You are on page 1of 29

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

ΣΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Από τη σύγκρουση στη Βάρκιζα


«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που
έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και
φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την
επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας »  
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ

Ιστορική σύνοψη
Του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ

Τα Δεκεμβριανά του 1944 ή Μάχη του Δεκέμβρη υπήρξαν ένα από τα πιο ζοφερά
κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Επί έναν και πλέον μήνα η μόλις
λυτρωμένη από τη γερμανική κατοχή πρωτεύουσα μεταβλήθηκε σε θέατρο
πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονταν τόσο στο κέντρο όσο και στις συνοικίες της.
Σε πολλά σημεία της Αθήνας, που οι διεθνείς συμβάσεις την ήθελαν ανοχύρωτη πόλη
και ως εκ τούτου καθ' όλη τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου στο έδαφός της
δεν είχε ριφθεί ούτε μία βόμβα, κροτάλιζαν ακατάπαυστα τα όπλα, ανατιναγμένα
κτίρια κείτονταν σε σωρούς ερειπίων, καταμεσής στις έρημες λεωφόρους της έστεκαν
τρομακτικά τα πυρπολημένα τραμ και για να διασχίσουν τους δρόμους, συχνά
κομμένους από οδοφράγματα, οι παράτολμοι και αραιοί διαβάτες έβαζαν στοίχημα τη
ζωή τους εξαιτίας των ελεύθερων σκοπευτών οι οποίοι από τις γύρω στέγες
σκόρπιζαν τον θάνατο επί δικαίους και αδίκους. Ήταν ένας πόλεμος ύπουλος και για
τους πολλούς αναπάντεχος και αδικαιολόγητος ανάμεσα στις δυνάμεις του EAM από
τη μία και της κυβέρνησης από την άλλη, η οποία είχε στο πλευρό της τα αγγλικά
στρατεύματα, που σήκωναν και το μεγαλύτερο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων
γι' αυτή την παράταξη. Το πιο πικρό γνώρισμα των δραματικών αυτών γεγονότων
ήταν ότι είχαν τη ρίζα τους στην ίδια την ηρωική πάλη του ελληνικού λαού για την
απόκτηση της ελευθερίας του.
Τον τρίτο χρόνο του B' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 6 Απριλίου 1941, και ενώ από τον
προηγούμενο χρόνο συνέχιζε τον νικηφόρο αγώνα της κατά της φασιστικής Ιταλίας
στην Αλβανία, η Ελλάδα δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία.
Υστερα από σθεναρή αντίσταση δύο εβδομάδων στο μέτωπο της Μακεδονίας ο
στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, με το
επιχείρημα ότι ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο και με τη
σύμφωνη γνώμη και άλλων ανωτάτων αξιωματικών, αλλά όχι και της κυβέρνησης,
στασίασε και στις 20 Απριλίου υπέγραψε συνθηκολόγηση και η Ελλάδα παραδόθηκε
στους Γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν τον Τσολάκογλου πρώτο κατοχικό
πρωθυπουργό.
Τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Λίγες ημέρες
νωρίτερα, στις 18 Απριλίου, είχε αυτοκτονήσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος
Κορυζής, τον οποίο ο βασιλιάς Γεώργιος B' είχε διορίσει σε αυτή τη θέση μετά τον
θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο. Στις 22 Απριλίου ο βασιλιάς
και η κυβέρνησή του υπό τον νέο πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό αναχώρησαν
για την Κρήτη και από εκεί για το Κάιρο. Την ίδια κατεύθυνση, προς την Αίγυπτο,
είχαν επίσης ακολουθήσει όσα τμήματα του στρατού και του στόλου είχαν διασωθεί
από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην υπόδουλη πλέον Ελλάδα δεν άργησαν να συγκροτηθούν οργανώσεις αντίστασης
κατά του κατακτητή. H μαζικότερη από αυτές ήταν το EAM (Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το EAM ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 με
πρωτοβουλία του KKE, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, στην οποία
ανταποκρίθηκαν περιορισμένης εμβέλειας αριστερίζοντες πολιτικοί σχηματισμοί
αλλά όχι και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, τα οποία, παρά τις εκκλήσεις των
πρωτεργατών της οργάνωσης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.

Αντίσταση και διχόνοιες


H απουσία των πολιτικών κομμάτων από τις τάξεις του EAM δεν εμπόδισε τη μεγάλη
μάζα του ελληνικού λαού να το αγκαλιάσει και να το καταστήσει κύριο εκφραστή
των πόθων του, με πρωταρχικό ανάμεσά τους την εθνική απελευθέρωση. Αυτή
άλλωστε πρόβαλλε το EAM ως βασικό σκοπό της ύπαρξής του προτείνοντας ως τη
στιγμή της επίτευξής της τον παραμερισμό όλων των διαφορών που χώριζαν τους
Ελληνες, πολιτικών και ιδεολογικών.
Με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, τον
Φεβρουάριο του 1942, δημιουργήθηκε το εαμικό «αντάρτικο» και η δράση του EAM
εξαπλώθηκε και στην ύπαιθρο. H ΠΕΕΑ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής
Απελευθέρωσης, είχε ως αποστολή της τη διοικητική οργάνωση της απελευθερωτικής
προσπάθειας, γι' αυτό και την είπαν «κυβέρνηση του βουνού». Το EAM την ίδρυσε
τον Μάρτιο του 1944 ύστερα από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις άλλες
αντιστασιακές οργανώσεις για την εκπροσώπησή τους σε αυτήν.
Για την αντιμετώπιση της δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του
«κομμουνιστικού κινδύνου» η κατοχική κυβέρνηση δημιούργησε τα διαβόητα
Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλα σώματα εθελοντών, όπου εντάχθηκαν και μονάδες των
ευζώνων και της χωροφυλακής, καθώς και το Μηχανοκίνητο Σώμα, τα οποία, σε
συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής, διέπραξαν φρικιαστικές ωμότητες εις βάρος του
χειμαζομένου ελληνικού λαού.
Οι σχέσεις ανάμεσα στο EAM και στις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, παρά τις
μεμονωμένες περιπτώσεις σύμπνοιας και συνεργασίας, όχι μόνο δεν ήταν αρμονικές
αλλά χαρακτηρίζονταν συνήθως από δυσπιστία και συχνά από απροκάλυπτη
εχθρότητα με ένοπλες συγκρούσεις. Ο ΕΛΑΣ πολέμησε εναντίον της άλλης μεγάλης
αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ, του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού
Συνδέσμου, και επέσυρε κατακραυγή από πολλές πλευρές όταν σκότωσε τον
συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό, διοικητή του Συντάγματος 5/42, ένοπλου τμήματος
άλλης αντιστασιακής οργάνωσης, της EKKA, της Εθνικής και Κοινωνικής
Απελευθερώσεως.
Κλίμα αναταραχής επικρατούσε και στα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων που είχαν
καταφύγει στη Μέση Ανατολή και είχαν ανασυνταχθεί και σχηματίσει κανονικές
μάχιμες μονάδες, την 1η και τη 2η Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο. Στις τάξεις των
δυνάμεων του στρατού αλλά και του στόλου δημιουργήθηκαν οργανώσεις φιλικές
προς το EAM, οι ενέργειες των οποίων θεωρήθηκαν στασιαστικές. Το Κίνημα της
Μέσης Ανατολής, όπως είναι γνωστά τα σχετικά επεισόδια του Απριλίου του 1944,
είχε ως αποτέλεσμα, με επέμβαση των Αγγλων, τη διάλυση αυτών των μονάδων, τον
εγκλεισμό σχεδόν 10.000 ανδρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εκκαθάριση του
στρατού και του στόλου από όλα τα αριστερά στοιχεία, καθώς και δίκες όπου
επιβλήθηκαν βαριές ποινές, μεταξύ των οποίων και 18 θανατικές καταδίκες, που
όμως δεν εκτελέστηκαν. Στη θέση των μονάδων που διαλύθηκαν σχηματίστηκε η 3η
Ορεινή Ταξιαρχία ή Ταξιαρχία του Ρίμινι (από τη μάχη στην ομώνυμη ιταλική πόλη
όπου η μονάδα αυτή έλαβε μέρος), επανδρωμένη από αξιωματικούς και οπλίτες
πιστούς στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου.
Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής προκάλεσε επίσης κυβερνητική κρίση. Ο
πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Γεώργιος B' τον
αντικατέστησε πρώτα -για σύντομο διάστημα- με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και κατόπιν
με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος είχε φθάσει στο Κάιρο από την κατεχόμενη
Ελλάδα.

H κυβέρνηση εθνικής ενότητας


Αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης και καχυποψία βάραιναν πάντοτε και τις σχέσεις του
EAM με το μεγαλύτερο μέρος του παλαιού πολιτικού κόσμου, τόσο των εκπροσώπων
του που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα όσο και εκείνων που είχαν διαφύγει στη
Μέση Ανατολή. Οι παλαιοί πολιτικοί φοβούνταν ότι το EAM, παρά τις διαβεβαιώσεις
του ως προς τους στόχους του, είχε ως τελικό σκοπό του τη βίαιη κατάληψη της
εξουσίας. Το EAM, από την πλευρά του, υποπτευόταν ότι η άλλη παράταξη θα
επεδίωκε, μετά την απελευθέρωση, να επαναφέρει τη μοναρχία ή ακόμη και τη
δικτατορία ερήμην της θελήσεως του ελληνικού λαού.
Οταν όμως το νικηφόρο τέλος του πολέμου άρχισε να φαίνεται κοντινό και ακόμη πιο
κοντινή η απελευθέρωση της Ελλάδας, ενισχύθηκε η ιδέα, που κυκλοφορούσε ήδη,
για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Με τον σκοπό αυτόν και παρά τις
επιφυλάξεις που διατηρούσαν όλες οι πλευρές, στις 17 Μαΐου 1944 άρχισε στον
Λίβανο συνέδριο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης του
Καΐρου, των ελλαδικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του KKE), του EAM,
της ΠΕΕΑ κ.ά.
Οι εργασίες του συνεδρίου υπήρξαν μακροχρόνιες και δυσχερέστατες και ο κίνδυνος
ναυαγίου του εμφανίστηκε περισσότερες από μία φορές. Μεταξύ των μερών υπήρχαν
διαφωνίες για πολλά θεμελιώδη ζητήματα, από τον καταμερισμό των υπουργείων της
συζητούμενης κυβέρνησης ως τη φύση των ενόπλων δυνάμεων της μεταπολεμικής
Ελλάδας και από την καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας ως την παραμονή του
Παπανδρέου στη θέση του πρωθυπουργού.
Οι διαφωνίες δεν λύθηκαν στην ουσία και η εκκρεμότητα αυτή επέπρωτο να έχει
μοιραίες συνέπειες για την τύχη της απελευθερωμένης Ελλάδας. Ωστόσο με
αμοιβαίες παραχωρήσεις κατορθώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας,
στην οποία το EAM κατείχε έξι υπουργεία.
Μια άλλη συμφωνία που έμελλε να επηρεάσει τις κατοπινές εξελίξεις στην Ελλάδα
υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Καζέρτα της Ιταλίας. Στις συζητήσεις
πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Παπανδρέου, εαμικοί υπουργοί, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ
στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ο αρχηγός του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας,
καθώς και ανώτατοι άγγλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί. Με τη συμφωνία αυτή όλες οι
ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα, αγγλικές και ελληνικές, περιλαμβανομένων και των
ανταρτών, τέθηκαν υπό τις διαταγές του άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητή
του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος.
Την περίοδο εκείνη η αγγλική κυβέρνηση διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στις
ελληνικές υποθέσεις. Τις παρακολουθούσε αυτοπροσώπως και άγρυπνα ο
πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος ήταν
πεπεισμένος ότι την κατάλληλη στιγμή το EAM/KKE θα επιχειρούσε να καταλάβει
πραξικοπηματικά την εξουσία και να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα κομμουνιστικό
καθεστώς. Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο πάση
θυσία και να εξασφαλίσει την υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλική επιρροή, σχέδιο
που πίστευε ότι θα το βοηθούσε η επιστροφή του Γεωργίου B', την οποία υποστήριζε
ανεπιφύλακτα. Οι επεμβάσεις του Τσόρτσιλ, είτε προσωπικές είτε μέσω του άγγλου
πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ, είχαν επανειλημμένα επηρεάσει τη στάση και τις
αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου. Παράλληλα ο Τσόρτσιλ
προσπαθούσε να κερδίσει τη σύμφωνη γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών και της
Σοβιετικής Ενωσης, συμμάχων της Αγγλίας κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, για την
επιβολή της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Απέσπασε την ανοχή των Ηνωμένων
Πολιτειών με διπλωματικές πιέσεις. Τη συναίνεση της Σοβιετικής Ενωσης την
εξασφάλισε με την προσφορά ανάλογων ανταλλαγμάτων σε άλλες χώρες, οι οποίες
την ενδιέφεραν περισσότερο, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, μαζί με τον
υπουργό του των Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, τον Οκτώβριο του 1944, οπότε οι δύο
δυνάμεις συνήψαν τη διαβόητη «συμφωνία των ποσοστών» επιρροής της καθεμιάς
στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

H απελευθέρωση της Ελλάδας


Το φθινόπωρο του 1944 ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του
φέρνοντας τη νίκη των Συμμάχων, Αγγλίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής
Ενωσης, επί της Γερμανίας του Χίτλερ. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν παντού και σε
λίγο θα υποχρεώνονταν να υπερασπιστούν την ίδια τους την πατρίδα.
Τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου
παρενοχλούμενα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες εκείνες τις ημέρες έδωσαν
και την τελευταία μεγάλη μάχη τους εναντίον των κατακτητών, με την οποία
απέτρεψαν την καταστροφή του ηλεκτροπαραγωγικού εργοστασίου του Κερατσινίου
το οποίο οι Γερμανοί σχεδίαζαν να ανατινάξουν.
Εν τω μεταξύ στις 7 Οκτωβρίου είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο οι πρώτες
αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες ύστερα από μία εβδομάδα εμφανίστηκαν
στην πρωτεύουσα όπου έγιναν δεκτές από τον λαό με εκδηλώσεις λατρείας αλλά και
με τα περισσότερα συνθήματα να διατρανώνουν πίστη στο EAM και στο KKE.
H κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου έφτασε
στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου. Σύσσωμος ο λαός της πρωτεύουσας την υποδέχθηκε
με ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Μετά την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην
Ακρόπολη ο πρωθυπουργός μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία
Συντάγματος. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν και σε αυτή την περίπτωση
κυρίως αφιερωμένα στην εξύμνηση του EAM και του KKE και εχθρικά προς τη
μοναρχία.
Στις 23 Οκτωβρίου ο Παπανδρέου έκανε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Στο νέο
σχήμα το EAM εξακολούθησε να κατέχει έξι υπουργεία.

H κρίση αρχίζει
Το κλίμα ευφορίας και έξαρσης που είχε γεννήσει η απελευθέρωση δεν επρόκειτο να
διαρκέσει πολύ. Οι διαφωνίες που χώριζαν τις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις και
είχαν προσωρινά παραμεριστεί ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οξυμένες από τις
ανησυχίες του Τσόρτσιλ και από την πεποίθησή του ότι η σύγκρουση με το EAM
ήταν αναπόφευκτη. H αντίθεση επικεντρώθηκε τελικά στον τρόπο με τον οποίο θα
έπρεπε να συγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της ελεύθερης πλέον Ελλάδας. H
κυβέρνηση και οι Αγγλοι θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον σκοπό
τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Το EAM φοβόταν ότι χωρίς τον ΕΛΑΣ θα
παραδινόταν ανυπεράσπιστο στο έλεος των αντιπάλων του. H κυβέρνηση και ο
στρατηγός Σκόμπι διέταξαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Οι υπουργοί
του EAM παραιτήθηκαν.
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου το EAM διοργάνωσε στην πλατεία Συντάγματος
συλλαλητήριο κατά των κυβερνητικών μέτρων, το οποίο η κυβέρνηση είχε
απαγορεύσει. Οι διαδηλωτές, πολλές χιλιάδες, δέχθηκαν τα πυρά της αστυνομίας.
Αποτέλεσμα: πάνω από 20 νεκροί και 140 τραυματίες. Την επομένη, Δευτέρα 4
Δεκεμβρίου, το EAM κήρυξε γενική απεργία διαμαρτυρίας και διοργάνωσε νέο
συλλαλητήριο για την ταφή των θυμάτων της προηγουμένης. Και αυτό το
συλλαλητήριο, επίσης ογκωδέστατο, αντιμετώπισε την επίθεση των κυβερνητικών
δυνάμεων με συνέπεια νέους νεκρούς και τραυματίες. Τα Δεκεμβριανά είχαν αρχίσει.

H Αθήνα πεδίο μάχης


H πρώτη καθαρά στρατιωτική επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου στο
Ψυχικό, έξω από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Εκεί το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας
του ΕΛΑΣ περίμενε την τελική διαταγή για να ξεκινήσει με σκοπό να επιτεθεί κατά
της Ταξιαρχίας του Ρίμινι που στρατοπέδευε στο Γουδί, στους εκεί στρατώνες. Το
σύνταγμα του ΕΛΑΣ, με δύναμη χιλίων περίπου ανδρών, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά
σε αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων, στην οποία αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Ταυτόχρονα άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ διατάχθηκαν να καταλάβουν τα αστυνομικά
τμήματα, αποστολή που την έφεραν σε πέρας με αρκετή επιτυχία.
Κατά τις πρώτες φάσεις της σύρραξης οι αγγλικές και οι κυβερνητικές δυνάμεις
βρέθηκαν αποκλεισμένες σε μια αρκετά περιορισμένη περιοχή στο κέντρο της
Αθήνας, ενώ τον έλεγχο των συνοικιών τον είχε ο ΕΛΑΣ, όπου όμως υπήρχαν επίσης
νησίδες ελεγχόμενες από τους αντιπάλους του, όπως η Σχολή των Ευελπίδων και η
Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού στο Πολύγωνο, οι στρατώνες στο Γουδί, η
Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη, οι φυλακές Αβέρωφ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και
άλλα σημεία.
Σύντομα οι Αγγλοι άρχισαν να δέχονται ενισχύσεις σε άνδρες και όπλα από το
μέτωπο της Ιταλίας. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τους αριθμούς, κατά
προσέγγιση υπολογισμοί δείχνουν ότι ο ΕΛΑΣ, του οποίου οι δυνάμεις σε όλη τη
χώρα υπερέβαιναν αρκετά τις 100.000 άνδρες, στη μάχη της Αθήνας διέθετε
λιγότερους από 20.000. Οι Αγγλοι από την πλευρά τους, συνυπολογιζομένων και των
διαφόρων ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, στα προχωρημένα στάδια της
αναμέτρησης διέθεταν δύναμη που κυμαινόταν γύρω στις 50.000 άνδρες. Υπερείχε
επίσης αυτή η παράταξη στην ποσότητα και στην ποιότητα του οπλισμού, που
περιελάμβανε βαρέα όπλα και αεροπλάνα, ενώ ο οπλισμός του ΕΛΑΣ ήταν ελαφρός
και ελλιπής.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του Δεκεμβρίου οι συγκρούσεις υπήρξαν σφοδρές και
ως το τέλος του μήνα είχαν επεκταθεί σε όλη την Αθήνα αλλά και στον Πειραιά. Από
την Καισαριανή ως το Περιστέρι, από τις Τζιτζιφιές ως τους Αμπελοκήπους, από το
Πολύγωνο ως του Ψυρρή, από τη Νέα Σμύρνη ως το Μοσχάτο, από το Μεταξουργείο
ως τα Πετράλωνα, αλλά και στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς
και στο κέντρο, στην Ομόνοια, στην πλατεία Βάθη, στην οδό Πατησίων διεξάγονται
μάχες, καταλαμβάνονται και ανακαταλαμβάνονται στρατηγικά σημεία και κτίρια,
μερικά από τα οποία ο ΕΛΑΣ τα ανατινάζει για να στήσει με τα ερείπιά τους
οδοφράγματα. Τα αγγλικά αεροπλάνα πολυβολούν τις συνοικίες που ελέγχονται από
τον ΕΛΑΣ, τα πυροβολεία του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης σφυροκοπούν τις
θέσεις του αντιπάλου, ο στόλος βάλλει κατά των συνοικιών του Πειραιά. Τα θύματα
είναι πολλά, αιχμάλωτοι συλλαμβάνονται εκατέρωθεν, περιλαμβανομένων και
αρκετών άγγλων στρατιωτών.
Δύο από τις σημαντικότερες μάχες έδειξαν την αδυναμία του ΕΛΑΣ να αντεπεξέλθει
στη μαχητική ανωτερότητα των αντιπάλων του. H μία δόθηκε στο Γουδί, στους
στρατώνες του οποίου είχε οχυρωθεί η Ταξιαρχία του Ρίμινι, η άλλη στον στρατώνα
του Μακρυγιάννη όπου βρίσκονταν υπερχίλιοι χωροφύλακες. Παρά τις πείσμονες
επιθέσεις του ο ΕΛΑΣ δεν κατόρθωσε να καταλάβει αυτά τα σημεία ώσπου αγγλικά
αεροπλάνα και τανκς έσπευσαν να βοηθήσουν και να διασώσουν τους
πολιορκουμένους.

H συμφωνία της Βάρκιζας


Στις 25 Δεκεμβρίου έφτασαν ξαφνικά στην Αθήνα ο άγγλος πρωθυπουργός
Γουίνστον Τσόρτσιλ και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, οι οποίοι πήραν μέρος
σε συσκέψεις με εκπροσώπους όλων των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων,
συμπεριλαμβανομένου και του EAM, σε μια προσπάθεια για την εξεύρεση
συμβιβαστικής λύσης που θα οδηγούσε στον τερματισμό των εχθροπραξιών. Οι
διαφωνίες όμως αποδείχτηκαν αγεφύρωτες και οι συσκέψεις δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Οι μάχες συνεχίστηκαν με εντεινόμενη σφοδρότητα ως τις πρώτες ημέρες του
Ιανουαρίου. Αλλά ήδη η δύναμη αντίστασης του ΕΛΑΣ είχε καμφθεί μπροστά στην
υπεροχή των αντιπάλων του, και στις 5 Ιανουαρίου οι μονάδες του εγκατέλειψαν την
Αθήνα και ζήτησαν τη σύναψη ανακωχής, η οποία υπογράφτηκε στις 11 του μήνα.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση, με πρωθυπουργό
πλέον τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα από τις 3 του μήνα, και στο EAM η
Συμφωνία της Βάρκιζας που υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τον οπλισμό του
και να διαλυθεί. Του δινόταν προθεσμία δύο εβδομάδων.

Η δεύτερη φάση του Εμφυλίου


Πολέμου
Του ΕΥΑΝΘΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*

«Το αίμα φέρνει αίμα κι άλλο αίμα». Με αυτές τις λέξεις συνόψισε ο Σεφέρης την
κατάσταση στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944.
Δύο, μόλις, μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αεροσκάφη Σπιτφάιαρ και
Μποφάιτερ της RAF σφυροκοπούσαν τα προάστια, ενώ μάχες μεταξύ βρετανικών και
κυβερνητικών δυνάμεων, από τη μία πλευρά, και του ΕΛΑΣ, από την άλλη,
μαίνονταν σε όλη την πόλη. Η σπίθα γι' αυτόν τον «δεύτερο γύρο» εμφυλίου
πολέμου, που έμεινε γνωστός ως «Δεκεμβριανά», άναψε όταν στις 3 Δεκεμβρίου η
Αστυνομία, η οποία αντιπροσώπευε το έσχατο ορατό κατάλοιπο του κατοχικού
συστήματος, άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών του ΕΑΜ στην πλατεία
Συντάγματος. Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν σημείο καμπής στην εμφύλια βία που είχε
αρχίσει ήδη από το 1943 και η οποία θα συνεχιζόταν μέχρι και το 1949. Ο δρόμος
προς τη «μάχη της Αθήνας» ήταν στρωμένος με αμοιβαία καχυποψία, αλλά και
αδιαλλαξία, και από τις δύο παρατάξεις. Το ποιος είχε τη βαρύτερη ευθύνη για τα
Δεκεμβριανά παραμένει ένα από τα πιο διαμφισβητούμενα σημεία στην Ιστορία της
νεότερης Ελλάδας.
Σπανίως, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ένα μεμονωμένο γεγονός είχε τόσο
καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος, της κοινωνικής
πραγματικότητας, των ταυτοτήτων, όσο τα Δεκεμβριανά του 1944. Πριν από τη
σύγκρουση, παρά τις δυσκολίες, υπήρχε η ελπίδα ότι οι πολιτικές δυνάμεις θα
έβρισκαν μια κοινώς αποδεκτή διευθέτηση. Μετά τον «Δεκέμβρη», τίποτε δεν ήταν
το ίδιο: αντί της πολιτικής διαδικασίας, η χώρα κλήθηκε να εφαρμόσει μία ιδιότυπη
«συνθήκη ειρήνης», τη Συμφωνία της Βάρκιζας, την οποία παραβίασαν και οι δύο
πλευρές -η κυβερνητική επειδή προχώρησε στην πολιτική δίωξη των κομμουνιστών,
και η εαμική επειδή δεν παρέδωσε τα όπλα της, αλλά αντίθετα προετοιμάστηκε για
την επόμενη φορά. Ο δρόμος είχε ανοίξει για ένα νέο γύρο εμφυλίου πολέμου. Οπως
συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρχικές εκτιμήσεις για τα αίτια των
Δεκεμβριανών ήταν, σε μεγάλο βαθμό, βασισμένες σε στερεότυπα. Ο αστικός κόσμος
πίστευε ότι το ΕΑΜ είχε κάνει μια προαποφασισμένη απόπειρα για κατάληψη της
εξουσίας. Η Αριστερά θεωρούσε ότι οι Βρετανοί και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχαν
εξ αρχής επιζητήσει τη σύγκρουση για να καταστρέψουν το εαμικό ρεύμα. Η
σύγχρονη έρευνα, ωστόσο -με πρώτο σταθμό τη μελέτη του Ι. Ιατρίδη για την
«εξέγερση στην Αθήνα»- αποστασιοποιήθηκε από παρόμοιες ερμηνείες και
αντιμετώπισε την πορεία προς τη σύγκρουση ως μια διαδικασία, παρά ως μια
«αναπόφευκτη» εξέλιξη.

Η μακρόχρονη πορεία προς τη σύγκρουση


Είναι αδύνατον να ερμηνευθούν τα Δεκεμβριανά χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι
αποτέλεσαν τη δεύτερη φάση ενός εμφυλίου πολέμου που είχε ξεκινήσει το 1943. Ο
κατοχικός εμφύλιος είχε ένα ιδιότυπο αποτέλεσμα: στρατιωτικά, στην κατεχόμενη
Ελλάδα, είχε επικρατήσει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Ωστόσο, πολιτικά, το ΕΑΜ είχε υποστεί
μία μείζονα ήττα από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό της εξόριστης
κυβέρνησης, στη Διάσκεψη του Λιβάνου κατά την οποία αποφασίστηκε η
συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ της
στρατιωτικής και της πολιτικής ισχύος οδήγησε στη νέα σύγκρουση. Ο Παπανδρέου
επεδίωκε να οδηγήσει τη χώρα σε μια κατεύθυνση παρόμοια με αυτήν που θα
ακολουθούσαν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη: συγκρότηση ενός «μεγάλου
συνασπισμού» αντιφασιστικών δυνάμεων (με τη συμμετοχή του κομμουνιστικού
κόμματος) και διενέργεια μιας προοδευτικής μεταρρύθμισης, που θα συγκροτούσε τη
βάση της μεταπολεμικής δημόσιας ζωής. Σε αυτό το σκηνικό, ο δικός του
συνασπισμός -μια μορφή αστικού ριζοσπαστισμού- θα ισορροπούσε μεταξύ της
αντίδρασης και της επανάστασης, ώστε να εξασφαλίσει την αναγκαία μεταρρύθμιση.
Για να γίνει αυτό, όμως, ήταν αναγκαίο να αποφευχθεί ένας νέος εμφύλιος πόλεμος.
Αυτό προσπάθησε να επιτύχει ο Παπανδρέου με δύο μοχλούς: τη βρετανική
στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα και την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για
διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Κατά τον πρωθυπουργό (και τον αστικό κόσμο), η
ένοπλη μειοψηφία του ΕΑΜ/ΚΚΕ είχε επιβάλει τη στρατιωτική της κατοχή στην
ύπαιθρο και επί της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Ο Παπανδρέου θεωρούσε ότι η
βρετανική παρουσία θα αποκαθιστούσε την ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων,
αποτρέποντας τον εμφύλιο πόλεμο. Αρχικά, η στρατηγική του φάνηκε να αποδίδει: το
ΕΑΜ αποδέχθηκε τη Συμφωνία της Καζέρτας στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1944 και
έθεσε τις δυνάμεις του υπό την ηγεσία του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ. Κατά την
απελευθέρωση της Αθήνας, στα μέσα του Οκτωβρίου, το ΕΑΜ δεν εγκατέστησε δική
του κυβέρνηση, παρόλο που μπορούσε να το κάμει. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν
τόσο απλά. Μετά την απελευθέρωση, το ΕΑΜ ήδη ασκούσε την εξουσία στην
Ελλάδα, μέσω της στρατιωτικής κατοχής της υπαίθρου (με μικρές εξαιρέσεις, π.χ.
στην Ηπειρο). Η «κυβέρνηση Παπανδρέου» δεν ήλεγχε παρά ένα μέρος του κέντρου
της Αθήνας. Το ΕΑΜ επιδίωκε να συντηρήσει μια περίεργη δυαρχία στη χώρα: μια
τυπική ψευδοεξουσία της κυβέρνησης στο κέντρο της Αθήνας και μια ουσιαστική και
σαφώς μονοκομματική εξουσία του ΕΑΜ παντού αλλού (αυτό που τότε ονομάστηκε
«εαμοκρατία»). Εκλογές σε αυτή την κατάσταση δεν μπορούσαν να γίνουν -
τουλάχιστον όχι χωρίς να προκύψουν εκλογικά «αποτελέσματα» αντίστοιχα με τα
ανατολικοευρωπαϊκά των αμέσως επόμενων ετών...
Ο Παπανδρέου στόχευε να τερματίσει την εαμική στρατιωτική κατοχή της υπαίθρου,
επειδή χωρίς αυτό, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν, έτσι και αλλιώς, ένα
μονοκομματικό εαμικό κράτος. Εδώ βρισκόταν η ουσία της διαφωνίας σχετικά με τις
ένοπλες δυνάμεις, που αποτέλεσε την αφορμή για τα Δεκεμβριανά. Το ΕΑΜ επέλεξε
τη σύγκρουση όταν κατάλαβε ότι θα έπρεπε να διαλύσει τον στρατό του -το όργανο
με το οποίο διεκδικούσε τη συνέχιση της εξουσίας του. Εξάλλου, για το ΕΑΜ, η
διάλυση του στρατού του σήμαινε όχι μόνον απώλεια της εξουσίας, αλλά και δικό
του αφοπλισμό έναντι των αντιπάλων του. Ωστόσο, η ηγεσία του ΕΑΜ έδειξε μια
τεράστια αδυναμία να διαχειριστεί την κρίση. Ετσι, δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται τη
σημασία της υπογραφής της Συμφωνίας της Καζέρτας, η οποία στην ουσία υπήγαγε
και τις εαμικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Σκόμπυ. Η Καζέρτα μετέτρεπε
οποιαδήποτε εξέγερση εναντίον του Βρετανού αυτού διοικητή σε αντισυμμαχική
ανταρσία την οποία θα ήταν αδιανόητο να υποστηρίξουν, διαρκούντος του πολέμου,
οι Σοβιετικοί ή ο Τίτο (παρά τις υποσχέσεις που ο τελευταίος είχε δώσει για αρωγή).
Το πρόβλημα, επομένως, δεν βρίσκεται στο πολυσυζητημένο ερώτημα εάν το ΕΑΜ
είχε πληροφορηθεί ή όχι τη «συμφωνία των ποσοστών» μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ:
το ίδιο το ΕΑΜ είχε δεχθεί την Καζέρτα.
Είναι επίσης σαφές ότι το ΚΚΕ εκτίμησε λανθασμένα τους στόχους και τις
προτεραιότητες των διεθνών δρώντων. Τέλος, είναι αμφίβολο εάν η εαμική ηγεσία
είχε σαφείς στρατηγικές προτεραιότητες: η διενέργεια, παράλληλα με τα
Δεκεμβριανά, επιθέσεων εναντίον του Ζέρβα στην Ηπειρο επιτρέπουν τη διατύπωση
της υπόθεσης ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση με πανελλαδική εμβέλεια και πολύ πιο
μαξιμαλιστικούς στόχους. Στο επίπεδο της ποιότητας ηγεσίας εντοπίζεται η
μεγαλύτερη διαφορά του ελληνικού αριστερού κινήματος σε σχέση με το γαλλικό ή
το ιταλικό: οι Τορέζ και Τολιάτι απέφυγαν προσεκτικά τον εμφύλιο πόλεμο, ακριβώς
επειδή διέγνωσαν πολύ πιο αποτελεσματικά τους συσχετισμούς των δυνάμεων και
την ακριβή γκάμα των δυνατοτήτων.

Καταστροφικές πολιτικές συνέπειες


Οι συνέπειες των Δεκεμβριανών ήταν καταλυτικές. Η μάχη της Αθήνας είναι η πρώτη
εμφύλια σύγκρουση της δεκαετίας του ’40, στην οποία αναμετρήθηκε η Αριστερά
(μόνη της) με όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις -και επομένως ένωσε όλους τους
άλλους εναντίον της. Αυτό το σκηνικό θα επαναληφθεί και το 1946 - 49. Το δεύτερο
καθοριστικό στοιχείο ήταν η εκτέλεση, από την εαμική πλευρά, ενός μεγάλου
αριθμού αμάχων ομήρων που συνέλαβε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Αμέσως
μετά τα Δεκεμβριανά, η κυβερνητική προπαγάνδα ανέβαζε τον αριθμό των ομήρων
που εκτελέσθηκαν από το ΕΑΜ ή πέθαναν από κακουχίες, σε 10.000. Αργότερα,
περισσότερο ψύχραιμοι αναλυτές αναφέρθηκαν σε έναν αριθμό 4.000 νεκρών -ο
οποίος όμως ήταν επίσης τεράστιος. Τίποτε δεν θα μπορούσε να κινητοποιήσει πιο
αποτελεσματικά τον αστικό κόσμο από την αίσθηση ότι η «κομμουνιστική
επανάσταση» συνοδευόταν από ένα παρόμοιο λουτρό αίματος. Ενδοελληνικές
συγκρούσεις (και μάλιστα πολύνεκρες) είχαν σημειωθεί από το 1943 σε όλη τη χώρα.
Ωστόσο, ήταν το αίμα του Δεκέμβρη -το αίμα που χύθηκε μέσα στην Αθήνα- που
κινητοποίησε την αστική ελίτ στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η
τρίτη συνέπεια ήταν η μη τιμωρία των δωσιλόγων: τρομοκρατημένο, το πολιτικό
σύστημα έστρεψε την προσοχή του στον «αμυντικό αγώνα» κατά του κομμουνισμού.
Πάνω απ’ όλα, ο «δεύτερος γύρος» αποτέλεσε μια μη αναστρέψιμη καταστροφή για
την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Διέλυσε τον «μεγάλο συνασπισμό» της
απελευθέρωσης, κατέστρεψε την προσπάθεια ανοικοδόμησης, εξασφάλισε την
παλινόρθωση της μοναρχίας, συνέτριψε τις ανερχόμενες μετριοπαθείς φιλελεύθερες
δυνάμεις και έδωσε αμετάκλητα την πρωτοβουλία των κινήσεων στους ακραίους
αντικομμουνιστές. Με την επιλογή του για σύγκρουση στα Δεκεμβριανά, το ΕΑΜ
κατέστρεψε τους πάντες, εκτός από τους πιο ακραίους εχθρούς του. Γι’ αυτό, συχνά
διατυπώνεται το ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση Παπανδρέου, του 1944, υπήρξε
μια χαμένη ευκαιρία. Ηταν η πρώτη φορά έπειτα από μία δικτατορία, πόλεμο,
Κατοχή και μία εμφύλια σύγκρουση, που οι φιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές
βρίσκονταν στην κυβέρνηση. Στο σενάριο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να
αναπτυχθεί στην κατεύθυνση του μεταπολεμικού ιταλικού ή γαλλικού προτύπου:
θέσπιση ενός προοδευτικού φιλελεύθερου Συντάγματος, διενέργεια μιας οικονομικής
και κοινωνικής μεταρρύθμισης από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, χωρίς τις τρομερές
επιβαρύνσεις των πρόσθετων εμφυλίων συγκρούσεων του 1944-49. Τα Δεκεμβριανά
σκότωσαν αυτή την προοπτική και άνοιξαν τον δρόμο για ένα νέο «ξεκαθάρισμα
λογαριασμών» που οδηγούσε στον τρίτο εμφύλιο πόλεμο του 1946 - 49.

* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και


Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι ελιγμοί των δύο διεκδικητών της
εξουσίας
Του ΘΑΝΑΣΗ ΣΦΗΚΑ*

Στην περίοδο 1941-1944 στην Ελλάδα αποκρυσταλλώθηκαν και οξύνθηκαν οι


κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις της προηγούμενης δεκαετίας και εμφανίστηκε
μια νέα εσωτερική κοινωνική και πολιτική δύναμη με επαναστατικά αιτήματα, το
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Αυτό που ακολούθησε από τα Δεκεμβριανά ώς τον Αύγουστο του 1949
ήταν μια μακρά και επώδυνη διαδικασία διεκδίκησης, απόρριψης και συντριβής:
διεκδίκησης εκ μέρους του αριστερού αντιστασιακού κινήματος αυτών των
αιτημάτων, απόρριψής τους και συντριβής του φορέα τους από τις εγχώριες και
εξωτερικές δυνάμεις που έβλεπαν την πραγμάτωσή τους ως υπαρξιακή απειλή. Η
Βρετανία, κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο, επιθυμούσε ένα προσωποπαγές καθεστώς
υπό τον Γεώργιο Β΄ για τη διατήρηση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής
και την αποτροπή ενδεχόμενης σοβιετικής κυριαρχίας. Προτιμητέο μέσο επίτευξης
του στόχου ήταν ο εγκλωβισμός του ΕΑΜ ως μειοψηφούσας συνιστώσας σε
κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον έως τότε αντιμοναρχικό Γεώργιο
Παπανδρέου, τον οποίο στις 26 Απριλίου 1944 οι Βρετανοί όρισαν πρωθυπουργό της
εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου. Ο πολιτικός εγκλωβισμός του ΕΑΜ
φάνηκε να επιτυγχάνεται στις 20 Μαΐου, όταν οι αντιπρόσωποί του υπέγραψαν στη
Διάσκεψη του Λιβάνου το «Εθνικόν Συμβόλαιον». Τα ανταρτικά σώματα τέθηκαν
υπό τις διαταγές της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», στην οποία το ΕΑΜ κλήθηκε
να συμμετάσχει με πέντε δευτερεύοντα υπουργεία, ενώ προβλέπονταν εκλογές και
δημοψήφισμα μετά την απελευθέρωση χωρίς να αποκλείεται η επιστροφή του
βασιλιά πριν από το δημοψήφισμα. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αποδέχθηκε τη συμμετοχή
στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» παρά μόνον τρεις μήνες αργότερα.
Οπως εξήγησε το ΚΚΕ στις οργανώσεις του, τον Αύγουστο του 1944, η άρνηση
συμμετοχής θα επέσειε κατηγορίες για παρεμπόδιση της εθνικής ενότητας. Εν τω
μεταξύ, και ενώ στην «Ελεύθερη Ελλάδα» το ΕΑΜ υλοποιούσε μέρος του πολιτικού,
κοινωνικού και πολιτιστικού προγράμματός του, στο Κάιρο ο Παπανδρέου
αναγνώριζε την ανάγκη μιας απροσδιορίστου περιεχομένου «επανάστασης» στη
χώρα· μόνο που, όπως έλεγε στον Γιώργο Σεφέρη τον Ιούλιο 1944, την
«επανάσταση» δεν θα την έκανε «ο συρφετός» του ΕΑΜ αλλά η «επαναστατική
Κυβέρνηση» του ιδίου. Στις 21 Αυγούστου 1944, έπειτα από αίτημά του, ο
Παπανδρέου συνάντησε στη Ρώμη τον Τσώρτσιλ και του ζήτησε τη συνδρομή των
βρετανικών όπλων για τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ο Τσώρτσιλ, ωστόσο, είχε ήδη
αποφασίσει από τον Σεπτέμβριο του 1943 την αποστολή βρετανικών στρατευμάτων
στην Ελλάδα. Καθώς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κυριαρχούσε σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα,
στις αρχές Οκτωβρίου ο Παπανδρέου ανησυχούσε, όπως εκμυστηρεύτηκε στον
Κωνσταντίνο Τσάτσο, πως «αν πληροφορούνταν οι ελασίτες ότι φθάναμε στην Αθήνα
σχεδόν γυμνοί, μπορούσαν να κάνουν ένα γιουρούσι και να κυριαρχήσουν στην
πρωτεύουσα». Γι’ αυτό, στις 8 Οκτωβρίου, διεμήνυσε στους Βρετανούς να σπεύσουν
ενόσω παρέμεναν ακόμη Γερμανοί στρατιώτες σε ελληνικό έδαφος: διαφορετικά, «θα
ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τους λόγους της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων
μετά την πλήρη αποχώρηση του εχθρού». Ομως, «γιουρούσι» δεν έγινε και η
κυβέρνηση Παπανδρέου έφθασε χωρίς κανένα εμπόδιο στην απελευθερωμένη Αθήνα
στις 18 Οκτωβρίου 1944. Προσηλωμένο ήδη από τις παραμονές της 4ης Αυγούστου
στη θεωρία των σταδίων της επανάστασης και στη συγκρότηση λαϊκού μετώπου, το
ΚΚΕ είχε αναβάλει επ’ αόριστον την προοπτική επαναστατικής ρήξης και
αναζητούσε συμμάχους ακόμη και εντός του αστικού πολιτικού και κοινωνικού
χώρου. Στην αναζήτηση αυτή, το ΕΑΜ λειτουργούσε νομιμοποιητικά για το ΚΚΕ,
δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ανάδυσης ενός πλειοψηφικού πολιτικού και
κοινωνικού ρεύματος που θα διεκδικούσε την εξουσία μέσω της εκλογικής
διαδικασίας. Στις 19 Οκτωβρίου, η κομματική ηγεσία έκανε αυστηρές συστάσεις σε
κομματικά μέλη που αδημονούσαν για την έλευση της «Λαϊκής Δημοκρατίας» και
την «κατάληψη» της εξουσίας: οι εν λόγω απόψεις ήταν «έξω από το πλαίσιο της
πολιτικής του ΕΑΜ» και «δυσκολεύουν το αγκάλιασμα καινούργιων στρωμάτων» σε
έναν αγώνα «εθνικοαπελευθερωτικό» για την «εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής
πολιτικής ζωής». Τον Νοέμβριο εστάλησαν οδηγίες στις κομματικές οργανώσεις να
συνεργαστούν με τους συμμάχους και να αναλάβουν συντονισμένη προσπάθεια
προσέγγισης των μεσαίων στρωμάτων.

«Ναίδες» ή στο «άγριο θηρίο»;


Εν τούτοις, οι δύο διεκδικητές της εξουσίας είχαν αυτοεγκλωβιστεί σε πολιτικές
εκχώρησης. Στο όνομα της ομαλής μετάβασης, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν εκχωρήσει
στη νομιμοφάνεια της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ένα μεγάλο μέρος της
πολιτικής και κοινωνικής ισχύος που διέθεταν κατά την απελευθέρωση. Ο
αυτοεγκλωβισμός του αστικού κόσμου ήταν επίσης συνειδητός αλλά περισσότερο
επωφελής για τον ίδιο. Η λογική του κόσμου αυτού, κατά τον Σεφέρη, ήταν
«μονοκόμματη και απελπιστική» -είτε «οι Αγγλοι θα μας προστατέψουν» είτε «οι
Ρώσοι θα μας φάνε»: Θα είμαστε είτε ναίδες είτε μπουκιά στο στόμα ενός άγριου
θηρίου. […] Καθαρά ψυχολογία πανικού τελειωμένων ανθρώπων». Επιδιώκοντας την
εξουδετέρωση του ΕΑΜ, στα τέλη Νοεμβρίου οι Βρετανοί κατηγόρησαν τον
Παπανδρέου για «δειλία και αβουλία» έναντι του ΚΚΕ, καθώς στις διαπραγματεύσεις
για την αποστράτευση των ενόπλων σχηματισμών και τη δημιουργία εθνικού
στρατού συνέκλιναν οι ανταγωνισμοί για το σύνολο των εξουσιών. Για τον
Παπανδρέου προείχε η εξουδετέρωση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα, αλλά και με
στρατιωτικά εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο. Ο αυτοεγκλωβισμός φάνηκε τον
Νοέμβριο 1944, όταν προσπάθησε να ελιχθεί και να επιτύχει πολιτικό συμβιβασμό,
ενώ τρεις μήνες νωρίτερα είχε ζητήσει βρετανική ένοπλη βοήθεια για τη διάλυση του
ΕΛΑΣ.

Από τους πρώτους νεκρούς στη Συμφωνία της Βάρκιζας


Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την αποστράτευση και την
προσπάθεια του Παπανδρέου να επιρρίψει τις ευθύνες στην Αριστερά, την 1η
Δεκεμβρίου το ΕΑΜ ζήτησε γενική αποστράτευση· την επομένη παραιτήθηκαν από
την κυβέρνηση οι εαμικοί υπουργοί και αναγγέλθηκε διαδήλωση για τις 3
Δεκεμβρίου. Στις 11 το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου 1944, όταν η κεφαλή της
ειρηνικής διαδήλωσης έφτασε μπροστά από τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που
βρίσκονταν παρατεταγμένες στο Αρχηγείο της Αστυνομίας, στη γωνία των οδών
Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το ξενοδοχείο της Μεγάλης
Βρετανίας, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών. Νεκροί έπεσαν
τουλάχιστον δεκαπέντε. Στις 4 Δεκεμβρίου, μονάδες του εφεδρικού ΕΛΑΣ
επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, αλλά απέφυγαν να συγκρουστούν με τις
βρετανικές δυνάμεις. Οι στρατιωτικές ενέργειες του ΕΛΑΣ στην αρχή των
Δεκεμβριανών ήταν περιορισμένες και αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση του
Παπανδρέου. Η προοπτική αυτή φάνηκε εφικτή στις 4 - 5 Δεκεμβρίου, όταν αυτός
υπέβαλε την παραίτησή του και όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα συμφώνησαν
στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον 84χρονο αρχηγό του Κόμματος
Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η λύση απετράπη από τον Τσώρτσιλ, ο οποίος
τηλεγράφησε στον Βρετανό πρέσβη «να εξαναγκάσει τον Παπανδρέου να πράξει το
καθήκον του. Εάν υποβάλει την παραίτησή του, θα πρέπει να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο
ώσπου να ξαναβρεί τα λογικά του». Με στόχο τη στρατιωτική συντριβή του
αντιπάλου, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ο βρετανικός στρατός άρχισε τις
επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ, ενώ η βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε τις
προτάσεις του ΕΑΜ για ειρήνευση (αντιβασιλεία, γενική αποστράτευση, νέα
κυβέρνηση και διεθνή επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτίων της σύγκρουσης). Στην
αρχή των Δεκεμβριανών, ο ΕΛΑΣ υπερίσχυε των αντιπάλων του λόγω της
αριθμητικής υπεροχής του. Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν τη χρησιμοποίηση των
Ταγμάτων Ασφαλείας εναντίον του ΕΛΑΣ, και η κυβέρνηση Παπανδρέου ενέδωσε,
προκαλώντας την μήνιν του ΕΑΜ. Σύντομα από την Ιταλία άρχισαν να φθάνουν
ενισχύσεις που τελικά ανέβασαν τον αριθμό των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα
σε 80.000 - 90.000, αναγκάζοντας μετά τα μέσα Δεκεμβρίου τον ΕΛΑΣ να
περιοριστεί σε αμυντικές ενέργειες. Στις 3 Ιανουαρίου 1945, σχηματίστηκε νέα
κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος είχε ήδη αποκλείσει κάθε
ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Μιχάλης Κύρκος
του είχε ζητήσει να αναλάβει πρωτοβουλία για συμβιβαστική λύση. Η απάντηση του
Πλαστήρα ήταν ότι «δεν θ’ αφήσω ’γω τον Θανάση τον Κλάρα να σφάξει την Ελλάδα.
Οι εαμίτες και οι ελασίτες είναι κοινοί δολοφόνοι, πίνουν αίμα και «πρέπει να
εξοντωθούν μέχρις ενός για να ησυχάσουμε όσοι απομείνουμε». Στις 4 - 5 Ιανουαρίου,
ο ΕΛΑΣ υποχώρησε από την Αθήνα, λίγες ημέρες αργότερα συμφωνήθηκε ανακωχή,
και τον Φεβρουάριο του 1945 υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Οσοι
απέμειναν δεν «ησύχασαν» για μερικά χρόνια ακόμη.

Εγκλωβισμός της ιστορικής έρευνας


Στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, ενώ οι συγκρούσεις είχαν ξεσπάσει στην Αθήνα,
εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ ο Πέτρος Ρούσος εξήγησε σε αξιωματούχους του
Κ.Κ. Βουλγαρίας ότι το κόμμα του, γνωρίζοντας ότι δεν θα λάμβανε εξωτερική
βοήθεια, «ήταν έτοιμο για όλους τους συμβιβασμούς, όλες τις παραχωρήσεις, που θα
συνοδεύονταν όμως από ένα ελάχιστο εγγυήσεων για το κίνημά μας. Αλλά η θέση του
Παπανδρέου ήταν σαφής, δεν θα υπήρχαν τέτοιες εγγυήσεις. Ο άλλος δρόμος που
είχαμε ήταν να υπερασπιστούμε τις θέσεις μας. Ηταν δύσκολος αλλά το κόμμα τον
βρήκε σωστό». Τα Δεκεμβριανά ήταν αντίσταση στην αυθαιρεσία των Βρετανών και
του Παπανδρέου, η οποία, κατά τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, συνίστατο στη
«μεταχείριση» των Ελλήνων από τους Βρετανούς «σαν να ήταν ιθαγενείς της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Πολιτικά διακυβεύματα, ιστοριογραφικές μόδες και
διακυμάνσεις στο ακαδημαϊκό χρηματιστήριο έχουν συμβάλει στον εγκλωβισμό της
μελέτης των Δεκεμβριανών, αλλά και της δεκαετίας του ’40, στην αντιπαράθεση
μεταξύ ενός ηρωικού αφηγήματος και μιας αντίληψης ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στα
χρόνια εκείνα ήταν τρομοκρατικές οργανώσεις. Το ΕΑΜ, ως εκδοχή και όχημα
νεωτερικότητας, παραμένει στα αζήτητα ενός ερευνητικού χώρου που ρέπει προς τον
κατακερματισμό και την καταμέτρηση πτωμάτων: από τις συλλήψεις και τις
συνοπτικές εκτελέσεις που διέπραξαν και οι δύο πλευρές στα Δεκεμβριανά, εκείνες
που συντηρήθηκαν στη μνήμη και χρησιμοποιήθηκαν για τον πολιτικό αποκλεισμό
του ΕΑΜ μετά τη Βάρκιζα ήταν οι υπερβάσεις και οι αντεκδικήσεις της ΟΠΛΑ και
του ΕΛΑΣ και, κυρίως, η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη σύλληψη ομήρων.

* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας


του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Αναδημοσίευση από την Καθημερινή της 3/4/2011

Από το αιματοκύλισμα στη συμφωνία


Ενα οδοιπορικό από το αιματοκύλισμα τον Δεκέμβρη του 1944, πριν από 68 χρόνια,
στις τριμερείς συνομιλίες (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-κυβέρνησης) και την κατάπαυση των
εχθροπραξιών μεταξύ ΕΛΑΣ και Βρετανών, μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας με την
«ήττα» του ΕΑΜ, και το ρόλο του Γεωργίου Παπανδρέου

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ (*)

Στις 20 Ιανουαρίου του 1945 άρχισαν οι συνομιλίες ανάμεσα στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και
στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Παράλληλα, η Κεντρική Επιτροπή του
ΕΛΑΣ δήλωνε ότι αναγνώριζε τους θεσπισμένους κανόνες για τους αιχμαλώτους
πολέμου και επέτρεπε στον Ερυθρό Σταυρό να δράσει ελεύθερα στις περιοχές που
ήλεγχαν οι δυνάμεις της Αριστεράς.
Λίγες μέρες πριν, στις 11 Ιανουαρίου, είχε υπογραφεί η κατάπαυση των
εχθροπραξιών μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Βρετανών, ύστερα από σχεδόν 38 ημέρες
σκληρών συγκρούσεων στην Αθήνα. Η Συνθήκη Ανακωχής -που σηματοδοτούσε επί
της ουσίας την ήττα του αριστερού αντιστασιακού κινήματος- υπογράφτηκε από τους
Παρτσαλίδη, Ζεύγο, Αθηνέλη και Μακρίδη ως εκπροσώπους του ΕΛΑΣ και του
στρατηγού Σκόμπι από την πλευρά των βρετανικών στρατευμάτων.
Η Συνθήκη προέβλεπε την απόσυρσης ων δυνάμεων του ΕΛΑΣ βόρεια και νότια της
Αθήνας. Παράλληλα καθοριζόταν και η γραμμή της νέας «αντιπαράταξης» των
δυνάμεων. Στο Βορρά η γραμμή αυτή ακολουθούσε τον οδικό άξονα Ιτέα-Αμφισσα-
Λαμία-Δομοκός-Φάρσαλα και νότια τη γραμμή Πύργου-Αργους. Παράλληλα,
συμφωνήθηκε και η αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τη Θεσσαλονίκη, την
Πάτρα και τα νησιά.
Η αιματηρή αυτή σύγκρουση, αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από την
τριπλή φασιστική κατοχή και ενώ ακόμα συνεχιζόταν αμείωτος ο Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος, ανέδειξε τις νέες ισορροπίες και τις νέες σφαίρες επιρροής στη
μεταπολεμική Ευρώπη.

Η ηθική σημασία
Η Ελλάδα είχε γνωρίσει μια τετράχρονη σκληρή Κατοχή από τους Γερμανούς ναζί
και τους συνεργάτες τους, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες. Θεωρείται ότι τόσο
σκληρή συμπεριφορά κατά κατακτημένου λαού, οι ναζί επέδειξαν μόνο στην
περίπτωση της Ουκρανίας. Περίπου 10% του ελληνικού λαού θα χαθεί αυτή την
εποχή. Αυτό θα συμβεί, μόλις 18 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν οι
Ελληνες της Ανατολής έχασαν το 40%, περίπου, του πληθυσμού τους από τους
Τούρκους εθνικιστές και οι διασωθέντες είχαν βρεθεί ως πρόσφυγες σε έναν άξενο
τόπο, βιώνοντας έντονες αντιθέσεις με τον γηγενή πληθυσμό, ευρισκόμενοι σχεδόν
σε διαρκή σύγκρουση με το πολιτικό σύστημα.
Στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα γιγάντιο κίνημα αντίστασης, το οποίο ονειρεύτηκε το
δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ελλάδας. Ακόμα και το ΚΚΕ, δηλαδή η δύναμη
που σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε σ' αυτό το αντιστασιακό κίνημα, είχε εγκαταλείψει
τους στόχους περί κομμουνιστικού μετασχηματισμού και ένταξης της Ελλάδας στο
σοβιετικό στρατόπεδο. Με τις Συνθήκες του Λιβάνου και της Καζέρτας είχε
αποδεχτεί ως μεταπολεμικό πλαίσιο τη δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και την
ένταξή της στο δυτικό κόσμο. Εκείνη την εποχή το ΚΚΕ ήταν απολύτως
προσηλωμένο στην ιδέα του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου. Το
«λαϊκοδημοκρατικό» του όραμα ελάχιστες σχέσεις είχε δομικά με τη μονοκομματική
σταλινική δικτατορία που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση. Το ΕΑΜ νομιμοποιούσε την
πολιτική αυτή του ΚΚΕ, το οποίο διεκδικούσε τη διαμόρφωση δημοκρατικών
πλειοψηφιών μέσω των εκλογών. Φυσικά, η πολιτική της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ
καθοριζόταν από τις ιδεολογικές, οργανωτικές και πολιτικές σχέσεις που είχαν
εγκαθιδρυθεί στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ο «εργατικός διεθνισμός» που
εξαρχής είχε οδηγήσει σε μια άκριτη και μεταφυσική ανάδειξη της Σοβιετικής
Ενωσης σε καθοδηγήτρια «μητέρα-πατρίδα», είχε παραγάγει μια απόλυτη
οργανωτική εξάρτηση από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), την οποία
διέλυσε ο Στάλιν το 1943. Και όταν η ΕΣΣΔ, βαθμιαία αλλά γρήγορα, κατά τη
δεκαετία του '30, μετεξελίχθηκε σ' ένα περίκλειστο αυταρχικό σταλινικό κράτος, οι
παλιές ιδεολογικές συνάφειες και οι οργανωτικές εξαρτήσεις θα χρησιμοποιηθούν για
την εξυπηρέτηση των κυνικών κρατικών συμφερόντων. Ετσι ερμηνεύεται η παθητική
στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά τα Δεκεμβριανά, όταν ξεκίνησε η σύγκρουση με
τους Βρετανούς, τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής και τους
δωσίλογους των ναζί, ενώ ο εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν μη ικανοποιητικά εξοπλισμένος.
Παραγνωρίζοντας απολύτως την έγκαιρη διαπίστωση του Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος
στις 22 Σεπτεμβρίου του '43 έγραφε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ: «Οι Αγγλοι
θα επιβάλουν ένα φασιστικό καθεστώς με άλλο όνομα αν τους αφήσουμε να
επικρατήσουν...».

Η χαμένη ευκαιρία
Πάντως η μεταπολεμική παρουσία τόσο της μεγάλης δημοκρατικής Αριστεράς, που
είχε εκφραστεί μέσα από το ΕΑΜ, όσο και του φιλοσοβιετικού ΚΚΕ, δημιουργούσαν
τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης δημοκρατικής χώρας, που δεν
θα ήταν ένα άβουλο προτεκτοράτο, όπου θα υπήρχε εξισορρόπηση των έξωθεν
επιρροών.
Η αναζήτηση ευθυνών για τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά και για τα όσα
ακολούθησαν και οδήγησαν στον Εμφύλιο ενάμιση χρόνο μετά, απασχολεί έως
σήμερα τους ιστορικούς. Μια ενδιαφέρουσα απάντηση έδωσε ο ιστορικός Θανάσης
Σφήκας στο βιβλίο του «The British Labour Government and the Greek War», όπου
υποστηρίζει ότι η κύρια αιτία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι η βρετανική
επέμβαση. Ο ιστορικός Γιάννης Ιατρίδης παρουσιάζει ως εξής τα ενδιαφέροντα
συμπεράσματα του Σφήκα: «Σύμφωνα με την άποψή του, που βασίζεται σε μια
εντυπωσιακή ποικιλία κυρίως βρετανικών διπλωματικών αρχείων και ιδιωτικών
συλλογών, η πολιτική των κυβερνήσεων Τσόρτσιλ και Ατλι, αντιπροσωπεύοντας μια νέα
μορφή ιμπεριαλισμού, είχε στόχο να μετατρέψει την Ελλάδα σε βρετανικό
προτεκτοράτο, απομακρύνοντάς την από τον έλεγχο της Μόσχας. Η στρατηγική τους
συμπεριελάμβανε τη συντριβή της Αριστεράς τον Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα, τη
λευκή τρομοκρατία, τη νίκη της Δεξιάς στις εκλογές του 1946 και την παλινόρθωση της
μοναρχίας...».

Η ελιτ της Μέσης Ανατολής


Η προσπάθεια πλήρους γεωπολιτικού ελέγχου από τον αγγλοσαξονικό παράγοντα
εξέφραζε απολύτως και τα παλαιά ελληνικά αστικά στρώματα, καθώς και τις
παραδοσιακές κυρίαρχες ελίτ που είχαν διαφύγει στη Μέση Ανατολή και είχαν
απολέσει κάθε λαϊκό έρεισμα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το ποιες ήταν αυτές οι
πολιτικές και οικονομικές ελίτ που ταύτισαν την επιβίωση και την κυριαρχία τους με
τη μετατροπή της Ελλάδας σε αγγλοσαξονικό προτεκτοράτο, περιγράφεται
εξαιρετικά σε έκθεση που συνέταξε το 1947 προς τον Αμερικανό πρόεδρο Τρούμαν ο
επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής, Paul Α. Porter: «Εδώ δεν υπάρχει κράτος!
Υπάρχει μόνο μία ιεραρχία πολιτικών, ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Μοναδική
τους έννοια, η κατάκτηση της εξουσίας... Στόχος τους είναι να χρησιμοποιήσουν την
ξένη βοήθεια για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας που έχει την έδρα
της στην πλατεία Κολωνακίου...».
Ο μοιραίος Ελληνας πολιτικός που διευκόλυνε και ενθάρρυνε από τα μέσα του '44 τη
βρετανική ανάμιξη στην Ελλάδα, υπήρξε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Φαίνεται πλέον
σήμερα, ότι με μια σειρά από μεθοδευμένες κινήσεις μαζί με τους Βρετανούς, έσυρε
την ηγεσία του ΚΚΕ στην παγίδα μιας αναπόφευκτης και μοιραίας σύγκρουσης για
την οποία ο ηγέτης του τότε Αγροτικού Κόμματος, Κώστας Γαβριηλίδης, έγραψε:
«...Υπάρχουν σήμερα αρκετοί που υποστηρίζουν πως η αντίσταση του Δεκέμβρη δεν
έπρεπε να γίνει και πως η καθοδήγηση του ΕΑΜικού κινήματος έπεσε στην παγίδα που
της έστησε η αντίδραση. Μια τέτοια θέση είναι εσφαλμένη και επιπόλαια. Αν
εξετάσουμε τα βαθύτερα αίτια της σύγκρουσης, θα δούμε πως αυτή ήταν
αναπόφευκτη...».
*Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας του ΑΠΘ, μαθηματικός. Μελέτησε
τις ελληνικές σοβιετικές κοινότητες κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Βραβεύτηκε από
την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας της ελληνικής Διασποράς στην ΕΣΣΔ.
Είναι συγγραφέας βιβλίων για τον παρευξείνιο ελληνισμό, την ελληνική Διασπορά, τις
διαδικασίες μετάβασης της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών, καθώς και για
θέματα που σχετίζονται με το ιστορικό Τραύμα και τη διαχείριση της Μνήμης.

Τι είδε ο Βρετανός
«Αντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν,
έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους
στο οδόστρωμα»

Μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Βρετανού αξιωματικού W. Byford-Jones που


υπηρετούσε εκείνη την εποχή στην Αθήνα, δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του «The Greek
Trilogy» (Resistance-Liberation-Revolution), εκδ. «Hutchinson and Co.», Λονδίνο,
1945, σ. 137-139:
«Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό που ένιωθα σαν να
παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της στη
διαδήλωση. Είχα ακούσει ατέλειωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από
Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και
αγαπούσα πολύ, να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα
αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι' αυτό που αντίκρισα σ' εκείνον τον πλατύ,
ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που
αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης
δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο
κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι
πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και
πολλοί άλλοι.
Ομως το χειρότερο είχε συμβεί. Αντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα
φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνια, κουνώντας τις σημαίες τους, και
τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα
σώματά τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή
τη σκηνή. Μια νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο
στήθος της. Ενας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν από αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα
από λίγο να ξεψυχάει. Ενα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του. Οι
πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της
αστυνομίας, κι ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος.
Είδα κάποιους Αγγλους κοκκινοσκούφηδες να τρέχουν στο αστυνομικό τμήμα αλλά δεν
ξέρω αν ήταν για να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Οταν οι πυροβολισμοί
σταμάτησαν, σε μια στιγμή ο κόσμος σηκώθηκε, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, και
βλέποντας τότε πια ποιοι είχαν σκοτωθεί, ποιοι ήταν τραυματίες, ποιοι σώθηκαν.
Μαζεύτηκαν κατά ομάδες κοιτάζοντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας το όνομά
τους και ανακοινώνοντάς το και στους άλλους.
Οι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά.
Πάνω από εκατό διαδηλωτές, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών κείτονταν νεκροί
ή τραυματίες.
Πολλές χιλιάδες κόσμου βρυχώταν εκτοξεύοντας απειλές και βρισιές στην αστυνομία.
Ηταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω δει ποτέ.
“Θα μπούνε όλοι στο αστυνομικό τμήμα τώρα”, είπε κάποιος που βρισκόταν κοντά
μου.
Βρετανικά τανκς κατέφτασαν και άρχισαν να παίρνουν θέσεις γύρω από το κτήριο,
φτιάχνοντας ένα σιδηρούν προστατευτικό παραπέτασμα στις δύο πλευρές του
αστυνομικού τμήματος.
Οι διαδηλωτές στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν, έσκιζαν τα πουκάμισά τους και φώναζαν
“Σκοτώστε με, δειλοί, τσιράκια του Παπαντρέου!”
Οσοι βρεθήκαμε μέσα στη γραμμή του πυρός, περίμεναμε ανά πάσα στιγμή την ένοπλη
απάντηση του ΕΑΜ.
Στην ταράτσα των γραφείων του ΚΚΕ υπήρχε ένα πολυβολείο που θα μπορούσε να
θερίσει την αστυνομική ζώνη με καταιγιστικά πυρά. Αλλά το ΕΑΜ αρκέστηκε στις
κατάρες και τις απειλές.
Ηταν τέτοια η οργή του πλήθους που, αν είχαν ανοίξει πυρ, ο εμφύλιος θα ξέσπαγε
εκείνη την ίδια στιγμή. Οσοι παρακολουθούσαμε μαζέψαμε τους τραυματίες και τους
βάλαμε σε αυτοκίνητα που τους μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εγώ μετέφερα ένα
δωδεκάχρονο κορίτσι που πυροβολήθηκε στο πόδι κι είχε ένα επιπόλαιο επιφανειακό
τραύμα στο κεφάλι. Ηταν χλωμή και υποσιτισμένη, και με κοίταζε χαμογελώντας
ανόρεχτα».
(Πηγή: Θόδωρος Κουτσουμπός, Ελλάδα 1941-1945. Πόλεμος των χωρικών και
Κοινωνική Επανάσταση, Αθήνα, εκδ. Λέων, 2003).

Η άποψη του Γεωργίου Παπανδρέου


Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία των Δεκεμβριανών από τον ίδιο τον Γεώργιο
Παπανδρέου σε κείμενό του στην «Καθημερινή» της 2ας Μαρτίου του 1948, καθώς
αντικρούει τις θέσεις του διευθυντή της εφημερίδας:
«...Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: “Ο Υψιστος μάς έκαμε
δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο;
Διά να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι, θα εδίδαμεν εις τους
Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά σιγά θα τους
παραδίδαμεν -για να μη γίνει Επανάστασις- και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον
Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα”.
Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε “δώρον του Υψίστου” ο
Δεκέμβρης... Αλλά ότι “θα τους τα εδίναμε όλα...”. Διότι συνέβαινεν ακριβώς το
αντίθετον: “τους τα επαίρναμε όλα...”. Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την
Στάσιν...».

Μια σύντομη αποτίμηση


Του ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ*

Παρ' ότι πέρασαν 68 χρόνια από τα γεγονότα και μεσολάβησε πληθώρα ιστορικών
μελετών, η γενική εντύπωση για τα Δεκεμβριανά δεν μετατοπίστηκε πολύ από τη
φιλολογία της «εξέγερσης των κομμουνιστών», το βασικό επιχείρημα νομιμοποίησης
της πολιτικής του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα τότε.
Ωστόσο, παρ' ότι οι αντιφάσεις μιας τέτοιας προσέγγισης είναι κραυγαλέες,
αβασάνιστα παρακάμπτεται το γεγονός ότι το ΕΑΜ παρέδωσε υποδειγματικά την
εξουσία κατά την απελευθέρωση, ότι απουσιάζει οποιοδήποτε έγγραφο ή μαρτυρία
που έστω και ακροθιγώς θα έθετε στους κόλπους του θέμα εξουσίας, ότι ο ΕΛΑΣ
επιδόθηκε σε μάχες που δεν απείλησαν στο ελάχιστο τα καθαυτό κέντρα πολιτικής
εξουσίας. Ούτε φαίνεται να ξενίζει το ότι δεν επιχειρήθηκε καν να προπαγανδιστεί
από το ΚΚΕ η υποτιθέμενη επαναστατική προοπτική, ότι δεν αξιοποιήθηκε το πλέον
αξιόμαχο τμήμα του ΕΛΑΣ, ότι αφέθηκε να υποσκελιστεί και αριθμητικά από τους
Βρετανούς, ότι ουδέποτε αποτιμήθηκαν τα Δεκεμβριανά ως απόπειρα κατάληψης της
εξουσίας. Και πώς να συνέβαινε διαφορετικά, αφού, ακόμα και εκεί που είχε εισέλθει
ο Κόκκινος Στρατός (Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία), ο Στάλιν απέκλεισε σε εκείνη τη
φάση μονοκομματικές «επαναστατικές» λύσεις.
Οι απορίες για τα Δεκεμβριανά, εντούτοις, θα είχαν εύκολα απαντηθεί αν ξέφευγε
κανείς από το σχήμα ανάγνωσης «επανάσταση-αντεπανάσταση» και αντιμετώπιζε τα
πράγματα ως γνήσιες ιστορικές διαδικασίες. Μια συγκέντρωση της Αριστεράς που
δέχθηκε μια δολοφονική επίθεση, η ανεξέλεγκτη οργή που προκάλεσε, η πεποίθηση
ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα πραξικόπημα της Ακροδεξιάς, που απαιτούσε άμυνα. Η
αφορμή για τους Βρετανούς να συγκρουστούν με το ΕΑΜ. Αυτά ήταν τα πλαίσια
αναφοράς των Δεκεμβριανών. Και τέλος, η προσπάθεια της ηγεσίας του ΚΚΕ να
διατηρηθεί η σύγκρουση σε διαχειρίσιμα, προς συνεννόηση πλαίσια. Ετσι,
απομάκρυνε τους «ένθερμους», όπως τον Βελουχιώτη, από το κέντρο των μαχών,
επιχείρησε να αποφύγει την επέκταση της εμπλοκής, αρνήθηκε στους στρατιωτικούς,
όπως το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, να διευθύνουν τη σύγκρουση, επιχείρησε
έναν ευπρεπή συμβιβασμό (η πιθανή κυβέρνηση Σοφούλη).
Αλλωστε, η ετοιμότητα να υπογράψει το ΕΑΜ στη Βάρκιζα μια συμφωνία που
καταφανέστατα το αδικούσε, επιβεβαιώνει του παραπάνω λόγου το αληθές.

*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός.

Tα Δεκεμβριανά και ο αγγλικός


παράγων
Από την εβδομαδιαία εφημερίδα «το Ποντίκι»

Eπιστήμονες στη διαχείριση κρίσεων οι Άγγλοι, είχαν θητεύσει επί μακρόν ως


αποικιοκράτες και είχαν λαμπρή σχολή επεμβάσεων στα εσωτερικά των χωρών που
είχαν υπό την επιρροή τους. Το ελληνικό ζήτημα, όπως αυτό διαμορφωνόταν στη
διάρκεια της Εθνικής μας Αντίστασης, οι Άγγλοι το παρακολουθούσαν στενά και
αδιαλείπτως, σχεδιάζοντας το μέλλον πριν ακόμα αυτό δείξει τις… προθέσεις του.
Ήδη από το 1943, σε μια διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα μεταξύ
Σοβιετικών, Αμερικάνων και Άγγλων, ο γνωστός μας Ήντεν θέλησε να
βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του Στάλιν σχετικά με την Ελλάδα. Ο Σοβιετικός
ηγέτης απάντησε ότι «δεν ενδιαφέρεται για την Ελλάδα και ότι δεν έχει επαφές με το
ΕΑΜ». Πράγματι οι προτεραιότητες που έθεταν οι Σοβιετικοί είχαν να κάνουν με την
ενότητα των σλαβικών εθνοτήτων προκειμένου να αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικότερα τη γερμανική απειλή, αλλά επίσης και για τον λόγο ότι
γεωγραφικά ενώνονταν με κοινά αδιάσπαστα σύνορα. Γενικά η σοβιετική πλευρά
κρατούσε αποστάσεις από το ΚΚΕ προκειμένου να αποφύγει τη δυσμενή αντίδραση
των Άγγλων. Οι επιδιώξεις της Σοβιετικής Ένωσης δεν συμπεριελάμβαναν την
Ελλάδα. Βέβαια υπήρχε από το 1943 και έπειτα ένας διάχυτος φόβος για τυχόν
κομμουνιστικοποίηση της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ελλάδας λόγω του ΕΑΜ και
της οργανωτικής κυριαρχίας του ΚΚΕ σε αυτό. Έτσι οι διάφορες επισημάνσεις των
Άγγλων αξιωματούχων για τον φόβο μπολσεβικοποίησης της ερειπωμένης από τον
πόλεμο Ευρώπης δεν ήταν δίχως βάση.
Στο μεταξύ άρχισαν οι συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του ταγματάρχη Ουάλας το καλοκαίρι του
1944 προς το Foreign Office: «Ο Ζέρβας είναι βρετανικό δημιούργημα, υπό την έννοια
ότι είμαστε υπεύθυνοι για τη σημερινή συνέχιση της ύπαρξής του. […] Ο Ζέρβας έχει
γίνει τελείως νομιμόφρων σύμμαχος και ακόμα θα κάνει απολύτως ό,τι του πούμε
εμείς…».
Γενικά οι Άγγλοι έδειχναν σε υψηλότατο επίπεδο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις που θα
ακολουθούσαν τη λήξη του πολέμου στην Ελλάδα και δεν έμεναν με σταυρωμένα τα
χέρια. Ο Τσώρτιλ προσέβλεπε πολύ στη σοβιετική στήριξη για τα πράγματα που
αφορούσαν την Ελλάδα. Μάλιστα ζήτησε να γίνει κοινή δήλωση μεταξύ Άγγλων,
Αμερικάνων και Σοβιετικών για την ενότητα των αντιστασιακών ομάδων της
Ελλάδας με αφορμή τις συγκρούσεις ΕΛΑΣ ΕΔΕΣ.
Οι Σοβιετικοί περισσότερο ενδιαφέρθηκαν υποψιασμένοι από την επιμονή των
Άγγλων και ζητούσαν για την ουδετερότητά τους στο θέμα της Ελλάδας
ανταλλάγματα από τους Άγγλους σε άλλες περιοχές σοβιετικού ενδιαφέροντος. Αυτή
ήταν λίγο πολύ η πρακτική που επικρατούσε στην ηγεσία των συμμαχικών δυνάμεων,
ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφορών, σχετικά με το μοίρασμα της Ευρώπης, όταν
αυτή θα ελευθερωνόταν από τη γερμανική κατοχή.
(Ό,τι θα ακολουθούσε ώς τη νέα πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου, είναι μια
άλλη ιστορία που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον με ένα σχετικό μας σημείωμα, στο
κομμάτι που αφορά τη χώρα μας).
Τελικά η κοινή δήλωση έγινε και από σοβιετικής πλευράς μέσω του ραδιοσταθμού
της Μόσχας ζητώντας την ενότητα των ανταρτών και των πολιτών στην Ελλάδα. Η
έντονη αυτή διπλωματική κινητικότητα γινόταν με προφυλάξεις και μάλλον είναι
σχεδόν σίγουρο ότι δεν ήταν σε γνώση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Η διπλωματική μάχη
για τη μεταπολεμική αγγλική κυριαρχία στην Ελλάδα δόθηκε και με τους
Αμερικάνους.
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των μεγάλων συμμάχων είχαν τις διαβαθμίσεις τους
και εντάθηκαν ιδιαίτερα με τα γεγονότα του κινήματος της Μέσης Ανατολής. Η
παρουσία του Γεωργίου Παπανδρέου εντυπωσιάζει τους πάντες και οι Άγγλοι που
έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη στάση της Σοβιετικής Ένωσης ζήτησαν την υποστήριξη
του Γεωργίου Παπανδρέου. Ένα μήνυμα του Μολότοφ σχετικά με το ότι δεν έχουν
ληφθεί υπόψη οι νόμιμες διαδικασίες των Ελλήνων που εκπροσωπούν το Ελληνικό
Εθνικό Κίνημα, έθεσε σε συναγερμό την αγγλική διπλωματία. Οι Άγγλοι ωστόσο
έκριναν ότι δεν έπρεπε να δυσκολέψουν με τη θέση τους τις σχέσεις τους με τους
Σοβιετικούς με μια πιθανή τους επίθεση εναντίον του ΕΑΜ.
Αυτό το ανέθεσαν στον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος δήλωσε στις 2 Μαΐου 1944
ότι «εάν το ΕΑΜ αρνηθεί να συμφωνήσει, θα πρέπει να καταγγελθεί στους Συμμάχους
σαν εχθρός που συνεργάζεται με τον εχθρό»! Οι Βρετανοί στις 5 Μαΐου ζητούσαν μια
ξεκάθαρη δήλωση των Σοβιετικών που θα στήριζε την ελληνική κυβέρνηση
Παπανδρέου και τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε αυτή.
Οι εξελίξεις ωστόσο στη γειτονική Γιουγκοσλαβία έφεραν τους Άγγλους στα
πρόθυρα νευρικής κρίσης κυρίως μετά την ανταλλαγή μηνυμάτων του Τίτο με το
ΕΑΜ. Η αντίδραση του Τσώρτσιλ ήταν άμεση προσπαθώντας να αποκτήσει σχέσεις
με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους προκείμενου το ΕΑΜ να αποκοπεί από τις
συμμαχίες του. «Θα πρέπει να επιβάλουμε στον Τίτο να αποφύγει την ενθάρρυνση του
ΕΑΜ στην Ελλάδα» έγραφε ο Άγγλος πρεσβευτής στη Γιουγκοσλαβία προς το
Foreign Office στις 8 Μαΐου 1944.
Η αλήθεια είναι ότι τα παζάρια των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαίρες επιρροής
έδιναν κι έπαιρναν ερήμην των λαών, των απελευθερωτικών κινημάτων και των
ιδεολογιών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιρναν τη θέση εκείνη που θα τους βόλευε
καλύτερα στο μοίρασμα της αιματοβαμμένης Ευρώπης.
Οι Σοβιετικοί που δεν είχαν λόγους να βιάζονται για τις εξελίξεις στην Ελλάδα
παρακολουθούσαν την αγωνία των Άγγλων σχετικά με την Ελλάδα και χειρίζονταν
το θέμα αόριστα και σοφά μαζί, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της αμφισβήτησης
της κηδεμονίας τους στη χώρα μας. Όλες οι ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης έδιναν
την εντύπωση ότι ο Στάλιν δεν ήθελε να δώσει την οριστική του συγκατάθεση για την
Ελλάδα. Ακόμα και η συνάντηση της σοβιετικής αποστολής στα τέλη Ιουλίου με τον
στρατηγό Σαράφη είχε σκοπό να εξετάσει τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ να βοηθήσει
στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια, χτυπώντας αποφασιστικά τους
Γερμανούς κατά την υποχώρησή τους, έτσι ώστε οι γερμανικές μονάδες να φτάσουν
στον Βορρά εξασθενημένες.
Οι συναλλαγές και τα παιχνίδια της διπλωματίας συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση ώς
τα γεγονότα που μας οδήγησαν στον ματωμένο Δεκέμβρη του προδομένου λαού μας.
Τελικά οι Άγγλοι μέσα από διπλωματικές πιέσεις κατάφεραν να αποσπάσουν την
ανοχή των Αμερικάνων και να εξασφαλίσουν τη συναίνεση των Σοβιετικών με
ανταλλάγματα σε χώρες του πιο άμεσου ενδιαφέροντός τους κατά την επίσκεψη, τον
Οκτώβριο του 1944, του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ήντεν. Βρετανοί και
Σοβιετικοί είχαν συνάψει την περίφημη «συμφωνία των ποσοστών» για τις χώρες της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στην υποχώρησή τους τα γερμανικά στρατεύματα χτυπιούνται από τις δυνάμεις του
ΕΛΑΣ. Η απελευθέρωση είναι γεγονός και ο λαός έξαλλος από χαρά και
υπερηφάνεια για τη στάση του απέναντι στους κατακτητές πλημμυρίζει τους δρόμους
για να πανηγυρίσει. Τα πανηγύρια όμως δεν θα διαρκέσουν πολύ κι αυτό το
γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα οι Άγγλοι, οι οποίοι εξωθούν στη σύγκρουση.
Ήδη από τις 7 Οκτωβρίου στην Πελοπόννησο είχαν αποβιβαστεί οι πρώτες
στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες λίγο αργότερα έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από
τον λαό των Αθηνών, ο οποίος ωστόσο διατράνωνε την πίστη του στο ΕΑΜ και το
ΚΚΕ.
Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον
Γεώργιο Παπανδρέου, νέος ενθουσιασμός και θύελλα εκδηλώσεων υπέρ του ΕΑΜ
και του ΚΚΕ. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου, γίνεται ανασχηματισμός
στην κυβέρνηση και το ΕΑΜ εξακολουθεί να κατέχει τα έξι υπουργεία.
Το τέλος της ευφορίας
Τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να σκιάσουν τους πανηγυρισμούς. Οι διαφωνίες των
πολιτικών σχηματισμών δημιουργούσαν αδιέξοδα που δεν τα άφηναν
ανεκμετάλλευτα οι Άγγλοι, οι οποίοι ήταν πλέον πιεσμένοι ότι η σύγκρουση με τον
ΕΛΑΣ ήταν αναπόφευκτη και όντως έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους
προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Η αντιπαραθέσεις στον πολιτικό στίβο οδήγησαν
στην παραίτηση των έξι υπουργών του ΕΑΜ. Ό,τι ακολούθησε έμελλε να
καταδικάσει τον λαό μας σε μια απίστευτη πολύχρονη και θλιβερή περιπέτεια.
Όλα άρχισαν στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 όταν το ΕΑΜ οργάνωσε ένα συλλαλητήριο
διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα κατά των κυβερνητικών μέτρων. Οι αστυνομικές
δυνάμεις άνοιξαν πυρ εναντίον των χιλιάδων διαδηλωτών με αποτέλεσμα να
σκοτωθούν 20 άνθρωποι και να τραυματιστούν άλλοι 140. Ένας κύκλος ανωμαλίας
είχε αρχίσει και θα κρατούσε για δεκαετίες.
Την επομένη, 4 Δεκεμβρίου, το ΕΑΜ κήρυξε γενική απεργία προκειμένου να ταφούν
οι νεκροί. Στη συνέχεια δόθηκαν μάχες στους δρόμους της Αθήνας. Ακολούθησε η
συμφωνία της Βάρκιζας, ο Εμφύλιος, οι διώξεις, οι εξορίες, οι δοτές κυβερνήσεις, η
ασυδοσία του παλατιού, το ξεσάλωμα των χαφιέδων της Δεξιάς, η δικτατορία, το
Κυπριακό, και μόλις το 1982, 27 χρόνια αργότερα, η ταπεινωμένη και εξουθενωμένη
Ελλάδα κατάφερε να αναγνωρίσει την Εθνική της Αντίσταση.
Αμφίβολο, ωστόσο, παραμένει το αν μέσα από όλα αυτά τα δεινά η χώρα (ο λαός και
οι πολιτικές δυνάμεις) κατέστη σοφότερη, και αυτή η αμφιβολία είναι μια
πραγματικά οδυνηρή πραγματικότητα που δεν τολμάμε να αντιμετωπίσουμε, μια κι
απ’ την πολλή κατανάλωση, τα δάνεια και τις πιστωτικές, εκτός απ’ την ψυχή μας,
χάσαμε και τη λογική μας!

You might also like