούς του μέ
= 265 = ο

φλογέραν και άγριον κίνημα


* έσηκόνετο, έχάΟετο, έπεριπά-
τει μέ ολην τ^ν αδημονίαν κλέφτου, οστις φοβεϊται χω-
σιά καί προετοιμάζεται είς τον πόλεμον. Είναι βέβαιον οτι
b στρατηγός Κολοχοτρώνης δέν είναι κοινός άνθρωπος. ’Ο-
λίγας ήμέρας μετά την συνεντευξίν μας άπελόθη, υποδεχ­
θείς άπό την κυβέρνησιν του Ναυπλίου μέ μεγάλας τιμάς.
Ένας βουλευτής τού απεύθυνε μίαν ομιλίαν, και αύτός άπε-
κρίθη άπροετοιμαςτΚ, καί εις αυτήν την άποκρισιν εύρίσκετο
ή ακόλουθος αξιομνημόνευτος περικοπή. « χ^όμενος εδώ
άπό τήν "Υδραν έπνιξα βΐς την θάλασσαν τά πάθη μου.
Πνίξετε καί σεις τά δικά σας’ θάψετε ει’ς αύτην την άβυ-
σον ολας τας ερι°ας καί τάς διχονοίας’ αύτός είναι 6 θη­
σαυρός όπου θά βρήτε· ο Υψίλει εις τ^ν μεγάλην πλατείαν
του Ναυπλίου οπου οι κάτοικοι εσκαφταν 'διά ποΜας ημέ­
ρας μέ την ιδέαν να ε'υρουν Θησαυρ°ν θαμμένο ν.
Σελ· J G6. fH άκ^ουθος σημείωσις μέ άπό τ°ιν
μακαρίτην Κολϊνον, ητις ώς νομίζω, του ύπαγορεύθη άπδ
άξιότιμον στρατιωτικόν τής επαρχίας τού Πύργου.

Νοέμβριος 1825, Γαστουνη.

Άφ’ ού τό ιππικόν τού έχθρού διέβη τόν ’Αλφειόν ποτα­


μόν καί εμβηκεν εις τον Πύργον διεμοιράτθη καί έσκόρπι-
σεν εις τά χωρία τών πεδι'ων· και τψ έννάτην του ένεςώτος
μηνός έξημερώθησαν οί ιππείς εί; τά χωρία Δερβιοτσελεπζ
Κάpόαμά, Σαβάλ^, Έο^ται,Κ.α^ιο^η, 2ελιμ-Τσαού-
ση» ’Ανδραβίδα και Βαρθολομαίο καί είς δλα σχεδόν τά
χωρία τών πεδιάδων της Γαστούνης, είς τά όποια καί εύ-
ρόντες Έλληνας έπολέμησαν προς αύτούς, άλλ’ ή νίκη ν^τον
προς τό μέρος τών Ελλήνων. Κατά την α'ότην Ημέραν έξη-
= 266 =
μιρώθησαν εις τοΰ Σβλήα-Τσαούση έως 30 ιππείς, έκ των
οποίων έφονεύθησαν 8 παρά των ήμετέρων, οΐηνες έλαβαν
καί τού; ίππους των φονευθέντων εχθρών. Κατά τάν αυτήν
ώραν πολεμοΰντες άλλοι έ/^θροί εις τά Σιβάλια έρονεύθησαν
εως 80 καί 20 έχ των ζμετέρων, μεταξύ των οποίων είναι
καί δ Καπ. ’Λναγν<όστης ΠαππαγοστόποΆος χαί ά άδελ“
φύ; αύτ°ΰ Μενιζέΰος
* είς τά ΚαραγιοΎζη 20 ίππεΐ; έτολέ-
μησαν πρές 2 Έλληνας καί έφονεύθησαν 13 χωρίς νά βλα­
φθώ κανείς έκ των '.Ελλήνων
* οί διασωθέντες εχθροί πολε»
μουντες προς τούς ήμετέρουί δέν ήμπούεσαν να εκδιύσωσι
τούς φονευθεντας καί ηναγκάοθησαν νά τούς άφησωσιν είς
τήν διάχρισιν τών νικητών. Γυ>ή τις έκ τού αΰτοΰ χωρίου
δραμο'σα έλαβε δύο χρυσοκχπνισμένζς πιστόλας, §ν τουφέ-
κιον, εν σπαθίον λ.αί πολλά χρήματα άπό τών φονευθέντων.
Είς τδ Βαρθολομιδ δπηγαν εως 1,200 ίππεΐς, τούς
οποίους άφ’ου έδιωξαν έως είς την Γαστούνην οί ΒαρΟολο-
μιωται, επέστρεψαν είς το χωρίον χα'ί λαβοντες τάς φαμι.-
λιας των ύπηγαν είς Χλουμούτσι, πβρ'ί δε την εσπέραν W0
ά/δρες εκλεκτοί έιτές·ρεψχν καί έπιασαν τδ χωρίον,καί τήν δευ·
τέραν ημέραν, ί 0 τού μηνδς,έξημερώθζσαν εως 500 ίππεΐς καί
εως 4,000πεζοί, και περικυκλώσαντες τούς ημετέρους έπο-
λέμησαν πρύς αύτούς μίαν ώραν άκατάπαυστα, καί έφονευ-
θησαν πολλοί χωρίς νά δυνηθώσι νά βλάψω σι τούς ημετέ-
ρους’ εΤς δέ τών έν τώ χωρίω κλεισμένων Ελλη/ων άναβας
ιτπον πιασΟέντα εκ τών εχθρών έδραμβν είς το Χλουμοΰτσι
νά δώση ειοησιν είς τούς εκεί νά τρ·'ξωσιν εις βοήθειαν τών
κλεισμένων, καί αμέσως 150 εκλεκτοί στρατιώται, εχοντες
αρχηγόν τόν χμλιαρχον Βέρα καί τΟν Κ. Γεωργάκην Βαρ-
Οολομιώτην, άνδρας τώ δντι γενναιοτάτους, έδραμον εις βο ·
ηθειαν τών είς Βαρθολομιδ δυο περίπου ώρας κλεισμένων
αδελφών των’ άλλ’ άμα Κοντές ?ύτούς οί εχθροί έκίνησαν

- r

αλλά μάλιστα οί "Ελληνες έπροχώρουν καί έφθασαν εις τά


αμπέλια του χωρίου περί το ημισυ μίλλιον μακράν του

δωϊ των πεζών έτρεπε νά δράμωσιν είς βοήθειαν των καί


ούτως έκλεισαν τούς 150 ηρώα; εις τά αμπέλια, orrtve;

κις κατά την συνήθειάν των εναντίον των άμετέρων, έπέ-


στρεψαν κατ/ισχυμένοι βαλλόμενοι κα! φονενόυενοι, άλλ’ έν
τω μεταξύ έ-ισυμβάσα ραγδαία βροχή έπαυσε τόν έκ των
τουφεκίων πόλεμον, καί ούτως εύρόντες ευκαιρίαν οί έχΟροί
ώρμησαν πολλότατοι πρός δλιγωτάτου;, και οι "Ελληνες
έπρεπε νά ένδώσωσιν εις τόν πολυάριθμον έχθρον
* εις εκ
τών 150 έσώθη, καί αυτός πλακωθείς ύπό των πτωαάτων
ι
τών φο/ευθέντων. ’Απέθανον οί ηρωες, άλλ’ άφ’ ού έπεμψαν
πρότερον υπέρ τού; 1000 εχθρού; είς τόν άΐην, ώς μαρτυ-

έχθροί ώρμηταν εναντίον τών εν αϋτώ κλεισμένων 100

έφονεύθησαν τόσοι πολλοί, ώστε άπελπισθέντες οί έναπο-


μείναντε; έφυγον αίσχοώ; εις την Γαστοόνην περί τήν έσπέ-

τούς φονεύοντας εχθρού; καί έθαψαν τού; ένδόξως άποθα*


νόντας Έλληνας.
±= 268 =
Σελ. 167—168. στίχ, 30 και ακόλουθοι 1, 2, 3. ΓΗ
πλοκή τής περιόδου ταύτης είναι σκοτεινή, πλήν ή έννοια
είναι, οτι εστάλη ο Φιλήμων διά νά έςαπατηση τους Τούρ­
κους, καί οτι είχε γράμμα του Μπεϊζαντέ Γεωργάκη πρδς
τον αρχηγόν 'Αραβα κλπ.
ε ό ς γρ φ
Σ λ. 232. fH ακ λουθο σημειωσις έ α' η κατ δευτ ­ ά έ
ραν ύπαγόρευσιν του Ο. Κολοκοτρώνη καί Δεν κατεχωρήθη
εΐς τό κείμενον.διότι Διεκοτττετο ή σειρά τής Διηγήσεως.
Κ.Ιέγταις εις ΓαςΌυνη,Πάτρα,Βοστίτσα καί .Καλάβρυτα
και πέρα μεριά φανάρι, κα'ι έμαζόνοντο
της Καρυταινας καί
δλοισ’ ολαις ταίς έπαμχί«ις 120, κα'ι αύτούvοι έγδεναν εις
τούς δρόμους, κα'ι ήταν του Κωσταντή Πετμεζά ενα παιδί,
καί του
*
Αναγνώστη Πετιμεζα,καί άλλοι από τά Σουδενά,καί
ό Κοντοβουνίσιο^ς, καί Περαμερίσιοι, του Καραλή τά παιδιά,
Γαστουναΐοι, καμμία δεκαπενταριά, καί Πάτρα οί Χαρ-
πιλαιοι, καί ατό Φανάρι Δύο τρεις τέσσαρες, χαί ήταν βαλ-
μένοί από εκείνους 'πού γυρεύουν τά σκάνδαλα, διά νά
ακοιύωνται κλε'φταις πολλοί, διατ'ί ήτανε ωρα νά δώσουν
τούς προσόδους καί ναμιοτροτοπιάτικα των ζωντανών, καί
έπήγαν τριάντα νομάτοι ει’ς τό Κατάκολο όπου ήτον
ένας δεσμοτελώνης ό Φραγκούδης καί τού έπήραν έθνικά,
ψοίνικαις, .. . καί του έγδυσαν και την φαμελιάν του, καί
έπήραν δ,τι καί άν είχε, καί ήτανε κλεφταπόδοχος
δ πατέρας τού Λυκούργου άπό τόν Πύργο. Καί α­
κούοντας ταις ακαταστασίαις . των Πελοποννησίων δ μα­
β ρ ήτ ο μί
καρίτης ΰ Κ.υ ε ν ης μ ύ έδωσε αν διαταγήν οδράν, 'σφ
* s s f Λ y \ \ s\ t
ή να τούς σκοτώσω, ή να τούς φυλακίσω, ή να τούς προσ­
*κυνήσω διατί ή φήμ,η έδιαδόθηκε οτι ή
ταν τ ιακ σιοι ρ ό
καί πεντακόσιοι, έγώ έστειλα διαταγή εις τούς Καπιτα·
νέους δπού είχε εις δούλευσιν δ Κυβερνήτης, καί τούς έ-
= 269 =
·»
σύναξα εις Τριπολιτζά, άπό τήν^Μονοβασίαν τόν καπετάν
Γεωργάκη Δρίβα, άπό την Τσακονια, τόν Πραστόν τόν κα-
■πετάν Γεωργάκη καί άλλον ένα καπετάνιο, καί άπό τό
Κρανίδι τόν Νικόλα Λάμπρο, καί Σταμάτη Μίτσα

εις τήν δούλευση, άπό την Κόρθα τον Γεωργάκη τόν Χε-
* Λ
λιωτη '
καί'Λλοιπού;, ολ’.τσα καί από Καρύ-
ταινα, καί έμαζώχθησαν καμμίχ εκατοστή νομάτοι αξιω­
ματικοί. Έδωκα διαταγήν του Κολιόπουλου, και ήταν καί
ένα τάγμα, τό τάγμα τού Τσαβέλα ε!ς Καλάβρυτα, καί
■ ταν επί κεφαλής ο Γιανούσης, καί έόωκα^ διαταγήν του
Γενναίου καί έσύναξε του; Καπιτανέου; Καρυτινούς καί
λοιπούς καί έπέρασε Λαγκάδια καί 'Ακοβα^ις καί έκυνήγησε
τής π^έρχ μεριάς τους κλέφταις, καί έδιέταξε καί τον Οάνο
Κουμανιώτη άπό τήν Πάτρα, καί έβγήκε καί εκείνος από τής
Πάτρας τό σύνορον, καί εγώ ,έκίνησα καί είχα καί καμ-
μιά εικοσαριά καβκλαρίους άτάκτους κοντά μου άπό τήν
καβαλαρίκ. Παγενάμενος εις τό Φανάρι έπιασα δύο καί
τού; έφυλάκησα ε'ίς τήν ίδι'αν επαρχίαν. Καί έτράβιξα εις
τόν Πύργο διατί ήταν δύο, τρεις, τεσσαρες κλέφταις μέσα
άπό τόν Πύργο, διατι ήτον γιατάκι ό πατέρας του Λυ­
κούργου, καί έπροσκάλεταν τόν Κοντοβουνίσιο καί έγδυ­
σαν τόν Φραγκούδη. 'Ακούοντας ό πατέρα; τοΰ Λυκούργου

νάπλί, καί έστειλα τέσσαρους καβαλαρέ'ους, τόν έπιασαν


είς τήν Τριπολιτσα καί τόν έφεραν όπισω στον Πύργο.
Είχα μάθει ότι έσμιξε με τούς κλέφταις πρΙν πάνε στό
Κατάκολο οί κλέφταις. Καί άκούοντας οι κλέφταις έμέ
τόν Κολιόπουλο καί τόν Γενναίο, έδιασκορπισΟησαν. Έτρά-
= 270 =
βιξα είς την Γαστούνη,Γ εσφιζα, τους ανθρώπους και ί-
πιασαν εζη κα'ί τούς έφυλάκωσχ κα'ί εκείνους. Και έρχε­
ται ό λαός 'που τούς είχαν κλεμμένα βόδια καί άλογα
προτκλαιόμτνοι εις εμέ, καί τούς r-λέφταις τού; ήςευοα καϊ
εγεινα καί κριτής, διατι ή περίστασις έτσι τό ήθελε, καί
έλά'βανε ό καθένα το δίκαιό του. Έτσι έτραβίξαμ5 διά
νυκτός εις τήν Πάτρα, καί εις της Πάτρα; τό σύνορο
είχαν γδυμένους κάτι πραγματευτάδες Πυργιώταις καί οί
κλέφταις όπου έγδυσαν τούς Πυργιώτας ήταν από τά
Ζουμπάτα άπα του Νενέκου τό χωριό, λεγόμενοι Χαρ-
μ.ηλαίοτ. Τότενες ήτανε (διαταγή της Κυ&ρνησεως σ’ ογι°
σ’όνορο γδυθή εις τή στράτα (δημοσία) στρατηλάτης, νά
ή ναι άποκριζ«μενα τά χωριά τά τριγυρινά εάν δέν πα-
■ραδώσουν τους κλέφταις. Κα’ί έσφιξα τά χωριά *ποΰ έ­
γδυσαν τούς πυργιώταις πραγματευτάδες,ή τούς κλέφται;,
ή δέκα χιλιάδες γρόσια ’ποΰ τούς είχαν παρμένα μ« τό
δεφτερι του πραγματευτη ’που ε!χαν αγοράσει στήν Πά­
τρα. Καί οί γδυμένοι ήλθαν 'κοντά μου ’στήν Πάτρα. Καί
έκείναις ταϊς ήμέραις ποΰ διέτριβα έκεί, ένας Χαρμηλας
ήτον από τούς κλέφταις και έσυριάνιζε άνεγνώριστός ’ςγ·ν
Πάτρα μέσα
* καί έκει 'ποΰ ήτον χαι οί γδυμένοι τον έγνώ-
ρισαν καϊ έτσι μου εδωκαν χαμπέρι καί έστειλα τόν Κα-
ραχάλιο καί τόν έπιασε, καί έμαρτύρησε καί τούς άλλους
’που ήταν από τόν ίδιον τόπο. Καί έτσι οί κλέφταις άκου -
οντες τόν Κολιόπουλο και τόνΓενναΐον άπό ’πάνω, έπεσαν
εις τής Πάτρα; τό σύνορο καί έστειλα στρατεύματα, άλλους
έπιασα, άλλους έκυνήγησα καί έπεσαν κατά τά Καλά'-
βρυτα. Καί ό Κολιάπουλος μέ το τάγμα του καί μέ τούς
Π^μίζάους τούς εκυνηγησαν καί τούς έδωσαν μπέσα καί
έπροσκύνησαυ· ητον 15 τά Πετιμεζόπουλα, (ή νά προσ-
= 271 =
κυνήσουν, $ να του; πάρουν ο,τι καί άν έχουν). Καί έτσι
έστειλα ταχυδρόμον και έζήτήυα γνώμην τΙ νά κάμω, νά
τούς στείλω ’ς- ’Ανάπλι, ή νά βάλουν κεφίλιδβς να μήν
ακολουθούν πλέον εις τέτοιον δρόμον. 'Ελαβα διαταγή ότι
άν ήναι σίγουροι κεφίλιδες δπού νά μην μετακάμουν τρέλ-
λα νά τούς συγχωρέση όλους, ειδεμή δ<τοι καϊ δέν έχουν

νον ’πού έτιασα ’ςτην Πάτρα τδν πήρα διά νυκτός καί
εξημέρωσα στον τόπο το>ς με 300 νομάτους, γιατί οί
Ζουμπαταϊοι το είχ^ν πάρει απάνω του; διά τό προσκύ­
νημα. Διά νυκτός τού; έζωσα, τού; έπιασχ καί έπηρα τό
πράγμα πού ητον άμοίραγον δ Καπετάνιος είχε πάει
να εύρη πραγματευτή νά τό πουλήση δ^ &v ήτον χω- *
ριατικο. Και τοτενες δτού επηγα εί; τά Ζουμπατα απε-
φάσισα νά κρεμάσω ένανε, καί μου έπεσαν οί καπιτανε'οι^
νά μήν τό κάμω. Καί έπηρα αύτόν καί ενχν άλλον δεμένους,
μαζη' μου· ΚαιτΌτενες έπρόςαξα είς τα'ίς έπαρχίαις καί οί
κεφίλιδες έδωσαν λόγον καί ύπόσχεσιν ότι θάήναι φρόνιμοι.
Κεφίλιδες ήταν οί γειτώνοι τους. Καί έτσι έτελείωσεν ή
εκστρατεία εκείνη καί έκαμα καί Β0Ο κρίσεις, ’πού άν
ήθελε πέσουν εις άβουχάνου; και κριτήρια ήθελα κοντανα-
ρισθούν 300 χρόνους, καί έδιόρθωσχ ταϊς έπαρ/μαις καί
ησύχασαν. Καί εκείνοι οι ουο Ζουμπατιωταις ο ένας μου
έφυγε μέ τά σιδηρά καί δ άλλος τον έστειλα εις τ’ Ανά-
πλι καί έκαμε δύο χρόνου; >ς*ήν φυλακη, ήταν αδελφός τού
φευγάτου’ καί όταν έγύρισχ όπίσω κα'ί επήγα στήν κυβέρ-
νησιν τού ήρεσεν ό τρόπος τού Κυβερνή/του που κατεπρσϋνα
τον λαόν καί έτσι διέλυσε τούς Καπιτανέους.
Σελ. 232. Καί ή πχρδΰσα σημειωσις έγράφη κατά δευτέ­
ραν υπαγόρευσιν τού ίδίου θ. Κολοκοτρώνη.
— 272 =
Εις τον Παρόν είχε στείλει *ή Κυβίρνησις στρατιώτη
ενα μέρος Ποριωτών ηθέλ·.7<σαν νά άντίσταθουν ε!ς τά στρα­
τεύματα τής Κυβερνήσεων εγεινε πόλεμος έχαλάσδηκαν οί
Ποριώταις καί έσκοτωθη δ Χριστόδουλος Ποριώτης. Τότε
έκαη η ά^/αδα. Εις έχεΐνον τον καιρ°ν ελαβχ την αδίΐαν
από τον Κυβερνήτη? καί έκαμα στρατιωτικήν συ···έ'ευσιν
χα< έμαζεύδηκαν ολοι ° αζιωματικοΐ της Πελοπον^σου χ« ί
εβάλαμεν άλλου; διακοτίους εις τού; καταλόγου; των αξι­
ωματικών.
Η διαμόρφωση του αντιτύπου αυτού
σε αρχείο PDF έγινε στις 25-4-2010 από το
eBooks4Greeks.gr

Το αρχικό αντίτυπο μπορείτε να το βρείτε στην


ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου
Κρήτης.

You might also like