Professional Documents
Culture Documents
Άγγελος Μανσόλας
Η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944, με πρωθυπουργό τον Γ.
Παπανδρέου, περιείχε 6 υπουργούς του ΚΚΕ/ΕΑΜ. Ενώ το ΕΑΜ είχε υπογράψει συμφωνία για
την παύση των εχθροπραξιών και την παύση της προέλασής του προς την Αττική, οι άνδρες του
ΕΛΑΣ συνέχιζαν να προκαλούν, συγκεντρώνοντας δυνάμεις γύρω από την Αττική και να
διενεργούν επιθέσεις και δολοφονίες κυβερνητικών τμημάτων ή στελεχών. Τότε συνέβησαν και τα
μεγάλα εγκλήματα κατά αθώων πολιτών στην Καλαμάτα, τον Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους. Σε
δεύτερη συμφωνία που υπεγράφη στις 26 Σεπτεμβρίου στην Καζέρτα της Ιταλίας, οι
κομμουνιστικές οργανώσεις ανέλαβαν τη δέσμευση να μην επιχειρήσουν οποιαδήποτε ενέργεια
προς κατάληψη της νόμιμης εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα προέβαλαν την απαίτηση να διαλυθούν τα
Ταγματα Ασφαλείας, τα οποία χαρακτήριζαν ως “Όργανο του Εχθρού”. Εδώ τίθεται το ερώτημα:
ακόμη και αν ήταν “Όργανα του Εχθρού”, με ποιόν εχθρό θα συνεργάζονταν στην απελευθερωμένη
Ελλάδα, αφού ο εχθρός είχε αποχωρήσει! Σήμερα, είναι πλέον γνωστό και αποδείξιμο με σωρεία
αδιαμφισβήτητων στοιχείων, ότι αυτοί που κατηγορούσαν όλους τους άλλους σαν δωσίλογους,
στην πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι δωσίλογοι, οι οποίοι είχαν βάλει τις υπογραφές τους σε επίσημα
έγγραφα της Γερμανικής και Βουλγαρικής Δκσης, με τα οποία εξασφάλιζαν την συνεργασία τους.
Παρόλα αυτά, η επιθυμία του ΚΚΕ αποτελούσε διαταγή για τον Γ. Παπανδρέου. Παρά τα
συμπεφωνημένα, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να δολοφονεί πολίτες και να καταλαμβάνει
στρατηγικής σημασίας συνοικίες και εγκαταστάσεις στην Αττική. Παρά την παραβίαση όλων των
συμφωνιών, η κυβέρνηση Παπανδρέου όχι μόνο δεν ελάμβανε κανένα μέτρο εναντίον των
Κομμουνιστών, αλλά αντιθέτως εξακολουθούσε να υποκύπτει στις παράλογες απαιτήσεις τους,
όπως πχ την διάλυση της Χωροφυλακής, προκειμένου αυτή να εκκαθαριστεί από “συνεργάτες των
Γερμανών” οι οποίοι δεν υπήρχαν πουθενά σε ακτίνα χιλιάδων χιλιομέτρων, καθώς και την
αντικατάσταση προσώπων στο Υπ. Στρατιωτικών και τα Ταγμ Εθνοφυλακής με άτομα της
εμπιστοσύνης του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Τέλος ,απαίτησαν το ποσοστό των ανδρών του ΕΛΑΣ στον υπό
συγκρότηση νέο Εθνικό Στρατό, να είναι τουλάχιστον 50%. Όλα αυτές οι προκλητικές απαιτήσεις
έγιναν και πάλι δεκτές, και το μόνο που απέμενε ανέγγιχτο και υπεράνω συμφωνιών και διαταγών,
ήταν το ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ και η τρομοκρατία που σκορπούσαν. Η επόμενη απαίτηση του ΚΚΕ ήταν
η διάλυση της εμπειροπόλεμης 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας“Ρίμινι” της οποίας την άφιξη στην Ελλάδα
είχαν πράξει παν δυνατόν για να αποτρέψουν, ευτυχώς ανεπιτυχώς. Σε αυτό βέβαια, ο Παπανδρέου
δεν είχε άλλη επιλογή παρά να το απορρίψει, αφού αν το αίτημα γινόταν δεκτό, όχι μόνο θα
εξευτέλιζε τον εαυτό του ως πρωθυπουργό, αλλά θα έθετε και σε άμεσο κίνδυνο την ίδια τη νόμιμη
κυβέρνηση. Επίσης, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία από τις 10 Δεκεμβρίου 1944 θα ξεκινούσε η
διάλυση όλων των αντάρτικων οργανώσεων, οι οποίες όμως ζούσαν και βασιλεύαν και την Αθήνα
κυριεύαν!
Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, στις 29 Νοεμβρίου, ο ΕΛΑΣ έλαβε διαταγή να απειθαρχήσει στις
κυβερνητικές διαταγές, να αρνηθεί την παράδοση των όπλων και να μετακινηθεί προς την Αθήνα.
Στις 3 Δεκεμβρίου έλαβε χώρα το περίφημο συλλαλητήριο του ΕΛΑΣ στην Πλ Συντάγματος,
απειθαρχώντας και πάλι στην απαγόρευση που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα ανήκουν
στην Ιστορία και από την επόμενη ημέρα, 4 Δεκ, άρχισαν οι εχθροπραξίες.
Μιλώντας για την Αθ του Δεκεμβρίου 1944 εννοούμε μία κομμουνιστοκρατούμενη πόλη, με ένα
πληθυσμό τρομοκρατημένο, χωρίς φως, νερό και ψωμί. Τους δρόμους κατέκλυζαν οι φάλαγγες
ένοπλων Κομμουνιστοσυμμοριτών που επιδίδονταν σε εκτεταμένες έρευνες κατοικιών, σφαγές,
τυφεκισμούς, συλλήψεις και λεηλασίες καταστημάτων. Ο ίδιος ο ΓΓ ΚΚΕ, Γιάννης Ιωαννίδης,
ομολογεί εξάλλου στο βιβλίο του: “Το ΚΚΕ με την ΟΠΛΑ είχαν προγραμματίσει να εξουδετερώσουν
5-6.000 ανθρώπους σε Αθήνα και Πειραιά, και άλλους τόσους σε Θεσ/νικη και άλλες πόλεις. Κάναμε
επανάσταση. Η επανάσταση δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όλα τα άλλα είναι χαμένα λόγια. Όταν κάνεις
εμφύλιο πόλεμο δεν τον κάνεις με συναισθηματισμό. Κάνεις πόλεμο, θα εξουδετερώσεις τον εχθρό με
κάθε μέσο. Πιό σκληρός πόλεμος από τον εμφύλιο δεν υπάρχει. Έτσι;”
Μέσα σε όλο αυτό το εχθρικό περιβάλλον υπήρχαν μόνο κάποιες διάσπαρτες και μεμονωμένες
νησίδες αντίστασης, οι οποίες αποτελούντο κυρίως από τα κατά τόπους τμήματα Αστυνομίας και
Χωροφυλακής, συν τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) και το Σύνταγμα Χωροφυλακής
Μακρυγιάννη, τα οποία αποτελούσαν και τους πρώτους, άμεσους στόχους του ΕΛΑΣ. Η συνολική
δύναμη των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν περίπου 14.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και των
βρετανικών μονάδων. Η συνολική δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν πάνω από 20.000 άνδρες.
Η ΣΣΕ αποτελούσε ένα συγκρότημα κτιρίων, περικεκλεισμένων από έναν παραλληλόγραμμο
μαντρότοιχο, του οποίου οι 2 μεγαλύτερες πλευρές ήταν προσανατολισμένες κατά τη διεύθυνση Β-
Ν. Και οι δύο μικρές κατά τη διεύθυνση Α-Δ. Όλη η μάχη θα διεξαγόταν σε αστικό περιβάλλον, ένα
από τα δυσκολότερα του πολέμου, ενώ όλα τα μειονεκτήματα βρίσκονταν στην πλευρά των
Ευέλπιδων.
Βορράς: Ο βόρειος ήταν ο επικινδυνότερος τομέας. Έξω από τον βορεινό μαντρότοιχο και σε
απόσταση 5-6 μ υπήρχαν προσφυγικές κατοικίες – παράγκες μικρές, χαμηλές, κτισμένες
παράλληλα η μία στην άλλη, με πολύ αδύνατα τοιχώματα, τα οποία απέκρυπταν εντελώς το πεδίο
βολής των αμυνομένων, αλλά και τις εχθρικές κινήσεις σε εκείνο τον τομέα. Οι Ελασίτες
μπορούσαν εύκολα να τα πλησιάσουν αθέατοι και απρόσβλητοι από πυρά, να τα καταλάβουν
αθόρυβα. Τα ψηλότερα παράθυρα της πρώτης σειράς των κατοικιών χάριζαν ευρύ πεδίο πυρός
εντός της σχολής, κατοπτεύοντας όλο το προαύλιο. Από εκεί μπορούσαν να θερίζουν τον χώρο με
καλυπτικά πυρά, τη στιγμή που άλλοι μπορούσαν να εξαπολύσουν εφόδους.
Νότος και Ανατολή: Από αυτά τα σημεία η Σχολή περιβαλλόταν από δασώδεις περιοχές, οι
οποίες περιόριζαν υπερβολικά το πεδίο βολής, αφού τα δένδρα έφθαναν κυριολεκτικά μέχρι τον
μαντρότοιχο, επιτρέποντας έτσι στους αντιπάλους να τον πλησιάσουν αθέατοι. Επίσης στη Ν
πλευρά, αλλά λίγο μακρύτερα, δέσποζαν δύο λόφοι – ο λόφος Φινόπουλου πλησίον της Σχολής και
ο λόφος Στρέφη. Αμφότεροι αυτοί παρείχαν απεριόριστη θέα επί των κτηρίων. Από εκείνες τις
θέσεις οι αντάρτες μπορούσαν να βάλλουν με πολυβόλα, όλμους ή πυροβόλα.
Δυτικά, η Σχολή συνόρευε και πάλι με το δασύλιο του πεδίου του Άρεως, με τη μόνη διαφορά
ότι σε εκείνον τουλάχιστον τον τομέα μεσολαβούσε ένα μικρό ξέφωτο μεταξύ του δασυλίου και
του μαντρότοιχου, καθιστώντας τον τόν ασφαλέστερο τομέα του πεδίου της μάχης.
Η δύναμη της ΣΣΕ αποτελείτο από 350 άνδρες - 300 ευέλπιδες & 50 αξκούς – οι περισσότεροι
των οποίων ήταν παλαίμαχοι της Μάχης της Κρήτης, υπό την ηγεσία του Διοικητού της Σχολής,
Συντχου Δημ. Σαρακατσάνη. Η δύναμη αυτή χωρίστηκε σε 3 λόχους : Ο 1ος θα ανελάμβανε την
άμυνα του ΒΑ και επικινδυνότερου τομέα. Ο 2ος τον ΝΔ, και 3ος θα βρισκόταν σε εφεδρεία στο
εσωτερικό του κτηρίου. Στην άμυνα θα συνέβαλλαν επίσης ένα βρετανικό απόσπασμα 100 ανδρών,
υποστηριζόμενο από 4 άρματα Sherman και 2-3 τεθωρακισμένα οχήματα.
Όσο αφορά τον οπλισμό η Σχολή διέθετε: 16 οπλοπολυβόλα, 4 πολυβόλα, 4 αντιαρματικά
πυροβόλα των 37 mm και 6 μικρούς όλμους. Τα ατομικά όπλα ήσαν ιταλικές αραβίδες, μερικά
περίστροφα και χειροβομβίδες. Επιπλέον, δύο πολυβόλα στα κτίρια που βρίσκονταν ανάμεσα στα
Μελετητήρια και στο Εστιατόριο. Μόνα αμυντικά μέσα ήταν τα 4 διώροφα πολυβολεία στις
αντίστοιχες γωνίες του μαντρότοιχου, συν ένα ακόμα στο εσωτερικό της Σχολής στην οροφή ενός
κτιρίου. Τα πολυβολεία αυτά ήταν εξοπλισμένα με οπλοπολυβόλα ιταλικού τύπου Breda/Beretta.
Κατά μήκος του μαντρότοιχου είχαν ανοιχτεί τουφεκίστρες οι οποίες επέτρεπαν την προσβολή του
εχθρού, αν και με σημαντικά περιορισμένο πεδίου πυρός, λόγω της μορφολογίας του πεδίου.
Όσο αφορά τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, την επίθεση θα ανελάμβανε το Ι Σώμα Στρατού (Ι ΣΣ),
υπό την διοίκηση του Σπύρου Κωτσάκη ή Καπετάν-Νέστορα. Η δύναμή του διέθετε περί τους 5-
6.000 άνδρες, με 3.000 τουφέκια, 300 αυτόματα, 500 πιστόλια, 10 οπλοπολυβόλα, 10 όλμους,
χειροβομβίδες, και ελάχιστα εκρηκτικά. Δύο αντιαρματικά πυροβόλα των 37 mm. και 2 των 75
mm. Όσον αφορά τη μαχητική ικανότητα των ανδρών του ΕΛΑΣ, είναι γνωστό ότι αυτή ήταν
χαμηλή, αφού λειτουργούσαν κυρίως ως άτακτος στρατός, ενώ σημαντικό ποσοστό των ανδρών
του αποτελείτο από βιαίως στρατολογημένους πολίτες, οι οποίοι πολεμούσαν υπό την απειλή του
περιστρόφου. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολεμούσε και ένα μικρό ποσοστό Ιταλών και Γερμανών
αιχμαλώτων, οι οποίοι αφού φυσικά δήλωσαν...”αντιφασίστες”, τους δόθηκε η “ελεύθερη επιλογή”
μεταξύ θανάτου ή στρατολόγησης με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της πολιορκίας, μεταξύ 4-6 Δεκ, οι Ευέλπιδες παρακολουθούσαν
τα Ελασίτικα στρατεύματα να συγκεντρώνονται γύρω από τη Σχολή και να προετοιμάζουν τις
θέσεις πυρός τους στα Τουρκοβούνια και τους γύρω λόφους, ανήμποροι όμως, να πράξουν
οτιδήποτε, επειδή είχε δοθεί διαταγή να μην ανοίξουν πυρ, αφού αυτό θα αποτελούσε...πρόκληση,
εάν προηγουμένως δεν είχαν δεχθεί οι ίδιοι πυρά!
Μετά την εκδήλωση του κομμουνιστικού κινήματος στις 3 Δεκ 1944, στη Σχολή είχε διαταχθεί
επιφυλακή και αυξημένα μέτρα φύλαξης, ενώ αναγνωριστικοί περίπολοι επιτηρούσαν την
περίμετρο. Σε τουλάχιστον δύο από αυτές τις περιπτώσεις οι περίπολοι είχαν δεχθεί Ελασίτικα
πυρά, χωρίς όμως να προκαλέσουν απώλειες.
Υπό την ηγεσία του Τγχη του ΕΛΑΣ, Μαυροθαλασσίτη, η επίθεση άρχισε στις 10.00 της 6ης
Δεκ με καταιγιστικά πυρά προερχόμενα κυρίως από την πλευρά των Τουρκοβουνίων, θέση από την
οποία τα ελασίτικα στρατεύματα κατόπτευαν ολόκληρη την περιοχή Κυψέλης και Γαλατσίου. Στη
Σχολή σήμανε συναγερμός και όλοι έσπευσαν να επανδρώσουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους.
Στην οροφή των κτιρίων είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα και Αντιαεροπορικά πυροβόλα. Στην ΒΑ
πλευρά της σχολής βρίσκονταν οι σταύλοι, οι οποίοι είχαν σχεδόν άμεση επαφή με τον μαντρότοιχο
και ακριβώς έξω από αυτόν υψώνονταν τα προσφυγικά παραπήγματα του Πολυγώνου. Μέσα στους
σταύλους είχε τοποθετηθεί πολυβόλο με χειριστή τον εύελπη ΙΙ τάξεως, Γ. Μπερδέκλη, ο οποίος
μαζί με άλλους συναδέλφους του άνοιξαν στους τοίχους των σταύλων κατάλληλες θυρίδες βολής,
από τις οποίες έβλεπαν τις θέσεις των αντιπάλων στα Τουρκοβούνια, βάλλοντας εναντίον τους. Το
μεσημέρι ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε με πυροβολικό, όλμους, πολυβόλα και πεζικό κατά της ΣΣΕ,
καταστρέφοντας τμήμα του βορείου τείχους της, χωρίς όμως, να καταφέρουν να εισβάλουν στον
περίβολο.
Τα πυρά των Ελασιτών μειώθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, την κάλυψη της οποίας
εκμεταλλεύονταν για να προωθηθούν πλησιέστερα στην περίμετρο της σχολής, περισφίγγοντας τον
κλοιό τους. Ταυτόχρονα, μικρά αποσπάσματα επιχειρούσαν να διεισδύσουν και να καταλάβουν τα
κτίρια των προσφυγικών παραπηγμάτων, τα οποία θα τους χάριζαν άμεσο πλεονέκτημα στο εύρος
και την εγγύτητα του πεδίου βολής.
Η μάχη θα συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση για τις επόμενες 2 ημέρες (7-8 Δεκ), όταν ο ΕΛΑΣ
ανανέωσε τις επιθέσεις του, αλλά αυτές ήταν ανοργάνωτες και αποκρούσθηκαν από τους
Ευέλπιδες, προκαλώντας βαριές απώλειες στους αντιπάλους. Μέχρι και το βράδυ της 8ης οι
Ευέλπιδες πίστευαν ότι θα καταφέρουν να αντέξουν αφού μέχρι τότε δεν είχαν δεχθεί οργανωμένη
επίθεση. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, οι υπερασπιστές της σχολής δεν εγκατέλειπαν ποτέ τις
θέσεις μάχης τους, με μόνη εξαίρεση την κατά βάρδιες απόσυρση για τη λήψη συσσιτίου στα
εστιατόρια της σχολής, τα οποία καθώς περιβάλλονταν από άλλα ψηλότερα κτίρια, παρείχαν μία
σχετική ασφάλεια. Διαρκώς άϋπνοι μέσα στο κρύο του Δεκεμβρίου, με απαράμιλλο θάρρος και
υψηλό ηθικό, παρέμειναν στις θέσεις τους.
Οι επακόλουθες Ελασίτικες επιθέσεις παρέμειναν απειθάρχητες και ασχεδίαστες, εναντίον των
συντονισμένων πυρών των Ευελπίδων. Η όλη επίθεση θεωρήθηκε αποτυχημένη από την ηγεσία του
ΕΛΑΣ, ο οποίος αντικατέστησε αμέσως τον Μαυροθαλασσίτη.
Κρίσεις-Συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι η μάχη της ΣΣΕ, σε ένα βαθμό, επισκιάστηκε από την “δίδυμη” Μάχη του
Μακρυγιάννη – οι δύο πολιορκίες διεξήχθησαν κατά τις ίδιες ημερομηνίες και σε τακτικό επίπεδο
ήταν σχεδόν ταυτόσημες. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή η δεύτερη κατέληξε σαν νίκη των εθνικών
δυνάμεων, ενώ εκείνη της ΣΣΕ ήταν μία τακτική ήττα. Εν τούτοις, είναι επίσης γεγονός ότι η
εξίσου ηρωική αντίσταση των 350 κυκλωμένων ανδρών της Σχολής το διάστημα 6-11 Δεκ 1944,
εναντίον μίας ολόκληρης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, έχει αποσιωπηθεί και δεν προβλήθηκε η σημασία
της. Η αποφασιστική άμυνα των νεαρών Ευέλπιδων ήταν καθοριστική, διότι κατόρθωσε να
καθηλώσει ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να είχαν
συγκεντρωθεί σε άλλα κρισιμότερα μέτωπα, όπως του Μακρυγιάννη ή στο Γουδή, ενώ επιπλέον
χάρισε χρόνο στη κυβέρνηση να συγκροτήσει τα Τάγματα Εθνοφυλακής.
Η πλειονότητα των επιτυχιών του ΕΛΑΣ σημειώθηκε εναντίον απομονωμένων τμημάτων της
Αστυνομίας και της Χωροφυλακής, όπου ο μικρός αριθμός των αμυνομένων και ο περιορισμένος
αριθμός πυρομαχικών και εφοδίων ήταν ανεπαρκής. Αντίθετα, εναντίον στρατιωτικά οργανωμένων
δυνάμεων που διέθεταν τον απαραίτητο οπλισμό, υπό την διοίκηση εμπειροπόλεμων αξ/κων, ο
ΕΛΑΣ δεν είχε καμία τύχη, παρά τον ομολογουμένως πεισματικό αγώνα που διεξήγαγε. Τα
δεδομένα αυτά θα ανατρέπονταν κατά τον 2ο γύρο του Εμφυλίου, όταν ο ΕΛΑΣ, υπό την διοίκηση
του ικανότατου Στρατηγού Μάρκου Βαφειάδη, θα εφάρμοζε την τακτική της ελαστικής άμυνας
στους ορεινούς όγκους της Στερεάς και της Β. Ελλάδος. Μέχρι ο Συμμοριτοπόλεμος να φθάσει στο
τέλος του με την τελική επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων, ποταμοί ελληνικού αίματος θα
χυνόταν μέχρι και την τελευταία απάτητη γωνιά αυτού του ιερού τόπου.
Οι αδικοχαμένοι νεκροί και οι ήρωες του Εμφυλίου ξεχάστηκαν εύκολα, σε πλήρη αντίθεση με
τους σφαγείς οι οποίοι τιμήθηκαν με διπλές συντάξεις “Αντιστασιακών” από την ηγεσία της
Μεταπολίτευσης, παρότι πολλοί από αυτούς είναι αμφίβολο έστω και αν γνώριζαν τι χρώμα είχαν
οι γερμανικές στολές. Πριν από αυτό βέβαια, είχε προηγηθεί η έμμεση καταξίωση των εγκλημάτων
τους από τον πρώτο Έλληνα πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης, γνωστού στο ελληνικό κοινό ως
“Εθνάρχης”, ο οποίος τους νομιμοποίησε προς χάριν της “Εθνικής Ομοψυχίας” - αυτής της
Ομοψυχίας την οποία μέχρι σήμερα ακόμα, αρνούνται οι ίδιοι οι Αριστεροί.