You are on page 1of 199

ISSN 1108-4332

© 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ


για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με
τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l.
ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΝΤΙΩΝ
Τίτλος πρωτοτύπου: Shackled by Diamonds
© Julia James 2006. All rights reserved.
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Μαρίνα Τσαμουρά
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: For Pleasure… or Marriage?
© Julia James 2006. All rights reserved.
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Ειρήνη Αντωνίου
Διόρθωση: Γιώργος Ψυχίδης
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε
οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 61
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΝΤΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο Λίο Μαρκάκης στάθηκε λίγο στα σκοτεινά, στην κορυφή της πλατιάς σκάλας που κατέβαινε ως
την αχανή αίθουσα του Σλος Έντελσταϊν. Κρατώντας με το ένα χέρι την ξύλινη κουπαστή της
σκάλας, επέτρεψε μια στιγμή στον εαυτό του να χαλαρώσει καθώς επιθεωρούσε με μια αίσθηση
βαθιάς ικανοποίησης την κατάφωτη αίθουσα που απλωνόταν από κάτω.
Ο Τζάστιν είχε επιλέξει σωστά. Τα τέσσερα κορίτσια ήταν στ’ αλήθεια εξαίσια.
Ο Λίο τις κοίταξε καλύτερα.
Η ξανθιά ήταν η πρώτη στην οποία έπεσε το βλέμμα του, παρ’ όλη όμως την αξιοπρόσεκτη
ομορφιά της ήταν υπερβολικά αδύνατη για τα γούστα του και παραήταν σφιγμένη. Ο Λίο δεν είχε
υπομονή με τις νευρωτικές γυναίκες. Η γυναίκα δίπλα της δεν ήταν και τόσο αδύνατη, ο υπέροχος
ωστόσο χείμαρρος των καστανών μαλλιών της πλαισίωνε ένα ανέκφραστο πρόσωπο. Ο Λίο κοίταξε
παρακάτω. Οι ανόητες γυναίκες τον εκνεύριζαν.
Η αναγεννησιακή εμφάνιση της κοκκινομάλλας ήταν πραγματικά εκθαμβωτική, απ’ ό,τι όμως
γνώριζε, είχε ήδη τραβήξει την προσοχή του εξαδέλφου του, του Μάρκου, υπό την προστασία του
οποίου ζούσε. Το βλέμμα του Λίο στράφηκε στην τελευταία καλλονή.
Κι εκεί έμεινε.
Μισόκλεισε τα μάτια του καθώς την παρατηρούσε.
Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του εβένου. Μαύρα σαν τη νύχτα. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή,
χλομή σαν το φίλντισι. Και τα μάτια της πράσινα.
Τόσο πράσινα όσο και τα σμαράγδια που φορούσε.
Τα φορούσε με τέτοιο ύφος απόλυτης πλήξης που πυροδότησε μέσα του μια ξαφνική οργή. Πώς
ήταν δυνατόν κάποια γυναίκα να έδειχνε πως πλήττει ενώ φορούσε ένα περιδέραιο Λεβάντσκι; Δεν
αντιλαμβανόταν τι έργο τέχνης φορούσε στο λαιμό της; Πόσο ανεκτίμητα ήταν τα σκουλαρίκια κα
τα βραχιόλια που κοσμούσαν τα αυτιά και τους καρπούς της;
Προφανώς όχι. Την είδε να σφίγγει τα χείλη της καθώς προφανώς βαριαναστέναζε, να στηρίζει το
ένα χέρι στο γοφό της και να μετατοπίζει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο κάτω από τη
μακριά τουαλέτα της.
Ο Λίο χαμογέλασε και όλη η οργή εξαφανίστηκε από μέσα του. Καθώς η μελαχρινή καλλονή
αναστέναζε, τα στήθη της ανασηκώθηκαν. Ήδη πλούσιο μέσα από το σφιχτό κορσάζ της μαύρης
τουαλέτας, το πάλλευκο μπούστο της φούσκωσε.
Μέσα στο λεπτό, δυνατό σώμα του Λίο ζωντάνεψε μια γνώριμη και ευχάριστη αίσθηση.
Ώστε λοιπόν η μελαχρινή, πρασινομάτα καλλονή βαριόταν.
Ο Λίο θα ήταν ευτυχής να γιατρέψει την ανία της.
Θα το αναλάμβανε προσωπικά.
Κι έτσι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.

Η Άννα ένιωσε τη διάθεσή της να χειροτερεύει. Γιατί καθυστερούσαν τώρα; Ο Τόνιο Εμπρούτι είχε
απομακρυνθεί για να συσκεφθεί με τους βοηθούς του και εκείνη άκουγε το μουρμουρητό από
ιταλικές βλαστήμιες. Αναστέναξε πάλι κι ένιωσε το βαθύ ντεκολτέ της να ανοίγει. Μισούσε εκείνο
το αποκαλυπτικό ντεκολτέ, γιατί προσέλκυε το είδος της γλοιώδους αντρικής προσοχής το οποίο
προσπαθούσε να αποφύγει.
Έσφιξε τα χείλη της ξανά. Προσπάθησε νοερά να κάνει μια από τις πνευματικές ασκήσεις του
καράτε. Την ηρεμούσε και την καθησύχαζε, δίνοντάς της τη σιγουριά ότι μπορούσε να αποκρούσει
οποιαδήποτε ενόχληση, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να εμποδίσει τα λάγνα αντρικά βλέμματα.
Μετατόπισε το βάρος της και πάλι στο άλλο πόδι κάτω από τη βαριά τουαλέτα.
Το επάγγελμα του μοντέλου δεν ήταν τόσο εύκολο όσο πίστευαν οι άνθρωποι και ήταν φανερό πως
οι δυο ερασιτέχνισσες δίπλα της, η Κέιτ και η Βανέσα, έβρισκαν τη δουλειά σκληρή κα
εξουθενωτική. Η καστανή, η Κέιτ, φαινόταν σαν χαμένη χωρίς τους φακούς της, τουλάχιστον όμως
δεν μπορούσε να δει τα λάγνα βλέμματα που της έριχναν. Η κοκκινομάλλα, η Βανέσα, είχε άλλου
είδους προστασία. Υπήρχε η φήμη ότι ο φίλος της ήταν ξάδερφος του άντρα που είχε στήσει αυτό το
γλέντι, του ιδιοκτήτη αυτής της μεσαιωνικής έπαυλης. Το γιατί ένας Έλληνας είχε αγοράσει
ολόκληρο κάστρο στις Αυστριακές Άλπεις ήταν κάτι που αδυνατούσε να καταλάβει. Ίσως ήθελε
απλώς να βρίσκεται κοντά στην ιδιωτική ελβετική τράπεζά του όπου φύλαγε τα λάφυρά του.
Το σίγουρο ήταν πως διέθετε άφθονο χρήμα. Το Σλος Έντελσταϊν ήταν απέραντο, χτισμένο ψηλά
σε μια βουνοπλαγιά και περικυκλωμένο από δάση και χιονοσκέπαστες κορφές.
Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε όταν θυμήθηκε τη συγκλονιστική θέα από την
κρεβατοκάμαρά της. Το ηλιόφως άστραφτε πάνω στο καθαρό χιόνι και το τοπίο έλαμπε μέχρι κάτω
στην παγωμένη λίμνη που την κύκλωναν οι βουνοκορφές. Ήταν μια θέα πολύ διαφορετική από το
εργοστάσιο του φωταερίου που έβλεπε όταν ήταν μικρή.
Η Άννα ήξερε πως είχε σταθεί τυχερή. Εξαιρετικά τυχερή.
Στα δεκαοχτώ της την είχε δει μέσα σ’ ένα εμπορικό κέντρο κάποιος κυνηγός ταλέντων ενός
πρακτορείου μοντέλων. Στην αρχή ήταν υπερβολικά καχύποπτη. Όμως η προσφορά αποδείχτηκε
γνήσια, αν και χρειάστηκε πάρα πολύ σκληρή δουλειά για να πετύχει στο μόντελινγκ. Τώρα,
μολονότι δεν ανήκε στην κάστα των τοπ μόντελ, η εικοσιεξάχρονη Άννα έβγαζε απείρως
περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που κέρδιζε κάποτε η οικογένειά της.
Στο μεταξύ είχε μάθει πολλά. Όχι μόνο πώς ζούσαν οι πλούσιοι, πράγμα που της άνοιξε τα μάτια
για τα καλά, αλλά και το πώς να επιβιώνει κάνοντας ένα από τα σκληρότερα επαγγέλματα που
υπήρχαν. Και να το κάνει χωρίς να αφήνει το βούρκο να τη λερώνει.
Γιατί όπως είχε διαπιστώσει, αυτός ο βούρκος χαρακτήριζε τον κόσμο της μόδας. Μερικά από τα
κορίτσια έπαιρναν ναρκωτικά και πλάγιαζαν με όποιον άντρα ήταν σε θέση να βοηθήσει την καριέρα
τους.
Βέβαια δεν ήταν όλοι σκάρτοι. Ορισμένοι άνθρωποι στον κόσμο της μόδας ήταν εντάξει, όπως
κάποιοι σχεδιαστές τους οποίους εκείνη σεβόταν, φωτογράφοι τους οποίους εμπιστευόταν, μοντέλ
που είχαν γίνει φίλες της. Όπως η Τζένι, η ξανθιά της τετράδας, η καλύτερη φίλη της. Εκείνη που
ήταν ντυμένη στα λευκά και φορούσε μια διαμαντένια τιάρα και βραχιόλια μέχρι τους αγκώνες.
Η Άννα την κοίταξε ανήσυχη.
Η Τζένι δε φαινόταν καλά. Πάντα ήταν αδύνατη –ποιο μοντέλο άλλωστε δεν ήταν;– τώρα όμως
φαινόταν αποστεωμένη. Δεν έφταιγαν τα ναρκωτικά· η Τζένι δεν έπαιρνε τέτοια πράγματα, γι’ αυτό
και η Άννα ήταν φίλη της. Ήλπιζε πως η αδυναμία της οφειλόταν απλώς στον υποσιτισμό, ιδίως αν
κάποιος ηλίθιος φωτογράφος τής είχε πει να απαλλαγεί από κάποια ανύπαρκτα κιλά. Μήπως όμως
ήταν άρρωστη; Ένα ρίγος διαπέρασε την Άννα. Η ζωή ήταν αρκετά αβέβαιη και δεν ήταν καθόλου
σπάνιο φαινόμενο να πεθαίνει κανείς είκοσι χρονών. Η δική της μητέρα είχε πεθάνει στα είκοσ
πέντε, αφήνοντας την ορφανή από πατέρα Άννα στη χήρα γιαγιά της.
Για όποιο λόγο κι αν είχε πάρει η Τζένι την κάτω βόλτα, η Άννα θα έβρισκε λίγο χρόνο για να
ασχοληθεί μαζί της όταν θα τελείωνε η σημερινή φωτογράφιση. Αν βέβαια τελείωνε ποτέ. Ευτυχώς
η συζήτηση του Τόνιο Εμπρούτι με τους βοηθούς φαινόταν να παίρνει τέλος. Ο Τόνιο έστρεψε πάλι
την προσοχή του στα μοντέλα του. Τα μικρά του μάτια άστραψαν στο σαρκώδες πρόσωπό του που
το διακριτικό γένι δεν κατάφερνε να κολακέψει.
«Εσύ!» Έδειξε με στόμφο την Τζένι. «Βγάλ’ το!»
«Ποιο;» ρώτησε σαστισμένη η κοπέλα. Ο φωτογράφος ανέμισε εκνευρισμένος τα χέρια.
«Το φόρεμα. Βγάλ’ το. Κατέβασέ το ως τους γοφούς. Γδύσου, πώς το λένε; Ύστερα θέλω τα χέρια
σου σταυρωμένα πάνω στο στήθος για να φωτογραφίσω τα βραχιόλια. Βιάσου!» Κροτάλισε
ανυπόμονα τα δάχτυλα στη στυλίστα που στεκόταν πλάι του και άπλωσε το χέρι στο βοηθό του γι
να πάρει την κάμερα.
Η Τζένι στεκόταν κοκαλωμένη. «Δεν μπορώ».
«Κουφάθηκες; Βγάλε το φόρεμά σου. Τώρα!»
Η στυλίστα προχώρησε υπάκουα πίσω από την Τζένι κι άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά στην
πλάτη του μοντέλου.
«Δε βγάζω το φόρεμα!»
Η φωνή της Τζένι ακούστηκε τσιριχτή από την ένταση.
Η Άννα είδε το πρόσωπο του Τόνιο Εμπρούτι να σκοτεινιάζει. Προχώρησε μπροστά για να
παρέμβει.
«Δε γδυνόμαστε», δήλωσε. «Αναφέρεται στο συμβόλαιο».
Ο φωτογράφος στράφηκε απότομα προς το μέρος της.
«Σκασμός εσύ!» Γύρισε πάλι στην Τζένι.
Η Άννα πλησίασε κι άπλωσε το χέρι της για να εμποδίσει τη στυλίστα. Τότε ακούστηκε μια άλλη
φωνή.
Μια καινούρια φωνή.
«Έχουμε κανένα πρόβλημα;»
Η φωνή ήταν βαθιά, έντονη. Επίσης, όπως διαπίστωσε μ’ ένα ασυναίσθητο τρέμουλο του κορμιού
της, περιείχε μια προειδοποίηση.
Ένας άντρας είχε ξεπροβάλει μέσα από τις σκιές που απλώνονταν στην τεράστια αίθουσα πίσω από
τον ολόλαμπρο χώρο όπου γινόταν η φωτογράφιση.
Η Άννα αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα. Ο άντρας που μόλις είχε πλησιάσει κοντά τους
έμοιαζε με λεοπάρδαλη. Κομψός, δυνατός, γεμάτος χάρη... Επικίνδυνος.
Επικίνδυνος; Αναρωτήθηκε γιατί είχε έρθει αυτή η λέξη στο μυαλό της. Τώρα όμως
αντικαταστάθηκε γρήγορα από μία άλλη.
Συγκλονιστικός.
Η ανάσα παρέμενε παγιδευμένη στο λαιμό της καθώς κοίταζε επίμονα εκείνο τον άντρα.
Ήταν ψηλός. Πολύ ψηλός. Περισσότερο από την ίδια.
Είχε μαύρα μαλλιά και σταράτη επιδερμίδα. Το πρόσωπό του έδειχνε σαν να έχει ξεπηδήσει από
κάποιο βυζαντινό μωσαϊκό. Απαθές, απόμακρο, με βλέμμα διαπεραστικό.
Πάνω απ’ όλα όμως απίστευτα ερωτικό.
Το πιο δυνατό σημείο ήταν τα μάτια του. Αμυγδαλωτά, ηδυπαθή, αισθαντικά.
Κατάμαυρα.
Ο άντρας μίλησε πάλι και όλοι τριγύρω του σώπασαν. Η Άννα σκέφτηκε αυθόρμητα πως ήταν το
είδος του ανθρώπου ο οποίος είχε τέτοια επίδραση στους άλλους.
«Επαναλαμβάνω... Έχουμε κανένα πρόβλημα;»
Δεν του αρέσουν τα προβλήματα... Τα ξεφορτώνεται... Τον εμποδίζουν...
Οι λέξεις σχηματίζονταν αυτόματα στο μυαλό της.
«Κι εσύ ποιος είσαι;» τον ρώτησε επιθετικά ο Τόνιο Εμπρούτι.
Μεγάλη ανοησία.
Ο άντρας έστρεψε τα μάτια του με τις μεγάλες βλεφαρίδες προς το μέρος του. Για μια στιγμή δεν
είπε τίποτα.
«Λίο Μαρκάκης», απάντησε στο τέλος.
Δεν το είπε δυνατά. Ούτε με στόμφο. Οπωσδήποτε δεν το είπε αλαζονικά.
Κι όμως υπήρχε κάτι στον ιδιοκτήτη του Σλος Έντελσταϊν, ο οποίος είχε και την εταιρεία στην
οποία ανήκαν όλα τα κοσμήματα που φορούσαν τα μοντέλα, κάτι παράξενο στον τρόπο που
πρόφερε το όνομά του. Η Άννα λυπήθηκε τον Τόνιο Εμπρούτι.
Όχι όμως απόλυτα. Γιατί ο Τόνιο Εμπρούτι ήταν αναμφίβολα το μεγαλύτερο κάθαρμα από το
οποίο εκείνη είχε τη δυστυχία να φωτογραφηθεί.
«Ναι», είπε πριν ο Τόνιο προλάβει να πει λέξη. «Έχουμε πράγματι ένα πρόβλημα».
Τα μάτια με τις μεγάλες βλεφαρίδες γύρισαν προς το μέρος της.
Πώς ήταν δυνατόν εκείνα τα τόσο απαθή μάτια να της προκαλούν τέτοια ένταση; Η Άννα ένιωθε
σαν αντιλόπη παγιδευμένη το ηλιοβασίλεμα σε μια ανοιχτή αφρικανική πεδιάδα.
«Ο φωτογράφος σας», του είπε γλυκά, «θέλει να παραβούμε τους όρους του συμβολαίου μας». Η
φωνή της άλλαξε κι έγινε σκληρότερη. «Δε θα υπάρχουν γυμνά. Το αναφέρει το συμβόλαιο», τον
πληροφόρησε. «Φρόντισα εγώ να προστεθεί αυτός ο όρος. Μπορείτε να το ελέγξετε».
Πήγε και στάθηκε προστατευτικά δίπλα στην Τζένι. Τα άλλα δύο κορίτσια, οι ερασιτέχνισσες, είχαν
κι εκείνες πλησιάσει ενστικτωδώς η μια δίπλα στην άλλη. Φαίνονταν κι αυτές ανήσυχες.
Ο Λίο Μαρκάκης εξακολουθούσε να κοιτάζει την Άννα.
Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα.
Κάτι της συνέβαινε.
Κάτι βαθιά μέσα της.
Δεν της άρεσε καθόλου.
Μήπως έβλεπε στο βλέμμα του εκείνη τη γλοιώδη έκφραση που σιχαινόταν;
Όχι. Δεν υπήρχε τίποτα γλοιώδες σ’ αυτό τον άντρα. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να το χειριστεί,
όπως είχε μάθει να κάνει με τον καιρό.
Αυτό όμως ήταν κάτι χειρότερο. Ο Λίο Μαρκάκης ξυπνούσε μέσα της κάτι εντελώς πρωτόγνωρο.
Ένιωθε τον αργό, βαρύ χτύπο της καρδιάς της. Τη γρήγορη ροή του αίματός της.
Ωχ, όχι, είπε μέσα της σοκαρισμένη. Όχι αυτό...
Όχι αυτόν.
Μα δυστυχώς της συνέβαινε.

Ο Λίο κάρφωσε τα μάτια του πάνω της.


Τώρα δεν έδειχνε να πλήττει.
Δυο διαφορετικά συναισθήματα φάνηκαν να ζωηρεύουν το πρόσωπό της, αν και προσπάθησε να
αποδιώξει το δεύτερο απ’ αυτά.
Το πρώτο συναίσθημα ήταν η οργή. Το κορίτσι ήταν οργισμένο. Και πολύ μάλιστα.
Η οργή αυτή φαινόταν βαθιά ριζωμένη μέσα της.
Μα το δεύτερο συναίσθημα έδειξε να της προκαλεί σοκ.
Μια βαθιά ικανοποίηση τον πλημμύρισε.
Έστρεψε το βλέμμα του στην ξανθιά. Ναι, φαινόταν σίγουρα ο τύπος της νευρωτικής. Σφιγμένη
και νευρική, ήταν η γυναίκα που θα προκαλούσε πονοκέφαλο σε κάθε άντρα. Ήταν πανέμορφη
φυσικά, αλλά ο Λίο δε ζήλευε τον άντρα που ήταν μαζί της.
«Για να καταλάβω», της είπε. «Δε θέλεις αυτή τη φωτογράφιση που επιθυμεί ο σινιόρ Εμπρούτι;»
Τώρα η κοπέλα σχεδόν έτρεμε από την ένταση. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
Ο Τόνιο Εμπρούτι ξέσπασε σ’ έναν καταιγισμό από ιταλικές βρισιές . Ο Λίο τον σταμάτησε,
σηκώνοντας αυταρχικά το χέρι του.
«Δε θα φωτογραφίσεις στήθη. Κανένα από τα κορίτσια δε θα βγάλει τα ρούχα του».
Κοίταξε τα τέσσερα κορίτσια και το βλέμμα του σταμάτησε για μια στιγμή στην κοκκινομάλλα.
να χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του. Μπορούσε να φανταστεί την αντίδραση του ξαδέρφου
του, του Μάρκου, όταν θα έβλεπε τα γυμνά κάλλη της ερωμένης του στις γιγαντοαφίσες όπου θ
προβαλλόταν η νέα σειρά κοσμημάτων Λεβάντσκι. Μια σειρά από βαρύτιμα κομμάτια κρυμμένα γι
χρόνια σ’ ένα μυστικό τσαρικό θησαυροφυλάκιο στα βάθη της Σιβηρίας, τα οποία είχαν επιστρέψει
στην αγορά χάρη στις εύστοχες ενέργειες της Μαρκάκης Κορπορέισον.
Τα μάτια του ξαναγύρισαν στο μοντέλο με τα εβένινα μαλλιά. Αναρωτήθηκε αν ήταν δεσμευμένη.
Το ότι φάνηκε να ανταποκρίνεται σ’ εκείνον δε σήμαινε πως δεν την είχε μαρκάρει ένας άλλος
άντρας. Δε θα ήταν το πρώτο θηλυκό που θα φιλοδοξούσε να ανέβει κοινωνικά, αλλάζοντας τον
παλιό της εραστή μ’ εκείνον.
Τέτοιου είδους γυναίκες δεν τον ενδιέφεραν πια. Δεν ήταν καλές ερωμένες. Το μυαλό τους
βρισκόταν στα χρήματά του, όχι στον ίδιο.
Ο Λίο προχώρησε αργά στο πλάι της απέραντης αίθουσας, γνέφοντας κοφτά στον επικεφαλής του
προσωπικού ασφαλείας, ο οποίος φρουρούσε τη συλλογή Λεβάντσκι. Ύστερα ακούμπησε στην
άκρη ενός ογκώδους δρύινου τραπεζιού, σταύρωσε τον έναν αστράγαλο πάνω στον άλλο, δίπλωσε
τα χέρια του και παρακολούθησε τη συνέχεια, θέλοντας να εξετάσει περισσότερο την κοπέλα που
είχε διαλέξει για τον εαυτό του.
Η φωτογράφιση συνεχίστηκε.
Στη συνέχεια ήταν η σειρά του μοντέλου με τα κατάμαυρα μαλλιά. Για να φωτογραφηθεί και για να
επιλεγεί.
Ο Τόνιο Εμπρούτι ήταν σαφές ότι ξεσπούσε επάνω της όλη την κακία του. Δεν του άρεσε τίποτα
απ’ όσα έκανε το μοντέλο. Της φώναζε και την ειρωνευόταν με το παραμικρό, όπως κι αν πόζαρε.
Ο Λίο αισθάνθηκε μια έντονη επιθυμία να ορμήσει επάνω στο φωτογράφο και να τον πιάσει από το
λαιμό. Επιπλέον ένιωσε έναν απρόθυμο θαυμασμό για το μοντέλο.
Μπορεί να έπληττε, φορώντας ένα σετ κοσμημάτων Λεβάντσκι, μπορεί να προκαλούσε μπελάδες
επικαλούμενη όρους συμβολαίων μόλις τα έβρισκε σκούρα, στη δουλειά της όμως έδειχνε να έχε
την πειθαρχία και την υπομονή μιας αγίας.
Τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω της ερευνητικά. Κοίταξε το χείμαρρο των μαύρων μαλλιών της, τους
πάλλευκους ώμους, την καμπύλη του πλούσιου στήθους της, τη δαχτυλιδένια μέση, τα λεπτά αλλ
γυμνασμένα μπράτσα και φυσικά το πρόσωπό της. Ήταν σχεδόν τετράγωνο μ’ ένα καλοφτιαγμένο
πιγούνι, ψηλά ζυγωματικά, ίσια μύτη και μεγάλο αισθησιακό στόμα που σε συνδυασμό μ’ εκείνα τα
σμαραγδένια μάτια...
Ναι, το αποτέλεσμα ήταν σίγουρα πολύ, πάρα πολύ ερωτικό.
Ο Λίο ένιωσε το σώμα του να ανταποκρίνεται και άφησε τον εαυτό του να απολαύσει το θέαμα.
Προσμένοντας τη βραδιά που θα ακολουθούσε.
Τις χαρές που θα του πρόσφερε το μοντέλο με τα μαύρα μαλλιά.
Αναρωτήθηκε αόριστα ποιο να ήταν το όνομά της.

Η Άννα βύθισε το εξουθενωμένο κορμί της μέσα στο καυτό, αρωματισμένο νερό. Η αίσθηση ήταν
εξαίσια. Ένιωθε απέραντη κούραση. Η φωτογράφιση ήταν σκέτο μαρτύριο. Τελικά όμως τα είχαν
καταφέρει. Κάθε κορίτσι φωτογραφήθηκε με διαφορετικά χρωματιστά πετράδια, με ασορτί ή μη
τουαλέτες. Θα φορούσαν και πάλι τα κοσμήματα το ίδιο βράδυ, στη μεγάλη δεξίωση που έδινε ο
Λίο Μαρκάκης για να λανσάρει την επιστροφή των κοσμημάτων Λεβάντσκι στην αγορά. Η Βανέσ
θα φορούσε σμαράγδια, η Κέιτ ρουμπίνια, η Τζένι ζαφείρια και η ίδια διαμάντια.
Ξαφνικά η Άννα συνοφρυώθηκε. Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε λίγο νωρίτερα στο δωμάτιο της
Τζένι μαζί της. Όταν την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι και την ανάγκασε να της πει την αλήθεια.
Το σοκ της ήταν τεράστιο.
«Είμαι έγκυος!» της αποκάλυψε η Τζένι.
Η Άννα έμεινε να την κοιτάζει εμβρόντητη. Δε χρειάστηκε να ρωτήσει από ποιον, ούτε γιατί αυτό
αναστάτωνε τόσο τη φίλη της.
Την είχε προειδοποιήσει να μην μπλεχτεί με κάποιον άντρα του οποίου η κουλτούρα ήταν τόσο
διαφορετική από τα δυτικά πρότυπα, πως αυτό θα την οδηγούσε μονάχα σε μπελάδες.
Κι είχε βγει αληθινή.
«Μου το είχε πει!» Η Τζένι λικνιζόταν μπρος πίσω αγκαλιάζοντας την κοιλιά της, μέσα στην οποία
μεγάλωνε το μωρό της. «Μου είχε πει πως αν ποτέ έμενα έγκυος θα αντιμετώπιζα δύο επιλογές. Ή
θα τον παντρευόμουν και θα ζούσα ως σύζυγός του, μεγαλώνοντας το παιδί του, ή θα τον
παντρευόμουν, θα του έδινα το παιδί και θα με χώριζε. Μα δεν μπορώ. Κανένα από τα δύο δεν
μπορώ να κάνω!»
Άρχισε να κλαίει και η Άννα την τύλιξε στην αγκαλιά της, αφήνοντάς τη να ξεσπάσει.
«Δεν μπορώ να τον παντρευτώ! Δεν μπορώ να ζήσω για πάντα κλεισμένη μέσα σ’ ένα χαρέμι. Όσο
για το αν μπορώ να δώσω το παιδί μου...»
Οι λυγμοί της έγιναν ακόμα πιο σπαρακτικοί.
«Υποθέτω», είπε η Άννα όταν το κλάμα της Τζένι καταλάγιασε, «πως ακόμα δεν ξέρει τίποτα για το
μωρό, σωστά;»
«Τίποτα! Κι ούτε πρέπει να μάθει! Αλλιώς θα έρθει να με βρει και θα με σύρει με τη βία ως την
έρημο. Ω, Θεέ μου, καταλαβαίνεις τώρα, Άννα, γιατί τρομοκρατήθηκα τόσο πολύ όταν ο Τόνιο
θέλησε να με γδύσει; Επειδή η εγκυμοσύνη μου μπορεί να φαίνεται ήδη. Αν το παρατηρούσε
κανείς... θα μαθευόταν γρήγορα. Και τότε εκείνος θα ερχόταν και θα με έπαιρνε! Θεέ μου, πρέπει να
φύγω. Πρέπει!»
Η Άννα είχε συνοφρυωθεί.
«Να φύγεις;»
«Ναι. Πρέπει να κρυφτώ. Πριν αρχίσει να μεγαλώνει στ’ αλήθεια η κοιλιά μου. Και εννοώ να
κρυφτώ για πάντα, Άννα. Αν μάθει ποτέ πως έκανα παιδί, θα καταλάβει πως είναι δικό του. Θα κάνε
τις εξετάσεις του και θα μάθει την αλήθεια. Γι’ αυτό πρέπει να φύγω το γρηγορότερο». Η Τζένι την
κοίταξε πανικόβλητη.
«Πρέπει να πάω κάπου μακριά και να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Να κάνω ένα τελείως καινούριο
ξεκίνημα. Κάπου όπου δε θα σκεφτεί ποτέ να με αναζητήσει». Δαγκώθηκε. «Σκεφτόμουν την
Αυστραλία. Ένα από κείνα τα μέρη στα βορειοδυτικά, εκεί όπου φτιάχνουν τα μαργαριτάρια. Δε
θυμάμαι πώς το λένε, αλλά εκεί δεν πρόκειται να ψάξει ποτέ».
Η Άννα την παρακολουθούσε με νηφαλιότητα.
«Μπορείς να αντέξεις οικονομικά μια μετακόμιση ως εκεί, Τζένι;»
Ήξερε πως η Τζένι κέρδιζε αρκετά λεφτά, μα όχι σε σταθερή βάση. Καμιά από τις δυο τους δεν
ανήκε στην κορυφαία κατηγορία των τοπ μόντελ και όλα τα χρήματά τους πήγαιναν στην αμοιβή
του πρακτορείου και στα υπόλοιπα έξοδα. Άλλωστε η προβληματική σχέση της Τζένι με τον άντρα
από τον οποίο αγωνιούσε τώρα να ξεφύγει την είχε απομακρύνει για πολύ καιρό από τις πασαρέλες.
Άλλα, νεότερα μοντέλα άρπαζαν τις δουλειές μέσα από τα χέρια της.
Η Τζένι δεν απάντησε. Συνέχισε να δαγκώνει τα χείλη της.
«Μπορώ να σου δανείσω εγώ...» άρχισε να λέει η Άννα, αλλά η Τζένι κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Τα χρειάζεσαι τα χρήματά σου. Ξέρω πόσο ακριβός είναι ο οίκος ευγηρίας της γιαγιάς σου. Κι
ούτε θα σε βάλω να πουλήσεις το διαμέρισμά σου. Στην ηλικία μας αντιμετωπίζουμε πια την
ανεργία καταπρόσωπο. Έχεις ανάγκη από τις οικονομίες σου για τη στιγμή που θα παρατήσεις το
μόντελινγκ. Γι’ αυτό δε θα δανειστώ χρήματα από σένα. Θα τα καταφέρω. Δεν ξέρω πώς, μα θα βρω
τρόπο».
Η Άννα συμπονούσε βαθιά την Τζένι. Και η φίλη της είχε δίκιο, έπρεπε να φύγει μακριά. Αμέσως
μόλις τελείωνε η φωτογράφιση.
Ωστόσο τα βάσανά τους δεν είχαν τελειώσει. Οι προσκεκλημένοι είχαν ήδη αρχίσει ν
καταφτάνουν μέσα σε λιμουζίνες ή προσγειώνονταν με ελικόπτερα. Ήταν οι πλούσιοι και διάσημο
καλεσμένοι του Λίο Μαρκάκη.
Η Άννα κοίταξε τους ατμούς που υψώνονταν αργά πάνω από την μπανιέρα. Ο Λίο Μαρκάκης...
Θα έπρεπε να σκεφτεί μερικά πράγματα γι’ αυτόν.
Δεν το ήθελε. Το ανέβαλλε όσο μπορούσε. Τώρα όμως έπρεπε να τον σκεφτεί.
Ανέτρεξε νοερά σε όσα είχαν συμβεί.
Για πρώτη φορά ύστερα από τέσσερα ατέλειωτα, ασφαλή χρόνια, είδε μπροστά της έναν άντρα που
της φάνηκε επικίνδυνος. Κι αυτό την ενοχλούσε.
Την προβλημάτιζε, επειδή οι άντρες δεν αποτελούσαν κίνδυνο γι’ αυτήν. Όχι πια. Τουλάχιστον από
τότε που ο Ρούπερτ Βέιν της ανακοίνωσε πως θα παντρευόταν την Καρολάιν Φιντς- Κάρλτον,
κάποια που αντίθετα με την ίδια προερχόταν από το δικό του κοινωνικό κύκλο της υψηλής
κοινωνίας.
«Περάσαμε τέλεια, Άννα», της είπε όταν της ανακοίνωσε την είδηση του επερχόμενου γάμου του.
Έκτοτε η Άννα κράτησε όλους τους άντρες μακριά της, σε απόσταση ασφαλείας. Και ευχαριστούσε
την τύχη της επειδή οι περισσότεροι από όσους γνώρισε δεν την έλκυαν καθόλου.
Καθώς το ζεστό νερό χάιδευε τα στήθη της, στο μυαλό της σχηματίστηκε μια εικόνα. Το πρόσωπο
ενός άντρα που την κοίταζε με βλέμμα ηδυπαθές.
Ήταν ο Λίο Μαρκάκης.
Άφησε σκόπιμα τον εαυτό της να τον αναλογιστεί. Πρέπει να ξέρω, σκέφτηκε. Πρέπει να ξέρω το
λόγο που είναι επικίνδυνος για μένα.
Σίγουρα όχι επειδή ήταν εμφανίσιμος. Στη δουλειά της συναναστρεφόταν καθημερινά με
πανέμορφους άντρες που δεν ήταν όλοι τους ομοφυλόφιλοι. Ούτε επειδή ήταν πλούσιος. Αυτό
πάντοτε την απωθούσε, γιατί συνοδευόταν από την πεποίθηση ότι τα μοντέλα ήταν ερωτικ
διαθέσιμα για τους πλούσιους άντρες.
Τι στην οργή συνέβαινε λοιπόν; Τι τη φόβιζε πάνω του;
Η Άννα δεν ήξερε. Το μόνο που ήξερε ήταν πως σε ό,τι αφορούσε τον Λίο Μαρκάκη όφειλε να
είναι πολύ, πάρα πολύ προσεκτική.
Και επίσης ότι ήθελε να τον ξαναδεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο Λίο περνούσε αβίαστα από τα ιταλικά στα γαλλικά κι ύστερα στα γερμανικά και τα αγγλικά καθώς
υποδεχόταν τους αμέτρητους προσκεκλημένους του. Η μεγάλη αίθουσα είχε αδειάσει από το
συνεργείο της φωτογράφισης και τώρα έσφυζε από κόσμο, γυναίκες με βραδινές τουαλέτες κα
άντρες με σμόκιν, ανάμεσα στους οποίους κυκλοφορούσαν σερβιτόροι κουβαλώντας δίσκους με
ποτήρια γεμάτα σαμπάνια.
«Μάρκο!» Ο Λίο το γύρισε τώρα στα ελληνικά για να καλωσορίσει τον ξάδερφό του. Ο Μάρκος
ήταν δυο χρόνια νεότερος από τον τριαντατετράχρονο Λίο και λίγο πιο λεπτός από κείνον. Τα
σκούρα γκρίζα μάτια του πρόδιδαν την αγγλική κατά το ήμισυ καταγωγή του. Κατά τα άλλα ο
Μάρκος ήταν γνήσιος Έλληνας. Τα δυο ξαδέρφια κουβέντιασαν για λίγο και ο Λίο χάρισε ένα αβρό
χαμόγελο στην αναγεννησιακή κοκκινομάλλα στο πλευρό του Μάρκου.
Εκείνη δεν του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν τον κοίταξε καν. Κοίταζε τον ξάδερφό του με μια
ονειροπόλα έκφραση στα μάτια, σαν να μην υπήρχε γι’ αυτή κανένας άλλος άντρας στον κόσμο.
Ο Λίο ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση. Καμιά γυναίκα δεν τον είχε κοιτάξει μ’ αυτό το βλέμμα.
Θα το ήθελες; αναρωτήθηκε.
Ήταν ένα ρητορικό, προκλητικό ερώτημα.
Δεν άργησε να δώσει απάντηση στον εαυτό του.
Όχι. Σίγουρα όχι. Οποιαδήποτε γυναίκα τον κοίταζε μ’ αυτό το ύφος θα αποτελούσε ενόχληση. Το
πιθανότερο θα ήταν ότι υποκρινόταν.
Στο παρελθόν κάποιες γυναίκες είχαν εκφράσει με πάθος την αγάπη τους γι’ αυτόν, εκείνος όμως
ουδέποτε γελάστηκε. Το αντικείμενο της λατρείας τους ήταν ο πλούτος του και όχι ο ίδιος. Τώρα
δεν επέτρεπε σε καμιά γυναίκα να του πει πως τον αγαπούσε. Σε όλες καθιστούσε τη θέση του σαφή
ευθύς εξαρχής. Μια πρόσκαιρη σχέση χωρίς δυσάρεστες υστερικές σκηνές στο τέλος.
Προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος, μιλώντας και καλωσορίζοντας τους καλεσμένους του. Τα μάτια
του έψαξαν τριγύρω και εντόπισαν τα μοντέλα που περιφέρονταν επιδεικνύοντας τα κοσμήματα
Λεβάντσκι.
Ξαφνικά την είδε και κοκάλωσε.
Ήταν εκθαμβωτική.
Φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, δεμένο σαν σαρόνγκ γύρω από τα στήθη της, που έπεφτε σε
ίσια γραμμή ως τους αστραγάλους της. Το συνόδευε με μαύρα, βραδινά γάντια ως τους αγκώνες.
Αντίθετα από την προηγούμενη φορά τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ ένα εξαιρετικά κολακευτικό
σινιόν, πίσω στον αυχένα της, μια κόμμωση που τόνιζε το όμορφο πρόσωπό της. Ήταν λιγότερο
βαμμένη απ’ ό,τι στη φωτογράφιση. Φορούσε μόνο λιπγκλός στα χείλη της, ενώ στα μάτια της ήταν
τονισμένες ελαφρά μόνο οι βλεφαρίδες. Το δέρμα της όμως παρέμενε αλαβάστρινο.
Στην κατάλευκη επιδερμίδα της η λάμψη των διαμαντιών που στόλιζαν το λαιμό της δημιουργούσε
ιριδισμούς, προβάλλοντας εντονότερα την ήδη λαμπερή ομορφιά της.
Για μια στιγμή ο Λίο απέμεινε απλώς να την κοιτάζει, ρουφώντας το θέαμα με απόλαυση. Ήταν στ’
αλήθεια μια ξεχωριστή καλλονή...
Ύστερα συνοφρυώθηκε απότομα και άρχισε να προχωρεί προς το μέρος της.
«Γιατί δε φοράς τα υπόλοιπα κοσμήματα του σετ;» απαίτησε να μάθει όταν έφτασε κοντά της.
Είδε πάλι το ίδιο πετάρισμα στα βλέφαρά της. Τώρα όμως δεν τον ενδιέφερε. Το μόνο που τον
απασχολούσε ήταν ότι το μοντέλο δε φορούσε την τιάρα, τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια που
συμπλήρωναν το διαμαντένιο περιδέραιο, αγνοώντας τις οδηγίες που της είχαν δώσει για σήμερα το
βράδυ.
«Λοιπόν;» επέμεινε.
Εκείνη φάνηκε να συνέρχεται. «Κάηκε ένα από τα φωτάκια», απάντησε.
Ο Λίο συνοφρυώθηκε πιο έντονα.
«Τι πράγμα;»
«Εννοώ, όπως συμβαίνει με τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Θέλατε στ’ αλήθεια να κυκλοφορώ
σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο; Φαινόταν γελοίο και υπερβολικό να φορέσω μαζί ολόκληρο το σετ».
«Κι αυτή ήταν δική σου απόφαση βεβαίως, έτσι;»
Ο τόνος του ήταν ήπιος, την έκανε όμως να ανατριχιάσει. Ωστόσο δε σκόπευε να υποχωρήσει. Είχε
δει τον εαυτό της στον καθρέφτη φορώντας το πλήρες σετ των κοσμημάτων και έμοιαζε πράγματ
με χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«Την ίδια απόφαση», του είπε με νόημα, «θα έπαιρνε κάθε άνθρωπος με στοιχειώδες γούστο».
Ο Λίο την αγριοκοίταξε. «Οι οδηγίες μου ήταν ξεκάθαρες».
Η Άννα ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να πει. Ο Λίο Μαρκάκης την πλήρωνε για να φοράει τα
κοσμήματά του και οι αποφάσεις ήταν όλες δικές του. Θα έπρεπε να κατεβάσει πειθήνια το κεφάλ
και να του πει: «Μα φυσικά, κύριε Μαρκάκη. Όπως αγαπάτε, κύριε Μαρκάκη».
Όμως δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό του αντιμίλησε. «Ε, τότε κάνατε λάθος. Το να φορέσω το
παραμικρό κόσμημα εκτός απ’ αυτό εδώ το περιδέραιο θα ήταν σκέτη χοντροκοπιά».
Το πρόσωπό του έγινε μια παγερή μάσκα. Κάτι άλλαξε σ’ εκείνα τα μάτια με τις μεγάλες
βλεφαρίδες. Η Άννα θα έπρεπε να οπισθοχωρήσει. Μα δεν το έκανε ποτέ. Αν το έκανε, θα την
ποδοπατούσαν.
Για μια παρατεταμένη στιγμή τα μάτια του έμειναν απλώς καρφωμένα επάνω της. Ένιωθε την
ένταση να της σφίγγει το στομάχι. Τότε κατάλαβε τι ακριβώς έκανε ο Μαρκάκης. Πόλεμο νεύρων.
Έτσι κι εκείνη χρησιμοποίησε τα δικά του όπλα.
«Σίγουρα, κύριε Μαρκάκη», πρόσθεσε σε ανάλαφρο τόνο, «ένας άντρας με τη δική σας οικονομική
επιφάνεια δε θα ήθελε να φανεί χοντροκομμένος, έτσι δεν είναι;»
Τα μάτια του την καθήλωσαν.
«Ζεις επικίνδυνα», είπε μαλακά ο Λίο Μαρκάκης. «Μη ρισκάρεις τόσο όσο σε πληρώνω εγώ».
κανε ένα αμυδρό νεύμα με το κεφάλι του. «Πήγαινε και φόρεσε πάλι τα διαμάντια».
Και λέγοντας αυτά γύρισε και έφυγε, αγνοώντας την ύπαρξή της.
Γιατί άφηνε κάποιον σαν τον Λίο Μαρκάκη να την επηρεάζει τόσο; Δεν ήταν παρά ένας ακόμα
πλούσιος άντρας που περίμενε από τον κόσμο να υποκλίνεται στο χρήμα του. Τώρα την πλήρωνε
για να φορέσει τα κοσμήματά του. Όλα τα κοσμήματά του. Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της.
Θα του έκανε το χατίρι.
Καθώς απομακρυνόταν με όσο πιο αποφασιστικό βήμα τής επέτρεπε η στενή φούστα της βραδινής
τουαλέτας, η Άννα δεν πρόσεξε τα μάτια του Λίο που καρφώθηκαν επάνω της καθώς εκείνος
μιλούσε με τον κυβερνήτη της πολιτείας.
Ύστερα, όταν εκείνη εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο του, ο Λίο συνέχισε τη συζήτηση για την
τελευταία συνάντηση κορυφής των οχτώ ισχυρότερων κρατών για το παγκόσμιο εμπόριο.
Ενώ η ορχήστρα δωματίου ετοιμαζόταν, οι προσκεκλημένοι έπαιρναν τις θέσεις τους μέσα στην
αίθουσα χορού. Αντίθετα από τη μεσαιωνικού στυλ σάλα υποδοχής, η αίθουσα χορού ήταν σε στυλ
ροκοκό, με πελώριους καθρέφτες στους τοίχους κι ένα υπερβολικά περίτεχνο χρυσοποίκιλτο ταβάνι.
Τοποθετημένες διαγωνίως, σαν μικροσκοπικές φτερούγες στα αριστερά και δεξιά της ορχήστρας,
υπήρχαν δυο ζευγάρια επιχρυσωμένες πολυθρόνες. Προορίζονταν για τα μοντέλα, έτσι ώστε το
κοινό να θαυμάσει την πλήρη έκθεση των κοσμημάτων Λεβάντσκι υπό τους ήχους του Μότσαρτ. Τ
τρία από τα κορίτσια, όπως παρατήρησε ο Λίο καθώς έμπαινε στην αίθουσα, είχαν ήδη πάρει τις
θέσεις τους. Τις κοίταξε εξεταστικά και πάλι, ενώ έδινε κάποια τυπική απάντηση στη σύζυγο ενός
Αυστριακού υπουργού, η οποία προχωρούσε δίπλα του.
Η κοκκινομάλλα κοίταζε το κοινό αναζητώντας φανερά τον Μάρκο. Η καστανή, όπως πρόσεξε με
έκπληξη ο Λίο, δε φαινόταν πια σαν χαμένη, αλλά τώρα συνομιλούσε ζωηρά με το μουσικό που
καθόταν πιο κοντά της.
Το βλέμμα του Λίο στράφηκε στις δυο αντικριστές πολυθρόνες. Η ξανθιά ήταν εκεί και φαινόταν
ακόμα πιο σφιγμένη από πριν, όμως η πολυθρόνα δίπλα της ήταν άδεια.
Έσφιξε και πάλι τα χείλη του. Αυτή η γυναίκα ήταν οπωσδήποτε μπελάς.
Ο Λίο έστειλε το βοηθό του, τον Τζάστιν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διαφημιστική προβολή
της σειράς Λεβάντσκι, να ελέγξει αν το μοντέλο με τα μαύρα μαλλιά υπάκουε στις εντολές του. Ο
Τζάστιν φάνηκε νευρικός και μουρμούρισε πως το πρακτορείο τούς είχε προειδοποιήσει για το
συγκεκριμένο μοντέλο με την αυθάδη συμπεριφορά.
Ο Λίο κοίταξε το βοηθό του. «Εδώ μέσα δε θα ανεχτώ αυθάδεια».
Κι ο Τζάστιν έφυγε πειθήνια.
Ο Λίο πήρε τη θέση του δίπλα στη σύζυγο του υπουργού. Η ορχήστρα συνέχισε να συντονίζει τ
όργανά της.
Η μελαχρινή εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή.
Το κοινό σώπασε. Ο διευθυντής της ορχήστρας ανέβηκε στο πόντιουμ.
Η μελαχρινή γλίστρησε στην αίθουσα με αέρινο βήμα και προχώρησε ως τη θέση της. Ύστερα
έμεινε καθισμένη εκεί με τα χέρια σεμνά δεμένα στην ποδιά της. Φορούσε την τιάρα στα μαλλιά της,
μακριά σκουλαρίκια στα αυτιά της, βραχιόλια και στα δυο χέρια κι ένα περιδέραιο από διαμάντια.
Έμοιαζε πράγματι μ’ ένα ολόφωτο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο Λίο έσφιξε τα χείλη του.
Μισούσε να κάνει λάθος. Για οτιδήποτε.
Και για οποιονδήποτε.

Η Άννα ένιωσε τα πόδια της να την πεθαίνουν. Αυτό ήταν το χειρότερο μειονέκτημα του μόντελινγκ
εκτός από την ανία και τη λαγνεία των αντρών.
Εντούτοις στεκόταν και άκουγε ευγενικά κάποιον εύσωμο Γερμανό να της περιγράφει τις
θαυματουργές ιδιότητες των ιαματικών νερών. Στην απέναντι πλευρά της αίθουσας έβλεπε τον Λίο
Μαρκάκη να συζητά με κάποιον. Ήλπιζε πως τώρα ήταν ικανοποιημένος με τα χριστουγεννιάτικα
φωτάκια του.
Το βέβαιο ήταν πως είχαν κερδίσει την προσοχή του κοινού. Αμέτρητα αντρικά και γυναικεία
βλέμματα την εξέταζαν με περιέργεια, μολονότι των αντρών συνοδεύονταν από ένα λάγνο ύφος.
Περιέργεια για την τιμή και όχι μόνο των κοσμημάτων.
Να γιατί η Άννα δεν έλεγε να κουνήσει ρούπι. Τα ιαματικά λουτρά μπορεί να μην ήταν το πιο
συναρπαστικό θέμα του κόσμου, όμως ο Γερμανός βιομήχανος της φερόταν με μεγάλη ευγένεια.
Και επιπλέον κρατούσε όλους τους άλλους άντρες μακριά της.
Όλους εκτός από έναν.
Μια βαθιά, γνώριμη φωνή απευθύνθηκε στο συνομιλητή της στα γερμανικά. Η Άννα ένιωσε
αθέλητα μια αναστάτωση.
Το πρόσωπο του βιομηχάνου φωτίστηκε από ένα ζεστό χαμόγελο και άρχισε να μιλάει στη γλώσσα
του. Καθώς ο Λίο Μαρκάκης του απάντησε σε άψογα γερμανικά, η Άννα ένιωσε το βλέμμα του
επάνω της, προπαντός επάνω στην επιδεικτική έκθεση των διαμαντιών της. Κάτω από το βλέμμα
του, κράτησε το πρόσωπό της ανέκφραστο.
Για μια στιγμή ο Λίο σκέφτηκε να της πει πως είχε δίκιο, πως το να φοράει ολόκληρο το σετ των
κοσμημάτων ήταν μια υπερβολή που μείωνε την εξαίσια ομορφιά του περιδέραιου.
Τότε ο Χανς Φέντερμαν του έκανε μια ερώτηση σχετικά με την εμπειρία του γύρω από τις
εμπορικές συναλλαγές με χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Επωφελούμενη από την αλλαγή θέματος, η Άννα ετοιμάστηκε να τους αφήσει μόνους. Καθώς
όμως πήγε να κινηθεί, το χέρι του Λίο τινάχτηκε σαν το φίδι και τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από τον
καρπό της.
Κι ύστερα το χέρι του την άφησε. «Μην απομακρυνθείτε παρακαλώ, δεσποινίς...;» Ανασήκωσε με
νόημα το φρύδι του, περιμένοντας να ακούσει το όνομά της.
«Άννα Ντιλέιν», απάντησε απρόθυμα η Άννα και αναρωτήθηκε γιατί δεν ήθελε να δώσει το όνομά
της στον Λίο Μαρκάκη. Δε θα του ήταν δύσκολο να ρωτήσει έναν από τους υποτακτικούς του, όπως
εκείνον το δουλοπρεπή Τζάστιν Βένορ, ο οποίος είχε δώσει μια ημίωρη διάλεξη στα τέσσερα
κορίτσια για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται σ’ ένα τόσο αξιοπρεπές και λαμπερό περιβάλλον.
«Άννα».
Είχε προφέρει απλώς το όνομά της, αυτό ήταν όλο. Η Άννα είχε ακούσει αμέτρητες φορές να το
προφέρουν στη ζωή της.
Όχι όμως έτσι...
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Το ένιωσε. Ξεκίνησε από τον αυχένα της και κύλησε
αστραπιαία προς τα κάτω σε όλο το μήκος της πλάτης της. Για άλλη μια φορά τα μάτια του
καρφώθηκαν επάνω της. Ένιωθε το βλέμμα του σαν ένα απτό βάρος.
Κι ύστερα ο Λίο Μαρκάκης γύρισε στο συνομιλητή του και συνέχισε την κουβέντα.
Η Άννα έμεινε βουβή στο πλευρό του. Κι εκείνος την κράτησε εκεί όλη την υπόλοιπη βραδιά.

«Δεν είναι ώρα να επιδείξετε και τα άλλα κοσμήματα, κύριε Μαρκάκη;» Η Άννα δεν άντεξε. «Να,
εκεί είναι η Κέιτ με τα ρουμπίνια».
Του έδειξε την καστανή, η οποία κοίταζε με δέος, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Άννα, έναν από
τους άντρες της συντροφιάς της. Η Άννα αναγνώρισε στο πρόσωπό του το διευθυντή της
ορχήστρας.
Το βλέμμα του Λίο Μαρκάκη στράφηκε στην Κέιτ.
«Πώς να στερήσω τον Άνταλ Λούκατς από την τελευταία φανατική θαυμάστριά του;»
μουρμούρισε ειρωνικά. «Και από μια τόσο νέα και όμορφη θαυμάστρια».
Τα μάτια της Άννας άνοιξαν διάπλατα. «Αυτός είναι ο Άνταλ Λούκατς;» Ακόμα κι εκείνη είχε
ακουστά τον παγκοσμίου φήμης μαέστρο.
Τα μάτια του στράφηκαν επάνω της. «Θα ήθελες να τον γνωρίσεις;»
«Είμαι σίγουρη ότι έχει ήδη βαρεθεί αρκετά με όλον αυτό τον ενθουσιασμό και τη διαχυτικότητ
που του δείχνουν».
«Για κάποιο λόγο», μουρμούρισε ο Λίο Μαρκάκης, «δεν μπορώ να σε φανταστώ να εκδηλώνεις
ενθουσιασμό για κανέναν». Ξαφνικά η φωνή του έγινε ξερή, επικριτική. «Σίγουρα δε δείχνεις ν
εντυπωσιάζεσαι καθόλου από τα κοσμήματα που φοράς, αν και κάθε γυναίκα εδώ μέσα σε ζηλεύει
γι’ αυτά».
Η Άννα γύρισε και τον κοίταξε. «Δεν είναι παρά κρύσταλλοι άνθρακα. Έχουν αξία μόνο εξαιτίας
της σπανιότητάς τους. Πολλοί άλλοι κοινοί κρύσταλλοι είναι εξίσου όμορφοι. Τα διαμάντια απλώς
έχουν οικονομική αξία...»
«Είναι τα διαμάντια Λεβάντσκι! Αποτελούν από μόνα τους έργα τέχνης!» αντιγύρισε απότομα ο
Λίο.
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της. «Το ίδιο και η μουσική του Μότσαρτ. Κι αυτή δεν κοστίζει
μια περιουσία για να την απολαύσεις!»
Τα σκούρα μάτια του την κοίταξαν διαπεραστικά. Η Άννα δεν απέστρεψε το βλέμμα της. Γιατί να
το κάνει;
«Άκουσα», της είπε με εκείνη την απαλή φωνή που λίγο νωρίτερα την έκανε να ανατριχιάσει, «ότ
έχεις τη συνήθεια να αυθαδιάζεις. Να την κόψεις».
Η Άννα του χαμογέλασε γλυκά. Ένιωθε την αδρεναλίνη να κυλάει σε κάθε κύτταρο του κορμιού
της.
«Ποιο είναι το πρόβλημά σας, δεσποινίς Ντιλέιν;» τη ρώτησε πάλι στον ίδιο τόνο.
Εσύ, ήθελε να του πει η Άννα.
Εσύ είσαι το πρόβλημά μου.
Ύστερα όμως, καθώς εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με αψηφισιά, το ψεύτικο χαμόγελό της έγινε
σφιγμένο και κάτι άλλαξε στα μάτια του.
Ο Λίο κινήθηκε αδιόρατα, σαν να την απέκλειε από την υπόλοιπη αίθουσα. Μισόκλεισε τα μάτι
του και η Άννα ένιωσε την ανάσα να παγιδεύεται στο λαιμό της.
«Μη με πολεμάς», της είπε με χαμηλή φωνή και το βλέμμα του έκανε το στομάχι της να σφιχτεί.
«Αλήθεια, είσαι...» πρόσθεσε αργά, «απίστευτα όμορφη...»
Η ταραχή της Άννας μεγάλωσε κι άλλο. Όχι. Δεν ήθελε να της συμβαίνει αυτό. Πραγματικά δεν το
ήθελε.
Άνοιξε το στόμα της για να το πει. Για να πει οτιδήποτε. Μα έμεινε να τον κοιτάζει άφωνη. Η
αίθουσα εξαφανίστηκε. Ο κόσμος εξαφανίστηκε. Απλώς στεκόταν εκεί απέναντί του, τον κοίταζε κα
τον άφηνε να την κοιτάζει μ’ εκείνα τα υπέροχα μάτια με τις μαύρες, μακριές βλεφαρίδες.
Μια ζεστασιά την πλημμύρισε κι έφτασε ως την καρδιά της που άρχισε να βροντοχτυπάε
προδοτικά.
Εκείνος το κατάλαβε. Είδε την αντίδρασή της σ’ αυτό το καυτό κύμα που την κατέκλυσε και τα
σκούρα μάτια του μισόκλεισαν. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο αισθησιακό του στόμα. Ήταν ένα
χαμόγελο κατανόησης, ικανοποίησης.
Προσμονής.
Της μουρμούρισε κάτι. Τόσο σιγανά ώστε πνίγηκε από το βουητό ολόγυρα και η Άννα νόμισε πως
το φαντάστηκε.
Και βέβαια το είχε φανταστεί.
Ωστόσο για μια στιγμή τής φάνηκε πως τον άκουσε να μουρμουράει μια λέξη. «Αργότερα...» Και
μετά το ύφος του άλλαξε, έγινε ευχάριστο, ευγενικό. «Α, υπουργέ...»
Η παρέλαση συνεχίστηκε. Και ο Λίο Μαρκάκης συνέχισε να κρατάει την Άννα στο πλευρό του.

Η Άννα κλότσησε μακριά τα παπούτσια της και αναστέναξε με ανακούφιση. Ύστερα έβγαλε τα
μακριά, σατέν γάντια της και τα έριξε στο σκαμπό της τουαλέτας του δωματίου της. Φέρνοντας τ
χέρια της πίσω στην πλάτη της άρχισε να ξεκουμπώνει το εφαρμοστό φόρεμα. Τα διαμάντια είχαν
ήδη παραδοθεί στη φροντίδα της υπηρεσίας ασφαλείας και επιτέλους τα μοντέλα ήταν ελεύθερα ν
ανεβούν στα δωμάτιά τους. Η Άννα δεν έβλεπε την ώρα να αποσυρθεί στο δικό της. Ήταν ένα
βασανιστικά ατέλειωτο βράδυ. Τα νεύρα της δεν άντεχαν περισσότερη ένταση.
Και η περιφορά δίπλα στον Λίο Μαρκάκη ήταν εξουθενωτική. Ο εκνευρισμός την είχε τσακίσει.
Αυτός ο άνθρωπος την επηρέαζε κι αυτό δεν της άρεσε. Καθόλου μάλιστα.
Έσφιξε τα χείλη της και κοιτάχτηκε σκυθρωπή στον καθρέφτη. Είδε μια γνώριμη εικόνα. Τα μαύρα
μαλλιά, τη χλομή επιδερμίδα και τα πράσινα μάτια. Στοιχεία που αποτελούσαν ατού στη δουλει
της. Ίσως τα κληρονόμησες από τον μπαμπά σου, όποιος κι αν ήταν αυτός... της έλεγε πάντα η
γιαγιά της.
Μα η ομορφιά ήταν απλώς ένα εμπόρευμα. Το πουλούσε καθημερινά σε όποιον της πρόσφερε μια
καλή τιμή.Δεν πουλούσε τίποτ’ άλλο.
Πάρα πολλοί άντρες όμως είχαν αντίθετη γνώμη. Νόμιζαν πως παραχωρούσε το δικαίωμα να τη
γδύνουν με τα μάτια, να αναρωτιούνται πώς είναι στο κρεβάτι και να της προτείνουν να το
ανακαλύψουν...
Η Άννα γύρισε απότομα από τον καθρέφτη και συνέχισε να ανοίγει μία μία τις κόπιτσες του απλού
καλοραμμένου φορέματος.
Τουλάχιστον είχε απαλλαγεί από τα διαμάντια. Από τη γελοία, αστραφτερή τους λάμψη. Το
βλέμμα της έγινε και πάλι σκληρό. Ήταν δυνατό να μην έχει δει ο Λίο Μαρκάκης πόσο κακόγουστ
έδειχναν φορεμένα όλα μαζί; Ότι το σύνολο μειονεκτούσε έναντι των μεμονωμένων κομματιών;
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. Ποιος νοιαζόταν τι πίστευε ο Λίο, είτε για τα άθλια διαμάντια
του είτε για την ίδια;
Και ποιος νοιαζόταν τι πίστευε η ίδια για κείνον;
Όλα αυτά ήταν θεωρητικά. Μόλις τελείωνε η δουλειά, εκείνη δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ της. Κι έτσι
θα ήταν ασφαλής...
Σάστισε με το ότι χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη. Μα ήταν ήδη ασφαλής από τον Λίο Μαρκάκη! Ναι,
την είχε βάλει στο μάτι και την έβρισκε ευχάριστη στην όψη, ήταν όμως προφανές ότι τον είχε
ενοχλήσει με τη στάση της. Τέλος πάντων ο άνθρωπος έδινε μια λαμπερή, υπερπολυτελή δεξίωση
για να λανσάρει τα πανάκριβα κοσμήματά του, δε θα ασχολούνταν δα μ’ ένα από τα μανεκέν του!
Άλλωστε ποιος τη βεβαίωνε ότι την επιθυμούσε Τότε
καν;γιατί σε είχε κολλημένη στο πλευρό του
όλο το βράδυ;
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της. Ίσως ο Τζάστιν τον προειδοποίησε πως ο ατζέντης της την
είχε αποκαλέσει δύσκολη κι έτσι ο Λίο Μαρκάκης απλώς είχε το νου του για να αποφύγει τους
μπελάδες.
Και τότε θυμήθηκε ένα ρητό.
Κράτα τους φίλους σου κοντά, μα τους εχθρούς σου κοντύτερα.
Συνοφρυώθηκε. Πώς της ήρθε πάλι αυτό;
Ο Λίο Μαρκάκης δεν ήταν ούτε φίλος ούτε εχθρός. Ήταν ένας ξένος. Τίποτα παραπάνω. Και θα
έμενε ξένος.
Μόνο έτσι δε θα αποτελούσε κίνδυνο γι’ αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο Λίο διέσχιζε το μακρύ διάδρομο πίσω από τους δύο υπαλλήλους του προσωπικού οι οποίο
προχωρούσαν μπροστά του φορτωμένοι με δίσκους.
Δεν ήταν σίγουρος ότι είχε ξαναβρεθεί άλλοτε σ’ αυτό τον όροφο του προσωπικού. Αναρωτήθηκε
αόριστα αν τα τρία μοντέλα ήταν όλα εγκατεστημένα σε διαδοχικά δωμάτια. Η κοκκινομάλλα θ
έμενε φυσικά κάτω με τον Μάρκο, σε μια από τις πολυτελείς σουίτες. Άραγε η ξανθιά και η καστανή
θα έβρισκαν κάπου αλλού να περάσουν τη βραδιά τους; Ίσως η καστανή να αφιέρωνε τη νύχτα της
στη λατρεία του Άνταλ Λούκατς, σκέφτηκε με κυνισμό, γνωρίζοντας καλά την αδυναμία του
μαέστρου για το ωραίο φύλο. Η ξανθιά ήταν υπερβολικά νευρική για να είναι δεκτική στο θαυμασμό
που εισέπραξε στη διάρκεια της βραδιάς.
Οι δυο υπάλληλοι σταμάτησαν έξω από μία πόρτα και γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο Λίο έκανε ένα
νεύμα κι ο ένας απ’ αυτούς χτύπησε διακριτικά.
Μέσα στο δωμάτιο η Άννα σταμάτησε να ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Ποιος να ήταν; Το χτύπημα
ακούστηκε ξανά. Κουμπώθηκε και πάλι βιαστικά και πήγε στην πόρτα. Έξω περίμεναν δυο
υπάλληλοι του προσωπικού που κρατούσαν από έναν πελώριο δίσκο σκεπασμένο με μια λινή
πετσέτα.
«Λυπάμαι», είπε ξαφνιασμένη. «Μα δεν...»
Τα ελάχιστα γερμανικά της δεν τη βοηθούσαν να τους εξηγήσει πως δεν είχε παραγγείλει τίποτα.
Ο ένας άντρας απλώς υποκλίθηκε ελαφρά και μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από τον
δεύτερο. Άφησαν τους δίσκους στο χαμηλό τραπέζι που υπήρχε δίπλα στο παράθυρο μπροστά σε
δυο πολυθρόνες και τράβηξαν τις πετσέτες.
Ένα ολόκληρο ελαφρύ δείπνο εμφανίστηκε μπροστά της και σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονταν ένα
μπουκάλι παγωμένο λευκό κρασί, μια κανάτα με χυμό πορτοκαλιού, μια κανάτα με μεταλλικό νερό,
καθώς και μια κανάτα με καφέ.
«Φοβάμαι πως δε ζήτησα...» άρχισε να λέει.
«Ζήτησα όμως εγώ». Μια βαθιά, γνώριμη πια φωνή τη διέκοψε.
Η Άννα στράφηκε απότομα. Εκεί, στην πόρτα του δωματίου της, στεκόταν ο Λίο Μαρκάκης. Για
μια στιγμή δεν πίστευε στα μάτια της. Και τότε τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο.
Ήταν ακόμα ντυμένος με το επίσημο κοστούμι του, άψογος όπως μόνο ένας άνθρωπος του ύψους,
του πλούτου και της γοητείας του μπορούσε να είναι. Όμως υπήρχε μια αμυδρή σκιά στο πιγούν
του που τον έκανε να φαίνεται...
Σέξι .
Η λέξη τής κατέβηκε από το πουθενά, κάνοντάς τη να τρομοκρατηθεί. Άνοιξε το στόμα της για να
πει κάτι. Οτιδήποτε. Μα το μυαλό της ήταν ένας ανεμοστρόβιλος αντιφατικών συναισθημάτων. Με
κυρίαρχο τη δυσπιστία. Της φαινόταν αδιανόητο ότι ο Λίο Μαρκάκης μπήκε έτσι απλά μέσα στο
δωμάτιό της με το ένα χέρι στην τσέπη, σαν να είχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί.
Τα δυο μέλη του προσωπικού προφανώς πίστευαν πως αυτό ακριβώς συνέβαινε, γιατί έστρωναν με
περισσή επιμέλεια το τραπέζι, τοποθετώντας στο κέντρο μια μεγάλη πιατέλα με λεπτοκομμένες
φέτες καπνιστό κοτόπουλο, ζαμπόν και σολομό, μαζί μ’ ένα μπολ σαλάτα και ένα καλάθι με ψωμί,
έχοντας ήδη τοποθετήσει τα δυο πορσελάνινα σερβίτσια με τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και τις
λευκές λινές πετσέτες. Ακολούθησαν δυο κρυστάλλινα ποτήρια κι ύστερα σερβίτσια του καφέ κα
ένα πιάτο με μικροσκοπικά σοκολατάκια.
«Δεν κάθεσαι;» είπε ο Λίο Μαρκάκης, δείχνοντας τη μία από τις δύο πολυθρόνες καθώς καθόταν
στην άλλη.
Τι στην οργή νομίζεις ότι κάνεις
ήθελε
; να ουρλιάξει η Άννα.
Μα η παρουσία των δύο αντρών την εμπόδιζε. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να
δημιουργήσει μια σκηνή που θα έδινε τροφή στα κουτσομπολιά που πάντοτε συνόδευαν τη ζωή των
πλούσιων και διάσημων.
Νιώθοντας τα νεύρα της τεντωμένα, παρακάλεσε νοερά να φύγουν οι άντρες από το δωμάτιο. Γιατί
αμέσως μόλις έμενε μόνη της μ’ εκείνον, θα...
Ο ένας όμως της έδειξε την πολυθρόνα, κάνοντας μια ευγενική υπόκλιση, ενώ ο άλλος
καταπιάστηκε με το άνοιγμα του μπουκαλιού.
Ναι, βέβαια, έπρεπε να καθίσει κιόλας. Να υποκριθεί πως ήταν απολύτως φυσιολογικό ν
εμφανίζεται στο δωμάτιό της ο πολυεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του πύργου, μέσα στα μαύρ
μεσάνυχτα, για να πάρει ένα ελαφρύ δείπνο μαζί της!
Η Άννα κάθισε σφιγμένη, φροντίζοντας να στρώσει σεμνά τις πτυχές του πανάκριβου φορέματός
της ώστε να μην τραβάει το μάτι. Το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα. Μέσα της όμως έβραζε σε
σημείο που κόντευε να εκραγεί.
Σήκωσε τα μάτια με σκοπό να τον καρφώσει με το βλέμμα της. Αντί γι’ αυτό όμως, έμεινε να τον
κοιτάζει σαν ανόητη, μαγεμένη από την εικόνα του.
Ο Λίο Μαρκάκης χαλάρωνε τη γραβάτα του και ξεκούμπωνε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου
του. Αυτό, μαζί με τα αραιά γένια στο πιγούνι του, έκανε την καρδιά της να σταματήσει.
Ω, Θεέ μου, είναι τόσο...
Η λέξη ξεγλίστρησε από το υποσυνείδητο κατευθείαν στο μυαλό της.
Σέξι .
Να την πάλι αυτή η λέξη που εμφανιζόταν από το πουθενά και αρνιόταν να φύγει! Η Άννα την είχε
ακούσει εκατομμύρια φορές. Ήταν μια από τις πιο κοινές λέξεις στον κόσμο της μόδας. Μα ποτέ δεν
είχε κανένα νόημα γι’ αυτήν. Ως τώρα σήμαινε απλώς κάποιες πόζες, ένα ύφος, ένα ρόλο που
υποδυόταν κανείς για το χατίρι της κάμερας ή του κοινού.
Με τον Λίο Μαρκάκη όμως έπαιρνε σάρκα και οστά.
Προσπάθησε απεγνωσμένα να το αναλύσει. Δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός αντίθετων
εντυπώσεων, η αυστηρή τυπικότητα του σμόκιν και η εικόνα μιας χαλαρής γραβάτας κι ενός
αξύριστου πιγουνιού, όπως είπε στον εαυτό της.
Μα το αποτέλεσμα δεν έπαυε να την ελκύει. Το αντίθετο μάλιστα. Εκείνος έγινε ακόμα πιο
θελκτικός καθώς βολεύτηκε με μεγάλη άνεση στην πολυθρόνα του.
Και την κοίταξε.
Τον κοίταξε κι εκείνη.
Ξαφνικά η Άννα δεν ήθελε να μείνει μόνη της με τον Λίο Μαρκάκη.
Ένιωσε μια φωτιά να ανάβει μέσα της. Προσπάθησε να την ελέγξει, να τη σβήσει, αυτή όμως
παρέμενε. Δυνάμωνε και εξαπλωνόταν ενώ εκείνη καθόταν εκεί ανήμπορη και κοίταζε τον άντρα
απέναντί της. Τον άντρα στον οποίο τώρα πρόσφεραν το ποτήρι για να δοκιμάσει το κρασί που
μόλις είχε ανοιχτεί.
Τον είδε να πίνει μια γουλιά και να γνέφει επιδοκιμαστικά κι ύστερα είδε το σερβιτόρο να γεμίζει
τα ποτήρια τους και με μια κοφτή υπόκλιση να παίρνει το συνάδελφό του και να φεύγουν,
κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
Η Άννα έμεινε μόνη με τον Λίο Μαρκάκη. Με τεράστια προσπάθεια τιθάσευσε το φόβο που
ένιωθε. Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, να διαμαρτυρηθεί για την απρόσκλητη παρουσία του, αλλά
ο Λίο την πρόλαβε.
«Λοιπόν», της είπε.
«Μαλζάιτ».
Η Άννα ξανάκλεισε το στόμα της. «Τι πράγμα;»
«Μαλζάιτ», επανέλαβε εκείνος και τα μάτια του έλαμψαν ελαφρά. «Δεν το έχεις ακούσει ακόμα; Ο
Αυστριακοί το λένε πάντα πριν από το φαγητό. Σημαίνει, ώρα να φάμε. Φαίνεται πως αποτελεί τη
δική τους εκδοχή για μπον
το απετί. Και τώρα, τι να σου σερβίρω;»
Σήκωσε το κουτάλι και το πιρούνι του σερβιρίσματος και τα κράτησε μετέωρα πάνω από την
πιατέλα με τα κρεατικά και το σολομό.
Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κύριε Μαρκάκη...» άρχισε.
«Λίο», τη διόρθωσε. «Νομίζω πως τώρα μπορούμε να απαλλαχτούμε από τις τυπικότητες.
Περάσαμε μια πολύ κουραστική βραδιά! Όμως», συνέχισε, παίρνοντας ήρεμα μια φέτα καπνιστού
κοτόπουλου και τοποθετώντας τη στο άδειο πιάτο της, «ήταν πολύ πετυχημένη βραδιά. Ζαμπόν κα
σολομό;»
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε κοφτά η Άννα. «Κύριε Μαρκάκη, δεν...»
Τα σκούρα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. «Λίο», επανέλαβε μαλακά. «Μόνο κοτόπουλο
λοιπόν;» Τοποθέτησε άλλη μια φέτα στο πιάτο της. «Σαλάτα;»
«Όχι! Δε θέλω να φάω. Δεν...»
Εκείνος πήρε λίγη σαλάτα και την πρόσθεσε στο πιάτο της. «Έφαγα ελάχιστα απόψε κι εσύ δεν
έφαγες απολύτως τίποτα. Θα πρέπει να πεινάς».
Πάντα πεινάω, ήθελε να του αντιγυρίσει η Άννα. Αλλά αν φάω, θα παχύνω και δε θα βρίσκω
δουλειά. Έτσι λοιπόν δεν τρώω. Και αγνοώ την πείνα μου!
Όμως καθώς οι λέξεις σχηματίζονταν στο μυαλό της, η Άννα ένιωσε ένα προδοτικό γουργούρισμα
στο στομάχι της. Από το άγχος της δεν είχε φάει μπουκιά όλη τη βραδιά. Σχεδίαζε να πιει απλώς έν
τσάι του βουνού και να φάει ένα πορτοκάλι, όπως έκανε πάντα.
Ωστόσο η θέα και η μυρωδιά των όμορφα σερβιρισμένων μεζέδων ήταν πολύ δελεαστικές. Ένιωσε
μια σουβλιά στο στομάχι. Η μυρωδιά ενός φρεσκοψημένου μικρού ψωμιού έφτασε βασανιστικά ως
τα ρουθούνια της κι ένιωσε τη δύναμη της θελήσεώς της να λυγίζει.
Εντάξει, θα έτρωγε ένα ελαφρύ δείπνο, ένα πολύ ελαφρύ δείπνο κι ύστερα θα πετούσε τον Λίο
Μαρκάκη έξω από το δωμάτιό της. Ήταν απολύτως φανερό πως είχε εμφανιστεί εκεί για κάποιο
συγκεκριμένο λόγο.
Ή μήπως όχι;
Εκείνος άρχισε να μιλάει ξανά. «Πες μου», της είπε καθώς σερβιριζόταν, «γνωρίζεις καιρό τα άλλα
τρία μοντέλα;»
Η Άννα έμεινε με το πιρούνι μετέωρο. Δε θα ήταν έγκλημα να φάει λίγο κοτόπουλο με σαλάτα και
φυσικά θα αγνοούσε το ψωμί. «Συγνώμη;» τον ρώτησε έκπληκτη.
Ο Λίο επανέλαβε την ερώτησή του, ανοίγοντας τη λευκή, λινή πετσέτα στην ποδιά του.
Η Άννα έφαγε μια μπουκιά που έλιωσε στο στόμα της. «Ξέρω αρκετά χρόνια την Τζένι, αλλά είναι
η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με την Κέιτ και τη Βανέσα».
«Ποια απ’ αυτές είναι η κοκκινομάλλα;» ρώτησε ο Λίο Μαρκάκης.
«Η Βανέσα», απάντησε η Άννα με υπερβολική ευγένεια. «Εκείνη με τα μεγάλα στήθη, για την
περίπτωση που χρειάζεσαι κάποιο άλλο στοιχείο ταυτότητας». Η φωνή της έσταζε δηλητήριο.
Τα σκούρα μάτια την κοίταξαν. «Στ’ αλήθεια πρέπει να σταματήσεις να είσαι τόσο αυθάδης»,
μουρμούρισε ο Λίο Μαρκάκης.
«Το ίδιο κι εσύ», του αντιγύρισε η Άννα. «Τα μοντέλα έχουν όνομα, ξέρεις, εκτός από κορμιά».
Τσίμπησε με στόμφο λίγη σαλάτα με το πιρούνι της.
«Θίγεσαι ενώ δεν είχα καμιά τέτοια πρόθεση. Απλώς δεν έχω καταφέρει ακόμα να σας ξεχωρίσω με
τα ονόματά σας παρά μόνο με το χρώμα των μαλλιών σας», της απάντησε ψυχρά ο Λίο και τα μάτι
του έμειναν για λίγο καρφωμένα επάνω της. Της φάνηκε πως είδε μέσα τους εκνευρισμό.
Τι είναι αυτό, αναρωτήθηκε, επίπληξη;
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Γιατί ρωτάς για τη Βανέσα;» Την ανακούφιζε που ο Λίο
δεν είχε έρθει στο δωμάτιό της για το λόγο που εκείνη είχε συμπεράνει, ήταν όμως περίεργη για τις
ερωτήσεις του σχετικά με τη φιλενάδα του ξαδέρφου του. Ίσως ο Λίο Μαρκάκης ενδιαφερόταν για
τη Βανέσα, μολονότι εκείνη είχε μάτια μόνο για τον ξάδερφό του.
Ο Λίο ήπιε μια γουλιά κρασί. «Αν δεν την ξέρεις καλά, τότε οι ερωτήσεις μου δεν έχουν μεγάλη
σημασία».
«Ναι, τέλος πάντων, από τα λίγα που ξέρω μπορώ να σου πω ότι είναι καλή κοπέλα. Καλή, αν και
ανόητη», πρόσθεσε δηκτικά η Άννα.
Ο Λίο έσμιξε τα φρύδια του, πράγμα που του έδωσε μια κάπως απειλητική όψη. «Ανόητη;»
«Αρκετά ανόητη ώστε να ερωτευτεί τον ξάδερφό σου εννοώ», του διευκρίνισε η Άννα.
Το απειλητικό ύφος έγινε εντονότερο.
Η Άννα τον κοίταξε με συγκατάβαση. «Έλα τώρα, ο ξάδερφός σου δε φαίνεται τύπος που γονατίζει
μπροστά σε μια γυναίκα! Η Βανέσα θα πληγωθεί... και πολύ μάλιστα. Είναι ολοφάνερο».
«Ο ξάδερφός μου είναι πολύ γενναιόδωρος με τις μαιτρέσες του», την πληροφόρησε ο Λίο
Μαρκάκης. Τώρα το ύφος του ήταν υπεροπτικό και στη φωνή του υπήρχε συγκρατημένη οργή.
Η Άννα βόγκησε πνιχτά. «Μαιτρέσες; Απ’ ό,τι ξέρω, τα κρινολίνα δεν είναι πια στη μόδα!»
Ο Λίο συνοφρυώθηκε ξανά. «Δεν αντιλαμβάνομαι το σχόλιό σου».
«Το σχόλιό μου σημαίνει πως οι μαιτρέσες καταργήθηκαν μαζί με τη βασίλισσα Βικτωρία.
Μαιτρέσες... σπιτωμένες γυναίκες... πλούσιοι προστάτες και τα λοιπά».
«Νομίζεις πως οι γυναίκες δε θέλουν να έχουν πια πλούσιους άντρες εραστές κι έτσι να ζουν
καλύτερα απ’ ό,τι τους επιτρέπει η δική τους οικονομική άνεση;»
Το βλέμμα της έγινε σκληρό. «Αν είναι έτσι, τότε ο όρος που τους αρμόζει δεν είναι ‘μαιτρέσες’».
«Και ποια λέξη θα χρησιμοποιούσες εσύ λοιπόν;»
«Μια λέξη ανάρμοστη να ειπωθεί από μια γυναίκα σ’ έναν άντρα. Όμως δε θα αποκαλούσα έτσι τη
Βανέσα».
«Τόσο σίγουρη είσαι γι’ αυτό;»
Η Άννα τον αγριοκοίταξε. «Ναι», απάντησε. «Τόσο. Ελπίζω μόνο να έχει μια καλή φίλη για να την
παρηγορήσει, όταν ο ξάδερφός σου βαρεθεί την αγάπη της και προχωρήσει στον επόμενο στόχο
του».
Τα μαύρα φρύδια του έσμιξαν ξανά. «Σου είπα ήδη ότι ο Μάρκος δεν έχει λόγο να μη φερθεί
γενναιόδωρα όταν η ερωτική τους σχέση τελειώσει».
Η Άννα παραιτήθηκε. Ήταν σαφές πως αυτή η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά. Η Βανέσα θα
πληγωνόταν στα σίγουρα και αν ο Μάρκος έμοιαζε καθόλου με τον αξιαγάπητο ξάδερφό του, τότε ο
χωρισμός θα ήταν αρκετά δακρύβρεχτος.
«Δεν μπορείς να σκουπίσεις τα δάκρυά σου με διαμάντια», του αντιγύρισε ξερά.
«Είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα... Σύντομα θα βρει άλλον εραστή».
Η αδιαφορία του την εξόργισε περισσότερο. «Α, ωραία. Τότε δεν υπάρχει πρόβλημα». Η Άννα του
χάρισε ένα ακόμη φαρμακερό χαμόγελο.
Μα ο Λίο Μαρκάκης συνοφρυώθηκε για άλλη μια φορά. Ύστερα πήρε ένα εντελώς διαφορετικό
ύφος. «Αυτό που λες είναι δυσάρεστο», της είπε αργά. «Πιστεύεις πως έχει φιλοδοξίες για γάμο;»
«Φιλοδοξίες;» Η Άννα έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της. Το πιάτο μπροστά της ήταν άδειο και δε
σκόπευε να το ξαναγεμίσει. Τα γουργουρίσματα στο στομάχι της είχαν σταματήσει κι ήταν ώρα να
ξεφορτωθεί αυτό τον αλαζονικό άντρα μαζί με τις απόψεις του περί γυναικείας φιλοχρηματίας.
«Ακόμα κι αν έχει κάποιο παραμυθένιο όνειρο και φαντάζεται ότι διασχίζει το διάδρομο της
εκκλησίας, πηγαίνοντας προς τον ξάδερφό σου, μεταμορφωμένο ξαφνικά σε γοητευτικό πρίγκιπα με
φωτοστέφανο, στ’ αλήθεια δε νομίζω πως είναι τόσο πολύ ανόητη ώστε να σκέφτεται πραγματικά
πως ένας άντρας σαν αυτόν σκοπεύει να την
παντρευτεί !»
Τα χείλη του Λίο Μαρκάκη σφίχτηκαν. «Ίσως εσύ μπορείς να την κάνεις να αντιληφθεί», είπε με τ
μάτια του πάντα καρφωμένα επάνω της, «πως αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση. Δεν πρέπει ν
τρέφει ελπίδες ότι θα παγιδέψει τον Μάρκο σ’ ένα γάμο».
Η Άννα πήρε το νερό. «Θα φροντίσω να μεταβιβάσω το μήνυμα», είπε ξερά.
«Μια αφελής γυναίκα μπορεί να αποδειχθεί ακόμα πιο επικίνδυνη από μια έξυπνη», συμπλήρωσε
αινιγματικά εκείνος.
Επικίνδυνη... Ξαφνικά η Άννα ευχήθηκε να μην είχε χρησιμοποιήσει ο Λίο αυτή τη συγκεκριμένη
λέξη. Γιατί ήταν η ίδια που την κατέτρυχε από τότε που τον πρωτοείδε.
Χωρίς να το θέλει, τα μάτια της στάθηκαν επάνω του. Φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του κι είχε
μια βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπό του. Η Άννα δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να τον
παρατηρήσει για μια στιγμή.
Ήταν στ’ αλήθεια υπέροχος. Τον κοίταζε με κρυφή λαχτάρα, σαν να έβλεπε μια απαγορευμένη
τούρτα σαντιγί στη βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Είπε στον εαυτό της να συνέλθει. Ο Λίο
Μαρκάκης είχε έρθει να τη βρει με ένα συγκεκριμένο σκοπό: να προστατεύσει τον ξάδερφό του από
την ενοχλητική αγάπη μιας γυναίκας.
Ο Λίο δεν είχε έρθει εκεί για να της επιτεθεί. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, ίσως ξόδευε τον
πολύτιμο ελεύθερο χρόνο του ενόσω κάποια κομψή κυρία τον περίμενε κάτω στο διαμέρισμά του,
φορώντας το νεγκλιζέ της και λιμάροντας τα νύχια της. Ήξερε πως οι πλούσιοι ήταν εκκεντρικοί.
πως το να εμφανιστεί εκείνος στα καλά καθούμενα στο δωμάτιό της, περιμένοντας μια θερμή
υποδοχή...
Τον είδε να αποτελειώνει το φαγητό του. Έδειχνε να έχει μεγάλη όρεξη. Κι όμως δεν υπήρχε επάνω
του ίχνος περιττού λίπους. Ήταν ψηλός, μυώδης και δυνατός. Όποια τον περίμενε στο διαμέρισμ
του θα ζούσε μια πολύ δραστήρια νύχτα...
Σταμάτα! μάλωσε τον εαυτό της η Άννα. Όσο λιγότερο αναλογιζόταν την ερωτική ζωή του Λίο
Μαρκάκη, η οποία άλλωστε δεν την αφορούσε ούτε στο ελάχιστο, τόσο το καλύτερο θα ήταν γι’
αυτήν.
Ο Λίο παραμέρισε το πιάτο του, έπιασε το ποτήρι του κρασιού του κι ύστερα έγειρε πίσω στην
πολυθρόνα του. «Δεν πίνεις το κρασί σου», παρατήρησε.
«Άχρηστες θερμίδες», απάντησε ανάλαφρα η Άννα.
Το συνοφρύωμα επανήλθε. «Γιατί στερείς την τροφή από τον εαυτό σου;»
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της. «Μερικά μοντέλα έχουν καλό μεταβολισμό και μπορούν να
φάνε έναν περίδρομο χωρίς να το δείχνουν. Η Τζένι είναι έτσι. Εγώ, αν φάω, θα πάρω ένα σωρό
κιλά». Χαμογέλασε λοξά. «Θα φάω όταν βγω στη σύνταξη», συμπλήρωσε.
Γιατί του μιλούσε; Το μόνο που ήθελε ήταν να τον δει να τελειώνει το κρασί του και να φεύγει.
«Στη σύνταξη; Μα πόσων χρονών είσαι;»
Η Άννα μόρφασε. «Για μοντέλο, αρκετά μεγάλη. Στο επάγγελμά μας έχουν πέραση μόνο τα νιάτα.
σο μικρότερες τόσο καλύτερα».
«Γελοιότητες! Ποιος θα ήθελε το μπουμπούκι αντί για το ολάνθιστο λουλούδι;»
«Τα πρακτορεία μοντέλων», απάντησε ξερά η Άννα. «Τα νεαρά κορίτσια είναι πολύ πιο εύπλαστα,
ελεγχόμενα δηλαδή και εκμεταλλεύσιμα. Το μόντελινγκ είναι άσχημη δουλειά».
«Εντούτοις...» Την κοίταξε επίμονα. «Εσύ προοδεύεις».
«Επιβιώνω», τον διόρθωσε η Άννα. «Πάντως δεν είμαι αχάριστη. Το μόντελινγκ υπήρξε μια
καλοπληρωμένη καριέρα για μένα».
Ξαφνικά το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Τα χρήματα είναι σημαντικά για σένα;»
«Θα ήμουν αρκετά ανόητη αν αδιαφορούσα γι’ αυτά! Ξέρω μοντέλα που ξοδεύουν όλα τους τα
λεφτά σε ρούχα και ανέσεις... Στο τέλος καταλήγουν αδέκαρες».
«Εσύ όμως είσαι πιο προνοητική;» Τα μάτια του εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν.
«Το ελπίζω». Η Άννα του ανταπέδωσε το βλέμμα. Η έκφρασή του παρέμενε ανεξιχνίαστη.
Και τότε ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση άλλαξε.
Και η αναπνοή της σταμάτησε.
Την κοίταζε. Δεν έκανε άλλο από το να την κοιτάζει.
Πώς είναι δυνατόν ένα βλέμμα να με εμποδίζει να αναπνεύσω; σκέφτηκε . Ανάσανε... Για το Θεό,
ανάσανε!
Όμως δεν μπορούσε. Κι ήταν κάτι απόλυτο και τυραννικό.
Έσφιξε ασυναίσθητα τα μπράτσα της πολυθρόνας και ένιωσε, σαν να μην επρόκειτο για την ίδια,
τους μυς της να τεντώνονται καθώς σηκωνόταν αργά από την πολυθρόνα. Εκείνος, σαν
αντανάκλαση του εαυτού της στον καθρέφτη, έκανε ακριβώς το ίδιο. Σηκωνόταν όρθιος.
Και ερχόταν προς το μέρος της.
Ήταν φανερό γιατί. Κι ήταν απολύτως φανερό από τη στιγμή που άρχισε να την κοιτάζει μ’ αυτό το
ύφος. Κανένας άντρας δεν την είχε κοιτάξει ποτέ έτσι. Είχε δει στα μάτια τους λαγνεία. Μια καυτή,
πεινασμένη λαχτάρα. Είχε δει προθυμία και προσμονή. Ποτέ όμως δεν είχε δει αυτό που έβλεπε
τώρα στα μάτια του Λίο Μαρκάκη.
Τα πόδια της λύγισαν και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τρελά, ενώ μια φωνή μέσα της ούρλιαζε:
Κίνδυνος!
Μα ήταν ανήμπορη να λάβει υπόψη της αυτή την προειδοποίηση.
Εκείνος ερχόταν προς το μέρος της.
Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός. Λεπτός, δυνατός, με σταθερό, αποφασιστικό βήμα. Τα σκούρα μάτια
του δεν την άφηναν στιγμή, η έκφρασή τους έκανε τα σωθικά της να λιώνουν.
Ακόμα δεν μπορούσε να ανασάνει, να κουνηθεί. Στεκόταν εκεί σαν άγαλμα, ασάλευτη, με τα χείλη
μισάνοιχτα, κοιτώντας τις γωνίες του προσώπου του, το αισθησιακό στόμα, τη χαλαρωμένη γραβάτ
και το ανοιχτό στο λαιμό πουκάμισο. Ήταν καθηλωμένη από κείνο το βλέμμα και τα ρίγη τη
διαπερνούσαν κατά κύματα.
Τότε ο Λίο σταμάτησε. Άπλωσε το χέρι του και με μια αργή, ελεγχόμενη κίνηση χάιδεψε το
μάγουλό της.
Το δέρμα της κάηκε εκεί όπου το άγγιξε κι εκείνη άρχισε να λιώνει.
«Στ’ αλήθεια», της είπε, «είσαι πανέμορφη». Η έκφρασή του μαλάκωσε. «Πανέμορφη», επανέλαβε
μαλακά.
Και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Άννα ήταν να στέκεται εκεί σαν μαγεμένη, στερημένη από
κάθε θέληση, κάθε αντίσταση.
Επειδή μέσα σ’ εκείνα τα μάτια έβλεπε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί.
Επιθυμία .
Όχι λαγνεία. Όχι διαστροφή. Όχι πόθο.
Μόνο επιθυμία .
Καυτή επιθυμία.
Τα ρίγη τη συγκλόνισαν και πάλι, στραγγίζοντας από μέσα της όλα όσα είχε νιώσει ποτέ στο
παρελθόν, όλα όσα μπορεί να της είχαν εμπνεύσει ποτέ άλλοι άντρες...
Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι στη ζωή της.
Έψαξε μέσα της την οργή, τη δριμεία εκείνη οργή που φούντωνε πάντα όταν κάποιος άντρας την
κοίταζε με μια μονάχα πρόθεση στο μυαλό του.
Μα η οργή δεν ήρθε.
Μόνο μια αίσθηση σαν το μέλι που λιώνει αργά κύλησε στις φλέβες της, ζεσταίνοντας κα
παραλύοντάς την, κάνοντάς τη να λικνιστεί σχεδόν από τη ζάλη.
Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα πίσω από το πέπλο των μακριών πυκνών βλεφαρίδων. Η αναπνοή
της σταμάτησε ξανά και μια ακόμα κουταλιά μέλι χύθηκε αργά στις φλέβες της.
Ένιωσε τα χείλη της να μισανοίγουν. Σαν να μην είχε ούτε τη δύναμη να κρατήσει το στόμα της
κλειστό. Ένιωσε και τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν έντονα, τις κόρες των ματιών της να
διαστέλλονται.
Το σώμα της λικνίστηκε ελαφρά.
Εκείνος βρισκόταν πολύ κοντά της. Η Άννα αισθανόταν την παρουσία του να κυριεύει τις
αισθήσεις της, το ακριβό, αρρενωπό άρωμά του να τη μεθάει. Έβλεπε τώρα καθαρά το περίγραμμ
του πιγουνιού του και των αισθησιακών χειλιών του.
«Πανέμορφη», μουρμούρισε εκείνος άλλη μια φορά.
Το ένα του χέρι γλίστρησε στο λαιμό της, το άλλο στη μέση της. Κι ύστερα το στόμα του
χαμήλωσε στο δικό της κι η γλώσσα του εισχώρησε χωρίς καμιά προσπάθεια μέσα στο τρυφερό της
στόμα.

Για μια ατέλειωτη, υπέροχη στιγμή ο Λίο αφέθηκε στην απόλαυση του στόματός της. Μια αίσθηση
μεταξένια, αισθησιακή και απείρως ερεθιστική.
Ήταν αλήθεια πως στη διάρκεια του δείπνου επωφελήθηκε της ευκαιρίας να τη βολιδοσκοπήσε
σχετικά με την κοκκινομάλλα, η οποία φαινόταν να έχει αιχμαλωτίσει τον ξάδερφό του. Του είχε
φανεί συνετό να προειδοποιήσει τον ξάδερφό του για τους κινδύνους αυτής της σχέσης. Ο Μάρκος
δεν ήταν εύπιστος ή ανόητος, κάθε άλλο. Ποιος ξέρει όμως πόσες ανοησίες μπορεί να κάνει ένας
άντρας όταν τον κοιτάζουν με τόση λατρεία και πάθος; Εκείνα τα βλέμματα μπορεί να ήταν σκόπιμα,
ίσως όμως και όχι. Μα αν ήταν αληθινά, όπως πίστευε ο Λίο, τότε ο ξάδερφός του μπορεί να
κινδύνευε περισσότερο απ’ όσο αντιλαμβανόταν. Η σχέση του με την κοκκινομάλλα είχε
ημερομηνία λήξης κι αυτό σήμαινε πως στο τέλος θα υπήρχαν δάκρυα. Στη χειρότερη των
περιπτώσεων ο Μάρκος μπορεί να γινόταν ευάλωτος σ’ αυτά τα δάκρυα. Μια απλοϊκή γυναίκα η
οποία έτρεφε ελπίδες για γάμο ήταν επικίνδυνη.
Μα η γυναίκα που είχε τώρα απέναντί του έδειχνε να αντιμετωπίζει τη ζωή ρεαλιστικά. Η Άννα
ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε ο ίδιος.
Ο ρυθμός της ζωής του απαιτούσε κάποια θυσία κι εκείνο που θυσίαζε πρωτίστως ήταν η ερωτική
ζωή του. Κόντευε μήνας από τότε που είχε χωρίσει από την Ιταλίδα ζωντοχήρα, η οποία είχε χαρεί με
το παραπάνω την καινούρια ερωτική ελευθερία της, και δεν είχε προλάβει ακόμα να βρει τη διάδοχό
της.
Έτσι λοιπόν η καλλονή με τα μαύρα μαλλιά τράβηξε αμέσως την προσοχή του. Ήταν μια ραφινάτη,
ανεξάρτητη, αδέσμευτη γυναίκα, η οποία είχε καταστήσει σαφές από την αρχή πως ήταν δεκτική στο
ενδιαφέρον του. Η καυστική γλώσσα της και η ατίθαση συμπεριφορά της ίσως απωθούσαν κάποιους
άντρες, αυτό όμως δεν ενοχλούσε τον ίδιο. Πολύ πιθανό να υιοθετούσε μια τέτοια συμπεριφορά γι
να ξεχωρίζει από τις άλλες συναδέλφους της και να κερδίζει τις εντυπώσεις. Κάπως έτσι κατάφερε
άλλωστε να κερδίσει και τη δική του προσοχή καθώς αποστρεφόταν τις γυναίκες που τον
καλόπιαναν.
Όποιες κι αν ήταν οι αληθινές προθέσεις της, οπωσδήποτε αυτές τώρα δεν ήταν εμφανείς. Η Άννα
αντιδρούσε όπως ακριβώς περίμενε εκείνος, αφήνοντάς τον να τη γευτεί και αντλώντας συγχρόνως
κι εκείνη ευχαρίστηση.
Με μεγάλη άνεση ο Λίο γλίστρησε το χέρι του πάνω στο γοφό της. Αν και λεπτός δεν ήταν ούτε
στο ελάχιστο οστεώδης, γεγονός που τον χαροποίησε. Κάτω από το μεταξωτό της φόρεμα, το κορμί
της ήταν καλοφτιαγμένο και απαλό κι αυτό πολύ δελεαστικό.
Βαθαίνοντας το φιλί του, την τράβηξε πιο κοντά του κι ένιωσε το σώμα του να αντιδρά ηδονικά σ’
αυτή την επαφή. Η ερωτική μοναξιά ενός μηνός μπορεί να ήταν δυσάρεστη, ωστόσο απέδιδε
καρπούς. Ήξερε πως τον περίμενε μια καλή βραδιά.
Η Άννα θα ήταν καλή.
Ενώ η γλώσσα του χάιδευε παθιασμένα τη δική της, ένιωσε την ανταπόκρισή της κι αυτό του
άρεσε. Τελευταία οι γυναίκες, καθώς τις φιλούσε, τον συναγωνίζονταν σε πάθος, πιστεύοντας
προφανώς ότι εκείνος το έβρισκε συναρπαστικό. Δεν εκτιμούσαν, όπως αυτή που είχε τώρα στην
αγκαλιά του, πόσο ερωτικό ήταν για έναν άντρα να νιώθει πως ικανοποιεί μια γυναίκα...
Ένιωσε τη διέγερσή του να μεγαλώνει. Η ερωτική στέρηση ενός μηνός αύξαινε το πάθος του.
Τράβηξε ελάχιστα το στόμα του για να δαγκώσει απαλά το πρησμένο κάτω χείλος της.
«Πάμε;» τη ρώτησε και της χαμογέλασε αισθησιακά, κατεβάζοντας το χέρι του από το λαιμό της
για να την οδηγήσει προς το κρεβάτι.
Καθώς την άφηνε, η Άννα παραπάτησε ελαφρά και τον κοίταξε σαστισμένη. Ο Λίο συνοφρυώθηκε.
Μήπως ήταν μεθυσμένη; Όμως δεν την είχε δει να πίνει σχεδόν καθόλου σαμπάνια. Γιατί τότε
φαινόταν τόσο ζαλισμένη;
Οι κόρες των ματιών της ήταν διεσταλμένες και τα χείλη της πρησμένα και μισάνοιχτα. Τα στήθη
της τέντωναν το ύφασμα και η απαλή καμπύλη τους ξεπρόβαλλε πάνω από το μπούστο.
Ένιωσε το κορμί του να αντιδρά και πάλι. Αυθόρμητα το χέρι του ανέβηκε και αγκάλιασε το
υπέροχο στήθος της, χάιδεψε το μαύρο μετάξι εκεί όπου διαγραφόταν έντονα η θηλή.
Την ήθελε παράφορα. Την ήθελε αμέσως. «Είσαι στ’ αλήθεια...» Η φωνή του ήταν βραχνή.
«...Τόσο προκλητική». Τη χάιδεψε ξανά με τον αντίχειρά του και ανήμπορος πια να αντισταθεί
έσκυψε κοντά της. Ήθελε πάλι το στόμα της, τη βελούδινη γλύκα του...
Το χαστούκι στο μάγουλό του τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο.

Η Άννα τραβήχτηκε πίσω. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της. Πανικός, τρόμος και
χίλια δυο άλλα αδιευκρίνιστα συναισθήματα στροβιλίζονταν μέσα της σαν κατακλυσμός.
«Τι στην οργή...»
Ο Λίο Μαρκάκης την κοίταζε άναυδος, σοκαρισμένος. Η παλάμη της είχε αφήσει ένα κόκκινο
σημάδι στο μάγουλό του.
Η Άννα οπισθοχώρησε. «Φύγε από δω μέσα. Βγες έξω!»
Ήταν ακόμα σοκαρισμένος. Όλοι οι μύες του κορμιού του ήταν σφιγμένοι. «Πες μου αμέσως γι
ποιον ακριβώς λόγο το έκανες αυτό!»
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Η ανάσα της ήταν τραχιά και η αδρεναλίνη κυλούσε μέσα της με
μανία. «Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να νομίζεις πως μπορείς να απλώνεις χέρι επάνω μου με το έτσ
θέλω; Φύγε από δω!»
Το πρόσωπο του Λίο σκοτείνιασε και τα μάτια του έγιναν σκληρά σαν το ατσάλι. «Είναι λίγο
αργά», της είπε με περιφρόνηση, «να μου το λες αυτό. Δε μ’ αρέσουν τα παιχνίδια. Πρώτα μου λες
ναι κι ύστερα αλλάζεις γνώμη και με κατηγορείς που σε άγγιξα».
Η Άννα γούρλωσε τα μάτια της. «Σου είπα ναι; Ποτέ δε σου είπα ναι!»
«Μου έλεγες ναι όλο το βράδυ. Από την πρώτη στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν επάνω σου. Το
έδειξες ξεκάθαρα πως με ήθελες. Ακόμα και μέχρι πριν από μερικά δευτερόλεπτα. Μην υποκρίνεσα
την αφελή». Η φωνή του ήταν τραχιά, περιφρονητική, το στόμα του σφιγμένο, ενώ τα ζυγωματικ
του είχαν γίνει κατακόκκινα.
Η Άννα πήρε μια σιγανή, σφυριχτή ανάσα, ενώ τα μάτια της έκαιγαν από την οργή. «Θεέ μου,
θράσος που το έχεις! Δεν είμαι υποχρεωμένη να το ανέχομαι αυτό από σένα. Πήγαινε να βρεις
κανένα άλλο πρόθυμο κορμί για να περάσεις τη νύχτα σου! Πώς τολμάς να πιστεύεις ότι μπορείς ν
με χρησιμοποιήσεις για την αναψυχή μιας βραδιάς;»
«Συγχώρα με, αλλά μου έδωσες την εντύπωση πως ήσουν πρόθυμη». Η φωνή του ήταν
σαρκαστική.
Η οργή την έπνιξε. Μια πελώρια, δυνατή, πυρακτωμένη οργή, που την έκανε να τρέμει ολόκληρη.
«Βγες έξω! Δεν είμαι υποχρεωμένη να σε ανεχτώ! Δεν είμαι υποχρεωμένη να ανέχομαι άντρες που
νομίζουν πως επειδή εργάζομαι ως μοντέλο πρέπει να βγάζω τα ρούχα μου όποτε τους καπνίσει! Και
τώρα φύγε από το δωμάτιό μου, πριν σε καταγγείλω για σεξουαλική παρενόχληση!»
Το πρόσωπο του Λίο ήταν μια παγερή μάσκα. «Πρόσεχε πάρα πολύ», είπε μέσα από τα δόντια του,
«τι λες».
Το πρόσωπο της Άννας παραμορφώθηκε από το θυμό. «Μη με απειλείς! Κανείς δεν έχει δικαίωμα
να μου φέρεται έτσι, όσο πλούσιος κι αν είναι!»
«Άσε, ξέρω», την ειρωνεύτηκε εκείνος. «Αναφέρεται στο συμβόλαιό σου».
«Πάλι καλά να λες! Γιατί έτσι προστατεύομαι από κάτι άντρες σαν εσένα!»
«Αρκετά. Έγινες αρκετά σαφής. Την επόμενη όμως φορά που θα θελήσεις να παίξεις την
αγανακτισμένη ενάρετη κόρη, δεσποινίς Ντιλέιν, σε συμβουλεύω να το κάνεις πριν δεχτείς
νυχτιάτικα έναν άντρα στην κρεβατοκάμαρά σου».
Της έριξε μια τελευταία, περιφρονητική ματιά και βγήκε από το δωμάτιο, βροντώντας πίσω του την
πόρτα.

Ο Λίο διέσχισε το διάδρομο με μεγάλες δρασκελιές, νιώθοντας να βράζει από οργή. Θεέ και Κύριε,
τι ήταν πάλι αυτό; Από ξελογιάστρα είχε γίνει μέγαιρα μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Άραγε το έκανε σκόπιμα;
Έσφιξε δυνατά τις γροθιές του καθώς απομακρυνόταν.
Όχι, δεν άξιζε τον κόπο.
Η Άννα Ντιλέιν μπορούσε να απολαύσει το μοναχικό της κρεβάτι κι εκείνος... μπορούσε να κάνει
ένα κρύο ντους.
Ωστόσο απορούσε...
Δεν ήταν έφηβος να μην καταλαβαίνει πότε μια γυναίκα ανταποκρίνεται σ’ αυτόν. Η Άννα Ντιλέιν
τον ήθελε, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Γιατί λοιπόν τόση οργή;
Απώθησε θυμωμένος το ερώτημα. Τι τον ενδιέφερε η απάντηση;
Το ενδιαφέρον του για την Άννα Ντιλέιν είχε λάβει τέλος.
Μια για πάντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά, η αδρεναλίνη της
κυλούσε σαν χείμαρρος. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ολόκληρο το κορμί της ήταν σφιγμένο σαν
την πέτρα.
Πώς είχε συμβεί αυτό; Πώς;
Η ερώτηση κλωθογύρισε στο μυαλό της, βασανίζοντάς την.
Πώς άφησε τον Λίο Μαρκάκη να της το κάνει αυτό; Ήρθε απλώς κοντά της κι άρχισε να την αγγίζε
κι εκείνη δεν έκανε τίποτα, απολύτως
τίποτα! Ήταν αξιοθρήνητη.
Αξιοθρήνητη . Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της.
Τον άφησε να στέκεται εκεί και να τη φιλάει, να τη χαϊδεύει, σαν να ήταν καμιά από κείνες τις
γυναίκες...
Ένιωθε την οργή να την καίει. Ένιωθε οργή εναντίον του Λίο Μαρκάκη, ο οποίος είχε έρθει στην
κρεβατοκάμαρά της αποφασισμένος να την κάνει δική του. Αλλά και οργή εναντίον του εαυτού της.
Πώς μπόρεσε να υποκύψει έτσι σ’ εκείνον;
Μέσα στο κεφάλι της αντήχησε κυνική μια απάντηση:
Επειδή δεν ήθελες να τον απωθήσεις. Τον ήθελες... και μάλιστα σαν τρελή.
Η Άννα έκλεισε τα μάτια της και μόρφασε. Όχι, παρακάλεσε νοερά. Δεν έπρεπε να ποθεί τον Λίο
Μαρκάκη.
Δεν έπρεπε να θέλει έναν τέτοιο άντρα, ο οποίος αντιπροσώπευε όλα όσα αντιπαθούσε στη ζωή της.
ναν άντρα που ζητούσε στιγμιαία ικανοποίηση και είχε την απαίτηση από κείνη να του τη χαρίσει
πρόθυμα.
Η αποστροφή τής έφερνε ρίγη.
Τουλάχιστον δεν είχε συμβεί το χειρότερο...
Άνοιξε πάλι τα μάτια της και κοίταξε το σκοτάδι. Θα μπορούσε να του έχει δοθεί κι ύστερα εκείνος
να επέστρεφε στα πολυτελή του διαμερίσματα, κομψός και χορτάτος, αφήνοντάς την ένα κουρέλι...
Σώθηκε την τελευταία στιγμή. Και τώρα ήταν ασφαλής.
Αργά, πολύ αργά, ο φυσιολογικός ρυθμός της καρδιάς της επανήλθε.
Ποτέ ξανά δε θα άφηνε τον Λίο Μαρκάκη να τη φέρει στα πρόθυρα της καταστροφής.
Ποτέ.

«Βούτηξε τα χέρια σου μέσα. Τώρα σήκωσέ τα... Σήκωνε, σήκωνε, σήκωνε! Ναι. Κράτα τα ψηλά!»
Η Άννα κράτησε τα χέρια της ψηλά, έτσι όπως της έλεγαν να κάνει. Το ίδιο και τα άλλα τρία
μοντέλα. Στέκονταν πάλι γύρω από το τεράστιο δρύινο τραπέζι της αχανούς αίθουσας του πύργου,
αυτή τη φορά όμως καμιά τους δε φορούσε τα κοσμήματα Λεβάντσκι.
Είχαν βουτήξει τα χέρια τους μέσα σε ένα πελώριο χρυσό μπολ στο οποίο υπήρχαν σμαράγδια,
ρουμπίνια και ζαφείρια. Τώρα τα τέσσερα μοντέλα έβγαζαν τα χέρια τους μέσα απ’ αυτό το κέρας
της αφθονίας κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά τους έσταζαν βαρύτιμα σκουλαρίκια, περιδέραια και
βραχιόλια.
«Μπάστα!» φώναξε ο Τόνιο Εμπρούτι, καλώντας ταυτόχρονα τη στυλίστα και τις βοηθούς της.
«Τώρα θέλω τα κοσμήματα να τοποθετηθούν πάνω στα μαλλιά τους, στους ώμους, στα μπράτσα κα
τα στήθη τους. Όχι να τα φορέσουν κανονικά, απλώς να ακουμπούν επάνω τους». Το χοντρό
πρόσωπό του κατσούφιασε. «Φυσικά θα έπρεπε να είναι γυμνές, αλλά τέλος πάντων...»
Έκανε μια εκφραστική χειρονομία, δείχνοντας την αγανάκτησή του και κουνώντας παράλληλα τη
φωτογραφική μηχανή του.
Η Άννα είχε κοιμηθεί ελάχιστα το προηγούμενο βράδυ και η μακιγιέζ δεν παρέλειψε να σχολιάσει
αρνητικά το αποτέλεσμα της αϋπνίας στα μάτια και στην επιδερμίδα της. Η Άννα δεν έδινε δεκάρα.
να πράγμα την ενδιέφερε μονάχα: να φύγει από κει μέσα. Να πάει στο σπίτι της.
Όμως απέμεναν ακόμα μια μέρα και μια νύχτα πριν το βάλει στα πόδια. Τουλάχιστον σήμερα ο Λίο
Μαρκάκης ήταν άφαντος. Το πιθανότερο ήταν να είχε φύγει μαζί με τους καλεσμένους του. Κάποιοι
είχαν πάει για σκι, ενώ άλλοι έφυγαν για ξενάγηση με ελικόπτερο πάνω από τις Αυστριακές Άλπεις ή
πήγαν στη Βιέννη και στο Μόναχο για ψώνια.
Ακόμα κι έτσι, όταν η σημερινή φωτογράφιση τελείωσε της φάνηκε πολύ πιο εξαντλητική απ’ αυτή
της προηγούμενης μέρας. Άλλαξε, φόρεσε τα φυσιολογικά της ρούχα και ξεκίνησε για το δωμάτιό
της. Η Βανέσα είχε εξαφανιστεί αμέσως –προφανώς ο Μάρκος βρισκόταν κάπου στον πύργο–, ενώ
η Κέιτ έφυγε κι εκείνη σχεδόν το ίδιο γρήγορα.
«Υπάρχει ένα κονσέρτο απόψε στην πόλη», είχε εξηγήσει στις άλλες η Κέιτ. «Ο μαέστρος Λούκατς
μου έδωσε εισιτήριο!» είπε με μάτια που έλαμπαν, σαν να της είχε δώσει τα κλειδιά του βασιλείου
του.
«Καλή διασκέδαση», της είπε ξερά η Άννα. Κατά προτίμηση, συμπλήρωσε μέσα της, όχι στο
κρεβάτι του Άνταλ Λούκατς. Η Κέιτ εντυπωσιαζόταν πάρα πολύ εύκολα.
Έφυγε μετά την Τζένι, πηγαίνοντας στο δωμάτιό της. Η Τζένι ανέβαινε μπροστά της την τεράστι
σκάλα. Η Άννα έτρεξε ξοπίσω της.
«Περίμενέ με!» της φώναξε. Όμως η Τζένι συνέχισε να ανεβαίνει ώσπου έφτασε στο πλατύσκαλο
και στη σκάλα που οδηγούσε στους επάνω ορόφους. Έδειχνε να προχωρεί όλο και πιο γρήγορα, σαν
να την κυνηγούσε ο ίδιος ο διάβολος.
Μα η Άννα ήξερε πως αυτό ακριβώς συνέβαινε. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Με κάθε θυσία
έπρεπε να σταθεί στο πλευρό της Τζένι! Θα της έδινε χρήματα, θα τη στήριζε, θα ήταν στο πλευρό
της όταν θα γεννιόταν το μωρό. Θα έκανε ό,τι χρειαζόταν και δε θα την άφηνε μόνη της.
Προς το παρόν όμως χρειαζόταν απλώς να την καθησυχάσει. Να της αναπτερώσει το ηθικό, να της
διώξει το φόβο που της έτρωγε την ψυχή καθημερινά στη σκέψη πως θα μαθευόταν η εγκυμοσύνη
της.
Η Άννα ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες του δεύτερου ορόφου κι έτρεξε στο διάδρομο πηγαίνοντας
προς την κρεβατοκάμαρα της Τζένι. Εκείνη είχε εξαφανιστεί από μπροστά της. Η Άννα
κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της φίλης της και αναρωτήθηκε μήπως η Τζένι θα ήθελε κανέν
φλιτζάνι τσάι.
«Τζεν, θέλεις λίγο τσάι; Ή μήπως χαμομήλι;»
Δεν πήρε απάντηση. Άνοιξε την πόρτα και τρύπωσε μέσα το κεφάλι της. Ίσως η Τζένι βρισκόταν
στο μπάνιο.
Δεν ήταν στο μπάνιο. Καθόταν στο κρεβάτι της. Όπως και η Άννα φορούσε παντελόνι, από πάνω
όμως είχε βάλει ένα φαρδύ πουλόβερ με μακριά μανίκια.
Η Άννα την είδε να τραβάει μέσα από το μανίκι ένα μακρύ μπρασελέ με ρουμπίνια.
Για μια στιγμή η Άννα δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ύστερα, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι,
μπήκε σαστισμένη στο δωμάτιο κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της.
Η Τζένι την κοίταζε αμίλητη, σαστισμένη και φοβισμένη. Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει σαν το
πανί.
Η Άννα την πλησίασε αργά. «Θεέ μου, Τζεν, τι έκανες;» ψιθύρισε.
Η Τζένι απλώς την κοίταζε. Φαινόταν ανήμπορη να μιλήσει. Η έντασή της ήταν τόσο μεγάλη που
θα γινόταν κομμάτια έτσι και την πίεζαν περισσότερο.
Η Άννα ήρθε προσεκτικά και κάθισε δίπλα της. Η Τζένι γύρισε και την κοίταξε με ορθάνοιχτα
μάτια.
«Το ξέρεις...» είπε με φωνή που ακούστηκε σφιγμένη και παράξενη, «ότι ο Χαλίλ ήθελε να μου
δώσει ένα βραχιόλι με ρουμπίνια; Το αρνήθηκα. Ήθελε να μου δώσει πολλά κοσμήματα, αλλά
πάντα έλεγα όχι. Αυτό τον θύμωνε, το ξέρω. Το έκρυβε, αλλά θύμωνε».
Έστρεψε το βλέμμα της στο μπρασελέ το οποίο κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη της κα
στραφτάλιζε στο φως της λάμπας.
«Ειρωνικό, δεν είναι;» συνέχισε με σπασμένη φωνή. «Αν είχα πάρει ένα απ’ αυτά τα κοσμήματα,
μόνο ένα από όσα μου πρόσφερε, τώρα θα ήμουν μια χαρά. Θα μπορούσα να το πουλήσω κι έτσι θ
είχα αρκετά χρήματα για... για να το σκάσω. Αλλά ποτέ δεν τα πήρα. Ούτε ένα δεν πήρα. Παρ’ όλο
που με πίεζε να τα δεχτώ». Άγγιξε μια από τις πέτρες με το δάχτυλό της.
Η Άννα μίλησε πολύ προσεκτικά. «Μα αυτά εδώ δεν είναι τα πετράδια του Χαλίλ, Τζεν. Και δε σου
τα έδωσε ποτέ. Θα πάρω πίσω το μπρασελέ».
Άπλωσε το χέρι για να πάρει το κόσμημα από την παλάμη της Τζένι. Εκείνη όμως έκλεισε τ
δάχτυλα κρατώντας το σφιχτά.
«Δεν μπορείς να το κρατήσεις, Τζεν. Το ξέρεις πως δεν μπορείς».
Η Τζένι άνοιξε αργά την παλάμη της, αποκαλύπτοντας πάλι τις πολύτιμες κόκκινες πέτρες. Τις
κοίταξε με λαχτάρα.
Η Άννα σήκωσε το κόσμημα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, σχεδόν πανικόβλητο. Σε καμία
περίπτωση όμως δεν έπρεπε να πανικοβληθεί.
Τι στην οργή θα κάνωαναρωτήθηκε.
;
Και πριν προλάβει να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, στο μυαλό της ήρθε ένα ακόμη ερώτημα.
Πόσο χρόνο έχουμε πριν ανακαλύψουν ότι λείπει;
Ο φόβος έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. Τα μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη των κοσμημάτων
Λεβάντσκι ήταν δρακόντεια. Κάθε φορά που τα έβγαζαν από το θησαυροφυλάκιο, είτε για
φωτογράφιση είτε για να τα φορέσουν τα μοντέλα, οι φρουροί ασφαλείας πλημμύριζαν την αίθουσα.
Κάθε κομμάτι ήταν αριθμημένο και καταγραφόταν η είσοδος και έξοδός του σ’ ένα ηλεκτρονικό
σύστημα ελέγχου από τον ίδιο τον υποτακτικό του Λίο Μαρκάκη, τον Τζάστιν.
Πώς λοιπόν είχε καταφέρει να φύγει η Τζένι με το βραχιόλι;
Δεν υπήρχε χρόνος να αναρωτηθεί τώρα γι’ αυτό. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να επιστρέψει
το κόσμημα.
Πού όμως;
Δεν μπορούσε φυσικά να πάει στον Τζάστιν και να τον πληροφορήσει ήρεμα πως του έλειπε ένα
κομμάτι! Αυτό θα ήταν καταστροφή! Θα τους περνούσαν όλους από Ιερά Εξέταση και στο τέλος
όλα τα δάχτυλα θα έδειχναν την Τζένι!
Ήταν ό,τι ακριβώς της χρειαζόταν. Αστυνομία, δικηγόροι, δημοσιογράφοι... και φυλάκιση για
κλοπή.
Ήταν επίσης σίγουρο ότι ο Λίο Μαρκάκης δε θα επέτρεπε σε κανένα να φύγει παίρνοντας κάποιο
κόσμημα Λεβάντσκι.
Η Άννα ξεροκατάπιε. Δεν έπρεπε να πανικοβάλει την Τζένι. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτό ήταν πολύ
σημαντικό. Η Τζένι βρισκόταν φανερά στα πρόθυρα ενός νευρικού κλονισμού. Ίσως μάλιστα είχε
ήδη ξεπεράσει τα όρια, αφού έφτασε στο σημείο να κλέψει ένα ανεκτίμητο βραχιόλι με ρουμπίνια...
Η Άννα προσπάθησε να μιλήσει με ηρεμία. «Μην πας πουθενά, Τζεν. Μείνε εδώ. Και μην ανοίξεις
την πόρτα εκτός αν είμαι εγώ. Μου το υπόσχεσαι;»
Η Τζένι φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Η Άννα δεν παραξενευόταν. Ένας Θεός ήξερε
σε ποιο σημείο είχε φτάσει η Τζένι για να σκεφτεί να πάρει ένα από τα κοσμήματα Λεβάντσκι...
Νιώθοντας το στομάχι της να ανακατεύεται από τον πανικό, βγήκε προσεκτικά από την
κρεβατοκάμαρα της Τζένι, κρύβοντας γρήγορα το μπρασελέ μέσα στην τσέπη του παντελονιού της.
Το βάρος του της φαινόταν αβάσταχτο. Και ξαφνικά ένιωσε το φόβο να της φέρνει ναυτία.

Ο Λίο άκουσε το κινητό του να χτυπάει μέσα στο μπουφάν του σκι και φρέναρε στο τέρμα της
διαδρομής. Βράδιαζε και οι καλεσμένοι του έβγαζαν τα σκι και ετοιμάζονταν να επιβιβαστούν στα
τελεφερίκ για να επιστρέψουν κάτω στο Σλος.
Ο Λίο ευχόταν να μπορούσε να απαλλαγεί απ’ όλους σύντομα, καθώς ήταν υποχρεωμένος να
χαμογελά, να συζητά και να παίζει το ρόλο του καλού οικοδεσπότη όλη μέρα, κρύβοντας την κακή
διάθεση που είχε από το πρωί. Τώρα ένιωθε τον εκνευρισμό να στροβιλίζεται μέσα του αναζητώντας
διέξοδο.
Στη διάρκεια της νύχτας ο ύπνος του ήταν λιγοστός, ενώ τη μέρα οι απαιτητικές και κοπιαστικές
κοινωνικές υποχρεώσεις τον είχαν εξαντλήσει. Και στο μεταξύ η εικόνα της Άννας Ντιλέιν
εξακολουθούσε να εισβάλλει στο μυαλό του. Την έδιωξε δεκάδες φορές, μα εκείνη επέστρεφε.
Και δεν ήταν μια απλή εικόνα. Ήταν μια άκρως ερωτική, ζωηρή ανάμνηση.
Η αίσθηση του απαλού σαν μετάξι στόματος κάτω από το δικό του, το τρυφερό φούσκωμα του
στήθους μέσα στην παλάμη του, η σκληρή θηλή της κάτω από τον αντίχειρά του, το κορμί του που
σκλήρυνε πάνω στο δικό της...
Ήξερε πως η σεξουαλική στέρηση έφταιγε για το μαρτύριό του.
Στο βάθος όμως αντιλαμβανόταν πως πάνω απ’ όλα έφταιγε εκείνη. Η μάγισσα με τα μαύρα μαλλι
και τα πράσινα μάτια, εκείνη που αφού τον προκάλεσε με όλα τα γυναικεία τεχνάσματα, στη
συνέχεια τον έδιωξε από το δωμάτιο, αντιμετωπίζοντάς τον σαν ένα λάγνο σάτυρο που προσπάθησε
να της επιτεθεί!
Ένιωσε το θυμό του να φουντώνει.
Μια ψεύτρα, να τι ήταν. Έλεγε όχι όταν το κορμί της έλεγε ναι. Του έλεγε ναι όλο το βράδυ. Μέχρι
τη στιγμή που εκείνος ετοιμάστηκε να την οδηγήσει στο κρεβάτι...
Με υπεράνθρωπη προσπάθεια ο Λίο απόδιωξε αυτές τις σκέψεις. Έπρεπε απλώς να βγάλει την
Άννα Ντιλέιν από το μυαλό του, τίποτα περισσότερο. Υπήρχαν ένα σωρό άλλες γυναίκες, πρόθυμες
γυναίκες, οι οποίες δεν έπαιζαν παιδιάστικα και υποκριτικά παιχνίδια γύρω από το σεξ.
Συνειδητοποίησε εκνευρισμένος ότι το τηλέφωνό του άρχισε να χτυπάει και πάλι. Πουθενά δεν
υπήρχε άραγε ησυχία γι’ αυτόν; Πέταξε ανυπόμονα τα μπαστούνια του σκι πάνω στο χιόνι και
τράβηξε το κινητό του από την τσέπη.
«Ναι;» ρώτησε παγερά, θέλοντας να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα μ’ αυτό το τηλεφώνημα για να
βγάλει τα χιονοπέδιλά του.
Όταν όμως άκουσε την πανικόβλητη φωνή του Τζάστιν, ο Λίο κοκάλωσε στη θέση του.

Η Άννα συνέχισε να βαδίζει στο διάδρομο. Τα χέρια της είχαν ιδρώσει, η καρδιά της χτυπούσε
ακανόνιστα και το κορμί της ήταν σφιγμένο.
Τι θα κάνω, Θεέ μουέλεγε
; και ξανάλεγε μέσα της.
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα με ποιο τρόπο θα επέστρεφε το μπρασελέ. Έπρεπε να κάνει κάτι,
οτιδήποτε, εκτός από το να το κρατάει επάνω της ή να επιτρέψει να συνδεθεί με κάποιο τρόπο η
απώλειά του με την Τζένι.
Θα πρέπει να τρελάθηκε για να το πάρει...
Τώρα όμως δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις! Θα αντιμετώπιζε αργότερα τη νευρική κατάρρευση
της Τζένι. Προς το παρόν η μοναδική της προτεραιότητα ήταν να ξεφορτωθεί το κόσμημα.
Θα μπορούσε απλώς να το ρίξει κάπου. Σ’ ένα μέρος όπου θα το έβρισκε εύκολα κάποιος από το
υπηρετικό προσωπικό.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να πει σε κάποιον πως το πήραν κατά λάθος, πως το κούμπωμα
μπλέχτηκε στα ρούχα ή κάτι τέτοιο. Όμως γρήγορα κατάλαβε ότι δε θα έπιανε μια τέτοι
δικαιολογία. Δε φορούσαν τα δικά τους ρούχα όταν επέστρεψαν τα κοσμήματα. Φορούσαν τ
φορέματα της φωτογράφισης. Σ’ αυτά θα έπρεπε να έχει μπλεχτεί το κόσμημα και όχι στα ρούχα
των κοριτσιών.
Πώς είχε καταφέρει η Τζένι να το πάρει;
Ξαφνικά η Άννα κατάλαβε. Είχαν συγκεντρωθεί και οι τέσσερις γύρω από το τραπέζι και
βουτούσαν τα χέρια τους ως τους καρπούς μέσα στο χρυσό μπολ με τα ανεκτίμητα κοσμήματ
Λεβάντσκι. Κάποια στιγμή η Τζένι έβγαλε ένα σιγανό βογκητό. Η Άννα την κοίταξε και αμέσως
αντιλήφθηκε πως η φίλη της αισθανόταν ναυτία.
Είχε ενεργήσει ενστικτωδώς. Τραβήχτηκε προς τα πίσω με σκόπιμη αδεξιότητα και το μπολ
σύρθηκε ως την άκρη και αναποδογύρισε, οπότε τα κοσμήματα ξεχύθηκαν πάνω στο τραπέζι.
Κάποια απ’ αυτά έπεσαν στο πάτωμα.
Η Άννα και η Τζένι όπως και πέντε ή έξι άλλοι γονάτισαν αμέσως στο πάτωμα και ψηλάφισαν με τ
δάχτυλα πάνω στα κρύα πλακάκια, κάτω από το τραπέζι. Τότε η Άννα βρήκε την ευκαιρία να της
μιλήσει. «Μήπως σου ήρθε ναυτία; Θα ζητήσω μια διακοπή για να πάω στην τουαλέτα... Έλα μαζί
μου».
Η Τζένι κούνησε ζωηρά το κεφάλι πέρα δώθε και συνέχισε να ψαχουλεύει κάτω από το τραπέζι,
δίπλα δίπλα σχεδόν με τρεις από τους φρουρούς ασφαλείας, μια αμπιγιέζ, την Κέιτ κι ένα βοηθό
φωτογράφου.
Η Τζένι ήταν η τελευταία που σηκώθηκε. Η Άννα το θυμόταν καλά. Έριξε πίσω στο μπολ ένα
δαχτυλίδι με σμαράγδια, μια καρφίτσα με ρουμπίνια κι ένα βραχιόλι με ζαφείρια, ενώ η ίδια η Άννα
έριξε ένα σκουλαρίκι με ρουμπίνια κι ένα διαμαντένιο σφιχτό περιδέραιο. Στο μεταξύ είχε δει την
Τζένι να ανασηκώνεται μορφάζοντας.
Νόμιζε πως η φίλη της αισθανόταν ακόμα ναυτία, μα δεν ήταν αυτό που την έκανε να μορφάσει.
Είχε κρύψει το κόσμημα μέσα στο παπούτσι της λίγο πριν σηκωθεί όρθια...
Ο φόβος την κυρίεψε ξανά. Τώρα όμως έπρεπε να ξεφορτωθεί το μπρασελέ με τρόπο ώστε η
προσωρινή εξαφάνισή του να μη συνδεθεί με την Τζένι.
Η Άννα είχε φτάσει ως τις σκάλες που οδηγούσαν κάτω στον ξενώνα. Από κει ξεκινούσε μια άλλη,
πελώρια σκάλα που έφτανε ως την αχανή αίθουσα του ισογείου. Η Άννα κοντοστάθηκε για μια
στιγμή. Συνειδητοποίησε από ένστικτο ότι κατευθυνόταν πίσω στον τόπο του εγκλήματος, στην
κεντρική αίθουσα του ισογείου, εκεί όπου δέσποζε σε όλο του το μεγαλείο το πελώριο δρύινο
τραπέζι.
Δυο από τους φρουρούς ασφαλείας έψαχναν συστηματικά κι από τις δυο πλευρές του τραπεζιού,
ψηλαφώντας κάτω από την επιφάνεια.
Η Άννα τους παρακολουθούσε πετρωμένη από τον τρόμο. Την επόμενη στιγμή άνοιξε η πόρτα και
μπήκε ο Λίο Μαρκάκης. Φορούσε τη στολή του σκι. Κι όπως φάνηκε, ήταν απολύτως
ενημερωμένος για την εξαφάνιση του μπρασελέ.
Πλησίασε τους φρουρούς και κάτι τους είπε. Οι άντρες κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά κα
συνέχισαν το ψάξιμο με την ίδια επιμέλεια. Ο Λίο Μαρκάκης τους παρακολουθούσε βλοσυρός με
τα χέρια στους γοφούς και το χοντρό μπουφάν του σκι ανοιχτό. Τότε η Άννα είδε το τσιράκι του τον
Τζάστιν να πηγαίνει τρέχοντας προς το μέρος του. Το πρόσωπό του είχε πρασινίσει και η Άννα
σχεδόν τον λυπήθηκε.
Δεν πρέπει να στέκεσαι εδώ... Φύγε! Κουνήσου! πρόσταξε τον εαυτό της.
Οπισθοχώρησε απότομα από την κουπαστή της σκάλας. Ήταν λάθος. Η κίνησή της τράβηξε το
βλέμμα του Λίο Μαρκάκη. Γύρισε απότομα το κεφάλι του, ενώ ο Τζάστιν συνέχισε να του εξηγεί με
νευρικότητα τα συμβάντα.
Ο Λίο την είδε αμέσως.
Κι εκείνη τη στιγμή η Άννα σκέφτηκε πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τον αφήσει να
ανακαλύψει επάνω της το μπρασελέ.
Άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα αργά, με το βήμα του μανεκέν, σχεδόν νωχελικά.
Ο Λίο την παρακολούθησε προσεκτικά. Η Άννα αναγνώρισε εκείνο το βλέμμα. Και μολονότι
συνήθως την απωθούσε, τώρα της έφερνε ανακούφιση. Συνέχισε να κατεβαίνει με απόλυτη
φυσικότητα, σαν να αγνοούσε τελείως αυτό που συνέβαινε, σαν να ήταν ολωσδιόλου αθώα.
Για μια στιγμή ένιωσε την παρόρμηση να πάει κοντά του, να βγάλει το μπρασελέ από την τσέπη της
και να του το δώσει με κάποια αυθάδικη παρατήρηση όπως: «Αυτό εδώ ψάχνετε;»
Όμως είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα βοηθούσε την Τζένι με κάθε τρόπο. Η φίλη της είχε
πολύ σοβαρά προβλήματα για να κατηγορηθεί από πάνω και για κλοπή. Έτσι εκείνη όφειλε ν
συμπεριφερθεί σαν να μην είχε ιδέα τι συνέβαινε. Σαν να ήταν μοναδικό της μέλημα να αγνοήσε
τον άντρα που παραλίγο να τη ρίξει στο κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ.
Έφτασε στη βάση της σκάλας. Ο Λίο εξακολουθούσε να την κοιτάζει ακίνητος. Στο πλευρό του ο
Τζάστιν περίμενε πειθήνια. Οι δυο φρουροί ασφαλείας συνέχιζαν απαθείς την έρευνά τους.
Κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Ξαφνικά ξέχασε το κλεμμένο κόσμημα στην τσέπη της όταν θυμήθηκε πάλ
την προηγούμενη νύχτα. Και τότε οργή άστραψε στα μάτια της.
Συνέχισε το δρόμο της προσπερνώντας τον. Όμως ένιωθε πως περπατούσε πάνω σε ναρκοπέδιο.
«Μια στιγμή».
Η φωνή του Λίο ακούστηκε σαν κεραυνός. Η Άννα σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι της προς το
μέρος του.
«Πού πηγαίνεις;»
«Η υπηρεσία μου τελείωσε, κύριε Μαρκάκη. Έτσι πάω να πάρω λίγο καθαρό αέρα».
Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν. «Χωρίς μπουφάν ή μπότες; Μέσα στο σκοτάδι;»
Η Άννα ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους της. Της κόστιζε, μα το έκανε. «Για πέντε λεπτά δε θα
πάθω τίποτα», του αντιγύρισε αδιάφορα και συνέχισε να κατευθύνεται προς τη μεγάλη δρύινη
πόρτα.
Χρειάστηκε να επιστρατεύσει και το τελευταίο ίχνος δύναμης που διέθετε. Τα νεύρα της ήταν
τεντωμένα και οι μύες της την τραβούσαν. Σε κάθε βήμα ένιωθε σαν να περπατούσε πάνω σε
σπασμένα γυαλιά.
Η πόρτα φαινόταν να απέχει ένα μίλι μακριά. Αν μπορούσε να φτάσει ως εκεί και να βγει έξω, θα
ήταν ασφαλής.
Ενστικτωδώς έφερε το χέρι της πάνω από την τσέπη της. Τώρα κόντευε να φτάσει στην πόρτα.
Πίσω της άκουγε τον Τζάστιν να μιλάει με την ίδια πάντα νευρικότητα, καθώς ανέφερε στον
εργοδότη του όλες τις ενέργειες του προσωπικού ασφαλείας στην προσπάθεια να βρεθεί το χαμένο
κόσμημα.
Η Άννα άπλωσε το χέρι της να πιάσει το σιδερένιο πόμολο, να το στρίψει και να ανοίξει την πόρτα.
Άλλα δέκα δευτερόλεπτα και θα βρίσκομαι έξω ... σκέφτηκε.Κράτα την ψυχραιμία σου. Κρατήσου
ίγο ακόμα!
«Μια στιγμή, δεσποινίς Ντιλέιν».
Η διαταγή του Λίο έμοιαζε με ένα κομμάτι πάγου. Παγερή και πάρα πολύ σκληρή.
Η Άννα πάγωσε.

μεινε ακίνητη με το χέρι απλωμένο στο πόμολο. Δε γύρισε. Δεν είχε τη δύναμη να το κάνει καθώς
άκουσε τα βαριά βήματα που αντήχησαν στα πέτρινα πλακάκια, πλησιάζοντας προς το μέρος της.
«Θα ήθελα να μιλήσω μαζί σου».
Γύρισε το κεφάλι της αργά και έσφιξε τα χείλη της. «Παρακαλώ;»
«Ιδιαιτέρως». Η φωνή του ήταν αυστηρή.
Η Άννα τον κοίταξε. Της ήταν δύσκολο, μαρτυρικά δύσκολο, αλλά συνάντησε το βλέμμα του.
«Δεν έχω να σας πω τίποτα, κύριε Μαρκάκη», αντέτεινε με σφιγμένη, σιγανή φωνή.
Η έκφρασή του δεν άλλαξε. «Εγώ όμως έχω μια δυο ερωτήσεις να σου κάνω». Για μια στιγμή
εμφανίστηκε αστραπιαία στο πρόσωπό του εκείνο το μισητό ύφος. «Να είσαι σίγουρη ότι δεν έχε
καμιά σχέση με το ζήτημα που τόσο φανερά προσπαθείς να αποφύγεις». Της έδειξε με το χέρι του.
«Από δω».
Μπορούσε να αρνηθεί; Δυστυχώς όχι. Προχώρησε λοιπόν προς την κατεύθυνση που της
υποδείκνυε. Ήταν μια πόρτα στην άλλη άκρη της αίθουσας και δεν είχε ιδέα πού οδηγούσε. Πίσω
της άκουγε το βαρύ βήμα του Λίο Μαρκάκη να αντηχεί στα πλακάκια. Η καρδιά της
βροντοχτυπούσε και το στομάχι της ανακατευόταν.
Να χαίρεσαι για τη χτεσινή βραδιά! σκέφτηκε . Σου χαρίζει ένα άλλοθι για τον τωρινό εκνευρισμό
σου!
Έτριξε τα δόντια της. Έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία της, αυτό ήταν όλο.
Η Άννα σταμάτησε έξω από το δωμάτιο. Ο Λίο Μαρκάκης άνοιξε την πόρτα και την οδήγησε μέσα.
Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως επρόκειτο για γραφείο. Ολόγυρα στους τοίχους υπήρχαν
βιβλιοθήκες και στο χώρο δέσποζε ένα πελώριο γραφείο πάνω στο οποίο υπήρχε ένας ηλεκτρονικός
υπολογιστής.
Η Άννα πέρασε μέσα και κοντοστάθηκε κι ύστερα γύρισε και κοίταξε εχθρικά τον Λίο που έκλεινε
πίσω τους την πόρτα.
Το δωμάτιο δεν ήταν μικρό, όμως, καθώς η βαριά ξύλινη πόρτα έκλεινε, η Άννα άρχισε να νιώθει
ένα δυσοίωνο κλειστοφοβικό αίσθημα να την πνίγει.
«Λοιπόν;» απαίτησε να μάθει. «Περί τίνος πρόκειται;»
Ανασήκωσε περήφανα το πιγούνι της, πίσω όμως από την πολεμοχαρή έκφρασή της ένιωσε να
χλομιάζει.
Ο Λίο στεκόταν ακίνητος και την κοίταζε. Τελείως ανέκφραστος. Το σκούρο μπουφάν του σκι τον
έκανε να φαίνεται ακόμα πιο επιβλητικός απ’ ό,τι συνήθως.
«Θα ήθελα, δεσποινίς Ντιλέιν, να αδειάσετε τις τσέπες σας».
Το αίμα στράγγισε εντελώς από το πρόσωπό της. Κάνοντας μια ύστατη προσπάθεια, ανάγκασε τον
εαυτό της να δείξει έκπληκτη. «Τι;»
Εκείνος δεν κινήθηκε. «Με άκουσες. Άδειασε τις τσέπες σου».
«Όχι!» είπε αγανακτισμένη η Άννα, πασχίζοντας απεγνωσμένα να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι στο διάβολο τρέχει;»
«Έχεις χλομιάσει, δεσποινίς Ντιλέιν. Είσαι πιο ωχρή από κάθε άλλη φορά. Αναρωτιέμαι γιατί».
Το βλέμμα του τη βάραινε, όμως έπρεπε να εξακολουθήσει να τον κοιτάζει με οργή. Να μην αφήσε
το φόβο της να φανεί. Μα ο φόβος υπήρχε κι είχε τη μορφή αξίνας που έσκαβε με δύναμη το
στομάχι της.
«Γιατί δε θέλω να βρίσκομαι κοντά σου, να γιατί! Δεν είναι φανερό, κύριε Μαρκάκη;» του είπε
κατάμουτρα.
Ήταν ιδέα της ή μήπως τα μάτια του μισόκλεισαν αδιόρατα;
«Φανερό... ή μήπως βολικό;»
«Τι;»
Ο Λίο έσφιξε τα χείλη του. «Απλώς άδειασε τις τσέπες σου, σε παρακαλώ».
«Όχι, δε θα κάνω κάτι τέτοιο. Τι στην οργή σημαίνει αυτό;»
«Κάν’ το».
Το ύφος της έγινε σκληρό. «Πώς τολμάς να με παρενοχλείς έτσι...»
Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν αυτομάτως και κοπάνησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο
γραφείο του. «Μην ξαναχρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη!» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πολύ καλά...
Αφού δεν επιθυμείς να αδειάσεις τις τσέπες σου, δε χρειάζεται να το κάνεις». Άπλωσε το χέρι του
και έπιασε το τηλέφωνο. «Θα πρέπει όμως να αφήσεις την αστυνομία να σε ψάξει».
«Την αστυνομία;» ρώτησε σαστισμένη η Άννα. «Είσαι τρελός; Αρκετά ανέχτηκα όλα αυτά!» είπε
αποφασιστικά και, κάνοντας μεταβολή, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ήταν κλειδωμένη. Νιώθοντας φόβο και οργή, άρχισε να ταρακουνάει βίαια το πόμολο. Δεν ήξερε
αν έπαιζε ακόμα με επιτυχία το ρόλο της αθώας που αγανακτεί ή αν υπέκυπτε στην επιθυμία της ν
το βάλει στα πόδια.
«Άσε με να φύγω!»
Βήματα αντήχησαν πίσω της πάνω στο χαλί. Την επόμενη στιγμή ο Λίο Μαρκάκης βρέθηκε πίσω
της.
«Μα φυσικά», της είπε γλυκά. Το μπράτσο του τυλίχτηκε γύρω της για να ξεκλειδώσει την πόρτα.
Το άλλο του χέρι όμως γλίστρησε αστραπιαία μέσα στην τσέπη της και τράβηξε έξω το μπρασελέ.
Ο Λίο πισωπάτησε.
Για μια ατέλειωτη στιγμή η Άννα πάγωσε. Ύστερα γύρισε αργά και έμεινε με την πλάτη κολλημένη
στην ξύλινη πόρτα, σαν το παγιδευμένο ελάφι που το έχει στριμώξει μια πεινασμένη λεοπάρδαλη.
Ο Λίο Μαρκάκης στεκόταν μπροστά της. Από τα μακριά του δάχτυλα κρεμόταν ένας πυρωμένος
ποταμός. Βρισκόταν τόσο κοντά της που η παρουσία του την πίεζε σαν ένα συντριπτικό βάρος. Για
μια στιγμή δεν της είπε απολύτως τίποτα, μόνο την κάρφωσε με το βλέμμα σαν να τη σταύρωνε.
Κι ύστερα μίλησε. Και κάθε λέξη ήταν κι ένα καρφί στη σάρκα της.
«Βρε, βρε, βρε», είπε αργά κι οι λέξεις έσταξαν σαν δηλητήριο πάνω της. «Ώστε η ενάρετη
δεσποινίς Ντιλέιν... τόσο ενάρετη που δεν αφήνει τα πάλλευκα στήθη της να φωτογραφηθούν, τόσο
ενάρετη που εξοργίζεται από ένα αντρικό άγγιγμα... δεν είναι παρά μια κοινή κλέφτρα».
Της ήταν αδύνατο να μιλήσει, να σκεφτεί. Είχε παραλύσει από τον τρόμο και το μυαλό της είχε
σταματήσει.
Είδε τον Λίο Μαρκάκη να πηγαίνει στο γραφείο του και να αφήνει το μπρασελέ κι ύστερα ν
γυρίζει και να την κοιτάζει.
Ήταν οργισμένος. Η οργή του ήταν τόσο έντονη που η Άννα ένιωσε πως θα τη σκότωνε επιτόπου.
στερα εκείνος, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, ηρέμησε. Πίσω της αισθανόταν το σκληρό
ξύλο της πόρτας να την πιέζει. Δεν υπήρχε διαφυγή. Δεν είχε πουθενά να κρυφτεί.
Την είχε τσακώσει να κουβαλάει επάνω της ένα κλεμμένο κόσμημα αξίας δεκάδων χιλιάδων λιρών!
Και ο μοναδικός τρόπος για να αποδείξει την αθωότητά της ήταν να ενοχοποιήσει την Τζένι.
Δεν μπορώ να το κάνω! Δεν μπορώ! είπε έντρομη μέσα της. Ό,τι κι αν συμβεί πρέπει να την
κρατήσω μακριά απ’ αυτή την υπόθεση!
Την ίδια στιγμή όμως που έπαιρνε την απόφασή της την έζωσαν τα φίδια. Αν αναλάμβανε την
ευθύνη για το κλεμμένο βραχιόλι, αυτό σήμαινε πως οι σειρήνες της αστυνομίας θα στρίγκλιζαν για
την ίδια κι εκείνη θα έριχναν στη φυλακή. Η καριέρα της θα καταστρεφόταν.
Ω, Θεέ μου... όχι, σε παρακαλώ!
Ο Λίο απλώς την κοίταζε. Στο πρόσωπό του δεν αποτυπωνόταν κανένα συναίσθημα. Ύστερα
μίλησε μαλακά. «Τι θα κάνω μ’ εσένα; Το ένστικτό μου μου λέει να σε παραδώσω στην αστυνομία
και να δω να σε κλείνουν στη φυλακή. Κι όμως...» Σώπασε. Τα ανέκφραστα μάτια του την
παρατηρούσαν.
Η Άννα τόλμησε να μιλήσει. Κάθε λέξη έβγαινε με κόπο. «Τι νόημα έχει να ανακατέψεις την
αστυνομία; Πήρες πίσω το βραχιόλι σου. Δεν έγινε καμιά ζημιά».
Μιλούσε για λογαριασμό της Τζένι. Η φίλη της είχε ενεργήσει εξαιτίας της απελπισίας και όχι της
απληστίας. Η εγκυμοσύνη επηρεάζει και το σώμα και το μυαλό μιας γυναίκας κι έτσι που φοβόταν η
Τζένι τον άντρα που την είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, για μια στιγμή ήταν μοιραίο η ισορροπία
του μυαλού της να ταραχτεί. Ήταν μια παρόρμηση, μια απελπισμένη, παράλογη κίνηση να κρύψει το
μπρασελέ μέσα στο παπούτσι της...
Η Άννα είδε την έκφρασή του να αλλάζει.
«Κλέβεις... εμένα... και νομίζεις πως δεν έγινε καμιά ζημιά;» Η φωνή ήταν κοφτερή σαν φονική
λεπίδα.
«Ε, δεν έγινε. Έγινε;» Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της. Ενστικτωδώς καταλάβαινε πως έπρεπε
να του κρύψει το φόβο της. Γιατί διαφορετικά θα του έδειχνε την αδυναμία της κι αυτό δεν
μπορούσε να το επιτρέψει στον Λίο Μαρκάκη.
Σκέφτηκε μια διαφορετική γραμμή υπεράσπισης του εαυτού της. «Άλλωστε, δε φαντάζομαι πως θα
σου άρεσε η δημοσιότητα που θα έφερνε μαζί της η αστυνομία. Αυτή η παρουσίαση των
κοσμημάτων υποτίθεται πως έπρεπε να σου φέρει θετική διαφήμιση, όχι αρνητική! Και τα μέτρα
ασφαλείας σου θα φαίνονταν αξιοθρήνητα ελλιπή, αν μαθευόταν πως ένα από τα πολύτιμ
κοσμήματά σου κλάπηκε κάτω από τη μύτη σου».
Ακόμα και τη στιγμή που μιλούσε, ευχήθηκε να μην είχε ξεστομίσει ούτε λέξη. Η έκφρασή του
πάλι άλλαζε, προκαλώντας της ανατριχίλες. Ψηλάφισε το μπρασελέ χωρίς να σταματήσει να την
κοιτάει και ακούμπησε στην άκρη του γραφείου του.
«Πολύ οξυδερκές εκ μέρους σου, δεσποινίς Ντιλέιν», την ειρωνεύτηκε με απαλή φωνή που την
έκανε να ανατριχιάσει. «Στ’ αλήθεια θα προτιμούσα να μη δοθεί δημοσιότητα σ’ αυτό το
περιστατικό. Γι’ αυτό λοιπόν είμαι διατεθειμένος να σου επιτρέψω να... επανορθώσεις... ιδιαιτέρως.
Χωρίς να επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι πολίτες».
Το στομάχι της Άννας σφίχτηκε. «Τι... τι θες να πεις;»
«Ας υποθέσουμε...» απάντησε εκείνος και η φωνή του εξακολούθησε να της προκαλεί ρίγη, «ότι
σου προσφέρω μια επιλογή. Μπορώ να σε παραδώσω στην αστυνομία... ή μπορώ να σε κρατήσω
υπό προσωπικήεπιτήρηση ώσπου να κρίνω ότι θα έχεις επανορθώσει... επαρκώς». Την κοίταξε
επίμονα στα μάτια. «Ποιο από τα δύο προτιμάς;»
Η Άννα ξεροκατάπιε. Η καρδιά της χτυπούσε αργά και δυνατά. «Τι εννοείς;» Η φωνή της ήταν
αδύναμη. Ήθελε να ακουστεί αγέρωχη, αλλά δεν μπόρεσε.
Ο Λίο Μαρκάκης χαμογέλασε. Ήταν το χαμόγελο ενός λύκου που έχει πιάσει τη λεία στα νύχι
του. Τα μάτια του με τις μακριές, πυκνές βλεφαρίδες μισόκλεισαν.
«Ω, μα νομίζω πως ξέρεις, δεσποινίς Ντιλέιν. Νομίζω πως ξέρεις πάρα πολύ καλά». Για μια στιγμή
αιχμαλώτισε το βλέμμα της, επιβεβαιώνοντας με τα μάτια του εκείνο που είχε στο νου του σαν
επανόρθωση για την πράξη της. Η Άννα ρίγησε σύγκορμη και είπε στον εαυτό της πως ρίγησε από
αποστροφή. Πήρε μια κοφτή ανάσα. «Όχι!» Ήταν από ένστικτο, από το ένστικτο αυτοσυντήρησης
που της ξέφυγε αυτή η κραυγή.
Ο Λίο ανασήκωσε το φρύδι του. «Όχι; Είσαι σίγουρη γι’ αυτό, δεσποινίς Ντιλέιν; Αναρωτιέμαι αν
έχεις... μπει ποτέ σου στη φυλακή». Η φωνή του ήταν ήρεμη. «Είσαι μια πολύ όμορφη γυναίκα,
όπως γνωρίζεις, ξεχωριστά όμορφη. Και είμαι σίγουρος ότι δε σε βρίσκουν όμορφη μόνο οι άντρες.
Στη φυλακή, για παράδειγμα, θα υπάρχουν άλλες τρόφιμοι που...»
«Όχι!» Αυτή τη φορά μίλησε ο φόβος της.
Για μια στιγμή μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του Λίο Μαρκάκη. Μια λάμψη που δε συμβιβαζόταν
με τις απειλές που της απηύθυνε. Πέρασε όμως πολύ γρήγορα και το ύφος του έγινε πάλι παγερό κα
κυνικό.
«Όχι; Λοιπόν, δεδομένου πως έχεις κι άλλη επιλογή, τι θα διαλέξεις;»
«Επιλογή;» είπε μορφάζοντας η Άννα. «Δε μου δίνεις καμιά επιλογή!»
«Και νομίζεις πως την αξίζεις; Θεέ μου... Είσαι μια κλέφτρα!
Κλέφτρα . Έκλεψες κάτι από μένα!
Είχες το θράσος και την ανοησία να σκεφτείς πως θα μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο και να μείνεις
ατιμώρητη;» Ξαφνικά έβρισε στα ελληνικά και γυρίζοντας άρπαξε το ακουστικό και πήρε ένα
νούμερο. «Πολιτσέι...»
«Σε παρακαλώ, μη! Μην καλέσεις την αστυνομία». Υπήρχε πανικός στη φωνή της. Δεν έπρεπε σε
καμία περίπτωση να ανακατευτεί η αστυνομία! Θα ερευνούσαν για την κλοπή, η Τζένι θ
καταλάβαινε πως την ανακάλυψαν και τότε θα ομολογούσε τα πάντα. Η Άννα ήταν σίγουρη γι’
αυτό.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν αδιανόητες. Η υπόθεση θα έφτανε στον Τύπο, η
κατάσταση της Τζένι αναπόφευκτα θα γινόταν γνωστή και τότε θα έχανε για πάντα το μωρό της.
Ο άντρας ο οποίος την είχε απειλήσει ότι θα της έπαιρνε το παιδί θα κατέφθανε για ν
πραγματοποιήσει την απειλή του. Η Τζένι θα έχανε τόσο το μωρό όσο και την ελευθερία της. Θ
στιγματιζόταν και θα κατέληγε στη φυλακή. Η ζωή της θα καταστρεφόταν. Η Άννα δεν μπορούσε ν
το αφήσει να συμβεί. Όχι, αν υπήρχε κάποιος τρόπος για να το αποφύγει.
Αργά, σαν να παρακολουθούσε από μακριά τη σκηνή, είδε τον Λίο Μαρκάκη να βάζει το
ακουστικό στη θέση του και να ξαναγυρίζει προς το μέρος της.
Μαζεύοντας το κουράγιο της, του μίλησε. «Πώς... Θέλω να πω, για πόσο καιρό... Και πότε;
Εννοώ...»
Εκείνος την κοίταξε. Κάτι σ’ εκείνο το βλέμμα την έκανε να παγώσει.
«Για πόσο καιρό;» Ξαφνικά η φωνή του έγινε απαλή σαν το μετάξι. «Μα, δεσποινίς Ντιλέιν, ώσπου
να πάρω αυτό που επιθυμώ από σένα. Ή μήπως... δεν είμαι αρκετά σαφής; Μήπως θα ήθελες να γίνω
πιο ξεκάθαρος...» Η φωνή του ήταν κοροϊδευτική. «...Ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα κερδίσεις
την αναστολή σου;»
Την παγίδευε, την ειρωνευόταν, την προκαλούσε να ουρλιάξει την αγανάκτησή της, την αποστροφή
της. Η Άννα το ήξερε, το έβλεπε καθαρά. Θα προτιμούσε να καεί παρά να του κάνει αυτή τη χάρη.
Και θα ήθελε να του πει τη γνώμη της για την αρρωστημένη, αηδιαστική
επιλογήτου.
Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να στέκεται εκεί και να ακούει τα λόγι
του.
«Και...» Η Άννα τώρα ξεροκατάπιε και πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει. «Και αν... αν
συμφωνήσω... τότε... δε θα αναμείξεις την αστυνομία, ούτε τον Τύπο, ούτε κανέναν άλλον, έτσι;
Κανείς δε θα το ξέρει εκτός από σένα, ε;»
Εκείνος έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα. «Ότι κανείς δε θα μάθει πως είσαι μια κλέφτρα, αυτό
εννοείς;»
«Ναι». Τον κοίταξε επίμονα. Ήταν πολύ σημαντικό να τον αναγκάσει να συμφωνήσει πάνω σ’
αυτό. Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. Αν έλεγε στη φίλη της ότι επέστρεψε με
ασφάλεια το μπρασελέ, ότι κανείς δεν είχε ανακαλύψει την εξαφάνισή του, πως τώρα όλα ήταν μια
χαρά, ίσως κατάφερνε να τη σώσει.
Τι άλλο θα χρειαστεί να της πω; αναρωτήθηκε.
Τι θα αναγκαζόταν να πει στην Τζένι; Η σκέψη την άγχωνε, μα δεν μπορούσε να καταπιαστεί μ’
αυτό τώρα. Θα το σκεφτόταν αργότερα. Όταν ο Λίο Μαρκάκης δε θα την κοίταζε πια μ’ εκείνο το
περιφρονητικό βλέμμα που την έκανε να κοκκινίζει από ντροπή σαν να ήταν αληθινά ένοχη.
Μα δεν έπρεπε να την περιφρονεί! Η Άννα τουλάχιστον αυτό το ήξερε.
Ίσως γι’ αυτό ανασήκωσε το πιγούνι της και τον κοίταξε με αψηφισιά, μη επιτρέποντας στον εαυτό
της να δειλιάσει, να ταπεινωθεί, να ντραπεί.
Ένιωσε την αποφασιστικότητά της να ατσαλώνεται καθώς τον κοίταζε ίσια στα μάτια. Τι την
ενδιέφερε η γνώμη του γι’ αυτή; Για ποιο λόγο είχε σημασία αν ο Λίο Μαρκάκης τη θεωρούσε
κλέφτρα ή όχι; Η ίδια δεν είχε σχηματίσει πολύ καλύτερη άποψη για το άτομό του. Μόλις την
προηγούμενη νύχτα είχε εισβάλει στην κρεβατοκάμαρά της, περιμένοντας να τη δει να πέφτει με
ευγνωμοσύνη στα πόδια του...
Όχι, μην το σκέφτεσαι αυτό! είπε στον εαυτό της.
Γιατί αν το σκεφτόταν, κινδύνευε να θυμηθεί. Και αν θυμόταν, ίσως τελικά προτιμούσε να αφήσει
τον Λίο Μαρκάκη να τηλεφωνήσει στην αστυνομία...
Κι αυτό δεν έπρεπε να του το επιτρέψει.
Ένιωθε εγκλωβισμένη μεταξύ δύο τοίχων, οι οποίοι πλησίαζαν μεταξύ τους και κόντευαν να τη
συνθλίψουν...
Με τα τελευταία ίχνη δύναμης που βρήκε μέσα της έσπρωξε τους δύο τοίχους πέρα. Δε θα άφηνε
τον εαυτό της να καταρρεύσει τώρα. Δε θα πανικοβαλλόταν, δε θα λιποθυμούσε, ούτε θα ξεσπούσε
σε δάκρυα. Έπρεπε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Έτσι συνέχισε να τον κοιτάζε
περήφανα, με το πιγούνι ανασηκωμένο.
Κατάλαβε ότι αυτό τον θύμωνε. Τα σκούρα μάτια του πετούσαν σπίθες κι εκείνη ένιωσε μια άγρια
χαρά. Ήξερε πως ήταν παράλογο και σίγουρα ανόητο να εξοργίζει έναν άνθρωπο που είχε τέτοιο
λόγο να εξοργίζεται μαζί της.
Και εν μέρει αναγνώριζε πως ήταν άδικο. Εκείνος πίστευε πως ήταν κλέφτρα. Και είχε κάθε
δικαίωμα να είναι οργισμένος μαζί της...
Δεν είχε;
Καθώς η Άννα στεκόταν εκεί με την πλάτη κολλημένη στην πόρτα, νιώθοντας να τη διαπερνούν τα
φονικά βέλη εκείνων των ματιών, μια συγκλονιστική σκέψη πέρασε από το μυαλό της.
Ω, Θεέ μου, σκέφτηκε, τι έκανα;
Αυτές οι λέξεις αναπήδησαν μέσα στο κεφάλι της σαν σφαίρες. Καθεμιά κι ένα θανατηφόρο
χτύπημα.
Ωστόσο τώρα ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. Είχε ήδη σηκώσει στους ώμους της το βάρος της
πράξης της Τζένι και έπρεπε να το κουβαλήσει μέχρι τέλους. Και θα τα κατάφερνε μόνο αν έβαζε το
μυαλό της να δουλέψει. Μόνο αν δεν άφηνε άλλες, παραπλανητικές σκέψεις να της αποσπούν την
προσοχή.
«Λοιπόν», άκουσε τον εαυτό της να λέει και απόρησε με το πόσο ψύχραιμη και αδιάφορη
ακουγόταν η φωνή της. «Τι θα γίνει τώρα;» Ξεκόλλησε από την πόρτα, έβαλε επίτηδες τα χέρια τις
στις τσέπες της και κοίταξε με αυθάδεια τον άνθρωπο που είχε βρει στην τσέπη της ένα από τ
ανεκτίμητα κοσμήματά του.
Για άλλη μια φορά η στάση της φάνηκε να τον θυμώνει.
«Αυτό που θα γίνει τώρα, δεσποινίς Ντιλέιν», της δήλωσε άγρια, «είναι να εξαφανιστείς αμέσως
από μπροστά μου. Πριν αλλάξω γνώμη και σε κλείσω στη φυλακή, εκεί όπου ανήκει μια κλέφτρ
σαν εσένα! Τώρα, βγες έξω!»

Ο Λίο κοίταζε βλοσυρός το κενό. Ένιωθε μέσα του την άγρια οργή να μαίνεται σαν
φουρτουνιασμένη θάλασσα. Πώς τόλμησε να τον κλέψει; Κι ύστερα να το αρνηθεί, προκαλώντας
τον και αψηφώντας τον; Είχε ξανακούσει να χρησιμοποιούν τη αδιαντροπιά
λέξη , ποτέ όμως δεν
είχε συνειδητοποιήσει το ακριβές νόημά της. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο.
Τώρα καταλάβαινε.
Στάθηκε εκεί μπροστά του λέγοντας αναίσχυντα ψέματα, υποκρινόμενη την αθώα, αν και λίγο
νωρίτερα είχε κρυμμένο στην τσέπη της το αντικείμενο της κλοπής!
Κι ίσως μάλιστα να του ξέφευγε. Προδόθηκε όμως μόνη της. Εκείνη η μικρή, ενστικτώδης κίνηση
του χεριού που χάιδεψε την τσέπη της του είπε όλα όσα ήθελε να μάθει.
Ήταν σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως κάτι βρισκόταν ακόμα στη θέση του...
Από την αρχή το ένστικτό του του έλεγε πως εκείνη ήταν η κλέφτρα. Είχε ήδη ανακρίνει τον
Τζάστιν και τον επικεφαλής των φρουρών ασφαλείας για όλα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα το ίδιο
απόγευμα. Και είχε μάθει για το περιστατικό με τα κοσμήματα που έπεσαν στο πάτωμα. Ήταν
φανερό από την πρώτη στιγμή πως οι υποψίες έπεφταν πάνω σε όσους βρέθηκαν αρκετά κοντά στ
σκορπισμένα πετράδια ώστε να τσεπώσουν ένα από αυτά.
Ήταν επίσης φανερό πως η Άννα Ντιλέιν τα είχε ρίξει σκόπιμα. Κι είχε πέσει πρώτη στο πάτωμα
για να τα μαζέψει. Όλα τα δάχτυλα έδειχναν προς το μέρος της.
Αλλά η έρευνα θα απαιτούσε λεπτότατους χειρισμούς. Το κλεμμένο βραχιόλι θα μπορούσε να
βρίσκεται οπουδήποτε.
Και η Άννα Ντιλέιν είχε το θράσος να νομίζει ότι μπορούσε να περάσει δίπλα του με το κλοπιμαίο
στην τσέπη της!
Μήπως ήταν τρελός που δεν την κατέδωσε αμέσως στην αστυνομία;
Όμως η πονηρή είχε δίκιο. Στόχευσε κατευθείαν στο αδύνατο σημείο του Λίο, στην επιθυμία του
να κρατήσει την αρνητική δημοσιότητα μακριά από το λανσάρισμα των κοσμημάτων Λεβάντσκι.
Όμως η Άννα Ντιλέιν θα τον αποζημίωνε μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερα ικανοποιητικό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Μέσα στην καμπίνα της πρώτης θέσης η Άννα καθόταν στη φαρδιά δερμάτινη πολυθρόνα της και
κοίταζε αφηρημένη το περιοδικό που υπήρχε ανοιγμένο στην ποδιά της. Δίπλα της, με το τραπεζάκι
του ποτού μοναδικό τους χώρισμα, καθόταν ο Λίο Μαρκάκης. Δούλευε στο φορητό υπολογιστή του
αγνοώντας την απολύτως.
Με τον ίδιο τρόπο που την αγνοούσε από τη στιγμή που είχε φύγει από το γραφείο του,
κουβαλώντας στους ώμους της την ενοχή για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει.
Αποδεχόμενη την κατηγορία της κλοπής ενός μπρασελέ ανεκτίμητης αξίας.
Αποδεχόμενη την επιλογήπου της πρότεινε ο Λίο Μαρκάκης.
Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό της, θέλοντας να το πιστέψει
και η ίδια. Δεν μπορούσε να αφήσει την Τζένι να μπει στη φυλακή. Μόνο έτσι θα κατάφερνε ν
συνεχίσει ως το τέλος. Με το να μη σκέφτεται τι είχε κάνει, κυρίως τι επρόκειτο να κάνει...
Έκλεισε πάλι τις γρίλιες μέσα στο μυαλό της. Έπαψε να το σκέφτεται. Είχε ήδη αποφασίσει ν
κάνει αυτό που έπρεπε χωρίς σκέψεις και αναλύσεις.
Ήταν μια απόφαση που πήρε το προηγούμενο βράδυ, αμέσως μόλις βγήκε από το γραφείο του Λίο
Μαρκάκη με το στίγμα της κλέφτρας. Υποχρεώνοντας τον εαυτό της, επέστρεψε στο δωμάτιο της
Τζένι για να της πει ότι απλώς είχε κρύψει το μπρασελέ κάτω από το τραπέζι της φωτογράφισης,
ανάμεσα στις σκιές που έριχναν τα βαριά πόδια του τραπεζιού.
«Απλώς θα πιστέψουν ότι τους ξέφυγε», είπε στην Τζένι.
Η φίλη της πλημμύρισε από ανακούφιση. «Θα πρέπει να τρελάθηκα», ψιθύρισε και, κρύβοντας το
πρόσωπό της στα χέρια της, έβαλε τα κλάματα.
Το να παρηγορήσει την Τζένι απαίτησε όλη την ενέργειά της. Όπως και η εορταστική χοροεσπερίδα
που ακολούθησε και ξεκίνησε με την εντυπωσιακή κάθοδο των τεσσάρων μοντέλων από τη
μεγαλοπρεπή σκάλα. Οι τέσσερις κοπέλες έλαμπαν μέσα στις πολυτελείς τουαλέτες τους, φορώντας
για μια τελευταία φορά τα κοσμήματα Λεβάντσκι, υπό τις νότες του Στράους και τα ενθουσιώδη
χειροκροτήματα του κοινού.
Η Άννα χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο τον επαγγελματισμό της για να αντέξει εκείνη τη βραδιά.
Ευτυχώς δεν υποχρεώθηκε να χορέψει βαλς με τον Λίο Μαρκάκη.
Για την ακρίβεια, δε βρέθηκε ούτε μια στιγμή κοντά του. Ο Λίο δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την
πλησιάσει, ενώ εκείνη αφοσιώθηκε με ευγνωμοσύνη στη συζήτηση με τον ευγενικό Γερμανό που
αγαπούσε τις λουτροπόλεις και ο οποίος μόλις την είδε ήρθε κατευθείαν κοντά της. Η Άννα έμεινε
μαζί του σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Όταν επιτέλους ο χορός τελείωσε τις πρώτες πρωινές ώρες, όλα τα μοντέλα σχόλασαν και η Άννα
έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό της και κλείδωσε αμέσως την πόρτα της. Αν ο Λίο Μαρκάκης ήθελε να
μπει, τότε θα έπρεπε να σπάσει την πόρτα.
Εκείνος όμως είχε άλλα σχέδια για λογαριασμό της, όπως έμαθε η Άννα το επόμενο πρωί ύστερα
από μια ανήσυχη, άυπνη νύχτα.
Ετοίμαζε τη βαλίτσα της όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Τζάστιν, ο οποίος την
ενημέρωσε με στόμφο για την καινούρια αποστολή της.
«Ο κύριος Μαρκάκης είχε τη μεγάλη γενναιοδωρία να παρατείνει τις υπηρεσίες σας στο άτομό
του», της είπε. «Έχει ήδη κανονιστεί με το πρακτορείο σας. Θα φύγετε σε μία ώρα. Παρακαλώ μην
αργήσετε».
Πού θα πήγαιναν; αναρωτήθηκε η Άννα.
Τώρα, τέσσερις ώρες αργότερα, ήξερε την απάντηση.
Πετούσε για την Καραϊβική μαζί με τον Λίο Μαρκάκη. Για να κάνει σεξ μαζί του που θα την
εξιλέωνε για την κλοπή των ρουμπινιών Λεβάντσκι.
Ένιωθε πραγματικά ναυτία.

Η Άννα κρατιόταν γερά από τη χειρολαβή πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου καθώς αυτό
τρανταζόταν στον ανώμαλο δρόμο του νησιού. Ήταν πτώμα από την κούραση. Μπροστά της, στη
θέση του συνοδηγού, ο Λίο Μαρκάκης συνομιλούσε με τον οδηγό κι εκείνη αισθανόταν
ευγνωμοσύνη που την αγνοούσαν.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε έξω τη μαύρη υποτροπική νύχτα. Είχε ξαναπάει στην Καραϊβική
για φωτογραφίσεις μόδας, ποτέ όμως δεν είχε επισκεφθεί το συγκεκριμένο νησί. Τουλάχιστον
στάθηκε εύκολο να πείσει την Τζένι πως επρόκειτο απλώς για μία επιπλέον φωτογράφιση, την οποί
θέλησε να κάνει ο Λίο Μαρκάκης σ’ ένα εξωτικό σκηνικό. Οι πλούσιοι, όπως το ήξεραν καλά η
Άννα και η Τζένι, είχαν διάφορα καπρίτσια και περίμεναν από τους άλλους να τα ικανοποιούν.
Όσο για την Τζένι, η Άννα είχε τηλεφωνήσει σε δυο κοινούς τους φίλους, ένα φωτογράφο και τη
γυναίκα του, για να την πάρουν από το αεροδρόμιο του Χίθροου μόλις θα έφτανε στο Λονδίνο. Το
ζευγάρι είχε στην ιδιοκτησία του έναν ξενώνα στα Χάιλαντς και υποσχέθηκε να κρατήσει εκεί την
Τζένι μέχρι την επιστροφή της Άννας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Άννα δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πότε θα συνέβαινε αυτό. Ούτε όλα τα άλλα που επρόκειτο να
συμβούν. Όπως είχε κάνει ύστερα από κείνη τη φριχτή συνάντηση στο γραφείο του Λίο, είχε
αποκλείσει κάθε σκέψη από το μυαλό της.
Και εξακολουθούσε να είναι έτσι όταν το αυτοκίνητο έφτασε στον προορισμό του, περνώντας από
μια πελώρια σιδερένια πύλη και προχωρώντας στο χαλικόστρωτο μονοπάτι ώσπου έφτασε μπροστ
σε μια βίλα. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο, η δροσιά του κλιματιστικού αντικαταστάθηκε από την
υγρή ζέστη της υποτροπικής νύχτας. Για μια στιγμή στάθηκε απλώς εκεί και άκουσε το κόασμα των
βατράχων, μυρίζοντας το μεθυστικό άρωμα των εξωτικών λουλουδιών που πλημμύριζε τον αέρα.
Ύστερα ακολούθησε τον Λίο Μαρκάκη στο εσωτερικό του σπιτιού, σε μια κλιματιζόμενη πελώρια
αίθουσα υποδοχής με επιβλητικό ταβάνι. Το φως τη ζάλισε. Κοίταξε με περιέργεια γύρω της το
ψηλοτάβανο δωμάτιο με τα κρύα μαρμάρινα πλακάκια, τους ανεμιστήρες οροφής που
περιστρέφονταν νωχελικά, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα και τα έπιπλα από μπαμπού με τα χρωματιστ
καλύμματα.
Ο Λίο Μαρκάκης κάπου είχε εξαφανιστεί. Αντί γι’ αυτόν, μια μεσήλικη γυναίκα εμφανίστηκε.
«Από δω παρακαλώ», της είπε, κάνοντάς της νόημα να την ακολουθήσει.
Η Άννα ακολούθησε τη γυναίκα, παρατηρώντας αμέσως το γεμάτο ανεπιτήδευτη χάρη βάδισμά
της, ένα βάδισμα που κατάφερνε να είναι ταυτόχρονα νωθρό και αποφασιστικό. Εκείνη αντιθέτως
αισθανόταν να σέρνεται με κόπο, αδέξια και εξαντλημένη.
Της χρειαζόταν λίγος ύπνος, τίποτα άλλο. Ήταν το μόνο στον κόσμο που λαχταρούσε εκείνη τη
στιγμή.
Έφτασαν σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο, στο οποίο υπήρχε μια μικρή, στενή σκάλα που οδηγούσε σε
ένα φαρδύ εξώστη. Το ταβάνι ήταν ψηλό, ξύλινο και επιβλητικό. Το θεόρατο, μαονένιο κρεβάτι, με
τον ουρανό και την κουνουπιέρα που έμοιαζε με περίτεχνη κουρτίνα από μουσελίνα, δέσποζε μέσ
στο δωμάτιο. Κι εκεί επίσης, μολονότι ο χώρος διέθετε κλιματισμό, ένας ανεμιστήρας οροφής
περιστρεφόταν αργά.
«Μπορώ να σας φέρω κανένα αναψυκτικό;» τη ρώτησε η γυναίκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας
αχθοφόρος κουβαλώντας τη βαλίτσα της Άννας.
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Σας ευχαριστώ... Απλώς θέλω να κοιμηθώ».
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά, είπε κάτι στον αχθοφόρο στην τοπική διάλεκτο που ήταν εντελώς
ακατανόητη στην Άννα κι ύστερα έφυγαν και οι δύο. Η Άννα κοίταξε γύρω της με μάτια θολά. Το
βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Ήταν αρκετά μεγάλο για δύο.
Όχι απόψε, κύριε Μαρκάκη, σκέφτηκε πικρόχολα... Θα πρέπει να περιμένεις.
Πέντε λεπτά αργότερα είχε βγάλει τα ρούχα της, είχε χρησιμοποιήσει ανόρεχτα τις ανέσεις του
μπάνιου και είχε αποκοιμηθεί.

Ο Λίο στεκόταν έξω στη βεράντα του. Το μισοφέγγαρο έλαμπε πάνω από τον όρμο με τους φοίνικες
που εκτεινόταν μπροστά από τη βίλα. Η τοποθεσία ήταν εξαιρετική και το σκηνικό μπροστά του
ειδυλλιακό, γαλήνιο και παρθένο. Είχε αγοράσει αυτό το σπίτι πέντε χρόνια πριν, ωστόσο δεν
πήγαινε εκεί συχνά. Η ζωή φαινόταν να τον ξεπερνάει, τρέχοντας πολύ πιο γρήγορα από τον ίδιο.
Χαμογέλασε λοξά. Λίγα έχουν γίνει και πολλά πρέπει να γίνουν... Έτσι είχε πει κάποιος πολιτικός
και ο Λίο καταλάβαινε καλά τα λόγια τούτα.
Μια άλλη μεγάλη κουβέντα πέρασε από το μυαλό του.
Κερδίζουμε και ξοδεύουμε, να πώς σπαταλάμε τις δυνάμεις μας.
Συνοφρυώθηκε. Σίγουρα δεν ήταν πολιτικός ο ποιητής που το είχε πει αυτό. Κι ούτε βέβαι
επιχειρηματίας. Σ’ ολόκληρη τη ζωή του ο Λίο Μαρκάκης κέρδιζε και ξόδευε. Πάντα έτσι ήταν.
Ωστόσο ήξερε πως το πεπρωμένο του ήταν ακριβώς αυτό. Να συνεχίσει τη δουλειά που είχε
ξεκινήσει ο παππούς του, δημιουργώντας από την αρχή την περιουσία των Μαρκάκηδων, η οποί
είχε χαθεί ύστερα από το διωγμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, στη δεκαετία του χίλι
εννιακόσια είκοσι.
Άκουγε ακόμα την τραχιά φωνή του παππού του, όπως τότε που ήταν ακόμα παιδί.
«Δε μας έμεινε τίποτα! Τίποτα! Τα πήραν όλα οι Τούρκοι... Όμως θα τα ξαναφτιάξουμε... όλα!»
Η δημιουργία από την αρχή της οικογενειακής περιουσίας κατέλαβε όλη τη ζωή του παππού και του
πατέρα του και τώρα τη δική του. Η Μαρκάκης Κορπορέισον εξαπλωνόταν σε διάφορους τομείς:
ναυτιλία, κτηματικές επιχειρήσεις, επενδύσεις. Και τώρα η Μαρκάκης Κορπορέισον καταπιανόταν
με την ύστατη πολυτέλεια: τα ανεκτίμητα ιστορικά κοσμήματα και την αναβίωση ενός ονόματος που
υπήρξε συνώνυμο της τσαρικής σπατάλης.
Κοίταξε πέρα τη φεγγαρόλουστη θάλασσα, νιώθοντας τη ζεστασιά της γλυκιάς νύχτας της
Καραϊβικής, ακούγοντας το αεράκι να ψιθυρίζει στους φοίνικες, το τραγούδι των τριζονιών και το
κόασμα των δενδρόβιων βατράχων.
Και τότε ο απαλός, μυρωμένος αέρας έφερε μαζί του και μια σκέψη.
Ποιος χρειαζόταν διαμάντια και σμαράγδια μια τέτοια νύχτα; Τι να τα κάνει κανείς τα ζαφείρια και
τα ρουμπίνια; Τι χρησιμότητα είχαν σ’ εκείνη την ασημένια αμμουδιά με τη ζεστή θάλασσα; Ήταν
τελείως άχρηστα.
Και τότε στο κεφάλι του αντήχησε μια άλλη φωνή. «Δεν είναι παρά κρύσταλλοι άνθρακα... Πολλοί
άλλοι λιγότερο κοινοί κρύσταλλοι είναι εξίσου όμορφοι». Ήταν ο υπεροπτικός σαρκασμός της
Άννας Ντιλέιν για τα κοσμήματα Λεβάντσκι.
Το πρόσωπό του σφίχτηκε.
Η υποκρίτρια! Είχε αρπάξει το ρουμπινένιο μπρασελέ όχι εξαιτίας της ομορφιάς του, αλλά επειδή
άξιζε μια περιουσία.
Ήταν λάθος να τη σκεφτεί. Τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες προσπαθούσε επιμελώς να τη
βγάλει από το μυαλό του. Ακόμα και στη διάρκεια της πτήσης, μολονότι εκείνη καθόταν ακριβώς
δίπλα του, ο Λίο αρνήθηκε να τη σκεφτεί, να την κοιτάξει ή να της μιλήσει.
Αγνοούσε εντελώς την παρουσία της. Ώσπου τώρα η σκέψη της επέστρεψε ζωηρή και βασανιστική
στο μυαλό του.
Ο πόθος τον διαπέρασε σαν αιχμηρό βέλος, δυνατός και επίμονος. Ο Λίο έσφιξε δυνατά την ξύλινη
κουπαστή. Όχι, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να τη σκεφτεί. Τώρα προτεραιότητα είχε ο ύπνος.
Και για τους δύο. Όταν θα την έκανε δική του δεν έπρεπε να βρίσκεται στα όρια της εξάντλησης,
αλλά να έχει όλες του τις δυνάμεις ακμαίες.
Θα χρειαζόταν όλη τη νύχτα για να απολαύσει την Άννα Ντιλέιν στο έπακρο.
Και κάθε επόμενη νύχτα. Ξεκινώντας από την επομένη.
Πόσο καιρό θα του έπαιρνε να τη βαρεθεί;
Στα χείλη του εμφανίστηκε ένα χαμόγελο. Πάντως πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα έπαιρνε σ’ εκείνη να
τον βαρεθεί.
Θα φρόντιζε εκείνος γι’ αυτό.

Η Άννα περπατούσε κατά μήκος της ακροθαλασσιάς. Ήταν μια απ’ αυτές τις παραλίες με τη λευκή
άμμο και τα φοινικόδεντρα που έδειχναν τα ταξιδιωτικά φυλλάδια, με σκοπό να δελεάσουν τον
τουρίστα να τις επισκεφθεί. Η συγκεκριμένη όμως αμμουδιά ανήκε στον Λίο Μαρκάκη.
Καταλάβαινε γιατί την είχε αγοράσει.
Το τοπίο ήταν ειδυλλιακό. Το όνειρο κάθε ταξιδιωτικού πράκτορα για μια βίλα της Καραϊβικής.
Πράσινη κεραμοσκεπή, λευκοί τοίχοι, ολόγυρα φαρδιές βεράντες και μπροστά μια θέ
παραδεισένια. Φοίνικες σε όλο το μήκος της ακτής, λευκή αμμουδιά, ροζ και μοβ μπουκαμβίλιες κα
ιβίσκοι με εκτυφλωτικά χρώματα, αλλά και μια πισίνα με γλυκό νερό σε πρασινογάλαζες ιριδίζουσες
αποχρώσεις.
Ένα απόλυτα ρομαντικό τοπίο.
Η Άννα στάθηκε να κοιτάξει τη θάλασσα. Ο ήλιος χαμήλωνε. Μια αραιή ομίχλη αιωρούνταν πάνω
από την επιφάνεια της θάλασσας και πύκνωνε ολοένα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, μι
οριζόντια γραμμή αραιή και μπαμπακένια σαν μεταξένιο νήμα που γνέθεται αργά. Χρυσές κορδέλες
γλιστρούσαν πάνω στο καταγάλανο νερό. Κόντρα στον ήλιο ένας μεγάλος, άχαρος πελεκάνος
φτερούγιζε τεμπέλικα. Κάποιο άλλο πουλί ίσα που διακρινόταν ψηλά στον ουρανό.
Η Άννα κοίταξε το ρολόι της. Ο ήλιος έδυε, αλλά σ’ εκείνο το γεωγραφικό πλάτος η νύχτα θα
έπεφτε γοργά. Το σκοτάδι θα ερχόταν από την ανατολή και θα σκέπαζε τα πάντα σαν ένας μαύρος
βελούδινος μανδύας.
Μια νύχτα που θα έφερνε τον Λίο Μαρκάκη.
Δεν τον είχε δει όλη μέρα. Είχε κοιμηθεί πάρα πολλές ώρες κι όταν ξύπνησε ήταν αργά το πρωί.
Πήρε το πρωινό της στη βεράντα και καθώς θαύμαζε γύρω της το μαγευτικό τοπίο αισθάνθηκε
έντονα την ειρωνεία της κατάστασής της. Βρισκόταν σ’ ένα ειδυλλιακό νησί της Καραϊβικής και το
βράδυ θα έκανε σεξ μ’ έναν άντρα. Θα ήταν μια πράξη κυνική και ψυχρή, μ’ έναν άντρα τον οποίο
δεν ήθελε για εραστή της, έναν άντρα που τη θεωρούσε κλέφτρα και τον οποίο είχε ήδη πετάξει έξω
από την κρεβατοκάμαρά της μια φορά. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο.
Κυνικό, ψυχρό σεξ.
Επανέλαβε τις λέξεις μέσα στο μυαλό της. Ξανά και ξανά.
Γιατί αυτό ακριβώς θα ήταν.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, νιώθοντας τον πανικό να την κυριεύει. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό.
Δεν μπορούσε με τίποτα.
Πρέπει να του πω την αλήθεια, σκέφτηκε με απόγνωση. Να του πει ότι δεν έκλεψε εκείνη το
πολύτιμο βραχιόλι του, πως το πήρε η Τζένι επειδή ήταν έγκυος και φοβόταν. Και επειδή ήταν
μπλεγμένη μ’ έναν άντρα τόσο επικίνδυνο ώστε να κάνει το βαθύπλουτο Λίο Μαρκάκη να φαίνεται
άκακος μπροστά του...
Μα ήξερε πως όσο απελπισμένα κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να πει στον Λίο Μαρκάκη την
αλήθεια. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Ως γυναίκα έπαιρνε ενστικτωδώς το μέρος της Τζένι, ποιος
ήξερε όμως πώς θα αντιδρούσε ο Λίο; Ήταν γνωστή η στάση του απέναντι στις γυναίκες, η ίδι
άλλωστε είχε πάρει ένα δείγμα αυτής της συμπεριφοράς. Γιατί λοιπόν θα έδειχνε γενναιοφροσύνη
και έλεος απέναντι στην Τζένι; Ύστερα απ’ όλα όσα είχε πει για τη Βανέσα, θέλοντας να
προστατεύσει τον πολύτιμο ξάδερφό του, το πιθανότερο ήταν πως θα θεωρούσε σκόπιμη την
εγκυμοσύνη της Τζένι. Θα την έβλεπε ως την πράξη μιας γυναίκας με αρκετά χαλαρή ηθική ώστε ν
παγιδέψει έναν άντρα με σκοπό να βάλει χέρι στα χρήματά του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο ν
καταφύγει στην κλεψιά... Όχι. Ο Λίο Μαρκάκης δε θα καταλάβαινε.
Όχι, δεν μπορούσε να πάρει αυτό το ρίσκο. Κι αυτό σήμαινε πως δεν μπορούσε να του πει την
αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είχε κλέψει τα ρουμπίνια του.
Συνεπώς δεν της απέμενε άλλο από το να υποταχτεί στην επιθυμία του.
Να κάνει σεξ μαζί του.
Για μια στιγμή ένιωσε την αποστροφή να την πνίγει.
Μια λέξη τής ήρθε στο μυαλό. Αυτοσεβασμός. Μια αρετή σπάνια στον επαγγελματικό της χώρο,
όπου οι άντρες αντιμετώπιζαν τα γυναικεία κορμιά σαν υλικά αγαθά, όπου ακόμα και οι ίδιες οι
γυναίκες έβλεπαν έτσι τον εαυτό τους. Η Άννα ήξερε αρκετά μοντέλα που θα θεωρούσαν πολύ
μεγάλη τύχη να τους προσφερθεί ένα ταξίδι στην Καραϊβική παρέα με τον Λίο Μαρκάκη. Θα έδιναν
πολλά για να βρεθούν στη θέση της.
Έτσι θα την καταντούσε ο Λίο Μαρκάκης. Μόλις την έγδυνε από τα ρούχα κι από τον
αυτοσεβασμό της...
Χιλιάδες βελόνες τρύπησαν οδυνηρά το στομάχι της.
Συνέχισε να κοιτάζει πέρα τη σκοτεινή θάλασσα.
Αν είχε να διαλέξει ανάμεσα στη φυλακή ή την Τζένι, τι θα διάλεγε τότε; Θα την προστάτευε και
πάλι αν έπρεπε να χάσει μερικά χρόνια από τη δική της ζωή; Τώρα θα έχανε απλώς μερικές μέρες...
λίγες νύχτες...
Γιατί λοιπόν να την προβληματίζει τόσο αυτό που της πρόσφερε εκείνος;
Η σκέψη δεν της άρεσε και προσπάθησε να την αποδιώξει.
Ο Λίο Μαρκάκης ήταν επικίνδυνος. Έτσι της είχε φανεί από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισαν
τα μάτια της και έκτοτε κάθε συνάντηση μαζί του της το αποδείκνυε. Ιδίως εκείνη η συνάντηση στην
κρεβατοκάμαρά της...
Η ανάμνηση εκείνης της βραδιάς ήρθε πάλι στο μυαλό της σαν ορμητική παλίρροια.
Η λέξηαυτοσεβασμός φάνταζε τώρα χλευαστική.
Γυρίζοντας απότομα, η Άννα έφυγε από την ακροθαλασσιά και ανηφόρισε σκυθρωπή την παραλία
μέσα στο σούρουπο.
Τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Δεν μπορούσε. Κι αυτό επειδή έπρεπε να προστατεύσει την
Τζένι και να μείνει η ίδια μακριά από τη φυλακή.
Το μόνο που της απέμενε ήταν να φροντίσει ώστε η ερωτική επαφή μαζί του να μην είναι τίποτα
περισσότερο από κυνικό, ψυχρό σεξ.
Θεέ μου, παρακάλεσε, δώσε μου τη δύναμη που χρειάζομαι!

«Λίγη σαμπάνια ακόμα;»


«Όχι, ευχαριστώ».
«Καπνιστό σολομό;»
«Όχι, ευχαριστώ».
«Χαβιάρι;»
«Όχι, ευχαριστώ».
«Όπως επιθυμείς». Η φωνή του Λίο είχε μια κοροϊδευτική χροιά. Έγειρε πίσω στην ψάθινη
πολυθρόνα του. Δειπνούσαν έξω στη βεράντα. Οι κήποι ήταν έτσι διαμορφωμένοι ώστε από κείνο το
σημείο να φαίνεται ανεμπόδιστα μπροστά η παραλία με τα φοινικόδεντρα. Ένα απαλό, δροσερό
αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα, ενώ το φως του φεγγαριού καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια του
νερού.
Ήταν ένα πανέμορφο σκηνικό και η γυναίκα που καθόταν απέναντί του το συμπλήρωνε τέλεια. Τα
μάτια του πλανήθηκαν επάνω της, ενώ εκείνη καθόταν αλύγιστη στη θέση της και κοίταζε
πεισματικά τη θάλασσα.
Φορούσε ένα γαλαζοπράσινο φαρδύ παντελόνι και μια μπλούζα με μακριά μανίκια και ψηλό γιακά.
Από τη στιγμή που την είδε να βγαίνει στη βεράντα, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω σε κότσο και ούτε
ίχνος μακιγιάζ στο πρόσωπό της, ο Λίο πήρε αμέσως το μήνυμα σαν να του το επιδείκνυε με
φωτεινά γράμματα.
Δεν ήθελε να φαίνεται ούτε στο ελάχιστο θελκτική.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν εντελώς διαφορετικό από τις προθέσεις της. Η Άννα Ντιλέιν θα
φαινόταν θελκτική ακόμα κι αν φορούσε επάνω της ένα τσουβάλι. Το σώμα της με τα μακριά μέλη
είχε μια χάρη που δεν μπορούσε να κρυφτεί, ενώ το πρόσωπό της διέθετε τέτοια φυσική αρμονία κα
ομορφιά, ώστε το μακιγιάζ ή το χτένισμα δεν αφαιρούσαν ούτε πρόσθεταν τίποτα στο αποτέλεσμα.
Ναι, η Άννα Ντιλέιν είχε μια γοητεία η οποία δε γινόταν να κρυφτεί. Ο Λίο χαμογέλασε από μέσα
του. Ήπιε μια γουλιά σαμπάνια και την παρατήρησε καλύτερα, νιώθοντας τον εκνευρισμό να χαλάε
την ευχάριστη διάθεσή του. Η Άννα Ντιλέιν ήταν αληθινά πολύ κουρδισμένη. Καθόταν εκεί σαν να
είχε καταπιεί μπαστούνι και έβραζε από το μίσος της. Την είχε τσακώσει στα πράσα, αποδεικνύοντας
την ενοχή της κι εκείνη δεν έδειχνε την παραμικρή ντροπή, ενοχή ή μεταμέλεια.
Προφανώς οι λέξεις αυτές δεν υπήρχαν καν στο λεξιλόγιό της.
Αδιάντροπη ... Να ποια λέξη τής ταίριαζε περισσότερο.
Ήπιε άλλη μια γουλιά σαμπάνια και κατάπιε μαζί και τον εκνευρισμό του. Υπήρχε μια έκφραση στ
αγγλικά η οποία περιέγραφε τέλεια την επερχόμενη μοίρα της Άννας Ντιλέιν. Καλπασμός προς τον
γκρεμό.
Προς τα κει θα κάλπαζε η Άννα Ντιλέιν και θα το έκανε, προς μεγάλη του ικανοποίηση, πάνω στο
κρεβάτι του.
Η προσμονή τον αναστάτωνε. Ναι, θα απολάμβανε την Άννα Ντιλέιν μέχρι τελευταίας ρανίδας. Και
η μεγαλύτερή του ευχαρίστηση θα ήταν να τη δει να ικανοποιείται από κείνον. Όσο ταπεινωτικό κ
αν ήταν αυτό για κείνη.
Ο Λίο σερβιρίστηκε λίγο ακόμα ψάρι...

Η Άννα πήρε μουδιασμένη άλλη μια πιρουνιά από το ψητό ψάρι. Κάπου μέσα στο μυαλό της
αντιλαμβανόταν πως ήταν εξαιρετικό, μα η θεσπέσια γεύση του την άφηνε εντελώς αδιάφορη.
Τίποτα δεν την ενδιέφερε. Δε θα άφηνε το παραμικρό να τη δελεάσει. Έτσι καθόταν στη θέση της
και έτρωγε μηχανικά το ψητό ψάρι και τη σαλάτα, δίχως καμιά θέληση ή συναίσθημα. Αρνούμενη
αποφασιστικά να κοιτάξει τον άντρα που καθόταν απέναντί της.
Εκείνος είχε ευτυχώς εγκαταλείψει τις προσπάθειες να της πιάσει κουβέντα. Η σιωπή τής επέτρεπε
να κρατάει το μυαλό της σε αδράνεια. Είχε εξασκηθεί καλά σ’ αυτό. Όπως όταν έβγαινε στην
πασαρέλα ανέκφραστη, μια κινητή κρεμάστρα ρούχων και όχι ένας άνθρωπος με προσωπικότητα,
ένα έμπειρο μοντέλο που περπατούσε, πόζαρε, σταματούσε, συνέχιζε, όλα αυτά για χάρη των
θεατών. Χωρίς καμιά δική της θέληση. Αυτό απαιτούσε η δουλειά της.
Κι έτσι έπρεπε να κάνει και τώρα.
Ακούμπησε το πιρούνι της στο πιάτο της αποφασίζοντας πως έχει φάει αρκετά και πήρε τη
σαμπάνια της. Ήπιε μια μικρή γουλιά κι ύστερα άφησε και το ποτήρι στο τραπέζι. Είχε σκεφτεί να
μεθύσει, τελικά όμως αποφάσισε να μην το κάνει. Το αλκοόλ άμβλυνε τις αντιστάσεις. Έκανε τον
άνθρωπο ανόητο. Αδύναμο.
Και η αδυναμία ήταν το τελευταίο πράγμα που της χρειαζόταν τώρα. Θα την έβαζε σε μεγάλο
κίνδυνο. Το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή που βγήκε σ’ εκείνη τη βεράντα, λίγο νωρίτερα.
Από τη στιγμή που αντίκρισε ξανά τον Λίο Μαρκάκη.
Και η αναστάτωση που ένιωσε την έκανε να τρομοκρατηθεί. Ήταν μια ταραχή που δεν είχε καμιά
σχέση μ’ εκείνον και την εξευτελιστική άποψή του για το άτομό της, αλλά με την άμεση αντίδραση
του κορμιού της στη θέα του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γρήγορα και τα πόδια της να τρέμουν.
Κοίταξε τον Λίο Μαρκάκη. Τον άντρα που την περίμενε. Και λίγο έλειψε να κάνει μεταβολή και να
το βάλει στα πόδια.
Όμως βρήκε το κουράγιο να παραμείνει και να προχωρήσει. Δεν μπορούσε να φύγει. Δεν είχε
πουθενά να πάει.
Έτσι ατσάλωσε τον εαυτό της, άδειασε το μυαλό της από κάθε σκέψη και κάθισε ανέκφραστη,
κοιτάζοντας πέρα τη θάλασσα.
Δεν τον κοίταζε. Δεν κοίταζε καθόλου προς το μέρος του γιατί δεν ήθελε να τον βλέπει καθισμένο
άνετα μ’ εκείνη τη νωχελική, επικίνδυνη χάρη. Ούτε ήθελε να βλέπει τον ανοιχτό γιακά του
πουκαμίσου και το γυμνό λαιμό του, τα ανασηκωμένα μανίκια και τα δυνατά, κομψά χέρια και τους
καρπούς του, δεν ήθελε να βλέπει το ρούχο του να τεντώνεται πάνω στο καλοφτιαγμένο σώμα του.
Μα πάνω απ’ όλα δεν ήθελε να κοιτάζει το πρόσωπό του. Το αισθησιακό στόμα του και τα σκούρα
μάτια του με τις μακριές βλεφαρίδες.
Μάτια που την κάρφωναν βασανιστικά.
Με όσο κουράγιο τής είχε απομείνει, καθόταν στη θέση της απαθής, αδιάφορη, ενώ το στομάχι της
είχε μετατραπεί σ’ ένα μικρό σφιχτό κουβάρι.
Προσευχήθηκε να βγει αλώβητη στο τέλος αυτού του μαρτυρίου.
Το γεύμα φαινόταν ατελείωτο. Αρνήθηκε το επιδόρπιο, τσίμπησε απλώς λίγο από το μάνγκο και
ήπιε μεταλλικό νερό παρατώντας τη σαμπάνια της. Ο Λίο δεν έδειχνε να βιάζεται καθόλου. Έφαγε
με το πάσο του το πρώτο πιάτο, απόλαυσε το κυρίως φαγητό και παρήγγειλε μια ποικιλία τυριών γι
το τέλος. Μετά έγειρε πίσω κι άρχισε να αργοπίνει το μπράντι του, έχοντας μπροστά του έν
φλιτζάνι με καφέ και κοιτώντας την επίμονα.
«Πες μου κάτι», είπε ξαφνικά σε φιλικό τόνο. «Γιατί έκλεψες αυτό το μπρασελέ;»
Η Άννα στράφηκε. Τα μάτια της πρόδωσαν μια απειροελάχιστη έκπληξη στο άκουσμα της
ερώτησής του. Σαν να είχε εκπλαγεί από τα λόγια του.
«Αυτό δε σε αφορά», του απάντησε απαξιωτικά.
Για μια στιγμή ο Λίο Μαρκάκης συνέχισε να την κοιτάζει, έκπληκτος κι εκείνος με την απάντησή
της. Ύστερα η οργή άστραψε στα μάτια του. Για λίγο. Κι έπειτα εξαφανίστηκε.
Έγειρε πίσω και γέλασε. Ήταν ένα γέλιο κυνικό, χωρίς ίχνος ευθυμίας. «Είσαι στ’ αλήθεια το κάτι
άλλο», είπε αργά. Τα μάτια του μισόκλεισαν ελαφρά. «Δε θα μου πεις πως ήταν για την άρρωστη
γιαγιά σου ή τίποτα τέτοιο; Για να πληρώσεις κάποια εγχείρηση μήπως;»
Η Άννα τον κοίταξε κατάματα. «Όχι». Η φωνή της ήταν ανέκφραστη, μέσα της όμως μαινόταν μια
θύελλα. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε αφήσει τον εαυτό της και την Τζένι στο έλεός του. Ο τωρινός
σαρκασμός του έδειχνε πώς ακριβώς θα αντιμετώπιζε την ικεσία της. Όχι. Ο Λίο Μαρκάκης δε θ
έδειχνε ποτέ την παραμικρή κατανόηση.
Άλλη μια φορά παρακάλεσε μέσα της να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα μ’ αυτό το μαρτύριο.
Ξαφνικά η υπερένταση της έλυσε τη γλώσσα. «Τι νόημα έχει όλη αυτή η ανόητη ανάκριση; Μου
έδωσες την επιλογή ή την αστυνομία ή εσένα. Να ‘μαι λοιπόν. Τι περιμένεις τώρα; Τελείωσες το
δείπνο σου... Γιατί να χρονοτριβούμε; Ας τελειώνουμε μια και καλή μ’ αυτή την ιστορία!»
Για μια στιγμή εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει. Το πρόσωπό του είχε γίνει ξαφνικά ανέκφραστο.
Μετά ακούμπησε απότομα το ποτήρι με το μπράντι στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος.
«Πολύ καλά. Ώρα για το κρεβάτι, δεσποινίς Ντιλέιν. Ας αρχίσει η επανόρθωση».
Της φάνηκε πως διέκρινε χλευασμό στη φωνή του. Δεν ήταν σίγουρη. Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό
ήταν λοιπόν. Τέρμα η εξουθενωτική αναμονή. Τέρμα οι υπεκφυγές. Θα πήγαινε στο κρεβάτι με τον
Λίο Μαρκάκη.
Αμέσως.
Και θα έκανε σεξ μαζί του.
Η Άννα σηκώθηκε προσεκτικά από τη θέση της. Ένιωθε την καρδιά της μουδιασμένη όπως και το
υπόλοιπο σώμα της. Ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Γιατί μόνο έτσι θα ξεμπέρδευε μαζί του.
Απλώς έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, αυτό ήταν όλο. Να υπομείνει. Να τον αφήσει ν
πάρει εκείνο που ήθελε κι ύστερα θα τελείωναν όλα.
Τουλάχιστον προς το παρόν. Το επόμενο βράδυ θα έπρεπε να ξαναζήσει το ίδιο μαρτύριο, αυτό
όμως θα το αντιμετώπιζε όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή.
Μπήκε πρώτη στη βίλα. Τα βήματά τους αντηχούσαν βαριά πάνω στις μαρμάρινες πλάκες του
δαπέδου. Τον άφησε να την οδηγήσει στη στενή σκάλα κι ύστερα σε ένα δωμάτιο το οποίο δεν ήταν
το δικό της.
Προφανώς ήταν το δικό του.
Για μια στιγμή ο Λίο Μαρκάκης στάθηκε, λες και δεν ήταν βέβαιος για την επόμενη κίνησή του.
Υπήρχε κι εκεί ένα φαρδύ κρεβάτι όπως και στη δική της κρεβατοκάμαρα, αυτό εδώ όμως δεν είχε
ουρανό ούτε κουνουπιέρα. Ο χώρος ήταν δροσερός από το κλιματιστικό, ενώ τα δύο πορτατίφ,
αριστερά και δεξιά στο κρεβάτι, ήταν ο μοναδικός φωτισμός, δημιουργώντας χαλαρή και οικεί
ατμόσφαιρα.
«Περίμενε εδώ».
Η Άννα έκανε αυτό που της είπε. Εκείνος εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Η Άννα άκουσε τον ήχο του
τρεχούμενου νερού, αλλά συνέχισε να στέκεται εκεί όρθια και ακίνητη. Το μυαλό της ήταν
παγωμένο, η ψυχή της άδεια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε να νιώσει. Στεκόταν μέσα στην
κρεβατοκάμαρα του Λίο Μαρκάκη, περιμένοντάς τον να βγει από το μπάνιο και να την οδηγήσει στο
κρεβάτι του. Ήταν απίστευτο, εξωφρενικό.
Κι όμως συνέβαινε.
Τώρα.
Απόψε.
Κανονικά θα έπρεπε να νιώθει κάτι, αλλά τα συναισθήματά της είχαν εξαφανιστεί. Όλα.
Μόνο το δυνατό καρδιοχτύπι της και το ενστικτώδες σφίξιμο των χειλιών της μαρτυρούσαν την
αγωνία της γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί.
Απόψε.
Τώρα.
Συνέχισε να στέκεται ακίνητη. Δεν κοίταζε. Δε σκεφτόταν. Δεν ένιωθε.
Είχε παραλύσει.
Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και ο Λίο εμφανίστηκε ξανά. Φορούσε ένα λευκό μπουρνούζι. Κοντό.
Μέχρι τα γόνατα. Η ζώνη του ήταν δεμένη σφιχτά. Η λευκότητα του μπουρνουζιού έκανε τη σκούρα
επιδερμίδα του να φαντάζει ακόμα πιο μελαψή στο χαμηλό φωτισμό της κρεβατοκάμαρας.
Κάποιο συναίσθημα την κέντρισε.
Τον παρακολούθησε να προχωρά προς το κρεβάτι δίχως να της ρίξει ούτε ματιά. Τράβηξε τα
σκεπάσματα, αφράτεψε τα μαξιλάρια και ξάπλωσε. Τα μακριά, μελαψά πόδια του απλώθηκαν γυμνά
πάνω στα λευκά σεντόνια.
Τότε την κοίταξε.
Ο χρόνος σταμάτησε τελείως. Σαν να είχε πάψει η Γη να γυρίζει.
Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, ανεξιχνίαστα. Το πρόσωπό του ανέκφραστο.
Κάτι όμως μέσα στο βλέμμα του έκανε το δέρμα της να μυρμηγκιάσει.
Η Άννα άρχισε να νιώθει υπερένταση.
Μέσα της και ολόγυρα. Στο δωμάτιο, ανάμεσα στο σημείο όπου στεκόταν ακόμη ακίνητη κα
μουδιασμένη και στο κρεβάτι, εκεί όπου ο Λίο Μαρκάκης είχε ήδη ξαπλώσει.
Κοιτάζοντάς την. Περιμένοντάς την.
Για μια ατέλειωτη στιγμή κοιτάχτηκαν σιωπηλοί κι ύστερα εκείνος μίλησε.
«Έλα εδώ», της είπε μαλακά.
Για ένα δευτερόλεπτο, διάστημα που εκείνη τη στιγμή τής φάνηκε αβάσταχτα μεγάλο, η Άννα δεν
κουνήθηκε από τη θέση της.
Δεν μπορούσε.
Κάπου βαθιά μέσα στο κεφάλι της άκουγε φωνές. Τις άκουγε να ψιθυρίζουν σιγανά. Της έλεγαν να
το βάλει στα πόδια. Να αρχίσει να ουρλιάζει. Να κατηγορήσει για κατάχρηση εξουσίας τον άντρα
που είχε ξαπλώσει εκεί σαν ανατολίτης πασάς και περίμενε από τη σκλάβα του να πλησιάσει και να
τον ικανοποιήσει...
Την επόμενη στιγμή όμως οι φωνές πνίγηκαν. Έσβησαν.
Η Άννα δεν τις άκουγε πια. Δεν έπρεπε να τις ακούει.
Αν το έκανε, η Τζένι θα ήταν καταδικασμένη.
Αργά, σαν τη μαριονέτα που δεν ελέγχει τις κινήσεις της, προχώρησε προς το κρεβάτι. Χωρίς να
νιώθει τίποτα ήρθε και στάθηκε μπροστά του.
Πειθήνια. Υπάκουη στο θέλημά του.
Συγκρατώντας με υπεράνθρωπη προσπάθεια την παρόρμηση που την έσπρωχνε να φύγει. Την
πίεση που αυξανόταν αργά και σταθερά μέσα στις φλέβες της.
Μια πίεση που ήθελε να απελευθερωθεί, να ξεσπάσει. Δεν έπρεπε όμως να την αφήσει. Σε καμί
περίπτωση δεν έπρεπε να το κάνει.
Στεκόταν πάντα δίπλα στο κρεβάτι του Λίο Μαρκάκη ακίνητη κι εκείνος της αντιγύριζε το βλέμμ
ακουμπισμένος στο κεφαλάρι.
Τα λεπτά περνούσαν.
Υπήρχε κάτι μέσα στα μάτια του, κάτι σκοτεινό και μυστικό, κάτι που έκανε το μυρμήγκιασμα στο
δέρμα της να γίνεται πιο έντονο, λες και είχε δεχτεί ηλεκτρική εκκένωση. Ξαφνικά η ανάσα της έγινε
πιο γρήγορη και προσπάθησε να την ελέγξει.
Τα μάτια του την κάρφωναν.
Η καρδιά άρχισε να βροντοχτυπάει στο στήθος της. Οι φλέβες της φούσκωσαν. Με απόγνωση
χαλιναγώγησε τα συμπτώματα του πανικού της.
Ο Λίο μουρμούριζε. Η φωνή του ήταν αργή, βαθιά και σιγανή, με μια βελούδινη χροιά. «Ω, Άννα
Ντιλέιν, δεν έχεις ιδέα πόσο θα το απολαύσω» Τα μάτια του έκαιγαν από πόθο.
Άπλωσε το χέρι του, έπιασε το δικό της, άνευρο χέρι και την τράβηξε να καθίσει στο κρεβάτι κ
εκείνη έμεινε εκεί, μισοστραμμένη προς το μέρος του, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει με το ίδιο πάντα
άδειο βλέμμα. Σαν υπνωτισμένη.
Ήταν μια κούκλα, μια μαριονέτα. Ανήμπορη να αισθανθεί οτιδήποτε...
Τότε, αργά, χωρίς να πάρει στιγμή τα νυσταλέα μάτια του από πάνω της, σήκωσε τα χέρια του στα
μαλλιά της και έβγαλε τα τσιμπιδάκια της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά ξεχύθηκαν στους ώμους της,
καλύπτοντας το γαλαζοπράσινο μετάξι.
Ο Λίο μίλησε ξανά και η ελληνική προφορά του αντήχησε βαριά. Την κοίταξε μισοκλείνοντας τα
μάτια του. «Έρχεσαι σ’ εμένα σαν την παρθένα στο θυσιαστήριο». Τα χέρια του μπλέχτηκαν στα
μαλλιά της. «Μου προσφέρεις την αρετή σου. Αγνή, άσπιλη και αθώα». Κάτι έλαμψε στα βάθη
εκείνων των ματιών. Άλλαξε, μετουσιώθηκε. Όπως και η φωνή του. «Πόσο εξωφρενικά απατηλή
μπορεί να είναι η εμφάνιση!» Τα λόγια του έβγαιναν με κόπο.
Η Άννα δεν του απάντησε. Δε μίλησε. Δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός από το να κάθεται εκεί και να
αφήνει τα μακριά, αισθησιακά του δάχτυλα να χαϊδεύουν τα μαλλιά της. Το σώμα της είχε γίνει σαν
το μάρμαρο. Ακίνητο, αναίσθητο. Έτσι έπρεπε να είναι. Δεν ήθελε να νιώθει τα χέρια του μέσα στ
μαλλιά της, το απαλό μασάζ στο κρανίο της που είχε τη δύναμη να της προκαλέσει ρίγη.
Έπρεπε να θυμάται πως ήταν μια μαριονέτα. Αυτό μόνο.
Τα δάχτυλά του σταμάτησαν, γλίστρησαν πάνω στο κρανίο της και χάιδεψαν τον αυχένα της.
Αργά, αισθησιακά...
Και ξαφνικά, έτσι από το πουθενά, η Άννα κυριεύτηκε από τις αισθήσεις. Προσπάθησε να τις
σταματήσει, να θυμηθεί γιατί βρισκόταν εκεί, γιατί είχε εξουδετερώσει αισθήματα και σκέψεις, γιατί
έπρεπε να μεταμορφωθεί σε μια άψυχη κούκλα στα χέρια του Λίο Μαρκάκη, αναίσθητη στα χάδι
του... Μα ήταν αδύνατον.
Δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να εμποδίσει την αίσθηση που της
προκαλούσαν τα δάχτυλά του όπου την άγγιζαν.
Ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν. Βαριά, νυσταγμένα.
Αργά τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τον αυχένα της και δίχως βιασύνη την τράβηξε κοντ
του. Τον άφησε να το κάνει. Τον άφησε να χαϊδέψει τα χείλη της με τα δικά του, ύστερα να
γλιστρήσει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της και να αρχίσει το φιλήδονο παιχνίδι του.
Μετά τον άφησε να της βγάλει την μπλούζα και να την τραβήξει κοντά του, έτσι που τα γυμνά της
στήθη άγγιξαν το τραχύ ύφασμα του μπουρνουζιού του. Στη συνέχεια άφησε τα χέρια του να
γλιστρήσουν μέσα από τη ζώνη του μεταξωτού παντελονιού της, να αγκαλιάσουν τις απαλές
καμπύλες των γλουτών της. Τέλος, άρχισε να της βγάζει κι αυτό το ρούχο και η Άννα τον άφηνε
γιατί ήθελε να της το βγάλει.
Ο Λίο συνέχισε να τη φιλάει, χαϊδεύοντας με τα χείλη του τα δικά της, κολλώντας το σώμα του στο
δικό της, χαϊδεύοντας τα στήθη της με αργές, ρυθμικές κινήσεις, κάνοντας τις θηλές της ν
ορθώνονται κάτω από το άγγιγμά του.
Η Άννα έμεινε ξαπλωμένη εκεί, επάνω του. Το ένα χέρι του την κρατούσε από τον αυχένα, το άλλο
χάιδευε το στήθος της και το στόμα του φιλούσε το δικό της.
Η Άννα είχε υποταχτεί απόλυτα στον πόθο που εκείνος ξυπνούσε μέσα της με τα χάδια και τα φιλιά
του. Μια σιγανή, ύπουλη φωτιά άναψε μέσα της. Απλώθηκε αργά και σταθερά στα κύτταρα του
κορμιού της και κύλησε στις φλέβες της.
Ένιωσε τον εαυτό της να κινείται, να πιέζει το σώμα της πάνω στο δικό του, το στόμα της στο
στόμα του, ένιωσε τη γλώσσα της να αναζητάει τη δική του. Ένιωσε τη λαχτάρα να ξεπηδάει από
μέσα της. Τα χέρια της γαντζώθηκαν μόνα τους στους δυνατούς, μυώδεις ώμους, απολαμβάνοντας
την υφή του δέρματός του κάτω από τα δάχτυλά της.
Τώρα η φωτιά είχε θεριέψει. Κατέτρωγε τα πάντα, ανεξέλεγκτη σαν πυρκαγιά. Άκουγε τα υπόκωφα
βογκητά και ήξερε πως ήταν δικά της, όμως δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Δεν είχε την
απαιτούμενη θέληση ούτε τη δύναμη.
Κάτι την είχε κυριέψει και την είχε υποτάξει, κάνοντάς τη σκλάβα μιας ασυγκράτητης επιθυμίας.
Είχε την ανάγκη να τον εξερευνήσει, να τον γνωρίσει. Η Άννα ανασήκωσε ελαφρά τους γοφούς
της...
Ήθελε...
Να νιώθει το χέρι του στο στήθος της, να αφεθεί στο ρυθμικό χάδι του, στο βασανιστικό παιχνίδ
των δαχτύλων του πάνω στη θηλή της. Ήθελε να νιώσει το ίδιο και στο άλλο στήθος της. Ήθελε
περισσότερα, πολύ περισσότερα.
Η φωτιά απλωνόταν μέσα της με ταχύτητα, με απληστία. Μικρά ηδονικά βογκητά τής ξέφυγαν κα
πάλι. Πεινούσε γι’ αυτόν. Για το λεπτό, γεροδεμένο σώμα του που βρισκόταν κάτω από το δικό της.
Για την υγρή απαλότητα του στόματός του, για το αισθησιακό παιχνίδι της γλώσσας του, για τα
βελούδινα χείλη του. Και το φιλί του δεν της αρκούσε. Ήθελε περισσότερα.
Η φωτιά θέριεψε κι άλλο. Ήθελε...
Η Άννα στριφογύρισε με αδημονία τους γοφούς της, πίεσε τους μηρούς της επάνω του και του
έσφιξε τους ώμους, σπαρταρώντας.
Στηρίζοντας τα χέρια της στους ώμους του, ανασηκώθηκε ελαφρά και μ’ ένα τελευταίο βογκητό
παγίδεψε το φύλο του ανάμεσα στους μηρούς της. Εκείνος της άφησε τον αυχένα κι εκείνη τίναξε
πίσω το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το σώμα της είχε γίνει μια φλόγα που
στροβιλιζόταν.
Τότε το χέρι του γλίστρησε στην πλάτη της και αγκάλιασε με μία κίνηση τους γλουτούς της.
Κάποια λόγια έβγαιναν από το στόμα του, αλλά εκείνη δεν τα άκουγε. Ένιωθε μόνο την παράφορη
ανάγκη του κορμιού της.
Ήταν μια απελπισμένη ανάγκη που την ταλαιπωρούσε. Κι έτσι τον δέχτηκε μέσα της. Το χέρι του
την οδηγούσε επάνω του αργά, βασανιστικά αργά. Η αίσθησή του μέσα της ήταν συγκλονιστική.
Τόσο που για μια στιγμή έμεινε εντελώς ακίνητη. Ύστερα άρχισε να κινείται αργά, ενώ η φωτιά
μέσα της την πυρπολούσε. Κραυγάζοντας δυνατά έριξε πίσω το κεφάλι της.
«Είναι καλό;» Η φωνή του ήταν σιγανή. Το χέρι του την πίεζε, τα δάχτυλά του επάνω στη θηλή της
έστελναν μέσα της αλλεπάλληλα ηδονικά ρίγη. «Γιατί για μένα είναι πολύ καλό. Όμως... θα
μπορούσε να είναι ακόμη καλύτερο».
Με μια μοναδική, δυνατή ώθηση μπήκε πιο βαθιά μέσα της και η φωτιά δυνάμωσε ξανά. Η Άννα
κραύγασε πάλι από την ηδονή, ακόμα πιο δυνατά, με απόγνωση.
Τα χέρια του τώρα ήταν στους γλουτούς της, κρατώντας τη σφιχτά καθώς την κατακτούσε και η
αίσθηση ήταν αβάσταχτη. Το σώμα της έλιωνε, καιγόταν.
Άρχισε να στριφογυρίζει τους γοφούς της, ξανά και ξανά καθώς ο ρυθμός αυξανόταν και οι φλόγες
φούντωναν. Περισσότερες κραυγές ξεπήδησαν από το στόμα της, ενώ το κεφάλι της τιναζόταν πέρα
δώθε.
Πόσο το είχε ανάγκη αυτό!
Κάποια στιγμή η ηδονή έγινε τόσο έντονη, τόσο συντριπτική που η Άννα δεν μπορούσε πια να
ανασάνει. Ύστερα κραύγασε ξανά και ο ρυθμός του Λίο επιταχύνθηκε. Τα χέρια του την κράτησαν
ξαφνικά από τους ώμους και το κορμί του τινάχτηκε με δύναμη μέσα της.
Η Άννα κατέρρευσε πάνω του λαχανιασμένη, εξαντλημένη, άδεια. Η θύελλα της ηδονής κόπαζε
αργά. Ένιωσε ένα χέρι να σπρώχνει τα μαλλιά πίσω από το ιδρωμένο μέτωπό της κι ένιωσε μι
ζεστή ανάσα στο μάγουλό της.
«Θεέ μου, το ήξερα πως θα ήσουν καλή, μα...»
Η βραχνή του φωνή συνέχισε στα ελληνικά κι ερχόταν στα αυτιά της σαν από μακριά.
Σιγά σιγά όμως μια μαυρίλα άρχισε να τρυπώνει στην ψυχή της, αναστατώνοντάς τη. Γιατί
καταλάβαινε τι είχε επιτρέψει να συμβεί.
Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ο Λίο βγήκε στη βεράντα του. Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά κι αυτό δεν του έκανε εντύπωση. Είχε
περάσει μια μακριά, πολύ μακριά νύχτα και ο ύπνος του ήταν ελάχιστος.
Τεντώθηκε ευχαριστημένος.
Θεέ μου, είπε με το νου του, ήταν συγκλονιστικό!
Κι όχι μόνο γι’ αυτόν. Η Άννα Ντιλέιν ανταποκρίθηκε ακριβώς όπως το είχε προβλέψει εκείνος.
Είχε πάρει φωτιά.
Ξανά και ξανά, σε όλη τη διάρκεια της νύχτας. Κάθε φορά που έκαναν έρωτα, εκείνη
ανταποκρινόταν με τέτοια ένταση που την έκανε να σπαρταράει και να κραυγάζει δυνατά και στο
τέλος κατέρρεε κορεσμένη στην αγκαλιά του. Σφάδαζε μέσα στα χέρια του τεντώνοντας τη
σπονδυλική της στήλη, τινάζοντας τα μαλλιά της σαν ξέφρενη μαινάδα, κυριευμένη απόλυτα από
κάτι άγριο.
Ήταν ένα θέαμα μεθυστικό. Και απίστευτα ερεθιστικό.
Υπήρχε κάτι εξαίσια ικανοποιητικό στον αισθησιακό τρόπο με τον οποίο αντιδρούσε στο άγγιγμά
του. Το βέβαιο ήταν πως η Άννα Ντιλέιν δεν είχε την πρόθεση να ανταποκριθεί έτσι. Το αντίθετο
μάλιστα. Ήταν απόμακρη και ψυχρή πριν την οδηγήσει στο κρεβάτι του. Εκείνος ωστόσο αγνόησε
τη στάση της και την προφανή αποφασιστικότητά της να του στερήσει εκείνο που ήθελε να πάρε
απ’ αυτήν. Εκείνο που του χρωστούσε.
Μα ο Λίο το πήρε. Το κέρδισε χάδι το χάδι, άγγιγμα το άγγιγμα, φιλί το φιλί. Χαϊδεύοντας το
κορμί της μέχρι που έγινε καυτό και πρόθυμο στα χέρια του...
Το δικό του σώμα άρχισε να αναδεύεται στη θύμησή της. Γέλασε σιγανά. Δε χρειαζόταν βιασύνη.
Η Άννα Ντιλέιν θα έμενε εκεί για όσο καιρό την επιθυμούσε στο κρεβάτι του, ώσπου να χορτάσει
τον πόθο του. Προς το παρόν είχε μια άλλη πείνα να ικανοποιήσει.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, σήκωσε το τηλέφωνο και παρήγγειλε το πρωινό. Ύστερα κοίταξε τη
γυναίκα που κοιμόταν ακόμη στο κρεβάτι του.
Ήταν στ’ αλήθεια εξαιρετικά όμορφη. Τα μαύρα μαλλιά της απλώνονταν μπερδεμένα στο
μαξιλάρι. Η επιδερμίδα της ήταν πάλλευκη πάνω στα άσπρα σεντόνια και οι μακριές βλεφαρίδες
σκίαζαν τα μάγουλά της. Ανάσαινε απαλά. Ο Λίο συνέχισε να την κοιτάζει. Υπήρχε κάτι παράξενα
ευάλωτο επάνω της. Συνοφρυώθηκε. Ευάλωτο;
Ήταν η τελευταία λέξη που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει για την Άννα Ντιλέιν. Αυτή η γυναίκα
ήταν θρασεία από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. Είχε γλώσσα κοφτερή, χαρακτήρ
δύσκολο... Ήταν μια ταραχοποιός.
Και υποκρίτρια. Μια αναίσχυντη υποκρίτρια! Από την πρώτη στιγμή που τα μάτια της συνάντησαν
τα δικά του, ο Λίο ήξερε πως η Άννα Ντιλέιν ανταποκρινόταν ερωτικά σ’ αυτόν. Κι όμως, όταν
έκανε την κίνησή του ανεβαίνοντας στο δωμάτιό της, εκείνη του επιτέθηκε σαν μέγαιρα. Παρ’ όλο
που είχε δεχτεί με θέρμη το πρώτο φιλί του.
Ώσπου αποδείχτηκε πως ήταν μια κλέφτρα και τίποτα παραπάνω. Κάποια που τόλμησε να απλώσει
το χέρι της πάνω στα αμύθητα κοσμήματά του. Μια κλέφτρα χωρίς ίχνος ντροπής, ενοχής ή
μεταμέλειας. Μια ψυχρή, αναίσθητη τυχοδιώκτρια!
Το προηγούμενο βράδυ όμως δεν μπόρεσε να παραμείνει ψυχρή όταν εκείνος την έκανε δική του.
ταν κραύγαζε την ηδονή της σπαρταρώντας στην αγκαλιά του ή όταν στη συνέχεια κούρνιαζε πάνω
του ανασαίνοντας λαχανιασμένη.
Όχι, δεν ήταν καθόλου ψυχρή αυτές τις στιγμές...
Ο Λίο γύρισε και πήγε προς το μπάνιο. Αυτή τη στιγμή δεν ήταν καλή ιδέα να κοιτάζει την Άννα
και να θυμάται όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Ήθελε να πάρει πρωινό. Αργότερα θ
υπήρχε αρκετός χρόνος για σεξ.
Για πολύ περισσότερο σεξ.
Γιατί βέβαια δεν την είχε χορτάσει ακόμα. Θα έπρεπε να του δώσει πολύ περισσότερα μέχρι να
εξιλεωθεί απέναντί του.

«Θα ήθελες να κολυμπήσεις;»


«Όχι, ευχαριστώ».
«Να βγούμε μια βόλτα με το σκάφος;»
«Όχι, ευχαριστώ».
«Θέλεις να δεις το υπόλοιπο νησί;»
«Όχι, ευχαριστώ».
«Όπως επιθυμείς».
Αυτή τη φορά δεν υπήρχε ευθυμία στον απότομο τόνο της φωνής του. Μόνο εκνευρισμός. Ο Λίο
πήρε το φλιτζάνι του, ήπιε λίγο καφέ κι ύστερα το ακούμπησε στο τραπέζι και τα μάτια του
καρφώθηκαν στη γυναίκα απέναντί του.
Η Άννα Ντιλέιν διάβαζε ένα βιβλίο. Κάποιο χοντρό βιβλίο τσέπης το οποίο είχε απορροφήσει όλη
την προσοχή της. Από την άλλη μεριά, όλα τραβούσαν την προσοχή της εκτός από τον ίδιο. Τον είχε
αποκλείσει από την ύπαρξή της. Δεν τον κοίταζε ποτέ και δεν του μιλούσε παρά μόνο για να του
δώσει μερικές λακωνικές, κοφτές απαντήσεις.
Έτσι φερόταν από τη στιγμή που ο Λίο έστειλε να την ειδοποιήσουν.
Και μόνο το γεγονός ότι αναγκάστηκε να κάνει κάτι τέτοιο τον εκνεύρισε αρκετά. Όταν είχε βγει
από το ντους, βρήκε το κρεβάτι του άδειο. Η Άννα Ντιλέιν είχε απλώς εξαφανιστεί. Αυτό δεν τον
ενόχλησε. Υπέθεσε πως επέστρεψε στο δωμάτιό της για να κάνει ένα ντους και να ντυθεί.
Μα αργούσε να εμφανιστεί κι έτσι εκείνος έστειλε κάποιον από το προσωπικό για να την
ειδοποιήσει πως το πρωινό θα σερβιριζόταν στη βεράντα. Ο Λίο έφαγε το δικό του κι έπειτα έστειλε
και πάλι να τη φωνάξουν.
Αυτή τη φορά η Άννα κατέβηκε και κάθισε σφιγμένη και ψυχρή απέναντί του, όπως είχε συμβεί και
το προηγούμενο βράδυ. Σαν να μην είχε περάσει ποτέ τη νύχτα στο κρεβάτι του.
Φορούσε μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τελείως τα μάτια της. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ ένα
σφιχτό κότσο και φορούσε μαύρο κολάν και φούτερ με μακριά μανίκια. Ντύσιμο εντελώς
ακατάλληλο για μια ζεστή τροπική μέρα.
Η Άννα κάθισε αγνοώντας τον εντελώς και γυρίζοντας προς την καμαριέρα ζήτησε μία κανάτα με
ζεστό νερό και λίγα φρούτα. Ύστερα έστριψε ελαφρά την καρέκλα της προς τη θάλασσα, σταύρωσε
τα μακριά πόδια της, άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει.
Σαν να ήταν ολομόναχη.
Για μια στιγμή ο Λίο την κοίταξε χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Ύστερα της μίλησε.
«Καλημέρα, Άννα», της είπε επιφυλακτικά.
Εκείνη τον αγνόησε.
«Είσαι πάντα τόσο ακοινώνητη τα πρωινά;» Ο τόνος του ήταν ακόμα πιο επιφυλακτικός.
Καμιά απάντηση.
«Άννα...» Ο εκνευρισμός του ήταν ορατός.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. Του ήταν αδύνατο να δει τα μάτια της. Τα σκούρα
γυαλιά έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους.
«Ναι;» τον ρώτησε ήρεμα.
«Πες μου... Τι θα ήθελες να κάνεις σήμερα;» Κράτησε τον τόνο του πολιτισμένο.
«Τίποτα, ευχαριστώ».
«Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει που θέλεις να κάνεις», επέμεινε με βασανιστική ευγένεια ο Λίο.
«Όχι. Ευχαριστώ», αποκρίθηκε με την ίδια πάντα αδιαφορία εκείνη. Και συνέχισε να αρνείται όλα
όσα της πρότεινε.
Τώρα καθόταν εκεί και διάβαζε ακόμα κάτω από το άγριο βλέμμα του. Τα τελευταία ίχνη της καλής
διάθεσης του Λίο εξαφανίστηκαν.
Η καμαριέρα ξαναβγήκε στη βεράντα και απέθεσε στο τραπέζι αυτά που της είχαν ζητήσει. Η Άννα
σήκωσε το κεφάλι από το βιβλίο της και ευχαρίστησε τη γυναίκα μ’ ένα χαμόγελο. Ήταν σύντομο,
μα ήταν ένα χαμόγελο.
Ο Λίο την έβλεπε για πρώτη φορά να χαμογελάει. Αυτό του φάνηκε περίεργο. Την παρακολούθησε
να βγάζει από το βιβλίο της ένα φακελάκι τσάι που το χρησιμοποιούσε σαν σελιδοδείκτη, να το
τοποθετεί μέσα σ’ ένα φλιτζάνι και να ρίχνει ζεστό νερό. Μια μυρωδιά βοτάνων αναδύθηκε στον
αέρα.
«Δεν πίνεις καφέ;» τη ρώτησε.
«Σπάνια». Η Άννα πήρε ένα κουταλάκι και πίεσε το φακελάκι του τσαγιού. Ύστερα τσίμπησε με το
πιρούνι μια φέτα φρέσκου ανανά και την έβαλε στο πιάτο. Άρχισε να την κόβει, φέρνοντας μικρ
κομμάτια από το φρούτο στο στόμα της.
Ο Λίο έσπρωξε σιωπηρά το καλάθι με τα φρεσκοψημένα ψωμιά προς το μέρος της.
«Όχι, ευχαριστώ».
«Κάνεις δίαιτα;»
«Πάντα κάνω δίαιτα». Η Άννα συνέχισε να τρώει τον ανανά της.
«Δε χρειάζεται να χάσεις βάρος». Τα μάτια του ταξίδεψαν στο λεπτό, κομψό κορμί της.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Αυτό συμβαίνει επειδή κάνω πάντα δίαιτα», του
αντιγύρισε δηκτικά.
Αποτέλειωσε τον ανανά της κι ύστερα πήρε δυο φέτες παπάγια, τις έφαγε κι αυτές και στο τέλος
έσπρωξε το πιάτο της παράμερα.
«Τι θα ήθελες να φας τώρα;» τη ρώτησε ο Λίο με την ίδια ευγένεια.
«Τίποτα, ευχαριστώ». Η Άννα έπιασε το φλιτζάνι της και ήπιε μια μικρή γουλιά από το ζεστό
ρόφημα των βοτάνων. Ύστερα το άφησε πάλι στη θέση του και συνέχισε το διάβασμα.
Ο Λίο την κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. Τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό; Άραγε υποκρινόταν
πως η προηγούμενη νύχτα δε συνέβη ποτέ; Πως δεν κραύγασε από ηδονή, πως δεν τον κοίταξε με
πάθος, πως δεν έτρεμε από τα ρίγη του οργασμού στην αγκαλιά του;
Προφανώς αυτό ακριβώς υποκρινόταν.
Την κοίταξε με κακία. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να γουργουρίζει από ευτυχία! Ερωτικά
ικανοποιημένη από τη νύχτα που είχαν περάσει. Θα έπρεπε να έρθει κουνιστή και λυγιστή κοντά του,
φορώντας ελάχιστα ρούχα, όπως μπικίνι μ’ ένα διάφανο μαντίλι απαλά τυλιγμένο γύρω από τους
γοφούς της, με τα μαλλιά ελεύθερα στους ώμους της και τα χείλη κόκκινα από τα φιλιά του. Θ
έπρεπε να σκύψει, να τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και να τον καλημερίσει μ’ ένα
παθιασμένο φιλί...
Αντί γι’ αυτό, η Άννα Ντιλέιν καθόταν σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι και του έδινε κοφτές,
καυστικές μονοσύλλαβες απαντήσεις αγνοώντας τον.
Ο Λίο ήπιε μια γουλιά καφέ κι έσπρωξε το φλιτζάνι του μακριά. «Άννα...» Η ένταση είχε
επιστρέψει στη φωνή του.
Εκείνη σήκωσε τα μάτια της. «Ναι;»
Για μια στιγμή ο Λίο την κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Νόμισε πως είδε κάποια αδιόρατη αλλαγή
στο ύφος της, γρήγορα όμως εξαφανίστηκε.
«Παράτα αυτή τη στάση», της είπε μαλακά. «Αν προτιμάς να πας σ’ ένα κελί της αυστριακής
αστυνομίας, δεν έχεις παρά να το πεις. Αν όμως όχι, τότε σου προτείνω να θυμηθείς για ποιο λόγο
βρίσκεσαι εδώ, εντάξει;»
Τώρα η αλλαγή στο πρόσωπό της ήταν ορατή. Έγινε ακόμα πιο χλομή απ’ ό,τι συνήθως. Πάλι
όμως συνήλθε. Ακούμπησε το βιβλίο της στο τραπέζι.
«Θέλεις πάλι σεξ;»
«Άσε τις ωμότητες».
«Τι θέλεις λοιπόν;» απαίτησε να μάθει. Ο τόνος της ήταν εριστικός. Τον προκαλούσε.
«Πρώτα απ’ όλα θέλω να φέρεσαι λίγο πολιτισμένα».
«Πολιτισμένα;» Η Άννα επανέλαβε τη λέξη σαν να της είχε πει κάτι ανήκουστο.
Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Θα είμαστε εδώ μαζί τουλάχιστον για τρεις εβδομάδες... Δεν έχω καμιά
διάθεση να ανεχτώ την κακοκεφιά σου τόσο καιρό».
Η Άννα χλόμιασε και πάλι. «Τρεις εβδομάδες;» ρώτησε αδύναμα. «Μα δεν μπορώ να μείνω εδώ
τόσο καιρό!»
«Νομίζεις πως στη φυλακή θα έμενες λιγότερο;» της αντιγύρισε σαρκαστικά ο Λίο.
«Έχω κλείσει δουλειές».
«Θα τις ακυρώσω».
Εκείνη έγειρε μπροστά. «Όχι, δε θα ακυρώσεις τίποτα. Δε θα σ’ αφήσω να εκθέσεις την
επαγγελματική μου φήμη με τους αυθαίρετους χειρισμούς σου!»
Για άλλη μια φορά ο Λίο αρκέστηκε να την κοιτάξει. «Την... επαγγελματική σου... φήμη;»
επανέλαβε αργά. «Δεν πιστεύω το θράσος σου. Μα εσύ, Άννα Ντιλέιν, είσαι μια κλέφτρα! Διέπραξες
μια εγκληματική πράξη. Θα μπορούσα να σε κλείσω στη φυλακή. Και τολμάς να μου μιλάς για
επαγγελματική φήμη;»
Ο Λίο έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε τινάζοντας νευριασμένος το χέρι του στον
αέρα.
«Αρκετά! Δε θέλω να ακούσω τίποτ’ άλλο από σένα», είπε, βλαστημώντας στα ελληνικά και
χειρονομώντας. Κατόπιν γύρισε και έφυγε έξαλλος από κοντά της.
Πίσω του η Άννα Ντιλέιν καθόταν ακίνητη.

Δε θα λύγιζε. Δε θα το επέτρεπε στον εαυτό της. Έβλεπε νοερά το θριαμβευτικό του ύφος όταν το
προηγούμενο βράδυ άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τον άντρα που μόλις της είχε κάνει έρωτα.
Αμέσως μίσησε τον εαυτό της. Πώς είχε προδοθεί έτσι; Πώς μπόρεσε να αφεθεί στα χάδια και στ
φιλιά του;
Πώς έγινε και έχασε ολωσδιόλου τον έλεγχο του εαυτού της;
Τόσο ώστε να οδηγηθεί ολοκληρωτικά σε μια έκσταση που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ποτέ; Ποτέ
δεν είχε ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Ήταν κάτι απίστευτο, εξαίσιο, μια παράφορη ηδονή που δε φανταζόταν ότι υπήρχε.
Δεν ήξερα... Δεν περίμενα πως θα είναι έτσι, σκεφτόταν.
Και την ίδια στιγμή κατάλαβε γιατί φοβόταν τόσο πολύ τον Λίο Μαρκάκη. Όταν άνοιξε τα μάτια
της συνειδητοποίησε έντρομη τι είχε κάνει, τι του είχε επιτρέψει να κάνει. Αυτό που ήθελε και η ίδι
να της κάνει!
Κι εκείνος το ήξερε. Σαν να τα είχε προβλέψει όλα από την αρχή. Είχε δει το θρίαμβο στα μάτι
του.
Το μίσος για τον εαυτό της φούντωσε ξανά.
Πήγε να πλαγιάσει μαζί του, πιστεύοντας πως μπορούσε να παραμείνει αποστασιοποιημένη και ν
έχει πλήρη έλεγχο του εαυτού της. Αμέτοχη σε όσα θα της συνέβαιναν. Είχε προσευχηθεί να βρει τη
δύναμη, μα τελικά αποδείχτηκε εξοργιστικά αδύναμη.
Τόσο αξιοθρήνητα αδύναμη ώστε δεν κατάφερε να αντισταθεί. Ούτε καν σ’ ένα άγγιγμα ή χάδι του,
ούτε σ’ ένα μοναδικό φιλί του! Ο Λίο, πολύ απλά, την έκανε να λιώσει μέσα στην αγκαλιά του.
Ανατρίχιασε από φόβο.
Τρεις εβδομάδες, της είχε πει. Εκείνη δε θα άντεχε ούτε τρεις μέρες εκεί!
Ή πολύ περισσότερο τρεις νύχτες...
Η Άννα καθόταν εκεί και κοίταζε το όμορφο θαλασσινό τοπίο σαν να αντίκριζε μια έρημο γεμάτη
αγκάθια.
Αυτό το βράδυ θα συνέβαινε το ίδιο. Θα την έπαιρνε στο κρεβάτι του, θα την αγκάλιαζε και θα τη
χάιδευε ώσπου εκείνη δε θα μπορούσε να παλέψει άλλο. Ώσπου να ανάψει ξανά μέσα της η φωτιά
που την είχε κάψει την προηγούμενη νύχτα.
Η Άννα ένιωθε ήδη το κορμί της να ανταποκρίνεται στη θύμηση της νύχτας που είχε προηγηθεί.
Σηκώθηκε νευριασμένη από την καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος, θέλοντας ν
καταπνίξει την αίσθηση που φούντωνε πάλι μέσα στο κορμί της. Η πείνα και ο βασανιστικός πόθος
ζωντάνευαν ξανά...
Έπρεπε να βρει κάποια ασχολία. Είχε ήδη κάνει τα πρωινά τεντώματά της και την καθημερινή
φροντίδα της επιδερμίδας της, αφού ξύπνησε και αντιμετώπισε τη φριχτή πραγματικότητα. Άρρωστη
από φόβο πετάχτηκε από το κρεβάτι και ακούγοντας το νερό να τρέχει μέσα στο μπάνιο βιάστηκε ν
φύγει από την κρεβατοκάμαρά του.
Δεν ήθελε να δει πάλι εκείνον το θρίαμβο στα μάτια του, έτσι έμεινε στο δωμάτιό της. Το κορμί της
πονούσε και έτρεμε από την υπερδιέγερση κι εκείνη ήθελε να βυθιστεί σε μια μόνιμη λήθη ώστε ν
μην υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει αυτό που είχε συμβεί.
Αλλά η καμαριέρα επέμενε πως ο κύριος Μαρκάκης την περίμενε να προγευματίσει στη βεράντα.
τσι φόρεσε την πανοπλία της σαν να πήγαινε στη μάχη. Τα ρούχα της γυμναστικής δεν ήταν το
καταλληλότερο ντύσιμο για την Καραϊβική, αλλά ήταν το μοναδικό πρωινό σύνολο που είχε φέρει
μαζί της. Τα υπόλοιπα ρούχα της ήταν για τις χειμωνιάτικες Άλπεις. Έδεσε τα μαλλιά της, έκρυψε τα
μάτια της πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και βγήκε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πράξης
της.
Αμύνθηκε με το μοναδικό τρόπο που ήξερε. Μα λίγο έλειψε να σπάσει.
Όταν τον είδε να κάθεται εκεί χαλαρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, με την αθλητική μπλούζα και
την άνετη βερμούδα, ρούχα που αποκάλυπταν τους γεροδεμένους μηρούς και τα γυμνασμέν
μπράτσα του, όταν τον είδε να την κοιτάζει μ’ εκείνα τα μισόκλειστα, φιλήδονα μάτια, ένιωσε και
πάλι τις αντιστάσεις της να καταρρέουν.
Ήταν αφόρητα γοητευτικός!
Η Άννα αισθάνθηκε να κλονίζεται. Και τότε ένιωσε ένα άλλο συναίσθημα. Ένα γνώριμο
συναίσθημα που την έκανε να νιώθει πολύ πιο ασφαλής.
Οργή.
Αυτό έπρεπε να νιώθει πάντα όταν τον έβλεπε. Τίποτα άλλο εκτός από θυμό. Μόνο έτσι θα άντεχε
αυτά που την περίμεναν.
Ήξερε καλά –και μισούσε πολύ τον εαυτό της γι’ αυτό– πως αργότερα το βράδυ θα υπέκυπτε και
πάλι. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Της ήταν αδύνατο να του αντισταθεί.
Την ημέρα όμως...
Την ημέρα το μίσος της θα στρεφόταν και σε κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό της. Θα
στρεφόταν στον άντρα που της είχε κάνει αυτό για το οποίο δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της.
Στον Λίο Μαρκάκη, τον άντρα που μισούσε και ποθούσε ταυτόχρονα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Ο Λίο σταμάτησε το τζιπ μπροστά στη βίλα, μέσα στο χρυσαφένιο φως του δειλινού. Οι μύες του
πονούσαν, τουλάχιστον όμως η κακή διάθεσή του είχε εξαφανιστεί. Είχε περάσει την ημέρα στην
ανατολική ακτή του νησιού και ξέσπασε την οργή του κάνοντας ιστιοσανίδα στα αγριεμένα κύματ
του Ατλαντικού.
Τώρα το πρόσωπό του σκοτείνιασε καθώς έμπαινε στο σπίτι. Όλη μέρα κράτησε σκόπιμα την Άννα
Ντιλέιν μακριά από τις σκέψεις του. Δεν ήθελε να τη σκέφτεται.
Αναρωτήθηκε αόριστα πώς να είχε περάσει τη μέρα της. Αν ήταν ακόμα μουτρωμένη.
Μ’ ένα χαμόγελο ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Δε θα την άφηνε να κατσουφιάζει για πολύ. Δε θα
άφηνε μια κλέφτρα σαν την Άννα Ντιλέιν να έχει το πάνω χέρι.
Και είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό του για να το πετύχει αυτό.
Ένα μασάζ...

Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Λίο Μαρκάκη. Το πρόσωπό της απείχε από το δικό του,
ενώ το βαρύ του μπράτσο την κρατούσε σφιχτά και ο μηρός του ακουμπούσε βαρύς πάνω στον δικό
της.
Η Άννα κοίταζε τον απέναντι τοίχο. Είχε συμβεί ξανά.
Η φωτιά την είχε κάψει, κάνοντας στάχτη κάθε ίχνος αυτοελέγχου και αυτοσεβασμού.
Της είχε ζητήσει να του κάνει ένα μασάζ, σαν να ήταν σκλάβα!
Κι εκείνη το έκανε κι αυτό. Επειδή δε θα είχε κανένα νόημα να αρνηθεί. Είχε έρθει στο νησί για έν
σκοπό. Για να πληρώσει το τίμημα της κλοπής του βραχιολιού και για να προστατεύσει την Τζένι. Κ
αν ο άνθρωπος που τη θεωρούσε κλέφτρα ήθελε ένα μασάζ, τότε εκείνη θα του το έκανε.
Μαζί με όλα όσα επακολούθησαν.
Ο Λίο ακινητοποίησε τα χέρια που μάλαζαν το δέρμα του και με μια σβέλτη κίνηση γύρισε
ανάσκελα και την τράβηξε πάνω του. Το στόμα του κόλλησε στο δικό της, ενώ τα χέρια του της
έβγαλαν τα ρούχα όπως θα ξεφλούδιζαν ένα ώριμο φρούτο.
Κι εκείνη τον άφησε. Για άλλη μια φορά. Ανήμπορη να αντισταθεί, ανήμπορη να εμποδίσει τη
φλόγα που πυροδοτούσαν μέσα της οι κινήσεις του, τον πόθο που άναβαν τα φιλιά και τα χάδια του.
Ώσπου πυρπολήθηκε πάλι από την ίδια άγρια πυρκαγιά κι άρχισε να κραυγάζει, να τινάζει το
κεφάλι της και να σπαρταρά, χωρίς να αγωνιά για τίποτ’ άλλο εκτός από την απεγνωσμένη,
επείγουσα ανάγκη της για ικανοποίηση.
Ύστερα, καθώς η θύελλα κόπαζε, σαν μια κόλαση που εξάντλησε όλα της τα καύσιμα, ο Λίο
γύρισε στο πλάι και την τράβηξε πάνω του. Την αγκάλιασε και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά,
μουρμουρίζοντας στο αυτί της λόγια που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει.
Και τώρα κειτόταν εκεί εξαντλημένη, κορεσμένη, νιώθοντας το στήθος του να ανεβαίνει και να
κατεβαίνει βαριά πίσω από την πλάτη της, νιώθοντας την ανάσα και την καρδιά της να βρίσκουν
ξανά το ρυθμό τους.
Η Άννα κοίταζε το μισοσκότεινο δωμάτιο, ακούγοντας μόνο τον ψίθυρο της ανάσας του και το
χαμηλό βουητό του κλιματιστικού. Το μυαλό της ήταν ανίκανο να λειτουργήσει, να σχηματίσει
συνειδητά κάποιες λέξεις ή σκέψεις.
Ένιωθε σαν να βρισκόταν κάπου αλλού. Σαν να ήταν κάποια άλλη.
Και δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που μπορούσε να κάνει γι’ αυτό.

Ο Λίο ήταν ξαπλωμένος έχοντας την Άννα στην αγκαλιά του. Το σώμα του ήταν ζεστό, νωθρό. Το
ίδιο και το δικό της. Κανείς τους δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο έρωτας έμοιαζε μ’ ένα μικρό θάνατο
και η εξάντληση που ακολουθούσε τους είχε καταβάλει και τους δυο.
Ήταν όμορφο να την κρατάει έτσι στην αγκαλιά του. Ήταν σαν να του ανήκε.
Το μυαλό του αντέδρασε σ’ αυτή τη σκέψη.
Δεν ήθελε να του ανήκει η Άννα Ντιλέιν. Τι να την κάνει; Ήταν μια κλέφτρα. Μια όμορφη και
ποθητή κλέφτρα. Δεν ήθελε να μπλεχτεί μαζί της περισσότερο.
Από την άλλη μεριά, ουδέποτε ήθελε να μπλέκεται με τις ερωμένες του. Εκείνες συνέχιζαν τη ζωή
τους κι αυτός τη δική του. Μετά τον έρωτα δεν αισθανόταν καμιά άλλη επιθυμία. Το μόνο που
ζητούσε ήταν καλό σεξ με μια γυναίκα η οποία ήξερε πώς να μη γίνεται ενοχλητική. Και βέβαια με
κάποια η οποία δεν άπλωνε το χέρι της να τον κλέψει, μένοντας μάλιστα ατιμώρητη γι’ αυτό.
Όπως η γυναίκα την οποία είχε τώρα στην αγκαλιά του.
Παραμέρισε με το χέρι του τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, μα
κοίταζαν κατευθείαν μπροστά. Ο Λίο αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε μέσα στο μυαλό της.
Συνοφρυώθηκε. Ποτέ του δεν είχε νοιαστεί για το τι σκεφτόταν μια γυναίκα. Δεν τον ενδιέφερε.
Τον ενδιέφερε άραγε κανένας άλλος άνθρωπος εκτός από τον εαυτό του; αναρωτήθηκε αναπάντεχα.
Ο πατέρας του είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή εφτά χρόνια πριν και η μητέρα του είχε
μετακομίσει στη Μελβούρνη στους συγγενείς της. Μα ο Λίο ποτέ δεν είχε στενή σχέση με τους
γονείς του. Είχε γνωρίσει ελάχιστα τον πατέρα του ενώ μεγάλωνε, γιατί τόσο ο πατέρας του όσο κα
ο παππούς του είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Η μητέρα του έπαιζε το
δικό της ρόλο στις δημόσιες σχέσεις, καλλιεργώντας επιμελώς φιλίες με οποιονδήποτε θα μπορούσε
να αποδειχτεί ωφέλιμος για τη Μαρκάκης Κορπορέισον. Αυτό σήμαινε ότι ο γιος της είχε μεγαλώσε
με γκουβερνάντες και δασκάλους.
Πιθανόν το πιο κοντινό του πρόσωπο να ήταν ο Μάρκος, με τον οποίο είχαν μοιραστεί μερικά από
τα σχολικά χρόνια, τώρα όμως ως ενήλικες συναντιόνταν μονάχα σποραδικά. Ζούσαν κι οι δύο τις
εξεζητημένες ζωές των πολύ πλούσιων ανθρώπων, διευθύνοντας ο καθένας τους από έναν
ξεχωριστό τομέα της Μαρκάκης Κορπορέισον και κατά συνέπεια κινούμενοι σε διαφορετικές
κατευθύνσεις τον περισσότερο καιρό.
Ο Λίο είχε αρκετούς υπαλλήλους και μια ομάδα πολύτιμων προσωπικών βοηθών. Είχε και φίλους,
φυσικά, όπως κάθε άνθρωπος με τη δική του κοινωνική θέση. Δυστυχώς όμως παραήταν πολλοί.
Τον ενδιέφερε άραγε κανένας προσωπικά; Μάλλον όχι.
Ο Λίο απόδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις του. Είχε μια καλή ζωή. Η εταιρεία Μαρκάκης
Κορπορέισον αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς και ο ίδιος ήταν υγιής και ρωμαλέος. Ήξερε πως η
εμφάνισή του σε συνδυασμό με τα πλούτη του έκανε τους άλλους άντρες να τον ζηλεύουν και τις
γυναίκες να τον ποθούν.
Εκτός από την Άννα Ντιλέιν...
Εκείνη δε σε θέλει, σκέφτηκε. Εκείνη σε πέταξε από την κρεβατοκάμαρά της, σε απέρριψε
μεγαλειωδώς!
Έσφιξε αποφασιστικά τα χείλη του. Η Άννα Ντιλέιν δε θα τον απέρριπτε για πολύ καιρό ακόμα. Θα
φρόντιζε ο ίδιος γι’ αυτό. Αν δεν την είχε τσακώσει με το κλεμμένο μπρασελέ, θα την πολιορκούσε
ακόμα. Όποιον υποκριτικό λόγο κι αν είχε που τον έδιωξε εκείνο το βράδυ, στο τέλος θα την
κατάφερνε. Οι γυναίκες δεν του αντιστέκονταν ποτέ. Κι εκείνη θα κατέληγε στο κρεβάτι του έτσι κ
αλλιώς.
Ήταν κρίμα που κατέληξε σαν κλέφτρα.
Άλλη μια φορά οι σκέψεις του τον ενόχλησαν. Ήταν προφανές ότι θα την προτιμούσε έντιμη, το
αποτέλεσμα όμως παρέμενε το ίδιο. Η Άννα Ντιλέιν θα μοιραζόταν το κρεβάτι του για μερικές
εβδομάδες μέχρι εκείνος να κουραστεί.
Το χέρι του χάιδεψε το απαλό κορμί της. Το σώμα του αντέδρασε. Μμμ... Θα αργούσε ακόμα να τη
βαρεθεί.
Ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, της έπιασε το πιγούνι και γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος
του. Ύστερα χαμήλωσε το στόμα του στο δικό της.
Ήταν όμορφο. Ερεθιστικό.
Ναι, σίγουρα θα αργούσε να τη βαρεθεί.

Η Άννα άπλωσε προσεκτικά το αντιηλιακό πάνω στα πόδια της. Παρ’ όλο που περνούσε τον
περισσότερο καιρό στη σκιά και δεν αμελούσε ποτέ να βάζει αντιηλιακό υψηλής προστασίας, η
επιδερμίδα της είχε αρχίσει να σκουραίνει. Συνοφρυώθηκε. Το λευκό δέρμα της ήταν ένα από τα
επαγγελματικά της ατού και το προστάτευε επιμελώς. Τώρα όμως δεν άντεχε να μένει στο σπίτι όλη
μέρα. Οι ώρες κυλούσαν μαρτυρικά και το μόνο που της απέμενε ήταν να απολαμβάνει λίγο τους
κήπους και την παραλία. Ή την πισίνα.
Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ρούχα κατάλληλα για το κλίμα της Καραϊβικής, παρ’ όλο
που είχε μαζί της αρκετές βραδινές τουαλέτες. Μέχρι στιγμής τα έβγαζε πέρα πλένοντας καθημεριν
τα ρούχα της γυμναστικής και φορώντας την ημέρα το γαλαζοπράσινο μεταξωτό παντελόνι της.
Επίσης μπορούσε να κυκλοφορεί όλη μέρα με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω της σαν παρεό. Κι αυτό
γιατί ευτυχώς στη διάρκεια της ημέρας ο Λίο Μαρκάκης εξαφανιζόταν.
Λες να κοιμάται μέσα στο φέρετρό του ώσπου να δύσει ο ήλιος; σκέφτηκε με κακία.
Η πραγματικότητα ήταν πιο πεζή. Ο Λίο Μαρκάκης έκανε διάφορα θαλάσσια σπορ. Απ’ ό,τι
φαινόταν είχε μια ολόκληρη γκάμα από επιλογές για την αναψυχή του. Τον είχε δει να κάνει
ιστιοσανίδα μέσα στον όρμο και, απ’ ό,τι είχε μάθει ρωτώντας διακριτικά το προσωπικό, μερικές
φορές έφευγε για την ακτή του Ατλαντικού όπου οι άνεμοι ήταν ισχυρότεροι και τα κύματ
ψηλότερα. Άλλες φορές εξαφανιζόταν με κάποιου τύπου ιστιοπλοϊκό σκάφος. Υπήρχε μια
ολόκληρη συλλογή από τέτοια σ’ ένα στέγαστρο της παραλίας. Επίσης ο Λίο πήγαινε για
καταδύσεις και τότε εκείνη έβλεπε το προσωπικό να φορτώνει φιάλες οξυγόνου στο φουσκωτό του
σκάφος κι ύστερα τον παρακολουθούσε να απομακρύνεται προς τους υφάλους.
Σε κάθε περίπτωση η Άννα ήταν ευγνώμων για την απουσία του. Της έδινε την πολύτιμη ανάπαυλα
που χρειαζόταν για να ανασυνταχθεί.
Πόσες μέρες είχαν περάσει; Είχε χάσει το λογαριασμό. Θα πρέπει να κόντευαν δυο βδομάδες. Ή
μήπως ήταν περισσότερο; Είχε προσπαθήσει να μη μετράει, να μη σκέφτεται. Το φεγγάρι τώρα ήταν
στη γέμισή του και αρμένιζε γαλήνιο πάνω από τον ωκεανό, κοροϊδεύοντάς τη με τη ρομαντική
ομορφιά του.
Αυτό το μέρος θα μπορούσε να είναι ένας επίγειος παράδεισος. Όμως ήταν η φυλακή της. Ο τόπος
του βασανιστηρίου της.
Κάθε νύχτα έπαιρνε φωτιά στην αγκαλιά του και του δινόταν με μια ανταπόκριση χωρίς την οποία
εκείνος δε θα την άφηνε να ησυχάσει.
Ο Λίο Μαρκάκης είχε γίνει το δηλητήριό της. Μια τοξική ουσία που είχε μπει στο αίμα της και από
την οποία τώρα εκείνη ήταν απολύτως εξαρτημένη. Αυτό το δηλητήριο ήταν ο πόθος. Ένας
ταπεινωτικός, αβάσταχτος πόθος.
Τη διέλυε, την τσάκιζε, την κρατούσε υπόδουλη.
Και ήξερε πως είχε παραδοθεί σ’ αυτόν άνευ όρων.
Κάθε μέρα, όταν εκείνος επέστρεφε στη βίλα, η καρδιά της σκιρτούσε. Είχε προσπαθήσει μάταια ν
καταπνίξει αυτή την αυθόρμητη αντίδραση. Μα η ανάσα επιταχυνόταν και μια ευχαρίστηση την
πλημμύριζε άθελά της. Μια προσμονή.
Μερικές φορές εκείνος την πήγαινε κατευθείαν στο κρεβάτι. Ερχόταν κοντά της, την έπιανε από το
χέρι και την οδηγούσε επάνω. Εκείνη τον ακολουθούσε νιώθοντας το κορμί της να διεγείρεται.
Πρόσμενε τα χέρια του επάνω της, τα χείλη του στο στόμα της, την παράφορη εξερεύνηση των
κορμιών τους.
Ποτέ της δεν είχε καταλάβει πόσο ισχυρή μπορούσε να γίνει η ερωτική επιθυμία. Ο Λίο Μαρκάκης
την είχε οδηγήσει σ’ ένα νέο, άγνωστο τόπο, όπου βασίλευαν το πάθος, η έκσταση, η ανάγκη για
εκπλήρωση και σβήσιμο της φλόγας.
Δεν έβρισκε πια γαλήνη. Ούτε την ημέρα που το ανήσυχο σώμα της περίμενε τη δική του
επιστροφή. Ούτε τις νύχτες που εκείνος την οδηγούσε στην παραφορά. Δεν υπήρχε παρά η πείνα γι
κάτι που μονάχα ο Λίο Μαρκάκης μπορούσε να της δώσει.
Η μόνη γαλήνη που γνώριζε ήταν εκείνο το σύντομο διάστημα που τα κορμιά τους κείτονταν
ξέπνοα μετά την ερωτική πράξη.
Ακριβώς σαν να ήταν δυο κανονικοί εραστές. Μα δεν ήταν εραστές. Δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ
τους. Ούτε κατανόηση ούτε οικειότητα.
Ήταν δυο ξένοι. Τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα.
Ένα τεράστιο βάρος πλάκωσε την ψυχή της καθώς καθόταν εκεί απλώνοντας κρέμα στα πόδια της,
λίγο πριν βουτήξει στο χλιαρό νερό της πισίνας. Κοίταξε ολόγυρα. Στο βάθος υπήρχε το σπίτι όπου
ζούσαν τα μέλη του προσωπικού, άλλα ανθρώπινα όντα με ελπίδες, φιλοδοξίες, οικογένειες, φίλους
και αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνη όμως ήταν μόνη.
Πάντα ήσουν μόνη, είπε μέσα της.
Ήταν αλήθεια. Η γιαγιά της την αγαπούσε πολύ, την είχε αναθρέψει μονάχη ύστερα από το θάνατο
της μητέρας της, ενώ ο πατέρας της είχε εξαφανιστεί από καιρό, εκεί όπου εξαφανίζονται οι άντρες
που δεν επιθυμούν να γίνουν πατεράδες. Μα η γιαγιά της, όση αγάπη και στοργή κι αν της έδειχνε,
απείχε απ’ αυτή δυο γενιές. Κι ήταν ευτυχής στο μικρόκοσμό της, στο δρόμο με τις μονοκατοικίες
δίπλα στο εργοστάσιο φωταερίου, ευτυχής που περνούσε τη μέρα παρακολουθώντας σαπουνόπερες
και πολύ δυστυχής που αναγκάστηκε να αφήσει την Άννα να βγει στον κόσμο. Πόσω μάλλον στον
κόσμο του μόντελινγκ.
Η γιαγιά της την είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που παραμόνευαν στη ζωή που είχε
διαλέξει, εκείνη όμως δεν μπόρεσε να αρνηθεί τη μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει από τη γειτονιά με
τα εργοστάσια. Επισκεπτόταν τη γιαγιά της όσο πιο συχνά μπορούσε, αλλά τα χρόνια είχαν περάσε
και η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν πολύ καταβεβλημένη για να συνεχίσει να ζει στο μικρό σπίτι με τη
βεράντα. Τώρα ζούσε σ’ ένα ακριβό γηροκομείο, που το πλήρωνε το ακριβοπληρωμένο μοντέλο, η
εγγονή της, πράγμα που άλλοτε το παραδεχόταν κι άλλοτε όχι.
Ποιον θα έχω όταν πεθάνει η γιαγιά μου; αναρωτήθηκε η Άννα.
Η ερώτηση αντηχούσε δυσοίωνα μέσα στο κεφάλι της, καθώς κοίταζε πέρα την πρασινογάλαζη
θάλασσα.
Είχε μερικές καλές φίλες σαν την Τζένι, με την οποία είχε συνδεθεί στο φρενήρη, επιφανειακό κα
διεφθαρμένο κόσμο της μόδας, καθώς και λίγες άλλες τις οποίες εμπιστευόταν. Αλλά όσο πολύτιμες
κι αν ήταν αυτές οι φιλίες, κάθε κοπέλα είχε κάποιον ξεχωριστό άνθρωπο στη ζωή της. Ακόμα και η
Τζένι είχε το μωρό που θα γεννούσε, με μυστικότητα και ασφάλεια, στην καινούρια ζωή που θα
έφτιαχνε για τον εαυτό της στην Αυστραλία.
Μπορώ να πάω μαζί της...
Πώς της είχε έρθει αυτή η σκέψη;
Εξίσου αναπάντεχα ακολούθησε μια άλλη, πιο δυσάρεστη.
Τι θα κάνω όταν τελειώσει μαζί μου ο Λ ίο Μαρκ άκης;
Είχε φανταστεί πως θα επέστρεφε απλώς στη ζωή της. Τώρα όμως αυτή η ζωή φάνταζε πιο άδεια
από ποτέ.
Δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει σ’ αυτήν. Η καριέρα του μοντέλου φαινόταν να απέχει έτη φωτός
από κει.
Θα πρέπει να φύγω, σκέφτηκε με συντριβή. Κάποια μέρα, όταν ο Λίο τη βαριόταν, όταν αποφάσιζε
πως είχε εξιλεωθεί αρκετά για το κρίμα της, όταν κάποια επείγουσα υπόθεση θα χρειαζόταν τη
φροντίδα του στη Νέα Υόρκη, τη Γενεύη ή το Λονδίνο, τότε εκείνη θα έπρεπε απλώς να φύγει.
Θα την έβαζε σ’ ένα αεροπλάνο και θα την ξεφορτωνόταν.
Δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Ήταν μια πικρή ειρωνεία της τύχης. Λίγες μέρες νωρίτερα, αν της έλεγε κανείς πως δε θα έβλεπε
ξανά τον Λίο Μαρκάκη, η ανακούφισή της θα ήταν τεράστια.
Τώρα αυτή η προοπτική ακουγόταν σαν βαριά καταδίκη και την πλημμύριζε με τρόμο. Μέσα της
υπήρχε μια βαθιά αγωνία την οποία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Μια αγωνία η οποί
καταλάμβανε ολόκληρη την ύπαρξή της.
Ναι, βρισκόταν σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Γι’ αυτήν όμως ήταν ένας τόπος αδιανόητου,
εξωφρενικού μαρτυρίου.

Ο Λίο βγήκε κουτσαίνοντας στη βεράντα και κοίταξε κακοδιάθετος πέρα στην πισίνα. Η Άννα
κολυμπούσε πάνω κάτω με αξιοθαύμαστη χάρη. Την παρατήρησε για λίγο. Ήταν παράξενο να τη
βλέπει στη διάρκεια της ημέρας. Συνήθως την έβγαζε από το μυαλό του, γιατί έπρεπε ν
κουμαντάρει το καταμαράν ή να κάνει κάποιο επικίνδυνο κόλπο με την ιστιοσανίδα. Μούτρωσε. Το
πρωί είχε στραμπουλίξει τον αστράγαλό του στη διάρκεια μιας παράτολμης φιγούρας που
επιχείρησε να κάνει με τα σκι. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άσχημο διάστρεμμα. Τουλάχιστον όμως δεν
ήταν σπάσιμο ούτε εξάρθρωση. Ο γιατρός μόλις του το είχε επιβεβαιώσει. Μα επιπλέον του
συνέστησε να ξεκουράσει το πόδι του και να απέχει από τα θαλάσσια σπορ για μερικές ημέρες.
Τι θα έκανε λοιπόν τώρα όλη μέρα; Είχε σκόπιμα κρατηθεί μακριά από όλες τις επαγγελματικές του
υποθέσεις, επιτρέποντας στον εαυτό του μόνο λίγα τηλεφωνήματα το πρωί και το βράδυ με
κάποιους στενούς συνεργάτες. Δεν ήθελε να τον απορροφήσει ξανά η δουλειά του.
Παρακολούθησε την Άννα να κολυμπάει πάνω κάτω. Κι εκείνος μπορούσε να κολυμπήσει, αν και
όφειλε να είναι προσεκτικός. Κατέβηκε βλοσυρός, έριξε την πετσέτα και τα γυαλιά του σε μια
σεζλόνγκ και προχώρησε κουτσαίνοντας ως την άκρη της πισίνας. Ύστερα μπήκε στο νερό.
Κολύμπησε σ’ όλο το μήκος της πισίνας, έκανε τη στροφή χρησιμοποιώντας μόνο το ένα πόδι και
συνέχισε να κολυμπάει προς τα πίσω. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, για δέκα, είκοσι, τριάντα,
σαράντα διαδρομές. Ξεσπώντας για κάτι που τον ταλαιπωρούσε.
Όταν τελικά άγγιξε τον τοίχο στο τέλος της τεσσαρακοστής διαδρομής και στάθηκε όρθιος,
τινάζοντας τα μαλλιά του, είδε πως η Άννα κολυμπούσε ακόμα, αγνοώντας τον όπως συνήθως.
Ένας γνώριμος εκνευρισμός τον κέντρισε. Του ήταν δύσκολο να ανεχτεί την αδιαφορία της.
Ωστόσο είχε αρχίσει να τη συνηθίζει, έφτασε μάλιστα στο σημείο να την αγνοεί κι ο ίδιος. Άλλωστε
δεν την είχε φέρει ως εκεί για συζήτηση αλλά για σεξ. Κι αυτό η Άννα δεν του το στερούσε.
Ο Λίο στάθηκε μέσα στο νερό με την πλάτη ακουμπισμένη στο τοίχωμα της πισίνας και τους
αγκώνες στηριγμένους στα εξωτερικά πλακάκια. Ένιωσε τη διάθεσή του να βελτιώνεται. Όχι, η
Άννα Ντιλέιν σίγουρα δεν του στερούσε το σεξ.
Τώρα πια στο κρεβάτι του ήταν μια πειθήνια γάτα.
Χαμογέλασε. Είχε καταφέρει τον αρχικό σκοπό του. Να την κάνει να τον αποζητάει. Δεν
αντιδρούσε πια με αγανάκτηση όποτε την άγγιζε. Δεν είχε παρά να την κοιτάξει στα μάτια για ν
διακρίνει τον πόθο που την έκαιγε...
Η κατάσταση σίγουρα τον ικανοποιούσε πολύ. Και θα ήταν, σκέφτηκε, ένα προσωπικό στοίχημα αν
την έκανε να γουργουρίζει από ευχαρίστηση και έξω από το κρεβάτι του.
Θα την πήγαινε για ψώνια. Το νησί είχε μερικές μπουτίκ με ακριβά επώνυμα ρούχα και οι αγορές
πάντοτε έφτιαχναν το κέφι των γυναικών. Ιδίως όποτε αναλάμβανε τα έξοδα κάποιος άντρας.
Άλλωστε, μια γυναίκα σαν την Άννα Ντιλέιν ήταν συνηθισμένη στο γρήγορο ρυθμό της ζωής, στις
εξεζητημένες πόλεις και στα ατέλειωτα πάρτι. Τώρα τα στερούνταν και τα τρία κι ίσως γι’ αυτό ήταν
συνέχεια μουτρωμένη.
Του ήρθε μια ιδέα. Θα την πήγαινε για ψώνια την ίδια εκείνη μέρα κι από την επόμενη θα άρχιζε να
κυκλοφορεί δημοσίως μαζί της. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στο νησί, χρήσιμοι ντόπιο
επιχειρηματίες, κυβερνητικοί παράγοντες και εύποροι Ευρωπαίοι που διέμεναν στην Καραϊβική.
Άνθρωποι οι οποίοι πάντα τον καλοδέχονταν ως καλεσμένο. Ο Λίο θα έκανε μερικά τηλεφωνήματα,
θα ενημέρωνε τον κόσμο για την εκεί παρουσία του.
Θα τους επιδείκνυε την Άννα...
Η σκέψη του τον σάστισε.
Ζάρωσε το μέτωπο. Θα επιδείκνυε την Άννα Ντιλέιν στους φίλους του; Θα επιδείκνυε μια κλέφτρα;
Μια γυναίκα που είχε εξαγοράσει την ελευθερία της με το να γίνει ερωμένη του;
Όχι, δεν έπρεπε να καμαρώνει γι’ αυτήν. Έπρεπε να την κρατάει κρυμμένη από τα μάτια του
κόσμου. Προορισμένη μόνο για τη δική του ευχαρίστηση.
Σαν να ντρεπόταν για κείνη...
Ή για τον εαυτό του...
Ο Λίο ένιωσε άβολα. Απόδιωξε αυτή την αίσθηση. Δεν του άρεσε να νιώθει άβολα με τον εαυτό
του. Ξεφυσώντας εκνευρισμένος βγήκε από την πισίνα. Ο πονεμένος αστράγαλός του τον
ενημέρωνε πως ίσως είχε κολυμπήσει πιο ζωηρά απ’ όσο θα έπρεπε, γι’ αυτό μια μέρα χαλάρωσης
σίγουρα ήταν η καλύτερη ιδέα. Προχώρησε κουτσαίνοντας μέχρι την άλλη άκρη της πισίνας
θέλοντας να της μιλήσει, εκείνη όμως δεν έδειχνε να έχει αντιληφθεί ακόμα την παρουσία του. Έτσ
όταν άπλωσε το χέρι της για να κρατηθεί από τον τοίχο της πισίνας, ο Λίο της το άρπαξε.
Η Άννα σταμάτησε απότομα. «Δεν τελείωσα ακόμα τις διαδρομές μου», είπε παγερά.
«Έκανες αρκετές», είπε ο Λίο. «Τώρα βγες από το νερό».
Το χέρι του κράτησε και τον άλλο βραχίονά της. Έτσι ακινητοποιημένη η Άννα τον αγριοκοίταξε,
ύστερα τον άφησε να την τραβήξει έξω από την πισίνα με μια δυνατή, σβέλτη κίνηση. Στάθηκε
όρθια στάζοντας νερό. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε μια αλογοουρά.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε το ίδιο ψυχρά.
«Σκουπίσου και άλλαξε», την πρόσταξε ο Λίο και προχώρησε κουτσαίνοντας μέχρι εκεί που
κρεμόταν η πετσέτα της. Τη χρησιμοποίησε κι ο ίδιος. «Θα βγούμε».
«Τι πράγμα;»
Ο Λίο την κοίταξε σκουπίζοντας το στήθος του με την πετσέτα της. «Είπα, θα βγούμε».
«Δε θέλω να βγω», του αντιγύρισε στη στιγμή.
Η στάση της τον ενόχλησε, όπως συνέβαινε πάντα. «Μα θέλω εγώ», της είπε. «Και θέλω να έρθεις
μαζί μου».
Εκείνη συνέχισε απλώς να τον κοιτάζει. «Για ποιο λόγο;»
«Κάνε μου το χατίρι», είπε κοροϊδευτικά ο Λίο.
Τα μάγουλά της έγιναν κόκκινα από το θυμό και το πρόσωπό της σφίχτηκε. «Νόμιζα πως ήμουν
υποχρεωμένη να σου κάνω τα χατίρια μόνο στο κρεβάτι!»
Πόσο τον δυσκόλευε η συμπεριφορά της! Κι αυτή τη στιγμή ο Λίο δεν είχε καμιά διάθεση να την
ανεχτεί.
«Θεέ μου... Απλώς θέλω να βγω σήμερα. Πόσο κακό είναι αυτό; Χαλάρωσε λίγο, Άννα, μπορεί
ακόμα και να το απολαύσεις. Στο κάτω κάτω... ό,τι άλλο κάνω μαζί σου το απολαμβάνεις, έτσι δεν
είναι;» της είπε ειρωνικά.
Αυτή τη φορά έγινε κατακόκκινη. Για μια στιγμή ο Λίο παρερμήνευσε το κοκκίνισμά της ως
ντροπή. Ύστερα κατάλαβε πως ήταν μονάχα η οργή της. Σε κάθε περίπτωση εκείνος ήθελε να βγει
μαζί της και όταν ήθελε κάτι το αποκτούσε. Πάντοτε.
Έφυγε κουτσαίνοντας και η Άννα τον κοίταζε μουτρωμένη. Έβραζε από το θυμό. Δεν ήθελε να
πάει πουθενά με τον Λίο Μαρκάκη. Και γιατί εκείνος βρισκόταν εκεί πρωί πρωί; Γιατί δεν έκανε
ιστιοπλοΐα ή κάτι άλλο; Τον παρακολούθησε να διασχίζει τη βεράντα. Κούτσαινε ή μήπως ήταν η
ιδέα της; Όχι, σίγουρα κούτσαινε. Και πολύ έντονα μάλιστα.
Κάτι άλλαξε αστραπιαία μέσα της. Για μια παράλογη στιγμή ένιωσε την επιθυμία να τρέξει κοντά
του και να του εκφράσει το ενδιαφέρον της. Να τον ρωτήσει τι είχε πάθει το πόδι του. Έπνιξε
γρήγορα αυτή την επιθυμία. Δε θα την ένοιαζε ακόμα κι αν τον πατούσε τρένο...
Ψεύτρα...
Έκλεισε τα μάτια της και πάσχισε να διώξει τις προδοτικές σκέψεις της. Δε θα μπορούσε ν
αντιμετωπίσει μια ημερήσια έξοδο μαζί του.
Ήδη ξόδευε όλη τη δύναμή της προσπαθώντας να τον αντιμετωπίσει τις νύχτες, αυτόν και την
προδοτική αντίδραση του κορμιού της. Τα κατάφερνε μόνο επειδή είχε όλη την ημέρα δική της για
να τον βγάζει από το μυαλό της και να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της.
Τώρα της ζητούσε να περάσει ολόκληρη μέρα μαζί του.
Άνοιξε τα μάτια της ξανά. Ο Λίο είχε εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι.
Με μια πνευματική εξάντληση που της στερούσε κάθε ενέργεια, η Άννα τον ακολούθησε στο σπίτι.

Η Άννα κοίταζε ολόγυρα. Όχι μόνο γιατί έτσι ήταν ευκολότερο να αγνοεί τον άντρα που οδηγούσε
το ψηλό τζιπ στον ανώμαλο δρόμο, αλλά και επειδή την ενδιέφερε να δει κι άλλα μέρη από το νησί
εκτός από τη βίλα του Μαρκάκη, όσο εξαίσια κι αν ήταν αυτή.
Το τοπίο ήταν κατάφυτο. Μικρά χωριά ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί μέσα στην πλούσια βλάστηση. Οι
βεράντες των χαρακτηριστικών ξύλινων σπιτιών ήταν καλυμμένες από κατακόκκινες μπουκαμβίλιες,
ενώ ολόγυρα τα περιέβαλλαν μπανανιές. Κάθε τόσο στην άκρη του δρόμου υπήρχαν πλανόδιοι
πωλητές που πουλούσαν φρέσκα φρούτα, τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους τουρίστες που
σταματούσαν τα νοικιασμένα αυτοκίνητά τους για να γευτούν φρέσκους ανανάδες και καρύδες.
Δεν τον είχε ρωτήσει πού πήγαιναν. Τι νόημα θα είχε; Σύντομα θα το ανακάλυπτε. Τελικά όμως η
Άννα εξεπλάγη. Έφτασαν στην πρωτεύουσα του νησιού κι αφού ο Λίο πέρασε μέσα από το
λαβύρινθο των στενοσόκακων τελικά κατέληξαν στο λιμάνι. Εκεί πάρκαρε το αυτοκίνητο και της
έκανε νόημα.
«Ώρα για ψώνια», ανήγγειλε.
Περίμενε να δει το πρόσωπό της να φωτίζεται, εκείνη όμως παρέμεινε το ίδιο απαθής όπως πάντα.
Σφίγγοντας τα χείλη του, ο Λίο βγήκε από το αμάξι και την περίμενε να κατέβει.
Αμέσως τη χτύπησε η ζέστη και ένιωσε πόσο ακατάλληλα ήταν τα στενά της ρούχα για τέτοιο
κλίμα. Τουλάχιστον της είχε πει ότι θα πήγαιναν για ψώνια. Κάτι ήταν κι αυτό.
Έτσι τον ακολούθησε με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ όσο έδειχνε ποτέ έξω από την
κρεβατοκάμαρα. Μπήκαν στην πιο κομψή μπουτίκ αφορολόγητων επώνυμων ρούχων. Η Άννα
διάλεξε γρήγορα και μεθοδικά μερικά ρούχα και τα πήγε στο ταμείο.
Ο Λίο βρισκόταν ήδη εκεί πριν από κείνη. «Επιτέλους, πήρες κάτι κατάλληλο για την παραλία», της
είπε δηκτικά, δείχνοντας τα ζωηρόχρωμα ρούχα που κρατούσε στην αγκαλιά της.
Η Άννα τον κοίταξε σφιγμένη. «Βλέπεις», του απάντησε με τον ίδιο σαρκασμό, «δε σχεδίαζα ένα
ταξίδι στην Καραϊβική όταν έφτιαξα βαλίτσες για την Αυστρία. Ήταν φυσικό να μην έχω τίποτα
κατάλληλο για την παραλία!»
Ο Λίο συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι φορούσες αυτά τα ηλίθια σύνολα επειδή δεν είχες άλλα;
Θεέ και Κύριε, γιατί δε μου το είπες; Θα μπορούσα να σε πάω για ψώνια από την πρώτη μέρα!» Της
μιλούσε σαν να ήταν ανόητη.
Όμως η Άννα δε μίλησε. Χαμογέλασε απλώς στην πωλήτρια και την άφησε να πακετάρει τα ρούχα.
«Δε θέλεις να τα δοκιμάσεις;» ρώτησε απορημένος ο Λίο.
«Μπορώ να καταλάβω με το μάτι αν μου κάνουν κι αν μου πηγαίνουν. Είναι ένα προσόν που το
αποκτάει κανείς στη δουλειά μου».
«Δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι σαρκαστική. Όταν βγάζω τις γυναίκες για ψώνια, συνήθως περνούν
ώρες δοκιμάζοντας ό,τι βλέπουν. Είναι στ’ αλήθεια βαρετό. Η δική σου στάση είναι ανακουφιστική,
πίστεψέ με». Έβαλε το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού για να πάρει το πορτοφόλι του. Μα η
Άννα έδινε ήδη την πιστωτική κάρτα της στην πωλήτρια.
«Άννα», της είπε αυταρχικά. «Επίτρεψέ μου, αν έχεις την καλοσύνη».
«Δεν την έχω», απάντησε εκείνη κοφτά και έγνεψε καταφατικά στην πωλήτρια να πάρει την κάρτ
της.
Ο Λίο αναστέναξε βαριά. «Προσπαθείς να αποδείξεις κάτι, Άννα;»
«Όχι. Απλώς προσπαθώ να αγοράσω η ίδια τα ρούχα μου».
Ο Λίο έκλεισε απότομα το πορτοφόλι του και το έβαλε πίσω στην τσέπη του. Ας αγόραζε λοιπόν τ
ρούχα της αφού το ήθελε. Την είδε να υπογράφει για τις αγορές της κι ύστερα να διστάζει για μια
στιγμή.
«Θα ήθελα να αλλάξω», είπε στην πωλήτρια και εξαφανίστηκε μαζί με τις τσάντες της.
Επέστρεψε δυο λεπτά αργότερα ντυμένη μ’ ένα καλοκαιρινό εμπριμέ φόρεμα με ζωηρά μπλε και
πορτοκαλί σχέδια, το οποίο έπεφτε απαλά ως τις γάμπες της.
Ο Λίο την κοίταξε εντυπωσιασμένος. Ήταν στ’ αλήθεια το πιο εκθαμβωτικό θηλυκό που είχε δει
στη ζωή του. Και μάλιστα δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να το καταφέρει. Τα μαλλιά της ήταν
μαζεμένα σε αλογοουρά, το πρόσωπό της καθαρό από μακιγιάζ και δε φορούσε κανένα απολύτως
κόσμημα.
Κι όμως, μ’ εκείνο το απλό φόρεμα φαινόταν συγκλονιστική.
Κάτι τον συγκίνησε. Και ήταν παράξενο γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό το συναίσθημα.
ξερε μόνο πως ήταν ανάρμοστο.
«Πάμε», της είπε κοφτά και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Η Άννα τον ακολούθησε, νιώθοντας ανακούφιση που επιτέλους φορούσε κάτι κατάλληλο με το
κλίμα και το περιβάλλον.
«Υπάρχει κι άλλο ένα κατάστημα επώνυμων ρούχων εκεί πέρα». Ο Λίο της έδειξε το μαγαζί κα
κατευθύνθηκε προς τα κει.
«Έχω όλα όσα χρειάζομαι», του αντιγύρισε.
Ο Λίο ξεφύσηξε κοροϊδευτικά. «Καμιά γυναίκα δεν έχει όλα όσα χρειάζεται! Κι αυτή τη φορά...
πληρώνω εγώ. Παρακαλώ μην κάνεις άλλη σκηνή».
Η Άννα έσφιξε τα χείλη της. «Πραγματικά δε θέλω άλλα ρούχα», επέμεινε.
«Τότε τι θέλεις;» Ο Λίο γύρισε και κοίταξε ένα κοσμηματοπωλείο. Και τότε συνειδητοποίησε πως
ήταν έτοιμος να της αγοράσει κοσμήματα, σαν να ήταν μια φυσιολογική ερωμένη.
Τα μάτια της Άννας ακολούθησαν το βλέμμα του. «Όχι, ευχαριστώ», του είπε μ’ ένα γλυκό
χαμόγελο. «Προτιμώ να τα κλέβω η ίδια».
Ο Λίο γύρισε απότομα προς το μέρος της και την αγριοκοίταξε. Για μια στιγμή τού ήρθε η
παράλογη επιθυμία να βάλει τα γέλια. Αυτή η κοπέλα ήταν στ’ αλήθεια εξωφρενική!
Απέστρεψε το βλέμμα του και της έδειξε ένα τουριστικό κατάστημα που πωλούσε αντικείμεν
τέχνης και ενθύμια.
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε χρειάζομαι ενθύμια για να θυμάμαι αυτό το μέρος»,
είπε περιφρονητικά.
Τα μάτια του Λίο καρφώθηκαν και πάλι επάνω της. Αυτή τη φορά δεν του ήρθε να γελάσει αλλά να
τη στραγγαλίσει. «Πάντως σε διαβεβαιώνω ότι η ανάμνηση μιας αυστριακής φυλακής θα ήταν
εντελώς διαφορετική!» της ανταπάντησε σφιγμένος και την έπιασε από το μπράτσο. «Χρειάζομαι
λίγο καφέ», δήλωσε.
Η Άννα προσπάθησε να αποτραβηχτεί, αλλά εκείνος δεν την άφησε.
«Άφησέ με!» ξέσπασε.
Μα ο Λίο απλώς την έσφιξε περισσότερο και την κοίταξε έντονα. «Αυτό δε μου το λες στο
κρεβάτι, Άννα. Εκεί θέλεις να σε αγγίζω».
Η φωνή του ήταν απαλή και το βλέμμα του την έκανε να λιώνει...
Άλλη μια φορά είδε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά. Τι έβλεπε στα μάτια της, ντροπαλοσύνη;
Δεν ήταν δυνατό μια αδιάντροπη, αμετανόητη κλέφτρα η οποία εργαζόταν στον κόσμο της μόδας να
νιώθει ντροπή για το σεξ.
Και τότε είδε το πιγούνι της να ανασηκώνεται, τα χείλη της να γίνονται μια ίσια γραμμή σαν να
προσπαθούσε να καταπιέσει κάτι μέσα της και το κορμί της να σφίγγεται.
«Νόμιζα πως είπες ότι θέλεις καφέ», του θύμισε κοφτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η Άννα καθόταν στο μικρό καφέ δίπλα στο λιμάνι και κοίταζε τα αγκυροβολημένα σκάφη. Αυτή δεν
ήταν μια μαρίνα με πολυτελείς θαλαμηγούς. Τα περισσότερα σκάφη ήταν επαγγελματικά: φεριμπότ
που πηγαινοέρχονταν σε άλλα νησιά, φορτηγά ή ψαροκάικα.
Απέναντί της καθόταν ο Λίο και την αγριοκοίταζε.
Η Άννα τον αγνοούσε όπως συνήθως. Απέφευγε το βλέμμα του και έπινε τον καφέ της
ανέκφραστη. Ο Λίο ένιωσε και πάλι αγανάκτηση. Ήταν πανέμορφη μ’ αυτό το καλοκαιρινό φόρεμα
που είχε επιμείνει να αγοράσει μόνη της. Η επιμονή της τον εξόργιζε, μα περισσότερο τον ενοχλούσε
η δική του αντίδραση. Για ποιο λόγο εκείνη είχε αρνηθεί να της πληρώσει αυτά τα φτηνοπράματα;
Μήπως ήθελε να του αποδείξει κάτι;
Και ποιο δικαίωμα είχε η Άννα Ντιλέιν να του φέρεται έτσι; Κανένα δικαίωμα. Ήταν υπόλογη
απέναντί του για την πράξη της κι όμως η συμπεριφορά της ήταν επιθετική. Προσπαθούσε να τον
κάνει να νιώσει άσχημα κι ας μην ήταν εκείνος που είχε διαπράξει μια κλοπή. Έσφιξε τα δόντια του.
Πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτή να φερθεί καλά; Να γίνει ευχάριστη, ευγενική, πρόθυμη, να κερδίσει
την αναστολή που ο Λίο της είχε προσφέρει;
Προφανώς της ήταν αδύνατον. Καθόταν λοιπόν εκεί και εξακολουθούσε να τον αγνοεί, με ένα
ύφος σαν να οσμιζόταν μια δυσάρεστη οσμή.
Με την άκρη του ματιού της η Άννα έβλεπε τον Λίο να την αγριοκοιτάζει ακόμα. Αρνιόταν να
συναντήσει το βλέμμα του. Το ένστικτό της την εμπόδιζε να το κάνει.
Κι όμως κάτι τη μαγνήτιζε, την έβαζε στον πειρασμό να στρέψει μια σταλιά το κεφάλι της και ν
ξεκλέψει μια ματιά. Να τον δει να κάθεται με άνεση στην πολυθρόνα του με τα μακριά πόδι
τεντωμένα μπροστά, το λεπτό, σφιχτοδεμένο κορμί του εκτεθειμένο στον ήλιο και τα σκούρα μάτι
του να την αντικρίζουν με φιληδονία...
Όχι! Πείσμωνε και αρνιόταν να τον κοιτάξει.
Ήταν πολύ σημαντικό να μην υποκύψει.
Έπιασε το φλιτζάνι του καφέ της, ήπιε και την τελευταία γουλιά κι ύστερα το άφησε στο τραπέζι.
Τότε, χωρίς να μπορέσει να το εμποδίσει άλλο, το βλέμμα της διασταυρώθηκε ξαφνικά με το δικό
του.
Και έμεινε να τον κοιτάζει με λαχτάρα.

Ο Λίο είδε με μεγάλη ικανοποίηση τα μάτια της να γυρίζουν επάνω του και να καρφώνονται στα
δικά του. Με απόλυτο αυτοέλεγχο πήρε το φλιτζάνι του καφέ του και παρέμεινε απαθής. Χαλάρωσε
στο κάθισμά του, τέντωσε τα πόδια του και τους μυς των ώμων του. Είδε στην έκφρασή της ν
καταγράφει τις κινήσεις του κι αυτό του έφτιαξε το κέφι.
Απόλαυσε για μια στιγμή ακόμα τη συγκαλυμμένη περιέργειά της. «Πού θα ήθελες να πάμε τώρα,
Άννα;»
Η αδιαφορία επέστρεψε στο πρόσωπό της. «Δεν έχω γνώμη πάνω στο θέμα», του απάντησε κα
καμώθηκε πως έπινε μια ακόμα γουλιά καφέ.
«Τότε θα διαλέξω εγώ, εντάξει;» είπε ο Λίο με υπερβολική ευγένεια.
«Παρακαλώ». Του χάρισε και πάλι το δηλητηριώδες χαμόγελό της.
Για μια αλλόκοτη στιγμή τού ήρθε να βάλει τα γέλια. Αυτή η γυναίκα ήταν απαράδεκτη,
εξοργιστική κι όμως... υπήρχε κάτι στην Άννα Ντιλέιν που εκείνος το έβρισκε ακαταμάχητο...
Ο Λίο σηκώθηκε όρθιος κι έριξε μερικά ντόπια δολάρια πάνω στο τραπέζι. Είδε με δυσπιστία την
Άννα να ανοίγει την τσάντα της και να διστάζει.
«Δεν έχω καθόλου τοπικό νόμισμα», τον πληροφόρησε. Κοίταξε τριγύρω της και είδε μια τράπεζα
στην απέναντι γωνία. Χωρίς να χάσει στιγμή διέσχισε το δρόμο και μπήκε στο κτίριο. Ξαναβγήκε
λίγα λεπτά αργότερα και, επιστρέφοντας στο τραπέζι τους, έβαλε μερικά κέρματα δίπλα στα δικά
του χαρτονομίσματα.
«Πάρε τα πίσω, Άννα», είπε άγρια ο Λίο.
Η καλή του διάθεση είχε εξαφανιστεί και πάλι. Τώρα ήθελε και πάλι να τη στραγγαλίσει.
Η Άννα τον κοίταξε με θάρρος. «Πληρώνω τον καφέ μου», είπε.
Μερικές ελληνικές βρισιές ξέφυγαν από τα σφιγμένα χείλη του. «Τι είδους αστείο είναι αυτό;» Ο
Λίο την άρπαξε από τον καρπό και τη σταμάτησε. «Έκλεψες από μένα ένα μπρασελέ, το οποίο με
τους συντηρητικότερους υπολογισμούς αξίζει ογδόντα χιλιάδες ευρώ. Πώς τολμάς να μου κάνεις
την ενάρετη, πληρώνοντας τον καταραμένο καφέ και τα ρούχα σου! Νομίζεις πως θα ξεχάσω την
πράξη σου και θα εντυπωσιαστώ;»
Η Άννα πέτρωσε. Τα μάτια της πετούσαν πράσινες σπίθες. «Πρέπει να καταλάβεις πολύ καλά ένα
πράγμα, Λίο Μαρκάκη», του σφύριξε. «Δε θα έμπαινα στον κόπο να σε εντυπωσιάσω ακόμα κι αν
ζούσα την τελευταία μου μέρα πάνω στη Γη. Έχε όποια γνώμη θέλεις για μένα... Δε δίνω δεκάρα!»
Ξέφυγε από τη λαβή του και απομακρύνθηκε.
Ο Λίο την κοίταξε για μια στιγμή βράζοντας από θυμό κι ύστερα έσπευσε να την ακολουθήσει.
Αντί να τον εκλιπαρεί για επιείκεια, τον προκαλούσε! Θα έπρεπε να χρησιμοποιεί όλα τα θέλγητρά
της για να τον σαγηνεύσει, για να καλμάρει την οργή του. Θα έπρεπε να τον ικετέψει για μι
ελαφρύτερη ποινή. Θα έπρεπε να θέλει την έγκρισή του, την προσοχή του.
Έτσι όπως έκαναν άλλες γυναίκες.
Οι άλλες γυναίκες χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να τον γοητεύσουν, για να κερδίσουν το
ενδιαφέρον του. Για να τον ικανοποιήσουν. Η Άννα Ντιλέιν όμως, η οποία είχε κλέψει τα ρουμπίνια
του χωρίς να δείξει την παραμικρή μεταμέλεια γι’ αυτό και η οποία είχε αμέτρητους άλλους λόγους
για να τον ευχαριστήσει, ήταν τόσο πρόθυμη να το κάνει όσο και ένα πιράνχας ήταν χορτοφάγο!
Μα ήταν διαφορετική στο κρεβάτι. Εκεί δεχόταν πρόθυμα όσα εκείνος της έδινε...
Ακόμα κι εκεί όμως ουδέποτε έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Άφηνε εκείνον να ορίζει τους κανόνες
του παιχνιδιού και έκανε όλα όσα της ζητούσε με περισσή ικανότητα.
Ποτέ δεν ήταν αυθόρμητη στη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Ποτέ δεν τον ικανοποιούσε επειδή το
ήθελε η ίδια. Για να γίνει αρεστή σ’ αυτόν ή να κερδίσει την επιείκειά του.
Έτσι όπως έκαναν οι άλλες γυναίκες.
Σκέφτηκε την Ντέλια Ντελατόρε, την τελευταία ερωμένη του, καθώς και την προκάτοχό της, τη
Γαλλίδα κόμισσα. Σκέφτηκε και τις άλλες γυναίκες οι οποίες είχαν παρελάσει από το κρεβάτι του.
Μόνο μία αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του.
Αυτή η ανάμνηση έκαιγε τον εγκέφαλό του σαν οξύ.
Η Άννα Ντιλέιν, την οποία είχε κοιτάξει με πόθο και στης οποίας την κρεβατοκάμαρα είχε πάει
περιμένοντας να τον υποδεχτεί όπως θα έκανε κάθε άλλη γυναίκα, τον είχε απορρίψει.
Σχεδόν τον είχε πετάξει έξω με τις κλοτσιές. Η οργή και η πικρία πάλλονταν μέσα του. Και τότε
σκέφτηκε κάτι άλλο.
Ναι, μα σχεδίαζε εξαρχής να κλέψει τα ρουμπίνια...
Όμως αυτό δεν έπρεπε να την κάνει ακόμα πιο πρόθυμη ερωμένη, αν μη τι άλλο για να τον
παραπλανήσει; Θα ήταν απίθανο να την υποψιαστεί αν εκείνη τον είχε ικανοποιήσει στο κρεβάτι.
Άλλωστε ως ερωμένη του θα μπορούσε να στοχεύσει σε περισσότερα. Το μπρασελέ μπορεί να
κόστιζε ογδόντα χιλιάδες ευρώ, αυτή η τιμή όμως ίσχυε στην ανοιχτή αγορά. Η Άννα Ντιλέιν θα
έπρεπε να το δώσει σε κλεπταποδόχο και σίγουρα η τιμή που θα έπιανε θα ήταν πολύ χαμηλότερη.
Γιατί να ρισκάρει τόσο πολλά για ένα βραχιόλι όταν θα μπορούσε, ύστερα από μια σύντομη
ερωτική σχέση μαζί του, να φύγει με δώρα πολύ ακριβότερα;
Γιατί λοιπόν τον έδιωξε από το δωμάτιό της μ’ αυτό τον τρόπο;
Ο Λίο δεν μπορούσε να βγάλει άκρη.
Πήγε κοντά της. Η Άννα καθόταν και τον περίμενε δίπλα στο αμάξι. Φαινόταν σαν γάτα με
ανασηκωμένο τρίχωμα. Σχεδόν έβλεπε την ουρά της να κουνιέται με βία.
Ξεκλείδωσε την πόρτα κι εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητο, μαζεύοντας τη φούστα της με χάρη. Έδεσε
τη ζώνη της κι έμεινε να κοιτάζει αμίλητη έξω από το παράθυρο.
Ο Λίο αναρωτήθηκε αν τα δόντια της έτριζαν. Δε θα τον εξέπληττε. Και ο ίδιος τα είχε σφιγμένα.
Μια απρόσμενη σκέψη ήρθε στο μυαλό του. Γιατί τσακωνόμαστε συνέχεια;
Του κατέβηκε ξαφνικά και βιάστηκε να τη διορθώσει. Γιατί με κοντράρει συνέχεια; Μα δεν είχε
αποτέλεσμα. Η αρχική εκδοχή απασχολούσε το μυαλό του καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητο έξω από
την πόλη.
Δεν υπάρχειεμείς. Δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο πράγμα... Πάτησε γκάζι. Ίσως ένα αξιοπρεπές
γεύμα τον έκανε να νιώσει πολύ καλύτερα.

Η Άννα κοίταξε γύρω της. Ο Λίο είχε οδηγήσει το τζιπ επί σαράντα πέντε λεπτά διασχίζοντας το
εσωτερικό του νησιού κι εκείνη είχε περάσει όλη την ώρα χαζεύοντας το τοπίο. Τώρα βρίσκονταν σ’
ένα στενό στριφογυριστό δρόμο, κόβοντας κάθε τόσο ταχύτητα γιατί υπήρχαν κατσίκες που
έβοσκαν στην άκρη του δρόμου. Ύστερα από μία τελική στροφή είδαν στα αριστερά τους να
ανοίγεται μια πέτρινη πύλη. Ο Λίο πέρασε μέσα και οδήγησε το αυτοκίνητο σε μια πλακόστρωτη
περιοχή όπου βρίσκονταν κι άλλα αυτοκίνητα. Πάρκαρε σ’ ένα χώρο στάθμευσης και έσβησε τη
μηχανή.
«Πού βρισκόμαστε;» Η Άννα κοίταξε γύρω της καθώς του έκανε την ερώτησή της.
Απίστευτο, σκέφτηκε με ειρωνεία ο Λίο. Του είχε κάνει μια ερώτηση. Κι εκείνος φυσικά είχε την
ευγένεια να απαντήσει. «Είναι ένα παλιό αποικιακό σπίτι το οποίο έχει μετατραπεί σε εστιατόριο».
Τεντώθηκε προς την πόρτα του συνοδηγού για να της ανοίξει, αγνοώντας τον τρόπο που εκείνη
μαζεύτηκε σαν να ήθελε να τον αποφύγει.
«Πάμε;» τη ρώτησε με ακόμα περισσότερη ευγένεια και τράβηξε το χέρι του.
Η Άννα ξεκούμπωσε τη ζώνη ασφαλείας, ανασαίνοντας ξανά. Κατέβηκε από το τζιπ κι ένιωσε τη
μεσημεριάτικη ζέστη της Καραϊβικής να τη χτυπάει κατακούτελα. Τέντωσε τους ώμους της και
κοίταξε γύρω της.
«Από δω», είπε δίπλα της ο Λίο.
Περπάτησε μαζί του βάζοντας τα δυνατά της για να τον αγνοήσει, νιώθοντας ωστόσο έντονη την
παρουσία του. Έτσι κι αλλιώς όμως αυτό πάντοτε συνέβαινε, σκέφτηκε βαριεστημένα.
Γιατί να μην είμαι απρόσβλητη από αυτόν; Γιατί να με επηρεάζει τόσο; αναρωτήθηκε.
Αναστέναξε. Δε βοηθούσε τον εαυτό της με τόσο άσκοπες ερωτήσεις. Ο Λίο Μαρκάκης είχε επάνω
της μια επίδραση την οποία εκείνη δεν μπορούσε να αγνοήσει. Όσο απεγνωσμένα κι αν το ήθελε.
Πόσο καιρό θα το άντεχε ακόμα; Πόσο θα κρατούσε αυτό το μαρτύριο, να τον θέλει κα
ταυτόχρονα να τον μισεί και να μισεί μαζί και τον εαυτό της...
Τα ερωτήματα της προκαλούσαν πονοκέφαλο. Ακολουθούσε μουδιασμένα το πλακόστρωτο
μονοπάτι που ανηφόριζε μέσα από τροπικούς κήπους. Η ζέστη ήταν αφόρητη προκαλώντας της
έντονη κούραση. Κοντοστάθηκε κι αναστέναξε πάλι.
«Είσαι καλά;»
Η Άννα γύρισε έκπληκτη το κεφάλι της. «Τι πράγμα;»
Τα μάτια του Λίο άστραψαν στιγμιαία. «Αισθάνεσαι καλά;» επανέλαβε.
«Μια χαρά», του απάντησε κοφτά και συνέχισε το δρόμο της.
Ένα χέρι τη συγκράτησε αγκαλιάζοντας το γυμνό αγκώνα της. Η Άννα ήθελε να αποτραβηχτεί,
αλλά κάτι σ’ εκείνο το άγγιγμα την καθήλωνε. «Τι συμβαίνει;» απαίτησε να μάθει κι αυτή τη φορά
αντιστάθηκε στον πειρασμό να τον κοιτάξει.
«Άννα... άκουσέ με».
Η φωνή του είχε έναν παράξενο τόνο κι εκείνη αναγκάστηκε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Το
πρόσωπό του ήταν σοβαρό και είχε μια αλλόκοτη έκφραση. Για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτάζει
απορημένη.
«Σταμάτα... να... με πολεμάς». Τα λόγια του ακούστηκαν πολύ σοβαρά, το βλέμμα του φαινόταν
ακόμη πιο σοβαρό.
Η Άννα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και δυσκολεύτηκε να μιλήσει, αλλά το προσπάθησε.
Ανασήκωσε το πιγούνι της κι έσφιξε τα δόντια της. «Πες μου κάτι», τον ρώτησε. «Γιατί σε νοιάζει
τόσο πολύ αν σε πολεμώ ή όχι; Γιατί δεν ενδιαφέρεσαι μονάχα να πάρεις αυτό που θέλεις από μένα
στο κρεβάτι;» Υπήρχε πρόκληση στη φωνή της. Μια αψηφισιά γεμάτη πίκρα.
Για μια απειροελάχιστη στιγμή τα μάτια του Λίο σκοτείνιασαν. «Επειδή είμαι κουρασμένος, Άννα.
Κουράστηκα, βαρέθηκα, ο αστράγαλός μου με ενοχλεί πολύ και πεινάω. Κι εσύ μου δημιουργείς
όλο προβλήματα, ενώ... το μόνο που θέλω είναι να περάσουμε μια ήρεμη μέρα. Έτσι, για αλλαγή.
Εντάξει; Τόσο φοβερό είναι; Δεν μπορούμε για μια φορά να γευματίσουμε σαν δυο πολιτισμένοι
άνθρωποι, χωρίς να μου φέρεσαι με τόση ψυχρότητα;»
Τα μάτια της έγιναν δυο σχισμές. «Και γιατί θα έπρεπε να το κάνω; Αυτό πες μου. Τις νύχτες
κάνεις ό,τι θέλεις. Την υπόλοιπη μέρα παράτα με ήσυχη!»
Είδε το πρόσωπό του να σφίγγεται κι ύστερα να χαλαρώνει ξανά. «Θα κάνω μια συμφωνία μαζί
σου», της είπε. «Μία και μοναδική συμφωνία. Επειδή με πονάει ο αστράγαλος... Απόψε τη νύχτ
είσαι ελεύθερη. Αρκεί να... παρατήσεις για σήμερα αυτή τη στάση».
Η Άννα τον κοίταξε. Σοβαρολογούσε; Ή μήπως την κορόιδευε ξανά; «Το εννοείς;»
«Ω, ναι. Αν φερθείς σήμερα σαν μια φυσιολογική γυναίκα, απόψε μπορείς να κοιμηθείς στο
κρεβάτι σου. Αν βέβαια... το θέλεις», της είπε και την κοίταξε κοροϊδευτικά.
Τα πράσινα μάτια της άστραψαν. «Ω, αν το θέλω λέει!»
Της φάνηκε πως τον είδε να θυμώνει, δεν ήταν όμως σίγουρη. «Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι;» τη
ρώτησε.
Για μια στιγμή ακόμα συνέχισε να τον αγριοκοιτάζει. Ύστερα έγνεψε κοφτά καταφατικά. Άλλωστε
δεν είχε και πολλές επιλογές. Ο Λίο Μαρκάκης χρησιμοποιούσε το σεξ σαν εκβιαστικό μέσο... Θ
ήταν ανόητη αν δεν άρπαζε την ευκαιρία να απαλλαγεί απ’ αυτόν έστω και μία νύχτα. Ή μήπως όχι;
Φυσικά και θα ήσουν ανόητη! Άρπαξε την ευκαιρία και με τα δύο χέρια! Επειδή αν δεν το κάνεις,
τότε εκείνος θα καταλά βει... Και η ταπείνωσή σου θα είναι ολοκληρωτική. Η ήττ α σου απόλυτη...
Η σκέψη ήταν αβάσταχτη. Μόνο ένα πράγμα θα ήταν χειρότερο από την αδυναμία της ν
αντισταθεί στον Λίο Μαρκάκη. Κι αυτό θα ήταν να μάθει κι ο ίδιος πως δεν μπορούσε να του
αντισταθεί. Ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τα πάντα για να το αποτρέψει. Ακόμα κι έν
πολιτισμένο γεύμα μαζί του.
Ο Λίο άφησε τον αγκώνα της. «Ωραία», της είπε μονάχα.
Ύστερα συνέχισε το δρόμο του αφήνοντάς τη να τον ακολουθεί.

Τα τραπέζια όπου γευμάτιζε ο κόσμος βρίσκονταν κάτω από μια τεράστια τέντα, σε μια βεράντα με
εκθαμβωτική θέα του κόλπου. Η δροσερή αύρα που έπνεε απαλά έκανε τη ζέστη υποφερτή.
Η Άννα κάθισε στην καρέκλα της και κοίταξε το πανοραμικό τοπίο. Ήταν τόσο όμορφο που της
προκάλεσε ένα βαθύ πόνο. Τόσο ειδυλλιακό, τόσο μαγικό! Γιατί να μη βρίσκομαι εδώ με κάποιον
άλλο; Γιατί πρέπει να βρίσκομαι με τον Λίο Μαρκάκη; αναρωτήθηκε.
Την ίδια στιγμή όμως που έκανε αυτές τις σκέψεις ήξερε πως δεν ήταν ειλικρινής. Ο πόνος έγινε
πιο έντονος.Δε φταίει η παρουσία του... Φταίει ο λόγος που με έφερε εδώ! Γι’ αυτό αισθάνομαι τόσο
άσχημα...
Το βλέμμα της ταξίδεψε πέρα στο καταπράσινο τοπίο, στη λαμπερή μπλε θάλασσα. Ένιωσε μια
αβάσταχτη νοσταλγία να την κυριεύει...
Ω, Θεέ μου, αν δε με θεωρούσε κλέφτρα! Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα...
Τότε όμως μια φωνή μέσα της είπε αντιδραστικά: Πόσο διαφορετικά θα ήταν; Μήπως θα ήσουν η
αιτρέσα του; Το ερωτικό του παιχνίδι μέχρι να σε βαρεθεί; Μέχρι να σε παρατήσει για το επόμενο
θηλυκό που θα τραβήξει την προσοχή του ;
Ναι, αυτό θα ήταν για τον Λίο Μαρκάκη στην καλύτερη των περιπτώσεων. Γιατί ήταν ένας άντρας
που έβλεπε τις γυναίκες σαν μαιτρέσες. Πλάσματα προορισμένα για τη διασκέδασή του. Μήπως δεν
τον είχε ακούσει να μιλάει έτσι για τη Βανέσα και τον ξάδερφό του, τον Μάρκο; Για ποιο λόγο θα
εκτιμούσε περισσότερο εκείνη, ακόμα κι αν δεν τη θεωρούσε κλέφτρα; Με βαριά καρδιά πήρε στ
χέρια της τον κατάλογο.
«Άννα...» είπε ο Λίο προειδοποιητικά.
Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ναι;»
«Έχουμε μια συμφωνία, το θυμάσαι;»
Για μια στιγμή εκείνος αιχμαλώτισε το βλέμμα της κι εκείνη τον κοίταξε με εριστικό ύφος.
«Σταμάτα πια, Άννα», της είπε κουρασμένα.
Η Άννα κοπάνησε τον κατάλογο πάνω στο τραπέζι. «Πώς μπορώ;» Ανάσαινε γρήγορα. «Θέλεις να
σε καλοπιάνω, να σε κολακεύω, όπως κάνουν όλες οι άλλες γυναίκες σου, έτσι; Να σου λέω αυτ
που θέλεις και...»
«Όχι!» Η άρνησή του ήταν βίαιη.
Τα μάτια της Άννας πετούσαν σπίθες. «Ναι, αυτό θέλεις. Έτσι αντιλαμβάνεσαι εσύ τις
φυσιολογικές γυναίκες. Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με μια γυναίκα που σου φέρεται ως ίση
προς ίσο».
Ο Λίο την κοίταξε ενοχλημένος. «Γίνεσαι γελοία», της αντιγύρισε κοφτά. «Το μόνο που ζητώ από
μια σύντροφο είναι...» Ανασήκωσε τους ώμους του, αναζητώντας την κατάλληλη λέξη. «Να είναι
ευχάριστη», κατέληξε. «Και γιατί να μην είναι;»
Η αλαζονική του ερώτηση έκανε την Άννα να αγανακτήσει ακόμα περισσότερο μαζί του, επειδή της
έδειχνε ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημά του. Ύστερα αναστέναξε σιωπηλά και χαλάρωσε. Ο Λίο
Μαρκάκης ήταν πλούσιος και ωραίος, πώς λοιπόν να μην τον κακομαθαίνουν οι γυναίκες; Πώς ν
μην τον καλοπιάνουν; Πώς να μην τον κολακεύουν; Πώς να μην τον ποθούν;
Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται πόσο ποθούσε η ίδια τον Λίο Μαρκάκη... Πόσο τον αναζητούσε κάθε
βράδυ, έτσι που το κορμί της έλιωνε πάνω στο δικό του. Προπαντός όμως δεν έπρεπε να ξεχνάει ότ
ο μοναδικός λόγος που μοιραζόταν το κρεβάτι του ήταν για να αποφύγει τη φυλακή...
Μα βρισκόταν ήδη εγκλωβισμένη μέσα σε μια φυλακή... Μια φυλακή από την οποία δε θ
μπορούσε ποτέ να δραπετεύσει. Ήταν το πάθος, η επιθυμία της για κείνον.
Απόψε της πρόσφερε μια προσωρινή αναστολή της ποινής της.
Κι αυτό μόνο αν κατάφερνε να φερθεί πολιτισμένα στον άνθρωπο ο οποίος την είχε κατεβάσει στο
επίπεδο της σκλάβας...
Ανασήκωσε το πιγούνι της. Έπρεπε να το κάνει. Τουλάχιστον για μία νύχτα θα έμενε μακριά από
τη φυλακή που την ταλαιπωρούσε.
Έστρεψε και πάλι τα μάτια της στον κατάλογο χωρίς να απαντήσει στο υπεροπτικό ερώτημα του
Λίο. Ένιωσε το βλέμμα του να τη βαραίνει, σαν να την προκαλούσε να εκτοξεύσει κανένα ακόμ
άσκοπο βέλος προς το κολοσσιαίο του εγώ. Τέλος, τον αισθάνθηκε να χαλαρώνει. Το ίδιο
προσπάθησε να κάνει και η ίδια κι έτσι άρχισε να μελετάει τις υπέροχες γευστικές επιλογές του
καταλόγου.
Ακόμη όμως και τη στιγμή που αποφάσιζε να αρκεστεί στο ψητό ψάρι και τη φρέσκια σαλάτα,
κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της άναψε μια σπίθα εξέγερσης. Αφού ήταν υποχρεωμένη ν
φερθεί πολιτισμένα στον Λίο Μαρκάκη, τουλάχιστον της άξιζε λίγη ανταμοιβή για το μαρτύριό της.
Έτσι, όταν ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία τους, δήλωσε ότι θα έπαιρνε γαρίδες
τηγανισμένες σε γάλα καρύδας, σερβιρισμένες μαζί με ρύζι. Και επιπλέον θα έπινε κρασί. Ας
πήγαινε στα κομμάτια η δίαιτά της! Στο κάτω κάτω είχε ένα λόγο για να γιορτάζει... Μια νύχτ
μακριά από τον Λίο Μαρκάκη!
Ο Λίο έδωσε τη δική του παραγγελία στο σερβιτόρο κι ύστερα δέχτηκε τη λίστα των κρασιών από
το σομελιέ που περίμενε να τους εξυπηρετήσει με τη σειρά του. Μελετούσε τις επιλογές
απορροφημένος και η Άννα ένιωσε μια περίεργη συγκίνηση κοιτώντας τον. Είπε στον εαυτό της πως
ήταν θυμός.
Το μοναδικό ασφαλές συναίσθημα.
Μα δεν ήταν θυμός. Ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που τη συνέπαιρνε. Ένα αίσθημα τελείως
ανάρμοστο. Κι ωστόσο το ένιωθε. Συνέχισε να τον κοιτάζει αχόρταγα.
Θα μπορούσα να τον κοιτάζω όλη μέρα...
Όλη νύχτα...
Για πάντα.
Κρύα ρίγη τη διαπέρασαν καθώς οι λέξεις σχηματίστηκαν στο μυαλό της. Προσπάθησε να τις
διώξει, να τις αναιρέσει, να τις ξεχάσει.
Πίεσε σκόπιμα τον εαυτό της να συνεχίσει να τον κοιτάζει.
Τα μαλλιά, τα μάτια, το φιλήδονο στόμα, το αδρό περίγραμμα του πιγουνιού, όλα αυτά της ήταν
επώδυνα οικεία. Δεν υπήρχε ούτε εκατοστό σ’ εκείνο το πρόσωπο που να μην το έχει φιλήσει,
χαϊδέψει, αγγίξει.
Όμως ήταν το πρόσωπο ενός ξένου, ο οποίος δε θα γινόταν ουδέποτε κάτι διαφορετικό.
Γύρω της υπήρχαν ζευγάρια και οικογένειες που κάθονταν και κουβέντιαζαν, έτρωγαν και έπιναν σ’
εκείνο το όμορφο μέρος, μπροστά στη βαθυγάλαζη θάλασσα με τη σμαραγδένια ακτή, μέσα στη
ζέστη του μεσημεριού. Δίχως να το θέλει ευχήθηκε να ήταν κι οι δυο τους ένα απ’ αυτά τα ζευγάρια.
Οποιοδήποτε ζευγάρι. Νέοι ή ηλικιωμένοι, ωραίοι ή όχι, δεν είχε σημασία. Αλλά να βρίσκονται εκε
μαζί, σαν αληθινό ζευγάρι. Όχι σαν τον εκβιαστή και το θύμα του, ούτε σαν το μεγιστάνα και την
κανακεμένη μαιτρέσα...
Ήταν τρελή που έκανε τέτοιες σκέψεις για τον Λίο Μαρκάκη. Το πρόσωπό της σφίχτηκε καθώς
σήκωνε το ποτήρι της, αναγκάζοντας τον εαυτό της να πιει ανθρακούχο μεταλλικό νερό κοιτάζοντας
πέρα τη θέα. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Λίο να ανακοινώνει την επιλογή του στο σομελιέ,
ο οποίος πήρε την παραγγελία και απομακρύνθηκε.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε κάποιον να τραβάει την άκρη της φούστας της. Γύρισε και είδε έν
κοριτσάκι να στέκεται μπροστά της, σηκώνοντας ψηλά το χέρι του.
«Έχω ένα καινούριο βραχιόλι», πληροφόρησε την Άννα. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, τα μαλλιά του
σγουρά και φορούσε ένα ροζ καλοκαιρινό φόρεμα. Το ίδιο χρώμα είχε και το βραχιόλι από
βερνικωμένο κοράλλι.
«Αυτό βλέπω», είπε η Άννα μ’ ένα χαμόγελο. «Είναι πολύ όμορφο».
«Μου το πήρε η μαμά μου από μια κυρία στην παραλία», είπε η μικρή.
«Λούσι!» φώναξε κάποια γυναίκα από ένα κοντινό τραπέζι. «Μην ενοχλείς την κυρία, αγάπη μου».
Η Άννα γύρισε και είδε μια Αγγλίδα γύρω στα τριάντα που γευμάτιζε με το σύζυγό της κι ένα
μικρό αγόρι. «Δε με ενοχλεί καθόλου», διαβεβαίωσε τη γυναίκα. «Θαυμάζω το όμορφο βραχιόλι
της».
Η γυναίκα γέλασε. «Το δείχνει σε όλους».
Η Άννα χαμογέλασε. «Γιατί όχι; Είναι πανέμορφο». Κοίταξε πάλι το μικρό κορίτσι. «Είναι στ’
αλήθεια ένα πολύ πολύ όμορφο βραχιόλι», επανέλαβε χαμογελώντας πλατιά.
Η μικρή έγνεψε ικανοποιημένη με την απάντηση και προχώρησε στο διπλανό τραπέζι για να
επαναλάβει τη διαδικασία με τη γυναίκα που καθόταν εκεί. Η μητέρα της σηκώθηκε και την οδήγησε
μαλακά πίσω στο δικό τους τραπέζι.
«Όπου να ‘ναι θα φέρουν το παγωτό σου, Λούσι. Έλα, πάμε».
Χαμογέλασε συνωμοτικά στην Άννα καθώς η κόρη της επέστρεφε τρέχοντας στη θέση της. Η Άννα
της χαμογέλασε κι εκείνη, πρόσεξε ωστόσο ότι το βλέμμα της γυναίκας ξεστράτισε προς τον Λίο.
Δεν εξεπλάγη. Οι περισσότερες γυναίκες στο εστιατόριο τον έτρωγαν με τα μάτια, όποια κι αν ήταν
η ηλικία ή η οικογενειακή τους κατάσταση.
Πώς να μην είναι τόσο εγωπαθής, σκέφτηκε με σαρκασμό. Και αναρωτήθηκε αν θα τον κοίταζαν με
την ίδια λαγνεία μαθαίνοντας πως την είχε απειλήσει με φυλάκιση για να γίνει ερωμένη του.
Πήρε πάλι το ποτήρι με το νερό της και είδε τον Λίο να την παρατηρεί. Ήταν ελαφρώς
συνοφρυωμένος, σαν να αντιμετώπιζε κάτι αναπάντεχο.
Ο Λίο συνέχισε να την κοιτάζει. Το μικρό περιστατικό με το παιδί τον είχε ξαφνιάσει. Η Άννα είχε
χαμογελάσει με ζεστασιά, φανερά γοητευμένη από τη μικρή που της έπιασε κουβέντα. Ποτέ δεν την
είχε δει να χαμογελάει έτσι. Δεν ταίριαζε στην Άννα Ντιλέιν που γνώριζε εκείνος. Όχι σε μια γυναίκ
του είδους της.
Ο σερβιτόρος έφερε το κρασί τους και τοποθέτησε τα ποτήρια προσεκτικά στις θέσεις τους. Ο Λίο
πρόσεξε πως η Άννα ήπιε κατευθείαν μια γερή γουλιά από το δικό της. Ήπιε κι εκείνος κι ύστερα
έγειρε πίσω, παρατηρώντας την.
Ήταν παράξενο να τη βλέπει μακριά από τη βίλα, ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Οι άντρες την
κοίταζαν με θαυμασμό, εκείνη όμως δεν το πρόσεχε. Σίγουρα μια τόσο όμορφη γυναίκα ήταν
συνηθισμένη να τραβάει την προσοχή. Κι όμως, αντίθετα από άλλες όμορφες γυναίκες τις οποίες
γνώριζε εκείνος, η Άννα έδειχνε να αγνοεί εντελώς τις εκδηλώσεις του αντρικού ενδιαφέροντος.
Άλλες φαίνονταν να το περιμένουν, να το απολαμβάνουν. Εκείνη όμως καθόταν απλώς εκε
προσηλωμένη στο πιάτο της.
Το να αγνοεί τους άντρες που την κοίταζαν μήπως ήταν κι αυτό μέρος του προκλητικού παιχνιδιού
της; Μήπως το έκανε επίτηδες; Ήταν πολύ πιθανό. Ο Λίο θυμήθηκε ποιο στοιχείο τον είχε
εντυπωσιάσει περισσότερο όταν την πρωτοείδε στη δεξίωση του Σλος. Ήταν η απόλυτη αδιαφορί
της απέναντι στην ομορφιά της.
Καθώς παρακολουθούσε το αντικείμενο των συγκαλυμμένων και μη αντρικών βλεμμάτων, ο Λίο
αναρωτήθηκε με σαρκασμό τι θα έλεγαν εκείνοι οι άντρες αν ήξεραν πως θαύμαζαν μία εγκληματία,
η οποία δε δίστασε να απλώσει χέρι στην περιουσία του.
Φαινόταν τόσο ήρεμη και αδιάφορη, έτσι όπως καθόταν απέναντί του αγνοώντας τον. Σαν να μη
συνέβαινε απολύτως τίποτα...
Και του προκάλεσε την επιθυμία να την πειράξει, να παραβεί την υπόσχεσή του περί πολιτισμένης
ημέρας. «Λοιπόν, δε σ’ έβαλε στον πειρασμό το κοραλλένιο βραχιόλι; Πες μου, θα έκλεβες ένα
παιδί αν είχε κάτι που ήθελες;»
Η Άννα τον κοίταξε. «Αυτή είναι μια ανόητη και προσβλητική ερώτηση», απάντησε ψυχρά.
«Γιατί; Θέλω να ξέρω τα όρια της απληστίας σου, αυτό είναι όλο. Έκλεψες κάτι από μένα, γιατί όχι
κι από ένα παιδί;»
Η Άννα τον κοίταξε παγερά. «Ένα έγκλημα δεν είναι έγκλημα αυτό καθεαυτό. Εξαρτάται από το
κίνητρο και την επίδραση που έχει πάνω στο θύμα. Δικαιούται ένας άνθρωπος που λιμοκτονεί ν
κλέψει φαγητό από κάποιον που του περισσεύει; Κι αν το έκλεβε για να σώσει τη ζωή του παιδιού
του που λιμοκτονεί;»
«Είσαι πολύ ηθικολόγος», παρατήρησε ο Λίο, φέρνοντας το ποτήρι με το κρασί στο στόμα του.
«Περίεργο για κλέφτρα». Ήπιε μια γουλιά. «Σε ξαναρώτησα, γιατί με έκλεψες, Άννα;»
«Κι εγώ σου απάντησα πως δε σε αφορά. Ισχύει η ίδια απάντηση».
Ο Λίο ένιωσε την οργή του να επιστρέφει, έφτασε όμως το φαγητό τους και η προσοχή του
στράφηκε αλλού. «Αυτό παρήγγειλες;» τη ρώτησε, κοιτάζοντας σκεφτικός το ζουμερό πιάτο.
«Ναι. Για να το γιορτάσω».
«Ποιο πράγμα να γιορτάσεις;»
Του χαμογέλασε γλυκά. «Το αποψινό ρεπό μου...»
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε κι ύστερα, με ορατή προσπάθεια, ο Λίο χαλάρωσε ξανά. «Χαίρομαι
που σε βλέπω να τρως μια φορά σαν άνθρωπος».
Η Άννα ήταν έτοιμη να τσιμπήσει μια χοντρή, τραγανιστή γαρίδα. «Σου είπα... Δεν έχω άλλη
επιλογή. Τα μοντέλα πρέπει να είναι λιποβαρή για το ύψος τους. Είναι κι αυτό μια από τις ανόητες
επιταγές της υψηλής μόδας».
Ο Λίο άρχισε να τρώει. «Μιλάς πολύ εχθρικά για το επάγγελμά σου».
«Απλώς δεν έχω αυταπάτες γύρω απ’ αυτό. Ποτέ δεν είχα», πρόσθεσε συλλογισμένη η Άννα.
«Νόμιζα πως οι περισσότερες γυναίκες ονειρεύονται να κάνουν καριέρα στο μόντελινγκ».
Η Άννα έφαγε άλλο λίγο, απολαμβάνοντας τις πλούσιες γεύσεις. «Η βιομηχανία της μόδας
αντιμετωπίζει τα μοντέλα σαν σκουπίδια... Θυμάσαι το γοητευτικό φωτογράφο μας, τον κύριο
Εμπρούτι, εκείνον που ήθελε να γδύσει την Τζένι παρά τη θέλησή της; Νομίζεις πως είναι έν
ασυνήθιστο περιστατικό; Τα μοντέλα πρέπει να είναι πολύ σκληρά για να επιβιώσουν».
«Σαν εσένα δηλαδή», είπε σαρκαστικά ο Λίο. «Επίσης θυμάμαι ότι απείλησες τον Εμπρούτ
επικαλούμενη τους όρους του συμβολαίου σας».
Η Άννα κατσούφιασε. «Το κάθαρμα! Έχω ξαναδουλέψει μαζί του στο παρελθόν, έτσι μόλις έμαθα
ότι ο Τζάστιν ο Δουλοπρεπής τον προσέλαβε για τη φωτογράφιση, επέμεινα να συμπεριληφθεί στο
συμβόλαιο ο συγκεκριμένος όρος...»
«Πώς τον είπες;»
«Μήπως είναι καλύτερο να τον πω Τζάστιν ο Βάτραχος; Ω, για το Θεό, δεν μπορεί να μη βλέπεις
πόσο γλοιώδης είναι αυτός ο άνθρωπος!»
«Είναι πρόθυμος να κάνει πολύ καλά τη δουλειά του».
«Πρόθυμος να σου γλείφει τα παπούτσια, θα έλεγα εγώ. κύριε Μαρκάκη. Φυσικά, κύριε
Μάλιστα,
αρκάκη. Ό,τι πείτε, κύριε Μαρκάκη
. Τον
» κοίταξε επίμονα. «Μη μου πεις ότι σ’ αρέσει στ’
αλήθεια να περιστοιχίζεσαι από τέτοια άτομα;»
Ο Λίο την κοίταξε σαστισμένος και απορημένος. Μετά έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε το φαγητό
του. «Το προσωπικό μου ξέρει ότι απαιτώ τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες από τους ανθρώπους
μου. Σε αντάλλαγμα τους πληρώνω πολύ καλά. Όπως άλλωστε», επισήμανε με νόημα, «πλήρωσ
εσένα και τα άλλα μοντέλα για τη δουλειά που κάνατε».
«Και κοψομεσιαστήκαμε στη δουλειά, πίστεψέ με! Μήπως έχεις παράπονα από την ποιότητα της
δουλειάς μας;»
«Όχι, ήσαστε όλες τέλειες επαγγελματίες», παραδέχτηκε ο Λίο. «Παρ’ όλο που απείλησες το
φωτογράφο. Το κάνεις συχνά αυτό;»
«Όποτε αναγκάζομαι. Έπαθα και έμαθα. Όταν πρωτοξεκίνησα, ένα κάθαρμα από μια διαφημιστική
εταιρεία επέμεινε να φωτογραφηθώ γυμνόστηθη. Το πρακτορείο μου μου είπε να το κάνω.
Σηκώθηκα κι έφυγα. Αυτό μου κόστισε εκείνη τη δουλειά και πολλές άλλες στη συνέχεια. Από τότε
φροντίζω να υπάρχει σχετικός όρος σε κάθε συμβόλαιο που υπογράφω».
Ο Λίο την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Γιατί είναι τόσο σημαντικό; Στις μέρες μας η γύμνια δεν είναι
κάτι φοβερό».
Η Άννα άφησε κάτω το πιρούνι της και τον κοίταξε επίμονα. «Εντάξει, τότε γδύσου κι εσύ.
Εμπρός. Δείξε το σώμα σου σ’ αυτούς τους καλούς ανθρώπους εδώ γύρω. Δημοσίευσε λίγη από τη
σάρκα σου σ’ ένα περιοδικό. Φρόντισε να το δουν οι φίλοι και συγγενείς σου. Φρόντισε να το δουν
οι άγνωστοι στο μετρό του Λονδίνου».
«Μη γίνεσαι παράλογη! Εσύ είσαι μοντέλο. Η δουλειά σου είναι...»
«Η δουλειά μου είναι να δείχνω ρούχα», ξέσπασε η Άννα. «Όχι το σώμα μου χωρίς αυτά. Θα
μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις τη λεπτή διαφορά;»
Ο Λίο την αγριοκοίταξε. Η επιθετικότητά της ήταν γελοία. Παράλογη, αναιδής... Ήταν... ήταν
δικαιολογημένη.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε τα χέρια του ψηλά σαν να παραδινόταν. «Καταλαβαίνω τι θες ν
πεις. Όμως», συνέχισε δείχνοντας αληθινά απορημένος, «αν αντιπαθείς τόσο πολύ αυτή τη δουλειά,
τότε γιατί έγινες μοντέλο;»
Έγειρε πάλι πίσω κι έφερε το ποτήρι του κρασιού στα χείλη του. Τα μάτια της Άννας ακολούθησαν
την κίνησή του, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο τα μακριά, δυνατά του δάχτυλα τυλίχτηκαν
γύρω από το ποτήρι, τον τρόπο που το αισθησιακό του στόμα ήπιε μια γουλιά από το κρασί. Ύστερα
κοίταξε την κίνηση του λαιμού του καθώς κατάπινε.
Για μια στιγμή τον κοίταζε σαν μαγεμένη. Συνήλθε απότομα. «Ε, όσο κι αν γκρινιάζω γι’ αυτό,
σίγουρα ήταν πολύ καλύτερη δουλειά από το ολοήμερο πακετάρισμα μπισκότων στη βιομηχανία της
γειτονιάς μου», αποκρίθηκε και ήπιε μια γουλιά κρασί για να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της.
«Ποτέ δεν τα πήγα καλά στο σχολείο, γι’ αυτό δε γινόταν λόγος για ανώτατες σπουδές».
«Δε μου δίνεις την εντύπωση κουτής», παρατήρησε ο Λίο. «Γιατί δεν τα πήγαινες καλά στο
σχολείο;»
Τον κοίταξε έκπληκτη. Ο Λίο Μαρκάκης δεν της φαινόταν άνθρωπος ικανός να αποτιμήσει την
εξυπνάδα μιας γυναίκας. Πόσω μάλλον τη δική της εξυπνάδα. Ίσως, σκέφτηκε σαρκαστικά, υπέθεσε
πως μια κλέφτρα πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον κάποιο βαθμό εξυπνάδας.
«Θα μαντέψω μόνος μου την απάντηση σ’ αυτό», της είπε ξερά. «Δε φαντάζομαι πως δεχόσουν
εύκολα την εξουσία των δασκάλων».
«Μερικοί ήταν εντάξει», παραδέχτηκε η Άννα. «Οι περισσότεροι όμως...» Ανασήκωσε τους ώμους
της. «Πάντως υπήρξα ανόητη. Θα έπρεπε να επωφεληθώ από όσα μπορούσε να μου προσφέρει το
σχολείο. Αντί γι’ αυτό...» Ανασήκωσε ξανά τους ώμους. «Τέλος πάντων, όταν ήμουν δεκαοχτώ
ετών με εντόπισε ένας κυνηγός ταλέντων από κάποιο πρακτορείο, ο οποίος τριγύριζε στα εμπορικ
κέντρα του βόρειου Λονδίνου. Έτσι ξεκίνησα». Ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Η γιαγιά μου... εκείνη
που με μεγάλωσε, μίσησε την ιδέα. Νόμιζε πως θα με οδηγούσαν στην ακολασία. Είχε δίκιο φυσικά.
Ευτυχώς όμως ξεπέρασα γρήγορα τους κινδύνους. Και έγινα σκληρή. Τώρα πια δεν ανέχομαι
αηδίες».
Το κρασί ζέσταινε αργά τις φλέβες της κι αυτό σε συνδυασμό με τη ζέστη της ημέρας και την
ευχαρίστηση ενός κανονικού φαγητού τής χάριζε μια παράξενη αίσθηση χαλάρωσης. Ίσως γι’ αυτό
του μιλούσε με τόση άνεση.
Ο Λίο την κοίταζε συλλογισμένος. «Είσαι επιθετική με τους εραστές σου;» ρώτησε.
Το πιρούνι της έμεινε για μια στιγμή μετέωρο. «Δεν έχω εραστές», απάντησε σφιγμένη.
Ο Λίο την κοίταξε παραξενεμένος. Μετά του ήρθε να βάλει τα γέλια. Ήταν δυνατό μια τόσο
όμορφη γυναίκα να μην έχει εραστές; Σμήνη αντρών θα την πολιορκούσαν από την εφηβεία της!
Κι αυτό σήμαινε οπωσδήποτε ότι είχε γίνει ερωμένη τους; Μήπως δεν είχε πετάξει και τον ίδιο έξω
από την κρεβατοκάμαρά της;
Κάρφωσε θυμωμένος το αρνίσιο φιλέτο που μόλις είχε κόψει. Τελικά όλες του οι σκέψεις γύρω
από την Άννα Ντιλέιν κατέληγαν εκεί. Στο ότι τον είχε διώξει από το δωμάτιό της, γεμάτη
αγανάκτηση και οργή, παρ’ όλο που το στήθος της παλλόταν ακόμη από τα χάδια του...
Μια υποκρίτρια. Να τι ήταν. Άλλα έλεγε το στόμα της κι άλλα δήλωνε το κορμί της...
«Τι εννοείς, δεν έχεις εραστές;»
Οι σκέψεις του τον οδηγούσαν προς μία κατεύθυνση η οποία δεν του άρεσε καθόλου, ιδίως επειδή
της είχε πει ότι μπορούσε να περάσει τη νύχτα μόνη της.
Η Άννα συνέχισε να τρώει. «Εννοώ πως δεν έχω εραστές», επανέλαβε. «Γιατί το κάνεις θέμα;»
«Και γιατί δεν έχεις;» Ήταν ξεκάθαρο πως προσπαθούσε να καταλάβει κάτι το οποίο του φαινόταν
εντελώς αδιανόητο. «Είσαι πολύ όμορφη για να μην έχεις εραστές».
«Θες να πεις πως έχω κάποια υποχρέωση να προσφέρω τον εαυτό μου στο πιάτο επειδή αρέσω;» Η
φωνή της ήταν περιφρονητική και τα μάτια της άστραφταν από θυμό.
«Και βέβαια όχι. Απλώς εννοώ ότι με την εμφάνισή σου μπορείς να διαλέξεις όποιον άντρα σού
αρέσει».
«Όπως εσένα, για παράδειγμα; Όχι, ευχαριστώ. Κοίτα, νόμιζα πως συμφωνήσαμε να φερθούμε για
λίγο πολιτισμένα ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό σταμάτα να ασχολείσαι με τη ζωή μου, εντάξει;
Μπορείς αν θες να μιλήσεις για τον καιρό».
«Πολύ καλά», απάντησε με βαριά καρδιά ο Λίο. «Λοιπόν, τι θα ήθελες να κάνουμε μετά το
φαγητό;»
«Εσύ ξέρεις το νησί, όχι εγώ».
«Θα ήθελες να κάνεις λίγα ψώνια ακόμα;»
Η Άννα στριφογύρισε τα μάτια της. «Θεέ μου, τι κόλλημα είναι αυτό! Δε χρειάζομαι ούτε θέλω να
αγοράσω τίποτ’ άλλο, ευχαριστώ πολύ. Στην πραγματικότητα... αυτό που θα ήθελα είναι να
κολυμπήσω, να δροσιστώ λίγο. Υπάρχει καμιά παραλία εδώ κοντά;» Δίστασε λίγο. «Ίσως όμως ο
αστράγαλός σου δε σου επιτρέπει να μπεις στο νερό, σωστά;»
«Αυτό δεν είναι πρόβλημα», απάντησε ανάλαφρα ο Λίο, έκπληκτος που εκείνη είχε εκφράσει μι
προτίμηση. «Και ξέρω σε ποια ακριβώς παραλία να σε πάω». Τα μάτια του έλαμψαν. «Πες μου,
ξέρεις να κάνεις σέρφινγκ;»
«Αστειεύεσαι; Στην Καραϊβική; Εδώ τα νερά είναι ήρεμα σαν το γυαλί!»
«Όχι όμως και προς τη μεριά του Ατλαντικού».

Κι έτσι ήταν. Προς μεγάλη έκπληξη της Άννας, στην πλατιά, αμμουδερή παραλία, όπου την οδήγησε
ο Λίο μετά το γεύμα, έσπαγαν εντυπωσιακά κύματα που έρχονταν από τα ανατολικά. Ο Λίο πάρκαρε
το αυτοκίνητο δίπλα σ’ ένα μικρό καφέ-μπαρ ακριβώς πάνω στην άμμο και η Άννα έτρεξε στις
καμπίνες για να φορέσει ένα από τα καινούρια μαγιό που είχε αγοράσει το ίδιο πρωί. Απ’ ό,τι
αποδείχτηκε ο Λίο φορούσε ήδη το μαγιό του μέσα από το παντελόνι του. Όταν η Άννα βγήκε από
την καμπίνα, τον είδε να στέκεται στην άμμο, κρατώντας παραμάσχαλα δυο πολύχρωμες σανίδες
του σερφ τις οποίες μόλις είχε αγοράσει.
«Έρχεται το κύμα!» της είπε χαμογελώντας πλατιά και της έδωσε τη μια σανίδα. Ύστερα έκανε
μεταβολή, έτρεξε κουτσαίνοντας ως το νερό και βούτηξε πάνω από το κύμα που έσκαζε. Με μι
ξαφνική, ανεξήγητη έκρηξη κεφιού η Άννα έτρεξε ξοπίσω του και έκανε το ίδιο.
Το αφρισμένο νερό την τύλιξε, κρύο για μια στιγμή, ύστερα χλιαρό. Έβγαλε μια κραυγή και
χαμογέλασε στον Λίο.
«Πρόσεχε!» της φώναξε καθώς το επόμενο κύμα ορθωνόταν προς το μέρος τους. «Γύρισε από την
άλλη μεριά, η σανίδα στο θώρακά σου... Περίμενε, περίμενε... Τώρα!» Ο Λίο όρμησε μπροστά κα
καβαλώντας το κύμα άρχισε να κυλάει μαζί του προς την ακτή, περνώντας ανάμεσα από άλλους
σέρφερ και κολυμβητές.
Η Άννα στάθηκε λιγότερο τυχερή και έχασε ένα κύμα. Αλλά έπιασε το επόμενο και αφέθηκε να την
παρασύρει άκοπα ως την ακτή. Η αίσθηση ήταν μεθυστική. Αμέσως μόλις προσγειώθηκε σηκώθηκε
ξανά στα πόδια της και όρμησε να επαναλάβει το ίδιο ξανά και ξανά. Δίπλα της ο Λίο βουτούσε κι
αυτός ασταμάτητα και κάθε τόσο αντάλλασσαν χαμόγελα καθώς η δύναμη του νερού τούς πετούσε
στην ακτή.
Τελικά ύστερα από αμέτρητα κύματα η Άννα ξάπλωσε στα ρηχά πάνω στη σανίδα της. Ο Λίο ήρθε
και έπεσε δίπλα της.
«Ξεθεώθηκα!» είπε λαχανιασμένη.
Ο Λίο πετάχτηκε όρθιος με μια σβέλτη κίνηση και της άπλωσε το χέρι. «Ώρα για ένα αναψυκτικό»,
της είπε.
Η Άννα πήρε το χέρι του χωρίς να το σκεφτεί και σηκώθηκε στα πόδια της. Εκείνος συνέχισε να
της κρατάει το χέρι καθώς πλατσούρισαν προς την αμμουδιά με τις σανίδες παραμάσχαλα. Ο ήλιος
ήταν καυτός πάνω στα βρεγμένα σώματά τους και η θάλασσα εκτυφλωτική. Ήταν ευπρόσδεκτη η
σκιά του ξύλινου καφέ-μπαρ και η Άννα κάθισε βαριά σ’ ένα από τα τραπέζια.
«Περνάς καλά;» τη ρώτησε.
«Ήταν φανταστικό!»
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν και τότε ήρθε κοντά τους μια σερβιτόρα με το χαρακτηριστικό
λίκνισμα των ντόπιων γυναικών. Τους ρώτησε τι θα πάρουν.
«Ένα δροσερό φρουτοχυμό, παρακαλώ», είπε η Άννα και της χαμογέλασε.
«Το ίδιο», είπε ο Λίο. Η γυναίκα τούς ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε πίσω στο μπαρ με το
νωχελικό της βάδισμα.
«Πόση χάρη έχει το βάδισμά τους!» σχολίασε η Άννα. «Ακόμα κι όταν δεν είναι πια νέες ή
αδύνατες. Δεν καταλαβαίνω πώς το καταφέρνουν».
«Επειδή δε βιάζονται. Κάνει πολλή ζέστη για να βιαστούν. Έτσι όλοι χαλαρώνουν».
«Έξυπνοι άνθρωποι. Ξέρουν τι είναι σημαντικό στη ζωή».
«Κερδίζουμε και ξοδεύουμε, να πώς σπαταλάμε τις δυνάμεις μας», μουρμούρισε ο Λίο,
επαναλαμβάνοντας το ποίημα που είχε θυμηθεί την πρώτη νύχτα στη βίλα.
Η Άννα τον κοίταξε ερωτηματικά. «Τι άλλο μπορεί να θέλει ένας φοβερός και τρομερός
μεγιστάνας;»
«Έτσι με βλέπεις;»
«Έτσι βλέπεις εσύ τον εαυτό σου».
«Ναι. Αυτό περίμεναν όλοι από μένα. Βλέπεις, εσύ ξέφυγες από το δικό σου περιβάλλον, Άννα.
Εγώ όχι».
Η Άννα τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Γιατί... να θέλεις να ξεφύγεις από το περιβάλλον σου;»
«Μεγάλωσα μέσα στα πλούτη. Δεν είχα όμως τίποτα άλλο εκτός απ’ αυτά».
Η Άννα κάγχασε. «Α, καημένο πλουσιόπαιδο».
«Πόσο στενή σχέση είχες με τη γιαγιά σου;» τη ρώτησε ο Λίο, αγνοώντας το σχόλιό της.
«Πολύ στενή. Ήταν ό,τι είχα στον κόσμο. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν πέντε ετών και όσο γι
τον πατέρα μου... δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει ούτε η κοινωνική πρόνοια. Έτσι είχα μόνο τη γιαγι
μου. Μερικά παιδιά δεν έχουν κανέναν κι έτσι δεν παραπονούμαι... Μόνο που μερικές φορές...»
«Ένιωθες μοναξιά;»
«Ναι», παραδέχτηκε η Άννα.
«Κι εγώ το ίδιο». Είδε τη δυσπιστία της, αλλά συνέχισε. «Ναι, βέβαια, υπήρχαν δεκάδες υπηρέτες
στο σπίτι μας... ή μάλλον στα σπίτια μας! Οι γονείς μου όμως δεν ασχολούνταν μαζί μου. Ο πατέρας
μου ήταν εργασιομανής και η μητέρα μου ήταν χαμένη στις αμέτρητες κοινωνικές υποχρεώσεις της.
Ενδιαφέρθηκαν για μένα μόνο όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να δουλεύω στην εταιρεία και ν
συναναστρέφομαι με τις νεαρές οι οποίες είχαν πατεράδες με εμπορικές και κοινωνικές επιρροές».
Ο κυνισμός του δεν πέρασε απαρατήρητος από την Άννα. Ούτε η θλίψη του. Κι αυτή την τελευταί
δε θα τη συνέδεε ποτέ μ’ έναν άνθρωπο τόσο ικανοποιημένο με τον εαυτό του όσο ήταν ο Λίο
Μαρκάκης.
Κάτι άλλαξε μέσα της. Ήθελε να απλώσει το χέρι της και να πιάσει το δικό του. Παραλίγο μάλιστα
να το κάνει. Μα συγκρατήθηκε. Ο Λίο Μαρκάκης δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτή. Δεν ήταν παρά ένας
άντρας τον οποίο ποθούσε βασανιστικά...
Κι όμως...
Η σερβιτόρα εμφανίστηκε ξανά, φέρνοντας δυο ψηλά ποτήρια γεμάτα με τριμμένο πάγο κι ένα
μείγμα από πορτοκαλί και κόκκινο χυμό. Η Άννα χάρηκε για τον περισπασμό και ήπιε λαίμαργα με
το καλαμάκι για να χορτάσει τη δίψα της. Ύστερα έγειρε πίσω, σηκώνοντας τα βρεγμένα μαλλιά από
τον αυχένα της.
«Τι ζέστη είναι αυτή!» είπε, τεντώνοντας το λαιμό της.
Το βλέμμα του Λίο προσηλώθηκε πάνω της. Η αισθησιακή κίνησή της έτσι όπως υψώθηκαν τ
λεπτά της μπράτσα και ανασηκώθηκαν τα πλούσια στήθη της, έτσι όπως έπεφταν τα υγρά,
μπερδεμένα μαλλιά της και τεντωνόταν νωχελικά ο λαιμός της... τον έκανε να την παρακολουθε
μαγεμένος.
Μια παράξενη συγκίνηση τον συνεπήρε. Ήξερε πως ήταν πόθος. Μα ήταν και κάτι ακόμα που δεν
μπορούσε να ονομάσει. Κάτι έντονο και... πάρα πολύ ενοχλητικό.
Έσπρωξε απότομα το άδειο του ποτήρι και σηκώθηκε όρθιος. «Ώρα να πηγαίνουμε», είπε.

«Να πάρει η ευχή, μ’ έπιασε ο ήλιος!» Η Άννα εξέτασε το δέρμα στο μπράτσο της.
Ο Λίο γύρισε και την κοίταξε καθώς οδηγούσε το τζιπ. «Δεν κάηκες, μην ανησυχείς. Λίγο χρώμα
απλώς θα σε κολακέψει».
Μα η Άννα μόρφασε. «Ένα από τα επαγγελματικά ατού μου είναι το άσπρο μου δέρμα. Προσπαθώ
να μη μαυρίζω ποτέ... ακόμα και στις φωτογραφίσεις που κάνουμε σε τροπικά μέρη. Τέλος πάντων.
Τώρα είναι αργά».
Κατά βάθος όμως δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα που έχασε τη φιλντισένια απόχρωση της επιδερμίδας
της. Τίποτα δεν της φαινόταν πολύ σημαντικό. Είδε το αλάτι στο δέρμα της. «Χρειάζομαι ένα
ντους», είπε.
Ο Λίο είχε τα μάτια του στο δρόμο. Προσπάθησε να μην αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη.
Ανακάθισε άβολα στο κάθισμά του και βλαστήμησε τον εαυτό του για τη συμφωνία που είχε κάνει
μαζί της σχετικά με την ερχόμενη νύχτα.
Παρ’ όλα αυτά ήταν ευχάριστο που είχαν καταφέρει να κάνουν μια μικρή ανακωχή. Του άρεσε που
την είχε πλάι του, απαλλαγμένη από την εχθρική συμπεριφορά της.
Γιατί αυτή η μικρή ανάπαυλα να μην κρατούσε όσο διάστημα θα έμεναν εκεί;
Είχαν περάσει όμορφα. Της μίλησε για το νησί και η Άννα τον άκουσε με ενδιαφέρον. Όσο για την
παρορμητική εξόρμηση για σερφ... αυτή κι αν ήταν διασκεδαστική!
Ο Λίο είχε μείνει κατάπληκτος. Απ’ όλες τις εμπειρίες που φανταζόταν ποτέ με την Άννα Ντιλέιν,
το να διασκεδάσει μαζί της στην παραλία ήταν η τελευταία που θα περνούσε ποτέ από το μυαλό του.
Κι όμως είχαν παίξει και είχαν γελάσει με την ψυχή τους. Σαν παιδιά...
Χαλάρωσε στο κάθισμά του. Η Άννα καθόταν δίπλα του ήρεμη. Δεν ήταν πια επιθετική ή εριστική.
Ο Λίο συνέχισε να οδηγεί, τραβώντας δυτικά, προς την κατεύθυνση του ήλιου που βασίλευε.

Η Άννα στέγνωνε τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της όταν ο Λίο χτύπησε την πόρτα του δωματίου της
και πέρασε μέσα. Για μια στιγμή τα μάτια του τρεμόπαιξαν επάνω της με τρόπο που της ήταν
ερεθιστικά γνώριμος. Ένιωσε μια ταραχή να την κυριεύει, αλλά διατήρησε αποφασιστικά την
ψυχραιμία της. Αυτή η νύχτα ήταν δική της. Την είχε κερδίσει. Είχε φερθεί για έν
πολιτισμένα
ολόκληρο απόγευμα στον Λίο Μαρκάκη. Της άξιζε λοιπόν μια ανταμοιβή!
Μόνο που... όσο σκεφτόταν τις ώρες που πέρασε μαζί του καταλάβαινε πως αυτό το απόγευμα δεν
ήταν καθόλου μαρτυρικό. Το αντίθετο.
Ήταν διασκεδαστικό. Χαλαρωτικό.
Την ενοχλούσε που το παραδεχόταν στον εαυτό της, περισσότερο απ’ όσο την ενοχλούσε το
βλέμμα του Λίο πάνω στο τυλιγμένο με την πετσέτα σώμα της.
«Ναι;» τον ρώτησε.
«Απόψε είμαστε προσκεκλημένοι σε δείπνο», είπε ο Λίο. «Μας καλεί ένας από τους υπουργούς της
κυβέρνησης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις εσωτερικές επενδύσεις. Φόρεσε κάτι απλό μα κομψό.
χεις τίποτα κατάλληλο;»
«Κάτι θα βρω», απάντησε η Άννα ξερά.
Μια ώρα αργότερα, όταν κατέβηκε να τον βρει στο σαλόνι, το επιδοκιμαστικό βλέμμα του Λίο την
πληροφόρησε πως τα είχε καταφέρει. Φορούσε ένα ζωηρόχρωμο κόκκινο φόρεμα σε ίσια γραμμή,
το οποίο της χάριζε μια νωχελική κομψότητα που ταίριαζε απόλυτα με το ρομαντικό χτένισμά της.
Τα ασορτί πέδιλά της ήταν χαμηλοτάκουνα και στο λαιμό της φορούσε ένα χρυσό κοντό περιδέραιο
και στο χέρι ασορτί βραχιόλια. Το μακιγιάζ της ήταν κι αυτό διακριτικό.
«Είσαι φανταστική!» της είπε έκθαμβος ο Λίο.
Του χάρισε ένα ευγενικό, τυπικό χαμόγελο, όμως στο πρόσωπό της φάνηκε μια αβεβαιότητα.
Μολονότι η Άννα φοβόταν την εξέλιξη της βραδιάς, αυτή αποδείχτηκε αρκετά εύκολη. Ενώ ο
υπουργός μιλούσε για φορολογικά και οικονομικά θέματα με τον Λίο, η σύζυγός του έπιασε
συζήτηση μαζί της. Με την εμπειρία που είχε αποκομίσει από το επάγγελμά της, η Άννα κουβέντιασε
ευχάριστα με την οικοδέσποινα.
Όταν ο σοφέρ τούς έφερνε πίσω στη βίλα, ο Λίο βρισκόταν σε πολύ καλή διάθεση. Ο υπουργός
ήταν ενθαρρυντικός ως προς το νέο οικιστικό πλάνο του Λίο, ενώ η σύζυγός του είχε γοητευτεί από
την ανεπιτήδευτη ευγένεια της Άννας. Ο Λίο τη θυμήθηκε να κουβεντιάζει με τον Χανς Φέντερμαν
στη δεξίωση του Σλος Έντελσταϊν. Δεν είχε δείξει να πλήττει ούτε στιγμή μαζί του. Το προσωπικό
του τη συμπαθούσε επίσης. Η Άννα Ντιλέιν έδειχνε να έχει με όλους έναν αέρα άνεσης.
Ακόμα και μαζί του.
Τώρα τον ρώτησε για τα σχέδιά του να ανοικοδομήσει το νότιο τμήμα του νησιού.
«Πρόκειται για ένα συγκρότημα επαύλεων σ’ ένα από τα αναξιοποίητα ακρωτήρια», της απάντησε
ο Λίο. «Η κυβέρνηση ανησυχεί μήπως η υπερβολική εκμετάλλευση αποβεί καταστροφική για το
φυσικό περιβάλλον. Επίσης το νερό είναι ένα ζήτημα, καθώς στο νησί δεν υπάρχουν μεγάλα
ποτάμια κι έτσι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αποθήκευση νερού στο σχεδιασμό αυτών των
κατοικιών».
Η Άννα τον άφησε να μιλάει. Ήταν φανερό πως εκείνος είχε ενθουσιαστεί μ’ αυτό το αναπτυξιακό
έργο και πως οι γνώσεις του ήταν πολλές. Κάθε τόσο του έκανε ορισμένες καίριες ερωτήσεις.
«Αύριο θα σε πάω εκεί να σου δείξω τα έργα», κατέληξε τη στιγμή που το αυτοκίνητο περνούσε
την πύλη της βίλας.
«Εντάξει».
Η Άννα μπήκε στην ευχάριστη δροσιά του σπιτιού και θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε πατήσει
εκεί το πόδι της. Κουρασμένη, γεμάτη αγωνία και φόβους για όσα την περίμεναν. Της φαινόταν πως
από τότε είχε περάσει πάρα πολύς καιρός.
Ο Λίο προχωρούσε δίπλα της κουτσαίνοντας.
«Πώς είναι ο αστράγαλός σου;» άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει.
Ο Λίο έκανε μια γκριμάτσα. «Με ενοχλεί ο αναθεματισμένος... Αλλά το πράγμα έχει τις ανταμοιβές
του». Γύρισε και την κοίταξε. «Όπως το ότι με ρώτησες γι’ αυτόν».
Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους κάπως αμήχανη για το ενδιαφέρον της.
«Καφέ;» ρώτησε ο Λίο.
«Ναι, ευχαριστώ. Θα ήθελα».
Βγήκαν στη βεράντα και η Άννα κάθισε σε μια από τις σεζλόνγκ δίπλα στο χαμηλό τραπέζι.
Κοίταξε απέναντι τη φωτισμένη πισίνα. Ένιωθε το κρασί της βραδιάς να τη χαλαρώνει γλυκά και ν
της φέρνει νύστα. Στην άλλη σεζλόνγκ ο Λίο τέντωσε το πονεμένο πόδι του.
«Πώς το έπαθες;» τον ρώτησε καθώς έβαζε καφέ στο φλιτζάνι της. Χωρίς να το σκεφτεί γέμισε και
το φλιτζάνι του Λίο και του το πρόσφερε.
«Έπεσα από την ιστιοσανίδα μου σαν αρχάριος», της απάντησε και δέχτηκε το φλιτζάνι.
«Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να στέκεται όρθιος σ’ αυτά τα
πράγματα», σχολίασε η Άννα.
«Αν ξέρεις να ισορροπείς πάνω σε ποδήλατο, τότε μπορείς να σταθείς και στη σανίδα. Δεν είναι
δύσκολο. Μπορώ να σου μάθω».
Η Άννα έσφιξε ασυναίσθητα το φλιτζάνι. «Άσε καλύτερα. Η ασφάλειά μου δεν καλύπτει
τραυματισμούς από επικίνδυνα αθλήματα». Μιλούσε ανάλαφρα, σαν να ήταν απολύτως
φυσιολογικό να κουβεντιάζει για τέτοια θέματα με τον άντρα που τις νύχτες την κρατούσε
εκβιαστικά στο κρεβάτι του.
«Είσαι ασφαλισμένη;» Ο Λίο ακούστηκε έκπληκτος.
«Για απώλεια κερδών κατόπιν τραυματισμού. Μου φάνηκε συνετό».
«Συνετό;» επανέλαβε άναυδος ο Λίο. Συνετό; Μια γυναίκα που δε δίστασε να κλέψει έν
πανάκριβο μπρασελέ δεν μπορούσε να χαρακτηρίζεται συνετή! Ο Λίο συνοφρυώθηκε. Τη σημερινή
μέρα είχε γνωρίσει μια καινούρια πλευρά της Άννας Ντιλέιν. Σαν να είχε δίπλα του ένα φυσιολογικό
άνθρωπο και όχι μια κλέφτρα.
Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της καθώς εκείνη γύρισε και κοίταξε την παραλία. Είχαν περάσει
μια όμορφη μέρα και μια ακόμα ομορφότερη βραδιά. Ήξερε ποια κατάληξη θα επιθυμούσε. Η Άννα
ήταν πανέμορφη...
Ήξερε ακόμα πως αυτό που ένιωθε ήταν πόθος. Ήθελε να σηκωθεί, να τη σηκώσει στα χέρια του
και να την οδηγήσει στην κοντινότερη κρεβατοκάμαρα. Κι ήταν ένα γνώριμο αίσθημα, όπως αυτό
που ένιωθε κάθε νύχτα.
Τώρα όμως κάτι αλλόκοτο αναμειγνυόταν με την ερωτική επιθυμία. Σίγουρα δεν ήταν οργή, ούτε
αγανάκτηση ή ενόχληση. Δεν είχε ιδέα τι ήταν. Και εφόσον δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, το
παραμέρισε. Αυτή τη στιγμή δεν τον ενδιέφερε να μάθει. Μόνο ένα πράγμα τον ένοιαζε.
Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ κι ύστερα ακούμπησε το φλιτζάνι του στο τραπέζι. «Τελείωσες τον
καφέ σου;» τη ρώτησε.
Η Άννα γύρισε και τον κοίταξε. Ο Λίο άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το γυμνό της μπράτσο. Το
δέρμα της ήταν ζεστό, απαλό σαν το μετάξι του φορέματός της. Το αίμα του κύλησε γρηγορότερα
μόλις την άγγιξε και τον συνεπήρε μια γλυκιά προσμονή.
Τότε όμως είδε την έκφρασή της να αλλάζει. Να γίνεται ψυχρή. Και την ένιωσε να αποτραβιέται
τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά.
«Είπες... πως απόψε θα ήμουν ελεύθερη», του θύμισε.
Ήταν σαν να του έδωσε χαστούκι. Κατέβασε αμέσως το χέρι του. Και την ίδια ακριβώς στιγμή ο
γνώριμος θυμός άναψε και πάλι μέσα του.
Ο Λίο αναστέναξε. «Μη μου πεις... ξέρω. Είναι στο συμβόλαιό σου».
«Αυτό ήταν ένα προφορικό συμβόλαιο».
«Τελικά θα έπρεπε να έχεις γίνει δικηγόρος αντί για κλέφτρα», της είπε με κακία ο Λίο.
Η Άννα σφίχτηκε. «Είπες πως απόψε θα ήμουν ελεύθερη», επανέλαβε πεισματικά.
«Κάνε ό,τι θέλεις», απάντησε κακόκεφος ο Λίο και ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. Ευχήθηκε να ήταν
μπράντι ώστε να πιει μέχρι να ξεχάσει, γιατί το σώμα του δεν έδειχνε να αποδέχεται εύκολα την
απόρριψη της Άννας. Στριφογύρισε άβολα στη θέση του.
«Δοκίμασε ένα κρύο ντους», την άκουσε να του λέει ψυχρά.
Ο Λίο της έριξε μια δολοφονική ματιά κι ύστερα συνέχισε να κοιτάζει βλοσυρός πέρα στο σκοτάδι.
Μέσα του βλαστημούσε την Άννα Ντιλέιν. Και τον εαυτό του επειδή την ποθούσε τόσο πολύ.
Τελικά σηκώθηκε όρθιος. Δεν μπορούσε να κάθεται άλλο εκεί, μαζί της. «Θα σε δω το πρωί
λοιπόν», δήλωσε ψυχρά και μπήκε στο σπίτι κουτσαίνοντας.
Έξω στη βεράντα η Άννα κάθισε ακίνητη. Και κοίταξε με τη σειρά της σκυθρωπή την υποτροπική
νύχτα. Καταριόταν κι εκείνη τόσο τον Λίο όσο και τον εαυτό της. Και πάνω απ’ όλα καταριόταν τον
πόθο που τη βασάνιζε και την έκανε να λαχταράει να τρέξει απελπισμένη ξοπίσω του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ο διευθυντής σχεδιασμού στο υπό κατασκευή οικιστικό συγκρότημα του Λίο μιλούσε στην Άννα
για τα διαφορετικά είδη ξυλείας που χρησιμοποιούνταν στο χτίσιμο των πολυτελών κατοικιών,
εκείνη όμως δεν έδινε προσοχή. Περισσότερο την απασχολούσαν η παρουσία του σκυθρωπού Λίο
δίπλα της και η δική της άσχημη διάθεση.
Αντί να απολαύσει έναν ήρεμο ύπνο στο δικό της κρεβάτι είχε κοιμηθεί άσχημα, ανήσυχα. Τώρα
ένιωθε κουρασμένη και γεμάτη ένταση και εκνευρισμό.
Τη βασάνιζε μια αλήθεια την οποία δεν ήθελε να αποδεχτεί. Κοίταξε μέσα από το γιαπί πέρα την
ατέλειωτη θάλασσα. Μια αβάσταχτη δυστυχία την πλημμύριζε. Πώς ήταν δυνατό να της συμβαίνε
αυτό; Να στριφογυρίζει όλη νύχτα εξαιτίας του Λίο Μαρκάκη;
Σκυθρώπιασε πίσω από τα μαύρα γυαλιά της. Έπρεπε να το παλέψει. Δεν ήταν παρά μι
αρρωστημένη αδυναμία, μια ανόητη, ασυγχώρητη, προσωρινή τρέλα. Τίποτ’ άλλο. Και θα την
ξεπερνούσε. Έπρεπε...
Τώρα ο διευθυντής σχεδιασμού στράφηκε προς τον εργοδότη του, δείχνοντάς του κάποι
λεπτομέρεια στα αρχιτεκτονικά σχέδια που κρατούσε στο χέρι του. Η Άννα άκουσε τον Λίο να
απαντάει απότομα. Η φωνή του έκοβε σαν λεπίδα.
Όταν έφυγαν από το εργοτάξιο, η Άννα ένιωσε ανακούφιση, αν και ήταν χειρότερο να βρεθεί μόνη
με τον Λίο μέσα στο αυτοκίνητο. Δε μιλούσαν ο ένας στον άλλο κι όμως η έντασή τους ήταν
φανερή. Έδεσε σφιχτά τα χέρια στην ποδιά της. Ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό της.
Ύστερα από μισής ώρας οδήγηση μέσα από στριφογυριστούς παραλιακούς δρόμους, ο Λίο μπήκε
σ’ ένα ιδιωτικό μονοπάτι που έβγαζε στη θάλασσα. Ο προορισμός του ήταν ένα χαμηλό
παραθαλάσσιο ξενοδοχείο.
«Γεύμα», δήλωσε κοφτά και βγήκε από το αμάξι. Η Άννα τον ακολούθησε σιωπηλή και μπήκε μαζί
του στο ξενοδοχείο.
Το αντιπάθησε αμέσως. Ήταν ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα πολυτελές ξενοδοχείο, το οποίο
απευθυνόταν σε πελάτες που βαριόνταν τον καθιερωμένο τουρισμό και απαιτούσε μια καινοτομί
την οποία η Άννα θεωρούσε επιδεικτική. Την ίδια γνώμη είχε και για το μενού.
«Μια πράσινη σαλάτα, παρακαλώ», παρήγγειλε. «Χωρίς σάλτσα».
«Νόμιζα πως είχες αρχίσει να τρως φυσιολογικά», είπε ο Λίο.
«Οι τιμές είναι γελοίες και το μενού ανόητο».
Την κοίταξε παραξενεμένος. «Ετούτο εδώ θεωρείται ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της
Καραϊβικής».
«Εγώ βλέπω πως ο διάκοσμος είναι επιδεικτικός, οι υπάλληλοι είναι σνομπ και οι πελάτες κάνουν
φιγούρα. Το χτεσινό μέρος ήταν χίλιες φορές καλύτερο».
«Τώρα πάντως είμαστε εδώ», της αντιγύρισε ο Λίο και μελέτησε μουτρωμένος τη λίστα των
κρασιών.
«Μόνο μεταλλικό νερό για μένα... Ανθρακούχο», είπε η Άννα.
Έφαγαν σιωπηλοί. Ήταν απίστευτο ότι μόλις την προηγούμενη μέρα κουβέντιαζαν φυσιολογικά.
Τώρα το μόνο που ήθελε η Άννα ήταν να φύγει από κει και να επιστρέψει στη βίλα για να κλειδωθεί
στο δωμάτιό της. Αισθανόταν έντονη νευρικότητα και δεν άντεχε να τον κοιτάζει.
Κι όμως μέσα της κάτι επαναστατούσε. Οι μύες της ήταν σφιγμένοι, το δέρμα της μυρμήγκιαζε. Το
κορμί της ήταν ζωντανό, αλλά το ένιωθε σαν ξένο, σαν να αποζητούσε κάτι αδιανόητο. Έσφιξε το
πιρούνι της, μη θέλοντας να κοιτάξει τον άντρα απέναντί της. Έναν άντρα ο οποίος φαινόταν το ίδιο
νευρικός και ανήσυχος όσο και η ίδια.
Έσφιξε και τα δόντια της. Όχι, δε θα τον κοίταζε.
Συνέχισε να τρώει, αν και το φαγητό της παραήταν άνοστο για την εξωφρενική τιμή του.
Μέσα της η ένταση γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Σιωπηρά.
Επικίνδυνα.

Το γεύμα ήταν ατελείωτο. Ο Λίο φάνηκε αποφασισμένος να το τραβήξει όσο πήγαινε,


παραγγέλνοντας επιδόρπιο και στη συνέχεια καφέ, ενώ η Άννα το μόνο που ήθελε ήταν να σηκωθεί
και να φύγει. Μακριά του. Τέλος, όταν δεν άντεχε άλλο κι ήταν έτοιμη να σπρώξει πίσω την
καρέκλα της, ο Λίο έσπρωξε στο πλάι το άδειο φλιτζάνι του.
«Άννα...»
Η Άννα έσφιξε τα χείλη της και δε μίλησε.
«Κοίταξέ με».
Κάτι στη φωνή του την ανάγκασε να υπακούσει. Τράβηξε το βλέμμα της από το τραπέζι και τον
κοίταξε κατάματα. Τα μάτια της του είπαν ακριβώς αυτό που εκείνος ήθελε να μάθει...
«Όχι». Η φωνή της ήταν σιγανή. «Όχι!» Πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο.
Ο Λίο σηκώθηκε κι εκείνος κι έκανε νεύμα για το λογαριασμό. Όταν έφτασε ο σερβιτόρος, είχε ήδη
έτοιμη την κάρτα του. Του την έδωσε και του είπε κάτι χαμηλόφωνα κι εκείνος έγνεψε ατάραχος κι
έφυγε με την κάρτα, ενώ η Άννα στεκόταν εκεί σφιγμένη. Ο σερβιτόρος επέστρεψε φέρνοντας πίσω
την κάρτα του Λίο μαζί με κάτι άλλο. Η Άννα δεν είδε τι ήταν κι ούτε ήθελε να ξέρει. Το μόνο που
ήθελε ήταν να φύγει αμέσως από κει μέσα.
«Πάμε», της είπε ο Λίο και κατευθύνθηκε πρώτος στην έξοδο. Η Άννα τον ακολούθησε έξω από
την τραπεζαρία χωρίς καμιά αντίρρηση.
Εκείνος όμως δεν πήγε προς το μπροστινό τμήμα του ξενοδοχείου. Αντίθετα, κατηφόρισε προς
τους κήπους. Η Άννα τον ακολούθησε και πάλι. Είδε καλύβες με σκεπές από φύλλα φοινικιάς
ανάμεσα στις μπανανιές και στα παρτέρια, ενώ πίσω τους απλωνόταν η λευκή αμμουδιά και η
απέραντη γαλάζια θάλασσα... Χωρίς να το καταλάβει είχε ακολουθήσει τον Λίο ως το κατώφλι μιας
τέτοιας καλύβας. Εκείνος της κράτησε την πόρτα ανοιχτή.
Να ήθελε άραγε ο Λίο να φορέσει μαγιό για να κολυμπήσει; Μ’ αυτή την απορία η Άννα πέρασε
μέσα στο μπάνγκαλοου. Η ίδια δε θα έλεγε όχι για κολύμπι, σίγουρα η θάλασσα θα τη χαλάρωνε.
Γύρισε να του πει ότι το μαγιό της ήταν στο αυτοκίνητο.
Και πάγωσε.
Ο Λίο την κοίταζε.
Την κοίταζε μ’ εκείνο το φιλήδονο βλέμμα που της δήλωνε ότι το κολύμπι ήταν το τελευταίο
πράγμα που είχε στο νου του.
Στη στιγμή το κορμί της πήρε φωτιά. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή κι όλη η επιθυμί
την οποία συγκρατούσε από το πρωί ξαφνικά απελευθερώθηκε σαν θηρίο που ήθελε να την
κατασπαράξει.
Κανείς τους δε μιλούσε. Αφού στάθηκε για μια ατέλειωτη στιγμή μπροστά της, ο Λίο την πήρε
στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη φιλάει. Αμέσως το κορμί της πήρε φωτιά και ο πόθος της θέριεψε.
Τον ήθελε παράφορα. Αμέσως. Τον αποζητούσε με όλο της το είναι. Κόλλησε πάνω του, νιώθοντάς
τον να ανταποκρίνεται.
«Χριστέ μου... Άννα...»
Η φωνή του ήταν τραχιά, ακατάληπτη. Ύστερα σώπασε καθώς το στόμα του κάλυψε και πάλι το
δικό της. Η Άννα βόγκησε σιγανά και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Τον ήθελε τόσο πολύ που της
ερχόταν λιποθυμία. Τον είχε στερηθεί μια ολόκληρη μέρα και νύχτα.
Οι ορθωμένες θηλές της ακουμπούσαν πάνω στο κορμί του και η αίσθηση τη διέγειρε ακόμ
περισσότερο. Πίεσε τους γοφούς της πάνω του και βόγκησε ξανά, νιώθοντας την αντίδραση και του
δικού του κορμιού σ’ εκείνο το ξέφρενο αγκάλιασμα. Ο πόθος έσκιζε τα σωθικά της σαν μαχαίρι,
απαιτούσε ικανοποίηση αμέσως...
Ο Λίο κατέβασε τα χέρια του από τα μαλλιά της και τα γλίστρησε στις απαλές καμπύλες των
γλουτών της, ανασηκώνοντάς την ελαφρά και εντείνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον πόθο της. Η
Άννα του χάιδεψε το μηρό με το δικό της μηρό, περνώντας το πόδι της γύρω από τη γάμπα του, με
αποτέλεσμα η φούστα της να ανέβει ψηλά.
Ο Λίο τη μετέφερε στο φαρδύ κρεβάτι, εκεί όπου μπορούσε να την κάνει δική του, εκεί όπου τ
δυο κορμιά τους θα χόρταιναν επιτέλους την πείνα τους. Για μερικά δευτερόλεπτα η Άννα πήρε
βαθιές ανάσες για να καταλαγιάσει κάπως την αβάσταχτη πυρκαγιά που έκαιγε το κορμί της...
Και τότε μια κίνηση υπέπεσε στην αντίληψή της. Στο ημίφως του μπάνγκαλοου είδε ξαφνικά δυο
μορφές μέσα στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου. Αγκαλιάζονταν παράφορα, ανεξέλεγκτα.
Η εικόνα ήταν σαν ψυχρολουσία πάνω στο ξαναμμένο της σώμα. Τραβήχτηκε βίαια από πάνω του
και κοίταξε με φρίκη το είδωλό της. Το θέαμα την αρρώσταινε.
Μα τι κάνω; αναρωτήθηκε. Οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας προς τα πίσω.
«Άννα...» Ο Λίο την πλησίασε ξανά.
Τα μάτια της άστραψαν. «Μη μ’ αγγίζεις!»
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Τι στην οργή...»
Η Άννα πισωπάτησε άλλο ένα βήμα. «Είπα, μη μ’ αγγίζεις!»
Τρόμος και οργή την είχαν πλημμυρίσει. Πώς είχε φτάσει ως εκεί; Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου
νοικιασμένο με την ώρα, για μια γρήγορη, επείγουσα ερωτική συνεύρεση; Ύστερα, όταν τα κορμιά
τους θα είχαν χορτάσει, εκείνος θα της έλεγε να ντυθεί ξανά. Και φεύγοντας, θα έδινε πάλι την
πιστωτική του κάρτα για να πληρώσει για την απόλαυσή του, όπως είχε πληρώσει λίγο νωρίτερα γι
το γεύμα τους...
Η Άννα δεν το άντεχε. Έτρεμε ολόκληρη από ντροπή και θυμό. Ο Λίο την πλησίασε ξανά,
απλώνοντας τα χέρια του, αλλά εκείνη απομακρύνθηκε πάλι.
«Δεν το θέλω αυτό».
Η έκφρασή του άλλαξε. «Ψεύτρα...» Αργά, σκόπιμα, την άγγιξε. «Άννα Ντιλέιν... λες ψέματα ότι
δεν το θέλεις. Ότι δε θέλεις εμένα». Την έπιασε από τον καρπό και την τράβηξε κοντά του.
Δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Η ανάσα της επιταχύνθηκε ξανά, η έξαψη την κατέκλυσε. Ναι,
τον ήθελε, αυτή ήταν η αλήθεια!
Ο Λίο ένιωσε τις αντιστάσεις της να υποχωρούν. Την ένιωσε αδύναμη από πόθο, έτσι όπως την
ήθελε μέσα στην αγκαλιά του. Τα χέρια του γλίστρησαν γύρω από τη μέση της και κόλλησε ξανά το
λεπτό της σώμα επάνω του.
Το ξαφνικό χτύπημα τον σάστισε εντελώς. Κι εκείνη τη στιγμή, η Άννα τράβηξε πίσω το χέρι της
που σαν μαστίγιο είχε χτυπήσει απότομα το μπράτσο του και δραπέτευσε από την αγκαλιά του.
Ο Λίο την κοίταζε μη πιστεύοντας στα μάτια του. Η Άννα στεκόταν εκεί, σφίγγοντας τη γροθιά της
και τεντώνοντας το άλλο χέρι μπροστά για να τον απωθήσει.
«Είπα όχι!»
Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο και τα μάτια της πετούσαν φωτιές. Ο Λίο δεν την αναγνώριζε.
«Μα τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι κάνεις;»
«Δεν το θέλω αυτό. Δε θέλω να κάνω σεξ μαζί σου τώρα. Εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου,
το οποίο σου άνοιξαν, επειδή έδωσες φιλοδώρημα στο σερβιτόρο. Μόνο και μόνο επειδή έχεις τη
διάθεση...»
«Δηλαδή εσύ δεν είχες τη διάθεση; Υποκρίθηκες; Το θέλεις, Άννα, όπως το ήθελες και χτες το
βράδυ και το πείσμα σου δε σε άφησε να το παραδεχτείς. Το ήθελες όλη μέρα, γι’ αυτό πριν από
λίγο πήρες φωτιά σαν το ηφαίστειο. Όπως συμβαίνει πάντα, κάθε φορά που είσαι μαζί μου. Γι’ αυτό
άσε τις υποκρισίες, Άννα Ντιλέιν, επειδή ξέρουμε κι οι δυο την αλήθεια! Θέλουμε όλα όσα δίνουμε
ο ένας στον άλλον!» Ο Λίο έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέρος της.
Η οργή της ήταν μαχαιριά. Άγρια και απρόσμενη. Σαν δυνατή καταιγίδα που ξεσπάει
κατακαλόκαιρο. Και την είχε κυριέψει απόλυτα. Ένιωσε τη λυσσαλέα σφοδρότητά της να την ωθεί
ως τα άκρα απελευθερωμένη σαν ορμητική τίγρη και να τη γεμίζει με μια τυφλή δύναμη.
«Εγώ δε σου δίνω τίποτα! Εσύ το παίρνεις! Κι ούτε θα κάνω γρήγορο, χυδαίο σεξ μαζί σου επειδή
το θέλεις τώρα! Δεν πρόκειται να κατέβω σ’ αυτό το επίπεδο!»
«Χυδαίο;» ούρλιαξε ο Λίο. «Μήπως πρέπει να σου θυμίσω», ξέσπασε και κάτι στη φωνή του της
έφερε ναυτία, «για ποιο λόγο βρίσκεσαι σ’ αυτό το νησί μαζί μου; Είσαι μια κλέφτρα, μια
εγκληματίας!»
«Το ίδιο κι εσύ».
«Είσαι τρελή;»
Η απορία του φούντωσε ξανά το θυμό της. Η Άννα ήξερε ότι δεν έπρεπε να τον αφήσει να την
κυριέψει. Καταλάβαινε πως όφειλε να κρατήσει την ψυχραιμία και τον αυτοέλεγχό της. Μα δεν
μπορούσε πια να ελέγξει τίποτα.
«Με εκβιάζεις να κάνω σεξ μαζί σου, με απειλείς πως θα με στείλεις φυλακή. Αυτό κάνει κι εσέν
εγκληματία!»
Το χέρι του μαστίγωσε τον αέρα. «Θεέ μου... Σε γλιτώνω από τη φυλακή και μου λες πως σε
απειλώ;» Ο Λίο είχε αφρίσει και ήταν έξαλλος. «Δε θα σ’ αφήσω να διαστρεβλώνεις την
πραγματικότητα σύμφωνα με τη φαντασίωσή σου!» Ξεστόμισε ένα χείμαρρο από βρισιές στ
ελληνικά. «Ανέχτηκα πάρα πολλά από σένα. Την πεισματική, αδιάντροπη άρνησή σου να δείξεις το
παραμικρό σημάδι ενοχής ή μεταμέλειας για ό,τι έκανες. Μου φέρεσαι με κακία και επιθετικότητ
αρνούμενη να παραδεχτείς το παράπτωμά σου. Και τώρα τολμάς να κατηγορείς εμένα για
εγκληματική συμπεριφορά;» Κι άλλες βρισιές ξεχύθηκαν από το στόμα του. Ύστερα το πρόσωπό
του έγινε μια μάσκα. Η Άννα κατάλαβε πως είχε μπει σε λειτουργία ο σιδερένιος αυτοέλεγχος των
αισθημάτων του.
«Φόρεσε τα παπούτσια σου. Πάρε την τσάντα σου. Φεύγουμε».
Πήγε ως την πόρτα και την άνοιξε με ορμή. Η Άννα άκουσε τα βιαστικά του βήματα στο μονοπάτι.
Σιγά σιγά άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό της. Έτρεμε και κρύωνε. Έσκυψε κοντανασαίνοντας,
πήρε την τσάντα της, φόρεσε τα σανδάλια της και σαν να υπνοβατούσε βγήκε από το δωμάτιο.
Στη διαδρομή προς τη βίλα έμειναν σιωπηλοί. Ήταν μια σιωπή τόσο αισθητή που κοβόταν με
μαχαίρι. Όταν έφτασαν στη βίλα, ο Λίο σταμάτησε το τζιπ έξω από την μπροστινή είσοδο.
«Πήγαινε μέσα», την πρόσταξε.
Η Άννα κατέβηκε από το αμάξι, δεν είχε προλάβει όμως να κλείσει την πόρτα και το τζιπ ξεκίνησε
πάλι. Παίρνοντας μια απότομη στροφή πάνω στα χαλίκια, ξαναβγήκε από την πύλη. Η Άννα
προχώρησε αργά προς την πόρτα.
«Δεσποινίς Ντιλέιν;»
Η φωνή ακούστηκε από το πλάι και η Άννα γύρισε. Ένας άντρας την πλησίαζε. Είχε σταθερό
βηματισμό που φαινόταν απειλητικός. Μια ξαφνική ανησυχία έσφιξε την ήδη ταραγμένη καρδιά της.
«Ποιος ρωτάει;» αντιγύρισε. Κοίταξε προς τη βίλα. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, ούτε κάποιος
κηπουρός απ’ έξω. Ο ξένος συνέχισε να την πλησιάζει.
Ένα αυτοκίνητο ξεκίνησε από τις σκιές δίπλα στο γκαράζ όπου περίμενε παρκαρισμένο κα
παίρνοντας μια απότομη στροφή ήρθε προς το μέρος της. Ήταν μαύρο με φιμέ παράθυρα.
«Θα έρθετε μαζί μου», είπε ο άγνωστος πλησιάζοντάς την.
Η Άννα οπισθοχώρησε. Ο φόβος την παρέλυσε. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Πού είχε εξαφανιστεί το
προσωπικό; Έκανε να γυρίσει και να τρέξει μέσα στο σπίτι, αλλά ο άντρας την άρπαξε γερά από το
μπράτσο.
Η Άννα του επιτέθηκε, την ίδια στιγμή όμως που το χέρι της τον χτυπούσε στο πλευρό εκείνος της
έδωσε ένα τόσο δυνατό χτύπημα που σχεδόν έχασε τις αισθήσεις της. Πριν προλάβει να συνέλθε
εντελώς την έσπρωξαν μέσα στο αμάξι και πίεσαν το κεφάλι της στο δάπεδο, έτσι που δεν μπορούσε
να ανασάνει, να σκεφτεί ή να πιστέψει αυτό που της συνέβαινε. Ακούγονταν άγριες, βιαστικές φωνές
καθώς το αυτοκίνητο ξεχυνόταν μπροστά. Η Άννα προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά την έσπρωξαν και
πάλι προς τα κάτω κι ένιωσε ένα πόδι να πιέζει οδυνηρά το λαιμό της. Ύστερα την τύλιξε σκοτάδι.

Ο Λίο στεκόταν και κοίταζε τη θάλασσα. Βρισκόταν πάνω σ’ ένα βραχώδες ακρωτήρι, εκεί όπου
κάποιο κακοτράχαλο μονοπάτι οδηγούσε στα ερείπια ενός βρετανικού οχυρού του δέκατου όγδοου
αιώνα.
Ο θυμός του δεν είχε σβήσει ακόμα. Ναι, ήταν μόνο θυμός. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Ένας
καυτός, βασανιστικός θυμός και τίποτα περισσότερο.
Εναντίον της Άννας Ντιλέιν.
Μιας κλέφτρας. Μιας υποκρίτριας.
Εκείνης που είχε τολμήσει να του αντιστρέψει την κατηγορία, να τον αποκαλέσει εγκληματία...
εκβιαστή. Που είχε το θράσος να τον κοιτάξει αφ’ υψηλού και να του πει ότι ήταν χυδαίος.
Κι αυτό επειδή την ήθελε τόσο πολύ, επειδή την ποθούσε σαν τρελός...
Το ήθελε όσο κι εγώ, είπε μέσα του. Θεέ μου, μήπως δεν μπορώ να καταλάβω πότε με ποθεί και...
Εκείνη τη στιγμή το κινητό του άρχισε να χτυπάει. Το τράβηξε ανυπόμονα από την τσέπη του και
απάντησε στην κλήση.
Κοκάλωσε όταν άκουσε τι του είπαν.

Η λεπίδα του μαχαιριού άστραψε στο φως. Ο άντρας που το κρατούσε κοίταξε πρώτα αυτό κ
ύστερα την Άννα.
«Ξέρετε, δεσποινίς Ντιλέιν, θα ήταν προτιμότερο να μη μου κρύψετε τις πληροφορίες που επιθυμώ
να πάρω».
Έστριψε τη λεπίδα στον αέρα έτσι που αυτή έλαμψε στο φως που έμπαινε από το φινιστρίνι.
«Είστε πολύ όμορφη», είπε ο άντρας με ξενική προφορά. «Θα ήταν κρίμα να καταστραφεί αυτή η
ομορφιά σας. Λοιπόν, θα ξαναρωτήσω. Πού βρίσκεται η φίλη σας, η Τζένιφερ Κάρσον;»
«Δεν ξέρω».
Η φωνή της ίσα που ακούστηκε. Κάποτε είχε διαβάσει σ’ ένα θρίλερ πως ο φόβος ήταν κάτι που
έπρεπε να το βιώσει κανείς για να το καταλάβει. Τώρα το πίστευε.
Το σκάφος πάνω στο οποίο βρίσκονταν λικνίστηκε πάνω στα κύματα καθώς απομακρυνόταν από
την ακτή. Ο άντρας που κρατούσε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της προσπάθησε ν
ισορροπήσει. Η κίνηση αυτή πόνεσε ακόμα περισσότερο τις αρθρώσεις και τους ώμους της κ
ένιωσε πως θα λιποθυμούσε από τον πόνο.
Και το φόβο.
Το φόβο που βρισκόταν μέσα σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Σαν καρκίνος που εξαπλώθηκε
παντού.
Ο άντρας που την ανέκρινε είχε μάτια εντελώς ανέκφραστα.
«Σας είπα...» επανέλαβε αδύναμα η Άννα. «Όταν έφυγα από την Αυστρία με τον Λίο Μαρκάκη,
εκείνη επέστρεψε στο Λονδίνο. Δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Δεν ξέρω τίποτα».
Ο άντρας στριφογύρισε το μαχαίρι στον ήλιο κι αυτό άστραψε ξανά. Η Άννα το κοίταξε
παραλύοντας από φόβο.
«Είμαι σίγουρος, δεσποινίς Ντιλέιν, ότι αυτή την απάντηση θα πρέπει να την ξανασκεφτείτε».
Την πλησίασε και ακούμπησε τη λεπίδα του μαχαιριού στο μάγουλό της. Η Άννα την ένιωθε να
πιέζει την επιδερμίδα της.
«Το μόνο που έχω να κάνω», είπε ο άντρας, «είναι να στρίψω τη λεπίδα προς τα μέσα».
Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Τα μάτια της ήταν θολά, ανίκανα να εστιάσουν. Το μυαλό της
ανίκανο να σκεφτεί.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φοβάται.
Οι δυο άντρες αντάλλαξαν κάποιες λέξεις κι έβαλαν τα γέλια. Αυτός με το μαχαίρι κατέβασε τη
λεπίδα από το πρόσωπό της. «Αν σε σημαδέψω, θα έχεις μικρότερη αξία... Όμως υπάρχουν κι άλλοι
τρόποι να σε κάνουμε να μιλήσεις. Υπάρχει πόνος που δεν αφήνει σημάδια...»
«Δεν ξέρω περισσότερα απ’ όσα σας είπα ήδη», ψιθύρισε η Άννα.
Τότε, παρά τον τρόμο που την είχε κυριέψει, άκουσε κάτι. Κάποιο μακρινό θόρυβο που ολοένα και
πλησίαζε.
Ο άντρας με το μαχαίρι βλαστήμησε και αφού είπε κάτι στον άλλο που την κρατούσε, βγήκε στο
κατάστρωμα της θαλαμηγού όπου την είχαν μεταφέρει.
Στη συνέχεια ένας άλλος θόρυβος διαπέρασε το σοκαρισμένο μυαλό της. Ο σταθερός, ρυθμικός
ήχος ενός ελικοπτέρου.
Ο άντρας στο κατάστρωμα κοίταξε ολόγυρα, αναζητώντας την πηγή του θορύβου. Ύστερα
ξανακοίταξε τη θάλασσα.
Η Άννα προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της, αλλά ούτε ένας μυς του σώματός της δεν
υπάκουγε. Ο τρόμος την είχε κατακυριέψει.
Έξω στο κατάστρωμα ο άντρας φώναξε κάτι στο σύντροφό του. Ο ήχος ενός μηχανοκίνητου
σκάφους πλησίαζε όλο και περισσότερο μαζί με το μονότονο χτύπο του έλικα. Η Άννα ένιωσε να
λικνίζονται περισσότερο πάνω στο νερό όσο ο θόρυβος γινόταν εντονότερος.
«Μη χαίρεσαι, σκύλα. Κανείς δεν μπορεί να μας αγγίξει! Εκτός βέβαια κι αν θέλουν να πεθάνουν»,
της είπε ο άντρας με το μαχαίρι σαρκαστικά. Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα. «Θα σε
περιποιηθούμε, όπως ταιριάζει στις παλιοβρόμες σαν κι εσένα». Πήγε γρήγορα κοντά της και με μι
ξαφνική, βίαιη κίνηση την έγδυσε και κάγχασε.
Απ’ έξω ακούστηκε μια φωνή από μεγάφωνο. Η Άννα δεν καταλάβαινε τι έλεγαν. Ο άντρας με το
μαχαίρι βγήκε πάλι στο κατάστρωμα και ούρλιαξε κάτι ψηλά στο ελικόπτερο.
Πίσω από τη θαλαμηγό η Άννα διέκρινε ένα άλλο σκάφος να τους πλησιάζει γρήγορα. Ήταν το ίδιο
που είχε ακούσει; Τα μάτια της στράφηκαν προς τα φαρδιά παράθυρα της καμπίνας. Το σκάφος τούς
πλεύρισε· στο κατάστρωμά του υπήρχαν ένστολοι αστυνομικοί. Διέταξαν τους άντρες της
θαλαμηγού να γυρίσουν πίσω στο λιμάνι. Η Άννα ένιωσε τη θαλαμηγό να κόβει ξαφνικά ταχύτητα.
Τινάχτηκε στο πλάι και με τη βίαιη κίνηση τα δεμένα χέρια της πόνεσαν ακόμα περισσότερο.
Η θαλαμηγός τελικά σταμάτησε. Από το σκάφος της αστυνομίας εκτοξεύονταν διαταγές μέσα από
το μεγάφωνο.
Ο άντρας στην πρύμη φώναξε κάτι σ’ εκείνον που φρουρούσε την Άννα. Αυτός την έσπρωξε
μπροστά αναγκάζοντάς τη να βγει κι εκείνη στο κατάστρωμα.
Μόλις βγήκε στο φως, ένιωσε κάτι σκληρό και κρύο να τη χτυπάει κάτω από το αυτί.
Ήταν η κάννη ενός όπλου.

Σ’ εκείνα τα βάθη το νερό ήταν κρύο. Ο Λίο το αγνόησε. Μόνο ένας ήταν ο σκοπός του από τη
στιγμή που ο υπεύθυνος ασφαλείας της βίλας τον ενημέρωσε για όσα είχαν συμβεί. Τρεις οπλοφόρο
κρατούσαν το προσωπικό με την απειλή των όπλων, ενώ την Άννα την είχαν απαγάγει, αμέσως
μόλις εκείνος την άφησε στη βίλα.
Έκτοτε ο Λίο έζησε ένα ζωντανό εφιάλτη. Η αστυνομία ανέλαβε δράση, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να
μείνει αμέτοχος. Μαζί με δυο άντρες της προσωπικής φρουράς του επιβιβάστηκε στο γρηγορότερο
μηχανοκίνητο σκάφος που διέθετε και άρχισαν την καταδίωξη. Ένα αυτοκίνητο ήταν
εγκαταλελειμμένο στην προβλήτα του διπλανού χωριού και οι ντόπιοι είχαν αναφέρει πως είδαν
τρεις άντρες να επιβιβάζουν με τη βία μια νεαρή λευκή γυναίκα πάνω σε μια πολυτελή θαλαμηγό, η
οποία σήκωσε άγκυρα κι έφυγε κατευθυνόμενη νότια.
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε στο άκουσμα της είδησης. Ήταν το ασφαλέστερο από τα νησιά της
Καραϊβικής και η κυβέρνηση προστάτευε καλά τους κατοίκους και τους τουρίστες, ιδιαίτερα τους
πιο πλούσιους απ’ αυτούς. Έτσι ο Λίο διατηρούσε ελάχιστο προσωπικό ασφαλείας στη βίλα.
Προφανώς ήταν λάθος του.
Οι οπλοφόροι ήταν Άραβες από τη Μέση Ανατολή. Μόνο αυτό μπόρεσαν να του πουν οι άντρες
του. Πώς βρέθηκε η Άννα μπλεγμένη μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Ποιοι την είχαν απαγάγει και γιατί;
Μήπως ήταν μπλεγμένη με ναρκωτικά; Τη θεωρούσε κλέφτρα, η αφαίρεση όμως ενός ανεκτίμητου
βραχιολιού απείχε πολύ από τη διακίνηση παράνομων ουσιών. Στον υπόκοσμο δεν υπήρχαν κανόνες
όπως στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Γιατί είχαν απαγάγει την Άννα
του;
Το ελικόπτερο είχε σηκώσει κύμα κι αυτό τον καθυστερούσε, τουλάχιστον όμως η ταραγμένη
θάλασσα τον έκρυβε καλά όταν αναδύθηκε γρήγορα στην επιφάνεια για να πάρει αέρα. Το σκάφος
της λιμενικής αστυνομίας είχε ακινητοποιήσει τη θαλαμηγό, ενώ το ελικόπτερο είχε τραβήξει όλη
την προσοχή των κακοποιών.
Το επικίνδυνο σκαρφάλωμα στο σκάφος χρειάστηκε όλη τη δύναμή του. Για μια στιγμή διπλώθηκε
στα δυο για να ξαναβρεί την ανάσα του, γρήγορα όμως σηκώθηκε κι άρχισε να προχωρεί. Ο άντρας
στο τιμόνι προσπαθούσε να κρατήσει το σκάφος σταθερό και κοίταζε αγριεμένος το ελικόπτερο,
έτσι ούτε τον είδε ούτε τον άκουσε.
Ο Λίο σκαρφάλωσε προσεκτικά στην οροφή της καμπίνας κι άρχισε να προχωρά έρποντας.
Κούνησε το κεφάλι του προειδοποιητικά προς τους αστυνομικούς που επέβαιναν στο σκάφος του
λιμενικού. Εκείνοι δεν έκαναν καμιά κίνηση που θα πρόδιδε ότι τον είδαν. Ο Λίο άκουσε τον
αρχηγό των κακοποιών να ουρλιάζει πως αν τους πυροβολούσαν, το κορίτσι θα σκοτωνόταν πρώτο.
Οι πλάτες των τριών αντρών ήταν γυρισμένες προς το μέρος του, ωστόσο μπόρεσε να δει έντρομος
ότι την πίεζε η κάννη του όπλου. Επίσης είδε ότι την είχαν γδύσει μέχρι τη μέση και ένιωσε
λυσσαλέα οργή.
Σιωπηλά, σαν τον θάνατο, κατέβηκε στο πρυμνιό κατάστρωμα.

Σαν μέσα σε ένα θολό σύννεφο η Άννα είδε τη μορφή να προσγειώνεται στο κατάστρωμα. Της πήρε
μερικά δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί πως ήταν ο Λίο. Ύστερα τον είδε να ρίχνεται πάνω στον
άντρα που κρατούσε το όπλο στο λαιμό της και να τον σωριάζει στο κατάστρωμα. Η Άννα ούρλιαξε.
Και μετά, εντελώς αναπάντεχα, με όσες δυνάμεις τής απέμεναν, έπεσε μπροστά.
Οι ώμοι της την πόνεσαν φριχτά, μα δεν την ένοιαξε. Ο φύλακάς της έχασε την ισορροπία του. Η
Άννα γάντζωσε το πόδι της γύρω από τον αστράγαλό του και σφίγγοντας ξανά όλους τους μυς της
τινάχτηκε δυνατά. Ο άντρας σωριάστηκε στο κατάστρωμα παίρνοντάς τη σχεδόν μαζί του, την
τελευταία στιγμή όμως την άφησε για να προστατευτεί από το χτύπημα. Στη στιγμή η Άννα βρέθηκε
πάνω του. Τα πόδια της, αντίθετα από τα μπράτσα της, δούλευαν μια χαρά κι άρχισε να τον κλοτσάε
παντού για να μην τον αφήσει να σηκωθεί.
Την επόμενη στιγμή κάποιος τη σήκωσε ψηλά. Πριν προλάβει να αντισταθεί κατάλαβε πως ήταν ο
Λίο, ο οποίος τη μετέφερε σβέλτα στο πλάι της θαλαμηγού και την παρέδωσε σε έναν άντρα από την
προσωπική του ασφάλεια που βρισκόταν στο σκάφος που είχε πλευρίσει. Άκουσε τον Λίο ν
φωνάζει κάτι καθώς το σκάφος απομακρύνθηκε.
«Λίο!» Η Άννα ούρλιαξε φωνάζοντας το όνομά του, αλλά δεν ακούστηκε πάνω από το βουητό της
μηχανής.
Το ελικόπτερο της αστυνομίας είχε χαμηλώσει περισσότερο πάνω από τη θαλαμηγό και η Άννα
διέκρινε δυο σκοπευτές να σημαδεύουν τους κακοποιούς. Ο ένας απ’ αυτούς είχε σηκωθεί
παραπατώντας και απειλούσε τον Λίο με το όπλο για να οπισθοχωρήσει μέσα στην καμπίνα.
Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Λίο έπεσε στο πλάι. Ακολούθησαν κι άλλοι πυροβολισμοί. Ο
αστυνομικοί πέτυχαν τον κακοποιό που έπεσε αργά προς τα πίσω, πάνω στις προπέλες.
Κι ύστερα δεν ακουγόταν τίποτα πια.
«Λίο», είπε βογκώντας η Άννα. «Ω, Θεέ μου, Λίο...» Κειτόταν ασάλευτος, μπρούμυτα στο
κατάστρωμα. Η Άννα είδε αίμα στο πουκάμισό του και ένιωσε φρίκη.
Ο Λίο ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει για να τη σώσει.
Τότε άκουσε δίπλα της τον άνθρωπο του Λίο.
«Νομίζω πως είδα το χέρι του να κινείται».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Η Άννα καθόταν στην αίθουσα αναμονής. Παρά τα παυσίπονα, τα μπράτσα και οι ώμοι της
πονούσαν. Δεν την ένοιαζε όμως.
Μόνο ο Λίο απασχολούσε το μυαλό της.
Κοίταξε το ρολόι. Πόση ώρα τον είχαν στο χειρουργείο; Δεν ήξερε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι
κανείς δεν της είχε πει ενθαρρυντικά πράγματα. Κανείς δεν τη διαβεβαίωνε πως θα ζούσε.
Δικό μου λάθος. Δικό μου λάθος. Δικό μου λάθος.
Περίμενε και προσευχόταν.
Όταν ο γιατρός τής είχε επιτρέψει να φύγει, είχε ζητήσει να κάνει ένα τηλεφώνημα στην Αγγλία.
Μίλησε με την Τζένι και την προειδοποίησε να συνεχίσει να κρύβεται, γιατί ο άνθρωπος που την είχε
αφήσει έγκυο ήταν ικανός να σκοτώσει για να την εντοπίσει.
Ξαφνικά οι πόρτες άνοιξαν και μέσα από το χειρουργείο βγήκε ένας γιατρός. Την πλησίασε
κατεβάζοντας τη μάσκα του. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό.
Η Άννα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.
Ο χειρουργός την κοίταξε για μια στιγμή. Ύστερα της χαμογέλασε κουρασμένα. «Έχεις έναν πολύ
σκληρό άντρα εκεί μέσα. Εγώ τον έραψα ξανά, χρειάζεται όμως μια ανταμοιβή για τον ηρωισμό του.
Φρόντισε να είσαι κοντά του όταν ξυπνήσει. Του αξίζει να δει μπροστά του μια όμορφη γυναίκα».
Η Άννα ξέσπασε σε κλάματα.

Ο Λίο ήταν χλομός. Κατάχλομος. Και ανάσαινε ανεπαίσθητα, τουλάχιστον όμως η Άννα ήξερε πως
ήταν ζωντανός.
Την πλημμύρισε ευγνωμοσύνη.
Κάθισε δίπλα του και πήρε το χέρι του μέσα στα δικά της. Αργά ακούμπησε το μάγουλό της στο
χέρι του, βρέχοντάς το με τα δάκρυά της. Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί. Μπαινόβγαιναν
νοσοκόμες, βράδιαζε. Κι εκείνη καθόταν ακόμα εκεί, κρατώντας σφιχτά το χέρι του.
Χάραξε. Μια νοσοκόμα ήρθε να ελέγξει και πάλι τον Λίο, φέρνοντάς της καφέ και σάντουιτς. «Ο
σφυγμός του είναι δυνατότερος», της είπε. «Σύντομα θα επιστρέψει κοντά μας. Μην τον αφήνεις. Το
ξέρει πως είσαι εδώ».
Η νοσοκόμα έφυγε και η Άννα κοίταξε τον Λίο. Δάκρυα ήρθαν ξανά στα μάτια της. Είχε κυνηγήσει
τους κακοποιούς για να τη βρει. Ρίσκαρε τη ζωή του για κείνη. Τη θεωρούσε κλέφτρα κι όμως
προσπάθησε να τη σώσει...
Η καρδιά της φούσκωνε από συγκίνηση. Μια συγκίνηση τόσο δυνατή που την τρόμαζε. Τα μάτια
της είχαν θολώσει, έτσι αντιλήφθηκε πρώτα την απειροελάχιστη κίνηση του χεριού του. Σκούπισε
βιαστικά τα μάτια της, αλλά τα δάκρυα ανέβλυσαν ξανά. Αυτή τη φορά είδε τα βλέφαρά του να
ανοίγουν και τα μάτια του να εστιάζουν επάνω της.
Για μια στιγμή ήταν ένα βλέμμα άδειο. Η καρδιά της σφίχτηκε. Άρχισε να αποτραβάει τα δάχτυλά
της από το χέρι του.
Εκείνος όμως το έσφιξε. «Άννα», είπε και έκλεισε πάλι τα μάτια του. Η λέξη ακούστηκε σαν
αδύναμος αναστεναγμός.
Ο Λίο βυθίστηκε και πάλι στον ύπνο. Στα χείλη του όμως η Άννα είδε ένα αμυδρό τράβηγμα σαν
χαμόγελο.

Αργότερα επέστρεψε στη βίλα μ’ έναν από τους υπαλλήλους του Λίο. Ήταν όλοι πολύ ευγενικοί
μαζί της. Οι καμαριέρες τη βοήθησαν να πλυθεί, την τάισαν και την έβαλαν στο κρεβάτι.
Όχι όμως στο δικό της κρεβάτι. Σ’ αυτό του Λίο.
Η Άννα κοιμήθηκε, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι του. Είχε τη μυρωδιά του επάνω.
Και τα δάκρυά της.

ταν επέστρεψε στο νοσοκομείο, της είπαν ότι για λίγο ο Λίο είχε συνέλθει εντελώς κι ύστερα είχε
ξανακοιμηθεί. Η κατάσταση της υγείας του ήταν ικανοποιητική και ανέρρωνε φυσιολογικά.
Όταν όμως είδε την κοιμισμένη μορφή του, το ωχρό του πρόσωπο, η Άννα ξέσπασε και πάλι σε
κλάματα.
Κάθισε τρέμοντας δίπλα του, μουρμουρίζοντας και κοιτάζοντάς τον με θλίψη. Η καρδιά της
ξεχείλιζε από αγάπη για τον Λίο Μαρκάκη.

Ο Λίοπολύ
πόσο νόμισε πως ονειρευόταν
λυπόταν. γιατί
Δεν μπορούσε είδενατην
παρά Άννα
είναι να κλαίει.
όνειρο. Η ΆνναΈκλαιγε
ποτέ δεκαι επαναλάμβανε διαρκώς
λυπόταν.
Είχε κλέψει τα ρουμπίνια Λεβάντσκι και δεν είχε πει ότι λυπόταν γι’ αυτό. Τον είχε πετάξει έξω
από την κρεβατοκάμαρά της χωρίς να πει ότι λυπόταν. Του είχε απευθύνει κατηγορίες βαριές. Κι
ούτε γι’ αυτό είχε πει ότι λυπόταν.
Τώρα όμως του έλεγε ότι λυπόταν. Την άκουγε.
Ο Λίο άνοιξε τα μάτια του. Δεν ονειρευόταν.
Η Άννα Ντιλέιν καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και
επαναλάμβανε πόσο πολύ λυπόταν.
Τον είδε να την κοιτάζει και αναλύθηκε σε καινούρια δάκρυα.
Τα πράσινα μάτια της ήταν θολά, οι βλεφαρίδες της μουσκεμένες, το πρόσωπό της κατακόκκινο.
Είχε τα χάλια της. Μα ήταν το πιο πολύτιμο θέαμα που θα μπορούσε να αντικρίσει.
Της έπιασε το χέρι. Έσφιγγε ένα μουλιασμένο χαρτομάντιλο κι ο Λίο το άφησε να πέσει στο
πάτωμα. Το χέρι της ήταν απίστευτα βαρύ. Μα ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που θα μπορούσε να
κρατήσει.
Ήταν παράλογο, το ήξερε. Αυτή η γυναίκα ήταν κλέφτρα, υποκρίτρια, αμετανόητη και ευέξαπτη.
Τον είχε εξοργίσει όσο καμιά άλλη στο παρελθόν. Αλλά όταν την είδε στα χέρια των κακοποιών,
ένιωσε τέτοια οργή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει.
Κανείς δε θα ξανατολμούσε να απλώσει χέρι επάνω της!
Με όση δύναμη είχε ακόμα την τράβηξε κοντά του. «Θεέ μου, τι μεγάλος μπελάς που είσαι,
γυναίκα», της είπε κουρασμένα.
Εκείνη αναλύθηκε σε λυγμούς. Ο Λίο την παρακολουθούσε κρατώντας με κόπο τα μάτια του
ανοιχτά.
Για δες, σκεφτόταν, η Άννα Ντιλέιν κλαίει... Δεν είναι ένα θέαμα που βλέπει κανείς κάθε μέρα. Η
όμορφη Άννα του έκλαιγε.
Της έσφιξε τα δάχτυλα. Ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, αλλά δεν είχε τη δύναμη, έτσι
αρκέστηκε στα δάχτυλά της.
«Ω, Θεέ μου... Λίο, πόσο πολύ λυπάμαι! Εγώ φταίω, εγώ».
Η Άννα Ντιλέιν απολογείται επιτέλους, σκέφτηκε και της χαμογέλασε.
«Ήρθες να με βρεις. Με θεωρούσες κλέφτρα και σου είπα ένα σωρό φριχτά πράγματα, όμως εσύ
ήρθες να με σώσεις. Λυπάμαι πολύ. Και είμαι απίστευτα ευγνώμων που είσαι ζωντανός».
Ο Λίο την άκουγε νιώθοντας πολύ παράξενα. Δεν άντεχε άλλο. Αδιαφορώντας για τα ράμματά του,
την τράβηξε κοντά του.
«Λίο! Ω, Θεέ μου, τα τραύματά σου!»
Η Άννα προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο Λίο δεν την άφηνε. Δε θα την άφηνε ξανά να φύγει από
κοντά του.
«Μείνε εκεί που είσαι».
«Μα σε πονάω!»
«Σιωπή!» Με το ελεύθερο χέρι του αγκάλιασε το πρόσωπό της. «Δάκρυα, για μένα; Άννα Ντιλέιν,
κλαις για μένα;»
«Φυσικά και κλαίω! Σου χρωστάω τη ζωή μου! Και παραλίγο να σκοτωθείς για χάρη μου. Και
αισθάνομαι απαίσια... Πίστευα πως ήσουν ένα κακομαθημένο, υπεροπτικό κάθαρμα που νόμιζε ότ
μπορούσε να με κάνει ό,τι θέλει επειδή είμαι μοντέλο... Κι ύστερα έκανες σεξ μαζί μου απειλώντας
να με στείλεις στη φυλακή, επειδή σε είχα κάνει να πιστέψεις πως έκλεψα... Κι εσύ δεν είχες κανέν
πρόβλημα να κάνεις σεξ μαζί μου μ’ αυτό τον τρόπο και σε μισούσα γι’ αυτό... Και σε μισούσα
ακόμα περισσότερο επειδή μ’ έκανες να ξεχνάω το λόγο που βρισκόσουν μαζί μου στο κρεβάτι... Σε
ήθελα κι αυτό με θύμωνε περισσότερο... Και γινόμουν επίτηδες όσο πιο κακιά μπορούσα. Ώσπου
ήρθαν και με πήραν αυτοί οι τρελοί που με βασάνισαν... Και θα με σκότωναν αν δεν ερχόσουν εσύ
να με σώσεις... Θεέ μου, πόσο φοβήθηκα πως ήσουν νεκρός! Όλα φάνηκαν άσκοπα, ανόητα. Και δε
μ’ ενδιέφερε πια αν ήσουν κακομαθημένος και αλαζονικός, επειδή το μόνο που ήθελα ήταν να είσαι
ζωντανός. Ήθελα απεγνωσμένα να είσαι ζωντανός!» Η φωνή της πνίγηκε.
Ο Λίο είχε πάψει να ακούει τις απολογίες της. Το θολό μυαλό του είχε σταθεί σε κάτι, μα πάσχιζε
να θυμηθεί τι ήταν αυτό. «Τι εννοείς, κακομαθημένος και αλαζονικός;» ρώτησε στο τέλος.
Η Άννα σταμάτησε απότομα. «Ε, μα είσαι. Εμφανίστηκες με το έτσι θέλω στο δωμάτιό μου εκείνο
το βράδυ στο Σλος και νόμιζες ότι είχες το δικαίωμα να με κάνεις δική σου».
«Μα με προσκαλούσες όλο το βράδυ!»
Η Άννα τινάχτηκε. «Όχι βέβαια!»
«Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω πότε μια γυναίκα δείχνει ενδιαφέρον για μένα;»
«Φαντάζομαι πως αυτό δε σου είναι δύσκολο... δεδομένου πως συμβαίνει με όλες!»
«Όχι με όλες. Μ’ εσένα ήταν διαφορετικό. Καμιά δε με κοίταξε ποτέ όπως εσύ. Και καμιά δε με
θύμωσε τόσο. Αρνιόσουν αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας. Νόμιζα πως το έκανες από υποκρισία.
ταν σε τσάκωσα με το βραχιόλι σχεδόν χάρηκα. Έγινα έξω φρενών, μα χάρηκα κιόλας. Είχα το
άλλοθι που χρειαζόμουν».
«Για να με εκβιάσεις ώστε να κάνω σεξ μαζί σου!»
«Ε, δεν μπορούσα να σ’ αφήσω να μπεις στη φυλακή, έτσι δεν είναι; Τη στιγμή μάλιστα που ήξερα
πόσο ποθούσαμε ο ένας τον άλλο. Γιατί με ποθούσες, Άννα, το ήξερα».
Η Άννα πετάχτηκε όρθια. Πώς μπορούσε να την εξοργίζει τόσο εύκολα; «Δε μου άφησες άλλη
επιλογή!» φώναξε έξαλλη.
«Όχι», απάντησε αυτάρεσκα ο Λίο. «Δε σου άφησα. Αλλά ουδέποτε κατάφερα να σε ικανοποιήσω
έξω από το κρεβάτι. Είσαι δύσκολη περίπτωση. Κι αν είχα μια σταλιά μυαλό, θα σε έστελνα πίσω
στο Λονδίνο. Μέσα σε μια βαλίτσα... Όμως δεν έφαγα τόσες σφαίρες για να σε χάσω πάλι. Όσο γι
το άλλο ζήτημα θέλω την αλήθεια για το μπρασελέ, Άννα. Η αστυνομία θα ζητήσει να μιλήσει και
με τους δυο μας και αν ο επικεφαλής της φρουράς μου δεν έχει πλήρη στοιχεία για τους απαγωγείς
σου μέχρι να βγω από δω, τότε θα πρέπει να ψάξει για άλλη δουλειά!»
Η Άννα σκέφτηκε ότι του χρωστούσε την αλήθεια. Είχε ρισκάρει τη ζωή του για χάρη της. Έπρεπε
όμως να προστατεύσει την Τζένι. Κι αυτό ήταν πιο επιτακτικό από κάθε άλλη φορά.
Εκείνος είδε το δισταγμό της και επέμεινε. «Άννα... δεν πρόκειται να κάνω μήνυση για το βραχιόλι.
Το πήρα πίσω... κι αυτό κι εσένα. Αλλά μήπως είσαι αναμεμειγμένη σε άλλες εγκληματικές
δραστηριότητες; Με τίποτα αποβράσματα σαν κι αυτά που κόντεψαν να σε σκοτώσουν; Πρέπει ν
ξέρω».
«Το εννοείς ότι δε θα κάνεις μήνυση για την κλοπή;»
«Μα, ναι. Γιατί;»
«Το υπόσχεσαι;»
«Σου είπα...»
Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν πήρα εγώ το βραχιόλι!»
Ο Λίο την κοίταξε ερευνητικά. «Άννα, σε έπιασα επ’ αυτοφώρω».
«Μ’ έπιασες ενώ προσπαθούσα να το επιστρέψω, όχι ενώ το έκλεβα», του είπε. «Έψαχνα να βρω
ένα μέρος να το αφήσω, έτσι ώστε να μην ενοχοποιηθεί...»
«Ποιος, Άννα;»
«Η Τζένι».
«Η Τζένι;»
«Ναι, η ξανθιά. Η αδύνατη!»
«Θες να πεις πως εκείνη έκλεψε το μπρασελέ;»
«Ναι. Το πήρε όταν τα κοσμήματα χύθηκαν στο πάτωμα. Θα πρέπει να το έκρυψε μέσα στο
παπούτσι της. Τη βρήκα με το βραχιόλι στην κρεβατοκάμαρα και την ανάγκασα να λογικευτεί! Εσύ
όμως πρόλαβες και με τσάκωσες». Σώπασε και δαγκώθηκε.
Ο Λίο ένιωθε παράξενα. Δυσκολευόταν να ελέγξει τα συναισθήματα που τον πλημμύρισαν. «Δεν
το έκλεψες; Απλώς κάλυπτες το άλλο κορίτσι;»
Η Άννα έγνεψε καταφατικά.
«Και με άφησες να σε θεωρώ κλέφτρα;»
«Έπρεπε να το κάνω! Δεν μπορούσα να αφήσω την Τζένι να ενοχοποιηθεί. Είναι ήδη πάρα πολύ
μπλεγμένη».
«Κλέβει συχνά;» Ο Λίο φαινόταν θυμωμένος.
«Όχι! Το έκανε παρορμητικά. Λίο, χρειάζεται τα χρήματα για να κρυφτεί... Ούτε κι εγώ δεν είχα
καταλάβει πόσο μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε. Αυτοί οι κακοποιοί δεν κυνηγούσαν εμένα, την Τζέν
ήθελαν. Τους είπα πως δεν ξέρω πού βρίσκεται, μα δε με πίστεψαν. Θα με βασάνιζαν για να με
κάνουν να μιλήσω. Κι όταν τη βρουν...»
«Γιατί την κυνηγούν;»
«Είχε σχέση με κάποιον πλούσιο σεΐχη. Την προειδοποίησα να μείνει μακριά του. Μα η ανόητη δε
μ’ άκουσε. Τώρα εκείνος θέλει να τη βρει. Έχει δίκιο να φοβάται. Αυτοί οι τύποι είναι δολοφόνοι!»
Ο Λίο την άκουγε αμίλητος.
«Λίο, σε παρακαλώ, μη θυμώνεις. Δεν είναι κλέφτρα. Μόνο φοβισμένη...»
«Δεν είμαι θυμωμένος με την Τζένι».
«Αν είσαι μαζί μου, το δέχομαι. Σου είπα ψέματα, σου έκρυψα την αλήθεια. Λυπάμαι... Μα έπρεπε
να την προστατεύσω...»
Ο Λίο βλαστήμησε στα ελληνικά. «Όχι! Μ’ εμένα είμαι θυμωμένος! Επειδή ήμουν τόσο σίγουρος
για την ενοχή σου. Σου φέρθηκα τόσο βάναυσα... Δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι. Κι όλο αυτό
τον καιρό...» Την κοίταξε μετανιωμένος. «Νόμιζα πως έφταιγε το σεξ, μα ήταν πολύ περισσότερα...
Και εκείνη τη μέρα που περάσαμε μαζί... Ω, Θεέ μου, τότε άρχισα πραγματικά να συνειδητοποιώ τι
μου συμβαίνει. Θύμωσα όταν με απέρριψες και πάλι, σαν να μη σήμαινα τίποτα για σένα. Και οι
κατηγορίες ήξερα πως ήταν αληθινές, αλλά δεν ήθελα να τις ακούσω! Κι έπειτα όταν έμαθα ότι σε
απήγαγαν...»
Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλός, ύστερα όμως τα μάτια του έλαμψαν. «Για ένα πράγμα είχα δίκιο,
Άννα Ντιλέιν. Είσαι σκέτος μπελάς!» Την κοίταξε εύθυμα. «Ναι, Άννα. Σκέτος μπελάς. Το
κατάλαβα από τη στιγμή που σε είδα να επιτίθεσαι σ’ εκείνο το κάθαρμα, τον Εμπρούτι. Και
επιβεβαιώθηκα όταν σνόμπαρες τα διαμάντια Λεβάντσκι. Όσο για τη στιγμή που με έδιωξες από το
δωμάτιό σου σαν να ήμουν κανένας άξεστος... Θεέ μου, πώς αλλιώς να σε αποκαλέσω εκτός από
μπελά;»
Η Άννα νευρίασε. «Επειδή υπερασπίζομαι τη θέση μου σημαίνει πως δημιουργώ μπελάδες; Σε είπα
κακομαθημένο και αλαζόνα, εσύ όμως ξεπερνάς κάθε όριο. Είσαι...»
Ο Λίο δεν άκουσε τη συνέχεια. Την άρπαξε από το χέρι, την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε.
Κάποια στιγμή την άφησε και της χάιδεψε το μάγουλο.
«Μια φορά το μήνα», της είπε κοιτάζοντας τα μάτια της που έλαμπαν, «την Παρασκευή το βράδυ,
για μια ώρα, γυναίκα μου , μπορείς να μου φωνάζεις. Τον υπόλοιπο καιρό όμως θέλω να
γουργουρίζεις σαν τη γάτα. Για μένα, Άννα, επειδή είμαι ο μόνος άντρας που μπορεί να σε κάνει να
γουργουρίζεις. Μέσα ή έξω από το κρεβάτι. Γιατί θα είσαι, όπως κι εγώ, πάρα πολύ ευτυχισμένη».
Δεν την άφησε να φύγει από την αγκαλιά του. Έτσι η Άννα έμεινε εκεί απολαμβάνοντας ένα
αίσθημα βαθιάς γαλήνης.
«Βλέπεις,γυναίκα μου ; Ήδη το κάνεις».
Τον κοίταξε καχύποπτα. «Μα τι σημαίνει αυτό γυναίκα
το μου; Μήπως είναι ο μπελάς στ
ελληνικά;»
«Κάτι τέτοιο, Άννα Ντιλέιν. Σημαίνει ακόμα πως στο εξής θα με φροντίζεις, θα μ’ αγαπάς και θα
κάνεις ό,τι μπορείς για να με ευχαριστείς και... Ωχ!» Την κοίταξε αγανακτισμένος. «Μα δέχτηκα
σφαίρες για σένα! Και άλλωστε δεν είχα τελειώσει αυτό που έλεγα». Ακούμπησε το χέρι του στο
μάγουλό της και κοίταξε τα καταπράσινα μάτια της. «Για την υπόλοιπη ζωή μας θα σε φροντίζω και
θα σε προστατεύω από ψυχοπαθείς οπλοφόρους, θα σ’ αγαπώ και θα σου αγοράζω οτιδήποτε θέλω
να σου αγοράσω... Και θα κάνω ό,τι μπορώ για να σ’ ευχαριστήσω και...»
Την είδε να κλαίει και σώπασε.
«Μα γιατί αυτή η προοπτική σού φέρνει δάκρυα;»
Ήταν δύσκολο να εξηγήσει σ’ έναν άντρα που έκανε ανόητες ερωτήσεις. Έτσι η Άννα συνέχισε
απλώς να κλαίει.
«Βρέχεις τους επιδέσμους μου», παραπονέθηκε ο Λίο.
Ένα σιγανό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και εμφανίστηκε ο γιατρός. «Της είπα πως έπρεπε να
δεις μια όμορφη γυναίκα όταν ξυπνήσεις», είπε, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του.
«Το ξέρω, έχει τα χάλια της», συμφώνησε ο Λίο. «Ευτυχώς όμως αγαπιόμαστε, άρα δεν έχει
σημασία. Σωστά, γυναίκα μου

Η Άννα ξέσπασε και πάλι σε κλάματα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Τι θα έλεγες αν κάναμε το γάμο μας εδώ, στο νησί;» ρώτησε ο Λίο την Άννα καθώς περπατούσαν
ξυπόλυτοι στην άσπρη αμμουδιά μπροστά στη βίλα.
Είχε βγει από το νοσοκομείο και κάθε μέρα η κατάστασή του καλυτέρευε. Η Άννα ένιωθε την
καρδιά της να ξεχειλίζει από αγάπη. Τον φρόντιζε, τον κανάκευε, τον περιποιόταν.
Την είχε συγχωρήσει για το ψέμα σχετικά με την κλοπή του βραχιολιού, για την άρνησή της να του
παραδοθεί ολοκληρωτικά. Κι εκείνος εξακολουθούσε να έχει ενοχές για τον τρόπο με τον οποίο της
είχε συμπεριφερθεί και την αποζημίωνε με ατέλειωτες εκδηλώσεις τρυφερότητας και στοργής.
Τώρα ακούγοντας για το γάμο η Άννα κοντοστάθηκε. «Γάμο;»
«Ναι. Είναι η συνηθισμένη μέθοδος για να παντρευτεί κανείς».
«Να παντρευτούμε;» Η Άννα ξεροκατάπιε. «Μα δεν... δεν ήξερα πως σκεφτόσουν να με
παντρευτείς».
«Έχεις καμιά αντίρρηση;»
Η Άννα τον κοίταξε σαστισμένη. «Λίο, ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τις γυναίκες που θέλουν
να παντρευτούν πλούσιους άντρες. Τις θεωρείς προικοθήρες και υπολογίστριες».
«Θεέ μου! Μα και βέβαια δεν έχω τέτοια γνώμη για σένα! Καμιά προικοθήρας δε θα μου έκανε τη
ζωή τόσο δύσκολη όσο μου την έκανες εσύ! Λοιπόν, άλλες αντιρρήσεις, μάτια μου ;»
Ωστόσο η Άννα παρέμενε προβληματισμένη. «Λίο, προερχόμαστε από πολύ διαφορετικούς
κόσμους. Εγώ μεγάλωσα σ’ ένα παλιό σπίτι δίπλα στα εργοστάσια, ενώ εσύ...»
«Ώστε λοιπόν με θεωρείς σνομπ, έτσι;» Ο Λίο αναστέναξε. «Άννα, η οικογένειά μου έφυγε από τη
Μικρά Ασία τη δεκαετία του είκοσι χωρίς δεκάρα. Έζησε χρόνια στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Ο
μακαρίτης ο παππούς μου και ο πατέρας μου έφτιαξαν την περιουσία των Μαρκάκηδων από το
μηδέν...»
Ο Λίο την κοίταξε σοβαρός. «Αν νομίζεις πως θα περνώ όλη την ημέρα μου στο γραφείο,
προσπαθώντας με μανία να βγάλω περισσότερα χρήματα, κάνεις μεγάλο λάθος. Έχω περισσότερ
απ’ όσα θα χρειαστώ στην υπόλοιπη ζωή μου, φτάνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Θέλω να
βρίσκομαι στο πλευρό των παιδιών μου, όπως δεν ήταν οι δικοί μου μαζί μου. Δε θα σπαταλήσω
λοιπόν άλλο χρόνο, βγάζοντας και ξοδεύοντας λεφτά. Κι έχω δυο τρύπες στο στήθος μου που θα
μου το θυμίζουν για πάντα».
«Ω, Λίο, πόσο λυπάμαι γι’ αυτό».
«Κάποτε δεν το έλεγες ποτέ, τώρα έχω βαρεθεί να το ακούω».
«Όμως φταίω εγώ που...»
Ο Λίο έσκυψε και τη φίλησε. «Εσύ δε σταματάς ποτέ, έτσι;»
«Όχι». Και τον φίλησε κι εκείνη. Ύστερα απομακρύνθηκε απρόθυμα. «Λίο, εξακολουθώ να
πιστεύω ότι δεν πρέπει να με παντρευτείς. Θα μπορούσαμε απλώς να... ξέρεις».
«Να ζούμε στην αμαρτία;» την πείραξε.
«Ναι. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν γραφτό να συμβεί... Το μόνο που ήθελες στ’ αλήθεια ήταν μια
νύχτα μαζί μου, τίποτα περισσότερο. Μόνο που εξαιτίας του μπρασελέ θέλησες να πάρεις το αίμα
σου πίσω κι ύστερα ζήσαμε όλο αυτό τον εφιάλτη με τους κακοποιούς που σε πυροβόλησαν...
Διαφορετικά η ιστορία θα είχε τελειώσει εδώ και καιρό. Νομίζω ότι αυτό που σου συμβαίνει είναι
ένα μετατραυματικό σοκ. Έχεις γίνει κάπως ευσυγκίνητος. Σε λίγες εβδομάδες θα έχεις συνέλθε
εντελώς».
Ο Λίο έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε έξω φρενών. «Έχω ανεχτεί από σένα περισσότερα απ’
όσα μπορούσα να αντέξω. Αυτό όμως πάει πολύ. Μου λες πως είμαι τρελός που θέλω να σε
παντρευτώ! Μα σ’ αγαπώ! Το καταλαβαίνεις; Χρειάστηκε να φάω δυο σφαίρες κατάστηθα για να
βάλω μυαλό. Τώρα όμως ξέρουμε κι οι δυο πως αυτό που μας ενώνει δεν είναι μόνο το σεξ.
Αγαπιόμαστε. Βλέπεις τον ήλιο εκεί πέρα, Άννα Ντιλέιν; Για μένα λάμπει, το καταλαβαίνεις; Και
τώρα τέρμα οι ανοησίες».
«Μα...»
Την έκανε να σωπάσει με ένα φιλί. «Πάψε να διαφωνείς».
«Μα...»
«Πάψε...» Τη φίλησε ξανά.
Η Άννα τον κοίταξε με λατρεία. Ο Λίο θυμήθηκε εκείνη τη μέρα στο Σλος που η κοκκινομάλλα
κοίταζε με την ίδια λατρεία τον ξάδερφό του. Ο Μάρκος θα πρέπει να την παντρευτεί, σκέφτηκε. Θα
του το έλεγε σε πρώτη ευκαιρία. Και θα δάνειζε στην κοπέλα τα σμαράγδια Λεβάντσκι για την
ημέρα του γάμου.
Και, μιλώντας για τα κοσμήματα Λεβάντσκι...

«Μην κουνιέσαι».
«Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ!»
«Ωραία».
Ο Λίο στάθηκε λίγο πίσω και παρατήρησε το έργο του. «Δυο κομμάτια ακόμα».
Βούτηξε το χέρι στο σχεδόν άδειο κρυστάλλινο μπολ. Πήρε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ζαφείρια
και τα τοποθέτησε συμμετρικά.
«Τέλειο», αποφάνθηκε.
Πήρε τη φωτογραφική μηχανή.
«Είσαι σίγουρος; Δε θέλω να φαίνεται κάτι που δεν πρέπει!»
«Έχεις το λόγο μου».
«Εντάξει. Άντε να ξεμπερδεύουμε λοιπόν».
«Είσαι εντελώς άπονη, το ξέρεις;»
«Πονάει η πλάτη μου, με τρώει το πόδι μου, ένα κούμπωμα με τσιμπάει σ’ ένα σημείο ευαίσθητο κι
αν φτερνιστώ, Λίο Μαρκάκη, θα γεμίσει το δωμάτιο με κοσμήματα!»
«Ούτε να το σκέφτεσαι, κυρία Μαρκάκη», είπε ο Λίο κι άρχισε να τραβάει φωτογραφίες.
«Θα πρέπει να είμαι τρελή», μουρμούρισε η σύζυγος του Λίο Μαρκάκη.
«Απλώς ερωτευμένη», είπε ο σύζυγός της. «Πάρε σέξι ύφος, αγάπη μου».
«Είσαι διεστραμμένος, το ξέρεις;»
«Μα αυτές οι φωτογραφίες προορίζονται μόνο για μένα».
«Το καλό που σου θέλω».
«Άννα... αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου... Είσαι απίστευτη».
Τα μάτια του την απόλαυσαν, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή, καλυμμένη με
κοσμήματα.
«Λάμπεις περισσότερο από το καθένα απ’ αυτά», της είπε μαλακά. «Και από όλα μαζί».
«Είναι απλώς κρύσταλλοι, Λίο».
«Κι εσύ είσαι απλώς μία γυναίκα... αλλά είσαι δικήη μουγυναίκα, το πιο πολύτιμο πράγμα στον
κόσμο για μένα. Κι αν σε χάσω, η ζωή μου θα τελειώσει».
Τράβηξε μια τελευταία φωτογραφία κι ύστερα πλησίασε κοντά της.
«Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο, λατρεμένη μου γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου σου;
Αυτό», της είπε.
Σήκωσε προσεκτικά ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι από τον αφαλό της και το έριξε μέσα στο
κρυστάλλινο μπολ.
«Αυτό», είπε μετά και σήκωσε ένα ζαφειρένιο περιδέραιο από το μπράτσο της.
«Αυτό», είπε, σηκώνοντας μια ρουμπινένια τιάρα από το αριστερό της στήθος.
Του πήρε πολλή ώρα να τα απομακρύνει όλα.
Ώσπου έμεινε μονάχα ένα περιδέραιο από διαμάντια στο λαιμό της.
«Αυτό θα μείνει», της είπε.
«Δε θέλεις να φορέσω όλο το σετ;»
«Όχι. Θα ήταν σκέτη χοντροκοπιά».
Η Άννα έσφιξε τα χείλη της. «Λίο Μαρκάκη, είσαι...»
«Ξέρω». Ο Λίο της χαμογέλασε με ανυπόφορη αυταρέσκεια και άρχισε να χαϊδεύει το υπέροχο,
γυμνό στήθος της με τα χείλη του. «Ο πιο ακαταμάχητος άντρας που έχεις γνωρίσει ποτέ».
Η Άννα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε πάνω της. «Ναι, π’ ανάθεμά
σε!»
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο Μάρκος Μαρκάκης προχώρησε με βήμα νωχελικό ανάμεσα από τις κολόνες της προσόψεως της
Παναγίας των Παρισίων. Μολονότι το μέρος ήταν κατάμεστο από τουρίστες που θαύμαζαν το
μεγαλειώδη καθεδρικό ναό, εκείνος δεν ενοχλήθηκε. Μερικές φορές τού άρεσε να ανακατεύεται με
το πλήθος, αν και ήξερε πως οι σωματοφύλακές του, ο Νίκος και ο Στέλιος, δεν ένιωθαν το ίδιο
όταν το έκανε αυτό. Οι δύο άντρες, που τον ακολουθούσαν διακριτικά, δε θα ησύχαζαν εντελώς αν
δεν τον έβλεπαν να ξαναμπαίνει ασφαλής μέσα στη λιμουζίνα του.
Όμως η ζεστή μέρα του Σεπτέμβρη ήταν πολύ δελεαστική για να μείνει κλεισμένος μέσα στο
αυτοκίνητο, μποτιλιαρισμένος στην κίνηση του Παρισιού, μη έχοντας άλλη επιλογή από το ν
μελετάει τα χαρτιά του. Έτσι, την ώρα που η λιμουζίνα πλησίασε στο Ιλ ντε λα Σιτέ ο Μάρκος βγήκε
από το αυτοκίνητο. Εξάλλου ήταν πιθανότερο να φτάσει γρηγορότερα ως το Ιλ Σεντ Λουί με τα
πόδια.
Αυτό δε σήμαινε πως βιαζόταν ιδιαίτερα να φτάσει στο προγραμματισμένο ραντεβού του. Το γεύμ
με τον πρόεδρο της γαλλικής εταιρείας με την οποία βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις θα ήταν μι
πολύωρη και αναπόφευκτα ανιαρή υπόθεση. Ένιωθε ήδη πλήξη, κάτι που του συνέβαινε συχν
τελευταία. Όμως δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πλήττει. Διήνυε την καλύτερη περίοδο της
ζωής του. Ήταν ένας τριαντατριάχρονος υγιής άντρας, τον οποίο θα ζήλευε ο καθένας, κυρίως λόγω
της αμύθητης οικογενειακής περιουσίας του.
Μόνο ένα πράγμα τον δυσαρεστούσε και, δυστυχώς, δεν μπορούσε να το αλλάξει. Κι αυτό ήταν η
συνεχής, εξοργιστική φορτικότητα του πατέρα του να διαιωνίσει τη δυναστεία των Μαρκάκηδων.
Κατά τα άλλα, είχε όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει. Χρήματα, σπίτια σε όλο τον κόσμο, ένα γιοτ
στη Μεσόγειο, άλλο ένα στην Καραϊβική, ένα ιδιωτικό τζετ με το οποίο πετούσε όποτε του έκανε
κέφι, μια σειρά από ακριβά αυτοκίνητα και φυσικά όσες όμορφες γυναίκες επιθυμούσε.
Κι όμως...
Ένιωθε πάλι εκείνη την ενοχλητική ανία από την οποία ήθελε με κάθε τρόπο να απαλλαχτεί και η
οποία τον έκανε να φέρεται παρορμητικά. Όπως τώρα, που βρέθηκε να βολτάρει σ’ ένα από τα πιο
δημοφιλή σημεία του Παρισιού σαν ένας οποιοσδήποτε τουρίστας.
Στάθηκε και σήκωσε τα μάτια του στη θαυμαστή δυτική πρόσοψη του πιο διάσημου καθεδρικού
ναού της Ευρώπης, με τους δίδυμους πυργίσκους από αστραφτερή πέτρα της Καέν, τον τεράστιο
ρόδακα και τις πελώριες τοξοειδείς εισόδους. Γύρω του οι τουρίστες φλυαρούσαν σε όλες τις
γλώσσες του κόσμου, φλας άστραφταν, παρέες πόζαραν για φωτογραφίες, βιβλία και χάρτες
ανοίγονταν και διαβάζονταν προσεκτικά.
«Ω, θα μ’ αφήσετε επιτέλους ήσυχη;»
Η αγανακτισμένη φωνή στα δεξιά του του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Κοιτάζοντας δίπλα του ο
Μάρκος συνειδητοποίησε δυο πράγματα. Πρώτον, ότι η φωνή είχε μιλήσει στα αγγλικά και,
δεύτερον, ότι ανήκε στην πιο εκθαμβωτική γυναίκα που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του.
Πρώτα πρόσεξε τα μαλλιά της. Ήταν ένας χείμαρρος από μπούκλες σε εκτυφλωτικές
χρυσοκόκκινες ανταύγειες, που ξεχυνόταν στην πλάτη της κι έφτανε σχεδόν ως τη μέση της. Για μια
στιγμή αυτά τα μαλλιά τον θάμπωσαν, μαγνήτισαν όλη του την προσοχή. Ύστερα το βλέμμα του,
ως έμπειρου γνώστη των γυναικών, προχώρησε στο πρόσωπό της.
Και καθηλώθηκε.
Η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να έχει βγει μέσα από έναν πίνακα της Αναγέννησης. Είχε πρόσωπο
οβάλ, διάφανο δέρμα, λαμπερά μάτια στο χρώμα του μελιού κι ένα πλούσιο, αισθησιακό στόμα.
μως τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν τη γαλήνη μιας ζωγραφισμένης εικόνας. Κάθε άλλο παρά
γαλήνια ήταν η έκφρασή της! Στο πρόσωπό της φαινόταν ολοκάθαρα η αγανάκτηση και τ
εκφραστικά της μάτια πετούσαν σπίθες.
Ο Μάρκος κατάλαβε το γιατί. Δυο νεαροί άντρες τής έφραζαν το δρόμο χαμογελώντας της με
νόημα κι ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ματιές, ώσπου ο ένας από τους δύο την πλησίασε
περισσότερο και σε σπασμένα αγγλικά τής ζήτησε να τους συνοδεύσει για ένα ποτό.
«Όχι!» επανέλαβε η γυναίκα. «Αφήστε με ήσυχη!»
Ο δεύτερος άντρας άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και την έπιασε από τον καρπό. Εκείνη
προσπάθησε οργισμένα να τραβηχτεί, αλλά ο άντρας γέλασε απλώς και επανέλαβε την πρόσκλησή
του.
Δίχως δεύτερη σκέψη ο Μάρκος βρέθηκε κοντά της. Είπε μερικές άγριες, λακωνικές κουβέντες σε
άπταιστα γαλλικά και οι δυο άντρες πάγωσαν μεμιάς. Πρόσθεσε στο τέλος μες από τα δόντια του
μια εντολή κι έπειτα χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο στεγνό.
Ο νεαρός άφησε απότομα τον καρπό της κοπέλας και μαζί με το φίλο του έγιναν καπνός.
«Μερσί, μεσιέ». Η φωνή της ήταν μουδιασμένη, η προφορά αγγλική.
«Ευχαρίστησή μου», ανταπάντησε με ευγένεια ο Μάρκος στη γλώσσα της. Η προφορά του, χάρη
στην Αγγλίδα μητέρα του, ήταν άψογη και το ήξερε. Όπως ήξερε επίσης ότι δεν ταίριαζε με την
εμφάνισή του που δε θύμιζε καθόλου Άγγλο.
Είδε την εύλογη απορία στο πρόσωπο της γυναίκας. Αλλά διέκρινε και κάτι άλλο, εντελώς
διαφορετικό, που τον ικανοποίησε ιδιαίτερα. Την άφησε να τον παρατηρήσει για λίγο κι ύστερα, την
κατάλληλη στιγμή, της είπε σιγανά: «Φοβάμαι, ωστόσο, πως δε θα είναι οι τελευταίοι που σας
φορτώθηκαν».
Τα μελιά της μάτια άστραψαν ξανά και τα όμορφα χείλη της σφίχτηκαν.
«Γιατί δεν μπορούν απλώς να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου;» ρώτησε με απελπισία.
Ο Μάρκος γέλασε κι άπλωσε τα χέρια του. «Γιατί βρισκόμαστε στο Παρίσι. Έτσι κάνουν εδώ οι
άντρες. Πολιορκούν τις όμορφες γυναίκες».
«Μα είναι τόσο ενοχλητικό! Και ανόητο επίσης! Για τ’ όνομα του Θεού, ποιος άντρας πιστεύει πως
θα μπορούσε να κολλήσει έτσι απλά σ’ ένα κορίτσι στο δρόμο;»
«Αυτό που χρειάζεστε είναι ένας σωματοφύλακας», της πρότεινε ήρεμα. Το πρόσωπό του ήταν
ανέκφραστο.
Τον κοίταξε και στο ύφος της δεν καθρεφτιζόταν πια δυσαρέσκεια αλλά αβεβαιότητα –και κάτι
πολύ περισσότερο. Τελικά κέρδισε η αβεβαιότητα.
Η κοκκινομάλλα έσφιξε τα χείλη της. «Καλή σας μεσιέ
μέρα,. Σας ευχαριστώ γι’ αυτό που κάνατε
μόλις τώρα», είπε αυστηρά κι απομακρύνθηκε.
Ο Μάρκος την ακολούθησε με το βλέμμα του. Η κοπέλα είχε προχωρήσει περίπου είκοσι μέτρ
όταν ένας ψηλόλιγνος Σκανδιναβός τη σταμάτησε με τον τουριστικό οδηγό στο χέρι. Της έκανε μια
ερώτηση κι ύστερα της έδειξε την είσοδο του καθεδρικού ναού. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλ
της και τα υπέροχα μαλλιά της έλαμψαν στο φως του ήλιου. Παραμέρισε το Σκανδιναβό κι έπεσε
κατευθείαν πάνω σ’ ένα Βορειοαφρικανό, ο οποίος άρχισε μεμιάς να περπατάει δίπλα της αγνοώντας
τις προσπάθειές της να τον διώξει.
Χωρίς ν’ αλλάξει ρυθμό στο νωχελικό του βήμα, ο Μάρκος προχώρησε προς το μέρος της. Εκείνη
η ενοχλητική ανία που τον βασάνιζε είχε αρχίσει να εξαφανίζεται.

Η οργή της Βανέσα ξαναφούντωσε μέσα της. Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη! Ήταν η πρώτη της
μέρα στο Παρίσι και δεν την είχαν αφήσει στιγμή σε ησυχία: οι άντρες την πολιορκούσαν
ασταμάτητα! Κι εκείνη το μόνο που ήθελε, αυτό που ονειρευόταν εδώ και χρόνια, ήταν ν’ απολαύσει
τα αξιοθέατα της ομορφότερης πόλης της Ευρώπης.
«Va’t’en!» είπε τώρα σ’ αυτόν που προχωρούσε δίπλα της. «Άντε χάσου! Άσε με ήσυχη!»
«Αγγλίδα;» ρώτησε ο άντρας και χαμογέλασε. «Περάσουμε ωραία».
Τότε ακούστηκε μια άλλη φωνή από πίσω της. Την αναγνώρισε αμέσως, αν και δεν κατάλαβε τη
γλώσσα. Γύρισε το κεφάλι της.
Ήταν πάλι εκείνος ο άντρας που την είχε απαλλάξει προ ολίγου από τους δύο Γάλλους. Εκείνος
που της είχε πει ότι ήταν φυσιολογικό να την ενοχλούν στο Παρίσι κι ότι της χρειαζόταν ένας
σωματοφύλακας.
Το πιο συγκλονιστικό αρσενικό που είχε αντικρίσει στη ζωή της.
Τον περιεργάστηκε ξανά. Ήταν στ’ αλήθεια εκπληκτικά γοητευτικός. Γεροδεμένος, ψηλός, με μια
κομψότητα σχεδόν αισθησιακή. Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μεσογειακό τύπο επιδερμίδας. Δεν ήταν
Γάλλος, ούτε Άγγλος κι όμως είχε μιλήσει και τις δύο γλώσσες άπταιστα. Η Βανέσα δεν μπορούσε
να μαντέψει την εθνικότητά του. Αυτή τη φορά μίλησε αραβικά στον άντρα που περπατούσε δίπλ
της.
Όποιας εθνικότητας κι αν ήταν, η ομορφιά του της έκοβε την ανάσα. Όμως δεν έπρεπε να υποκύψε
στη γοητεία του με κανένα τρόπο! Το τελευταίο που της χρειαζόταν ήταν να ενθαρρύνει έναν άντρα,
έστω και τούτον εδώ! Έστω κι αν είχε έρθει για δεύτερη φορά να τη σώσει.
Ο Βορειοαφρικανός εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και η Βανέσα αναστέναξε. «Ευχαριστώ και
πάλι», είπε στο σωτήρα της όσο πιο παγερά μπορούσε.
«Ξέρετε, στ’ αλήθεια χρειάζεστε ένα σωματοφύλακα», σχολίασε εκείνος, απτόητος από την
ψυχρότητά της. «Αυτοί οι αλλοδαποί άρρενες είναι σκέτοι δαίμονες».
Η προφορά του είχε αλλάξει ξαφνικά και η τελευταία φράση του ήταν παλιομοδίτικη, σαν ατάκα
από ασπρόμαυρη ταινία. Η Βανέσα τον κοίταξε με περιέργεια. Ήταν στ’ αλήθεια πολύ ψηλός, όπως
και η ίδια άλλωστε. Και τα μάτια του της χαμογελούσαν.
Είναι γκρίζα, παρατήρησε σιωπηρά. Νόμιζα πως είναι μαύρα, μα τελικά είναι σκούρα γκρίζα...
Η εμβόλιμη αυτή σκέψη τής απέσπασε για μια στιγμή την προσοχή. Ύστερα όμως πρόσεξε το
εύθυμο ύφος του και τα χείλη της τρεμόπαιξαν σ’ ένα χαμόγελο.
«Θέλετε να πείτε πως εσείς δεν είστε ένας ‘αλλοδαπός άρρεν’;»
«Πιθανόν είμαι πιο Άγγλος από εσάς», της απάντησε ευγενικά.
«Ορίστε;» Το μέτωπό της ζάρωσε.
Το βλέμμα του ταξίδεψε στα μαλλιά της. «Μόνον οι Κέλτες έχουν κόκκινα μαλλιά», μουρμούρισε.
«Η γιαγιά μου ήταν Σκοτσέζα», τον πληροφόρησε. Η φωνή της ακούστηκε αφύσικη και ξέπνοη. Η
Βανέσα ξεροκατάπιε. Δε θα έπρεπε να στέκεται εδώ και να μιλάει σ’ έναν ξένο, έστω κι αν την είχε
σώσει δυο φορές από ανεπιθύμητους θαυμαστές.
Ήταν σαν να διάβασε τη σκέψη της.
«Ξέρετε», συνέχισε με κείνη τη βελούδινη φωνή που προκαλούσε μέσα της μια παράξενη ταραχή,
«δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να είστε καχύποπτη. Αλήθεια, είμαι πολύ αξιοπρεπής. Κι αν
μου το επιτρέπατε...» Ο τόνος της φωνής του άλλαξε ανεπαίσθητα. «...Θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής
να σας συνοδεύσω σε μια μικρή ξενάγηση του καθεδρικού ναού... αν αυτό σκοπεύατε να κάνετε...
και να φροντίσω να μη σας ξαναενοχλήσουν».
Της χαμογέλασε και η Βανέσα κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό του. Το μόνο που διέκρινε ήταν
ειλικρινής ευγένεια. Για μια ελάχιστη στιγμή ένιωσε απογοήτευση, κάτι που ήταν εντελώς γελοίο.
Δαγκώθηκε κι έστρεψε αλλού το βλέμμα της κι έτσι δεν πρόσεξε την αγωνία που καθρεφτίστηκε
φευγαλέα στα μάτια του. Όταν τον ξανακοίταξε, η έκφρασή του ήταν το ίδιο μειλίχια όπως πριν.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως έμοιαζε με επιχειρηματία. Φορούσε επαγγελματικό κοστούμι,
κομψό και επίσημο. Πολύ αξιοπρεπής στ’ αλήθεια.
Σου πρότεινε μια μικρή ξενάγηση στο ναό. Δε σου ζήτησε να περάσετε μαζί τη νύχτα, για τ’ όνομα
του Θεού! Και απέδειξε ήδη πως μπορεί να κρατάει μακριά όλους αυτούς τους ενοχλητικούς...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανασήκωσε το πιγούνι της. «Σας ευχαριστώ», είπε. «Θα ήταν πολύ
ευγενικό εκ μέρους σας».

Ο Μάρκος κοίταξε την κοπέλα με τα θεσπέσια χρυσοκόκκινα μαλλιά που του είχε γυρισμένη την
πλάτη, απόλυτα συγκεντρωμένη σε όσα άκουγε από τον αυτόματο ξεναγό. Ζούσε μια πρωτόγνωρη
εμπειρία. Δεν είχε συνηθίσει να συναγωνίζεται για την προσοχή κάποιας γυναίκας –ειδικά με
αντίζηλο ένα μεσαιωνικό καθεδρικό ναό. Από την άλλη μεριά, η απόλυτη αφοσίωση της κοπέλας
στην ηχογραφημένη περιγραφή του εσωτερικού της Παναγίας των Παρισίων τού επέτρεπε ν
παρατηρήσει απερίσπαστα τη δική της ομορφιά.
Ήταν πραγματικά ξεχωριστή.
Καθώς περιφέρονταν αργά μέσα στον καθεδρικό ναό, ο Μάρκος θαύμαζε το θεσπέσιο πλάσμα
δίπλα του. Όλα επάνω της, από τον εκτυφλωτικό χείμαρρο των μαλλιών της, την απαλή γραμμή του
λαιμού της, τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της και το μεταξένιο, διάφανο δέρμα της ως το
λυγερό αλλά καλοσχηματισμένο κορμί της και τις γεμάτες χάρη κινήσεις της, ήταν εξαίσια. Και το
γεγονός ότι η ίδια φαινόταν να μην έχει επίγνωση της ομορφιάς της ήταν ένα επιπλέον δέλεαρ. Ο
Μάρκος χαμογέλασε αμυδρά κι αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό μια τόσο όμορφη κοπέλα ν
τριγυρνά μόνη της στο Παρίσι, την πόλη του έρωτα, και να εκπλήσσεται που τη γλυκοκοίταζαν όλοι
οι άντρες γύρω της.
Όπως τη γλυκοκοιτάζω κι εγώ, συμπλήρωσε κυνικά.
Το να διαλέγει τις φιλενάδες του στο δρόμο δεν ήταν κάτι που συνήθιζε, ούτε καν για να
διασκεδάσει την πλήξη του. Ωστόσο... Η ματιά του πλανήθηκε ξανά πάνω της. Για μια τέτοια
καλλονή, τόσο εξαίσια και τόσο απονήρευτη, ο Μάρκος ήταν διατεθειμένος να κάνει μια εξαίρεση.
Το βλέμμα του κατηφόρισε παρατηρώντας καλύτερα την ψηλή, λεπτή σιλουέτα της, τις όμορφες
καμπύλες του στήθους της, τη λεπτή μέση και τους γοφούς της και τα μακριά, καλλίγραμμα πόδι
της. Ακόμα και με ρούχα του πρετ-α-πορτέ φαινόταν ξεχωριστή. Αν φορούσε ρούχα της υψηλής
ραπτικής, η ομορφιά της θα τονιζόταν ακόμα περισσότερο.
Και φυσικά, κοσμήματα. Το Παρίσι είχε να επιδείξει μερικά από τα καλύτερα κοσμηματοπωλεία
του κόσμου, αλλά αν ήθελε κάτι ξεχωριστό γι’ αυτό το κορίτσι, ο Μάρκος ήξερε πού ακριβώς να
στραφεί. Ο ξάδερφός του, ο Λίο Μαρκάκης, μόλις τον είχε πληροφορήσει πως είχε γίνει ιδιοκτήτης
μιας θαυμάσιας συλλογής κοσμημάτων της τσαρικής εποχής. Σίγουρα ένα απ’ αυτά τα ανεκτίμητα
στολίδια της συλλογής Λεβάντσκι θα ήταν κατάλληλο για να κοσμήσει τη σπάνια ομορφιά της
γυναίκας που στεκόταν στο πλευρό του.
Ζαφείρια ή σμαράγδια; Ο Μάρκος άφησε αχαλίνωτη τη φαντασία του και οραματίστηκε την κοπέλ
με τη μία ή την άλλη πολύτιμη πέτρα. Ή και με τις δύο. Θα του άρεσε πάρα, μα πάρα πολύ ν
ανακαλύψει ποια της ταίριαζε περισσότερο.
Όπως θα του άρεσε εξίσου να ανακαλύψει όλη την ομορφιά της στο κρεβάτι του.
Μια ηδονική προσμονή τον συνεπήρε. Ξάφνου, χάρη σ’ αυτό το πανέμορφο κορίτσι, η ανία του
χάθηκε εντελώς και η ζωή του έγινε πολύ πιο ενδιαφέρουσα από πριν.

Η Βανέσα έγειρε πίσω το κεφάλι της για να κοιτάξει το μαγικό καλειδοσκόπιο των χρωμάτων που
ξεχύνονταν μέσα στο ναό από το ρόδακα της πρόσοψης. Από τα ακουστικά της η ηχογραφημένη
ξενάγηση μιλούσε για ημερομηνίες, μονάρχες και τις τεχνικές λεπτομέρειες της κατασκευής των
μεσαιωνικών υαλογραφιών. Όμως όσο προσεκτικά κι αν άκουγε, δεν κατάφερνε να συγκεντρωθε
στις ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Την προσοχή της αποσπούσε διαρκώς η παρουσία του γοητευτικού άντρα δίπλα της. Έμπαινε
διαρκώς στον πειρασμό να τον κοιτάξει κλεφτά για να βεβαιωθεί πως ήταν πράγματι τόσο
συγκλονιστικά όμορφος όσο της φαινόταν. Ωστόσο, παρά το μεγάλο πειρασμό, εκείνη
αντιστεκόταν. Βρισκόταν εδώ για να δει το Παρίσι, τίποτε άλλο.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της αυτό το ταξίδι την περασμένη άνοιξη, όταν πέθανε ο παππούς της,
υποκύπτοντας τελικά στην αρρώστια που άρχισε με τον ξαφνικό θάνατο της γιαγιάς της τρία χρόνια
νωρίτερα.
Η γνώριμη θλίψη έσφιξε πάλι την καρδιά της. Ο παππούς και η γιαγιά της την είχαν αναθρέψε
ύστερα από τον τραγικό θάνατο των γονιών της σ’ ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, όταν η Βανέσα
ήταν πάρα πολύ μικρή για να το θυμάται. Μα ενώ την είχαν μεγαλώσει με αγάπη και τρυφερότητα,
ήταν πάντα υπερπροστατευτικοί απέναντί της. Κι εκείνη τους αφιέρωσε τα εφηβικά της χρόνια κα
στάθηκε πλάι τους, εγκαταλείποντας τα νεανικά όνειρα και τις φιλοδοξίες της.
Θυσίασε πολλές από τις διασκεδάσεις που οι συνομήλικές της υιοθετούσαν με προθυμία.
Αρκέστηκε να σπουδάσει βιβλιοθηκονομία σε κάποιο τοπικό κολέγιο, αντί για τέχνες ή ξένες
γλώσσες σ’ ένα μακρινό πανεπιστήμιο, έτσι ώστε να συνεχίσει να ζει μαζί με τον παππού και τη
γιαγιά της στο άνετο βικτωριανό σπίτι τους στα νότια της Αγγλίας, εκεί όπου είχε μεγαλώσει.
Στις διακοπές της, αντί να ταξιδεύει σε άλλα μέρη, διάβαζε γι’ αυτά στην τοπική βιβλιοθήκη όπου
εργαζόταν ως βοηθός. Και αντί για πάρτι και κλαμπ με φίλους, η ψυχαγωγία της ήταν να συνοδεύει
το ηλικιωμένο ζευγάρι στο θέατρο της περιοχής για να παρακολουθήσουν κλασικά έργα κα
νοσταλγικά κονσέρτα.
Ήταν σαν να είχε εγκλωβιστεί στο χρόνο, μα δεν παραπονιόταν. Ήξερε άλλωστε, με πόνο καρδιάς,
ότι δε θα κρατούσε για πάντα. Ο θάνατος της γιαγιάς της υπήρξε ξαφνικός, αντίθετα από του παππού
της, ο οποίος πάλευε με την αρρώστια επί τρία χρόνια. Η Βανέσα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη
δουλειά της στη βιβλιοθήκη για να τον φροντίζει, περιορίζοντας έτσι τη ζωή της ακόμα περισσότερο
από πριν. Όμως ήθελε να του δώσει όλη την αγάπη της, όσο ακόμα τον είχε κοντά της.
Τώρα είχαν φύγει και οι δύο από τη ζωή και η Βανέσα είχε όλο το χρόνο δικό της. Μα η ελευθερία
της ήταν χρωματισμένη από βαθιά θλίψη. Γιατί γνώριζε πως ήταν μονάχη στον κόσμο και πως
κανείς πια δεν την περίμενε στο σπίτι.
Ωστόσο, η λαχτάρα της για τα ταξίδια δεν είχε σβήσει κι όταν τελικά έφτασε με το αεροπλάνο στο
Παρίσι, ένιωσε τον ενθουσιασμό να τη συνεπαίρνει. Όλα φάνταζαν υπέροχα, μαγευτικά,
συναρπαστικά. Πήρε το μετρό, δοκίμασε τα γαλλικά της με αληθινούς Παριζιάνους, περπάτησε
χαζεύοντας στους δρόμους και κουβάλησε τις αποσκευές της ως τη μικρή πανσιόν που ήταν χωμένη
σε κάποιο μικρό σοκάκι της Δεξιάς Όχθης. Ήταν αποφασισμένη να δει όσα περισσότερα αξιοθέατ
μπορούσε.
Ξεκίνησε από την Παναγία των Παρισίων. Είδε το μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό να υψώνετα
μπροστά της, σαν πλοίο στη μέση του Σηκουάνα, και τράβηξε γραμμή προς τα εκεί.
Όπως τράβηξαν καταπάνω της και όλοι οι άντρες που την είδαν! Η αγανάκτηση την κυρίεψε ξανά.
Γιατί δεν την άφηναν ήσυχη; Ήταν μια εξοργιστική κατάσταση που απειλούσε να καταστρέψει τις
διακοπές της.
Το βλέμμα της απομακρύνθηκε από τα σκαλίσματα των αψίδων, για τα οποία της μιλούσε τώρα ο
ξεναγός. Ξεστράτισε για λίγο στο πλάι, στο γοητευτικό άντρα που τη συνόδευε. Όχι, εκείνος δεν την
ενοχλούσε όπως οι άλλοι.
Θα της άρεσε όμως αν τη φλέρταρε;
Βιάστηκε να διώξει την επικίνδυνη αυτή σκέψη, αλλά στο νου της ξεπήδησε αμέσως μια άλλη
φράση που είχε κάποτε διαβάσει.
Είναι παρενόχληση μόνο αν δε σου αρέσει κάποιος... Κυνικά μ
αρκετά αληθινά λόγια.
Ο άντρας στο πλευρό της σίγουρα θα άρεσε σε οποιαδήποτε γυναίκα...
Όμως η Βανέσα υπενθύμισε στον εαυτό της ότι ο άνθρωπος αυτός είχε απλώς προσφερθεί να τη
συνοδεύσει για να μην την ενοχλούν οι «αλλοδαποί άρρενες». Της ήρθε να χαμογελάσει με τον ήπιο
χλευασμό του προς την παραδοσιακή βρετανική ξενοφοβία.
Αναρωτήθηκε ωστόσο ποια να ήταν η δική του εθνικότητα.
Του έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά. Τον είδε να παρατηρεί το ιερό και την Αγία Τράπεζα και χάρηκε
που δεν την τσάκωσε να τον κρυφοκοιτάζει. Αρκετή αμηχανία ένιωθε ήδη μ’ αυτή την κατάσταση.
Στο κάτω κάτω, αν δεν ήταν όλοι εκείνοι οι ενοχλητικοί τύποι, δε θα βρισκόταν τώρα στον
καθεδρικό ναό συντροφιά μ’ έναν άγνωστο που είχε προσφερθεί να της κάνει το σωματοφύλακα!
Η Βανέσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να καταγόταν από μια μεσογειακή χώρα. Αλλά,
όποια κι αν ήταν η πατρίδα του, το θέμα δεν την αφορούσε. Σε λίγο θα ολοκληρωνόταν η ξενάγηση,
θα τον ευχαριστούσε ευγενικά για την καλή του πράξη και ο γοητευτικός ξένος θα έφευγε. Δε θα τον
έβλεπε ποτέ ξανά.

«Τελείωσε;»
Η κοπέλα είχε βγάλει τ’ ακουστικά της κι έσβηνε τώρα το μικρό μαγνητόφωνο. Έγνεψε
καταφατικά στην ερώτηση του Μάρκου.
«Ναι. Δεν είναι καταπληκτικό μέρος;» Τα μάτια της έλαμπαν κι εκείνη τη στιγμή τού φάνηκαν σαν
δυο λίμνες από χρυσάφι. «Φοβόμουν ότι δε θα ήταν τόσο υπέροχο όσο λένε όλοι», συνέχισε, «αλλ
είναι! Αυτό το στρογγυλό παράθυρο είναι απίθανο! Και λατρεύω τον τρόπο που ζωγράφισαν το
εσωτερικό των θόλων... Προφανώς συνηθιζόταν πολύ στο Μεσαίωνα η ζωγραφική πάνω στη
λιθοδομή, όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται παράξενο. Εσείς βέβαια θα το έχετε ξαναδεί αρκετές
φορές...»
Σώπασε σαν να συνειδητοποίησε πως φλυαρούσε και καταπιάστηκε ξανά με το μαγνητόφωνο.
«Έχω να επισκεφθώ το ναό πολλά χρόνια. Κι ένα πράγμα που δεν έχω κάνει ποτέ είναι να πάω
επάνω, στους πυργίσκους», είπε συλλογισμένος. «Πάντα το είχα σκοπό». Την κοίταξε για μια
στιγμή και είδε την ολοφάνερη έκπληξη στο πρόσωπό της. Της χαμογέλασε. «Μήπως σχεδιάζατε ν’
ανεβείτε;»
Η κοπέλα ξεροκατάπιε. «Μα... ναι, για να είμαι ειλικρινής σκόπευα να το κάνω». Ακουγόταν λίγο
αμήχανη και ταραγμένη. Ο Μάρκος ένιωσε να τον κυριεύει ικανοποίηση. Τώρα που δεν άκουγε
πλέον το μαγνητόφωνο, είχε στρέψει και πάλι όλη της την προσοχή σ’ αυτόν. Έτσι ακριβώς όπως
ήθελε.
«Ωραία». Η φωνή του ήταν απαλή σαν το μετάξι. «Λοιπόν, τι περιμένουμε τότε;»
Εκείνη φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή. Ο Μάρκος ανασή-κωσε ερωτηματικά το φρύδι του. «Η
είσοδος προς τους πυργίσκους είναι στο πλάι. Απ’ έξω, αν δεν κάνω λάθος». Την παρότρυνε να
προχωρήσουν προς την έξοδο του ναού και η Βανέσα τον ακολούθησε.
Μόλις ξαναβγήκαν στη ζεστή λιακάδα, η κοπέλα κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του
αποφασιστικά. Ο Μάρκος κατάλαβε πως είχε αλλάξει γνώμη κι ήταν έτοιμη να του πει κάτι ευγενικό
για να τον ξεφορτωθεί.
Δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Από δω», την πρόλαβε, παροτρύνοντάς την ξανά να τον
ακολουθήσει προς τα πλαϊνά της δυτικής πλευράς.
«Ε...» έκανε η κοπέλα.
Της χαμογέλασε. Ήταν ένα ευγενικό, πολιτισμένο χαμόγελο, το οποίο ίσως θα χάριζε σε μια
πενηντάχρονη κυρία. Όχι σε κάποια νεαρή γυναίκα την οποία έβρισκε επιθυμητή. Και είχε το
αποτέλεσμα που περίμενε. Η κοπέλα υποχώρησε.
Η ουρά στην είσοδο προς τους πυργίσκους ήταν μικρή. Ο Μάρκος και η Βανέσα στάθηκαν στο
τέλος. «Δε θ’ αργήσουμε πολύ», της είπε μ’ ένα ακόμα σύντομο, καλοπροαίρετο χαμόγελο. «Με
συγχωρείτε μια στιγμή», πρόσθεσε.
Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού το κινητό τηλέφωνό του. Με την άκρη του ματιού του είχε δε
τους δύο σωματοφύλακές του να ξεπροβάλλουν από τον καθεδρικό ναό, όπου τον είχαν
ακολουθήσει διακριτικά, και κάλεσε το νούμερό τους. Μίλησε στο Νίκο βιαστικά στα ελληνικά,
λέγοντάς του να ακυρώσει το γεύμα του με τον κύριο Ντιμπουά, να του ζητήσει εκ μέρους του
συγνώμη και να τον διαβεβαιώσει ότι ο Μάρκος θα του τηλεφωνούσε για να επανορθώσει. Ύστερα
διέκοψε τη σύνδεση κι έκρυψε το τηλέφωνο στην τσέπη του. Η κοπέλα τον κοιτούσε με περιέργεια.
«Ελληνικά», διευκρίνισε εκείνος, μαντεύοντας την ερώτησή της.
«Και αναρωτιόμουν ποια ήταν η άλλη μισή καταγωγή σας!»
Της χαμογέλασε. Αυτή τη φορά το χαμόγελό του δεν ήταν αυτό που θα απηύθυνε σε μια
πενηντάχρονη. «Έλληνας πατέρας, Αγγλίδα μητέρα», της εξήγησε.
«Πάντως δε φαίνεστε καθόλου Άγγλος. Από ποιο μέρος της Ελλάδας είστε;»
Ο Μάρκος σκέφτηκε τα σπίτια που είχε αλλάξει όταν ήταν παιδί, τα μισά στην Αγγλία και τα
υπόλοιπα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου πήγαινε με τη μητέρα του όσο εκείνη έδινε την
ατέλειωτη δικαστική μάχη του διαζυγίου με τον πατέρα του. Κανένα απ’ αυτά δε θα μπορούσε ν’
αποκαλέσει ιδιαίτερη πατρίδα του.
Δεν ένιωθε να ανήκει πουθενά.
«Η οικογένειά μου ζούσε αρχικά στην Τουρκία, σε μια από τις πολλές ελληνικές κοινότητες της
Μικράς Ασίας. Τη δεκαετία του είκοσι ο παππούς μου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σήμερα όμως δε
διατηρώ δεσμούς με κανένα μέρος. Α, η ουρά προχωρεί επιτέλους».
Χάρηκε που άλλαξε θέμα. Η πατρίδα ήταν μια άγνωστη έννοια γι’ αυτόν.

«Άλλο λίγο καφέ;»


Η Βανέσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, ευχαριστώ». Φάνηκε διστακτική. «Ε... Στ’
αλήθεια πρέπει να πηγαίνω».
Κάθονταν στο τραπέζι ενός εστιατορίου, σε μια μικρή πλατεία κοντά στην Παναγία των Παρισίων.
Το πώς είχε βρεθεί να γευματίζει εκεί μ’ έναν άγνωστο δεν το είχε καταλάβει ακόμα. Απλώς είχε
συμβεί.
Μάρκος Μαρκάκης. Αυτό ήταν το όνομά του. Της είχε συστηθεί στο ψηλότερο τμήμα του πύργου
όπου ανέβηκαν, έχοντας όλο το Παρίσι στα πόδια τους, κάτω από το γλυκό ήλιο του Σεπτέμβρη.
«Τώρα θα με συνδέεις για πάντα με τον καμπούρη κωδωνοκρούστη της Παναγίας των Παρισίων».
Της είχε χαμογελάσει, με μια λάμψη ευθυμίας στα μάτια, μαγνητίζοντας με το βλέμμα του το δικό
της.
Ήξερε πως δεν έπρεπε να τον κοιτάζει σαν μαγεμένη, ούτε να του πει το όνομά της, ούτε να σφίξε
το χέρι του γλιστρώντας τα δάχτυλά της στη δυνατή, λεπτή παλάμη του.
Και σίγουρα δεν έπρεπε να τον αφήσει να την κρατάει από τον αγκώνα καθώς κατέβαιναν, σαν να
ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ούτε να δεχτεί την πρόσκλησή του για γεύμα. Γιατί ο
Μάρκος Μαρκάκης, παρά την καλή του πρόθεση να απωθήσει τους ενοχλητικούς άντρες, δεν έπαυε
να είναι για τη Βανέσα ένας ξένος.
Κι όμως, όλα έγιναν έτσι ακριβώς.
«Ας πιούμε στο Παρίσι... και στην ευχάριστη διαμονή σας εδώ». Ο Μάρκος σήκωσε το ποτήρι του
για πρόποση κι εκείνη του χαμογέλασε. Κάτι έλαμψε στα μάτια του φευγαλέα και η Βανέσα ένιωσε
ένα μικρό ρίγος να τη διαπερνά. Μια συγκίνηση που δεν είχε καμιά σχέση με το γεγονός ότ
βρισκόταν στο Παρίσι ή ότι γευμάτιζε σ’ ένα γραφικό εστιατόριο στο Ιλ ντε λα Σιτέ
περιτριγυρισμένη από Παριζιάνους που απολάμβαναν το φαγητό τους.
Μα αυτή η μαγική στιγμή χάθηκε γρήγορα. Και η συγκίνηση που ένιωθε οφειλόταν και πάλι στην
ατμόσφαιρα της όμορφης πόλης, όχι στον άντρα που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, βρισκόταν μαζ
της.
Απλώς γευματίζουμε, είπε στον εαυτό της. Ο άνθρωπος είναι ευγενικός μαζί μου. Πολιτισμένος.
Φιλικός. Λυπήθηκε μια Αγγλίδα τουρίστρια που βρέθηκε μόνη στο Παρίσι για πρώτη φορά...
Μια τουρίστρια που είχε προγραμματίσει μια πολυάσχολη μέρα. Πήρε την τσάντα της από το πόδ
της καρέκλας όπου την είχε στερεώσει για ασφάλεια κι έψαξε για το πορτοφόλι της. «Θα είχατε την
καλοσύνη να ζητήσετε ξεχωριστούς λογαριασμούς;» του είπε.
Ο Μάρκος την κοίταξε. Πρωτοτυπία δεν ήθελε; Ορίστε λοιπόν. Καμιά γυναίκα απ’ όσες γνώριζε
δεν είχε φέρει ποτέ αντίρρηση να πληρώσει εκείνος για το γεύμα της. Ούτε για οτιδήποτε άλλο.
«Θα το φροντίσω εγώ», της απάντησε αποτρεπτικά κι έκανε νόημα στο σερβιτόρο. Τις
περισσότερες φορές άφηνε αυτές τις τυπικές διαδικασίες στο Νίκο ή το Στέλιο. Τώρα όμως, απ’ ό,τι
φαινόταν, η Βανέσα δεν τους είχε προσέξει και θα ήταν προτιμότερο να μην τους γνωρίσει.
Βανέσα... Είχε αναγκαστεί να του αποκαλύψει το όνομά της όταν της είχε πει το δικό του. Ήταν κ
αυτό μια πρωτόγνωρη εμπειρία για το Μάρκο: συνήθως οι γυναίκες ανυπομονούσαν να αποκτήσουν
οικειότητα μαζί του, ελπίζοντας σε μια πιο στενή σχέση. Ετούτη η κοκκινομάλλα καλλονή ήταν
μάλλον απρόθυμη. Συνεσταλμένη.
Κι όμως, τελικά γευμάτισε μαζί του. Τον διασκέδαζε και τον ικανοποιούσε που έβλεπε στο ύφος
της την απορία, σαν να αναρωτιόταν και η ίδια πώς είχε φτάσει ως εκεί. Ήταν σπάνιο να συναντά μι
γυναίκα που δεν κολλούσε πάνω του σαν βδέλλα.
Ναι, η Βανέσα Όβινγκτον ήταν στ’ αλήθεια μια σπάνια αποκάλυψη. Και σκόπευε να την απολαύσει
στο έπακρο.
Ο σερβιτόρος ήρθε και ο Μάρκος του έδωσε μία από τις κάρτες του. Η Βανέσα έβγαλε βιαστικ
μερικά χαρτονομίσματα και τα έσπρωξε πάνω στο τραπέζι. «Νομίζω πως αυτά καλύπτουν το μερίδιό
μου», είπε.
Ο Μάρκος την κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένος. Ξαφνικά χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ», είπε και πήρε τα χαρτονομίσματα. «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι Γάλλοι reculer λένε
our mieux sauter».
Ήταν η σειρά της να σαστίσει.
«Σημαίνει οπισθοχώρηση για καλύτερη εφόρμηση», της μετέφρασε.
Φαινόταν ακόμα σαστισμένη. Προφανώς δεν καταλάβαινε γιατί της το είχε πει αυτό. Δεν τον
πείραζε. Εκείνος είχε βαλθεί να την κατακτήσει. Κι αυτό το πανέμορφο πλάσμα δεν έδειχνε ακόμη
να αντιλαμβάνεται το σκοπό του, κάτι που για το Μάρκο ήταν τόσο ευχάριστο όσο και πρωτόγνωρο.
«Λοιπόν;» ρώτησε με φυσικότητα. «Πού πηγαίνουμε τώρα; Λεζ Ενβαλίντ ή μουσείο Ροντέν;»
Όσο κι αν προσπάθησε αργότερα να το ερμηνεύσει, η Βανέσα δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ακολούθησε
το Μάρκο Μαρκάκη πειθήνια σαν πρόβατο στη σφαγή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Του πήρε μία εβδομάδα να την οδηγήσει στο κρεβάτι. Δε βιάστηκε. Αντίθετα, η συντροφιά της ήταν
τόσο ευχάριστη που ήθελε ν’ απολαύσει την κάθε στιγμή του αργού, αβίαστου ξελογιάσματός της.
Εκείνο το πρώτο απόγευμα την πήγε στο μουσείο Ροντέν και την άφησε να θαυμάσει με την ησυχί
της τα έργα του μεγαλύτερου γλύπτη της Γαλλίας.
Την κοιτούσε να παρατηρεί γεμάτη δέος το διάσημο
Σκεπτόμενο στον κήπο του μουσείου, ενώ το
φως του ήλιου έπαιζε στις χρυσοκόκκινες μπούκλες των μαλλιών της. Κανένας γλύπτης δε θα
μπορούσε να το συλλάβει αυτό, είχε σκεφτεί. Ακόμα κι ένας ζωγραφικός πίνακας θα ήταν
ανεπαρκής, άτονος και άψυχος. Τα μαλλιά της έμοιαζαν σαν ζωντανά κι ήθελε να πλέξει μέσα τους
τα δάχτυλά του, να τραβήξει το πρόσωπό της κοντά του, να το ανασηκώσει προς το δικό του και ν
φιλήσει τα πλούσια, μισάνοιχτα χείλη της...
Ένα φύλλο έπεσε από κάποιο δέντρο ψηλά και προσγειώθηκε απαλά πάνω στη χαίτη της. «Μείνε
ακίνητη», της είπε ήρεμα.
Εκείνη ξαφνιάστηκε, μισογύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα δάχτυλά του ξέμπλεξαν επιδέξια το
φύλλο και το έριξαν κάτω. Όμως δεν την άφησε. Το ένα του χέρι παρέμεινε ακουμπισμένο στον ώμο
της και το άλλο άγγιζε ακόμα τα μαλλιά της. Ήθελε ν’ απολαύσει εκείνα τα υπέροχα μάτια που τον
κοιτούσαν με απορία, φόβο, έκπληξη και ταραχή.
Εκείνη την ατέλειωτη στιγμή ο κόσμος χάθηκε γύρω τους. Ο Μάρκος ένιωσε μέσα του έν
σκίρτημα· ένιωσε να γεννιέται ένα συναίσθημα που δεν το αναγνώριζε. Το μόνο που καταλάβαινε
ήταν πως επρόκειτο να ξεκινήσει μία ερωτική σχέση που θα γιάτρευε την πλήξη του για τα καλά.
Και δεν ήθελε τίποτα περισσότερο.
Οι επόμενες μέρες τον επιβεβαίωσαν. Η Βανέσα Όβινγκτον διέφερε από κάθε άλλη γυναίκα την
οποία είχε πολιορκήσει στη ζωή του. Όχι μόνο επειδή δεν αντιλαμβανόταν πως την πολιορκούσε,
ούτε επειδή έδειχνε γνήσιο ενδιαφέρον για τα αξιοθέατα όπου την οδηγούσε ακούραστα: Πύργο του
Άιφελ, Αψίδα του Θριάμβου, Βερσαλλίες, τα ανάκτορα με το ανυπέρβλητο μεγαλείο, Σακρέ Κερ.
χι επειδή επέμενε να πληρώνει η ίδια το εισιτήριό της στα μουσεία και το φαγητό της στ
εστιατόρια, μια επιμονή που τον διασκέδαζε τόσο ώστε έδιωχνε συνέχεια τους σωματοφύλακές του
κι έπαιρνε ταξί αντί για τη λιμουζίνα του. Η Βανέσα διέφερε επειδή...
Του ήταν δύσκολο να το εκφράσει με λέξεις, είτε αγγλικές είτε ελληνικές. Η Βανέσα ήταν
διαφορετική, τελεία και παύλα. Και η διαφορετικότητά της του κέντριζε την περιέργεια και τον
συνάρπαζε σχεδόν όσο και η ομορφιά της. Και τη νύχτα που η αβίαστη πολιορκία του οδηγήθηκε
στην αναπόφευκτη κατάληξή της, ο Μάρκος ανακάλυψε κάτι ακόμα γι’ αυτή, κάτι μοναδικό, που
ξεπέρασε την εμπειρία του στις γυναίκες.
Η Βανέσα είχε έρθει πρόθυμα στο διαμέρισμά του, σε μια μοντέρνα συνοικία της Δεξιάς Όχθης.
ταν πια ανήμπορη να του αντισταθεί και, σαν να βρισκόταν σε όνειρο, τον άφησε να την οδηγήσε
μέσα. Την εντυπωσίασε η πολυτέλεια του χώρου, ωστόσο δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον να μάθει
περισσότερα για την οικονομική του κατάσταση. Για κείνη, ο Μάρκος ήταν απλώς ένας
επιχειρηματίας, όποια κι αν ήταν η φύση της δουλειάς του. Κάποια στιγμή που τον είχε ρωτήσει από
ευγένεια τι ακριβώς έκανε, εκείνος είχε απαντήσει αόριστα «εισαγωγές και εξαγωγές» και η Βανέσα
είχε κουνήσει απλά το κεφάλι της. Προφανώς δεν είχε ακουστά τον Όμιλο Μαρκάκη, ούτε ότι άξιζε
αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ... ή ότι ο Μάρκος ήταν ένας από τους κυρίους μετόχους.
Είτε γνώριζε για την περιουσία του είτε όχι, το ενδιαφέρον της για κείνον μεγάλωνε μέρα με τη
μέρα. Ο Μάρκος φρόντιζε με την αργή και προσεκτικά μελετημένη τακτική του να τη σαγηνεύει, ν
της δείχνει την επιθυμία του. Ήταν όμως πολύ προσεκτικός. Με μια τέτοια γυναίκα δεν έπρεπε ν
βιαστεί και η αναμονή ως την ολοκληρωτική κατάκτηση –η μεγαλύτερη αναμονή που είχε βιώσει γι
μια γυναίκα– θα άξιζε με το παραπάνω.
Καθώς η Βανέσα στεκόταν και παρατηρούσε έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα, συμπεραίνοντας
προφανώς, όπως αντιλήφθηκε ο Μάρκος, ότι επρόκειτο για αντίγραφο και όχι για τον ανεκτίμητο
πρωτότυπο, εκείνος πήγε ως τη βιτρίνα του δέκατου όγδοου αιώνα που είχε μετατρέψει σε μπαρ κ
έβγαλε ένα παγωμένο μπουκάλι παλαιωμένης σαμπάνιας.
Ο απαλός κρότος του φελλού την ξάφνιασε.
Η έκπληξή της μεγάλωσε όταν ο Μάρκος την πλησίασε με τα δυο ποτήρια που είχε σερβίρει. Πήρε
διστακτικά από το χέρι του το ένα. «Ήδη ήπια κρασί στο δείπνο», του είπε.
«Η σαμπάνια δεν μπορεί να σε μεθύσει». Της χαμογέλασε. «Είναι πολύ εκλεκτή για να έχει
οποιαδήποτε δυσάρεστη επίδραση».
Τον κοίταξε αβέβαιη. Ο Μάρκος τσούγκρισε απαλά το ποτήρι του στο δικό της κι ύστερα το έφερε
στα χείλη του. «Στην υγειά μας, Βανέσα», είπε μαλακά.
Εκείνη δεν ήπιε. Στεκόταν ακίνητη και τα μαλλιά της ξεχύνονταν σαν πύρινος χείμαρρος πάνω
στους ώμους και στο απλό, αχνοπράσινο βραδινό της φόρεμα.
Ούτε μίλησε. Μόνο τον κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που του έλεγε όλα όσα ήθελε να μάθει.
Ήταν δική του.
«Δοκίμασε τη σαμπάνια, Βανέσα», της είπε σιγανά.
Εκείνη σήκωσε υπάκουα το ποτήρι της και ήπιε διστακτικά μια μικρή γουλιά. Συνέχισε να τον
κοιτάζει αβέβαιη και σιωπηλή.
«Και τώρα δοκίμασε εμένα», μουρμούρισε ο Μάρκος και χαμηλώνοντας το κεφάλι του έκανε
επιτέλους αυτό που επιθυμούσε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε.
Άγγιξε και γεύτηκε το μέλι των χειλιών της.
Τα ένιωσε να τρέμουν κάτω από τα δικά του, να ανταποκρίνονται δειλά όταν η άκρη της γλώσσας
του ήρθε σ’ επαφή μαζί τους. Η Βανέσα ρίγησε ολόκληρη κι ένα απαλό βογκητό ξέφυγε από το
στόμα της.
«Βανέσα», της ψιθύρισε και τη φίλησε με περισσότερο πάθος.
Το φιλί του ήταν παρατεταμένο, βαθύ και αργό. Εξερεύνησε όλο το νέκταρ των χειλιών της. Η
στιγμή ήταν θεσπέσια και την απόλαυσε με όλο του το είναι.
Χωρίς να διακόψει, ο Μάρκος ακούμπησε δίπλα το ποτήρι του και πήρε και το δικό της. Ύστερα,
με τα χέρια του πλέον ελεύθερα, τράβηξε απαλά το λεπτό της σώμα επάνω του.
Ένιωσε το ελαφρύ της τρέμουλο καθώς τα μπράτσα του τυλίγονταν γύρω της, σφίγγοντας το
εύπλαστο κορμί της στο δικό του. Η πίεση του στήθους της στο στέρνο του έκανε αυτομάτως το
σώμα του να αντιδράσει.
Το φιλί του βάθυνε, η εξερεύνηση έγινε πυρετώδης επιθυμία.
Δεν της έδωσε το χρόνο να μιλήσει, να εκφράσει την αναστάτωση που ήξερε ότι την κυρίευε καθώς
την οδηγούσε στον κόσμο των αισθήσεων όπου εκείνος βρισκόταν ήδη.
Τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη της, την εξαίσια υφή των μακριών μαλλιών της. Ένα σιγανό,
απαλό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της και την ένιωσε να γέρνει περισσότερο πάνω του, τα πλούσι
στήθη της να τον πιέζουν.
Ήταν έτοιμος να την κάνει δική του, ήξερε όμως ότι εκείνη δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον δεχτεί.
Καταλάβαινε από το σάστισμα στα ορθάνοιχτα μάτια της και τις αβέβαιες κινήσεις της ότι ένιωθε
μπερδεμένη. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε, πού την οδηγούσε ο άντρας που
τη φιλούσε. Το κορμί της όμως ήξερε. Κάθε νέο άγγιγμα, κάθε χάδι την έφερνε πιο κοντά στον
προορισμό τους. Τώρα αυτό που απέμενε να κάνει ο Μάρκος ήταν να την αφυπνίσει.
Έγειρε λίγο πίσω και την κοίταξε. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα σαν δυο ώριμες φράουλες και οι
κόρες των ματιών της διεσταλμένες.
Έσυρε το δάχτυλό του στο μάγουλό της και την ένιωσε να ριγεί. Δεν μπορούσε να του μιλήσει,
είχε μείνει άφωνη και του έδινε μια βαθιά, πρωτόγονη χαρά ότι εκείνο το σπάνιο πλάσμα ήταν
απόλυτα παραδομένο στην αγκαλιά του.
Πέρασε το δάχτυλό του πάνω από το υγρό στόμα της κι ύστερα συνέχισε χαμηλότερα, στην
τρυφερή γραμμή του λαιμού της και τη γεμάτη καμπύλη του στήθους της. Κατέβασε με μια απαλή
κίνηση το φόρεμά της κι άκουσε το κοφτό, ξαφνιασμένο τράβηγμα της ανάσας της καθώς το στήθος
της αποκαλύφθηκε γυμνό μπροστά του.
Πρόφερε ένα σιγανό μουρμουρητό στα ελληνικά, κάτι για την απίστευτη, γλυκιά ομορφιά της.
Στάθηκε για λίγο να θαυμάσει το εξαίσιο γυμνό στήθος κι ύστερα έκλεισε τα μάτια και χαμήλωσε το
κεφάλι του προς το κορμί της.
Ένιωσε μεμιάς τη θηλή της να σκληραίνει μέσα στο στόμα του. Άκουσε πάλι το σιγανό, ανήμπορο
βογκητό να ξεχύνεται από τα χείλη της. Αισθάνθηκε το χέρι της να υψώνεται τρεμάμενο για ν’
αγγίξει τα μαλλιά του. Φίλησε λίγο ακόμα την κορυφή του στήθους της και το ηδονικό βογκητό της
ακούστηκε ξανά. Το σώμα του ανταποκρίθηκε περισσότερο, το αίμα του κύλησε καυτό στις φλέβες
του. Τα δόντια του έκλεισαν απαλά γύρω από τη θηλή της, ξεσηκώνοντας ένα νέο κύμα ηδονής που
την έκανε να βογκήσει ξανά. Τώρα έτρεμε ολόκληρη...
Όταν την ελευθέρωσε, χαρίζοντάς της πρώτα ένα τελευταίο χάδι με τη γλώσσα του, δε δίστασε
ούτε στιγμή. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του κι εκείνη κούρνιασε στα μπράτσα του, τυλίγοντας τα
χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Μάρκο...» Η φωνή της ήταν σιγανή, ξέπνοη, τα μάτια της γεμάτα έκπληξη. Όμως υπήρχε μέσ
τους και κάτι περισσότερο: η επιθυμία της γι’ αυτόν που δεν μπορούσε πλέον να κρύψει.
Συνέχισε να τον κοιτάζει έτσι ανήμπορη καθώς τη χαμήλωνε στα μεταξωτά σεντόνια του κρεβατιού
του, ενώ με σβέλτες, έμπειρες κινήσεις αφαιρούσε από πάνω της τα ρούχα που τον εμπόδιζαν. Τα
μαλλιά της ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι, μια ζωντανή φλόγα που του έκαιγε τα σωθικά. Η εικόνα
της τον μάγεψε. Του έκοψε την ανάσα.
Ήταν πανέμορφη, η ίδια η προσωποποίηση του πόθου.
Κι όμως, δεν ήταν προκλητική. Υπήρχε μια αθωότητα στην ανεπιτήδευτη σαγήνη της που τον
συνέπαιρνε· η λαχτάρα, ο πόθος, η έκπληξη, όλα ανάμεικτα στο βλέμμα της.
Ξάπλωσε αργά πλάι της και χάιδεψε τα μαλλιά που σαν φωτοστέφανο πλαισίωναν το όμορφο
πρόσωπό της.
«Μήπως είναι όνειρο;» την άκουσε να λέει με δέος. «Συμβαίνει στ’ αλήθεια;»
Της χαμογέλασε και πλησίασε το στόμα του στο δικό της. «Δεν είναι όνειρο».
Γεύτηκε άλλη μια φορά το γλυκό νέκταρ των χειλιών της κι ύστερα με απέραντη υπομονή,
απερίγραπτη ηδονή, γεύτηκε το υπόλοιπο σώμα της πόντο πόντο. Απόλαυσε όλη τη μεταξένι
απαλότητά του με χάδια και φιλιά, ώσπου αναζήτησε την καυτή σάρκα ανάμεσα στους μηρούς τους.
Άκουσε τα βογκητά της ανταπόκρισής της και την είδε να ανασηκώνει το σώμα της προς το δικό
του. Επιτέλους, είχε έρθει η πολυπόθητη στιγμή της εκπλήρωσης του πόθου του.
Ήρθε επάνω της και την έκανε δική του. Και τότε, όταν ήταν πια πολύ αργά, ανακάλυψε πως ήταν ο
πρώτος της εραστής.

«Είσαι... θυμωμένος μαζί μου;» Η φωνή της ήταν διστακτική και άτολμη.
Ο Μάρκος δεν ήξερε τι να της πει.
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Έπρεπε να σου το πω», συνέχισε εκείνη σαν χαμένη.
Κάτι στην έκφραση των ματιών της τον συγκίνησε. Αν νωρίτερα τον είχαν ρωτήσει εάν ήθελε να
πάρει μία παρθένα στο κρεβάτι του, ο Μάρκος θα απαντούσε με ένα κοφτό και αμετάκλητο «όχι».
Τώρα όμως...
Την κοίταξε και του κόπηκε η ανάσα. Ήταν τόσο όμορφη! Μα δεν ήταν μόνο η ομορφιά της που
τον συγκλόνιζε. Υπήρχε κάτι άλλο στο συννεφιασμένο βλέμμα της που τον επηρέαζε βαθιά. Τόσο
ώστε δεν είχε σημασία αν ήταν παρθένα ή όχι. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως αυτή η γυναίκα
διέφερε απ’ όλες τις άλλες. Όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Ίσως αυτή ήταν η γοητεί
της.
Μετά το στιγμιαίο σοκ της ανακάλυψης πως ήταν άπειρη στον έρωτα, το κορμί του είχε βυθιστε
ολοκληρωτικά στο δικό της και όλες του οι αισθήσεις είχαν πλημμυρίσει από την ηδονή που
συνεπήρε και τους δυο. Την ένιωθε να σφίγγεται γύρω του, να ακολουθεί το ρυθμό του και σύντομα
η κραυγή της είχε αντηχήσει στα αυτιά του. Τότε ήταν που ο Μάρκος είχε ζήσει μια από τις πιο
συγκλονιστικές στιγμές της ζωής του, μια τόσο απόλυτη ολοκλήρωση που δε συγκρινόταν με καμιά
άλλη προηγούμενη εμπειρία του.
Το ένιωσε ξανά τώρα, καθώς την έβλεπε να τον κοιτάζει γεμάτη αγωνία και απορία. Την έκλεισε
στην αγκαλιά του κι ένιωσε την απαλότητά της μέσα στα μπράτσα του. Και κατάλαβε με απόλυτη
βεβαιότητα πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση όταν ακολούθησε την παρόρμησή του πριν από μί
εβδομάδα, όταν την πρωτοείδε έξω από την Παναγία των Παρισίων.
Τη φίλησε τρυφερά σε όλο το πρόσωπο. «Ήσουν τέλεια», της είπε και η φωνή του ακούστηκε
βραχνή. «Τέλεια». Είδε το πρόσωπό της να φωτίζεται και τα μάτια της να λάμπουν πάλι.
Ακτινοβολούσε ολόκληρη.
Αυτό τον ευχαρίστησε.
Πάρα, μα πάρα πολύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Το χιόνι έτριζε κάτω από τις μπότες της κι ο παγωμένος αέρας γέμιζε τα πνευμόνια της. Η Βανέσα
στεκόταν στη βάση της χιονοδρομικής πίστας και κοιτούσε με αγωνία πάνω στην απότομη πλαγιά,
όπου ήδη σκοτείνιαζε καθώς το χειμωνιάτικο απόγευμα έφτανε στο τέλος του. Πέρα μακριά είδε μι
φιγούρα, μαύρη μέσα στο αστραφτερό χιόνι, να κατεβαίνει την πλαγιά με γρήγορες, δυνατές
κινήσεις.
Την έτρωγε η αγωνία, μα πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη. Ο Μάρκος ήταν εξαιρετικός
και έμπειρος σκιέρ. Εκείνη όμως, ως αρχάρια, έβλεπε μόνο τους κατακόρυφους γκρεμούς, τις
θανατηφόρες προεξοχές των βράχων, τις επικίνδυνα κλειστές στροφές. Προσευχήθηκε σιωπηρά για
την ασφάλειά του.
Αν ο Μάρκος πάθαινε κάτι, η Βανέσα θα πέθαινε.
Καθώς τον παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα να πλησιάζει όλο και περισσότερο κοντά της,
αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά πώς της είχε συμβεί ένα τέτοιο θαύμα.
Πού να το φανταζόταν εκείνο το πρωινό στο Παρίσι ότι η ζωή της θα άλλαζε για πάντα; Και δεν το
είχε καταλάβει ούτε την ίδια μέρα ούτε τις υπόλοιπες μαγευτικές ημέρες που ακολούθησαν, μέχρ
που έζησε εκείνη την παραμυθένια νύχτα στην αγκαλιά του.
Τότε μόνο κατάλαβε, με μια σιγουριά που τη συγκλόνισε, πως ήταν ερωτευμένη. Ήταν ερωτευμένη
με τον πιο υπέροχο άντρα του κόσμου.
Ποτέ της δεν είχε ερωτευτεί ξανά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ζούσε στο σπίτι της, ήσυχα και
μετρημένα, βγαίνοντας κάπου κάπου με άντρες συναδέλφους της ή φίλους φίλων, άντρες με τους
οποίους οι παππούδες της ένιωθαν πως η εγγονή τους ήταν ασφαλής. Είχε ανταλλάξει μόνο μερικ
φιλιά, τίποτα περισσότερο. Κανένας δεν την είχε κάνει να νιώσει όπως ο Μάρκος. Κανείς δεν την
είχε κοιτάξει, φιλήσει ή αγγίξει όπως εκείνος. Κανένας δεν την είχε κάνει δική του.
Ένιωθε λιγοθυμιά και μόνο στη σκέψη του. Και δεν έπαυε να αναρωτιέται.
Πώς είχε διαλέξει εκείνη ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες;
Κάθε μέρα, κάθε νύχτα, το θαύμα επαναλαμβανόταν και τη συγκλόνιζε. Την είχε επιλέξει ο άντρας
που λάτρευε. Δυσκολευόταν ακόμα να κατανοήσει το γιατί. Όσο περισσότερο γνώριζε το Μάρκο κα
τον τρόπο ζωής του τόσο πιο πολύ απορούσε.
Δεν ήθελε τίποτε άλλο εκτός από το να βρίσκεται μαζί του. Το παρελθόν της είχε σβήσει, το
μέλλον της δεν την απασχολούσε. Τίποτα δεν υπήρχε εκτός από το αιώνιο παρόν που μοιραζόταν με
το Μάρκο. Η ζωή της ήταν εκείνος.
Η αγάπη του, ο πόθος του, η στοργή του ήταν όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει. Δε χρειαζόταν
τίποτε άλλο. Ο Μάρκος ήταν τα πάντα γι’ αυτήν.
Φρέναρε μπροστά της σηκώνοντας ένα σύννεφο χιονιού, κάρφωσε κάτω τα μπαστούνια του σκι κα
άνοιξε το κράνος του.
«Νόμιζες ότι θα σκοτωνόμουν;» τη ρώτησε χαμογελώντας.
Έγνεψε μουδιασμένη καταφατικά, πλημμυρισμένη από ανακούφιση που τον είχε μπροστά της σώο
και αβλαβή.
Ο Μάρκος γέλασε. «Σύντομα θα κάνεις κι εσύ τέτοιες καθόδους», της είπε, βγάζοντας το κράνος
και τινάζοντας πέρα δώθε τα μαύρα μαλλιά του.
Η Βανέσα χλόμιασε. «Ω, όχι, δε θα μπορούσα... Αλήθεια».
Ο Μάρκος γέλασε ξανά, δίνοντας το κράνος του στο Νίκο που είχε έρθει κοντά του.
«Πώς ήταν το μάθημά σου;»
Η Βανέσα μόρφασε. «Ο καημένος ο Κρίστιαν είναι πολύ ευγενικός, αλλά ξέρει ότι είμαι ανίκανη».
«Μήπως θα προτιμούσες άλλο δάσκαλο;»
«Όχι, το πρόβλημα δεν είναι ο δάσκαλος... αλλά η μαθήτρια, φοβάμαι».
Ο Μάρκος γέλασε ξανά κι έσκυψε να λύσει τα πέδιλα του σκι. Τα άφησε εκεί για να τα μαζέψει ο
Νίκος και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
«Ίσως θα έπρεπε να σου κάνω εγώ μερικά μαθήματα». Χαμήλωσε το κεφάλι του. «Στο κάτω κάτω
ήμουν καλός δάσκαλος σε άλλους τομείς, έτσι δεν είναι;»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν αμέσως. Αυτό το θέαμα πάντα τον διασκέδαζε. Μολονότι την είχε
κοντά του πέντε ολόκληρους μήνες, η Βανέσα συνέχιζε να είναι εκπληκτικά συνεσταλμένη. Το
παραμικρό σχόλιο που παρέπεμπε στο ζήτημα της ερωτικής απόλαυσης έκανε τη Βανέσα να
κοκκινίζει κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους συνέχιζε να τον γοητεύει ακόμα.
Για την ακρίβεια, δεν την είχε βαρεθεί καθόλου.
Περπάτησε προς το τζιπ κρατώντας την ακόμα αγκαλιά. Και οι δυο τους φορούσαν ειδικά
πουπουλένια μπουφάν. Η κάθοδός του με τα σκι ήταν συναρπαστική και η αδρεναλίνη του είχε
εκτιναχτεί στα ύψη. Ο Μάρκος ήξερε καλά τι ήθελε να κάνει στη συνέχεια. Η εικοσάλεπτη διαδρομή
ως τον πύργο θα του φαινόταν ατελείωτη. Αλλά μόλις έφταναν στη σουίτα τους, θα πετούσαν τ
ενοχλητικά χοντρά μπουφάν και τις φόρμες στο πάτωμα και το τεράστιο κρεβάτι θα δικαιολογούσε
την ύπαρξή του.
Μπήκε στο τζιπ μετά τη Βανέσα. Ο ξάδερφός του ο Λίο θα πρέπει να ήταν τρελός για ν’ αγοράσει
αυτό το μέρος! Είχε ξοδέψει μια περιουσία για να το ανακαινίσει, όμως αντί να το μετατρέψει σε
ξενοδοχείο το είχε διαμορφώσει σε ιδιωτική κατοικία. Όμως έτσι ήταν ο ξάδερφός του... Έκανε
πάντα μεγαλοπρεπείς χειρονομίες. Όπως και τώρα, που είχε καλέσει όλη την υψηλή κοινωνία στην
παρουσίαση της συλλογής κοσμημάτων Λεβάντσκι, των πολύτιμων τσαρικών πετραδιών.
Κοίταξε δίπλα του τη Βανέσα. Είχε ρίξει πίσω την κουκούλα του μπουφάν και για μια ακόμα φορ
ο Μάρκος θαύμασε την ομορφιά της.
Πώς στην ευχή υπήρξε εκείνος ο πρώτος της εραστής; Ακόμα τον κατέπλησσε η ιδέα. Ο
περισσότερες Αγγλίδες έχαναν την παρθενιά τους νωρίς, όμως η Βανέσα ήταν ακόμα ανέγγιχτη στα
είκοσι τέσσερά της. Έχοντας μάθει για την ως τότε περιορισμένη ζωή της, αντιλαμβανόταν πως
απλώς δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσει μια ερωτική σχέση.
Μ’ εκείνον όμως... η ευκαιρία παρουσιάστηκε. Και η Βανέσα δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί! Είχε
πλαγιάσει μαζί του χωρίς την παραμικρή ένσταση, τον παραμικρό δισταγμό. Και είχε αφεθεί
πρόθυμα στα χάδια και τα φιλιά του, παραδομένη ολοκληρωτικά στη θέλησή του.
Ναι, ήταν πραγματικά τέλεια γι’ αυτόν. Και ήταν αποκλειστικά δική του.
Η κτητική συμπεριφορά του έδειχνε να της αρέσει. Ακόμη και τώρα, πέντε μήνες αργότερα, το
πρόσωπό της έλαμπε κάθε φορά που την πλησίαζε. Ο ξάδερφός του ο Λίο αντιμετώπιζε αυτή τη
σχέση με κυνισμό, όμως τι σημασία είχε; Η ζωή του Μάρκου ήταν ωραία, τίποτε άλλο δε μετρούσε.
Περίμενε με ανυπομονησία το Νίκο να φορτώσει τα σκι πάνω στην οροφή του τζιπ κι ύστερα να
καθίσει στη θέση του οδηγού δίπλα στο Στέλιο. Ο σωματοφύλακας έβαλε μπροστά και το τζιπ
επιτέλους ξεκίνησε.
Ο Μάρκος γύρισε προς τη Βανέσα. «Έχει τελειώσει η φωτογράφιση;»
«Ναι, δόξα τω Θεώ».
Ο Μάρκος συνοφρυώθηκε. «Δε σου άρεσε;»
Η Βανέσα δαγκώθηκε. Ήταν δική του ιδέα να γίνει εκείνη το τέταρτο μοντέλο για τη διαφημιστική
φωτογράφιση των κοσμημάτων Λεβάντσκι. Το επιχείρημά της ότι δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε το
φωτομοντέλο πήγε στο βρόντο. Το ίδιο και η παρατήρησή της πως ο φωτογράφος ίσως θα
προτιμούσε να συνεργαστεί με μια επαγγελματία.
Τα δυο ξαδέρφια είχαν διαφωνήσει μαζί της και την είχαν κοιτάξει με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα.
Είχαν τόσες ομοιότητες μεταξύ τους κι όμως ο Λίο Μαρκάκης, παρά την αρρενωπότητα και τον
αισθησιασμό του, την άφηνε αδιάφορη ως άντρας. Μόνο ο Μάρκος με τη δυνατή κορμοστασιά, τ
καλοφτιαγμένα χαρακτηριστικά, το χαμογελαστό πρόσωπο και τα γκρίζα μάτια του, που την
κοιτούσαν με πάθος, μόνο εκείνος συγκέντρωνε όλο της το ενδιαφέρον. Ήταν ο μόνος που έκανε
την καρδιά της να σκιρτά και το κορμί της να τρέμει.
Τώρα ήξερε τι σήμαινε εκείνο το ανέκφραστο βλέμμα τους. Ότι οι απόψεις και οι προτιμήσεις
όποιου εργαζόταν για έναν Μαρκάκη δε λαμβάνονταν υπόψη. Στην αρχή αυτή η στάση την είχε
ξαφνιάσει.
Από την άλλη, όμως, της φαινόταν ακόμα απίστευτο ότι είχε ερωτευτεί ένα τέτοιον άντρα. Θυμόταν
τη στιγμή που το συνειδητοποίησε. Ήταν λίγο μετά την πρώτη τους φορά. Όταν είχαν σηκωθε
τελικά από το κρεβάτι, ο Μάρκος της είχε ανακοινώσει χαμογελαστός πως έπρεπε να ετοιμαστούν
για να πάνε στην όπερα.
«Είναι Βάγκνερ;» τον είχε ρωτήσει διστακτικά, επειδή ήξερε πως ήταν οι μόνες όπερες που
διαρκούσαν τόσο πολύ ώστε άρχιζαν από νωρίς το απόγευμα.
Εκείνος είχε κουνήσει απλώς το κεφάλι αρνητικά και είχε γελάσει.
«Κάτι πολύ πιο ρομαντικό», την είχε διαβεβαιώσει.
Και ήταν πράγματι. Και όχι μονάχα ρομαντικό. Ήταν κάτι συγκλονιστικό.
Βγαίνοντας από το μπάνιο, η Βανέσα είχε βρει την κρεβατοκάμαρα γεμάτη από ανθρώπους που
μιλούσαν γαλλικά. Για την επόμενη μία ώρα είχε αφεθεί στις φροντίδες τους. Της είχαν φτιάξει τα
μαλλιά και τα νύχια, της είχαν πάρει τα μέτρα και την είχαν μακιγιάρει και, τέλος, της είχαν φορέσε
μια απίθανη βραδινή τουαλέτα. Όταν τελικά είχε σταθεί σαστισμένη και ομορφότερη από ποτέ
μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας μια αέρινη χρυσαφιά τουαλέτα κι ένα χρυσό περιδέραιο στο
λαιμό, ο Μάρκος είχε έρθει να τη βρει πανέμορφος με το σμόκιν του και να θαυμάσει το
αποτέλεσμα.
«Έλα», της είχε πει χαμογελώντας. «Η άμαξα σε περιμένει, Σταχτοπούτα».
Μα δεν ήταν άμαξα, ούτε καν λιμουζίνα.
Ήταν ένα ιδιωτικό τζετ και είχαν πετάξει κατευθείαν ως το Μιλάνο για να παρακολουθήσουν την
όπεραΛα Μποέμ στη Σκάλα. Η Βανέσα είχε συνειδητοποιήσει τότε για πρώτη φορά ότι ο άντρας τον
οποίο είχε ερωτευτεί δεν ήταν απλώς ένας επιχειρηματίας.
Ήταν ένας από τους πλουσιότερους άντρες της Ευρώπης.
Η συγκλονιστική αυτή διαπίστωση την έκανε να σκέφτεται μέχρι σήμερα πόσο τυχερή ήταν που ο
Μάρκος είχε διαλέξει εκείνη.
Μα η σχέση τους είχε και δυσκολίες. Γρήγορα η Βανέσα είχε ανακαλύψει στην πράξη ότι ο
πλούσιοι ήταν διαφορετικοί άνθρωποι. Έβλεπαν τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω τους με
διαφορετικό τρόπο. Ο Μάρκος δεν ήταν ποτέ αγενής με κανέναν κι όμως είχε πάνω του μι
αλαζονεία. Ό,τι ήθελε το έπαιρνε. Όχι με απαίτηση ή κακή συμπεριφορά. Το έπαιρνε επειδή ήταν ο
Μάρκος Μαρκάκης. Και επειδή οι άλλοι υποτάσσονταν πάντα στη θέλησή του. Υπάλληλοι,
υπηρέτες, όλοι.
Ακόμα και η Βανέσα.
Φυσικά εκείνη ήθελε να κάνει αυτά που της ζητούσε. Τον αγαπούσε, τον λάτρευε, θα του έδινε τα
πάντα.
Τώρα σκεφτόταν συνοφρυωμένη ότι μπορεί να μην της άρεσε που έκανε το μοντέλο, ο Μάρκος
ωστόσο δε θα την ανάγκαζε ποτέ να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Αντιθέτως. Την έλουζε στα δώρα και
στις περιποιήσεις. Της πρόσφερε την αγκαλιά του.
Η καρδιά της πλημμύρισε από μια γλυκιά ζεστασιά στη σκέψη πως περνούσε όλο το χρόνο του
μαζί της, πως την έπαιρνε όπου πήγαινε, πως μοιραζόταν μαζί της την κάθε του στιγμή εκτός από τις
ώρες που η δουλειά του τον έστελνε αναπόφευκτα μακριά της, μιας κι έπρεπε να διευθύνει τη μισή
από την αυτοκρατορία του Ομίλου Μαρκάκη.
«Ο Λίο κι εγώ τη διευθύνουμε», της είχε πει κάποια στιγμή. «Ο πατέρας του, ο θείος μου δηλαδή,
έχει πεθάνει και ο δικός μου πατέρας έχει αποσυρθεί, έτσι εμείς οι δυο έχουμε επωμιστεί όλο το
βάρος της επιχείρησης».
«Δε διαφωνείτε ποτέ;» τον είχε ρωτήσει τόσο από περιέργεια όσο και για να τον πειράξει.
«Ο μεγάλος ξάδερφός μου θέλει να πιστεύει πως περνάει πάντοτε το δικό του, αυτό όμως δεν
ισχύει πάντα».
Όταν η Βανέσα είχε γνωρίσει τον Λίο, είχε διαπιστώσει πως η σχέση του με το Μάρκο ήταν καλή.
Αν και φτιαγμένοι από την ίδια στόφα, οι δυο άντρες είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Μάρκος
ήταν ψυχραιμότερος, ενώ ο Λίο άρπαζε πιο εύκολα φωτιά. Ο Μάρκος ήταν πιο διορατικός, ενώ ο
Λίο παρορμητικός. Και συνήθιζε να φέρεται στο Μάρκο σαν μεγαλύτερος ξάδερφος, χωρίς ωστόσο
να του λείπουν ο σεβασμός και η αγάπη προς εκείνον.
Στη διάρκεια της προκαθορισμένης δεξίωσης ο Λίο είχε κρατήσει κάποιο από τα μοντέλα, την
Άννα, διαρκώς κολλημένη στο πλευρό του. Εκείνη φαινόταν μάλλον δυσαρεστημένη, όπως δεν είχε
δείξει ν’ απολαμβάνει ιδιαίτερα ούτε τη φωτογράφιση. Μάλιστα, είχε μια λογομαχία με το
φωτογράφο, ο οποίος δεν έκανε άλλο από το να τους βάζει τις φωνές.
Τώρα που η φωτογράφιση είχε τελειώσει και ο Μάρκος τη ρωτούσε αν της άρεσε, η Βανέσα δεν
ήξερε αληθινά τι να του απαντήσει.
«Δε θα το έλεγα», ομολόγησε τελικά. «Δεν είναι βλέπεις το στοιχείο μου... να κάνω το μοντέλο».
«Ήσουν καταπληκτική».
«Πρόκειται για πολύ δυσκολότερη δουλειά απ’ όσο νομίζεις», τον πληροφόρησε. «Δεν είχα
συνειδητοποιήσει πόσο σκληρή μπορεί να είναι. Δεν ποζάρεις απλώς με υπέροχα ρούχα και
πανέμορφα κοσμήματα. Είναι πολύ κουραστικό αυτό. Και ο σινιόρ Εμπρούτι παραήταν απαιτητικός.
Και μάλλον δυσάρεστος, θα έλεγα».
«Μ’ εσένα; Θα έπρεπε να φύγεις από τη φωτογράφιση! Να έρθεις και να μου το πεις!»
«Όχι! Ειλικρινά δεν είχα πρόβλημα. Αν μη τι άλλο, ήταν λιγότερο δυσάρεστος μαζί μου απ’ ό,τι
στα υπόλοιπα κορίτσια. Όλοι ξέρουν ότι εσύ κι εγώ...»
Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Και καλά κάνουν», είπε βλοσυρός κι έπιασε το χέρι
της. Η Βανέσα έπλεξε τα δάχτυλά της στα δικά του και προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Κοίταξε πέρα το σκοτεινό χιονισμένο τοπίο και τον ρώτησε: «Πότε έμαθες να κάνεις σκι;»
«Ούτε που θυμάμαι», της απάντησε γέρνοντας πίσω στο κάθισμά του. «Η μητέρα μου με έσερνε
διαρκώς μαζί της στα χιονοδρομικά κέντρα, άρα θα πρέπει να ήμουν αρκετά μικρός».
«Εκείνη σε έμαθε;» Η Βανέσα χαμογέλασε φέρνοντας στο μυαλό της την τρυφερή εικόνα: το
Μάρκο μικρό, να προσπαθεί να κάνει σκι με τη βοήθεια της μητέρας του.
«Όχι. Προσλάμβανε δασκάλους». Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Το τελευταίο πράγμα που θα
έκανε η μητέρα του ήταν να μπει στον κόπο να του μάθει να κάνει σκι. Όχι μόνο επειδή ήταν πολύ
απασχολημένη με τον εκάστοτε εραστή της, αλλά επειδή ο μοναδικός λόγος που τον έπαιρνε παντού
μαζί της ήταν για να διασφαλίσει το περιουσιακό στοιχείο της. Έτσι έβλεπε το γιο της.
Η Βανέσα είδε την έκφρασή του ν’ αλλάζει και σταμάτησε. Ο Μάρκος δε μιλούσε ποτέ για την
οικογένειά του κι εκείνη το σεβόταν. Άλλωστε ούτε και η ίδια τού είχε μιλήσει για τη δική της
οικογένεια. Του είχε πει μόνο ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρή κι ότι την είχαν
αναθρέψει ο παππούς και η γιαγιά της που δε ζούσαν πλέον. «Δεν είσαι πια μόνη σου, Βανέσα», της
είχε πει και την είχε φιλήσει τρυφερά, σβήνοντας από το μυαλό της όλα τα άλλα εκτός από αυτόν –
και το τι σήμαιναν τα λόγια του.
Αποφάσισε ν’ αλλάξει συζήτηση. «Εκείνη η πόλη κάτω από τον πύργο είναι η Ντορφ; Βλέπω φώτα
ανάμεσα από τα δέντρα».
Ο Μάρκος κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Μάλλον. Ένας Θεός ξέρει πώς του ήρθε του Λίο ν
κάνει αυτή την τεράστια αλλά άχρηστη επένδυση! Ευτυχώς που δεν το έκανε με έξοδα της εταιρείας,
αλλιώς θα του τα έψελνα! Με τα δικά του χρήματα ας αγοράζει ό,τι θέλει».
«Είναι τεράστιος ο πύργος», συμφώνησε η Βανέσα.
Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του καθώς έσκυβε κοντά της. «Το ίδιο και τα κρεβάτια που έχει,
έτσι;» Άγγιξε απαλά τα χείλη του στα δικά της.
Ο τόνος της φωνής και τα λόγια του έκαναν πάλι τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. Το σώμα της
πλημμύρισε από μια γλυκιά προσμονή. Ξαφνικά ανυπομονούσε κι εκείνη να φτάσουν στον πύργο.

Η Βανέσα αναδεύτηκε νωχελικά μέσα στα πουπουλένια σκεπάσματα. Μπροστά της ο Μάρκος
ντυνόταν. Ανακάθισε στα αφράτα μαξιλάρια κι έσπρωξε πίσω τα ανακατεμένα μαλλιά της. Το
πάπλωμα γλίστρησε ξεσκεπάζοντας το ένα της στήθος. Με μια αυθόρμητη κίνηση το ξανασκέπασε.
«Καλά έκανες!» της είπε και τα γκρίζα μάτια του έλαμψαν στιγμιαία με θαυμασμό καθώς περνούσε
τα χρυσά μανικετόκουμπα μέσα από τις μανσέτες του. «Όσο κι αν θα το ήθελα, δεν υπάρχει χρόνος
για παιχνίδια».
«Θα γυρίσουμε πίσω στο Λονδίνο;» τον ρώτησε νυσταγμένα. Όλες οι εκδηλώσεις στον πύργο
είχαν τελειώσει, οι προσκεκλημένοι είχαν φύγει, το ίδιο και ο οικοδεσπότης τους, ο Λίο. Προφανώς
η γοητεία του είχε λυγίσει τελικά τις αντιστάσεις της Άννας, γιατί, όπως είχε πει ο Μάρκος, οι δυο
τους είχαν φύγει μαζί. Η Βανέσα ευχόταν το καλύτερο για την κοπέλα, όπως και για κάθε άλλον
άνθρωπο.
Ακόμα και η σκέψη ότι πριν από λίγο καιρό δε ζούσε με το Μάρκο τής ήταν αβάσταχτη. Της
φαινόταν αδιανόητο ότι είχε επισκεφθεί το Παρίσι προσδοκώντας απλώς να θαυμάσει την
ομορφότερη πόλη της Ευρώπης! Η αρχική της πρόθεση ήταν να περάσει μία εβδομάδα στη Γαλλί
κι ύστερα να επιστρέψει στο σπίτι της για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της, έτσι ώστε να μπορέσε
να συνεχίσει την πολυπόθητη περιήγησή της στην Ευρώπη, με τα λεφτά που της είχαν αφήσει ο
παππούδες της.
Τώρα όλα τα σχέδιά της είχαν αλλάξει. Η Βανέσα είχε μεταμορφωθεί. Η ύπαρξή της συνδεόταν με
το Μάρκο και μόνο μ’ εκείνον. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο γι’ αυτήν. Όπου πήγαινε εκείνος, θα τον
ακολουθούσε. Ακόμα και στην άκρη της Γης, αν της το επέτρεπε.
Η καρδιά της σφίχτηκε. Το μέλλον ήταν ένα τεράστιο ερωτηματικό και δεν άντεχε ούτε να το
σκέφτεται. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το παρόν. Ο Μάρκος την ήθελε κι αυτό της αρκούσε.
Τον κοίταξε με λατρεία. Ήταν τόσο όμορφος! Τον παρακολουθούσε ονειροπόλα καθώς ντυνόταν,
μέσα στον απαλό φωτισμό του δωματίου και τη λάμψη από το τζάκι που έκαιγε ακόμα, στο
μισοσκότεινο εκείνο χειμωνιάτικο πρωινό. Κούμπωσε το πουκάμισό του σκεπάζοντας το υπέροχο
κορμί του κι έδεσε τη γραβάτα του με δεξιοτεχνία γύρω από το γιακά του. Η καρδιά της χτυπούσε
δυνατά.
«Εσύ, ναι, θα επιστρέψεις στο Λονδίνο», της απάντησε. «Εγώ όμως...» Μόρφασε. «Πρέπει να πάω
στην Αθήνα. Λυπάμαι, μα δεν μπορώ να το αποφύγω».
Η απογοήτευση φάνηκε καθαρά στο πρόσωπό της. Ήταν αδύνατο να την κρύψει.
Ήθελε να του ζητήσει –να τον ικετέψει– να την πάρει μαζί του. Ήξερε όμως ότι δεν έπρεπε να το
κάνει. Αν ο Μάρκος είχε δουλειά στην Αθήνα, τότε δεν υπήρχε χρόνος για τη Βανέσα κι εκείνη δεν
ήταν σωστό να τον ενοχλεί. Θα περίμενε υπομονετικά μέσα στο απέραντο, πολυτελές διαμέρισμ
του Λονδίνου, ένα από τα πολλά που διέθετε ο Μάρκος στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης κα
της Βόρειας Αμερικής, μετρώντας τις ώρες μέχρι να τον ξαναδεί.
«Μα φυσικά», του είπε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Πόσο... πόσο πιστεύεις ότι θα λείψεις;»
Ανασήκωσε τους ώμους του, έσφιξε τον κόμπο της γραβάτας του και πήρε το σακάκι του. «Λίγες
μέρες... ίσως μία βδομάδα. Δεν ξέρω».
Κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Ελπίζω όλα να πάνε καλά... όποια κι αν είναι η δουλειά
σου».
Ήταν σειρά του να κουνήσει το κεφάλι. Δεν ήταν κάποια επαγγελματική υποχρέωση που τον
καλούσε στην Αθήνα. Μακάρι να ήταν. Ήταν ο πατέρας του. Ο Μάρκος δεν τον είχε δει τ
Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, επειδή είχε περάσει τις γιορτές μαζί με τη Βανέσα στον Άγιο
Μαυρίκιο. Απείρως προτιμότερο από το να μοιραστεί αυτές τις μέρες με τον επικριτικό πατέρα του.
Φυσικά εκείνος το είχε ανακαλύψει· τίποτε δεν του ξέφευγε άλλωστε. Και τώρα τον είχε
προσκαλέσει στην Αθήνα για να του τα ψάλει κατ’ ιδίαν και όχι από τηλεφώνου.
Ο πατέρας του Μάρκου ήταν ηλικιωμένος. Θεωρούσε το μοναχογιό του ανεύθυνο, απείθαρχο κα
μαλθακό. Πίστευε πως αδιαφορούσε για το όνομα των Μαρκάκηδων και την οικογενειακή
περιουσία. Ο Μάρκος ήξερε πως θα άκουγε πάλι το ίδιο τροπάρι. Δεν είχε βασανιστεί αρκετά από τη
γυναίκα του; Του άξιζαν τόσες στενοχώριες; Δεν έπρεπε να χαρεί κι αυτός εγγόνια; Δε θα
καταλάβαινε ποτέ ο ξεροκέφαλος, ανυπάκουος γιος του ότι έπρεπε να βρει μια καλή Ελληνίδ
σύζυγο και να νοικοκυρευτεί;
Γι’ άλλη μια φορά θα τον κατηγορούσε πως ήταν εγωιστής και καλομαθημένος. Πως ξόδευε την
ενέργειά του σε πόρνες, σαν αυτή με την οποία είχε περάσει τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, αντί ν
γυρίσει στην πατρίδα για να βρει μια σύζυγο, ένα καλό κορίτσι από την Ελλάδα, κάποια από τις
πολλές που είχε διαλέξει γι’ αυτόν ο πατέρας του και η οποία θα ήταν άξια να φέρει στον κόσμο τα
εγγόνια του...
Θεέ μου, σκέφτηκε, τι δε θα έδινα να γλιτώσω αυτό το ταξίδι! Δεν άντεχε να ξανακούσει τους
ίδιους θρήνους και τις κατηγορίες για τον άσωτο βίο του. Όμως έπρεπε να το κάνει. Κι όταν
ξεμπέρδευε μ’ αυτή την αγγαρεία, θα επέστρεφε στη ζωή του, μια ζωή γεμάτη όμορφες γυναίκες σαν
αυτή που υπήρχε τώρα στο κρεβάτι του. Ο Μάρκος δε χρειαζόταν τίποτε άλλο.
Μια γυναίκα η οποία δε θα σκεφτόταν ποτέ το γάμο.
Ή τα παιδιά.
Ή το ενδεχόμενο να ερωτευτεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η Βανέσα κοιτούσε έξω το νυχτερινό τοπίο. Είκοσι ορόφους πιο κάτω, ο Τάμεσης γυάλιζε μέσα στο
σκοτάδι. Ανατρίχιασε. Δεν ήταν μόνο το τσουχτερό κρύο του χειμώνα που την έκανε να αναριγεί. Η
παγωνιά είχε απλωθεί και μέσα της.
Ο Μάρκος δεν ήταν μαζί της.
Είχε λείψει περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζε και η Βανέσα μετρούσε την κάθε μέρα, το κάθε λεπτό
που περνούσε μακριά του.
Της έλειπε τρομερά. Ένιωθε ένα τεράστιο κενό, το στομάχι της ήταν διαρκώς σφιγμένο, μια
βασανιστική αδημονία την έκανε να βηματίζει ακατάπαυστα και τώρα, παρά το κρύο και την
προχωρημένη ώρα, είχε βγει στη βεράντα. Η ζέστη από την κεντρική θέρμανση της είχε φανε
ξαφνικά αβάσταχτη και το δυσάρεστο σφίξιμο που είχε στο στομάχι της από τη στιγμή που
αποχαιρέτησε το Μάρκο είχε επιδεινωθεί.
Γιατί αργείς τόσο, Μάρκο; Σε παρακαλώ, γύρνα κοντά μου γρήγορα... Μου λείπεις τόσο!
Είχε μπλέξει άσχημα, το ήξερε. Τον είχε ερωτευτεί τόσο πολύ που δεν άντεχε να ζει μακριά του.
Αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει την επιστροφή του.
Δεν μπορούσε ούτε να του τηλεφωνήσει ή να επικοινωνήσει με άλλο τρόπο μαζί του. Το κινητό
που της είχε δώσει ήταν μόνο για να δέχεται τα τηλεφωνήματά του, όχι για να τον καλεί εκείνη. Ούτε
τον προσωπικό του αριθμό δε γνώριζε και δεν τολμούσε να τηλεφωνήσει στη γραμματέα του.
Άλλωστε πώς θα μπορούσε να τον ενοχλήσει όταν ήξερε ότι βρισκόταν στην Αθήνα για δουλειά; Αν
ο Μάρκος ήθελε να μιλήσει μαζί της, θα την καλούσε ο ίδιος. Μα δεν το είχε κάνει. Η Βανέσα δεν
είχε μιλήσει μαζί του από τότε που είχε επιστρέψει στο Λονδίνο.
Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά βασανιστικά αργά. Το διαμέρισμα στο Τσέλσι, που έβλεπε στο ποτάμι,
ήταν πελώριο και πολυτελέστατο. Διέθετε μια τεράστια επίπεδη οθόνη τηλεόρασης, κάθε είδος
ηχητικής εγκατάστασης και μια μεγάλη γκάμα από CD. Αν ήθελε, μ’ ένα της τηλεφώνημα η οικιακή
υπηρεσία του κτιρίου θα της έστελνε ένα σεφ στο διαμέρισμα για να της μαγειρέψει ένα εκλεκτό
γεύμα. Μα η Βανέσα δεν είχε καμιά όρεξη για φαγητό. Την ημέρα σκότωνε τις ώρες της σε ψώνια,
περιηγήσεις σε μουσεία, συναυλίες ή πρωινές θεατρικές παραστάσεις. Μόλις σήμερα είχε πάει στον
κινηματογράφο, αλλά η ταινία ήταν μια λυπητερή ερωτική ιστορία που την κατέθλιψε ακόμ
περισσότερο. Επιπλέον, οι περισσότεροι θεατές στην αίθουσα ήταν ζευγάρια ή παρέες φίλων. Η
Βανέσα δεν ήξερε κανένα στο Λονδίνο.
Είχε γνωρίσει ορισμένους φίλους του Μάρκου όποτε έβγαινε μαζί του, όμως δεν ανήκε στον κύκλο
τους. Κανείς απ’ αυτούς δε θα σκεφτόταν να την καλέσει μόνη της, χωρίς το Μάρκο. Ούτε και η ίδια
θα ήθελε να πάει. Αυτοί οι άνθρωποι προέρχονταν από εντελώς διαφορετικό κόσμο κι έβλεπαν τη
Βανέσα ως τη γυναίκα που συνόδευε το Μάρκο. Τίποτα περισσότερο.
Δεν την ένοιαζε. Αυτό ακριβώς ήθελε κι εκείνη: να είναι κοντά του.
Συνέχισε να κοιτάζει συλλογισμένη το σκοτεινό ποταμό που απλωνόταν στα πόδια της. Περίμενε
την επιστροφή του Μάρκου...
Για ν’ αρχίσει και πάλι να ζει.
Είχε γυρίσει με πολύ κακή διάθεση. Η πτήση του για το Χίθροου είχε καθυστερήσει, ενώ οι δέκ
μέρες της παραμονής του στην Αθήνα ήταν σκέτο μαρτύριο. Ο πατέρας του δεν είχε αρκεστεί απλώς
να τον γεμίσει με κατηγόριες και παράπονα, αλλά είχε διοργανώσει και μια δεξίωση στην πολυτελή
έπαυλή του, όπου είχε καλέσει την τελευταία υποψήφια νύφη που είχε κατά νου.
Η Αθηνά Δημάκη, όπως διαπίστωσε αμέσως ο Μάρκος, ήταν ο τύπος καλήςτης
Ελληνίδας συζύγου
που άρεσε στον πατέρα του. Ντυμένη με ακριβά ρούχα αλλά χωρίς την παραμικρή προσπάθεια ν
φανεί ελκυστική, ήταν τόσο σεμνή που σχεδόν δε μιλούσε καθόλου. Η μητέρα της φρόντιζε
συνεχώς να καλύπτει τα κενά της συζήτησης και ο Μάρκος ήταν αναγκασμένος να συμπεριφέρεται
με άκαμπτη ευγένεια όλο το βράδυ, βρίζοντας νοερά τον πατέρα του, ο οποίος δεν παρέλειψε τα
σχόλια για την προχωρημένη ηλικία του γιου του και τη λαχτάρα του να αποκτήσει εγγόνια. Η
Κωνσταντίνα, η μητέρα της Αθηνάς, τον άκουγε μ’ ένα εξοργιστικά αυτάρεσκο χαμόγελο στο
πρόσωπό της.
Όταν είχε τελειώσει η βραδιά, ο Μάρκος είχε αποσυρθεί στα προσωπικά του διαμερίσματα και είχε
πιει αρκετά ποτήρια ούζο.
Για πρώτη φορά μέσα σε δέκα μέρες, ωστόσο, θα ξανάβρισκε το κέφι του. Χαιρόταν που
βρισκόταν πλέον μακριά από την Αθήνα και τον πατέρα του. Χαιρόταν που η γυναίκα που τον
περίμενε στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο διέφερε από την υποψήφια νύφη όσο κι ένα ζουμερό
ροδάκινο από ένα άγουρο κορόμηλο! Ήξερε ότι η Βανέσα θα τον περίμενε με ανοιχτή αγκαλιά. Και
δεν έβλεπε την ώρα να τρέξει κοντά της.
Έγειρε πίσω στο δερμάτινο κάθισμα της λιμουζίνας που έμπαινε τώρα στον κεντρικό
αυτοκινητόδρομο για το Λονδίνο. Τέντωσε τα πόδια του κι άρχισε να χαλαρώνει τη γραβάτα του.

«Μάρκο!»
Η Βανέσα τον κοίταξε σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Στεκόταν μαρμαρωμένη πίσω από τη
συρόμενη τζαμαρία της βεράντας.
«Ω, Μάρκο!» Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε τρελή από χαρά. Σφίχτηκε πάνω του κι έκρυψε
το πρόσωπό της στον ώμο του.
Έκλεισε τα μάγουλά της ανάμεσα στις παλάμες του και ανα-σήκωσε το πρόσωπό της για να την
κοιτάξει.
«Με πεθύμησες;» τη ρώτησε μαλακά.
Τα μάτια της έκαιγαν. «Ήταν φριχτά χωρίς εσένα!»
Ο Μάρκος χαμογέλασε ευχαριστημένος από την απάντησή της. Την αγκάλιασε σφιχτά και η
Βανέσα διαπίστωσε, με έκπληξη και ικανοποίηση, ότι ο πόθος του γι’ αυτήν είχε ξυπνήσει.
Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Διψασμένα, αισθησιακά, απαιτητικά. Εκείνη τον καλωσόρισε
αμέσως, αφήνοντας τη γλώσσα του να διεισδύσει στο στόμα της, το φιλί του να βαθύνει, τα δάχτυλ
του να μπλεχτούν στα μαλλιά της. Μέσα της φούντωσε ο πόθος, ωμός και πρωτόγονος.
Επί δέκα ατέλειωτες, αγωνιώδεις μέρες τον είχε στερηθεί. Και τώρα είχε εμφανιστεί μπροστά της
έτσι αναπάντεχα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα σαν όνειρο.
«Θεέ μου, πόσο σε θέλω!»
Η φωνή του ήταν βραχνή και την έκανε να ριγήσει. Τα στήθη της πίεσαν το στέρνο του, οι
ορθωμένες θηλές πάλευαν να ελευθερωθούν από το λεπτό ύφασμα της μπλούζας της. Το χέρι του
άφησε τα μαλλιά της και διέτρεξε την πλάτη της μέχρι τους γλουτούς της, για να την κολλήσει πάνω
του και να της δείξει πόσο πολύ την ήθελε.
Την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, ενώ το στόμα του φιλούσε λαίμαργα το δικό της. Έπεσαν στο
κρεβάτι και κείνος ήρθε πάνω της. Τα ρούχα τους πετάχτηκαν αριστερά και δεξιά, η αδημονία και η
πείνα τους δυνάμωναν με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Πίεσε το τραχύ σώμα του στο δικό της
και, φυλακίζοντας τους καρπούς της στην παλάμη του, της σήκωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι
της. Η άλλη του παλάμη αγκάλιασε το στήθος της. Τα μάτια του έκαιγαν από τον πόθο.
Η Βανέσα τέντωσε την πλάτη της κι ανασήκωσε τους γοφούς της. Με μια γρήγορη, αποφασιστική
κίνηση ο Μάρκος βρέθηκε μέσα της κι εκείνη κραύγασε από τη συγκλονιστική αίσθηση. Κάθε του
κίνηση τροφοδοτούσε τη φλόγα που τους έκαιγε, βάζοντας φωτιά σε κάθε τους κύτταρο.
«Ω, Θεέ μου, Μάρκο... Μάρκο!»
Ήταν αβάσταχτο. Απίστευτο. Ήταν... εκείνος.
Έφτασαν στην κορύφωση ταυτόχρονα και το κορμί του σπαρτάρησε μαζί με το δικό της. Για μια
ατέλειωτη στιγμή έμειναν έτσι ενωμένοι, τρέμοντας κι οι δυο. Ύστερα εκείνος της ελευθέρωσε τα
χέρια και ξάπλωσε αργά επάνω της.
Η Βανέσα κειτόταν εξαντλημένη, ιδρωμένη. Το μυαλό της είχε θολώσει. Της ήταν αδύνατο να
σκεφτεί, να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να βρίσκεται εκεί ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά
και να παίρνει μικρές, κοφτές ανάσες.
Ένιωσε το στόμα του να γλιστράει στα χείλη της. «Αυτό...» τον άκουσε να μουρμουρίζει, «ήταν
κάτι για το οποίο άξιζε να επιστρέψω».
Τον ένιωσε να χαλαρώνει και η αναπνοή του βάθυνε. Είχε αποκοιμηθεί.
Η Βανέσα έμεινε ξαπλωμένη κάτω από το βαρύ του σώμα. Μια αίσθηση ολοκλήρωσης και μια
βαθιά ευγνωμοσύνη πλημμύριζαν την ψυχή της.

Ο Μάρκος στεκόταν κάτω από το ντους και το νερό τον μαστίγωνε. Αισθανόταν καταπληκτικά. Το
σεξ είχε επαναφέρει την καλή του διάθεση. Προσπάθησε να θυμηθεί ποια γυναίκα είχε απολαύσε
άλλοτε περισσότερο και δεν τα κατάφερε. Τι σημασία είχε; Η τωρινή συγκέντρωνε όλα όσα του
χρειάζονταν.
Εκτός από πανέμορφη, πρωτόγνωρα άπειρη στον έρωτα και γεμάτη λατρεία για κείνον, η Βανέσ
ήταν η πιο καλόβολη ερωμένη που είχε ποτέ του. Ουδέποτε ζητούσε ρούχα, κοσμήματα ή δώρα. Δεν
πετούσε υπονοούμενα για το μέλλον, δεν τον πίεζε για τίποτα, δεν του τηλεφωνούσε, δεν τον
ρωτούσε πού πήγαινε ή τι έκανε. Όσο για τους άλλους άντρες... απλώς δεν υπήρχαν γι’ αυτήν.
Ακόμα και ο Λίο με την περιβόητη γοητεία του την άφηνε αδιάφορη.
Η θύμηση του ξάδερφού του έκανε το Μάρκο να συνοφρυωθεί. Είχε μια σύντομη κουβέντα μαζί
του σχετικά με τη Βανέσα, στη διάρκεια της παραμονής τους στο φανταχτερό πύργο του, το Σλος
ντελσταϊν.
«Πρόσεχε, μικρέ ξάδερφε», τον είχε προειδοποιήσει με καυστικότητα. «Μια αφοσιωμένη γυναίκα
μπορεί να αποδειχτεί πιο επικίνδυνη απ’ όλες... Ακόμη και για κάποιον τόσο αρνητικό απέναντι στο
γάμο όσο εσύ! Καλύτερα να προτιμάς εκείνες που σε θέλουν για το χρήμα σου... Μαζί τους ξέρεις
πού πατάς».
Τα μάτια του Λίο είχαν σκοτεινιάσει, μα ο Μάρκος είχε αγνοήσει τόσο το δυσοίωνο ύφος όσο και
την προειδοποίησή του. Ποιος κίνδυνος μπορεί να κρυβόταν πίσω από την αφοσίωση της Βανέσα;
ταν μια γυναίκα που δεν παραπονιόταν ποτέ, δεν εκτόξευε υπαινιγμούς ούτε κατέφευγε σε πονηρ
τεχνάσματα.
Ήταν βάλσαμο για την ψυχή και το κορμί του ύστερα από εκείνες τις μαρτυρικές δέκα μέρες στην
Ελλάδα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να χαρίσει στον πατέρα του εγγόνια! Μήπως δεν είχε
μάθει από πρώτο χέρι τι σήμαινε για ένα παιδί να είναι το διαπραγματευτικό ατού για την
παραδόπιστη μητέρα του και το μέσο αναπαραγωγής της επόμενης γενιάς Μαρκάκηδων για τον
πατέρα του;
Όχι, δε θα έμπαινε σε τέτοιες σκέψεις. Είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους εδώ και χρόνια. Από
τη μια, ζούσε τη ζωή του όπως ήθελε: διηύθυνε το μερίδιό του στον Όμιλο Μαρκάκη και
απολάμβανε τους πλουσιοπάροχους καρπούς της θέσης του, είτε επρόκειτο για γρήγορα αμάξια είτε
για όμορφες γυναίκες. Και πάνω που είχε αρχίσει να βαριέται και αυτά, ήρθε στη ζωή του η Βανέσα.
Από την άλλη μεριά, υπήρχε η ζωή που είχε απαρνηθεί. Αυτή που περιλάμβανε τα οικογενειακά του
καθήκοντα και την τήρηση των υποχρεώσεών του απέναντι στον πατέρα του. Όμως ο πατέρας του
δεν είχε νοιαστεί και πολύ για την ευτυχία του γιου του όταν ήταν μικρός. Γιατί λοιπόν έπρεπε να
πασχίζει τώρα ο Μάρκος να δει τον πατέρα του ευτυχισμένο;
Η έκφρασή του σκλήρυνε περισσότερο. Ύστερα από τη διαμάχη για την κηδεμονία του, όταν ο
πατέρας του κατάφερε τελικά να πάρει τον εννιάχρονο Μάρκο, μήπως τον ήθελε στ’ αλήθεια κοντά
του; Όχι. Τον έστειλε σ’ ένα οικοτροφείο στην Ελβετία, όπου ο Μάρκος δεν είχε κανέναν άλλον
εκτός από τον ξάδερφό του τον Λίο. Όσο για τη μητέρα του, μόλις έχασε την κηδεμονία έχασε
ταυτόχρονα και το ενδιαφέρον της για το παιδί που έβλεπε μόνο σαν όπλο στη διαμάχη της με τον
πρώην σύζυγό της. Άρχισε να επωφελείται όσο μπορούσε από τη μυθική διατροφή που είχε
εξασφαλίσει, απολαμβάνοντας τη ζωή της παρέα με τους νεαρούς συνοδούς της.
Ο Μάρκος έκλεισε το ντους διώχνοντας από το μυαλό του τις δυσάρεστες σκέψεις. Σκούπισε το
σώμα του, έριξε τη βρεγμένη πετσέτα στο δάπεδο κι ύστερα πήρε μια άλλη, μεγαλύτερη για ν
τυλιχτεί. Βγήκε από το μπάνιο.
Το κρεβάτι ήταν άδειο. Έσμιξε τα φρύδια του. Άφησε τη Βανέσα να κοιμάται και σηκώθηκε για να
ετοιμαστεί χωρίς να την ξυπνήσει, επειδή έπρεπε να πάει στο γραφείο του Λονδίνου. Μήπως
ετοίμαζε πρωινό;
Της άρεσε να το κάνει αυτό. Μάλλον ήταν ένα ακόμα σημάδι της αφοσίωσής της. Έδειχνε να
χαίρεται πολύ να του μαγειρεύει, αντί να καλεί ένα σεφ από την οικιακή υπηρεσία του κτιρίου ή ν
παραγγέλνει έτοιμα γεύματα από τις κεντρικές κουζίνες που εξυπηρετούσαν όλα τα διαμερίσματα.
Όμως δεν τη βρήκε πουθενά μέσα στην κουζίνα. Ενοχλημένος πήγε ως το σαλόνι. Τίποτα κι εκεί.
Τότε του ήρθε μια ιδέα. Ακόμα και μετά από πέντε μήνες συγκατοίκησης, η Βανέσα δίσταζε ακόμα
να χρησιμοποιήσει το μπάνιο του δωματίου τους όσο εκείνος έκανε ντους, έτσι συχνά πήγαινε σε
κάποιο από τα άλλα που υπήρχαν στο διαμέρισμα.
Άρχισε την εξερεύνηση και τελικά τη βρήκε πράγματι σ’ ένα από τα μπάνια.
Ήταν γονατισμένη μπροστά στη λεκάνη.
Και έκανε εμετό.
Ο Μάρκος πάγωσε. Η αρχική του παρόρμηση ήταν να φύγει γρήγορα. Ίσως γιατί αισθάνθηκε
αμήχανα, ίσως γιατί εκείνη δε θα ήθελε να τη βλέπει. Ξαφνικά του πέρασε μια άλλη σκέψη.
Για ποιο λόγο έκανε εμετό;
Ακόμα κι εκείνος είχε ακουστά για τις πρωινές αδιαθεσίες... Όχι, δεν ήταν δυνατόν.
Ή μήπως ήταν;
Πίεσε το μυαλό του να δουλέψει. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν τελικά θυμήθηκε πως η
Βανέσα είχε αδιαθετήσει στην Αυστρία... Ο Μάρκος τότε είχε χαρεί, επειδή εκείνες οι πρώτες μέρες
της φωτογράφισης συνέπιπταν με το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη.
Γύρισε κι έφυγε αθόρυβα. Η Βανέσα σίγουρα θα ένιωθε ντροπή αν τον έπαιρνε είδηση. Αποφάσισε
να φτιάξει καφέ. Αυτό θα το εκτιμούσε πολύ περισσότερο. Νιώθοντας ήδη καλύτερα, διέσχισε το
διάδρομο.

Τρέμοντας ακόμα, η Βανέσα ξέπλυνε το στόμα της, τράβηξε μια τελευταία φορά το καζανάκι κι
έριξε άλλο λίγο απολυμαντικό.
Τι είχε πάθει; Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και πηγαίνοντας στο μπάνιο είχε νιώσει μια ξαφνική
ναυτία.
Με αδύναμα χέρια έσπρωξε πίσω τα μπερδεμένα της μαλλιά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Φαινόταν άσπρη σαν φάντασμα, παρά τις φακίδες που χρωμάτιζαν την επιδερμίδα της. Μόλις είχα
μια πρωινή αδιαθεσία, σκέφτηκε.
Οι λέξεις τής φάνηκαν απίστευτες.
Δεν ήταν δυνατό να είναι έγκυος!
Κοίταξε επίμονα το είδωλό της καθώς σκεφτόταν με φρίκη το αδιανόητο. Ύστερα ξεφύσηξε
ανακουφισμένη, συνειδητοποιώντας πως όλα ήταν εντάξει. Όχι, φυσικά και δεν ήταν έγκυος. Της
είχε έρθει περίοδος στην Αυστρία. Ήταν λίγο διαφορετική, με πολύ λιγότερο αίμα, κάπου όμως είχε
διαβάσει πως το υψηλό υψόμετρο μπορούσε να επηρεάσει τον κύκλο μιας γυναίκας.
Άρα αυτή η ξαφνική αδιαθεσία της θα πρέπει να οφειλόταν σε κάποια ίωση. Ή σε κάποιο
απομεινάρι της γρίπης που την είχε ταλαιπωρήσει λίγο μετά τα Χριστούγεννα, τότε που ο Μάρκος
επέμενε πως έπρεπε να πάρει αντιβιοτικά.
Καθώς έβγαινε αδύναμη από το μπάνιο, σκέφτηκε πως ίσως αυτές τις τελευταίες δέκα μέρες δεν
ένιωθε απαίσια μόνο εξαιτίας της απουσίας του Μάρκου. Ίσως είχε κολλήσει κάποιον ιό. Δεν ήθελε
να είναι άρρωστη όσο βρισκόταν μαζί του. Ο Μάρκος μισούσε τις αρρώστιες και δεν τις άντεχε ούτε
στον εαυτό του ούτε στους άλλους. Δε θα της φερόταν, βέβαια, με άσχημο τρόπο, σίγουρα όμως δε
θα τον ευχαριστούσε αν η Βανέσα αρρώσταινε πάλι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Δε θα άφηνε την αρρώστια να την καταβάλει, αυτό ήταν όλο. Έτσι κι αλλιώς τώρα ένιωθε
καλύτερα. Σφίγγοντας αποφασιστικά τη ζώνη της ρόμπας της, πήγε να βρει το Μάρκο.
Ήταν στην κουζίνα κι έριχνε κόκκους καφέ στη συσκευή αλέσματος.
«Θα το κάνω εγώ αυτό!» του είπε στη στιγμή. Ήξερε πως εκείνος σιχαινόταν να καταπιάνεται με τ
εξαρτήματα της κουζίνας.
Ο Μάρκος παραμέρισε. «Πώς είσαι;» τη ρώτησε γυρνώντας και τα μάτια του την κοίταξαν
ερευνητικά.
Δε θα του πω πως κόλλησα πάλι κάποια ίωση. Μόλις επέστρεψε κοντά μου... Δε θα θέλει ν’
ακούσει τέτοια νέα.
«Μια χαρά», του απάντησε πρόσχαρα. Ύστερα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Ω, Μάρκο,
πόσο χαίρομαι που γύρισες! Μου έλειψες τόσο πολύ!»
Για μια απειροελάχιστη στιγμή τής φάνηκε πως είδε επιφυλακτικότητα στο βλέμμα του, μα την
επόμενη τη χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο με το δάχτυλό του.
«Ναι, μου το έδειξες χτες βράδυ», της είπε κι αμέσως τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα.
Ωστόσο, του φαινόταν πολύ χλομή. Περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Δεν του μίλησε για την
αδιαθεσία της, αλλά ξέροντας την αγγλική νοοτροπία ο Μάρκος καταλάβαινε το γιατί. Η Βανέσα δεν
ήθελε να το κάνει θέμα. Κι αν τη ρωτούσε τώρα, θα την έφερνε σε δύσκολη θέση.
Τα μάτια του κοίταξαν το ρολόι της κουζίνας και βλαστήμησε στα ελληνικά. Είχε καθυστερήσει.
Το ραντεβού με τον οικονομικό διευθυντή του ήταν σε δεκαπέντε λεπτά. Δεν του άρεσε να δίνει το
κακό παράδειγμα στους υφισταμένους του. Αυτό θα τους ενθάρρυνε να γίνονται ασυνεπείς.
«Δεν προλαβαίνω να πιω καφέ... Θα πάρω πρωινό στο γραφείο», της είπε απότομα. Πηγαίνοντας
προς το δωμάτιο για να ντυθεί, γύρισε πάνω από τον ώμο του. «Απόψε θα σε βγάλω έξω γι
φαγητό. Να αγοράσεις καινούριο φόρεμα. Κάτι σέξι. Τώρα που το ξανασκέφτομαι... ίσως μείνουμε
μέσα τελικά», πρόσθεσε μ’ ένα πονηρό γέλιο.
Η Βανέσα τον παρακολούθησε να απομακρύνεται κυριευμένη από μια βαθιά λαχτάρα. Γύρισε
απρόθυμα προς τη μηχανή άλεσης του καφέ. Μόλις το πλούσιο άρωμα των κόκκων έφτασε στ
ρουθούνια της, ένα νέο κύμα ναυτίας την κατέκλυσε.
Έσφιξε τα χείλη της και ανάσανε βαθιά από τη μύτη. Όχι, δε θα ξανάκανε εμετό! Δε θα το επέτρεπε
στον εαυτό της.
Θα ξεκουραζόταν όλο το πρωί. Ύστερα θα πήγαινε να αγοράσει ένα καινούριο φόρεμα, όπως της
είχε ζητήσει ο Μάρκος. Θα έκανε οτιδήποτε της ζητούσε.
Τον αγαπούσε τόσο πολύ!

Η Βανέσα έσκυψε μπροστά κι έσβησε τα δυο κεριά πάνω στο χαμηλό τραπέζι. Ήταν ανόητο να τα
καίει άδικα, αφού ο Μάρκος δεν ήταν εκεί. Κοίταξε πάλι την ώρα. Είχε πάει δέκα.
Μέσα στην τραπεζαρία όλα ήταν έτοιμα για το δείπνο. Το φαγητό είχε σταλεί ήδη επάνω και τώρα
περίμενε μέσα στο ψυγείο όπως και η σαμπάνια. Όλα ήταν έτοιμα, ειδικά η Βανέσα.
Καθώς προχωρούσε, οι μεταξωτές πτυχές του νέου φορέματός της θρόιζαν γύρω από τα μακριά της
πόδια. Το χρώμα ήταν τολμηρό για την ίδια, ένα ιριδίζον πορτοκαλί, παρόμοιο μ’ εκείνο που της
είχαν φορέσει στη φωτογράφιση των κοσμημάτων του Λίο Μαρκάκη. Ήταν μια απόχρωση η οποί
όχι μόνο δε χτυπούσε άσχημα με τα κόκκινα μαλλιά της, αλλά την κολάκευε ιδιαίτερα.
Για μια στιγμή κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη του σαλονιού. Φαινόταν πράγματι όμορφη.
να χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Ποτέ άλλοτε στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόση
ευγνωμοσύνη για την ομορφιά της, γιατί η ομορφιά της προοριζόταν για τον άντρα που αγαπούσε.
Για το Μάρκο. Χωρίς αυτήν, άλλωστε, ο Μάρκος δε θα την είχε προσέξει. Τώρα όμως μπορούσε να
του την προσφέρει σαν δώρο!
Εξάλλου δεν είχε τίποτε άλλο να του χαρίσει. Ενώ εκείνος, με τα απίστευτα πλούτη του, μπορούσε
να τη γεμίζει αδιάκοπα με δώρα. Και το έκανε... τόσο που η Βανέσα ένιωθε άβολα. Όμως δεν του
έλεγε ποτέ το παραμικρό. Πώς μπορούσε να τον προσβάλει απορρίπτοντας τη γενναιοδωρία του;
Στο κάτω κάτω όλα όσα της πρόσφερε είχαν σαν σκοπό να την κάνουν ομορφότερη. Και η ομορφιά
της του ανήκε. Όπως και το συγκεκριμένο φόρεμα που είχε κοστίσει εκατοντάδες λίρες, αγορασμένο
από ένα από τα ακριβά μαγαζιά όπου ο Μάρκος της είχε ανοίξει λογαριασμό.
Παρ’ όλα αυτά, η Βανέσα αγόραζε ρούχα και αξεσουάρ μόνο όταν ήταν απαραίτητο για την
κοσμική ζωή που έκανε μαζί του. Ή όταν ο Μάρκος σχολίαζε πως την είχε δει πολλές φορές να
φοράει το ίδιο σύνολο. Τότε ανανέωνε την γκαρνταρόμπα της για να φαίνεται πάντοτε όμορφη στα
μάτια του.
Όπως ήταν σίγουρη πως θα φαινόταν και τώρα, μ’ αυτό το εκθαμβωτικό φόρεμα που αγκάλιαζε
κολακευτικά το λεπτό της σώμα και κατέληγε σε απαλές πτυχές γύρω από τις γάμπες της.
Δαγκώθηκε. Δέκα η ώρα... Ήταν πολύ αργά. Ασφαλώς, ο Μάρκος εργαζόταν πολύ σκληρά. Το να
διευθύνει μια διεθνή εταιρεία απαιτούσε πολλή δουλειά. Περνούσε το χρόνο του ταξιδεύοντας στον
κόσμο. Δεν είχε ωράριο. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του τον κρατούσαν σε εγρήγορση όλο το
εικοσιτετράωρο, όλη την εβδομάδα.
Μάλωσε τον εαυτό της. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ο Μάρκος ήταν η δική της γκρίνια γι
τη δουλειά του. Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούσε να του προσφέρει ήταν να κάνε
ευχάριστες τις ώρες που δε δούλευε. Τι πείραζε λοιπόν να τον περιμένει όλο το βράδυ;
Θα καθόταν, συνεπώς, στον καναπέ, θα έβγαζε τα παπούτσια της και θα ξεκουραζόταν λίγο. Ήταν
ένας απαιτητικός εραστής κι όσο κι αν αυτό τη συνάρπαζε, ο ύπνος τους τις νύχτες ήταν λιγοστός.
Σήμερα ένιωθε περισσότερο κουρασμένη από κάθε άλλη μέρα... Πιθανόν από την ίωση που την
ταλαιπωρούσε. Τα ψώνια την είχαν εξαντλήσει, μολονότι είχε χρησιμοποιήσει ταξί. Τώρα θα
χαλάρωνε ώσπου να έρθει ο Μάρκος.
Δε θα αργούσε. Απλώς κάτι τον είχε καθυστερήσει, αυτό ήταν όλο...

Ο Μάρκος μπήκε στο διαμέρισμα κι έριξε το κασμιρένιο παλτό του σε μια καρέκλα. Αυτό το
επαγγελματικό δείπνο τον είχε πιάσει απροετοίμαστο, όσο όμως κι αν κατσάδιασε την ιδιαιτέρα του
που του έκλεισε το ραντεβού, ο Μάρκος δεν είχε άλλη επιλογή από το να το υποστεί. Όσο
κουραστικό κι αν ήταν ένα επίσημο δείπνο στο Σίτι, οι άνθρωποι που παρευρίσκονταν σ’ αυτό ήταν
χρήσιμοι για τον Όμιλο Μαρκάκη. Έτσι, είχε αλλάξει απρόθυμα το κοστούμι του στο ιδιαίτερο
διαμέρισμά του δίπλα στο γραφείο του, φόρεσε το σμόκιν του και μπήκε στη λιμουζίνα της
εταιρείας.
Τώρα όμως, επιτέλους, βρισκόταν στο σπίτι.
Μπήκε στο σαλόνι. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα και ο αέρας μύριζε φρέσκα λουλούδια. Το βλέμμα
του καρφώθηκε στο έντονο πορτοκαλί χρώμα πάνω στο λευκό καναπέ. Πλησίασε χαμογελώντας.
Έμοιαζε με την Ωραία Κοιμωμένη του παραμυθιού.
Τη θαύμασε για λίγο. Πόσο όμορφη έδειχνε! Τα μακριά πόδια της ήταν τυλιγμένα στο μετάξι. Τα
στήθη της ανασηκώνονταν σε κάθε ανάσα κι από το μπούστο του φορέματός της ξεπρόβαλλαν ο
θελκτικές καμπύλες τους. Ένιωσε τον πόθο του να φουντώνει.
Ήταν ώρα να ξυπνήσει την Ωραία Κοιμωμένη με τον παραδοσιακό τρόπο. Σ’ αυτή την περίπτωση
όμως θα προχωρούσε πέρα από το φιλί. Ξάπλωσε δίπλα της και κόλλησε το στόμα του στο δικό της.
Τα χείλη της ήταν σαν το βελούδο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Η Βανέσα βγήκε προσεκτικά από τη λιμουζίνα. Μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα η παγωνιά ήταν
διαπεραστική και χάρηκε που φορούσε το συνθετικό γούνινο παλτό πάνω από τη λεπτή βραδινή
τουαλέτα της. Όμως εκτέθηκε στο κρύο μόνο για λίγο, από τη στιγμή που ο Μάρκος βγήκε από το
αυτοκίνητο και την πήρε αγκαζέ μέχρι που έφτασαν στην είσοδο του διάσημου ξενοδοχείου Γουέστ
Εντ. Ο πορτιέρης τούς άνοιξε αμέσως την πόρτα.
Είχε ξανάρθει σ’ αυτό το ξενοδοχείο με το Μάρκο, απόψε όμως θα παραβρίσκονταν σ’ ένα πάρτι
σε μια από τις αίθουσες τελετών. Θα ήταν μια μεγαλοπρεπής εκδήλωση. Ο Μάρκος της είχε ζητήσει
να ντυθεί άψογα. Μάλιστα την είχε συνοδεύσει και στα μαγαζιά για να διαλέξει την τουαλέτα της.
ταν ένα αστραφτερό, εφαρμοστό φόρεμα με πολύ πιο αποκαλυπτικό ντεκολτέ απ’ όσο άρεσε στην
ίδια, όμως ο Μάρκος δεν έδειξε να έχει το παραμικρό πρόβλημα. Αντίθετα, τα μάτια του έλαμψαν
επιδοκιμαστικά όταν η Βανέσα εμφανίστηκε έτοιμη μπροστά του, ύστερα από τις φροντίδες της
στυλίστριας, της κομμώτριας και της μανικιουρίστας, οι οποίες την έφτιαχναν επί δύο ώρες το
απόγευμα.
«Είσαι εκθαμβωτική!» της είπε. «Λείπει μόνο κάτι».
Καθώς η Βανέσα προχωρούσε μέσα στο φουαγέ του ξενοδοχείου ένιωθεκάτι αυτό
να το
δεσπόζε
στο μπούστο της. Ήταν ένα κρεμαστό διαμάντι που άστραφτε και ιρίδιζε σαν ουράνιο τόξο.
«Ω, Μάρκο!» είχε αναφωνήσει σαστισμένη και με μάτια ορθάνοιχτα καθώς εκείνος της το φορούσε
γύρω από το λαιμό. «Είναι πανέμορφο».
Τώρα, καθώς περπατούσε δίπλα του –η γυναίκα στο πλευρό του Μάρκου Μαρκάκη–, ήξερε πως
φάνταζε περισσότερο όμορφη απ’ όσο θα μπορούσε να γίνει ποτέ. Όποια κι αν ήταν η ίωση που την
είχε ταλαιπωρήσει, έδειχνε επιτέλους να έχει συνέλθει. Αισθανόταν και πάλι υγιής· για την ακρίβεια,
αισθανόταν θαυμάσια. Το έβλεπε στον καθρέφτη: υπήρχε μια λάμψη στην επιδερμίδα της, μια
φωτεινότητα στα μάτια της που τόνιζαν ακόμα περισσότερο την ομορφιά της. Κι όλα αυτά χάρη στο
Μάρκο. Ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει από αγάπη καθώς γύριζε το κεφάλι να τον κοιτάξει.
Μερικές φορές η ένταση των αισθημάτων της την κατέκλυζε, την ξεπερνούσε. Ήταν τόσο
όμορφος, τόσο υπέροχος, τόσο συγκλονιστικός που η Βανέσα σχεδόν δεν το άντεχε. Θα μπορούσε
να τον κοιτάζει όλη μέρα, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, για πάντα...
«Μάρκο!»
Ένας άντρας φώναξε τ’ όνομά του και τους πλησίασε. Ήταν κι αυτός ντυμένος με σμόκιν και του
μίλησε στα ελληνικά. Έτσι όπως κοντοστάθηκε ο Μάρκος δίπλα της, η Βανέσα αισθάνθηκε να τη
διαπερνά η αμυδρή ένταση στο κορμί του.
«Κοσμά», τον άκουσε να λέει.
Ο άλλος άντρας ήρθε μπροστά τους. Είχε περίπου την ηλικία του Μάρκου, όχι όμως και τη γοητεί
του. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σκουρόχρωμα και το πρόσωπό του ολοστρόγγυλο και παγερό.
Αντάλλαξαν κι άλλες κουβέντες στα ελληνικά, όμως ακόμα και τη στιγμή που ο άλλος άντρας
μιλούσε στο Μάρκο το βλέμμα του ταξίδευε πάνω της. Η Βανέσα ενοχλήθηκε. Ήταν συνηθισμένη
να τραβάει την προσοχή των αντρών, αλλά υπήρχαν αυτοί που εκδήλωναν με ευγένεια το
ενδιαφέρον τους και αυτοί που την έκαναν να νιώθει άβολα. Ο συγκεκριμένος άντρας σίγουρα ανήκε
στην τελευταία κατηγορία. Η Βανέσα σφίχτηκε ενστικτωδώς στο μπράτσο του Μάρκου.
«Έλα, Μάρκο, μην είσαι εγωιστής... Σύστησέ με!» είπε ο άλλος στα αγγλικά. Τώρα τα μαύρα του
μάτια την έγδυναν απροκάλυπτα.
Της φάνηκε ότι ο Μάρκος δίστασε για λίγο και η Βανέσα ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Ύστερα ο
άλλος είπε κάτι στα ελληνικά κι έβαλε τα γέλια.
«Βανέσα, από δω ο Κοσμάς Δημάκης. Κοσμά...»
Αλλά ο Κοσμάς δεν περίμενε να τελειώσουν οι συστάσεις. Πήρε από μόνος του το ένα χέρι της
Βανέσα και το φυλάκισε μέσα στις μεγάλες, χοντρές παλάμες του.
«Μπράβο, Μάρκο, μπράβο σου... Σίγουρα ξέρεις να τις διαλέγεις!» Παρ’ όλο που απευθυνόταν σ’
εκείνον, τα μάτια του ήταν ακόμα καρφωμένα επάνω της με λαιμαργία.
Μ’ ένα τράβηγμα απελευθέρωσε εκνευρισμένη το χέρι της. Ο Κοσμάς πρόσθεσε κάτι στο Μάρκο
στα ελληνικά και γέλασε ξανά. Ό,τι κι αν είχε πει όμως δεν άρεσε στο Μάρκο. Ο άλλος δεν έδειξε να
πτοείται καθόλου. Το αντίθετο μάλιστα. Γύρισε την κουβέντα πάλι στα αγγλικά και συνέχισε σαν να
μη συνέβαινε τίποτα. «Ελάτε να πιούμε κάτι... Έχουμε αρκετό χρόνο ακόμα».
«Εμείς δεν έχουμε», του αντιγύρισε στα ίσια ο Μάρκος και μ’ ένα κοφτό νεύμα για αποχαιρετισμό
την πήρε και προχώρησαν προς τους ανελκυστήρες στο βάθος της αίθουσας υποδοχής. Η Βανέσ
χάρηκε που έφυγαν μακριά του. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο Κοσμάς Δημάκης, φαινόταν μεγάλο
κάθαρμα.
«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε άθελά της. Ευχήθηκε πως δε θα χρειαζόταν να τον ξανασυναντήσουν.
«Μην ανησυχείς γι’ αυτόν», της απάντησε σφιγμένα ο Μάρκος. Δεν περίμενε να συναντήσει εκεί
τον Κοσμά Δημάκη κι ούτε του άρεσε το απροκάλυπτο ενδιαφέρον που έδειξε για τη Βανέσα.
Φυσικά δεν είχε καμιά αμφιβολία για τη δική της αποστροφή. Άλλωστε, του έδειχνε καθημεριν
πως για κείνη δεν υπήρχε κανένας άλλος άντρας εκτός απ’ αυτόν. Γύρισε και την κοίταξε.
Θεέ μου, σκέφτηκε, είναι αληθινά εκτυφλωτική!
Το αποψινό βράδυ η ομορφιά της ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο και δεν ήταν άξιο απορίας το ότι
ο Κοσμάς θαμπώθηκε μαζί της. Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε μια απίστευτη λάμψη.
Έφτασαν στους ανελκυστήρες και σταμάτησαν. Ο Μάρκος πάτησε το κουμπί. Σχεδόν ταυτόχρον
οι πόρτες άνοιξαν και δυο γυναίκες εμφανίστηκαν εμπρός τους. Η μία ήταν μεσήλικη, η άλλη πολύ
νέα.
Ο Μάρκος πάγωσε.
Διάβολε! Γιατί αυτός ο κρετίνος ο Κοσμάς δε με προειδοποίησε;
Η απάντηση ήταν ολοκάθαρη. Προφανώς σκέφτηκε πως θα ήταν διασκεδαστικό.
Αλλά δεν ήταν. Ούτε στο ελάχιστο.
Το περιστατικό κράτησε μόνο μια στιγμή. Η Κωνσταντίνα Δημάκη αντιλήφθηκε από την αρχή την
κατάσταση. Ο Μάρκος το είδε στα μάτια της. Τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά όταν είδε τη γυναίκα
που είχε πλάι του συνέχισε χωρίς να του μιλήσει.
Η κόρη της, ωστόσο, ήταν λιγότερο έμπειρη σ’ αυτά. Ο Μάρκος είδε την Αθηνά να διστάζει
κοιτώντας τον με αβεβαιότητα. Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας έγινε κατακόκκινο καθώς
κοντοστάθηκε σαστισμένη μπροστά του.
«Αθηνά!»
Η φωνή της κυρίας Δημάκη ήταν κοφτή κι επιτακτική, ενώ τα μάτια της καρφώθηκαν αυστηρ
πάνω στην κόρη της. Η Αθηνά κοιτούσε σαν χαμένη, σαν να μην καταλάβαινε για ποιο λόγο η
μητέρα της αγνοούσε την παρουσία του μελλοντικού γαμπρού της. Ύστερα από λίγο όμως το
βλέμμα της προχώρησε βασανιστικά αργά στη γυναίκα δίπλα στο Μάρκο Μαρκάκη.
Το κοκκίνισμά της έγινε βαθύτερο κι ένα απαλό επιφώνημα έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη της. Ο
Μάρκος δεν ξαφνιάστηκε. Δίχως αμφιβολία η Κωνσταντίνα Δημάκη θα είχε διδάξει στην άπειρη
κόρη της πως οι άντρες ήταν... διαφορετικοί. Μέσα στο προστατευτικό περιβάλλον όπου είχε
ανατραφεί, η Αθηνά σίγουρα δε θα είχε δει ποτέ ολοζώντανη την απόδειξη αυτής της διαφοράς.
σως μονάχα σε κάποιο περιοδικό να είχε πάρει το μάτι της κάποια φωτογραφία με τη διακριτική
λεζάνταΟ Έλληνας μεγιστάνας Μάρκος Μαρκάκης και μια φίλη.
Ευτυχώς, η Κωνσταντίνα φώναξε την κόρη της ξανά, πιο αυστηρά ετούτη τη φορά και τότε
επιτέλους η Αθηνά ανταποκρίθηκε. Ακόμα κατακόκκινη, βιάστηκε να πάει κοντά στη μητέρα της. Ο
Μάρκος οδήγησε βλοσυρός τη Βανέσα μέσα στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και οι πόρτες
έκλεισαν.
Ήταν ανάγκη να συμβεί κι αυτό; Στ’ αλήθεια, δεν του χρειαζόταν! Πολύ χαρακτηριστικό για έναν
τύπο σαν τον Κοσμά Δημάκη να θεωρήσει διασκεδαστικό το να μην τον προειδοποιήσει πως η
μητέρα και η αδερφή του έμεναν σ’ εκείνο το ξενοδοχείο. Ο Μάρκος δε γνώριζε καν πως
βρίσκονταν στο Λονδίνο.
Η έκφρασή του παρέμενε σφιγμένη. Μήπως η Κωνσταντίνα είχε κουβαλήσει την κόρη της στο
Λονδίνο ύστερα από σχετική προτροπή του πατέρα του; Αν ήταν έτσι, ίσως αυτή η ατυχής
σύμπτωση να είχε χρησιμεύσει τελικά σε κάτι. Αν έπαιρνε τη Βανέσα μαζί του όπου κι αν πήγαινε,
ίσως οι Δημάκηδες να τον απάλλασσαν μια για πάντα από την ενοχλητική παρουσία τους! Ο
καλύτερος τρόπος για να κρατήσει κανείς μια ανεπιθύμητη επίδοξη νύφη μακριά του ήταν ν
επιδεικνύει παντού την ερωμένη του.
Κοίταξε πάλι τη Βανέσα, θαυμάζοντας για μια ακόμη φορά την εκπληκτική ομορφιά της. Ποιος
λογικός άντρας θα αναζητούσε άλλη νύφη αν είχε ένα τόσο όμορφο και αφοσιωμένο πλάσμα στο
πλευρό του; Χάιδεψε σκόπιμα τη γραμμή του ντεκολτέ της με το δάχτυλό του και την είδε ν
αναριγεί στο άγγιγμά του, όπως ακριβώς το περίμενε.
Γέλασε και η καλή του διάθεση επανήλθε.

ταν στ’ αλήθεια μια μεγαλόπρεπη εκδήλωση. Η τεράστια αίθουσα με τον πολυτελή διάκοσμο
έσφυζε από κόσμο. Η Βανέσα άκουγε γύρω της ένα βουητό από συζητήσεις σε διάφορες γλώσσες.
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο οικοδεσπότης της βραδιάς ή ο σκοπός της εκδήλωσης, αλλά δεν την
ένοιαζε. Βρισκόταν στο πλευρό του Μάρκου κι αυτό της έφτανε. Ο συνοδός της μπορούσε ν
κουβεντιάζει σε τέσσερις τουλάχιστον διαφορετικές γλώσσες, ενώ η ίδια μόνο στα αγγλικά, έτσι την
περισσότερη ώρα χαμογελούσε και αργόπινε τη σαμπάνια της. Ακόμα κι όταν οι συζητήσεις
γίνονταν στα αγγλικά, η Βανέσα μιλούσε ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς δεν της απηύθυναν πολλο
άνθρωποι το λόγο κι αυτοί ήταν συνήθως άντρες. Αν ήταν σαν τον Κοσμά Δημάκη, καλύτερα που
δεν το έκαναν.
Βρισκόταν κι αυτός εκεί. Τον είδε κάπου στο βάθος της αίθουσας. Γελούσε κι ήταν συνέχεια
χαμογελαστός. Η Βανέσα στράφηκε ασυναίσθητα από την άλλη μεριά. Προφανώς ήταν ένας από
τους πολλούς προσκεκλημένους της βραδιάς, μα ευτυχώς δεν τους είχε πλησιάσει ξανά. Τώρα,
καθώς ο Μάρκος μιλούσε στα γαλλικά μ’ ένα μεσήλικα, η Βανέσα συνέχισε να κάνει αυτό που της
άρεσε περισσότερο: να τον κοιτάζει.
Τον παρατηρούσε ευλαβικά, από το τόξο των φρυδιών του ως τις μικρές ρυτίδες που πλαισίωναν
το στόμα του όποτε γελούσε, τα μαύρα μαλλιά του και τους φαρδιούς ώμους του. Λάτρευε κάθε
λεπτομέρεια του τέλειου κορμιού του. Μπορούσε να τον κοιτάζει με τις ώρες, μαγεμένη και βαθι
ερωτευμένη...
«Βανέσα;»
Η φωνή του διέκοψε τις σκέψεις της. Ο Μάρκος είχε πάψει να μιλάει και την κοιτούσε. «Θα μου
επιτρέψεις για λίγο;»
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Φυσικά», μουρμούρισε. Της χαμογέλασε κι έφυγε με το
συνομιλητή του για να πλησιάσουν έναν άλλον άντρα και την ακριβοντυμένη συνοδό του που
απέπνεε έναν αριστοκρατικό αέρα. Κάποιοι μπήκαν μπροστά της και τον έκρυψαν από το οπτικό της
πεδίο. Η Βανέσα δεν τον έβλεπε πια κι απέμεινε εκεί, νιώθοντας μόνη κι έρημη.
Την επόμενη στιγμή άκουσε μια φωνή δίπλα της.
«Αλίμονο, σε εγκατέλειψε. Πολύ ανόητο εκ μέρους του».
Γύρισε το κεφάλι της κι η καρδιά της βούλιαξε στο στήθος της. Το στρουμπουλό πρόσωπο του
Κοσμά Δημάκη πρόβαλε μπροστά της.
Σήκωσε αυτομάτως το ποτήρι της σαμπάνιας της, σαν να ήθελε να προστατευτεί απ’ αυτόν με
κάποιο τρόπο. Ήπιε μια γουλιά, νιώθοντας πολύ άβολα κάτω από το εξεταστικό του βλέμμα.
«Ναι», συνέχισε στοχαστικά ο Κοσμάς, έχοντας πάντα τα μάτια του καρφωμένα πάνω της. «Ο
Μάρκος σίγουρα ξέρει να διαλέγει το καλύτερο. Είσαι μαζί του καιρό;»
Το χαμόγελό της ήταν σφιγμένο. «Γνωριστήκαμε το Σεπτέμβρη».
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Κρατάει αρκετά λοιπόν», παρατήρησε με ευδιάκριτη την
ελληνική προφορά του. «Βέβαια, εσύ είσαι ξεχωριστή». Έγειρε προς το μέρος της. «Και ο Μάρκος
Μαρκάκης θέλει μόνο το καλύτερο, σωστά;» Γέλασε μ’ έναν τρόπο που δεν της άρεσε καθόλου.
Το βλέμμα της αναζήτησε το Μάρκο πάνω από τον ώμο του Κοσμά Δημάκη, εκεί όπου τον είχε δει
με την παρέα των Γάλλων. Έκανε να πάει κοντά του, αλλά μετάνιωσε. Σίγουρα θα συζητούσε για
δουλειές κι αν την ήθελε κοντά του θα την είχε πάρει μαζί του.
Έτσι, έμεινε στη θέση της. Αν μιλούσε στον ανεπιθύμητο Έλληνα όσο γινόταν λιγότερο, ίσως
τελικά να καταλάβαινε το μήνυμά της και να έφευγε.
Απ’ ό,τι φάνηκε όμως, ο Κοσμάς Δημάκης δεν είχε καμιά πρόθεση να φύγει από κοντά της. Ήπιε
μια γουλιά από το ποτό του που πρέπει να ήταν πολύ δυνατό.
«Λοιπόν», της είπε χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της, «υποθέτω ότι επωφελείσαι από
το Μάρκο όσο περισσότερο μπορείς, έτσι;» Άπλωσε με φυσικότητα το χέρι του και άγγιξε το
διαμαντένιο μενταγιόν της με την άκρη του χοντρού δάχτυλού του. «Πολύ όμορφο». Χάιδεψε δήθεν
τυχαία το γυμνό της δέρμα. Η Βανέσα κρατήθηκε για να μη μορφάσει. «Εγώ πάντως θα σου χάριζα
σμαράγδια. Ταιριάζουν πολύ περισσότερο με τα χρώματά σου. Πες μου, ποια είναι τα σχέδιά σου
για το μέλλον; Θα με ενδιέφερε να μάθω». Έκανε μια μικρή παύση. «Θα με ενδιέφερε πολύ». Και
πάλι τα μάτια του την έγδυσαν, με τον τρόπο που η Βανέσα σιχαινόταν.
Η αποστροφή πάλευε μέσα της με την απορία. Ένας άντρας στον οποίο την είχαν συστήσει τόσο
απρόθυμα μια ώρα νωρίτερα, τώρα τη ρωτούσε για τα μελλοντικά της σχέδια! Τον κοίταξε με
βλέμμα κενό, μη ξέροντας πώς να αποκριθεί σε μια τόσο τολμηρή ερώτηση.
Ο Κοσμάς Δημάκης ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό του αγνοώντας την αμηχανία της. «Δε θ
ήταν κακή ιδέα, νομίζω», συνέχισε. «Και θα ήμουν ευτυχής... να δώσω μια βολική λύση στη
δυσάρεστη θέση στην οποία θα βρεθείς κάποια στιγμή σύντομα».
Η Βανέσα απόρησε. Μα τι στην οργή εννοεί; αναρωτήθηκε. Ούτε ήξερε ούτε την ενδιέφερε. Το
μόνο που ήθελε ήταν να ξαναβρεθεί κοντά στο Μάρκο.
Ξαφνικά ο Δημάκης έγειρε ξεδιάντροπα κοντά της. «Με πόση απροθυμία θα παραχωρήσει ο
Μάρκος μια τόσο απολαυστική ερωμένη σαν εσένα...» ψιθύρισε. «Μα η δική του απώλεια θα είνα
δικό μου κέρδος, όχι; Και δικό σου φυσικά. Θα ήμουν τόσο γενναιόδωρος όσο κι εκείνος, σε
διαβεβαιώνω... Δε θα χάσεις αν έρθεις σ’ εμένα». Το λαίμαργο βλέμμα του την έγδυνε ασταμάτητα.
Η Βανέσα τινάχτηκε ενστικτωδώς προς τα πίσω με μια απότομη κίνηση.
«Με συγχωρείτε». Η φωνή της έτρεμε από το σοκ και τη δυσπιστία. Τι ήταν αυτά που της έλεγε;
Γύρισε κι έφυγε βιαστικά προς το μέρος όπου στεκόταν ο Μάρκος. Δεν μπορούσε ν’ ακούει άλλο
εκείνο τον αποκρουστικό άντρα να της μιλάει με τέτοιο τρόπο. Ένα ρίγος τη διαπέρασε ξαφνικά, λες
και την είχε αγγίξει ερπετό.
«Μάρκο...» Η φωνή της ήταν γεμάτη ανακούφιση όταν έφτασε κοντά του. Το χέρι της γαντζώθηκε
αυτομάτως στο μπράτσο του σαν να ήταν σανίδα σωτηρίας.
Ο Γάλλος σώπασε. Συνειδητοποιώντας πως πρέπει να είχε διακόψει κάποια συζήτηση, η Βανέσα
χαμογέλασε αδύναμα. «Με συγχωρείτε πολύ...» μουρμούρισε ξέπνοη κι έσφιξε περισσότερο το
μπράτσο του Μάρκου.
Ο Γάλλος δε συνέχισε την κουβέντα του. Ούτε κανείς άλλος πρόσθεσε κάτι. Είχε πέσει μια ξαφνική
σιωπή. Και τότε, απότομα, η ηλικιωμένη γυναίκα της συντροφιάς έκανε μεταβολή κι έφυγε από
κοντά τους. Η Βανέσα κατάλαβε την ένταση του Μάρκου δίπλα της. Ο άντρας που μιλούσε
προηγουμένως πρόσθεσε κάτι γρήγορα στα γαλλικά. Ο Μάρκος έγνεψε κοφτά κι ύστερα γύρισε ν
φύγει τραβώντας μαζί του τη Βανέσα.
«Λυπάμαι...» ψέλλισε εκείνη. «Δεν ήθελα να σας διακόψω. Απλώς...»
«Σου είπα πως θα έλειπα μόνο μερικά λεπτά». Η φωνή του Μάρκου ήταν αυστηρή.
Η Βανέσα τον κοίταξε σαστισμένη, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό. «Τι... τι συμβαίνει;»
Τον είδε να σφίγγει τα χείλη του πριν της απαντήσει. «Αυτή ήταν η δούκισσα Νεράιγ-Κουρσί», της
είπε θυμωμένος.
Η Βανέσα τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της. «Λυπάμαι, δεν τη γνωρίζω».
«Αυτό είναι προφανές. Κοίτα, ξέχνα το, εντάξει; Τώρα είναι πολύ αργά. Σε παρακαλώ όμως, την
επόμενη φορά που θα σου ζητήσω να με περιμένεις, θα το εκτιμούσα αν με υπάκουγες».
Η Βανέσα δεν είχε ακούσει ξανά τόση αυστηρότητα στη φωνή του. Ασυναίσθητα απομάκρυνε αργ
το χέρι της από το μπράτσο του.
«Με συγχωρείς, Μάρκο», του είπε και πάλι. Ο κόμπος στο λαιμό της την εμπόδιζε να μιλήσει.
Εκείνος αναστέναξε βαθιά. «Βανέσα... μερικοί άνθρωποι έχουν απλούς τρόπους, άλλοι πάλι όχι,
όπως η δούκισσα. Δεν είναι κάποια στην οποία θα μπορούσα να σε συστήσω με άνεση».
«Πολύ υψηλό πρόσωπο, ε;» Η Βανέσα προσπάθησε να δώσει λίγη ελαφρότητα στον τόνο της, αν
και η φωνή της έτρεμε ακόμα. Στην πραγματικότητα έτρεμε ολόκληρη από το σοκ, καθώς η τόσο
απότομη συμπεριφορά του Μάρκου ακολούθησε αμέσως μετά το δυσάρεστο περιστατικό μ’ εκείνο
τον απαίσιο γνωστό του. «Δεν καταδέχεται να μιλάει με κοινούς θνητούς σαν κι εμένα;»
Προσπάθησε να ακουστεί ανέμελη, υποβαθμίζοντας τον εαυτό της.
Η έκφραση του Μάρκου ήταν αλλόκοτη. Ίσως επειδή τα λόγια της είχαν βρει το στόχο τους κα
ντρεπόταν να παραδεχτεί το σνομπισμό της Γαλλίδας αριστοκράτισσας.
Κάποιος τον φώναξε και ο Μάρκος έπιασε τη Βανέσα από τον αγκώνα και πήγαν προς τα εκεί.
«Γκουίντο... χαίρομαι που σε βλέπω», είπε κι άρχισε να μιλά σε άπταιστα ιταλικά.
Η Βανέσα ξαναβρήκε τον ακίνδυνο και γνώριμο ρόλο της, αυτόν της γυναίκας στο πλευρό του
Μάρκου Μαρκάκη. Έδιωξε σκόπιμα από το μυαλό της τα δυο ενοχλητικά γεγονότα που είχαν
προηγηθεί. Δε σήμαιναν τίποτα.
Βρισκόταν ξανά στο πλευρό του Μάρκου και τίποτε άλλο δε μετρούσε.

Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε χωρίς άλλα προβλήματα και σταδιακά η διάθεση της Βανέσ
βελτιώθηκε. Μπορεί να μην ανήκε σ’ εκείνο τον κύκλο της υψηλής κοινωνίας, αλλά είχε μάθει να
προσαρμόζεται παντού. Δυσάρεστα περιστατικά σαν αυτό που είχε συμβεί νωρίτερα ήταν σπάνια.
Για την ακρίβεια, δεν της είχε ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Η αλήθεια ήταν πως εισέπραττε διαρκώς
διάφορα εχθρικά βλέμματα, προέρχονταν όμως κυρίως από γυναίκες που πιθανότατα τη ζήλευαν
επειδή βρισκόταν δίπλα σ’ έναν τόσο γοητευτικό άντρα σαν το Μάρκο Μαρκάκη. Έτσι κι αλλιώς οι
γυναίκες τον περιτριγύριζαν όπως οι μέλισσες το μέλι και, αν έκρινε από το πόσο ερωτευμένη ήταν
εκείνη μαζί του, δεν τις αδικούσε! Ήταν φυσικό να την κοιτάζουν με ζήλια και κακία όσες δεν είχαν
την τύχη της. Ο Μάρκος, φυσικά, ουδέποτε της έδινε λόγο να αισθανθεί ανασφάλεια. Προφανώς
είχε συνηθίσει να τον πολιορκούν οι γυναίκες και δε φλερτάριζε ποτέ μαζί τους. Η προσοχή του
ήταν πάντοτε στραμμένη στη Βανέσα και η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν τρυφερά κτητική.
Αυτό την έκανε να νιώθει μια γλυκιά ζεστασιά μέσα στην καρδιά της.
Καθώς τριγύριζαν στην αίθουσα συζητώντας ευχάριστα και πίνοντας σαμπάνια ή τσιμπολογώντας
τους γευστικούς μεζέδες από τους δίσκους που κυκλοφορούσαν ασταμάτητα, μια φράση ήρθε πάλ
στο μυαλό της. Προσπάθησε να την απωθήσει, αφού προερχόταν από εκείνο τον απαίσιο άντρα,
αλλά δεν τα κατάφερε.
Μελλοντικά σχέδια ... Ποια ήταν αλήθεια τα μελλοντικά της σχέδια;
Η Βανέσα συνοφρυώθηκε. Όχι, δεν ήθελε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Άλλωστε, δεν είχε σχέδια ούτε
για το μέλλον ούτε για τη σχέση της με το Μάρκο. Απλώς ήταν μαζί του.
Αλλά για πόσο καιρό ακόμα;
Οι λέξεις ξεπήδησαν από μόνες τους, μα τις έδιωξε πεισματικά. Αρνιόταν να σκεφτεί πράγματ
όπως το μέλλον ή το πόσο καιρό ακόμα θα ήταν δικός της ο Μάρκος. Αν δεν τα σκεφτόταν, δεν την
προβλημάτιζαν. Ήταν πολύ ευτυχισμένη προς το παρόν, ένιωθε ευλογημένη, ζούσε ένα όνειρο και
τίποτα δε θα της χαλούσε αυτή την υπέροχη ευδαιμονία! Ο Μάρκος ήταν πάρα πολύ καλός μαζί της.
Αυτό της έφτανε. Η Βανέσα όφειλε να αρκεστεί σε όσα είχε.
Και ήταν πολλά. Η καρδιά της δε θα μπορούσε να επιθυμήσει περισσότερα. Αγαπούσε τον πιο
υπέροχο άντρα στον κόσμο κι εκείνος την ήθελε στο πλάι του.
Γύρισε και τον κοίταξε και όπως πάντα πλημμύρισε από λατρεία.
Εκείνος φάνηκε να διαισθάνεται το βλέμμα της και σταμάτησε για μια στιγμή τη συζήτησή του. Οι
ματιές τους συναντήθηκαν φευγαλέα και η Βανέσα διάβασε στα μάτια του το μήνυμα που της
έστειλε σαν να της το είχε εκφράσει με λόγια. Ύστερα το βλέμμα του ξαναγύρισε στο συνομιλητή
του και συνέχισε την κουβέντα του.
Ένιωσε την ανάλαφρη πίεση των δαχτύλων του στην πλάτη της να επιβεβαιώνει το μήνυμα. Τα
σωθικά της πήραν φωτιά.
Δεν άργησαν να φύγουν.
Η Βανέσα πέρασε το μπλε απογευματινό φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και το άφησε ν
γλιστρήσει κατά μήκος του κορμιού της. Μάζεψε τα μαλλιά της στο πλάι και τέντωσε πίσω τα χέρι
της για να ανεβάσει το φερμουάρ. Κοιτάχτηκε στον πελώριο καθρέφτη του υπνοδωματίου.
Συνοφρυώθηκε. Ήταν δυνατό να έχει πάρει βάρος; Της φάνηκε πως το ύφασμα τη στένευε στην
κοιλιά και στους γοφούς. Την τελευταία φορά που είχε φορέσει αυτό το φόρεμα ήταν μερικές
εβδομάδες νωρίτερα και τότε εφάρμοζε τέλεια πάνω της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξανακοίταξε το
είδωλό της στον καθρέφτη. Φαινόταν εντάξει, μόνο που το φόρεμα ήταν λίγο πιο κολλητό από πριν.
σως ήταν η ιδέα της. Μπορεί να είχε στενέψει με το στεγνό καθάρισμα.
Δεν ήταν δυνατό να έχει πάρει βάρος. Πρόσεχε πολύ τι έτρωγε. Λεπτή από τη φύση της, τώρα με το
Μάρκο ήξερε πως δεν έπρεπε να χάσει τη γραμμή της ούτε στο ελάχιστο. Ήθελε να είναι πάντοτε
τέλεια για χάρη του.
Το πρόβλημα ήταν πως ο τρόπος ζωής που έκανε μαζί του συνοδευόταν από τα πιο εξαίσια φαγητά
όπου κι αν πήγαιναν, ακόμα κι όταν έτρωγαν στο διαμέρισμα. Και ήταν όλα τόσο δελεαστικά! Γι’
αυτό και η Βανέσα σύχναζε τόσο τακτικά στο γυμναστήριο και στην πισίνα που βρίσκονταν στο
υπόγειο του κτιρίου τους, αλλά και στις αντίστοιχες εγκαταστάσεις όλων των ξενοδοχείων όπου
έμεναν όποτε ταξίδευαν στο εξωτερικό. Η άσκηση τόνωνε το σώμα της και την κρατούσε σε άψογη
φόρμα. Για το χατίρι του Μάρκου.
Ήταν επίσης ένας τρόπος για να περνάει την ώρα της όταν εκείνος εργαζόταν.
Συνοφρυώθηκε ξανά, πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ναι, το φόρεμα
σίγουρα τη στένευε στην κοιλιά και στους γοφούς της. Δάγκωσε το κάτω χείλος της. Θα έπρεπε ν
μειώσει το φαγητό και να αυξήσει τη γυμναστική, αυτό ήταν όλο. Ίσως είχε πάρει ένα δυο κιλά...
Φαινόταν στην κοιλιά της: ένα ευδιάκριτο, στρογγυλό φούσκωμα που δεν υπήρχε πριν.
Ίσως, πάλι, να ήταν οι τελευταίες μέρες του κύκλου της και να είχε πρηστεί. Συνήθως η Βανέσα δεν
αντιμετώπιζε προβλήματα με την περίοδό της, ούτε είχε ασυνήθιστα συμπτώματα. Δεν αποκλειόταν
όμως η έντονη ερωτική ζωή της να είχε επιφέρει κάποιες αλλαγές. Πάντως, θα ήταν περίεργο ν’
αδιαθετήσει ξανά... Μόλις πριν από λίγες μέρες είχε τελειώσει η περίοδός της. Όπως και την άλλη
φορά στην Αυστρία, ήταν παράξενη. Σύντομη, διαφορετική.
Δίπλα στην κρεβατοκάμαρα άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει κι έτρεξε να το σηκώσει. Θα ήταν ο
Μάρκος για να της πει πού θα τον συναντούσε το βράδυ.
«Εμπρός;» είπε με φωνή ελαφρώς ξέπνοη.
«Καλησπέρα, Βανέσα. Μήπως σε σήκωσα από το κρεβάτι; Ή σε έβγαλα από το μπάνιο;»
Η φωνή σίγουρα δεν ανήκε στο Μάρκο. Ούτε όμως και στο Νίκο ή το Στέλιο, τους δυο έμπιστους
σωματοφύλακές του. «Ποιος είναι;» ρώτησε σε πιο αυστηρό απ’ ό,τι συνήθιζε τόνο.
Ένα γέλιο ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Τόσο γρήγορα με ξέχασες; Θα πρέπει να σου υπενθυμίσω λοιπόν ποιος είμαι, έτσι;
Συναντηθήκαμε τις προάλλες σε μια δεξίωση, όταν ο Μάρκος έκανε την ανοησία να σε αφήσε
μόνη».
Η Βανέσα μαρμάρωσε. Ήταν εκείνος ο αντιπαθητικός γνωστός του Μάρκου. Ο Κοσμάς Δημάκης.
Ε, ό,τι και να ήθελε, εκείνη δε σκόπευε να του μιλήσει.
«Ο Μάρκος δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή», τον πληροφόρησε σε τόνο απρόσωπο και επίσημο. «Θ
του πω ότι τηλεφωνήσατε. Θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;»
Μπορεί να ακουγόταν σαν γραμματέας, αλλά ήθελε να απαλλαχτεί από το Δημάκη μια ώρ
αρχύτερα.
Το γέλιο του ακούστηκε ξανά. Αυτή τη φορά ήταν εμφανώς πρόστυχο.
«Το μοναδικό μήνυμα που θα ήθελα ποτέ ν’ αφήσω στο Μάρκο είναι πως μου δήλωσες ότι είμαι
καλύτερος στο κρεβάτι απ’ ό,τι εκείνος. Αλλά είναι λίγο νωρίς ακόμα γι’ αυτό. Όχι πολύ νωρίς,
ελπίζω. Πες μου, μήπως αποφάσισες να προχωρήσεις παρακάτω στη ζωή σου; Πετάω για Μεξικό
την ερχόμενη βδομάδα. Έλα μαζί μου. Θα οργανώσω μερικά τρελά πάρτι. Θα είσαι φοβερή...»
Η Βανέσα έβαλε το ακουστικό στη θέση του σαν να είχε πάρει ξαφνικά φωτιά στα χέρια της. Σαν
να την είχε αγγίξει κάτι γλοιώδες και αηδιαστικό.
Τι φριχτός, τι απαίσιος άντρας! Πώς ήταν δυνατό να της λέει τέτοια ανατριχιαστικά πράγματα; Η
Βανέσα ήλπιζε πως δε θα συνέχιζε να την ενοχλεί. Πως είχε πάρει καθαρά το μήνυμα αυτή τη φορά.
Όμως το επόμενο απόγευμα διαψεύστηκε. Ανακάλυψε πως ο Κοσμάς Δημάκης ήταν το ίδιο
χοντρόπετσος όσο κι ένας ρινόκερος. Έμπαινε στο λόμπι του κτιρίου επιστρέφοντας από τη
συνηθισμένη περιποίηση ομορφιάς στη Σλόαν Στρητ, όταν ο θυρωρός βγήκε πίσω από το γκισέ του.
«Έχετε ένα δέμα», της είπε.
Πήρε το πακέτο κι αναρωτήθηκε τι να ήταν και ποιος το είχε στείλει. Πάνω, στο διαμέρισμά της,
διαπίστωσε ότι περιείχε μια λεπτή κοσμηματοθήκη. Κάτω από τις κορδέλες που τη στόλιζαν υπήρχε
μία κάρτα. Τη διάβασε άναυδη.
Το περιδέραιο του ίδιου σετ βρίσκεται στο Μεξικ ό. Τηλεφώνησέ μου και θα γίνει δικό σου.
Από κάτω ήταν γραμμένος ένας αριθμός. Δεν υπήρχε όνομα. Ήταν περιττό. Ήξερε καλά ποιο
κάθαρμα είχε στείλει το προσβλητικό και απαράδεκτο εκείνο
δώρο .
Άνοιξε τη θήκη με σφιγμένα χείλη και αντίκρισε ένα μπρασελέ δεμένο με σμαράγδια. Για μια
στιγμή έμεινε να κοιτάζει το κόσμημα και να αναρωτιέται πώς στην ευχή θα το ξεφορτωνόταν. Δεν
είχε ιδέα πού έμενε εκείνος ο απεχθής άνθρωπος κι ούτε ήθελε να μάθει. Έκλεισε το καπάκι κα
αναποδογύρισε την κοσμηματοθήκη. Είδε με ανακούφιση πως το όνομα του κοσμηματοπωλείου
ήταν γραμμένο από κάτω. Θα μπορούσε απλώς να το επιστρέψει σ’ αυτούς. Εκείνοι θα
αναλάμβαναν να το δώσουν πίσω στον άνθρωπο που το είχε αγοράσει.
Ένας θόρυβος πίσω της έκανε τη Βανέσα να γυρίσει ξαφνιασμένη.
Ο Μάρκος έβγαινε από το γραφείο του.
Χωρίς να το σκεφτεί, έκρυψε το κουτί πίσω από την πλάτη της. Μια έντρομη έκφραση
ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Δεν είχε ιδέα ότι ο Μάρκος βρισκόταν στο σπίτι.
«Τι έχεις εκεί;» ρώτησε καθώς την πλησίαζε.
«Τίποτα», του απάντησε αμέσως.
Εκείνος της χαμογέλασε, μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Τότε γιατί έχεις αυτό το ένοχο ύφος;»
«Κάποια διαφημιστικά είναι που ήρθαν με το ταχυδρομείο».
Ο Μάρκος ανασήκωσε τα φρύδια του. «Έχω δώσει εντολή να τα κρατούν κάτω». Η ματιά του
άστραψε. «Μη μου πεις. Είναι κάτι μυστικό. Ένα τεστ εγκυμοσύνης μήπως;»
Υπήρχε κάτι περίεργο στο βλέμμα του, κάτι που την ενόχλησε. Μα η Βανέσα είχε μείνε
εμβρόντητη από τα τελευταία του λόγια και τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. «Τι πράγμα;» έκανε
αδύναμα.
Η έκφρασή του άλλαξε όταν είδε την έκπληκτη αντίδρασή της. «Ώστε δεν είναι το χειρότερο
λοιπόν», είπε απαλά. «Τι άλλο μπορεί να είναι όμως; Δώρο από έναν κρυφό θαυμαστή ίσως;»
Ο Μάρκος αστειευόταν, μα η Βανέσα ένιωσε να την κυριεύει πανικός. Το πρόσωπό της χλόμιασε.
Εκείνος το πρόσεξε αμέσως και η έκφρασή του άλλαξε πάλι. Πριν εκείνη προλάβει ν’ αντιδράσει,
ήρθε γρήγορα κοντά της και άρπαξε με μια αστραπιαία κίνηση το χέρι που κρατούσε κρυμμένο πίσω
από την πλάτη της.
Αμίλητος και χωρίς να την κοιτάξει, της πήρε την κοσμηματοθήκη.
Μέσα σε βαριά σιωπή, αργά, άνοιξε το καπάκι κι ύστερα διάβασε τη συνοδευτική κάρτα. «Και
ποιος είναι αυτός που σε προσκαλεί στο Μεξικό για να παραλάβεις και τα υπόλοιπα σμαράγδια;»
Η Βανέσα ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της. Ποτέ δεν είχε ακούσει το Μάρκο να της μιλάε
σ’ αυτό τον τόνο. Ούτε καν τις προάλλες που είχε διακόψει απότομα τη συζήτησή του με τη
δούκισσα. Στο Νίκο ή στο Στέλιο μιλούσε έτσι καμιά φορά, αν τύχαινε να πάει κάτι στραβά, αλλ
ακόμα και τότε η φωνή του δεν ήταν τόσο παγωμένη και ψυχρή σαν ατσάλι όπως τώρα.
Τον κοίταξε απελπισμένα.
«Λοιπόν;»
Το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό.
Δεν μπορούσε να του απαντήσει. Το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες της. Τα μάτια του την
κατακεραύνωναν. Δεν τον αναγνώριζε. Δεν μπορεί να ήταν αυτός ο Μάρκος που αγαπούσε...
«Σκοπεύεις να πας;»
Η ερώτησή του κατάφερε να τη συνεφέρει. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν.
«Φυσικά όχι! Προτιμώ να πεθάνω παρά να πάω κοντά σ’ αυτόν το σιχαμερό άνθρωπο!»
«Ποιον άνθρωπο; Ποιος είναι; Ποιος σου το έστειλε αυτό;»
Η Βανέσα έκανε ένα βήμα πίσω κι ανασήκωσε το κεφάλι της. «Εκείνος ο φριχτός άντρας στο
ξενοδοχείο! Ο Κοσμάς Δημάκης ή όπως αλλιώς τον λένε!»
Τα μάτια του Μάρκου στένεψαν. «Ο Κοσμάς; Αυτός σου έστειλε τούτο το βραχιόλι; Τι στην οργή
τον έκανε να θεωρεί πως θα δεχόσουν το δώρο του; Ή ότι θα πήγαινες στο Μεξικό για να πάρεις το
περιδέραιο;»
Υπήρχε οργή στη φωνή του. Αλλά και κάτι περισσότερο.
Κατηγόρια.
Η Βανέσα δεν άντεξε άλλο. «Πάντως όχι εγώ, πίστεψέ με! Η ιδέα ήταν όλη δική του. Ήρθε κοντ
μου όταν με άφησες ολομόναχη για να πας να μιλήσεις σ’ εκείνη την ψηλομύτα δούκισσα που μου
γύρισε την πλάτη! Και τώρα μπορείς να του το στείλεις πίσω, εντάξει; Μαζί με την πολύ
σαγηνευτική προσφορά του να με κάνει ερωμένη του!»
«Τι πράγμα;» Η φωνή του Μάρκου ήταν κοφτερή σαν μαχαίρι.
Η Βανέσα ανάσαινε με δυσκολία. «Ακριβώς! Είχε το απερίγραπτο θράσος να μου δηλώσει ότι θ
μπορούσα να γίνω ερωμένη του αν το ήθελα!»
Τον άκουσε να ξεστομίζει κάμποσες βρισιές στα ελληνικά. Δεν του ζήτησε να της μεταφράσει τις
λέξεις. Ήξερε πως δεν ήταν για τα δικά της αυτιά. Η έκφρασή του είχε αγριέψει για τα καλά.
«Ήταν πολύ τυχερός που δεν του έδωσα ένα γερό χαστούκι!» συνέχισε εκείνη βράζοντας ακόμα
από θυμό. «Να γιατί έτρεξα κοντά σου και σε διέκοψα, εκνευρίζοντας τη δούκισσα. Δεν ήθελα να
φερθώ με αγένεια, αλλά εκείνο το κάθαρμα με αναστάτωσε πολύ. Ακούς εκεί να γίνω ερωμένη του!»
Το πρόσωπο του Μάρκου ήταν ακόμα σκοτεινιασμένο, η Βανέσα όμως έβλεπε ότι η οργή του δεν
απευθυνόταν πια σ’ αυτήν αλλά στον απαίσιο φίλο του. Τον άκουσε να γελά με περιφρόνηση.
«Ελπίζω να του είπες πως είσαι ακόμα δική μου, έτσι; Κι ότι δεν ψάχνεις να βρεις τον επόμενο
προστάτη σου!»
Τα λόγια του την έκαναν ν’ ανατριχιάσει.
«Μάρκο, μη μιλάς έτσι. Ούτε γι’ αστείο. Είναι πολύ φριχτό».
Εκείνος έσφιξε τα χείλη του. «Δεν αστειεύομαι καθόλου, πίστεψέ με. Να το βγάλει από το μυαλό
του ο Κοσμάς ότι θα κλέψει τη δική μου μαιτρέσα».
Η Βανέσα έσφιξε τις γροθιές της. «Μάρκο... σε παρακαλώ. Μη λες αυτή τη λέξη. Ούτε καν για έν
κάθαρμα σαν κι αυτόν». Ανατρίχιασε ξανά.
«Μαιτρέσα.»Υπήρχε έντονη αποστροφή στη φωνή της.
Ο Μάρκος την πλησίασε κι έβαλε το ένα του χέρι στον αυχένα της. Της ανασήκωσε το κεφάλι με το
άλλο και απόθεσε ένα απαλό φιλί στο στόμα της.
«Μόνο δική μου μαιτρέσα, κανενός άλλου», της είπε καθησυχαστικά και την άφησε ξανά.
Μα η Βανέσα ήταν ακόμα ταραγμένη, παρά το φιλί που της έδωσε για να την καθησυχάσει.
«Όχι, σε παρακαλώ... μη χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη. Είναι απαίσια. Ξέρω πως προσπαθείς απλώς
να κάνεις ένα αστείο, μα...»
«Αστείο;»
Τον κοίταξε σαστισμένη. «Μα ναι, φυσικά και είναι αστείο... Το να λες πως είμαι μαιτρέσα σου...»
Ο Μάρκος τράβηξε το χέρι του από το πιγούνι της. «Το βρίσκεις αστείο να είσαι μαιτρέσα μου;» Η
έκφρασή του ήταν και πάλι σφιγμένη.
Το σάστισμά της μεγάλωσε. «Δεν... δεν καταλαβαίνω, τι θες να πεις;»
«Τι πράγμα δεν καταλαβαίνεις; Είσαι μαιτρέσα μου εδώ και μισό χρόνο και όλον αυτό τον καιρό...»
Η Βανέσα πισωπάτησε. Τον κοίταξε εμβρόντητη.
Δεν πίστευε αυτό που άκουγε.
«Μάρκο, μην το λες αυτό, σε παρακαλώ», τον ικέτεψε με αδύναμη φωνή.
Η έκφρασή του ήταν ακόμα σφιγμένη, μόνο που τώρα τα μάτια του είχαν ένα κενό βλέμμα.
«Να μη λέω τι; Βανέσα, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Μαιτρέσα...» Η φωνή της ακούστηκε ακόμα πιο αδύναμη. «Όλο επαναλαμβάνεις αυτή τη λέξη...
Τη λες γι’ αστείο, έτσι δεν είναι, Μάρκο; Μόνο γι’ αστείο. Δεν μπορεί να με αποκαλείς έτσι...»
Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, πελώρια από την απορία. Μέσα στο στήθος της ένιωθε την καρδιά
της να χτυπάει γοργά, την αγωνία της να εντείνεται. Κάτι δεν πήγαινε καλά... Κάτι δεν καταλάβαινε
εκείνη καλά. Ο Μάρκος μιλούσε τόσο άψογα αγγλικά ώστε μερικές φορές ξεχνούσε πως ήταν κατ
το ήμισυ Έλληνας. Ίσως είχε μπερδευτεί.
Εκείνος εξακολουθούσε να την κοιτάζει με άδειο βλέμμα. «Σε ξαναρωτάω», είπε χωρίς ίχνος
χιούμορ στη φωνή του. «Γιατί το θεωρείς αστείο να είσαι μαιτρέσα μου;»
Η Βανέσα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της κι ύστερα τα ξανάνοιξε. Έπρεπε να του εξηγήσει. Ο
Μάρκος την είχε καταλάβει εντελώς λάθος.
«Όχι... Έχεις παρεξηγήσει. Εννοώ... Το ξέρω πως χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη σαν αστείο, μα εγώ...
εγώ απλώς δεν το θεωρώ αστείο, Μάρκο. Με συγχωρείς, είναι τόσο αποκρουστική σκέψη...»
Το πρόσωπό του πάγωσε.
«Το βρίσκειςκαι αποκρουστικό να είσαι μαιτρέσα μου;» Τώρα η οργή ήταν ολοφάνερη στη φωνή
του.
Και ξαφνικά η Βανέσα συνειδητοποίησε κάτι εφιαλτικό. Δεν ήταν ο Μάρκος που δεν την
καταλάβαινε... αλλά εκείνη που δεν καταλάβαινε το Μάρκο.
Ω, Θεέ μου, το εννοεί! Πραγματικά το εννοεί! Δεν αστειεύεται, δε χλευάζει... Το εννοεί...
Άκουσε τον εαυτό της να μιλάει, πάντα με την ίδια αδύναμη φωνή.
«Το εννοείς, έτσι δεν είναι; Όταν με αποκαλείςμαιτρέσα σου, το εννοείς έτσι ακριβώς».
Ο Μάρκος έχασε την υπομονή του.
«Μα γιατί στην οργή να μην το εννοώ; Φυσικά και είσαι μαιτρέσα μου! Θεέ μου, ζεις μαζί μου εδώ
και τόσο καιρό!»
Η Βανέσα πάλεψε να κρατηθεί από τις τελευταίες της ελπίδες. Τα αγγλικά του δεν ήταν τέλεια.
Μπορεί να μην αντιλαμβανόταν την έννοια της λέξης με όλη της τη σημασία. Μέσα της αναζητούσε
απεγνωσμένα μια εξήγηση, κάποια δικαιολογία...
Ο Μάρκος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Βανέσα, τι σημαίνουν όλα αυτά; Αν αυτό το κάθαρμα ο Κοσμάς σε αναστάτωσε τόσο πολύ,
λυπάμαι ειλικρινά. Ποτέ δε θα σε ξαναπλησιάσει, σ’ το υπόσχομαι». Η φωνή του ήταν διαλλακτική,
τρυφερή. Τα μάτια του την κοίταξαν με τη γνώριμη ζεστασιά τους. «Είσαι δική μου ερωμένη...
Μόνο δική μου... Το ξέρεις αυτό».
Πήγε να την αγκαλιάσει, έχοντας διώξει τώρα όλο το θυμό από μέσα του. Ήταν και πάλι ο Μάρκος,
ο Μάρκος που εκείνη γνώριζε...
Ή μήπως δεν τον γνώριζε;
Πισωπάτησε και απομακρύνθηκε από κοντά του. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά, τα μάτι
της τον κοιτούσαν διάπλατα με αβεβαιότητα.
«Η ερωμένη σου». Η φωνή της ήταν επίπεδη και άχρωμη. Φανέρωνε φόβο.
Ο Μάρκος απλώς την κοιτούσε. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
«Ναι, η ερωμένη μου. Βανέσα, τι τρέχει; Γιατί φέρεσαι έτσι; Τι σου συμβαίνει;» Για μια στιγμή
συνέχισε απλώς να την κοιτάζει ερευνητικά.
Η Βανέσα δεν μπορούσε να του απαντήσει. Η φωνή της δεν έβγαινε. Ξαφνικά τον είδε να σμίγει τ
φρύδια του.
«Ω, Θεέ μου», αναφώνησε ο Μάρκος, «τι άλλο σου είπε ο Κοσμάς Δημάκης; Τι άλλο σου είπε;»
«Τίποτα...» Είδε το πρόσωπό του να χαλαρώνει σαν να τον ανακούφισε η απάντησή της.
Αναρωτήθηκε φευγαλέα τι τον είχε ανησυχήσει, μα το ξέχασε αμέσως. Η καρδιά της κόντευε να
σπάσει.
Θα πρέπει να υπήρχε κάποια παρεξήγηση. Δεν ήταν δυνατό να συνειδητοποιούσε ο Μάρκος τ
σήμαινε η λέξη στ’ αγγλικά!
«Γιατί λοιπόν είσαι τόσο αναστατωμένη;»
Τον κοιτούσε επίμονα. Ήταν ο Μάρκος, ο δικός της Μάρκος, ο άντρας τον οποίο αγαπούσε μ’ όλη
της την καρδιά. Δεν έπρεπε να ταράζεται από την αντίδρασή του. Έφταιγε απλώς μια λέξη, τίποτ
σοβαρό. Μια λέξη που δεν καταλάβαινε στ’ αγγλικά. Πιθανόν να μη μεταφραζόταν σωστά από τα
ελληνικά, αυτό ήταν όλο.
Δεν έπρεπε ν’ αφήσει κάτι τόσο ασήμαντο να την επηρεάσει τόσο πολύ!
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι σημασία είχε μια λέξη; Καμιά... Τίποτα δε συγκρινόταν μ’ αυτό που
μοιράζονταν οι δυο τους. Η σχέση τους ήταν πολύτιμη και δεν έπρεπε να τη βάζει σε κίνδυνο με το
να αναστατώνεται από κάτι τόσο ανόητο όσο μια τόση δα λέξη.
«Βανέσα;»
Η φωνή του είχε αλλάξει πάλι. Ακούστηκε ανυπόμονος.
Η Βανέσα ξεροκατάπιε. Όχι, δε θα αναστατωνόταν. Δε θα φερόταν τόσο άστοχα, τόσο ανόητα. Για
όλα έφταιγε εκείνος ο αποκρουστικός άντρας με τη σιχαμερή του πρόσκληση. Ο Μάρκος δεν ήταν
τέτοιος άνθρωπος. Ήταν εντελώς διαφορετικός... Τρυφερός, στοργικός, ευαίσθητος.
Γι’ αυτό και κείνη τον αγαπούσε τόσο.
«Λυπάμαι!» του ψιθύρισε πνιχτά. «Ω, Μάρκο, λυπάμαι πολύ! Φέρομαι σαν ανόητη! Δεν έπρεπε ν
το κάνω θέμα. Σε παρακαλώ, συγχώρα με».
Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και η Βανέσα χώθηκε πρόθυμα στην αγκαλιά του, νιώθοντας
ανακούφιση, ζεστασιά, δύναμη και ασφάλεια. Ήταν η αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε.
«Ανόητο κορίτσι», μουρμούρισε εκείνος κι άρχισε να τη φιλάει. Και μέσα στις επόμενες στιγμές η
Βανέσα ξέχασε τα πάντα εκτός από την ευτυχία να βρίσκεται μαζί του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ο Μάρκος στριφογύρισε στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να σηκωθεί, ήξερε όμως πως δεν μπορούσε ν
μείνει άλλο ξαπλωμένος εκεί με τη Βανέσα στην αγκαλιά του. Ο μοναδικός λόγος που βρισκόταν
στο διαμέρισμα αυτή την ώρα ήταν επειδή ήθελε να την αποχαιρετήσει. Πετούσε το ίδιο βράδυ γι
τη Μελβούρνη, μόνο για λίγες μέρες, μα το ταξίδι θα ήταν τόσο εξουθενωτικό ώστε δεν ήθελε να
υποβάλει τη Βανέσα σε μια τέτοια δοκιμασία. Όταν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά,
αναγκαζόταν να την αποχωρίζεται.
Όχι πως το ήθελε φυσικά. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι στο στήθος του, τα μαλλιά της
ένα χρυσοκόκκινο πέπλο πάνω του και το κορμί της απαλό και ζεστό μετά τη φλογερή τους νύχτα, ο
Μάρκος χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να την παραμερίσει απαλά και να σηκωθε
από το κρεβάτι.
Τον κοίταξε νυσταγμένα. «Είναι κιόλας ώρα;» ρώτησε λυπημένη.
«Δε θα λείψω πολλές μέρες», την καθησύχασε. «Θα είμαι πίσω το Σαββατοκύριακο». Γύρισε γι
να της δώσει ένα τελευταίο φιλί στα χείλη πριν πάει στο μπάνιο για να πλυθεί.
Όταν ξαναβγήκε, η Βανέσα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και φορούσε μια μακριά ροδακινί ρόμπα.
Τα μαλλιά της ήταν ακόμα ανακατεμένα κι έδειχνε πολύ ερωτική. Ο Μάρκος δεν ήθελε να την
αφήσει. Για μια στιγμή ήταν έτοιμος να της πει να φτιάξει τις βαλίτσες της για να πάει μαζί του,
ύστερα όμως επικράτησε η λογική. Όχι μόνο θα ήταν μια εξαντλητική πτήση, αλλά ο Μάρκος θα
χρειαζόταν να περάσει τουλάχιστον ένα βράδυ στο σπίτι της θείας του, της μητέρας του Λίο, η οποία
είχε μετακομίσει στη Μελβούρνη ύστερα από το θάνατο του συζύγου της για να ζήσει μαζί με τους
συγγενείς της. Σ’ αυτή την επίσκεψη δεν μπορούσε να πάρει τη Βανέσα μαζί του.
Από την άλλη μεριά, η θεία του ήταν στενή φίλη της Κωνσταντίνας Δημάκη κι αν τον έβλεπε με
την ερωμένη του στην Αυστραλία, μπορεί να το έλεγε στην Κωνσταντίνα. Αυτό ίσως βοηθούσε τη
μητέρα της Αθηνάς να καταλάβει πως ο Μάρκος δεν ήθελε την κόρη της για νύφη!
Εκείνος ο γνώριμος εκνευρισμός τον κυρίεψε ξανά. Η Κωνσταντίνα είχε ήδη τηλεφωνήσει δυο
φορές στο γραφείο του, τη μια απ’ αυτές για να τον προσκαλέσει να συνοδέψει εκείνη και την
Αθηνά στο θέατρο. Ο Μάρκος είχε προφασιστεί κάποιο επαγγελματικό δείπνο ως δικαιολογία. Η
γυναίκα είχε αρχίσει να γίνεται φορτική.
Όσο για τον Κοσμά Δημάκη... Ο Κοσμάς είχε οπωσδήποτε ξεπεράσει το όριο της έστω και τυπικής
φιλίας που τους συνέδεε, μόνο και μόνο επειδή κινούνταν στους ίδιους κοινωνικούς κα
επιχειρηματικούς κύκλους ως μέλη δύο εύπορων ελληνικών οικογενειών. Ήταν φυσικ
αναμενόμενο ότι ο Κοσμάς θα ένιωθε λαγνεία για τη Βανέσα... Σε ποιο λογικό άντρα δε θ
συνέβαινε το ίδιο; Μα το να της κάνει μια τέτοια πρόταση ήταν ολωσδιόλου ανάρμοστο. Όχι μόνο
επειδή προσπάθησε να μπει στα χωράφια του φίλου του. Πολύ περισσότερο γιατί όλοι όσοι έβλεπαν
τη Βανέσα καταλάβαιναν πως ήταν απολύτως αφοσιωμένη στο Μάρκο. Επομένως ο Κοσμάς δεν
είχε καν τη δικαιολογία πως η Βανέσα έψαχνε για το διάδοχό του.
Έσφιξε τα χείλη του συλλογισμένος. Ήξερε καλά το λόγο για τον οποίο ο Κοσμάς θεωρούσε
πιθανό η Βανέσα να είναι σύντομα διαθέσιμη. Υπέθετε πως ο Μάρκος γρήγορα θα αποκτούσε
σύζυγο και επομένως θ’ αναγκαζόταν να παραμερίσει την ερωμένη του.
Πήγε κακόκεφος ως την γκαρνταρόμπα για να βγάλει ένα πουκάμισο. Όσο κι αν απεχθανόταν ν
γίνεται ωμός, ίσως τελικά έπρεπε να μιλήσει έξω από τα δόντια στον Κοσμά... και στην
Κωνσταντίνα μάλιστα! Και να τους πληροφορήσει πως δε σκόπευε να παντρευτεί την Αθηνά.
Ούτε καμιά άλλη γυναίκα.
Κι αυτό σήμαινε, φυσικά, μία ακόμα αντιπαράθεση με τον πατέρα του, στον οποίο θα έλεγε μια γι
πάντα να πάψει ν’ ασχολείται με τη ζωή του.
Κοίταξε τη Βανέσα που είχε καταπιαστεί με το στρώσιμο του κρεβατιού... Ο Μάρκος είχε προσέξε
ότι ποτέ δεν άφηνε αυτή τη δουλειά στην καμαριέρα. Το βλέμμα του μαλάκωσε. Να ποια ήταν η
μοναδική γυναίκα που ήθελε. Αφοσιωμένη, αισθησιακή, χωρίς απαιτήσεις. Η τέλεια μαιτρέσα.
Φόρεσε το πουκάμισο, τεντώνοντας με απόλαυση τους μυς του κορμιού του. Αισθανόταν την
ευχάριστη ζωντάνια που πάντοτε του χάριζε το σεξ με τη Βανέσα. Κοίταξε πάλι τη λεπτή, γεμάτη
χάρη σιλουέτα της καθώς έσκυβε να χτυπήσει τα μαξιλάρια. Ναι, σίγουρα ήταν η καλύτερη ερωμένη
που είχε ποτέ του!
Πήρε τα μανικετόκουμπα και άρχισε να τα περνάει στις μανσέτες του. Συνοφρυώθηκε.
Εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί του είχε κάνει εκείνη την άσχημη σκηνή λίγο πριν
ξαπλώσουν στο κρεβάτι. Ο Κοσμάς το είχε παρατραβήξει μ’ εκείνα τα σμαράγδια και πράγματι στην
αρχή ο Μάρκος της είχε μιλήσει έντονα. Μόλις όμως την άκουσε να αρνείται κατηγορηματικά πως
προκάλεσε η ίδια το ενδιαφέρον του Κοσμά, της ξεκαθάρισε πως δεν την κατηγορούσε πια για ό,τ
είχε συμβεί.
Έσμιξε ακόμα περισσότερο τα φρύδια του. Γιατί άραγε η Βανέσα είχε αντιδράσει έτσι όταν τη
διαβεβαίωσε πως θα συνέχιζε να είναι η ερωμένη του; Του φαινόταν ακατανόητο.
Έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό του. Ίσως έφταιγαν οι ορμόνες της ή κάτι τέτοιο που γινόταν
υπερευαίσθητη. Αυτή η σκέψη τον δυσαρέστησε. Αν είχε τώρα τέτοια συμπτώματα, μάλλον θα
ήταν... εκτός μάχης όταν εκείνος θα επέστρεφε από τη Μελβούρνη.
Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν μπορούσαν να κάνουν έρωτα... Δεν
τα κατάφερε. Του φαινόταν πως είχε περάσει πολύ περισσότερος καιρός απ’ ό,τι συνήθως...
«Μάρκο;»
Η Βανέσα είχε τελειώσει το στρώσιμο του κρεβατιού και είχε έρθει κοντά του. Έστρεψε αμέσως
την προσοχή του σ’ εκείνη. Πόσο όμορφη ήταν! Ψηλή και λαμπερή, μ’ εκείνα τα υπέροχα μαλλιά να
πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της... Μια εκθαμβωτική καλλονή.
«Θέλεις να φας κάτι πριν φύγεις;» τον ρώτησε. «Μπορώ να σου ετοιμάσω κάτι; Λίγο καφέ;»
Αντί γι’ άλλη απάντηση την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ήταν απαλή, θερμή. Του άρεσε πολύ να την
κρατάει. Για μια στιγμή αφέθηκε στην απόλαυση της στιγμής.
Δεν ήθελε να φύγει μακριά της.
Όμως η πτήση για τη Μελβούρνη δε θα περίμενε ούτε καν τους επιβάτες της πρώτης θέσης. Έπρεπε
να βιαστεί.
«Μόνο καφέ», της απάντησε τελικά, κάνοντας απρόθυμα ένα βήμα πίσω. Την κοίταξε στα μάτια.
«Θα μου λείψεις», της είπε μαλακά.
Του φάνηκε πως διέκρινε έκπληξη στο βλέμμα της. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Στ’ αλήθεια δεν
ήθελε να φύγει μακριά της αυτή τη στιγμή.
Όμως η δουλειά ήταν δουλειά. Υπήρχαν συσκέψεις στις οποίες έπρεπε να παραβρεθεί, συμφωνίες
τις οποίες έπρεπε να κλείσει. Ήταν πράγματα που έπρεπε να γίνουν μόνο από τον ίδιο, όχι από
κάποιους διευθυντές. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα ο Μάρκος ευχήθηκε να μην υπήρχε ο Όμιλος
Μαρκάκη! Θα έπρεπε να κάνει ό,τι και ο Λίο... Να πάει σ’ ένα όμορφο τροπικό μέρος για να
ξεκουραστεί και να χαλαρώσει. Μαζί, φυσικά, με μια ωραία γυναίκα για συντροφιά, όπως ακριβώς
και ο ξάδερφός του! Τι τον εμπόδιζε λοιπόν να το κάνει;
Τα επόμενα λόγια τού βγήκαν αυθόρμητα.
«Όταν επιστρέψω, πρέπει να τακτοποιήσω μερικά πράγματα εδώ... Μετά τι θα έλεγες να πηγαίναμε
διακοπές; Κάπου όπου δεν είναι χειμώνας. Μπορούμε να πάρουμε το γιοτ από την Καραϊβική, να
γυρίσουμε τα νησιά και να απολαύσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα».
Η έκπληξη εξαφανίστηκε από το βλέμμα της και το πρόσωπό της φωτίστηκε.
«Μα αυτό θα ήταν υπέροχο!» αναφώνησε και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Ω, Μάρκο, πόσο καλός είσα
μαζί μου! Πόσο σ’ α...» Σταμάτησε απότομα σαν να είχε πατήσει ένα διακόπτη. «Πόσο σ’ αρέσει να
με κακομαθαίνεις! Θα ήθελα πολύ να πάμε μαζί διακοπές. Θα είναι τέλεια!»
Ο Μάρκος έκλεισε το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες του.
«Εσύ είσαι τέλεια, Βανέσα», της είπε κι η φωνή του ήταν σαν χάδι.
Ύστερα, απρόθυμα, την άφησε από την αγκαλιά του και συνέχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι του.

«...Σαράντα οχτώ, σαράντα εννιά, πενήντα!» Η Βανέσα ξεφύσηξε κατάκοπη μα ικανοποιημένη κα


ξάπλωσε πίσω στο στρώμα της γυμναστικής. Ύστερα από πενήντα κοιλιακούς τής άξιζε μια μικρή
ανάπαυλα. Όχι όμως για πολύ. Είχε τελειώσει μόνο τις μισές από τις ασκήσεις της και της απέμεναν
ακόμα τα όργανα με τα βάρη. Πάντως, το καρδιαγγειακό της σύστημα είχε ήδη τονωθεί και το δέρμ
σ’ ολόκληρο το κορμί της ήταν ροδαλό και γυάλιζε από τον ιδρώτα.
Σηκώθηκε όρθια. Αν είχε πάρει μερικά επιπλέον κιλά, ο καλύτερος τρόπος να τα ξεφορτωθεί ήταν
η γυμναστική. Τώρα που έλειπε ο Μάρκος ήταν ένας θαυμάσιος τρόπος να περνάει την ώρα της στο
πολυτελές γυμναστήριο στο υπόγειο του κτιρίου. Και πολύ προτιμότερος από το να τριγυρίζει στα
μαγαζιά, όπως είχε κάνει την προηγούμενη φορά, τότε που είχε κολλήσει εκείνη την ίωση.
Τουλάχιστον αυτή η ίωση δεν είχε εξελιχθεί τόσο άσχημα όσο η αρρώστια της όταν επέστρεψαν από
τις πρωτοχρονιάτικες διακοπές στον Άγιο Μαυρίκιο, τότε που αναγκάστηκε να πάρει εκείνα τα
απαίσια αντιβιοτικά. Ό,τι κι αν ήταν, τώρα είχε περάσει. Η Βανέσα ένιωθε απολύτως καλά. Πήρε μι
βαθιά ανάσα, βρήκε την ισορροπία της και άρχισε τις επόμενες ασκήσεις της. Το σώμα της είχε
ζεσταθεί κι ήταν πολύ ευλύγιστο.
Ένας από τους γυμναστές ήρθε κοντά της. «Πώς πάμε σήμερα;»
Η Βανέσα ίσιωσε το σώμα της και χαμογέλασε. «Θαυμάσια. Έκαψα πεντακόσιες θερμίδες, μόλις
τελείωσα πενήντα κοιλιακούς και τεντώνομαι σαν λάστιχο. Είμαι πολύ πιο ευλύγιστη απ’ ό,τι
συνήθως... Οι μύες μου θα πρέπει να ζεστάθηκαν καλά!»
Ο γυμναστής τής χαμογέλασε. «Θαυμάσια. Συνέχισε! Εκτός αν είσαι έγκυος φυσικά. Γιατί αν είσαι,
θα πρέπει να διαμορφώσουμε αναλόγως το πρόγραμμά σου για τους επόμενους μήνες».
Η Βανέσα γέλασε έκπληκτη. «Έγκυος; Όχι βέβαια!»
«Εντάξει», απάντησε ο γυμναστής με φυσικότητα, ρίχνοντας μια γρήγορη, έμπειρη ματιά στην
κοιλιά της. «Απλώς το ανέφερα επειδή είπες πως είσαι πιο ευλύγιστη απ’ ό,τι συνήθως. Η
εγκυμοσύνη μαλακώνει τους συνδέσμους, ξέρεις, επειδή προετοιμάζεται σιγά σιγά το σώμα για τον
τοκετό... Επομένως, αν και κάνεις ευκολότερα τις ασκήσεις, όταν είσαι έγκυος θα πρέπει να είσα
προσεκτική».
Η Βανέσα γέλασε ξανά και συνέχισε τις ασκήσεις της, μη δίνοντας πια σημασία στο σχόλιο του
γυμναστή. Έγειρε μπροστά, έπιασε τα πόδια της στους αστραγάλους κι ύστερα άρχισε να τραβάε
τον κορμό της προς τους μηρούς. Ναι, σκέφτηκε, όσο πίεζε τις γάμπες της για να τεντωθε
περισσότερο, σίγουρα έχω πάρει μερικά κιλά... Ένιωθε ένα φούσκωμα στην κοιλιά της καθώς
διπλωνόταν στα δύο. Αμυδρό, ωστόσο υπαρκτό.
Γεύμα με χαμηλές θερμίδες για σήμερα, κορίτσι μου, είπε στον εαυτό της. Αυτό το φούσκωμ
έπρεπε να εξαφανιστεί.
Έτσι, αντί να επιστρέψει επάνω στο διαμέρισμα μετά τη γυμναστική της, όπως έκανε πάντα, πήγε
ως το μπαρ υγιεινής διατροφής του γυμναστηρίου. Πήρε ένα μπουκάλι ανθρακούχο νερό κι έν
μπολ με φρεσκοκομμένη φρέσκια σαλάτα, διάλεξε ένα από τα περιοδικά μόδας που ήταν
στοιβαγμένα στον πάγκο κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.
Δέκα λεπτά αργότερα καθόταν στην ίδια θέση με τη σαλάτα ανέγγιχτη μπροστά της, κοιτώντας
σοκαρισμένη ένα άρθρο του περιοδικού. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα από την έκπληξη.
Επρόκειτο για την αληθινή μαρτυρία μιας γυναίκας η οποία είχε γεννήσει καταμεσής ενός
πολυκαταστήματος, μη γνωρίζοντας καν πως ήταν έγκυος! Ήταν από εκείνες τις ιστορίες που πάντα
φαίνονται παράλογες και απίστευτες. Πώς ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητη ολόκληρη
εγκυμοσύνη;
Πολύ εύκολα προφανώς.
Η Βανέσα διάβαζε την ίδια παράγραφο ξανά και ξανά, παρ’ όλο που αισθανόταν το αίμα να
παγώνει στις φλέβες της.
«Ένιωθα τόσο ανόητη», έλεγε η γυναίκα. «Ποτέ δεν είχα ακούσει ότι τα αντιβιοτικά μπορεί ν
εξουδετερώσουν το αντισυλληπτικό χάπι και υπέθετα πως, εφόσον εξακολουθούσα να έχω
περιόδους, αν και ελαφριές, δεν ήμουν έγκυος. Απέδιδα τα πρόσθετα κιλά στο ότι έτρωγ
περισσότερο και κάθε φορά που έκανα εμετό νόμιζα πως είχα κολλήσει κάποια ίωση. Μου διέφυγαν
όλα τα συμπτώματα και δεν μπορούσα να το πιστέψω με τίποτα...»
Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Βανέσα. Αυτή ήταν μια άλλη γυναίκα. Μια ξένη. Δεν είχε καμιά σχέση
μαζί της.
...Μου διέφυγαν όλα τα συμπτώματα...
Οι λέξεις χόρευαν μπροστά στα μάτια της, την έκαιγαν σαν πυρακτωμένο σίδερο.
...Δεν μπορούσα να το πιστέψω με τίποτα...
Ούτε κι εγώ το πιστεύω, είπε μέσα της με πάθος. Δεν το πιστεύω, γιατί δεν είναι αλήθεια. Δεν
μπορεί να είναι αλήθεια, γιατί δεν είμαι έγκυος... Δεν αισθάνομαι έγκυος, δε φαίνομαι έγκυος...
Έκλεισε τα μάτια της παλεύοντας να διατηρήσει τα λογικά της και να παραμείνει ψύχραιμη.
Θα αγόραζε ένα τεστ από το φαρμακείο. Μόνο έτσι θα ησύχαζε. Δεν είχε νόημα να ταράζεται μ’
ένα άρθρο που εξιστορούσε την περιπέτεια μιας άγνωστης. Ένα τεστ κυήσεως θα της αποδείκνυε
πως φερόταν ανόητα. Θα αγόραζε ένα το απόγευμα... Όχι το απόγευμα, τώρα αμέσως. Ναι, αυτό θ
έκανε. Για να αποδείξει πως δεν ήταν έγκυος.
Φυσικά και δεν είμαι έγκυος!
Κι αν είμαι;
Έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν ήταν έγκυος κι ούτε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί.
Δεν μπορούσε να είναι έγκυος. Ήταν αδύνατον.

Το χέρι του Μάρκου χάιδεψε τη μεταξένια επιδερμίδα του γυμνού μηρού της Βανέσα. Μπορεί να
είχε απορυθμιστεί ο οργανισμός του από τη διαφορά της ώρας, μπορεί να είχε εξαντληθεί από την
εικοσιτετράωρη πτήση η οποία τον είχε φέρει στο Λονδίνο μέσα στα μαύρα χαράματα, μπορεί ν
τον περίμενε σκληρή δουλειά και να ήταν αδύνατο να πάνε διακοπές στην Καραϊβική για τις
επόμενες δέκα ημέρες τουλάχιστον, όμως με τη Βανέσα στην αγκαλιά του δεν παραπονιόταν γι
τίποτα.
Πόσο όμορφα ένιωθε που βρισκόταν πάλι κοντά της! Και μόνο που ήξερε πως η Βανέσα ήταν εκεί
και τον περίμενε, όμορφη, αισθησιακή, αξιολάτρευτη, αυτό τον αντάμειβε όχι μόνο για το
εξουθενωτικό ταξίδι, αλλά και για τη μαρτυρική βραδιά που είχε περάσει στο σπίτι της θείας του.
ταν ολοφάνερο πως την είχαν ενημερώσει λεπτομερώς για την κατάσταση τόσο ο πατέρας του όσο
και η Κωνσταντίνα Δημάκη. Και χρειάστηκε ν’ ασκήσει όλη του τη διπλωματία για να ξεφύγει από
τις πιέσεις της, ώστε να μη συμφωνήσει πως ήταν έτοιμος να υποκύψει και να παντρευτεί την Αθην
Δημάκη.
«Ω, για το όνομα του Θεού, Μάρκο, δε θα είναι δα βασανιστήριο!» είχε ξεσπάσει κάποια στιγμή η
θεία του. «Πρόκειται για μια έξοχη κίνηση. Η συνένωση των δύο περιουσιών των Μαρκάκηδων και
Δημάκηδων θα ήταν πολλαπλά ωφέλιμη. Δε θα είχα καμιά αντίρρηση να την πάρει ο δικός μου γιος,
ο Λίο. Αν δεν το κάνει εκείνος, τότε σίγουρα θα πρέπει να το κάνεις εσύ! Όποιος από τους δύο κι αν
την παντρευτεί, τα χρήματα θα έρθουν στην οικογένεια κι αυτό είναι που μετράει. Άλλωστε», είχε
συνεχίσει προκλητικά, «αν εσύ κι ο γιος μου νομίζετε πως ένας γάμος θα εμποδίζει τις
περιπετειούλες σας και ειλικρινά δεν ξέρω ποιος από τους δυο σας είναι χειρότερος στον τομέ
αυτόν, τότε μην ανησυχείτε καθόλου. Ο θείος σου έβρισκε καινούρια ερωμένη κάθε μήνα μετά το
δικό μας μήνα του μέλιτος. Και δε διαμαρτυρήθηκα ποτέ. Γιατί να το κάνω; Έγινα μία Μαρκάκη και
εφόσον ο σύζυγός μου θα φρόντιζε ν’ αποκτήσουμε διάδοχο, τότε δε ζητούσα τίποτε άλλο απ’
αυτόν. Η δική σου μητέρα ήταν ανόητη που προκάλεσε τόση φασαρία με την απρεπή συμπεριφορ
της, ατιμάζοντας τον εαυτό της και την οικογένεια έτσι όπως επιδείκνυε παντού τους εραστές της.
Διακριτικότητα, Μάρκο. Μόνο αυτό χρειάζεται. Διακριτικότητα. Λοιπόν...»
Στύλωσε πάνω του το βλέμμα της συνωμοτικά. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι είτε ν’
αλλάξεις τη μαιτρέσα σου με μια καινούρια όταν η Αθηνά θα είναι πλέον έγκυος, είτε, αν το
προτιμάς, να βάλεις την εκθαμβωτική κοκκινομάλλα σου σ’ ένα δικό της διαμέρισμα ώσπου να
αρχίσεις ξανά να την επισκέπτεσαι. Ναι, μην απορείς πώς ξέρω γι’ αυτή. Την είδα στις φωτογραφίες
με τα κοσμήματα!»
Ξαφνικά η έκφρασή της σκλήρυνε. «Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να την παντρευτείς; Γι’ αυτό
αρνείσαι τόσο πεισματικά την Αθηνά;»
Η φωνή της ήταν κοφτερή. Η δική του ακόμα περισσότερο.
«Μια ερωμένη είναι, τίποτε άλλο. Και να είσαι σίγουρη, αγαπητή μου θεία, πως ούτε κι εγώ θέλω
τίποτε άλλο. Δεν αναζητώ σύζυγο. Βγάλτε το από το μυαλό σας». Της έριξε μια πικρόχολη ματιά.
«Άλλωστε, ύστερα από το παράδειγμα του γάμου των γονιών μου και του δικού σου, νομίζω πως
δεν πρέπει να απορείς που αισθάνομαι έτσι».
«Μα ποιος μίλησε τώρα για αισθήματα;» Η θεία του ρουθούνισε περιφρονητικά. «Τι δουλειά έχουν
τα αισθήματα; Τώρα μιλάμε για γάμο, Μάρκο, τίποτα παραπάνω. Και είναι καιρός να δεις το ζήτημα
με λογική!»
Τώρα που βρισκόταν ασφαλής πίσω στη Βανέσα, δεν του χρειαζόταν ούτε να δει το ζήτημα λογικά,
όπως τον είχαν συμβουλέψει ο πατέρας του και η θεία του, ούτε καν να σπαταλάει το χρόνο του με
το να σκέφτεται κάτι που δε θα συνέβαινε ποτέ.
Το γάμο του, με οποιαδήποτε γυναίκα.
Εξάλλου, σκέφτηκε καθώς το χέρι του συνέχισε να ταξιδεύει τρυφερά στο κορμί της, ποιος
χρειαζόταν το γάμο όταν είχε στη διάθεσή του μια τόσο πρόθυμη και πανέμορφη γυναίκα;
Με αργές κινήσεις χάιδεψε το απαλό φούσκωμα της κοιλιάς της. Ήταν ζεστή, απαλή και λεία, ο
καμπύλες της γεμάτες. Το χέρι του συνέχισε προς τα πάνω κι έφτασε στο στήθος της. Το έκλεισε
στην παλάμη του και το αισθάνθηκε πιο γεμάτο απ’ ό,τι το θυμόταν. Ακόμα πιο θελκτικό.
Άλλαξε θέση και χαμήλωσε το στόμα του. Την άκουσε να βογκάει ηδονικά. Αυτός ο ήχος και η
υπέροχη αίσθηση του στήθους της κάτω από τα χείλη του τον ερέθισαν ακόμα περισσότερο.
Ένιωσε το κορμί του να ανταποκρίνεται. Με μια κίνηση βρέθηκε πάνω της.
Ήταν ώρα ν’ απολαύσει την επιστροφή του στο σπίτι.

«Κλείσε τα μάτια σου».


Η Βανέσα σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Το κορμί της ακτινοβολούσε ακόμα από τη
χαρά του έρωτα που μόλις είχε ζήσει.
«Εμπρός, κλείσε τα μάτια σου», επανέλαβε, φιλώντας την ανάλαφρα στο στόμα.
Σφάλισε υπάκουα τα βλέφαρά της. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά και τα μέλη της ήταν
εξαντλημένα. Του είχε δοθεί απόλυτα, με μια ένταση που έσβησε καθετί γύρω της, κάθε άλλη σκέψη
από το μυαλό της.
Η Βανέσα ένιωσε το βάρος του να μετατοπίζεται ελαφρά, ύστερα άκουσε ένα «κλικ» και, τέλος,
κάτι κρύο γλίστρησε πάνω στο δέρμα της. Άνοιξε τα βλέφαρά της.
Κι έβγαλε μια μικρή κραυγή.
«Ω, Μάρκο, είναι πανέμορφα!» αναφώνησε με ορθάνοιχτα τα μάτια.
«Οπάλια από την Αυστραλία. Κάθε πέτρα έχει ένα ουράνιο τόξο στην καρδιά της». Στόλισε το
λαιμό της με το περιδέραιο και μουρμούρισε: «Εξαιρετικό. Αλλά εσύ...» Έδωσε ένα ακόμα απαλό
φιλί στο στόμα της. «Είσαι ακόμα πιο εξαίσια». Σήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει μέσα στα
μάτια. «Κάθε στιγμή μακριά σου ήταν μαρτύριο», της είπε σιγανά.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε, έλαμψε από ευτυχία.
«Ω, Μάρκο... Το εννοείς;»
Της χαμογέλασε. «Το αμφισβητείς;» τη ρώτησε, πάντα με φωνή απαλή σαν χάδι.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Ποτέ. Ω, Μάρκο!» Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του και
τον έσφιξε πάνω της.
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι δίχως να μιλούν. Μια βαθιά ευχαρίστηση τον πλημμύριζε. Χάιδεψε
τρυφερά τα μαλλιά της.
«Εγώ σου έλειψα;» τη ρώτησε.
«Κάθε λεπτό!»
«Ωραία». Την έβαλε πλάι του, με το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. Άπλωσε την παλάμη του
πάνω στη λεία επιφάνεια της κοιλιάς της. Του φάνηκε πιο στρογγυλή. Αυτό δεν τον ενοχλούσε. Οι
αδύνατες γυναίκες δεν ήταν του γούστου του και η Βανέσα κάθε άλλο παρά αδύνατη ήταν...
Και του ανήκε, πιστά και ολοκληρωτικά.
Ποτέ του δεν είχε καλύτερη ερωμένη.
Η ικανοποίηση τον συνεπήρε ξανά. Η δυσάρεστη ανάμνηση της σκηνής με τη θεία του ξεθώριασε
τελείως. Ήταν ανώφελες όλες αυτές οι μηχανορραφίες του πατέρα, της θείας του και της
Κωνσταντίνας Δημάκη. Ο Μάρκος δεν επρόκειτο να παντρευτεί ποτέ, αυτό ήταν όλο. Τίποτα και
κανένας δε θα τον οδηγούσε στην εκκλησία.
Ένιωσε το κεφάλι της να μετακινείται ελαφρά πάνω στο στήθος του.
«Μάρκο;»
«Ναι;»
«Σου... έλειψα;» Η φωνή της ακουγόταν διστακτική.
Της χαμογέλασε. «Μα δε σου έδειξα μόλις τώρα πόσο πολύ;»
Εκείνη έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή. «Ναι. Εννοώ όμως... ήταν μόνο το σεξ που σου έλειψε;»
Ο Μάρκος γέλασε σιγανά. «Σίγουρα πάντως δε βρήκα παρηγοριά σε άλλη αγκαλιά, σ’ το
ορκίζομαι», της απάντησε ανάλαφρα.
Η Βανέσα σώπασε ξανά.
«Μάρκο;»
«Ναι;» Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν ανάμεσα στα μαλλιά της.
«Τι... τι νομίζεις πως πρόκειται να συμβεί;»
Της χαμογέλασε. «Αυτή είναι μια αρκετά γενική ερώτηση. Θα ήθελες να γίνεις λίγο πιο
συγκεκριμένη; Μιλάς για τον αυριανό καιρό ή για τη γεωπολιτική κατάσταση;»
Την άκουσε να ξεροκαταπίνει. «Εννοώ, τι νομίζεις πως θα συμβεί... μ’ εμάς».
«Εμάς;»
Ένιωσε την ανάσα της ζεστή πάνω στο στήθος του.
«Ναι».
«Ε, όπως σου είπα, αμέσως μόλις ξεμπερδέψω από τις δουλειές μου, θα πάμε στην Καραϊβική.
Εκτός φυσικά αν προκύψει κάτι», πρόσθεσε. Η ζωή του επιχειρηματία ήταν αρκετά απρόβλεπτη και
δεν ήθελε να δώσει υποσχέσεις τις οποίες δε θα μπορούσε να κρατήσει.
Όταν του ξαναμίλησε, η φωνή της είχε τον ίδιο πάντα δισταγμό.
«Εννοώ... μ’ εμάς... γενικότερα».
Ένας αδιόρατος εκνευρισμός τον κυρίεψε ξαφνικά. Το είχε ξαναζήσει αυτό. Είχε ακούσει γυναίκες
να του κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις για τη σχέση τους, να μιλούν για σχέδια, να εκφράζουν
προσδοκίες. Και ήταν ένα από τα πράγματα που εκτιμούσε περισσότερο στη Βανέσα, το γεγονός ότι
ζούσε τη σχέση τους χωρίς τέτοιες ερωτήσεις και προβληματισμούς.
Αναστέναξε. Ίσως ήταν καιρός να της το ξεκαθαρίσει.
Μετατόπισε το βάρος του και την άφησε να γείρει πίσω στα μαξιλάρια. Ανασηκώθηκε στον αγκώνα
του.
«Βανέσα, τι σημαίνουν όλα αυτά;»
Τον κοίταξε. Κάποιος φόβος τρεμόπαιξε στα μάτια της κι ένιωσε αμέσως ένοχος. Ήταν τόσο
καλόβολη, υπάκουη και αφοσιωμένη που δεν είχε ποτέ της απαιτήσεις, έκανε όλα όσα της ζητούσε
χωρίς κανένα παράπονο, χωρίς φασαρίες... Αποδεχόταν τα πάντα στωικά.
Είδε τα χείλη της να τρέμουν. Η έκφρασή του μαλάκωσε και, χαμηλώνοντας αργά το στόμα του, τη
φίλησε.
«Βανέσα... περνάμε υπέροχα. Ας μη βαρύνουμε το κλίμα, εντάξει;»
Τον κοιτούσε επίμονα με μάτια πελώρια. Μέσα τους υπήρχε μια έκφραση που δεν του άρεσε. Τον
έκανε να νιώθει άβολα.
«Βανέσα, μ’ αρέσει που σε έχω κοντά μου περισσότερο από κάθε άλλη ερωμένη που είχα ποτέ
μου», της είπε. «Και νομίζω πως σου δείχνω την εκτίμησή μου... Δε σου τη δείχνω;» Σήκωσε ένα
από τα οπάλια με το δάχτυλό του.
Η έκφρασή της έδειχνε συντετριμμένη.
«Δεν... δεν πιστεύεις ότι περιμένω από σένα να μου χαρίζεις όμορφα πράγματα, έτσι δεν είναι,
Μάρκο; Σε παρακαλώ, μην το πιστεύεις. Δε θα το άντεχα!»
«Μα μου αρέσει να σου χαρίζω όμορφα πράγματα».
«Ναι, μα δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις! Ω, Μάρκο, το πιστεύεις αυτό, έτσι;» Ξαφνικά η
φωνή της ήταν γεμάτη ένταση.
Της χαμογέλασε. «Σου είπα... Μου αρέσει να σου δίνω τέτοια πράγματα».
«Ναι, μα...» Η Βανέσα σώπασε. Τον κοιτούσε επίμονα, ερευνητικά, γεμάτη αγωνία. «Μάρκο...» Η
φωνή της ήταν και πάλι διστακτική. «Δεν... δεν προσπαθώ να γίνω φορτική, ειλικρινά. Το ξέρω πως
δε θα σου άρεσε καθόλου. Μόνο που...»
Ο Μάρκος άφησε το περιδέραιο να πέσει πάλι στο λαιμό της και απομάκρυνε το χέρι του. Δεν
ήθελε να κάνει αυτή τη συζήτηση. Και, πολύ περισσότερο, δεν ήθελε να ξαναθίξει άλλη φορά η
Βανέσα το ίδιο θέμα. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος όσο ήταν ακόμα νωρίς. Ένα νέο κύμα εκνευρισμού
τον πλημμύρισε. Μια αίσθηση βαθιάς απογοήτευσης. Η Βανέσα του είχε φανεί εντελώς διαφορετική
από τις γυναίκες που στο παρελθόν είχαν επιχειρήσει να θίξουν τέτοια ζητήματα.
Δεν του άρεσε να σκέφτεται πως ήταν κι εκείνη έτσι. Και απορούσε για την απότομη αλλαγή της.
Αναρωτήθηκε αν κάποιος της είχε βάλει περίεργες ιδέες στο μυαλό. Η έκφρασή του σκοτείνιασε
ξαφνικά.
Ο Κοσμάς Δημάκης. Μήπως ήταν ο υπεύθυνος για όλα αυτά; Μήπως την είχε κάνει ν
συνειδητοποιήσει πόσο εύκολα μπορούσε να διαλέξει έναν άλλον εραστή;
Η οργή του φούντωσε. Όχι, σε καμία περίπτωση η Βανέσα δε θα διάλεγε άλλον εραστή! Ήταν δική
του... και δε χωρούσε καμία συζήτηση πάνω σ’ αυτό!
Με ένα ενστικτώδες αίσθημα κτητικότητας, γύρισε ανάσκελα και τύλιξε το μπράτσο του γύρω της.
τσι ήταν καλύτερα. Ένιωθε όμορφα κρατώντας την αγκαλιά. Βολεύτηκε με άνεση στα μαξιλάρια,
το κεφάλι της Βανέσα στον ώμο του και η διάθεσή του βελτιώθηκε.
«Τώρα μπορείς να γίνεις όσο φορτική θέλεις», την πείραξε κι ακούμπησε πάλι το χέρι του πάνω
στην κοιλιά της, απλώνοντας τα δάχτυλά του έτσι όπως του άρεσε να κάνει. Την ένιωσε να
σφίγγεται.
Άραγε ανησυχούσε επειδή είχε πάρει βάρος; Μήπως νόμιζε πως δε θα του άρεσε; Δεν ήθελε να την
αφήσει με τέτοια εντύπωση.
«Μην πανικοβάλλεσαι», της είπε εύθυμα. «Μ’ αρέσεις έτσι απαλή και στρογγυλή... σαν ώριμο
ροδάκινο».
Μα τα τρυφερά του λόγια δε φάνηκαν να τη χαλαρώνουν. Ίσως έφταιγε η συζήτηση που είχαν
προηγουμένως. Κι έτσι να ήταν, ο Μάρκος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ζούσε τη ζωή
μόνο με τους δικούς του όρους.
Όσο για το μέλλον, τουλάχιστον το άμεσο, αφού δε χρειαζόταν να κοιτάξει μακρύτερα, θα ζούσε
τη ζωή με τη Βανέσα στο πλευρό του. Στο κρεβάτι του.
Ίσως αυτό ήταν που την ανησυχούσε. Ίσως ένιωθε πως η ζωή της πλάι του θα τελείωνε σύντομα.
Πάνω σ’ αυτό μπορούσε να της μιλήσει με σιγουριά. Της το είχε ξαναπεί και άλλοτε πως την ήθελε
ακόμα για ερωμένη του. Προφανώς ήταν καιρός να το επαναλάβει.
Έστριψε ελαφρά το κεφάλι του και τα χείλη του άγγιξαν το μέτωπό της. Ήταν μια κίνηση που είχε
σκοπό να την καθησυχάσει, μα και να της δηλώσει πως του ανήκε.
«Μήπως ανησυχείς ότι άρχισα να σε βαριέμαι; Αυτό είναι; Γιατί αν είναι έτσι, δεν πρέπει να σε
απασχολεί. Εντάξει; Το εννοούσα όταν σου είπα πως μου έλειψες. Δε μου αρέσει όταν αναγκάζομαι
να φύγω μόνος και, αν το έχεις προσέξει, δεν το κάνω παρά μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Δε σε παίρνω μαζί μου όπου πηγαίνω;»
«Ναι», του απάντησε εκείνη σιγανά. «Είσαι πολύ καλός μαζί μου, Μάρκο. Απλώς...»
«Τι πράγμα;»
Θα πρέπει να διέκρινε την ανυπομονησία που κρυβόταν στη φωνή του, γιατί το φοβισμένο βλέμμ
εμφανίστηκε ξανά στα μάτια της. Αυτή τη φορά όμως η Βανέσα δεν έμεινε σιωπηλή. Αυτή τη φορά
μίλησε.
«Ας υποθέσουμε ότι συμβαίνει κάτι, Μάρκο».
Ανασήκωσε τα φρύδια του με απορία. «Σαν τι μπορεί να συμβεί δηλαδή; Να συγκρουστεί με τη Γη
κανένας αστεροειδής;»
Η Βανέσα ξεροκατάπιε. «Όχι. Εννοώ... κάτι μ’ εμάς. Κάτι... που θα αλλάξει τα πράγματα».
«Όπως το να μπεις στον πειρασμό να πας στο Μεξικό με κάποιον που σου υποσχέθηκε ένα ακριβό
σμαραγδένιο περιδέραιο;» την πείραξε χωρίς κακία. Δεν του άρεσε που είχε επανέλθει στο ίδιο θέμα.
Μα η προσπάθειά του να της τραβήξει αλλού την προσοχή απέτυχε.
Ένιωσε την ένταση του κορμιού της στην αγκαλιά του. Δεν τον κοιτούσε και είχε τα μάτια της
κλειστά.
«Τι μπορεί να συμβεί, Βανέσα;» Τώρα δεν υπήρχε χιούμορ στη φωνή του, ούτε όμως και θυμός. Ο
τόνος του ήταν απολύτως ουδέτερος. Μερικές φορές ήταν ο μόνος τρόπος για να εκμαιεύσει κανείς
αυτό που ο άλλος προσπαθούσε να του πει.
Ή να του κρύψει.
Ξαφνικά, με τη σιγουριά που είχε όταν βρισκόταν σε κάποια επαγγελματική διαπραγμάτευση και ο
αντίπαλός του έκανε κάποια παραπλανητική κίνηση, ο Μάρκος κατάλαβε πως η Βανέσα θα άρχιζε
τις υπεκφυγές.
Δε θα το ανεχόταν! Εκείνη ήταν που άνοιξε μια τόσο σοβαρή συζήτηση. Τώρα έπρεπε να τη
φτάσουν ως το τέλος.
«Τι μπορεί να συμβεί;» την ξαναρώτησε με τον ίδιο ουδέτερο τόνο.
Την ένιωσε πάλι να ξεροκαταπίνει. «Τίποτα... Ειλικρινά, τίποτα».
Γιατί το έκαναν αυτό οι γυναίκες; σκέφτηκε εκνευρισμένος από την απάντησή της. Γιατί άρχιζαν να
λένε κάτι κι ύστερα έλεγαν «τίποτα» σ’ αυτό τον τόνο;
«Βανέσα;» Ήθελε να το ξεκαθαρίσουν μια για πάντα. Δεν είχε διάθεση για τέτοια παιχνίδια... Ποτέ
δεν είχε διάθεση για τέτοια παιχνίδια, πολύ περισσότερο μια στιγμή σαν αυτή που το κορμί και το
μυαλό του ήταν χορτασμένα από ερωτική ικανοποίηση, μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι στην άλλη
άκρη του κόσμου και τη δύσκολη αντιπαράθεση που είχε εκεί με τη θεία του. Όχι, σίγουρα δεν ήταν
αυτό που ήθελε τούτη τη στιγμή.
Μα έπρεπε να γίνει. Δεν ήθελε να αναφερθούν ποτέ ξανά στο ίδιο θέμα.
«Δεν μπορείς να μου λες ‘τίποτα’ κι ύστερα να σωπαίνεις».
Την ένιωσε να σφίγγεται, αλλά έκανε την καρδιά του πέτρα. Η ζωή του με τη Βανέσα ήταν πολύ
καλή για να επιτρέψει σε τέτοιες δυσάρεστες σκηνές να τη χαλάσουν.
«Λοιπόν; Σε ακούω».
Έγινε μια μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη παύση. Τελικά, η Βανέσα του απάντησε.
Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε στα ίσια. Μέσα στα βάθη τους φώλιαζαν η αγωνία και ο φόβος.
«Ας υποθέσουμε πως έμενα έγκυος».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Για μια ατέλειωτη στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ύστερα, πολύ προσεκτικά, ο Μάρκος μίλησε.
«Είσαι έγκυος;» Η φωνή του ακούστηκε εντελώς ουδέτερη, μα προσπάθησε πολύ για να το
καταφέρει. Το μυαλό του είχε αδειάσει εντελώς. Ήταν πολύ σημαντική ερώτηση.
Την άκουσε να παίρνει μια ανάσα.
«Όχι», του απάντησε τελικά.
Η ανακούφισή του ήταν απερίγραπτη.
«Όμως...» συνέχισε εκείνη. «Όμως αν ήμουν, τι θα... τι θα...»
«Όμως δεν είσαι. Επομένως τέτοιου είδους εικασίες είναι άσκοπες. Ειδικά αφού δεν πρόκειται ν
μείνεις έγκυος... Έτσι δεν είναι, Βανέσα;»
Την κοίταξε κατευθείαν μέσα σ’ εκείνα τα πελώρια μάτια. Γιατί ήταν τόσο ανέκφραστα ξαφνικά;
Μια σκέψη είχε καρφωθεί στο υποσυνείδητό του, αλλά την αγνόησε. Συγκεντρώθηκε μόνο στ
επόμενα λόγια του.
«Αν ανησυχείς για τη μέθοδο αντισύλληψης που ακολουθείς τώρα, μπορούμε να την αλλάξουμε.
Πήγαινε στο γιατρό σήμερα το απόγευμα και βρείτε μια άλλη λύση». Έκανε μια γενναία απόπειρα ν
δώσει έναν ελαφρύτερο τόνο σ’ αυτή την αβάσταχτη συζήτηση. «Θα ανεχτώ ακόμη και τα
προφυλακτικά, αν αυτό σε ευχαριστεί. Δεν είναι θυσία αυτό;» Πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει.
Εκείνη όμως δεν του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Τα μάτια της τον κοιτούσαν ακόμα το ίδια
ανέκφραστα, το ίδιο αβέβαια.
Τον κυρίευσε μια έντονη ενόχληση. Δεν το ήθελε, ήξερε όμως πως ήταν η στιγμή να γίνει σκληρός.
Δεν περίμενε πως θα έκανε ποτέ αυτή την καταραμένη κουβέντα με τη Βανέσα.
Ίσως τελικά όλες οι γυναίκες είναι ίδιες, σκέφτηκε. Παρά τις πρώτες εντυπώσεις.
Ανασηκώθηκε κι έπιασε το μπουρνούζι του που το είχε βγάλει μετά το ντους. Ύστερα σηκώθηκε
από το κρεβάτι, το φόρεσε κι έδεσε τη ζώνη. Δεν ήθελε, μα έπρεπε να το κάνει.
Πήρε μια κοφτή ανάσα και ξεκίνησε.
«Βανέσα, σ’ το είπα και άλλοτε. Είσαι η καλύτερη ερωμένη που είχα ποτέ μου και σε εκτιμώ πολύ.
Αλλά...» Τα μάτια του την κοίταξαν μεταβιβάζοντας το μήνυμα. «Είναι ένα πολύ αλλά
μεγάλο
κα
θα πρέπει να το καταλάβεις καλά. Δεν πρόκειται να σε παντρευτώ. Κάτω από οποιεσδήποτε
συνθήκες. Γι’ αυτό μην προσπαθήσεις, σε παρακαλώ, να παζαρέψεις τη ζωή ενός παιδιού
προκειμένου να πετύχεις αυτόν το στόχο. Γιατί αν υποψιαστώ έστω και στο ελάχιστο ότι σκοπεύεις
να παίξεις ένα τέτοιο παιχνίδι, τότε θα φύγεις. Κατάλαβες; Χωρίς δισταγμούς, χωρίς δεύτερες
ευκαιρίες. Αν το υποψιαστώ, τελειώσαμε».
Για μια μετέωρη στιγμή στάθηκε εκεί και κοιτούσε τη Βανέσα που ήταν ακόμα ξαπλωμένη στο
κρεβάτι τους.
Το πρόσωπό της δε μαρτυρούσε το παραμικρό.
Ούτε και το δικό του.
«Τελειώσαμε», επανέλαβε και η προειδοποίησή του ακούστηκε σαν τσεκουριά.
Ύστερα έκανε μεταβολή και τράβηξε γραμμή για το μπάνιο.
Στην τεράστια, επίπεδη οθόνη του σαλονιού παιζόταν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Όμως η
Βανέσα δεν την παρακολουθούσε. Κοιτούσε τις εικόνες να εναλλάσσονται χωρίς να τις βλέπει.
Καθόταν κουλουριασμένη στον καναπέ, ενώ η βροχή μαστίγωνε τα τζάμια της βεράντας κι ο αέρας
σφυροκοπούσε ανελέητα γύρω από το ψηλό ρετιρέ.
Ο Μάρκος είχε φύγει. Είχε πάει στα γραφεία του στο Σίτι με τη λιμουζίνα και τους αφοσιωμένους
άντρες του, το Νίκο και το Στέλιο. Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος κι έκανε όλα όσα κάνουν ο
πλούσιοι.
Κοίταξε ευθεία μπροστά της.
Κι εγώ τι είμαι; αναρωτήθηκε. Η απάντηση ήχησε στο μυαλό της σαν πένθιμη καμπάνα.
Η ερωμένη ενός πλούσιου άντρα.
Μια από τις άφθονες πολυτέλειες τις οποίες έχει βάλει ένας μεγιστάνας στη ζωή του για να την
κάνει ευχάριστη και απολαυστική.
Μόνο αυτό είμαι για κείνον... Ποτέ δε θα γίνω κάτι άλλο.
Η μαιτρέσα του...
Μήπως δεν της το είχε ξαναπεί, εκείνο το φριχτό απόγευμα που τη βρήκε με τα σμαράγδια του
Κοσμά Δημάκη;
Μαιτρέσα...
Η Βανέσα είχε κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό της τότε, υποκρινόμενη στον ίδιο της τον εαυτό πως
ήταν μοναχά μια λέξη. Μα τώρα που το σκεφτόταν, ο Μάρκος την είχε αντιμετωπίσει εξαρχής
ακριβώς έτσι... Μια μαιτρέσα προορισμένη για το κρεβάτι και τη διασκέδασή του. Μια μαιτρέσα την
οποία έλουζε στα δώρα και στις περιποιήσεις.
Τίποτα περισσότερο απ’ αυτό.
Κουλουριασμένη εκεί στον καναπέ, ούτε θυμόταν πόσες ώρες, το μυαλό της στριφογύριζε στα ίδι
και τα ίδια...
Νομίζει πως θέλω να τον αναγκάσω να με παντρευτεί... Πως προσπαθώ να τον παγιδέψω να με
παντρευτεί μένοντας έγκυος...
Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, την ανάσα της να κόβεται. Αισθανόταν ολόκληρο το κορμ
της σαν να πάγωνε σιγά σιγά.
Στην αρχή δεν άκουσε το διακριτικό κουδούνι της εξώπορτας. Όταν όμως χτύπησε ξανά και ξανά,
ο ήχος διείσδυσε στις μουδιασμένες αισθήσεις της.
Αργά, πολύ αργά, σηκώθηκε όρθια. Καθόταν ακίνητη τόση πολλή ώρα που τα πόδια της είχαν
μουδιάσει και χρειάστηκε μερικές στιγμές για να καταφέρει να φτάσει με κόπο ως την πόρτα. Όποιος
κι αν ήταν, ό,τι και αν της έφερναν, η Βανέσα δεν το ήθελε.
Όταν όμως άνοιξε την πόρτα, διαπίστωσε πως δεν ήθελαν να της παραδώσουν κάτι.
Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα την οποία δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της.
Η Βανέσα άνοιξε το στόμα της για να ψελλίσει «μπορώ να σας βοηθήσω;» συγκεντρώνοντας τις
δυνάμεις της για να φερθεί ευγενικά και πολιτισμένα. Μα η άγνωστη απλώς πέρασε μέσα και η
Βανέσα έμεινε να την κοιτάζει σαν χαμένη.
Στο χολ η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος της.
«Θέλω να σου μιλήσω».
Το μυαλό της Βανέσα ήταν θολό. Κατέγραψε μόνο ότι η γυναίκα ήταν πανάκριβα ντυμένη, είχε
μεσογειακά χρώματα και μιλούσε αγγλικά με ξενική προφορά. Και εκείνο τον τόνο στη φωνή της
που, όπως είχε μάθει η Βανέσα κοντά στο Μάρκο, οι πλούσιοι χρησιμοποιούσαν σε όσους δεν
ανήκαν στον κύκλο τους.
Τα μάτια της γυναίκας άστραψαν καθώς την κοιτούσε. Ήταν μαύρα και κάθε άλλο παρά φιλικά.
Ποια ήταν; Γιατί είχε ορμήσει με τέτοιο τρόπο μέσα στο διαμέρισμα; Και γιατί δεν της είχε
τηλεφωνήσει πρώτα ο θυρωρός για να τη ρωτήσει αν η κυρία μπορούσε να ανέβει;
Η γυναίκα συνέχισε να την κοιτάζει εχθρικά. Ύστερα, χωρίς να περιμένει πρόσκληση, προχώρησε
μέσα στο σαλόνι.
«Σβήσ’ το αυτό», διέταξε γνέφοντας προς την τηλεόραση.
Η Βανέσα πήγε σιωπηλά ως το τραπεζάκι του σαλονιού και έσβησε την τηλεόραση από το
τηλεχειριστήριο. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Γύρισε. Η γυναίκα μπορεί να ήταν αγενής, η
Βανέσα όμως δεν ήταν.
«Λυπάμαι. Μα δε σας...»
«Είμαι η Κωνσταντίνα Δημάκη», ανήγγειλε η επισκέπτρια σε αυταρχικό τόνο.
«Δημάκη;» Η Βανέσα συνειδητοποίησε τότε σοκαρισμένη πως τελικά αναγνώριζε αυτή τη γυναίκα.
Την είχε ξανασυναντήσει μόνο για μια στιγμή, τότε που έβγαινε μαζί με μια άλλη, νεότερή της μέσα
από το ασανσέρ του ξενοδοχείου Γουέστ Εντ. Τη βραδιά που ο αηδιαστικός Κοσμάς Δημάκης την
πλεύρισε.
Δημάκη; Μήπως αυτή η γυναίκα ήταν σύζυγος εκείνου του καθάρματος; Όχι, δε θα μπορούσε...
ταν μια γενιά μεγαλύτερη, πιο κοντά στα πενήντα παρά στα τριάντα. Ποια ήταν λοιπόν;
«Θα μιλήσω χωρίς περιστροφές». Η φωνή της έδειχνε καθαρά πόσο την περιφρονούσε. Άνοιξε μια
κόκκινη σινιέ τσάντα από λουστρίνι κι έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο έριξε πάνω στο τραπέζι
του σαλονιού.
«Είναι μεταχρονολογημένη», την πληροφόρησε. «Δεν είμαι παράλογη. Σου δίνω δύο εβδομάδες.
Θα πρέπει να είναι αρκετός χρόνος».
Η Βανέσα ξεροκατάπιε. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί αυτή η γυναίκα, που ίσως να ήταν, ίσως και
να μην ήταν η μητέρα του Κοσμά Δημάκη, είχε έρθει εδώ; Η Βανέσα πήρε το χαρτί στα χέρια της.
Ήταν μια επιταγή είκοσι πέντε χιλιάδων λιρών. Το όνομα του δικαιούχου ήταν κενό.
«Δεν καταλαβαίνω», είπε αδύναμα.
Η γυναίκα έβγαλε ένα επιφώνημα εκνευρισμού. «Μήπως είσαι αργόστροφη; Δεν επιθυμώ να μείνω
εδώ περισσότερο απ’ όσο είναι απαραίτητο. Βλέπεις καθαρά ποιο είναι το ποσό και ποια η
ημερομηνία. Δε θα πάρεις δεκάρα παραπάνω, σε διαβεβαιώνω, αν αυτό σκέφτεσαι! Αυτό είνα
αρκετά εύκολο για να το καταλάβεις;»
Η Βανέσα είχε μείνει εμβρόντητη. Αυτό που συνέβαινε ήταν απίστευτο. Μήπως είχε καμιά σχέση
με τις σιχαμερές προθέσεις του Κοσμά Δημάκη για κείνη;
«Κυρία Δημάκη», άρχισε να λέει, «αν πρόκειται για τον... Κοσμά Δημάκη...»
Τα μάτια της γυναίκας άστραψαν από οργή. «Τι πράγμα; Γιατί αναφέρεσαι στο γιο μου;» απαίτησε
να μάθει. «Τι σκαρώνεις; Μήπως να του φορτωθείς;»
Ήταν τόσο προσβλητική που η Βανέσα ήθελε να τη χαστουκίσει. Να λοιπόν που ο Κοσμάς ήταν
πράγματι γιος της... Κι αυτή η γυναίκα είχε το θράσος να την κατηγορήσει πως τον ενοχλούσε!
«Το αντίθετο», της είπε παγερά. «Ο γιος σας συμπεριφέρθηκε με έναν τρόπο που θα πρόσβαλλε
κάθε γυναίκα. Λυπάμαι που το λέω, μα είναι αλήθεια».
«Πώς τολμά κάποια σαν εσένα να απευθύνει μια τέτοια κατηγορία;»
«Επειδή εγώ ήμουν αυτή που δέχτηκα τις προσβολές του! Αν φαντάζεστε πως είναι ευχάριστο να
μου προτείνει ένας άντρας να γίνω ερωμένη του, στέλνοντάς μου ένα σμαραγδένιο βραχιόλι για ν
πειστώ, τότε κάνετε λάθος!»
Τα μάτια της γυναίκας πέταξαν σπίθες. «Τον απέρριψες;»
«Φυσικά και τον απέρριψα!» αντέτεινε η Βανέσα. Ήθελε να διώξει αμέσως αυτή τη γυναίκα.
Μα η Κωνσταντίνα Δημάκη απλώς στένεψε τα μάτια και την κοίταξε με απέχθεια.
«Ώστε ήλπιζες να κερδίσεις περισσότερα. Θα έπρεπε να το περιμένω!» Ανασήκωσε το κεφάλι της
αυταρχικά. «Αυτή η επιταγή είναι τα μόνα χρήματα που πρόκειται να πάρεις... Δε θα αυξηθούν,
όποια τεχνάσματα κι αν χρησιμοποιήσεις. Και μην περιμένεις ότι ο γιος μου θα επαναλάβει την
προσφορά του. Έμαθα πως μόλις την προηγούμενη βδομάδα πήρε μαζί του στο Μεξικό έν
πανέμορφο μοντέλο!» Το ανακοίνωσε θριαμβευτικά σαν να ήταν μια υποτίμηση προς τη Βανέσα.
Ξάφνου η Βανέσα κυριεύτηκε από την επιθυμία να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια. Ένιωθε πως
έπαιρνε μέρος σε κάποια αλλόκοτη φάρσα.
Μα δεν επρόκειτο γι’ αστείο. Όποια κι αν ήταν αυτή η γυναίκα, για όποιο λόγο κι αν είχε εισβάλει
εκεί μέσα, με τα λόγια, τη στάση και τη συμπεριφορά της ήταν εντελώς ανυπόφορη.
Η Βανέσα της έτεινε την επιταγή. «Σας παρακαλώ να πάρετε αυτή την επιταγή πίσω. Δεν έχω ιδέ
γιατί μου τη δίνετε και πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε».
Μίλησε σε ήρεμο, αξιοπρεπή τόνο. Δε θα κατέβαινε στο επίπεδο της άλλης γυναίκας.
Μα ήταν σαν να είχε μιλήσει σε τοίχο. Το πρόσωπο της Κωνσταντίνας Δημάκη έγινε πιο σκληρό
και δεν έκανε καμιά κίνηση ούτε για να πάρει την επιταγή ούτε για να φύγει.
«Είσαι αναιδής! Μα δεν ήρθα εδώ για ν’ ανταλλάξω κουβέντες μαζί σου. Ήρθα... αν και δεν ήμουν
καθόλου υποχρεωμένη να το κάνω, να είσαι σίγουρη, ήρθα απλώς για να κάνω ευκολότερη την
αναχώρησή σου. Για να σε απαλλάξω... από τη δυσάρεστη θέση ν’ ακούσεις τον ίδιο το Μάρκο
Μαρκάκη να σου δίνει την εντολή της αναχώρησής σου».
Το πρόσωπο της Βανέσα έγινε κάτωχρο. «Τι στην οργή σημαίνει αυτό;»
Μια παγερή ικανοποίηση καθρεφτίστηκε στα μάτια της κυρίας Δημάκη.
«Ώστε δεν το ήξερες; Φαίνεται πως σε κράτησε στο απόλυτο σκοτάδι». Η κακία στη φωνή της ήταν
απροκάλυπτη.
«Σχετικά με τι;» Το απλωμένο χέρι της Βανέσα έπεσε στο πλάι.
Η Κωνσταντίνα Δημάκη ύψωσε το πιγούνι της και την κοίταξε με καταφρόνια και ψεύτικο οίκτο.
«Ο χρόνος σου τελείωσε. Σύντομα θα πρέπει να βρεις καινούριο προστάτη. Εξ ου και η προσφορ
μου να επισπεύσω την αναχώρησή σου». Έγνεψε προς την επιταγή που κρεμόταν από τα άνευρ
δάχτυλα της Βανέσα.
Η Βανέσα μίλησε με κόπο. «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάτε».
«Επίτρεψέ μου να σε διαφωτίσω τότε. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο Μάρκος Μαρκάκης δε
θα χρειάζεται να διατηρεί πλέον μαιτρέσα κι έτσι θα σε διώξει. Βλέπεις...» Μια αναμφισβήτητη νότ
θριάμβου χρωμάτισε τα επόμενα λόγια της. «Βλέπεις, πολύ σύντομα πρόκειται να παντρευτεί την
κόρη μου».

Πόνος. Θλίψη. Απόγνωση. Όλα ανάμεικτα, σαν αλάτι σε μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγούσε. Και
δυσπιστία. Αυτά ήταν τα αισθήματα που την κυρίεψαν.
Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια όσα της είχε πει εκείνη η απαίσια γυναίκα.
Ο Μάρκος θα παντρευόταν. Με μια νεαρή Ελληνίδα, την κόρη αυτής της γυναίκας. Με πόση
ευχαρίστηση είχε βγάλει τη Βανέσα από την άγνοιά της, ανακοινώνοντάς της αυτό το εφιαλτικό νέο!
Και ο θρίαμβός της συνεχίστηκε ως το τέλος.
«Μπορείς να ρίξεις αλλού τα δίχτυα σου από δω και στο εξής. Η εξουσία μιας μαιτρέσας είναι
ανύπαρκτη, μ’ ακούς; Ανύπαρκτη σε σχέση με την εξουσία μιας συζύγου! Ξέρω καλά το είδος σου».
Τα χείλη της στράβωσαν χλευαστικά. «Ανοίγετε τα πόδια σας σε κάθε άντρα και...»
«Σας παρακαλώ, φύγετε». Η φωνή της Βανέσα ήταν ήρεμη, μέσα της όμως είχε καταρρεύσει. Είχε
γίνει χίλια κομμάτια.
Πήγε ως την πόρτα και την άνοιξε. Για μια στιγμή η γυναίκα στάθηκε ακίνητη κοιτώντας τη Βανέσ
με κακία και εχθρότητα. Ύστερα προχώρησε και βγήκε στο διάδρομο.
Η Βανέσα έκλεισε την πόρτα πίσω της τρέμοντας σύγκορμη. Δεν ήξερε πώς κατάφερε να φτάσε
πίσω στον καναπέ. Σωριάστηκε εκεί και κάθισε, ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε άλλο.
Έξω η βροχή έπεφτε με αμείλικτη ορμή.
Μετά από πάρα πολλή ώρα σηκώθηκε αργά και κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Πήγε σε μί
από τις κρεβατοκάμαρες, άνοιξε την ντουλάπα και πήρε τις βαλίτσες της από μέσα.
Τις σήκωσε με κόπο, παρ’ όλο που ήταν άδειες. Σιγά σιγά προχώρησε κουβαλώντας τες ως την
κυρίως κρεβατοκάμαρα.
Της πήρε πάρα πολλή ώρα να μαζέψει τα πράγματά της.

Το κινητό τηλέφωνο του Μάρκου χτύπησε. Απάντησε αμέσως.


«Λοιπόν;» βρυχήθηκε.
«Δεν ήταν εκείνη, κύριε».
«Είσαι σίγουρος;»
Η φωνή του Νίκου ακούστηκε επαγγελματική και ουδέτερη από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Η συνοδός του κυρίου Δημάκη είναι ένα μοντέλο ονόματι Σίλβα Ραμπούλι. Ο άνθρωπός μας τους
φωτογράφισε μαζί, αν θέλετε να τους δείτε».
«Όχι, π’ ανάθεμά σε! Μα αν δεν είναι μαζί του...» Σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε.
«Μη σταματήσετε να ψάχνετε», πρόσταξε κοφτά. Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να περιμένε
απάντηση.
Κάθισε στο γραφείο του και κοίταξε μπροστά του το απέραντο δωμάτιο. Όλοι οι μύες του κορμιού
του ήταν σφιγμένοι.
Τρεις μέρες. Είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε που επέστρεψε στο διαμέρισμα και το βρήκε
άδειο. Διαφορετικό.
Κι άλλες φορές είχε γυρίσει στο διαμέρισμα χωρίς να τη βρει εκεί. Μα δεν ήταν το ίδιο. Αυτή τη
φορά διαισθάνθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρά του για να βγάλει το κοστούμι του κι ύστερα έκανε ένα ντους. Το
συνειδητοποίησε την ώρα που σκουπιζόταν: το μπάνιο ήταν διαφορετικό. Πήγε πίσω στην
κρεβατοκάμαρα. Το ίδιο κι εκεί. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον παραξένευε, μετά
όμως το αντιλήφθηκε. Το κομοδίνο της Βανέσα ήταν άδειο. Συνήθως υπήρχε ένα βιβλίο ή μια κρέμα
χεριών. Ίσως την είχε πιάσει κάποια ξαφνική μανία για συγύρισμα.
Πήγε ως την γκαρνταρόμπα για να διαλέξει κάποια άνετα ρούχα. Ήθελε να μείνει στο σπίτι, ν
χαλαρώσει και να ξεκουραστεί.
Να συμφιλιωθεί με τη Βανέσα.
Ήξερε πως δεν έπρεπε να της μιλήσει έτσι. Μπορούσε να της περάσει το απαραίτητο μήνυμα με
περισσότερη διακριτικότητα. Μα η ερώτησή της τον είχε αιφνιδιάσει. Νόμιζε πως μαζί της ήταν
ασφαλής. Πως ήταν διαφορετική από τις άλλες.
Ναι, ήταν διαφορετική. Οι έξι μήνες που ζούσε μαζί της το είχαν επιβεβαιώσει. Καμιά άλλη δεν
υπήρξε τόσο αφοσιωμένη όσο εκείνη. Και γι’ αυτό ακριβώς ο Μάρκος πίστεψε πως δε θα
αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα μαζί της.
Θυμήθηκε κάποια λόγια του ξαδέρφου του. Ένα πρωινό στον πύργο του, λίγο πριν φύγουν για το
χιονοδρομικό κέντρο, ο Λίο τον είχε πάρει παράμερα και του είχε πει προειδοποιητικά: «Βρήκες μι
σπάνια ερωμένη. Μην ξεχνάς όμως, μικρέ μου ξάδερφε, πολλές φορές η αφέλεια μπορεί να
αποδειχτεί εξίσου επικίνδυνη με την πανουργία. Πρόσεχέ την».
Ο Μάρκος είχε απλώς γελάσει. «Πώς ήταν η μελαχρινή σου ομορφιά χτες το βράδυ; Τόσο καλή
όσο φαίνεται;»
Ο Λίο είχε κάνει αμέσως πίσω. Η έκφρασή του είχε σκοτεινιάσει και η φωνή του είχε γίνει ακόμ
πιο τραχιά. «Άσ’ το αυτό».
«Εντάξει, εντάξει. Δεν ανακατεύομαι στα προβλήματά σου».
Τα μάτια του Λίο είχαν αστράψει. «Ίσως έχεις κι εσύ μερικά», του είχε πετάξει φεύγοντας
κακόκεφος από κοντά του.
Ο Μάρκος τον είχε κοιτάξει με οίκτο. Όχι, εκείνος δεν αντιμετώπιζε προβλήματα με τη Βανέσα. Γι’
αυτό και την είχε κρατήσει τόσο καιρό μαζί του. Επειδή δεν τον στενοχωρούσε ποτέ.
Τώρα ανακαλούσε αυτή τη συνομιλία βλοσυρός. Όσα του είχε πει το πρωί, μετά την επιστροφή του
από την Αυστραλία, δεν ήταν μια απόπειρα να τον ξεγελάσει με τη γυναικεία πονηριά της. Τώρα το
αντιλαμβανόταν. Το πρωί δεν το είχε καταλάβει. Είχε αντιδράσει σπασμωδικά λόγω της κούρασής
του από το ταξίδι. Πριν ακόμα φτάσει στο γραφείο του το είχε μετανιώσει. Θα έπρεπε να της είχε
φερθεί με πιο μαλακό τρόπο.
Ήταν άδολη κι εκείνος την είχε πληγώσει. Το είχε δει στο πρόσωπό της.
Ο Μάρκος ένιωθε πολύ άσχημα γι’ αυτό. Και δεν του άρεσε να νιώθει άσχημα.
Είχε αποφασίσει να της στείλει λουλούδια, πολλά λουλούδια, έτσι ώστε να σβήσει εκείνο το
πληγωμένο ύφος από το πρόσωπό της.
Μα δεν πρόλαβε να δώσει τη σχετική εντολή στην προσωπική βοηθό του. Γιατί από τη στιγμή που
πάτησε στο γραφείο τον βομβάρδισαν με δεκάδες επείγοντα ζητήματα που χρειάζονταν τη φροντίδα
του. Έτσι, όταν πια τον έφερε πίσω στο σπίτι ο Νίκος με τη λιμουζίνα, αποφάσισε να την
αποζημιώσει αυτοπροσώπως. Θα την έβαζε να καθίσει, θα της έπιανε το χέρι και θα της εξηγούσε...
Ευγενικά, τρυφερά, αλλά σταθερά. Θα της έδινε να καταλάβει το λόγο που του άρεσε η ζωή του έτσι
όπως ήταν. Θα της επαναλάμβανε πως ήταν η καλύτερη ερωμένη που είχε ποτέ του, πως την
εκτιμούσε στ’ αλήθεια και πως θα ταξίδευαν για την Καραϊβική αμέσως μόλις του δινόταν η
ευκαιρία.
Όμως για να της τα πει όλα αυτά έπρεπε να τη βρει εκεί. Και η Βανέσα ήταν άφαντη. Καθώς
έμπαινε στην ευρύχωρη γκαρνταρόμπα για ν’ αλλάξει ρούχα, ο Μάρκος ένιωσε ένα μικρό
εκνευρισμό. Ίσως είχε πάει ν’ αγοράσει κάποιο καινούριο φόρεμα ή ίσως είχε πάει στο κομμωτήριο
να φτιάξει τα μαλλιά της, θέλοντας να γίνει όμορφη για τη συμφιλίωσή τους. Μόνο που είχε
διαλέξει την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Κοντοστάθηκε και κοίταξε τριγύρω. Κάτι είχε αλλάξει. Η πλευρά όπου κρεμούσε τα δικά της
ρούχα φαινόταν πιο άδεια. Γύρισε προς την τουαλέτα της. Ήταν κι αυτή άδεια από τα μυριάδες
μπουκαλάκια, βαζάκια και σωληνάρια που έβλεπε εκεί καθημερινά. Χωρίς να το σκεφτεί, άνοιξε ένα
από τα συρτάρια.
Ήταν άδειο.
Άνοιξε κι άλλο. Υπήρχαν μόνο μερικά σετ ακριβά εσώρουχα. Το επόμενο ήταν επίσης άδειο.
Άνοιξε το ντουλάπι των παπουτσιών της. Υπήρχαν κάμποσα ζευγάρια, αλλά και πάλι ήταν λιγότερα.
Μα εκείνα τα φθαρμένα πέδιλα που τόσο της άρεσε να φοράει, εκείνα που ο Μάρκος της έλεγε
πάντα να πετάξει επειδή είχαν παλιώσει, αυτά έλειπαν.
Τότε ακριβώς άρχισε να καταλαβαίνει κι ένιωσε ανακούφιση. Η Βανέσα είχε κάνει ένα
ξεκαθάρισμα στα πράγματά της. Ήταν η τυπική αντίδραση μιας γυναίκας που βρισκόταν σε
υπερένταση. Αποφάσισε να ξεσκαρτάρει την γκαρνταρόμπα της για να την ανανεώσει.
Με ανάλαφρη και πάλι την καρδιά ο Μάρκος διάλεξε άνετα ρούχα, ντύθηκε και βγήκε στο σαλόν
για να πιει μια μπίρα. Ένιωθε πως τη χρειαζόταν ύστερα από την ένταση των τελευταίων στιγμών.
Ωστόσο, κατά τις εννιά το ίδιο βράδυ συνειδητοποίησε πως χρειαζόταν κάτι περισσότερο από
μπίρα. Χρειαζόταν τη Βανέσα κι εκείνη δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Η ανακούφισή του έγινε στην
αρχή εκνευρισμός και στο τέλος ανησυχία.
Κατά τα μεσάνυχτα η ανησυχία του μετατράπηκε σ’ ένα βαθύ, συντριπτικό φόβο.
Είχε κιόλας ενημερώσει όλο το προσωπικό ασφαλείας του, η αστυνομία είχε ειδοποιηθεί κι έγινε
έρευνα σε νοσοκομεία και εταιρείες ταξί. Ο θυρωρός είχε καλέσει ένα ταξί για τη Βανέσα το
απομεσήμερο και ανακρίθηκε επανειλημμένα, εντούτοις δεν μπόρεσε να δώσει περισσότερες
πληροφορίες. Ούτε και ο ταξιτζής που βρέθηκε τελικά, αλλά δήλωσε απλώς ότι άφησε τη Βανέσα
στην Όξφορντ Στρητ, δεν ήξερε τίποτα περισσότερο.
Κουβαλούσε μία βαλίτσα, αυτό όμως δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα το Μάρκο, αφού προφανώς
περιείχε τα πράγματα που ήθελε να ξεφορτωθεί. Ήξερε ήδη πως η Βανέσα δεν πετούσε ποτέ ρούχα.
ποτε της έλεγε πως είχε βαρεθεί κάποιο σύνολο, εκείνη το έδινε σ’ ένα από τα φιλανθρωπικά
ιδρύματα.
Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ωστόσο, ο Μάρκος κατάλαβε πια ότι η βαλίτσα δεν
περιείχε ρούχα για το φιλανθρωπικό ίδρυμα. Όχι.
Η Βανέσα τον είχε εγκαταλείψει.
Όταν τελικά το συνειδητοποίησε, η οργή του ήταν ασυγκράτητη. Τι είδους παιχνίδι νόμιζε πως
έπαιζε μαζί του; Ύστερα από έξι μήνες τον παρατούσε χωρίς λέξη; Του άξιζε τέτοια συμπεριφορά;
Εντάξει, υπήρξε λίγο σκληρός μαζί της το τελευταίο τους πρωινό μαζί, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος
για να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Ήταν εντελώς απαράδεκτο να αντιδράσει έτσι.
Εκτός φυσικά κι αν χρειαζόταν μια δικαιολογία για να φύγει...
Αυτή η σκέψη τον πόνεσε σαν μαχαιριά στα σωθικά.
Μήπως η αναχώρησή της είχε σχέση με τον Κοσμά Δημάκη και την προσφορά του να τον
ακολουθήσει στο Μεξικό;
Όχι! Αποκλείεται! Η Βανέσα δεν ήταν από εκείνες τις φιλόδοξες καιροσκόπους που αναζητούσαν
προστάτες χρησιμοποιώντας την εμφάνισή τους για να τους σαγηνεύσουν! Ούτε καμιά έμπειρη
μαιτρέσα για να διαλέγει άντρες ανάλογα με το ύψος του τραπεζικού λογαριασμού και του
κοινωνικού τους κύκλου. Ήταν η Βανέσα. Η δική του Βανέσα.
Η οποία μόλις τον είχε εγκαταλείψει.
Διέταξε το Νίκο να ψάξει και να μάθει αν η Βανέσα είχε πάει να συναντήσει τον Κοσμά στο
Μεξικό. Μα η απάντηση του σωματοφύλακα ήταν αρνητική. Η ανακούφιση του Μάρκου κράτησε
λίγο.
Πού μπορεί να βρισκόταν η Βανέσα λοιπόν;
Και για ποιο λόγο είχε φύγει από κοντά του;
Η υπηρεσία ασφαλείας δεν είχε βρει τίποτα. Τους κατηγόρησε για ανικανότητα, τελικά όμως
παραδέχτηκε πως δεν είχαν κανένα στοιχείο για να ερευνήσουν.
Ζήτησε από τους ανθρώπους του να κινήσουν γη και ουρανό για να τη βρουν. Συνειδητοποίησε
όμως πως δεν ήξερε τίποτα για κείνη, ούτε διεύθυνση ούτε ημερομηνία γέννησης. Όταν
γνωρίστηκαν στο Παρίσι, η Βανέσα του είχε μιλήσει για το παρελθόν και για την οικογένειά της, απ’
όσο μπορούσε όμως να θυμηθεί ο Μάρκος, δεν του είχε αναφέρει το όνομα κάποιας συγκεκριμένης
πόλης. Οι άνθρωποί του έπρεπε να ψάξουν από το μηδέν, έχοντας σαν στοιχείο μόνο το όνομά της.
Την αναζήτησαν μέσα από εκλογικούς καταλόγους και μητρώα γεννήσεων. Βρήκαν μια διεύθυνσή
της, η οποία όμως δεν ίσχυε πια. Το συγκεκριμένο σπίτι είχε πουληθεί στις αρχές του προηγούμενου
Δεκεμβρίου και μολονότι οι νέοι ιδιοκτήτες του έδωσαν το όνομα του συμβολαιογράφου της
σχετικής μεταβίβασης, ο τελευταίος δεν είχε διεύθυνση του πωλητή εκτός απ’ αυτή του ίδιου του
σπιτιού και, κατά τραγική ειρωνεία, του διαμερίσματος του Μάρκου στο Τσέλσι. Οι ερωτήσεις σε
γείτονες ή προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση δεν απέδωσαν το παραμικρό.
Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν η Βανέσα.
Μη σταματήσετε να ψάχνετε, είπε στο Νίκο. Τι νόημα είχε όμως; Η Βανέσα είχε φύγει επειδή ήθελε
να τον αφήσει.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερο λόγο.
Έτσι απλά.
Αναπήδησε ξαφνιασμένος όταν χτύπησε το κινητό του και το άρπαξε πάνω από τη μαονένια
επιφάνεια του γραφείου του. «Ναι;» μούγκρισε.
Ένα γέλιο αντήχησε στο αυτί του. «Ακούγεσαι στρεσαρισμένος, μικρέ ξάδερφε».
«Λίο;»
«Ποιος άλλος; Πες μου, μπορείς να με συναντήσεις για μεσημεριανό;»
«Σήμερα;»
«Ναι».
«Δεν ήξερα πως βρίσκεσαι στο Λονδίνο. Άκου, δεν είναι κατάλληλη στιγμή τώρα». Έκλεισε το
τηλέφωνο χωρίς άλλη κουβέντα.
Δεν ήθελε τον Λίο. Δεν ήθελε μεσημεριανό. Ήθελε τη Βανέσα κι εκείνη τον είχε παρατήσει.
Συνέχισε να κοιτάζει απέναντί του στο γραφείο.
Μισή ώρα αργότερα η πόρτα του άνοιξε και όρμησε μέσα ο Λίο. Δίπλα του ο Μάρκος αναγνώρισε
αμέσως την ψηλή, μελαχρινή καλλονή που είχε δει στην Αυστρία.
Σηκώθηκε αγανακτισμένος. «Λίο, σου είπα πως δεν είναι κατάλληλη...»
Ο ξάδερφός του τον αγνόησε.
«Πετάμε για Αθήνα το απόγευμα, έτσι ήταν η μοναδική στιγμή». Σώπασε και τράβηξε τη γυναίκ
πιο μπροστά. Ο Μάρκος τους κοίταξε απορημένος, χωρίς όμως να διώξει το αφιλόξενο ύφος από το
πρόσωπό του.
«Πέρασα σκόπιμα. Ήθελα να είσαι ο πρώτος από την οικογένεια που θα με συγχαρεί. Ίσως και ο
μόνος».
Ο Μάρκος δεν καταλάβαινε. «Να σε συγχαρώ;»
Ο Λίο χαμογέλασε κι αντάλλαξε μια ματιά με τη γυναίκα δίπλα του. Η καρδιά του Μάρκου
σφίχτηκε.
«Παντρεύτηκα», του ανακοίνωσε ο Λίο.
Ο Μάρκος δεν πίστευε στα αυτιά του.
«Τι είπες;»
«Με άκουσες, ξάδερφε. Να σου συστήσω την Άννα... Θυμάσαι την Άννα; Εκείνη που μου έκανε τη
ζωή δύσκολη στο Σλος Έντελσταϊν; Επιτέλους βρήκε τα λογικά της και μ’ ερωτεύτηκε. Δεν
μπόρεσε να μου αντισταθεί!»
«Τι ανόητο από μέρους μου!» αντιγύρισε εκείνη.
Ο Λίο τη φίλησε στο μέτωπο. «Με λατρεύει», είπε εμπιστευτικά στον ξάδερφό του.
Η Άννα έστρεψε τα μάτια στο ταβάνι δήθεν απηυδισμένη. «Σίγουρα πολύ ανόητο από μέρους
μου», ξανάπε γελώντας.
Ο Μάρκος τους κοιτούσε σαστισμένος.
Ο Λίο στράφηκε προς τη σύζυγό του. «Ο μικρός μου ξάδερφος δε χάνει εύκολα τη μιλιά του,
φαίνεται όμως πως τα κατάφερα να τον κάνω να σωπάσει». Γύρισε την προσοχή του ξανά στο
Μάρκο. «Μπορείς να έρθεις να φιλήσεις τη νύφη... Αλλά μόνο στο μάγουλο. Η υπόλοιπη είναι δική
μου! Δε θέλω να τη μοιραστώ με κανέναν!»
«Δεν μπορεί να συγκρατηθεί», είπε εύθυμα η Άννα στο Μάρκο.
«Είστε παντρεμένοι», ψέλλισε σαν χαμένος εκείνος, σαν να χρειαζόταν να το ακούσει ξανά για να
το πιστέψει.
Ο Λίο προχώρησε προς το μίνι μπαρ του γραφείου, το άνοιξε με άνεση σαν να ήταν δικό του κ
έβγαλε ένα παγωμένο μπουκάλι σαμπάνια.
«Με όλες τις νόμιμες διαδικασίες», του αποκρίθηκε και άνοιξε με επιδεξιότητα το μπουκάλι.
Σερβίρισε τρία ποτήρια και τα μοίρασε. Ο Μάρκος πήρε το δικό του μουδιασμένος. Ο ξάδερφός του
βολεύτηκε σε μια από τις δυο αντικριστές πολυθρόνες και τράβηξε τη γυναίκα του να καθίσει στο
γόνατό του. Εκείνη τύλιξε το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του και άρχισε να αργοπίνει τη
σαμπάνια της.
Ο Λίο σήκωσε το ποτήρι του. «Στο γάμο!» αναφώνησε και ήπιε μια γουλιά. «Μη στέκεσαι εκεί μ’
αυτό το ξινισμένο ύφος... Πιες!» Κοίταξε τον ξάδερφό του καλοπροαίρετα.
«Ήρθα να σου δώσω ένα μήνυμα, μικρέ ξάδερφε. Θυμάσαι τότε που σε προειδοποίησα για τη
Βανέσα; Ε, τώρα έγινα σοφότερος. Μια γυναίκα που κοιτάζει έναν άντρα με λατρεία είναι το
καλύτερο πράγμα που μπορεί να του συμβεί».
Ο Μάρκος τον άκουγε ανέκφραστος. Ένιωθε λες κι είχε περάσει ένα ολόκληρο τρένο από πάνω
του.
«Η Βανέσα με εγκατέλειψε».
Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του προτού προλάβει να τις σταματήσει.
Ο Λίο έμεινε με το ποτήρι μετέωρο. Η Άννα πάγωσε κι εκείνη.
«Σε εγκατέλειψε;» Ήταν η σειρά του Λίο να επαναλάβει σαν χαμένος τα λόγια του ξαδέρφου του.
Η Άννα σηκώθηκε από τα γόνατα του άντρα της. «Η Βανέσα σε εγκατέλειψε;» ρώτησε με τη σειρά
της. «Μα αυτή ήταν τρελή για σένα!»
«Έφυγε πριν από τρεις μέρες».
Το πρόσωπο του Λίο σοβάρεψε. «Τι συνέβη; Γιατί έφυγε;»
Ο Μάρκος κοίταξε ευθεία μπροστά του. «Δεν έχω ιδέα». Πήρε μια κοφτή ανάσα και ακούμπησε το
ποτήρι του πάνω στο γραφείο. «Δεν είχε κανένα λόγο», συνέχισε. Η φωνή του ακουγόταν παράξενη
ακόμα και στα δικά του αυτιά, τραχιά και απόμακρη. «Είχε όλα όσα ήθελε κοντά μου. Τα πάντα. Και
ήταν η καλύτερη μαιτρέσα που είχα ποτέ...»
Ακούστηκε άλλη μια κοφτή ανάσα. Όχι όμως η δική του.
«Μαιτρέσα;» Η φωνή της Άννας ήταν κοφτερή σαν το μαχαίρι.
«Ωχ!» βόγκηξε ο Λίο.
Ο Μάρκος ξαφνιάστηκε από τον επιθετικό τόνο της Άννας. Την κοίταξε ψύχραιμος. Η έκφρασή της
όμως είχε σκοτεινιάσει.
«Θεωρούσες τη Βανέσα μαιτρέσα σου;» ζήτησε να μάθει.
Ο Λίο προσπάθησε να επέμβει. «Θα έπρεπε να σου εξηγήσω...» άρχισε να λέει στα ελληνικά, μα η
σύζυγός του γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του.
«Μην προσπαθείς να τον γλιτώσεις! Θεέ μου, η μητέρα του είναι Αγγλίδα! Δεν υπάρχει καμιά
δικαιολογία για τον τρόπο που μιλάει!» Έστρεψε και πάλι την οργή της στο Μάρκο. Τα μάτια της
πετούσαν σπίθες.
«Ξέρεις, πάντα πίστευα ότι η Βανέσα ήταν ανόητη που σε λάτρευε τόσο... επειδή προφανώς δεν
ήσουν διατεθειμένος να πραγματοποιήσεις τα όνειρά της, έτσι δεν είναι; Το ήξερα πάντα ότι στο
τέλος η σχέση της μαζί σου θα κατέληγε σε δάκρυα. Μα δεν είχα καταλάβει πόσο κάθαρμα ήσουν
στ’ αλήθεια! Έχεις πραγματικά το θράσος να στέκεσαι εδώ και να την προσβάλλεις έτσι...
αποκαλώντας τη μαιτρέσα ;»
«Άννα...» Ο Λίο δοκίμασε ξανά να ηρεμήσει τα πνεύματα.
Εκείνη γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Μην τολμήσεις να πάρεις το μέρος του!» Ύστερα
στράφηκε και πάλι στο Μάρκο. «Αν η Βανέσα λογικεύτηκε επιτέλους και σε παράτησε, τότε θα πω
δόξα τω Θεώ που το έκανε! Της αξίζει πολύ καλύτερη τύχη από ένα βλάκα σαν εσένα! Λίο», είπε
ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στον άντρα της. «Θέλω να φύγω. Τώρα».
Όρμησε έξω από το γραφείο χωρίς καθυστέρηση.
«Μα τι στην οργή...» έκανε ο Μάρκος αργά.
Ο ξάδερφός του ανασήκωσε τους ώμους και του μίλησε στα ελληνικά. «Χρησιμοποίησες
ακατάλληλη λέξη... Μαιτρέσα... Δεν τους αρέσει καθόλου».
«Και γιατί όχι; Ποιο είναι το πρόβλημά τους;»
«Ίσως, μικρέ μου ξάδερφε, μια μέρα να συνετιστείς κι εσύ και να καταλάβεις». Η φωνή του
περιείχε κάτι που ο Μάρκος δεν είχε ξανακούσει από τον Λίο.
Οίκτο.
Δε χρειαζόταν οίκτο! Τουλάχιστον από τον ξάδερφό του που φαινόταν να τα έχει χάσει εντελώς.
«Γιατί στην ευχή πήγες και παντρεύτηκες;» τον ρώτησε.
Για μια στιγμή ο Λίο τον κοίταξε εριστικά. Ύστερα όμως μαλάκωσε.
«Καμιά φορά οι γάμοι πετυχαίνουν, Μάρκο. Υπάρχουν και καλοί γάμοι σ’ αυτό τον κόσμο. Εγώ
είμαι η απόδειξη».
Ο Μάρκος τον κοίταξε πικαρισμένος. «Ο μήνας του μέλιτος είναι το εύκολο μέρος», του είπε.
«Αυτό που χαλάει ένα γάμο είναι ό,τι ακολουθεί μετά».
Ο οίκτος εμφανίστηκε πάλι στα μάτια του Λίο.
«Περνάς δύσκολες στιγμές, το ξέρω. Μα δε χρειάζεται να γενικεύεις εξαιτίας των προβλημάτων
σου...»
«Απλώς πιστεύω πως είναι καλύτερα να παραμένει κανείς αδέσμευτος, αυτό είναι όλο. Κι αυτό
ακριβώς σκοπεύω να κάνω». Ίσιωσε τους ώμους του. «Κοίτα, δεν έχω διάθεση αυτή τη στιγμή γι
τέτοιες συζητήσεις. Δικαίωμά σου είναι να παντρευτείς όποτε και όποια θέλεις... Ενημέρωσέ με μόνο
όταν χρειαστείς έναν καλό δικηγόρο για το διαζύγιο και θα σου βρω τον καλύτερο».
Ο Λίο κούνησε το κεφάλι του και γέλασε παραιτημένος.
«Δε θα τον χρειαστώ. Άκουσε, μικρέ ξάδερφε». Η φωνή του άλλαξε. «Λυπάμαι για τη Βανέσα.
Περισσότερο απ’ όσο μπορώ να σου πω. Αν υπήρξε ποτέ γυναίκα που πίστεψε ότι ο ήλιος ανέτελλε
μέσα από σένα, ήταν εκείνη. Ό,τι κι αν πήγε στραβά, ελπίζω να μπορείς να το διορθώσεις».
Για μια στιγμή το βλέμμα του Μάρκου ήταν έρημο και παγερό. Ύστερα τα χείλη του σφίχτηκαν.
«Ίσως δεν αξίζει να διορθωθεί», είπε. «Ίσως πρέπει να την ξεχάσω και να συνεχίσω τη ζωή μου. Θ
είμαι μια χαρά και χωρίς εκείνη».
Ο Λίο τον κοίταξε. Είδε την ένταση που σκίαζε το βλέμμα του, το μυ ψηλά στο ζυγωματικό του
που τρεμόπαιζε νευρικά, τα μαραμένα από την απογοήτευση χείλη του.
«Ναι... εμένα μου λες;» μουρμούρισε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

«Είναι η κυρία Δημάκη και πάλι, κύριε Μαρκάκη», του είπε απολογητικά η ιδιαιτέρα γραμματέας
του όταν ο Μάρκος σήκωσε το τηλέφωνο στο γραφείο του.
Έπνιξε μια βρισιά.
«Δώσ’ τη μου», πρόσταξε δύστροπα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κωνσταντίνα τού
τηλεφωνούσε, όμως θα ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε. Είχε έρθει η στιγμή να την ξεφορτωθε
μια για πάντα.
«Κωνσταντίνα», τη χαιρέτησε νηφάλια όταν τους συνέδεσαν.
Η συζήτηση που ακολούθησε δεν ήταν ούτε σύντομη ούτε ευχάριστη. Τουλάχιστον, ήλπιζε ο
Μάρκος, ήταν αποτελεσματική. Στο τέλος τής μίλησε χωρίς περιστροφές.
«Η Αθηνά είναι ένα υπέροχο κορίτσι, μα θα ήταν ανώφελο να γνωριστούμε καλύτερα. Ό,τι κι αν σε
άφησε ο πατέρας μου να πιστέψεις –και ζητώ συγνώμη αν συνέβη κάτι τέτοιο– δεν έχω καμιά
πρόθεση να παντρευτώ. Σε παρακαλώ επομένως να πάψεις να με θεωρείς μελλοντικό γαμπρό σου. Η
Αθηνά αξίζει έναν άντρα που μπορεί να της δώσει την αφοσίωση που αρμόζει σε μια σύζυγο».
Ήξερε πως τα τυπικά του λόγια έδειχναν παντελή έλλειψη τακτ κι ας μην ήταν αυτή η πρόθεσή του.
λοι γνώριζαν ότι ο μακαρίτης σύζυγος της Κωνσταντίνας ήταν περιβόητος για τις απιστίες του,
αφού διατηρούσε ολόκληρο χαρέμι από ερωμένες τις οποίες έπαιρνε παντού μαζί του. Όσο για την
καημένη την Αθηνά, σίγουρα θα είχε καλύτερη τύχη δίπλα στον επόμενο στόχο της μητέρας της.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, του ήρθε στο νου μια οδυνηρή ανάμνηση. Εκείνη η νύχτα που ο
Κοσμάς Δημάκης δεν τον προειδοποίησε πως η μητέρα και η αδερφή του έμεναν στο ίδιο
ξενοδοχείο όπου είχαν προσκληθεί για τη δεξίωση ο Μάρκος και η Βανέσα. Η Αθηνά είχε κοιτάξε
εντυπωσιασμένη τη Βανέσα. Με την υπερπροστατευτική ανατροφή που της είχε δώσει η μητέρα της,
δε θα πρέπει να είχε ξαναδεί ποτέ τη μαιτρέσα ενός άντρα.
Μα τι το κακό είχε να αποκαλεί τη Βανέσα μαιτρέσα του; Αυτό ακριβώς ήταν. Ζούσε μαζί του, άρ
ήταν μαιτρέσα του. Δεν ήταν ντροπή.
Όχι, δεν ήθελε να σκέφτεται τη Βανέσα. Δεν ήθελε να τη θυμάται. Είχε επιλέξει να φύγει από κοντ
του. Στις ατέλειωτες εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, ο Μάρκος έπρεπε να συμφιλιωθεί μ’ αυτή
τη νέα πραγματικότητα. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Δεν τον ήθελε πια. Τελεία και παύλα. Κι εκείνος δε σκόπευε να κυνηγήσει μια γυναίκα που δεν τον
ήθελε.
Αν υπήρξε ποτέ γυναίκα που πίστεψε πως ο ήλιος ανέτελλε μέσα από σένα, ήταν εκείνη...
Τα λόγια του Λίο αντήχησαν μέσα στο κεφάλι του. Ο Μάρκος τα έδιωξε μακριά. Πίστευε ότι η
Βανέσα του ήταν απόλυτα αφοσιωμένη· τώρα ήξερε καλά πόσο έξω είχε πέσει...
Άνοιξε το δερμάτινο φάκελο μπροστά στο γραφείο του. Ήταν μια πρόταση εξαγοράς και φαινόταν
αρκετά επικερδής. Κοίταξε τα νούμερα προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.
Οι αριθμοί θάμπωσαν μπροστά στα μάτια του.
Έσφιξε τα χείλη αποφασισμένος να εργαστεί. Το ίδιο βράδυ θα πετούσε για τη Γενεύη και δεν είχε
άλλο χρόνο για χάσιμο. Ύστερα από δύο μέρες θα πήγαινε στη Βοστόνη. Στη συνέχεια θα
ακολουθούσε το Γιοχάνεσμπουργκ. Μετά Σίδνεϊ κι έπειτα Φρανκφούρτη. Παρίσι, Νέα Υόρκη...
Οι επόμενες μέρες θα τον κρατούσαν απασχολημένο.
Ο Μάρκος έγειρε πίσω στο δερμάτινο κάθισμα της πρώτης θέσης και τέντωσε τους μυς του. Η
κούραση τον είχε καταβάλει. Έχοντας διασχίσει τόσα διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη, το
βιολογικό του ρολόι είχε απορυθμιστεί εντελώς. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έξω από το παράθυρο
η μαύρη, ασέληνη νύχτα απλωνόταν ως την αιωνιότητα. Τα φώτα της καμπίνας ήταν χαμηλωμένα
και υπήρχαν μόνο τα μικρά φώτα για το διάβασμα.
Δεν είχε διάθεση να διαβάσει, ούτε να εργαστεί στο φορητό υπολογιστή του ή να παρακολουθήσε
κάποια ταινία στην οθόνη μπροστά του.
Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο εκτός από εκείνη.
Κι όμως, έπρεπε να τη βγάλει από το μυαλό του. Υπήρχαν παντού γυναίκες σε αφθονία, όμορφες,
πρόθυμες, υπέροχες. Ένα πλήθος από το οποίο μπορούσε να διαλέξει όποια επιθυμούσε.
Μα ο Μάρκος δεν επιθυμούσε καμία άλλη εκτός από τη Βανέσα.
Όταν εμφανίστηκε κάποια στιγμή σε μια δεξίωση χωρίς τη Βανέσα πλάι του, οι γυναίκες τον
περιτριγύρισαν αμέσως σαν τις μέλισσες. Εντυπωσιακές, κομψές, αισθησιακές, όλες πρόθυμες ν
κερδίσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή του.
Δεν τον έλκυε καμιά τους.
Δεν έφταιγε εκείνη η ανία, η βασανιστική πλήξη που τον είχε κυριέψει πέρυσι στο Παρίσι. Εκείνη η
επιθυμία να αναζητήσει κάτι πρωτόγνωρο που γινόταν όλο και πιο δύσκολο να το βρει όσο
περνούσαν τα χρόνια.
Όχι, η ανία δε συγκρινόταν ούτε στο ελάχιστο με το μαρτύριο που περνούσε τώρα ο Μάρκος.
Αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα που ένιωθε ήταν καταλυτικά. Οργή, απογοήτευση, απορία, αλλ
και κάτι αδιευκρίνιστο, κάτι που τον κατέτρωγε σαν ανίατη αρρώστια.
Με μια κίνηση εκνευρισμού πήρε από δίπλα του τη Στρητ Τζέρναλ και την κοίταξε
Γουόλ
αφηρημένος. Δεν είχε διάθεση να ενημερωθεί ούτε για την παγκόσμια οικονομική κατάσταση ούτε
για οτιδήποτε άλλο. Έριξε πάλι την εφημερίδα πλάι του. Μα δεν υπήρχε τίποτα για να του
αποσπάσει την προσοχή;
Πήρε μουτρωμένος το ποτήρι με το ουίσκι από το τραπεζάκι του και ήπιε μια γουλιά από το
καυτερό ποτό. Ύστερα το ακούμπησε ξανά στη θέση του. Ούτε το να μεθύσει ήταν λύση στο
πρόβλημά του. Το είχε κάνει αρκετές φορές τους τελευταίους πικρούς μήνες και κάθε φορά το
μετάνιωνε. Η λήθη ήταν μόνο προσωρινή και τα αισθήματα που ξεπηδούσαν τότε από μέσα του
συγκλονιστικά.
Έσφιξε πεισματικά τα χείλη του. Όχι, η γυναίκα που τον είχε παρατήσει χωρίς να πει λέξη, χωρίς
εξήγηση, δεν άξιζε ούτε ένα μεθύσι.
Στριφογύρισε άβολα στη θέση του.
Βανέσα...
Κι όμως την ήθελε. Την ήθελε κοντά του. Να μπορεί να την κοιτάζει, να θαυμάζει την ομορφιά του
προσώπου της, τη λάμψη των μαλλιών της, τις απαλές καμπύλες του κορμιού της. Να ξέρει ότι όπου
κι αν βρίσκονταν, όπου κι αν πήγαιναν, απ’ όπου κι αν γύριζαν, εκείνος μπορούσε να την κλείσει
στην αγκαλιά του...
Όχι! Έπρεπε να πάψει πια να την ονειρεύεται στην αγκαλιά του. Η σκέψη αυτή άναβε φωτιά στ
σωθικά του, τον τυραννούσε.
Περνούσαν τόσο καλά μαζί... Γιατί είχε φύγει;
Δεν είχε απάντηση. Καμιά.
Τράβηξε εκνευρισμένος ένα περιοδικό από τη θήκη του καθίσματος. Άρχισε να το ξεφυλλίζει χωρίς
κανένα ενδιαφέρον, μόνο και μόνο για να σταματήσει να σκέφτεται.
Και ξαφνικά μαρμάρωσε.
Στη φωτογραφία της επόμενης σελίδας ήταν η Βανέσα.
Του χαμογελούσε μέσα από το περιοδικό και η ομορφιά της ήταν τόσο έντονη που ο Μάρκος
ένιωσε να καίγεται.
Καθώς κοιτούσε εξεταστικά το γνώριμο πρόσωπό της, ρουφώντας κάθε λεπτομέρεια, ένιωσε το
στομάχι του να γίνεται κόμπος.
Τι στην οργή γύρευε η φωτογραφία της Βανέσα στο περιοδικό;
Διάβασε τη λεζάντα. Επρόκειτο για τη διαφήμιση ενός σχεδιαστή ρούχων που ο Μάρκος δεν είχε
ξανακούσει ποτέ.
Τι γύρευε η Βανέσα σε μία διαφήμιση;
Πίεσε το μυαλό του να δουλέψει.
Θα πρέπει να είχε βρει δουλειά ως μοντέλο. Φαίνεται πως κάτι θα είχε προκύψει ύστερα από τη
φωτογράφιση των κοσμημάτων Λεβάντσκι.
Γι’ αυτό είχε φύγει; Επειδή της πρότειναν κάποιο συμβόλαιο κι εκείνη άρπαξε την ευκαιρία,
παρατώντας το Μάρκο για να ξεκινήσει τη νέα της καριέρα;
Η οργή του φούντωσε. Γιατί να τον αφήσει μόνο και μόνο επειδή της είχαν προτείνει συμβόλαιο; Ο
Μάρκος ποτέ δε θα της έφερνε αντίρρηση σε κάτι τέτοιο! Ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι την
ευχαριστούσε στη διάρκεια της ημέρας. Μπορεί να μη δεχόταν να την αφήσει να ταξιδέψει μόνη της
στο εξωτερικό χωρίς εκείνον, εκτός απ’ αυτό όμως δε θα της αρνιόταν ποτέ να κάνει καριέρα ως
φωτομοντέλο αν αυτό ήθελε. Θα μπορούσε απλά να του το έχει ζητήσει.
Μα η Βανέσα δεν τον ρώτησε καν. Σηκώθηκε κι έφυγε, εξαφανίστηκε δίχως να πει λέξη.
Ανάθεμά την!
Τα μάτια του ξαναγύρισαν στην εικόνα της Βανέσα στο περιοδικό, αυτή την εικόνα που τον
χλεύαζε με την ομορφιά της –την απόλυτα απρόσιτη πλέον ομορφιά της.
Και τελικά συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε. Ήταν μια σκέψη που ήρθε σαν παλιρροϊκό κύμα από
κάπου μακριά. Τα λόγια της λεζάντας θόλωσαν, στροβιλίστηκαν κι ύστερα καθάρισαν.
Και άφησαν το Μάρκο εμβρόντητο.

Η Βανέσα ακούμπησε το πινέλο στο κουτί με την μπογιά και επιθεώρησε το έργο της. Ένα αμυδρό
χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Χαιρόταν που μπορούσε ακόμα να χαμογελάει... Δεν της
συνέβαινε συχνά τελευταία.
Μα οι ανοιχτοκίτρινοι τοίχοι φαίνονταν φωτεινοί και χαρούμενοι στο απογευματινό φως, παρ’ όλο
που ο ήλιος έφευγε απ’ αυτή την πλευρά του σπιτιού μετά το μεσημέρι. Καμάρωσε για μια στιγμή τη
μεταμόρφωση των μέχρι τώρα σκούρων τοίχων. Μόλις τελείωνε το βάψιμο αυτού του δωματίου, το
σπίτι θα ήταν έτοιμο να δεχτεί τα καινούρια χαλιά και τα έπιπλα. Ευτυχώς τα υπόλοιπα δωμάτια δε
χρειάζονταν ανακαίνιση και η Βανέσα μπόρεσε να μετακομίσει στο σπίτι αμέσως μόλις
οριστικοποιήθηκε η αγοραπωλησία.
Η αναζήτηση, η αγορά του σπιτιού και η μετακόμιση την είχαν κρατήσει απασχολημένη τις
τελευταίες εβδομάδες και η Βανέσα ένιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό.
Της άρεσε πολύ το νέο σπίτι της και η τοποθεσία του. Η παραλιακή πόλη Τίμουθ του Ανατολικού
Ντέβον, στα σύνορα με το Ντόρσετ, της ήταν οικεία από τις διακοπές των παιδικών της χρόνων κα
της άρεσε η παλιομοδίτικη όψη και ατμόσφαιρα που είχε. Τα στοιχισμένα στη σειρά δίπλα στη
θάλασσα σπίτια, αρχιτεκτονικού ρυθμού των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα, φάνταζαν σαν να
έχουν ξεπηδήσει από τα μυθιστορήματα της Τζέιν Όστιν και είχαν θέα στην αμμουδερή παραλία και,
στο βάθος του ορίζοντα, στο Στενό της Μάγχης. Μολονότι η πόλη ήταν γεμάτη από τουρίστες λόγω
της εποχής, το μικρό διώροφο σπίτι της βρισκόταν σ’ έναν ήσυχο στενό δρόμο, σε απόσταση μόλις
πέντε λεπτών με τα πόδια από την προκυμαία. Έτσι, ο επάνω όροφος ήταν τέλειος για να νοικιαστε
σαν παραθεριστική κατοικία.
Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες το είχαν πουλήσει με κλεισμένες τις κρατήσεις της επόμενης σεζόν και
η Βανέσα έπρεπε να έχει έτοιμο το επάνω διαμέρισμα για να δεχτεί τους παραθεριστές. Το νοίκι θα
της απέδιδε ένα σημαντικό εισόδημα και, μολονότι έπρεπε να φανεί συνετή με τα οικονομικά της, η
Βανέσα ήξερε πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της μια χαρά, μαζί με τις επενδύσεις που είχε
κληρονομήσει από τους παππούδες της και τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού τους.
Όταν τελείωσε, είχε μεσημεριάσει πια για τα καλά και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει μι
σαλάτα κι ένα σάντουιτς με γαλλικό ψωμί. Ήταν ένα απλό και θρεπτικό γεύμα. Τα εξεζητημένα,
εκλεκτά γεύματα ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Έβαλε το φαγητό της σ’ ένα δίσκο και πέρασε στο
σαλόνι, εκεί όπου μια μικρή τετράγωνη τραπεζαρία λουζόταν στη μεσημεριάτικη λιακάδα που
έμπαινε από το τοξωτό παράθυρο. Το σπίτι δεν είχε θέα στη θάλασσα, όμως όλα τα σπίτια του
δρόμου ήταν τόσο όμορφα και γραφικά που δημιουργούσαν μια πολύ ευχάριστη γειτονιά.
Είπε στον εαυτό της πως ήταν τυχερή.
Τυχερή που είχε όσα είχε, τυχερή που διατηρούσε στη μνήμη της τις πιο υπέροχες αναμνήσεις...
Τώρα έπρεπε να βλέπει μόνο την ευχάριστη πλευρά της ζωής. Αν αντιμετώπιζε με πίκρα όσα της
συνέβαιναν, τότε θα της ήταν αβάσταχτο. Και οι επώδυνες μνήμες δε θα ξεθώριαζαν ποτέ.
Το μυαλό της δεχόταν αυτή την αισιόδοξη στάση, όχι όμως και η καρδιά της. Εξακολουθούσε να
τη γυρίζει πίσω στην πηγή του πόνου, σ’ αυτά που η Βανέσα προσπαθούσε απεγνωσμένα να
ξεχάσει.
Στο Μάρκο, τον άντρα που είχε λατρέψει. Σ’ εκείνον που δεν ανταπέδωσε ποτέ την αγάπη της.
Δεν μπορείς ν’ αναγκάσεις κανένα ν’ αγαπήσει. Δεν έφταιγε εκείνος που δε μ’ αγάπησε... που δεν
πορούσε.
Την ίδια στιγμή που τον αθώωνε, την ίδια στιγμή ξεπηδούσαν οι σκληρές, ενοχοποιητικές σκέψεις
στο μυαλό της.
Θα έπρεπε να μου έχει πει ότι παντρεύεται. Θα έπρεπε να έχει το θάρρος, την αξιοπρέπεια, να
κάνει τουλάχιστον αυτό...
Τότε επέστρεφαν ορμητικά και οι δυσάρεστες αλήθειες, απρόσκλητες και ανεμπόδιστες, όπως
ακριβώς είχε ορμήσει η Κωνσταντίνα Δημάκη στο διαμέρισμα του Τσέλσι εκείνο το μοιραίο
απόγευμα, στην πιο ευάλωτη στιγμή της ζωής της.
Δε σου το είπε για τον ίδιο λόγο. Γιατί δε σ’ αγαπούσε.
Άντρες σαν το Μάρκο Μαρκάκη δεν ερωτεύονται ποτέ τις μαιτρέσες τους. Δεν τις ενημερώνουν γι
τους επικείμενους γάμους τους. Κι αυτό γιατί η μαιτρέσα δεν είναι μια γυναίκα άξια αγάπης κα
σεβασμού. Ο ρόλος της είναι να προσφέρει σαρκική ικανοποίηση και να προκαλεί το θαυμασμό των
άλλων. Ένα στολίδι, ένα αντικείμενο...
Η Βανέσα έκλεισε τα μάτια. Οι σκέψεις της δεν περιείχαν ούτε θυμό ούτε πικρία. Ήταν απλώς
αληθινές.
Μια μαιτρέσα ήμουν, τίποτε άλλο. Και δεν ήθελα να το αποδεχτώ...
Αλλά έπρεπε να βάλει ένα τέλος. Όπως τώρα έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι δε θα ξανάβλεπε
το Μάρκο. Δε γινόταν αλλιώς.
Έπρεπε να το δεχτεί και να συνεχίσει τη ζωή της.
Ήταν σημαντικό να βρει τη δύναμη να το κάνει. Επειδή από δω και πέρα δεν είχε μόνο τον εαυτό
της να σκεφτεί. Υπήρχε κάποιος πολύ σημαντικότερος από τον άντρα που την είχε κρατήσει στο
πλάι του σαν μια τυφλά αφοσιωμένη και ακριβοπληρωμένη μαιτρέσα.
Πολύ σημαντικότερος και από τον ίδιο της τον εαυτό.
Σηκώθηκε κι έτριψε την πλάτη της. Πήγε το δίσκο της στην κουζίνα και μετά μπήκε στην
κρεβατοκάμαρά της για να φορέσει ένα ζευγάρι παπούτσια. Καθώς τακτοποιούσε τις φθαρμένες
παντόφλες της μέσα στην ντουλάπα, θυμήθηκε με πικρή ειρωνεία πόσο παλιές φάνταζαν ανάμεσα
στα ράφια με τα παπούτσια και τις μπότες που φορούσε πριν από λίγο καιρό. Τώρα χαιρόταν που τις
είχε κρατήσει, κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει με τα ρούχα και τα παπούτσια που της είχε αγοράσει ο
Μάρκος.
Χαμογέλασε ξανά, όχι με πόνο, αλλά με νοσταλγία.
Έτσι κι αλλιώς τα ψηλά τακούνια ανήκαν στο παρελθόν. Το ίδιο και τα κολακευτικά, όμορφα
ρούχα που φορούσε κάποτε για κείνον. Τώρα οι ενδυματολογικές της ανάγκες ήταν πολύ
διαφορετικές.
Πήρε την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Ήταν ώρα για το απαραίτητο
καθημερινό της περπάτημα κατά μήκος της προκυμαίας. Το βράδυ θα πήγαινε για κολύμπι στη
δημοτική πισίνα της περιοχής κι έτσι θα συμπλήρωνε τις ασκήσεις που την κρατούσαν σε καλή
φυσική κατάσταση.
Τώρα η υγεία της ήταν πολύ σημαντική.
Καθώς περπατούσε στην προκυμαία μέσα στη ζεστή λιακάδα, η Βανέσα κοιτούσε πέρα στο βάθος
την αστραφτερή θάλασσα. Κόσμος βολτάριζε πάνω κάτω, παιδιά έπαιζαν στην παραλία. Η καρδιά
της σφίχτηκε ελαφρά. Ναι, αυτό το μέρος ήταν σωστή επιλογή. Εκεί μπορούσε ν’ αρχίσει μια νέα
ζωή. Και καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, ο πόνος θα έσβηνε.
Σήκωσε ψηλά το πρόσωπό της. Το μέλλον ήταν ό,τι της απέμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να
αφήσει πίσω της το παρελθόν μαζί με όλα όσα αυτό κουβαλούσε.
Ο παλιός της εαυτός, η μαιτρέσα του Μάρκου Μαρκάκη, δεν υπήρχε πια.

Ο Μάρκος προχώρησε με το αυτοκίνητο στο δρόμο κι έστριψε αριστερά, όπως του έδειχνε το GPS.
Είχε κατεβάσει την οροφή από τη στιγμή που είχε αφήσει τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο και ο
αέρας ανάδευε τα μαλλιά του. Τόσο εκείνος όσο και το ακριβό αμάξι του τραβούσαν την προσοχή
των περαστικών, όμως δεν έδινε σημασία. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στο στόχο του.
Ο ηλεκτρονικός χάρτης τον πληροφόρησε πως μετά από άλλα δυο στενά θα την έβρισκε.
Η οργή του ήταν ασυγκράτητη και έτοιμη να ξεσπάσει. Καθώς οδηγούσε αργά στην κίνηση του
δρόμου κατά μήκος της προκυμαίας, ο Μάρκος άφησε το βλέμμα του να καρφωθεί μπροστά.
Τότε με την άκρη του ματιού του το είδε. Το κεφάλι του στράφηκε απότομα στο πλάι.
Ήταν το κόκκινο των μαλλιών της.
Εκείνος ο εξαίσιος χείμαρρος που ανασηκωνόταν απαλά με την αύρα καθώς η Βανέσα περπατούσε
με βήμα ζωηρό και σταθερό. Ήταν μια περπατησιά γνώριμη κι όμως διαφορετική.
Φρέναρε απότομα το αμάξι, εκεί, στη μέση του δρόμου. Όρμησε έξω και με μεγάλες δρασκελιές
προσπέρασε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Η Βανέσα τον είδε και πάγωσε.
Το πρόσωπό της έγινε άσπρο σαν την κιμωλία. Παραπάτησε και για μια στιγμή τού φάνηκε έτοιμη
να λιποθυμήσει.
«Μπες στο αυτοκίνητο», την πρόσταξε. Η φωνή του ήταν σιγανή, απειλητική.
Την είδε να ξεροκαταπίνει, να τον κοιτάζει με αγωνία.
«Μπες μέσα», της ξανάπε.
Γύρω από το αμάξι του οι άλλοι οδηγοί κόρναραν εκνευρισμένοι και φώναζαν. Τους αγνόησε. Την
άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε προς το αυτοκίνητο. Η Βανέσα είχε παραλύσει.
Την έβαλε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, έκλεισε την πόρτα της, ύστερα μπήκε κι εκείνος
και ξεκίνησε απότομα.
Δεν την κοιτούσε. Δεν το επέτρεπε στον εαυτό του. Αλλά όταν άλλαξε ταχύτητα είδε ότι τα χέρι
της ήταν σφιχτά πλεγμένα στην ποδιά της.
Οδηγούσε σιωπηλός. Ακούγονταν μόνο οι οδηγίες του GPS, τις οποίες και ακολουθούσε. Έφτασε
ως το τέρμα της προκυμαίας κι έστριψε στα δρομάκια. Ο δρόμος τον έβγαλε σ’ ένα στενό με
γραφικές κατοικίες, μικρά σπίτια περιποιημένα και κομψά. Το δικό της ήταν βαμμένο κάτασπρο,
είχε ζαρντινιέρες με λουλούδια και δυο σκαλιά στην εξώπορτα.
Πάρκαρε έξω από το σπίτι αγνοώντας την ταμπέλα με την ένδειξη «Μόνο για τους κατοίκους» κ
έσβησε τη μηχανή.
«Βγες», της είπε.
Η Βανέσα προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα κι όταν δεν τα κατάφερε, ο Μάρκος τεντώθηκε για να
σηκώσει την ασφάλεια. Την είδε να ζαρώνει στο κάθισμά της για να τον αποφύγει κι αυτό μεγάλωσε
την οργή του.
Η Βανέσα βγήκε και έψαξε τα κλειδιά μέσα στην τσάντα της. Ξεκλείδωσε, μπήκε στο σπίτι κ
άφησε πίσω της την πόρτα ανοιχτή.
Ο Μάρκος βρόντηξε την πόρτα του αυτοκινήτου και την ακολούθησε.

Τα πόδια της έτρεμαν. Ήθελε να καθίσει στην κοντινότερη καρέκλα, μα ήξερε πως δεν έπρεπε. Ήταν
ακόμα σοκαρισμένη κι ένα κύμα ναυτίας ανακάτευε τα σωθικά της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα.
Δε μου κάνει καλό αυτό, σκέφτηκε. Δε μου κάνει καλό...
Το βρόντημα της πόρτας του αυτοκινήτου την έκανε ν’ αναπηδήσει, ενώ την επόμενη στιγμή ο
Μάρκος εισέβαλε στο σπίτι και βρόντηξε και την εξώπορτα. Η παρουσία του δέσποζε στο χώρο. Η
Βανέσα έκανε ένα βήμα πίσω κι ένιωσε την άκρη του τραπεζιού πίσω της. Τον κοίταξε και τα
ανάμεικτα συναισθήματά της σήκωσαν μέσα της θύελλα.
Αχ, Μάρκο, Μάρκο...
Τα μάτια της στυλώθηκαν πάνω του, κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου του αποτυπώθηκε σαν
πυρακτωμένο σίδερο στο μυαλό της. Για μια ατελείωτη, οδυνηρή στιγμή η Βανέσα ήταν ανήμπορη
να κατανοήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε στην έκφρασή του.
Τα λόγια του τη χτύπησαν σαν γροθιά.
«Αλήτισσα! Διπρόσωπη υποκρίτρια και ψεύτρα!»
Συνέχισε να τον κοιτάζει μαρμαρωμένη χωρίς να μπορεί να βγάλει νόημα. Το πρόσωπό του ήταν
αλλοιωμένο από την οργή. Το βλέμμα του πετούσε φλόγες.
Έσμιξε απορημένη τα φρύδια της. «Τι πράγμα;»
Απ’ όλα όσα θα μπορούσε να της πει, αυτά τα λόγια τής φάνηκαν εντελώς παράλογα.
Κι όμως, η αντίδρασή της τον εξόργισε ακόμα περισσότερο.
«Αλλού αυτά!» γρύλισε. «Θέλω να ξέρω μόνο ένα πράγμα... και το καλό που σου θέλω να μου το
πεις! Ποιος είναι; Ποιος στο διάβολο είναι;»
Η Βανέσα δεν καταλάβαινε και είχε παραλύσει. Στεκόταν εκεί ανήμπορη, κρατώντας σφιχτά την
άκρη του τραπεζιού, συγκλονισμένη από το σοκ.
Δεν τον αναγνώριζε.
«Μην προσπαθείς να με παραπλανήσεις. Πες μου μόνο ποιος είναι! Κι ούτε να διανοηθείς πως θ
τον προστατεύσεις, γιατί σου ορκίζομαι στο Θεό πως θα τον βρω και τότε...»
«Ποιον;»
Τον είδε να σφίγγει τα χείλη, τις γροθιές, όλο του το σώμα.
«Τι πάει να πει ‘ποιον’;» βρυχήθηκε. «Τον άντρα με τον οποίο με απάτησες! Εκείνον που σε άφησε
έγκυο!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Τα πάντα γύρω της της φάνηκαν να παγώνουν, μέσα στα λίγα
δευτερόλεπτα που χρειάστηκε για να αφομοιώσει τα λόγια του.
Κι όταν αυτό έγινε, το σοκ που ένιωθε ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν τίποτα,
τίποτα μπροστά στον
τωρινό κλονισμό της.
Αναζήτησε στα τυφλά την καρέκλα πίσω της, ξέροντας από ένστικτο πως, για το καλό του παιδιού
που κουβαλούσε μέσα της, έπρεπε οπωσδήποτε να καθίσει προτού σωριαστεί στο πάτωμα. Έπεσε
βαριά στην καρέκλα, ενώ η καρδιά της χοροπηδούσε μέσα στο στήθος της και δυνατά ρίγη
διέτρεχαν όλο της το κορμί.
Ο κόσμος γύρω της άρχισε να σκοτεινιάζει.
Από ένστικτο έσκυψε το κεφάλι προς τα γόνατά της και προσπάθησε να πάρει βαθιές, αργές
ανάσες. Εξίσου ενστικτωδώς αγκάλιασε την κοιλιά της, θέλοντας να προστατεύσει το μωρό της.
«Τι... Βανέσα; Βανέσα;»
Ξαφνικά υπήρχε φόβος στη φωνή του. Η προηγούμενη οργή είχε εξαφανιστεί εντελώς. Με δύο
δρασκελιές βρέθηκε κοντά της και γονάτισε δίπλα της.
«Βανέσα!»
Εκείνη πήρε μια τελευταία, αργή ανάσα και σήκωσε το κεφάλι της. Το σκοτάδι υποχώρησε και
τώρα υπήρχε μόνο ο Μάρκος. Για μια αγωνιώδη στιγμή τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του.
Ξεροκατάπιε. «Είμαι καλά. Είμαι... καλά». Ίσιωσε την πλάτη της.
Με μια απότομη κίνηση, σαν να τον ενοχλούσε που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από κείνη, ο
Μάρκος έκανε προς τα πίσω. Η έκφρασή του μαρτυρούσε πόσο μπερδεμένος ένιωθε.
«Θέλεις να καλέσω ένα γιατρό;» Η φωνή του ήταν κοφτή, σαν να προσφερόταν από υποχρέωση κα
όχι επειδή το ήθελε.
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι. Είμαι καλά», επανέλαβε. Το σοκ υποχωρούσε, αφήνοντας
στη θέση του κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια παράξενη γαλήνη.
Είναι ο Μάρκος, είπε σιωπηλά στον εαυτό της. Ο Μάρκος που όρμησε εδώ και με κατηγόρησε πως
έμεινα έγκυος από έναν άλλον άντρα...
Περίμενε να νιώσει τον πόνο που θα έφερνε αυτή η σκέψη. Μα δεν ένιωσε τίποτα τέτοιο. Μέσα της
υπήρχε μόνο ένα μούδιασμα. Σαν να είχε μόλις πεθάνει κάτι το οποίο δεν ήξερε ούτε καν πως
υπήρχε. Και τη θέση του πήρε κάτι άλλο. Μια αποφασιστικότητα που την κυρίεψε και της έδωσε
δύναμη.
Σηκώθηκε αργά στα πόδια της. Ο Μάρκος έκανε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη ύψωσε το χέρι της
για να τον εμποδίσει.
«Απλώς χρειάζομαι ένα ποτήρι νερό», είπε με ήρεμη φωνή. Τον κοίταξε. «Θέλεις κάτι να πιεις;
Καφέ; Ένα χυμό;»
Της έγνεψε κοφτά πως δεν ήθελε τίποτα. Το πρόσωπό του ήταν ακόμα σφιγμένο, τα σκούρα γκρι
μάτια του την κοιτούσαν αγριεμένα αλλά και επιφυλακτικά. Μέσα τους διακρινόταν και κάτι ακόμα,
όμως η Βανέσα δεν ήθελε να το δει ούτε να το αναλύσει.
Πήγε στην κουζίνα, έβγαλε ένα μπουκάλι παγωμένο μεταλλικό νερό από το ψυγείο και γέμισε έν
ποτήρι. Ήπιε μερικές γουλιές προσεκτικά και μετά επέστρεψε στο σαλόνι. Ξανακάθισε στην
καρέκλα και ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι. Το άλλο χέρι της σκέπασε προστατευτικά την κοιλιά
της, σαν να ήθελε να προφυλάξει το μωρό από τον άντρα μπροστά της.
Τον κοίταξε. «Για ποιο λόγο ήρθες εδώ, Μάρκο; Τι νόημα έχει η επίσκεψή σου;» τον ρώτησε.
Εκείνος συνοφρυώθηκε. Η ερώτησή της τον είχε πιάσει εντελώς απροετοίμαστο.
«Τι νόημα έχει; Πέρασες έξι μήνες μαζί μου, ύστερα με εγκατέλειψες χωρίς μια λέξη... για έναν
άλλον άντρα κι έμεινες μαζί του έγκυος. Και με ρωτάς τι νόημα έχει η επίσκεψή μου;»
Το βλέμμα της ήταν απόλυτα νηφάλιο. «Αυτό νομίζεις ότι συνέβη, έτσι;»
«Μην παίρνεις αυτό τον τόνο... ύστερα απ’ όσα έκανες! Κι ούτε να προσπαθήσεις να αρνηθείς πως
είσαι έγκυος!»
Κούνησε αργά το κεφάλι της πέρα δώθε. «Όχι, δε θα προσπαθήσω να το αρνηθώ», του είπε. Η
απόδειξη άλλωστε ήταν ορατή.
Είδε μια παράξενη λάμψη να τρεμοπαίζει στα μάτια του, αλλά δεν έδωσεΔεν σημασία.
είχε πι
σημασία.
«Τότε ποιος ήταν; Απάντησέ μου! Πες μου ποιος ήταν!»
Υπήρχε μια αγριότητα στη φωνή του που θα την τρόμαζε αν δεν ένιωθε τόσο μουδιασμένη. Η
Βανέσα πήρε μια βαθιά ανάσα διατηρώντας την ψυχραιμία της.
«Πες μου, έχεις καμιά υποψία για το ποιος μπορεί να με πήρε από κοντά σου; Μήπως ο
γοητευτικός Κοσμάς Δημάκης; Μήπως με δελέασε με τα σμαράγδια του; Φαινόταν αρκετ
πρόθυμος να σε ανταγωνιστεί...»
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παραμορφώθηκαν από την οργή του που ξέσπασε με μια
σειρά από ελληνικές βρισιές. Ακούστηκαν παράταιρα βίαια τα λόγια του για μια τόσο γλυκόηχη
γλώσσα.
«Το βρίσκεις αστείο να με χλευάζεις με την απιστία σου;» τη ρώτησε στ’ αγγλικά.
Ανασήκωσε αγέρωχα το πρόσωπό της. «Εσύ μιλάς για απιστία; Θεέ μου, θράσος που το έχεις!»
Ξαφνικά το χαμήλωσε ξανά κι έκλεισε τα μάτια της για λίγο. Ύστερα τα άνοιξε πάλι και κοίταξε τον
άντρα που πριν από λίγο καιρό ήταν τα πάντα γι’ αυτήν.
Η επιθετικότητά της έδειχνε να έχει εξαφανιστεί. «Μάρκο, δεν ξέρω τι ζητάς ακριβώς, αλλά δεν
υπάρχει κανένας λόγος να βρίσκεσαι εδώ. Σε παρακαλώ, πήγαινε στο σπίτι σου. Φύγε».
Η φωνή της ακούστηκε πολύ, πάρα πολύ κουρασμένη.
«Θα πάω...» σφύριξε μέσα από τα δόντια του εκείνος, «όταν μάθω την αλήθεια από σένα. Πες μου
το όνομά του. Το όνομα του άντρα που σε άφησε έγκυο. Τότε θα φύγω».
Έβλεπε το πρόσωπο του ανθρώπου που είχε αγαπήσει με τόση αφοσίωση και τόσο πάθος. Του
ανθρώπου που δεν αγαπούσε πια.
«Ακόμα και το γεγονός ότι ρωτάς... είναι... είναι...» Σώπασε ηττημένη.
«Μα πρέπει να είναι κάποιος! Πρέπει να ξέρω... σε ποιον πήγες όταν έφυγες από μένα. Πρέπει ν
ξέρω!»
Ο απειλητικός βρυχηθμός στη φωνή του την έκανε να ζαρώσει στη θέση της.
«Αυτό είναι παράλογο», του είπε. «Εντελώς παράλογο. Παρανοϊκό».
Τότε, σαν να άστραψε κάποιο φως στο μυαλό της, η Βανέσα κατάλαβε. Υπήρχε μέσα του κάτι τόσο
πρωτόγονο και ενστικτώδες ώστε του ήταν αδύνατο να δει κάτω από το πρίσμα της λογικής όπως
εκείνη.
Για το Μάρκο τα πράγματα ήταν απλά. Ο ίδιος μπορούσε κάλλιστα να είναι αρραβωνιασμένος με
μια άλλη, μπορούσε να θεωρεί τη γυναίκα με την οποία είχε μοιραστεί έξι μήνες από τη ζωή του
τίποτα παραπάνω από μια μαιτρέσα στην οποία δεν όφειλε τίποτα, ούτε καν να της πει με ειλικρίνει
ότι σκόπευε να παντρευτεί. Εκείνη όμως, η
μαιτρέσα , την οποία ο προστάτης της κρατούσε επίτηδες
στο σκοτάδι χωρίς να της λέει ότι θα έκανε σύζυγό του μια άλλη γυναίκα, έπρεπε να διαθέτει τον
εαυτό της μόνο σ’ αυτόν και ποτέ να μην ξεστρατίσει σε άλλον άντρα. Όφειλε να είναι πιστή. Για
κείνον δεν ίσχυε το ίδιο. Και γιατί να ισχύει άλλωστε; Μια μαιτρέσα δεν είχε καμιά δουλειά να μάθει
για την αρραβωνιαστικιά ή τη σύζυγό του. Ο ρόλος της ήταν αποκλειστικά να τον ευχαριστεί μέχρ
τη στιγμή που εκείνος θα αποφάσιζε να την απαλλάξει από τις υπηρεσίες της. Κι αν δεν έπαιζε μέχρ
τέλους το ρόλο της, εκείνος είχε το δικαίωμα να αισθάνεται προδομένος, απατημένος από τη
γυναίκα που της είχε κάνει την τιμή να τη διαλέξει για το κρεβάτι του.
Όλα αυτά την πλημμύρισαν αηδία.
«Πες μου. Για το Θεό... Πες μου ποιος είναι!» Η φωνή του την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις
της. «Αν προσπαθείς να τον προστατέψεις, τότε σου δίνω το λόγο μου... ότι δε θα τον κυνηγήσω».
Σώπασε βαριανασαίνοντας. «Μα πρέπει να ξέρω. Μου οφείλεις τουλάχιστον αυτό».
Τα μάτια της τον κοίταξαν με απάθεια. Με οίκτο. «Δε σου οφείλω τίποτα, Μάρκο». Οι λέξεις της
ήταν βαριές σαν πέτρες. «Ούτε το παραμικρό».
«Ούτε καν την αλήθεια;» γρύλισε εκείνος.
«Τόση όση μου όφειλες κι εσύ. Αυτά είναι αμοιβαία, ξέρεις».
«Τι στην οργή εννοείς;»
Η Βανέσα πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα.
«Όχι. Δε θα κάνω αυτή την κουβέντα. Δεν είμαι υποχρεωμένη να ανεχθώ την πρωτόγονη
συμπεριφορά σου. Με θεωρούσες μαιτρέσα σου, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ούτε
εσένα μπορώ να σε αλλάξω και δεν το θέλω. Πίστεψε ό,τι θέλεις, Μάρκο. Ξέρεις κάτι όμως; Εγώ
δεν είμαι υποχρεωμένη να συμφωνώ με τις απόψεις σου. Δε θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου μαιτρέσ
σου. Κι ας ήμουν για σένα μόνο εκείνη που σου ζέσταινε το κρεβάτι, ένα διακοσμητικό στοιχείο γι
τις δημόσιες εμφανίσεις σου! Το παιχνίδι ενός πλούσιου άντρα που δεν το έβρισκε απαραίτητο να
της ανακοινώσει οτιδήποτε σημαντικό για τη ζωή του!»
«Τι στην οργή είναι αυτά που λες;» Ακουγόταν αληθινά απορημένος και σε άλλη περίπτωση η
Βανέσα ίσως και να έβαζε τα γέλια.
Τώρα έσφιξε πεισματικά τα χείλη. «Λέω γι’ αυτά που ήταν σημαντικά για σένα, Μάρκο! Για τη
μικρή λεπτομέρεια του επικείμενου γάμου σου!»
Ήταν η δική του σειρά να μαρμαρώσει. Η Βανέσα είδε την έκπληξη να αποτυπώνεται στα σφιγμέν
χαρακτηριστικά του προσώπου του.
«Τι πράγμα;» ρώτησε σαν χαμένος. Ύστερα τα μάτια του στένεψαν. «Ποιος σου το είπε αυτό;» Στη
φωνή του διακρινόταν έντονα η επιφυλακτικότητα.
Η Βανέσα δεν ήθελε να θυμάται το φριχτό επεισόδιο που είχε διαδραματιστεί εκείνη τη μέρα στο
διαμέρισμά του, τότε που όλος ο κόσμος είχε γκρεμιστεί γύρω της. Γιατί όμως να τον προστατεύσει
από τις σκληρές προσβολές στις οποίες την είχαν υποβάλει;
«Η μέλλουσα πεθερά σου», του απάντησε.
Το σοκ του ήταν ακόμα μεγαλύτερο. «Ποια;»
«Ήθελε...» Η φωνή της ήταν σταθερή, τα λόγια της ωστόσο έβγαιναν με κόπο. «Ήθελε ν
επισπεύσει την προετοιμασία του γάμου. Αισθανόταν ότι η παρουσία μου στη ζωή σου ήταν...
περιττή». Ο θυμός αλλοίωσε την έκφρασή του. «Πότε σε συνάντησε η Κωνσταντίνα Δημάκη;»
απαίτησε να μάθει.
Η Βανέσα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Μάρκος ήξερε το όνομα της γυναίκας κι αυτή η επιπλέον
επιβεβαίωση ήταν μια ακόμα συντριβή.
«Την ημέρα που έφυγα», του απάντησε.
Ήταν φανερό πως πάλευε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Δεν τα κατάφερε. Βλαστήμησε
ξανά στα ελληνικά και παίρνοντας μια κοφτή ανάσα τής είπε στ’ αγγλικά: «Δεν το πιστεύω. Δεν
μπορώ να το πιστέψω. Μια ξένη σού δίνει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία κι εσύ βγάζεις αμέσως το
συμπέρασμα ότι παντρεύομαι; Χριστέ μου, πόσο ανόητη μπορεί να είσαι; Και πόσο ελάχιστα με
εμπιστεύεσαι; Πώς μπόρεσες να με εγκαταλείψεις εξαιτίας όσων σου είπε μια άγνωστη, χωρίς καν ν
με ρωτήσεις αν είναι αλήθεια;» Το χέρι του τινάχτηκε βίαια στον αέρα. «Θεέ μου, είναι δυνατόν;
Μήπως δε σου ξεκαθάρισα τις απόψεις μου περί γάμου; Κανείς δε θα με εξαναγκάσει ποτέ να
παντρευτώ. Ποτέ!» Το βλέμμα του έπεσε πάνω της σαν μαχαιριά. «Σου το είπα ορθά-κοφτά εκείνο
το πρωί πως δε σκοπεύω ποτέ να παντρευτώ».
Η Βανέσα έσφιξε το ποτήρι στα χέρια της. «Μου λες ότι δεν πρόκειται να παντρευτείς την κόρη
αυτής της γυναίκας;» Κάθε της λέξη έβγαινε με κόπο από το στόμα της.
«Αυτό ακριβώς σου λέω! Και το γεγονός ότι το πίστεψες με εξαγριώνει τόσο που...» Σώπασε κι
έσφιξε τα χείλη του. «Πώς μπόρεσες να την πιστέψεις;» επανέλαβε αυτή τη φορά πιο σιγανά.
Η Βανέσα ένιωθε μέσα της ένα τεράστιο κενό. «Ήταν πολύ πειστική».
«Είπε ψέματα». Η φωνή του ήταν επίπεδη.
«Τότε γιατί... γιατί μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες για να ‘επισπεύσει την αναχώρησή μου’;
Γιατί με εξαγόρασε αφού έλεγε ψέματα;»
«Πήρες τα χρήματά της;» Η οργή του φάνηκε να φουντώνει πάλι.
Η Βανέσα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. «Έσκισα την επιταγή της και την πέταξα στην
τουαλέτα. Ύστερα έφτιαξα τη βαλίτσα μου κι έφυγα».
«Και δε σου πέρασε από το μυαλό να μείνεις για να ρωτήσεις κι εμένα τι συνέβαινε;»
«Πώς να μην την πιστέψω; Μου είχε δώσει ένα τεράστιο ποσό. Δε θα το έκανε αν όσα είχε πει ήταν
ψέματα».
Σήκωσε τα χέρια του στον αέρα αγανακτισμένος. «Μα το έκανε για να σε πείσει να φύγεις! Κι εσύ
έπεσες στην παγίδα της σαν κορόιδο!»
«Ήταν είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες!»
«Και λοιπόν; Γι’ αυτήν ήταν σταγόνα στον ωκεανό αν κατάφερνε να σε διώξει από το διαμέρισμα
για να διευκολύνει την κόρη της, την οποία δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να παντρευτώ!»
Η Βανέσα τον κοιτούσε σαστισμένη. «Μα αυτό το ποσό είναι μια περιουσία!» επέμεινε.
«Μόνο για κάποια σαν εσένα, Βανέσα».
Ήταν σαν να την περιέλουσε με παγωμένο νερό. Η Βανέσα κοίταξε γύρω της για μια στιγμή το
φωτεινό, πρόσχαρο, ηλιόλουστο δωμάτιο. Ήταν επιπλωμένο με κομμάτια που είχε διαλέξε
ολομόναχη από τα καταστήματα της περιοχής. Ήταν το δικό της σπίτι, ο δικός της κόσμος. Και
απείχε έτη φωτός από τον κόσμο του Μάρκου και των όμοιών του.
Εκείνος συνέχισε. «Κι έτσι με μοναδικό κριτήριο κάποια αστήριχτη απαίτηση, κάποια αδέξι
προσπάθεια δωροδοκίας την οποία θα αντιλαμβανόταν ακόμα κι ένα παιδί, εσύ σηκώθηκες κι έφυγες
χωρίς λέξη. Χωρίς εξήγηση. Έφυγες, πήγες σ’ έναν άλλον άντρα κι έμεινες έγκυος».
Κοίταξε γύρω του. «Και μάταια, απ’ όσο βλέπω. Αν αυτή εδώ είναι η ανταμοιβή σου, νομίζω ότι θα
μπορούσες να τα καταφέρεις πολύ καλύτερα. Μήπως υπολόγιζες σε περισσότερα, Βανέσα; Σ’ ένα
γάμο ίσως; Ή να σε εξασφαλίσει οικονομικά ώστε να ζήσεις με το παιδί σου σε μια βίλα της νότιας
Γαλλίας;
Σηκώθηκε όρθια. «Σε παρακαλώ, Μάρκο, φύγε. Δε σε θέλω εδώ. Δε θέλω να με ξαναπλησιάσεις».
Η φωνή της ήταν ήρεμη.
Εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Τα μάτια του ήταν ψυχρά σαν δυο κομμάτια ατσάλι.
«Όχι πριν μου δώσεις το όνομά του. Ύστερα θα φύγω. Δε θα τον σκοτώσω, δε θα τον αγγίξω. Στο
κάτω κάτω...» Το γέλιο του ήταν στεγνό από χιούμορ. «Στο κάτω κάτω πήγες κοντά του με τη
θέλησή σου».
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της αργά, αποφασιστικά. «Φύγε».
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Μετά ο Μάρκος έκανε απότομα μεταβολή και πήγε προς την
πόρτα. Η Βανέσα ένιωθε εντελώς παγωμένη.
Το χέρι του άνοιξε την πόρτα. Της φάνηκε πως θα την έκλεινε και θα ξαναγύριζε μέσα. Τον είδε να
στρέφεται προς το μέρος της.
Η έκφρασή του τη σοκάρισε.
«Αχ, Βανέσα, πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να την πιστέψεις; Πώς μπόρεσες να μη μ’
εμπιστευτείς; Είχαμε τόσα πολλά μαζί κι εσύ τα τίναξες στον αέρα. Όλα!»
Σχεδόν τον λυπήθηκε. Τότε ένιωσε μέσα της το παιδί να κινείται. Το χέρι της σκέπασε
προστατευτικά την κοιλιά της.
«Φύγε σε παρακαλώ».
Κι αυτή τη φορά ο Μάρκος έφυγε.

Ο Μάρκος άπλωσε το χέρι και έπιασε το μπουκάλι του ουίσκι. Πριν προλάβει να ξαναγεμίσει το
ποτήρι του, ένα άλλο χέρι τον άρπαξε από τον καρπό.
«Το ποτό δε θα σε βοηθήσει».
Ο Μάρκος βλαστήμησε στα ελληνικά. «Παράτα με, Λίο!»
Ο ξάδερφός του πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του.
«Ανάθεμά σε», του είπε ο Μάρκος κι έπεσε πίσω στην καρέκλα του. «Ανάθεμα και σ’ εκείνη. Ιδίως
σ’ εκείνη». Κοίταξε τον ξάδερφό του που καθόταν απέναντί του μέσα στο διαμέρισμα του
Λονδίνου. «Πώς μπόρεσε να το κάνει, Λίο; Να πιστέψει εκείνη τη μέγαιρα και να με παρατήσε
χωρίς λέξη; Χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να της εξηγήσω τι συνέβαινε; Αν μ’ εμπιστευόταν, θα
είχε καταλάβει την αλήθεια. Θα με ρωτούσε...»
«Κι εσύ τι θα της απαντούσες, Μάρκο;» Η φωνή που ακούστηκε ήταν γυναικεία, κοφτερή σαν
μαχαίρι. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της. «Τι εννοείς;»
Η Άννα Μαρκάκη δίπλωσε τα χέρια της στο στήθος. «Είναι μια πολύ απλή ερώτηση. Ας
υποθέσουμε ότι η Βανέσα είχε τρέξει πράγματι κοντά σου κι εσύ της εξηγούσες πως δε θ
παντρευόσουν αυτή την Αθηνά. Τι θα συνέβαινε μετά;»
«Τι εννοείς, τι θα συνέβαινε; Όλα θα ήταν όπως πριν. Αυτό θα συνέβαινε».
«Όλα θα ήταν όπως πριν...» επανέλαβε η Άννα. «Πόσο βολικό για σένα. Η Βανέσα θα σε φιλούσε
με λατρεία και θα συνέχιζε να είναι η αφοσιωμένη, η καλύτερη μαιτρέσα που είχες ποτέ σου... Έτσ
δεν την αποκάλεσες;»
«Άννα...» Ο σύζυγός της προσπάθησε να την κατευνάσει. «Κοίτα, ξέρω πως αυτή η λέξη δε σου
αρέσει καθόλου, μα...»
Δε γύρισε καν να τον κοιτάξει. «Πάψε, Λίο. Εδώ δεν πρόκειται για μια λέξη αλλά για μια στάση
ζωής, μια νοοτροπία. Ο ξάδερφός σου είχε αυτό που οι κοινοί θνητοί σαν εμένα και τη Βανέσα
αποκαλούνσχέση. Ζούσαν μαζί επί μισό χρόνο! Δεν ήταν μαιτρέσα του, για τ’ όνομα του Θεού!
Σύντροφος, αγαπημένη... ναι, αλλά όχι μαιτρέσα. Αυτό είναι μια αηδιαστική προσβολή! Ξέρω πως
υπάρχουν μαιτρέσες, γυναίκες που απομυζούν τους πλούσιους άντρες, που ανταλλάσσουν το σεξ με
διαμάντια. Αλλά αν τολμήσεις να πεις ότι η Βανέσα είναι έτσι, αλίμονό σου! Δεν έχει ίχνος
φιλαργυρίας μέσα της! Απλώς είναι τρελά ερωτευμένη με το Μάρκο και τίποτε άλλο!»
Ο Μάρκος άρπαξε το μπουκάλι που είχε απομακρύνει ο Λίο και ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Κατέβασε μια μεγάλη γουλιά και το ακούμπησε πίσω στο τραπέζι.
«Τόσο ερωτευμένη ώστε έφυγε από μένα για να πάει κατευθείαν στην αγκαλιά του επόμενου
άντρα!»
Δυο ζευγάρια μάτια γύρισαν και τον κοίταξαν με δυσπιστία.
«Συγνώμη;» είπε η Άννα και ο Λίο μουρμούρισε κάτι στα ελληνικά.
«Με ακούσατε», βρυχήθηκε.
«Ναι, σε ακούσαμε», αντιγύρισε ο Λίο. «Αλλά δε σε πιστέψαμε».
«Αποκλείεται η Βανέσα να ξεκίνησε άλλη σχέση τόσο γρήγορα», επενέβη η Άννα. «Θα κλαίει επί
μήνες προτού αφήσει οποιονδήποτε άλλο να την πλησιάσει!»
«Έτσι λες, ε; Φοβάμαι πως η συγκινητική σου πίστη προς την αφοσίωσή της είναι άτοπη, αγαπητή
μου Άννα. Διαφορετικά πώς θα εξηγούσες το γεγονός ότι κουβαλάει μέσα της το παιδί ενός άλλου;»
Για μια στιγμή έπεσε βαριά σιωπή στο δωμάτιο. Πρώτη μίλησε η Άννα.
«Η Βανέσα είναι έγκυος;»
Το πρόσωπο του Μάρκου σκλήρυνε. Δεν της απάντησε.
«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» μπήκε στη μέση ο Λίο.
Τα μάτια του Μάρκου άστραψαν και ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι. «Ναι», είπε άγρια. «Είμαι
σίγουρος».
«Πώς το ξέρεις;» ζήτησε να μάθει η Άννα.
«Δεν είμαι τυφλός. Την είδα».
«Κι εσύ πώς το έμαθες;» ξαναρώτησε ο Λίο.
«Έκανε μια φωτογράφιση για κάποιο σχεδιαστή. Ρούχα εγκυμοσύνης... Είδα τις φωτογραφίες σ’
ένα περιοδικό. Κι όταν κατάφερα να τη βρω μέσω του πρακτορείου μοντέλων, εκείνη δεν το
αρνήθηκε. Με τη στάση της με προκαλούσε να μαντέψω ποιος την είχε αφήσει έγκυο! Σε ποιον είχε
αναζητήσει παρηγοριά όταν με παράτησε!» Η φωνή του ήταν γεμάτη κακία.
«Σου είπε ποιος ήταν;» Η ερώτηση της Άννας έπεσε σαν αλάτι σε ανοιχτή πληγή.
Γύρισε προς το μέρος της. «Όχι. Τον προστατεύει. Της είπα στην αρχή ότι θα τον σκότωνα και,
μολονότι τελικά υποσχέθηκα να μην τον πειράξω, δε μου έδωσε το όνομά του. Όχι πως αυτό την
ωφέλησε σε τίποτα. Εκείνος την παράτησε... Την αποζημίωσε μ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στην άκρη του
πουθενά για να μην του δημιουργήσει προβλήματα!»
Η Άννα έσφιξε τα διπλωμένα χέρια της. Η φωνή της ωστόσο ακούστηκε πολύ ψύχραιμη. «Πες μου
κάτι, Μάρκο... Πόσων μηνών έγκυος είναι;»
«Δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει».
«Δε σε νοιάζει, ε; Θα έπρεπε να σε νοιάζει».
«Τι στην οργή εννοείς πάλι;»
Ο Λίο γρύλισε κάτι στα ελληνικά, γιατί δεν του άρεσε ο τρόπος που μιλούσε ο Μάρκος στη
γυναίκα του. «Θα έπρεπε να σε νοιάζει, αγαπητέ ξάδερφε, για τον εξής λόγο».
Και του εξήγησε σαν να απευθυνόταν σε μικρό παιδί.

Η μουσική έπαιζε στη διαπασών, οι σκληρές νότες του χέβι μέταλ διαπερνούσαν το σώμα του πριν
τις παρασύρει ο άνεμος πάνω από το ξεσκέπαστο αμάξι που έτρεχε με ταχύτητα προς τ
νοτιοδυτικά. Ο Μάρκος άφηνε το δυνατό ήχο να τον διαποτίζει· δεν ήθελε να αισθάνεται. Ήθελε
μόνο να φτάσει στο στόχο του –έναν ανεπιθύμητο στόχο. Κάθε χιλιόμετρο που διήνυε τον έφερνε
και πιο κοντά.
Είχε ξανακάνει το ίδιο ταξίδι στις αρχές της εβδομάδας, τότε όμως ήταν εντελώς διαφορετικά. Τον
έσπρωχναν η οργή και η αγανάκτηση εναντίον της γυναίκας που, όπως πίστευε, τον είχε
εγκαταλείψει για να τρέξει στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα και είχε μείνει έγκυος απ’ αυτόν.
Τώρα τον κυρίευε ένα εντελώς διαφορετικό συναίσθημα. Πολύ χειρότερο από την οργή.
Κράτησε το πόδι του σταθερό στο γκάζι, μη θέλοντας να σκέφτεται ή να νιώθει οτιδήποτε. Τα
χιλιόμετρα έσβηναν πίσω από το κομψό, ακριβό αμάξι του. Οι διασταυρώσεις διαδέχονταν η μία την
άλλη, ώσπου έφτασε σ’ εκείνη που έψαχνε. Μείωσε ταχύτητα, έστριψε και κατευθύνθηκε προς την
ακτή.
Σύντομα θα έφτανε σ’ έναν προορισμό όπου δεν ήθελε να φτάσει, μα ούτε και μπορούσε να
αποφύγει.

ταν η ίδια δυσάρεστη αίσθηση.


Η ίδια περιποιημένη βεράντα, τα ίδια παράθυρα, τα σκαλοπάτια και οι ζαρντινιέρες με τα
ζωηρόχρωμα λουλούδια. Πάρκαρε μπροστά από το σπίτι κι έσβησε τη μηχανή. Αναρωτήθηκε αν θα
την έβρισκε μέσα. Μήπως έκανε πάλι καμιά βόλτα στην προκυμαία; Ή μήπως είχε επισκεφθεί το
γυναικολόγο της;
Βγήκε από το αυτοκίνητο κι έκλεισε την πόρτα. Με μηχανικές σχεδόν κινήσεις ανέβηκε τ
σκαλοπάτια και χτύπησε το ρόπτρο.
Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σήκωσε το χέρι για να ξαναχτυπήσει, τότε όμως η πόρτα άνοιξε.
Στεκόταν ακίνητη στο κατώφλι και τον κοιτούσε. Είδε το χρώμα να φεύγει από τα μάγουλά της,
την πόρτα να ετοιμάζεται να κλείσει.
Έβαλε το πόδι του στο άνοιγμα για να την εμποδίσει.
«Πρέπει να σου μιλήσω». Η φωνή του ήταν σιγανή, σφιγμένη.

Για μια στιγμή


«Μίλησες δεν του
αρκετά την απάντησε. Όταν
προηγούμενη το έκανε,
φορά. η φωνή
Δε θέλω ν’ της ήταντίποτε
ακούσω εξίσου σφιγμένη.
άλλο. Φύγε κι άσε με
ήσυχη».
Τα λόγια της έπεσαν σαν τσεκουριά πάνω του, μα έπρεπε ν’ αγνοήσει τον πόνο. «Πρέπει να σου
μιλήσω», της είπε ξανά. «Πρέπει να μάθω...»
«Όχι!» του αντιγύρισε κοφτά. «Δε χρειάζεται να μάθεις τίποτα! Ούτε όνομα, ούτε διεύθυνση,
τίποτα. Δε με νοιάζει με ποιον νομίζεις ότι το έσκασα. Δε δίνω δεκάρα τι...»
«Δεν είναι έτσι!»
Τα επιτακτικά του λόγια δεν την άφησαν να συνεχίσει. Στύλωσε το κορμί του. «Πρέπει να σου
μιλήσω, Βανέσα... Για τ’ όνομα του Θεού, πρέπει να ξέρω!»
Πλησίασε προς το μέρος της. Αυτή η συζήτηση δεν μπορούσε να γίνει στο κατώφλι του σπιτιού
της. Την προσπέρασε προσεκτικά σαν να φοβόταν πως θ’ ακουμπούσε πυρακτωμένο σίδερο και
μπήκε στο χολ. Η Βανέσα τραβήχτηκε κι εκείνη μακριά του σαν να φοβόταν πως θα την κολλούσε
κάποιο φονικό ιό.
Η αντίδρασή της τον κέντρισε, αλλά δεν είχε το περιθώριο ν’ αναρωτηθεί το γιατί. Το μόνο που
έπρεπε να κάνει τώρα ήταν να της αποσπάσει την αλήθεια.
«Μόνο μια ερώτηση θα σου κάνω. Δε θα σου πω τίποτε άλλο».
Τον άφησε σιωπηλή να περάσει παραμέσα και τον ακολούθησε με προσεκτικά βήματα. Ο Μάρκος
γύρισε και την κοίταξε. Είδε το φούσκωμα της κοιλιάς, το μυστικό που έκρυβε.
Και τότε ένιωσε την παρόρμηση να τρέξει και να την πάρει στην αγκαλιά του, να την κρατήσει
σφιχτά επάνω του και να μην την ξαναφήσει ποτέ...
«Λοιπόν;» Η φωνή της ήταν ψυχρή και απόμακρη. Στεκόταν και τον κοιτούσε, ενώ τα χέρια της
κρέμονταν χαλαρά στα πλευρά της. Δεν αναγνώρισε τα ρούχα της. Έδειχνε όμως πανέμορφη, όπως
την πρώτη φορά που την αντίκρισε, με το απλό ντύσιμο, χωρίς κοσμήματα και μακιγιάζ.
Ήταν η Βανέσα. Μόνο ο εαυτός της.
Και το παιδί που κουβαλούσε...
Δεν έπρεπε ν’ αφήσει τα έντονα συναισθήματά του να τον καταβάλουν.
Πήρε βαθιά ανάσα. Ο αέρας τού έκαψε τα πνευμόνια.
«Είναι δικό μου;»
Τα λόγια βγήκαν με δυσκολία από τα χείλη του. Λακωνικά και απερίφραστα.
Η Βανέσα ούτε που σάλεψε.
«Ποιο;» τον ρώτησε.
Πώς ήταν δυνατό να τον χλευάζει μια τέτοια στιγμή;
«Το μωρό», γρύλισε εκείνος. «Αρκεί ένα ναι ή ένα όχι».
Τον κοίταξε αδιάφορα. Δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει το βλέμμα της όμως, ήταν ανέκφραστο, παρ’
όλα αυτά τον πόνεσε.
Τελικά μίλησε. «Το μωρό είναι δικό μου, Μάρκο. Αν ήρθες ως εδώ για να ρωτήσεις μόνο αυτό,
πήρες την απάντησή σου. Τώρα, σε παρακαλώ, φύγε. Δε θέλω να σε ξαναδώ. Μην ξανάρθεις στο
σπίτι μου. Τελείωσε».
«Είμαι ο πατέρας;»
Είδε τα χείλη της να σφίγγονται. «Σου είπα. Το μωρό είναι δικό μου. Εσύ δεν έχεις καμιά σχέση
μαζί του. Κανένας άντρας δεν έχει σχέση μαζί του».
«Μη γίνεσαι ανόητη!»
Το πρόσωπό της άστραψε από θυμό. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά δεν την άφησε.
«Όχι, Βανέσα... μην το κάνεις αυτό! Κοίτα, λυπάμαι. Λυπάμαι για όσα σε κατηγόρησα.
Καταλαβαίνω γιατί με άφησες να πιστέψω πως το παιδί είναι κάποιου άλλου. Νόμιζες κι εσύ πως θα
παντρευόμουν κάποια άλλη, μα δεν είναι αλήθεια. Σ’ το ξεκαθάρισα ήδη. Γι’ αυτό ας μην
υποκρινόμαστε πια. Πες μου μονάχα αν το παιδί είναι δικό μου...»
Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. «Χριστέ μου, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ όλα αυτά!
Σε είχα ρωτήσει ανοιχτά αν ήσουν έγκυος κι αυτό έγινε πριν εκείνη η μέγαιρα παίξει το παιχνίδι της
μαζί σου! Κι όμως, το αρνήθηκες κατηγορηματικά. Έλεγες ψέματα; Ή μήπως δεν το ήξερες;»
Σκεφτόταν φωναχτά. «Ή μήπως δεν ήσουν ακόμη έγκυος; Γιατί τότε δεν μπορεί να είναι δικό μου...
ό,τι κι αν λέει η αναθεματισμένη γυναίκα του Λίο. Η Άννα επιμένει πως αν η εγκυμοσύνη σου
φαίνεται τώρα, θα πρέπει να συνέλαβες όσο ήμαστε μαζί...»
«Η Άννα Ντιλέιν παντρεύτηκε τον ξάδερφό σου; Δεν το πιστεύω! Μα δεν άντεχε να τον βλέπει!»
«Ε, προφανώς ο Λίο της άλλαξε γνώμη. Το θέμα δε μ’ απασχολεί. Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω να
ξέρω. Είναι ή όχι δικό μου; Η Άννα μου είπε να σε ρωτήσω πότε περιμένεις να γεννήσεις».
«Έτσι, ε; Ενημέρωσέ τη, λοιπόν, ότι η ημερομηνία της γέννησης του παιδιού μου δεν αφορ
κανέναν από εσάς! Και τώρα φύγε, Μάρκο. Δεν έχεις καμιά σχέση μ’ αυτό το μωρό. Θα υπογράψω
όποια χαρτιά θέλεις ότι δεν είσαι ο πατέρας του παιδιού μου. Θα το καταθέσω σε όποιο δικαστήριο
μου ζητήσεις! Φύγε όμως από δω και άσε με επιτέλους ήσυχη!»
«Δεν μπορώ», της είπε. «Αν το παιδί είναι δικό μου, δεν μπορώ να φύγω».
Τον κοίταξε επίμονα. «Και γιατί όχι;»
«Γιατί όχι; Μπορείς και με ρωτάς κάτι τέτοιο;»
«Ναι. Μπορώ. Σου είπα... Το μωρό είναι δικό μου. Κανενός άλλου».
«Μη γίνεσαι παράλογη! Κάθε παιδί έχει έναν πατέρα. Κι αν αυτό που κουβαλάς στα σπλάχνα σου
είναι δικό μου, τότε πρέπει να το ξέρω!»
«Γιατί;»
Η οργή του ξέσπασε. «Επειδή αν το παιδί είναι δικό μου, μόνο ένα πράγμα μπορεί να γίνει!» Την
αγριοκοίταξε. «Θα παντρευτούμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Για μια στιγμή έπεσε απόλυτη σιωπή. Της ήταν αδύνατο να πει οτιδήποτε. Ώσπου ξαναβρήκε τη
φωνή της.
«Να παντρευτούμε;»
«Φυσικά! Τι άλλο περίμενες ότι θα συμβεί;»
«Μα εσύ είπες πως δε θα παντρευόσουν ποτέ».
Ο Μάρκος αναστέναξε βαριά. «Δεν έχω και πολλές επιλογές πλέον, έτσι δεν είναι; Αν είμαι ο
πατέρας αυτού του παιδιού, τότε πρέπει να σε παντρευτώ. Τελεία και παύλα».
Η Βανέσα έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ύστερα, δίχως λέξη, γύρισε και πήγε στην κουζίνα, όπου
άναψε το βραστήρα του νερού. Ο Μάρκος την ακολούθησε.
«Πρώτα θα γίνει εξέταση DNA. Και μόλις πιστοποιηθεί η πατρότητα, θα παντρευτούμε. Πόσων
εβδομάδων έγκυος είσαι και πότε περιμένεις να γεννήσεις;»
Η Βανέσα δεν του απάντησε. Έβαλε στιγμιαίο καφέ σε δυο φλιτζάνια και έβγαλε το γάλα από το
ψυγείο. Οι κινήσεις αυτές τη βοηθούσαν να παραμείνει ήρεμη. Ήταν πολύ σημαντικό να διατηρήσε
την ηρεμία της.
«Δυστυχώς, έχω μόνο στιγμιαίο καφέ», του είπε, ετοιμάζοντας τα δυο ροφήματα. Έριξε στο δικό
της αρκετό γάλα, πήρε το φλιτζάνι της και πήγε να καθίσει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι.
Ο Μάρκος αγνόησε τον καφέ που του είχε ετοιμάσει και την ακολούθησε.
«Ησύχασε, Μάρκο. Δεν πρόκειται να σε παντρευτώ». Η φωνή της ήταν σταθερή, όπως και το
βλέμμα της πάνω του.
«Τι στην ευχή εννοείς;»
«Είναι απλό. Δε θα σε παντρευτώ. Έχεις ξεκαθαρίσει απόλυτα τις απόψεις σου περί γάμου...»
«Μα αυτό ήταν πριν μάθω για το μωρό!»
«Και τι αλλάζει; Με προειδοποίησες εκείνο το τελευταίο πρωινό να μη μείνω έγκυος...»
«Μα ήταν πολύ αργά, έτσι; Είχες μείνει ήδη και είτε δεν το ήξερες είτε μου είπες ψέματα όταν σε
ρώτησα. Τι από τα δύο;»
«Σου είπα ψέματα», του απάντησε ήρεμα. «Μόλις το είχα ανακαλύψει και προσπαθούσα ν
συμφιλιωθώ με την ιδέα. Ανησυχούσα πώς θα αντιδρούσες... Δεν άργησα να μάθω», πρόσθεσε
παγερά.
«Νόμιζα πως απλώς σε απέτρεπα. Δεν ήξερα πως ήταν ήδη αργά. Πώς μπόρεσες να μου πεις
ψέματα, Βανέσα;»
Ανασήκωσε τα φρύδια της. «Πολύ εύκολα. Δε φάνηκες να ενθουσιάζεσαι και πολύ στην προοπτική
μιας εγκυμοσύνης».
«Και γιατί να ενθουσιαστώ;»
«Πράγματι, γιατί;» συμφώνησε κι εκείνη. «Ούτε και τώρα είσαι ενθουσιασμένος, σωστά; Το
τελευταίο που θέλεις είναι να με παντρευτείς και να γίνεις πατέρας. Δε θα σ’ αφήσω, λοιπόν, να το
κάνεις».
«Μη γίνεσαι παράλογη! Είμαι έτοιμος να σε παντρευτώ, πάει και τελείωσε!»
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και ακούμπησε το φλιτζάνι στο πεζούλι του τζακιού. «Όχι,
Μάρκο. Δεν τελείωσε. Νομίζεις στ’ αλήθεια πως θα σε παντρευόμουν; Για ποιο λόγο να το κάνω;»
«Για οικονομική εξασφάλιση» της είπε απότομα. «Αν το μωρό είναι δικό μου, γιατί ζεις εδώ, σ’
αυτό το σπίτι; Ποιος σου πληρώνει τους λογαριασμούς;» Οι κατηγορίες και η καχυποψία είχαν
επιστρέψει στη φωνή του.
«Αν θες να ξέρεις, αγόρασα αυτό το σπίτι όταν πούλησα το σπίτι των παππούδων μου, το οποίο
είχα κληρονομήσει. Επίσης μου άφησαν κάποιες οικονομίες. Δεν είναι πολλά, σύμφωνα με τα δικ
σου μέτρα, είναι όμως αρκετά για να ζήσω άνετα, μαζί με το ενοίκιο που θα εισπράττω από το
διαμέρισμα του επάνω ορόφου και ίσως δουλεύοντας ως μοντέλο περιστασιακά. Δε χρειάζομαι
λοιπόν οικονομική εξασφάλιση ούτε από σένα ούτε από οποιονδήποτε άλλο πλούσιο άντρα...
Επομένως δεν έχω κανένα λόγο να σε παντρευτώ».
Η ηρεμία της φάνηκε να τον εξαγριώνει. Είδε τα μάτια του να σκοτεινιάζουν. «Δεν πρόκειται μόνο
για σένα, Βανέσα. Πρόκειται για το παιδί μου! Και το δικό μου παιδί δεν πρόκειται να γεννηθεί
μπαστ...»
Τα μάτια της άστραψαν. «Μην τολμήσεις να πεις αυτή τη λέξη! Πες την και θα σε χαστουκίσω!
Στις μέρες μας υπάρχουν πολλές ανύπαντρες μητέρες και παιδιά εκτός γάμου. Αυτό δεν είνα
πρόβλημα. Αντιθέτως, ένα παιδί θ’ αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα αν έχει εσένα πατέρα!»
«Τι εννοείς;» μούγκρισε εκείνος. «Ένα παιδί δικό μου θα είχε όλα όσα επιθυμούσε!»
Στα μάτια της φάνηκε καθαρά η περιφρόνηση.
Αυτό τον πείραξε πολύ. Γέννησε μέσα του ένα σωρό έντονα, δυσάρεστα αισθήματα.
«Εννοείς πως θα είχε χρήματα. Μόνο αυτά μπορείς να σκεφτείς, έτσι δεν είναι, Μάρκο; Εσύ και τ
πολύτιμα χρήματά σου! Γι’ αυτά τα χρήματα με προειδοποίησες να μη σε παγιδέψω σ’ ένα γάμο. Γι’
αυτά τα χρήματα πίστεψες πως έτρεξα κατευθείαν στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα. Με αποκαλούσες
μαιτρέσα σου σαν να ήμουν καμιά πόρνη πολυτελείας! Ήρθες εδώ και με πληροφόρησες σφίγγοντας
τα δόντια πως θα μου κάνεις την ύψιστη τιμή να με παντρευτείς και να νομιμοποιήσεις το παιδί μου.
Ε, λοιπόν, ευχαριστώ πολύ, αλλά όχι. Δε θα σε παντρευτώ. Δε σε χρειαζόμαστε ούτε εγώ ούτε το
παιδί μου. Θα είμαστε πολύ καλύτερα χωρίς εσένα. Γι’ αυτό πήγαινε, Μάρκο. Με αναστατώνεις και
δε θα το ανεχτώ άλλο. Φύγε».
Δεν μπήκε στον κόπο να ερμηνεύσει την έκφρασή του. Η κούραση και η θλίψη βάραιναν αφόρητ
τη δική της ψυχή. «Μακάρι να μη με είχες βρει», πρόσθεσε.
«Τότε δεν έπρεπε να φωτογραφηθείς με ρούχα εγκυμοσύνης».
Τον κοίταξε με το ίδιο πάντα αδιάφορο βλέμμα. Όχι με τη λατρεία που τον κοιτούσε άλλοτε...
Εκείνη η Βανέσα είχε χαθεί για πάντα.
«Ώστε έτσι με εντόπισες λοιπόν. Δεν περίμενα ότι θα έβλεπες αυτές τις φωτογραφίες. Δε
συνηθίζεις να διαβάζεις περιοδικά για μέλλουσες μητέρες».
«Το περιοδικό ήταν στο αεροπλάνο. Και... φαντάζεσαι πώς ένιωσα όταν σε είδα; Ή μήπως δε σε
νοιάζει ούτε αυτό;»
«Γιατί να με νοιάζει; Γιατί να πιστέψω πως θα έδειχνες το παραμικρό ενδιαφέρον ύστερα από τις
προειδοποιήσεις σου εκείνη την τελευταία μέρα;»
«Γι’ αυτό φέρεσαι έτσι; Για να με εκδικηθείς επειδή είπα πως δε θα σε παντρευόμουν ποτέ;»
Αναστέναξε βαθιά. «Κοίτα, καταλαβαίνω γιατί τα λόγια μου σε πείραξαν τόσο όταν άκουσες εκείνη
την καταραμένη γυναίκα να σου ανακοινώνει το δήθεν γάμο μου με την κόρη της. Όμως ουδέποτε
είχα σκοπό να παντρευτώ την Αθηνά. Ήταν το φιλόδοξο σχέδιο του πατέρα μου και της
Κωνσταντίνας, τίποτα περισσότερο. Γιατί λοιπόν εξακολουθείς να είσαι τόσο θυμωμένη μαζί μου;
Νόμιζα πως θα με παντρευόσουν μετά χαράς!»
«Μετά χαράς, ε; Μήπως εννοείς με ευγνωμοσύνη; Επειδή αυτό ακριβώς πρέπει να νιώθει μι
μαιτρέσα όταν ο προστάτης της της προτείνει να την εξασφαλίσει οικονομικά για όλη της τη ζωή.
Ξέρεις κάτι, Μάρκο; Ναι, ένιωθα ευγνωμοσύνη. Δεν το πίστευα ότι διάλεξες εμένα απ’ όλες τις
υπέροχες γυναίκες που είχες γύρω σου... Και ήμουν υπερβολικά ευτυχισμένη... και ευγνώμων...»
αποτελείωσε με πίκρα.
Τον κοίταξε με σκληρό βλέμμα. «Τόσο ευγνώμων ώστε έκανα ό,τι ήθελες για να σ’ ευχαριστήσω.
Και δε φανταζόμουν ούτε για μια στιγμή πως για σένα ήμουν απλώς μια μαιτρέσα!»
«Θεέ μου, έχεις εμμονή μ’ αυτή τη λέξη!»
Τα μάτια της Βανέσα πέταξαν φωτιές.
«Όχι, εσύ έχεις εμμονή! Κρεμάς αυτή τη φριχτή ταμπέλα γύρω από το λαιμό μου και με
στραγγαλίζεις! Και μην τολμήσεις να δικαιολογήσεις αυτή την απαίσια λέξη! Ή τον εαυτό σου!»
Επιτέλους η οργή της ξεσπούσε, όπως θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό αν δεν ήταν τόσο δειλή,
τόσο ξετρελαμένη μαζί του. «Για σένα ήμουν απλώς μια σκλάβα έτοιμη να ικανοποιήσει τις
επιθυμίες σου».
«Δεν είναι αλήθεια! Σου φέρθηκα με κατανόηση, σεβασμό...»
«Τόσο σεβασμό που με προειδοποίησες να μη μείνω έγκυος για να σε εκβιάσω με γάμο! Ε, λοιπόν,
εγώ δε σου ζήτησα ποτέ να με παντρευτείς. Δε σου ζήτησα τίποτα, ούτε ρούχα ή κοσμήματα. Ήθελα
μόνο εσένα, Μάρκο. Μόνο να είμαι μαζί σου».
Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο, δεν του έδωσε όμως την ευκαιρία να μιλήσει.
«Ζούσα ένα όνειρο, πετούσα στα σύννεφα... Ώσπου εσύ με προσγείωσες απότομα... Ευτυχώς. Γιατί
αλλιώς θα είχα περάσει ολόκληρη τη ζωή μου νιώθοντας ευγνωμοσύνη απέναντί σου. Αυτά
τελείωσαν... Τώρα δε με ενδιαφέρει παρά μόνο το παιδί μου. Όχι, δεν το συνέλαβα σκόπιμα. Κι αν
έμεινα έγκυος έφταιγαν μάλλον εκείνα τα αντιβιοτικά που πήρα τα Χριστούγεννα, επειδή μείωσαν
την επίδραση των αντισυλληπτικών... Δεν ωφελεί να μετανιώνουμε για τίποτα, τώρα είναι πολύ
αργά. Και ακριβώς για το χατίρι αυτού του παιδιού δεν πρόκειται να σε παντρευτώ».
«Γιατί όχι;» ξέσπασε αγανακτισμένος.
«Επειδή δεν είναι απαραίτητο. Δε σε χρειάζομαι. Η... σχέση μου μαζί σου τελείωσε. Έβαλα τη ζωή
μου σε μια τάξη. Έχω φτιάξει ένα καλό σπιτικό, σ’ ένα όμορφο και υγιεινό μέρος, έχω αρκετά
χρήματα για ένα νέο ξεκίνημα. Εγώ και το μωρό μου θα είμαστε μια χαρά. Γνωρίζω καινούριους
ανθρώπους, κάνω φιλίες. Μπορείς λοιπόν να φύγεις με καθαρή συνείδηση. Δε θα απαιτήσω τίποτ
από σένα κι ούτε θέλω να κάνεις καμιά θυσία... πόσω μάλλον να με παντρευτείς!
»Γύρνα λοιπόν στη ζωή σου, βρες άλλη μαιτρέσα, βγάλε μπόλικα χρήματα, απόλαυσε τα πλούτη
σου που σου ανοίγουν όλους τους δρόμους. Να είσαι ευτυχισμένος, Μάρκο. Γιατί αυτή τη ζωή
θέλεις κι αυτήν έχεις. Και στείλε μου τις στρατιές των δικηγόρων σου με τα νομικά τους έγγραφα.
Θα υπογράψω ό,τι μου ζητήσουν».
Ήπιε μια ακόμη αναζωογονητική γουλιά καφέ και τον κοίταξε. Της αντιγύρισε παγωμένος το
βλέμμα.
«Έχεις μέσα σου το παιδί μου και έχω ευθύνες απέναντί του».
«Σε απαλλάσσω από όλες».
«Δεν είναι προνόμιό σου. Ένα παιδί χρειάζεται πατέρα».
Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Έσφιξε το φλιτζάνι ανάμεσα στα χέρια της.
«Έναν πατέρα σαν εσένα; Για να μεγαλώσει ξέροντας πως δεν το ήθελες ποτέ, πως έλεγξες πρώτα
αν είναι δικό σου κι ύστερα παντρεύτηκες τη μητέρα του, ενώ πίστευες ότι σε παγίδεψε
χρησιμοποιώντας το, παραβαίνοντας τις σαφείς εντολές σου;» Τα λόγια έβγαιναν με απέχθεια από τα
χείλη της. «Χρειάζεται στ’ αλήθεια το παιδί μου έναν τέτοιο πατέρα, Μάρκο; Δε νομίζω. Μερικούς
πατεράδες δεν αξίζει τον κόπο να τους έχει κανείς!»
Για μια ατέλειωτη, αβάσταχτη στιγμή ο Μάρκος στεκόταν εκεί και άκουγε το κατηγορητήριο. Το
πρόσωπό του ήταν μια πέτρινη μάσκα. Το χρώμα του χλομό.
Ύστερα έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς λέξη.
Μακριά από το σπίτι της.
Μακριά από τη ζωή της.
Η Βανέσα σηκώθηκε αργά στα πόδια της. Ένιωθε απερίγραπτη κούραση, σαν να κουβαλούσε έν
δυσβάσταχτο βάρος. Πήγε παραπατώντας το φλιτζάνι της ως την κουζίνα. Κοίταξε έξω από το
παράθυρο το μικρό της κήπο.
Έφυγε, σκέφτηκε. Αυτή τη φορά έφυγε για τα καλά. Δε θα ξανάρθει.
Προσπάθησε να νιώσει χαρά. Ήξερε πως η λογικότερη αντίδραση θα ήταν να χαρεί.
Να νιώσει ευγνωμοσύνη που μπόρεσε να φτάσει επιτέλους στην κάθαρση, βγάζοντας από μέσα της
το κομμάτι του εαυτού της που τη βασάνιζε. Τώρα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της, να περιμένει
τη γέννηση του παιδιού της και να σχεδιάσει το μέλλον τους.
Το μωρό της δε χρειαζόταν έναν πατέρα που δεν το θέλησε ποτέ. Έναν πατέρα που δεν έβλεπε στη
Βανέσα παρά μόνο μια ερωμένη.
Τώρα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη που έφυγε από τη ζωή της, που τον απάλλαξε από κάθε
ευθύνη και καθήκον. Γιατί αυτοί ήταν οι μοναδικοί λόγοι για τους οποίους θα την παντρευόταν.
Καθώς όμως κοιτούσε την όμορφη αυλή που λουζόταν στο καλοκαιρινό ηλιόφως, ήταν σαν να
κοιτούσε ένα αρκτικό τοπίο, κρύο κι έρημο σαν την καρδιά της.
Τι έκανα; αναρωτήθηκε. Τι έκανα, Θεέ μου;
Το ερώτημα σπάραξε μέσα της και η απάντηση την περιγέλασε.

«Λοιπόν;»
Η φωνή του Λίο ήταν γεμάτη προσμονή. Περίμενε άμεση απάντηση κι ο Μάρκος του την έδωσε.
«Το μωρό είναι δικό μου».
Η έκφραση του ξαδέρφου του δεν άλλαξε. «Και;»
Ο Λίο στεκόταν από πάνω του σκυφτός. Τουλάχιστον αυτή τη φορά ήταν μόνος, χωρίς την
ενοχλητική Άννα. Είχε εισβάλει απροειδοποίητα στο γραφείο του και δε θα έφευγε από κει μέσα αν
δεν έπαιρνε απαντήσεις.
«Και τίποτα».
«Τι στην ευχή εννοείς;»
Ο θυμός έκανε τα μάτια του Μάρκου ν’ αστράψουν. «Χάσου από δω, Λίο. Το ζήτημα δε σε
αφορά!»
«Θες να πεις ότι δεν είσαι έτοιμος να την παντρευτείς;» τον ρώτησε ο ξάδερφός του τόσο με
επίπληξη όσο και δυσπιστία.
Τα χέρια του Μάρκου έσφιξαν τα δερμάτινα μπράτσα της καρέκλας του. «Όχι. Εκείνη δε με
παντρεύεται».
«Τι έκανε λέει;»
«Με άκουσες».
«Σε άκουσα, μικρέ ξάδερφε, αλλά δε σε πιστεύω. Είσαι σίγουρος ότι χρησιμοποίησες τη λέξη
γάμος; Ξέρω πως έχεις αλλεργία σ’ αυτή και δεν αποκλείεται να μην την πρόφερες καν!»
«Την πρόφερα καθαρά και ξάστερα. Αρνήθηκε».
Το βλέμμα του Λίο ήταν ανέκφραστο. «Ίσως το μωρό να μην είναι δικό σου τότε».
Η έκφραση του Μάρκου σκλήρυνε. «Αυτό αποκλείεται. Ήταν ήδη έγκυος όταν με παράτησε».
«Αυτό δε σημαίνει πως το μωρό είναι δικό σου», αντιγύρισε ξερά ο Λίο.
«Θες να πεις ότι δε μου ήταν πιστή;» Υπήρχε εκνευρισμός στη φωνή του κι ο Λίο τον κοίταξε
αυστηρά. «Η Βανέσα ήταν ήδη έγκυος όταν με άφησε», επανέλαβε ο Μάρκος. «Και το ήξερε. Μα
μου είπε ψέματα όταν τη ρώτησα».
Ο Λίο συνοφρυώθηκε. «Τη ρώτησες αν ήταν έγκυος; Θες να πεις ότι το υποψιαζόσουν;» Η
κατηγόρια στη φωνή του ξαδέρφου του δεν άρεσε καθόλου στο Μάρκο.
«Δεν είχα ιδέα!»
«Τότε γιατί τη ρώτησες;»
Ο Μάρκος στριφογύρισε άβολα στο κάθισμά του. Τον ενοχλούσε αυτή η συζήτηση, η ανάκριση
από τον ξάδερφό του. Και δεν ήθελε να απαντάει σε τέτοιες ερωτήσεις. Τον αγριοκοίταξε.
«Ήταν το τελευταίο πρωί πριν φύγει από το σπίτι. Άρχισε μια από κείνες τις αναθεματισμένες
κουβέντες, ξέρεις, σχετικά με το πού πήγαινε η σχέση μας και τα τοιαύτα... Κι όταν αρχίζουν έτσι,
ξέρεις πού καταλήγουν... Προβάλλουν απαιτήσεις, ζητάνε περισσότερα απ’ όσα τους δίνεις... Εκείνο
το πρωί εκνευρίστηκα στ’ αλήθεια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μου είχε δημιουργήσει τέτοια
προβλήματα. Όλα ήταν τέλεια. Διάβολε, ένιωθα ασφαλής μαζί της! Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελ
και δε θα την άφηνα να τα χαλάσει όλα. Έτσι...»
Σώπασε. Ο ξάδερφός του άκουγε αμίλητος.
«Έτσι;» Τον παρότρυνε να συνεχίσει.
Ο Μάρκος ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι της το είπα έξω από τα δόντια. Της είπα πως ήμουν
απολύτως ευχαριστημένος μαζί της, πως όλα ήταν θαυμάσια και δεν έπρεπε να αλλάξουν. Εκείνη
έμεινε σιωπηλή. Ξέρεις, έτσι όπως κάνουν οι γυναίκες όταν δεν τους αρέσει το μήνυμα που τους
περνάς... Κι έπειτα μου έκανε την ερώτηση: ‘Μα τι θα γινόταν αν έμενα έγκυος;’ Κι έτσι της
απάντησα και σ’ αυτό».
«Ώστε της απάντησες λοιπόν. Και τι ακριβώς της είπες, για να έχουμε καλό ρώτημα;»
Ο Μάρκος του έριξε μια άγρια ματιά.
«Μη μου πεις ότι δε σου έχει συμβεί και σένα, γιατί δε θα σε πιστέψω. Ξέρεις πολύ καλά τι λες σ’
αυτές τις περιπτώσεις. Ότι δεν πρόκειται να τις παντρευτείς, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες. Κι ότι αν
προσπαθήσουν να πιάσουν σκοπίμως παιδί, τότε... δρόμο».
Έμεινε για λίγο σιωπηλός, ανακαλώντας στη μνήμη του την έκφραση της Βανέσα όταν της είπε
ορθά-κοφτά ετούτα τα λόγια...
«Ήταν λάθος η στιγμή», αποφάνθηκε διώχνοντας την ανάμνηση. «Απλούστατα, λάθος στιγμή».
Απέφυγε να κοιτάξει τον ξάδερφό του στα μάτια.
«Αυτός είναι ένας τρόπος να το δει κανείς». Ο τόνος του Λίο ήταν ειρωνικός.
Ο εκνευρισμός του Μάρκου επανήλθε. «Κοίτα... δεν είχα ιδέα πως ήταν ήδη έγκυος. Μόλις μου
είχε απαντήσει πως δεν ήταν. Γιατί λοιπόν μου είπε ψέματα, για τ’ όνομα του Θεού; Δε βγαίνει
νόημα, Λίο. Θα έπρεπε να το ξέρει πως θα στεκόμουν στο πλευρό της».
«Ναι, της στάθηκες σαν αληθινός βράχος, έτσι;» σάρκασε ο Λίο.
Ο Μάρκος τέντωσε με επιθετικότητα το δάχτυλό του. «Μη με ειρωνεύεσαι. Δεν ήξερα πως ήταν
έγκυος, δεν ήξερα πως πίστευε ότι θα παντρευόμουν την Αθηνά...»
«Απ’ όσα μου είπες δεν ήξερε ακόμα για την Αθηνά όταν την κατσάδιαζες», διαφώνησε ο Λίο
καυστικά.
Ο ξάδερφός του τον κοίταξε αλαζονικά. «Ήταν κι αυτό μια κακή σύμπτωση. Γι’ αυτόν το λόγο
έφυγε εκείνη τη μέρα... Επειδή η αναθεματισμένη η Κωνσταντίνα πήγε και τη βρήκε πριν προλάβω
να επιστρέψω και να συμφιλιωθώ μαζί της. Αν είχα μείνει στο σπίτι εκείνη τη μέρα, αν δεν είχα πάει
στο γραφείο... όλα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Μα δεν είχα ιδέα... δεν ήξερα... ότι η
Κωνσταντίνα Δημάκη θα εμφανιζόταν ως διά μαγείας!»
«Πώς και δεν έμαθες για την επίσκεψή της όσο έψαχνες για τη Βανέσα;» τον ρώτησε προκλητικά ο
Λίο. «Ο θυρωρός θα πρέπει να την άφησε να ανέβει στο διαμέρισμα... Σίγουρα θα ζήτησε το όνομά
της, γιατί λοιπόν δεν το ανέφερε στους ανθρώπους σου;»
Ο Μάρκος τον κοίταξε βλοσυρός. «Η Κωνσταντίνα δεν προσπάθησε να δωροδοκήσει μόνο τη
Βανέσα εκείνη τη μέρα. Μόνο που στο πρόσωπο του θυρωρού βρήκε πιο πρόθυμο αποδέκτη. Όταν
έμαθα από τη Βανέσα τι είχε γίνει, έβαλα τους ανθρώπους μου να ανακρίνουν όλο το προσωπικό
εισόδου του κτιρίου. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, είχε μοιράσει σε όλους ένα τεράστιο ποσό για να τους
κλείσει τα στόματα. Έτσι πίστευε πως δε θα μάθαινα ποτέ για την επίσκεψή της στο διαμέρισμα. Δεν
ήθελε να ανακαλύψω πως είχε πληρώσει τη Βανέσα για να φύγει». Έκλεισε τα μάτια του για μι
στιγμή. «Μακάρι να ήξερα από την αρχή τι είχε συμβεί». Υπήρχαν πόνος και πίκρα στη φωνή του.
«Και πάλι δε θα ήξερα πού βρισκόταν η Βανέσα, όμως θα υπήρχε κάποια αιτία για την εξαφάνισή
της... Θα είχα αναγκάσει την Κωνσταντίνα να μου πει τι είχε κάνει. Θα καταλάβαινα γιατί η Βανέσα
με μισούσε...»
«Εννοείς, για ποιον άλλο λόγο σε μισούσε εκτός του ότι αρνιόσουν το παιδί σου...» Ο Λίο ήταν
ανελέητος.
Ο Μάρκος ανασήκωσε το κεφάλι του απότομα. «Αν ήξερα ότι ήταν ήδη έγκυος όταν κάναμε εκείνη
την κουβέντα, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα της μιλούσα έτσι; Θεέ και Κύριε! Λίο, πόσο άθλια γνώμη
έχεις για μένα;»
Το ύφος στο πρόσωπο του ξαδέρφου του δεν ήταν καθόλου ευσπλαχνικό. Η απάντηση του
Μάρκου ήταν να περάσει και πάλι στην αντεπίθεση. «Κοίτα, το μόνο που ήξερα ήταν πως η Βανέσ
με εγκατέλειψε χωρίς λέξη. Είχε φύγει, έτσι απλά. Δεν είχα ιδέα γιατί το έκανε... ούτε πού είχε πάει.
Μέσα σε μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Είχα τρελαθεί από ανησυχία!» Σταμάτησε για
να πάρει ανάσα. «Πώς στην οργή φαντάζεσαι πως ένιωσα όταν είδα εκείνες τις φωτογραφίες της στο
περιοδικό του αεροπλάνου; Πώς νομίζεις πως ένιωσα όταν είδα πως φορούσε ρούχα εγκυμοσύνης
επειδή ήταν έγκυος;»
«Κι έτσι, με ακλόνητη σιγουριά έβγαλες τα συμπεράσματά σου, βρήκες τη διεύθυνσή της κα
όρμησες στο σπίτι της για να τη βάλεις στη θέση της!» κατέληξε ο ξάδερφός του. «Θαυμάσια».
Ο Μάρκος τον αγριοκοίταξε. «Κατάλαβα απλώς πως ήταν έγκυος. Και φυσικά δε σκέφτηκα ούτε
στιγμή πως ήταν δικό μου... Κι αυτό επειδή δε φανταζόμουν πως μου είχε πει ψέματα όταν τη
ρώτησα! Και γιατί δε μου είπε εξαρχής τι συνέβαινε, γιατί δεν παραδέχτηκε πως ήταν δικό μου;
Ειδικά αφού της αποκάλυψα πως η Κωνσταντίνα Δημάκη την είχε πιάσει κορόιδο!»
«Δεν μπορώ να το μαντέψω», σάρκασε ο ξάδερφός του. «Στο κάτω κάτω εσύ απλώς την
κατηγόρησες πως έφυγε από σένα για να πέσει κατευθείαν στην αγκαλιά ενός άλλου κι έμεινε
έγκυος απ’ αυτόν! Ποια γυναίκα θα αισθανόταν θιγμένη από μια τέτοια κατηγορία;»
«Ανάθεμα, νομίζεις πως μου άρεσε να το πιστεύω; Νομίζεις πως ήθελα η Βανέσα να έχει μείνει
έγκυος από έναν άλλο; Με σκότωνε και μόνο που τη σκεφτόμουν στην αγκαλιά κάποιου άγνωστου,
να περιμένει το παιδί του...»
Σώπασε κι έκανε ένα μορφασμό απόγνωσης.
Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή. Ύστερα μίλησε ο Λίο.
«Αυτή τη φορά όμως», του είπε με ύφος καχύποπτο, «πήγες και πάλι να τη βρεις για να διορθώσεις
την κατάσταση, σωστά; Της είπες πως είχες φερθεί σαν κάθαρμα, πως την είχες προσβάλει και
κατηγορήσει άδικα και πως σε συγκλόνιζε η σκέψη ότι αναγκάστηκε να σ’ εγκαταλείψει για να
μεγαλώσει μόνη το παιδί της. Την ικέτεψες να σε συγχωρήσει που ήσουν τόσο αναίσθητος και της
ζήτησες ταπεινά να την παντρευτείς για να φροντίσεις εκείνη και το μωρό που κάνατε μαζί. Αυτά δεν
της είπες;»
Ο Μάρκος έσφιξε τα χείλη. «Της είπα πως θα παντρευτούμε. Πως τώρα δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Και με απέρριψε αμέσως».
«Πες μου, μικρέ ξάδερφε, αναρωτήθηκες ποτέ μήπως έχεις κάποια νοητική διαταραχή;» Ο Λίο είδε
το Μάρκο να σκυθρωπιάζει, αλλά τον αγνόησε. Δεν του έδωσε το χρόνο ν’ ανταπαντήσει. «Ξέρεις,
από στιγμή σε στιγμή περιμένω να μου πεις ότι της δήλωσες πως θα παντρευτείτε αμέσως μόλις
πάρεις θετική απάντηση από το τεστ DNA...» Σώπασε κι ύστερα ξεστόμισε μια βρισιά στα ελληνικά.
«Αυτό ακριβώς της είπες, έτσι; Ότι ήθελες να ελέγξεις πρώτα την πατρότητα του μωρού πριν την
παντρευτείς!»
«Φυσικά και της το είπα. Νομίζεις πως ήθελα...» Ο Μάρκος σταμάτησε. Το πρόσωπό του πήρε μια
παγωμένη έκφραση. «Μακάρι αυτά τα τεστ να είχαν ανακαλυφθεί νωρίτερα, πριν γεννηθώ εγώ. Τότε
η ζωή θα ήταν πολύ... απλούστερη».
Για πρώτη φορά από τη στιγμή που μπήκε στο γραφείο του Μάρκου, ο Λίο άφησε το σκληρό του
ύφος. «Τι θα κάνεις, Μάρκο;»
Εκείνος κοίταξε ευθεία μπροστά, στο κενό. «Δεν μπορώ να την αναγκάσω να με παντρευτεί με το
ζόρι. Θέλει να μεγαλώσει μόνη της αυτό το μωρό. Σκοπεύω φυσικά να ανοίξω ένα καταπίστευμα για
το παιδί, ακόμα κι αν η Βανέσα διαφωνεί... Και θα φροντίσω να είναι οικονομικά εξασφαλισμένη,
παρ’ όλο που ισχυρίζεται ότι έχει αρκετά χρήματα για να τα βγάλει πέρα».
«Και το παιδί; Ο νόμος θα σου επιτρέψει να διατηρείς επαφή μαζί του. Και μπορείς πάντα να κάνεις
αίτηση για την κηδεμονία του».
«Όχι! Για τ’ όνομα του Θεού, πιστεύεις ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο;»
Ο Λίο κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Ακόμη κι αν έκανες αίτηση, το δικαστήριο μάλλον δε θα σου έδινε την κηδεμονία. Η Βανέσα δεν
είναι σαν τη μητέρα σου. Τουλάχιστον αν σκοπεύει να ζήσει μια ήσυχη, αξιοπρεπή ζωή νοικιάζοντας
την παραθαλάσσια κατοικία της. Κι εσύ, Μάρκο», πρόσθεσε αργά, «δεν είσαι ο πατέρας σου».
Το ύφος του Μάρκου ήταν σκοτεινό σαν την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα.
«Έτσι λες;» ρώτησε και ξαφνικά το στόμα του στράβωσε σ’ ένα μορφασμό πίκρας και οδύνης. «Κι
όμως, ακριβώς σαν κι αυτόν με περιέγραψε η Βανέσα πριν με πετάξει έξω».

ταν μια αφέγγαρη και άναστρη νύχτα. Σκοτάδι σκέπαζε την πόλη και τον ποταμό της. Μαύρο
σκοτάδι παντού.
Ο Μάρκος στεκόταν ακίνητος έξω στη βεράντα. Κοιτούσε πέρα μακριά, με τα χέρια του
ακουμπισμένα στα κάγκελα.
Κάπου αλλού, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, η Βανέσα θα κοιμόταν με το μωρό κουλουριασμένο
μέσα της.
Τόσο πολύ μακριά...
Το χέρι του έσφιξε το κρύο μέταλλο. Ήταν σαν να τον περικύκλωναν τα κάγκελα ενός κελιού.
Γύρισε και μπήκε από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες στο πολυτελές σαλόνι. Αυθόρμητα η ματιά του
πήγε στον καναπέ.
Μα η Βανέσα δεν ήταν εκεί.
Δεν ήταν εκεί να τον κοιτάζει με χαρά και ζεστασιά, να απλώνει τα χέρια της περιμένοντας να πάε
κοντά της. Δεν μπορούσε να την πλησιάσει, να την αγγίξει και να φιλήσει το τρυφερό της στόμα.
Ποτέ δε θα την ξανάβλεπε εκεί μέσα.
Η Βανέσα δε θα τον κοιτούσε ποτέ ξανά μ’ εκείνα τα όμορφα, γεμάτα λατρεία μάτια. Ποτέ δε θα
ξάπλωνε πάλι στην αγκαλιά του, ούτε τα μαλλιά της θα σκέπαζαν το μαξιλάρι σαν μια ολοζώντανη
φλόγα. Ποτέ ξανά δε θα δινόταν στην έκσταση του πάθους τους. Ποτέ ξανά.
Τη θεωρούσε απλά ερωμένη του, μα εκείνη δεν ήταν ποτέ μόνο αυτό. Ήταν πολύ περισσότερα...
Ένα αόρατο χέρι τού έσφιξε το στήθος σαν μέγκενη.
Η Βανέσα ήταν πάντα εκεί, μαζί του. Όπου κι αν πήγαινε ο Μάρκος, τον συντρόφευε. Δεν έφευγε
από το πλευρό του ούτε στιγμή...
Τώρα όμως είχε φύγει για πάντα. Και δε θα επέστρεφε. Θα ζούσε τη δική της ζωή, μακριά από
κείνον, μη θέλοντας να έχει καμιά απολύτως σχέση μαζί του...
Το σφίξιμο στο στήθος του έγινε πιο δυνατό, τόσο που δυσκολευόταν να ανασάνει.
Δε με θέλει... σκέφτηκε. Δε με θέλει ως σύζυγο ή πατέρα του παιδιού της...
Ακόμα μια φορά θυμήθηκε εκείνα τα σκληρά, καταδικαστικά της λόγια, όταν σκιαγράφησε το
πορτραίτο του με τα μελανά χρώματα που μαύριζαν την ψυχή του.
Μερικούς πατεράδες δεν αξίζει τον κόπο να τους έχει κανείς...
Κι ύστερα μέσα στον απόηχο της αποπομπής του αντήχησε άλλη μια φωνή. Του Λίο. Μια φωνή
που άναψε μέσα του την ελπίδα.
Εσύ δεν είσαι ο πατέρας σου.
Δεν ήξερε πόση ώρα στεκόταν εκεί ασάλευτος. Ύστερα όρμησε με αποφασιστικότητα στην
κρεβατοκάμαρά του. Μπήκε στην γκαρνταρόμπα και κοίταξε σκυθρωπός τριγύρω.
Σίγουρα κάπου θα πρέπει να υπήρχε μια βαλίτσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Η Βανέσα άπλωσε το πανί στην άμμο και κάθισε πάνω προσεκτικά. Οι κινήσεις της γίνονταν ολοέν
και πιο άχαρες, ενώ τις τελευταίες μέρες η ζέστη τής έφερνε κούραση και δυσφορία. Ωστόσο, μετ
από ένα δεκαπενθήμερο υψηλών θερμοκρασιών, ο καιρός είχε αλλάξει. Μια αναζωογονητική αύρα
έπνεε από τον Ατλαντικό και ο καυτός ήλιος δεν ήταν πια τόσο ανελέητος. Βόλεψε και το μαξιλάρ
στη μέση της και πήρε το βιβλίο της από την τσάντα θαλάσσης. Αισθανόταν μόνο μια ευχάριστη
ζεστασιά με τα καλοκαιρινά της ρούχα, τη φαρδιά μπλούζα και το ελαστικό βαμβακερό παντελόνι.
Κοίταξε χαμηλά στην κοιλιά της. Τώρα πια είχε φουσκώσει πολύ, ακόμα και για φωτογραφίσεις
ρούχων εγκυμοσύνης. Οι διαφημιστές πάντα δίσταζαν να δείχνουν γυναίκες στους τελευταίους
μήνες της εγκυμοσύνης, αφού, όσο καλοσχεδιασμένο κι αν ήταν, κανένα ρούχο δε φαινόταν
κολακευτικό.
Έτσι κι αλλιώς θα ήταν πολύ κουραστικό για τη Βανέσα να δουλεύει τώρα ως μοντέλο. Όταν της
παρουσιάστηκε η ευκαιρία δέχτηκε την πρόταση με χαρά, παρ’ όλο που είχε προκύψει αναπάντεχα
μέσω κάποιας από τις κοπέλες στη φωτογράφιση της συλλογής των κοσμημάτων Λεβάντσκι.
Ξάφνου μια σκιά πέρασε από τα μάτια της.
Σκέφτηκε πως αν δεν είχε δεχτεί αυτή τη συνεργασία, τότε ο Μάρκος δε θα την είχε εντοπίσει ποτέ
στο νέο της σπίτι, όπως επίσης δε θα είχε μάθει ποτέ για το μωρό.
Κι αυτό γιατί η Βανέσα δε θα του το έλεγε ποτέ από μόνη της. Το ήξερε με μια βαθιά, οδυνηρή
σιγουριά.
Άνοιξε το βιβλίο, μα δεν άρχισε αμέσως να διαβάζει. Κοίταξε πέρα στη θάλασσα, νιώθοντας
ευγνωμοσύνη για το καπέλο και τα σκούρα γυαλιά που την προστάτευαν από τη δυνατή
ακτινοβολία. Είχε άμπωτη και η παραλία έσφυζε από οικογένειες και παιδιά που απολάμβαναν τον
ήλιο και τη θάλασσα.
Ένιωθε κουρασμένη, αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο. Ήξερε καλά πως αυτό συνέβαινε στο
τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης, έχοντας διαβάσει επιμελώς κάθε σχετικό βιβλίο που μπόρεσε ν
βρει. Επίσης ήξερε πως ήταν πολύ σημαντικό να κινείται όσο περισσότερο ήταν δυνατόν. Έτσι,
έκανε καθημερινά τον περίπατό της στην αποβάθρα, ενώ μέρα παρά μέρα κολυμπούσε στη
θάλασσα. Το νερό την ανακούφιζε, γιατί την έκανε να αισθάνεται πιο ελαφριά. Αν τα νερά δεν είχαν
τραβηχτεί τόσο πολύ, θα κολυμπούσε και τώρα. Ίσως το έκανε αργότερα, όταν η θάλασσα θ
έβγαινε πάλι προς τα έξω.
Κύκλωσε με το μπράτσο της τη φουσκωμένη κοιλιά της σαν να ήθελε να αγκαλιάσει το μωρό της.
ταν παράξενο να το φαντάζεται ανάποδα μέσα στο σώμα της και κάθε τόσο μπορούσε να πιάσε
καθαρά το περίγραμμα ενός ποδιού.
Αυτή τη στιγμή το μωρό δεν κουνιόταν. Ίσως ήταν σημάδι, όπως είχε διαβάσει, πως θ
ακολουθούσαν κάποια ήρεμα απογεύματα. Αντίθετα, κρίνοντας από τη μεσονύκτια δραστηριότητα
μέσα στην κοιλιά της, μάντευε πως δε θα μπορούσε να απολαμβάνει πια το νυχτερινό της ύπνο.
Άφησε επίτηδες τις σκέψεις της να ξεμακρύνουν, να περιπλανηθούν μέσα στις καθημερινές
λεπτομέρειες της ζωής της ως μέλλουσας μαμάς, σε όσα ήταν πιθανό να προκύψουν μόλις τελείωνε
ο τοκετός. Είχε κανονίσει να γεννήσει στο τοπικό μαιευτήριο. Η τσάντα της ήταν ήδη φτιαγμένη
όπως ακριβώς συμβούλευαν τα βιβλία κι είχε γράψει τους τηλεφωνικούς αριθμούς τριών υπηρεσιών
ταξί της περιοχής. Οι οδηγοί τους ήταν πρόθυμοι να τη μεταφέρουν γρήγορα στο μαιευτήριο, όποι
στιγμή κι αν τους τηλεφωνούσε. Είτε στην αναμενόμενη ημερομηνία είτε εσπευσμένα, αν προέκυπτε
νωρίτερα η ανάγκη.
Αργότερα, όταν θα ερχόταν ο χειμώνας, η Βανέσα θα αγόραζε ένα αυτοκίνητο. Ήταν ευχάριστο ν
τριγυρίζει στην πόλη πεζή όσο επικρατούσε καλοκαιρία, το χειμώνα όμως η κατάσταση θα άλλαζε.
Άλλωστε η τοπική συγκοινωνία δεν ήταν σπουδαία και έχοντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά, θ
ήταν ουσιώδες να μπορεί να μετακινείται αυτόνομα σε μια αγροτική περιοχή.
Κάποιες άλλες μητέρες που γνώριζε ζούσαν έξω από την πόλη και, αν ήθελε να διατηρήσει επαφή
μαζί τους, θα έπρεπε να έχει το δικό της μεταφορικό μέσο.
Παρακολούθησε μια ομάδα παιδιών να στήνουν ένα παιχνίδι κρίκετ λίγα μέτρα μακρύτερα. Ναι,
στο εξής η ανεξαρτησία θα ήταν το σλόγκαν της. Το ήξερε καλά. Ακόμη και ανάμεσα σε φίλους,
παρ’ όλη τη στήριξη της μαίας και του επισκέπτη ιατρού, η Βανέσα θα έπρεπε στο εξής να βασίζετα
μόνο στον εαυτό της.
Ένας πόνος τής έσφιξε την καρδιά, μα τον αγνόησε. Δεν είχε την πολυτέλεια να χασομεράει σε
τέτοια πράγματα. Είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της και τώρα έπρεπε να τη ζήσει.
Έκανες το σωστό, είπε μια φωνή μέσα της. Το ξέρεις πως έκανες το σωστό... Δεν υπήρχε καμία
άλλη λύση...
Η γνωστή επωδός αντήχησε για πολλοστή φορά στο μυαλό της.
Όλα όσα του είπες ήταν αλήθεια... Θα τα βολέψεις μια χαρά μόνη σου. Δε χρειάζεσαι τη θυσία
του...
Γιατί θα ήταν πραγματικά μια θυσία για το Μάρκο, υπενθύμισε ανελέητα στον εαυτό της. Όλα όσα
της είχε πει στη διάρκεια εκείνων των δύο φριχτών, γεμάτων κατηγόριες επισκέψεών του είχαν
αποδείξει με αδυσώπητη σαφήνεια πως ένας τέτοιος γάμος δε θα ήταν για κείνον παρά μια τεράστι
θυσία.
Και πώς θα μπορούσε ποτέ της να ξεχάσει τα λόγια του εκείνο το τελευταίο πρωινό στο διαμέρισμά
του, όταν ο Μάρκος ποδοπάτησε τις εύθραυστες, αξιοθρήνητες ελπίδες της με λίγες μόνο λέξεις; Για
κείνον το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να του συμβεί σ’ αυτό τον κόσμο ήταν να παγιδευτεί
σ’ ένα γάμο από μια έγκυο ερωμένη.
Δε θα του το έκανε ποτέ αυτό. Η εγκυμοσύνη της άλλωστε δεν οφειλόταν παρά μόνο στην απόλυτη
άγνοιά της για το αντισυλληπτικό χάπι. Έτσι η Βανέσα είχε βρεθεί σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, την
οποία δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει όσο καλύτερα μπορούσε. Φροντίζοντας τον
εαυτό της και το παιδί της χωρίς τη βοήθεια του Μάρκου.
Όχι, σκέφτηκε με πείσμα. Δε χρειάζεται να με παντρευτεί από καθήκον απέναντι σ’ ένα παιδί που
δε θέλησε ποτέ του και σε μια γυναίκα που δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν.
Ένιωσε ξανά το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά, δυνατό κι επώδυνο, όπως κάθε φορά που ανάγκαζε τον
εαυτό της να αντιμετωπίσει κατάματα την αλήθεια. Την είχε πονέσει πολύ να δει την
πραγματικότητα σε ό,τι αφορούσε το Μάρκο, μα ήξερε πως έπρεπε να το κάνει. Δεν είχε πια τη
δυνατότητα να αφήνεται έρμαιο των φαντασιώσεών της. Γιατί τόσο καιρό είχε ζήσει σαν την τυφλή
μέσα σ’ ένα όνειρο, λατρεύοντας έναν άντρα για τον οποίο εκείνη δε σήμαινε τίποτα. Κι αυτό δεν
είχε ωφελήσει κανέναν. Στο τέλος είχαν πέσει τα πέπλα και η αλήθεια είχε ξεσκεπαστεί μπροστά της
σ’ όλη της την ασχήμια.
Η Βανέσα είδε ξαφνικά τον εαυτό της με άλλα μάτια. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μάρκο κι ο
πόνος της ήταν αβάσταχτος. Μα δε μετάνιωσε στιγμή που το έκανε. Το όφειλε στον εαυτό της για
λόγους αυτοσεβασμού και ψυχικής γαλήνης. Πάνω απ’ όλα όμως το όφειλε στο παιδί που
κουβαλούσε στα σπλάχνα της.
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε ξανά. Μέσα στο νου της άκουσε ν’ αντηχούν σκληρά τα
καταδικαστικά της λόγια.
Μερικούς πατεράδες δεν αξίζει τον κόπο να τους έχει κανείς...
Δε θα το ευχόταν σε κανένα παιδί να μεγαλώσει δίπλα σ’ έναν πατέρα που δεν επιθυμούσε τη
γέννησή του, που δε θεώρησε ποτέ τη μητέρα του αρκετά άξια για να την παντρευτεί, έναν πατέρ
που έφτασε στο σημείο να ζητήσει αποδείξεις πως το μωρό ήταν στ’ αλήθεια δικό του.
Το να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της σίγουρα είχε τα μειονεκτήματά του, όμως δε θα τσάκιζε
συναισθηματικά το παιδί της, δε θα το βασάνιζε με την ύπαρξη ενός άστοργου πατέρα. Η Βανέσ
και το μωρό της θα είχαν μια καλύτερη ζωή μακριά από το Μάρκο.
Το βλέμμα της πλανήθηκε στα παιδιά που έπαιζαν κρίκετ με τους γονείς τους. Γελούσαν και
διασκέδαζαν σαν μια ενωμένη, ευτυχισμένη οικογένεια. Ένα βάρος πλάκωσε την ψυχή της.
Χαμήλωσε τα μάτια της στο βιβλίο της. Αν ήταν αγόρι, η Βανέσα θα έπαιζε μαζί του κρίκετ στην
παραλία. Δε θα χρειαζόταν έναν πατέρα γι’ αυτό! Δε θα έλειπε τίποτε από το παιδί της. Ένα σωρό
παιδιά μεγάλωναν πλέον χωρίς πατεράδες. Ήταν απολύτως φυσιολογικό.
Στο κάτω κάτω, μήπως η ίδια η Βανέσα δεν είχε μεγαλώσει χωρίς μάνα και πατέρα;
Εσύ όμως είχες τον παππού και τη γιαγιά σου... Εκείνοι ήταν η οικογένειά σου... αντιγύρισε η φωνή
στο μυαλό της.
Η καρδιά της σφίχτηκε πάλι. Είχε στερηθεί τους γονείς της εξαιτίας ενός τραγικού δυστυχήματος,
όχι επειδή κάποιος της είχε στερήσει σκόπιμα την παρουσία τους.
Μα εγώ δε στερώ το παιδί μου από έναν πατέρα! αντέκρουσε τον εαυτό της. Το προστατεύω από
κάποιον που μόνο λύπες θα του προκαλούσε.
Έτσι κι αλλιώς ο Μάρκος τώρα είχε φύγει. Χωρίς λέξη. Και δε θα ξαναγύριζε. Είχε αρνηθεί να τον
παντρευτεί, τον είχε διώξει από κοντά της κι εκείνος δε θα της το πρότεινε ξανά. Πολύ πιθανόν τώρα
να βρισκόταν σε κάποιο εξωτικό μέρος, σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο ή σε κάποιο από τα πολλά
διαμερίσματά του οπουδήποτε στον κόσμο. Και όχι μόνος, φυσικά, αλλά παρέα μ’ ένα πανέμορφο
θηλυκό για να του κρατάει συντροφιά, να τον λατρεύει...
Οι σκέψεις αυτές έμπηξαν πιο βαθιά το μαχαίρι στην καρδιά της. Μα η Βανέσα είχε μάθει πια να
αγνοεί τον πόνο.
Ο Μάρκος δεν υπήρχε πλέον στη ζωή της. Ήταν μόνη της. Εκείνη και το μωρό της.
Ο Μάρκος δεν ήθελε κανέναν από τους δυο τους.

Ο ήλιος χαμήλωνε στη δύση, αλλά θα αργούσε να βασιλέψει. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν
φύγει από την παραλία για να επιστρέψουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους για το απογευματινό
τσάι. Παρέμεναν όμως αρκετοί ακόμη που απολάμβαναν τα απομεινάρια της λιακάδας. Η παλίρροι
είχε ανέβει και η Βανέσα μπόρεσε να κάνει το κολύμπι της. Έτσι όπως έμπαινε πλατσουρίζοντας
αδέξια στο νερό ένιωθε περισσότερο με θαλάσσιο ελέφαντα παρά με γυναίκα. Μα δεν την ενδιέφερε
καθόλου η εμφάνισή της σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης. Ήταν σε καλή φόρμα
και υγιής και μόνο αυτό είχε σημασία. Το να επιπλέει απαλά μέσα στο νερό την ανακούφιζε
απίστευτα.
Βγήκε από τη θάλασσα με τα βρεγμένα της μαλλιά γεμάτα άμμο. Ούτε κι αυτό όμως την ένοιαζε.
Άφησε τη ζέστη του απογεύματος να στεγνώσει το ελαστικό μαγιό εγκυμοσύνης κι ύστερα φόρεσε
το παντελόνι της χωρίς να μπει στον κόπο ν’ αλλάξει εκεί. Μόλις έφτανε στο σπίτι της θα έκανε ένα
ντους και θα καθαριζόταν μια και καλή. Πήρε το στρωσίδι και την τσάντα της από την άμμο κι
άρχισε να ανηφορίζει την παραλία.
Φτάνοντας στην προκυμαία κι έχοντας ανεβεί πολύ αργά τα πέτρινα σκαλοπάτια, η Βανέσα κοίταξε
το ρολόι της. Οι καινούριοι ενοικιαστές της θα έφταναν αργότερα το βράδυ. Το πρακτορείο μέσω
του οποίου νοίκιαζε το διαμέρισμά της είχε πει στη Βανέσα πως οι πελάτες δε θα έφταναν πριν από
τις εφτά το απόγευμα, επομένως είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της. Το επάνω διαμέρισμα είχε
καθαριστεί καλά το ίδιο πρωί, όταν έφυγαν οι προηγούμενοι παραθεριστές και η Βανέσα είχε
στρώσει τα κρεβάτια, είχε βάλει σερβίτσια του τσαγιού και φρέσκα λουλούδια στο τραπέζι και
μερικά μπουκάλια φρέσκο γάλα στο ψυγείο, όπως έκανε πάντα για να περιποιηθεί τους
νεοφερμένους.
Δεν την ενοχλούσε να έχει ανθρώπους στον επάνω όροφο. Οι περισσότεροι έρχονταν με τις
οικογένειές τους και ο θόρυβος των παιδιών ήταν απλώς μια πρόγευση για το πώς θ
διαμορφωνόταν σύντομα η ζωή της. Αυτή τη βδομάδα η Βανέσα περίμενε ένα ζευγάρι με δυο
παιδιά, οχτώ και δέκα χρονών, οι οποίοι θα έρχονταν με τρένο από το Λονδίνο.
Πίσω στο σπίτι έριξε τα γεμάτα άμμο πράγματά της στο νεροχύτη της κουζίνας και πήγε να κάνε
ένα ντους και να λούσει καλά τα μαλλιά της. Ξέπλυνε τα πάντα από το αλάτι και σκουπίστηκε με μι
πετσέτα που φαινόταν όλο και μικρότερη κάθε μέρα.
Μόλις είχε φορέσει καθαρά ρούχα, ένα φαρδύ, δροσερό βαμβακερό σετ με παντελόνι στην πράσινη
απόχρωση της μέντας και είχε χτενίσει τα μακριά, μπερδεμένα μαλλιά της, όταν χτύπησε το
κουδούνι της πόρτας. Δεν ήταν εφτά ακόμα, ίσως όμως η κίνηση να μην ήταν τόσο πυκνή όσο
αναμενόταν. Βγήκε με βαριά βήματα από την κρεβατοκάμαρα που έβλεπε στην πίσω αυλή και πήγε
ως την εξώπορτα για ν’ ανοίξει.
«Περάστε», είπε. «Δεν αργήσατε βλέπω να κατεβείτε από το Λον...»
Η φωνή της έσβησε εντελώς κι ένιωσε το χέρι της να γραπώνει σπασμωδικά το πλαίσιο της πόρτας.
Στο κατώφλι στεκόταν ο Μάρκος.
Κρατώντας μια βαλίτσα.
Η Βανέσα τον κοίταξε εμβρόντητη. Κάθε σκέψη εγκατέλειψε το μυαλό της εκτός από μία. Ήταν η
λιγότερο σχετική με οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή, όμως ήταν η μόνη που της ήρθε στο νου.
«Από στιγμή σε στιγμή περιμένω κόσμο», είπε μουδιασμένη. «Για το επάνω διαμέρισμα».
«Έγινε κάποια αλλαγή στα σχέδιά τους», της απάντησε ο Μάρκος. «Εγώ είμαι ο καινούριος
ενοικιαστής».
«Συγνώμη;» Η φωνή της ίσα που ακούστηκε.
«Μπορείς αν θέλεις να τηλεφωνήσεις στο πρακτορείο για να το επιβεβαιώσεις. Έχουν τακτοποιηθε
όλα. Οι άνθρωποι που περίμενες πήγαν αλλού για διακοπές».
«Τι πράγμα;» Η Βανέσα δεν είχε συνέλθει ακόμα από το σοκ.
«Τους προσέφερα σε αντάλλαγμα διακοπές πέντε αστέρων στη Μεσόγειο προκειμένου να με
αφήσουν να νοικιάσω το διαμέρισμά τους για το δεκαπενθήμερο».
«Τι έκανες;»
«Τους προσέφερα διακοπές...»
«Μα γιατί;»
Η Βανέσα έγειρε κι ακούμπησε στο πλαίσιο της πόρτας. Ο κόσμος γύρω της φαινόταν να μικραίνει,
να συρρικνώνεται. Και μόνο ο άντρας που στεκόταν τώρα στο κατώφλι της έμενε ακλόνητος.
Την κοιτούσε. Υπήρχε κάτι διαφορετικό επάνω του, σαν να είχε αλλάξει κάτι. Μα δεν μπορούσε να
καταλάβει τι. Το μόνο που καταλάβαινε και ένιωθε ήταν ένας οξύς πόνος στην καρδιά της, ένας
συντριπτικός πόνος.
«Γιατί;» ξαναρώτησε αδύναμα.
«Επειδή ήθελα να βρίσκομαι κοντά σου».
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Ήταν σκούρα γκρίζα, όπως τα θυμόταν, μα την
κοιτούσαν μ’ έναν τρόπο που δεν την είχαν ξανακοιτάξει ποτέ. Ο πόνος της χειροτέρεψε.
«Ήταν η μόνη λύση που μπόρεσα να σκεφτώ. Ο μοναδικός τρόπος για να μη με ξαναδιώξεις από
το σπίτι σου».
Τα μάτια της άστραψαν. «Δεν πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα σ’ αφήσω να μείνεις στο επάνω
διαμέρισμα, έτσι;»
«Δε θα σε ενοχλώ», της είπε ήρεμα. «Θα φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου και...»
«Μπα; Δε θα έχεις το Νίκο και το Στέλιο για κάθε σου ανάγκη;» του πέταξε σαρκαστικά.
«Βρίσκονται σε διακοπές. Μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτούς. Το ξέρω πως έχεις αντίθετη άποψη
πάνω σ’ αυτό. Όμως μπορώ. Δε χρειάζομαι κανέναν τους για να ζήσω. Κανέναν. Εκτός από έναν
άνθρωπο. Ένα πρόσωπο που, όπως διαπίστωσα, μου είναι απολύτως απαραίτητο. Χωρίς αυτό τον
άνθρωπο δεν μπορώ να επιβιώσω ούτε μια μέρα παραπάνω, Βανέσα. Πόσω μάλλον μια ολόκληρη
ζωή».
Την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, κατευθείαν μέσα στην ψυχή της. Η τάση για λιποθυμία
μεγάλωνε, το θολό σύννεφο ερχόταν από μακριά και την πλησίαζε ολοένα, ώσπου την τύλιξε
πνίγοντας κάθε ήχο γύρω της.
Ένιωσε τα δάχτυλά της να ξεγαντζώνονται από το πλαίσιο της πόρτας. Το κορμί της έγειρε
μπροστά, ένα αλλόκοτο βουητό έφτασε στ’ αυτιά της και...
«Βανέσα!»
Την άρπαξε καθώς έπεφτε και κατάφερε να τη συγκρατήσει, παραπατώντας ελαφρά. Έριξε τη
βαλίτσα που κρατούσε κι έσυρε τη Βανέσα μέσα στο χολ. Ύστερα, βάζοντας όλη του τη δύναμη,
σήκωσε το βαρύ κορμί της και τη μετέφερε στο σαλόνι. Εκεί σωριάστηκε στον καναπέ χωρίς να την
αφήσει από την αγκαλιά του.
«Βανέσα! Ω, Θεέ μου, Βανέσα!»
Την ανασήκωσε λιγάκι και την έσφιξε πάνω του, μπερδεύοντας από την ταραχή του ελληνικές και
αγγλικές λέξεις μαζί.
Η Βανέσα συνήλθε μ’ ένα σιγανό βογκητό και προσπάθησε να σηκωθεί, σπρώχνοντας πίσω τα
μαλλιά της με το ένα χέρι.
«Μην προσπαθείς να κουνηθείς! Ξεκουράσου. Περίμενε. Μην κουνιέσαι».
Η Βανέσα δε σάλεψε. Έμεινε εκεί που ήταν, μέσα στην αγκαλιά του, πάνω στα πόδια του, με τη
φουσκωμένη κοιλιά της να πιέζει το σώμα του. Ήταν ένα ζεστό και σκληρό σώμα, τόσο γνώριμο,
τόσο οικείο... Η μυρωδιά του, το άγγιγμά του, την ανακούφιζαν.
«Μάρκο...»
Η φωνή της ακούστηκε αδύναμη, κουρασμένη.
«Μάρκο».
Γύρισε να τον κοιτάξει και τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της. Ο πόνος που ένιωσε ήταν
συγκλονιστικός, την έκανε κομμάτια.
Της χάιδεψε τα μαλλιά και της μουρμούρισε τρυφερά, καθησυχαστικά λόγια στη γλώσσα του. Η
Βανέσα δεν καταλάβαινε τι της έλεγε, αλλά οι λέξεις κυλούσαν μέσα στην ψυχή της σαν έν
δροσερό ποτάμι που την ξεδιψούσε, σαν ένα ζεστό βάλσαμο που μαλάκωνε τον πόνο, σαν δυο
στοργικά χέρια που την τραβούσαν κοντά του. Έμεινε φωλιασμένη στην αγκαλιά του, παραδομένη
στα χάδια και τα τρυφερά του λόγια, με το πρόσωπο ακουμπισμένο στο στήθος του. Μύριζε τη
γνώριμη μυρωδιά του και απολάμβανε με όλο της το είναι την αίσθηση να βρίσκεται και πάλι μαζ
του.
Ήταν ο Μάρκος. Ο πιο αγαπητός άνθρωπος γι’ αυτή στον κόσμο. Ο άντρας που λάτρευε.
Γιατί τον αγαπούσε ακόμα. Και θα τον αγαπούσε για πάντα.
Αυτή η αλήθεια έκαιγε σαν φλόγα μέσα στην καρδιά της, μια φλόγα που δεν έσβηνε με τίποτα.
Ποτέ της δεν είχε πάψει να τον αγαπάει. Θα ήταν αδύνατον.
Ήταν ο Μάρκος που είχε έρθει πάλι κοντά της...
Ένιωσε τα δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια της και να κυλούν σιωπηλά στα μάγουλά της. Το
βλέμμα της θόλωσε. Τα δάκρυα ύγραναν το πρόσωπό της και το λεπτό βαμβακερό ύφασμα της
μπλούζας της. Κι εκείνος συνέχιζε να την κρατάει, να τη σφίγγει στην αγκαλιά του και να της μιλάει.
Η Βανέσα άρχισε να καταλαβαίνει τα λόγια του που αντηχούσαν σιγανά μέσα από το δυνατό
στέρνο του.
«Άσε με να μείνω, Βανέσα. Είναι το μόνο που σου ζητάω. Δε θα σου δημιουργήσω προβλήματα
ούτε θα έχω απαιτήσεις από σένα. Απλώς θέλω να βρίσκομαι κοντά σου, όσο πιο κοντά θα μου
επιτρέψεις να είμαι. Σε παρακαλώ, μη με διώξεις πάλι. Μη με αποκλείσεις από τη ζωή σου. Σε
ικετεύω, άσε με να βρίσκομαι κοντά σου».
Οι λέξεις χάιδευαν τ’ αυτιά της και την τύλιγαν με την τρυφερότητά τους. Καθώς άκουγε, ένιωσε
το βάρος του κορμιού της να ελαφραίνει –όπως και το βάρος που πλάκωνε την ψυχή της.
Τα δάκρυα εξακολουθούσαν να κυλούν από τα μάτια της, πιο άφθονα, πιο ασυγκράτητα, ώσπου
άρχισαν να μουλιάζουν το πουκάμισό του. Πίεσε το πρόσωπό της πάνω του.
Τα χέρια του, που ως τώρα χάιδευαν τα μαλλιά της, κατέβηκαν στα μάγουλά της και σκούπισαν την
υγρασία από αυτά.
«Βανέσα! Μην κλαις... Μην κλαις!» Της απομάκρυνε το πρόσωπο από το στήθος του και την
κοίταξε σαστισμένος.
Μέσα από τα θολά της μάτια συνάντησε το βλέμμα του. Οι βλεφαρίδες της ήταν υγρές κι έκλαιγε
ασταμάτητα, μα μόλις τον κοίταξε αισθάνθηκε τα τελευταία ίχνη της δυστυχίας της να χάνονται.
Οι αντίχειρές του συνέχισαν να σκουπίζουν τα ατέλειωτα δάκρυα που ανάβλυζαν συνεχώς από τα
μάτια της.
«Μην κλαις. Δεν ήθελα να σε κάνω να κλάψεις. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω, ούτε να σε
πληγώσω περισσότερο απ’ όσο το έχω ήδη κάνει. Υπήρξα τόσο ανόητος, τόσο σκληρός. Θα πρέπει
να με μισείς, έχεις κάθε λόγο να με μισείς, μα σε παρακαλώ μην κλαις. Μόνο άσε με να μείνω κοντ
σου και να σε φροντίσω, εσένα και το μωρό μας. Άσε με να γίνω ο πατέρας του παιδιού σου...
Ακόμα κι αν δε θέλεις να με παντρευτείς ή να ξαναγίνεις ερωμένη μου... Τουλάχιστον άσε με να
φροντίζω εσένα και το μωρό μας. Θα κάνω οτιδήποτε μου ζητήσεις, οτιδήποτε χρειαστεί. Ό,τι
μπορώ. Ό,τι με αφήσεις να κάνω».
Η όρασή της ήταν ακόμα θαμπή. Κι όμως για πρώτη φορά έβλεπε μπροστά της ολοκάθαρα.
«Το εννοείς αυτό που λες, Μάρκο;» τον ρώτησε. Η φωνή της έτρεμε ελαφρά. «Στ’ αλήθεια το
εννοείς;»
«Ω, Θεέ μου, αν το εννοώ! Με όλη την καρδιά μου, Βανέσα. Με όλη την καρδιά μου». Η φωνή του
ακούστηκε το ίδιο πνιχτή από συγκίνηση όσο και η δική της. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή,
ύστερα τα άνοιξε πάλι και την κοίταξε ερευνητικά.
«Θα με συγχωρέσεις;» τη ρώτησε σιγανά. «Θα με συγχωρέσεις που ήμουν τόσο τυφλός, τόσο
ανόητος και αλαζονικός; Σου φέρθηκα απαίσια. Σε θεωρούσα δεδομένη, έπαιρνα σαν εγωιστής όλα
όσα μου έδινες. Και είμαι ένοχος για όλα όσα με κατηγόρησες. Απλώς δεν ήξερα. Δεν είχα
καταλάβει πόσο πολύ σε χρειαζόμουν, μέχρι που έφυγες και με άφησες. Κι όταν έμαθα για το μωρό,
η πίκρα και ο πόνος μου δε μ’ άφησαν να δω καθαρά. Νόμιζα πως έτρεξες στην αγκαλιά ενός άλλου.
Δεν έβλεπα αυτό που ήταν προφανές σε όλους! Κι όταν ο Λίο και η Άννα με έστειλαν εδώ για να σε
βρω, σου φέρθηκα με ακόμα χειρότερο τρόπο. Σου είπα ανόητα, βλακώδη, προσβλητικά λόγια. Θ
με συγχωρέσεις ποτέ; Αν σε έχω χάσει εξαιτίας όλων των ανοησιών που σου είπα τότε, θα... θα...»
Σώπασε και πήρε μερικές κοφτές ανάσες.
«Ω, Μάρκο», αναφώνησε η Βανέσα και το βλέμμα της μαλάκωσε, τα μάτια της έλαμψαν σαν δυο
κεριά, φωτίζοντας το σκοτάδι που υπήρχε ολόγυρά του.
Αργά έγειρε το πρόσωπό της και τον φίλησε. Ένιωσε τα χείλη της να ακουμπούν στα δικά του,
ένιωσε και την απέραντη ανακούφιση που έφερε στις δυο ψυχές τους αυτό το άγγιγμα.
Ύστερα αφέθηκε και πάλι στην αγκαλιά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο τρυφερά στο στήθος του.
Μια απέραντη γαλήνη την πλημμύρισε. Εκείνος την κρατούσε πάνω του και χάιδευε με τα χείλη του
τα μαλλιά της.
Για μια απέραντη στιγμή ο Μάρκος δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός από το να κάθεται εκεί κρατώντας
τη Βανέσα σφιχτά επάνω του.
Ύστερα άρχισε και πάλι να μιλάει σιγανά. Οι λέξεις ξεπηδούσαν από ένα μυστικό μέρος βαθιά
μέσα του, εκεί όπου ήταν θαμμένες οι δυσάρεστες μνήμες του παρελθόντος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή
δεν του άρεσε να τις ανασκαλεύει.
Μα τώρα το έκανε, βγάζοντας από το σκοτάδι του υποσυνείδητού του όλα όσα κρύβονταν τόσο
καιρό, φέρνοντάς τα στο φως, εκεί όπου τελικά θα έχαναν τη δύναμή τους, θα συρρικνώνονταν κα
θα έσβηναν.
«Ήταν μεγάλο σοκ για μένα όταν μου είπες ότι δεν ήθελες να έχω καμία σχέση με το παιδί μας. Ότ
αυτό το παιδί θα ζούσε καλύτερα αν δεν είχε εμένα για πατέρα. Έναν πατέρα ο οποίος ποτέ δε
θέλησε να γεννηθεί το παιδί αυτό, ούτε να παντρευτεί τη μητέρα του. Έναν πατέρα που δεν πίστεψε
καν πως το παιδί ήταν δικό του και που συμπεριφέρθηκε στη μητέρα του σαν να ήταν μια απλή
ερωμένη και τίποτα περισσότερο...» Έκανε μια μικρή παύση και πήρε βαθιά ανάσα. «Τα λόγια σου
με κατακεραύνωσαν».
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μα η Βανέσα δε μίλησε, του έδωσε το χρόνο που χρειαζόταν.
«Βλέπεις, ήταν σαν να περιέγραφες το δικό μου πατέρα. Η μητέρα μου...» Η φωνή του σκλήρυνε
ασυναίσθητα τη στιγμή που πρόφερε τη λέξη. «Η μητέρα μου υπήρξε ερωμένη του. Εργαζόταν σ’
ένα μπαρ, σε κάποιο από τα παραθαλάσσια ξενοδοχεία που είχε ο πατέρας στην Ελλάδα. Την πήρε
στο κρεβάτι του για τη διασκέδασή του και μόνο. Εκείνη ήταν φιλόδοξη. Ήθελε να τον αναγκάσε
να την παντρευτεί. Αλλά για τον πατέρα μου δεν ήταν παρά ένα κορίτσι για να περνάει την ώρα του,
απ’ αυτά που κοιμούνται με οποιονδήποτε καταφέρουν να γοητεύσουν. Όχι το είδος της γυναίκας
που την παντρεύεται κανείς. Για γάμο θα έβρισκε μια αξιοπρεπή νεαρή Ελληνίδα, μια παρθένα με
γερή προίκα και ισχυρές γνωριμίες.
»Όταν η μητέρα μου του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος, ο πατέρας μου έγινε έξαλλος. Μα τελικά
την παντρεύτηκε. Κι αυτό επειδή πίστευε πως έτσι θα ήταν λιγότερο επικίνδυνη γι’ αυτόν, παρά αν
γεννούσε ένα νόθο παιδί το οποίο δε θα δίσταζε να περιφέρει παντού, χρησιμοποιώντας το για ν
τον δυσφημήσει.
»Μα από τη στιγμή που την παντρεύτηκε, βρήκε άλλη γυναίκα για ερωμένη του. Το έκανε σκόπιμα,
για να της δείξει πόσο απεχθανόταν το γεγονός πως την είχε παντρευτεί. Ήταν η δική της σειρά ν
γίνει έξαλλη. Πήγε στην Αγγλία για να με γεννήσει και όταν ήρθα στον κόσμο έβαλε μπροστά τη
διαδικασία του διαζυγίου. Ζήτησε μια περιουσία για διατροφή. Ο πατέρας μου την πολέμησε,
διεκδικώντας την κηδεμονία μου. Η δικαστική μάχη κράτησε χρόνια. Μερικές φορές ερχόταν στην
Αγγλία για να με δει, αλλά πάντα παρουσία της μητέρας μου και του δικηγόρου της.
»Θυμάμαι τους καβγάδες τους. Ο πατέρας μου φώναζε ουρλιάζοντας τις προσβολές του πάνω από
το κεφάλι μου και η μητέρα μου του ανταπαντούσε. Εκείνος ζητούσε να γίνουν αναλύσεις αίματος
για να σιγουρευτεί πως ήμουν παιδί του. Εκείνη του αντιγύριζε πως την απατούσε από την επόμενη
κιόλας μέρα του γάμου τους... Μισούσα αυτές τις αλληλοκατηγορίες. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν,
όμως μισούσα τις φωνές και τους τσακωμούς τους. Όσο μεγάλωνα, η μητέρα μου προσπαθούσε ν
με πείσει πως για όλα έφταιγε ο πατέρας μου. Ώσπου έγινα εννιά χρονών και, χάρη στα πλούτη του,
εκείνος κέρδισε τη δικαστική μάχη. Η μητέρα μου αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με λιγότερα απ’
όσα ζητούσε κι εγώ πήγα στον πατέρα μου».
Η Βανέσα τον άκουγε σιωπηλή, ασάλευτη.
«Μ’ έστειλε κατευθείαν σ’ ένα οικοτροφείο της Ελβετίας. Ούτε κι εκείνος με ήθελε, βλέπεις. Τον
ενδιέφερε μόνο να με πάρει από τη μητέρα μου. Όπως έπαψε να ενδιαφέρεται κι εκείνη για την
ύπαρξή μου από τη στιγμή που έχασε τη δικαστική μάχη. Ο πατέρας μου δε σταμάτησε ποτέ ν’
αναρωτιέται αν ήμουν παιδί του ή όχι, γι’ αυτό με κρατούσε σε απόσταση. Όταν μεγάλωσα λίγο
ακόμα, κατάλαβα πως υποψιαζόταν και κάτι άλλο... Πως η μητέρα μου είχε κοιμηθεί και με τον
πατέρα του Λίο...
»Κάποτε κάναμε το τεστ DNA που επιθυμούσε. Η απόδειξη πως ήμουν γιος του δε βοήθησε
ιδιαίτερα. Δε με συμπάθησε περισσότερο. Απλώς άρχισε να με πιέζει να παντρευτώ, επειδή ξαφνικά
συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν αθάνατος. Το ζητούμενο ήταν να συνεχιστεί η δυναστεία των
Μαρκάκηδων. Ήθελε να παντρευτώ μια καλή Ελληνίδα, αυτό που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία ν
κάνει ο ίδιος εξαιτίας της μητέρας μου. Έτσι, μου διάλεγε νύφες, όπως έκανε με την καημένη την
Αθηνά Δημάκη. Εγώ, από την άλλη, είχα τις ερωμένες μου και δεν ήθελα να επαναλάβω το δικό του
λάθος. Δε σκόπευα να παντρευτώ ποτέ. Εκείνος δεν άκουγε λέξη όμως και συνέχιζε να ψάχνει γι
την κατάλληλη υποψήφια. Η τελευταία του επιλογή ήταν καταστροφική... Η μητέρα της Αθηνάς έχε
τα ίδια μυαλά μ’ εκείνον. Πήρες κι εσύ μια γεύση της αδυσώπητης αποφασιστικότητάς της να
εξασφαλίσει έναν καλό γαμπρό για την κόρη της. Μα εγώ ήμουν εξίσου αποφασισμένος να μην
επαναλάβω το πάθημα του πατέρα μου».
Την κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του και την έσφιξε δυνατά.
«Ζει ακόμα η μητέρα σου;» τον ρώτησε η Βανέσα, ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της.
«Όχι. Πέθανε σ’ ένα ατύχημα όταν ήμουν δεκαεννιά χρονών. Βρισκόταν σ’ ένα γιοτ στη νότια
Γαλλία, σ’ ένα πάρτι... Η διαβόητη Τρέισι Μαρκάκη. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Της άρεσε να
περιφέρεται στους κοσμικούς κύκλους με το όνομα Μαρκάκη και απολάμβανε να εξοργίζει τον
πατέρα μου με τα διαρκή σκάνδαλά της. Τη βρήκαν νεκρή να επιπλέει στο νερό. Ήταν μεθυσμένη
και γυμνή. Κανείς δεν εξεπλάγη. Ο πατέρας μου ανακουφίστηκε. Είχε επιτέλους απαλλαχτεί από
εκείνη».
Ο Μάρκος τελικά σώπασε και τότε μίλησε η Βανέσα.
«Βρήκε την τιμωρία που της άξιζε. Ο πατέρας σου θα βρει τώρα τη δική του και χαίρομαι γι’ αυτό.
Γιατί θα μάθει ότι η ίδια ιστορία θα επαναληφθεί μέσα από την ερωμένη του γιου του. Ξέρεις, είναι η
πρώτη φορά που χαίρομαι που υπήρξα μαιτρέσα σου. Χαίρομαι πολύ!»
Του χάιδεψε τα μαλλιά και τον φίλησε στα χείλη με πάθος.
«Δε θα σε ξαναπληγώσει κανείς, Μάρκο. Δε θα τους το επιτρέψω! Είπες πως θα με φρόντιζες,
όμως θα σε φροντίσω εγώ. Θα σε φροντίζω και θα σ’ αγαπώ, όχι όμως με τυφλή λατρεία σαν
ερωτοχτυπημένη έφηβη. Αυτή τη φορά θα σε αγαπήσω σωστά. Θα σε προστατεύω από καθετί που
σου κάνει κακό. Και θα γίνεις ο καλύτερος πατέρας που υπήρξε ποτέ. Είσαι δυνατός, τρυφερός,
γενναίος και ευγενικός...»
«Ευγενικός; Ύστερα από τον τρόπο που σου φέρθηκα;»
«Φοβόσουν πως θα συμβούν ακριβώς τα ίδια. Δεν ήξερες πώς αλλιώς ν’ αντιδράσεις». Τον κοίταξε
και τα μάτια της ήταν γεμάτα αγάπη. «Τώρα είσαι ο αληθινός εαυτός σου, Μάρκο. Είχες το θάρρος
να έρθεις ως εδώ για μια ακόμη φορά, ν’ αντιμετωπίσεις τα λάθη σου και να ζητήσεις συγνώμη.
Είχες το θάρρος ν’ αφήσεις πίσω σου την αισχρή στάση των γονιών σου και να μην της επιτρέψεις
πια να σε δηλητηριάζει. Να δεχτείς ένα παιδί το οποίο δεν περίμενες να έρθει στη ζωή σου...» Του
χαμογέλασε. «Μα πάνω απ’ όλα είχες το θάρρος να νομίζεις ότι μπορούσες να τα καταφέρεις χωρίς
το Νίκο και το Στέλιο διαρκώς στο κατόπι σου».
Γέλασε μελαγχολικά. «Αυτό που με τρόμαξε περισσότερο ήταν η προοπτική να κάνω μόνος μου
την μπουγάδα!»
Η Βανέσα γέλασε απαλά, μα αμέσως σοβάρεψε απότομα.
«Βανέσα, τι συμβαίνει;»
«Τίποτα. Το μωρό κουνήθηκε. Ήταν λίγο άβολη η στάση μου». Ανακάθισε σωστά κι έγειρε πίσω
στα μαξιλάρια του καναπέ. Ο Μάρκος την κοιτούσε με δέος.
«Το μωρό κουνιέται;»
«Στο πλάι. Το κεφάλι του βρίσκεται προς τα κάτω και τα πόδια του στο στομάχι μου. Κοίτα, να
ένα». Έστρωσε το ύφασμα της μπλούζας της. Τότε φάνηκε ένα μικρό ευδιάκριτο εξόγκωμα.
«Θεέ μου...» ψέλλισε εκείνος και άπλωσε το χέρι του. «Μπορώ... Μήπως... Θα κάνω κακό σ’
εσένα... ή στο μωρό;»
Του χαμογέλασε με τρυφερότητα. «Φυσικά και μπορείς, φυσικά και δε θα μας κάνεις κακό». Πήρε
το χέρι του και το ακούμπησε στην κοιλιά της.
«Γεια σου, Μικρό Εξόγκωμα», είπε ο Μάρκος με παράξενη φωνή.
Σε απάντηση το μωρό κλότσησε δυνατά. Η Βανέσα μόρφασε. «Με τέτοια κλοτσιά θα πρέπει ν
είναι αγόρι... και μάλιστα ποδοσφαιριστής».
«Δεν ξέρεις ακόμα το φύλο;»
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν ήθελα να ξέρω. Εσύ... θα προτιμούσες να είναι αγόρι;»
Αντί γι’ άλλη απάντηση έσκυψε και τη φίλησε απαλά. «Ας είναι ό,τι θέλει. Και, σε κάθε περίπτωση,
θα έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία με το επόμενο παιδί μας».
«Το επόμενο;»
«Τα μοναχοπαίδια αισθάνονται μοναξιά», της είπε. «Ο ξάδερφός μου ο Λίο ήταν ο μοναδικός
αδερφός που είχα ποτέ μου. Αν συμφωνείς κι εσύ, θα ήθελα ένα σπίτι γεμάτο από παιδιά. Και
καθένα απ’ αυτά... θα έχει την καλύτερη μητέρα του κόσμου». Τη φίλησε ξανά. «Γίνε γυναίκα μου,
Βανέσα. Σε ήθελα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, τότε στο Παρίσι. Όμως ήμουν υπερόπτης κα
σε έδιωξα μακριά μου. Σε ήθελα και θα σε θέλω πάντα. Κι όχι επειδή είσαι πανέμορφη, Βανέσα.
Αλλά επειδή είσαι εσύ. Κι αν δε με θέλεις για άντρα σου, τότε σε παρακαλώ άσε με να μείνω κοντ
σου».
Τα μάτια της γέμισαν και πάλι δάκρυα. «Ω, Μάρκο... Πώς θα μπορούσα να σε διώξω ξανά; Είσαι
μέσα στην καρδιά μου κι εκεί θα μείνεις για πάντα. Όταν σου είπα να φύγεις πόνεσα, μα ήξερα πως
αυτό έπρεπε να κάνω. Δεν ήθελες να με παντρευτείς ούτε ήθελες να γίνεις πατέρας... Και δεν
πίστευες καν πως το μωρό ήταν δικό σου...»
«Πάψε. Θεέ μου, αν μπορούσα να πάρω πίσω αυτά τα λόγια...»
«Και πάλι όμως δε σταμάτησα ποτέ να σ’ αγαπώ, Μάρκο. Δεν μπορούσα να σε ξεριζώσω από την
καρδιά μου».
«Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Θα με παντρευτείς λοιπόν; Πριν γεννηθεί το Μικρό Εξόγκωμα;»
«Έχουμε μόνο μερικές εβδομάδες καιρό».
Απόθεσε ένα φιλί στην άκρη της μύτης της. «Θα δώσω αμέσως τις σχετικές οδηγίες στο Νίκο κα
το Στέλιο».
«Ή μπορούμε να οργανώσουμε το γάμο μόνοι μας», του αντέτεινε στεγνά.
«Αν επιμένεις. Μπορεί και να έχει πλάκα».
«Θα είναι μικρός γάμος, ήσυχος. Μόνο μ’ εμάς τους δυο».

Ο Μάρκος βοήθησε τη Βανέσα να βγει από το χαμηλό σπορ αμάξι.


«Μ’ ένα ταξί θα ήταν ευκολότερο», σχολίασε εκείνη.
«Μ’ αυτό όμως φτάσαμε γρηγορότερα», της απάντησε. «Μόλις γεννηθεί το μωρό, ωστόσο, θα
χρειαστούμε κάτι μεγαλύτερο».
Έπιασε από τους ώμους τη μέλλουσα γυναίκα του και μπήκαν στο δημαρχείο της πόλης. Μερικο
περαστικοί γύρισαν και τους κοίταξαν. Ήταν δύσκολο να κρυφτεί πια η εγκυμοσύνη της, ιδίως με το
ριχτό, μεταξωτό κρεμ φόρεμα που φορούσε. Μα τα περισσότερα βλέμματα είχε τραβήξει το
αυτοκίνητο του Μάρκου.
Ως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Γιατί την επόμενη ένας βροντερός ήχος απέσπασε την προσοχή
όλων. Το ζευγάρι κοίταξε ψηλά, όπως και οι περισσότεροι διαβάτες.
Ο θόρυβος αυξήθηκε κι ένας δυνατός άνεμος άρχισε να φυσάει από ψηλά.
«Μα τι...»
Τα λόγια του Μάρκου πνίγηκαν μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο που πλησίαζε ολοένα σαν μια
πελώρια, θυμωμένη σφήκα. Ένα ελικόπτερο πρόβαλε πάνω από το κτίριο και κατευθύνθηκε προς το
πάρκο της πόλης που απλωνόταν μπροστά από το δημαρχείο. Καθώς προσγειωνόταν, ένας
αστυνομικός κατέβηκε από τη μοτοσικλέτα του κι έτρεξε προς τα κει, γνέφοντας στον κόσμο ν
απομακρυνθεί.
Ο Μάρκος ξεστόμισε μερικές βρισιές στα ελληνικά.
«Μα τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Βανέσα με αγωνία. «Είναι το ελικόπτερο του νοσοκομείου;»
«Κάτι χειρότερο», της απάντησε βλοσυρός.
Ο κολασμένος θόρυβος του έλικα μειώθηκε σταδιακά κι ένας ψηλός άντρας με κομψό κοστούμ
πήδησε έξω. Ύστερα βοήθησε να βγει μια γυναίκα που φορούσε ένα ζωηρό κόκκινο σύνολο και
καπέλο με άλικα φτερά.
«Ω, Θεέ μου, είναι η Άννα», ψέλλισε αδύναμα η Βανέσα.
«Και ο Λίο».
«Μα είπαμε πως θα κάναμε έναν ήσυχο γάμο!»
«Τώρα είναι αργά. Οι τυμπανοκρουσίες άρχισαν».
Το ζευγάρι πλησίασε τους μελλονύμφους και ο Λίο αγκάλιασε το Μάρκο δυνατά, λέγοντας κάτι
στα ελληνικά. Η Άννα στάθηκε μπροστά στη Βανέσα.
«Μην τολμήσεις να τον παντρευτείς αν δε σου έχει ζητήσει γονατιστός συγνώμη!» της είπε
αυστηρά. Ύστερα, χωρίς να περιμένει απάντηση, της έδωσε δυο πεταχτά φιλιά στον αέρα. «Σε
αγαπάει, έτσι; Και σου το είπε, δε σου το είπε;»
Η Βανέσα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, με αγαπάει και μου το είπε. Μου το λέει συνέχεια, δεν μπορώ
να τον σταματήσω».
«Ωραία!» Η Άννα γύρισε προς το Μάρκο. «Να είσαι καλός μαζί της, εντάξει;»
«Για όλη τη ζωή μου», υποσχέθηκε εκείνος ήρεμα.
«Ωραία!» είπε ξανά η Άννα. «Ω, Θεέ μου, θα βάλω τα κλάματα. Κι έκανα ώρες να βαφτώ!»
«Έχουμε ήδη προσελκύσει τους παπαράτσι της περιοχής», την προειδοποίησε ο σύζυγός της.
Γύρω τους είχε μαζευτεί ένα μικρό πλήθος και ορισμένοι τραβούσαν φωτογραφίες.
«Αυτή με τα κόκκινα παίζει στην τηλεόραση», είπε μια γυναίκα στη φίλη της, μπερδεύοντας
προφανώς την Άννα με κάποια ηθοποιό. «Την έχω δει σε μια σαπουνόπερα».
«Καλύτερα να ξεκινήσετε το γάμο, γιατί το μωρό θα γεννηθεί πριν ο γαμπρός σού περάσει τη
βέρα!» φώναξε πρόσχαρα μια άλλη στη Βανέσα.
«Χαμογελάστε παρακαλώ για Τίμουθ
την Τάιμς, την τοπική εφημερίδα!»
Μ’ ένα καλοπροαίρετο χαμόγελο, ο Λίο οδήγησε τη γυναίκα του και το μελλόνυμφο ζευγάρι μέσα
στο δημαρχείο.
«Πώς στην οργή το έμαθες;» ρώτησε ο Μάρκος.
«Μην είσαι χοντροκέφαλος, ξάδερφε», τον μάλωσε ο Λίο. «Η αδερφή του Νίκου είναι παντρεμένη
με τον πιλότο μου... Δεν είχες καμιά ελπίδα να το κρατήσεις κρυφό. Ευτυχώς δηλαδή».
Στην είσοδο του δημαρχείου ο Λίο κοντοστάθηκε και βγάζοντας ένα κουτί από την τσέπη του
γύρισε προς τη Βανέσα. «Αυτό είναι για σένα, επειδή αναγκάζεσαι να παντρευτείς τον ανόητο
ξάδερφό μου». Άνοιξε την κοσμηματοθήκη. Μια σειρά πράσινα σμαράγδια άστραψαν στο φως.
Η Βανέσα ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. «Ω, όχι! Δεν μπορώ να τα πάρω... Είναι από τη
συλλογή Λεβάντσκι!»
«Είπα στην Άννα πως θα σου ταίριαζε απόλυτα την ημέρα του γάμου σου. Και είχα δίκιο». Έβγαλε
το περιδέραιο, έδωσε τη θήκη στη γυναίκα του κι έκανε να πλησιάσει τη νύφη για να περάσει το
κόσμημα γύρω από το λαιμό της.
«Θα το κάνω εγώ, ευχαριστώ», επενέβη ο Μάρκος και πήρε το περιδέραιο. «Και θα αγοράζω εγώ
τα κοσμήματά της».
Ο Λίο ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Εντάξει. Τότε θα μου δώσεις επιταγή. Θα σου τα
αφήσω σε τιμή κόστους, αφού είσαι συγγενής μου».
«Μην ανησυχείς, θα σ’ τα πληρώσω στην τιμή αγοράς», του είπε ο Μάρκος.
«Τότε, λοιπόν, το γαμήλιο δώρο μας προς τη Βανέσα είναι το ασορτί μπρασελέ... Κι αυτή τη φορά
δε σηκώνω αντιρρήσεις, εντάξει;»
«Δεν παρατάτε την κουβέντα για τις πολύτιμες χρωματιστές πέτρες σας;» επενέβη η Άννα. «Πάμε
να τελειώνουμε, η Βανέσα δεν μπορεί να στέκεται πολλή ώρα όρθια».
Ο Μάρκος φόρεσε προσεκτικά το περιδέραιο γύρω από το λαιμό της μέλλουσας συζύγου του.
στερα τη φίλησε τρυφερά. «Πάμε», είπε, πιάνοντάς της το χέρι.
Οι τέσσερίς τους προχώρησαν στην αίθουσα των τελετών.
Απ’ έξω ο φωτογράφος της τοπικής εφημερίδας περίμενε με ανυπομονησία. Είχε πάρει τις
πληροφορίες του και, σαν έμαθε για το όνομαΜαρκάκη, κατάλαβε πως είχε χτυπήσει φλέβ
χρυσού. Δυο ωραίοι Έλληνες πολυεκατομμυριούχοι, ένα εκθαμβωτικό μοντέλο και μια πανέμορφη,
ετοιμόγεννη κοκκινομάλλα, σε συνδυασμό με το πανάκριβο σπορ αμάξι που ήταν παρκαρισμένο
έξω από το δημαρχείο και το ελικόπτερο στο πάρκο, ναι, σίγουρα θα αποτελούσαν τέλειο υλικό γι
το επόμενο πρωτοσέλιδο.
Και μια πλειάδα περιοδικών μόδας θα τον ικέτευαν για τα δικαιώματα των φωτογραφιών...
Αναστέναξε ευχαριστημένος και έλεγξε πάλι τους φακούς του.
Μέσα στην ήσυχη, ηλιόλουστη αίθουσα τελετών του δημαρχείου, που πλημμύριζε από τα αρώματ
της γαμήλιας ανθοδέσμης, δυο άνθρωποι αντάλλασσαν όρκους αιώνιας πίστης. Υπόσχονταν ν
αγαπούν και να φροντίζουν ο ένας τον άλλο για πάντα και να φτιάξουν μια ζωή γεμάτη ευτυχία, για
αυτούς και τα παιδιά τους.
Περιεχόμενα
ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΝΤΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

You might also like