You are on page 1of 90

Οι ξένοι ηγεμόνες της Άρτας

και του Ηπειρωτικού


Δεσποτάτου
1318 μ. Χ. – 1449 μ. Χ.

Φωτογραφία εξωφύλλου , ο Λεονάρδος Α΄ Τόκκος έφιππος δεξιά από φρέσκο


στην εκκλησία της Santa Maria di Casali di Brindisi

Φώτης Βράκας
2020

Σελίδα 1 από 89
Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τρεις πολύ καλούς φίλους τον φιλόλογο και
συγγραφέα Δημήτρη Βλαχοπάνο τόσο για τον πολύ εξαι΄ρετο πρόλογο του, που με
τιμά ιδιαίτερα, όσο και για την βοήθεια του που μου προσέφερε , τον ζωγράφο και
φιλίστωρα Βαγγέλη Μπόμπορη για την βοήθεια και συμπαράσταση σε αυτή την
μελέτη, όπως και τον Αλέξη Κατεφίδη , καθηγητή και φιλίστωρα για τις πολύτιμες
γνώσεις του. Παραπέρα δε επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους αυτούς μου μας
διαθέτουν απλόχερα τις εργασίες τους μέσω της νέας τεχνολογίας. Εργασίες που
είναι συνδεδεμένες με κόπο, μελέτη και έρευνα.

Σελίδα 2 από 89
Πρόλογος

Δημήτρη Βλαχοπάνου

Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε


παρά μόνο σίδερο και φωτιά
Οδυσσέας Ελύτης, Το άξιον εστί

Ο Φώτης Βράκας είναι ένας ακάματος ερευνητής άγνωστων και σκοτεινών


εποχών και γεγονότων της μεταβυζαντινής ιστορίας. Εκπλήσσει με την επιμονή του
και το πάθος του να ξεσκονίσει και να φωτίσει χρονικές περιόδους που μοιάζουν
παραμελημένες και περιφρονημένες. Και ανασύρει απ’ το θολό και συγκεχυμένο
αρχειακό υλικό μορφές που πρωταγωνίστησαν σε επεισόδια που διαδραματίστηκαν
στην περιοχή της Ηπείρου και της Επτανήσου, ως επί το πλείστον, λίγο μετά την
παρακμή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και λίγο πριν αλλά και λίγο μετά την
Οθωμανική κατάκτηση και επικράτηση.
Στο βιβλίο του «Οι ξένοι Δεσπότες της Άρτας και του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου
1318 μ. Χ. – 1449 μ. Χ.» επιχειρεί να ανασυνθέσει και να αναστηλώσει μια εποχή
και μια περιοχή που καταθλίβονται μέσα σε μια χαώδη και λυσσώδη δίψα
ηγεμόνων της παρακμής να αρπάξουν δια παντός μέσου για λογαριασμό τους
εδάφη και πόλεις, με τη βεβαιότητα, ωστόσο, πως η δόξα τους και ο πλούτος τους
δε θα κρατήσουν πολύ. Ο συγγραφέας, μέσα σ’ όλη αυτή την πάλη και την αστάθειά
της, διατηρεί την απόσταση που του υπαγορεύει ο ερευνητικός του ρόλος: επιλέγει
να μην παρεμβαίνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη δράση των προσώπων.
Αφήνει τα γεγονότα να εξελιχτούν και να γίνουν αυτά οι μάρτυρες της μικρότητας,
της ματαιοδοξίας και της αυταπάτης των πρωταγωνιστών τους.
Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή, με τους διάφορους οίκους
ευγενών και ποικιλώνυμων τίτλων να βρίσκονται σε έναν αγώνα δρόμου: ποιος θα
προλάβει να βγάλει απ’ τη μέση τους άλλους και να θέσει υπό τη δική του εξουσία
την ευρύτερη περιοχή, γεφυρώνοντας έτσι τις δύο όχθες του Ιονίου: την Ήπειρο και
Αλβανία από τη μια και την Ιταλία από την άλλη. Προφανώς υποτιμούν,
εθελοτυφλώντας ή καιροσκοπώντας, την Οθωμανική επέλαση, που κερδίζει με την
ορμητικότητα του δικαιούχου το ένα μετά το άλλο τα ζωτικά εδάφη της βυζαντινής
αυτοκρατορίας που καταρρέει.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό της έξαψης και της βιασύνης τους, οι γόνοι μιας
ξεπεσμένης, κατά κανόνα, αριστοκρατίας δίνουν την αίσθηση μαριονέτας, που την
κινούν η δολιότητα και η απάτη, η έριδα και η καμαρίλα. Τυχοδιώκτες και
πολέμαρχοι αναζητούν εναγωνίως συμμάχους, στρατούς και προστάτες, για να
εκτοπίσουν τους άλλους ή να προλάβουν τα σχέδιά τους και να γίνουν αυτοί οι
Σελίδα 3 από 89
ηγεμόνες και οι ιδιοκτήτες του πλούτου της γης. Το δόγμα της εξουσίας με κάθε
μέσο και χωρίς ηθική δημιουργεί ένα πλέγμα ποικίλων εξαρτήσεων, μέσα στο οποίο
πνίγεται ο άνθρωπος και γελοιοποιούνται οι φανταχτεροί του τίτλοι και τα
πολλαπλά του αξιώματα.
Ο αναγνώστης της ενδιαφέρουσας αυτής εργασίας θα βγάλει σαφώς χρήσιμα
συμπεράσματα, καθώς, ξεπερνώντας την πάνω πλευρά των γεγονότων, που δε
παύουν βέβαια να έχουν τη σημασία τους, θα εισχωρήσει στο υπόστρωμά τους και
θα προχωρήσει στην ψηλάφηση και την αξιολόγηση όσων άλλων πλευρών της
ζωής και της ανθρώπινης ψυχολογίας κρύβονται κάτω από αυτά. Είναι αναγκαίο
να σημειωθεί πως στην ιστορική αυτή περίοδο απουσιάζει η έννοια της πατρίδας και
του έθνους. Όσοι συγκροτούν τα στρατιωτικά και ναυτικά τμήματα, προέρχονται
από ομάδες που τις έλκει το κίνητρο της αμοιβής, της λείας και της συμμετοχής
στη διανομή του πλούτου που φιλοδοξούν να βάλουν στο χέρι. Οι δούκες, κόμητες,
πρίγκιπες, βασιλιάδες, δεσπότες και διάφοροι άλλοι τιτλούχοι περιφέρονται από
αυλή σε αυλή ως επαίτες και από περιοχή σε περιοχή είτε ως επίδοξοι διεκδικητές
τους είτε ως ευνοούμενοι αγοραστές τους. Πατρίδα τους είναι το στέμμα, ο θρόνος, ο
τίτλος. Όλα αυτά εντελώς εφήμερα και επιφανειακά.
Το χάσμα μεταξύ της τοπικής αριστοκρατίας και του λαού είναι τεράστιο και
αγεφύρωτο. Η πλουτοκρατία παίζει τα πολιτικά της παιχνίδια, κινούμενη ως
εκκρεμές πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά των ισχυρών οίκων, με
μόνη της φροντίδα να διατηρήσει τα προνόμιά της και να κερδίσει περισσότερα και
μεγαλύτερα οφέλη. Ο λαός συνεχίζει, ως μη υπάρχων, το μακραίωνο ζοφερό του
ταξίδι ανάμεσα σε διάσπαρτες συμπληγάδες, κουβαλώντας καρτερικά στην πλάτη
του αυτούς που του πίνουν το αίμα, είτε πρόκειται για τους εκπροσώπους της
κοσμικής είτε για τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής εξουσίας. Ανήκει απλά σε
κάποια από τις φυλές και σε κάποιο από τα θρησκευτικά δόγματα και πορεύεται
μέσα σε κλειστές κοινωνικές ομάδες, μεταφέροντας, ωστόσο, με ευλάβεια από τη μια
γενιά στην άλλη, ως κληρονόμος της, τη διαθήκη της πολιτιστικής του παράδοσης.
Ο Φώτης Βράκας μελετά τις πηγές του με σεβασμό. Το υλικό του πατά σε γερές
βάσεις και αποκαλύπτει με τη σοβαρότητα που ταιριάζει στην επιστημονική έρευνα
όλη την κινητικότητα που διαπερνά και αναστατώνει την Ήπειρο και τις όμορες
περιοχές. Βενετοί, Αλβανοί, Σέρβοι, Σλάβοι, Οθωμανοί, Βλάχοι, Γάλλοι, Ιταλοί,
διαφυλετικοί ηγεμονίσκοι –Βενετοί, Αλβανοί και Έλληνες ταυτοχρόνως και
ευκαιριακά, ανάλογα με τις περιστάσεις και τους σκοπούς–, και φύρδην μίγδην
ομάδες και κάθε καρυδιάς καρύδι κατακλύζουν την Ήπειρο, κάνοντάς μας την τιμή
να συνωστίζονται εδώ και να διαγκωνίζονται συμμαχώντας, προδίδοντας,
δολοφονώντας και πολεμώντας για μια επίπλαστη, ανίσχυρη και βραχύχρονη
εξουσία. Το εκπληκτικό είναι πως, μέσα σε όλο αυτό το κωμικοτραγικό κάδρο, το
μόνο αγαθό που διατηρείται απαρασάλευτο είναι η ελληνική γλώσσα και η
Σελίδα 4 από 89
ελληνική παράδοση. Η μόνη αξία που αντιστέκεται και επιβιώνει είναι ο ελληνισμός
γενικότερα.
Και για να δώσω μιαν απάντηση στο ερώτημα του συγγραφέα σχετικά με τη
δυνατότητα να ενωθούν όλοι αυτοί οι περιώνυμοι εκπρόσωποι των δυναστειών για
να σταματήσουν την Οθωμανική προέλαση: φαίνεται πως η ιστορία είχε ήδη
αποφασίσει. Ούτε αυτοί θα μπορούσαν να ποτέ ενωθούν μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα
των περίεργων και υπόγειων εξαρτήσεων, υπό την απειλή του επερχόμενου κοινού
κινδύνου. Άλλωστε δεν υπήρχε καμιά ηθική βάση και καμιά αίσθηση της κοινής
πατρίδας, για να παραμερίσουν τις διαφορές τους και τις παράλογες φιλοδοξίες τους,
προκειμένου να σώσουν τις κοινές τους αξίες. Αυτό που ενδιέφερε τον καθένα τους
ήταν να σώσει το δικό του τομάρι, ακόμα και με τη στήριξη των Οθωμανών, ακόμα
κι αν αυτό κατέστρεφε ολοσχερώς τους άλλους. Ούτε και οι Οθωμανοί θα
ανέκοπταν, μπροστά σε οποιαδήποτε εμπόδιο, το ρυθμό τους, όταν πλέον οι ηγέτες
τους προχωρούσαν με τον αέρα της νίκης και τη σιγουριά πως «ο κύβος ερρίφθη!»
Έχει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί πως στην πόλη της Άρτας δε
θα συναντήσει πουθενά κανείς ούτε έναν δρόμο ούτε μια πλατεία ούτε ένα στενό με
το όνομα κάποιου ηγεμόνα από τις δυναστείες αυτές που την κυβέρνησαν – ή την
κατέλαβαν και τη δυνάστευσαν– μετά την πτώση του Δεσποτάτου της Ηπείρου και
την παρακμή των Κομνηνοδουκάδων. Οι Αρτινοί έδωσαν ονόματα αρχαίων
βασιλιάδων, βυζαντινών ηγεμόνων και μορφών της νεότερης ιστορίας σε δρόμους
και πλατείες της πόλης τους. Αλλά δεν έδωσαν ούτε ένα όνομα που να θυμίζει τη
δυναστεία, έστω, των Τόκκων, οι οποίοι υπήρξαν οι τελευταίοι ηγεμόνες της πριν
την κατάκτηση ή παράδοσή της στους Οθωμανούς. Και είναι, επίσης, αξιοσημείωτο
πως στη μακραίωνη ιστορία της η Άρτα διατήρησε σημαντικούς πολιτισμικούς
θησαυρούς. Δε διέσωσε, ωστόσο, ούτε ένα ελάχιστο λείψανο που να θυμίζει το
πέρασμα όλων αυτών των παράξενων επισκεπτών της από αυτή!

Άρτα 9 Νοεμβρίου 2020

Σελίδα 5 από 89
Εισαγωγικό σημείωμα

Με το θάνατο του Θωμά Αγγελοκομνηνού Δούκα, το Ηπειρωτικό Δεσποτάτο


περνά πλέον σε ξένα χέρια. Προϊόντος του χρόνου, θα περιέλθει στη δικαιοδοσία
μιας σειράς ξένων Δεσποτών και θα χωριστεί σε μικρά κρατίδια.
Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να γνωρίσουμε πιο κοντά τα πρόσωπα αυτά
που κυβέρνησαν τον δυτικό Ελλαδικό χώρο (Αδριατική Ρωμανία) στον ύστερο
μεσαίωνα και μέσα από τα δρώμενα αυτών φυσικά να εισαχθούμε στην ιστορία
του τόπου μας. Σε τελική ανάλυση θα δούμε και τις συνθήκες που προετοίμασαν
την εξάπλωση των Οθωμανών στην Αδριατική Ρωμανία.
Μελετώντας διάφορους συγγραφείς, σύγχρονους και μη, Έλληνες και ξένους,
προσπάθησα να φτιάξω την εικόνα καθενός ηγεμόνα με τα γεγονότα που τον
συνόδευσαν. Οι αναφορές στα πρόσωπα αυτών έχουν να κάνουν περισσότερο με
την πολιτικοστρατιωτική ιστορία και λιγότερο με την οικονομική και κοινωνική,
αν και αυτά προκύπτουν εμμέσως από τα γεγονότα της εποχής. Πριν, όμως, δούμε
τον καθένα ξεχωριστά, θεωρώ πως είναι σημαντικό να παρακολουθήσουμε την
πληθυσμιακή σύνθεση του δυτικού Ελλαδικού χώρου, ο οποίος σε πολλές πηγές
αποκαλείται και Αδριατική Ρωμανία, αλλά έμεινε περισσότερο γνωστός ως
Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ταυτόχρονα θα σημειώσουμε πώς κατάφεραν οι ξένοι
να επιβληθούν.
Ήδη από τον καιρό του Απόκαυκου γνωρίζουμε ότι το Δεσποτάτο ήταν ένα
πολυεθνικό κράτος. Τοπωνύμια ελληνικής, σλαβικής βλάχικης και
αλβανικής/αρβανίτικης προέλευσης μας δείχνουν ποιοι ζούσαν πού. Στα
παλαιότερα μη ελληνόφωνα φύλα συγκαταλέγονται οι Βλάχοι και οι Σλάβοι. Τους
τελευταίους στις φιλολογικές πηγές τους συναντούμε και σαν Βουλγάρους, όπως
και στην επίθεση των Ιωαννίνων εμφανίζονται ως σύμμαχοι των Αλβανών. Ήδη
από τον 10ο αιώνα η αφομοίωση των Σλάβων στην Ήπειρο με το ελληνικό
στοιχείο φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί, γιατί από τις πηγές γνωρίζουμε πως
ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς υπάρχουν Σλάβοι οι οποίοι
αναφέρονται ως γεωργοί ή πάροικοι μεγάλων εκκλησιαστικών κτημάτων.
Οι Αλβανοί εμφανίζονται στο Ηπειρωτικό Δεσποτάτο κατεβαίνοντας από την
Epirius Nova, σημερινή κεντρική Αλβανία, θα λέγαμε, μια συγκεκριμένη εποχή,
κατά την οποία ο κατακερματισμός της εξουσίας του Δεσποτάτου ήταν το
κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο. Οι μετακινήσεις τους εκδηλώθηκαν πότε με
πολεμικές ενέργειες και πότε με ειρηνικές μαζικές μεταναστεύσεις, οργανωμένες
από την εκάστοτε φάρα. Ήταν κατά βάση άνθρωποι φτωχοί, όμως ικανοί είτε για
να πολεμούν είτε για να αναλαμβάνουν αγροτικές εργασίες.
Η Βασιλική Ψιμούλη μας λέει, πως η πρώτη Αλβανική κάθοδος στην Ήπειρο
εντοπίζεται στην πρώτη με δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα, η οποία μάλιστα δεν
είναι ειρηνική. Ο Απόκαυκος όμως μιλά για Αλβανόφωνους στην περιοχή της
Βαγενεντίας ήδη από τον 13ο αιώνα. Βέβαια έχω διαβάσει και κάποια θεωρία, πως
Σελίδα 6 από 89
οι Αλβανοί του 14ου αιώνα, κατεβαίνοντας προς τα κάτω, συνάντησαν ήδη άλλους
εκεί, που μιλούσαν παρόμοια γλώσσα. Πάντως Ο Κατακουζηνός τους κατεβάζει
νότια τον 14ο αιώνα. Τον 14ο αιώνα υπάρχει μια τελευταία μικρή κάθοδος Σλάβων
στον χώρο της Ηπείρου, ενώ αναφέρεται και μια πιο πολυάριθμη Αλβανών.
Οι Βλάχοι με τη σειρά τους δεν κατέβηκαν ποτέ σε μια συγκεκριμένη περίοδο
και ούτε ήσαν πολυάριθμοι. Αν δεχτούμε το γεγονός πως από τον 3ο ως 4ο αιώνα,
από την εποχή του Αυριλιανού, κατεβαίνουν σε αυτό το χώρο, πάει να πει ότι
έχουν μια μακρόχρονη πορεία. Εξετάζοντας τα τοπωνύμια του Ασπροποτάμου και
βλέποντας πως εδώ συνορεύουν ελληνικά, βλάχικα και σλαβικά τοπωνύμια, μας
αφήνουν να καταλάβουμε πως όλοι αυτοί οι κτηνοτρόφοι αναμείχθηκαν μεταξύ
τους. Οι Σλάβοι, σαφώς λιγότεροι, αφομοιώθηκαν είτε από το ελληνικό είτε από
το βλάχικο στοιχείο.
Το ελληνικό στοιχείο είναι σαφώς πιο πυκνό, αλλά έχει μαζευτεί στα μεγάλα
αστικά κέντρα και φρούρια, καθώς και στα παράκτια φρούρια. Πολλοί πάλι αγρότες
άλλαξαν τρόπο ζωής και πέρασαν στην κτηνοτροφία, καταφεύγοντας στα ορεινά,
όπου έβρισκαν μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Αλβανοί παραμένουν κλεισμένοι στα
Άλβανά τους και διασκορπισμένοι περισσότερο στην περιοχή της Βαγενεντίας.
Οι Βλάχοι με τις κατούνες τους, δύο φορές το χρόνο, αλλάζουν τόπο διαμονής.
Φαίνεται πως ο πιο αμιγής ελληνόφωνος πληθυσμός βρίσκεται στην περιοχή της
Χιμάρας, ενώ το διαμέρισμα του Δυρραχίου πρέπει να ήταν το πιο
πολυπολιτισμικό σε όλο το πρώην Δεσποτάτο.
Στα Ιωάννινα και την Πάργα υπερτερεί το ελληνικό στοιχείο, και μάλιστα το
αντιλατινικό, που βρήκε εδώ άσυλο μετά την κατάληψη της Πόλης από τους
Σταυροφόρους. Μαζί με αυτούς, με βάση τα χρονικά, υπάρχουν και Σέρβοι. Στην
Άρτα επικρατεί ένα ποτ πουρί Ελλήνων, Σέρβων, Αλβανών, ενώ γνωρίζουμε πως
τα βοσκοτόπια της Άρτας το χειμώνα κατακλύζονται από Βλάχους. Το ίδιο
συμβαίνει και πιο νότια στην Αιτωλοακαρνανία. Και εδώ το ίδιο σκηνικό. Στο
πέρασμα του χρόνου όλοι αυτοί βέβαια είχαν κάτι κοινό. Μια κοινή πίστη, κάτι
που στο πέρασμα του χρόνου τους συνέδεσε μεταξύ τους. Τον 14ο αιώνα ο Θωμάς
Πρελιούμπο επιτρέπει τους πρώτους τουρκικούς οικισμούς στην Ήπειρο.
Ο Σβορώνος πιστεύει πως, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους λαούς που
έφτασαν στον ελλαδικό χώρο, άρα και στο χώρο τον οποίο μελετάμε, οι
ελληνόφωνοι πληθυσμοί, συγκροτημένοι ήδη σε έναν ενιαίο λαό, σε μια
εθνότητα με γερούς υλικούς και πνευματικούς δεσμούς, με ανώτερο πνευματικό
πολιτισμό, χωρίς ουσιαστική διακοπή, εντεταγμένοι σ’ ένα μεγάλο
συγκεντρωτικό κράτος και πλαισιωμένοι από μια θαυμαστά οργανωμένη
διοικητική και εκκλησιαστική ιεραρχία, ήταν φυσικό ν’ απορροφήσουν στη
μεγάλη τους πλειονότητα τα ημιβάρβαρα και πολιτικά ανοργάνωτα ξένα στοιχεία,
που κατά διαστήματα έφταναν στον τόπο τους.
Το κενό, λοιπόν, εξουσίας που άφησαν οι Δεσπότες του «Ελληνικού»
Δεσποτάτου με τις πολιτικές έριδες και εμφυλίους, είχε σαν αποτέλεσμα αρχικά
την άνοδο του οίκου των Ορσίνι. Κατόπιν όμως προσέφερε στον Στέφανο
Δουσάν την ευκαιρία να καταλάβει τον δυτικό Ελλαδικό χώρο, αλλά βρέθηκε και
αυτός τελικά μπροστά σε ένα σοβαρό πρόβλημα: δεν μπορούσε να κυβερνήσει
Σελίδα 7 από 89
αυτόν το χώρο. Επίσης, οι εθνότητες που κατέβηκαν μαζί του έπρεπε να
αποκατασταθούν. Έτσι, λοιπόν, φοβούμενος ίσως πολιτικά το ελληνόφωνο
στοιχείο (Γραικορωμαίους), προτίμησε να δώσει εξουσίες σε Αλβανούς φύλαρχους
στον δυτικό ελλαδικό χώρο και σε άλλα μέρη, ώστε να αυτοανακηρυχθούν από
μόνοι τους ηγεμόνες.
Όλοι αυτοί με τη σειρά τους και με τη μανία τους για εξουσία άνοιξαν διάπλατα
τις πύλες των Οθωμανών. Οι συχνοί πόλεμοι, οι ληστείες, η πειρατεία, οι αρπαγές
ανθρώπων για το δουλοεμπόριο, οι φορολογίες, οι ασθένειες γονάτισαν τους
λαούς τόσο πολύ, που στο τέλος, και να ήθελαν να αντισταθούν εναντίον των
Οθωμανών, δεν είχαν πλέον τη δύναμη. Οι συχνές, άλλωστε, πολεμικές
αναμετρήσεις που ακολούθησαν μεταξύ των μικροηγεμονίσκων, τους στέρησαν
και στρατιωτικό δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να αντισταθεί σε πιθανή
επέλαση των Οθωμανών.
Αντιθέτως οι Οθωμανοί, με εξαίρεση τη Χιμάρα αλλά και το μικρό
Θωμόκαστρο (Ρηνιάσα), κατέλαβαν το Δεσποτάτο με περίπατο. Βέβαια μπορεί
κάποιος να αναρωτηθεί, αν όλοι αυτοί οι ηγεμόνες ήταν ενωμένοι ή ένωναν τις
δυνάμεις τους, θα μπορούσαν κάποια στιγμή να σταματήσουν την οθωμανική
προέλαση στα εδάφη της Αδριατικής Ρωμανίας (Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρο και
Αλβανία); Δυστυχώς εδώ φτάνουμε στην κλασική ερώτηση: τι θα γινόταν αν;
Σημασία έχει, όπως είδαμε, πως και οι Οθωμανοί δεν ήταν αήττητοι.

Ανάγλυφο οικόσημο των Τόκκων στο πιγάδι του γουλά του κάστρου της Άρτας.
Φωτογραφία του Αναστάσιου Ορλάνδου στα 1936. Πνευματικά διακιώματα: Εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία, Ph_ARCH. A. ORLANDOS_054_0033

Σελίδα 8 από 89
Οίκος Ορσίνι

Ο οίκος των Ορσίνι θα αναδεχθεί την περίοδο της Αναγέννησης σε μια από
τις κορυφαίες οικογένειες της ιταλικής Χερσονήσου. Ξεκινώντας με το όνομα
Μπομπόνε και αργότερα ως Ορσίνι, θα διαδραματίσουν ρόλο στην ιστορία της
Ιταλίας από το 1100 ως το 1900. Η Οικογένεια έβγαλε 34 Καρδινάλιους,
αμέτρητους Κοντοτιέρους και πολλές άλλες κορυφαίες πολιτικές και
θρησκευτικές προσωπικότητες.
Η παράδοση των Ορσίνι προσδιορίζει την καταγωγή της οικογένειας από την
Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία στην Αρχαία Ρώμη. Ή, όπως προανέφερα, οι Ορσίνι
έλκουν την καταγωγή τους από τους Μπομπόνε, οι οποίοι απαντώνται τον 11ο
αιώνα στη Ρώμη, με τα πρώτα μέλη της Οικογένειας να καταγράφονται ως
«Ορσίνι-Μπομπόνε». Το πρώτο γνωστό μέλος των Ορσίνι ανήκει στην
οικογένεια Μπομπόνε, που ήταν πατέρας του Πιέτρο και εκείνος με τη σειρά του
ήταν πατέρας του Τζιακίντο Μπομπόνε (1110–1198), που έγινε πάπας ως
Κελεστίνος Γ’ (1191). Ο Κελεστίνος Γ’ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους
νεποτιστές πάπες: διόρισε δυο ανιψιούς του Καρδιναλίους και επέτρεψε στον
εξάδελφό του Τζιοβάνι Γκαετάνο να αγοράσει αργότερα στην κεντρική Ιταλία
πολλές πόλεις, που έγιναν οικογενειακά εδάφη.
Η οικογένεια μεγάλωσε και στο χρόνο χωρίστηκε σε πέντε κλάδους:
1. Ο κλάδος του Πιτιλιάνο
2. Ο κλάδος του Μοντεροτόντο
3. Ο κλάδος του Μπρατσιάνο
4. Ο κλάδος της Γκραβίνας
5. Ο κλάδος των Επτανήσων

Ο κλάδος των Επτανήσιων είναι που θα απασχολήσει και μας στη μελέτη μας.
Ο κλάδος των Επτανήσων προέρχεται από τη γραμμή του κλάδαυ της Γκραβίνας
και κυβέρνησε για 130 χρόνια την Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς και της
Ζακύνθου, η οποία περιείχε τρία νησιά στο Ιόνιο Πέλαγος: Κεφαλονιά, Ζάκυνθο
και Ιθάκη. Γενάρχης αυτού του κλάδου είναι ο Ριχάρδος Ορσίνι, ο οποίος
παντρεύτηκε την κόρη τού Μαργαριτόνε, ιδρυτή της Παλατινής Κομητείας.
Όπως θα δούμε, οι Ορσίνι θα επεκταθούν στην Ακαρνανία και την Ήπειρο,
θα χάσουν όμως από τον οίκο της Γκραβίνας την παλατινή Κομητεία, διάδοχοι
της οποίας θα γίνουν οι Τόκκοι, του οποίους θα συναντήσουμε στην πορεία.

Σελίδα 9 από 89
Σελίδα 10 από 89
1. Νικόλαος Ορσίνι (1318-1323)

Ο Νικόλαος Ορσίνι (Nicola Orsini ή Nicola d'Epiro) γεννήθηκε στην


Ζάκυνθο το 1295. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Α’ Ορσίνι, γιος του Ριχάρδου
Ορσίνι, ο οποίος υπήρξε Παλατινός Κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και ήταν
γιος του Ματθαίου Ορσίνι, ιδρυτή της δυναστείας των Ορσίνι στον ελλαδικό
Χώρο. Μητέρα του ήταν η Μαρία Κομνηνή Αγγελίνα, κόρη του Δεσπότη της
Ηπείρου Νικηφόρου του Α’. Όταν απεβίωσε ο πατέρας του Ιωάννης Α’ Ορσίνι
το 1317, ο Νικόλαος έγινε Κόμης Παλατινός Κεφαλληνίας-Ζακύνθου (1317 –
1323). Δήλωσε υποτελής του Βασιλιά της Νάπολης Καρόλου Β’, όπως και ο
πατέρας του, αν και όπως φαίνεται δεν τον είχε και σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Αφού ο Νικόλαος είχε εξασφαλισμένη την εξουσία στην Παλατινή Κομητεία,
το ενδιαφέρον του στράφηκε προς το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Στην Ήπειρο
είχε συμβεί το εξής: ο Δεσπότης Νικηφόρος τα είχε θαλασσώσει λίγο με τα
κληρονομικά και είχε υποσχεθεί στην κόρη του Θαμάρ και τον σύζυγό της
Φίλιππα των Ανζού το Ηπειρωτικό Δεσποτάτο. Όμως πεθαίνοντας ο
Νικηφόρος, η σύζυγός του Άννα Παλαιολογίνα βρήκε αφορμή, με το πρόσχημα
ότι ο Φίλιππος είχε αναγκάσει τη Θαμάρ να ασπαστεί το καθολικό δόγμα, να
θεωρήσει πως η συμφωνία ήταν άκυρη και ανέβασε στον Ηπειρωτικό θρόνο τον
γιο της και αδερφό τής Θαμάρ και της Μαρίας, μητέρας του Νικόλαου, Θωμά Α’,
Κομνηνό Δούκα Άγγελο. Παράλληλα τον πάντρεψε και με την κόρη τού
συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγου Άννα Παλαιολογίνα1, προκειμένου να
εξασφαλίσει τη στήριξη της Κωνσταντινούπολης.

Η σφραγίδα του Νικόλαου Ορσίνι

Ο Θωμάς όμως δεν είχε διαφορές μόνο με τους Ανζού, οι οποίοι του
απέσπασαν μια σειρά από κάστρα. Αρνήθηκε και την κληρονομιά της αδερφής
του Μαρίας, της Μητέρας του Νικόλαου. Έτσι, λοιπόν, ο Νικόλαος βρήκε
ευκαιρία να μεταβεί στην Ήπειρο για να ρυθμίσει τα κληρονομικά με τον θείο
του2. Φεύγοντας, ανέθεσε τη διοίκηση της Παλατινής Κομητείας στον αδερφό
1 Παν. Χιώτης, «Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου», σελίδα 148
2 Παναγιώτης Χιώτης, «Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου», σελίδα 149
Σελίδα 11 από 89
του Ιωάννη Β’ Ορσίνι. Με τον Θωμά δε φαίνεται να έβρισκε λύση ο Νικόλαος.
Έτσι κάποια στιγμή τον δολοφόνησε.3 Αν η δολοφονία ήταν σχεδιασμένη, ίσως
και από την κακομεταχειρισμένη σύζυγο του Θωμά, Άννα Παλαιολογίνα, μέχρι
σήμερα δεν είναι γνωστό. Γεγονός είναι ότι οι Ηπειρώτες άρχοντες αναγνώρισαν
τον Νικόλαο και, για να τους κολακέψει –λαό, κλήρο και άρχοντες–, βαφτίστηκε
ο ίδιος ορθόδοξος, αποδέχτηκε η επίσημη γλώσσα και η σφραγίδα να είναι στα
ελληνικά4 και παντρεύτηκε τη χήρα του Θωμά.
Με τον Θωμά, λοιπόν, έκλεισε ο κύκλος των Αγγελοκομνηνών και ένας νέος
κύκλος αρχίζει. Είναι ο πρώτος ξένος Δεσπότης στην Αδριατική Ρωμανία. Ο
Νικόλαος υποτάχθηκε στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και έτσι
έλαβε και επίσημα το χρίσμα του Δεσπότη με τη δέσμευση να μην επιτεθεί στα
Γιάννινα. Εκείνος όμως, εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο μεταξύ του Ανδρονίκου
Β’ και Γ’, που ξέσπασε εντωμεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα, πολιόρκησε την
πόλη ανεπιτυχώς. Έτσι ο Ανδρόνικος διαπραγματεύτηκε με την πόλη των
Ιωαννίνων. Η διαπραγμάτευση προέβλεπε την υποταγή της πόλης, του Κάστρου
τότε ουσιαστικά, με αντάλλαγμα τη διατήρηση κάποιων δικαιωμάτων, αλλά και
την πρόσθεση μερικών ακόμα.
Έτσι, λοιπόν, οι Καστρινοί ζήτησαν το αυτοδιοίκητο, τη διαμονή μόνο
Γιαννιωτών στο Κάστρο, τη δυνατότητα να διεξάγουν εμπορικές δραστηριότητες
σε όλη την αυτοκρατορία5 κ.ά. Ο Ανδρόνικος, όταν οριστικοποιήθηκε η
συμφωνία, έστειλε δύο χρυσόβουλα. Ένα το 1319 και ένα το 1321. Ο Σαλαμάγκας
αναφέρει ότι οι παραχωρήσεις έγιναν «για το ξαναγύρισμά τους από την
αποστασίαν εις τας πατρικάς αγκάλας». Έτσι, λοιπόν, διαμελίστηκε και το
Δεσποτάτο. Οι Βυζαντινοί κράτησαν για λογαριασμό τους τα Ιωάννινα και τη
γύρω περιοχή, ενώ σχεδόν όλη τη νότια Ήπειρο την κράτησε ο Νικόλαος.
Εντωμεταξύ ο νέος βασιλιάς της Νεάπολης Ροβέρτος, διάδοχος του Καρόλου,
ζητά από τον Νικόλαο να αναγνωρίσει την υποτέλειά του απέναντι στους Ανζού,
αυτός όμως αρνείται, όπως αρνήθηκε και στον Φίλιππα του Τάραντα.6
Βολιδοσκοπώντας την κατάσταση ο Νικόλαος, θεώρησε ότι οι Βυζαντινοί είναι
ανίσχυροι και ότι θα έχει περισσότερα να κερδίσει αν πάρει το μέρος των
Βενετών. Γι’ αυτό δήλωσε υποτέλεια στους Βενετούς και προσφέρθηκε να τους
παραχωρήσεi το λιμάνι του Βουθρωτού, όπου θα υψώνονταν το βενετικό λάβαρο
και τα ιχθυοτροφεία του θα έφερναν κέρδος 1500 χρυσές λίρες, αρκει να τον
βοηθούσαν εναντίον των Παλαιολόγων Οι Βενετοί όπ οποίοι όμως, που δεν
ήθελαν να τα χαλάσουν με τους Παλιαολόγους αρνήθηκαν7.

3Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, σελ. 99


4ΟΥΙΛΛIΑΜ ΜΊΛΛ Ε Ρ, μετάφραση ΣΠΥΡΟΥ Π. ΛΑΜΠΡΟΥ Τόμος Α', σελ.356
5
Γιώργος Τσαντικος, Άρθρο διαδίκτυο: Τα χρυσόβουλα του Κάστρου
6
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, τόμος 16, σελ. 295/296
7 Karl Hopf, Griechenland im Mittelalter, Σελίδα 420 «…Er erbot sich Venedig Bouthroton dessen

Fischereien eine Jahresrente von 1500 Lire abwürfen oder Parga dessen Einnahmen , abgerechnet die
Zuckerpflanzungen, 1000 Lire betrugen zu überlassen ; Dafür möchte ihm Venedig mit 400 bewaffneten
und dem nöthigen Gelde zu Wiedereroberung des Restes von Epirus , namentlich das von den
Byzantiner occupierte Ioannina helfen. Allein Venedig, das sich nicht mit den Paläologen verfeinden
wollte, antwortete trotz dieses vortheilhaften Angebotes ausweichend»
Σελίδα 12 από 89
Οικόσημο των Ορσίνι

Η Παλατινή Κομητεία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου.

Σελίδα 13 από 89
Μετά από αυτό οι Γιαννιώτες άρχισαν να αντιμετωπίζουν εχθρικά τον Νικόλαο.
Ο αδελφός του όμως Ιωάννης Β’ Ορσίνι, θέλοντας να σφετεριστεί την Κομητεία
Κεφαλληνίας - Ζακύνθου και αφού έμαθε ότι οι Ιωαννίτες αντιμετώπιζαν εχθρικά
τον Νικόλαο, συνεννοήθηκε με αυτούς8 και σκότωσε τον αδελφό του με τα ίδια
του τα χέρια το 1323.

Ιωάννης Β’ Ορσίνι

Ο Ιωάννης Ορσίνι Β’, αδερφός του Νικολάου Ορσίνι , ο οποίος τον είχε
αφήσει ως αντικαταστάτη στην Παλατινή Κομητεία, φεύγοντας για την Ήπειρο,
τα βρήκε με τους Γιαννιώτες και, προκειμένου να γίνει κύριος της Παλτινής
Κομητείας, αλλά και του Δεσποτάτου, έφτασε στην Άρτα προσποιούμενος ότι
θέλει να βοηθήσει τον Νικόλαο. Φτάνοντας όμως στην Άρτα, δολοφόνησε με τα
ίδια του τα χέρια τον αδερφό του και αυτοανακηρύχθηκε Δεσπότης9.
Στα βήματα του αδερφού του και αυτός, ασπάζεται το ορθόδοξο δόγμα και, για
να γίνει περισσότερο αποδεκτός ως νόμιμος Δεσπότης, μετονομάζεται σε Ιωάννη
Κομνηνό Δούκα. Νυμφεύεται την Άννα Αγγελίνα, κόρη του Ανδρόνικου, που
ήταν διοικητής στα Βελέγραδα και ήταν και ξάδελφος της μητέρας του Μαρίας.
Γνωρίζουμε ότι στην περίοδο αυτή η Άρτα, ως πρωτεύουσα του κράτους του,
δείχνει μια πνευματική αναγέννηση, με αποκορύφωμα τη μετάφραση του Ομήρου
από τον Κωνσταντίνο Ερμανιακό.
Στα 1325 θα χάσει τις κτήσεις της Παλατινής Κομητείας από τον Ιωάννη της
Γκραβίνας10, του Οίκου των Καπετιδών-Ανζού, που ήταν κόμης της Γκραβίνα της
Απουλίας, δούκας του Δυρραχίου, πρίγκιπας της Αχαΐας και του Τάραντα, επειδή
ο Ιωάννης αρνήθηκε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του βασιλιά της Νάπολης.
Έτσι, λοιπόν, περιορίστηκε στην Ήπειρο. Βρισκόμενος υπό την πίεση των
Ανζού, αναγκάζεται να αναγνωρίσει την κυριότητα του Ανδρόνικου, ο οποίος
μάλιστα υπόσχεται να επιστρέψει τα Ιωάννινα στο Δεσποτάτο, μιας και αυτό ήταν
και επιθυμία των Ιωαννιτών. Αυτή η σχέση εξάρτησης του Ιωάννη από τον
Ανδρόνικο έφερε φυσικά την αντίδραση των Ανζού της Νεάπολης, οι οποίοι
έστειλαν στρατό υπό την διοίκηση του Walter VI. (Brienne), κόμη της Απουλίας
και τιτουλάριο Δούκα των Αθηνών, και κατέλαβε τη Βόνιτσα και τη Λευκάδα.
Κατόπιν ο Walter VI. (Brienne) συγκέντρωσε στρατό και έχοντας ενισχύσεις
από Αλβανούς τυχοδιώκτες πολιόρκησε την Άρτα και κατέστρεψε την όμορη
περιοχή. Έτσι ανάγκασε τον Ιωάννη να γίνει και πάλι υποτελής των Ανζού.
Κατόπιν τούτου οι ξένοι αποσύρθηκαν στη Βόνιτσα και Λευκάδα, τις οποίες
κράτησαν για λογαριασμό των Ανζού.

8 Karl Hopf, Geschichte Griechenlands im Mittelalter, σελίδα 420


9 Κατά τον Karl Hopf στα Ιωάννινα θα έφερνε μόνο το τίτλο του Κεφαλά ή Αυθέντη. , Geschichte
Griechenlands im Mittelalter, σελίδα 420
10 Ελληνομνήμων, σελίδα 320 « ....ο Ιωάννης ο κόμης της Γραυίνης απεπλεύσας εκ Βρεντησίου τον Ιανουάριον το

1324 μετά οπλισμένων κατέργων και άλλων πλοίων επορεύετο προς Ρωμανίαν.... Τότε λοιπόν καθ ημητέραν
γνώμην έπαυσεν η εν Κφαλληνία και Ζακύνθω δυναστεία των από γαλλικής γενεάς κομήτων»
Σελίδα 14 από 89
Όταν στα 1332 απεβίωσε ο άρχοντας της Θεσσαλίας Στέφανος Γαβριελόπουλος,
ο Ιωάννης άδραξε την ευκαιρία και έγινε κύριος της Θεσσαλίας και των Τρικάλων.
Αλλά η κυριαρχία του δεν κράτησε πολύ, γιατί κατέβηκε στη Θεσσαλία ο
Αυτοκράτορας Ανδρόνικος, στον οποίο παραχώρησε αναγκαστικά τις νέες
κτήσεις του. Στα 1335 θα βρεθεί δηλητηριασμένος. Οι φήμες λένε πως τον
δηλητηρίασε η σύζυγός του Άννα Αγγελίνα. Από τη σύζυγό του Άννα Αγγελίνα,
κόρη του Ανδρονίκου (γιού του Δημητρίου (Μιχαήλ) Αγγέλου, αδελφού του
παππού του Νικηφόρου Α’), είχε δύο τέκνα:
 Τον Νικηφόρο Β’, ο οποίος έγινε με τη σειρά του Δεσπότης της Ηπείρου
(1335-1337, 1356-1359)
 Τη Θωμαΐδα, που παντρεύτηκε τον Συμεών-Ούρεση των Νεμάνιτς (γιο
του Συμεών-Ούρου Γ’, βασιλιά της Σερβίας), ο οποίος έγινε Δεσπότης της
Ηπείρου από το (1359-1366) και της Θεσσαλίας (1359-1370).

Σφραγίδα Ιωάννη Ορσίνι , Schlumberger, Gustave Léon, 1844-1929

Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι ( 1335-1337), (1356-1359)

Όταν πέθανε ο Ιωάννης Β’ Ορσίνι, ο γιός του Νικηφόρος ήταν μόλις 8 χρονών.
Χρίστηκε όμως Δεσπότης. Την τύχη βέβαια του Δεσποτάτου την είχε αναλάβει η
μητέρα του Άννα Παλαιολογίνα.11 Την ίδια περίοδο εισβάλλει στην Ήπειρο ο
Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο οποίος είχε βάλει στόχο να ενσωματώσει όσα
περισσότερα εδάφη της παλιάς Αυτοκρατορίας και πάλι στην Κων/πολη. Όπως
είδαμε στην περίπτωση του Ιωάννη Ορσίνι, τα βυζαντινά στρατεύματα κατέλαβαν
τις κτήσεις του Δεσποτάτου στη Θεσσαλία και προήλασαν ως τα Ιωάννινα.
11
WilliamMiller Ιστορία της Φραγκοκρατίας. Μετάφραση: Σπύρου Λάμπρου Τόμος Α' σελ. 273
Σελίδα 15 από 89
Μέσα σε αυτή την αναμπουμπούλα, τα αλβανικά φύλα στα βόρεια εδάφη του
Δεσποτάτου βρήκαν την ευκαιρία να εξεγερθούν, όμως δεν κατάφεραν πολλά και
υποτάχθηκαν στην Αυτοκρατορία. Αυτό συνέβηκε στα 1337. Ο Ανδρόνικος
κάλεσε την Άννα να δηλώσει υποτέλεια στην Αυτοκρατορία, αλλά αυτή δε
δέχθηκε και την αιχμαλώτισε.12 Στη συνέχεια μετέφερε αυτή και τον Νικηφόρο
στην Θεσσαλονίκη, έχοντας σκοπό να παντρέψει τον Νικηφόρο Β’ Κομνοδούκα
Ορσίνι με τη Μαρία Κατακουζηνή, κόρη του Ιωάννη Κατακουζηνού, στρατηγού
του Ανδρόνικου, που θα παίξει σπουδαίο ρόλο κατά την Ηπειρωτική
επανάσταση.

Όμως στην Άρτα και στην Ήπειρο υπήρχε μια αντιαυτοκρατορική μερίδα, η
οποία δεν ήθελε την ένταξη του Δεσποτάτου στην Αυτοκρατορία. Έτσι, λοιπόν,
με τη βοήθεια της Αικατερίνης Β’ του Βαλουά,13 αυτή η μερίδα των Ηπειρωτών
Ευγενών φυγάδευσε τον Νικηφόρο στον Μοριά. Στην Άρτα ο Ανδρόνικος Γ’
Παλαιολόγος είχε εγκαταστήσει διοικητή τον Θεόδωρο Συναδηνό. Από τον
Μοριά η Αικατερίνη Β’ του Βαλουά έστειλε με συνοδεία μιας μικρής στρατιωτικής
μονάδας τον Νικηφόρο στο Θωμόκαστρο.

Μαθαίνοντας στην Άρτα ότι ο Νικηφόρος βρίσκεται με τους Ανζού στο


Θωμόκαστρο,14 ξεσηκώθηκε η Άρτα και ακολούθησαν οι Ρωγοί.15,16 Ο διοικητής
της Άρτας Συναδενός φυλακίστηκε στο Κάστρο. Ο Ανδρόνικος Γ’ έστειλε τον
Ιωάννη Κατακουζηνό στην Ήπειρο με σκοπό να υποτάξει τους Ηπειρώτες. Ο
Κατακουζηνός με διαπραγματεύσεις κατέλαβε πρώτα τους Ρωγούς, μετά την Άρτα
και άρχισε την πολιορκία του Θωμόκαστρου, όπου βρισκόταν ο Νικηφόρος. Σε
αντίθεση με τους Ρωγούς και την Άρτα, το Θωμόκαστρο δεν παραδινόταν εύκολα,
καθότι είχε ενισχύσεις από τη θάλασσα. Αλλά και δω ο Κατακουζηνός, μετά από
πολλές διαπραγματεύσεις, έλυσε την πολιορκία και πήρε τον Νικηφόρο μαζί του
στη Θεσσαλονίκη.17
Στη Θεσσαλονίκη συμβιβάστηκε με τον Κατακουζηνό και έλαβε τον τίτλο του
Πανυπερευσεβέστατου. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Διδυμότειχο και έμεινε κοντά
στην Ειρήνη Ασανίνη, σύζυγο του Ιωάννη Κατακουζηνού. Εδώ παντρεύτηκε και
τη Μαρία, κόρη του Κατακουζηνού, στα 1342.18 Μετά το γάμο πήγε στην
Κωνσταντινούπολη.

12
Ιωάννη Κατακουζηνού, Ιστορίαι
13
DonaldM. Nicol: TheDespotateofEpirus. 2010, S. 114.
14 Χρ. Κουτσοτόλη : Θωμόκαστρον ή κάστρο της Ρινιάσας, διδίκτυο, Academia.edu
15 Κατακουζηνός, Ιστορίαι
16 Μελέτιος ο Γεωγράφος και κατ επέκατασιν Αραβαντινός, «Χρονογραφία Ηπείρου» και Σεραφείμ Ξενόπουλους

«Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης»


17
DonaldM. Nicol: ThelastcenturiesofByzantium. 1996, S. 181.
18 Donald M. Nicol: The Despotate of Epirus. 2010, σελίδα 114.

Σελίδα 16 από 89
Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας Παλαιολόγος Συναδηνός (π. 1277 - π. 1346) ήταν Ρωμαίος
μεγιστάνας, ανώτερος αξιωματούχος και στρατιωτικός διοικητής των αρχών του 14ου αι., που
έπαιξε σημαντικό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους της περιόδου. Είχε τοποθετηθεί από τον
Ανδρόνικο σαν διοικητής της Άρτας. Εδώ με την σύζυγο του Ευδοκία

Ο Ιωάννης Κατακουζηνός χειρίστηκε με επιτυχία το θέμα του εμφυλίου στην Ήπειρο

Σελίδα 17 από 89
Εντωμεταξύ είχε ξεσπάσει ο λεγόμενος βυζαντινός εμφύλιος μεταξύ 1341 ως 1347
και ο Νικηφόρος πήγε με τη μερίδα του πεθερού του, ο οποίος στο τέλος έγινε
αυτοκράτορας σαν Ιωάννης ΣΤ’. Ο Κατακουζηνός τον έχρισε Δεσπότη και του
έδωσε την περιοχή του Αίνου και του Ελλησπόντου. Πιο βόρεια ο Στέφανος Δ’
Δουσάν της Σερβίας, εκμεταλλευόμενος τις αναταραχές της Αυτοκρατορίας, βρήκε
την ευκαιρία και προέλασε προς τον νότο καταλαμβάνοντας μέρη της Αλβανίας,
Θεσσαλίας και Ηπείρου.
Στα 1355 πεθαίνει ο Δουσάν και ο τοποτηρητής της Θεσσαλίας Γρηγοόρης
Πρελιούμπο. Ο Νικηφόρος, σε συνεννόηση με Έλληνες της Θεσσαλίας,
εισβάλλει στη Θεσσαλία το 1356 και διώχνει τον Simeon Uroš Nemanjić, σύζυγο
της αδερφής του Θωμαΐδας και αδερφό του Δουσάν. Προχωρά και
ανακαταλαμβάνει την Άρτα, τους Ρωγούς και άλλες κύριες πόλεις της Ηπείρου.
Βρέθηκε, όμως, μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα. Ενώ οι πόλεις ήταν σε
ελληνικά χέρια, η ηπειρωτική ύπαιθρος βρισκόταν σε αλβανικά χέρια, που
λεηλατούσαν την ευρύτερη περιοχή.
Η σύζυγός του Μαρία φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο στην
Ηπειρωτική αριστοκρατία όσο και στους Αλβανούς, οι οποίοι εκτιμούσαν τον
Κατακουζηνό. Φοβούμενος αλβανικές επιθέσεις, για να ενισχύσει τη θέση του και
να αποτρέψει σερβική αντεπίθεση, ο Νικηφόρος Β’ σκέφτηκε σοβαρά να
διαζευχθεί τη Μαρία Καντακουζηνή και να παντρευτεί την αδελφή της συζύγου
τού θανόντος τσάρου της Σερβίας Στεφάνου Δ’. Όμως η Ηπειρωτική αριστοκρατία
διαμαρτυρήθηκε έντονα και προσπάθησε να αποτρέψει αυτή την κίνηση.
Όμως το καζάνι έβραζε. Προφανώς Αλβανοί και Έλληνες ετοίμαζαν κάποια
εξέγερση. Για να πολεμήσει την εξέγερση αυτή έκανε μια κίνηση. Στη Θεσσαλία
είχαν εισβάλει τουρκικά φύλα και λεηλατούσαν την περιοχή. Ο Νικηφόρος τους
κάλεσε ως μισθοφόρους, προκειμένου να επιβάλει την τάξη. Από την άλλη
συνέχιζε τη διαπραγμάτευση γάμου με τη Σέρβα πριγκίπισσα.19 Οι Αλβανοί
φύλαρχοι, αντιλαμβανόμενοι πως μια ένωση του Νικηφόρου με τους Σέρβους θα
τους φέρει σε δύσκολη θέση, ξεσηκώθηκαν με πρόσχημα ότι δε συμφωνούν και
δε συναινούν να χωρίσει τη Μαρία.20 Αρχικά ο Νικηφόρος σχεδίαζε να στείλει
όμηρο τη Μαρία στους Σέρβους, αλλά η αριστοκρατία της Ηπείρου την φυγάδευσε
στον Μοριά, στον αδερφό της Μανουήλ Κατακουζηνό.21,22
Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο ο Νικηφόρος αναθεώρησε τη σκέψη του
διαζυγίου και κάλεσε τη Μαρία να γυρίσει στην Ήπειρο. Οι Αλβανοί, όμως, που
έλαβαν το γεγονός ως πρόφαση, είχαν ήδη ξεσηκωθεί, αλλά και προφανώς γιατί

19 John A. Fine: The late medieval Balkans. 1997, S. 348.


20
Βέβαια, όπως μας πληροφορεί η Μελ. Κατσαροπούλου στην διδακτορική της διατριβή, σελ. 118: «Το νότιο τμήμα
τόυ Δεσποτάτου μέχρι τον Αχελώο ποταμό και το είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους οι Αλβανοί. Όταν λοιπόν
εμφανίστηκε ο Νικηφόρος οι Αλβαvoi φοβήθηκαν ότι ενδεχόμενη επικράτηση του και παγίωση της ελληνικής
εξουσίας θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα τους και θα ανέτρεπε τα πράγματα. Γι* αυτό τον λόγο ήλθαν σε ρήξη
μαζί του και επαναστάτησαν»
21
Donald M. Nicol: The Despotate of Epirus. 2010, S. 136
22 Karl Hopf, Griechische Geschichte, Periode 1204-1566, Allgemeine Enzyklopädie Ersch & Gruber,

1867, σελίδα 458 «Nun kerkerte Nikephoros die edle Maria ein, si entfloh zu ihrem Bruder Manuel den
Despoten von Morea»
Σελίδα 18 από 89
δεν ενέδωσε και στις απαιτήσεις των. Έτσι, λοιπόν, ο Νικηφόρος, παρασυρμένος
από τον εγωισμό του, για να μη θεωρηθεί ότι διατήρησε την εξουσία χάρη στη
συμπάθεια που υπήρχε προς τη γυναίκα του και τον πεθερό του, επιτέθηκε στους
επαναστατημένους Αλβανούς, τους οποίους οδηγούσαν ο Πέτρο Λιόσιας και ο
Γκιν Σπάτα Μπούα, για να τους υποτάξει πριν από την επιστροφή της Μαρίας.
Η σύγκρουση έγινε στον Αχελώο,23,24,25 όπου ο Νικηφόρος φονεύθηκε από τους
Αλβανούς και ο στρατός του εξολοθρεύθηκε.26
Εδώ, λοιπόν, κλείνει και το κεφάλαιο των Ορσίνι στο Ηπειρωτικό Δεσποτάτο.

Οι Σέρβοι – Ο οίκος Nemanjić

Οι Σέρβοι εμφανίζονται στην Ήπειρο με τον οίκο των Νεμάνια. Ο Οίκος των
Νεμάνιτς (σερβικά: Немањић [Νεμάνιτς], πλ. Немањићи [Νεμανίτσι]), ή
Νεμάνια των Ελληνικών πηγών, ήταν η σημαντικότερη δυναστεία της Σερβίας
κατά τον Μεσαίωνα. Υπό τη διακυβέρνηση του οίκου των Nemanjić η Σερβία
δεν έγινε μόνο ανεξάρτητο βασίλειο, αλλά μια στρατιωτική, πολιτική και
πολιτιστική δύναμη στα Βαλκάνια τον 14ο αιώνα. Γενάρχης του οίκου ήταν ο
πρίγκιπας Στέφανος Νεμάνια, ο Μεγάλος Ζουπάνος, ο οποίος έλκυε καταγωγή
από έναν κλάδο της δυναστείας Βουκάνοβιτς (1101-1166) της Ζέτας στο σημερινό
Μαυροβούνιο.
Μετά τον πρώτο Νεμάνια, όλοι οι μονάρχες χρησιμοποίησαν τον Στέφανος
σαν πρώτο τους όνομα, παράδοση που υιοθετήθηκε και εκδηλώνει τη φιλοδοξία
αυτών των βασιλιάδων. Στη μελέτη μας εδώ θα μας απασχολήσουν τρία πρόσωπα.
Ο ετεροθαλής αδερφός του Στέφανου Δουσάν Δ’ Νεμάνιτς, Συμεών Ούρεσης
Παλαιολόγος, και ο γαμπρός αυτού από τον οίκο Πρελιούμπο, Θωμάς Β’
23 Κατασαροπούλου, Ενα πρόβλημα της Ελληνικής Μεσαιωνικής Ιστορίας..., σελ. 117 « Όσον αφορά τον τόπο που
διεξήχθη η μάχη, δεν είναι σαφές αν το όνομα Αχελώος αναφέρεται σε κάποιον οικισμό ή τοποθεσία και πού ακριβώς
βρισκόταν. Οι δύο πηγές που περιγράφουν το γεγονός δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές. Ο μεν Καντακουζηνός
αναφέρει: καί γενομένης συμβολής περί τι χωρίον Άχελωον προσαγορευόμενον, το δε Χρονικόν των Ιωαννίνων: έλθών
δε είς Άχελωον καί πόλεμον συγκροτήσας Μ. 0 Jirecek θεωρεί ότι η μάχη έγινε στον ποταμό Αχελώο, που
ονομάζεται και Ασπροπόταμος. Κατά την γνώμη μας η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, διότι η πληροφορία των πηγών
ότι η-μάχη διεξήχθη στον Αχελώο, πρέπει να αφορά οπωσδήποτε κάποια συγκεκριμένη.-.-τοποθεσία ή οικισμό και
όχι γενικά το ποτάμι... Για την ύπαρξη οικισμού Αχελώου μας πληροφορεί ο εβραίος περιηγτής Βενιαμίν-.-, από την
Τουδέλη, ο οποίος το 1165 πέρασε από την περιοχή της Ηπείρου, και .αναφέρει ότι έκανε ταξίδι δύο ημερών από την
Άρτα μέχρι τον Αχελώο, και μισής μέρας από τον Αχελώο (Aphilon) μέχρι το Ανατολικό (= Αιτωλικό). Σημειώνει
μάλιστα ότι στον Αχελώο έμεναν 30 περίπου Εβραίοι, με επικεφαλής τον R. Sabbat tai.»
24 Hertzberg,Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des Antiken Lebens bi zur Gegenwart

σελίδα 314, «In der Schlacht bei dem Dorfe Acheloos (in der Nähe non Arta) wurde er von
aufständischen Albanern unter der Führung von Karl Thopia geschlagen und die Mehrheit seiner
Gefährten getötet». Παρ. Και ο Hertzberg κάνει λόγο για οικισμό Αχελώο, ενω κάνει το λάθος, όπως και κάποιοι
άλλοι, πως ο αρχηγός των Αλβανών ήταν ο Κάρολος Θώπια.
25 Αννα Δ. Μουρκογιάννη, η Επισκοπή του Αετού και του Αχελώου, σελίδα 62 «Στο παράθεμα αυτό, την «ἡμίσειαν

ὥραν» άλλοι μελετητές μεταφράζουν ως «ἡμίσειαν ἡμέραν» και αναζήτησαν πολύ κοντά στο Αιτωλικό, στη Κατοχή
ή στο Αγγε-λόκαστρο την πόλη. Όσοι μετέφρασαν «ἡμίσειαν ἡμέραν», αναζήτησαν την πόλη μα-κρύτερα από το
Αιτωλικό. Η μαρτυρία λοιπόν του Βενιαμίν είναι μόνο βοηθητική και δεν μπορεί να βασίσει σοβαρή εκδοχή. Το
βέβαιο είναι, ότι η πόλη Αχελώος υπήρχε το 1153, ως περιτειχισμένη πολίχνη. Ο Α. Παλιούρας θεωρεί, ότι οι είκοσι
εβραϊκές οικογέ-νειες ίσως να ζούσαν πάνω στα ερείπια του ξεχασμένου Στράτου, ξέχωρα από τους χρι-στιανούς και
γι΄αυτό ο Βενιαμίν αναφέρει μόνο την πιο γνωστή διπλανή πόλη Αχελώο.
26
Wilhelm Bahnson: Stamm- und Regentafeln zur politischen Geschichte, Erster Band, 1912, Tafel 76.
Σελίδα 19 από 89
Πρελιούμπο, και η σύζυγος του Θωμά, Μαρία των Νεμάνιτς ή Μαρία Αγγελίνα
Δούκαινα Παλαιολογίνα Νεμάνιτς.

Ο Στέφαν Ούρος (ή Ουρέσης) Δ΄ Ντούσαν' (Стефан Урош IV Душан Немањић, 1308 -


20 Δεκεμβρίου 1355), γνωστός ως Ντούσαν ο Ισχυρός (Душан Силни) και στα ελληνικά ως
Στέφανος Δουσάν, ήταν βασιλιάς της Σερβίας από τις 8 Σεπτεμβρίου 1331 και Αυτοκράτορας
Σέρβων, Ελλήνων, Βουλγάρων, Βλάχων και Αλβανών από τις 16 Απριλίου 1346 μέχρι τον
θάνατό του.

Το οικόσημο των Νεμάνιτς

Σελίδα 20 από 89
Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος

Όταν ξέσπασε ο λεγόμενος βυζαντινός εμφύλιος μεταξύ του Ιωάννη Ε’


Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, οι Σέρβοι του Στέφανου
Δουσάν Δ’ κατέλαβαν την Ήπειρο (1348 – 1355), Θεσσαλία και Ακαρνανία. Ο
Δουσάν όρισε κυβερνήτη27 αυτών των περιοχών τον Συμεών, στον οποίο δόθηκε
ο τίτλος του δεσπότη,28 που παραδοσιακά απονεμόταν στους αδελφούς και τους
νεότερους γιους των βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Αρχικά φαίνεται να είχε έδρα
την Άρτα29, ενώ ο Γρηγόρης Πρελιούμπο κατείχε τη Θεσσαλία με έδρα τα
Τρίκαλα.
Ο Συμεών, θέλοντας να εδραιώσει τη θέση του αυτή, νυμφεύτηκε τη Θωμαΐδα
Ορσίνι, κόρη του Ιωάννη Β’, Δεσπότη της Ηπείρου. Ο Συμεών ήταν γιος του
βασιλιά της Σερβίας, Στέφανου Ούρεση Γ’, και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας
Παλαιολογίνας, κόρης του μεγάλου δομέστικου Ιωάννη, εγγονού του Μιχαήλ Η’
Παλαιολόγου, Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και ετεροθαλή αδερφό του Στέφανου
Δ’ από τον βασιλικό Οίκο τον Νεμανιδών ζουπάνων. Όταν απεβίωσε ο αδερφός
του Στέφανος, άφησε την ηγεμονία στο γιο του, όμως ο Συμεών
αυτοανακηρύχθηκε κράλης30 των περιοχών που εξουσίαζε.
Έτσι, λοιπόν, όταν στα 1355 επέστρεψε ο Νικηφόρος Β’ Ορσίνι από την
Αυτοκρατορία, ο Συμεών βρισκόταν σε εμφύλιες διαμάχες για το θρόνο. Και
παρότι είχε ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία, ο Νικηφόρος, αφού αποβιβάστηκε
στα Θεσσαλικά παράλια με τη βοήθεια των ντόπιων, που δεν ανέχονταν τον
δεσποτισμό του, τον εκδίωξε στην Καστοριά31 και ξαναπήρε τον Ηπειρωτικό
θρόνο. Το έτος 1358 μ. Χ. ο Συμεών θα αναμιχθεί και πάλι στα Ηπειρωτικά
ζητήματα. Οι Γιαννιώτες έρχονται σε κόντρα με τον Νικηφόρο και ο Συμεών
κατεβαίνει στα Ιωάννινα, οι κάτοικοι των οποίων τον αναγνωρίζουν εκ νέου
Δεσπότη.32
Στα 1359 ο Συμεών θα συμμαχήσει με τους Αλβανούς και θα νικήσει τον
Νικηφόρο Β’ Ορσίνι στον Αχελώο ποταμό. Μιας και δεν μπορούσε από μόνος
του να διοικήσει αυτό το μεγάλο κομμάτι, κάθισε ο ίδιος στη Θεσσαλία33 και στην
Ήπειρο, άφησε την Ακαρνανία στους Μπούα και την περιοχή της Άρτας στον
27 Παν. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου, τ. 1ος , εκδ. 1856, σελ. 133
28 John V. A. Fine: The late medieval Balkans. A critical survey from the late twelfth century to the
Ottoman conques. 1stpaperbackedition,1994, σελ..205
29
Φαίνεται την περίοδο που η μεγάλη πυρκαγια κατέστρεψε την Άρτανα ήταν ακόμη εκει και ίσως μετά να έφυγε
για Τρίκαλα. Το μέγεθος της πυρκαγιά μπορούμε να το εκλαβουμε απο το αμφιλεγόμενο για πολλούς ιστορικούς
χρυσόβουλο του ιδίου προς τον Δούκαν Ιωάννην Τσάφαν Ορσίνι «επειδή ψήφω θεού επέστη εμπρισμός τη θεωσώστω
πόλης Άρτης και τα ωραία αυτής, φευ κατέφαγε και κατέφλεξε και κατέφθειρεν αυτών πάντα...» Acta et Diplomata,
τόμος 3, σελίδα 127.
30Ευγενία Δρακοπούλου: Η σερβική παρουσία στην Καστοριά τις παραμονές της τουρκικής κατάκτησης, σελ. 90
31
Παν. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου, τ. 1ος , εκδ. 1856, σελ. 135
32 Παν. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου, τ. 1ος , εκδ. 1856, σελ. 136
33 Κατσαροπούλου: Ενα πρόβλημα..., σελ. 122 «Όταν ο Συμεών πληροφορήθηκε τον θάνατο του Νικηφόρου στον

Αχελώο, έπαυσε να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στο βορρά και έστρεφε την προσοχή του στο νότο. Σχεδόν αμέσως
κατέλαβε την Θεσσαλία με σχετική ευκολία και εγκατέστησε την έδρα του στα Τρίκαλα. Η κατάληψη της Θεσσαλίας
έγινε οπωσδήποτε πριν από τον Αύγουστο του 1359, διότι σώζεται χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Συμεών τον χρόνο
αυτό για την θεσσαλική- μονή του Αγ. Γεωργίου .των Ζαβλαντίων... Ο Συμεών φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος
απέναντι στους τοπικούς άρχοντες, στους οποίους απένειμε δώρα και προνόμια.»
Σελίδα 21 από 89
Πέτρο Λιόσα, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Την ίδια περίοδο στον βορρά
επαναστάτησε ο Σέρβος άρχοντας Ράντοσλαβ Χλάπεν34 και προσπάθησε να
αρπάξει τη Θεσσαλία για το θετό γιο τού Θωμά Β’ Πρελιούμπο. Τότε ο Συμεών
πάντρεψε την κόρη του Μαρία των Νεμάνιτς, ή αλλιώς Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα
Παλαιολογίνα, με τον Θωμά Β’ Πρελιούμπο, τον οποίο όρισε Δεσπότη Ιωαννίνων
στα 1362 (θα δούμε γιατί), αφού αναγνώρισε την υποτέλειά του. Με τον Χλάπεν
τα βρήκε αναγνωρίζοντας κάποιες κτήσεις του Χλάπεν και ο Χλάπεν
αναγνωρίζοντας αυτόν άρχοντα της Θεσσαλίας.
Την περίοδο αυτή στην Ήπειρο οι Αλβανοί ήταν εκτός ελέγχου. Πολλοί
πλούσιοι, λόγιοι και πολέμαρχοι, μαζεύτηκαν στα Ιωάννινα. Από εδώ έστειλαν
πρεσβεία στον Συμεών στα Τρίκαλα και του εξιστόρησαν την κατάσταση. Εκείνος
όχι μόνο δεν έλαβε μέτρα, αλλά προχώρησε και σε άλλες κινήσεις που τον έκαναν
εχθρό των Ιωαννιτών. Εξόρισε τον Μητροπολίτη και άρπαξε την περιουσία της
Μητρόπολης, την οποία μοίρασε σε Σέρβους έποικους.35 Εξόρισε επιφανείς
άνδρες της πόλης, όπως τον Κωνσταντίνο Βατάτζη και τον Μυρσιώτη, που είχε
τον τίτλο του ιππότη. Κάποιοι άλλοι έφυγαν από μόνοι τους, ενώ κάποιοι
ξεσηκώθηκαν.
Έτσι βρίσκουμε ανάμεσα στους επαναστάτες κάποιον Καψοκαβάδη να κυριεύει
το κάστρο της Αραχοβίτσας και τον Βαρδινό να είναι αρχηγός του φρουρίου του
Αγίου Δονάτου (Παραμυθιά). Ο Παναγιώτης Αραβαντινός, στη χρονογραφία
Ηπείρου, για την σκληρότητα του Συμεών κατηγορεί κάποιους επιφανείς
Γιαννιώτες,36 ενώ του αφήνει και κάποια αιχμή για την πυρκαγιά στην Άρτα.
Κάποια άλλα γεγονότα που του αποδίδει ο Αραβαντινός μάλλον, αν συνέβηκαν
έτσι, όπως τα περιγράφει, θα πρέπει να αποδοθούν στον Θωμά Β’ Πρελιούμο και
όχι στον Συμεών.
Ο Συμεών εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου και πέρασε τα
υπόλοιπα χρόνια της βασιλείας του ειρηνικά. Στην αυλή του είχε ευγενείς
διάφορων εθνικοτήτων: Σέρβους, Έλληνες, Αλβανούς, όμως ευνόησε ιδιαίτερα
τους Έλληνες, καθώς η μητέρα του Μαρία Παλαιολογίνα και η σύζυγός του (κατά
το ήμισυ) ήταν Ελληνίδες. Ο Συμεών ίδρυσε πολλά μοναστήρια των Μετεώρων,
στα οποία προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά. Πέθανε ανάμεσα στο 1369 και
1371.

34
Ευγενία Δρακοπούλου: Η σερβική παρουσία στην Καστοριά τις παραμονές της τουρκικής κατάκτησης, σελ. 90
35 Αραβανιντός, Χρονογραφία Ηπείρου, τόμος 1ος, σελιδα 137
36
Αραβανιντός, Χρονογραφία Ηπείρου, τόμις 1ος, σελιδα 138-139 «Εννοείαι, ότι μεταξύ των υπηκόων υπήρχον και
τινες μοχθηροί και κακούργοι εμψυχούντες και παρατρύνοντας αυτόν εις τα τοιούτα τολμήματα της σκληρότητας.
Τούτοι δε υπήρχον και έχαιρον την εύνοια του ο Κουτζο-Θεόδωρος, ο Εμμανουήλ ο Τσιμπλινός και ο χείρων αυτών
και άλλων ο Μιχαήλ ο Αψαράς, όν μετά με το αξίωμα του Πρωτοπρεσβυτάριου ετίμησεν ο τύραννος»
Σελίδα 22 από 89
Ο Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος (Симе฀н Синиша Немањић, 1326 - 1371), από τον βασιλικό
Οίκο τον Νεμανιδών ζουπάνων, ήταν κυβερνήτης της Ηπείρου από το 1359 ως το 1366 και
της Θεσσαλίας από το 1359 ως τον θάνατό του το 1370

Σερβικός χάρτης που απεικονίζει την Αυτοκρατορία του Στέφανου Δ΄ Δουσάν

Σελίδα 23 από 89
Πριγκιπάτο της Αυλώνας ή Δεσποτάτο της Αυλώνας

Μέσα στο χάος που δημιουργήθηκε με την εξάπλωση του Δουσάν κατά τη
διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου37 στην Ήπειρο ένα από τα κρατίδια που
δημιουργήθηκαν ήταν και το ¨Πριγκιπάτο ή Δεσποτάτο του Αυλώνα38”. Το
κρατίδιο αυτό ήταν αρχικά υποτελή στον Στέφανο Δ΄ Δουσάν και αργότερα στον
Συμεών αλλά και στην Βενετία. Ο Πρώτος άρχοντας-Δεσπότης ήταν ο αδερφός
του τσάρου της Βουλγαρίας και κουνιάδος του Δουσάν, Ιωάννης Κομνηνός
Ασέν39, ο οποίος διοίκησε τυραννικά αλλά απεβίωσε από κάποιον λιμό που έπεσε.
Ο επόμενος ήταν ο Αλέξανδρος40, γιος του Ιωάννη Ασέν και τον ακολούθησε ο
Μπάλσα Β΄, ο οποίος και αυτός φέρθηκε δεσποτικά με αποτέλεσμα οι κάτοικοι
του Αυλώνα να την κοπανίσουν στο νησί Σάσων41 και να ανακηρύξουν
προστάτιδα δύναμη την Βενετία. Μετά την μάχη της Σαύρας και την ήττα από
τους Οθωμανούς, αυτός αποσύρθηκε στην Ζέτα αλλά το κρατίδιο δεν είχε πλέον
τα αρχικά του όρια καθότι ο Μουζάκης του αφαίρεσε τα Βελέγραδα κάποια
φρούρια, ιδρύοντας την ηγεμονία του Βερατίου42. Τέλοος στα 1417 μ.Χ.
κατακτήθηκε η περιοχή αυτή από τους Οθωμανούς. Ο σημαντικότερος απ αυτούς
τους ηγέτες ήταν ο Ζάρκοβιτς, για τον οποίο θα κάνουμε λόγο εδώ.

Ζάρκοβιτς (Mrkša Žarković)

O Ζάρκοβιτς (Mrkša Žarković /σέρβικα: Мркша Жарковић) ήταν σέρβος


άρχοντας, ο οποίος από το 1396 ως τον θάνατο του στα 1414 διοικούσε μέρος της
βορείου Ηπείρου και σημερινής νότιας Αλβανίας. Πατέρας του ήταν ο Ζάρκο ένας
ευγενής της πόλης Ζέτα. Μητέρα του ήταν η Θεοδώρα Ντεγιάνοβιτς ( Teodora
Dejanović) κόρη ενός σέρβου άρχοντα, ο οποίος είχε νυμφευθεί την αδερφή του
Στέφανου Δ΄ Δουσάν, την Θεοδώρα Νεμάνιτς ( Teodora Nemanjić). Στα 1391

37 Ο Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος 1341-47, μερικές φορές αναφερόμενος ως Δεύτερος Παλαιολόγειος Εμφύλιος

Πόλεμος, ήταν μια σύγκρουση που ξέσπασε μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου για την κηδεμονία του
εννιάχρονου γιου και διαδόχου του, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Ενέπλεξε από την μία πλευρά τον κύριο συνεργάτη
του Ανδρόνικου Γ΄, Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, και από την άλλη την αντιβασιλεία υπό την αυτοκράτειρα Άννα της
Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα, και τον μέγα δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Ο
πόλεμος πόλωσε την Βυζαντινή κοινωνία διαχωρίζοντας τις κοινωνικές τάξεις, με την αριστοκρατία να υποστηρίζει
τον Καντακουζηνό και τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις να υποστηρίζουν την αντιβασιλεία. (απο λήμα της
Βικιπαίδεια)
38 Fine, John Van Antwerp, The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth

Century to the Ottoman Conquest, σελίδες 320 και 347


39 Ο Ιωάννης Κομνηνός Ασέν, βουλγαρ. Йоан Комнин Асен, από τον Οίκο του Σρατσιμίρ ήταν κυβερνήτης του

πριγκιπάτου του Αυλώνα στη βόρεια ήπειρο από το π. 1345 ως το 1363, αρχικά ως υποτελής των Σέρβων και μετά
το 1355 ως σχεδόν ανεξάρτητος κύριος. Καταγόμενος από Βουλγάρους ευγενείς, ο Ιωάννης ήταν αδελφός του Ιβάν
Αλεξάνταρ τσάρου της Βουλγαρίας και της Ελένας, συζύγου του Στεφάνου Ούρου Δ΄ Δουσάν.
40 Fine, John Van Antwerp (1994). The Late Medieval Balkans «Ο Αλέξανδρος Κομνηνός Aσέν έφερνε τον

τίτλο Σεβαστός του Αυλώνα και άρχοντας των Κανίνων, τον οποίο διαδέχθηκε από τον πατέρα του Ιωάννη Κομνηνό
Ασέν . Δεν διαδέχθηκε την κοντινή πόλη των Βελέγραδων, την οποία είχε πάρει ο πατέρας του από τον Simeon
Uroš. Η πολιτική του Αλεξάνδρου χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένες συναλλαγές τόσο με τη Δημοκρατία της
Βενετίας όσο και με τη Δημοκρατία της Ραγκούζα»
41 Fine (1994), pp. 372, 383
42 Η ηγεμονία του Βερατίου ήταν μικρής διάρκειας καθότι οι Οθωμανοί την διέλυσαν το 1417

Σελίδα 24 από 89
μ.Χ. ο Ζάρκοβιτς παντρεύτηκε την Ruđina Balšić, κόρη του Balša II, άρχοντα
της Ζέτας, πως ήδη είδαμε, και της κόρης του Ιωάννη Κομνηνού Ασέν. Με τον
γάμο του ο Balša IΙ έλαβε σαν προίκα τον Αυλώνα, τα Βελέγραδα, την Χιμάρα και
τα Κάνινα43. Μετά την μάχη της Σαύρας το 1396 μ.Χ. διοικούσε την περιοχή η
σύζυγος του Balša IΙ. Την χρονιά αυτή η χήρα αποφάσισε να αποσυρθεί σε
μοναστήρι και παρέδωσε την εξουσία στον γαμπρό της Ζάρκοβιτς. Έτσι ο
Ζάρκοβιτς έγινε κύριος της περιοχής. Μέχρι τον θάνατο του κρατώντας μια
ουδέτερη στάση κια μια φιλική σχέση με την Βενετία κράτησε τα εδάφη του ως
το τέλος. Μετά το θάνατο του η σύζυγος του παζαρεύονταν το λεγόμενο
“πριγκιπάτο του Αυλώνα” με την Βενετία αλλά δεν ήλθαν σε κάποια συμφωνία.
Την ευκαιρία αυτή άρπαξαν οι Οθωμανοί και κατέλαβαν το πριγκιπάτο του
Ζάρκοβιτς.

Θωμάς Β’ Πρελιούμποβιτς

Ο Θωμάς ήταν γιος ενός Σέρβου άρχοντα, του Γρηγόριου Πρελιούμπου,44 ο


οποίος ήταν στρατηγός του Στέφανου Δ’ Δουσάν, και της Ειρήνης45,46 των
Νεμάνιτς, κόρης του Στέφανου Δουσάν. Ο Δουσάν είχε τοποθετήσει τον
Πρελιούμπο διοικητή της Θεσσαλίας, αλλά αυτός σκοτώθηκε σε κάποια μάχη με
αλβανικές φάρες κάπου στα 1355. Την ίδια εποχή εισέβαλε στη Θεσσαλία και ο
Νικηφόρος Β’ Ορσίνι, και η Ειρήνη έφυγε στην Καστοριά. Εκεί παντρεύτηκε τον
άρχοντα των Βοδενών (Βέροιας) Ράντοσλαβ Χλάπεν,47 ο οποίος αργότερα θα
προσπαθήσει να ανακαταλάβει τη Θεσσαλία για λογαριασμό του θετού γιου του
Θωμά Πρελιούμποβιτς.
Όταν ο Χλάπεν τα βρήκε με τον κράλη Συμεών, πάντρεψε τον Θωμά με την
κόρη του Μαρία Νεμάνιτς, γνωστή και σαν Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα
Παλαιολογίνα.48 Κάπου στα 1366 ο Συμεών, που είχε έδρα τα Τρίκαλα, δέχθηκε
μια επιτροπή από την περιοχή του Αγίου Δονάτου (Παραμυθιά) και τα Ιωάννινα,
η οποία του κατέθεσε πως οι Αλβανοί έχουν αποθρασυνθεί και λεηλατούν τις
περιοχές. Ζήτησαν να υπάρχει ένας ικανός Δεσπότης στην περιοχή, που να
μπορεί να τους αντιμετωπίσει. Έτσι, λοιπόν, ο Συμεών έκρινε σκόπιμο να χρίσει

43 Martha Ross (1978). Rulers and Governments of the World: Earliest Times to 1491
44O Γρηγόριος Πρέλιουμπ, σερβ. Грегори Прељуб (π/ 1312 - 1356) ήταν Σέρβος μεγιστάνας, που υπηρέτησε τον
Στέφανο Ούρο Δ΄ Δουσάν (βασ. 1331-55) ως βοϊβόντα (στρατηγός). Συμμετείχε στις κατακτήσεις προς τον νότο και
κατείχε τη Θεσσαλία με τον βαθμό του καίσαρα (1348-56)
45 John Van Antwerp Fine: The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century

to the Ottoman Conquest., σελ. 346


46Ο Brendan Oswald στη μελέτητου «The Ethnic Composition of Medieval Epirus», σελ. 140, μας λέει πως

η μητέρα του ήταν Ελληνίδα «But we should not speak of a ‘Serbocracy’ in Ioannina during the reign of
Thomas, who was Greek by his mother, and the Greeks called him to power.»
47 Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ. 1ος, - Ευγενία Δρακοπούλου : «Η σερβική παρουσία στην Καστοριά τις

παραμονές της τουρκικής κατάκτησης»


48
BrendanOswald στην μελέτη του «The Ethnic Composition of Medieval Epirus», υποσημείωση 137, σελ.
153 «The weddings we reindeed away to a cquireleg itimacy. The author of the Chronicle of Ioannina
states that Thomas Preljubović ruled as the husband of Maria Angeline, daughter of basileus Symeon»
Σελίδα 25 από 89
Δεσπότη τον Θωμά.49 Στα 1368 ο Συμεών θα γίνει Δεσπότης Ιωαννίνων ως
Θωμάς Β’ Πρελιούμποβιτς.50 Βέβαια ο Βρανούσης μάς λέει πως, αφότου ο Θωμάς
έγινε Δεσπότης, χρησιμοποιούσε ελληνικό όνομα.51 Απέβαλε όλους τους
σερβικούς τίτλος και κράτησε μόνο τον τίτλο του «Ζουπάνου».52
Ο Θωμάς γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τις αλβανικές φάρες της ευρύτερης
περιοχής. Δέχθηκε την επίθεση του Πέτρου Λιόσα σε συνεργασία με
Μαλακάσιους και Μαζαρακαίους Αλβανούς, τους οποίους ναι με απέκρουσε, αλλά
για να φέρει ειρήνη πάντρεψε την κόρη του Ειρήνη με τον γιο του Πέτρου Λιόσα
Ιωάννη (Γκινη Λιόσα). Στα 1378 ο Θωμάς θα δεχτεί την επίθεση του Αλβανού
Γκίνη Φράτα.53 Ο Θωμάς θα εξέλθει του φρουρίου των Ιωαννίνων και με λίγο
στρατό θα διαλύσει τον Γκίνο. Πολλοί Αλβανοί σφαγιάστηκαν και ο Θωμάς
δικαίως καυχιόνταν σαν «Αλβανοκτόνος».
Όταν, πάλι, ο Θωμάς λήστεψε τους Αλβανούς, Βουλγάρους και Βλάχους που
πολέμησαν τον Ισπανό ιππότη Ερέδια στην Άρτα, τότε αυτοί συγκεντρώθηκαν
στο Πέραμα, κατέλαβαν το νησί στη λίμνη και ρίχτηκαν στην ακρόπολη του
κάστρου. Οι Γιαννιώτες εξόπλισαν λέμβους με στρατιώτες και χτύπησαν στη
λίμνη τους εισβολείς. Μετά από πολλά οι Αλβανοβουλγαρόβλαχοι παραδόθηκαν.54
Από τους Αλβανούς αιχμαλώτους τους αρχηγούς τους σκότωσε ο ίδιος ο Θωμάς,
ενώ τους στρατιώτες τους έκανε δώρο σε φίλους και πολίτες. Τους Βούλγαρους
και τους Βλάχους τους τιμώρησε κόβοντας τις μύτες τους.55
Μαθαίνοντας τα γεγονότα στα Γιάννινα ο Δεσπότης Άρτας και Ακαρνανίας
Γκίνης Μπούα Σπάτα, εκστράτευσε εναντίον του Θωμά και λεηλάτησε την
περιοχή. Μετά από πολλές συγκρούσεις, ο Γκίνης Μπούα Σπάτα αποσύρθηκε
πάλι στην Άρτα. Όμως ο Θωμάς δεν είχε τελειώσει ακόμη με τους Αλβανούς.
Αφού στα 1379 κατέλαβε την Καστοριά, κάλεσε την επόμενη χρονιά, το 1380,
τους Οθωμανούς, που ήδη είχαν τη Μακεδονία, για βοήθεια. Έτσι στην Ήπειρο
φθάνει ο Ισαήμ πασάς, Αλβανός εξωμότης, καταλαμβάνει διάφορα φρούρια που
είχαν αρπάξει οι Αλβανοί και χτυπά δυνατά τους Μαζαρακαίους και τους
Ζενεβισαίους. Ο Ισαήμ παρέδωσε όλα αυτά που κατέκτησε στον Θωμά, αλλά

49Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ. 1ος σελ. 157, Brendan Oswald στηνμελέτητου «The Ethnic
Composition of Medieval Epirus» σελ. 140 «This was true also of Ioannina, which was independent of
Albanian authority but recognized the authority of Symeon, but not of the Byzantine emperor
of Constantinople: in 1367, its inhabitants sent an embassy to the Serbian Emperor of Thessaly, Symeon,
requesting a ruler for the city and military assistance against the Albanians.Symeon sent his relative,
Thomas Preljubović, who brought troops and ruledthe city as a Despot until 1384125»
50 Μίλλερ, «Η Φραγκοκρατία εν Ελλάδι» μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 419
51
Brendan Oswald : If Thomas indeed used the Greek name Komnenos, it was for politic alrea sons, and
henevera bandoned his Serbian one, since, as Vranoussis himself writes, he wassigning “Θωμᾶς
δεσπότης Κομνηνὸς ὁ Πρεάλιμπος”. The only Serbian element in the government of Thomas is the title
of “jupan” given to some of his favourites
52 Οι Ζουπάνοι είναι φύλαρχου Σλάβοι αργότερα άρχοντες και σήμερα σημαίνει δήμαρχος. Ο Αραβαντινός

παρουσιάζει τον τίτλο σαν «τζομπάνος»


53
Βλπ. Αραβαντινός
54 Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ.1ος
55 Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ.1ος

Σελίδα 26 από 89
παράλληλα άνοιξε την όρεξη των Οθωμανών για την Ήπειρο.56 Οι Αλβανοί που
απέμειναν στην περιφέρειά του υπέφεραν από τις κακοποιήσεις του.
Το 1382 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τον ονόμασε
επίσημα Δεσπότη,57 μέσω του μητροπολίτη Ματθαίου. Λίγο αργότερα θα
κακοποιήσει και τον Ματθαίο και θα τον εξορίσει.58 Αλλά και με την ντόπια
ελληνόφωνη αριστοκρατία των Ιωαννίνων ο Θωμάς δεν τα πήγε καλά. Βασάνισε
και λεηλάτησε πολλούς και σε πολλούς φέρθηκε βάναυσα.59 Σε πολλά φρούρια
εγκατέστησε δικούς του ζουπάνους και
κεφαλάδες. Στα 1382 κάλεσε κάποιον
Κωστή Μπέη με 40 Οθωμανούς, τους
οποίους ενίσχυσε λίγο αργότερα και ο Ισαήμ
πασάς, και κατέλαβε κάποιες περιοχές, που
κρατούσαν ακόμη Αλβανοί. Ο Γκίνης
Μπούα Σπάτα της Άρτας αντιλαμβανόμενος
τον κίνδυνο, εκστράτευσε και πάλι εναντίον
του Θωμά. Μετά από κάποιες εχθροπραξίες,
ο Θωμάς προβαίνει σε μια έξυπνη κίνηση:
παντρεύει τον Μπούα με την αδελφή του
Ελένη. Έτσι ηρέμησαν τα πράγματα κάπως
στην περιοχή.
Τώρα ο Θωμάς τα έβαλε πάλι με τους
ντόπιους. Αύξησε τους φόρους και το
μονοπώλιο στα ψάρια και στα φρούτα.60 Η
πράξη του αυτή έφερε μεγάλη αντίδραση.
Στα 1382 ο Μπούα, με πρόφαση την προίκα
της συζύγου, εκστράτευσε πάλι εναντίον του Θωμά, αλλά ο Θωμάς με μικρά δώρα
τον ησύχασε και ανανέωσε τη συνθήκη ειρήνης. Φοβούμενος κάποια συμμαχία
του Μπούα με τους Μαλακάσιους, πήγε σε αυτούς και τους έδωσε πολλά
περισσότερα δώρα ως αποζημίωση και να τους διασπάσει.61 Στα 1385, στις 23 του
Δεκέμβρη, ο Θωμάς έπεσε θύμα δολοπλοκίας και φονεύθηκε.62 Οι Γιαννιώτες θα

56 Σύμφωνα με τον Αραβαντινό, ο Ισαήμ διέδιδε, ότι τάχα προσπαθεί να βοηθήσει τον φίλο του Θωμά να
αποκαταστατήσει την τάξη. Αλλά όταν κετέλαβε το φρούριο της Βελλά πήρε κάποιους χιλιάδς σκλάβους μαζί του.
Τότε κατάλαβε ο Θωμάς την Λυκοφιλία και άρχισε να ουυρώνει μια σειρά από κάστρα φοβούμενος προφανώς τον
Ισαήμ. Αραβαντινού Χρονοαγραφία Ηπείρου σελ. 140, τ. 1ος, 1856
57Brendan Oswald «The Ethnic Composition of Medieval Epirus», υποσημείωση 125, σελ 152, « Chron.

Ioann. cit., pp. 79-80, §8-9. About this character, see Ch. Matanov, Thephenomen on Thomas Preljubović,
in Συμποσίο για το Δεσποτάτο της Ηπείρουcit., pp. 63-68, with specific bibliography. The Chronicle of
Ioannina (p. 82, §11, l. 33) speaks of him as a Despot immediately after his accession to power. There
is thus no reason to write that he took his title only in 1382 from the Emperor Manuel II Palaiologus,
as does L. Vranoussis (Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου cit., p. 1376)»
58 Σύμφωνα με τον Αραβαντινό ο Ματθαίος θα βρει καταφύγιο στον Γκίνη Μπούα Σπάτα στην Άρτα και θα διοικεί

από κει την Μητρόπολη


59Βλπ. Αραβαντινός, σελ. 145
60 Brendan Oswald «The Ethnic Composition of Medieval Epirus»
61Αραβαντινός
62 Σύμφωνα με το χρονικό των Ιωαννίνων ο θάνατος του Θωμά αποδίδεται σε φυσικά αίτια, ενω ο Λαόνικος

Χαλκοκονδύλης θεωρεί υπεύθυνη τη σύζυγο Μαρία Αγγελίνα με τον εραστή της.


Σελίδα 27 από 89
ανεβάσουν στο θρόνο τη σύζυγό του, Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα, η
οποία ήταν αγαπητή στο λαό.

Μαρία των Νεμάνιτς ή Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα Νεμάνιτς.63

Μετά την ταφή του Θωμά, οι Γιαννιώτες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον


ανήλικο γιο του ως Δεσπότη και έκαναν πρόταση στη σύζυγο του Θωμά Μαρία,64
την οποία ο Αραβαντινός ονομάζει εσφαλμένα Αγγελική. Η Μαρία θα αναλάβει τη
Δεσποτεία των Ιωαννίνων και θα φέρει τον τίτλο «Δέσποινα», κατ’ άλλες πηγές
«βασίλισσα». Οι άρχοντες θεωρούσαν ότι λόγω καταγωγής η Μαρία ήταν νόμιμη
διάδοχος, μιας και η Μαρία ήταν κόρη του Σέρβου κράλη Συμεών Ούρεση και
της Θωμαΐδας Ορσίνι, δηλ. εγγονή του Ιωάννη Β’ Ορσίνι, δεσπότη της Ηπείρου,
και της Άννας Αγγελίνας από μητρός πλευράς, από το γένος των Παλαιολόγων.
Παράλληλα οι Γιαννιώτες άρχοντες τη συμβούλεψαν να προσλάβει ως
συγκυβερνήτη τον αδερφό της Ιωάννη Ούρεση Δούκα Παλαιολόγο Νεμάνιτς.
Αν και μεγαλωμένος ως γνήσιος Σέρβος, αντί του «επωνύμου» Νεμάνιτς,
προτιμούσε το επώνυμο της γιαγιάς του Μαρίας Παλαιολογίνας, καθώς η
Θεσσαλία/Βλαχία65 κατοικείτο από Έλληνες. Ο ίδιος είχε παραιτηθεί από τα
κοσμικά αξιώματα και είχε μπει στη μοναστική κοινότητα των Μετεώρων με το
όνομα Ιωάσαφ. Ο Ιωάσαφ66 συμβούλεψε τη Μαρία να παντρευτεί τον Φλωρεντινό
Esau de’ Buondelmonti. Λέγεται πως η Μαρία είχε εξωσυζυγική σχέση με τον
Esau de’ Buondelmonti, του οποίου το κάλλος την είχε τυφλώσει, και ότι
συνέβαλε και αυτός στη δολοφονία του Θωμά.67

63 Ο βίος της Μαρίας μας είναι γνωστός μέσα από δύο πηγές. Μια το χρονικό των Ιωαννίνων, το οποίο χαρακτηρίζει
τη Μαρία “τῆς χρυσῆς, τῷ ὄντι Ἀγγελίνης” ή “ἡ ἀγαθὴ τῷ ὄντι γε κυρία εὐσεβεστάτη βασίλισσα” και από τον
Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, ο οποίος έχει άλλη άποψη και την αποκαλεί «Ακόλαστος»
64Ο Δημήτρης Αγορίτσας στην μελέτη του «Maria Angelina Doukaina Palaiologina and her Dispiction

sinthe Post Byzantinic mural paintings», ЗБОРНИКРА ДОВА ВИЗАНТО ЛОШКОГИН СТИТУТА (συλλογές
εργασιών του βυζαντονολογικού Ινστιτούτου), Βελιγράδι 2014, σελ. 17, μας λέει, πως η Μαρία παντρεύτηκε
προφανώς τον Θωμά σε ηλικία 12 ετών.
65 Ως Μεγάλη Βλαχία ή απλά Βλαχία αναφέρεται μια επαρχία στην νοτιοανατολική Θεσσαλία κατά τον ΙΒ΄ αιώνα,

ονομασία που επεκτάθηκε τον ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνα σε ολόκληρη την Θεσσαλία. Η ονομασία προέρχεται από τους
Βλάχους που ζούσαν σε μεγάλα τμήματα της περιοχής.
66Δημήτρης Αγορίτσας: «Maria Angelina Doukaina Palaiologina and her Dispictions in the Post

Byzantinic mural paintings» Ο Ιωάσαφ φαίνεται να είναι ο κτήτορας της μονής της Μεταμορφώσεως στα
Μετέωρα, όπου μόνασε και 40 χρόνια.
67ΔημήτρηςΑγορίσας « while Chalcocondyles describes her as an immoral and “lecherous” woman

(ἀκόλαστος), and puts the blame for Tomas’s assassination on her and on her lover Esau»
Σελίδα 28 από 89
Εικόνα: Ο Θωμάς Πρελιούμπο και η Μαρία Αγγελίνα στην ψιλάφιση του Θωμά, 1382.
Μετέωρα, σκευοφυλάκιο Μονής Μεταμορφώσεως. Φωτογραφία από την μελέτη της Ελένης
Ευαγγέλου: Γυναίκες και Εικόνες, η περίπτωση της Μαρίας Αγγελίνα

Σε αντίθεση με το χρονικό των Ιωαννίνων, όπου ο Θωμάς Πρελούμπος ή


Πρελούμποβιτς αναφέρεται ως αδίστακτος και δεσποτικός τύραννος, η γυναίκα
του Μαρία Αγγελλίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα περιγράφεται με κολακευτικούς
χαρακτηρισμούς. Ο Βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης υποστηρίζει
ότι ήταν άπιστη σύζυγος, αμφισβητούμενης ηθικής στάθμης. Έτσι, λοιπόν, στα
1386 στις 30 Ιανουαρίου η Μαρία παντρεύτηκε τον Esau de’ Buondelmonti,
γνωστό στους Γιαννιώτες και ως Ιζάουλος.
Ο Αραβαντινός στη χρονογραφία Ηπείρου μας μεταφέρει πως στο γάμο της
παρευρέθηκε και η μητέρα της Θωμαΐς, η οποία ήρθε από της Ελλάδος Βλαχία,
δηλ. τη Θεσσαλία, στα Ιωάννινα.68 Ο γάμος της Μαρίας φαίνεται να γιορτάστηκε
πολύ δυνατά στα Ιωάννινα και μπορεί να ήταν και ένα είδος συμφιλίωσης με τους
ντόπιους, που είχε δυσαρεστήσει ο Θωμάς. Με το γάμο της η Μαρία φέρνει έναν
νέο Δεσπότη στο θρόνο. Η ίδια θα αποτραβηχτεί από την πολιτική και μάλλον
δεν υπάρχουν πληροφορίες αν είχε παιδιά. Απεβίωσε μάλλον το 1394.

Η Αλβανοκρατία
Στις φιλολογικές πηγές οι Αλβανοί69 εμφανίζονται στον 11ο αιώνα ως Αλβανοί ή
Αλβανίται, ενώ στον 13ο αιώνα του Ακροπολίτη εμφανίζονταν ως Αρβανίτες. Τον
13ο αιώνα έχουμε μια μικρή κάθοδο Αλβανών, ενώ τον 14ο αιώνα έχουμε μια

68Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου, τ 1ος, 1856, σελ. 149


69Δημήτρης Μαυρίδης: Συνοπτική Αλβανική ιστορία¨, σελίδα 12 «Μεγάλο μέρος του υλικού αντλούμε από το έργο
Αλεξιάδα της πολυμαθούς κόρης του αυτοκράτορα, Άννας Κομνηνής. Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει και η αναφορά σε
ντόπιους Αλβανίτες ή Αρβανίτες, οι οποίοι βοήθησαν τον βυζαντινό στρατό εναντίον των εισβολέων»
Σελίδα 29 από 89
μαζική κίνηση προς τον νότο.70 Αυτή η κίνηση δεν είναι τυχαία. Από τον βορρά
πιέζουν οι Σέρβοι και σαν κτηνοτρόφοι ψάχνουν για βοσκοτόπια. Από την άλλη,
οι Δεσπότες και αυτοκράτορες χρειάζονται εργατικό δυναμικό σε πολλές έρημες
περιοχές, τους οποίους, όμως, θα μπορούν σε περίπτωση κινδύνου να τους
χρησιμοποιούν και ως στρατιώτες. Ένα είδος Föderati, μιας και οι άνθρωποι αυτοί
ήταν, εξαιτίας της μορφολογίας του εδάφους, και ικανοί ορεινοί πολεμιστές.71
Γενικά υπάρχουν πολλές απόψεις για την κάθοδο των Αλβανών. Γεγονός είναι
ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στα πολεμικά δρώμενα της εποχής, θα
αναδειχθούν σε ηγετικό ρόλο, έτσι που κάποιες φάρες θα φτάσουν ως τον τίτλο
του Δεσπότη. Σημαντικό ρόλο σε αυτά τα δρώμενα θα παίξουν οι οικογένειες των
Μπούα-Σπάτα, Λιόσια, Ζενεβίση, Θώπια και άλλων μικρών τοπαρχών. Η
ανάμειξή τους με άλλα φύλα ήταν αναπόφευκτη.72 Εδώ θα αναφερθούμε
αποκλειστικά σε οικογένειες που κατάφεραν να πάρουν τον τίτλο του Δεσπότη
στο πρώην Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Χάρτης που απεικονίζει την περιοχή που εξουσίαζε ο Συμεών Ουρός μετά τον Σερβικό
εμφύλιο

70 Βασιλική Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, σελίδα 17 «Η πρώτη μαζική αλβανική παρουσία επισημαίνεται το 1325,
στην Θεσσαλία. Μνημονεύεται στις αφηγηματικές πηγές με την επιστολή του Marino Sanudo Torcelo ο οποίος
αναφέρει παρουσία πολυάριθμου αλβανικού πλήθους τ-ο 1325 στη Θεσσαλία, το οποίο, ως μάστιγα του τόπου,
καταστρέφει ό,τι βρίσκεται έξω από τα κάστρα»
71 Για τους ορεινούς πολεμιστές βλπ Ευστρατία Συγγέλλου «Τζουμερκιώτικα Χρονικά, Ο ορεινός πόλεμος» σελίδα

102.
72 Ο Σούλης υποστηρίζει, πως οι Βλάχοι της Μαλακάσας αρχικά ήταν Αλβανοί και εκβλαχίστηκαν

Σελίδα 30 από 89
Πέτρο Λιόσας

Το γενεαλογικό του Πέτρου Λιόσα είναι εντελώς άγνωστο. Οι Αλβανοί


ιστορικοί τον θέλουν να είναι Αλβανός, αλλά υπάρχουν και ιστορικοί που τον
θέλουν να είναι Βλάχος,73 ενώ ο Κροάτης ιστορικός Milan Šufflay (1879–1931)
τον θέλει Αρβανιτόβλαχο.74 Ο Milan Šufflay κάνει λόγο για συμβίωση Αλβανών
και Βλάχων75 και ανήκει στην κατηγορία αυτών οι οποίοι πιστεύουν πως οι
Μπούα, οι Σπάτα και Λιόσα δεν ήταν καθαροί Αλβανοί. Ο Νίκολας Χάμοντ μας
λέει πως το όνομα Λιόσα είναι αλβανικό και σημαίνει ο «σημαδημένος από την
ευλογιά».76 Ό,τι και να ’ταν, γεγονός είναι πως εμφανίζεται ως αρχηγός των
Μαζαρακαίων και Μαλακασαίων.77,78,79
Τον 14ο αιώνα εισβάλλουν στην Ήπειρο και Θεσσαλία από το βορρά Αλβανοί
και Βλάχοι. Όλους αυτούς οι Έλληνες τους ονόμαζαν Αλβανούς, όρος που ήταν
περισσότερο γεωγραφικός παρά εθνικός. Ο Πέτρος Λιόσα μαζί με τον Γκιν
Μπούα Σπάτα και τις φάρες τους αρχικά είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλία και
με τη βοήθεια των Σέρβων πέρασαν στην Αιτωλοακαρνανία.

73
Madgearu, Alexandru; Gordon, Martin (2008). The Wars of the Balkan Peninsula: Their Medieval
Origins
74
Ο Sufflay (Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia, Βιέννη 1913, 2ος τόμος σε συνεργασία
με τους Jireček u. Thallóczy) μιλάει για μια συμβίωση Αλβανο-Αρωμάνων στην Πίνδο, και τι εθνικότητα είχαν οι
ηγεμόνες της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα (Peter Ljosha, Nicola Bua, Gjin
Shpata). Στο ενοχλητικό ερώτημα αν οι Αλβανοί είναι αυτόχθονες στην Ήπειρο ή εισέβαλαν κατά τη διάρκεια
του Μεσαίωνα, οι Αλβανοί μελετητές υποστήριξαν επίμονα ότι είναι αυτόχθονες, ενώ οι μη Αλβανοί μελετητές
επέλεξαν εδώ και καιρό ότι οι Αλβανοί εισέβαλαν στην Ήπειρο.
75
Σπύρος Λάμπρου, σ.701: ««Αμφότερα δήλα δη τα έθνη (Βλάχοι και Αλβανοί) ενέμειναν μεν επί αιώνας όλους εις
την εν τω οίκω συντήρησιν της πατρίου γλώσσης, ην συνεκράτησαν αι φύσει συντηρητικαί γυναίκες. Αλλʹουχήττον
ηναγκάσθησαν υπό της προς τους συνοίκους Έλληνας πυκνής και καθημερινής επικοινωνίας να εκμάθωσιν και την
ελληνικήν, στερούμενοι δʹάλλως των προσόντων της συμπήξεως ιδίας πολιτικήςκοινωνίας, υπέστησαν, ως εικός, την
αναπόφευκτον υπό του υπερτέρου πολιτισμού των Ελλήνων αφομοίωσιν. Διό τούτο μεν θρησκεύοντες τον
χριστιανισμόν, τούτο δε συναναμιχθέντες μετά αίματος ελληνικού διά της επιγαμίας, συνεταύτισαν την ιδίαν εαυτών
ύπαρξιν μετά του έθνους, ου εν μέσωέπηξαν τας νέας αυτών καλίας»
76
Hammond, Nicholas (1976). Migrations and invasions in Greece and adjacent areas. Σελ 59 «In 1358
the Albanians overran Epirus, Acarnania and Aetolia, and established two principalities under their
leaders, John Spatas (shpatë in Albanian meaning a sword) and Peter Leosas (lios in Albanian meaning
a pockmark)
77 Κατά τον Σούλη οι Μαζαρακαίοι και Μαλακάσιοι ήταν Αλβανοί, που κατέβηκαν νότια σαν στρατιώτες του

Δουσάν
78 Βασιλική Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, σελίδα 34 «Οι Μαζαρακαίοι εμφανίζονται από το 1367-70 να

συμμετέχουν σε επιθέσεις του Π. Λιόσα εναντίον των Ιωαννίνων. Καθώς τους βρίσκουμε συνεχώς βόρεια από τα
Ιωάννινα και σε κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την περιοχή Βαγενετίας, υποθέτουμε ότι πρόκειται για τη βόρεια
μεταναστευτική ομάδα. Το 1380 τους βρίσκουμε στη θέση Πολιτζές, περιοχή στα ΝΔ του όρους Νεμέρτζικα, 19 χλμ.
από το Αργυρόκαστρο.115 Γύρω στα 1400 εμφανίζονται προωθημένοι πολύ νοτιότερα, στην Ακαρνανία, όπου
κατέχουν το φρούριο του Αετού. Ano εκεί κάνουν συνεχείς επιδρομές στις νησιωτικές κτήσεις του Καρόλου Τόκκο.116
Από το 1411 και εφεξής, εντοπίζονται κατ' επανάληψη στην περιοχή της Βαγενετίας, ανάμεσα στην Πάργα και τον
Αγιο Δονάτο, φρούριο που αποτελούσε και το σύνορο του Δεσποτάτου.»
79 Βασιλική Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, σελίδα 34 «Οι Μαλακασαίοι, κινητικότατοι και πολύ

επιθετικοί,καταλαμβάνουν την περιοχή ΒΑ και ΝΑ Ιωαννίνων, που αντιστοιχεί στο μετέπειτα τμήμα Μσλακσσίου.
Το όνομα τους, ταυτόσημο με τη μία από τις τρεις αλβανικές φυλές που εμφανίζονται στη Θεσσαλία το 1333,
υποδηλώνει τη θεσσαλική προέλευση και αυτής της ομάδας. 0 εντοπισμός τους, από την αρχή, στην περιοχή
ανατολικά των Ιωαννίνων, επιτρέπει δύο υποθέσεις. Είτε σταδιακή διείσδυση από το πέρασμα του Ζυγού είτε πέρασμα
από την άνω λεκάνη του Αχελώου, προώθηση βόρεια της Αρτας και εγκατάσταση στα ΝΑ των Ιωαννίνων.»
Σελίδα 31 από 89
Όταν με τα γνωστά γεγονότα του Νικηφόρου Β’ Ορσίνι αυτοί επαναστάτησαν,
ο Λιόσα και ο Μπούα Σπάτα αναμετρήθηκαν πολεμικά, όπως είδαμε, στον
Αχελώο, όπου διέλυσαν το στρατό του Νικηφόρου και ο Νικηφόρος σκοτώθηκε.
Μετά από αυτό ο Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος διόρισε τον Πέτρο Λιόσα
Δεσπότη της Άρτας και των Ρωγών ως ανταμοιβή για τη μάχη του Αχελώου.80,81
Το 1366 οι κάτοικοι των Ιωαννίνων και του Αγίου Δονάτου έστειλαν πρεσβεία
στον Συμεών Ουρώς, ζητώντας να τους ορίσει κάποιον χαρισματικό ηγέτη, που
να είναι σε θέση να τους προστατέψει από τις αλβανικές επιδρομές. Ο Συμεών-
Ούρεσης πρότεινε τον Θωμά Β’ και τους παρέπεμψε σε αυτόν. Τελικά ο Θωμάς
Β’ δέχτηκε και εισήλθε ως Δεσπότης της Ηπείρου στα Ιωάννινα το 1367.82
Ο Θωμάς ήταν γνωστός στους Αλβανούς και ως «Αλβανοκτόνος». Η
σύγκρουση δεν άργησε να έρθει.83 Ο Πέτρος Λιόσα, επικεφαλής Μαζαρακαίων
και Μαλακασίων, επιτέθηκε στα Ιωάννινα, αλλά δεν κατάφερε να τα πάρει.
Αποτέλεσμα ήταν να λύσει την πολιορκία και να γίνει υποτελής του Θωμά
Πρελιούμπο. Εν συνεχεία αρραβώνιασε τον γιο του Ιωάννη (Γκιν) Λιόσα με την
κόρη του Θωμά Ειρήνη.84 Όμως και στο νότο είχε προβλήματα. Από το νότο τού
επιτέθηκε ο Γκιν Μπούα Σπάτα. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Άρτας,
έπεσε λιμός και ο Πέτρο Λιόσας απεβίωσε στα 1374. Ο γιος του Ιωάννης, που
ανέβηκε στο Δεσποτικό θρόνο, δεν μπόρεσε να την κρατήσει και η περιοχή της
Άρτας και Ρωγών θα περάσει στα χέρια των Μπούα Σπάτα.

80 Δημήτρης Μαυρίδης, Συνοπτική Αλβανική ιστορία 11ος-14ος αιώνας, σελ. 17


81 Παν. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου τόμος Α, σελ 137 «....Έτερος δε ο Πέρο Λιώσας καλούμενος εφήρπαξε
και ενέμετο τα πέριξ Ρωγών και Άρτας μέρη...»
82 William Miller Ιστορία της Φραγκοκρατίας. Μετάφραση: Σπύρου Λάμπρου Τόμος Α
83 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα , Αθήνα 1981, τομ. 6, σ. 140
84 Nicol, Donald MacGillivray (1984). The Despotate of Epiros, 1267-1479: A Contribution to the History

of Greece in the Middle Ages


Σελίδα 32 από 89
Χάρτες που απεικονίζουν τα κρατίδια που σχηματίστηκαν στα εδάφη
του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου.

Ιωάννης (Γκίνος) Λιόσας

Για τον Γκίνο Λιόσα λίγα γνωρίζουμε. Ο Γκίνος Λιόσα, όπως είδαμε,
παντρεύτηκε την κόρη του Θωμά Πρελιούμπο. Όταν απεβίωσε ο πατέρας του
στα 1374, ανέλαβε αυτός τη διοίκηση της Άρτας, υποτελής του πεθερού του Θωμά
Πρελιούμπο. Όμως η Άρτα πολιορκούταν ήδη από του Γκιν Μπούα Σπάτα. Λόγω
του λιμού από τη μία και της πολιορκίας από την άλλη, δεν μπόρεσε να αντέξει
και παρέδωσε την Άρτα και τους Ρωγούς στον Γκιν Μπούα Σπάτα.85
Ο Γκίνος Λιόσα, εγκαταλείποντας την Άρτα, υποθέτουμε πως βρήκε άσυλο
στον πεθερό του Θωμά στα Ιωάννινα. Όταν μάλιστα απεβίωσε η σύζυγός του
Ειρήνη, έγινε μοναχός. Και ενώ θα πιστεύαμε πως τράβηξε το δρόμο του Θεού,
σε λίγο καιρό τον βρίσκουμε επικεφαλής Μαζαρακαίων και Μαλακασίων να
πολιορκεί τα Ιωάννινα. Ο Λιόσα ηττήθηκε και σύρθηκε δεμένος στα Ιωάννινα.
Εδώ χάνονται πλέον και τα ίχνη του.86

Όπλα της εποχής, στρτιωτικό μουσείο Βειγράδι, Military Review, Geschichte


Ritterschaft des mittelalterlichen Balkans

85 Σαράντος Ι. Καργάκος: ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ, Μελέτες,


86 Σπύρος Λάμπρου, «σβήνει εντελώς το γένος του»
Σελίδα 33 από 89
Η Φάρα των Μπούα

Ενώ για τη φάρα των Μπούα μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ήταν αλβανικής87 ή
αρβανίτικης88,89,90 καταγωγής, υπάρχουν και απόψεις που μας λένε πως ενδέχεται
να είναι και βλάχικης – αρωμούνικης καταγωγής.91,92,93,94,95 Γενάρχης της φάρας
φαίνεται να είναι ο Νικόλαος Μπούα, o οποίος εγκαταστάθηκε στην αυλή του
Δουσάν στα Σκόπια και πήρε τον τίτλο «πρωτοβεστιάριος». Ο γιος του Πέτρος
ανακηρύχθηκε άρχοντας του Δελβίνου και αργότερα Αγγελοκάστρου στη Μικρή
Βλαχία,96,97,98,99 ενώ ο Σγούρος Μπούα έγινε άρχοντας της Ναυπάκτου. Στο
87
Κατακουζηνός, Ιστορίαι, εκδ. Βόννης,τ.1ος, σελ. 474 ««...οι τα ορεινά της Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι
Μαλακάσιοι, Μπούοιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες
προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχεντο δουλεύσειν».
88
Μαρία Μιχαήλ-Δέδε «Οι Έλληνες Αρβανίτες»
89 Κατά τον Γιώργο Μιλτ. Σαλεμή στην μελέτη του «Τι είναι, τέλος πάντων, το Άρβανο και τα άρβανα;» ο όρος δεν

είναι εθνικός μάλλον δεν προσδιορίζει εθνότητα αλλά κατοίκους ενός οχυρού κάτι άναλογο των κατούνων. Συνήθως
ήταν αμιγές αλλά και μείγματα Ελληνόφωνων, Βλαχόφωνων και φυσικά Αλβανόφωνων.
90 Σπύρος Ασωνίτης: Το Νότιο Ιόνιο κατά τον Όψιμο Μεσαίωνα: Κομητεία Κεφαλληνίας, Δουκάτο Λευκάδας,

Αιτωλοακαρνανία (2005) σελ. 51, «Συγκεκριμένα, μία από τις πλέον δραματικές σελίδες της Ιστορίας της Αιτωλίας
και τής Ακαρνανίας είναι οι καταστροφές που προκάλεσαν οι οργανωμένες εισβολές των Αρβανιτών στα εδάφη της,
υπό την καθοδήγηση της μεγάλης αρβανίτικης οικογένειας των Μπούα, κυρίως στη πεντηκονταετία 1350-1400,»
91Madgearu&Gordon 2008, p. 83: "Thedespots Gjin Buia Spata and Peter Liosha were recognized by

Symeon Urošin 1359–1360 asrulersin Epirusand Aetolia. Albanian historians consider Gjin (or Ghinu)
Buia and Peter Liosha Albanian, but it is sure that at least the Buia family was of Aromanian origin..."
92Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήνα 1856, τομ. Α, σελ. 112,
93Από την Βικιπαίδεια, Φάρα Μπούα: Σύμφωνα με τον Καντακουζηνό, το 1333 η φάρα των «Μπουοιοίων», μαζί

με αυτές των Μαλακασαίων και Μεσαριταίων, κατέβηκαν από τα ορεινά της Θεσσαλίας στην πεδιάδα, μαζί με
12.000 άλλους «Αλβανούς», με την υπόσχεση να ζήσουν ειρηνικά. Αυτό το χωρίο του Καντακουζηνού έχει γίνει
αντικείμενο συζητήσεων όσον αφορά την εθνικότητα αυτών των τριών φύλων. Κατά τους Φ. Πουκεβίλ (1825), Π.
Αραβαντινό (1857), A. J. B. Wace & M.S. Thompson (1914), C. Jireček (1912), N. Iorga (1919), Th. Capidan
(1920-1921), και Τ. J. Winnifrith (1993), εσφαλμένα ονομάζονται «Αλβανοί», ενώ πρόκειται για Βλάχους που
ζούσαν νομαδικά στα ορεινά της Θεσσαλίας τότε όπως και σήμερα. Λείψανα των ονομάτων αυτών σώζονται μέχρι
σήμερα (20ος αι.) μεταξύ των Βλάχων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Βλάχοι θεωρούνται και από τον ιστορικό
N.G.L. Hammond. Αντίθετα, ο ιστορικός Χρ. Σούλης θεωρεί αυτά τα φύλα αλβανικά και ότι οι Βλάχοι της
περιοχής Μαλακάσι της Πίνδου προέρχονται από εκβλαχισμό. Σημειώνει ότι το φαινόμενο της επιμιξίας Αλβανών
και Βλάχων είναι γνωστό από τον 14ο αιώνα.
94 Hammond, Nicholas Geoffrey Lemprière « Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas:

One of the tribal names used by Cantacuzenus, Malakasii, was derived most probably from the plain
Malakasa or Malakastra' between Valona and Berat, which provides superb winter pasture. The name
is evidently of Vlach origin, and means bad encampments', so called probably because of the malaria
which was the scourge of this area until the post-war period».
95 Για βλάχους στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας κάνει λόγω ήδη και ο Απόκαυκος αρχές 13ου αιώνα.
96 Η Θεσσαλική Βλαχία ήταν γνωστή και ως «εν Ελλάδι Βλαχία» από το Θέμα Ελλάδος, καθώς και ως «Μεγάλη

Βλαχία», σε αντιδιαστολή με άλλες περιοχές με βλαχικό πληθυσμό, όπως η «Άνω Βλαχία» στην Ήπειρο, ή την
«Μικρά Βλαχία» στην Αιτωλοακαρνανία, όπου ήδη στα 1223 σημειώνεται σαν Καστροφύλακας στο
Αγγελόκαστρο ο Βλάχος Τυρωνίτης. Μπορεί το όνομα να είναι και Ταρωνάς, οι οποίοι Ταρωνάδες ήταν
γνωστοί Βλάχοι τον 13ο αιώνα.
97 Μαρία Ιωάννου: «Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Ελλάδας και η διαμόρφωση της εθνικής τους συνείδησης»,

περιοδικό «Θέσεις», Τεύχος 114, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2011 γράφει: Μικρή Βλαχία επικράτησε να
ονομάζονται οι περιοχές τις Αιτωλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας. Παραπέμπει στον Μητροπολίτης
Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννη Απόκαυκο «κοντά στη Βόνιτσα υπήρχε αξιόλογος αριθμός «Ρωμαίων αποίκων»
που είχαν επονομαστεί Βλάχοι.»
98 Κατσαροπούλου :Ενα πρόβλημα της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας. Η Σερβική επέκταση στην δυτική και
κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 14ου αιώνα. , σελ.187«Τέλος ο Φραντζής. 128.18 και 554.6-7 αναφέρει "Μικρά
Βλαχία" στην . περιοχή της Αιτωλίας.»
99
Βασίλης Κατσαρός, Ιστορία , μνημεία και κείμενα .... σελίδα 213 « προκύπτει ένας παράλληλος προβληματισμός
που συνδέεται με την περιοχή, ο γεωγραφικός προσδιορισμός της Μικράς Βλαχίας που αναΦέρεται και στον
Απόκαυκο και στο Μέγα Χρονικόν του Ψ ευδο- Σφραντζή Τη Μικρά Βλαχία η έρευνα97 ταύτιζε με την
Σελίδα 34 από 89
παρελθόν είχαν προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες και στους Ηπειρώτες
Δεσπότες. Οι ίδιοι ισχυρίζονταν πως είχαν αρχαία ελληνική καταγωγή και ήταν
από τη γενιά του Πύρρου.100,101 Ο Πέτρος κόλλησε και το προσωνύμιο Σπάτα,
δηλ. Σπαθί. Η γενιά τους θα αναδείξει πολλούς πολέμαρχους.

Το αρχικό οικόσημο της Φάρας των Μπούα. Το χέρι που κρατά τα φίδια Σύμφωνα με την
παράδοση της οικογένειας, αυτό ήταν το οικόσημο του Πύρρου, απ όπου κρατούσε η γενιά
τους

Γκιν Μπούα Σπάτα (1374 – 1399) – Gjin Bua Sphata

Γόνος, λοιπόν, αυτής της οικογένειας είναι και ο Γκίνος Mπούα Σπάτα, ο οποίος
θα μας απασχολήσει εδώ. Στα 1356, μετά το θάνατο του Δουσάν, όταν επέστρεψε
ο Νικηφόρος Β’ Ορσίνι και έγινε κύριος της Ηπείρου, ο Γκίνος Μπούα
πολιόρκησε το Αργυρόκαστρο και το κατέλαβε.102 Όμως, όταν ο Συμεών Ούρεσης
Παλαιολόγος έστειλε στρατό εναντίον του, αυτός έκλεισε συμφωνία με τον κόμη
της Παλατινής Κομητείας Κεφαλονιάς και Ζακύνθου Λεονάρδο Α’ Τόκκο και
έφυγε για το Αγγελόκαστρο.103
To 1359, στη μάχη του Αχελώου, για την οποία κάναμε παραπάνω λόγο, μαζί
με τον Λιόσα διέλυσαν το στρατό του Νικηφόρου Β’ Ορσίνι και σκότωσαν τον
ίδιο. Σαν αναγνώριση για τη νίκη, ο Συμεών τον έκανε άρχοντα του

Βελεχατουία, τη μικρή περιοχή των Βλάχων. Η Βελεχατουία αναΦέρεται, επίσης, στην Partitio Romaniae.....
Όντως η Βελεχατουία συνδέεται με τους ορεινούς όγκους που χαρακτηρίζονται ως τόπος κατοικίας και
δραστηριότητας των Βλάχων. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο στην περί τη Ναύπακτο χώρα ή Μικρά Βλαχία, με την
οποία η Αικ. και ο Σπ. Αδραχάς συνταυτίζουν τη Βελεχατουία. Μικρά Βλαχία είναι η περιοχή που αποκόπτεται
από τη Μεγάλη Βλαχία και η αποκοπή αυτή φαίνεται να γίνεται με γεωφυσικό διαχωρισμό, την κορυφογραμμή
των ακροκεραυνίων ορέων» Εδώ μάλλον ο Κατσαρός μπερδεύει τις οροσειρές. Μάλλον εννοείται η οροσειρά των
Αγράφων.
100 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 44, λήμμα Μπούας.
101 Μουσταΐρας Γιώργος, Άρθρο στο SLPress, 14.05.2020 «Η πατριά των Μπούα: Άρχοντες, πολέμαρχοι και

κοντοτιέροι: Οι ίδιοι οι Μπούιοι καμάρωναν πως η καταγωγή των χανόταν στα βάθη των αιώνων και πως πέρναγε
μέσα από τους βασιλικούς οίκους του Αντίνοου και του Πύρρου! Το οικόσημο, μάλιστα, του Πύρρου, το είχαν εντάξει
σε αυτά της οικογένειάς των. «Την σημαίαν των τεσσάρων όφεων με την χείρα, παλαιότατα την εβάσταζεν ο ρε (σ.σ.
βασιλιάς) Πύρρος και όλοι εκείνοι όπου ήσαν εκ της ρίζης αυτού» υποστηρίζει ο Τζάνες ο Κορωναίος, βιογράφος
του πιο φημισμένου της πατριάς, Μερκούρη Μπούα.»
102 Robert Elsie: A Biographical Dictionary of Albanian History, σελ. 413
103 Σύμφωνα με τον Αραβαντινό έστησε ενέδρα στον διοικητή Παραχελωτίδος χώρας Ισαάκιον, όταν αυτό βγήκε για

κυνήγι και τον εφόνευσεν. Έτσι μπήκε στο Αγγελόκαστρο και κυρίευσε και την γύρω περιοχή.
Σελίδα 35 από 89
Αγγελοκάστρου και της Αιτωλοακαρνανίας και σύντομα του επέμενε τον τίτλο
του Δεσπότη. Έτσι, λοιπόν, ο Γκίνης Μπούα έμεινε Δεσπότης νότια της Άρτας.
Στα 1374 τα «τσούγκρισε» με τον Λιόσα και επιτέθηκε εναντίον της Άρτας.
Μετά το θάνατο του Πέτρο Λιόσα, ο γιος του Γκίνης Λιόσα, όπως είδαμε
παραπάνω, στάθηκε ανίκανος να κρατήσει την Άρτα και ο Γκίνης Μπούα Σπάτα
την κατέλαβε.104 Έτσι, λοιπόν, η Δεσποτεία του Μπούα απλωνόταν τώρα από τη
νότια Ήπειρο ως τον Πατραϊκό κόλπο. Την ίδια χρονιά συνέχισε τις πολεμικές
του επιχειρήσεις και πολιόρκησε τον Πρελιούμπο στα Ιωάννινα.105 Όμως
ηττήθηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην έδρα του στην Άρτα.
Το 1378 εισβάλλει στην περιφέρειά
του ο μάγιστρος του Τάγματος των
Ιωαννιτών Ιπποτών Χουάν Φερνάντεθ
ντε Ερέδια106 (ισπανικά: Juan Fernández
de Heredia), τον οποίο είχε διορίσει
βάιλο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας η
Ιωάννα Α’ της Νάπολης, και
107
καταλαμβάνει την Ναύπακτο. Δε θα
αρκεστεί όμως σ’ αυτό. Με το
μισθοφορικό θα περάσει στην Κέρκυρα,
όπου θα συλλέξει στρατό και θα
αποπλεύσει για τον Αμβρακικό κόλπο.
Στο δρόμο του κατέλαβε πρώτα τη
Βόνιτσα. Από δω ετοίμασε την επίθεση
για την Άρτα.
*εικόνα: Ο Χουάν Φερνάντεθ ντε Ερέδια
(ισπανικά: Juan Fernández de Heredia, 1310 - Μάρτιος 1396) ήταν Ισπανός συγγραφέας,
πολιτικός, αρχιερέας, μεγάλος μάγιστρος του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών. Είχε
χρηματίσει και βάιλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από το 1377 έως το 1379.

Ο Γκίνης κάλεσε αμέσως όλους τους όμορους Αλβανούς, κάποιους Βλάχους και
τον Θωμά πρελιούμπο από τα Ιωάννινα για βοήθεια. Οχύρωσε την πόλη της
Άρτας, αλλά ο ίδιος βγήκε και έπιασε θέση στην όμορη περιοχή. Ο Ερέδια πέρασε
τον Αμβρακικό και, αφού οι στρατιώτες του λεηλάτησαν την περιοχή, έφτασαν
104D.Nicol, Despotate
105Aραβαντινός, χρονογραφία Ηπείρου, τόμος Α, σελ. 140, κατα τον Αραβαντινό το έτος 1375
106 Ο Χουάν Φερνάντεθ ντε Ερέδια (ισπανικά: Juan Fernández de Heredia, 1310 - Μάρτιος 1396) ήταν

Ισπανόςσυγγραφέας, πολιτικός, αρχιερέας, μεγάλος μάγιστρος του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών. Είχε
χρηματίσει και βάιλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από το 1377 έως το 1379 Γεννήθηκε το 1310 στο Munébrega
της επαρχίας Σαραγόσα, από το 1328 ήταν μέλος του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών. Το 1356 διορίστηκε
κυβερνήτης του Αβινιόν από τον Πάπα, διατήρησε καλές σχέσεις με όλους τους Πάπες και αντιπάπες. Από τις 24
Σεπτεμβρίου 1377 έγινε μέγας μάγιστρος του τάγματος, που είχε έδρα τότε την Ρόδο, έως τον θάνατό του το 1396.
Το 1377 διορίσθηκε βάιλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από την Ιωάννα Α' της Νάπολης, έφτασε στην
Πελοπόννησο διοικώντας στρατό μισθοφόρων. Το 1378 ανακατέλαβε την Ναύπακτο από τους Αρβανίτες και ξεκίνησε
για την κατάληψη και της Άρτας αλλά αιχμαλωτίστηκε από τον Αλβανό πολέμαρχο Ιωάννη (Γκίνος) Μπούα
(γνωστός και ως Σπάτα).[ Στη συνέχεια τον πούλησαν στους Οθωμανούς και αυτοί τον απελευθέρωσαν αφού
καταβλήθηκαν πολλά λύτρα. Αργότερα ανακατέλαβε την Κόρινθο και αντιμετώπισε επιτυχώς τους Οθωμανούς.
*λήμα απο την Βικιπαίδεια
107 Στέφανος Θωμόπουλος, 1888, «Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1821»

Σελίδα 36 από 89
με πολιορκητικές μηχανές μπροστά από την Άρτα.108 Δεν κατάφεραν, όμως, να
πάρουν την πόλη. Στην αρχή ο Γκίνης είχε περιοριστεί να παρενοχλεί τον Ερέδια,
όμως όταν έφτασαν οι ενισχύσεις, οι Αλβανοί ρίχτηκαν εναντίον του Ερέδια. Ο
Γκίνης Μπούα Σπάτα θα τον νικήσει, θα τον συλλάβει και θα τον πουλήσει δούλο
στους Οθωμανούς.

Χάρτης που παρουσιάζει τον ελλαδικό χώρο του 1388 όπου βλέπουμε και το
διαμελεισμένο πρώην Δεσποτάτο της Ηπείρου, από το βιβλίο Η Φραγκοκρατία Εν Ελλάδι,
1905, William Miller σε μετάφραση Σπύρου Λάμπρου

Οι στρατιώτες αυτοί που πολέμησαν τον Ερέδια, στην επιστροφή τους, έπρεπε
να περάσουν από τα μέρη του Θωμά Πρελιούμπο. Αυτός τους έστησε ενέδρα και
τους λήστεψε, ενώ άλλους σκότωσε.109 Αυτό έδωσε εκ νέου αφορμή στον Γκίνη
Μπούα να στραφεί εναντίον του Θωμά Πρελιούμπο. Την ίδια χρονιά, έχοντας ένα
στρατό από Αλβανούς-Αρβανίτες και Βλάχους, θα συγκρουστεί με τον Θωμά
Πρελιούμπο, ο οποίος ενισχυόταν από Τούρκους, στον Άνω Καλαμά.110 Φαίνεται
η σύγκρουση να ήταν ουδέτερη και ο Θωμάς τραβήχτηκε πίσω στα Ιωάννινα και
ο Μπούα στην Άρτα.

108 Παν. Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου», τόμος Α, σελ. 142


109Όπως 35
110 Nicolas Hammond: Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas, σελ.59
Σελίδα 37 από 89
Στα 1380 θα επιτεθεί, σε συνεργασία με τους Μαζαρακαίους, εναντίον των
Ιωαννίνων, αλλά και πάλι δε θα καταφέρει τίποτα.111 Η πολιορκία έληξε με μια
συμφωνία: να παντρευτεί την αδερφή τού Θωμά Ελένη. Έτσι έλαβαν τέλος και οι
εχθροπραξίες μεταξύ αυτού και του Πρελιούμπο.
Στα 1385 μ. Χ. ο Οθωμανός Τιμούρ (Τιμουρτάς), ή Ταμορκάστης κατά τον
Αραβαντινό, βαδίζοντας για την Αλβανία, πολιορκεί την Άρτα,112 αφου πρώτα
λεηλάτησε την περιοχή.113 Εδώ φάνηκε και το αμυντικό ταλέντο του Μπούα να
υπερασπίσει την πόλη. Αφού έκανε έκκληση στον Πρελιούμπο για βοήθεια,
εκείνος του την αρνήθηκε, γιατί προφανώς συνεργαζόταν με τους Οθωμανούς.
Όμως ο Μπούα κατάφερε να υπερασπίσει την πόλη. Ο Μπούα γνώριζε καλά ότι
ο Οθωμανός σκοπεύει να πάει προς την Αλβανία και δεν μπορεί να καθυστερήσει
πολύ, άρα έπαιξε το παιχνίδι της καθυστέρησης. Ίσως είχε και την υποψία ότι ο
Τιμούρ θέλει να πάρει την Άρτα, μόνο και μόνο να τη δώσει στον Πρελιούμπο.
Όμως η στάση του Πρελιούμπο αφήνει κάποια κενά. Από τη μία να μην έρθει σε
σύγκρουση με τους Τούρκους, από την άλλη ευχαρίστως θα ξεφορτώνονταν έναν
ακόμη Αλβανό.
Όταν στα 1384 μ. Χ. πεθαίνει ο Πρελιούμπο, επιχειρεί και πάλι χωρίς επιτυχία
να καταλάβει τα Ιωάννινα. Στα 1390 ο Γαζή Εβρενός εισβάλλει στην Ακαρνανία και
βαζίδει και πάλι εναντίον της Άρτας. Ο Μπούα έρχεται σε επαφή με τον νέο
Δεσπότη των Ιωαννίνων, τον Ησαύ Μπουοντελμόντι (Esau de' Buondelmonti),
γνωστό και ως Ιζάουλο, και μπορούν να τον απωθήσουν.114 Με την αποχώρηση
των Οθωμανικών στρατευμάτων, ο Γκίνης Μπούα δεν έχασε χρόνο και βάδισε
πάλι εναντίον των Ιωαννίνων. Αφού δεν κατάφερε να πάρει την πόλη, λεηλάτησε
την περιοχή. Και έτσι οι εχθροπραξίες με τα Ιωάννινα συνεχίζονταν.
Όταν πέθανε η σύζυγος του Esau de’ Buondelmonti και ο Buondelmonti
προσέγγισε τους Οθωμανούς, ο Μπούα, φοβούμενος μια τέτοια συμμαχία, του
έδωσε για σύζυγο την κόρη του Ειρήνη.115 Έτσι έληξαν οι εχθροπραξίες των δυο
Δεσποτών.
Στα 1392 μ. Χ. οι κάτοικοι του φρουρίου Πόρτο Φανάρι ή Βελίχι, στις εκβολές
του Αχέροντα, απελπισμένοι από τις συχνές παρενοχλήσεις των Αλβανών,
έστειλαν μια επιτροπή στην Κέρκυρα και υπέγραψαν υποτέλεια116. Έτσι το

111Αραβαντινός, σλ. 141


112 Elizabeth A. Zachariadou, “Marginalia on the History of Epirus and Albania (1380-1418)”, Wiener
Zeitschrift für die Kunde des Morgenlandes 78 (1988), σ. 195-210. Σύμφωνα με τη Ζαχαριάδου, στα 1386 ο
μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Τιμουρτάς διενέργησε επιδρομή στην περιοχή της Άρτας αλλά δεν κατάφερε να πάρει
την πόλη»
113
Παν. Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» , τόμος Α, σελ. 147
114 Αννα Γουδή, Τα χρονικά..., σελ. 75 «Το 1390, ο Τούρκος Εβρενέζ Γαζί P.L.P.(5955), επιτέθηκε κατά της

Ακαρνανίας και της Ηπείρου. Ο Μπούας, ζήτησε την βοήθεια του Ιζαού Μπουοντελμόντι, Ιταλού ηγεμόνα των
Ιωαννίνων. Η συνεργασία των δύο ανδρών επισφραγίστηκε με συνοικέσιο»
115D. Nicol (1984) σελ. 123-138 και 139-156
116 Ο Σπύρος Ασωνίτης μας δίνει το 1386 σαν χρονολογία. Τα σχετικά βλπ Σπύρος Ασωνίτης «Σχέσεις της

Βενετικής διοίκησης της Κέρκυρας με τους Ηγεμόνες του Ιονίου 1386 – 1460»
Σελίδα 38 από 89
κάστρο αυτό και η περιοχή του μέχρι την εξάπλωση των Οθωμανών θα μείνει
υπό Βενετική117 κατοχή118.
Στα 1401 μ. Χ. η Πάργα119 προσχώρησε και αυτή στη Βενετία. Ο Μπούα είχε
και άλλη μια κόρη, αγνώστου ονόματος, η οποία παντρεύτηκε τον Αλβανό
Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Ζενεβίση (Gjin Zenevisi),120 γνωστό και ως Γκιώνη.
Ο Μπούα απεβίωσε το 1399 μ. Χ. και τον διαδέχθηκε ο εγγονός του Μουρίκης
Μπούα. Η ζωή του Γκίνη Μπούα ήταν μια ζωή στον πόλεμο. Ο καθηγητής
Richard Hutchinson από το πανεπιστήμιο του Τέξας, μελετώντας το βυζαντινό
έπος «Δρακόκαρδος, ο Αφέντης της Πάτρας», πιστεύει πως είναι επηρεασμένο
από τη ζωή του Γκίνη Μπούα. Με τη σειρά του και ο Αλβανός καθηγητής και
ιστορικός Gjergji Shuka ισχυρίζεται πως η ζωή του Γκίνη Μπούα στάθηκε
αφορμή για διηγήσεις και διάφορα τραγούδια των Αλβανών, Βλάχων και
Νοτιοσλάβων.

Αλβανικός πίνακς με τον Σγούρο Μπούα σε μάχη

Σγούρος Μπούα Σπάτα

Ο Σγούρος Σπάτα ήταν αδερφός του Γκιν Μπούα Σπάτα, Δεσπότη της Άρτας
και Ακαρνανίας. Ο Σγούρος ή Σγουρός, όπως τον συναντούμε, αυτό το διάστημα
ήταν άρχοντας Ναυπάκτου, Αγγελοκάστρου και της περιοχής Ξηρομέρου. Όταν
απεβίωσε ο Γκίνης Μπούα Σπάτα, τον έχρισε διάδοχό του. Η εξουσία του, όμως,
117 Peter Soustal «Αrta und Ragusa – zu den Handelsbeziehungen zwischen Ragusa und Epirus», σελίδα
363
118 Σπύρος Ασωνίτης , Σχέσεις της Βενετικής διοίκησης της Κέρκυρας με τους Ηγεμόνες του Ιονίου 1386 – 1460,

σελίδα 28 «...ο Marino della Rossia αγόρασε έναντι 100 δουκάτων το κάστρο του Φαναριού από τον Αλβανό κύριο
του. Το 1387 το Φανάρι τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία της διοίκησης της Κέρκυρας και ο della Rossia παρέμεινε ως
φρούραρχος μέχρι το 1390»
119Όπως 94
120Fine: Late Medieval Balkans, σελίδα 355

Σελίδα 39 από 89
δεν κράτησε πολύ. Ο Μπογκόης, γνωστός στις φιλολογικές πηγές και ως Vongo,
άρπαξε την εξουσία τού Σγούρου και τον εκδίωξε. Ο Σγούρος επανήλθε στις
αυθεντίες του στην Αιτωλοακαρνανία και εγκαταστάθηκε στο Αγγελόκαστρο.
Στην Άρτα δεν επανήλθε ποτέ, ενώ λίγο αργότερα ο Μουρίκης Μπούα Σπάτα
εκδίωξε τον Μπογκόη.
Για το σύντομο χρονικό διάστημα που ήταν στην Άρτα, ο γιος του Παύλος
φρόντισε να απαθανατίσει το όνομά του στην εκκλησία της Παρηγορήτισσας.121
Το 1402/1403 ο Galasso Peccatore, στρατιωτικός του Καρόλου Α’ Τόκκου,
επιτέθηκε στο Αγγελόκαστρο, αλλά με τη βοήθεια του Μουρίκη από την Άρτα ο
Galasso Peccatore υποχώρησε. Το Δραγαμέστο το κρατούσε ο Λάλθης, ο οποίος
ήταν γαμπρός του Σγούρου. Το 1403 απεβίωσε λόγω των τραυμάτων που
απέκτησε στις μάχες. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Παύλος Μπούα Σπάτα. Δεν
προκύπτει από τις πηγές να έλαβε τον τίτλο του Δεσπότη.

Μουρίκης Μπούα Σπάτα (1401 – 1414)

Ο Moυρίκης Μπούα Σπάτα, όπως αναφέρθηκε πριν, ήταν εγγονός του Γκίνη
Μπούα Σπάτα και τον διαδέχθηκε το 1401 ως το θάνατό του, το 1414. Η μητέρα
του Ειρήνη είχε άλλους δύο γιούς,τον Γιακούμπ Σπάτα και τον Κάρλο
Μαρκεζάνο, καθώς και μια κόρη, τη Μανταλένα Μαρκεζάνο. Ο Γκίνης, λίγο πριν
πεθάνει, όρισε για Δεσπότη τον αδερφό του Σγούρο,122,123 ο οποίος ήταν άρχοντας
της Ναυπάκτου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την άφιξη του Σγούρου
στην Άρτα το 1400 μ. Χ., ο Σερβοαρβανιτόβλαχος Μπογκόης124 επαναστάτησε,
ανέτρεψε τον Σγούρο και κατέλαβε την Άρτα.
Θα αναφερθώ ξεχωριστά στην περίπτωση Μπογκόη. Ενώ ο Σγούρος την
κοπάνησε και πήγε και κρύφθηκε στο Αγγελόκαστρο, ο Μουρίκης και με τη
βοήθεια των Αρτινών, γύρω στα 1401-1402, έγινε και πάλι κύριος της Άρτας,
Ρωγών και Ρινιάσας (Θωμόκαστρον). Εντωμεταξύ άρχισαν οι βλέψεις των
αρχόντων της Παλατινής Κομητείας στα μέρη των Μπούα.
Έτσι, λοιπόν, στα 1402/1403 ο Κάρολος Α’ Τόκκος έστειλε τον στρατηγό του
Galasso Peccatore να πολιορκήσει το Αγγελόκαστρο, αλλά ο Σγούρος αρρώστησε
και πέθανε αφήνοντας το θρόνο στον γιο του Παύλο Μπούα Σπάτα. Στον αγώνα
του εναντίον των Μπούα ο Κάρολος ενισχύθηκε από άλλους δύο αδερφούς
Μπούα, ανταγωνιστές από την ίδια φάρα, τον Δήμο και τον Μαυρίκη Μπούα.
Έτσι, λοιπόν, το 1406 οι αδερφοί Μπούα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον
Κάρολο Α’ Τόκκο, με σκοπό να χτυπήσουν την Ακαρνανία και την Άρτα.

121 Βαρβάρα Παπαδοπούλου: Επιτύμβια παράσταση στο ναό της Παναγίας Παρηγορήτισσας στην Άρτα, σελίδα
147
122
D. Nicol (1984) Despotate… σελ. 164-169
123 Βαρβάρα Παπαδοπούλου: Επιτύμβια παράσταση στο ναό της Παναγίας Παρηγορήτισσας στην Άρτα, σελ. 147,

υποσημείωση 22 «Έτει ζ^λή, ίνδικτιώνος η, τη κθ΄ Οκτωβρίου, Τετάρτη ημέρα ο δεσπότης Σπάτας απήλθε προς τα
μέλλοντα δικαιωτήρια [από τον βίου], και παραυτίκα ό αδελφός αυτόν Σγουρός τήν Αρταν παραλαμβάνει»
124Φώτης Βράκας: ΜΠΟΓΚΟΗΣ - Ένας τυχοδιώκτης τύραννος στην Άρτα απο το 1400 ως το 1401,

Academia.edu
Σελίδα 40 από 89
Έφτασαν ως την Άρτα, αφού λεηλάτησαν την όμορη περιοχή. Ο Μουρίκης είχε
οχυρώσει καλά την Άρτα και έτσι η Άρτα δεν έπεσε.
Στην Ακαρνανία ο Κάρολος κατέλαβε το κάστρο του Βάρνακα125 και την ευρύτερη
περιοχή των Κανδήλων. Στον Βάρνακα τοποθέτησε διοικητή τον Σικελό Μάνο
Μελιαρέση. Ο Κάρολος μετά από αυτές τις επιτυχίες κατάλαβε, πως ήρθε η ώρα
να καθαρίσει και με τους Μαζαρακαίους Αλβανούς, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι
στο κάστρο του Αετού Αιτωλοακαρνανίας και παρενοχλούσαν συνεχώς την
Λευκάδα. Έτσι λοιπόν διέταξε τον Σικελό Μάνο Μελιαρέση να επιτεθεί και να
καταλάβει το κάστρο του Αετού126,127. Πράγμα που έκανε με επιτυχία128. Το
κάστρο του Αετού έπεσε στα 1402 μ.Χ. Οι στρατιώτες του Καρόλου έπιασαν
πολλούς αιχμαλώτους και μεταξύ αυτών τον διοιηκητή του Κάστρου τον
Μαζαράκη, τους οποίους οδήγησαν στην Λευκάδα και πολλούς εφυλάκισαν129.
Ενδιαφέρον είναι, ότι σε αυτές τις επιχειρήσεις δεν γίνεται αναφορά στο Κάστρο
της Εμπεσού ή την Αμπρακιά, που αργότερα θα γίνει πρωτεύουσα του Βάλτου.
Το Αγγελόκαστρο, όμως, δεν έλεγε να πέσει. Ο Παύλος Μπούα, ο οποίος δεν
είχε τις ικανότητες του πατέρα του, μπροστά στον κίνδυνο, κάλεσε τους
Οθωμανούς για βοήθεια. Έτσι έφτασε για βοήθεια ο Γιουσούφ Μπέης, αλλά
ηττήθηκε. Και όχι μόνο αυτό, ήρθε σε συμφωνία με τους Τόκκους και
αποχώρησε. Ο Μουρίκης της Άρτας όμως –δεν μπόρεσε, δεν ήθελε, άγνωστο
γιατί– αρνήθηκε να βοηθήσει τον εξάδερφό του Παύλο και αυτός από θυμό
κάλεσε τους Οθωμανούς και τους παρέδωσε το Αγγελόκαστρο. Ένα χρόνο
αργότερα το κατέλαβαν οι Τόκκοι.
Ο Παύλος, απογοητευμένος από τον Μουρίκη, επιστρέφει στη Ναύπακτο και
το 1407/1408 την πουλά στους Βενετούς.130 Προκειμένου να περιορίσει τον

125
Το Κάστρο του Βάρνακα ή Βαρνάτσας είναι βυζαντινό κάστρο στην Αιτωλοακαρνανία κοντά στο χωριό Μύτικας
και το χωριό Βάρνακα, χτισμένο σε απόκρημνο βράχο.Το κάστρο χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τους Δεσπότες της
Ηπείρου σε θέση που έλεγχε το ομώνυμο πέρασμα, σήμερα λέγεται γλώσσες, και σημαντικό δρόμο της εποχής
126 Το Κάστρο Αετού είναι κάστρο βυζαντινών χρόνων στην Αιτωλοακαρνανία κοντά στο χωριό Αετός στην περιοχή

του Ξηρομέρου. Το κάστρο χτίστηκε από τους βυζαντινούς τον 4ο-6ο αιώνα για την προστασία του τοπικού πληθυσμού
από τις βαρβαρικές επιδρομές. Όταν πέρασε στην κατοχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου ανακαινίστηκε και
συντηρήθηκε εκ νέου. Η άποψη ότι κ τον 14ο αιώνα πέρασε στην κατοχή του Γκίνη Μπούα Σπάτα όπου έκανε το
κάστρο έδρα της μικρής ηγεμονίας του δεν φαίνεται να αληθεύει καθότι εκεί αγκαταστήθηκαν οι Μαζαρακαίοι.
127 Αννα Δ. Μουρκογιάννη, η Επισκοπή του Αετού και του Αχελώου, σελίδα 37-38 «Από τη μελέτη των

εκκλησιαστικών πηγών ο Εζέ συνάγει το συμπέρασμα, ότι η πόλη Αετός ήταν αρχαιότερη της εποχής του
Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο ιδρύθηκε το 1204 και εξής. Κατά τον 10ο αιώνα (900 - 950) ήταν αξιόλογο
πόλισμα, ώστε να αποτελέσει έδρα της ομώνυμης επισκοπής, δηλ. της μιας από τις δύο επισκοπές της Ακαρνα-νίας
(η άλλη ήταν η Βονδίτσης). Ο Αετός, σημειώνει ο Π. Αραβαντινός, κατά το Με-σαίωνα ήταν πόλη και φρούριο στην
Αιτωλία, κτίσμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ , ἕδρα τῶν μετα-γενεστέρων Δεσποτῶν τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, τιμηθεῖσα
δι΄ἐπισκοπικοῦ θρόνου ὑπὸ τοῦ Ναυπάκτου καὶ ἐκπορθηθεῖσα ἐν ἔτει 1450 παρὰ τοῦ Σουλτὰν Μωάμεθ Β΄, κατήντησε
δὲ ἐσχάτως εἰς πτωχὸν χωρίον ἀπὸ πόλεως ἀξιολόγου»
128 Για την κατάληψη του κάστρου του Αετού με την μέθοδο της Κλεψίας βλπ. Ευστρατία Συγκέλλου- Εναλλακτικές

μορφές πολιορκητικού πολέμου: η «κλεψία», σελίδα 349


129 Άννα Γουδή, Τα χρονικά των Τόκκων και Ιωαννίνων-ομοιότητες και διαφορές, σελίδα 80 «...Οι άνδρες του

Τόκκου οργάνωσαν την άμυνα της περιοχής, έλαβαν ομήρους και επέστρεψαν στη Λευκάδα έχοντας μαζί τους, τους
αιχμαλώτους προύχοντες των Μαζαρακαίων. Ωστόσο εξαιτίας της αλαζονικής τους συμπεριφοράς αλλά και των
καταστροφών που είχαν προκαλέσει στο νησί, φυλακίστηκαν και υπεβλήθησαν σε βασανιστήρια» και κατ επέκτασιν
χρονικο των Τόκκων
130
Και δω πάλι τα πράγματα είναι κάπως περίεργα. Η πώληση είναι η επίσημη εκδοχή. Σύμφωνα με την Χρύσα
Μαλτέζου στην μελέτη «Προσωπογραφικὰ βυζαντινῆς Πελοποννήσου καὶ ξενοκρατούμενου ἑλληνικοῦ χώρου (μὲ
ἀφορμὴ τὸν φάκελο Foscari τῆς Βενετίας) σελ. 11, ή Βενετική Πολιτεία, ανήσυχη άπό τήν έκβαση τών πραγμάτων,
διατάζει τόν Γενικό Καπιτάνο νά φροντίσει τό ταχύτερο νά περιέλθει ή Ναύπακτος στην εξουσία της, χρησιμοποιώντας
Σελίδα 41 από 89
Κάρολο Α’ Τόκκο, ο Μουρίκης έκανε έκκληση βοήθειας στα Ιωάννινα, στον
Esau de 'Buondelmonti. Όμως και δω υπήρχε ένα οικογενειακό πρόβλημα. Ο
Esau de 'Buondelmonti είχε παντρευτεί την αδερφή του Μουρίκη και
μοναχοκόρη του Γκίνη, την Ειρήνη, στα 1396, αλλά τη χώρισε για να παντρευτεί
την Ευδοκία Μπάλσιτς. Αν και ο Esau ήταν συγγενής του Καρόλου, κατάλαβε
τον κίνδυνο και έτσι έκλεισε με τον Μουρίκη αμυντική συμφωνία. Για να
επισφραγίσουν τη συμφωνία, ο Μουρίκης πάντρεψε την κόρη του με τον γιο τού
Esau de 'Buondelmonti, τον Γεώργιο.131,132
Ο πόλεμος μεταξύ Μουρίκη και Καρόλου ήταν πόλεμος φθοράς, που
περιοριζόταν σε επιθέσεις, αντεπιθέσεις, σταματούσαν τις μάχες, πότε τελείωνε
η μια και πότε η άλλη με κάποια ήττα και από τα δύο μέρη. Όταν γινόταν κάποια
ανακωχή, συνήθως ακολουθούσε και ένας γάμος. Παράδειγμα, ο Κάρολος
πάντρεψε την κόρη του με τον αδερφό τού Μουρίκη, τον Κάρλο Μαρκεζάνο. Ο
γάμος τελέσθηκε στους Ρωγούς.133 Βρισκόμενος στους Ρωγούς για το γάμο, ο
Μουρίκης λαμβάνει την είδηση πως ο Δεσπότης των Ιωαννίνων Esau de
'Buondelmonti απεβίωσε και άρχισε τώρα εκ νέου ο ανταγωνισμός, ποιος θα
πάρει τα Ιωάννινα, που τώρα είχαν περάσει στα χέρια τού νήπιου Γεώργιου και
της μητέρας του. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τις εξελίξεις τον έπαιξαν οι
Γιαννιώτες,134 οι οποίοι κατέβασαν από τον Δεσποτικό θρόνο την Ευδοκία και
τον Γεώργιο. Τότε ο Μουρίκης βρήκε ευκαιρία να χτυπήσει τα Ιωάννινα.
Συμμάχησε με τον αφέντη του Αργυροκάστρου, τον Γκίνη Ζενεβίση.
To γεγονός αυτό έκανε πιο ισχυρή τη συμφωνία με ένα συνοικέσιο. Η κόρη
τού Μουρίκη παντρεύτηκε τον γιο τού Ζενεβίσι Σίμων.135 Οι δύο άρχοντες
θέλησαν να τα βρουν με τον Κάρολο, αλλά αυτός, κυριευμένος απο το πνεύμα της
νίκης, άρχισε επιθέσεις και ληστείες στα μέρη τους. Στην απελπισία τους οι δύο
φύλαρχοι έκαναν εκκλήσεις σε όλους τους όμορους Αλβανούς για ενισχύσεις.
Έτσι στην Κρανιά,136 στο Μεσοπόταμο, την άνοιξη του 1412, οι Αλβανοί

δποιο μέσο έκρινε καλύτερο (de vus et modis, utilibus dextris et necessariis, qui sibi videbuntur. . . ). Σέ
βραχύτατο χρονικό διάστημα, δ Βενετός αξιωματούχος διεκπεραίωσε μέ επιτυχία τήν αποστολή του καί ή
Ναύπακτος προσαρτήθηκε στή Δημοκρατία τοΰ Αγίου Μάρκου.... δ Φίλιππος Foscari μέ αί'τησή του προς τόν
δόγη τής Βενετίας, άφοΰ διηγείται πώς ο'ι Βενετοί είχαν αποσπάσει μέ δόλο καί βία τήΝαύπακτο άπό τόν αδελφό
τής μητέρας τουρησή του, δ Βαρθολομαίος de Anselmis καί ο Ανδρέας de Smaninis είχαν παρουσιαστεί στις
βενετικές αρχές καί εϊχαν αναφέρει δτι δ Σπάτας ήταν έτοιμοςνά παραχωρήσει τήν κτήση του στους Τούρκους. Μόλις
ή Βενετία πληροφορήθηκε τήν είδηση, έστειλε τόν Fantin Michiel, capitano de Culfo, μέπέντε γαλέρες στή
Ναύπακτο. Ό Βενετός ναύαρχος πολιόρκησε τό κάστρο, προκαλώντας πολλές ζημιές, άλλα επειδή οι άνθρωποι τοΰ
Σπάτα, μετά τόνπρώτο αιφνιδιασμό, άρχισαν τήν αντεπίθεση, δ Michiel ζήτησε νά συναντήσειτόν αρχηγό τους, γιά
νά τοΰ δώσει ορισμένες εξηγήσεις. Ό Παΰλος Σπάτας δέχθηκε νά βγει άπό τό κάστρο, μέ τόν δρο νά τοΰ χορηγηθεί
salvo condotto (έγγραφο ελεύθερης επικοινωνίας). Ό Michiel τόν εφοδίασε αμέσως μέ διαβατήριο καί άφοΰ με
αυτόν τόν τρόπο τόν έπεισε νά εγκαταλείψει τό κάστρο.
131
Karl Krumbacher (1988). Byzantinische Zeitschrift. C. H. Beck'sche Verlagsbuchhandlung., Σελίδα
75. Ο Μουρίκης ήταν παντρεμένος με την Σέρβα Νεράτα και είχε τρεις κόρες. Η μια παντρεύθηκε τον Γεώργιο
Μπάλσιτς, μια Γκιώνη Ζενεβίση, μια τον Κάρλο Β’ Τόκκο, γιο του Λεονάρδου Β΄ Τόκκου
132 Ενώ ο Αραβαντινός μας λέει εσφαλμένα, πως ο Esau de 'Buondelmonti απεβίωσε άτεκνος ο Νικόλ στην

εργασία του για το Δεσποτάτο, μας λέει πως ο Μουρίκης πάντρεψε την κόρη του με τον γιο του Esau de
Buondelmonti τον Γεώργιο. Εδώ πρέπει να υπάρχει ένα πρόβλημα. Είχε και άλλον γιο ο Ιζάουλος; Γιατί αυτόν
που γνωρίζουμε σαν Γεώργιο γεννήθηκε το 1411, ενώ το συνοικέσιο έγινε το 1409/1410.
133David Nicol, Despotate, σελίδα 173
134Παν. Αραβαντινός «χρονογραφία Ηπείρου»
135Karl Krumbacher (1988). Byzantinische Zeitschrift. C. H. Beck'sche Verlagsbuchhandlung.σελ. 75
136GiuseppeSchiro «χρονικό των Τόκκων, Κόντος κατέβη στην Κρανέα (Κρανιά) σε πόλεμο με τον Γκιν Ζενεβίση»

Σελίδα 42 από 89
συνέτριψαν137 το μικρό στρατό του Καρόλου Α’ Τόκκου. Τώρα ο Μουρίκης και ο
Ζενεβίσης βρήκαν ευκαιρία να χτυπήσουν τον Κάρολο και πολιόρκησαν για άλλη
μια φορά τα Ιωάννινα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Έτσι, τέλος του 1412 αρχές του 1413, ο Κάρολος ζητά τη βοήθεια των
Οθωμανών, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς. Μάλιστα πάντρεψε
και την κόρη του με τον Μουσά Τσελεμπί,138 έναν πιθανό διάδοχο. Η συμμαχία
αυτή βοήθησε τη θέση του Καρόλου, αλλά ο Τσελεμπί αιχμαλωτίστηκε και
θανατώθηκε από τον αδερφό του Μεχμέτ Α’. Ταυτόχρονα ο Μουρίκης, που
κατάλαβε τα προβλήματα που τον περιμένουν με τον Κάρολο, έκλεισε συμφωνία
με τον αντίπαλο του Καρόλου, τον άρχοντα του πριγκιπάτου της Αχαΐας
Centurione II Zaccaria.139 Λίγο αργότερα οι Αλβανοί προσπάθησαν να
καταλάβουν τη Βόνιτσα, που ανήκε στον Τόκκο140 με τη μέθοδο της «κλεψιάς»,141
αλλά έγιναν αντιληπτοί και ηττήθηκαν.142
Ο ετεροθαλής αδερφός του Μουρίκη, ο Κάρλο Μαρκεζάνο, προσπάθησε να
δραπετεύσει στον πεθερό του, αλλά τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στον
Μουρίκη. Φαίνεται όμως να τα βρήκαν και ο Μαρκεζάνο παρέμεινε ακόμη για
κάποια χρόνια στους Ρωγούς. Τότε ξέσπασε και κάποιο σκάνδαλο ή αψιμαχία
μεταξύ του γιου του Ζηνοβίση και ενός γαμπρού τού Μουρίκη και έσπασε έτσι η
αλβανική συμμαχία ανάμεσα στις αλβανικές φάρες.143 Ο Κάρολος Α’ Τόκκο
κινήθηκε γρήγορα. Μιας και το βλέμμα του ήταν στην Άρτα, έκλεισε συμφωνία
ειρήνης με τον Ζηνεβίση, για να έχει την ησυχία από τον βορά.
Ο Μουρίκης απεβίωσε το 1414 στην Άρτα, κατά άλλους λέγεται πως πιάστηκε
αιχμάλωτος από τον Κάρολο και απεβίωσε στη Λευκάδα. Τον Μουρίκη θα
διαδεχθεί στην Άρτα ο εξωμότης αδερφός του Γιακούμπ.

137 Μελετώντας την Ευστρατία Συγκέλου «Ορεινός πόλεμος» θα δούμε ότι οι Αλβανοί ήταν εμπειροπόλεμοι ορεινοί
πολεμιστές, εξοικειωμένοι με το έδαφος, ενώ δε νωρίζουμε τι στρατό είχε στείλει στη μάχη ο Κάρολος.
138Ζαχαριάδου « LesToccos»
139
Ο Κεντυρίων Β΄ (CenturioneZaccaria) από την Οικογένεια Ζαχαρία ήταν ο τελευταίος πρίγκιπας του
πριγκιπάτου της Αχαΐας, τελευταίος βαρώνος της Χαλανδρίτσας και της Αρκαδίας. Καταγόταν από την Γενοβέζικη
Οικογένεια Ζαχαρία, ηγεμόνων της Χίου και ευγενών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ήταν γιος του Ανδρόνικου
Ασάν Ζαχαρία, από τον οποίο κληρονόμησε τη Βαρωνία της Χαλανδρίτσας, ενώ η (αγνώστου ονόματος) μητέρα του
ήταν κόρη του Νικόλαου λε Μαύρο και του κληρονόμησε τη Βαρωνία της Αρκαδίας.
140 Σύμφωνα με την Elizabeth A. Zachariadou, “Les Tocco: seigneurs, vassaux, otages, renégats:Η Λευκάδα

και η Βόνιτσα είχαν προσαρτηθεί από τον Λεονάρδο Τόκκο στις κτήσεις του το 1362.
141
Η Ευστρατία Συγκέλλου που μελέτησε την κλεψία μας αναφέρει, πως η «κλεψία» σύμφωνα με το Λεξικό της
Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, δηλώνει επίσης την αιφνιδιαστική επίθεση,
αλλά και τη λεηλασία, τον δόλο και την απάτη
142
Ευστρατία Συγκέλλου «Στο χρονικό των Τόκκων διάβάζουμε: ....μὲ κλεψίαν ἐβάλθησαν μήνα τοὺς τὸ ἐπάρουν
Καὶ σκάλες ἐδιόρθωσαν τὴν νύκταν νὰ τὴν κλέψουν». Όμως, οι υπερασπιστές του κάστρου, που είχαν πληροφορηθεί
τις κινήσεις των Αλβανών, τους περίμεναν εκεί «ὁπὤβαναν τὲς σκάλες» και «ἀφότου γὰρ ἀνέβησαν …./… οἱ ἄρχοντες
τοῦ Σπάτα,/… ἐτοῦτοι ἀπετάχθησαν καὶ ἐπίασαν ἐξ αὔτους,/ … τοὺς ἐντιμότερους καὶ κάλλιους ὅπου ἦσαν / καὶ
ἄλλοι ἐγκρεμνίσθησαν, ἀπόθαναν εὐθέως»
143
Παν. Αραβαντινός «χρονογραφία Ηπείρου»
Σελίδα 43 από 89
Γιακούμπ Σπάτα (1414 – 1416) – Ο τελευταίος των Μπούα-Σπάτα

Ο Γιακούμπ144 ήταν αδερφός του Μουρίκη Σπάτα και ετεροθαλής αδερφός του
Κάρλο Μαρκεζάνο και της Μανταλένας Μαρκεζάνο. O Γιακούμπ (δε γνωρίζουμε
αν αρχικά ονομαζόταν Ιάκωβος) μεγάλωσε
στην αυλή του Μουράτ Β’, όπου και
ασπάστηκε το Ισλάμ.145,146 Η αγωγή του
ήταν καθαρά τουρκόφιλη και θέλω να
υποθέτω πως είχε δοθεί ίσως από την
οικογένειά του, όπως και άλλα παιδιά
χριστιανών, στον σουλτάνο σαν δείγμα
υποταγής. Ο Γιακούμπ είναι ο τελευταίος
Αλβανός Δεσπότης στο θρόνο της Άρτας
και με αυτόν τελειώνει και η δυναστεία των
Μπούα Σπάτα στην Άρτα.
Όταν απεβίωσε ο Αλβανός Δεσπότης
Μουρίκης Σπάτα, στην Άρτα έμεινε η
μητέρα του Ειρήνη και η σύζυγός του, η
Σέρβα Νεράτα. Οι άρχοντες και ο λαός της
Άρτας δε συμπαθούσαν ιδιαίτερα τη Νεράτα
και την έδιωξαν στη Σερβία.147,148 Η Ειρήνη
είχε άλλους δυο γιους. Τον Γιακούμπ και
από άλλον γάμο τον Κάρλο Μαρκεζάνο.
Όπως ανάφερα παραπάνω, ο Γιακούμπ
βρισκόταν στην τουρκική αυλή και είχε
ασπαστεί το Ισλάμ. Έτσι, λοιπόν, ήρθε σε
συνεννόηση η Ειρήνη με τους άρχοντες
και στην Άρτα κλήθηκε ως Δεσπότης ο
149
Γιακούμπ, ενώ διοικητής των Ρωγών έγινε ο Μαρκεζάνο, που ήταν και γαμπρός
των Τόκκων.
Η φιλοτουρκική πολιτική του Γιακούμπ και η επιθυμία του να εγκαταστήσει
Τούρκους στον γουλά ανησύχησε τους άρχοντες της Άρτας, οι οποίοι,

144 Για τον οίκο Σπάτα βλπ. G. Schiro « La genealogia degli Spata tra il XIV e XV sec. e due Bua
sconosciouti», 1971-72, σελ. 78-85
145 Oliver Jens Schmitt: Der Balkan zwischen regionaler Herrschaftsbildung und Osmanischer
Eroberung 1300-1500 «Im Familienstreit der Spata trat ein Phänomen auf, das bald im Balkan Schule
machen sollte: Yakub Spata war zum Islam übergetreten und hatte sich so dauerhaft dem osmanischen
Lager zugeordnet.»
146Παπαδοπούλου σελ. Σελ 149, υποσημείωση 41 για Giuseppe Schiro, Cronaca dei Tocci, 370-372, κεφ. Ζ ,

13, στ. 2027-2029:


Είχεν και άλλον άδελφον ό Σπάτας ό Μουρίκης
Διαγούπην τον ελέγασι · τούρκικα ώμολόγει
'ς τους Τούρκους άναθρέφετον Σ τον άμιράν ηύρέθη
147 Μιχ. Κορδώσης «Η Μεσαιωνική ‘Αρτα», σελ.208
148 Nada Zecevic, The Italian Kin of the Tocco Despot …, σελ. 245 «....after Muriki died, and Nerata,

unpopular among her subjects, was expelled from Arta»


149
Μιχ. Κορδώσης «Η Μεσαιωνική Άρτα», σελ.209
Σελίδα 44 από 89
φοβούμενοι μην τους στείλει στην Τουρκία, τον πολιόρκησαν, τον συνέλαβαν και
τον έδιωξαν. Φαίνεται, όμως, ότι μεταξύ λαού της Άρτας και αρχόντων υπήρχε
κάποια γκρίνια και ο Γιακούμπ είχε καταφέρει να γίνει αγαπητός στο λαό.
Εντωμεταξύ οι άρχοντες κάλεσαν στην Άρτα τον Κάρλο Μαρκεζάνο και του
δώσανε την Δεσποτία. Ο Γιακούμπ κατέφυγε στους Οθωμανούς και επέστρεψε
με Οθωμανούς στρατιώτες που είχαν επικεφαλής κάποιον Ισμαήλ πασά. Χωρίς
να χάσουν χρόνο, ρίχτηκαν εναντίον της Άρτας και κατέστρεψαν σε πρώτη φάση
την όμορη περιοχή και μετά το Μποριό, δηλ. την αγορά της Άρτας. Οι άρχοντες
με τον Κάρλο Μαρκεζάνο κλείστηκαν στον γουλά, ο οποίος σε λίγο έπεσε στα
χέρια των Τούρκων.
Στο πλάι του Γιακούμπ τάχθηκε και ο αρτινός λαός, ο οποίος άνοιξε τις πύλες
των οχυρών, για να μπει με τους Οθωμανούς στην πόλη ο Γιακούμπ, που είχε
ανοιχτούς λογαριασμούς με τους άρχοντες προφανώς. Οι Αρτινοί άρχοντες και ο
Μαρκεζάνο κλείστηκαν στον γουλά, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Ο Κάρλο Μαρκεζάνο, με την επέμβαση της μητέρας του Ειρήνης, συγχωρέθηκε
και στάλθηκε πίσω στους Ρωγούς, ενώ ο Γιακούμπ συνέλαβε τους Αρτινούς
άρχοντες και άρχισε να τους πετά από τον Γουλά έναν έναν.150 Τους λίγους
αρτινούς άρχοντες που είχαν απομείνει τους τιμώρησε περιορίζοντας τα
δικαιώματά τους και έστησε μια αλβανική αριστοκρατία.
Σύντομα, όμως, άλλαξε η πολιτική του και απέναντι στο λαό. Δεμένος στενά
με τους Οθωμανούς, ένιωθε ισχυρός, και η αλβανική αριστοκρατία άρχισε τα
γνωστά της. Σε μικρό διάστημα, όταν ακόμη ήταν ο Μουρίκης στην εξουσία, ο
Κάρολος Τόκκος Α’ έδειξε και πάλι τη διάθεσή του, ότι θέλει να πάρει την Άρτα.
Προϋπόθεση ήταν να καταλάβει το φρούριο των Βομπλιανών.151 Όπως και έγινε.
Δεν ξέρουμε ποια συγκεκριμένη ημερομηνία κατέλαβε τα Βομπλιανά που
βρίσκονταν κοντά στην Άρτα, αλλά τα κατέλαβε.152
Στο μεταξύ ο πεθερός τού Γιακούμπ Μαυρίκιος Μπούα Σπάτα, ο οποίος
υπηρετούσε τον Κάρολο στην Ακαρνανία, έφυγε από τον Τόκκο και πήγε στον
Γιακούμπ, προκειμένου να χτυπήσουν τα Βομπλιανά. Ο αδερφός τού Καρόλου
Λεονάρδος Β’ Τόκκος κυνήγησε τους Αλβανούς και τους χτύπησε στη Νικόπολη.
Στη συνέχεια κατέλαβε τη Ρινιάσα (Θωμόκαστρον) και κατόπιν χτύπησε το
Σιστρούνι153 και το κατέλαβε και αυτό. Στον Γιαγκούμπ είχε απομείνει ακόμη η
Άρτα και οι Ρωγοί, άρχοντας των οποίων ήταν ο ετεροθαλής αδερφός του Κάρλο
Μαρκεζάνο, ο οποίος, όπως είδαμε παραπάνω, ήταν και γαμπρός του Καρόλου.
Όταν ο Λεονάρδο έφτασε με στρατό στους Ρωγούς, ο Μαρκεζάνο προτίμησε
να την κοπανήσει με πλοίο, αλλά ανοιχτά τω Παξών ή της Ρινιάσας

150 Μιχ. Κορδώσης «Η βυζαντινή Άρτα»


151 Ο Johannes Koder και ο Peter Sustal θέλουν τα Βομπλιανά κοντά στον Αμμότοπο στη θέση Καστρί, ενώ η
Συγκέλλου μία θέση τη θέλει κοντά στο Μαραθοβούνι, όπου υπάρχει και το τοπωνύμιο Βούλιανα. Την τελευταία
άποψη τη βρίσκω πιο λογική συγκρίνοντας αυτή και με το χρονικό των Τόκκων.
152Ευστρατία Συγκέλλου «Βομπλιανά: Συμβολή στην ιστορία και την τοπογραφία της περιοχής της Άρτας,

Ιστορικογεωγραφικά 10 (2004): Τα Βομπλιανά κατελήφθησαν από τον Κάρολο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου
πολεμικού σχεδίου, που αποσκοπούσε στην κατάληψη της Άρτας»
153 Για το κάστρο του Σιστρουνίου δυστυχώς οι πηγές δεν αναφέρουν πολλά. Βλπ Καραπιδάκη «Οι βυζαντινές πόλεις

– οι πόλεις των αρχόντων», σλ. 220-222


Σελίδα 45 από 89
αιχμαλωτίστηκε από το στόλο του Τόκκου και μεταφέρθηκε στη Λευκάδα. Τις
παλιές του κτήσεις δεν πρέπει να τις ξανάδε. Εντωμεταξύ ο γιος τού Καρόλου
Τόρνος, ξεκινώντας από το κάστρο του Αγίου Δονάτου στην περιοχή του
Σουλίου, ήρθε σε σύγκρουση με μια φάρα Αλβανών, των Αλκαδίων, και τους
διέλυσε. Στο χρονικό των Τόκκων μπορούμε να διαβάσουμε τις αψιμαχίες που
ακολούθησαν μεταξύ Γιακούμπ και Κάρολου Τόκκου.
Αν και η Άρτα δεν έλεγε να πέσει, από τους Οθωμανούς δεν ερχόταν βοήθεια
και ο κλοιός γύρω από τον Γιακούμπ άρχισε να σφίγγει.154 Ο Κάρολος φαίνεται
πως, με τη βοήθεια του διοικητή των Βομπλιανών, Μιχαήλ Καψοκαβάδη, και
κάποιων Αρτινών Καστρινών, έστησε παγίδα στον Γιακούμπ, αφήνοντάς τον να
πιστέψει πως αυτός και οι ντόπιοι θέλουν να του παραδώσουν τα Βομπλιανά, και
ο Γιακούμπ ήρθε στα Βομπλιανά με μια ομάδα 40 στρατιωτών. Οι κρυμμένοι
στρατιώτες του Καρόλου διέλυσαν τους Αλβανούς και ο ίδιος ο Γιακούμπ, αν και
προσπάθησε να δραπετεύσει, συνελήφθη από τους άνδρες του Καρόλου κοντά
στο σημερινό Γρίμποβο ή Κορφοβούνι και λίγο αργότερα εκτελέστηκε.155
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος των απογόνων του Γκίνη Μπούα, ενώ η Άρτα περνά
στο τελευταίο στάδιο χριστιανών Ηγεμόνων, των Τόκκων.

Οι Ζενεβισαίοι
Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή
Δρυϊνουπόλεως – Αργυροκάστρου η φάρα των Ζενεβισαίων. Οι Ζενεβισαίοι156
πρέπει να είναι το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα Αλβανών προς το νότο. Μαζί
με τους Μαζαρακαίους εντοπίζονται το 1380 στις Πολιτζές, ΝΑ του
Αργυροκάστρου. Οι ιστορικοί τους θέλουν να βρίσκονται σε κάποια ημιάγρια
κατάσταση και να επεκτείνονται ως το βόρειο τμήμα της Βαγενεντίας157. Οι
Ζενεβισαίοι θα συνεχίσουν να είναι κύριοι της περιοχής, αν και υποτελείς στους
Οθωμανούς. Όταν, όμως, οι Οθωμανοί θα καταλάβουν το Αργυρόκαστρο, θα τους
εκδιώξουν και ένα μεγάλο μέρος θα φύγει προς Πελοπόννησο.

Γκιώνης Ζενεβίσης - Gjin Zenevisi

Αν και ο Gjin Zenevisi ή Γκιώνης Ζενεβίσης, όπως τον αποκαλούσαν οι


Έλληνες, δεν είναι κάποιος ιδιαίτερος άρχοντας, εξουσίασε, όμως, για κάποιο
χρονικό διάστημα μια περιοχή της Ηπείρου, σχεδόν όλη την αρχαία Χαονία, που
154 Παραπέρα δε ο Κάρολος προέβη σε λεηλασίες σε όλον τον κάμπο κλέβοντας και σφάζοντας ζώς και
καταστρέφοντας τις αλυκές έτσι να αδυνατίσει και οικονομικά την Άρτα αλλά και απο τον πρωτογενή παράγοντα.
155
Για την σύλληψη και το τέλος του Γιακούμπ βλπ. Χρονικό των Τόκων και κατ επέκτασιν Ευστρατία Συγκέλλου
«Η κατάληψη της Άρτας από τον Κάρολο Α’ Τόκκο», σελ. 206-207
156 Βασιλική Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, σελίδα 35
157 Βασίλης Κατσαρός, Η ιστοορία και τα κείμενα στην μεσαιωνική Αιωτολοακαρνανία, σελίδα 212-213 « Έχει

απασχολήσει βασανιστικά την έρευνα η ιστορικογεωγραφική τοποθέτηση των ορίων της ΒαΥενετίας Στο χωρίο του
Αποκαύκου αναφέρεται η Μικρά Βαγενετία. Σε συνδυασμό με το χωρίο Βρεσθίανες (το οποίο ο μακαρίτης Γεράσιμος
Ηρ. Παπατρέχας ταύτισε με τη Βρίστιανη, σπουδαίο μεσαιωνικό χωριό, εγκαταλελειμμένο σήμερα,αλλά ση μαντικός
χώρος για την αρχαιολογική έρευνα) και τον προσδιορισμόΤα κατώτερα του θέματος των Νικοπολιτών οδηγούμαστε
να ταυτίσουμε ένα τμήμα της Βαγενετίας πολύ χαμηλότερα από τη ωγραφική περιοχή που πιστευόταν ως σήμερα
τα όριά της95. Η ονομασία Μικρά Βαγενετία χαρακτηρίζει όντως ένα μικρό μέρος της περιοχής που κάλυπτε η
κύρια έκταση της Βαγενετίας»
Σελίδα 46 από 89
μεσαιωνικά γνωρίζουμε και σαν Βαγενεντία. Ταυτόχρονα αναμείχθηκε σε κάποια
πολεμικά γεγονότα της περιοχής, γι’ αυτό και κρίνω σκόπιμο να αναφερθεί και
αυτός μέσα στους ξένους Ηγεμόνες.
Πότε γεννήθηκε ο Γκιώνης Ζενεβίσης μας είναι άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι
απεβίωσε στην Κέρκυρα στα 1418 μ. Χ. Ο Γκιώνης ήταν Αλβανός άρχοντας και
φύλαρχος στη βόρεια Ήπειρο, περιοχή Αγυροκάστρου. Στα ιταλικά αρχεία
φέρεται και ως Giovanni Sarbissa, Γενουέζικης καταγωγής με την οικογένειά του
να έχει εγκατασταθεί μεταξύ Πρεμετής και Αργυροκάστρου. Ήταν κύριος της
Βαγενεντίας, καθώς του Πύργου και της Σαγιάδας.
Στα 1380 έλαβε τον τίτλο του
Σεβαστοκράτορα158 από τον Αυτοκράτορα
Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Στα βενετικά αρχεία
μπορούμε να τον βρούμε με αυτόν τον τίτλο
από το 1387 και μετά. Είναι γεγονός ότι είχε
πολύ καλές σχέσεις με τη Βενετία, όπου και
πολιτογραφήθηκε ως πολίτης της.
Όταν ο Κάρολος Θώπια φώναξε τους
Οθωμανούς159 στην Ηπειροαλβανία, ο
Γκιώνης, στριμωγμένος, δήλωσε υποτέλεια
και παρέδωσε ως όμηρο στην αυλή του
σουλτάνου τον γιο του Amos Sarbissa, o
οποίος θα εξισλαμιστεί και θα κάνει «καριέρα»
στους Οθωμανούς ως Hamza Zenevisi. Λίγο
μετά τη μάχη στο πεδίο των Σαύρων ή κοντά
στις εμβολές του Αώου, που διεξήχθη μεταξύ
Θώπια και Χαραϊντίν πασά εναντίον του Μπάλσιτς και συμμάχων, αφού ο
Γκιώνης πρώτα δήλωσε, όπως είδαμε, υποτέλεια, μετά επαναστάτησε και
κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Εδώ έπαιξε ρόλο και η ενίσχυση που δέχθηκε από
τον Γκίνη Μπούα Σπάτα, όταν πολιόρκησε τα Ιωάννινα.

*εικόνα: Ξύλινο ομοίωμα του Γκιώνη Ζενεβίση

Έτσι ο Γκιώνης στα 1386 έλαβε τον τίτλο «άρχοντας του Αργυροκάστρου».
Την ίδια χρονιά επιτέθηκε και κατέλαβε την Σαγιάδα.Αφού αιχμαλώτισε την
φρουρά και τον φρούραχο διαπραγματεύτηκε την εξαγορά αυτώ με την Βενετία160.
Στα 1396 παντρεύτηκε την κόρη τού Γκίνη Σπάτα, της οποίας δε γνωρίζουμε το
όνομα, και έτσι έγινε μπατζανάκης με τον Γιαννιώτη Δεσπότη Esau de’
Buondelmonti. Από το 1396 και μετά ο Γκιώνης, έχοντας κάποια κλίση προς τη
λεηλασία, άρχισε να εισβάλλει τακτικά στα Ηπειρωτικά εδάφη του Δεσπότη των

158 Σαράντος Καργάκος «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες»


159O Mπάλσιτς χτύπησε το Δυράχιο και ο Θώπια τον αντιμετώπισε με τη βοήθεια των Οθωμανών. Ο Μπάλσιτς
έχασε σε αυτή τη μάχη τη ζωή του.
160 Βλπ. Ασωνίτης, σελίδα 28

Σελίδα 47 από 89
Ιωαννίνων Esau de’ Buondelmonti και να λεηλατεί την περιοχή.161 Την ίδια
χρονιά δέχτηκε επιθέσεις από τον Εβρενός πασά και τον Γιανσί Μπέη, οι οποίοι
στρίμωξαν τους Ζενεβισιώτες.
Αφού ο Μπουαντελμόντι δεν
κατάφερε να πείσει με φιλικά λόγια τον
Γκιώνη να σταματήσει τις επιδρομές,
συγκέντρωσε στρατό από
Παπιγκινούς, Μαζαρακαίους,
Ζαγορισίους, Αργυροκαστρίτες,
Δρυϊνουπολίτες και τους Ζαγορο-
Ριζιώτες και επιτέθηκε στον Γκιώνη
τον Απρίλη του 1399, ενισχυμένος από
άλλες αλβανικές φάρες, αλλά ηττήθηκε
και ο Γκιώνης τον συνέλαβε.162 Ο
Γκιώνης Ζενεβίσης έλαβε από τη
Φλωρεντία, πατρίδα του Esau de’
Buondelmonti, 10.000 χρυσά φλουριά
και τον άφησε ελεύθερο.163
Στα 1411/1412 ενίσχυσε τον
Μουρίκη Μπούα Σπάτα εναντίον του
Καρόλου στην Κρανιά και διέλυσαν το
στρατό του Καρόλου. Έλαβε μέρος
στην πολιορκία των Ιωαννίων, αλλά
δεν κατάφερε τίποτα. Φαίνεται να είχε
συλλάβει κάποιους άρχοντες, και στα
1413 ο σουλτάνος Musa Çelebi, που
ήταν σύμμαχος του Καρόλου, του
ζήτησε να αφήσει τους άρχοντες
ελεύθερους, αλλά ο Ζενεβίσης
αρνήθηκε. Οι Οθωμανοί που έψαχναν
ένα λόγο να απλωθούν στην Αλβανία
και Ήπειρο, εκστράτευσαν εναντίον
του, τον νίκησαν και ο ίδιος
δραπέτευσε στην Κέρκυρα, που ήταν
Βενετική κτήση.
Επιστρέφοντας στην Ήπειρο,
164
απεβίωσε στα 1418, ενώ αυτή τη χρονιά έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το

161 Παναγιώτης Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου», τόμος Ι, σελ. 154


162 Ετυχία Αθ. Παππά: «Η επαρχία Δρυϊνουπόλεως κατά την νεώτερη περίοδο», σελ. 41
163 Η είδηση αυτή μαθεύτηκε σύντομα στην Φλωρεντία και οι τραπεζίτες Acciajuoli που ήταν συγγενείς του,

έσπευσαν να μαζέψουν το χρηματικό ποσό που ζητούσε ο Γκίνης Ζενεβέσης, αλλά παράλληλα ζήτησαν και τη
βοήθεια της Βενετίας η οποία στις 30 Μάη του 1399 συμφώνησε να μεσολαβήσει στον Γκίνη Ζενεβέση για να επιτύχει
την απελευθέρωση του ενετού πολίτη.
164 Γεώργιος Αλαφογιάννης «ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ ΣΤΟ Η΄ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ἈΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ἹΣΤΟΡΙΩΝ ΤΟΥ

ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ» Κατά τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη στο «Χαλκοκονδύλης, Ἀποδείξεις


Σελίδα 48 από 89
Αργυρόκαστρο. Ενώ, όπως ανάφερα παραπάνω, ο ένας γιος έκανε καριέρα στους
Οθωμανούς, ο άλλος γιος του, ο Depa Zenevisi, έκανε κάποιες προσπάθειες να
ανακαταλάβει τα εδάφη του πατέρα του, αλλά το 1435 σκοτώθηκε.

Κεντρική Αλβανία – EpirusNova – Οίκος Θώπια

Αξίζει μια μικρή αναφορά και στα δρώμενα της κεντρικής Αλβανίας, ή αλλιώς
Εpirus Nova, η οποία είχε αποτελέσει και αυτή μέρος του λεγόμενου Δεσποτάτου
της Ηπείρου και είναι γνωστή ως Regnum Albaniae από τους Ανζού. Και τούτο
γιατί οδήγησε σε πολλούς πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Ανζού.
Η περιοχή αυτή αφέθηκε, μετά τη σερβική επέλαση, στα χέρια ντόπιων
τοπαρχών. Το γένος των Θώπια απαντάται για πρώτη φορά στα 1274 μ. Χ. και,
όπως όλοι οι Αλβανοί ηγεμόνες, οι τοπάρχες τους συνδέουν τη φάρα τους με τους
απογόνους κάποιας μεγάλης οικογένειας στη Δύση ή στην αρχαία Ελλάδα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την οικογενειακή παράδοση, οι Θώπια κατάγονται από τον
Καρολομάγνο, και αυτό, όπως λένε διάφοροι ιστορικοί, έχει να κάνει με την
κυριαρχία των Ανζού, προκειμένου να τους πλησιάσουν. Έτσι, λοιπόν,
βρίσκουμε τον Tanush (Tanussio) Thopia διοικητή στην περιοχή του Μάτι της
σημερινής Κεντρικής Αλβανίας, τον οποίο έχει διορίσει ο βασιλιάς Ροβέρτος της
Νεάπολης.

Κάρολος Θώπια ή Τόπια

Θα κάνω και μια μικρή αναφορά στον Κάρολο Θώπια ή Τόπια, ο οποίoς
αναδείχθηκε σε τοπάρχη της βόρειας περιοχής του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου.
Συνέβαλε, βέβαια, και αυτός με τη σειρά του στο να προετοιμάσει το έδαφος για
τους Οθωμανούς.
Πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Θώπια δε γνωρίζουμε. Γονείς του ήταν ο Αλβανός
ευγενής Ανδρέας Θώπια και μητέρα του η Fiametta, κόρη του Robert de Anjou,
βασιλιά της Νεάπολης, ο οποίος τους δολοφόνησε.165 Ο Κάρολος και ο αδερφός
του Γεώργιος μεγάλωσαν στον Πύργο της Κρόιας (Kruja), όπου ορκίστηκαν
εκδίκηση για το θάνατο των γονιών τους.
Με τη Σερβική επέκταση στη νότια Βαλκανική και το χαμό που επικράτησε
μετά το θάνατο του Στέφανου Δ’ Δουσάν, ο Κάρολος βρίσκεται μεταξύ του 1359
και 1388 ηγεμόνας στην κεντρική Αλβανία και ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του

Ἱστοριῶν, Η΄, 178, 15» ο Ζενεβίσης σκοτώθηκε στα 1433 όταν ο Φουρίζ πασάς κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. «Ο
Ζενεβέσης σκοτώθηκε στη μάχη και οι άνδρες σφαγιάστηκαν μέχρις ενός.» Οι πηγές όμως δεν φαίνεται να συμφωνούν
καθότι ο Γκιώνης είχε πάψε να είναι άρχοντας του Αργυροκάστρου ήδη από το 1418.
165 Peter Bartl, Thopia, Karl, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 4. Hgg.

Mathias Bernath / Karl Nehring. München 1981, σελίδα 311-312 «Ο RobertdeAnjou είχε στείλει την κόρη
του για νύφη στον Βάϊλο του Μοριά αλλά στο Δυρράχο γνώρισε τον Ανδρέα Τόπια, τον οποίο ερεωτεύθηκε και
αντιστρόφως και την κοπάνησαν. Αυτό ο Robert de Anjou δεν το συγχώρεσε ποτέ. Χρόνια αργότερα του κάλεσε
δήθεν για συμφιλίωση στην Νεάπολη και κει του δολοφόνησε»
Σελίδα 49 από 89
«Princeps Albaniae».166 Στα 1361 μ. Χ., αφού είδε πως η αφέντρα του ζει στη
Νεάπολη μια ωραία κοσμική ζωή και δεν ενδιαφέρεται, προσπάθησε να καταλάβει
το Δυρράχιο, το οποίο όμως αντιστάθηκε και παρέμεινε στην κατοχή της Ιωάννας,
δούκισσας του Δυρραχίου, κόρης του Κάρολου του Δυρραχίου. Η πρώτη αυτή
αποτυχημένη πολιορκία διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1362 έως τον Μάιο του
1363.
Στα γεγονότα αυτά αναμείχθηκαν και η Βενετία, η Ραγούζα και ο Μπάλσιτς από
το βόρειο πριγκιπάτο της Ζέτας. Το 1363 πρέπει να έπεσε πανώλη και
αποδεκάτισε τόσο το στρατό του Κάρολου Θώπια όσο και τους πολιορκημένους,
με αποτέλεσμα ο Ναπολιτάνος διοικητής να παραδοθεί.167 Με βάση τώρα το
Δυρράχιο κήρυξε το Πριγκιπάτο της Αλβανίας. Ο Κάρολος Θώπια πλησίασε την
Αγία έδρα του Βατικανού και τοποθέτησε Λατίνο επίσκοπο στην έδρα του
Δυρραχίου.
Τα προβλήματα του Θώπια, όμως, δε σταμάτησαν. Η οικογένεια των Balšići
από το πριγκιπάτο της Ζέτας θα συνεχίσει να διεκδικεί το Δυρράχιο. Τότε αυτός,
με τη βοήθεια των Οθωμανών, θα τους συντρίψει στη μάχη της Σάβρας, όπου θα
σκοτωθεί και ο Μπάλσιτς. Οι εχθροπραξίες με το πριγκιπάτο της Ζέτας έληξαν,
αφού ο Θώπια παντρεύτηκε τη Voisava Balšić, κόρη του Balša I. Στα 1366
πολιτογραφήθηκε και δημότης της Βενετίας,168 αν και με τη Βενετία και τη
Ραγούζα βρισκόταν σε μια όχι καλή κατάσταση εξαιτίας των πειρατών απο το
Δυρράχιο, που ενοχλούσαν δικά τους πλοία.
Στα 1380 πλησίασε το βασιλιά της Ουγγαρίας, ο οποίος του επιβεβαίωσε την
κυριαρχία του στο Δυρράχιο. Στο τελευταίο στάδιο της κυριαρχίας του και
προφανώς βλέποντας τον Οθωμανικό κίνδυνο, στον οποίο είχε συμβάλει και
αυτός, προσπάθησε να δεθεί με τους Βενετούς. Έτσι στα 1386 έκλεισε συμφωνία
με τη Βενετία, η οποία του διέθεσε μια γαλέρα, προκειμένου να προστατεύει τα
παράλια από τους Οθωμανούς, και του ανέθεσε να έχει υπό την προστασία του
τους Βενετούς εμπόρους στα εδάφη του. Μαζί με αυτά θα ακολουθούσε τη Βενετία
στους πολέμους και θα προσέφερε σιτηρά.
Απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1388169 μ. Χ. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη
στο Ελμπασάν, το οποίο ο ίδιος επανέκτησε μετά το σεισμό, βρίσκεται ο τάφος
του με κακογραμμένα ελληνικά «ΕTOYTΟ TOY ΜΕΣΗ KΑPΟΛΟ ΘΩΠΙΑ».
Στον Τάφο απεικονίζεται και το οικόσημό του.170

166 Miranda Vickers: Shqiptarët - Një histori moderne. Bota Shqiptare, 2008, ISBN 978-99956-11-68-2,
Mbërritja e osmanëve, σελίδα 18
167Arturo Galanti: L Albania: notizie geografiche, ethnografiche e storiche, σελίδα 122
168 Peter Bartl, Thopia, Karl, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 4. Hgg.

Mathias Bernath / Karl Nehring. München 1981, σελίδα 311-312 «Die Eroberung von Durazzo brachte
ihn aber in Gegensatz zu den Venezianern, die ihn bisher unterstützt und ihm als „dominus Albanie
in partibus versus maritimam de Durachio“ erst 1366 das venezianische Bürgerrecht verliehen hatten.
Das Verhältnis zu Venedig und auch zu Ragusa blieb auch in der Folgezeit gespannt, hauptsächlich
wegen der Piraterie von Bürgern von Durazzo und wegen Übergriffen von Th.s Leuten gegenüber
venezianischen und ragusanischen Kaufleuten.»
169 Ateneo Veneto: revista di scienze, lettere ed arti. A. Pellizzato, Venedig 1908,σελίδα 20
170 Ippen, Theodor: Der Grabstein des Fürsten Karl Thopia. In: Ders.: Denkmäler verschiedener

Altersstufen in Albanien. In: Wiss. Mitt. Bosnienu. Hercegovina 10 (1907) 67-70.


Σελίδα 50 από 89
Φρέσκο απο την Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου (Αρδενίτσα) , που απικονίζει τον Κάρολου
Τόπια , κεντρική Αλβανία

Εξωτερική ανάγλυφη πλάκα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στο Ελμπασάν με το οικόσημο
του Κάρολου Θώπια

Σελίδα 51 από 89
Οι Βλάχοι

Κάπου στον 11ο αιώνα εμφανίζεται στις φιλολογικές πηγές ο «νεοαφανής» όρος
«Βλάχοι». Δεν έπεται, ωστόσο, πως ο νομαδικός αυτός λαός εμφανίστηκε τότε.
Σε αντίθεση με άλλους λαούς, όπως για παράδειγμα οι Αλβανοί, οι Βλάχοι δεν
υπήρξαν ποτέ πολυάριθμοι και ούτε αποσκοπούσαν ποτέ στη λεία μιας περιοχής
και στη συνέχιση της πορείας τους.171 Αντιθέτως γαντζώνονταν σε περιοχές τις
οποίες σαν κτηνοτροφικός λαός τις χώριζαν σε χειμερινά και θερινά βοσκοτόπια,
γνωστά και σαν κατούνες172. Η συμβίωση, όπως ξέρουμε, και με άλλους
κτηνοτροφικούς λαούς ήταν σχεδόν αρμονική.
Έτσι προέκυψε στα περάσματα της Πίνδου να συμβιώσουν με Σλάβους και
Αλβανούς, αλλά και με όμορους ελληνόφωνους κτηνοτρόφους. Βέβαια, λόγω
ανάγκης, οργανώθηκαν και αυτοί σε στρατιωτικά σώματα, τα οποία προσέφεραν
τις υπηρεσίες τους στους κατά τόπους ηγεμόνες. Ο Φάνης Δασούλας,
ακολουθώντας τον λόγιο Παχυμέρη σχετικά με τους Βλάχους, μας λέει πως οι
Βλάχοι ήταν εξοικειωμένοι με τον πόλεμο. Ότι οι Βλάχοι είναι χρήσιμοι
στρατιώτες το βλέπουμε και στις διηγήσεις του Ιωάννη Σκυλίντζη, ο οποίος κάνει
λόγο για τον πόλεμο του Αυτοκράτορα με τους Σλάβους και ειδικά τον Σαμουήλ.
Με την πάροδο του χρόνου, η Κων/πολη τους έβαλε σαν Föderati, δηλαδή
στρατιωτικές ομάδες, που θα μπορούσαν εν ώρα κινδύνου να υπηρετούν στο
στρατό της Αυτοκρατορίας έχοντας ως αρχηγό έναν δικό τους Βλάχο. Ο αρχηγός
ονομαζόταν «ἂρχων τῶν Βλάχων τῆς Έλλάδος». Σαφέστατα υπήρχαν και Βλάχοι
που ακολούθησαν μόνο το στρατιωτικό επάγγελμα. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει
να είναι και ο Μπογκόης.

Mπογκόης (1400 – 1401) - Μια ειδική περίπτωση

Ποιος ακριβώς ήταν ο Μπογκόης,173,174,175 γνωστός και ως Βόνγκο, δε μας είναι


ιδιαίτερα σαφές. Στην ιστορία της Πάργας φαίνεται να είναι διοικητής και να έχει
κτηματικές περιουσίες στην περιοχή της Γλυκής, τις οποίες είχε αρπάξει από
άλλους. Μια άλλη πηγή, που φέρνει στο φως η εφημερίδα καθημερνή176 σε
αφιέρωμα για τους αδελφούς Μανιάκα, τον θέλει να κατάγεται από την Αβδέλλα.
Για να ελκύσει τις διάφορες εθνότητες με το μέρος του, ανακοίνωνε ότι στην
καταγωγή είναι «Σερβοαρβανιτοβουλγαρόβλαχος». Στις ελληνικές πηγές

171 Φάνης Δασούλας: Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων, σελίδα 13


172 Φάνης Δασούλας: Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων, σελίδα 19 «Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν ως
τώρα διαπιστώνεται ότι η κατούνα αποτελούσε βασικό κοινοτικό θεσμό των Βλάχων κτηνοτρόφων του Μεσαί-ωνα,
ιδίως αυτών που ζούσαν στο δυτικό τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου»
173Σεραφείμ Ξενόπουλος «Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης»
174 Παναγιώτης Αραβαντινός « Χρονογραφία Ηπείρου, τ.1ος»
175 Φώτης Βράκας «Μπογκόης - ένας τυχοδιώκτης τύραννος στην Άρτα από το 1400 ως το 1401», Άρθρο,

Academia.edu, 2018
176 7 ημέρες Καθημερινή: Οι αδεφοί Μανιάκα, 1996 «Aβδελλιώτης ήταν « ο Bλάχος Mπογκόης» (=Mπαγκούας

σήμερα), που συμμετέχει στα 1402 μαζί με άλλους με όλους του Aρβανιτοβλάχους στη γνωστή κάθοδό τους από
Ήπειρο και Mαλακάσι προς Aττικoβοιωτία και Πελοπόννησο, με τους Mαλακάσιους, Mπούιους και Mεσσαρίτες
Bλάxoυς
Σελίδα 52 από 89
αναφέρεται στο χρονικό των Ιωαννίνων, αλλά και στην ιστορία της Πάργας.
Πεθαίνοντας ο Gjin Bue Shpata, σε μας γνωστός ως Ιωάννης Μπούας,
κληροδότησε την Άρτα με την περιοχή της στον Σγούρο Μπούα Σπάτα το 1399
μ. Χ.
Ο Σγούρος γρήγορα μπλέχτηκε στους πολέμους της περιοχής και, ενώ ο ίδιoς
βρισκόταν στα Γιάννινα για να λύσει κάποιες διαφορές, ο Μπογκόης δεν έχασε
χρόνο. Τον ίδιο κιόλας χρόνο, τον Απρίλιο του 1400 μ. Χ., άρπαξε την ευκαιρία
και όρμησε εναντίον της Άρτας.177 Με πολυάριθμους έμπειρους άτακτους
πολιόρκησε την πόλη και προφανώς η μικρή φρουρά, παρά την καλή οχύρωση,
δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα και έτσι έγινε κυρίαρχος της πόλης. Η διοίκηση του
Μπογκόη, όπως και στην Πάργα, ήταν καθαρά απολυταρχική.178
Πρώτη κίνηση που έκανε ως Δεσπότης ήταν να συλλάβει τους Αλβανούς
άρχοντες και να τους φυλακίσει σε ένα κελί στο κάστρο. Στη συνέχεια κατάσχεσε
για λογαριασμό του τις περιουσίες αυτών. Δεν έμεινε όμως σε αυτούς. Συνέχισε
με τους Έλληνες προκρίτους της πόλης. Και αυτοί είχαν την τύχη των Αλβανών.
Αφού τους κακοποίησε με τις πιο βάναυσες μεθόδους, όπως μας λέει το
μοναστικό χρονικό του Πρόκλου, κατάσχεσε και απ’ αυτούς τις περιουσίες τους.
Κανείς δεν έμεινε άθικτος. Το εμπόριο πάγωσε και έτσι πάγωσε η ψυχή της
Άρτας.
Και επειδή φαίνεται ότι δεν είχε άλλα να πάρει, απ’ ότι πήρε, στράφηκε
εναντίον των όμορων κάστρων. Κατέλαβε τους Ρωγούς και τον Κάμπο και
φαίνεται να επεκτάθηκε ως το Θωμόκαστρο ή Ρινιάσα. Η διοίκησή του δείχνει
ότι δεν ήταν άνθρωπος να κοιτά να στερεώσει κάτι για το μέλλον. Ήταν αυτό
που σήμερα λέμε «της αρπαχτής». Οι Αρτινοί και ο λαός της περιοχής μέσα σε
ένα χρόνο ένιωσαν την απόλυτη βία.
Μια Αρτινή μυστική επιτροπή πήγε στην Κέρκυρα και ζήτησε τη βοήθεια της
Βενετίας. Η Βενετία δέχτηκε να βοηθήσει.179 Στην αρχή σκέφτηκε να αναθέσει
την αποστολή στον Τόκκο, που ήταν ήδη άρχοντας του Παλατινάτου
Κεφαλλονιάς, Ζακύνθου και Λευκάδας, αλλά επειδή οι Τόκκοι είχαν μια ιδιαίτερη
σχέση με τη Φλωρεντία, η οποία ήταν οικονομικός αντίπαλος της Βενετίας, οι
Βενετσιάνοι σκέφτηκαν πως θα ήταν καλό να τα βρουν με τους Μπούα Σπάτα.
Έτσι, λοιπόν, βοήθησαν με όπλα και χρήμα τον Μαυρίκιο Μπούα Σπάτα και
αυτός ξεκίνησε με ισχυρή δύναμη να καταλάβει την Άρτα.
Ο Μπογκόης, μπροστά σε αυτόν τον οργανωμένο στρατό και γνωρίζοντας ότι
οι ντόπιοι δε θα του συμπαραστέκονταν, κατόπιν μικρής αντίστασης, εγκατέλειψε
την Άρτα το 1401 και έφυγε προς την Πίνδο. Στις πηγές τον συναντάμε ξανά σε
177 Λαμπρίδης, Ζαγορικά, 1870
178 Από το χρονικό τοτ Πρόκλου «Μπογκόης έν ετει 1400, (β5) ος δεσπόζων τυραννικώς ούδέν μέσον κατά τών
αθλίων Άρταίων καταδυναστείας καί τυραννίας παρέλειψεν ανεφάρμοστου, προς κόρον τής άπανθρώπου αύτοΰ
καρδίας
179 Στο χρονικό του Πρόκλου φαίνεται ότι οι Βενετοί έδιωξαν και τον Μπογκόη και τους Αλβανούς αλλά δεν είναι

έτσι. Καλό είναι όμως να δούμε τι γράφει «πΙ τέλους δέ μή δυνηθέντες ύπομειναι οί χάλανες Ήπειρώται και
Άκαρνάνες την τού ίου και των ’Αλβανών απάνθρωπου καταδυναστείαν, προσεκάλεσαν τον τότε Κόμητα των
Επτανήσων, ΐνα άπαλλάξη αύτούς τής τυραννίας. Και δή υποδεχθείς την πρόσκλησιν και όρμήσας κατά των
τυράννων, επέτυχε συνδρομή τού μετ’ αυτού στρατού καί τή βοηθεία των Ελλήνων, άποδιώξαι συν άλλοις άρπαξι
και τυράννοις (ββ) και τούτον, μετά τυραννίαν ετών πέντε, εδρεύσας εις Άρταν εν τίτλω Δεσπότου»
Σελίδα 53 από 89
ληστρικές επιδρομές Αρβανιτοβλάχων στην Αττικοβοιωτία το 1402, όπου
χάνονται και τα ίχνη του.

Οι Ιταλοί. Οι τελευταίοι Δεσπότες

Μετά τον οίκο Ορσίνι από τους Ιταλούς θα μας απασχολήσουν δύο οίκοι, οι
οποίοι συνδέονται συγγενικά μεταξύ των: ο οίκος των Buondelmonti και ο οίκος
των Tocco. Ο πρώτος οίκος από κάποιες συγκυρίες στο Δεσποτικό θρόνο και ο
δεύτερος οίκος λόγω συγγενειών. Οι δύο αυτοί οίκοι θα είναι ο επίλογος των
χριστιανών ηγεμόνων στην Ήπειρο.

Οίκος Buondelmonti

Την καταγωγή αυτού του οίκου τη βρίσκουμε τον 10ο μ. Χ. αιώνα στο
Sichelmo, όπου οι απόγονοι ήταν κύριοι στις κοιλάδες του Greve και Pesa. Κάπου
στα 1137 η συγκεκριμένη οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Ενας από
τον οίκο των Buondelmonti ήταν υπεύθυνος για τις πολιτικές αναταραχές που
επικράτησαν στη Φλωρεντία. Μετά από πολλές έριδες με άλλες οικογένειες,
επικράτησαν στον πολιτικό αγώνα και μετέφεραν την έδρα τους στο Borgo Santi
Apostoli. Σε αυτούς κόλλησε και η οικογένεια των τραπεζίτων Acciaiuoli, που
με γάμους συγγένευσαν.
Στους επόμενους αιώνες οι Buondelmonti κατάφεραν να ανήκουν στις πιο
επιφανείς οικογένειες. Ο Jacopo ήταν ένας επιτυχημένος έμπορος στην
Κων/πολη και έβγαλε πολλά χρήματα, την ώρα
που οι υπόλοιποι ζούσαν από τα ενοίκια των
χωραφιών τους. Ο γνωστός στρατιωτικός
Philippo Scolari γεννήθηκε σαν Filippo
Buondelmonti degli Scolari και υπηρέτησε
τον βασιλιά της Ουγγαρίας Sigismund, από τον
οποίο πήρε και τον τίτλο του κόμη «Ispàn».
Μετά τα γεγονότα που προέκυψαν στην
πόλη με τους Medici, πολλοί από την
οικογένεια τάχθηκαν υπέρ της συμφιλίωσης
και αρχές του 16ου αιώνα έχτισαν το Palazzo
Buondelmonti, το οποίο βρίσκεται σήμερα
στην Piazza Santa Trinita. Όταν το 1531
επέστρεψε στη διοίκηση της Φλωρεντίας ο
Alessandro de’ Medici, ο Benedetto
Buondelmonti έγινε μέλος του συμβουλίου των δώδεκα (Consiglio dei Dodici).
Από δω και πέρα πήραν ακόμη περισσότερους τίτλους.

Εικόνα: Οικόσημο Buadelmonti, αρχεία πόλη Φλωρεντίας


Σελίδα 54 από 89
Esau de’ Buondelmonti / Ησαύ Μπουοντελμόντι ή Ιζάουλος

Ένας από τους πολλούς ξένους Δεσπότες στην Ήπειρο και συγκεκριμένα
μόνο στην περιοχή των Ιωαννίνων και Αγίου Δονάτου (Παραμυθιάς) ήταν και ο
Esau de’ Buondelmonti. Τυχοδιωκτικός τύπος, όμορφος, με βάση τις πηγές και
προφορικές παραδόσεις, εραστής της Μαρίας Αγγελίνας, την οποία νυμφεύτηκε,
και μετά το γάμο του ανήλθε στο Δεσποτικό θρόνο των Ιωαννίνων. Ήταν
Δεσπότης από το 1386 μ. X. ως το θάνατό του το 1411 μ. Χ.
Πότε ακριβώς γεννήθηκε δε μας είναι γνωστό. Σύμφωνα με τον Γερμανό
Οθωμανολόγο Hans Joachim Kissling, πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ 1345 μ. Χ.
και 1350 μ. Χ. Γνωρίζουμε ότι ήταν γιος ευγενούς από τη Φλωρεντία, του
Manente Buondelmonti,180,181 και της Lapa Acciaiuoli και αδελφός της
Μαγδαληνής Μπουοντελμόντι, χήρας του Λεονάρδου Τόκκου της Κεφαλονιάς.
Υποθέτουμε πως ο Esau de’ Buondelmonti έφυγε από την Ιταλική χερσόνησο
πριν το 1374 και μετέβη στον Ελλαδικό χώρο,182 όπου πολλοί συγγενείς του είχαν
ήδη κτήσεις και ήταν υποτελείς των Ανζού.183
Η πολιτικοστρατιωτική του καριέρα ξεκινά στην Παλατινή Κομητεία, στην
αυλή του γαμπρού του Λεονάρδου Α’ Τόκκου. Έτσι, λοιπόν, στα 1378 μ. Χ. θα
ακολουθήσει τα στρατεύματα του Μάγιστρου των Ιωαννιτών ιπποτών Juan
Fernández de Heredia,184 και στην Άρτα θα είναι ένας από τους λίγους που θα
συλλάβει το μικρό σερβικό στρατιωτικό τμήμα που είχε έρθει για βοήθεια στον
Γκίνη Μπούα.185 Λίγο μετά τη μάχη φτάνει στην αυλή του Θωμά Πρελιούμποβιτς.
Σύμφωνα με τον Αραβαντινό στη Χρονογραφία Ηπείρου, ο Θωμάς τον είχε
αιχμάλωτο στο παλάτι και κει τον γνώρισε η σύζυγος του Θωμά, η Μαρία
Αγγελίνα, η οποία ανέπτυξε ερωτικές σχέσεις μαζί του και, κατά τον Αραβαντινό,
τον έπεισε να δολοφονήσει τον Θωμά.186 Λίγο μετά το γάμο του με τη Μαρία
Αγγελίνα, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος έστειλε στα Γιάννινα
πρεσβεία, που του απένειμε επίσημα το αξίωμα του Δεσπότη,187 μολονότι ήταν
κάτι εντελώς τυπικό και δε σήμαινε κάποια μορφή υποτέλειας, ήταν όμως κάτι
που ανέβασε ιδιαίτερα το κύρος του, ειδικά στα μάτια των Ελλήνων, στους
οποίους φαινόταν ως νόμιμος διαδοχος.

180 Hans Joachim Kissling - Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 15 (1972) «...quintogenito di
Manente di Gherardo e di Lapa Acciaiuoli, il B. nacque in Firenze non sappiamo esattamente in quale
anno, ma in ogni caso tra il 1345 ed il 1350»
181 Ο πατέρας του ήταν κυβερνήτης στα Βασιλικάτα και του Αμπρούτσο στο Βασίλειο της Νεάπολης
182HansJoachimKissling - DizionarioBiograficodegliItaliani - Volume 15 (1972) «ancora nel 1374, come

luogotenente del cugino, prese parte alla spedizione compiuta da Neri Acciaiuoli nel tentativo di
sottrarre ai Catalani la fortezza chiave di Mégara - το 1374, ως υπολοχαγός του ξαδέλφου του, συμμετείχε
στην αποστολή που πραγματοποίησε ο NeriAcciaiuoli σε μια προσπάθεια να κυριέψει το σημαντικό φρούριο
των Μεγάρων από τους Καταλανούς»
183 Ο θείος του ήταν Βαρώνος της Καλαμάτας και άλλος διοικητής της Κορίνθου.
184 Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ.1ος, 1856, σελ.150
185 Fine, Late Medieval Balkans, σελ. 352.
186 Παν. Αραβαντινός «Χρονογραφία Ηπείρου» τ.1ος, 1856 , σελ. 152
187 Donald M. Nicol: The Despotate of Epiros 1267–1479. A contribution to the history of Greece in the

middle ages. CambridgeUniversityPress, σελ.. 157–164


Σελίδα 55 από 89
Εικόνα: Η Μαρία Αγγελίνα, λεπτομέρια από το δίπτυχο της Cuenca, από την μελέτη της
Ελένης Ευαγγέλου,: Γυναίκες και Εικόνες, η περίπτωση της Μαρίας Αγγελίνα

Απόστολος Θωμάς και Θωμάς Preljubović (;), τελευταία δεκαετία 14ου αιώνα, Άθως, Μονή
Χιλανδαρίου. Α από την μελέτη της Ελένης Ευαγγέλου,: Γυναίκες και Εικόνες, η περίπτωση
της Μαρίας Αγγελίνα

Σελίδα 56 από 89
Ο Esau de’ Buondelmonti φαίνεται πως γνώριζε καλά τα προβλήματα που είχε
δημιουργήσει η Σερβοκρατία και δη ο Θωμάς. Έτσι, λοιπόν, καλεί πίσω όλους
τους Έλληνες εξόριστους, καθώς και τον Μητροπολίτη Ματθαίο, τον οποίο
υποδέχεται με μεγάλες τιμές.188 Αλλά και τους Σέρβους δεν τους πείραξε από τις
θέσεις τους. Αντιθέτως, βλέπουμε ότι διορίζει καστροφύλακα κάποιον Σέρβο
Βοϊσάβα. Άνοιγμα ειρήνης και φιλίας φαίνεται να έκανε και στους Αλβανούς, οι
οποίοι δε φαίνεται να ήταν και πολύ πρόθυμοι. Ήδη στον πρώτο χρόνο της
εξουσίας του ο Esau de’ Buondelmonti δέχεται επίθεση από τον Γκίνη Μπούα
Σπάτα, τον Δεσπότη της Άρτας. Ο στρατός του Γκίνη Μπούα Σπάτα θα νικηθεί
και θα οπισθοχωρήσει, ενώ θα κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη.
Στα 1387 μ.Χ. κατέλαβε και αυτός με την σειρά του την Σαγιάδα και ήρθε σε
σύγκρουση με τους Βενετούς. Οι Βενετοί διέταξαν τον στρατό τους μια φορά τον
χρόνο να καταστρέφονται οι Αλυκές. Την Σαγιάδα θα την χάσει και πάλι στον
Ζενεβίση.
Ο Esau de’ Buondelmonti κατάλαβε ότι τα προβλήματα με τους Αλβανούς δε
θα έχουν τέλος και έπρεπε να βρει συμμάχους. Στα 1389 δέχεται και πάλι την
επίθεση του Γκίνη Μπούα Σπάτα, ο οποίος καταστρέφει και την περιοχή.
Παράλληλα κατασκευάζει δύο πλοία στη λίμνη και βυθίζει το μοναδικό τού Esau
de’ Buondelmonti, ο οποίος κάλεσε τους Οθωμανούς για βοήθεια. Οι Οθωμανοί
έστειλαν τον Melhut Bey, αλλά ήρθε και βοήθεια από τη Θεσσαλία, από τον
Καίσαρα Αλέξιο Άγγελο.189 Υπό την πίεση αυτών ο Γκίνης αναγκάστηκε να
οπισθοχωρήσει.
Ο Esau de’ Buondelmonti κατάλαβε ότι, για να μπορέσει και στο μέλλον να
αντιμετωπίσει τους Αλβανούς, χρειάζεται κάποιον άλλον ισχυρό. Οι Βενετοί που
είχαν ήδη πατήσει πόδι στην Κέρκυρα, δεν ήταν και οι καλύτεροι σύμμαχοι.190
Και τότε φαίνεται πλέον ο ηγετικός ρόλος των Οθωμανών στην περιοχή.
Προσέφυγε, λοιπόν, στους Οθωμανούς. Αφού διέμεινε 14 μήνες στην αυλή του
Βαγιαζίτ Α’, γνωστού και ως «γιλδερίμ-αστραπή», επέστρεψε στα Ιωάννινα.
Τον Δεκέμβρη το 1394 μ. Χ. απεβίωσε η Μαρία Αγγελίνα και το επόμενο έτος
δέχθηκε εκ νέου επίθεση από τον Γκίνη Μπούα Σπάτα. Τότε οι άρχοντες των
Ιωαννίνων συμβούλεψαν τον Ιζάουλο να τα βρει με τον Γκίνη, να κλείσει ειρήνη
και να παντρευτεί την κόρη του Γκίνη. Έτσι και έγινε. Ο Ιζάουλος και ο Γκίνης

188Βλπ. Αραβαντινός.
189 Ο καίσαρας Αλέξιος Άγγελος Φιλανθρωπηνός ήταν ευγενής στη Ρωμανία, όπου κυβέρνησε τη Θεσσαλία από
το 1373 ως π. το 1390. ήταν ένας τοπικός άρχοντας, ο οποίος κατά τη πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας
στη Θεσσαλία έπαιζε κυρίαρχο ρόλο
190 Εδώ υπήρχε ένα πρόβλημα μεταξύ του Ιζαύλου και των Βενετών σχετικά με τις αλυκές της Σαγιάδας. Βλπ. Επί

του θέματος: Oliver Jens Schmitt: Das venezianische Albanien (1392–1479) «Ausges prochens
chlechtwaren die Beziehungen des Despoten zur Republik Venedig, weilermit der Salzgewinn ungin
Saiata (beiButrint) dasvenezianische Salzmono polunterlief» ενώ η Άννα Γουδή γράφει τα εξής «το 1386,
όταν είχε αποκτήσει και το χερσαίο κάστρο του Βουθρωτού, είχε ξανακτίσει ένα κατεστραμμένο πύργο στη Σαιάτα
και είχε κατασκευάσει αλυκές οι οποίες διέπρεπαν στο εμπόριο. Οι Ενετοί το θεώρησαν αυτό αθέμιτο ανταγωνισμό
και τον Ιούνιο του 1387 απέστειλαν άνδρες εκεί για να καταστρέψουν τη μικρή αυτή επιχείρηση με το επιχείρημα
ότι η Σαιάτα ανήκε κάποτε στους Ενετούς. Παρόλα αυτά ο Ιζαού παράνομα συνέχισε το εμπόριο..»
Σελίδα 57 από 89
έκλεισαν ειρήνη και ο Ιζάουλος παντρεύτηκε την Ειρήνη. Γυναίκα όμορφη και
έξυπνη, μας λέει ο Αραβαντινός.
Στα 1397 μ. Χ. οι Οθωμανοί ξεκίνησαν να χτυπήσουν και να υποτάξουν τον
Ζενεβίση. Ο Γκίνης, προβλέποντας ότι πιθανόν να είναι ο επόμενος στόχος,
χτυπά τους Οθωμανούς στο Δρίσκο191,192 και τους τρέπει σε φυγή. Τώρα ο
Ζενεβίσης, θυμωμένος με τη φιλοθωμανική στάση του Ιζάουλου, μπαίνει στις
χώρες του στην Ήπειρο και τις λεηλατεί.193 Ο Ιζάουλος θα προσπαθήσει με
φιλικούς σκοπούς να τον πείσει να σταματήσει, μα εκείνος συνέχιζε. Έτσι ο
Ιζάουλος ξεκινά με στρατό194 να χτυπήσει τον Ζενοβίση. Στην πορεία, όμως,
έπεσε σε θύελλα και ο Ζενeβίσης επιτέθηκε στον Ιζάουλο στον Μεσοπόταμο.
Διέλυσε το στρατό του Ιζάουλου195 και αιχμαλώτισε τον ίδιο,196 τον οποίο έριξε
στις φυλακές του Αργυροκάστρου ή Δελβλινου.197
Για την απελευθέρωση ο Γκιώνης Ζηνeβίσης ζήτησε 10.000 χρυσά δουκάτα.
Με τη μεσολάβηση της Βενετίας και Φλωρεντίας, που έδωσε το ποσό, ο Esau de’
Buondelmonti γύρισε και πάλι μέσω Ακαρνανίας στα Ιωάννινα. Εντωμεταξύ στην
επικράτειά του γινόταν ένας χαμός από Αλβανούς. Έτσι ξαναπήγε στους
Οθωμανούς και ζήτησε βοήθεια. Με τη βοήθεια, λοιπόν, των Οθωμανών επέβαλε
την τάξη στην επικράτεια του.
Στα 1401 μ. Χ. δέχεται επιθέσεις από τους Βενετούς, οι οποίοι του αφαιρούν
τα φρούρια της Σαγιάδας198 και Φαναρίου,199 ενώ ο Μπογκόης θα του αφαιρέσει
την Πάργα. Λίγο αργότερα φαίνεται πως απεβίωσε και η σύζυγός του Ειρήνη και
στα 1402 μ. Χ. παντρεύτηκε την Ευδοκία Mπάλσιτς,200 με την οποία θα
αποκτήσει έναν γιο, τον Γεώργιο, ενώ φαίνεται να είχε και άλλα δυο παιδιά. Τα
υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ο Esau de’ Buondelmonti θα τα περάσει ήρεμα
μέχρι το θάνατό του στα 1411 μ.Χ.

191Donald M. Nicol: The Despotate of Epiros 1267–1479. A contribution to the history of Greece in the
middle ages. Cambridge University Press, σελ..232. «Λίγο καιρό μετά το γάμο ο Εβρηνός Βέης μαζί με έναν
άλλο διοικητή τον Γιανσί Βέη πολεμούσαν τους Ζενεβεσαίους γύρω από τη Δρυινούπολη και συναντήθηκαν με τον
Γκίνη Σπάτα (Gjin Spata) στη περιοχή του Δρίσκου, μια περιοχή ανάμεσα στο Μέτσοβο και τα Ιωάννινα. Οι
Τούρκοι με λιγοστές δυνάμεις εκδιώχθηκαν, αλλά επέστρεψαν προκαλώντας μεγάλες απώλειες στην περιοχή
Πρωτοκάι που βρισκόταν βορειοδυτικά των Ιωαννίνων» μτφ. Άννα Γουδή, σελ. 52
192 Στο ίδιο θέμα βλπ. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου
193 Χρονικό των Ιωαννίνων
194 Ο Αραβαντινός αναφέρει, πως ο στρατός του Ιζάουλου αποτελούνταν από Μαλακάσιους, Μαζαρακαίους,

Παπιγγιώτες και Ζαγοριανούς


195 Βλπ. Άννα Γουδή σχετικά με το χρονικό των Ιωαννίνων (παράγραφος 39, στχ. 3-6 και 16-21), σελ. 53
196 Άννα Γουδή: Τα χρονικά των Τόκκων και των Ιωαννίνων - Ομοιότητες και διαφορές, σελ. 53 « Ο γάμος ανάμεσα

στην Ειρήνη και τον Ιζαού μπορεί να προσέδωσε κύρος στον Γκίνη Σπάτα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κατάφερε να
εξημερώσει και όλες τις αλβανικές φυλές και κυρίως αυτή των Ζενεβεσαίων. Έτσι στις 9 Απριλίου 1399 μετά από
μια εκστρατεία του Ιζαού εναντίον των Ζενεβεσαίων, ο ίδιος και οι αξιωματικοί του περικυκλώθηκαν και
αιχμαλωτίστηκαν από τον Γκίνη (Gjin) Ζενεβέση ο οποίος απαίτησε λύτρα για να τον απελευθερώσει»
197 Ευτυχία Αθ. Παππά: «Η επαρχία Δρυϊνουπόλεως κατά την νεώτερη περίοδο», σελ. 41
198 Στην Σαγιάδα οι Βενετοί έχτισαν κάστρο και από τότε θα φέρεται σαν LaBastia.
199 Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου.
200 Κόρη του Đurađ Balšić, κύριος του Πριγκιπάτου της Ζέτας, σε μεγάλο βαθμό το σημερινό Μαυροβούνιο, ενώ

ανά χρονικές περιόδους περιελάμβανε και εδαφικές περιοχές στα βόρεια της σημερινής Αλβανία.
Σελίδα 58 από 89
Γεώργιος Μπουοντελμόντι

Ο Γεώργιος ήταν ο νεότερος γιος του Ησαύ Μπουοντελμόντι, από την τρίτη
του σύζυγο Ευδοκία Μπάλτσιτς (Balšić). Όταν πέθανε ο πατέρας του στις 6
Φεβρουαρίου 1411, η μητέρα του προσπάθησε να διατηρήσει την εξουσία για
λογαριασμό του γιου της, που ήταν τότε βρέφος. Η Ευδοκία δεν ήταν
δημοφιλής201 ανάμεσα στους ευγενείς των Ιωαννίνων και, όταν μάλιστα έγινε
γνωστό ότι σκόπευε να παντρευτεί κάποιον Σέρβο,202 την εκθρόνισαν μόλις 20
μέρες μετά την ενθρόνιση του βρέφους. Η μητέρα με το παιδί της κατέφυγε στη
Σερβία. Ο Γεώργιος μνημονεύεται σε διάφορα μεσαιωνικά έγγραφα203 και
βρισκόταν εν ζωή το 1452, ενώ η χρονολογία θανάτου του δεν έχει διασωθεί από
καμία πηγή.

Ο οίκος των Τόκκων

Η καταγωγή της οικογένειας των Τόκκων, εξαιτίας των αδιευκρίνιστων πηγών,


είναι λίγο ασαφής, αν και πολλοί συγγραφείς του παρελθόντος τη θέλουν
γερμανική-γοτθική ή εκ των Λογγοβάρδων. Ο William Miller στο έργο του «Η
Φραγκοκρατία εν Ελλάδι» τους θέλει να κατάγονται από κάποιο γοτθικό φύλο,
τους Ταύκους, που ακολούθησαν τον Τοτίλα στην ιταλική του εκστρατεία, όταν
αυτός κυρίευσε την Ρώμη το 547 μ. Χ. Άλλοι πάλι πιστεύουν πως ο γενάρχης των
Τόκκων κατέβηκε με τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Federico II Hohenstaufen στην Ιταλία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο
Μπενεβέντο, όπου από το φρούριο Tocco Caudio προφανώς πήραν το όνομά
τους.
Οι Τόκκοι χωρίζονται σε δύο κλάδους. Στους «Τocco delle Onde» και
«Tocco delle Bande», οι οποίοι ανήκαν στους Πατρίκιους Seggi di Capuana.
Σύμφωνα με τους πίνακες της ιστορίας των Ευρωπαϊκών Κρατών του Wilhelm
Karl von Isenburg, που δεν είναι και απόλυτοι, μπορούμε τον 13ο και 14ο αιώνα
να βρούμε αρκετούς με το επώνυμο Τόκκο γύρω από τη Νεάπολη και τη Μέλφι,
και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να έχουν σχέσεις μεταξύ τους. Τον 13ο αιώνα
συναντάμε στη νότια Ιταλία τρεις γενιές Τόκκων να είναι κύριοι του φρουρίου
Buonalbergo. Βέβαια δεν προκύπτει από κάπου αν αυτοί οι Τόκκοι είναι
πρόγονοι των Τόκκων που μετανάστευσαν στις Ιόνιους Νήσους.
201 Σύμφωνα με το χρονικό των Τόκκων στίχοι 1192-1195 η Ευδοκία λόγω του σκληρού του χαρακτήρα της δεν
ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους Γιαννιώτες:
«κακόγνωμη εφάνηκεν σκληρή στην εξουσία
Πολλά βαρέματα έδειξεν και πάθη εις τον τόπον
Ωργίζονταν τους άρχοντας και τους καλούς ανθρώπους
Και άσχημαν τους ύβιζεν. Μεγάλως ελυπούνταν».
202 Και πάλι εδώ θα ακολουθήσουμε το χρονικό των Τόκκων, όπου διαβάζουμε τα εξής:

«Άλλον ότι εβουλήθηκε και άνδρα να επάρη


Εις την Σερβίαν έστειλε, Σερβους δια να φέρουν
Της χώρας τα κρατήματα βουλεύεται να τους δώση
Να τους δουλώσει άπαντας της χώρας τους ανθρώπους».
203 Barisa Krekic «Dubrovnik: A Mediterranean Urban Society, 1300–1600».

Σελίδα 59 από 89
Η οικογένεια Τόκκων που θα μας απασχολήσει είναι αυτή που ως γενάρχη
έχει τον Γουλιέλμο Τόκκο (Guglielmo II. Tocco), γιο του Πέτρου Τόκκο

Εικόνες: Οικόσημα του οίκου των Τόκκων: Αριστερά του κλάδου Tocco delle Onde
δηλαδή του οικογενειακού κλάδου που θα μας απασχολήσει και δεξιά του κλάδου Tocco
delle Bande

ο οποίος ήταν συμβολαιογράφος στη Μέλφι, και τον Γουλιέλμο Τόκκο


(Guglielmo II. Tocco), τον όποιο στα 1330/31 ονόμασε κυβερνήτη της Κέρκυρας
ο Φίλιππας Α΄ Ανζού, πρίγκιπας του Τάραντα. Ο δεύτερος γάμος του με τη
Μαργαρίτα Ορσίνι, κόρη του Ιωάννη Α΄ παλατινού, κόμη της Κεφαλληνίας &
Ζακύνθου, θα ανοίξει στο γιο του Λεονάρδο Α’ τις πύλες για την Παλατινή
Κομητεία. Μάλιστα μετά τον θάνατο του Δούκα της Λευκάδας Γεωργίου
Γκρατσιανού το 1362, παραχωρήθηκαν στον Λεονάρδο Α΄ η Λευκάδα (Αγία
Μαύρα) και η Βόνιτσα. Είχε προηγηθεί εξέγερση των κατοίκων εναντίων του
καταπιεστικού οίκου των Ζώρζη. Αν και ο Λεονάρδος υποσχέθηκε πολλά στους
ντόπιους, όχι μόνο δεν τα κράτησε αλλά έδιωξε από την Λευκάδα τον ορθόδοξο
αρχιεπίσκοπο204.
Η οικογένεια των Τόκκων με επιγαμίες θα συνδεθεί με άλλες επώνυμες
οικογένειες της εποχής, ως και αυτή των Παλαιολόγων.

Κάρολος Α΄ Τόκκος – Carlo I. Tocco

Αναμφισβήτητα ο Κάρολος Α’ Τόκκος είναι η μεγαλύτερη μορφή των Τόκκων


στον ελλαδικό χώρο. Για τη χρονολογία γέννησης υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μια
λέει ότι μάλλον γεννήθηκε στις 28.05.1374 και η δεύτερη ότι έχει γεννηθεί στις
235.08.1377. Θα πρέπει μάλλον να δεχθούμε την πρώτη ημερομηνία, αν λάβουμε
υπόψη ότι ο Κάρολος ενηλικιώθηκε το 1390. Γιος ευγενών από τη Νεάπολη,
ήταν Πατρίκιος της πόλης, Κόμης της Λευκάδας, Παλατινός Κόμης Κεφαλονιάς
και Ζακύνθου, υπήκοος της Γένοβας (1389), αλλά πολιτογραφήθηκε και στη
Βενετία το 1396 και από το 1411 μ. Χ. Δεσπότης Ηπείρου.

204 Μίλλερ, Η Φραγκοκρατία Εν Ελλάδι, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. Σχετικό κείμεινο σελ. 417
Σελίδα 60 από 89
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας του κατάφερε να χειριστεί προς
όφελός του ό,τι συνέβαινε γύρω του. Έτσι, λοιπόν, βγήκε κερδισμένος τόσο από
τη διάλυση του Σερβικού κράτους όσο και από την αποδυναμωμένη Ανατολική
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στη διάρκεια της εξουσίας του υπήρξε υποτελής του
βασιλιά της Νεαπόλεως, των Βενετών και των Οθωμανών. Είχε δικό του στόλο205
και το στρατό του τον αποτελούσαν επίλεκτοι μισθοφόροι206 της εποχής,
εξειδικευμένοι στο πλιάτσικο, όπως θα δούμε και στις επιχειρήσεις του στην
Άρτα.
Ήταν γιος του Λεονάρδου Α’ Τόκκου,207,208 παλατινού κόμη Κεφαλονιάς και
Ζακύνθου, και εγγονός του Γουλιέλμου209 Τόκκου, ιδρυτή της δυναστείας στον
ελλαδικό χώρο. Μητέρα του ήταν η Maddalena Buondelmonti, αδερφή του
Esau Buondelmonti, που όπως είδαμε ήταν Δεσπότης Ιωαννίνων. Γιαγιά του
ήταν η Μαργαρίτα Αγγελίνα Δούκα Κομνηνή, κόρη του Νικηφόρου Α’ Κομνηνού
Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου, και της Άννας Παλαιολογίνας Κατακουζηνής,
εγγονής του Αυτοκράτορα Ρωμανίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Έτσι, λοιπόν, ο
Κάρολος Α’ Τόκκος ενδέχεται να γαλουχήθηκε πως είναι και ο νόμιμος
κληρονόμος του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου. Είχε έναν αδερφό, που φαίνεται να
είχαν άψογες σχέσεις μεταξύ τους, τον Λεονάρδο Β’ Τόκκο, και μια αδερφή, την
Πετρονίλα, η οποία παντρεύτηκε τον Nicolò II. dalle Carceri, Δούκα του
Αρχιπελάγους και κόμη της Νάξου.
Όταν στα 1381 μ. Χ. απεβίωσε ο πατέρας του, ο Κάρολος χρίστηκε παλατινός
κόμης της Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ιθάκης και Λευκάδας και ο αδερφός του κύριος
της Ζακύνθου.210 Όμως ήταν και οι δύο ανήλικοι και την εποπτεία ανέλαβε η

205 Ευστρατία Συγκέλλου: Ο Ναυτικός πόλεμος στο Ιόνιο κατά τον Μεσαίωνα, σελ.498 «Στις αρχές του 15ου αιώνα

η «αρμάτα» του Καρόλου περιλάμβανε πλήθος πλοίων όπως κάτεργα, καράβια, γαλιότες, σανδαλόπουλα,
προγαντίνια, κόκες, ξύλα, μονόκυλα και βαρκέτες. Τα πλευτικά αυτά, των οποίων μεγάλο μέρος στάθμευε στην
Λευκάδα, χρησιμοποιήθηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις ως μεταγωγικά ή ιππαγωγά μεταφέροντας τον στρατό και
το εξοπλισμό του».
206 Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und

Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868, Geschichte Griechenlands, σελ. 104-105.


207 Davide Shamà: I di Tocco, Sovrani dell'Epiro e di Leucade. Studio storico-genealogico, in: Notiziario

dell'Associazione Nobiliare Regionale Veneta V, Venedig 2013, S. 25.


208
Ο Λεονάρδος Α΄ Τόκκος (Leonardo I Tocco, ... - 1375/1377 από τον Οίκο των Τόκκων ήταν Κόμης παλατινός
Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Δούκας Λευκάδας και Αυθέντης Βόνιτσας (1357 – 1376 περίπου).
Οικόσημο των Τόκκων με επιγραφή Siquafatasinanat (εάν η μοίρα το επιτρέπει). Ο Λεονάρδος Α΄ ήταν γιος του
Γουλιέλμου Τόκκου διοικητή Κέρκυρας και της Μαργαρίτας, θυγατέρας του Ιωάννη Α΄ Ορσίνι κόμη της
Κεφαλληνίας. Το 1357 ανέλαβε την Παλατινή Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες
που προσέφερε στον Ροβέρτο του Τάραντα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ενώ ταυτόχρονα παντρεύτηκε
την αδελφή του Ροβέρτου Φραγκίσκα. Στην συνέχεια παντρεύτηκε την Μαγδαληνή Μπουοντελμόντι, αδελφή του
Ησαύ.
209
Ο Γουλιέλμος, ιταλ. Guglielmo Tocco (απεβ. 22 Σεπτεμβρίου 1335) από τον Οίκο των Τόκκων ήταν κυβερνήτης
της Κέρκυρας στη δεκαετία του 1330. Ήταν γιος του Πιέτρο Τόκκο, συμβολαιογράφου στο Μέλφι, στο βασίλειο της
Νάπολης των Καπετιδών-Ανζού. Το 1330/31 ονομάστηκε κυβερνήτης της Κέρκυρας από τον Φίλιππο Α΄ πρίγκιπα
του Τάραντα. Από τον πρώτο του γάμο με την Τζιοβάννα Τορέλλι απέκτησε τον Πιέτρο, σενεσάλη του Ροβέρτου
πρίγκιπα του Τάραντα (γιου του Φιλίππου Α΄) και κόμης της Μαρτίνα Φράνκα και από τον δεύτερο με την
Μαργαρίτα Ορσίνι απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Λεονάρδος Α΄ απεβ. 1375/77, παλατινός κόμης της Κεφαλληνίας
& Ζακύνθου. Νικολέττο απεβ. 1347/54. Λίζουλο/Λουδοβίκος απεβ. 1360, σενεσάλης του Ροβέρτου πρίγκιπα του
Τάραντα. Μαργαρίτα, μοναχή στη Νάπολη.
210Βλπ. Ταπερι Καρόλου, Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der

Wissenschaften und Künste, Geschichte Griechenlands. HermannBrockhaus, Leipzig, 1868 σελ. 100-105
Σελίδα 61 από 89
μητέρα τους Μανταλένα Μπουεντελμόντι. Η Κομητεία βρισκόταν υπό την
υποτέλεια του βασιλείου της Νεάπολης του Οίκου Ανζού. Παραπέρα δε η
Παλατινή Κομητεία ήταν δεμένη στο άρμα του Δουκάτου της Αχαΐας, το οποίο η
Ιωάννα Α’ της Νεάπολης νοίκιασε για 4 χρόνια στους Ιωαννίτες ιππότες της
Ρόδου, με στόχο να επανακτήσουν γι’ αυτή χαμένους πύργους και εδάφη, που
είχαν αρπάξει οι Αλβανοί. Πράγμα που έγινε και είχε, όπως είδαμε παραπάνω, την
καταστροφή των ιπποτών.
Οι πρώτες συγκρούσεις με τους γείτονες Αλβανούς και τους Βενετούς δε θα
έρθουν από τον ίδιο τον Κάρολο, αλλά από τη μητέρα του. Μετά το θάνατο του
Λεονάρδου, οι Αλβανοί, οι οποίοι είχαν ισχυροποιηθεί στην Ακαρνανία και
Ήπειρο, άρχισαν να ενοχλούν τώρα τα Ιόνια νησιά. Ειδικά τη Λευκάδα, που ήταν
πιο εύκολα προσβάσιμη. Σκοπός των Αλβανών ήταν να τη λεηλατήσουν.211,212.
Όμως εδώ ήρθαν σε σύγκρουση με πολλά συμφέροντα. Όχι μόνο των Τόκκων,
αλλά και της Βενετίας, που ήδη από το 1386 μ. Χ. είχαν πάρει την Κέρκυρα από
τους Ανζού και την είχαν ως βάση για το εμπόριο με την Ανατολή.213
Όμως η Μανταλένα Τόκκο, που έβλεπε λίγο μακριά, έβλεπε και τη Βενετία ως
κίνδυνο για την Παλατινή Κομητεία και έτσι, παρόλο που και αυτή και ο Κάρολος
Α’ Τόκκος ήταν Βενετοί πολίτες (cives veneti), έκλεισε με τον απεσταλμένο του
Δόγη Antoniotto Adorno της Γένοβας συμμαχία214 και έδωσε προνόμια στους
Γενουάτες στη Λευκάδα, την ίδια στιγμή που είχε επιβάλει φόρους διέλευσης
στους Βενετσάνους. Φυσικά και δεν το είδαν οι Βενετοί με καλό μάτι, τη στιγμή
που έμπαιναν στα νερά τους οι ανταγωνιστές και εχθροί Γενουάτες.
Μέσα στο κλίμα με τα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, μεγαλώνει
ο Κάρολος Α’ Τόκκος. Ο νεαρός Κάρολος κατάλαβε πως παίζεται το παιχνίδι και
σύντομα κατάφερε να πείσει το βασιλιά της Νεαπόλεως Ladislaus, διάδοχο της
Ιωάννας, να αποκοπεί από την εξάρτηση του Δουκάτου της Αχαΐας. Σε λίγο καιρό
συγκέντρωσε στρατό και μαζί με τον αδερφό του Λεονάρδο Β’ χτύπησε το
Κάστρο της Γλαρέντζας και το κατέλαβε.215 Βέβαια η γενουάτικης καταγωγής
οικογένεια Zaccaria ανακατέλαβε το φρούριο με τη βοήθεια μισθοφόρων
Αλβανών.
Ο Κάρολος για τις πολεμικές του επιχειρήσεις οργάνωσε μικρά τάγματα ως και
με 100 στρατιώτες.216 Οι στρατιώτες έπρεπε να είναι έμπειροι και, με το ανοιχτό

211 Άννα Γουδή αναφερόμενη στο χρονικό των Τόκκων, σελ. 70, «Βουλήν επήρασιν ομοίως το γένος το αλβάνι-
Να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευκάδα - Όπως να την κουρσεύσουσιν και να την ερημάξουν».
212 Thekla Sansaridou – Hendrickx «The world view of the anonymous author of the Greek Chronicle

oft he Tocco», σελ 59 «Μέγαν κακόν εποίησαν, τότε οι Αλβανίται – ουδέν αφήκαν πούπετε μέσα εις την Λευχάδα –
ή ζώα ή κτηνών όλα τους τα επήραν – ομοίως εκατέκαυσαν τα σπίτια ατής της χώρας».
213 Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und

Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868.


214
Χαράλαμπος Γάσπαρης «Il patto di Carlo I Tocco con il Comune di Genova (13891390): una
conseguenza delle incursioni albanesi? in: Ders. (Hrsg.): The Medieval Albanians, Athen 1998, S. 249–
259, hier: σελίδα. 249 – 250.
215 Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und

Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868.


216
Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und
Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868, Griechische Geschichte, σελ. 103.
Σελίδα 62 από 89
χαρτί για πλιάτσικο, τους έδινε ακόμη ένα κίνητρο. Στην τακτική του πολέμου
κράτησε και ανέπτυξε τη μέθοδο «καίω και λεηλατώ» την περιφέρεια και κατόπιν
πολιορκώ το φρούριο. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν το φρούριο δε
δεχόταν από κάπου βοήθεια, ήταν δύσκολο να αντισταθεί. Επίσης οι αιχμάλωτοι
ήταν ένα από τα βασικά εισοδήματα, γιατί αυτοί ή πλήρωναν λύτρα ή πωλούνταν
ως σκλάβοι. Σε αυτό το εμπόριο είχαν διακριθεί οι Καταλανοί.217
Ο στρατός του Καρόλου ήταν ένα μείγμα από Ρωμαίους-Ελληνες, Φράγκους,
Αλβανούς και Σέρβους. Για την πληρωμή των μισθοφόρων ο Κάρολος είχε έναν
άσσο στο μανίκι, όπως θα λέγαμε σήμερα, και συγκεκριμένα τον τραπεζικό οίκο
των Acciaiuoli στη Φλωρεντία. Οι στρατιωτικές του μονάδες είχαν όλες Ιταλούς
αρχηγούς.
Στα 1388/89 ο Κάρολος παντρεύτηκε την Francesca Acciaiuoli,218 κόρη του
Nerio I. Acciaiuoli, δούκα των Αθηνών, και από πολύ πλούσια και επιφανή
οικογένεια της Φλωρεντίας. Όταν ο απεβίωσε ο Nerio I. Acciaiuoli, άφησε
κληρονομιά στην κόρη του Francesca Acciaiuoli μια σειρά από φρούρια και
τόπους. Έτσι, λοιπόν, τα Βασιλικά, τα Μέγαρα, η Κόρινθος, η Θήβα , η Λιβαδειά
και γενικά η Βοιωτία έγιναν κτήσεις της Francesca Acciaiuoli.219 O Nerio I.
Acciaiuoli, όμως, είχε και μια άλλη κόρη, την Βαρθολομέα, την οποία είχε
παντρέψει με τον Δεσπότη του Μοριά Θεόδωρο Παλαιολόγο. Αυτή φαίνεται δεν
προτιμήθηκε στη διαθήκη.
Όταν, λοιπόν, ο Θεόδωρος αποφάσισε να κυριεύσει την Κόρινθο,220 που τώρα
ήταν στα χέρια του Καρόλου Α’ Τόκκου, αυτός ζήτησε τη βοήθεια των
Οθωμανών. Έτσι, λοιπόν, οι Οθωμανοί, υπό τις διαταγές του Εβρενόζ, μπήκαν
στον Μοριά, νίκησαν το στρατό του Θεόδωρου και λεηλάτησαν τον Μοριά.221 Ο
Θεόδωρος κατάφερε βέβαια να αρπάξει και πάλι την Κόρινθο, ενώ οι Βενετοί
αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον Κάρολο.
Σε αντίθεση με τη μητέρα του και τον αδερφό του, ο Κάρολος διέφερε σε ό,τι
αφορούσε τους τρόπους με τους οποίους έπρεπε να χειριστούν τις σχέσεις τους
με τη Βενετία.222 Κατάλαβε πως έπρεπε να υπάρχει μια άλλη σχέση, καθότι η
Βενετία ήταν στρατιωτική δύναμη, αλλά και οικονομική. Έτσι προσπάθησε να
κρατήσει τη Βενετία ουδέτερη απέναντί του. Οι Βενετοί αυτό μπορεί να το

217Βλπ. Κορδώσης «Η Μεσαιωνική Άρτα».


218 Ο Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας ..., σ. 435, σημειώνει: «Ο Τόκκο κ΄η γυναίκα του ήταν, χωρίς αμφιβολία
δημοφιλείς στο ελληνικό στοιχείο».
219 Σανσαρίδου-Hendrickx, Θέκλα: Francesca degli Acciaiuoli – Tocco: Μια απελευθερωμένη γυναίκα, Σελίδα

235 «...Mετά τον θάνατο του πατέρα της τον Σεπτέμβριο του 1394, εκτός από κληρονόμος ενός μεγάλου ποσού
χρημάτων, βρέθηκε και κυρίαρχος των κάστρων των Μεγάρων, της Σικυώνος (Βασιλικάτα) και της Κορίνθου».
220 Steven Runciman: The Lost Capital of Byzantium. The History of Mistra and the Peloponnese,

Harvard University Press, 1980, .σελίδα 57.


221Ελισάβετ Ζαχαριάδου: LES TOCCO: SEIGNEURS, VASSAUX, OTAGES, RENEGATS, σελ. 13 «À la suite

de ce succès, Carlo envoya son frère Leonardo auprès dusultan Bayezid Ieravec, pourcade aux,
vingtchev aux quipro venaient des étables de Nerio Acciaiuoli, - Μετά από αυτήν την επιτυχία, ο Κάρλο
έστειλε τον αδελφό του Λεονάρντο στον Σουλτάνο Μπαγιέζιντ Αμε, ως δώρα, είκοσι άλογα που προέρχονταν από
τους στάβλους του Nerio Acciaiuoli».
222
Charalambos Gasparis: Il patto di Carlo I Tocco con il Comune di Genova (13891390): una
conseguenza delle incursioni albanesi? in: Ders. (Hrsg.): The Medieval Albanians, Athen 1998, S. 249–
259, hier: σελ. 253.
Σελίδα 63 από 89
θεώρησαν και αδυναμία και στις 12.12.1391 του έστειλαν επιστολή, στην οποία
φαίνεται καθαρά ο ηγεμονικός ρόλος της Βενετίας. Στην επιστολή του τόνιζαν
πως σε τοπικά θέματα η Γαληνότατη δεν αναμιγνύεται, αν όμως απειληθούν
συμφέροντα φίλων και συμμάχων της Γαληνοτάτης, τότε επεμβαίνουν.223
Στη συνέχεια η Γαληνοτάτη, για να τρίξει λίγο τα δόντια στον Κάρολο, προέβη
σε «οικονομικό αποκλεισμό».224 Για κάθε εμπορική κίνηση των υπηκόων του
Καρόλου προς Βενετία και τις κτήσεις αυτής μπήκαν υψηλοί τελωνειακοί
δασμοί225 ως απάντηση στην πράξη τού Καρόλου να δεχθεί τη γενοβέζικη
υπηκοότητα. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε σε όλα τα βενετικά πλοία να
προσεγγίζουν λιμάνια της επικράτειας του Καρόλου και να εμπορεύονται.
Διάταγμα που ψηφίστηκε εκ νέου και το 1392. Μπροστά σε αυτή την οικονομική
καταστροφή ο Κάρολος έπρεπε να βρει τρόπο να συμβιβαστεί με τους Βενετούς,
μιας και ήθελε να διεκδικήσει και τις κτήσεις της συζύγου του. Το ρόλο της
διαμεσολάβησης ανέλαβε η αδερφή του Πατρονέλα.226
Μετά από 5 χρόνια ο Κάρολος πήρε την υπηκοότητα της Βενετίας. Η Βενετία
με τη σειρά της απαγόρευσε σε Βενετούς κουρσάρους να κάνουν λεία στην
επικράτεια του Καρόλου, καθώς και να πιάνουν αιχμαλώτους.227 Μπορεί η
συμφωνία με τη Γένοβα να μην έφερε κάποια πλεονεκτήματα στον Κάρολο, αλλά
ήταν ένα καλό μέσο για να ασκήσει λίγο μεγαλύτερη πίεση και στη Βενετία. Ίσως
πίστευε πως οι Βενετοί τον βοηθήσουν και εναντίον των Αλβανών.
Τέλος του 14ου αιώνα δέχεται, όπως είδαμε, επίθεση των Αλβανών στη Βόνιτσα,
οι οποίοι με τη μέθοδο της κλεψιάς προσπαθούν να καταλάβουν τη Βόνιτσα, αλλά
απωθούνται.228
Στα 1399 μ. Χ. για πρώτη φορά στρατός του Καρόλου πάτησε τα εδάφη των
Μπούα Σπάτα και άρχισε τις λεηλασίες.229 Στόχος του ήταν το Αγγελόκαστρο
που κρατούσε ο Παύλος Μπούα-Σπάτα, ο οποίος όμως προτιμούσε να το
παραδώσει στους Οθωμανούς230 παρά στον Κάρολο. Στο διάστημα 1401 – 1402 μ.

223
Χαράλαμπος Γάσπαρης: Il patto di Carlo I Tocco con il Comune di Genova (13891390): una conseguenza
delle incursioni albanesi? in: Ders. (Hrsg.): The Medieval Albanians, Athen 1998, S. 249–259, hier: σελ..
253.
224 Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und

Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868, Griechische Geschichte, σελ. 105.


225 Charalambos Gasparis: Il patto di Carlo I Tocco con il Comune di Genova (13891390): una

conseguenza delle incursioni albanesi? in: Ders. (Hrsg.): The Medieval Albanians, Athen 1998, S. 249–
259, hier: S. 253.
226
Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine Encyklopädie der Wissenschaften und
Künste. Hermann Brockhaus, Leipzig, 1868, Griechische Geschichte, σελ. 105.
227
Walter Haberstumpf: Dinasti italiani in Levante. I Tocco duchi di Leucade: regesti (secoli XIV-XVII),
in: Studi Veneziani 45 (2003) 165–211, hier: σελ. 180.
228Ευστρατία Συγκέλλου, Εναλλακτικές μορφές πολιορκητικού πολέμου: η «κλεψία», σελ.347-348από το χρονικο των

Τόκκων «… μὲ κλεψίαν ἐβάλθησαν μήνα τοὺς τὸ ἐπάρουν (ενν. το κάστρο της Βόνιτσας)./Καὶ σκάλες ἐδιόρθωσαν
τὴν νύκταν νὰ τὴν κλέψουν». Όμως, οι υπερασπιστές του κάστρου, που είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των Αλβανών,
τους περίμεναν εκεί «ὁπὤβαναν τὲς σκάλες» και «ἀφότου γὰρ ἀνέβησαν …./… οἱ ἄρχοντες τοῦ Σπάτα,/… ἐτοῦτοι
ἀπετάχθησαν καὶ ἐπίασαν ἐξ αὔτους,/ … τοὺς ἐντιμότερους καὶ κάλλιους ὅπου ἦσαν / καὶ ἄλλοι ἐγκρεμνίσθησαν,
ἀπόθαναν εὐθέως».
229
SavvasKyriakidis: WarfareinLateByzantium, 1204–1453, Brill, Leiden 2011, S. 188.
230 Άννα Γουδή, Το χρονικό..., σελ.80 « η Γερουσία της Βενετίας πληροφορήθηκε με ανησυχία ότι ο Παύλος είχε

παραχωρήσει το Αγγελόκαστρο στους Τούρκους και ότι ο ίδιος είχε μεταβεί στην Τουρκία, όπου είχε υποσχεθεί
Σελίδα 64 από 89
Χ. για τις επιχειρήσεις του στην Αιτωλοακαρνανία εξαγόρασε τους συγγενείς του
Μπούα στην Ακαρνανία, κάποιον Μουρίκη και Δήμο Μπούα Σπάτα,231
προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον του Δεσπότη Μουρίκη Μπούα. Το 1403
ο Κάρολος συγκρούστηκε με το στρατό του Σγούρου Μπούα στη Βρωμοπίδα της
Αιτωλοακαρνανίας, ενώ ο γιος Έρκουλος χτυπήθηκε, την ίδια μάλλον χρονιά, με
τους Οθωμανούς στον (Ο)φίδαρη ποταμό.232 Στα 1404 – 1406 πολιόρκησε και
κατέλαβε με την μέθοδο της κλεψιάς το Δραγαμέστο233 και στα 1406 χτύπησε με
μπομπάρδες το Αιτωλικό (Ανατολικό) και το κατέλαβε. Είναι η πρώτη φορά στους
πολέμους του Καρόλου που ένα φρούριο έπεσε από τους βομβαρδισμούς.
Το ίδιο διάστημα ο Κάρολος εξαγόρασε από τους αδερφούς Πικέρνι το
Θωμόκαστρο234,235 στη Ρινιάσα, το οποίο ήταν εξοπλισμένο με κανόνια, και θα το
κάνει άντρο κουρσάρων. Λόγω του Ανατολικού για τον έλεγχο των Αλυκών, ήρθε
σε ρήξη με τη Βενετία. Ακόμη και η διαμεσολάβηση της αδερφής του Πατρονέλας
δεν έφερε καρπούς.
Το καλοκαίρι του 1407 μ. Χ. ο Κάρολος επιτέθηκε στον Centurione II.
Zaccaria και κατέλαβε το φρούριο της Γλαρέντζας, αλλά το Μάρτη το 1408 μ. Χ.
ο Centurione II. Zaccaria το ανακατέλαβε. Σε αυτό το διάστημα κατέλαβε το
Αγγελόκαστρο από τους Οθωμανούς236 και με δόλο κατέλαβε και την Κατοχή237
από τον Πέτρο Μπούα.
Όπως είδαμε και παραπάνω στο βίο του Μουρίκη, στα 1411μ. Χ., προκειμένου
να ομαλοποιήσει τις σχέσεις του με τους Αλβανούς της Άρτας, πάντρεψε την κόρη
του με τον αδερφό του Μουρίκη, τον Κάρλο Μαρκεζάνο.238 Και ενώ όλοι ήλπιζαν
πως θα επέλθει κάποια ηρεμία στον τόπο, σύντομα ξέσπασε πάλι πόλεμος.

στους συνομιλητές του την παραχώρηση της περιοχής της Ναυπάκτου, αν αυτοί ανακτούσαν και του απέδιδαν τις
περιοχές που του είχε αποσπάσει ο Τόκκος».
231 Μελπομένη Κατσαροπούλου «Ενα πρόβλημα της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας. Η Σερβική επέκταση στην

δυτική και κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 14ου αιώνα.», σελ.134.
232 Για τις συγκεκριμένες συγκρούσεις βλπ. Ευστρατία Συγκέλλου «Αιτωλοακαρνανία – Γεωγραφία και πόλεμος τον

Μεσαίωνα» πρακτικά συνεδρίου, σελίδα 565, υποσημείωση 56.


233 Σύμφωνα με τη Χρύσα Μαλτέζου στη μελέτη της «Προσωπογραφικὰ βυζαντινῆς Πελοποννήσου καὶ

ξενοκρατούμενου ἑλληνικοῦ χώρου (μὲ ἀφορμὴ τὸν φάκελο Foscari τῆς Βενετίας), σελ. 3-5, το φρούριο του
Δραγαμέστου είχε δοθεί προίκα στον γαμπρό του Σγούρου Μπούα, σύζυγο της κόρης του Στερίνα, τον ιταλό
Francesco Foscari. Ο ίδιος βέβαια τον καιρό της πολιορκίας βρίσκονταν στην Βενετία και το κρατούσε ο Αλβανός
Λέλθας. Ο Δραγαμέστος ήταν ακόμη μια από τις πολλές διαφορές, που είχε η Γαληνοτάτη με τον Κάρολο, καθώς
ο Φοσκάρι σαν Βενετός υπήκοος το ζητούσε πίσω από την Βενετία. Το θέμα έληξε οριστικά μετά το θάνατο του
Καρόλου».
234 Χρυσοβαλάντω Κουτσοτόλη: Θωμόκαστρο ή κάστρο της Ρινιάσας(τέλη 13ο υ -μέσα 15ο υ αιώνα)*, σελ. 10 «Τα

πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα ο Κάρολος Τόκκος, Ιταλός κόμης της Κεφαλληνίας, της Ιθάκης και της Ζακύνθου,
απέκτησε το κάστρο της Ρινιάσας, όχι με τη δύναμη των όπλων, αλλά το αγόρασε από έναν άρχοντα που ονομαζόταν
Πικέρνης. Δε γνωρίζουμε πότε και πώς το κάστρο πέρασε στα χέρια του Πικέρνη, ο οποίος, μετά την πώληση του
φρουρίου του στον Κάρολο Τόκκο, εγκαταστάθηκε στη Λευκάδα και μαζί με τον αδερφό του πολέμησαν στο πλευρό
του Καρόλου.»
235
Υπάρχει και το ενδεχόμενο ο Πικέρνης να μην είναι πρόσωπο αλλά τίτλος. Σύμφωνα με τον Radic Radivoj στο
άρθρο του «Αλέξιος Φιλανθωπινός» Ε.Μ.Ε. Μικρά Ασία, σελίδα 6 «...Στο ύστερο βυζάντιο ο Πιγκένης ήταν υψηλός
τιμητικός τίτλος, ενώ τον 14ο αποδόθηκε σε υψηλά σημαντικά πρόσωπα. Αρχικά πρφ, Επικέρνης. Ετυμολογικά ίσως
από το επικεράννυμι ή το λατινικό pincerna.
236 Το είχε παραδώσει ήδη ο Παύλος Μπούα Σπάτα.
237 Β. Κατσαρός «Συμβολή στην ιστορία και μνημειακή τοπογραφία του χωριού Κατοχή Ακαρνανίας», σελ. 312.
238Giuseppe Schiro,: Χρονικό των Τόκκων, στίχοι 1143-1153 « Την θυγατέραν του ώρθωσεν ο δούκας ο αφέντης

– Εις τους Ρωγούς την έστειλε τον γάμο να ποιήσουν – κατά λόγον κατα συμφωνίαν ήν έστειλαν αλλήλως –
εχαίρονταν και αγάλλονταν και εκ τα δυο μέρη-εβλέπωντας πως έκαμαν αγάπη στεριωμένην- Παντέχουν και
Σελίδα 65 από 89
Αντίγραφο της συμφωνίας Κάρολου Α΄ Τόκκου με την Γένοβα, όπως παρουσιάστηκε στην
μελέτη του Χαράλαμπου Γάσπαρη στην μελέτη του «Il patto di Carli I Tocco con il commune
di Genova (1389-1390) Una Coneguenza delle Incursioni Albanesi ?»

Το 1411 μ. Χ., αφού απεβίωσε ο θείος του Esau Buondelmonti στα Ιωάννινα
και οι Γιαννιώτες έδιωξαν, όπως είδαμε, την Ευδοκία και τον μικρό Giorgio
Buondelmonti, αποφάσισαν να καλέσουν τον Κάρολο Α’ Τόκκο ως
Δεσπότη.239,240,241 Αυτός αμέσως άρχισε να καθαρίζει την περιοχή από τους
Αλβανούς που είχαν εισβάλει στην επικράτειά του. Την πρώτη ήττα τη δέχθηκε
στην Κρανιά από τον Μουρίκη Μπούα-Σπάτα το 1412. Μάλιστα οι Αλβανοί
πολιόρκησαν και τα Ιωάννινα. Το 1412/13 μ. Χ. μόνο με τη βοήθεια των
Οθωμανών και Βενετών μπόρεσε να κρατηθεί.

ελπίζουσιν όλι να αναπαυθούσιν – από τες μάχες τες πολλές – τες είχαν δια μέσον - Αλλά δε μάχη θλιβερή, πικρή
φαρμακωμένη – όπου εγίνη ύστερα ανάμεσα στους δύο»
239Davide Shamà: Idi Tocco, Sovrani dell' Epiro edi Leucade. Studio storico-genealogico, in: Notiziario

dell'Associazione Nobiliare Regionale Veneta V, Venedig 2013, σελ.. 17


240 Παν. Αραβαντινός : Χρονογραφία Ηπείρου, τ.2ος , σελ. 158 «...Ο Ηγεμών ούτως (ο Κάρολος) λοιπόν των νήσων

αυτών (Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου και Ιθάκης) προσκληθείς παρά των Ηπειρωτών και Ακαρνάνων, των
απανθρώπως καταπιεζομένων, εκ της των Αλβανών κυριαρχίας, όπως λάβη την κατοχήν και κατάκτησιν των τόπων
εκείνων, απεδέχθη την πρόσκλησιν ταύτην και αποπλεύσας εν Ηπείρω...»
241 Άννα Γουδή, σελ. 82: «Ο Κάρολος Α΄ προσκλήθηκε ως διάδοχος του θείου του Ιζαού Μπουοντελμόντι παρά την

αντίδραση του Μουρίκη Μπούα, Ηγεμόνα της Άρτας. Εξάλλου οι επιτυχίες του κατά των Αλβανών δεν ήταν
άγνωστες στους κατοίκους των Ιωαννίνων»
Σελίδα 66 από 89
Την ίδια χρονιά ο στόλος του μαζί με το στόλο των Βενετών νίκησε στη
ναυμαχία της Γλαρέντζας και ο ίδιος ήρθε σε επαφή με τον Mūsā Çelebi, τον
αδερφό του σουλτάνου Μεχμέτ Α’, και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Μουσάτου την
επιβεβαίωσε και η συμφωνία έκλεισε με έναν γάμο. Ο Κάρολος Α’ πάντρεψε μια
κόρη του με τον Μουσά.242 Μετά το θάνατο του Μουσά, σύμφωνα με γερμανικές
πηγές, έστειλε τους γιους του Ercolo, Torno, Menuno, Triano ως ομήρους243
στην αυλή του Σουλτάνου και δήλωσε υποτέλεια.244 Εντωμεταξύ από τα Γιάννινα
έκανε ληστρικές επιδρομές στον αρτινό κάμπο, στην περιφέρεια του Μουρίκι
Μπούα. Την ίδια χρονιά στη Βενετία δήλωσε υποταγή και στους Βενετούς245 και
έκλεισε ειρήνη με τον Zaccaria από τον Μοριά. Στην Βενετία έπρεπε να
πληρώνει 200 δουκάτα και μια του γαλέρα να είναι στη διάθεση της Βενετίας για
τουλάχιστον τρεις μήνες. Ο Μουρίκης, πιεσμένος, αναγκάστηκε να κλείσει με
τον Κάρολο συμφωνία ειρήνης.
Την άνοιξη του 1415 έστειλε τον αδερφό του Λεονάρδο Β’ Τόκκο ως πρέσβη
στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο να του ζητήσει τον τίτλο του
Δεσπότη, από τον οποίο και τον έλαβε.246 Έτσι ήταν και επίσημα Δεσπότης των
Ρωμαίων247 και μπορούσε να αποδείξει στο λαό πως ήταν άξιος διάδοχος του
ελληνιστικού κόσμου και υπέγραφε με κόκκινο μελάνι.248
Στόχος τώρα του Καρόλου ήταν η Άρτα, η οποία αποτελούσε το ισχυρότερο
οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Στην Άρτα αυτό το διάστημα, μετά
το θάνατο του Μουρίκη, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Γιακούμπ Μπούα
Σπάτα249 και του ετεροθαλή αδελφού του Κάρλο Μαρκεζάνο, που ήταν άρχοντας
των Ρωγών. Τελικά επικράτησε ο Γιακούμπ με τη βοήθεια των Οθωμανών.250
Αφού εδραιώθηκε στην Ακαρνανία ήδη το 1406, είχε επιτεθεί στην Άρτα και είχε
λεηλατήσει το Μποριό της.251 Τώρα άρχισε να την σφίγγει από νότο και βορρά.
242 Άννα Γουδή, σελ. 82 «Μια επιθετική στάση των Οθωμανών(προς τα Ιωάννινα) και κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ο
Κάρολος Α΄ διατήρησε αρμονικές σχέσεις μαζί τους. Στην αρμονική αυτή εξέλιξη συνετέλεσε και το γεγονός ότι είχε
προηγηθεί ο γάμος του εμίρη Μουσά με την κόρη του Καρόλου Α΄, Μαγδαληνή, στο 1412 ή στις αρχές του 1413μ.Χ».
243 Emrah Safa Gürkan «Die Osmanen und ihre christlichen Verbündeten», σημ. 6
244 Άλλες πηγές θέλουν μόνο τον Έρκουλοα και τον Τόρνο
245 Donald M. Nicol: The Despotate of Epiros. 1267-1479. A Contribution to the History of Greece in

the Middle Ages, σελίδα 184.


246 Donald M. Nicol: The Despotate of Epiros. 1267-1479. A Contribution to the History of Greece in the

Middle Ages, σελίδα 184.


247 Για το συγκεκριμένο γεγονός στο χρονικό των Τόκκων στους στ. 2155-2178 διαβάζουμε τα παρακάτω: Αφού γαρ

τον εστέψασιν τον μέγαν κοντοστάβλον - άρχισαν και ανάβαλαν του δούκα τες δουλείες - την πράξιν του, την γνώσιν
του, τα ανδραγαθήματά του,- ως είναι φρόνιμος πολλά, μέγας ανδρειωμένος.- […] - Χαρά μεγάλη εγίνετον εις την
πόλιν Γιαννίνων - εχαίρονταν, αγάλλονταν μικροί τε και μεγάλοι - όπου είδαν τον αφέντη τους το πόσον ετιμήθη.
248 Nicol, Donald MacGillivray (1997). Late Byzantine Period (1204-1479). Epirus, 4000 Years of Greek

History and Civilization. Retrieved 11 March 2015. «But he was proud also to adopt the more glorious
title of despot of Romania and to signify to the world the Hellenism of his heritage by signing his
decrees and documents in Greek letters inscribed in the red ink of a true Byzantine despot»
249 Σύμφωνα με το χρονικό των Τόκκων οι Αρτινοί προσπάθησαν να πείσουν την Νεράτα να καλέσει σαν Δεσπότη

τον Κάρολο αλλά ήδη είχε φτάσει στην πόλη ο Γιακούμπ. Συγκεκριμένα διαβάζουμε στην Άννα Γουδή για το
χρονικό των Τόκκων τα παρακάτω: «Οι Αρτινοί εβλέποντες χωρίς αφέντην είναι, -ως είδαν και το κάμωμαν το
έκαμεν ο δούκας, αν τύχει, και στα νέο τους, εύχολα να τους πάρη, βουλήν ηπήραν το κοινό, έβγαλαν την Νεράταν-
και έστειλαν εις τον Κάρουλαν αφέντην να τον κάμουν.[…] Την ώραν όπου εσέβηκεν ο Κάρουλας ‘ς την Άρταν, -
Αυτήν την ώραν έφθασεν και εκείνος ο Γιαγούπης (στ. 2083-2095)».
250 Μιχαήλ Κορδώσης « Η μεσαιωνική Άρτα».
251 Ευστρατία Συγκέλλου «Η κατάληψη της Άρτας από τον Κάρολο Α΄ Τόκκο¨ σελίδα 198 και κατ’ επέκταση

Giussepe Schiro: Χρονικό των Τόκκων, στίχοι 331-376.


Σελίδα 67 από 89
Αρχικά τα σώματα του Καρόλου ξεκίνησαν να λεηλατούν τον κάμπο, να κλέβουν
τα ζώα,252 να απάγουν αγρότες, να καίνε σπαρτά και να λεηλατούν τις αλυκές, έτσι
που θα γονάτιζαν οικονομικά τους Αλβανούς.
Αλλά στη συγκυρία αυτή ο Κάρολος κατάλαβε πως, για να πάρει την Άρτα,
πρέπει πρώτα να πάρει το φρούριο των Βομπλιανών. Σύμφωνα με το χρονικό των
Τόκκων, δόθηκε σκληρή μάχη, αλλά τελικά ο Κάρολος, κατά πάσα πιθανότητα
το καλοκαίρι του 1415 μ. Χ., το κατέλαβε.253,254 Τώρα άρχισε όλο και περισσότερο
να σφίγγει την Άρτα. Ο αδερφός του από το νότο αποβιβάστηκε στο Μάζωμα
και χτύπησε τους Αλβανούς. Ο γιος του Τόρνος, ξεκινώντας από το φρούριο του
Αγίου Δονάτου, χτύπησε τος Αλβανούς της Λάκκας και προχώρησε νότια, ενώ
άλλη μερίδα στρατού χτύπησε και κατέλαβε το Σιστρούνι και τα χωριά του. Εδώ
αντιμετώπισε κάποια προβλήματα με άλλη μια φάρα Αλβανών τους Αλκάδιους255.
Τα βρήκε όμως με αυτούς και συνέχισε την πορεία του.
Ο Λεονάρδος προχώρησε και πολιόρκησε τους Ρωγούς, που κρατούσε ο
γαμπρός τού Καρόλου, ο Κάρλο Μαρκεζάνο.256 Κατόπιν ανταμώθηκαν όλοι σε
κάποιο σημείο Τοπόλ(γ)ιανη257 και άρχιζαν να σφίγγουν την Άρτα. Με δόλιο
σχέδιο που έθεσε σε εφαρμογή ο Κάρολος με τον τοποτηρητή του στα
Βομπλιανά, τον Μιχάλη Καψοκαβάδη, έστησαν παγίδα στον Γιακούμπ, τον
συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν στα Βομπλιανά.258 Μετά την κατάληψη και της
Ρηνιάσας,259 το καλοκαίρι του 1416, που του είχαν αρπάξει οι Αλβανοί ο δρόμος
πλέον για την Άρτα ήταν ανοιχτός. Αφού τα βρήκε με τους αρτινούς άρχοντες,
στους οποίους φαίνεται να έδωσε πολλά προνόμια, μαζί με εκείνα που τους είχε
κλέψει ο Γιακούμπ, μπήκε θριαμβευτής στην Άρτα.

252 Σύμφωνα με την Ευστρατία Συγκέλλου «Αιτωλοακαρνανία...», σελ. 565, ο Κάρολος μετέφερε ιππαγωγικά πλοία
από τηνΛευκάδα στον Αμβρακικό και φόρτωνε ζώα.
253
Ευστρατία Συγκέλλου: Βομπλιανά, σελίδα 155 «Τα Βομπλιανά κατελήφθησαν από τον Κάρολο στα πλαίσια ενός
πολεμικού σχεδίου, που αποσκοπούσε στην κατάληψη της Άρτας... Ο Κάρολος με τα αρχοντόπουλά του πολέμησε
σκληρά και κατόπιν εφόδου κυρίευσε και την χώρα και τον πύργον».
254Giuseppe Schiro: Χρονικό των Τόκκων «χέρωμα ήταν δυνατόν εκείνο το καστέλλι – και επολέμησε πολλά η

χώρα (η πόλη) από μέσα» στ. 2049-2050.


255 Για τους Αλκάδιους δεν γνωρίζουμε πολλά. Παίρνομε κάποια στοιχεία από το χρονικό των Τόκκων και πέρα

από τον ποιμενικό και ληστρικό βίο τους τα άρβανα αυτών βρίσκονταν μεταξύ Άρτας κια Ιωάννινα προφανώς απο
την πλευρά της Λάκκας.
256 Για τις επιχειρήσεις αυτές αναφέρεται με λεπτομέρειες (με βάση το χρονικό των Τόκκων) η Ευστρατία Συγκέλλου

στην κατάληψη της Άρτας από τον Κάρολο Α΄ Τόκκο.


257 Η Συγκέλλου υποθέτει πως θα μπορούσε να είναι η περιοχή στους Κωστακιούς ή στο Ιμαρέτ. Σύμφωνα με τα

πρώιμα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα το Τοπόλγιανη είναι όρος για τα χωριά του Κάμπου δηλ ο ίδιος ο
αρτινός Κάμπος. Δήμος Τοπόλγιανης. Η Μελέκ Ντελίμπασι το αναφέρει και σαν Δήμο Μπομπόλγιανης.
Ετυμολογικά η λέξη Τοπόλγιανη είναι μάλλον σλαβικής προέλευσης εκ του σλοβενικού/σλαβικού «τοπολ» και
σημαίνει το δένδρο Λεύκα. Δηλ. ο τόπος με τις λεύκες.
258Βλπ. Παραπάνω Γιακούμπ Σπάτα.
259
Χρ. Κουτσοτόλη: Θωμόκαστρον, σελ.11, «Οι επιθέσεις των Ρινιασιωτών εξόργισαν τον Κάρολο, ο οποίος με
τηβοήθεια του αδερφού του Λεονάρδο κατάφερε τελικά να τους υποτάξει. Μετά την κατάληψη του κάστρου, σύμφωνα
με το Χρονικό των Τόκκων, τοποθέτησε λουμπάρδους και τζουγκρατόρους 44 και ως φρούραρχο άφησε έναν
στρατιωτικό από τη Φλωρεντία, ο οποίος ονομαζόταν Λότο... Ο Κάρολος κατάφερε με τέχνασμα να κάμψει την
αντίστασή τους και αφού συνέλαβε τους καλύτερους πολεμιστές της Ρινιάσας, τους χρησιμοποίησε ως μέσο εκβιασμού
για την παράδοση του κάστρου».
Σελίδα 68 από 89
Στον παραπάνω χάρτη βλέπουμε την εδαφική επέκταση του Καρόλου Α΄Τόκκου

Η χήρα του Μουρίκη Μπούα Σπάτα η Νεράτα κατέφυγε με την κόρη της στην
Κέρκυρα. Ο Κάρολος όμως την κάλεσε στην Ήπειρο και πάντρεψε την κόρη της
με τον ανηψιό του Λεονάρδο και τους εγκατέστησε στη Ρηνιάσα (Θωμόκαστρον).
Έτσι, λοιπόν, ο Κάρολος Α’ Τόκκος κατάφερε ένα μεγάλο μέρος από το παλιό
Δεσποτάτο να το φέρει υπό την εξουσία του. «Μοναφεντία», όπως λέει και το
χρονικό των Τόκκων. Στα 1420 μ. Χ. τα βρήκε και πάλι με τους Βενετούς και
αγόρασε απο αυτούς το Ποντικόκαστρο260 στην Αχαΐα και το 1421 αγόρασε και
το Χλεμούτσι.261 Το 1422 μ. Χ. έκλεισε συμφωνία ειρήνης με την Γαληνοτάτη,
αλλά σύντομα την έσπασε και εισέβαλε στην Ηλεία.
Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση για τον Κάρολο στην Πελοπόννησο
άλλαξε το 1422 μ. Χ., όταν ο Κάρολος, στην προσπάθειά του να επιβάλει την

260 Το Κάστρο Μπο Βουάρ ή Μποβουάρ σήμερα και Μπελ Βεντέρε ή Ποντικόκαστρο ή κάστρο του Κατάκολου,
είναι Φράγκικο κτίσμα στο Κατάκολο Ηλείας 13 χιλιόμετρα από τον Πύργο. Βρίσκεται κτισμένο πάνω σε λόφο ιχθύς
που ονομάζεται έτσι λόγω τους σχήματος του πάνω από τον κόλπο του Αγίου Ανδρέα βορειοδυτικά του Κατάκολου
και σώζονται λίγες οχυρώσεις, τείχη και πύργοι. Το κάστρο κτίστηκε από τους Φράγκους του Πριγκιπάτου της
Αχαΐας τον 13ο αιώνα πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Φειάς όπου ήδη υπήρχε βυζαντινό οχυρό και
χρησιμοποιήθηκαν και αρχαία υλικά. Το κάστρο ονομάστηκε από τους Φράγκους Μπο-Βουάρ (γαλλικά: Beau-
Voir), αναφερόταν και Μπελ Βεντέρε (ιταλικά: BelVedere), μετά την οθωμανική κατάκτηση ονομάστηκε
Ποντικόκαστρο από το σχήμα του ή Ποντικόν ή Πονδικόν.
261
Το Χλεμούτσι ή Χλουμούτσι ή Κλερμόν ή Καστέλ Τορνέζε ήταν τo σημαντικότερο κάστρο του Πριγκιπάτου της
Αχαΐας. Βρίσκεται στο χωριό Κάστρο της Ηλείας. Κατασκευάστηκε μεταξύ του 1220 και του 1223 κατά την εποχή
της Φραγκοκρατίας από το Γοδεφρείδο Β' Βιλεαρδουίνο στην Ηλεία και προστάτευε και την Ανδραβίδα, αλλά και
το επίνειο της, τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη). Το αρχικό όνομα του κάστρου ήταν Clermont, όπως το ονόμαζαν οι
Γάλλοι ιδιοκτήτες του.
Σελίδα 69 από 89
εξουσία του στην περιοχή της Κορίνθου, κάλεσε τους Οθωμανούς.262 Ο
Τουραχάν Μπέης έφτασε στην Πελοπόννησο και, αφού κατέστρεψε το Εξαμίλι,
λεηλάτησε τον τόπο και προέβη σε μαζικές σφαγές. Οι Λατίνοι ηγέτες της
Πελοποννήσου ζήτησαν τη βοήθεια της Βενετίας υποσχόμενοι την υποτέλειά
τους.263 Αν και στο τέλος οι Βενετοί αρνήθηκαν, όμως ο Κάρολος έγινε εχθρός
τώρα και των Χριστιανών της Δύσης, μιας και συνεργάστηκε με τους Οθωμανούς.
Όταν το 1424 Οθωμανοί και Βυζαντινοί υπέγραψαν ειρήνη, οι δεύτεροι είχαν
τώρα το χρόνο να ασχοληθούν με τον Κάρολο και να του κηρύξουν τον πόλεμο.264
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος
Β’ Παλαιολόγος συνέτριψε τις δυνάμεις του Ζακάρια και τον αιχμαλώτισε. Ο
Κάρολος Α’ Τόκkο το έλαβε αυτό ως αφορμή και με μικρές επιδρομές άρχισε να
χτυπά τον Θεόδωρο και τους Αυτοκρατορικούς στην Ηλεία με ορμητήριο τη
Γλαρέντζα, την οποία είχε αρπάξει πριν μερικά χρόνια.
Έτσι, λοιπόν, το 1426 ο πόλεμος ξέσπασε και επίσημα. Οι Αυτοκρατορικοί
ξεκίνησαν αμέσως να πολιορκούν την πόλη από στεριά και θάλασσα, παρουσία
και του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, ο οποίος είχε έρθει στην
Πελοπόννησο. Ο Κάρολος Α’ Τόκκο συγκέντρωσε στόλο265 από τις κτήσεις του
και ανέθεσε την διοίκηση αυτού στον νόθο γιο του Τόρνο. Εναντίον αυτού
εξέπλευσε ο αυτοκρατορικός στόλος με αρχηγό τον Δημήτριο Λάσκαρη
Λεοντάριο. Ιδιαίτερες ακριβείς πληροφορίες για τη ναυμαχία266 ακόμη δεν έχουν
έρθει στο φως, τουλάχιστον δεν μπόρεσα εγώ να βρω, όμως από τον πανηγυρικό
λόγο προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο μας είναι γνωστό το
αποτέλεσμα της σύγκρουσης που έλαβε χώρα κοντά στις Εχινάδες νήσους.267

262 Davide Shamà: I di Tocco, Sovrani dell' Epiro e di Leucade. Studio storico-genealogico, in:

Notiziario dell' Associazione Nobiliare Regionale Veneta V, σελ.. 18.


263 Αυτό προκύπτει από τον Κώδικα Μοροζίνι, ο οποίος βρίσκεται στο μουσείο Κορέρ της Βενετίας και έχει μελετηθεί

από Γερμανούς ιστορικούς. Ο Κώδικας Μοροζίνι είναι ένα και μοναδικό χειρόγραφο βιβλίο Ντοκουμέντο που αφορά
πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα της Βενετίας, έχει συνταχθεί από τον Αντόνιο ντι Μάρκο Μοροζίνι και στον καιρό
του είχε απαγορευθεί η δημοσίευσή του. Εδώ πρόκειται για τον κώδικα 2049, φάκελο 346.
264 Όταν ο Πρίγκιπας της Αχαΐας έκλεισε συμφωνία με τον Κάρολο, ο Θεόδωρος φοβούμενος τον Κάρολο σαν νέα

δύναμη στην περιοχή ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Οι γιοι του Καρόλου Έρκολε και Τόρνο μαζί με τον αρχηγό τους
στόλου τους τον Ματέο Λαντόλφο ντα Νάπολη λεηλάτησαν τη Βοστίτσα. Την επόμενη χρονιά όταν ο Κάρολος
λεηλάτησε τους νομάδες Αλβανούς που κατέβαιναν στον Κάμπο της Ηλίας και ήταν υπήκοοι του Θεόδωρου, τότε ο
πόλεμος έγινε επίσημος.
265 Για την στόλο του Τόκκου βλπ. Συγκέλλου «Ο ναυτικός πόλεμος».
266 Μια μικρή περιγραφή της ναυμαχίας μας δίνει και η Ευστρατία Συγκέλλου στον Ναυτικό πόλεμο, σελ. 500.
267Τσιόπας Ζήσης: Η Βυζαντινή Πελοπόννησος υπο τους Παλαιολόγους, Σελίδα 93 «Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν

στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου κοντά στα νησιά Εχινάδες. Ο συγγραφέας του Πανηγυρικού εις Μανουήλ και
Ιωάννη Η΄Παλαιολόγον μας μεταφέρει μια πολύ γλαφυρή περιγραφή της ναυμαχίας «Αφού ησύχασαν στην αρχή οι
σάλπιγγες, τα βούκινα και τα τύμπανα, τα αυτοκρατορικά πλοία επιτέθηκαν με ακάθεκτη ορμή εναντίον των
αντιπάλων, καταφέροντας έτσι τις πρώτες σοβαρές απώλειες.... Οι βυζαντινοί κατάφεραν να βυθίσουν πολλά πλοία
του Τόκκο ενώ σε άλλα προξένησαν τέτοιες απώλειες που είχε σαν αποτέλεσμα την άτακτη υποχώρηση. Επίσης
καταλήφθηκε προσωρινά η ναυαρχίδα του εχθρού και αιχμαλωτίστηκε ο αρχηγός του στόλου με όσους στρατιώτες
δεν έπεσαν στην μάχη».
Σελίδα 70 από 89
Εικόνα: Το βυζαντινό κάστρο της Άρτας, πίνακας του Βαγγέλη Μπόμπορη

Εικόνα: Το βυζαντινό κάστρο των Ρωγών, πίνακας του Κων/νου Μαλάμου, 1971

Σελίδα 71 από 89
Ο στόλος του Τόκκου αφανίστηκε ολοκληρωτικά. Οι περισσότεροι άνδρες του
σκοτώθηκαν και τουλάχιστον 150 αιχμαλωτίσθηκαν, μεταξύ αυτών και ένας
ανιψιός του Καρόλου. Ο γιος του Τόρνο Τόκκο κατάφερε μόλις να ξεφύγει και
επανήλθε στη Λευκάδα.268
Μετά από αυτό ο Κάρολος αναγκάστηκε να προβεί σε συμφωνία ειρήνης και να
παραδώσει το φρούριο της Γλαρέντζας σε μορφή προίκας.269 Η συμφωνία αυτή
έκλεισε με ένα ακόμη συνοικέσιο: η ανεψιά του Καρόλου Μανταλένα Τόκκο
παντρεύτηκε τον αργότερα τελευταίο Αυτοκράτορα Κων/νο Παλαιολόγο.270
Παραπέρα κτήσεις των Τόκκων στην Πελοπόννησο δόθηκαν σαν προίκα στην
Μανταλένα. Η Μανταλένα ασπάστηκε το ορθόδοξο δόγμα και βαφτίστηκε
Θεοδώρα, αλλά πέθανε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα δυο ως τρία τελευταία
χρόνια της ζωής του τα πέρασε ήσυχα μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας. Σύμφωνα με
το χρονικό των Τόκκων, έκανε κάποια έργα στην περιοχή και επισκεύασε τα
κάστρα. Με την εκδίωξη των Αλβανών από την επικράτειά του άρχισε να
επικρατεί κάποια ησυχία.
Τον Ιούνιο του 1429 μ. Χ. ο Κάρολος Α’ Τόκκος κάλεσε τον συμβολαιογράφο
και γραμματέα του Ambrogio και του υπαγόρευσε τη διαθήκη του. Ο Κάρολος Α’
Τόκκος δεν είχε νόμιμα παιδιά, αλλά είχε πολλά από παλλακίδες. Διάδοχο έχρισε
τον ανιψιό του, γιο του αδερφού του Λεονάρδου, Κάρολο Β’ Τόκκο. Η διαθήκη
αυτή θα τον φέρει σε σύγκρουση με τους νόθους γιους και θα επισπεύσει την
κατάρρευση της Ηπείρου και Ακαρνανίας. Τον ίδιο χρόνο ο Κάρολος Α’ Τόκκος
θα αποβιώσει στα Ιωάννινα και σύμφωνα με γερμανικές πηγές θα ενταφιασθεί
στη Ζάκυνθο, στην εκκλησία των Φραγκισκανών. Αν και πολλά έκανε ο Κάρολος
Α’, όμως μια πιθανή επίθεση-εισβολή των Οθωμανών δεν την είχε υπολογίσει,
έτσι ώστε να λάβει τα σχετικά μέτρα.271

Κάρολος Β’ Τόκκος

Ο Κάρολος Β’ Τόκκος ήταν Κόμης Παλατινός Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και


Ιθάκης, Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης της Ηπείρου (1429 – 1448). Γιος του
Λεονάρδου Β’ Τόκκου, άρχοντα της Ζακύνθου.
Ο Κάρολος πέθανε στα 1429 επίσημα άκληρος. Είχε όμως αρκετά νόθα παιδιά
και κόρες. Ήδη είδαμε ότι η μία νόθα κόρη του είχε παντρευτεί τον Αλβανό
Κάρλο Μαρκεζάνο (Carlo Marchesano), ενώ μια δεύτερη είχε παντρευτεί τον
Τούρκο γιο τού σουλτάνου Βαγιαζίτ, Μουσά Τσελεμπί (Musa Celembi). Μετά το

268
Βυζαντινή Πελοπόννησος, σελ. 94
269 Ακολουθώντας τον Pseudo – Phrantzes ChronicaII «και ευδοκοίσαντος του δεσπότου κυρ Κωνσταντίνου, ίνα
λάβει εις νόμιμον γυναίκα και την ανηψιάν τούδε του δεσπότου Καρόλου και εν τη Πελοποννήσω εναπομείναντα
κάστρα ες προίκαν της». Ο Κάρολος γνώριζε ότι με τον χρόνο δεν θα μπορούσε να κρατήσει την Πελοπόννησο και
έτσι προσπαθούσε να βγει με το κεφάλι ψηλά.
270Sebastian Kolditz: Desletzten Kaiserserste Frau: Konstantin Palaiologos und dieTocco, in:

Jahrbuchder Österreichischen Byzantinistik 59 (2009) σελ 147–162


271 Brendan Osswald: L’ expansion territoriale ottomane en Épire et dans les îles Ioniennes (XIVe-XVe

siècles), σελίδα 352, «De son côté, Carlo I, qui s’était discrédité auprès de Venise, mourut en juillet 1429,
laissant son Etat sans grande possibilité de résistance face à une éventuelle attaque ottomane»
Σελίδα 72 από 89
θάνατο του Μουσά, παντρεύτηκε τον Χάμζα, αδερφό των οθωμανικών ακριτικών
φρουρών του Uc-beği Paşa-Yiğit των Σκοπίων.
Άλλοι γιοί του Καρόλου βρίσκονταν στo Δραγαμέστο κτλ. Αυτοί θα παίξουν
σημαντικό ρόλο για την εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην
Ήπειρο. Η γυναίκα τού Κάρολου Francesca Acciaiuoli έφυγε στη Λευκάδα, όπου
καταγγέλλοντας τις δοσοληψίες των Τόκκων με τους Οθωμανούς στη Βενετία,
έκλεισε συμφωνία με τη Γερουσία της Βενετίας να της παραδώσει το φρούριο της
Αγίας Μαύρας με αντάλλαγμα μια ετήσια σύνταξη, έτσι που να μπορεί να ζήσει
άνετα, και το δικαίωμα να εγκατασταθεί στη Βενετία.272,273 Πράγμα που η Βενετία
αρνήθηκε.
Μέσα στην όλη αναμπουμπούλα που επικρατούσε, η οικογένεια των Τόκκων
έκρινε ως διάδοχο του Κάρολου το γιο του αδερφού του Λεονάρδου (ο Λεονάρδος
είναι αυτός που είχε πολιορκήσει και καταλάβει τους Ρωγούς το 1416), του οποίου
είχαν την κηδεμονία274 ο Κάρολος Α’ και η σύζυγός του. Αυτός, ο γιός του
Λεονάρδου, ονομάστηκε και ο ίδιος Κάρολος (Λεονάρδος ήταν το βαπτιστικό) και
πήρε τον τίτλο του Δεσπότη ως Κάρολος Β’. Ο Κάρολος Β’ ήρθε σε σύγκρουση
με τους νόθους γιους του θείου του, οι οποίοι επέμεναν ότι έχουν δικαιώματα
στις κτήσεις275 του πατέρα τους. Ο Μέμνων ήταν κύριος Αγγελοκάστρους, ο
Τόρνος στη Ρηνιάσα και ο Έρκουλος στη Δραγαμέστο. Ο Κάρολος ΙΙ ζήτησε τη
βοήθεια του γυναικάδελφού του Κων/νου Παλαιολόγου276,277 και της Βενετίας.278
Η διαμεσολάβηση που πρότεινε ο Κων/νος Παλαιολόγος δεν έγινε δεκτή από
τους νόθους, οπότε η σύρραξη μεταξύ των διαδόχων ήταν αναπόφευκτη. Τότε
ένας από αυτούς, ο Μέμνων, κατέφυγε στην αυλή του Σουλτάνου Μουράτ.279,280
Σε αντίθεση με τον θείο του Κάρολο Α’, ο Κάρολος Β’ φαίνεται να μην τα πήγαινε
ιδιαίτερα καλά με τους Οθωμανούς, οι οποίοι τον φυλάκισαν και τον άφησαν

272 Johann S. Ersch, Johann G. Gruber (Hrsg.): Griechische Geschichte, σελ 107 «Nach dem Tod von
Carlo I. Tocco Francesca empfing Leukada und Vonitza. Am 06 Juli 1430, da ihre Lage äußerst unsicher
geworden war, die Türken plünderten Leukada, bot sie Venedig ihre Insel zu verkaufen und versprach
auch Vonizza demselben in ihrem Trstamente zu hinterlassen. Man lehnte das Anerbieten ab.»
273 Zachariadou: Les Tocco, σελίδα 14 «La veuve de Carlo Ier, Francesca Acciaiuoli, qui vivait à Leucade,

s’en inquiéta et fit savoir au Sénat de Venise qu’elle était disposée à céder le fort de Santa Maura et
toute l’île de Leucade aux Vénitiens en échange d’une rente annuelle et du droit de s’installer en
territoire vénitien.14 Les discussions sur cette requête commencèrent»
274 35. Thekla Sansaridou – Hendrickx: Francesca degli Acciaiuoli – Tocco , σελίδα 239 « Όταν μετά τον
θάνατο του αδελφού του ο Carlo Tocco ανέλαβε επίσημα την κηδεμονία των ανιψιών του, τονίζεται και πάλι η
μεγαλόψυχη στάση της Francesca (ὁμοίως καὶ ἡ βασίλισσα, ἡ σύζυγος δεσπότου) προς τα ορφανά»
275Thekla Sansaridou – Hendrickx: Frances cadegli Acciaiuoli – Tocco , σελίδα 237 « Μετά τον θάνατο του

ανδρός της, η χήρα του, όπως την περιγράφουν “η επιτήδεια και δραστήρια Δούκισσα Φραγκίσκα”, μοίρασε την
Ακαρνανία στους πέντε νόθους γιους του και κληροδότησε το υπόλοιπο των κτήσεών του στον ανηψιό του Κάρλο ΙΙ»
276Ευρυδίκη Λιβαδά Ντούκα « Το κάστρο τ’ ΑηΓιώργη» σελ 19..
277 Hertzberg, Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des Antiken Lebens bi zur

Gegenwart,σελίδα 456, «...aber ein Versuch Carlos II., durch des ihm verſchwägerten Despoten von
MiSithra Vermittlung sich mit Memnone zu vergleichen, scheiterte an zufälligen Hinderniſſen
278Ερμαννός Λούντζης « Η Ενετοκρατία στα Επτάνησα» εκδ. Κάλβος 1969 σελ 78
279Σύμφωνα με τους JohannS. Ersch, Johann G. Gruber στον Μουράτ πήγαν οι Ερκολε και Μέμνων.
280
ο Μέμνονας, o ικανότερος αλλά και ο πιο ασυνείδητος, ζήτησε την βοήθεια των Τούρκων για να καταλάβει όλο
το βασίλειο του Καρόλου. Ο τότε Σουλτάνος Μουράτ Β’ ο οποίος είχε διαλύσει την φιλία και συνεργασία του πατέρα
του Μωάμεθ Α΄ με τους Παλαιολόγους και ήδη είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη, έσπευσε να εκμεταλλευτεί την
ευκαιρία και να επέμβει στα πράγματα της νοτίου Ελλάδος
Σελίδα 73 από 89
ελεύθερο με λύτρα.281 Με βάση τη Ζαχαριάδου για το Δουκάτο των Τόκκων, θα
πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Κάρολος Β’ είχε και αυτός μια εξώγαμη κόρη,282 η
οποία επικοινώνησε με τους ιππότες της Ρόδου και τον πάπα, προκειμένου να
βρεθούν χρήματα για την απελευθέρωση του Κάρολου. Ο Σουλτάνος έστειλε τον
Καρά Σινάν Πασά στον Κάρολο, ο οποίος τον υποχρέωσε να υπογράψει
ταπεινωτική συνθήκη: να πληρώνει 500 δουκάτα ετήσιο φόρο στον σουλτάνο,
να του παραδώσει τα Γιάννενα και να πληρώνει σε κάθε νεοδιοριζόμενο πασά των
Ιωαννίνων 500 δουκάτα. Και επιπλέον θα ονομαζόταν στο εξής Δεσπότης Άρτας
και όχι Ηπείρου. Εκείνες τις μέρες είχε συμβεί κάτι που ίσως μπορεί να μη
γνώριζε ο Κάρολος.
Το 1430 μ. Χ. υπεγράφη συμφωνία μεταξύ του Καρά Σινάν πασά και 14 χωριών
του Ζαγορίου,283 τα οποία είχαν απελπιστεί προφανώς από τις συνεχείς επιθέσεις
των Αλβανών, αλλά και τις φορολογίες των Τόκκων, καθώς και τις εσωτερικές
έριδες της οικογένειας των Τόκκων, και ζήτησαν αυτονομία, αυτοδιοίκηση και
πλήρη ατέλεια.284 Ο Καρά Σινάν πασάς θεώρησε την αυθόρμητη αυτή υποταγή
των 14 χωριών πολύ καθοριστική για την παράδοση του φρουρίου των
Ιωαννίνων. Κατάλαβε ότι, για να ελέγχουν οι Οθωμανοί το Ζαγόρι, έπρεπε να
έχουν στα χέρια τους τα Γιάννενα.
Έχει ειπωθεί πολλές φορές πως ο Σινάν πασάς βρήκε αντίσταση στην Πίνδο.
Ίσως εδώ υπάρχει ένα μπέρδεμα με τον Γκίνη Μπούα, που είχε χτυπήσει τους
Οθωμανούς στα περάσματα της Πίνδου. Γιατί στην ιστορία του Μετσόβου
διαβάζουμε τα εξής:285 «Αναφέρεται ότι το 1430 χορηγήθηκαν προνόμια286 στους
Μετσοβίτες από το Σουλτάνο Μουράτ τον Β’ (1421-1451) ως επιβράβευση της
στάσης των Μετσοβιτών φυλάκων του Ζυγού, οι οποίοι όχι μόνο δεν πρόβαλαν
αντίσταση, αλλά και βοήθησαν το πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων του
Σινάν Πασά, τα οποία κατευθύνονταν στα Γιάννενα».287

281Βλπ. Ζαχαριάδου, LesTocco


282 Ζαχαριάδου, Les Tocco, σελίδα 19
283 Κοινό των Ζαγορισίων, διαδίκτυο, Βικιπαίδεια «Ωστόσο υπήρξαν 14 χωριά στο κεντρικό Ζαγόρι τα οποία

κατάφεραν να έρθουν σε μια πολύ ευνοϊκή για αυτά συμφωνία με τους Οθωμανούς. Βάσει της συμφωνίας (συνθήκη
του Βοϊνίκου), τα χωριά θα ήταν υποτελή στους Οθωμανούς ωστόσο θα διατηρούσαν την αυτονομία τους και την
διαχείριση των δικών τους εσωτερικών υποθέσεων με δική τους τοπική κυβέρνηση. Ο επικεφαλής της τοπικής
κυβέρνησης έφερε τον τίτλο του Βεκύλη και εκλέγονταν κάθε 6 μήνες ή ανά έτος, ενώ παράλληλα υπήρχε και το
συμβούλιο των γερόντων (δημογέροντες) το οποίο απαρτίζονταν από αντιπροσώπους του κάθε χωριού. Επιπλέον, οι
πολίτες του κοινού δεν θα πληρώνουν φόρους στους Οθωμανούς, αλλά θα παρείχαν βοηθητικές υπηρεσίες όποτε τους
ζητούνταν, κυρίως με την υποστήριξη στους Σπαχήδες»
284 Πρόκειται περί της συνθήκης του Βοϊνικου. Η συνθήκη του Βοϊνίκου (ή απλά Βοϊνίκο) ήταν η συνθήκη με την

οποία τα Ζαγοροχώρια απέκτησαν καθεστώς αυτονομίας ως κοινό των Ζαγορισίων κατά τα πρώτα χρόνια της
Τουρκοκρατίας. Στην συνθήκη συμπεριλήφθηκαν αρχικά 14 χωριά, τα οποία συνθηκολόγησαν εκουσίως όταν οι
Οθωμανοί με αρχηγό τον Σινάν Πασά εκστράτευσαν κατά των Ιωαννίνων, το 1430.
285Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Ξιφαρά «Η διαμόρφωση της «βλάχικης» αστικής τάξης και η ενσωμάτωση της στον

ελληνικό αστισμό», περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 54, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1996
286 Με βάση τα προνόμια αυτά και τα προνόμια του Μεχμέτ Δ, το Μέτσοβο και τα γύρω χωριά Μαλακάσι, Μηλιά,

Ανήλιο, Βοτονόσι, Παλιά Κουτσούφλιανη (Πλατάνιστος) και Δερβεντίστα (Ανθοχώρι) αποτέλεσαν ένα είδος
ομοσπονδίας, μια αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα προνόμια του Μετσόβου
καταργήθηκαν το 1795 από το συγκεντρωτικό κράτος του Αλή Πασά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πατριαρχική Εξαρχία,
η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1924
287 Πολλοί κάνουν το λάθος να θεωρήσουν τις παραπάνω κινήσεις τόσο των Ζαγορίσιων όσο και των Βλάχων σαν

προδοσία χωρίς καν να μπουν στον κόπο να αναλύσουν τα γεγονότα της εποχής. Και τι άλλο θα μπορούσαν να
Σελίδα 74 από 89
Έτσι, λοιπόν, το 1430 έφτασε ο Σινάν Πασάς στα Γιάννενα,288 που στον
περίφημο ορισμό289 προς τον Καπετάν Στρατηγόπουλο και τους άρχοντες
προέτρεψε τους Γιαννιώτες να μη δώσουν βάση στους Βενετούς και φέρουν
αντίσταση, γιατί τότε θα τους καταστρέψει, όπως κατέστρεψε και τη
Θεσσαλονίκη.290 Η Ζαχαριάδου μας λέει ότι ένας από αυτούς που συνέβαλαν σε
αυτόν τον ορισμό ήταν και ο Μέμνων Τόκκος, ο νόθος γιος του Κάρολου Α’, ο
οποίος είχε εξισλαμιστεί. Ο Μέμνων διορίστηκε μετά Σαντζάκ Μπέης (Sancak
Beg), που σημαίνει σημαιοφόρος, κάτι σαν νομάρχης.291 Η Ζαχαριάδου αναφέρει
ότι και άλλοι Τόκκοι, σύμφωνα με το ρεύμα της
εποχής, εξισλαμίστηκαν προκειμένου να
εξασφαλίσουν τις περιουσίες τους.
Ενώ αυτά συμβαίνουν στα Γιάννενα, ο
Κάρολος Β’ Τόκκος, εφόσον ξαναβρέθηκε
ελεύθερος, αισθάνθηκε τώρα πιο έντονα τον
κίνδυνο των Οθωμανών, οι οποίοι σε λίγο θα
εισβάλουν και στις κτήσεις του στην
Αιτωλοακαρνανία,292 τις ονομαζόμενες ήδη από
την εποχή του Καρόλου Α’ Τόκκου «Κάρλελι».
Με τον όρο Κάρλελι αρχικά οι Οθωμανοί
εννοούσαν γενικά όλες τις κτήσεις του Κάρολου.

*Εικόνα: Οικόσημο των Τόκκων, όπως αυτό απεικονίζεται και σε άναγλυφο στο πηγάδι
του κάστρου της Άρτας. Το οικόσημο μας δείχνει, πως ο οίκος των Τόκκων συνδέονταν με
τους Ανζου (πάνω αριστερά), με το λατινικό βασίλειο της Κων.πολη (πάνω κέντρο) και φυσικά
τον δικέφαλο αετό της Αυτοκρατορίας. Οι μπλέ ζικ ζάκ γραμμές με άσπρο φόντο είναι το
κλασικό των Τόκκων.

Αργότερα ο όρος θα μείνει μόνο για την Ακαρνανία. Ο Κάρολος στρέφεται για
βοήθεια προς τη δύση, ενώ οι Οθωμανοί, με παρακίνηση του ξαδέρφου του

κάνουν μέσα στον γενικό χαμό που επικρατούσε; Και δω μπαίνει και το ερώτημα: Προδοσία εναντίον ποιών; Των
μικροηγεμονίσκων;
288H άποψη πολλών Γερμανών ιστορικών, όπως και αυτή του Hertzberg, πως ο Σινάν πέρασε από την Ακαρνανία

και την Άρτα λεηλατώντας τις περιοχές δεν φαίνεται να ευσταθεί. Αν ήταν αυτή η ρούτα του, γιατί να μην χτυπήσει
και την Άρτα; Και παραπέρα έρχεται και σε αντίθεση με τα προνόμια που έλαβαν τα βλαχοχώρια του Ζηγού της
Κατάρας.
289 Λέοντος Ι. Μελά « Σελίδες της Ηπείρου», σελ. 45
290 Αθανάσιος Δέμος, Πρωινός λόγος, 09.10.2019, Άρθρο: Η ειρηνική παράδοση των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς

«Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του εξανδραποδισμού οι Γιαννιώτες άρχισαν να διαπραγματεύονται την
αναίμακτη παράδοση και υποταγή της πόλης. Έπειτα, η καταστροφή της Θεσσαλονίκης ήταν ο αψευδέστερος
μάρτυρας των απειλών του Τούρκου σερασκέρη (=αρχιστρατήγου). Πριν γίνει, όμως, αυτό δηλ. η παράδοση ζήτησαν
να επικυρωθούν οι υποχρεώσεις του Σινάν με σουλτανικό φιρμάνι. Έτσι, οι Γιαννιώτες ήρθαν στα περίχωρα της
Θεσσαλονίκης και πήραν από τον Σουλτάνο Μουράτ το «χάτι σερίφ» (=ιερό διάταγμα), χάρη στο οποίο δεν
καταστράφηκε η πόλη. Η συνθήκη υπογράφηκε στο Κλειδί της Μακεδονίας και τα Γιάννενα άνοιξαν τις πύλες τους,
για να μπουν οι τούρκοι την 9 Οκτωβρίου 1430. Το «χάτι σερίφ» του Σουλτάνου επιβεβαίωνε τα προνόμια των
Γιαννιωτών. Μόνος ο ορισμός του Σινάν υπήρχε το ενδεχόμενο να παραβιαστεί».
291Ζαχαριάδου: Les Toccos
292Hertzberg, Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des Antiken Lebens biσ zur Gegenwart,

σελίδα 456 «Sinan zog plündernd durch, Aetolien, nahm bei dem bevorſtehenden Frieden mit Venedig
die vor Lepantoliegenden türkiſchen Truppen mit sich , drang dann erobernd in Epirus ein»
Σελίδα 75 από 89
Μέμνωνα, τον παρενοχλούν. Το 1433 απευθύνεται για βοήθεια στο βασίλειο της
Νεάπολης, όπου και συνάπτει γάμο με τη Ραμοντίνα Βεντιμίλια (Ramondina
Ventimigla), κόρη του ηγεμόνα του Geracε/Ιέρακα Giovanni Ventimiglia, ο
οποίος τελικά ήταν ο μόνος που προθυμοποιήθηκε να τον συνδράμει.

Ο Κάρολος επέστρεψε στην Άρτα με τη Ραμοντίνα και στρατιωτική βοήθεια.293


Αυτό σταμάτησε την πορεία των Οθωμανών, αλλά ο Κάρολος, χωρίς να είναι καλά
προετοιμασμένος, επιτέθηκε αλλά δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με
τον Hertzberg, στα 1443, όταν οι Μαγιάροι και οι Αλβανοί ξεσηκώθηκαν εναντίον
των Οθωμανών, ο Κάρολος Β’ φαίνεται να πήρε θάρρος. Έτσι, λοιπόν, το
καλοκαίρι του 1444 με τη βοήθεια του πεθερού του χτύπησε και πάλι τους
Οθωμανούς, στους οποίους δε φαίνεται προξένησε ιδιαίτερες ζημιές.294
Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε για τον Κάρολο ήταν το Κάστρο του
Δραγαμέστου, το οποίο είχαν κυριεύσει μεν οι Τόκκοι, αλλά ανήκε στον Φίλιππο
Φοσκάρι, ο οποίος ήταν Βενετός υπήκοος. Μετά το θάνατο του Καρόλου Α’, το
κάστρο το κρατούσε ο Έρκουλο Τόκκο. Ο Κάρολος Β’, που δεν ήθελε να
συγκρουστεί με τη Γαληνοτάτη, η οποία για δικούς της λόγους πίεζε τα πράγματα
γι’ αυτό το θέμα, έστειλε στη Βενετία τον Zorzi da Pesaro και μετέφερε στον
Φοσκάρι πως ο ξάδερφος του Κάρολου Β’, Έρκουλο, κρατά παράνομα το Κάστρο
και, όταν το πάρουν απ’ αυτόν, θα το επιστρέψουν στον Φοσκάρι. Σαν εγγύηση
του έδωσε και 1700 δουκάτα, τα οποία θα τα επέστρεφε, όταν θα του παρέδιδε το
κάστρο.
Ο Κάρολος κυρίευσε το κάστρο, αλλά δεν το επέστρεψε στον Φοσκάρι.295
Πράγμα που τον έφερε και πάλι σε σύγκρουση με τη Βενετία, αλλά το θέμα έληξε
με το θάνατο του Κάρολου σε πρώτη φάση. Όμως φαίνεται στα 1445 να ηττήθηκε
και πάλι και έγινε πάλι υποτελής του Σουλτάνου.296 Έγγραφα από τη Ραγούζα
(σημ. Dubrovnik) μας μαρτυρούν πως ο Κάρολος φαίνεται να παρήγγειλε
πολεμικά πλοία και κανόνια297,298 στη Ραγούζα.
Όταν ο Μουράτ Β’ αποφάσισε να εκδιώξει όλους τους εναπομείναντες
ηγεμόνες, Λατίνους και Έλληνες, εισέβαλε στην Πελοπόννησο και προξένησε
μεγάλες ζημιές στην Ακαρνανία. Φοβούμενος ο Κάρολος Β’ την προέλαση του
Σουλτάνου, πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια, αλλά πέθανε εκεί τον

293 Π. Χιώτη «Ιστορικά απομνημονεύματα» Κέρκυρα 1863 Τόμος 3ος σελ 36.
294 Brendan Osswald : L’ expansion territoriale ottomane en Épire et dans les îles Ioniennes (XIVe-XVe
siècles), σελίδα 354, «Ainsi, en 1444, la grande alliance contre les Ottomans comprenait, entre autres,
Alphonse et son vassal Carlo II, qui reçut de son seigneur une aide substantielle. Pourtant, comme on
le sait, les Hongrois furent défaits à Varna et la lutte de Carlo II resta sans effets»
295
ΧρύσαΜαλτέζου «Προσωπογραφικὰ βυζαντινῆς Πελοποννήσου καὶ ξενοκρατούμενου ἑλληνικοῦ χώρου (μὲ
ἀφορμὴ τὸν φάκελο Foscari τῆς Βενετίας)
296 Hertzberg, Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des Antiken Lebens biσ zur Gegenwart,

σελίδα 533
297 Peter Soustal «Arta und Ragusa – Zu den Handelsbeziehungen zwischen Ragusa und Epirus», sel.

367-368
298O Bariša Krekić στο βιβλίο του « Dubrovnik (Raguse) etleLevantau Moyenâge» σελ. 58, θέλει να έχουν

συμβεί αυτά μεταξύ του Μάη του 1443 και τον Ιούνιο του 1448»
Σελίδα 76 από 89
Οκτώβριο του 1448.299,300 Άγνωστο παρέμεινε πού έγινε η ταφή του. Διάδοχός
του έγινε ο γιος του Λεονάρδος Γ’ Τόκκος. Με τη Ramondina Ventimiglia
απέκτησαν 3 αγόρια και μια κόρη.

1. Τον Λεονάρδο Γ’, διάδοχος του Δεσποτάτου


2. Τον Αντώνιο, που θα επανακτήσει την Κεφαλονιά και Ζάκυνθο με τη
βοήθεια των Κατελανών, αλλά τελικά θα πέσει θύμα προδοσίας των
στρατιωτών του, οι οποίοι θα τον σκοτώσουν
3. Τον Ιωάννη
4. Και την Ελβίρα

Λεονάρδος Γ’ Τόκκος – Ο τελευταίος

Ο Λεονάρδος Γ’, ιταλ. Lεonardo III Tocco (1448 – 1479), από τον Οίκο των
Τόκκων, ήταν Παλατινός Κόμης της Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, Δούκας
Λευκάδας και Δεσπότης της Ηπείρου (Κύριος της Άρτας ως Λεονάρδος Α’
Τόκκος). Πατέρας του ήταν ο Κάρολος Β’ Τόκκος, Παλατινός Κόμης Κεφαλληνίας
και Ζακύνθου, η δε μητέρα του ήταν η Ραμοντίνα Βεντιμίλια, θυγατέρα του κόμη
Ιωάννη άρχοντα του Giraci (Ιέρακος) και πρόκριτου του βασιλιά της Νεάπολης.
Είχε δύο αδελφούς, τον Ιωάννη και τον Αντώνιο, και μια αδερφή. Γεννήθηκε
γύρω στα 1436301 μ. Χ., αλλά δε μας είναι γνωστό αν γεννήθηκε σε κάποιο από τα
νησιά της Παλατινής Κομητείας ή στην Άρτα.
Όταν ο Κάρολος έφυγε, όπως είδαμε, για την Ιταλία, προκειμένου να βρει
βοήθεια, για να αντιμετωπίσει την επέλαση των Οθωμανών, άφησε τη διοίκηση
της Άρτας, μιας και οι γιοί του ήταν ανήλικοι, στη σύζυγό του Ραμοντίνα και σε
τέσσερις συμβούλους.302 Αυτοί ήταν ο Jacopo de Rossi, Andrea de Guiudi de
Strione, στρατιωτικός διοικητής της Λευκάδας, Galeazzo de Sta. Colomba και
Marino Migliaressi. Την αγωγή του Λεονάρδου ο Κάρολος την είχε αναθέσει
στον παππού του Joannes de Ventimigles, ο οποίος τη δέχθηκε με προθυμία.
Μαθαίνοντας το θάνατο του Κάρολου Β’, οι άρχοντες του Κάρολου έστρεψαν τα
μάτια προς τη Βενετία και άρχισαν διαπραγματεύσεις. Οι αρτινοί, όμως, ίσως
φοβούμενοι επίθεση των Οθωμανών, έστειλαν επιτροπή στη Θεσσαλονίκη με

299 William Miller: The Latins in the Levant, a history of Frankish Greece (1204–1566). E. P. Duttonand
Cpmpany, New York 1908, σελίδα 415-416. Βέβαια ο Μίλλερ μας λέει πως ο Κάρολος απεβίωσε την 30η
Σεπτεμβρίου, αλλά όχι πού απεβίωσε.
300 Η άποψη του Π. Χιώτη στα Ιστορικά απομνημονεύματα, τόμος 2ος, σελίδα 244, πως ο Κάρολος απεβίωσε στην

Ιταλία το 1452, όπως και η άποψη του Καμπίνη, που αναφέρει ο Χιώτης, πως ο Κάρολος πέθανε σε τουρκική
αιχμαλωσία δεν ισχύουν.
301NadaB. Zečević: Confirmation grant toking Alfonso VofA ragonto Leonardo III Tocco, σελ. 13

«Basedonthis, it canbecon-cluded that Leonardo celebrated his maturity (13 yearsofage) sometime
between 1449 and 1452. Consequently, this would imply that he must have been born between 1436
and July 16, 1439»
302 Ελευθέριος Βέτσιος: Η δωρεά του Johannis de Ventimiglis στον Λεονάρδο Γ’ Τόκκο, δεσπότη της Άρτας το

1474 «Consilium Curie Zefalonie et Jacinti», σελ.284, υποσημείωση 12


Σελίδα 77 από 89
επικεφαλής κάποιον Δημήτρη Χαϊκάλη, για να δηλώσουν υποτέλεια στον
σουλτάνο και να διαπραγματευτούν κάποια προνόμια.303 Πράγμα που πέτυχαν.
Αρχές του 1449 μ. Χ. πρέπει να ανακοινώθηκε η συμφωνία και στη Ραμοντίνα,
η οποία παίρνει τον Λεονάρδο και φεύγει στη Λευκάδα. Η άποψη του Χιώτη
πως ο Λεονάρδος ήταν όμηρος304 των Οθωμανών δε φαίνεται να ευσταθεί. Τον
Μάρτη του 1449 μ. Χ. η Άρτα και η περιοχή της γίνεται μια από τις επαρχίες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Απρίλη του 1449 μ.Χ. παραδίνονται οι Ρωγοί,
και τα Βομπλιανά και ακολουθεί το κάστρο του Βάλτου305. Το 1450 ο Λεονάρδο
θα χάσει και του Κάστρο του Αετού. Εξαίρεση θα αποτελέσουν για μια εικοσαετία
σχεδόν η περιοχή της Ρινιάσας και τα Βενετικά κάστρα του Φαναρίου, Πάργας,
Λα Μπάστια (Σαγιάδα) και Βουθρωτού. Ο Λεονάρδος θα εξουσιάζει μέχρι το 1460
την Αιτωλοακαρνανία, τη Βόνιτσα και την Παλατινή Κομητεία Κεφαλονιάς,
Ιθάκης, Ζακύνθου και το Δουκάτο Λευκάδας. Μέχρι το 1460 θα χαθεί και η
Αιτωλοακαρνανία, η οποία στο εξής θα ονομάζεται Καρλελί306.
Ο Λεονάρδος κατάλαβε ότι, για να αντιμετωπίσει την συνεχιζόμενη προέλαση
των Τούρκων και θέλοντας να έχει με το μέρος του τους ορθόδοξους υπηκόους
του, θα έπρεπε να επανιδρύσει το 1452 μ. Χ. τον καταργηθέντα από τον Ματθαίο
Ορσίνι307 επισκοπικό θρόνο Κεφαλληνίας-Ζακύνθου. Επίσκοπος θα οριζόταν εκ
περιτροπής ιερωμένος από τα δύο μεγαλύτερα νησιά και θα υπαγόταν στον
επίσκοπο Κορίνθου, όπως συνέβαινε κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Στα 1452
φαίνεται πως ο Βασιλιάς της Νεάπολης, στα πλαίσια ενός αντιοθωμανικού
σχεδίου, του παραχώρησε φέουδα308 στην επικράτειά του. Στο έγγραφο της
παραχώρησης κτημάτων γίνεται λόγος πως ο Λεονάρδος θα πρέπει να
υπερασπιστεί τα εδάφη του εναντίον των Τούρκων και κάθε εχθρού της
καθολικής πίστης, όπως ακριβώς θα το έκανε και ο πατέρας του.
Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε για τον Λεονάρδο ήταν το Κάστρο του
Δραγαμέστου. Ο Φοσκάρι εμφανίζεται και πάλι με την αξίωση να του επιστραφεί
το κάστρο στα 1457. Μάλιστα γράφει στον Λεονάρδο πως, αν του δοθεί το
κάστρο, θα του επιστρέψει και τα 1700 δουκάτα. Ο Λεονάρδος δεν έλαβε σοβαρά
το αίτημα του Φοσκάρι, αλλά ο Φοσκάρι στα 1473 ζητά και πάλι το Κάστρο, το

303 Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος: Ιστορικόν Δοκίμιον περι Άρτης και Πρεβέζης, 1884, σελ.194
304Π. Χιώτης «Ιστορικά απομνημονεύματα» Κέρκυρα 1863, Τόμος 3ος,σελίδα 245 «Ο Λεονάρδος διαδέχθη τον
αποθανόντα πατέρα του τω 1452. Ο Μαζέλας λέγει, πως ούτως ειδοποιηθείς περί του θανάτου του πατρός, ενώ ήτον
δέσμιος παρά του Αμουράτη, έφυγε λαθραίως έκ της ειρκτής και αφικόμενος εις το κράτος του πατρός του ανέλαβον
αμέσως την ηγεμονίαν»
305
Κατά πάσα πιθανότητα η Αμπρακιά, πρωτεύουσα του Βάλτου
306 Στο Κάρλελι μέχρι τον 16ο αιώνα θα βρίσκουμε τοπικούς μουσουλμάνους ηγεμόνες από την γενια τον Τόκκων,

τους λεγόμενος Καρούλους


307 Ο Ματθαίος Ορσίνι φοβούμενος μην συλληφθεί από τους Βενετούς και έχοντας τύψεις για τα εγκλήματα που

μέχρι τότε είχε διαπράξει, δήλωσε μεταμέλεια για τον προηγούμενο πειρατικό του βίο και με επιστολή του το 1207,
ζήτησε ταπεινά άφεση αμαρτιών από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, παραδίδοντας τον εαυτό του και την χώρα του στην
επικυριαρχία του Πάπα. Η άφεση των αμαρτιών που παραχώρησε ο Πάπας στον Ματθαίο, με επιστολή του στις 22
Σεπτεμβρίου 1207[7], δεν έγινε χωρίς ανταλλάγματα. Με υπόδειξη του Ποντίφικα οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι
Κεφαλονιάς και Ζακύνθου εκδιώχθηκαν και αντικαταστάθηκαν από Λατίνο Επίσκοπο που είχε την έδρα του στην
Κεφαλονιά και υπαγόταν στην δικαιοδοσία του επισκόπου Κορίνθου. Πρώτος Λατίνος επίσκοπος Κεφαλληνίας
ορίστηκε από τον Πάπα ο Βενέδικτος
308NadaB. Zečević: Confirmation grant toking Alfonso Vof Aragonto Leonardo III Tocco, σελ. 15

Σελίδα 78 από 89
οποίο στο μεταξύ είχαν καταλάβει οι Οθωμανοί. Τώρα ο Λεονάρδος απάντησε

Λεονάρδο Γ΄Τοκκος, ο τελευταίος Δεσπότης

Σελίδα 79 από 89
πως, αν καταληφθεί το κάστρο, θα του το επιστρέψει. Εδώ έληξε και η διαμάχη
Φοσκάρι και Τόκκων, γιατί στα 1479 οι Οθωμανοί θα διαλύσουν την κυριαρχία
των Τόκκων στην Αδριατική Ρωμανία.
Οι Οθωμανοί συνέχιζαν να πιέζουν όμως τον Λεονάρδο Γ’. Τον υποχρέωσαν
να πληρώνει, όπως και τον πατέρα του, 4.000 δουκάτα φόρο υποτέλειας και 500
δουκάτα σε κάθε νεοδιοριζόμενο πασά των Ιωαννίνων και Άρτας.309 To 1463 o
Λεονάρδος παντρεύτηκε την Milica Branković, κόρη του Σέρβου δεσπότη Λάζαρ
Μπράνκοβιτς και της Ελένης Παλαιολόγου, κόρης του Θωμά, δεσπότη του
Μωρέως. Το μυστήριο του γάμου ετελέσθη στη Ραγούζα (Dubrovnik) την 1η
Μαΐου το 1463.310 Από τη Μιλίτσα απέκτησε έναν γιο, τον Κάρολο Γ’ Τόκκο. Η
Μιλίτσα, όμως, απεβίωσε λίγο μετά τη γέννα το 1464. Βέβαια, για να είναι και
σίγουρος πως θα έχει βοήθεια, έθεσε τον εαυτό του και τους αδερφούς του υπό
την προστασία της Γαληνοτάτης.
Στα 1464, μετά την κήρυξη του πρώτου βενετοτουρκικού πολέμου, δέκα
περίπου χιλιάδες Βενετοί, Έλληνες και Ελληνοαλβανοί στρατιώτες από την
Πελοπόννησο, υπό τις διαταγές του καπετάνιου Μιχαήλ Ράλλη, μαζί με τις
οικογένειές τους, με τη συγκατάθεση του Λεονάρδου, βρήκαν καταφύγιο στη
Ζάκυνθο, όπου τους δόθηκαν κτήματα για καλλιέργεια.311 Όλοι αυτοί οι
νεοφερμένοι που τους ονόμασαν «Μοραΐτες», μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα
τα ήθη και έθιμά τους, ενισχύοντας έτσι το ντόπιο ελληνικό στοιχείο του
πληθυσμού. Έχοντας τη Βενετική υπηκοότητα, τους δόθηκε το δικαίωμα να
δημιουργήσουν δική τους κοινότητα, η οποία ήταν υπόλογη στον Βένετο
πρόξενο (Κόνσολο) και μόνο, με αποτέλεσμα να εξασθενεί σιγά-σιγά η επιρροή
των ντόπιων αρχόντων που ήταν υποτακτικοί στις διαταγές του Λεονάρδου.
Αυτή η κίνηση του Λεονάρδου, όπως θα δούμε, δε θα του βγει σε καλό.
Στα 1474 μ. Χ. ο παππούς του, παρακολουθώντας τις εξελίξεις και φοβούμενος
για τη ζωή του Λεονάρδου, του κληροδότησε κάστρο Montis Sacrii με όλη την
περιοχή του στην Καλαβρία.312 Πράγμα που θα διεκδικήσει αργότερα και θα
λάβει.313 Στα 1477 μ. Χ. παντρεύτηκε την Francesca Marzanno, με καταγωγή από
μία εκ των αρχαιότερων οικογενειών της Ιταλίας, η οποία είχε στην ιδιοκτησία
της σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Terra di Lavoro.314 Με αυτόν το
γάμο πλησίασε όμως το Βασίλειο της Νεάπολης, το οποίο ήταν εχθρός των
Βενετών και αυτό δυσαρέστησε τη Βενετία.

309 Λεωνίδας Χ. Ζώης. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ. Αθήνα 1955, σελ.107. Par. OΖώης μας μεταφέρει την
πληροφορία για 500 δουκάτα ενώ ο JohnV. A. Fineστο Thelateme dieval Balkans. A critical survey from the
late twelfth century to the Ottoman conques. 1st paperback edition, σελίδα 485, μιλά για 4000 δουκάτα.
310Λεπτομέρειες για την τελετή του γάμου του Leonardo IIIT occo με την Milica Branković υπάρχει σχετικό

άρθρο της Nada B. Zečević


311 Ντίνος Κονόμος «Ζάκυνθος πεντακόσια χρόνια», 3ος τόμος, πολιτική ιστορία, (1478 – 1800), σελίδα 8 καθώς και

Κων. Παπαρηγόπουλος «Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» εκδόσεις πελεκάνος,
σελίδα 333
312 Ελευθέριος Βέτσιος «Η δωρεά του μαρκήσιου Joannisde Ventimiglis στον Λεονάρδο Γ΄ Τόκκο, δεσπότη της

Άρτας» σελίδα 287


313 Orazio Cancila «I Ventimiglia di Geraci, 1258 – 1619», Τοmo I, σελίδα 172
314Orazio Cancila «IVentimigliadiGeraci, 1258 – 1619», Τοmo I, σελίδα 172, υποσημείωση 248 §b

Σελίδα 80 από 89
Η εκδίκηση της Γαληνοτάτης ήταν να μη συμπεριλάβει στη συνθήκη της
Κων/πολης (μετά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο) όρο που να θέτει υπό την
προστασία της τις χώρες του Λεονάρδου. Ουσιαστικά η Γαληνοτάτη έδωσε λευκό
χαρτί στους Οθωμανούς. Η αφορμή δεν άργησε να έρθει. Στα 1479 διορίστηκε
ένας εξισλαμισμένος συγγενής του Λεονάρδου, 16 χρονών, πασάς στην Άρτα. Ο
Λεονάρδος έπρεπε να στείλει τα 500 δουκάτα. Αυτός το θεώρησε προσβολή και
του έστειλε ένα καλάθι με φρούτα. Αυτός, o Οθωμανός πασάς, πάλι με τη σειρά
του, το θεώρησε προσβολή και κατηγόρησε στον σουλτάνο τον Λεονάρδο πως
στον τελευταίο Τουρκοβενετικό πόλεμο έδωσε άσυλο στο βενετικό ελαφρύ
πεζικό.
Έτσι, λοιπόν, ο σουλτάνος έδωσε διαταγή στον Γκεντίκ πασά, Σαντζάκ μπέη
της Αυλώνας, να χτυπήσει τον Λεονάρδο και να πάρει τα εδάφη του. Με το που
έμαθε ο Λεονάρδος τον ερχομό του Γκεντίκ μπέη και γνωρίζοντας πως από τη
Βενετία δε θα υπάρχει βοήθεια, αλλά και η Νάπολη δε θα μπορέσει να του στείλει,
έφυγε με όλη του την πραμάτεια στη Ζάκυνθο. Εντωμεταξύ ο τουρκικός στόλος
κατέλαβε τη Βόνιτσα, τη Λευκάδα, την Ιθάκη, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο315 και τις
λεηλάτησε.316 Φοβούμενος προδοσία των στρατιωτών και μαθαίνοντας πως τα
πλοίο με την περιουσία του έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, αφού πούλησε ό,τι
μπορούσε να πουλήσει σε Βενετούς, εισέπραξε κάπου 70.000 δουκάτα και έφυγε
με την οικογένειά του και τα αδέρφια του με βενετικό πλοίο για τον Τάραντα της
Ιταλίας, όπου συνέχισε το ταξίδι του για Νεάπολη.
Στον Λεονάρδο και την οικογένειά του έγινε εγκάρδια υποδοχή από τον
Φερδινάρδο Α’ βασιλιά της Νεάπολης, ο οποίος του εξασφάλισε και ετήσια
σύνταξη 500 φιορίνια, καθώς και εδάφη στα χωριά Καλημέρα και Μπριάτικο στην
Καλαβρία. Στα 1480 μ. Χ. θα επισκεφθεί τον πάπα, προκειμένου να του ζητήσει
ετήσια σύνταξη. Ο πάπας θα του δώσει 1.000 φιορίνια και θα του υποσχεθεί μια
σύνταξη των 2.000 χρυσών φιορίνιων. Εν συνεχεία έγινε κύριος του San Mauro
και από το 1480 βαρόνος του Montesarchio.317
Επανήλθε βέβαια στη Νεάπολη, όπου άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την
ανακατάληψη των χαμένων εδαφών του στην Παλατινή Κομητεία. Στα 1481 μ. Χ.
αυτός και τ’ αδέρφια του σχεδίασαν να χτυπήσουν την Παλατινή Κομητεία. Έτσι,
με επικεφαλής τον Αντώνιο, Ναπολτάνικο στόλο με Καταλανούς, κατέλαβαν την
Κεφαλονιά. Όμως η Βενετία που δεν μπορούσε να έχει στα πόδια της το βασίλειο
της Νεάπολης, έδωσε διαταγή στον διοικητή της Μεθώνης να χτυπήσει τον
Αντώνιο στην Κεφαλονιά. Κάτι που έγινε. Οι Βενετσιάνοι εξαγόρασαν κάποιους
στρατιώτες και δολοφόνησαν τον Αντώνιο.318
Εδώ σταμάτησαν και οι προσπάθειες του Λεονάρδου να επανακτήσει τα
πατρικά εδάφη. Λίγο αργότερα ο βασιλιάς της Νεάπολης τον έστειλε πρέσβη στην
Ισπανία και το 1495 έλαβε από τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας και την κυριότητα της
πόλης Μονόπολη στην Απουλία της Ιταλίας. H προσφώνησή του στην Ιταλία
315 Λεωνίδας Χ. Ζώης «Ιστορία της Ζακύνθου». Αθήνα 1955, Σελ. 108-109
316William Miller «Ιστορία της Φραγκοκρατίας σε μετάφραση Σπ. Λάμπρου». Τόμος Β΄, σελ.222
317
Ο Orazio Cancila αναφέρει τους τίτλους αυτούς στα συγκεκριμένα φέουδα στους αδερφούς του
318John Van Antwerp Fine, S. 487

Σελίδα 81 από 89
ήταν: Despota di Romania (=dei Romani) dal 1448 al 1479, Conte Palatino di
Cefalonia und di Zante, Duca di Leucade, Signore di Angelocastron, di
Vonizza, di Varnazza, di Calimera e di Briatico, Conte di Monopoli (1. April
1495), Signore di San Mauro, Barone di Montesarchio (1480).
Απεβίωσε μάλλον το 1499 μ.Χ. Με την Milicia Branković απέκτησε ένα γιο,
τον Κάρολο Γ΄ Τόκκο, ο οποίος έγινε διοικητής του Κολεγίου των Καρδιναλίων
στη Ρώμη και αργότερα υπηρέτησε στο στρατό του Μαξιμιλιανού Α’ των
Αψβούργων. Ήταν τιτουλάριος δεσπότης της Ηπείρου (Άρτας) και της Ζακύνθου.
Από το γάμο του με τη Francesca Marzano d’Aragona απέκτησε 4 παιδιά. Τη
Ramondina (Remusia), η οποία παντρεύτηκε στη Νεάπολη, τον Antonio
Maria Pico, κύριο του Mirandola, την Eleonora ή Nonne, τον Pietro di Tocco
και την Ippolita Tocco. Πέραν αυτών είχε και ένα εξώγαμο γιο, τον Ferrante
Tocco, ο οποίος έκανε καριέρα υπό τις διαταγές του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού
Α’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έγινε κύριος της περιοχής Refrancore
στο Πιεμόντο της Ιταλίας, ναύαρχος του ισπανικού στόλου και διπλωμάτης στην
Αγγλική αυλή.

Το οικόσημο του Λεονάδου Γ΄ Τόκκου

Σελίδα 82 από 89
Βιβλιογραφία

1. WilliamMiller. Ιστορία της Φραγκοκρατίας. Μετάφραση Σπύρος Π.


Λάμπρου, Τόμος Α’ σελ. 356-359.
2. Λεωνίδα Ζώη, Ιστορία της Ζακύνθου Αθήνα 1955
3. Johann Hübner: Genealogische Tabellen: Nebst denen darzu
gehörigen Genealogischen Fragen, Zur Erläuterung der politischen
Historie, Vierter Theil. Leipzig 1733,
4. Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα, Τόμος 16
5. John V. A. Fine: The late medieval Balkans. A critical survey from
the late twelfth century to the Ottoman conques. 1st paperback
edition. University of Michigan Press, Ann Arbor MI 1994, ISBN 0-
472-08260-4.
6. Johann S. Ersch, Johann G. Gruber (Hrsg.): Allgemeine Encyclopädie
der Wissenschaften und Künste. Section 1: A – G. Theil
85: Griechenland. B: Griechenland im Mittelalter und in der Neuzeit
7. Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of
Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press.
8. Miller, William (1908). The Latins in the Levant, a History of
Frankish Greece (1204–1566). New York: E.P. Dutton and Company.
9. Nicol, Donald MacGillivray (2010). The Despotate of Epiros 1267–
1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages.
Cambridge: Cambridge University Press
10. Ιωάννης Κατακουζηνός: Ιστορία
11. Σεραφείμ Ξενόπουλος του Βυζαντίου: Ιστορικόν Δοκίμιον περί Άρτης
και Πρεβέζης, 1884
12. Αραβαντινός, Χρονογραφία Ηπείρου, 1854
13. Madgearu, Alexandru; Gordon, Martin (2008). The Wars of the
Balkan Peninsula: Their Medieval Origins. Scarecrow Press. ISBN
978-0-8108-5846-6.
14. Δημήτρης Μαυρίδης, Συνοπτική Αλβανική ιστορία 11ος-14ος αιώνας,
Academia.edu, 2015
15. Hammond, Nicholas (1976). Migrations and invasions in Greece
and adjacent areas.
16. Σαράντος Ι. Καργάκος: ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ,
Μελέτες, Εκδόσεις Σιδέρης, Β’ έκδοση, Φεβρουάριος 2000
17. Oliver Jens Schmitt, Das venezianische Albanien (1392-1479)
Oldenbourg, 2001 - 701 Seiten
18. Ευγενία Δρακοπούλου: Η σερβική παρουσία στην Καστοριά τις
παραμονές της τουρκικής κατάκτησης
19. Στέφανος Θωμόπουλος, 1888, «Ιστορία της πόλεως Πατρών από
αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1821», Εν Αθήναις: Εκ της βασιλικής
τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση
Σελίδα 83 από 89
20. Βαρβάρα Παπαδοπούλου «Επιτύμβια Παράσταση στο ναό της Παναγίας
Παρηγορήτισσας στην Άρτα», Δελτίον της Χριστιανικής και
αρχαιολογικής Εταιρείας, 2004, τόμος ΚΕ
21. Ευστρατία Συγκέλλου «Εναλλακτικές μορφές πολιορκητικού πολέμου
κατά τον όψιμο Μεσαίωνα: η «κλεψία» Βυζαντιακά, τ. 30ος, 2012-2013
22. Ευστρατία Συγκέλλου «Ο ορεινός πόλεμος», Τζουμερκιώτικα Χρονικά,
έτος 12ο, Ιούνιος 2011
23. Ν. Ε. Καραπιδάκης «Βυζαντινές πόλεις – Οι πόλεις των αρχόντων. Η
δυναμική και τα όρια ενός τύπου αστικής ανάπτυξης. Ηπειρος –
Αιτωλοακαρνανία – Μοριάς 13ος – 16ος Αιώνας. Εκδόσεις φιλοσοφικής
σχολής πανεπιστημίου Κρήτης, Ιούνιος 2012
24. Ευστρατία Συγκέλλου «Βομπλιανά: Συμβολή στην ιστορία και την
τοπογραφία της περιοχής της Άρτας, Ιστορικογεωγραφικά 10 (2004):
Ιστοριογεγωγραφικά, τ.10, Γιάννινα – Θεσσαλονίκη, 2004
25. Ευστρατία Συγκέλλου «Η βυζαντινή Άρτα και η περιοχή της – Η
κατάληψη της Άρτας από τον Κάρολο Α΄ Τόκκο (1416): Προβλήματα
τοπογραφικά και ιστορικά» Σκουφάς, 2002
26. Γεώργιος Αλαφογιάννης «ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ ΣΤΟ Η’ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΩΝ ἈΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΛΑΟΝΙΚΟΥ
ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ», Αθήνα 2020, Μεταπτυχιακή διπλωματική
εργασία
27. Άννα Γουδή «Τα χρονικά των Τόκκων και των Ιωαννίνων –
Ομοιότητες και διαφορές», Μεταπτυχιακή εργασία, 2013
28. Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής «Τι είναι, τέλος πάντων, το Άρβανο και τα
άρβανα;» Μελέτη, Academia.edu
29. Φώτης Βράκας «Μπογκόης, ένας τυχιώκτης τύραννος στην Άρτα από
το 1400 ως το 1401», Άρθρο, Academia.edu, 2018
30. GiuseppeSchiro: Το χρονικό των Τόκκων, Ε.Η.Μ., 1965
31. Ιωάννης Λαμπρίδης «Ζαγορικά», Αθήνα 1870
32. Ο Δημήτρης Αγορίτσας στη μελέτη του «Maria Angelina Doukaina
Palaiologina and her Dispictions in the Post Byzantinic mural
paintings», ЗБОРНИ КРАДО ВАВИЗАНТОЛОШКОГИНСТИТУТА
Βελιγράδι 2014
33. Σπύρος Ασωνίτης: Το νότιο Ιόνιο κατά τον όψιμο μεσαίωνα: κομητεία
Κεφαλληνίας, Δουκάτο Λευκάδας, Αιτωλοακαρνανία, Αθήνα 2005
34. Johann Samuel Ersch, Johann Gottfried Gruber: Allgemeine
Encyklopädie der Wissenschaften und Künste. Hermann Brockhaus,
Leipzig, 1868,
35. Thekla Sansaridou – Hendrickx «The world view of the anonymous
author of the Greek Chronicle oft he Tocco», Johanesburg 2000
36. Davide Shamà«Ιdi Tocco , Principi di Montemileto e duchi de
Leucade, Studio storico-genealogico»

Σελίδα 84 από 89
37. Kenneth M. Setton «A History of the Crusades:Τhe Catalans and the
Florentians in Greece 1318-1380» τ.4ος, Wisconsin 1969.
38. CharalamboςGasparis « Il patto di Carlo I. Tocco con il comune di
Genova 1389-1390. Una Conseguenza delle incursioni Albanesi?»,
Μελέτη.
39. Σανσαρίδου-Hendrickx, Θέκλα: Το Χρονικό των Τόκκων, Ηρόδοτος,
Πάτρα 2009
40. Χρυσοβαλάντω Κουτσοτόλη: Θωμόκαστρο ή κάστρο της Ρινιάσας(τέλη
13ο υ -μέσα 15ο υ αιώνα)
41. Steven Runciman: The Lost Capital of Byzantium. The History of
Mistra and the Peloponnese, Harvard University Press, 1980
42. Walter Haberstumpf: I Tocco, duchi di Leucade, e il Principato
d'Acaia (secoli XIV-XVI)
43. Sebastian Kolditz: Des letzten Kaisers erste Frau: Konstantin
Palaiologos und die Tocco, Jahrbuch der Österreichischen
Byzantinistik, 2009
44. Savvas Kyriakidis: Warfare in Late Byzantium, 1204–1453, Brill,
Leiden 2011
45. Μιχαήλ Κορδώσης «Η Μεσαιωνική Άρτα. Τοπογραφία, Κοινωνία»,
Σκουφάς, τεύχος 102, τόμος ΙΔ, Άρτα 2011
46. Σανσαρίδου-Hendrickx, Θέκλα: FrancescadegliAcciaiuoli – Tocco:
Μια απελευθερωμένη γυναίκα, Johannesburg 2011
47. Τσιόπας Ζήσης: Η Βυζαντινή Πελοπόννησος υπό τους Παλαιολόγους.
Η πολική ιστορία του Δεσποτάτου του Μορέως την περίοδο 1382-1448,
μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2008
48. Χρύσα Μαλτέζου «Προσωπογραφικὰ βυζαντινῆς Πελοποννήσου καί
ξενοκρατούμενου ἑλληνικοῦ χώρου (μὲ ἀφορμὴ τὸν φάκελο Foscari τῆς
Βενετίας) Σύμμεικτα, τόμος 5ος, Αθήνα 1983, Κέντρο Βυζαντινών
Ερευνών
49. Ηλίας Κολοβός – Μαρίνος Σαρηγιάννης «Οθωμανικές πηγές για τη
νεώτερη ιστορία της Λευκάδας», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης,
2013
50. Β. Κατσαρός «Συμβολή στην ιστορία και μνημειακή τοπογραφία του
χωριού Κατοχή Ακαρνανίας»
51. Brendan Oswald «Das Wappen des Tocco vonKefalonia in der
inneren Zitadelleder Festung von Arta» Journals, Hellenic
Correspondence Bulletin, 2018
52. Eυστρατία Συγκέλλου «Αιτωλοακαρνανία – Γεωγραφία και πόλεμος
στον Μεσαίωνα», Πρακτικά. Β’ διεθνές ιστορικό και αρχαιολογικό
συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας 29-31.03.2003
53. Nada Zecevic «The Italian Kin oft he Tocco Despot: Notes about the
Relatives of Carlo I Tocco» Recueil des travaux de l’Institut d’etudes
byzantines,, 2001/2002

Σελίδα 85 από 89
54. Β. Κατσαρός «Συμβολή στην ιστορία και μνημειακή τοπογραφία του
χωριού Κατοχή Ακαρνανίας»
55. Μελπομένη Κατσαροπούλου: «Ένα πρόβλημα της ελληνικής
μεσαιωνικής ιστορίας. Η Σερβική επέκταση στη δυτική και κεντρική
Ελλάδα στα μέσα του 14ου αιώνα.», διδακτορική, 1989, Α.Π.Θ.
56. Emrah Safa Gürkan «Die Osmanen und ihre christlichen
Verbündeten», Europäische Geschichte Onlöine
57. Σπύρος Ασωνίτης & Ευστρατία Συγκέλλου «Αμβρακικός κόλπος κατά
τον όψιμο Μεσαίωνα: Χώρος – Οικονομία»
58. Λέοντος Ι. Μελά «Σελίδες της Ηπείρου», Αθήνα, 1963
59. Elisabeth Zachariadou: Les Tocco - SEIGNEURS, VASSAUX,
OTAGES, RENEGATS, Gamer I, 2012
60. Ευρυδίκη Λιβαδά Ντούκα «Το κάστρο τ’ Αη Γιώργη», Εκδ. Πολιτιστική
επετηρίς ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 2001
61. Ερμαννός Λούντζης «Η Ενετοκρατία στα Επτάνησα», εκδ. Κάλβος 1969
62. Π. Χιώτη «Ιστορικά απομνημονεύματα», Κέρκυρα 1858, Τόμος 2ος
63. Π. Χιώτη «Ιστορικά απομνημονεύματα», Κέρκυρα 1863, Τόμος 3ος
64. Karl Hopf, Griechenland im Mittelalter und in der Neuzeit,
Griechische Geschichte, Periode 1204-1566, Allgemeine Enzyklopädie
der Wissenschenschaften und Künste, Brockhaus, Leipzig, 1867
65. Gustav Friedrich Hertzberg «Geschichte Griechenlands seit dem
Absterben des Antiken Lebens bi zur Gegenwart» zweites Buch,
Gotha, 1877
66. Σεραφείμ Ξενόπουλος του Βυζαντίου: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης
και Πρεβέζης», Αθήνα, τυπογραφείον ΚΑΛΛΟΥΣ, 1884, επανέκδοση
Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου Άρτας «Σκουφάς», Άρτα 1986
67. Peter Soustal «Arta und Ragusa- Zu den Handelsbeziehungen
zwischen Ragusa und Epirus»
68. Barisa Krekić «Dubrovnik (Raguse) et le Levant au Moyen Age»,
Paris, 1961
69. Γιάννης Μηλιός και Δημήτρης Ξιφαράς «Η διαμόρφωση της «βλάχικης»
αστικής τάξης και η ενσωμάτωσή της στον ελληνικό αστισμό», Άρθρο
περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 54, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1996
70. Ελευθέριος Βέτσιος «Η δωρεά του JohannisdeVentimiglis στον
Λεονάρδο Γ’ Τόκκο, δεσπότη της Άρτας το 1474» ΚΣΤ΄
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, που διοργανώθηκε από την
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ στη Θεσσαλονίκη στις 27, 28 και
29 Μαΐου 2005, “Byzantiaka“
71. BrendanOsswald «L’ expansion territoriale ottomaneen Épire et
danslesîles Ioniennes (XIVe-XVesiècles), Ηπειρωτικά Χρονικά, 40
(2006)
72. Βασιλική Ψημούλη, Σούλι και Σουλιώτες, διδακτορική διατριβή, 1996

Σελίδα 86 από 89
73. Φάνης Γ. Δασούλας «Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων»,
Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
74. Nada B. Zečević «Confirmation grant to king Alfonso V of Aragon
to Leonardo III Tocco (July 16 1452)», Pale, 2012
75. Νίκος Σβορώνος, «Οι εθνολογικές εξελίξεις του ελληνικού λαού»,
Άρθρο, ερανιστής, 2017
76. Ντίνος Κονόμος «Ζάκυνθος πεντακόσια χρόνια», 3ος τόμος, πολιτική
ιστορία (1478 – 1800), Αθήνα, 1983
77. Κων. Παπαρηγόπουλος «Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του
Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις πελεκάνος, Αυθεντική ανατύπωση 2006
από το πρωτότυπο. Α΄ Εκδοση: 1899, Αθήνα
78. Orazio Cancila «IV entimiglia di Geraci, 1258 – 1619», ΤοmoI,
Quaderni – Mediterranea - ricerchestoriche, ISSN 1828-1818,
Collanadiretta da Rossella Cancila, 2016 © Associazione no profit
“Mediterranea” – Palermo, ISBN 978-88-99487-21-8 (astampa) ISBN
978-88-99487-25-6 (online)
79. Peter Bartl, Thopia, Karl, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte
Südosteuropas. Bd. 4. Hgg. Mathias Bernath / Karl Nehring. München
1981
80. Ateneo Veneto: revista di scienze, lettere ed arti. A. Pellizzato,
Venedig 1908
81. Miranda Vickers: Shqiptarët - Një histori moderne. Bota Shqiptare,
2008, ISBN 978-99956-11-68-2, Mbërritja e osmanëve, S. 18 (englisch:
The Albanians - A Modern History. (Transation Xhevdet Shehu).
82. Johann Georg von Hahn: Reise durch die Gebiete des Drin un
Wardar. Kaiserlich königlichen Hof- und Staatsdruckerei, Wien 1867
83. Arturo Galanti: L Albania: notizie geografiche, ethnografiche e
storiche, Societa editrice Dante Alighieri, 1901 - 261 σελίδες
84. Theodor Ippen «Denkmäler verschiedener Altersstufen in Albanien»,
1907
85. Eυστρατία Συγκέλλου «Ο πόλεμος στον δυτικό ελλαδικό χώρο κατά
τον όψιμο μεσαίωνα», διδακτορική διατριβή, 2006, Ιωάννινα
86. Βασίλειος Απ. Δήμου «Η πολιτική θεωρία του Δημήτρη Χωματινού»,
Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα, 1995
87. Ελληνομνήμων, Σύμμικτα Ελληνικά «Περί τινων πονηματίων και
υπομνημάτων αναφερομένων εις την ιστορίαν της Ηπείρου, Αιτωλίας,
Ακαρνανίας και των παρακειμένων νήσων», 1845
88. Acta et Diplomata, Miklosisch & Müller, τόμος Γ ,Βιέννη 1865
89. Σπύρος Ασωνίτης «Σχέσεις της Βενετικής διοίκησης της Κέρκυρας με
τους Ηγεμόνες του Ιονίου 1386 – 1460»
90. Άννα Μουρκογιάννη «Επισκοπές Αετού και Αχελώου. Συμβολή στην
Εκκλησιαστική Ιστορία και γεωγραφία της Δυτικής Στερεάς»,
Διπλωματική εργασία, Α.Π.Θ., Θεολογική σχολή, 2017
Σελίδα 87 από 89
91. Βασίλης Κατσαρός «Η ιστορία για τα μνημεία και τα κείμενα για την
μεσαιωνική Αιτωλοακαρνανία στον ευρύτερο χώρο της ενιαίας
μεσαιωνικής Ηπείρου. Η ανάγκη για ένα corpus των πηγών και ενός
σύγχρωνου επιστημονικού λεξικού ιστορικής και μνειμιακής
χωρογραφίας», Νεάπολη, 1996
92. Martha Ross (1978). Rulers and Governments of the World: Earliest
Times to 1491. Bowker. ISBN 978-0-85935-021-1.
93. Ελένη Ευαγγέλου «Γυναίκες και εικόνες: Η περίπτωση της Μαρίας
Αγγελίνας Δούκαινας Παλαιολογίνας, βασίλισσας των Ιωαννίνων» (περ.
1349/50-1394), διπλβματική εργασία, ακαδημαϊκό έτος 2015-2016

Χάρτης του Buendelmonti 13ος αιώνας με Ηπειρωτικά φρούρια απέναντι από


την Κέρκυρα. Biblioteca Apostolica Vaticana, Chig. F.V. 110, fol. 2v
Σελίδα 88 από 89
Copyright © Φώτης Βράκας
Η εργασία είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση
επι χρημάτων και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε
τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση σε άλλη
διασκευή σύμφωνα με τον Ν. 2387/1920 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν.
2121/1993 και ισχύει σήμερα) και κατά τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης (η οποία
έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975), χωρίς τη γραπτή άδεια του συγγραφέα.
Οι φωτογραφίες, πίνακες, σχέδια των δημιουργών δεν μου ανήκουν και
δημοσιεύονται αποκλειστικά για την συγκεκριμένη εργασία «Οι ξένοι ηγεμόνες
στην Άρτα και το Ηπειρωτικό Δεσποτάτο 1318 – 1449 μ.Χ.» και προσατεύονται
σύμφωνα με τον νόμο περι Πνευματικής Ιδιοκτησίας,Ν.2121&1993, ως ούτος έχει
τροποποιηθεί.

Μέρος από χειρόγραφο με την υπογραφή της Francesca Acciaiuoli, σύζυγο του
Καρόλου Α΄Τόκκου

Μόναχο 15.11.2020

Σελίδα 89 από 89

You might also like