Professional Documents
Culture Documents
ΣΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ιστορική σύνοψη
Του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ
Τα Δεκεμβριανά του 1944 ή Μάχη του Δεκέμβρη υπήρξαν ένα από τα πιο ζοφερά
κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Επί έναν και πλέον μήνα η μόλις
λυτρωμένη από τη γερμανική κατοχή πρωτεύουσα μεταβλήθηκε σε θέατρο
πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονταν τόσο στο κέντρο όσο και στις συνοικίες της.
Σε πολλά σημεία της Αθήνας, που οι διεθνείς συμβάσεις την ήθελαν ανοχύρωτη πόλη
και ως εκ τούτου καθ' όλη τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου στο έδαφός της
δεν είχε ριφθεί ούτε μία βόμβα, κροτάλιζαν ακατάπαυστα τα όπλα, ανατιναγμένα
κτίρια κείτονταν σε σωρούς ερειπίων, καταμεσής στις έρημες λεωφόρους της έστεκαν
τρομακτικά τα πυρπολημένα τραμ και για να διασχίσουν τους δρόμους, συχνά
κομμένους από οδοφράγματα, οι παράτολμοι και αραιοί διαβάτες έβαζαν στοίχημα τη
ζωή τους εξαιτίας των ελεύθερων σκοπευτών οι οποίοι από τις γύρω στέγες
σκόρπιζαν τον θάνατο επί δικαίους και αδίκους. Ήταν ένας πόλεμος ύπουλος και για
τους πολλούς αναπάντεχος και αδικαιολόγητος ανάμεσα στις δυνάμεις του EAM από
τη μία και της κυβέρνησης από την άλλη, η οποία είχε στο πλευρό της τα αγγλικά
στρατεύματα, που σήκωναν και το μεγαλύτερο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων
γι' αυτή την παράταξη. Το πιο πικρό γνώρισμα των δραματικών αυτών γεγονότων
ήταν ότι είχαν τη ρίζα τους στην ίδια την ηρωική πάλη του ελληνικού λαού για την
απόκτηση της ελευθερίας του.
Τον τρίτο χρόνο του B' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 6 Απριλίου 1941, και ενώ από τον
προηγούμενο χρόνο συνέχιζε τον νικηφόρο αγώνα της κατά της φασιστικής Ιταλίας
στην Αλβανία, η Ελλάδα δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία.
Υστερα από σθεναρή αντίσταση δύο εβδομάδων στο μέτωπο της Μακεδονίας ο
στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, με το
επιχείρημα ότι ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο και με τη
σύμφωνη γνώμη και άλλων ανωτάτων αξιωματικών, αλλά όχι και της κυβέρνησης,
στασίασε και στις 20 Απριλίου υπέγραψε συνθηκολόγηση και η Ελλάδα παραδόθηκε
στους Γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν τον Τσολάκογλου πρώτο κατοχικό
πρωθυπουργό.
Τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Λίγες ημέρες
νωρίτερα, στις 18 Απριλίου, είχε αυτοκτονήσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος
Κορυζής, τον οποίο ο βασιλιάς Γεώργιος B' είχε διορίσει σε αυτή τη θέση μετά τον
θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο. Στις 22 Απριλίου ο βασιλιάς
και η κυβέρνησή του υπό τον νέο πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό αναχώρησαν
για την Κρήτη και από εκεί για το Κάιρο. Την ίδια κατεύθυνση, προς την Αίγυπτο,
είχαν επίσης ακολουθήσει όσα τμήματα του στρατού και του στόλου είχαν διασωθεί
από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην υπόδουλη πλέον Ελλάδα δεν άργησαν να συγκροτηθούν οργανώσεις αντίστασης
κατά του κατακτητή. H μαζικότερη από αυτές ήταν το EAM (Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το EAM ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 με
πρωτοβουλία του KKE, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, στην οποία
ανταποκρίθηκαν περιορισμένης εμβέλειας αριστερίζοντες πολιτικοί σχηματισμοί
αλλά όχι και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, τα οποία, παρά τις εκκλήσεις των
πρωτεργατών της οργάνωσης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
H κρίση αρχίζει
Το κλίμα ευφορίας και έξαρσης που είχε γεννήσει η απελευθέρωση δεν επρόκειτο να
διαρκέσει πολύ. Οι διαφωνίες που χώριζαν τις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις και
είχαν προσωρινά παραμεριστεί ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οξυμένες από τις
ανησυχίες του Τσόρτσιλ και από την πεποίθησή του ότι η σύγκρουση με το EAM
ήταν αναπόφευκτη. H αντίθεση επικεντρώθηκε τελικά στον τρόπο με τον οποίο θα
έπρεπε να συγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της ελεύθερης πλέον Ελλάδας. H
κυβέρνηση και οι Αγγλοι θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον σκοπό
τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Το EAM φοβόταν ότι χωρίς τον ΕΛΑΣ θα
παραδινόταν ανυπεράσπιστο στο έλεος των αντιπάλων του. H κυβέρνηση και ο
στρατηγός Σκόμπι διέταξαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Οι υπουργοί
του EAM παραιτήθηκαν.
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου το EAM διοργάνωσε στην πλατεία Συντάγματος
συλλαλητήριο κατά των κυβερνητικών μέτρων, το οποίο η κυβέρνηση είχε
απαγορεύσει. Οι διαδηλωτές, πολλές χιλιάδες, δέχθηκαν τα πυρά της αστυνομίας.
Αποτέλεσμα: πάνω από 20 νεκροί και 140 τραυματίες. Την επομένη, Δευτέρα 4
Δεκεμβρίου, το EAM κήρυξε γενική απεργία διαμαρτυρίας και διοργάνωσε νέο
συλλαλητήριο για την ταφή των θυμάτων της προηγουμένης. Και αυτό το
συλλαλητήριο, επίσης ογκωδέστατο, αντιμετώπισε την επίθεση των κυβερνητικών
δυνάμεων με συνέπεια νέους νεκρούς και τραυματίες. Τα Δεκεμβριανά είχαν αρχίσει.
«Το αίμα φέρνει αίμα κι άλλο αίμα». Με αυτές τις λέξεις συνόψισε ο Σεφέρης την
κατάσταση στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944.
Δύο, μόλις, μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αεροσκάφη Σπιτφάιαρ και
Μποφάιτερ της RAF σφυροκοπούσαν τα προάστια, ενώ μάχες μεταξύ βρετανικών και
κυβερνητικών δυνάμεων, από τη μία πλευρά, και του ΕΛΑΣ, από την άλλη,
μαίνονταν σε όλη την πόλη. Η σπίθα γι' αυτόν τον «δεύτερο γύρο» εμφυλίου
πολέμου, που έμεινε γνωστός ως «Δεκεμβριανά», άναψε όταν στις 3 Δεκεμβρίου η
Αστυνομία, η οποία αντιπροσώπευε το έσχατο ορατό κατάλοιπο του κατοχικού
συστήματος, άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών του ΕΑΜ στην πλατεία
Συντάγματος. Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν σημείο καμπής στην εμφύλια βία που είχε
αρχίσει ήδη από το 1943 και η οποία θα συνεχιζόταν μέχρι και το 1949. Ο δρόμος
προς τη «μάχη της Αθήνας» ήταν στρωμένος με αμοιβαία καχυποψία, αλλά και
αδιαλλαξία, και από τις δύο παρατάξεις. Το ποιος είχε τη βαρύτερη ευθύνη για τα
Δεκεμβριανά παραμένει ένα από τα πιο διαμφισβητούμενα σημεία στην Ιστορία της
νεότερης Ελλάδας.
Σπανίως, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ένα μεμονωμένο γεγονός είχε τόσο
καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος, της κοινωνικής
πραγματικότητας, των ταυτοτήτων, όσο τα Δεκεμβριανά του 1944. Πριν από τη
σύγκρουση, παρά τις δυσκολίες, υπήρχε η ελπίδα ότι οι πολιτικές δυνάμεις θα
έβρισκαν μια κοινώς αποδεκτή διευθέτηση. Μετά τον «Δεκέμβρη», τίποτε δεν ήταν
το ίδιο: αντί της πολιτικής διαδικασίας, η χώρα κλήθηκε να εφαρμόσει μία ιδιότυπη
«συνθήκη ειρήνης», τη Συμφωνία της Βάρκιζας, την οποία παραβίασαν και οι δύο
πλευρές -η κυβερνητική επειδή προχώρησε στην πολιτική δίωξη των κομμουνιστών,
και η εαμική επειδή δεν παρέδωσε τα όπλα της, αλλά αντίθετα προετοιμάστηκε για
την επόμενη φορά. Ο δρόμος είχε ανοίξει για ένα νέο γύρο εμφυλίου πολέμου. Οπως
συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρχικές εκτιμήσεις για τα αίτια των
Δεκεμβριανών ήταν, σε μεγάλο βαθμό, βασισμένες σε στερεότυπα. Ο αστικός κόσμος
πίστευε ότι το ΕΑΜ είχε κάνει μια προαποφασισμένη απόπειρα για κατάληψη της
εξουσίας. Η Αριστερά θεωρούσε ότι οι Βρετανοί και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχαν
εξ αρχής επιζητήσει τη σύγκρουση για να καταστρέψουν το εαμικό ρεύμα. Η
σύγχρονη έρευνα, ωστόσο -με πρώτο σταθμό τη μελέτη του Ι. Ιατρίδη για την
«εξέγερση στην Αθήνα»- αποστασιοποιήθηκε από παρόμοιες ερμηνείες και
αντιμετώπισε την πορεία προς τη σύγκρουση ως μια διαδικασία, παρά ως μια
«αναπόφευκτη» εξέλιξη.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1945 άρχισαν οι συνομιλίες ανάμεσα στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και
στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Παράλληλα, η Κεντρική Επιτροπή του
ΕΛΑΣ δήλωνε ότι αναγνώριζε τους θεσπισμένους κανόνες για τους αιχμαλώτους
πολέμου και επέτρεπε στον Ερυθρό Σταυρό να δράσει ελεύθερα στις περιοχές που
ήλεγχαν οι δυνάμεις της Αριστεράς.
Λίγες μέρες πριν, στις 11 Ιανουαρίου, είχε υπογραφεί η κατάπαυση των
εχθροπραξιών μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Βρετανών, ύστερα από σχεδόν 38 ημέρες
σκληρών συγκρούσεων στην Αθήνα. Η Συνθήκη Ανακωχής -που σηματοδοτούσε επί
της ουσίας την ήττα του αριστερού αντιστασιακού κινήματος- υπογράφτηκε από τους
Παρτσαλίδη, Ζεύγο, Αθηνέλη και Μακρίδη ως εκπροσώπους του ΕΛΑΣ και του
στρατηγού Σκόμπι από την πλευρά των βρετανικών στρατευμάτων.
Η Συνθήκη προέβλεπε την απόσυρσης ων δυνάμεων του ΕΛΑΣ βόρεια και νότια της
Αθήνας. Παράλληλα καθοριζόταν και η γραμμή της νέας «αντιπαράταξης» των
δυνάμεων. Στο Βορρά η γραμμή αυτή ακολουθούσε τον οδικό άξονα Ιτέα-Αμφισσα-
Λαμία-Δομοκός-Φάρσαλα και νότια τη γραμμή Πύργου-Αργους. Παράλληλα,
συμφωνήθηκε και η αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τη Θεσσαλονίκη, την
Πάτρα και τα νησιά.
Η αιματηρή αυτή σύγκρουση, αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από την
τριπλή φασιστική κατοχή και ενώ ακόμα συνεχιζόταν αμείωτος ο Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος, ανέδειξε τις νέες ισορροπίες και τις νέες σφαίρες επιρροής στη
μεταπολεμική Ευρώπη.
Η ηθική σημασία
Η Ελλάδα είχε γνωρίσει μια τετράχρονη σκληρή Κατοχή από τους Γερμανούς ναζί
και τους συνεργάτες τους, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες. Θεωρείται ότι τόσο
σκληρή συμπεριφορά κατά κατακτημένου λαού, οι ναζί επέδειξαν μόνο στην
περίπτωση της Ουκρανίας. Περίπου 10% του ελληνικού λαού θα χαθεί αυτή την
εποχή. Αυτό θα συμβεί, μόλις 18 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν οι
Ελληνες της Ανατολής έχασαν το 40%, περίπου, του πληθυσμού τους από τους
Τούρκους εθνικιστές και οι διασωθέντες είχαν βρεθεί ως πρόσφυγες σε έναν άξενο
τόπο, βιώνοντας έντονες αντιθέσεις με τον γηγενή πληθυσμό, ευρισκόμενοι σχεδόν
σε διαρκή σύγκρουση με το πολιτικό σύστημα.
Στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα γιγάντιο κίνημα αντίστασης, το οποίο ονειρεύτηκε το
δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ελλάδας. Ακόμα και το ΚΚΕ, δηλαδή η δύναμη
που σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε σ' αυτό το αντιστασιακό κίνημα, είχε εγκαταλείψει
τους στόχους περί κομμουνιστικού μετασχηματισμού και ένταξης της Ελλάδας στο
σοβιετικό στρατόπεδο. Με τις Συνθήκες του Λιβάνου και της Καζέρτας είχε
αποδεχτεί ως μεταπολεμικό πλαίσιο τη δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και την
ένταξή της στο δυτικό κόσμο. Εκείνη την εποχή το ΚΚΕ ήταν απολύτως
προσηλωμένο στην ιδέα του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου. Το
«λαϊκοδημοκρατικό» του όραμα ελάχιστες σχέσεις είχε δομικά με τη μονοκομματική
σταλινική δικτατορία που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση. Το ΕΑΜ νομιμοποιούσε την
πολιτική αυτή του ΚΚΕ, το οποίο διεκδικούσε τη διαμόρφωση δημοκρατικών
πλειοψηφιών μέσω των εκλογών. Φυσικά, η πολιτική της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ
καθοριζόταν από τις ιδεολογικές, οργανωτικές και πολιτικές σχέσεις που είχαν
εγκαθιδρυθεί στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ο «εργατικός διεθνισμός» που
εξαρχής είχε οδηγήσει σε μια άκριτη και μεταφυσική ανάδειξη της Σοβιετικής
Ενωσης σε καθοδηγήτρια «μητέρα-πατρίδα», είχε παραγάγει μια απόλυτη
οργανωτική εξάρτηση από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), την οποία
διέλυσε ο Στάλιν το 1943. Και όταν η ΕΣΣΔ, βαθμιαία αλλά γρήγορα, κατά τη
δεκαετία του '30, μετεξελίχθηκε σ' ένα περίκλειστο αυταρχικό σταλινικό κράτος, οι
παλιές ιδεολογικές συνάφειες και οι οργανωτικές εξαρτήσεις θα χρησιμοποιηθούν για
την εξυπηρέτηση των κυνικών κρατικών συμφερόντων. Ετσι ερμηνεύεται η παθητική
στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά τα Δεκεμβριανά, όταν ξεκίνησε η σύγκρουση με
τους Βρετανούς, τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής και τους
δωσίλογους των ναζί, ενώ ο εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν μη ικανοποιητικά εξοπλισμένος.
Παραγνωρίζοντας απολύτως την έγκαιρη διαπίστωση του Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος
στις 22 Σεπτεμβρίου του '43 έγραφε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ: «Οι Αγγλοι
θα επιβάλουν ένα φασιστικό καθεστώς με άλλο όνομα αν τους αφήσουμε να
επικρατήσουν...».
Η χαμένη ευκαιρία
Πάντως η μεταπολεμική παρουσία τόσο της μεγάλης δημοκρατικής Αριστεράς, που
είχε εκφραστεί μέσα από το ΕΑΜ, όσο και του φιλοσοβιετικού ΚΚΕ, δημιουργούσαν
τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης δημοκρατικής χώρας, που δεν
θα ήταν ένα άβουλο προτεκτοράτο, όπου θα υπήρχε εξισορρόπηση των έξωθεν
επιρροών.
Η αναζήτηση ευθυνών για τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά και για τα όσα
ακολούθησαν και οδήγησαν στον Εμφύλιο ενάμιση χρόνο μετά, απασχολεί έως
σήμερα τους ιστορικούς. Μια ενδιαφέρουσα απάντηση έδωσε ο ιστορικός Θανάσης
Σφήκας στο βιβλίο του «The British Labour Government and the Greek War», όπου
υποστηρίζει ότι η κύρια αιτία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι η βρετανική
επέμβαση. Ο ιστορικός Γιάννης Ιατρίδης παρουσιάζει ως εξής τα ενδιαφέροντα
συμπεράσματα του Σφήκα: «Σύμφωνα με την άποψή του, που βασίζεται σε μια
εντυπωσιακή ποικιλία κυρίως βρετανικών διπλωματικών αρχείων και ιδιωτικών
συλλογών, η πολιτική των κυβερνήσεων Τσόρτσιλ και Ατλι, αντιπροσωπεύοντας μια νέα
μορφή ιμπεριαλισμού, είχε στόχο να μετατρέψει την Ελλάδα σε βρετανικό
προτεκτοράτο, απομακρύνοντάς την από τον έλεγχο της Μόσχας. Η στρατηγική τους
συμπεριελάμβανε τη συντριβή της Αριστεράς τον Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα, τη
λευκή τρομοκρατία, τη νίκη της Δεξιάς στις εκλογές του 1946 και την παλινόρθωση της
μοναρχίας...».
Τι είδε ο Βρετανός
«Αντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν,
έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους
στο οδόστρωμα»
Παρ' ότι πέρασαν 68 χρόνια από τα γεγονότα και μεσολάβησε πληθώρα ιστορικών
μελετών, η γενική εντύπωση για τα Δεκεμβριανά δεν μετατοπίστηκε πολύ από τη
φιλολογία της «εξέγερσης των κομμουνιστών», το βασικό επιχείρημα νομιμοποίησης
της πολιτικής του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα τότε.
Ωστόσο, παρ' ότι οι αντιφάσεις μιας τέτοιας προσέγγισης είναι κραυγαλέες,
αβασάνιστα παρακάμπτεται το γεγονός ότι το ΕΑΜ παρέδωσε υποδειγματικά την
εξουσία κατά την απελευθέρωση, ότι απουσιάζει οποιοδήποτε έγγραφο ή μαρτυρία
που έστω και ακροθιγώς θα έθετε στους κόλπους του θέμα εξουσίας, ότι ο ΕΛΑΣ
επιδόθηκε σε μάχες που δεν απείλησαν στο ελάχιστο τα καθαυτό κέντρα πολιτικής
εξουσίας. Ούτε φαίνεται να ξενίζει το ότι δεν επιχειρήθηκε καν να προπαγανδιστεί
από το ΚΚΕ η υποτιθέμενη επαναστατική προοπτική, ότι δεν αξιοποιήθηκε το πλέον
αξιόμαχο τμήμα του ΕΛΑΣ, ότι αφέθηκε να υποσκελιστεί και αριθμητικά από τους
Βρετανούς, ότι ουδέποτε αποτιμήθηκαν τα Δεκεμβριανά ως απόπειρα κατάληψης της
εξουσίας. Και πώς να συνέβαινε διαφορετικά, αφού, ακόμα και εκεί που είχε εισέλθει
ο Κόκκινος Στρατός (Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία), ο Στάλιν απέκλεισε σε εκείνη τη
φάση μονοκομματικές «επαναστατικές» λύσεις.
Οι απορίες για τα Δεκεμβριανά, εντούτοις, θα είχαν εύκολα απαντηθεί αν ξέφευγε
κανείς από το σχήμα ανάγνωσης «επανάσταση-αντεπανάσταση» και αντιμετώπιζε τα
πράγματα ως γνήσιες ιστορικές διαδικασίες. Μια συγκέντρωση της Αριστεράς που
δέχθηκε μια δολοφονική επίθεση, η ανεξέλεγκτη οργή που προκάλεσε, η πεποίθηση
ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα πραξικόπημα της Ακροδεξιάς, που απαιτούσε άμυνα. Η
αφορμή για τους Βρετανούς να συγκρουστούν με το ΕΑΜ. Αυτά ήταν τα πλαίσια
αναφοράς των Δεκεμβριανών. Και τέλος, η προσπάθεια της ηγεσίας του ΚΚΕ να
διατηρηθεί η σύγκρουση σε διαχειρίσιμα, προς συνεννόηση πλαίσια. Ετσι,
απομάκρυνε τους «ένθερμους», όπως τον Βελουχιώτη, από το κέντρο των μαχών,
επιχείρησε να αποφύγει την επέκταση της εμπλοκής, αρνήθηκε στους στρατιωτικούς,
όπως το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, να διευθύνουν τη σύγκρουση, επιχείρησε
έναν ευπρεπή συμβιβασμό (η πιθανή κυβέρνηση Σοφούλη).
Αλλωστε, η ετοιμότητα να υπογράψει το ΕΑΜ στη Βάρκιζα μια συμφωνία που
καταφανέστατα το αδικούσε, επιβεβαιώνει του παραπάνω λόγου το αληθές.