You are on page 1of 415

8169

http://digital.lib.auth.gr/record/136827

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Ο ΓΕΡΩΝ

ΚΟΑΟΚΟΤΡίΙΛίΗΙ
Ν ΓΓΟ

Γ, τετ’τζετΗ
.

Π
Α.

ΕΝ ΑθΗIVA1Σ.
ΤΤΠ0Ι2 X. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΤ ΦΙΑΑΔΕΑΦΕΩΣ.

(Παρά τη Πύλτρ τής Αγοράς.)

1851
Α.
Π

.
-TS i op* Vftvtf fof'*
Kic/ —

ΔΙΗΓΗΣΙΣ -WfW ,.,


Sr ΜΒΑΝΤβίν

ΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ
άττο τά 1770 έως τά 1856.
'Τ.ταγόριυσε

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ.


.

Π
Α.

ΛΘΗΝΗΣΙΝ,

Τνχοις Χ· Νιχο-laiJo» ΦιΛαόε.Ιψίως.


(flipi Tjl HuXfl τ5){ *Αγορϊς).

1846.
.

Π
Α.

Δ Ο R Ε A
la TP'liKC Λ.
■βΣΤ

Βφλ. ETcr........3 .15.1·,-^


ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ (I).
-> ί

"Αν δυνηθώ νά άπεράσω εις τήν ψυχήν σας, Κύριοι


άκροαταί, τήν ηδονήν τής ψυχής μου, γράφοντας τά προ-
λεγόμενά μου εις το βιβλίον του γε'ρου Κολοχοτρώνη, ελ­
πίζω νά γλυκοπεράσετε την ώραν σας, χαΙ να μήν μετα­
νοήσετε τιμώντας με σήμερον με τήν άχρόασιν σας. —
Πηγή άγαλλιάσεως είναι' ποιος ό συνθέτης τοϋ βιβλίου,
.
χαΙ εις ποιους στοχασμοί»; δίνει αφορμήν τΑ περιεχόμενό

του; ’Αφοϋ ένόησα τΑν κόσμον, σεβαστοί άχροαταί, δυο
πρόσωπα άνδρών έμεινα·» διό παντός ειχονεισμένα εις τήν
Π

ενβυμησίν μου, δ στριτηγΑς Τζοϋρτζ καί δ Θεόδωρος


Κολοχοτρώνης, δοξασμένοι άπΑ τήν τότε γνώμην των
Α.

ανθρώπων, ό ένας διά τον φιλελληνισμόν του, ό άλλος διά


τΑν ελληνισμόν του, αύξανε χάριν εις τΑν ένα ή εύμορφη
φυσιογνωμία, ή επιμέλεια τοϋ ενδύματος, — σε άρπαζε ή
αγριάδα του άλλου καί τΑ μίλημα, ή κεφαλή καί των
δυο, τά ξανθά μαλλιά τοϋ ένο:, τά μαϋρα τοϋ άλλου ε-
στολίζοντο άπΑ τήν 'Ελληνικήν περικεφαλαίαν των αρ­
χαίων' ήτον καί οί δύο πά»ου εις τήν ανδρικήν τους ήλι-

(α) Τήν 25 Μαρί ου ά.εγνώσθησαν εις τΑ άναγνω-


στήριον τής βιβλιοθήκης τής Βουλής. Τυπόνονται δέ μέ
δλίγας προσθαφαιρέσεις. Οί δύο πρόεδροι Γερουσίας καί
Βουλής ετιμησαν τήν άνάγνωσιν μέ τήν παρουσίαν τους*
r
χίαν, νεώτερος δ Τζουρτζ, αγαπημένοι, πιστοί, αγαπούσε
δ Κολοκοτρώνης τήν φιλογένειαν και τήν προκοπήν τοΰ
Τζουρτζ, καί δ Τζουρτζ τήν δύναμιν του νοδς, καί τήν
ευγένειαν τη; καρδίας εις άνδρα λογγισιον. Ριμ-
μένοι καί οί δύο, ώς φαίνεται, εις ενα Νησί Ελ­
ληνικό, εις τήν χαραυγή του ‘ελληνικού πολέμου, ως
προοιμάδια τής μετέπειτα αγάπης των Ελλήνων και Ευ­
ρωπαίων χάριν του επαινεμένου άγώνος. Γ0 Τζουρτζ, και
δ Γυίλφορδ, άλλος επίσημος το'τε φιλέλληνας, ώμοίαζαν
επίτροποι, που είχαν διαμοιρασθή τήν επιστασίαν τής πε­
ριουσίας των ορφανών, δ Τζουρτζ έπιμελιοΰνταν τα άρ­
ματα τά Ελληνικά, δ Γυιλφδρδ τα βιβλία τά Ελληνικά,
νά ανθίσουν, να δώσουν καρπόν.
Χρόνοι σαράντα σχεδδν άπδ έκεΓνον τδν καιρδν άπέ-
ρασαν, καί τριάντα άπδ τά πρώτα κινήματα του εθνι­
.

κού πολέμου έως σήμερον ποΰ δηιιοσιεύεται τδ βιβλίον
τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Αρχίζει ή διήγησίς του άπδ
τά 1776, παύει εις τά 1836, ές έτη έπειτα τδ χώμα τής
Π

γης εσκεπαζε τον Ελληνα πολεμιστήν εί; τδ κοιμητή­


ριο των Αθηνών. Καλή ή μοίρα του τάφου του !
Α.

Ποια νά προταραδιάσωμε χαρμόσυνα αίτια οσα τδ


νέο βιβλίο περιέχει!
— Έμπρώτοις είναι βιβλίο συνθεμένο άπδ "Ελλην*,
το κείμενο του έργα ‘Ελλήνων, καί ή φωνή του, φωνή
γνήσια γνήσια, καθαρή της ημέρας μας, οθεν ή ‘Ελ­
ληνική φυλή θά χαρή,θαρρώ,εις τήν έμφάνισίν του, ώς χαί­
ρεται νεόπανδρο άνδρόγυνο άν τους έγεννήθη πρωτότοκο
βρέφος άγώρι, ομοιάζει κατ’ εντέλειαν των γονέων,
γέλα τδ άχείλι του ώς τής μητρός του, καί ολη του ή
φυσιογνωμία εΐχονίζει τδν πατέρα, είναι αίμα άπδ τά φυλ-
(
ϊ
λοχάρδιά τους, ομοίως καί τό νέον βιβλίον είναι γνησιό­
τατο» της ‘Ελλάδος, δέν έχει αμφίβολα γεννητάτα, καί
ώς γέννησις ανθρώπου δεν μοιάζει γραμμένο με μελάνι,
αλλά μέ αΐμα, οσο έχύθη παλικαρίσια διά την άνάστα-
σιν της φυλής. — Άν τί ευφραίνει περισσότερο τήν ψυ­
χήν, είναι τό θέαμα τής άνδρίας εις υπηρεσίαν τιμίου
καί όσιου σκοποί, και άν έπειτα άπό κινδύνους πολλούς,
από θανάτους άνδρών, από ναυμαχίαις, τό ποθούμενο
λάμψη μέ τά στέφανα τής νίκης, τότε δέν έχει άκρην
θαυμασμός καί χαρά, ό νους μας σμίγει μέ τόν έπαινον
του ανθρώπου την δοξολογίαν τού θεού, διατί δ Θεός εί­
ναι ό πιστός σύμμαχος των έναρέτων πράξεων.
Τέτοια είναι ή ιστορία του ‘Ελληνικού άγώνος καί
τό θέμα του νέου βιβλίου. Βέβαια δέν ήτον ανάγκη νά
.

φανή τό βιβλίο τοΰ γέρου Κολοκοτρώνη διά νά ένθυμηθοΰ-
με ταΐς δόξαις τοΰ άγώνος, ώς ό μακαρίτης μέ τό βι-
βλίον του νά μα; ήρχετο μηνυτής αγνώστων πραγμά­
Π

των, άλλά τό νέον βιβλίον δίδει άρορμήν νά ζωντανευ-


σωμε είς τό μνημονικό μας πολλά ευχάριστα τοΰ πε­
Α.

ρασμένου καιρού· λησμονιά συχνά μαραίνει τά ενδοξότε­


ρα έργα, πότιζε τήν γάστρα να κοκκινίση τό φύλλο τής
τριανταφυλλιάς. — Καί άπό τά ευχάριστα του περασμέ­
νου καιρού είναι ή κίνησις φωτισμένων εθνών κα: Βασι­
λέων πρός χάριν των ‘Ελλήνων. Έπειτα άπό κυματι-
σμούς διαφόρους, άνεμος αγάπης τέλος έφύσησε βίαιος^
βοηθητικός τής ‘Ελληνικής αυτονομίας.

Είς τήν πρώτην ημέρα των κινδύνων ό Πατριάρχης


τής Εκκλησίας θανατωμένος εις Κωνσταντινούπολή, λΐ-
θοβολισμένος είς τούς δρόμους, θαλασσοπεταμε'νος έντα-
φιάζεται εις Όδησόν από τον θεοσεβή Αυτοχρατορα τής
‘Ρωσσίας μέ τιμαϊς Ήγεμόνος, καί αγίου. Από 32 έθνη
ήλθαν νε'οι φιλοπόλεμοι είς τά χώματα ‘Ρούμελης μι
Μωοε'ως, άλλοι έπεσκν σφα'για τής μάχης, «λλους εφα-
γε κακοπάθεια καί λοιμική, άλλοι ζουν δακτυλοδεικτου-
μενοι μέ σέβας άπό τους εΰεργετημε'νους (1). Οπου ή τον
ναοί σοφίας, πανεπισιήμια καί έκκλησίαις Χριστιανών
είς Ευρώπην, καί Αμερικήν, Ηχολόγησαν οί άμβωνες από
εΰχαΐς καί εγκώμια των νε'ιον ‘Ελλήνων* παρθενίκα κο­
ράσια τής Γαλλίας εκε'ντησαν μέ τά εύμορφα χε'ρια τους
ταϊς σημαίαις των φιλελλήνων πολεμιστών (2)* πλούσιοι,
πιωχο! καί αλλόθρησκοι ε’πρόσφερναν είς ταις φιλελλη-
νικαΐς έταιριαις φόρον βιηθείας κατά δόναμιν είς σωτη­
ρίαν τής ‘Ελληνικής ελευθερίας. Τε'λος, τά βασιλεόματα
.
του ήλίου τα'ς 8 'Οκτωβρίου ίδαν τό ανδραγάθημα των

τριών ναυάρχων όταν έβυθισαν είς τά πελα'γη τό άκα-
ταμαχητον πλειο άπο ‘Ελληνικήν δόναμιν χιλιάρμενο του
εχθρού, που έποομήνυε μέγαν κίνδυνον είς τό προπύρ­
Π

γιου της Ελλάδος, τήν ήρωϊκήν "Ύδραν. 'Αραξε είς τό


Α.

Πεταλίοι, και ο Γαλλικός στόλος μέ τό στράτευμ,α του


ευλογημένου Καρόλου οεκατου, τό όποιον έκαθάρισε τήν
Πελοπόννησον αϊτό τον Αραβα* τε'λος του τέλους, είς ’Αν-
δριανούπολιν ό νικηφόρος Νικόλαος τής "Ρουοίας ε'γραφε
με την λόγχην του τό άρθρον, δτι να πραγματοποιηθή ή

μνημών των φιλελλήνων είς Ναόπλιον ύπό


του αξιότιμου συνταγματάρχου Τουρέτ.
(2) ‘Η κόρη τής Δοΰκισας τής Πλακεντίας, ενάρισε
Χα( 300,000 φρ. άπό τήν προΐκά της ώς έ'χω έξ ακοής.
ε

ελευθερία τής έπαναστατημένης 'Ελλάδος, χαί νά παύση


ή κακή θέλησις του Σουλτάνου, καί ή άναβολαίς τής Δι­
πλωματίας.
Χαροποιούν αύτά τά ενθυμήματα του τότε χαιοου, επειδή
εκείνη ή ευεργεσία δέν έχει τίποτε λυπηρό, δταν τιμάει
ίσια ευεργέτην καί εύεργετουμενον, καί τοΰτο συμβαίνει
όταν δ ευεργετούμενος άξίζη τήν γενναιότητα του ευ­
εργέτου.
Ή αξία καί ή χάρις του Ελληνικού άγώνος είναι ή
δικαιοσύνη του. Διά ποιαν αιτίαν μυριοεπαινοΰνται ή Θερ-
μοπύλαις, καί ο Σπαρτιάτης Βασιλέας, καί ο! σύντρο­
φοί του, είμή δτι εις τό στένοψα εκείνο έπολεμοΰσαν διά
τους τάφους των γονέων τους, διά την ελευθερίαν της
πατρίδος, καί την δόξαν τής φυλής; — Πολεμούν πολε­
.

μούν καί δεν νικοΰνται ποτέ, κα! ή φωνή των αιώνων τούς
έμψυχόνει εις τό κονταροκτΰπημα. — Ό Θεός έπάτησε,
πατεΐ ως σφραγίδα του την ωραιότητα καί την αι’ωνιότητα
Π

είς τά δίκαια καί γενναία έργα των ανθρώπων. Εις τά


1821 θάλασσα καί στεριά Ελληνική εγειναν Θερμοπύ-
Α.

λαις, δθεν εξηγείται, πώς λαοί, καί οί πλέον ευαίσθητοι


άνδρες τοΰ αίώνος έδειξαν τόσην συμπάθειαν διά τόν ά-
γώνα. Μά τήν αλήθειαν ή στεγνή καρδία, καί τό ρη­
χό πνεύμα τοΰ Καστελρι, καί τοΰ Μετερνίχ δέν είχαν πέ-
ρασιν είς εκείνην τήν τρικυμίαν τής άγάπης, δταν ένας
Σατοβριάν έλεγε δτι επιθυμούσε μέ τό αίμα του νά γραφθή
ή συνθήκη των 'Ηγεμόνων διά τήν έλευθερίαν τής 'Ελ­
λάδος, καί πρώτος άπό τούς πρώτους φίλους τοΰ άγώνος
ήτον ό κληρονόμος τοΰ Θρόνου, έπειτα καί Βασιλέας τής
Μπαβαρίας· όχι δτι ό Καστελρι καί ό άλλος δέν ώκνευ-
σαν τό καλό, τό ώκνευσαν, αλλά δέν τό έματαίωσαν.
*
<7
άρχή καλού μεγάλη έγεινε, σώζεται είς τον κόσμον
Βασίλειον 'Ελληνικόν.
Ή συνείδησις τών πολλών ξανοίγει προοιμο'τερα τήν
άξίαν καί το κάλλος των συμβάντων, πριν ποΰ ή φιλο­
σοφία τής ιστορίας φέρει τόν οψιμον καρπόν τής κρι-
σεώς της. — Ή 'Ελλάς βαρβαβαρωμένη παντάπασι άνί-
δωσε ολα τά εύγενή τής αρχαίας της ανδρικής ηλικίας,
καί νεότητάς τη; αισθήματα.
Ό Θεμιστοκλής ίρωτώμενος ποιο τραγούδι τοΰ άρεσει
καλήτερα, εκείνο άπεκρίθη ποΰ εγκωμιάζει τήν αρετήν του*
καί ή νέα ‘Ελλάς ώρε'χθη νά άκούση τό τραγούδι της,
καί δέν ηυρε θέμα άρμοδιώτερο ψαλμοΰ είμή νά ξεχμα-
λωτίση άπό τόν ζυγόν τους ναούς τής πίστεως των Χρι­
στιανών, καί νά θεμελιώση δεδοξασμένην ελευθερίαν. ’’Α­
κρο; της έπαινος είναι οτι δέν εσυρε ιό σπαθί άπό τό 0η-
.

κάρι μόνον ώς Ελλάς, αλλά καί ώς Ευρώπη, επειδή ολα
τά κεφάλαια δοκιμασμένη; αρετής τής Ευρώπης, ή όποια
διά τήν ενέργειαν τών κατοίκων της πρωτεύει εις τά
Π

άλλα μέρη τού κόσμου, είχαν κάμει αρχήν νά ζωογο­


νούν καί τά στήθη τών νέων ‘Ελλήνων, πόθος επιστήμης,
Α.

ισονομία, απέχθεια δεισιδαιμονίας καί τό φιλοπόλεμο καί


σέβας προς τήν σοφήν αρχαιότητα ‘Ελλήνων, καί Ρωμαίων.
Νίκη ‘Ελλήνων, νίκη Ευρώπης ή πολιτισμού. — ‘Η Ελ­
ληνική έπανα'στασις κρατιέται άπό μίαν άλυσσον ιστορι­
κήν πολλά μεγάλην, καί συγγενεύει μέ τό πνεύμα τής
Ευρώπης περισσότερο παρ’ οτι φαίνεται. Δέν είναι προ
αιώνων ο πόλεμος τής Ευρώπης εναντίον ’Ασίας καί Ά-
φρικής, Δέν βλέπομεν τήν ανθρωπότητα διαμοιρασμένην
εις δύο άκοίμητα στρατεύματα, εις τό ενα στρατόπεδο
Ελληνες ‘Ρωμαίοι, Γάλλοι, Γερμανοί/ Άγγλοι, 'Ισπανοί,
c

"Ρώσσοι, εις τδ άλλο Πέρσαι, Αιγύπτιοί, Φοίνικες, Κοφ-


χηδόνιοι, ‘'Αραβες, ’Οθωμανοί;
‘Ο Εΰρυβιάδης, καί δ Θεμιστοκλής, δ ’Αλέξανδρος της
Μακεδονίας, οι Σκιπίωνες τής 'Ρώμης, δ Γοδοιρρε’δος
έλευθερωτής των ‘Ιεροσολύμων, δ Κάρολος Μαρτέλος, που
ένίκησε μελίσσι ’Αράβων εις ταΐς πεδιάδαις τής Γαλλίας,
δ Πέτρος τής ‘Ρουσσίας μέγας μετάξι» των θνητών άν-
θρώπων, καί των σκηπτρούχων ήγεμόνων, δ ’Ιωάννης
τής Άουστρίας άρχιναύαρχος εις την ναυμαχίαν του κόρ­
φου, δ νησιώτης Μιαουλης, δ ‘Ρουμελιώτης Μπότζαρης,
δ Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης, δ στρατα’ρχης φονευμέ-
νος εις τον Πειραιά, είναι Ναύαρχοι καί στρατηγοί μιας
πατρίδος, μιας σημαίας, καί μιας πίστεως άκόμη, δσοι
άπό αυτούς εύλογοΰνται άπό την ιστορίαν, καί ώς στρα­
.
τιώτες του Χρίστου.

νΕχω ακούσει άπό τούς γέροντας, ποιος, καί πόσος δ
σεισμός τής ‘Ελληνικής ψυχής εις την εκστρατείαν τοΰ
Ναπολέοντος εις Αίγυπτον. Τότε ένας Διάκος Ζακύνθιος
Π

δ Μαρτελάος έστιχούργησε τον εύμορφο Παιάνα.


Α.

Όθεν εϊσθε των ‘Ελλήνων


Κο’κκαλα έσκορπισμένα
Στήν φωνήν τής σάλπιγγάς μου
Τώρα λάβετε πνοήν!)

Διατί νά άναστηθουν ή ψυχαΐς των άποθαμένων ‘Ελ­


λήνων ; διατί νά τρίξουν τόσοι "Ελληνες, ώς είναι γνω­
στόν, καί νά γραφθούν εις ταΐς σημαίαις τοΰ Ναπολέον­
τος συστρατιωται του ; Διατί; ’Επειδή ήτον πόλεμος συγ­
γενικός. ‘Η ‘Ελληνική ψυχή εννόησε διά πολλούς λόγους
η
tiv εαυτόν της νά λαχταρίζη μέσα £ί« εκείνην τήν εκ­
στρατείαν δ Αγησίλαος δέν έκστράτευσε μέ τά βτρατεύ-
(χατα τή; Σπάρτης είς τήν Αίγυπτον; Ή Αλεξάνδρεια
δέν έθεμελιώθη άπδ τον αθάνατον αρχιστράτηγον των
'Ελλήνων, και έφυλαξε πίστιν ε!ς τδ όνομά του ; Έπνεε
εϊληνισμδν τδ κίνημα τοϋ Γάλλοο στρατάρχου είς τήν
Αίγυπτον, καί θά εΰχαριστηθήτε άν σας ενθυμίσω τήν
φήμην πβΰ σώζεται είς το Νησί τής Κορσικας, οτι οι
Καλημέριδες κρατιούνται άπδ γένος ‘Ελληνικδ, απδ τά
Βάτικα τής Μάνης.
Έτυχα εις Παρισίους τήν ημέρα τοϋ έτους όταν ώς είς
πανήγυριν επιστήμης σμίγουν μαζή ή Άχαδημίαις τής
Γαλλίας (τδ inslilut de France), καί διαβάζουν λόγους
οί πεπαιδευμένοι, ήκούοθη φωνή δτι δ Joufrois επίσημο
μέλος των άκαδημιών μέλλει να ιστορίση τήν 'Ελληνικήν
.

έπανάστασιν, - συρροή κόσμου πολλή. "Οταν δ σοφδς δι­
δάσκαλος διηγούμενος, άνέφερε τήν συνδρομήν των έπτανη-
σίων είς τδν πόλεμον τής ‘Ελλάδος καί επαινώντας αιτιολο­
Π

γούσε, οτι οί έπτανήσιοι είναι Έλληνες,τά μέλη έβοηθοΰσαν


τδ δλο, δτι ένοουσαν καί έτιμοΰσαν τήν συγγένειαν τους
Α.

μέ τήν ‘Ελλάδα, τάχα Κύριοι άκροαταΙ, τδ ίδιο νόημα


η επιχείρημα δέν ξαπλώνει τήν άλήθειάν του και είς άλλους
λαούς; Στενή συγγένεια αίματος,ή πνεύματος,δέν δένει τους
νέους Έλληνας μέ τούς λαούς τής Εύρώπης; Δέν είναι
η Ευρώπη μεστή άπδ ‘Ελληνικήν σοφίαν; Ό χριστιανι­
σμός φωτίζει τά έθνη της, άλλ’ ή φιλοσοφία των προγό­
νων προετοίμασε τδ πνεΰμά του; νά τήν δεχθούν. "Αγιοι
πατέρες, τέκνα ‘Ελλάδος έμαρτύρησαν τήν πίστιν είς τά
χώματά της συρόμενοι είς ταις φυλακαϊς, είς τά δόντια των
θηρίων, άποχεφαλιζόμενοι άπδ τδν δήμιον. Τά «αραθαλάσ-
θ'

αια του μεσογείου δεν κατοικήθησαν παλαιόθεν από άποικί-


αις ‘Ελλήνων; Πνεύμα αχαριστίας, άρνησις αίματος ήτον
το πνεύμα τής πολίτικης εκείνης, τδ όποιον έπολέμησε και έ­
βλαψε τδνάγώνά μας εις τα προοίμια' του,καί έπρομελετουσε
τήν καταστροφήν μας,καί έβαλε έπειτα φραγμοί»; εις πλατύ­
τερα σύνορα κράτους Ελληνικού. Μή γένοιτο, κανείς άπό ή-
μάςνά ήναι γνώμης δτι επειδή ή αρχαία ‘Ελλάς έγραψε τήν
Ίλιάδα,ές*όλισε μέ πολυτιμαις ζωγραφιαΐς τήν ποικίλη ς*οά
τών’Αθηνών, αρίστευσε εις τήν Σαλαμίνα ή έχυσε φως πολι*
τισμοϋ εις τά έσπέρια έθνη, πρέπει σήμερον, οί λαοί τής
Ευρώπης να μας κυτάζουν εις τά μάτια, τΐ θέλομεν. —
‘Η λάμψις των προγόνων θεατρίζει τήν ασχήμια των τέ­
κνων, αν οί μεταγενέστεροι είναι άνόμιοι των επαινε­
μένων αρχαίων, ή κοιμώμενοι εις ταΐς προπατορικαϊς δά-
.
φναις ταΐς άφησαν νά μαραθουν καί νά τριφθοϋν, άν μίσος,

φθόνος, δεισιδαιμονία, ανανδρία, εμφύλιοι πόλεμοι έξώρι-
σαν ελευθερίαν, και αρετήν* μή γένοιτο νά τιμοΰνται δσοι
άτιμουν τους γεννήτορας. Άλλ’ εις τά 1 821, σαν σήμε­
Π

ρα τήν εορτήν τού Ευαγγελισμοί), ή ‘Ελληνική γενεά έ-


Α.

τόλμησε κίνημα δίκαιο, ιερό, πυκνό κίνδυνων, οθεν με­


γαλόψυχο, και του οποίου ή δόξα θά σώζεται έως τήν
συντέλειαν των αιώνων.
Ποιος, Κύριοι, ήτον άκροατής τής ιστορικής διηγήσεως
του Ζουφροά Joufroi; ένας τον όποιον επαινούν ό'χι εγώ
άλλά τά έργα του, πας άνθρωπος είναι άξιουμνητος, δταν
ή προσπάθειά του αποβλέπει εις τήν καλλιέργειαν τής
φυλής του. ‘Ο μέγας Βεζύρης ‘Ρεσιδ-πασάς, τότε πρέ-
σβυς εις τήν Αυλήν τής Γαλλίας ήτον ό άκροατής μέ ά-
τάραχην όψιν, τοϋ ιστορικού Ζουφροά ! Πώς τον ένοοΰσες
προσεκτικόν εις τά τραγικά συμβάντα τής πρώτης χρονιάς,
χαΐ όταν ό ιστοριογράφος έλεεινολογόντας εδικαιολογουσε
τήν σφαγήν τής Τριπολιτζάς με ταΐς παλαιαίς χβΐ >»αι?
άδικίαις ιών κρατουντών, πόση σοφία πολιτική έθησαυ-
ριζε δ επίσημος άνδρας ! ‘Ο καιρός Οά δείξτι πόσον έστάθη
ευεργετική ή ‘Ελληνική επανάστασή είς τήν Οθωμανικήν
φυλήν, Θά ελθη ώρα καί «μέρα, πού τά εγκόνια τοΰ Το-
πάλ πασα, και του Κιουτάγια Θα έρχονται ως εις προσκο-
νητάρι εις τους τάφους τοΰ Διάκου, του Καραίσκακη, του
Νικηταρα, του Λυκούργου Λογοθέτου, τοΰ Τσαμαδοΰ, τοΰ
Βρεσθένης, τοΰ Γερμανού, όχι δέν είναι πλέον τά αγία
λείψανα μόνον είς τό "Αγιορος, είς τά ‘Ιεροσόλυμα, εις
τήν 'Ρώμην εις τήν Κωνσταντινουπολιν, αλλά είναι και
είς τά κοιμητήρια των ’Αθηνών, είς τά περίγυρα τοΰ Με­
σολογγίου, τά απαντούμε εις τους δρόμους, μας όμιλοϋν,
χαί τους όμιλοΰμεν.
.

Ό Θεόδωρο; Κολοκοτρώνης ώς ιστορικός καταγράφε­
ται μέ τους πολλούς δσοι ιστόρισαν πολέμους ’Ασίας καί
Ευρώπης, άλλ’ ό)ς "Ελληνας έρχεται μοϋ φαίνεται τρίτος
Π

‘Ομήρου καί 'Ηροδότου, ομοιάζουν οί τρεις, ώς τρεις α­


κτίνες ενός κέντρου φωτεινού, έχουν οί τρεις πατρίδα τήν
Α.

Ελλάδα, Θέμα, πόλεμον Ευρώπης εναντίον ’Ασίας, δμιλοΰν


τήν ‘Ελληνικήν φωνήν, καθένα; τήν φωνήν τοΰ αίώνός του,
καιονται από τό πνεΰμά του, ή φωνή τους είναι ψωμο-
μενη ώς νά έλέγαμε από τήν φωνήν προγενεστέρου και­
ρού, όχι είδωλον τής φαντασίας τους, ομοιάζει ένας τοΰ
άλλου και εις τήν πλοκήν καί εις τήν άλυσον τής ιδέας καί
τήν παραστασιν τών ιστορημένων πραγμάτων. Εις τόν
πεζόν λογον του ‘Ηροδότου σημαίνει ή λύρα του
‘Ομήρου, άκους τό Μήνιν άειδε Θεά, ώς είς τήν
διήγησιν τοΰ Κολοκοτρωνη δται» επέτυχα γνήσια
γνήσια νά τήν αρπάζω από τά χείλη του, άκούς τό
τρία πουλάκια κάθονται, κατώτερος δ Κολοκοτρώνης από
τους δύο προγενεστέρους του εϊς τήν τέχνην, οσον τό
τρία πουλάχια κατώτερο από τό Μήνιν άειδε Θεά, άλλ’
ανώτερο; πάλι, επειδή οσα επραξε αυτός καί οι συνόμοιοί
του διηγείται, — πριν τά γράψτ] μέ τό κοντήλι τά έχά-
ραζε μέ τό οπαθί του καύχημα που δέν έχουν οί άλλοι
δύο, — ‘Ομοιάζει τω δντι ώς ό ’Αγαμέμνονας, δ Όδυ-
σέας, ή δ Διομήδη; νά ήθελε γράψουν τό στρατιωτικόν
του; ήμερολόγιον, καί νά έσώζετο, αν κατά τύχην δέν
σώζεται καί αυτό εις τό πολύτιμον χαρτο^υλάκιον τού
Σιμωνίδου.
Είχα προοιμιάσει, Κύριοι, προλε'γοντάς σας οτι τά απο­
μνημονεύματα του στρατηγού Κολοκοτρώνη δίδουν αφορ­
.
μήν ηδονής καί δέν ψεύδομαι πιστεύω, αλλά καί μεγά-

λην ώρέλειαν δίδουν χαί ώρέλειαν τής ώρας, καί άν δέν
σας καχοευχαρίστησα έως τώρα παρακαλώ, κρατείτε ακό­
Π

μη διά ολίγον τήν κλωσιήν τής δμιλίας νά ϊδούμεν


άν καί εις τούτο αληθεύσω.
Α.

Τδ παράπονο είναι εις τά χείλη μας, οτι δέν πάμε καλά,


οτι εΐμεθ» δυστυχείς, όχι τάχα δυστυχής πα; ένας, επειδή
πρόσωπα, πολίτες ολίγοι ίσως είναι, ήμπορει νά η ναι ευτυ­
χισμένοι εϊς ένα τόπον, καί ή γή τής πατρίδος νά βραδιάζε­
ται εις τό σκοτάδι τής άσημασία; ή τού άπολυπσμοϋ,
τό παράπονό μας ελεεινολογεί τήν κατάστασιν τής νέας
μας κοινωνίας. ‘Ο ναύτης τού Βασιλείου τής ‘Ελλάδος
καί δ έμπορος βλέπουν μέ σταυρωμένα χέρια άλλοεθνή
πλοία νά ναυλόνωνται, νά ταξειδεύουν, καί τά δικά μας δε­
μένα εις τό παλαμάρι τους εί; Κωνσταντινούπολή, “Γδραν,
Σπέτζαις, Τριέστι, ’Οδησσόν καί Γαλάτζι. ‘Ο δδοιπόρος
ιβ'

,ής έλευθερωμε'νης Ελλάδος xevSuveiet επιστέφοντας εις


τά σπήιια του νά μήν έχη χέρι νά χαϋδεύση τά τέκνα
του, τήν ποθητήν του συμβίαν, χοΰ χέ πήραν οι λησχαι
ε?ς τον δρόμον, ή ληστεία φωλεύει εις χα εντοσθια της
γης μας, άν σας λέγω ψευματα εοωτησατε όσο φιλαλή­
θεις άνδρας, τον Κύριον Σπανιολακη χαι Κύριον Θεο^α-
ρη, που ΐ’ίαν μύταις καί αύχια κομμένα, χαι ώ; εκ θαύ­
ματος έγλυτωσαν τα έδικά του; άπέ χά χέρι® του Κα-
βουρίνου, όταν έπήγαν οί δύο να ξεθάψουν χους θησαυ­
ρούς της Άράπισας. — Παραπονείται δ νομιχος ο« δέν
νομοθετουνιαι νόμοι καλοί, η δχι οί καλοί δέν έκτελοΟνται,
παραπονείται. ό κτηματίας, δχι τά κιήματά του δεν έχουν
αξίαν, χά κτήματα τής ‘Ελλάδος εις τέ ήλιοσχαλακχο
τούτο κλίμα, γέλειο γλυκύ τής φυσεως, κλαίουν οί γο­
.
νείς δχι χά τέκνα χους δεν κρατούν συρμήν σχαθεράν τιμής,

καί κονχολογής έδύνομουν νά άραδιάσω δλαις χαΐς τάξαις
των ‘Ελλήνων κα! πάσαν ηλικίαν, καθεμιά νά μαρχυρήση
Π

τοές πόνους χης. Στεκόμεθα μέ μάτια κλαϊμένα, θεαχαΐ


περίλυποι τής εσωτερικής αδυναμίας μας, καί εξωτερικής
Α.

ανυποληψίας, καί ή χαρά δ έν ζωογονεί πλε'ον τά στήθη μας.


— Πολλών έπηξε χ4 αίμα εις χήν καρδίαν ώς εις αΐφνήδιον

τρόμον, πε'ρυσι λέγω, δταν Ναύαρχος φιλικής δυνάμεως έβ-


γαίνοντας το Ισπέρας άπέ τό βασιλικό συμπόσιον, το πρωί
άναφτε ταις μίκαις εις τά κανόνια του. Ει’ς κανε'να των
‘Ελλήνων ας μήν ήναι σκοτεινέ δτι άν δυσαρεσχήσωμε ποτέ
μέ χέ άδικό μας κράτος άπέ τά μεγάλα, χανόμεθα άν
θελη να μας πολεμηση, καί άν πάλαι χέ δίκαιον εχωμεν
ημείς (πλήν άσυνόδευτοι, έρημοι άπέ συνεσιν πολιτικήν),
καί ή μεγάλη δύναμις θέληση νά μεταχειρισθή βίαν, νά
‘Y
καταπατήση τους δμολογουμε'νους νόμους του πολιτισμού,
ή δικαιοσύνη θά φωνάςη, θά θρηνήσνι είς τά δεινά μας,
αλλά θά μάς φέραι τόσην βοήθειαν, δσην φέρει μάνα χε-
λιδονιών δταν συντρίβει την φωλεάν της άσπλαγχνο χέρι
αναίσθητων παιδιών, θρηνολογεί", πονεΐ, δργίζεται, άλλα
δεν σώζει τά τε’κνα της.
Έμπειροι από τά παθήματα μας γνωρίζομεν καί τά
αίτια των κακών, ή λύπη διδάσκαλος, αδυνάτισε φόβος
Θεού, ελειψε έρως πατρίδος, μέ την φυγήν των δυο στοι­
χείων λείπει κσί ή συνοδία του;, ή καλή ομόνοια, τό φι­
λότιμο, αλήθεια καί μεγαλείο.
"Ο,τι συμβαίνει εις τον φυσικόν κόσμον, όταν 5 ίσκιος τής
σελήνης αυγή ή μεσημέρι, πλακόνει, τον "Ηλιον πέφτουν
πυκναΐς σταλαγματιαΐ; δροσιάς, νυχτόνει ομοίως, εις κοι­
.

νωνίαν αμαρτωλήν, ομοιάζει δτι δ ζωοδότης τοΰ πνεύ­
ματος κατεβάζει σκεπήν εις τό πρόσωπόν του, χάνομεν
την είδησιν δικαιοσύνης καί αρετής, μελανιάζει ό κόσμος
Π

των ψυχών.
’Αν τά παράπονά μα; ε/_ουν αλήθειαν, θεραπείαν θά
Α.

εΰρούμεν εις τό βιβλίον του γέρου στρατηγού, επειδή οί


γέροντες θά ενθυμηθοΰν, καί ή νέα γενεά θά ιδεΐ ώς εις
καθρέφτην τά ιερά έργα τοΰ άγώνος, καί άγκαλά δέν λεί­
πουν καί μαυράδια άπό τόν καθρέφτης πλησίον όμως εις
τοΰ; μαύρου; ίσκιου; φεγγοβολεί καί κάλλος άδιήγητο θεο-
σεβείας καί πατριωτισμού, καί ποιος δυνατοί νά άρνηθή
νά μην στέρξη τήν δΰναμιν των ιστορημένων πραγμάτων
εις τάς φρένας καί εις τήν καρδίαν νοήμονος αναγνώστου;
Δ=ν γράφει 6 ’Αθηναίος Ξενοφών, δτι άφου ct νέοι τής
Ελλάδος άρχισαν νά διαβάζουν τά ποιήματα τοΰ Όμη­
ρου, εμεγαλύνετο τό φρόνημά τους, τό ΰψο; του φρονή­
ματος μετέδωσαν εις τά έργα, Μετ Ολίγον οΐ νέοι
εκείνοι έδοξάζοντο ώς πρώτοι άστερες της φυλής , Και
δ Σιλλοόστιος, επαινεμένος ιστορικός Ρωμαίος, σημειονει,
δχι ηχούσε άπδ τους περιφ'ομοτέρους συμπατριώτας του
νά λέγουν δτι εις τήν νεότητά τους θαυμάζοντας τα πρό­
σωπα των προγόνων εις ζωγραφιαΐς "λ αγαλματα, εκαι-
οντο άπδ επιθυμίαν νά τους ομοιάσουν εις τά έργα, οχτ
λέγει δ ίστοριχδς, δτι τά χρώματα ή τδ μάρμαρο να ε-
χάριζαν τόσην μεγαλοψυχίαν, άλλ ή άναμνησις των κα­
τορθωμάτων, καί δέν καταλάγιαζε ή φλόγα τους, άν δεν
ίσοδυναμουσαν μέ ανδραγαθήματα τδν ίρωϊσμδν των προ­
γόνων.— "Αν τόσο καίει τδ μάρμαρο, τΐ θά κάμει δ
λόγος ; — Καί η νέαις της Σπάρτης δταν έμελλον νά γεν­
νήσουν υποχρεώνοντο νά βλέπουν συχνά εις τους ναούς,
.
ή είς ταϊς πλατείαις τής πόλεως αγάλματα Θεού, ή Θεάς,

ώστε νά μεταδώσουν εις ταϊς νέαις ψυχαΐς θειον χάλλος
σώματος και αρετής, καί ή πρόνοια τοϋ νο'μου δεν έλα-
θεύθη. — ’Εγώ λέγει ό Ξενοφών αφού κατενόησα τά
Π

επιτηδεύματα των Σπαρτιατών οΰκ έ'τι έθαύμαζον, δέν


δυσκολευόμουν δηλαδή πλέον νά εννοήσω, πώς μικρά πόλ.ις
Α.

ή Σπάρτη εφανη δυνατωτάτη καί ό<ομαστοτάτη εις τήν ’Ελ­


λάδα « Λυκούργον τον θέντα αυτοϊς τούς νόμους, οίς
πειθόμενοι ηϋδαιμόνησαν, τούτον καί θαυμάζω, καί ε’ς
τα έσχατα μάλα σοφόν ήγουμαι ».

Δέν είναι δίκαιον Κύριοι άκροατα!, δέν τδ θέλω, νά πει-


σθήτε μόνον είς τά λόγια μου, ώς πρδς τήν δύν’αμιν χα[
τήν άξιαν του βιβλίου του ιστοριογράφου στρατηγού, 2θε»
Οά Ανθολογήσω όλίγα τινά άπδ τδ διη'γημά TSU) 5ν
βεβαιωθήτε δτι πνέουν άπδ ένθεον έρωτα πίστεως, καί
πατρίδος καί κερδή,ω τήν ψήφόν σας, θά φανη ηλειά φώς
ιέ
φανερά ότι το νέον βιβλίον, είναι βιβλίον εθνικόν πολύτιμον,
θησαυρός άτρυγος,—διατί δμογενεΐς άκροαταί εις τά 1821
έθεμελιώθη διά παντός τό δίκαιον τό ‘Ελληνικόν καί ή
αλήθεια τής πατρίδος, — ώς εις συνέλευσιν πανελλήνιον
έσμιξαν δλαις ή γνώμαις τής φυλής, καί είπαν, οτι ευτυ­
χία είναι ή ελευθερία, και ελευθερία ή μεγαλοψυχία, καί
οί πλέον φιλοκίνδυνοι των Ελλήνων έ χύθηκαν εις τους πο­
λέμους, δέν έφάνη άντιπολίτευσις, δέν ίλάλησε μειοψηφία,
μια διαφωνία ήτον, καί έδιαφωνούσαν επίσημοι άνδρες τοϋ
γένους ώς πρός τό αρμόδιον, ή τό μή άρμόδιον τής ώ­
ρας του στρατιωτικού κινήματος, πολλοί καί εφρονούσαν
ότι τό έθνος θά αποκτούσε τήν ελευθερίαν του βραδύτερα,
πλήν άσφαλέστερα μέ τά γράμματα, καί μέ τήν επιστή­
μην άλλα μέ μιας άστραψε τό τουφέκι, έβρόντησε τό μο­
.

λύβι, συγχωνεύθηκαν ή γνώμαις, εσβυσε ή διαφωνία, καί ε­
κείνοι οί ίδιοι που έπροτιμουσαν τό ασφαλές βραδύτερο,
δέν έδειλίασαν εις τούς κινδύνους και ύπέφεραν μέ τό κορμί,
Π

καί μέ τήν στέρησιν των αγαθών τά γνωστά δεινά των


συμβάντων (I).
Α.

Άπό τό άνθολόγι μου, μην παραξενευθή κανένας των


ακροατών μου, αν άκούση, ή φανή οτι ύ Θεόδωρος Κολο-
κοτρώνης όμιλεΐ ώς εκείνος μόνος του εις το πρόσωπό του,
εις το ονομά του, πάρετε τό πνεύμα τής ημέρας, οί και­
ροί τό είχαν φέρει, πού ό ένας έσυλλογίζετο ώς οί πολ­
λοί, ή ιστορία τού ενός ήτον ιστορία τού έθνους, καί του
έθνους ή ιστορία βιογραφία τοϋ καθενός. ‘Αρμονία στο­
χασμού, πόθου, έλπίδιον εκυβέρναε τη* ‘Ελλάδα, ώς ράιδι
κατάμεστο εις τό κλαδί του είχε ανοίξει τότε ή ‘Ελλη­
νική καρδία.
(!) ‘Ο Κυβερνήτης, καί ό Πατριάρχης.
ις·
Ε£ς τήν σελίδα 15 του βιβλίου 6ά διαβάσετε χά μεστά
«π4 χάριν πίστεως καί παχρίδος άνδρός Έλληνος λόγια (1).
Έπήγα είς τήν Ζάκυνθον εις χά 1805 χόν Αυγουσχο,
ομιλώ μέ χόν ’Αρχηγόν χών 'Ρωσσικων στρατευμάτων,
κα\ μέ λέγει δχι ό Αύχοκράχωρ τον διέταξε νά παραδε-
χΟη εις χήν δούλευσιν όσους θέλουν νά εμβουν καί νά υ­
πάγουν νά χτυπήσουν τόν Ναπολέονχα. Του άποχρίνομαι,
οσον διά χό μέρος μου δέν ε’μβαίνω είς τήν δούλευσιν. Τί
έχω νά χάμω μέ χόν Ναιχολέοντα / Αν θελεχε όμως σχρα*
χιώχας διά νά ελευθερώσωμεν χήν παχρίδα μας σέ υπό­
σχομαι και 5 και 10 χιλιάδας σχρατιώτας· μία φορά έ·
βαπχίσθημεν μέ χό λάδι, βαπτιζόμεθα καί μίαν μέ χό αιμα
διά τήν ελευθερίαν τής παχρίδος μας.
Καί οχαν χήν 1 ’Απριλίου τοΰ 1821 ετζακίσθη χό
σχράχευμα χό 'Ελληνικό άπό του; Τούρκους άνέγνωσε
.

χό θεοσεβές άνδρός χισχιανοΰ.
Ό ’ Αναγνωοταρας, Μπεϊζανχές, Μποΰρρας πάνε ς’ χό
Λεοντάρι· έμεινα μόνο; μου μέ χό άλογό μου εις χό
Π

Χρυσοβίχζι- γυρίζει ό Φλέσσκς και λέγει ενός παιδιού :


μεΐνε μαζυ χου, μήν τόν φάνε τίποτες λύκοι. ’Έκατζα
Α.

εως ποΰ έσχαπέχησαν μέ χά μπαϊράκια τους, άπέ έχα-


τέβηχα κάχου' ήχον μία εκκλησία είς τόν δρόμον, (ή
Παναγία ς χό Χρυσοβίχζι), καί χό καθησιό μου ήτον
όπου έκλεγα τήν Ελλάδα: Παναγιά μου βοήθησε καί
τούτην τήν φορά τυός 'Έλληνα; διά νά εμψυχωθούν ! καί
έπήρα έναν δρόμο κατά χήν Πιάνα.

,(*) ®{ς ™ “^όλουΟα τεμάχια παρήλλαξα φράσεις τινάς


χάριν χών ακροαχών μή συνειθισμένων είσέχι εις χό ύ­
φος χου Κολοκοχρώνη.
.c

’Ακούσετε τώρα πώς τελειώνει ή διήγησίς του τής νίχής


των Ελλήνων είς τό Βαλτέτζι,δπου επολέμησαν τόσο άνδρι-
ωμένα ot Καπιτανέοι του Μορέως, χαί τής Μάνης· σελ. 70*
23 ώραις έβάσταξε ό πόλεμος.
Εκείνην την ήμερα ήτον Παρασκευή χα! έβαλα λόγον,
οτι πρέπει να νησχεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκεί­
νης τής ημέρας, καί νά δοξάζεται οίώ··ας αιώνων έως
οΰ στέκει τό έθνος, διατί ήιον ή ελευθερία τής ΙΙατρίδος.
Μάθετε τα είσοδιά του εις τήν Τριπολιτζα. σελ. 82, 83.
Τό άλογό μου από τά τείχη εως τα σαράγια δεν έπάιη-
σε γη.... Τό ασκέρι όπου ήτον μέσα τό Ελληνικό έκοβε καί
έσχότωνε άπό Παρασκευή εως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά
χαί άνδρες 32,000, μία ώρα ολόγυρα τής Τριπολι-
τζάς. Ένας ‘Υδραίος έσφαξε 90. "Ελληνες έσκοτώθηκαν
.
100. Έτζι επήρε τέλος. Τελάλη νά παύση ό σφαγμός.

^"Οταν έμβήκα είς την Τριπολιτζα μέ έδειξαν εις τό
παζάρι τον Πλάτανο δπου έχρέμαγαν τούς Ελληνας,
άνεστέναξα χαί είπα : άϊ:ε, πόσοι άπό τό σόγι μου καί
Π

άπό τό έθνος μου έχρεμάσθηκαν έκεΤ, καί διέταξα καί


Α.

τόν έκοψαν έπαρηγορήθηκα καί διά τον σκοτομόν των


Τουρχών. ‘Ως άνθρωπος ελεεινολογούσα την σφαγήν.
Είς τό φύλλον του βιβλίου 170—171 θά διαβάσετε
πώς διηγείται ό φιλόπατρις ιστορικός την είδησιν του Με­
σολογγίου.
Τή ν ήμέραν των .Βχΐων έκαμαν γιουρούσι σχό Μισο-
λόγγι οί ήρωες τού Μισολογγιοΰ, σε τόσαις χιλιάδαις
ασκέρι, σέ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλαριά1 έγλύτω-
σαν 2000, καί τό γυναικόπαιδα έγεινε θύμα* μα; ήλ­
θε ειόησις, μεγάλη Τετράδη, είς τό λειδινό, που είχε παύ*
σει ή συνέλευσις, και εί'μεθα είς κάτι ίσκιου:, μας ήλθε
ιη
εί'δησις οτι τ4 Μεσολόγγι εχάθη: ίιζι εβάλαμεν τά μαύ­
ρα ολοι, μισή ώρα έσχάθη σιωπή που δεν εκρίνε κα­
νένας, άλλ’ έμέχραε καθένας μέ χόν νουν του ιόν άρα-
νισμόν μας’ βλέποντας εγώ τήν σιωπήν έοηκωθηκα εις χο
πόδι, και τους ώμίλησα λόγια διά νά Ιμψυχωθουν τούς
είπα ο τι τδ Μισολόγγι εχάθη ένδοξως, καί θα μεινη
αιώνας αιώνων ή άνδρια' εαν βαλωμεν χα μαύρα και
οκνευσωμεν, θά πάρωμεν xi ανάθεμα καί θά πάρωμεν χ4
αμάρτημα των αδυνάτων όλων. Μέ άπεκρίθηκαν χί να κά-
μωμεν τώρα, Κολοκοχρώνη; Τί νά κάμωμεν τούς λέγω;
Τήν αύγήν νά κάμωμεν συνέλευσι, νά άπορασίσωμεν Κυ-
βερνησιν πε'νχε, εξη, όκχώ άχομα διά νά μας κυβερνήσουν,
καί νά διαλε'ξωμεν καί άτομα νά άπορασίσουν νά άνχα-
ποκρίνωνχαι μέ χά έξωχεριχά, ποϋ τόχε ήτο περασμένος καί
ό μινίσιρος Κάνιγγ εις χήν Κωνσταντινούπολή* ή επιτροπή
.
χής συνελεΰσεως διά χά εξωτερικά νά δίδη λόγον εις χήν

Κυβέρνησή καί εις χόν λαόν, καί ήμεΐς οί άλλοι, νά σκορ-
πίσωμεν εις χαις έπαρχίαις καί νά πιάσωμεν γενικώς χά
Π

άρματα, ώς χά πρωχοπιάσαμεν εις χήν Έπανάστασιν. Καί


έ'τζι τήν αυγήν χήν μεγάλην πέμπχην έσυνεδοιάσαμεν καί
Α.

απορασισαμεν ενδεχα μέλη, Επιτροπήν Κυβερνήσεως, καί


πρόεδρόν τόν Ζαίμην, II. Μαυρομιχάλην, ’Αναγνώστην Δε-
λιγιανην, Γεώργιον Σισίνην, *Αν. X. ’Αναργύρου, Δ. Τσα*
μαδόν, Σ. Τρικουπην, Α. Μοναρχίδην, καί Π. Δημητρακό-
πουλον, Άνδρέαν Ίσκον καί Ίωάννην Βλάχον ή διάρκεια
χής ’Επιτροπής, εως εις τήν 1 7βρίου 1826, και χότε, αν
γλυτώσωμεν συναζόμεθα και χελειώνομεν χήν συνέλευσιν.
Αξιόν μνημείου χής εποχή; εκείνης του άγώνος εί­
ναι και, εις xj φύλλο 207 ή άπάνχησις του λαοϋ χής
Μεσσηνίας είς χον Ίμπραίμη, ό δποΐος έστειλε στράχευ-
10'
μα νά βάλλουν φωτιά καί τζεκοϊίρι εις τά δένδρα άν ό
λαός δεν προσκύνηση. Ή ζωή σου έλεγε εις τόν Κε­
χαγιά του 6ά μου πληρώσει την ζωήν όποιουδήποτε στρα­
τιώτου μου φονευθή, διότι δέν σέ στέλνω νά πολεμήσης,
άλλα νά καύσης. Ίδοϋ ή άπάντησις των Μεσσηνίων elf
τήν προσταγήν του Ίμπραιμη νά ποοσκυνη'σουν.
"Οτι αυτό όπου μας φοβερίζεις, νά μάς κόψης χαΐ χά­
ψης τά καρποφόρα δένδρα μας δέν είναι τής πολεμικής έ'ρ-
γον* διατί τά άψυχα δένδρα δέν έναντιόνονται εις κανένα*
μόνον οί άνθρωποι όπου έναντιόνονται έχουνε στρατεύματα
καί σκλαβώνεις* καί έτσι είναι τό δίκαιον του πολέμου*
μέ τους άνθρώπους καί όχι μέ τά άψυχα δένδρα, όχι τά
κλαριά νά μας κόψης, όχι τά δένδρα, οχι τά σπήτια ’που
μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στήν πέτρα νά μήν μείνη,
ήμεις δέν προσκυνούμε* τί τά δένδρα μας άν τά κόψης καί
.

τά κάψης, τήν γην δέν θέλει τήν σηκώσεις, καί ή ίδια ή γης
που τά έθρεψε, αυτή ή ίδια γής μένει δική μας καί τά μα-
τακάνει. Μόνον ένας "Ελληνας νά μείνη πάντα θά πολε­
Π

μούμε καί μήν έλπίζής πώς τήν γην μας θά τήν κάμης
δική σου1 βγάλτο άπο τό νοΰ σου. Λαβαίνοντας τήν άπό-
Α.

φασιν ό Κεχαγιάς τής ευθύς έβαλε τό έργον του, φωτιά


καί τσεκούρι. Καί ήμεις τό κεντήσαμε τό στράτευμά του
εις πόλεμο, καί αυτοί δέν έκινιόνταν εις πόλεμον, μόνε τό
έργον τους.
’Αξιοσημείωτη είναι εις τό φύλλον 190 ή άπάντηοις
του στρατηγού εις τόν αντιναύαρχον "Αγγλον Άμιλτον, άν-
δρα φιλέλληνα.
Μιάν φοράν όταν έπήραμεν τό Ναύπλιον ήλθεν ό Ά-
μιλτον νά μέ ίδή* μου είπε δτι πρέπει οί "Ελληνες νά
ζητήσουν συμβιβασμόν, καί ή ’Αγγλία νά μεσιτεύση* εγώ
t
λ
τοΰ άποκρίθηχα, οτι αυτό δέν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή
θάνατος· έμεις Καπετάν νΑρτιλτον ποτέ συμβιβασμόν δέν
έχάμαμεν μέ τους Τούρκους· άλλους εκοψε, άλλους ε*
σκλάβωσε ρχ,έ τό σπαθί, χαί άλλο:, χαθώ; εμείς, εζουσα·
μεν έλεύθεροι από γενεά εις γενεά- ο βασιλέας μας έσχο-
τώθη, χαμμία συνθήκη δεν έκαμε· ή φρουρά του είχε παν-
τονεινόν πόλεμον μέ τούς Toupxou;, χαΐ δυο φρούρια ήτον
πάντοτε ανυπότακτα' — μέ είπε, ποια είναι η βασιλική
ορουρά του, ποΤα είναι τά φρούρια; — ή φρουρά του Βα-
σιλε'ως μας είναι οί λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια, ή
Μάνη και τό Σούλι καί τά βουνά1 έτζι δέν μέ ώμίλησε
πλέον,
Άς ταιριάσωμεν τέλος εις τό άνθολόγι μας φύλλον 188,
καί 189 τό διηγηματικόν της έκλογής τοΰ μακαρίτου
Νικολάου 'Ρενιέρη ώς προέδρου τοΰ Βουλευτικοί, όταν
.

έμελλε νά διαλυθή ή συνέλευσις τής Τροιζήνος.
’Κσυνάχθημεν τήν άλλην ημέραν έπειτα άπό τήν εκ­
λογήν τοΰ Καποδίστρ’.α ν’ άποφασίσωμεν πρόεδρον τοΰ
Π

Βουλευτικού, νά ψηφηφορηθοΰν τά άτομα διά τήν προεδρίαν.


Βπετάονταν στην Συνέλευσιν τό άνομα τοΰ Ζαίμη, τήν
Α.

άλλην ήμερα το ονομα τσν Μπαρλα, άλλος τον Ιίουντου-


ριωτη, άλλος τον ΙΊρασά άπό τήν ’λνδρούσα, και εγεινε
•χασμωδία. Τήν άλλην ήμερα πάλιν τό ίδιο, είκοσι νά
ψητηρορήσουν, τήν άλλην 1G. Κϊδχ τήν χασμωδίαν καί
τί; πο ράεε.ο τοΰ κόσμου. Έσηκώθηκα ολόρθος : Σεβαστή
Σννέ/,ευσι:, ήμεΤς καθήμεσθε καί φιλονειχοΰμεν διά Πράε-
ε?-ν -ον Βιυλευτικοΰ, καί ή πχιρί; μας κινδυνεύει νά χα-
Ογ, καί έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες, καί πρόεδρος εις
τήν Ανατολικήν Ελλάδα είναι ό Κιουταχής, χαί Πρόεδρος
τής Πελοπόννησου 5 Ίμπραίμης, χαί ήμ.γς χαθήμεθα
κα
καί φιλονεΜουμεν, καί τώρα ό Μα'ίς, και ή ’Αθήνα
κινδυνεύει, καί ή Πελοπόννησος κινδυνεύει- έχάθηκεν ίνας
από τόσους "Ελληνας πληρεξουσίους νά χάμωμεν ΓΙρόεδοον;
όμως καθήμεθα καί φιλονεικοΰμεν ! Εκύν.αξα τρι·;·',ρ ·> ■- υ
καί είδα ενα γεροντάκι, καί έκάθετο μέ τους Κρηιικ?ύ:,
άλλ’ ούτε τδ ονομά του έννώριζα οΰτε τδν είδα, χαί πηδάιυ
μέσα άπδ τήν συνέλευσι, χαί τον άρπάχνω, και τον πη­
γαίνω εις το κάθισμα τοϋ Προέδρου Σισ/νη, καί τον ’κά­
θισα στο σκαμνί. Είπα, τούτος δίν είναι άξιος; καί δλη
ή Συνέλευσις έβαλε την φωνήν, “Αξιος, άξιος, καί έχειρο-
κρότησε, καί έτελείωσε. Τον πατε'ρα μου συγχωρούσαν. Ό
'Ρενιέρης σαν νά έφοβήθηκε. Έιζι διελόθηκε ή συνέλευσις.
Άκροασθήτε Κύριοι άκροαταί, καί σωτήριο παράδειγ­
μα όμονοίας πάνου εις την άψυτητα τις διχονοίας φύλ­
.

λο 121 καί 122.
Τδν ίδιον καιρόν οί μεινάμενοι Τούρκοι εως 3,000
εις την Κόρινθον έμαθαν την πτίοσιν τοΰ ’Αναπλιου καί
Π

Ικίνησαν νά υπάγουν εις την Πάτρα καί άφηχαν είς τδ


Κάστρο τής Κορίνθου 400. Οί Καλαβρυτινοί έτρώγοντο
Α.

μεταξύ των: Ό Ζαίμης, Σωτήρ Χαραλάμπης καί Πετιμε-


ζαΐοι, αυτοί έτοιμάζοντο νά χτυπηθούν, έμαθαν τους Τούρ­
κους, άφίνουν ταϊς διχόνοιαίς των καί κτυπουν τους Τούρ­
κους, τους χαλούν, καί τούς έπολιόρκησαν εις τήν Άκρατα.
Δεν δύναμαι τέλος νά μή προσθέσω καί τά ακόλουθα
του φύλλου 222 και 223.
Μία ημέρα έπήγα εγώ καί ο 'Ρίζος .... είς τον 'Ριμ.-
ποπιέρην έχει ήλθε ή ομιλία καί ό πρεσβυς μας λέει οτι
τοΰ Σουλτάνου πόσον θά του παραξενοφαίνεται νά βλέπη
τήν σημαίαν τήν Ελληνικήν νά περνάη άπδ έμπρδς άπδ
τά ’μάτια του, καί άπδ τέτοια' άρχησε καί ό 'Ρίζος νά
χβ’
τοΰλέγϊ, πλήν φοβισμένα άλα πολίτα, έγώ του λέγω:
Κυρ 'Ρίζο άρησέ με νά είπώ καί έγω εξοχώτατε, λέγετε
πώς θά ύποφέρη δ Σουλτάνος νά βλέπη τήν σημαίαν μαί
νά περνάς άπδ έμπροσθά του, και οτι του κακοφαίνεται ■
καί δίν μας κακοφαίνεται καί εμάς οποϋ τους υπορέραμεν
τόσον καιρόν εις τήν γην τών προγονών μας, και κάθε­
ται άκόμη εις τά πατρικα μας σπητια και τους υπορε-
ρομεν ακόμη, καί εκείνου θά τοϋ κακορανή διατί θά περ­
νάνι ή σημαία μας ; αυτά δλα νά τά είπής του αυτοκρα-
τορος Νικαλάου, σέ δρκίζω είς την τιμήν σου νά του τα
εϊπης.
Την άλλην ημέραν ό κυβερνήτης μου λέει, Θεοδωρακη
τι είναι αυτά που είπες; — άν δέν ήναι καλά, νά μέ συμ­
παθήσετε, τέτοιας λογής είμαι μαθημένος· —■ όχι, καλά
.
άποκρίθηκες.

'Ως πρδς τό κεράλαιον τής δμονοίας ελπίζω δτι ή ση­
μερινή ήμέρα θά σας είναι καλοθυμητη άν εΰχαριστήσθε
Π

νά ιστορήσω την συμβολικήν χέρα τοϋ γέρου Κολοκοτρώνη,


ώς τήν ήκουσα άπό τό στόμα του, καί θά άγαπήσωμεν
Α.

τον άνδρα, "που ξένος γραμμάτων καί μελέτης ιστορίας


εδυνήθη μέ τήν χάριν του έρωτος τής πατρίδος νά γράψη
εις τους δυο βραχίονας του σώματος καί είς τά πέντε
δάκτυλα της χειρδς τά αίτια που έδόξασαν νικητήν τής
αυτοκρατορίας τών Ρωμαίων τόν Μωάμεθ Β’ καί τους προ­
γονούς του, καί πάλαι, πώς από τον βυθόν τής δουλείας
ΰψώθη φοβερό καί φιλελεύθερο τό πνεύμα τών νέων Ελ­
λήνων.

Είχα ακούσει τινά άσυγκλωστα διά τήν χέρα άπό


τούς φίλους του μακαρίτου, οθεν μίαν αυγή, βταν έγρά-
φ«μεν τά απομνημονεύματα, τον έρώτησα καί τόν πάρε-
κγ·

κάλεσα νά μου είπή νά καταλάβω τά μυστήριον της μη­


χανής του. Μοϋ άπεκριθη χαμογελώντας, αυτά τά Ιλί­
γα πάνου εις το κίνημα της έπαναστάσεως, άλλ’ άν τό
επιθυμής, κα! ο,τι ενθυμούμαι σου λέγω1 καί άνοίγοντας τά
δυο του μπράτζα άρχισε*
■ Ό Σουλτάνος ήλθε εις το ζερβΙ χέρι, και εκαμε ζάπι
την ανατολήν ολην, έκήρυξε τήν απώλειαν τής υπανδριας,
φαγητού, άοπαγης, φόνου, οποίος σκοτωθή, ’πεΟάνει Μου­
σουλμάνος, σώζεται, όσα κάμει, δ,τι κάμει χαλά γενα-
μίνα, ευλογημένα, πάει εις την Παράδεισον, πιστεύει
τάν Προφήτην. Τά χοντρά δάκτυλο τής άλλης χειράς, ό
βασιλέας τής Κωνσταντινουπόλεως, των "Ρωμαίων, Ιρω-
τούσε τά δυο δάκτυλα πλησίον του, τον κλήρον, καί τούς
πολιτικούς, τί είναι τούτο; — ό λαάς ή τον τότε τά λιανά
.

δάκτυλο, καί το ψηλότερο το γειτονικό του οί έμποροι κα!
οι σπουδασμένοι. Τά χοντρά δάκτυλο λοιπάν έρωτουσε
τον κλήρο καί τούς Μινίστρους, τί είναι τούτο; άποκρί-
Π

νοντο, ό Θεάς θά τάν χάση, άς ψάλλωμε τά « νίχας κατά


βαρβάρων δωρουμενος » κα! άκοπη νύχτα καί ήμε'ρα ή
Α.

ψαλμωδία τους. Τά τροπάρια όμως μή συντροφευμένα


άπά πε'τρας καί λιθάρια (I), άπά άρματα δέν εμπό­
δισαν τάν Σουλτάνον νά πηδήση εις την άλλην γραμμήν

(1) Φαίνεται με αυτήν τήν φράσιν δτι ό Γ. Κ. είχε


κατά νουν τά ανέκδοτον — λησταί έπήγαν νά ληστευ-
σουν μοναστήρι, ό ηγούμενος είπε εις τούς καλογη'ρους,
τάν σταυρόν σας κάνετε· άλλ’ ή θύραις ήρχισαν νά κρε-
μίζωνται άπά τούς ληστάς, τά κεραμίδια νά πετοΰν εις τάν
αέρα, τότε ό ήγουμενος είπε εις τούς καλογήρους, σταυ­
ρούς καί λιθάρια, λιθάρια κα! σταυρούς.
,ής χειρός, καί νά Ttrfprj ιήν Άνδριανουπολιν. Ό ίο-
χνος Μωάμεθ Β'. έστησε έπειτα καί κάστρο μες τό βλέ­
φαρο τής Κωνσταντινουπόλεως , εις το στενό τοϋ
Βοσπόρου, πέντε μίλια από τήν πόλιν , καί έχαρα-
τζονε τά καράβια που αρμένιζαν άπό τήν μαύρη θάλασ­
σα εις τήν άσπρη,καί άπό τήν άσπρη εις τήν μαύρη.
Δεν έπιασαν τά αρματα νά κινηθούν πανστρατιά οί Χρι­
στιανοί δταν έκτίζετο τό κάστρο, ο Βασιλέας λέγουν οτε
ήθελε πόλεμον, νά βγή άπό τήν πολιτείαν ώς ανδρείος
*ποΰ ήτον νά πολεμήση, οί Μινίστροι καί ο κλήρος τόν αν­
τέκοψαν, θαρευμένοι οί πρώτοι εις τήν ψευδοπολιτικην
τους, οί άλλοι εις ταις ψαλμωδιαις τους. Επειτα απο
ένα χρόνο ό Σουλτάνος έριχνε τό χοντρό δάκτυλο, και
έκάθιζε έκεΐνος εις τόν τόπον του. Τά τέσσαρα πνίγουν
.
τό ένα (I), κα! άς ήναι όσο θέλει ανδρειωμένο, δεν έσυγ-=·

γνώμισαν κλήρος, μινίστροι, εμπορικό, καί λαός νά κα­
ταβάλλουν τόν Σουλτάνο’ οί μινίστροι καί ό κλήρος έμ-
Π

πήκαν εις τό πηλάφι μαζή του καί έτρωγαν’ ό λαός λια­


νός, ακέφαλος, οί έμποροι καί οί πεπαιδευμένοι έφυγαν,
Α.

πέφτοντας ή Κωνσταντινούπολή καί έπήγαν εις τά βασί­


λεια τής Δύσης.
Τήν αΰρινή ποΰ έπεσε ή Κωνσταντινούπολή παρου-
σιάσθηκε εις τόν Σουλτάνον αιχμάλωτος μέ τούς θησαυ­
ρούς του, βιος πολύ, δ μεγαλήτερος τοϋ παλατιού, δ
πρωθυπουργός τοϋ τότε καιρού, άρχιναύαρχος, ναύαρχος
εις κάτι μπεϊγ.ατέδαις δαμισκοενδυμένους τής αυλής, 6
Κύρ Λουκάς Νοταρας, ώς τόν εϊδε του είπε δ Σουλτά-
νος, διατί δέν έδιδες αυτούς τούς θησαυρού; εις τά πα-

(1) Μου εκαμε τό σχήμα πώς.


κ.ε
ρακάλια του Βασιλέως σου, εί; τήν ανάγκην τής πατρί-
ϊος σου; —’Ητον δικά σου αφέντη μου, καί σου τά I-
φόλαττα. —*Αν ήτον έδιχά μου, άργησες νά μοϋ τά επι-
στρέψης, καί μέ έβασανίσατε μέ μάταιον πόλεμον, καί
θρηνώ θανατωμένους τούς άνδρειοτερους στρατιώτας μου.
— Γο πείσγτα των ξένων καί θάρρος ακόμη από τούς
Ictxou; σου, έλεγε ό Νοταοας, — Ε·οουσε τούς Γενοβέ­
ζους, καί τον Χαλιλμπεϊ βεζύοη. — Άνχίχρυσε τώρα, άντί-
κρυσε, μου λέγει 6 Κολοκοτρώνης άγρια, τον πρωθυπουργόν
Νοταρα μέτόν Διάκο τον κλέφτη εις τά 1821. Τον Διάκο
τόν έπήρανε καί στο σουβλί τΐν βάλαν, -— όλόρθον τόν
έοτήσανε καί αύτός χαμογελούσε — τήν πίστιν τους τού;
έβριζε καί τά λοιπά. Ποιοι εμείς, ποιοι εκείνοι! σπαθί
και καιρός μας εοαλε τιμή και γνωσι, όμως και
.
δ Νοταρας έπειτα από ολίγα1·; ήμερτι; άπέΟνησχε μάρ­

τυρα;, άποκεφαλίζετο αύτός καί τά παιδιά του εις ένα
αίμα. Ειρήνη εις τά κόκκαλά τους!
Π

Άφου χαλιόντας ή Κωνσταντινούπολις έπυκνώθη δ-


λουθε τό σκοτάδι τής δουλείας, συνέβη εις τήν Ελλη­
Α.

νικήν φυλήν, ο,τι συμβαίνει τήν νύχτα εις τόν κόσμο, 'που
ή ώρα ή πλέον σκοτεινή, ή πλέον Θαμπή τής νυχτό; εί­
ναι ή ώρα πού σημόνει το φως τής ημέρας, άρχισαν τότε
από ανάγκης τά τεσσαρα νά συγγνωμίζουν, νά κατηφο­
ρίζουν εις τήν έμόνοιαν, νά ξανοίγουν έ>α σημάδι- μέ τζα-
κίσματα αλήθεια έπήραν τόν δρόμον τους, δμπρός όπίσω,
δέν πήγαιναν σαν τό καθάριο άτι εις τήν πηλάλα του,
άλλα σάν βόϊδι, ποϋ βυθισμένο εις τό παχνί του ξετυλίε-
ται κοιμησμένο ταΐς αύγαις μουγκρίζοντας, καί άργοπα-
τάει εις ταί; βοσκαΐς. 'Η άλυσσος έσφιξε παρά φύσιν εις
τόν λαιμόν μας, καί έμελλε νά κοπή. Σου είπα πώς τό
t
χς-
λιανδ δάκτυλο η τον δ λαάς, έμεινε είς τήν τυραννίαν των
ΐριωνών, Σουλτάνου, αρχόντων, καί κλήρου, οί σπουδα­
σμένοι, και μέρος εμπόρων έσκόρπισαν είς την Ευρώ­
πην, καί οί διαβασμένοι μέ τήν σοφίαν των προγονών εφω-
τισαν τους αλλοεθνείς· άν απο τόν λαόν εογαινε κανένας
προκομμένο:, έξυπνος, τόν έιτερνε το πετραχήλι, ή ο προε­
στός διά γραμματικόν του, ή τόν προσκαλοΰσε είς τήν
Ευρώπην ό θείος του, ό άδελοος του ό έμπορος, και
πάντα δ λαός έλιάνευε, διάφοροι καί απο διαφοράς τα-
ξαι; είτε από στενοχώρια ή δοξομανίαν έτουρκευαν, και
τό γένος έφύραινε. Τά αγκάθια έχυμάτισαν είς τήν γην
των πατέρων μας, ή ξακουσταϊς πολιτείαις εχορτά-
ριασαν, ή ταπεινή φλογέρα του βοσκού μέ τά ολίγα του
γίδια Ιλάλειε είς τά περίφημα μνημεία των Ελλήνων,
.
ή πίστι; δμως δέν έχάθη, έσώζετο, και έρημο 'ξωκλήσι

ήτον είς τόν λαόν παρηγοργιά των πόνων. Οί κλέφτες
ήμαστε ελεύθεροι, άλλα τί ζωή, τί άνθρωποι! Βασανι­
Π

σμένοι, άισκιωτοι, άγριοι ε’ς ταΐς σπηληαϊς, εις τά βουνά,


εις τά χιόνια σαν τά θηρία, μέ τά όποια συζούσαμε.
Α.

Οί έμποροι ε’ς τά βασίλεια, καί δσοι νέοι Ισπούδαζαν


ε’ς τά πανεπιστήμια, καί δσοι άλλοι ξενιτευόμεΟα καί
μας έφευγε ή άποκαρομάρα καί τό χασμοριτό τής δου­
λείας κα! 6 φόβος τής τυραννίας, καί έβλέπαμε τά άγαθά,
τα μεγαλεία των άλλων εθνών, ταΐς τιμαίς, ποϋ Ιχαί-
ρετο η πιατις των χριστιανών, εμαθκίναμε καί ποιους
είχαμε προγόνους φοβερούς, ώρεγόμεθα καί ήμεΐς τήν
άναγέννησίν μας, καί ταΐς παλαΐίναΐς δόξαις τής Ελλά­
δος. "Αρχισαν σχολεία είς τό Άϊβαλί, Σμύρνη, Δημη-
τζανα, Γιάννινα, ’Αθήνας, καί έβγαιναν παπάδαις προκομ­
μένοι, καί λαϊκοί καλοί, καί εφωτίζετο ό λαός. ___‘Ο
χζ·
'Ρήγας έστάθη 6 μέγας ευεργέτες τής φυλής
μας, το μελάνι του θά ήναι πολύτιμο ενώπιον Θεού, δσο
τδ κιμά τοο άγιο, έγραψε τροπα'ρια άλλο σόϊ, που έβία-
ζαν τά 4 νά συγγνωμίσουν, έδημοσίευσε καί γεωγραφία
■too τόπου μας, και έβλέπαμε τά ’Ολύμπια, άλλα παι­
γνίδια'Ελληνικά πολεμικά εις τδ ξαμίλι, είχε ή Γεωγραφία
του ζωγραφισμένα και τά πρόσωπα των παλαιών σοφών καί
ήρώίύν" — ‘Ως πότε Παληκάρια νά ζοΰμε εις τά στενά,
από τά πολεμικά' του τραγούδια, τό τελειότερο, περιέχει
μίαν επιθεώρησιν των δυνα'μεων της πατρίδος, δλοι είναι
παρόντες εις την επιθεώρησιν, κανε'νας απών, τά ξεφτέρια
των Άγρα'φων, οί σταυραετοί του Όλυμπου, τά καπλάνια
του Μαυροβούνιου, τά λεοντάρια Σουλιοϋ, Μάνης, καί
Μακεδονίας, καί τά δελφίνια τής θαλάσσης οί Νησιώ­
.

τες, καί οί Χριστιανοί του Δουνάβεως καί Σάβα ποτα­
μού·
Κάλλια γιά τήν πατρίδα κανένας νά χαθή,
Π

Ή νά κρεμάση φούντα γιά ξένον στδ σπαθί.


Α.

(^Εφύλαξ* πίστιν ε’ς την παραγγελίαν του, καί ό Θεός με


αξίωσε, καί έκρέμασα φοϋντα εις τδ γένος μου, ώς στρα­
τιώτης του’ χρυσή φούντα δίν εστόλισε ποτέ τδ σπαθί
μου δταν επερνα δουλευσιν εις ξένα κράτη:.
Έφάνη καί δ Κοραής έπειτα άπδ τον ‘Ρήγα, άνθρω­
πος μέ νου, διατί έπαρακίναε τους σοφούς σάν αύτδν
νά γράφουν άπλά νά άκουη δ κόσμος, καί νά μην ήναι
ή σοφία του; ήλιος βασιλευμένος. Ό Μαρτελάος, (1)
άστραφτε καί έβρόντα εις την άνάληψιν άπδ τδν άμβωνα

(1) Σοφδς Ελληνιστής Ζακυνθιος.


XT)

τής εκκλησίας, πώς δ Κοραής τοδ χαλαει την γλώσσα.


Δάσκαλε τοϋ είπα μί% φορά, (ήμαστε πολλά φίλοι),
μήν πικραίνεις τδ αιμά σου, ούτε την χαλάει, ούτε τήν
φτιάνει, βάφει μέ τήν καλήν βαφην τοϋ καιροΰ του, ποδ
έχει περασίν, ζωήν, χλωρασιά εις τήν ήμερα του. Γαΐς πρβ·
άλλαις που μοϋ έξήγαες τήν ομιλίαν τοϋ Βασιλεως εκείνου,
εις τον πόλεμον τής Τρωοιδος, που λέγει εις τόν πι­
στεμένου του φίλον' Διατί μάς τιμούν οι α/θρωποι, καί
έχομε τήν πρωτοκαθεδρίαν, καί τρώμε από το καλίιερο
οαγι, καί μας χάρισαν οί λαο'ι κήτους, καί αμπέλι* πα-
ραποταμήσ;α; Διά νά χονώμεθα πρώτοι εις τούς κινδύ­
νους. Μήν ειπουν οί υπήκοοι ο τι ορίζονται από άναξίους,
άς πολεμήσωμεν, 0ά δοξάσωμεν τιύς εχθρούς μας μέ τον
θάνατόν μας, ή εκείνοι Οά μάς οοξάοουν θανατωμένοι από
.
τήν λόγχην μτς. Βάρει καλά, πολέμα εύμορφα.

Δεν ήξεόρω άν τά θυμοΰμαι όπως μοϋ τά ’πες, άλ­
λα θά καταλάβαινα τίποτες άν μοϋ τάλεγες μέ τήν γλώσ­
σαν τών παμπάλαιων ανθρώπων ; Θά στεκόμουν σαν Θυ­
Π

μάρι τοϋ βουνοϋ νά σέ ακούω. Όταν μοϋ τά έλεγες, έ­


Α.

λεγε ή ψυχή μου, νά ήμουν εγώ σύντροφός του, μέ τέ­


τοιον Βασιλιά, (εις τά 1812, ή 13 ήτον ή ομιλία του
μέ τον διδάσκαλον Μαρτελάο) μέ τέτοιον Βασιλιά θά πή­
γαινα νά μπήξω τό μπαϊράκι μου εις τό παλάτι του
μεγάλου Κωνσταντίνου, μέ έκαψες ώς μοϋ τά έξεμυστη-
ρευθης απλα. Καλητερο σου, ίσως θά μου ’πής, νά τά έ-
καταλάβαινες καί νά τά ακόυες μιξοβάρβαρα, διωοθωμένα.
Δέν έχουν χάζι, ε?ναι άψυχα. Δάσκαλέ μου, οσα πα­
λαιοί, ήιον νεα μία φορά, καί οσα είναι νέα, θά γηράσουν,
άφισε νά χαρουν τά νειάτα τους, νά ζήση ή ζωή τους,
διατι άπό νηοτη καί ζωή δέν είναι εύμορφήτερο πραγμα
κθ

είς τδν κόσμον. 'Ας ελδωμεν είς τδ προκείμενον, δ Ρήγα;


καί δ Κοραής ήτον έμποροι, χαί οί Ζωσιμάδαις, καί ό Α­
λέξανδρος Βασιλείου, καί άλλοι βοηθοί τοΰ γένους. ’Έμ­
ποροι ηιον, καί άνθρωπο: τοΰ λαοΰ οί καπιταναίοι τής
Γ,Γδρας, Σπετσών καί Ψα^όών, και οί νικοκυραΐοι — νέα
μεγάλη δύναμις της ‘Ελλάδος τά καράβια. ’Απδ τδ πάρ­
σιμο της Κωνσταντινουπόλεως εως ταΐς ήμέραις μας
πολλαΓς φοραΐς μά τήν αλήθεια, έπροσπάθησαν τά τέσσα-
ρα νά πολεμήσουν τδ έ'να δάκτυλο τδ ανδρειωμένο,
άλλα δεν έπέτυχον, δεν είχαν τήν Θάλασσα, διατί απδ
τά δυο στοιχεία, γή καί πέλαγος, τδ δεύτερο είναι τδ
πολιτιμότερο διά ήμας, φεύγουν ή στεριαις, άπδ παντού
άγναντευομε Θάλασσα, καί είς ταΐς ήμέραις μας, Γποϋ
έντεσε νά εχωμεν δΰναμιν Θαλασσινήν, μέ σιταροκάραβα
.
έπολεμήσαμε βασέλα, ό άξιος γεμιτζής πέρνει τά σοβράνα

κοιί μάχεται μέ τήν βοήθεια των ανέμων, καί άς ή^αι μικρδ
τδ καυκί του, αυτήν τήν τέχνην ήξευρε ό περίφημος Μιαουλης
Π

εις ταΐς ναυμαχίαις του μέ τδν έχθρδ, μια φορά μόνον έπε­
σε πολύ σοτοβέντο δ μακαρίτης διά δυστυχίαν μας καί δυσ­
Α.

τυχίαν του, άλλ’ άς μην ξιοΰμε ταΐς πληγαϊς μας. — Τδ


είπε καί ό Θεδς των Ελλήνων πώς ή σωτηρία τής ‘Ελ­
λάδος είναι ή θάλασσα, μέ τδν γοησμόν του νά σωθούν
οί 'Έλληννες είς τά ξυλόκαστρα* δέν εννοούσαν οί ’Αθη­
ναίοι τδ μαντεΐον, δ Θεμιστοκλής τδ εξήγησε, άν τάχα
ό ΐ’διο; δέν έχ-άϋδευσε τδν Θεδν νά τδ ξερωνήση, διατί
ήτον πολιτικός βαθύς-καί πατριώτης. —'Η Γαλλική έ-
πανάστασις καί ό Βοναπάρτης έκαμαν καί άνοιξαν τά
μάτια τους οί άνθρωποι κσλήτερα, οί πόλεμοι μέ τά βά­
σανά τους, καί μέ τά δάκρυοί τους, έρριζωσαν τδ δίκαιον
εις τον κόσμον, έγνωρίσθηκαν τά όρια τής εξουσίας καί
τηί υποταγής, οί βασιλείς δέν είναι πλέον Θεοί της γής,βάν
πρώτα, έπεσε ή μπαρπούτα, τό κόνισμα εκαμε κατάχρησι
τη; χάρης του, ή δικαιοσύνη είναι βασίλισσα καί θαυματουρ­
γή εικόνα των ανθρώπων, ζώα λογικά,—·αλλ όταν είδα οτΐ
εις τά συμβούλια της Βιένα; δέν εγεινε κανένα καλό διά
ημάς, άπελπίσθηκα άπο του; ζενους, και είπα να μήν
εχωμεν ελπίδα λυτρώσ-ιω; άλλην παρά άπο τόν εαυτόν
μας, και από τόν 'Έώιστίν, — ώ; ενα φως μου ήλθε
εις τά μάτια και εχάρηκα, όταν μία ημέρα εσυλλογί-
σθηκα ότι εί; του; πολέμους τής Ευρώπης, εις τά διά­
φορα στρατεύματα ’Αγγλίας, ‘Ρωσσίας, Γαλλίας, Αου-
στρίας θά ήτον βέβαια σκόρπιοι, μισθωτοί 20000 ‘Έλ­
ληνες πολεμικοί. —Έμέστωσε και ή έταιρία, ή φιλική
εταιρία ή όποια έχρησίμευσε ώ; μία σύνοδος οικουμενική
τής Ελλάδος, πλησίον εις τον Ιερέα ήτον δ λαϊκός, κα-
.

θήμενοι εις ενα σκαμνί πατριάρχης καί τζοπάνης, ναύ­
της καί γραμματισμένος, ιατροί καί άρρωστοι, κλεφτό,
καπητανέο: προεστοί καί έμποροι, ή σύνοδος έργάζετο ά­
Π

κοπα' άμο τό χώμα εκείνων που την έφεύρηκαν! έπεσε


εις τά 4 δάκτυλα ώ; μία βροχή, καταπαντισμός, ή επι­
Α.

θυμία τής ελευθερίας μας. ’Εγώ όταν μοΰ ήλθε ή προκύρη-


ξΐς του Γψηλάντη, ή σάλπιγξ τής πατρίδος σας κράζει,
μοΰ φάνη καί αντιλάλησε γή καί ουρανός, καί έβαλα
στραβά τό φέσι μου, καί έχωσα την χούφτα μου εις τήν
χούφτα του σπαθιού μου, καί ένραψα μί γράμματα πύ­
ρινα εις τήν καρδιά μου τό αθάνατο, τό ευλογημένο όνομα,
Αλεζαν$ρος Γψηλαντης. Τα άλλα τά ςέρεις.
Μ=. την ομιλίαν μου τοσο τιμωμενην άπο τό φιλήκοον
τής ακροάσεώς σας δέν σαλπίζω σάλπισμα πολεμιστήριον,
αλλα σαλπίζω καί κηρύττω, όσον ή δύναμίς μου τό κα-
λοί

λεΤ, ταις άρεταΐς πού καί εις πόλεμον χαί εις ειρήνην
στερεόνουν καί δοξάζουν λαού; καί βασίλεια. Εις ώραν
πολέμου δργανον τη; δικαιοσύνης, της μεγαλοψυχίας του
πολίτου είναι το σπαθί εις τά πεδία της μάχη;- εις και­
ρόν ειρήνη; οπλον τού πολίτου, ερμηνεία τη; δικαιοσύνης
του, του θάρρους του, τοΰ χριστιανισμού του είναι δ λόγος,
ή σοφία τοΰ λόγου εις τά συμβούλια του βασιλέως του,
εί; ιό βήμα των βουλών, εις του; ναούς τη; Θεμιδος.
Καλήν ειρήνην, φιλίαν μέ ολα τά κράτη τή; γης χαίρε -
ται τώρα τύ νε'ον Βασίλειον τής Ελλάδος. Και εί; πό­
λεμον καί εις ειρήνην ένα είναι τύ μονοπάτι τή; τιμής,
μία ή δύναμις τής πατρίδος, ή άρεταΐς οσαις έπανηγυ-
ρίσαμεν. *Η φώτισις των αρετών υψώνει τον άνθρωπον
είς την συγκοινωνίαν τοΰ ύψίστου, καί ή μεγαλοδυνα-
.

μία του μας φιλοδωρεί, τύ πνεύμα' του καί ταίς ευλο-
γίαις του. "Η μήν άγαπάιε το μεγαλεΐον τής ‘Ελλάδος,
(καί ποιος των Ελλήνων δέν τύ ποθεΓ;), ή νά μην φεύγωμεν
Π

τύν ίδρωτα καί τήν καλλιέργειαν δικαιοσύνη;, λατρείας


πίστεως καί μεγαλοψυχίας. Πέρα, μακρά πάσα απελπι­
Α.

σία άπύ τήν ψυχήν μας, ή μητε'ρα δυναται νά άλησμο-


νήση νά βυζάση τύ νεογέννητο βρέφος τη;, ό Θεύς δέν μάς
αλησμονά, δέν μάς άποστρέφεται, ου ένθυμηθοΰμε μέ πο'σα
αγαθά μέ ποιαν θείαν εμπνευσιν ευεργέτησε τούς προ-
πάτορά; μας καί εμάς. Μήν αμφιβάλετε, ό Κύριος τής
ζωής καί τοΰ θανάτου έχει γραμμένη εις τήν παλάμην
του τήν ημέρα τής είκοσιπέντε Μαρτίου έτους 1821. —
*Άς στρέφωμεν συχνά τού; οφθαλμούς είς αυτήν τήν
θαυμαστήν ημέρα, καί ά; ήνχι τόσα έτη ό ήλιός της βα-
σιλευμένος, ήμερα που έδυσε, επειδή άγναντεύοντάς την
θά μάς συμβή δ,τι συνέβη εις άρχα'αν τινά φυλήν τής
Ασίας, ή δποία εκήρυξε δτι δποιος πρωτοειδεΐ τδν ήλιον θά
λάβη τό σχήπτρον του τόπου. Συνάχθηχαν πρωινοί, έρα-
αταί πολλοί της βασιλεία;, χαΐ δλοι εχυταζαν πρός τήν
’Ανατολή·/· ένας, ό πλέον ξυπνητό;, φαίνεται, εβλεπε πρός
την Δύσιν, χαί ϊ'δε ταΐς πρώταις άχτίναις τοΰ φωτός νά
χρυσόνουν την χορυφήν ένος Πύργου, έφωναςε, χαΐ έλα­
βε διάδημα και θρόνον. — Κανένας άπό μας δέν θά γίνει
Βασιλιάς ίιατί τόν έχομεν, άλλα θά άποχτήσωμεν εις
τήν πατρίδα μας την Βασίλειον τοΰ πνεύματος, χαΐ της
δικαιοσύνης, από τήν οποίαν Βασιλείαν δεν είναι άλλη
μεγαλήτερη εις τον κόσμον.

Εδώ τελειώνει τά πρώτον μέρος των προλεγομένων μου,


είχα κατά νουν σήμερον ολα μου τά προλενόμενα νά σάς
διαβάσω, και τήν ιστορίαν, τό κείμενον τοΰ στρατηγού
.

Κολοκοτρώνη νά δημοσιεύσω, δείγνοντάς σας τά άνθη στο­
λισμόν τοΰ δένδρου του;, επειδή τά φημισμένα έργα έίς
τό β βλιον είναι ό καρπός τής ημέρας 25 Μαρτίου, τής
Π

οποίας έορτάζομεν φέτος τή·λ τριακοστήν πανήγυριν. Δεν


ευτύχησα ε’ς τον πόθον μου, ώ'.νευσαν τα έργου μου πε­
Α.

ριστατικό, επιρυλάττομαι όμως νά τελέσω τό ποθού-


μενον την 29 Μαι^υ, ή.·.ερα πένθιμος διά την χριστια­
νοσύνην, ως μία αποζημίωσις τά άναρερόμενα εις τό βι-
βλίσν ανσραγαΟήματα, ως άργή άποζημιώσεω
θρήνσυ της 29 Μαίσυ του έτους 1453.

Δ_ν έχω χιρυιαν να χωρησω ο:.το τόσον σεβαστήν ό-


μήγυρίν, αν δέν σα; δώσω, μάλιστα εις τού; νέους, έναν
τύπον τοΰ χα^ακτήνοσ, τής ηθικής φυσιογνωμίας τοΰ γέ -
ρσυ στρατηγό'-, ξωγραφίζοντάς σα: μί 8ύο του άνέχδοτα\
λγ

πόσον δ μακαρίτης λές χαΐ έσερνε μέ μίαν άλυσον μαζή


του το σοβαρό καί το φιλόγελο, και τοΰτο θέλω νά τδ
χάμω διά νά προετοιμάσω άπό τώρα τους άναγνώστας
του εις την σωστήν κρίσιν του βιβλίου του γνωρίζοντας
τον άνδρα. — ’Ακούσετε τα δυο άνε'κδοτα, χαί τελειώ-
νομεν.

Νέος πολύ, χαί σπουδαστής τη; μαθηματικής ό Κύριος


Σ. Π. (συσχολίτης του ήτον, καί δ μακαρίτης Πάνος Κο-
λοκοτρώνης), ενθυμείται οτι έπήγε, δ τότε Μαγιόρος Κο-
λοχοτρώνης πρδς χαιρετισμόν του άξιοτίμου διδασκάλου
Νικολάου Καλύβα, έκάθισε καί άκροάζετο τήν παράδο-
σιν. Τι είναι τοΰτα, λέγει με μιας, που διδάσκεις τά παι­
διά τώρα, — τοΰτο νά τά φωτίσης, — και Ιχύθη μέ
.

γελούμενο πρόσωπο νά, σχίση ενα .Βόλφιον ίν φόλιο, με­
γάλο βιβλίο, νά δείξη πώς φτιάνουν τά φυσέκια. Γ0 δι­
δάσκαλος διά νά σώση τδν Γερμανόν φιλόσοφον έπεσε
Π

μέ τά στήθη του είς τά ία folio — Τά παιδιά εγελου-


σαν καί εκείνα, ως είδαν πιασμένους καθηγητήν καί γέρο
Α.

Κολοκοτρώνην — δ ένας νά φύλαξη τδ βιβλίον του δ άλ­


λος νά τδ χάμη φυσέκια.
Ό ιατρός Καλύβας ήτον θερμός έταιριστής καί οί κίν­
δυνοι του ία folio τον χειμώνα τοϋ έτους 1820.

Τό άλλο άνέκδοτο.
Τήν αρχιχρονιά του έτους 1843, έτους του θανάτου
Ίου, δ γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε εις τό κορφίνότερο μέ­
ρος τής νεοκτισμένης κατοικίας του, νά αποφυγή τούς πολ­
λούς χαιρετισμούς τής ημέρας — άπό τά γερατεΐα, και
τάς άσθενείας έπεθυμει άνάπαυσιν* άγνάντευε άπό τά πα-
λδ'

ράθυρα, καί τ·ήν πρασινάδα των έληών, καί την πόλιν τβν
’Αθηνών. Οί στενοί του γνώριμοι δμως ανέβαιναν καί εχεΐ
νά του ευχηθούν την χαλήν χρονιά. Ο Κύριος Σ. Π. θεα­
τής άλλοτε εις τήν παιδικήν του ηλικίαν των κινδύνων του
Βολφίου έπηγε πρός χαιρετισμόν· είχε μαζη του και νέον
νεοφερμένον από ταίς άκαδημιαις τής Γερμανίας. Κατα
πώς άρχισεν δ φίλος τήν εϋχην τοΰ έτους, και ομιλίαν
διά τόν σπουδασμένον νέον, κατά τύχην έπερνουσαν λεί-
ψανον νεκρού άπό τόν δρόμον. Ή ψαλμωδία τους έσυρε
εις τά παράθυρα. Είπε τότε ό γέρος, ’Αν ειχαμεν έδώ τον
Περσιάνον φιλόσοφον, θά μας Ιλεγε άν πάγη εις τήν κό-
λασιν, ή εις τήν Παράδεισον. Είναι καμμία Ιστορία; εΤ-
πεν ό φίλος. — Είναι, άπεκρίθη δ γέρος. — Θά μάς τήν
είπεΐς ; — Μετά χαράς. — Τον παλαιόν καιρόν ήλθεν έδώ
.
εις τάς ’Αθήνας ένας περιηγητής φιλόσοφος της Περοίας,

τόν συναναστρέφοντο οί εκλεκτοί ’Αθηναίοι, αγαπούσε τήν
συντροφιάν τους, καί οί ’Αθηναίοι τήν έδικήν του. Μία
Π

φορά χαθήμενοι είς τά μεντέρια τους, έπέρασε λείψανο,


καθώς τώρα — μακρυά από σάς ποΰ είσθε νέοι, καί εγώ
Α.

έφαγα τό ψωμί μου — καί ώς έδιάβαινε ακόμη ό νεκρός,


χτυπάει ταΐς παλάμαις του δ περιηγητής φιλόσοφος, έρ­
χεται δ γραμματικός του' πήγαινε του είπε, νά ΐδής, άν
δ αποθαμένος πηγαίνει είς τήν κόλασιν, ή εις την παρά­
δεισον' έπηγε ό γραμματικός, έπέστρεψε. — Πάει Κύριέ
μου, είπε, είς τήν κολασιν· — Επήγες εως ει’ς τό κοιμη-
τηριον , — Επηγα. — Οι Αθηναίοι, άν καί φύσει πε­
ρίεργοι πολύ, πλήν δια να μήν προδώσουν αμάθειαν είς
ενοι βάρβαρον, ώς φιλότιμοι έφύλαξαν σιωπήν, καί δέν
έρώτησαν τόν φιλόσοφον, πώς πηλός τής γϋς *Χβ'μη, κ«ί
ξένος τών Αθηνών μαντεύει τά κρύφια, καί άδηλα*
u

ως φρόνιμοι απέδιδαν είς τήν σοφίαν too, όχι τοΰ ψυχο-


γοιοΟ του τήν δύναμιν τη; προγνώσεως. Έπειτα άπό και­
ρόν τυχαίνοντας πάλι μαζη ο\ ίδιοι φίλοι, καί περνώντας
λείψανο, δ Περσιάνος μέ τά παλαμάκια έφώναξε τόν γραμ­
ματικό, τον έστειλε νά μάθη τήν πορείαν του νεκρού.
Έπηγε, επιστρέφει, τοΰ λέγει, Παγαίνει είς τήν παρά­
δεισον. — Καλό φθάσιμο, ε!πε, μέ πρόσωπο χαρούμενο
καί σοβαρό δ φιλόσοφος. — Οί ’Αθηναίοι έστενοχωρήθηκαν
τότε άπό τήν περιέργειαν, καί τον είπαν, Λέν σ’ έρωτή-
σαμεν την πρώτην φοράν, σ’ έρωτοΰμεν τώρα, πώς έσυ
μαντεύεις τήν τύχην, διαβάζεις τό γραφτό της άθανα-
σίας του καθενός; ποιον μυστικόν γνώρισμα, ποιον τη-
λεσκόπιον χαρίζεις είς τόν δποτακτικόν σου; — Τό πράγ­
μα είναι απλό, άπεκρίθη’ ή οργή του κόσμου, ή κατάρα των
.

συμπολιτών συνοδεύει είς τήν θανήν τους τους κακούς αν­
θρώπους, πρόδρομος τά αναθέματα τής κρίσεως του Θεού.
’Αλλ’ ή εύλογίαις τών ανθρώπων συνοδεύουν τους άγα-
Π

θους άνδρας, καθένας διηγείται μέ δάκρυα τά άγαθοερ-


γήματά τους, καί ρίχνει μέ τρέμουσαν παλάμην χώμα
Α.

είς τόν τάφον τους.


Τελιόνοντας ή ιστορία του Περσιάνου, δ Γεροκολοκο-
τρώνης ε!πεν είς τόν φίλον, άς Ιλθωμεν είς τήν πρώτην
μας ομιλίαν, έπειδή δ αποθαμένος μάς είχε πάρει τόν
λόγον. Μοδ έλεγες 8τι ή εύγενεία του έρχεται άπό ταΤς Ά-
καδημίαις τής Ευρώπης, τι έσπούδαξε; έσπούδαζε, άπάντησε
δ φίλος, ποια μονοπάτια πάνε άπό τόν κόσμον είς τήν κό-
λασιν, ή εις τήν παράδεισον. Εύγε του, είπε δ γέρος,
άλλά φυσικά δέν θά στένει τό τζατη'ρι του είς τόν έναν
δρόμον ή τόν άλλον αδιάφορα, άλλά θά αηδιάζει τόν πρώ­
τον καί θά όρέγεται τόν δεύτερον. — Βέβαια, είπεν δ
w
φίλος. __ "Αν ήναι ετζι, άς άκοόση και εμέ τήν γνώ­
μην, ποιο είναι το καλέ μονοπάτι, καϊ άς μήν ήμ*ι φι­
λόσοφος* άφοΰ ήλθε πρωτοχρονιάτικα νά μέ εύρη, νά
τοϋ δώσω Άϊβασιλιάτικα. Είς τήν Εύρώπην έμάζωνε Αϊ-
βασιλιάτικα από τους καθηγητάς του, χρυσάφι καθαρό, τό
δικό μου είναι σμιγμε'νο μέ χώμα πολύ, άν τοΰ φανη
πώς αξίζει, ά; τό παστρέψη, άς τό καθαρίση νά δείξη
τήν λαμπηράδα του. Βλέπετε τούτον τον όντά, είναι α­
στόλιστος, καθίσματα δεν εχει, οί τοίχοι ξεροί, — τού­
τη είναι ή 'Ελλάδα καθώς έμεΐς σάς τήν παραδόσαμεν,
εμείς οί γέροι είς τούς νέους. ’Εμείς είς τά 1821 Ικα-
θαρίσαμεν τόν τόπον, έκουβαλίσαμεν τά λιθάρια, έκτί-
σαμεν τήν οικοδομήν, εσείς θά έντυσετε τά γυμνά τείχη,
θά φέρετε ταΐς πολυτιμαις ζωγραφιαίς, θά στήσετε τά
.
εύμορφα τραπέζια καί τούς καθρέφταις, τούτο θά κάμη

ή προκοπή σας καί τά γράμματα, — καί ή εΰχαίς των
συμπολιτών σας, καί τά έργα σας θά σας άνεβα'σουν είς
τά λιμέρια αθάνατα των δικαίων. Κύριε Μ., ώς μού
Π

λέγει δ φίλος, είσαι από νησ! γνωστόν μου διά τήν φι-
Α.

λογένειάν του (I) φέρε είς τό έθνος σου τήν μάθησιν των
Ευρωπαίων, ή ^όποία, ώς ακόυσα άπό τούς καλητέρους
μου, είναι καί επιστήμη Ελληνική. — Άπό ταίς στεριαίς
τής γεννήσεώς μας έφυσησε έκεϊ αέρι ευτυχισμένο σοφίας,
φέρε είς τά έπιστρόφια τήν νύμφη. "Ετσι έκαμε ό σοφός
ο Ρήγας, έτσι ό Κυβερνήτης, διατ! αγαπούσαν τό γένος
τους, και εις κολυμβηθρα αίματος έβαπτίσθηκαν τέκνα
πιστά τής Ελλάδος. 01 άνθρωποι τούς βράβευσαν βρα-
βεΐον θανάτου, άλλά τό τελεσκόπιον τοΰ φιλοσόφου τής

(1) Κεφαλληνίαν.
λζ'

Περσίας δέν άγναντευει εις τά ίδια καθίσματα φονεΤς καί


αθώους. ΓΗ φιλοσοφία είναι φως της ψυχής, έρχεται εύ-
θΰς έπειτα άπδ την θρησκείαν φως φοτεινότερο. Τά πρω­
τεία εις τον σταυρό! καί δόξα αιώνας αιώνων εις τους
σταυρωμένους διά την πίστιν καί διά τδ γένος ! Σας μοί­
ρασα τά στρενιάτικα, δέν έχω άλλα, τά Ισωσα. Καλή
μας χρσνιά, με υγείαν.
Άποχαιρειήθηκαν οί δυο φίλοι άπδ τον Κολοκοτρώνη
μέ θαυμασμόν αγάπης διά ταΓς όρμήνιαιί του, ή τδ ’Α'ί-
βασιλιάτικο φίλευμα.
Δυο μήνες έπειτα, οΰτε, δ Κύριος Σ. Π. ταΐς 4 Φε­
βρουάριου είδε μέ τά φυσικοίτερα χρώματα ίστορημένην
την σοφίαν των λόγων του ξένου φιλοσόφου, καί τοΰ
.
διερμηνέως του στρατηγού, όταν τδ πένθος όλων των ‘Ελ­

λήνων, ή εΰχαΤς, τά απαρηγόρητα κλάϊματα έπρόσφεραν
εις τδν οΰρα'νιον διχαστήν τά πιστότερα πιστοποιητικά
των καλών έργων καί τών ιδρώτων του καλού *£λληνος
Π

διά την ελευθερίαν τής πατρίδος του.


Α.

"Αν τά προλεγόμενά μου, σεβαστοί άκροαταί, δέν σας


φαίνονται επιζήμια εις τά συμφέροντα τής ‘Ελλάδος, κα-
λαΤς αντάμωσες πάλαι, άν θέλη δ Θεδς, ταΐς 29 Μαίου.
Α.
Π

.
'Eva; άπέ τέ Ρουπάκι, πλησίον του χωρίου Toupxe-
λέχα, αφοω εχάλασε τέ χωρίο του, άνέχωρησε καί ήλθε
είς τέ Λιμποβισι είς τον πρώτον τοΰ χωρίου, εδώ κ’ 300
χρόνόϋς’ αυτές έφάνή έξυπνος καί δ Δημογέροντας τέν ε.
χαμέ γαμβρέν καί κληρονόμον της κατάστασεώς του όλης,
έλέγετο Τζεργίνης. — μέ αύτέ τέ ένομα ευρίσ'χονταε μία
εξηνταριά οίκογένειαι εις τήν Μεσσηνίαν. — Αυτές είχε
κάμει ενα ωραιότατο παιδί καί τέ εΐχε πιάσει ένας Μπου-
λούμπασης’Αρβανίτης καί τέ αλυσόδεσε, έλέγετο Δημητρά-
κης. Οί Άρβαϊται δΧόΰ τέν φύλαγαν Ιπηδούσαν είς τάς
.

τρεις καί δ Μπουλοόμπασης του είπε, άν πήδα νά του
βγάλη τάς άλύσους· δ Δημηράκης άπεκρίθηκε, οτι πήδα
καί μέ τάς άλύσους, καί άν τους πέραση νά τον άφίνη ελεύ­
Π

θερον’ δ ’Αρβανίτης τέν ύποσχέθη νά τέν έλευθερώση, άν


προσπέραση τους άλλους πηδώντας, άλλ’ αυτές τέ ύπεσ-
Α.

χέθη ώς άνέλπιστον.— Έπήδησε, τούς έπέρασε και τέν


άφηκαν ελεύθερον. Αυτές έπανδρεύθηκε. έκαμε τρία παιδιά,
ονομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καί Δήμος- αυτοί ήσαν
νοιχοκυραιοι μέ τά χωράφια τους μέ 500 πρόβατα καί
GO άλογογέλαδα’ έπιάσθησαν μέ τού; αντιζήλους των καί
έσκοτώθηκαν. Έπέρασαν είς τήν 'Ρούμελην 12 χρό­
νους έκαμαν με τούς κλε'φτας, επιστρέφουν είς τήν Πε­
λοπόννησον μέ 15 'Ρουμελιώτας- οί Τούρκοι τέ μανθά­
νουν, τούς πολιορκούν, σκοτόνουν ενα, καί οί άλλο: έγ.
λύτωσαν δ Λήμος έπήρε διά γυναΐκά του τήν θυγατέρα τού
Καπεταν Χρόνη άπέ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπήτι. Τότε
1'
ήταν, όταν ο Μοροζινης έκυρίευσε τόν Μωρία. Καί έπΐ
Βενετζάνων δέν ήτο παρά ΚαπεταναΤοι· το παιδί αύτοΰ του
Δήμου ώνομάσΘη Μπότσικας χαΐ άφησε τ’ όνομα της γα­
μήλιας του, οπού είχαν, τζεργιναιοι* ώνομα'σθη τοιοΰτος,
διότι ήτο μικρός χαΐ μαυρουδερός. Έίς τόν καιρόν του Μπό-
τζιχα έμβήκαν οι Τοΰρχοι είς Μωργίά· οί Χρυσοβιτσιώ-
ται, Λιμποβισιώται, χαΐ ο! ’Αρχουροδεματΐται έπηγαν καί
έπολε'μησαν εις του Ντάρα τόν Πύργο 6000 Τούρκους· αυ­
τοί έχαλάσδησαν καί έγλυτωσε ο Μπότζιχας* αυτός είχε
ενα παιδί Γιάννη, καί ένας ’Αρβανίτης είπε βρε' τί Μπι-
δεκούρας είναι αυτός· Δηλαδή πόσον δ χωλός του είναι
σαν κοτρόνι, καί ετζι του εμεινε τό όνομα Κολοχοτρώ-
νης. Ο Μπότζιχας έσχοτώθη, ο Γιάννης έχρεμάσθη εις
τήν Άνδροΰσαν· ώστε από τά 1553 δπου εγάνηχαν είς
.
τά μέρη μας Τουρχοι, ποτέ δέ τους άνεγνώρισαν, άλλ’

ήσαν είς αιώνιον πόλεμον.
Π
Α.
Έγεννήθηχα είς τά 1770 ’Απριλίου 3 τήν δευτέραν της
Λαμπρής. Ή αποστασία της Πελοπόννησου έγινε εις τά
1769. Έγεννήθηχα ει’ς ενα βουνδ είς ενα δένδρο άποκά-
τω, εις τήν παλαιάν Μεσσηνίαν, δνομαζόμενον ‘Ραμαβοΰνι.
δ πατέρας μου ήτον άρχηγδς των άρματωλών είς την Κόριν­
θον* Κάθεται εχεΐ 4 χρόνους' αναχωρεί άπδ την Κόρινθον διά
την Μάνην* έβγαινεν άπδ την Μάνην καί έκυνηγουσε τους
Τούρκους* Είς τους 79 ήλΟεν ό Καπετάμπεης με τδν Μαυρο-
γένην, καί ερχόμενος ερριξεν εϊς τους Μύλους χαΐ ’Ανάπλι·
.
Έστειλεν είς ολην την Πελοπόννησον μπουγίουρτί, (προ-

σχυνοχάρτι) καί έπήγαν καί έπροσκύνησαν τδν Καπετά-
μπεη είς τους Μύλους. Εις τ δν πατέρα μου έστειλε χω-
ριστδ μπουγίουρτί, νά ελθήτε νά βγάλουμε τους ’Αρβα-
Π

νίταις καί νά εύρη δ ραγιάς τδ δίκιο του. Ό πατέρας μου


Α.

έχίνησε μέ χίλιους στριτιώτας, καί επιασε τά Τρίκορφα,


είς τήν Τριπολιτσάν* δέν επήγεν είς τδν Καπετάμπεη
διότι έφοβεΐτο. 'Ο Καπετάμπεης ΙοηχώΟηχεν άπδ τούς Μύ­
λους, έπήρεν 6,000 ταγχαλάχια, καί τούς κλέφταις 3,000
καί έπήγεν είς τά Δολιανά, Τριπολιτσα, καί ερριξεν τδ
δρδί. Ό πατέρας μου σαν ήτον ς’ τά Τρίκορφα, του έ-
στειλεν δ Καπετάμπεης νά πάγη σέ δαύτονε διά νά τδν
προσκύνηση. Ό πατέρας μου άποκρίθηκε δέν είναι και-
ρδς νά έλθω νά προσκυνήσω' οί ’Αρβανίτες είναι είς τήν
Τριπολιτσά, ήμπορουν νά πιάσουν τον άγριον τόπον, καί
νά σκορπίσουν τότε μέσα είς τήν Πελοπόννησον, ν α­
χούν τδν τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μ π ι ν ί-
β , α γ ι ά τους Κα * ιιβ* #ίοϋ« *ι’ί*« 8ti
ιόν εαυτόν του. Τον καιρόν ’που έζυγωσε το στράτευμά τό
Τούρκικο εις την Τριπολιτσάν xt’ έπολιορχουσε τους Αρ-
βανίταις, εχώρισαν 4,000 Τούρκοι άρβανΐτες , νά τόν
έβγάλουν από τά ταμπούρια* *»ί αυτός άντεσταθηχε καί
τούς έχυνηγοϋσε,καί έμβήχαν πίσω. Ηλθαν τα στρατεύματα
τά Τούρχιχα του Καπεταμπεη εως τόν άγιον Σωστήν πάλι
'βγαίνουν 6,000 διά νά πάνε εις τόν πατέρα μου, χαΐ αυτός
πάλι τούς άντέχρουσε. Είδανε δτι δεν ήμποροΰν να βαστάζουν
οί άρβανϊτες μέσα εις Τριπολιτσά, διατι δέν ητον τότε
τειχογυρισμένη· έσυνάχθηχαν δλοι καί πάνε εις τόν πατέ­
ρα μου, καί αυτός τούς έστάθηχε μέ ορμήν, καί τούς έ-
γύρισε κατά τον κάμπον' ενώθηκαν καί άλλοι χαπεταναιοί'
έμβήχαν εις τά χωράφια, εις τόν κάμπον τούς έσκότωσεν
.
ή καβάλα ώς οι θεριστάδες· επεσεν ή καβαλαρίά μέσα

καί τούς έθέρισαν άπό τήν μίάν μέριαν, ή καβαλαρίά,
άπό τό άλλο μέρος ό πατέρας μου. ’Απύ 12,000, έπτακό-
Π

σιοι άπέρασαν εις το Δαδί. "Οταν τούς έπολέμησε ό πατέρας


μου τοΰ έλεγαν. Κολοκοτρώνη δέν κάμεις Ισάγι—τΐ νισάφι
Α.

νά σάς κάμω όπου ήλθετε κι’ έχαλάσατε τήν πατρίδα μου,


μας πήρατε σκλάβους καί μάς έκάματε τόσα καχά* τοΰ
άπεκοίθησαν — έφέτο ’δικό μας, τοΰ χρόνου 'δικό σου. Τά
κεφάλια των Αλβανών εοτιασαν πύργον εις τήν Τριπολιτζα.
Ησύχασεν ή Πελοπόννησος. Τούς SO έχατέβη δ ίδιος
ό Καπετάμπεης και ’χάλασε τόν πατέρα μου και τόν Πα-
ναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ήλθεν ή αρμάδα εις τό Μα-
ραθωνήσι· τά στρατεύματα στεριάς και θαλάσσης. Ή κα-
στανιτζα αποικία, δπου ήτον ό Κολοχοτρώνης κι’ ό Παναγιώ-
ταρος, εξη ώρας μακράν από τό Μαραθωνήσΐ' ν£ρχοντας
η άρμάοα, ό Παναγιώταρος,ώς Μανιάτης,έπροσκάλεσε βοή-
0εια άπδ τους Μανίάταΐς, καί οί Μανιάτες ΰποσχέθηκαν οτι
πανε βοήθεια* καί δ δραγουμάνος ό Μαυρογένης ώς "Ελλην
καί τεχνίτης έκαμε τδν Μιχάλη - Τροπάκη Μπέη καί διά νά
τον κάμη Μπέη άλικώτισε τήν βοήθεια κι’ έπήρε τδ Κάστρο.
Έπηγε τδ άσχαϊρι 14,000, καί τους έπολιόρχησε, μία
ώρα στράτα αλάργα έστησε τδ δρδί. Έστειλεν ό Σερασκέρης
Ά λ ή μ π ε η ς ένα γράμμα διά νά προσκυνήσουν καί νά
του δοισουν ένέχειρα ε»α παιδί ό ένας καί ένα δ άλλος, καί
νά τραβίξη χέρι άπδ δαύτους* αυτοί άπεκρίθηκαν: δέν προ-
σκυνοΰμεν, θέλομε πόλεμο καί οποίος μείνει νικημένος άς
προσκυνήση. Αΰτδς ήλπιζε άπδ τήν Μάνην βοήθεια. Τους
’πολιόρκησαν τά Τουρκικά στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια
καί βόμβαις^τους πολεμούσαν ήμέρα και νύκτα* ούτε ή
.
βόμβες τοί»ς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως έπολέμησαν

12 ήμέραις καί 12 νύκταις μέ άνδρεία καί γενναιότητα. Ό­
ταν είδαν οτι βοήθεια δεν έρχεται, άποφάσισαν νά φύγουν
άπδ τους πύργους* οί πύργοι ήτον δύο, καί δ ένας ήτον του
Π

πατέρα του Παναγιώταρου, καί δ άλλος ήτον του ^Ιατέρα


Α.

μου καί του Παναγιώταρου* δ Πατέρας του Παναγιώταρου


ήτον 80 έτων ώ; καί ή μητέρα του, καί μήν ήμπορώντας νά
φύγουν είς τδ γιουρούσι μέ τά άλλα γυναικόπαιδα, είπε
του Παναγιώταρου καί του πατέρα μου, βάλτε φωτιά
ς’ τους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ* έμεινε μ’ ένα δούλο
καί μέ τήν γυναίκα του καί δούλα μέ σκοπδν νά πολεμήση
έλπίζοντας νά έλθη βοήθεια άπδ τά παιδιά του έπειτα. Ό
πόλεμός του ήτον μέ τδν δούλον, ή τέχνη του μεγάλη* είχε
φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ του; Τούρκους. Αυτοί ’πού έπολε-
μούσαν μέσα έπεσαν εις τδ δρδί τού Σερασκέρι, μέ τά
σπαθία εις τδ χέρι, μόνον τρεΤς έσκοτώθηκαν άνδρες, καί-
μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι* καί
ετζι έμειναν δύο αδέλφιά μου σκλάβοι, τό ένα τριών χρό­
νων, καί τό άλλο ενός* άλλο δύο έσκλαβωθηκαν, και έπειτα
ελευθερώθηκαν. Όταν έκαμαν τό γιουρούσι επίασαν τα
βουνά οι Τούρκοι διά νυκτός· έβασιλευσε τό φεγγάρι εις
την μέσην νύκτα, καί βασιλεύοντας τ4 φεγγάρι εβγήκαν
νίκτα μικρή κα! δεν έλαβαν καιρόν νά φύγουν κατά τήν
Μάνη- έπήγανς’ τούς λόγκους κ έπήρε ήμερα. Τον Πα-
ναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν κ επειτα τόν εσκο-
τωσαν οί Μπαρδουνιωτες.· ‘Ο πατέρας μου εσκοτωθηκε
μέ δύο του αδέλφια, ’Αποστόλη κα! Γεώογη, δ ένας εις
τόν λόγκον, ό άλλος μοναχός του διατί έλαβωθηκε- εγλυ-
τωσεν ένας μπάρμπας μου ’Αναγνώστης άπό τούς κλεισμέ­
νους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. ’Εγώ, ft μάννα μου,
ή αδελφή μου έγλύτωσαν μέ τά παληκάριοτ τοζ πατέρα
.
μου. Εις τό γιουρούσι έλαβώθηκε μέ σπαθί ό Κωνσταντής

Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ένός Τούρκου φίλου έσκοτώ-
θηκε, δέν έφάνη τύ κεφάλι του" οί φονεΐς του τόν έσκότωσαν
Π

και τον έκρυψαν διά τό β,ιό του, οσα ειχεν απάνω του·
σέ τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κολοκοτρώνη Κωνσταντή'
Α.

άπό τό μικρό δάκτυλον τόν γνώρισαν όπου είχε γυρισμένο


από μία σπαθιά τουρκική' τόν είχαν κρύψει εις μίαν τροο-
πα τής "ΑρνηςκαΙ Κοτζατίνας, τόν έθαψαν έπειτα εις τήν
Μηλιά· ήτον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλή-
γωρος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες· 33 χρόνων, μέ-
τριος, μαυρομμάτης, λιγνός· οί ’Αρβανιται τόν είχαν τόσο
τρομάξη πού έκαμναν δρκον : νά μη γλυτώσω άπό τού Κο-
λοκοτρωνη το σπαθί-700 μπουλουκτζίδαις έσκότωσε πριν.
Ό Παναγιώταρος ήτον Γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά,
σόι άνθρωπος άσπρος, 37,38 χρόνων. Εις τήν Άνδρούσαν
εσκοτωθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τόν έκδίκησε
= 9 =
δ υιός του. Ό γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τοΰ εκο ψαν χέρι
καί πόδχα καί τίν έκρέμασαν. Ό γέρων Π ατέρας του Πανα-
γιώταρου έπολέμαε άπδ τδν πύργον καί έμαρτύρησε τό
φυτ£λ( δ δούλος που έπροσκύν/;σε, καί τον γέροντα τον
έπίασαν ζωντανόν. Ό Καπετάμπεης έρώταε: διατί δεν προ­
σκυνάει*— τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβε­
ται*—τοΰ έκοψαν χε'ρι καί πόδια, τδν κατράμισαν.
Έμείναμεν ει’ς τήν Μάνην ήμεΐς εις την Μηλιά, μέ
τδν θειον μου τδν ’Αναγνώστη εξαγόρασα τα σκλαβομένα
παιδιά, τδ ένα άπδ την 'Ύδραν, τδν Γιάνη καί τδν Χρη­
στό, καί έκάτζαμεν 3 χρόνια εις τήν Μάνη. Είχαμεν
ελλείψεις, ήλθαν οί άλλοι οί μπαρμπάδες μας άπδ τήν Μάν­
ναν μου λεγόμενοι Κοτζακαΐοι και μας έπήραν εις τήν 'Α-
.
λωνίσταιναν. Έπήγαμεν αγνώριστοι, μας έμαθον έπειτα καί

έοοβούμεΟα τους Τούρκους. Ό Μπάρμπασμου δ ’Ανα­
γνώστης ήλθε, επειτα εις του Λεονταρίου τήν επαρχίαν,
είς τήν άκοαν τής Μάνης, Σαμπάζικα. Έκαμε συμ­
Π

πεθεριό μέ έναν ’ντόπίον προεστόν, τοΰ τουφεκιού άνδρα,


Α.

τδν έλεγαν Γεωργάκη Μεταξάν. ,Έδωκε τήν θυγατέρα


του, έφτίασε σπήτι. Μανθάνοντας οτι δ θεΐός μου έκα-
μεν αποικίαν εις τδ Άκοβον, έφόγαμε καί έπήγαμε εκεί.
Σάν έκαθόμαστε έκεΐ, άλλα μπουλούκια κλέφταις μ’ έ­
βαλαν άρματωλδν εις τήν επαρχίαν τοΰ Λεονταριοΰ κατά
τών κλεφτών, καί εμπόδιζα τδ Βιλαέτη μέ χατήρι.— I ί»
χρονών ήμουν τότε— Έγεινα 20 γρονών, ύπανδρεύθηκα
καί έπήρα ένδς πρώτου προεστού τοΰ Αεονταρ^οΰ, τδν
δποΐον τδν ’χάλασε ένας Πασά; εις τδ ’Ανάπλι. Έκτισα
σπήτία, έπήρα προικιό έλσαΤς, αμπέλι, έγεινα νοικοκύρης,
έφύλαγα καί τδ Βιλαέτη* έστεκόμαστε πάντοτε μέ τδ
τουφέκι* μας έφθόνησαν οί Τούρκοι καί ήθελαν νά μάς
== 10 =
σκοτώσουν, δέν ήμποροϊίσαν όμως, διότι ο τόπος ήχον σέ ά­
κρη- χαί έπολεμουσαν (νά μα; χαλάσουν) μέ κάθε τέχνη
έστελναν μία καί δυο φοραΐς έκατδν καί διαχόσιους στρα-
τΐώτας διά νά μα; χτυπήσουν δέν μας είχαν εις το χέρι
χαΐ δέν μας πείραξαν. Είδαν οτι δέν είχαν διαφορά
μέ τήν τέχνη έβγήιαν φανερα' επηραμε χαμπέρι, έ-
φύγαμε. Οί Τούρκοι αφάνισαν ολα τά αγαθά μας, χαΐ
έδωσαν διαταγήν : οπού άκουσθοΰμε νά μας χαλάσουν.
Έμεινα μέ δώδεκα Κολοκοτροναίους μικρώχεροι εις τήν ήλι-
χίαν έπήγαμεν εις τήν Μάνην, άφήχαμεν ταΤς φαμίλιαις μας
χαΐ έπειτα έγυρήσαμε, έσηκωθήκαμε φανερά, έσυνάξαμε
στρατιώτας πότε GO πότε δλιγωτέρους. Έμείναμε 2 χρό­
νους κλέφταις- έπειτα ϊ’δαν πώς δέν έμπορουν νά μας κά­
μουν τίποτε καί μας έβαλαν πάλαι αρματολούς. είχα
.
τδ Αεοντάρι χαί τήν Καρυταινα, έχαμα, 4, 5 χρόνους αρ­

ματολός. ‘Ο ’Αναγνώστης Κολοχοτρώνης δίδεται εις τήν
μέθην διά νά άλησμονήση χά συμβάντα. Τδν μεγαλήτε-
Π

ρον του παχρός μου αδελφόν τδν έσχότωσαν εις τδ Λε-


οντάρι έπειτα, χαί του έπήραν τδ κεφάλι (χέρι κομμένο
Α.

εις τήν νεότητά του). ’Απδ 40 χρόνων άοχήνισε, καί ά-


ποθανε εις τά 52. άφησε παιδιά 3 άρσενικά, Γιανάκη,
Δημητράχη, Γεωργάχη· άφησε καί επτά θηγατέραις. Έ­
νας αποθανε απδ τδν θάνατον του άπδ έξη αδέλφια του
Πατρός μου.
Οτανε ιμεθα αρματολοί, τά παιδιά μας ήταν εις τήν
Μάνην, εις την Καστανία τήν μεγάλην εις τήν Μάνην έπη-
γαίναμε εις ταΐς σημαντιχαις ήμέραις όταν είμεθα αο-
ματωλοί. Εις τήν Μάνην πάντοτε έπηγαίναμεν βοήθεια
εις τον Μπει Κουμουντουοάχη, εις ταις χρείαις τους καί
Ιδοηθοόσαμε τδ μέρος τους. Ό Καπετάνιος Κωνσταν-
= II =3.

τής Δουράκης, φίλο; του Πατρός μου καί οι Κυτρινίαραΐοι.


ανοίγουν πολέμους. Ήμεΐς μεντάτι. Είχαμεν χλεισμί-
νον μίαν φοράν τόν Νικόλαον Κυτοιννίάρη, ιόν πολιορ-
κήσαμεν, καί σαν (τρώγονταν άδελφόξαδελφα έρ’ριχναν
τουφέκια εις, τόν άέρα. Οί Μανιάτες τον ’στενοχώρησαν
καί ώμίλησε να παραδοθή, καί (ζήτησε εμέ. Δεν ητον να
παραδοθή, αλλά νά μέ σκοτώση μέ άπιστίά" (βγήκε έζω
εις του Πύργου την πόρτα, καί είχε βάλλει τους ανθρώ­
πους μέσα, νά παραδοθή. Οί άνθρώποι του μέ αδέιασαν
έξη τουφέκια· εγώ ήμουν κοφτά καί δέν μ’ έπήραν, έπεσα ά-
ποκάτω άπό τον θόλον της πόρτας του πύργου,οΐ δικοί μου (-
νόμισαν οτι μέ σκότωσαν καί ήθελαν νά σκοτώσουν τους συγ­
γενείς του Κυτρινίάρη .... άλλοι λέγουν, oyt, νά πάρωμε
τόν Θεόδωρον. Ήλθεν δ αδελφός του Κυτρινιάρη, καί τον
.

’πήρα εις τον ώμον, κ ’ έπροφυλάχθηκα, καί τήν νύκτα έβα­
λα φωτιά εις τδν πύργον καί έπαραδύθηκαν1 ό αδελφός του
ήτον μέ ήμας' Τότε τά αδέλφιά τους μέ είπαν : νά κάμω
Π

ο,τι ϋελω εις εκείνους οια την απιστία. Jiyw είπα, οτι εαν
ό θεός μ’ (φύλαξε, τους χαρίζω τήν ζωήν. ‘Ο Ζαχαρίας
Α.

(βοηθούσε τους άλλους· έπολεμούσαμε καί έπειτα (σμίγαμε*


έξω· ’ϋγώ ύπεστήριζον τόν Μπε'ι'ν. Ό Μούρτζινος άντιφέρετο
μέ τόν Μπέϊν καί μέ τόν Καπετάνιο τόν φίλονμου. "Ενα
ή δύο μήνες τό καλοκαίρι έπρεπε νά βοηθήσω τους ’δι­
κούς μου.
Εις τους έξη χρόνους έπάνου, έβγαλα τά παιδιά μου
εις ένα χωρ^ό Γιάνιτζα πλησίον τής Καλαμάτας, διατί
μου ήρχετο καλήτερα διά τήν ζωοτροφίαν. Ή Μάνη (φ­
θόνησε τόν Μπέϊ- ήλθε καί ό Σερεμέτ—μπεις, διά νά
βάλλουν τόν 'Αντωνόμπεϊ Γληγοράκη. Ήλθε ό Μπέϊ; ό
Κουμουντουράκης εις τήν Καλαμάτα μέ 60 ανθρώπους, εγώ
= 12 =

είχα 18. Μέ εμπόδιζαν νά βοηθήσω τ4ν Κουμουντουρακη,


άλλα έπρεπε νά τ4ν βοηθήσω εξ αιτίας τής φιλίας 3,000
Τούρκοι καί Μανίάται πηγαίνουν κατά του Κουμουντουρακη.
Βλέπω μακράν μπαϊράκια εις ταις Καπετανίαις (ψυχικό)·
συμβουλέυσα νά μήν πάμε μέσα εις την Μάνη, ήθέλαμε νά
πίάσωμε το Κάστρο του Κουμουντουρακη 4 ωραις μα*
χρσά άπ’ την Καλαμάτα. Οί Καπετανάκιδες καί άλλοι
Μανιάτες μας πολέμησαν, έλαβώθηκα .. .. τ4 άλογον , . ..
λάφυρα............πίάνωμεν ενα πύργον ..... ό Κου-
μουντουράκης. Έπιάσαμε τ4ν πύργον, έπειτα διά νυκτός
άνέβημεν είς τ4 Κάστρο. Ή πατζαοΰρες (τής λαβωματιάς)
ήτον μέσα. Ό ΠαναγιώτηςΜούρτζινος καί ό Χριστέας φί­
λοι πατρικοί, τούς γράφω ενα γράμμα: μέ κάθε συμβι-
βασμ4 νά έβγω, νά υπάγω είς την Μάνην νά γΐατρευθω.
.

01 Μούρτζινοι λέγουν είς τ4ν Σερεμέτ—μπεϊ, νά έβγά-
λουν τούς κλέφταις διά νά άδυνατίση ό Κουμουντουράκης, καί
έτζι έγέλασαν τ4ν Σερεμέ τ—μπεϊ νά έβγω εγώ άπ4 μέ­
Π

σα, καί μου είπαν νά έ βγω μέ ολους μου τούς ανθρώ­


πους* ανέβαλα διά νά έβγουν καί οι άνθρωποι μου.
Α.

Οί άνθρωποι μου μένοντας οπίσω, ο Πετρούνης έγεινε


μεσίτης νά προσκύνηση ό Κουμουντουράκης καί δεν
παθαίνει τίποτες, καί εγώ τούς είπα: όταν έλθη ό Πε­
τρούνης νά μή τ4ν ακούσετε, αλλέως θά σάς οάγη μέ ά-
πιστίά. Ό Κουμουδουράκης δέν ήθέλησε. Έκαμε τραττάτο,
εβγήκαν οι δικοίμας. Ό Κουμουνδουρά κης έπαραδόθηκε
καί τον ’πήρε ή αρμάδα σκλάβον έγίατρεύθηκα, εγώ
επήγα είς τ4 άρματωλίκι μου. Μου έπεσαν οΐ προεστο^
και ό Κύρ Γιάνη; (Αεληγίάννη;), καί μου λέγουν; δέν εί­
ναι καλόν να κινδυνευης είς την Μάνην, καί νά φέρης τήν
φαμίλιαν σου είς τήν Καρύταινα. Τά έβγαλα τά παιδιά μου
= 13 =
<ίί; τήν Καρυταινα, χαί έχατοίκησα εις ένα χωρ)δ Στεμνίτζα,
— Έβγήκε φερμάνι να μας σκοτώσουν καί τους δύο Πετι-
μεζά κι’εμέ, 1802.—ένας βόϊβοδας τής Πάτρας ένήρ-
γησε αύτδ — τδ φιρμάνη ελεγε: Ή τους δ υο ημάς η τα κε­
φάλια των Κοχζαπασίδων. Ό βεζυρης τής Τριπο-
λιτζάς κράζει τδν Πατέρα του Ζαίμη καί τδν Κυρ
Γιάνη. Ό Ζαίμης έπήγε, ό Κυρ Γ ιάνης εφοβεΐτο* ό Πα-
οζίάς τους έκαμεν ορκον οτι δέν είναι τίποτες διά αύτους·
εγώ έσυντρόφευσα τδν Δελιγίάνην έως εις τήν Τριπολιτζα,
καί όταν άναχώρησε μέ είπε ό Δελιγίάνης......... .. του είπα:
δέν τδ πιστεύω, διά ημάς είναι τδ φερμάνι* μου άποκρίθηκε:
μήν φοβεΐσθε. Έκραξε μόνον τους δυο ό Πασ^άς, τους ’διά­
βασε τδ φερμάνι. Νά μάς δώσης μουχλέτι (διορία) γιατί
τούτοι είναι άγριοι άνθρωποι. Ό Γ. Ζαίμης, Ασημάκης,
.

τδν είχε τδν Πετμεζά εις τά χέρια του, διατί έπήγαινε, καθη­
μερινώς εις τά Καλάβρυτα* άλλ εγώ δέν έπήγαινα εις τήν
Καρυταινα, εις τδ Χασαμπά. Είπαν οί δυο ο\ προεστοί, νά
Π

βάλλουν τδν άγριον είς τδ χέρι, καί έπειτα τδν ήμερον εύ­
κολα. Ό Δελιγίάννης όρκονει δυο προεστούς νά μέ σκο­
Α.

τώσουν* ήτον δύσκολο, διότι ήμουν πολλά προφυλαχτικός*


έσυνακουσθησαν μέ τδν Β ελ ε μ 6 ί τζ α, τδν δρκωσαν πρώ­
τα* αύτδς άπεκρίθηκε: δέν τδν βλέπω τδν σκοτομόν τους,
Οα χαλάσωμε τδ Βιλαέτι, αυτοί δέν έβγαιναν άπδ τήν
γνώμην τους. — είχαν φέρει εναν Μπουλουμπαση μέ
’Αρβανΐταις είς τήν Καρυταιναν* υποπτεύθηκα* έπήγα νά
’χαιρετήσω έναν προεστδν είς τήν Στεμνίτζα, του λέγω;
τί τδν θέλετε τδν ’Αρβανίτη Ππουλουμπαση, δέν θέλει γένεί
ή γνώμη σας. Είς τήν Ζτεμνίτζαν πάνε ’Αλβανοί...........
Υπάγω καί έγω μέ 50. ’Ανταμώθηκα μέ τδν Μπουλούμ-
■παση, του είπα: θά μά; βάλλουν νά τζσκίσουμε τά στουρ-
= 14 =
▼apse, τά ήμερα δέν θά διώξουν τά άγρια' όλα φεύγουν δ
σπουργίτης πάντοτε με'νεί.
Τής τύχης ή περίστασις εκείνη έφερε- δ γέρο Κολιας
νίρχεται μέ τδν υιόν του (τον Κολιόπουλον) —'ίρχετο εις τά
πιστρόφια ή νύμφη του. έγείναμε διακόσιοι' εις τά μαγουλια
άνταμώνονταί οι άνθρώποι μας. Γ0 προεστός Αναγνώστης
Μπακάλης άπδ τδΓαρζενίκο, έγέλασε τδν Τόΰρκο,.. .
καί μέ εδωσεν είδησιν* γράφω είς τους προεστούς νά μέ στεί-
λουν είδησιν άν μέ έπιβουλεύωνται* πέρνω άπ4 τδν Δ η μ ή-
t ρ η φυσε'κια, στουρνάρια μέ γράφουν ψεύματα. Μέ τά
σπερώματα, μέ 200 νομάτους δ Μπουλούμπασης μας
'πλάκωσε εις τήν Κερπενή· μόνον 40 είμεθα, έτραδί-
χθηκα άπδ τδ χωρίδ έξω* κλείομαι ε?ς ένα μοναστήρι
.
εις την Κ ε ρ ν ι τ ζ α (άναλήφθηχα, μ’ έχασαν)· έπιασα

τδν άγριον τόπον έσκότωσαν τότε τδν Πετιμεζα είς τά
Καλάβρυτα, καί έστειλαν τδ κεφάλι του εις την Τριπο»
Π

λίτζί. Ε?ς τά Μαγούλιανα έσκοτώσαμεν τούς Τούρκους


(ίκαια τά χωριά). Οί προεστοί βάζουν τδν Κ όλι α, διά
Α.

νά προσπέση νά συμβιβασθοΰμε, νά ησυχάσουμε. Μας


έδωσαν τδ άρματωλίκι. Περάσοντας τρεις, τέσσαρους
μήνες δ Δελιγίάννης ήθελε νά μας χαλάση, πλήν δέν
ήμπύρουνε.
Τδν Σεπτέμβριον μήνα έπήρα τδ άοματωλίκε. *0 Δε-
λιγιάννης ηίιρε τρόπον. — Είχε φίλον εις του Αάλα τδν
Χασάναγα Φιοα, και τδν έβαλλε νά μας σκοτώσή (μέ τήν
άπιστίαν οτι είμεθα άρματωλοί). Ταίς φαμελίαΐς μας ταΐς
εέχαίμε εις του Παλουμπα, καί δ Γεροκόλιας έξάνοιξε τήν
προδοσία οτι ήρχοντο οί Λαλαιοι)· έστειλε μας είπε οτι
θα έλθουν οι λαλαιοι- λαμβάνωντας καί τήν εΐδησιν, ήμουν
είς ενα χωρίδ, λεγόμενόν Τουρκοκερπενή* έσυλλογούμην
= 15 =
τΙ τρόπο νά ρανερωθή τούτη ή μυστική χινησι; 8ι4 να
μα; βαρέσουν’ έμεινα δλην τήν νύχτα συλλογισμένο;. 01
Τούρκοι ήλθαν κι’ έπιασαν δύο δρόμους, 200, καί 200, νά
βαρέσουν μέ χωσιά, είχον xj ενα "Ελληνα προδότην,
χαΐ ήρχετο καί μα; ευρισκε, άν κιναμε ή αν χ ο ι μ ώ μ α­
σβέ* τδ πρωί ήθελα νά στείλω χαταπατητάδες. Τδ πρωί
μα; έκλεισαν εί; τδ χωριό. Έγω είχα δώσει τά σκου-
τΐά μου εί; ενα ψυχογιόν. Χαράζοντας την αυγήν, βλέπω
τού; τουρκσυ; — επωάσαμε τδ τουρέκι — κινώντας νά πιά-
σω τήν £άχην περνούν τδν ψυχογιόν μου 8 βόλια’ δ άδελρό;
μου δ Γμκννη; λαβόνεται* κλειόμεδα σέ τρία σπήτια* εί-
μεθα 38. = Έκλείσδηκα εί; χαμώγεο. —έρχονται 01 άλ­
λοι 200, μας απόκλεισαν' πολεμούμε δλην τήνήμέραν —
Έσχοτώσαμεν καί ημείς' τδ βράδυ χάνομε γιουρούσι καί
.

έρύγαμε.—Τδν Μάρτην 7 μα; ’βάρεσαν ς’ τά 1804*
Εί; -τά 1805 πηγαίνω εί; τήν Ζάκυνθον* δ Αύτοκρά-
τωρ ’Αλέξανδρο; χάμνει προσκλησιν διά νά γραρθοΰν of
Π

"Ελληνες εί; τά στρατεύματα.


Κάμνομεν όλοι μία άναρορά, Σουλιώται, Ρουμελιώται
Α.

χαΐ Οελοπονήσιοι εί; τδν Αυτοχράτορα χαΐ του ζητοΰμεν


βοήθειαν διά νά έλευθερώσωμεν τδν τόπον μα;· δ Άνα-
γνωστά; ένήργησε νά γίνη ή άναρορά οί Σουλιώται, ’Ρου­
μελιώτες ήτον στην Πάργαν. *0 ’Αναγνωσταρα; ήλθεν
εί;......... καί έγράρθησαν 5000 ς·ρατιώται Πελοποννήσιοι
εί; τά άρματα’ ήλθε ή άπάντησις, τότε έπήγα εί; τήν
Ζάκυνθον εί; τά 1805 τδν Αύγουστο δμιλώ μέ τδν Άρ-
χηγδν τών 'Ρωσσικών σρατευμάτων καί μέ λέγει, ο τι δ
Αύτοχράτωρ τδν διέταξε νά παραδεχθή εί; τήν δούλευσιν
οσου; θέλουν νά έμβουν και νά υπάγουν νά χτυπήσουν τδν
Ναπολέοντα. Του αποκρίνομαι οσον διά τδ μέρος μου δέν
= 16 =
Ιμβαίνω εις τήν δούλευσιν. Τί έχω νά χάμω με τον ^ Να-
πλέοντα ; "Αν θέλετε δ μως στρατιώτας διά νά έλευ-
θερώσωμεν τήν πατρίδα μας σέ υπόσχομαι καί 5 xal 10
χιλιάδας στρατιώτας' μία φορά εβαπτισθηκαμεν μέ τ4
λάδι, βαπτιζόμεθα καί μίαν μέ τδ αιμα καί άλλη μίαν διά
τήν ελευθερίαν της πατρίδος μας. μένω 15 ημέρας είςτήν
Ζάκυνθον, δεν συμφωνώ, άφίνω 28 άπδ τους συντρόφους
μου καί τ4ν Νικήτα ανεψιό μου καί του Γιάννη Κολοκο-
τρώνηαύτου. Τα άλλα 'Ελληνικά στρατεύματα γράφον­
ται καί πηγαίνουν είζ τήν Νεάπολι. Οι Τούρκοι βλέπουν
αυτά τά κινήματα καί γράφουν άναφοράς εις τον Σουλ-
τάνον καί του εξηγούν τάς υποψίας των. Ό Σουλτάνος λαμ­
βάνει τήν ιδέαν νά κόψη τδν λαόν. Ό Πατριάρχης κάμνει
παρατηρήσεις καί λέγει τί πταίει ό λαός ; νά σκοτώσωμεν
.
τούς πρωταιτίους, τούς κακούς, καί τδν άντισκόβη. ‘Η

αναφορά των Τούρκων συμφωνεί μέ τάς πληροφορίας του
Καμπινέτου τής Γαλλίας, δτι νά χαλάσουν τούς Καπε-
Π

ταναίους τούς λεγομένους κλέφτας καί τούς Καπεταναίου


των καραβιών, διά τί μία ημέρα είμπορουν νά κάμουν
Α.

επανάστασιν. Τότε κάμνει ένα φερμάνι ό Σουλτάνος νά


σκοτώσουν τούς κλέφτας. ’Αφοριστικό έρχεται του Πα-
τριαρχου δια νά σηκωθή δλος ό λαός, καί έτζι έκινή-
θηχεν ολη η Πελοπόννησος Τούρκοι, καί ‘Ρωμαίοι κατά
των Κολοκοτρωναιων. Τον Αύγουστον υπήγα εις Ζάχυν
θον· τον Σεπτέμβρι έβγήκα έξω, καί Ίαννουάριον 1806
ήλθς. τδ διαταγμα και μας εχυνήγησαν. 6 Πετιμεζάς, ό
Γιαννίας καί ό Ζαχαρίας ήτον χαϊμένοι προτήτερα, καί
εύρέθηκα μέ μόνον 150.
Επηγαμεν εις ζο Μοναστήρι, Βελανιδιά, πλησίον τής
Καλαμάτας, καί άπεχεΐ έστειλα ένα γράμμα τού Ήγού-
= 17 =
μενού διά νά μου στείλουν ζωοτροφίας* το γράμμα τό
έπιαναν οί Τούρκοι* καί δ Δελιαχμε'της ζλθε καί μας
έπολιόρκησε μέ 1000, έτραβίξαμεν τά σπαθιά καί τους
εχαλάσαμεν* τούς επήραμε κυνηγώντας έως είς τήν Κα­
λαμάτα, έπήραμε τάς σημαίας τους καί έσκοτώσαμεν
πολλούς.
Αυτός δ Δελιαχμέτης ήτον περίφημος εις τήν ‘Ρούμε­
λη, έκατατρε'χθη άπδ τόν Άλή-Πασά κ’ έκατε'φυγε είς τήν
Πελοπόννησον. Ό Πασάς του τόπου τον έδωκε 500 χάρ-
τζια (μισθούς) διά νά χυνηγάη τούς κλεφτάς· εγώ σάν
τό έμαθα είχα 80, καί επήγα επίτηδες διά νά δοκιμάσω
τήν δόναμίν του είς τόν Άκοβο (Σαμπάζικα), και Ιφοβή-
θηκε νά πολ.εμήση μέ ημάς. Έπήγαμε είς τήν Βλαχοκερα-
.
σ)ά καί τήν έχαλάσαμε ώς ιδιοκτησία του Χασεκή, όπου

έκαψε τά σπήτιά μας. 'Αλλη μία φορά έπήγαμεν είς του
Τζεφερεμίνη καί μάς έμαθαν οί Τούρκοι τής Άνδρου-
βας καί έκίνησαν μία έχατοστή διά νά μάς χτυπήσουν,
Π

χαΐ έβγήκαμεν, τούς έκυνηγήσαμεν καί έτρόμαςαν νά γλυ­


Α.

τώσουν* τό ίδιον έστάθη καί είς του Μηλιά, τό παλιό-


καστρο, ανάμεσα Μηλιά καί Μποΰτζα (τής Μεσσηνίας).
"Ολ* ήμερα έπολεμήσαμεν καί τό βράδυ τούς έφύγαμε.
“Άλλη μία φορά έφάνηχαν είς του Μαρμαριά (Βρουστοχω-
ρΐά). *Ηλθαν μάς ’πλάκωσαν άπό δλαις ταΐς κοντιναΐς Ιπαρ-
χίαις δλοι οί Τούρκοι, μάς έκλεισαν είς ένα βουνό, έπο­
λεμήσαμεν ολην τήν ήμε'ραν καί τό βράδυ τούς έφύγαμεν.
Είς τόν Άκοβο, δπου δέν ήθέλησαν νά πολεμήσουν, ήτον
b ανεψιός του Ντελί-Άχμε'τη, καί άφου έγύρισεν είς
τόν μπάρμπα του τόν έοτυσε γιατί δέν έπολε'μησε, καί
αυτός του άπεκρίθη: νά σέ κάμη ό Θεός κιαμε'τι νά πο­
λεμήσετε με αυτούς καί τότε βλε'πεις. Άοότου τόν
2
= 18 =
ίχαλάσαμεν ίπήγεν δ Ντελί- Αχμότης είς τήν Καλαμάταν
χαΐ έκάθησε τρεις μήνας. Έχει φοβούμενος μήπως παγωμε
χαΐ τους χαλάσωμε, εγραφοφορισθηχαμεν μετ αυτόν, καί
Ιπειτα έπήγεν δ Ντελι-αχμέτης εις τον Πασ2 καί του εί-
πεν ότι δέν είμποροΰμιν νά τούς χάμωμε τίποτες, αλλά νά
ιούς δώσετε τύ άρματωλίχι διά νά ήσυχάση δ κόσμος,
χαΐ ίτζι άπε'ρασε έκεΐνος δ χρόνος.

ΈμάΟαμεν ότι ήλθε τδ Συνοδικδ χαΐ τδ Φερμάνι· (-


μάζωξα όλους εω; 150 χαΐ τούς είπα, νά άναχωρήσω-
μεν νά παμεν είς τήν Ζάκυνθον· αυτοί άφου ήκουσαν οτι
el ‘Ροΰσσοι είχαν πάρει όλου; τούς "Ελληνας καί τούς
Ιπήγαν ε’ς τήν Νεάπολι, μέ άπεχρίθηκαν όλοι μέ ενα
στόμα: οτι ημείς δέν πηγαινομεν είς τήν Φραγκιά χαΐ
θέλομε ν’ άποθάνωμεν επάνω είς τή» πατρίδα μας.
.

Ό άδελφό; μου δ Γιάννης μέ είπε ότι θε'λω νά μέ φά-
γθ·ν τά όρνεα του τόπου μας. Τού; έδωχα άλλη μια
γνώμη, νά χωρισθουμε είς μπουλούκια άπδ 5, άπδ 6,
Π

νά κρυοθοΰμεν χαΐ ότζι ν’ άπεράση δ Γεννάρης, δ


Α.

Φλεβάρη; καί δ Μάρτης οοον νά λυώσουν τά χΐόνία,


καί τότε συναζόμεθα καί περπατούμε χαθώ; χαΐ πρστή-
τερ«· χαΐ αύτδ τδ πρόβαλα, διότι είς τρεις μήνες
ήθιλον σκορπισθοΰν τά δρδιά καί έγλυτώναμεν απ’
Ιχεΐνον τον κίνδυνον* αυτοί μ’ άπεκρίθησαν: ότι δέν πάμε
νά έξοδείσωμε τά λίγα γρόσια δπου έχομε, διατί οί κα-
πεταναίοι εσείς πε’ρνετε άπδ τά; επαρχίας· καί εγώ ιούς
είπα, ότι: κάμετε τούτο καί όταν τον Μάρτη σμίξωμεν
τους αποζημιώνω είς όσα έςόδευσαν. Αυτοί δέν άκουσαν
καί ετζι εκηρυχθήκαμεν μέ τήν σημαίαν ανοικτήν είς δλας
τάς δυνάμεις του Μωρέως. — Ή σημαία είχε ενα X, είχε
καί άστρα και φεγγάρι — Τού; Κοντσαμπασίδες τού Μω-
= 19 =
ρέω; τούς είχαν ένέχειοον είς τήν Τριπολιτζά* τούς φίλους
μα; δποΰ είχαμεν είς τήν Μάνη χαθώ; Κουμουντουράκιδες,
Μούρτζινους καί λοιπούς, τους είχεν δ Άντωνόμπεης εξορί­
σει εις τήν Ζάκυνθον, κα! δέν είχαμε πλέον καταφύγιον
είς τήν Μάνη. Καί τά βουνά ήταν γεμάτα χιόνια καί δέν
είμπορούσαμε νά πάμε, άμή 30 έχωρίσθηκαν κατά τά
Πηγάδια κα! οί άλλοι άνοίξαμεν μπαϊράκι καί ετραβήξαμεν
κατά τδν "Αγϊον Πέτρο* έστείλαμεν εις τά Βέρβενα νά
μας στείλη ψωμί καί ζωοτροφίας, καί αυτοί μας άπο-
κρίθησαν: έχομε βόλια καί μπαρούτι, καί έπήγαμε καί
τού; ’χαλάσαμε. ’Απδ έκεΤ άπεράσαμεν πίσω είς τά Σαμ-
πάτζικα* τότε έπρόσταξε δ Πασσάς ολαις ταΐς έπαρ-
χίαις διά νά Ιβγουν Τούρκοι καί ‘Ρωμαίοι νά μας
βαρέσουν.
.

*Απδ Σαμπάζικα έκατεβήκαμεν είς τδ Μοναστήρι τής Βε­
λανιδιάς, καί έστείλαμεν είς τήν Καλαμάτα νά μάς στείλη
ψωμί καί φουσέκία, καί οί Καλαματιανοί έφοβοΰντο νά μάς
Π

στείλουν* ημείς έκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα είς


Α.

τήν Καλαμάτα διά νά κτυπήσωμεν τούς Τούρκους* τότε


οί προεστοί μάς έοερον οί ίδιοι ζαερέ καί μπαρουτόβολο
καί στουρνάρια εΐ; τδν "Αγιον Ήλία πλησίον τής Βαλα­
νιδιάς* άπδ έκεΐ έτραβίξαμε τήν ημέραν καί έπήγαμεν
εί; τδ Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας, καί τδ βράδυ έπήγα­
μεν είς τδ Τζεφερεμίνι* Μία ώρα μακρυά άπδ έκεΤ δπου εί­
μαστε ήμεΐς, είς τήν σκάλα ήλθε δ Κεχαΐά—μπέης μέ
2000 Τούρκους, μέ τά παλούκια. Τδ βράδυ έπήγαμεν είς τδ
Άλιτοΰρι, καί έκεΐ μάς έπλάκωσαν ’Ανδρουσανοί, Λεον-
ταριτες καί λοιποί έως 700' ήλθαν τήν αυγήν, άρχίσαμι
τδν πόλεμο, ήμεΐς έβγήκαμε άπδ τδ χωριδ, τούς ’πή­
ραμε κυνηγώντας έως μίαν ώραν μακρυά, τούς έπηραμε
2*
= 20 =
4 άτ2*, πολλοί έπνίγηκαν είς τδ ποτάμι, και έίλλβινς
έσκοτώσαμε, καί έπήραμεν πολλάς ζωοτροφίας κοίι πολεμο­
φόδια.
Ηχούσαν τδν πόλεμον τά στρατεύματα σποΟ ήταν είς
την Σκάλα χαΐ ήλθαν είς βοήθειαν των έδικών των- ’Η­
μείς όπισωγυρίσαμεν κα! έκλεισθήκαμεν είς τδ χωρίΑ
Άλιτοΰρι, καί έπολεμήσαμεν ολην τήν ημέραν, καί τδ
βράδυ έτραβήξαμε τά σπαθιά καί έπήγαμε κατά της Αρ­
καδίας τά χωριά- έπήγαμεν είς ενα από τά χωριά, καί
εόρήκαμε 300 Τούρκους μέσα καί δέν είμπορέσαμε νά
πάρωμε ψωμί. Οί Τούρκοι άφοΰ έπήγαν είς τδ ’Αλι-
τοΰρι βλέποντες τδν τορόν μας έγυρισαν καί ήλθαν άπδ
κοντά γυρεύωντάς μας. Ό Κεχαγιάς άρχησε νά παλουκώνη
τους Χριστιανούς (γΐατάκηδες), διά νά δώση φόβον είς τδν
.

Κόσμον. Ήλθαν ot Τούρκοι επάνω μας, ήμεΐς έφκιάσαμεν
ταμπούρια γ^ά νά τους πολεμήσωμε. Οί Τούρκοι ήταν εν­
τόπιοι καί μάς έστειλαν νά φυγωμε, διότι μάς έφοβοΰντο
Π

άκόμη. Έφυγαμεν άπό έκεΐ και έπήγαμεν είς τά Κοντοβου-


νΐα διά ψωμί καί έπειτα έπήγαμεν εις ένα βουνό νά λημερίά-
Α.

σωμεν- έστείλαμεν είς τους φίλους μας διά νά εΰρουν καΐκια


να εμβουμε νά φυγωμε, καί μάς άπεκρίθηκαν οτι τά καΐκια
άπδ τδν Πύργον εως τδ Νεόκαστρον τά έχουν έμποδισμένα
όλα διά νά μήν ’περάσω μεν είς τήν Ζάκυνθον. Έγυρίσαμε
τότε εις τα Μεσόγεια τής Πελοποννήσου* μάς έπήραν άπδ
κοντά οί Τούρκοι, έπέρναμε ψωμί άρπακτά. Είς του Ψάρι
μας έφθασαν οί Τούρκοι καί έπολεμήσαμεν ολην τήν ή-
μέραν. Οί συντρόφοι μου άρχισαν νά φεύγουν άποστάνε,
επειδή καί δλαις ται; ήμέρατς έπολεμουσανε καί τήν
νύκτα ^περιπατούσανε- καί μας έφυγαν έως 40, καί άπδ
100 έμειναμε 60. Τή* άλλην ημέραν έπήγαμεν είς τδ
= 21 —
Λιοντάρι άποπάν,βυ, καί μα; εύρηκαν πάλιν άπδ έχει.
Έφύγαμεν δια τά Σαμπάζιχα, είιρήχαμεν ίχεΐ μία μ-

τραχοσ«ρ>ά τούρχους, ένώ ένομίζαμε *οχι δέν θά ευρωμε.


Έπολεμήσαμε καί εκεί μέ του; Τούρκους. Έσώ-
σαμε τά φουσέκια, τδ ψωμί όλίγο. Τδ βράδυ του; ε!πα:
ότι δέν είμπορούσαμε νά ζουμε δλοι μαζί, άλλά νά δια-
μβιρασθοΰμε· χα! έτζι έχωρισθήχαμε λέγοντε; δ ένας τδν
άλλον: καλή άντάμωσι ε?ς -χάν Κόσμον τδν άλλον* έκρά-
τησα μόνον 19 συγγενείς μου χαΐ ένα Καπετάν Γιώρ­
γο δποΰ δέν είχε που νά ύπάγη. Εις 15 ήμέραις δέν
έμεινε χάνένας άπδ έχείνους δποΰ Ιχώρισαν άπδ εμένα*
άπδ τους 19 διό μου πρώτα Ιξαδέλφία μήν ήμπορώντας
πλέον νά βαστάζουν την πείναν χα! τους κόπους (άπο-
.
στασίλα) έχρύφθησαν, χα! εις όλίγας ήμέρας τούς εύρή-

χανε χαΐ τους έσχότωσαν χαΐ έμείναμε 17. Μήν ήξεύ-
ροντας, επήγαμεν χ’ έλημερίάσαμεν ανάμεσα είς τρεί;
παγανίαΐς. Η τύχη μάς έκαμε καί δέν μάς ε!δαν παρά
Π

τδ βράδυ χαΐ έξανασάναμεν ολίγο. Μάς εύρηκαν, έστα-


Α.

•θήχαμεν υποχρεωμένοι νά περάσωμε άνάμεσόν των πολε­


μώντας καί νά γλυχώσωμε κι’ άπ’ αότδν τδν μίνδυνον.
Τήν νύχτα «τραβήξαμε χατά τον χάμπον του Αεονταρίου,
αχούσαμε πολλαΐς μπαχαρίαΤς χαΐ έπεφταν άπδ ολα τά
μέρη χαΐ δέν ήξεύραμε τί ήτον. Ή μπαταρίά ήχον σημεΐον
δτι εδώθεν υπάγουν οί κλέφται. Τήν νύκτα επήγαμεν είς
τδ Άνεμοδοΰρι διά ψωμί, εύρήχαμε μόνον ταις γυναίχαι;
χαΐ οί-άνδρε; ήτανε εις τά Δια'συ λα, χα! έφύλαγαν μέ
τους Τούρκους. Τά σχυλίά όπου άλίχτααν έδωσαν υποψί­
αν, ήλθαν οί Τούρκοι χαΐ μάς’πολιόρκησαν* "Οταν έζύγω-
σαν οί Τούρκοι, άρχησαν τά σκυλμλ νά γαυγίζουν, έκατά-
λαβα κα! εγώ οι: ήλθαν Τούρκοι, τότε έπηρα ταΐς ιραμή-
= 22 =
λιαις μαζί έως 8τΟυ δποδ ηυρα άνοΐκτδν τδν δρόμον,
ταΐς άφήχαμ* καί έπήραμε τήν Δημοσιά της Τριπολιτζάς
χαι έπήγαμβ είς τδ Βαλτέτζι άποπάνω να λημεριάσομε. Η
γυνα'κες του χωρίου μας έγνώρισαν και ευθυς Ιδωκαν παν­
τού τήν είδησιν οτι: εδώθε πάγει & Κολοχοτρωνης, χα|
μας έπήραν κυνηγώντας. Τδ δειλινδ εφόγαμε καί έστρε­
ψα κατά τήν Καρύταινα, καί, διά νά μήν γνωρίσουν τδν
τορδ, άπδ πέτρα ει’ς πέτρα έπήγαμεν εις μίαν στάνη, καί
μας είπαν πώς ήτον γεμάτη Τούρκοι. Τότε απεφά-
σισα νά γίνωμε εις 4 μπουλούκια καί νά ΰπάγωμεν είς
φίλους νά κρυφθούμε. Ο ’Α,ντώνιος δ Κολοχοτρωνης μέ
άλλον έναν έκρύφθηκε εις τους συγγενείς μας, τδν Δημη·
τράκη Κολοκοτρώνη μέ άλλους 3 νά τ^ανε νά κρυφθούν
είς την Βυτίνα, οπού είχαμε συγγενείς, καί τδν αδελφόν
.

μου Γιάννη μέ άλλους 4, νά ΰπάγη άποκάτω εις τήν Δη-
μητζάνα δπου είν’ ένα χωργίδ διά νά τούς χρυψη ένας
πιστδς φίλος δπου είχαμε. Ό ’Αντώνης Ιγλυτωσε χαΙ
Π

σώζεται έως την σήμερον. ‘Ο Δημητράχης έκάθησε δύο


Α.

ήμέραις εις την Βιτίνα, έφυγε άπδ εκεί. Του Δημητράχη


του έκοψαν τδ κεφάλι καί τδ χέρι, τδπαρρησίασαν ώς
δικό μου,επειδή είχε γράμματα. ‘Ο Γιάννης δέν
εϋρε τδν φίλον του, έπήγε εις τους Αίμυαλοϋς, μο­
ναστήρι, του εδωχε ένας καλόγερος φαγί χαι έπειτα έπήγε,
έοωσε είδησή είς τους Τούρκους, έπήγαν, τδν ’πολιόρκησαν
εις τδν ληνδν καί τδν έσκότωσαν. ’Εγώ έμεινα μέ άλλου
τεσσαρους, επήγα εις ένδς φίλου μου προεστού είς τδ Πυρ-
γακι, ονομαζομενον Κυρ Παρασκευα, εύρηκα τδ παιδί του,
επειδή αυτδν τδν είχαν είς τήν Καρύταιναν, διά νά κρυφθώ.
Εγω σας εφυλαγα τόσον καιρδ, τώρα πρέπει νά μέ φυ­
λάξετε καί σεΐς. Μέ έπήγε είς μία τρύπα καί πδν έστει-
== 23 =

λα έως τήν ΒJxCva διά νά μάθη τί γίνβται. Ό μήνας ήχον


Γεννάρης. Είκοσι ήμέραις έμείναμε ζωντανοί άφόχου μάς
χαχέτρεξαν. Αυχδ τδ παιδί έδωσε είδησι τού Πατρός xou.
Καί αύτδς έπήγε εις την Βυιίνα χα'ι έπήρε τούς Τούρκους
διά νά χούς φέρη είς χήν τρύπα, νά μάς πίάσουν, άλλά ήλθε
εμπροστά διά νά είδη αν είμεΟα έχει ακόμη* ήτον αρμα­
τωμένος, τδν έρώχησα: κάτι αρματωμένος Ζχχαρ^ά ; τοΰ
είπα, χαΐ έβαλα ευθύς υποψία· του ε!πα: βρέ νά μή μάς
έπρόδωσες; αυτός μου άπεχρίθη, δέν γίνεται αυτί. Ένω
έπήγαινε αΰτδς νά τους ‘μιλήση έγω μέ τους άλλους 4,
επήρα τδ βουνό, χαΐ μάς έκυνήγησαν ολην τήν ημέραν.
Η τύχη μας έκαμε και δέν ήτον πολύ χιόνι είς τδ βουνό,
καί έμπορούσαμε νά περπατούμε* μάς έκυνηγουσαν ολην
.
τήν ημέραν έως τδ Ζυγοβιστι. Εκείνην τήν ήμέρα έσκό-

τωσαν τδν αδελφόν μου κα! έκαμαν χαραΐς οί Τούρκοι* ευθύς
έκατάλαβα, οτι τούς Ισκότωσαν, άφου ήκουσα ταΐς μπα-
ταρίαΐς, τδ σημεΤον τής χαράς των. Έτράβιξα λοιπδν διά
Π

τήν Λειοδώρα είς τδν γερο-Κόλια καί Δημήτρην γαμβρόν


Α.

μου, τους είχαν ένέχειρον είς τήν Καρύταινα καί δέν εύ­
ρηκα παρά μόνον τδν αδελφόν του τδν Γεωργάκη είς τήν
Σ τ ά ν η* ώμίλησα του Γεωργάκη, μάς έφερε ,ψωμί, καί
τδν είπα: νά ΰπάγη έως είς τήν Ζάττουνα· έμαθε, δτι I-
σκότωσαν ολους τους έδικούς μας. Οί Τούρκοι του έδω-
καν μία διαταγή είς τούς Ψαραίους, Παλουμπαίους καί
λοιπά χωριά, οτι άν σκοτώσετε τδν Κολόκοτρώνη, νά ή
ναι τά χωριά σας τόσους χρόνους άσίδοτα, καί άν δέ·
τούς σκοτώσετε, άπδ 7 χρόνους καί άπάνου θέλει τού;
περάσωμεν ολους άπδ τδ σπαθί. Οί Τούρκοι άφου μ’ έ-
κυνηγοΰσαν άπ’ δλα τά μέρη, έστοχάσθηκαν οτι άλλου βέ­
βαια δέν είμπορει νά καταφυγή, είμή είς τούς Κολίαίους,
= 24 =
καί διά τούτο έκαμαν αυτήν τήν διαταγήν. ‘Ο Γεωργακης
μί έσμιξε καί μ’ έδ«ηγήθηκε τά πάντα καί έτζι έφυγα,
καί άκούσθ/ικα εις τήν Λαγκάδι. Επήγαμεν εις του Χρυ-
σοβίτζι, Καλύβια, εσράξαμε ένα αρνί, έκεΐ μας επροδωσαν*
επήγαμεν έπειτα είς τούς Άραχαμίτες, εύρήκαμε τούς
Τούρκους, έιρύγαμε, έπήγαμε είς τδ Μοναστήρι τής Καλ·
τεζ^ας, βροντούμε τήν πόρταν χαΐ μέσα ήταν 200 Τούρ­
κοι. Μα; έκατάλαβαν, μα; έπήραν κυνηγώντας, καί έρ-
θάσαμεν κατά τήν Καλαμάτα, τά Γιάννίτζα, οπού ένας
σύντροφός μου ονομαζόμενο; Μακρυγίάννη; άπδ τήν πει- '
ναν των τεσσάρων ήμερων, άπόστασε καί δέν εΐμπορούσε
πλέον νά περπατήση’ εΰρήκαμεν παντού Τούρκους καί δέν
είχαμε ποΰ νά σταθούμε, νά πάρωμε καί τρόρημα.
Εΐ; τήν Γιάνιτζα ήτον δ ΓΡουμπή; μέ μιά τετρακοσαριά
.
Μπαρδουνίώτας· έμβήκα μέσα εΐ; ένα σπήτι, καί ευρίσκω

Τούρκου;· άγάλία αγάλια σηκωμένο τδ τουρέκι έγύρισα
όπίσω χωρίς νά μ’ εννοήσουν, διότι έκοιμοΰνταν, Ιπήγα
Π

είς άλλα σπήτία, πλήν εύρηκα Τούρκους παντού’ είς τήν


άκραν τού χωριού, Ιπήγα εις μια; Κουμπάρας μου σπήτι
Α.

καί μάς έδωσε τρεις οκάδες ψωμί, καί τής έδωκα ένα
ρλωρί βενετικό. Έτραβήξαμε τότε εις τήν Σέλιτζα. Τδ
ψωμί μας έπίασε εΐ; τήν καρδιά, καί δεν ήμπορούσαμε νά
περπατήσωμε. Άπδ τήν Σέλιτζα έπήγαμε εις τήν μεγά-
λην Καστανίτζαν, στοΰ Καπετάν Κωνσταντή Δουράκη δποΰ
ήτον εμπιστευμένος μου, επειδή έκεΐ προτήτερα είχα τήν
φαμίλιαν μου, καί τδν είχα συμπέθερο. Είχα άρ’ραβωνιά-
σει μία θυγατέρα μου μέ ένα παιδί τού Δουράκη. Ό Άν-
τωνόμπεης τής Μάνης μας έκυνηγοΰσε καί έχεΐνος. ’Απδ
τού; 5 οπού ειμεθα, ήταν οι δυο Μανιάτες, καί έφυγαν
εις τά σπήτία τους, καί έμεινα εγώ καί άλλοι δύο 'Ρου-
= 25 =
μελιώτβι. Έχάθησα κρυμμένος ένα μήνα εις τό σπήτι τοΰ
Δουράκη. Ήλθε ένας Νικήτας άπό του Τουρκολέκα χαί
μέ ηυρε μέ μία είκοσιπενταρίά, χαί του είπα: νά εόρουμι
χαίχι χαί ν' άπεράσωμε εις τήν Ζάκυνθο. Αυτός ένόμιζε
οτι δέν είναι πλέον φόβος διά νά ΰπάγη εις τό Μεσό­
γειον του Μωρέως, χαί έγύρισε όπίσω. ΟΙ Τούρκοι τους
έσκότωσαν όλους, μόνον ένας επίάσθη ζωντανός, ό όποιος
έπήγεν εις τήν Τριπολιχζάν* τόν έζήτησε έχει δ Πασάς: άν έ-
σκοτώθηκαν δλοι, χαί αυτός του άπεκρίθη δτι δλοι έχάθηχαν
έχτός από τόν Θεοδωράχη τόν Κολοχοτρώνη. Τότε ό Πασάς
έθυμωσε χαί έκοψε κάμποσους Τούρχους χαί 'Ρωμαίους ό
ποδ έβεβαίωναν ότι ό θεοδωράκης ήτον χαμ ένος. Αυτή ή φή­
μη τού χαμού μου έκαμε νά ησυχάσουν τους Τούρχους.
.
’Αφοΰ τό έμαθεν ό Πασάς, δτι εγώ ζώ άχόμη χαί εί­

μαι εις τήν Μάνη, έστειλε τόν Παπά—ζογλου άπό τόν
"Αγιον Πέτρο μέ 50,000 γρόσια είς τόν Μπε'η τής Μά­
νης. Άφοΰ ήλθε ό Παπά—ζογλους εις τήν Μάνη, έκραξε
Π

τον Καπετάν Κωνσταντή Δουράκη εις ταΐς Κυτρίαΐς· έχει


Α.

του είπε ό Μπέης, σου δίδω τόσαις χιλιάδες διά νά δώ-


σης τόν Κολοχοτρώνη: "Ελαβα μία σφιχτή διαταγή χαί
μοϋ λέγει, οτι άν δέν π^σω τόν Κολοχοτρώνη θέλει γρά­
ψω είς τόν Καπετάν—Πασα νά σ’ έβγάλη άπό τό Μπεϊ-
λίχι. Ό Δουράχης σάν είδε τά γρόσία έστρεξε νά μέ πα-
ραδώση, Οί Μανίάχαι λησμονούν ολα διά τά γρόσια* προ-
τήτερα δ Δουράχης είχε τήν είδησι τοΰ Μπέη, δτι εγώ
εύρισκόμουν είς τό σπήτι του χρυμμένος, χαί τοΰ είχε εί-
πεΐ δτι χρόψετον, διατί δεν συμφέρει νά μη γλυτόίση κα­
νένας άπό αυτήν τήν φαμήλια, άλλ’ άφοΰ είδαν τά γρό-
σ^α τ’ αλησμόνησαν* κανένας δέν μέ ήξευρε, παρά δ Η­
γούμενος τοΰ Μοναστηριού χαί δ Δουράχης, χαί έκαθό-
= 26 =
μουν εις τδν Πύργον άπάνου. ’Έστειλε και έπηρ* δ
Δουράκης τδ παιδί του τδ μεγάλο καί τδν Ηγούμε­
νον καί τους έπήοε εις ταίς Κυτριαις. Μάρτης ήχον
τότε. Τ4ν Φενρουάριον ε!χα παγει έχει. Του Η­
γούμενου του ύποσχέθηκαν να τδν χαμουν Δεσπότη και
άλλα ταξίματα διά νά μέ παραδώση ζωντανόν. Ό Μπέης
μέ έγραψε ενα γράμμα καί μοΰ έλεγε, δτι νά έλθης
νά 'μιλήσωμεν καί έγώ θέλει γράψω εις τδν Καπετάν-
παοα διά νά λάβης τδ προσχυνοχάρτι καί νά έλθης μέ
τδν Συμπέθερόν σου τον Δουράκη, καί δ σκοπός του ή-
τον νά με πίάση ζωντανόν. "Οταν έπροσχάλεσαν τδν 'Η­
γούμενον καί τδ παιδί του Δουράχη ύπωπτεύθηχα δτι
κάτι τεχνεύονται διά έμενα, καί δέν ήζευρα τί έτρεχε'
έστειλα λοιπ4ν ενα παιδί εις τήν μικρή Καστάνιτζα, έ­
.

ξη ωραις μαχρυά άπδ έχει δποΰ ήμουν, (έχει ήχον κλεισ­
μένος δ πατέρας μου). Έστειλα εις τόν ανεψιάν τον
Παναγ^ώταρου , Βασίλη Βενετζανάκου, καί ήλθε διά
Π

νυκτδς μέ άλλους τρεις εις τδ Μοναστήρι δπου εύρι-


σχόμουνα, τοΰ είπα τά διατρέχοντα καί ολας μου τάς
Α.

υποψίας, του έπρόβαλα νά άναχωρήσωμεν, μοΰ είπε,


δχι: νά υπάγω όπίσω νά πωλήσω κάτι λάδι καί τ4
βράδυ έρχομαι' τδ βράδυ δέν ήλθε' τδ πρωί ήλθε δ
συμπέθερός μου μέ τδν Ηγούμενον, έπήγα νά τδν χαι­
ρετήσω τδν ‘Ηγούμενον, τόν είπα: καλώς ώρισε, χΐ
έχεΐνος μοΰ είπε, νά μη μέ είχε ευρει' τον έρώχησα νά
μου εΐπή τίποτε άλλο, και δέν ήθέλησε. Τδ βράδυ ήλθε
ο συμπέθερός μου μέ τον άδελιρόν του, δύο συγγενείς
του, χαι μοΰ εδωχε καί το γράμμα τοΰ Μπέη. ‘Ο ά-·
δελρος του υπωπτευθηκε, χαι οεν ήτ;ν με χή, γνώμην
του. Ελαβα το γράμμα το εί: άβατα χαι έχατάλαβί,
= 27 =

δτι θέλουν νά μέ πάρουν ζωντανόν· ιούς είπα: πώς Ιά


ύπάγομεν τήν ημέραν, όπου θά μα; ίδοΰν δλος ό Κόσμος;
αυτό; μου είπε, δτι ένδύνεσαι Μανιάτικα καί δίν σέ γνω­
ρίζουν ό αδελφό; του μου έκαμε νόημα νά ήμαι προσεκ­
τικό;' του; άπεκρίθηχα δτι νά συλλογισθώ έω; τό βράδυ'
(καμα τό μεσημέρι τήν άπόκρισιν, δτι εγώ είμαι έδι-
κός σα; καί άλλη φορά θέλει έλθω νά αά; προσκυνήσω,
καί έγώ είμαι εδικός σου καί νά μέ έχη; τήν έγνοια
μου. Τό γράμμα τό εδωκα εις τόν Δουράκη' αυτό; τό
έπήρε τό γράμμα, τό άνοιξε, καί είδε δτι δέν ή'θελα νά
υπάγω, καί τότε αποφάσισε νά βάλη εις τό κρασί αφιόνι.
‘Η γυναίκα του καί ή αδελφή του τό είδαν, καί τόν έ-
πήραν από κοντά έως τόν Πόργον* ένας άνθρωπό; μου
.
ήκουσε τήν γυναίκα του Δουράκη νά του λέγη του άν-

δρός τη;: τί είναι αυτό όπου θά κάμης, δέν ένθυμάσαι
τά χαλά τοϋ Θεοδοωράκη ; καί αυτό; τήν έβριζε. Έπήγε
μέσα, μέ έπρόσφερε τό κρασί, εγώ, μέ έδωσεν ειδησιν ό
Π

άνθρωπός μου, καί, δταν μου έφερε τό κρασί, εγώ έκλότζτσα


Α.

τό κανάτι όπου είχε τό κρασί, καί τό έχυσα, καί του


είπα, τί θέλω εγώ τώρα κρασί, καί του είπα καί δτι
θά φύγω. Μέ έπαρακίνησε νά όπάγωμεν εί; τό σπήτι
του νά πιούμε πρώτα κρασί καί έπειτα νά φύγω, αυτός
ίπήγε όμπρός, ειδοποίησε του; ανθρώπου; νά ήνα: έτοι­
μοι νά τραβίξουν απάνω μα; ενώ έμεΐς έπιναμεν τό κρασί.
‘Ο άδελφό; του δέν μας άφηκε νά πάμε, εμπόδισε τά
σκυλιά νά φωνάξουν, καί έφύγαμε. ’Αφοΰ τό έμαθε δ
Δουράκη; αυτό, έκραξε του; χωριανούς, καί του; έπρό-
σταξε νά έβγοΰν μία εκατοστή νά πιάσουν του; δρόμους.
Εγώ ήςευρα τόν τόπον καί έφυγα από άλλο μέρος, καί
έπήγα ει; τήν μικράν Καστάνιτσα διά νά ευρώ τόν Βα-
= 28 = y %
οίλη, μέ τόν όποιον είχα συμφωνήσει να φύγουμε ccico
εκεΐ έτραβίξαμεν εις τά χωρία του Πασαβα, «ς
άδελφοπητου μου χό σπήτι* έχει μ®ί εβασταζε 2 Ί!*ε"
ρας· τόν έστείλαμε και έπήγε νά εύρη τοΰ Τζιανεχάχη
χήν μάνα, ή οποία ήχον δυγαχέρα τοΰ Παναγνώταρομ.
Τής είπαμεν, νά ύπάγη ή ιδία νά εύρη καίκΐχ εις τό
Μαραδωνήσι διά νά βαρχαρισβοΰμε διά χό Τζηρίγο. Εις
3 ήμέρας έπήγαμεν μαζί» μέ χήν Μαρία, Μαν® χοΰ Τζα-
νεχάχη, καί έβαρχαρισδήκαμε, ανάμεσα Μαυροβοΰνι χαΐ
Μαραδωνήσι' μόλις έχάμαμε πανιά, χαΐ έφύαηξε ένας
βοριάς, δποΰ δέν μας άφησε νά προχωρήσωμε- ήχον ξη-
μεράνωνχας χών Βαίων. Έπίάσαμε εις χήν ώιιλήν, ε-
χάμαμε πάλι πανιά, καί μάς εμπόδισε δ ενάντιος άνεμος,
καί άράςαμεν εις χό Έλαφονήσι. Έπήγαμε χόλος πάντων
.
είς χό Τζηρίγο μέ μι® μεγάλη φουρχρϋνα χαι αράξαμε

εις ενα χωριό, Ποταμό λεγόμενον, έχει εύρήχαμεν εν®ν
από τούς Γιαχραχαιους χαΐ μάς είπε, όχι δέν κά-
Π

μνει νά φανερωδήτε μέσα εις χήν χώραν ώς Κολοκοτρώ-


νης· έπήγαμεν εις τόν διοικηχήν τοΰ Τζηρίγου Άρβανηχά·
Α.

κην λεγόμενον ενα παιδί μάς εγνώρισε άπό χόν Πύργο’


καί έχαδήσαμε έχει* χήν μεγάλην πίμπχην έφδάσαμε»·
Ο Πρύχανις μάς έμάλωσε, διαχί είμεδα αρματωμένοι.
Έπήγα είς τόν χομανχάντε χόν ‘Ρώσσο, χοΰ έδιηγήΟηχ®
μέ χήν άλήδεια ποιοι εϊ'μεδα, πώς έχαΐανχήσαμεν, χ®1 ετζι
διέταζε νά μάς περιποιηδοΰν και νά μάς δώσουν άπ’ ολ®.
Μιά φορά έπήγα είς τό πανηγύρι χής 'Αγίας Μονής,
αυτό χό Μοναστήρι ήχον μεγάλο καί έχαλάσδη είς τήν
πρώτην Τουρκία* όταν έπέρασα, ήχον μία μάνδρα χαλασ­
μένη καί σκεπασμένη έχκλησίά μέ κλάδους δένδρων τό­
τε έταζα, δχι: Παναγία μου βοήδησέ μας νά έλευδερώ·
= 39 =
νωμεν tήν Πντρίδβε μας ά*ό τόν Τύραννο, καί νά σέ φκ^άσω
καθώς καί ήσουν πρώτα (1803). Μέ έβοήθησε, καί εις
τόν δεύτερον χρόνΟν τής έπαναστάσεώς μας έπλήρωσα τό
τάμα μου καί τήν έφκίασα. Αυτό τά είδος τής ζωής ό­
που έχάμναμε μας ’βόηθησί πολύ εις τήν έπανάστασι, διότι
ήξευραμεν ΐά χατατόπΐ*, τούς δρόμους, τάς θέσεις, τούς
Ανθρώπους- έσυνηθισαμεν νά καταφρονοΰμεν τούς Τούρ­
κους, νά ύποφέρωμεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν καχο-
πάθίαν, τήν λε'ρα, καί καθεξής;
Ζάκυνθος 1806. Έπήγα έίς τήν Ζάκυνθόν ιόν Μάι.
Μετά ένα μήνα διατριβής έμαθα δτι ήρθε εις τό νησί ό
Στρατηγός των ‘Ρώσσων Παπαδόπουλος, καί μέ έκραξε
ς’ τούς Κορφούς γ$ά νά μου προβάλλη νά Ιμβω εις
.
τήν δούλευσιν, χαΐ του είπα, οτε: δεν έμβαίνω εις τήν

δούλευσιν, διότι έχω σκοπόν νά υπάγω πάλιν εις τόν Μω-
ρέα, γιά νά εκδικηθώ διά τόν θάνατον των συγγενών μου
Π

και διά τάς ζημία; όποΰ έλαβα, κα! δεν εΐμπορώ νά


κάμω δρκον καί έπειτα νά γίνω επίορκος μέ τό νά ιρύγω
Α.

■ κρυφίως* και έτζι έπέστρεψα εις τό Κάστρο, καί έκάθησα


10 μήνας χωρίς δούλευσι· είχα δώση γράμμα είς
τήν φαμηλ^ά μου μέ ένα Μαγουλ^ανίτη .Ρόντικα, γ;ά νά
μου φέρη δσο βιό είχα εις διαφόρους ανθρώπους, καί
έκεινος έπήγε, τό έμαρτύρησε του Ντελι-γίάνη- ό Ντελι-
γϊάνης τού Βίϊβοντα, καί έτζι έχάθηκαν ολα μου
τά πράγματα, 1807. "Ολα τά στρατεύματα, τά Καπε­
τανάτα, τά κλέφτικα τής ‘Ρούμελης είχαν καταφύγει είς
τήν ‘Επτάννησον άπό τόν ίδιον κατατρεγμόν τόν άδικόν
μου. Ή ‘Ρωσσία έκήρυξε τόν πόλεμον τής Τουρκίας,
καί διετάχθησαν δλα τά στρατεύματα νά έβγουν εις τήν
‘Ρούμελην διά νά χτυπήσουν τούς Τούρκους. Έδοκιμασα
=3 30 =
καί έγώ νί υπάγω βϊς τήν Άγίά Μχυρα όπου ευρίσκοντο
όλοι αυτοί, νά πάρω μερικούς καί νά έβγω είς τήν Πε­
λοπόννησον. Εις την δούλευα της ‘Ρωσσίας ήταν δύω
τάγματα, ενα μανιάτικο επί κεφαλής Πίερακης Ζανετ-
μπίης,' δ υΐδς, καί τδ άλλο Πελοποννησιαχδ, επί κεφα­
λής δ Άναγνωσταράς. Αυτοί ήταν εις τήν Ζάκυνθο. Ό
Παπαδόπουλος τούς έπρόσταξε νά φχίάσουν ενα πλοϊο
πολεμικά. Όταν ετοιμαζόμουν διά νά υπάγω εις τήν Α-
γΐχ-Μαυρα μέ έπεσαν επάνω δ Άναγνωσταράς, οΐ Πε-
τιμεζαιοι, δ Γΐανάκης Κολοκοτρώνης, δ Μέλιος, κα!
λοιποί δφφιχίαλέοι καί μέ είπαν ότι: μήν πηγαίνης καί
ήμεΐς έγομεν τήν άδειαν νά έχωμε ενα πλοΤο καί άν
θέλης έμβαίνεις εις αιπδ’ καί έτζι εύρηκαν ενα Σαμπεκο
Τούρκικο μέ ΙΟ κανόνια, τδ αγοράταμεν, καί εμβήκα
.

Καπετάνιος εις αυτό. Έπήρα διαβατήριο, έπήγα είς τήν
Καθέδρα τής ‘Ρεπούμπλικας εις τούς Κορφούς, εκεί μέ
έδοσαν τήν άδειαν διά νά χτυπώ στεριάς καί θαλάσσης
Π

τούς Τούρκους, όθεν μέ έβόλίε. ’Επήρα και μια όγδο-


ηνταρίά στρατιώταις τής ξηράς κα! έπήγα πλησίον τής
Α.

Πάτρας, Αχαϊαις λεγόμενο κα! έκαψα τά σπήτία, τα7ς


ίδιοκτησίαις, τά μαγαζιά του Σαίταγα, κα! έπειτα έπί-
στρεψα εις τήν Ζάκυνθον. Οί Ζακύνθιοι επειδή καί *ϊ-
χαν άνάγκην άπδ τροφάς φερμένας άπδ τήν Πελοπόν­
νησον, έκαμαν μίαν αναφοράν είς τήν Διοίκησιν, καί έ­
λεγαν ότι νά μή χτυπήσουν πλέον τδν Μωρίά, διότι ο!
Τούρκοι δέν έδέχοντο τού; πηγαίνοντας έχει διά εμπό­
ριο· έτζι ή Κυβέρνησις μ’εμπόδισε νά χτυπήσω τήν ξηρά
καί διετάχθηκα μόνον νά περιορισθώ είς τδν πόλεμον
'Κ Αγίας Μαυρας. Εις τούς Κορφούς εύρηκα τδν Πα-
παδόπουλο και τον Συνέβη, οστις ετοιμάζετο μαζύ μέ
= 31 =
τά Αγγλικά νά χτυπήσουν τήν Κωνσταντινούπολή τοϋ
ίδωχα μίαν γνώμην δτι εις τήν ίπτάννησον εΰρίσχονται
1,200 ‘Ροΰσσοι χαΐ 5,000 "Ελληνες εις τήν δούλευσιν
τής έπταννήσου, χα'ι είχαν καί 12 κομμάτια Ντελίνία
τής Βαλτικής χα’ι τής μαύρης θαλάσσης· ήσαν 40 Ντελί·
via φρεγάδες καί μπρίκια, τά όποια είχε βγάλει διά
νά κτυπήση τόν Βονοπάρτη' χαΐ μέ άλλους 10,000
νησίώτας, νά γίνωμε χιλιάδες 25, xal έξη καράβια, διά
του Κορινθιακού κόλπου, xal τά άλλα διά τής Αιγίνης,
νά άποβιβασθώμεν έξω, καί τους υποσχόμουν εις 2 μή­
νας νά ελευθερώσω τήν Πελοπόννησον. Ό στρατηγός Πα-
παδόπουλος έδέχθηκε τήν πρότασίν μου, έγεινε συμβού-
λιον άπ4 τόν Συνέβη Μοτζενίγο (γενικός διοικητής),
Μπενάκη, καί αντιναύαρχον Λέλη, χα'ι στρατηγόν Άτρέμ.
.

Ό Παπαδόπουλος τό άνάφερε εις τό συμβούλιο, xal ό
Μπινάχης έναντιώθη, λέγων, δτι: τήν Πατρίδα μου έ-
γώ δεν τήν χαλα'ω άλλη μία φορά σάν τόν Πατέρα μου*
Π

δ Μοτζενίγος είπε δτι: πρέπει νά |ΰπάγουν νά χτυπή­


σουν μέ τά ’Αγγλικά τό κεφάλι δποΰ είναι ή Κωνσταν­
Α.

τινούπολή, και έπειτα, δταν κτυπήσωμεν τό κεφάλι, τό ε-


πίλοιπον είναι έδικόν μας. Έτζι έδέχθηκαν τήν γνώμην
του καί άπέρριψαν τήν έδικήν μου. Ό Συνέβης έπήγε εις
τήν Τένεδο* τά ’Αγγλικά έμβήκαν ε?ς τήν Κωνσταν-
τινουπολι διά βίζιτα περισσότερο παρά διά πόλεμο, xal
Ιπειτα εβγήχαν τά Τουρκικά, άπαντήθηκαν μέ τά *Ρώσ-
σικα εις τήν Τένεδο, καί μετά ένα πόλεμο έχαλάσθη δ
στόλος δ Τούρκικος. Μετά τήν μάχην του Όστερλίτζι,
ή ΓΡωσσία παρέδωσε τά νησιά του Ναπολέοντος, καί έ­
τζι διατάχθη δ μέν Συνέβης, νά ΰπάγη διά θαλάσσης,
καί τά 'Ρωσσικά στρατεύματα νά υπάγουν διά ζηρας·
= 32 =
Τότε έπαυσε ό πόλεμος καί οσα καράβια πολεμικά ήσαν
«ίς τήν δούλευσιν της 'Ρεποόμπλιχας τότε έσήκωσαν τά
χαρτιά καί ετζι έπηγα tiv Αύγουστο εις τήν Ζάκυνθο.
27 ’Ιουλίου 1807 ήλθε ή διαταγή νά παραδώσουν τά
φρούρια οί 'Ρώσσοι εις τους Φραντζέζους.
Έπήγα μέ τον Καπετάν ’Αλεξανδρή είς τίν Αεβάντε
10 μήνας εναντίον των Τούρκων* έκεΐ έπηγα είς τό ά­
γιον όρος* μας έπολιόρχπσαν 3 καράβια Τουρκικά
πολεμικά, 2 κορβέτα καί μία βεργάδα είς τήν Σκιάθο*
«δώκαμεν είδησι μιας φεργάδας ’Αγγλικής, καί ήλθε είς
βοήθειαν μας. Τά 2 κορβέτα τά έβούλιαξε καί τήν φερ-
γάδα τήν έπήρε ζωντανήν* είμεθα ήμείς οί Έλληνες 1,400,
ολοι οί Καπετανέοι τού Όλυμπου, καθώς Παπαμπλαχά-
.
βας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, τοΰ Τζάρα οί Καπετανέοι. Αυ­

τοί εύρέθηκαν είς τήν Σκιάθο κατατρεγμένοι άπδ τίν Μουχ-
τάρπασα καί λοιπούς Τούρκους τής ξηράς. Μάς επήοε
δ χειμώνας, έπήγαμεν είς τήν Μάνη, άπδ ’κεΐ έπηγα είς
Π

τήν Ζάκυνθο.
Α.

Είς τά 1808 τήν άνοιζι δ Βελήπασας έφοβέριζε


τόν ’Αλίφαρμάκη, ή τον πύργο νά του δώση, ή δ ίδιος
νά όπάγη, ή τδ παιδί του ένέχυρο νά διοση. Έ-
ρεθίζετο δ Βελη-πασάς από τόν Δελι-γιάννη* δ Δελη-γίάν-
νης μή θέλων νά υπάρχη δ ’Αλή-οαρμάκης έλεγε είς τόν
Βελη-πασα, οτι πρέπει νά κρεμισθή δ πύργος διά νά
τοΰ κοεμίση τήν δύναμιν* καί τοΰ ’Αλη-φαρμάκη: μήν
πηγαίνεις, διότι δ Βελη-πασας έχει σκοπόν νά σέ σκο-
τώση. Ό Άλη-φαρμάκης λοιπόν έτοιμάζετο νά άντιπα-
ραταχθή εις τόν Βελη-πασά. Ό Πάππος τοΰ Άλη-φαρ-
μακη, καί ο Παππος ο εδικός μου Γιάννης Κολοκοτρώ*
νης ήταν οιλοι και άδελφοπητοί. Έσκοτώθηχε δ Παπίύ-
= 33 =
λης μου, έπέθανε καί δ Παππούλης του Άλη-Φαρμάκη
χαΐ έμεινε ή φιλία ή ίδια εις τδν Πατέρα μου καί εις
•tiv Πατέρα τοΰ ’Αλη-Φαρμάκη* ώς φίλοι πατρικοί έ-
λάβαμεν καί ήμεΐς άνταπόχρισι, δέν τδν είχα ίδεΤ προ-
σωπικώς· έπιστηριζόμενος λοιπόν ει’ς την φιλίαν μέ έ­
γραψε Ενα γράμμα, μου έλεγε, φίλε πατρικέ, ό Βελη-
ΙΤαοδς έτοιμάζεται νά μέ βαρέση, και άν ψαι φίλος νά
έλθης νά μέ βοηθήσης, καί εγώ του άπεκρίΘηκα, οτι: δέν
έρχομαι τώρα, διότι θά σέ βλάψω, καί άν δέν έχή σκο­
πό νά έλθη ό Βελη-Πασάς, τόμου μάθει οτι ήλθα εγώ,
θά έλθει τότε, αλλά νά χυττάξης μέ κανένα μέσον νά
μήν χηρόξης τον πόλεμο, άν όμως καί κίνηση τδ στρά­
τευμα εναντίον σου, τότε έρχομαι. Ό Βελη-Πασάς ίσχυ-
.
ρογνώμων έκίνησε μέ τδ στράτευμα. Τότε μέ έγραψί,

οτι τά στρατεύματα έχίνησαν, καί άν ήσαι φίλος, τώρα
φαίνεσαι. Λαμβάνωντας τδ δεύτερό του γράμμα, ετοιμά­
Π

σθηκα μέ 100· οί αξιωματικοί μέ εμπόδιζαν, εγώ όμως


τούς είπα οτι δέν ειμπορώ νά κάμω αλλέως, διότι έδωσα
Α.

τδν λόγον μου, καί έτζι μου εμπόδισαν οί Φραντζέζοι


τούς στρατιώτας, χαΐ έπήρα μόνον 16 καί εγώ 17, έ-
βγήκα κοντά εις τήν Γλαρέντζα είς τδ Κοτίχι, καί διευ-
θύνθηκα διά τδ Μοναστηράκι. Τήν ίδια ήμέρα όπου έ-
φθασα εγώ είς τδ Μοναστηράκι, έφθασαν καί 8000
τούρκικα Εναντίον, καί έστάθήκα υποχρεωμένος νά πε­
ράσω άπδ τήν μέσην τήν νύκτα. Ό ’Αλη-Φαρμάκης
είχε 400 καί άπδ τδν φόβον τους έφυγαν, καί έμειναν
90. Τήν αυγήν άνοίχθη ό πόλεμος, άρχησαν νά κάμουν
λαγούμι, καί είς 30 ημέρας έγίνετο νύκτα ήμέρα πόλ.ε-
μος, είχαν καί 4 κανόνια, είς τάς 30 ημέρας έπρότεινε
συμβιβασμό καί έπρόβαλε εις τδν ’Αλη-Φαρμάκη νά
3
== 34 =
παραδώση τον Κολοχοτρώνη xai νά τού χ α ρ ί σ η τά πται*
σίματά του, τον πύργον του, ό'λα’ του απεκρίδηκε οτι:
άν ήναι τής τιρης καί της παληκαρίάς να δο)σω ενα φίλο
μου όπου ήλθε νά μέ βοηδήση οπό τα νησ,ΐα, χαι
εγώ ήμπορώ νά τό χάμω. ’Απεκρίβησαν, οτι αληθινά
είναι αύτδ, πλήν Νεντελί, μέγα πράγμα μέ ενα
ρωμαίο, νά χαδή τόση Τουρκία διά έναν άνθρωπο. Ό
Άλη-Φαρμάχης άπεκρίδη, δτι άν ήμουν Πασάς έγινό-
μην καί εγώ άπιστος, πλήν δέν τδ κάμνω, κάμετε λα­
γούμι, καί άν ήμπορέσετε άναποδογυρίστε μας, και δ
θεός έχει, καί πάλιν έπιάσδη ό πόλεμος. Τδ βράδυ έ­
καμε συμβούλιο, συνδεμένο άπδ δλους τους ’Αγάδες,
Μπουλουμπασίδες, καί τους είπε, τί του προβάλλουν οί
Τούρκοι, νά παραδώση τδν Κολοκοτρώνη· δλοι άπεκρί-
.
δηκαν μ’ ενα στόμα: χάσία, δλοι νά χαθούμε, μά αύτδ

δέν εΐμποροΰμε νά τδ κάμωμε- εγώ τους είπα, δτι έρ-
χεσθε νά μέ δώσετε νά ξεμπερδεύσουμε; εγώ τδ ψω­
μί μου τδ έφαγα. Ό ’Αλη-Φαρμάκης μου είπε! δέν εί­
Π

ναι έδικήσου δουλιά, είναι έδική μας· άπεφάσισαν δλοι


Α.

λοιπδν νά άποδάνουν εις 64 ήμέραις έβαλαν φωτιά είς


τδ λαγούμι, καί τδ λαγούμι είχε 1,000 οκάδες μπαρού-
τη μέσα' ΙμεΤς έσκάφταμε 12 βήματα έκτδς του [πύρ­
γου και 3 112 πήχες του βάδους καί έσκάφταμε μέ
σκοπδ νά πιάσωμε τούς λαγουμτζίδες· τδ λαγούμι εύρέ-
δηκε ξεδυμασμένο άπδ τδ κόψημο τής γης δπού εί-
'Χ.αίΑε χαμει, καί έτζι αφού έτρεμε ή γή ενα τέταρτο, έ­
πεσε τδ χώμα έπάνου του, καί ό πύργος δέν έπαδε τί­
ποτε. Οί Τούρκοι έλπίζοντες δτι δέλει άπογυρισδή δ
πύργος καί διά νά μην τούς πλακώσουν ή πέτραις, άλ-
λαργεψαν ημείς αφού ετελειωσε τδ λαγούμι, έρρίςαμε
= 35 =
μία μπαΐαρίά εις εΖΒος χαρας, ότι δέν μας έκαμαν τί­
ποτε. Τότε έπεσαν είς συμβιβασμό' 3734 κανονίαις
μας έρριξαν είς το διάστημα 68 ημερών άφου είδαν οτι
ούτε τά κανόνια τους δέν μας έκαμναν τίποτε, ούτε τό λα­
γούμι, μας έζήτησαν συμβιβασμόν, του έπρόβαλαν τί
ζητεΐ διά νά παύση δ πόλεμος *, κα'ι αυτός τους έζήτησε
νά μή χαλάσουν τόν πύργο, ό Κολοκοτρώνης νά ίιπάγη
άπείραγος μέ ενέχυρα, καί νά ύπάγη είς τήν Ζάκυνθον,
ό ’Αλη-Φαρμάκης νά μείνη είς τόν πύργο, εως, δτου
νά λάβη γράμμα από τόν Κολοκοτρώνη, οτι έμβαρκαρί-
σθη, καί τότε έβγαίνω από τόν πύργο, καί πηγαίνω είς
τόν Βελη-Πασδ διά νά τόν προσκυνήσω. Αυτός ό συμβι­
βασμός έγίνετο μέ τους αρχηγούς και μέ τό στράτευμα,
.
καί όχι μέ τήν γνώμην του Βελη-Πασα καί επάνω είς

αυτό έστρεζαν* έκαμαν Ιγγραοον καί ύπογράφθησαν ό Πα-
σόμπεης, ’Αγάδες, Μμουλουμπασίδες καί έκαμαν καί δρ-
Π

κον τήν αΰριον άνεχώρησα μέ δλους τους έδικούς μου


μέ τους Λαλε'ους, καί έπήραμε ενε'χυρο τρεις από τους
Α.

καλήτερους, μέ συμφωνία οτι αν μας χτυπήσουν νά


τους σκοτώνωμεν ήμεΐς αυτούς* έτζι εύγήχαμε, έπήγα-
με είς του Λάλα, άφησα τό παιδί του Άληφαρμάκη είς
τά σπήτια καί έπήγα εγώ είς τόν Πύργο τής Γαστού-
νης* ή συνθήκη έπήγε είς τόν Βελή πασα, αυτός έθύ-
μωσε καί έδωσε διαταγή νά πιάσουν δλαις ταίς σκά-
λαις καί νά μέ πιάσουν τό μπουγιουρτί ήλθεν είς τόν Ί-
βραίμ-αγα τόν έξάδελφον του ’Αλή-φαρμάκη, ό όποιος
ήτον Βόϊβοδας* διαβάζωντας τό μπουγιουρτί όπου έλεγε,
δτι νά πιάσουν τόν Κολοκοτρώνη, τόν έγέλασε τόν Τάτα-
ρη, καί του είπε, δτι* ημείς δεν γνωρίζομε Τούρκικα,
παρά νά πας είς τήν Γαστούνη, δπου είναι Κατής καί
3*
— 36 =
βσϊοοδας νά το διαβάσουν, καί δ,τι προστάζει με τδ Μπου-
γιουρτί του δ Βεζύρης ε’μεθα έτοιμοι νά το χαμωμε' ετι,ι
τον έγέλασβ τδν Τάταρη, καί ευθυς εσηκωθηκα μα^,υ μ^
τά ενέχυρα καί συντροφευμένος απο τδν Ιβραιμαγα επή-
γα είς τδ Πυργί καί έμβαρκαρισθηχαμι, και απολυσα τα
ενέχυρα, καί έστειλα γράμμα του Άλή-Φαρμάκη, ότι
έμβαρκαρίσθηκα υγιής. Τδ Πυργί άπδ τδν Πύργο είναι
2 ώρας καί έως τήν Γαστούνη έξη, μόλις εΓχαμεν μα-
κρυνθή 2 μίλια, καί τά Τούρκικα στρατεύματα άπδ τήν
Γαστούνη είχαν έλθει νά πίάσουν τδ Πυργί, αλλ εΓμεθα
μακρυσμένοι' άφου έπήγε είδησις του Αλή-Φαρμάκη
ότι έμβαρκαρίσθηκα, έβγήκε καί αύτδς καί έπϊηε είς
τήν Τριπολιτζά και έπροσκύνησε τδν Βελή Πασά. ’Εγώ
έπήγα εις τήν Ζάκυνθο, ό ’Αλή-Φαρμάκης ευρηκε τρόπον
.

καί έρυγε καί ήλθε καί αύτδς είς τήν Ζάκυνθο. 'Ο Βελή-
Πασάς μου έγραψε νά υπάγω άλλά δέν ήθέλησα. Ό Βε-
λή-Πασάς δέν έσκότωσε τδν ’Αλή-Φαρμάκη, διότι έπρο·
Π

σπαθουσε νά μέ γελάση καί εμέ νά υπάγω είς τήν Τρι-


πολιτζά καί έτζι δέν τδν έπείραξε. Έκαμε τδν συμβιβα­
Α.

σμό ό Άλη·Φαρμάκης, βιασμένος άπδ τούς ίδιους Τούρκους


τούς έδικούς του, φοβούμενοι τήν ζωήν καί τδ βιό τους'
μόλις έβγήκε άπδ τδν πύργο, καί έβαλαν καί τδν εχάλα-
σαν. "Ολοι οί ’Αγάδες, ό Πασόμπεης, ό Βελη-Πασάς μέ
έγραψαν διά νά έβγω είς τδν Μωρέα, μέ έγραψε καί ε­
κείνος, πλήν μέ έβαλε τήν βούλα άποπάνω άπδ τήν υπο­
γραφή του, σημειον νά μήν έλθω. Ήλθαν λοιπόν είς τήν
Ζάκυνθο δ άδελφδς του ’Αλη-Φαρμάκη μέ τούς άνθρώ-
πους του Βελη·Πασά, ο οποίος μέ έδάγκοσε είς τδ
αφτί, και εκατάλαβα· τούς είπα; πηγαίνετε κΓ έρχομαι.
Ό Αλη-Φαρμάκης ήρθε είς τήν Ζάκυνθο. Ό Άλή-Φαρ-
= 37 =
μάχης έπήρε τήν άδεια νά ίδή χά χωριά χου, έως οχου
νά έλθη ό Κολοκοχρώνης, καθώς έλεγε, και έτζι έπήρε
μιά πενηντάρι χιλιάδες γρόσ/.α καί έστείλαμε καΐκι καί
ήλθεν εις χήν Ζάκυνθο. ’Ερχόμενος εις χήν Ζάκυνθο, ά-
στεοασίσαμεν νά ΰπάγωμε εις χό Παρίσι δια να ευρωμε
χόν Βοναπάρτε, καί έπήγαμε είς χοΰς Κορρούς, καί ό
τότε γενικός Διοικητής Δονζελόχ μας εμπόδισε λέγωνχας
μας' δχι μείνεχε εδώ καί εγώ γράρω και θέλετε έχει
« / / r + \ f * /Χ\ (7 IT >
αποκρισιν, μονον ημείς να καμωμε χο σχεοιο εως οχου να
έλθη ή άπόκρισις χοΰ Αύχοκράχορος. Τό σχέδιο 'ποϋ έ-
κάμαμε μέ τδν Δονζελόχ, ήχον χο ακόλουθο* νά μας δώση
500 κανονιέρους μέ ρουσχανέλαις ένδυμένους, 5,000
'Έλληνες όπου εύρίσκονχο εις χήν Γαλλικήν δούλευσι- και
μας έδωσε γρόαια διά νά σχραχολογήσωμε εις χήν Τζα-
.

μουρίά όπου ήσαν εχθροί xoii Άλη-Πασα· έπεράσαμεν εις
χήν Τζαμουρίά, καί έκάμαμε 3,000 μισθωχοΰς Τζάμι-
δες, καί ήλθαμε εις χήν Πάογα, καί χοΰς έμβαρκα'ρσμε
Π

διά χήν "Αγια μαύρα. "Η Συναξις έμελλε νά γίνη εις χήν
"Αγια μαύρα καί Ζάκυνθον· επέρασ,α μέ 600 εις χήν "Α­
Α.

για μαύρα- χόν αυτόν καιρόν, εις χά 9, ήλθανε οί Άγ­


γλοι εις χήν Ζάκυνθο, έκαμαν χεσβάρκο καί έπερίλαβαν
χήν Ζάκυνθο, χοΰς δέ Φραντζέζους χοΰς έσχειλαν εις χοΰς
Κορροΰς, χοΰς δέ "Ελληνας έως 400 χοΰς έβαλαν εις
χά καράβια ώς πριζονιέριδες (αΐχμαλώχους)· έπήραν καί
χήν Κεραλονίά, Θιάκι, καί Τζιριγο, καί έκαμαν χό ίδιο.
Έλαβε από χόν Άρχισχράχηγο χών Άγγλων, όπου ήχον
είς χό Παλέρμο, δ Γκενεράλ ’Οσβάλ διαταγή νά λάβη είς
δοΰλευσιν δλους χοΰς Έλληνας, καί επί κεραλής ό Τζούρτζ,
οσχις ήχον χό:ε Ταγματάρχης· ήμεΐς άρου είδαμεν οτι
ήλθαν Άγγλο: είς χά νησιά, εγράψαμεν ς’ χήν Πάργα νά
= 38 =
μην έλθουν πλέον στρατεύματα διατί το σχέδιο έχαλασε
μέ τήν παρρησίαν των Άγγλων. Τό σχέδιον ήτον οτε
ολα τα κάστρα της Μεσσηνίας, της Πάτρας, της Μονεμβα-
σίας, άμα έβγούμε νά κηρυχθούν υπέρ ημών καί ήλθαν
ολοι οί Τούρκοι καί "Ρωμαίοι οί σημαντικοί καί ώμίλησαν
εις την Ζάκυνθο, νά κάμωμε μια Κυβέρνησι, συνθεμένη
από 12 Τούρκους καί 12 "Ελληνας νά κυβερνούν τόν
Λαόν. Οί Τούρκοι επίσης νά καταδικάζωνται καθώς οί
"Ελληνες· τους νόμους τούς είχαμε εγγράφους εις τούς
Κορφούς από τον Δονζελότ. "Η σημαία μας άπύ τό ένα
μέρος, τό φεγγάρι και από τό άλλο τό Σταυρό, καί τό σχέ­
διό μας ήτον, άμα έπατούσαμε τον Μωρέα νά κάμωμε ά-
ναφοραίς εις τόν Σουλτάνο καί νά του λέγωμεν, οτι: ή-
μείς δέν άποστατήσαμεν εναντίον σου, πλήν εναντίον τού
Τυράννου τού Βελη-Πασά, καί ο Δονζελότ ήκούετο με
.

τόν Σεμπαστ^άνη πρέσβυν εις την Κωνσταντινούπολή, ώστε
νά εμποδίσουν τόν Σουλτάνο διά κάθε κίνημα. "Ο μυστι­
κός μου σκοπός, άφού έμβαίναμε καί έπιάναμε δλα τά
Π

φρούρια, τότε τό εκάμναμε' εθνικότερο καί έχαλούσαμε


Α.

τούς τούρκους, αί περιστάσεις ήθελαν μέ οδηγήσει τί έ­


μελλα να κάμω. Εις τό σγεύιόν μας ήτον οτι άν μας
κάμη χρεία νά έβγάνωμε έως 15,000 έπτανησίους. Διά
τρεις ήμέραις και νυκταις εγώ, ο Άλή·φαρμάκης καί ό
Δονζελότ μέ ένα γραμματικό έκάμαμε τό σχέδιο αύτό,
καί προετοιμάσαμε-; οσα έμελλαν νά γείνουν.
Εις τόν πύργον είχα τόν Νικήτα, τόν Νικολάκη Πε-
τιμε^α και αδελφόν τού Μελιού. 7 όργυΐαΤς είχαν σκάψει
τό λαγούμι βαθιά.
Ο Αλή-φαρμάκης είχε 40 χρόνους, μαυρουδερόί καί
κίτρινος και δια αυτό τον ελεγαν φαρμάκη, κοντότερος μου,
= 39 =3

λιανός, πολλά φρόνιμος, πιστές, σιωπηλές, θυμώδης· ά-


πεθανε εις του Λάλα, άρρώστησε ς’ τήν Ζάκυνθο άπέ λυ-
σεντερία· οί συγγενείς του έκαμαν να του δοθή ή άδεια
του Άλή-φαρμάκη διά νά ελθη εις τοΰ Λάλα. Οί “Αγ­
γλοι έστειλαν ενα ΐατρέν, και άφου είδαν δτι αποθνήσκει
τότε του εδοσαν τήν άδεια νά έβγη £ξω εις τ4 Μωρεα,
διότι οί Άγγλοι δντες φίλοι μέ τέν Άλή-Πασα δέν ή­
θελαν νά δώσουν τήν άδεια νά ύπάγη εις τέν Μωρέα,
διά νά μή δυσαρεστήσουν τον Άλή-Πασα. Άφου έμαθα
οτι άπέθανε, εβγήκα εις τέ Μωρεα καί έπήγα είς τοΰ
Λάλα διά νά παρηγορήσω τήν Φαμηλιάν του.—
Έκαθήσαμε εις τέ Τζιρίγο εως τήν Κυριακήν τοΰ Θω­
μά· έπερασε ενα καράβι Κεφαλονήτιχο τοΰ Καπετάν—
.
Άλεξανδρή 'Ραυτόπουλου* Έμβήκαμε μέσα καί έκινήσαμε

διά τήν Ζάκυνθο. Ό Καπετάνιος έμαθε ποίές είμαι καί
μας περιποιήθη πολύ. Είς τήν Ζάκυνθο μέ είχαν διά
Π

χαϋμένον, έκεϊ μέ έδέχθηκαν δλοι οί έδικοί μας, όπου


ήσαν εκεί, Πετιμεζαΐοι, Άναγνωσταρας, Μέλιος, Γιάννης
Α.

Κολοκοτρώνης, Νικήτας, καί λοιποί* ήτον 1806. Διάνα


γλυτώσω άλλαξα φορέματα καί δέν είχα παρά δυστυ­
χισμένα άρματα, ώστε νά μή παρακινηθούν άπέ
τήν αισχροκέρδεια καί μέ σκοτώσουν.
Έγεννήθηκα ’στά...................................................... 1770.
Όταν έγλύτωσα άπέ τήν Καστάνιτζα ειμουν χρόνων 10.
Διαμονή Μάνης χρόνια .... 2.
Είς τήν Άλωνίσθενα χρόνια....................................... 3.
Εις τά Σαμπάσικα χρόνια........................................12.
Εποχή τής Νεότητος, 5 χρόνια άνύπανδρος και άλ­
λους 7 χρόνους ύπανδρευμένος- 27 γρόνους είχα όταν
μέ έπρωτοκυνήγησαν.
= 40 =
rApματωλσς καί κλέφτης άλληλοδιαδόχως χρόνια 5.
Φερμάνι Βασιλικό διά «μένα κα! τδν Πετιμεζα.
’στα 1802 1*
Τδ δεύτερο φερμάνι τον Ίαννουαριον 180G, και τδ
Πατριαρχικό Συνοδικό.......................................................3.
36 χρόνων ήμουν όταν έπήγα εις τήν Ζάκυνθο,
50 χρόνους είχα όταν έβγήκα εΐ; τήν έπανάστασι.
Οί κλε'φταις καί άρματωλοι είχαν Α.’ Τάξιν. Ή άξιότης τοιι»
Β'. Τάξιν.
Γ' Τάξιν.
Δ', οί ψυχογυοί·
Οί πρώτοι αξιωματικοί έγίνοντο διά τήν άνδρίαν
των ή διά τήν φρόνηοίν των’ ό μισθός των όταν ήσαν
άρματωλοί, τδ μοίρασμα των λαφύρων δταν ήσαν κλέ-
.
πται* έδίδοντο καί βραβεία εις τους αριστεύοντας. ΓΟταν

εσφαλλον ήτον τδ κόψιμον των μαλίών, τδ ξαρμάτωμα*
Σέβας προς τάς γυναίκας’ έδιωχναν οποίος ήθελε βιάσει
Π

καμμία γυναίκα’ παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χο­


ρούς, τραγούδια ηρωικά, ταίς άμάδαι;’ τά τραγούδια τά
Α.

£καμναν οί χωρίάτες, οί στραβοί μέ ταις λύραις’ τά τρα­


γούδια ήσαν ύμνοι, εφημερίδες στρατιωτικαίς.
Τ’ άρματά τους ήσαν πιστόλαις, χαρπί, (μελουδάρι),
σπαθιά ζωστά, ζάβες ς τά ποδάρια, τδν χειμώνα έβαζαν
θώρακας (τζαπράσια), κουμπιά μεγάλα εις τά γελέκια.
Τά Καπετανάτα διεδίδονταν εις τούς υιούς, εις τδν
άξιώτερο καί όχι είς τδν πρωτότοκο.
Ή Σημαία μου ήτον έ'να X καθώς ή ’Ρωσσική σημαία.
Τα Μοναστήρια τούς έβοηθοΰσαν* οί Γεωργοί καί οί
ποιμένες έδιναν ειδησι εις τους κλέπτας, ζιοοτροφίας καί
πολεμοφοοια. Οταν ε?ς τδν πόλεμο έλαβώνετο κανένας
= 41 =5

βαρέως' καί δέν ήμποροΰσαν νά τδν πάρουν τον έφιλοΰσα»


καί έπειτα τοΰ έκοφταν τδ κεφάλι, το είχαν εις ατιμίαν
όπου οι τουρκοι νά πάρουν τδ κεφάλι του. Άπδ 36 πρω-
τοξαοέλφια, μόνον 8 έγλύτωσαν, οί άλλοι έχάθηκαν όλοι*
δέν είναι διάσυλο, όπου δεν είναι θαμμένος Ιίολοκοτρώνης,
χωριστά τά δευτεροξαδέρφια, θειοι καί λοιποί φίλοι χαϋ-
μένοι. Τδ, κλέφτης, ήτον καύχημα* έλεγε: είμαι κλέφτης,
καί ή ευχή των πατέρων Ινδς παιδιού ήτον νά γίνη κλέφτης*
— Τδ κλέφτης έβγήκε άπδ την εξουσία.—Είς του Πατρός
μου τδν καιρδ, ήτον ιερό πράγμα νά πειράξουν Έλληνα. Καί
όταν οι κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή μέ τους Τούρκους
ολοι οί γεωργοί άφιναν τδ ζευγάρι, καί έπάγαιναν νά βοη­
θήσουν τους κλέπτας* εις τάς ημέρας έπειράζοντο καί
"Ελληνες όμοφρονοΰντες μέ τους Τούρκους* όταν ήλθε δ
.

Ανδρουτζος πατέρας του Όδυσσέως, έγνωρίσθηκα εις τήν
Μάνη, καί τδν εσυντρόφευσα έως εις τήν Κόρινθο. Εις τδν
κατατρεγμό (Ιας, διά 15 ήμέραις ούτε -εκοιμόμεθα ούτε ε-
Π

τρώγαμε* έσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.)


Α.

’Απδ τδν Σεπτέμβριο εως τδν Ίαννουάριο έμεινα είς


τήν Άγία-Μαΰρα (1809). Οί νΑγγλοι έβαλαν εις φύλαξι
τδν Γιακούπαγα, τδ παιδί του Άλή-Φαρμάκη καί άλ­
λους. Μανθάνοντας ήμεΐς αύτά, έσκορπίσαμεν τδ στρά­
τευμα καί έκρατήσαμεν μόνον 20. Ό Μινίστρος δ Φορέ-
στης καί δ στρατηγός των Άγγλων Όσβάλ, έπροσκάλε-
σαν όλους τους Καπετανέους διά νά τους έρωτήσουν άν
ήμποροΰν νά φέρουν τδν Κολοκοτρώνη είς τήν Ζάκυνθο. Οί
Αγγλοι, επειδή ή σαν πολλοί μαζευμένοι είς Άγία-Μαΰρα,
έφοβοΰντο, καί αυτοί τούς άπεκρίθησαν, ότι: όταν θέλετε,
ήμπορεΐτε νά του κάμετε ένα γράμμα καί τδ στέλνομε
μέ ένα επίτηδες καί μυστικόν άνθρο)πον καί έλπίζομε νά
= 42β
άκολουθήση* ϊχζι με έκαμε ενα γράμμα δ Οσβαλ καί ο
Φορεσχης καί χδ Ισχειλαν μέ ενα κουμπάρον μου Ζακυν-
θινδν, λεγόμενον, Πομόνη· έπόρασε τήν Γλαρενχζα, εμβή-
κι εί; Τουρκική σημαία, και ήλθεν εις χήν Αγία-Μαυρα
μυσχικώς* χδ γράμμα μέ επροσκαλουσε, καί ενχαυχω ήχον
μία εγκύκλιος είς ολας χάς άρχα; τής ξηρας και χής θα­
λάσσης, δ,χι ζηχήσωμεν νά μας δώσουν, οπού και αν μας
άπανχήσουν καράβια, νά μας αφήσουν δια ν απερασωμεν εις
χήν Ζάχυνθο.'Ηχον δύσκολο χόχε νά χαξιδεύη κανείς, διαχί εις
χά μισά νησιά ήχον Γάλλοι καί εις χα αλλα Αγγλοι’ ε·
πήγαμε λοιπδν εις χδν Γκενεράλ Καμοΰς Γάλλον, χαί
άπήραμε χήν άδεια διά χά Μοθωκόρωνα, έναυλώσαμε
μία βάρκα μέ σημαΤα Γαλλική’ μόλις εύγήκαμε εις χήν
θάλασσα, μα; εμπόδισε ενάντιος άνεμος, καί αράξαμε
.
είς χδ Θιάκι’ έκε: όφύλαγαν βάρδίαις ΆγγλικαΤς, μας έ-

ρώχησαν χί άνθρωποι είμεθα; καί χούς άπεκρίθημεν, ό
Κολοκοχρώνης· χόχε άρχισαν νά ρίπτουν άπάνω μας* έγώ
Π

ομίλησα δχι άν έχουν κανόναν ’Αρχηγόν χους, νά ελθη νά


χοΰ ομιλήσω* εχζι ώμίλησαν ένδς ’Αξιωμαχικοΰ ^Αγγλου
Α.

δ που έδιοικοΰσε Ικεΐ’ ήλθε εις χδ παραθαλάσσιον (1810),


καί έβγήκα καί εγώ μέ χήν βάρκα, χου έπαρρησίασα χδ
γράμμα χοΰ Σχοαχηγου Όσβάλ, όρου χδ είδε μέ έφίλησε,
μας επεριποιήθη, μας έδοσε κονάκια καί έμείναμε είς χδ
Θιάκι’ δ Διοικηχής χου Θιακιού μας επροσκάλεσε εκεί καί
εμειναμε 4 ημέρας. Εγώ καί δ Αλή-Φαρμάκης εβάλαμεν
υποψίαν διά χούς "Αγγλους, ώς φίλους χου Άλή-Πασα
καί εχζι έσυμφωνήσαμε νά μήν πάγωμε καί οί δύο είς
χήν Ζάκυνθο, αλλά νά μείνη δ ένας μας είς ενχ'καράβι είς
χαις Σκροφαις, καί να υπάγω εγω είς χήν Ζάκυνθο, καί άν
ίδω χά πράγμαχα στερεά χόχε χου γράφω κ’ έρχεται’ εχζ1
= 43 =
λοιπόν ακολούθησε* εγώ έπήγα είς χήν Ζάκυνθο καί
άφησα είς το καράβι τον Άλή-Φαρμάκη μαζύ μέ χόν
ανεψιόν μου Νικήτα’ άφου έφθασα εις χήν Ζάκυνθο, ε­
πηγα εις χόν Στρατηγόν Όσβάλ, εις χόν Φορέσχη καί
είς τόν Τζούρχζ, και μέ έζήτησαν διά χά πράγματα
χής Άγίας-Μαύρας, επειδή είχα μείνει 5 μήνες’ έλαβα
χήν άδεια καί έπήγα εις χό Κάστρο και έβγαλα όλους
χοΰς εις φύλαξιν ευρισκομένους Τούρκους έδικούς χοΰ
Άλή-Φαρμα'κη’ είδα χά πράγματα όχι έπήγαιναν καλά
καί έ'σχειλα επίτηδες καίκι εις χαΓς Σκρόφαις διά νά
είίρη χόν ’Αλή-Φαρμάκη, καί έχζι ήλθε καί αυτός είς χήν
Ζάκυνθο* έμβήκα εις χήν δούλευσιν μέ βαθμόν Καπεχά-
νιου1 περάσωνχας δύο, χρεις ήμέραις ό Γκενεράλης μέ
έκραξε καί μέ έρώχησε, μέ χί τρόπο νά κάμωμε, νά χρα-
.

βίξωμε όλους χοΰς1 Έλληνας όπου εΰρίσκονχο εις χήν
'Αγία-Μαύρα είς χήν Γαλλικήν δούλευσι, καί έχζι νά
πολεμήσωμε μέ μόνους χοΰς Γάλλους* χόχε ήλθε καί ό
Π

Λεπενίώχης άδελφός χοΰ Καχζανχώνη μέ 200 είς χόν


Α.

Κάλαμο καί Μεγανήσι καχαχρεγμένος από χόν Αλή-


Πασά’—Τό Μέγα-νήοι ήχον υπό χήν εξουσίαν χών Γάλ­
λων καί οί Γάλλοι έστειλαν στρατεύματα καί χόν έδιωξαν είς
χόν Κάλαμο’—ό Λεπενίώχης είπε: όχι επιθυμώ νά δουλεύσω
τούς "Αγγλους, αλλά δέν δίδω είς άλλον πίσχιν παρ*ά είς χόν
Κολοκοτρώνη’ χόχε ό Γκενεράλης μ’ έδειξε χό γράμμα
καί μέ έστειλε ς τον Κάλαμο καί μέ έδωκε ενα μπρίκι
είς χήν εξουσίαν μου, εγώ χοΰ είπα, όχι είς ενα μπρίκι
φαίνεται, άλλα θέλω μία βάρκα κανονιέρα, διά νά υπάγω
είς χόν Κάλαμο, καί είς τρείς ημέρας του είπα νά μέ
στείλη καί ενα πλοίο πολεμικό διά κάθε ενδεχόμενο, καί
είς τρεις ήμέραις μετά χό ίμπρίχι νά κίνηση ό στόλος
= 44 =
μέ τά στρατεύματα’ τοΰτο ήτον τδ σχέδιον μας· ίπήγα
ιΙς τδν Κάλαμο, αντάμωσα τδν Λεπενιώτη’ μέ ολους τους
200 του Λεπενιώτη έπήρα τά καΐκια καί έκάμαμε τι-
σβάρκο εις τδ μεγα-νήσι, καί έδιώξαμε τούς Φραντζέζους,
καί έκάμαμεν στάτι-/ εκεί1 εις τρεις ημέρας εξημέρωσε
τδ ίμπρίκι, (Μάρτιον), έκαμα λοιπδν σινιάλο διά νά έλ-
0η τδ [’μπρίκι· μέσα εις τδ ίμπρίκι ήτον δ Μοΰρ, ό Λώβ
(Διοικητής τής 'Αγίας Ελένης,) μοϋ έκαμε σινιάλο νά
υπάγω εγώ, καί έτζι έπήγα μέ 4 μόνον, καί οί άλλοι έ­
μειναν είς τδ μέγα-νήσι· — όταν ήμουν εις τδ μέγα-νήσι έ­
στειλα καί ήλθαν μερικοί "Ελληνες άπδ τήν 'Αγία-Μαύρα,
καί τους ('οδήγησα τί πρέπει νά κάμουν—έπήγαμε νά ΐδοδ-
με, που 0ά σταδό δ στόλος· έρδάσαμε εις του Βαγινα τά
μαγαζιά, καί έβγήκα εγώ, δ Λώβις και δ Κωνσταντή;
.
Πετμεζάς. Οί Γάλλοι άοοΰ μάς είδαν έστειλαν ένα τάγ­

μα μέ 4 κανόνια, καί μας έκανονοβόλισαν, καί άντά-
μονσα εις ένα μέρος τούς Έλληνας εις τήν Γαλλικήν
δούλευσι καί τούς είπα, τί κάμνετε; ίδοΰ δ στόλος δ ’Αγ­
Π

γλικός έρχεται* αυτοί μέ άπεκρίδησαν, οτι, ειμεδα ώρκω-


Α.

μένοι καί 0ά πολεμήσωμεν* αί! τους είπα, πολλά καλά


σάν ε?ναι έτζι, τραβιχδήτε- εις τάς δέσεις σας καί ήμεΐ;
0ά πολεμήσωμεν. Ό στόλος έρθασε καί έπήγαμε εις τό
Ντελίνι,’ διά νά ευρωμε τον Στρατηγό" ενώ τούς άνέρερνι
ολα τά πρακτικά μου, έκαμναν σινιάλο νά κάμουν τε*
σβάρκο, δύο ώραις πριν νά βραδιάση- εγώ σάν τδ έννοιω-
σα, είπα του Στρατηγού; Στρατηγέ, δεν πρέπει νά κά-
μωμε τεσβάρκο, διότι είμεθα μαζευμένοι άπδ διάρορα μέρη,
καί τά στρατεύματά μας δέν γνωρίζονται καί ήμπορουμε
νά σκωτοδοΰμε αναμεταξύ μας, άλλά νά έβγοϋμε μέ τά
χαράματα καί εγώ σάς υπόσχομαι έως τδ μεσημέρι νά
= 45 ==

πάρωμε την χώρα’ καί τότε ό Στρατηγός ίδέχθη τήν


γνώμην μου καί διέταξε τά στρατεύματα να έμβουν είς
τα πλοία* τά στρατεύματα εσυνίστοντο άπό 4,000, “Αγ­
γλοι, Κο'ρσοι, Σιχελιανοι χαί "Ελληνες. Οί Γοίλλοτ έτοι-
μάσθησαν είς -civ πόλεμο· άρχισαν να έβγαίνουν τά στρα­
τεύματα, έβγήκα χαί εγώ χαί ο! Κόοσοι μ’ έπιασαν χαί
μέ ώδήγησαν εις τόν Τζούρτζ ώς αιχμάλωτον τού πολέ­
μου — ετζι τραβήξαμεν εμπρός, έπήραμε την χώρα1 τούς
’πρόβαλα πάλιν των "Ελλήνων κα! δεν έδέχθησαν* έπήρα­
με τήν πρώτην μπαταρία μέ 9 κανόνια* δλα αυτά τά έ-
κάμαμεν οί 500 "Ελληνες επί κεραλής ό Τζούοτζ. ’Ηλθε
καί ό στρατηγός μέ τά ’Αγγλικά στρατεύματα καί δ Αώβ
μέ τους Ιίόρσους, έπήγαν εις τήν χώραν, δ στρατηγός
έπρόσταξε τόν Τζούρτζ νά πάγωμε νά πάρωμεν και μίαν
.

άλλην μπαταρία πολλά δυνατή, διότι είχε 12 κανόνια,
καί από τό ένα μέρος βάλτον καί άπό τό άλλο ρηχά, καί πέ­
λαγος, καί ετζι δέν ήτον παρά μόνον ένα μέρος όπου ει’μπο-
Π

ρουσαμεν νά προχωρήσωμεν —Έστείλαμεν πεζοδρόμον, οί


Α.

άρβανίτες τόν έδειραν — έβγήκα μέ 10 ανθρώπους εις μία


£άχη· μου ρίχνουν· τί χτυπάτε ; εγώ είμαι. Ήλθαν δύο
Καπεταναΐοι Τζίζης, Χορμόβας: τους είπα καί έτραβίχθη-
καν καί δέν έβάρεσαν* μοΰ είπαν: θά πολεμήσωμεν έπιά-
σθη ό πόλεμος καί τούς διώξαμε. Είς τούς ανεμομύλους
έκαβαλλίκαμε τά κανόνια. — Οι Φραντζέζοι πάνε είς τήν
Γύρα, ’που νχουν τήν μπατεοία τήν δυνατή ρκιασμένη.
— ετζι έπροοδεύσαμεν οί "Ελληνες εμπρός, οί Σικελια-
νοί οί δεύτεροι καί οί ’Αγγλοι υστερινοί" πλησιάζον-
τες είς τήν Μπαταρία μας άρχησαν μέ τά μπάλα-
μιστράλια καί μέ τό τουφέκι· τότε ό Τζούρτζ έλαβώθη,
ό αδελφός του στρατηγού, καί ένας καπετάνιος του Δελι-
= 46 =
,toD, καί 35 "Ελληνες λαβωμένοι και σκοτωμένοι- έπήοαμε
μέ ρισάλτο τήν μπαταρία- εις αυτήν τήν περίστασιν οί Κόρ-
σοι έσόμβαλαν πολύ* έπολιορκησαμεν το κάστρο, δποΰ
ήσαν τραβιγμένοι οί Φραντζέζοι- Aπύ υποψία αυτοί, δέν
βελουν τους "Ελληνας εις τό κάστρο, καί εκείνοι έρχονται
καί προσκυνούν εις ήμας — 30 ήμεραις δεν τους εκτυπη-
σαμεν, εως οτου έβάλαμε 10 κανόνια καί 10 βόμβαις,
καί εις 8 ήμεραις δέν έβάσταξε- 400 βόμβαις έπεφταν
τ4 ήμερόνυκτο. "Ο Μαζδρ Κλάρκ άπε'θανε- οί Φραντζέζοι
έπροσκύνησαν- τους μέν στρατιώτας τους έστειλαν αιχ­
μαλώτους εις τήν Μάλτα, τους δέ όφικιαλέους εις τήν
Νεάιτολι- τοιαύτη ήτον ή συνθήκη- έπιστρέψαμεν έπειτα
εις τήν Ζάκυνθο καί εκεί έπροβιβάσθηκα Μαγιόρος (Ταγ­
ματάρχης) 1810 Μαίου, ή'λθαμεν εις τήν Ζάκυνθο- έναν
.
χρόνον έκαθήσαμεν εις τήν Ζάκυνθο- — έμβήκαμεν εις

μίαν φρεγάδα, μέ 50 Έλληνας καί μέ 50 "Αγ­
γλους, επί κεφαλής δ Τζούρτζ, καί έπήγαμε εις τους Πα-
Π

ξοΰς, έκάμαμε τεσβάρκο, έβγήκαμε 2 κομπανίαις Έλληνες


καί επήγαν εις τήν χώρα βοηθημένοι άπ4 2 φρεγάδες κα[
Α.

έπροσκύνησαν "Ελληνες καί Γάλλοι- Τούς Γάλλους, τούς


έκάμαμε πριζονιέριδες, καί τούς "Ελληνας, τούς έβάλα-
μεν εις δουλευσιν- ό Άλή-Πασας έστειλε κ’ επολιόρκησε
τους Φραντζεζους εις τήν Πάργα, οί Παργιανοί μας επρο-
σκαλεσαν καί έπήγαμεν έκεί, ό λαός έπιασε τούς Φραν-
τζε'ζους, έβαλε σημαία Αγγλική- έπήραμε τήν Πάργα-
ιπειτα από αυτό έγυρίσαμε εις τήν Ζάκυνθο- πηγαινάμενοι
είς τήν Ζάκυνθο,ό Γκενεράλης έφθόνησε τδν Τζούρτζ, καί
τύν έβγαλε άπδ τ4 Ελληνικό τάγμα, καί έβαλε τδν α­
δελφόν του τότε δ Τζουρτζ εκινησε νά ύπάγη εις τήν
Αόνδρα, καί έπαο-ισιάσθηκε μέ Ελληνικά ένδυμένος. Τότε
= 47 =
έκάμαμε Sect καπετανέοι Έλληνες ευρέθημεν εις Ζάκυν­
θον μίαν αναφοράν, μέ τήν οποίαν έζητουσαμεν βοήθεια
άπδ τήν Αγγλική κυβύρνησι διά νά έλευθερώσωμεν τήν
Πατρίδα· αυτή ή αναφορά ευρέθηκε είς τά άρχεϊα, δταν
έγράψαμεν εις τά 1825 μία άλλη εις τήν ’Αγγλία ζη-
τοΰντες βοήθεια, καί δυνάμει αυτής τής δευτε'ρας ά-
ναφορας δ Βελικτών έπήγε εις τήν Πετρουπολιν και άρ­
χισαν αί δυνάμεις να άνακατευωνται εις τά πράγματά μας*
Ό Τζουρτζ, άφου έπήγε εις τήν ’Αγγλία, έπαρ’ρησίασε τήν
αναφορά καί έλαβε τήν άδεια νά σχηματίση ένα ρεγιμέντο
άπδ “Ελληνας άπδ 1,500 καί εις τδ διάστημα 5, 6 μή­
νας ώργάνισε 600 Έλληνας, άλλ’ άφοΰ έπεσε 'ό Ναπο­
λέων, ήλθε ή διαταγή καί διέλυσαν τά ξένα στρατεύμα­
τα καί των Ελλήνων τους έδωκαν άπδ 800 τάλληρα
.

τοΰ κάθε άξιωματικοϋ, καί του καπετάνιου 1,200, καί
έτζι τους διέλυσαν, καί εγώ έμεινα ακόμη δύο χρόνους
είς τδ Στάτο-Μαγιόρο, καί έπειτα μέ έβγαλαν καί ε­
Π

μένα.
Είδα τότε δτι, δ,τι κάμωμε, θά τδ κάμωμε μονάχοι καί
Α.

δέν έχωμε ελπίδα καμμία άπδ τους ξένους· δ Τζουρτξ


έπήγε είς τήν Νεάπολι, έγεινε έκεϊ στρατηγδς, μέ έπρο-
σκάλεσε μέ 2 γράμματά του καί έπειδή ήξευρα τήν έται-
ρίαν, δέν έδέχθηκα άλλά έκυταζα πότε νά βγούμε διά τήν
Πατρίδα μας.
Τήν εταιρίαν μέ τήν είπε ό Πάγκαλος· έπειτα έπέ-
ρασε δ ’Αριστείδης, καί δ Άναγνωσταρας μέ έφερε γράμ­
μα άπδ τήν εταιρία, καί τότε άρχησα νά κατηχώ καί
έγώ διαφόρους είς τήν Ζάκυνθο, Κεφαλονίά, καί διαφόρ ους
Καπετανέους Σπετζιώτικων καραβιών καί Εβραϊκών καί
εις τά 20 μέ ήλθαν γράμματα άπδ τδν Ύψηλάντη διά νά
= 48 =
^μαι έτοιμος, καθώς καί ολοι οι eStieot μας 25^ Μαρτίου
ήτον ή ήμερα της γενικής επαναστάσεως. Οί Άγγλοι
έμαθαν 3τι ε'λαβα κάτι γράμματα, καί ήλθε ή Αστυνομία ■
διά νά μέ έξετάση τήν νύκτα, άλλ’ έγώ τα γράμματα τί
είχα φυλάξει.
Είς τάς 3 ’iawauapiou------ και είς τάς 6 Ίαννουαρίβυ
ίβγηκα εις τήν Μάνη είς του καπετάν Παναγιώτη τοϋ
Μούρντζινου το σπήτι·—Εις αύτδ τδ διάστημα, πριν νάέδγω
είς τήν Πελοπόννησον, επήγα είς τούς Κορφοώς μέ τήν πρό-
φασιν νά ζητήσω 4,000 τάλληρα άπδ μισθούς μου του ι
Μετλαντ,καΐ διά νά ανταμώσω τδν ’Ιωάννη Καποδίστρια' τΐ» |
άντάμωσα· έκάθησα 30 ημέρας καί έπέστρεψα δπίσω εί;
τήν Ζάκυνθο; — εκεί ώμιλήσαμε πολλά περί τής ύποθέσεω;.
Έδώ τελειώνει ή ζωή μου ή περασμένη, καί άρχινα
τής επαναστάσεως· οσάκις εμβαινα είς δούλευσιν εμβαινα
.

πάντοτε μέ τήν συμφωνία, οτι άπδ τήν 'Επτάνησον" νέ
μήν άπομακρύνωμαι, καί νά μήν πολεμώ παρά είς Τοόο-
κικο τόπο, καί τδ φόρεμα νά μήν εβγάλω* είς τά νησιά
Π

έγνωρίσθηκα μέ τούς Βοτζαραίους, καί έκαμα τδν Μίμο


Α.

Βότζαρη άδελφοπητό.
Εις τδν xatpo τής νεότητος δπου ήμπορουσα νά paid)
κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δέν υπήρχαν μόλις ήϊοιν
μερικά σχολεΤα, εις τά δποία έμάθαιναν νά γράφουν καί
να διαβάζουν. Οί παλαιοί Κοντζαπασήδες δποΰ ήσαν οί
πρώτιστοι του τοπου, μόλις ήςευραν νά γράφουν τδ όνο­
μά τους· το μεγαλήτερο μέρος των ’Αρχιερέων δέν ήξεν
ρε παρά εκκλησιαστικά κατά πραξιν. κανένας όμως Ν'
είχε μάθησι* τδ ψαλτήρι, τδ κτωήχι, ρ μηναϊος, άλλαι
προφητεΐαι, ησαν τά βιβλία όπου άνέγνωσα* δέν εΓναι
παρά άφου έπήγα είς τήν Ζάκυνθο όπου εύρηκα ψ
= 49 =
'Ιστορία τη; 'Ελλάδος εις "τήν απλό-ελληνικήν· τά βιβλία
όπου εδιάβαζα συχνά ή τον ή ιστορία τη; Ελλάδος, ή
ιστορία τοΰ ’Αριστομένη καί Γοργώ καί ή. ιστορία τοΰ
Σκεντέρμπεη. Ή Γαλλική επανάστασις καί ο Ναπολέων
έκαμε, κατά την γνώμην μου, νά άνοιξη τά μάτια
τοΰ Κόσμου. Προτη'τερα τά έθνη δεν έγνωρήζοντο, τούς
βασιλείς τους ένόμιζαν ώς θεούς της γης, καί δτι
καί άν εκαμναν, τό έλεγαν: καλά .καμωμε'νο. Διά αύτό
καί είναι δυσκολώτερο νά διοικη'ση; τώρα λαόν. Εις τον
καιρό μου, τό εμπόριο ή τον πολλά μικρό, τά χρη'μα-
τα ησαν σπάνια, τό τάλληρο τό έπρόφθασα 3 γρόσια,
καί οποίος είχε 1,000 γρόσια ήτον πράγμα μεγάλο, καί
εκαμνε κανείς δουλειαϊς, δσαις τώρα δεν εκαμνε μέ χεί­
λια βενετικά. ‘Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή,
.

δεν είναι παρά η έπανάστασίς μας όπου έσχέτισε ό'λου;
τους "'Ελληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι όχου δεν εγνώρι-
ζαν άλλο χωριό μακρυά μίαν ώρα από τό έδικό τους.
Π

Τήν Ζάκυνθο τήν ένόμ.ιζαν ώς νομίξομεν τώρα τό μα-


κρύτερο μέρος τοΰ Κόσμου. ‘Η ’Αμερική μάς φαίνε­
Α.

ται ώ; πώς τους έφαίνετο αυτών ή Ζάκυνθος· έλεγαν


εις τήν Φραγκιά.

4
Τέλος πάντων τό μυστήριον της εταιρίας άρχισε νά
διαδίδεται εις κάθε λογής ανθρώπους και καλούς καί
κακούς, καί έβιαιθήκαμε νά κινη'σωμε (Λίαν ώραν αρ-
χνΐτερα την έπανάστασιν.’θ Ντιόγος το έμαρτύρησε εις
τόν ’Αλή-Πασα. “Ετζι λοιπόν εις τάς 3 'ίαννουαριου άνεχώ-
ρησα|άπό την Ζάκυνθον, καί εις τάς 6 Ιαννουαριου εφθασα
εις την Σκαρδαμ.οϋλα εις τοϋ πατρικού [Λθυ φίλου
Κ,απετάν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τό κίνημά (/.ας εγεινε
εις τάς 22 Μαρτίου εις την Καλαμάταν Από τά;
ΰ τοϋ ’[ανουαρίου έως εί; τά; 22 Μαρτίου, έπροσπά-
θησα, ένε'ργησα εις την Μάνην νά ενώσωμεν διάφορα
.
σπητια Μανιάτικα κατά τήν συνήθειάν τους, καί τούς

ένώσαμεν, τού; άδελφώσαμεν’ έστειλα καί εις τάς ε­
παρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρός, Καρύταινας, Φαναριού,
Π

Λεονταριοϋ, Αρκαδίας, τής Τριπολιτζάς, και ήλθαν έκεϊ


όπου εΰρισκόμουν, καί τούς έλεγα, ότι: τϊ,ν ήμερα τοϋ
Α.

Ευαγγελισμού νά ήναι έτοιμοι, καί κάθε ’Επαρχία νά


κινηθη ενάντιον των Τούρκων των τοπικών, και νά
τούς πολιορκήσουν εις τά διάφορα φρούρια, καθώς οί
Αρκαδίανοί νά πολιορκήσουν τό Νεόκαστρο, οί Μοθω-
ναΐοι τήν Μοθιόνη, καί οϋτω καθεξής.
’Αφού έπροετοιμάσαμεν καί συναγροικήθημεν, ό Ζα-
ιμης με τού; άλλους, άναγκασμένοι νά υπάγουν εις τήν
Τριπολιτζά ή νά μείνουν έτζι, έκτύπησαν τόν Βο'ϊβο-
δα των Καλαβρύτων. Οί Τούρκοι μέ έμαθαν ότι ήλ­
θα καί μέ ένόμιζαν ότι ήλθα μέ 5 μέ 6,000' έγύ
= 51 =
ήμουν μέ τέσσαιρου;. Ήλθαν ’Αρκαδινοί καί Μιστριωται
Τούρκοι με ραγιάτικα σκουτιά ένδυμένοι, καί ήλθαν νά ί-
δοΰν μέ πόσους ήμουν^. καί εγώ έπαιζα ταΐς άμάδχις
καί έγύρισχν όπίσω καί έ'λεγαν, δτι: εύρήκαμε έ'νχ
γέρο καί επαιζε ταΐς άμάδαις. — Επήγα εις τον Μούρ-
τζινο ώς φίλο μου πατρικόν. Ό Μαυρομιχάλης είχε
τό όνομα Μπέης, άλλ’ ό Μούρτζινος είχε την δύνα-
μιν εις την Μάνην. ’Ερωτική τότε ό Μαυρομιχάλης
δια τόν ερχομόν μου, καί αύτο; άπεκρίθη, οτι έδυ-
στύχησε εις την Ζάκυνθο καί ήλθε εις τήν Μάνη διά
νά τόν βοηθήσουν ιί φίλοι του καί νά έπιστρέψνι όπί­
σω· καί εις αυτό εφέρθηκε πολλά καλά, αλλά δέν ή-
ναι αληθινό ότι δεν μέ έπρόδωσε εις του; Τούρκους· δεν
είχε τήν δύναμιν νά τό κάμη καί άν ήθελε, καί, έκτος
.

τή; φιλίας όπου είχαμεν μέ τόν Μούρτζινον, είναι συ­
νήθεια εΐ; τήν Μάνη νά ύπερασπίζωνται οσου; κατα­
φεύγουν εις τήν οικίαν των.
Π

Είς τάς 23 Μαρτίου ε’πιάσαμε του; Τούρκου; εί; τήν


Καλαμάτα, τόν ’Αρναουτογλην σημαντικόν Τούρκον τής
Α.

Τριπολιτζάς. Είμεθα, 2,000 Μανιάτες, ό Πετρόμπεης, ό


Μούρτζινος, Κυβέλο;' Δυτική Σπάρτη.—100 ήτον οί Τούρ­
κοι μεινεμένοι, ώ; 10,000 ή φήμητους μεγάλη.—‘H ’Ανα­
τολική Σπάρτη έκινήθη τήν ίδιαν ώρα. Ό Τζανετάκης
μέ τήν Κακαβουλιά ε’κινήθη διά τόν Μιστρά. Οί Τούρ­
κοι τής Μπαρδούνίας καί Μιστρά υπάγουν, τραβιούνται
είς την Τριπολιτζά. Οί Τούρκοι είχαν βάλει υποψία,
έπροσκάλεσαν του; Προεστούς καί Δεσποτάδες, καί αυ­
τοί έπήγαν — ήτον έμβα τού Μαρτίου — Δεν τους
έσκότωσαν. Οί Σπαρτιάται αφού έπήραν λάφυρα, προ­
χωρούν καί πολιορκούν τήν Μοναβασίά. — Είς τήν Κα-
4*
= 52 =
λχμάτα έκάμαμε Συνελευσι, πόθεν νά πρωτοκίνήσωμε
τά στρατεύματα. Οί Καλαματιανοί έκαταφεραν τόν
Μπέη νά πάμε εις την Κορών*) Sea να μήν βάλουν
σπαθί οί Τούρκοι εις τούς Χριστιανούς* εγώ δεν έ-
στρεχθηκα, είπα νά πάμε εις την παλαιάν Αρκαδίαν,
εις τδ κέντρο διά νά βοηθούμε τους άλλους* τότε-
νες τούς εϊτα: εάν* μοΰ δώσετε βοήθεια άπο τούτο τθ
στράτευμα, καλώς, εϊμή αναχωρώ νά υπάγω εις τό
Κέντρο. Είχα λάβει γράμμα άπο τον Κανίλο, μ’ έπρο-
σκαλοϋσε, ότι είχε 10,000 άρματα, καί νά έμβω επί
κεφαλής. Τοϋ Μούρτζινου ά^ρώστησε το παιδί του ό Αι-
ονύσιος, καί έτζι δεν έκίνησαν δλοι οί Μανιάται* έ­
λαβα 200 από αυτόν καί 70 άπο τεν Μπέη μέ τον
Καπετάν Βοϊδη καί μέ 30 έδικούςμου έγενη'καμε 300,
.
καί έκοψα ευθύ; 2 σημαίκις με Σταυρό καί έκίνησα.

Οί Άνδρουσίανοί Τούρκοι, 360 άνδρες, μανθάνοντας ότι
είμεθα άσκέρι φεύγουν, πάνε ς’ τά Κάστρα της Μεσ­
Π

σηνίας. Κινώντας έγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οί "Ελλη­


νες όπου όλοι μέ τάς εικόνας έκαναν δέησι καί ευ­
Α.

χαριστήσεις· — Μοΰ ηρχετο πότε νά κλαύσω........... άπο


τήν προθυμίαν :ποϋ έβλεπα. — "Ιερείς έκαναν δέησι.
Εις τον ποταμόν τής Καλαμάτας άνασπαοθ'όκαμ* καί
έκινήσαμε.
Τάς 24 τον Μάρτι 1821, έφθάσαμε εις ένα χω­
ριό τής Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, 'που είναι καμ-
μύ πενηντάρια οΐκογένειαις. "Οσοι άνδρες ήτον, τους
έστειλα πεζοδρόμους, καί τους έλεγα : σύρτε ς’ τά
Κάστρα, πολιορκήσετε, καί σάς προφθάνω μέ 3,000.—
στρατήγημα. — Τήν αυγήν εξημέρωσε εις ταΐς 25 τοΰ
Ευαγγελισμού* έμαθαν εις τό Λεοντάρι οτι έβγήκα με
= 53 =
τάσαις χιλιάδες Μανιάταις, περνούν ret ζώα τών ρα­
γιάδων καί αναχώρησαν διά τήν Τριπολιτζά. Κινώντας
άπά τήν Σκάλα, έ'ρριζα καμ,μίά χιλιάδα τουφέοα, 3
μπαταρίαΐς διά νά τ’ άκούσν] ό κόσμος νά σηκωθή
κατά την παραγγελίαν. ’Ακούοντες οί Γαραντζαΐοι τά
τουφέκια, έσκότωσαν τους Κεχαΐάδες — αυτοί ήθελαν νά
φύγουν—καί έ'γεινε άρχη τοΰ σκοτομοΰ. Έκίνησα νά έβ-
γω εις τά Δερβένι τοΰ Λεονταριοΰ δια την παλαιά
’Αρκαδία' απαντάω ένα μεζίλι άπά τοΰ; "Ελληνας καί
μοϋ λέγει, διι οί Λεονταρΐτες έφυγαν καί επήγαν ίσια
τά Φραγκόβρυσο καί έπειτα εγύρισαν ’πίσω, καί έκο­
ψαν 2, 3, "Ελληνες. 70 Καβαλαραΐοι ήτον είπα: τρί­
ζετε να τους κλείσετε, καί έφθασα δπίσω εις τά Λε-
Οντάρΐ' Τήν ίδια ήμερα τοΰ Ευαγγελισμού συνάζονται
.
οί Φαναρίτες, λέγουν είς τοΰ; Τούρκους να τραβιχθ^ΰν

εις την Τριπολιτζά διατΐ δέν ήζεύρουν τί είναι- μα­
ζώνονται Φαναρΐτε; καί Μουντριζάνοι κι’ άλλα μ.ουρτα-
Π

τοχώρια, (1) αριθμός των 1,700 τουφέκια. Εσυνάχθηκαν


άπέζω άπο τήν ’Ανδρίτζενα 2 ώρας σέ μία βρύσι Σουλ-
Α.

τίνα λεγόμενη, είγαν 3,0(;0 ζώα των ραγιάδων μαζύ


τους. Τήν ίδιαν ημέρα οί Άρκαδιανοί (τής θαλ ) συνά­
ζονται ολίγοι,—καί δ Πρωτοσύγκελος καί άλλοι, παρακινούν
■τους Τούρκους νά τραβιγθοΰν είς τά Κάστρα, καί τούς
εδοσαν ζώα, τοΰς ’ζεύγαλαν ίσα με το Νιόκαστρο καί
έκεΐ τοΰς πολιόρκησαν αφού έσυνάχθηκαν καί άπά άλ-
λαΐς έπαρχίαις- έπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθιόνη καί
Κορώνη. Επήγαν καί Μανιάτες* Οί Ανατολικοί εις την
Μονοβασ;ά. Οί Καλαβρυτινοί και ο! Παεραΐοι και οί Ba­

il) Οπου οί τοϋρχοι πανδριΰοντιι γfιατυναί;


= 54 =
στιτζάνοι πολιορκούν την Πάτρα καί Καστέλι. Ητον
αρχηγοί Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ανδοέας Αέν­
το; καί λοιποί. ‘Ο Σισίννη; μέ τούς Γαστουναιους και
οι Πυργ ιώτες μέ τον Βιλαέτη έβάρεσαν τούς Γαστου-
ναίους Τούρκους, καί αυτοί κλείονται εί; το Χλουμοΰτζι
(Καστέλ-Τορνέζε)· μανθάνοντας τούτο οί Λαλαΐοι, υπά­
γουν, τούς περνούν άπό τό Χλουμοΰτζι μέ ταΐς φαμε-
λιαι; τους, καί τούς έπήγαν εί; του Λάλλα. Τότε τά
νησιά έκαμαν προκλαματζιόναις, νά μην έβγνι κανείς
άπό τά νησιά εις βοήθεια των ‘Ελλήνων Ζακύνθιοι
κρυφίως έφευγαν χωριάτες καί χωραΐτες, καί ε γ ε ι-
να ν σμμβοηβοί των κινδύνων, καί τό πράγμα τους το
έδήμευσαν- τόσο καί οί Μεταξάδες μέ άλλους πολλούς
Κεφαλοννίτας κρυφίως έβγήκαν εις την Γαστούνη καί τούς
.
δήμευσαν τό πραγμά τους. 'Η Δυτική ‘Ρούμελη, (1) τότε

είχε την σκοτούια τού ’Αλή-Πασα, διατί οί Σουλιώτεί
έπιασαν τό Σούλι. —*Η καταδρομή κατά τοϋ ’Αλή-Πασί
Π

μας βόηΟησε πολύ, έπρεπε πρώτα νά πάγη αυτός" ήτον


μεγάλο θηρίο.— Π ’Ανατολική Ελλάς, δ 'Οδυσσε'ας,
Α.

Γούρα;, Διάκος, καί Πανουριάς έκίκησαν ένταυτώ τό


τουφε'κι εις την ’Ανατολική Ελλάς (Αποίλιος).
Η Σπετζε; επρωτοσηκώθηκε, έστειλαν εις την "ϊ-
^ραν, καί οί ΙΓδραΐοι δίν ήτον ακόμη σηκωμένοι" οί
Νοικοκυραιοι όεν ήθελαν νά σηκωθούν, ό Κ,ουλοδήμας,
Καπετάν Αντώνη; και δ Γκίκας τού Θ. γαμβρός τού
Μιαιυλη καί 6 Πέτρος Μαρκέζης, έσυνώμοσαν μέ τόν
λαόν και είπαν των Αρχόντων; ή σηκώνεσθε καί ε­
σείς, ή θά βάλλωμε φωτιά νά σας κάψωμε, μόνον όρ-1

(1) ή Tcufxtx·»).
= 55 =
δινιάσθε τά καράβια σας. Τού? υποχρέωσαν, έδοσαν
γρόσια, και έβγήκαν.
Τά Ψαρά έκίνησαν αύτοθελήτως καΓ ή Σάμος.
’Εγώ εϊς τας 25 όπου έκίνησα άπδ' τήν Σκάλα,
’βγαίνωντας εις το Δερβένι τοΰ Λεονταριοΰ, απάντησα
ενα πεζοδρόμο σταλμίνον άπδ τον Βασίλη Μπούτου-
να Καριώτη, καί μοΰ έγραφε, δτι: οΐ Τούρκοι της
Καρυταίνης καί δ Βοίβοδας τοΰ Τίμελακίου Μουσταφάς
‘Ριζιώτης έκλείσθηκαν εις τδ παλιόκαστρο τής Κυρύ-
ταινας- καί 2 προεστοί τής Καρύταινας ό Σπη'λιος Κου-
λάς καί ό Μιχαλή; δέν ήτον εις τήν έταιρία ’μ.βασ-
μένοι καί δεν ήξευραν τί έγινεγο, καί επαρακίνησαν
τους Τούρκους νά μ.ή φύγουν, άλλα νά μείνουν εις τδ
Κάστρο· 4 Κάμπος τ^ς Καρύταινα; δεν ήθίλησε να
.

πιάστι τά ά'ρματα· έτζt μ’ έγραφε αύτος.
’Εγώ δεν έ'λλειψα νά κάμω μία προσταγή, καί έπάτησα
τήν βούλα μου· όποιο χωριό δέν ήθελε νά άκουλουΘήσρ
Π

τήν φωνήν τής Πατρίδας τζεκοΰρι καί φωτιά. Μανθά-


Α.

νωντας οτι έβγήκα εις τδ Δερβένι, οί 7Ο καβαλα-


ραϊοι ευθύς αναχώρησαν διά τήν Τρ ικολιτζά· εγώ έπή-
γα εις ενα χωριδ τετε'μπεη ανάμεσα Αεοντάρι καί Καρύ-
ταινα. Οί Μανιάτες μου είπαν: νά πάμ.ε εί; το Λεον-
τάρι· τούς είπα, νά πάρωμε χαλκώμ.ατα;— Τήν αύγή ε­
ξημέρωσε, ς ταΐς 26, "Ερριζα 1,000 τουφέκια· έκαμα
νά πάγο» εις τήν Καρύταΐνα νά άκαρτερέσω τούς Φα-
Λαρίτας καί τούς Καρυτινούς, καί άκούοντες ταΐς μπα-
τερίαις ό Κόσμος έκινήθηκαν όλοι. Εις τόν δρόμον α­
πάντησα ένα γράμμα τοΰ Βασίλη Μπούτου.α, καί μου έ-
λεγε: ίδές τδ γράμμα των Φαναριτών πού κάθον­
ται εις τήν Σουλτίνα1 τδ έγραφαν εις τούς Ιίαρυτινυύς
= 56 =
Τοίχους καί έγραφε τό γράμμα, οτι.* αύριο περνάμε διά
Τριπολιτζά· εϊμεεθχ τόσοι· έτοιμασθεϊτε νά ενωθούμε*
εΰγήκε ό Κολοκοτρώνη; μέ τόσαις χιλιάδες Μανιάτες.—
Γ0 Βχσί’λν.ς εΤ/ε σκοτώσει τόν Τούρκον εις τό γεφύρι
τής Καρύταινας ποϋ είχε τό γράμμα. Βλέπωντας τόγράμμα
έχίνησανά πιάσω τόν το'πο πού ήθελαν νά ά περάσουν οί Φα-
ναρΐτες. ’Βγαίνοντας άγνάνπαεις την κ,αρύταινα οί Τούρ­
κοι και βλέποντας τά μπαϊράκια, καί μην ξεχωρίζωντάς
τόν Σταυρό, έλεγαν ότι είναι Τούρκοι, καί πάμε μεντάτι.
’Εγώ έτράβηςα έναν τόπον στενόν έλεγα, οτι θ άπε-
ράσουν την ίδια ημέρα διά νά τοός κτυπήσω. 'Εμήνυσα
χωριάτων πού ήτον εις τό στενό εκείνο, νά μού εϊπούν
διά τους Τούρκους τους Φαναρίτας, καί μοΰ είπαν:
δέν έχουν είδησιν εΐ; τήν βρύσι κοιμούνται απόψε καί
.
ταχύ θ’ άπεράσουν. Κι’ έγραψα έναν τεσκερέ ένός Άν-

δριτζάνου Παναγιώτη Γιατρόπουλου νά κίνηση τά άρ­
ματα, νά τοός φερνή άποπίσω καί εγώ τοό; καρτερώ
Π

άπεμπροστα Σάν είδα, ότι οι Τούρκοι δεν ήτον τήν


λ μέραν εκείνη διά κίνημα, έπήρα την χώρα τής Κα-
Α.

ρυταίνης, καί έκλεισα τοός Τούρκους εις τό Κάστρο


(ημέρα 2G). 'Σ ταΐς 27 εσηκώθηκα χαραυγή, μέ τά χα·
ραματα και άφηκα τους Καρυτινους καμμιά δεκαπεντα­
ριά νοματους, κι εγώ έπ’ασα τό στενό* την ϊδ,ΐα νύ­
κτα πού εϊυουν εις τήν Καρύταινα μου ήλθε εΐ’δησις
ά .ο τόν Παναγτωτη Γιατρόπουλο, οτι στείλε μας στρά-
-ευμα, όιατί ήμεΐς δέν έσυναχθήχαμε ακόμα·—παλιαν­
θρωπιά.

Ίήν αυτήν ημέραν 'πού έκίνησα, ήγουν 27, μέ εφ-


θασε ένας ντεσκερες τού μακαρίτου τού Μπεϊζαντέ
ΊίΧια, οτι εφΟασε με 200 Σπαρτιάταί εις τό Λεον*
= 57 =
τάρι, καί τοϋ έγραψα, οτι νά φθάσφ ’γλη'γορα, γιατί
σημερο έχομε τουφέκι. Από έκεΐ όπου τοϋ έγραφα
έως εις τό Λεοντάρι είναι 4 ώραΐς τραβικταϊς, καί
κατά τύχη έ'ντεσε παλιάνθρωπο; ό πεζός καί δέν έπήγε,
ποΰ νά φθάτουν εις τόν πόλεμον καί εγώ έπϊ,γα εις
τό στενό, εις τόν ά'γιο ’Αθανάσιο. Την αόγή έζαγνάντη-
σε.τό στράτευμα τό Φαναρίτικο (οί Τούρκοι) μία ώρα α­
λάργα, καί δ τόπος στενός, καί φορτώματα, καί ε-
κρατοϋσε 2 ώραις δ μάκρος τους, *λ σειρά τους’ καί
βλε'ποντάς μας εύΟύς ε’μβηκαν τό τουφέκι όμπροστά
διά νά πολεμίσουν, καί ήμεϊς είχαμε ταμπούρια καί
έπολεμη'σαμε 6 ώραις. 01 Σπαρτιίται έκαμαν τότε .
έναν πόλεμον, πυϋ έμιμηθηκαν τόν Λεωνίδα* 300 η τον
οί πρώτοι, 1,700 οί Τούρκοι. ’Από ταΐς 6 ώραις έσωσαν
.

τά φουσέκιά τους, ελαόίώθηκε ό Βοϊδής, ό Δουράκης,
έσκοτώθ/,καν πέντε, εζη. Εις τό μισημέρι Ισωσαν τά φου-
σέκία" μοϋ λένε το στράτευμα, νά τούς άνοίζωμεν* — ό­
Π

μως τά Κολιόπουλα η τον 6 ώραις μα/.ρυά εις τό


Α.

ποτάμι τοΰ ’Ρουφια, είς χωριό 1’ζοΰκα* έφύλαγαν διά


τους Λαλαίους* ακούοντας τό τουφέκι έκίν/ισαν πλήν
δεν έ'φΟασαν (είχαν τετρακόσιους) εϊ; την ώραν άλλ’ έπειτα
άπό ’μίση ώρα. Οί Τούρκοι έσκοτώθηκαν 15, έπολεμοΰσαν
μέ καρδιά, διότι είχαν τό βρότους καί ταϊς γυναίκαις
τους. *Αν έφθαναν τα Κολιό πουλά, ό Γιωργάκης καί δ
Δημη'τρης ήθελε χαλασθοϋν οί Τούρκοι. ’Επήραν οί
Τούρκοι την θεσ.ν μας’ ακούοντας τ>,ν μπατερία των
Κολ ίαιων έβγήκαν αγναντια νά ίύυυν. Βλεπωντας ότι
μάς έρχεται μ.εντάτι τότενες ο: Σπαρτιάτε,' έπηραν τούς
λαβωμένου; καί έμεινα με πολλά ολίγους. ’Ακούοντας
την μπατερία, ε’φράξαμεν τόν τόπον, νά μην ’περάσουν οί
= 58 =
Τούρκοι από τόγεφύρι, μέ 20 ανθρώπους. ’Εκούναγατό
μπαϊράκι διά νά μέ γνωρίσουν τα Κολιόπουλα- είχε π]α-
σθεΐ ό λαιμός μου άπό ταΐς φωναις τις «μέρας.
Οί Τούρκοι ’βγαίνουν εις βονίθεια άπό τό Καοτρο, διώχ­
νουν εκείνους όπου -«τον ς" τήν χώρα. —■ Κυνηγοΰμε του;
Τούρκους μ.έ τά γυναικόπαιδα, 500 ψυχαΐς έχαθηκαν εις
τό ποτάμι της Καρύταινας, μην είμπορώντας ν’ άπερα-
σουν από τό γεφύρι, τό όποιον τό είχαμε πιασμένο. Οι
"Ελληνες έπερναν τά ζώα, τά άτια όλα λαβωμένα. Δέν.·
τούς· έχώραε τά Καστράκη, καί ητον απέξω σαν τό
μελίσσι (ή πρώτη νίκη κατά Τουρκών— τών Καλα­
βρύτων πρώτα).
"Ημείς τους πολιορκήσαμεν. Μετά τό έσπέρας εφθασε
καί ό 'Ηλίας Μπεϊζαντες άπό τό Αεοντάοι, ς’ ταΐς 28
.
ήλθε καί 6 Κανέλος με 200 Καρυτινούς. Ό "λνα-

γνωσταράς καί ό Παπκφλέσσας έ-.ίνησαν διά την ’Αρκα­
δία μέ 500 άνθρώπους. Σάν οί ’Αρκαδιανοί ήιον
Π

©ευγάτοι, έγύρισαν καί ήλθαν εί; την Καρύταΐνα μέ


1,000. Σε 2 ήμεραις έγινήκαμε 6,000. 01 Τούρκοι
Α.

όπου ητον κλεισμένοι, άφησαν τά ζώα τους έξω, τά


πήραν οί "Έλληνε;. Δέν είχαν νερό, τοοιράς. Τόν Νι-
κηταρά, τόν είχα σταλμένον με 100 νωμάτους εϊ; τό
Φραγκόβρυσο, εϊ; την Τριπολιτζά 2 ώραις απέξω. ’Ε-
κε.ναις ταΐς 2 ήμέραις όπου ισυνάχθημεν, ό Μουστα-
φαγας ένόύνει 2 Τούρκους ραγιάτικα, τούς δίδει 500
γρύσια, έπήγαν εϊς την Τριπολιτζά διά νά έλθτι μεν-
τάτι καί νά τους πληρώσηι ολους, οσοι έλθουν είς βο­
ήθειαν τους. Εξω βγαίνοντας υί πεζοδρόμ.οι 2 ωοαις, τούς
εκαταλαβαν άνθρωποι, πλήν δεν τούς έπιασαν. Δίδοντας τό
γραμμα όρδινίάσθηκαν 2,000, καί ήλθαν βοήθειαν τών
= 59 =
Καουτινών καί Φαναρίτων. 'Εγώ σάν εμαθα τούς πε­
ζοδρόμους, υποπτεύθηκα ότι 6ά έρθει μεντάτι· Ικαρία
ευθύς Συνέλευσιν εις τό στράτευμα, έ'δωκα γνώμη νά
πάη ό Άναγνωσταρά: με 2,000 εις του Σάλεση, μα-
κρά απ’ τήν Τριπολιτζά 4 ώραις καί 4 από τήν
Καρύταινα, νά έμποδίση τό μεντάτι άν κινη'ση από
Τριπολιτζά, άν δέν είμπορέση νά τούς βχστάξνι νά
ελθ-/) όπίσω,— νά πάρουν φόβον οί Τούρκοι, δπού νά
μην προσπεράσουν κατά την Καρύταινα- αυτός μοΰ ά-
ποκρίθηκε: δέν κάνει νά χαλάσωμε τό όρδί όπου εί-
μεθα συναγμένοι- τούς ε?πα άλλη μία γνώμη: νά πά­
ρω έγώ 500 ... με άντέσκοψεν, ε:ζι Ιμεινεν τό πιάνο ε­
κείνο. Τού; Τούρκους, τόσο τούς έστενοχωρήσαμεν όπου
δεν είμποροΰσαν νά εβγουν ένα αχνάρι. Τήν άλλην ημέραν
.

ξημερώνοντας, ’Απριλίου ίο , έβγήκε τό μεντάτι άπά
τήν Τριπολιτζά, καί έβγαίνουν εκεΐ όπου ελεγα νά πά-
γ/j ο ’Αναγνωσταράς, καί βάνουν φωτιά άγνάντια.
Π

Βλέποντας ταΐς φωτίαΐς λέγομεν, τό μεντάτι είναι,


έστειλαν διά νά εβγουν καταπατητάδες, αυτοί έπη'γαι-
Α.

ναν καί άτόκρισι δέν μας ήφερναν· έπείσμωσα καί


τούς είπα: νά πιάσουν τρία καταράχια διά νά καρτε-
ρέσωμε τούς Τούρκους, νά πολΐμήσωμε’ καί έγώ επήρα
ένα άλογο καί ε'.α μπαϊράκι εις τό χέρι, καί τό
κιάλη, καί άν ήναι Τούρκοι, νά κλείσω τό μπαϊράκι,
άν δέν ήναι, νά τό ανοίξω. Μέ ακολούθησαν καί δύο
μέ τά πόδια. "Οσο νά έβγω εις τήν ράχη άπόστασε
τό άλογο, τό εδεσα εις ενα κλαδί καί έγώ έβγήκα
εις τήν ράχη- έβαλα τό κιάλη, είδα τούς Τούρκους
όπου ήρχοντο καί έκλεισα τό μπαϊράκι. Οί "Ελληνες αρ­
χίζουν νά φεύγουν άφού έκαμα τό σημεϊον- έγώ, ί~
= 60 =
κάνε κρύο, αέρας, έπέρασα, άπδ έ·α τζοπανακί, (Μ*
καποτίτζα άσπρη—νίβουν ύδρωμένο;—κ έγυρισχ πίσω
νά ‘πάγω εις το στράτευμα" οι άνΟριόποι μου εφευγαν*
δ Καΰαδΐαζ μ.οΰ έπήρε το άλογο' εγύρισα πίσω εις
τδ δρδί άποστχμένο;, ευρίσκω τδν μακαρίτην τδν II-
λία “πού έπολέμαε, τδ άλλο δρδί έπήρε τα βουνά. Τα
Κολιόπουλα επολεμούσαν τδ άποχεΐθε μέρος τοΰ Κα
στρου' έβγήκα καί τόν έσήκωσα τδν Μπεϊζαντε άπο
έκεΐ, διατί έμενε μοναχός του, καί έβγήκαμε ολοι σε
μ.ία ράχη, καί τους λέγω: νά κρατη’σωμε τούτη την
^άχη, διατί άν τιΰ; ’βγάλουν καί τουτουνοΰς, νά τοΰς
πέσωμε άπδ κοντά ίσια μέ την Τριπολιτζά. ό 'λνχ-
γνωσταρας έπιασε τδ γεφύρι μέ 1,000, ό Παπά Ψλέσ-
σας, δ Κανέλος επήραν τήν άπάνου στράτα' έγω έμει­
.
να μονάχο; μου, οί "Κλληναι; έτζάκισαν, έκρόρθηκα εΐ;

κάτι κλαριά, ταΐ; δύο πις·όλαις μου άσηκωμ.έναις·
12 Τούρκοι έκυνηγοΰσαν τδ ε<α μέρος των ‘Ελλήνων,
Π

10 τους άλλου;, κατά τδ γεφύρι τδν Αναγνωσταρά,


καί άλλοι τδν Παπά ψλέσοα καί Κανέλο. 'Ενδμιζαν
Α.

οί “Ελληνες δτε τού; ακολουθούν οί άλλοι.—Έπροσπέ-


ρασαν οί Τούρκοι, τοΰ; ε:)α έπειτα κ’ έγύρισαν άπδ
σηυά μου' ή καποτίτζα μ’ έγλΰτωσε, γ’ατί έρορούσα
κόκκινο μεϊτάνι καί· ή καποτίτζα τδ ’σκέπαζε.
Εις τά βασιλεύματα τού ήλιου έβγήκα αγνάντια
εις τοΰ; έδικού; μας εΐ; τδ γερύρι. Καθώς μέ ίδαν . ..
πού ήσουν; — έκεϊ πού μ’ άφήκατε, κρυμμένο;-
Προοαλλω νά του; πάρουν καταπόδι ε»>; εις τήν
Γριπολιτζά- οί Ελληνε; δεν θέλουν. Τα Κιλιόπου-
λα έτραβηξαν εις τήν ‘Πλιοδώρα, ό Παπά-φλέσσας
και Μπείζανδέ; παγει εις τήν Δημιιζάνα* ό Κανέλος
= 61 =

εις τά Λαγκάδια, πάγει ταΐς φαμηλιαΐς εις τό Μεγα


Σπήλαιο.
Try όμ.ιλίαν όπου είπα μέ ακόυσαν εκείνοι όπου ή-
τον εις το γεφύρι* ήταν μιά ώρα νύκτα ’περασμένη καί
σκοτάδι, καί τούς λέγω: — εκαμ.α τά Σταυρόμου— "Οσοι
αγαπάτε τήν Πατρίδα ελάτε κοντάριου. ’Εκίνησα, μέ
ακολουθούν 200, και δ ’Αναγνωσταράς καί ό Μποΰ-
ρας άπδ τού; Κωνσταντίνους, καί είχα να ’περάσω εις
ενα μονοπάτι 20 χρόνους* ίσα εις τό Μοναστήρι εις
τόν "Αγιο Γιάννη άπα'ντησα τούς Στεμ,νιτζιώτας καί
ήφερναν ταΐ; φαμ.ηλιαΐς τους να κλεισθούν εις τό Μο-
ναστήρΓ'Αγιάννη, τούς λέγω: πού πάτε Στεμνιτζιώτες;—
βιαζόμ.εθα. . . . ελάτε κοντά, εγώ είμαι καλός νά άπαν-
τη'σω τούς Τούρκους. ’Ανέβηκα εις την Στεανίτζα,
.

μακρά άπό τό Μοναστήρι μια ώρα. "Εβαλα ντελάλι,
δτι νά μήν σεισθή άπό μέσα κανένας. Με έμαθαν δτι
ήμουν εϊς τήν Στεμνίτζα ό Φλέσσας καί ό Μπεϊζαντές
Π

καί ήλθαν καί μέ ηύραν. Τήν αύ^ήν όπου εξημέρωσε


Α.

τούς είπα, δτι: νά πάμε νά πιάσωμε τήν Λαγκάδα, οί


Τούρκοι θ άτεράσουν άπό έκ3Ϊ, νά τούς βαρέσωμεν
καί κοντά εις τήν Λαγκάδα είναι ένα χωριό Χρυσο-
βίτζι, καί έτράβηξα μέ τούς 300. Σ’ τόν δρο'μ.ο έ-
κρυφθηκαν οί ’’Ελληνες, 100 τούς έφαγε τό φεγ­
γάρι ώστε νά πάμε ς’ τό Χρυσοβίτζι. Τότενες τά
χωριά, τά Βλαχοχώρια έλειπαν ς’ τά χειμαδιά καί
δεν ήτον άνθρωποι* ηυραμε έ'ναν άνθρωπον, τόν έρωτη'-
σαμεν, αν οί Τούρκοι έπέρασαν άπό τήν Λαγκά­
δα, καί μας είπε, δτι χθες έπέρασαν 17 νωμάτοι,
καί έπήγαιναν 5, 6,000 πρόβατα καί δεν εύρέθηκε
άνθρωπος νά τούς τουφεκίση. ‘Ο Νικηταρας πού ήταν
= 62 =
«ΐς τό Φραγκόβρυσο εκτύπωσε του» πολλούς, έπήρε ζων­
τανά, έσκόχωσε πέντ’ έξη ανθρώπους, καί οί Τούρκοι
έτραβίχθηκαν όλοι εις την Τριπολιτζά.— Την αυγήν μέ
τά ξημερώματα μου λέγουν: τί νά κάμουμε έδω; νά
άναχωρήσωμε, νά πάμε εις το Λεονταρι, να συναξωμε
στρατεύματα, νά ΐδοΰμε τί απογίνετε εκείνος ό Κόσμος,
και χίλιαις άφορμαίς· έγώ τούς είπα: δέν έρχομαι, κά­
θομαι εις τούτα τά βουνά που μέ γνωρίζουν τά που­
λιά καί μέ τρων καλήτερα, γειτονικά· δέν είχα άν­
θρωπο έδικόν μου, έπαρχιώτημου* ενα άλογο είχα.
Ό Άναγνωσταράς, Μπεϊζα>ιτές, Μ πούρας πάνε ς’ τό
Λεοντάρι' έμεινα μόνο; μου μέ το άλογό μου εις τό
Χρυσοβίτζι· γυρίζει ό Φλέσσας καί λέγε: ενός παιδιού;
μείνε μαζύτου μην τόν φάνε τίποτες λύκοι’ “Εκατζα
.
εως ποϋ έσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους, άπέ έκα-

τέβηκα κάτου· ήτον μία ’Εκκλησία εις τόν δρόμον,
(ή Παναγία ς’ τά Χρυσοοίιζι), καί τό καθησιό μου
Π

ήτον όπου έ'κλεγα την ‘Ελλάς: Παναγία μου βόηθησε καί


τούτην την φορά τού; "Ελληνας διά νά έμ,ψυχωθούν! καί
Α.

έπηρα εναν ό'ρόμ,ο κατά τήν Πιάνα. Εις τόν δρόμον


απάντησα τόν ’ξάδελφόν μου Αντώνιον τού Αναστά-
ση Κολοκοτρώνη με 7 άνηψίδιά μου, έγινη'καμε 9,
και τό άλογό μου 10" έγώ είμουν και χωρίς τουφέκι.
Εις την Πιάνα δ·ν ήτον κανείς, μέ λέγει ό ’λντώνης
Κολοκοτρώνης, ούτε εις την ’Αλωνίστενα,—φευγάτοι1
έβριζα εις τήν ’Αλωνίστενα, μέ έγνώρισαν, έκατέβηκαν
καμμια εικοσαριά, τους έκαμα ολους πεζοδρόμους· έστει­
λα είς όλα τά χωριά νά κάμω όρδί. Σέ τρεις ήμέραις
εμασα 300 καί ερριξα τό ορδί μου εις τήν Πιάνα ά-
γναντια άπό την Τριπολιτζά 3 ώραις· τότενες τά χα­
= 63 =
ρατζοχάρτια έμβαιναν είς την Τριπολιτζα και είπαν:
6 Κολοκοτρώνης είναι μέ 300 εις την Πιάνα. Βγαίνουνε
4,000 Τούρκοι καί μας εξημέρωσαν έκεΐ. Βλέπωντας,
έλεγα, δτι οί Τούρκοι είναι ολίγοι· τούς έβλεπα μέ <ιό
κιάλι, τό κιάλι δεν τό έδιδα εις κανέναν’ τούς παρη­
γορούσα. "Εδοσαν μία φωτιά, έτζακίσανε οΕ ’δικοί μας·
έμεινα μόνος μου μέ τό άλογό μου όπίσω' έπήρχ τόν
δρόμο τής Άλωνίστενας- είς τον δρόμ,ον ηύρα τον Νικολό
τον Μπούκουρα άποσταμ-ένον, καί τόν έβαλα ’πισοκά-
πουλα. ΓΗμεΐς την μια μεριά, οί Τούρκοι άπό τήν άλλη
έπηγαίναμε εις τήν Άλωνίσθενα. Οί Άλωνισθιότες έτου-
φέκαγαν άπό τό ψήλωμα να μην ’μβούν οί Τούρκοι
με'σα καί έχασομε'ραγαν. "Οντας έπήγενα μέ τόν Μπου-
κουρα έλεγα· έλατε σκυλομουρτάτες! — ό Μποόκουρας έλε­
.

γε- μην τούς πεισμώνεις. Ό Κανέλος Δελιγιάνης ή'ρχε-
τθ μέ 100 νωμάτους, μέ φορτώματα’ έμ,βήκαν οί Τούρκοι
τού ε’πγραν τά φορτώματα.
Π

’Απαντήθηκα μέ τόν Κανέλο- δσους είχε ό Κανέλος


Α.

κοντά του έφοβήθηκαν, έπήγαν είς τά χωριάτους. Έμει-


ναν μέ τόν Κανέλο 1 1 νωμάτοι. Οί Τούρκοι έκαψαν
τό χωριό και έγύρισαν ’πίσω ς’ τήν Τριπολιτζα. —
Πέρνω τόν Κανέλο, διά νυκτος, τόπον σέ τόπον καί έ-
ξημερώσαμεν εις έ'να χωριό τού Κάμπου, είς τήν
άκρα τού Κάμπου τής Καρύταινας. Οί Καμπΐτες κ
οί Βουνίσιοι έπέρασαν τά άλλο μέρος κατά τό Φανάρε
εις ένα βουνό Δραγουμάνο καί ήτον τήν μεγάλην Τε-
τράδη. Άπό τήν πεΐνα μας έψήσαμε ένα άρνί κ’ έφαγα­
με. Άπόλυκα πεζοδρόμους είς το Λεοντάρι πού ήτον
συναγμένοι Καπετανέοι, τούς είπα· νά ζυγώσουν κοντά
εις τήν Τριπολιτζα, είς τήν Μαρμαριά Παπά-Φλέσσας,
= 64 =
Μούρτζινος, Άναγνωσταράς. Έτζι ήλθανε είς την Μαρ*
μαριά τδ μέν Μιστριότικο στράτευμα καί ό Κυριακού-
λης καί ό ΒρνχτΘενν)ς καί τ Αγιοτετρίακα στρατεύματα
ήτον καί 2000 είς τά Βερβενα, καί πέρνει καμμιά χι-
λια’δα άνθρώπου; δ Κυριακουλης και ερ^εταί' είς την
Βλαγοκερασιά ’μπροστά απδ ήμα;· του έγράψαμε να ελ-
θη νά κάμουμε ένα σώμα, δεν ηθελησε" είπε: καλδ πο-
στο κοατώ, κι’ άν έλθουν οι Βούρκοι απανω μ^ί, νά
μας έλθήτε μεντάτι. ’Ανη'μεοα τήν λαμπρή είδανε βάρ­
δια, ό Κυριακουλης, τοπικού; και τ.ΰ; έπρόδωσαν, καί
έβ}ήκαν 2000 Τούρκοι μέ τά χαράματα της Αυγής,
καί τους έπλάκωσαν καί έ"θλέμ.ισαν όλιγην ώραν καί
έσκο'τωσαν καμμιά δεκαπενταριά άπδ τους "Ελληνας,
έσκότωσαν τόν περίρρημον ’Αντώνιον Νικολόπουλο, τον
.
Παναγή Βενετζιάνον, καί δ Κυριακουλης αναχώρησε μέ

τό λοιπδ στράτευμα, καί π.άγει ς’ τδ Μιστρά· ακούοντας
ήμείς τδν πόλεμον, έκινήσαμ,εν είς μ.εντάτι, ητον 2
Π

ώραις μακρά, καί, 8σο νά πάμε ημείς, δέν εδρη'καμε


οΰτε "Ελληνας, οΰτε Τούρκους' τά σπήτια καυμένα, τούς
Α.

15 κοψοκέφαλου;1 ε’γυρίσαμε όπίσω είς την Μαρμαριά.


Ταΐς ίδιαις ημέραις ήλθε τδ παιδί μου, ό μακαρίτης δ
Πανος μέ τδν Γενναίο, με 30 νωμάτους καί μ’ εγύ-
ρευαν. Τδ ορδί τδ άλλο ήχον εις τά Βερβενα μέ τδν
Βρυσθένη, Π. Γιατράκο, Ζαφειρόπουλο' ερχόμενος ό
11α>ος καί δ Κανέλος Δελιγιάννης, τδν έστειλα νά πά-
γη ς την Καούταινα : όποιος δέν’βγαίνει νά καί·/) τδ
σπίτι· νά κάμουν όρδί είς τήν ’Αλονίσθενα καί εις τδ
Χρυσοοίτζι. Δεν έλειψαν να συνάζουν άπδ τά χωριά ώς
600, καί όλο έστέλνανε νά δυναμώνουν τόν τόπο.__ Τά
Κολιόπουλα μέ τους Καλαβρυτινούς, ήσαν καί οί Μεταξά-
= 65 =
δαι; μ.έ κανόνι α καί έπολιορκοΰσαν του Α άλα- έστείλαμεν
διαταγαΐς εις την Μεσσηνίαν και Μιστρά, και έσυνά/θημεν
είς τοΰ Μαρμαρά έως 1,200, καί άπό έκεΤ να πιάσουυε
τό Βαλτέτζι όποΰ ήτον αγνάντια άπό τά Βέρβενα,
άπό τό Χρυσοβίτζι καί "Αλονισθενα (κ,αρυτηνά όρδιά).
Σ’ τό Βαλτέτζι εύρίσκοντο ο Μούρτζινος, Γιατράκος,
Κυριακούλης, Ίΐ\ία Μπεϊζαντές, Νικηταράς, ’Αναγνωστα-
ρα;" έγώ ήμουν έπί κεφαλής. Σάν έμαζώγθημεν, έγώέστέ-
κομουν μέ 200, 300 εις τό γωοιό να τους δίδω βοήθειαν.
Τά ταμπούρια ήτον πλησίον διά νά δίδϊ] τό έ /α τοΰ άλ­
λου βοήθεια’ ήτον άρχαΐ; καί δέν ήξευραν νά πολε­
μήσουν. Οι Τούρκοι μία των ήμερων (έβγα ’Απριλίου],
έβγαίνουν είς τοΰ ’Αναπλιοΰ την Πόρταν 10,000. Ες·ο-
γάσθημ.εν οτι 0ά πάνε είς τά Βε'οβενα- ' άντίκρυζε ή
.

Πό ρτα τοΰ ’Αναπλιοΰ- έ,τήγα είς τό Καλογεροβοΰνι
διά νά δώσω σημείο ποΰ νά τρέ'ωμε μεντάτι, κν πη­
γαίνουν κατά τά Βέρβενα νά πάγω μεντάτι, καί ο-
Π

σοι ήτον είς τά όοδιά, εις τό Χρυσοβίτζι καί Πιάνα νά


Α.

πιάσουν την θέσι τοΰ Βαλτετζιοϋ" καί οι Τούρκοι δέν


έπήγαν άπό τά Βέρβενα, άλλ* ήλθαν είς τό Βαλτέτζι·
οσο ποΰ νά γυρίσω έπιάσθηκε ό πόλεμο; ε’ς τό Βαλτέτζι.
Τό τούρκικο μέρος έκτυπη'θη μ.έ τον Γιατοα'κο, Κυρια-
κούλη, Νικηταοά- αυτοί ύπογώρησαν, ετραβιουνταν, έ­
φυγαν έγώ ήλθα άπό ’πίσω,— έπήγα καί έγου τόν
τορόν εκείνων. φΟάνωντα; μερικοί τοΖ Πΐτροΰα και Σώοι—
οι Τοΰρκοι άρ/ιζαν καί έκαιγαν τό Χωριό — τούς φώναζα:
σταθήτε γ e ρ ο 1, γιατί θά μας πνίζουν έστάθημεν 30,
λαβώνομεν ένα μ.παϊραχτάρη· έτζάκισαν οί Τούρκοι- έφθα-
σεν άπό τά Βέρβενα, Πιάνα καί Χρυσοβίτζι μεντάτι, τούς
γυρίσαμεν, τούς ’κυνηγήσαμεν είς τόν Κάμ.πον, κάτω ά-
5
= f»6 =

τ.'ο τήν Βολέτταν μισή ώοα μ.ακρά άπά τήν Τριπολι-


τζά. Οί Καλαβρυτινοί ήτον έως δύο χιλιάδες εις τό
Λεβίδι, δεν έπήραν εΐδησι. Αν ήθελε έλθουν εις βο­
ήθειαν, ήθελε πάμ,ε μαζύ με τους Τούρκου; εις τήν
Τριπολιτζά- έγυοίσαμε όπίσω, πάσα ένα; εις το όρδί
του. Τήν άλλην ημέραν εύρηκαν αφορμή ό πώς θά πά­
με να ευρωμε στρατιώταις· φεύγει και ό Μούρτζινος,
μένω με 20 ανθρώπους έδικούς μ.ου. "Ολοι έτράβιξαν
εί; το Λεοντάρι, έγώ μέ τού; 20 εκείνου; ε’πήγα καί
έμασα τού; Καρυτινού; εΐ; δύο, καί ήτον ολοι 1,200*
εΐ; το ένα ’Αρχηγός ό Κολοιόπουλος, εις τό άλλο ό
’Ανδρε'ας Παπα-Διαμαντόπουλο;. 2ί 10 ήμέραις περά-
σωντα;, τού; έγραψα εις τό Λεοντάρι, δτι νά έλθήτε
νά πιάσουμ.ε τό Βαλτέτσι, καί τότε έκίνησε ό Μπεί-
.
ζαντές, οι Πετροβέοι καί Μεσσήνιοι 1,200, Παπατζώνη;·

έπήγα καί εγώ εις το Βαλτέτζι, τού; λέγω: νά φτιά-
σετε τά ταμπούρια κλειστά- εί; την άκρη τού χωριού
Π

ήτον μία εκκλησία, νά γεν-/) ταμπούρι, καθώς καί δύο


καταράχια, ποΰ εδιαφε'ντευαν τό χωριό, όπου άν έλθουν
Α.

Τούρκοι,νά κλεισθήτε μέσα- μοΰ άπεκρίθηκαν εκείνοι: χανο-


μεθα — έσεΐ; κλεισθήτε καί έγώ σας έρχομαι μεντάτι,
σάς πέονω εις τον λαΐμόαου- εκείνη την ίδια ωοα, όποϋ
ημείς έφτιάναμε αυτό, ήλθεν ό Κεχαιάς μέ 4,000 εί;
την Βοστίτζα από τά Γιάννινα, έκαψε τήν Βοστίτζα,
έπέρασε εί; τά μαύρα λιθάρια άτουφέκιστος, εκα·ύε τήν
Κόρινθο. Ό Φλέσας έκαψε τά σπη'τια τού Κιαυ.ίλ-υ.πεη*
«»·,»/ 1 I 1
εκαΦε το Αργό; ό Κεχαιάς, έπέρασε από τό Τουρνίκι, έμ-
βήκε εις τήν Ιριπολιτζά· ’μ.βαίνωντας εις τήν Τειπολιτζά,
του ιστόρισαν τόν πόλεμο τόν πρώτον τού Βαλτετσιού__
που εκυνηγήσαμεν τούς'Ρωμαίους και επαΐνέματα Τούικικα-
= 67 =
•τοϋ είπαν οί χαλαηί Τούρκοι* ή τον Ροΰσσοι, τοϋ; ’κυιγ;-
γήσαμϊν εις τόν Κάμχο τοϋ Σινάνου, εχροσκίνησαν—
τό αυτό σχέδιον ήθελαν νά κάμουν. Γ0 Κεραίας, καλά
τερτιχλής καί χολεμικος, κάνει ένα σχέδιον καί στέλ­
νει τον 'Ρουμχή ατό τα Μχαρδοόνια επι κεφάλι; με
5,000 νά χάγνι στό Βαλτέτζι νά κυν/ίγήστι τοϋ; "Ελ­
ληνας, καί στέλνει καί 1,500 χωριστά διά νυκτός γιά
νά χιάσουν τά όπισθεν τοϋ Βαλτετζιοϋ, πού άν τζα-
κισθυΰν οί "Ελληνε;, καθώς και τήν πρώτον φοράν, νά
τοϋ; κτυχήσουν, καί άτό; του χέρνει 2,000 καββαλα-
ραίου; εΐ; τά οχισθεν τ.ϋ Βαλτετζιοϋ* το όμοίω; νά
άκολουθη'ση όταν τζακίσουνε οί Έλληνες, καί 1,000
βάνει εΐ; το Καλογεροβαϋνι διά νά άντισταθοϋν εί; τό
στράτευμα τών Β ε ρ β ε ν ι ώ ν, άν ν.ινήσ/| μεντχτι. Το
.

ενα στράτευμα, όχου ήμουν, εΐ; τό Χρυσοβίτζι είχε
800, καί τό μέν στράτευρια τή; Πιάνα; μέ τόν
Δ· Κολοιόχουλο μ.έ 700' τόν Κανέλο Δελιγιάννη τόν
Π

είχαμεν έφορον μέ ά'λλου; 4, γιατί έβαλα έφοοία


Α.

νά οικονομούν τά στρατεύματα. Την αυγήν όχου έ-


κίνησαν οί Τούρκοι διά τό Βαλτέτζι ή Βάρδιαι; ήτον
διά νυκτός άχερασμένχι; εϊ; ταΐ; τοχοθεσίαις. ’Εγώ
εκοιμαΰμουν εί; τό Βαλτέτζι, έγευριάτιζα εί; τήν ΙΙιά-
να καί έδείχναγα εί; τό Χρυσοβίτζι καί έχεριφερόμ.ουν
’σ τά τρία όρδιά καί έντεσα εκείνη τήν ημέρα νά ήμαι
εί; τό Χρυσοβίτζι. Εί; τήν ’χάνω-Χρέχα, απάνω άχό
τήν Τριχολιτζά, είχαμε βάρδιαι; καί έδιδαν είδησι, χό-
θεν χάνε οί Τούρκοι. Έκείν ην τήν ήμ.έρα μά; έκαμαν
σινιαλο, ότι οί Τούρκοι χάνε εις τό Βαλτέτσι — μάς έ­
καμαν φωτικΐς οτι οί Τούρκοι πάνε εις τό Βαλτέτζι*
Εΰθϋ; έκίνησα μέ του; 800 καί έκαμα διαταγή ν’ ά-
5"
= G8 ==
κολουθήσουν κι’οί άλλοι- οσο νά έλθουν οΐ Τούρκοι εϊξ
τό Βαλτέτζι, έφθάσαμεν καί ημείς. 'Ανοιξε ό πόλεμος
τού Βαλτετζιού- του; βίκους μας τούς ’πολιόρκησαν οί
5,000· άνοίγοντας τό τουφέκι έφθάσαμεν και ήμεΐς είς
ταΐς πλάταις των Γουρκών, ρίξαμε [/.ία παταρια να
εμψυχωθούν οί μέσα, καί οί μέσα έχάρηκαν και έρ-
ριξαν κ’ εκείνοι, ερριξαν καί οί Τούρκοι, έγεινε κρότος
μεγάλος. Οί Τούρκοι, ή έμπροστιναΐς φύλαξες ’περί­
δεναν νά φύγουν οι "Ελληνες, καρτερώντας 2 ώραις καί
ακούοντας φρικτον πόλεμον όπίσω, έπείκασαν, οτι
οί "Ελληνες έκλείρθηκαν και πολεμάν ήρθαν κι’ έκεΐνθι
εΐ; τήν πολιορκίαν των 'Ελλήνων, επιασαν ενα καταράχι
δέκα μπαϊράκια καί εμπόδιζαν τήν κοινωνίαν μας με τούς
μέσα. 'Ημείς οί 8()0 έδυνχμώσαμ.εν τόν τόπον γιά νά
.
μή μάς πάρουν τά οπίσθια οί Τούρκοι. "Ο Κεχαϊάς έ-

/.αρτέοεσε καί αυτός, δεν είδε τίποτες, ήλθε εις τό Βαλ-
τέτζι μέ 2 κανόνια- πολεμ.οΰν οί "Ελληνες οί κλεισμένοι’
Π

εφθασε καί ό Κολοιόπουλος, έκλεισε τόν 'Ρουμπή μέ


τού; 5,000 καί δέν είχε άνταπόκρισι με τού; άλλου; Τούρ­
Α.

κους- τούς έβαλε (ό'Ρρυμπής) τό κανόνι,πλήν δέν τού; έκα­


νε ζημίχ- ό πόλεμοι; έστάθη σφοό’ρό; δλην τήν ημέραν. Οί
Τούρκοι έπρόσμεναν μέ τά ψυφώματα νά άδειάσουν τό
Βαλτέτζι οί κλεισμένοι, καί ημείς άκαρτερούσαμεν νά
φύγουν οί Τούρκοι. Τό βράδυ πέρνω μερικούς καί πάγιο
εις τό Καταράχι όπου ήτον ή Σημ.αίαις τών Τούρκων*
έπήγα κοντά, τούς ’τουφέκισα, μ.ε ^δίδουν 4 τουφε'κια*
—οι 'Ελληνες όπίσω δέν έκατάλαβχν—; ζωντανού; θά
σάς πιάσω, έγω είμ.αι 6 Κολοκοτρώνη;!—τί είσαι σύ; — ό
Κολοκοτρώνης- αδέιασαν τον τύπον τότε έμβήκαμεν
εις το Βλλτετζι, ίδώσαμ.ε φυσέκια, ψο/μ.ί, ό,τι αναγκαία
= G9 =

ήτον είς εκείνου;. Εις ταΐς 2 ωραις τής νυκτός ήλθα?


200 έδικοί μας καί έρριζαν μία μπαταρία, ένομίζαμε
ό'τι είναι Τούρκοι καί ήτον "Ελληνες. 'Εζενυκτίσαμ.ε καί
τά δύο μέρη, 6 ένα; πώς θά φυγή ό άλλος. ’Ιΐζημερώ-
σαμεν εις τον πόλεμο* βάνω τό κιάλι καί τηοάω, βλέ­
πω τούς Τούρκους εις ενα μέρος, ό 'Ρουμπής ήτον α­
ποκλεισμένος. 'Γην αυγή ό Κ,εχαϊας έβαλε τό κανο'νι εις
τό ταμπούρι τού Μπεϊζαντε τού Ήλία* τό κανόνι ποοσ-
πέρναε τό ταμπούρι τού 'Ηλία καί επερνε τό ταμ.πούρι
τού "Ραυμπή. ’Αν τό ’χαμήλωνε θα τον επερνε.
'Ο "Ρουμπής έστενοχωρήθη νά γυρίσΥ] μέ γιουρούσι,
ανάμεσα των δύο ταμπουριών των "Ελλη'νων. 'Επείκασα
ότι Θέλει νά φύγη* τον έζυγωσαμεν κοντά* κάνει γιου­
ρούσι ό 'Ρουμπής — από τήν τρομάρα τους άφίνουν του­
.

φέκια" πέφτουν ανάμεσα των δύο, τού σκοτώνουν ώς
300, ημείς άπό ’πίσω. ’Επέσαμε άπό κοντά, έπετάχτη-
καν καί οί κλεισμένοι "Ελληνες, τούς ’μάσαμεν μπλα-
Π

στοί, τούς ’μονομεριάσαμ.εν, τούς άκολουθουσαμεν" οί "Ελ­


Α.

ληνες’επεσαν είς τά λάφυρα και εις τούς σκοτωμένους


καί δεν άκολουθοΰσαν μέ προ6υμ.ία. 'υ Νικηταρας έ'ντεσε
νά ήναι είς τά Βέροενα, μέ 800 έρχεται, δεν ίφθασε εις ώρα,
τούς έκυνηγησαμεν έως 'ποϋ τούς έβγάλαμε είς τόν Κάμ­
πον. ’Εκείνος ό πόλεμος έστάθη ή ευτυχία τής Πατρίδος,
αν έχαλιώμεθα έ κ ι ν δ υ ν ε ύ α μ. ε νά κάμ.ωμε όρδί πλέον.
rO Μπεϊζαντές είς τό καταράχ ι, καί είς τήν εκκλησία άν­
θρωποι τού Μπεϊζαντε — ό Μητροπέτροβας εις τό άλλο
καταράχι, άλλο ταμπούρι είχαν οί Λεονταρΐτες. ’θ Κολιό-
πουλος ειχεν άποκλεισμένον τόν *Ρ ο υ μ π ή. — "Ολοι όμοΰ
έκυνηγησαμεν τόν εχθρόν.
Αωδεκχ δεκατρείς Μαίου ήτον.
= 70 =
23 ωραις έβάσταξε ό πόλεμος.
’Εκείνην ιΐν ημέρα ήτον Παρασκευή καί έβαλα λόγον,
on: πρέπει νά νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης
τής ήμερα:, καί νά δοξάζεται αιώνας αιώνων έως οϋ
στε'/.ει τό έθνος, διατί ήτον ή ελευθερία τής Πατριδος.
*0 Κεφάλας καί ό Παπατζυνης ήταν εις τήν μάχη
τοϋ Βαλτετζιοΰ- μετά τήν νίκην του Βαλτετζιοΰ οί
Καουτινοί έπέστοεψαν εις τας θεσεις των Χρυσοβιτζι
ι I *

καί Πιάνα, καί ci επίλοιποι έστάθηκαν εις τό Βαλτέτζι.


Περάσοντας 10 ήμέραις ή Μπουμπολίνα, ό Τζα'κρης
καί ό Στάϊκος μ’ έγραψαν νά τους στείλω βοήθεια καί
έναν ’Αρχηγό, καί τους έστειλα τόν Νικήτα μέ 50 άπό
τό όρδί τοΰ Χρυσοβιτζιοϋ, 50 άπό τό όρδί του Βολτε-
τζιοΰ καί 50 άπό τό όρδί των Βερβένων, καί έτζι
.
έπήγε εις τά Δολιανά, διά νά πάρη καί τους 50

άπό τά Βίρβενα" έκοιμήθηκε τό βράδυ έκεΐ (Κ.ων-
σταντής ’Αλεζανδρο'πουλος ήτον ’Αρχηγός τών 50
Στεμνιτζιώτης). Οί Τούρκοι έκαμαν Συνέλευσι εις τήν
Π

Τριπολιτζά. Οί Μιστριώτες καί Μπαρδουνιώτες έπρό-


Α.

βαλαν: ώσάν δεν έκαμαν τίποτε εις τό Βαλτέτζι


νά πάνε νά χαλάσουν τό όρδί όπου είναι είς τά
Βέρβενα, καί άπεκεϊ νά τραβίξουν διά τόν Μιστρά*
έτζι έδέχθηκαν οί Τούρκοι τήν γνώμην αυτήν, καί
έκίνησαν καί έπήγαν εϊς τά Δολιανά, διά νά πε­
ράσουν νά βαρέσουν τό όρδί τό εδικόν μας εί; τά Βέρ­
βενα. 'Ο Νικήτα; μόλις είχε ευγει ένα κάρτο μακρυά
άπό τά Δολιανά, καί τοΰ είπαν: Τούρκοι έρχονται' καί
αυτό; γυρίζει όπίσω καί πιάνει τό χωριό, καί τόν έ­
κλεισαν μέσα οί Τούρκοι· άλλοι έκλεισαν τόν Νικήτα
καί άλλοι έστράτευσαν διά τά Βέοβενα· τών Βερβένων
= 71 =
τ° όρδι τους έκαρτερεψε, καί μέ πρώτη φωτιά έσκό-
τωσαν ένα μπαϊραχτάρη, καί οί Τούρκοι έφοβήθηκαν
και ετραπησαν εις φυγήν τi ορδι των Βερβένων τοίις
επήρε άπο κοντά" άφού έζύγωσαν κοντά εις τά Δολια-
να έτζακισαν και οϊ Τούρκοι οπού ’πολιορκούσαν τον
Νικήτα, κιΐ έτζι έογήκε κ’ ό Νικήτας μέ τους ανθρώ­
πους του, καί τους έκατέβασαν έως εί; τον Κάμπον
κυνηγώντας* έπήραν 2 κανόνια, 7Ο σκοτωμένοι, καί ετζι
έμούδιασαν οί Τούρκοι καί δέυ έβγήκαν άλλη φορά διά εκ­
στρατείαν (Μάιος). Γ0 Νικήτας ετράβιξε εις το "Αργος, ίγά-
λαε τά Τζαμιά, τους Μιναρέδες, καί μάς έστειλε μολύβι
γιατί εί'χαμεν έλλειψι άπό μολύβι καί χαρτί, καί έπή-
•ραμ.ε τήν Βιβλιοθήκην τής Δπμιτζάνας καί άλλων Μονα-
.
στηρίων καί έδέναμε φουσέκια- μπαρούτι είχαμε, έκαμνε

ή Δημιτζάνα. Τού μπαρουτιού τήν ύπόθεσι την είχαν πάρει
άπάνου τους τά αδέλφια Σπηλιοτόπουλοι, καί διά νά δου-
λεύσουν την μπαρούτι δεν έπέρναμε πολλούς Δημιτζανίτες
Π

εις το στρατόπεδο, τούς αφήναμε διά αύτήν την δούλευσιν.


Α.

Σαν ακόυσαν όπου έκάμναμεν προόδους οί Σπετζιώτες


καί οί Υδραίοι μάς έστειλαν καί πολεμοφόδια καί
πετζιά για τζαρούχια’ μου τά έστελναν έμενα και εγώ
έδιδα οπού ή τον άνάγκη. ’Εγώ έσηκώθηκα μία νύκτα
μέ τούς Καρυτινούς, μετά τον πόλεμον των Δολιανών,
καί έπιασα τά Τρίκορφα ’ψηλά, καί τους Τζεπχανέδες
τούς εϊχαμεν εις την Ζαράγοβα όπου ήτον ένας δυ­
νατός Πύργος, καί ταΐς ζωοτροφίαις καί λοιπά. Εις
την κορυφήν των Τρίκορφων έφκιασα ταμπούρια, καί
ήτον ή πρώτη φορά οπού έζυγώσαμε τόσο κοντά εις
την Τριπολιτζά, μισή ώρα ήτον μακριά* τούς ’φιλο­
τιμούσα νά κατέβουν όμπρόί, καί τού; άνάφερα τό πα-
= 72 =

ράδιγμα τοΰ Φιδιοΰ. βλέποντας οι Τούρκοι την αύγη ότι


έκάμαμε ταμπουρε* κοντά τους, αγνάντια ς την Τριπολι-
τζα, έβγήκαν καί ’πολεμη'σαμεν εως 2,000, και άιμεΐς τους
άντικρούσαμεν καί τοΰ; έκυνηγησαμεν, και έτζι ακολού­
θησε πέντε, έςη’ ημέρα; νά έχω με πόλεμο κάθε η­
μέρα. ΓΠμεϊς ^ 1800 ε’ιμεΟα. ο τόπος μ.5; βοηθούσε
πολΰ, καί οί "Ελληνες άρχισαν νά πέρνουν θάρρος,
γι-χτι έκυνηγησαμεν τους Τούρκους καί εις τό Βαλτε-
τζι, καί εις τά Δολιανά, και εις διαφόρους άκρο-
βολισμούς. "Οταν ό πόλεμος έβάσταε πολΰ μας ήρ-
χετο μεντα'τι από το Βαλτέτσι. Είχα εκτελεστική δό-
ναυ.ι εις τήν επαρχία, καί όποιος εφευγε από τό
στρατόπεδο τόν έπιαναν, τον έδεναν καί τον έστελναν
όπίσω, τοΰ έκαιγαν τό σπήτι. '(J Κανέλος Λελιγιάνης
.
έφρόντιζε διά ταΐς ζωοτροφίαι; καί έγώ διά τόν πόλεμο.

Τόσον ενθουσιασμόν άρχισαν νά έχουν οί "Ελληνες ό­
που μόνοι των άλεθαν, έζυ'μωναν εψαιναν τό ψωμί, καί
Π

τά έ'φερναν μέ τά ζώα των είς τό στρατόπεδο. Εί­


χαμε φούρνο εθνικόν είς τήν Πιάνα Αλονίσθενα, Βτίνα,
Α.

Μαγουλιανα, Δημιτζάνα, Στεμνίτζα. Πρόβατα μάς έφερ­


ναν, πότε άπό τά 20, πότε άπό τά 30, από τά 40
άπό τά 50 τό ενα, καί τά έδιδαν’μέ ευχάριστησί τους.
Ο Κοριάκος Τζώλης έχάρισεν 120 τραγιά εις τό Στρα­
τόπεδο άπό την Ζαράχωβα. Είχαμε κόλια στελμένα
καί τά έμάζωναν. ’Από ήμάς έπήοαν παράδειγμα καί
τά άλλα στρατόπεδα καί έκαμ.ναν τό ίδιο. Μετά 10
ημεραις έκαμα μία διαταγή και έπαρακινοϋσα τοΰ Βαλ-
τετζιοΰ τά στρατεύματα νά έλθουν εις τά Τρίκορφα,
καθώς και -ο εκαμ.αν. ΤΗλθαν καί έφκιασαν τααπουρια άπο-
πανω άπο τόν άπάνου μΰλο τής Τριπολιτζας. "θ Ά~
= 73 =
ναγνωσταράς, δ 'Νλίας, οί Μεσσήνιο1. ολοι, οί Λέοντα”
ρίταις, οί Σαμπαζιώταις έως Ι,όΟΟ- τότε έπαρακινήσαμε
τού; Γζάκονας καί ‘Αγιοπετρίταις οπού ήταν εις τά Βέρβε-
να καί έπιασαν τήν θέσιν τό στενό, ε’κει εφκιασαν γράνες
καί ταμπούρια, επί κεφαλής ό Ζαφυρόπουλος. ’’Εβγαιναν ο1
Τούρκοι καί έκαριναν άκροοολισμοΰς’ ό Γιατράκος ήλθε μέ
τους Μισθριώτας. Οί Καλαβρυτινοί ήτον εως 1,200 εί; τό
Λεβίδι, καί τους έγραψα καί ήλθαν εις τήν Πάνω-Χρε'πα,
ήτον έκεΐ ό Σωτήρ Χαραλάμπης, ’Ανδρέας Ζαίμης, Πετιμε-
ζαΐοι, Σολιώτ·/ίς, Λεχουρίτης καί λοιποί Καπεταναΐοι
τών Καλαβρυιινών. Εις τήν Πάτραν διέλυσαν τήν
πολιορκίαν διχτί τους έχάλασαν ένα δύο φοραΐς οί
Τούρκοι. Εις τον καιρόν όπου έκάμναμεν ήμεΐς αύτά,
έγραψαν οί Λαλαΐοι τού Γουσούχπασια διά νά τους
.

ύπάγη μεντάτι· έπήγε λοιπόν εκεί" έπολέμησαν πολλοί
εις τού Λάλα, καί εϊς αυτούς τούς πολέμους έχάθη
ό αδελφός τού Κολοιόπουλου, έλαβώθη ό Μεταξάς ό
Π

’Ανδρέας. Οι Λαλαΐοι εσ/,κώθηκαν μέ ταΐς φαμ.ελιαΐς


των καί έπήγαν άνέγγιαγοι εις τήν Πάτρα. *Αδειασε
Α.

τό Μεσόγειο τής Πελοπόννησου' τότε ή Πάτρα έδυνά-


μωσε,, καί τά Καλαβρυτινά στρατεύματα έφυγαν άπά
έκεΐ, καί ήλθαν εις βοήθειαν μας ς’ τήν Πάνω-Χρέπα1
έπήγα εί; αυτούς, τούς ’παρακίνησα νά φκιάσουν ταμ­
πούρια εις τό Πεοθώρι, διά νά σφίζωμεν στενά τήν
Τριπολιτζά. Αυτοί μου έβγαλαν ένα ψεύτικο γράμμα,
ότι τάχα ήλθαν πολλοί Τούρκοι εϊς τά μαύρα λιθάρια,
καί έτζι άνεχώρησαν, καί έπήγαν έ;η ώραις μαχρυά
άπά τήν Τριπολιτζά. ‘Ο Σωτήρ Χαραλάμπης εϊς τού
Γκοζη, καί ό ’Ανδρέας Ζαίμης εϊς τό Μπακοάτι. Οί
Τού ρκοι είχαν στενοχωρηθή άπό τούς "Ελληνας.
= 74 =
Εις ταΐς Καλτεζιαις, ’Επαρχία Μιστρά, εγεινε Συνόλευ-
σις άπό jjleooc προυχόντων τής Πελοπόννησου και
το εύρηκαν εύλογον να φέρωίλεν τον Μαυρομιχα-
λ·/)ν, όπου ήτο,ν εις την Καλαμάταν. Επήγε ύ Κανελος
ό Δελιγιάννης καί ό Πονηρό;, τόν έπ/ραν από τήν
Καλαμάταν, τόν έπήγαν εις τήν Στεμνίτζα καί τόν
έκαμαν Προ'εδρον της Γερουσίας, καί έγραψαν εις τήν
Ύδραν, ei; ταΐς Σπέτζαις, είς την ‘Επτάνησον. Εις την
‘Ρούμελη ή Δυτική Ελλάς εΐχε άποστατήσει τόν
Μαϊο, καί ημείς έκυττάζαμεν τήν δουλειά ρέας, κάθε ή-
με'ρα είχαμε άκροβολισμούς. Μέσα είς τήν Τριπολιτζά
ήσα« 14,000 άρματα καί 8,000 Καββαλαρέοι. Τόν
’Ιούνιο Μήνα ήλθε ό ‘Υψηλάντης είς τό ’’Αστοος καί
έσυνάχθηκαν δλοι οί "Αρχοντες τής Πελοποννη'σου, ’Αν-
.
δρέας Ζαίμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης, ’Ανα­

γνώστης Δελιγιαννίοι καί λοιποί, καί εγώ, καί έπη'γα-
μεν νά προϋπαντήσωμεν τόν ‘Υψηλάντη. Εις τό όοδι
Π

ά'ιρησα τόν Πανο υιόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, ’Ανα-


γνωσταοί, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καί λοιπούς* τόν
Α.

έκαρτερέσαμεν μέ παράταξι, καί Ίτυχαν καί οί Σπε-


τζιώτες προύχοντες έκεΐ καί έπήγαμεν όλοι, καί τόν
έπήγαμεν είς τά Βέρβενα* εκεί ό ‘Υψηλάντης έγύρευε
νά κα'μν) πράγματα όπου δεν ά’ρεζαν τών αρχόντων
καί έτζι έριλονείκησαν. ‘Ο ‘Υψηλα'ντης- είχε μαζύ του
τόν Βάμβα, ’Αναγνωστόπουλο, ’Αντωνόπουλο, καί μια
πενηντάρια μαθητάς τής Ευρώπης "Ελληνας. Έκεΐ ή­
θελε νά κάμη ώς ’Επίτροπος του γενικού,’Επιτρόπου»
οί "Αρχοντες δέν ήθέλησαν καί ετζι έδυσαρεστήθη ό
Τψηλάντης και άνεχώρησε διά τήν Καλαμάτα. "Ο
Λλε'ξανδρος Κατακουζηνός είχε σταλθή εις τήν παλιορ-
= 75 =

jfiav τής Μονοβασίας. Εις τα Βίρβΐνα ησαν συναγμένο·,


εωζ 5,000 στρατιώτες, αυτοί έπήραν όλοι τα άρματα
διά νά σκοτώσουν δλους τούς άρχοντα;· ήλθαν καί [/-ας
’πολιόρκισαν εις τό Κονάκι τοϋ ΙΙετρο'μπεη, όπου είμεθα
όλοι σταγμένοι· ήκουσα τόν Θόρυβο καί ήθέλησα νά
έ'βγω έξω, ό Κανέλος Δελιγιάνννις μ’ εμπόδιζε, τούς
είπα: άφήσετε νά έβγω μ.·/,πως γέ»η αρχή καί πέσει
κανένα τουφέκι καί τότε μάς σκοτώσουν ολους· εγώ
στρατιώτας δεν εΐ/α τότες, έβγήκα έξω καί ώμίλησα:
'Ελληνες, τί Θέλετε; ελάτε έδώ· καί ευθύ; ετρεξαν καί
μέ ’σήκωσαν εις τον αέρα, Μοϋ λέγουν: δτι Θέλομε νά
σκοτώσωμε τούς άρχοντας, διότι μάς έδιωξαν τον ΓΓ-
ψηλάντη· εγώ τούς είπα: έλατε νά σας εΐπώ πρώτον
και έγω, έπειτα ειμ.αι συμβοηθό; σας νά τού; σκοτώ­
.

σετε- τούς έτράβιξα τίρο τουφέκι, εις μία βρύσι ολόυς,
καί ανέβηκα επάνω εϊς μία πέτοα για νά άκοΰν όλοι,
καί τούς είπα: διατί θέλομε τον χαϋμό μας μονάχοιμας;
Π

ώμεΐς ϊσηκώσαμε τά άρματα διά τούς Τούρκους καί


Α.

ετζι άκουσθήκαμεν εις τήν ’Ευρώπη, ότι ’σηκωθήκαμεν


οί "Ελληνες διά τούς Τυράννους, καί στέκεται ό'λη ή
Ευρώπη νά ΐδη τί πραγμ-α είναι τούτο. Οί Τούρκοι
όλοι είναι ακόμη ά π ε ί ρ α -f ο ι εϊς τά Κάστρα καί εις
ταΐς χώραις, καί ημείς εις τά βουνά, καί άν σκο-
τώσωμεν τούς προεστού; Θά είπούν οί Βασιλείς, ότι
τούτοι δέν έσηκώΘησαν διά την ελευθερίαν, άλλα διά
νά σκοτωθούν συνατοίτους, καί είναι κακοί άνθρώποι,
Καρβονάροι, καί τότε είμπορούν οί Βασιλείς νά βοη­
θήσουν τον Τούρκο καί νά λάβωμε ζυγόν βαρΰτερον
άπο εκείνον όπου είχαμε· γράφομε καί έ'οχεται όπίσω
ό ‘Τόηλάντης καί μην έπάρε ό νοΰς σας αέρα. Τότε
= 76 =
τους ησύχασα. Οί άρχοντες καί ό Μαύροςιχαλης έστει­
λαν τον Άναγνωσταρά καί έγυρισαν όπισω τόν ‘Γψη-
λάντη, καί έπνιγε πάσα ένας εις τ/ιν θέσε του. Τότε
έπροσκύνησε ή Μονοβασιά εις τάν Κατακουζινο· επολι-
ορκοΰσαν εκεί ο! Μανιαται καί οί Τζάκονοι Sιά ζηρδς,
καί διά θαλάσσνις Σπετσιώτικα Καράβια. Καί μετ ο-
λίνας ημέρας έπαραδόθηκε,καί τό Νιοκαστρο, έπολιορκοϋ-
σαν Μανιάτες, Άρκαδινο: και Μεσσηνίοι δια ζνιρας,
και διά θαλάσσης Σπετσιώτικα Καράβια. Σαν έπη'γαμε
εις τά Τρίκορφα, εΐπαμ.ε τοϋ Πετρόμπεη νά στείλτ)
εις τήν Μάνη νά φε'ρν) βοήθεια, καί μας άπεκρίθηκε:
οτι οί Μανιάτες δεν έογαίνουν άν δεν πληρωθούν*
τότε ήλθαν 500 Μανιάτες καί τους έπλέρωναν ολαι
αί ’Επαρχμαι όπου έπολιορκοΰσαν την Τριπολιτζα, καί
.
ή Καρύταινα ζεχωριστά έπληρωνε 300 Μανιάτες τοϋ

Μοόρτζινου. ’Εφέραμ.εν ενα1 κανόνι άπό τόν Μιστοά καί
έκανονιτζάραμε τν,ν Τριπολιτζα άπό μακουά. Εκείναις
Π

ταΐς ώραις έκάθοντο οί Άοχοντε'ς μας εις την Ζαρά­


κωβα, δεν ενθυμούμαι τώρα: τί τους έζήτησε ό ‘Υψη­
Α.

λάντης καί οί ’’Αρχοντες δέν τον έδεχθηκαν τό στρά­


τευμα σάν τό ήκουσε αύτό, άπεφάσισε να ύπάγη εις
την Ζαράκωβα νά τούς σκοτώση* μοϋ έκαμε μία α­
ναφορά καί μοΰ έλεγε, ότι: οί Άρχοντες δέν Θε'λουν
νά υπογράψουν εκείνο όπου ζητή ό ‘Υψηλάντης, καί
μοϋ ζητούσαν τήν γνώμ/η μου διά νά τους σκοτώσουν*
καί εγώ τους άπεκρίθηκα: μείνετε ήσυχοι καί έγώ τε-
λειόνω καί τούτην την δουλειά* έσηκιόθηκα λοιπόν τό
μεσημέρι καί έπήγα εις την Ζαράκωβα, ηυρηκα τούς
Άρχονταις, τοϋ; είπα: τί κάνετε; κάμετε ο,τι κάμετε,
υπογράψατε ό,τι σάς ζητεί ό ‘Υψηλάντης διά νά τε-
= 77 =

λειώση και αυτός ό βρασμό;" καί έτζι έτελείωσε καί


αυτό. Ττ.ν ημέρα, του ‘Αγίου ‘ΙΙλία, ταϊς 20 Ιουλίου
οί Τούρκοι ήλθαν εις ημάς καί έπήγαν εις τους ‘Αγιο-
πετρίτας καί Τζακώνους" εκείνη ν ήμε'ρα ήτον δυς-υγισ-
μένη δ.ά ήμ.ας, έσκοτωθηκαν 15 ‘Αγιοπετρίτε; καί 10
Μισοριώτε;" καθημερινώς είχαμ,ε πόλεμο άπό το μεση-
μέρι έως εις τό βράδυ, καί τό βράδυ τούς έμ.βάζαμεν
μέσα* έσιμόσαμεν τόσο κοντά, όπου έφε'ραμεν κοσμήτες -
διά νά φτιάσουν λαγούμι εις τήν μεγάλη τάπια τη;
Τριπολιτζά;. "Αρχισαν ή ζωοιροφίαις νά ολιγοστεύουν
ς’ την Τριπολιτζά, καί έδιωγναν ταΐ; Ελληνικαΐς φα-
μηλιαις άπό μ.έσα διά νά μην τρώγουν τον ζαερέ, καί
έτζι είχαμεν κάθε ημέραν είδησιν, τί εκαμναν καί δεν
εκαμναν με'σα οί Τούρκοι* τούς έφερναν εις τό όρδί μου
.

καί του; εξέταζα. Νερό του; έλειψε, έρρίψαμε φλό­
μο εις τά τριγυρινά νερά- οί Έλληνες έπήγαιναν εως
εις τά τείχη της Τριπολιτζά;. Μία ήμερα έμαθα άπό
Π

ελαν Έλληνα, ότι ό Κ,ιαμίλμπεης έτοιμάζεται μεμιά τοι-


Α.

ακοσαριά η πεντακοσαριά διά νά ΰπάγνι εις τήν Κό­


ρινθο καί έμελλε ν’ άπεράση άπό τό Μητικα. ’Εγώ
σάν τό ακόυσα αύτό (μόλον ότι ήταν ύεΰμα), έγνοιά-
σθηκα καί έπήρα 10 Καβαλαραίου; καί έπΐ,γα εις τό
Μητικα διά να ίδώ τό στράτευμ.α, καί αντί 200 Τρι-
πολιτζοταις όπου είχα διατάξει νά μένουν εκεί δεν
εύρηκα παρά 30· τού; ώμίλησα μέ τά χαράματα καί
ήλθαν" του; έμάλωσα διατί ή τον τόσον ολίγοι, κα: αυ­
τοί μου είπαν, δ^ι: δεν ήτον άλλοι φερμένοι καί ή-
τον 2U ημέραι; όπου έφΰλαγαν ε’κεΐ. ‘Ο Νταγρε; μέ
200 ανθρώπους ήτον εϊς τά Τζιπιανά καί είς ταΐς όάχαις·
τότε του; έρ’ριξαν μ.ερικά τουφέκια- έκατέβηκαν καί αυτοί,
= 78 =
καί τους έπηρα καί έπηγα εις τό Χωρίον Λουκά' έ­
πειτα έπήρα τους 200 τοϋ Νταγρέ καί του; έβαλα εις
τό Μήτικα άντίκρυ εις τήν Καπνίστρα καί έφκιασαν
ταμπούρια' κυττάζω τήν γήν, καί ήτον εύκολο να σκαφ-
θή άπό τοϋ Μητικα έως εις τήν πέρα [χεριά τής Κα-
πνίστοας, ο του άφηκα τούς στρατιώτας τοϋ Νταγρέ"
ήτον μακριά ένα μίλι, καί τό μισό Τίτον γράνες άμ.-
πελιών· τούς λε'γω: νά φτιάσωμε μία γράνα έόώ· τότε
έγραψα μία διαταγή εις τά Τριτολιτζότικα χωριά: να
μαζωχθοΰν 70 ώς 200 καί νά σκάψουν μία γράνα
(χαντάκι), καί νά ρίχνουν τό χώμα κατά τήν Τρι-
πολιτζά, επειδή δέ; ήλπιζα οτι θά ’περάσουν τήν άλ­
λη μ,εριά τή; γράνα;· καί εις 3 ημέρας τήν έφτιασαν,
τήν έπήγα έως τά ταμπούρια καί τήν άφνισαν 700
.
βήματα έως τήν ρίζα τοϋ βουνού, όπου είχαν τά ταμ­

πούρια" τό άφημα αυτό έγεινε προς οφελος των ‘Ελ­
λήνων. ‘Ο Κεχαΐάς εις τρεις τέσσαρες ήμέραις μέ 0,000
Π

στράτευμα έβγήκε καί έπηγε κατά τά Δολιανά καί γυ­


ρίζει ε'πειτα καί πλακώνει τάν Νταγρέ, καί τό χαλάν
Α.

αύτό τό όρδί' τού έσκάτωσαν; 27 καί 20 λαβωμένους.


Οί Τούρκοι δέν ειόαν τήν γράνα, διατί ήτον νύ-
κτα, μ,ονον ειόαν τήν άκρην καί είπαν; οί Γκιαούριδες
σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τήν γήν. Ό Νταγρέ; έκλείοθο
εις μια Σπηλιά μέ 4. Ευθύ; σαν ή’κουσα τά τουφέκια,
έκατάλαοα ότι εκτυπτ,σαν τον Ντανεέ καί έκίνησα' ει­
δοποίησα όλα τά όρδιά τά Καρυτίνά νά τραβούν κοντά
μου, καί έγώ έβγήκα μέ τόν Αϊουτάντε μου Φωτάκο,
εις το Χωματοβοΰνι, καοσι (αντίκρυ) ς' τό Μήτικα, καί
μια τρακοσαριά, οί όγλιγορώτεροι, τούς έστειλα νά πιά­
σου-; τήν γρα;α καί νά πάνε εις βοήθεια τοϋ Νταγρέ-
έπέρασαν αυτοί άπό κοντά, ήλθαν άλλο·. 200 τοΰς είτει-
λα καί αύτοΰς, καί ήλθαν Κ,αρυτινοί 1,000. Οί Τούρ­
κοι όπου είχαν μείνει ς’ τήν Τριπολιτζά, έβγηκαν κι’
έπολεμοϋσαν δια να εμποδίσουν του; Έλληνας νά έλ­
θουν εϊς βοήθειαν. Οί στρατιώτες όπου είχα στείλει
έκτΰπ'/ίσαν του; Τούρκου; «ποπάνω, καί του; έτζάκισαν,
καί έγλύτωσαν τον Νταγρε' το μεγαλήιερο μέρος τοΰ
Τουρκικού στρατεύματος, εύρίσκετο εί; τού Λουκά τό
χωρίο, καί έφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. ’θ
Κεχαϊας έστειλε 300 καβαλαραίους διά νά ’περάσουν τή/
γράνα· τοΰ; έβάοεσαν οί έδικοίμας, καί έπειτα τούς ά­
νοιξαν οί έδικοίμας καί έπέρασαν οί 300 Τούρκοι, έ-
σκο'τωσαν 5, λαβωμένοι 10, 1 5 άλογα, ’ΐΐγώ έδυνάμωσα
.
τοΰ; Έλληνας. Τότε ξεκινά ό Κεχαϊας 1,000. Οί Έλ­

ληνες έδιαμοιράσθηκαν πλάτη μέ πλάτη, καί ημείς
έκτυπούσαμε τους Τούρκους όπου ή τον άπό το ένα μέρος
Π

καί τοΰς Τούρκους άπό τό άλλο μ.έρος· τους έκτύπησαν


τού; 1,000’ έσκότωΟαν' μιά πενηνταοιά άπ’ αυτούς,
Α.

καί πολλοί λαβωμένοι, καί πολλά άλογα" έπειτα ήλθε


καί τό μεγάλο σώμα των Τούρκων μέ τά φορτώμ.ατα
έως 600 μουλάρια καί άλογα με τούς πεζούς καί καβα-
λαραίους" τά φορτώματα τά είχαν εις τήν άκρη. Οί
’Ελληνες όπου εΐχα στείλει εις βοήθειαν τού Νταγρέ,
τοΰς έσερναν πολεμ.ώντα; άποπίσω κχτάκαμπα. Κάμνει
γιουρούσι καί ή ’περασμένη καβαλαριά καί ή άπέραστη·
σκοτώνουν 80 καβαλαραίους, καί δλα τά φορτώματα
μ.ένουν εις τήν έξουσία των ‘Ελλήνων. Οί Ελληνες
έδοθησαν εις τά λάφυρα, καί έγλύτωσαν οί Τούρκοι,
διότι δέν τοΰς έπήοαν κυνηγώντας, Ιϊπάσχισα με τό
σπαθί, μέ τα'ς κολακιίαις διά νά τού; κινήσω, πλήν
= 80 =
δεν ακόυαν, και έιζι έγλύτωσαν οι Τούρκοι. Εΐ; αυτόν
τόν πόλεμον Τούρκοι ήσαν 6,000, οί περισσότεροι
καβαλαραΐοι, “Ελληνες ησαν 1,000 όλοι'Καροτινοί·
έλαβώθη ό αδελφός τού Κεχαϊάμ.πεη, Ελληνες 2 μ.ονον
έσκοτώβησαν καί 2, 3 λαοωμ.ένοί' οι Τούρκοι I 20 σκο­
τωμένοι και χωριστά οΐ λαβωμ,ενοι. Οι Τούρκοι πλέον
δέν έβγήκαν άπό τά τείχη τή; Ταιπολιτζάο, ητον ή
ύστερη, τους φορά' έπολεμ.οϋσαν άπό τά τείχη, άπελ-
πίσθησαν διά νά εύρουν πλε'ον ζωοτροφίας' εις τάς 10,
15 Αύγουστου έγεινε αυτός 6 πόλεμος, ένα; μήνας,
πριν νά παρθή η Τριπολιτζά.
’h’/ιήγχ μία νυκτιά καί έπιασα τού Μαντζαγρα' Ε-
κάμαμε χαντάκια καί έκαμα καί ήλθε ό Δημητράκης
Δελιγιάννη; με τό σώμα του καί επιασε αύτό τό χω­
.

ριό 10 λεπτά μακρύ* άπό τήν 'Γριπολιτζά. Τά τούρ­
κικα άλογα άρχιζαν νά άποσταί'νουν, διότι δεν εΐ/ον
πλέον νά φάγουν έστειλα τόν Γενναιον καί έυ,άζωζε
Π

Τζακω/ίτες καί ‘Λγιοπετρίτες καί του; έσμιξε μέ τόν


Α.

Παναγιώτη Ζαφυ; ύπουλο καί Γεωργάκη Τζάκονα κ' έ-


πιασαν τήν Βουλιμην, δέν φθάνει τά κανόνι έκεΐ, πα-
ρομ.οιως εστειλα τόν Κεφαλα μέ ΒΙεσοηνίους κατά τόν
Αγιον Σιό στη καί έταμπουρώΟη, καί ετζι δεν τούς άοί-
ναμε μέ τελειότητα νά σπαράζουν πλέον. Οί 'ΑοοανΤ-
τες άρχισαν νά έχουν ομιλία:; μέ ημάς' αυτοί ητον 3,000
και εκείνη ήτον η δυναμις τής Τουρκικής φρουράς^ μ.έ
έπρόβα/,αν νά τούς άφήσω ν’ άπεράσουν και τούς ύπε-
σχ^θηκα, τους μέν J ουρκους έντοπ.ου; νά τού; άφη'σω-
!·'·ε Ζω?*ν τ'* άρμ-ατά τους και τους ’Αρξανίτας μ.έ τά
αρματά τους. Γμιλησα μέ τούς ’Άρχοντας, μέ τόν Μαυ-
= 81 =
ρομιχάλη πρώτα καί έπειτα έδωσα λόγον τιμής εις τού;
’Αρβανίταις διά νά άναχωρη'σουν.
Κατά τύν ’Ιούνιον Μήνα δταν πολιορκοόσαμεν την Τρι-
πολιτζά έση'κωσα άπά τά Ντερβένια τον Μακαρίτην Πάνο.
Ό Πάνος, ό ’Υψηλάντης, 6 Γενναίος, ό ’Αποστολής
ήτον εις τά Βασιλικά, 'Επαρχία τής Κορίνθου, διότι τούς
είπαν οτι ήλθαν Τούρκοι.
Τά στράτευμα, 700, μέ τον 'ϊψηλάντην άπά την ‘Αγία
Είρηνη άγνάντευαν τον στόλο ποϋ καίγει τά Γαλαξίδι.
Όταν 'πολιορκούσαμε στενά την Τριπολιτζα, έβγαιναν έξω
οι πολιορκημένοι, \ τάν πόλεμον τούς ’πιάναμε, μεταξύ
αύτών έπιάσθη ό Χαντζή Χρηστός, δ Κότζος· οί Βούλγαροι
ητον σείζιδε;· ώς 200 έπιάσαμεν, ητον χριστιανοί.
Έν ταυτώ άρχισαν οί Αρβανίταις νά πραγματεύωνται—■
.

ητον ένας γραμματικός μέ τούς ’Αρβανίταις, γραμματικός
τοΰ Βελήμπεη καί ’α λμάσαπεντ Αΰτόςέ'καμνε τάν μεσί­
τη μέ τούς Αρβανίταιςνά τούς ’βγάλωμεν’ οί επίλοιποι Τούρ­
Π

κοι μανΟάνοντας τοτραττάτο, ήθέλησαν νά πα'ρουν μέρος καί


Α.

αύτοί- έβγαίνανε εις ένα μέρος, έπήγαινε δ Πετρόμ.πεης, ό


Αναγνώστης Ντελιγιάννί,ς, Κρεβατας καί άλλοι, καί τούς
έλέγαμ,ε, να άφη'σουν τ’ άρματα, καί νά τούς ’μ-βαρκά-
ρωμε οπού θέλουν* εκείνοι έλεγαν οχι, μέ τ’ άρματά μας'
στέλνουμε, ’ςτούς ’Αρβανίταις, διά νά έμπιστευθούν νά έβ-
γοΰν, τον Κολιόπουλο ώς ένέχυοον. Βλεποντες οι Ελ­
ληνες δτι θά πέσει ή Τριπολιτζα, έμαζώχθηκαν 20,000
(22 Σεπτεμβρίου)' καθώς έδοκίμασαν οί ’Αρβανίταις
νά φύγουν, έπήδησκν οί "Ελληνες μέσα άπό την τάπια τού
Σαραγιού. Οί ’Αρβανίταις έβγήκαν έξω, έπήραν τάν Κο­
λιόπουλο, έτράβηξαν κατά τον Μήτικα έως 2,500. Μπαί­
νοντας τ' ασκέρι, έβαλα τελάλι νά μή σκοτώ-
6
= 82 =
σουμε τούς Άρβανίταις· έβγήκαν ώς 2,000, και μέσα
εις τήν Τριπολιτζά έκοβαν.
Το άλογό [ίου τ« τείχη εως τά σαράγια δεν έ-
πάτν-σε γή. Άρβανίταις κλεισμένοι εις τόν Πύργο, δέν
πείθονται εις τήν φωνή μου.
’Εκεί ’που έβγήκα μέ τούς "Ελληνας, τό πράγμα τους
οί Άρβανίταις τό είχαν στελμένο εις τό τζατήρί μου
άπό ήμ.έρας ’μπροστά τρεις. Πηγαινάμενος έκεΐ, δο­
κίμασαν οί "Ελληνες νά κτυπησοον τους Άρβανίταις, έγώ
τους είπα: εάν θέλετε νά βαρέσετε τους Άρβανίταις
σκοτώσετε εμένα πρώτα, εΐ μ ή καί είμ-αι ζωντανός
όποιος πρωτορίξει έκεΐνονε πρωτοσκοτόνω πρώτα- κ’ έμ-
βήκα ’μ,προστά μέ τούς σωματοφύλακας μου, καί ομί­
λησα των Αρβανιτών καί ήρθαν ό Λιμάμπεης’ καί ό
.
Βελήμπεης οί δύο Αρχηγοί των Άρβανίτων καί τούς

έζη'τησα 2 ένε'χυρα, καί τούς έδοσα τό πράγμα τους,
1 3 φορτώματα.
Π

Εις τό τραττάτό ήτον οί πρώτιστοι των Ελλη'νων*


έγώ έμεινα πιστός εις τον λόγον τής τιμής μου.
Α.

Έπήρα τον Κολιόπουλο από τούς Αρβανίταις καί


τους έδοσα τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καί
Βχσίλη Άλωνισθιώτη. , '
Τον Κολιόπουλο τόν ώρδίνιασα μέ 300 ανθρώπους
νά τού; ξεβγάλη- έτζι τούς έπήρε εϊς τά Καλάβρυτα καί
εις τήν Βοστίτζα, καί ό Κολιόπουλος έγύρισε όπίσω.
Τό ασκέρι όπου ήτον μέσα τό 'Ελληνικό εκοβε καί έσ-
κότωνε άπό Παρασκευή εω; Κυριακή, γυναΐκαις, παιδιά
καί άνδραις 32,000- μία ώρα ολόγυρα τής Τριπολιτζάς.
"Ενας Υδραίος έσφαξε 90. "Ελληνες έσκοτώθηκαν 100.
έτζι έπήρε τέλος. Τελάλη, να παύση ό σφαγμός.
= S3 =

Τβΰ Σεχνετζίμπεη ή φαμηλιά έμεινε μ’ εμε, 24 αν-


θρωποι* τόν Κιαμίλπεη τόν :πήοε ό Γιατράκος—ό Κε-
χαϊάς έμεινε αιχμάλωτος μέ τά χαρέμια και τά ’περί-
λαβε ό Πετρο'μπεης.
Μετά την vi'kvj του Βαλτετζιοΰ τον είχα γράψει έ'να
γράμμα καί του ελεγα, 3τι: σ’ ένόμισα τακτικόν καί ήλ­
θες κλέφτικα νά πολεμήσης, μανθάνω δτι κάνεις προσκυ-
νοχάρτια είς τούς Ί? ω μα ίου ς, ■ δέν είναι τώρα καιρός
διά τους Τούρκους νά δίνρς προσκυνοχάρτια, άλλα είναι
των Έλλ/ΐνων καιρός.νά δίνουν είς τους Τούρκους, καί ελ­
πίζω να σοϋ δώσω ρ ά γ ι, άν γλυτώσης, νά πας εις τόν
τόπον σου, βάστα δσο ’μπορέσεις καί καλήν άντάμωσιν
εϊς τό Σαράγι σου. Καί ό θεός τό ήφερε καί εσμίξαμε εις
τό Σαράγι — ήμουν σκλάβος είς τούς ‘Ρουσσους ελεγε ό Κε-
.

χαϊας, καλύτερα νά χαθώ εις τούς "Ελληνας, άλλου θά με
στείλρ ό Σουλτάνος νά χαθώ— μην φοβάσαι, δέν φονεύομε
δσους έπροσκύνησαν. Τούς έπαραδώκαμεν εις την φυλαζιν
Π

τών ΛΙαυρομιχαλέων.
Α.

("Οταν Εμβήκα είς τήν Τριπολιτζά με εδειζαν είς τό


παζάρι τον Πλάτανο όπου έκρέααγαν τους "Ελληνας,
αναστέναζα καί είπα : άίτε, πόσοι από τό σόγι μ.ου καί από
τό έθνος μου έκρεμάσθησαν έκεΐ, καί έδιέταξα καί τον
έκοψαν" έπαρηγορήθηκακαί διά τον σκοτομ.ον τών Τούρκων',
"Οταν έκίνησα διά νά υπάγω εις τό Βαλτέτζι, εί;
τόν δρο'μον έβγήκαν τρεις λαγοί καί τοΰ; έπρασαν ζωντανου<:
ύϊ "Ελληνες, τότε τους είπα, δτι ή νίκη παιδιά είναι ε-
δική μ,ας.· Είχαν ποόληψι οϊ "Ελληνες όταν έβλεπαν λα­
γούς καί έπερνοΰσαν άπό τό στρατόπεδο κ*ί όε< τοε; ε-
σκότωναν ή δέν τούς έπιαναν ή καρδιά πών Ελλήνων ε-
κρύωνε, δτι θα χάσουν τόν πόλεμο.
’Απί} βουνό είς βουνό εί;/ ’ ου®εκ α α~ φωτ;αις και

=3 84 =

εις ολίγαις ς-ιγμαΐς έδιδα «&Ίσιν ί£« τά ^ακρυνά στρα­


τεύματα.
Μία φορά είς τά τρίκορφα ύ ’Αναγνώστης Ζαφυρο'-
πουλος από τό Ζυγοβίς-ι, τον όποιον είχα γραμματικόν
τότε, μέ ήβλεπε οπού αγωνιζόμουνα είς τά; 24 ώρας.
Είς τάς 20 επήγαινα είς τήν τέντα μου καί έτρωγα ο­
λίγο ψωμί* μου είπε; άϊτε Κολοκοτρώνη παιδεύσου,
παιδεύσου, καί ή πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει' έγώ
του άποκρίθηκα οτι, εμένα ή πατρίς 6ά πρωτοεξορίσει,
καί ή τύγη τό ήφεοε καί άλήθευσα.
Είχαμε σχέδιο νά προβάλωμεν είς τούς Τούρκους της
Τριπολιτζάς νά παραδοθοΰν , καί ετζι νά στείλωμεν αν­
θρώπους μέσα νά μαζευθοϋν όλα τά λάφυρα, καί έπειτα
νά τά διαμοιράσουν κατ’ αναλογίαν είς διαφόρους ’Ε­
.
παρχίας καί νά βγάλουν διά τό έθνος' αλλά ποιος ή-

κουσε. ’ΗΚαρύταινα άπό την αρχήν τής πολιορκίας τής
Τριπολιτζάς Εως την πτώσιν της έ'δωσε 48,000 σφαχτά
Π

καί εράνους άπό τού; ευκατάστατους.


Έπειτα άπό 10 ήμερα; έβγήκαν όλοι οί Έλληνες μ.έ τά
Α.

λάφυρα καί έπήγαν είς ταϊς έπαρχίαις τους σκλάβους, σκλά-


βαις. Σέ 10 ήμέραις όποΰ έπείκασα οτι οι ’Έλληνες έσι-
γουρεύθηκαν τά λάφυρά τους, έκάμαμε συνέλευσι, ό Έ-
ψηλάντης, ο Πετρόμπεης και άλλοι, όπου ειχαρ.εν αρχήν-
τους είπα, ότι, είναι καιρός νά εκστρατεύσωμε τώρα καί
νά κινήσω διά τήν Πάτρα, καί τό έκριναν εύλογον τότε
έκινησα μόνον με 40 σωματοφύλακας για τήν Πάτρα' έ­
στειλα προσταγή είς τήν επαρχία τής Καρύταινας, νά
μαζωχθουν τά στρατεύματα διά τήν Πάτρα- καί όταν ε-
φθασα στα Μαγούλίανα έξη ώραις άπό τήν Τριπολιτζά έ-
συνάχθηκαν 1 700 στρατιώταις, καί έως νά κατεβωείς τήν
= 85 =

Γαστούνη έμάζωνα 10,000. ’Ακούοντας ότι εκστράτευα


διά την Πάτρα οί "Αρχοντες, δ ’Α. Ζαίμης, Σωτήρ Χα-
λάμπης, Π. Πατρών, ποΰ πολιόρκιζαν την Πάτρα, γρά­
φουν ένα γράμμα τοΰ 'τψηλάντη καί Πετρόμπεη καί δλη;
τής τότε Κυβερνη'σεως (Γερουσίας) · έμάθαμι ότι ό Κολο-
κοτρώνης έρχεται εις την Πάτρα, ό Κολοκοτρώνης νά μείν/j
καί νά Ιλθτ) βοήθεια μια τριακοσαργιά νωμάτοι η μέ τον Δε-
λιγιάννη ή μ’ ενα Μαυρομιχάλη, διατίσέ έζη ήμέραις πέρνο-
με τήνΠάτρα,— διατί έλεγαν των μικρών: δέν συμφέρει,οτι
άν έλθη ό Κολοκοτρώνης 6έ νά πάρνι καί τής Πάτρας τά
λάφυρα καθώς καί τής Τριπολιτζάς· σκοπός τους ητον νά
μή πάρω τήν Πάτρα καί δυναμωθώ’ άν με ά'φιναν νά
πάγω αμέσως, θά μοΰ έδιδαν άμε'σως τά κλειδιά οί
Τούρκοι άπδ τδν φόβον τους. (’Ανάθεμα νά έχουν). Οί Αα-
.

λαΐοι ητον μέσα — πρώην σχετικοί τοΰ Κολοκοτρώνη*
είχον ταϊς φαμηλιαϊς των εις τόν νΕπακτο. —Μοΰ γράφουν
άπό την Τριπολιτζά, νά γυρίσω όπίσω, διότι ή Πάτρα
Π

τελειόνει* νά γυρίσφς όπίσω νά πάμε εις το Ναύπλιο.


Α.

’Εγύρισα με τά στρατεύματα πού είχα συνάζει’ πηγαι-


νάμενος εις τήν Τριπολιτζά, έστείλαμε ενα γράμμα νά
ΐδοϋμε τί κάνουν εις τδ ’Ανάπλι; μάς αποκρίνονται, ότι
εΓμεθα άςιοι νά πάρωμε τ’ ’Ανάπλι, διότι έχει πείνα’ αρ­
χηγοί εις την πολιορκία, Τζόκρης, Στάϊκος, Σταματελόπου-
λος, Παππά Αρσένης. Την ίδια ώρα δποϋ έκαναν τδ γράμμα
έφθασε ένα καράβι εις τδ ’Ανάπλι Αουστριακδ φορτω­
μένο σιτάρι έως 10,000 κοιλά. Τήν ίδια ώραν μάς στέλ­
νανε ένα γράμμα· φθάσετε, ότι ήρθε ένα καράβι μέ προ-
βιζιόναις, καί δεν είμποροϋμε μόνοι μας’ αμέσως έκινη'-
θημεν διά τδ Α(1γος, ό 'Υψηλάντης, ό Πετρόμπεης, ή
τότε Γερουσία. Κάνουν μίαν αναφορά οί Τριπολιτζιώταις
= 86 =

μοϋ γυρεύουν τόν Πάνο νά μείνη φρουρά διά τήν εύτα^ίαν


της πόλεως. Τούς άπεφάσισα_ καί τον άφηκα. Εκστρα­
τεύσαμε καί έκατεβηκαμε εις τό "Αργος, έπηραμε καί τόν
Κ ιαμ.ί"λρκπετι καί ενα παιδί του Κιαμίλπεη. Σαν έκατε­
βηκαμε στό Άργος εΰρηκαμε τλν πολιορκία πολύ καλα.
Ή Μποβολίνα με τον άδελφόντης έφύλαγε το μπλόκο.
Εκεί ποΰ έσυνάχθημεν ήλθαν άπό σΓδρα, Σπέτζαις, Πε­
λοπόννησο, νά κάμωμε Κυβέρνησι. Τής ϊδιαις ωραις α­
ποφασίσαμε νά κάμωμε ρεσάλτο εις τ’ Άνάπλι* έκείναις
ταις ώραις έκαβάλικα νά πάγω ς’ τους μύλους νά ίδια
τά καράβια, εις τόν δρόμο μ’ έτριξε τ’ άλογο καί ήμ.ουν
άρρωστος. Έκαναν τό συμ.βούλιο νά γένη τό ρεσάλτο. Τό
στεριανό στράτευμα νά κτυπη'σ-/) τό Παλαμίδι καί της
Στεριάς την πόρτα, καί τά καράβια νά κανονιζάρουν
.
τό Καστέλι καί τά 5 άδέλφια, καί 500 μικρά Κρα-

νιδιώτικα νά κιυπησουν μέσα άπο τό γιαλό. *Η γνώμη μου
δεν ήτον. Μοϋ είπαν σαν ζσαι άνείμπορος κάτζε* οί α­
δελφοί μου πάνε νά σκοτωθούν καί έγό) νά κάτζω; Έμα-
Π

ζώχθχκαν τ’ ασκέρια ς’ την "Αρια. Γ0 Ίωσαφάτ εβαλε


Α.

λόγο εις τ’ ασκέρια: οποίος σκοτωθή, λαβωθή, ή Πατρίς


θέλει τούς βραβεύσει.

ΕίμασΘε ώς 4,000* χωρίζουν, ς τό Παλαμίδι μέ 1,00 0


νά πάγω έγώ, καί ό Νικήτας,καί Γιατράκος καί άλλοι,
νά χτυπήσουν τού γιαλού την πόρτα. *0 Ταρέλας φιλέλλην
εΤχεν εως 100.

Τούς είπα, νά κτυπιίσουν τά καράβια πρώτα εως έ­


χουν καιρόν, καί άν δεν έχουν καιρό νά μη δοκιμάσωμεν.
αυτοί άποκρίθηκαν: τά καράβια είναι ποΰ είναι, νά τούς
κτυπησωμεν πρώτα ημείς- νά χτυπήσω νύκτα την αύγή
?ϊ: τό Παλαμηδι, διά νά τραβίξουν άπό τήν χώρα δύ-
= 87 =
ναμιν εις τδ Παλαμίδι, καί τότε νά κτυπήσουν τής Στε­
ριάς την πόρτα. Εμένα μέ αποφάσισαν με 1 ,ΟΟΟ* 400
με ακολούθησαν, οί άλλοι νομίζοντες να έμδυυν εις την χώ­
ρα. Μ’ εκείνους ποΰ έπήγα έγώ τήν αυγή, άνοιξα τουφέκι
και εύγάλαμε ταίς σκάλαις άπδ την Πρόνοια, έκτύπησαν
καί έπήγαν ΐσια με τδ Λεΰκο. Τα καράβια άπδ τόν για­
λό δεν τους έκανε άε'ρας, έφυσοίσε άπδ την στεργιά,
είχαν κατάμπροστα τδνάέρα, δέν μπουκάριζαν Οί Τούρκοι
έδυνάμωσαν στα μπετενια, οί "Ελληνες έ χ ώ θ η σ α ν στά
Τουρκαμ νήματα* 2 ώραις έβάσταξε ό πόλεμος. Βλέπωντας
εγώ δτι τά καράβια δεν έκαναν δουλεία, έστειλα τδν Φω-
τάκο νά είπή νά ριτιράρουν μέ μιας’ καί ετζι ριτιρά-
ρησαν δλοι μια κοπανια, καί έσκοτώθησαν δλίγοι, —καί έ-
παληκαρεύσαμε τους Τούρκους—Έγυρίσαμε ’πίσω εις τδ
.
'Αργος άπρακτοι. Οί Έλληνες δεν ήτον καλοί τέ­

τοια Κάστρα νά περνούν μέ ρεσάλτο, ήτον μία τρέλα. Έ-
στείλαμε εις ταϊς Έπαρχιαις νά κάμωμε Συνέλευσι- ήλθε
Π

b Μαυροκορδάτος, 6 Ζαίμης διά νά κάμουν Συνέλευσι, νά


κάμωμε Κυβέρνησι.
Α.

‘Ο Μαυροκορδα'τος μέ τδν υίον τοΰ Καρατζα ήλθαν εις


Tt\t Πάτρα, έστάθ/ικαν εκεί μερικδν καιρδ , έπειτα δ Μαυ­
ροκορδάτος ήλθε, καί πρωτοανταμώσαμεν εις τδ ’Άργος.
Άφοΰ έπεστρέψαμεν εις τδ 'Αργος, έμαζεύθησαν όλοι οί
Άρχοντες καί άπδ διαφόρους έπαρχίαις καί νησιά τής
Ελλάδος.

Ύψηλάντης — ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος,


ανδρείος, μικρόνους, κοΰφος, εύκολοαπάτητος, μικρές εις τδ
ανάστημα, λιγνός, τδ όνομά του έχοησίμ.ευσε πολύ εϊς
τήν άρχήν, είχε την φαντασία νά ηναι αρχηγός (κεφαλή),
πλήν τδ μυαλοτου δεν τοΰ έσωνε αναλογώ; μέ τάς πε-
ριστάσει; όπου εύρε'Οηκε. άν ήθελε έλθει ό Αλέξανδρος
ό αδελφός του ήθέλαμεν κάμει δουλιά, διατί ήθελα τον
υποστηρίξει' εγώ δεν έγύρευα παρά εναν ν’ άκουμβη'σω
ταϊς πλάταις μου, εγώ δεν έκαμνα καπούλι τού; 'Αρχοντας,
εκείνοι έμενα, καί έτζι κανένα; τρίτο;· — δεν έγίνον-
το διχόνοιαις. ’Αναγνωσταρας ήτον μέ πολύ νοϋ ά'ν-
δρωπο;, άλλα φθονερέ;, βαρυκίνητο;, παχύ;. ‘Ο Κρεβατάς
ήχον ά\9ρωπο; μέ νού καί πολλά ωφέλιμο; γιά την Πα­
τρίδα.
’Εσυμβουλευθη'καμε να κάμωμε Κυβέρνησι· έφιλονεική-
σαμε κάμποσο, πού νά γέν/ι ή Συνέλευσις. Τύτε έκαμαν τά
στρατεύματα όπου ήταν έκεΐ μιά αναφορά, και μοΰ έζη-
τουσαν νά τού; δώσω την άδεια νά σκοτώσουν τού; πρού­
χοντας· κάποιο; τού; είχε έρεθίσει λέγωντά; του;, οτι δέν
.
θέλουν νά κάμουν Συνέλευσι, καί έ’τζι γελούν τόν Κόσμο'

έσηκώθηκα τό μ,εσημ,έρι καί έπήγα καί τούς είπα* τί κά-
μνετε αυτού; κάμετε τόν όρκο, διότι τούτο έχουν νά σά;
Π

κάμουν, καί έπειτα πηγαίνετε εις ένα μέρος διά νά αρχί­


σετε τήν Συνέλευσι* τούς έπήρα εις την έκκλησία τού Α­
Α.

γίου ΐωάννη, έκαμαν τόν όρκον, καί έτζι έπαυσε αΰτός ό


χόχλο; τού λαού,—‘Ο Λαό; είχε πάντοτε σκοπό νά σκοτώ­
σω τούς ’Αρχοντα; καί κάθε παραμικρά αιτία έρεθίζοντο-—
’Ετζι οί πολιτικοί έπήγαν εις την Πιάδα (Επίδαυρον), καί
άρχίνησαν νά κάμουν τού; Νόμου;, καί οί Στρατιωτικοί
έπήγαμεν εις τήν Κόρινθον. ‘Ο Π. Γιατράκο; έπήρε τόν
Κιαμίλπεη καί 20 ζορμπάδαις Αεονταρίται; καί Τριπολι-
τζώται;. ‘Ο ‘Γψηλάντης, ό ’Αναγνωσταρας, ήτον όλοι έκεΐ,
καί ό Γιατράκο; μέ τούς Τούρκους έπήγε εί; τά Έξαμί-
λια, καί τ’ άλλα στρατεύματα έπήγαν μέσα εις τήν χώρα
στήν Κόρινθο, καί ε’πολιορκοϋσαν τό Κάστρο. Μιά ήιιέοα
= ss =
βϊ|*ώθηκχ καί «πήγα εις τα Έξαμίλια κ αί ηυρηκα τον
Κιαμίλπεη, δια νά γ ρ ά ψ ν) ενα γράμμα εις τον έπίτροπόν
του χα'ι εις τήν γυναίκα του νά παραδώση τό Κάστρο·
ή «κείνος δεν εγραφε καθώς έπρεπε, ή έκεΤνοι δεν τόν η-
κουσαν, δέν έπαράδωσαν τό Κάστρο* ενώ τού Ικαρία χί-
λιους φόβους, πλήν ίστάθη αδύνατο. Ιτήν Κόρινθο εσκό-
τωσε τ4 στράτευμα 20 Τούρκου;. Ήτον μερικοί Λα-
λαΐοι μέσα και ’Αρβανίται;, καί έβαλα τον Καραχάλιο και
τους ώμίλησε μια καί δυό διά νά παραδοθοΰν, και εκείνοι
τοΰ ελεγαν, ονίμερον και αύριο, καί επε'ρασαν 20 ήμέραις,
διατί «’καρτέρευαν μεντάτι άπό τον 1 Ομερ-Β ριόνι, όπου
ητον εις τήν ανατολικήν Ελλάδα" έπήγαιναν από τους Κο-
ρινθινούς καί του; ελεγαν, μήν παραδίδεσθε εϊς τόν Κο-
λοκοτρώνη διατί σά; έρχεται μεντάτι, καί ό σκοπός τους
.

ήτον νά φύγωμεν ήμεΐ;, και τότε νά μείνουν μονάχοι,
νά πάρουν τά λάφυρα, καί ό φθόνος ήτον ακόμη. Μετά
20 ήμε'ρας έστειλα τόν Καραχάλιο καί έμίλησε των Αα ■
Π

λαίων και ήλθαν 2 είς τό κονάκιμου, καί του; ώμίλησα


Α.

νά έβγοϋν εκείνοι, καί ας μείνουν οί άλλοι Τούρκοι* καί


αύτό ήτον διά νά κάμω αρχήν, καί έτζι έπήραν τά άρ­
ματά τους 16, καί ήλθαν εις τό σπίτι, καί τους έβαλα
εϊς τό όρδί μου. Ετραττάραμε καί έστειλαν, περάσοντας
5, 6 ήμέραις ενα Λαλαίο, καί έκραζαν τόν. Κεχαϊά τοΰ
Κιαμίλπεη καί τόν Κατη καί άλλου; δύο άζιωματικους
Τούρκους, δέν ενθυμούμαι τά ονόματα του;· έβγηκαν καί
ώμιλήσαμεν, τους ε?πα νά παραδώσουν τό Κάστρο και τά
άρματά τους, και νά πάοουν 2 φορεσίαι; (σκουτια), και νά
του; βαρκάρουμε, νά τοΰ; περάσωμε εις την Ρούμελη,
άλλοι ει; τό Γαλαζίδι καί άλλοι κατά τον Σάλωνά* καί
μ’ άποκρίθησαν, ότι νά πάμε απάνω να εϊπούμ.ε καί τών
= 90 =
άλλων και σάς στέλνουμε άπόκρισι—τήν άλλην ημέραν
μας ώμίλησαν πάλι, νά κουβεντ ιάσωμε μέ αυτούς' εκι-
νήσαμε νά πάμε, καί τό στράτευμα από τήν άταζιαν του
έκίνησε δλο σιμά* βλέπωντας τήν άταζίαν αυτή έπείσμωσα
καί δέν ήθέλησα κανένα κοντάμου' εκαβάλικα καί ε­
πήρα τόν Καπετάν ’Αναγνώστη Πετιμεζά μονάχον, καί
έκίνησα καί έπήγα κοντά εις τό Κάστρο εις κάτι Τουρ-
κομνηματα , καί είπα οί αρχηγοί νά γίνουν 30 'νο-
μάτοι, νά έλθουν κοντά μου, καί ετζι τους Ιστειλα. Πη-
γαινάμενος έκεΐ, όπου είμεθα οί δυό, ώμίλησα δια νά
καταιβοΰν άπό τό Κάστρο νά τους είπώ, διατί οι Τούρκοι C*
στρεξαν καί τήν συνθη'κη όπου τους είχα κάμει ταΐς πέρα -
σμέναις ήμέραις· έκατέβηκαν οί 4 καί έκάτζαμεν αντάμα,
τότε έστειλα εις τόν Κατή (σαν τοό; Ιβαλα εί; τό χέρι
.
τούτους) μέ του; 30 ανθρώπους μέσα εί; τό Κάστρο διά νά

παραδώσουν τά άρματά τους δλοι οί Τούρκοι καί νατά βά;·
λουν εις ένα σπήτι. Γ0 Κατής έκαμε λόγον καί τούς ώοκω-
Π

σε εις τήν πίστιν τους νά μήν κρύψουν κανένα άρμα, αλ­


λά νά τά δώσουν όλα, καί έτζι έζαοαατώθηκαν όλοι καί
Α.

τά έβαλαν εις ένα σ.τήτι. Στην Συνέλευσιν, αφού ή’κουσαν


θοτι ζητούν νά παραδοθούν οί Τούρκοι, έστείλαμε νά έλ-
ούν καί 5, 6 πολιτικοί, νά έλθουν νά παρασταθουν εις τά
λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού Εθνους. Αυτοί ήσαν δ
Σωτηρ Νοταράς, ό Κοοίνθου καί άλλοι" ήτον καί ό Πρω-
τοσυγκελλος τής Αρκαδίας εκεί, δπού είχε έλθει εκεί άπε-
σταλμενος άπό τήν Συνέλευσιν διά νά υπογράψουμε του;
Νόμου;, καί έγώ δεν ήθελα, έζ αιτίας δπού ήτον ενα Κε­
φάλαιο όπου ελεγε, ότι: τό εκτελεστικό νά τελειώ νρ μία
υπόθεσι, καί έπειτα άσο 6 ήμ.εραις νά δίδουν τήν είδησι
εις το Βουλευτικό· όλοι τό ΰπέγραψζν έξω άπό έγώ, τότε
= 91 ==
έπνιγαν πίσω, [έκαμαν έξαίρεσι (παράρτημα) άπδ τούτο
το Κεφαλαίο και ετζι υπόγραψα* σαν έβαλα τούς 30 άν -
θρώπουί μέσα καί έζαρμάτωσαν τους Τούρκους, μοϋ ώμί-
λησαν, ότι, τά έκαμαν όλα* τότε έδωκα είδησιν εΐ; τούς
απεσταλμένους τής Συνελεύσεως, και έπήρα 300 άπδ τά
διάφορα σώματα, καί έπηγα εις την πόρτα, καί έσταύρωσα
μέ μία σημαία ‘Ελληνική την πόρτα καί έπειτα τούς έ'μ-
βασα μέσα καί έβαλα αυτήν τήν σημαία άπάνου εις τδ
Κάστρο. Τά στρατεύματα καί εγώ έκατεβη'καμε εις τή ν
χώρα, εΐμεθα 6,000· οΐ Τούρκοι ήσαν 300: είς τά μέσα
τού Δεκεμβρίου.
Είς τήν πτώσιντης Κόρινθου ήσαν, ‘Υψηλάντης, Μαυρο-
μιχάλιδες, Πετμεζαΐοι, Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, ’Αποστό­
λη; Κολοκοτρώνης, υιός μου ό Γ#ναιος, 'Αντώνης Κολοτρώ-
.

' νης, Αναγνωσταρας, Γιατράκος, Κεφάλας·, Κολιόπουλος.
Τότε ήλθε εϊδησις ότι ή άρμάδα τού Καπετάν Πασά
μέ 9,000, έτράβαε διά τήν Πάτρα* άκοόωντας αύτδ έ­
Π

λαβα διαταγή καί εκίνησα ευθύς διά τήν Πάτρα, έπέρασα


Α.

άπδ τδ ’’Αργος, τήν Τριπολιτζά, καί είς τήν Τριπολιτζά


διέταζα ταΐς έπαρχίαις Τριπολιτζας, Καρύταινας, Φανα­
ριού, ’Αρκαδίας, να τραβίζουν διά ταΐς Πάτραις.
Είς τήν Τριπολιτζά οπού έφθασα, έμάθαμε ότι ό Αλη
Πασάς έχάθη, καί έλεγαν μερικοί Γερουσιασταί, ότι, τώρα
οπού έχάθη ό ’Αλη Πασάς οί 80,000 δποΰ τον έπολι-
ορκούσαν θά πέσουν είς ημάς· έγώ είπα: έχει ό Θεός.
*£νας Νικολό; Τζανέτος άπδ τδ Φανάρι είπε : άζιω-
θήκαμεν καί έ κάμαμε Γερουσία καί Βουλή, καθώς λέγουν
τά παλιά χαρτιά, ά; χαθοΰμεν τώρα: — Εύγε σου Κύριε.
Διέταζα τδν Γενναίο νά πάρν) τούς μίσους Τριπολιτζό-
τας, Φαναριώτας καί άλλους καί νά τραβιζνι κοντά. Είί
= 92 =
τήν Βυτίνα, έλαβα τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως
όπου έπρωτοσυστήθηκε εις την Ελλάδα, ελαβα το δί­
πλωμα τοϋ Στρατηγού. Εις την 1 Μαρτίου έφθασα είζ
αήν Πάτρα, έπέρασα άπό Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη
καί Πάτρα* έσύναξα 6,000. ’Αρχηγοί ’Α. Ζαιμης, Κα"
νέλλος Δελιγ,ιάννης, Πετιμεζαΐοι, Σέκερης Τριπολιτζώτης,
Λόντος ιιέ τους Βοστιτζάνους.
2 Μαρτίου διηγήθηκα ώς τα τώρα 1822.
’Εναντίον τού Όμέρ Βριόνη έπήγε ό Νικηταρας, καί ό
Άχολος.
Ό Χάντζος και 6 Ίβραίμης Ααλαΐοι ησαν εκείνοι
οπού έδόξαζαν τους Λαλαίους.
Φθάνοντας εις την Πάτραν επήγαμε μέ Καρυτινούς
καί Πυργιώταις έ'ως 4,000 καί Καλαβρυτινούς, ό
.
Ζαίμης, ό Λεχουρίτη; εως 1,000, κ’από την Πά­

τραν οί ντοπικοί ώς 500, καίήτον οί Κουμανιωταϊοι
επί κεφαλής, ητον καί μέ 300 Βοστιτσάνους ό Στρατη­
Π

γός λόντος ς’ τα Σελά κατά τό Καστε'λι τής Πάτρας.


’Εγώ πηγαινάμενος δεν ήξευρα τόν τόπον τής Πάτρας, 28
Α.

Φευρουαρίου, καί ερχόμενοι ήμεΐς έβγήκαν οί Τούρκοι


εως 5,000, έβγήκαν νά λαφυραγωγήσουν εις την Ά-
χαίαν καί έντεσε ή έμπροστινέλα του Γενναίου, έφθασε
καί ό Κολιόπουλος καί τούς έκυνήγησαν εως έξω τής
Πα'τρας, καί άπό πίσω ήρχόμουν έγώ καί έμαζωχθή-
καμε ολοι εις το Σαοαβάλι, καί ευθύς έστειλα 100 νο-
μάτους κάί έπιασαν τό μοναστήρι τού Γεροκομιοϋ, τίρο
κανονιού άπό τήν Πάτραν καί βλέποντας οί Τούρκοι
οτι έπιάσθηκε τό μοναστήρι έβγήκαν εις πόλεμον, νομί-
ζοντες οτι είναι καθώς πρώτα* καί τα στρατεύματα
κινήθηκαν τά έδικάμας καί έγεινε ό πόλεμος σφοδρός
= 93 ==
καί έπηραμε κεφαλια καμιά ογδοηνταριά* έμβήκαν οί
'Έλληνες εις την μισή χώρα (1 Μαρτίου 1822)· μου
έπαράγγειλαν να μείνουν εις τί,ν χώρα, τους είπα να
τραβιχθοΰν είς τά πόστα τους· το μέν Καλαβρυτινό <;ρά-
τευμα ο: 100 έμειναν εϊ; τό Γεροκομιό στού Σαιταγα
τον λινό, οί Τροπολιτσιώται; 400, 'θ Κανέλο; Δελιγιάνης
μέ 600 έπιασε τό Πουρναρόκαστρο άποκάτω. Τόν Γεν-
ναϊον μέ τους Φαναρίτα; 300 ς τό Παλιόπυργο, τους
Γαστουναίους τούς είχα στην ’θβριά'τό μέν δυνατώτερο
λοιπό στράτευμα τό είχα εϊ; τό Σαραβάλι να δίδιρ μεντάτι.
Τό Σαραβάλι μακράν άπό τά ταμπούρια μίση ώρα, άπό τήν
Πάτρα τρία κάρτα. Είδαν οί Τούρκοι τά όρδιά,καί ακούοντας
ότι ήλθε καί ό Κολοκοτρώνης, έστειλαν τοΰ Γιουσού®-
Πασά, όπου ήτον εις το Καστέλι, οτι ήλθαν πολλά ς·ρκ-
.

τεύματα καί ο Κολοκοτρώνης. Πριν κάμωμεν τόν πόλε­
μον είχε έλθπ ό Μιαούλης καί εκαμε μεγάλη χαλα'ςρα
είς τά καράβια, καί έφυγαν καί έπήγαν κατά τήν Κως-αν-
Π

τινούπουλι, καί τά έδικάμας έμειναν έκει έώςόποϋ επήγαμεν


Α.

καί ήμεΤς κ’ έκάμαμε τόν πόλεμο. ’Αναχώρησαν τά


καράβια, ό Γιουσούφ Πασάς έστειλε εϊς τόν ’’Επακτό καί
είς τά Καστέλι τής Πάτρας καί τούς έσν'κωσε όλους
τους Τούρκους καί εκίνησε καί ήλθε είς τήν Πάτρα. Οΐ
Τούρκοι έσυνάχθησαν έως 12,000,9,000 Ανατολίταις
καί 3,000, καί είς τά; 9 Μαρτίου όλοι έκινη'θησαν εις
πόλεμον, καί εγώ βλέπωντα; άπό τό Σαραβαλι οτι
έκινη'θηκε άσκέοι πολύ, έτεμπίχιασα ολα τά στρατεύ­
ματα νά κινηθούν- οί Καλαβρυτινοί οπού ήταν είς τό Γε-
ροκομιό, καί οί Τροπολιτσιώται; εις τό Σαΐταγα.
Έκινήθηκαν νά πιάσουν τόν πόλεμον έςω ταΐς ράχαις,
καί άνοίγωντας τόν πόλεμο έστειλα τόν Γενναίο με τούς
= 94 =
Φαναοιώτας, καί οί Γαστουνχίοι έστειλαν, καί άπό to όρδί
τό δικόμου. "Οσο νά πάγη το μεντάτι νά τούς κάμη
βοήβεια έτσακίσθησαν έκείνοι καί ό Γενναίος μέ 600
έκλείσθη εις τοΰ Σαίταγα τό λινό, καί οι Τούρκοι ήτον
πολλοί καί τους έκλεισαν καί έπροσπέρβσαν οί Τούρκοι
κυνηγώντας, ό μ έ ν Κ,ολιόπουλοςμετό λοιπο
στράτευμα έπεσε κατά την σταφίδα ποϋ ητον λινοί,
καί έπιασαν με τους Γαστουναίους, τοΰ Κανέλου το ςρά-
τευμα καί τών Πατραίων έκόλλησαν εις το Πουρναροκαςφο,
ό δέ Ζαΐμης έντεσε έκεϊ με τά στρατεύματα, ’καί τόν
έκυνη'γησαν έως μισή ώρα, καί έτράβιζε μέ ολίγους κατχ
τήν ποταμιά κατά τούς μύλους, και έγώ ήμουν μ.ονα-
χός μου, διατί τό στράτευμα τό έστειλα όλο, καί έντεσε
νά ήναι καί ό Δεσπότης "Αρτης άπό την Δυτικήν Ελ­
.
λάδα καί ό Κ,αλαμογδχρτης ό Άνδρίας καί ό Γραμματικός

ό Μιχαλάκης. Βλέπωντας δτι τά στρατεύματα τά Τούρ­
κικα έκινήθησαν καί έπιασαν τά Λινό καί τό Μοναστήρι
Π

λε'γω, άφίνω τά μουλάρια με τόν Τσεπχανέ εδώ, άν τσα-


κίσωμε τούς Τούρκους έλατε, άν μάς τσακίσουν, φύγετε
Α.

μέ τά μουλάρια, και έγώ μέ τοΰ θεοΰ την βοήθεια καί


τήν έδικη' σας πηγαίνω’ καί έπήγα μόνος μου χωρίς νά
έχω ούτε ψυχογιόν κοντά μ.ου, καί έκίνησα- εις ένα κάρτο
άπήντησα τόν γέρο Αναγνώστη Αεχορίτην, τόν έστελνε
ο Ζαιμη; « τρε'ξε αδελφέ διατί τήν έχάσαμε τήν μπατά-
λια ΰ και έκαμα σύντροφον τόν γέρο αναγνώστην εις τόν
δρομο ποΰ επη- αινα εις τόν Παλιόπυργον. Απάνω άπό
τόν Παλιο'πυργο βλέπω ένα Μπαΐράκη μικρό, ήτον ό Εΰαγ-
ρ~λης 6 Κουμανιωτης μ.ε 15, και εκάθοντο καί έκανε σεί-
ρι· τού; ώμίλησα καί τούς είπα, τί άνθρωποι εϊσασθε
εσείς ; καί μοΰ άποκριθηκαν—"Ελληνες· έγώ τούς είπα
= 95 =

—μ,ί γνωρίζετε; είμαι ό Κολοκοτρώνης, ελάτε έδώ'


καί τότενες έφοροΰσα φορέματα κόκκινα καί φουστανέλα
κόκκινη, και έκατέβηκαν καί τους έβαλα όμπροστά, καί
έπη'γαινα ίσια εις τό κέντρο τών Τούρκων, καί ζετρου-
πόνοντας "Ελληνα;, πού μέ ακόυαν ποϋ έπήγαινα, καί
τους έκαμα καμιά πενηντάρια, καί του; έ'βαλα εις ένα
πόστο εΐ; τό κέντρο τών Τούρκων εμπρός· τούς
είπα * μπηχτέ τό μπαϊράκι εδώ—χανόμεθα—σάς 7έλ-
νω μεντάτι έγώ, καί έγώ έγυρισα καβαλάρης κατά την
σταφίδα τού Κόλ. καί τους είπα νά πάρουν τό μπαϊ­
ράκι τους καί νά πάνε εις τό άλλο τό μπαϊράκι. Γ0
Γενναίος καί οι Καλαβρυτινοί ήτον αποκλεισμένοι. Τηράω
δμπρός άπό τά μπαϊράκια καί ήτον ένα χοριγοκάμινο,
.
καί στέλνω τόν Παρασκευά, τοΰ Κ,ολιόπουλου τον άδελφό,μέ

20 νομάτους νατό πιάσουν ποϋ ήταν καμιά έζηνταριά κα-
βαλαρέοι Τούρκοι νά τους εμποδίσουν* μοϋ λέγουν χα-
νόμεΟα—σύρτε καί έγώ εγω την εγνοιά σας" όσο ποϋ
Π

δυνάμωσαν τό κέντρον καλά έντεσε εκεί καί ό Καρα-


Α.

χάλιος καί ό Άγιουτάντες μου Φωτάκος, διατί έπαρατή-


νησα τον πόλεμο καί άπό τό κέντρο δέν ήμπορούσαμ,ε
ρά τους τσακίσουμε τούς Τούρκους, όμως άν τους χα-
λάσωμε 6ά τους χαλάσωμε άπό τάς πτέρυγας· Τότε
έπήρα τόν Καραχάλιο καί τόν Φωτάκο, καί έπήγα άπό
τό άλλο μέρος ύποΰ οί Τούρκοι έ κρατούσαν έως εις την
μάνα τού νερού (τους δύο μόνον). ‘Εμπηζα την φωνήν,
ποϋ είστε μωρέ "Ελληνες; κάτω, κάτω" ακούοντας την
φωνήν μου οι φευγάτοι κατέβαιναν, άφοϋ έκατέβηκαν κάτω·
βάνω τό κιάλι, δέν είδα,καί έφώναζα(7ρ«τη'γημα)έτσάκισαν
οί Τούρκοι· χουμοΰν οί "Ελληνες, έτσάκισε τό πρώτο τζογ-
= 96 =
κάρι, όπου ήτον οι Τούρκοι πού είχαν αποκλεισμένον τδν
Γενναΐον εις τούς λινούς.
Καβαλάρης ήμουν, ή τύχη ήτον καλή, ό'χι τδ άλογο,
ζωντανούς να τους πιάσωμε· Ετσακισε ή πτέρυγα των
Τούρκων πού ητον εις την μάνα τού νερού, τους πήραμε
μπλα στους. Εις τούς Τριπολιτσώταις ό Ιεκερης ητον
κουμάντο. Τδ κέντρο τ4 δικόμου έκτύπησε το κεντρον
των Τουρκών, έσκότωσε ενα πίμπασι* οι Κουμανιώταις
τούς χτυπούν, έπηραμε κεφάλια 250, τί εγειναν οι λα­
βωμένοι δέν ήζεύρω" και έγυρησαμ· όπίσω εις τδ καρ­
τέρι τους. Απδ τότε δέν εζεμάκρυναν πίσω νά πολεμη'σουν,
ελεγαν δτι ήφευγούλαμας ήτον στρατήγημα.
Τούς πη'ραμε άπδ κοντά" ολημέρα εγίνοντο άκροβολισμοί
μέ ζημία των Τούρκων. Ο Καραχάλιος έλαβώθη εις την κε·
.
φαλήν, εδωσε το μπαϊράκι : πηγαίνετε όμπρδς, μοο ήλθε

σκοτούρα.
‘Η τροφή δλου τού στρατεύματος ήοχετο άπδ Γα-
Π

στούνη· τόσον τακτική ή τον ή ζωοτροφία, 4,000 σφαχτά»


8θ κεφάλια γελάδια, ψωμί άπό τήν Γαστουνη. ‘ΗΓαστουνη
Α.

ήτον μελίσσι άτρυγο, καί μας τά έστελνε ολα ό Σισίνης.


"Οσα ε’τρώγαμε τήν εβδομάδα, μάς τά έμβαζαν όπίσω και
ήτον πάντοτε οι 4,000. Τότε εϊγα γραμμένο εις
την Αρκαδία νά έλθουν. Οί ’ΑρκαδιανοΙ βάνουν Αρχηγό
τον Μήτρο Λναστασόπουλο, έκίνησαν 1,200. ’Εκίνησε
καί δ Πονηρός, καί ήθελε νά πάρη τά άρματα τής
Αρκαόίας, καί ήθελε να τα ττοεογ] εκείνος, καί ανακάτωνε
τδ στρατό* έν πρώτοις έρχάμενοι οί ’ΑρκαδιανοΙ
εις τδ Σαραβάλι πού είχα τδ όρδί εγώ* μέ είπε ό Πονη­
ρές νά τδν κάμω επικεφαλής· δεν μπορώ νά τδ κάμω, νά
ε-ωτήσω- έρώτησα καί δεν τδν έδε'γθηκαν — τι νά σοϋ
= 97 =
χάμω; έττϋγαιν οί 'Αρκαδιανοί μόνοι τους καί έκαμαν ένα
πόλεμον καλόν, καί έπολέμησαν ανδρειωμένα, καί
έσκότωσαν καμμιά δεκαριά Τούρκους. 1,200 ήτον ’Αρκά'
διανοί. ΤΗτον Παπατζοραΐοι, Γρίτζαλης, καί άλλοι. Εις
15 ήμέρας έφυγαν όλοι κρυφίως μπουλούκια μπουλούκια·
έμειναν οί Καπεταναΐοι—επιασα μερικούς, τούς έν-
τρόπιασα
Οί ’Αρκαδιανοί άνεχώρησαν,έμειναν μόνον οί Καπετανέοι,
καί τού; έδιωξα καί αυτούς* έλαβα μίαν διαταγήν από τδν
Μινίστρο τοΰ πολέμου διά νά περάσω εί; τήν Δυτικήν ιΕλ -
λάδα με τα στρατεύματα, καί εγώ τοΰ άποκρίθηκα, ότε
δένήμπορώνα άφη'σω 12,000 Τούρκους εις τήν Πάτρα, καί
να υπάγω έμπροστά* πρέπει πρώτον νά σβύσουμε τήν
.
φωτιά ποΰ είναι μέσα, καί έπειτα νά ΰπάγης καί εις βοή­

θειαν τοΰ γειτόνου σου- καί αυτός μου δευτεροαποκρίθηκι
ότι, τό γράμμα όπου μου έστειλες δεν τό έδειξα εις
Π

τήν Κ,υβέρνησιν, διότι ήθελες χακοπέσει, όμως τώρα άμα


λάβης τήν παρούσα διαταγήν νά έκστρατεύσης* καί εγώ
Α.

άφηκα τόν Κολιόπουλο εί; τά σρτατεύματα επί κεφα­


λής, καί έπήγα εις τήν Κόρινθον διά τρεις ημέρας* πηγαι-
νάμενος,δ ώρας μακρυά, έστειλα εϊδησαις τής Κυβερνήσεως
ότι παγαίνω, καί άπόκρισι δεν έλαβα* εγώ έκίνησα* ένα
τέταρτο μακράν έλαβα μία διαταγή καί μοϋ έλεγε ότι
νά άφήσω τους 80 άνθρώπους όπου είχα μαζΰ καί νά
έλθω είς τήν Κόρινθο με 5 ανθρώπους* εγώ έμβήκα μέ­
σα, μου έδωκαν ένα κονάκι χωρίς πάτωμα* τό βράδυ
μάς άφηκαν άπεριποίητου; καί έτσι άνεχώρησα, καί ε-
πήγα είς ένα χωριό τήν νύκτα* σάν μέ ακόυσαν όπου
άνεχώρησα, τό Βουλευτικό με τό 'Εκτελεστικό άρχησαν
νά τρώγονται καί νά λένε ότι : όχι σείς φταίτε, όχι σείς,
= 98 ess
και δέν έπρεπε νά φερθούμε έτσι* έστειλαν μίαν Έπι*
τροπήν άπό τόν Κωλεττην, από τόν Κορίνθου, τόν
Σωτήρ Νοταρά καί μέρος ‘Υδραίων* έρχάμενοι εκεί τούς
άπεκρίθηκα δτι: σαν δέν δέχεσθε εναν Στρατηγόν όποΰ
έρχεται νά σάς όμιλνίσν), εγώ αναχωρώ και πηγαίνω εις
την Τριπολιτζά, εις την Γερουσίαν, και δ,τι έχω νά ειπώ,
Θέλει τό είπώ εΐ; αύτήν· δχι, μέ λέγουν, νά γυρίσης δπί-
σω, νά προβάλνις δ,τι θέλεις διατί έστάθνι ένα λάθος
και ήτον έλλειψις κονακιών* έγώ άποκρίθηκα τού Κω-
λέττνι όποΰ μού ώμιλοΰσε δτι : νά πάς νά γΐννις Μινί-
στρος στά Γιάννινα και ό'χι εδώ’ μοϋ ίπεσε ό Δεσπότης
ό Κορίνθου καί οί λοιποί καί Ιπήγα μέσα, έκαμα τάς
προτάσεις μου καί τάς έδέχθηκε ή Κυβέρνησις. Τους
επαράστησα δτι άν περάσω εις την ‘Ρούμελη οί Τούρ­
.
κοι τής Πάτρας διού ήτον 12,000 θέλει σκορπισθοϋν

εις δλην τήν Πελοπόννησον καί Οά τήν χαλάσουν έτσι
ή Κυβέρνησις αίσθάνθηκε τήν άνάγκην καί μέ έδωσε
Π

νέαν διαταγήν διά νά υπάγω εις τάς Πάτρας. ’Επέρασα


άπό τό "Αργος, Τριπολιτζά καί έπήγα εις τήν Πάτρα
Α.

άρχάς Μαίου. Εις τήν Κόρινθο άντάμωσα τόν Μάρκο


Μπότσαρη, ό όποιος έπρόσμενε έκεϊ διά τήν άλλαγήν
τής φαμηλιάς του’ αυτός μού είπε νά ίιπάγω εις τήν
Δυτικήν ‘Ελλάδα καί νά μέ κάμουν αρχηγόν όλων τών
στρατευμάτων, έγώ τού έκαμα ταϊς ιδιαις παρατηρή­
σεις, έποόβαλα εις τήν Κυβέρνησιν νά ύπάγη ό Μαυρο-
κοοδάτος όπού ήτον τότε πρόεδρος τού εκτελεστικού, νά
πάρη 1,000 τακτικούς Φιλέλληνας καί νά ύπάγη εις
τήν Δυτικήν ‘Ελλάδα’ έτσι ό Μαυροκορδάτος έπήρε τούς
τακτικούς και Μάρκο Μπότσαρη καί άπέρασε άπό τό ς-ρα-
1 ΰπεδο τής Πάτρας όπου εΰρισκόμουν έκεΐ* άφοϋ άπέρασαν
= 99 ==
*ίί τήν Δυτιχήν ‘Ελλάδα, ρ,έ έγραψαν από έχ,βϊ, δτε έχουν
ανάγκη καί νά τούς στείλω βοήθεια, και άπεφάσισα
χαΐ εστειλα τόν υιόν μου Γενναΐον μέ 200 στρατιώτας
διαλεκτούς· τότε ό Γιατράκος είχε έλθει έχει καί τον έστει­
λα καί εκείνον μέ μια 40, του είχαν φύγει οί άλλοι,
και τόν Κ,ανέλο Δελιγιάννη μέ 200' 'έγύ έμεινα όπίσω
καί έφερα στρατιώτας διά νά αναπληρώσουν δσους εΤχα
στείλει είς τήν ‘Ρούμελη· 6,000 είχα' έοαλα αλώνια διά
ταΐς σταφίδαις, και είπα τών ‘Ελλήνων νά τρυγοΰν την
σταφίδα, νά πάρουν τούς κόπους τους, καί νά έβγάλωμε
καί το έθνικόν δικαίωμα' καί ήρχησαν οί "Ελληνες νά
το βάλλουν είς πράζιν. Οι Τούρκοι έστενογωρηθησαν
πολύ είς τό Κάστρο καί άπό νερό, καί κατά τον τρό­
πο όπου τούς έστινοχώρησα εις ένα μήνα ήθελε παρα-
.

δωθοΰν.
Σκοτωμένοι Τούρκοι εί; τούς άκροβολισμούς καί πο­
λέμους ήτον 1,000, καί άλλοι τόσοι λαβωμένοι καί
Π

άρρωστοι ( τόν Κανέλο τόν είχαν κρυφίως άφη'σεί ςρα-


τηγόν το εκτελεστικό. —7 ή 8 Μαρτίου ήτον ό πόλεμος
Α.

ό μεγάλο; τοϋ Σαραβαλιοΰ )· έστειλα τόν Κολιόπουλο εις


τήν Καρόταινα διά νά,κάμν1 νέα στρατολογία. Τότε το
Βουλευτικό καί τό ’Εκτελεστικό, άφοΰ άκουσθη ό Δράμα-
λις εε’ς τά Τρίκαλα τής ‘Ρούμελης, έσυνάχθηκαν καί
άπεφάσισαν νά πάγρ όΚρεβατάςείς τό Μιστρά νά πά-
ρη 1,000 στρατιώτας καί νά έκστρατεόση διά τήν
Ανατολικήν ‘έλλάδα’ ‘Ο Σωτήρ Νοταράς νά πάρη τούς
Κορινθίους καί νά έκστρατεόση και εκείνος διά τήν Ανα­
τολικήν 'Ελλάδα* ό Ζαίμης, ό Σωτήρ Χαραλάμπης μέ
τού; Καλαβρυτινούς νά υπάγουν καί εκείνοι εις τήν Ανα­
τολικήν ‘Ελλάδα, καί τόν Αναγνώστην Δελιγιάννη μέ
ss 100 =
200 Καρυτινούς* ή διαταγή λέγει ότι : όπιοος παρα­
κούσει και δέν κίνησή μέ τούς "Αρχοντας νά ήναι το έ«α
τρίτο τής περιουσίας του εθνικό* ό Πρωτοσύγκελλος της
λρκαδίας pie 1,000 Αρκαδιανοΰς καί Φαναρίτάς νά πε-
ράσν) εις την Δυτικήν Ελλάδα, καθώς καί b Σισσίνης
μβ άλλους 1,000 Γαστουνέους κα' Πυργιώτας. άφοΰ έ­
λαβαν την διαταγήν οί Αρχοντες, έστειλαν εις διαφόρους
Καπετανέους που εύρίσκοντο μέ εμέ εις την πολιορκίαν
τής Πάτρας νά άναχωρήσουν καί νά υπάγουν με αυτούς*
οί Καπετανέοι με έδειξαν ταΐς διαταγαΐς τους, καί έγώ
τοΰς είπα ότι, δεν συμφέρει νά διαλύσωμε τήν πολιορκίαν,
διότι οί Τούρκοι θά εβγουν καί θα χαλάσουν ταΐς Επαρ-
χίαις, νά πού κοντεύει νά πόση */> Πάτρα* αυτοί μέ ά-
ποκρίθηκαν οτι : δέν ήμπορούμε νά μείνωμε, διατί ή δια­
.
ταγή λέγει ότι, άν δεν πάμε, θά μάς κυριεύσουν τό ένα

τρίτο τή; ιδιοκτησίας μας: τότε εγώ τοΰς άποκρίθηκα,
1 σάν είναι έτσι, δόσετέμουτο διαγράφως, ότι εγώ δέν
Π

σας διαλύω, παρά φεύγετε σείς, καί πηγαίνετε στό κα­


λό. Καί έτσι μέ τό έκαμαν διαγράφως. Αυτό η τον είς
Α.

τά μέσα τοϋ ’Ιουνίου* τά στρατεύματα άνεχώρησαν καί


έμεινα μέ μόνον 600* οί Τούρκοι έβγήκαν καί έκαψαν
τά καρτέριάμας* έγώ τούς εκτύπησα ολίγο* έ­
πειτα τό μεσημέρι έκίνησα διά τό Γαστούνι* ό σκο­
πός του; ήτον νά μή πάρω τήν Πάτρα καί νά μοϋ
σηκώσουν τήν δύναμι τήν Στρατιωτική. Εις τήν Γα-
στούνη, όποΰ έπήγα, έφοβήθηκε ό Σισσίνης καί έκλείσθηκε
εϊς τά σπίτιά του μέ 300' του έστειλα έναν άνθρωπον
καί ήλθε: τοΰ είπα * Σισσίνη τούτος είναι ό σκοπός μου,
νά μαζευθοΰμε όλο τό Σρατίωτικό είς τήν Κόρινθο, άν ήναι
αλήθεια πώς έρχεται ο Δράμαλης, νά τόν καρτερέσωμε
= ΙΟΙ =
ιίς τάΔερβένια καί νά κυττάζωμε καί τα πρα'γματα τοΰ
£θνουί. ‘Ο Ιισσίνης ίσυμφώνησε μαζί καί μοΰ είπε, οτι
είμαι έτοιμος, καί μέ Δευτέραν σου διαταγήν ξεκινάω· έ­
στειλα εγκύκλιον διαταγήν eif δλαις ταΐς ’Εταρχίαις Αο-
καδιάς, Φανάρι, Λεοντάρι, Μεσσηνία, νά συνάζουν τού;
στρατιώτας καί νά έλθουν εις τήν Τριϊτολιτζά. Εκίντσα
διά τήν Καρύταινα* ήμέρα καί νύκτα έιτεριπάτησα καί
εφθασα εις τήν Δημιτζάνα μαζώνοντας στρατιώτας· φθί­
νοντας εις τήν Δημιτζάνα έρχεται ένας ταχυδρόμο; ρέ
μία διαταγή τοΰ Μινίστρου τοΰ πολέμου καί μοΰ ί-
γραφε · Γενναιότατε Στρατηγέ Θ. Κολοκοτρώννι. λαμ-
βάνωντα; τήν διαταγήν τής Κυβερνήσεω; νά κτυπήσνι;
τήν σιδηροΰν ράβδον τήν συνηθισμένην, νά συνάξτι; τους
στρατιώτας καί νά ύπαγες εί; τήν Πάτρα. Ή Κυβέρ-
.

νησις τής έκακοφάνη πολΰ διατί διέλυσες τήν πολιορ­
κίαν τής Πάτρας, καί δσο διά τήν έξασφάλισιν τών
Δερβενίων έλαβε τά αναγκαία μέτρα.
Π

Εις τόν ίδιον καιρό, ό ίδιος Ταχυδρόμος έφερνε ένα


Α.

γράμμα τοΰ Κ,ΰρ ’Αναγνώστη καί τοΰ έλεγε· φιλογενέστατε


Κυρ Αναγνώστη νά πάριρς τά στρατεύματα σου καί
νά ύπάγης εις τά μεγάλα Δερβένια, διατί 6 Δράμα-
λη; εφθασε εις τάς Θήβας· καί ό Κυρ ’Αναγνώστη;
ήτον εις τά Λαγκάδια μέ τόν δοΰλο του. ’Η Κυβέρ-
νησις έστειλε τόν ΓΡηγα Παλαμήδη εις τά μεγάλα Δερ­
βένια μέ 1800 Κ,ορινβίους καί Τριπολιτζο'τας, (καίει;
τό νΑργος έμοίραζαν 8,000 ταίνια) καί 1000 Μανιάταις
νεοφερμένοι. *0 Αουκόιτουλος έδωσε 1000 μαχμουντιέδες
καί τους έδωσαν εΐ; τους Μανιάταις όπου δεν έζεκινοΰσαν
χωρίς χρήματα. Με 2,000 έφθασα εις τήν Τριπολιτζά· ή
Γερουσία εύρίσκετο εκεί* μέρος άπό του; Γερουσιαστάς φο-
— 102 =

βούμενοι τον ερχομόν μου έφυγαν άφοΰ έμβήκα εις τήν


Τριπολιτζα, έβαλα άλλου; από ταΐς ϊδιαις έπαοχίαιςκαι έ-
δυνάμωσα τήν Γερουσίαν: ή Γερουσία δεν ήξευοε παρά έκ
φήιαης τον έρ/ομόν του Δραμαλ/Γ έβγαλα πεζούί
εις ολαις ταΐς έπαρχίαις νά έτοιμασθοϋν* έμεινα 4 ήμερα;
εί; τήν Τριπολιτζαν· ή'ρχοντο άνθρωποι άπό το Αργος
και μά; έλεγαν, δτι ό Δράμαλη; έρχεται, και εις εμένα
όπου με ακόυαν εις τήν Τριπολιτζα δεν μοΰ εγραφεν
τίποτε ή Κυβέρνησις, ούτε έστειλε ταΐς 6,000 στα Δερ­
βένια· επειδή καί δέν είχα εΐδησιν άπό τήν Κυβερνησιν,
δέν έστελνα,ν καί τά στρατεύματα, ένόμιζα δτι ήτον ψεύ-
ματα δλα· άπό τήν στενοχώριαν μου στέλνω δύο καβα-
λαρέου; νά παν εΐν τόν ‘Αγιογιώργη και τό δ,τι μάθουν νά
μοΰ στείλουν νά πάνε στήν Κύοινθον, στα Δερβένια έως
.
εΐ; τά; Θήβα; νά ευρουν τόν Ύψηλάντη καί Νικήτα, καί

νά μοΰ στείλουν καθαρ ά ε’ίδησι τί τρέχει. ( Etc τόν μήνα’ίαν-
νουάριον 1822 έβγήκε ό Νικήτα; καί Π. Ζαφειρόπουλος. )
Π

"Οσο νά παν εΐ; τήν Κόρινθο, απάντησαν τού; Τούρκους


καί δλίγον έλειψε νά τού; πιάσουν ζωντανούς, καί έγύρισαν
Α.

’πίσω. ‘Ο ‘Ρήγα; όπου ήτον εί; τό Δερβένι, κινώντας


οί Τοϋοκοι άπό τά Μέγαρα, άφηκαν δύο τρεις σημαίας
καί έφυγαν χωρίς νά ρίξουν τουφέκι. Οί Τούρκοι ένόμιζαν,
άφοΰ εΐδον τάς σ/ιμαίας ανοικτά;, δτι ήτον στράτευμα καί
άρχησαν νά προχωρήσουν εις τόν ’Αέρα· άφοΰ είδαν ότι δέν
ητον στράτευμα, οί Καβαλαραΐοι Τούρκοι έπήρα* άπό
κοντά τού; '’Ελληνας, άλλοι έφυγαν κατά τήν Αίγινα καί
άλλοι κατά τό Σοφικό. οί Τούρκοι ε’σκότωσαν "Ελληνας. . .
Ο Ρήγας επήρε τό φύσημα εΐ; τό ’ Αργος καί έδωσε τήν
εϊδησι ό'τι ό Δράμαλη; εμβήκε εί; τό Δερβένι με 60,000
ώσαννά τού; είχε μετρήσει* τόν έρώτησαν τί έγεινε τό στρά-
= 103 =
τ«υμα ; καί τους άποκρίθηκε, ότι όλοι εχάθηκαν, μόνον έγώ
έγλίτωσα. Η Κυβέρνησις είχε Φρούραρχον εις την Κό­
ρινθον ενα Καλόγνιρον λεγόμενον ’Αχιλλέα, Αιδάσκαλο; της
Αλληλοδιδακτική;, καί βλε'ποντα; του; Τούρκους έφυγε
μέ τούς στρατιώτας, άφου έσκότωσε τόν Κιαμίλμπεϊ. Ό
Δράμαλη; έστειλε καί έπίασε τό Κάστρο· τότε έστειλε 49
Κββαλαρέου; νά φέρουν τά συγχαρίκια εί; τό Ανάπλι· τό
Άνάπλι, πριν ένα μήνα, ε?χε κάμει συνθήκη μέ τήν Κυ-
βέρνησι νά δώσουν οι Τούρκοι τό Καστέλι καί δέκα
Τούρκου; αρωματικού; ένέχυρον καί έδικού; μα; 30, καί
vi του; στέλνουν ζωοτροφίας εως ότου να έλθουν τά 'Ελ­
ληνικά καράβια νά τού; πάρουν καί νά βάλουν εί; τάζιν
τά λάφυρα. ΓΗ Κυβέρνησις βλέποντας του; Τούρκου; όπου
.
έφερναν τά συγχαρίκια έφυγαν καί έμβήκαν εί; τά κα-

Ράβια (τό βουλευτικό), και τό στράτευμα όπου ητον έχει
συναγμένον διελύθηκε. Οΐ δύο καβαλαραΐοι μέ έδωσαν
ειδησιν ότι ό Δοάμαλη; έμβήκεν εί; τήν Πελοπόννησον καί
Π

^λθε στην Κόρινθον δέν ήξευραν ακόμη OTt τά Κάστρο


Α.

ητον εί; του; Τούρκου;, καί ελπίζαμε να τού πάμε βο­


ήθεια. Γ0 πεζό; ^λθε 1 ώρα πριν νά βασιλεύση ό ήλιο;,
λαμβάνωντα; τό γράμ.μ.ι έπήγα εί; την Γερουσίαν καί
του; είπα οτι, νά έλθουν ότοι ήζεύρουν γράμματα, καί
έτζι έγράψαμε όλη τήν νύκτα καί έστείλαμεν εί; όλα; τά;
’Επαρχία; διά νά προφθάσουν μίαν ώραν άρχήτερα, δι­
ότι ό Δράααλη; έμβήκε εί; τήν Πελοπόννησον. Είπα τής
Γερουσίας, νά σταθη; εδώ καί νά μά; βοήθα; άπό τροφά;
καί πολεμοφόδια, καί έγώ πέρ»ω τά στρατεύματα καί
πηγαίνω εμπρός, καί άν ίδώ ότι δέν ήμπορώ νά βα­
στάζω, τότε σά; στέλνω ε’δησι καί αναχωρείτε· καί έτζι
έβάσταζαν τήν θέσι. Τήν αυγήν έβαλα λόγο εί; του; στρχ·
= 104 =
τιώτας καί τούς είπα- "Ελληνες μή φοβεΐσθε! εμείς εσκοτώ-
σαμε τόσους Τούρκους ε’ντόπιου;, και τούτου; έτζι θά τους
κάμωμε* δΐν είναι πολλοί οί Τούρκοι όσους τους λέγουν*
νά υπάγωμε νά σκοτωθούμε μακράν άπό τά παιδ,ιάμας καί
ταΐς φαμελιαΐς μα;' μην πέρνετε μαζύ σας ούτε μου­
λάρια, καπόταις, όλα μάς τά φέρνουν έκεΤ-οι. Έδιώρισα
τον Κολοιόπουλο καί ’Αντώνη Κολοκοτρώνη μέ 1700
νά τραβιξουν εις τον "Αγιον Γεώργιον καί νά υπάγουν
αντίκρυ νά ρίξουν δύο τρεις μπαταρία!;, νά ακούσουν οί
Έλληνες δπού ητον εις τό Κάστρο της Κόρινθου καί νά
ένθα^ρυνθούν" έλπιζα ότι τό Κάστρο έβάσταγε ακόμη"
έβάσταξα μόνον 300 και έκίνησα διά τό "Αργος όπου
ηςευρα ότι ήτον έκεϊ 5, 6 χιλιάδες στρατιώτες καί νά του;
πάρω καί νά ύπάγω εμπρός εις τους Τούρκους εις τά
.
Δερβένια. Έρχοντας εις τό Εαρθένι άπάντηοα τόν 'Ρήγα

μέ τόν Κολιό τόν Δαρειώτην* τους έρώτησα τί ηξεύρουν
καί αυτοί μοΰ άπεκρίθηκαν ότι έμβήκαν 60,000 Τούρκοι
Π

μέσα, ότι μδνον αυτός έγλύιωσε* τόν έμάλωσα, καί του


είπα* νά μη ματαειπη; τέτοια λόγια εις την Τριπολιτζα1
Α.

αύτός μόλις έπήγε στην Τριπολιτζα εδωσε την (ΐ'δν.σι καί έ­


φυγε όλος ό Κόσμος άπό την Τριπολιτζα, μόνο» ή Γερουοία
έμεινε. Οί στρατιώταις δποϋ είχα μαζί, ωσάν ηκουσαν
αύτάς τάς ειδήσεις, έδείλιασαν, καί διά νά τους ενθαρρύνω
άρχισα καί έτραγουδαγα’ παρακάτω απάντησα τόν Λυκούρ­
γον Κρεστενίτη μέ 15 καί τούς είπα* πού πηγαίνουν, κα
αυτοί : πηγαίνουν εί; τον Πύργον καί πάλιν έρχονταιί
Οί Μανιάταις έγδυσαν τό "Αργος καί έφυγαν τούς α­
παντάω εις τόν δρόμο1 τού; έρωτάω πού πηγαίνουν,
και αΰτοι μού έλεγαν: ότι έχομεν άρρωστο, καί πάμε καί
γυρίζομε* του; έλεγα: τόν άρρρωστο τόν πάει ένας δύο»
= 105 =
ίχι -τόσοι· εις τό Ταβοΰλι απάντησα τόν 'ΐΓψηλάντη,
τον Κρεβατά, τον υιόν (ίου Πάνο όπου ητον pie την Γε­
ρουσία, τόν Μαυρομιχάλη· του; ερωτώ ποϋ πάτε; τούς
είδατε μέ τα μάτια σας τούς Τούρκου;; δχι· μάς είπαν
πώς εμβήκαν 50 Καβαλαραΐοι εις το Ναύπλιον· εσείς
ποΰ πάτε ; έχομε κανε’να Κα'στρο νά εμβοΰμε; έχομε καμ-
[uav δυναμιν νά τραβιχθοϋμε καί ήμεϊς, καί οί Τοΰρχοι νά
σκλαβώσουν τόν Κόσμον; χαί έτζι τούς έκράτησα.
Εκραςα τότε τόν Πέτρο Μπαρμπιτζιόχη καί τόν θεο-
δωρή Ζαχαρόπουλο καί τόν ’Αντώνη Κουμουστιώτη,
καί τους λε'γω: νά πάτε νά μοΰ πιάσετε το Κάστρο
τού Άργους μέ 100 ανθρώπους διαλεκτού;, καί πίάνοντας
το Κάστρο, νά χοίαετε φανό, οτι έπιασαν τό Κάστρο· μέ ά-
πεκρίθησαν δτι πάμε, μά χανόμεθα- τους είπα : πηγαίνετε
.

χι’εγώ σάς πέρνω εις τόν λαιμόμου, καί ετζι έπήγαν
καί έκαμαν τόν φανό. Εύθός στέλνω τόν Πάνο μέ 150
στρατιώτες νά ΰπάγη νά πιάση τους Μύλους καί νά εί-
Π

δοποιήση τά καράβια τής πεθερά; του νά πλησιάσουν κοντά,


Α.

κι’ άν τόν εύρη πόλεμος νά τόν βοηθήσουν μέ τά Κανόνια·


Τρεις ημέραις έκαθίσαμεν εις τόν Άχλαδόκαμπον, καί
έγράψαμεν νά έλθουν στρατεύματα ■ ήλθαν οί Άγίοπετρίται
μέ τόν Ζαφειρόπουλον καί Μιστριώταις κ’ εγινήκαμε ώ; 1,
000. τότεείπα του Πετρόμπεη καί τοΰ Ύψηλάντη >ά παν
νά πιάσουν τούς Μύλους και νά στείλουν βοήθεια εΐ; τό
Άργος, καί έγώ νά τραβίξω κατά την Κόρινθο, νά ΐδώ
πόθεν πηγαίνουν οί Τούρκοι, καί έγειναν 2 κολόναις,
ή μ.'α νά ΰπάγη κατά τά Βασιλικά και ή άλλη κατά

τό Άργος. Έπήγαν εις τούς Μύλους· ό Πάνος, ό Μπεϊ-


ζαντέ Γεωργάκης, έπήγαν χαί έκλείσθηκαν εις τό ’ Αργος·
εγώ έτράβιζα διά νά υπάγω εις την Κόρινθο- ηυρηκα τόν
= 106 =
Κοτόπουλο εις τό Σκηνοχώρι* ό ’Αντώνης ήτον εις τόν
"Αγιο-Γεώργη· οί Τούρκοι άρχησαν νά καταιβαι'νουν εις τό
"Αργος. Οί Τούρκοι μην εύρίσκοντα; εναντιότητα έξα-
πλώνονται. Γ0 Κολιόπουλος απαντάται εις τό Χαρβάτι
μέ τοίις Τούρκου;, έσκότωσαν 20, Ο Κοτόπουλο; μονο­
μαχεί μ’εναν καβαλάρη καί ιόν φονεύει' τότε έγύρισε
εις τό Σκηνοχώρι, έκατέβηκαν και άπό τό Κάστρο τοΰ
"Αργους μερικοί, καί έπολέμησαν μέ τοίις Τούρκου; πού
ήρχοντο άπό τήν Κόρινθο καί έσκοτώθηκαν καμιά δεκαριά,
Μανιάταις καί Πελοποννη'σιοι. — Οί Κουμουντουρέοι ,
ό Σισίννης, έμειναν οσοι ητον μέ τόν Μπέη, ό ’Αντώνης
έκαρτέρεψε εις τόν "Αγιο Γεώργιο τοίις (Τούρκους στάιν
Κόρινθο καί έσκότωσε 17. Τήν άλλην ημέράν Ιπηγαν
2,000 καί τόν έπολέμησαν καί τόν έδιωξαν καί έκα­
.
ψαν σπίτια.

’Εγώ, σαν έστειλα τοίις άλλους να πίνε ς’τοΰς Μύλους,
έγώ έτράβηζα κατά τά,ν Κόρινθο καί έπηγα εις τό Σκη­
Π

νοχώρι, καί έπήγα καί ηύρα τόν Κολιόπουλο, καί μού


είπε τόν άναχωρισμόν τού ’Αντώνη άπό τόν "Αγιον Γε­
Α.

ώργιον καί έκίνησα νά πάγω στόν "Αγιον Γεώργιον καί


πηγαινάμαινος εις τό Μαλανδρΐνο, ηδρα δέκα Καβαλαραίους
Τούρκους, καί βλέποντάς μας ε’κλείσθηκαν εις ένα σπήτι·
δέν ήθέλησαν νά παραδοθούν, τοίις έκάψαμεν. "Ενας στρα­
τιώτη; έπιασε τό τουφέκι ενός Τούρκου άπό την θύραν,
τού τό’πήρε. Τραβάω καί ’πάγω εις τόν "Αγιον Γεώργιον,
τό χωριά η:ον γεμάτο άπό λάδι κτλ. Τό έπιασα,
άγνάντευσα καί είδα, οτι άπό την Κόρινθο έκίνησαν τά
Τούρκικα στρατεύματα διά τό "Αργος καί ’Ανάπλι· δταν
έκατέβηκαν οί Τούρκοι, έπνιγαν καί έπολιόρκησαν τό πα-
λιόκαστρο τού "Αργους, καί οί Τούρκοι ητον δύο Πασάδες-
== 107 =
01 Πασάδες ελεγαν των στρατιωτών, ότι έδώ είναι τό
βιος τοΰ Κοσμου, τό 'Ανάπλι το Εχομε, τάλλα' τα πέρ-
νο{ΐε ολα· το πολιόρκησαν. ΤΗτον συναγμένα στρατεύματα
εϊ( τους Μύλους εως 5,000. 'Ο Κολιόπουλος ήτον κλει­
στός εις τό παλιόκαστρο μέ Φαναρίτας καί Καροτίνου;,
μέ τόν Δημητράκη τόν Δελιγιάννη. Μοϋ γράφουν ενα
γραμμα* δτι νά φθάσω, διατι Εκλεισαν τό κάστρο και δέ
Εχουν προβεζιό* τήν άλλην ήμέρα έκαμαν αρχηγό τοΰ
στρατεύματος τόν ’Αντωνάκη Μαυρομιχάλη, τοΰ στρατεύ
ματος ’πού είναι ς’ τούς Μύλους· Σαν τόν έκαμαν ’Αρχη­
γόν, ή 9 έλη σαν νά κάμουν £"ot πόλεμο με τούς Τούρκους,
και τόν Κολιόπουλον δεν τόν ετεμπίχίασαν πού ήτον εις
τό πλευρό τους, καί ό πόλεμος έπιάσθη ς-ην άκρην ’τα
αμπέλια, και «βγήκαν Τούρκοι 10,000 Καβαλαραΐοι καί
.

έτζάκισαν τούς ’Ελληνας, και έχάθηκαν 150’Ελληνες.
Σαν Εχασαν την μπατάλια, μοϋ στέλνουν ενα γράμμα
καί μοΰ λένε ■ αν τρώγω ψωμί νά τό άφήσω, νά τούς βοη­
Π

θήσω — ’Ημουν εϊς τόν "Αγιον Γεώργιον—διατι ή πατρΐς


Α.

έχάθη. Δέν ελειψα ευθύς νά κινήσω μέ 100 στρατιώτας


καί τόν Ά,ντώνη Κολοκοτρώνη τόν αφήνω στά Δερβενάκια
μέ καμιά χιλιάδα. Πηγαινάμενος εις τού; Μύλους τούς
’Αργίτικους ηύοα όλους τούς στρατιώτας λυπημένους
άπό τόν πόλεμον τής άλλης ημέρας Γποΰ έχάθηκαν στρατι-
ώταις* δεν ελειψα νά τούς όμιλήσω καί νά τούς ενθαρ­
ρύνω, οτι άν οί Τούρκοι έσκότωσαν 1 50, ημείς χιλιάδες >
καί νά εκδικηθούμε, και άλλα πολλά τούς ιίτα και Εμ­
ψυχώθηκαν τούς έμάλωσα πολύ μέ τήν άταζία τοΰ πο­
λέμου ότι δεν ώμίλησαν κα'ι τοΰ Κολιόπουλου. Ο Μαυ-
ρομιχάλης, ό Κρεβατάς ήτον εις τούς Μύλους τούς άφεν-
τικούς (Μύλοι ’Αργίτικοι, μύλοι ’Αφεντικό! διαφορά)· Την
= 108 =
άλλην ήμέρα έπλάκωσαν 1200 'Αρκαδιανοί. θ{ Τούρκοι
ίρριγναν βόμβαις άπδ τδ 'Αργος καί έβαναν 2 κανόνια
από μία ράχη καί έπολιορκούσαν τδ παλιόκαστρο. Οί
κλεισμένοι δεν είχαν τίποτε μέσα καί ητον στενοχω­
ρημένοι. Σ τ α ΐ ς 20 τού Ιουλίου στήν ήμερον
τού 'Αγίου Ήλία, έκραζα τα στρατεύματα εις τούς
Μύλους τους ’Αργίτικους καί τούς ώμίλησα 2 ώραις: νά
πολεμήσουμε, να βγάλωμε τούς κλεισμένοι»?, οί Τούρκοι
είναι ολοι σαβούρα.
'Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τδ βράδυ άπδ δλαις ταϊς
μεριαΐς τους Τούρκους, διατί δεν ή μπορούσε να πάγη
άνθρωπος νά τους ϊδφ άλλ' δ,τι έκαναν τά σινιάλα, Τό-
τενες διατάττωταϊς έπαρχίαις νά χτυπήσουν τδν έχθρδ
εις τ^ν θέσι καθεμιά 'ποΰ είχε. Τάσο καί τυν Κολοιό-
.
πουλο καί τους ’Αρκαδιανου; τους έβαλα εις τδ κέντρον

νά κτυπήσουν τους Τούρκους όπου είχαν τά κανόνια,
καί οί ’Αρκαδιανοί, καθώς έπήγα τό βράδυ καί έκτύ-
Π

πησα από δλαις ταΐς μεριαΐς, έ π ή γ α ν και έχάλασαν


μέ τα πόδια τά ταμπούρια. ’Αναχωρούν πάλιν διά νυ-
Α.

κτος, διότι οί άλλοι "Ελληνες δεν έκινήθησαν. Εκείνοι


έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό παλιόκαστρο’ Την άλλην
ήμερα έστενοχωρη’θηκα διά τους μέσα, νά μή βλαφθούν’
έκαμα ένα στρατη'γομα’ νά πάμε δλοι όλοτρόγυρα ν'ά-
διάσωμε άπδ δύο τουφέκια, νά κάμωμε φανό καί έκεΐνοι
νά κάμουν τρόπον νά εβγουν άπό τδ παλιόκαστρο. "Ετζι
έζυγώσαμεν κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς άπδ
τδ παλιόκαστρο καί άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί, καί
έβγήκαν δλοι εις τους Μύλους τού "Αργους υγιείς. Την
αυγήν μβαίνουν οί Τούρκοι στδ Κάστρο καί δίν ευ-
ρισκαν ουδεν. Αΰτοι (οί δικοί μας) είπαν οτι άναχω-
=3 10» 3=
ρησαμεν* tα στρατεύματα τήν αυγήν ’βγαίνουν καμιά
δεκαριά χιλιάδες καβαλαραϊοι καί ’βγαίνουν εις τού; Μύ­
λου? του; Αργιτιχους νά ϊδοΰν. Βλέπωντας ήμεις τήν
Καβαλαρία, εγώ έκαμα του; 'δικούς μου κολόνα εις του;
πρόποδας τοϋ Λόφου καί ’χατέβηκαν χαμιά 20 Καβα-
λαραΐοι καί έκαμαν άχροβολισμού; εις τούς κάμπους, διότι
οί Τούρκοι έβγήκαν νά ίδούν, δχι νά κάμουν πο'λιμο.
’Εγύρισαν εις τα αμπέλια, οτι ήτον προ,βαλμένα τά στα­
φύλια καί έπήραν- Δίδαξα τά στρατεύματα εις τούς
Μύλου; του; ’Αφεντικού; νά πιάσουν έχει καί νά άνάψη
άπο καθένας 20 φωτιαΐς, καί τά τριπολιτζότικο τά έβ*λα
αντίκρυ είς ταΐς ράχαις νά κάμουν καί αυτοί τό ίδιο.
Ο Κολιόπουλος με τό στράτευμά του νά πιάσνι τά Σκη-
νοχώρι άνάμεσα είς ταΐς δύο Δημοσιαις 'πού πάνε είς
.

τήν Τριπολιτζά. Βλέπωντας οί Τούρκοι ότι τόσαις φω-
τιαΐς όλο-τρόγυρα, άπεφάσισαν ότι δένήμποροϋν νά περάσουν
διά Τριπολιτζά* ε ϊ χ αν έλλειψιάπό τροφάς, διότι & Τ ζ ό-
Π

κ ρ η ς είχε χάψει ’μπροστήτερα τάν κάμπον τής Τριπολι-


Α.

τζάς. "Εκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν ’πίσω στήν Κόρθο, ν’


άπεράσουν στήν Βοστίτζα, νά πάνε στήν Γαστούνη δια
τροφάς, διότι δεν είχαν. ’Εγώ έκαμα Συνέλευσι με όλους
τούς οπλαρχηγούς εΐ; τού; Μύλους τούς ’Αργίτικους,
τού; είπα* οί Τούρκοι θε νά γυρήουν όπίσω κατά τήν
Κόρθο* τά βλέπουν, δ τι άπο εδώ δεν ήμποροΰν νά’πε­
ράσουν, μόνον σταθήτε έδώ νά πάγω νά πιάσω τά Δερ-
βενάκι, διατί οί Τούρκοι θά άπεράσουν. ’Αφίνω τον Για-
τράκο τον Π. εις τά σώματα όπου ητον' εί; τούς Μύ­
λους, καί αυτοί δέν ήθελαν, έλεγαν νά χάτζω έγώ, τού;
έλεγα νά πάγουν αυτοί. ’Αναχώρησα ’πέρ βίας νά πιά­
σω το Δερβενάκι, άπό έκεϊθε ήμουν βέβαιος ότι θά
= 110 =
περάσουν καί όχι άπό την Τριπολιτζδ. Ο Κ,ολοχοτρώνης,
έλεγε όΠετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τά βουνά*
καί άνεχώρησα καί έπήγα εις τόν "Αγιο Γεώργιο* σταΐς
26 τοΟ Ιουλίου, ήμέραν τής αγίας Παρασκευής είχε
τήν αυγήν όμιλη'σει ή βάρδια τού ’Αντώνη μέ 300 νο·
μάτους: οί Τούρκοι ϊβγήκαν καί έρχονται εις δύο
κολόνες. Τής εΰδύ; όρδινάρησα εγώ εις τόν άγιο Γεώρ­
γιο νά μαζώζουν δλαις ταΐί ζωοτροφίαις εις 4 σπη'τια
οΐ Τζαουσάδις, όπου εάν (δουν καί έρχονται εις δύο
κολο'νες, να σάς κάμω σενιάλι νά κάψετε ταΐς τροφαΐς
καί νά μήν τα λάβουν οί Τούρκοι* εγώ έπήρα τό λοι­
πό στράτευμα καί επιασα τό Δερβενάκι. Ό Νικη'τας
καί ό Παπά-Φλέσσας καί ό Έψηλάντης με 500 στρα-
τιώτας τούς είχα βάλει καί είχαν πιάσει τό Κινάρι,
.
χωριό δυνατό εις τόν δρόμον των ΚορινΘίων. Οί Τούρ­

κοι, ή ’μπροστέλα Ιφθασε εις τόν ’Αντώνη καί χαθώ;
είδε τους Έλληνας εμπρός, ώμίλησαν οί Τούρκοι νά τούς
Π

άφήσουν τόν δρόμο, διατί θά άπεράοουν οπίσω εις την


’Ρούμελη στην Πατρίδα μας* εγώ έστειλα πεζό νά πάγν]
Α.

είςτό Σκηνοχώρι ’πού ήταν ό Καλοιόπουλος, νά ελθη νά μάς


δώσ/ι βοήθεια* άπό έχει ητον ώραις 6, άπό τό Δερβενάχι
έως τό Κινα'ρι ώραις 2, δπου ητον ό Νικηταρας, ήταν
καί άπό τόν άγ.-Γεώργη, ό Παπά-Νίκας άπό την Κό­
ρινθο μέ τά Κορινθιακά στρατεύματα εις ένα χωριό στη
Μάγκα. Έστειλα καί εις εκείνους νά έλθουν μεντάτι.
Έγώ πηγαινάμενος είς τό Δερβενάκι έκλεξα 800 ς-ρα-
τιώτας είς τό Γελέκι, καί τούς έκαμα 4 κολόναις,
καί τους έκατεβασα κάτω άπό εκείνο τό πόστο όπου
έκρατοΰσα είς την ράχη, καί ό ’Αντώνης «κρατούσε τό
κεφάλι, ητον όμπροστα' καί οι Τούρκοι έβγαίνανε άπό
= 111 =
ti Κάστρο καί οί «μπροστινοί «καρτερούσαν νά συνί-
χθοΰν ολοι. Οσο νά συναχθοΰν οί Τούρκοι, έβαλα ταΐς
σημαίαις καί τά ζώα καί καπόταις, τά έβαλα ολα
ti( μία ράχη, διά νά νομίσουν, ότι έχει είναι οί πολλοί
στρατιώταις καί νά κάμουν κάτω, νά μην έλθουν έπά-
νωμας καί μάς χαλάσουν. Έγώ «στεκόμουν μέ 10 αν­
θρώπους στην κορφή· οί ψυχογοί με τά μουλάρια αρά­
δα. Τοϋ δέ Νικήτα ό πεζά; τοϋ είπε, ότι έβγηκαν
οί Τούρκοι, χαί όχι ότι έρχονται ν’ άπεράσουν εϊς τά
Δερβεναχι. Οί Κορίνθιοι έσχόρπισαν. ‘Ο Κολ. g ώ-
ραις αλάργα' ένύχτωσε εως νά πάγη έκεΐ ό πεζός.
Ιταΐς 3 ή ώρα συνάχθηκαν όλοι οί Τούρκοι, καί οί
Πασάδες η τον στά|ν πίσω μεριά. Οί Si 6 χιλιάδες,
πού ήταν εις τους Μύλους, δεν είχαν βάρδια διά νά
ίδοΰν ότι άδειασε τά "Αργος νά έλθουν άπά κοντά.
.
Οί 4 κολόνες τους είχα τεμπίχΐ νά μή κάμουν άρχλ

τού πολέμου, παρά άφοϋ ακούσουν τά 10 τουφέχια,
καί έτζι έστέκονταν. Οί Τούρκοι σάν έσυνάχθηκαν
Π

όλοι, διέταζε ό Πασάς νά χινησιρ η ’μπροστέλα, χαί


ίτζι οί Τούρκοι έζεκαβάλικχν διά τάν τόπο, καί έκίνη-
Α.

σαν μέ τά πόδια* καί ό Άντώνης ητον ταμπουρωμένος.


Ό ’Αντώνης «χτύπησε άφοϋ εφθασαν 100 βη'ματα οί
Τούρκοι, καί έκράτησαν καμιά δεκαριά Τούρκους· εκεί­
νοι έδοσαν ταΐς πλάταις καί έκαμαν κατά τάν ά'γιον
Σώστη, καί έκεΐ είναι γεύματα, καί έπΐρε τά ασκέρι
τά Τούρκιχο ταΐς ^ά/αις. ’Ο Άντωνάκο; δέν έπεσε κον­
τά εις έδαύτους, πέρνει ενα μπαϊράκι μέ 30 νομάτους
καί πέφτει εις τον άγιον Σώστη έμπρός, οί Τούρκοι ί~
γένικαν τρεις κολόνες, μία όπίσω, οί Πασάδες, μία στί|ν
μέση, ή άλλη Κατά τάν 'Αντωνάκο, εως 10,000 έκί-
= 112 =
vv)<rocv κατά τ&ν 'Αντωνάκτι, οι 30 έσκύτωσχν πολλούς,
δυο μόνον ΐσκοιώθηκαν, άνέψ:α μου.
Οι Τούρκοι οσοι έμειναν έπε'ρασαν κατά τήν Κορ-
τεσσα κχί εκεί έκαμαν στάσι. ’Ακούοντας 6 Νικήτας,
Α Ύψηλάντης, ό Φλέσσας ε φθασα ν εις τον άγιον Σωστή
χαί έπιασαν τόν δυνατώτερον τόπον εις τόν "Αγιον-Σώστην.
To μεσι$νά στράτευμα όπου έσκότωναν οΐ *Ελληνες
έδωσε νά ’πέραση καί εκείνο, χοεί επεσεν εις τ4ν Νικήτα,
εκεί έσκότωσαν εως 1,000’ έπε'ρασε καί αύτη'νη η κολονα
κατά την Κουρτέσσα καί έσμιξε ρεέ τους άλλουνοΰς* οί
δέ Πασσάδες πού έμειναν δπίσω, ένύκτωσε καί δενήμπό-
ραγαν ν’ άπεράσουν. ‘,Ωμίλησαν τους ‘Ελληνας καί τους
είπαν : ποιος Καπετα'νιο; όμπροστά ; άποκρίθηκε ένας
παπδ; άπί» το Χρυσοβίτζι ■ ό Κ,ολοκοτρώνης είναι* άπο-
.
κρίδηκαν οί Πασάδες: νά κάμωμε μπέσα νά άπεράσωμε

καί τοΰ δίνομε ο,τι ζητη'σει* κ»ί τότενες έστειλε ό
Παπά-Δημη'τρης έναν άνθρωπον νά μοΰ όμιλη'ση* λαμ·
Π

δάνοντας την είδησι, καί έκίνησα νά υπάγω* είχα ςΑν


νοΰν μου νά τους χασομερήσω ώστε νά έλθη τό πρωί,
Α.

νά τους χάσωμε* μέσα εις τό στράτευμα είχαμε καί


μερικοί»; καβαλαρε'ους, ό Φωτάκος καί ό Σπηλιοτόπουλος
καί ό Βοΰλγαρης ό Κότζος, καί 6 Κωστ. ’Αναστασόπου-
λος, και άλλο ένα άνιψίδιμου* ’Εκείνοι έκίνησαν οί Πασά­
δες βλέπωντας καβαλαρέους ’δικούς μας, ένομισαν δτι έχο-
μεν καβαλαρία πολλή* γυρίζουν πάνε ς·λν Τυρινθον, άφίνουν
ο,χι είχαν, ένύκτωσε, τ4 μπουχο' τους έδλεπαμε. Ενημέρω­
σε και ό Κ,ολοιόπουλοί με 2,000 μέ τόν Δημ. Δελιγιάννην
καί μέ τους Φαναρίταις.—Οί έδικοίμας έπεσαν στά λάφυρα
και εις τους λο’γκους. Οι Τούρκοι όπου η τον εις την Κουρ-
τέσσα εδοκίμασαν να μάθουν τί έγειναν οί Πασάδες; καίέκί·
113 =
ν/ισαν 1,000 νά έλθουν εις τόν άγην ϊώστη- τού;
εκαρτερεσαν οι δικοί μας, τούς Ιρριζαν μία μπαταρία
τουφέκια, τους ’πισοδρόμησαν. 1){ Πασάδες έπήγαν, έ-
στάθηκαν εΐ; τ/jv Τύρινθο, εις τήν Γλυκιά, καί ό Νι­
κήτας ίτραβίχθηκε μ· τον Παππά Φλέσσα στο 'Αγιονόρι,
πρώτα ήταν εις τόν άγιον Σώστη.—Τό Δερβενάκι είναι,
πλευρά άπό του 'Αγαμέμνονος το μνήμα-—έκείννι τήν
ή [λέρα εξημέρωσε καί 6 Κολοιό—ούλο; καί έγενήκαμ.ε
ήμεϊς 4,000 εις τό Δερβενάκι. ‘Ο Γιατράκος μέ
τόν Τζώκρη ήλθαν1 εις τό Δερβενάκι, τους λέγω ■ που
είναι τάλλα στρατεύματα;εΐναι εΐ; τό Κουτζοπόίι
καί εως εις του Χαρβάτη' τους είπα’ οί Πασάδες
δποΰ είναι εί; την Τύρινθο ταγυά θά εκστρατεύσουν διά
την Κόρινθο, μόνον εσείς νά πάρετε τά στρατεύαατά
.

σας καί νά πάτε εΐ; ενχ χωριό εις τόν δρόμον που
πηγαίνει άπό τό ΓΑγιονόρι εις τήν Κόρινθο, καί νά στα-
θήτε εκεί νά βάλετε Καραούλι νά μην ’περάσουν οί Τούρ­
Π

κοι άπό τό 'Αγιονόρι* άν έλθουν κατ’ εμάς, νά έλθή-


τε άπό ’πίσω, καί ήμεϊς τού; κχρτεροΰμεν εμπρός- —
Α.

εσείς έργεσθε άπό 'πίσω , σαν προσπεράσουνε κατά


’μάς — διά νά πιάσωμε τού; Πασάδες ζωντανούς- άν
κάμουν κατά ’σας, νά μας κάμετε σενιάλο νά έλθωμε
κατά ’σάς βοήθειά σας. Αυτοί έκίνησαν καί έπνιγαν
εις τό στράτευμα, καί τό στράτευμα έφυγε καί-έπήγε
εις τους Μύλους τους αφεντικού; ( ό Γιατράκος ως φαί­
νεται τούς παρεκίνησε νά φύγουνε). ‘Ο Γιατράκος, σάν
ανεχώρησε τό στράτευμα, δεν μου τό εμηνυσεν, όμως ε­
γώ ήλπιζα όπως θά 'πάγφ εκεί οπού τόν διώριζα καί
έμεινα αναπαυμένος, καί tlyx βάρδιαις νά ΐδώ τό Σε-
8
= 114 =
νιάλο 'που δά μού κάμουν. Οί Τούρκοι έκίνησαν καί
έτράβιζαν ίσια τού 'Αγιονοριού την στράτα οί Πα-
σάδες.Έπήγαν επάνω στην ’προστοφυλακήντοΰ Νικήτα* «ρ­
αίνοντας ή ’μπροστοφυλακή τόν πόλεμο, έβγαινεν ό Νικη’τας
νά τους ‘πάγη μεντάτη, καί δέν ήμπόρεσαν νά βαστά­
ζουν, αλλά έγύρισε όλο τό στράτευμα καί έπιασε τό
χωριά. Οί Τούρκοι έπήγαν στην άκρη στό χωριό πολε­
μώντας τους. Οί Τούρκοι δεν είχαν σκοπόν νά πολεμη'-
σουν τον Νικήτα, άλλά είχαν σκοπό κατά την Κλένια
νά άπεράσουν, καί καθώς έκίνησαν οί Τούρκοι ν* πάνε
κάτω, έκίνησε ό Νικήτας καί οί ντοπικοί καί αί γυναίκες
ακόμα· τότε μάς έδωσαν ειδησι εις τά Δερβενάκια
(2 ώραις μακράν άπό τό Άγιονόρι τά Δερβενάκια)1
’Εστειλα τόν Δημήτρη Κολοιόπουλον νά πιάση την Κλένια,
.
όταν ακόυσα τόν πόλεμο, μέ 2,000. ‘Ο Νικήτας τους έπεσε

άπό κοντά καί, ώς την Κλένια ‘που τούς έπήγε, 500
έσκοτωσε καί ένα Πασά. ’Απαράτησαν τά καμήλιά τους,
Π

τά φορτώματα τους. ‘Ο Κολοιόπουλος δέν έφθασε νά


πιάση την Κλένια. Τό ασκέρι ’πού ήταν στους Μύλους
Α.

βλέπωντας τους Τούρκους 'ποΰ έφυγαν, έκίνησαν άπό


κοντά, πλήν δέν έκαμαν πόλεμο—Γιατράκος. Οί Τούρ­
κοι έπηγαν εις τήν Κόρινθο όσοι έμειναν1 μ.ανθάνωντας έ-
γώ ότι οί Τούρκοι άπέρασαν, καί ίπήγαν εις την Κόρινθο
καί οί Πασάδες, έπείκασα ότι θ’ άπεράσουν άπό τά
μαύρα λιθάρια διά Βοστίτζα καί Πάτρα δια ζαερε'-
δες* εϋθΰς διέταζα όλα τά στρατευμ-ατα νά μ.έ άκολου-
θήσουν καί έπιασα τά Βασιλικά' τό στράτευμά μας
έως 7,000.
Τό βράδυ όπου ένύκτωσε ετεμπίχιασα τους στρατιώτας
νά κάμουν άπό 10 ή 15 φωτιαΐς, πού είμεθα αντίκρυ
= 115 =
τής Κόρινθου, καί έφωτολόγησαν τα βουνά, καί οί Τούρ­
κοι ένόμισαν οτι εϊμεθχ τόσαι; γιλιάδε; στρατεύματα.
Τήν αυγήν οι Τούρκοι κιναν 15,000 νά δοκιμάσουν τό
πέρασμά τους- έπολεμήσαμεν, και δεν ήμπόρεσαν νά
’περάσουν, έσκοτώΟηκαν δλίγοι, τό βράδυ έγύρισαν ’πίσω
είί την Κα'ριιθο* όπόταν έβγαιναν έκεΐ, του;, ’καρτε­
ρούσαν οί *£λληνες καί του; έπολεμούσαν με άκροβολι-
σμούς. Μία ήμερα κιναν 2,000 ολοι διά ν’ άπεράσουν
με πόλεμο καί του; άντιστάθηκαν οί "Ελληνες πείσμα-
τ ω δώς καί ή Καβαλαρία κάνει γιουρούσι κ’ έτζάκισι
ένα ταμπούρι από του; "Ελληνας, του; πλάκωσε κάτω
ς·αϊ; ρίζαις , έσκοτώθηκαν 30, μεταζϋ αυτών ό
Αναγνώστη; Πετιμεζά; καί τό παιδί του ‘πού
ίτον κουμάντο, καί ένα; Παπά; σημαντικός άπό τό
.

Μιστρα. Έκατέβηκαν τ’ άλλα ταμπούρια κ’ έβοήθησαν
τούς φευγάτους. 01 Τούρκοι ε’γύρισαν άπρακτοι κ’ εκεί­
νην- τήν ήμε'ρα.· δ Δράμαλη; εδιάλεζε 400 Τούρκου;,
Π

καί τους άφησε μέ τό ζαερε' του; G μήνες μ’ ενα κου­


Α.

μάντο εΐ; τό Παλαμήδι, καί ούτε εμβαινε ούτε έβγαινε


κανε'να; άπό τους άλλους Τούρκους" έ π ή ρ α ν τήν άπό-
φασιν οτι δέν ή μπορούν νά του; έ λ θ η μεντάτι, — ε-
πρόσμεναν τήν αρμάδα —έβγαιναν μόνον κ’ έκαναν άκρο-
βολισμοϋς. —Μπροστήτερα οί Kopiv6iot μέ εί/αν είπεΐ νά
τοϋςστείλω ένα κουμάντο, καί στοατολόγαε του; Κορινθΐου;
καί έβασάνιζε του; Τούρκου;. Μοϋ ήλθε μ.ία διαταγή
άπό τήν Γερουσία νά υπάγω εις τήν Τοιπολιτζα καί
εί; τό μέρο; τό Βασιλικόν άφησα τόν Γενναίο καί ’Απ. Κο-
λοκοτρώνη ( εί^α καί όρδί στην Κλένια .....
’Από τήν Κόρινθό έπήγα εί; τήν Τριπολιτζα δ·.ά νά
S*
= 116 =
υποστηρίξω τήν Γερουσία. Οί 'Αρχοντες έφθόνησαν διά
τά κατορθώματα όπου έκαμα εις τον Δράμαλη, έφθό-
νησαν καί τήν Γερουσία 6ποΰ με ύποστήρηξε. "Οταν έ-
τζάκισα τόν Δράμαλη εις τά Δερβενάκια, τό στρά­
τευμα μέ ίιπόγραψε 'Αρχιστράτηγο καί έλαβα καί τά
Δίπλωμα άπό τήν Γερουσία. Τό Βουλευτικά καί τό 'Εκ­
τελεστικό δέν είχε καμμίαν δύναμιν, οΰτε ενέργησε τί­
ποτες εις αυτήν τήν περίστασιν (ό Κανακάρης ίλεγε.
τά αρχεία άς γλυτώσωμι καί το έθνος άς πάγη — πα­
ραξενιά!).
Οί “Αρχοντες Ενέργησαν διά να γίνη Συνέλευσις με
σκοπόν νά γκρεμίσουν τήν Γερουσία, (ή οποία είχε
κάμει τάς μεγαλητέρας εκδουλεύσεις) καί τήν εδικήν μου
’Αρχισρατηγίαν, καί έτζι έκη'ρυξαν τήν Συνέλευσιν. Έγώ
.
ευρισκόμενος εις τήν Τριπολιτζα, Εμαθα, ότι έπέρασαν

200 φορτώματα άπό τά Δερβενάκια καί έπήγαν εΐ;
τό Ναυπλιον* ή'μουνα άρρωστος καί έστενοχωρούμουν’
Π

επειτα άπό 5, 6 ημέρα; έκίνησαν μιά δεκαριά χιλά-


δες μέ 400 φορτώματα καί επιασαν τήν θέσιν τοΰ α­
Α.

γίου Σωστή, καί τά έστειλαν εΐ; τό Ναυπλιον καί έπρόσ-


μεναν νά έπιστρέψουν όπίσω. Εις τά Δερβενάκια εί­
χα άφημένον τόν Νικήτα, Πάνο, τον Κεφάλα, τόν Γεν-
ναϊον, τον Μήτρον Αναστασόπουλον, τοΰ; Φαναρίτας.
Τότε σαν ήκουσα 2 φοραϊς νά βάζουν ζωοτροφίας,
έκίνησα καί έπήγα εί; τους Μύλους τους 'Αφεντικοΰς,
καί έγραψα έ'να γράμμα των Πασάδων καί τών Μπέϊ-
δων εις τό ’Ανάπλι, οτι, αν θελήσουν ν’ άδειάσουν τ’
Αναπλι, και τους βαρκαρω, νά πάγουν οπού θέλουν
τώρα όποϋ έχουν ζαερέ, είτε μή καί- σταθούν εις τό
πείσμα ακόμη, Οελει πάρουν τά παιδιάτους καί ταϊ;
= 117 ==
φα^.τηλιαΐς τους είς τδν λαιμόν τους, διατί πλέον έγώ
τραττάτα δεν κάμνω, καί μην καρτερείτε πλέον ζαε-
ρέδε; από τιέν Κόρινθον, διατί πηγαίνω άτός μου εις
τα Δερβενάκια καί δεν θά άφήσω νά σας πεοάσουν
ζωοτροφίας, καί άν δεν ακούσετε, ας Εχετε το κρίμα
εις τδν λαιμόν σας. Άπδ τους Μόλους έπήγα είς τα
Δερβενάκια , είχα δρδί καί είς την Κλένια καί όρδί
είχα εί; τδ Στεφάνι μία ώρα αλάργα άπδ τδν "Αγιον
Σώστη· εις τδ Στεφάνι, ήτον ό Χατζή Χρηστός καί είς
την Κλένια δ Ζαφυρόπουλος, καί είς τδν 'Αγιον Γεώρ­
γιο ό άδελφδς τοϋ Γιατράκου μέ 300 Μιστριώταις καί
ό Νικήτας μέ τοΰς Κρανιδιώτας εις τδν "Αγιον Σωστή,—
είς τους Τριπολιτζώταις Άλέξης Κολιός 'Αρχηγός. Εις
τδν άγιον Σώστη είχα φέρει μαστόρους καί έφτιανα
.

εν αν πύργο καί ταμπούρια διά νά μή ματαπεράσουν
ζαερέ. 'θ Γενναίος, ό Πάνος μέ τά Καρυτινά στρατεύ­
ματα άποπάνω άπδ τδ Δερβενάκι, καί έγώ ήμουνα
Π

είς ταΐς πλάταις των. "Οταν έμβήκαν οί Τούρκοι είς


τδ Ανάπλι καί τους Εφεραν ζαερέ καί έπέστρεψαν, έ-
Α.

πηραν μαζύ τους καί Άναπλιώτας καί τους έπήγαν είς


την Κόρινθο μέ σκοπδ νά τους στείλουν ’πίσω μέ ζαε-
ρέδες. Οΐ έντόπεοι Τούρκοι ηζευραν τδν τόπο, και έκί-
νησαν 10,000 διά νά περάσουν άπδ τδν άγιον Σώ­
στη, καί στέλνουν 500 διά νά πάνε άπδ πάνω άπδ
τδν Νικήτα καί τά φορτώματα ηρχοντο απάνω «ίς τδν
άγιο Ιιόστη* καί άρχισε ό πόλεμος, καί εκείνοι δπου
ήτον άπδ ταΐς πλάταις τους έπεσαν άπό ’πίσω, καί
ετζι τά στρατεύματα έτζάκισαν τά έδικάμας καί έ-
σκοτώθη δ Παπά ’Αρσένιος. Ό Νικήτας έκλείσθη μέσ*
εΐ; τον Πύργο. 'Ο Χατζή Χρηστός ποοφθάνει βοή-
= 118 =
θεία καί τούς βαοεΐ άπό ταΐς πλάταις , τότε έτζά-
κισαν οΐ Τούρκοι, ό Νικήτας βγαίνει από τόν Πύργο,
(ό Πύργος τούς έγλύτωσε)- έπλάκωσαν καί τα έδικάμας
στρατεύματα , καί έτζι του; επηγαν κυνηγώντας έως
δύο ώρας' έσκοτώθηκαν μια σαρανταριά καί εμποδίσθηκαν
να πάγουν ζωοτροφίας , καί άπό τότε δέν έμπόρεσαν
πλέον νά υπάγουν οΙ Τούρκοι βοήθεια ίΐ; τό Ναύπλιον,
διότι είχαμε όλα τά πόστα πιασμένα, καί 6 Γιαννάκης
καί Άποστόλης Κολοκοτρώνης όπου ήσαν εις τά Βα·
σιλικά επήγαιναν καί του; έπερνάν εις ένα μήνα διά­
στημα περισσότερο άπό 3,000 άλογα. Οί Τούρκοι τού
Ναυπλίου έστενοχωρήθηκαν'ήλθεν ό Φθινόπωρο;* εί; τάς 26
Νοεμβρίου έπε'θανε ό Δράμαλης* έμειναν οΐ άλλοι Πασά­
δες καί όλο αδυνάτιζαν. *0 θάνατος καί δ σκοτοριό;
.
του; επερικύκλωσε, καί έμειναν πολλά ολίγοι Τούρκοι.

Απέθαναν .άπό τήν πείνα δλον τόν Δεκέμβριον έω;
τάς 27.
Π

Εις τό Ναύπλιον είχα άφη'κει τόν Νικόλα, ανεψιόν


μου αρχηγόν εις τήν πολιορκίαν τού κάστρου' μιά ήμε'ρα εύ-
Α.

γήκαν οί Τούρκοι, έπολέμησαν καί έσκοτώθη ό Νικόλας καί


έμεινε ό Στάϊκο; άρηχός* πριν μερικόν καιρό, ήλθε καί ή
άομάδα ήΤούρκικη, ήλθε έω; τό *Αστρο· τά έδικάμας τήν ε-
φοβε'ρισαν μέ τά μπουρλότα καί τήν έβγαλαν έζω άπό ταΐς
Σπέτζαις κυνηγώντας. Εις τάς 27 τού Δεκεμβρίου εβγήκαν
οί Τούρκοι καί εμίλησαν τού Στάϊκου,νά στείλη στόν Κολο-
κοτρώνη νά κάμουν τραττάτα, καί δ Στάϊκο; μού έστειλε αυ­
τήν τήν εϊδησιν μ.έ τόν αδελφόν του. Τους έγραψα εγώ ένα
γράμμα, ότι: σείς ζητείτε τραττάτο,καί ή Οέλησίς μου είναι:
νά παραδώσετε ολα τά Φρούρια καί νά άφήσετε καί τό
βίος σας καί νά σας μπαρκάρω εις τά 'έλληνικά κα*
= 119 =
ράδια καί νά σάς στείλω όπου θέλετε, άφοΰ μ,άς δώ-
κετε τά ενέχυρα- δτάν σας έγραφα άπό τους Μύλους,
σάς έλεγα, ότι νά φύγετε καί νά πάρετε καί τό πράγ-
μάσας, τώρα όμως όπου έπεινάσατε καί έστενοχωρη-
θήκετε, να φύγετε ετζι· τέτια είναι ή θέλησίς μου, *αί
αν δεν ακούσετε καί τώρα, οί Τούρκοι της Κορίνθου
έλυωσαν όλοι, καί εϊς 10 ήμέραις τά στρατεύματα θά
γυρίσουν καί 0ά έλθουν νά σάς πάρουν με ρεσάλτο καί
θά σάς περάσουν όλους άπό τό σπαθί· επειδή καί είχαν
αδυνατήσει οί Τούρκοι εις τ’ Άνάπλι, είχα άφήκει πολλά
ολίγους έκεΐ μ.ε τον Στά'ίκο, καί έβάσταγα τά Δερβε­
νάκια διά νά μην έρθουν βοήθεια άπό την Κόρινθο- τό
γράμμα το επήγαν τοΰ Στάϊκου, ό Στάϊκος έκραξε τους
Τούρκους καί τους έδωσε τό γράμμα εις τάς 29 τό
.

εσπέρας- τά γράμμα άφοΰ τό έλαβαν, έκαμαν Συνέλευσιν
εις τήν χώραν καί έκραξαν τόν Τεζτάοαγα καί άλλους
σημαντικούς νά καταιβοΰν άπό τό Παλαμήδι διά νά δώ­
Π

σουν τήν άπόκρισιν καί άφηκαν 9 άνθρώπους εις Μπε-


Α.

ζεϊοάν τάπια καί καμ,ιά δεκαριά τζεταρτάσια. 10 . . ·


καί 2, 3 ’Αρβανίταις εί; τήν Γιουρτάπια' άφηκαν τόσους
ολίγους εις τό Παλαμήδι, διατί δεν είχαν φόβον άπό
τούς "Ελληνας όπου ήτον απέξω διατί ή;ον δλίγοι· δύο
’Αρβανίταις κρεμοϋνται άπό τήν Τάπια καί πάνε εις
τό Στάϊκο καί τοΰ λένε, ότι οί Τούρκοι έκατέβηκαν εις
τήν χώρα καί πάμε νά πάρωμε τό Κάστρο καί άν δεν σάς
λέμε άλήθεια βαστάτε τόν ένα έδώ καί σκοτώστε μας
έπειτα, άν εύγη ύεΰμα. 'Ο Στάϊκος έπήρε τούς Στρατιώτας
καί έπήδησε μέσα. Οί Τούρκοι όπου ήσαν εις ταΐς άλλαις
τάπιαις, έκατε'βηκαν εϊς τήν χώραν, καί μερικοί όπου ήσαν
εις τήν Τζοτάρ .... έμ.βήκαν τά μεσάνυκτα ξημερώνοντας
= 120 =

τοΰ αγίου 'Ανδρέος. ’'Εβριζε κανόνια καί έκατάλαβα δτι


έπήραν το] Παλαμήδι' έκαβάλλικαεύθϋς, έπήγαινα στον
δρόμο, άπαντησα τον πεζοδρόμο όποΰ έστελνε ό Σταίκος
διά νά {as δώση τήν είδησι. Εις τό ορδι είχα αφη<ει
τον Πδνο, τόν Γεναΐο κ τ λ. Τόν πεζοδρομο τόν έ­
στειλα εις τό στράτευμα διά νά δώσϊ| τήν είδησιν καί
των άλλων' όσο νά πάγω εις τό ΙΙαλαμηδι, ό Στάίκο;
εΐγε τό παστρέψει άπό τους Τούρκους· ανέβηκα είς τ6
Παλαμήδι ρίχνωντα; οι έδικοί μας 50 κανόνια* αμα έ·
πήγα, έπρόσταζα καί έγύρισαν τά κανόνια κατά τήν χώρα
καί τόν ”ΐτζ—Καλέ' έστειλα είς τήν χώραν καί είπαν των
Τούρκων ’Αρχηγών νά έλθουν νά όμιλήσωμε· ήλθαν εις τό
Παλαμήδι οί Μπέϊδες καί ένας ’Αρβανίτης ’Αρχηγός των
’Αρβανιτών , τους είπα τί κάμ,νετε τώρα ; νά μοϋ πα*
.
ραδώσετε ίλα τά κάστρα και τά άρματά σας, καί νά σάς

γλυτώσω τήν ζωήν καί τά παιδιά σας, νά πάρετε 2 μόνον
άλλαξαϊς και νά σας βαρκάρω ε’ς καράβια ’Ελληνικά, καί
Π

νά πάτε όπου θέλετε' όταν μοΰ δώσετε τά κλειδιά όλων


τών Κάστρων καί βάλω ανθρώπου; μ.ου, τότε σας δίδω
Α.

στρατιώτας καί σας συντροφεύουν καί σάς βαρκάρουν άπό


τά πέντε ’Αδέλφια.
Ό Αρβανίτης λέγει ; τά ά'ρματά μα; δέν τά δίδομε
καί θά πολεμη'σωμε, θά κάψωμε τή,ν γώρα, καί νά μήν
άφήσωμε πε'τρα εις τήν άλλην πέτρα. Τοΰ άπεκρίθηκ*'
Βρέ Αρβανίτη τίνος τά λες αΰτά; ά; πολεμη’σωμε καί
μια φορά Καβάλα καί τότε βλέπετε ! τήν γώρα άν τήν
κάψετε, οί προγόνοι μας τήν έφκιασαν, καί πάλι τήν
φκιάνουμε, εσείς όμως θά σάς ’περάσωμε όλους άπό τό
σπαθί' οί Μπέϊδες μέ είπαν μήν τόν άκοϋς αυτόν, διότι εί­
ναι εργένης, άς ερώτηση καί ημάς όπου εΐμεθα φάμε-
= 121 =
λίταις* εμείς πάμε κάτω , κάμνομε τό τραττάτο, τό
υπογράφομε και σάς το στέλνομε με τά κλειδιά, καί
νά μαί δώκνις τό ίδιο άπό το μέρος σας καί τον δρ-
κον σου* έτζι έκατέοηκαν κάτω, έκαμαν Συνέλευσι, ΰπό-
γραψαν την Συνθη'κη, καί τήν έστειλαν μέ τα κλειδιά,
Ό ’Αλλη—Πασάς καί άλλος ένας Πασάς δεν υπόγραψαν
διατι έιροβοϋντο άπό τον Σουλτάνο, καί εκείνους μέ 45
ψυχάς του; έβάσταζα αιχμαλώτους τοΰ πολέμου. Μετά
τοΰ αγίου ’Ανδρέος 3, 4, ήμίραις έ’στειλα στρατεύματα( έ-
ιειασα τόν*1τζ—καλέ,τά πέντε’Αδέλφια, τοΰγιαλοΰτή;
ζηρας, τλν τάπία, καί έστειλα ανθρώπους κ’ έμάζωναν
τά πράγματα τά Τούρκικα εις τά τζαμιά* έγραψα νά
έρθουν άπδ την "ϊδρα καί Σπέτζαις καί έστειλαν κα­
ράβια. Τό Κάστρο το είχαν κλεισμένο . διά νά μή
.

γενοίϊν καταχρη'σεις. Εις τά φρούρια έστειλα άπο δλα
τά σώματα* τούς έμβαρκάρισα τους Τούρκου; διά την
Σμύρνην καί έστειλε καί ή Γερουσία διά νά παρευρεθοΰν
Π

εις την πτώσιν καί εις τά λάφυρα. Τά Καράβια τά


Α.

έκαμα παζάρι 110,000 γοόσια* όσο πράγμα έμεινε τό


έβαλαν εις τά τζαμιά, τό λοιπόν τό άρπαζαν οί "Ελ­
ληνες* χρήματα μετρητά δέν εύρέθησαν, διότι τά είχαν
έξοδεμένα διά ζωοτροφίας εις την πολιορκίαν· ασημικά
καί σκουτικά ήσαν πολλά' τούς έδοσα ασημικά κα’ι σκου-
τικά διά τόν ναϋλον τους των καραβιών* εϊς τρεις ή-
μέραις έκατέβηκα άπο τό Παλαμηδι εϊς τοΰ Αγά—Πασά
τά σπητια* τά λάφυρα τά έβαλαν εΐ; δημοπρασία, καί
κάθε επαρχία και τά νησιά έπήραν τό άνάλογόν
τους. ’Ετζι έγλύτωσα καί άπ’ αΰτην την έγνοιαν τοΰ
’Αναπλιοϋ.
Τόν ίδιον καιρό οί μεινεμε'νοι Τούρκοι έω; 3,000
122 =
εις τον Κόρινθον cu.x0αν τήν πτώσιν τού Άναπλΐον και
έκίνησάν να Οπά/ούν εις τον Πάτρα καί ανήκαν είΐ
τό Κάστρο τής Κορίνθου 400. Οί Καλαβρυτινοί έτρώ-
γοντο μεταξύ των. 'θ Ζαΐμηί , Σωτήρ Χαραλάμπης
καί Πεχιμεζαΐοι, αύτοί έτοιμάζοντο νά κτυπηθούν , έ­
μαθαν του; Τούρκους , άφίνουν ταΓς διχόνοιαις των
καί κτυπούν τους Τούρκους, τού; χαλούν καί τούς έπο-
λιόρκισαν εις τήν ’Ακράτα. Τό Στράτευμα όποϋ είχα α­
φήσει εί; τό Δερβενάκι ιόν Πανο, Γενναίο, έμαθαν οτι
έφυγαν οί Τούρκοι από την Κόρινθον, καί ήλθαν καί
εκείνοι εις τύ λνάπλι. Μανθάνοντες εμείς, δτι τού; Τούρ­
κους τού; ε’πολιόρκησαε εις την ’Ακράτα, έτοίμασα τόν
Νικη'τα, τόν Γενναίο, τόν Πάνο, διά νά τούς στείλω
εΐ; βοήθειαν. ’Εκείνοι (οί "Αρχοντες) μάς γράφουν νά
.
τού; στείλωμεν πολεμοφόδια, καί νά μή στείλω στρά­

τευμα, — κα! ή υπόθεσές των ήτον διά τά λάφυρα. Εις τήν
Ακράτα τούς επολιόρκησαν 2 μήνας· Οί Τούρ­
Π

κοι στενοχωρημένοι έκαμνον συμφωνίαις χωρίς νά ταΐς ι’κ-


τελοϋν. Τά Καράβια τά Τούρκικα έφθασαν μέ μεντάτι,
Α.

τούς έπήραν κα! τούς έπήγαν εις τήν Πάτραν, ώστε άπο
32.000 τού Δράμαλη μ.ε 7 Πασάδες έγλύτωσαν 4,000
όπου έμειναν εις τήν 'Αθήνα καί Εύβοια καί 2.000 ο­
πού έγλύτωσαν εις τήν ’Ακράτα. ’Κρωτουσα τόν ’Αλή
Πασά κα! άλλου; σημαντικούς Τούρκους, κα! μοϋ είπαν
28.000 ΐμβήκαν εις τή,ν Πελοπόννησον 20,000 άλογα
τής Σέλας κα! 30,000 άλογο — μουλάρια φορτηγά καί
500 Καμ.ήλια. "Ολα αΰτά εμειναν εις τήν Πελοπόννη­
σον, θησαυρούς καί άρματα ώραΐα τά έπήραν οί "Ελλη-νες.
Λύτό τό Στοάτευμ,α ήτον ολο πλούσιο, διότι τά είχαν πάρει
άπο τόν θησαυρό του ’Αλλη—Πασά όποϋτόν έπολιορκοϋσε.
= 123 =

*Α ν ά it λι. Οί Τούρκοι του Αργού; ε’κλείσθηκαν εί;


τό Άνάπλι. Οί ’Αργείτε; μαζΰ μέ τον Τζώκρη, καί ό
Κακάννης, ό Νέζο;, ό Στάικος καί οί Κρανιδιώταις έπί κε­
φαλή; Άρσένης, ’Αναγ. Λε'κας καί λοιποί, καί άπό τό
Καστρί ό Γιάννη Μίτζος καί ό Σταμάτη; έπολιόρκησαν
τ Άνάπλι* έπολιορκεΐτο ακόμη εως όπου επεσεν ή
Τριπολιτζα(1\1ας ωφέλησε τό “Αργος πολύ άπο τό μο­
λύβι, από τα τζαμιά,)—Ή Κόρινθο; έπολιοοκεΐτο από
τους Καλαβρυτινούς ’Αναγ. Πετιμεζά;, Γ. Χελιώτης
καί Νικολάκης Σολιώτης. Τά 1822 εί; τον 'ίαννουά-
ριον μήνα έπήγε ό Άναγνωσταοα; καί έπολιόρκησε
την Μεθώνη τήν Κορώνη μ.έ Λιονταρίταις, μέ Σπαρ-
τιάταις , με Άνδρουσάνους, μέ Καρυτινού;·· οί Κα-
ρυτινοί πάντοτε; ’ζεγείμαζαν έκεΐ καί ήτον καμμίά δια­
.

κοσαριά. ΤΗτον λαδιά. ϊόν ϊδ^ο καιρό έπρόσταξε ή
Κυβε'ρνησις τόν Νικηταρα καί έπήγε εις τήν Ανατο­
λικήν Ελλάς καί εις τόν Όδυσσέα καί μέ τόν Π. Ζαφυ-
Π

ρόπουλον μέ τούς Άγϊοπετρίταις* —πόλεμος του Νικη-


Α.

ταρδ μέ τόν Ζαφυρόπουλο.


Πάντοτε έπροσπαθοΰσα καί επί 'Ρώσσων καί ε’πί Γάλ­
λων (καθώς καί επί Άγγλων) διά να άποστατη'σω τόν
Μωρε'α, οχι διότι περιωριζόμην μόνον εις αύτον τον τό­
πον, άλλα τότε ό Κόσμο; δεν είχεν είδησιν τό πράγ­
μα δεν ήμποοοϋσε νά γίνρ γενικόν, διότι δέν ήτον προ-
ετοιμασμένον τά με'σα τά εβλεπα ολίγα, άλλ’ ό σκοπό;
μου ήτον, μίαν φοράν να έλευθερώναμεν τήν Πελοπόννησον
έκάμναμεν μίαν βάσιν, ενα quarlier, καί επειτα προωδεύα-
μεν καί έκτό; τή; Πελοποννήσου. “Επειτα ή Πελοπόννησος
ήτον μ; νησί καίήτον εΰκολον νά υπερασπισθη αυτό τό μέρος.
'Η εποχή τοΰ 1821 με τήν εποχήν των 1805, 1&06 καί
= 124 =

1807ήτον πολλά μεγάλη ή διαφορά. Όταν έκατέφευγα την


πρώτην φοράν εί; τήν Ζάκυνθον, 1806, ήλθε ένας απε­
σταλμένο; από την Τουρκικήν εξουσίαν νά μέ ζητησί) από
τους 'Ρώσσους καί έδιδαν 50,000 γρόσια. Ό 'Ρώσσος
Διοικητής μέ είπε νά κρυφθώ καί έκαμα κρυμμένος ένα
μήνα’ τοϋ Τούρκου του άπεκρίθησαν δτε έφυγε ό Κο-
λοκοτρώνης καί δέν εΰρισκύμην εις την Ζα'κυνθον,καί έτξι
άνεγώρησεν. Μίαν φοράν μέ εζήτησε έ ’Αλή-Πασα; διά
του Μάνθου καί μέ έκαμε μυρίας καί μεγάλας υπο­
σχέσεις διά νά ύπάγω εϊ; τά ’Ιωάννινα, άλλ’ εγώ δίν
τό έδε'χθηκα.—
Αί έπαρχίαις έτοίμαξον τούς Πληρεξουσίου; διά την Β’
Συνελευσιν' τού; έ'γραφα νά έλθουν νά γίνν) ή Συνέλευσις εις
τό Ναύπλιον τό κόμμα τών Αρχόντων δεν ήθελε νά ελθ»)
.
- εκεί, πρώτο,διότι ήτον Φρούριο, καί δεύτερο, διότι τό είχα

εγώ. "Αφησα τον Κολοιόπουλο Φρούραρχο καί έπέρασα εις
τήν Τριπολιτζα, αντάμωσα την Γερουσία καί τον Μαυ-
Π

ρομιχάλη, έκάμαμε συμφωνία διά νά βαστάξωμε εις τήν


Συνέλευσι τήν Γερουσία καί νά μείνη ή Αρχιστρατη­
Α.

γία" ώρκωθη'καμε διά νά βαστάξωμεν τήν σειράν.


Τέλος πάντων άποφισίσθη εΐ; τό ’;Αστρος νά γίνη ή
Συνέλευσι;. Εσυνάχθηκαν μέρος, ’Εκεΐ έγραψαν εΐ; τόν
Μαυρομιχάλη τάξοντές του νά τόν κάμουν πρόεδρον φθά­
νει νά ύπάγ-/)έκεΐ· Ο Μαυρομιχάλη; άλησμόνησε τούς
ό'ρκους μας καί έπήγε, τόσον καί ο Πατά Φλέσας καί
λοιποί· έσηκώθηκα καί έγώ καί έπήγα εις τό ’’Αστρο;,
έκεΐ εΐμεθα χοιρισμένοι φανερά δύο κόμματα, τό ένα έλέ-
γετο τών Προεστών καί τό άλλο τοϋ Κ,ολοκοτρώνη. Τών
προεστών ήτον οί περισσότεροι, ήτον 150 Πληρεξούσιοι
καί 6,000 στρατιώτες (Απρίλ. 1823). ’Εγώ είχα τόν
125 =
'οδυσσέα, τόν Μουρτζινο καί άλλου; 40 ΙΙληρεξουσίους
μέ 800’ αυτοί έφεραν στρατιώτας για νά υποστηρί­
ξουν την γνώμην του; μέ την δύναμιν και έγώ μ.έ την
δύναμιν έγύρευα νά τους ανατρέψω την γνώμην. 'Εμείς
έκαθήμεθα εί; τά Μελεγίτικα κονάκι καί εκείνοι εις τά
'Αγια-νήτικα, μία τουφέκια μακρυά. Εκείνοι εκαμναν
συνεδρίασιν και ημείς δεν έπηγαίναμε’ αύτοί ήθελαν χαΐ
έψήφισαν νά γίνουν 50 Στρατηγοί καί 150 Βουλευταί’
αυτή ν πολυαρχία δεν μέ ά'ρεζβ εμένα διατί ό πολΰς
αριθμός ήθελε μα; χάσει καθώς και μάς εγασε- έψή­
φισαν τόσου; Στρατηγούς διατί ένομισαν νά γκρεμί­
σουν μέ, τούτο τήν επιρροήν τήν έδικήν μου* έψήφισαν
νά εκποιήσουν την γην, μέ σκοπόν νά ’βγάλουν δ,τι
είχαν έςοδεόσει δσα ήθελαν, και νά αποζημιωθούν εΐ;
.

γην καί νά άφήσοον τον λαόν γυμνόν και άπ’ αυτήν
τήν ελπίδα τής γής. Τότε ό λαός ε’γυρισε με τήν γνώ­
μην τήν έδικήν μου’ αυτοί σάν είδαν τήν κακήν έν·*
Π

τύπωσιν όποΰ έκαμεν ή εκποίησις, έβιάσθηκαν νά τό σβυ-


Α.

σουν αΰτό τό άρθρον αυτοί άρχησαν νά κολακεύουν του;


φίλου; μου καί τους έπερναν έναν εν αν μέ τό μέρος
των μέ έποοσκάλεσαν νά υπάγο>· Ιπήγα εις ένα πε­
ριβόλι όποΰ εκαμναν τήν Συνε'λευσιν καί ά'ρχισα νά τους
εϊπώ : Σεβαστή Συνέλευσις δεν είναι καλά αύτά τά
ψηφίσματα όποΰ εκάματε, νά ήναι τόσο πολλοί Βου-
λευταί κα! τόσο πολλοί στρατηγοί, διατ! θά μας φέρουν
τόσα έξοδα και τόσαι; ζημίαι;, διότι τό έθνος μας εί­
ναι πτωχό και δεν ήμπορεΐ νά πληρώση τόσου; πο'
λιτικούς κα! πολεμ.ικοΰ; ανωφελείς· ό Ζαίμ.ης έσηκώθηκε
τότε καί λέγει : Κολσκ οτρώνη ! Κολικοτρώνη ! ε’ς τό
•χέρι σο t στέκεται νά χαθή ή 'Ελλάς, ή νά ελευθερωθή
— 126 =

αν ένωθγϊς μαζύ μας· τον. έρώτησα τρβΐς φοοαϊς « εγώ


Κυρ Ανδρέα ;» με άπεκρίθηκε, έσιί ! έιζι επήγα καί εγώ
και υπόγραφα, λέγωντας : ά; οψεσθε δια εκείνα δποΰ θα
ακολουθήσουν κακά εις την Πατρίδα μας διά την πο­
λυαρχία. — Είγαν ψηφίσει πρόεδρον του εκτελεστικού τόν
Μαυρομιγ άλη, μέλη, τον Ανδρέα Ζαίμ.η, Σωτήρη Χαρα­
λάμπη, Ανδρέα Μεταξά, και Αρχιγραμματέα τόν Μαυ-
ροκοοδάτο' είχαν ψήφισμα νά μή βάλλουν άλλον εις
τήνδούλευσιν κανέναν από τους νεοφερμένου; άπό την Ευρώπη
παρά μόνον του; αύτόχθονας. 'θ Παπα ψλέσας, Μι-
νίστρο; των Εσωτερικών, Βάρβογλης Μινίοτρος τού Δι­
καίου, Περρχιβος, Αναγνωσταράς Μινίστροι τοϋ Πολέμου,
τον Αΐνιάν Μινίστρο τής Αστυνομίας, Περούκα Μινίστρο
τής Οϊκονου.ίας. *0 Αρχιγραμματεύς τοΰ εκτελεστικού
.
είχε καί τα χρέη τοΰ εξωτερικού' τότ» έπροβάλαμε

τόν Γ. Κουτουριώτη Πρόεδρον καί τ ό έδέχθη, Πρόεδρον
τοϋ .Βουλευτικού τόν ’Ορλάνδο, άντιπρόεδρο τόν Βρυ-
Π

σθένη; καί έ τελείωσε ή Συνέλευσις, άφοϋ υπόγραψα έγώ


καί οί έδικοί μ.ου. Έπήγαμε εις την Τριπολιτζα, έκεϊ
Α.

έκαμαν διαταγή Βουλευτικό καί ’Εκτελεστικό καί έδιώ-


ρισαν τόν Πάνο Φρούραρχον τοϋ Ναυπλίου καί έβγήκε
ο Κολοιότουλο;' εϊς τρεις ημέρας εδαξον όλους ε’δικαύς
" του; καί έκατάτρεχαν τους ’δικού; μας. ’Κπήρα τόν Νέ-
γρί' έβγαί'.ομε εϊ; τήν Σιλήμνα καί κάνομε νόμους'
αυτοί έμειναν μονάχοι εί; τήν Τριπολιτζά. fO σκοπό;
μα; ή τον, νά στείλωμεν ανθρώπου; εις τάς επαρχίας νά
οικονομούν τοΰ; στρατιώτας καί έμεϊ; νά κινήσωμεν κατά
των Τούρκων καί νά μ.ή γνωρίζωμε τήν Κυβερνησί' αυ­
τοί ειόον τήν αδυναμίαν τους, έκαμαν Συμβούλιον, έκρα­
ξαν τόν Κυρ Αναγνώστη Δελιγίάννη ώς Μεσίτη, διά νά
δίχθώ τάς προτάσεις των ά 'Τψηλάντης ήτον με ημάς’
ή γνώμη τους τον νά με βάλουν ’Αντιπρόεδρο τού εκ­
τελεστικού διά νά έβγω άπό τά άρματα,νά μέ αδυνατίσουν
Ιστειλαν πρέσβεις, μ.ε εύρηκαν εις την Πιάνα’ Επειτα άπό
πολλά; δυσκολίας Ερχονται, επέστρεψα εις τήν Τριπο-
λιτζα.—.

1823. ’Απρίλιος, στοχάζομαι, 'Αστρο;.

Εί; τήν Συνέλίυσιν Εγεινεν πρόεδρος ό Μαυρομι-


χάλης του ’Εκτελεστικού, δ ζ^'μ'Ίί στό εκτελεστικό,
δ Σωτήρ Χαραλάμπης δ 'Λνδρέας Μεταζάς* ’Αρχιγρσμ.-
ματεύ; καί Ιιςωτεοικών καί Εσωτερικών δ Μαυροκορ-
δάτο;. Ιίΐς τό Βουλευτικόν ’Ορλάνδος και ’Αντιπρόεδρος
δ Βρυσθένης καί 70 Βουλευτικοί. ’Εκάμαμεν τόν
.

"Ορκον εις τδ "Ατρ^ί κ“ΐ εκινήσαμεν διά την Τριπολιτζάν.
Μινίστρος τής Δικαιοσύνη; δ Μπάρμ.πογλους· Μινίστρος
’Εσωτερικών δ Παπα Φλε'σας’ τής ’Αστυνομίας δ Γ. Αΐ-
Π

νιάν* Μινίστρος τού ΙΙολέμου ό ’Αναγνωσταοας καί ό Περ- ·~


Α.

ραιβός, ό ένας διά την 'Ρούμελην καί ό άλ.λος διά την


Πελοπόννησον. Πηγαινάμενοι εις ιψ Τριπολιτζάν άρχή-
νησαν τής ραδιουργίαις, ότι ήθελαν νά βάλουν άπδ
τό μέρος τους εις ολα τά υπουργήματα, πολιτικά καί
στρατιωτικά , άπό τού; συγγενείς τους. ’Εκάμαμεν την
Συνε'λευσιν διά δλην, την Ελλάδα, καί εκείνοι τό κατα­
μέρισαν εις την συγγένειαν καί εΓς τά κόμματα. ’Κ-
πόγα δ ίδιος μία βολά καί τούς είπα τί είναι αυτό
πού κάνουνε οί Μινίστροι, ό,τι σας προβάλλουν κάνετε.
’Η Συνέλευσις σας ώρκωσε νά ττ,ρατε τού έθνους την ΰ-
πόθεσι καί νά βάλλετε εις. τά υπουργήματα άπό όλους
νά δουλεύουν τήν Πατρίδα και νά πορεύωνται καί έκεΐ-
= 128 ==
νοι εις την δυστυχίαν, καί εγώ βλέπω τους ϊπουργούς
νά κάνουνε κατά μέρος, καί έτζι διαιρούνται καί οί πο­
λιτικοί, διαιρούνται καί τά άρματα.
Μοΰ άπεκρίθηκαν « καί άφτοΰνο τό διορθόνομε » με
λόγο, καί με εργον ή τον τ> γνώμη των νά βάλουν άπό
τους εδικούς των , καί εγώ να άδυνατη'σω' βλέποντας
έγώ τό πράγμα όσον έπηγαινε τόσο χειρότερα, ο­
μίλησα καί κάμαμε Συνέλευσι.
Ιτην Συνέλευσιν έγεινε ψήφισμα δτι νά μη βάλουν άλ­
λους ξένους , είμή τον Μαυροκορδάτον διά τά Εξω­
τερικά. ’Αρχη'νησαν καί έβαλλαν φιλικώς, καί εκείνα πού
ΰπογράψαμ.εν τά αλησμόνησαν. Τότενες σάν Ικαμα Συ-
νέλευσι,, είπαμε, τί είναι τούτο πού γίνεται, πατριώτες:
“Αλλα όπογράψαμ.ε καί άλλα βλέπομεν νά κάνουν.
.
Ημείς εϊπαμεν δτι πολιτικώς καί στρατιωτικώς νά ε­

κλέγουν τούς άξιους, καί εκείνοι νά ομιλούν ολοι συμ­
φωνώ;, καί έ'τξι νά τους διορίζουν, καί αυτοί τό εναν­
Π

τίον τότε έκίνητα τό μεσημέρι καί έπηγα εις ενα


Α.

χωριό απ’ έξω από την Τριπολιτξά μια ώρα, καί εί­
χαμε καί τον ΝέγΛ (τό χωριό Σιλλίμνα), ό Ύύη"
λάντη; ητον. Οϊ Βουλευταί πλειότεοοι ήλθαν. ’Απο­
φασίσαμε1/ καί έκάμαμε ενα νόμο νά μήν άκούωμεν τάς
δια ταγάς’ καί οσοι είμεθα στρατιωτικοί νά πάμε κατά
τούς Τούρκους· όσοι πολιτικοί νά μάς προβλέπουν άπό
τροφάς νά γλυτώσωμεν την πατρίδα μας, καί εκείνοι
άς κάθωνται. Βλέποντας τήν πανουργίαν οπού είχαν διά
νά μέ εςοντώσουν, εκείνοι μέ έδυνάμωσαν — Τότε ά:χη-
σαν καινούριο σχέδιο, καί βάνουν μεσίτας, καί τόν Α­
ναγνώστη τόν Δελιγιάννη, πού έκράταε τόν μέσον οοο,
νά ίδή ποιος στελνει τόν διδάσκαλον τύν 0;όδ;ι>ρον καί
= 129 =
τόν Γιάννην 'Ράγκον νά έλθουν νά μοϋ είποϋν νά ^·
ρίσω όπίσω, νά μή χαλάση ή Κυβε'ρνησις, καί εμβα καί
σιι Άτιπρόεδρος. Παρακούοντας ό ’Α ναγνώσ τν,ς ό Δε-
λιγιάννης, καί διά νά μή γίνΥ) εμφύλιο; πόλεμος έγύ-
ρισα νά ΐδώ τί 6ά γίνη καί από τούτην τήν Κυβέρνησε·
έχζι έπήγα εις το ’Εκτελεστικό. Την πρώτην ημέρα ποϋ
έπήγα έχαιρέχησα τόν Μαυρομιχάλη καί λοιπούς, καί
μοϋ άποκρίθηκε ό Πετρόμπεης όχι, ώς πότε θά χορεύης,
Κολοχ.οτρώνη; καί τοΰ είπα, όσο τραγουδάτε σείς χο­
ρεύω εγώ' παϋτε τά τραγούδια καί παύω τον χορόν.
’Ακολουθούσαμεν τό έ'ργον της Κυβερνη'σεως. ό Άρ-
χιγραμματέας μας βάνει τόν Περραιβόν και τον Αϊ-
νιάν νά κάμουν μίαν έταιρία διά την Αττικήν καί
Εύβοιαν, οτι νά έλθουν εδώ νά κάμουν άλλο Γκου-
.

βέρνο. Κάνουν ενα μήνα Συνέλευσιν μυστικώς* κάνουν
δεκατέσσερα κεφα'λαια, τά όποια δέν τά ενθυμούμαι, καί
ύπογραφθήκανε πολλοί, καί οί δύο Μινίστροι, ό ένας τής
Π

’Αστυνομίας, καί ό Περραιβός,καΙ άλλοι όπου έκαναν τό μι-


Α.

σχικοσνμβούλιο: νά τό ύπογράψωμεν καί ήμεΐς. Τότες


τό έπήρε ό Μαυροκορδάτος νά τό διαβάση, ώς ’Αρ-
χιγραμματέας. ’Αρχήνησε καί έδιάβασε τό πρώτον κε-
φάλαιον, αργά* τό δεύτερο κεφάλαιο, ποΰ είχε την δύ-
ναμι, τό έδιάβασε δγλίγορα, διά νά μή καχαλάβωμε τί­
ποτες· τού λέγω εγώ: γιά διάβασε αύτό τό κεφάλαιο νά
μάς τό έζηγήσης καλά, νά ΐδοϋμε τί είναι. Τό έκα-
τάλαβα ό'χι έμούδιασε— τό έδιάβασε τζάτρα-πάτρα—,
διάβασε και τό τρίτο κεφάλαιο— τό έδιάβασε, τό έχε-
λείωσε. Τελειόνονχας τά κεφάλαια, έγραφαν ότι όλα τά
κεφάλαια νά αλλάζουν, άν ανάγκη, όχι ποτέ τό δεύ­
τερο, νά μή έγγιχθη (είχαν καί τσεκούρι μέσα)· έγώ έμ-
9
= 130 =
βίίχα σέ υποψία" άχαρτερώ νά ομιλήσουν ό Πρόεδρος και
οί συντρόφοι μου· δέν ώμίλνίσε κανείς. Τότε έπεταχΘηκα
εγώ χαί λέγω- Κύριε Αϊνιάν, σύ είσαι Μινίστρος, αυτά
τά γράμματα—ζεύρω ποϋ μαζόνεστε τριαντα ημ.έραιί ·. .
δια’τ! δεν ειδοποιούσατε τήν Κυβέρνησι; καί τά φέ­
ρετε τώρα νά υπογραφτούμε" δεν είσαι αζιος τής Α­
στυνομίας’ κόπιασε στό καλέ"—καί τά γράμματα έκεΐνα τά
έκρατήσαμε— Το ίδιο έκαμα καί τοϋ Πι^ραιβοϋ. Δέν
έπερασε καί έκεΐ λ ^αοιουργία τους. Μετά ήμέραις κά­
νουνε άλλο σχέδιο, δτι ήτανε γέννημα τοϋ Μαυροχορ-
δάτου καί Ζ at μη: τό ’Εκτελεστικό είναι εύλογο νά [βγή
εις τά Δερβένια, νά βρή στρατεύματα καί νά τά βαστά·
ξ·ρ"—τό έφτιασαν μόνοι τους- πρώτα τό έστόλεζαν και υ­
στέρα τό έβγαναν εζω ένα ένα πρόβλημα.—παράστησαν
.
την ανάγκη τοϋ νά ύπάγν) τό ’Εκτελεστικό στά Δερβένια,

και έγώ τούς είπα, νά στοχαστώ" ας μείνη διά αυ-
ριον αυτή ή σκέψις" ’Ερώτησα καί τόν ’Αναγνώστη τον
Π

Δεληγιάννη, καί τόν Παπά Φλε'σσα, καί άλλους τοϋ κόμ­


ματός μου, και πρώτα δέν τό εύρηκαν εύλογο- γυρίζω
Α.

έγώ καί τους λέγω: δέν έβγήκα μέ ι)ά άρματα εις τήν
’Ρούμελην, δέν έβγήκα ούτε πολιτικός· μόλον τούτο άς
πάμε. ”Ετσι άποφασίσαμε τήν δεύτερην ήμε'ρα διά τόν
πηγαιμόν μας. "θσο ποΰ έστερξα τόν πηγαιμόν μου, άρ­
γησαν άλλο σχέδιο, δτι να πάγιρ 6 Άνδρέαί ό Ζαήμης
διευθυντής εϊς Βοστιτσα καί Καλαύριτα καί Πάτρα,
διά νά πολιορκη'σνι τούς Τούρκους μέ άρματα, καί νά
πάρη καί τόν Άνδρέα Μεταξά" ό Σωτήρ Χαραλάμ­
πης φοβούμενος μή πάγη εις τήν επαρχία του, είπε
«νά υπάγω καί άγω », καί έμείναμε οί τρεις, καί ήτο πλή­
ρες τό Εκτελεστικό· ’Αποφάσισε νά ΰπάγν; καί ό Χαρα-
= 131 =
λάμπης, καί έπειτα νά γυρίση δπου είμεθα ημείς. Λο­
γαριάζαμε νά πάμε ς-ά Δερβε'νια, έτζι άνεχώρησαν διά
τά Καλάβρυτα, ’ΐίκείναις ταΐς ώραις ποϋ όρδινιαζόμεθα η­
μείς νά πάμε ςά Δερβένια με τόν ’Αρχιγραμματέα,
■τις Επαρχίας ΚορίνΟου ήτον αγοραστής ένας Κορ-
θΐνός καλόγηρος μέ άλλους συντρόφους, καί οί Νοταρά-
δες τους κακοφάνηκε on έβαλε περισσότερο καί τΆν πήρε’
καί πηγαινάμενος στήν Κόρινθο νά συνάξη τους προσό­
δους τόν εσκότωσαν και έδιωξαν καί τούς συντρόφους του'
ήλθε εϊδησις εις την Κυβε'ρνησι. Μοϋ είπε ό Πρόεδρος
καί οί άλλοι οί συντρόφοι μου διά νά πάγω μέ δύναμι διά
νά παιδεύσω τους φονεις και νά συστη'σω τούς άγοραστάς*
καί είχαν καί έπτά χιλιάδας γρόσια έρανον εις τήν Ε­
.
παρχίαν, καί νά τά συνάξω καί αυτά- καί έγώ τούς άπο-

κρίΟηκα « δεν πάγω μοναχός μου, διατί, άν καλό κά­
μω, κακό θά είπουνε* δόμουτε καί τόν Μεταξα, που είναι
Π

μέλος τής Κυβερνη'σεως , νά ήναι αύτόπτης καί εις


τό καλό καί εις τό κακό, νά δώστρ τής Κυβερνή-
Α.

σεωί λόγον των πράξεών μου.»—Φεύγοντας έγώ δεν έ­


μεινε πλήρης ή Κυβέρνησις, δμως πάμε οί δύω' καί
ό Πρόεδρος καί ό Αρχιγραμματεύς συνάζουν τά πρα­
κτικά καί τά άρχεΐα καί έρχονται εις τήν Κόρινθο καί
τραβάμε διά τά Δερβένια- έτζι αποφάσισα νά κινήσω
μέ τόν Μεταξά, καί έκίνησα με 400 στρατιώτας. Α­
ναχωρώντας έγώ μέ τόν Μεταξα διά τήν Κόρινθο, έγύ-
ρισε καί b Σωτήρ Χαραλάμπης εΐ; τήν Τριπολιτζά.—
’Εκείναις ταΐς ήμέραις τό Βουλευτικό καί τά δύο άτομα,
ό Πρόεδρος καί ό Σωτήρ Χαραλάμπης, καί ό ’Αρχίγραμ­
μα τεύς, ποΰ έμεινεν έκεΓ μέτό Βουλευτικό (τόν Πρόεδρον
ποϋ είχε τό Βουλευτικό, ό Όρλάνδος, άνεχώρησε· ε-
= 132 =

μείνε ό Βρυοθένης ’Αντιπρόεδρος) έκαμαν συνέλευσι και


αποφάσισαν νά στείλουν πρεσβυν τον Δελιγιαννην και
άλλους, να στείλουν εις τήν ΓΙορτογαλλίαν νά ζητήσουν
Βασιλέα* ό Δελιγιάννη; τού; άποκρίθηκεν ότι, άν δεν
ρωτήσω τον αδελφόν μου τόν Κανελλο και τόν Κολο-
κοτρώνη, δεν ήμπορώ να σάς δώσω λόγον, διατΐ εί­
μαι φαμελίτη;,
Όρδινιάστηκε τό ’Εκτελεστικό νά έλθη στήν Κόρινθό,
νά πάμε στα Δερβένια καί έσυντροφεύθηκε ό Κύρ 'Ανα­
γνώστης Δελιγιάννης νά έλθη διά ημάς, διά την ομιλίαν
που τοϋ έκάμαμεν καί ό Μαυροκορδάτος τους ειπεν ότι
«δέν είμαι έτοιμος... έρχομαι καί έγώ· ό σκοπός του ήτον
νά μας συνευγάλη. ’Εκίνησαν καί ήλθαν κα! με ηυραν στο
Κλιμεντοκαισάρι μ.ε τόν Μεταξά, καί είχα καί τους α­
.

γοραστά; βαλμένους εις τάζιν, καί τόν έρανον μαζωιιέ-
νον. Εξετάζοντας ποιος έσκότωσε τόν καλόγερον υπογρά­
φτηκαν ολοι ημείς καί δ Σωτήρ Νοταρας· έκράτησε τό
Π

γράμμα ή Κυβέρνησις νά θεώρηση τούτο τά φονικό* οί


Α.

ένοικιασταί έκουβάλαγαν τροφάς διά τά Δερβένια, έφθασε


καί ό Πετρόμπεης, καί ό Σωτήρ Χαραλάμπης, καί Δελι-
γιάννης* έφθασαν τήν Παρασκευήν τους έρωτήσαμεν πού
είναι ό ’Αρχιγραμματείις—« Ό Άρχιγραμματεΰς δέν είχε
φορτηγό, καί έμεινε νά έλθη, τήν δεύτερα μουτουλάκ είναι
εδώ»— μέ αυτόν τόν λόγον έμείναμε ήσυχοι. *Ερχά-
μενη δευτέρα τό βράδυ καί δέν ήλθε, εγώ έλαβα υπο­
ψίαν* Τήν Τρίτην έως τό γεΰμα δεν ήλθε καί τότες έ­
βαλα ενα ξύλο καί έτη'ραγα κατά τήν Τριπολιτζα—πού
ή Κόρινθος, πού ή Τροπολιτζα-—μέ έρώταγαν « τί τη-
ρας; » τηράω στήν Τριπολιτζα* α άμτί βλέπεις; »
βλέπω τόν Μαυροκορδάτο, τόν Δεσπότη νΑρτης καί
= 133 =
ΣπετζώταιςκαΙ Υδραίους καί πλέκουνε** γαϊτάνι ς-οΰ’Α-
ναπλιοΰ τήν πο'ρχα, μά τδ τί γαϊτάνι είναι δέν τδ ήξευρω».
Αΰτοίνοι έγελάγανε* τρεις ήμέοαις κοντά κοντά έκανα
τούτη την τέχνη* δ Μαυροκορδάτος έμεινε γιά νά γείνη
Πρόεδρος τοΰ Βουλευτικού καί δχι νά έλθη εί; τδ χρέος
του.—"Οντας ήμεθα είς τήν Τριπολιτζά αποφασίσαμε
τδν Παν. Γιατράκο νά πολιορκήσει την Πάτρα μέ Μι-
«τριώταις, και ταΐς άλλαις έπαρχίαις ταϊς είχαμε νά
έλθουν είς τδ Δερβένι, καί έφθασε εις τήν Τριπολιτζά
μέ άλάϊ Πασαλίτικο, μέ δέκα ζυγιαΐς ταβουλια καί μέ
άλλα μασκαραλίκια του Γιατράκου—Την ίδια ώραν
ήλθαν είς τήν Τριπολιτζά τετρακόσιοι Άοκαδινοί fit
τδν Γρίτζαλη, Μήτρο ’Αναστασόπουλα, Παπατζόρη, νά
έλθουν εις τά Δερβένια* εις τδ παζάρι έπιάσθηκαν οί
.
’Αρκάδιοι καί οί Μιστριώταις, επάνω είς τδ κρασί, καί

σκοτόνονται δεκαπέντε άπδ τδ ένα μέρος και άλλο* τής
ευθύς τδ Βοολευτικδ έστειλε ταχυδρόμο καβαλάρη καί
Π

μας τδ είπαν* έκράταγαν τήν μισήν χώραν οί ’Αρκαδινοι,


Α.

τήν άλλην Μιστριώταις, καί τδ τουφέκι έδούλευε. ’Α­


κούοντας ημείς αύτδ, μέ αποφασίζουν νά πάγω στην
Τριπολιτζά τδ γλιγορώτεοον νά παυσω τήν φωτιάν
τούς είπα « δέν πάγω »— μέ φορτώθηκαν διά νά πάγω*
άπεφάσισα. Τούς άφησα μή εντελείς. Εκίνησα μέ τα
ήλιοβασιλεύματα. όλονυκτίς και μέ βίαν έφθασα είς
ενα χωρίο, τρεις ώρας μακρά άπδ τήν Τριπολιτζά, καί
έστειλα ενα γράμμα α Σακίμ, οποίος ρίξη τουφέκι είναι
εχθρός μου, καί άς μέ καρτερη » Πηγαίνοντας ή διαταγή
μου έσκόλασε τδ τουφέκι* μετά δύω ήμέραις έπήγα και
εγώ. Πηγαινάμενος έκεϊ έκραξα τούς 'Αρκάδιους* τήν άλ­
λην ημέραν τούς έστειλα, πάνε στο Δερβένι. Τήν άλλην
— 134 =
•ημέραν πάγει και ό Γιατράκος στήν Πάτρα. "Εμεινα εγώ
έκεΐ καί έστειλα ταχυδρόμο καί έδωσα είδησtv τής Κυ-
βερνη'σεως τα δσχ έκαμα. Μια -ήμερα βλέπω καί έρχεται ό
Μαυροκορδάτος νά με χαιρετήση, δταν έπαυσαν τά δεινά τής
Πόλεως. Τοΰ είπα, γιατί, κυρ Άρχιγραμματέα, δέν ήλθες
κοντά εις τήν Κυβέρνησι; μ.οΰ άποκρίθηκε προφάσεις που
δεν είχαν τόν τόποντους, καί μου βγάνει ένα γράμμα
προσκλητικό, ποΰ τον προσκαλιε διά Πρόεδρον τοΰ Βου­
λευτικού’ μοΰ έβγαλε καί μία κόπια τής άπαντη'σεώς
του ποΰ δέν ήθελε γιατί είναι Άρχιγραμματέας τοΰ εκ­
τελεστικού- εγώ τοΰ είπα, έκαμες ώ; πατριώτης, καί
στέκεσαι καί εί; τόν λόγον σου, γιατί άν έμβαινες εις τό
Βουλευτικό, τό εκτελεστικό έχάλαγε, γιατί ή ψυχή του
’Εκτελεστικού είσαι ή ευγενία σου, καί άποκρίθηκες πολύ
.
καλά. Έγώ έζέγνοιασα καί ή δουλιά έδουλευε εις τό Βου­

λευτικό. Μία τών ήμερων τό Βουλευτικό έκλεξε τόν "Αρτης
καί άλλους νά μοΰ ομιλήσουν διά νά δώκω γράμμα νά τοϋί
Π

δεχθϊ) δ μακαρίτης ό Πάνος, που ήτον εις τό Ναύπλιον Φρού­


ραρχος, διά νά κάτστι τό Βουλευτικό εις τ’ ’Ανάπλι· έγώ έ-
Α.

πήρα τόν Αναγνώστη Δεληγίάννη καί τόν Παπαφλέσσα διά


νά [όμιλήσωμεν χωριστά εις μίαν κάμαραν τοΰ Βου­
λευτικού· σαν έπήγαμε, άρχισε ό Άρτης την ομιλίαν νά
τους δώσω τό γράμμα. «Τά ασκέρια τουφεκίζονται κτλ.»
άποκρίθηκα: δεν είναι καιρός νά πάτε στ’ ’Ανάπλι· τό
Εκτελεστικό πάει στά Ντερβένια, καί νά πα'η τό Βου­
λευτικό στό Νάπλι δέν φθάνει νά παρακινή ταΐς έπαρχίαις.
Οταν γυρίσν) καί τό Εκτελεστικό, συναζόμεθα καί πάμε
στ Ανάπλι». ‘Ο "Αρτης ώμίλησε μέ θυμό καί έβάρεσε τό
χέρι του εις τό μηρί του* λέγει: έτσι τό θέλει τό "Εθνος, μέ
πεισματώδη ομιλία· καί έγώ έσηκώθηχα διά νά τοΰ άπο]
= 135 =
κοίθω καθώς έιτοεπε, δμω; μέ έμπόδισεν ό Δελιγιάννης
και £ Παπαφλέσσας, και έτσι άνεχώρησε και έπαυσε
αΰτοϋνο τό ζήτημα· σέ δύω ήμέραις άκοΰμε οτι δ Μαυ-
ροκορδάτο; κάθεται επί Θρόνοι» Πρόεδρος' ακούοντας ·λ-
μεϊς δτι έκατσε Πρόεδρος, μας έφάνη παράξενο, γιατί ούτε
τά 'Αρχεία έδωσε, καί τό ’Εκτελεστικό 6ά έχάλαγε' λέ­
γει ό Δεληγιάννης: άσε να τον ρίξωμε πολιτικιός· τού
είπα καλά . . . πολιτικώς δέν ρίχνεται, μόνε εγώ, εγώ
έχω τον τρόπον, Θέλει βίατό ρίξιμό του· κάθεται τρεις ήμέ-
ραις κοντά κοντά Πρόεδρος· επάνω σέ τούταις ταΐ; τρεις
ήμέραις ή γνώμη τοΰ Βουλευτικού ήτον νά τον κάμουν
Πρόεδρον καί νά τόν στείλουν μέ τόν Α. Δεληγιάννην εις
τήν Πορτογαλίαν διά βασιλέα καί μας προσκάλεσαν νά
χάμωμε συνέλεψιν εις τοϋ Πανούτσου Νοταρά τό σπήτι.
.

’Εκάλεσαν καί μένα· μέρος βουλευτικού συνάχθη, ό Δε*
σπόστης Άρτης, ό Παπαφλέσας, Δεληγιάννης, έμαζώ-
χθηκαν έιίς τριάντα δλοι' εγώ κάτι έχασομέρησα καί
Π

επήγα δλο στέρνα* ώμιλοΰσαν μέσα· έπήγα καί εγώ


Α.

σάν μέ προσκάλεσαν μπαίνοντας μέσα έπροσηκώθηκαν καί


μού είπαν νά κάτσω στην απάνω μεριάν ώς ’Αντιπρόε­
δρος, του; είπα : κάθομαι έδώ, καί έκατσα στήν πόρτα·
παύουν τήν ομιλίαν καί κάμνουν σιωπήν εως δέκα λεπτά·
τους είπα: άν έχετε καμμία μυστική δουλιά καί σας
άντίσκοψα, νά πάγω νά σεργιανίσω εγώ· μού άπε-
κρίθηκαν οχι, εχομεν ομιλίαν να είποΰμεν, καί σάν έν-
τεσες από τό Εκτελεστικό ’Αντιπρόεδρος, νά είπης
τήν γνώμην σου. ’Εγώ τους άποκρίθηκα, τί ανάγκη ή
γνώμη μου να τήν δώσω; εις μερικά έρωτατε τό ’Εκτελε­
στικό, εις άλλα δχι τί πάει νά εϊπ·ρ αύτό ; ΈπετάχΘηκε
ό ”Αρτης, σέ ποιό δεν σ’ έρωτήσαμε ·—δεν μ έρωτήσατε
= 136 *s
or«v έβάλετε καί Πρόεδρον του Βουλευτικόν’—ένα μήνα
προτήτερα ό Άρτης καί ό Μαυροκορδάτο; ητον είς τά
μαχαίρια.—Τό Βουλευτικό,λέγει ό Άρτης, ητο χηρευάμενο,
εγώ είπα, έγάθηκαν τόσοι πατρ ιώται νά βάλετε, μόνε
νά βάλετε τόν Άρχιγραμματέα; μέ άπεκρίθηκε, δέν εί­
ναι κανένα; προκομμένο; σάν τον Μαυροκορδάτον καί έγώ
του είπα: μοϋ φαίνεται καί κουβεντιάσαμε... καί μοΰ λεγες
τόσα γΐά τόν Μαυροκορδάτο... πώ; εΐ; ένα μήνα έγεινε κα­
λό;; άπεκρίθηκε: & καλό; είναι καί κακό;·—σάν τόν έκλεξες
για καλόν, πάρτον είς τήν ’’Αρταν, οχι εδώ είς την ‘Ελλά­
δα. .. καί μη μοϋ βροντάς τό πόδι, γιατί βροντώ τό σπαθί
καί σοΰ κόβω τό κεφάλι—εις τόν θυμόν μου λέγω τέτοια*—
ακούοντας ό Δεσπότης σηκόνεται νά φύγη: σάν δέν μας
θέλετε του; ξένους... καί φόρεσετάπασουμάκια του’—προ­
.
φάσεις είναι αύταΐς διά τους ξένους, αυτά είναι τη; φαν­

τασίας σου λόγια, καί έτσι έδιαλύθηκε ή ομιλία. Την ί­
διαν ώραν έπήγα εις τό σπήτί μου, καί έβγήκε καί ό Δε-
Π

λιγιάννης, καί ό Δελιγιάννης έβαλε ’Αστυνομία στό σπή­


τί μου νά μη κράξω τόν Μαυροκορδάτο* έστειλα|νά έλθή ό
Α.

Μαυροκορδάτο; εις τό κονάκι μου, ήτον τό βράδι βράδι*


μπαίνοντας ό Μαυροκορδάτο;, ήλθε καί ό ’Αναγνώστης*
έκάτσαμε οι τρεις, καί έκλείσαμε την πόρταν, καί άρχη'νη-
σα νά είπώ τοΰ Μαυροκορδάτου: διατί νά κάμνις αυτό; αυ­
τός άρχήνησε νά μου άπολογηθη μέ τά γέλια τά συνειθι-
σμένα, καί μοϋ λέγει: ό'τι είναι συμφερώτερον διά τό έ­
θνος τό Βουλευτικό παρά τό Εκτελεστικό. Σοΰ λέγω τοΰτο,
κύριε Μαυροκορδάτε, ότι έσυναναστράφημεν σαράντα ημέ­
ρας εις τό ’Εκτελεστικό, καί δέν ήμπορώ.... σοϋ λέγω, μή
καθίσν,ς Πρόεδρος, διότι έρχομαι καί σέ διώχνω μέ τά λε­
μόνια, μέ την βελάδα ποϋ ήλθες—καί έβγήκα εις σου-
= 137
λάτσο* δ Κυρ ‘Αναγνώστης, που έμεινε όπισω, τοΰ είπε!
εντεσα εγώ καί έγλύτωσες, εΐμή, θά σέ έσκότονε-—καί έρ-
ριξε τδ φαρμάκι του καί αύτός. Τάιν ίδια νύκτα επήρε τά
πλυμένα του δ Μαυροκορδάτος καί έπέρασε στδ Κρανίδι
καί έπειτα εις τήν “Ύδραν.
*Οταν η τον εί; τάξιν τδ Βουλευτικέ καί τδ ’Εκτελε­
στικέ, έδόθη ή άδεια να πραγματευθή τδ δάνειον. Έκά-
μαμεν τήν πραξιν διά τδ δάνειον πρίν να διαιρεθοϋμεν τδ
Βουλευτικέ μέ τδ ’Εκτελεστικέ· έμεινα μερικαΐί ήμεραις
εις τήν Τροπολιτζα καί έπήγα εις τήν Μεσσηνίαν, διά νά
συνάξω τδν έρανον όπου ε’ίχαμεν ρίξει διά νά βαστάξωμεν τά
στρατεύματα εις τά Δερβένια. Εϊς τήν Δημητζάναν ήτον
συναγμένοι διά τους προσόδους, καί εκεί έπιάσθηκαν τοΰ
.
Κολιόπουλου οί άνθρωποι μέ ανθρώπους των ΔελιγΙανναίων*

εκεί έ^όιξεν ένας στρατιώτης του Κολιόπουλου καί έλά-
βωσε τδν Άνάστο Δελιγιάννη· δ Κανέλος, όπου ήτον διωρι-
Π

σμένος διά τά Δερβένια, έγύρισεν δπίσω εις τήν Καρυται-


ναν. Εις τήν Καλαμάταν άρ|5ώστησα έγώ, άρρώστησε καί
Α.

δ Κανέλος, και έγυρισα εις τήν Τριπολιτζα· άπδ τότε άρ­


χισαν αναφανδόν νά έχθρεύωνται οί Δελιγιανναίοι μέ τον
Κολιόπουλον* έγώ δέν ήθελα τδ κακέ ούτε του ένδς, ούτε
τοΰ άλλου’ ό ένας ήτο συγγενής μου, καί δ άλλος συμ­
πέθερός μου. Τδ ’Εκτελεστικέ, συνθεμένον άπδ τδν Μαυ-
ρομιχάλην, Σωτήρ Χαραλάμπην καί Μεταξαν έμεινε
τρεις μήνας είς τήν Σαλαμίνα, καί έπειτα έπέστρεψαν
εις τήν Τριπολιτζαν. 'Εκεί έσμίξαμεν ήμουν ακόμη άν-
τιπρόεδρος του ’Εκτελεστικού* ενα μέρος τοΰ Βουλευτικού
έφυγεν άπδ τήν Τριπολιτζα καί έπήγε εις τδ “Αργος· δ
Πάνος έλαβε διαταγήν άπδ τδ ’Εκτελεστικόν νά πάρη
τά ’Αρχεία τοΰ Βουλευτικού· δ Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος,
fi=s 138 =
4 δποΐος ίτον φρούραρχο; τοΰ Βουλευτικοί», τοΰ κόμμα­
τός των, ύπερασπίσθη καί δέν τά έδωκε τα Αρχεία' άπ
έκεΐ τό Βουλευτικέ άνεχώρησε δια τέ Κρανίδι" έκεΐ έτ­
ριξαν τέ ’Εκτελεστικέ, όπου ητον εκλεγμένου από τήν
Συνέλευσιν τοΰ’Άστρου;, καί ε’διώρισαν τόν Κουντουριώτην,
Πρόεδρον τοΰ Εκτελεστικού, Ίωάννην Κωλέττην, Π1 Μπό-
τασιν καί Α. Σπηλιωτάκην' έπειτα Εμβήκαν εις τά κα­
ράβια' καί έστειλαν εις το Ναύπλιον διά νά παραδώσνι ό
Πανος τυ φρούριον τοΰ Ναυπλίου* αυτό; άπεκριθηκεν: οτι
ή Κυβέρνησις τοΰ "Εθνους τοΰ έμπιστευθηκε καί εις τό Έ­
θνος μόνον χρεωστεΐ νά τό δώση' καί έτσι άρχισεν ό εμ­
φύλιος πόλεμος· αυτοί ήταν £να μέρος τοΰ Βουλευτικού
καί ένόμιζαν ότι είχαν τό δικαίωμα νά κρημνίσουν τό ’Ε­
κτελεστικό' τό ’Εκτελεστικόν έλεγεν, ότι αυτοί παρέλαβαν
.
τήν εξουσίαν από το "Εθνος, καί δεν έχει δικαίωμα ενα μέ-

ρος βουλευτών νά κάμτ) άλλην Κυβέρνησιν'—τό άλλο μέρος
των βουλευτών ητον εις την Τριπολιτζα' τό Εκτελεστι­
Π

κόν ήτον τότε άπά τον Μαυρομιχάλην, Πρόεδρον, τον


Σωτήρ Χαραλάμπην, Άνδρεαν Ζαη'μην και Άνδρέαν Με-
Α.

ταξαν. ’Εγώ, όταν ήμουν εις τό Ναύπλιον, πρίν νά άρχίση


ο έμφύλιος πόλεμο; είχα δώσει την παραίτησίν μου ώς
Αντιπρόεδρος τοΰ ’Εκτελεστικού, διότιέπρόβλεπα αυτά τά
πράγματα' ή παραίτησίς μου έλεγεν οτι, εις τήν θέσιν τοΰ
’Αντιπροέδρου άς βάλουν άλλους πατριώτας, μόνον τον Κο·
λοκοτρώνην δέν ήμποροΰν νά μή βγάλουν. ’Απ’έκεΐ έπη γα
εις τίιν Κόρινθον, δποΰ επολιορκειτο καί δευτέραν φοράν
από τούς Κοριθινού; καί Στάικον· οί Τούρκοι τής Κόριν­
θου έζητοΰσαν νά έλθή ό Κολοκοτρώνης νά παραδοθοΰν* έτζι
έπήγα καί έκαμα συνθήκην, ν’ άφτίσουν όλα τους τά πράγ­
ματα καί νά πάρουν τά άρματά τους καί νά τού; μπαρκάρω
= 139 =
νά τους στείλω εις τήν Σαλονίκην· έτσι έδέχθηκαν· τους
έμπαρκάρησα εις τό Καλαμάκι εις δύω Σκλαβουνικα καί ενα
Κεφαλονήτικο' οί Κορίνθεοε μέ έζήτησαν νά βάλουν φρού­
ραρχον τόν Χελιώτην τον έβαλαν προσωρινά»;, έω; δτου νά
διατάξ^ ή Κυβέρνησι;. Τά χρήματα, τά δποΐα εδρήκαμεν
εις τήν Κόρινθον τά διεμοίρασα εις ολου; του; Κορινθίους*
1823, μήνα Νοέμβριον καί Δεκέμβριον.—’Από την Κόριν­
θον έπήγα εΐ; τήν Καρύταινα νά συμβιβάσω τόν Κολιόπου-
λον μέ τοδς Δελιγινναίου; όποΰ η τον εΐ; πόλεμον ό Δημη-
τράκης Δελιγιάννη; έμάζωζε στρατιώτα; καί έπήγε νά χα-
λάσΐ) τό χωριό τοϋ Παλούμπα, δπου εΰρίσκονται τά σπίτια
τοΰ Κολιόπουλου· έσκοτώθηκε και ένα; γαμβρό; του Κολιό-
πουλου. "Οταν επήγα εΐ; τήν Καρύταιναν έγραψα νά έλθη
.
ό Μεταζα; διά νά είρηνεύσουν όπου έτρώγοντο. ήλθεν· έτσι

ευρηκεν αφορμήν τό Βουλευτικό δτιέπήγεν δ Μεταξδ; είς
την Καρύταιναν χωρι; τήν άδειαν τοϋ Βουλευτικού, τόν έ­
Π

καμαν έκπτωτον,χ&\ έτζι τό Έκτελες-ικό δένήτον πλήρες,


καί έκαμαν τό άλλο’Εκτελεστικό. Πρίννάγείνη αυτό, είς τήν
Α.

Καρύταινα ό Ζαήμη;,Λόντο; κα: άλλοι έκαμαν μίαν ’Αχαϊκήν


βυμμαχίαν* ό Σισίνη; δεν ή τον μέ τήν γνώμην του; και ήτον
ενάντιο;· αυτοί έμάζευσαν στρατιώτα; καί ίπήγαν εναντίον
τοΰ Σισίνη διά νά τόν χαλάσουν καί νά ενώσουν τήν Γα-
στούνην μέ τήν ’Αχαϊκή του; συμμαχιαν έτζι άρχισε ό
πόλεμο;* μαθαίνοντα; έγώ αυτό, έπήγα εί; βοήθειαν τοϋ
Σισίνη. Οί Άνδρέ'ιδε; άμα μέ ηκουσαν δτι πηγαίνω ε­
ναντίον τους, άνεχώρησαν καί άφησαν τήν Γαστούνην ελεύ­
θερη. *Απ’εκεί έπήγα εΐ; τήν ’Αρκαδιά' εΐ; τήν Αρκαδιά
έλαβα γράμμ-ατα άπό τό ’Εκτελεστικό καί μέ έλεγε νά
προφθάσω, καί έτσι έπήγα εί; τήν Τροπολιτζα. Εγώ δπε-
στήριξα τό ’Εκτελεστικό αυτό ώ; τό μόνον νόμιμον, έ'τσι
= 140 =
xb ένόμιζα. "Αρχισε 6 εμφύλιος πόλεμος- πολιορκούν τό
Ναυπλιον διά ζηρας καί θαλάσσης, στέλνουν καί στρατεύ­
ματα εις τήν Τροπολιτζά, μας πολιορκούν- χάμνωμεν ενα
μήνα πολιορκημένοι* ό Λόντος, Νοταράς, Ζαφυροπουλος,
Μπάρμπογλης, Γιατράκος, εκαμναν τήν πολιορκίαν. "Οταν
μα; έπολιόρκησαν, μα; έπρόβχλαν νά τους δωσωμεν τό Ε­
κτελεστικό,—Πετρόμπεη,Σωτήρ Χαραλάμπη και Μεταζά
νά τους πάνε κάτω* ήμεϊς τοΰ άπεχριθήκαμεν, δτι αυτό
δεν γίνεται, πλήν, αν θέλετε, νά πάρωμεν καί τό ένα Ε­
κτελεστικό καί τό άλλο, καί τους κρίνωμεν, καί οποίος έ­
χει άδικον εκείνος νά παιδευθή* δέν νικούσαν· ακολούθησαν
διάφοροι άκροβολισμοί* ό Κολιόπουλος ήλθεν ώ; μεσίτης,
χαί έσυμφωνήσαμεν ό Πετρέμπεης νά μείνη άπείραγος καί
νά πάη εις την Μάνην, καί τήν Τριπολιτζδν νά τήν ά-
.
φησωμεν εύκαιρη, χαί νά μην εμβουν μέσα ούτε τοΰ ενός

οΰτε τοΰ άλλουνοΰ μέρους στρατιώται* άπό την Τριπο-
λιτζά έπήγα εις την Καρυταινα, ό Σωτήο Χαραλάμπης
Π

εϊς τά Καλάβρυτα- τό Ναυπλιον έπολιορκειτο άκόμη- δ


Νικνίτας ήτον εις τοΰ Μπουγιάτι" άκουσθηκε με τόν
Α.

Κουντουριώτη, δ Κουντουριώτης τοΰ έπρόβαλε νά γυρίση


μέ τό μέρος του, αυτός άποκρίθηκε: Εΐσακουσθήτε μέ τόν
Μπάρμπα μου, καί άν ένωθή, ενώνομαι καί έγώ. Τοΰ έ­
γραψα νά υπάγω νά όμιλη'σωμεν· μέ έγραψε νά υπάγω
στό Τσιβέρι μέ μόνον 50 ανθρώπους καί νά περα'-
σω άπό έδικούςτου άνθοώπους* έγώ ΰπωπτευθηχα χαί
δέν έπηγα. Εί; την Καρύταινα έσυναζα στρατιώτας καί
τους έκτύπησα εις διάφορα μέρη, Ιπιασα 300 ζωντανούς,
χωρίς νά χυθη αίμα- έμβηκαν είς τήν Τριπολιτσα καί
τους επολιωρκησα. ό Γενναίος, ό Κολιόπουλος καί δ Νι-
κη'τας Ιπήγα είς βοη'θειαν τοΰ Πάνου εις τό Ναυπλιον
= 141 =
καί έπέστρεψαν όιτίσω. Τότε ήλθε ό ’Ανδρέας Ζαήμης καί
έσμίξαμεν απ’ έξω άκό τήν Τροπόλιτσά- μέ είπε να γρά­
ψω τού llctJou να παραδώση τδ κάστρο- έγ to τους ά-
ποκρίθηκα, οτι δέν r,μπορώ νά τδ παραχώσω εις τους τυ-
χοδιώκιας, εις εσάς, άν ήσθε ικανοί νά τό βαστάζετε,
οάς τδ παραδίδω, καί εχω καί 300,000 γρόσια έξοδα,
εις μισθούς· αυτός μ’ άπεκρίθηκεν οτι είμ,εθα ικανοί νά τδ
βαστάξωμεν καί άποκρινόμεθα ολα τά έξοδα δποϋ έχετε
καμωμένα, καί έτσι έγραψα τοΰ Πάνου καί τδ παράδωσε
τδ φρούριον εις τους ’Ανδρέϊδες, όχι εις τήν Κυβε'ρνησιν*
τους προεΐπα νά βάλλουν φρουράν εις τδ Παλαμήδι έ-
δικούς τους καί όχι χαϊμένΟυς' καί έκεΐ έβαλαν τον Φω-
τομάρα καί έπειτα δ Γρίβας καί έγειναν εκείνα τά κα­
κά όπου έγειναν. ‘Ο Πάνος ήλθεν εις τήν Καρύταιναν,
.

έγεινεν «μνηστεία διά τον Πανο καί έτσι έλαβε διαταγήν
διά την Πάτρα νά τήν πολιορκήσει. Έκεΐ έσμιξεν δ Πά­
νος μέ τον Ζαήμην καί Λόντον- αυτοί ήσαν δυσάρε­
Π

στη μένοι άπδ τον Κουντουριώτην· ένώθησαν μέ ημάς- δ


Α.

Παπαφλέσας έβγήκε διά νά καθυποτάξη τάς επαρχίας ’Αρ­


καδίας, Φανάρι καί λοιπός. Τά δάνεια έδυνάμωσαν τήν
Κυβέρνησι τοΰ Κουντουριώτη, καί ή δόναμι τήν έκαμε
νόμιμη- έγραψα νά έλθνι ό Πάνος καί ό Γενναίος εις τήν
Καρύταιναν διά νά άντισταθοΰν, τδν Παπαφλε'σα τον έ-
κυνη'γησαν (έπολέμησαν εις τους Κωνσταντίνους) αί έπαρ-
γίαι καί έπήγεν εις τδ Ναύπλιον- έστειλαν δύναμ.ιν
τδν Βασον μέ 800, άπαντήΟηκαν οΐ στρατιώται μέ τδν
Ιίάνο καί έσκοτωθη.
*0 Ζαη'μης ε'φΟασε διά νά έμβοϋμεν εις τήν Τριιτολι-
τζάν οι Τρεπολιτζώταις έφοβήθηκαν δια τδν σκοτωμόν
τοΰ Πάνου καί άντιστάθηκαν, τούς έφοβέρισε καί ό Κα-
r= 142 =

τέλος Δελιγιάννης* ή Κυβέρνησις τοϋ Κουντουριώτη έδυ-


νάμωσεν, έστειλεν εις την 'Ρούμελην, έφερε τόν Γκούρα,
χαΐ οί άλλοι Καπετανε'οι τνίς ‘Ρούμελης έμβήκαν εις την
Κόρινθον, έχυνη'γησαν τόν Νοταραν, άπ’ έχει έπήγαν εις
τήν Κερπενή, χωρίο τών Καλαβρύτων, έκλεισαν τόν
Ζαήμη, ήλθε και δ Καραισκάκης καί 6 Τζαβέλας εναν­
τίον τού Ζαη'μη, τον έχάλασαν τόν Ζαήμη, καί ό Ζαήμης,
Λόντος καί Νικήτας κατέφυγαν εις την δοτικήν ‘Ελ­
λάδα* ό Καραϊσκάκης καί ό Τζαβέλας μ’ έγραφαν διά
νά μείνω νά όμιλήσωμεν, καί μέ παίρνουν απάνω τους αν
πάθω τίποτε. ’Εγώ όμως δέν ήμουν πλέον εις την Καρύ-
ταιναν, διότι ήλθιν ό Κολιόπουλος σταλμένος άπό την
Κυβέρνησι καί μοΰ είπεν ότι νά πάμεν εις τδ Ναύπλιον
διά νά σομβιβασθοΰν τά πράγματα. Έπήγαμεν εις τήν
.
Τριπολιτζάν, έκει ήτον μία επιτροπή άπδ τον Σκουρτην

τόν Γ. Μαυρομάτην καί Κ* Ζαφειοόπουλον, καί μέ έκαμαν
όρκους οτι νά πάγω κάτω νά συμβιβασθοΰν τά πράγματά,
Π

καί άπόαύτά.’Ενεμπιστεύθηκα έγώ,έπήγα εις τό Ναύπλιον*


εκεί εις ένα δύω ήμε'ραις βλέπω νά διώχνουν τούς αν­
Α.

θρώπους μου καί νά με άφίνουν μοναχόν, in arr"ctn, έως


οτου νά μαζώζουν καί τούς άλλους* μας εμβαρκάρησαν εις
μίαν Γολέταν,Γοργώ,ήτον καί όΣκούρτης καί μαςέπήγαν εις
τήν “Υδραν. ’Εκαθήσαμεν δύω ήμε'ραις καί μας έστειλαν
στόν Προφήτην άγιον 'Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Έκαθήσα-
μεν 4 μήνας* 20 ήμε'ραις μετά τό πιάσιμόν μας ήλθεν
δ Μπραίμ-ης εις τήν Πελοπόννησον* εις τήν Ύδραν άρ­
χισε νά γίνεται άπό τόν λαόν μία εταιρία διά νά μάς
βγάλουν* δ Κουντουριώτης έτοιμάζετο διά τήν Πάτρα,
έπειτα σαν ήκουσε ό Μπραίμης ήλθεν εις τά Μοθωκο'ρωνα,
έκαμαν διαταγάς διά νά γυρίσουν τά στρατεύματα διά
= 143 =
■to Νεόκαστρον. Έπήγεν ό Κουντουριώτη; εις Τριπολιτζάν
καί έστειλε τον Σκούρτην αρχιστράτηγον εις ολα τά στρα­
τεύματα· είχε μαζύ ενα ήμισυ μιλλιοΰνι γρο'σια. Τά ρου­
μελιώτικα στρατεύματα έκίνησαν καί αυτά, πηγαίνουν εις
το Νεόκαστρον έκεΐ βάζουν φρουράρχους τον Π. Γιατρα'κο
κκΐ Γεωρ. Μαυρομιχάλη. Γ0 Ίμπραίμης έπολιόρκησε το
Νεόκαστρο, έπειτα έζεμβαρκάοησεν εις το παλιό Ναυα-
ρίνο, έκεΐ έκλείσθηκαν 1,000 Πελοποννήσιοι, στενοχω-
ρημένοι από ζωοτροφίας έπροσκύνησαν, καί ό Ίμπραίμης
τού; άφησεν έλευθέρους· ήτον έκεΐ δ 'Γζόκρης καί ό Τζα-
νέτος καί άλλοι- ό Ιμτραίμης έφε'ρθηκε μέ γλυκό τρόπο
εις αυτήν τήν περίστασιν διά νά τραβήξ-ρ τού; '’Ελληνας
διά νά προσκυνήσουν. 'Ο λαός άρχησε νά λέγνι δτι δεν πο-
λεμοΰμεν άν δεν βγάλετε τούς αρχηγούς μας·^τά ρου­
.

μελιώτικα καί σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ό Κα-
ραϊσκάκης καί ό Τζαβέλας έπρόβαλαν διά νά μέ βγά­
λουν έκεΐ έκαμαν όλα τά στρατεύματα μίαν αναφοράν
Π

καί έζητοϋσαν τήν έλευΘερίαν μας- έπαρουσίασαν τήν ανα­


Α.

φοράν εις τον Αναγνωσταράν όπου ήτον Μινίστρος τοΰ


πδ?«μου, καί άύτός τήνΊόΧίσε- λέγοντας, μήν άνακατόνεσθε
σ’ αύταϊς ταΐ; δουλιαΐς, άφη'σετε αυτήν τήν ΰπόθεσιν είς
τήν Κυβέρνησή Γίνεται εις τό Κρεμίδι πόλεμος καί
νικιόνται οί έδικοί μας" 'θ Καρατάσσος Ικαμεν εναν
καλόν πόλεμον. Τότε ολοι οί αρχηγοί ρουμελιώται
έσυνάχθηκαν καί άπεφάσισαν ν αναχωρήσουν άπό την
Πελοπόννησον διά νά υπάγουν νά βοηθη'σουν τήν Ρου-
μελην, καί μάλιστα τό Μεσολόγγι όπου άρχισε νά πο-
λιορκήται* τότε έπήγαν είς τόν Κουντουριώτην, έπήραν τους
μισθού; των και άνεχώρησαν άλλοι διά τήν ανατολικήν
Ελλάδα καί άλλοι διά τήν δυτικη'ν. Ό Ιμπραίμης έκαμε
=x 144 =
ντεσμπάρκο καί ιΐ{ τήν Σφακτηρίαν, και έσκοτωθη και ο
’Αναγνωσταρα; καθώς και ό Τζαμαδός· Επιασθηχαν εις
τήν Σφακτηρίαν μερικοί ζωντανοί, ο Π. Ζαφειρόπουλος
έπιάσθη σκλάβο; εις τό Κρερψιιδι, πηγαίνει και ό Κ. Ζα­
φειρόπουλος πιάνεται και αυτός, καί δ Χατζή Χρηστός. Τδ
Νεόχαστρον σαν έστενογωρϊιθη πολύ, εκαμε συνθηκας και
παρεδόθηκεν ό εχθρός τούς μέν στρατιώτας, χω­
ρίς τά άρματά τους, τούς άφησεν έλευθέοουί, εις τούς
αξιωματικού; τούς τά άφησε, καί μόνον έβάσταξεν αιχμα­
λώτους τδν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην καί Παναγιώτην
Γιατράκον. Μανθάνοντας ό Κουντουριώτης δτι τρατάρει
τδ Νεόκαστρον έμβαρκαρίσθηκεν εις τδ ’Αλμυρδ καί ήλ-
θεν εις τήν Ύδραν, ’βκεϊ έκατέβημεν καί ήμεΐς* σαν εί­
δαν τδν κίνδυνον της πατρίδας καί τήν επιμονήν οπού έ-
.

δειχνεν δ λα^ς διά νά μάς έλευθερώσουν, μάς ελευθέρωσαν.
Ήλθαμε, τδ ’Ανάπλι. ’Ερχόμενοι εις τδ Ναύπλιον ώρ-
κοθη'καμεν τδ βουλευτικόν, τδ ’Εκτελεστικόν καί ήμεΐς εις
Π

τήν έκκλησίαν '-τωμεν τά περασμένα νά τά λη-


Α.

σμονη'σωμεν, ”
παρά νά δουλ , -
γενικόν ’Αρχηγόν .. 0
Εκτελεστικόν εις ένα μέρος καί έπήγα κιΐ ε’γώ.
Εις την ϊδραν εΰρισκο'μεθα: ό Κολοκοτρώνης, ό’Ανα­
γνώστης Δεληγεάννης, Κανέλος Δεληγιάννης, Νικολάκης
και Δημητρακης Δεληγιάννης, ’.Ιωάννη; καί Παναγιώτης
Νοταράς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης υιός του, Μή-
τρος Αναστασόπουλος, δ Γρίτζαλης, ό ’Αναστάσης Κα-
τζαρδς, ό Δημήτριος Παπατζώνης, ό Θεόδωρο; Γρίβας.
Εις τήν Σφακτηρίαν δ ’Αναγνωσταρα; ήτον άρχηγδς,
°, Ανα°τασης Τζαμαδός μέ 10 κομμάτια καράβια είχε τήν
θάλασσαν.
Καθώς εσυνάχθηχε το 'Εκτελεστικό καί Βουλευτικέ μέ
προσκάλεσαν εμέ, κ’ εγώ τούς είπα" Σεβαστή Διοίκησες, ν’
ακούσετε την γνώμην μου όπου θέλει σας εΐπώ* στην Πά­
τρα, στή Κορώνην καί στα Μοθοχόρωνα Τούρκος νϊ μήν α­
κούεται πουθενά, μόνον νά εΤναε ολο 'Ελληνικά, τής Τριπο-
λιτζας τό Κάστρο πρέπεε νά τό χαλάσωμε, δεατί δέν συμ­
φέρει μέσα είς τήν Πελοπόννησον νά ήναι μία τέτοια μάν­
δρα, διατ! βγάνει άπό μέσα δλο εμφυλίους πολέμους,καί οχι
τώρα όπου ό Ίμπραΐμηί είναι μέ πενήντα χιλιάδες στράτευ­
μα εις τήν Πελοπόννησον,και κρατεί τά κάστρα τής Μεσση­
νίας τρία, καί χρατεε καί τήν Πάτραν, καί έκαμε καί τόσαις
νίκαις εις τούς "Ελληνας, καί έσχότωσε καί τον Φλέσαν μέ
τούς πεντακοσίους, κα'ε δ Φλέσας ήμπορεΐ νά έσχότωσε
1000, καί έχαψε και τήν Καλαμάτα και τά στρατεύματα
.

έφυγαν, καί έχει τόσαις νίκαις καμωμέναΐς· θά έλθη καί
στήν Τριπολιτζα, και σαν έλθη στήν Τριπολιτζα πιάνει
καί το κάστρο, καί τότε χαλάει καί ολην τήν Πελοπόν­
Π

νησον, διατί είναι εις τό κέντρον. Μέ άπεχρίθηκαν, δέν έ­


Α.

χουν έξοδα* ’Απεκρίθηκα Ιγώ, Δότε μου τήν άδειαν, καί


μέ τόν λαόν τό χαλλώ διά πέντε ήμέραις* καί τότε δέν
ευρίσκει Μπραίμης νά κάμη φωλιά* καί τόν χτυπώ άπό
ολα τά μέρη* άν πεάση τήν Τριπολιτζα δέν του χρειά­
ζεται άλλη φωλιά διά νά χαλάση τήν Πελοπόννησον εάν
καί yaλάσωμεν τήν Τριπολιτζα δέν ευρίσκει φωλιά καί
τόν κατατρέχω μέ τά στρατεύματα τής Πελοπόννησου*
τότε ενόνονται τά στρατεύματα, άλλέοος δεν θά ένονον-
ται διατί θά φοβούνται άπό δλα τά μέρη* καθώς και
έγεινε.
Αυτοί ύπωπτεύθηκαν οτι έ·/ω μΐσος νά χαλάση ή Τρι-
πολιτζά, τά τείγη, καί άπεκρίθηκαν: νά ίδούμεν επήγα είς
10
= 146 =
10 "Αργος, έκαμα αναφοράν, έκαμαν καί άπό τήν Τριπο-
λιχζά, καί δέν άκοόσθηκα* τόχενες έμασα 8000 στράτευμα*
ήλθαν χά στρατεύμιχα εις συναπάνχησίν μου* Οι Άργιχαΐ
εις Νχύπλιον,οί Τριπολιτζώχαι είςχό "Αργος* τούς έλεγα,
Τρεξκτε αδέλφιά μου, νά μην μας πάρουν σκλάβους οί
’Αρακάδες, δεν έχομεν βοήθειαν εϊμή άπό χά άρματα'
μας*—Δοξολογίαις εις χόν ΰψιστον άνδρες καί γυναίκες*—
"Εστειλα διαταγήν εις ολας χάς επαρχίας καί έσυνάχθηκαν
διά τρεις ήμέραις 8000.—Όταν ήμουν άκόμα στην Τριπο-
λιτζα ήλθεν ή εΐδησις του Φλέσα1 έκαψε την Καλαμάτα 6
έχθρδς δυνατός* ε’κυρίευσε χήν Μεσσηνίαν* εγώ έπιασα χά
Δερβένια, έπέρασα καί άπδ χό Λιοντάρι, έφχιασα φούρνους,
διά νά κουβαλούν χροφάς εις χδ Δερβένι, έφχιασα ταμ­
πούρι δυνατό διά νά τον πολεμήσουν αυτός είχε κατασκό­
.
πους, καί είδε δτι ήθελε νά πέραση άπό χά Δερβένια μέ χα­

λασμόν "Ενας Τούρκος Λιονταρίχης, σκλάβος εις χήν Μπο-
λιανήν, ήχον φευγάχος εις χόν Ίμπραίμην,είπε’ Έγώήξεύρω
Π

ένα τόπον νά πάμεν άπό της πλάχαις, νά άναβουμεν εις χόν


απάνω κάμπον έτζι εγώ μήν ήξεύρωντας οχι θά περάση άπό
Α.

εκείνο χό μονοπάτι, όπου εγώ δεν έλπιζα ποτέ* — όμως μέ


παρεκίνησε οχι οί Μεσσήνιοι ήχον χραβημένοι εις χά βουνά,
καί έκίνησα, νά πιάσω εκείνην χήν θέσιν όπου έπέρασε*
οί Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν καί ώδηγούσαν χόν
Μπραίμην* έστειλα χάνυψίδια μου νά χό πιάσουν* εγώ έ­
κίνησα εις χά Σαμπάζικα μέ 80 ανθρώπους νά μαζώξω
χά χλώριά, νά πιάσω χάς θέσεις* ’Εξημέρωσα εις ένα χω­
ριό, είς τήν "Ακοβο, ήλθαν καί άπό άλλα χωριά νά πι-
άσωμεν τήν θέσιν* δέν έφθασαν χρετς ώραις τής ημέρας,
καί μέ τους οδηγούς τούς Τούρκους έπιασε χό βουνό
πριν νά παμεν ήμεΐς μέ στράτευμα. Ό κο'σμος όπου
= 147 =
^τον ει’ς τό χωριό σαν είδαν καί έκαβάλικε τό βουνά,
ετζάκισαν χ έφευγαν* χαΐ εγώ ήμουν σε μίαν £*χην, κ’
ερυγαν άπό ’μπροσθάμου. 0? Τούρκοι έμβαίνουν εις τήν
Μπολιανήν, χωρίο άπο 250 οίκογένειαις* οί πεζοί έβα­
λαν οωτιά εις το χωριό, οί καβαλαραΓοι έχυνηγοΰσαν τά
παιδιά νά τά σκλαβώσουν, άπ’ όπίσω ήρχετο τό στρά­
τευμα* ρίχνω μια μπαταρία τουρε'κια- οί Τούρκοι έ-
φοβήθηκαν καί εγλότωσεν εκείνος ό λαός, καί ητον τό με-
σημε'ρι. ’Εκείνο τό βουνό όπου ήμουν εγώ ητον δυνατό,
καί τής ευθύς έστειλα διαταγήν είς τό Δερβένι νά γυρίση
ολο τό στράτευμα κατ’ έμέ, διατί οί Τούρκοι ήλθαν άπό τήν
Μπολιανήν, και τρέξατε νά μήν πιάσουν τόν κάμπον Τά
στράτευμα ήτον ώραις εξ μακράν ένύχτωσε* κ’ εγώ έμεινα
τοποτηρητής, νά ίδώ οί Τούρκοι ποϋ θά κάμουν. Λαβαίνον­
.
τας τό γράμμα μου έκίνησεν δ Γ· Γιατράκος μέ 800, καί

τά άλλα έκίνησαν άπό κοντά, Γενναίος, Κολιόπουλος,
Κανέλος Δελιγιάνης, Παπατζώνης, Άρχαδινοί, Γκρίτζα-
Π

λης, οί Τριπολιτζώταις, ό Κολιός (έσ/νοτώθη)· έγώ ώπι-


σοδρόμησα μίαν ώραν κατά τόν δρόμον οπού ή'ρχονταν οί
Α.

δικοίμας· Μέ τά χαράγματα έφθασε δ Γιατράκος, έ'καμε


νά πιάση ένα χωριό, Δυράχι, έπειδή ύποπτεύθηκε μή πε­
ράσουν οί Τούρκοι κατά τό Μισερά* άνεχώρησε καί έπήγε.
’Εγώ έμεινα είς τήν ιδίαν τοποθεσίαν 'Ο ’Αντώνης ό Κολο-
κοτρώνης ποϋ ήξευρε τόν τόπον έπε'ρασεν άπό ένα μονοπάτι
καί έβγήκε μπροσθά άπό τούς Τούρκους. Τά σιρατεύμα-
τά μας ερχόντανε κοματιαστά. Ήλθαν άλλοι 1000 καί
τους έστειλα καί έπιαταν κάτι καταράχια, καρσί των 500
(Κανέλλος, Γεναίος, Γρίτζαλης, Παπατζώνης,)- ό Κολιό­
πουλος έρχόντουνε άπό κοντά με τούς Άρκαδινούς καί
μέ άλλα στρατεύματα, οί Τούρκοι έβγήκαν πρωί καί έ-
10*
= 148 ==
καμαν κατά μας* οχι κατά τδ Δυράχιον άπαντήδηκαν,
καί τά δικάμας δέν του; βάσταξαν,καί έκαμαν £ετιράδα κατ’
έμενα- ερχάμενοι εις εμένα τους αποφασίζω, στέλνω 3000
εις τήν ράχην νά του; βασταξωμεν εδώ. Οι Τούρκοι ηλ-
6αν ίσια μέ τον Γενναίον, καί έστάδηκαν. Δέν του; έδιδε
χέρι νά περάσουν εμπρός, διότι άφιναν τδ στράτευμα πίσω.
Έπιάσδηχαν πόλεμον μέ Γενναίον, Κανέλλον καί λοιπού;.
Οί δικοί μας έρτιασαν ταμπούρια οί 3000, καί τού; έ­
βαλε ευθύ; τΐ κανόνι, μά δέν τού; έκαμε τίποτες. Έγώ
επέρασα μισήν ώραν μακρυά, διά νά ήμαι αγνάντια του
πολέμου, κα'ι επρόσταξα τδν Κολλιόπουλον νά πάγη βοή­
θεια εΐ; το πρόποδον τοϋ βουνού, που ήτον ό Γενναίο; α­
πάνω, και έπήγε καί έπολέμαε καί δ Κολιόπουλος μέ
τούς Τούρκους. Ό Γενναίο; κατεβαίνει και του λέγει,
Μπάρμπα, τραβήξου άπ’ αυτήν τήν δέσιν, καί πήγαινε στοΰ
.

πατέρα μου, νά δυναμώσετε έχει. ΤΗλδε ό Κολιόπουλο;
εις εμέ* ήλδαν καί ’Αρκαδιανο!, καί ήμεδα ένα σώμα κα­
λό. Ό Γενναίος μέ τδ στράτευμά του πολεμεΐ ολην τήν
Π

ήμέρα' έριχναν μπόμπαις και κανόνια, πολεμάν δλην τήν


Α.

ημέραν. Ό Γιατράκο; όπου ήτον εις τδ χωριό σάν ηχού­


σε τον πόλεμον ήλδε μεντάτι από ένα μέρος- καί οί Τούρ­
κοι ήσαν πολλοί καί του έπεσαν επάνω καί τον χάλασαν.
Δέν μά; βόλιε νά του δώσωμεν βοήθειαν διότι ήτον
βράχοι στήν μέσην. Λαβώδηκε ό Γιατρα'κος, εσκόρπισε ε­
κείνο τδ στράτευμα* περιμένωμεν βοήδειαν καί άπδ τάλ-
λα χωριά, πλήν δέν ήλδαν. Γ0 Γενναίος μέ τούς άλλους
εις τδ Καταράχι έπολέμησε καί δλην τήν νύκτα’ μά οί
Τούρκοι δέν επήραν τά όμπρός. Τήν άλλην ημέραν στέλ­
νω τούς ’Αρκαδινού; νά πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα
τούς Τούρκους καί έπιασαν ολα τά καταράχια. Βλέπον-
= 149 =
τας Stι έστειλα νά πιάσω χό μονοπάτι, έκίνησαν οί Τούρ­
κοι έχει. Οί ’Αρκοδινοί άφου Ιπολέμησαν δέν του; βάσταξαν
καί ήλθαν κατ’ έμενα. Οί Τούρκοι έπήραν χόν κάμπον.
'Η καβαλαρία ή Τουρκική ήλθεν έως εις χό Λιοντάρι,
καίοντας τά χωριά’ Καμμιά δεκαριά χιλιάδες έτέντωσαν
άπο ταΐς πλάταις του Γενναίου σχόν κάμπον. Βλέποντας
εγώ εκείνους οχι έπλευρωσκν χά στρατεύματα χά έδικά μας,
έκατέβηκα μέ τον Κολιόπουλον ένα κάρχο μακράν άπό
τους Τούρκους νά τούς φοβίσω. Δυο μέραις καί τρεις
νυχχαις άπαυτα ό πόλεμος. Σάν ειοα οχι δέν εμποροΰσα
νά τούς κάμω βοήθειαν,— μιά βρυσοΰλα ήτον, δέν έκόχαγαν
νά σχείλουν νά πάρουν’ νερό, διαχ’ι τους έφευγαν δέν εί­
χα πολεμεφόδι* τροφάς, καί νερό—τους έκαμα σινιά-
λο νά φυγουν, μέ φωτιαΤς. Εις εκείνον χόν πόλεμον έ-
.
σκωχώθηκαν 5 δικοί μας,Τούρκοι άρκεχοί· έφυγαν οί έδικοί-

μας καί έτράβηξαν κατά χοΰ Τουρκολε'κα, κ’ έπήραν χά
Δερβένια* ’Ημείς έχρχβιχθήκαμεν κατά τήν Καρυταιναν,
Π

δπου ήχον χόπος δυνατός. Οί Τούρκοι έχράβηξαν κατά


χήν Τριπολιιζά, έμπήκαν εις τήν Τριπολιχζα· ’Όταν έ-
Α.

φόγαμεν χό βράδυ έστειλα νά κάψω χήν Τριπολιτζα, χόν


Τζό^ρην, καί δέν έπρόφθαοε’ Άρχίνίσε νά κάψη τήν πά­
λιν* έφθασε ό Μπραιμης καί έπήρε χής Τριπολιχζά'ς χό
πραγμα ολο' έκατσε ήμέραις δε'κα διά ν’ άναπαυθουν
χά στρατεύματα χου’ Έχείναις χαις δέκα ήμέραις εγώ
έσΰναξα Κολ’.όπευλον, Ιίανέλλον Δελιγιάννην, ΙΙαπατζώ-
νην—χήν νύχτα όπου έφυγαν έσκωτώθηκε ό Κολιός, οχι
άπό τούς εχθρούς—καί έγινήκαμεν ώς 4500’ έζυγώσα-
μεν κοντά, διά νά πιάσωμεν χά πόστα, νά μήν τραβήξν)
κατά χήν Καρυταιναν καί χαλάοη χαις χώραις- ’Ο Ζαι-
μης καί χό Άρ^ονχόπουλον ήχον εις χό Τορνίκι, ώς
— 150 =
2000. Οί Μιστριώταις χαΐ οί "Αγιοπετρίταις με τόν Ζα-
φειρόπουλον καί μέ τόν Π. Μπαρπιτζιώτην. 'Ο Ίμπρα-
ίμης έκίνησε, καί πάγει είς τό "Αργος· Άφίνει στράτευ­
μα εις την Τριπολιτζα, πάγει στήν Γλυκειά, (περιβόλι
■του Μιαούλη)· ήμεΤς σαν έμάθαμεν ότι ό Μπραίμης έκα-
τέβηκε στ4 "Αργος, τους έκαμα ένα στρατήγημα νά έβ-
γούν έξω άπό την Τριπολιτζά, νά τους πολεμήσωμεν καί
πηδήσωμεν μέσα’ έστειλα τόν Κολιόπουλον μέ 1000,
νά πιάση τήν μάννα του νεροϋ κρυφίως, που νά μή φαί­
νεται τό στράτευμά του’ τόν Γεναΐον εις τό περιθώρι μέ
2000, καί τόν Κανέλλον Δεληγιάνην Παπατζώνην καί
λοιπούς εις τό κέντρον, ψηλά είς του Αγίου Αθανασίου
τήν πόρταν, κρυμμένοι κ’ εκείνοι' έγώ στεχούμουν είς τό
κέντρον. Ό Κανέλλος, όπου ήτον είς τήν μέσην, νά βγά-
λη 50 ανθρώπους’ Οί Τούρκοι βλέπωντές τους ολίγους νά
.
βγουν’ ό Κολιόπουλος, Γεναΐος νά έμβοΰν ανάμεσα Τούρ­

κους καί Τριπολιτζά, καί νά έμβοΰν μέσα άπό του Λεον-
ταριοΰ τήν πόρταν. Τό στρατήγημά μου εγεινε άνωφε-
Π

λές. Οί Τούρκοι έβγήκαν ολίγοι καί δέν άφησαν τό κά­


Α.

στρο. έγεινε καμμιά ώρα άκροβολισμός, είδαν οι Έλλη­


νες δτι δέν έβγεναν καί έφανερώθηκαν, κ’ έπιασαν ταΐς
τάμπιαις οί Τούρκοι· Τήν ιδίαν ώραν λαβαίνω ένα γράμ­
μα άπό τήν Κυβέρνησιν άπό τ’ Άνάπλι· 'Η Κυβέρνησις
μας έγραφε, ότι ό Ίμπραίμης πάγει εις τήν Άκροκόριν-
θον, καί τα στρατεύματά μας νά παν κοντά. "Ημείς ούτε
πολεμοφόδια είχαμεν ούτε τροφάς,έτρώγαμεν κριάρια καίψά-
νη,διατί τά χωριά έφυγαν άπό τήν τρομάρα τους.Οί Τούρκο*
τής Τριπολιτζας γράφουν εις τόν Ιμπραίμην νά φθάση. Σάν
έλαβα καί το γραμμα άπό τήν Κυβέρνησιν διορίζω τόν
^1ΐί*’)ΐΡιον ’t0'1 Κολιοπουλον νά πάμε είς τους μύλους
= 151 =
ιοίις αφεντικού;, νά πάρωμε τζοπχανέ καί τροφαίς· Ά-
φίνω τύν Κανέλλον καί τ4ν Παπατζώνην μέ 1500, νά
φοβίζουν τους Τούρκους· εγώ μέ 300 έκίνησα νά χάμω
κατά την διαταγήν τής Κεβερνήσεω;· Εκείνην τήν ημέ­
ραν έρριξε ένα νερό καί έγεινε ένα πέλαγος' Οί άνθρω­
ποι περνούν άπ4 μερικά χωριά, πίνουν κρασί, τους πι­
άνει και έμέθυσαν, καί άργοπόρησαν νάβγοϋν είς τ4 Πατρ-
θένι' Έστειλα τόν Κωνσταντίνον Ζαφειρόπουλον, νά μέ­
τρηση τ’ ασκέρι τοϋ Κολιόπουλου, άπό κοντά επήγα καί
έγώ. Έτράβηξα νά ξεσημεριάσωμεν είς τόν ’Αχλαδόκαμ-
πον. Έγώ έκατέβηκα είς τό χα'νι του ’Αχλαδόκαμπου νά
ξανασάνουν τά στρατεύματα καί έγώ νά κινήσω, έγρα­
ψα εις τήν Κυβέρνησιν νά μού βγάλουν τζοπχανέδε; και
ψωμί είς τους μύλους τού; αφεντικού;, νά πάγω έπει­
.
τα είς τήν Άκροκόρινθον.

Ό Ίμπραίμης εκίνησε απί το "Αργος καί έκοιμήθη-
κε είς τά βρυσάκια· ό τόπος ήτον σκάπετα1 όταν έστεί-
Π

λαμεν τούς ταχυδρόμους, αυτοί συναπαντήθηκαν μέ τήν


μπρεστέλαν τοϋ Ίμπραίμη, καί έγύρισαν φεύγωντας όπίσω,
Α.

καί μας είπαν ότι έφθασαν οί Τούρκοι· ώργάνισα είς 4 κο­


λόνες το στράτευμα1 τδν Βασίλην τόν τουρμπετιέρη τ4ν έ­
στειλα νά μας κάμη σημάδι, άν οί Τούρκοι είναι ολί­
γοι, νά βαρέση τήν τρουμπέτα, εάν ολο το στράτευμα, νά
ρίξη ένα ντουφέκι· έπήγε κ’ έβριζε τό ντουφέκι' ό Κο-
λιόπουλος νά πάγη είς τήν Γύρα, ό Γ. "Δλωνιστιώτη;
νά πάγη τού Μπέγη στήν σκάλαν, και δ Γεναΐος νά
πιάση τοϋ Παρθενιού τήν στράταν, καί έγώ είς τήν ά-
κραν βλέπομεν καί ξαγναντάει όλο τ4 στράτευμα τού
Ιμπραίμη εω; 3000, καί έπεσε στόν κάμπον τοϋ ’Α-
χλαδοκαμπου’ τού; έκαμε 4 κολόνες κ’ ε’κεΐνος, έμοίρα-
= 152 =
σε χην πλειόιερη κ^βαλαρία κατά χην Γupoe. Οχ Ελλη­
νες εμού άποσταμένοι, εμού δέν είχαν ταμπούρια, έπει-
κασα δχι θά χαλασθοΰμεν, "Αν εϊ'χαμεν χήν εί'δησιν άπδ
την νύχτα, καί ήθελε χαμπουροθοϋμεν κα! έλθη και ό Ζα-
ίμης θά έπολεμουσαμεν καλά, έστοχα'σθηκα, τδ στρά­
τευμα νηκτικά κα! χωρίς τζοπχανέ* εβάρεσα ριχηράδα νά
γλυτώσω χό στράτευμα* 'Ο Κολιόπουλος Ιχράβηζε κα­
τά χδ μοναστήρι χδν "Αγιον Νικόλα, οπού ητον δυνατός
ό τόπος* βαρώ χήν χουρμπέχα νά σηκωθή καί ό Γεναΐος,
δέν θέλει νά σηκωθή· βλέπωντας ό Ίμπραίμης αύχδ oxt
μένει, έβαλε κολόναις κολόναις εις xiv άγριον τόπον* εγώ
εκ νέου διέταξα την διχιράδα* βγαίνωνχας εις τδ Παρθένι
μέ καμμιά εικοσαριά καβαλαρέους έπηγα νά πιω νερό
εις ένα χωριό, στα Ππερτζοβά* ό Γενναίος έ'πιασε ένα
καταράχι αντίκρυ χοΰ χωρίου σχήν κορρήν χοΰ βουνοΰ μέ
.
1500' έκεΐ που έπηγα νά πιω νερό δέν έυρα, καί ήχον

σκάπεχα μία βρυσούλα, καί επηγα νά πιω νερδ* Οί Τούρ­
κοι έσχάθηκαν στ’ αμπέλια χά Μπερτζοβίχικα, έως όπου
Π

νά βγουν ολοι* καί ή καβαλαριά ή Τουρκική Ισκόρπισε


σχδν κάμπον, καί μάς πλάκωσαν σχήν βρόσιν* τους
Α.

βάλλομεν σχδ τουφέκι , κ’ ερυγαν έχουρεκίσθημεν ,


στους 'Αγίους.......... έπηγα καί έκάθισα αντίκρυ χοΰ
Γενναίου* Οί Τούρκοι δέν εκστρατέυσαν- έμειναν έκεΐ
στ’ αμπέλια* χδν έβλεπαν χόν Γενναΐον, καί δεν χοΰ πή­
γαν άπάνω. Τδ δειλινδ έκάλεσα χδν Γενναΐον μέ χήν
τρομπέτα νά έλθουν σ’ εμάς, καί μέ χδ εσπέρας άνχα-
μωθήκαμεν* άνχαμόνωνχας τους λέγω: Ό Κανέλλος εί­
ναι έκεΐ θα^ρευμένος κα! ό Παπαχζώνης δχι οι Τούρκοι
εΐναι ολίγοι, νά πάμε έμπρδς νά τους σηκώσωμεν, διά
νά μήν τους κλείσουν οι Τοΰρκδι* έρθάσαμεν, χδν ίση-
= 153 =
κώσαμεν, καί έπήγαμεν κατά την Άλωνίστενα ολοι. Ό
Ίμπραίμης έμεινε στην Τριπολιτζά* έγραψα εις ταις έ-
παρχίαις και έσννάχθηκαν εις τά Δερβένια 7000' ήλθε
το ’Αρχοντόπουλο, δ Ζαίμης, καί ό Λόντος, καί εί­
χαν τά Λεβίδι μέ 2000 καί έγώ είχα 5000" τον Κο­
λιόπουλον, τάν Κανέλλον, τον Παπατζώνην, καί τα Κα-
ρυτινά στρατεύματα μέ τάν Γενναίοι/* έμάθαμεν άπά ένα
Τούρκον, δτι του ήλθε μεντάτι δ γαμβρός του μέ στρα­
τεύματα εις τήν Μοθώνην, καί θέ να κινηθη διά βοήθει­
αν τοΰ Ίμπραίμη* καί τότε έστειλα νά πιάσουν τά Δερ­
βένια, διά νά μή πέραση πράς βοήθειαν έγραψα ένα
γράμμα είς τά Δερβένια, νά έλθουν κ’ έκεΐ/οι εις βοή­
θειαν, διατί θά πιάσω τά Βέρβενα, κα! νά έλθουν είς
βοήθειαν, τόσον καί του Ζαίμη νά έλθη εις τήν πάνω Κ ρέ­
.
στα, καί τον Κολιόπουλον τάν έστειλα μέ 2000 νά πιάση

τά Βαλδέτζια, καί τάν ΓενναΓον καί τάν ΙΙαπατζώνην τον
έστειλα νά πιάσουν τά Τρίκορφα* καί τά βράδυ ήλθε δ Ζαί­
Π

μης είς τήν επάνω Κρέπα καί άναψαν φωτιαίς, ταϊς είδαν
οί Τούρκοι άπο τήν Τριπολιτζάν, καί ύπωπτεύθηκαν μή­
Α.

πως πιάσουν τά Τρίκορφα οι "Ελληνες, καί τήν αυγήν ά-


πεφάσισε δ Ίμπραΐμης, καί έστειλε ένα δύο χιλιάδες νά
πιάσουν διά νυκτάς τά Τρίκορφα* δ Γενναίος έκίνησε, δέν
έπρόφθασε νά πιάση τά ταμπούρια ολα, παρά τά μισά, καί
τά μισά επιασε δ Μπραίμης* άρχίνισε τάν πόλεμον* εγώ
εϊμουν εις τήν πάνω Κρέπα, οπού εύρίκοντο τά Καλαβριτινά
καί Κορίνθιανά στρατεύματα* ό Κολιόπουλος έκίνησε νά
έλθη μεντάτι είς τάν ΓενναΓον* έστειλε δ Μπραίμης τήν
καβαλαρίαν, δποΰ έθέρισε στον κάμπον* έπήγε στήν Σύλι-
μνα, ώπισθογύρισε τάν Κολιόπουλον, ήτον κάμπος καί δέν
ημποροΰσε ν άντισταθή δ Κολιόπουλος. Τά στρατεύματα
π= 154 ==
ήσ«» εις τά Βέρβενα 7000* ακόυσαν τδν πόλεμον χαί δέν
ήλθαν εις βοήθειαν άν αυτοί ήρχοντο εις βοήθειαν δέν έ­
στελνε ό Μπραίμης δλον τδ στράτευμα εναντίον του Γεν­
ναίου. Ό Ίμπραίμης δσον έστελνε άπδ Τριπολιτζά βοή­
θειαν, τόσον έστελνα κ έγώ άπδ τδ άλλο είς βοήθειαν των
έδικων μας. Ό πόλεμος διήρχεσε άπδ τήν αυγήν έως δύο
μετά τδ μεσημέρι, 9 ώραις- κανόνια έριχναν εναντίον τδ
ταμπούρι του Γενναίου- ό Γενναίος έβγήκι δυο φοραις άπδ
τδ ταμπούρι διά να τούς πάρη κανόνια- άλλ’ εδρισκε πολ-
λήν δυναμιν καί έγΰρισε όπίσω. Τά κανόνια των εχθρών
δεν έπροξενοΰσαν βλάβην. Εις τδ ταμπούρι εσκοτώθη δ
Παπατξώνης, καί άλλοι δύο τρεις σημαντικοί. Τά στρα­
τεύματα του Ίμπραίμη ήτον έ'ως 20,000" τδ ταμπούρι
οπού ήτον ό Γενναίος δέν είχε φόβον, καί άροΰ είδαν οί
Τούρκο: δτι δέν κάμνουν τίποτε άπδ έκεΐνο τδ με'ρος, έ-
.

έξαπλώθηκε εις ταίς πτέρυγες' δ Παναγιωτα'κης Νοταρα;
όπου βαστοΰσε τήν πλάτην τοΰ Γενναίου άνεχώρησε καί
έτζι έφυγε καί δ Γιάννης Νοταρας μέ μεγάλον κίνδυνον-
Π

επήραν τά οπίσθια του Γενναίου, καί άφοΰ είδαν, έφυγαν


άπδ τδ ταμπουρτ καί έκαμαν κατά μας. Ή καβαλαρία
Α.

τούς έφθασε, καί έκει έχάθηκαν 180, καί πολλοί σημαν­


τικοί αξιωματικοί, καθώς Γεώργιος 'Αλονιστιώτης, Κώ­
στας Μπούρα, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριστόδουλος Ναύτης,
Χρηστός Παναγούλιας, καί ολοι οί λοιποί "Ελληνες ήτον
διαλεκτοί, 110 άπδ τήν Καρύταιναν, καί 70 άπδ τα?ς λοι·
παϊς Επαρχίαις- έστειλα έναν Μπαϊρακτάρην Μιχαλάχην
τοΰ Ζαιμη μέ 30 άνθρώπους- έβάσταξε τούς Τούρκους,
καί έγλυτωσαν οί έδικοί μας. Τδ βράδυ επήγαμεν εις
τήν Αλωνιστενα- δ ίμπραίμης άφοΰ εϊδεν δτι ήτον έχει
στρατεύματα 'Ελληνικά, έπιασε τήν Πιάνα καί τδ Χρυ-
= 155 =
σοβίτζι μίαν ώραν μακρυά το ενα άπο τό άλλο, χαί εις τήν
μέσην είναι οι μύλοι τής Νταβιας* άρηχε τον Σουλεϊμάν
μπέη με 5000, χαί έφκιασε 12 ταμπούρια διά νά φυ-
λάγνι τού; μύλου;- 4 Ίμπραίμη; εξαπλώθηκε εις τού;
κάμπους καί έθέρισε τά γεννήματα, καί τα έμβασε εις τήν
Τριπολιτζά, καί έπήγε καί αύτ4; έχει. Εις τήν 'Αλωνί-
στενα έβγήκαν 100 Άράπιδε;, τού; έπήραν οι Έλληνες
και τού; εσκότωσαν ολους έκτ4; άπ4 τρεις τέσσερου; 4ποϋ
έφυγαν καί έδοσαν τήν είδησιν. Ό Ίμπραίμη; Ιμαθε οτι
εύρισκόμεθα ει; ’Αλωνίστενα,εχίνησε μέ ολον του τ4 στρά­
τευμα εις πε'ντε κολόναι;, καβαλαρε'ου; καί πεζού;- ειχα-
μεν σκοπόν νά ύπάγωμεν εις τήν Αημιτζάναν, άλλα δέν
έκαταρθάσαμεν. Τήν αυγήν έρύγαμεν καί άρήχαμεν τ4ν
Κολιόπουλον μέ 1000, καί έχει δεν έμπόρεσε νά βαστά-
.
ξη καί ήλθε στήν Βυτίνα, χαί άπο τήν Βυτι'να εϊ; τά Μα-

γούλιανα. Ό Ίμπραίμη; έχαψε τήν Βυτίνα καί ήλθε εις
τά Μαγούλιανα* εκεΐ δέν ήπορέσαμεν νά τ4ν βαστάξωμεν
Π

καί το στράτευμα έσκορπίσθη. Οί Καρυτινοι, σαν έμβήχεν


ό Ίμπραίμη; εΐ; τήν επαρχίαν του;, έπήγε ό καθένας
Α.

νά άσραλίαη τήν φαμελιάν του- οί Κορινθινοι άνεχώρη-


σαν ό Αόντος άνεχώρησε καί αυτός- έμείναμεν κατά πε-
ρίστασιν έγώ, δ Ζαίμης, Κανέλλο; Δεληγιάννης, Κολιό -
πουλος, ’Αναγνώστη; Παπασταθόπουλος, καί ’Αποστόλη;
Κολοχοτρόνης* έπήγαμεν εΐ; τά Λαγκάδια* ήλθε ό Ζα-
χαριάδη; μέ τά γράμματα, διά νά ύπογράψωμεν τήν ά-
ναροράν, καί νά ζητήσωμεν τήν ύπεράσπισιν άπο τήν ’Αγ­
γλίαν* έπειδή καί δέν ήμπορούσαμεν έξ αιτίας των πε­
ριστάσεων νά ένωθοϋμεν δλοι καί νά ύπογράψωμεν τήν ά-
ναφοράν, ΰπογράψαμεν οί εξ χαί έβάλαμεν καί όλων των
άλλων τάς υπογραράς* εΐ; εκείνην τήν περίστασιν εΐμε-
15G
Οα απελπισμένοι, τά ύπογροίψαμεν τα εδωσαμεν εις τον
άπεσταλμένον άνθρωπον, και επήγε στήν Ζαχυ/θον. Ο
Ζαίμης άνεχώρησε διά τά Καλάβρυτα- ό Γενναίος έπήγε
οιά νά εύρη τον ulov μου Κωνσταντίνον εις του Ψα-
θαρη με τ4ν Κανέλλον και έπήγαν επήραν ταΐς φα-
μελιαΐς, καί ταΐς έπήγαν είς Ναυπλιον. ό Ιίολιοπουλος
έπήγε εις τό Παλούμπχ, έπήρε τήν φαμελιάν του χαΐ έ­
πη γε στην Μονεμβασία, καί έχζι διελύΟη αυτό το σώμα,
καί έμεινα μέ 30 ανθρώπους, καί Ιπέρασα κατά τό Φα­
νάρι* άπό έκεΐ έστειλα διαταγάς, καί είς τρεις ήμε'ρας
έμαζοόχθηκαν 2000* έκεΐνο όπου έχάλαγε τό μυαλό τοΰ
Μπραίμη ή τον που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδον καί
είς δυο ήμε'ρας έσυστενα άλλο' "Ο Ίμπραίμης έπήγε στην
επαρχίαν Καρύταινα, έπήγε έως στά Καλάβρυτα, Στρέξοβα
καίοντας και σκλαβονωντας* έλεηλάτησε έως εκεί, καί έ-
.

γυρισε όπίσω στην Τριπολιτζά- άπό έκεΐ μονονυχτίς έπή­
γε είς τόν Μιστρα, έσκλάβωσε, έλεηλάτησε, καί έκεΐ
ήλθε πάλιν είς τήν Τριπολιτζά, καί άπό έκεΐ έχίνη-
Π

σε διά τά ΜοΟοκώρωνα* άφηκα ταΐς 2000 είς ταΐς


Α.

Καρυαΐς* έπήγα έγώ είς τά Βέρβενα, διά νά έμ-


ποδίοω νά διαλυθούν οί 5000 συναγμένοι έκεΐ* μόλις
είδαν τους Τούρκους έιζάκισαν είς τά Βέρβενα έκλεί-
σθηκαν καί μερικοί* ο ’Ανδρέας παιδί του Κοντα'κι, έ-
πολέμησαν, έσκότωσαν 15, καί οί Τούρκοι έμβήκαν είς
τήν Τριπολιτζά έπήγαμεν είς τον "Αγιον Πέτρον, καί
διελύθη τό στράτευμα* ό Ίμπραίμης καταβαίνοντας είς
τα Μοθωκόρωνα, έκτυπησε τό στράτευμα δποΰ είχα
αφήσει είς ταΐς Καρυαΐς, τούς έκτυπησε δέν τούς έκα­
με τίποτες, καί άνεχώρησε διά τήν Κορώνην. Έσκο-
τώθηκαν Ττΰρκοι 70.
= 157 =
Ίδοΰ πώς εκτάθηκε ή αρχή τής άναφορας διά τήν
ύπεράσπισιν τής ’Αγγλίας· μία φορά έλαβα ενα γράμ­
μα άπό τον 'Ρώμαν, καί μου ελεγε* δτι ώμίλησε μέ
τον νΑδαμ. Ό Άδαμ τοΰ είπε, δέν ήτο δυνατόν νά ά-
ποσπάσωμεν τόν Κολοκοτρώνην άπό τό αρχοντικόν κόμ­
μα; Τό κόμμα αυτό ένομίζετο Άγγλοδιωκτικό καί 'Ρωσ·
σολάτρικο καί αυτό τό διέδιδαν ο[ Μαυροκορδατισταί* μοΰ
έγραψε ό ’Ρώμας καί μοΰ έλεγε τά βσα τοΰ είπε, καί
νά τοΰ γράψω ίδιοχείρως τό φρόνιμα μου1 εγώ τοο ά-
πεκρίθηκα, δτι δεν είμαι ’Αγγλοδιωκτικός καί 'Ρωσσο-
λάτρις άλλα είμαι φίλος εκείνοι» όπου θέλει νά κάμη
τό καλόν της ττατρίδος μου, καί γίνοο εγγυητής εις
τήν εξοχότητά τοο τον "Αδαμ, καί δ "Αδαμ άς γείνη
εις την αυλήν του διά τά φρονήματα μου" 'Ο "Αδαμ έστει-
.
λεν ειδησιν εις τήν ’Αγγλίαν, καί μέ μερικόν καιρόν έκρα­

ξε τόν 'Ρώμα, έκλείσθηκε δυο ήμέραις, έκαμε τό σχέ­
διο των άναφορών, καί τήν έστειλε τήν μίαν νά τήν υπο­
Π

γράψω εγώ, καί τήν άλλην έ Μιαουλης* τήν ΰπογρά-


ψαμεν. ’Εννοείτο τό έθνος συνασμένου εις Συνέλευσιν,
Α.

καί έτζι τό Βουλευτικό τό Εκτελεστικό υπόγρα­


ψαν ώς άτομα, όχι ώς διοίκησις· ελεγε δτι τόν πα­
ρόντα νόμον νά εκτελεσουν οί πρόεδροι τής ξηρας καί
τής θαλάσση:: υπογράφθηκα Πρόεδρος των ενωμένων ε­
παρχιών τής Στερεας Ελλάδος, καί άρχιστράτηγος τις
Ελλάδος· Μιαουλης πρόεδρος των νήσων, καί ναύαρ­
χος των κατά θάλασσαν Ελληνικών δυνάμεων. Αυτήν
τήν πραξιν τής άναφορας διά τήν Αόνδραν, τήν επικύ­
ρωσε τό έθνος εις τήν συνέλευσιν τής ’Επίδαυρου καί
τής Τροιζήνος.
Έκαμα διαταγαΐς Μιστρά, Μονεμβασσιά, "Αγιο Πε'-
= 158 =
τρο, καί έσύναξα δέκα χιλιάδες, καί ήλθα καί **»-
ασα τά Βερβενα, χα ή γερόντισσα ή μάννα μου (είχα
ενα καπετάνιο Χιμαριώτη μαζη της) ^λθε Γεωρ-
γίτζι :.al έπέρασε στήν άκραν του Μιστρδ,, διά νά
-ΐοάοη στ’ Άνάπλι, χαί είχαμε καί τά δύο του Σε-
.ετζίμπεϊ παιδιά από τήν Τριπολιτζα ενεχυρον^, ^τά
έβαλα εις ένα τόπον καί φυλάχθηκαν έως ποΰ τ άλ-
λάξαμ.εν μέ τους δύο Ζαφειροπουλους άπό τόν Ιμπρα-
ίμη, καί έπήγα καί άφνικα τό στράτευμά εις τα Βερ­
βενα, καί έπήγα νά επισκεφθώ την φαμελιαν μας, δυο
ώραις τά Βερβενα άπό τόν "Αγιον Πέτρον*' το στράτευ­
μά είδε μπουχό τής Τριπολιτζα; στόν κάμπο καί εί­
πε πώς είναι στράτευμα, καί εσκόρπισαν, καί όταν έ-
γύρισα τους απάντησα’ είδα δτι δέν έκανα δουλιά, £-
στειλα εις τήν Κυβέρνησιν οτι νά κάμουν στρατιώτας στ’
.
’Ανάπλι, καί νά δώσουν του Λόντου, Γενναίου, Κανέλ-

λου πληρωτικοΰς καί τότε στε'λνω, έχοντας εκτελεστι­
κή δύναμι, καί μαζώνω καί άλλα στρατεύματα, έτζι ήλ­
Π

θαν καί έσυνάχθημεν εως τέσσερες χιλιάδες, ήλθε δ


Λόντος, δ Κανέλλος, κ’ έγινήκαμεν ώς τε'σσαρες χιλι­
Α.

άδες’ ήτον εις τόν "Αγιον Πέτρον’ Τότενες Ιδωκα δια­


ταγή του Αντωνη Κολοκοτρόνη του νά έοχωνται νά
πέρνουν τζοπχανέδες, νά χτυπούν άπό ολα τά μέρη· καί
έπερναν σημαίαις, έσκότοναν, μας ήφερναν κεφάλια, καί
έπλήρονχ ενα τάλλαρο τό κεφάλι’ ενα τάλλαρο τ’ α­
γόραζα άπό τούς στρατιώτας, καί τά έστελνα, καί τό-
τενες ήλθε ο Μπραιμης μέ ολον του τό στράτευμα ει’ς
τήν Τριπολιτζα, καί άφηκε τήν δύναμιν εις τους Μύ­
λους Δαβιά , και εις την Τριπολιτζα , καί έκινησε
μέ τριαντα χιλιάδες κατά του Μιστρα εγώ έκείναις
= 159 =
ταΐς ώραις έτυχα να ήμαι στ’ Άνάπλι, διά ύπόθεσιν
του στρατεύματος καί νά δώσω γνώμην καί τη; Κυ-
βερνήσεω; διά τροφάς καί πολεμοφόδια, καί έτζι αποφά­
σισα μία επιτροπή τ4ν Κωνσταντίνον Δεληγιάννη κ’ έναν
άλλον 'Ρουμελιώτην μέ τό ίδιον όνομα, καί ’Αναστάση
Λόντον, και τους έστειλαν εις τό Άστρο; καί έκαναν τρο-
φαίς, καί έπλήροναν καί τους λουφεντζίδες, καί οσοτ
μπουλουξίδες έρχοντο, τό μηνιάτικό τους έπερναν τεσκε-
ρέ, καί έπληρόνονταν εις τό Άστρος· εγώ έβγήκα εις
τό Άστρος- εκεί μου ήλθε ή είδησις οτι ο Ίμπραί-
μης πάει εις τόν Μιστρα, καί έγραψα του στρα­
τεύματος νά κίνηση διά τόν Μιστρα* καί έμβήκα
εις ένα καίχι, καί έβγήκα εις τό Λενίδη διά νά συ­
νάξω στρατεύματα’ έτζι ήκολούθησε· όταν έπήγα είς
.
τό Λενίδι έκαμα 200 Λενιδιώταις , καί έβγήκα εμ­

πρός, καί αντάμωσα καί τό άλλο στράτευμα, έως
4000’ Ζαίμης, Λόντος, Γενναίος, Πιναγιωτάκης Νοτα-
Π

ράς. Ό Ίμπραίμης έπήγε έως άπ’ έξω άπό την Μο-


νεμβασία καίοντας· έγύρισε εις τήν απιδιά, έχώρησε τόν
Α.

γαμβρόν του μέ 1000, καί ήλθε είς ένα χωριό’ ημείς


τόν έβαρέσαμεν, 4 σκοτομένοι, καί έτράβιξε σ’ ένα βου­
νό' έκαμε σενιάλο, καί ήλθε τακτικό εις βοήθειαν του’
έπολέμησε μέ τόν Γενναίον, καί τόν Ίωάννην Νοταρά'
άπό έχει τά στρατεύματα τά Τούρκικα έκινήθηκαν είς
τό Γεράκι, καί οί έδικοί μας είς του Κοσμά· έδιέτα-
ξα ολα τά στρατεύματα κατά τόν Άγιον Βασίλειον, νά
αναχωρήσουν, καί νά έτοιμασθώμεν είς πόλεμον- όλοι οί
μισθωτοί άνεχώρησαν μέ τά φορτηγά έως 3000, καί
έμειναμεν μόνον μέ 1000' οί Τούρκοι δεν ήλθαν νά
πολεμήσωμεν' ίτράβηξαν είς τό Μαραθωνήσι, έπήγε είς
= 160 =
■tjv ΓΙολυτζάραβον εκεί απάντησαν τούς Μανιαταις, έ­
καμαν πόλεμον δυναιόν, καί οί Τούρκοι οπισθοδρόμησαν’
εις διάρορα μέρη ^υνατ* έχλείσθήχαν οι εοικοι μας, καί
πολέμησαν χωρίς νά τους κάμουν οι Γοΰρκοι τίποτες·
έτράβηξαν έπειτα διά την Τοιπολιτζά, έβγήχαμεν
καί ημεΐς είς τά Βέρβενα , και τότε άνεχώρησε ο
Ζαίμης κατά τά Καλάβρυτα, ό Νοταρας διά τήν Κό­
ρινθον καί έσυναζαν στρατιώτας διά να αντισταθοΰν τους
Τούρκους άν έπήγεναν είς τάς επαρχίας των’ εως όπου έ­
στιασαν τά Τζιπιανά Κορίνθιοι, εγώ, δ Γενναίος καί ό
Λόντος έμείναμεν είς τά Βέρβενα. ό Θεόδωρος Γρίβας
έρχεται από τό Ναύπλιον μέ 300 ανθρώπους " είς τά
Δολιανά. Τότε άποφάσισα κα! περνώ 200 ανθρώπους
διά νά πάω είς τούς Μύλους της Δαβιας, άρηκα τόν
Γενναΐον, τόν Λόντο, καί τόν Κανέλλον είς τά Βέρβε·
.

να καί τούς είπα, οτι είς τόσα'ς ήμέραις θά ίδήτε ρω-
τιαΐς, νά έχετε βάρδια καί οταις ρωτιαις έδήτε μέ το-
σαις χιλιάδες είμαι καί νά κάμετε καί σείς ρωτιαις διά
Π

νά καταλάβωμε οτι τάς ίδατε’ Καί αυγήν θά χτυπή­


Α.

σω τούς Τούρκους είς τούς Μύλους καί εσείς όλονυχ-


τής νά πιάσετε τά Τρικορρα, καί νά εμποδίζετε κάθε
βοήθεια οπού θα έλθει από την Τριπολιτζά· έπήγα είς
τά Δολιανά έπήοα τόν Θ. Γρίβα κοντά μέ τούς 300
άπό τά Δολιανά, έπέρασα είς τά Τζιπιανά καί τούς εί­
πα: αν ιδήτε εις το δείνα βουνό ρωτιαις νά κίνηση ε­
κείνο τό στράτευμα διά νά πιάση τήν ίίανοχρέπα’ I-
πήγα είς 'Α,λωνίοτενα, έστειλα πεζοδρόμον είς τόν Ζα-
ιμην όπου ήτον είς τά Καλάβρυτα καί του έγραρα, μια
ώρα άρχήτερα νά έ'λθη μέ βσους είμπορέσεf ήλθε μέ
600 ο Ζαιμης και είχα και 1400 καί έγεινήκαμε/
= 161 =
2000 είχα σκοπόν νά χτυπήσω τους Μύλους της Τα-
βιάς διά νά τούς κόψω ταϊς ζωοτροφιαϊς· ερώτησα με­
ρικούς Τούρκους, όπου επιασοιν οι Έλληνες, πόσοι
ήτον εις τά ταμπούρια τά Τούρκικα, καί μέ άπεχρίΘη-
καν οτι ήτον μόνον 800· έκαμα τά σημεία και τά
διάφορα στρατεύματα ήλθαν και επιασαν τάς δέσεις, ό­
που τούς ιιχα εΐπεΓ, μέ τά χαράματα, δ Θ: Γρύβας
έζήτησε την θέσιν όπου ήτον ό Χασάν-μπεϊς, τού έδοσα
οδηγούς καί έπηγε' ό Βασίλης Άλωνιστιώτης μέ τούς
άλωνιστιώτας έπηγε εις τό πλευρό του, καί τόν Άντώ-
νη τόν Κολοκοτρόνη τόν έστειλα είς τό Χρισοβίτζι μέ 500
διά νά τούς πέσουν άποπάνω άν δοκιμάσουν οί Τούρ­
κοι νά έβγοϋν άπό τά Ταμπούρια διά νά υπάγουν είς
βοήθειαν των άλλων Τούρκων δποϋ έμελλε νά κτυ-
.
πήση δ Κωνσταντίνος Άναστόπουλος της αδελφής μου

τό παιδί· εγώ και δ Ζαίμης μέ 200 έσταΟήκαμεν εις
τήν μέσην τής Πιάνας καί των 'Αλωνιστιωτών έμοιρα-
Π

σθήκαμεν είς πέντε θέσεις1 είς τήν Πιάνα είναι ένας πα-
λιόπυργος, καί δ ToDpxei τόν είχαν φκιάσει ως κάστρο,
Α.

ήτον 130 Τούρκοι* εκείνους είχα είπε: νά βαρέσουν τήν


νύκτα ή είς τήν ράχην ή είς τό χωριό' ή μια δέσις
άπό τήν άλλην δποϋ έβαστούσαμεν ήτον μακριά 10
λεπτά.
Ό Κωνσταντής καί δ Λεχουρίτης εκατέβηκαν μέ τά
χαράματα είς τό χωριό, τό όποιον ήτον χαλασμένοι
άπό τούς Τούρκους έπίτηδες, διά νά μή τό πιάσουν οί
Έλληνες· είς τά πρόποδα του χωριού ήταν δύο λόχοι
Τούρκοι.
'Ανοιξε τό τουφέκι είς τήν Πιάνα, ημείς εκινησαμεν
είς βοήθειαν, οί δυο λόχοι ήλθαν επάνω ει’ς εμάς. Οί
11
= 162 —
Τούρκοι βλε'ποντα; έμα; 10 καβαλαρέου; ενομισαν πω;
είαεΟα πολλοί καί έτράβηζαν, οί 'Αλωνιστιώται; ίλθαν
άπύ ταίς πλάται; των Τούρκων, ό Γρύβας δέν έσταθ/ικε
νά πολεμήση άφ’ ου είδε τδν Σουλεΐμανπεϊ- ό ’Αντώνη;
Κολοχοτρόνη; μέ τύν Κολφίνον Πετιμεζα ερίχθηχαν
νά πιάσουν τύ χεφαλόβρυσον, τού; Μόλοι»;· δέν ήμπορε-
οαν νά περάσουν άπο τά Τούρκικα Ταμπούρια* ο Μπαϊ-
ρακτάρη; ό εδικό; μου καί τοϋ Ζιίμη πλησιάζουν εις τά;
πτέρυγα; των Τούρκων, ό Μπαϊραχτα'ρη; του Ζαΐμη του;
έπρωτοτζάκισε, άφού εσχότωσε τρεις μέ τήν λόγχην τοΰ
Μπαΐραχιού1 οί Τούρκοι έμβήχαν είς αταξίαν, άπδ τού;
δύο λόχου; τέσσαροι μόνον έγλύτωσαν, έπήραμεν 1G
ταμπούρλα καί τήν σημαίαν των* οί Τούρκοι όπου ήτον
κλεισμε'νοι εί; τον Παληόπυργο έτζάχισαν, καί τού; έ-
σκότωσαν ολου; 130. Τ4 σωμάτων ϋερβε'νων ήλθε εί;
.

τήν προσδιωρισμενην θε'σιν των Τρικόριρων- ήτον ’Αρχηγοί
Λόντος, Γιατράκος,Κανέλλο;,Γενναίος και Χατζή Μιχάλης
μέ την καβαλαριάν1 Είκοσι καβαλαρέοι ήιον ή πρώτη φορά
Π

δπού άρχήσαμεν νά κάμωμεν καβαλαριάν οί Τούρκοι


τη; Τριπολί’ζάς έκίνησαν εί; βοήθειαν των Τούρκων
Α.

οπού έπολεμούσαμεν ημείς" έκτυπήθηχαν καί οπισθοδρό­


μησαν άπο την καβαλαριάν τήν έδικήν μα;, τότε έπρό-
φθασε καί δ Νοταρά; εί; τήν ’Απάνω-χοέπα* άπο τήν
Τριπολιτζά καί άπό τήν Σύλιμνα έβγήκαν καί έκτύ*
πησαν τον Γενναιον εί; τά Τρίκορφα αντίκρυ τής Συ-
λιμνα;" επειτα από μιαν πεισματώδη μάχην έτράπησαν
εί; φυγήν. Έσκοτώθηκαν εω; 70· ,επιάοθηκαν 9 καί 4
ταμπούρλα1 τού; έπήραν καί ενδεκα ταμπούρια καί τ4
καστρακι τη; Συλιμ,να;, απο τόν χαλασμόν των δέν
έπρόφθασαν νά εμβουν εί; τήν Τριπολιτζά1 ό Άρ-
— 163 =
χηγδς των Τούρκων έστειλε 4 καβαλαρέους διά νά δώση εί-
δησιν τού Ίμπραίμη, δ οποίος εύρίσκετο εις τήν Μεσσηνία/
καί Ιτοιμάζετο νά πάη νά χαλάση τά Σουλιμοχώρια. Ο
Τμπραίμης έκίνησε εις βοήθειαν των αποκλεισμένων Τούρ­
κων εις τήνΤαβιά. δ Γενναίος δέν είχε πλέον πολεμοφόδια καί
ψωμί καί έπήγε εις τδ Βαλτέτζι και εγώ εις τδ Διάσελο τής
Άλωνίστενας. Τήν τρίτη ημέρα διέταζα τδν Γενναΐον να
πα'ρη τδ σώμα του καί νά πάη εις τους κάτω Μύλους
κατά τήν Συλίμνα* έκεΐ έπήγε, έπολέμησε 4 ώραις καί
έκυρίευσε τά οχυρώματα χαίωντας και τους Μύλους,
έφονεύθησαν υπέρ τους 50 και έκυρίευσαν τά Ταμπού­
ρια* τδ άλλο μέρος ημείς καί δ ’Αντώνης Κολοκοτρό-
νης, Γκολφΐνος, Γρύβας, Νοταρόπουλος, Τζόκρης έχαλά*
σαμεν τους επίλοιπους μύλους, καί τους έκλείσαμεν εις
.
ένα Παλιόκαστρο, ιι’ς ένα βράχο όπου η το ν αδύνατον νά

άνέβη κανένας, ειχαμεν γνώμη νά τούς’ κόψωμεν τδ νε-
ρδ καί εις δύο ήμέραις νά προσκυνήσουν, άλλ’ εις αυ­
Π

τήν τήν στιγμήν μας κάμνει φανδ δ Γενναίος οτι


Ιφθασε δ ’Ιμπραίμης, καί έτράβηξε κατά τά Βέρβενα δ Γεν­
Α.

ναίος* ήλθαν 2000 καβαλαρέοι, έπήραν τούς Τούρκους


τούς κλεισμένους καί τά στρατεύματα τούς έπήγαιναν
πολεμώντας άπδ τά πισινά* έπήγαμεν, άναχωρήσαμεν διά
τά Βέρβενα, καί τδ Νοταρόπουλο καί δ Τζόκρης έμει­
ναν εις τά Τζιπιανά. Εις τδν κάμπον τής Ταβιας έ-
χαλάσαμεν 8 ή 9 μύλους, άπδ έκεΐ άλεθαν καί I-
πήγαιναν εις τήν Τριπολιτζα* Τακτικοί Τούρκοι έχά-
θηκαν εις τρεις ημέρας καί εις τάς διαφόρους θέσεις
500, ταμπούρλα 20, πολλά μουσκέτα, σημαίαις 4,
άλογα, αξιωματικοί πολλοί* ημείς έπολεμούσαμεν έκεΐ,
αλλά εις ολα τά μέρη, εις δλας τάς επαρχίας έκτυ-
11*
= 164 =

πσυντο οί Τούρκοι και δέιι ελειπε ημέρα όποΰ νά


μή σκοτόνωνται Τούρκοι* γράρω εγω όμως εδώ οσας
μάχας ήμουν παρών καί ώδηγούαα εγω· αυτός vitov
ο μόνος τρόπος να κτυπουν τους Τούρκους, επειδή
διά νά συστήσω γενικόν στρατόπεδον δέν ήμπορού-
σα , ά διότι δέν είχα ζωοτροφίας, β'. πολεμοφόδια
καί γ\ διότι ήτον τό μόνον άδυνατον νά νικήσωμεν τους
Τούρκους μέ παρατεταγμε'νη μάχη διά τδ πολυάριθμον
του εχθρού- άλλά είχα δώσειδδηγίας νά κτυποΰν
πάντοτε τδν εχθρόν άπδ εμπρός,άπό πίσω, από τά
πλευρά, τήν νύκτα νά τούς πεύτουν εις τό ορδι, νά καί—
ουν οί έδικοί μας τοίς ζωοτρορίαις 'όταν δέν ήμποροΰ-
σαν νά ταίς πάρουν διά νά μή ταΐς άρήσουν εις τους
Τούρκους· καί μέ τούτον τόν τρόπον έχαλιώντο πολλοί
Τούρκο: χωρίς νά γ άσωμεν Έλληνας. Πολλοί έρώνα-
.

ζαν τότε, κχΓή ιδία ή Κυβέρνησις μ.έ εγραφε νά συ­
στήσω' γενικόν στρατόπεδον, καί νά κάμω ενα γενικόν
πόλεμόν· αυτό! όμως οεν ηςευραν την καταστασιν μας
Π

διότι οί Τούρκοι είχαν πιάσει τό κέντρον καί δέν μας


Α.

άρηκαν ποτέ νά συγκεντρωθουμεν 10 και 15 χιλιάδες νά


άντιιταραταχΟοϋμεν εις τον εχθρόν κάθε επαρχία ερρόν-
τιζε διά τήν ΰπεράσπισίν της· έπειτα ό τόπος είχε I-
ρημωΟή, ό πόλεμος δέν άρινε νά καλλιεργήται, ψωμί
δέν ευρίσκαμεν, ή Κυβέρνησις ή τον μόνον διά τό' όνο­
μα, διότι δέν είχε καί εκείνη καί δέν μας έστελνε, μό­
νον με άστάχυα, ψάνι, καί μέ κρέας έζουσαμεν 20 καί
30 ήμέραις. καί άν έκάμναμεν καί £να γενικόν πόλεμον
και ε’χάνοντο 4 ή 5 χιλιάδες ήτον αδύνατον νά ματα-
μαζεύσω στράτευμα έν ω εάν έχάνοντο καί δε'κα, δε-
καπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες ερερνεν άλλους ό Ίμ-
= 1G5 =
πραίμης* εί; αυτήν τήν περίστασιν οί χζοπάνιδες μα;
εβοήΟησαν πολλοί, διατ’ι ολο μέ τά ζωντανά του κόσμου
εβαστιέτο στρατόπεδο* εις αυτούς τού; άκροβολτστι-
κου; πολέμου; ολοι ευδοκίμησαν, ολοε πλήν κατ’ εξοχήν
ο Άντωνάκη; Κολοκοκρόνης, ό Κορέλα; άπό τδ ’Αρκου­
δορέμα, δ Παπά Δημήτρη; άιτδ τδ Χρυσοβίτζι* έσκό-
τοναν πότε 20, πότε 30, 40, 50* είς δλαις ταΤ; έ·
παρχίαις απαντούσε άντίστασι- οί Άρκαδινοί καί οί Κον-
τοβουνήσιοι χα! δλοι οί Μεσσήνιοι, έπήγαιναν είς τά Μοθω-
χόρωνα καί τού; ε’κτυποΰσαν τούς Τούρκου; καί τού;
έσκότωναν καί τού; έπερναν πότε 20, πότε 30, 40,
μουλάρια, καί έτζι εζοΰσαν, διατΐ μισθδν οί Πελοπον-
νήσιοι δέν επήραν παρά άπδ τά Τούρκικα λάρυρα έζού-
σαν* οί κάτοικοι των επαρχιών έπήγαιναν είς ενα βουνδ,
.
έρχονται οί Τούρκοι, έρευγαν καί έπήγεναν εί; άλλο

βουνδ, δλα αύτά έγινοντο εις τά 1826.—’Επειδή τού
έχάλασα τού; μύλου; τού Ίμπραΐμη δέν είχε πλέον
Π

πώς νά έχη ζωοτρορίαις* άνοιξε δρόμον άπδ τά Μο0ω-


κόρωνα έως τήν Τριπολιτζά, καί άπδ τήν Μεσσηνίαν
Α.

έστελνε ρορτηγά μέ ζωοτρορίαις, ειτιασε εις τού Ίσσαρι


Χα! έκαμε στρατόπε'δον* άροΰ μέ αύιον τδν τρόπον ε­
φόδιασε διά κάμποσον καιρδν τήν Τριπολιτζά καί άφη-
κε καί 5,000 φρουρά, αυτό; Ισυνάχθηκε εί; τά Μεσ-
σηνιακά φρούρια. — Άροΰ έμαθα άπδ ζωντανού; άράπιδε;
πού έπιαναν οί "Ελληνες οτι δ Ίμπραίμη; έτοιμάζεται
διά νά περάση άπδ τήν Γαστούνην καί νά ύπάγη εί; τ4
Μισσολόγγι, έγραψα είς τήν Κυβέρνησιν καί τού; έδιδα
γνώμην μέ δύο γράμματά μου, δτι νά μού διόσουν τήν
άδειαν νά υπάγω είς τήν Γαστούνην ή άλλον νά στεί-
λουν διά νά σηκάισουν ολαι; τα?; ζωοτρορίαις οπού εύ-
= 166 =
fίσκοντο εις τήν Γαστούνην xal να ταΐς έμέάσουν εις τδ
Μεσολόγγι , καί άν ήθελαν με άχούση δ θεός ήξεύ-
ρει πώς ήθελε γυρίσουν τα πράματα, διατί τδ Μισο-
λόγγε δέν ήθελε πέσει έχοντας ζωοτροφίας· είχαν καιρδν
20 ήμέραις, τους έδοσα τήν είδησιν προτήτερα· εφόδιασε
τά τρία φρούρια μέ στρατεύματα καί ζωοτροφίας, χαΐ
έχίνησε διά τήν Γαστούνην· οι ΓαστουναΤοι, άλλοι έπή-
ραν τά βουνά, χαϊ άλλοι έκλείσθηκαν εις τδ Χλομο ΰ-
τζι, άπδ ταΐς ζωοτροφία!; άλλαις έχαψε χαί άλλαις έβά-
σταξε χαί ταΐς έπήρε στδ Μισολόγγι.
Τότενες οί ΓαστουναΤοι σάν έκλείσθηκαν εις τδ Χλουμού-
τζι δέν είχαν τ’ αναγκαία, χαί είχαν πολλά γυναικό­
παιδα και όλίγαις τροφαΐς· Βλέποντας άπδ τδ Χλου-
μούχζι οί ΓαστουναΤοι ο τι είναι πολιορχιμένοι, άπεφα'σι-
σαν τριακόσιοι νά πέσουν εις τδ στράτευμα του εχθρού,
.

να πέσουν έξαφνα, νά βαρέσουν τούς εχθρού;' χαί νά έ-
πιστρέψουν εις τδ Κάστρο χαί τού; έκχύπησαν τους
Τούρκου; χαι έχάλασαν πολλούς· όμως έπιασε ένα νε-
Π

ρδ τδ βράδυ, καί έγύρισαν χαι έχλείσθησαν εις ένα χω­


Α.

ριό χαί τούς έκοψαν όλους. Τούρκους έσχότωσαν όσους


ήμπόρεσαν καί εκείνοι έχάθηκαν, έπαραδόθηκαν χαί εις τδ
Χλουμούτζι' ήχον και δ Μιχαλοίκης Σισίνης έκεΐ.—Έσυναξε
τ άρματά του δ Ιμπραίμης χ’ έπήγε στδ Μισολόγγι’ τδ τί
έγίνηκε στδ Μισολόγγι είναι γνωστό, καί άλλη ιστορία
τδ λέγει’ Εσμιξε μέ τδν Κιουτάγιαν, άλλη ιστορία θέ­
λει σημειώσει τήν γενναιότητα του Μισολογγιοΰ’ Πέρ-
νονχας τδ Μισολόγγι έχασομέρησε πολλά όλίγαις ήμέ-
ραις, ήμεΐς εΐχαμεν συνέλευσιν εις τήν Πιάδα.
Οντας δ εχθρδς έλειπε στδ Μισολόγγι, έπεριφιρό-
μουνα ένα γύρο τήν Τριπολιτζά, καί έπίίγα καί εύρη-
= 167 =
χα xi στενέ αϊτέ τά Άγιγεωργίχηχα καί Μπερχζο-
6a, άχαγα χά σπίτια άπ4 τούς Τούρκους, Ιμέχρησα
διά νά χάμω δρδ! έχει, διατί ήχον χειμώνας, xal έ-
χαχέβηχα στους Μύλου; τούς εθνικούς, καί έστειλα εις
χήν Κυβέρνησιν νά μέ δώχη χροιάς, xal πολεμοφόδια,
νά συνάξω σχραχιώχας εις έχεΐνα χά χωριά, που εί­
ναι μιάμιση ώρα άπέ χήν Τριπολιχζά, που νά εύρω
χαιρδν νά πηδήσω με'σα’ και ή Κυβέρνησις μου είπε νά
έμβώ μέσα είς χδ Άνάπλι* καί έγώ χής άπεχρίθηκσ,
δέν είναι ώρα νά έμβώ είς χέ Άνάπλι, πλήν άν μου δί­
νετε εκείνο που θά είπώ, διά νά ήμπορέσω νά χάμω
βλάβην εις xiv έχθρέν, είς χήν Τριπολιχζά,—καί Ιχζι μοΰ
υπεσχέθηχαν, καί άρχησαν νά μου στέλνουν ζαϊοέ, καί
xiv έμεχακόμιζα είς το χωριέ εκείνο, που έφτιανα χό
.
όρδί* έκαμα προσταγή εί; ολαις χαΐς έπαρχίαις καί έσυ-

νάζονχο, χήν μίιν μεριά έσύναζαν σχραχιώχας, καί χήν άλ­
λην τους έστελναν χροφάς* χότενες είχαν xiv Κως-χντή
Π

Μαυρομιχάλη στελμε'νον, ποΰ ήχον ένα μέλος χή; Διοίκησε-


ως, μέ χαμμιά εκατοστή άνθρώπους,κα! έπήγα είς xi Άχλα-
Α.

δόκαμπο σχήν μέσην καί του έδιδα κ’ έχεινοΰ χροφαϊς, καί


ακούοντας ή εφημερίδες οτι μοΰ στέλνουν ζαϊρέδες διά^χήν
Τριπολιχζά —διά xi ρεσάλτο,— χο έβαλαν σχαΤς έφη-
Ι^ερίδαις καί έλεγαν, οτι ό γενικές άρχηγές έσυμφώνησε
μέ χήν Κυβερνησιν νά τοϋ δώσουν ζαϊοέ και πολεμοφό­
δια νά ρεσαλχάρη χήν Τριπολιτζα, καί ή ε’φημερίδαις έ-
ξεδόθηκαν πριν ετοιμασθώ, χέχοια μυσχηχότητα είχαν, έ­
διδαν είδησιν χοΰ έχθροΰ·)έκείναις χαΐς ήμέραις ποΰ έγώ
έσύναζα χά στρατεύματα στέλνουν γράμματα άπέ χήν Κυ-
βερνησιν ό Πετρόμπεης καί δ υιός χου Γεωργάχης, ποΰ
είχαν συμφωνήσει είς το Νιόκαστρον όταν τον άλιχόχησαν
= 16S =
oil μέ τρόπον κατά τόν σκοπόν του; έστάλθη άνθρωπος,
(διά νά τούς ξεπατήση εις την Τριπολιτζα ) (Ιδώκαμεν του;
2όο πασάδες, καί έπήραν τον Γεωργάχην Μαυρομιχ άλην
καί Ίατράκον), στέλνουν τον Φιλήμονα καί περνάει άπό
τούς Μύλους και πάγει εκεί όπου ήτον ό Κωσταντής δ Μαυ-
ρομιχάλης μέ τά γράμματα καί χάβεται ένα ήμερόνυκτο
εί; τήν Τριπολιτζα νά τοϋ κάμη την άπάντησιν ό Τούρ­
κο; κουμαντάντη; όπου ήτον εκεί, καί τούς έκαμε τήν άπό-
χρισιν κλειστήν, ώ; του έγραφαν καί εκείνοι, καί εγύρι-
σε εις τον Άχλαδόκαμπον μέ τά γράμματα καί ήλθε
νά έμπαρκαρισβή εις τους Μύλους διά τ’ Άνάπλι· έγώ
τον έρώτησα — ποϋ ή'σουν ; — εις τήν Τριπολιτζα μέ
γράμματα' — Ποιδς σ’ έστειλε ; — ή Κυβε'ρνησις. Τότενες
είπα* δτι εγώ συνάζω στρατεύματα καί τροφαϊς, καί είμαι
αρχηγοί, καί κάνει μυστικαΐς όμιλίαις μέ τούς Τούρ­
.
κους; σχίζω τά γράμματα, δε'ρνω καί τδν Φιλήμο-

να' άκούωντας ή Κυβε'ρνησις δτι έκαμα τοιουτο πράγμα,
τής κακοφάνηκε καί μου έγραψε πληκτικό γράμμα* εγώ
Π

τους άπεκρίθηκα, δτι τό χρέος μου είναι ώς άργηγός νά


Α.

γνωρίζω τί κάνει ή Κυβε'ρνησις μέ τον εχθρόν· έγώ νά


παιδεύωμαι. . ..
Έγώ άρχησα τήν δουλειάν μου καί είχα συναγμέναΐς
5000 στράτευμα, καί σκάλαις και άνε'βηκα στό στρατο­
πέδου, καί διαμοίρασα μίαν ήμε'ραν, ανήμερα τά Χριστοό-
γενα, γιά τί ήτο σκάπετα άπό τήν Τριπολιτζα τό στρά­
τευμα τό δικόμας, έμοίρασα τό στράτευμα μέ αρχηγούς·
έστειλα τον Νικήτα άπό τήν πόρτα του Μιστρά, τόν Γεν-
ναΐον άπό τής Καρύταΐνας τήν Πόρταν, τόν Κωσταντή
Μαυρομιχαλη από των Καλαβρύτων τήν Πόρταν, καί τόν
Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον μέ τούς 'Αγιοπετρίταις άπό
= 1 GO =

τοΰ Σαραϊου τήν πόρταν, χαί ταΐς άλλαις πόρχαις με άλ­


λα κουμάντα, και έδιαμοίρασα τα?ς σχαλαις εις τά κου­
μάντα, δποΰ ν’ άναιβοΰν ε?ς το κάστρο, καί εγώ έμεινα
μ’ ενα σώμα, διά νά δίδω βοήθειαν χ’ εχινήσαμεν όλοι
μαζή, χαι δίαν έζυγώσαμεν εις τήν Τριπολιτζά χαποί-
οι προδόταις, ήχον νύχτα, έτριψαν δύο ντουφέκια, σενιαλε
τοΰ εχθρού* έμπήκαν χαΐ δύο Βούλγαροι, ποιδς τούς έ-
σχειλε, αγνοώ* είπαν οί προδόταις, απόψε θά σας γε'νει
ρισάλτο* έβ^ήχαν οί Τούρκοι στά τείχη, παιδιά, γυναίκες
καί έσκουζαν ώς τήν αυγήν. *0 Νικήτας εβαλεν άποχάχω
σχάλαις, — καί βλέποντας δχι είμεθα προδομένοι μέ τά
ξημερώματα ριτιράραμεν. Οί Τούρκοι τό πρωί είδαν
δχι δέν είναι σχρατεύμαχα, καί έχτόπησαν τούς Τριπο-
λιτζώχαις Λάμπρο 'Ριζιώτην* ό Γενναίος τούς έπήγε μεντά-
.

τι, είχαν σκοτωθή από τούς Τριπολιτζώταις 10* ό
Γενναίος από ταίς ρίζαις βλέποντας εκίνησε μεντοίτι·
έ'ιζι άπεχόχαμεν άχό ταΐς προδοσιαις, δέν ήμπορέσαμεν
Π

νά κάμωμεν δουλειά. Έσυνάχθημεν όπίσω εις τά χω­


Α.

ριά, καί άρχησε δ κόσμος νά φεύγη* εγώ έχράβηξα νά κα-


τεβώ εις τό Άνα'πλι, νά δμιλήσωμεν διά νά κάμωμεν
Συνέλευσιν, διότι ή Κυβε'ρνησις σχανικώς εν αν χρόνον έ­
πειτα άπό τδν διορίαν έκυβέρναε. Νά εΐπώ, Τί προδοσί­
ας είναι τούχαις; καί νά δμιλήσωμεν τόν κίνδυνον τής
Παχρίίος. 'Η Κυβε'ρνησις χάνει μίαν διαταγήν, δχι κανείς
στρατιωτικός νά μήν πάγη σχό Άνάπλι, διότι δέν είναι
δεκτός. Τόχενες, βλέποντας τήν διαταγήν, έγραψα εις τόν
Ζαιμην καί εις ταΐς έπαρχίαις νά συναχθουν νά κάμω­
μεν Συνέλευσιν εις τό “Αργος* άρχήνισαν καί οί πληρε­
ξούσιοι, ήρχοντο εις τό “Αργος καί συνακούσθημεν νά πά-
μεν ιΐ; τήν Πιάδα, καί εχινήσαμεν και επήγαμεν ήλθαν
= 170 =
καί άπδ τά νησιά του Αιγαίου πέλαγους, και ο\ Πίλο*
ποννήσιοι καί έκάμαμεν συνέλευσιν'—τότε εκαχαρασθη η
συνέλευσις χδν Ύψηλάντην—ερχόμενοι εκεί άρχησαμεν
χαϊς έργασίαις, καί είχαμεν έκχελεστιχήν δυναμιν χ4ν Αν-
δρέα Λόντον, πρόεδρον χδν Γέρο ΙΤανουχζον,—διαχι ή­
θελαν μέρος νά βάλουν χδν Πεχρόμπεην, μέρος χδν Ζα-
ίμην, διά νά παυτούν χήν φαγομάρα έβάλαμεν χον Πα-
νοϋχζον πρόεδρον χής συνελευσεως- καί εις χαΤς έργα­
σίαις επάνω, είχε μέρος ΓΡουμελιώχαι; εις χό μέρος του,
καί είπε δ Ύψηλάντης, δέν δεχόμεθα χήν πρόσκλησιν
δποϋ έκάμαχε σχλν Λόνδραν μέ μιά φωνή άποκρίθηκαν,
Τδ έθνος εκείνο όπου Θέλει έκαμε, καί εκείνος δέν μπο­
ρεί νά κα'μη χή; γνώμη; χου πράγμαχα-—δέν χδν ήθε­
λαν μέ χελειόχηχα διά "Ελληνα· οί Ρουμελιώταις μέ χΑν
"Γψηλάνχην, ήτον δ Γχουρας κλ.
.

Τότε έσηχώθηκα όρθός καί είπα' δεν είναι δίκαιον νά
καταδιώξωμεν χδν Ύψηλάντην* διότι, με φαίνεται, αρχή;
νά έχετε γράμμα άπδ χδ μακαρίτην χδν άδελφόν χου,
Π

καί πώς νά χαχαργήσωμεν τδν άδελφόν χου άπδ χήν


Α.

^Ελλάδα; καί μέ άλλους λόγους τους καχεπεισα" αλή­


θεια άνχιστάθηκε, άλλ’ ά; ΐδοΰμεν καί χά καλά,—έκατόρ-
θωοα καί έγεινε συγκατάβασις, έπεριορίοθη εί; ένα χρό­
νον ή κατάργησις, καί άχολουθουσαμεν χάς πράξεις μας.
Την ημέραν των Βαίων έκαμαν γιουρούσι στδ Μισο-
λόγγι οί ήρωες χου Μισολογγιου, σέ τόσαις χιλιάδαις
άσκέρι, σέ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλαριά- έγλυτω-
σαν 2000, καί χδ γυναικόπαιδο έγεινε θύμα- μα; ήλ­
θε είδησις, μεγάλη Τεχράδη, εις χδ λειδινδ, που είχε παυ­
σει ή συνέλευσις, καί εί'μεθα εις κάτι ίσκιου;, μάς ήλθε
είδησις οχι χδΜισολόργι έχάθη· έτζι έβάλαμεν τά μ«ΰ-
= 171 =
ρα όλοι, μισή ώρα έστάθη σιωπή που δέν εκρινε κα­
νένας, άλλ’ έμέτραε καθένας μέ τΑν νουν του τΑν άφανι-
σμόν μας· βλέποντας εγώ τήν σιωπήν έσηχώθηκα ε’ς χΑ
πόδι, καί τούς ώμίλησα λόγια διά νά εμψυχωθούν* τους
είπα δχι τΑ Μισολόγγι έχάθη ένδόξως, καί θά μείνη
αιώνας αιοίνων ή άνδρία* εάν βάλοψεν χά μαΰρα καί
όχνεύσωμεν θά πάρωμεν χΑ ανάθεμα καί θά πάρωμεν χΑ
άμάρχημα χών αδυνάτων όλων* Μέ άπεκρίθηκαν* χί νά κά-
μωμεν χώρα, Κολοκοτρώνη ; Τί νά χάμωμεν χοΰς λέγω;
Τήν αυγήν νά χάμωμεν συνέλευσι νά άποφασίσωμεν Κυ­
βέρνησή πέντε, εξη, οχτώ άτομα διά νά μάς κυβερνήσουν,
και νά διαλέξωμεν καί άτομα νά αποφασίσουν νά άντα-
ποκρίνωνται μέ χά έξωχεριχά, που τότε ήχο περασμένος κα!
ό μινίστρος Κάνιγγ εις χήν Κωνσταντινούπολιν* ή επιτροπή
.
τής συνελεύσεως διά χά εξωτερικά νά δίδη λόγον εις χήν Κυ-

βε'ρνησιν, χα! εις χΑν λαΑν,χα'ι ήμεΓς οί άλλοι νά σχορπίσω-
μεν εις ταις Έπαρχίαις καί νά πιάσωμεν γενικώς χά άρμα­
Π

τα, ώ; χά πρωτο-πιάσαμεν ει’ς τήν Έπανάστασιν. Και έτζι


χήν αυγήν χήν μεγάλην πέμπτην έσυνεδριάσαμεν καί άποφα-
Α.

σίσαμεν ενδεκα μέλη ’Επιτροπήν Κυβερνήσεως, και πρόε­


δρον χόν Ζαίμην, Π. Μαυρομιχάλην, ’Αναγνώστην Δελι-
γιάνην, Γεώργιον Σισινην, ’Αν. X. Αναργύρου, Δ. Τζαμα-
δάν, Σ. Τρικούπην, Α. Μοναρχίδην, καί Π. Δημηχρακό-
πουλον, Άνδρέαν Τσκον καί Ίωάννην Βλάχον* ή διάρκεια
τής ’Επιτροπής εως είς χήν 1.7βριου 1826. καί τότε, άν
γλυχώσωμεν, συναζόμεθα κα'ι χελειώνομεν χήν συνέλευσιν* —
26 ’Απριλίου ή προχήουξις. "Εκαμαν καί μιαν άλλην Επι­
τροπήν τής συνελεύσεως διά νά άνταποκρίνεχαι μέ χάς ξένας
δυνάμεις, Παλαιών Πατρων Γερμανόν, "Αρτας Πορφυριον,
Π. Νοταράν, Α. Κοπανίτζαν, "Αναστ. Λόνχον, Γ. Δαρει-
= 172 =
ώτην, Σ. Καλογερόπουλον, Γ. Αίνιάν, Βασ. Μπουδουρην
Έμ. Εένον, Ν. 'Ρενιέρην
Ειχαμεν τΑν Γενναΐον εις τό Άνάπλι διά νά μήν γείνη
Αντίστασις* ή νέα Κυβερνήτες δέν άπάντησεν εναντιότητα
καί έμβήχαν ε’ς το Άνάπλι1 μπαίνοντας μέσα άρχίνη-
σαν τά έδικά τους" εύγήκα στο "Αργος, έσυναξα στρατεύ­
ματα χαί πάω εμπρός· έταξαν του Γενναίοι) νά τΑν κά­
μουν φρούραρχον καί τότε ήθελαν νά χα'μουν τΑν Λόντον.
Έγραψα τον Γενναίοι), έβγα νά γλυτώσωμεν τήν πατρί­
δα, καί αυτοί δ,τι θέλουν ας κάμουν καί έτζι έκίνηοε
και ό Γενναίος· έσύναξα έως χιλίους στρατιώτας κα! I-
πιασα ένα χωριό είς τό μπουγ^άτι, εξ ώρας από τό
"Αργος, κατά τήν .... άπόλυσα τζαουσάδες καί
έμάζοναν σφαχτά, έγραψα καί είς τους Κορινθίους νά συ-
ναχθοΰν διότι ό Ίμπραίμ Πασας θά εΰγη από τό Μι-
.

σολόγγι* Ό Ίμπραίμης έβγήχε μέ δλο ταυ τό στράτευ­
μα είς τήν Πάτρα χαί είπόθηχε δτι έβγήχε καί μέ τά
στρατεύματα του Κίουταχή- είδησις ψεύτικη, γιατί δ Κ>-
Π

ουταχής έχίνηοε διά τήν άνατολιχήν Ελλάδα- σάν Ιπέρα-


Α.

σε δλο τό στράτευμα είς τήν Πάτρα, Ιχίνησεν αμέσως χαί


έκαμε όλα του τά στρατεύματα κατά τήν Πάτρα* δ κό­
σμος καί δ λαός Ισυνάχθηκε καί έπιασε τά βουνά μέ παι­
διά τους, γυναικόπαιδά τους καί πράγματά τους, καί έ­
φυγαν δύω τουρκοι πελοποννήσιοι άπό τό βουνό Χελμό
καί επρόδωσαν είς τόν Ίμπραίμη- έπήγε δ Ίμπραίμης είς
τό Χελμό καί τουφέκτ δεν απάντησε πουθενά, καί έσκλά-
βωσε περίπου άπό δύω χιλιάδες γυναίκες καί παιδιά, καί
έπήρε καί 4UOO.......... καί άλλοι άνεμοσκορπίσθησαν, και
έδόθηκε φήμη δτι έοκότωσαν 5000. Οί Καλαβρυτινοί είς
τήν Καρύταΐνα είς τό Λεο/τάρι, είς τήν Μάνην κατέφευ­
γαν ή Έπαρχίαις καί έπήρε ορίκη όλη ή Πελοπόννησος,
καί δ Ίμπραΐμης ήλθε εις τήν Τρεττίλιτζα- καί εγώ μα-
0αίνοντας τήν εώ'ησιν τούτην είχα δύω χιλιάδες καί
έπεράσαμεν άνχίκρυ άπδ τήν Τριπολιχζα νά ΐδοΰμεν
που Θά κινηθή, καί ε’ιραβήξαμεν σχής Καρύταινας τήν ε­
παρχίαν.
Ό Ίμπραΐμης μέ χδ στράτευμα χαχέβηκε Καρύταινας
κάμπο και Λεονταριου, εγώ Ισχειλα τον Γενναΐον μέ 500
νομάτους καί επιασαν τήν Σχεμνίχζα, χωροπούλα δυνατή,
διά νά κλεισθή με'σα, άν ελθγ) δ Ίμπραΐμης απάνω του’
άπδ τήν Σχεμνίχζα εω; το δρδί 4 ωραις, καί εγώ έκρύ-
φθηκα μέ τδ λοιπδ στράτευμα, άν ίίώ τους τούρκους νά
χτυπήσουν τον Γενναΐον νά τους πάρω άπδ πίσω* δ Ίμ­
πραΐμης δεν ήλθε διά τον Γενναΐον- έμαθε δτι τά γυ­
.
ναικόπαιδα έπήγαν κατά τήν Μάνην καί ε’κεΐ ακολούθη­

σε- τδ δρδί τδ είχε εις τον κάμπον- ό λαδ; ακούοντας
οτι δ Ίμπραΐμης έβγήκε εις τά πισινά χωριά καιοντας, έ-
Π

τραβήξανε κατά τήν Μάνη ώς όπου έγύρισε τδ στράτευ­


μά του’ έτράβηξε διά τήν Μεσσηνίαν, καί ’Αρκαδινοί καί
Α.

οί ’Ανδρουτζάνοι, ακούοντας τήν φθοράν του άπάνω κόσ-


σμου, έτραβοΰσαν κατά τήν Μάνην, κάπου έγινε καί του­
φέκι, κάπου έσκλάβωνε" έρρηςε τδ δρδί του εις τδ Νησί
τής Καλαμάτας. —"Οταν έλειπε δ Ίπραίμης εις τδ Μισο-
λόγγι, οί Μανιάταις έφκιασαν εις τδν 'Αρμυρό, δπου είναι
των Καπεχα^άνων τά σπίτια, ένα ταμπούρι - δυναχδ άπδ
τδ πέλαγος έως εις τδν βράχον, έχράχιε έως ενα μίλι,
καί έκίνησε μία φορά καί έπηγε καί τδν άντέκρουσαν οί
Μανιάταις, καί έσκόχωσαν αρκετούς, καί ώπισθοδρόμη-
σεν εγώ εκαχέβηκα μέ τδ στράτευμα έως 3000 είς τά
Δερβένια, καί τού; άρηκα εκεί, καί έπήρα μόνον 80 άν-
= 174 =
θρώπους καί έχατέβηκα εις τήν Μεσσηνίαν καί ετραβηζα
ολο τήν άχρη, διότι ήτον τδ όρδί του Ίμπραίμη είς τδ
Νησί, χαΐ εις τον δρόμον π;ΰ έπάγαινα έβανα τήν τρο­
μπέτα διά νά μέ γνωρίση δ κόσμος, χαί μέ εγνώρισαν
και τούς έμψύχονα νά πάνε πίσω στα σπίτια τους, καί
έπήγα είς τό Αρμυρό καί έγραψα εις οΛους τους τόπους
3τι οί Πελοποννησιοι γυρίζουν είς ταίς έπαρχίαις, καί
έτζι έγύρισαν ολοι, τά γυναικόπαιδα στά σπίτια, οί άν-
δρες είς τδν πόλεμον. Έστχθηχα οχτώ ήμέραις μή
ματαδοχιμάση δ Ίμπραίμης νά έλθη είς τήν Βέργα- δ Ίμ­
πραίμης έτραβήχθηχε καί έπήγε είς τά κάστρα διά νά ά-
νασάνη τδ στράτευμά του καί νά άρήσουν τά γυναικό­
παιδα. ’Εγώ έγχαρδίοισα μέ λόγους τούς Μανιάταις καί
έσυνάχθηκαν πολλοί είς τδ 'Αρμυρδ, καί εγώ έπήγα είς
τδ στράτευμα, στά Δερβένια του Λεονταριου, καί τδ έ-
.

σήκωσχ τδ στράτευμα καί έπήγα είς του Μάνεσι, α­
νάμεσα Λεονταριου καί Μιστρά, καί έστειλα καί ήλθαν
τά στρατεύματα τά μιστριώτιχα, ολοι ήμεθα 4000’ τρο-
Π

φάς είχα άπδ τδ Μιστρα' δ Ίμπραίμης έστειλε τδν Κε­


Α.

χαγιά του νά ματακτυπήση τήν Βέργα είς τδ Άρμυρδ,


καί άπδ πίσω έστειλε δύναμι έως νά έβγή και δ ίδιος'
μαθένοντας δτι ό Ίμπραίμης έχει νά πάγη είς τήν Βέρ­
γαν νά ποΛεμήση, ο τι ό έχθρδς έρχεται έπάνω μας καί
νά έλθήτε μεντάτι’ λαβένοντας τήν είδησιν τούτην έκίνησα μέ
2000" τδ διάστημα όμως μας έστειλε μακρυνδ, ΙΟ ώραις.
Γην είΟησιν μου έστειλαν—Οί Τούρκοι έπήγαν, άντικρού-
σθηχαν απο τούς Μανιαταις καί (οπισθοδρόμησαν—οί Τούρ­
κοι μιαν ώραν άπδ τήν Βέργαν κατά τήν Καλαμάταν—
έρθασαμεν καί ήμεΐς είς τήν Γ^ά/ιχζα, μακρυά άπδ τδ
στράτευμα τδ τούρκικο μία ώρα· Κινώντας ημείς έβάρεσα
= 175 =
την τρομπέτα διά να κίνηση το στράτευμά μα;· δεν ήλ-
πίζαμεν να ακούσουν οί Τούρκοι τήν τρουμπέτα, διότι ητον
σκάπετο" ’Ακούοντας οί Τούρκοι την τρομπέτα έτραβίχδη-
καν μίαν ώραν μακρύτερα εις τό Ποτάμι της Καλαμάτας,
όπου ητον κάμπος" αν επρόρδανα εις τόν καιρόν όπου έπολε-
μοΰσαν οί Τούρκοι με του; Μανιάταις ήδέλαμεν τους κλείσει
καί ήδελαν σκοτωδή πολλοί, οί Τούρκοι μετά δυο ήμέρας ά-
νεχοίρησαν διά τό Νησί, άνεχώρησα καί εγώ εις τό Μά-
νεσι όπου είχα τό επίλοιπο στράτευμα, διατί δέν είχα τρο-
φάς νά σταδώ εκεί" περάσοντας δέ<α η δεκαπέντε Ημέρας
ό Ίμποαίμης έκώησε τήν καβαλαριάν νά έμβη εις τήν
Μάνη** από τό Αρμυρό" καί τό πεζικόν στράτευμα τό
έμβαρκάρισε εις τά καράβια καί τό έξεμπαρκάρισε εις τό
Βηρό, ει’ς την τζίμοβαν πλευρά" οί Μινίάιαις έπετάχδη-
.
καν καί η γυναΤκες, καί έπελάγοσαν του; Τούρκους

και τους Ικαμαν πολύ άρανισμόν, άντεστάδηκαν καί εις
τήν Βε'ογαν εις τήν Καβαλαρίαν, καί άφοϋ ίδε ό Ίπραί-
Π

μης ότι δέν κάμνει τίποτε έτραβίχδηκε εί; τά Μεσσηνια-


Α.

κά φρούρια^Είς τό Μάνεσι έκαμα 10 ήχέρα'ς, έ«εΐ έλαβα


ένα γράμμα από τους οπλαρχηγούς τους ’Ρουμελιώταις, όπου
ητον εις τό Ναύπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας
Μπότζαρης, Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος καί άλλοι
οπλαρχηγοί άπό τήν φρουράν του Μισολογγιοΰ, καί μέ έγρα­
ψαν νά υπάγω νά όμιλήσωμεν νά ένωδοΰμεν ολοι, καί νά πά-
ρωμεν μέτρα ολοι συμρώνως,καί νά βαρέσωμε τόνέχδρόν’άρη-
κα αντιπρόσωπόν μου εις αυτό τό στράτευμα τόν Γεωργά-
κη Γιατράκο, καί έγώ έπηρα 50 νομάτους καί έπήγα
εις τό "Αργό;" έκεΐ έστειλα εις τό Ναύπλιον καί ήλδε εις
τό Αργος ό Καραϊσκάκης, Τζαβέλας καί λοιπο'., ό Κώ­
στας Βότζαρης καί μερικοί άλλοι τούς κράτησε ό Ζαί-
= 176 =
μ-η; καί τούς έκαμε νά μήν έλθουν νά ένωθούμεν τά στρα­
τεύματα^ Η σταφίδες έκόντευαν νά γενοΰν, δ Γιάννης και
ό Παναγιώτης Νοταράδες, άρχησαν νά τρώγουνται* ή αι­
τία ήτον, αυτή ή επαρχία της Κόρινθον, τό μεγαλήτερον
μέρος, ήθελε αρχηγόν τον Παναγιώτην, δ Γιάννης έπή-
ρε μισθωτούς καί υποστηριγμένος καί άπδ τήν Κυβέονη-
σΐν ήθελε νά ύποχρεώση τήν επαρχίαν νά ήναι υπό αυ­
τόν, καί όχι ύπδ τον Παναγιωτάχη, καί ετζι άρχησαν
καί πολεμούσαν άνάμεσόν των, μέ έκραξε ή Κυβέρνησις
νά πάω μέσα εις τό Ναύπλιον εγώ τούς είπα οτι δέν
ήμπορώ νά έμβω μέσα, αλλά νά έλθουν εις τήν Άρια
νά όμιλήσωμεν ήλθε δ Ζαίμης, δ Π: Μαυρομηχάλης, Βα­
σίλης Μπουδούρης, καί ά'λλοι διοικηταί ήλθαν είς τήν ‘Ά­
ρια. Μου έζήτησαν γνώμην του νά έβγη δ Ζαίμης νά πάη
.
νά σβύση τον εμφύλιον πόλεμον είς τήν Κόρινθον. Εγώ

τούς είπα'νά μήν έδγη δ Ζαίμης, άλλά νά γράψουν μίαν
διαταγή είς τον Γιάννη, και μιά είς τον Παναγιώτη, και
Π

νά λέγη οτι* αύτου έρχεται δ Γενικός Αρχηγός καί νά τον


ακούσετε είς ο,τι σας είπε:1 και δ Ζαίμης ώς πρόεδρο; νά
Α.

μήν εβγή διά νά μήν χαλάση καί ό'γι νά φκιάση· δέν μέ


ακόυσαν* πηγένοντες μέσα όρδίνιασαν τα στρατεύματα τά
Ρουμελιώτικα, καί έκίνησε δ Ζαίμης νά πάη είς τήν Κό­
ρινθο. Εγω έμεινα εις τό’Άργος.—όΌταν άνταμώσαμεν μέ
τόν Καραϊσκάκην καί λοιπού; όπλαρχηγούς, ώρκισθήκαμεν
να ε’ίμεθα ολοι ένωμένοι, νά νιχήσωμεν τόν έγθοόν, νά
στειλωμεν μιαν επιτροπήν ε^ς τήν Βοστίτζα καί Κόρινθον,
καί δσα συναχθούν νά πληρωθούν όσοι κινήσουν κατά τού
εχθρού) ο Ιμπραιμης ήλθε τότε εις τήν Τριπολιτζα, ε-
κίνη« κατά τόν Άγιο Πέτρο καί εκατέβηκε είς τό Ά-
στρος ο Παναγιώτη; ΖαφειρόποίΜος μέ έδωσε ειδησιν, έ-
= 177 =
στειλα τόν Νικήτα μέ 200 καί έκλείσθηκε εις το Κα-
στράκι. Οί Τούρκοι επηραν ολην την Τζακωνιά πλαστρί' έ-
γώ πε'ρνω 100 ανθρώπους και πηγαίνω εις τα χωριά
της ΚορίνΟου όποΰ είχα γράψει νά έλθη ό Γενναίος καί
Κολιόπουλος” τον Γενναίο·; τον έστειλα ρεέ 1,000 εις
βοήθειαν εις τό’Άστρος, ήλθε καί ό Ιίολιόπουλος μέ άλλους
1,000, τόν έστειλα καί αυτόν, έρθασε καίό Κανελλος
Δελιγίάννης μέ 500, τριακοσίους έστειλε είς βοήθειαν του
Παναγιωτάκη, δ.ότι οί Δεληγιανναίοι εβοηθοΰσαν τον
Παναγιωτάκην επειδή τον είχα; συμπέθερο, κα! ό Ζαίμης
καί Λόντος τον Γιάννη. —-Εις τά Κλιμεντοκέσαρα Ισμίξα-
με μέ τον Ζαίμη καί μέ τους λοιπούς αρχηγούς, ό Κα-
ραϊσκάκης είχε κινήσει διά τήν εκστρατείαν τής 'Ρούμε­
λης.—Ό Παναγιώτης είχε μερικούς άνδρώπους του είς το
.
Σορικδ, πηγαίνει ό Γιάννης καί διά νά τους βγάλη καίει

ολο τδ χωριό' τοιουτης λογής έρέροντο. Έπιάσαμεν ομιλί­
αν διά τήν σταοίδα* οί στρατιωτικοί όπου ήτον βγαλμε'-
Π

νοι άπό τό Μισολόγγι, ήλπιζαν νά λάβουν μισθούς των


από ταΐς σταρίδες, διατί άλλον πόρον δεν εί'χαμεν τους είπα
Α.

νά στείλωμεν μίαν επιτροπήν νά τά συνάξη, καί ημείς νά


μετρηδοΰμεν, όποΰ είμεθα έως 6 χιλιάδες, και νά πάμε κον­
τά εις τον εχθρό, καθώς έστειλα τδν Γενναίο, τον Κολιόπου-
λο καί τον Νικήτα, καί όταν κτυπήσωμεν τους Τούρκους, ο­
ποίος δουλεόσει νά πάρη τόν μιοθόν του' δεν έστε'ρχθηκαν
τήν γνώμην μου, μόνον είπαν νά μείνωμεν εδώ νά πάρωμεν
τούς λουφέδες μας, καί στερνά ένανόμεθα καί πάμε κοντά εις
τΐ'ύς Τούρκους' έγώ τούς είπα τώρα είναι καιρός νά παμεν
όπου καίουν οί Τούρκοι τά χωριά και σαν τά κάψουν τί
χρειάζεται νά παμεν έμαλώσαμεν με τον Κυρ ’Ανδρέα,
καί ήλδαμεν εις λόγια: διατί Κύρ Άνδρέα δεν έστειλες είς
12
== 178 =
t

■tin ανεψιόν σου τον Γιάννη νά μην χάψη τό Σορικό όπου ήτοσ
ι'ο πρώτο χωριό της επαρχίας; Μέ άπεχρίθηκε οτι δέν είχε
άνθρωπον να σιείλη. Τοΰ λόγω, τίνος τα λες αυτά Κυρ Άν-
δρέα; εσύ είχες μαζύ σου 4000 ανθρώπους καί δεν έστελνες
ε·-α καβαλάρη διά νά μην καοϋν 200 σπίτια;Έπάνω εις αυτά
τά λόγια καί άλλα, μοΰ είπε, εμπρός εις ολους τούς όπλαρ-
χηγούς(Ϊ£ολοκοτρόνη Κολοκοτρόνη, G χρόνους πασχίζεις νά
ένωσης τά άρματα καί ’υδέ σέ άρησχ νά τά ένωσης υϊέ
θέλει σέ άρήσω. Δέν τοΰ ώμίλησε κανείς· τοΰ έβάρεσα τά πα­
λαμάκια,(έχειροκρότητα), λέγοντας του,εύγε καλέ πατριώτη
όπου δέν άρίνει; νά ενωθούν τά άρματα, καί αν ήτον ενω­
μένα δέν έκαιε ό Ίμπραίμης τά χωριά καί νά σκλαβώνη τόν
κόσμο^ Είδα οτι δέν είχα διάρορο από αυτούς. Τότε μέ έ­
στειλε ό Ζαίμης τον Κίτζο Τζαβέλα, καί τόν Νότη Βότζαρη
καί άλλου:, καί μέ είπαν νά πάρω 70 χιλιάδαις γρόσια
.

διά τά έξοδά μου από ταϊς σταρίδαις. Τούς είπα οτι oyι
μόνον 70 χιλιάδαις νά ή/αι, οΰιε 70 μιλλιουνια νά ήναι δέν
περνώ, έδοόλευσα τόν τόσον καιρόν χωρίς μισθόν την Πατρί­
Π

δα μου, θά την δουλεύσω καί τώρα,τό κατά δυναμίν μου. Έ­


μεινα πέντε έξ ήμεραις καί άνεχώρησα· είχα τόν Χατζή
Α.

Μιχάλη μέ 50 χαβαλαρέους μαζυ μου. Αυτοί έμειναν, έ-


μάζωξαν 400 χιλιάδες γρόσια καί τά έμοιράσθηκαν.
Ο Καραϊτκάχης άροΰ έβγήκε εις τήν 'Ρούμελη έγραψε
καί εζητοΰσε βοήθειαν,καί τότε έκίνησαν οίοπλαρχηγοί 'Ρου-
μελιώται, καί ό Γιάννης Νοταρας ήλθε εις τόν Φαληρία.
'Ο Ίμπραίμης έκαψε ολα τά χωριά τοΰ 'Αγίου Πέτρου
καί Πραστοΰ' (ό λαός έγλυτωσε εις τό Λενίδι) καί έπήγε
έως τό Μιστρα καιωντας καί εγύρισε εις την Τριπολιτζα.'Ο
Γενναίος, Νικήτας, Κολιόπουλος, δέν έλειπαν νά πηγαίνουν
από κοντά με άχρ-,βολισμούς πολεμοΰντες τον. Ό Γεν
s= 179 =
ναΐος ήλθε εις τά χωριά της Κορίνθου,καί δ Κολιοπουλος*
τους έστειλα πάλιν δπίσω. Έπήγε εις τήν Άλωνίσταινα’
ήτον έχει χαΐ δ Μελετόπουλος καί δ Νιχολάχης Πετιμεζας,
έκαμαν ένα καλόν άχροβολισμδν καί έσκοτώθηχαν αρκετοί
Τούρκοι. *0 Κολιόπουλος έπιασε τον ’Ατσίχωλον,κοντά εις
τήν χώρα Καρυταινα, διά νά έμποδίση τους Τούρκους νά υ­
πάγουν κατά ταις Λιοδώραις. Έγώ έκράτησα τδν Νικήτα
καί επήγα εις τδ ’Αργος, έστειλα του Άλμέϊδα όπου ήτον
’Αρχηγός τακτικών καβαλαρέων έως 90, χωριστά οί
50 άτακτοι1 έπήγα μέ αυτούς εις τδν "Αγιον Πέτρο, έσύ-
ναξα 'Αγιοπετρίταις, Τζακόνους, Μιστριόταις, Τριπολιτζό-
ταις εως δυο χιλιάδες. Οι Τούρκοι όπου ήτον εις τήν Τρι-
πολιτζα, είχαν συνήθειαν κάθε ημέραν κατά ταις £ίζαις
καί έθέριζαν καί έμάζευαν καί χορτάρι’ έστειλα καταπα-
.
τητάδες καί έπαρατήρησαν σηκώνομαι διά νυχτδς, χωρί­

ζω τήν άτακτη καβαλαρία, επικεφαλής δ Χατζή Μιχάλης,
καί παγαίνει μέ τδν Νικηταρά μέ 1000, νά πάγουν νά χο-
Π

σασθοϋν κρυφά, καί δ Παναγιωτάκης Γιατράκος μέ άλλους


Α.

1000 καί μέ τήν τακτικήν καβαλαοίαν, Άρχηγδς Άλμέϊ-


δας· έγώ έβάσταξα τέσσαρους, καί έμεινα εις τδ κέντρο,
μέ συμφωνίαν νά ιδώ τούς Τούρκους καί άμα τούς κάμω
σινιάλο νά έβγούν άπδ ταις χοσαΐς νά περιζώσουν τούς
Τούρκους. ’Εκείνην τήν ημέραν δέν ήλθαν ο: Τούρκοι έκεΐ
όπου τούς προσμέ/αμεν οί Τούρκοι έβγαλαν 300 τακ­
τικούς καραμπινιέριδες μέ σκοπδν νά περιφέρωνται εις τά
χωριά νά κυτάζουν μήπως οί "Ελληνες είναι χοσασμέ-
νοι καί πειράξουν τού; πολλούς Τούρκους όπου έθέρι­
ζαν εις τους κάμπους' διατί ο: “Ελληνες έκαμναν γοσιαίς
κάθε ημέραν και έσχοτώνοντο πέντε ές τήν ημέρα, καί έ­
διδα εις κάθε Ελληνα δποϋ μοϋ έφερνε άπδ ένα κεφάλι καί
12s
= 180 =
ί,% τουφέκι η ζωντανόν άπό ένα τάλλαρο. Έκίνησαν διά
νά περιέλθουν· ήλθαν εις ένα χωρίο Μεϊμέταγα όνομοιζό-
μενον* ήχον έχει ένας πύργος καί διά νά μην κλεισθοΰν
έχει δέν έκαμα τό σινιάλο, παρά άφού τους άφησα καί
έβγήκανε άπό το χωρίο κάμποσο’ τους κάμνω τό σημεϊ-
ον καί ευθύς πετάεται ή καβαλαρία όπου ήχον μέ τόν Νι­
κήτα και άπανχοΰνται έξαινα με τους Τούρκους' οί Τούρ­
κοι έδοκίμασαν νά σταθούν εις τον κάμπον κάμνοντες τε­
τράγωνον, όμως βλέποντες την καβαλαρία καί το πεζι­
κό όπου τους έπλοίκωσε από ολα τά μέρη, έγυρισαν εις τό
χωριό' δεν έμπόρεσαν νά πιάσουν τόν πύργο* εις μισή ώ­
ρα μόνον τέσσαρες έγλύτωσαν άπό 300, τέτοιο σκότωμα
δέν ε'ιδα ποτέ' μου' ολοι οί καβαλαρέοι Τούρκοι ήκουσαν
τόν πόλεμον και ήλθαν προς βοήθειαν, άλλα δέν έκατάφθα-
σαν κανένα ζωντανόν. Τούς είχα είπεΐ άπό τό βράδι ό'τι άν
.

ΐδώ στρατεύματα νά έρχονται Τούρκικα σας κάμνω σΐνιάλο
καί τραβιέαθε καχά τό μέρος όπου ήμουν* τούς έκαμα τό
Π

σημείο·/* ό Νικήτας δέν ακολούθησε καθώς του είχα είπε',


οι Τούρκοι τούς πηγαίνουν άπό κοντά έως τό βράδυ* ό
Α.

Νικήτας ε’σχάθηκ: μέ μια τριανταριά, έσκότωσεν ενα ση­


μαντικό Τούρκο και έ'ιζι έγυρισαν οί Τούρκοι καί ημείς
άνταμώθημεν ολοι υγιείς εις τόν "Αγιον Πέτρο* τά μου­
σκέτα καί τά ταμπούρλα τά έ'στειλα εις τό Ναύπλίον.
Επηγα εις τό Ναύπλιο διά νά πάρω πολεμοφόδια καί νά
επισχρεψω οπίσω διά νά κάμνω άπό αύταίς ταίς χοοιαίς*
οι ΕΑλη/ες έθάρευαν καί έκατέβεναν εις τόν κάμπον όταν
είχαμεν καβαλαρία. Ει’ς αυτόν τόν πόλεμον έφέρθηκαν
ολοι μ.έ ανδρεία/, ό Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος διακρίθη-
κε περισσότερον, διότι έπεσε μέσα εις ενα σπίτι οπού
ήχον είκοσι Τούρκοι καί τούς έ*/άλ7σε* ό Σταμάτης Μί-
= 181 =
τζας ελαβώθηκεείς xi ποδάρι άπδ μπαγιονέτα. 'Η καβαλα-
ρία ή τακτική έπήγε εις χήν Άρια· δ Άλμέϊοας μέ υπο-
σχε'θηκε δχι έπισχρέφει, zal αυχος έλαβε διαχαγή και έ­
πήγε εις τοΰ Δαμαλα.
Ό Ίμπραίμης έτραβήχθηκε εις χήν Μεσσηνίαν* ήλθε δ
Σεπτέμβριος μήνας, καί εις τον’Οκτώβριον έπηνα εις χο
Άνα'πλι δια να δμιλήσωμεν διά χήν Συνέλευσιν. Είπα χής ε­
πιτροπής χής Συνελευσεως να συναχθοΰν νά τους είπώ μι-
άν δμιλίαν έσυνάχθηκαν καί έπαρησιάσθηκα εις χήν Συνέ-
λευσίν τους καί έπήγα καί εγώ καί χ^ώς ώμίλησα χοιοό-
χως* οχι τώρα είναι καιρδς νά προκηρύξετε, ώς έπιχροπή
χής Συνελευσεως, νά συναγθουν οί πληρεξούσιοι δποΰ η-
τον γνωρισμένοι, νά τελειώσωμεν χήν Συνέλευσιν χοΰ ά-
περασμένου Απρίλιον καί θέλει χασωμερίσωμε’ χώρα είναι
.
καιρός, είναι χειμώνας καί ούχε ήμεΐς πολεμούμε ούτε δ

Ίμπραίμης. Έκεΐνοι μου άπεκρίθχκαν, ποΰ νά γένη ή Συ-
νέλευσις, καί εγώ χοΰς είπα απάνω σχήν Πελοπόννησον
Π

νά γένη ή Συνέλευσις, νά έχωμε καί έγνοιαν χόν Ίμ-


πραίμη δποΰ νά δίνωμ* εις χο στρατιωτικό βοήθειαν εις κά>
Α.

θε άνάγκη, διότι έχομε τον εχθρόν εις χήν πόρχα μας1


καί εόχοΰνοι μέ άπεκοίθηκαν που νά κάμωμε συνέλευσιν
εις σίγουρο/ τόπον, καί τους άπεχρίθηκα είναι χδ Λενίδι,
είναι xi Κρανίδι, είναι xi Κασχρί, είναι καί ή Πιάδα, από
τους 4 χόπους οποίον Θέλετε έκλέχτε- μέ άπεκοίθηκαν νά
ρωχήσωμεν καί χήν διοικητικήν ’Επιτροπήν καί άνταμώσα-
μεν, καί ομίλησαν χά δυο σώμαχα, καί αποφάσισαν μέ δό­
λο, ή εις τον Πόρο, ή εις χήν Αίγινα, διά νά κάμουν χήν
Συνέλευσιν κατά θέλησίν τους, οποίον πληρεξούσιον θέ­
λουν νά εμβάζουν, οποίον δέν θέλουν νά μήν τον δέχον­
ται εις xi Τ"ίησί· καί μοΰ άποκρίθηκε ή έπιχροπή χήν δ-
= 182 =
μιλίαν όπου έκαμε μέ τδ άλλο σώμα το Κυβερνητικό,
όχι νά γένη ή Συνέλευσις εις τδν Πορο, η εις την Αίγι­
να' καί εγώ δεν το εδέχθηκα, καί τους έπροφασίσθηκα oxt
εγώ εις τδ γιαλό δεν έμπαίνω γιατί έκαμα ορκο όταν μέ
είχαν εις τήν "Υδρα, καί δεν μπαίνω πλιδ στο πελαγο1 εαν
δέν ημαι εις τήν Συνέλευσιν εγώ, που ήμουν ενα άτομο, δεν
έβλαβε* όμως είχα πολλούς ψήφους, καί άπδ τά άρματα
καί πολιτικούς, είχα κα! άλλους που δέν ήθελαν νά πάνε.
Καί μέ αυτό έσηκώθηκα καί έπήγα εις του Κύρ Άν-
δρέα νά του ομιλήσω περί τού τόπου τής Συνελεόσεως·
ήτον πρόεδρος τής Διοικητικής ’Επιτροπής, καί έπήγα εις
τδ σπίτι του καί άρχήνισα τήν ομιλίαν, καί τού έλεγα, ή
συνέλευσις εις τά νησιά δέν είναι εύλογο διά τήν Πελοπόν­
νησο, ούτε διά ολο τδ έθνος· διότι αλαργεύοντας έμεΐς άπδ
τήν Πελοπόννησο, ή Πελοπόννησος κρυόνει* καί οσο είμε-
.

θα εις τήν ξηρά τ:ύς έμψυχόνουμε. Ό Κυρ Άνδρέας έ-
κάθουταν εις το παράθυρο καί έκύταζε έξω καί όχι εμέ*
έκοόνιε καί τδ πόδι. Τότες γυρίζω, Κύρ Άνδρέα εγώ σοο
Π

κουβεντιάζω καί εσύ κυτας άλλούθε- ύγίαινε αδελφέ καί


Α.

πλε'ον δέν σού ομιλώ δι’ αυτήν τήν υπόθεση. Καί τής ευθύς
έπήγα εις τδ σπήτι μου καί έκαβάληκα καί έπήρα καί τδν
Τσόκρη μέ διακοσίους άνθρώπους καί τδν Νικολάκη Πονη­
ρό καί Άναγνωστάκο, άνήμερα τοϋ 'Α. Δημητρίου' καί
οσο νά ’πα'γω ’στήν Έρμιόνη εσύναξα τετρακοσίους. Καί
μαθαίνοντας οτι εγώ ’πάω ’στήν ΓΕρμιόνη σηκώθηκαν καί
αί δύο έπιτροπα! καί έπήγαν ει’ς τήν Αίγινα καί έπροκήρυ-
ξαν τήν συνέλευσιν. Καί έπροκήρυξα καί έγώ νά μαζωχθούν
νά κάμωμε τήν συνέλευσιν ’στήν Έρμιόνη. ’Έστειλα τδν
Νικολάκη Πονηρό εις τήν "Υδρα, ει’ς τδν Κύρ Γεώργη καί
λοιπούς Γδραίους καί ήλθον καί οί 'Υδραίοι καί ή συνέ-
= 183 =
λευσις ή έδιχήμας ήτον ώς εννενήντα πληρεξούσιοι καί
εις την Αίγινα ήχον πενήντα μέ ταΤς δύω επιτροποιΓς. Ή
διαίρεσις ακολουθούσε τρείς μήνας. "Ο Άμιλτων ευρισκό-
xouve τον τότε καιρδ έχει, επήγαινε και εις τήν Αίγινα
και έρχονταν καί εις ήμας νά μας ε^ώση νά κάμωμε χήν
συνέλευσήμα:, καί ημείς έλέγαμε ας έλθουν εδώ οι Αΐγινΐ-
ται, ’που είμεθ* πλειότεροι κα! τους δεχόμεστε" εκείνοι έ-
λεγον τδ ίδιο. Κα! έφιλονεικουνταν τ4 πράγμα κα! έγρα­
φαν εις τδν μινίοτρο Κάνιγγ ώς επιτροπή, κα! εγώ έγραφα
άχομικώς. Κα! έλάβαιναν κα! εκείνοι άπο'κριση, ελάβαινα
κα! εγώ. “Εγεινε ένας καυγάς εις τήν Άδρα μέ τδν Ά-
μιλχων κα! έσκοχώθηκαν, κα: ο Άμιλτων ήχον ένοχλι-
σμενοςμέ τους 'Γδραίους. Ήλθε μία ημέρα ό Άμιλτων εις
τδ κονάκι όπου έκραχοΰσα εις τήν Έρμιόνη και πάντα είχα
.
διερμηνευτή τδν Κοντέ Άνδρέα Μ έταξα, μην ήξεόροντας

τήν γλώσσα. Μου λέγει μία ημέρα ό Άμιλτων, έμαθα οχι
ή δικήσας συνέλευσις έχει γνώμη νά καλέση τδν Καποδι-
Π

στρια κα! εγώ του άποχριθηκα «οποίος σέ τδ είπε οέ έγέ-


» λασε1 διατΙ ό Κο-ποδίστριας ήχον Μινίστρος τής 'Ρωσ-
Α.

» σίας καί δεν μας δίδει χέρι κατά ώρας νά προσκαλέσω-


Β μεν τοιίυτον άνθρωπον, κα! ό καιρίς θέλει μας οδηγήσει·
» διαχ! κρεμίωμασχε άπδ τήν ’Αγγλία ’που ύπεσχέθη χήν
» διαφένχεψήμας ». Κα! έτσι αναχώρησε ό Άμιλτων- κα!
ήμεΤς τδν Μάρτιον μήνα, ’σαν έγινήκαμε πλήρεις εννενήντα,
άρχίσαμεν ταίς έργασίαις μας και έβάλαμεν πρόεδρον τδν
Σισήνην. Το'τενες έφθασε και ό Κόχραν καί τδν έψηφίσαμεν
άρχιθαλάσσιον εις ταις τρεις μοίραις Σπετσών, Γδοαίων κα!
Ψαρών. Είς τδν ίδιον καιρόν ήλθε καί ό Τοόρχσης" διατι έ­
λεγε ή συνέλευσις τής Αίγίνης, οχι ο Κολοκοχρώνης γυρεύει
πάντα νά γείνη αρχιστράτηγος τής Ελλάδος και ’γώ ά-
= 184 =
ποφάσισα, διά νά μην ευρίσκουν αυτήν τήν πρόφασίν, έτρι­
ξα την φ ιλοτιμίαμου κάτω διά τήν αγάπην της πατρίδος,
καί έτριξαν κάτω τήν φιλοτιμίαν τους καί αί τρεις νήσοι’
και υπόγραψαν άρχιθαλάσσιον τόν Κόχραν. Καί ερχόμε­
νος ό Κόχραν εις τον Πόρον επήρα τόν Μεταξα νά τόν αν­
ταμώσω είς τό καράβι και ώμιλήσαμε τά δσα άπεφάσισε ή
σονέλευσίς μας. Αυτός έζήτησε τήν ένωση καί ημείς έλέ-
γαμεν τήν ίδιαν ομιλίαν «άς ελθη ή συνέλευσις τής Αί­
γινας και εμείς τήν δεχόμεθα»’ και είδα εις τήν ομιλίαν
του τήν φαντασίαν όπου είχε ό Κόχραν καί εγώ του ά-
ποκρίθηκα, ως Έλλην, φαντασμένα. Βγαίνοντας άναχωρή-
σαμεν και επήγαμεν ’πίσω ’στην Έρμιόνη καί έκρατήσα-
με καί τδν Νκενεράλη Τσούρτσ είς τήν Έρμιόνη’ καί
τότε έσμιξε ό Κόχραν μέ τον Τσούρτσ καί έγειναν μία
γνώμη διά νά μα; συμβιβάσουν. Έκείναις ταίς ώραις ε-
.

γραφανάπό τήν ’Αθήνα, δτι είναι στενοχωρημένοι από στρα­
τεύματα, καί τότε ή συνέλευσις μ’ έπεφόρτισε νά στείλω
στρατεύματα, καί διέταξα τόν Γενναίον καί δλαις ταίς έ-
Π

παρχίαις, καί σέ εί'χοσι ήμέραις εγεινε με τρεΐς χιλιάδες,


Α.

καί μέ ύποσχέθηκε ή συνέλευσις δτι νά τούς πληρώση ή συ-


νέλευσις, τό έθνος, τους λουφέδες, καί έτσι έμείναμε ήσυχοι.
Τότες ήθελαν οί δύο αρχηγοί της θαλάσσης καί ξηρας νά μας
ενώσουν, καί νά ευρουν ϊια τρίτον τόπον, διά νά τελειώ­
σουν τήν συνέλευσιν, καί ό τρίτος τόπος ήτον ή Τροιζήν*,
λεγομενη Δαμαλά’ δμως άποκριθήκαμεν των άρχηγών, η­
μείς πηγαίνομεν, δσα πρακτικά έχομεν κάμει νά ήναι ε­
πικυρωμένα άπό τήν συνέλευσιν, ή φρουρά νά μείνη ή ιδία
(τόν Νικηταρά εί'χαμεν) καί αν στερχθοΰν ερχόμεθα καί
ημείς εις τήν Τροιζήνα, καί έτσι έστέρχθηκαν οί Αΐγινή-
τες, καί έσηκόθημεν καί τά δύο μέρη καί έσμίξαμεν είς τήν
= 185 =
Τροιζήνα καί ένενόμενοι εις την Τροιζήνα, άρχίσαμεν τά
πρακτικά (οσα είχαμεν καμομένα ήμεΤς έμειναν άσάλευτα)
καί άρχίσαμεν εμπρός. ’Απεφασίσαμεν νά ψηφίσωμεν τρία
άτομα, Ιπιτροπή Κυβερνητικά διά νά τηρα τα στρατεύμα­
τα, 15 τόσα άτομα διά τό Βουλευτικό· καί Ιψηφοφορήσα-
μεν και οι πλέον ψήφοι έπεσαν εις τον Γεωργάκη Μαύρο-
μηχάλη, Μαρκή και Νάχο, νά ήναι επιτροπή προσωρινή,
οσο νά έκλέξωμε πρόεδρο. Ή επιτροπή έσηκώθηκε καί υ­
πήγε εις τόν ΙΙόρο, και έμεινε ή συνέλευσις νά τελείωση
τά πρακτικά της. Ημείς είχαμεν γνώμην νά προβάλωμε
τόν Ιίαποδίστριαν (1827)· ολοι έδοχιμάσθηχαν σταις Κυ-
βέρνησαις, και ολο εις τό χειρότερο έπηγαίναμεν τ4 έθνος
άπό ταΐς διχόνοιαίς μας· τότε έξεφώνησα και εΐπα: ημείς
τά άρματα έρίξχμεν τήν φιλοτιμίαν μας, καί έβαλαν τον
.
Τζούρτζ “Αγγλον, καί οί ανδρείοι Θαλασσινοί μας τον Κο-

χράν, τώρα, καί οί πολιτικοί πρέπει νά ρίξετε και έσεΐς
τήν φιλοτιμίαν σας, νά έχλέξωμεν εναν Πρόεδρον νά μας
Π

κυβέρνηση, νά ΐδοΰμεν οί “Αγγλοι όπου ύποσχέΟηκαν διά


τήν ανεξαρτησίαν μας. Μία των ήμερων έβλεπαν οτι ήθε­
Α.

λαν νά προσκαλέσουν τόν Καποδίστριαν εις τό έθνος, καί


έκίνησαν οπλισμένοι νά έλθουν αν ήμπορέσουν καί μας φοβί­
σουν νά πάρουν τά πρακτικά- (ήτον γραμματικός ό Σπη-
λιάδης) χ έγω τούς έκατάλαβα μέ τί σκοπόν ήλθαν1 και
έκαμαν συνέλευσιν εις τοΰ Μαυρομιχάλη το σπήτι" έπρο-
σκάλεσαν κ’ έμενα, και έπήγ'α μόνος μου' καί άρχίνησαν
νά μέ ομιλήσουν περί τής συνελευσεως, οτι δεν βλε'πουν
καλά πράγματα εις τήν συνέλευσιν. ’Εγώ άποκρίθηκα μέ
πείσμα, οτι τό έθνος αυτό Θέλει, καί οποίος δέν τοΰ άρέση
άς τό χαλάση άν ήμπορέση, καί έβγήκα χωρίς άλλον λό­
γον έξω· Βλέποντας οτι δέν είχαν δυναμιν, καί άν είχαν
= 186 =
δοκιμάσει ήθελε έντροπιασθοΰν, έδιαλύθηκαν. Σέ δυο ήμεροι?
έκάμαμεν συνέλευσιν καί αποφασίσαμε·» τήν αυγήν, οτι to
απόγευμα νά υπογράψωμεν τον Καποδίστρια»' και έιζι έ-
πήγα εις τό κονάκι μου, έφαγα ψωμί και έπεσα νά κοι­
μηθώ. Βλέπω καί ήλθε ό κυρ Γεώργης Κουντουριώτης καί
Καραχατζά<ης Σπετζιώτης, καί Μαρκής Ψαριανός νά μου
ομιλήσουν διά τήν υπόθεσιν του Καποδίστρια, όπου θέλει
άπογράψομεν άπομεσήμερα* μου λένε, δτι τό άπομεσήμερον
θά ΰπογράψομεν διά τόν Καποδίστριαν. Τί/· μ’ έρωτατε έ·>
μένα, εγω δεν είμαι Ιΐροεορος ουοε έθνος· ετςι αποφα­
σίζανε τήν αυγήν δ Πρόεδρος Σισίνης καί το έθνος. Μου
άπεκρίθηκαν οτι είναι καλό νά στείλωμεν νά πάρωμεν γνώ­
μη» άπό τόν "Αμιλτον άρραμένον εις τόν Πόρον, οτι ήτον
φερμένος άπό τήν Σμύρνην. Τί νά στείλωμεν κανένα τυχο­
διώκτην νά λέγη άλλα καί άλλα νά μας λέγη, καί νά χαλάση
.

τήν υπόθεσιν του έθνους* ποΐον ευρίσκετε εύλογον νά στεί­
λωμεν· αν έμπιστεύεοθε εις εμένα νά πάγω εγώ ό ίδιος.
Σ’ έμπιστευόμεθα, τρεις φοραΐς μέ είπαν, σ’ έμπιστευόμεθα.
Π

Ό Κουντουριώτης ήτον μέ μίαν γνώμην, οτι είχα είπε?


Α.

του Άμιλτον, οτι δέν θά έκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν, καί


ενόμιζε ότι Οά ευρώ άντίστασιν άπό τον Άμιλτον, καί το—
τενες τους είπα, Σύρτε εις τό καλό. Καί εσηκώθηκα καί
^έκραξα τον Μεταξάν, καί έπήρα καί δέκα νομάτους τό
μεσημέρι, και όέν ήξευρε άλλος κανένας ποϋ υπάγω, μό­
νον τόν Νικηταραν έκραξα, καί του είπα νά έχη τήν έ­
γνοιαν, νά μή γείνη κανένα σκάνδαλον, έως όπου νά έλ­
θω* ή συνέλευσις τής ή'ρχετο Οαΰμα, μήν ήξευρωντας που
ύπα'γω. Καί έπήγα εις τό ποτάμι του Πόρου, καί ή βάρ-
καις τοΰ Αμιλτον έκαναν νερό, καί έμπήκαμεν εις μίαν
βάρκα, καί ε’πήγαμεν επάνω στήν φεργάδα. Μας έδέχ-
= 187 =
θηκε ό "Δμιλτον χα! έκάτζσιμεν εις ομιλίαν. Τοΰ λέγω,
πώς σοΰ φαίνεται τώρα που ένώθηχε ή Συνέλευσις χαΐ χον·
τεύιι να τελειώση ; Χαίρομαι τήν ένωσίν σας, έκάμετε
πολλά χαλά. Του είπα, Καπιτάν Άμιλτον, ήλθαμεν νά πά-
ρωμεν τήν συμβουλήν σου, ώς μας συμβούλευες πάντοτε
διά τήν ελευθερίαν μας, σέ γνωρίζομε» ώς έναν ευεργέ­
την από ολους τούς άλλους χαλίτερον. Μας είπε, πε'στε
τήν γνώμην σας, καί αν δύνωμαι κ’ εγώ νά σας άποκρι-
θώ εις τήν γνώμην σας. Στοχάζομαι Καπετάν "Αμιλτον,
δτι τους γνωρίζεις τούς "Ελληνας από εδώ κα! τόσους χρό­
νους, τούς βάλαμεν ολους νά μας κυβερνήσουν, καί ποτέ
δέν μας ’κυβε'ρνησαν καθώς έπρεπε, χα! βλέποντας οτι δεν
έχομεν άνθρωπον πολιτικόν νά μας κυβέρνηση ήλθαμεν
νά σέ πάρωμεν εις γνώμην, διατί εκείνο όπου ήρχετο
.
τής Συνελεύσεως άπό τό χέρι της, τό διωρθώσαμεν, έβαλε

τον Κόχραν άρχιθαλάσσιον, τον 'Γζώρτσ αρχιστράτηγον,
τώρα χρειαζόμεθα έναν πολιτικόν τάχα δέν μας δίδει ή
Π

’Αγγλία ένα πρόεδρον, ένα Βασιλέα ; Μάς άποκρίθηκ.ε, οχι,


ποτέ δέν γίνεται.—Δέν μάς δίδει ή Φράντζα ;—"Ομοίως
Α.

μάς άποκρίθη —"Η "Ρουσσία ; —νΟχι. 'Η Προυσία ;—


’"Οχι. — "Η ’Ανάπολι; — “Οχι.—Η "Ισπανία ;—Οχι,
δέν γίνεται, άφου έμελέτησα ολα τά βασίλεια.—Σάν
δέν μάς δίδουν τούταις ή αύλαΐς, τί θά γείνωμεν ήμεΐς ;
— Μάς άποκρίθηκε, οτι τηράτε νά ευρήτε κανέναν "Ελληνα.
'Ημεΐς άλλον έλληνα άξιώτερον δέν έχομεν, μόνον νά έκλέ-
ξωμεν τον Καποδίστριαν.—Έγύρισε και μ’ έκύτταςε, ά-
κούωντας τό ονομα Καποδίστρια, και μου είπε,^δέν ήσουν
εσύ που μοΰ είπες, δέν τον δεχόμεθα τόν Καποδίστρια
διατί είναι τής "Ρουσσίας Μινίστρος ; Να! εγώ, τοΰ είπα’
άλλος καιρός ήτον τότε, καί άλλος τώρα' διατί τήν ’Αγγλίαν
= 188 =
που Ιχομεν υπεράσπισιν, τό δεζί χέρι ’t1i? Ελλάδος εί­
ναι ή θάλασσα, χαΐ έβάλαμεν Άγγλον επί κεφαλής- καί
τδ ζερβί χέρι Άγγλον, όπου είναι ή δυναμις της ξηρας*
καί άν μας έδιδε ή Αγγλία και ε>αν πολιτικόν, καί ε­
κείνον τδν έβκναμεν και δέν ε’τζακίζαμεν το κεφάλι μας
σιέν εναν καί στδν άλλον, καί δι’ αυτά, ώς μου λες, δέν
γίνεται' πρέπει νά καλέσωμεν τον Καποδίστρια. Μου άπο-
χρίθηχε εκ καρδίας. «πάρτε τον Καποδίστρια η οποίον
διάβολον θέλετε, διατί έχαθήκατε».—Αυτό ήθελα νά
ακούσω άπδ τδ στόμα του, τδ ακόυσα, καί άπε'κει έτελείω-
σε ή ομιλία μας, καί τής ευθύς άνεχώρησα^Έχασομέρπ-
σα πολΰ εις τήν φρεγάδα, καί τδ ταμπούρλο τής Συνελεύ-
σεως άρχίναε νά κτυπα. Άκουωντας τό ταμπούρλο οί πλη­
ρεξούσιοι των τριών νησιών άνεχώρησαν, καί έτράβηξαν
καί έπήγαν κοντά εις τήν Παναγίαν διά νά πάνε εις τδν
.

Άμιλτον· καί ό Άμιλτον τους είδε μέ το κιάλε, καί εμ-
πήκε εις τήν φελούκα, καί ήλθε εις τήν Παναγιάν. Καί
έπήγαν οί πληρεξούσιοι των νήσων διά νά τδν έρωτήσουν,
Π

καί ό Άμιλτον τους ήρώτησε, πώς έφυγατε άπδ τήν Συ-


Α.

νέλευσιν ; ’Ήλθαμεν νά σέ πάρωμεν διά μίαν γνώμην·


Καί αυτός τους άποκοίθηκε, εγώ τήν γνώμην τήν έδωσα
του Κολοκοτρόνη, καί κάμετε ο,τι σας ειπή, καί άνεχώρη-
σε κατά τήν φρεγάδαν. Μισή ωρα ήτον μακράν ή ΙΙανα-
γιά από τήν συνέλευσιν, οί Υδραίοι γυρίζουν. "Εστειλαν
καί μ’ έκραζαν, καί τους έδιηγήθηκα ο,τι είπα. Τήν αυγήν
έσυναχθήκαμεν καί ύπογράψαμεν διά τον Καποδίστρια1
άοχησαν καί έκαμαν τά γράμματα τής προσκλήσεως, τά
έστειλαν από τρία μέρη, καί έτζι έτελείωσε εκείνη ή ΰπόθε-
σις. Εσυνάχθημεν τήν άλλην ημέραν, ν’ άποφασίσωμεν
πρόεδρον του Βουλευτικού, νά ψηφηφορηθουν τά άτομα διά
= 189 =
τήν προεδρίαν. Έπετάοντοιν στην Συνελέυσίν τήν άλληνήμε-
ραν, τον Ζαίμη, άλλος τον Μπαρλα, άλλος τύν Κουν-
τουριώτη, άλλος τόν Πρασά από την ’Ανδρουσα, καί ε-
γεινε χασμωδία. Την άλλην ήμε'ρα πάλιν το ίδιο, είκοσι
νά ψηφηρορήσουν, την άλλην 16. Είδα την χασμωδίαν καί
τδ παράξενο του κόσμου. ΈσηκώΟηκα ολόρθος: Σεβαστή
Συνελευσις, ήμεΐς καθήμεσθε χα! φιλονεικούμεν διά Πρόε­
δρον του Βουλευτικοί, και ή πατρίς μας κινδυνεύει νά χα-
6η καί Ιχομεν συνε'λευσιν επτά μήνες, καί πρόεδρος εις
την ’Ανατολικήν ’Ελλάδα είναι ό Κιουταγή?, και Πρόεδρος
τής Πελοπόννησου ό Ίμπραίμης, καί ήμεΐς κτθήμεθα καί
φιλονεικούμεν, καί τώρα ήλθε ό Μάϊς, καί ή ’Αθήνα κιν­
δυνεύει καί ή Πελοπόννησος κινδυνεύει1 έχάθηκεν ένας από
τόσους ελληνας πληρεξούσιους νά κάμωμεν Πρόεδρον; δμως
.
καθήμεθα και φιλονικοΰμεν ! Έκύτταξα τριγύρω μου, καί

είδα ενα γεροντάκι, καί έκάθητο μέ τούς Κρητικού?, άλλ’
ούτε το ό'^ομά του έγνώριζα ούτε τον είδα καί πηδάω μέ­
Π

σα άπο τήν συνόλευσι, καί τον άρπάχνω, και τλν πη­


γαίνω εις τύ κάθισμα του Προέδρου Σισίνη, καί τόν ’κά­
Α.

θισα στύ σκαμνί. Είπα, τούτος δεν είναι άξιος; καί ολη
ή Συνελευσις έβαλε τήν φωνήν, "'Αξιος, άξιος, καί έχειρο-
κρότησε, καί ετελείωσε. Τον πατε'ρα μου συγχωρούσαν. ’Ο
’Ρενιερης σαν νά έφοβήθηκε. Έτζι διελύθηκε ή συνελευσις.
Μιά φορά επί Κουντουριώτη επήγα ε’ς τό Άναπλι, καί
ε!πα τής Ιίυβερνήσεως, ο τι ο: ’Ρουμελιώταις πληρόνονται,
καί οί Πελοποννήσιοι εγδυθηκαν άπο τον Ίμβραίμη, καί δεν
έχουν πού τήν κεφα’Χήν κλΐναι, δέν τούς πληρόνετε όπου
εχάθηκαν ; κα’ άπεφάσ.σαν νά κάμουν 12000 πρακτικούς,
καί ό αριθμός νά ήναι διά 15000, όπου τό περιπλε'ον νά
γίνωνται άναλογία διά νά τούς έρχωνιαι 30 γρόσια τον
190 =
μήνα. Μοϋ είπανε, νά δουλεύουν τρεις μήναις, καί εις τρεΐς
μηναις νά έλθουν νά πάρουν τά μηνιαία* ήλθανε τρεΐς μή­
νες, και έστειλα νά πάρω τό μηνιαίο* μου άποχρίδηχαν,
οτι μία μικρή δόσις ήλθε άπο δυό μίση μιλλιούνια, καί ή
Ιίυβέρνησις είχε άλλαις άναγ/.αίαις ύπόθεσαις, καί έδόθη-
καν ή εμπειρία σου όμως θά καταπραυνη τούς στρατιώ-
τας νά λάβουν υπομονήν.
'Η επανάστασις ή έδική μας δεν ομοιάζει μέ καμ-
μιάν άπ’ οσαις γίνονται την σήμερον εις τήν Ευρώπην.
Τής Ευρώπης αί επαναστάσεις εναντίον των διοικήσε­
ων των είναι εμφύλιος πόλεμος* ο έδιχός μας πόλε­
μος ήτον ό πλέον δίκαιος, ήτον έθνος μέ άλλο έθνος, ήχον
μέ ένα λαόν δποΰ ποτέ δεν ήθέλησε νά άναγνωρισθή ως
τοιοΰτος,ούτε νά όρκισθή, παρά μό/ον ο,τι έχαμνε ή βία*ού­
τε ό Σουλτάνος ήθέλησε ποτέ νά θεωρήση τόν 'Ελληνικόν
.

λαόν ώ; λαόν, άλλ’ ως σκλάβους. Μιαν φοράν, όταν έπή-
ραμεν τό Ναυπλιον ήλθε ό "Αμιλτον νά μέ ίδή* μου είπε
δτι πρέπει οί Έλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν, καί
Π

ή ’Αγγλία νά μεσιτεύση* εγώ τοΰ άπεχρίθηκα, οτι αυτό


Α.

δέν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος’έμεΐς Καπετάν’Αμιλ-


τον ποτέ συμβιβασμόν δέν έκάμοΓμεν μέ τους Τούρκους*
άλλους έκοψε, άλλους έσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί άλλοι,
καθώς εμείς, έζούσαμεν ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά*
ό βασιλεύς μας έσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν έ'καμε* ή
φρουρά του εί^ε παντοτεινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους
και δυο φρούρια ήτον πάντοτε άνυπότακτα*—μέ είπε, ποία
είναι ή βασιλική φρουρά του,ποια είναι τά φρούρια*—ή φρου­
ρά τοΰ Βασιλέως μας είναι οί λεγόμενοι Κλέφται, τά
φρούρια ή Μάνη καί τό Σούλι και τά βουνά* έτζι δέν μέ
ώμιλησε πλέον. Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς* ήμεΐς άν
= 191 =a
δεν είμεθα τρελοί, δέν έκάναμεν την επανάστασιν, διατί
ήθέλαμεν συλλογισθή πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλαρία
μα?, πυροβολικό μας, πυροτηθήκαις μας, τά μαγαζιά μας,
ήθέλαμεν λογαριάζει τήν δύναμιν την έδικήν μας, την Τούρ­
κικη δύναμη' τώρα όπου ένικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν
μέ καλό τον πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, έπαινόμεΘα1 άν
δεν ευτυχούσαμεν ήθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα.
'Ομοιάζαμε/σαν να είναι εί; ε»α λιμένα 50, 60 καρά­
βια φορτομένα, ενα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαί­
νει εις τήν δουλιά του μέ μιά μεγα'λη φορτούνα, μέ μεγάλο
άνεμο, πηγαίνει, πουλει, κερδίζει, γυρίζει όπίσω σώον" τό­
τε αχούς ολα τά επίλοιπα καράβια καί λέγουν, ίδοΰ άν­
θρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν έμεΤς
όπου καθόμεθα έτζι δειλοί, χαιμένοι, καί κατηγοροΰνται οί
.
καπετανέοι ώς ανάξιοι· άν δεν ευδοκιμούσε τό καράβι ή­

θελε είποϋν, μά τί τρελός νά σηκωθή μέ τέτοια φουρτού­
να, μέ τέτοιον άνεμο, νά χαθή ό παλιάνθρωπος, επήρε τον
Π

κόσμον εις τό λαιμό του.:—^ αρχηγία ενός στρατεύματος


Ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε καί τον αρχη­
Α.

γό, καί τόν κριτή, καί τόν φροντιστή, καί νά του φεύγουν
καθεημέρα καί πάλιν νά έρχονται" νά βαστάη ένα στρατόπε-
δον μέ ψέμματα, μέ κολακείαις,μέ παραμύθια'νά τού λείπουν
καί ζωοτροφίαις καί πολεμοφόδια,καί νά μήν άκούν καί νά φω-
νάζη ό άρχηγόςή ενώ εις τήν Ευρώπην ό ’Αρχιστράτηγος δι-
ατάττει τούς στρατηγούς, οί στρατηγοί τούς συνταγματάρ-
χας, οί συνταγματάρχαι τους ταχματάρχας καί ουτω καθ
έξης· έκανε τό σχέδιον τευ καί έξεμπέρδευε. Νά μου δώση δ
Εελιγκτών 40,000 στράτευμα τό έδιοικοΰσα, άλλ* αότουνου
νά του δώσουν 500 "Ελληνας δεν έμπορούσε ούτε μιά ώρα νά
τους διοίκηση. ΚάθεΈλληνας είχε τά καπρίτζια του,τό θεό του
= 192 =
καί έπρεπε νά χάμη κανείς δουλιά μέ αυτούς,άλλον νά φοβε-
ρίζη, άλλον νά χολακεύη, κατά τοΰ; ανθρώπου;.

Εις τους 1826 Νοέμβριον,σαν έκατέβηχα εγώ εις την Έρ


μΐόνην για την Συνέλευσιν, είχα τον Γενναΐον πίσω άρειμένον
διά νά έμποδάη του Ίβραίμη την καταδρομήν. Τότε ή επαρ­
χία τής Καρύταινας,Καπετανέοι και Πρόκριτοι, του λένε δτι
ανήμπορης νά έρκιανες το Κάστρο τής Καρύταινας Γενναίε,
ήμπόρηε νά ρυλαχθή τριγύρω ή Καρύταινα, τδ Φανάρι καί
ολαις ή μεσόγιαις επαρχμαις. Τον έκατάπεισαν τδν Γενναΐον,
καί είπε, νά στείλω τοΰ Πατέρα μου νά πάρω τήν γνώμην
καί νά ϊδοΰμε τί λέγει. Καί μοΰ έστειλε πεζόν διά τοΰ Κά­
στρου τήν ύπόδεσιν, και τοΰ έόοσα τήν άδειαν νά το ρτίά-
ση. Λαμβάνοντας τήν άδειαν, έβαλε τής ευθύς καί έπλή-
ρωσε τους καμιναρέους διά χορίγι καί τοΰ έβγαλαν τέσσαρα
.

καμίνια γορίγι, καί έστειλε καί έρερε καί μαστόρους, καί
άρχίνησε.καί τό-ρτίανε1 καί έκεΤ όπου άρχίνησε νά το ρτίά·
ση ηΰρε τέσσαρα πέντε μάσκουλ* καί τά έγέμ.ιζε μπα­
Π

ρούτι καί τά έρριχνε, καί εϊπώΟη ηυρηκε κανώνια, καί ή


Α.

ρήμη ούτως διεδίδετο. Κάνέναν άνεγνώριμον δεν άρινε ν’


άνέβη απάνω διά τι ήτον ό κόσμος προδότης. Καί ακούον­
τας ό Ίμπραΐμης δτι ηΰρε κανόνια και τά έρριχνε καθημε-
ρούσιον, δέν έκίνησε νά πάη, διατί έστοχάζετο δτι κανόνΐι
ητον. Έρκίασε πρώτα ταΐς πόρτα:;, έρκίασε ταΐς στέρναιο,
καί άρχινόντας έρτίασε χα: από τό Κάστρο δπου ήτον αδύνατο
ο,ατά ώρας, καί τότενες έβαλε οούρνους καί έκαμε καί
παξνμάοι, και έστειλε καί εις τήν Δημητσάνα καί έπήρε
καί τρία τέσσαρα ρορτόματα μπαρούτι- μολύβι έστωντας
και δεν ευρισκονταν, εστειλε εις τήν Ζάκυνθο καί αγόρασε
πεντε έξ καντάρια βολύμι, καί αγόρασε καί δύο κανόνια,
== 193 =
καί τά έκουβάλισε, καί ήφερε ρ,αστορους, καί έφθιασε
τά Αβτα, καί τά Ιβϊλλε απάνω στο κάστρο, καί τότε
δυναμώνοντας τό Κάστρο, ή ’Επαρχία Φαναριού καί Κα-
ρύταινας ήφεραν τά πράγματά τους , καί τά έβαλαν
μέσα διά φύλαξιν* καί έδούλευσε ολο τον χειμώνα έως τδν
’Απρίλιον, καί εφθιασε τρεΐς καζάρμες με'σα, καί τδ έτε-
λείωσε τδ με'σα. Καί εις τδν καιρόν, εις τδν πόλεμον τοΰ
Αάλα, είχαν δυο κανόνια φερμένα άπδ τήν Κεφαλονίά,
ήτον καρφομένα εις ένα τόπο, τά ήφερε μέ πολλά έξοδα,καί
τά έβαλε εις τδ Κα'στρο. Τότενες έβανε φρουρά διακοσίους
στρατιώτας.—είναι ανάμεσα οέ δύο ποταμούς—εΰρέθηκαν
περίκεφαλε'αις των σταυροφόρων.—Είχε βάρδιαείςένα βου­
νό εις τήν Τροπολιτσά κοντά, καί όντας έβγεναν οί
Τούρκοι άπδ την Τροπολιτζάν, όπου έπήγαιναν παντα-
.

you λεηλατώντας εΐ( την Μεσσηνίαν, ξάφνου Iσκλάβω­
ναν—ητον τότε βάρδιες, άν έβγεναν Τούρκοι έδιδαν ση-
μεΐον* τδ κάστρο έδιδε σημεΐον καί όλόγυρα οί φαμε-
Π

λιές, τά ζώα έπεφταν κατά τδ κάστρο· καί πάλιν είχε


Α.

βάρδια εις τδ Ντερβένι τοΰ Λεονταριοΰ , καί όταν έκαναν


φανό εις τδ βουνό, έριχναν δύο κανόνια, καί ηξευραν οτι
έρχοντο άπδ την Μεσσηνίαν οί Τούρκοι* καί έτζι έφυ-
λάονταν ό λαός* διατί έπήγαιναν οΕ γεωργοί, καί γεωρ-
γοΰσαν τά χωράφια, οτι είναι φυλαγμε'νοι άπδ τήν περί—
στάσιν αίφνη'διαν τοΰ εχθρού* διατί έπέθαναν άπδ τήν
πείναν* οτι οί γεωργοί, άν είχαν καί κάνένα βόδι, δεν έτολ-
μοϋσαν νά κατέβουν νά τού; βοηθήσουν, καί τότε κατέβαι­
ναν με τήν προφύλαξιν τοΰ κάστρου* καί η βάρδιαις ήμερα
νύκτα ήτο παντού διά νά κάνουν φανούς, καί εκτοτε δεν
έλεηλάτησε διόλου αΰταϊς ταϊ; έπαρχίαις καί εμψύχωσε
<δν λαόν πολύ, καί δλοένα έδούλευαν οί μασ το'ροι μέσα, καί
13
= 194 =

τότβνις έως τόν ’Απρίλιον εδούλεψε' τότε κατά τόν μηνα


'Απρίλιον έλαβε την διαταγήν καί έπήγε στήν 'Αθήνα.
’Από τό μέρος τή; Συνελευσεως τής Τροιζήνος του ε’στεί-
λαμεν τοΟ Καραϊσκάκη είκοσιπέντε χιλιάδεςγρόσια καί κα-
βαλαρία τόν X. Μιχάλη με 120 άλογα' του έγραφα δταν
ηαουν εις τήν ϊροιζήνα* κατά ταΐς σέδραις ποδ κα'νεις
μέ τους οπλαρχηγούς, ή τους δπλαρχηγοΰς Οά φας, ή τό
κεφάλι σου.
Τόν Μάϊον μήνα έλευθερώθηκα κ’ εγώ από τήν Συνέ­
λευση καί έβγήκα από τό Άργος καί διελύθηκε τό στρα­
τόπεδο των 'Αθηνών, καί έγύρησαν τα στρατεύματα τα
Πελοποννησιακά' σάν έβγήκα εις τό Άργος, έστειλα
διαταγαΐς εις δλαις ταΐς έπαρχίαις, οσαις δέν είχαν τούρ-
κουί. Εΐ; τήν Μεσσηνίαν δέν έστειλα, διατίήταντά τρία
.
φρούρια καί πάντοτε έμποδοΰσαν τά άρματα τα μεσση-

νιακά του; έχθροός. Εί; τήν Τριπολιτσά άφησα τα γει­
τονικά άρματα άπό φόβον τοΰ Μπραίμη. "Εστειλα διατα­
γήν εις τόν Μιστρα, διατί δέν είχαν φόβον άπό τόν ’ΐμ-
Π

πραιμην όποϋ ήτον είς τήν Πάτρα' καί έστειλα εις τόν
Α.

Άγιον Πε'τρον, εί; Μ^νεμδασιάν, καί μοΰ άποκρίΟηκαν


δτι νά φθ^άσω 7Ρ*τόπεδον, καί τότε να τους διατάξω καί
έρχονται. ’Εγώ έτράβηξα κατά τήν K0ptv0oV δ Γρίβας
ητον στόΆνα'πλι φρουρά,καί δλοι οίλοιπο! ρουμελιώταις,καί
δέν έκίνησαν* κα! εις τήν Κόρινθον ήτον ό Νικολός Τζαβέλας,
καί έκράτουν καί εκείνοι τά κάστρα, τήν Κόρινθον, καί δέν
έβγαιναν άπό τό κάστρο, — έκαμαν τά κάστρα κληρο­
νομικά' καί έγώ εύρέθηκα εί; τόν λόγγο (άϊ. Γιώργι) τής
Κορίνθου μέ 250 σωματοφΰλακάς μου, καί ό Ζα-μης εΐχε
καί ς-ράτευμα, ό Παναγιώτης ό Νοταρας, καί έκύτταζαν
να πολεμήσουνν μέ τους ευρισκομένους είς τήν Κόρινθον*
= 195 =
έγώ τοΰ etna' άφηστους νά κάθωνται, μ>όνε νά συνάζωμεν
ς-ράτευμα νά βοηθησωμεν την πατρίδα’ τήν ίδιαν ώραν
έβγαινε δ ’ΐμπραίμης άπδ τί,ν Πάτρα καί έκραζε τδν Νενί-
κο, κα! ό Νενέκος έπροσκύνησε, καί τ4ν έβαλε δμπροστά
νά κάμιρ νά προσκυνήσουν, καί ίπροσκύνησαν τά δύω μέρη
τών Καλαβρύτων, καί ή Πάτρα ολη, καί μέρη Βοστίτσας, καί
ίλθε τδ προσκύνημα έως τά Καλάβρυτα, δύω ώραις απ’ έζω
άπδ τά Καλάβρυτα τήν μητρόπολιν.
*0 Ίμπραίμης τόσω έλκυσε πολύ τδν λαόν* τοϋρκος δέν
έκόταε ούτε άστάχυ νά κόψη, καί δλα με τον παρά,καί τους
έδιδε προσκυνοχάρτια χαΐ μέρος’ καί έπροσκύνησαν όλοι οί
καπιτανέοι —— καΐέπροσκόνησαν οί καπετανέοι των αρχόν­
των. Οί Πετιμεζαίοι καί οί άλλοι έ.τήγαν καί έσω-
ματώθηκαν, καί δ λαδς ό άιτροσκύνητος επήγαν εις τό
.

μέγα Σπήλαιον, καί άλλοι στά βουνά, καί έκλείσθηκαν
μέσα. Τότενες, σάν ήταν αδύνατοι, έπηγαν μίαν νύκτα
καί έπρόδοσαν τδν Βασίλη Πετιμεζά, καί μόλις έγλύτωσε.
Π

Τότε έστειλε τδν Νικολάκη τδν αδελφό του καί ήλθε καί
Α.

με εΰρηκε εις τής Κόρθος τά χωριά καί μοΰ είπε* τοέξε νά


πάμε εις τδ Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται τδ Σπη'-
λαιον καί χάνεται ολη ή επαρχία. Τότενες αποφάσισα
τδν Φώτο άγίουτάντε μου, καί τδν μπαϊρακτάρη μου Κα-
ραχάλιο , καί τούς έδωσα τοΰ Νικολάκη τοΰ Πετιμεζά νά
πάνε εις τδ μέγα Σπήλαιον* έγώ έμάζονα τά Κορινθιακά
ς-ρατεύματα’ εκείνοι έμπήκαν εις τδ Μοναστήρι* διά τρεΓς
Ημέρας έμασα ! 500 καί τους έστειλα τδν Παναγιώτη καί
Γεωργάκη Χελιώτη, μέ τού; καπετανέους τους, νά πάνε
στης Βοστίτσας τά χωριά, καί έγώ έπήγα στδν άγ. Γεώρ*
γιον, στοϋ Φον,ιά, καί ακόμα δέν ήμεθα ζυγωμένοι κοντά,
καί τά ς-ρατεύματα τά προσκυνημένα έπήραν καί Τούρκους
13*
= F9t6 ±=
καί έπηγαν καί έχάλασαν το Διακοφτό κα! έπήραν σκλά­
βους και πράγματα αρκετά’ και ei; το γύρισμα έβγήκαν
από τό Μοναστήρι, τούς κτύπησαν καί έσκότωσαν καμιά σα­
ρανταριά Τούρκους καί έπνιγαν πίσω στο όρδί, στα Κα­
λάβρυτα, καί ό Μπραίμης έ/ιηρβ καμιά πενηνταριά καβα-
λαρέους καί άγνάντευε τό Μοναστήρι’ τό θεώρησε μέ τό
κΐάλε’ είδε πώς δέν ήμπορεΐ νά τό πολιορκη'σνι διατί ήτον
τόπος κακός, καί έ^ύρισε πίσω.—από τους σκλάβους κα-
κοπαθήσαμεν στην Πελοπόννησον· είς τον Χελμό Τούρκοι
έπρόδοσαν τούς Πετιμεζαίους.
Έγώ όντας έβγήκα είς τόν άγ. Γεώργιον, έγραψα γράμ­
ματα είς τόν Γενναΐον καί είς τόν Κολιόπουλον, όπου ήτον
συναγμένοι, καί έπετάχθηκαν εις τό Λιβάρτζι, την επαρ­
χία τήν προσκυνημένη (Καλαβρύτων), καί τούς διέταττα:
τζεκοΰρι καί φωτιά είς τού; προσκυνημένους" καί έτσι έ-
.

περασαν είς τό Λιβάρτζι. Τότε έ'στειλεν δ Μπραίμης κα-
ταπατητάδε; νά ίδί) που είμαι καί τί ασκέρι έχω, καί ε-
δοσε ένός ρωμιού 300 μπαρμπούτια διά νά μ.άίIvj πού είμαι
Π

νά μου ρι-χθή επάνω, καί έγώ τόν έπιασα καί έστειλα εις
Α.

την δημοσιά καί τον έκρέμασα, είς τά Καλάβρυτα, δύω ώ-


ραις άπ’ έξω· τόν έκρέμασα μέ ένα χαρτί που έλεγε τό
φταίξιμό του α προδότης τού Έθνους » καί τούς άλλους
δύω τούς έστειλα είς τό Μοναστήρι, είς τό μέγα Σπήλαιον,
διότι δεν ήτον βεβαιωμένοι προδόταις, καί έπηγα καί έγώ
είς τό Σπήλαιον καί μαθαίνοντας δ Μπραίμης δτι ήλθαν
ς-ρατεύματα είς τό Λιβάρτζι, ώς πέντε χιλιάδες, καί έγώ
από τό άλλο μέρος μέ δύω χιλιάδες, καί τό Σπήλαιο μακρά
από τά Καλάβρυτα δπού ήτον δύω ώραις, καί τέσσεραις ώ-
ραις ήτον όΚολιόπουλος με τόν Γενναΐον, τόάλλο στράτευμα·
μανθάνοντας δ Μπραίμης οτι ήλθαν τά στρατεύματα τά
ss 197 =
Καρυτινά,ετρα'βηξε δία Τριπολιτσα καί Καρύταινα τά ς-ρα-
τεύματάτου,καί έστειλε τον Ντελή ’Αγμέτ Πασαν,καί έτρα-
βη'χθηκε στην Πάτρα μέ τους προσκυνημένους, καί εις τόν
δρόμον που έπέρναε εΰρήκε τόν κρεμασμένον, καί έβαλε καί
έδιάβασε τό χαρτί ποϋ του είχαμε στής πλάται; καί εις
τό στήθος, καί έπιασε τά γένεια του καί έφο£έρισε την Κα-
ρύταινα, καί εχώρισε οκτώ χιλιάδες καβαλαρέους καί πε­
ζούς, διάλεκτο στράτευμα, διά νά περάσνι σταΓς Άκοβες
καί Λαγκάδια, νάκάψν) ταΐς χώραις Δημιτσάνα, Ζυγοβίστι
καί Στεμνίτσα, οτι, έλεγε, οί "Ελληνες είναι τραβηγμένοι
μέ τόν Γεννα'ον· καί μαθαίνοντας δ Γενναίος καί ό Κολιό-
πουλος οτι άνεχώρησεν ό Δελή Άχμέτ Πασά; καί έπήγεν
εις τήν Πάτρα, καί δ Μραίμης τραβάει κατά την Τριπο-
λιτσά, έγύρισαν μέ τό στράτευμά τους ’πίσω καί έφθασαν
.
τήν προστέλα του Μπραίμη, καί έκαμαν έναν άκροβολισμόν

καί έσκότωσαν καμιά δεκαπενταριά1 καί δ Μπραίμη; έτρά-
βιξε διά τήν Τροπολιτζά, καί τό στράτευμα δποϋ είχε
Π

στελμένο εις ταΐς "Ακοβες καί εις τά Λαγκάδια διά ταίί


Α.

χώραις—η ’Άκοβες καί τά Λαγκάδια ή τον καϊμέναις,


καί δ,τι ζτον ακόμη τό άπόααψε—καί έβγήκε τό τούρ­
κικο στράτευμα εϊς τής Δημητσάνας τόν κάμπο1 καί
δ Γενναίος καί δ Κολιο'πουλος μήν ήξευροντας ποϋ εί­
χε νά τραβίξ/) , έγύρισε δ Κολιόπουλο; καί πήγε τήν
Ήλιοδόρα, καί δ Γενναίος έτράβιςε διά νυκτός , καί
έπίασε μέ πεντακοσίους μόνον τήν Δημητσάνα, καί έ­
κτισε ταμπούρια διά νά πολεμη'ση, καί τό λοιπό στρά­
τευμα Καρυτινό διεσκορπίσθη εις τά βουνά, όπου ήτον ή
φαμελιές, προ; υπεράσπισιν των φαμελιών καί οι Τούρκοι
έπήγαν, έπερασαν από τ«ΐ; φαμελιές καί ένύκτωσαν είς
τής Δημητσάνας τόν κάμπο1 οί στρατιώτες τους έπήραν
α 198 =

κατόπι νά τούς κλέψουν, νά τους τουφεκίσουν,—*·51 ς·ρκτι 6-


τες ’πούταν εις τά βουνά — και να wavs μείτατη εις τον
Γενναΐον ή εις τόν Κολϊόπουλον* και δ Γενναίος μήν ηζε-
ροντας ότι οί "Ελληνες είναι τριγύρω εις τούς Τούρκους,
βλέποντας τούς Τούρκους εις τδν κάμπο, απεφασισε διά
νυκτός νά τούς κτυπη'σν) μέ τού; πεντακοσιους, και έτσι
έκίιησε, κα! επήγε διά νυκτός είί τον κάμπο, καί έζυγωσε
κοντά εις τό στράτευμα τδ τούρκικο, καί τού; έβριζε μία
μπαταρία τουφέκια, καί βλέποντας οί Ελληνες τΛν πα-
ταρία τό πίκασαν οτι είναι δ Γενναίος, καί τότε ερριζε δ
πάσα ελληνας την παταρία του, άπ’όπου καί άν εύρέθη αγνάν­
τια είς ιούς Τούρκους· και το'τε οί Τούρκοι ακούοντας οτι εί­
ναι περιτριγυρισμένοι, εσυνάχθνκαν εις τόν κάμπο, ϋδαλαν
βάρδιες την Καβαλαρία, καί έζενύκτησαν είςτόπόδι· —οί
.
Τούρκοι οκτώ χιλιάδες—έτραβοίχθηκεδ Γενναϊοςκαί έπιασε

τόν δρόμον δποϋ είναι κατά τήνΔημητσάνα, διά νάξημερώσν)
νά ίδη ποΰθενεθάπάνεοί Τούρκοι,καί άν έρθουν κατάτηνχώρα
Π

νά ’μπϊ; μέσα, δποΰ είχε τά ταμπούρια φθιασμένα, διά νά πο-


λεμη'σφ. Ο ί Τούρκοι βλέποντας τήν παταρία τών 'Ελλήνων,
Α.

έπίκασαν οτι είναι τά στρατεύματα ’πούτον μέ τόν ΓενναΓον


καί Κολιόπουλον. Έφοβηθηκαν καί γύρισαν ’πίσω κατά την
Τροπολιτσά- ό Γενναίος με τούς ελληνας τού; Ιπεσε από
κοντά καί έτράβιζαν οί τούρκοι εις τό διάσιλο της ’Αλο-
νίστενας διά νά περάσουν" οΐ Άλονιστιότες έβγηκαν έμ-
προστά εις τό διάσιλο καί τούς πισοδρόμησαν είς άλλον
δρόμον, και οί Τούρκοι έπέρασαν κοντά είς τό Άρκου-
δόρευμα, καί οί Έλληνες τούς πήγαν από κοντά, και
τους έπήγαν ίσια είς τά Τρίκορφα' εις ε’κεινον τόν κυνη-
γημόν εσκοτωθηκαν μερικοί Τούρκοι, καί τούς ’πήραν
καί άλογα, καί έμπήκαν είς τίιν Τροπολιτσά οί Τούρκοι*
= 199 =
έσυνάχβηκε δλο του τδ ασκέρι εις την Τροπολιτσά, ε-
τράοιςεν να πάγ/, εις τά κάστρα τής Μεσσηνία;, καί
b Γενναίο; με 4000 Καροτίνου; τους έπήρε έως εις τήν
Μεσσηνίαν διά να μή σκλαβώσουν κύσμο εις τδ πέραμά
τους, καί ό Γενναίος επήγε ίσια με τά φλυτζαροκάμαρα,
άΐΐδ τ/,ν Καλαμάτα δυο ώραις, καί έκαμε στάσ.* εγώ μα-
θαίνοντα; οτι ό Ίμπραίμης άναχώρησε διά την Τροπολι-
τσα, έτραβιζα κατά τού Καλαβρύτου τά χωριά, δποϋ ητον
προσκυνημένα, καί έστειλα τδν Βασίλη τδν Πετμεζά
κατά τδν Αγιον Βλάση, τά χωριά τά προσκυνηικένα, μέ
1500, διά νά πάρη τά προσκυνοχάρττα καί να στείλη
τούς προύχοντας, καί νά τού; δώσω προσκυνοχάρτι τοϋ
γένους·, την ίδιαν ώραν ζλθαν καί 500 ’Αργεΐοι, καί τούί
έστειλα στδν Βασίλη Πετμεζά* κεφαλή αυτών είχε δ
.
Τσόκρης, τδνΝέζον, καί τδν Γυναικιδελφόν του* καί έπιασε

τδν ''Αγιο Βλάση καί μου έστειλεν τά προσκυνοχάρτια.
ϊδτενες εϊμεθα εις τδ σπήλαιον έχω, ό Λοντος, οί Πε-
Π

τιμεζαΐοι υλοι, Λεχουρίτης, Σωτήρ Θεοχαρόπουλος, καί


Μπενιζέλος ΓΡοΰφος. ΤΗτον καί τδ χηρευάμενον στράτευμα
Α.

τοϋ Γιάννη Νοταρα μέ τδν Λύντο. Τούς είπα: άητεστε νά


πάμε εις τά προσκυνημένα χωριά, καί νά τραβήξωμεν κατά
την Πάτρα. Αυτοί μοϋ είπαν, οτι τράβα εμπρός καί αυ-
ριον έρχόμεθα, καί έμειναν έως 400 εί;τδ Μοναστήρι. ’Εγώ
έπήρα τού; έδικού; μου καί ύ Γκολφΐνο? Πετμεζάς 400
καί έπήγαυιε εί; ένα χωρΐδ λεγόμ,ενο Πατζακου;· εστειλα
εις τά προσκυνημένα χωριά νά μοϋ στείλουν τά προσκυ-
νοχάρττα των Τούρκων καί νά τους δώσω τοϋ ’ Εθνους. Πριν
νά κινη'σω διά τά προσκυνημένα χωριά, όποϋ ήμουν εί; τδν
"Αγιον Γεώργιον, έγραψα ένα γράμμα είς τήν Κυβέρνησιν
καί τής έλεγα: νά μέ στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια
ass 200 =
«ΐιατί ή Πατρίς κινδυνεύει άπό τ4 προσκύνημα, καί αν ήζευ-
ρετε καμμίά μηχανή νά τρέφωνται με τον αέρα τα στρα­
τεύματα σας παρακαλώ νά μου τήν στείλετε1 άν ήζευ-
ρετε ότι είναι καμμίά μηχανή νά κάνη το χώμα μπαρούτι
καί ταΐς πε'τραις μολύβι,στείλετέ μου τόν μηχανικόν διάνά
το κάμωμεν1 επειδή καί ακόμη τέτοια εφεύρεση δεν τήν
έκαμαν oi άνθρωποι, σά; λέγω στείλετέ μου δλα αυτά. το
γράμμα τό έδωσα ενός Καλογήρου καί τόν έπιφόρτησα
νά όμιλήση εις τήν Κυβέρνηση διά τον κίνδυνον τής Πα-
τρίδος. ‘Ο καλόγερος έπήγε εις τό Άνάπλι καί τούς είπε
νά συναχθοΰν εις τό Βουλευτικό νά τούς διαβάση οσα
έπιφορτισμένος νά τούς είπή άπό μέρος μου1 έτζι έσυνάχ-
θηκαν, έδιάβασαν το γράμμα1 τούς είπε δσα τοϋ είχα πα-
ραγγολή νά είπη στοματικώς. "Ενας βουλευτής είπε r
τί τά Θέλει τά πολεμοφόδια, αυτός έχει πενήντα ανθρώπους1
.
‘Ο καλό^ηρος τούς έυεβαίωσε οτι έχω 4,000, πλήν δεν

τόν έπίστευσαν. "Εστειλε τό Βουλευτικό τον ’Αναγνώ­
στην Ζαφειρόπουλον άπό τό Ζυγοβυτση καί τόν Αναγνώστη
Π

Παππαγιανακόπουλον διά νά ϊδοϋν τήν κατάσ^ασιν των


στρατευμάτων καί των επαρχιών1 αΰτοί ήλθαν εις τόν
Α.

"Αγιον Γεώργιον· τούς είπα: οτι "λ Πατρίς μας κινδυνεύει


με είπαν τά οσα ^τον επιφορτισμένοι νά μέ είπουν: νά
καταίβω εις τό "Αργος νά ένωΟοϋμεν και έ'πειτα νά κινη'-
σουν ολοι πανστρατιά. Έγύ άν τούς ήκουα καί έπη'γαινα
εις τό "Αργος, ή Πατρίς έχάνετο1 διατί α{ περισσότεραις
έπαρχίαις ήθελαν προσκυνήσει άκούωντας οτι ό Κολο-
κοτρώνης πάει κατά τό ’ Αργος. Τούς είπα: νά πάτε πίσω
νά τούς είπήτε στοματικώς, καί τό κάμνω καί διαγράφου:
δτι νά κινηθούν οσοι βαστούν άρματα καί πιστεύουν
Χριστό καί αγαπούν τήν Πατρίδα: Κρήτες, Άϊβαλιώ-
= 201 =
ταΐς, δ,τι είδος στρατεύματα καί αν ήτον, καί άς έλθουν
νά άπαντη'σωμεν καί αυτόν τόν μεγάλον κίνδυνον, χα.\ έγώ
γίνομαι μικρότερο; άπό όλους· νά μοΰ στείλουν καί πολε­
μοφόδια καί διά ζωοτροφίαις θά κάμω δ,τι ήμπορέσω· μέ
νερό καί μέ τα λείψανα των προβάτων είμποροΰμεν νά πε-
ράσωμεν.-—Έπήγαν και ούτε άπόκρισιν μοΰ έδωσαν ούτε
ζωοτροφίαις, οδτε πολεμοφο'δια, οΰτε χαρτί νά γράφω δια-
ταγαΐς, ούτε τουλάχιστον ενα παρηγορητικό γράμμα δεν
έστειλαν εΐ; ταίς έπαρχίαις,καί άμπαντονάρησαν καί εμένα
καί τόν λαόν τής Πελοποννήσου. Σαν είδα αυτή τους την
αδιαφορία Ικίνησα διά τό Μέγα Σπήλαιον καί ενέργησα
δσα είπα προτήτερα.
Γ0 Ντελη Άχμέτ πασάς από την Πάτρα έβγήκε, έπλά-
κωσε μέ τά ποοσκυνημένα στρατεύματα τους Κοριν-
.
θίους χα\ μέρος άπροσκυνη'των Βοστιτζάνων εις την ‘Αγίαν

Παρασκευή, καί έσκότωσε περίπου των 100 ‘Ελλήνων—οί
περισσότεροι από τήν Κο'ρινθον,έπί κεφαλής ό Χελιώτης—
Π

έσκοτώθηκαν καί δύο καπετανέοι καλοί * δ πασάς


έγύρισε εις την Πάτρα. "Οταν έβγήκα εις τους Πε-
Α.

τζάκους, έπνιγαν είς την Πάτρα οί προσκυνημένοι καί


είπαν τοΰ Πασά, ότι ό Κολοκοτρώνης Ιχει ολίγου»
στρατιώταις καί δ Βασίλης Πετιμεζάς, κα! νά έρθουν νά
μας χαλάσουν ’ δ Ντελή ’Αχμέτ Πασάς έδέχθηκε την
γνώμην τους, εκίνησε μέ 6,000 Τούρκους, καί ό Νενέκος
μέ 2,000 προσκυνημένους "Ελληνας. *Ηλθαν εις ταϊς
Α.άπατες,3 ώραις μακρά από έκεΐδποΰ ητο δ Πετιμεζάς, καί
μιά ώρα άπό έαένα. Είχα γράψει εις το Μεγα Σπηλαιον
νά έλθουν δ Λόντος, Σ. Θεοχαρόπουλος, Ν. Πετιμεζάς,
Λεχουρίτης,καί μοΰ έλεγαν: σήμερον, αυριον· και άκόμη δέν
ητον φερμένοι. "Ενας καπετάνιος άπό τού; προσκυνημένους
= 202 =
Αίνησε άπδ τδ ίδιο χωριδ,δπου {μουνα έγώ, άπδ τούς Πε-
τζάκους,έπίίγε εις τους Τούρκους- είτε: οτι δ Καλοκοτρώνης
εύρίσκετα: μέ μόνον 400 εις τους Πετζάκους καί νά πάμε
νά τον κτυπησωμεν. ’Ακούοντας δ Πασάς του καπετάνιου
τά λόγια ευθύς τδ βράδυ έσύναξε ολους τού; καπετανε'ους
νά κάμουν συμβούλιον διά νά έλθουν νά μέ βαρέσουν. Έκει
δποΰ έσυνάχθηκαν ωμίλησε δ Πασάς καί τού; είπε: οτι μου
ήλθε είδησις οτι δ Κολοκοτρώνης είναι εις τούς Πετζά-
κ:υς μέ 400 κα! νά πάμε νά τδν κτυπησωμεν* ε/ας κα­
πετάνιος προσκυν/ιμε'νος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης
είπε δέν πάμε εις τούς Πετζάκους* εμείς ενα βασιλέα
έχομε δέν πάμε να τδν χαλάσομε καί αυτόν- τοΰ τδ
είπαν τοΰ Πασά καί δ Πασάς έγέλασε, καί τού; είπε: ποΰ
θέλετε λοιπδννά πάμε νά βαρε'σομε; ό ί'διος καπετάνιος άπε-
κρίθηκε δ τι νά πάμε νά κτυπέσωμεν τδν Πίτιμεζάν δποΰ
.

εύρίσκεται μέ 2,000 εις τδν "Αγιο Βλάση. ’Ετζι έμειναν
μέ την άπόφασιν νά παν νά κτυπησουν τήν νύκτα τδν Β.
Πετιμε^ά.
Π

Δύο αδέλφια άπδ τούς προσκυννισμένους κόβουν και μου


Α.

λε'γουν; οτι θά έλθουν έπάνω σου- έγώ, καί δέν τδ είπα


των Έλλη'νων, άφίνω τδν άγιουτάντε μου καί Οίκονο-
ρ.όπουλον άπδ Στεμνίτσαν καί τδν Κ,αραγάλιο μπαϊρακ-
τα'ρι μου, καί τού; άφηκα εις τδ χωρίο, καί τούς είπα,
βγαίνω έζω νά κοιμηθώ,—καί τδ χωρ;δ ήτον δυνατδ νά
πολεμηση—μέ τδν στοχασμό: άν ^μαι έίω τούς βγάνω,
αι δέν είμαι δέν έρχονται εις βοηθιια μου, καί έτζι
έβγήκα εις τδ κεφαλή τοΰ χωρίοΰ, εις ένα καταράχι,
και έσταθηκα καραούλι, βάρδια, ολη τήν νύκτα μέ 10
νοματου;- και ο[ Τούρκοι έςημερώθηκαν στδν ’Αγιον
Βλαση, στον Βασίλη τδν Πετμεζά, καί εις τούς ’Αρ-
= 203 =

γείους, καί έκαμαν όλίγον άκροβολισμάν, καί άνεχώρη-


σαν οι ’δικοί μας· αίματα δέν έχυθηκαν είτε άπ4 τό
ενα μέρος είτε άπό τό άλλο· καί οί Άργεϊοι άνεχώ-
ρησαν διά τό ’Αργος· ό Βασίλης Πετμεζάς δέν του;
είδε· ούτε έγώ* έτζι ό Βασίλης έμεινε εις ταίς θέσαις,
"Αγιον Βλάσγι, καί οί Τούρκοι έπίστρεψαν εΐ; την Πά­
τραν μ’όλους τούς προσκυνησμένοιις. Την άλλην Ημέραν
ηλθεν ό Αόντος, ό Νικολάκης b Πετμεζάς, 5 Θεοχαρό-
πουλος, ό 'Ροΰφος, b Λεχουρίτης με τους τετρακοσίους
ποϋτον εις χό Μοναστήρι, καί έγώ όρδίνίχζόμουνχ άπό
τους Πετσάκους νά φύγω, γιατί δέν ή'ευρα ποίοι οί προσ-
κυνημένοι καί ποΐοι όχι, καί έπήγα εις την ΚερπΙνή που
’ναι δυνατώτερος i τόπος1 καί b Λοντος μοΰ είπε μέ χούς
άλλου;: Γέροντά μου νά κάτσομε έδώ· τους είπα: είσθε ό­
.
λοι άπιστοι καί δέν ήξεύρω τί νά κάμω · έγώ ανα­

χωρώ νά κάμω στράτευμα έδικό μου, καί εσείς μεί­
νετε στην θε'ση τήν έδικήν μου. Πηγαινάμενος ε’ς την
Π

Κερπενή, έστειλα τόν άγίουτάντε μου τόν Φοτάκο, καί έπή-


γε γυρεύοντας διά νά φθάσνι ό Γενναίος καί b Κολίο'-
Α.

πουλος· και b Γενναίος ήτον εις τοϋ Φρετζάλη, καί b Κο-


λιόπουλος έσόναζε στρατεύματα καί σέ 5 ήμέραις έφθασαν
μέ 5 χιλιάδες. Μαθαίνοντας δ Λοντος καί ή συντροφιά
του ότι έφθασαν τά στρατεύματα τά έδικά μου, άναχώ-
ρησαν διά τό "Αργος, καί δ/ι ότι έφθασαν τά στρατεύ­
ματα τά έδικά μου, άλλ’ έμαθαν ότι ό Αελή ’Αχμέτ Πα­
σάς έπήγαινε νά συνάζη τήν σταφίδα· άφοΰ άπελπίσθηκαν
νά συνάζουν αυτοί τήν σταφίδα τότε άνεχώρησαν, έπει-
δή διά αυτό έκεΐ έκάθοντο. "Απλωσα τά στρατεύματα εις
τά προσκυνημένα χωριά, καί έκαμα διαταγαΐς: ότι ογιο
χωριά δέν γυρίση πίσω είναι χά σπήχια του καίμένα, τα
s= 204 =
άμπέλια τους καϊμένα,. θά τους άφανίσω άπό τό πρόσωπο
τής γης καί δτι άν έπιστρέψη, τό έθνος θά τους συγχώρησή,
καί άλλα περισσά, φοβέραις. ’Εάν στοχασθήιε δτι ό ’ίμ-
πραίμης θά σας δώση άπό 500 νά φυλάτε τά χωριά σας,
εΤσθε γελασμένοι, δίατί δέν έχει τόσο στράτευμα, αλ­
λά άπό τό ενα μέρος θά φεύγουν εκείνοι καί άπό τό
άλλο θά έρχόμεθα ημείς νά καΓμε, καί νά σκοτόνουμε.—
Λαμβάνοντας ταΓς προσταγαΐς, ταΐς έδειξαν του Ίμπραί-
μη, καί είπε, δτι εγώ θά δείξω πόλεμο τού Κολοκοτρώνη*
καί ετζι έγύρισαν όπίσω τά χωριά, όπου ήτον προσκυ-
νημένα, καί έπέρναμε όπίσω τά προσκυνοχάρτια, καί τούς
δίδαμε τού έθνους, καί έτζι έγύρισαν όπίσω εις τά χωριά
τους διάνάμή τούς κάψουν τά σπίτια τους. Καί ετράβιξα μέ
8000, καί έτραβίξαμε κατά την Βοστίτζα,καί βιένονταςστήν
Βοστίτζα αγνάντια στα ψηλώματα, έβγάλαμε ανθρώπους
.

νά τούς πλανέσωμε διά νά εύγοΰν εις πόλεμον. Οι Τούρ­
κοι δεν ειχον σκοπόν νά πολεμη'σουν, άλλά νά τρυγησουν
καί εις την άκρη του κάμπου είχαν τήν καβαλλαρία
Π

τους διά νά μην κατεβαίνουμε* καί έκαθήσαμεν δύο ημέρας


Α.

καί έπροκάλεσα, καί αυτοί δέν είχαν τον νουν τους


διά πόλεμον βλέποντας δτι ήμεθα άχρηστοι και δέν έχομε
καί προβιζιόνες νά σταθούμε εκεί, έπήρα τον Γενναΐον
μέ τό μισό στράτευμα, καί ετράβιξα εις τον "Αγιον Βλάσ­
ση, καί τόν Κολιόπουλον, Μελετόπουλον, Πετιμεζάδαις,
τούς άφηχα Πάτρας καί Βοστίτζας χωριά. Πηγαινάμενος
είς τον "Αγιον Βλάσση, λαβαίνοντας ένα γράμμα άπό τό
φρούριο τής Καρίταινας, καί λέγει: δτι ή Μεσσηνία πραγ­
ματεύεται νά προσκύνηση—τον Νικήτα είχα άφίσει στην
Μεσσηνία μέ στράτευμα καί οί στρατιώταις τοΰ έφυγαν
άπό την πείναν—μόνον νά φθάσετε τό γλιγωρότερο νά μην
= 205 =
πάθουμε καμμία. ’Αφηκα τόν Γενναΐον, καί έπαράγγειλα
και του Κολιόπουλου νά σταθούν νά παρατηρούν τα κινη'-
ματα τού Δελη Αχμέτ Πασσά, καί το προσκύνημα, πού
άρχίνησαν εις την Γαστούνη, καί Πύργον , καί εγώ ά-
νεχώρησα μέ διακοσίους σωματοφύλακας. — ‘Ο Πασάς
άπό την Πάτρα συνάζει τα στρατεύματα, καί τούς προσκυ-
νημένους, καί πάει κατά τέ Κολιύπουλο εις τνΐν Καυκα-
ριάν, δυνατός τύπος—μύνον ενα έκαμε ό Κολιόπουλος,
όπου δεν έδωσε εϊδησιν τοΰ Γενναίου, ’που τον 6 ώραις
μακρά* πλών ό Κολιόπουλος δέν ένύμισε δτι πάνε απάνω
του οί Τούρκοι—καί ώς έπνίγαιναν άπάνου του εκαμε έναν
πόλεμόν δυνατόν. Έσκοτώθηκαν ώς 150 Τούρκοι, καί
από τούς ’δικούς μας δεν επαθε κανείς τίποτε* ήτον μέ τόν
Κολιόπουλον ό Χρηστός Φωτομάρας, ό Μελετο'πουλος, ό
.
Νικ. Πετμεζάς καί άλλοι, η τον 2000,καί οί Τούρκοι 8000*

καί ετζι ετράβηζε πάλιν ό Πασάς Δελή ’Αχμέτης καί Ικα-
τέβη εις τήν Πάτραν καί εις την Γαστούνην* έκαμ.ε κατά
Π

τίιν Αίβρην, αμέσως καί & Δίίρη καί τάλλα γωοιά έπρο-
σκύνησαν. ’Αφού έμαθεν ό Γενναίος, πού ^τον εις τό Λι-
Α.

βάρτζι εναντίον των Τούρκων καί των προσκυνημενων, καί


εστρατοπεδεύθη εις τούς παραλύγγους, απέναντι τού ς-ρατο-
πέδου τού Τούρκου μίαν ώραν μαζύ ήτον καί ό Χρύσανθος
το Σισινόπουλο καί ό Θάν. Κουμανιώτης* βλέποντας οί
Τούρκοι τόν Γενναΐον σηκώθηκαν καί έτράβηξαν ·/.* ·.·:.- τού
Αάλα* έστειλεν ό Γενναίος κοντά τους διάφορα σώματα
καί έκτυπιώνταν, καί έβάρησαν τήν πισινέλα τού τούρκου,
καθώς εκτυπώθηκε καί μ’ ένα μπουλούκι εις τύ γεφύρι της
Νεμούδας. Εις αυτόν τόν άκροβολισμόν έσκοτώθηκαν 40
Τούρκοι,πέντε έπιάσθηκαν, καί τρεις "Ελληνες έσκοτώθηκαν
έτράβη£εν εκεί ό Πασάς βιαίως άπό Γαστούνην καί Π«-
= 206 =
τρα, δ Si Γενναίος έπέστρεψεν si; την Δίβρην διά νά
τιμωρη'ση του; προσκυνημένους καί νά τους γυρίση εις τδ
ρωμαίϊκο, καθω; καί έστρεψαν ef; τδ έθνος καί αυτοί
καί όλα τά πέριξ χωρία. Έπροσκύνησε και ό Πύργος, καί
τού; έγραψε δύω γράμματα ό Γενναίος, καί όχι μόνον δέν
ήκουταν, άλλ’ επροσκάλεσαν καί τού; επαρχιώτα; τού Φα­
ναριού νά προσκυνήσουν καί αότοί. Οθεν έβιάσθη ό Γεν­
ναίος διά νά πάγηνά κάαρ μερικαίς ζημίαις, έκαψε σπη'-
τια διάνα παραδειγματισθοΰν καί άλλοι προ; σωφρονισμόν.
’Εγώ έτράβιξα, ώ; είπα, καί έπε'ρασα την επαρχίαν
Καλαβρύτου, Καρύταινας καί Λεονταριοϋ καί έπε'ρασα στή»
Μεσσηνίαν, όπου ήτον ό Νικήτας, εις τό χωριό Ζαβάζικα,
κάτου εις τά καλύβια, στην Καλαμάτα δύο ώραι;. Καί
εις τον πηγαιμό μου έμάζευα στρατεύματα καί έγινήκαμε
ώς χίλιοι ’Αρκαδιανοί, Άνδρουσσανοί,ή Μηλακιώταις· διά
.

τρεις τ,μέραι; χίλιοι · τροφαϊς δέν είχα, έδιάταζα τά
χωριά καί έπήρα διακόσια πινάκια γέννημα καί χίλια
σφαχτά διά τό στράτευμα. Οί Πατραΐοι, οί Καλαβρυτινοί
Π

καί με'ρος Φαναρίταις, όπου ήτον προσκυνημένοι, γράφουν


τοΰ Ίμπραη'μι νά μή μα; τυραννάττ άπό τό ένα μέρος ημείς
Α.

από τό άλλο ή Καρυταινα· όσο ή Καρύταινα ζωντανή δέν


ήσυχάζομεν· τό προσκύνημά μας δίν ωφελεί. Ό ϊμπραή-
μη; έπήρε ενα μ,ετρο, και έστειλε τον Κεγαγιάτου με χι-
λίου; μέ τσεκούρια καί μέ άρματα καί έστειλε ’στην Μεσ­
σηνία νά βάλουν φωτιά καί τσεκούρι· όσα δέν έκαίονταν
νά βά/τι τσεκούρι, έλαιώνες, συκαΓς, μουριαΐς* έστειλε
και πεντε χιλιάδαις καβαλαραίους γιά νά στέκουν εις την
άκρη, στους κάμπους νά μην καταιβαίνουν οί "Ελληνες καί
τους πολεμούν. Καί ή ζωη σου, έλεγε ’στόν Κεχαγιά, θά
με πλήρωσή τήν ζωήν όκοιουδήποτε φονέυθή* διότι δεν
= 207 =
βέ στέλνω \ά πολεμήσης, άλλα νά καύσ/ς. Καί εκείνος
εσύναξε τό στράτευμα καί επήγεν εις τήν Ζάχαρο, τό λοιπό
ποΰ του έμεινε- χαί επρώσταζε νά συναχθοϋν ή προσκυνη-
μέναις έπαρχίαις νά πάν’ νά χαλάσουν τήν Καρύταινα* τοΰ
Κεχαγιά του τοΰ έδωκε μίαν προσταγήν νά στείλη νά
προσκυνήσουν είς του; Μεσσηνίους, είμή και δεν προσκυ­
νήσουν νά άρχίση τό έ'ργον του, καί τήν προσταγή τήν
έδωσε εις δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους καί
τήν ήφεραν εκεί όπου έντεσακαί εγώ. Διαβάζοντας τήν δια­
ταγήν ’ποΰ ητον τόσον σφοδρά, τοΰ άποκρίθηκα : ό/ΐ άπό
μ,έρος μου, άπό μέρος τοΰ λαού τής Μεσσηνίας : ότι αυτί
όπου μάς φοβερίζεις, νά μάς κόψης καί κάψης τα καρ-
πόφορα δένδρα μας δέν είναι τής πολεμικής έργον* διατί
τά άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται είς κανένα· μόνον
.
οΐ άνθρωποι όπου εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα καί

σκλαβώνεις· καί έτσι είναιτό δίκαιον τοΰ πολέμου- μέ τους
ανθρώπους καί όχι μέ τά άψυχα δένδρα* οχι τά κλαριά νά
Π

μάς κόψης, οχι τά δένδρα, βχι τά σπήτια ’ποΰ μας έκαψες,


μώνον πέτρα απάνω ’στην .πέτρα νά μή μείνη, ήμεΐς δεν
Α.

προσκυνούμε* τί τά δένδρα μας άν τά κόψης και τά


κάψης, τήν γην δεν θέλει τήν σηκώσεις καί ή ΐ'δια ή γής
ποΰ τά έθρεψε, αυτή ν> ίδια γή μένει δική μας καί τά μα-
τακάνει. Μώνον ένας "Ελληνας νά μείνη πάντα θά πολε­
μούμε καί μήν έλπίζης πώς τήν γην μας θά τήν κάμης
δίκη' σου* βγάλτο άπό τό νοϋ σου. Λαβαίνοντας τήν άπώ-
κρισιν ό Κεχαγιάς, τής ευθύ; έβαλε τό έργον του φωτιά
καί τσεκούρι. Καί ημείς τό κεντήσαμε τό στράτευμά του
είς πόλεμο, καί αυτοί δέν έκινίονταν είς πόλεμον, μώνε τό
έργον τους. Καί πάνε τήν νύκτα μερικοί "Ελληνες καί
έπιασαν τέσσαιρου; Βουλγάρους ζωντανούς καί τούς ε’ζέ-
= 208 =

■τααχ καί μού είπαν τήν προσταγή νά μήν κάμουν πό­


λεμόν μένε να κυτάξουν τήν δουλειά. Έγώ τδτενες έπερασα
ιί{ τό ‘Αρμυρό και έκεΐ έσυνομίλησα με τους Καπιτα-
ναίους και άλλους Μανιάταις, νά βρούμε ένα καίκι, νά
στείλωμε εις τού; Ναυάρχους το γραμ.μα τού Ιοραήμι
καί τήν άπύκρισι τού λαού, όπού ήχον ανοικτά άπ’ έξω
άπδ τήν Μεσσηνία, ή δπου τους βρουν. Καί είχε ό Πα­
ναγιώτη; Καπετανιάνο; Γιανέας μία σκαμπάβια καί τής
δώκαμε δε'κα πέντε τάλλαρα καί τά γράμμ.ατα καί ένα
γράμμα μου" καί έλεγα* ιδού τί κα'νει ό εχθρός των Ελ­
λήνων. Καί έπήγε γυρεύοντας δθεν τού; εύρη. Καί έγώ
έτράβιζα καί έπήγα μέ τον Μούρτσινο καί είπα: τί κάνετε
αδέλφια ; νά πιάσωμεν τδν ‘Αρμυρδ πού έχω καί χιλίους
στρατιώτας Πελοποννησίους· καί έτσι έσυνάχθησαν καί έκί-
νησαν, καί ό ’Αναστάσις Μαυρομιχα'λης καί άλλοι κα-
.
πετανέοι τής Μάνη; καί έπήγαν εις τόν ‘Αρμυρά. Τήν

ίδια ήμερα έλαβα ένα γράμμα άπδ Καρύταινα άπδ τδν
Βασίλη Άλωνηστιώτη: δτι τό Φανα'ρι αρχίζει νά προσκυνϊί,
Π

μόνε πάρε μέτρα. Τής ευθύς έκραξα τον Μούρτσινο καί


τούς καπετανέους καί τδν Νικήτα, καί έγώ περνώ διακο-
Α.

σίου; νά περάσω άπδ τήν Καρύταινα, Αιωντάρι νά μάσω


στρατεύματα νά πάω κατά τδ Φανάρι, νά έχω καί έγνοια
δτι b ’ΐβραήμης ήτον εις τήν Ζάχαρο καί έσύναζε στρα­
τεύματα* καί έτσι σέ εΐκοσιτέσσαρες ώραις εύρέθηκα στην
Καρύταινα, καί έστειλα στρατεύματα κατά τδ Φανάρι’ ή
μέν Σκαμπαβία έντεσε νά εύρή τήν Γαλλικήν αρμάδα
καί δίνοντας τά γράμματα τού Ναυάρχου τού Γάλλου,έκαμε
συνιάλο καί εμαζώχθηκαν καί οί τρεις Ναύαρχοι καί εδιά-
βασαν τά γράμματα καί δέν έπίστευσαν, δτι είναι άληθινδ
εκείνο οπού κάνει ό Μπραη'μης* γιατί αυτοί τού είχαν στεί-
= 209 ==
λει πρώτα νά παύση τόν πο'λεμο, πλήν εκείνο τό σκυλί
δεν άκουε καί έτήραε τήν ε'χθρα, τό πάθος όπου είχε
εις τούς 'Ελληνας. Τότε έκραξαν τον αείμνηστον καί μα­
καρίτην Άμιλτον καί μία Φραντσέζικη και ‘Ρούσικη φρε­
γάδα, και ήλθαν εις τ’'Αρμυρό νά ϊδοΰνάν τα γραφόμενα ητον
αληθινά. Καί ήλθαν εις τό ‘Αρμυρό καί έβγήκαν και εύ­
ρηκαν τούς καπετανέους που ήτον μεινεμένοι ίκεΐ. ’Από
τό ‘Αρμυρό έως εί; τήν Καλαμάτα είναι μιά-μιση ώρα ό
τόπος ποΰ έκοβαν καί έκαιαν, καί οί καπιτανέοι τους έδειχ­
ναν τό τί κάνει ό Ίβραη'μης. ’Εμβήκαν σέ τρεις φελού-
καις οί τρεις κομαντάντιδες καί έβγήκαν εις τής Καλαμά­
τας τό ποτάμι, πού είναι άπό τό ‘Αρμυρό ώρα μιά-μιση,
καί έκραξαν τον Κεχαγιά καί τοΰ είπαν, νά παύση τήν φω­
τιά καί τό τσεκούρι, καί αυτός τούς άπεκρίθηκε, ή προσ­
.
ταγή μου είναι νά καίω καί νά κόβω, άπό τον άνώτεοόν

μου.—-Διατί η τρεις δυνάμεις τοΰ έστειλαν γράμμα νά
κάμη ανακωχή, κα! αυτός κάνει πράγμα πού δέν είναι πράγ­
Π

μα τοΰ πολέμου καί τής άνθρωπο'τητος. — Έγώ δέν τό


έξευρω αυτό, τήν προσταγή τοΰ άνωτε'ρου μου κάνω, καί οί
Α.

Ναύαρχοι καί ό Ίβραήμης άς κάμουν 3,τι θέλουν καί τότε


άνεχώρησσν οί κομαντάντιδες καί ευθύς έκαμαν πανιά καί
έπήγαν είς τούς Ναυάρχους, καί τούς ώμολόγησαν τί είδαν
καί ήκουσαν άπό τόν Κεχαγιά τοΰ Ίβραη'μη. Καί τότενες
άπεφάοισεν δ γενναιότατος Κόδριγκτων καίοί γενναιότατοι
‘ΡοΟσσος καί Γάλλος καί έπήγαν είς τό Νιόκαστρο, καί τοΰ
έκαψαν τήν αρμάδα· καί το'τενες όποΰ έπήγαν εις τό Να­
βαρίνο νά ήθελε εύρεθοΰν καί δυο χιλιάδες Έλληνες ήθελαν
σκοτώσουν ταΐς δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκους' γιατί έμε­
ναν είς απελπισίαν καίοντας τήν αρμάδα. Καί τότενες
έπαυσε καί τήν φωτιά, καί αναχώρησε διά τό Νιόκα-
14
= 210 =

στρο- καί ό Ίβραήμης ποΰ ήτο στρατοπεδευμένος, και να


πάη στην Καρύταινα, ήλθε στο Ναβαρίνο, καί τότε; Ε­

παυσε 6 θj«.iς τυΰ πολέμου, σ;όν ’Οκτώβριον [a'7)vα.


Εκείνην την ypo/ιά έδωσε όι Καρύτχινα 900,000 γρό-
σιχ εί; τού; στρχτιώτα; διά μισθού; διά πέντε [χήνας
άπό τόν ’Ιούνιον Ιούλιον Αύγουστον Σεπτέμβριον ’θχ·
τώμβριον δέν έστεκόμουν πουθενά, πότε εις την Καλα­
μάταν, πότε εις τήν Μεσσηνίαν, εις τό Λεοντάρι, Πά­
τρα, Καλάβρυτα, ποτέ δέν έ'εκαβάλιγα· διά ές μήνα; ει-
/% 200 σωμ.ατοφύΧακα;, οί όποιο; μέ άαολου9οΰααν παν­
τού- άπό τήν πολλήν καβάλα αόρ όστησχ, έφούσκοσαν τά
πόδια μου και τά ά/αμναμον, όπου άν δέν είχα τόν
Άγαμεμνον έχάνουμ.ουν. Αύτο τό καλοκαίρι έχάλασα
20 ριζιμα χαρτί εις γράμματα, καί εις διαταγάς- ή
Κυβερνησις έτραβιχθηκε ει; την Αίγινα καί δέν την ε-
.

αελλε τίποτε, κα: εκεί έ'μεινε, κα! ε?γε μόνον τάς ελπί­
δας της εις τήν μεσιτείαν τοΰ Στρατφόρ Κάνιγκ εί; τήν
Κωνσταντινούπολή. Είχα ε; γραμματικούς καί έγραφαν ή-
Π

με'οα νύκτα, καί δεν έπρόφΟαναν εί; τόν καιρόν τού προ­
Α.

σκυνήματος έφοβήθηκα μ.όνονδιά τήν πατρίδα μου, όχι άλλη


οο:ά, ούτε εις τά; άρχάς, ούτε εί; τόν καιρόν τού Δράμαλη
όπου ήλθε μέ 30,000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ- μό­
νον εις τό προσκύνημα έφοβήθηκχ· ή 'Ρούμελη ητον δλη
προσκυνησμενη, ή ’Αθήνα πεσμένη, τά ρουμελιώτικα στρα­
τεύματα διαλυμένα· μόνον ή Πελοπόννησο; ήτον μεινε-
μένη μέ τά δύο νησιά ’Ύδρα καί Στετζαι; οπού είχαν
δύναμιν. Ό Κιουταχή; είχε πάρει προσκυνοχάοτια- έπά-
σχιζε νά πάρη καί ό Ίυ.πραΐμ.η; διά νά τά στείλη εις τήν
Κωνσταντινούπολή, καί δτιν ή ό ΛΙινίστρο; τής ’Αγγλία;
ή άλλη; δυνάμεως έμεσίτευαν εί; τόν Σουλτάνο διά τήν
= 211 —
Ελλάδα νά του; άποκριθή, ποία 'Ελλάδα ; ή 'Ελλά; ε?ι>ατ
προσκυνημένη, νά τά προσκυνοχάρτια τους· εκτός άπό
μερικοί κακοί άνθρωποι, ίδου οι άλλοι1 έπροσκύνησαν τό-
τε αι δυνάμεις δέν είχαν τίποτε νά άποκριθοΰν καί ήμ.εΐς
έχανόμεθα' διότι άν δεν έπρόφθανα τό προσκύνημα καί
επροσκύναε ή Πελοπόννησος, τότε τί ήθελε κάμει καί ή
"Γδρα καί ή Σπε'τζαις; ήθελε χαθούν έβάσταζα τον κύ­
αμον έως δτου έγινε λ ναυμαχία εις τδ Νεόκαστρο, ήλθε
ό Κυβερνήτη; καί ή εκστρατεία των Φραντζέζων. Ει’ς τά
1826 άρχίνησα διά νά θαρρύνω τον κόσμο, καί έφτασα
τά σπίτια απέξω άπό το κάστρο καί πύργο, και ό κό­
σμος έλεγε δτι άν δ Κολοκοτρώνης δεν ήξευρε δτι θά
ελευθερωθούμε δεν έκτιζε σπήτια, ούτε έβαζε αμπέλια
σ’εθνική γή. Και δια νά ΐδή ό κόσμος αύτδν, δτι έκα­
.
νε σπήτια, έμψυ/όνετο ό κόσμος, έλάμβανε έλπίδαις, καί

ετζι τους ένθά^ρυνα.
Εις τάς 6 Ίαννουαρίου ήλθε δ Κυβερνήτες εις τό
Π

Νάπλι, καί έστάθηκε μία ημέρα (διατί ήτον κουμάντο


δ Θεόδωρος Γρίβας), καί έπήγε εις την Αίγιναν. Τδν έδέ-
Α.

χθη τό Βουλευτικό καί τό Εκτελεστικό, ώς Καποδίστριαν


καί τότες έκαμαν συνέλευσιν, καί τοΰ έδοσαν τά ήνίκ
τής Κυβερνήσεως. Καί περάσοντας πέντε εξ ήμέοαις έδιέ-
λυσε τό βουλευτικό, καί έκαμε συμβούλους, Πανελλήνιο,
καί άλλα συστήματα ποϋ είχαν οί ελληνες· τό σύστη­
μα τό πολιτικό’ καί άοχίνησε νά δδηγη'σνι καί τά στρα­
τεύματα καί έκαμε στρατάρχη τόν Ύψηλάνοη, καί τόν
έστειλε στην Ελευσίνα, στά Μέγαρα, καί έστάθηκε με­
ρικόν καιρόν. Καί ‘έστειλε καί έβαλε ’Αστυνόμον, άλ­
λαζε δλα τά συστήματα, έβαλε τόν Κουντουριώτην εις
τδ Οικονομικοί· καί τότε ποϋ έκατάφθασε δ Κυβερνήτης
14*
= 212 =
ητον τά Πελοποννησιακά στρατεύματα κατεβασμένα έ'ως
τρεΓ; χιλιάδες ρ.έ τόν Γενναίο διά νά πολεμήσουν την
τυραννίαν του Γρίβα, — διατί έλογάριαζε νά πάΐ] νά χ«-
λάσνι τό Κρανίδι, . . . έγραψε ή επαρχία. Όλίγαι; ήμέραΐς
άρχητίρα ητον σκοτωμένοι οί ’Αργεϊοι μ* τους στρα-
τιώτας τοΰ Γρίβα, καί έσκο'τωσαν δέκα* οΐ στρατιώ­
τες του Γρίβα είχανε πάρει καί ένδεκα χιλιάδες γηδο-
πρόβατα από του; Βαλτιτσαίους άπό τά χειμάδ^ά τους,
διατ! έκρατοΰσε τό Παλαμίδι ό Γρίβας, (τότε έχάλασαν
.καί τον ελαιώνα, έκαψαν καί τό χωρίο Φράρνι) καί τό
I τζ-Καλε έκρατοΰσε δ εξάδελφός του Στρατός, καί ό Γ.
Στρατός έκυνήγαε τοΰ Γρίβα τό κόμμα, καί ό Γρίβας
έκυνήγαε τό δικό μας. Τότε έπιασε τόν Γ. Τσόκρν καί
τοΰ έπήρε δέκα χιλιάδες γρόσια, και έπιασε τόν Ν.
.
Μπουκουρα κα! τοΰ έπήρε είκοσι χιλιάδες, καί άλλα τό­

σα κακά έκαναν. ’Εγώ άργησα διά νά πα'ω εις την Αί­
γινάν, καί ίγοαψι ένα γράμμα διά νά πάω· είπε τοΰ
Π

’Αναστάιη Λόντου, τότε Αστυνόμου, νά τά στείλνι; χω­


ρίς νά τό δώσης εϊς άλλου χέρι*. Καί έγώ ήμουν κι­
Α.

νημένος άπό την Καρόταιναν, κα! ήλθα είς ’’Αργος που


ήτον ό Γενναίος και τά άλλα στρατεύματα, καί έπήγε εις
τόν Γενναΐον δ άποσταλμένος, —: δόμου το, καί δέν τοΰ τό
έδωκε, καί έτζι ήλθε είς τό κονάκι μου καί μοϋ τό ε-
δωκε, Λαβένοντας τό γράμμα έκίνησα μέ διακοσίους καί
ίπήγα είς τά Έπίδαυρα, κα! άλλους καπετανέους, Τσόκρη
καί άλλου; πολλούς. Κα! άφησα τους στρατιώτας είς τά
'Επίδαυρα, κα! έγώ έπήγα είς την Αίγινα’ πηγαΐνάμενος
καί έπαρρησίάσθηκα κα! μ'έδέχθηκε, γιατί ήμασθε γνω­
ρισμένοι άπό τά 1807, όταν άνεχώρησε διά την ’Ρωσ-
σίαν, καί δεύτερα τδν είχα ανταμώσει είς Κορφούς, όταν
5= 213 =
ζλθε καί έπισκέφθηκε τον πατέρα του. Όταν έκατέβηκε εις
την Πίζα, καί έκαμε στάσιν έκιϊ, οί μερικοί φίλοι μα?,
τους τόσους χρόνους της έπαναστάσεως, είχαν γράμματα
εναντίον μου, καί ή φημη άπό ταΓς ψευτιές του κόσμου,
(ώς και τώρα όπου ήλθε δ Βασιλέας μας) ό'τι έκαμα
καλό εις την πατρίδα, άλλα καί περισσότερο κακό* ετζι του
είχαν γεμίσει την άκοη'ν του μέ φημη ψεύτικη, ότι έγδυ­
σα τόν κόσμο, οτι ετυραννοϋσα, καί άλλαις κακουργίαις
τοιαύταις, καί δ:ν μέ ετη'ραε μέ καλό μάτι* καί εγώ τδ
έκατάλαβα, όμως ιϊτα τώρα που ήλθε, ώς τοιοΰτος άν­
θρωπος που είναι προκομμένος, θέλει καταλάβει εις Ενα, δύο
μήνες, άν καλό ή κακό έκαμα εις την πατρίδα. ’Από έ-
κεΓ μ’ έπήρε, διορθώνοντας τά πράγματά του καλά, της
Κυβερνήσεώς του, καί τότε μ’ έπήρε καί επηγαμε εις
.
τόν Πόρο μέ τήν Φρεγάδα την ’Εγγλέζικη, όπου ητον φερ­

μένος μεδαύτην, καί έχασομερη'σαμε είς τδν Πόρο δύο, τρεις
ήμεραις, καί άπό έκεΐ έμβήκε πά'λιν εις την φρεγάδα
Π

καί έτραβίξαμε καί επηγαμε εις τ’ ’Ανάπλι. Όντας ά-


ριβάραμε εις τ’ ’Ανάπλι μ’ έπρόσταξε νά έβγω έξω εις τ’
Α.

’Ανάπλι και έγύ τοΰ άποκρίθικα, ότι στ’ ’Ανάπλι δέν βγαί­
νω, γιατί είμαι μαλωμένος μέ τόν Γρίβα, καί άντίς νά
κάμω καλό, ήμπορώ νά κάμω κακό τής Κυβερνησεώς
σου μέ τέτοιους τρελούς ανθρώπους, καί ή έξοχότης σου
κα'με μέ τόν άκατάστατον Γρίβα. 'Γπάγω εις τό’Αργος,
καί όταν τελειώση ή ύπόθεσις τοΰ ’Αναπλίοΰ πρόσταξέ με
που νά πάγω. Καί δ Κυβερνήτης έβγί,κε έξω καί «ομίλησε
του Γρίβα, καί έκατέβη άπό τό Παλαμίδη, τοΰ έπαράδοσε
τό Παλαμίδι, καί του έταξε διά νά παραδώση τό Παλαμίδι
νά τοΰ συμπαθήση όσα σφάλματα έκαμε. Καί δ Γρίβας ύπο-
σχέθη νά πάρν] 4 'χιλιάδες καί νά πάη εις τόν Τσούρτσ,
= 214 =
καί άλλα πολλά ταξίματα εις tJv Κυβερνήτην· καί & Γρί­
βας εστιάζονταν νά πανί εις τόν Πάρον δεά ζηράς άπ4
τά κακά δποΰ είχε καμωμένα, ε’φοβοϋνταν καί τόν ίσκΤον
τους* τά στρατεύματα δέν ήτον ακόμη διαλυμένα, καί τόν
έτρωγε ακόμη υποψία. ’Κδιόρθωσε τά κάστρα δ Καπο-
δίστριας, καί είπε τοϋ Γρίβα οτι πάμε μαζΰ είς τον
Πόρο, άν φοβάσαι, μέ δρκο. Καί ετζε διορθώνοντας τά Κά­
στρα τόν έπήρε καί εκείνον διά ξηρά;, καί τότε έστειλε
εις τ4 !,Αογος τον γέροντα Βλασόπουλο, διά νά μου είπή
νά πάω εις τ4ν Πόρο καί νά λύσω οσα στρατεύματα καί
άν Εχω, τά στρατεύματα οπού εύρίσκοντο εις τ4 "Αργος
καί εις τά ’Επίδαυρο, τά στρατεύματα τά Πελοποννη-
σιακά όλα. Δέν Ελειψα νά διατάξω τά στρατεύματα νά
λυθούν, διά νά πάη κάδε ενα εις τον τόπον του, και οσους
.
είχα λουφετζίδες 'Ρουμελιώταις Εστειλα, είπα τού Γεν­

ναίου νά τραβιχθούν εις τήν Καρόταινα καί νά του; δίδω
τροφάς, εως νά λάβω δεύτερη διαταγή άπ4 τόν Κυβερ­
Π

νήτη- καί Ετζι ίμπήκα είς την φεργάδα καί ε’πήγα εις
τόν Πόρο. Σαν έπηγε μέ τον Γρίβα είς τόν Πόρο, τόν
Α.

άφησε εξω τοϋ Πόρου, καί Εστειλε καί ήλθε δ "Γψηλάν-


της καί τά στρατεύματα είς την ’Ελευσίνα, ό δέ Γρίβας
πούτον εκεί καί άλλα στρατεύματα (πού τοϋ Εταζε
νά δο'ισνι 4000) τού είπε, νά συνάξη όσου; στρατίώ^ας
δύναται καί τόν αδελφόν του τόν Γαρδικιώτη νά πα'η εις
τήν Βόνιτζα, καί έπηγε ό ίίιυς Καποδίστριας δτά νά έμ-
παρκαρισΘοϋν στο καστέλι τοΰ Πόρου, πού εϊγε φτιασμένο
δ Έϊδέκ, καί από ταΐ; 4000 χιλιάδες πού τού Εταζε, ε-
παρρησίασε νά έμπαρκάρη 270, καί έν παρρησία τού Κυ­
βερνήτου άρχισαν τήν ακαταστασίαν, καί έγύρεβαν τους
λουφέδες πριν μισεύσουν, καί έθόμωσε καί έστράφη είς τον
sa 215 ==

Πόρον, καί εκείνοι έμπαρκαρίσδηκαν κα! έπήγαν εις τ£ν


Γκενεράλ Τσοΰρτσ, καί έχασομέρισε 5-^6 ημέρες διά να
διορθώση καί άλλα πράγματα, καί επήγε είς τήν’Ελευ­
σίνα οποί) ήτον ό ’ϊ"ψηλάντης ριέ τάλλα στρατεύματα, και
έκαμε στρατάρχη τόν ’Γψηλάντη, καί έβγήκε εις τήν
’Ανατολική 'Ελλάδα, και τότες έγύρισε πίτω εις τήν
Αίγινα νά διοργανίσγ] τό έθνος, καί εδιοργάνισε 20 τάγ­
ματα άπό τά Ρουμελιώτικα στρατεύματα, καί άπο τά
Μωραίτικα κάνενα. Τότενες όταν έγύρισε τού είπα ν ότι,
» έζογώτατε διατί δέν κάνεις καί άιτό τήν Πελοπόννησον
» τάγματα; τά άρματα τής Πελοπόννησου τί 0ένά γενουν;
■ τι θενά γίνουν οί κόποι τους; ■>. — Τότε μέ άπεκρίθηκε,
ο Θοδωράκι, (δι ατί έ’τσι μέ έλεγε πάντα), δ ευ καταλαβαί-
» νεις τά έ'ωτερικα, διατί τό κάνω αυτό. Να ήςευρεις
.
» ή τρεϊ, δυνάμει; άπορασίζυυν μόνον τήν Πελοπόννησον

» καί μέρος νησιά, καί δέν έ/ουν σκοπόν νά μάς πλατύνουν
» τά σύνορα, καί έγώ τό κάνου μέ αυτόν τον τρόπον οτινά
Π

» εύρίσκωνται τά στρατεύματα τά ’Ρουμελιώτικα είς τά


» αρματα είς τά σύνορά τους, κα', οί Πελοποννη'σιοι άν κά-
Α.

• μουν άρματα Πελοποννησιακά οί σύμμαχοι Οά είποΰν, τί


• δέλιι ό Κυβερνήτης τά άρματα εί; τήν Πελοπόννησον
» που ή Πελοπόννησος είναι ελεύθερη* τηράει νά δυναμώ­
ν» ναι τά στρατεύματα του καί δέν τηράει εμάς που είμαστε
» διαφεντευτάδες των ’Ελλήνων, καί κάνω κακό καί όχι
» καλό" υμονς είπε είς τά στρατεύματα καί καπεταναίους
» τής Πελοπόννησου, νά ϊδυϋμε·» τί ό καιρός με διδάσκει
» καί νά’ναι ήσυχοι ». Καί τότενες μ έκα νε ενα γράμμα
διά τούς προσκυνημέ.ους ΙΙάτρα και λοιπά καί τους συγ­
χωράει ή Κυβε'ρνησις, καί νά αναχωρήσουν άπό τους
Τούρκους· καί τήν έ'καμε τήν διαταγή έπάνου ε’ς έμενα καί
= 216 —
έγώ νά j-ράψωνά Ησυχάσουν καινά μην άνακατόνωνται πλέον
μέ του; Τούρκους. Την διαταγή μέ την έδωκε ’ςτά έβγα
του Γε<ν*ρίου, καί έκαμα διαταγάς εις δλας τάς επαρ­
χία;, καί έτσι οί προσκυνημένοι έτραβήχθηκαν άπδ τοΰί
Τούρκους, ό δε Νενέκος εις τάς 2G τού Μαρτίου έπήρε
τους Τούρκους καί έπνιγε κ’ έχάλασε μία οικογένεια Κα-
ρυτινή οπού ήτον άπδ παλαιά εις τνιν Πάτρα, ε’σκλά-
βωσε τά παιδιά, οί άνδρες έγ"Χύτωσαν μόνον μέ τδ
κορμί, μέ τδ τουφέκι ς·ό χέρι, τους πήρε 6000 σφαχτά. Εις
τά 26 δταν έπρωτοπροσκύνν,σε ε!χα διατάζει ένα λεγό­
μενον Σαγιά νά τον σκοτώση* ό Σαγιάς μοΰ έζη'τησε τήν
άδειαν καί εγώ είχα τνιν δρεζιν, καί πάλιν δταν ακόυσα
καί εσκλάβωσε τους "Ελληνας τδν έντεμπίχιασα μέ ένα
γράμμα* άπιςΐ διατί δέν τδν σκοτώνεις ’πού ακόμη μέ τους
Τούρκους είναι, άφ’ου ήλθε δ Κυβερνήτης; — Το'τε δ
.

Σαγιάς Ισμιζε τδν Νενέκο καί έσκοτώθη δ Νενέκο;- εις
τά 1 828 έγειναν παράπονα1 ό Νενέκο; είχε φερμάνι άπδ
τήν Πόλι καί τδν έλεγαν Μπέη Νενέκο.
Π

« Διατί τουςΓΡουμελιώταις τους έκαμα τάγματα καί τους


Α.

» έβαλα στά σύνορα; διά νά λέγουν οτι αυτοί είναι εις τούς
» τάφους των γονέων τους, εις τδν τόπον τής γεννη'σεώς των
* καί δέν ήμπορώ νά τούς εμποδίσω διά ταΐ; φαμελιαίς τους,
» βιος που έχασαν καί διά τοΰτο δέν βάνω Πελοποννησίους·
» πλην και τοϋτοι θά ευρουν τδν καιρόν τους καί θά ευρουν
ο τα δίκαια τους ». Ήτον τέχνη του διά νά μακρυνρ τά
σύνορα καί να εχη καί τά συνόρατα δυναμωμένα άπό
ταις καταδρομαίς των Τούρκων. Τούτοι ώρκώθηκαν είί
τας "συνελεύσεις νά πεθά^ουν δλοι μαζΰ ό'σοι σηκώθηκαν
στά αρματα και αν κινδυνεύσουν οι Ρουμελιώταις νά πάνε
οί Πελοποννήσιοι πρδς βοη'θεια'ν τους.
= 217 =
Τδν Μαιον μήνα έφθασαν κι\ τά στρατεύματα τα Γαλ­
λικά, άρχηγδς δ Μαιζών μέ 14,000 και με ολην τήν ύλην
την πολεμικήν θαλάσσιον καί ξηράς. Τότε; δ μακαρίτης δΚυ-
βερνήτης ήλθε διά θαλάσσης στό Πεταλίδι, καί ακούοντας
κ’έγώ, ποΰ ήμουν εις την Καρύταινα, έπήρα κάμμιά έκατος-ή
ανθρώπου; καίέπήγα εις τήν Μεσσηνία καϊήτον καί ό Νικη-
ταρας. ’Εσυνομίλησε καί ό Κυβερνη'της μέ τόν Γκενε-
ράλ Μαιζών καί δ Γκενεράλ Μαίζων έστειλε γράμματα εις
τδν "ΐβραήμη, πώς είναι προσταγμένος άπό τάς τρεΤί Δυνά­
μει; νά ελθι] μέ τά στρατεύματα του εις τήν Πελοπόν­
νησον, καί ακόμη προσταγμένος νά σοϋ γράψω νά συνά­
ζεις τά λείψανα των καραβιών σου καί τά στρατεύματα,
νά τραβιχθης άπδ τήν Πελοπόννησον, κΐόέν παρακούσης καί
δεν τραβιχθής είμαι προσταγμένος νά σε πολεμήσω στε­
.
ριάς καί θαλάσσης. Καί τδ στράτευμα δλο τδ είχε βγαλ-

μένο εις τδ Πεταλίδι εζω είς τήν ξηοάν, καί άρχίνησε
καί εφθιανε ε’ργαλεϊα, κοφίνια καί άλλα διά μπαταρΐαις·
Π

καί έζήτησε τοϋ Κυβερνήτου νά τοϋ άφήκη ενα στρα­


τηγόν μέ ολίγους διά οδηγόν, νά ήναι δδηγός τοϋ στρα­
Α.

τεύματος διά τδν τόπον, καί τοϋ άφηκε τδν Νικηταρα· καί
έπήρε τά στρατεύματα καί έπήγε μέρος κατά τήν Κορώνη
καί μέρος κατά τδ Νεόκαστρον" καί έγύ άνεχώρησα διά
τήν Καρύταινα.
’Εκείνον τδν καιρδν όσοι ήτον είς τήν Κωρώνην Τούρ­
κοι, δύο τρεις χιλιάδες, άπεσκίρτησαν άπδ τόν ’ΐμπραίμη
βλέποντας τήν δύναμιν των Φραντζέζων καί τήν αδυνα­
μίαν τοϋ Ίμπραήμη, καί έτραβίχθηκαν μέ σκοπδ νά ομι­
λήσουν μέ εμένα καί νά τους σιγουράρω τήν διάβασιν άπδ
τδ δερβένι νά περάσουν τήν ‘Ροόμελην, καί έτράβιζαν καί
ήλθαν ίσια μέ τήν ’Αρκαδιά—τδ σύνορο· καί μαθαίνοντας δ
= 218 =

*la.-repαήμης οτι έβγήκαν, έστειλε καί τους έπολέμησε και


έσκοτώθηκαν κάμμία εκατοστή ταχτικοί. Καί μου έστειλαν
νά μιλήσωμε νά κάμωμε τρατάτο 5ιά νά περάσουν καί
έγώ έδέ νθηκα το τρατατο και εστειλα τόν Ιενναιο και τόν
Κολιόπουλο εις τό Δερβένι του Λεονταριοϋ, καί ανταμώ­
θηκαν καί «ομίλησαν; οσους σκλάβου; έ/^ουν νά τους έλευθί-
ρώσουν, καί έστρε^θπκαν καί έβγήκαν εις τής Καρύταινας
τόν κάμπο μαζύ μέ τά στρατεύματα τά έδικά μας, ε’ς τήν
Καούταινα 2000 καβαλαρία κα! 1000 πεζοί* εί; την
Καούταινα ήλθαν οί Μπέ’ίδε; καί μ.ε αντάμωσαν, άπό εκεί
έτράβιζαν διά τν,ν Τριπολιτσα, καί ετέντωσαν απ’ εζω άπό
την Τριπολιτσα, καί αΰ:οί έτκόπευαν νά πιάσουν τόν Γεν-
ναΐον καί τόν Κολιόπουλον διά ένέγυρον, καί έγώ τους ii/a,
τεμπίγι νά μ ή πηγαίνουν ’στό δρδί* καί ό Γενναίο; μίαν
ημέραν έπήγε μόνο; του ’στο όρδΐ— (κάλλιο νά τόν σκο­
.

τώσω έγώ παρά νά τόν πάνε σκλάβο), καί «σηκώθηκα
καί έγώ καί έπήγα εί; την Τριπολιτσα, καί έπολέμαε......
καί έπήγε ένας "Ελληνας τζασίτη; καί τους είπε, αυτού ποΰ
Π

’πάτε διά τά Δερβένια σάς έμουν γωτιαίς νάσάς σκοτώσουν"


Α.

καί τότε έγύρισαν οί Τούρκοι ’στον κάαπο νά πάνε εις τό


νλργος, καί έγώ μ.ε τό στράτευμα έπήγα εις τον ’Αχλα-
δόκαμπο* τούς πήγαινα πάντοτε ’πίσω ’στό πλευρό, καί
κατέβηκαν εις τού; Μύλους τούς αφεντικού;, κα1 έρριςαν τό
δρδί του;. 'θ Γκεν«ράλ?ς ό Φραντζεζος μέ τόν Κυβερνήτη
’πού ήτον εις την Μεσσηνία τού είπε: οτι νά μή σκοτώσουν
οί Πελοποννήσιοι τούς Τούρκους, μο'νε νά στείλης τόν αδελ­
φόν σου" τότε εστειλε ό Κυβερνήτη; τον αδελφόν του
ςτου; μ.υλου; και εκαμε γοαμμα να περάσουν οί Τούοκοι
άπείραγοι. ’Ερχόμενος ό Αύγουστΐονς μέ αντάμωσε καί μού
έόωσε την διαταγή τού Κυβερνήτου δπου έγραφε νά πάνε
= 219 =s
βά'ικοι, καί στέλνω καί τόν Αύγουςπνονά του; συνοδευσέτί/
Τότενες λέγω του Αυγουστίνου, έχομε τρατάτο νά έ'βγουν,
πλήν νά ελευθερώσουν τοΰ; σκλάβους.—· Αύτό ’ποΰ έ/ετε
μιλημένο κάμετε το. Τότε έκραξα τού; Μπέικε;, τά κου-
μ.άντα τών ’Αρβανιτών, νά τού; ομιλήσω διά τήν ΰπο'θεσιν
αυτήν τών σκλάβων, καί μοΰ άποκοίθ/ικαν ότι: στείλε αν­
θρώπου; μέσα καί οσα παιδιά ευρουν ά; τά 7ϊάρουν έστει­
λα δυο καπεταναίου; καί έ'ογαλαν κάμμιά 80 παιδιά ποΰ
είγαν Τουρκεμένα καί 20 γυναίκες, 100, καί εϊ/αν δυο
τρεις τέσσαρε; γυναίκες ένδυμένες άνδρίκια καί ταί; έπήρχ
στα-ικώς καί τους ελευθερώσαμε δλου;, και τούς έδωκα
όδηγοΰ; κοντά καί άπό ’πίσω μέ τον Αυγουστίνο και έπη-
γαίναμε να περάσουν την Κόρινθο, καί έτράβιξαν τήν ήμε­
ρα καί έρριξαν τό όρδί του; ’;τόν άγιον Βασίλη, και ό Αυ­
.
γουστίνο; μοΰ λέγει νά πάμε καί έμεϊ; ;τόν ίδιον τόπο' εγώ

τοΰ είπα δεν είναι δίκη σου δουλίχ* ήμποριϊ νά μάς κάμουνε
άπιστιά, πιάνοντες έμας ήν.ποροϋν νά πάνε όπου θέλουν,και
Π

τό δικό μα; στράτευμα 400 άνθρωποι* καί έπηγα εΐ; τόν


άγιον Γεώργιον μίαν ώραν αλάργα, καί τήν ά'λλην ώμέραν
Α.

έτράβιξαν οί Τούρκοι καί έπνιγαν άπό κάτω ’;τήν χώρα*


διατ! ςτό κάστρο ήταν φρουρά Ελληνική καί τήν χώραν
τήν κρατουσαν^Ελλην:;, καί έτσι έπήγαμε καί έμεΓ; με τόν
Αυγουστίνον καί εί’μαμε κονάκι άπό κάτιο άπi τό κάστρο*
διατί πάντοτε έφοβουμαστε* καί έστείλαμε τοΰ 'Γψηλάντη
ποΰ ήταν ς’τήν Λευσΐνα νά έλθγ, εϊ; τό Λουτράκι μ.έ τοΰ;
Ταγματάρχα; διά νά όμιλήσωμεν κατά τήν προσταγήνκοϋ
Κυβερνήτου νά έλθουν νά περάσουν εΐ; τό Δερβένι, καί έρ-
χάμενοι έπήγαμ.ε καί τοΰ; ανταμώσαμε εις το Λουτράκι
με τόν Αυγουστίνο. Τότενε; οί Φραντσέζοι έστειλαν ένα
Κορβέτο διά νά ίδή έάν τοΰ; Άοβανίται; τοΰ; άφίνωμε
r= 220 —
νάπεράσουν (άπό τήν Πάτρα τό εβάοεσαν), καί ήλθε νά πα­
ρατηρώ τά κινήματα τα έδιχά μας’ και ό Γψηλάντη; έγύ-
peue νά άφίκουν τά άρματά τους καί τ’ άλογά του; καί
τότε νά περάσουν' οτι καί εμείς δυναμεθα να τους βαρέσω-
με ’;τήν Πελοπο'ννησο* άν ήθελαμε νά τού; σκοτώσωμι,
του; σκοτώναμεν εί; την Πελοπόννησον, άλλα διαταγή τής
Κυβερνη'σεως είναι νά περάσουν, εγώ τού; »?χα ενέχυρα διά
τήν διάβασίν του;. Οι Τούρκοι βλέποντας τήν ακατα­
στασίαν έκίνησαν με τά ενέχυρα μίαν αυγήν διά τα
Μαύρα λιθάρια, περνούν άπό Βοστίτζα εις Πάτρα, καί
ήμεΐ; έχίνήσαμε στρατεύματα διά νά τού; κτυπήσωμεν,
επειδή έπαράβηκαν πέρνοντε; τά ενέχυρα. *Αν έπιάναμ*
τά Μαύρα λιθάρια δεν επέρναε κάνει;.
Ό καπετάν Χρίστος ’Αλεξανδρόπουλο; άπό Στεμνίτσα μέ
λέγει τά ακόλουθα- οί Τούρκοι στρατοπεδεύονται απ’ έξω άπό
.

τήν Πάτρα· έστειλε ό Ντελή Άχμέτη; έναν ά’νθρωπό του να
ηάνε οί αρχηγοί νά κουβεντιάσουν, ϊσηκώθηκαν οΐ δύο
μπε'ηδε; οΐ χαλδούπιδες ’που ώριζαν τήν καβαλαρίαν, καί
Π

έπήγαν μέσα διά νά τού; κουβεντιάση, τούς ρώτησε διά


Α.

τι φεύγετε άπο τόν’Ιμπραήμη;— ΐέν μα; έδωκε τούς μι­


σθού; μα;' έγώ σάς δίδω τού; μισθού; σοί; νά ποθήσετε
μεταμένα. Ήλθε καί ό μπέη; ό ’Αρβανίτης και ώμίλησε
μέ τόν Πασά διά νά μείνη, αύτ4; δεν τό ίστερξε διά νά
μείνη, έτσι τόν έκτύπησε δ Πασά;, τόν έβάρεσε μέ τό
σπαθί' τότε τού φωνάΓει, μή βαρής, καί έβγαλε τήν κουμ-
ποίρα καί τόν έφόνευσε· τότε καί οί άλλοι νεοφερμένοι
έπήραν τό Κάστρο. Ό Μπέη; πού έσκοτώθηκε ovoj/.ά-
ζετοΜουσάμπεης Γαρδικιώτης,οΙ Άρβανίταις καί οίχαλδού-
πιδε; έπειτα άπό 6ξ ήμέραις ίιρυγαν άπό τήν Πάτρα'πάνε
εις τά Ιωάννινα· τά ίνέχυρα έφυγαν άπό τήν ’Αρβανιτιά.
= 221 =
Τότες έγώ καί & Αυγουστίνος έπη'γαμεν εως τά Τρί-
χαλ* καί έγυρήσαμε ‘πίσω εις τ’ 'Ανάπλι. Τότε έπαρα-
κινιισ* χαί τδν Κυβερνήτη καί έσήκωσε την Κυδε'ρνησι
καί ίρ9« εί; τ' ’ Ανάπλι.

Αλησμόνησανά είπώ, ότι τδν’Απρίλιον εις τά 1827 όταν


ηχούσε Iμπραίμης ότι έρχονται στρατεύματα Φραντξεζικα
έπήγε εις τήν Τριπολιτζά μέ όλα του τά στρατεύματα,
έκρίμησε τά τείχη τής Τριπολιτξάς έκ θεμελίων, καί όλα
τά σπητια τής Τριπολιτξάς, καί έσπειρε αλάτι* αφού
επέστρεψεν άπδ την Τριπολιτξά . έπιασε 25 ενικούς μας
’Αλωνιστιώτας, όλου; συγγενείς μας* όταν επήγαινε εις τον
κάμπον τού Λεονταριοΰ ό Σεχνετξίπης είπε τοΰ ’ΐμπραίμη,
καί τούς έστειλε μέ ε^α γράμμα εις τήν Καρύταινα τοΰ Γεν­
.
ναίου' 5 Γενναίος όρδίνιασε όττοΰ είχε μια εκατοστή σκλά­

βους, καί τούς έστειλε εις τήν Μοθώνην.

C9 Ίμπραίμης μου έπαράγγειλε μιά φορά διατί δέν στέκω


Π

νά πολεμήσωμεν· εγώ τοΰ άποκρίθηκα ότι άς πάρη πεντακό­


σιους, ‘/ίλιους, καί πε'ρνω καί έγώ άλλους τόσους, καί τότε
Α.

πολεμούμε,ή άν 6έλη ά; έλθτ] καί νά ρ.ονομαχήσωμεν οί δύο*


αυτός δέν μέ άποκρί^ηκε εις κανένα· καί άν ήθελε τό δε-
χθϊί τό εκαμνα μέ όλην τήν καρδιάν διότι έ'λεγα: άν έχανό-
μουν, άς έπήγαινα' άν τδν χαλούσα, έγλύτονα τό έθνος μου^
Ό Κυβερνήτης έρχεται εις τήν Ελλάδα τόν Ίαννουάριον,
πηγαίνει εις τήν Αίγιναν δπου ήτον ή Άντικυβερνητική
επιτροπή καί τό Βουλευτικόν έκεΐ έπήγαν εις τήν εκκλη­
σίαν, έγινε δοξολογία καί δει ήθέλησε νά όρκωθή πριν νά
κάμ,η τάς παρατηρη'σεις του1 είπε: δτι άν θέλετε νά διοι-
Νκη'σω, νά διαλυθή τό Βουλευτικό, διότι έγώ δεν έμπορα»
νά δουλεύσω' έχει ή πατρίς μας καί έχθρούς καί φίλους,
= 222 «=

ή fa καί δέν θέλετε εγώ μένω καί Θέλει δουλεύσω οσον


είναι δυνατόν, ώ; μερικός’ τού; είπε αίτια εξωτερικά· διε-
λύθτ,κε μόνον του τό βουλευτικό, καί άν ήτον κανένας
βουλευτή; δυσαρεσχημένο; ^τον περισσότερον διά τους μι­
σθούς του' οργανικέ τό κράτος, έστειλε έπαρχους, εκτάκ­
τους επιτρόπους, άρχετε άνταπόκρισι τακτική, ό καθένας
να γνωρίζη τά χρέη του· ό στρατιωτικός ιός στρατιωτι­
κός, ό πολιτικό; σάν πολιτικός, έσωττητε τό Πανελ­
λήνιον καί τους έβαλε ολους τους άρχοντας μέσα, τον
Κουντουριώτ/ιν τον έκαμε πρόβουλον τη; Οικονομίας, τον
Ζαήαην πρόβουλον τοϋ Εσωτερικού· μολαυτά άρχισαν
κάτι νά ’μιλούν, κάτι νά αντενεργούν, παρά μυστικά’ καί
πριν νά ελθη ό Κυβερνήτης, έγυρευαν νά αντενεργήσουν
μ.ερικοί, διατί έποόβλεπαν οτι όταν συστηθή μία τακτι­
κή Κυβίρν/ςτις δέν ήμ.πορεΐ ό καθένας νά κάμη δ,τι Θέλει'
.

ό Κυβερνήτης αΰτου; οπού τού άντιστάθηκαν, αύτους είχε
αγκαλιάσει πρώτα’ τά ζιζάνια άρχισαν νά έμβαίνουν
οί αδελφοί του που νά είχαν κόψει τό ποδάρι τους ίκεΤ
Π

πιυ εκί/ησαν διά νά έλθουν εις τήν Ελλάδα, έφθασαν


Α.

καί εκείνοι’ ήλθε και ό ’Ριμποπιέρος καί ό Καλεμ/νότ, ό


πρίσβυς δ Γάλλος διά νά λάβουν πληροφορίας διά ταΐς
γαιας ταί; εθνικαΐς καί διά τά λοιπά’ έκαμε ό Κυβερνή­
της καί επιτροπή δ.ά νά έςετάση αυτά’ έδιορίσθηκαν
και όλοι οι έπαρχοι διά νά δώση ό καθένας πληροφο.
ρίας’ μία ημέρα έπηγα έγώ καί ό 'Ριζος..............εις
τόν Ριμποπιερην ε*ει ήλθε ·λ όμ,ιλια καί ό πρέσβυς μας
λέει οτι τού Σουλτάνου ποσον Θά τοϋ παραζενοφαίνεται
να βλέπ/ι τήν σημαίαν την Ελληνικήν νά περνάη άπδ
εμπρός απο τα ματια του, και από τέτια’ άργησε καί ό
Ριζος νά του λεγη, πλήν φοβισμένα, άλα πολίτα, εγώ τού
= 223 —

a£j gi: Κυρ Ριζο άφησέ με νά εϊπώ κα; εγώ' έςοχώτατε


λεγετε πώς θά υποφέρει ο Σουλτάνος νά βλε'πη την ση-
(Ααι*ν μας νά περνάς ά.τό έμπροσθά του, καί οτι τοΰ
κακοφαίνεται — κα! δέν μάς κακοφαίνεται καί έμας όπου
του; υποφεραμεν τοοον καιρόν εις την γήν τών προγόνων
μας, και κάθεται ακόμη εί; τά πατρικά μας σπήτια καί
τους ύποφέρομεν ακόμη, καί έκεινοΰ (ίά τοΰ κακυφανή
διατί Θά περνάς η σημαία μα;; αυτά όλα νά τά εΐπής
τοΰ αυτοκοάτορος Νικολάου, σέ ορκίζω εί; την τιμη'ν σου νά
του τά ειπής.
Την άλλην ημέραν ο κυβερνη'της μ.οϋ λέει, Θεοδωράκη
τί είναι αυτά που είπες' — άν δεν ήναι καλά, να μέ συμ-
παδη'οετε, τέτοιας λογής εί/αι μ.αθημένος- — ό/ι, καλά
άποκρίθηκες.
.
*0 Κυβερνήτης μέ είτε καί έγαιρέτησα του; τρεις

μ.ινίοτρους ’ςτόν Πόρο καί £πήγα εις τον Ίγγλέζο καί ή-
τον ε·<ας συγγενής του πεθαμένος καί δοο ’ποΰ τον έγαι-
Π

ρέτισα μόνον' καί έπειτα έπήγα εις τόν Γκιλμινό καί μέ


έρώτησε διά την εθνικήν γην, και τιΰ άπεκοίθηκα μέ τί
Α.

τρόπο λέγεται εθνική γη' όντας ήλθε ό Τούρκος καί έ­


καμε ζάππι τήν Πελοπόννησο στα 1717,’που έτήρε τήν
Πελοπόννησο καί τήν έκαμε ζάππι, έμειναν Τούρκοι κα­
θαυτό έως είκοσι φαμιλιαΐς μεγάλαις, άφηκε εις τήν Πά­
τρα δύο φαμιλιαΐς, άφηκε στήν Γαστοΰνι τους γωτο-
μ.αναίους. ά'φηκε εί; τό Νιόκαστρο τον 'αμ.μο, άφηκε
εις τήν Κορώνη τόν Σαλν.μ Χαντζή, του; Μπέηίες τής
Κορώνης, ά'φηκε εις τήν Μοθώνην άλλη μία οικογένεια,
άφηκε εις τήν ’Ανορουσα τόν λεγόμενον Μουσάγα, ά-
φηκεν εις τό Λεοντάρι Πιγλΐ καί Σελδαρόγλη, άφηκε εις
τό Μιστρά τους Μπέηδες, άφηκε εις τήν Τριπαλιτσά τόν
=1 224 =
’Αοναουτογλη καί Δερτέρ » Κεχαγιά *®ι άλλους, ίνβ, δυο
ραμιλιαΐς, άρηκι εις τήν Μονεβασιά δυο οικογένειες,
ϊρηκε είς τ' Άνάπλι άλλαις τρεις οίκογένειαις Μπέ­
ηδες, άφηκε εις τήν Κόρθο τους Χαλίλμπέηδες, εις τά
Καλάβρυτα χαί εις τήν Βοστίτσα καί Καρυταινχ* έπή-
γαν στερνότερα τοΰρκοι και κατοίκησαν και ςτήν Κα-
ρυταινα δ καθένας άπό έκατον ψυχαϊς, καί τους έχάρι-
σεν b τότε Σουλτάνος μέρος γης για τους κόπους τους
καί ό άλλος έμεινε εις τον λαόν. ’Από τν,ν τυραννίαν τών
τούρκαν καί άπό τήν δοζομανίαν άρχήνησαν oij “Ελληνες
καί ίγένονταν Τούρκοι καί ώς έτούρκιζαν έκιϊνοι, έλέ-
γετο καί ό τόπος τους τούρκικος. Καί οί "Ελληνες άπό
τά βαρύτατα δοσίματα τών τούρκων τους υποχρέοναν
καί έπερναν τον τόπον τους καί τους άρηκαν σκλάβους*
τους ’πήραν ολον τον τόπον μέ δυναστείαν* εΰρίσκετο ένας
.

τρίτος τόπος έλληνικός, τά βουνά* καί δ όμφαλός τής
Πελοποννήσου, δ κάμπος, έγεινε τούρκικος, καί άν εΤ/e μεί­
νουν άκόμη οΐ τοΰρκοι, βε'βαια δεν εΰρίσκετο σπιθαμή γή
Π

Ιδιόκτητος, διατί οί τοΰρκοι τό κυρίευαν* διατί οί ελλη-


Α.

νες τόμου έτούρκιζαν είχαν τήν ησυχίαν τους καί οσοι


ήταν χριστιανοί πάντα τους αδικούσαν, καί άν ητον κα­
νένα έθνος άλλο, ήθελε τουρκίσαυν ολοι, μόνον ητον σκλη-
ρογνώμονες, διατί ούτε δρκώθηκαν ποτέ νά τον γνωρί­
σουν βασιλέα, ούτε επροσκύνησαν ολοι, διότι είχαν τήν
Σπάρτη απάνω εις τήν Πελοπόννησο, καί δέν τά Ιδω-
κε ποτέ τα αρματά της, καί τότενες είχαν καταρύγιον
καί οι ελληνες, λεγόμενοι κλέρταις, καί έτρώγονταν"μί
τούς τούρκους άπάνω εις τήν Πελοπόννησον, καζέρυλά-
γονταν άπάνω εις τήν Μάνην εως τά 1780. έτότενες
ηλθεν δ Καπβτάν Πασάς, καί άρχησε μπεϊλίκι καί έπλη'-
= 225 =

ροναν 43 πουγγιά άσπρα τόν χρόνο λεγόμενο χαράτσι,


καί τά επερνεν ό Καπετάν Πασά;, καί έ'πειτα ’που I-
γειναν οκτώ εννέα ΛΙτσέ^δες, εω; οτου έσηκώσαμεν τά
άρματα, καί Ιφθασε νά δίδουν έως 200,000 γρόσια.
Ποτέ τά άρματα δεν τά εδωααν οί Μανιάταις, διατί
καί πρώτα όποϋ έπήραν την Πελοπόννησον δλην ε'μεινε
να πάρουν καί την Μάνη, πλήν τί νά κάμουν εί; τήν
Μάνη ’ποϋ άπέθαναν άπό τήν πείνα καί δείψα, καί δεν
τούς εδιδε χέρι νά κατοικήσουν έγυρευσαν τόν ήμερον
τόπον καί όχι τον άγριον, καθώς εις την Πελοπόννη­
σον ολοι οί άγριοι τόποι εγειναν ιδιόκτητοι1 τί διάφο­
ρον είχαν οί Τούρκοι άπό τον πετρώδη τόπον; Οί ίδιοι
κάτοικοι έτρόμαζαν νά τον δουλεύουν, Ιτσι ετελείωσεν
ή ομιλία μας* είπε, δέν το γνωρίζει ή Ευρώπη έτσι.
.
’Έτσι άπό τήν Μεσσηνίαν ό Κυβερνήτη; έβγηκε εις

τήν Καλαμάτα, καί φοβούμενος οτι ακόμη οί Τούρκοι
ήχον εις τά Κάστρα, διά νυκτός έπέοασε εις τό
Π

Λοντάρι, και έπειτα είς τήν Τριπολιτσα, καί ήλΟεν εις


τ’ ’Ανα'πλι, καί Ικανέ ταίς εργασίαις της Κυβερνήσεώς
Α.

του. Σαν έκουβέντιασε ό Μαιζών μέ τόν Ίμβραίμη,


έστειλε στρατεύματα είς τήν Πάτρα διά να αναχωρήσουν
οί Τούρκοι τής Πατρός, ή όσοι έχουν ίδιοκτησίαις, άν
ευρουν μουστερίδες νά ταΐ; πουλήσουν1 καί έτσι επουλη-
σαν μερικοί, όμως ή πουλησία τους ήτον κακή1 επειδή
δέν ήτον ά*όμ.η τρατάτο μέ τόν Σουλτάνο, καί άνεχώ-
ρησαν οί Τούρκοι άπό τήν Πάτρα. Μερικοί Τούρκοι έρ-
γένιδες έπίασαν τό Καστέλι, καί είπαν είς του; Φραν-
τσέζους, δέν τό δίνομε, θέλομε τόσαις χιλιάδες γρόσια,
είτεμή εχομε τουφέκι1 τής ευθύς οί Γάλλοι άρχίνησαν
μέ τήν πολεμική τους τέχνη καί τούς έπήγαν ίσια μέ
15
= 22G =

τϊ τείχη, τοΰ; ίΖαλαν τδ κανόνι καί έκρη'μνισαν


ενα μέρος τοΰ Καστελιού, καί τότε έπαρουσιάσθηκαν καί
τοΐις ’πήραν τ' άρματα καί τοΰ; επέρασαν είς τδν Επα­
κτό εις τδ Καστέλι αντίκρυ; καί έτσι έλευθερώθη ή Πά­
τρα άπδ τΛ; Τούρκους καί έμειναν Φραντζ εζοι. Καί δ
Κυβερνήτης εστειλε φρουράν διά το κάστρο τδν Βρέδ,
καί έπιασε τη; Πάτρας τδ κάστρο, καί έμειναν καί οί
Φραντσέζοι εκεΤ. Τδν δ· Ίμβραήμη τδ/ έμβαρκάρισαν εί;
τδ Νεόκαστρον καί έτράβιξε δια τήν ’Αλεξάνδρειαν. Τδ
μέν Νεοκαστρον καί Μοθώνη τδ έκράτησαν οί Γάλλοι,
τήν δέ Κορώνη εστειλε ό Κυβερνη'της τακτική φρουρά.
"Ετσι έμειναν οί Γάλλοι έως 3,000 έως ’ποΰ ήλθεν ό
βασιλέας καί οί άλλοι ίμβχρκαρίσθηκχν διά τα Παρίσια.
“Οσο ήταν άκδμη εί; τήν Μεσσηνίαν, έσηκώθηκεν δ
Μαιζών νά έλθη εις τδ Άνάπλι καί εγώ εόρισκόμουν
.
εις τήν Καρυταινα, καί μσΰ έστειλεν ό Κυβερνη'της νά

έβγω είς τδ δερβένι τοΰ Λονταριοΰ με 100 ανθρώπους
διά νά τους συντοοφεύσω εως είς τ’ ’Ανάπλι. Καί ήταν
Π

τήν μεγάλη έβδομάδκ, καί έγώ μην ήζεΰροντας ποιαν


ημέραν ήθελε νά έλθη, έστειλα βάρδια εις τδ Δερβένι,
Α.

καί μαθαίνοντας οτιό Μχιζων έρχεται νά μοϋ δώσουν


εϊδησι μέ σενιάλο νά έβγω είς τδ Λοντάρι. Τα φορτώ­
ματα τοΰ Μαιζών ήλθαν είς το ντερβένι, καί έρώτησαν
οί άνθρωποί μου καί τους είπαν δτι έπνιγε εί; τήν Μεσ­
σηνία είς τήν ’ΐθώμη νά ΐδή ταΐς παλαιότηται;, καί αύ­
ριο θέ νά έλθή, καί αυτδς έπήγε βίαια είς ταϊς παλαιδ-
τητε;, καί ώστε νά μοϋ κάμουν σενιάλο δτι έρχεται,
έπροσπέρασε είς τήν Τριπολιτσά, καί έστησε τά τσαντή-
ρια του είς τοϋ Άναπλιοϋ τήν πο'ρτα, καί δέν έμβήκε
εις την χωρά’ και επήγα και εγω άπδ κοντά καί έκό-
= 227 S3
νεψ* εις τήν χώρα, καί έπήρα 5 6. κοντοί μου καί επίγα
να τοΰ πάρω τά συμπάθια, δσι είχα προσταγή άπδ τδν
Κυβερνητών νά τον περιμείνω εις τά Δερβένια τοΰ Λεον-
ταρίου, καί μέ έγέλασαν η βάρδιαις, καί προσπέρασες, καί
νά μέ συμπαθήσης. Καί μου είπε, δτι εγώ δεν πάω
ώς Γκενερα'λης, υπάγω άγνωστοί καί δ?ν βλάβει. Την
αυγή έκαβάληκε διά τ’ ’Ανάπλι, κα! εγώ επήρα του;
στρατιώταί μου καί έπνιγα κοντά καί τδν Ιπήγα έως εις τδ
Παρθένι, καί τότενες έξεκαβάληκε καί μέ έπαρακάλεσε
πολύ δια νά γυρίσω όπίσω, καί εγώ λέγω του Κυβερ­
νήτου, τδν παρακάλεσα εγώ ■ τον Κολοκοτρώνη καί
έγόρισε όπίσω. ’Επήγα ε(; τήν Καρύταινα δποΰ ήτον
λαμπρή την άλλη ’μέρα, καί ό Μιιζών έ.τήγε είς
τ’| ’Ανάπλι καί τδν προϋπάντησε δ Κυβερνήτης, καί
.

τοϋ έκαμαν δεξίματα πολλά. Έπνιγε καί είς την Αί­
γινα1 έπειτα ’πάγει εΐ; την Μεσσηνία καί αναχωρεί. *0 Κυ­
βερνήτης ένέργαε τήν κυβίρ-ησιν τής Ελλάδος. Ό Κυβερνή­
Π

της μέ τδ Πανελλήνιον έριξαν τά ποίμνια νά δώσουν είκοσι


Α.

παράδες τδ έ<α, καί μη» ήξευοοντας τδν τρόπον τής με-


τρήσβως καί τής πληρωμής, εΰγαλαν ανθρώπους άδοκίμα-
στουςνά μετράν καί νά μαζόνοιν γρόσια,καί μην ήξεύροντας
τι θέ να μαζόνουν καί νά πέρνουν άπδ τδ δέκα ένα τά μα-
ζοχτικά τους· ένα πράγμα τυφλό διά νά καζαντη'σουν
άνθρωποι καί είς τήν κάσα νά μην πάγν) τίποτες. Έγώ
έκίνησα άπδ τήν Καρύταινα καί εφθασα εις τδν Άχλα·
δο'καμπο, καί έπήγαινα εις τδ ’Ανάπλι. Βγαίνουν οί Ά-
χλαδοκαμπίταις μικροί καί μεγάλοι καί μέ πιάνουν εις
τδν δρόμον, καί μοΰ λε'γουν, τί άδικο είναι τούτο, διά
τά άπομείναντα πράγματα ’ποΰ μα; έμειναν νά δώσω-
μεν μισδ γρόσι τδ ένα, καί μετρώντας καί πέρνονταί;
15*
== 228 =
'Εμείς μάς έμέτρηβαν 16,000 πρόβατα καί θά δώσω-
μεν 84000 γρόσια, που θάν τά εδρωμε ; πρέπει νά τα ση-
κώσωμε μέ διάφορο, νά μάς κάτση τό διάφορο ένα γρόσι
τό ένα ; καί τότε άποφασίζομεν καί τά πουλούμε, γΐατί
άπό αυτά προσμένομε νά τά κουρέψομε νά πάρωμε τον
καρπό (τό φρούτο) τον Μάη, καί νά κάμ/i ή κυβέρνησις
-έλεος. — ’Έκραξα έκεΐνον όπου είχε την διαταγή λα-
βομένην τόν μεγαλητερον, δόσεμου την διαταγήν' καί κα­
θώς την έδιάβασα τού την έ'δωκα όπίσω καί του είπα,
σέ παρακαλώ, νά προσμείνης δυο ήυέραις, νά μην πείρα­
ξες τόν λαό νά δώση τά γρόσια, καί άν δεν σοϋ έλθη
δεύτερη διαταγή κάμε εκείνο οπού προστάζεσαι· καί έτσι
έμεινα ήσυχος ταΐς τρεις ήμέραις. Καί πηγαινάμενος εις
τ’ Άνάπλι έγώ έπηγα εις την Οικονομία όπου ητον ό Βια-
.
ρέτος, καί άρχινώ νά του ομιλήσω. «Τίάδικο γίνεται είς)τόν

λαόν, ’που έστείλετε ανθρώπους καί οί ’ίδιοι νά μετρούν καί
οι ίδιοι νά περνούν (ποίμνια)' τιγάρ τά είχετε ά’λλη φορά
μετρημένα, καί νά ξευρετε άπάνου κάτου; ’Εκείνος όποϋ
Π

θά μετράει θά γείνει ΰπέρπλουτο:, καί ή κάσα δέν θά έχνι


Α.

παράδες. Καί ό Τσοπάνης θέ νά τσερεμευθΐ] αδίκως καί


ή κάσα δεν θά απολαμβάνει. ».— Μί άποκρίθηκε α έτσι
μ» είπαν καί έτσι έκαμαν. — Ποιο; σέ τό εΐπε; — Τό
συμβοόλιον. — Του είπα, κακά έκα'μανε, διατί ό λαός δεν
έχει παράδες εις τό χέρι νά δώση τώρα καί πρέπει νά
οκώση μέ διάφορο. — Τότενες μου λέγει μέ τί τρόπο νά τά
κάνωμε. — Να διατάξη ή κυβέρνησις τους μετοητάδες νά
μετράν τά πράγματα καί νά πέρνου/ ένα δευτέρι εκεί­
νοι καί ένα οι χωριάταις, καί τόν Μάϊον μήνα ποϋ που­
λάν το μαλί τους, το βουτυρά τους, νά πληρώση εις τους
διοικητά; εις κάθε επαρχίαν, νά παρουσιάζη τό δευτέρι
= 229 =
τοΟ μετρητή καί τό άλλο τό δευτέρι τοΰ λαοϋ, καί διά
τόν κόπον των μετρητάδων είναι νοικοκύρης ή Κυβε'ρνησις
νά πλήρωσή, ώς θέλει. — Καί έτσι έκαμε δεύτερη δια­
ταγή, καί έτσι ακολούθησε τδ μέτρο. Μανθάνοντες οί Πε-
λοποννήσιοι ότι θά δώσουν 20 παράδες τδ ένα έβογγοΰσαν,
διατί δέν είχον ποτέ πληρωμένο εις τής Τουρκίας τόν
καιρδ, έδιδαν δύο παράδες, καί ενα παρά του Σπαή, έγί-
νοντο τρεις. Το μ.έρος τό αρχοντικό ’που δέν τού; έβα­
λε εις δουλιά μήν εϋρίσκοντε; άλλο σκαρί, έλαβαν αι­
τίαν καί είπαν του λαού μήν πληρόνετε ! Οί Αελιγια-
νε'οι καί άλλοι κατά τό συνειθισμένο του; όπου δεν έπαυσαν
ποτέ καί εις τόν θρόνον του βασίλέως, έστειλαν ανθρώ­
πους εί; τήν Μεσσηνίαν και τοΰ; έσήκωσαν τδ μυαλό, καί
είπαν όλοι ότι δέν πληρο'νομε, καί έτήραγαν ή άλλαι; έπαρ-
.

χίαΐς τήν Καρυταινα, καί ή Καρόταινα ε’κύταε τήν Άλω-
νίσταΐνα καί τό’Αρκουδο'ρεμμα, καί έτσι ήταν έτοιμοι νά
άντισταθουν μέ τδ τουφέκι- εγώ βλέποντας τήν ακατα­
Π

στασία, ήμουν εις τήν Τριπολιτσά, έγραψα τοΰ Κυ­


Α.

βερνήτη νά <ρέρη ένα δύο> τάγματα από τήν δυτική ‘Ελ­


λάδα νά τού; βιάσουν νά πληρώσουν, διατί άν δεν πλη­
ρώσουν τώρα ποτέ λαδν δέν κάμνει; ύπη'κοον. Οί δέ
Άναπλιώται; όσοι ήταν παντού ψεΰταις, έλεγαν, δτι ό Κο-
λοκοτρώνης τούς βάνει νά μήν πληρώσουν. Έστειλε δια-
ταγαίς καί έμβήκε δ Τσαβέλας μέ τό τάγμα του, καί ό
Κώστας Βλαχόπουλο; μέ τό έδ«ό του, τρία τάγματα
επέρασαν από τήν Λυτική Ελλάδα εις τήν Πάτρα, καί
τούς έλεγε ή διαταγή τους, οπού σάς διατάςνι ό Κολω-
κοτρώνης νά’πατε, νά άκοΰτε τα!ς δδηγίαι; του’ γιατί εκεί­
νους όπου ήθελε μεταγειρισθώ εις εκστρατείαν ήταν έναν-
τίοι, διατί δέν ήθελαν νά πληρώσουν- οθεν ή π ον ανάγκη
SS 230 =

νά έλθουν ξένοι. Έστειλα ταχυδρόμους να έλθη τοΰ Κί-


τοου το τα'γμα εις τήν Τριπολιτσά καί του Κώστα Βλα­
χόπουλου νά μένη εις τήν Γαστούνη εως την δεύτερη δια-
ταγίι, καί τό τρίτο τάγμανά έλθη ’στα Τριπόταμα ανάμεσα
Καλάβρυτα, Καρύταινα καί Γαστούνη. Έρχάμενος ό Τσα-
βε'λσς, δέν ελειψά νά κινήσω εις τήν Άλωνίσταινα, χαΐ
εΐ; τ4 ’Αρκουδόρεμμα, γιατί έχει η άλλαι; έπαρχίχι; ε’-
κύταζαν. Σάν έπήγα, βλέποντας, την δίαν η τόσαις χιλιά-
δαις γρόσια θέλω άπό κάθε χωριό διά τά ζωντανά σας,
ή νά τά μετρήσω- καί έτσι άρχησα νά μ.ετρήσω, τότεΐ
άρχιζαν και έπλήροναν, καί τού έστελνα εις την Καρύταινα
ε’ς τόν Διοικητή τι πληρόνουν, καί ό Αιοικητής νά μοΰ
στέλνη άπό κάθε χωριό ’ποϋ έλαδε τήν πληρωμήν τΐ
σηκόνομε. ’Ακούοντας ο τι πληρόνει ή Καρύταινα έστελ­
.
ναν οΐ Διοικηταί χαΐ τούς έστελναν δύναμη καί ε’συνάχθν]-

κεν όλη i πληρωμή των ζωντανών τής Πελοπόννησου καί
έμειναν οΐ ραδιούργοι μέ ταΐ; ραδιυυργιαις τους, ώ; ψεΰ-
Π

σται και κατεργαρέοι ’ποϋ ήταν. Έμετρήθηκαν τά ζων­


τανά δλα και έιτλήρωσαν άπο είκοσι παράδες παρέξω
Α.

τά μικρά. νΕγεινε τόν Άποιλο-Μαι. — ’Εκείνον τόν χρόνο


όσοι ήταν δυσαρεστημένοι άπό τόν Κυβερνήτη, επειδή εί­
δαν οτι δεν άνεχατώθηκε ό τόπος, εστοχάσθηκαν νά κάμουν
συνε'λευση κα! νά περιορίσουν, ή νά πετάξουν τόν Κυβερ­
νήτη καί νά μείνωμεν εις αναρχία, ώ; πρώτα. Ό Κυβερ­
νήτη; ακούσε όπου έλεγαν συνέλευση, Σύνταγμα, έπρόσταξε
εΐ; την επικράτειαν νά γείννι συνέλευσις εις τό ’’Αργος, καί
«Ρχί^σαν καί έμαζονόντανε- έστειλε καί’μένα καί έκατέ-
βηχα καί εγώ εί; τό ” Αργος, καί εβγήχε καί δ Κυβερνή­
τη; καί κόνευσε εις τοϋ Τσο'χρη τό σπήτι. Εύγήκαμε
μιαν ημέρα καί τοϋ έδειχναν οι τοπικοί δια νά κάμωμε
= 231 ==

βυνέλευσιν εις ένα περιβόλι που τότε; ήταν άργαϊς ’Ιου­


λίου καί έκανε κάψαις πολλαις, καί τοΰ έδωκα γνώριη νά
μή γίνη εις το περιβόλι* μόνε vi διορίσωμε τό θέατρο
’ποϋ ’ναι ’στήν Παναγιά κοντά, καί μοΰ άπεκρίθη, θέλει
έξοδα* κιΐ έγώ τοΰ άπεκρίθηκα, άς πάνε τόσα έξοδα* διατί
έρχονται άπό τήν Ευρώπη καί έξοδευουν νά βλέπουν έ-
κείναις ταΐς πέτραις, καί έμάς είναι τιμή να καθαρίσω-
μεν ταΐ; πέτραις νά φαίνωνται καί νά κάμωμε την συ-
νέλευσίν μας. Καί έτσι έστερζε καί έβαλε ξυλική καί άλ­
λα, κα’ι έφτιασε έναν ώραιότατον τόπον τής συνελευσεως*
έτσι έσυνάχθηκεν ολη ή συνέλευσις καί ήρχισε ταις έρ-
γασίαις της καί έπεκυρωσε τής Τροιζήνος τά πρακτικά καί
τοΰ Κυβερνήτου τά δσα έκαμε* ή βάσις ήτον τής συνελευσεως
ότι έκυρ'ευσεν ή γνώμη υπέρ τοΰ Κυβερνήτου.
.

Εις μίαν άπόταΐς συνεδρίασαις έγινε λόγος περ! παρασή­
μων τοΰ Σωτήρο; καί έγώ άντιστάθηκα* ό σταυρός είναι τοΰ
καθενός ή έκδουλευσις, καί σάν άποκτήσωμεν βασιλε'α τότε
Π

άς κάμη ότι θέλει.


Α.

Καί έτσι μέ ολα τά δικαιώματα καί τήν γνώ­


μην δλη; τής κυβερνήσεως τόν άπεφασίσαμ,εν Κυβερνήτην
πληρεξούσιον, ώς ήτανε κα! άπό τάς τρεΐ; δυνάμεις, καί
νά δώκη τόν λογαριασμόν εις τήν συνέλευσιν, τι έλαβε,
τί έδωκε. Καί ή συνέλευσις ευχαριστήθηκε μέ τά πρα­
κτικά του καί πάλαι τόν άπεφάσισε. ’Ανήμερα τοΰ Σω-
τήρος έτελείωσεν ή συνέλευσις, καί έμ.εινε νά έκλέξη ό ϊδιοί
τους Γερουσιαστάς, διατί τοΰ έδωκε ή συνέλευσις ονόματα.
Τά 20 νά όρίζη ή Συνέλευσις καί τοΰ άρησεν επτά έκεινοΰ.
Τότε άπεφασίσθη τό δάνειον.
’’Ηθελαν οΐ άντενεργοΰντες ’ςήν συνέλευση νά τοΰ δώ­
σουν νά ρωτάη. Και τί κάμνει τοΰ έδωκε τέλεια πλη­
= 232 =

ρεξουσιότητα* γιατί ζτον δ [/-Λος άνθρωπο; ί»«νιί$.


Τά ψηφίσματα τη; συνελεύσεως εΐ; τό "Αργος έβαλ»
βάσεις συνταγματικής κυβερνησεως. Αφοϋ έκλεχθη η Γε­
ρουσία έσύστησε δ Κυβερνήτης και επιτροπή δια να ετοι-
μάση σύνταγμα. Μερικοί προύχοντες έδυσαρεστηθηκαν
κοντά εϊ; αυτούς οί 'Γηραιοί, διατί δεν τους έδιδε δ Κυ­
βερνήτης ευθύς τά δσα είχαν έξοδεύσει είς την επανάστα-
σιν· οί Χϊοι, διατί τους έζη'τησε λογαριασμόν έκακοφά-
νηκε καί (χερικών λογιωτάτων, διά την ελευθερίαν της
εφημερίδος* έζνίτησαν σύνταγμ,α, καί έ'τζι οι προύχοντες
οί παραπονεμένοι, ενωμένοι μέ τους Υδραίους καί άλ­
λους δυσαρεστημένους, έβγαλαν εμπροστά διά πρόφασιν
τδ σύνταγμα. Είμπορεϊ μεταξύ των προκομμένων νά έπί-
στευαν δτι είναι καλό τό σύνταγμ,α διά νά έμβη είς
.
ενέργεια ευθύς, πλήν οί κοτσαπασίδε; καί μερικοί άλλοι

τό μετεχειρίσθηκαν ως προ'σχημα. Έμβήκε μέσα καί ξέ­
νος δάκτυλος καί ερέθιζε τά πράγμ,ατα. Έβγαλαν κλέ-
Π

φταις, έπήγα, ησύχασα τον τόπο" έστειλαν οί 'Γδραΐοι νά


άποστατη'σουν τά νησιά, εςάθηκαν υποχρεωμένοι νά γυ
Α.

ρίσουν όπίσιο είς την Έδραν’ υποπτευόμενοι οί Εδραίοι


διά νά μην έτοιμάση τί.ν φρεγάδα τλ,ν Ελλάδα ό Κυβερ-
νη'της εναντίον των Υδραίων, έστειλαν τον Μιαούλην καί
την έκαψε, έκαψε καί άλλα δύο καράβια, έβαλε φωτιά εις τον
Ναύσταθμον είς τα Βαπόρε, πλήν εκατάφθασαν άνθρωποι της
Κυβερννίσεως καί τά έσβυσαν. *Ό Μιαούλης με αυτό τό
κάμωμά αμαύρωσε την ΰπόληψίν του, δ.ότι έως τότε δ
Μιαούλης δέν είχε άνακατευθη εις κανένα ίσωτεοικό, καί
ήτον ή ΰποληψίς του καθαρή'. Τά καράβια ήτον ιδιοκτη­
σία τοϋ έθνους, καί οχι τοϋ Ιίαποδίστρια. Έμποροΰσε
να ριςη τά κατάρτια, νά τά γιομίση θάλασσα καί Ιτσ
= 233 =
έμεναν έκεΐ. έπειτα δ Κ,υββρννίτϊΐς έσκοτώθηκε είς τήν 27
Σεπτεμβρίου 1831, όταν έπήγαινε εις τήν Εκκλησίαν άπό
τον Κωνσταντίνον καί Γεώργιον Μαυρομηχάλιδες. — Αυτή
ή ©αμελιά είναι μια φχμελιά όπου έ/υσε πολύ αίμα διά
τήν ελευθερίαν μας· άλλ’ είναι φαμήλια όπου έκλινε εις
ταϊς δολοφονίαις. Ό μακαρίτης 'ΐίλιας έσκότωσε τον θεΐόν
του Θεόδωρον Κουμουνδουράκη, όπου είχε τήν αδελφήν
τοϋ πατε'ρα του διά γυναίκα. 'Ο Γεωργάκης μ.έ τον Κα-
τζάκο επροσκάλεσαν νά ομιλήσουν μ-ίαν ήμε'ρχ τοϋ Νιχο-
λάκη Πίεράκου ζαδέλφου τους, καί άφοϋ ώμίλησαν καί έχα-
τεβαΐνεν εις τήν σκάλαν του έρριζαν και τον έλάβωσαν εις
τήν κοιλιάν, και έτρόμαξε νά γλυτώσ/,' έγιατρεύετο διά έζ
μ.ήνας. —Πριν νά σκοτωθή ό Κυβερνήτης ήκολούθησαν και
άλλα, άπό τήν "Γδραν έστειλαν μία επιτροπή άπό τον
.

Παπαλεζόπουλον, τον Σπηλιοτόπουλον καί άλλους εις τήν
Μάνην, εΐδόθηκαν με τον Κατσάκο, έκήρυξαν τό σύνταγμα
έστειλαν καί τρία καράβια οί Υδραίοι διά νά υποστηρίζουν
Π

τά κινήματα των Μανιατών. Ήμουν εις τήν Καρύτχιναν,


Α.

τότε έλαβα ένα γράμμα άπό τον Κυβερνήτην διά νά στεί-


λω στρατεύματα εις τήν Καλαμάταν, διά νά φυλάζω αύτήν
τήν πάλιν άπό τήν λεηλασίαν των Μανιατών, έστειλα
τον Γενναίο μέ ένα τάγμα ρουμελιότικο καί μ.έ πολλούς
Πελοποννησίους. Έπήγε εϊς τήν Καλαμάταν, ήλθαν οί
Μανιάτες έπολιόρκησαν τόνΓενναΐον. Τό τάγμα τό ρουμε­
λιώτικο τοϋ Άλεζάκη, ( καί δ Κώστας δεν ήτον εκεί)
απίστησε καί έγύρίσε μ.έ τους Μανιάτες' έρχεται ό 'Ρι­
χάρδος τότε ή ιδία επιτροπή καίει τά δυω κα­
ράβια τά "Εθνικά καί ένα Ύδραΐκό τό περίλαβε δ 'Ρι-
κο'ρδο;. Κινώ μέ 400 καβαλαρέους τακτικούς και ά­
τακτους, καί έστειλαν καί ήλθαν έως 4,000 άπό
a=s 234 =
Τ,Γ; eiratp/tat;. Οί Φρχντζέζοι σάν έμαθαν οτι έγώ
έσυναξα στρατιώται; διά να βαρέσουν χοός Μχνιάταις, έ­
στειλαν ένα τάγμα χωρίς προσκλησι τής ‘Ελληνικής Κυ-
βερνήσεως καί Ιπιχσαν τήν Καλαμάτα και έκήρυζαν οτι
ούτε του ενός ούτε του άλλου μέρους δέχονται. ’Επήγα
εις το Νησί καί ήλθε ενα τάγμα Γαλλικό, καί μου είπε
ό αρχηγό; των, ότι είναι προσταγμένος άπδ τόν στρατη­
γόν του νά έμβη μέσα εΐ; τό Νησί, έγώ τοΰ είπα όταν
έσυ είσαι προσταγμένος άπό τόν στρατηγόν σου έγώ εί­
μαι άπό την Κυβέρνησίν μου νά πιάσω τό Νησί. 'Αν
θέλετε, σάς δέχομαι μέσα, καί σάς δίδω ό,τι σάς χρειά­
ζεται* αυτός μοΰ λέει ότι είναι προσταγμένος νά άνα-
χωρη'σετε καί νά έμβοΰμεν μέσα. *Εγώ τοΰ είπα ότι εί­
μαι διαταγμένο; άπό τήν κυβέρνησίν μου νά μείνω καί
.
άν θέλετε ά; γράψ/ι δ στρατηγό; σας εΐ; τήν Κυβέρ-

νησιν, καί άν μέ διατάζη δ Κυβερνήτη;, αναχωρώ* εκεί­
νοι με άπεκρίθηκαν, θά έμβοΰμεν καί άν άκολουθη'σρ πό­
Π

λεμος είναι εΐ; βάρος σου. ’Εγώ τοΰ άπεκρίθηκα οτι άν


άρχη'σω έγώ τδν πόλεμον είναι εΐ; βάρος μου, είδε
Α.

καί άν αρχίσετε έσεΐς είναι τδ βάρος έδικόν σα;. Ένό*


μιζαν νά μέ φοβήσουν καί νά τραβιχθώ. ’Εκάθισαν
τρεις νιμέραι; άπέζω άπό τό Νησί καί έβρεχε, τοΰ; είπα
νά έμβουν καινά πιάσουν ένα μαχαλά, κα! γράψετε ιί;
την Κυβέρνησιν, καί άν αυτή μέ διατάζη νά άναχωρη'σω,
εΰθυ; αναχωρώ καί άπό τό σπη'τι μου άν ητο. Βλέποντες
ότι δέν έμποροϋν νά μέ βγάλουν, έτραβόχθηκαν όλοι εΐ;
την Καλαμάτα. Όταν άνεχώρησε ό Γενναίος άπό τήν Κα-
λαματαν, τήν έγδυσαν οί Μανιάτες, καί μόνον έγλυτωσαν
τά σπήτια μερικών συνταγματικών. Οί Υδραίοι άφοϋ ιδαν
τόν ‘Ριχόοδο νά έρχεται έκαψαν τά δυο καράβια όπου
= 234 =

ήτον εθνικά, καί το τρίτο καράβι όποϋ ήτον ιδιόκτητόν,1


το άφησαν σώο καί τδ έπηρε ό ‘Ριχάρδο;. ΟΕ Μανιάτες
έγδυσαν τήν επιτροπήν την σταγμένη άπδ τήν Ύδρα
καί δλοος τους ‘Υδραίους όποΰ είχαν φύγει άπδ τά κα­
ράβια1 τους περίλαβαν τά φραντζέζικα καί του; έστειλαν
εΐ; την Ύδραν. Αυτή η επιτροπή ήλθε εί; τήν Μάνη καί
εκηρυ^ε σύνταγμα, ελευθερίά, νά μή πληρώνη παρά ενα
στά δέκα, καί τοΰί επερναν εννέα ατά δέκα και ιζήμιω-
σαν καί τήν Καλαμάτα μέ 500,000 γρόσια1 τέτοιο σύν­
ταγμα έκήρυτταν, σύνταγμα άρπαγή;. 'Εμαθα οτι ήλ­
θε τίτε δ ‘Ρικόρδος εί; τδ Άλμυοδ, χαί έκίνησα μέ δλην
τήν καβαλαρίαν τακτικήν καί άτακτη· εις τήν τακτικήν
καβαλαρία ήτον δ Καλέργη;, εί; τήν άτακτη & Χατζή
Χρίστος, τον άντάμωσα καί έπέστοεψα είς τδ Νησί, δ
.

'Ρικόρδος έπήγε εί; τήν Τζίμοβα· έκατε'βηκε ή Μάννα τοΰ
Μαυρομηγάλη ώμίλησε μέ αυτόν, καί έπειτα έκίνησε διά
τδ Ναύιτλιον.
Π

"Οταν έκαψε δ Μιαούλης τά καράβια έβόγγισε ό'λο


Α.

τδ 'Εθνος διά τήν άδικιάν δπου έκαμε νά χάψη τά


εθνικά καράβια, μερικοί βλέποντες δτι ούτε μέ έπι-
τροπάς ούτε μέ αποστασία; δεν έκαμναν τίποτε, ε’συμ-
βουλευθηκαν μερικοί καί άπεφάσισαν νά σκοτώσουν τδν
Κυβερνήτην1 έκείνάις ταις ώραι; έλαβα διαταγή νά υ­
πάγω εί; τδ Ναύπλιον καί νά πάρω μαζύ μου καί τήν
τακτικήν καβαλαρία, καί τήν άτακτη μέ τδ πεζικδ στρά­
τευμα νά τά άφη'σω μέ τδν Γενναϊδν εί; τήν Μεσσηνίαν
διά νά έπαγρυπνοΰν τά κινήματα τών Μανιατών νά μην
έβγουν καί λεηλατήσουν τδν τόπον. 'Ο Πέτρος Μαυρο-
μηχάλη; εΤ/e φύγει τδν χειμώνα κρυφίω; άπδ τδ Α-
νά τλι διά νά περάσ{ΐ εΐ«ς τήν Ζάκυνθον διά νά υπαγη
= 236 =
eti τήν Μάνην. Ό καιρός τδν ίρριζβ κατά τδ Κατάκολον'
ό εκεΐ το'τε Διοικητής Άναγνωστόπουλος τόν παρέλαβε
καί τδν έστειλε εις τδ ’Ανάπλι, καί τδν έβαλε εις φύλα-
ξίν αναπαυτική, καί είχε όλα του τά αναγκαία πλουσιο­
πάροχα" τον Γιάννην Κατζή τον έπιασε καί τδν έβαλε
εις τό Παλαμήδι, τδν δέ Κωνσταντίνον καί Γεώργιον
Μαυρομη/άλην καί Κατζάκο είχε υπδ φυλαζιν νά εΰρί-
σκωνται εις τήν χώραν τοΰ Άναπλιοΰ· δ Κατζάκος έ­
φυγε καί έπηγε εί; τήν Μάνη και έκαμνε τά συντάγ­
ματα αυτά’ εις αυτόν τδν καιρόν είναι όπου έσυμβου-
λευθηκαν νά σκοτώσουν τδν Κυβερνήτην. Τους έγύρισαν
τά μυαλά τάζοντές τους χιλιάδες τάλαρα καί άλλα" καί
άν δέν επαρακινοΰντο αυτοί άπδ μεγάλαι; υποσχέσεις, και
νά ηναι βέβαιοι υτι Οά γλυτώσουν δεν τδ αποφάσιζαν
ποτέ. Έτζι ώς προεΐπα έπτ,γαν εις την Πόρταν τις εκ­
.

κλησίας την Κυριακήν τήν αυγήν, έχαιρέτησαν τόν Κυ­
βερνήτην, δ Κυβερνήτη; είχε μόνον δυο, ένα κουλοχερη
καί ένα άλλον έμβαίνοντας εις την Πόρταν, δ Κωνσταν­
Π

τίνος τοΰ έτριξε μία πιστόλα εις τδ κεφάλι, ό Γεωρ-


Α.

γάκης μιά μαχαιριά εις την κοιλιά καί έμεινε ό Κυβερ­


νήτης νεκρδ; ξαπλωμένος εί; τήν πόρταν" άφοΰ έκαμαν
αυτά έτρεξαν νά φυγουν, ό Κωνσταντίνος έλαβώΟηκε Θα­
νατηφόρα άπό τδν Κουλοχέρη τόν Κρητικό, ό δέ Γεωρ-
γάκης κατέφυγιν εί; τοΰ Βαλιάνου τό σπίτι" είδε δτι έκεΐ
δεν ε’μπορεΐ νά βασταχΟή καί έπηγε εις τοΰ Φοάν τό
σπίτι. Ό πολιτάρχης Παναγιιυτης Ιίακλαμάνος δέν έ-
ταράχΘηκε διόλου διότι ητον καί αυτός μπασμ.ένο; εί;
τήν ύπόδεσιν. 'Ο Ζεράρ όπου εδιοικοϋσε τά 'Ελληνικά
τακτικά στρατεύματα εΰρέθηκε καβάλα μέ τόν άγιουτάν-
τε του είς τόν Πλάτανον όποΰ ήτον ό στρατών; κα!α
= 237 ==

£λεγε τίποτε τίποτε, μείνετε ήσυχοι. 'θ ’Αλμέτας όπου


ητον φρούραρχος με τό πιστόν στράτευμα όπου ήτον
ώρκωμένο έκλεισε ταΐς Πόρτες, έδιαμοιράσθηκαν εί; ολαις
ταΐς τάπιες καί εις αλλα; δέσεις της πόλεως, έπιασαν
καί διάφοροι άλλοι πολΐται τά άρματα, καί Ιτσι έφυλά-
χθηκε όπου έκινδιίνευσε νά γαθή το Ανάπλι. Της ευθύς
έσυνάχθηκε ή Γερουσία μέ τού; Γραμματείς καί άπεφάσι-
σαν νά κάμουν τριμελή επιτροπή τον Αυγουστίνον, έμενα
κα! τον Κωλετη. ‘Ο Αυγουστίνος μ.έ έστειλε ευθύς μέ
τον θάνατον τοϋ Κυβερνήτου ένα πεζοδρόμον διά νά μοΰ
δώσ/ι έίδησιν καί νά πάω εις τό Ανάπλι ήμουν εις
τήν Τριπολιτσά, έκείναις ταΐς ώραις εύρεθηκα εις την
Τριπολιτζά. ‘Π Γερουσία έκοινοποίησε την άπόφασίν της
εις τον Αυγουστίνον, ό ΑύγουσιΤνος ε!πε οτι δέν δέχε­
.
ται αυτήν τήν Οέσιν αν δέν έ’λθη πρώτον καί ό Κολοκο-

τρώνης νά όμιλήσωμεν. ’Εγώ έλαβα την εϊόνσιν τό βράδυ
τήν ίδια Κυριακή άπό τον πεζοδρόμον, οτι ό Κυβερνήτης
Π

έσκοτώθηκε άπό τους Μαυρομηχάλιδες καί ό ένας έσκο-


τώθηκε καί ό άλλος έπήγε εις τό ‘Ρουάν, δέν ήξευρα
Α.

τίποτε άλλο πίοίσσότερον. Τότε έσυλλογίσθ/,κα οτι είχε


αποφασίσει ό Κυβερνήτης ότι άν άποθάνη έξαφνα νάγένη
ευθύ; συνέλευσι; άπό τό "Εθνος, Ευθύς έκραξα τόν διοι­
κητήν τής Τριπολιτζας όπου ήτον δ Κ,αρόρη;, και τούς
γραμματικού; του, έγραψα παντού διαταγάς εις τά στρα­
τεύματα όπου ήταν μέ τον Γενναΐον νά τραβηχθουν, καί
έστειλα εις ολας τάς επαρχίας διά νά στείλουν τούς πλη.
ρεξουσίου; των, διά νά κάμωμεν συνέλευσή, καί εγώ νά
μ.είνω εις τήν Τριπολιτζά, διατ'ι έ^ώ δέν ήξευρα που θέ
νά τραβήξω, ούτε τι νά κάμω, ούτε ήςευρα τί έγίνετο είς
τό 'Λ,νάπλι, μέ τά γράμμ.ατα έστελνα παντού καβαλα-
= 238 =

ρέου; καί πεζούς, καί τούς ανάγκαζα νά ελθου / μι* ώρα


άρχήτερα. Τήν αυγήν ξημερόνωντας Διυτέρα μέ ήλθαν δύο >
πίζοί ό ένα; κοντά εις τόν άλλον καί μου έφεραν τάς
ειδήσεις ότι “λ Γερουσία έψήςιισε τριμελή επιτροπή, οτι
δ λαός έπολιόρκησε τόν Γεωργάκη Μαυρομηχάλη είς τού
‘Ρουάν το σπήτι, ότι τόν έζήτησαν άπό τόν ‘Ροάν, ότι
τόν έπαράδωκε καί τόν έπήγαν εις το Παλαμίδι και μου
έλεγαν νά φθάσω μίαν ωοαν άρχήτερα.
Τό βράδυ είχα βαστάζει μυστικό και δέν τό έκοινο-
ποίησα είς την πόλιν τ4ν θάνατον τού Κυβερνήτου. Τήν
Αυγήν δπου τό έμαθαν οί πολΐται τή; Τριπολιτζάς έμει­
ναν νεκρό', άρησαν τά εργαστήριά των, τα'.; δουλιαΐς του;
καί έπερπατοΰσαν εΐ; τους δρο'μου; ωσάν τρελοί. ’Εγώ
έστειλα εί; όλας τά; έπαρχίας ταχυδρόμου; μέ δεύτερα
γράμματα νά μείνουν ήσυχοι αί έπαρχίαι, νά σταθούν
.

οί έπαρχοι είς τά; θέσεις των, καί νά εξακολουθούν τάς ερ­
γασία; των. Του; έδιδα καί τήν εΐ'όησιν ότι έκλέχθη μία
επιτροπή διά νά κυβερνήσνι τόν τόπον, καί ότι Θέλει λά
Π

βει τά αναγκαία μίτρα διά νά βαστάζ·/) τήν ησυχίαν


Α.

καί τήν εύταξίαν εις αυτήν τήν κρίσιμον περίστασιν. ’Ηλ­


θαν οί προύχοντες τής πόλεω; Τριπολιτζάς πριν νά ανα­
χωρήσω διά τδ Ναύπλιον, καί μ.ου είπαν όιι τΐ νά γί-
νωυεν, έμεΐ; ψοβούμεθα νά μην πάθωμεν τίποτε, διότι
ή πόλις μας είναι ανοικτή καί ξε'φραγη- του; είπα νά
βάλ'.υν ντελάλιδες καί νά διαβάσουν όσα έγραψα καί εις
ταίς άλλαις επαρχίαις. Αυτοί μέ έπαρακάλεσαν νά βά­
λουν ντελάλιδες νά μαζωχθοΰν οί πολΐται εις τό σ/ολεΐον
καί νά υπάγω έγώ νά τούς ομιλήσω’ το έδεχθηκα, έσυ-
νάχθηκαν οί πολΐται είς τό σχολεΐον, τους ώμίλησα διά
μιάν ώραν ολόκληρον, τούς είπα όσα έπρεπε νά τού; είπώ
= 239 =
εις τέτοιας περιστασει;. ’Αφησα τό Σισινόπουλο με 100
καβκλαρε'ου; διά τήν ησυχίαν τοϋ τόπου, καί εγώ έκίνησα,
καί διά 2; ώρκ; έφθα-σα εί; το Ανάπλι. εΤ/oc μαζΰ
μου 150 καβαλαρέους* ό λαός έζνίον,σε την άδειαν καί
άνοιξαν τήν πόρταν καί έβγηκαν εις προϋπάντησίν μου,
έως τον τόπον όπου έξεμπαρκαρίσθηκε ό βασιλεύς, καί
ό λαός άπικεΐ με έσυντρόφευσε εως :ό σπήτι μου. "Αλ­
λοι που μέ απαντούσαν εκλαιγαν, άλλοι παραπονοϋντο, καί
εγώ έλεγα εις όλον τον κόσμο·/, ησυχία* πηγαινάμενος εις
τό σπήτι τούς είπα, "Ελληνες, πηγαίνετε εις τά σπη'τικ
σας, μή έχετε κανένα φόβον, καί τοϋ Θεού ή δύναμις θέλει
τά οΐκονομη'σει ολα* άπ’ έκεϊ ίπήγα έκεΤ όπου έκάθετο ό Αυ­
γουστίνος διά νά τον παρηγορήσω, πηγαινάμενος έκεΐ έπα-
ρηγόρησε δ ένας ιόν άλλον, κα! έπειτα μοϋ λέγει, εϊς τόν
.
λαιμόν σου κρέμομαι και εγώ καί τό Έθνος, καί κάμε o,Tt

σου φανή εύλογον. Έγυρισα εις τό σπήτι, ώμίλησα τοΰ
’Αλμέδχ όπου ή τον φρούραρχος καί επί κεφαλής εις τά
Π

στρατεύματα τά τακτικά, καί τοΰ είπα νά βάλη ντελά-


λιδε; νά καθη'σρ ήσυχος καθένας εις τό σπήτι του καί
Α.

νά ογάλνι τά δπλα (διατί ήταν όλοι οί πολΐται άρματω-


μένοι), καί καθώς έφίρθηκες ταΐς τόσαις ήμέραις νά φερ-
θή; καί τώρα διά τήνήτυχίαν τό τακτικόν εστάθηκε πι­
στόν εις τόν όρκον τυυ, καί εμπόδισε τήν σφαγήν καί τήν
φωτιά, τώρα νά κάμ,ετε όρκον κα! εις τήν επιτροπήν, έως
να ίδνΰμεν πού θά κατασταλάξω τό πράγμα.
Τήν άλλην ήμέραν έσυνάχθηκε ή Γερουσία καί οί Γραμ­
ματείς καί ήμεΐς έκάμαμεν τόν δρκον καί έπήραμεν ταΐς
ΰπίθεσαις τοϋ Κράτους επάνω μας, ο λαός έφώναζε διά
τόν φονε'α Γεωργάκη, ή σκοτώνετε τόν φονεα, καί πιάνε­
τε καί τοΰ; συμβούλους, είτε μή !)ά κάμωμεν έκδίκησιν
= 240 =
μοναχοί μα; καί 6i κάμωμεν β,τι εΐμποοεσωμεν. Τότε
ήμίϊς άπεφασίσαμεν στρατιωτικόν δικαστήριον, τον έκρινε
τον έκαταδίκασεν εις θάνατον, και έκτελέσθη ή άπόφασις
εΐ; τήν ΓΓρόνοια. Οί δυο ύπηρε'ται καί ο Κακλαμάνος
έβάλθηκαν είς φυλακήν, οί δποιοι έμαρτυρησαν τήν έται-
ρίαν δποϋ είχαν νά σκοτώσουν τον Κυβερνήτην· έβιάσαμεν
τόν Ζιεράρ νά κάμη την παραίτησίν του, εϊδέ μή ή-
θέλαμεν τόν κηρύξει εω; εις ένα έπίβουλον έδωκε την
παραίτησίν του, έβάλθη εΐ; φυλακήν καί ό υιοί τοϋ Κα­
λαμογδάρτη και οί άλλοι δέν έμαρτυριώντο από τόν άλ­
λο. Πολλοί τρελοί ήρχοντο και μέ έφορτόνοντο καί μοΰ
έλεγαν, Κολοκοτρώνη έκδίκησιν κάμε, σκότοοσε τους φονείς*
καί έγώ του; έμάλωσα καί τού; έδιωξα άπό τδ σπητι,
λέγοντά; του;, πηγαίνετε εί; τά σπητια σα;, δέν είναι
έδική σα; δουλιά:
.

Είς την "Γδραν μόλι; έμαθαν δτι ό Κυβερνήτης ε’σκο-
τώθηκεν, έκίνησε δ Σπηλιοτόπουλος καί Παπαλεξόπουλος
καί άλλοι, καί έτρεξαν εί; τό Άνάπλι διά νά κάμουν
Π

ο,τι θέλουν, και νά βάλουν εΐ; ταραχήν τού; έπιάσαμεν καί


τού; εβάλαμεν εί; τδ Καστέλι* δλαι αί έπαρχίαι καί αί
Α.

νήσοι τή; Ελ/.αόο; (έκτο; τή; "Γδρας), έστειλαν άναρ·ο-


ραΐ;, έκλαιον τον δανατον τοϋ Κυβερνη'του, καί άνεγνώ-
ρι,αν και την Διοικητικήν επιτροπήν, καί εγκωμίαζαν τήν
πραςιν τή; Γερουσίας· έστειλαν οι εύοισκόμ.ενοι εί; τήν Τ»
δραν μια επιτροπή, δεν τήν έδεχθη'καμεν, ι'σως άν έφώταε
την Γερουσίαν ο Θεί; και εβαζε άλλον ει; τον τόπον τοϋ
Κωλέτη ήθέλαμεν πάει καλήτερα. Έδιοικήσαμεν έώ; τρεϊ;
μήνας έκάμαμεν προκήρυξιν καί έπροσκαλέσαμεν τδ ’Έθνος
εις συνελευσιν, νά συναχθή είς το νΑργος, καί Ισυνά/θηκε.
Γοτε ήλθαν καί «τδ τήν δυτικήν Ελλάδα καί δ διάβολο;
= 241 =
ένωσε καί τδν Γρίβα δπού έτρώγετο μέ αδν Τσόγκα, και
ήλθον μαζύ ολοι. Συ /άζοντας δλο τδ ’'Εθνος, έγύ έμέτρησα
μέ το νοΰ μου, οτι έάν καί κάμωμεν άλλην κυβε'ρνησιν ή
έξω αϋλαΐς θέλει μας πάρουν οτι εΐχαμεν ολοι συνομωσίαν
διά τον σκοτομδ του Κυβερνήτη· διατί σκοτόνοντας
τδν Κυβερνήτη, καί άλλάζοντας την κυβέρνηση νά βά-
λωμεν άλλους, βέβαια ό κόσμος θά μας επερνε οτι
εϊμεθα ολοι συνομώταις, η οτι ό Κυβερνη'τη; ήτον τύραν­
νος· διατί έίοκιμάσαμεν τά άπερασμένα χρόνια των πολ­
λών τήν κυβέρνησή, — καί είπα οτι, ά; έμπη δ Αυγουστίνος
πρόεδρος μόνος, καί ή Συνέλευσι; άς του βάλη, Γερουσία νά
ακούεται μέ τδν πρόεδρον, νά κυβέρνηση, εως ’που νά γρά-
ψ·/ΐ’ς·αίς Δυνάμεις νά μάς σχείλουν βασιλέα’ καί μέ αύτδν
τδν τρόπον έκαμα την παραίτησίν μου εϊς την Συνέλευση.
.
’Ακούοντας ό Κωλέτης οα έκαμ.α την παραίτησίν μου

καί θά έβγιρ καί εκείνος, καί δ,τι έκανε ό πρόεδρος θά ήχον
καλά γεναμένα, δέν του άρεσε, καί άρχισε καί διε'κοψε του;
Π

’Ανατολικούς καί Δυτικοελλαδίτας καί τούς Καπιτανέους


διά εμφύλιον πόλεμον. ’Εμείς έκάναμεν Συνέλευση καί τά
Α.

κονάκια όπου είχαν οί πληρεξούσιοι καί οί Καπιτανέοι ήταν


ανακατωμένα μέ το κόμμα του “Εθνους. Άρχη'νησε καί
τά καταμ.έριζε τά κονάκια, καί έβαλε τδν Γρίβαν, ώς τρε­
λόν όπου ήταν, καί έφτιανε ταμπούρια εις. τά κονάκια' καΐ
έτσι έπέρασε καί έιεΐνος καΐ έπήγαν κατά μεριά δλη ή
συντροφιά. Καί ή Συνέλευσι; έ'βαλε φρουρά τδν Ιίίτσο Τσα-
βέλα’ καί είχαν γνώμη νά έλθουν εις τήν Συνέλευσιν διά
νά τήν χαλάσουν, άλλα δέν έκόταγαν νά έλθουν άπδ την
φρουρά καί άπδ τά άρματα. Καί έτσι ήμερα τήν ήμ-έρα
αύξαναν τά πάθη, καί εμείς πάντοτε έκάναμε τήν Συνέλευ­
ση. Τούς έστειλε δ Αυγουστίνος μιά καί δύο τδν Κω-
16
= 242 «=
λέττη: δεν είναι καλό νά διαιρεθη τό "Εθνος, (κώvav ομόνοια
καί εΐρη'νη, και ή Συνέλευσις νά κάμη τά έργα τνις. Μιαν ή-
μέρα τοΰ λέγει, τί φτιάνει δ Γρίβας ταμπούρια Vo σπη'τι;
άμ’ δέν τον άφίνετε τόν τρελό; αυτοί έ/ουν εις τήν γνώμη
τους νά σκοτώσουν μεγάλους χαΐ όχι μικρούς· έμεΐς φυ­
λαγόμαστε ό'σοι έχομεν υποψία. Μίαν ημέρα, νά κοντοσυλ-
λαβίσω, άνοιξε τό τουφέκι από εκείνους εις τό παζάρι καί έ-
βάρεσαν τόν Τριαντάφυλλον Τσουρά καί τόν ‘Ρούκη. *£τσι
άνοιξε τό τουφέκι, έκαταμερίσαμεν. Έσκοτώθηκε καί ό
’Αποστόλη; ’ποΰ ’ταν πολιτάρχης· καί έτσι έσηκώθηκε τό
τουφέκι καί τους έστενοχωρη'σαμε εις ένα μαχαλά. Τό-
τενες έσηκώθηκε δ Κώστας Μπότσαρης καί ηλθεν εις τόν
Αυγουστίνο, καί είπε: νά τους άφίσωμενά φύγουνε, καί εγώ
υπάγω μαζύ τους εις τήν Κόρινθο καί έρχομαι, καί άλλα
ταξίματα. Τοΰ; είχαμε πολΰ στενοχωρημένους, καί άν δέν
.
ητον αΰτη ·λ μεσιτεία θά τοΰ; έγαλάγαμεν ολους* σκο­

τώθηκαν από τό ένα μέρος καί από τά άλλο πολλοί- καί
έτσι μέ αυτά τά πάτα τοΰ; έδωκε λόγον τιμής νά έβ-
Π

γουν, καί έτσι έβ^ηκαν. Τόσο έστάλθηκε άπό τους πρέ­


σβεις (Κανιγγ) διά νά παύση τό τουφέκι, καί έτσι έφυγαν
Α.

άπό τό "Αργος, καί απ’ έκεϊ άπέρασαν στά Μέγαρα καί


άρχησαν ταΐς ραδιουργίαις των, καί έβγαλαν διπλώματα,
ταγματαοχίαις, Καπετανε'ους, — καί έβγαλε έως5,000καί
ΰπεγράφετο ό ίδιος (ό Κωλέτης) ώς κεφαλή'. Καί ή Συνέλευ-
σις τότε έσηκώθηκε καί έπνιγε εις τό Άνάπλι, καί έκαμε
γράμματα εις ταΐ; Δυνάμεις διά νά προφθάση μίαν ώραν
άρχητερα Βασιλέας* έκαμε καί τό Σύνταγμα, καί τόσα
άλλα.
’Εκείνοι έκαμαν ειο; 25 Μαρτίου εις τά Μέγαρα, καί
ήλθαν εις τό Λουτράκι. Ό Νικολός Τσαβέλας έχρεωστοΰσε
= 243 =
80 χιλιάδες γρόσια, καί διά νά μί) πληρώσιρ, έπήγε
μέ εκείνους. Τόσο καί ό Χατζή Χρηστός έπαράχησε τόν
δρκον ’ποΰ ’χε κάμει σέ τρεις μήνες, καί έπήοε τήν χα-
βαλαρία καί έπήγε ’στον Κωλέττ·/ίν. Είχε τον Καλέργνι
ή κυβέρνησες σταλμένον μέ την καβαλαρία καί τούς Κορ-
θινοΰς, καί έστέηονταν αντίκρυ των Συνταγματικών. Καί
ό Κωλέττης ήλθε εις τό Λουτράκι, καί τον έδυνάμωνε
τό κόμμα άπό την Ύδρα, καί πανταχου δσοι ήταν σκαν­
δαλοποιοί, καί τό στράτευμα όπου είχε ό'λο μέ διπλώματα
καί ταξίματα. Καί έλεγε, άν βγάλωμε τον Αυγουστίνο
οας δίδω άμπλα ’Αουτοριτά εις την Πελοπόννησο νά πάρετε
τους μισθούς σας, νά έχετε καί τους βαθμούς σας. ΓΗ Συ-
νέλευσις έτελείωσε, καί ή Γερουσία καί οί Γραμματείς έ­
μειναν ασάλευτοι* μέρος Νήσοι δεν ακούε την διαταγή
.
μόνον, καί μέρος Ρουμελιώταις. Τό λοιπόν έθνος ακούε ταΐς

διαταγαϊς τής κυβιρνη'σεως, — ή Πελοπόννησος ό'λη. Τόσο
έγραψε καί δ Νικόλαος ενα γράμμα ό'ταν ήμεθα ’ς-ήν επι­
Π

τροπή'. «Βαστάτε τό Έθνος, νά ήσαστε μονιασμένοι καί θά


στείλομε βασιλέα». Τόσο καί από ταΐς ά'λλαις Αυλαΐς. ’Α­
Α.

πό ήμέραις έγύρευα τήν άδειαν άπό τόν Αυγουστίνον νά πάω


καί εγώ είς τήν Κόρθο* όπου άν ήθελε υπάγω 10 ή 5
ήμέραις κργήτερα δέν ήξευρα άν έμπαιναν μέσα ( νά μή παν
άπάνω τους.) Μόνον ακούε ό κο'σμος τό Σύνταγμ.α καί δέν
ήξευρε πώς είναι Σύντριμ,μα, καί είς ταΐς 25 του Μαρ­
τίου έβγήκα νά πάω ’στην Κόρθο, καί εκείνην τήν ημέραν
όπου έβγήκα εγώ, ό Νικη'τας μέ τόν Καλέργη έκαμαν τήν
άστοχασίαν καί ’πήγαν στό Λουτράκι καί τους πισοδρόμη-
σαν εκείνοι, Τό στράτευμα τό δικό μας εσκόρπισαν καί
ό κόσμος έκαρτε'ραε μέ τό Σύνταγμα. Καί έγώ έπήγα εις τό
”Αργος καί έδείπνησα, καί άπάνω ’ποΰ ήθελα νά καβαλίκω
16 *
= 244 =
νά πα'ω ’στ/jv Κόρθο, μάς είδοποίησαν τά τρέχοντα* χαίότι
οΐ Συνταγματικοί αΰριοέρχονται έδώ* καί τότενε; άρησα.τόν
Σταυριανό Καπετανάκη, τόν Γεώργη Μηχαλάκη, τόν *Αγα«
λόπουλο, τον Τσόκρη, τούς άφησα εί; τό Άργος, νά ίδοΰμε
τί θέλει γείνει. Έγώ έτραβίχθηκα εις τό Σχοινοχώρι, μίαν
•ή'μισο ώρα μ.ε τόν τσιπχανέ, καί μόνον μέ τούς ανθρώπους
μου* καί την αυγή εφθασε τό Σύνταγμα εις τό Άργος, καί
έβγήκαν οί Άργίταις με ταΐς δάφναι;................. Άπ1 έχει
έδοκίμασαν νά πάνε V Άνάπλι. Καί τά στρατεύματα
’που 'ταν ’στήν Σαλαμίνα τά δικά μας, έμπήκαν εις
τήν Πρόνοιαν. ’Εγώ έτράβιξα κατά τήν Τριπολιτσά καί
μέ 200 ανθρώπους ’ποϋ έκρατοΰσα τό Άϊνόρι, ’ποϋ ήταν
οί τοπικοί φευγάτοι. Καί έτσι ήλθαν εκεί όπου ήμουν έγώ,
καί τούς ρώτησα, άν ηναι πουθενά στρατεύματα* — οχι*—
Ό Ζαίμης καί ό Κολιο'πουλο; ητον σταλμένοι ’στήν Πά­
.
τρα καί ό Τζαβέλα; μέ τό τάγμ.α του στήν Πάτρα.

— Καί έμβαίνοντας μέσα έρριξαν τήν Γερουσία, νά κάμ-ουν
κυβέρνησιν, επιτροπήν 5, καί ό ένας άπεφάσισαν καί ε­
Π

μένα* καί έγώ άποκρίθηκα, δέν είμαι άξιος. Καί τότε άπε-
φάσισαν τόν Κολιόπουλο, τόν Ζαίμη, καί μ.οϋ έστειλαν τά
Α.

γοάμ,ματα καί τους τά έστειλα νά έλθουν τό γλιγωρότερο.


Καί έκαμαν έπταμελή έπιτροπή τόν ίψηλάντη, τόν Κω-
λέτη, τόν Μετχξα, τόν Μπότσαρη, τόν Κολιόπουλο, τόν
Κουντουριώτη καί Ζαίμη. Έγώ είχα στείλει τόν Γεν­
ναίο όπου εσύ.αξε στρατεύματα διά τήν Κόρθο, καί έ·
φθασε μέ 1,000 εις τήν Τριπολιτζά, καί έγώ έστάθηκα
εις τήν Τριπολιτζά καί εκείνον τόν έπρόσταξα νά πάιρ *ς·ούς
Μύλους τού; αφεντικού;, νά ΐδοΰμε τό Σύνταγμα τί θέ­
λει κάμει. Τότενες εφθασε καί ό Ζαίμης μέ τόν Κολιό­
πουλο άπό τήν Πάτρα εις τήν Τριπολιτζά, καί έστάθηκαν
=s 245 =
μία ώρα καί ώμιλήσαμεν, καί μου λέγει ό Ζαίμης: μή ’πής
τίποτε οσο νά ’πάμε κάτω, νά μήν γείνη κανένας εμφύ­
λιος πόλεμος καί χαθούμε. £γώ τούς άποκρίθηκα ότι,
οόρτε κάτω καί άν γίνιρ ευταξία καί, κάμη ή επιτροπή ευ­
ταξία από τ’Αν α'πλι εως εις τό Αργος, εγώ θέλω μείνει
ήσυχος καί τραβάω καί τόν Γενναίο καί παγαίνω εις τό
σπήτι μου καί ησυχάζω’ είτεμή καί τό Σύνταγμα άπλωθή
μέσα εις τήν Πελοπόννησο, εγώ βέβαια διά την πατρίδα έχω
τόσα αΓματακαΐ κόπου;, καί θά κάμω δ,τι δύναμαι νά εμ­
ποδίσω τό κακό. Ιία! κατεβαίνοντας κάτω έσμιξε ή επιτροπή
δλη καί έκαναν συμβούλιο, οτι πώς θέ νά πληρώσουν τό ς·ρά-
τευμ,α οπού ήτον ’στά Μέγαρα τόσους μήναις· ό Ζαίμης καί δ
Κολιόπουλος καί ό Μεταξάς είχαν μία γνώμη, ό'μως οί
άλλο: ήταν τέσσςροι, καί πάντα οί τε'σσεροι εις ταΐςγνώμαις
.
ένικοϋσαν. ’’Εβαλαν τόν Ζωγράφο Γραμματέα των πολεμι­

κών, καί τά στρατεύμ.ατα τού έγύρευαν λουφέδες, γιατί του;
είχε ταμμένο ό Κωλέτης οτι, πηγαινάμενοι στ’Ανάπλη νά
Π

δώσν) τους λουφέδες, καί άν δεν έ'χη νά εύρη. Σάν δέν είχαν
μέ τί νά τους πληρώσουν, τού; διεμοίρασε’σιήν Πελο-
Α.

πο'ννησο νά πάρουν τούς λουφέδες μέ ο,τι τρόπον ήμπο-


ρέσουν. "Εστειλαν τόν Νότη Μπότσαρη, νά λάβη άπό τήν
Πάτρα τους λουφέδες του, (καί νά στείλη τό Σύνταγμα),
νά παραδώση ό Τζαβέλας τό κάστρο. Καί ό Τζαβέλας
δεν έδέχθηκε τό κάστρο νά δώση, καί είπε α Πατριώτη?
καί ’γώ είμαι, καί φυλάττω τό κάστρο έως νά ελθη ό βα­
σιλέας μας ». Δεν έδέχθηκε ούτε τόν Νότη. Τον Χριστό­
δουλο Χατζή Πέτρου τόν έστειλαν εις Καλάβρυτα, Γρι-
ζιώτη καί άλλους ’στην Κόρινθο, τόν Κατσάκο μέ τούς Μα-
νιάτας ’στή Μεσσηνία, τόν Βαγγέλη Κοντογιάννη εις τόν
"Αγιον Πέτρο, τόν Ντελή Γεώργη εις τόν Μισιρά, τόν
s> 246 =
Μακρυγιάννη, (τούς ς-ρατιώτας του), τδν Ταφιλπούζη καί τον
Χατζή Χρηστό εις τήν Τριπολιτσα, τον Διαμαντή Ζέρβα
’στήν Γαστούνη, καί εις όλαις ταΐς επαρχίαι; έστειλαν
στρατεύματα, όχι διά νά λάβουν τακτικά του; [Λίσθούς των,
άλλα νά λεηλατήσουν δλαι; ταΐς έπαργίαι;’ το Αργος τδ
έδωσαν τού Γρίβα, τον Ταφιλπούζη μέ τό τάγμα του
τον άπεφάσισαν νά περάσίρ από τήν Καρύταινα καί νά 'πάη
’στον Γαστούνη μέ σημαία 'Οθωμανική, — με μπαντιέραις
ΌΘωμανικαΐς, με τήν χέρα του Μωάμεθ. ’Ακούοντας εγώ,
έστειλα καί τον έβγαλα μέ καταισχύνη, καί άν είχα τήν
έχθρα ’ποΰ έλαβα έπειτα θά τους σκοτώναμε. Καί τού
έστειλα (τοϋ Ταφιλπούζη) καί έμ,άζωξε ταίς μπαντιέραις,
καί του, είπα αν πέραση καμμί* φορά μέ άνοικταΐς μπαν-
τιέραις, ή γυναίκες ή χηοευα'μεναις θά τον σκοτώσουν’ ποΰ
άνοίγής τήν σημαία τήν Τούρκικη εις τά χώματα τά Ελ­
.

ληνικά'. — Τί φταίμε έμεΐς ; ό Κωλέττης μας είπε: δου-
λιά νά κάμ-ετε, καί δ,τι σημαία θέλετε’ μάς έδωοεν όφί-
κια, έγέλασε Τούρκους καί ‘Ρωμαίους. — “Εγραψα με­
Π

ρικώς εις τόν Ζαίμη, του rot γυρεύουν εμφύλιο πόλεμο.


Α.

Τοτενες διαταχτούν τον Γρίβα νά πέραση Αεοντάρι, Μεσ­


σηνία, Καρύταινα, ’Αρκαδία χαΐ Φανα'ρι. ’Ακούοντας ή
έπαοχίαις, ήλθαν οί πρόκριτοι καί καπιτανέοι των ε’παρ-
χιών καί μοΰ λέγουν τί κάνεις, μάς γλύτωσες μία φορά από
τούς Τούρκους νά μάς γλυτώσης καί τώρα. — Είχαν τρο­
μάξει από τό “Αργος καί Κόρινθο. — Νά πιάσωμεν τά άρ­
ματα, νά έμποδισθοΰν. Τότενες ε’μάθαμεν δτι δ Βασιλέας
τής Βαβαρίας έδε'χθηκε νά στείλη τόν υιόν του τόν “ΟθωνοΓ
ήτον έβγα Ιουνίου. Τότενες έκαμα διαμαρτύρηση εις τας
τρεις Δυνάμεις, νά μήν κίνηση ό Γρίβας, νά τόν έμποδί-
σουν γιατί έρχοντας ό Γρίβας εις τήν Τριπολιτσα θέλει
= 247 =
άνοιχθή εμφύλιος πόλεμος. Καί δέν μέ ακόυσαν εις αυ­
τήν την παρακάλεσιν καί τάτενες εγεινε μία προκήρυξις άπό
έμέ είς τνιν Γερουσία, ότι υποχρεωμένοι νά ΰπερασπισθοϋ-
με την τιμή' μα; και ζωή μας και τήν ιδιοκτησία μας δεν
γνωρίζομε διά κυβέρνησιν τήν τυραννικήν.
Αυτή ή διοίκησις είδε ότι αδύνατον νά βαστα-
χθή καί έζήτησε άπό τους τρεΓς ’Αντιπρέσβεις διά νά έλ­
θουν Γαλλικά στρατεύματα νά πιάσουν τ4 Ανάπλι καί
τήν Πάτρα. Τέτοια κυβέρνησες ήτον, νά δώση τά εθνικά
φρούρια είς ξένου; να τά φυλάττουν. Έπηγε δ στρατηγός
Γκενέκ μέ ενα σύνταγμα Γάλλων εις τήν Πάτρα. ‘0
Κίτζο Τζαβέλας δέν τους έδεχθηκε, καί είπε ότι τό <ρρου—
ριον θέλει τό παραδώσει όταν έλθη ό βασιλέας· καί τούς
είπε ότι, άν θέλετε νά τό πάρετε μέ βία θέλει έχουν πό­
.
λεμον, καί έβαλε σημαίαν. ’Αφού είδε ό στρατηγός

Γάλλος τήν επιμονήν καί τήν άπόφασιν του Κ,ίτσου, ά-
νεχώρησαν οί Γάλλοι έπήγαν είς τό Άνάπλι, καί έβ­
Π

γαλαν τό τυπικόν τάγμα, καί έτσι έκλείσθηκαν μέσα,


καί έκάθοντο- άν δέν έπροσκαλοϋσαν τους Γάλλους, ό Κω-
Α.

λέτηί ήθελε καταφύγει είς τον τόπον του, τά Γιάννινα.


Τά στρατεύματα όπου έπνιγαν εναντίον του Κ,ίτσου
Τζαβέλα έσυμφώνησαν, καί είπαν νά εμποδίσουν τον ε’μ.-
φύλιον πόλεμον, καί νά στείλουν απεσταλμένους εις τήν
Διοίκησιν τοϋ Αναπλιου, διά νά διορθώσουν τά πράγματα.
Αυτοί άπέρασαν άπό έχει· όποϋ η τον ό Γενναίος είς το Βαλ­
τέτσι· όταν ήλθαν τους αντάμωσα εις ενα /ωριό, εστε'ρχθηκα,
είχα κάμει τήν προκηρυξιν καί ήλθαν Άοκαδινοί Φανα-
ρΐται, Καρυτηνοί,καίάπό άλλαις έπαρχίαις καί έπιασαν ταίς
θέσεις διά νά εμποδίσουν άπό τό νά έμβουν εις ταίς επαρχίαις
καί να ταίς λεηλατήσουν — καί έσυμφώνησαν καί μ* αυτά.
ss 248 =
ίπε'ρασαν κοιί άπό την Τριπολιτζά, ώμίλησαν μό τόν Γρίβα
καί μέ τον Χατζή Χρίστο' απ’ έκ,ει έπήγαν εις τό Α-
νάπλι* έκεϊ έσυνάζοντο διά νά κάμουν Συνέλευσιν, έτοιμα-
σαν μία έπιτροπή διά να έλθουν νά μ.α; μ.ιλήσουν. "0-
ταν δ Γρίβας ήλθε εις τήν Τριπολιτζά, πολλά ολίγοι κά­
τοικοι έμειναν, οί δε λοιποί έσκορπίσθηκαν εις τάς δια­
φόρου? έπαρχία;, διατί έτρόμ,αξαν άφοϋ ιδαν τά κακά
τά οποία έκαμαν εις τό "Αργοί καί την Κόρινθον. ’Έστει­
λα ενα πεζόν μέσα εις την Τριπολιτζά, διά νά δμιλήσ/)
διά νά μή πολεμήσουν, καί ό Γρίβα; τον πιάνει και τον
κόβει. Τότε έπήγα άπό τήν Καρύταινα και εγώ εις τό
Βαλτέτζι. Είπα οτι αυτοί έχουν σκοπό.
Εις αυτόν τόν καιρό δ Βαγκέλης Κοντογιάνη;
πολεμεΐται άπό τον; κατοίκου; του ΓΑγίου Πέτρου
καί ενα μέρο; επαρχία; Μίστρά καί έκινδυνευε νά
.

τόν χάσουν' είχε μαζύ του έως τριακόσιους, μεταξύ
αυτών όγδοήντα Τούρκοι. "Ο Γενναίο ς τό μαθαίνει αυτό,
πηχαίνει καί τόν γλυτώνει καί τόν έσυντρόφευσε εω; τό
Π

Τσιβέρι, καί τόν άφησε καί έβγήκε εις την ‘Ρούμελην.


Α.

Ό Νικήτας έχάλασε τόν Κατσάκο εις τήν Μεσσηνίαν, τόν


έπολιόρκησε εΐ; τά Φουρτζαλοκάμαρα, καί άν δεν ήρχοντο
οί Φραντζέζο! τόν έπιαναν ζωντανό' έτζι έπαστρέφθηκε καί
αυτό τό μέρος' τόν ’Αποστόλη Κολοοεοτρώνη τόν είχα ς-εί-
λει εις τήν Καντίλα, διά νά εμποδίση τόν Καρατάσο' έπη­
γα εΐ; τό Βαλτέτσι, καί έστειλα εί; τόν Γρίβαν οτινά τρα-
βιχθοΰν καί αυτοί άποκρίθηκαν: έχομε πόλεμο. Έδιόρισα
τόν Γενναίο νά ΰπάγη εις του Μαντζαγρα, νά έβγουν άπό
τήν Τριπολιτσάνά πολιορκήσουν τόν Γενναίον, καί άπό τά
αλλα δια'φορα μέρη νά έμβουν οί έδικοί μας εις τήν Τρε-
πολιτζά. Έπηγε ό Γενναίος εί; τοΰ Μαντζαγρά, βγαίνει
= 249 =

ό Γρίβα; έναντίον του, δίδω το σημεϊον νχ χτυπήσουν καί


να εμβουν εί; την Τριπολιτσα’ κτυπ.οΰνται. Ενας
Βούργαρη;, Μανιάτης λεγάμενο;, έστάλθηκε άπό τόν Χα­
τζή Χρηστό καί ώμίλησε τοΰ Άγιουτάντε μου διά νά
μοΰ όμιλήση νά παύση ό πόλεμος, καί υπεσχέθη νά έβ-
γοΰν ατό την Τριπολιτσα’ έτσι έίέχθηκα την γνώμη του
διά νά μή χαλασθή ή πόλις τή; Τριπολιτζάς· Τϊμίλησα
καί εγώ προσωπικώ; μέ τον Χατζή Χρήστο’ Διατί άν
άφινα νά έμβχιναν τά στρατεύματα μέ τ4 σπαθί εις το
χέρι έχαλι .ΰνταν τά σπήτια, όσον τάξη και άν έφύλα-
γαν υί στρατιώταΐ. Τέλος πάντων έφυγε καί ό Γρί­
βας μέ τόν Χατζή Χρήστο μέ τήν Καβαλαρία και
έκατέβηκαν εις τό "'Αργος. Έμβήκα εις την Τριπολιτσα,
καί εί; 5 ήμέραις έμαζέφθηκαν όλαις ή διασκορπισμέ-
.
ναις σίκογένειαις· εις όλίγαις ήμέραις ήλθε καί ό Τσαβέλα;·

εί; δλου; τού; άκοοβολισμού; καί εί; τοΰ Μαντζαγρα έσκο-
τώθηκαν έως 50. Έσύναςα ολον τό στράτευμα, —όταν ά-
Π

νεχώρησαν οί Ρουμελιώταις έκαμα λόγον διά τήν ευταξίαν


εις όλο αΰτό τό διάστημα είχα άντοπόκρισιν καθημερι­
Α.

νήν μ.έ τόν Ζαήμη, Μετσξα καί Κολιόιτουλο’ ό Καλέρ-


γης, Τζόκρης, Άργεϊοι, Κατοναχαγιέταις ήλθαν δύο ώραις
μακριά άπό τό Ανάπλι.
’Ηλθε άπό τόν Τρικούπη μία πρόσκληση τοΰ Γενναίου
διά νά κάμη μέρος εις τήν επιτροπή όπου έστάλθηκε διά
νά υπάγη εις τήν Βαυαρίαν, και νά προσκαλέση τόν Βα­
σιλέα καί νά τόν συντροφεύσνι έως τήν Ελλάδα. Έγώ
δεν ήμποροϋσα νά δεχθώ νά υπάγν) ό Γενναίος από
μίαν Κυβέρνησιν όπου δέν άνεγνώριζα καί απεφασισα νά
υπάγω εις τό Άνάπλι διά νά ίδώ τί τρέχει δι’ αύτήν
τήν ΰπο'Οεσιν. Έπήγα εις τό Άστρος, έδωσα εΐδησιν του
r= 250 =

'Ρικόρδου, μου έστειλε μία φελούκα και έπήγα εις τήν


φεργάδχ του" μόλις έφθασα εκεί καί τό βράδυ έρχεται
ό Κολιόπουλος να μοΰ πάρνι τήν άδεια δια να αναχω­
ρήσω* μου εύρηκε πρόφαση διά αυτήν την βία, δτι τό κα­
ράβι τ4 ’ΐγγλεζικο όπου ήθελε νά πάρη την επιτροπή I-
βιάζετο νά φύγνι· τι νά κάμω εγώ πλέο* του είπα
τοΰ Κολιόπουλου: πήγαινε εις το καλό. ’Εστοχασθήκα-
με έπειτα νά στείλωμε μιάν επιτροπή άπ4 τό έθνος ολο
καί από τ’ άρματα εις την Βχυαρίαν, πλήν αΐ περιστάσεις
δεν μάς τό έσυγχώρησαν άν μέ έλεγαν καθώς ήτον, ο τι
ή επιτροπή ήτον διωρισμένη άπό τήν Βαυαρίαν τόν έστελ­
να τόν Γενναίο καί έπήγαινε* εχαιρε'τησα κα! τοώς δύο
Ναυάρχους ^Αγγλον καϊ Γάλλον, μέ είπαν διατί δέν έ­
στειλα τόν υιόν μου εις την Βαυαρίαν, καί τούς έλεγα οτι
δέν γνωρίζω τήν Διοικητικήν επιτροπή διά νά δεχθώ
.

την άιτόφασίν της· ήλθε ό Ζαήμης· καί Μεταςας καί ώ-
μιλήσαμεν εις τήν φεργάδα. Ό σκοπός μου ήτον ν Γε­
ρουσία νά μείν/ι έλεύθερη καί νά έκλέξ^ μίαν κυβε'ρνησιν
Π

άπό διάφορα κόμματα κατά τήν έννοιαν του προντο-


Α.

κόλλου τής Λόνδρας. ’Επέστρεψα εις το Άστρος, έ-


πήγα είς τδν Άχλαδόκαμ.πο, ήλθε ό Τζαβέλας καί
άλλοι οπλαρχηγοί ’Ρουμελιώταις τοΰ μέρους μας. Έ-
γράψαμεν συμφώνως εις τούς δπλαρχηγούς όπου ήτον μέ
τό σύνταγμα, νά έλθουν νά όμιλη'ιωμεν είς τό Τζιβέρι.
*Ηλθαν, ώμιλήσαμεν καί άπ’ ε’κεΓ έπη'γαμεν εις τό ’Άρ­
γος. Άπερασίσαμεν ώς επιτροπή των αρμάτων νά όλιγο-
στέψουν τά κακά, καί εγράψαμεν εις τδν Γρίβα —
διά νά εβγή άπό τον Μωρεα1 — ό Γρίβας έπήγε είς
τό Κουτζοπο'δι καί εκαμνε μεγάλα; καταχρήσεις· —
ΕκεΓ άπερασίσαμεν νά γίνη μία στρατιωτική έπι-
= 251 =
τροπή μέ τόν οκ:ιπον νά μαζευση δλας χάς προ­
σόδους καί νά τάς μοιράση εις ολους μέ αναλο­
γίαν καί μέ τάξιν, και νά έμποδίσωμεν δσον ήχον δυ­
νατόν ταΐς μεγάλαις καταχρήσεις όπου έγίνοντο- ό Ζω­
γράφος έγραψε εις αυτούς νά βαστάξουν ευταξίαν πλήν
ποιος τόν ήκουγε. Όταν εΐμεθα εις τό "Αργος μέ έγρα­
ψαν νά έβγη ή Γερουσία, και δ Ζαήμης καί ό Μεταξάς,
νά εκλέξη κα! ενα τρίτο μέλος καί νά εξακολούθηση νά
διοίκησή τον τόπο εως οτου νά ελθη ό Βασιλέας μας· δεν
τό έδέχθηκα διατί ήτον τόσοι οπλαρχηγοί έκεϊ καί δέν
ήμεθα σύμφωνοι. ’Έπειτα έδιαμοιρασθήκαμεν, εγώ καί ό
Χατζή Χρηστός έπήραμεν επάνω μας την Τριπολιτσά,
Μιστρά, Λεοντάρι, ολην την Μεσσηνίαν, Φανάρι, Καρύ-
ταινα' Κριζιώτης, Στρατός κα! Τσόκρης έμειναν εις ταΐς
.
έπαρχίαις "Αγίου Πέτρου "Αργους. Κατωναχαγιέ, Κόρινθον,

κα! ό Τσαβέλας μέ τόν Κότη Μπότζαρη νά πάρουν Κα­
λάβρυτα, Βοστίτζα, Πάτρα, Γαστοΰνι, Πύργο. Εις ολα αυ­
Π

τά τά με'ρη ήχον στρατιώταις κα! έκαναν μύριαις κατα­


χρήσεις, κα! τά χρέη ήτον αυτής τής επιτροπής, νά συ­
Α.

νάξουν όσους προσόδους έχουν νά δώσουν αί έπαρχίαι κα!


νά δίαμοιράζωνται εις τους διαφόρους οπλαρχηγούς ά-
ναλόγως μέ εκείνα όποϋ’χαν νά λάβουν καί νά μαζέβουν
ζωοτροφία μέ ολην την δυνατήν ευταξίαν εις τέτοιες ά-
ναρχίκαΐς περιστάσεις. Έπήγαμεν λοιπόν ό καθένας εις
την θέση του. "Ο Τζαβέλας καί Νότηί έπήγαν εις την
Πάτρα, εγώ καί ό Χατζή Χρήστος έπήγαμεν εις την Τρι-
πολιτσά κα! ο! λοιποί έμειναν εις τό "Αργος. Άπεφα-
σίσθη νά έλθη ένα τάγμα Φρατζέζοι διά νά πιάσρ τό
"Αργος διά νά έβγη 6 Βασιλέας εις τους Μυλους.
Έκίνησαν άπό τήν Μεσσηνίαν, ήλθαν εις εις τήν Τρι ·
=9 252 =
πολιτσά, τους περιποιήθηκα καθ’ δλους τούς τρόπους καί
έ'πειτα κατεβηκαν εις τύ Άργος. Έκε: δεν ή'ευρω πώς
έκαμαν καί πιάνονται με τού; ανθρώπους τοϋ Τσόχρη καί
Κριζιώτνι, πολεμούν καί σκοτώνουν περισσότερον άπύ 200
ψυχαΐς άθώαις, οί Φρανοζέζοι επιασαν τύ παιδί μου ώς
ένέχυρον διά να μην παν οί Έλληνες καί τούς κτυπή-
σουν. Έστειλε μίαν επιτροπή ή Διοίκησις διά Ψά ΐδή άν
είχα εγώ εΐδησιν ήλθαν, έφτασαν αύτά, έγραψα και έγώ
είς τύν Στρατηγόν καί τούς ελε;-α δτι άν είχα κανένα
σκοπόν να βαρέσουν τούς Φραντζέζους δεν τούί άφινα νά
περάσουν άπύ τήν Τριπολιτζά, — τούς έκαρτε'ραγα εις
τοϋ Λεονταριοϋ τύ Δερβένι — καί δεν έχω καμ,μία αιτία
διά νά ήμαι ε’χθρύς των συμ.μαχικών στρατευμάτων, και
τί έ'πιασαν τύ παιδί μου ένε'χυρον. 'Αν ήξευρα ότι τύ νά
κτυπη'σω ήθελα ώρελήσει την Πατρίδα μου το έκαμνα
.

καί άς είχαν καί το παιδί μου ένέχυρον, καί έτσι έπλη-
ροφορη'θηκαν δτι δέν είχα είδησιν* οί Γάλλοι μέ ένόμιζαν
έχθρο'ν τους, εγώ δέν τούς είχα δώσει ποτέ αίτια. Ό Κ.ω·
Π

λέτη; καί τό εναντίον κόμμα τούς έγιο'μησαν τά μυαλά,


Α.

δτι έγώ ήμουν εναντίον του; καί 'Ρωσολάτρης.


Είς δέκα ΐμε’ραι; φθάνει δ στόλος όπου έφερνε
τύν Βασιλέα είς τον κόλπον τοϋ "Αργους. Πριν
όμως τούτο οί Φραντζεζοι έστειλαν καί έπιασαν
τύ σπητι τοϋ Τσαμαδοϋ όποϋ ήτον πρόεδρος τής Γε­
ρουσίας, καί τόν έκακομετα/ειρίσθηκαν ές αιτίας αυτής τής
πεοιστάσεως, καί άλλαις βίαις όπου έκαμναν εις τούς Γε­
ρουσιαστές άπεφάσισαν νά εβγοΰν άπύ τύ Άνάπλι. Έγώ
είχα καταιβή είς το "Αστρο;, διά νά ομιλήσω διά μίαν
ύπόθεσιν όπου έτρεχε. Μερικοί Γερουσιασταί είχαν σχέ-
διον να εβγοΰν είς τύ "Αστρος, νά έκλέζουν μία νέα διοί-
= 253 =

κηση συνδεμένη άπό τρεις, νά προσκαλέσουν τον Ζαήμη


καί Μεταξά, και νά κάμουν πρόεδρον προσωρινόν τον 'Ρι­
χάρδο, εως οτου νά έλθη δ βασιλέας· έφυγε ή Γερουσία,
καί έξαφνα μία αυγή τους βλέπω είς το νΑστρος· δέν
έδέχθηκα τήν πρότασίν τους, όμως είπα νά σταθή τό πράγ­
μα εωί είς τ4ν ερχομόν του Βασιλέως, και ή Γερουσία
έπήγε είς ταΐς Σπέτζαις και έμεινε εκεί εως τόν ερχομόν
τοϋ Βασιλέως. "Οταν έβγοκε ή Γερουσία είς τό ’’Αστρος
είχα στείλει τόν Κωνσταντίνον διά νά γίνη συμ.φωνία είς τό
’Ανάπλι· ή συμφωνία ητον νά βαλουν είςδλον τό κράτος τους
ήμισυ έπαρχους από τοϋ μέρους μας ανθρώπους νά επικυρώ­
σουν τους λογαριασμούς όλων των στρατιωτικών διά τους
μισθούς των καί άλλα- ό Κωλέτης ήτον σύμφωνος- έκτος νά
μ.ή γνωρίση την Γερουσία, καί αϋτοϋήτον ή δυσκολία* διότι
.
δέν ήθελα νά δεχθώ ολας τάς προτάσεις όποϋ ήτον ωφέ­

λιμοι δι’ έμέ, καί νά άφήσω τους συντρόφου; μου Γερου-
σιαστάς'αύτοί όπου έζητοΰσαν νά γίνη μία Διοίκησις καί
Π

δέν έπρόσμεναν έ'ως ό'του νά έλθη ό Βασιλέα:, έ'λεγάν ά. ότι


ό Βασιλέας θά άργήση νά έλθη είς την 'Ελλάδα κα! τρεις
Α.

καί τεσσαρους μήναις· β\ ότι όταν έλθη ό Βασιλέας θά εύρη


εις τά πράγματα τους εναντίους, καί τότε θά λάβει, άπό
αυτούς μόνον πληροφορίας ώς εύρισκομ.έ/ους είς τά; θέσεις και
μέ τοϋτο θά κρύψουν δλα των τά σφάλματα, που έκαψαν
στόλους, άφάνισαν έπαρχίκΐς, εσκότωσχν τόν Κυβερνη'τη,
κτλ. ενώ άν έγίνετομία νέα διοίκηση άπό την Γερουσίαν, την
όποιαν εως τότε οΐ Άντιπρέσοεις καί ό βασιλεύ; τής Βαυα­
ρίας ένόμιζε ώς νόμιμον, ήθελε δώση αυτή ή νέα διοίκηση
πληροφορίαις διά τάς πράξεις τών εναντίων, καί νά τους
γνωρίση τι άνθρωποι είναι, καί άν καί 6 Κωλέτης μέ
τους γραμματείς έπέμενε νά νομίξεται ώ; διοίκησις ό
= 254 =
Βασιλέας νά εύρη δύο κοοβρννίσεις, καί νά μην άκούση
καμμιά, καί νά άκολουθήσ/ι έδικόν του δρόμοι ποτέ δεν
έφαντάζετο κανένας άπό τδ λεγόμενον Κυβερνητικό ότι ό
βασιλέας φθάνοντας δεν Θέλει τον έναγκαλιασθή ή τ4 πολύ
ότι ήθελε αδιαφορήσει, διότι ένόμισαν δτι ό βασιλέας δέν
θέλει έναγκαλιασθή, τταράόσοι έστάθηκαν πιστοί εις τήν μό­
νην τακτικήν Κυβέρνησιν, όπου ελαβε τδ ίθνος μας άπδ
τήν αρχήν τη; έπαναστάσεως' τέτοιαις ιδεαις είχαν ολοι
οί ΓερουσιασταΙ και έν γένει οσοι ήτον Κυβερνητικοί' εις
τήν 'Γριπολιτζα, οπού ήμουν, άνταποκρίθηκα μέ τού; δ-
πλαρχηγους τής Δυτικής καί ’Ανατολικής ’Ελλάδος, μέ
ολην τήν Πελοπόνησον, καί μέ τά νησιά, καί κατ’ εξοχήν
μέ ταϊς Σπέτσαις και Τήνον, νά ετοιμάσουν πληρεξου­
σίους διά νά έλθουν νά συγχαρούν τδν Βασιλέα μ.«ς εις
τδ φθάσιμόν του · δ σκοπός μου ήτον νά συνα/θοΰν όλοι
.

εις τό "Αργος νά δεχθώμ,εν τύν Βασιλέα, καί δ κάδε ά-
ποσταλμένος νά εχη καί άπδ μίαν αναφοράν εις τήν ό­
ποιαν νά περιγράφωνται ό'σα κακά έγιναν έξ αιτίας με­
Π

ρικόν λεγομένων συνταγματικών. ’ΑφοΟ έκτυπήθηκαν οί


Α.

"Ελληνες μέ τούς Φραντζέζους εις τό "Αργος άλλαξα, σκο­


πόν, καί ήθελα κατεβεΐ εις τούς Μόλους' δεν ήξιυρα τήν
εποχήν όποϋ θά ελθη ό Βασιλέας, καί δι’ αύτό δέν έβίασα
τού; άποσταλμένους νά μαξευθοΰν. ’θ Βασιλέας φθάνει
εις τδ Ανάπλι.

Τώρα είναι καιρός νά ειπώ μερικά πράγματα


όποϋ έχουν σχέσιν μέ τήν άδικον καταδρομήν μου.
Καί δ Θη'ρσιος καί άλλοι ξένοι έπαράστησαν εις τήν Βαυα­
ρίαν ότι εγω ήμουν αρχηγός Ρωσσικοΰ κόμματος, ότι
είμαι αρχηγός μιας φατρίας όποϋ δέν θέλει τον Βασιλέα καί
αλλα παρόμοια· αυτοί ήταν ξένοι άνθρωποι κα! μολονό-
= 255 =
τι 6 Κολιόπουλΰς έπληροφόοησε τόν Βασιλέα χα'ι τήν Βα­
σίλισσαν διά τά φρονήματα μου υπέρ τοΰ Βασιλέως, καί
τους είπε οτε ήμπορεΐ να μείντι ένέχυρον εις τήν Βαυα­
ρίαν, εως οτου νά φθάση όυίο’ςτουείς την Ελλάδα-μο­
λοντούτο ήρχοντο μέ κάποιαν υποψία. Εις το Αγγλικό
καράβι όπου έμβήκε ό Βασιλέας καί ή Αντιβασιλεία, ίσως
τον έπότισαν καί έκεΐ τίποτε* τό έμπόδιον όπου εγινε
νά παν) ό Γενναίος εις τό Μόνα/ον τό παρεξη'γησαν. Έρ­
χεται ό Βασιλέας εις τους Κορφοΰς, μαθαίνει δτι ν> Γε­
ρουσία έβγήκε από τό Άνάπλι καί έβγηκε με κακούς
σκοπούς* έρχεται εως απέξω άπό την Μάνην, καί μανθά­
νει δτι οί Φραντζέζοι έκτυπήθηκαν μέ τους "Ελληνας καί
οτι εκείνοι οί "Ελληνες η τον άνθρωποι του Κολοκοτρώ-
νη, καί ήθελε νά άντισταθή δ Κολοκοτρώνης εις τό ξεμ-
.
παρκάρισμα τοΰ Βασιλέως μέ 10 καί J 5 χιλιάδες- ήλ­

θαν λοιπόν φοισκομένα τά μυαλά εναντίον μου. Μέ γρά­
φουν από τό ’Ανάπλι κα! μέ ειδοποίησαν τά πάντα. Έγύ
Π

έλυπη’θηκα νά ίδώ δτι αί ραδιουργίαις έφθασαν νά πα­


ραμορφώσουν την άλήθειαν, καί άφησα εις τόν καιρόν διά
Α.

νά γνωρίση ό Βασιλέας καί τους ανθρώπους κα! τά


πράγματα. ’Έρχομαι εις την Φεργάτα τοΰ Ρικόρδου,
ζητώ νά παρουσιασθώ εις τόν Βασιλέα κα! εις την ’Αν-
τιβασιλείαν, στέλνω τόν Κολιόπουλον, μ.έ άπεκρίθηκεν δτι
δέν δέχεται έπισήμως ακόμη, καί νά παρευρεθώ κα! εγώ
εις τόν το'πον οτου ήθελε έβγη ό Βασιλέας* ό Ρικόρδος
εδωκε γεύμα καί έσυμφάγαμεν μέ τόν στρατηγόν των
Βαυαρικών στρατευμάτων κα! μέ τόν θειον τοΰ Βασί­
λειος κα! Σι/,άλτς- τους έκατάλαοα δτι ήταν ύποπτοι.
’Ηλθε ή ήμερα τής έκβάσεως τοΰ Βασιλέως καί έβ-
γήκα καί έγώ καί ανταμώθηκα μέ τόν Κουντουριώτη, μέ
=3 256 s=
■ϊ4ν Κωλέττ,, Ζαήμη καί λοιπούς, έφιληθήκαμεν έβ-
γ-jjne ό Βασιλέας* έκινήσαμεν και έμβήκαμεν εις το Α-
ναπλι. Έκεΐ έπαρουσιασθή*αμεν κάθε ημέρα ήρχοντο επι-
τροπαι, αλλά άλλαξαν χά πράγματα και δεν έκαμαν ούτε
άναφοραΐς, οΰτε τίποτε. "Ελεγε ό Βασιλέας δτι έφέρθη-
καν οί Έλληνες μέ ανδρείαν εις τήν έπανάστασιν, δτι
άφήκε τοΰς γονείς του, τήν πατρίδα του, δια νά Ιλθη
εις τήν νέαν πατρίδα, νά συνεργασθη διά τήν ευτυχίαν τής
Ελλάδος, καί άλλα τέτοια όπου σννειθίξουν οί Βασιλείς,
καί Ικαμε προκη'ρυξιν εί; αΰ;ο τδ κεφάλαιο. Έπερα-
σαν δυο τρεις ήμέραις, διάλυσα τοΰς παλαιού; μου αξιω­
ματικού:, ς-ρατιώτας, ύπασπιστάς μου, γραμματικού; μου,
καί τοΰς είπα· παγαίνετε εί; τδ καλό, καθήσετε εις τά σπη'-
τια σας ήσυχοι καί τώρα δποΰ ήλθε ό Βασιλέας θέλει γνω­
ρίσει τοΰς ανθρώπους καί τά πράγματα τοϋ το'που μας,
.

καί θε'λει ανταμείψει τον καθένα κατά τάς πράξεις
του καί κατά τά; εκδουλεύσεις του. "Επειτα χοΰ παρη-
σίασα μίαν αναφορά καί του εποόσφερα τό κάστοο τής
Π

Καρύχαινας, τό όποιον είχα φτιάσει μέ τά έξοδά μου. ’Έ­


λεγα εις τήν άναφορά μου, δτι τδ κάστρο τδ εφτιασα
Α.

διά νά χρησιμεύσω εις χήν ανάγκη/ τής πατρίδος μας,


τώρα δεν μου χρησιμεύει πλέον καί σας τδ προσφε'ρω·
ό σκοπό; μου ήχον νά δώσω τδ παράδειγμα, ώστε ό'σοι
είχαν φτιάσει καί άλλοι πύργου;, ή οχυρώματα έξ αι­
τίας τών περιστάσεων νά τά δώσουν. ’Έλαβα άπόκρισι
ευχαριστήριον καί οτι δελει φυλαγθή ή ιδιοκτησία μου.
Οσον ήμπορεσα έκαμα τδ χρέος μου εις τήν πατρίδα καί
εγω και ολη ή φαμελιά μου1 είδα τήν πατρίδα μου ελεύ­
θερη, είδα εκείνο οποΰ ποθούσα καίέγύ, καί δ πατέρας
μου, καί ό Παπος μου καί δλη ή γενεά μου, καθώς
= 257 =

καί δλοι οί "Ελληνες· άπεφχσισα νά πάω εις ένα περιβόλι


όποϋ είχα έ^ω από τό Αναπλι1 έπήγα, εκάθησα καί άπερ-
νοΰσα τον καιρόν μι ου καλλιεργώντας· καί ευχαριστούμουν
νά βλέπω νά προοδεύουν τά μικρά δένδρα όπου έφύτευα.
Εις ολίγον έστειλα ένα σπαθί τοϋ άδελφοϋ τοΰ Βασιλε'ως,
ήγεμόνο; Παύλου Λουδοβίκου.
’Επνιγα εις την Τριπολιτζδ διά νά περάσω ένα δύο μη'-
ναις, διότι έφοβήθηκα νά μην άρρωστήσω από την κάψα
εις τό Άνάπλι./’Επήγά εις τήν Τριπολιτζά, άποκεΐ έπήγα
εις ένα πανηγύρι τής άγίας Μονή:, όπου έπήγαινα κάθε
χρόνο, οτι είναι ιδιοκτησία μου. Όπίσω εις τό Άνα'πλι οί
ραδιούργοι δεν έλειψαν νά παρασταίνουν εις την Κυβέρνη-
σιν, οτι ό Κολοκοτρώνης κάμνει συνελεύσεις καί άλλαις
παρόμοιαις ψευτιαϊς/Ο Ζωγράφος όπου ήτον Νομάρχη; τής
.
Αρκαδίας, (τόσον καί ό Μάνος όπου ήτον διευθυντής), καί

άν ήτον τίποτε έπρεπε νά τό ήξείρη αυτός, έπήγε εις τήν
’Αντιβασιλεία κκί έπληροφόρησε, οτι ολα αύτά ήτον ψεύμα-
Π

τα. Έγύρισα οπίσω εις τό ’Ανάπλι· έπήγα έχ’αιρένησα τον


Βασιλέα, τήν Άντιβκσιλείαν, τους είδα μουδιασμένους,
Α.

πλήν δεν έκατάλαβα τίποτες* έμεινα εϊς τό περιβόλι μου·


’Εκεί ήλθαν τήν νύχτα εις τάς 7 Σεπτεμβρίου, καί μέ έπή-
ρε ό Κλεόπας μοίραρχος μέ 40 χωροφύλακας καί μ’ έπήγε
εις τον ’ίτζκαλέ, καί μ’ έπκράδοσε εις τόν φρούραρχον, καί
μ’ έβαλαν 6 μήναις μυστική φυλακή,χωρίς νά ίδώ άνθρωπον,
έκτός'τοϋ δεσμοφυλακα- δέν ήξευρα τί γίνεται διά έξη μη-
ναις, οΰτε ποιός ζή, οΐίτε ποιος άπέθανε, οΰ'τε ποιόν έχουν
εις τήν φυλακήν διά τρεΤς ήμέραις δέν ήξευρα πώ; υπάρ­
χω, μοϋ έφαίνετο ό’νειρο, έρωτοΰσα τον εαυτόν μου άν ήμουν
εγώ ό ίδιος ή άλλος κανείς' δέν έκαταλάβχινα διατί μέ έχουν
κλεισμένο. — Μέ καιρόν έπέοασε άπό τόν νουν μου, ότι
17
= 268 =
Γσω; ή Κυβέρνησις βλέποντας τήν ΰπόληψιν όπου εχει ό
λ.αός προς έμενα, μέ ψυλαχόνουν διά νά μ.οΰ κοψουν την
επιρροήν δεν έπίστευσα ποτέ, δη θά φθα'σουν εις αυτόν
τόν βαθμ,όν, διά νά φκιάσουν ψευδομάρτυραις. Επειτα από
εξη μήναις μάς έκοινοποίησαν τήν κατηγορίαν, δτι τάχα
εκάμναμ.εν άναφοραίς πότε εναντίον όλης τής Α,ντιβασι-
λείας, πότε εναντίον των δύο μελών, καί θπέρ του Αρμ,αν-
σπέογ· δτι ήθέλαμεν νά κάμ.ωμ.εν έπανάστασιν,καί οτι έβγά-
ζααε δι’ αύτόν τόν σκοπόν καί ληστάς, δλα ά:α:α θέ­
ματα. Σάν ι/.’ έκοινοποίησαν αϋτά, έβαλα υποψία εύθύς
δτι είναι χέρι της Κυβερνήσεως και θά μ.ας χαλάσουν- μα;
έβαλαν εις τό δικαστηριον' έκεϊ έπαρρησιάσθηκαν μερικοί
άτιμοι μικροί ά/θρωποι ψευδομαρτυρεί, καί έλεγαν πώς εί­
δαν άναφοραίς καί άλλα ψέμματα· ήλθαν άπ’ ολα τά μέρη
τίμ.ιοι άνθρωπο',νοικοκυραΐοι,είπαν πώς δλα αυτά είναι ψέμ­
.
ματα, δτι αυτοί είναι κακής διαγωγή; άνθρωποι' πλήν πού

ήκουαν αϋτούς; ήθελαν τόν σκοπόν τους, καταδίκην* έςαφνα
μανθάνω ότι βιάζει ό Σχινάς μινίστρος τής δικαιοσυ'νης τό
Π

δικαστηριον καί υποχρεόνει τόν προ'εδρον ΙΙολυζωίδην καί


Τερτοέτην νά υπογράψουν με βαγιονε'ταις. Μάς κατέβασαν,
Α.

μα; έδιάβασαν τ/(V ftTTO'pot'jtv* zt,')oc τggcci^ (popotiC T"iv θά­


νατον, καί ν τόν έφοβήθηκα, ούτε τότε- καλλήτερα είναι
όπου σκοτόνομ.αι άδικα παρά δίκαια. Τόν Κολιόπουλο έλυ-
πομουνα διατί είχε φαμίλια μεγάλη' έφαγαμε τό βράδι"
την αυγή έκάμαμε τήν διαθήκη μας καί έπροσμέναμε την
ώρα τοϋ θανατου. Μ;τά δύο ώρας έμάθαμ,ε δτι ό βασιλέας
μάς έκαμ; χάρη τήν ζωήν μ.ας άπό τό άδικο. Μας έπήγαν
εις τό Παλαμίδι εις σιγουρότερον μέρος. Έσταθήκαμε κα!
εκεί 11 μήνες. Ο βασίΛεδ; δταν ανέβηκε εις τόν θρόνο
εκαμ,ι διαταγή και μάς ελευθερωσε άπό αυτήν τήν φυλά-
= 259 =
κήν την τόσον άδικη. Έκαχέβηκα από τό Παλαμίδι’ ή
υποδοχή όπου μοΰ έ'καμεν ό λαό;, μέ εκαμε νά λησμονήσω
δλαι; τα^ί δυστυχίαις όπου έπερασα’ εβλεπα άλλου; νά
κλαίουν, άλλου; νά γελούν, καί ολοι νά φωνάζουν ζήτω! ζη­
τώ ή δικαιοσύνη καί έ Βασιλεύ; f Έκάθησα δυο τρεις ή-
μέραις εί; τό σπίτι μου καί επειτα ήλθα εις τήν Άδη'να·
έπρόσφερα τό σέβα; μου καί τήν εύχαρίστησίν (ίου εις τον
Βασιλέα καί εί; τόν ’Αρμανσπέργ, καί ετειτα έκάθησα ήσυ­
χο; εω; τούτην την ώρα οπού διηγούμαι αυτά. (1).1

(1) Το κχλοκαΓοι του έτους 1836.

.

Π
Α.

17*
Ε1Δ0Π01ΗΣΙΣ.

£Ιροϊδεάζεται ό άναγνώστν,ς, ότι ό μ.ακαρίτης Θ. Κο-


λοκοτρώνν,ς δεν γράφε:, αλλά διςγεΐται, καί συχνά διηγού­
μενος μικρά χειρονομ.ία, ή άλλο νεύμ,ά του συνεπλάρονε τό
νύηυ.α. Προστίθενται ένταυτώ καί αί ακόλουθοι άπολύτω;
άναγκαΐαι διορθώσεις, άφίνοντες τά; λοιπάς, προερχόμενα;
ή έκ τή; ταχμίτητος τή; γραφής, ή έκ του τύπου, είς τήν
ώριμον κρίσιν του αναγνώστου καί τής άπλής γλώσση; τήν
ε’ίδ/,σιν αύτοϋ, π. ■/. τύ τελικόν ν ή απλή γλώσσα δέν τό
μεταχειρίζεται εί; πολλά; περιστάσεις, είς τάς όποιας α­
παντάται εΐ; τήν παρούσαν διήγησιν, καί έπομενα,ς άναμ-
φιβύλως δεν είναι τοΰ διηγούμενου, καί πρέπει να άφαιροΰν-
.

ται εΐ; τήν άνάγνωσιν διά νά διαφυλάττεται ή άρμονία
τή; γλώσσης.
Αί σειραι των στιγμών, αί'τινε; άπαντώνται κάπποτε
Π

δηλοϋσιν έλλειψιν τού χειρογράφου, τήν οποίαν ήλπιζε νά


Α.

άναπλκρώση ό έκδοτη; ζώντος τού μακαρίτου’ αλλά προε'-


λαβεν ό θάνατο; καί ούτως έμεινε*. — ’Αφίνομεν εΐ; τον
αναγνώστην νά έννοήση τήν λεπτήν ειρωνείαν τοΰ ιστορούν­
το εΐ; πολλά; περιστάσεις.

Διορθώσεις.

’Εσφαλμένα. Διόρθωσις

Σελ. ςΐχ. Ά ν ά γ ν ω σ ε.
41. 13 εί; τά; ήμέρα; εΐ; τάς ημέρας ρ.ου
102. 31 άρχισαν νά προχω- άργησαν νά προχωρήσουν
ρήσουν είς τον ’Αέρα εϊ; τον αέρα.
= 261 —
Σελ. ς-ίχ.
109 18 Τριπολετσάς "Αργους.
128 30 Νάίδη ποιος στέλ­ Να ΐδ·?ί ποιος νικάει καί ςέλ-
νει τον διδάσκαλον νει τδν διδάσκαλον.
129 3 Παρακούοντας δ’Α- Παρακινόντας ό ’Αναγνώ­
ναγνώςν,ς ό Δελιγιάννης στης δ Δελιγιάννης-
174 25 Το διά τηριαό'μως μα; Τδ διάστημα όμως είναι
έστειλε μακρυνό μακουνδ
— 37 Μίαν Μ ισή

Σημειώσεις τον εκδότου άναφερόμεναι εις

την διήγησιν.

Σελ. 6. Εις τλν περίστασιν ταύτην άναφερεται τδ επό­


.
μενον τραγούδι.

Έμαραθήκαν τά βουν», μαράθηκαν κα! οί κάμποι,
Μαράθηκεν ή Καστανιά, ό Πύργο; της Καστάνιας,
Π

’Πού’χε τοΰί κλέφταις τοΰςπολλοδ; τούς Ινολοκοτρωναίους,


Ποϋ πήγαιναν στην Έκκλησιά τ’ άσημι φορτωμένοι,
Α.

Τ’ άσημι κα! τό μάλαμα'και τά σπαθιά ζωσμένα.


Κ’ έβγαιναν κ’ έκουβέντιαζαν της εκκλησίας στήν πόρτα.
Καί δ Κ.ως·αντης τού; έλεγε καί δ Κωςαντή; τού; λε'γει,
Τούτ’ ή χαρά πού ’χομε ’μεϊς, θε νά μάς φέρει λύπη,
"Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο πού κοιμούμουν,
Κ’ έκάηκε τδ πόσι μου, ή φούντα του σπαθιού μου,
Τδ πόσι μ.ου η γυναίκα μ ου, κ ή φούντα τά ιναιόια μ.ου.
Τούτ’ η γαρά πού χομε ’μεΐς Θέ νά μάς φερει λύπη.
Τ’ ακούει δ Παναγιώταρος κα:· τδν τ,ακίν τά γέλοια1
Τί λές κουαπάρε Κωσταντή κα! σΰ Κολοκοτρώνη;
Ποτέ δέν έπατηθηκε ό Πύργος της Καστάνιας.
= 262 =
Μα εΐδέ πρώτα, εΐδέ στέρνα, καί εΐδέ τώρα πατιέται,
Μόν βγάλτε τά μπαϊράκια σας, καί στνίστετα στον Πύργο
Νά βλέπη ό Κ,απετάνπασας [χέ του; Γιανιτζαραίους.
Σελ. 33, Τραγούδι χορού.
Σάββατο πλιά στόν πόλεμο
Μέ; τό μοναστηράκι,
Βάστα μωρέ Άλιφαρμάκι
Μέ τό Κολοκοτρωνάκι.
Πέφτουν τά βόλια σάν βροχή
Κολοκοτρώννι Θοδωρή.
Πόλεμο καί πολεμάνε,
Καί του; Τούρκους τους νικάνε.
Ό Θοδωράκης βάνει·μιά φων/i.
κ. τ. λ.

Σελ. 4 5. Μ ε πια σαν αιχμάλωτον.— Μη γνω-


.

ρίζοντές τον οί Άγγλοκόρσοι καί νομίζοντές τον εχθρόν.
Σελ. 54. Τους άκολουθους αξιομνημόνευτους λόγους η-
κουσα άπό τόν Κ. Α. Μ.
Π

« Ταΐς 28 άπριλίου έογη'καμε εις τόν Μωρέα. Δεν ήλ­


θαμε διά νά φΰγωμε, άλλα νά χαθούμε μέ του; άλλους·
Α.

είναι γνωστόν- Είμεθα τάμματα τη; πατρι'δος.» Τό τάμ-


μα τής πατρίδος ενθυμίζει τό devovco me pro Repu-
blica γενναίου στρατάρχου τή; 'Ρώμης εις τού; καλούς
της καιρού;, ώς ήσαν οί ελληνικοί τότε εις τό 1821.
Σελ. 101. ’Αλέξιος Λουκόπουλο; άπό την κωμόπολιν
Γαργαλιάνου, έμπορεύετο εις Ζάκυνθον δπου καί άνετράφη.
δ αγαθός καί ενάρετος ούτος πολίτη; ζή ίξιωτευων εις Γαρ-
γαλιάνους.
Σελ. 118. Νικόλαον ανεψιόν μου. Εννοεί τόν
αδελφόν τού Νικηταρά.
= 263 =
Σελ. 124. Τά ακόλουθα σημειώματα μέ έδοθησαν από τόν
μακαρίτην Κολΐνον Κολοκοτρώνην, τά οποία φαίνεται εϊ^εν
ακούσει από τον πατέρα του. «Της Επίδαυρου η συ'έλευσι;
ήτο συνθεμένη άπό τους προύχοντας1 οί Αίγαιοπελαγίται
δέν ήταν εκεί, μόνον οί πληρεξούσιοι των τριών νήσων.
Κοήτε; δένήτον έκαμαν τό σύνταγμα. Εί; τοϋ ’’Αστρου;
τήν συνίλευσιν ήτον από ολα τά έπανχστατημένα μέρη
τής Ελλάδος. Ό Κολοκοτρώνης <ά>τέτεινε να λάβουν οί
άρχοντες πολλν,ν δυναμιν· έπροσπαθοΰσαν νά μηδενίσουν
την επιρροήν τοϋ Κολοκοτρώνη. Επρόβαλαν νά κάμουν
εοα ψήφισμα δκα τήν έκποίησιν τής έθη*ής γης1 ό αναγνώ­
στης ό Α-λιγιάννης έκαμε πζρατη'ρησιν οτι τώρα Θά δώσω-
μεν ευκαιρίαν νά ϋψωΟή ό Κολοκοτρώνης ρ,έ αύτο τό ψη'φι-
σμα" έξηγησαν τοϋ Κολοκοτρώνη τό μέρος, τί είναι ή ίκποί-
.
ησις τής εθνικής γης, καί έπιασαν καί έτουρέκιζαν τήν έκ-

ποίησιν εί; ένα γαρτί γραμμένο ε κ π ο ί ησι ς1 καί έτσι εμ-
ποδι'σΟη αύτό τό ψη'ρισμα.Αιά τήν έμπόδισιν καίή κυβε'ρνησις
Π

καί τό έθνος πρέπει νά εϋγνωμονή. -' JEi; τήν συνέλευσιν τής


Τροιζήνο; έξδριξαν ό'λους τους τίτλου; καί εμπόδισαν τό
Α.

ίερατεΐον νά άνακατόνεται εί; τά πολιτικά πράγματα. Ο


Κολοκοτρώνης έπρόβαλε νά καταργηθοϋι οί τίτλοι1 είπε
«Σεβας·ή συνέλευσις, καί γενναιότατου, καί έξοχώτατον, καί
ενδοξώτατον, καί έκλαμπρότατον, καί πανιερώτατον άκομη
μέ είπαν, δεν άλλαξα1 είμαι ό ίδιος.»
Σελ. 144. Ό Κ. Πέκιος (Pecliio) Ιταλό; περιηγητής
εις σύγγραμμά του επιγραφόμενον ’Εχίσχεγ'-ς εις τους
"ΕΛΛηνας (Visita ai Greci) αναφέρει, οτι εί<· τό μονα­
στήρι τού άγιου 'Ηλιου εις ’Ύδραν έντάμωσε τον Θ. Κολο­
κοτρώνην κιί ΐδοΰ τί λέγει περί αύτοϋ. .
« Εΰρισκο'μενος εις Ύδραν έζήτησα τήν ά'δειαν άπό τόν
= 264 =
πρώτον χών δημογερόντων Λάζαρον Κουντουριώχην να ιδώ
τόν Κολοκοτρώνην. Έπήγα καί χόν Υ,ύρα καθη'μενον μεταξύ
τών άλλων πολιτικών συναι/μαλώτων του' τά ασπρα του
μαλιά ριμμένα αμελώ; εις τον πλάτην του, έσμιγαν μέ χήν
πυκνήν του γενεάδα' το άγριον του πρόσωπον, ή ζωηρότης
τών οφθαλμών του και τύ π.λεμικόν ήθός του, τον παρω-
μοίαζαν μέ έ'να άπό του; βράσου; του; δίχσκορπισμένους εις
το Αΐγαΐον πέλαγος. — Τον εχαιρέτησα εκ μέρους τής
Μπουμπουλίνας, καί του ανήγγειλα, δτι εντός ολίγων ημε­
ρών θά ήναι ελεύθερο;. Με ευχαρίστησε διά διερμ.ηνέως καί
μ.έ έζήτησε νεωτέρα; ειδήσεις. Του είπα, δτι οί Αιγύπτιοι
ήταν εί; τή/ στιγμήν νά κυριεύσουν χού; Νκυαρίνοιις, καί
έπρόσθετα δτι είναι φοβεροί, δχι μό.ον διά την προσωπι­
κήν του; ανδρείαν, αλλά διά τήν τακτικήν τους και τό
ιππικόν τους. ’Απεχρίθη δτι διά νά νικηθούν οί Αιγύπτιοι
.

φθάνει νάέχ») τις ανθρώπους νά ρίχνουν, καί λέγοντας αιυτά
έβάλθη εις θέσιν ανθρώπου όπου σημαδεύει. Γνωρίζω τοπο­
θεσίας είπε,εϊς τάς οποίας ούτε ή τακτική τους, ούτε τό ιππι­
Π

κόν του; παντελώς δεν θά τους ώφελοϋσαν.Ήξευρεις τί έφερε


Α.

χήν νίκην τών Αιγυπτίων, ή ένάτης τη; πολεμικής δννά-


μεως (1 unite dans Ie commandement), ενώ οί "Ελληνες
αφανίζονται άπό τήν μανίαν του νά θέλουν νά καπιτανεύουν
χωρίς τήν άπαιτου/ένην εμπειρίαν. Καθώς έσήκωσε τδ
χέρι του παρετήρησα μίαν σπαθιάν όπου είχε' τον ήρώτητα
πού άπέκτησεν αύτά τό έντιμον παράσημ.ον. Μέ άπεκρίθη
δέν είναι τό αόνον.
Ένω μού ώμίλει έτρεχε μέ τά δάκτυλα τά κλο-
νιά ενός κομβολογιοΰ καί μ,ακράν νά δείχνη τήν Τουρ­
κικήν εκείνην σοβαρότητα τήν οποίαν άπό τούς Τούρ­
κους έπήραν οί "Ελληνες, έκίνει τούς οφθαλμούς του μέ
= 265 =

φλογερόν καί άγριον κίνημα· έσηκόνετο, έκάΟε:ο, έπεριπά-


τει μέ ολνιν τήν αδημονίαν κλεφτόν, όστις φοβείται χω-
σιά καί προετοιμάζεται εί; τον πόλεμον. Είναι βέβαιον οτι
ό στρατηγός Κολοκοτρώνης δέν είναι κοινός ά'νθοωπος. ’0-
λίγας ημέρας μ.ετά τήν συνέντευξίν μ.ας άπελόθη, υποδεχ­
θείς άπό την κυβέρνησιν τοΰ Ναυπλίου μέ μεγάλας τιμάς.
"Ενας βουλευτής τοΰ απεύθυνε μίαν έμ.ιλίαν, κα! αυτός άπε-
κρίθη άπροετοίμαςΌ?, καί εις αυτήν τήν άπόκρισιν εύρίσκετο
ί ακόλουθος άξιομνημόνευιο; περικοπή. «’Εργόμενος εδώ
άπό τήν "Εδραν έπνιξα εις τήν θάλασσαν τά πάθη μου.
Πνίξετε και σείς τά δικά σας- Θάψετε εις αυτήν τήν άβυ-
σον δλας τάς έριδας και τάς διχονοίας· αύτός είναι ό θη­
σαυρός όπου θά βρήτε.» Υίμίλει εις τήν μεγάλην πλατείαν
τοΰ Ναυπλίου οπού οί κάτοικοι έσκαφταν διά πολλάς ημέ­
.
ρας μέ τήν ίόέαν νά ευρουν θησαυρόν θαμμένον.

Σελ. JG6. Ή ακόλουθος σημείιοσις μέ έδόθη άπό τον
μακαρίτην Κολΐνον, ή'τις ώς νομίζω, του ΰπαγορευΟη άπό
Π

άξιότιμ.ον στρατιωτικόν τής έπαργίας τοΰ Πύργου.


Α.

Νοε'μ.βριος 1825, Γαστούνη.

Άφ ου τά ιππικόν τοΰ έχθροΰ διέβη τον ’Αλφειόν ποτα­


μόν καί ε’μβήκεν εΐ; τον Πύργον διεμοιράτθη και έσκόοπι-
σεν εις τά χιυρία των πεδίων· καί τή< έννάτην τοΰ ένεςώτος
μηνό; έξημερώθησαν οί ιππείς εί; τά χωρία Δερβιοτσελεπί,
Ιίαρδαμα, Σαβα’λια, "Ροβιάται,Καραγιούζη, Σελιμ-ϊσαού-
ση, ’Ανδραβίδα καί Βαρθολομοιό καί εις ολα σχεδόν τά
χωρία των πεδιάδων τής Γαστούνης, ε’ς τά όποια καί ευ-
ρόντες "Ελληνας έπολέμησαν πρός αυτού;, άλλ’ ή νίκη ητον
πρός τό μέρος των ’Ελλήνων. Κατά τήν αυτήν Ημέραν έξη-
= 266
μεοώδ'Λίαν εις τοΰ Σελήμ-ΤσαουσΛ έως 30 ιππείς, εκ των
όποιων έφονευΘ/ισαν 8 παρά των ήμετε'ρων, οΤτινες έλαβον
κ«ί τους ίππους των φονευδέντων εχθρών. Κατά τήν αυτήν
ώοαν πολεμοΰντες άλλοι έ/θροί εις τά Σαβάλια έφονευΟ/ισαν
έ'ω; 80 κα! 20 έκ τών ήμετέρων, μεταξύ των οποίων ε!ναι
καί ό Κ,απ. ’Αναγνώστες Παππαγοστόπουλος καί ό άδελ*
φός αΰτοΰ Μενιζε'λο;- εις τό Καραγιοΰξη 20 ιππείς έπολε-
μησαν ποός 2 Έλληνας καί έφονεύθοσαν 13 χωρίς νά βλα-
<pOij κανείς έκ τών 'Ελλήνων· οί διασωΟέντε; εχθροί πόλε-
μουντές προς τους ήμετε'ρου» δεν ήμπο’ρεσαν νά έκδυσωσι
τους φονευθέντας καί ήναγκάσθοσαν νά τους άφήσωσιν εις
τήν διάαρισιν των νικητών. Γυνή τις έκ τοΰ αϋτοΰ χωρίου
δραμοΰσα έ'λαβε δΰο χουσοκαπνισμένας πιστόλας, εν τουφέ-
κιον, έν σπαθίον καί πολλά χρήματα από τών φονευθε'ντων.
Εις τό ΒαρΟολομιό υπήγαν εως 1,200 ιππείς, τους
.

οποίους άφ’οΰ έδιωξαν εως εί; τήν Γαστουνν,ν οί Βαρθολο-
μιώται, έπε'στοεψαν εις τό χωρίον καί λαβοντε; τάς φαμί­
λιας των υπήγαν εις Χλουμοΰτσι, περί δε τήν έσπε'ραν 100
Π

άίδρε; εκλεκτοί ίπεςριψ αν καί ίσιασαν τό χωρι’ον,καί τήν δευ*


Α.

τέραν ήμέραν, 1 Ο τοΰ μ/,νός,εξ/,μ:ρώθ/·,σαν εως 500 ίππεΐς καί


εως 4,000πεζοί. καί περικυκλώσαν ιες τοΰ; ήμετε'ρου; έπο-
λέμησαν προς αύτοϋ; μιαν ώραν άκατάπαυστα, καί εφονευ-
θησαν πολλοί χωρίς νά δυνηθώσι νά βλάόωτι τους ήμετέ-
ρους· εις δε τών έν τώγωρίω κλεισμένων Ελλήνων οίναβάς
ιτπον πιασθεντα έκ των εχθρών εδραμ.εν et; τό Χλουμοΰτσι
νά δώση εΐδησίν εις του; εκεί νά τρέξωσιν ε:ς βοήθειαν τών
κλεισμένων, καίάμεσω; 150 εκλεκτοί στρατιώται, εχοντες
άρχ/,γόν τόν χιλίαρχον Βε'ρα καί τον Κ. Γεωργάκην Βαρ-
Οολομιωτην, ανδρα; τώ δντι γενναιότατους, εδραμον εις βο­
ήθειαν τών εις ΒαρΟολομιό δυο περίπου ώρας κλεισμένων
= 267 =

αδελφών των άλλ’ άμα ίδόντε; αύτοΰς οί έ/θ^οί έκίνησαν


προς αύτοΰς δλοι οί ίππεΐς, άλλ’ επειδή ουχω δεν ήμπόρεσαν
να τρέψωσιν εις φυγήν τους γενναίου; εκείνους "Ελληνας,
άλλα μάλιστα οί "Ελληνες έπροχώρουν καί έφτασαν εις τα
αμπέλια τοϋ χωρίου περί το ήμισυ μίλλιον μακράν του
χωρίου αύτοΰ, άπελπισθέιτες οί ιππείς έζήτησαν τήν βοή­
θειαν των πολιορκοόντων τδ χωρίον’ 3000 έκ των 4 χιλιά­
δων τών πεζών έπρεπε να δράμωσιν εί; βοήθειαν των καί
ούτως έκλεισαν τοΰ; 150 ηρώα; εις τά άμπίλια, οΓτινες
έπολέμησαν γενναίως άπό τής τέταρτης ώρας τής ήμερα;
έως τής δέκατη;, καί μόλον ότι οί εχθροί ώρμησαν πολλά-
κις κατά τήν συνήθειάν των εναντίον τών ήμετέρων, έπέ-
στρεψαν κατησχυμένοι βαλλόμενοι καί φονευόμενοι, άλλ’ έν
τώ μ.εταζύ έπισυμβάσα ραγδαία βροχή έπαυσε τδν έκ τών
.
τουφεκίων πόλεμον, καί ούτως εύρόντες ευκαιρίαν οί εχθροί

ώρμησαν πολλότατοι ποδς όλιγωτάτον.', καί οί "Ελληνες
έπρεπε νά ένδώσωσιν εις τον πολυάριθμον εχθρόν εις έκ
Π

τών 150 έσώθη, καί αυτός πλακωθεί; ϋπό τών πτωμάτων


τών φονευθέντων. ’Απέθανυν οί ήρωες, άλλ’ άφ’ οΰ έπεμψαν
Α.

πρότερον υπέρ τους 1000 εχθρούς εις τον αίην, ώς μαρτυ-


ροΰσιν τά εις τον τόπον τής άνίσου έκείνης πάλης εύρεθέν-
τα πτώματα- οί δέ περί το Βαρθολομιο άπομείναντες
έγθροί ώομηιαν εναντίον τών εν αότώ κλεισμένων 100
"Ελλήνων, έκ τών οποίων έςοονεΰθησαν 6 έκ δέ τών εχθρών
έφονεύθησαν τόσοι πολλοί, ώστε απελπισθεντες οι έναπο-
μείναντες εφυγον αίσχοώ; εις τήν Γαστουνην περί την εσπέ­
ραν, άφήσαντε; καί τοΰ; νεκοοΰς άταφου;" τηο 11 το πρωί
εξελθόντες έκτου Χλουμουτσίου οί ήμέτεροι έλαφυραγώγησαν
τού; φονευθίντας έγθροΰ; καί έθαψαν τοΰ; ενδοςως ά.νοθα-
νόντα; "Ελληνας.
±= 268 =
Σελ. 167—168. σχί/. 30 και ακόλουθοι 1, 2, 3. ΓΗ
πλοκή τής περιόδου ταύτης είναι σκοτεινή, πλήν ή έννοια
είναι, ο π εστάλη ό Φιλήμων διά νά έςαπατήση του; Τούρ­
κους, καί οτι είχε γράμμα τοϋ Μπεϊζανχέ Γεωργάκη πρός
τον αρχηγόν ’’Αραβα κλπ.
Σελ. 232. 'Π ακόλουθος σημείωσις έγράφη κατά Δευτέ­
ραν ύπαγόρευσιν του Θ. Κολοκοτρώνη καί δεν καχεχωρήθη
εις τό κείμενον διότι διεκόττετο ή οειρα τής όιηγησεως.
K.lijraic εϊς Γας-ού//,, Π άτρα,Βοστιχσα καί Καλάβρυτα
καί πέρα μεριά τής Καρυταινας και Φανάρι, καί έμαζόνοντο
όλοι σ’ ολαις ταί; επαρχία·.; 120, καί αύτοϋνοι έγδεναν είς
τους δρόμους, καί ήταν τοϋ Κω στακτή ΙΊετμεζα έ'να παιδί,
καί τοΰ’Αναγνώσχη Πεχιμεζα,καί άλλοι από τά Σουδενα,καί
ό Κυντοβουνίσιος, καί Πεοαμεοίσιοι, του Καραλή τά παιδιά,
Γαστουναίοι, καμμία δεκαπενταριά, καί Πάτρα οί Χαο-
.

πιλαΐοι, καί ά,χό Φανάρι δύο τρεις τέσσαρες, καί ήταν βαλ-
μ,ένοι από εκείνους ’που γυρεύουν τά σκάνδαλα, διά νά
άκούωνται κλε'φταις πολλοί, διατί ήτανε ώρα νά δώσουν
Π

τους προσόδους καί νομιστροτοπιάτικα των ζωντανών, καί


Α.

επήγχν τριάντα νομάιοι εις το Κατάκολο όπου ήτον


ένας δεσμοτελώνης ό Φραγκούδης καί του έτήραν έΟνικά,
φοίνικαις, . . . καί του έγδυσαν και τήν φαμελιάν του, καί
επήραν ό, τι καί άν είχ ε, καί ήτανε κλεφταπόδοχος
ό πατέρας τοΰ Λυκοίργου άπό τον Πύργο. Και α­
κούοντας ταίς άκαταστασίαις των ΓΙελοιχοννησίων ό μα-
καριιης ο Κυβερνήτης μοΰ έδωσε μίαν διαταγήν σφοδράν,
η να τους σκοχωσω, ή να τού; φυλακίσω, ή νά τους προσ­
κυνήσω' διατί ή φν,μ.η έ)ιαδόθηκε ότι ήταν τριακόσιοι
και πεντακόσιοι, εγώ έστειλα διαταγή είς τούς Καπιτα·
νιους οπού είχε εις δούλευσιν ό Κυβερνήτης, καί τούς ε-
= 269 =
σύναζα εις Τριπολιτζά, από την Μονοβασίαν τον καπετάν
Γεωργάκη Δρίοα, ατό την Τσακονιά, τον Πραστόν τόν κα­
πετάν Γεωργάκη καί άλλον έ'να καπετάνιο, και ατό τό
Κρανίδι τόν Νικόλα Λάμπρο, καί Σταμάτη Μίτσα
άπο τό Καστρί, τόν Τζόκρη και τόν Νέζο άτό τό *Αρ-
γος, άτό το’Ανάπλι έ’.α καπετάν’Αναγνώστη ’πυΰ ήταν
εϊς την δούλευοη, άτό τήν ΚόοΟο τόν Γεωργάκη τόν Χε-
λιώτη καί λοιπούς, καί άτό Τριπολιτσα καί άτό Κ,αρύ-
ταινα, καί έμαζώχθησαν καμμία εκατοστή νομάτοι άζιω-
μ.ατικοί. Έδωκα διαταγήν του Κολιόπουλου, καί ήταν καί
ένα τάγμα, τό τάγμα τον Τσαβέλα εις Καλάβρυτα, καί
ήταν επί κεφαλής ο Γιανούσης, καί έ'ίωκα διαταγήν τοϋ
Γενναίου καί έσύναζε τοϋ; Κ,απιτανέους Καρυτινούς καί
λοιτού; καί ετέρασε Λαγκάδια καί Άκοβαις καί έκυνήγησε
.
τής τέρα μέριας τοϋς κλε'φταις, καί έδιέταξε καί τόν Θάνο

Κουμανιώιη άτό τήν Πάτρα, καί έβγήκε καί εκείνος από τής
Πάτρα; τό σόνορον, καί έγώ έκίνησα καί εΐγα καί καμ-
Π

μιά εικοσαριά καβαλαρίου; άτακτους κοντά μου άπό τήν


καοαλαρία. Παγενάμενος εις το Φανάρι ετιασα δύο καί
Α.

τοϋς έφυλάκησα εί; τήν ιδίαν επαρχίαν. Καί έτράβιξα εϊς


τόν Πύργο διατ! ήταν δύο, τρεις, τέσσαρες κλέφταις μέσα
άπό τόν Πύργο, διατί ήτον γιατάκι ό πατέρα; τοϋ Λυ­
κούργου, καί έπροσκάλεσαν τόν Κονταβουνίσιο καί έγδυ­
σαν τόν Φραγκούδη. ’Ακούοντας ό πατέρας τοΰ Λυκούργου
ότι έκατέβηκα εί; τόν Πύργο Ιτράβιζε νά πάη στ Α-
νάπλι, καί έστειλα τέσσαρου; καβαλαρέους, τόν επιασαν
εις τήν Τριπολιτσα καί τόν έ'φεοαν όπίσω στον Πύργο.
Είχα μάθει ό'τι έσμιξε μ.ε τούς κλέφταις πρίν πάνε ’στό
Ιίατάκολο ο[ κλέφταις. Καί ακούοντας οί κλέφταις ε’μ.έ
τόν Κολιάπουλο καί τόν Γενναίο, έδιαοκορπισδησαν. Ετρα-
= 270 =
βίζα εις τήν Ι.'αστούντ), έσφιξα τούς ανθρώπου; και I-
πιασαν έξη καί του; έφυλάκωσχ καί εκείνους. Και έρχε­
ται ό λαδς ’ποΰ του; είχαν κλεμμένα βόδια καί άλογα
προσκλαιόμενοι εί; εμέ, καί τους κλέφταις του; ήςευρα καί
έγεινα καί κριτής, διατί ή περίστασις έτσι τδ ήθελε, καί
έλάβανε ό καθένας τδ δίκαιό του. "Ετσι έτραβίξαμε δια
νυκτός εις τήν Πα'τρα, καί εις τής Πάτρας τδ σύνορο
είχαν γδυμένους κάτι πραγματευτάδες Πυργιώταις καί οί
κλέφταις όπου έγδυσαν τους Πυργιώτας ήταν άπδ τά
Ζουμ,πάτα άπδ τοϋ Νενέκου τδ χωριδ, λεγόμενοι Χαρ-
μηλαΐοΐ. Τότενες ήτανε διαταγή τής Κυβερνήσεως σ’ ογιο
σύνορο γδυθή εις τή στράτα (δημοσία) στρατηλάτης, νά
ήναι άποκριζάμ.ενα τά χωρία τά τριγ-υρινά έάν δεν πα­
ραδώσουν τους κλέφταις. Καί έσφιξα τά χωριά ’ποϋ έ­
γδυσαν τους πυργιώταις πραγματευτάδες,ή τούς κλε'φταιτ,
.
ή δέκα χιλιάδες γρόσια ’ποΰ του; είχαν παρμένα μέ τδ

δεφτερι τοϋ πραγματευτή ποΰ είχαν αγοράσει στήν Πά­
τρα. Καί οί γδυμένοι ήλθαν κοντά μου ’στήν Πάτρα. Κα!
Π

έκείναις ταΐς ήμέρκις ποΰ διέτριβα έκεΐ, ε^ας Χαρμήλας


ήτον άπδ τους κλέφται; καί έσυριάνιζε άνεγνώριστός ’ςήν
Α.

Πάτρα μέσα· καί έκει ’ποϋ ήτον καί οί γδυμένοι τον έγνώ-
ρισαν καί έτσι μ.ου έδωκαν χαμπε'ρι καί έστειλα τδν Κα-
ραχάλιο καί τδν έπιασε, καί έμαρτύρησε καί τοϋ; άλλους
’ποΰ ήταν άπδ τδν ίδιον τόπο. Καί έτσι οί κλέφται; άκού-
οντες τδν Κολιόπουλο καί τον Γενναϊον άπδ’πάνω, έπεσαν
εις τής Πάτρας τδ σύνορο καί έστειλα στρατεύματα, άλλους
επιασα, άλλους έκυνήγησα καί έπεσαν κατά τά Καλά­
βρυτα. Καί δ Κολιόπουλος μέ τδ τάγμα του καί μέ τοϋ;
Πετμεςαίους τούς έκυνήγησαν καί τούς έδωσαν μπέσα καί
έπροσκύνησαν ήτον 15 τά Πετιμεζόπουλα, (ή νά προσ-
= 271
κυνησουν, ή νά τούς πάρουν δ,τι καί «ν έχουν). Καί ίτσι
έστειλα ταχυδρόμον καί έζη'τηοα γνώμην τι νά κάμω, νά
τού; στείλω ’ς- ’Ανάπλι, ή νά βάλουν κεφίΧιδίζ νά μήν
ακολουθούν πλέον εί; τέτοιον δρόμον. ’Έλαβα διαταγή δτι
άν ήναι σίγουροι κεφίλιδες οπού νά μήν μετακάμουν τρελ-
λα νά τού; συγχωρέση όλου;, ειδεμή οσοι καί δέν έχουν
κεφίλιδε; καλού' νά τού; στείλω στ’ ’Ανάπλι. Έγω εκεί­
νον που έπιασα ’ς-ην Πάτρα τό/ ’πήρα διά νυκτό; καί
έζημέρωσα στον τόπο το/ί μέ 300 νομάτου;, γιατί οί
Ζουμπαταΐοι το εϊχ»ν πάρει απάνω του; διά τό προσκύ­
νημα. Διά νυκτός τού; έζωσα, τού; έπιασα και έπήρα τό
πράγμα ποϋ ήτον άμοίραγον ό Καπετάνιος είχε ’πάει
νά εύρη πραγματευτή νά τό πουλήση διατί δεν ήτον χω­
ριάτικο. Καί τότενες όπου έπήγα εις τά Ζουμπάτα άπε-
.
φάσισα νά κρεμάσω ενανε, καί μ.οΰ έπεσαν οί καπιτανέοι

νά μήν τό κάμω. Καί έπΐρα αυτόν καί έναν άλλον δεμένους,
μαζη' μου. Καίτότενε; έπρός*αΕα εί; ταίς έπαρχίχις καί οι
Π

κεφίλιδε; έδωσαν λόγον καί ύπόσχεσιν ό'τι θάηναι φρόνιμοι.


Κεφίλιδε; ήταν οί γειτώνοι του?. Καί έτσι έτελείωσεν ή
Α.

έκστραιεία εκείνη καί έκαμα καί 500 κρίσεις, ’ποΰ «ν


ή'θελε πέσουν εις άβουκάτου; καί κριτήρια ήθελα κοντανα·
ρισθούν 300 χρόνου;, καί εδιόρΟωσα ταϊς επαρχία:; καί
ησύχασαν. Καί εκείνοι οί δυο Ζουμπατιώταις ο ένα; μοΰ
έφυγε μ.έ τά σιδηρά καί ό άλλο; τον έστειλα εί; τ’ Ανά-
πλι καί έκαμε δύο χρόνου; ’ςήν φυλακή, ήταν αδελφό; τοΰ
φευγα'του- καί όταν ένύρισα όπίσω καί έπνιγα στην κυβέρ-
νησιν τοΰ ή'οεσεν ό τρόπο; τοΰ Κυβερνη'του ποΰ κατεπραϋνα
τον λαόν καί έτσι διέλυσε τού; Καπιτανέου;,
Σελ. 23 2. Καί ή π/ρσΰσα σημείωσι; έγράφη κατά δευτέ-
ραν ύπαγόρευσιν τοΰ ίδιου Θ- Κολοκοτρώνη.
= 272 =
Εί; τον Πόρον είχε στείλει ώ Κυβερνησις στραπώτα?,
ενα μέρος Ποριωτών ήθελησαν νά άντισταθοΰν el? τά στρα­
τεύματα τη; Κυβερνησεως, έγεινε πόλεμο?, έναλάσθηκαν οί
Ποριώται; καί έσκοτώθη ό Χριστόδουλο; Ποριώτη;. Τότε
εκάη ή αρμάδα. Εις έκεΐνον τον καιρόν έλαβα τήν άδιιαν
από τόν Κυβερνήτην καί έκαμα στρατιωτικήν συνέ)ευσιν
καί εμαζεύθηκαν ολοι οί αξιωματικοί τ?,ς Πελοπόννησου καί
έβάλαμεν άλλου; διακοσίου; εϊ; του; καταλόγου; των αξι­
ωματικών.

.

Π
Α.
ΡΗΤΑ TOT ΓΕΡΟΥ ΚΟΑΟΚΟ'ΓΡΩΝΗ

ii

ΕΡΓΑ TOY

Κατά π a ρ ά J ο a t y.

Μερικά ό έκδότης ήκουσεν άπο τό στόμα του. Ή


δνομασία γέρος του έγεννήθη, έπειοή ήτο πολύ­
ξερος, έξυπνος, είχε πονηρίαις· δθεν και τό τρα­
γούδι τοϋ παλαιού χαλασμού των Κολοκοτρω-
ναίων λέγει,

*Ο Θο5«ρ*Κ7;ς, πολύ ιτοννιρψένος,


.

’Ε^λυτωββ ο κανμ.·νο£|

Εις τά έθνη δπου ή παιδεία δέν είναι έξαπλω-


Π

μένη καί ή έπιστήμη δέν φωτίζει τούς νέους,


οί γέροντες έχουν τά πρωτεία της γνώσεως·
Α.

όποιος είδε προϊμώτερα τον ήλιο, έχει καί πρα-


ξιν περισσότερη τής ζωής.

; Άπέδιδεν εις τρία αίτια τάς νίκας τοΰ Ιβραήμπασα


ά. οτι ή Τριπολιτσά εσώζετο και τήν είχε κέντρον· 6',
είς τούς Τούρκους τούς σκλάβους τούς εντοπίους, και γ\
εις τήν ιρολάκισιν των δπλαρχηγδν.'

Ό Μάρκο Μ*ότσαρης, έλεγε», είχε πολυν νοημοσύνην1


δ Φώτος Τζαβέλας ήτον τδ τέλειο.
18
= 274 =
^Απέδιδε τήν έπιρροήν του εις την Πελοπόννησον εις τά
ακόλουθα. Οί άνδρειότεροι της Πελοπόννησου δεν έζοΰ-
σαν πλέον εις τήν αρχήν τής επαναστάσεως. Τό δνομα
τής οικογένειας του. Ή είδησις όπου εΐχε τών τό.των διά
τήν περασμένην του κλέφτικη/ ζωήν καί τέλος έγνώριζε
καί ώμιλοΰσε εις τους εντοπίους τήν γλώσσαν των. "Αν
έζουσαν έλεγεν οί παλοιοΙ, ήθελ-αμεν κυριεύσει μέ ευκο­
λίαν τήν Πελοπόννησον τον πρώτον χρόνον)

‘Έδιηγεΐτο πολλά θαύματα τής πλατομαντείας, καί έ-


πίστευε κάποτε εις τά όνείρατα. "Οταν ώνειρευετο δτι
βλέπει συνοδίαν -γάμου έξήγα τό δνειρον ο τι είναι Τούρ­
κοι, καί εί μέν έπροχωρουσαν, έσήμαινεν δτι δέν έμελλαν
να πολεμήσουν, εί δέ καί έστεκαν καί έχόρευε μαζύ τους
.
παίζοντας τά ταβουλια έσήμαινεν ο τι είχε πόλεμον, καί

εχαμνε τάς αναγκαίας προετοιμασίας^)
Π

ΈδιηγεΤτο μέ πολλήν χάριν τον ακόλουθον μύθον. "Ε­


νας Σουλτάνος μίαν φοράν ήθέλησε νά περιηγηθή τό βα-
Α.

σίλειόν του, νά μάθη τά διάφορα ήθη τών υπηκόων του,


και νά τούς - διοική δπως πρέπει. Οί αΰλικοί του έναν-
τιόνοντο εις αΰιήν του τήν άπόφασιν παρασταίνοντές του
δτι είναι άμαθος εις ταΐς κακοπάθειαις καί τούς κίνδυνους
τοΰ ταξειδίου. Ό Σουλτα'νος επέμενε. Τότε ένας γέρος
Τοΰρχος, μέ μεγάλην υπόληψιν, είπε τού Σουλτάνου, εί­
ναι τρόπος νά περιηγηθ^ς καί νά μάθης τά ήθη τών υπη­
κόων σου χωρίς νά ταξειδεύσης’ κάμε νά σοϋ φτιάσουν
τσατηρια δπου δλα, από τΐ χώμα εως τά ξύλα δ*ου έχουν
να τό σκεπάζουν, νά ήναι άπό τόν τόπον όπου επιθυμείς
νά μάθνις· κοιμάσαι έπειτα είς καθένα άπό αυτά μίαν νύ-
275 sb

χτα χαΐ εις τόν ύπνον σου Θά σοΰ παρουσιασθή δ τό­


πος απ’ οπού είναι το τσατήρι μέ τους κατοίκους του
καί μέ τά έργα όπου συνειθίζουν, χαΐ έτσι ήμπο-
ρεϊς νά μάθης ο,τι επιθυμεί;, χωρίς νά χακοπαθη; τα·
ξειδεύοντα-ς. Ο Σουλτάνος εκαταπείσθη εΐ; του; λόγους
του γέρου, καίέ^χαμε χαί τοϋ έφτιασαν τσατήρια όπως
ό γέρος τοΰ εϊ/e πχραστήσει. Τοΰ έφτιασαν τσατήρια άπδ
κερεστέ τη; 'Ρούμελης',· άλλο άπό της ’Ανατολή;, άλλο
από τής Αίγυπτου, καί άλλο άπό τοϋ Μωρέως, χαί ε’ς
καθένα άπό αυτά έχοιμήθη μιαν νύχτα. Κοιμώμενος εις
τό τσατήρι τής ‘Ρούμελης είδε πολε'μους, άτια νά χλι-
μίντροϋνε. Έχοιμήθη ει’ς τό τσατήρι τή; ’Ανατολή; χαί
έχοιμήθη γλυκά ωσάν νά πίη αφιόνι. Έχοιμήθη εις ε­
κείνο τής Αίγύπτου χαί είδε τό Νείλο νά χύνη πλημμύρα
.
θησαυρού, αλλά πλούτη τυφλά. Έχοιμήθη καί εις τό τσα-

τήρι τοϋ Μωρέως, καί είδε τρεις χιλιάδες διαβόλους μέ
δαυλούς άναμένους στο χέρι νά τρέχουν καί νά χάνουν
Π

ταραχή ανυπόφερτη.)
Α.

\
’ Μου Ιλεγεν ό Νικηταρας, δτι ό Γέρο Κολοκοτρώνης
έρωτήθη μία φορά ποΤος ήξεύρει περισσότερα, ό διάβολος
ή δ άνθρωπος; καί αυτός άπεκρίθη δ άνθρωπος’ επειδή
αν καλολογαριάση; ζή (καί τό απέδειχνε) μόνον είκοσι
χρόνους και ήξεύρει τόσα, καί δ διάβολος είναι άπέθαν-
τος (λέξις τοϋ Νικηταρα). Ή άπάντησις τοΰ Θ. Κο-
λοχοτρώνη εχει τήν δύναμιν νά φανερώνη τό πλού­
τος των κεφαλαίων τά όποια επισωρεύει ή παράδοσις των
αιώνων,

Εϊ; τήν Τριπολιτσα' εΐ’/ον γράψει σάτυραν εναντίον


18*
= 276 —

τοΰ Κολοχοτρώνη χαί τήν έτοιχοκόλλησαν εις τήνεκκλη­


σίαν · ήτο Κυριακή και έσυνάχθη κόσμος καί έδιάβαζεν. ‘Ο
Γέρο Κολοκοτρώνης έπήγαΐνεν εϊς τήν εκκλησίαν νά λει-
τουργηθή, καί οιαν είδε τόν κόσμον συμμαζωμένον, έστει-
λε τον Γραμματικόν του νά ίδή τί τρέχεε. ‘Ο Γραμμα­
τικός έπέστρεψε καί έμουδιαζε νά τοϋ εΐπή. ’"Εμαθε τέ­
λος πάντων τί είναι. Τότε έπήγε, την έξεκόλλησε καί τήν
επήρε στο χε'ρι καί όταν άπόλυσεν ή εκκλησία, τήν έδωκε
του παπα καί τόν υποχρέωσε νά τήν~ διαβα'ση μεγαλο­
φώνως εις τόν λαόν. Έπειτα, είπε, κρίνετε αν μέ βρίζουν
δίκαια· καί τινές λε'γουν, έπρόσθεσε « ό κοίλεικος παρας
μένει στο νοικοκύρη του ».

ί "Οταν ήκουσεν οτι ό Σκούρτης έκλέχθη στρατάρχης,


είπε, τώρα δέν λείπει παρά νά διορίσουν καί τόν Γε'ρο
.

Νοταρά ναύαρχον άντί του Μιαουλη.:

Το άν, ελεγεν, έσπάρθη πολλαΐς φορ^ς άλλα δέν εφό-


Π

τρωσε. ■
Α.

; Εις τό Βασίλειον του Μαρόκου θά ’πήγαινα νά πολε­


μήσω, όχι αήλοΰ, εις τόπον χριστιανικόν. Ώς τόν αετόν
που πάγει ψηλότερα από τά άλλα πουλιά εις τόν ουρανόν,
άλλ’ άγναντευει πάντοτε τήν φωλιά του, έκύταζα και Ιγώ
τήν Πελοπόννησον.}

ν Α,νεγνωσα, έλεγε, τόν'βίον τςΟ Σκεντέρμπεη, έσυλλο-


γούμουν τά έργα του, δέν έκλείσθη ποτέ εις τήν Κρόγια.)

■ Οσαις φορα',ς καί άν έγράφθη εις ξένην στρατιοντικήν


= 277 =

υπηρεσίαν δεν έκρέμασε ποτέ «ροΰντα εις τό σπαθί του, I-


ξηγών χατά γράμμα ιοί»; στίχους του πολεμηστηρίου ά­
σματος του ‘Ρήγα.
Κάλιιο για τήν πατρίδα κανένας νά χαδή,
ν^Η νά χρεμάση φούντα για ξένον στδ σπαβί,·

Ό συνταγματάρχης Κ. Πβρήδέ Σαιν Βενσάν εις τήν έκ-


θεσίν του τής επιστημονικής έκστρατείας τής Πελοπόννη­
σου λέγει, οτι δ Κυβερνήτη; δείχνοντας του μίαν φοράν
τόν Γέρο Κολοκοτρώνη του είπε, ιδού ό Όδυσσεύς τής νέας
Ελλάδος, καί τοΰ άνέφερε καί στίχους του ‘Ομήρου προς
άπόδειξιν. Καί τή άληδεία χατά τρία πράγματα Ομοιά­
ζουν πολύ οί δυο ουτοι άνδρες, κατά το πνεύμα, τόν πα­
τριωτισμόν και τήν άκοίμητον πάλην μέ τάς μυστηριώ­
.
δεις δυνάμεις τής τύχης, — και οί δυο Ιζησαν τόσον ώστε

εγήρασαν καί έχαίροντο εις τό δείλι τους ταΐ; ώραις τής
αυγής τους.
Π

‘Ο Θεός, έλεγε, έδωσε τήν υπογραφή το'ν διά τήν ελευ­


Α.

θερίαν τής Ελλάδος· δέν τήν πέρνει όπίσω.'

Εις άπεσταλμένον άπό φίλον του στρατιωτικόν επίσημον


ο όποιος τοΰ έμηνοΰσε νά σκοτώση τόν Α. Δ., νά βγάλη
από τήν μέσνι τόν Ζαΐμη, εΐτεμή τό γένος δεν βλέπει σω­
τηρίαν, έλεγε, ακούοντας τήν παραγγελίαν, ου! νά χαθή,
θαρρεί πώ; είναι μύγες, είναι άνδρωποι, έχουν και αυτοί τό
φύσημα τοΰ θεοΰ.
\
Εις τήν πολιορκίαν, τής Τριπολιτζας,ενας αξιωματικός
του τοΰ λέγει φοβισμένος, τοΰ έδειχνε καί τό μέρος, οτι
= 278 =

βλέπει στράτευμα βραδιασμένο, τί στράτευμα είναι, ύπο­


πτο, τάχα φιλέλληνες τακτικοί ή Τούρκοι; —Τηράει
καλά ό στρατηγός, έπειτα λέγει του αξιωματικού, Όρνειο,
είναι ορνεια' άροΰ έριλευθηκαν τ4ν Χατζή Κουλελέ ανα­
παύονται ά(5ραδιασμε'να, ώςείναι συνήθειο τους, νά τόν χω-
νεΰσουν. — (Ό Χατζή Κουλελές Τούρκος πολεμικός σκο­
τωμένος)^

( ΙΙηγαινάμενο; μίαν φοράν άπό τάς ’Αθήνας εις τ4 Ά-


νάπλι, δταν έρωτήθη τί νεώτερα εϊδεν εις τάς Αθήνας, εί­
πε » είδα πράγμα όπου δέν τό ε?οα άλλη φορά τόσων
χρόνων όπου είμαι, ή γυναίκες ώ; τα τώρα ήξευρα πώς
έφουσκοναν άπ’ όμπρός, εις τάς Αθήνας εΐδα δτι φου-
σκόνουν άπό πίσω ». Άπέβλεπεν όΤόγος του τό άδιάντρο-
πον των τότε γυναικείων φορεμάτων.^
.

( Εις τόν ΛΙιστρά, άν δέν σφάλλω, τού έκατα'δωκαν δυο
γυναίκας άτιμου διαγωγής, αί όποΤαι έςέκλιναν τους στρα-
Π

τιώτας του. "Εκαμε καί τοΰ ταίς έφεραν καί βλέποντας ενα
Α.

χωράφι μέ τσουκνίδαις έκαμε καί ταΐς έγυμνωσαν καί ταΤς


έκόλισαν εις ταΐς τσουκνίδαιςΛ

("Ενας ανεψιός τοΰ Άλή Φαρμάκη, όταν ήσαν κλεισμέ­


νοι εις τόν πύργον τοΰ θείου του, έλεγε πρό; τόν Κολο-
κοτρώνη, χρίμας όποΰ δε). είσαι Τούρκος* μέγας αφέντης
θά γίνουσουν. —'Αν γένω Τούρκος θά μέ σουνετεύσουν;—
Βέβαια. — Έμας όταν μΆ± βαπτίζουν μας κόβουν άπό
τά μαλιά τής κεφαλής μας τρίναις καί ταΐς βάζουν είς τό
εικόνισμα τοΰ Χριστού. 'Αν γίνω Τούρκος, εις τόν άλλον
κόσμον θά μέ τραβούν ό Χριστός άπό τά μαλιά καί δ

\
279 =

Μωάμεθ άπό τήν ... καί 3έν θέλω νά βάλω είς πα­
ρόμοια διαφορά δύοτ τέτοιους προφητάδαις.)

’Οταν άπό τό Ναύπλιον τόν έπήγαιναν είς τήν "Υδρα,


είς τόν δρόμον τον άπήντησε ένας καί τον ύβριζε και έ-
πτυε. Στρεφόμενος τότε προς τους στρατιώτας οί όποιοι
ήσαν τριγύρω του καί εις τόν κόσμον είπε, «κρίνετε σεις
άν μοϋ πρέπη τοιαύτη καταισχύνη ». Οί στρατιώται καί
οί λοιποί έδιωξαν τόν υβριστήν κακήν κακώς.

. * "Οταν σαράντα χωροφύλακες μέ τόν Μοίραρχον έπή-


γαν, νύκτα, νά τόν πάρουν άπό τό περιβόλι του, είς τό ’λ-
νάπλι, επί Άντιβασιλείας, είτε: έφθανε νά μοΰ στείλουν
ένα σκυλί μαλιαρό άπό εκείνα όπου κάνουν θελήματα, μέ
.
ένα γράμμα νά πάω είς τ’ Άνάπλι καί μέ ενα φανάρι είς

τό στόμαχου νά μας φέγγη κά!λ των δυονών μας*
Π

ΗζΟταν έπειτα άπό τήν\καταδίκην του τοϋ έδόΟη είδη -


σις οτι ό Βασιλεύ; του χαρίζει τήν ζωήν καί μόνον τόν
Α.

άφίνει είκοσι χρόνους φυλακήν είπε « θά γελάσω τόν βα-


σιλε'α, δέν θά ζήσω τόσους ».

Ευρισκόμενος είς τάς Αθήνας έβγαλε εις τά οπίσθια ένα


σπειρί. Αιά νά μάθη πόσον ήτο μεγάλο έχραξεν έναν νά
του τό ίδή, καί αυτός του άπεκοίθη, είναι ’σάν ρεβύθι- κρά­
ζει άλλον έπειτα τόν ^ωτα, καί του λέγει είναι ’σάν κα­
ρύδι' κράζει τρίτον, καί τοΰ λέγει,είναι σάν αυγό. Περίεργον,
έστράφη τότε καί είπε, άπό τό κεφάλι μου ως τόν κ. . μου,
και δέν μπορώ νά μάθω τήν αλήθεια.
280 =
(,Άγαποΰσε νά φορή περικεφαλαίαν, ώς σημειον αρχαίου
έλληνισμοΰ. Τήν έφόρει καί εις τα άποβατήρια τοΰ Βα­
σίλειος εις Ναυπλιον, καί ήχον ο μόνος μέ τήν περικεφα-
λαίαν του. Δέν μετεμορφώθη όμως από Θεόδωρος εις Σό­
λων», ή Έπαμινώνδα- εϊχεν αρκετόν νοΰν καί πατριωτι­
σμόν διό) νά μην στέρξη εις την μεταμόρφωσιν, ε?χε καί
ΰπόληψιν εις τό βάπτισμά του.)

Εις τήν νήσον Ζάκυνθον όταν άπ εδανεν η γυναΤκά του,


εις τό μνημόσυνόν ιη; έπήρε εις τό κεφάλς του τόν δίσκον
μέ τά κόλυβα από τό σπήτι του εως εις την εκκλησίαν,
σημεΐον της αγάπης του.ι

Έσυνήθιζε καί έπερνε τόν Κουλΐνον μικρόν τήν ηλικίαν


και ανέβαιναν άπό τήν Παναγίαν του ΙΙικρίδη τόν δρόμον
.

τοΰ κα'στρου, εις Ζάκυνθον, τοΰ έδειχνε τήν Πελοπόννησον
καί τά βουνά της και τοΰ έλεγε, εκεί έζησαν ο! προπάτορές
μας, τώρα ή γή εκείνη στενάζέτ εις τόν ζυγόν κτλ..
Π
Α.

Εις τήν αυτήν νήσον ύβριζό μένος άπό ουντοπίτι-


σαίς του, ένω συνέτρωγε μέ άλλους φίλου; εις τήν εξοχήν
έθυμωσε καί ταΐς έκτΰπησε μέ τό σπαθί. Δέν έπαρηγορεΐτο
έπειτα διά τό άγενές έργον του. \

Γέλωτα άσβεστον τοΰ έπροξενοΰσεν ή ένθυμησιςτής επι­


στολής φίλου τινός δστις τοΰ έγραφεν άπό τήν Ευρώπην,
σή νά ελευθερωθοϋμεν, ή νά χαδήχε».

‘Η φιλοσοφία ε^αι παρατήρησις τόν ήκουσα\νά λε'γη. \


281 =
- Δια vac ίείξη τό φιλοπαλίχαρον των Τούρκων άνέφερε
μιαν φοράν, οτι αφ ου εσχοτώθη & ανδρείος Ζαχαρίας και
του είχαν τό κεφάλι του εις την Τροπολιτσδ, ένας Τούρκος
διά περίγελον τό έστόλισε μέ ενα τριαντάφυλλον, καί άλλοι
Τούρκοι, εκεί παρόντες, έδειραν χάκως τόν χορατατζή.

Πλαγιάζοντας μίαν φοράν εις ενα όντα μέ τόν Κύριον


Ν. Πονηρόπουλον τον όποιον φιλικώς πως έλεγε Πονηρόν,
ίδασχάλευσε τό μικρό του εγγόνι όταν θά έλεγε τό Πάτερ
ήμων, φθα'νον τας εις τό, άλλα ρΰσαι ημάς άπό του πονηρού,
μεταξύ τού πονηρού καί τού 'Αμήν νά ειπη Νικολα'κη’ ουτω
και έγεινι, και έγε'λασαν πολύ καί οί δυο.

"Ενας έτυχε διερμηνεύς μεταξύ του ‘Ρώσσου Ναυάρχου


.
‘Ριχάρδου καί τού Γέρου Κολοχοτρώνη, καί επειδή ήλθε

λόγος διά τό κάψιμον τής φεργάδας εις τόν Πόρον, είπεν δ
Κολοχοτρώνης,τό φταίξιμον τό έχει δ γχενεράλ Κουτουζόφ,
Π

καί όχι άλλος. ‘Ο ‘Ρικόρδος μέ απορίαν εΐπε, τι έχει νά


κάμη έδώ δ Κουτουζόφ' έχαμογελούσεν δ Γε'ρος πού σαν
Α.

καί έβλεπε νά πειρα'ζεται δ ‘Ρικόρδος· δ διερμηνεύς τότε


έξη'γησεν εις τόν ‘Ρικόρδον, δτι παίζει μέ την λέξιν
Κουτού-ζω-φ μή θεωρώντας τήν πραξιν τού Μιαούλη πρα-
ξιν ανθρώπου γνωστικού καίοντος τό σπήτί του.
Εις τό πείσμα του 'Ρικόρδ δ Κουτουζορ φταίει εις πολ-
λά άχόμη σήμερον, μάρτυς μου δ Πάρκερ.)

(Εις τήν θανήν τού μακαρίτου Α. Ζαίμη, ακολουθώντας


τό λείψανον δ Κολοκοτρώνης έκλεγεν απαρηγόρητα. ‘Ο Κύ-
ριος Τ. ζηλωτής νά άχούση τήν χαρδίαν του, τού λέγει, δέν
ένθυμεΐσαι ταΐς διχόνοιαίς σας ; άπεκριθη, έσταθήκαμεν συ-
= 282
χνά έχθροί άνάμετόν μας, άλλα δέν τον έμίσησα ποτέ" δεί­
χνοντας του συγχρόνως άλλον εξοχον αγωνιστήν τής πα-
τρίδος τοΰ είπε», έσταθήκαμεν συχνά φίλοι, άλλα δέν τδν
, , Λ
αγαπησα ποτέ.)

' ’Οθωμανός Πελοποννήσιος ήλθεν άπδ τήν Αίγυπτον


εις τάς ’Αθήνας κατά τδ 1S36. Έφερε και ενα άτι,
δώρον τοΰ Κολοκοτρώνη άπδ τούς Συχνεντζιμπέίδες. Ό
Κολοκοτρώνης έφιλοξένησε τδν Τούρκον συντοπίτην του"
εις τδ γεύμα ήκουσκ να τοΰ λέγη, «Νά ευρης άράδα κα! νά
είπής εις τον Ίμβραήμ Πασά, νά εχη χάριν πώς έγώ καί
άλλοι στρατιωτικοί τής Πελοπόννησου ήμεθ* φυλακισμε'νοί,
εΐτεμή πιθαμή γής δέν έκέρδιζεν εις τήν Πελοπόννησον».
Μέ τόσην πεποίθησιν ώμιλοΰσεν, δποΰ ίσως και ελεγεν α­
λήθειαν, καί ανάθεμα ταις διχόνοιαις. ’Ηλθε και επνεε τά
.

λοίσθια ή ‘Ελληνική ελευθερία όταν δ Ίμβραήμης αλώνιζε
τήν Πελοπόννησον καί έπεφτε τδ Μεσολόγγι πολεμούμενον
άπδ τούς δυο σ.τρατάρχας. *Η ναυμαχία τοϋ Ναυαρίνου
Π

κα! ή εκστρατεία τοΰ Μαιζών έσωσαν τήν ελευθερίαν άλλά


Α.

πόσον έκατέβη ή αξία της! )


r
'"‘Ομιλώντας διά τον Ναπολέοντα, ελεγεν «ό Θεδς τοΰ
πολέμου».^

(Έδιάβαζεν δ Κολοκοτρώνης, όντας εις Ζάκυνθον, τδ Εύ-


αγγέλιον, εις τήν έκδοσιν τήν ’Αγγλικήν, τήν έμποδισμένην
από τήν Εκκλησίαν. "Ετυχε παρών δ Δίκαιος Φλέσσας,
τότε νέος καί αναγνώστης. «Μήν διαβάζεις, τοΰ λέγει, δέν
πρέπει, έχει άφορισμδν δ Πατριάρχης· £σύ ποΰ διαβάζεις
είσαι καταραμένος, ώργισμένος άπότδν Θεόν, »τοΰ τδ δευ-
= 283 =

τεροέίπε. Αναψεν ο γέρος· σοΰ αρπάζει τόν Δίκαιον άπό


τά μαύρα περίσσια μαλλιά ίου, τόν βάνεί κάτου, και έτρό-
μαξαν οι φίλοι νά χον γλυτώσουν από τά χέρια του.
‘ΟΚολοκοτρώνη; μου φαίνεται,ένθυμήθη τό Πατριαρχικέ
αφοριστικό τοΰ έτους 1804, μέ το όποιο βέβαια δεν ήχον
εις αρμονίαν. ‘Ο νέος άναγνώστης έσυρεν αθέλητα τό δοξάρι
τοο σέ χορδήν μεστήν από παλαιαΐς λυπαις τής καρδία; του*
η δοξαριές χοΰ έπόνεσαν διότι ένθυμήθη χό αίμα χών συντρό­
φων, καί τό Παπαδίστικο Συνοδικό. Καί ίσως άχόμη αυτά
τοϋ εβασάνιζαν τόν νουν, όταν 30 έτη έπειτα είς τό φαει­
νότερο φως τής ελευθερίας, από τόν άμβωνα τοΰ Λημοσθέ­
νους, μέ δύναμιν ή οργήν Δημοσθενικήν έδημοσίευε την
χρομεράν άπόφασιν. «Αυτός (δ Πατριάρχης) έκανεν ο,τι
τοΰ Ιλεγεν ό Σουλτάνος».;
.
\^Τήν εορτήν των αγίων Ά σωμάτων εξεφώνησεν δ Κο-

λοκοτρώνης τόν λόγον, δπου σώζεται ή εκφραστική του φρά-
σις. ‘Η εξουσία των ’Αθηνών ύποπτη, επειδή δέν ήξευρε
Π

τι θά εϊπεΐ, ακούοντας οτι μέλλει νά βάλη λόγον, απόλυσε


τους χωροφύλακας διά να τόν εμποδίσουν νά μιλήση. Ό
Α.

Κολοκοτρώνης είχε τελειώσει, καί έκατέβαινε. Εις τόν


πλάτανο τοϋ παζαριού είδε τους χωροφύλακας νά τρέχουν.
«Μην πάτε τούς φώναξε, τά είπα1 δέν μ’ ευρίσκετε πλέον
έκεΐ». —‘Η δημηγορία εκείνη μέ τόσον κάλλος φυσικό, εις
τήν θαυμαστήν πνύκα, άπό Έλληνα πολεμιστήν στεφανο-
φόρον τά άθλα τής νίκης καί τής ελευθερίας, ητον ως μία
νεκρανάσχασις τοϋ άμβωνος τοΰ Δημοσθενους, καί τι φαει-
νότερον φως ελευθερίας; Εύγε σου, ίσως θά μου ελεγεν δ
γέρος, φαεινότερον, πώς τό λές, φαεινότερο φως ελευθερίας,
διατΐ έγλυτώσαμε τά αρχεία, διατί έμουρμοόρισα καί εγώ
κάμποσα λακρεντιά μέ τούς μαθητάδες τοΰ Γενναδίου.
= £84 =

Πολλά λείπουν άκόμη, Οά μας £λεγε, καί τότε καί τώρα


διά νά ριζωθή καί νά λάμψη εις την ‘Ελλάδα βασιλεία καί
ελευθερία.
Μέ ποιαν καρδίαν οί εκλεκτοί άνδρες τού άγώνος, οί μα-
χαρίτιδες, καί οί άρχαΐοι πρόγονοι ήκουσαν τα'χα τόν Πάρ-
κερ εις τά νερά της Σαλαμΐνος νά πράττη δσα είδα μεν !)

; Κτυπα τ4 ποδάρι σου, είσαι Βασιλέας, λέγουν δτι είπε


μία φορά είς τον Βασιλέα.— Μέ αύτόν τόν λόγον ίδιδε
πιστοποιητικό τής δυνάμεως αυτής τής θεσμοθεσίας (τής
βασιλικής) εις τήν ‘Ελλάδα. Κάνει όσο καλό θέλει, άν
θέλη.

Προγνώστης του θαναάου του καί άνθρωπος αγάπης καί


χριστιανική ψυχή έσυγχωρίώτανε μέ όσους είχε πειραχθή,
.

ή έχθρευθή είς την ζωήν τόρ' όθεν καί έταξίδευσεν επί­
τηδες είς την “Υδραν τό έτος 1839 διά νά άνταμώση τόν
γέροντα, ώς αυτόν,Λάζαρον Κουντουριώτην τον όποιον ΰπο-
Π

λήπτετο πολύ διά τάς θυσίας τού εις τόν αγώνα. Ούτως
Α.

επραξε καί μέ άλλους, φίλους καί ένθρους. Έσυγχώρησε


καί τόν Σχιναν, ώς μέ ειπεν είς την αίθουσαν τής Βουλής
κατά τό 1849 ό ίδιος Σχινας.^ \

ί "Οταν ό υιός του Κωνσταντίνος ένυμφεύθη τήν έγγονήν


του πρώην ηγεμόνες τής Βλαχίας Καραντζα είπε, «έσυμ-
πεθέρευσιν ή κάπα μέ τήν γοΰνιλ»>
-Λ---------

' Εγινετο λόγος εις τό συμβρόλιον του κράτους νά κα-


ταργηθή ή γκιλωτίνα’ όχι, δέν θέλω, είπε, γελώντας, άλλά
= 285 =

νά δοκιμάσετε καί εσείς πρώτα τήν τρομάρα της* έγέλα-


σαν καί οι άλλοι συνάδελφοί του. '

(Όντας κουρσάρος μέ τόν καπετάν Άλεζανδ^ή,είς τό μοί-


ρασμα τών λαφύρων έβαλε κατά με'ρος κάτι δποΰ του ή-
ρεσε. ‘Ο καπεταν ’Αλεξανδρής τό εννόησε καί τοΰ είπε,
Μην χαλας τήν τιμήν, τό ίσιο τής τέχνης, θέλοντας προνό­
μια. Τό εδιηγεΐτο ό ίδιος.

1 ’Εδιηγεΐτο ακόμη μέ πολλήν εύχαρίστησιν δτι εδανείσθη


από φίλον του ποσότητα χρημάτων χάριν φιλίας και τοΰ
τά άπέδωκε μέ τό κεφάλαιον καί ποσόν άνώτερον τοΰ με»
γαλητέρου τόκου' τοΰ έδωκε τήν άναλογίαν τοΰ κέρδους
.
τοΰ κεφαλαίου.

. Όμπρός είμαι γέροντας, δπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν


Π

τό πουλί τής ’Αθήνας — σοβαρό, γέρικο όμιτρός, όπίσω όρά


μικρή, άσκόπουλο. Τά έλεγεν εις ’Αθήνας όταν ήλθεν από
Α.

τό Ναύπλιον καί έλογάριαζε παίζοντας τους μήνας του, ώς


νά είχε γεννηθή όταν έξεφυλακίσθη άπό τό Παλαμίδ^

( Όταν είς τό Βουλευτικόν (δικαστήριον) τοΰ άνεγνώσθη


ή άπόφασις θανάτου (τών τριών) είπε : «Μνήσθητέ μου Κύ­
ριε όταν έλθη; έν τή βασιλεία σου». Τό είπε μέ φωνήν ά-
τριμην, έκαμε τόν σταυρόν του και έπήρε μία πρέζα ταμ-
πάκ-.Ι

( Εις τόν σκοτωμόν τοΰ Κυβερνήτου έπλασεν ή ένθυμήθη.


286
4ν σώζεται είς το θησαυρόρυλάχιον τής σοφίας του λαού,
aiv μύθον τοΰ Σαμαρτζή. Ή έννοιά του είναι αυτή. Τά
γαϊδούρια έκαμαν συνομωσίαν καίέσχότωσαν τον επιτήδειον
Σαμαρτζή τους καί ίχοοοπηδοΰσαν. "Ενας γέρος γάιδαρος
τά έμάλωοε λέγοντας τα, μή χαίρεσθε, 6ά είδετε τΐ μα;
ά'ιζε, όταν τά σαμάρια των άλλων θά μας πληγώνουν τήν

Δεν ηΰτύχησα νά ακούσω ταιριασμένου ώς πρέπει εις την


πεοίστασιν τόν μύθον τοΰ φιδιού, τόν όποιον ώς λέγει ό
μακαρίτης έδιηγήθη εις τόν άιτοχλεισμόν της Τριπολιτσιας.
‘Η συλλογή των μύθων τοΰ Γέρου Κολοκοτρώνη θά ήτον
εργον χρήσιμον θά εφαίνετο ή συγγένεια τοΰ πνεύματός του
μέ τό πνεύμα τοΰ Αισώπου. Τό δμοιον τοΰ τρόπου καί του
πνεύματος δμολογει χα! ομοιότητα κοινωνίας. ‘Ο φιλολόγος
και ό πολιτικός τής νέας'Ελλάδος θά ωφελείτο πολύ άπό αυ­
.

τόν τόν κοινωνικόν παραλληλισμόν τής αύιής ουλής, μέσα
είς τόσον χάσμα αιώνων. Οί μύθοι τοΰ γέρου φωτίζουν
μέ πολλήν ούναμιν χρωμάτων συμβεβηχότα Εστοριχά, εί­
Π

ναι διηγήματα κρεατοψένα άπό τήν ζωήν τοΰ καιρού του-


Α.

θά έχρησίμευον ώς τύπος καί πλοϋτο; τής εθνικής γλώσ-


ση:. Φθάνει μόνον οποίος έπιχειρισθή τήν συλλογήν νά
άκροάζεται ανθρώπους άπλοΰς καί όγι πεπαιδευμένους· ο[
πρώτοι καί πιστότεροι είναι είς τήν έννοιάν τοΰ γέρου Κο­
λοκοτρώνη διά τό περισσότερο σέβας τους προς τόν ίδιον,
και πιστότεροι είς τήν φράσιν του, μή γνωρίζοντες άλλ^ν
γλώσσαν,· καί τέλος είδημονέστεροι τής ιδίας. ’-Εγώ δέν
κατωρθωσα εως τώρα ν απολαύσω τό σκοπούμενο* άλλος
ευτυχέστερος μου ας άφιερωθή εις τό εργον καί άς πάρη *δν
έπαινον.
= 287 =

Ε£ς ιό 1821 Ιουλίου 20 συνέτρωγαν δ Δημήτριο;


‘Υψηλάντη; και δ Κολοκοτρώνη; εις ίου; ισχίου; ίων δέν­
δρων ίου Αστρου; τήν αυτήν ήμέραν δπου δ ‘Υψηλάντη;
είχε φθάνει. Γίδα ψητή στρωμμένη ε:; φύλλο, ασκί μέ
ρετσινοκρασο, μισό φλασκί διά ποτήρι χαί ψωμί δχι πρώ­
τη; ποιότητος, ήχον ή έτοιμασία του γεύματος. "Οταν έκά-
θισαν, κόβοντας ό Κολοκοτρώνη; τδ ψητό μέ τα χέρια τςυ
ε?πε εις τόν ‘Υψηλαντην « Αυτά είναι τά χρυσά πιρούνια
καί τά χρυσά μαχαίρια τής ‘Ελλάδος, καί αυτό τό ριτσι-
νόκρασο τά πολύτιμα κρασιά της. » ’'Αρεσε εΐ; τόν φι-
λόπατριν Ύψηλάντην τό γεΰμα τοϋ Κολοκοτρώνη, επειδή
έννόησε τό πνεϋμά του. 'Ηθελε νά τόν προλάβη δ Κο-
λοχοτρώνης μέ μάθημα, αυτόν άναθρεμμένον μέ δλην τήν
πολυτέλειαν τής ευζωίας, χαί νά του είχονίση τά; δεινοπα-
.

θείας του ‘Ελληνικού πολέμου, αλλά συνάμα καί οτι μέ τά
μέσα του τόπου, αν καί άτελή, πρε'πει νά γενναιοψυχουν
εις τόν αγώνα καί νά πολεμήσουν τόν εχθρόν.j
Π
Α.

‘Ο Καπεταν Γ. Χελιώτη; KopivSto; μέ διηγήθη κατά


τό 1847, οτι έδιατάχθη επί Κυβερνήτου άπό τόν αρχηγόν
Κολοκοτρώνην νά καταδιώξη μερικού; κλέπτας· υπήγε
πρός καταδίωξιν, συναπαντήθη μέ αυτούς καί τοΰ έπρόβα-
λαν νά προσκυνήσουν ζητώντες άσφαλειας τινάς. ‘Ο Χε-
λιώτης άντάμωσε τόν Κολοκοτρώνην και τοϋ τό είπε. Αυ­
τό; τοϋ άπήντησε «σύρε νά τούς κυνηγήσης, καθώς είναι
τό χρέος σου, καί ή Κυβέρνησιί δέν κάνει πα'τα (α) με λη·

(α) Αυτολεξεί δπω; μέ τά είπεν δ Χελιώτη;.


288 «

9ta;, εΐτιμή δέν είναι Κυβέρνησις». ‘Ο Χελιώτης όπή-


άλλους ίπιασεν, άλλους έσχότωσεν· Ό λόγος -*οΰ
γέρου Κολοχοχρώνη περιέχει αξιοσημείωτα χδν έλεγχον
κατά χοΰ Χελιώτη, δχε Ισχερξεν εις χοιούτου είδους συνομι­
λίας, τήν προσωποποίησή χής Κυβερνήσω; η χο3 Κράτους
ώςδύναμιν ήθιχόχηχος, δικαιοσύνης κοί αύσχηρόχηχος, χαί
οχι ’Εξουσία όπου συνθηεολογεΐ παρόμοια πάτα, δεν ειναε
Κυβέρνησις»

"Ηχούσα δχι είς χδν σχοχωμδλ χοΰ Καραϊσκαχη μανθα-


νονχας χον ίμυρολόγησε ωσάν γυναίκα.ί

"Ενας παπα; άσπρογένης είς χ4 Σαραβάλι (1844), δει·


χνοντας μδ χδ δάχτυλό του, μας έλεγε (ειμεθα διάφοροι φί­
.
λοι), έχει έδανε δ γέρο Κολοχοχρώνη; χάχι λόγοι»; δποΰ

έχαναν τρομάρα. Καί δ Κύριος λ. Λουκόπουλος μοΰ εξή­
γησε πολλάχις χήν μεγάλην ένχύπωσιν δποΰ χο3 έχαμεν δ
Π

Κολοχοχρώνης ορθός εις μίαν πέτραν, βάνονχας λόγον πρ4ς


εμψύχωσιν χότε εις τήν εισβολήν χοΰ Δράμαλη. *Αν δεν
Α.

λανθάνωμαι μοΰ έχει εΐπει, δχι άφοΰ ηχούσε χήν ομιλίαν


χοΰ Γέροι» έπρο'σφερε χοί»ς 1200 μαχμουτιέδαις.—t/Oxav
κατά πρώχην φοράν συναπανχήθη δ Α. Ζαίμης μέ χδν Κο-
λοχοτρώνη χόσον έγλυχάνθη χαΐ αίχμαλωχίσθη άπδ τήν
ομιλίαν χοι», όπου εχήρυχτε νά χδν χάμουν στρατάρχην ά-
νεξέχαστον, χτλ. ^

Είπε μίαν φοράν εις χδν Κυβερνήτην, μου ’χάλασες τήν


‘Ελλάδα. — Γιατί; χοΰ άπεχρίθη εκείνος. — Γιατί έπρεπε
νά χδ χάμη; πέντε φράγχιχο χαί 15 νά χδ άφήσης Τούρ­
κικο, μετά 20 χρόνους νά το κάμης 10 φραγκικό χαί νά
«= 289 =
το άφίσ^ς 10 Τούρκικο, κα'ι πάλιν μετά 20 νά τό χάμης
15 φραγκικό καί νά το άφήσης 5 Τούρκικο, ώστε μετά
20 άλλου; τόσους χρόνου; νά γένη ολο φράγκικο.
Ό ’Αναγνώστης ας λάδη γνώσιν χαΐ των δυο ακολου­
θών ανεκδότων.
Περιηγητής "Αγγλος, ευρισκόμενος εις τόν Πόρον, εΐπεν
εις τινα χωρικόν Ποριώτην; νά ήξευρες τί άνθρωπος κοιμά­
ται εδώ (εννοούσε τόν Δημοσθένην)* ό χωρικός ξυπνητός
του άπεκρίθη’ δέν είναι εδώ, λείπει. — Ποϋ λείπει ; —·
Εις τήν Ευρώπην καί με'ρα μέ την ημέρα τόν περιμένομεν.
Άλλος περιηγητής είδε βοσκόν μέ τό κοπάδι του, κα-
θήμενον εί; τό πεζούλι ένός ’ξωκλησιού καί τον ερώτησε*
τί πιστεύει ; — ‘Ο βοσκός χτυπώντας μέ τήν μαγκού­
ρα του τόν τοίχον της εκκλησίας εΐπεν, ο,τι πιστεύει έτούτη.
.

Καί ό περιηγητής του είπε* καί τί πιστεύει έτούτη ; —
"Ο,τι πιστεύω έγώ.
Τό πνεύμα τοΰ λόγου του Γέρου Κολοκοτρώνη καί του
Π

χωρικού τοΰ Ποριώτου συμφωνούν, αναγνωρίζουν τήν Δύσιν,


ώς έστίαν πολιτισμού, επιθυμητού καί σωτηρίου διά τήν Ελ­
Α.

λάδα* ό Ποριώτης μάλιστα τήν επαινεί, ώ; φαίνεται, καί


σαρκωμένην τόν ‘Εληνικόν πολιτισμόν. Σκεπτόμενος τινάς
βαθέα εις τήν έννοιαν τοΰ τρίτου, εννοεί τί έστί καθαρός
άνατολισμός.
Αυτά τά τρία άνε'κδοτα εικονίζουν τά δύο συστήματα,
τά οποία άτελώς πως διαιρούν,ή βασιλεύουν τήν νέαν ‘Ελ­
λάδα. Ποίος δικαστής μεταξύ τών δύο συστημάτων; Ένας
μέγας άνθρωπος τής ’Ανατολή;, ό Μέγα; Πέτρος. Άφοΰ ή
‘Ρωσσία ελαβεν ώς άνεκτίμητον θησαυρόν, ώς ουράνιον φυ-
λακτόν τήν Χριστιανικήν θρησκείαν, άπό τήν Κωνσταντι­
νούπολή, ήλθεν έπειτα καί δ Μέγας Πέτρος ό οποίος έ-
19
οτρεψε τούς δφθαλμούς του είς τάς τέχνας καί τήν σοφίαν
των Δυτικών εθνών, καί έστησε ta μεγάλα χαΐ λαμπρά
θεμέλια τής αυτοκρατορίας του. ‘Ο Μέγας Πέτρος ναυπη­
γός είς τα ναυπηγεία της 'Ολλανδίας είναι ή ώραιοτέρα
σελίς τής Ιστορίας του πατριωτισμού των ανθρώπων.

.

Π
Α.
Έ λ π ίζω οχι οι άναγνώσχαι τοΰ βιβλίου χοΰ Γέρου Κο-
λοκοχρώνη δέν Θέλουν δυσαρεσχηθή καί εις χήν άνάγνω-
σιν χών ακολουθών ανεκδότων, χά όποια χαχά καιρούς ση-
μειόνων έουναζεν δ εκδοχής.
Περί χά τέλη χοΰ 1S35 ήκούσαμεν χόν Κύριον . . . .
.
να εΐπη εις φιλικήν συναναστροφήν χά ακόλουθα, β Τρία

πράγματα έβλαψαν χόν Κυβερνη'χην, ό σύντροφος χής εξου­
σίας φθόνος, άδικος δυσαρέσκεια πολλών, καί ή έλευθερο-
Π

α το μία καί χό αυστηρόν χοΰ ανθρώπου* οί αδελφοί χου πο­


λύ χόν έβλαψαν. ‘Ο Κυβερνήτης έπροσκάλεσε διαφόρους
Α.

γερουσιαστάς, μέσα Ιουλίου χοΰ 1831, διά νά χοΰς παρα­


κίνηση νά φέρουν εις χέλος μερικά νομοσχέδια, χά όποια
τούς είχε καθυποβάλει, μεχαξύ χών οποίων ήχον καί χό
περί διανομής γης* έκραχοΰσεν εις χό χέρι μίαν έφημε-
ρίδα ξένην καί μας ε!πε, « ενα άρθρον περί Βολιβάρ μοϋ
εδωκεν αιτίαν νά σας κράξω. 'Οκνεύετε εις χό νομοσχέ-
διον περί διανομής γής, διότι δέν θέλετε την διανομήν,
όπως τήν έχω, διότι δέν άγαπαχε χήν ισόχηχα. Θέλετε
ή διανομή νά καχεβαίντ) άπό χούς μεγάλους εις τούς μι-
κρούς ενώ χό σχέδιόν μου άποβλέπει τώρα τούς μικρούς. Θά
18*
= 292 =
Ιλθή καί ή ’διχή σας άροίδα- ενεργείτε, ενεργείτε, δσον εί­
μαι ζωντανός- ήμπορεΐ νά έλθήτε μίαν ημέρα καί νά μέ
’βρτίτε κρύο κουφάρι. Θά έλθη άλλος καί μέ τόν όποιον δεν
Οά έχετε τήν ευκολίαν νά έξηγεΐσθε καθώς μέ έμε'να. Ε{;
αυτόν θέλω νά σας παραδώσω ως ελεύθερα καί λογικά ό'ντα,
τουτέστιν ΐδιοκτη'τας. Ώρεληθήτε άπό τόν καιρόν *. —
Έξηγεϊ είς τόν ίδιον Κύριον . . δ Κυβερνήτης τό σχέδιόν
του, πώς έχει νά υπόταξη τήν Σύραν « κάμμία Ικδίκησις·
ή εθνική συνέλευσις έχει νά σκεπάση ολους και ολα1 πρό­
κειται περί τής τιμής του έθνους ».
Περί τής ειλικρινούς καί θετικής άποφάσεως τοϋ Κυβερ­
νήτου είς τό νάδιανεμηθή ή εθνική γη εις τό έθνος εννό-
μως, οι Κύριοι 'Ρήγας Παλαμίδης καί Νικόλαος Πονηρό-
πουλος είς άξιομνημονεύτους συζητήσεις τής έν Άθήναις
.
έθνικής συνελεύσεως έπρόσρεραν τάς πλέον βεβαίας απο­

δείξεις.

Είς τα 183S ευρισκόμενος είς Παρισίους μέ τόν μακα­


Π

ρίτην Κ. . . . μοΰ είπε « Ή πολιτική αρχή είς τήν


’Ελλάδκ έκαμε τό παν, ο! στρατιωτικοί ήτον τυφλά όρ­
Α.

γανα* οπού έμιιναν μόνοι τους, άπέτυχαν. Οί γραμματι­


κοί είς τά ς-ραιόπεδα ήτον μέσα ίσχυρά διά τα θελήματα τής
Διοικήσεως».—Ένα εσπέρας μετά τό γεΰμα, έλεγε, «πα­
ρατηρώ οτι οί περισσότεροι άπό οσους έγιναν μέτοχοι είς
τάς σραγάς εις τάς άρχάς τής έπαναστοίσεως, έχάθηκαν
κακώς, είδα τόν Βενιαμίν άγωνιώντα είς τό Ναύπλιον*
εξήγη σεν ακολούθως πώς οί πρωτεύοντες διά νά ενοχοποιή­
σουν τόν λαόν καί νου έμπνεύσουν σταθερότητα εις τόν
άγώνα, τόν παρεκίνουν νά φονεόη τούς αιχμαλώτους Τούρ­
κους. Ελεεινολογούσε πόσοι ήσαν εις τό 1821, καί πόσοι
= 293 =
είχαν μείνει τότε. Θλίβεται διά τού; οσους άπέθαναν καί
δέν είδαν τήν πατρίδα ελευθερωμένων. Παρέσταινε τήν ή-
δονήν τής ψυχής του, οτε τδ εσπέρας εις συναναστροφάς έπι*
σήμων άνδρών προηγγέλλετο «ό πρέσβυς τής Ελλάδος».—
Ελεγεν, ό Κολοκοτρώνης ήχον άνανδρος, ωφέλιμος είς τδ
προσχυνημα- τδ ίμπόδισε. — "Οταν δ Κολοκοτρώνης άμνη-
στευθεϊς έπέστρεψεν εις Ναυπλιον, και έγεινε τελετή χαί
οί άμνηστευθέντες έπρεπε νά δώσουν ορκον, δ Κολοκοτρώ­
νης τήν ώραν του ορκου, στρέφων βλέμμα στερεόν είς τά
μέλη τής Κυβερνήσεως, εΤπεν «εμείς μόνοι θά όρχισθοΟμεν;»
τότε αυτός άπεκρίθη, καί εμείς.— Ένας στερεοελλαδίτης
έλεγεν, δχι δ Σαμουήλ δ Καλόγηρος του Σουλίου έλεγεν
ώς προφητείας πολλά, τά όποια ε’ν μέρει χαί έκπληροΰνται.
Έρωτηθείς δ μακαρίτης πώς τδ εξηγεί", άπεκρίθη χαμο-
.
γελών « δ Σαμουήλ ήχο βέβαια μαγνητισμένος ».

Περί τά τέλη τοϋ 1835 ήκουσα χδν μακαρίτην Ζ. . .
νά άπαριθμή, ώς βοηθητικά τής ‘Ελληνικής έπαναστάσεως|
Π

τήν ήμερον κυβέρνησιν του Βελή Μ πέη ήχις άρησεν εύ-


τυχίαν (δ Βελή Πασας έδωκε θάρρος εις τούς "Ελληνας
Α.

φοβισμένους άπό τήν πρώτη» Ιπανάστασιν), τον χαλασμόν


του Άλή Πκσα καί τήν ενέργειαν τοΰ Παπαρηγοπουλου
ώς έταιριατου. "Εως δποΰ ήλθεν δ'ϊψηλάντης, έλεγεν, ή το ν
άκρα δμόνοια’ ήτον άδυνάτου νοος’ εβαλε διχονοιαν μετά­
ξι» αρχόντων καί πολεμικών έπροτιμουσε τους δευτέρους.
— 'Ο Κυβερνήτης, έλεγεν, έκέρδισε πολύ έπειτα απο τδν
θάνατόν του' άν ήκούειο ζωντανός είς καμμιαν ακρα τής
Ελλάδος ήθελε τρέξει δλη ή Ελλάς νά τδν προσκύνηση.

Ό Στρατηγός Γ. . . μου εΐπεν οτι φοβούμενος μή­


πως δ στρατηγός Κήχσος Γζαβελας χαχοπαθη άπό τα
= 294 =
στρατεύματα τής έπταμελοΰς διοιχήσεως τά όποια έπήγαι-
ναν έναντίον του εις Πάτρας, εβίασε πολύ καί έπεισε τδν
Γέρο Κολοχοτρώνην, οστις έπέμενε νά μή θέλη, νά χάμη
προκηρύξεις μέ τάς δποίας έφανέρονεν, οτι δεν αναγνω­
ρίζει τήν έπταμελή διοικητικήν επιτροπή».

"Ηχούσα άπό τδν Νικηταραν τά εξής· είς τον θάνατον


τοΰ Κεβερνήτου ένας Τσοπάνης άποχοιμήΟη άπό τήν λύ­
πην του, δ λύκος τοΰ έιραγε τα πρόβατα: καλά έκαμε- τώρα
όπου έχάθη καί δ σκύλος, άς τά φάγη’ άν δεν τάτρωγεν
αυτός, άλλος θάτάτρωγε.

"Ηχούσα άπό τόν Κύριον Π.............. ποτέ υπάλλη­


λον τής χυβερνήσεως είς τό Νησί τής Καλαμάτας οτι δ
.
Κυβερνήτης είπεν είς τούς Μανιάτας ο έγω είμαι θυρωρός,

φυλαχτώ τήν παρθένο (εννοούσε τήν Ελλάδα), έχω χρεία
τής συνδρομής σας, δέν φθάνω μόνος· ή παρθένος έχει πολ­
λούς εραστάς ».
Π

Τά έλεγεν είς Μανιάιάις, καί Μανιάταις έσκότωσαν


τον νυμφίον είς τήν θύραν τής ’Εκκλησίας ! — ‘Ο Κυβερ­
Α.

νήτης ήτον λυτρωτής τοΰ λαού, τής φυλής, άλλ’ δ λαός, ή


φυλή δέν έστάθη λυτρωτής του. Παράδειγμα δ Τσοπάνη-
καΐ οί Πετρομπεΐδες. Ό Τσοπάνης αμέριμνος, ώς φαί­
νεται, άφίνει καί ό λύκος τοΰ τρώει τόν σκύλο, έπειτα αντί
νά τροχίση τό σπαθί του, νά πά:τ) τό τουφέκι του νά κυ-
νηγήοη τούς λύκους, νηστάζει, τοΰ έρχεται ύπνος, κοιμά­
ται καί πλακώνει ολο τό κοπάδι των λύκων καί τοΰ τρώει
καί τά επίλοιπα πρόβατα.
Οί Πετρομπέϊδες πάνε ακόμη μακρύτερα* σκοτώνουν
καί τόν φύλακα, τόν θυρωρό, τόν Μεσαία, ή διά νά μή πει*
β 295 —
ή ορθοδοξία κανενός, τόν προφήτην τρίτης, τέταρτης
ταζεως. Μεσσιας όμως είναι δ μεσίτης της καλής ιδέας ποδ
σμίγει γην καί ουρανόν, ’που ανοίγει τά μάτια χοΰ κόσμου
είς τήν άλήθειαν. Τά άνοιγε ό Κυβερνήτης ;
Εις τά 1828 εις τήν Αίγινα έπήγεν ό Γεώργιος Μαυ*
ρομηχάλης νά έπισκεφθή τόν Κυβερνήτη. Έφόρεσε τήν λαμ­
πρότερη ενδυμασία του, βουτημένη εις το μάλαμα* έγελοδ-
σαν τά φορέματα’ του, έγελουσε ή καρδιά του, διατΐ ό νέος
είχε χλίσιν πρός τόν Κυβερνήτην* τον έοέχθη αυτός ώς πα­
τέρας τόν υιόν, αλλά του είπε: Δεν σ’επαινώ διά τά φορέμα-
τά σου1 καί πριν πατήσω τά χώματα τά ‘Ελληνικά, και
άφοδ ήλθα και είδα τό (βεβαιώθηκα, είναι καιροί ποδ πρέ­
πει νά φορουμεν ολοι ζώνη δερμ.ατένια, καί νά τρώμεν ά-
κρίδαις καϊ μέλι άγριο*—είδα πολλά είς τήν ζωήν μου, αλ­
.
λά ’σάν τό θέαμα όταν έρθασα εδώ εις τήν Αίγινα, δέν

είδα τί παρόμοιο ποτέ, καί άλλος νά μήν τό ί?ή· προεΤδα
μεγάλα δυστυχήματα διά τήν πατρίδα, άν εσείς δέν θά
Π

είσθε σύμφωνοι μαζύ μου κα! εγώ με' έσας. Ζήτω b Κυ­
βερνήτης ό σωτήρας μας, ό ελευθερωτής μας, έφώναζαν γυ­
Α.

ναίκες άναμαλιάραις, ά'δρες μέ λαβωματιαΐς πολέμου,


δρφανά γδυτά, κατεβασμένα άπό ταΐς σπηλιαϊς* δέν ήτον
τό συναπάντημά μου φωνή χαρας, αλλά θρήνος* ή γη έ-
βρεχετο άπό δάκρυα, έβρέχετο ή μερτιά και ή δάφνη τοδ
στολισμένου δρόμου άπό τον γιαλόν εις τήν Εκκλησίαν·
ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τά γόνατα, ή φωνή τοδ λαοδ έ-
σχιζε τήν καοδιαν μου* μαυροιορεμέναις, γέροντες μοδε-
ζητοδσαν νά άναστήσω τους άπεθαμένους τους, μαναδες
μοδ έδειχναν είς τό βυζί τά πα-Λά του:, καί μου έλεγαν
νά τά ζήσω, και δτι δέν τούς άπέμειναν παρά έκεΐνα καί
εγώ, καί μέ δίκαιο μοδ έζητοΰσαν όλα αυτσ, διότι εγω
= 296 =
ήλθα χαί εσείς μέ προσκαλέσετε νά οικοδομήσω, να θεμε­
λιώσω κυβέρνηστν, καί κυβέρνησις καθώς πρέπει, ζή, ευτυ­
χεί τους ζωντανούς, άναστένει τούς «πεθαμένους διατί
διορθόνει την ζημίαν του θανάτου καί της αδικίας· δέν ζή
ό άνθρωπος, ζή τδ έργον του, καρποφορεί, αν δ διοικητής
είναι δίκαιος, άν τδ κράτος έχει συνείδησιν, εύσπλαγχνίαν,
μέτρα σοφίας. Δύναμαι νά κάμω εγώ δλα αυτά, και νά
δικαιολογήσω τήν παντοχήν του κόσμου; δύναμαι νά πράξω
μηδέν, χωρίς τήν σταθεράν δμοφροσύνην των πρώτων του
το'που; δέν είναι κίνδυνος, ο τι τά άγαθοεργήματά τους ει’ς
τδν αγώνα έχυσαν πλησμονήν ορέξεων, απαιτήσεων εις τά
στήθη τους;— πλησμονή άφιλίωτη μέ τδ γενικέ καλδ, μέ τδ
κύρος τής εξουσίας καί μέ τήν ευτυχίαν τοϋ λαού’ άν ευ-
ρεθώμεν εις αντιλογίαν, αντίμαχοι εΐ; τδ φρόνημα, ποιος
θά μονομερήσει; εγώ ή εκείνοι ; — Υιέ του Μαυρομηχάλη,
.
διά νά μέ τιμήσης ήλθες εύμορφοστολισμένος· τδ εννοώ κα I

οέάγαπώ, οθεν καί σου ανοίγω τήν καρδίαν μου. Ήλθεν εις
τήν πατρίδα σας έ>ας δμογενής περισσότερος, δέν ή'φερα ξέ-
Π

νοϋς οπλοφόρους, συνοδίαν μου έχω μόνον τήν πειθώ, τδ φί-


λεργον, καί τίμια γηρατειά" όχι εσύ ’που είσαι νέος, άλλα
Α.

οί πλέον, πλέον γέροντες δέν έχετε γνώσιν λευκαμένην άπδ


παλαιότητα καιρού. ‘Ως ψάρι εις τδ δύκτι σπαράζει εις
πολλούς κίνδυνους ακόμη ή ‘Ελληνική ελευθερία. Μου έ-
δόσατε τούς χαλινούς τοΰ κράτους" τίνος κράτους; με­
τρούμε εις τά δάκτυλα τήν επικράτειαν μας, τ’ Άνάπλι
τήν Αίγινα, Πόρον, ")Γδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα"
‘Ο Ίβραίμης κρατεί τά κάστρα καί τδ μεσόγειον τής Πελο­
πόννησου, ό Κιουτάγιας τήν ‘Ρούμελη, πολλά νησιά βασα­
νίζονται άπδ αυτεξούσιον στρατιώτην καί άπδ πειρατείαν,
τά δύο μεγάλα καράβια σμς, είναι άοαμμένα ’ξαρμάτωτα
= 297 =
εις τον Πορο, ή Αθήνα έφαγε πέουσι τους άνδρειοτέρους
τω; Ελλήνων. Ποϋ το θησαυροφυλάκιον του έθνους ; Ά-
χουω, επουλήσατε και την δεκατιά του φετινού έτους πριν
ακόμη σπαρΟή τ4 γέννημα- ό τόπος εϊ/αι χέρσος, σπάνιοι
οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τά βουνά καί εις τά σπήλαια* τό
δημόσιον είναι πλακωμένον άπό δυο εκατομμύρια λίραις
στερλίναις χρέος, άλλα τόσα ζητείτε οί στρατιωτικοί, ή
γ? είναι υποθηκευμένη εις τους ’'Αγγλους δανεισιάς" ανά­
γκη νά τήν έλευθερώσωμεν μέ τήν ιδίαν άπόφασιν, ώς
θά τήν έλευθερώσωμεν και άπ4 τά άρματα του Κιουτάγια
χαΐ του Αιγυπτίου. — Δέν λυπούμαι, δέν απελπίζομαι'
προτιμώ αυτό τό σκήπτρο του πόνου καί των δακρύων παρά
άλλο' 6 θεός μου τό ’δώσε, τό περνώ, θέλει νά μέ δοχιμάση-
ε!μαι από τήν φυλήν σας, εις εν« μνήμα μαζΰ μέ ’σας Θά
.
θαφτώ" ο,τι !χω, ζωήν, περιουσίαν, φιλίαις εις τήν Ευρώ­

πην, κεφάλαια γνώσεων αποκτημένα άπό τόσα θεάματα
καί άτροάματα συμβάντων του κόσμου τή; ημέρας μου, τά
Π

άφιερόνω είς τήν κοινήν πατρίδα, ά; ύψώσωμεν τό με-


γαλειόν της, ώστε οποίος θελήσει, δυσκόλως νά τό ταπεί­
Α.

νωση, στερεωμένο εις ρίζαις αρετής είναι άχαταμάχητον.


Έκάμετε έργα πολεμικά αθάνατα* Βασιλείς καί 'Εθνη
σας επαίνεσαν, άλλα πιστευσέ μου, διά πολυετίαν ακόμη ή
ζώνη του προδρόμου πρέπει νά ήναι στολισμός μας, όχι
χρυσούφαντη χλαμύδα. 'Ως οί παλαιοί ήρωες ή Βασιλείς
τής Ελλάδος πρέπει νά φυτεύωμεν δένδρα, νά άνοίγωμεν
δρόμους, νά παλεύωμεν μέ τά θηρία του δάσους, νά δε-
σωμεν τήν κοινωνίαν μας μέ νόμους συμφώνους μέ τό έ­
θνος μας* ούτε όπίσω ούτε εμπρός του καιρού μας* μή μοϋ
ζητείτε ζωγραφίαις πολύτιμαις εις οικοδόμημα ακόμη α-
τελείωτον. Μέτρον μας καί άστρο: είς δεινά ‘Ελληνικά θε-
= 298 =
ραπβία ‘Ελληνική. Μέ τδ στόμα μας, όχι ως οί χειρουρ­
γοί ΐής Ευρώπης κόφτοντας, άλλά μέ το στόμα μας νά
βυζαίνομεν χ'ο έμπυο τη; πατρίδος, διά νά την γιάνωμεν.
Άν δέν μας άποστραφή ό Μεγαλοδΰναμος καί αξιω­
θούμε την ευλογίαν του, τά ακροθαλασσιά μας θά στολι-
σθοΰν άπδ ευμ'ορραις πολιτείαις, ή σημαία ή Ελληνική
θά δοξάζεται εις τά πέλαγη, ήμερα δένδρα θά ανθίζουν
εις τά άγρια βουνά, καί ή ερημιαΐς θά πληθυνουν άπ4 κα­
τοίκους—καί όχι εις ταίς όψιμαι; ήμε'ραις των απογόνων
Εσα σου προλέγω, άλλά έσΰ θά τά ίδης *ατου ’σαι νέος,
θά ζήιη; κα! θα γεράση;. "Ενα μόνον φοβούμαι πολΰ καί
μέ δέρνει υποψία, τρέμω τήν άπειρίαν σας. ’Αν ή νέα κυ-
βέρνησις τύχη νά συγκοουσΟή μέ συμφέροντα ξένων δυνά­
μεων — έπειοή κάθε τόπος έχει χωριστά τδ μυστήριον τής
ζωή; του, τδν νόμον τής ευτυχίας του, — άν πλανεθή δ έλ-
.
ληνισμός σας καί σηκωθή σκοτάδι μεταξύ μας ώστε εσείς

νά μη διαβάζετε εις τήν καρδίαν μου, θολοθοΰν καί "μέ
οί οφθαλμοί, ποιο; ήςευρει; . . . ποΰ θά 'πάμε, τί θά γε-
νοΰμε; έτινάξετε το καβούκι των αλλοφύλων, άλλ’ ή
Π

πλικτάναις τής διπλωματίας έχουν κλωσταΐς πλανήτοιαις


φαρμακεροί:, κλωσταΐς θανάτου,άρανταις, κα! έσει; δέν ταΐς
Α.

εννοείτε. Κατεβαίνω πολεμιστής εις τδ στάδιον, θά πολε­


μήσω ώ; Κυβέρχσς, δέν λαθεύομα1, τον έρωτα τών προνο­
μίων ποΰ είναι φυιευμένοί εις ψυχαΐς πολλών, τά όνείρο-
πολήματα τών λογιιοτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, τδ
φιλύποπτο, κυριαρχικδ και άνήμερον αλλοεθνών άν·
δρών. Ή νίκη θά ήναι δική μας άν βασιλεύη τήν καρδίαν
μας, Θεός ζηλότυπο:, μόνον τό αίσθημα τδ ‘Ελληνικό1 δ
φιλήκοος τών ξένων είναι προδότης.
Είθε οί νέοι τής ‘Ελλάδος νά ήναι βοηθοί
μου καί πρώτος εσύ · μή φορής πολυτελή φορέ-
= 299 =
άιέριαατα μέ την ένδειαν των πολλών καί κεφάλαιο
θαμε'νο, άχρησίμευτο· η αφορμή, ή άπόκτησίς του, κακών
όρεςεων καί πράξεων* μή θέλε:; άλλο στολίδι καί καύχη­
μα ειμή οιι ειται άπδ οικογένεια δοξασμένη, ποΰ τόσο έχυ-
σε αίμα ανδρειωμένο διά τήν άναγέν<ησιν καί την ελευ­
θερίαν τη; πατρίδος ».
‘Ο φιλαλήθης διηγητή; τή; συνομιλίας τοϋ Κυβερνήτου
μέ τδν Μιυρομηχάλη μου έποόσθεσε ακόμη, οτι σμίγον­
τας ό νέος την ημέραν εκείνην φ·'λον του του είπε « σή­
μερον δ Κυβερνήτη; μέ εκαυε νά έντραπώ ». Θεία εντρο­
πή, θυρωρέ πολλών αρετών! διατί νά μή προφύλαξη; τον
Γεώργιο Μαυρομηχάλη ταΐς 27 Σεπτεμβρίου, καί άντ^
νά σκύψη νά φονευση τον άνδρα, νά ήδελε σκυΐιη νά τοΰ
φιλήση τδ χε'ρι! άξιζαν τά χε'ρια τοΰ πατρός του ! Πλοκή
.
σκοτεινή τών ανθρωπίνων πραγμάτων! ή συνείδησι; τών

Γ£λλήνων ά; δμολογήση, ποιος ή τον μάλλον εραστής
τής αληθινής ευτυχίας τοΰ Γεωργίου Μαυρομηχάλη, ό
Π

φονευμένος, ή οΣ σύμβουλοι τοΰ φόνου ; Ποιοι οί σύμ­


βουλοι; Κριτής Θεός τοΰ; γνωρίζει. — Δεν έσέβετο, δέν
Α.

όπολήπτετο ό αρχηγό; τοϋ κράτους τήν οικογε'νειαν τών


Μαυρομηχαλέων ; άλλα τήν άντιμάχετο μόνον εις θελή­
ματα μή σύμφωνα μέ τοΰς νόμους καί μέ τά δίκαια τής
κοινότητος.
Βλασφημία εναντίον τοΰ πνεύματος ήτον ή δολοφονία
τοΰ Κυβερνήτου, άπό τήν όποιαν βλα'σφημον αμαρτίαν δέν
είναι άλλη χειρότερη καί άενάω; τιμωρούμενη. Δέν είναι
τδ πνεύμα ποΰ έγέννησε σώζει καί φιλιόνει τά πάντα;
πηγή υγεία; καί κάλλους, συνθρονος Θεοΰ. Καταστρέφε-
ται ή χτίσις, μιαίνεται ή κοινωνία άν λείψη ή άγιωσυνη
τοΰ πνεύματος. Παραστάτης τής χάριτο; τοΰ νοδς εις
= 300 =
την 'Ελλάδα έπαινέθη άπό ειδήμονα? ό τριετής Κυβερνή­
της! *Ηλθε εις χά 182S, έρονεόθη εις τά 183 L. —Σύν­
τομον, αιρνίδιον έργον δ σκοτωμός άοπλου οϊνδρός* ψιλή ή
κλωστή, τ4 μαχαίρι κορτερό, άλλά δυσκολοκατόρθωτον
νά λούσης τήν ανομίαν, να άρανίσης τήν δυσφημίαν, νά άπο-
ρύγης τά βασανιστήρια τής τιμωρίας. Και ό άψυχος κό­
σμος μάχεται συχνά, εκδικητής του αθώου αΓματος· σέ κα­
ταποντίζουν ή βροχαις και τά χαλάζια τοϋ ουρανού, —
σέ τιμωρεί τό σπαθί του ey Ορου. —
Το συνέδριου των Ελλήνων ώς μνημεΐον κα­
θαρισμού, ώς δείγμα σεβασμού, ευγνωμοσύνης, έψή·
ρισεν ανδριάντα εις τον Κυβερνήτην καί δέν του έ-
γεινε ακόμη· μή κάμετε, μή του στήσετε τδν αν­
δριάντα- ώραις ωραις θά βλέπωμε νά ανοίγουν ή πληγαΐς
του, νά τρέχουν οΐμα, ΰδρωτα καί αιμα θά ρέη το μαρ-
.

μαρένιο άγαλμα’ και ήξεόρετε πότε; όταν ήμεις μέ τόσην
έλεεινότητα εσωτερική, καί εξωτερική ανυποληψίαν, παλι-
καρευώμεθα νά πάρωμε κάστρα, χώραις καί βασίλεια, καί
Π

άν συνείδησις καί αλήθεια μας ξετυρλόνει τά μάτια, τότε


άλλάζομε φύλλο καί υπερήρανοι τά ζητούμε διακονιά άπό
Α.

ξένους δυνατούς. Αυτά εις τήν ψυχήν του εμρρονος άν-


δρδς είναι μαρτύριον βαρύτερο από τό μολύβι των Μαυ-
ρομηχαλέων. — Τινές λέγουν, καί δέν έκστράτευτε δ ’Α­
λέξανδρος τής Μακεδονίας μέ μόνον 35 χιλιάδες στρά­
τευμα καί μέ μισό έκατομμύριο ρράγκα και έθριάμβευσε
τήν άπέραντον βασιλείαν των Περσίαν; ναι, άλλ’ δ ’Αλέ­
ξανδρος είχε έκεΐνο τό όποιον ήμεις δέν έχομεν, πνεύμα’
δέν εννοώ πνεύμα διαστρορής, ρθόνου,ρόνου,διχονοιών,πνεύ-
μα £ηχό άτεχνίας, διατί άπό τέτοια πνεύματα εΓμεθα πνευ-
ματοδέστατοι· άλλά πνεύμα συνέσεως, μεγαλοψυχίας. Ό
= 301 =

Αλέξανδρος είχε εις τά φυλλοκάρδιά του την λατρείαν των


παλαιών ήμερων και πόθον δόξης· δθεν είς ταις παιδιά-
δαι; τής Τρωάδος έστησε γυμνικοΰς άγωνας καί έσυρε χο­
ρόν μέ τους δπλαρχηγους του γύρω εις τους τάφους των
ηρώων, καί έμακάριζε τον ’Αχιλλέα, διατί έλαβε "Ομηρον ε­
παινετήν, καί ώ; ένας των ημιθέων έκείνων έπολεμοΰσε
εις ταΐς μάχαι;· είχε την σοφίαν τοΰ Άριστοτέλους, τήν
ποίησιν τοΰ Πινδάρου εις τά έργα του. — Τό ιερό θεμέ­
λιον τής μεγάλης ιδέας έσταινε μέ άλήθειαις ό άτυχης
των 'Ελλήνων, ό δποΐος εις τα ήμισυ τής τριετίας του
έκινοΰσε εις τήν επικράτειαν στράτευμα εντόπιον δεκατρείς
χιλιάδες, καί πέντε χιλιάδες τακτικό, καί πενήντα οκτώ κα­
ράβια τοΰ πολέμου, καί έδημιοΰργησε είς τό στενό τής ώρας
τδ στρατιωτικό σχολεΐον εις τό Ναΰπλιον, καί τό εκκλη­
.
σιαστικόν είς τόν Πόρον, καί ναυπηγεΐον καί άγροκήπειον,

καί τό Γυμνάσιον εις τήν Αίγινα, καί αλληλοδιδακτικά διά
τόν λαόν παντοΰ, φτερά οσίων ελπίδων, καί είς τά χέρια
Π

τοΰ οποίου τό δάνειο θά άνθιζε, ώς άνοιξη καλής χρονιάς.


‘Ο θεμελιωτής των Ευελπίδων δέν προώριζε τό σπαθί των
Α.

φίλοπολέμων και ευπατριδών νέων, ακονισμένο άπό τήν ε­


πιστήμην νά κοιμάται είς τήν θήκην του, αλλά κράτος εσω­
τερικές εΰτυχησμένο, τότε καί ώς έκ θείας μοίρας δοξά­
ζεται έξωτερικώς, κρατεί ψηλά τήν εθνικήν σημαίαν, καί τήν
φέρει νικήτρια είς τόν Κόσμον.
Σοφή ή τέχνη καί ή πρόνοια τοΰ άνδρόί ώς όλων
των άξιων άνδρών, ή 27 Σεπτεμβρίου έτσάκισε τόν φιλό-
πατρι τεχνίτην, τόν άμισθον εργάτην, καί μετά θάνατον
έδοκιμάσθη καί έμαρτυρήθη εντελέστερα τό προορατικό του.
Νυμφίος τής ‘Ελλάδος είναι τό πνεύμα· όταν αυ­
τός ό νυμφίος συζευχθή μέ τόν Πλάτωνα και Α­
= 302 =
ριστοτέλη, τά σκήπτρα τη; φιλοσοφίας βασιλεύουν τέν
κόσμον, κρατούμενα άπο χέρια ‘Ελληνικοί* δταν μέ τον Α­
λέξανδρον, φθάνομεν τροπαιοφόροι εως εί; τέν Γάγγη πο -
ταμο'ν—δταν πάλαι ή ‘Ελληνική φυλή χάμη διαζύγιον άπέ
τέν εύμορφον νυμφίον τη; καί σκοταδιάζη ό ήλιο; τού δρ-
0ου λόγου, τόιε ή αιχμαλωσία τη; Ελλάδος εις τους ‘Ρω­
μαίους, καί εις μελίσσι βαρβάρων τής Δύσεως, κα! εις τούς
’Οθωμανούς, καί, διά νά μή μακρολογώ το πικρόν ήμερο-
λόγιον τού διαζυγίου, εί; τχις ήμέραις μα; χαΐμε τά καρά­
βια μα; εί; τον ΓΙόρο μέ δαυλέ Ελληνικέ, σχοτόνομε τδν
Κυβερνήιη, σέρνομεν ώ; εγκληματίαν έσχάιης προδοσίας
τον Κολοκοτρώνη εις τήν γκιλωτίνα, καί αράζομε τον
Πάρκερ εί; τά Άμπελα'κια.
Λυτρωτή; τοΰ κόσμου είναι τό πνεύμα, άλλα διά νά σε
λύτρωση πρέπει νά τέ δοξολογή; και νά το άσπάζεσαι ώ;
.

ταΐ; είκόναις των Αγίων εί; ταίς Έκκλησίαις.
Τόν μακαρίτην Ίωάννην Καποδίστριαν δέν άντεπληρώ-
σαμεν μέ πνεύμα ώστε να σωθούμε και νά συνδοξασθοΰ-
Π

μεν εμείς καί ’κείνο;.


Α.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ.

Σελίς 301. Τό προορατικό» του. — Τάς 2 Δεκιμ-


δρίου 1830 έγραφε πρός τόν Μαιζόν υπουργόν ιών εξωτε­
ρικών. . Licencier 2, ou, 3000 soldats sans leur faire
un sort. . . . ce serait compromeltre la surete
interieure du nouvel etat. κτλ. Δέν τό βλέπομεν;
δέν είπε καί άλλα πολλά ως προφήτη; ; Τα στρατοδικεία
δέν άρεσαν εΐ; τήν ήμερο'τητα τις ψυχής του, ούτε εις
.
τόν πατριωτισμόν του, ούτε ή πολιτική του επιστήμη τά

θεωρούσε σωτήρια. Μή πυρ καί σίδερο, άλλά με τό στό­
μα σου βύζανε τήν πληγήν, θεάρεστο καί τεχνικότερο άν
προλάβης τό μόλυσμα, οθεν δ Κυβερνήτης εις τήν ίδιαν
Π

ίπιστολήν λέγει ακόμη* « Ayant une propriete res-


pecteraient la propriete. Hors de cette combi -
Α.

naison je n’en connais aucune autre. — Ces hom-


mes qui sont aujourd’hui cousommateurs devieu-
draient producteurs.

Πρόνοια καί άπόφασις του Κυβερνήτου ήτον νά


μοιρα'ση τά Τουρκικά κτήματα ’Αττικής καί Βοιω­
τίας εις τους χωρικούς των δυο επαρχιών, νά τούς
φίλιώση με τήν γην τους, νά ήναι υπέρμαχοι αυτής κτλ.
— Οί φιλοίστορες θέλει ευχαριστηθούν είς τήν άνάγνω-
βιν τεμαχίου κοινοποιήσεως είς τήν Βουλήν τής Γαλλίας
τό Ιτος 1831, 8 Φεβρουάριου διά μέσου του αξιότιμου
= 304 =
φιλέλληνος Έϋνα'ρδοο. — Εις πασαν φράσιν τοΰ έγγραφοι*
εννοεί ό αναγνώστης κονδύλι τοο Κυβερνήτου.
II ne faut plus accorder de foods comme une
cbarite, d’abord parce qu’ils seraient perdus pour
les puissances, eosuite parce que des sommes
trop minimes ue peuvent servir a une organisa­
tion positive et solide. Ces demi-secours ne font
quhumilier la Grece sans la consolider ; il faut
laider efficaceroent en revenant au mode dun
cmprunt assez considerable pour servir a son
enliere regeneration.
Voici quelques explications a cet egard.
L’emprunt demande aux puissances ne sera
point depcnse de suite, mais servira en tres-
grande parlie a tout organiser, et a mettre en
.

produit les ressources a venir de la Grece.
Une parlie sera placee dans une banque hybo-
thecaire; qui pretera aux cultivateurs el aux ma-
Π

rins sur l’hypothequc de lours biens et de leurs


vaisseaux; cet etablissement fournira encore des
Α.

boeufs, des semences, des outils aux pallicari,


qui recevraient en recompense des terres natio-
nales ; toutes ces avances porteraient finlerdt de
huit pour cent. (Acluellement les cultivateurs
empruntent jusqu’ a vingt et vingt - cinq pour
cent. )
Une parlie servira a acheter les biens des
Turcs ■ et des mosquees dans l’Attiqne et dans
l’Eubee ; ces biens s’obliendront au quart de leur
valeur.
= 305 =
Une parlt'e servira a rembourser les dernieres
avances faites au gouvernement grec par les trois
puissances.
Un quart seulemQnt servirait aux depenses de
radministration pour les annees 1831, 1832 et
1833 ; dans les annees suivanles les revenue de
la Grece, augmentes par les dimes payees sur
les terres cullivdes et par le produit des douanes,
suffiront, et au-dela, aux besoins du nouvel
Etat. Ses revenue actuels vont net a qualre mil­
lions de francs. Or , si la Grece , sans l'ile d’Eu-
bee , sans l’Altique , avec la plus grande parlie
des terres incultes, sans commerce, enfin dans
un elat provisoire qui ne permet aucune orga­
.
nisation fixe, a deja quatre millions de rentes;

n’a-t-on pas l’assurance que, protegee et aidee a
faire valoir ses nombreuses ressources, elle sera
Π

promptement en elat, non-seulement de se suf-


fire a elle-meme, mais encore de payer ses defies;
Α.

surtout si l’on considere qu’en donnant des terres


aux troupes, elle pourra en licencier une grande
partie qu’elle est obligee de nourrir, faute de
pouvoir leur fournir le moyen de s’etablir comme
cultivateurs ?
Pour surete do l’emprunt, la Grece donnera:
1° L’hypolheque sur tous les fonds verses a
la bauque hypolhecaire ;
2° L’hypolheque sur les biens achetes des
Turcs; ces biens tripleronl , ou quadrupleront
de valeur aussitdt que la Grece sera organises ;
20
= 306 -=
3° Enfin la Grece donncra l'hypolheque sur
lcs revenus de la douane, qui montent actuelle-
ment a 1800 mille francs par annee.
Les interets de l’emprunt, plus uu amortisse-
ment de 1 pour cent, seront payes avec l’inler4t
de 8 pour cent recu de la. banque hypothecate,
et avec les rentes des hiens rachetes des Turcs.
Si ces divers revenus ne suffisaicnt pas, le sur­
plus serait fourni sur le produit des douanes.
A mesure de vente des hiens nationaux pro-
venant de lAttique et de l’Eubee, les produils
seronts verses en deduction de l’emprunt.
Les residents des trois puissances, ou des
agents particulars des gouvernements , rece-
vront directement des divers elablissements cha-
.
que mois les revenus qui auront ete affectes a

l’emprunt.
Avec de pareilles hypotheques les puissances
Π

ne peuvent courir aucun risque. Leurs agents


suivront pour ainsi dire journellement l’emploi
Α.

des fonds, qui ne seraicnt livres qu’au fur et a rae-


sure des besoins de la Grece, el de sa caisso hy­
pothecate ; il est memc probable que la somme
cntiere de 60 millions ne sera pas necessaire,
car plusieurs personnes ont deja ofifert d’acheter
des hiens nationaux. Le gouverncinent grec a
du refuser de vendre, parce que les prix offerts
n etaienl pas en proportion avec la valeur reelle
des terres.
ΕΒΑΚ0Λ0ΥΘΗΪΙ2
ΤΩΝ

mmmmwmm
ΕΙΣ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

ΤΟΥ

ΘΕΟΙβΡΟΓ ΚΟΑΟΚΟΤΡΩΝΗ. .

Π
Α.

ΕΕ ΑΘΗΝ ΑΙΣ,

ΤΪΠΟΙΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΓΓΕΛ1ΛΟΥ

Κατ& χήν όίον ‘Ερμοΰ καρί xrj Καπνικαρίφ.

1852.
ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ ΤΙΝΩΝ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΩΝ.

Σελ. 4. ςίχ· 2. άντί, άφίγμεθ' 'γ; άνάγ. άφίγμεθ’, ή


— 8.— 2-3. » βασανισμένος' νωρίς » βασανισμένος
— 10.— 6. » του,—η ί του, ή
— 18.— 5- » έσπειραν ν έσπειρεν
_ 19.— 6. » ■ηκουσε. “ ηκουσε. ί
— ί — 14. » πατάγια » μπατάγια
— 21.— 14. . γράφει, οτι ή » γράφει, ή
— 22.— 8. . γένοιτο » γένοιτο I
- 31.— 28. » χειρότερη » χειρότερη
— 33.— 26. > Ικινόυνευσε
. » 1 κινδύνευα

— 36.— 26. » παραλογειά » παραλογιά
— 39.— 39. „ στίχος. » στίχος
— 40.— 2. » όμιλοΰσε » ίδμιλοΰσε
— 41.— 22- D
Π

εψαλλε » έ’ψαλε
— 43 22 ο ίζημωνε >■ έζόμονε
— 44. 16. > να βλέπη » νά βλέπη
Α.

— 47. 1. » μελετήσαμεν » μελετησωμεν


— 6- » άλλα » άλλα
— 10· » ‘Ελλάοος ΐ) ‘ΰλλάοος I
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ (ΐ)

0 ■ Ν
«ϊέ ^ιρν τυφλού γέροντος, Αντιγόνη, τίνας
λήρους άφίγμεθ’ η τίνων ιί'.'δρών πόλιν ; η

Αρχίζει, ο.ς ακούετε, Κύριοι άκροαταί, μία παλαιά τρα­


γωδία των -’Αθηναίων, υίδίπους επί Κολωνω. Κεφαλο­
.

χώρι ό Κολωνός, καθώς γνωμοδοτούν οί αρχαιολόγοι, α­
νάμεσα Σεπόλια καί Πατήσια.
αΤέκνον τυφλού γέροντος, Αντιγόνο, εις ποιους τόπους
Π

έφθάσαμεν, εις πόλιν ποίων ανθρώπων;» Καί ή Αντιγόνη


του αποκρίνεται «Πατέρα πολύπαθε, μέ τά μάτια μου
Α.

ξανοίγω πύργους, ποϋ στεφανώνουν πολιτείαν· ό τόπος


ποϋ πατούμε τώρα, φαίνεται βέβαια ιερός, δασωμένος ώς
είναι από δάφναΐς, άπό αμπέλι καί ελαιόδενδρα, καί ανα­
ρίθμητα εις τό πυκνόν δάσος κειλαϊδοϋν γλυκόφωνα άη-
δόνια· ανάπαυσε τά ρ.έλη σου εις τοΰτο τό άγριο λιθάρι,
γέρος έτράβηξες δρόμον πολύ».
Θέλοντας νά γράψω τά προλεγόμενά μ.ου εις τό βιβλίον
τού Στρατηγού Κολοκοτρώνη, τό δεύτερο μέρος, καί νά
λάβω την τιμήν νά Σάς τό άναγνώσω κατά την ΰπόσχεσίν
μ.ου πέρυσι, άμ.α έκάθομουν νά μελετήσου τό θέμα μου μ.ε1

(1) Τήν 23 Μαρτίου 4852, έορτήν των Βαίων άνεγνώσΟησαν


εις την Βιβλιοθήκην τής Βουλής.
1
έπλάκωνε ή ένθύμησις τοϋ έλεεινοϋ διάλογου τής τραγω­
δίας τοΰ Σοφοκλεους. Οπου ε’πήγαινα, δπου έστεκόμουν,
έβλεπα εμπρός μου την μαυρομάτα νε'α καί τόν γέροντα,
καί ήκουα την λυπητερήν τους φωνήν· νά σύρω κά­
λυμμα, να σκεπάσω τό θε'αμα, νά λείψω άπό τό ακρόα­
μα, μοϋ ήτον άδύνατο* ώκνευε ή εργασία μου, τά προλε-
γόμενά μου έχάνοντο εις τό δάσος των άηδονιών. Απε-
φάσισα νά ξεδιαλύνω τό φαινόμενο, νά ΐδώ την αιτία, καί,
άν δεν λανθάνωμαι, την ηυρα, καί παρακαλώ νά μέ άκροα-
σθήτε, χαρίζοντας μου δλην σας τήν συγγνώμην, έπειδή θά
ακούσετε πράγμα, όπου ίσως δεν τό ελπίζετε άπό ε’μέ.
Σχεδιάζοντας τό δεύτερον με'ρος τών προλεγομε'νων μου,
είχα βάλει κατά νοϋν νά κατηγορήσω τόν Θ. Κολοκο-
τρώνη καί τόν αγώνα, νά είπώ τά ψεγάδια τους· καθώς
.

είπαμε τό καλό, νά είποΰμε καί τό κακό· ό παντεπαι-
νέτης μυρίζει κολακείαν, δποιος λε'γει μόνον τό κακό είναι
εχθρός* ήθελα λοιπόν νά κατηγορήσω άγωνιστάς καί α­
Π

γώνα. Οχι βε'βαια εγώ, άλλα επικαλούμενος αύστηρό,


αυστηρό πνεύμα κριτικής νά καταστρώσω τό κατηγορη­
Α.

τήριο έγγραφο. Καί εν πρώτοις θά έλεγα, ποία καί πό­


σον αδικαιολόγητη ή τόλμη ολίγων άνθρώπινν, οι όποιοι
έθνος άοπλο, κρατούμενο άπό τά νύχια τοϋ λέοντος, τό
έσυραν, άμε'ριμνοε τής αύρινής, είς τους αιματηρούς κινδύ·
νους. Εστω, εκαματε τό φιλότιμο κίνημα, άλλά ποιο
το καθήκον σας, ω Στρατηγέ Κολοκοτρώνη, καί σείς οί
άλλοι επίσημοι άνδρες τοΰ άγώνος, θαλασσινοί καί στερια-
ΧΕΡ°τονημενοι ταΐς πρωτοκαθεδρίαις τοϋ έθνους; νά
ζυγιάζετε είς την τρίχα τά έργα σας μέ την δικαιοσύνην,
μέ τήν άφιλοκερδειαν, μέ την όμόνοιαν· έπειδή όταν συν­
τροφιά άνθρωπων ΐπιχειρίζεται παρόμοια φοβερά τολμή­
r= 3
ματα θανάτου ή ζωή; μιας φυλής, πρέπει αυτοί οί έντο-
λεΐς καί έντολοδόχοι τού Ιαυτοΰ τους, ή νά νικήσουν διά
νά αθωωθούν καί δοξασθοΰν ενώπιον γής καί Θεοϋ, ή, Αν
χαθούν, με τό μεγαλείο τής αρετής καί τής θυσίας, νά
έζαλείψουν, δσον τό δυνατόν, τό όνειδος τής απερισκεψίας,
καί την ζημίαν των έργων,

’Αλλ’ ό οφθαλμός τής Ιστορίας τί βλέπει ·, ό κάμπος


τού πολέμου άπ’ Αρχής ήτον πλατύς* παραπύταμα Δου-
νάβεως, ίόνιον πέλαγος, Κασσάνδρα, Ολυμπος, Κρήτη,
αλλ’ ολίγον κατ’ ολίγον τό πεδίον τής μάχης στενεύει
καί περιζώνεται από τό αίμα τής Χίου, Δραγατζανιοϋ,
Ψαρρών, Αϊβαλή, καί εις τό περιωρισμένο στένωμα είναι
πιασμένοι άπό τά μαλλιά, όχι εχθροί μέ εχθρούς, αλλά
.
φίλοι μέ φίλους, αδελφοί μέ αδελφούς. 0 Κολοκοτρώ-

νης κυνηγάει την Διοίκησιν, ή Διοίκησις τον Κολοκοτρώ-
νην* μάχονται γιαλός καί στεριά* ό Γκούρας άλωνίζει τήν
Π

Πελοπόννησον, καί μία καλή αύγή ό Ζαήμης, ό Λόντος,


ό Νικηταράς, ξημερόνωνται εις τήν Αιτωλίαν, κυνηγη­
Α.

μένοι άπό τούς άλλους* καί ό Κολοκοτρώνης, οί Δελη-


γιανναΐοι, ό Γρίβας, ό Γρίτζαλης, καλογερεύουν εις τό
Μοναστήρι τής ΐδρας. Στρατάρχης τής ζηράς ψηφίζεται
ένας θαλασσινός* Τότε είναι πού είς τήν φυλακήν του είπε
ό Κολοκοτρώνης «τώρα δεν λείπει παρά άντί τού Μιαού.
λη, νά στείλουν Ναύαρχο τον Κύρ Πανούτζο Νοταρά. »
Αρμενίζει εις τά ελληνικά πέλαγα ό στόλος τού ίμ-
πραΐμη, αράζει, χύνει ασκέρια πολεμικά, σκοτόνεται ό
περιβόητος Τσαμαδός, φονεύεται δ παλαιός των ήμερων
έπίσημος τού γένους ’Αναγνωσταρας , ό ’ΐμπραΐμης κα­
ταλογχεύει τήν Πελοπόννησον, σμίγει τά στρατεύματα
του μέ τόν Κιουταχή, περνούν τό Μισολόγγι, φονεύεται
1*
τήν νύκτα της άλώσεως ό διαλεκτός αθέρας της Ρούμε­
λης, άνδρειωμένοι πού ή φύσις δέν θά ίδνϊ τούς όμοιους
τους1 Ψιλή βροχή ε’ρράντιζε την γην είς τό έβγα τους, καί
πολλοί έφώναξαν « μάς κλαίει ό Μεγάλοδύναμος άπύψε η.
’Απο ύστέρησιν τροφών έκαμαν τό απελπισμένο κίνημα’
άλλοι λέγουν δτι ή Κυβέρνησις δεν τούς έστελνε έν καιρώ
τα αναγκαία, άλλοι δτι τα έστελνε, πλήν τά άνεμ.οσκορ-
ποΰσαν· Συντάγματα, οργανισμοί, θεσμ.οθεσίαις ψηφίζον­
ται’ ανθίζουν την αυγήν, τό μεσημέρι μαραίνονται- άλ-
λαξοκαθεδρίαις πλησμονή σαν τό κΰμα τοΰ γιαλού’ ’Από
εκατομμύρια χρέος καταπλακώνεται ή εθνική γή, υποθη­
κεύεται, κλάϋμα βαρύ είς τούς άπογόνους.
ΐϊλθε μ,ία ώρα άψηά άψηά διά τήν τύχην τής πατρίδος,
έτρεμε είς ψιλήν ψιλήν κλωστήν ή ελληνική ελευθερία,
.

ολίγο ακόμη καί έκόβετο τό ράμμα, δταν εις τήν Πελο­
πόννησον άρχισε τό προσκύνημα* δλοι γνωρίζομ.εν ϋτι ή
αδυναμία μας είχε εΰρει συμμάχους καί προστάτας τούς
Π

χριςτανούς ηγεμόνας τής Ρουσσίας, ’Αγγλίας, καί Γαλλίας,


άλλα ποιαν βοήθειαν θά μάς βοηθούσαν, άν, είς τήν αί'τησιν
Α.

τής αύτονομίας μας, ό Σουλτάνος τούς παρουσίαζε τά προσ-


κυνοχάρτια τής Πελοπόννησου, ώς είχε τά Ρουμελιώτικα^
Δεν θά έστεκε έως εδώ ό λόγος μου, άλλα θά πήγαινα
άκόμη μακρύτερα’ κοντολογής θά σάς έστενα οικοδόμημα
στοιχειωμένο άπό δύω δολοφονημένους Ελληνας, κοσμοα-
γαπημένους, τον Κρεββατά καί τον Κυβερνήτη. Ημείς
ευτυχισμένοι πού ή Θεία χάρις βέβαια ε’μεσολάβησε, καί
δεν κομματιάσθη άπό τήν γκιλοτίνα καί ή κεφαλή τού
Κολοκοτρώνη καί τού έξαδέλφου του* τόσον καί είς εκείνον
τον καιρόν άφριζε τό κακό τών δυστυγιών μας ! Αν καί
τούτο ήθελε συμ.βή, τό πικρό μ.ας οίκοδόμ.ημα θά ήτον
ακόμη λαμπρότερα στολισμένο. Τί μέ εμπόδισε νά στή-
σω το οικοδόμημα ·, όσα σάς λέγω ήτον είς τον νούν
αου, τίποτε; εις τό χαρτί- τί μέ εμπόδισε ; Η εύμορφη
νε'α των Θηβών, καί ό τυφλός δ γέροντας έστεκαν εμ­
πρός μου καί δεν με άφιναν νά κλώσω επιτήδεια τους ςο-
χασμούς {/.ου* τό χέρι μου, ώς κρατημένο, δεν ήμποροϋσε
νά σφίξηι τό κονδήλι.

Τί δηλοΐ τοΰτο ; πώς νά τό εξηγήσω ; Μοϋ ήλθε ένας


στοχασμός, ε’πέταξα δύω λέξεις εις την μέσην, είπα «γέ­
ροι καί νέοι» οί γέροι τοϋ άγώνος, οί νέοι τής έλλάδος.
Ας ΰποθέσωμεν, είπα, ό'τι δ περίφημο; Οΐδίπους, Βασιλέας
εξόριστος, ευεργέτης τής πατρίδος, πνευματώδης, θυμοί—
δης, ψυχή γενναία, είναι ο! γέροντες τοϋ άγώνος, ό Κο-
λοκοτρυίνης, ό Κουντουριώτης" καί ή ’Αντιγόνη είναι οί
.

νέοι, ό Κ. Ζάνος, ό Κ. Θρασύβουλος Ζαήμης χ. λ., νά
ίδοΰμε τί βγαίνει άπό τόν διάλογον.
Ερωτοϋν λοιπόν οί παλαιοί τών ήμερών τους νεωτέρους,
Π

ώς ό Οΐδίπους την θυγατέρα του, εις ποιους τόπους έφθά-


σαμεν, εις ποιαν πόλιν ανθρώπων; ή έρώτησις είναι εύ­
Α.

λογη, ίσοδυναμεΐ—οί κόποι τοϋ άγώνος ποϋ μάς έφεραν,


ποίαν πόλιν ανθρώπων οικοδομήσαμε, ποιο πολίτευμα
έμορφώσαμε; Τί βλέπετε Ισεΐς οί νέοι, ποϋ έχετε τά μά­
τια ζωηρότερα άπό τά εδικά μας ; καί ή ’Αντιγόνη τοϋ
άποκρίνεται, τουτέςτ Ζάνος ή Ζαήμης-—«Βασανισμένε μου
πατέρα» Η άρχή τής άπαντήσεως ταιριάζει· ποιος δύνα-
ται νά άντείπη, ό'τι οί γέροντες τοϋ άγώνος δεν έζησαν
βασανισμένα; νέοι άρχισαν δακρύχαρο παιγνήδι, τό Ιτε-
λείωσαν γέροντες! ποιους κινδύνους έτρεξαν, πόσα καρδιο-
κτύπια ε’δοκίμασαν, πόσους θανάτους συγγενών καί φίλων
έκλαυσαν; Δεν μαντεύομε, σχεδόν, μέ βεβαιότητα, δτι
= 6
ϋ»ί ένας τών ενδοξωτέρων έπυροβολήθη ρ.έ τό χέρι του J·
«Βλέπω πύργους, λέγει ή ’Αντιγόν/], ποϋ μακρυά άπό
τά μ.άτια ρ.ου σκεπάζουν πολιτείαν.»
Μά την αλήθειαν, ΚΚ. άκροαταί, είς τήν θαμποϋρα
-ής πατρίδος μας, εις τά κρύφια τοϋ μέλλοντος καιρού,
ήμπορεϊ κανείς vi ε<5νί, νά προειδή, είμή σημάδια, πύργους,
άρειά και ποϋ, πολιτείας, ή, καΟαρώτερα, άποκαταστάσεως
ελληνικής-, ΐϊμπορεΐ κανένας νά όρίσν] ποιοι δρόμοι μεγάλοι
ή μικροί θά σχίζουν τήν πολιτείαν, ποια έργα άνθρώπων
θά τήν δοξάσουν η θά τήν άτιμήσουν ; *Ας σμίξουν δλα
τά ιχάτια τών νέων τή; ΐίλλάδος, καί δεν θέλει άγναν-
τεύσουν μακρύτερα άπό τήν ’Αντιγόνην.
Ο τύπος είναι ιερός, λέγει ή Αντιγόνη. Ποιός αμφιβάλ­
λει j Είναι τά χώματα τις Ελλάδος· εκεί ό Μαραθώνας,
.
παρεκει ή Θερμοπύλαις, ποοσκυνητάρια ανδρείας, εμπρός

μ.ας ή Κόρινθος, ό Αρειος Πάγος, τύποι τοϋ κόσμου πρω-
τοφώτιστοι άπό ταϊς άκτΐναΐ; τοϋ Χριστιανισμού.
Π

«Εις τό ιερόν δάσος πυκνόπτεροι εΰστομοΰσι ά»ιδόνες»


Καί τοΰτο μοιάζει· ποια άηδόνια ίσοδυναμοΰν μέ τήν
Α.

χάριν τής ευγλωττίας τών προγόνων ; ή οικουμένη Ηχο­


λογεί άπό τήν αρμονίαν τής φωνής τους. «Χώρος ιερός,
βρύων δάφνης, ελαίας, αμπέλου, πυκνόπτεροι δε κατ’ αυ­
τόν εΰστομοΰσι άηδόνες.» Δεν τήν άκούετε τήν άρμονίαν ;
’Από δύω χιλιάδες χρόνους ταξιδεύει.
«’Ανάπαυσε τά μέλη σου εις τοΰτο τό λιθάρι* γέροντας
«τράβιςες δρόμον πολύν.»

Εδώ εις την ΰστερην άράδα είναι ή μυστική λύσις καί


τό πείσμα τής οπτασίας εμπρός μου τοϋ άρχαίου άνδρός
καί τής κόρης του. 0 έλληνική φυλή γηραλαΐα έτράβιξε
δρόμον πολύν. όποιος δεν θέλει νά κόψγι την σειράν τής
φυλής άπό την ημέρα τοΰ Δευκαλίωνος, Βχσιλέως της, τήν
ευρίσκει παλαιότατη· άν πάλι μηνολογήσνι τήν ηλικίαν της
άπό τούς καιρούς μας, θά την εύρη νεωτάτη, ώστε ί| γη-
ραλαία πολύ, η εις τά πρώτα παιδιακά της έκαμε δρόμο*
περίσσειον. Επήρε κάστρα, έκοίμ,ησε ύπνον θανάτου στρα­
τεύματα λεονταρόψυχα εχθρού , γυναίκες έπολέμησαν
σάν άνορες, ή θάλασσα ακτινοβόλησε άπό τό νησιώτικο
πϋρ, ναύαρχος καί ναυαρχίδα κύμ,α φλογερό, κΰμα αίμα­
τος εις τό λιμάνι τής Χίου, καί ό ανήκουστος των θριάμ­
βων τής γηοαλαίας φυλής, μέ τά έργα της άνάγκασε
φωτισμένους Βασιλείς καί περίφημους λαούς νά τήν βοη­
θήσουν εις τά δεινά της. Είναι αμαρτία, είναι κακοκεφα-
λιά νά φέρωμεν ημείς σήμερον άγριαν κρίσιν τών λυπηρών
συμβάντων.
.

Θέλω νά είπώ άκόμ.η ένα πράγμα, καί μ.ή βαρύνεσθε
νά τό ακούσετε. Η ελληνική φυλή, ώς ό Οΐδίπους πατό-
κορφα εγκληματίας, είχε πράξει τό μεγαλήτερο τών ανο­
Π

σιουργημάτων, καί έζούσε εις τήν αμαρτίαν. ’Ανοσιούργημα


ποιο; Είχε άφίσει νά χαθή ή ελευθερία της, τό αυτόνομον,
Α.

καί έζούσε εις τήν άνομίαν τής δουλοσύνης.


Γένος ανθρώπων έρημο νόμ.ου καί ελευθερίας, πάσχει
καί έλλειψη τιμής καί φωτισμού Θεού- τιμή ή δόζα καί
θρησκεία δεν είναι άσκητοϋ τά όνείρατα, είτε λέςεων ευαι­
σθησία, σπαθί κλεισμένο εις τήν θήκην του· άλλα έργα
που φανερόνωνται εις τον κόσμο, ποϋ ευπρεπίζουν, νεωτε­
ρίζουν ταΐς κοινωνίαις, ποΰ τον ε’νάρετον άνδρα υψώνουν
βασιλέα τής γής, καί πολίτην τοΰ οΰρανοΰ. Η δουλεία τί
είναι ·, μάνα στείρα έργων άγαθών. Τυραννική Κυβέρνη­
σες βιάζει, πλανάει εις τό ψεύδος, εις τήν άψυχίαν* δ
ήρωϊσμός καί τό μαρτύριον δεν είναι προσφάγι τής κα-
= 8
θημέρας, είναι άρτος αγιασμένος σπανίων εορτών της άν-
θρωπότητος, καί ό ηρωισμός ευρίσκει τήν άκρην του, βα­
σανισμένος· χωρίς άνεσιν άπό την εΰτυχισμ.ένην παντοδυ­
ναμίαν του εχθρού. ‘Η γενεαΐς πού έγεννήθηκαν έπειτα
άπό την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως, ε’γεννοΰντο εις
την άμαρτίαν δεν έπλασαν τό ανοσιούργημα, άμαρτω-
λαΐς σχεδόν έν άγνοια, ώς ό ατυχέστατος Οϊδίπους, πού
αγνοούσε, ό'τι τά τέκνα του ήτον αδέλφια του, καί ό φο-
νευμένος άπό την άνδρεία του εις τό στενό μονοπάτι τών
Δελφών ητον πατέρας του. Ενθυμίζοντας εγώ τώρα την
ύστερη ημέρα τής αυτονομίας τού γένους, μή γένοιτο! ή
καταστροφή τής βασιλείας καί τής Κωνσταντινουπόλεως
νά ήναι ποτέ εις βάρος τού ηρωικού Κωνσταντίνου, επει­
δή μάλιστα καθένας μας δικαίως θά ελεγε, ό'τι, άν ή φυ­
.
λή όλη, καί οί προκάτοχοί του Αύτοκράτορες ήθελε έχουν

τήν γνώμην καί τόν πατριωτισμόν τού Κωνσταντίνου, ποτέ
ό σταυρός τής Αγίας Σοφίας δέν ήθελε κυματίσει εις τό
αίμα, μήτε τό πρώτο έθνος τού κόσμου, προμελετημένο
Π

άπό θείαν οικονομίαν νά ήναι πρώτο, άν ή κακία τού άν-


θρώπου δέν καταστρέφω τά φυσικό προνόμιο, ποτέ δέν
Α.

ήθελε καταντήσει τό ΰστερώτερο.


| Οί παλαιοί κάτοικοι τής Ελλάδος είδαν τά άκρα πέ-
ρατα τής ελευθερίας, καί οί πατέρες μας καί οί πατέρες
τους είδαν τά άκρα πέρατα τής δουλείας. ‘II μητέρες νά
θρηνούνται διά τήν εύμορφιά άγοριών ή θυγατέρων, ό ευ­
κατάστατος νά χώννι τόν θυσαυρόν του, τό Ισον τού νό­
μου μή νόμος τού κράτους, ποινικοί νόμοι τερατωδέστα-
τοι, αθώοι ένοχοι· άπό άρματα, άπό άξιώματα, άπό έν­
δυμα τής άρεσιάς τους, έξωρίσμένοι οί γνήσιοι βλαστοί
τής γής· νά φιλούμε γ'ονατιστοί τό χέρι τού βαρβάρου ή
την ποδιάν του, καί νά το νομίζομε ευτυχία- τά πρωτεία,
occc εσυγχωροΰσε τό ύποπτο τής τυραννίας, οχι αγορα­
σμένα μέ τιμήν εις τον ανοικτόν αιθέρα, άλλα με δόλο,
μέ δωροδοκία, μέ συκοφαντία. Η μελέτη τών θείων βι­
βλίων και της ιστορίας, καί της φιλοσοφίας τών αρχαίων,
σπουδή άνυδρη, άκαρπη εις εκείνους, ποΰ δεν είχαν την
δύναμιν, τό αυτεξούσιον νά ζωντανεύουν μέ τά έργα τά
θεάρεστα άγαθοεργήματα καί ανδραγαθήματα. Ιδού τό
ήμερολόγιον τής δουλικής ημέρας ! Εκινδυνεύσαμε τον α­
γώνα, ελευθερωθήκαμε- ποΰ είναι εκείνοι τούς όποιους
έπροσκυνούσαμε ·, αλλά καθώς συμβαίνει εις θαλάσσιον
τρικυμίαν, ποΰ ώφοΰ πέση ό άνεμος, γαληνεύστι τό κϋμα,
στολισθή ό ουρανός, πάλι ό γιαλός κυματίζει πολυήμε­
ρα θολωμένος, ομοίως εις ταΐς ψυχαΐς μας βόσκει άκόμη
.

ή θολούρα, το άμάρτημα τής δουλοσύνης· τά μέλη μας
είναι άκόμη σκοτωμένα άπό την άλυσσίδα, τό γόνα μας
πληγωμένο άπό τό γονάτισμα, καί ή ελευθερία, τό όσιον
Π

τής ελευθερίας, ευρίσκει εις ημάς, εις τά παλαιά μας ήθη


τους πλέον άσπλάγχνους εχθρούς της.
Α.

ί Ποια ή δόξα τής νέας Ελλάδος, ποιο το .θέαμα τοϋ


Μεγαλείου της ·, — Συγχωρήσατε με νά τά προσδιωρισω
καί εγώ, ποια είναι. Αλλά, παρακαλώ, στρέψατε πρώτα
τούς οφθαλμούς σας εις τό δάσος τών Εΰμενΰίων, εις τό
χωριό Κολωνό, όπου ό Αθηναίος Σοφοκλής ετοίμασε λη­
μέρι αΐοινιο εις τον Θηβαίον γέροντα, καί θαυμάσετε
την μεγαλοψυχίαν τοϋ Ελληνος Βασιλεως. Αγαπημένος, ε­
παινεμένος έκρατοϋσε τό σκήπτρο τών Θηβών, πλούσιος
τέκνων, νυμφίος τής Βασιλίσσης, δύω φοραΐς Βασίλισσα
μέ τον πρώτον άνδρα καί με τον δεύτερον, άμέριμνο;
δυστυχημάτων έχαίοετο τό φώς τού ήλίου, άλλα, καθώς
= 10 =

έμαθε, καθώς έννόν,σε, ότι τδ βρέφος, πεταμένο εις τδ βου-


νδ του Κιθερώνος , διά νά είναι τροφή των θηρίων, είναι
αύτδς, δτι εζνισε καί αίμάτωσετά χέρια του εις τά σπλάγ­
χνα τοΰ πατρός του, και ε’στολίσθνι ανόσια γάμου στέ-
φανα, ώς βροντή, ώς αστραπή άστραψε ή ευσυνειδησία
του, — ή εύαισθν,σία του, καί εκαμε πρδς τιμωρίαν του
καί άφεσιν άμαοτιών, δσα δ θρήνος τής Τραγωδίας διη­
γείται. Η θεότης εξιλεωμένη τοΰ άπέδωσε τδ φως του,
τοΰ έχάρισε προορατικό θανάτου1 άπδ σημεία γής καί ου­
ρανού έπρομηνύθη ή υστερνή του ώρα, καί ό τάφος του,
γνωστδς μ,όνον εις τους βασιλείς των Αθηνών, ητον προ­
μαχώνας ασφαλείας των ’Αθηναίων; Οΐ εύεργέταις εΰερ-
γετήθησαν.
ί 0 έλληνική φυλή τί ήθελε με τδν αγώνα τνςς, σωστά
.
σωστά τι εβουλεύετο νά κάμν··, ?Ας μήν όμιλήσωμεν ή-

μεϊς, κάλ) to νά ε’ρωτήτωμεν τήν Ελλάδα τήν ίδι.αν, καί
{ρωτημένη θά μάς άποκριθή;—Δεν κυν/ιγοϋσα δόξαν, δεν
ώοεγομουν έπίδειξιν ανδρείας· ή άκρα δυστυγία άφαιρεΐ
Π

τόσον κάλλος καί ύψος ε’πιθυμιών1 επειτα χλαμύδα αθα­


νασίας δεν τυλίει εις αιώνας αιώνων τό δνομά μου ; Δεν
Α.

κινδύνευα κλέφτικον πόλεμον, πόλεμον αρπαγής, δέν


έστελνα τά τέκνα μου νά πολεμούν άπδ λιθάρι εις λι­
θάρι, άπδ καταρράχι εις καταρράχι, άλλ’ ανοιχτά, μέ ση-
μαίαις άνοιχταΐς* καί ήλθε ώρα πού έκλαυσα νέους παλ-
λικαράδαις, καί πεντακόσιους καί χίλιους σκοτωμένους
μονοήμερα εις αίματωμέναις πεδιάδαις. Δεν πολεμούσα
$ιά τήν νίκην, διότι μέ σώας φρένας ποιδς ήδύνατο νά
τήν ελπίσνι·, δ έχθρός μου ισχυρός άπδ άρματα στεριανά
και θαλασσινά, άπδ ταϊς συνθήκαΐς του καί συμμ.αχίαις
του με ξένα βασίλεια, καί άπδ τήν άνδρείαν του, εμφυτην
= 11
εις καρδίαν όσμανλίτικην, πώς νά Ελπίσω τήν νίκην ; —
Σταμάτησε, Ελλάδα, άς τής εΐποΰμ.ε· δμολογεΐ; ότι δέν
πολεμούσες δια την δόξαν, ούτε διά τά λάφυρα, ούτε
διά τήν νίκην, τί ήθελες λοιπόν;—Τί ήθελα ; Εννόησα δτι
ζώ εις τήν αιχμαλωσίαν, καί δτι ζωή παρόμοια είναι έγ­
κλημα, καί ή στενοχώρια μου δεν περιγοάφεται, καί Εσάλ-
πισα τον αγώνα, καί ήθελα θάνατον, ήθελα μέ τό αίμα
μ.θυ νά λούσω ταΐς άνομίαις μου, ήθελα τόν καθαρισμόν
μου* άλλ’ ή ώρα τού θανάτου αέ εζν,σε, ελαμ.ψα μ.έ άγνή
πορφύρα· δεν άναστήθηκα, διότι δέν απίθανα ποτέ, Ιζησα,
άρχισα νά ζώ τήν ζωήν ποϋ μου πρε'-ει, ζωήν ελευθερίας.
Με εκαιε ή λύπη νά βλε'πω, νά ακούω τού; θριάμ.βους τών
άλλων εθνών δεν τά ε’φθονοΰσα, άπαγε! Ηπιαν από τό
γάλα μου καί εμεγάλωσαν* άλλ’ εκείνα δοξασμε'να, καί
.

Εγώ μητέρα πολιτισμού, μητέρα χριστιανισμού, Ιγώ πε­
ρίγελο είς τους δρόμου:, λογχευμένη, παοαιτημ.ένη εις τά
σκοτάδια τής ’λησμο'Ία;! Τί λοιπόν; ή] άλλαις φυλαΐς
Π

τής γης είχαν τό ελεύθερο νά κανονοβολοΰνται εις τό ’Αου-


στερλίτζ, νά μαχαιοόνωνται είς τό Βατερλώ, καί Εγώ
Α.

δέν είχα τό δικαίωμα νά σύρω τό σπαθί είς τήν Τρι-


πολιτζα, νά σφάξω είς τήν ’Αράχοβα, νά αίματωθώ είς
τό Μεσολόγγι ! ίϊ κακία τών ανθρώπων, πού Εξεφούνη-
σαν τήν άντίθεην βλασφημίαν! ’Αλλ’ ελευθερώθηκα ! Ελευ­
θερώθηκα είς τό πείσμα τών εχθρών, καί μέ τήν χαράν τών
φίλων. Καλώ είς μαρτυρίαν Ελευθερίας τούς δύω άμβω­
νας τής Βουλής καί τής Γερουσίας, όπου ό Βουλευτής ή ό
Γερουσιαστής εχ-ι τό αυτεξούσιο νά λ·*λ·ήσ/ι τά όσιώτερα,
τά Εθνικώτερα* φρονήματα, άν δειλία δεν δεννι τήν γλώσ-·
σαν του, άν σοφία πλουτίζνι τό πνεύμα του. Καλώ εις
μαρτυρίαν τόν νέον Ελληνικόν Θρόνον, δπου κάθεται Ελεώ-
12
θέρος ηγεμόνας, καί κείτονται ενώπιον του καλό και κακό
εις την εκλογήν του.
Οταν έφθασα, Κύριοι άκροαταί, εις αύτά τά άκρα πέρα-
τα τής μελέτης μου, εννόησα τότε, διατί τό χέρι μου, ώς
παραλυμένο, δεν ήμπορούσε νά σφίξ·ρ τό κονδήλι, και ό
νους μου δεν έδενε τόν καρπόν του. — Εφυγε μέριμνα κα-
κολογίας, άλλα δέν έχάσαμε τό δικαίωμα νά κρίνωμε εν­
τός τοΰ πρέποντος, ή τόν άγώνα, άν τό καλεσν) αίτια, η τό
βιβλίον και τά έργα τοΰ στρατηγού Κολοκοτρώνη. Και
τό δεύτερον είναι σήμερον τό θέμα τοΰ λόγου μας εις την
φιλικήν σας άκρόασιν.

Αν ήμουν αρμόδιος μέ δύναμ.ιν επιστήμης, μ.έ τέχνης χά-


ριν νά φέρω γνώμην εις τά έργα τοΰ Ελληνος Στρατηγού, ά-
κροασθήτε, παρακαλώ, πώς έπρεπε
. νά αρχίσω καί νά τε­

λειώσω. Είναι εις τό θέλημά μας νά όρίσωμεν την άξίαν
τών περίφημων άνδρών μέ τόσην τελειότητα, όσην 6 γεωμέ-
τρης, μετρώντας μέ τά ε’ργαλεΐα του διαστήματα γης ή ου­
Π

ρανού. Πώςς—νά ίστορήσωμε τό παγκόσμιο πνεύμα πού


έβασίλευε εις την ημέραν τού περιβόητου άνδρός, καί τό χω­
Α.

ριστό πνεύμα τής πατρίδας του, ποιοι καί πόσοι επαινεμένοι


άνδρες έπροετοίμασαν τόν δαφνοστόλιστον δρόμον του, καί
ποιοι τόν συνώδευσαν. ίΐς τό ψάρι εις τό γιαλό ζούμε μι­
κροί καί μ.εγάλοι εις τό πνεύμα τού καιρού μας· τά άν -
δραγαθήματα τών προγενεστέρων, οί κόποι τών συγχρό­
νων είναι τά φτερά τών μεγάλων άνθρώπων. Σμίγοντες
επειτα εις την γενικήν διήγησιν τήν λεπτομέρειαν τών έρ­
γων τού επαινεμένου σοφού ή ήρωος, καί τά* συμβάντα τής
νεότητάς του, καί ποιους ελαβε πατέρα, μητέρα, καί διδα­
σκάλους, θα επιτυχωμεν πιστήν ζωγραφίαν τής ψυχής του,
= 13 =

έπειδή οί μεγάλοι άνδρες δέν είναι αύτογέννητοι, -άλλα


πλαστουργεί τό μεγαλείο τους ό αιώνας τους, ή πατρίδα
τους φυσικω τώ λόγω, καί οί αγώνες τους. Θαρρεί κανείς,
δτι ό μέγας Αλέξανδρος, άν δεν είχε λάβφ πατέρα τόν Φί­
λιππον, διδάσκαλον τόν ’Αριστοτέλη, θρόνον του τήν
Μακεδονίαν, πατρίδα του τήν Ελλάδα εις τήν ακμήν της,
ήθελε ποτέ άξιωθή ό θαυμαστός νέος να επαινεθή άπό άν-
δρας ώς τόν Ιούλιον Καίσαρα, τόν Μοντεσκιοΰ, τόν εκκλη­
σιαστικόν Βοσσουέτιον καί τόν Ναπολέοντα; Η άξία τών
επαινετών μαρτυράει τό ύψος τοϋ επαινεμένου.

Με την μέθοδον, ποϋ προείπομεν, θέλοντες ημείς τώρα


να κρίνωμε την πολιτικήν καί στρατιωτικήν ζωήν τοϋ Στρα­
τηγού Θεοδώρου, θά έβλέπαμε φανερά, τί επήρε άπό τό
.
θησαυροφυλάκιον τοϋ αίώνος του, τί έμέτρησε αυτός εις

αυτό· πώς ηύρε την πατρίδα του, δταν τό έτος 1770 την
δεύτερα τής Λαμπρής, 3 ’Απριλίου, έγεννήθη εις ένα δέν­
Π

δρο άποκάτου, εις ένα βουνά τής παλαιάς Μεσσηνίας, ονο­


μαζόμενο Ραμαβοϋνι, καί πώς τήν άφισε, δταν ταϊς 4 Φε­
Α.

βρουάριου τοϋ έτους 1843 ένταφιάσθη εις τό νεκροταφείου


τών ’Αθηνών με τό κλάϋμα καί μέ τόν έπαινον τών έλ-
λήνων. Θά έξανοίγαμεν εις τήν σειράν τών αιώνων, πώς,
μέ τους μήναις καί μέ τούς χρόνους, ή δουλική φυσιογνω­
μία τοϋ Πρωθυπουργού καί Ναυάρχου Λουκά Νοταρά, πώς
άλλαζε δψιν, μετεπλάσθη καί έγεινε Μάρκος Μπότζαρης,
Διάκος, Ζα'ίμης, Πανοΰτζος Νοταράς Πρόεδρος τών φιλε­
λευθέρων Ελληνικών Συνελεύσεων, ομώνυμος, καί, ώς ή φή­
μη, συγγενής τοϋ μεγάλου Δουκός. — Ελειψαν οί τίτλοι
καί είδε φώς τό γένος μας. — 0 μέθοδος θά μάς έφερνε
νά κρίνωμε τί καλά, ή κακό άπό τά έργα τοϋ στρατηγού
ήτον γέννημα τής θελήσεώς του ή ζυγός ανάγκης, τέλος
= 14 =
πάντων θά εβλέπαμε όφθαλμοφανώς καί τό ποσόν τής
θείας Πρόνοιας εις τά έργα, εις ταΐς ψυχαΐς τών Ελλήνων,
φκόσριος δΐν είναι ποτέ έρημος θεού" διαλέγει κατοικίαν
τοι»· τήν καρδίαν των εναρ·ί'''> >, ραΐζεται '·“ ftft'fio, συν­
τρίβεται ό αλάβαστρος, άλλα τό θυμίαμα δέν ξεθυμ.αίνει,
ζωογονεί άλλαις καρδία.ι; ανθρώπων, καί ε’πί τέλους τό
ααλά θρ’αμβεύει.
Δεν άμφιβάλλω, ό'τι ή μέθοδος σάς ευχαριστεί* τό τέ­
λος της καί αρχή της εΰρετήρι άληθείας* ή μέθοδος καλή,
πλήν δύσκολη, καί σάς εξηγούμαι την αδυναμίαν μου νά
καταπολεμήσω ταΐς δυσκολίαις της*—νά νικήσω ταΐς δυ-
σκολίαις της, δηλοϊ ό'τι έχω εΐδησιν εντελή τής ιστορίας
τής Νέας Ελλάδος, η τοϋ άγώνος, καί ώς νά ήτον πράγμα
αποτελειωμένο, περασμένο εις τά αρχεία, καί άλλα πολλά
.

ακόμη δηλοϊ. Επειδή δεν αρκεί νους μεστός τής ιστορικής
ύλης, αλλά πρέπει την ζωήν τοϋ άνδρός καί συμβάντα
αιώνων, νά σάς τά παραστήσω τό πολύ πολύ εις τρία τέ­
Π

ταρτα τής ώρας, καί μέ τόσην καθαρότητα, ώς άχτΐνα


σελήνης εις εύμορφο παραθαλάσσιον* άλλέως δεν θά ή'μουν
Α.

τεχνίτης κάλλους, ώς θέλει όρθώς έννοουμ-ένη φιλολογική


έργασία, άλλά τεχνίτης άηδίας. Νά όμιλή ένας 40 ώραις ή
40 ήμέραις καί νά χύνρ σωρό τά συμβάντα, δεν είναι δύ­
σκολο, άλλ’ αηδέστατο* άφιαμίζει τον ακροατήν του, δεν
τοϋ γίνεται ποτέ κεντρί φιλοτιμίας και έργων. Γονατί­
ζει ή δυναμίς μου είς τό βάρος τή: μεθόδου. Τί λοιπόν;
νά μείνωμεν είς τήν μέσην, είς την αρχήν τού δρόμου; νά
σηκώσουμε τό τραπέζι πριν γευθοϋμε; — οχι* νά ξακολουθή-
σωμε τόν δρόμον μας, άλλά νά ρίξωμε τά βαρυά άρμα-
**» να ήμαστε πλειό ελεύθεροι είς τήν περπατησιά* νά
μείνωμε εί; τό γελέκι, μέ τά ελαφρά σπαθιά, καί νά κό-
= 15 ==
ψουμ.ε δρόμο. Ας βάλλωμε κατά [Λερός λοιπόν ταΐς ίς-ό-
ρίαις τοΰ κόσμου, της Ελλάδος, καί άς στενέψωμέ
την όμιλίαν μας εις μίαν ερευνάν, εις μίαν κρίσιν. Ποία
ή αναλογία των έργων τοϋ Στρατηγού Θεοδώρου, ύπολή-
ψεως καί τιμής, μέ τους ενδόξους άνδρας τοϋ καιρού του,
συμπολίτας του $ ξένους·, Καί άπό τους ξένους θά δια­
λέξω τους ε’κλεκτότερους νά τοϋ άντιβάλω. έρχομαι έ­
πειτα εις τους ομογενείς. Θά πάρω ταΐς ψηλαϊς κορυ-
φαΐς τοϋ αΐώνος· οσο κρατοΰμε εις τό χέρι μεγάλη λαμ­
πάδα, τόσο άναδίνουν καλήτερα τά ψεγάδια η ή καλλο­
νή προσώπου ποϋ βλέπομε. *Αν ό ομογενής μας νικηθίί
«ϊς τόν συναγωνισμόν τής δόξης, είναι πάλι καύχημα Ελ­
ληνικό, σάν τάχα ό απαίδευτος Καρυτινός νά εδύνατο νά
.
παλεύση μέ εκείνα τά στοιχειά τοϋ Μεγαλείου πολιτισμέ­

νων εθνών.

Πριν σάς λαλήσώ τά ξένα ονόματα ποϋ θά άντιτάξω εις


Π

τόν ομογενή μας, άς εκφράσωμε μίαν ηδονήν άκραν τής


ψυχής μας. Ομιλώ εις τούς συνομ,ήλικούς μου" οσοι πατοΰ-
Α.

μ.ε ή έπεράσαμε τά 50 έτη τής ηλικίας μ.ας, ημείς μ.όνοι


είμαστε αρμόδιοι τής πολλής ηδονής* όχι οί προγενέστεροι,
όχι οί μεταγενέστεροί μ.ας* όποιος δέν έδοκίμασε την στέ-
ρησιν, δέν τιμά, ώς πρέπει, καί την άπόκτησιν. Οί προ­
γενέστεροί μας έγνώρισαν μ.όνον την ελλειψιν, οί μεταγε­
νέστεροι βλέπουν την άπόκτησιν. Ποιαν άπόκτησιν καί
ποίαν ΰστέρησιν; Ανδρες συνομήλικες, όταν ημείς εγεν-
νηθήκαμε δεν ήτον ούτε κράτος έλληνικό, οΰτε Βασιλέας
έλλήνων, ούτε Ναύαρχοι, οΰτε Στρατηγοί Ελληνες* εί; τόν
ανήφορον τής ήληκίας μας τούς άπαντήσαμεν* χαιρετοϋμεν
σημαίαν εθνικήν ΐσότιμην τής σημαίας τών άλλων επικρα­
τειών τής γής. Ημείς ποϋ είδαμεν τά πυκνά σκοτάδια τού
= 16 =

χειμώνο;, τιμούμε καί ζωηρότερα τά φέγγη της ’Ανατο­


λής. Τούς αυτουργοί»; της ελευθερίας δέν δειλιάζω νά τους
παραβάλλω με τους ένδοξωτέρους αλλοεθνείς· διά ημάς εί­
ναι μεγάλοι, πρώτοι! έπειτα ποιος δεν ομολογεί δτι τά
έργα τους έχουν κάλλος αρετής, έπαινούμ,ενον εις πάντα
καιρόν καί τόπον; Δεν οίκοδομεϊ μεγαλεΐον, άν κυβερνάς
μεγάλην ε’πικράτειαν, άν θησαυρίζνις ά'μετρον θησαυρόν,
άν Βασιλέας ήσαι η έγεννήθηκες ! Ο μέγας Ναπολέων
είπε μία φορά είς τό νομοθετικόν Σώμα τής επικράτειας
του «Τί είναι ό θρόνος; cjuatre morceaux de bois
revels de velours»· τέσσερα κομ.μάτια ξύλα στολισμένα
βελούδο. To ΰψος τών φρονημ.άτων είναι τό μ,εγαλεϊο του
καθενός, τά άγαθοεργήματα προς την πατρίδα ί| προς τό
ανθρώπινον γένος.
.

Καί τό καλό, τό αγαθό, δεν ήξεύρω πώς, διπλώνει ή
αξία του, πραττόμενο είς όφελος τής Ελλάδος· ομοιάζει,
ότι ό ευεργέτης τής Νέας Ελλάδος άνασταίνει καί την Αρ-
Π

χαίαν’ όλαις ή δόξαις τών προγόνων ραντίζουν τό πρόσω­


πό του* ομοιάζει, ώς οί περίφημοι αρχαίοι νά σηκώνοντο
Α.

από τους τάφους τους, μέ τά -στηθάρια τσυς, μέ ταΐς


λόγχαις τους, καί νά άραδιάζωνται πλησίον του, διά νά
τόν τιμήσουν, σάν ποϋ έξ αιτίας του άναζεΐ τό όνομα τής
πατρίδος τους.

Αιχμάλωτος αύτών τών ιδεών προσμοιάζω τόν Στρα­


τηγό Κολοκοτρώνη μέ τόν Βάσινγκτων καί μ.έ τόν Ναπο-
λέοντα, όχι διά νά τόν εγκωμιάσω ΐσόβαθμον η άνώτερον,
άλλά κατώτερον· έπειτα θά τόν άναλογίσω μέ τοίις συν­
τρόφους του τοΰ άγώνος, καί θά φανή ότι είναι ίσότιμ.ος
με τους καλήτερους, καί εις ένα ποώτος.
Εγενν^θηκαν οί τρεις άντρες, ό 'Αμερικανός, Γάλλος
= 17 =

icatt Ελληνας τον ίδιον αιώνα· ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


νΐτον δεκαπενταετής, δ'ταν στρατάρχης νικηφόρο; ό Βάσιγ-
κτων έκλεισε ειρήνην με την ’Αγγλίαν, καί τριανταετής,
όταν οί Γάλλοι εκήρυζαν Αύτοκράτορα τον Ναζολέοντα·
ενός έτους ήτον ό Κολοκοτρώνης μικρότερος τοϋ Ναπολέ-
οντος· ή μητέραις και των δύω, έχοντας τά αγέννητα
βρέφη του; εις τά σπλάγχνα τους, έτρεχαν βουνά καϊ δάση,
συνοδεύοντας τους άνδρας τους εις πόλεμον ελευθερίας, ή
μία εις τά βουνά τής Πελοπόννησου, ή άλλη εις τά βουνά
τής Κόρσικας· ό νεώτερος τών δύω, δ ομογενής μας, απί­
θανε ύστερώτερος, καί γεροντότερος· ό Βάσιγκτων ήτον 68
ετών δταν άπέθανε εις τδ 1799, ό Ναπολέων 52 όταν
εσβυσε εις τδ Νησί τής αγίας Ελένης, καί ετών 70 ό Κο-
.
λοκοτρώνης ό'ταν έτάφη εις τδ κοιμητήριον των ’Αθηνών.

Μία ευτυχισμένη συζυγία άστρων έλαμψε εις την γέννησίν
τους, θησαυροφυλακίου τά στήθη καί τών τριών έρωτος
Π

πατρίδος, πολέμου, καί σεβασμού πρδς τά θεία, τδ τρίτον


αίσθημα πλέον φανερδ καί καρπερδ είς τδν Ελληνα καί εις
Α.

τδν ’Αμερικανδ, αλλά χλωρδ καί είς τά στήθη τοΰ άλλου.

Θεμελιωτής πρώτος τών ανδρειωμένων είναι ή φύσις μέ


τά δώρα της, δύναμιν καί υγείαν, είς κανένα άπδ τους
τρεις ή φύσις δεν ε’φθόνησε νέε χαρίση τά αγαθά της. Αρ­
μόδιοι νά υποφέρουν κόπο, δρόμο, ήλιοκαύματα, άγρυ-
πνιαΐς κινδύνων, δίψα, πείνα, χιόνια βουνού- ψυχαϊς ήρωϊ-
καϊς είχαν ανάλογο οικοδόμημα, κατοικίαν ή νεότη τους
δεν διεφθάρη άπδ τδ φιλήδονον.
Τά τραγούδια τών παλαιών κλεφτών, ή λύρα τοΰ τυ­
φλού ύμνήτρια τών άνδραγαθημάτων τοϋ πατρός του, τά
αψιά πηδήματα, οί παλληκαρίσιοι χοροί, άνάστησαν τήν
νεότητα τοϋ Θ. Κολοκοτρεόνη.
2
= 18 ~

Του Ναπολέοντος άοκνη μελέτη ήτον ή ζωαϊς τοϋ Πλού­


ταρχον, ή ζωή τοΰ μεγάλου ’Αλεξάνδρου άπό τόν Κουΐντο
Κούρτσίο, τά ΰπομ.ν/,ματα τοϋ ’Ιουλίου Καίσαρος μαζή μέ
τά στρατιωτικά γυμνάσμ.ατα τοΰ σχολείου. Αυτή η πρω-
τΠ σπουδή εις τά παίδιακά του, έσπειραν εις την φιλότι­
μων ψυχήν του την άφοβίαν καί τον πόθον των μεγάλων
εκστρατειών καί των φοβερών τολμημάτων.
Τό κυνήγι εις τά απάτητα ανήλια δάση της ’Αμερι­
κής, σπαθί καί σαΐτα, ολίγα γράμματα άλλ* επιστημο­
νικά, κίνδυνα μέ τους αγρίους γείτονας ανθρώπους, άνά-
στν,σαν παιδιακά και νιάτα τοΰ Βάσιγκτων. ‘Ομολογεί
ό ίδιος—έχω σωματικήν δύναμιν νά υποφέρω τους μεγα-
λητέρους κόπους, καί μεγαλοψυχίαν, ελπίζω, νά μην δει­
λιάσου εις τους μεγαλητε'ρους κινδύνους.— Επρώτευε εις
.

δύναμιν σουματος άπό τους άλλου; δύο, θαρρώ, ό ’Α­
μερικανός· καθώς δ Θ. Κολοκοτρώνης εϊχε τά πρωτεία
τής στρατιωτικής φυσιογνωμίας, φωνή, χουχούτισμ.α
Π

τών ηρώων τοΰ όμηρου, μελαψός, μισός άράπης, μύτη


καί μάτια σταυραετοΰ.
Α.

Διά νά σάς παραδώσω κοντολογής καί μέ σφραγίδα


άληθοσύνης τό φιλοκίνδυνο, τό φιλόπατρι, ·τό φιλόθεο
αίσθημα τών τριών άνδρών θέλω νά σάς αναφέρω τά
λόγια τους. Ιΐξεύρομε ό'τι τά έργα δεν συμφωνούν πάν­
τοτε με τά εύμορφα λ.όγια, ό'ταν όμως οί γενναίοι ομι­
λούν μανθάνομεν τι πράττουν.— Ακούσετε· Κινδυνεύον­
τας μια φορά δ Ναπολέων εις μ.ίαν μάχην άπό τά κα­
νόνια τοΰ εχθρού, τοϋ είπαν οί πλησιέστεροι νά άπο-
συρθνί διότι χάνεται. «Μήν φοβήσθε τούς λέγει, ακόμη
τεχνίτης δεν έχυσε τό βόλι πού θά μέ πάρη.Λ —0 Βά·
σιγκτων χιλίαρχο; διηγούμενος εις τόν διοικητήν Αγ-
= 19 =

γλον της Βιργινίας {λίαν μάχην ετελείωσε την έκθεσίν


του — ηκουσα άπό πλησίον τά βόλια, έχει ή φωνή τους
τΐ αρμονικό. ‘Η έκθεσις τοΰ νέου χιλίαρχου άνεγινώ-
σκετο εις τον Γεώργιον Γ', έβασίλευε άκόμι την ’Αμε­
ρικήν, καί ώς ήλθε εις αυτήν την άράδα είπε «δεν θά
ήτον πολλά πολλά τά βόλια που ήκουσε. ‘Ο Βάσιγκτων
δέν ήτον καυχησιάρης, άλλ’ ή φράσις του ητον ζεχείλι-
σμα τής ψυχής του, καί όταν γινόμενος στρατηγός καί
περίφημος, έρωτήθη άπό φίλον του άν τωόντι έγραψε ώς
είπαμε, άπεκρίθη οθά ήμουν πολύ νέος βέβαια, άν τό
έγραψα.»
Τον γέρο Κολοκοτρόνη ήκουσα εδώ εις τάς ’Αθήνας
συχνά νά λέγνι α ή επιθυμία μου εμέ τώρα είναι νά πε-
.
θάνω σέ μία πατάγια» ουλάττω τήν φράσιν του.

Τήν άγάπην τής καρδίας τους πρδς τήν πατρίδα μαρ­
τυρούν καί τών τριών τά ακόλουθα· — τοΰ Βάσιγκτων
Π

—έβασανίζετο πολύ μία επαρχία άπό τούς αγρίους γεί­


τονας, ολίγοι οΐ στρατιώταις τού Βάσιγκτων διά νά
Α.

πολεμήσιρ, καί γράφει εις τον διοικητήν, «ή σφαγή τών


αθώων άπό τούς βαρβάρους εχθρούς, τά δάκρυα τού
λαοϋ, ή απελπισία του, μέ πληγώνουν τόσο, πού θά
πήγαινα νά προσφέρω τόν έαυτόν μου θυσίαν εις τούς
αγρίους, άν μέ τό αίμα μου έλάβαΐναν άνεσι τά βάσανα
τοΰ κόσμου.»
— Τοΰ Κολοκοτρόνη*— «ό ’ΐμπραΐμης μοΰ έπαράγ-
γειλε μία φορά, διηγείται εις τά υπομνήματα, διατί
δέν στέκω νά πολεμήσωμε·, Τοΰ άπεκρίθηκα, άν θέλης
νά πολεμήσουμε, νά κάμωμε δοκιμήν άνδρείας, πάρε 500,
1000, περνώ καί εγώ άλλους τόσους ή όλιγώτερους,
διόρισε ώραν καί τόπον πολέμου. Αν θέλης πάλαι έβγα
2*
= .20 ==

έγώ καί σΰ νά μονομαχήσώμε, καί άν τδ δέχονταν θά


ευχαριστούμουν άν με σκότωνε άς πήγαινα, άν τδν
σκότωνα θά γλύτονα τδ έθνος μου άπδ κακδ θηρίον. Δεν
μοΰ εμνίνυσε άπάντησιν ούτε εις τδ ένα οΰτε εις τδ
άλλο.»
— Τοΰ Γάλλου άνδρός·—σάς ενθυμίζω ότι κειτάμενος
εις την κλίνην τοΰ θανάτου, όταν πλειά οί οφθαλμοί του
έβασίλευαν εις τον αιώνιον ύπνον, τά χείλη του ε’πρό-
φερναν, «Γαλλία, Γαλλία, υίε μου.» Ενα άρθρον τής
διαθήκης του διατάττει νά τοΰ στήσουν τδ μνήμα του
εις ταϊς παραποταμίαΐς τής Σένας, εις τά Γαλλικά χώ­
ματα .
Πολλαΐς μαρτυριαΐς έχω νά σάς φέρω τής ευλαβητι­
κής ψυχής των τριών στρατηγών. ''Ηρωος χριστιανού
.

έχουν χάριν τά γνωστά λόγια τοΰ Θ. Κολοκοτρώνη.
Εβαπτίσθημεν μία φορά μέ τδ λάδι, βαπτιζόμ,εθα καί
άλλην μίαν μέ τδ αιμα διά την ελευθερίαν τής πατρίδος·
Π

«έλευθερία πατρίδος» εις τά χείλ,η του ήτον θρίαμβος


πίστεως. ήξεύρομε τδ τάμα του όταν Ιπήγε εις τά
Α.

1803 εις τδ πανηγύρι τής Αγίας Μονής. « Ο ναδς τής


Θεοτόκου ήτον χαλασμένος άπδ την πρώτη 'Γουρκιά, κλα­
διά δένδρων τδν σκέπαζαν—βοήθησε με Παναγία νά ε­
λευθερώσουμε την πατρίδα καί νά σέ φτιάσω Μοναστήρι
καί Εκκλησιά καθώς ήσουν πρώτα. Τδν δεύτερο χρόνο
τής Ιπαναστάσεως έλυσα τδ τάμα μου.»
Αξιομνημόνευτο είναι ενα ρητό τού Κολοκοτρώνη, καί
μάλλον θά σύρει την προσοχήν σας, επειδή συμφωνεί μέ
τι όμοιον σχεδόν που είχε είπεΐ ό Βάσιγκτων. Οταν ό
Κολοκοτρωνης καί άλλοι άπελπίζοντο εις τους κινδύνους
τής πατρίδος άπδ τήν δύναμιν του εχθρού, έλεγε πρός
= 21 =
«(Λψύχωσίν του καί των άλλων β Μήν μικρόψυχους, 6
Θεός εδωσε τήν υπογραφήν του διά τήν ελευθερίαν της
Ελλάδος, 5εν την περνει πίσω. ε> ίδοΰ τον αυτόν στοχα­
σμόν πώς τον φανερώνει ό Βάσιγκτων εις τους κινδύνους
της πατριδος του. «0 Κυρίαρχης τοΰ κόσμου τόσον
εω; τώρα μάς βοήθησε εις δρόμους ευτυχίας καί τιμής,
ποΰ είναι των αδυνάτων νά μάς ε’γκαταλείψρ, νά μάς
έρημώσνι τοΰ έλε'ους του εις την μεσην τοΰ δρόμου.» Α­
κούσετε καί ολίγα λόγια τοΰ Βάσιγκτοον άπό επιστολήν
ιΐς φίλον του. ΙΙτον τότε όταν παύοντας 6 πόλεμ.ος, άπό
στρατάρχης στεφανοφόρος κατεγίνετο άοκνος γεωργός εις
την πατρικήν του περιουσίαν. Ποοσεξετε πόσον εύμορφα
φαίνεται ή πίστις του εις την αθανασίαν τής ψυχής. «’Επι­
θυμώ, γράφει, ότι ή αγάπη, καί ή ύπόληψις Ινός προς
.

τον άλλον ποΰ έσπείραμεν εις ήμεραις κινδύνου, καί έμε-
γάλωσαν μέ την πολιτικήν μας ζωήν, παρακαλώ νά μήν
μαρανθούν τώρα εις την ιδιωτικήν μας ζωήν. Ας καλλιερ­
Π

γούμε μάλιστα εις τό δείλι τής ηλικίας μας τά εύμορφα


φυτά, πριν μεταφυτευθοΰν εις άλλα κλίματα μακαριώτατα
Α.

καί αιώνια.»
Ερχομαι τώρα εις την κρίσιν τοΰ θρησκευτικού αι­
σθήματος τοΰ Ναπολέοντος, καί σάς μεταφε'ρω είς μίαν
σάλαν τοΰ παλατιού του εις ταΐς Τουλιερίαις. Εσπερινή
ήτον συναναστροφή, στρατηγοί περιβόητοι, νέαις ευμορ-
φαις, πολιτικοί άριστοι, έστόλιζαν τό νυχτικό κάλεσμα
του μεγάλου Αΰτοκράτορος. ’Ερωτά ό Ναπολέων τους
εϊς τον κύκλον του σιμώτερους" Ποιαν αποφασίζουν την
πλέον εύτυχισμένην ήμεραν τής ζωής του — θέμα λαμ­
πρό διά τούς αύλικοΰς, διά τους άφωσιωμενους είς τό
άστρο του. ‘II Κυρίαις ελεγαν, την ήμε'ρα ποΰ ε’νυμφεύθη
= 22 =

τήν Αυτοκρατόρισσα, οι στρατιωτικοί, τήν μάχην των


τριών Αΰτοκρατόρων εις τό Αουστερλίτζ, οπού αυτός
ένας ένίκνίσε τους δύω, οί πολιτικοί έλεγαν, τήν ημέρα
τοϋ 18 Brumaire, δταν, πολίτης φιλόπατρις, εσύντριψε
τό αναρχικό οικοδόμημα τής δημοκρατίας.
»0/ι, τούς λέγει εκείνος μέ άκρα γλυκύτητα εις τά
χείλη, ή καλήτεοη ήμερα τής ζωής μου είναι ή ήμερα
τής πρώτης μου μεταλαβιάς· ι> — αγόρια καί κοράσια
δυτικά κοινωνοϋν όταν πατήσουν τά 14 ετνϊ τής ήλι-
κίας τους. — Τους ζωγράφιζε έπειτα ό Ναπολέων μέ
τήν εϋγλιυττίαν του τήν Μητρόπολιν εκκλησίαν τής
Κόρσικας, τήν συντριβήν τής ψυχής του ένούπιον θε-
οϋ·» άν καί παιδί, τους έλεγε, έσυλλογίζουμουν τό με­
γαλείο του δημιουργού, καί τήν άφάνειαν τοϋ ανθρώ­
.
που.» Η κλίσις του πρός τά θεία αυζησε με τήν ερη­

μιά καί με τους πόνους τής αιχμαλωσίας εις τό νησί τής
Αγίας Ελένης. Με τους συντρόφους τής αιχμαλωσίας
του καταντούσε συχνά εις φιλονεικίας πίστεως· μία
Π

φορά άφοΰ άπέδειζε τήν θεότητα τοϋ ’ΐησοϋ Χρίστου εις


Α.

τόν στρατηγόν Βερτράνδ, ό Βερτράνδ σιωπούσε, αΔεν


όμιλεΐς, τοϋ λέγει; άν δεν εννοείς ότι ό ’ΐησοϋς Χριστός
είναι Θεός έσφαλα ποϋ σ’ έκαμα στρατηγόν.» Si vous ne
compfennez pas que Jesus Christ est Dieu, j ai eu
tort de vous nommer General.
Αλλοτε ό ίδιος Βερτράνδ, μέ τρόπον άπρεπή τόν έρω­
τα· «Είδες έσυ τόν Θεόν·, άν τόν είδες τί είναι; «Θαρ­
ρώ Κύριοι ότι ή άλυσος τής άγίας Ελένης έκανε μαχ-
μουρλίδαις τους συντρόφους τοϋ Ναπολέοντος, τους κα­
κοσύνευε. Τό μαχμουρχλίκι ό'μως τοϋ Βερτράνδ μάς έφί"
λευσε τήν άξιοθαύμαστον άπάντησιν ποϋ θ’ ακούσετε.
= 23 =

«Τί είναι Θεός ; νά σού το εΐπώ· Πώς χρβνκις ίου δτι


ίνας άνθρωπος έχει πνεύμα; τό είδες ποτέ j Τί ήξεύ-
ρεις διά νά πιστοποίησης τήν χάριν τοΰ νοός του ·,
όταν εις τό άγριο κύμα τοΰ πολέμου είχατε ανάγκην νά
οάς έρμηνεύσω ενα' κίνημα στρατιωτικό, διατί οί άλλοι
καί εσύ πρώτος έζητούσατε νά μ.έ ίδήτε, νά πάρετε την
διαταγ·/ίν μου ·, Ποΰ είναι ό Αύτοκράτωοας ς έφώναζαν
αξιωματικοί καί στρατιώται. Τί δηλοΐ ό φωνή σας εί
μη δτι είχατε εμπιστοσύνη εις τό πνεύμα πού μού έχά*
ρισε ό Θεός; Ενίκησα, έπολερ.ήσαμε, επιστεύσατε εις
εμέ· τά έργα τού Θεού μ.έ βιάζουν νά πιστεύω εις τόν
Θεόν. Γη και ουρανός διηγούνται την δόξαν του. Τά
έργα της θείας παντοδυναμίας είναι πλέον χεροπιαστά,
φωτεινότερα παρά τά ανδραγαθήματα μας εις τλ,ν Αίγυ­
.
πτο καί εις την Ευρώπη. Τί είναι, τί αξίζουν, τά πλέον

περίπλοκα σοφώτερα κινήματα θνητού στρατάρχου απέ­
ναντι τής κιν/,σεως των άστέρων ·, λ
Π

Ο Ναπολέων έκατηγορήθη άπό πολλούς ώς ασεβής


διά τό φέοσιμόν του προς τόν σεβάσμιον Πϊον Ζ', τόν
Α.

όποιον εκράτησε, και καιρόν, αιχμάλωτον εις φρούριον


Γαλλικόν, άλλ’ άπολογήθη εις την κατηγορίαν με νόημα
Βασιλέως λέγοντας, δτι πνευματική εξουσία ξένου Κυ­
ριάρχου εις τό κράτος του κινδυνεύει τού θρόνου του
αυτονομίαν και ασφάλειαν, π L' influence spirituelle d un
Prince Stranger dans scs Etats, etait contraire a Γ in­
dependence, et i ia surete de son Trdne.»
Οί μεγάλοι άνδοες, Κύριοι άκροαταί, πάσης φυλής καί
τόπου, είναι καί οί πλέον ευαίσθητοι των θείων προσόντων,
είτε ώς νοημ.ονέστεροι ξανοίγουν βαθύτερα τά μυστήρια
τής πλάσεως, είτε ώς πληρέστεροι θείων χαρίτων έννο-
= 24
ούν τήν στενώτερην συγγένειαν του; με τόν πλάστην
καί τον τιμοϋν, είτε ώς μεγάλοι άνδρες κυματιζόμενοι
άόκνως εις κινδύνου; θέλουν με την εύλάβειάν τους νά
σύρουν βοηθόν των έργων του; τον Δημιουργόν καί Κυ­
βερνήτην τού Παντός.
Ερχομαι τώρα νά σάς είπώ εις τι ομοιάζουν τά έργα
τοΰ Θεοδώρου Κολοκοτρών-η καί τοΰ μεγάλου Στρατάρ­
χου τής Γαλλίας, καί, μά την αλήθειαν, εις αυτήν
την άκμήν τής ομιλίας μας δέν σάς φαίνεται νά βλέπετε
τόν άψϋν Αΰτοκράτορα νά κυτάζν; πατόκορφα τον γέ­
ροντα τής Πελοπόννησου καί νά λέγ/,·, « Διαλεκτός αν­
ταγωνιστής μ.οΰ έρχεται απέναντι, καί ώς απίστευτη
κινδυνεύει ή τόλμη! Εις όίραν φωτεινού πολιτισμού τής
άνθρωπότητος, εΐ; έθνη καί Βασίλεια πλούσια από τέχναις,
.
άρματα, σοφία, έλαμψε ή δόξα μου, δύο διαδήμ.ατα έφό-

ρεσα Βασιλικά, εις διακόσιαις μάχαις ένίκησα, δρόμους
άνοιξα έκατό, γεφύρια έστησα Ικατό διά νά ευκολύνω
έμπόοιον καί καλοζωίαν των υπηκόων μ.ου, έγραψα κώ-
Π

δηκας, μνημείο ΐσότητος αιώνιο. Μού προβαίνει τώρα


μεγαλείου αντεραστής, στρατηγός πού δεν έπέρασε ποτέ
Α.

τά ξαμίλια, άλλ’ εις τό παλαιό νησί τού Πέλοποςπότε μέ


100, πότε μέ χίλιους, ή μέ μελίσσι χωρικών έπολεμούσε
βάρβαρο στράτευμ,α, ξένο τού τόπου, ή απελπισμένο.
— Θαυμαστέ Κολοκοτρώνη, εις ταϊς πλάταις των προβά­
των ε’μάντευες καλό καί κακό, πώς δέν ε’μάντευσες τήν
δολ.οφονίαν πού σάς υστέρησε από τόν έξοχώτερον άνδρα
τής φυλής σας, νά τήν μαντεύσν,ς καί νά τήν προλάβ-ρς
δια την ευτυχίαν τής πατρίδος σου ) — Στρατηγοί πού μού
έρχονται αντίπαλοι! οΐ όποιοι είχαν ώροσκόπιον πολέ­
μου, έβλεπαν ταϊς δάφναις τής νίκης, ή τού; τάφους τών
νικημένων εις τά κόκκαλα τών αρνιών, ΐίχυσαν δάκρυα
και αίμα οί Βασιλείς δλοι τής γης διά νά πάρουν άστρα-
παϊ; και βρονταΐς άπό την παλάμην μου, διά νά μοΰ
ξεζώσουν την αιματηρή ρομφαία. Εννοώ την αυθάδειαν,
ποθεν μικροί άνθρωποι παραβάλλονται μ’ ε’με, διατί απί­
θανα αιχμάλωτος εις τό νησί της άγιας Ελένης· άλλ’ ή
αγγλική αλυσίδα δεν έφυλάκισε τό πνεϋμά μου, δεν εμ.ά-
ρανε τά έργα μου, ζούν επαινεμένα άπό την φήμην, άπό
σοφούς, καί άπό ανδρείους. Τά αμάξι μου έτρεχε βια­
στικό εις την όδοιπορίαν του, έπήραν φωτιά οί τροχοί,
καί άναψε, τό κυβέρναε ζυγός άνάγκης, δεν ήμ,πορούσα
νά σταμ.ατήσω άν δέν σύντριβα όλα τά παλιά καί δεν
νεωτέρεζα τον κόσμ,ον.»
Τί στοχάζεσθε ότι δύναται νά άπαντήσνι ό Κολοκο-
.
τρώνης ; εδώ χρειάζεται όλη του ή πανουργία· ας δο-

κιμάσουμεν τό πιθανόν τής άπαντήσεώς του ή τής απο­
λογίας του.
Π

’Επικαλούμαι, άρχίζει ό Κολοκοτρώνης, επικαλούμαι


την μαρτυρίαν των συμπολιτών μου, πού εις τά ζώντα
Α.

μ.ου όταν έτύχαΐνε ομιλία διά τά έργα σου, σέ έλεγα πάν­


τοτε θεάν τού πολέμ,ου· όχι εγώ νά συγκριθώ μ.αζή σου,
αλλά θά τό είχα καύχημά μου νά υπηρετήσω απλός λο­
χαγός εις τούς πολέμους σου, όπου ή μάθησις, καί ή
τέχνη ύπέρβαιναν την άνδρία, καί ή άνδρία σου, καί τού
στρατεύμ.ατός σου μεγάλη· οχι μαζή σου νά συγκριθώ"
— άλλος μ’ έσυρεν είς τόν άνισον άγώνα, καί άς ό'ψεται.
(Τά ρήχνει άπάνου μ.ου, ώς άκούετε Κύριοι άκροαται).—
Αφού ήλθαμε όμως είς τούτο, εξακολουθεί ό Κολοκο­
τρώνης, ακούσε καί ε’μέ την απολογίαν. Ετυχε νά έχω
καί εγώ άρματα, καί εξουσία· άλλα δέν εμολύνθηκα ποτέ
— 26 =

ιίς αίμα άθώο των συμπολιτών μου. 0 κόσμο;, καί έσΰ


καλίτεοα άπό τόν κόσμον γνωρίζει;, ότι εις τοΰτο δέν
είσαι καθαρό;· ενθυμέσου ταϊς ήμέραι;, προεόρτια, πα­
ραμονή τή; Αυτοκρατορία; σου, όταν άπό τά στρατοδικεία
σου εΐ; σκοτειναϊ; φυλακαΐς ε’δίκαζε; καί ε’φόνευες. Εΐδω-
λον τή; λατρεία; τή; γής έτοίμαζες τόν έαυτόν σου, καί
ή έρωτομανία τοϋ έαυτοΰ σου σε έτύφλονε. Δεν έσκό-
τωσα εγώ τόν ’Αντώνιον Οικονόμου, μή γένοιτο άλλ’ ε·
σκότωσα τόν Νενέκο- άπό τήν αυγήν έως τό δείλι έτυχε
μίαν ήμε'ρα νά έχη εις τήν εξουσίαν του τόν ’ϊμπραίμη,'ήμ-
ποοοϋσε δεμένον νά μοϋ τόν φέρ/) νά σώσουμε τήν πατρίδα,
δέν τό έκαμε καί έφΰλαξε πίστιν, άλλ’ ή πρώτη πίστι;
τοϋ ανθρώπου είναι πρό; τήν πατρίδα του, πρό; τό γέ­
νος του. Εφύλαξες έσϋ πίστιν πρό; τήν πατρίδα σου που
εί; του; πάγου;, εί; τά χιόνια τής Ρωσσίας, έθαψες τό άν­
.

θος τών ανδρειωμένων τή; Γαλλία; όλης, ασυνείδητε
Βασιλέα, απρόβλεπτε στρατηγέ; Τί είπα, τή; Γαλλία; ;
τής οικουμένη; όλης τόν διαλεχτόν αθέρα πολεμιστών
Π

άνδρών. ’Εγώ μέ τά μικρά μου κινήματα, άν θέλφς μέ


τους πενήντα καί μέ του; χίλιους μου, είδα ομω; τήν
Α.

πατρίδα μου έλευθερωμένην. Οί οφθαλμοί μου εις ώραν θα­


νάτου άγνάντευσαν νά κυματίζη σημαία νικήτρια εθνική
εις τά χώματα τών προγόνων μου. Πώς άφησες έσΰ τήν
Γαλλίαν όταν τέλος έβασίλευσε τό άστρο τή; δόξης σου ;
’Από τά πέρατα τής γής στρατιώτες, στρατηγοί, ξένοι
Βασιλείς έστοατοπεδεύοντο εις τά περίφημα Παρίσια, ή
κατατροφή σου ήτον δάκτυλο Θεού, ίιατί δέν ε’γνώρισες
ποτέ εύσπλαγχνίαν, δέν αγάπησες ποτέ ελευθερίαν. Πόσον
διέφερε άπό σέ εΐ; έρωτα ελευθερίας, καί εις τήν αγάπην
= 27 =

τη? Γαλλικής γης ό διάδοχός uou (1), 6 όποιος θεμελίω­


σε τους ίεροΰς νόμους τής αντιπρόσωπος, καί οχι οί άν­
θρωποι να ήναι πρόβατα άφωνα, καί δταν ό βασιλέας τής
Προυσίας ήθελε νά στείλϊ] να κρεμάσουν την γέφυρα τής
ίενης, χυμένη άπό τά κανόνια τής μάχης, τοϋ έγραψε, Μή-
νυσέ μου, εις ποιαν ώραν θά στείλης νά κάψ/,ς τό γεφύ-
ρι, νά υπάγω νά καθίσω καταμεσής νά καώ καί εγώ.

Γνώμοδοτώ, Κύριοι, νά άφήσωμε τον Θ. Κολοκοτρώ-


νη καί τόν ίμπεράτορα, εϊς τά ήλύσια νά ξετελειώσουν
ταϊς διαφοραίς τους, καί βεβαίως θά άκουοθοϋν, άφοΰ ό
Κολοκοτρώνης, ώς φρόνιμος, δεν ζητεί οΰτε πρωτεία,
οΰτε δευτερεΐα άπό τόν ηρωικόν Βασιλέα, καί άς πάμε
νά πραΰπαντήσωμεν τόν Βάσιγκτων. έδώ, Κύριοι, τό
πράγμα αλλάζει πολύ, επειδή ό Βάσιγκτων όχι μ.όνον δεν
.

οργίζεται άν είποΰμε ότι ό Κολοκοτρώνης τοϋ ομοιάζει,
αλλά ζητεί, καί μέ προθυμίαν, νά μάθρ τά έργα τοϋ Ελ-
ληνος, καί άν άνώτερόν του τόν άποδείξωμεν πάλαι τό
Π

χαίρεται, τόσον τόν ήμερον στρατηγόν έκυβέρναε πόθος


τοϋ κάλοϋ τής άνθρωπότητος! — Εις τοϋτο τό σημάδι
Α.

είχε στήσει τό δοξάρι του ό άμεμπτος κυνηγός.


Ας μη φανούμε άνέγνωροι εις τόσην χάριν, δθεν μήν
μέ κατακρίνετε άν ομιλήσω πρός τόν Αμερικανόν άνδρα,
ώς δά ακούσετε.
Οχι ό Κολοκοτρώνης, στρατηγέ Βάσιγκτων, άλλ άλ­
λοι καί άλλοι, οί περιφημότεροι των παλαιών άνδρών
καί νεωτέρων δεν ήμποροϋν μαζή σου, θαρρώ, νά συγκρι-
θοϋν, επειδή τριπλός στέφανος στολίζει τήν κεφαλήν σου,

(1) Λουίοόΐκος ΙΗ'.


28 =
ανδρείας, άρετής, καί ευτυχία;. ήξεύοομεν ότι χειροτο­
νημένος άπό την πατρίδα σου άρχηγός τής Επικράτειας,
Ελεγες, ότι τα βήματά σου προς τό θρονί τής εξουσίας
όμοιάζουν μέ βήματα καταδίκου πρός την θέσιν τής ποι­
νής του, τόσον ή ευθύνη τής εξουσίας, όχι ή δόξα τής αρ­
χηγίας έκεντοΰσε τά τίμιά σου σπλάγχνα! καί όταν άπό
τα παραθαλάσσια τής νέας ϊόρκ σ’ έχαιρετοΰσε ή φωνή
τοΰ λαοΰ, καί 13 κουπολάτες, καθένας άπό ταΐς 13 ε-
παρχίαις τοΰ κράτους άραζαν τήν δαμασκοενδυμένην τριή-
ρη σου εις τόν λιμένα, καί ή μουσική, ό λαός, οί κανο-
νοβολισμοί έφερναν έως τά άστρα τό όνομά σου, δάκρυ
κρυφό ένότιζε τό πρόσωπόν σου άπό την συλλογήν σου,
πώς θά πράξ-ρς τό καλό καί νά άνταποκριθής εις την π αν­
τοχήν των συμπολιτών σου.
Εις δεκαετίαν
.
στρατάρχης, ή Δικτάτορας ένίκησες τους

εχθρούς καί έκλεισες ειρήνην, εις οκταετίαν έθεμελίω-
σες Κυβέρνησιν, εξόφλησε; δάνεια τή; πατρίδος τών δει­
νών ήμερών, έθεράπευσε; τά ορφανά, ταΐς χήραις τών
Π

αγωνιστών, καί έλαμψε ή δικαιοσύνη τοΰ κράτους, καί


ή δικαιοσύνη ε’κείνη τό μακροημερεύει.—Τρίτη φορά τό
Α.

έθνος σοΰ ε’πρόσφερε τήν εξουσίαν, δεν ε’στε'ρχθης, άπόφυ-


γ&ς νά άφήσ/.ς παράδειγμα επικίνδυνο εις γην ελευθερίας,
ιδιώτης όρέγουτουν νά ζήσ/ς, εις τό δείλι σου χαιρόμενος
τούς κόπους τής αυγής σου. — Αποχωοίσθης άπό τήν ε­
ξουσίαν με λόγον πράς τούς ομογενείς σου μεστόν τής
στρατιωτική; σου καί πολιτικής σου σοφίας, τόν ενθυ­
μούνται άκόμη οί γέροντες καί κλαίουν, άναψες φώς
ακοίμητο να φωτίζεται διά παντός ό ναός τής πατρίδος.
Ελυπηθηκαν οί συμπολίτες σου όταν ή μοίρα τοΰ θανά-
«ου σ εκαλεσε, ώς λυπούνται άνθρωποι πονεμενοι, τών
= 29
όποιων εις τήν καρδίαν, καί από μητέρα, καί άπό πα­
τέρα καί α/.ο τέκνα και από ερωμένην εσύ έχαίρουσουν
την πρωτοκαθεδρίαν. — Ακούσε τώρα στρατηγέ- ό Θ. Κο-
λοκοτρώνης άν δεν σοϋ είναι ισότιμος εΐ; δόξαν, αξίζει
όμως νά ήναι καί αυτός συντράπεζος των ήρώων η σο­
φών όσοι ευεργέτησαν τήν πατρίδα τους, νά ήναι ένας
τής οικογένειας, οΰτε ό μεγαλύτερος ούτε ό μικρότερος*
Ακούσε" τό πρώτο έτος τής έπαναστάσεως τών ‘Ελλήνων,
χωριά ά’νανδρα τής Πελοπόννησου τά έμόρφωσε μέ την
γνώσίν του πολεμικά, εις την εκστρατείαν τοϋ Δράμ.αλη
εμ,πειρος πολεμιστή; ώφελήθη άπό τά λάθη τοϋ ξένου
στρατάρχου, και ή Ασιατική ε’κστρατεία έτάφη εις τά χώ­
ματα τής Πελοπόννησου. Δεν ένίκησε ό Κολοκοτοώνης
.
τον ’ΐμπραίμη, αλλά τόν βασάνιζε, καί τοϋ έγκρέμιζε τά

τρόπαια. Τέλος όταν ή μεγάλη στενοχώρια τών επαρχιών
καί τά ήμερα μέτρα τοϋ Αιγυπτίου παρακινούσαν εις τό
Π

προσκύνημα, καί έγεινε άρχή, ό Ελληνας στρατηγός, μέ


φωτιά, μέ τσεκούρι, ή μέ τό θειον όνομα τής πατρίδος
Α.

εις τό στόμα έφερνε εις συναίσθησιν καί μετάνοια τούς


προσκυνημένους, καί εσώθη ή ελευθερία.
Ηλθεν ό Κυβερνήτης, συνέργησε μέ πόθον εις τόν ερ­
χομόν του, άναπαύθη ό βασανισμένος πολεμιστής εις την
άρετήν τοϋ Ιπιστήμονος άνδρός, καί άναμφιβόλως τοϋ Κυ­
βερνήτου εις ταΐς ήμέραις ήθελαν στοιχειωθή θεμέλια έλ-
ληνικής καλοζωΐας μ.ακρόβια, άν ή διχόνοια, παλαιό άμαρ-
τημα, στρατηγέ Βάσιγκτων, καί βλάβη θανατηφόρα τής
φυλής μας δέν έχυνε εις τόν τόπον τά μαύρα της φίδια.
Ανδρες άκροαταί ! Νά δημοσιεύω τοϋ Θεοδώρου Κολο-
κοτρώνη βραβεία κατοίτερα αξίας ώς πρός άνδρας αλλογε­
νείς δέν μου είναι καί δέν σάς είναι ευχάριστο" ορέγεται
= 30 =

% φύσις του ανθρώπου βΐς τδν ομογενή του τά πρωτεία·


θέλω όμως vat σάς σημειώσω, πού ή έλλειψις τοϋ στρα­
τηγού μας, πόθεν ή αδυναμία του ώς προς άλλους δυνα­
τούς. Τάχα ή σημείωσές μου θά χρησιμεύσω δικαιολό-
^ημά του η προς παρηγοριάν μας, η διδασκαλία εις ποίαν
επεσε ε’ρημίαν γραμμάτων τδ έθνος το Ελληνικόν. Σχο­
λιάσετε την σημείωσίν μου, δπως στραφνί τδ σχόλιον εις
όφελος τής πατρίδος. Σάς λέγω μέ τά δάκρυα εις τά
μάτια, δτι ό γέρο Κολοκοτρώνης δέν ήξευρε νά διαβάζη,
δεν ήξευρε νά γράφω, ή νά εξηγηθώ ορθότερα μόλις ή-
ξευρε νά διαβάζη, καί εις τδ κονδίλι δεν πήγαινε μακρύ -
τέρα άπδ δσα ψηφία ζωγραφίζουν τδ δνομά του· χρονο­
λογήσετε την γέννησίν του, δταν τό βασιλόπαιδο τής
Ασίας, ό άρχαϊος Κάδμος μέ ταΐς άλλαις πραγματείαις
.

τοϋ πλοίου του έφερε καί τδ πρώτο άλφαβητάρι εις την
Ελλάδα, και μ’ δλον τοϋτο ό Κολοκοτρώνης έκαμε cp**
τάρχης, καί αντιπρόεδρος τοΰ ε’κτελεστικοϋ, καί αντι­
Π

πρόεδρος θαρρώ τοϋ συμβουλίου τής έπικρατείας, καί


πληρεξούσιος νομοθετής. Καί πότε ή αμάθεια τοϋ Θ. Κο-
Α.

λοκοτρώνη, εις ποίαν ήμερα τής ιστορίας τοϋ κόσμου;


όταν οί ύστεροι τρεις αιώνες άπδ τά 1500 καί ε’δώ δι-
πλασίασαν σχεδόν τά κεφάλαια τών γνώσεων τής άνθρω-
πότητος, εμεγαλύνθη τόσο ή πολύτιμη κληρονομιά τών
περασμένων αιώνων — άλλο παρά τδ σταυροβοήθι τοΰ
Κάδμου.
ήμπορεϊ κανείς νά ύψωθή χωρίς μεγαλεϊον νοός, ήμπο-
ρεϊ νά διοικήσ^ κ*θώς πρέπει, τά μεγάλα συμφέροντα
των άνθρωπων, τήν ελευθερίαν, τήν Κυβέρνησιν, την νί­
κην τών αρμάτων, χωρίς δύναμιν νοός; καί πόθεν ή
τροφή τοϋ πνεύματος είμή άπδ ταΐς εΰλογίαις τής έ-
31

πιστνίμης; Παραβάλλετε τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην με


τόν Ναπολέοντα, ό όποιος βάνοντας εις την θήκην τό
σπαθί του, καί κρεμ.όντας το εις τους τοίχους τής κα­
τοικίας του ήμποροϋσε να παραδώσν) με με'γαν έπαινον
γεωμετρίαν, ιστορίαν, καί άλλα. Παραβάλλετε τον Θεό­
δωρον Κολοκοτρώνην με τον άρχαΐον Περικλή, ό όποιος
άν ζοϋσε σνίμερον ήτον άξιος να πρυτανεύσφ την ’Ακαδη­
μίαν τοϋ Βερολίνου, $ των Παρισίων, καί νά παραδώσ/ι
μαθήματα ευγλωττίας ανώτερα άπό την παράδοσιν τοϋ
σοφού καθηγητοΰ, καί πρεόην Οπουργοΰ Villemain. Πα­
ραβάλλετε τον μέ τόν Θηβαίον Επαμινώνδα, ό όποιος άν
κατά περίστασιν έμποδίζετο ό Πυθαγόρας νά παραδώσφ,
ό έπαμινώνδας θά τόν άναπλήρωνε μέ ταΐς εύφημίαις των
.
ακροατών του.

’Εκατηγορήθη ό Θεμιστοκλής ότι δέν ήξεύρει νά
πα/ζ·ρ κιθάρα, νά χορεύφ. Τό ομολογώ, . άπεκρίθη, άλλά
Π

δόσετέ μου λαόν, καί νά τόν όργανίσω κοινωνίαν εύνο-


μουμένην, έπικράτειαν. Είχε λοιπόν μελετήσει ό ξακου­
Α.

στός Ναύαρχος τά προβλήμ.ατα τής φιλοσοφίας, καί τής


πολιτικής, οι οφθαλμοί πού άνέγνωσαν τά χειρόγραφα
των παλαιών σοφών είδαν βυθισμένο εις τόν γιαλό τής Σα-
λαμ.ΐνος τό χιλιάρμενο τοϋ έχθροϋ, καί τά μεγάλα φρο­
νήματα τής ψυχής του αγαλλίασαν, ό'σα τοϋ είχε χαρίσει
ή φιλοσοφία, άπό τά όποια δέν ήτον τό ύστερώτερο, ή
ελευθερία τής ‘Ελλάδος.
Δέν άρνούμεθα, μά την άλήθεΐαν, ό'τι ήμπορεΐ άνθρω­
πος νά στρέψη, εις κακόν την επιστήμην, οτι ή ψευδοσο­
φία είναι συχνά χειρότερά άπό την άμαθειαν, αλλα τό
τέλειον τής αξίας είναι βέβαια όταν με τήν ανδρείαν
τοϋ νίρωος σμίγν) νους πλούσιος άπό επιστήμην.
== 32 =

Ζ·/ιτώ, άνδρες άκροαταί, σύμμαχον της γνώμης μου,


των άγαθοεργημάτων δηλαδή τής επιστήμης— ηύρα τόν
σύμ,μαχον, πιστεύετε ποιον; τον ίδιον Κολοκοτρώ-
νη. Ακούσετε το άνε'κδοτον, τό εχω άπό τον μακα­
ρίτην Κουλίνο. — 0 πατε'ρας μου έσιριάνιζε εις την κάμα­
ρα, εγώ έγραφα, λεγει ό Κουλίνος· ε’σταμάτισε μονομιάς,
μ' ε’ρωτάει· Κουλίνε, ποιος νομίζεις δτι είναι ό εθνικός
οίκος τής έλλάδος ·, Τοΰ άπεκρίθηκα ευθύς. Το παλάτι
τοΰ Βασιλεως’ ο/ι μοΰ είπε· ΤΑ πανεπιστήμιον.
Διά νά δώσουμεν την άζίαν της εις τήν άπόκρισεν τοΰ
πατρός πρΑς τον υιόν, άς ενθυμηθοΰμεν τί διδάσκεται
εις τά πανεπιστήμια' διδάσκεται ή θεολογία, οί νόμοι
δηλαδή τής πίστεως, διδάσκονται οί νόμοι τού κράτους,
ζύγια τών χρεών τοΰ πολίτου προς την κοινωνίαν, καί
.

άνταπόδοσις τών άγαθών τής κοινωνίας πρΑς τον ά'νθρω-
πον’ διδάσκεται τό δίκαιον τών εθνών, φωτισμ,ός νά
προστατεύης τά δίκαια καί συμφέροντα τής πατρίδος σου,
Π

καί τών ά’λλων εθνών νά σε'βεσαι· διδάσκεται ή ρητορική,


τής εύμορφης ομιλίας δηλαδή τά παραδείγματα καί ή
Α.

τε'χνη' διδάσκεται ή φιλοσοφία, φτερό ίιψηλοφροσύνης'


παραδίδεται ή ιστορία ή οποία διηγούμενη τά περασμε'να
κρενει καί βοηθάει τά παρόντα, καί με'λλοντα, μάθημα
καρποφόρο ό'σον ή νόησις τοΰ ανθρώπου καί ή κτίσις δεν
αλλάζουν όψιν καί φύσιν’ άλλα πολλά άκόμ.η έρμηνεύον-
ται εις τά Πανεπιστήμια.
Αυτή ή μάθησις δέν είναι δύναμις, εύμορφία τοΰ πνεύ­
ματος ; Η υγεία τής ψυχής δεν πλαστουργεί δύναμιν έρ­
γων ; Ερωτώντας ό Κολοκοτρώνης, ώς ακούσετε, τόν υιόν
του, μοΰ φαίνεται, εσυλλογίζετο,— τό αϊφνίδιό του στα-
ματισμα δηλοϊ πολύ—εσυλλογίζετο ποΰ εσφαλε αυτός ή
= 33 =
οί συνάδελφοί του εις τήν διοίκησιν τής πατρίδος. Μήν
δυσκολευθούμε καί νά όμολογήσωμε ότι αν ό γέρος όμο-
γενής (/.ας δεν είχε σπουδήν, είχε καλήν συνείδησή νά σέ­
βεται τήν επιστήμην, καί νά έννοή τήν σωτηρίαν των Ελ­
λήνων άπό τήν λατρείαν της.

έρχομαι τώρα νά όμοιάσω τόν Θ. Κολοκοτρώνην μέ τούς


άνδρας τού Ελληνικού άγώνος, αλλά πριν ς-ήσωμεν αύτόν τόν
οικογενειακόν συναγωνισμών, δεν είναι καί άλλοι άντρες πε­
ρίφημοι, μέ τούς όποιους σχεδόν έξ ανάγκης πρέπει νά
τόν φέρωμεν είς σύγκρισή, νά μοιράσωμεν βραβεία αξίας·
Είναι. Μήν πάρωμεν δτι ήτον μικροί άνθρωποι ε’κείνοι τούς
οποίους εννοώ καί εννοείτε, θά ήτον άδικη ή κοίσις σας
καί ζημία τών συμφερόντων μας, επειδή εναντίον αυτών
.
έπολεμήσαμεν, καί ή αξία τους δίδει αξίαν είς τήν αρετήν

τού γένους μας. Ανδρες ’πού αγαπούσαν τήν φυλήν τους,
μεγαλόψυχοι, πολεμικοί ήτον καί ό Μεχμεταλής, καί ό
Σουλτάν Μαχμούτ, ό ϊμπραΐμης, καί ό Κιουτάγιας, καί ό
Π

Τοπάλπασας, άλλά νά σας υμνήσω εγώ τώρα τον Θ. Κο-


Α.

λοκοτρώνην, νά σύρω καύχημα διά τά πρωτεία του,


θά ήτον μικροπρέπεια μου, λόγος ανάξιος νά άκουσθή άπό
δίκαιο καί γενναίο ακροατήριο. Η ύπεροχή τού Κολοκο-
τρώνη εχει τήν αιτίαν της άπό μεγαλείο τού οποίου αυ­
τός δεν είναι ούτε αυτουργός, ούτε αίτιος, πηγάζει άπό τήν
θρησκείαν εις τήν οποίαν έγεννήθη· δεν τήν επλάσε αυτός,
τήν ηύρε, καί τέκνον της άπό τά πρώτα παιδιακά του
έκινδύνευσε τήν ζωήν του είς πόλεμον ιερόν στρατιώτης
τού Χριστού καί τής Πατρίδος, κανένας τίτλος περιφανέ­
στερος τής γης δεν ίσοδυναμεΐ μέ τόσον άγιον όνομα· μά­
χεσαι γραμμένος είς αυτήν τήν σημαίαν ·, καταγίνε­
σαι νά φέρης είς τήν γήν, τής Βασιλείας τού Θεού ταϊς
= 34
ιΰλογίαις, τήν δικαιοσύνην, τήν έΧεοθερίαν, τόν νόμον.
Αν αφιερωθούμε νά συγκρίνουμε δχι τά ανδραγαθήματα,
αλλά ταΐς άΐτίαις τών ανδραγαθημάτων, θά δμολογήσω-
με τόν Κολοκοτρώνην (ή του; όμοίου; του) οχι μόνον
άνώτερον τών όθωμανών άνδρών, άλλα δσων άλλων περι­
βόητων άνδρών ε’δοξάσθηκαν εις τον αιώνα του- εΐ; κανένα
μέρος τής γής δεν έτέθη τόσο καθαρά τό ζήτημα, δσον εις
την Ελλάδα κατά τό 1821, τό ζήτημα, ή μάχη μεταξύ
εύσεβείας καί άσεβείας, άληθείας καί ψεύδους, νόμου καί
τυραννίας. — Βεβαιόνουν τήν δμιλίαν μας καί τά έργα
αθανάτων άνδρών, τών οποίων τά ονόματα έγραψεν ή Βου­
λή εις τό αμφιθέατρο τών συνεδριάσεων· άνδρες ξένοι τής
Ελληνικής γής, μή εχθροί τών όθωμανών αλλά φιλε­
λεύθεροι εις τό φρόνημα, αδελφοί εϊ; τήν πίστιν, ήλθαν
.
εις ταΐς Ελληνικαΐς στεοηαΐς, καί εις τά πελάγη πρός χά-

ριν θριάμβου Χριστιανικού, ό Αστινγκς, ό Μπάϊρων, δ Νορ-
μάν, 6 Σανταρόζας, ό Κόδριγκτων, ό Αϊδίν, ό Δερινί, καί
Π

έχαίροντο εις τούς πολεμικούς κινδύνους μέ τήν ελπίδα,


έπίστευαν δτι εις τήν Ελλάδα, ώς εις αγρόν Χριστιανικόν,
Α.

θά ανθήσουν τιμή καί αγάπη, ελευθερία καί νόμος.


Εφθασε τέλος πάντων ή ομιλία μας εις τήν ακμήν νά
βάλλωμεν νά φιλονεικήσουν διά τήν δόξαν του ονόματος
Κολοκοτρώνην, Μιαούλην, Καραϊσκάκην καί άλλους, γρά­
ψετε με τους αποθαμένους καί τους ζωντανού; τών ενδόξων
Ελλήνων πολιτικούς καί στρατιωτικούς. Αλλά, Κύριοι, αν
στήσωμεν αυτόν τον αγώνα δεν θά φανοΰμεν, ή κάλλιον
νά εΐπώ, δεν θά φανώ εγώ ’ποϋ προκαλώ τόν άγωνα, δεν
θά φανώ ανεπιτήδειος θεατής, ρηχός κατά τήν γνο'ιμην
κριτής τοΰ κινήματος της ελευθερίας; Ποιος, Κύριοι, ήμ-
πορεΐ νά καυχηθή ή νά κατεβή πρώτος ή δεύτερος εις τά
= 35 =

άνδραγαθήμ.ατα; ήτον κίνησις γενική τού έθνους, ήτονδι«ί-


ρεσις υπηρεσίας, διαφορά χαρισμάτων, οί μεγάλοι ίσοι μέ
τούς μικρούς, οί μικροί επήραν τό ανάστημα των
μεγάλων πόδι ή χε'ρι άξίζει χωρίς οφθαλμόν, ή ο­
φθαλμός έρημος άπό τά άλλα με'λη τού σώματος; Εις
τά Βασιλικά, πλησίον των Σαλόνων, μοϋ διηγήθη συχνά δ
σεβάσμιος Γεώργιος όλιόπουλος, είδε τήν χέρα τού Γκούρα
διπλή άπό τό πρίσμα τοΰ πολέμου, άλλ’ δταν ό Γκούρας
έφόνευε, έλίγνευε ή χέρα των άλλων·, καί ποιοι ήτον αυ­
τοί·, οί νέοι καί οι γέροντες καί δύο ιερείς τής επαρχίας. (I)
0 ένας τιμά την όμήγυρίν μ.ας σήμερον, ό άλλος ευλογεί,
πιστεύω, τά λόγιά μας, άν καί αδύνατα προς τόσην χ«ρτν,
άπό τάς αιωνίους μονάς των δικαίων. Προνόμια μεγα­
.
λείου ίσως εις άλλους τόπους, εις άλλους καιρούς δικαιολο­

γούνται, άλλ’ εις τήν ‘Ελλάδα τό ίσον είχε στήσει τόν
θρόνον του, ίσοι ενώπιον Θεού, ίσοι εις δουλοσύνην, καί
εις πολιτισμόν. — Μία δάφνη στολίζει ενα πρόσωπο, τό
Π

πρόσωπο τής γενεάς τού άγώνος.


Α.

Αν ένθυμήσθε, Κύριοι, την γνώμην πού είχα ξεφράσει


διά τόν στρατηγόν, δτι τόν θεωρώ, εις ενα, πρώτον τών
άλλων έλλήνων, ίσως θελήσετε τώρα νά άπολογηθώ διά
την γνώμην μου· καί δεν τό άποφεύγω, καί ελπίζω δτι
οχι άδάκρυτοι θά άκούσετε πού θεμελίωνα τά πρωτεΐά του·
τού άπέδιδα τά πρωτεία τών ελεεινών παθημάτων, καί με
τού; πόνους του, μ.έ τού; άναστεναγμούς του ως άλυσω-
μένη έπλεκετο ή Ελληνική ελευθερία.
Μισή ώρα μακρά άπό εδώ κοίτεται θαμένος δ θ. Κβ·*
λοκοτρώνης, μάρμαρο ιστορημένο δεν στολίζει τόν τάφον

(ί) Παπακώπας καί Παπανδρηϊς,


3*
= 36
του, αλλά μία κεραμίδα τζακισμένη· τά λόγια πού θά σάς
ίίπώ έγώ τώρα άς χρησιμεύσουν ώς επιγραφή γραμμένη εις
εκείνα τά άγραφα κεραμίδια, καί δταν συνοδία θανάτου
φίλων, ή συγγενών σάς φέρννι εις τό κοιμητήριον, νά τά
άναγινώσκωμεν προς τιμήν τοΰ ενταφιασμένου.
Προοιμιάζει ή ζωή του μέ τούς πόνους τοΰ έθνους· εις
ένα βουνό, εις ένα δένδρο άποκάτου έγεννήθη μέσα εις τούς
τρόμους τής πρώτες αποστασίας τής Πελοποννήσου· — έν-
δεκαετής έγλύτωσε άπό τούς πύργους τής Καστανίτζας,
έσκοτώθηκαν εις τό γεροϋσι τής νυκτός—νύχτα μικρή καί
τούς ‘πήρε τό φεγγάρι,— οί θεΐοί του, ό πατέρας του, 6
Παναγιώταρος Βενετζιανάκος'— Με τήν στενοχώριαν των
ορφανών, μέ τήν καταδίωζιν δυνάστου άνετράφη δ 0. Κο-
λοκοτρώνης· ώς αύξανε ή ήλικία του ύψόνετο καί ή ψυχή
.
του, ή άρματωλός, ή κλέφτες πάντοτε εζωνε ά'ρματα.—

Εις τά 1804 φιρμάνι τοΰ Σουλτάνου, συνοδικό τού Πα-
τριάρχου, τά χωριά τής Πελοποννήσου εις τό πόδι τον κυ­
Π

νηγούσαν, άπό 36 άδελφοξάδελφα, άπό 150 συντρόφους


του μετρούνται εις τά δάκτυλα όσοι έφυγαν σπαθί πο­
Α.

λέμου. — Είς τήν έπανάστασιν έφυλακίσθη εις τό μονα­


στήρι τής Υδρας, εφονεύθη δ υιός του άπό μολύβι όμοπί-
στων, καί τά βόλια πού έθανάτωσαν τόν Κυβερνήτην
έσχισαν θανατηφόρα καί τήν καρδίαν του. Επί άντιβασι-
λείας έκρίθη, έκαταδικάσθη εις θάνατον, ώς προδότης τού
θρόνου καί τής πατρίιϊος, καί είδε τό τρομερώτερο θέαμα,
ώς παραλογειά ονείρου, είδε άναιβαίνοντας τόν ανήφορον
τού Ιτζ-καλέ, ϊδε τόν δήμιον νά τροχίζη τό σίδερο, ‘πού
έμελλε νά πάρ·/) τήν κεφαλήν του καί τού έζαδέλφου του.
Είναι ιστορικό.
0 φύσις, προνοήτρια των παθημάτων του, τόν είχε πλου­
= 37
τίσει χάριν ανταγωνισμού, ώς φαίνεται, με πλούσια κε­
φάλαια χαρμοσύνης· τώ ήξεύρετε, γελοία καί άσειότητες τόν
εΰφραιναν, καί νά λέγ·ρ· και νά άκού/ι, καί δταν την αΰρινήν
τής καταδικαστικής άποφάσεως τού άνεγινώσκετο τό δι­
άταγμα τού Βασιλέως, δτι ή κεφαλική του ποινή μεταβάλ­
λεται εις εικοσαετή φυλάκισιν, είπε· Θα γελάσω τον Βα­
σιλέα, δεν θά ζήσω τόσα· δμως δέν εγέλασε αύτδς τόν
Βασιλέα, άλλα μάλλον τόν αιχμάλωτον τής άδικίας ό
σκηπτροϋχος τής πατρίδος μας μέ μύριόν του έπαινον, έ-
πειδή, χρόνος άκλειστος, τού έγκρέμισε την θύραν τής φυ­
λακής τοΰ Παλαμιδιοϋ, τόν ’πήρε από τό χέρι, τού άνοιξε
ταΐς θύραις τού συμβουλίου τού κράτους, καί τόν εστησε
ώς τόν σεβασμιώτερον μεταξύ των πολλών ενδόξων τού
.
συμβουλίου τής επικράτειας.

Καιροί, χρόνοι άπέρασαν άπό εκείναις ταϊς ήμέραις,
οί νέοι εγεράσαμε, πολλοί των γερόντων έκοιμήθηκαν ύπνον
θανάτου, βλέπω εις τό ακροατήριου άκροατάς, ή αγέννητοι
Π

τότε, ή εις τό βυζί τής βυζάστρας, — παλαιά πράγματα,


Α.

Ιστορίαις, εις την γαλήνην τής ώρας σήμερον ακούσετε πα­


ρακαλώ τί ήτον τό συμβάν εκείνο, ή δίκη τού στρατη­
γού σας. Οΐ άνδρες τής άντιβασιλείας δεν ήτον ιεροκή­
ρυκες, ούτε διδάσκαλοι τού πανεπιστημίου· έπορεύοντο εις
την Ελλάδα ώς φίλοι τού νόμου, καί ήτον φίλοι του εγ­
κάρδιοι * οί ιεροκήρυκες, οί διδάσκαλοι ώφελοϋν την ψυχήν
μέ μέτρα ήμερα, οχι βίαια, με τόν καιρόν, μέ τόν λό-
λον· ό νομοθέτη:, ό άρχηγός τού πολιτεύματος πράττει
μέ ταχύτητα, άν τούτο δέν κάμν], άν όκνεύσρ εις την
τρικυμίαν, ναυαγίζει τό πολίτευμα, καί μένουν εις τά
χέρια του τά τρίμματα τού Κράτους,—εις τά στενά ό
νομοθέτης πείθει μέ την ποινικήν δικονομίαν.
= 38 =

fepy(Sfxevv] ή άντιβασιλεία τί είδε, τί είπε·, εκρινε ότι


συμά εις τό καλό εμφωλεύει καί περίσσιο κακό, τά φρού­
ρια ήτον είς τά χέρια των ξένων . τά περισσότερα, οχι
τών εντοπίων ήξευρε στόλον καϋμέναν, Κυβερνητών φονευ-
μένον, και ε’Ονοσυνελεύσεις κομμέναις από σπαθί στρα­
τιώτου, ήξευρε τήν άλληλοσφαγήν Ελλήνων καί Γάλλων
εις τό Αργος, εμαθε ότι διχόνοια καί αταξία έβασάνιζαν
ταΐς γώραις, χώραις ληστευμέναις, καί οί κάτοικοι ήτον
μέ τον φόβον εις τήν καρδΐαν καί μέ τό όπλον είς τό
γέρι. Ποία ήτον ή αποστολή της άντιβασιλείας ; νά φε-
ρη Κυβέρνησιν, νά θεμελιιόση τήν Μοναρχίαν εις την
καρό'ίαν των αντιβασιλέων έπαιζε γλυκά καί ή χορδή,
ή σοφή Γερμανία νά πολιτεύσνι, νά άναστήσρ την αρχαίαν
σοφήν Ελλάδα. Οί άνδρες τής άντιβασιλείας λοιπόν ύπο­
.
πτοι, ύποπτοι αυτοί πρός ημάς, φιλόνομοι, γενναίοι, θε-

μελιωταί μοναρχίας, ζε'νοι, οθεν ώς νεοφερμενοι, ανίδεοι
όχι των ρ.εγάλων έργων τών Ελληνικών όσα αντήχησαν
Π

εις όλην την οικουμένην, πασίδηλα καί επαινεμένα σαν


τον Ηλιον, αλλά τών μικρών παθών τών διχονοίων μας,
Α.

τής οικογένειας... "Αν δέν άποστρέφεσθε τον όρισμόν που


δίδω τής άντιβασιλείας, εχομεν εϊς τό χέρι τό κλειδί τής
δίκης τού άτυχους στρατηγού σας, καί τής καταδίκης
του, ώς προδότου.—Ζωγραφισμένος, είς τά μάτια τής
άντιβασιλείας μέ τήν χολήν τών φατριών είδαν παραμορ­
φωμένου τόν άνδρα, με τό φιλύποπτου πρός σχεδόν άν-
τίμαχην έζουσίαν τον κακόβλεπαν, τοϋ έλογάριασαν δύ-
ναμιν πού δέν είχε- σημαιοφόρος γενναίων αισθημάτων
τής φυλής ό Κολοκοτρώνης ήτον δυνατός, άλλ’ εις τό
κακό ητον ασήμαντος, είμαι βε'βαιος ότι αν ήθελε ποτέ
προβάλει τί θανάσιμου διά τόν θρόνον, διά τήν πατρίδα
= 39 =
εις τόν Νικήτα, εις τόν Πλάποΰτα. εις τόν Β. Πβ-τι^εζά,
εϊ; τόν Τζόκρη, εις τόν Ν. Μπούκουρα, οί πλέον παραδο-
μένοι, οί στενώτεροι τής αγάπης του, αυτοί θά τόν έδεναν
νά τον στειλουν ώς φρενίτην εις την Ευαγγελίστριαν τής
Τήνου. Δεν πε'ρασε καιρός, καί ή Βασιλεία ε’πείσθη, οτι
6 νομιζόμενος προδότης ήτον φίλος, καί οί πολιτικοί
του εχθροί εις τόν κίνδυνόν του ένθυμήθηκαν όταν έπολέ-
μησαν κοινόν εχθρόν μαζή του καί εδοξάσθηκαν, καί κα­
θένας τους μέ Ουσίαν τής ζωής του ήθελε ξαγοράσει τήν
κεφαλήν του από τήν γκιλοτίνα, τοΰ φίλου τους, τοϋ συ­
νάδελφου τους εις ταΐς κακαΐς ή εύτυχησμέναίς ήριέραις
τοΰ άγώνος, καί τό θέαμα, ή τραγωδία έκλεισε μέ τά
γελοία τοϋ κόσμου. Σύρτης εις τό γελοίο πρώτος ήτον 6
.
ίδιος ό μακαρίτης, όταν ε’μηνολοΥοΰσε τήν γέννησίν του

άφοϋ έξεφυλακίσθη άπό τό Παλαμίδι, καί απέδειχνε τόν
έαυτόν του εις τά σπάργανα ώς νήπιο, ομοιάζω έλεγε
τώρα τό πουλί τής ΛθηνέΕς γε'ρικο όμπρός, μάτια καί
Π

μύτη διά Μουσείο, όπίσω όρά μικρή, κλωσσοπούλι.


Α.

Ανδρε; φίλοι καί αδελφοί άφοϋ έδιώζαμε τήν μελαγ­


χολίαν, ή τραγωδία, ώς εϊδαμεν, έτελείωτε μέ τά γέ-
λοια, δέν είναι τάχα καλό νά κοντοσταθοΰμε ολίγο εις
τό νέο μονοπάτι, καί νά σας διηγηθώ ένα ιστόρημα
ποϋ σάν καί ταιριάζει μέ τήν ομιλίαν μας, καί άν δέν
τό φυλλιάσω καλά διορθώστε το μέ τόν νουν σας.—Εις
τους Παρισιού; ήτον ένας μπαρμπε'ρης, κουρεΰς ‘Ελληνιστί’
Ητον λοιπόν ένα; μπαρμπε'ρης ή κουρεΰς εις τους Παρι-
σίοφ, είχε καί ε’μπρός εις τήν θύραν τοΰ εργαστηρίου του
έναν παπαγάλλον, θαύμα των παπαγάλλων, εις αυτόν άρ­
μοζε ό στίχος.
= 40 =
Δεν έκοιλάδιε σάν πουλί, σαν όλα τά πουλάκια,
Μόν έκοιλάδιε καί έλεγε, ανθρώπινα όμιλοΰβε·
Ενας ώρέχτηκε νά τον κλέψη, είτε διά λογαριασμόν του
πρός τέρψιν του, είτε διά νά τον πωλήσν;. Ητον χειμώνας,
και συνήθεια τόν χειμώνα ε’κεΐνον νά φορούν μεγάλα πλα­
τιά επανωφόρια οί άντρες, ταμπάρα’ προμελέτησε ό έγ-
κληματίας νά πράξνι τό κακό' δταν ό μπαρμπέρης θά ητον
πισόπλατα τής θύρας τοϋ εργαστηρίου, λούοντας μουστερή
του· τό κλουβί με τον παπαγάλλο ήτον λίγο έξω τής θυ-
ρας, εις την διάβα- ώς λοιπόν ήλθε εις τόν εγκληματίαν
βολικό τό τόλμημα, ζαμόνει τό χέρι, κατεβάζει τό
κλουβί, χώνει κλουβί καί παπαγάλλο άποκάτου άπό τό
άπανωφόρι, καί φεύγει"—τό εύλίγιστο του μπαρμπέρη ε-
πήοε άέρα τοϋ εγκλήματος, χύνεται εζω άπό τό εργαστήρι,
.

άφίνει τόν μουστερή με ταΐς σαπουνάδαις εις την μούρη,
χύνεται φωνάζοντας au voleur, au voleur, δηλοΐ, κυνη­
γάτε τόν κλέφτη· έβγήκαν άπό τά εργαστήρια τους άλλοι
Π

άνθρωποι, έλαχαν καί διαβάτες, καί όλοι έφώναζον, au


yoleur, au voleur· άγνάντευσε ό μπαρμπέρης πέρα πά­
Α.

τημα γοργό ανθρώπου καί άπανωφόρι φουσκωμένο, ιδε


τόν Ηλιο, βάνει φωνή μεγαλήτερη, τρέχει ώς νά είχε φτε­
ρά, έτρεχε καί ό κλέφτης νά πιάσνι κανένα σταυροδρόμι νά
άναληφθίί, καί θά τό έπιτύχαινε, σταυρωτοί δρόμοι πολ­
λοί εις τούς Παρισίους. Αλλά τί συνέβη ς μαντεύσετέ το.
Ο παπαγάλλος ποΰ ακούει τόν καλόν του νοικοκύρη νά φω­
νάζει au voleur, au voleur, άρχισε καί εκείνος άποκάτου
άπό τό άπανωφόρι μέσα εις τό κλουβί νά φωνάζν) au^ vo­
leur, au voleur· ό κλέφτης ποΰ ένόησε τήν προδοσίαν,
καταδότης καί κλέφτης χεροπιασμένοι, πετά άποσβολωμέ-
νος τό κλουβί, καί γίνεται άφαντος· ό μπαρμπέρης, άδιά-
— 41 =

Φορο; διά τό αθέμιτο τής πράξεως, σηκώνει άπό καταγής


τό κλουβί, καί έστησε είς την συνηθισμένην του θέσιν τό
πολύλογο κοσμοαγαπημένο πετούμενο, ένδυμένο τά χρώ­
ματα τής ε’λπίδος. Πώς τώρα συμφωνεί μέ τήν ομιλίαν
μας τό συμβάν τοϋ παπαγάλλου ·, K'jptoi! Εις ταϊς ήμ.έ-
ραις τής δίκης τοΰ Κολοκοτρώνη ε’φώναζεν 6 λαός δέν είναι
ένοχος, έφώναζε ή Θέμις, θεά τής δικαιοσύνης, είναι α­
θώος, ξεφωνούσε καί ό Κολοκοτρώνης, άλλ’ εις τρίτο πρό­
σωπο ώς άντιλαλιά, ώς παπαγάλλος τού κόσμου, τής
Θεάς, δεν είναι ένοχος, είναι αθώος·—διατί, Κύριοι, τρι-
τοπρόσωπος είς τό ξεφωνητό του ] Εννοήσατε το άπά τήν
φράσιν τού βιβλίου του. Οταν έπειτα άζό εξη μήνες μυ­
στική φυλακή, διηγείται, ήλθε ό Μάσων, καί μού έδι-
άβασε δλην εκείνην την αρμαθιά τών εγκλημάτων πού
.

βεβαίωνε πώς έκαμα, έλεγα, εγώ είμαι, ή άλλος ·, άμφί-
βαλλα διά τον εαυτόν μου. — Από ε’κεΐνο τό άλαλητό τέλος
πάντων τού λαού, τής δικαιοσύνης, τού Κολοκοτρώνη εις
Π

τό κλουβί, τών ξένων πρέσβεων, χρεωστώ νά τό είπώ προς


τιμήν τους, ό Μάσων, χάριν λόγου, πετά τό κλουβί μέ
Α.

τόν παπαγάλλο μ,έσα, καί άρατίσθη είς τά άκρα τής Σκω­


τίας, δπου ψάλλει τό Εύαγγέλιον είς τό ποίμνιόν του—
είναι πρόσωπο ιερωμένο— αφού τό έψαλλε τόσο εύμορφα
εις τήν ‘Ελλάδα· ό Κολοκοτρώνης άπέθανε μέ την ώραν
του, ετάφη μέ τά δάκρυα τών συμπολιτών του εις τά
κοιμητήριον τών Αθηνών καί κοίτεται εις τό μνήμα του,
περιμένοντας τήν άνάστασιν νά παρουσιασθή αύτος καί οί
κατήγοροί του ενώπιον τού ανώτατου δικαστού.
6σα είδε, δσα ήκουσε, δσα ενθυμείται, αξία λόγου,
οσα εκαμεν 6 μακαρίτης, μού τά έλεγε, καί ε’γώ τά έ­
γραφα τό έτος 1836' άρχισα τήν τύπωσιν τοΰ βιβλίου
= 42
~ο· έτος 1846, τήν ετελείωσα τ6 έτος 1850, σήμερον
ιή δηαοσιεύω, ώκνευσα νά τό ΰημοσιευσω δυο ετη, . · ,
. . . είδα, καί άπόει5α, καί σήμερον τό δίδω εις τό φως·
Βούλομαι τώρα νά απαντήσω εις ε’ρωτήματα τά όποια
νοερώς ό ακροατής έκαμε, ή Οά κάμει εις τόν εκδότην.
Πρώτο ερώτημα. Η διήγησις τοϋ Θ. Κολοκοτρώνη έχει
αλήθειαν, ή, κάλλιο νά είποϋμ.ε, ιστορικήν τελειότητα; Δεν
τό βεβαιώνω, κυματίζομαι εις αμφιβολίας, άλλά βεβαιό-
νω, δτι άν οί ένδοξοι συνάδελφοί του, όσοι ευφραίνουν ά-
κόμα μέ τά τίμια γηρατειά του; φίλους καί συμπολίτας,
άν τά ανθηρά τέκνα ώρφανεμένα γονέων αγωνιστών, άν ό
νεούτερος τών παλαιών καί παλαιός, στρατηγός Γενναίος
θελήσουν νά θεραπεύσουν χάσματα ιστορικά πολεμικού
άνδρός, όχι ιστοριογράφου, θά οίκοδομηθη μνημείο λαμπρό,
.
όχι πρός τερψιν τής ακοής, άλλά πρός παντοτεινήν ωφέ­

λειαν τής φυλής. Καμμία ευεργεσία μ,εγαλήτερη είς τό
γένος, όσο διήγησις αληθινή τοϋ κινήματος τών Ελλήνων
κατά τό έτος 1821. Προγύμνασμα τό φιλοκίνδυνο κίνη­
Π

μα, άν ήναι βουλή Θ·οΰ, καί άλλων θεαρέστων αγώνων.


Α.

Αλλο έρώτημ.α. Κακολογεί ό Κολοκοτρώνη; τους αντι­


μάχους του πολίτικους, ή στρατιωτικούς;
Είναι γνωστό ότι έμπλέχθη συχνά εις διαφωνίας γνώ­
μης καί εις φόνους εμφυλίων πολέμων· κακολογεί ναι,
άλλ όχι με χείλη πικρά, διαβάζεις όμως εις τά βάθη τής
ψυχής του όργήν έχθροΰ, οχι, τόν αδίκησα, οργήν άνδρός
εραστοΰ τής πατρίδος του. Φαίνεται, ότι ό Θεόδωρος Κο-
λοκοτρώνης είχε μορφώσει εις τον νοϋν του καί εις τήν
καρδίαν του τήν ίδέαν, ή τήν εικόνα τής πατρίδος, τήν
είχε πλουτίσει με όσα τελειοποιούν τήν ευτυχίαν της" έ­
φευγες άπό τήν λατρείαν τής εϊκόνος του; έπαυε ή φιλία
= 43 =
του. Αγριο; κατήγορο;, ώς οί προφήται τοϋ ’Ισραήλ πρός
τους παραβατας των θείων νόμων. Ποιος, Κύριοι, ζωγρα­
φίζεται άναμ.άρτητο; εις τό βιβλίον του ; Ο. ίδιος Κολο-
κοτρώνης. Τά λάθη του, τάς ελλείψεις του δεν θά μάθω-
με άπό τά βιβλίον του, οΐ συνάδελφοί του άς σημειώσουν
τί ήξεύρουν—καί πρέπει. Μην μείνετε όμως παρακαλώ, εις
αυτήν την γνώμην ότι κακολογεί τους αδελφούς του, τους
σομπολίτας του, καί κατ’ ευτυχίαν έχομεν άπόδειξιν φω­
τεινό της μεγαλοψυχίας του, η της δικαιοσύνης του πρός
τους συναγωνιστώ; του. ’Ενθυμεΐσθε, καί, άν τδ άλησρ.ο-
νήσατε, ό αξιότιμος Κ. Φιλημων σάς τό ενθυμίζει μ.έ τό
φύλλον τής έφημερίδος του του έτους 1838, ένθυμεΐσθε
τί λέγει ό μακαοίτης στρατηγό; πρός τοός νέους, όρθός εις
τόν άμβωνα του Δημ,οσθένους. όταν άναφέρνρ ταΐς δια-
.

φωνίαις των Ελλήνων; Ολοι ήθέλαμε τό καλό, πλήν κα­
θένας κατά την γνώμην του. — Πλέον ευχάριστο θά σάς
είναι ολόκληρο νά ακούσετε τό μέρος εκείνο τής όμι-
Π

λίας του.
«Εις τόν πρώτον χρόνον τής έπαναστάσεως είχαμε με-
Α.

γάλην ομόνοιαν, καί όλοι έτρέχαμ.ε σύμφοινοι- ό ένας


έπήγαινεν εις τόν πόλεμον, ό αδελφός του έφερνε ξύλα, ή
γυναίκα του έζήμωνε, τό παιδί του έκουβαλοΰσε ψωμί καί
μπαρουτόβολο εις τό στρατόπεδον καί, άν αύτή ή ομό­
νοια έβαστοΰσεν ακόμη δύω χρόνους, ήθέλαμεν κυριεύσει
καί την Θεσσαλίαν καί την Μακεδονίαν, καί ίσως έφθά-
ναμεν καί έως εις την Κωνσταντινούπολή. Τόσον τρομά-
ξαμεν τους Τούρκους, ό^ιοΰ ήκουαν Ελληνα καί έφευγαν
χίλια μίλια μακρά· εκατόν Ελληνες έβαζαν πέντε χίλιάδαις
εμπρός, καί ενα καράβι μίαν αρμάδα. Δλλά δεν Ιβάστα-
ξεν ήλθαν μερικοί καί ήθέλησαν νά γένουν μπαρμπέριδες
= 44 =
ιΙς του κασίδη το κεφάλι· μάς πονούσε τό μπαρμπέρι­
κά τους· μά τ£ νά κάμωμεν ·, εΐχαμεν καί αύτονών
τήν ανάγκην. Από τότε άρχισεν ή διχόνοια, καί Ιχάθη
ή πρώτη προθυμία καί ομόνοια- καί δταν έλεγες τόν
Κώστα να δώσ·$ χρήματα διά τάς άνάγκας τοΰ έθνους,
ή νά ΰπάγνι εις τόν πόλεμον, τούτος έπρόβαλε τον Γι­
άννη* και μ’ αυτόν τόν τρόπον κάνείς δεν ήθελεν οΰτε νά
συνδράμνι, ούτε νάπολεμήσ/ι. Και τούτο έγίνετο, επειδή
άέν είχαμε έναν αρχηγόν καί μίαν κεφαλήν.
Αλλά ένας έμπαινεν Πρόεδρος έξη μήνες, έσηκόνετο ό
άλλος καί τόν έρριχνε, καί έκάθετο αυτός άλλους
τόσους· καί έτζι ό ένας ήθελε τούτο, καί? ό άλλος τό
άλλο. Ισως όλοι ήθέλαμεν τό καλό, πλήν καθένας κα­
τά την γνώμην του. όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ τό
.
σπήτι δεν κτίζεται, οΰτε τελειόνει. 0 ένας λέγει, δτι

ή πόρτα πρέπει νά βλέπη εις τό ανατολικόν μέροςΛ
ό άλλος, ε!ς τό άντικρυνόν, καί ό άλλος εις τόν βορέαν,
σάν νά ήτον τό σπήτι εις τόν αραμπά, καί νά γυρίζη
Π

καθώς λέγει ό καθένας. »


Α.

Προχωρεί ό στρατηγός, νουθετίζοντας εις την αγάπην


τής Βασιλείας· μέ δόναμιν διδασκαλικήν δεσμόν περι­
γράφει τήν βασιλείαν όμονοίας καί ασφαλείας Ελληνικής.
Δεν είναι ανάξιον τής ώρας νά άκοΰσωμε τό φρόνημα τών
γενναίων άνδρών τού άγώνος ώς προς τό πολίτευμα τής
Πατρίδο;· εθ·ωρούσαν τήν Μοναρχίαν ούς ναόν, καί εις τόν
ναόν τό άγαλμα καί ή λατρεία τής ελευθερίας, καί ιεροφάντης
μέγιστος ό Βασιλέας.—Τά κινήματα πολιτισμένων, ή βαρ­
βαρών εθνών εις τόν αΐώνά μας, ή διχόνοιαις τών αρ­
χαίων προγόνων, τό πικρό ημερολόγιο τής αΐχμαλιοσίας,
= 45 =

/^άς διδασκοιιν να σεβωμ,εθα ώς χρησμόν ιερόν το φρόνημα


τών θεμελιωτών τής ελευθερίας.
Η συρροή σοφών, γενναίων Ελλήνων εις τήν βιβλιοθή­
κην της Βουλής σήμερον, οί όποιοι εύγλωττοι εις τήν σιω­
πήν τους, μοΰ λέγουν, πρόσεχε τό βιβλίον τοΰ Κολοκο*
τρώνη νά μ.ή γείνη άμμ.ώνι διχοστασιών, άλλα σφυρί
άγαπης, παρουσία και παραγγελία τών σεβάτων προσώπων
με βιάζει νά μη χωρ'.σθώ άπό τό δεύτερο ερώτημα, άν πρώτα
δεν δακτυλοδείζου είς τό κοινόν της Ελλάδος τόν Λάζα­
ρον Κουντουριώτη καί τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνη, τους
δύο γέροντας πλεμένους είς φιλί αγάπης καί μέ συγχίό-
ρεεο διά τά περασμένα, ώς είς ώραν θανάτου, είς τό σπίτι
τοΰ ‘Υδραίου. 0 χριστιανικά; ασπασμός με εχθρούς καί
μέ φίλους, αυτή ή υστερινή πράξις τής ζωή; τοΰ γε'ρου
.
στρατηγοΰ λευκαίνει πάσαν βαφήν χολής εναντίον τοΰ

συγγραφε'ως, καί κατήγορος ή εχθρός ήμερόνει τήν κα­
κίαν του είς τό θέαμα καί ακρόαμα τής τριπλής αρμονίας
Π

φόβου Θεοΰ, πόθου ελευθερίας, καί κινδύνων άνδρείας.


Ητον τών αδυνάτων μ.έ οιωνούς τόσης αρετής ν ά μ ή ν
Α.

ά ν α ζ ή σ ·ρ τό μεγάλο ό'νομα τής Ελλάδος.


Τρίτο ερώτημα.—Τό σύγγραμμ.α τοΰ Θ. Κολοκοτρώνη
εχει κάλλος τέχνης ·, άλλα τί είναι ή τέχνη ς Είναι ή αρ­
μονία τοΰ όλου μέ τά μέρη, είναι ή χάρις τής λεπτομέ­
ρειας,' τό ύφος φυσικό καί άπλό, ή τέχνη είναι ή παράδεισος
τής επιστήμης, ζωή, κάλλος αιώνιο, ώς είναι τα λημέρια
τών δικαίων. Αυτά τά προσόντα τής τέχνης δέν τά εχει τό
διήγημα τοΰ στρατηγοΰ, αρέσει ώς αγουρος καρπός, πρώι­
μα τρυγημένος, ή ώς σειρά βουνών, φύσις άτεχνη.
Συλλογίζομαι ακόμη μή τάχα ό άναγνώστης άηδιά-
σνι είς τό διάβασμ.α, καί πρός αποφυγήν τοΰ προσφέρω
= 46 =
συμβουλήν διά νά μήν ύστερηθνΐ τδν θησαυρδν κλεισμένον
εις τήν άτεχνην μορφήν. Πριν άναγνώση τδ βιβλίον άς
άσχοληθή ολίγο εις τήν άνάγνωσιν παλαιοτέρου βιβλίου —
εις αύτδ (1)' τί είναι ^ ή φυλλάδα τοΰ Μωρέως* είναι
6 1'σκιος, τδ ανήλιο σκοτάδι, — ή φυλλάδα τοΰ Κολοκο-
τρώνη τδ φως. Ακούσετε, άπδ τήν παλαιότερη φυλλάδα,
τινά· 0 στρατάρ/ης νικητής γράφει εις τδν Σουλτάνον
τήν άλωσιν τοΰ Μωρέως, ό Σουλτάνος τδν φιλοδωρεί μέ
χρυσδ σπαθί, σαμουρόγουνα, καί ά'λλα. Εις τδ Ναύπλιον
θέλει ό αρχιστράτηγος νά ένδυθ?) τά βασιλικά δώρα.
Ερχεται άπδ τήν Τριπολιτζά, Αργος, Μύλους εις τδ
Ναύπλιον αστραπή, λέγει ή φυλλάδα, νά ήθελε τον κά-
ψη. Απδ στρατιώτας, παιγνίδια, άτια, έγέμισαν οί κά­
μποι, οί δρόμοι άπδ τήν Αρεια καί άπδ τούς Μύλους εως
.
τ’ Ανάπλι, καί τρεις Αγάδαις τοΰ έπρόσφεραν τά Βασιλικά

βραβεία. Σειμειώσατε, δτι ό στρατάρχης αύτδς εφονεύθη
έπειτα είς τδ Τεμεσβάρι εις μίαν μάχην με τούς ’/μπί-
ριάλους. ’ΐδού οί ιστορικοί στίχοι τής φυλλάδας.
Π

Την σαμουρόγουνα ε’φόρεσε μέ δάςα καί καμάρι


Α.

01 ’ΐμπεριάλοι την έχάρηκαν εις τό Τεμεσβάρι,


Κ’ ευθύς έζώσθη τδ σπαθί, νά ΐδή άν τοΰ άρέσ·/),
6τ’ έμελλε των Ντουτεσκών νά πάγνι διά πεσκέσι*
Ελόγιαζε σάν στδν Μωριά νά τδν τιμήσουν πάλι,
Μά οί Ντουτέσκοι μέ τδ σπαθί τοΰ πήραν τδ κεφάλι*
Μήτ’ εντροπή τοΰ Βασιληά πώς ήτον έδικός του
όποΰ στην θυγατέρα του τδν είχε διά γαμπρόν του,
Πώς άρπαζαν τά ροΰχά του μέ μάνιτα μεγάλη
Και μέ πολλή άνατιμή τοΰ σέρναν τδ κεφάλι.

(ί) Δεικνύει τδ βιβλίον.


Αφοΰ μελετήσαμεν την φυλλάδα τοϋ ΐωαννίτου Μάνθου,
με ποιο καρδιοκτυπι Ελληνικό, μ,έ πόση χαρά καί μέ
ποια δακρυα θα διαβάσωμε φυλλάδα άνδρός ίίλληνος, πε-
ριχυμενου τόν υδρωτα των πολέμων, ποϋ δεν ψάλλει κα·
ταραΐς είς τον εχθρόν, οΰτε υμνους είς τόν ’ΐμπεριάλο Νι-
κητνι, αλλά υμνολογεί τά τρόπαια τής ιδίας του φυλή;,
τόν Δράμαλη νικημένον, μεγάλα καράβια τού έχθρού καϋ-
μενα από τους Νησιώται;, καί τά είσόδια άπό τους Μύ­
λους είς τ’ ’Ανάπλι τοϋ πρώτου τόσον ποθητού. Βασι-
λε'ως τής Ελλάδος.

Συγχωρήσατε με νά κάμω μία μικρή παρατιμονιά· άν


σας είπα ότι είς τήν ιστορίαν τ«υ ό Κολοκοτρώνης δέν εχες
κάλλος τέχνης, νά σάς είπώ ποιος κατά τήν ιδέαν μου
.
ήθελε δοξασθή ώς λογογράφος, τεχνίτης ιστορίας· ή πα-

ρατιυ.ονιά μου, μήν φοβήσθε, θά μάς αράξει είς λιμιόνα
καλόν. — Είς τά 1836 ήμουν είς τάς’Αθήνας, ό μακαρί­
της ’Ανδρε'ας Ζαΐμης με είχε πάρει είς συμπάθειαν, καί
Π

έσύχναζα τήν έσπερινήν του συναναστροφήν. Μίαν ήμε­


ρα ό Ζαΐμης, ό Γεώργιος Ιίουντουριώτης, ό γέρο Χατζή
Α.

Μέξης καί ό ’Αντώνιος Κριεζής Ισυμφώνησαν νά ανέβουν


είς την άκρόπολιν, νά ίδοΰν τήν άκρόπολιν καί τά άρ·
/αϊα τ/,ς· ήλθε ή ούρα νά κινήσουν, πέμπτος ά'νισος πολδ
συνοδοιπόρος με τέτοιαν θαυμαστήν τετρανδρίαν έτυχα
καί εγώ- ανεβήκαμε τήν άκρόπολιν, έπεράσαμε τά προ­
πύλαια,—νά σάς είπώ τί έκαμε ό καθένας τής συνοδίας,
άφοϋ περάσαμ,ε ολίγο τά προπύλαια" δ Χατζή Μέζης έ-
ρώτησε έναν άπόμαχον πού έσκοτώθη δ Γκοΰρας, προπο*
ρεύθη δ άπόμαγος, καί ανέβαινε δ γέρος τους σωρούς των
λιθαριών νά φθάσν] είς τον τόπον τού φόνου τοϋ άνδρείοο
πολεμιστοΰ· ό Γεώργιος Κουντουριώτης ακούε, αλλά με
= 18 =

δυσαρέσκειάν του, ώς μοΰ έφάνη, έναν που τοΰ έκατηγο-


ροΰσε τον μακαρίτην Κυβερνήτην ώς εχθρόν των αρχαιο­
τήτων ό Κριεζής άνέβη τό υψηλότερο μέρος τής άκροπό-
λεως, καί άγνάντευε τό στοιχεϊον ποϋ τόσο τόν έτίμησε*
οΐ οφθαλμοί του έβουτοΰσαν εις τά νερά των Σπετζών, εις
τήν Νικαριά, εις την Κώ·, ό ’Ανδρέας Ζαΐμης έπήρε ίσια
τόν δρόμον τοΰ Παρθενώνος, ήμουν πλευρά του, μισό α­
χνάρι τόν ποοσπέρναα, ό'ταν καλοσιμώσαμε, στρέφομαι νά
τοΰ είπώ........... τί είδα ·, Τό πρόσωπόν του ακτινοβο­
λούσε άπό ωραιότητα ~ί νεότητα, έπειδή ενθουσια­
σμός τής τέχνης ά· τγεννάει τόν άνθρωπο, τρεμάμενα
ήτον τά χείλη του, .ώς ό οφθαλμό; του· θαυμάζοντας
τόν ά'νδρα δέν τοΰ ίλησα, άφίνοντάς τον εΐ. τήν σιγήν
τής μελέτης του.
.
Επιστρέψαμε εις τήν πόλιν, άπέρασαν ήμέραις. καί

μίαν νύχτα, είχαμε μείνει οί δύο, τόν έρώτησα.— Κυρ Αν-
δρέα πώς σοΰ έφάνη ή ’Ακρόπολις, σάν καί μοΰ έφάνη πώς
σοΰ άρεσε πολύ.—Δεν πρόβλεπα ποτέ, μοΰ λέγει, πώς
Π

θά μοΰ ύπεράρεσε τόσο! λησμόνησα τόν εαυτόν μου πα-


Α.

τόντας ε’κεΐνα τά χώμ.ατα· Είδα τόν Παρθενώνα, τά μάρ­


μαρά του καταγής, τόν έστησα ώ; ήτον εις ταΐς λαμπραΐς
του ήμέραις, ζωντάνευσαν τά αγάλματα, κινούνταν ή ζιυ-
γραφιαΐς, ώμιλοΰσαν οί άνθρωποι, έφεγγε τό πρόσωπο
τής Αθήνας καταμεσής τοΰ ναοΰ εις τήν εντέλειαν τής
τέχνης καί τοΰ κάλλους, ένθυμήθηκα καί τόν θρόνον τοΰ
Ξερξου καί τό σπαθί τοΰ ΛΙαρδωνίου αιχμάλωτα εις τόν
άλλον ναόν τοΰ ’Ερεχθίως· ένθυμήθηκα τά Παναθήναια εί;
τήν λάμψιν τοΰ καλοκαιριού, καί είδα τήν άκρόπολιν με­
στήν άπό κόσμον άρχαΐον, έψαλλαν οί Ιερείς, έτριζαν τά
άμαξια, καί, μά τήν αλήθειαν, ό νοϋ; μου έ'γεινε μία Πατ
= 49 =
ναθ^ναϊκή έορτή· άν άνθρωποι ένεύθη ποτέ ήδονή άδολη
άπό λύπη τήν έδοκίμασα καί εγώ τότε.
’Αφού, Κύριοι άκροαταί, άρπαξα άπό τά χείλη του
μακαρίτου τό μυστικό του, καί σάς τό κοινοποιώ, δέν σάς
φαίνεται δτι αυτή r, χάρις τοϋ πνεύματός του. νά ζωντα-
νεύν) πέτραις καί λιθάρια όπου των παλαιών άνδρών άπό
αιώνας ούτε χούφτα μικρή τής σκόνης τους σώζεται, δεν
μαρτυράει αυτή ή χάρις τήν χάριν καί τήν δύναμιν τής
ψυχής του ς 0 ευαισθησία του πρός τήν εντέλειαν τής τέ­
χνης δέν μάς άφιερόνει τά πιστά, δτι θά γίνουνταν ό ί­
διος θαυμαστός τεχνίτης ·, Καί δέν πρέπει νά χαιρώμεθα
καί νά δοξολογούμε τόν ϋψιστον δτι ό Παρθενώνας βασι­
λεύεται πάλιν άπό φυλήν έλληνικήνς ’Από ταΐς ήμέραις τοΰ
Φιλοποίμενος, τού υστερινού των φημιστών Ελλήνων,
.

πολλά ήλθαν βάρβαρα έ'θνη, ξένοι δυνάσται εις τήν γήν τήν
πατρώαν, άλλ’ αμφιβάλλω άν ένας τους ποτέ αίσθάνθη
τόσον τό θαΰμ.α τής άκροπόλεως, ιός ό μακαρίτης ’Αν-
Π

δρέας Ζαίμης.
. Αν δεν προσφέρω εις τό έθνος ιστορίαν τών Ελληνι­
Α.

κών συμβάντων άπό τόν Ανδρέαν Ζαιμήν, κατά μ.έγα μέρος


είναι λάθος μου, αμάρτημά μου. Είχαμε συμφωνήσει νά
μ.ού υπαγόρευσή υπομνήματα, άλλα τού εϊπα, άφησε νά
λειψω τρεις μήναις εις τήν Ευρώπη· πολλά ιστορικά
τοϋ άγώνος φωτίζονται άπό τά έκεΐ συμβάντα. Μάλι-
<ςα, μοΰ είπε, καί δταν ε’πιστρέψης, θά κάμωμε δύο πράγ­
ματα, νά γράψωμε τήν· ιστορίαν, καί έπειτα νά σέ πάρω
νά πάμε μαζή εις τήν Εύοώπη. Επήγα, άργησα’ έπειτα
άπό έπτά χρόνους έπέστρεψα, πού νά εύρω τόν ’Ανδρέα
Ζ-αΐμη; επήγα εΐ; τό κοιμητήριο τών Αθηνών κάν νά ΐδώ
τόν τάφον του, έσειριάνισα τά μνήματα, πουθενά τό δ· '
4
= 50 =
μά τόυ· ό τάφος τοΰ γέρου Κολοκοτρώνη εϊναι πολυτί-
λε'στερος, έχει δύο κεραμίδια, τοΰ Άνδρέα Ζαίμη μόνον
τά χαλίκια τής γης. Εχρειάσθηκε νά φε'ρω τόν νεκροθά­
φτη, ό όποιος, πατώντας ΐσιο χώμα, μοΰ είπε, εδώ είναι
θαμμε'νος ό Ανδρέας Ζαίμης. —Ποία διαφορά από τόν και­
ρόν πού ανεβαίναμε εις τήν Ακρόπολιν, ή δταν πολεμι­
στές αγύμναστος ό μακαρίτης, άλλα γενναίος, έπολεμοΰσε
τόν ’ΐμπραϊμ-πασά, καθώς τόν άθανατίζει εις τό βιβλίον
του ό Κολοκοτρώνης!
Δεν κατηγορώ τό έθνος, την Κυβερνησιν, τους συγγε­
νείς του, τους φίλους του, άν δεν ένδυσαν τό λείψανό
του μέ λευκό χρυσοστόλιστο μάρμαρο· μαυσωλείο των εν­
δόξων άνδρών είναι η οικουμένη ό'λη. Η άρετνί τους, τά
έργα τους ζοΰν εις τά στήθη τοΰ ανθρωπίνου γένους, ζοΰν
.
περισσότερο παρά γραμμε'να εις τά άψυχα λιθάρια. Άν

ό Ζαίμης, ό Κολοκοτροίνη; έπεφταν αιχμάλωτοι τοΰ έχ"
θροΰ είς τά 1821, 25, 27, ή κεφαλή τους είς τόν δίσκο
Π

ήθελε χρησιμεύσει περίγελο τών αλλοφύλων είς τό Βυ­


ζάντιον, καί λύπη άπαρηγόρητη είς τούς φίλους· τό
Α.

ήζευραν, τό παράδειγμα άλλων συναγωνιστών τους τό


είχε διδάξει, αλλά δεν ώκνευσαν είς τους κινδύνους, δεν
έγκατέλειψαν την πατρίδα· αυτή ή αρετή τους, αυτή ή
αθανασία τους. Εύεργέται τής άνθρωπότητος γυμνοί άς
σμίχθοΰν μέ τήν γυμνήν γην, τήν εύεργέτοιαν άκοίμητην
τών θνητών.
Είς τόσο σύγνεφο πολυλογίας, όμιλώ μέ θάρρος είς φί­
λους άκροατάς, αλησμόνησα τό ουσιωδέστερο, πώς εστερζε
δ μακαρίτης νά μοΰ κάμιρ τήν διήγησίν του* καί άλλοι
τοΰ τό είχαν ζητήσει, άρνήθη πάντοτε· μάρτυρας ό έντι­
μος υιός του. Μία, δύο φοραΐς τοΰ τό έπρόβαλα, άρνήθη,
= 51 =c=
Ιιδα πώς χρειάζεται τόλμη καί λόγος νά τόν σύρω εί$
τό Ιργον. Τρίτη φορά τοϋ είπα, Στρατηγέ, οί Ελληνες
μοιάζετε τά λαλούμενα ‘ποΰ βγάζουν ωραία φωνή, οί άν­
θρωποι την αισθάνονται, άλλα αυτά τά ίδια δέν κατέ­
χουν τό λάλημά τους. Τί έκάματε·, "Αν δεν ήμπορής νά
ίστορήσνις τά έργα σας, όμοιάζουν παιγνίδια τή; τύχης,
όχι συνειδήσεως έργα καί φρονήσεως, καί, άν σάς φεύγνι
τί έκάμετε, καί ποΰ πάτε λαθεύεσθε, φύλλα οί κόποι σας
τοΰ φθινοπώρου ‘ποΰ τά άνεμοσκορπίζει ή χιονιά. Περη-
φανεύουσουν μέ την Ελληνικήν σου περικεφαλαία άπό ταΐ?
λεύκαις εις τό γιαλό, τότε εις τά είσόδια, άποβατήρια, ώς
τά λέγουν, τοϋ Βασιλέως, δτι τάχα άνάστηοες μέ την πε­
ρικεφαλαίαν σου τόν άρχαΐον Νές-ορα η Αγαμέμνωνα, κα­
θώς έπειτα ό καλός σου Σχινάς'ποΰ έβάπτισε ταΐς Σπέ-
.

τζαις Τυπάρινον, καί άνάστησε τό Ελληνικό, καί ή Σπέ-
τζαις έπλημμύρισαν εύτυχίαις μέ τήν θαυμας·ην του κουτο­
πονηριάν,—έργα ηρώων, έργα συνέσεως είναι Ελληνισμός,
Π

καινά γράφωνται τά έργα, καθώς καί οί παλαιοί _ τά


έγραφαν. Λες, φοβάσαι μην άδικησνις κανέναν· μικροψυ­
Α.

χία. Είπέ την αλήθειαν όπως την ζεύρείς, ή όπως σοΰ


φαίνεται. Μην βάννις συλλογήν άν λαθευθής, δεν θά
πλανέσνις τόν κόσμον, ή αλήθεια θά φαν$· τό μνημο-
νικό σου άν σέ άδικήση εις λεπτομέρείαις, ποιός θά σοΰ
τό γράψϊ] αμάρτημα^ λές, δεν ήξεύρεις γράμματα,—καί
πολλά ήζεύρεις· τά λόγια είναι γράμματα, ‘μίλειε, καί
εγώ γράφω, ή άλλος, άν θέλν,ς. Πολλοί έζησαν ανδρείοι,
καπετάν Θοδωράκη, πριν τοΰ ’Αγαμέμνωνος καί τοΰ Α-
χιλλέως, αλλά κοίτονται άδάκρυτοι, χωρίς θυμίαμα ε­
παίνου είς άχαρη λησμονιά, δέν έντεσαν ιστοριογράφον,
μην ε’μπιστευθίίς είς άλλον άπό σέ τήν διήγησιν τών έργων
4*
= 52 =

σου, αφού καί καιρό, καί κοντύλι εχομεν· φοβοΰ τοΰί τυ-
χοδιώκτας είς τά γράμματα, καθώς τους έφοβήθηκες καί
εις άλλα πολλά·
Μ’ ε’κύτταξε ό μακαρίτης εις τό ήμερο καί εις τό άγριο,
καί έπειτα μοΰ είπε, Ελα αΰριον πρωί έλα, μοΰ ε’φώναζε
από τό παραθύρι, όταν έφευγα. Τοΰ έβαλα τήν όρεξιν·
είς δύο μήνες έτελειώσαμεν, και τό δίμηνον έργον μα»
δημοσιεύω σήμερον.
Ποός εύγαρίστησίν σας σάς ειδοποιώ, δτι έχω καί άλ­
λων ε’κλεκτών άνδρών τοΰ άγώνος τά ΰπομ.νήματα, εχω
καί τοΰ μ.ακαρίτου Νικήτα. Ενθύμημα αγάπης προς νε­
κρόν άγαπημένον άς σφραγίσωμ,εν τήν ομιλίαν μ,ας μέ
όλίγαις άράδαις άπό τό Ιστορικό υπόμνημα του Νικήτα"
όσιον τό σφράγισμα, καί ό σκοπός μ.ου θά φαν·?;. Διηγεί­
.
ται, όταν ό πατέρας του ε’φονεύθη είς τήν Μονοβασιά τό

έτος 1816 — «0 πατέρας μου, ό Αναγνώστης υιός τοΰ
Ζαχαριά, ό αδελφός μου, πιάνουν άπό φουρτούνα είς τά
Βάτικα· άρρεβωνιάσθη ό ’Αναγνιυστης είς τήν Μάνη, καί
Π

ε’πιστρέφουν είς τήν Επτάνησον· ό πατε'ρας μου εις έναν


Α.

φίλον του Τούρκον είς τά Βάτικα, ■ στέλνει χαιρετήματα"


ήτον άλλος, τούς ποοσκαλοΰν νά τούς φιλεύσοΰν, τούς
πιάνουν, τούς δένουν, τούς στέλνουν είς τήν Μονοβασιά,
τούς σφάζουν καί τούς τρεις, ό πατέρας μου έλεγε είς
τούς φονεϊς του· Τά παιδιά είναι άναστημ,ένα είς τήν
Φραγγιά, εγώ έκαμα καλά καί κακά, νά κόψετε ε’μένα
νά κάμω γαλάλι τό γάλα τής μ.άννας μου, ό'χΐ τά παι­
διά μου. Σκοτόνουν τόν. Αναγνώστην υβρίζοντας τον διά
τόν πατέρα του, είς τόν άδελφόν μου προβάλλουν ν’ άλ-
λάξν) τήν πίστιν του, δεν τά στέργει, τοΰ δείχνουν τόν
πατέρα του σκοτωμ,ένον ούτε. Θέλω νά πάω, είπε, εκεί
= 61
L’ strange proc0d0 d une nation ou dun individu
quelconquc de ienier sa langue nationale, naturelle, en
<5tat de vie, d oser effacer de notns innocents, souve­
nirs Je son existence, consacris par Γ honneur et ]a
gloirc, ne peut £tre consider6 que comme V acte d’ une
folie mentale qui atteint les derni0res et le= plus γϊ-
tales racines de Γ intelligence, et comme lc spectacle
d’ une degradation morale, dont le triste fonds est la
servility et l’ingratitude.
’Εννοεί τώρα ό καθείς ό'τι ή λε'ξις κουτοπονηριά ήτον,
φαίνεται, κουτοπονηριά μου, διά νά μήν πειράξω τόν άν-
δρα. Αλλ'/j στολή παρά τό χαϊδευτικό πεντασύλλαβο κου ·
τοπον/ιριά αρμόζει εις τό εθνοφθόρο τόλμημα τής αλ­
.

λαγής των ονομάτων κτλ.
Τήν κουτοπονηριάν οί αρχαίοι έλεγαν όξυμωρίαν καί
τόν κουτοπόνν;ρον όξύμωραν δέν ν,ύρα εις τάς διαλε'κτους
Π

των νεωτερων ε’θνών ίσοδόναμ,ν,ν λέξιν, ίσιος υστερούνται


καί τής λαμπρής συζυγίας κουταμάρας *αί πονν,ρίας. ‘Ο
Α.

Ιταλός λε'γει acuto-fatuo τόν κουτοπόν/,ρον.

’Ey ' Αθήνα ι<: 23 ' ΑπριΜον 1852.


1'. ΤΕΙΊΖΙίΤΠΣ.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.
Α.
Π

.

You might also like