You are on page 1of 470

Class Book

University of Chicago Library

BERLIN COLLECTION

GIVEN BY

MARTIN A. RYERSON
H. H. KOHLSAAT BYRON L. SMITH
CHAS. L. HUTCHINSON C. R. CRANE
H. A. RUST CYRUS H. MCCORMICK
A. A. SPRAGUE C. J. SINGER
e
l
or a
F S

&
4
Patousas, Ioannes

Eqcyclopaideia

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

philologike
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ

ΕΙΣ ΤΕΣΣΑΡΑΣ ΤΟΜΟΥΣ ΔΙΗΡΗΜΕΝΗ ,

Συναρμοθεῖσα μοί ποτε παρὰ τοῦ Ἐλλογιμωτάτα

ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΟΥΣΑ

ΤΟΥ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ . +

Νῦν δὲ ἐπιμελέςερον μετατυπωθεῖσα , πλείονος δεκα


τῆς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώττης φιλομαθῶν ὠφελείας ;

Ἐπιφασίᾳ Σπυρίδωνος Βλαντῇ .

ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ,

t . a

ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ .

ΠΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΟ ΓΛΥΚΕΙ ΤΟ ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ .

I 8 1 7.
MADA

4
A 7
4
P 3

3
P 2
.
1
l
C
n
e
G
597057

Α'μεινον καὶ συμφερώτερον ἰδιώτας καὶ ὀλιγομαθεῖς ἐς


Η
πάρχειν , καὶ διὰ τῆς ἀγάπης πλησίον γενέθαι τῷ

Θεό , ἢ πολυμαθεῖς καὶ ἐμπείρους δοκῶντας εἶναι ,

βλασφήμες εἰς τὸν ἑαυτῶν διοίσκεσθαι Δεσπότω .

Βασίλειος .
4

ΟΙ ΕΝ ΤΩ ΔΕ ΤΩ Β. ΤΟΜΩ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ .

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ .

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ .

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ .

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ .

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ .

ΠΡΟΚΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥῇ.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ,

ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ .

ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ .

ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ .

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ .

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ .

ΘΕΟΔΟΤΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ .

ΣΥΜΕΩΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ .

ΑΚΑΚΙΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ .

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ,

ΙΩΑΝ
5

ΙΩ
Ι Ω Α Ν Ν Ο Υ

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

᾿Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ . 8

Αμφοτέρων δεκα προσήκει τὰς το Θεό περάποντας


μακαρίζειν καὶ θαυμάζειν , ὅτι τὴν ἐλπίδα τῆς σωτη
ρίας ἐν ταῖς ἁγίας εἶχον δὐχαῖς , καὶત ὅτι γραφῇ φυ
λάξαντες τὸς ὕμνες καὶ τὰς λαξείας , ἃς τις Θεῷ σὺν
χαρᾷ καὶ φόβῳ προσέφερον , καὶ εἰς ἡμᾶς διέδωκαν τὸν
ἑαυτῶν θησαυρὸν , ἵνα πρὸς τὸν οἰκεῖον ζῆλον ποῦ τὸ
ἐπιγινόμενον ἐπιστάσαθαι διμηθῶσι . Διαβαίνειν τ
προσήκει τὸν τδ διδασκάλων ἐπὶ τὰς ὁμιλῶντας ζό
πον , καὶ τὸς τῷ Προφητῶν μαθητὰς, μιμητὰς προσήκει
φαίνεται τῆς ἐκείνων δικαιοσύνης, ἵνα παντα τὸν γ
τὸν ταῖς προσευχαῖς, καὶ τῇ τῷ Θεῷ λαξείᾳ , ‫ ܕ‬καὶ μελέ
τῃ συζῶμεν , τότο ζωήν, τότο ὑγιείαν καὶ πλᾶτον , τότο
πέρας ἀγαθῶν εἶναι νομίζοντες , τὸ προσδέχεται τις
Θεῷ με καθαρᾶς καὶ ἀδιαφθόρες ψυχῆς· ὥσπερ δ τις
σώματι φῶς, ἥλιος , ὅτω ψυχῇ προσευχή . Εἰ ἦν τυ
φλῷ ζημία τὸ μὴ ὁρᾶν τὸν ἥλιον , πόση ζημία Χριςια
νῷ τὸ μὴ προσεύχεθαι συνεχῶς, καὶ διὰ τῆς ψυχῆς τὸ
το Χριςδ φῶς εἰς τω ψυχίω εἰσάγειν ; Καί τοι τίς
ἐκ οὖν ἐκπλαγείη καὶ θαυμάσειε τὴν τῷ Θεῷ φιλανθρω
πία , υ εἰς ἡμᾶς ἐπιδείκνυται , τοσαύτίω τιμὴν αἰ
θρώποις χαριζόμενος , ὡς καὶ προσευχῆς ἀξιῶσαι , καὶ
ὁμιλίας τῆς ἑαυτῷ ; Θεῷ δ ὡς ἀληθῶς λαλῆμον τῷ
καιρῷ τῆς προσευχῆς , δι' ἧς καὶ τοῖς ᾽Αγγέλοις συναπτός
μεθα , καὶ τω πρὸς τὰ ἄλογα κοινωνίαν πολὺ φαινό
·
μεθα διαφεύγοντες . ᾿Αγγέλων δ ἔγον ἡ προσευχή ,
a 3 ύπε
1
6 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ .

ὑπεραίρεσα καὶ τὰ ἐκείνων αξίων , εἴπερ κρεῖττόν ἐςι


τῆς ᾿Αγγέλων ἀξίας τῷ Θεῷ διαλέγεθαι. ᾿Αλλ᾿ ὅμως
ὅτιγε κρεῖττόν ἐσιν , αὐτοὶ διδάσκεσιν ἡμᾶς , σὺν πολ
λῷ μεν φόβῳ τὰς ψυχὰς προσφέροντες, παρέχοντες δὲ
ἡμῖν εἰδέναι καὶ μανθαύειν , ὅτι προσήκει τῷ Θεῷ προ
σιόντας σου χαρᾷ καὶ φόβῳ τότοποιεῖν . Φόβῳ μα ,
δεδοικότας μὴ τῆς προσευχῆς ανάξιοι φανῶμεν χαρᾶς
δὲ , μεσὲς γινομενες ἐπὶ τῷ μεγέθει τῆς τιμῆς, ὅτι
τοσαύτης καὶ τοιαύτης προνοίας τὸ θνητὸν ἠξιώθη γένος,
ὡς καὶ θείας ἀπολαύειν ὁμιλίας συνεχῶς , δι᾿ ἧς καὶ τὸ
θνητοὶ εἶναι καὶ πρόσκαιροι διαφεύγομαι , φύσει μοὶ ὄντες
θνητοί, τῇ δὲ πρὸς Θεὸν ὁμιλίᾳ , πρὸς ἀθάνατοι ζωὴν
μεταβαίνοντες . ᾿Ανάγκη γὰρ τὸν ὁμιλουῦτα Θεῷ , καὶ
κρείττονα γενέθαι θανάτε , καὶ πάσης διαφθορᾶς . Καὶ
ὥσπερ ανάγκη πᾶσα , τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος ἀπολαύον
τα διαφεύγειν τὸ σκότος , ὅτως ανάγκη πᾶσα , τὸν θείας
ὁμιλίας ἀπολαύοντα , μηκέτι εἶναι θνητόν ; αὐτὸ γὰρ
τὸ τῆς τιμῆς μέγεθος, πρὸς ἀθανασίαν ἡμᾶς μεθίς
ξησιν. Εἰ τὸ τὰς βασιλεῖ διαλεγομονες , καὶ τῆς παρ
ἐκείνου τιμῆς ἀπολαύοντας , ἀμήχανον εἶναι πένητας ,
πολλῷ μᾶλλον ἀδιώατον τοὺς τῷ Θεῷ προσδεχομένες
καὶ λαλῶντας , θνητὰς ἔχειν ψυχάς . Θανατος δε τους
χῆς , ἀσέβεια , καὶ βίος παρανομος . Οὐκῶν καὶ ζωὴ ψυ
χῆς ἡ τὸ Θεὸ λαξεία , καὶ βίος ὁ ταύτῃ πρέπων . Βίος
δὲ ὅσιον , καὶ τῇ τῷ Θεῷ λαξείᾳ πρέποντα , προσευχή
συνάγει , καὶ θησαυρίζει θαυμαςῶς ταῖς ἡμετέραις ψu
χαῖς . Εἴτε δ παρθενίας τις ἐραςὴς , εἴτε τὴν ἐν γά
μῳ σωφροσύνην τιμᾶν ἐπσεδακώς , εἴτε κρατῶν ὀργῆς ,
καὶ αραότητι συζῆν, εἴτε φθόνε καθαρεύειν , εἴτε ἄλλο
τι της προσηκόντων ποιεῖν , προσευχῆς ἡγεμόνης καὶπρο
λεαινέσης τὴν τοιαύτην ὁδὸν τῷ βία , σύχερῆ τε καὶ ῥᾳ
διον ἕξει τὸν τῆς δύσεβείας δρόμον . Οὐ γάρεςιν , ἐκ
ἔσι τὰς αἰτῶντας παρὰ τῷ Θεῷ σωφροσύνου καὶ δικαιο
σκύψω καὶ πραότητα καὶ χρηςότητα , μὴ τυγχανειν τῆς
ψυχῆς . Αἰτεῖτε γάρφησι, καὶ δοθήσεται ὑμῖν , ζητεῖτε ,
વે
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ . 7

καὶ ουρήσετε , κρύετε , καὶ αὐοιγήσεται ὑμῖν . Πᾶς τὸ ὁ


αὐτῶν λαμβάνει , καὶ ὁ ζητῶν βρίσκει , καὶ τῷ κρέοντι
ανοιγήσεται . Καὶ ἀλλαχε πάλιν . Τίς ἐς φησιν ἐξ ὑ
μῶν, ὃν ἐαὶ αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτῷ ἄρτον , μὴ
. λίθον ἐπι·
δώσει αυτό ; ἢἐαὶ ἰχθω αἰτήσῃ , μὴ ὄφιν ἐπιδώσει
ἀυτῷ ; Εἰ ὖν ἡμεῖς πονηροὶ ὄντες , οἴδατε δόματα α
γαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν , πόσῳ μᾶλλον ὁ Πα
τὴρ ὑμῶν ὁ ἐραύιος δώσει Πνεῦμα ῞Αγιον τοῖς αἰτῶσιν
αυτόν ; Τοιέτοις μοὶ λόγοις καὶ τοιαύταις ἐλπίσιν ἐπὶ
προσευχὴν παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ τὸ ὅλων Κύριος . Ἡ
μᾶς δὲ προσήκει τῷ Θεῷ πειθομενες οἰεὶ ζῆν ἐν ὕμ
τοις καὶ προσούχαῖς , ἀκριβέτερον τῆς τὸ Θεὸ λαξείας
ἐχομενες, ἢ τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς ὅτω δὲ ἡμῖν ὑπάρξειε
ζῆν ἀεὶ τί πρέπεσαν ανθρώποις ζω . Ὅς τις δ
κ' προσδέχεται τῷ Θεῷ , εδὲ θείας ὁμιλίας ἀπολαύειν
ἐπιθυμεῖ συνεχῶς , νεκρός ἐσι καὶ ἄψυχος , καὶ καὶ μετέ
χει τὸ φρονεῖν , Αὐτὸ δὲ τότο μέγισον ἀφροσύνης ση
μεῖον , τὸ μὴ ἐπίσασθαι τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς , μηδὲ
ἐρᾷν προσευχῆς ,μηδὲ θαύατον ἡγεῖται ψυχῆς τὸ μὴ
προσκυνεῖν τῷ Θεῷ . Ωσπερ δ οἶμαι τὸ σῶμα τέτο
τὸ ἡμέτερον , ψυχῆς μὴ παρέσης , νεκρόν ἐςι, καὶ δυσῶς
δες, ὅτω ψυχὴ μὴ κινᾶσα ἑαυτὴν εἰς προσευχήν , να
κράσι , καὶ ἀθλία , καὶ δυσώδης . ᾿Αλλὰ μίω , ὅτι γε
θανάτε παντὸς πικρότερον ἡγεῖσθαι προσήκει , ξερηθῆ
και προσδιχῆς , διδάσκει καλῶς ἡμᾶς Δανιὴλ ὁ μέγας
Προφήτης , μᾶλλον ἑλόμενος ἀποθανεῖν, ἢ ῥεῖς ἡμέρας
μόνας͵ σερηθμαι προσδιχῆς καὶ γὰρ ἀσεβῆσαι τούτῳ
προσέταξαν ὁ τῶν Περσῶν βασιλούς , ἀλλὰ τὰς ζες
ταύτας μόνον ἡμέρας ἐσκοπήσατο σὑρεῖν . ῎Ανού δὸ τῆς
θείας ροπῆς οὐκ αντι τῶν ἀγαθῶν εἰς τὶς ἡμετέρας

ἔλθοι ψυχάς . Θεῖ δὲ ῥοπὴ συνεφάπτεται τῷ πόνων


ἡμῖν , καὶ τότες ἐπικεφίζει καλῶς ,αὖ ἴδῃ προσδιχ
ἀγαπῶντας καὶ συνεχῶς τῷ Θεῷ δεομενες , καὶ παύτα
ἐκεῖθεν τὰ ἀγαθὰ καταβήσεται προσδοκῶντας .. Ὅτ' αν
ἦν ἴδω τινὰ μὴ φιλῶντα προσδιχ , μηδὲ θερμὸν ἔ
a 4 ρωτα
8 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ .

ρωτα ταύτης ἔχοντα καὶ σφοδρὸν , ἤδη μοι ὗτος δῆλός


‫او‬ ἐςιν
ὡς ἐδο γενναῖον ἐν τῇ ψυχῇ κέκτηται · ὅτ ' αν δὲ ἴδω
τινὰ τῆς τῷ Θεῷ λαξείας ἀκορέςως ἐχόμενον , καὶ
μὴ προσδέχεται συνεχῶς, ἐν ταῖς μεγίσαις ἀριθμῶν
ζημίαις , τεκμαίρομαι τὸν τοιῦτον πάσης ἀρετῆς ἀσ
κητῶς εἶναι βέβαιον , καὶ τῷ Θεῷ ναόν . Εἰ δ ςολισ
μὸς ανδρὸς , καὶ βῆμα ποδὸς , καὶ γέλως ὀδόντων , ἀναγ
γέλλει τὰ περὶ αυτό , καὶ τὸν σοφὸν Σολομῶντα , πολ
λῷ μᾶλλον οὐχὴ καὶ λαξεία Θες σημειόνεςι δικαιοσε
νης ἁπάσης , ςολήτις ἆσα πνευματικὴ καὶ θεία , πολ
λέω συμορφίαν καὶ κάλλος παρέχουσα ταῖς ἡμετέραις
διανοίαις , τὸν ἑκάς ρυθμίζεσα βίον , ἐκ ἐῶσα φαῦ
λον , ἐδὲ ἄτοπον τῆς διανοίας › κρατεῖν , αἰδεῖναι πε
θέσα τὸν Θεὸν , καὶ τω παρ αυτῷ τιμίω , πᾶσαν τα t
πονηρε γοητείαν ἀποπέμπεθαι παιδδίτσα , τὸς αὐχρὲς
καὶ ἀτόπες ἐξελαύνεσα λογισμὸς , ἐν ὑπεροψίᾳ ιτῆς ἡ
δονῆς καθιςῶσα τω ἑκάτε ψυχήν . Αὕτη ᾧ ἡη ὑπε ·
ρηφανία μόνη πρέπει τοῖς τὸν Χρισὸν σεβομενοις , τὸ
μηδενὶ δελεύειν αἰχρῷ , ἀλλὰ τηρεῖν ἐν ἐλευθερία τὴν
ψυχτώ , καὶ βίῳ κεκαθαρμοίῳ . Ὅτι μὲ ἦν παντελῶς
ἀμήχανον αἴοὶ προσευχῆς ἀρετῇ συζῆν, καὶ μὲ ταύτης
πορεύεται τὸν βίον , οἶμαι δῆλον ἅπασιν εἶναι. Πῶς
δ αὔτις ἀρετὴν ἀσκήσειε , μὴ προσιὼν καὶ προατίπτων
συνεχῶς τῷ ταύτης χορηγῷ καὶ δοτῆει ; πῶς δὲ αὔ τις
e
ἐπιθυμήσειον εἶναι σώφρων καὶ δίκαιος, μὴ ὁμιλῶν ἡ
δέως τῷ ταῦτα τε καὶ πλείω τότων ἀπαιτῶντι παρ᾿ ἡμῶν ;
Βέλομαι δὲ ἐπιδεῖξαι διὰ βραχέων ; ὅτι κἂν ἁμαρτη
μάτων γέμοντας αἱ προσοχαὶ λάβωσιν ἡμᾶς , ταχέως 2
αποκαθαίρεσι . Καί τοι τί μεῖζον γούοιτ ' αν προσευχῆς ,
θειότερον , ὅτ' αν αλεξιφάρμακον φανῇτι ὖσα τοῖς τὰς
ψυχὰς νοσᾶσιν ; Οὐχὲν πρῶτοι Νινούῖται φαίνονται δια
προσευχῆς αναλυσάμενοι τὰς πολλὰς πρὸς Θεὸνἁμαρ ፡
τίας˙ ἅματε δ ἔλαβεν αυτὲς ἡ προσευχὴ , καὶ δικαίες
ἐποίησε . Καὶ πόλιν εἰθισμένην ἀκολασίᾳ καὶ πονηeίᾳ
καὶ παρανόμῳ βίῳ συζῆν , ἐπανώρθωσαν οξέως, πά
λαιᾶς
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ . 9

λαιᾶς συνηθείας μεῖζον ἰχύσασα , τῷ ἐρανίων νόμων


πλήρη πεποιηκῷα τὴν πόλιν , συνεφελκομένη μεθ᾿ ἑαυ
τῆς καὶ σωφροσι , καὶ φιλανθρωπίαν , καὶ πραότητα ,
καὶ πρόνοιαν πτωχῶν , καὶ ᾧ ανέχεται χωρὶς τότων ἐν
διαιτᾶσαι ψυχῇ , ἀλλ᾽ εἰς τὃ οὐ οἰκήσῃ διαύοιαν , πλή
ри ποιεῖ δικαιοσμύης πάσης , παιδοζίβᾶσα πρὸς ἀρε
τω , καὶ κακίαν εξορίζεσα . Καὶ δὴ καὶ τότε στις εἰς
>
σῆλθον εἰς Νινδυῆ τω πόλιν , καὶ πρότερον αυτὴν ἀ
καβῶς ἐπιςάμονος , ἐκ αὖ ἐπέγνω τω πόλιν ὅτως
ἐξαίφνης ἀπὸ
e τὸ φαυλοτέρα βία πρὸς δυσέβειαν μετε
πήδησα . Ωσσερ δ γυναῖκα πτωχώ , ῥάκια φέρουν
σαν , με ταῦτά τις χρυσοῖς ἱματίοις κεκοσμημού͵ἐ
δῶν , ἐκ αν ἐπιγνοίη τὸ γαύαιον , οὕτως ὁ τω πόλιν
ἐκείνην εἰδὼς πτωχούεσαι πρότερον , καὶ τῆς πνεύματι
τῶν ἔρημον ἦσαν θησαυρῶν , ἠγνόησαν αν ἥτις εἴη πό
λις , ἣν τοσῶτον ἔχυσεν εὐχὴ , μεταβαλῦσα καὶ ζόπον
καὶ βίον , πρὸς ἀρετῶ ἐπαναγαγεῖν . Καὶ γμὴ δέτις
ἐν ἀκολασίᾳ καὶ πορνείᾳ παύτα βεβιωκῦα τὸν χρόνον ,
ἅματε προσέπεσε πρὸς τες πόδας τὸ Χρισέ , καὶ σωτη
ρίας ἔτυχαν . Οὐ τοίνυν ἀποκαθαίρει μόνον ἁμαρτίας ,
ἀλλὰ καὶ κινδαύες ἀποκρύεται μεγάλες . Ὁ γέτοι βα
σιλοὺς ὁμότε καὶ Προφήτης ὁ θαυμάσιος Δαβὶδ , τὰς
πολλές , καὶ χαλεπὲς πολέμες τῇ προσευχῇ διέφυγε ,
τέτο μόνον τὸ ὅπλον τῆς σρατιᾶς προβαλλόμενος , καὶ
παρέχων τοῖς ἑαυτῷ σρατιώταις καθ᾿ ἡσυχίαν καὶ ἄδειαν
ἀπολαύειν τῆς νίκης . Ως οἱ μοὶ ἄλλοι βασιλεῖς , ἐ
τῇ τῆς σρατηγῶν ἐμπειρίᾳ καὶ τῇ τέχνῃ καὶ τοξόταις καὶ
ὁπλίταις καὶ ἱππεῦσι τὸ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας εἶχον
:
ὁ δὲ μέγας >Δαβὶδ ταῖς ἁγίαις δὐχαῖς τω ςρατιαὶ
ἐτείχιζω ; ε βλέπων εἰς ὀφρι ςρατηγῶν καὶ ταξιάρ
χων καὶ ἱππάρχων , δὲ χρήματα συλλέγων , δὲ ὅπλα
κατασκευάζων , ἀλλὰ τω θείαν πανοπλίαν ἐξ Οὐρα
να καταφέρων. Πανοπλία γὰρ ὡς ἀληθῶς ἐραύιος , ἡ
θεία προσευχή , καὶ μόνη διύαται φυλάττειν βεβαίως
τὸς δεδωκότας ἑαυτὸς τῷ Θεῷ . Τα μεν δ τῆς ὁπλι
το ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ .

τῆς ἰσχύντε καὶ ἐπιςήμην , καὶ τοξοτῶν ἐμπειρίαν , και προς


δοσίαν πολλάκις ὑποφαίνει μάταιοι, καὶ βλέμματα πο


λεμικὰ ,καὶ αντιπάλων ουψυχία , καὶ ἄλλα πολλὰ πρὸς
τέτοις . Προσευχὴ δὲ ἄμαχον ὅπλον καὶ ἀσφαλὲς φυλα
κτήριον , ὁμοίως με τρατιώτην Sa , ὁμοίως δὲ πολ

Καλ
λὰς ἀποκρεομενη μυριάδας. Ἐπεὶ κ Δαβὶδ ὁ θαυ
μάσιος τὸν Γολιὰδ ἐκεῖνον , ὥσπερ δαίμονά τινα φοβε

20
ρὸν ἐπερχόμενον , ἐχὅπλοις δὲ ξίφεσιν , ἀλλ᾿ οὐχαῖς
κατήνεγκεν . Οὕτως ἐχυρὸν μοὶ βασιλεῦσιν ἐν μάχαις
ὅπλον ἡ προσευχή , ἰχυρὸν δὲ καὶ ἡμῖν πρὸς δαίμονας .
Οὕτω καὶ ὁ βασιλεὺς Εζεκίας περιγίνεται τῷ πολέμῳ
τς Περσῶν , σρατιαν μεν ἐχ ὁπλίσας , οὐχὰς δὲ μό
νας αντιςήσας τῳ πλήθει της αντιπάλων οὕτω καὶ
θαύατον διέφυγε μετὰ τῆς προσηκούσης ευλαβείας της
Θεῷ προσπεσών , καὶ ἡ προσευχὴ μόνη δέδωκεν ανα 61
βιῶναι τις βασιλεῖ . Καὶ μού γε ὅτι ψυχ ήμαρτη
αψαν ἡ προσευχὴ ῥᾳδίως ἀποκαθαίρει , διδάσκει ἡμᾶς W
ὁ Τελώνης , δεηθεὶς τῇ Θεοῦ τυχεῖν ἀφέσεως , καὶ τυ
χών . Διδάσκει δὲ καὶ ὁ λεπρὸς , ἅμα τε προασεσὼν τῳ
Θεῷ , καὶ καθαρθεὶς αὐθέως . Εἰ δὲ σῶμα διεφθαρμέ
νον ὁ Θεὸς ὀξέως ἰάσατο , πολλῷ μᾶλλον ψυχτ νοο
σηκῦαν θεραπεύσει φιλανθρώπως . Ὅσῳ ο τιμιωτές
ρα το σώματος ἡ ψυχὴ , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκὸς περὶ
ταύτίω πλείονα απεδίω ἐπιδείκνυθαι τὸν Θεόν . Καὶ
μυρία αἴ τις ἔχοι λέγειν καὶ παλαιὰ καὶ καινὰ , εἰ παί
τας εξαριθμεῖναι βέλοιτο τὰς διὰ προσευχῆς σεσωσ
μους . Ισως δέ τις τδ ῥᾳθυμοτέρων , καὶ ἐκ ἐθελόν
των ἐπιμελῶς προσεύχεθαι καὶ ασεδαίως , ἐκεῖνα τὰ
ῥήματα φήσεις αὖ εἰρηκcύαι τὸν Θεὸν , ὡς, ε πᾶς ὁ
λέγωνμοι Κύριε , Κύριε , ιεἰσελεύσεται εἰς του βα
σιλείαν 15 Οὐρανῶν , ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα το Πα
ξός με το ἐν Οὐρανοῖς . Ἐγὼ δὲ , εἰ μόνην ἐξαρκεῖν
πρὸς τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν τὴν προσευχὴν ἐνόμιζον ,
εἰκότως αὔτις τέτοις ἐκέχρητο τοῖς λόγοις· ἐπεὶ δὲ κε
Q

φάλαιον εἶναι ἀγαθῶν τω προσδιχήν φημί , καὶ πρη


πίδα
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ . II

πίδα καὶ ρίζαν τῷ λυσιτελῶντος βίο , μηδεὶς ἐπὶ προς


φάσει ῥαθυμίας , ἐκείνοις͵ κεχρήθω τοῖς λόγοις . Οὐδὲ
γὰρ σωφροσμύη μόνη διύαται σώζειν αδί τῆς ἄλλων
εδὲ
ἀγαθῶν , οὐδὲ πρόνοια πτωχῶν, οὐδὲ χρηςότης
ἄλλοτι της ασεδαίων , ἀλλὰ δεῖ παύτα συνδραμεῖν εἰς
τὰς ἡμετέρας ψυχάς . Προσευχὴ δὲ ὥσπερ ρίζα καὶ
κρηπὶς ὑπόκειται . Καὶ ὥσπερ πλοῖον καὶ οἰκίαν τὰ
κάτωθον ἰχυρὰ ποιεῖ καὶ συνέχει , ὅτω τὸν ἡμέτερον
βίον αἱ προσδίχαὶ συγκρατᾶσιν αὖσί δὲ ταύτης εδω
αἲ ἡμῖν ἀγαθὸν , οὐδὲ σωτήριον γενοιτο . Διὰ τῦτο ὁ
Παῦλος ἔγκειται συνεχῶς ἡμῖν διακελόυόμενος , καὶ λέ
γων · τῇ προσευχῆ προσκαρτερεῖτε , γρηγορῶντες ἐν ἀμ
τῇ ἐν ουχαεισίᾳ . καὶ ἀλλαχῆ. Αδιαλείπτως προσού
χεσθε , φήσιν , ἐν παντὶ οὐχαριστοιῶτες . Τοῦτο γάρ
ἐτι θέλημα Θεοῦ . Καὶ ἑτέρωθι πάλιν προσεύχεθε
ἐν παντὶ καιρῷ , ἐν πνεύματι , εἰς αὐτὸ ἀγρυπνῦντες ,
ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει . Οὕτω πολλαῖς καὶ
θείαις φωναῖς ἐπὶ προσευχὴν ἡμᾶς ἐκάλει συνεχῶς ὁ
τδ ᾿Αποσόλων ἡγεμών . Προσήκει τοίνω ὑπ᾽ἐκείνου
παιδδιομεύες , με προσευχῆς πορεύεθαι τὸν βίον καὶ
ταύτῃ συνεχῶς τω διαύοιαν ἄρδειν . Χρήζομον δ οἱ
παύτες ανθρωποι ταύτης εχ᾽ἧττον, ἢ τὰ δενδρα της ε
δάτων . Οὔτε δὲ ἐκεῖνα διύανται ἐκφέρειν τὸς καρπὸς ,
μὴ πίνοντα διὰ τῆς ῥιζῶν , ἔτε ἡμεῖς τοῖς πολυτιμήτοις
καρποῖς τῆς οὐσεβείας δυνησόμεθα βρύειν , μὴ ταῖς
προσευχαῖς ἀρδόμονοι . Δὶ ὅπερ χὴ καὶ τῆς κλίνης ἀ
πανις αμοίες φθαύειν ἀεὶ τὸν ἥλιον τῇ τῇ Θεῷ λαζείᾳ
καὶ ξαπέζης ἁπτομενες , καὶ καθεύδειν μέλλοντας· μᾶλ
λον δὲ καὶ καθ᾿ ἑκάστῳ ὥραν , μίαν εχω τις Θεῷ
προσφέροντας , ἶσον τῇ ἡμέρᾳ δρόμον ζέχοντας˙ ἐν δὲ
γε τῇ τῇ χειμῶνος ὥρᾳ , καὶ τῆς νυκτὸς τὸ πλεῖσον μέ
ρος εἰς προσδιχὰς αναλίσκοντας , καὶ τὰ γόνατα κάμ
πτοντας σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ ~ τῇ δεήσει προσέχοντας ,
μακαρίζοντας ἑαυτὸς ἐπὶ τῇ τῇ Θεό λαζείᾳ . Εἰπέ μοι,
πῶς ὄψε τὸν ἥλιον , μὴ προσκωήσας τὸν πέμποντα
τοῖς
12 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧ .

τοῖς σοῖς ὀφθαλμοῖς γλυκύτατον φῶς , πῶς ἀπολαύ


στις ξαπέζης , μὴ προσκυνήσας τὸν τοσύτων ἀγαθῶν
δοτῆρα καὶ χορηγόν ; μετὰ ποίας ἐλπίδος ἐπὶ τὸν τῆς
νυκτὸς ἥξεις καιρόν ; ποίοις προσδοκᾷς ὀνείρασιν ὁμι
λῆσαι, μὴ τειχίσας σαυτὸν προσευχαῖς , ἀλλ᾽ ἀφύλακ
τος ἐπὶ τὸν ὕπνον ἐλθὼν , 기δυκαταφρόνητος καὶ δάλωτος
τοῖς πονηροτάτοις δαίμοσιν ἔσῃ , οἱ περιέρχονται συνε
χῶς καιροφυλακτῶντες ἡμᾶς , τίνα
9) λαβόντες γυμνὸνπροσ
ψυχῆς αναρπάσαιςν ὀξέως . Αν με ὖν ἴδωσιν ἡμᾶς
πεφραγμονες ταῖς προσδιχαῖς ἀποπηδῶσιν δ᾽θέως,
ὥσπερ λῃσαὶ καὶ κακέργοι , πρὸς τῇ κεφαλῇ το spa
τιώτε ξίφος ὁρῶντες κρεμάμενον · αν δ᾽ ἄρα συμβῇτινα
γυμνὸν εἶναι προσευχῆς , έτος ανάστατος ὑπὸ τὸ δαι
μόνων φέρεται , εἰς ἁμαρτίας ὠθέμενος , καὶ συμφορὰς
καὶ κακά . Ταῦτα δεῖ πάντα φοβεμονες ἡμᾶς , προσούτ
χαῖς καὶ ὕμνοις ἀεὶ τειχίζειν ἑαυτὸς , ἵνα παντας ὁ
Θεὸς ἐλεήσας, ἀξίες ἀπεργάσηται τῆς τῆς Οὐρανῶν
βασιλείας , διὰ τῷ μονογενῆς ἀυτῷ Υἱδ · ᾧ ἡ δόξα ,
τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας δ᾽ αἰώνων . ᾿Αμώ .

ΛΟ .
13

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ

ΕΥΝΟΥΧΟΝ

ΠΑΤΡΙΚΙΟΝ ΚΑΙ ΥΠΑΤΟΝ .

A¿ì
εὶ μο , μάλιςα δὲ νῦν , εὔκαιρον εἰπεῖν · ματαιός
της ματαιοτήτων , καὶ παύτα ματαιότης . Πῦ νῦν ἡ λαμε
παρὰ τῆς ὑπατείας< περιβολή ; πῶ δὲ αἱ φαιδραὶ λαμ
πάδες ; πε δὲ οἱ κρότοι καὶ οἱ χοροὶ καὶ αἱ θαλίαι καὶ
αἱ~ πανηγύρεις ; πῶ οἱ ςέφανοι καὶ τὰ παραπετάσματα ;
πῦ ὁ τῆς πόλεως θόρυβος , καὶ αἱ ἐν ἱπποδρομίαις δι
φημίαι , καὶ της θεατῶν αἱ κολακεῖαι ; παύτα ἐκεῖνα οἴ
χεται , καὶ ανεμος πνδύσας αθρόον τὰ μεν φύλλα κατέ
βαλε , γυμνὸν δὲ ἡμῖν τὸ δενδρον ἔδειξε , καὶ ἀπὸ
· τῆς
ῥίζης αυτῆς σαλδόμενον λοιπόν . Τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ
πνεύματος γέγονε προσβολή , ὡς καὶ πρόῤῥιζον ἀπει
διασαλεῦσαι τὸ ~ δενδρυ τα νεῦς
λεῖν αὐασσᾷν , καὶ αὐτὰ
ρα . Πε νῦν οἱ πεπλασμένοι φίλοι ; πε τὰ συμπόσια ,
καὶ τὰ δεῖπνα ; πε ὁ τδ παρασίτων ἐσμὸς, καὶ ὁ δὲ
ὅλης ἡμέρας͵ ἐγχεόμενος ἄκρατος , καὶ αἱ ποικίλαι τὸ
μαγείρων τέχναι , καὶ οἱ τῆς δυνασείας θεραπευταὶ , οἱ
πάντα πρὸς χάριν ποιῶντες καὶ λέγοντες ; Νὺξ ἦν παί
τα ἐκεῖνα , καὶ ὄναρ , καὶ ἡμέρας γινομένης,
~ ηφανίσθη ,
Αἴνθη μὖ ἐαρινὰ , καὶ παρελθόντος τῷ ἔαρος , ἅπαντα
κατεμαραύθη · σκιὰ Ι , καὶ παρέδραμε, καπνὸς ζὖ ,
καὶ διελύθη · πομφόλυγες ἦσαν , καὶ διερράγησαν· ἀρά
χνη Κ , καὶ διεστάθη. Διὸ ταύτην τω πνευματικ
ῥῆσιν ἐπᾴδωμεν συνεχῶς ἐπιλέγοντες · Ματαιότης μας
ταιοτήτων , καὶ παντα ματαιότης . Ταύτην δ τω ῥῆσιν
καὶ ἐν τοίχοις , καὶ ἐν ἱματίοις , καὶ ἐν ἀγορᾷ , καὶ ἐν οἷς
પે
κίᾳ , καὶ ἐν ὁδοῖς , καὶ ἐν θύραις , καὶ ἐν εἰσόδοις , καὶ
πρὸ παύτων ἐν τῷ ἑκάσου σωειδότι συνεχῶς ἐγγε
γράφο
14 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ .

γράφθαι δεῖ , καὶ διαπαντὸς αὐτὴν μελετᾷν . Ἐπειδὴ ἦ


εδ πραγμάτων ἀπάτη , καὶ τὰ προσωπεῖα , καὶ ἡ ὑπό
κρισις ἀλήθεια παρὰ τοῖς πολλοῖς εἶναι δοκεῖ ταύ
τω καθ᾿ ἑκάςω ἡμέραν καὶ ἐν δείπνῳ , καὶ ἐν ἀρίσῳ ,
καὶ ἐν συλλόγοις ἐπιλέγειν ἕκασον τῷ πλησίον ελλην
ἐχρῆν ,
καὶ παρὰ τὸ πλησίον ἀκέειν , ὅτι Ματαιότης ματαιοτή
των, τὰ παύτα ματαιότης . Οὐκ ἔλεγόν σοι συνεχῶς
ó
ὅτι δραπέτης ὁ πλᾶτός ἐςι καὶ οἰκέτης ; σὺ δὲ ἐκ ἐβά
λυ πείθεθαι · ἰδὲ ἐκ τῶν πραγμάτων ἔδειξαν, ἡ πεῖς
ρα , ὅτι δἐα δραπέτης͵ μόνον , ἐδὲ ἀγνώμων , ἀλλὰ καὶ
ανδροφόνος • ὗτος γάρ σε ζέμειν νῦν καὶ δεδοικέναι πα
ρεσκεύασαν . Οὐκ ἔλεγόν σοι , Κίκα συνεχῶς ἐπετί
μας μοι λέγοντι τ᾽ ἀληθῆ , ὅτι ἐγώ σε φιλῶ μᾶλλον της
1
κολακουόντων ; ἐγὼ ὁ ἐλέγχων πλέον κήδομαι της χα
2
αζομενων ; καὶ προετίθω τοῖς ῥήμασι τέτοις ͵ὅτι ἀξιο
πιςότερα Ῥαύματα φίλων , ὑπὲρ ἑκέσια φιλήματα έχω
πρῶν . Εἶ τῷ ἐμῶν μέχν ζαυμάτων , ἐκ αἴσοι τὰ
φιλήματα ἐκείνων τὸν θάνατον τῦτον ἔτεκον · τὰ τὸ ἐμα
ξαύματα ὑγείαν ἐργάζεται , τὰ δὲ ἐκείνων φιλήματα ~
νόσον ανίατον κατεσκεύασε . Πῷ ναῶ οἱ οἰνοχόοι ; πε
δὲ οἱ σοβῦντες ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς , καὶ μυρίᾳ παρὰ πᾶσιν Κα
ἐγκώμια λέγοντες ; ἐδραπέτευσαν , ἠρνήσαντο το οι
λίων , ἀσφάλειαν ἑαυτοῖς διὰ τῆς σῆς ἀγωνίας πορίζε
σιν . ᾿Αλλ᾿ἐχ᾿ ἡμεῖς ὅτως · ἀλλὰ καὶ τότε δυχεραίνοντός
σε ἐκ ἀπεπηδῶμεν , καὶ νῦν πεσόντα περιςέλλομον καὶ
θεραπεύομεν . Καὶ ἡμὲν πολεμηθείσα Ἐκκλησία που
ρὰ σοῦ , τὸς κόλπους ἥπλωσε , καὶ ἐπεδέξατο τὰ δὲ
θεραπείθον τα θέαξα , ὑπὲρ ὧν πολλάκις πρὸς ἡμᾶς
ἠγανάκτεις , παρέδωκε καὶ ἀπώλεσαν . ᾿Αλλ᾿ὅμως ἐκ ἐ
παυσάμεθα ἀεὶ λέγοντες · τί ταῦτα ποιεῖς ; ἐκβακε
χδεις τὴν Ἐκκλησίαν , καὶ καὶ κρημνῶν σαυτὸν φέρεις ,
καὶ παρέζεχες ἅπαντα . Καὶ αἱ μὲν ἱπποδρομίας , τὸν
πλᾶτόνσε αναλώσασαι , τὸ ξίφος ἠκόνησαν · ἡ δὲ Ἐκ
κλησία ἡ τῆς ὀργῆς τῆς σῆς ἀπολαύσασα τῆς ἀκαίρε ,
παντεχε παραξέχει , τος δικτύωνσε ὀξαρπάσαι βε
λομέ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ . 15

λομώη . Καὶ ταῦτα λέγω νῦν , ἐκ ἐπεμβαίνων τῳ καὶ


μοίῳ , ἀλλὰ τὰς ἑσῶτας ἀσφαλεςέρες ποιῆσαι βελό
μονος · ἐκ αναξαίνων τὰ ἕλκη το τεζωμούς , ἀλλὰ τὸς
μηδέπω τεξωμονες ἐν ὑγείᾳ διατηρήσαι ἀσφαλεῖ καὶ και
ταποντίζων τὸν κλυδωνιζόμενον , ἀλλὰ τὰς ἐξ οὐσίας
πλέοντας παιδδίων ,ὥσεμὴ γενέθαι ὑποβρυχίες . Πῶς
δ᾽αὖ τότο γενοιτο ; εἰ τὰς μεταβολὰς της ανθρωπίνων
ἐννοώμεθα πραγμάτων · καὶ τὸ ἔτος >εἰ ἔδει σε μεταβο
λέω , ἐκ αὖ ὑπέμεινε μεταβολμώ . Αλλ᾿ ἐπείπερ ὗτος
ἔτε οἴκοθεν , ἔτε παρ᾽ ἑτέρων ἐγένετο βελτίων , ὑμᾶς
oi
γῦν οἱ κομῶντες τῷ πλέτῳ , ἀπὸ τῆς τότε κερδαίατε
συμφορᾶς . Οὐδεὶ δὲ τύ ανθρωπίνων πραγμάτων ἀ
πονέσερον . Διόπερ οἷον αὖν εἴποι τις ὄνομα τῆς ούτε
λείας αυτῶν , ἔλαττον τῆς ἀληθείας ἐρῶ . Κἂν καπνὸν
αυτά , καν χόρτον , κἂν ὄναρ , κἂν αἴθη ἐαρινὰ , καν
ὅ, τι ἦν ὀνομάσῃ . Οὕτως
el ἐςὶν ἐπίκηρα , καὶ τῷ ἐδὸ ὄν
τῶν ἐδαμινώτερα . Ὅτι δὲ μεν τῆς ἀθενείας , καὶ πολὺ
ἔχει τὸ ἀπόκρημνον, δῆλον ἐντεῦθεν τίς δ τότε γέ
γονεν ὑψηλότερος ; ε πᾶσαν το οἰκεμένην παρῆλθε
τῳ πλέτῳ ; οὐ πρὸς αὐτὰς 198 αξιωμάτων αὐέβη τὰς
κορυφάς; εχὶ παύτες αὐτὸν ἔξεμον , καὶ ἐδεδοίκεισαν ;
ἀλλ᾿ ἰδὲ γέγονε καὶ δεσμωτῶν ἀθλιώτερος , καὶ οἱκετῶν
ἐλεεινότερος , καὶ τῆς λιμῷ τηκομείων πτωχῶν ὀνδεές
ρος , καθ᾿ ἑκάσην ἡμέραν ξίφη βλέπων ἠκονημεία , καὶ
βάραθρον , καὶ δημίες, καὶ τί ἐπὶ θαύατον ἀπαγωγήν
καὶ 1 ἐδὲ εἶποτε γέγονεν ἐπὶ τῆς ἡδονῆς οἶδον ἐκείνης ,
δὲ αὐτῆς αἰσθανεται τῆς ἀκτῖνος . ᾿Αλλ᾿ ἐν μεσημβρία
μέση , καθάπερ ἐν πυκνοτάτῃ νυκτὶ περιεςοιχισμένος ,
ὅτω τὰς ὄψεις πεπήρωται · μᾶλλον δὲ ὅσα αὖ φιλονει
κήσωμεν , ο δυνησόμεθα τῷ λόγῳ παρατῆσαι τὸ πά
9ος , ὅπερ ὑπομείνειν αυτὶν εἰκὸς , καθ᾿ ἑκάςω ὥραν
ἀποκτείνεται προσδοκῶντα . ᾿Αλλὰ δ τί δεῖ τ λό
γων 35 παρ᾿ἡμῶν, ἀυτοῦ ταῦτα καθάπερ ἐν εἰκόνι
σαφῶςὑπογράψαντος ἡμῖν ; τῇ δ προτεραία ὅτε ἐπ᾽ἀυ
τὸν ἦλθον ἐκ τῆς βασιλικῶν ἀυλῶν , πρὸς βίαν ἀφελο
XU•
16 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ .

κύσαι βελόμενοι , καὶ τοῖς σκεύεσι προσέδραμε τοῖς ἱε


ροῖς , ἦν τὸ με πρόσωπον αυτό ὠχρὸν , πελιδνὸν , καὶ
τανα νεκρωθούτος δεὶ ἄμεινον διακείμενον˙ κτύπος δὲ
τδ ὀδόντων , καὶ πάταγος , καὶ ῥόμος παντὸς τὸ σώμα
305, καὶ φωνὴ διακοπτομένη , καὶ γλῶττα διαλυομένη , καὶ
χῆμα τοῦτον , οἷον εἰκὸς τῷ λιθίνω ἔχειν ψυχών
Καὶ ταῦτα λέγω , ἐκ ὀνειδίζων , ἐδὲἐπεμβαίνων αυ
τῇ τῇ συμφορᾷ , ἀλλὰ τὴν ὑμετέραν διαύοιαν μαλάξαι
βελόμενος , καὶ εἰς ἔλεον ἐπισπάσαθαι , καὶ πεῖσαι ἀρ

κεθται τῇ τιμωρίᾳ τῇ γεγονημονῃ .


Ἐπειδὴ γάρεισι πολλοὶ παρ᾿ἡμῖν ἀπανθρωποι , ὥς
τε ὁμοίως καὶ ἡμῖν ἐγκαλεῖν , ὅτι αὐτὸν ἐδεξάμεθα τῷ
βήματι , τὸ ἄςοργον αὐτῶν τοῖς διηγήμασι μαλάξαιβα
1
λόμενος , ἐκπομπούω τὰ τότε πάθη . Τίνος δ Δεκεν
ἀγανακτεῖς , εἰπέμοι, ἀγαπητέ ; ὅτι , φησὶν, εἰς Ἐκ
κλησίαν κατέφυγεν ὁ πολεμήσας αυτὴν διηνεκῶς . Δια
τῦτο μὲν ἐν μάλιςα δοξάζειν ἐχρῆν τὸν Θεὸν , ὅτι ἀφῆ
και αυτὸν ἐν τοσαύτῃ κατασζῶαι ανάγκῃ , ὥσε καὶ τὴν
δυναμιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν μαθεῖν .
Τὴν δύναμιν μὲν , ἀφ᾽ ὧν τοσαύτην ὑπέμεινε μεταβολὴν
ἐκ τς πρὸς ἐκείνω πολέμων · τὴν φιλανθρωπίαν δὲ,
ἐξ ὧν πολεμηθεῖσα νῦν τὴν ἀσπίδα προβάλλεται , καὶ
ὑπὸ τὰς πτέρυγας ἐδέξατο τὰς αὐτῆς , καὶ ἐν ἀσφαλείᾳ
πάσῃ κατέσησαν, κα μνησικακήσασα ὑπὲρ τὸ ἔμπρο
πα ἐδονὸς , ἀλλὰ τὸς κόλπες αυτῷ μὴ πολλῆς ἁπλώς
σασα τῆς φιλοςοργίας . Τῦτο δὲ ἑοπαίε παντὸς λαμ
πρότερον, τότο νίκη περιφανής , τότο Ἕλληνας ἐξέπει ,
τῦτο καὶ Ἰυδαίες καταιχύνει , τότο φαιδρὸν αὐτῆς τὸ πρό
σωπον δείκνυσιν · ὅτι τὸν πολέμιον αἰχμάλωτον λαβέ
σα , φείδεται καὶ παύτων αὐτὸν ἐν ἐρημίᾳ παριδόντων ,
μόνη καθάπερ μήτηρ φιλότοργος , ὑπὸ τὰ παραπετάσ
ματα αυτῆς ἔκρυψε , καὶ πρὸς βασιλικώ ὀργκ ἔσω , A
πρὸς δήμε θυμὸν , καὶ πρὸς μῖσος ἀφόρητον . Τέτα τῷ
θυσιασηρίῳ κόσμος. Ποῖος κόσμος , φησὶ , τὸ τὸν ἐνα
γῆ καὶ πλεονέκτζυ καὶ ἅρπαγα ἅπτεσθαι το θυσιαςη
eis ;
ic
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ . 17
·
eίς ; Μὴ λέγε ταῦτα · ἐπειδὴ καὶ ἡ πόρνη ἥψατο τῶν
ποδῶν τῷ Χρισῦ , ἡ σφόδρα ἀναγὴς καὶ ἀκάθαρτος καὶ
ἐκ μὖ ἔγκλημα τῷ Ἰησῦ τὸ γενόμενον , ἀλλὰ θαῦμα >
καὶ ὕμνος μέγας . Οὐ δὸ τὸν καθαρὸν ἔβλαπτον ἡ 기
κάθαρτος , ἀλλὰ τ᾿ ἀναγῆ πόρνῳ ὁ καθαρὸς καὶ ἴ
μωμος͵ διὰ τῆς ἀφῆς καθαραὶ εἰργάσατο . Μὴδὴ μνη
σικακήσῃς ὦ ανθρωπε · ἐκείνε οἰκέται ἐσμοὶ τὸ ἐξαυτ
ρωμούς , καὶ λέγοντος˙ ἄφες αυτοῖς , ἐ γὰρ οἶδασι τί
ποιῦσιν . Αλλ᾿ἀπετείχισέ , φησι, τὸν ἐνταῦθα κατα
φυγκ γράμμασι καὶ νόμοις διαφόροις · ἀλλ᾿ἰδὲ διὰ τῆς
2
ἔργων ἔμαθον , ὅπερ ἐποίησε , καὶ τὸν νόμον ἔλυσε πρῶ
τις αυτὸς , δι᾿ ὧν ἔπαθε , καὶ γέγονε τῆς οἰκεμονης θέα
ξοι . Καὶ σιγῶν ἐντεῦθεν ἀφίησι φωνίῳ ἅπασι πα
ραινῶν · μὴ ποιεῖτε τοιαῦτα , ἵνα μὴ πάθητε τοιαῦτα ,
διδάσκαλος ανεφαίῃ διὰ τῆς συμφορᾶς · καὶ λαμπηδόνα
μεγάλῳ ἀφίησι τὸ θυσιασήριον , να φοβερὸν μάλιςα
καὶ ἐκ τότε φαινόμενον , ὅτι τὸν λέοντα δεδεμενον ἔχει ,
Επεὶ καὶ βασιλικῇ εἰκόνι μέγας γενοιτο κόσμος , εχ
ὅταν ἐπὶ τῇ θρόνε κάθηται πορφυρίδα περιβεβλημέ
νος , καὶ διάδημα περικείμενος ὁ βασιλεὺς μόνον · ἀλλὰ
καὶ ὅταν ὑπὸ τῷ ποδὶ τῷ βασιλικῷ βάρβαροι τδ χει
ρῶν ὀπίσω δεδεμενοι , κάτω τὰς κεφαλὰς νούωσι κείς
μονοι . Καὶ ὅτι εἶ πιθανότητι κέχρηται λόγων , ὑμεῖς
μάρτυρες της απεδῆς καὶ τῆς συνδρομῆς · καὶ α λαμπρὸν
ἡμῖν τὸ θέαζον σήμερον , καὶ φαιδρὸς ὁ σύλλογος , καὶ
ὅσον ἐν τῷ ~ Πάχᾳ τῷ ἱερῷ δῆμον εἶδον ξωαγόμενον ,
τοσε τον ὁρῶ καὶ ἐνταῦθα να . Καὶ ὅτῳ σιγῶν παύτας
ἐκάλεσε , σάλπιγγος λαμπροτέραν φωνὴν διὰ τῆς πραγ
μάτων ἀφείς . Καὶ παρθενοι θαλάμες , καὶ γυναῖκες
γυναικῶνας , καὶ αὔδρες τω ἀγορα κενώσαντες , παί
τς ἐνταῦθα συνεδράμετε , ἵνα τα ανθρωπίνῳ φύσιν

ἴδητε ἐλεγχομενίω , καὶ τῆς βιωτικῶν πραγμάτων τὸ


ἐπίκηρον ἀπογυμνώμενον , καὶ τω πορνικ ὄψιν του
χθὲς καὶ πρῴῳ φαιδρὸν
· ἀπολάμπεσαι . Καὶ ᾧ τοις
τον ἡ Κυπραγία ἡ ἀπὸ 8 πλεονεξιῶν, παντὸς γραϊ
Encicl. Tom. II b δικ
18 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ .

δίε ρυτίδας ἔχοντος αἰσχροτέρα φαινομένη , καθάπερ


απογγιᾷ τινι τῇ μεταβολῇ τὰ ἐπιξίμματα καὶ τὰς ἐπι ·
γραφὰς ἐκμάξασα . Τοιαύτη δ τῆς δυσημερίας ταύτης
ἡ ἰσχύς · τὸν φαιδρὸν καὶ περιφανῆ , παύτων ἐποίησεν
Ουτελέςερον φαίνεται νῦν . Κἂν πλέσιος εἰσέλθῃ , με
γάλα κερδαίνει ὁρῶν δὲ ἐκ τοσαύτης κορυφῆς κατε
νεχθοντα τὸν σείοντα τῷ οἰκεμένην ἅπασαν , καὶ συ
νεςαλμώύον , καὶ λαγως καὶ βαζάχε δειλότερον γεγενη
μενον , καὶ χωρὶς δεσμῶν τῷ κίονι τότῳ προσηλωμένον ,
καὶ αὐτὶ ἀλύσεως τῷ φόβῳ περισφιγγόμενον , καὶ δεδοι
κότα , καὶ ξέμοντα , κατασέλλει τω φλεγμονών , και

θαιροῖ τὸ φύσημα , καὶ φιλοσοφήσας ἃ λὴ περὶ τῷ


ανθρωπίνων φιλοσοφεῖν , ὅτως ἄπεισιν , ἃ διὰ ῥημάς
των λέγεσιν αἱ γραφαί,ταῦτα διὰ τῆς πραγμάτων μας .
θαίων · ὅτι πᾶσα σὰρξ χόρτος
< , καὶ πᾶσα δόξα ανθρώς
πυ ὡς αὔθος χόρτε · καὶ ὁ χόρτος ἐξηρανθη, καὶ τὸ αὔ
πος ἐξέπεσαν ' οἷον , ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθή
σονται , καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσονται ·
ὅτι , ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι αυτῷ , καὶ ὅσα τοιαῦτα .
Πάλιν ὁ ποίης εἰσελθὼν , καὶ πρὸς , τίω ὄψιν ταύτίω
ἰδῶν , ἐκ ἐξευτελίζει ἑαυτὸν , ἐδὲ ὁδωᾶται διὰ τὶ
πτωχείαν ἀλλὰ καὶ χάριν οἶδε τῇ πείᾳ , ὅτι χωρίον
ἀυτῷ γέγονεν ἄσυλον , καὶ λιμὴν ἀκύμαντος , καὶ τεῖχος
ἀσφαλές . Καὶ
기 πολλάκις αὖ ἕλοιτο ταῦτα ὁρῶν , μένειν
οὔθα ἐξὶν, ἢ πρὸς βραχὺ τὰ παύτων λαβὼν, ὕφερον
καὶ ὑπὲρ αἵματος κινδυνεύειν ἑαυτοῦ . Ὁρᾷς ὡς εὖ μια
κρὸν κέρδος γέγονε καὶ πλεσίοις , καὶ ποίησι , καὶ τα
πεινοῖς , καὶ ὑψηλοῖς , καὶ δέλοις, καὶ ἐλευθέροις ἀπὸ
τῆς ἐνταῦθα τότε καταφυγῆς ; ὁρᾶς πῶς ἕκαςος φάρ
μακα λαβὼν ἐντεῦθα ἄπεισιν↑ , ἀπὸ τῆς ὄψεως ταύ
της μόνης θεραπευόμενος ; Αρα ἐμάλαξα ὑμῶν τὸ πά
θος , καὶ ἐξέβαλον τὴν ὀργῳ ; ἆρα ἔσβεσα τὴν ἀπαν
θρωπίαν ; ἆρα εἰς συμπάθειαν ἤγαγον ; σφόδρα ἔγω :
γε οἶμαι , καὶ δηλοῖ τὰ πρόσωπα , καὶ αἱ τῆς δακρύων
πηγαίο
Ἐπεὶ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ . 19

Ἐπεὶ ἐν ὑμῖν ἡ πέζα γέγονε βαθύγειος , καὶ λίπο


ρὰ χώρα , φέρε δὴ καὶ καρπὸν ἐλεημοσύνης βλαςήσαν
τες , καὶ τὸν σάχω κομῶντα τῆς συμπαθείας ἐπιδειξά
μόνοι , προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ , μᾶλλον δὲ παρακα
λέσωμον τὸν φιλανθρωπον Θεὸν , μαλάξαι τὸν θυμὸν τῷ
βασιλέως , καὶ ἀπαλὴν αὑτῷ ποιῆσαι τὴν καρδίαν , ὥσε
ὁλόκληρον ἡμῖν δεῖναὶ τὴν χάριν . Καὶ ἤδη μὲν δ ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης , ἧς ἔτος κατέφυγον ἐνταῦθα , κ μι
πρὰ γέγονον ἡ μεταβολή . Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς ἔξ
νω , ὅτι εἰς τὸ ἄσυλον τότο χωρίον κατέδραμε,το τρα
τοπέδου παρόντος , καὶ παροξωνομούς ὑπὲρ τῷ αὐτῷ
πεπλημμελημένων , καὶ εἰς σφαγίω ἀὐτὸν αὐτόντων , μᾶς
κρὸν ἀπέτεινε λόγον , τὸν ἐρατιωτικὸν κατασέλλων θυ
μὸν , ἀξιῶν μὴ τὰ ἁμαρτήματα μόνον , ἀλλὰ καὶ εἴτε
αυτό γέγονε κατόρθωμα, καὶ τότο λογίζεται καὶ τοῖς
μου εἰδέναι χάριν ὁμολογῶν , ὑπὲρ δὲ τὸ ἑτέρων ἐξ
χόντων ως ανθρώπῳ συγγινώσκων . Ὡς δὲ ἐπέκειντο
πάλιν εἰς ἐκδικίαν το ὑβρισμένε βασιλέως , βοῶντες,
πηδῶντες , θανάτε μεμνημένοι , καὶ τὰ δόρατα σείοντες ,
πηγὰςλοιπὸν ἀφεὶς δακρύων ἀπὸ τὴν ἡμερωτάτων ὀφ
θαλμῶν , καὶ αναμνήσας τῆς ἱερᾶς ζαπέζης , εἰς τ
κατέφυγεν , ὅτω τὴν ὄργῳ κατέπαυσε . Πλὴν ἀλλά
‫ܪ‬
ἡμεῖς τὰ παρ᾽ ἑαυτῶν πρόθῶμεν . Τίνος δὲ αὖ ἦτὲ συγ
γνώμης ἄξιοι , εἰ τὸ βασιλέως τὸ ὑβρισμούς μὴ μνη
σίκακῶντος , ὑμεῖς οἱ μηδὲν του τον παθόντες τοσαύτην
ὀργῳὸ ἐπιδείξηθε ; πῶς δὲ τὸ θεάζυ τότε λυθούτος ,
ὑμεῖς μυτηρίων ἅψεθε , καὶ τὴν οὐχὴν ἐρεῖτε ἐκείνην ,
δι᾿ ἧς κελόυόμεθα λέγειν , ἄφες ἡμῖν , καθὼς καὶ ἡμεῖς
ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν,τὸν ὑμῶν ὀφειλέτην ἀ
παιτῶντες δίκω ; ἠδίκησε μεγάλα καὶ ὕβρισαν · οὐδὲ
ἡμεῖς αὐτερ& μον . Αλλά και δικαστηρίς καιρὸς νῦν , ἀλλ᾽ ἐ
λέες · ἐκ οθαύης , ἀλλὰ φιλανθρωπίας . Οὐκ ἐξετά
σεως , ἀλλὰ συγχωρήσεως & ψήφου καὶ δίκης , ἀλλὰ
οἴκῷυ καὶ χάριτος . Μὴ τοίνω φλεγμαινέτω τις , μηδὲ
δυχεραινέτω , ἀλλὰ μᾶλλον δεηθῶμεν τῷ φιλανθρώπο
b2 Θεΰ ,
20 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΝ ,

Τ
Θεῷ , δε και αυτός προθεσμίαν ζωῆς , καὶ τῆς ἀπειλες
μένης ἐξαρπάσαι σφαγῇς , ὥσε αυτὸν ἀποδύσαθαι τὰ
πεπλημμελημενα . Καὶ κοινῇ προσέλθωμεν τις φιλαν
θρώπῳ βασιλεῖ , ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας , ὑπὲρ τὸ θυ
σιαsneίs , δα ανδρα τῇ ξαπέζῃ τῇ ἱερᾷ χαριπίαι
παρακαλέντες . Αν τότο ποιήσωμον , καὶ αὐτὸς ὁ βασις
λοὺς ἀποδέξεται , καὶ ὁ Θεὸς πρὸ τὸ βασιλέως έπαι
12
νέσεται , καὶ μεγάλην ἡμῖν τῆς φιλανθρωπίας ἀποδώς
σει τὴν ἀμοιβήν. Ωσσερ δὸ τὸν ὠμὸν καὶ ἀπανθρωπον
ἀποςρέφεται καὶ μισεῖ , ἔτω τὸν ἐλεήμονα καὶ φιλανθρω
που προσίεται καὶ φιλεῖ . Κἂν μεν δίκαιος ὁ τοιοῦτος
ἦν , λαμπροτέρες αυτῷ πλέκει τὸς σεφαίες · αὖ δὲ ο
μαρτωλὸς , παραξέχει τὰ ἁμαρτήματα , τῆς πρὸς τὸν
ὁμόδουλον συμπαθείας ἀμοιβίω αυτῷ ταύτην ἀποδι
δές .~ ῎Ελεον γάρ, φησι, θέλω , καὶ καὶ θυσίαν . Καὶ παύ
ταχὺ τὴν γραφῶν ὁρᾷς αὐτὸν τῦτο ἀεὶ ἐπιζητῶντα , καὶ વે
ταύτίω λύσιν τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι λέγοντα . Οὕτω
πίνω αὐτὸν καὶ ἡμεῖς ἵλεων εργασόμεθα , ὅτι τὰ ἡ
μέτερα διαλύσομεν πλημμελήματα
B , ὅτω τω Ἐκκλη
σίαν κοσμήσομαι, ὅτω καὶ βασιλεὺς ἡμᾶς ὁ φιλανθρως
πος ἐπαινέσεται, καθάπερ ἔφθίν εἰπῶν , καὶ ἅπας
ὁ δῆμος κροτήσει, καὶ τὰ πέρατα τῆς οἰκομένης τὸ φι
λαύθρωπον , καὶ ἥμερον τῆς πόλεως θαυμάσεται καὶ
μαθόντες οἱ πανταχε τῆς γῆς τὰ γενόμενα , κηρύξεσιν
ἡμᾶς . Ἵνα οὖν ἀπολαύσωμον τῶν τοσέτων ἀγαθῶν ,
1
προσπέσωμον , παρακαλέσωμον , δεηθῶμεν , ὀξαρπάζ
σωμον τὸ κινδυνου τὸν αιχμάλωτον , τὸν φυγάδα , τὸν
ἱκέτξω , ἵνα καὶ αὐτοὶ της μελλόντων ἀγαθῶν ἐπιτύς
χωμον , χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ το Κυρίε ἡμῶν Ἰη
σε Χρισ8 · ᾧ ἡ δόξα καὶ > τὸ κράτος ναῶ καὶ ἀεὶ καὶ εἰς
τὰς αἰῶνας 28 αἰώνων . Αμώ , 1

1
12

ΛΟ
21

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ

ΠΑΥΛΟΝ ,

Τί ποτέ ἐςιν ανθρωπος , καὶ ὅση τῆς φύσεως τῆς ἡ


μετέρας ἡ εὐγένεια , καὶ ὅσης ἐπὶ δεκτικὸν ἀρετῆς τοτὶ
το
τὸ ζῶον , ἔδειξε μάλιςα παύτων ανθρώπων ὁ Παῦλος ·
Καὶ νῦν ἔςηκεν ξ ὗ ४ γέγονε , λαμπρᾳ τῇ φωνῇ πρὸς

ἅπαντας τὰς ἐγκαλῶντας ἡμῶν τῇ κατασκεύῃ ἀπόλο


γόμενος ὑπὲρ τὸ Δεσπότε , καὶ προφέπων ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ τὰ
αναίχυντα τοῦ βλασφήμων ἐμφράττων ςόματα , καὶ δεικ
νὺς ὅτι ᾿Αγγέλων καὶ ανθρώπων καὶ πολὺ τὸ μέσον , ἐαὶ
ἐθέλωμα προσέχειν ἑαυτοῖς . Οὐ δὺ ἄλλην φύσιν λα
χων ; δὲ ἄλλον οἰκήσας κόσμον , ἀλλ᾽ἐν τῇ αὐτῇ γῇ
καὶ χώρᾳ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι ξαφεὶς , παύτας ανθρώ
πες ὑπερηκόντησε , τὲς? ἐξ δ γεγόνασιν αὔθρωποι γε
νομούες . Πᾶ τοίνυν οἱ λέγοντες. ὅτι δύσκολον ἡ ἀρε
τή , καὶ εὔκολον ἡ κακία ; οὗτος δ αντιφθέγγεται τέ
τοις ,‫ ܕ‬λέγων · τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ,
καθ᾽ ὑπερβολίὼ εἰς ὑπερβολῳ αἰώνιον βάρος δόξης
κατεργάζεται . Εἰ δὲ αἱ τοιαῦται θλίψεις ἐλαφραὶ
πολλῷ μᾶλλον αἱ οἴκοθὲν ἡδοναί · καὶ οὐ τοῦτο μόνον
ἐςὶν αὐτῷ τὸ θαυμασὸν , ὅτι περιεσίᾳ τῆς προθυμίας
δὲ ἠπαύετο τῷ πόνων τῷ ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς , ἀλλ᾿ ὅτι
δὲ ἐπὶ μιθῷ ταύτην μετῄει . Ἡμεῖς μοὶ δὲ εἰδὲ μι
πῶν προκειμένων , ανεχόμεθα της ὑπὲρ αὐτῆς ἱδρώτων
ἐκεῖνος δὲ καὶ χωρὶς τῷ ἐπάθλων αυτὴν κασάζετο καὶ
ἐφίλει , καὶ τὸ δοκῶντα αυτῆς εἶναι κωλύματα με πά
σης ὑπερήλατο τῆς οἰκολίας . Καὶ ὅτε σώματος ἀπέ
νειαν , 8 πραγμάτων περίςασιν , καὶ φύσεως τυραννίδα ,
ἐκ ἄλλο ἐδεν ᾐτιάσατο . Καίτοι καὶ σρατηγῶν καὶ βασι
λέων ἁπαύτων τῷ ὄντων ἐπὶ γῆς μείζονα φροντίδα ἐγ
χειριθείς · ἀλλ᾿ὅμως καθ᾿ἑκάσην ἤκμαζε τὴν ἡμέραν ,
καὶ τῆς κινδύων ἐπιτανομοίων αυτῷ , νεαραὼ ἐκέκτητο
b 3 τω
22 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟΝ .

πω προθυμίαν . Καὶ τότο δηλῶν ἔλεγε ' τῆς μὲν ὀπί


σω ἐπιλανθανόμενος , τοῖς δὲ ἔμπροθεν ἐπεκτεινόμε
νος , καὶ θανάτε προσδοκωμούς , εἰς κοινωνίαν τῆς ἡδο
1
νῆς ταύτης ἐκάλει λέγων· χαίρετε καὶ συγχαίρετέμοι.
Καὶ κινδύνων ἐπικειμένων καὶ ὕβρεων, καὶ ἀτιμίας ἁπά
σης , ἐσκίρτα πάλιν , καὶ Κορινθίοις ἐπιςέλλων ἔλεγε
διὸ καὶ σύδοκῶ ἐν ἀπονείαις , ἐν ὕβρεσιν , ἐν διωγμοῖς
καὶ ὅπλα δὲ αυτὶ δικαιοσμύης ἐκάλεσε , δεικνὺς , ὅτι
καὶ ἐντεῦθον τα μέγιςα ἐκαρπῦτο , καὶ τοῖς ἐχθροῖς
παντοθεν ἀχείρωτος Κὖ . Καὶ πανταχε ματιζόμενος ,
ὑβειζόμενος , λοιδορέμενος , ὥσπερ ἐν θριάμβοις͵ ἐμε
πομπεύων , καὶ τὰ ξόπαια συνεχῇ πανταχε γῆς ἱσὰς ,
ὕτως ἐκαλλωπίζετο , καὶ χάριν ὡμολόγει τῷ Θεῷ λέ
γων ' χάρις τῷ Θεῷ τῷ παύτοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ·
καὶ τοῦ ἀχημοσμύων καὶ τῷ ὕβριν τὴν διὰ τὸ κήρυγμα
μᾶλλον
* , ἢ ἡμεῖς τὴν τιμὴν , ἐδίωκε , καὶ τὸν θαύατον ,
ἢ ἡμεῖς τω ζωίω , καὶ τω πενίαν , ἢ τὸν πλᾶτον ἡ
μεῖς , καὶ τὸς πόνες μᾶλλον , ἢ τὰς ανέσεις ἕτεροι . Καὶ
ἐχ ἁπλῶς μᾶλλον , ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον καὶ τὸ λυ
πεῖσαι πλέον , ἢ τὸ χαίρειν ἕτεροι . Τὸ ὑπεροέχεθαι 12
τῷ ἐχθρῶν μᾶλλον , ἢ τὸ κατεύχεθαι ἕτεροι . Καὶ αὐ 1
τέτρεψε την πραγμάτων τω τάξιν , μᾶλλον δὲ ἡμεῖς
αὐτετρέψαμεν · ἐκεῖνος δὲ , ὥσπερ ὁ Θεὸς ὀνομοθέτης
σαν , ὅπως , ἀυτῷ ἐφύλαττε . Ταῦτα μεν δ καὶ φύσιν
ἅπαντα , ἐκεῖνα δὲ , τἐναντίον . Τίς τέτων ἀπόδειξις ; |
Παῦλος , αὔθρωπος ὢν, καὶ τέτοις ἐπιξέχων μᾶλλον ,
ἢ ἐκείνοις , Ἓν τάτῳ φοβερὸν ἦν μόνον καὶ φευκτὸν , τὸ
προσαρᾶσαι Θεῷ , ἕτερον δὲ ἐδού . Ως περ ἐν δὲ πο
Θεινὸν ἄλλοτε , ὡς τὸ ἀρέσαι Θεῷ · καὶ καὶ λέγω της πα
ρόντων εδον , ἀλλ᾽ ἐδὲ τῶν μελλόντων . Μὴ γάρ μοι πό
λεις εἴπῃς , καὶ ἔθνη ,‫ ܪ‬καὶ βασιλεῖς , καὶ σρατόπεδα , καὶ
ὅπλα , καὶ χρήματα , καὶ σαξαπείας, καὶ δυνασείας ,
( δδὲ γὰρ αράχνην ταῦτα εἶναι ὀνόμισον기 ) ἀλλ᾿αὐτὰ
τὰ ἐν τοῖς ὐρανοῖς τίθει , καὶ τότε αυτό ὄψει τὸν σφο
δρὸν ἔρωτα τὸν πρὸς τὸν Χεισόν . Οὗτος ἢ πρὸς ἐκεῖ
10
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟΝ . 23

νο τὸ φίλξον , ἐκ ᾿Αγγέλων ἀξίαν ἐθαύμασα , οὐκ


Αρχαγγέλων , ἐκ ἄλλο τοιῦτον ἐδώ . Τὸ δὲ ἁπαύτων
μεῖζον εἶχε ἐν ἑαυτῷ , τὸν τῷ Χρισὃ ἔρωτα , καὶ με
τέτου παύτων ἑαυτὸν μακαριώτερον εἶναι ἀνόμισε · καὶ
τότε χωρίς , εδὲ τὴν κυριοτήτων , ἐδὲ τὴν ἀρχῶν , καὶ
τδ ἐξουσιῶν γενέθαι ηὔχετο , ἀλλὰ μὲ τῆς ἀγάπης
ταύτης ἐν ἐχάπις εἶναι ἐβέλετο μᾶλλον , καὶ τδ κολα
ζομενων, ἢ ταύτης χωρὶς , τὸ ἄκρων καὶ της τιμωμέν
νων . Κόλασις
ἀποτυχεῖν δ ἐκείνῳ
. Τοῦτο ἀυτῳ μία , τὸ
γέωνα τότο ἀγάπης
, τῆς τιμωρία ταύτης
αυτης

μυρία κακά . Ωσσερ καὶ ἀπόλαυσις , τὸ ταύτης ἐπιτυ·


χεῖν · τἔτο ζωὴ , τότο κόσμος , τότο ῎Αγγελος , τότο πα
ρόντα , τότο μέλλοντα , τότο βασιλεία , τότο ἐπαγγελίᾳ ,
τῦτο τὰ μυρία ἀγαθά . Ἕτερον δὲ ἐδοὶ τῶν μὴ φερόν
των ὀνταῦθα , ἐδὲ λυπηρὸν , ἐδὲ ἡδὺ εἶναι ἐνόμιζαν»
ἀλλ᾽᾽ὅτω κατεφρόνει τῶν ὁρωμένων παύτων , ὡς τῆς καὶ
τασηπομένης βοτανης . Τύραννοι δὲ αὐτῷ καὶ δῆμοι θυ
με πνέοντες , κώνωπες εἶναι ἐδόκων . Θανατος δὲ αὐτῷ
καὶ τιμωρίαι καὶ μυρίαι κολάσεις , παίδων αθύρματα ,
πλω εἴποτε διὰ τὸν Χρισὸν ὑπέμενε . Τότε γὰρ καὶ
ταῦτα κασάζετο , καὶ εἰς τὸ ἄλυσιν ὅπως ἐκαλλωπίζε .
το , ὡς ἐδὲ τὸ διάδημα Νέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων
καὶ τὸ
છે δεσμωτήριον δὲ ᾤκει , ὡς αὐτὸν τὸν ἐρανόν · καὶ
φαύματα καὶ μάγισας ἐδέχετο ἥδιον τῶν τὰ βραβεία
ἁρπαζόντων . Καὶ τὰς πόνες ἐφίλει τῶν ἐπάθλων ἐχ
ἧττον , ἔπαθλον τές πόνες εἶναι νομίζων . Διὰ τὸτο καὶ
χάριν αυτὸς ἐκάλει . Σκόπει δέ · ἔπαθλον ἦν , τὸ α ·
τη σαρ
ναλῦσαι, καὶ σὺν Χρισῷ εἶναι , τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ
κι , ὁ ἀγὼν ἔτος . Αλλ᾿ ὅμως τότο μᾶλλον αἱρεῖται ἐ
κείνε , καὶ αναγκαιότερον αυτῷ εἶναι φησι. Το ανάθεμα
ἀπὸ χεις γενέθαι, ἀγὼν μὖ καὶ πόνος , μᾶλλον δὲ
καὶ ὑπὲρ ἀγῶνα καὶ πόνον · τὸ εἶναι μετ'αυτό , ἔπαθλον .
ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου διὰ τὸν Χρισόν .
Αλλ᾽ ἴσως εἴποιτις αν, ὅτι ταῦτα πώτα διὰ τὸν Χρι
τὸν ἡδέα αυτῷ ἰ . Τότο δ καὶ ἐγώ φημι , ὅτι ἅπερ
b 4 άθε
24 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟΝ ;

ἀθυμίας ἡμῖν αἴτια , ταῦτα ἐκείνῳ μεγάλω ἔτικτο


ἡδον . Καὶ τί λέγω κινδαύες καὶ τὰς ἄλλας ταλαι
πωρίας ; καὶ δ ἐν ἀθυμίᾳ διηνεκεῖ ἦν . Διὸ καὶ ἔλεγε
τίς ἀθενεῖ , καὶ ἐκ ἀθενῶ ; τίς σκανδαλίζεται , καὶ ἐκ
ἐγὼ πυρῦμαι πλὴν εἰ καὶ τὴν ἀθυμίαν ἡδονὴν ἔχειν
εποι τις αὔ . Πολλοὶ γὰρ καὶ τδ τέκνα ἀποβαλόντων ,
συγχωρέμενοι μου θρηνεῖν , παραμυθίαν λαμβαύεσι,
κωλυόμενοι δὲ , ἀλγῦσι . Καθάπερ ἦν καὶ ὁ Παῦλος ,
νυκτὸς καὶ ἡμέρας δακρύων , παραμυθίαν ἐλάμβανεν .
Οὐδεὶς γὰρ οὕτω τὰ οἰκεῖα ἐπώθησε κακὰ , ὡς τὰ
ἀλλόξια ἐκεῖνος . Πῶς δ οἴει διακεῖσθαι αὐτὸν Ἰδο 159

δαίων καὶ σωζομένων , τόν , ἵνα σωθῶσιν , οἰχόμενον


ἐκπεσεῖν τῆς αἴω δόξης ; ὅθεν δῆλον , ὅτι τὸ μὴ σώ
ζεσθαι αὐτοὺς , πολλῷ χαλεπώτερον ζ . Εἰ γὰρ μὴ
χαλεπώτερον , ἐκ αὖ ηὔξατο ἐκεῖνο . Ὡς δ κυρότερον
εἵλετο , καὶ μᾶλλον ἔχον παραμυθίων , καὶ ἐχ ἁπλῶς ἐ

βέλετο , ἀλλὰ καὶ ἐβόα λέγων · ὅτι λύπη μοι ἐσι , καὶ
ὁδων τῇ καρδίᾳ με

Τὸν οὖ καθ᾿ ἑκάστω ,ὡς εἰπεῖν , ὑπὲρ τῶν τω


Tot
οἰκεμείζῳ οἰκόντων ἀλγῦντα , καὶ ὑπὲρ ἁπαύτων και "
νῇ , καὶ ἐθνῶν , καὶ πόλεων , καὶ ὑπὲρ ονὸς ἑκάσου ,
τίνι αἴτις δυνηθείη παραβαλεῖν ; ποίῳ σιδήρῳ , ποίῳ
ἀδάμαντι , τί αὔ τις͵ ἐκείνῳ καλέσειεν τω ψυχώ ;
χρυσίο ; ἢ ἀδαμαντίνῳω ; καὶ ᾧ ἀδάμαντος [ παντὸς
σεῤῥοτέρα , καὶ χυσε καὶ λίθων τιμίων τιμιωτέρα . Κα
κείνης με ὖν τῆς ὕλης τὴν οτονίαν παρελάσει , ταύτ
της δὲ τω πολυτέλειαν . Τίνι αὖ ἔν τις αυτὴν παρα
·
βάλοι ; τῷ μον ἐσῶν ἐδεμιᾷ . Εἰ δὲ χρυσὸς ἀδάμας
ΣΤΟΝ
γενοιτο , καὶ ἀδάμας χρυσὸς , τότε ὁπωσεν αυτῆς τοίξε
ται τῆς εἰκόνος . ᾿Αλλὰ τί μοι παραβάλλειν αδάμαντι
καὶ χρυσῷ ; τὸν κόσμον αὐτίθες ἅπαντα τότε ὄψει
καθέλκυσαν τῷ Παύλε τω ψυχτώ . Εἰ δ περὶ τῶν
ἐν μηλωταῖς , καὶ ασηλαίοις , καὶ ἐν μικρῷ μέρει τῆς
εἰκεμονης διαπρέψαντων τᾶτόφησιν ἐκεῖνος , πολλῷ μᾶλ Κα
λον περὶ αυτό αὖ εποιμεν ἡμεῖς , ὡς ὅτι παύτων αι "
πά
(
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟΝ . 25

τάξιος ωὖ . Εἰ τοίνω ὁ κόσμος αὐτοῦ ἐκ ἄξιος , τις


ἄξιος ; τάχα ο τρανός ; ἀλλὰ καὶ ἔτος μικρόν .Εἰ γὰρ
αυτὸς δρανῦ μετὰ τῶν ἐν τοῖς ἐρανοῖς προετίμησε το
Δεασότε τῳ ἀγάπῳ , πολλῷ μᾶλλον ὁ Δεασότης , ὁ
τοσότον αυτῷ ἀγαθώτερος , ὅσον πονηρίας ἀγαθότης ,
μυρίων αυτὸν ἐρανῶν προτιμήσει . Οὐ τὸ ὁμοίως ἡμᾶς
φιλεῖ , καθάπερ ἡμεῖς ἀυτὸν , ἀλλὰ τοσοῦτον πλέον καὶ
ὅσον ἐδὲ λόγῳ παρασῆσαι οι . Σκόπει γῆν ἡλίκων
αυτὸν καὶ πρὸ τῆς μελλέσης ἠξίωσαν ανατάσεως. Εἰς
παράδεισον ἥρπασεν , εἰς ξίτον ανήγαγεν ἐρανὸν, ἀπόρ
ῥήτων ἐποίησε κοινωνὸν τοιύτων ,‫ ܪ‬ἃ μηδενὶ τδ τὴν αὐ
θρωπίνην λαχόντων φύσιν θέμις εἰπᾶν καὶ μάλα εἰς
κότως . Καὶ τὸ ἐν γῇ βαδίζων , ὡς με Αγγέλων περ
απολῶν , ὅπως ἔπραττεν ἅπαντα , καὶ σώματι παθητο
συνδεδεμενος , τί ἐκείνων καθαρότητα ἐπεδείκνυτο •
Καὶ ανάγκαις τοσαύταις ὑποκείμενος , ἐφιλονείκαι τῷ
αἴω Δυνάμεων μηδεν ἔλαττον φανῆναι · καὶ δὲ ὡς πη
νὸς τὴν οἰκεμένην διέδραμε , καὶ ὡς ἀσώματος , πόνων
ὑπερεώρα καὶ κινδαύων . Καὶ ὡς τὸν ἐρανὸν ἤδη λαχῶν,
κατεφρόνει τῆς ἐπὶ γῆς, καὶ ὡς μετ' αυτῶν ανατρεφόμεν
νος τῆς ἀσωμάτων Δυνάμεων , ὅτω διηνεκῶς ἐγρηγορὼς
ἦν. Καί τοιγε ῎Αγγελοι πολλάκις ἀνεχειρίσθ
el ησαν ἔθνη
διάφορα · ἀλλ᾿ ἐδὲ εἷς αυτῶν τὸ ἔθνος , ὃ ἐνεπις δύθη
ἕπως ᾠκονόμησεν , ὡς Παῦλος τὴν οἰκεμένην ἅπασαν .
Καὶ μή μοι λέγε , ὅτι Παῦλος ἐκ ἦν ὁ ταῦτα οἶκονο ·
μῶν · καὶ τὸ καὶ αὐτὸς ὁμολογῶ . Εἰ γὰρ καὶ μὴ αὐτὸς
w ταῦτα ανύων , ἀλλ᾿ οὐδὲ ὅπως ἐκτὸς ἱὖ τῷ ἐπὶ

τέτοις ἐπαίνων· ἐπειδὴ ἑαυτὸν ὅτω κατεσκεύασαν ἄξιον


τῆς τοσαύτης χάριτος . Ὁ Μιχαὴλ τὸ 18 Ιεδαίων ἔθνος
ἀνεχειρίπη . Παῦλος δὲ γῆν, καὶ θάλατταν , καὶ τὴν οἰ
κεμcίω , καὶ τω αοίκητον . Καὶ ταῦτα ἐκ ᾿Αγγέλους
ὑβρίζων λέγω , μὴ γνώριτο , ἀλλὰ δεικνὺς , ὅτι δυνατὸν
ανθρωπον ὄντα μετ' ἐκείνων εἶναι , καὶ ἐγγὺς αὐτῶν ἱςά
ναι . Καὶ τίνος δεκεν ἐκ Αγγελοι ταῦτα ἐνεχειρίπης
σαν ; ἵνα μηδεμίαν ἀπολογίαν ἔχῃς ῥᾳθυμῶν , μηδὲ
εἰς
26 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟΝ ,

εἰς των διαφοραν τῆς φύσεως καταφύγης καθεύδων


Αλλως δὲ καὶ τὸ θαῦμα μεῖζον ἐγίνετο . Πῶς γὰρ καὶ
θαυμασὸν καὶ παράδοξον , ἀπὸ γλώττης πηλίνης ἐκπη
δῶντα λόγον , θαίατον φυγαδεύειν , ἁμαρτήματα λύειν ,
πεπηρωμένων διορθῶν φύσιν , καὶ τω γω εργάζεται
δρανόν; Διὰ τῦτο ἐκπλήττομαι τῷ Θεῷ τω διύαμιν ,
διὰ ταῦτα θαυμάζω το Παύλε τω προθυμίαν , ὅτι
τοσαύτην ὑπεδέξατο χάριν , ὅτι τοιέτον παρεσκεύασεν
ἑαυτόν . Καὶ ὑμᾶς παρακαλῶ μὴ θαυμάζειν μόνον ,
ἀλλὰ καὶ μιμεῖσθαι τὸ ἀρχέτυπον τῦτο τῆς ἀρετῆς · ὅτω
ν δυνησόμεθα τῶν αὐτῶν σεφαίων κοινωνῆσαι ἐκείνῳ
Εἰ δὲ θαυμάζεις ἀκέων , ὅτι τὰ αὐτὰ κατορθώσας ,
τῶν αυτῶν ἐπιτάξῃ , ἄκεσον αυτῷ ταῦτα λέγοντος · τὸν
ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα , τὴν
πίςιν τετήρηκαત · λοιπὸν ἀπόκειταίμοι ὁ τῆς δικαιοσύ
νης σέφανος , ὃν ἀποδώσειμοι ὁ Κύριος ὁ δίκαιος κριτ
τὰς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ · οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ , ἀλλὰ καὶ
πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφαύειαν αυτό . Ὁρᾶς πῶς
παύτας εἰς τὴν αυτὴν κοινωνίαν καλεῖ ; Ἐπεὶ ἐν ἅπα
σι πρόκειται τὰ αυτά ; παίτες σπεδάσωμεν ἄξιοι γενέ
και τῶν ἐπηγγελμοίων ἀγαθῶν . Καὶ μὴ μόνον τὸ μέσ
γεθος καὶ τὸν ὄγκον τῶν κατορθωμένων ἴδωμεν , ἀλλὰ
καὶ τὸν τόνον τῆς προθυμίας , δι᾿ ἧς τοσαύτην ἐπεστά
σατο χάριν , καὶ τὸ τῆς φύσεως συγγενές ( τῶν δὺ αὐτῶν
ἡμῖν ἐκοινώνησαν ἁπαύτων ) καὶ ἔτω καὶ τὰ σφόδρα δυσ
κατόρθωτα , ῥᾴδια ἡμῖν φανεῖται καὶ κοῦφα . Καὶ τὸν
βραχυ τότον καμόντες χρόνον , τὸν ἀγήρω καὶ απαία
τον ἐκεῖνον ςέφανον φορῶντες διατελέσομον , χάριτι καὶ
φιλανθρωπίᾳ τῇ Κυρία ἡμῶν Ἰησῆ Xess , ᾧ ἡ δόξα
καὶ τὸ κράτος , να , καὶ ἀεί ; καὶ εἰς τὰς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Αμώ .
1

1
ΕΓΚΩ
27

ΕΓΚΩΜΙΟΝ

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ

Τὰς ἐν ὅλῳ τῷ Κόσμῳ μαρτυρήσαντας ,

Εξ ε τὴν ἱεραν πανήγυριν τῆς Πεντηκοςῆς ἐπετελές


σαμαι , ἔπῳ παρῆλθον ἡμερῶν ἑπτὰ ἀριθμὸς , καὶ πάτ
λιν κατέλαβεν ἡμᾶς Μαρτύρων χορὸς , μᾶλλον δὲ Μαρτ
τύρων παρεμβολὴ , καὶ παράταξις, τῆς παρεμβολῆς τῶν
Αγγέλων, ω ὁ παξιάρχης εἶδον Ἰακώβ , κατ᾽ εἰδοὶ
ὦσα χείρων , ἀλλ᾽ἐφάμιλλος αὐτοῖς καὶ ἴση . Μάρτυρες
ᾧ καὶ ῎Αγγελοι τοῖς ὀνόμασι διεξήκασι μόνον , τοῖς δὲ
ἔργοις συνάπτονται. Τὸν οὐρανὸν οἰκοῦσιν " Αγγελοι ,
ἀλλὰ καὶ οἱ Μάρτυρες • ἀγήρατοι καὶ ἀθανατοί εἰσιν ἐξ
κεῖνοι, τότο καὶ οἱ Μάρτυρες ἕξασιν · ἀλλὰ བ་ καὶ ἀσώμα
τον ἔλαχον ἐκεῖνοι φύσιν. Τί τέτο ; οἱ δ Μάρτυρες
εἰ καὶ σῶμα περίκεινται , ἀλλ᾽ἀπαύατον, μᾶλλον δὲ πρὸ
τῆς ἀθανασίας ὁ τὸ Χριςοῦ θανατος τῆς ἀθανασίας
μᾶλλον , καὶ ὅτω τῇ ἀθανασίᾳ αὐτοῖς καλλωπίζει τὸσῶ
μα . Οὐχ οὕτως ἐπὶ λαμπρὸς ὁ ἐρανὸς τῷ χορῷ τῶν
ἄτρων κοσμέμονος , ὡς τὰ σώματα τῶν Μαρτύρων λαμπ
πρῷ τῷ χορῷ τῶν ζαυμάτων κοσμέμονα . Ωσε ἐπειδὴ
ἀπέθανον , διὰ τῦτο μάλιςα πλεονεκτᾶσι, καὶ πρὸ τῆς
ἀθανασίας ἔλαβον τὰ βραβεῖα , ἀπὸ τὸ θανάτε ςεφα
νωθοντες . Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύτι παρ᾽ Αγγέλες,
δόξῃ καὶ τιμῇ ἐςεφαίωσας αυτόν . Περὶ τῆς κοινῆς φύσ
σεως τῶν ανθρώπων φησὶν ὁ Δαβίδ . ᾿Αλλὰ καὶ τὸ βρα
χὺ τοῦτο παραγενόμενος ὁ Χρισὸς ἀπέδωκε, θανάτῳ
θαύατον καταδικάσας . Ἐγὼ δὲ ἐκ ἐντεῦθεν διϊχυρί
ζομαι , ἀλλ᾿ ὅτι καὶ τὸ ἐλάττωμα τῦτο τὸ θανάτε πλέον
νέκτημα γέγονε . Εἰ δ μὴ εἶεν θνητοί , δκ οὐ ἐγέ
γοντα
XPTE
28 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ .

Bar; S
νοντο Μάρτυρες • ὥτε εἰ μὴ θάνατος Κὖ , οὐδὲ ςέφα
υπολο

Τ
νος Κὖ . Εἰ μὴ τελευτὴ ἰὖ , ἐκ ἣν μαρτύριον · εἰ μὴ
‫ܐ‬
θαύατος Ι , ἐκ ἠδύνατο Παῦλος λέγειν καθ᾿ἡμέρας
1 7
ἀποθνήσκω , νὴ "τῶν ὑμετέραν καύχησιν , ω ἔχω ἐν
πολ
Χρισῷ Ἰησξ · εἰ μὴ θαύατος καὶ φθορὰ ἦν , ἐκ ἠδύνα
162X
"
τὸ λέγειν ὁ αὐτὸς , χαίρῳ ἐν τοῖς παθήμασί με ὑπὲρ
2007 .
ὑμῶν, καὶ αναπληρῶ τὰ ὑξερήματα τῶν θλίψεων τ
zym
Χρισε ἐν τῇ σαρκί με ὥστε μὴ ἀλγῶμα , ὅτι ἐγε
Μια
νόμεθα θνητοί , ἀλλ᾽ οὐχαρισῶμεν , ὅτι ἀπὸ τὸ θανά 1
GUCHO
τε ανεώχθη ἡμῖν τὸ σάδιον τε μάρτυρίου . ᾿Απὸ τῆς
ΕΧ
φθορᾶς ἐλάβομεν ὑπόθεσιν της βραβείων . Ἐντεῦθεν
ἔχομεν ἀφορμὴν τῷ παλαισμάτων . Ὁρᾷς σοφίαν Θεῖ; 2.Tic
πῶς τὸ μέγιςον τῷ κακῶν, τὸ κεφάλαιον τῆς ἡμετέρας 78
1
συμφορᾶς , ὅπερ εἰσήγαγαν ὁ διάβολος , τὸν θαύατον maduence

λέγω , τῦτον εἰς τιμίω καὶ δόξαν ἡμετέραν μετέβαλε , LIK T

διὰ τότε πρὸς τὰ τὸ μαρτυρίς βραβεῖᾳ τὰς ἀθλητὰς


ἄγων; Τί ἦν ; σύχαρισήσομεν τῷ διαβόλῳ διὰ τὸν θά
r
νατον ; μὴ γενοιτο . 8 δ τῆς ἐκείνῃ γνώμης τὸ κατόρ
θωμα , ἀλλὰ τῆς τῷ Θεῷ σοφίας τὸ χάρισμα · ἐκεῖνος iraqu
e
εἰσήγαγεν ,‫ ܪ‬ἵνα ἀπολέσῃ , καὶ πρὸς τὴν γῆν ἐπαναγα
γων πᾶσαν ἐκκόψῃ σωτηρίας ἐλπίδα . Ὁ Χρισὸς δὲ Εξαμφ
αυτὸ λαβὼν μετέτρεψε , καὶ εἰς τὸν ἐρανὸν ἡμᾶς δι᾿αυ Η επι
τῷ• πάλιν εἰσήγαγε. Μηδεὶς ἐν ὑμῶν καταγινωσκέτω , Με αγασ
εἰ χορὸν καὶ παράταξιν ἐκάλεσα τῆς Μαρτύρων τὸ πλή 4. Ε
ρωμα, δύο ἐναντία ὀνόματα εὶ πράγματι τιθείς˙ χο πετάξει
ρὸς τὸ καὶ παράταξις ἐναντία · ἀλλ᾿ ἐνταῦθα συνῆλθον πρός και

ἀμφότερα . Καὶ τὸ ὥσπερ͵ χορεύοντες ἐπὶ τὰς βασαίες 1 ζ


ἴεσαν μεθ᾿ἡδονῆς · καὶ ὥσπερ πολεμῶντες ανδρίαν πᾶ Να μπορεί
σαν· καὶ καρτερίαν ἐπεδείξαντο , καὶ τῷ ἐναντίων ἐκράτη Μα όπως
Ban Ta T
σαι . Αν μοὶ τῆς γινομένων τω φύσιν ἴδῃς , μάχη καὶ
πόλεμος καὶ παράταξις τὰ γινόμενα " αὐ δὲ τίω γνώ γίνεταιη
μην δ γινομενων ἐξετάσης , χοροὶ καὶ θαλίαι καὶ πα· Ο εισα

νηγύρεις , καὶ μεγίσῃ ἡδονὴ τὰ τελέμονα . Ψή και το


χρώματα μ
Βούλει μαθεῖν͵ ὡς πολέμε ταῦτα φρικωδέσερα , τὰ
των Μαρτύρων λέγω ; τί ποτέ ἐςιν ἐν τῷ πολέμῳ τὸ 1&moel
Fel
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ. 29

φρικτόν ; σρατόπεδα ἕξηκεν ἑκατέρωθεν περιπεφραγμές


να , ἀπολάμποντα τοῖς ὅπλοις , καὶ τὴν γῆν καταυγάζοντ
τα , νέφη βελῶν ἀφίεται πανταχόθεν ἀποκρύπτοντα τὸν
ἀέρα τῷ πλήθει , ρύακες αἱμάτων ἐπὶ τῆς γῆς φέροντ
ται, καὶ πολλὰ πανταχε τὰ πτώματα , καθάπερ ἐν ἀ
μητῷ ἃς αχύων , ὅτω της> τρατιωτῶν ὑπ᾽ ἀλλήλων κατα
φερομενων . Φέρε ἐνἀπ᾽ ἐκείνων ἐπὶ ταύτην ἀγάγωσε
τὴν μάχην · καὶ ἐνταῦθα δύο παρατάξεις , ἡ μοντ Μαρτ
τύρων, ἡ δὲ τδ τυραύνων . ᾿Αλλ᾿οἱ μεν τύραννοί εἰσι κα
θωπλισμενοι , οἱ δὲ Μάρτυρες γυμνῷ τῷ σώματι μάτ
χόνται καὶ ἡ νίκη το γυμνῶν , καὶ τῆς καθωπλισμένων
γίνεται . Τίς ἐκ αὖ ἐκπλαγείη
P , ὅτι ὁ ματιζόμενος πε
αγίνεται τῇ μαςίζοντος , ὁ δεδεμενος
· τῷ λελυμούς , ὁ
κατακαιόμενος το καίοντος , ὁ αποθνήσκων τὸ αἰαιρῶν
τος ; Εἶδες πῶς ταῦτα ἐκείνωνφρικωδέσερα ; ἐκεῖνα μοι
εἰ καὶ φοβερά , ἀλλὰ καὶ φύσιν γίνεται : ταῦτα δὲ πᾶς
~
σαν ὑπερβαίνει φύσιν , καὶ πᾶσαν πραγμάτων ἀκολες
θίαν , ἵνα μάθῃς ὅτι τῆς τὸ Θεῦ χάριτός ἐςι τὰ κα
πορθούμενα . Καί τοι τί τῆς μάχης ταύτης αδικώτερον ;

τί της παλαισμάτων παρανομώτερον ; ἐν μοὶ δὲ τοῖς
πολέμοις ἀμφότεροι φράττονται οἱ μαχόμενοι · ἐνταῦθα
δὲ οὐχ έτως ἀλλ᾽ ὁ μοὶ γυμνὸς , ὁ δὲ καθώπλιςαι ,
Εν τοῖς ἀγῶσι πάλιν , ἀμφοτέροις ἔξες! τὰς χεῖρας
αὐταίρειν . Ἐνταῦθα δὲ ὁ μὲν δέδεται , ὁ δὲ μετ᾿ ὀξε .
σίας ἐπάγει τὰς πληγάς. Καὶ καθάπερ ἐκ τυραννί
δος τινὸς, ἑαυτοῖς μου τὸ κακῶς ποιεῖν ἀποκληρώσαν
τες οἱ δικάζοντες, τοῖς δικαίοις δὲ Μάρτυσι τὰ πάχειν
κακῶςΙ ἀπονείμαντες , ὅτω συμπλέκονται τοῖς Ἁγίοις ,
καὶ ἐδὲ ὕτως αυτῶν περιγίνονται " αλλά με τίω ανώ
μαλον ταύτην μάχῳ ηττηθούτες αναχωρᾶσι · καὶ του
τὸν γίνεται , οἷον αὖ εἶτις πολεμιστών ανθρωπον εἰς
πόλεμον εἰσαγαγὼν , καὶ τὸ δόρατος τὴν αἰχμίω ἀπὸ
κόψας , καὶ τὸν θώρακα ἀποδύσας ὅτω κελόύμ γυμν
τῷ σώματι μάχεθαι · ὁ δὲ πληττόμενος , καὶ παιόμε
νος , καὶ μυρία δεχόμενος ξαύματα , ξόπαιον ζήσειες
બે
30 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ.

καὶ δὲ τὸς Μάρτυρας γυμνὲς ἄγοντες , καὶ τὰς χεῖρας ὀ


πίσω δήσαντες , καὶ παντοθεν παίοντες , ὅπως ἡττῶντο
οἱ δὲ τὰ ῥαύματα δεχόμονοι , τὸ καὶ τὸ διαβόλε τό
παιὸν ἔφησαν . Καὶ καθάπερ αδάμας πληττόμενος , αυτ
τὸς μου ἐκ ἀδίδωσιν, ἐδὲ μαλάσσεται τὸν δὲ παίον
τα διαλύει σίδηρόν , ὅτω δὴ καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν" ῾Αγίων ή
τοσέτων ἐπαγομοίων βασαίων , ἀυταὶ μοὶ ἐδὲ ἔπα
ἔχον δεινὸν , τῶν δὲ ποιόντων τὴν διύαμιν καταλύεσαι; T
V
αἰχρῶς καὶ καταγελάςως ηττηθοντας ἐκ τῶν ἀγώνων
ἐξέπεμπον με πολλὰς καὶ ἀφορήτες πληγάς . Καὶ δ
προσέδησαν αυτὸς τῷ ξύλῳ , καὶ τὰς πλευρὰς διώρυττονα
ἐμβαθύνοντες ἄυλάπας , καθάπερ οἱ γῆν ἀροξιῶντες ,
ἀλλ᾿ καὶ σώματα χίζοντες . Καὶ ἦν ἰδεῖν λαγόνας αίας
πεπταμένας , πλουρα ανεωγότα ; ςήθη διερρηγμαία · καὶ
οὐδὲ ἐνταῦθα τῆς μανίας ἔςησαν οἱ αἱμοβόροι θῆρες
ἐκεῖνοι , ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ξύλε καθελόντες , ἐπὶ τῶν αὐ
Θράκων ἐπὶ σιδηρᾶς κλίμακος ἔτεινον . Καὶ ἦν ἰδεῖν
πάλιν πικρότερα τῶν προτέρων θεάματα , διπλᾶς καὶ

μετα
ταφερομενας σαγόνὰς ἐκ τῶν σωμάτων , τὰς μὲν τὸ αἷ
\
ματος ρέοντος , τὰς δὲ τῶν σαρκῶν τηκομένων · οἱ δὲ Αὐ
γιοι καθάπερ ἐπὶ ῥόδων κείμενοι τῶν ἀνθράκων , τῷ
μεθ᾿ ἡδονῆς τα γινόμενα ἐθεώρεν . Σὺ δὲ ἀκέσας κλί
μακα σιδηραν , αναμνήθητι κλίμακος νοητῆς , [ εἶδον
ὁ Παξιάρχης Ἰακὼβ ἀπὸ γῆς εἰς κρανὸν τεταμένην .
Δι᾽ ἐκείνης κατέβαινον ᾿Αγγέλοι , διὰ ταύτης δὲ αὐα IRC
βαίνεσι Μάρτυρες. ἑκατέρᾳ δὲ ὁ Κύριος ἐπεσήρικτο
Οὐκ αὖ Κεγκαν τὰς ὀδιας οἱ ῞Αγιοι ὗτοι , εἰ μὴ ταύ
8 τῃ ἐπηρείδοντο . ᾿Αλλὰ δι᾽ἐκείνης μὲν αναβαίνεσι , καὶ
καταβαίνεσιν ῎Αγγελοι , διὰ ταύτης δὲ ὅτι αναβαίνεσι K
καὶ Μάρτυρες παντίπε δῆλον . Τί δήποτε ; ὅτι ἐκεῖνοι
μὲν πρὸς διακονίαν ἀποτελλόμενοι διὰ τὰς μέλλοντας
κληρονομεῖν σωτηρίαν οὗτοι δὲ καθάπερ ἀθληται καὶ
σεφανίται, ἀπαλλαγέντες τοῦ ἀγώνων , ἀπῆλθον λοιπὸν
πορὸς τὸν ἀγωνοθέτω . ᾿Αλλὰ δ μὴ ἁπλῶς ἀκέωμα
τὰ λεγόμενα , ἀκέοντες , ὅτι αὔθρακες ὑπέκειντο κατα
ξαν
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ. 31

ξανθεῖσι τοῖς σώμασιν ἀλλ᾿ ἐννοήσωμεν τίνες ἐσμὲν ,


πυρετοῦ κατασκήψαντος · ἀβίωτον εἶναι νομίζομεν τὸν
βίον, ἀλύομεν , δυσανασχέτομεν , καθάπερ παιδία μι
κρὰ δυχεραίνομεν , τῆς γερόνης εδοὶ ἔλαττον νομίζοντες
τὸ πῦρ . Οὗτοι δὲ 8 πυρετε ἐπικειμούς , ἀλλὰ φλογὸς
παντοθεν αυτὸς͵ πολιορκέσης , καὶ τῷ ασινθήρων τοῖς
ἕλκεσιν ἐπιπηδώντων , καὶ θηeίς παντὸς δριμύτερον δακ
νόντων τὰ ζαύματα , καθάπερ ἀδαμαύτινοί τινες , καὶ
ἐν ἀλλοξίοις ὁρῶντες ταῦτα γινόμενα σώμασιν , ἔτω
γενναίως καὶ μετὰ προσηκέσης αυτοῖς αὐδρίας ἐπὶ τ
τῆς ὁμολογίας ειςήκεισαν ῥημάτων , ἀπερίξεπτοι δια
παντων τῷ δεινῶν μένοντες , καὶ τὴν ἑαυτῶν ανδρίαν καὶ
τω τῇ Θεοῦ χάριν λαμπρῶς ἐπιδεικνύμενοι . Εἴδετε
πολλάκις ὑπὸ τὴν ἕω τὸν ἥλιον ανίχοντα , καὶ προκορτ
δες ἀφιζότᾳ ἀκτῖνας ; τοιαῦτα μὖ τῷ Αγίων τὰ σώς
ματα , ὥσσέρτινων ακτίνων κροκοειδῶν , τῷ ῥυάκων το
αἵματος πανταχόθεν αυτὸς περιῤῥεόντων , καὶ τὸ σῶμα
αὐτῶν καταυγαζόντων πολλῷ μᾶλλον , ἢ τὸν ἐρανὸν ἥ
λιος . Τῦτο τὸ αἷμα "Αγγελοι μου ὁρῶντες ἐτέρποντο ,
δαίμονες ἔφειττον , καὶ αὐτὸς δὲ ὁ διάβολος ἔξεμον . Οὐ
δ αἷμα ἦν ἁπλῶς τὸ ὁρώμενον,ἀλλ᾿ αἷμα σωτήριον ,
αἷμα ἅγιον , αἷμα τῶν κρανῶν ἄξιον , αἷμα διακεκῶς
τὰ καλὰ τῆς Ἐκκλησίας ἄρδον͵φυτά . Εἶδε τὸ αἷμα ,
καὶ ἔφριξαν ὁ διάβολος * ανεμνήθη γὰρ ἑτέρε αἵματος
δεασοτικοῦ · δι᾽ ἐκεῖνο τὸ αἷμα τῦτο ἔῤῥεσον . Ἐξ

δ ἐνύγη ἡ πλευρὰ τῷ Δεσπότε , μυρίας ὁρᾷς λοιπὸν
πλουρὰς νυττομείας. Τίς δ 8 μεθ᾿ἡδονῆς ἀποδύσαιτο
πολλῆς πρὸς τὸς ἀγῶνας τέτες , μέλλων κοινωνεῖν Δέν
αποτικῶν παθημάτων , καὶ C συμμορφεσθαι το θανάτῳ
Χρισό
est ; αρκῦσα τὸ αυτη η αντίδοσις , καὶ πλείων ή τι
μὴ , καὶ ὑπερβαίνεσα τὲς ἄθλες ἡ ἀμοιβή , καὶ πρὸ τῆς
βασιλείας τὸ κρανῶν . Μὴ τοίνυν φρίττωμον ἀκέοντες,
ὅτι ὁ δεῖνα ἐμαρτύρησαν , ἀλλὰ φρίττωμον ἀκέοντες ,
ὅτι ὁ δεῖνα κατεμαλακίθη , καὶ ἔπεσε , τοιέτων παροχείς
μόνων ἐπάθλων
Εἰ
52 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ.

Εἰ δὲ βέλει καὶ τῷ με ταῦτα ακέσαι , λόγος μο



ἐδεὶς παρατῆσαι διύαται . Οὔτε γὰρ ὀφθαλμὸς εἶδέ
φησιν ,મ ὅτε ἧς ἤκεσεν , ὅτε ἐπὶ καρδίαν ανθρώπε ανέ
βη , ἃ ἡτοίμασα ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αυτόν . Οὐ
δεὶς δὲ ανθρώπων οὕτως αυτὸν ἠγάπησεν ὡς οἱ Μάρ
συρες . Οὐ μίω ἐπειδὴ καὶ λόγον καὶ διαύοιαν ὑπερβαί
νει τῶν ἀποκειμενων ἀγαθῶν τὸ μέγεθος , διὰ τοῦτο
σιγήσομεν , ἀλλ᾿ὡς οἷόντε καὶ εἰπεῖν ἡμῖν καὶ ἀπᾶσαι ,
πειρασόμεθα ὑμῖν ἀμυδρῶς ἐνδείξασθαι τὴν ἐκεῖ δια
δεξαμάζω αυτὸς Μακαριότητα . Σαφῶς τὸ αὐτοὶ μό
νοι εἴσονται οἱ διὰ τῆς πείρας ταύτης ἀπολαύοντες . Τὰ
μοὶ δὲ δεινὰ ταῦτα καὶ ἀφόρητα ἐν βραχείᾳ καιρᾶ ρο
πῇ πάχεσιν οἱ Μάρτυρες · μετὰ δὲ τὴν ἐντεῦθεν ἀ
παλλαγίω εἰς ερανὲς αἰαβαίνεσιν , ᾿Αγγέλων . αυτοῖς
προηγεμένων , καὶ ᾿Αρχαγγέλων δορυφορέντων ε δὸ αἰ
χονται τις σωδούλους , ἀλλὰ παύτα αὖ ἕλοιντο δι
αυτοὺς ποιῆσαι ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, παύτα εἵλοντο παρ>
θεῖν διὰ τὸν αυτῶν δεσπότην Χριςόν . Ἐπειδαὶ δὲ ἀ
ναβῶσιν εἰς τὸν ἐρανὸν , πᾶσαι ἐκεῖναι αἱ ἅγιαι Δυ
νάμεις συνξέχεσιν . Εἰ δ ἀθλητῶν ξένων ἐπιδημέν
των τῇ πόλει , πᾶς ὁ δῆμος περιῤῥεῖ πανταχόθεν, καὶ
κυκλώσαντες αυτὸς καταμανθαύεσι τῶν μελῶν τὴν δύο
ταξίαν πολλῷ μᾶλλον τὴν ἀθλητὴς τῆς οὐσεβείας εἰς
ὐρανὸς• αναβαύτων , σωξέχεσιν οἱ ᾿Αγγελοι , καὶ πᾶς
σαι αἱ αἴω Δυνάμεις παντοθεν περιῤῥέωσι , καταμαι
θαύεσαι τέτων τὰ ζαύματα . Καὶ καθάπερ τινας αρις
σέας ἐκ πολέμε καὶ μάχης ἐπανελθόντας με πολλὰ
ῥόπαια καὶ νίκας , ὅτω μεθ᾿ ἡδονῆς δεξιῦνται παύτας
αυτὸς , καὶ ἀσπάζονται. Εἶτα ἄγεσιν αὐτὲς με πολλῆς
δορυφορίας πρὸς τὸν 19 ερανῶν Βασιλέα ἐπὶ τὸν θρό
νον ἐκεῖνον τὸν πολλῆς δόξης γέμοντα , οὔθα τὰ Χερς .
βὶμ , καὶ τὰ Σεραφίμ . Ἐλθόντες δὲ ἐκεῖ , καὶ προσκυ~
νήσαντες τὸν ἐπὶ θρόνο καθήμενον , πλείονος παρὰ τὸ
Δεσπότε μᾶλλον , ἢπαρὰ τὴν ὁμοδέλων ἀπολαύσσι φιτ
λοφροσκύης . Οὐ δ ὡς δέλες αυτὸς δέχεται , καί τοι
τό το
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ . ΠΑΝΤ. 33

τἔτο μεγίςη τιμή , καὶ ἧς ἴσον ἐκ ἔσιν δὑρεῖν , ἀλλ'ὡς


φίλες αυτῷ · ὑμεῖς γάρφησι φίλοι με ἐξέ. Καὶ μάλα
εἰκότως · αυτὸς δὲ εἶπε πάλιν , μείζονα ταύτης ἀγά
πω οὐδεὶς ἔχει , ἵνα τις θῇ τύ ψυχίω αυτοῦ ὑπὲρ
τῶν φίλων αυτό . Ἐπειδὴ ἐν τῷ μεγίστω ἀγαπω
ἐπεδείξαντο , δεξιῶται τέτες , καὶ ἀπολαύεσι τῆς δόξης
ἐκείνης , κοινωνᾶσι τῶν χορῶν , καὶ μετέχυσι τῶν με
λῶν τῶν μυθικῶν . Εἰ ᾧ ἐν σώματι ὄντες κατὰ τω
τῶν μυτηρίων κοινωνίαν εἰς ἐκεῖνον ἐτέλουν τὸν χορὸν
μη τῶν Χερεβὶμ τὸν ξισάγιον ὕμνον ψάλλοντες , και
θάπερ ὑμεῖς ἴσε οἱ μυηθώτες ,πολλῷ μᾶλλον να
τὸς συγχορευτὰς ἀπολαβόντες με πολλῆς τῆς παῤῥη
σίας κοινωνᾶσι τῆς δὐφημίας ἐκείνης . Αρα δι ἐφοίτ
~
τετε πρὸ τότε τὸ μαρτύριον ; ἆρὰ ἐκ ἐπιθυμᾶτε να
το μαρτυρίου ; ἆρα οὐκ ἀλγεῖτε ναῷ , ὅτι οὐ πάρεςι
καιρὸς μαρτυρία ; ἀλλὰ καὶ γυμναζώμεθα εἰς καιρὸν
μαρτυρία . Κατεφρόνησαν ἐκεῖνοι ζωῆς ; καταφρόνησον
σὺ ξυφῆς . Ἔρριψαν ἐκεῖνοι τὰ σώματα πυρί ; ρί
μου σὺ χρήματα ναῦ ἐν ταῖς χερσὶ τῶν πονήτων .
Κατεπάτησαν ἐκεῖνοι τοὺς αὔθρακας ; σβέσον σὺ τῆς
ἐπιθυμίας τὴν φλόγα . Φορτικὰ ταῦτα ; ἀλλὰ καὶ ἐπι ·
κερδῆ . Μὴ τὰ παρόντα ὅρα ἐπαχθῆ , ἀλλὰ τὰ μέλ
λόντα χρησά · μὴ τὰ ἐν χερσὶ δεινὰ , ἀλλὰ τὰ ἐν ἐλ
πίσιν ἀγαθά . Μὴ τὰ παθήματα , ἀλλὰ τὰ βραβεῖα
μὴ τὸς πόνες , ἀλλὰ τὰς σεφαίες˙ μὴ τὸς ἱδρῶτας ,
ἀλλὰ τὰς ἀμοιβάς · μὴ τὰς ἀλγηδόνας , ἀλλὰ τὰς αὐτ
τιθέσεις˙ μὴ τὸ καιόμενον πῦρ , ἀλλὰ τω προκειμέ
την βασιλείαςομὴ τὰς περιετῶτας δημίες , ἀλλὰ τὸν
ξεφανῶντα Χριςόν . Αὕτη μεγίςη μέθοδος καὶ εύκολω
τάτη πρὸς ἀρετίω ὁδὸς , μὴ τὸς πόνους μόνον ὁρᾷν ,
ἀλλὰ καὶ τὰ ἔπαθλὰ μετὰ τῶν πόνων' ἀλλ᾿ ἐκ αυτ
καθ᾿ ἑαυτὰ μόνον . Ὅταν ἐν μέλλῃς ἐλεημοσιεύω , δια
δόναι, μὴ πρόσεχε τῇ δαπαύῃ τῶν χρημάτων , ἀλλὰ
τῇ συλλογῇ τῆς δικαιοσμύης . Ἐσκόρπισον , ἔδωκε τοῖς
πένησιν · ἡ δικαιοσιώη αυτό μενει εἰς τὸν αἰῶνα το
2~
Encicl. Tom . II. c diw
34 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ .

αἰῶνος • μὴ βλέπε τὸν κινέμενον πλᾶτον , ἀλλὰ τὸν


αυξανόμενον θησαυρόν . *Αν νης δύσης, μὴ τὴν κάκω
σιν τ᾽ ἀπὸ τῆς νηστείας λογίζε , ἀλλὰ τω αἴεσιν
τω ἀπὸ τῆς κακώσεως . Αν ἀγρυπνήσῃς οὐχόμενος
μὴ τω ταλαιπωρίαν τω ἀπὸ τῆς ἀγρυπνίας , ἀλλὰ
τω παῤῥησίαν τω ἀπὸ τῆς ψυχῆς νόει. Οὕτω καὶ
στρατιῶται͵ ποιοῦσιν , οὐ τὰ ζαύματα , ἀλλὰ τὰς α
μοιβὰς βλέπεσιν · καὶ τὰς σφαγὰς , ἀλλὰ τὰς νίκας
καὶ τὸς πίπτοντας νεκρές , ἀλλὰ τὰς σεφανωμένες αρι
σέας . Οὕτω καὶ κυβερνῆται πρὸ τῶν κυμάτων τοὺς λι
μένας ὁρῶσι, πρὸ τῶν ναυαγίων τὰς ἐμπορίας, πρὸ
τῶν ἐν θαλάσσῃ δεινῶν , τὰ μετὰ θάλασσαν ἀγαθά ,
Οὕτω σὺ ποίησον · ἐννόησον ἡλίκον ἐςὶν ἐν νυκτὶ

βαθείᾳ τῶν ανθρώπων καθοδόντων ἁπαύτων καὶ της


οίων καὶ κτίμῶν , βαθυτάτης ἡσυχίας ἔσης, 2μόνον σε
ἐγερθέντα παῤῥησίᾳ ( διαλέγεσθαι τῷ κοινῷ παύτων
Δεασότῃ . Γλυκὺς ὁ ὕπνος , ἀλλ᾽ ἐδὲν γλυκύτερον προσ
ψυχῆς . Αν κατ᾿ ἰδίαν αυτῷ διαλεχθῇς , πολλὰ αὐ
σαι
διυήσῃ , μηδενὸς ἐνοχλῶντός σε , μηδὲ ἐκκρέοντός
σε τῆς δεήσεως · ἔχεις καὶ τὸν καιρὸν σύμμαχον πρὸς
τὸ ἐπιτυχεῖν ὧν θέλεις . ᾿Αλλὰ περιτρέφῃ κείμενος
ἐπὶ μαλακῆς ςρωμνῆς, καὶ ὀκνεῖς διαναςαι ; ἐνόη
σον τοὺς ἐπὶ τῆς σιδηρᾶς κλίμακος κειμένες σήμερον
Μάρτυρας , ἐχὶ ςρωμνῆς ὑποκειμένης , ἀλλ᾽αὐθράκων
ὑπεςρωμένων .
Ενταῦθα βέλομαι καταλύσαι τὸν λόγον , ὥσε τῆς
κλίμακος τω μνήμίω ακμάζεσαν καὶ νεαραὺ ἔχοντας
ὑμᾶς ἀπελθεῖν , καὶ ταύτης ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ με
μνῆσθαι . Καν γὰρ μυρία κατέχῃ δεσμα , διησόμε
θα παντα απορρήξαι ῥᾳδίως , καὶ πρὸς τώ δίχω
αναστῶαι . Τω κλίμακα δὲ ταύτῳ ἐννοιῶτες διὰ
παντὸς , μὴ τω κλίμακα μόνον , ἀλλὰ καὶ τὰς ἄλλας
τῶν Μαρτύρων τιμωρίας διαγράφωμον ἐπὶ τὸ πλάτος
τῆς καρδίας τῆς ἡμετέρας · καθάπερ οἱ τὰς οἰκίας
τὰς ἑαυτῶν ποιῶντες λαμπρὰς , αὐθηρᾷ γραφῇ παντα
χό
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓ. ΠΑΝΤ . 35

χόθεν αυτὰς κατακοσμῶσιν · οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τοῖς


τοίχοις τῆς ἡμετέρας διανοίας ζωγραφήσωμον τον Μάρ

τύρων τὰς τιμωρίας . Ἐκείνη μὲν γὰρ ἡ ζωγραφία
αὐόνητος , ἅυτη δὲ κέρδος ἔχεσα · καὶ δεῖται χρημάτων ,
οὐδὲ δαπαύης , οὐδὲ τέχνης τινὸς αυτη ἡ γραφή · ἀλλ᾽
αὐτὶ παύτων ἀρκεῖ προθυμίᾳ χρήσασθαι καὶ λογισμῷ
γενναίῳ καὶ νήφοντι , καὶ διὰ τέτου καθάπερ διάτινος
χειρὸς ἀρίσης ὑπογράψαι τὰς τιμωρίας αὐτῶν . Ζως
καφῶμεν τοίνω ἐν τῇ ψυχῇ τοὺς μὲν ἐπὶ τηγαίων
κειμενους , τὰς δὲ ἐπὶ ανθράκων τεταμενους , τὰς δὲ
εἰς λέβητας κυβιστῶντας, τὰς δὲ εἰς θάλασσαν κατά
ποιτιζομενους , ἑτέρους ξεομοίως , ἄλλες ἐπὶ ζοχὸν
καμπτομενους , ἄλλους εἰς κρημνὸν ριπτομενους . Καὶ
τὸς μεὶ θηρίοις πυκτεύοντας , τοὺς δὲ ἐπὶ τὸ βάρα
προν ἀγομένες , τὰς δὲ , ὡς ἕκασος ἔτυχε καταλύσας
τὸν βίον , ἵνα τῇ ποικιλίᾳ τῆς γραφῆς ταύτης λαμ
πραώ τώ ἡμετέραν κατασκευάσαντες οἰκίαν , ἐπιτή
δειον τῷ Βασιλεῖ τῇς ἐρανῶν ποιήσωμεν καταγώγιον .
Αν δ ἴδη τοιαύτας ἐν διανοίᾳ τὰς γραφάς , ἥξει με
τ Παζὸς , καὶ μονὴν ποιήσει παρ᾿ἡμῖν σὺν τῷ Πνού .
ματι της Αγίῳ . Καὶ βασιλικὸς ἔσαι λοιπὸν οἶκος ἡ
διαίρια ἡμῶν , καὶ οὐδεὶς ἄτοπος λογισμὸς ἐπιβύαι
δεήσεται , τῆς τῶν Μαρτύρων μνήμης ὥσπερ τινὸς
ζωγραφίας διὰ · παντὸς ἡμῖν ἐναποκειμένης, καὶ πολλὰν
ἀναφιείσης τα μαρμαρυγῷ , καὶ τῷ βασιλέως τῶν ὅ
λων Θεᾶ συνεχῶς ἡμῖν ἀνδιαιτωμένου . Οὕτω δὲ ἐν
ταῦθα Χριστὸν ὑποδεξάμενοι , διμησόμεθα με τ
ἐντεῦθεν ἀποδημίαν εἰς τὰς σκηνὰς ὑποδεχθῆναι τὰς
αἰωνίες˙ ὧν γένοιτο παύτας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν , χάρι ,
τι καὶ φιλανθρωπίᾳ τῇ Κυρίε ἡμῶν Ἰησğ Xess · δι
δ , καὶ μεθ᾽ε τῳ Παζὶ δόξα , ἅμα τῷ ἁγίῳ καὶ ζωο
ποιῷ Πνδύματι , εἰς τὰς αἰῶνας 18 αἰώνων . Αμώ .

ΕΙΣ
36

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .

Αἰεὶ μεν , ἀδελφοὶ , τω τῷ Θεῷ φιλανθρωπίαν τη


ρύττειν ὀφείλομον , δι᾽ αὐτῆς τὸ ζῶμεν καὶ κινέμεθα
καὶ ἐσμο , μάλισα δὲ ἐν τότῳ τῷ καιρῷ χρεωςόμα
τότο ποιεῖν , διὰ τὴν κοινὼ ὠφέλειαν , καὶ τῷ σύνεργε
σίαν τῶν μελλόντων ἐκ τῆς κολυμβήθρας ανατέλλειν
ἀφέρων . καὶ δὸ ὗτοι διὰ ταύτης ἐκλάμψεσι, καὶ ἡμεῖς
δι αυτῆς ἐσώθημεν καὶ σωζόμεθα˙ ἥτις ἡμῖν αὐτὶ
κληρονομίας ἐδόθη͵ ἐκ τὸ δημιυργε Θεῷ καὶ παζὸς ἡ
μῶν . Εἴπωμεν τοίνυν περὶ αὐτῆς, ἅπερ εἶπεν ὁ Δε
απότης Χρισὸς , ὁ φιλαύθρωπος υὸς τὸ φιλανθρώπου
παζὸς , ὁ μόνος ἀξιόχρεως τῆς παζῴας υσίας έξη
γητής . ᾿Αναπτύξωμον πᾶσαν τω περί το Ασώτου
Παραβολίω , ἵνα μάθωμεν ἐξ ἀυτῆς, πῶς δεῖ προσ A

πελάζειν τῷ ἀπροσπελάστῳ , καὶ συγγνώμων τῶν


πταισμάτων αἰτῶν . ῎Ανθρωπός τις φησὶν , εἶχε δύο
υές . Παραβολικῶς ὁ Σωτὴρ , καὶ δογματικῶς διαλέγε !
ται . Διὰ τῦτο περὶ τῇ ἰδίο παζὸς , ὡς περὶ αὐθρώ
πυ τινὸς , ὁμιλεῖ καὶ περὶ τῶν δέλων , ὡς περὶ τέκο
νῶν , λαλεῖ , ἵνα δείξῃ τῷ Θεğ τω περὶ τὰς ανθρώ
πες 5οργώ . Ανθρωπός τις , φησὶν , εἶχε δύο υές .
Τίς ἐςιν ὗτος ὁ αὔθρωπος ; ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν ,
καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως . Τίνας δὲ εἶχε τότους
τὰς δύο υές ; τὰς δικαίες , καὶ τὰς ἁμαρτωλές . Τις
ἐμμένοντας τοῖς θείοις αυτό προςάγμασι , καὶ τὸς παρ
ραβαίνοντας τὰς δεσποτικὰς ἐντολάς . Καὶ εἶπεν ὁ
νεώτερος αυτῶν τῷ πατρί. Καὶ τίς ἐςιν ὗτος ὁ νεώ
τερος ψός ; ὁ τὴν γνώμην ἄςατον κεκτημενος , καὶ ταῖς
αὔραις τῆς νεότητος ῥιπιζόμενος . Πατέρα ἐγνώρισαν
ἡ φύσις τὸν πλάσαντα , εἰ καὶ μὴ ἐτίμησε προαίρεσις
τὸν
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . 37

τὸν ποιήσαντα . Πάτερ , δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος


τῆς ἐσίας . Καλῶς ᾔτησε τὰ τὸ Θες παρὰ τῷ Θεῷ ·
ἀλλὰ κακῶς, ἅπερ ἔλαβε , κατηνάλωσε . Καὶ διεῖλον
αυτοῖς τὸν βίον ὁ πατήρ . Ἔδωκεν αυτοῖς , ὡς οἶκον
ἴδιον , ὅλον τὸν κόσμον . Εδωκαν αυτοῖς , ὡς κτίσης ,
ὅλω τω κτίσιν . Παρέσχον αυτοῖς σώματα καὶ ψυ
χὰς λογικὰς , ἵνα τῷ λόγῳ ευλόγως χειραγωγέμενοι ,
μηδεν ἄλογον πράξωσιν · ἐπέςησεν αὐτοῖς τὸν ἑαυτῷ
νόμον , τὸν φυσικὸν καὶ τὸν γραπτὸν , ὡς θεῖον παιδα
γωγόν · ἵνα τέτῳ παιδαγωγέμενοι, πληρώσωσι τε νο
μοθέτε τὸ βέλημα . Καὶ μετὰ καὶ πολλὰς ἡμέρας συνα
γαγὼν παύτα ὁ νεώτερος ὑὸς ( ὡς νεώτερος ἔπραξαν» )
ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακραί · ἀπέση ἀπὸ τὸ Θεῷ ,
καὶ ἀπέση ἀπ᾿αυτὸ ὁ Θεός . & γὰρ βιάζεται τὸν μὴ
βελόμενον δελεύειν ἀντῷ · γνώμης δ , οὐκ ανάγκης ,
αἱ ἀρεταὶ ἅπασαι . Ἐκεῖ διεσκόρπισε τω ἐσίαν αυ
το , ζῶν ἀσώπως · ἐκεῖ τῆς ψυχῆς ὅλον τὸν πλᾶτον
ἀπώλεσον · ἐκεῖ τέρπων καὶ τερπόμενος ἀναυάγησεν
ἐκεῖ παίζων καὶ ἐμπαιζόμενος πονης ἐγένετο ἐκεῖ
ψυχοφθόρες ἡδονὰς ἀγοράζων , καὶ γέλωτας ὠνέμονος ,
πατέρας δακρύων ἔλαβε · καὶ τὰς μὲν ἀρετὰς , ἃς εἶ
χα , ἀπεβάλετο τὰς δὲ κακίας , ἃς ἐκ εἶχε , προσ
ελάβετο , Δαπανήσαντος δὲ αυτό παύτα ( & πέφυκε
δ τοῖς αἰχρῶς βιᾶσι παραμενειν ὁ πλᾶτος τῆς χά
ριτος . ἐγούετο λιμὸς ἰχυρὸς καὶ τω χώραν ἐκείνην
ὅπε δὲ τῆς σωφροσιώης ὁ σῖτος ૐ & γεωργεῖται , ἐκεῖ
λιμὸς ἰχυρός · ὅπε τῆς ἐγκρατείας ἡ ἄμπελος καὶ πε
φύτονται , ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός · ὅπου τῆς ἁγνείας ὁ
βόξυς & λοπατεῖται , ἐκεῖ λιμὸς ἰχυρός · ὅπο τὸ
κραύιον γλεῦκος ὦ βρύει, ἐκεῖ λιμὸς ὀχυρός · ὅπα δύο
φορία κακῶν , ἐκεῖ παύτως ἀφορία δ᾽ ἀγαθῶν ὅπε
ευθηνία πράξεων πονηρῶν , ἐκεῖ παύτως αφανις το α
ρετῶν · ὅπο τῆς φιλανθρωπίας τὸ ἔλαιον ε πηγάζει ,
ἐκεῖ λιμὸς ὀχυρός . Τότε ἦν καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑπερεῖ
παι . Οὐδεν δ ἀὐτῷ λοιπὸν ἔμεινεν , εἰμὴ μόνον τὶ
€ 3 της
38 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .

τῆς ἀκρασίας κακὰ , ἐπειδὴ ἔπραξε τὰ τῆς ἀκοσμίας


κακά · καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη οι τῶν πολιτῶν τῆς
χώρας ἐκείνης . Πολίται δὲ τῆς χώρας ἐκείνης ἦσαν
οἱ δαίμονες, ἐν ᾗ ἐτύγχανε μετανάσιος · καὶ ἔπεμψαν
αυτὸν ὁ πολίτης ἐκεῖνος εἰς τὸν ἀγρὸν αυτό , βόσκειν
χοίρες · ὅτω δ τιμῶσιν οἱ δαίμονες τὸς τιμῶντας ἀν
τές · ἔτω φιλᾶσι τὰς φιλῶντας αυτός • τοιαύτας δωρεάς
χαρίζονται τοῖς πειθομοίοις αὐτοῖς · καὶ ἐπεθύμει γε
μίσαι τὴν κοιλίαν αυτῷ ἀπὸ τῶν κερατίων , ὧν ἤδιον
οἱ χοῖροι . Τί δέ ἐσιν ἀπὸ τῶν κερατίων ; Το κέρα
τίων ἡ γεῦσις γλυκεῖα ἐςιν , ἀλλ᾽ ὅμως καὶ σκληρὰ
κατ 'αυτό τε καὶ ζαχεῖα . Τοιαύτη δ καὶ τῆς ἁμαρτίας
ἡφύσις · εὐφραίνει μοὶ μικρὰ , καὶ κολάζει μεγάλα
τέρπει πρόσκαιρα , καὶ ματίζει αἰώνια . Εἰς ἑαυτὸν δὲ
ἐλθὼν , καὶ λογισάμενος τὴν προτέραν μακαριότητα , καὶ
τα δευτέραν ἀθλιότητα , καὶ βαλὼν καὶ νῦν , τίς μου
μὖ , ὅτε μὖ μετὰ τῷ Θεῷ καὶ παζὸς τεταγμονος , τίς
δὲ γέγονον , ὑποτεταγμενος τοῖς δαίμοσιν . Εἰς ἑαυ
τὸν ἦν ἐλθων , εἶπε · πόσοι μίθιοι το παζός με περ
εισδύεσιν ἄρτων , ἐγὼ δὲ ὧδε λιμῷ ἀπόλλυμαι; Πό
ποι νῦν κατηχέμενοι καταξυρῶσι τδ ἁγίων γραφῶν ,
τῳ λιμῷ δὲ τῶν θείων λογίων ἐγὼ συνέχομαι ; Ω
πόσων ἀγαθῶν ἐμαυτὸν ἐςέρησα ! Ω πόσοις κακοῖς
ἐμαυτὸν περιέβαλον ! Τί δ ἀφισάμίω τῆς μακαρίας
ἐκείνης διαγωγῆς ; τί δὲ ταύτης ἐντὸς ἐγονόμῳ τῆς
θανατηφόρε ζωῆς ; ἔμαθον ἀφὧν ἔπαθον, μὴ ἐγκα
ταλιμπαύειν Θεόν · ἔμαθον κρατεῖν τὸν ἀεὶ φυλάσσον
τα τὸς κρατῶντας αυτόν · ἔμαθον μὴ πις δύειν τοῖς ἀ
καθάρτοις δαίμοσι, τοῖς διδάσκουσι πᾶσαν ἀκαθαρ
σίαντε καὶ φθοραί . Τί
• ἐν φησιν ; αὐαςὰς πορεύσομαι
πρὸς τὸν πατέρα με ὑποτρέψω καλῶς, ὅθον ἐξῆλο
Τον κακῶς · ἀπέλθω πυρὸς τὸν ἐμὸν πατέρα , καὶ ποιη
τὴν , καὶ δεατότην , καὶ κηδεμόνα , καὶ προνοητήν . Καταλά
βω τὸν πάλαι περιμενοντα καὶ προλαμβανοντα τοὺς
πρὸς ἀυτὸν ἐπισξέφοντας αναστὰς πορούσομαι πρὸς
τὸν
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . 39
1 •
τὸν πατέραμε , καὶ ἐρῶ αὐτῷ ' πάτερ , ἥμαρτον εἰς τὸν
ἐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σε , καὶ ἐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθμαι
ψός σε ποίησόν με , ὡς δἵα τῶν μιθίων στο•᾿Αρκεῖ
μοι πρὸς σωτηρίαν ταῦτα τὰ ῥήματα · ἀρκεῖ μοι πρὸς
τω πρεσβείαν τῇ παζός μου τὸ ὄνομα · οὐ διύαται
δὁ πατὴρ ὁ ἐμὸς , πατὴρ προσαγορευθεὶς παρ᾽ ἐμέ ,
μὴ φαντῶσι τοῖς ἔργοις πατήρ ' οὐ διύαται μὴ κινῆς
σαι τὰ ασλάγχνα , εὔσπλαγμος ὤν · καὶ διύαται , τὸ
ἥμαρτον , ἀκέσας , μὴ δῶναι συγγνώμην τοῖς ἐμοῖς ὀ
λιθήμασιν · καὶ διώαται τῆς ἐμῆς ἀκέσας φωνῆς , μὴ
ἐπιλαθέθαι < τῆς δικαίας ὀργῆς . Οἶδα πόσα διύαται
παρ' αυτῷ ἡ μετάνοια . οἶδα πῶς ἰχύει παρ αυτῷ τὰ
δάκρυα˙ οἶδα πῶς ἕκαςος ἁμαρτωλὸς πρὸς ἀυτὸν ἀ
νανδίων, καὶ δακρύων θερμῶς , ὡς ὁ Πέζος , λαμ
νει δ᾽ ἁμαρτημάτων τω ἄφεσιν · οἶδα τῷ Θεῷμε τὴν
ἀγαθότητα · οἶδα το παζός με τὴν ἡμερότητα . Ἐλεή
σει με μετανοῦντα , ὃν ἐκἐκόλασεν ἁμαρτήσαντα . Καὶ
αὐαςὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αυτοῦ . Προσέθηκε τῇ
καλῇ βυλῇ τῳ πρᾶξιν τὴν ἀγαθμώ . Δεῖ γὰρ ἡμᾶς
ε μόνον βελεύεθαι τὰ συμφέροντα , ἀλλὰ καὶ τὰς ἀγα
θὰς ὁρμᾶς δεικνύειν ταῖς πράξεσιν . Ἔτι δὲ ἀυτοῦ
μακραὶ ἀπέχοντος τῳ τόπῳ , πλησίον δὲ ὄντος τῷ
ξόπῳ , καὶ τὰς χεῖρας συχνῶς ἐπιῤῥηγνετος , καὶ
πτοντος τὸ ἴδιον τῆθος , ὡς τῆς πονηρῶν λογισμῶν ὑ
πάρχον ἐργασήριον , καὶ τὸ πρόσωπον προσηλῶντος τῇ
γῇ , καὶ τὸς ὀφθαλμὸς ἀπαιτῶντος δέναι συμπρεσβού
τὰς τὰς τδ δακρύων ςαγόνας , καὶ προμελετῶντος τω
ἀπολογίαν , φθάσας ανεβόησε φωνῇ μεγάλη , μετὰ
δακρύων λέγων · πάτερ , ἥμαρτον εἰς τὸν ἐρανὸν , καὶ
ἐνώπιόν σου . Ημαρτον , οἶδα , Χριστὲ Δέσποτα , καὶ
Θεέ . Ἐμὰς ἁμαρτίας σὺ μόνος ἐπίςασαι ἥμαρτον ,
ἐλέησον ὡς Θεὸς καὶ δεσπότης . Οὐκ εἰμὶ ἄξιος εἰς
τὸν οὐρανὸν βλέπειν , καὶ παρακαλεῖν σε τὸν ἀγαθόν A
μου δεσπότω , γέμων μεγίςων καὶ χαλεπῶν ἐγκλη
μάτων . Οὐκ ἐστιν ἀριθμὸς τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων .
C 4 Ελέη
40 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .

Ελέησον ὡς ἀγαθὸς Θεὸς ὢν ἀεί .


Ὅτι οὐκ εἰμὶ "
ώς
ἄξιος πληθμαι υόςσου , ποίησόν με ὡς δύο
δὕα τῶν με
σθίων σου .

Οὕτως ἱκετεύοντα ἐκ βάθος τῆς καρδίας , εἶδον ἀκ


τὸν ὁ βλέπων πλημμελοῦντας , καὶ παραβλέπων ἃ
μαρταύοντας , καὶ περιμενων αὐτῶν τω μετανοιαν ,
Εἶδον αυτόν ὁ πατὴρ αυτό , καὶ ἐσπλαγχνίσθη " πας
τὴρ γὰρ μ 2
τῇ χρηστότητι , εἰ καὶ Θεὸς ὑπῆρχε τῇ
φύσει καὶ δραμὼν ἔπεσαν ἐπὶ τὸν ζάχηλον αὐτοῦ
καὶ κατεφίλησον αυτόν . Οὐκ ανέμεινε τὸν προσκρού
σαντα πλησίον ἐλθεῖν , ἀλλ᾽ αὐτὸς αὐτῷ προαπιώτη
σε προθύμως · καὶ οὐκ ἐβδελύξατο τὸν ζάχηλον ἀμ
το , ὡς ταῖς κηλίσι τῆς ἀσωτίας κατάςικτον καὶ με
μιασμένον · ἀλλὰ ταῖς ἀχαύτοις αυτῷ χερσὶ περιλαβὼν
κατεφίλησα ἀπλήστως τὸν πάλαι ποτὲ ποθέμενον ·
‫او‬ Π
Ω τῆς ἀφάτε τε καὶ φοβερᾶς διασλαγχνίας ! ὦ παρα
δόξου φιλανθρωπίας! ὦ ξώων σπουδῶν , ὦ ζώων .
καταλλαγῶν ! Επεισω δυθὺς τὸν Θεὸν εἰς ῥοπτ
μίαν καὶ συγκαταβῶαι τοῖς δάκρυσι , καὶ παραδρα
μεῖν πλῆθος τοσο τον ἁμαρτιῶν . Ἐθαύμασας ἐνορῶν
Θεὸν κολακεύοντα ἁμαρτωλόν ; ὦ τῆς στοργῆς τῶν
σπλάγχνων το παζικῶν ! Ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπὶ γῆς ἐ
δάκρυσε , καὶ ὁ μόνος αναμάρτητος οὐρανόθεν ἑαυτὸν
πρὸς τώ φιλανθρωπίαν ἐπέκλινε . Τίς εἶδέ ποτε α
τὸν
μαρτωλὸν ὑπὸ Θεῷ κολακευόμενον ; τίς εἶδέ ποτε
δικας ( κατάδικον θεραπεύοντα ; τίς εἶδέ ποτε κατάς
κριτον κολακουόμενον ; ἀλλ᾽ ὅμως ὁ Θεὸς παρακαλεῖ ,
ὥς ποτε τὸν Ἰσραήλ · λαός με , φησὶ , τί ἠδίκησά σε ,
ἢ τί παρlώχλησά σοι ; καὶ ναῷ , τὰ αὐτὰ γίνεται ,
καὶ ἐγένετο , ἐπειδὴ οὕτως ὁ δ᾽κατάλλακτος βέλεται
Θεὸς , οὕτως εἴωθεν ὑφ᾽ ἑαυτῷ νικᾶσθαι ὁ πατὴρ τῶν Η
οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως . Οὐ μα
ἠρκέσθη τέτοις ¿ ἄσωτος ὗτος υός · ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς
τῆς μετανοίας ἀγαθοῖς ἄσωτος ὖ , οὐδὲ ἐνόμισα
αυτῷ ( πρὸς τὸ πλῆθος τῆς ἁμαρτηθέντων ) τὴν το
σαύ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . 41

ταύτην φιλανθρωπίαν πρὸς τὴν τελείαν σωτηρίαν ἀρ


κεῖν . ᾿Αλλ᾿ ἅπερ ἐμελέτησεν εἰπεῖν τῷ παξὶ , ταῦ
6
τα καὶ παρὼν διελέγετο μετὰ τῷ πρέποντος σχήματος .
Πάτερ , εγε ὅλως ἔξεσί μοι πατέρα σε εἰπεῖν · εἰ μὴ
καὶ τᾶτο μετὰ τῶν ἄλλων μου πταισμάτων , καλῶν σε
πατέρα , ὀξαμαρταίω εἰ μὴ ὑβρίζω τῇ κλήσει τὸ
τα
ανύβειςον ὄνομα · εἰ μὴ κλείει μου τὰ χείλη τὸ συ
νειδός · εἰ μὴ δεσμεῖ μου τα γλῶτται ὁ ζόπος τῆς
πράξεως · εἰ μὴ κωλύει με τὸν λόγον ὁ βίος . Δέξαι,
πάτερ ἅγιε , δέησιν ῥυπαραὶ ἐκ στόματος ῥυπαροῦ .
Πάτερ κατὰ χάριν , καὶ δημιεργὲ κατὰ φύσιν, ἥμαρ
τον εἰς τὸν ἐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σε , καὶ ἐκ εἰμὶ ἄξιος
κληθμαι ψός σε . Ἥμαρτον , ὁμολογῶ τὰ παραπτώ
ματά με , ὦ κρύπτω ἅπερ βλέπεις , ἐκ ἀρνᾶμαι ὅπερ
ἐπίςασαι . Ὡς ὑπεύθυνος πρόκειμαι , ὡς παρανομος

κατακρίνομαι , ὡς κριτὴς ἐλέησόν με ἥμαρτον εἰς τὸν
ὐρανὸν καὶ ἐνώπιόνσε . Δέδοικα εἰς τὸν
Α ερανὸν τὰ ὄμ
ματά με ανατεῖναι , φοβᾶμαι γὰρ τῷ τερεώματος τω
μορφί , ὡς κατηγόρα φωνίώ · σὐλαβῶμαι ἀνατενίσαι
τῷ φωτὶ τῆς el
Θεότητος , ῥυπαρὲς ἔχων τὸς τῆς διανοίας
ὀφθαλμός. Ημαρτὸν εἰς τὸν ἐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σε ,
καὶ ἐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῶαι υόςσε . Ἰδὲ ἐμαυτὸν ἀ
νακηρύττω , ἐμαυτὸν κατακρίνω , κατ᾽ ἐμαυτῇ ἀποφαί
νομαι . Οὐ δέομαι δικασῆ πρὸς ἀπόφασιν , ὦ δέρμαι
κατηγόρων πρὸς ἔλεγχον , οὐ δέομαι μαρτύρων πυρὸς
ἔγγραφα . Ενδον ἔχω προκαθήμενον τὸ συνειδὸς , τὸν
απαραίτητον δικαςμύ · ἐν τῇ ψυχῇ βασάζω το φοβέ
ρὸν δικαςήριον · ἐν τῷ σιωειδότι περιφέρω͵ τὰς μάρ ·
τυρας , ἐν τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς τὰς κατηγόρες ἐπά
γώ . Τὰ θέαζά κατηγορεί , αἱ ἱπποδρομίαι μου
ά μου κατηγορεί
κατακράζεσιν , αἱ θεωρίαι της θηριομαχέντων κατα
βοῶσίμε, ἡ ἀσωτία θριαμβεύειμε, αἱ πράξεις μου
τηλιτεύεσί με, ἡ παρέσαશ γυμνότης φανεροῖ με , αυτὶ
τὰ ῥάκη τῆς αἰχνης , ἃ περιβέβλημαι , καταιχμίες
2
με, καὶ ἐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῶαι υόςσε ποίησόν. με
ως
42" ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . F

ὡς διὰ τῶν μισθίων σου . Μήτε τῆς ἀυλῆς σου ἀπο


πέμψῃςμε, Δέσποτα , ἵνα μὴ πάλιν ὁ πολέμιος δι
ρών με πεπλανημένον , ὡς αἰχμάλωτον ἀπαγάγῃ˙
μήτε πλησίον ἑλκύσης με τῆς φοβερᾶς σε καὶ μυσικῆς
ζαπέζης . Οὐ γὰρ τολμῶ ὀφθαλμοῖς ἐναγέσιν ὁρᾷν
*των Αγίων τὰ ῞Αγια . Εασόν με slαι μετὰ 1 ' και
τηχουμένων , τῶν θυρῶν τῆς ᾿Εκκλησίας εἴδον · ἵνα
θεωρῶν τὰ ἐν αὐτῇ τελέμενα Μυτήρια , ποθήσω και 1
τὰ μικρὸν ταῦτα πάλιν αναλαβεῖν · ἵνα τοῖς θείοις 1
νάμασιν ἐπαντλέμενος ἀποσμήξω τω αἰσχών της
αἰσχρῶν ἀσμάτων , τὸν ρύπον τὸν ἐγκείμενον ταῖς ἐ
μαῖς ἀκραῖς · ἵνα θεωρῶν τὰς σοὺς μαργαρίτας αρω
παζομοίους παρὰ τῶν οὐσεβῶν ανδρῶν , ἐπιθυμήσω
κᾀγὼ κτήσαθαι χεῖρας ἀξίας τῆς τότων ὑποδοχῆς .
Ταῦτα τοῦ ᾿Ασώτου προσκρούσαντος , καὶ μετὰ δα
πρύων βοῶντος , εἶπεν ὁ πατὴρ πρὸς τὸς δόλους αυ 16
τ . Πρὸς ποίους δούλες ; ἄκουε . Πρὸς τὸς ἱερεῖς καὶ 1
λειτεργοὺς τῶν αὐτοῦ προσταγμάτων ' εξενέγκατε τα
χὺ τω στολκ των πρώτων, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν
ἐξενέγκατε τω πολίῳ τὴν αἴωθον ὑφαντώ , τὼ ἐκ
τοῦ πνευματικοῦ πυρὸς καταρτιζομοίω εξενέγκατε
τω στολίω τω ἐν τοῖς ὕδασι τῆς κολυμβήθρας 5
φαινομενω ἐξενέγκατε τω ςολίω τω ἐκ τῇ πνευ
ματικοῦ πυρὸς κατασκδυαζομοίμῳ , καὶ ἐνδύσατε ἀφ
1

τόν . Ἐνδύσατε τὸν ἑαυτὸν ἀποδύσαντα • ἐνδύσατε τὸν


1
νέον ᾽Αδάμ , ὃν ἐγύμνωσιν ὁ διάβολος • ἐνδύσατε τὸν
βασιλέα τῆς κτίσεως κοσμήσατε τοῦτον , δι᾿ ὃν τὸν
κόσμον ἐκόσμησα καλλωπίσατε τῇ ὑ μου τὰ φίλ
3

τατα μέλη . Οὐ φέρω γὰρ αὐτὸν ἀκαλλώπιςον καθο


ρᾷν 8 φέρω τω ἐμῶ εἰκόνα γεγυμνωμοίζω κατα
λιπεν . Ἐμὸν ὄνειδος ἡγῆμαι τὸ ὄνειδος τὸ ἐμὲ παι
δός · ἐμίω δόξαν ἡγοῦμαι τούτου τω εὔκλειαν
2 . Δότε
>
καὶ δακτύλιον εἰς τω χεῖρα αυτό , ἵνα φορῇ τὸν αρ
ραβῶνα τα πνεύματος , καὶ φορῶν αὐτὸν φρερηθῇ ὑπ '
αυτῷ τῷ πνεύματος · ἵνα τὸ ἐμὴν σφραγίδα περιφέ
ρων ,
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . 43

ρων , φοβερὸς ἦ πᾶσι τοῖς πολεμίοις τε καὶ ἐναντίοις ·


ἵνα πόρρωθεν φαίνηται , ποίε παζός ἐςιν ὗτος υός.
δότε καὶ ὑποδήματα εἰς τὰς πόδας αυτό , ἵνα μὴ πά
Gi
λιν εὕρῃ ὁ ὄφις γυμνί του πτέρναν αυτῷ , καὶ πα
τάξῃ αὐτὸν διὰ τοῦ κόζου · ἀλλ᾿ ἵνα μᾶλλον αυτὸς
καταπατῇ τίω τῇ δράκοντος κεφαλίω , ἵνα σωφίλη
τῇ πολεμίς τὰ κούφα , καὶ ἵνα ξέχῃ τὸ κατὰ Θεὸν
ὁδόν . Καὶ ἀνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτουτὸν, θύ
σατε ὁ Ποῖον͵μόχον λέγει σιτατόν ; ποῖον , ὃν ἡ δά
μαλις Μαρία Παρθενος ἐγκίνησαν . Ἐνέγκατε τὸν
μόσχον τὸν ἀδάμαστον , τὸν μὴ δεξάμενον ἁμαρτίας
ζυγὸν , τὸν παρθενον , καὶ ἐκ παρθούς , τὸν ἀκολου
θῦντα͵ τοῖς ἀκολυθέσιν αυτῷ , ἐκ ἐξ ανάγκης , ἀλλ᾽
ἑκουσίως, τὸν μὴ χρώμενον τῇ δυνάμει οι μηδὲ
τοῖς κέρασιν , ἀλλ᾽ἑτοίμως ὑποκλίναντα τὸν ἑαυτῇ ἀν
χώα τοῖς σφάττειν θέλεσι . Θύσατε ἐν ἑκόντα θεό
μενον · θύσατε τὸν ζωοποιῶντα τὰς θύοντας · θύσατε
τὸν θυόμενον , καὶ μὴ νεκρέμονον · θύσατε τὸν μελι
ζόμονον , καὶ τὸς μελίζοντας αυτὸν ἁγιάζοντας δύο
σατε τὸν ἐσθιόμενον παρὰ τῷ εἰδότων αυτὸν , καὶ μη
δέποτε δαπανώμενον · θύσατε τὸν τὰς ἐσθίοντας μας
Μαρίες ἀπεργαζόμενον . Καὶ φαγόντες παύτες, εύφρος
θῶμεν , ὅτι ὗτος ὁ ὑός με νεκρὸς Κὖ , καὶ ανέζησαν ,
ἀπολωλὼς ὖ , καὶ εὑρέθη . Καὶ ἤρξαντο δ᾽φραίνε
σθαι . Ἐπίσασθε το πνευματικὸ δίφροσκύτω , οἱ
ταύτης γευσάμονοι , καὶ μεμνημένοι τῆς φρικτῶν Μυ
sηρίων , τῶν λειτεργῶν τῆς θείας Ἱερεργίας , τῶν μι
μουμοίων τὰς τῶν ᾿Αγγέλων πτέρυγας ταῖς λεπταῖς
ὀθόναις ταῖς ἐπὶ τῶν ἀριςερῶν ὤμων κειμέναις , καὶ
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ περιξεχόντων καὶ βοώντων μή τις
τῶν κατηχουμένων · μή τις τῶν μὴ ἐσθιόντων " μή τις
τῶν κατασκόπων· μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσα
σθαι τὸν
6 μόσχον ἐσθιόμενον˙ μή τις τῶν μὴ διὰ·
μόνων θεάσασθαι τὸ οὐρανίον αἷμα τὸ ἐκχευόμενον
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν " μή τις ανάξιος τῆς ζώσης πε
σίας
44 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .
"
σίας " μή τις ἀμύητος : μήτις μὴ δυνάμενος ἀκαθάρ
τοις χείλεσι προσψαύσαθαι τῶν φρικτῶν Μυσηρίων .
Εἶτα καὶ τῶν ᾿Αγγέλων ἐρανόθεν ἐπδϋφημέντων , καὶ
λεγόντων • ῞Αγιος ὁ Πατὴρ , ὁ θελήσας τυπμῶαι τὸν
μόσχον τὸν σιτευτὸν , τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν , και
θώς φησιν ὁ προφήτης Ἡσαΐας , ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐ I
·
ποίησαν , οὐδὲ οὑρέθη δόλος ἐν τῷ ςόματι αυτοῦ
Αγιος ὁ Υἱὸς , ἅμα καὶ μόσχος , ὁ ἀεὶ θυόμενος -
κων , καὶ αἰεὶ ζῶν. ῞Αγιος ὁ Παράκλητος , τὸ Πνεῦμα

τὸ ῞Αγιον ,τὸ τω θυσίαν τελεσιεργῆσαν 1
Τόπων ἦν οἶδὸν ἐπιτελεμενων , ὁ πρεσβύτερος υἱὸς
μακρόθων παραγενόμενος ήκεσε συμφωνίας καὶ χο
ρῶν . Καὶ προσκαλεσάμενος δα τῶν παίδων, ἐπω
θαύετο τί αὖ εἴη τῦτο ; Ηχός τις περιεκτύπειμε τα
ὦτα . Ὁ δέ φησι , Δαβὶδ ὁ Προφήτης •οδον μελῳδεῖ
τότε ανοίσεσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους · ὁ
αυτὸς πάλιν προφέπεται τοὺς παρόντας πρὸς τα ἑ

ςίασιν , καὶ λέγει γούσασθε , καὶ ἴδετε͵ ὅτι χρησὸς ὁ
Κύριος . Παῦλος ὁ τῶν θείων Μυστηρίων ἐξηγητὴς ,
αναβοᾷ καὶ λέγει τὸ Πάχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη
Χριςός . Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει σύφραινομένη καὶ
χορεύει . Ὁ δέ φησι πρὸς τὸν δῆλον ναί ; καὶ μὴ πα
ρόντος ἐμῶ , ἄλλοι τὰ ἐμὰ μυτήρια , παρὰ τί ἐμὴν
U
ἀπεσίαν, ἐν τῇ ἐμὴ ἀυλῇ μερίζονται; Ναί , φησιν
ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει , καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρσου τὸν
Me
μόχον τὸν σιτουτὸν , ὅτι ὑγιαίνοντα αυτὸν ἀπέλαβεν .
S

Ωργίσθη δὲ πρὸς ταῦτα , καὶ οὐχ ἠθέλησαν εἰσελ


θεῖς ὠργίσθη ὁ δίκαιος , καὶ τὸ φθόνε ἐγένετο δε
λος ; ὁ καταπατήσας τῇ βίου τὰ τερπνὰ , φθόνῳ κε
κράτηται ; καὶ πῶς φησιν ὁ Παῦλος λέγων · ἐβυλόμ
αυτὸς ἐγὼ ανάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριςοῦ ὑπὲρ τῶν Οαἰ
δελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα , εχ ἵνα
βάσκανον δείξῃ τὸν δίκαιον , ἀλλὰ διὰ τῷ ὑπερβο
·
λέω οὕτω τὸν λόγον ἐσχημάτισαν ὁ Σωτήρα ἵνα κη 1
ρύξῃ τὸν ὑπερβάλλοντα πλῶτον τῆς χρησότητος το Πα
τὸς
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ . 45

ζὸς ἀυτό . Καὶ τότο δηλοῖ διὰ τῶν ἐφεξῆς . Ὁ γὰρ


πατὴρ αυτέ , φησὶν , ἐξελθὼν παρεκάλει αυτόν . Ω
σοφίας ἀῤῥήτε ! Ὢ προνοίας Θεοφιλῶς ! Καὶ τὸν α
μαρτωλὸν ἠλέησε , καὶ τὸν δίκαιον ἐκολάκουσε , καὶ τὸν
ἱςάμενον ἐκ ἀφῆκε πεσεῖν , καὶ τὸν πεσόντα ἤγειρε , καὶ
τὸν πένητα πλέσιον ἀπέδειξε , καὶ τὸν πλέσιον καὶ συν
χώρησε τις φθόνῳ γενέσθαι πτωχόν . Ὁ δὲ ἀποκρι
θεὶς εἶπε τις παξί · ἰδὲ ἐγὼ τοσαῦτα ἔτη ἔχω δε
λοίων σοι , καὶ ἐδέποτε ἐντολώσει παρῆλθον , καὶ ἐκ
μοὶ ἐκ ἔδωκάς πότε ἔριφον , ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου
εὐφρανθῷ · ἀλλὰ περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς , ἐν αἰ
γείοις δέρμασιν , ὑπερέμενος , θλιβόμενος , κακεχές
μονὸς · ὅταν δὲ ὁ ψός σε ἔτος ἦλθον , ὁ καταφρονή
999
σας σε , καὶ καταφαγών σε τὸν βίον μετὰ πορνῶν , οὐ
θέως ἔθυσας αυτός , τὸν μόχον τὸ σιτευτόν · καὶ ἔτε
ῥήματι ἀνεκάλεσας αυτῷ , ὅτε σχήματι τὸ πρόσωπόν
αυτό
σου ἀπέτρεψας ἀπ᾿αὐτῇ ἀλλ᾿ οὐθέως ἐξενοδόχησας
αυτὸν , καὶ πάσῃ τῇ τολῇ σου κατεκόσμησας , καὶ τῷ
χρυσῷ δακτυλίῳ περιέγραψας , καὶ τοῖς ὑποδήμασι
περιέφραξας , καὶ τῶν Ἐκκλησίαν Τέωξας , καὶ ταὶ
ζάπεζαν ἐκαλλώπισας , καὶ τὸς κρατῆρας ἐπλήρωσας ,
καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτουτὸν κατέσφαξας, καὶ πρὸς τῶν
δωχίαν τὲς πιτὲς προσεκάλεσας , καὶ τὰς Αγγέλες
χορεύειν ἐποίησας , καὶ ξοον ἐρανε καὶγῆς συμπόσιον
συνεκρότησας, καὶ τοιαύτας καὶ τοσαύτας δωρεάς πα
ρέσχες τις καταφρονήσαντι τῆς σῆς ἀγαθότητος , καὶ
τω συγένειας καθυβρίσαντι. Τί ἐπω πρὸς τὸ βάθ
θος καὶ τὸ πέλαγος τδ σῶν οἰκτιρμῶν , πῶς θαυμά
σω τὴν θάλατταν τῆς σῆς γαληνότητος; Ἐλεεῖς , Κύ
ριε , παύτας , ὅτι παύτα δαύασαι , καὶ παρορᾷς δ
μαρτήματα ανθρώπωνπροσερχομενων εἰς μετάξ
συ
νοιαν . Ὁ δὲ πατὴρ αυτό εἶπον αὐτῷ ' τέκνον ,
παύτοτε μετ᾿ ἐμὲ δὲ σὺ τῶν ἐμῶν κόλπων ἐν ἐχω
εἶσθης ποτέ · σὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐμῆς ἐκ ἀπε
σκίρτησας · σὺ ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις προσέσχες με .
σύ
46 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .

σὺ μετὰ τῶν ᾿Αγγέλων ἐντυγχαίεις διὰ παντός · σε

το θυσιασηρίῳ παεισάμενος, με παῤῥησίας βρᾷς


Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς , ἁγιασθήτω τὸ
νομά σου . Οὗτος δὲ προσῆλθέμοι , κατακεκριμένος
κατηχυμμένος , τὸ πρόσωπον ὠθῶν εἰς τώ γί , καὶ
μετὰ σωτεζιμμοίης καὶ συγνῆς φωνῆς ανεβόησε πα
τερο ἥμαρτον εἰς τὸν ἐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σε , καὶ ἐκ εἰς
μὲ ἄξιος κληθμαι ὑός σου • ποίησόν με ὡς δα τῶν
μιθίων σε. Τί εἶχον ποιῆσαι πρὸς τὰ ῥήματα ταῦ
τα ; ἠδωάμῳ μὴ ἐλεῆσαι τὸν ἐμὸν ὑὸν προσελθόν
ταμοι ; σὺ δίκασον ὁ θυμέμενος . ᾿Αλλ᾿ οὐ πέφυκα ,
φιλαύθρωπος ὢν , ἀπανθρωπό
લ ν τι διαπράξασθε οὐ
διαμαι μὴ ἐλεῆσαι , ὃν ἐγὼ ἐποίησα · οὐ διύαμαι
μὴ οἰκτείρειν , ὃν ἐκ τῶν ἐμῶν σπλάγχνων ἐγώνης
σα . Τέκνον , σὺ παύτοτε μετ᾿ ἐμὲ εἶ , καὶ τὰ ἐμα
πατα , σά ἐειν ' ὁ ὐρανὸς σὸς , τὸ τερέωμα σὸν , ὁ
ἥλιος δᾳδῶχος σὸς , ἡ σελίη θεραπαίνη σὴ, οἱ ἀ
σέρες λαμπτῆρες σοὶ , ὁ ἀὴρ σοφοὺς σὸς , καὶ παύτα

τὰ ἐναέριᾳ σα , ἡ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ , σὰ , ἡ θάλασ
σα καὶ τὰ ἐν αὐτῇ , σα , ὁ κόσμος , σὸς , ἡ Ἐκκλη
σία , σὴ , τὸ θυσιαςήριον , σὸν , ὃ μόσχος ὁ σιτούς
τὸς, σὸς , ἡ θυσία , σὺ , οἱ ῎Αγγελοι , σοι , οἱ ᾿Α
πόσολοι , σοὶ , οἱ Μάρτυρες
· , σοὶ , τὰ παρόντα , σὰ ,
τὰ μέλλοντα , σὰ , ἡ ανάτασις , σὴ , ‫ ܕ‬ἡ ἀθανασία ,
σὴ , ἡ ἀφθαρσία , σὴ , ἡ βασιλεία τῶν ὐρανῶν, σὺ ,
πάντα τὰ φαινόμενα καὶ τὰ νούμενα , σά . Μὴ τὰ σα
ἀπήγαγον, κἀκείνῳ προσήγαγον ; μή σε ἀπέδυσα, και
κεῖνον ἐνέδυσα ; ἐχὶ ἐκ τὸ ἐμῶν πραγμάτων ἐχαρισά
μίω τὸ ἔλεος ; ἐχ ὅμοιός εἰμι καὶ σὲ κακείνε πατήρ ;
καὶ σὲ τιμῶ διὰ τὰ ἀρετί , κἀκεῖνον ἐλεῶ διὰ τίω
καλλίςζω ἐπιτροφίώ . Καὶ σὲ ποθῶ διὰ τω ζω ,
κἀκεῖνον διὰ τὰ μεταβολώ . Καὶ σὲ διὰ τὴν πολι
τείαν φιλῶ , κᾀκεῖνον διὰ τὴν μεταίοιαν . Καὶ σὲ διὰ
μακροθυμίαν , κἀκεῖνον διὰ τῶν ἐν ἐμοὶ ἐπιτροφώ .
Εὐφρανθῆται δὲ καὶ χαρῆναι σε ἔδει, ὅτι ὗτος ὁ ἀδελ
τος
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ , 47

φός σε νεκρὸς ὖ , καὶ αἰέζησαν · ἀπολωλώς ων , છે


καὶ
σὑρέθη . Τις βλέπων νεκρὸν
ત αὐιςάμενον , ἐκ δὐφραί
νεται ; καὶ τίς ορὼν ἃ ἀπώλεσον , ἐκ ἀγάλλεται ;
δεῦρο καὶ σὺ , τέ με , συυσυφραίθητι συὺ ἡμῖν , καὶ
συσκίρτησαν σὺν τοῖς ᾽Αγγέλοις , καὶ περίπτυξον , σὺν
ἡμῖν τὸν σὸν ἀδελφὸν, καὶ σύμψαλλε τῷ Δαβὶδ ἐκεῖς
νο τὸ πνευματικὸν μέλος , τὸ πρέπον τῇ παρέσῃ πα
νηγύρειο μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ αὐομίαι , καὶ ων
મળે ὧν
ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι . Μακάριος αὐτὴρ , ᾧ οὐ
μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίας .
Ἠκούσατε τῆς θείας Παραβολῆς, καὶ τὸν ταύτης
σκοπὸν ἔγνωτε ,καὶ τω
τί δαύαμιν αυτῆς εἴδετε . Ἐμά
θετε πῶς φιλαύθρωπον ἔχομεν Κύριον , πῶς αὐεξί
χάκον .
Αὐτῷ τοίνων προσφύγωμεν μετὰ καθαρᾶς
καρδίας . Δεῦτε , κοινῇ φωνῇ βοήσωμον πρὸς αυτόν
Δέσσοτα , Κύριε φιλανθρωπε, μονογενὲς Υἱὲ τὸ Θεό,
ἡμάρτομον εἰς τὸν ἐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σε , καὶ ἐκ ἐσ
μου ' ἄξιοι κληθμαι ύοί σου ἀλλὰ θαῤῥῆμα τοῖς
σοῖς οἰκτιρμοῖς · ἔχομεν ὅμηρᾳ τῆς σῆς φιλανθρω
πίας τὸν τίμιον Σταυρὸν , ὃν ὑπέμεινας δι᾿ ἡμᾶς· ἔ
χομον ἐγγυητᾷς τῆς σῆς οὐσπλαγχνίας , τω ποτε
πόρνω , καὶ τόν ποτε λῃσμύ . Διὰ τέτων δὲ καὶ ἡμεῖς
καὶ παύτες οἱ ἁμαρτωλοί προξεπόμεθα προςρέχειν
τῇ σῇ φιλανθρωπίᾳ ὡς ἐκείνες ἀοιδίμες καὶ μακα
ρες ἀπέδειξας Κύριε , καὶ ἡμᾶς προασίπτοντάς σοι ἐ
λέησον , ὡς αὐέςησας νεκρὲς σαυρωθείς , καὶ ἡμᾶς νε
ηρωθοντας τῇ ἁμαρτίᾳ διὰ τω πολλώ σου φιλαν
θρωπίαν ανάςησον , ἵνα ἀπολαύσωμον μετὰ τῶν ἀ
πολυξωσαμένων τῆς σῆς ανατάσεως . Ταῦτα λέγον ·
τες , ἐπιμείνωμον , ἵνα καὶ πρὸς ἡμᾶς εἴπῃ ὁ Δεασό
της ἡμῶν Χρισός · καὶ τ πίςιν ὑμῶν γενηθήτω ὑ
μῖν . Καὶ ὑμεῖς δὲ οἱ μέλλοντες ἀπολαύειν τῆς τὸ
Βαπτίσματος δωρεᾶς , παύτα λογισμὸν ἀλλόξιον ἀ
ποῤῥίψαντες , καὶ τὰς ψυχὰς ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανιον
Νυμφίου συνθαύαντες, τῆς τὸ ἁγία Πνεύματος χάρι
τος
48 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡῚ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ .

τος ἀπολαύσατε . Ὁ Κύριος ἐγγὺς , μηδον μεριμνᾶ .


τε , ἐπὶ θύραις ὁ λυφωτὴς ἐφέσηκεν , ὁ ἰαζὸς τοῖς
‫ܪ‬
πιςδύεσι πάρεςι, τὸ ἰαξεῖον ἠνέωνται, τὰ φάρμακα.
πρόκεινται , ἡή κολυμβήθρα παύτας προσδέχεται , ἡ
χάρις ὀξήπλωται , ἡ ท πνευματικὴ κολὴ παρὰ τὸ Πα
~
φὸς καὶ τῷ Υἱδ καὶ τὸ ῾Αγίω Πνδύματος ὀξυφαίνεται .
Μακάριοι οἱ καταξιύμενοι φορέσαι τω ςολτ ! Μό
νον ὑμεῖς τῆς Πίστεως τὰς λαμπάδας ανάψατε , eκαὶ
τὸ ἔλαιον τῆς οὐσεβείας δαψιλῶς ἐπιβάλλετε , ἵνα
νυκτὸς , ὅται γίνεται φωνὴ λέγεσα , ἰδοὺ ὁ Νυμφίος
ἔρχεται , ἐξέλθητε εἰς ὑπαίτησιν αυτῷ μετὰ φαιδρῶν
τῷ λαμπάδων , χορεύοντες καὶ σκιρτῶντες καὶ βοῶντες
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίσ . Αὐτῷ
ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος , να καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὰς αἰῶν
νας . ᾿Αμμύ .

BA
49

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ

Λ Ο Γ Ο Σ

Εἰς τὸ , Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν Οὐρανὸν καὶ τὴν Γω ,

Αἅπας μοὺ ὁ τὴν αὐθρώπων βίος ἀρετῆς ἀγωνισής


ρον πρόκειται , καὶ τὰ τῆς ζωῆς διασήματα πρὸς τὰ
της θεογνωσίας βλέπει διδάγματα . Τί γὰρ ὄφελος
ανθρωπον πλαθῆναι μοὶ ὑπὸ τὸ Θες , τὴν δὲ πλάτ
πέσαν ἐκ ἐπίσαθαι χεῖρα ; καὶ τῆς μὲ κτίσεως βα
σιλέα χειροτονεῖσαι , τὸν δὲ παραγαγόντα τὴν κτίσιν
ἀγνοεῖν ὡς ἐκ ὄντας καὶ τῷ με κάλλει τῆς κτίσεως
τὰς ὀφθαλμοὺς ἐπιβάλλειν , τυφλώττειν δὲ πρὸς τὸν
το κόσμο παραίτιον ; ᾿Αλλὰ καίπερ ὁ το ανθρώπων
βίος τὰς ἡνίας ανείληπται πρὸς τὰ θεῖα παιδεύμα
τα · ἀλλάγε τῆς νηςείας ἡ σάλπιγξ τὸ κοινὸν ἐξαί
ρετον κέκτηται . Τὸ δὸ σεμνὸν ἑαυτῆς μέλος ταῖς τῆς
ψυχῆς ἀκοαῖς αἰαβοῶσα , πρὸς τὸ τῆς ἀγωνισμάτων
διανίςησι σάδιον , τὰς τῷ θείων ἐραςὰς μαθημάτων
φιλοπονωτέρες ἐξεργαζομένη · καὶ τῷ ἔνδον ὀφθαλμῶν
περιαίρεσα τὰς λήμας , τὰς τῆς θεογνωσίας ἀκτῖνας
φανερωτέρας δείκνυσιν . Ὅσῳ τὸ ἀμβλύνει τὰ τὸ σῶ
ματος πάθη , τοσούτῳ πρὸς τὸ θεῖον ἀκονᾷ τῆς ψυ
χῆς τω διάθεσιν · καὶ τὰ τῆς σαρκὸς κοιμίζεσα κύ
ματα , τῇ ψυχῇ γαλήνην μνης δύεται. Ἐγχειρίζει δὲ
αὐτῇ τὸς καὶ τὸ σώματος οἴακας, καὶ περικόπτει τω
τάσιν , τί καὶ τῆς παθῶν ὀξυσίαν ὀρέγεσα , καὶ τὴν
φιλοσώματον πυρκαϊαν ἀποσβέσασα , τὴν φιλόθεον d
νάπτει λαμπάδα . Δεῦρο δὴ ἦν καὶ ἡμεῖς ἐρανίῳ περ
θόμενοι σάλπιγγι , φιλοσοφῶμεν τὰ θεῖα , καὶ πρὸς
Encicl. Tom. 11. d τὸν
5ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΑΡΧΗ .

τὸν τῆς κτίσεως Δεασότίω διὰ τῆς κτίσεως αναβαί


νωμέν . Κλίμακος ἣ δίκην ὁ Θεὸς ἁρμόσας τὴν κτίσιν,
δι' αὐτῆς πρὸς ἑαυτὸν τοῖς φιλοθέοις ανάβασιν ἐτεχνή
σατο . Χειραγωγεῖ δὲ ἡμᾶς πρὸς του αὔοδον χάρις
Μωσαϊκῆς γλώττης ἐπιβαίνεσα προφητική . Τί λέγε
σα ; τί βοῶσα ; Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἐρα
νὸν , καὶ τὴν γῆν. Ὁρᾷς, φησιν , ἐρανε πλάτη , καὶ με
γέθη , καὶ κάλλη , τὰ τοῦ ὀμμάτων ὑπερβαίνοντα μέ
ξα τῷ θαύματι , τῦτον ὁ Θεὸς καὶ παρήγαγε νόύμα
τι , καὶ συνέχει προςάγματι. Οὐ κάτωθεν ὑπερασμά
των προσαναβαινόντων τοῖς ὕψεσιν , ἔτε μίω αἰωθο
τις δεσμὸς τῆς δρανε κορυφῆς ὑπερκείμενος , αἴω μέ
ναν βιάζεται . Τὸ δὲ τῆς γῆς ἄχθος ἀπεραύτοις τοῖς
διασήμασι , πε κρέμαται; ἀλλὰ κἂν εὕρης θεμέλιον
ὑποκείμενον , πάλιν ἐκείνε τὴν ρίζαν ζητᾶς , καὶ μετ᾿
ἐκεῖνο τὸ ὑπ᾽ ἐκεῖνο , ἕως τῷ βάθει τῆς ἐρδύνης ὁ λα
γισμὸς παιδευθεὶς ανακράξῃ˙ δάκτυλος Θεῷ τότό ἐςι.
Καὶ τὸ δὴ τῷ θαύματος θαῦμα διάδοχον . Οὐρανὸς καὶ
γῆ παρηγάγοντο κυοφορῶντες τω ἄβύατον , καὶ τὰ πε
λάγη βαςάζοντες ἵσαντο , μηδὲ τῷ βάρει πρὸς πτῶ
σιν διολιπαίνοντες . Καὶ καθάπερ τις ἐγκύμων γαςὴρ ,
ταῖς τῶν μηνῶν περιόδοις ἐξογκουμένη , τὰς ὠδῖνας
γειτνιώσας κηρύττει , τὸν αὐτὸν δὴ ζόπον κρεμάμενος
ἐρανὸς τὴν τοσαύτην τῷ ὑδάτων φύσιν ἀπεριζέπτως ἐ
βάςαζων · ἔμενε γὰρ ἄσειςος Δημιεργεί σφιγγόμενος
νδύματι . ᾿Αλλὰ ᾧ ὥσπερ οἶκον τέως ἀκόσμητον , πα
ραγαγὼν ὁ Θεὸς τὸ σῶμα τῆς κτίσεως , με' τότο πρσ .
άγει τὴν διακόσμησιν , τῳ τῇe μεγέθες θαύματι κάλ
λος ανάλογον μηχανώμενος . Ωασερ δὲ οἱ της ζωγρά
φων παῖδες ρολοικαίνοντες τὲς τοίχους , τὰ τὸ χω
μάτων αἴθη διὰ τῆς~ τέχνης φυτεύεσιν , οὕτως ὁ Δη
μιεργὸς πρὸς τὴν τῇ κόσμο διακόσμησιν ἐπειγόμενος ,
φωτὶ πρῶτον λόυκαίνει τις τοίχες τῆς κτίσεως . Εἶπε

γάρ , φησιν , ὁ Θεός γενηθήτωφῶς. Πρώτη φωνὴ νῦ


θεόθεν ἐπέμπετο , καὶ τὸ φῶς ἀπετίκτετο . Ἠκέετο φως
vn ,
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΑΡΧΗ . 51

νὴ , καὶ παρήγετο φύσις . Κλῆσις ἐγίνετο , καὶ ἡ κτίσις


ἐπλάττετο . Αρα γὰρ ἐκ ἴχυε σιωπῇ πράττειν ἅπερ
ἐβέλετο ; ἐκ ἠκολέθει τὸ 2 ἔργον τῷ νούματι ; ἀλλ᾽ἐρα
νὸς μου παρήχθη , καὶ γῆ σὺν τοῖς ὕδασι , μὴ προλα
βέσης φωνῆς· φωτὸς δὲ παραγομενς , φωνὴ προμαρτύ
ρεται ; Τίς ἦν ὁ λόγος , καὶ τίς ἡ αἰτία το φθέγμα
τος ; μάθωμαν , καὶ σιωπέσης ἀκέαν τῆς γραφῆς , καὶ
φθεγγομένης παιδεύεται . Ἐπειδὴ δὲ ἄρτι πλαθεῖσαι
της Αγγέλων αἱ μυριάδες ; ἑώρων μοὶ τὰ γινόμενα ,
τὸν δὲ ποιέντα βλέπειν ἐκ ἴχυον ( ὑπερβαίνει δ
Αγγέλων ὀφθαλμὸς τὸ τῆς θείας ἐσίας ἀθέατον
εἰκότως να προλαμβάνει φωνε πρὸς αἴπησιν , καὶ
θαῦμα τὸ γινομένε νικῆσαν της Αγγέλων τὰς δήμος ,
ἵνα τῳ προς άγματὶ συνοδευον τὸ δημιεργέμενον βλέ
ποντες , καὶ τω θέαν καταπληττόμενοι, πρὸς γνῶσιν ,
ὕμνον ξαπῶσι τὸ κτίσαντος . Τίς στος ; φησὶν ἀν
τὸς ὁ Θεὸς πρὸς τὸν οἰκεῖον ἀγωνιςω τὸν Ἰὼβ δια
λεγόμενος, ὅτε ἐποίον ἄςρα , ᾔνέσαιμε φωνῇ μεγάλη
παύτες οἱ ᾿Αγγελοίμε . Τῇ δ καταπλήξει της θέας
κρατέμενοι , πρὸς ἕκασον τὴς παραγομείων τὸν Ποιη
τὴν αὐλυφήμων . Ἐπὶ τέτοις μεταξὺ τὸ ὑδάτων ὁ Δη
"
μιουργὸς περιτείνει τερέωμα , καθάπερ όροφο πρὸς
ζωγραφίαν ἁρμόδιον . Γυμνοῖ δὲ με τόπον τδ υδάτων
τῆς ἠπείρε τὰ νῶτα , ὥσπερ αἴτισι ταμιείοις τὰ πε
λάγη συγκλείων , κλεῖθρον ἐπιθεὶς τῇ ἀβύασῳ τὸ
πυρόςαγμα , καὶ ψάμμῳ χαλινώσας , ὡς φόβῳ , τ
θάλατταν , αναυάγητον τοῖς πελάγεσι φυλάττων τω
ἤπειρον . Κἂν ανέμων ἐμβολαῖς ὠθῆται πρὸς τὴν χέρ
σον ἡ θάλαττα , φέρεται με κορυφωμένη τοῖς κύμα
σι , ψαύσσα δὲ τῆς ὅρων ὑπονοςε δραπετεύεσα . Καὶ
τω τῇ Δεασότε φωνὼ ἐν αἰγιαλοῖς γεγραμμώύτω δ
ρῶσα , κυρτομενη τοῖς κύμασι προσκυνεῖ τὸν ὁροθετή
σαντα , καὶ πλήττεσα βίᾳ του χέρσον , αὐτιπλήττεται
πρὸς φυγὴν τῇ τῇ προς άγματος μνήμῃ. Διὰ τῦτο γα
λίμα πορφυρᾶσα περισαίνει τω γέπνα , καθάπερ
d 2 ázn...
52 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΑΡΧΗ .

ἀγκάλαις ἁπαλαῖς προασλεκομενη τω ἤπειρον , 70


της
το Δεασότι διαπαντὸς περιεχομενη προςάγματι , καὶ
μονονεχὶ καθ᾿ἑκάςω ἀκύειν νομίζεσα · συναχθήτω
Η
δὴ τὰ ὕδατα εἰς σωαγωγό μίαν , καὶ ὀφθήτω ἡ ξη
ρά . Καὶ μενει το προς άγματος μνήμων δεδεμενη τῇ
ψάμμῳ · πς φόβῳ τῷ δήσαντος τὸν δεσμὸν καὶ βιάζε .
ται , προφητικὴν βεβαιᾶσα φωνήν · ὅριον ἔθε , ὃ καὶ πα
ρελεύσεται . Ἐπεὶ τέτοις τδ ἀτέρων ἐν ἐρανῷ διαπεί
ρε τὰ φέγγη , καὶ τῷ σερεώματι τὰ τε φωτὸς αἴθη φυ
τούει , χάριν , καὶ χρείαν τῆς γῆς ἐπιτελῶντα . Πρὸς
τέτοις τὸ τῆς κτίσεως ἔδαφος δ᾿ανθέσι λειμῶσιν ἐποί
κιλε , Ζώων δὲ γονὰς ἐκ τῆς γῆς ανελκύσας , μητέρα ,
καὶ ζοφὸν τῆς πλαττομείων ἀπέδειξα . Οὕτω δὴ τῶ

ξηραν σεφανώσας , ἐκ ἔδειξαν ἄλληςον ἐδὲ πρὸς τεχνο


γονίαν τω θάλατταν . Εδει ο αυτὴν μηδενὸς ὁρᾶστ
θαι τῆς γείτονος γῆς ἀτιμωτέραν πρὸς ὠδῖνας ὑπάρ
χέσαν . Ἓν ἔπεμπε τὸ πρόταγμα , καὶ νυκτοῖς μοὶ δύο
θὺς ἐπλήμμυρον ἄβυσσος · πτωοῖς δὲ ἀὴρ ἐπολίζε
το , καὶ κόσμος ἀπήρτιςο , τῳ θαύματι κράζων· ὡς ἐν
μεγαλύνθη τὰ ἔργασε Κύριε , παύτα ἐν σοφίᾳ ἐποίη
"
σας ; Αλλ᾿ ἡ μὲν κτίσις ἀπήρτισαι , τί το Ποιητοῦ
σοφίαν καὶ διασείαν ἀσιγήτως κηρύττεσα , διαφόρως
ὀξυφασμένη ταῖς φύσεσι. Τὰ μοὶ δ θνητὰ , τὸ δὲ
αθανασίᾳ κεκόσμηται · καὶ τὰ μὲν ὄψεως κρείττονα , τὰ
δὲ αἰσθήσει μεζέμενα . Τὰ μεν λόγῳ τετιμημεία , τ
δὲ ἀλογίᾳ κρατέμενα . Τὰ μοῦ ἔμπνοά τε καὶ ἔμψυχα ,
τὰ δὲ ψυχῆς καὶ αἰσθήσεως ἄμοιρα . Καὶ τὰ μὲν σκιρ
τῶντα ταῖς μεταβάσεσι, τὰ δὲ δεσμῷ φύσεως προση
λωμεία τῇ γῇ, Εδει δ τὸν πλᾶτον τῆς κτίσεως ἐν
τοῖς κτιζομενοις ἐμφαίνεται .
Ὁ μὲν ἐν τῆς κτίσεως οἶκος , ὅπερ ἔφθην εἰπῶν ,
φιλοκάλως ἀπήρτισο , καθάπερ τὶς θρόνος βασιλικὸς
διακοσμηθεὶς περιμένων τὸν βασιλεύοντα . Εδει δὲ
ἄρα καὶ αὔθρωπον παραχθαι τὸν τις βασιλικῷ πρό
να προσήκοντα . Τί ἐν ὁ παύσοφος Δημιεργός ; ἄμφω 2
πε
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΛ . ΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΑΡΧΗ . 53

τὰ μέρη τῆς κτίσεως εἰς τ᾽ αυτὸ συνελκύσας καὶ ἐκ


γῆς μὲν αὐτῷ συναρμόζει τὸ σῶμα , ἀόρατον δὲ καὶ
θάπερ ἐν ξοαύῳ καλλωπιπούτι τὴν ψυχὴν ἐμπνούσας
τῷ σώματι , ἔμψυχον ἔςησαν ανδριαντα , πᾶσαν ὁμῶ
~
τω κτίσιν ἐν ἑαυτῷ περισφίγγοντα . Γνωρίζει ο τ

τὸν τῆς ᾿Αγγέλων ἡ πολιτεία , τῇ τῆς ψυχῆς συγγέ
νείᾳ τοῖς ἐκεῖ δήμοις ἐγγράφεσα . Περιπτύσσεται δὲ
καὶ ὁ τὴν ὁρωμένων χορὸς , ἔργοις ὁμολογῶν τῆς φύσεως
τὴν συγγένειαν , καὶ τὰς χρείας αυτῷ γεωργῶν, τὸ γέ
νος μαρτύρεται. Διὰ τῦτο καὶ μηδέπω πλαθεὶς αὔθρω
πος , σκέψει τιμᾶται το πλάττοντος , καὶ βελεύμασι
θείοις σεμνεύεται ποιήσωμεν· ανθρωπον κατ᾿ εἰκόνα
ἡμετέραν , καὶ καθ᾿ὁμοίωσιν
· πρεσβυτέραν τῆς πλάσεως
τὴν τιμὴν ὑποδέχεται ἔπω ὁ πηλὸς συναρμόζεται ,
καὶ ὁ θρόνος παρασκευάζεται . Ποιήσωμον ανθρωπον
Θεῷ μονογενῆς οἰκητήριον˙ ποιήσωμεν τὸν ᾿Αδάμ , ἀφ
ὑπέρτις δεύτερος ᾿Αδάμ το δημιεργῷ συγκαθεσθήσει
ται˙ ποιήσωμεν αὔθρωπον κατ'εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ
ὁμοίωσιν . Ἐνταῦθα μοι σφώτεινον ; ἀγαπητὲ , τὴν ἀ
κον˙ τῆς δ συγγονᾶς φύσεως τὸν θησαυρὸν μεταλ
λούομεν. Ποιήσωμεν ανθρωπον κατ ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ
καθ᾽ὁμοίωσιν . Μία μου εἰκὼν ἡ πλαττομένη , ἐχ ἑ
νὸς δὲ προσώπε μνήμη , ἀλλὰ ξιῶν ὑποφάσεων . Και
νὸν δὲ τῆς Θεότητος δημιέργημα τὸ πλαττόμενον , διά
δα μὲν ἐμφαίνει τὴν πλάττωσαν , μίας δὲ εἰκόνα τῆς
διάδος ὑπάρχεσαι . Εἰ δὲ μία τῆς διάδος ἡ εἰμῶν,
μία τῶν ξιῶν ὑποφάσεων ἡ φύσις . Τὸ γὰρ τὸ αυτὸν
τῆς ἐσίας ἡ τῆς εἰκόνος οὗότης κηρύττει . Πᾶ γὰρ ἐν
εἰκόνι μιᾷ διαφορὰ τῆς ἀρχετύπε φύσεως εύρεθήσε
ται ; μία Θεότης, μίαν ἑαυτῆς εἰκόνα καὶ τω φύσιν
ανέςησε · διὰ τῦτο τὸν εἰκόνος ἀξίᾳ τιμηθούτα , καὶ ἀυ
τῇ κατασκευῇ τῆς πλάσεως κατεκόσμησε τὰ μου δ
ἄλλα της ζώων , ἢ τῷ ὅλῳ‫ܝ‬ σώματι τω γίώ ἐπισύ
ρεται , καὶ βαδίζειν , ἀλλ᾽ ἕρπειν κληρωθούτα νόμῳ τῆς
φύσεως , ἢ πρὸς τὴν γῆν κατακύπτει , τὸ μηδεία κλῆ
d 3 ρου
54 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΑΡΧΗ .

ρον ἔχειν ἐν δρανῷ διὰ τὸ σχήματος μαρτυρούμενα


αὔθρωπος δὲ μόνος ἐμφαίνει διὰ τῆς πλάσεως τω
ευγένειαν . Ὄρθιος πρὸς ἐρανὸν ανατείνεται, ποσὶ μὲν
ψαύων τῆς γῆς, ὡς ἐν αὐτῇ τέως ςρεφόμενος · τῷ δὲ
προσώπῳ πρὸς οὐρανίους αψίδας αιρόμενος , ἤδη δὲ
καὶ χεῖρας ἐκτείνων , τῷ ἐν ἐρανῷ παζίδα φαντάζε
ται τὴν τῷ Παύλο, πρὸ τὸ Παύλε φωνὴν αὐακράζων
ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν ἐρανοῖς ὑπάρχει . Ὡς ἐν πρός
ναι καθεζόμενος δείκνυσιν ἔργοις διὰ τῆς ἀξίας τω
εἰκόνα το κτίσαντος , τοῖς πράγμασιν ὡς χώμασι τὸν
πεποιηκότα μιμέμενος : κτίζειν δ καὶ ὗτος ἐπιχειρεῖ ,
καὶ δημιυργεῖν ἐπιθυμεῖ , καὶ οἶκον συμπήγνυται , καὶ
σκάφος͵ τεκταίνεται , καὶ κλίνας ἁρμόζεται , καὶ ζάπε
ζαν πήγνυται , καὶ παίζων ἐν τῇ κτίσει , τὰς χεῖρας
μιμεῖται τὸ πλάσε . Πάλιν ανθρωπος πατὴρ γίνεται,
καὶ ὑὸς ἀποτίκτεται τοῖς θείοις μόνος τετιμημενος ἀξιώ
μασι, καὶ ὀνόμασι , καὶ τὸν ἄχρονον πατέρα χρόνῳ , καὶ
κλήσει μιμεῖται , καὶ τὸς μετ᾽ ὠδῖνας ἐπονομάζεται ,
τὸν ἀπαθῶς ὑὸν εἰκονίζων ἐν πάθεσι ี . Πάλιν Βασι
λοὺς ἀληθὴς , καὶ νομοθέτης Θεὸς , ᾧ μύρια μου μες
ριάδες λειτουργοῦσιν ᾿Αγγέλων , μύριαι δὲ μυριάδες
πειθαρχῶσι προς άττοντι. Δείκνυσι δὲ καὶ ἔτος ἐν ὑἱ
πηκόοις κράτος, καὶ συνέχει νόμοις ςρατόπεδον , καὶ δι
κάζει τοῖς ανθρώπων πλημμελήμασιν ανθρωπος , καὶ
λόγον ἐκφέρει , καὶ ἀποφάσει σεμνμύεται , ἐν τῇ τῶν
πραγμάτων σκιᾷ τὸν ἀληθῆ βασιλέα χηματιζόμενος .
Αλλ᾽ ὁ μον πλέτος το πλάσαντος περιῤῥέων τῳ αὐ
θρωπότητα , κυμαίνει ταῖς χερσίν ἡμῖν δὲ να στις
τέλλει τὸν λόγον ὁ καιρός . Αὖθις δὲ τὸ χρέος ὑμῖν
ἀποτίσομεν , συνεργέσης τῆς χάριτος͵ ἐν Χρισῷ Ἰη
σε , ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμώ .

ΛΟ
55

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ .

Οἶδα χρεώσω , ἐμαυτὸν τῆς καὶ τὸν Ἀδὰμ διδασκα


λίας χειρογραφήσας , καὶ τὸ χρέος ἐπιγνώσκων το με
γέθει τὸ λέους ταράττομαι· ἀλλ᾽ ἐπειδήπερ σφοδροὶ
μοὺ ὑμεῖς ἐραςαὶ μαθημάτων , καὶ τῆς ὑποχέσεως α
παιτηταὶ δεινοὶ καθες ήκατε ,, ἡμεῖς δὲ πρὸς καταβο
λύ ἀσθενεῖς , φέρε τὸν Δεσπότω Χρισὸν συνεργὸν

γενέθαι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν αυτῶν ἱκετεύσωμον . Εἰ


δ χαίρει τὰ τζδ ἁμαρτιῶν ἔγγραφα σχίζων , · πολλῷ
πλέον συφραίνεται τὰ τῆς διδασκαλίας συγκαταβάλ
λων ὀφλήματα . Δεῦρο δὴ ἦν ᾿Αγαπητὲ , τῇ κατὰ τὸν
Αδὰμ
C συγγραφῇ τὸν νῦν ἀχολήσωμεν · εὔκαιρος γὰρ
ἡ περὶ τότε καὶ νηςείαν διήγησις· ἐπειδὴ καὶ ταύτω
ἐν Παραδείσῳ μετὰ τῶν ἄλλων φυτῶν φυλάττειν ὁ
Αδὰμ ὑπεδέξατο · καὶ τῇ τῆς ἀπολαύσεως ὀξυσία καὶ
ὁ τῆς νηςείας νόμος πρὸς αὐτὸν ὑπεγράφετο . ᾿Απὸ
παντὸς δὲ ξύλε τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ βρώσει φαγῇ ,
ἀπὸ δὲ τῷ ξύλε το γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν ,εφά
γεθε ἀπ᾿ αυτό . Πρώτη Βασιλέως διάταξις , ζοφὴν χα
αζομεύη , καὶ νηςείαν νομοθετᾶσαν ἔχε φησὶ τῶν ὅλων
τὴν ἐξεσίαν, ονὸς ἀφίςασο μόνε · ἡ χεὶρ ἐκτεινέθω
πρὸς ἅπαντα , καὶ συνελλέπω πρὸς δ . Οὐ φθονήσας
ἐκώλυσα τω ἀπόλαυσιν , οὐδὲ ἐμαυτῳ τῷ βρῶσιν
ταμιδλόμενος · ἐμοὶ δὲ φύσις αὐενδεὺς, καὶ πρὸς ἅπαν
πάθος ἀχείρωτος . Ἀλλ᾿ἵνα ἐννοῶν τὸν κωλύσαντα ,
γνωρίσῃς τὸν χορηγήσαντα καὶ ἡ τὸ ονὸς ἀποσέρησις ,
γενηταίσοι. τὸ τὰ ὅλα δεδωκότος ὑπόμνησις , ἵνα μὴ
πρώτοθαι ἡ ζυφὴ περιῤῥέσσα ,‫ ܕ‬λης ούσῃ τῷ μνήμην
τῆς χάριτος , ἵνα μὴ τῇ ἀπλησίᾳ τῆς βρώσεως ολι
θήσῃς πρὸς ἄγνοιαν. Τὰ μοῦν ἄλλα της ζώων ἔθ
νη καὶ γένη διαπλάττων ὁ Δημιεργὸς , νόμοις ἀκινή
τοῖς ἔδησε φύσεως, καὶ προαίρεσις ἐκ ἔσιν αυτοῖς ἐπ᾿
ἄμφω τω ὀξυσίαν μερίζεσα , δὲ λογισμᾶ διάκρι
d 4 σις
56 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ .

σις ζυγοςατᾶσα τῶν πρακτέων τω αἵρεσιν · ἀλλ᾽ ὁμῶ


τε κελόύει φύσις , καὶ εἰς τὸ πράττειν ἐπείγεται , μὴ
πολυπραγμονῶντα τὸ πρόταγμα . " Ανθρωπος δὲ λόγῳ
τετίμηται , καὶ προαιρέσει κεκόσμηται, καὶ ἀντεξεσία
γνώμῃ ἀςράπτει , βελήματι ἀδέλωτον ἔχων τὸ φρό
νημα , αυτοδέσποτον ἔχων τὴν πρόθεσιν , ἀβίαςον δεικ
νὺς τῶν πρακτέων τ αἵρεσιν . Εντεῦθεν τὸ μον ἐ
κλέγεται , τὸ δὲ πρὸς τὸ δοκῶν παραπέμπεται · καὶ τὸ
με ἀποτρέφεται , τῳ δὲ προτίθεται· καὶ βασιλεύων
αυτεξεσίῳ βελούματι , πλετε ταῖς τῆς γνώμης αἱ
ρέσεσι . Διὰ τῦτο διδὲς νόμον Θεὸς, ἐκ ανάγκην πρὸς
τὸ πράττειν προςίθησιν , ἀλλ᾽ ἐντέλλεται τὰ δοκῶντα ,
καὶ τῷ θέλειν τω πρᾶξιν ἀφίησι. Κἂν ὁ προςαττό
μονος παραδράμῃ τὸ πρόταγμα , δ᾽ὅτως μεταλλάττε
τω φύσιν , εδὲ νόμοις ανάγκης δεσμεύει τὸν παρα
κέσαντα , δὲ ἀφαιρεῖ βίᾳ τω χάριν , ἐδὲ περιστα
τὸ δῶρον ανάγκῃ , ἐδὲ νοθεύει τ γνώμίω παραξέ
πων τὴν φύσιν · ἀλλ᾽ ἐῶν τὸ τῶν λογισμῶν αυτοδέσπο
τον , σωφρονίζει τιμωρίαις τὸν πλημμελήσαντα . Τῷ

δὲ κρατῶντι λογισμῷ τὰς τὸ σώματος μυίας ἐπέζες
ψε , καὶ καθάπερ ἅρματι τῷ σώματι τὴν ψυχω ἡνίο
χον ἐπισήσας , τὸ δρόμον τῆς ἀρετῆς ἐλαύειν παρακε
λεύεται . Ενταῦθα τοίνω , εἰ μεν νήφων ὁ λογισμὸς

ανέχῃ τὰς ἡνίας τὸ σώματος , ξέχει δρόμον προξενεν


τα τὸν ςέφανον · ἐπινυςάξας δὲ καθάπερ ἵπποις τοῖς
πάθεσιν , ἔλαθα ἑαυτὸν καὶ κρημνῶν , καὶ δυχωρίας
φερόμενος , καὶ τελευταῖον καταβληθεὶς , ἕλκεται κεκο
νισμένος , αἰχμάλωτος ἅρματος οἰκείς γενόμενος ,
συρόμενος κέκραγε ταλαίπωρος ἐγὼ αἴθρωπος, τις
με ρύσεται ἀπὸ τὰ σώματος το θανάτε τότε ; προδὲς
ῥᾳθυμίᾳ τω δεασοτείαν , γίνεται δῆλος παθῶν
καὶ πάθεσιν ἀλογίςοις ὁ λογισμὸς παραχωρήσας τὸν
Θρόνον , δῆλος ἠλέγχθη τότων , ὑφ᾽ ὧν ἐτάχθη δελφε
παι . Πρὸς τοίνωυ τοῖς ἄλλοις , οἷς Θεὸς τιμήσας τὸν
αὔθρωπον φαίνεται , καὶ λογισμῷ αυτεξεσία δωρεᾷ ἀμε
φιέ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ . 57

φιέσας , δέδωκε νόμον αυτῷ , γυμνάζων τὴν αἵρεσιν .


Καὶ καθάπερ ἐν δέλτῳ , τῷ φυτῷ διαγράψας τὴν ἐνα
πολύω , τω οὔδον κρυπτομενῳ διάγνωσιν ανεκίνησαν ,
ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς διαφοραν ἐπὶ τῇ ξύλε προσγρά
μας . Εντεῦθα γνωσὸν καλῦ καὶ πονηρῶ τὸ ξύλον ἐκ
πονομάζεται : ἀφ᾽ὧν δ ὗτος ἐδιδάχθη , ὑπὸ τέτων τὸ
ξύλον ἐκλήθη , καὶ ἡ τότε διδασκαλία το φυτό πρόσω
γορία . Ἐκεῖ δ , ὡς ἔφω , τῷ ᾿Αδὰμ ἡ γνῶσις ἐμε
λετατο , καὶ τὸ λογικὸν ἐγυμνάζετο · ἀπὸ παντὸς ξύλε
τῇ ἐν τῷ Παραδείσῳ βρώσει φαγῇ · ἀπὸ δὲ τῷ ξύλε
τε γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν , ὦ φάγεθε ἀπ᾿ ἀυτό .
Εχε τὴν ἀπόλαυσιν ἄμεζον , ςῆσον μόνον τὴν χεῖρα
πυρὸς ἄτοπον βρῶσιν ἐπιγινομών . Δεῖξον τῇ τῇ νόμο
φυλακῇ τὴν τὸ νομοθέτε τιμήν . Ἴδω τὴν γνώμην , ἵνα
θαυμάσω τὸ φίλτρον .•A Δίδυμοι χάριν , τὴν χεῖρα συ
ςείλας . Τὸν ὅλε Παραδείσε Δοτῆρα , ονὸς ξύλε μό
τον προτίμησον. Σε δικασὴν τῆς ἐμῆς ἐποιησάμην τις
μῆς . ᾿Αμείβε τὸν δ᾽εργέτην περιφρονήσει τῆς γεύσεως .
Διὰ τέτό σοι τὸν θαύατον φόβον τῷ νόμῳ προσήνεγκα ,
βοηθᾶντά σοι πρὸς τα παρανομον ὄρεξιν , κἂν ὁ λο
γισμὸς πρὸς αυτίω ὀλιπαίνῃ , τῷ φόβῳ στηρίζεται
Νεῦρον τὸ πρὸς ἐγκράτειαν ὁ τῆς παραβάσεως φόβος .
Σὺ δὲ μὴ φόβῳ τὴν τιμὴν , ἀλλὰ πόθῳ προσώεγκε .
Φυτὸν γενῶ μεῖζον το Παραδείσε λαμπρότερον . Δρέ
ψομαί σε κάγω τὴν ὑπακοὴν , ὡς καρπὸν ἀγαθὸν τῆς
προαιρέσεως . Προσενεγκέ μοι δῶρον τω γνώμην . ᾿Α
πὸ παντὸς ξύλε τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ βρώσει φαγῇ .
Πλάτωον τῆς ἐπιθυμίας τὲς ὅρες · νικᾷ γάρ σε τί
χρείαν , ἡ τῆς χορηγείας δαψίλεια . ᾿Αντὶ πλέτε ταῖς
ἐπιθυμίαις Παράδεισος˙ ἀλλ᾿ ὅπε τὸν νόμον γεγραμμέ
νον ὁρᾷς ἐκεῖ τὸν πόθον αὐάτελλε . Παραιτᾶ ἀφὴν τῆς
ζοφῆς, ὡς ζωῆς δηλητήριον · ἀπόστρεφε τὸ βλέμμα > 27
χειραγωγῶν πρὸς παράβασιν : φεῦγε τω θέαν , ἵν
χῃς τὸ σώζεθαι . ᾿Απὸ παντὸς ξύλε το ἐν τῷ Παρα
δείσῳ βρώσει φαγῇ .
᾿Ακο
58 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ .

1
᾿Ακόλουθος ὁ νόμος τῷ χρόνῳ , πρόσφορα της και
ρω τὰ ὀντάλματα . Ποῖον
ρῷ αὖ νόμον ἥρμοσε ; τὸ μὴ
φονδύσῃς ; τίνα ; καὶ διατί ; μὴ κλέψῃς; τὰ τίνος ; καὶ
μὴ μοιχούσῃς ; τ τίνος ; ποῖον δ αὖ αὐτὸν κάλλες
βέλος ἐτόξευσαν ἕτερον , ἵνα τὴν βολὼ φυλαξάμενος ,
φύλαξ γεύεται το προςάγματος ; Τέως μονὲν ὁ ᾿Α
δὰμ ἀκινδυύως απήλαυε , καὶ ᾧ ἀβλαβὴς ἡ ξυφὴ ,
ἄμικτος ὀφιώδους 18. ᾿Αλλ᾽ ἤγειραν ήἡ θέα πρὸς βασί
κανίαν τὸν διάβολον , καὶ πληγες οἷς ἔβλεπαν , αντι
πλήττειν πειρᾶται τὸν πλήττοντα . Εἶδε πάσης κτί
σεως ὀξυσίαν ἀμέρισον εἶδε θαλάττης δεασοτείαν ἐχε
χειριθείσαν , ζώων ὑποκοπτέσας ἀγέλας , Παράδει
σον οἰκητήριον , νύμφην χαρὶ πλαττομένην Θεῷ · προ

κα διδομένην τὴν κτίσιν , νυμφοςολῶντα Θεόν · καὶ φθό


νῳ βαλλόμενος , ὄψιν ὁ θηριώδης ἐνδύεται . Οφεως ·
μὲ τὴν τὸ ἀέρος ἡνιοχείαι καθίσαται , πρά
ἡνίοχος , με
ξεσιν ἀτίμοις ἐπισυρόμενος . Ὁ δ προσκρέων Θεῷ ,
καὶ πρὸ τῆς τιμωρίας , τιμωρίαν ἔχει τὴν ἀτιμίαν . Οὕ
τω τοίνυν ὄφεως ὑποκριτὴς γεγονώς, πρόσεισι τοῖς ἐς
πιβελεύομενοις , τὸν κηδεμόνα μιμέμονος , καὶ τῷ ᾽Α
δὰμ τέως ἀφεὶς τὸ τῆς συζυγίας οὐχείρωτον , ἕτερον
περιεξέρχεται μέρος " ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοιχωρυχεῖν
τὸν ανθρωπον ἄρχεται . Τί ὅτι εἶπε ὁ Θεὸς , 8 μὴ V
φάγητε ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ ἐν τῷ Παραδείσῳ ; Υ
ποκρίνεται φιλανθρωπίαν ὁ πρὸς φόνον δραμὼν , καὶ
συγκρύειν ἐπιχειρεῖ τὸν οἰκέτω πρὸς τὸν Δεσπότω ";
συμπαθείας προχήματι . Εἶδον ὑμᾶς , φησὶν , ἐν ἀ *
γαθῶν περιεσίᾳ τυχεῖν καὶ τολμῶντας , καὶ συμπαθής
σας ἐλήλυθα · εἶδον ἐν μέσῳ Παραδείσε λιμώττοντας ,
καὶ τω λύπω μεριζόμενος ἦλθον . Τί δ , εἰπέ μοι ,
βελόμενος ὁ Θεὸς τῷ βρῶσιν ἐμώλυσε ; τί δείξας
τὴν θέαν , τῆς πείρας ἐςέρησε ; τίνι ταμιεύεται τὴν ἀ
πόλαυσιν ; τίνι φυλάττει τὸ δῶρον
‫اد‬ , ὑμῶν ἀφαιρώμενος ;
ἄμεινον ἦν , εἰ μὴ ἐδεδώκει , ἢ δεδωκὼς ἐκώλυσε . Πα
ράδεισον ἔδωκε , καὶ τὴς βρῶσιν καὶ συνεχώρησε ; Ταύταις !
ταῖς
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ . 59

ταῖς φωναῖς τὴν ἀκοὴν ὑπεργάζεται , καὶ πολιορκεῖ τὸν


λόγον , καὶ κυμαίνει τω γνώμην . Ἔπληξε τὴν ἀκοὴν,
ἵνα βλάψῃ συνείδησιν . Αλλ᾿ἀποκρίνεται πρὸς τὸν ἐ
πίβαλον ἡ γυνὴ , καὶ διορθῆναι
S τὸν ἐπιβελόύοντα βγα
λεται . Τί σαυτίω , ὦ γύναι, μολύνεις ταῖς ἀποκρί
σεσιν; ἐφώρασας τὸ ψεῦδος; φεῦγε τὶν τὸ μούδες ἐρ
γάτω , ἀποστρέφου τὸν τῇ ψούδες πατέρα , αὐτίςησον
αυτὲ ταῖς μηχαναῖς τὴν σιγὴν , ἄπρακτον αυτῷ ποίει
τὸ βέλος , τὴν ἀκοὴν ἀποφράξασα . ᾿Απὸ παντὸς , φη
σι , ξύλου τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ βρώσει φαγόμεθα ,
ἀπὸ δὲ τῷ ξύλε το γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν , εἰς
πον ὁ Θεὸς , οὐ φαγόμεθα ἀπ᾿ αὐτῷ · ἡ δ᾽ αὖ ἡμέρᾳ
φάγηθε , θανάτῳ ἀποθανεῖπε . Ἐγύμνωσας σαυτώ ,
ὦ γεαι , τῷ ὅπλων , Θεῖ φων τῷ διαβόλῳ κατα
πις δύσασα . Τί ἦν ἐκεῖνος ; ὦ θανάτῳ φησὶν ἀποθα
νεῖσε . Ὢ γνώμης μιαρᾶς, καὶ φωνῆς τολμηρᾶς ! Θεὸς
τοῖς παραβᾶσι θανατον ἀποφαίνεται , καὶ διάβολος ζω
ω τοῖς παρανομῶσιν αὐτεπαγέλλεται : καὶ θανάτῳ ἀ
ποθανεῖπε . Κλέπτει το θανάτου τὸν φόβον , ἵνα λῃ
τούσῃ τῆς ἐντολῆς τὴν ἀσφάλειαν . Νοθεύει τὴν τιμω .
είαν , ἵνα πρὸς παρανομίων προξέψηται . Σαλούσας
τὸν φόβον , γυμνώσας της τιμωρίας , σαλπίζει τὸν καὶ
Θεῷ πόλεμον
· . Ηδει δ ὁ Θεὸς ὅτι ᾗ αν ἡμέρᾳ φάγη
Σε ἀπ᾿ ἀυτό , διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ ,
ἔσεπε ὡς Θεοὶ , γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν . Φθό
νῳ , φησὶν , ὑμᾶς , ὦ πόθῳ τῷ δενδρες κεκώλυκα . ᾿Α
πετέρησε βρώσεως, ἵνα κωλύσῃ θεότητος . Τί ἦν φού
γεις , ὦ
ώ γύναι , φυτὸν , δι᾽ ᾧ γενήσῃ Θεός ; τί παραι
γύναι ,
τεῖθε βρῶσιν , δι ω ἶσοι τῷ πρὸς άξαντι γίνεσθε ;
ἀληθῶς ανθρωποκτόνος ἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς · ἐπειδὴ δ δυ
σὶ τέτοις τὸς περὶ τὸν ᾿Αδὰμ ὁρῶν ὠχυρωμένες, θα
νάτε φόβῳ , καὶ ζωῆς ἐπαγγέλμασιν , οἷς αυτοὺς ὁ
Θεὸς προλαβὼν ἀσφαλίσατο , μιμεῖται τὰ ἀυτὰ καὶ αυ
τός τι μεν θανάτῳ τὸν ἐκ ἀποθανεῖε , προβάλ
λεται , αὐτὶ δὲ τῷ ξύλο τῆς ζωῆς , ἰσοθέοις ἐλπίσιν
ἐπτέ
6ὸ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ .

ἐπτέρωσεν , ἵνα λύσας τὸν φόβον , καὶ ταῖς ἐλπίσι

φαντάσας, οὐκόλως συλλύσῃ τὸ πρόταγμα , ἐργασή


ριον παραβάσεως τὸν Παράδεισον ἐργαζόμενος . Εσε
σθε ὡς Θεοί. Ταύτην μοι παρατήρει τῆς λέξεως τω
ἐπιβελίω , ἀδελφὲ , πάσης ἀσεβείας μητέρα καὶ ῥίζαν
ὑπάρχεσαν . Ἑλλίμισμὸς δ δι᾽ αὐτῆς ἐβλάσησε , καὶ
αἱ τῆς ἀσεβείας αἱρέσεις ἐντεῦθον ἐτέχθησαν . Τέτο
γέγονον αυτῷ πρωτότοκον κατὰ τῆς ἀληθείας μηχανη 1
μα , τὸ πεῖσαι διηθμαι τὰς ανθρώπους γενητὸν τὸ
Θεῖον νομίζεται
~ . Τέτο πρὸς τὴν τῆς εἰδώλων ταπεί ·
νωσιν τὴν τὸ Θεό κλῆσιν κατμύεγκε . Διὰ ταύτην τὴν
φωνίῳ τὴν κτίσιν εἶναι Θεὸν ἐφαντάθησαν . Διὰ ταύ
την καὶ ῎Αρειος τὴν φωνί , κτίσμα τὸν Υἱὸν δογματί
ζειν ἐτόλμησε . Διὰ ταύτην Εὐνόμιος τὸν Υἱὸν ἐξ ἐκ
ὄντων ἀπεφήνατο . Διὰ ταύτην ᾿Απολλινάριος · τὸν Θεὸν
ανθρωπον γενέθαι νενόμικον . ῎Ανελε τὸ , ἔσεσθε ὡς
Θεοί , καὶ πρόῤῥιζος Ἑλλωνισμὸς αὐαρπάζεται . ῎Ανελε
κτίσμα πα τὸ Θεῖον νομίζεται , καὶ πᾶσα πέπτωκεν αἵρε
σις , τῷ πολεμῆσα . Ἐκεῖνον ἔχεσιν ἐργάτην οἱ γενε 9
σιν καὶ σύνθεσιν καὶ πάθος τῳ Θείῳ προσάπτοντες · ἔ
σεσε ὡςΘεοί · φαντάζει
a θεότητα , ἵνα καταδικάσῃ θνῃ
τότητι , καὶ εἶπον ἃ ἤθελεν εἶδε γάρ, φησιν , ἡ ζωὴ ,
ὅτι ὡραῖον τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν · καίτοι καὶ πρότερον
ἔβλεπαν , ἀλλ᾽ ἐκαθάριζε τῷ πάθες τότε τὸ βλέμμα .
Αδήλωτον εἶχε τότε τὸν λογισμὸν καθαρότητι τῆς δὲ
ψυχῆς πεδηθείσης , ἐκοινώνει το πάθος ἡ θέα . Οἷα
δ τῆς ψυχῆς τὰ βελεύματα , τοιαῦτα τῇ σώματος τα
κινήματα . Εἶδεν ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν . Ως
ἐκ εἶχε τὴν πεῖραν , τέτων θαυμάζει τω γεῦσιν
λαβῦσα τὸ καρπῶ αὐτῷ ἔφαγε , καὶ ἔδωκε καὶ τῷ αὐδεὶ
αὐτῆς . Τί ποιεῖς ὦ γαύαι ; θάλπειν ἐτάχθης, καὶ
ἐπιβελεύειν ἐπήχθης ; κοινωνὸς τῆς ζωῆς ἐπλάθης 2 5
καὶ θανάτε πρόξενος ἀπηλέγχθης; μέλος ἐλήφθης, καὶ 1
ὡς βέλος ἐπέμφθης ; Τί ἐν τὸ τέλος ; καὶ ἔγνωσαν·ὅτι
γυμνοὶ ἦσαν , καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα συκῆς , καὶ ἐποίησαν 1
ἑαυ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ . 62

ἑαυτοῖς περιζώματα . Ηδη τὸν καρπὸν τῆς ἀπάτης -


ζύγησαν · ἔῤῥαψαν φύλλα συκῆς. Αὐτοὶ γυμνωθούν
τες , γυμνᾶσι τὰ δενδρα . Περὶ φυτὸν πλημμελήσαντες,
παρὰ φυτῷ τω σκέπω རུ་ δανείζονται .
Ἐν τέτοις μοὺ ἦν , οἱ τὸ γένος πατέρες · ἐγέλα δὲ
ἄρα ὁ Διάβολος , αἰχῃ μολαύας τῷ Θεῷ τἱ εἰκό
να . Τοιαῦτα δἣ τὸ Διαβόλου τὰ μηχανήματα . Μεθ '
ἡδονῆς τιζώσκει , καὶ μετ᾿ αἰχης ἐλέγχει · ὠθεῖ πρὸς
πτῶσιν , καὶ τηλιτεύει πεσόντας . Οἰκτείρας δὲ τὴν ἀ >
πάτωω Θεὸς , πρὸς διόρθωσιν ἔζεχεν . Ἔξεχε δὲ , &
τόπον ἀμείβων , ἀλλὰ διά τινος φοβερᾶς ὄψεως τὴν πα
ρυσίαν͵ πιςόμονος . Οἱ δὲ τῷ φόβῳ πληγοντες , ἑαυτὸς
κατηγόρες , καὶ μάρτυρας τῆς παραβάσεως ἔχοντες , φυ
γὴν ἑαυτῶν καταψηφίζονται . Φοβήσας δὲ τῷ τῷ περὶ·
πάτε κτύπῳ Θεὸς, τῇ κλήσει φιλανθρωπεύεται , λέ
γων ” ᾿Αδάμ , ᾿Αδάμ , ποῦ εἶ ; ὦ φιλανθρωπίας δεν
απότου ! ὡς ἀγνοῶν ζητεῖ , ὃν αυτὸς ἐφυγάδευσε , καὶ
ὡς ἐχ ὁρῶν καλεῖ ὁ πῖς πᾶσι παρών . Αδάμ , ᾿Α
δὰμ , ποῦ εἶ ; ποῦ μοι τῷ ἐμῶν χειρῶν τὸ πλαυσέρ ·
γημα ; πε τῆς ἐμῆς ἀξίας ὁ ἔμψυχος αὐδειάς ; ποῦ
τῆς ἐμῆς φυτουργίας ὁ φύλαξ ; Αδὰμ , Αδάμ , ποῦ
εἶ ; θρώώδης ἐκ φιλοσοργίας ἡ πλῆσις . Πε εἶ ; πε
σοι τῆς ἐμῆς ὁμιλίας ἡ παῤῥησία ; πᾶ σοι τῆς πρὸς
ἐμὲ συνηθείας τὸ θάρσος ; πε σοι τὸ τῆς ἀξίας ὕ
μος ; αὐτὶ φίλε δραπέτης ; Φαίηθι καλῦντι δεῖξον τῷ
ἰαζῷ τὸ τῆς παραβάσεως ἕλκος • δεῖξον τω πλή
για τῆς γυμνώσεως . Εχω γὰρ φάρμακα , το ζαύ ,
ματος ἰχυρότερα ἔχω βοηθήματα , δι᾿ ὧν θεραπεύ
'σω τὰ τῇ ὄφεως δήγματα . Τέτοις θαρσήσας τοῖς ῥή
ασι , προκύπτει κρυπτόμενος , καὶ τολμᾷ τὴν ἀπόκει·
σιν , τοιαῦτα καθ᾿ ἑαυτὸν βυλουσάμενος · ὅλως ἀξιοῖ με
8 σκη
κλήσεως ὁ Θεὸς , καὶ φωνῇ μεταπέμπεται , και
πτὸν ἐπαφίησιν, ἐκ ἐπάγει θανατον , ὃν καὶ προηπε
λησαν . Οὐκῶν ἐπακέσω βοῶντος , μὴ προακέσας να
μοθετῶντος . Τὸ φωνώ σε ἤκεσα περιπατῶντος , καὶ
ἐφο ·
62 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ .

ἐφοβήθην , ὅτι γυμνός εἰμι , καὶ ἐκρύβην. Οὐ χρείαμοι


?
ῥημάτων κατηγορέντων , αυτοπρόσωπον φέρω τῆς ἁμαρ
τίας ἐν τῇ γυμνώσει κατήγορον . Τί ἐν ὁ Θεός ; τί
ανήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ; εἰμὴ ἀπὸ τὸ ξύλου ,
ἀνετειλάμψω σοι τότε μόνον μὴ φαγεῖν , ἀπ᾿αὐτῷ ἔφα
γες ; Ως δικαςὴς ἦλθε , καὶ ὡς ἰαζὸς ἐρωτᾷ , καὶ δικά
αν ἐλθὼν, ὡς φίλῳ προσονειδίζει · αύται λέγων ,
δ παρ ' ἐμέ σοι δωρεῶν αἱἀμοιβαί ; ταῦτα της παρέχῃ
μείων τὰ χαριτήρια ; Οὗτος μονῶν ἀπολογίας ἀπορεῖ ,
καὶ πρὸς τί γυναῖκα μεταφέρει τὸ τόλμημα ; τω τὸ
βίε κοινωνίαν τῇ ἐγκλήματος ποιησάμενος αἴτιον . Ἡ
δὲ πρὸς τὸν ὄφιν μεταφέρει τὰ πταίσματα . Θεὸς δὲ
σωφρονίζων τὸς ἀπατηθέντας , κολάζει τὸν ἀπατήσαν
τα . Εἶπε δ Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει·ὅτι ἐποίησας
τοῦτο , ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ παύτων τῷ κτωῶν τῆς
γῆς · ἡ μὲν ἀπόφασις καὶ τὸ φαινομεύς ὄφεως φέρεται ,
ἡ δὲ τῆς ἀποφάσεως
P ་ κόλασις καὶ τὸ ὑποναντίς ἐκπέμ
πέται · δι᾽ ᾧ ᾧ ἀπάτησε , διὰ τότε κολάζεται . Τῇ δὲ
γυναικὶ εἶπον· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα · ἡ τὸ τῆς ἐντο
λῆς καρπὲ μὴ φεισαμένη , περὶ τὰς ἑαυτῆς αὐιάσῃ καρ
πες . Τῷ δὲ᾽Αδὰμ εἶπον · ἐπικατάρατος ἡ κ γῆ ἐν τοῖς

ἔργοις σε ζυφῆς ἐφαίης ανάξιος , τοῖς περὶ γῆν ἱδρῶ


σιν ὑπάρξεις κατάρατος , καὶ πόνοις μεζήσας τῆς ζωῆς
σε τὸν χρόνον , τάφον οὑρήσεις το βίε διάδοχον . Αὕτη
τῆς καὶ τοῦ προγόνων καταδίκης ἀπόφασις
2.31 . Σὺ δὲ μὴ
ρίψης τὰς τῆς σωτηρίας ἐλπίδας · καὶ δ ἔζησεν ὁ Θεὸς
ἄχρι τῆς κατάρας τὰ πράγματα · ἐκ ἀφῆκε χρησῆς ἐλ
πίδος ὁ Θεὸς τὴν φύσιν χηρεύσασαν . Χρισ8 ᾧ πα
ρεσία τῆς τα πρωτοπλάς : λαιμαργίας ἰχυροτέρα · καὶ
τῆς νδ ανθρώπων διὰ παρανόμε βρώσεως απατηθεί
σης , τὴν τῷ ανθρώπων ἀπαρχὴν ὁ μονογενὴς ἐνεδύ
σατο , καὶ τὸν δεύτερον ᾿Αδὰμ περιβάλλεται , φαρμάκοις
ἐναντίοις θεραπεύων τὰ ῾αύματα · αὐτέςησε Παραδεί
σω τὴν ἔρημον , τῇ ζυφῇ , τὴν νηςείαν , τῇ διὰ ὄφεως
σῳ
ἀπάτῃ , τὸ δι᾽ αὖθρώπες κατὰ τὸ Διαβόλε ζόπαιον .
'Ar
1
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ . 63

Αντὶ τῆς Εὔας, Παρθαίον χωρὶς κατάρας ὠδίνεσαν,


καὶ τόκον παρθενικὸν λύπης ἀρχαίας ἐλεύθερον , બે
καὶ
κόρτω ανύμφ ουτον , ἀθανατον Νυμφίον γεννήσασαν
Οὕτως ὁ δεύτερος ᾿Αδὰμ ἀπετέχθη , αντί Παραδείσε
πρὸς Οὐρανὸν αὐτέχθη ἐκεῖθεν τοξεύει τὸν ὄφιν ,
παρὰ τὸ Παζὸς ἐπακέων . Κάθε ἐκ δεξιῶν με , ἕως
αὖ τεθῶσιν οἱ ἐχθροί σε ὑποπόδιον τῷ ποδῶν σε · ᾧ
ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμμ .

ΛΟ
64
P
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕ .

Οσος οεςι Θεῷ πρὸς μεν δικαιοσύνην πόθος , πρὸς


δὲ ἀδικίαν ἀπέχθεια , κηρύττει περιφανῶς ἡ καὶ τὸν
Νῶε διήγησις . Ὁ μὲ δ ὅτε μόνος ἐν ναυαγέσῃ τῇ
κτίσει περιεσώζετο , συνέμπορον εἰς σωτηρίαν τὴν δι 1
καιοσαύξω οράμενος , τωικάδε πολυαίθρωποι δῆμοι
πελάγεσιν ἀφειδῶς κατεκλύζοντο , ταῖς τῆς ἀδικίας κοι
λάσεσι βυθιζόμενοι . Καί μοι δοκεῖ τῶν μελλόντων και
τηρίων , καὶ τῆς ἐχάτης καὶ φρικώδες ἡμέρας εἰς τὴν πί
σιν καὶ μνήμίω ἀγαγεῖν ὁ Θεὸς τὰς ανθρώπες βυλός 2
Η
μονος , τὸν παίδημον ἐκεῖνον εἰργάσατο κίνδυνον, ἵνὴ
ὄψις μαρτυρᾶσα τοῖς πάθεσι, φυλάττῃ τὸν φόβον εἰς 1
σωτηρίας ἐφόδιον · ἵνα τοσαύτης κολάσεως τὴν ἀσέβειαν
μητέρα γινώσκοντες αὔθρωποι , δέει τῆς τιμωρίας τὴν
φυγὴν πραγματεύωνται . Εἰ γὰρ ὁ τῆς ἀγώνων τέως
καιρὸς , καὶ τῷ βίε τὸ σάδιον , τοσέτον τοῖς πταίεσιν
Κεγκε κίνδυνον , πόσην , ἢ ποίαν ἡ τδ βεβιωμένων
αντίδοσις , ἑκάσῳ προξενήσει τω κόλασιν , ὅταν δ
ὑπερβλήσῃ τῆς πονηeίας τὸ μέζον , τότε πολλάκις καὶ
τῆς τιμωρίας͵ ὁ κριτὴς ἐντεῦθεν ἀπάρχεται ἐκ παν
θρωπίᾳ κινέμενος ὁ φιλανθρωπος , C ἀλλὰ κακίαν ἀν
ξηθεῖσαν ανατέλλειν βουλόμενος . Απαντων τοιγαρῶν
ανθρώπων κατ᾽ ἐκεῖνο καιρῷ πρὸς ἀσέβειαν ἐκνουσαν
των , καὶ μίαν συμφωνίαν εἰς τ και το πεποιηκότος
αναλαβόντων παράταξιν , ἐκ ἄλλη τις ἄτοπος, καὶ ἔκφυ
λος ἀπελέλειπτο τόλμα · ἀλλὰ πᾶσαι μὲν αὐετέμνοντο
πλεονεξίας ὁδοὶ , καὶ πονηρίας αυτῆς κεκαινέργητο ζό
πος . Θρασύτητα δὲ , καὶ ὠμότητα καθάπερ ὅπλα τῇ
ψυχῇ περιθέμενοι , τέτοις ὀργανοις κατ᾽ ἀλλήλων ἐκέ
χρίωτο . Ποῖον μοὶ δὲ ἀδικίας εἶδος , ποῖος δέ τις ἐν
αυτοῖς͵ ἀκολασίας ἐκ ἐπολιτεύετο ζόπος ; Ποία πα
ρανομία παρὰ τέτοις ἐκ ὀνομίζετο νόμος ; τῇ τῷ σως
μάτων πλυτῶντες δυνάμει , τὸν τῆς ἰχύος δοτῆρα δι οἰ
πο
·ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕ . 65

πονοίας καθύβριζον . ~ Τότε φθορὰ τῆς γῆς , καὶ λοιμὸς


ἔμψυχος , κατακλυσμό πρὸς κάθαρσιν μόνον δεόμενος
ἅπανταςμιμητὰς ἀληθῶς εἶχε καὶ κληρονόμες ὁ Κάϊν .
Οὐδὲ ὁ δόμος ἐκείνε τῷ σώματι περικείμενος τὰς ὁ
ρῶντας κατέτελλον , ἀλλ᾿ ἡ τῆς γνώμης ἀπόνοια , καὶ τὸ
πάθες τὸν φόβον παρέβλεπαν . Οὐδεὶς ἐν αὐτοῖς τὸν
φιλόθεον ῎Αβελ ἐζήλωσον , ἀλλὰ νεκραὶ ἡγοῦτο τ
ἀρετζ , τω καὶ ἐν νεκρῷ φθεγγομενου τῷ σώματι ,
Εἰδέ τι καὶ
છે λείψανον ἀρετῆς ἐν ἀυτοῖς κατελέλειπτο , καὶ
τότο ταχέως δι᾿ ἐπιμιξίας ἐσβαίνυτο , καὶ τῆς ἀτόπων ἡ
μίμησις ἅπαν χρησότητος ἴχνος ἀπήλειφε . Τοιότῳ δὲ
φθοροποιῷ λοιμῷ κατεχομένης τῆς κτίσεως , καὶ λύθρῳ
ψυχῶν καὶ σαρκῶν μολυνομένης , ἐδυσφόρων μεν της Αγ
γέλων αἱ τάξεις, καὶ τῆς αὐομίας τὴν πυρκαϊαὶ ἐπω
δύροντο ἤχαλλον δὲ κολάσεως βραδυέσης, καὶ τὰς
τῆς κτίσεωςοβελίαςས་ αναχαιτίζειν ἐβέλοντο , καὶ τὴν
Παύλο φωνώ . Τῇ δ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη
ἐχ ἑκέσα . Ὡς ἐν ανίατον Κὖ τὸ δεινὸν , καὶ ἡ νόσος
%
ἠυξαίετο , καὶ τὶ τῆς ἀσεβείας προέκοπτε ,κινεῖται πρὸς
κάθαρσιν τῷ πραττομένων τὸ Θεῖον , καὶ προκηρύττει
κατακλυσμὸν , τὰ ρεύματα τῆς ἀσεβείας εῆσαι τι φό
βῳ βελόμενος . Καὶ προορίζει τὸν χρόνον, καὶ μετανοίας
πήγνυσι μέζα , καὶ προλαμβάνει τω κόλασιν , ἰδεῖν
τὸ ῾ όπε τὴν μεταβολὴν
• μηχανώμενος . Καὶ τί φησιν ; ἐ
μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά με ἐν τοῖς ανθρώποις τέτοις
εἰς τὸν αἰῶνα , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸς σάρκας . Οὗτος τῆς
τιμωρίας ὁ φόβος · ἐπάγει καὶ τῆς μετανοίας τὸν ὅρον ,
εἰπών· ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν .Δίδωμι φησὶ τῆς
μετανοίας τὸν χρόνον , ἵνα ἴδω τὸν ξόπον μεταβαλλό
μόνον , καὶ συμπλατώύω τῇ προλαβέσῃ κακίᾳ τῆς ἐμῆς
φιλανθρωπίας τὰ διασήματα . Ὅσῳ τὸ πάθος ἐσκλή
ρωται, τοσέτῳ τῆς μετανοίας φέρω τὸ φάρμακον νό
σημα πολυχρόνιον , πολυχρόνιος περιοδευέτω μετανοια
ἐπέχω τε κατακλυσμὲ τὰς ὠδῖνας˙ προθεσμίᾳ τὴν κό
λασιν αὐαβάλλομαι · ἑκέσιον δὲ θεραπείαν ἐκδέχομαι .
Encicl. Tom. II . e Τοιαύ
66 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕΡ

Τοιαῦτα μεν ἡ φιλανθρωπος χάρις τῇ τῆς τιμωρίας


μεταβολῇ τω μετανοιαν ἕλκυσα · τὸ δὲ πάθος φι
λανθρωπίας ἐκ ἔχηζα . Ανήλωτο ἐν ἅπας τῆς με
τανοίας ὁ χρόνος , ทἡ δὲ τῆς ἀσεβείας ἐκ ἐπαύετο νό
σος. Τοῖς μονῶν Νινουΐταις ὕφερον διήμερον μετανοίας
διάσημα , γέγονε πρὸς σωτηρίαν ἐφόδιον , καὶ τὸ κενὸν
τῆς προθεσμίας τῇ μεταβολῇ τε ζόπο νικήσαντες , προ
φητικὼ ἀπόφασιν ἔδησαν , θείαν ἀπειλώ τοῖς δάκρυ
σιν ἡμερώσαντες . Οὗτοι δὲ τοσῦτον πλῆθος τῇ εἰκῇ
ρεόντων ἐτῶν παρέβλεπον , ἀυτὸν τῆς μετανοίας τὸν χρό
νον συνεργὸν εἰς ἀσέβειαν ἐργαζόμενοι , τὴν τῆς πο
νηρίας ὑπέρθεσιν , τιμωρίας ὑπέρτασιν ἔχοντες· καὶ
τότε δὴ αναλαμβάνει τὸν Νῶε , καθάπερ χρυσὸν ἐν
βορβόρῳ θεωρήσας ἀτράπτοντα , καὶ θησαυρὸν ἀρετῶν
ἐν δυσώδεσι τάφοις κρυπτόμενον˙ κιβωτὸν πηγνῦναι πα ∞
ρακελεύεται , καὶ τῆς ἀσεβόντων ὁρώντων , κατακλυσμό
σκδυάζει ἐφόδια . Ἦν δ᾽ ἄρα καὶ τότο θεῖον ὑπὲρ ανθρώ
πων μηχανημα πρὸς μεταίοιαν ἐκκαλέμονον . Ἦν δ
Θεῷ ῥᾴδιον καὶ ξύλα χωρὶς διασῶσαι τὸν Νῶς· ἀλλὰ

Οκαθίζει πρῶτον ἀυτὸν δημιυργὸν κιβωτᾶ πολυχρόνιον ,


ἵνα κἂν ἡ θέα φοβήσασα τὰς ὁρῶντας , πρὸς μεταίοιαν
ἐπιστάσηται · ἐγίνετο δὲ τέτοις χλεύης ὑπόθεσις ἡ
θέα , καὶ γέλωτος πρόφασις ὁ φόβος κυρίσκετο . Ἐχλοία
ζον κακοπαθῶντα τὸν Νῶε , καὶ τοῖς θείοις ὑπηρετῶντα
προς άγμασι βλέποντες ἔσκωπτον . Καί που τινὲς καὶ
τοιαῦτα διασύροντες , πρὸς ἀλλήλες ἐβόων · ὗτος ὁ τὸ
κατακλυσμό Προφήτης ἡμῖν , και τα κατακλυσμό πα
ρατάττεται . Καὶ ξύλοις · ἀμώύαθαι τὸν κίνδυνον κατε Nor
πείγεται καὶκατακλυσμὸν ὑδάτων ἐλπίζων , κατακλύσε 1Ο1
μῷ συμφορῶν περιβέβληται, καὶ τοῖς ἱδρῶσι περικλύ
AL
ζεται , μαςιγόμενος καμάτῳ τὰ μέλη · καὶ προαπολαύει S1

της κακῶν ἐπαληθεύων τοῖς πάθεσιν ,Ταὐμύντα μοχ
1
θῶν , καὶ κάμνων ἀπέραντα . Πρόθες ὦ πρεσβύτα τὸ
τάχος , μὴ φθάσησε τὴν τέχνην ὁ κατακλυσμὸς ἐπει·
γόμενος . Ἐν τέτοις ἔβλεπον τῆς θηρίων τὰ διάφορα
γένη

1
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ : ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕ . 67

γονη πρὸς͵ τὸν 1Νῶὲ συξέχοντα , καὶ ὁ θηριώδης αυτών


ἐκ ἐπετρέφετο ᾧόπος · πτωῶν ἀγέλας ὡς πρός τιν
κοινὸν ξενοδόχον καθιπταμοίας , καὶ TO
τὸ θαῦμα παρέ
βλέπον . ᾿Αλλὰ παύτα μεν ταραχῇ , καὶ φόβῳ συνείχε
το ,καὶ ἡ τὸ κατακλυσμοῦ λοιπὸν ἀπόφασις ἔξεχε .
Θεὸς δὲ καὶ παρ αυτος το καὶ πάλιν μι
κινδύων
σωθήκας .
κρὸν ὑπερτίθεται λέγων · ἔτι δὲ ἡμερῶν ἑπτὰὶ ἐγὼ ἐ
πάγω τὸν κατακλυσμόν · ἄπλησον ᾧ πρὸς φιλανθρω
πίαν τὸ Θεῖον . Καὶ πόσας προφάσεις ἐπινοεῖ σωτης
είας, εἶπε τὸν σώζεται βελόμενον εὕρη;ἔτι δὲ ἡμῖ
ρῶν ἑπτά · ἀρκεῖμοι φησὶ καὶ βραχὺς χρόνος πυρὸς δ
μαρτωλῶν σωτηρίαν νούσωσι μόνον πρὸς μετάγνωσιν ,
καὶ λύωτ᾽ ἀπόφασιν . ᾿Απαλείφω τὴν ἀπειλὴν , εἰ
τω γνώμί ω μεταν οῦσαν θεάσωμαι . ῎Ετι ᾧ ἡμερῶν
ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν . Ανάλυσαι τω
πλατείαν ὑπέρθεσιν , φεῖσαι καν τῆς σενῆς πρόθεση
μίας , ἵνα φύγῃς τὸν κίνδυνον . Τοσαύτη , καὶ ἐν τοσύ
τῳ , καὶ δικαίῳ θυμῷ , φιλανθρωπίας ὑπερβολή . Ως δὲ
ἅπασα μεν θεραπείας ἠλέγχετο τέχνη , ἡ ท δὲ τῆς γνώ
μης σηπεδὼν ἐπεβόσκετο , ἐπαφίει λοιπὸν τὰς τιμωρίας
1 ὁ Θεὸς , ξώοις πελάγεσι , τα ζώα πελαγίζων νοσή
: ματα . ῎Ανωθεν ἐρανὸς χειμάῤῥες ἠκόντιζε, κάτωθον
1 ἤπειρος ἀβύσες ανέπεμπε , καὶ πρὸς τ᾽ ὕδατος φύσιν
4 ἡ κτίσις ἐτοιχειστο . Οὐκ ἔτι ξηρᾶς , καὶ θαλάττης διά
κρισις . Ἑνὶ ῥείθρῳ τὰ παύτα συνείχετο ἐκέτι της
γαὶ , καὶ λίμναι , καὶ κρίῶαι , στὸ χάριτι ρέεσαι , ἀλλ᾿
? ἀγρίοις πελάγεσι κατεποντίζοντο τὰ σύμπαντα . Οὐ
βλαςημάτων κάλλη , κα δενδρων αἴθη , ὦ πόλεις , οὐ
πεδιάδες, ἐχ αἱ τῆς ὀρέων κορυφαὶ , ἀλλὰ παύτα τοῖς
κύμασιν ἀναυάγει , κοινῷ καλυπτόμενα τάφῳ · οἱ πο
λυαύθρωποι δῆμοι συὺ τῇ κακίᾳ τῆς γνώμης ἐκυβί
των ἐν μνήμασιν . Ἣν δ ζῶντες ἐμόλυναν,2 ἀποθνήσ
Η τῇ κατα
κειν ὑπ᾿αὐτῆς ἐκ ἠξιῶντο . Οὕτω μοὶ ἐν τῇ Τ
κλυσμᾶ περιβληθούτες σαγμώῃ , ἐν ταῖς τῆς κυμάτων
€ 2 πλη
68 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕ .

* ληγαῖς σφε δονώμενοι πυρὸς ἐλεεινὸν θανάτε ζόπον ΰ


πεφέροντο , ταῖς ἀλλήλων συμφοραῖς τιμωρέμενοι . Οἱ
με ἀθρόον χωθοίτες τοῖς ὕδασι , νεκροὶ ταχεῖς ἀπε
δείκνυυτο , οἱ δὲ ἐμπνέοντες , αἰσθήσει το πάθος μα
κρὸν ὑπεδέχοντο θανατον . ῎Αλλοι δὲ καὶ πρὸς βραχὺ
προσκαρτερήσαντες , μακροτέραν τε θανάτε το τιμω .
Εἶαν ὑπέμειναν . Πόσοι πρὸς τὰς τδ ὀρέων κορυφὰς
αναδραμόντες ἀκαίρῳ φυγῆ τὸν φόβον εξήλεγξαν ; πό
σοι πρὸς τὰς τῆς φυτῶν ἀκρωρείας ανέρποντες , κατελαμ
βαύοντο , καθάπερ πτερῷ τῷ τάχει τα ρεύματος ; Ἐπέ
και το διώκων ὁ κατακλυσμὸς προσαναβαίνων τοῖς ὕψε
σι . Κατόπιν ἔφερε τὰ σύμπαντα , ἕως ἅπαντας δήσας,
ὁ αὐτὸς θάνατος ὁμε , καὶ τάφος ἐγίνετο .기 Ερπετὰ τοῖς
ανθρώποις νεκρωθεντα συνεπεπόλαζε . Αλογος φύο
με θαύατον τοῖς λογικοῖς συνείχετο . Καίες ανδράσιν
οι καλυπτόμενοι κύματι , καὶ πλησίον ἀλλήλων λοιπὸν
περιδινόμενοι , κοινῇ τὸ ζῆν ἀπετίθεντο . Νῶε δὲ μό
νὸς ἐν πανδήμῳ θανάτῳ , ζωμὺ ἐκαρπῶτο παράδοξον ,
καθάπερ τις κυβερνήτης ἐν μέσῳ τῷ σκάφει τοὺς τῆς
πίςεως μεταχειριζόμενος οἴακας , καὶ τῷ κατακλυσμῷ
παντοθεν πολιορκόμενος , ανάλωτος ἔμενον ὁ τῆς τῆς
κτίσεως λειψάνων ταμείας , ὁ φύλαξ της το Θεό δη
μιουργημάτων ταχθεὶς , ὁ καθάπερ ἐν ἀκροπόλει τῇ
κιβωτιο ταδιούσας , ὁ τῆς κτίσεως ναυαγούσης μόνος
γαληνὸς διαπλούσας , ὁ πίσει , καὶ ξύλῳ τὸν κατακλυσ
‫اد‬
μὲν βιασάμενος . Ω παραδόξων πραγμάτων ! πῶς ἡ
κιβωτὸς καὶ προσερράγη τοῖς ὄρεσιν ; Επεφέρετό φησιν ἡ
κιβωτὸς ἐπαύω τῷ ὕδατος , ἐποχομενη τοῖς κύμασιν ,
ἐκ ανατέμνεσα της κυμάτων τὰ βάθη , ἀλλ᾽ ἐπὶ τδ κυ
μάτων ὡς ἐπ᾿ἐδάφες ἱππαζομενη , βάσιν τὸ πέλαγος
ἔχουσα καὶ καθάπερ λεωφόρος ὁ κατακλυσμὸς ὑπε ·
ςρώννυτο . Τέτο πίτεως ὄχημα , τότο φύσεως φυλακ
τήριον . ὦ κιβωτὸς Παραδείσε βεβαιοτέρα ! ἐκεῖ μοὶ δ
ὄφις συνέπλεον , ἐκεῖ ξύλον θανάτε γέγονα ὄργανον
ἐνταῦθα ξύλον σωτηρίας πηδάλιον · ἐκεῖ τὸν ᾿Αδάμ πα
ρα
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΩΕ . 69

ραβάτην ἐδίδασκς · ἐνταῦθα πρόσφυξ τῷ Νῶς προσ


έρχεται . Ω πρόγονε τε γονες, το ΑδάμΤ τιμιώτερες
ὦ τῆς θείας εἰκόνος βεβαιότερε φύλαξ ! ὦ τέλος ὁμε
καὶ ἀρχὴ τῇ φύσειγενόμενος! ὦ μεθόριον ἀγαθὸν αὐτ
θρωπότητος! ὦ λτῆς θείας ἀγαθότητος ἐγγυητὴς φανεὶς
ἀσφαλέσερος ! ὦ τήσας κατάραν καὶ τὸ γένες ὁδούεσαι .
ὦ πέρας ἀσεβείας , καὶ ῥίζα γενόμενος πίσεως ! ὦ τὰς
τῆς
~ εἰκόνος χαρακτῆρας ἀπαλειφοντας ανακτισάμανε ! ὦ
τῷ Θεῷ δημιυργίας τηρήσας τὰ σπέρματα ! ὦ τὰς
ἀφορμὰς τῆς φύσεως ἐν σαυτῷ κατοχών , ὦ σβεννύς
μόνον αἰάψας τὸν ασινθῆρα τῆς φύσεως ! ὦ κατακλυσε
με βιαιότερε ! ὦ πίςεως βεβαιότατε φύλαξ ! Σὺ γὰρ
κατακλυθείσης ἠπείρε , τὸ πέλαγος ὡς ἤπειρον ἔκτη
σας , ἔφησας δια θυσίαν κατακλυσμό δευτέρες τὸν φό
βον, ἐδέξω παρὰ Θεῷ τῆς ὕσερον ἀσφαλείας ἀνέχυρα ,
ἔφθασας φθοροποιέ προσδοκίας τω κτίσιν , ἔδειξας
Θεὸν ἐραςὴν οὐσεβείας , ἐφαίης Θεῷ διὰ πίςεως τιμιώ
τερος . Ω παιδου τὴς ἀρετῆς τοῖς ανθρώποις γενόμενε !
ὦ διδάξας ανθρώπες , ποίοις τὸ θεῖον δοξάζεται , Αὐ
τῳ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμφί .

€ 3. ΕΙΣ
70

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ .

Τῷ φιλοθέῳ , καὶ πρυματικῷ , τὰ τὸ φιλοθέο σήμε


ρον ῾Αβραὰμ διηγησόμεθα κατορθώματα ᾧ γέγονε
τῆς φιλοθείας Θεὸς μὲν ἀγωνοθέτης , αντίπαλος δὲ φύ
σις παξικοῖς κεξοις ὁπλιζομώη , σκάμμα δὲ ἡ τὸ
Ισαακ σφαγὴ , πρὸς φιλοσόργο ξιφήρη δεξια αναμέ
νεσα . Πρὸς τοσᾶτον ἀγῶνα τὸν τῆς φιλοθεΐας ἀθλη
τὴν ὁ Θεὸς προκαλέμενος , ἐν μέσῳ τῆς οἰκομένης 5a
δίῳ προβάλλεται , πολλοῖς μὲν πρότερον γυμνασίαις
ἀρετῆς ἀυτὸν καθάπερ ἐν παλαίσρᾳ παιδοξιβήσας
νωεὶ δὲ μετὰ τὰς μυρίως ἱδρῶτας ὥσπερ ἐν πανδήμω
θεάζω προβέπεται · ἵνα καὶ πρὸς τῦτον ἀποδυσάμενος ,
ὁ ὑὸς μοὶ ξεφανίτης ανακηρύττηται , κοινωνὸν δὲ λάβῃ
τῆς νίκης Θεὸν τὸν ἐπὶ τέτοις αὐτὸν ἐκλεξάμενον . Ποῖον
ἐν αὐτῷ πρῶτον ἐν παλαίσρᾳ προτείνει γυμνάσιον ; Ε
ξελθε ἐκ τῆς γῆςσε , καὶ ἐκ τῆς συγγενείαςσε , καὶ δεῦ
ρο εἰς τώ ν , ω αἴσοι δείξω · γυμνός μοι φαίηθε
τῳ οἰκείων δεσμῶν συγγενείας ἀπόῤῥηξον , γῆς , ἐφ᾿ἧς
ἐτέχθης , ἀπόςηθι παζὸς καὶ παξίδος αφίσασο · νι
μησον ἄγκυραν φύσεως πρὸς ἀρετὴν γυμναζόμενος ,
δεῦρο εἰς τω γω ω αὔσοι δείξω . Κρύπτει τὸν τό
πον , ἵνα γυμνάσῃ τὸν τόνον, καλύπτει τὸ πέρας , ἵνα
σωτείνῃ τὸν δρόμον . Αρπάζει τὴν γνῶσιν , ἵνα πρὸς
πόθον ἐγείρῃ τὸν ἐν τῇ γῇ δρόμον · ἐξ Οὐρανε δέχε
τὸ σκύθημα . Οὐκ ᾧ Αβραὰμ της θείων προςαγμά
των αργότερος , αλλά συνξέχει σὺν προθυμίᾳ τοῖς ἐξ
Οὐρανῷ παραγγέλμασι . Πάλιν περικλύζει τις πλε
τῳ , καὶ κληρονόμον ἐδέπω χαρίζεται· ἀλλὰ κρέμα ταῖς
ἐλπίσιν,ἵνα βασανίσῃ τὴν πίςιν . Περιέῤῥει μοὶ ἐν
πανταχόθεν τὴς χρημάτων ὁ πλῶτος πενία δὲ φύσεως
τὸν τόπον ἠρνεῖτο , καὶ τῆς Σάρρας τὸ ἄγονον ἐσύλησε
τὴν τῆς περισίας ἀπόλαυσιν . Καὶ ὁ χρόνος ἔῤῥει ,
καὶ ὁ κληρονόμος ἐκ ῳ . Ὁ πλέτος ἠυξαίετο, καὶ διά
δοχος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ. 21
1
δοχος ἐκ ἠλπίζετο · γῆρας ἐπιόν , τὰς ~τῆς παιδοποιΐας
ἐλπίδας ἐθέριζει πάθος σειρώσεως τε τόχε τὴν προσ
δοκίαν ἐμάρανοι
e ' ἀλλ᾽ἡ πίςις ὀνέαζαν · ἐπελάθετο το
πάθες ἡ τερᾳ , ἐπελάθετο τα γύρως ἡ φύσις , ταῖς
ἐλπίσι νεάζωσα . Εἶχε πρὸ τὸ παιδὸς τὸν παῖδα , λα
βὼν τὴν ὑπόχεσιν · καὶ πρὸ τῆς γαςρὸς ὁ Ἰσαάκ , ὑπὸ
τῆς ἐλπίδος ἐτίκτετο · ἐπίςασε γάρφησιν ῾Αβραὰμ τῷ
Θεῷ , καὶ ἐλογίσθη αυτῷ εἰς δικαιοσμύην · ἐκ ἔτι φησίν
ὁρῶ τῆς Σάρρας τ ςείρωσιν , οὐκ ἀποβλέπω πρὸς
τω τῷ σώματος νέκρωσιν , ἐδεξάμίω φωνίω ἑκατέρων
ἰχυροτέραν · ἐφθέγξω καὶ κληρονόμος ἐγγύς , Ἠκολέθει
τοίνω ταῖς ἐλπίσι τὰ πράγματα · ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν
από το τόπε ποθέμενον · ἔλαβαν , ἔχαιρε , τω δόσιν
Μασάζετο . ᾿Αγώνισμα πίςεως βρέφος ἐτίκτετο , καὶ φι
λοθεΐας μυοίγετο σάδιον . Ἠγνόει σκάμμασιν ἑτέροις
με τὸν τόπον τηρέμενος , Εμελε δ ὁ Θεὸς ὑπόθεσιν
αθλητικῳ τῷ Α δικαίῳ τω γον ἑτοιμάζειν , καὶ διὰ
παιδὸς τῶν τῇ ἀρισέως ανδρίαν ζυγοςατεν . Ὡς
αυξήθη τὸ βρέφος , καὶ ψελλίσμασι τὸν τῷ γονέων πό
τον ἐτίζωσης , συνηυξανετο το βρέφει τῆς γονέων τὸ
φίλτρον , καὶ πᾶς των τεκόντων ὁ πόθος ἀμέρισος εἰς
μόνον ἐφέρετο καὶ πᾶσαι αἱ τῆς φύσεως ἐλπίδες ἐφ᾽ἑ>
νὸς ἐδεσμεύοντο τέκνο . Βλέπε μοι λοιπὸν ἐπὶ τὰς ἀ
γῶνας τὸν πατέρα καλέμενον · καὶ ἐγκύετο μὴ τὰ ῥῆμα
τα ταῦτα , ὁ Θεὸς ἐπείραζέ φησι , τὸν Αβραάμ . Τί
γάρ ; ἠγνόει τω ἀρετώ , ἵνα πειράσῃ τὸν ἀθλητώ ;
Θεὸς ανέμενε τὰ πεῖραν , ἵνα μάθῃ τῷ πρόθεσιν
Πειράζει τοίνω , ἐκ αυτὸς ἀγνοῶν , ἀλλ᾽ ἵνα δημοσιεύ
σῃ τὸν δίκαιον , ἵνα πολλὲς τῆς τε θεράποντος ἀρετῆς
ἐπισήσῃ τὰς μάρτυρας. Σμήχει τις πειρασμῷ τὸν τῆς
ὑπομονῆς αὐδριαύτα , ἵνα δείξας τὸ ἔργον λαμπρότε
ρον , πρὸς θαῦμα καλέσῃ τὰς βλέποντας · δονεῖ τὸ σκά
φος τοῖς πνεύμασιν , ἵνα τὸ κυβερνήτε τὴν τέχνην θαυ
μάσῃς ἐπεγείρει νδ κυμάτων τὴν προσβολὴν , ἵνα ἐκ
πλαγῆς τὸ τῆς πείρας ἀκίνητον . Προσάγει τὰ μηχα
e 4 νή
72 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ .

νήματα , τίω το τείχος ἐλέγχων σεῤῥότητα . Επανί


5ησι τῷ δικαίῳ τὰ τῆς φύσεως κύματα , ἵνα τῆς φιλο
θεΐας θαυμάσῃς τὸν ἔμπορον . Λάβε τὸν ὑόνσε τὸν
αγαπητὸν , ὃν ἠγάπησας , τὸν Ἰσαάκ · ὅπλα τὰ τῆς B
~
φύσεως ἠκόνησε , πάσας τὸ φίλου τὰς ἀκίδας‫ ا‬ἐκείως
σα · ἐδ εἶπον ἁπλῶς , ἀπόδος ὃν ἔδωκα ,el ἢ θῦσον
Με
ὃν ἔλαβες ; ἀλλὰ τὸν ὑόνσε τὸν ἀγαπητὸν , ὃν ἠγάπη
σας . Πλήττα τω ψυχί τοῖς τῆς φιλοσοργίας ὀνό
μασι . Πλατεύει τὰς κλήσεις , ἵνα πλέον ανάψῃ τὴν
1
φλόγα · ὅλας ἐξέχει κατ' αυτῷ τὰς νιφάδας τῆς φύτ
σεως . Καὶ αὐούεγκε ἀυτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ᾽ οἳ τὸ
ὀρέων , ὧν αὔσοι εἴπω . Οὐδὲ γνώριμον αυτῷ τὸν τῇ
φόνε τόπον ἐργάζεται παρατείνει τὸν ἀριθμὸν , βα
σανίζων τὸν ῥόπον · καὶ αἰώνεγκε αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπως
σιν ἐφ᾽ οὗ τδ ὀρέων . Πῶς καὶ ἔφριξε τὴν φωνήν ; πῶς
8 συνετάλη τω ψυχώ τῇ πληγῇ τῆς φωνῆς;,πως
ἐκ ἔφθασε τῇ τελευτῇ τὴν τὸ τέκνε σφαγμώ ; ἀλλ᾽ὦ
ψυχῆς καρτερᾶς ! ἐκ ἐςφαξαν , οὐκ ἐδάκρυσαν , οὐκ
εἶξε τῇ φύσει , ἐκ ἐμερίσθη τοῖς βουλεύμασιν , καὶ τὸ
πρόσωπον ήμειψαν , ἐκ ἀφῆκε φωνίω τω παξικ ,
τέκνε σφαγὼ ἀπαιτέμενος , ἐκ εἶπα S ἅπερ ἡ φύσις
ἐβέλετο . ὦ ζώων ἐπιταγμάτων ! ὦ τῆς παρὰ φύσιν
παραγγελμάτων ! τέκνε σφαγί αἰτῶμαι , καὶ γενέθαι
παιδὸς προς άττομαι δήμιος ; Πατὴρ βραδὺς , καὶ τεκνο
φόνος ταχύς ; ὦ πόσαις καὶ ποίαις ἐλπίσιν ἐτήρεν τὸν
φίλτατον ! ὅτε μοι τῆς ἀτεκνίας ἐλύθη τὸ πάθος , τότε
πάλιν ἀτεκνίαν ὀδύρομαι
< . Οὐκ ἱ οὕτως ανιαρά μοι
πρὸ τῆς πείρας ἡ τῇ παιδὸς ἐρημία . Οὔπω τῇ ἀπο
λαύσει ξωθεὶς , ἠγνόεν , ὃν ἐκ εἶχον νῦν δὲ τῇ φύσ
σει δεθείς , καὶ τῷ
τις πόθῳ προσηλωθείς , δ φέρω τὸν πό
νον τῆς ἀφαιρέσεως .• Τί ἦν με καὶ πατέρα δείξας , παι 8
δοκτόνον ἐργάζῃ ; τί με τέρπεθαι ταῖς ὠδῖσιν ἐδίδαξας,
μεταδιδάξας ὀδύρεσαι ; τί μεταβάλλεις τὸν πόθον εἰς
ποθος ; τί μετασκευάζεις τὸ φίλον εἰς θρῆνον ; μια
νῶ δεξιαν αἵμασι παιδὸς , ὑπὲρ ᾧ πολλάκις σοι τὰς
χείω
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ . 73

χεῖρας ἐξέτεινα ; παζικὰςἱκεσίας δεξάμενος, ὁπλί


ζεις Πατέρα πρὸς τὴν το βρέφες αναίρεσιν ; πρὸς τὰς
σὰς ὑποσχέσεις ἀπόβλεψον Δέασοτα˙ κληρονόμον ἐπηγ
γείλω , καὶ παιδοκτόνον ἐργάζη ; καὶ θυσίαν ἀπαιτεῖς
ὃν ἐχαρίσω διάδοχον , ἀλλ᾽ ἐγὼ μούσοι παράδας πε
μενόυν ὦ τέκνον , καὶ θάλαμον · ἠγνόεν δ᾽ ἄρα πυρὶ καὶ
σιδήρῳ ξέφων τὸν φίλτατον . ᾿Αντὶ πασάδος , βωμός
αὐτὶ πυρὸς νυμφικῶ , φλὸξ ἐπιβώμιος . Εἶθε μήποτε
πυρὸς αἴτησιν ἦλθον γονῆς ! εἴθεμοι γέγονεν ἄπρακτος
ἡ τῆς παιδογονίας συχή . Εἴθε μὴ τόκον εἶδον παρά
δοξον , ἵνα μὴ πρὸς πόλεμον ἦλθον ἐκ ἐλπιζόμενον !
ἀλλάμοι τὸ παύτων ανιαρώτατον , αυτεργόνμε γενέθαι
το φόνε κελεύει , καὶ σφαγέα τε βρέφεις ἰδεῖν ἐπιθυ ·
με τὸν γεννήσαντα . Οὐκῶν πολεμίων ἐνδιδόθω χερ
σι . Δυσμενεῖς του σφαγμὼ ἐνεργείτωσαν πραττέτω
τὸν φόνον δεξιὰ μὴ δεδεμένη τῷ πόθῳ . Πατὴρ δὲ ὠν
ὦ φέρω τὴν ἀκοὴν , ἐχ ὑποφέρω τίω σφαγίώ . ᾿Απο
θεῖται τὸ ξίφος ἡ φύσις˙ ὀκλάζει πρὸς τὸ ἔργον ε
δεξιά ὀφθαλμοὶ του θέαν ἀρνῶνται . Οἶδας αυτὸς
οἷοις πάθεσι τω φύσιν καθώπλισας .

Οὐδον τέτων · ὁ γενναῖος Αβραάμ , ἐκ εἶπον , οὐκ


ἐνενόησαν · ἀλλ᾽ὡς ἀληθῶς προβάτε θυσίαν ἀπαιτέ
μόνος πρὸς τῷ σφαγμὼ ὠυξεπίζετο ὁ τοῖς θείοις
ἐμμελετήσας προς άγμασι, καὶ ἐκ ἐπιτρέφεται πρὸς
τὴν φύσιν τὸν δρόμον κωλύεσαν . Σμυεργὸν ἐν λαβὼν
τ σιγώ , ὅλος ἐγίνετο το προσάγματος . Κρύπτες
το Σάρραν τὸ τόλμημα , ἐκ ἐκφαίνει τῇ τεκούσῃ τὸ
πρόςαγμα · τίνος δεμεν ; Φιλόθεος μεν φησιν· ἐγὼ δὲ
kw
τ γνώμην θαυμάζων , αἰδῶμαι τὴν φύσιν · ὁρῶν τὸ

φιλόθεον , δέδοικα τὸ φιλόςοργον . Φιλόθεος ἡ γωή ,
ἀλλὰ μήτηρ ἐςί . Δεινὸν αἱμητέρες ἀπονείᾳ κρατέμεναι
φύσεως . Δέδοικα μὴ κρύψασα τὸν παῖδα , κλέψῃ τὸ
παράγγελμα , μὴ μολύνῃ τὴν θυσίαν δακρύσασα , μη
τὸν παῖδα θρηνήσασα , καθυβρίσῃ τὸν ἐπιτάξαντα , μὴ
τὴν ὄψιν ἀράξασα , ρίψῃ τὴν θυσίαν , καὶ τὸν Θεὸν ἐκβίᾳ
74 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ .

σηται , μὴ τὴν γνώμην ὀκλάσασα , συλήσῃ τὴν χάριν


το θαύματος . Εγώ με τὴν σφαγὴν θρηνῦσαν παρα
μυθήσομαι, θεραπεύσω δακρύεσαν , τοιαῦτα πρὸς αὐ
τὴν ἀποφθεγγόμενος · παῦσαι θρηνῦσα , μὴ κλαῖς τὸν
παῖδα τὸν τῇ σφαγῇ τιμηθούτα . Δῶρον ὁ τόπος ὠδῖνας
χαρισάμενος . Οὐκ αναιρεῖ τὸν παῖδα πατὴρ μεῖζον ως
φελῶν , ἐδὲ μάτην χωρεῖ μέσον τὸ ξίφος τῆς φύσεως,
Εγγυᾶται
ela τω δύεργεσίαι" ἡ τίω θυσίαν τολμήσασα
δεξιά · ὃν ἔδωκεν ἤτησον , ὃν ἔπλασε πάλιν ἐζήτησαν
1
Ελαβαν αἰτήσας , ὃν ἔδωκα αἰτηθείς . ᾿Αποδώσει πά

λιν βοληθεὶς , ὑπ᾿ἐδονὸς κωλυόμενος . Ὁ ᾧ ἐκ ὄντα
δες , καὶ νεκρωθεντα χαρίσεται . Ὁ νεκρωθεῖσαί σοι
των γαςέρᾳ δείξας μητέρα , καὶ παῖδα σφαγοντα πρὸς
ζωίω μεταπέμψει . Τὸ δὲ μέγιςον εἰς(. παραμυθίαν
ᾧ γεαί , εἰς αἴτησιν ἦλθε θυσίας , ὁ τὸ βρέφος ἐξ
χων τὴν ὀξυσίαν . Μόχον πρώην προσήνεγκας . Ισαακ
προσενέγκασα , τί τῷ ἀγαθῶν ἐκ ἐλπίζεις; Τοιύτοις
νεανικοῖς λογισμοῖς ὁ πρεσβύτης ἐπιςομίσας τὴν φύ
σιν κακίζεσαν , παραθήξας τω φρονᾳ , καὶ τομώ
σας τὴν χεῖρα14 , τὸ τῆς ασλάγχνων θῦμα λαβών , δρο
μαῖος ἐπὶ τὸ ὄρος ανέφεχε , γηραιὸν πόδα διδάξας τη
δρόμῳ νεάζονται ὀνίκα ο φύσιν καὶ πάθος ο πόθος,
καὶ γῆρας συσεβείας ὁ τόνος · καὶ παύτα ἠλέγχετα τῷ
τῆς φιλοθεΐας παραχωρῶντα πυρί . Ανεπήδα πρὸς τὸ
ὄρος , συνεργὸν τῆς θυσίας αυτὸ τὸ θῦμα λαβών ,
Αυτός τε γὰρ τὸ πῦρ καὶ τὸ ξίφος μετεχειρίζετο . τοῖς
τῆς θυσίας δὲ ξύλοις , τὸ καλὸν ἱερεῖον τὸν Ἰσαὰκ ἐ
πεφόρτιζε · καὶ γέγονε συνεργὸν τῆς θυσίας τὸ θύ
μα . Συμπράττων δὲ τῷ παξὶ τω θυσίαν ὁ Ἰσαάκ ,
+
καὶ τῷ γεννήσαντι τίω μέριμναν μεριζόμενος, πεῦσιν
προσφέρει τὸν πατέρα τις ώσκεσαν· ἰδά , φησι , τὸ πῦρ,
καὶ τὰ ξύλα , ποὺ τὸ πρόβατον τὸ εἰς ὁλοκάρπωσιν ;
Πάλιν υπομιμνήσκει τὸν πατέρα , ὡς τῇ λήθη κρατό .
μόνον ; Ὅρα μή σοι τῆς προθυμίας τὸ τάχος , ὦ πάς
τερ , ἔκλεψε τὸ λειπομούς των αἴσθησιν . Ω ρήματος
πα·
x
2
.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ . 75

παζὸς μοὶ ἑτέρα μέσω των >καρδίαν τοξεύοντος,


δὲ Αβραὰμε προσψαύοντος. Αδακρυτί γεν πρὸς τὸν
Τσαὰκ ἀποκρίνεται , καὶ φωνίω Ἱερέως, ὦ Παζός ας
πεφθέγξατο ' ὁ Θεός ,φησιν , ἄψεται ἑαυτῷ πρόβατον
εἰς ὁλοκάρπωσιν , τέκνον · ἀγνοῶν προφητεύει τὸ μέλο
λον , καὶ τὸν παῖδα σοφιζόμενος, ἀληθεύει φθεγγόμε
+
νος · πρόβατον καλεῖ τὸν ὑὸν , ὃν ὡς πρόβατον προσά
γειν ἐπείγεται . Πῶς ἔρρηξε φωνίύ ; ποίοις ἀπεκρίνα
το σπλάγχνοις , πῶς ἐν ἀνάρκησε πρὸς τὸν λόγον ἡ
3
γλῶσσα , πῶς ἐκ οἰμώξας , καὶ τὸν παῖδα περιπτυξά
μόνος , έβριψε πανθῶν τῆς θυσίας τὰ σύμβολα ; Ηδη
μὲν ἐν ἐπὶ τῆς τὸ ὅρες κορυφῆς καὶ θυσιαςήριον ἐσκευά
ζετο , τὰ ξύλα προσηγάγετο, ὁ Ἰσαὰκ ἐδεσμεύετο , τὸ
πρὸς
ξίφος ἁρπάζετο . Ω θεάματος φοβερό ! φιλοςοργία
φιλοθεΐαν δικάζεται καὶ δικασὺς ᾿Αβραὰμ ξιφηφόρος
ἐφέσηκε , καὶ τω ψῆφον ἀπογράφει το ξίφει, καὶ τω
9
νίκην τῇ φιλοθεΐα χαρίζεται , ἐπισφραγίζων τοῖς αἷς
μασι , μάρτυρα τῆς νίκης τὴν θυσίαν ποιέμενος . Πῶς
ἐκ ἐνάρχησαν ἡ χείρ ; πῶς τὴνμάχαιραν λαβών , εἶτα
σενάξας ἐκ ἔῤῥιψαν , Ω φιλοθεΐας ἰχύς ! ὦ πυρὸς
εύσεβες , φύσεως φλόγα νικήσαντος. Αλλ᾽ ὁ μὲν αὐδρι
κῶς ανατείνει τὴν δεξιαν πρὸς τὴν τῷ βρέφος σφαγήν :
αἴωθον δὲ φωνὴ δεσμεύει τὴν χεῖρα . Ἔφθασεν ἡ φω
νὴ τὸ σφαγὴν , γέγονεν ὀξυτέρα τὰ ξίφες ἡ κλῆσις ,
Λόγος ἐπέμπετο , καὶ χεὶρ ἐδεσμούετο άνω κατέχει
τω δεξιαν πρὸς σφαγίῳ ἐπειγομένω διπλασιάζει
τῷ κλῆσιν , ἵνα συσείλῃ τῷ χεῖρας ὅλον τὸ πρὸς
τὸ ἔργον ἐγκείμενον , καὶ μικρὰ τὸ ξίφος ἐν τῷ βρέφει
βαπτίσαντα κατέχει , τῇ κλήσει ἐπιτρέφει , τῷ ῥήμα
τι τὴν ὁρμὴν χαλινοῖ , καθάπερ δυσήνιον ἵππον πρὸς
ἑαυτὸν ἐπισπώμενος, Αβραάμ , Αβραάμ , ὁ δὲ μόλις
ἐπιτραφεὶς , ἰδὲ ἐγώ φησιν .Αρα μὴ τώ θυσίαν τῇ
βραδύτητι καθύβρισα ; τί ἐν ἡ φωνή ; Κατ' ἐμαυτὸ ὤ
μοσα λέγει Κύριος καὶ δεκον ἐποίησας τὸ ρῆμα τότο ,
καὶ κακ ἐφείσω το ψᾶσε τὸ ἀγαπητε δι᾿ ἐμὲ , ἀνάλογης
θή .
76 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΡ .

θήσονται ἐν σοὶ , καὶ ἐν τῷ ασέρματί σου παύτα τα


ἔθνη τῆς γῆς . Ἑνὸς ὑπερεῖδες ; γας τῆς οἰκομούης
πατήρ . Ἔχει μετὰ Ἰσαὰκ παῖδας τὰ ἔθνη , οἱ θύς
ματι τω οἰκεμένην . Γοῦ πατὴρ ἐθνῶν · πατὴρ δ
ἔσῃ Χρις8 , κ κτῆμα τὰ ἔθνη . ᾿Αντὶ τῇ σὲ μονογε
ν8ς , θυέπω το πρόβατον . Ἐμὸς Μονογενὴς τὸν φο
ρέμενον ἀμνὸν ἐπιδώσει τῷ πάθει μὴ ἁπτέπω το
μονογενᾶς σε τὸ ξίφος · ἐδὲ δ σαυρὸς τῆς τὸ μονο 7
γονες με Θεότητος ἅψεται . Περὶ τὸ πρόβατον ἡ θυ
σία , περὶ τὴν οἰκονομίαν τὸ πάθος · τὸ πρόβατον καὶ
ἡ σαρξ προσηλέσθω . Μὴ παρατάξης των μίμησιν , D
παραβάλλων τι πάθει τὸν σὸν ὁμούσιον . Τὸ πυρός
βατον σφαττέδω , τῇ ἐςαυρωμένε ἀμνε φέρον τὴν μί
μησιν . Ὅρα τὸ πρόβατον ὡς ἐπὶ τῇ σαυρῇ τῇ φυτοῦ
κρεμάμενον · τῦτο τὸς ἥλους ἐκδέχεται , τέτο γίνεται
1
θυσία τῷ κόσμῳ σωτήριος . Πάχει δὸ ναὸς οἰκῶντος
Θε8 , κατὰ τω αυτῷ τῷ Δεσπότε φων • Λύσατε τὸν
ναὸν τέτον , καὶ ἀ Ἑισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αυτόν . Αὐτῷ
ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμμ .

ΕΙΣ
2

77

ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΓΚΑΛΟΝ ΙΩΣΗΦ .

Τοῖς μεν τὰ μακρὰ πελάγη διαπερῶσιν , αἱ τῷ πε


ριφανεσέρων κινήσεις ἄςρων πρὸς τὸν δρόμον γίνονται
σμύθημα · καὶ κυβερνήτης ἐπιβάλλων των πηδαλίῳ ,
τὸ βλέμμα τείνει πρὸς ἐρανὸν , τοῖς τῆς ἀτέρων κινή
μασιν μονοχῶν τὰ ὁλκάδα , καὶ τὸν πελάγιον δρόμον
Y
τῳ κατ᾽ οὐρανὸν φέγγει συνελίττων πρὸς λιμοίας ἐ
πείγεται . Οἱ δὲ τῇ βίου του θάλατταν καλῶς sa
διδύειν ἐθέλοντες , καὶ πολιτείας ὀνθές τέμνειν ποθῦν
τες τὰ κύματα , ἐκ εἰς ἀςέρας ὁρῶσιν , ἀλλὰ πρὸς τὸν
τῷ δικαίων ἀφορῶσι χορὸν , καὶ τοῖς τέτων ἔχνεσι τοῖς
7
τῆς πολιτείας ἐπερείδοντες βήμασι τω ἑαυτδ ζωτ
ἀπευθύνεσιν . Οὐ δ τοσαῦται κινδύνων ἐπανασάσεις
¿
πολιορκᾶσι τὰς πλέοντας, ὡς αἱ τὸ βίς περιτάσεις
περιαντλῶσι τὸς τῆς ἀρετῆς ἐμπορίαν ανύοντας . Τις
τὸ τῆς δικαίων τὸν τῇ δὲ πλῶν διὰ γαλήνης παρέπλου
σὲ ; Πρῶτος ᾿Αβελ πίτεως ἐρασῆς χειρὸς ἀδελφικῆς
παρανάλωμα γέγονε . Νῶε μετὰ τὴν πολυχρόνιον της
ἀσεβόντων ἐπήρειαν , ὀνιαυτὸν ὅλον ἐπελαγίζετο . ῾Α
βραὰμ διὰ πόθονΘεῦ , τὸν νόμον ὑπερεδε τῆς φύσεως,
πάθων δεξιὰὶ μᾶλλον παιδοκτονεῖν , ἢἀπειθεῖν ἐπι
τάττοντι Θεῷ . Ἰσαὰκ ὡς ἱερεῖον δεσμευόμενον ἐφέρετο .
Ιακωβ πόῤῥω τῆς γονέων ἐφυγαδεύετο , ἀδελφικῷ φόρ
βῳ τῷ τεκόντων ἀλλοφιέμενος . Περιήκει δὲ ἡμῖν ὁ λό
γος εἰς τὸν καλὸν Ἰωσὴφ , δ τὸ κάλλος ἡΓραφὴ θαυ
μάσασα , τὰς ὑπὲρ ἀρετῆς ἱδρῶτας ανέγραψον , ἵνα πρὸς
πετον ὁρῶντες ἐπιγράφωνται . Περὶ ᾧ καὶ μελωδῶν Δα
βὶδ ανεκρέετο , θαυμάζων τὴν σκώεσιν · τὸ παιδεῦσαι
τὰς ἄρχοντας Αἰγυπτίων ὡς ἑαυτὸν , καὶ τὰς πρεσβυ
τέρες αυτής σοφίσαι. Πόσοις ὁ νέος ὑπὲρ ἀρετῆς καὶ
δαύοις διεπάλαισε ; πόσας κυμάτων προσβολὰς ἐτινά
ξατο; πόσες κρημνὲς χωρὶς ὀλίπε διήλατο ; καί τοι τις
νὲς τω σωφροσύνην τῇ νέο μόνον θαυμάζοντες , περὶ
μά
48 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ . Σ

μόνῳ αὐτῷ ἀσχόλεσι τὸν ἔπαινον , σμον ὅλον ἀ


γωνισμάτων περὶ μίαν ἀρετὴν τῷ λόγῳ ་ ςενοχωρέντες.
Εἰ δέ τις ὁδῷ βαδίζειν ἐθέλῃ , καὶ τὴν ἀρχὴν τῶν ἄθλων
πρὸ τὸ τέλος φαντάζεσαι , ἀπ᾿ αὐτῆς αὐτὸν τῆς οἰκείας 199
ἀρετῆς ἀπλέμενον βρήσει τὸ σάδιον , καὶ πρῶτος ὁ τ
·ἀδελφῶν πόλεμος προσεῤῥήγνετο . Φθόνος δ αυτοῖς
σρατηγῶν , μαίνεται καθ᾿ἑαυτῆς τὴν φύσιν ἐνέπειθε .
1
Φθόνος ὁ τε φόνε πατὴρ , ὁ τοῖς καλοῖς ἀεὶ >τίζωσ · +1
κόμενος . Καὶ τίνες αἱ τὸ φθόνες προφάσεις ; Αγάπη
παζὸς περὶ παῖδα τὰς παῖδας ἐκίνησε , καὶ τασιάζει
τὰ φίλτατα καθ᾿ ἑαυτῶν τῷ πάθει μεθύοντα . Ἡ Γρα
φὴ δὲ τὸ ὑπερβάλλον το φίλζε θαυμάζεσα , τὸ πάς
θες τὴν αἰτίαν ἐκήρυττον . Ἠγάπα γάρφησιν Ἰακώβ
τὸν Ἰωσὴφ ὅτι υἱὸς γήρως ἦν ἀυτῷ · καί τοι Βενιαμὶν Ba
τ τῷ Ἰακώβ παίδων ὁ ἔκατος , καὶ γείτων τῷ γύρᾳ,
της Ρωσί
καὶ τῶν ὠδίνων ὑπῆρχε τὸ πέρας . Πῶς ἦν ὁ Ἰωσὴφ
τὸς γύρως ἐπονομάζεται , ἀλλ᾽ ὑὸς γήρως ἐςὶν ὁ τοῦ
γύρως ἐπιμελέμενος , καὶ παζικῆς ἡλικίας τὸν πόνον
τῇ θεραπεία κεφίζων , ταῖς περὶ τὸ γῆρας ἐλπίσι τὸ
τῆς φύσεως ἐπεσπάσατο φίλζον , καὶ πρὸς ἀγῶνα δα Α
ψιλέςερον τῇ θεραπείᾳ ἐξύγα θερμοτέραν φιλοςοργίας .
· Αδελφοὶ δὲ φθόνῳ πληγοντες ἐπλήθησαν , ἐδὲ πρὸς
τω ἐξ ὀπειράτων συπραγίαν τοῦ παιδὸς ἐκαρτέρου
3
ἀλλὰ καὶ ἄχεις ὀνείρων τῷ φθόνε τὸ κούζον ανέτει b
ναι καὶ καιρῶ λαβόμενοι , μελετῶσι τὸν φόνον , καὶ τ
παζικῶν ἀγκαλῶν γυμνὸν τὸν παῖδα θηρεύσαντες , και
θάπερ θανάτῳ κατάδικον ὀρείῳ λάκκῳ πις δύεσιν . Ὁ
δὲ λάκκος ἀδελφικέ φθόνε φιλανθρωπότερος γέγονε
κενὸς τὸ ὕδατος ὑπάρχων φυλάττα σῶον τὸν Ἰωσήφ ,
καθάπερ τὸ κῆτος τὸν Ἰωναν ἐν τοῖς κύμασι . Διεδέ
Ε
χετο δὲ πρᾶσις͵ τὰ περὶ φόνε βελεύματα , καὶ καθά
περ το φόνε λάφυρον , τὸν ἀδελφὸν> ἀδελφοὶ ἀποδίδον
ται καὶ φιλαργυρία τὸν φόνον νικήσασα , δῆλον αὐτὶ
·· νεκροῦ τὸν ὁμόσπορον ἤλεγξε . Τοιαῦτα ὁ φθόνος οἶδε
τις φθονεμένες φιλανθρωπεύεθαι . Ἀλλ᾽ ὦ τῆς θείας
προ
- ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ . 79

προνοίας ! ᾿Αληθὴς ὁ δρασσόμενός τις σοφὲς ἐν τῇ πρ


νεργίᾳ αὐτῶν · οἷς δὲ φθονᾶσιν ὀνείρασι, τέτοις ὑπερ
γῶντες ἐκ οἴδασιν . ῎Ακούτες τοῖς τὸ Ἰωσὴφ ἐνυπνίοις
συμπράττουσιν , ὁδὸν τῇ τοῦτον ἐκβάσει των πρᾶσιν
κατασκευάζοντες . Ἐπειδαν γὰρ τοῖς θείοις βαλοίμα
σιν αντιπράττειν ἐθέλωσιν ανθρωποι , συγχωρεῖ με
πράτταν Θεὸς ἃ προγρζεται , ἐνδιδὲς δὲ φανται τὴν
γνώμην , 5ηλιτεύει τὸν ζόπον · ὑπηκόες αὐτὸς ἄκοντας
τῆς ἑαυτῷ ποιεῖται προθέσεως , ἵνα ἃ κωλύειν ἐθέ
λέσιν , ανύοντες φαίνονται καὶ δι᾿ ὧν ἐπέχειν βιάζον
ται, διὰ τέτων συνεργῶντες ορίσκωνται , ἵνα καὶ πο
λεμῦντες ὁμῶ , καὶ δελεύοντες ἀπελέγχωνται . Οὕτως
οἱ τῷ Ἰωσὴφ ἀδελφοὶ ἄχρις αἱμάτων κατ᾽ὀνείρων παρ
"
ραταττόμενοι , τῇ πράσει τὲς ὀνείρες εἰς πρᾶξιν ἐγεί
ρουσι , καὶ τῆς φύσεως ἔμποροι κατας αύτες ανηλεείς

μετ᾽ ὀλίγον ἔμποροι φοφῆς ἐλεύμενοι γίνονται καὶ τῷ
ὀνείρων μισῶντες τα δράγματα , μετ᾽ ὦ πολὺ τῆς ἀλη
πινῶν δραγμάτων ἱκέται καθίςανται
Οἱ μοὶ ἦν τω φύσιν καπηλεύοντες , ὡς ἐνόμιζον ,
νοθευμενον δελείᾳ τὸν παῖδα καταδικάζουσιν . Εἰς
κόνι δὲ φόνε τὸν χιτῶνα διατιθέμενοι , ὥσπερ οὐ δυ
νάμενοι σβέσαιχωρὶς αἱμάτων τὸν φόνον , χερσὶ προσ
άγεσι παζικαῖς, καταψευδόμενοι θανάτε , πρὸς α
ληθινὸν ποθος τὸν πρεσβύτην ανάπτοντες, δίκας α
παιτῶντες τὸ φίλου τὸν φύσαντα . Τοῦτο τῶν Ἰωσὴφ
ἀθλημάτων τὸ προοίμιον . Φέρων δὲ 12 κινδαύων ὁ νέος
τὰς ἀπαρχὰς οὐχαρίσῳ προθέσει , τὸν ᾿Αγωνοθέτ
τιμᾷ . Διαπλούσας δὲ τῇ φθόνου τὰ κύματα , κατα
*
λαμβάνει τ Αἴγυπτον, καὶ γίνεται δοῦλος τῳ σώ
ματι ὁ ἀδούλωτος τῳ φρονήματι οὐ συναποβάλλων
τῳ χήματι τῆς ψυχῆς τω συγνειαν , οὐδὲ περιςά

σεσι βιαίοις τὰ ἐλευθερίων ἀνάθεμον . Οὐ γὰρ συμ


μετέβαλε τίω γνώμίω τοῖς πράγμασιν͵ ἐδὲ δελείας
συνήθεια και μικρὸν τὴν ἐλευθερίαν ἐσύλησεν · ἀλλ᾽ ἦν
καὶ δελφων της Αβραὰμ ευγενείας ἀπόγονος · διεδέχε
TO
80 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ .

το δὲ 25 ἀδελφῶν τὸ μῖσος , δεσποίνης ἐχούσης ἀκό


λαςον φίλξον το μίσος ταχύτερον , καὶ πάλιν ἀγῶ

νες , καὶ σκάμματα , καὶ Ἰωσὴφ σεφανέμενος . Ὁ μοὶ ἦν
ἀγὼν τοσῶτος , ὁ δὲ παλαίων , μειράκιον . Ηλικία , σω
φροσκύης προδότις , πρὸς ἡδονῆς βίαν δάλωτος . Δε
λείας ταπείνωσις , γενναίε κατασέλλεσα φρόνημα . Δεν
αποίνης συνεχείς κολακεῖαι ταῖς ἐλπίσι τὸν τόνον ἐκ
λύσσαι· καὶ σιωπῷ τὰς ἔξωθα , ὡς γυναικὸς , μη
χανὰς χρωμάτων , ῥημάτων , χημάτων , τὰς δι᾽ ὀμμά
των ἀπάτας, τὰςδι᾿ ὀσφρήσεως ληκύθες , τὰς δι᾽ ἀ
κοῶν τῆς ψυχῆς πολιορκίας , τὰς διὰ φύσεως κλάσεις
τοῦ σώματος · δι᾿ ὅλων γὰρ ὧδουε τζδ αίθητηρίων τὰ
θέλγειν ἰχύοντα · παύτα δὲ πρὸς δα σκοπὸν , τὸν νέον
ἐφέροντο · ἀλλ᾿ ὁ τοσέτοις οὕτω πανταχόθον βαλλόμε
νος , ὅπλον εἶχε πρὸς παύτα τὴν μνήμω το πλάσαν ·
τος . Ἡ μὲν ἦν εἶχε ἄγρυπνον τὸ βλέμμα , τω τοῦ
Ιωσὴφ σωφροσμύζω λῃςδειν ἐλπίζεσα , λοχῶσα τὸς
χρόνες , ἐπιτηρῶσα καιρες, παρακαλῶσα συνεχῶς. Τῷ
༡༩ πάθει πραθεῖσα , συγκατασσαν τῇ τῆς ἀκολασίας

δελείᾳ προσεδόκα τὸν σώφρονα . Συμπράττων δὲ ταῖς
τῆς γυναικὸς ἐπιβελαῖς ὁ διάβολος , ἐρημίαν τῷ πα
ρόντων , ἐξ ἑορτῆς δαιμονικῆς κατεσκεύασαν · ἐγένετο
γάρ , φησι,τοιαύτη τις ἡμέρα , καὶ ὖ ἐδεὶς ἐν τῇ οἰκίᾳ
ἔσω . Εἰσῆλθε δὲ Ἰωσὴφ ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ , καὶ
εδεὶς μὖ ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔσω · καὶ ἐπεστάσατο τὸ Ἰωσὴφ
τ ἱματίων , λέγεσα ἀυτῷ · κοιμηθητε μετ᾽ ἐμᾶ . Ω
πόση ἡ τῆς σωφροσκύης ἀξία ! Ω πηλίκος ὁ τῆς σεμ
νότητος ςέφανος. Ὡς δῆλος ἐπράθη , καὶ ὡς δεατότης
παρὰδεσποίνης ἱκετεύεται . Ω πόση τῆς ἀκολασίας
ἡ πτῶσις ! το δ δέλῃ τὴν δέσποιναν ἔδειξε δέλω .
δ τὴν ψυχώ τῳ πάθει πωλήσασα , καὶ τὴν ἔξωθα
αξίαν ἀπώλεσε. Κοιμήθητι μετ᾽ἐμᾶς , ὦ τῆς ἀκολάς
τυραννίδος ! Δεσμώτην κατέχει τὸν σώφρονα , καὶ κολα
κείᾳ ῥημάτων χειρῶν βίαν ανέμιξα . Ω τῆς ἀμηχανων
κακῶν! Ὢ τῆς ἀλύτες συμφορᾶς . Ἐν μεσοδικτύοις͵ α
πής
+
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ , 8 ,

πόλειπτο θήραμα δίκαιον . Ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησεν


εἴδωμεν τῆς σωφροσκύης ἐν κινδιώοις τὰς τέχνας , καὶ
μετ' αυτῆς τὸ νικᾶν διδασκώμεθα . Πρῶτον ἐπιςομίζειν
πειρᾶται τὸ πάθος, καὶ ζόπον ἀκόλασον χαλινὸν ῥη

μάτων σεμνότητι . Εἰ ὁ κύριόςμου καὶ γινώσκει δι᾿ ἐμὲ
ἐδον , καὶ τὶ ἑξῆς . Ἐπιμελητώ με τῆς οἰκίας ὁ δεσσό
της κατέσησαν , οἰκέτας ὑπέταξαν , ἀνεχείρισε χρήμα ·
τα , τὰς ἐμᾶς φροντίδας τοῖς οἰκείοις ἥπλωσε κτήμα
σι . Τί ἐν ; ὁ χρημάτων φροντίζων τω κοίτην συλή
σω ; ὁ τ κτῆσιν φυλάττων , τ συνῳ καθυβρίσω ;
ὁ κτήμασιν εὔνες, περὶ τὸ μέρος πολέμιος ; καὶ πῶς
πρὸς τὸν Θεὸν αναβλέψω ; ποίοις ὀφθαλμοῖς τὸν οἶερ
γέτην θεάσωμαι ; πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τότο ; φρίττω ,
γνώαι , τὴν φωνίώ · σὺ τὴν πρᾶξιν αἰτεῖς ; πέπλημαι
ἐγὼ τί ἀκοί , καθάπερ ξίφει , τῷ ῥήματι . Πῶς
ποιήσω ; πῶς ἀκοὰς μολυνθείσας ἰάσωμαι ; πῶς δ
σῶν ῥημάτων ἀποσμήξω τὸν βόρβορον ; Τοιαύταις ἐπῳ
δαῖςσωφροσιώνης ὁ δίκαιος χρώμενος , ἀκόλαςον θηρίον
ἐκ ἔπειθαν ' ἀλλὰ καὶ χεῖρας ἐπέβαλον ὡπλισμοίας
τοῖς πάθεσι . Παρίῷ καὶ συναγωνισὴς τὸ γυαίς διά
βολος , ὁ τῆς μοιχείας αγωνοθέτης, καὶ τῆς ἀκολασίας
νυμφαγωγός . Ἠγνόει δὲ ἄρα πρὸς ἀθλητὴν σωφροσύ
νης παλαίων. Τῇ κρατέσῃ χειρὶ τὸν κρατέμενον χιτῶνα
προσείψας , τὰς ἀκολάτες διαδιδράσκει λαβὰς , ὅπλῳ
τῇ φυγῇ πρὸς ἀριςείαν χρησάμονος , καὶ γίνεται τοῦ
χιτῶνος προδότης , ἵνα φύλαξ γενηται σωφροσμύης , καὶ
ξέχει γυμνὸς ἀρις δὺς τὸν ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγῶνα δραμὼν ,
καὶ γυμνᾶται χιτῶνος , ἵνα μὴ γυμνωθῇ σωφροσκύης .
Τῷ δὲ γυναίῳ σωηττηθεὶς ὁ σρατηγὸς τῆς ἀκολασίας
διάβολ ἑτέρως πάλιν ὁπλίζεται , καὶ πρὸς θυμὸν
μετασκευάζει τὸ φίλξον , καὶ χαλκούει τὸν πόθον εἰς
ὅπλον , καὶ γλῶτταν ἐγείρει κατήγορον , καὶ χιτῶνα δεικ
νῦσα πιςεύεται . Ω παραδόξε συκοφαντίας, καὶ αὐοίας
βαρβαρικῆς ! Χιτῶνα φέρεσα τῷ χειρῶν τὸν κατήγορον,
γλώττῃ κατηγορούσῃ πιςεύεται: καὶ τὸ δεσμωτήριον
Encicl . Tom . 11. f εἶχεν
82 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ .

εἶχε ὁ Ἰωσὴφ οἰκέτης ὁμᾶ , καὶ δεσμώτης γενόμενος


᾿Αλλὰ τοσέτοις περισάσεως κύμασιν ὁ νέος αὐτλέμε
205, τω ψυχὴν αὐάλωτος ἔμεινεν · δ δ ἀφῆκε φωνὴν
δυχερῆ , τὴν θείαν κηδεμονίαν καταμεμφόμενος • ἆνται,
λέγων , τῆς ἀρετῆς αἱ ἀμοιβαί ; ὗτος ὁ τῆς σωφροσμύης
καρπός ; οὗτός μοι τῆς εἰς πατέρα θεραπείας μισθός ;
βασκανία , καὶ πρᾶσις , καὶ παρὰ βαρβάροις δελεία ; καὶ
οἶκος τὸ δεσμωτήριον , καὶ σιδήρῳ κατάδικος ; καὶ τῆς μοι·
χείας τῳ πρᾶξιν νικήσαντες, τῇ τῆς μοιχείας τιμω
ρία τηρέμεθα ; Τέτων ἐδὲν διὰ γλώττης ἐφθέγγετο ,
ἀλλὰ πᾶσιν ὑπομονίῳ αντιτάξας , χαρίζω γνώμη
τὰς κινδαίες ὑπέφερε , καὶ σιωπῶν κατεδικάζετο , το
δικαίῳ κριτῇ τῷ κρίσιν ταμιευόμενος· καὶ σιωπᾶν ἔ
παθε γλῶτται , ὀφθαλμοῖς ἀθανάτοις τὴν δίκην
τούσας . Εἰ τέτο θαυμάζεις , ἀγαπητὲ , •τὸ μεῖζον ἐκ
πλάγηθι . Ὅρα δ ᾧ τα νέα μακροθυμίαν ὅρα φιλοσο
φίας ἑτέρας ἀκρότητα , ἵνα καὶ σὺ τω γνώμίω μιμέ
μενος͵ ἀρέσης τῷ κτίσαντι. Τοιαῦτα δ πεπονθώς,
δὲ ῥήματι τὰς ἠδικηκότας ἠμψύετο , « δὲ φωνὼ ἀφῆκε
πικραν ,και της συμφοραῖς αὐτὸν περιβαλλόντων πι
κραῖς . Τοῖς ᾧ παρὰ τὸ Βασιλέως μοι δεσμώταις ἐν
τις δεσμωτηρίῳ σκυδιέζιβαν · οἷς λύσας τὸ τῆς ὀνεί
ρων ἀμήχανον , διηγεῖται τὸ καθ᾿ ἑαυτὸν Καγκάζετο ,
καὶ τὴν οἰκείων δεσμῶν τὴν αἰτίαν ἐκτίθεθαι . Καίφη
σιν , ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ τῆς Ἑβραίων , καὶ ὧδε ἐς
ποίησα οὐδού . Ποία γλῷττα πρὸς ἀξίαν τὰς λόγες
ὑμνήσεις ; ὁ καὶ μέχρι λόγω πρὸς πολεμώντας φιλαύς
θρωπος · καὶ τὸ φθόνα μνηθεὶς , εκ τῆς ἀδελφικῆς καὶ
τηγορήσας ὠμότητος , οὐ τω φρᾶσιν διηγησάμενος , καὶ
το φθόνο των μελέτην ἐκθέμονος , ४ κ τῆς γυναικὸς τὸν
ἀκόλασον ἔρωτα , εν τω ἑαυτοῦ σωφροσιώῳ , καὶ του
ἐκείνης ἐπείρειαν . Ὢ γλῶττα τοῦ Δαβὶδ ἐν φυλακῇ
μελετῶσα τότο ! Κύριε ὁ Θεός με,
· εἰ ἐποίησα τοῦτο
εἰ αὐταπέδωκα τοῖς αὐταποδιδᾶσί μοι κακά . ᾿Αλλὰ κ
ἔτω διὰ πασῶν ὁδούσας τῷ ἀρετῶν , καὶ καθάπερ ἐν
zvei
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ . 83

πυρὶ τοῖς πειρασμοῖς χωνευθείς, καὶ φανεὶς ἀθλητὴς


δοκιμώτατος , ἆθλον ἀρετῆς τὴν βασιλείαν κομίζεται .
Διαδέχεται θρόνος tτὸ δεσμωτήειον , καὶ γίνεται τῆς Αἰ
γύπτε Δεασότης , ὁ ~τῆς μοιχαλίδος δεσμώτης , φύλαξ
συθωνίας, καὶ λιμὲ κυβερνήτης . Αδελφικῦ δ φθόνε
γίνεται δήμιος, καὶ δικασής, καὶ φέρει ζοφὴς ἱκέτας ,
τὸς τῇ ὡράσει ξαφώντας , καὶ τῷ ὀνείρων ὀρθεται τὰ
δράγματα . Λαβὼν τοίνωυ
Τ τῷ τῷ ἀμύαθαι διώαμιν ,
εἴδωμον οἷος ἐγένετο . Αρὰ μὴ τὸς λάμποντας τῆς ἀρε
τῆς χαρακτῆρας ἡμαύρωσε ; ἆρα μὴ γέγονεν ἡ τῆς ἀπ
ξίας ὑπόθεσις , κατορθωμάτων ὑπόπτωσίς τε , καὶ ὑφαί
ρέσις ; ἐδαμῶς. Λαβὼν τὸ ὑπὸ χεῖρα τὰς ἀδικήσαν
τας , καὶ κολάζειν 'ei
ἐκ ἀδελφές , ἀλλὰ πολεμίες δυνά
μονος , τί ποιεῖ ; Ὅρα παράδοξον ἐκδικήσεως ζόπον .
Φθόνον , καὶ πρᾶσιν , καὶ θηριώδη μανίαν διὰ φιλανθρω
πίας ἀμώύεται· παίζει τὸν φόβον , καὶ ἀπειλμ δρα
ματεργεῖ , καὶ ὀργία ὑποκρίνεται. Οὐκ ἀνεγκὼν δὲ δ
δὲ τὸ θυμοῦ τῷ ὑπόκρισιν , δάκρυσιν ἀληθινοῖς τὸ
πρᾶγμα διέλυσε καὶ τῷ πόθῳ νικηθεὶς ἐξαγγέλλει
τὰ πλάσματα . Απολογίας ὑπὲρ τῆς ἀδικησαντων , ὁ
ἀδικόμενος ζητεῖ , καὶ τω ψυχίω ἐκκαλύψας , εἰλι
κρινῶς τὸς ἀδελφὲς περιπτύσσεται , καὶ χείλεσι γνη
σίας ἀσπάζεται τὰς αὐκλεῶς τοῖςὀδόσι ασαράξαντας .
Εχεις τὸ Ἰωσὴφ τὴν ζωὴν , ἀρετῆς παντοίας διδάσκα
λον . Εἶδες παξικε γήρως θεραπευτίω , προς άγμασι
θείοις ἀκόλυθον , ἀγαπῶντα μισῦντας , τῆς νέας δια
θήκης τὸ πολίτευμα προσφωνοντα , ήμερον πωλέμενον
καὶ ὑπομένοντα , δελεύοντα , καὶμὴ τὴν ἐλευθερίαν ἀπὸ
τιθέμενον , ὀφθαλμοῖς δεασοίνης βαλλόμενον , καὶ τῷ
σωφροσιώης πόθῳ νικῶντα πόθον ἀκόλασον , συκο
φαντώμενον , καὶ σιωπῶντα , ἐν ὀξεσίας φιλανθρωπον ,
καὶ ἐν δυνάμει πραότατον , μιμητὴν τῆς θείας ἀγαθό
τητος˙ ὧν γενοιτο μαθητὰς γενομένες , τῆς ἐπερανίων
ἀγαθῶν Cἀξιωθίύαι , ἐν Χρισῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡ

μῶν · ᾧ ἡ δόξα , καὶ τὸ κράτος , εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμήν.


f 2 ΛΟ
84 B

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣΗΝ .

Πολλὰ τὰ πρὸς ὕμνον κινῶντα τὸ Θεὸ τὰς ανθρώπες ,


1
πολλὰ τὰ πρὸς εὐχαρισίαν τοὺς συγνώμονας ἄγοντα
ὅποι γάρτις περιονέγκοι αἢ τὸ βλέμμα , ευεργεσίας
πηγὰς ἀεὶ χεομοίας ὁρᾷ . Ἥλιος μοὶ ἐπιτάγματι ζέ,
χων , καὶ τοῖςἐν γῇ βαδίζεσι τὰς ἀκτῖνας ἐκχέων σε
HP
λων δὲ 1 δαδεχῦσα τὸ φέγγος , καὶ τῆς νυκτὸς ἡμερῶσα
Pwww
τὸ πάθος˙ αυξήσει δὲ , καὶ μειώσει ποικιλομονη , τὰς
τα αέρος οκράτες ἀπεργάζεται κράσεις . Αςέρες τὸν
ἐρανὸν ςαδιούοντες , καιρῶν σημεῖα τοῖς αὐθρώποις ὑ
πάρχεσι ' γῆ ποσὶ μοὶ ὑποβέβηκε χῆμα , χερσὶ δὲ
καὶ χρείαις ανθρώπων ὑπέςρωται , τὰς δὲ τῷ καρπῶν
ὠδῖνας ανθρώπῳ μόνῳ προσφέρει . Εἰ δὲ καὶ τῷ ἀλό
γων ἡ φύσις παραπολαύει τῆς δωρεᾶς, ἀλλ᾿ ανθρώπῳ

κυρίως ἡ τῆς γῆς παρεσκεύασαι ζάπεζα καὶ τοῦτο
σαφῶς ὁ λυρῳδὸς Προφήτης ανακρυόμενος οἶδεν · ἀξανα~
τέλλων γάρ , φησι , χόρτον τοῖς κτζώεσι , καὶ χλόω τῇ
δελείᾳ της ανθρώπων . Ως ανθρώπε θεράποντας δέ
φει το ἀλόγων τὰ γεύη , ὡς τῆς τότων Ἑοφῆς ανθρώ
πε γινομενης τιμῆς. Τοιγαρῶν, τῆς ὑπὲρ τέτων οὐχα
εισίας , μόνος ὀφειλέτης καθέςηκεν εὔθρωπος , καὶ μό
νος συγνωμοσμύης τῷ Δεσπότῃ χρεώσης . Πολλὰ μὲν ἦν ,
ὡς ἔφύω , τὰ πρὸς ὑμνῳδίαν κινᾶντα τα κτίσαντος˙ μοχ
θηρίᾳ δὲ γνώμης ανθρωποι πολλάκις κινούμενοι τὸν
ευεργέτην ὡς ἐπίβουλον μέμφονται · ἕτεροι δὲ τὰς τῆς
ευεργεσίας προφάσεις εἰδώλοις ανάπτεσιν
• · ἄλλοι πρὸς
βλασφημίας τὴν γλῶτταν ἐγείρεσιν · ἕτεροι ταῖς θείαις
οἰκονομίαις πολεμῶσιν , ἐκ αἰχμυόμενοι · ἕτεροι μηχα
ναῖς λογισμῶν τὸ θείων βελευμάτων κρατῆσαι βιάς
ζονται . Φερέπω μάρτυςι ἡμῖν τῷ εἰρημένων , τὰ κατ᾽
Αἴγυπτον πράγματα , ἡ Φαραω πρὸς Θεὸν φιλονεικία ,
Μωϋσέως ἡ γέννησις , ᾗ καὶ πολεμῶντες πεπτώκασιν οι
Αἰ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ . 85

Αἰγύπτιοι θαυμάσας γάρποτε Θεὸς τὸ ῾Αβραὰμ τὸ


τῆς γνώμης φιλόθεον , ευγενείᾳ φύσεως τὸν ζόπονδ
μείβεται· καὶ Πατέρα πολλῶν αναγράψας , ψάμμῳ θα
λάττης, καὶ ἄκροις Οὐρανε συνέτεινε το γώνες τὸν ἀ
ριθμόν ὑποχόμενος , τοῖς ἔργοις ἐκύρε τὰ ἐπαγγέλ
ματα · εἴκεσα δὲ ἡ φύσις τῷ πλάτη , πλουσίας τ
γονες τὰς αἰτιδόσεις εἰργάζετο . ᾿Αλλ᾿ Αἴγυπτος αὐτῷ
σρατήγει Θεῷ ; καὶ Φαραὼ φιλονεικῶν τῷ Θεῷ , τὴν τῷ
γονες αὔξησιν κολοβου ἐπεχείρει· δεῦτε γάρ , φησί,
κατασοφισώμεθα αυτές , καὶ ἐὰν μου ᾖ ἄρρεν , εἰς τὸν
ποταμὸν ρίψατε αυτό ἐαὶ δὲ θήλυ , ζωοποιήσατε .
Καὶ τὴν ἄῤῥενα γον καταδικάζει τις φιλανθρώπῳ ,
χείρων με τὰς τῆς φύσεως ἀφορμας , δρόμον δὲ γατρὸς
ἐπέχων τοῖς ἐπιτάγμασι καὶ πᾶσαν γράμμα βασι
λέως ἐπολιόρκει τὴν φύσιν , καὶ ἦν δράμα παράδοξον .
Το Δημιεργῆ μον ἔπλαττον χεῖρες , βασιλέως δὲ χε
ρες τοῖς ὕδασι τώ πλάσιν ἀπήλειφον , καὶ πανταχοῦ
τῷς ὠδίνων ἦσαν κατάσκοποι, καὶ ποταμὸς τδ τικτο
μονων ἐχειροτονεῖτο δήμιος. Νόμος ἐγράφετο , καὶ φύσις
ἠυθαύετο , καὶ πλάσις ἐκείνετο , ὠδῖνες κατεδικάζοντο ,
καὶ τόκος ἐδοκιμάζετο, καὶ φύσεως παῤῥησίᾳ σεσύλητο .
Ελόχα δὲ ποταμὸς e τὰ τικτόμενα , καὶ διεδέχετο τὰς τῆς
μητέρων γαςέρας , ἡ τῆς ρευμάτων γαστήρ . "Αρτι βρέ
φος ἐτίκτετο , καὶ μήπω τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας θεώμε
νον , πρὸς τὰς τῇ ποταμῶ ὠδῖνας ἐπέμπετο . Πρᾶγμα
παύτων ἐλεεινότατον ! Φονδὺς ὁμῶς , καὶ τάφος ὁ ποταμὸς
δ τικτομείων ἐγίνετο , καὶ τόκος τῷ θανάτῳ σύγχρο
νος . ᾿Αναίρεσις τῇ γεννήσει σωέζεχε , καὶ μητέρες ἄλι
D
τῷς ὠδίνων~ ἐρχόμεναι , γενέθαι μητέρες ἀπηύχοντο ,
ἀγνοίᾳ τοῦ τικτομοὺς εἶναι τὰς ὠδῖνας͵ οὐχόμεναι ,
προλαβεῖν ἐπιθυμᾶσαι τῷ θανάτῳ τὸν τόκον , ἵνα μὴ
τῷ ποταμῷ μητέρες ὑπάρξωσι. Πούθος ἦν αὐταῖς πρὸ
το τόκε τὸ τικτόμενον , καὶ γαςέρες ἄκαρποι με γόνον
καὶ τόκον κυρίσκοντο , καὶ τῆς ὠδίνων τα βέλη δεχόμε
ναι , δεῖξαι του πόνων τὲς καρπὲς ἐκ ἠδαύαντο τὰς
f 3 εδρα
86 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ .

ὠδῖνας ὑπέμενον , καὶ τοῦ ὠδίνων τὸν καρπὸν ἐκ ἐδέ


χοντο ᾄώροι βόζυες ἐξυγῶντο τῆς φύσεως .
Τοιαύτη μεν ἡ ἐξ ανθρώπων πρὸς τὸν Θεὸν φιλονει ·
μία . Ηνέχετο δὲ τέως Θεὸς ὑπὸ ανθρώπων ἐμποδιζό
μονος , καὶ τὴν ὑπόχεσιν ἀδικεμένην ὁρῶν, ἐκαρτέρει ,με
τανοίας ἐλπίδι τὴν τιμωρίαν αναβαλλόμενος · ἐπέχων
τὴν κόλασιν , ἵνα ἐνέγκῃ πρὸς αἴθησιν . Ὁρῶν δὲ μενον
τὸ τῆς γνώμης αὐρίδοτον , περιφέπει τὰ μηχανήματα · καὶ
Μωϋσέα τεχθείτα ξέφειν αυτὸν τὸν τῆς γεννήσεως κω
λύοντα παρεσκεύαζε . Φοβέμενοι δ μεν τόκον τὸν ἔλεγε
χον οἱ γεννήσαντες , φόβῳ καὶ πόθῳ τὸ βρέφος μερίζει
σι , καὶ μὲ τῆς κιβωτῶ τῷ τῷ ποταμᾶ ρείθρῳ πις διε
σι , τῇ τῆς ἐπινοίας περιβολῇ τὸ βρέφος τειχίσαντες .
Οἱ δὲ φέρεται μεν ακινδιως της ρεύματι καὶ τὸ πολε ·
μόντος νόμυ σωζόμενος . Ἐφείδετο το βρέφος ὁ ποτα ·
μὸς κελευόμενος , ὁ τῇ ράβδῳ μετὰ καὶ πολὺ καὶ τὸ πέτ
λαγος ανεκόπτετο . Ἐφείδετο το βρέφος ὁ ποταμὸς , καὶ
τῇ ράβδῳ καὶἀυτὸς πληττόμενος εἰς αἷμα τὸ νάμα με ·
τέβαλε . Πλέοντος ου παραδόξως τὸ βρέφες , θεωρὸς
ἡ τὸ κακῦ νομοθέτει θυγάτηρ ἐπέμπετο , καὶ ἁλέσα τῇ
θέᾳ , τῷ πόθῳ μήτηρ ἐγίνετο , καὶ Φαραὼ συνοικεῖ τὸ
βρέφος μηκέτιφοβόμονον τὸν κίνδυνον . ᾿Αληθὴς ὁ δρασ
σόμονος τὰς σοφὲς ἐν τῇ πανεργίᾳ αὐτῶν · ὁ τῷ νόμῳ
σφαγεῖς , ὁ τὰς τικτέσας οὐκ εἶναι μητέρας , τω μὴ
τεκέσαν συνεχώρει γενέθαι μητέρα · καὶ βρέφος ἐσώζε
το , καὶ νόμος ἐλύετο , παιδίε κρατῶν καὶ δυνάμενος . Ω
τῆςἀποῤῥήτε , καὶ θείας ὄντως οἰκονομίας ! ἕτερος νο
μοθέτης φιλανθρωπίας κατ᾽ Αἰγυπτίων ἐξέφετο . Φός
βος ἔξω , καὶ δικασήρια και της φύσεως , καὶ ὁ τικτόμενος
φέρων τὴν γεύνησιν , ὅτι προήλθε
Τ ἐκολάζετο , ἔγκλημα
τῆς μήξας τιμωρέμενος , καὶ νόμος Αἰγύπτιος καὶ τὸ
νόμο της φύσεως ἐσρατεύετο · οἶδον δὲ Μωϋσῆς ἐν ταῖς
τῷ φοβόντων ἀγκάλαις ἐςρέφετο , τῷ παιδοκτόνῳ νόμῳ
-* ζωὴν δεικνύων αἰτίπαλον · καὶ τὴν τὸ Φαραω τυραννίδα
πατῶν , ὑπὸ τῶν πατεμείων ἐςέργετο . Αυξήθεν δὲ
τὸ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ . 87

τὸ βρέφος γίνεται πρὸς τὸ γόνος αυτόμολον , καὶ βασι


λικῆς ἀξίας τὰς ἐλπίδας ἀποσπόμενον , τὴν ἐξ ῾Α
βραὰμ ἐπόθει συγγένειαν καὶ ἀσεβῶς πλέτε τὴν μετ'
δυσεβείας πενίαν προτιμοτέραν ὀνόμιζε . Καὶ ἔτε 7ο
φῇ τὴν γνώμην μετέβαλον, ἔτε χρόνος τὸν ζόπον με
τέσησαν , ἀλλὰ τῆς θείας τοὖ ἐραςῂς θεραπείας , δι
δες τῷ Παύλῳ περὶ αυτό μετ᾿ αὐτὸν αναφθέγγεται
μᾶλλον ἑλόμονος συγκατελεῖται τῷ λαῷ τῷ Θεῷ ,
πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν . Οργὴ τὸ Βα
σιλέως ἐντεῦθον , ὑπόθεσιν ἔχεσα τὴν δυσέβειαν · ὁ
δὲ Μωϋσῆς μὖ ἐν φυγῇ , μεταβαίνων αὐτὶ ᾧόπε τὸν
τόπον . Ἐπιφαίνεται Θεὸς ἐν τῷ ὄρει ποιμαίνοντι . Συγ
χωρεῖ τὸ αὐτῷ καὶ ποιμαίνειν Θεὸς , ἵνα ἐκ ποιμενος
προβάτων , ποιμενᾳ τῇ Ἰσραὴλ αναδείξῃ , καὶ ποιμαν
τικῶν ἐν μικροῖς μελετήσαντι , τὴν δ᾽ ομοφύλων ήγε
μονείαν πις δώσεις . Ἐν τέτοις δὲ ὄντι Θεὸς ἐπιφαίνε
ται, ἆθλον τὴν ἀθέατον θέαν ὑπὲρ οὐσεβείας πόνων
δωρέμενος : καὶ δείκνυσι πῦρ ἐπὶ βάτε φλεγόμενον ,
τὰ πυρὸςἐπ ἐργαζόμενον, αὔθος πυρὶ σεφανέμενον ,
φυτὸν αὐτελὲς φλογός αναπτομένης αὐτίπαλον · καὶ φω
:
νὴ φερομόνη , τὸν Μωϋσέα κατ᾽ Αἰγυπτίων καθώπλι
ζε , σρατηγικὸν ὑπὲρ τὸ λαὸ διδῦσα τὸ σκύθημα . Τέ
τοις͵ παρορμισθεὶς ὁ Μωϋσῆς τὸν λαὸν Ἑξητεῖτο αὐτι
πράττοντος δὲ πάλιν το Φαραώ , θεηλάτοις Αἴγυπτος
ἐτιζώσκετο μάςιξιν . Ἐκεῖ ποταμὸς ράβδῳ τυπτόμε
νος ἐφοινίσσεται ἐκεῖ βαζάχων εὔνδρα κατ᾽ Αἰγυπτίων
τραππεδα · ἐξ αέρος ἀκρίδες νέφη τῇ πτήσει μιμέμε
ναι : πάλιν σκότος ἐπεκράτει τὸ φῶς , καὶ ἦν τῆςἡμέ
ρας ὁ χρόνος , νυκτὸς παρανάλωμα : ἐκεῖ χάλαζα τῳ
πυρὶ συνεφράττετο , καὶ παρὰ φύσιν ωμονου τὰ τῇ φύ
σε μαχόμενα , τὸν τῆς φύσεως πόλεμον κατ' Αίγυπ
τίων μετάγοντα · ἐκεῖ θαύατος της πρωτοτόκων το πρω
τεμόντων ὠδίνων κατεβόσκετο , καὶ τδ τόκωνἡ τάξις θὰ
νάτε κλῆσις ἐγίνετος καὶ τῷ μασίγων ὁ δρόμος ἐφέρε
το , ἕως ἡ θάλαττα πληγεῖσα τῇ ράβδῳ , τοῖς μὲ ὁ
f4 δός ,
88 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ .

δὸς, τοῖς δὲ τάφος ἐγίνετο · καὶ πέλαγος τοῖς μοὶ ἐξ


Αβραὰμ πρὸς ἤπειρον μετεπήγνυτο ,‫ ܕ‬τὸς δὲ τοῖς κύκ
μασιν ἐσαγλώδισε. Τὸ πλεόμενον ἐπεζεύετο , καὶ πό
δες ανθρώπων κεκονισμενοι τὸν βυθὸν ἐξαδίδον . Ο
τως αντιπράττοντας φέρειν μεν οἶδε διὰ μακροθυμίας
Θεὸς , τῇ τῆς τιμωρίας ὑπερθέσει προθεσμίαν διδὲς
εἰς μετάγνωσιν · ὁρῶν δὲ πρὸς τὸ τῆς φιλανθρωπίας
ἐχὑπείκοντας φάρμακον , πρὸς δικαςὴν τὸν ἰαζὸν με
ταβάλλει , καὶ σωφρονίζει κολάσεσι τὰς τὰς συμβολὰς
ατιμάσαντας . Αἰγυπτίες μοὶ ἐν ἔτω κολάζει Θεός .
Μωϋσῆς δὲ τῷ λαῷ παιδευτὴς καταςας , τὸ τῆς θεογνω
σίας παραδίδωσι μάθημα . Ἐβέλετο δ ἐξελθόντας ·
Αἰγύπτε , μηδον ἐπάγεθαι τῆς Αἰγυπτιακῆς ἀσεβείας
ἐφόδιον . Οὗτος γίνεται τῆς τῆς κτίσεως ἀποῤῥήτων συγ
γραφοὺς, ὁ τὸ κόσμο τω ποίησιν , βιβλίον απεργα
σάμονος · ὁ τὴν πολυπλαόητον ζήσας ἀσέβειαν διὰ τῆς
/
κοσμοποιΐας ὁδοίεσαν • ὁ λύσας κατηγορίαν τῆς κτί~
σεως . Ὁ πρῶτος ἐμβοήσας ανθρώποις Θεὸν εἶναι τὰ
παντὸς ποιητὴν , καὶ πείσας μὴ μεταφέρειν ἀπὸ τὸ κτί
σαντος πρὸς τὰ κτυπούτα τὸ σέβας · ὁ διδάξας μὴ προσ
κωεῖν τὴν ὁμόδελοι , εἰπών· ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς
τὸν ἐρανὸν , καὶ τω γω . Εἰ θαυμάζεις , ἀγαπητέ , τὰ
κτιθούτα , προσκεύει τὸν ἐργασάμενον · εἰ χαίρεις τοῖς
κτίσμασι, μὴ ἀτιμάσῃς τὸν κτίσαντα , μηδὲ τὸ δημιερ
γε τω δόξαν τοῖς γεγονόσι περίβαλλε . ᾿Αρνεῖται τ
τὸ τὸ κτίσαντος ἡ κτίσις ὑποδέχεθαι σέβας · φοβε
3
ται το τιμίω ὡς ἀπωλείας ὑπόθεσιν . Προσκυνεῖν
πέφυκεν , καὶ προσκωεῖται μεμάθηκε . Καὶ πάλιν ἑ
τέρωθι Κύριος ὁ Θεός σε, Κύριος εἷςἐςι. Πρόῤῥιζος
εἰδωλολαβείας αναίρεσις˙ πολυπλανήτε δελείας ἐλου
θερία : πρὸς ποικίλας δαιμόνων θεραπείας τω ψυ
χω ἐῤῥιμμοίω αίτησι . Τί δ τῆς τῆς κτίσεως με
ρῶν ὑπῆρχε τοῖς ανθρώποις ἀθρήσκοντον ; ογε ἄχρις
ἑρπετῶν , καὶ κτηνῶν , τὸ τῇ κτίσαντος κατεβίβασαν σέ
βας , καὶ φύσις ἄλογος ὑπὸ τῶν λογικῶν ἐθρησκεύετο .
Παρ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ . ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ. 89

Παρ Αἰγυπτίοις δὲ τὸ πάθος εἶχαν ἐπίτασιν . Οὐκ


ἠρκῦντο δ τοῖς ὑπειρώταις , ἀλλὰ καὶ παρὰ τὸ ὕδατος
Θεὸς ἐδανείζοντο˙ καὶ παύτα Θεὸς παρ᾽ ἐκείνοις . Ταύ
την καὶ παρ᾽ Ἑβραίοις τω νόσον ὁρῶν ὁ Μωϋσῆς ἐμπ
φωλεύουσαν , ἐκμοχλοίων τὸ πάθος ἐβόα · Κύριος ὁ
Θεόςσε , Κύριος εἷς ἐςιν . Οὔπω δ τω Τριάδα κ
{ ρύττειν καιρὸς , ἔπω τὰς ὑποτάσεις κηρύττειν ηδιύα
το ἔτι γάλακτι ξέφει θεογνωσίας τὰς νηπιώδεις τ
J
: εὔνοιαν ἠρκέθη μόνη τῇ τῆς θεογνωσίας διδασκαλίᾳ ,
μίαν αυτοῖς φύσιν ὑπαγορεύων εἶναι Θεότητος , ἵνα δη
.
μον ὅλον Θεῶν τῆς ψυχῆς ἐξορίσῃ : ἤρχει δ τοῖς ἐκ
τοιαύτης πλαύης ἀποσπωμένοις τὰ πρῶτα τῆς θεογνω
σίας μαθήματα . Διὰ τοῦτο διδάξας τω Μονάδα τῆς
φύσεως , τὴν Τριάδα τῶν ὑποςάσεων διδάσκειν και και
ρὸν ὑπερέθετο τὸ δ τῆς ψυχῆς δυασαθὲς , ἐπισφα
>
λὲς πρὸς ἐπίγνωσιν . Φοβεῖται δὲ μὴ Τριάδα διδάσκων
Θεότητος , πολλές τινας Θεὸς παρ᾽ Ἰουδαίοις κηρύττειν
νομίζηται. Αἰνίγμασι δὲ μόνοις τέως χειραγωγεῖ τὰς
1
ἀκέοντας , καὶ μικρὸν τῆς ἀυγῆς ὑπανοίγων ἐπαύετο .
1
Καθάπερ οἱ τὸς ἄρτι τε νοσεῖν ὀφθαλμὸς παυσαμέ
νες πυρὸς τὸ φέγγος γυμνάζοντες , τὸ μὲν ἡλίε τὰς ἀκτῖ
νας τοῖς πεπονθόσιν ἀποτειχίζεσι, διά τινος δε παρα
1 πετάσματος τὲς ὀφθαλμὲς τῷ φωτὶ ἀποκναίεσι . Τέτο
ποιῶν ὁ μακάριος Μωϋσῆς , καὶ τυφλώττοντα τῷ τῆς
εἰδωλολαξείας πάθει τὸν λαὸν διὰ θεογνωσίας ἰώμε
οὔπω θαῤῥεῖ τίω ἅπασαν τῆς γνώσεως αυγ
1
ἐκπετάσαι · ἀμυδροῖς δὲ φέγγεσι τοῖς αἰνίγμασι χώ
μονος , ὑπανοίγει τῆς Τριάδος τὸ φῶς . Τί γάρ φησι ;
Κύριος ὁ Θεόςσε , Κύριος εἷς ἐςιν . Ἕνα μίωύει , και
1 ᾧίτον ἐπονομάζει . Περὶ ονὸς διαλέγεται, καὶ ᾧιπλα
1 σιάζει τω φωνίω , ἵνα τὰς ὑποτάσεις μαρτύρηται
1 Κύριος ὁ Θεός σε , Κύριος εἷς ἐςι . Μονονεχὶ λέγων ,
εἷς τὴν ἐσίαν , ἀλλ᾿ ἐν ξισὶν ὑποτάσεσι . Καὶ πάλιν
·
ἑτέρωθι ποιήσωμον αὔθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν ,
καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν τῇ τῆς φωνῆς προφορᾷ τὰς ὑποςά
σεις
90 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΩΥΣ ,

σεις αινίττεται . Καὶ πάλιν · δεῦτε καταβαύτες συγχέως


μὲν αὐτῶν τὰς γλώσσας . Καὶ πολλαχῆ τῆς θείας Γραφ
φῆς τὸς τοιύτος διασπείρει ασινθήρας, ἔπω μεν τοῖς ἀ
δενέσιν ὀφθαλμοῖς ἐξαπλώσας τὸ φέγγος , τοῖς δὲ τε
λείοις τῆς τερεᾶς ζοφῆς ταμιευόμενος τω ἀπόλαυσιν ,
Καὶ μὴ θαυμάσῃς ὁρῶν Ἰνδαῖον ἀναπομένοντα τῇ πο
λυετεῖ νηπιότητι , ὁπότε με Μωσέα , καὶ Προφήτας , με
τὴν τὸ Χρις παρεσίαν , με τὴν τῆς Μυσηρίων ἐπί
γνωσιν , αἱρετικῶν ξίφος τῷ κτίσαντι μάχεται , τὸν
Δημιεργὸν ὑπεργὸν ὀνομάζοντες , καὶ δῆλον τὸν Δεασότην
προσαγορεύοντες· ἕτεροι δὲ τὸν πρὸς τὸ πνεῦμα πόλε
μου ανεδέξαντο , καὶ φέρεσιν ὄνομα τῆς μάχης τὸ σύμ
βολον . Ἕτεροι γίνεται Θεὸν ἐφαντάθησαν αὔθρωπον ,
δι᾿ ἑτέρας ὁδὲ πρὸς κτίσματος φύσιν τὸν κτίσιν κατὰς
γόντες , τω τῆς σαρκὸς λῆψιν , γενεσιν τοῦ λαβόντος

ὑπολαμβανοντες , "καὶ πάθεσιν ανθρωπίνοις τὸν ἀπαθή


καταδικάζοντες . Ἀλλ᾿ἡμεῖς τὰ τὸ μακαρίου Παύλι
σαφῶς πρὸς αὐτοὺς αναβοῶμεν φωνώ Ὃς ἐν μορφῇ
Θεῷ ὑπάρχων , οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἶσα
Θεῷ , ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ἐκτύωσε μορφῳ δέλg λαβών , Λά
βὼν δι᾿ ἡμῶν ,ત καὶ γενόμενος καθ᾿ἡμᾶς. Μεμcηκε δὸ ο
μὖ , λαβὼν ὃ ἐκ τ· τῇ Ευαγγελίς λέγοντος · καὶ ὁ
λόγος σὰρξ ἐγένετο δηλονότι , ὃ ἐκ νὖ ἐγούστο , μείνας
ὅπερ ἦν . Καὶ ὅτω δογματίζεται τοῖς Θεοφόροις , καὶ τὸν
εἰπόντα Προφήτω · σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ , καὶ τὰ ἔτη σε
ἐκ ἐκλείψεσιν . Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμήν ,

ΒΑ
91

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

Αρχιεπισκόπο Καισαρείας Καππαδοκίας ,

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΒΑΡΛΑΑΜ ΜΑΡΤΥΡΑ ,

ρότερον με της Αγίων οἱ θαίατοι κοπετοῖς ἐκοσ


Πρότερον
μῦντο καὶ δάκρυσιν . Επλαυσε σφοδρῶς τὸν Ἰακὼβ Ι
σὴφ τεθνεῶτα : ἐκόψαντο καὶ τὴν Μωϋσέως τελευτὴν κα
μικρῶς Ιωδαῖοι πολλοῖς καὶ τὸν Σαμπὴλ πτιμήκασι δά
πρυσι . Να δὲ ἐπὶ ταῖς τῶν Ὁσίων τελευταῖς σκιρ
τῶμαι : ἡ δὲ τῷ λυπηρῶν μὴ τὸν Σταυρὸν μεταβέβλη ·
και θανάτω συκ έτι θρίοις τὰς τῶν ῾Αγίων δορυφορ8
μα

χούμεθα τάφοις : ὕπνος δὲ τοῖς δικαίοις ὁ θαύατος


μᾶλλον δὲ πρὸς πράττω ζωὴν ἐκδημία . Ἐντεῦθενσχιρ
τῶσι σφαττόμενοι Μάρτυρες · ὁ δὲΝ τῆς μακαριωτέρας
ζωῆς πόθος τωὺ τῆς σφαγῆς ὀδιώξω νεκροὺ ἀπεργά
ζεται : & βλέπει τὲς κινδαύους , ἀλλὰ τὰς σεφαίες ὁ
Μάρτυς ; κ φρίττει τὰς πληγὰς , ἀλλ'ἀριθμεῖ τὰ βρα
βεία · ἐχ ὁρᾷ τὸς κάτω μασιγόντας δημίας , ἀλλὰ τὸς
αἴωθο Αγγέλες σὐφημῶντας φαντάζεται · * οὐ σκοπεῖ
τῶν κινδαύων τὸ πρόσκαιρον , ἀλλὰ τὸ τῶν ἐπάθλων
αἰώνιον , Λαμπρὸν καὶ παρ ἡμῖν ἤδη τὸν ἀρραβῶνα καρ
πᾶται, ταῖς παρὰ παύτων ἐνθέοις οὐφημίαις κροτάμε .
νος , καὶ μυρίες ἐκ τάφων σαγωδίων δεσμίες . Τέτο
δὴ τὸ τῷ γενναίῳ τήμερον Βαρλαὰμ πεπραγμένον ' n-
χησε γὰρ ἡ πολεμικὴ το Μάρτυρος σάλπιγξ , καὶ τὰς
τῆς δυσεβείας ὁπλίτας ὡς ὁρᾶτεσυνήγαγα . Ὁ τοῦ
Χρισε κείμενος ἀθλητὴς ἐκηρύχθη , καὶ τὸ τῆς Ἐκκλη
σίας ανεπτέρωσε πέαξον καὶ ὡς ἔλεγε τῷ πισῶν
ὁ Δεασότης, ὁ πισδύων εἰς ἐμὲ πἂν ἀποθαίη ζήσε
ται )
92 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΕΙΣ ΒΑΡΛΑΑΜ .

ται ) τέθνηκεν ὁ γενναῖος Βαρλαάμ , καὶ συγκροτεί πα


νηγύρεις κατηνάλωται τάφῳ , καὶ συγκαλεῖ πρὸς ἑσία
σιν . Ναῷ ἡμῖν
~ αναβοῆσαι καιρός · πε σοφός ; πῶ γραμ .
ματος ; ·πε συζητητὴς τὸ αἰῶνος τότε ; ῎Αγροικος ἡμῖν
σήμερον ἡ ἀήττητος τῆς οὐσεβείας διδασκαλία · ὃν εχε

κε μοὶ τύραννος͵ ὡς δάλωτον θήραμα , ἔγνῳ δὲ μὲ
τα πήραν ὁπλίτην ἀχείρωτον · ὃν ἐγέλα με παρα
κεκομμένα φθεγγόμενον , ἔφριξε δὲ ᾿Αγγελικὰ νεανι
δυόμενον · καὶ δὲ συνεβαρβάριζεν ὁ ζόπος της τῆς γλώτ
της ὀργανῳ , ἐδὲ ταῖς Sσυλλαβαῖς συγχωλοίων ὁ λο
γισμὸς ἑωρᾶτο ἀλλ᾽ αὖ δεύτερος Παῦλος , καὶ Παύλε
φθεγγόμενος, εἰ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ , ἀλλ᾽ ἐ τῇ γνώς
• Ἐνάρκησαν μαςίζοντες
δήμιοι, ἀλλ᾿ ἀκμαιότερος ὁ
Μάρτυς βρίσκετο . Αἱ τδ ξεόντων ἐξορίζοντο χε
ρες ; ἀλλ᾿ ὁ το ξεομένε λογισμὸς ἐκ ἐκάμπτετο . Τὰςι ~
τῆς νεύρων αἱ μάσιγες αρμονίας παρέλυσαν , ἀλλ᾿ ὁ
πίςεως ἀκριβέτερον ἐπεσφίγγετο τόνος . Διασκάπτο 기
μεναι πλευραὶ δεδαπαύηντο , ἀλλ᾽ ἡ τὸ φρονήματος ἦμα
θα φιλοσοφία . Τῆς σαρκὸς αὐτὸ τὸ πλέον νενέκρωτο

ἀλλ᾿ὡς μήπω τῷ ἀγώνων ἀρξάμενος ἤκμαζαν . Ὅταν
??
δ ὁ τῆς οὐσεβείας ἔρως τῷ ψυχώ προκατάχη , α
παρ αυτῇ πολέμων καταγέλασον εἶδος , καὶ παύτες αυ
τω ὑπὲρ τὸ ποθεμούς καταξέοντες τέρπεσι μᾶλλον ,
ἢ πλήττεσι . Μαρτυρεῖ μοι τῆς ᾿Αποςόλων ὁ πόθος ,
τερπνὰς αὑτοῖς ποτὲ τὰς παρὰ Ἰυδαίων ἐργαζόμενος
μάςιγας . Ἐπορεύοντο γάρ ,φησι , χαίροντες ἀπὸ προ
σώπε το συνεδρίε , ὅτι ὑπὲρ τῇ ὀνόματος αυτῷ κατ
ξιώθησαν ἀτιμαπται .
Τοιῦτος καὶ ὁ τήμερον ἡμῖν ὁπλίτηςὑμνόμενος, εύφρος
σκψ τὰς κολάσεις ἡγέμενος , ρόδοις τισὶ βάλλεθαι
νομίζων ταῖς μάςιξι , τὰς τῆς ἀσεβείας σκιὰς δραπε
τόλων , ὡς βέλη . Καπνδ σκιαὶ τὸν δικασικὸν θυμὸν
λογιζόμενος , τάγματα δορυφόρων ἀπηγριωμένα γελῶν ,
ως ἐπὶ ςεφαίοις , τοῖς κινδαύοις χορεύων · ταῖς πληγαῖς
ὡς
ὡς τιμαῖς δφραινόμενος , ταῖς σφοδροτέραις τιμωρίας,
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΒΑΡΛΑΑΜ . 93

ὡς βραβείοις ἀνσκιρτῶν λαμπροτέροις . Ξίφη διαπτύων


γυμνόμενα · χεῖρας δημίων ὡς κηρῦ μαλακωτέρας δεχό
μένος . Κολαςήριον ξύλον ὡς σωτήριον ἀσπαζόμενος •
κλείσμασι δεσμωτηρίων , ὡς λειμῶσι τερπόμενος • βα
σαίων ἐπινοίαις, ὡς αὐθέων ποικιλίαις ἡδόμενος . Πυ
ρὸς συτονωτέραν δεξιαν κεκτημενος " ( ὃ δὴ τελευταῖον
αὐτῷ παρὰ τῷ πολεμέντων προσῆκτο μηχανημα . Βω
μὸν τὸ πρὸς τὴν τδ δαιμόνων απεδήν ανακαύσαντες ,
ἱτᾶσι παρ αυτῷ ἀγαγόντες τὸν Μάρτυρα , καὶ της βω
μῷ τὴν δεξιαν ὑπτίαν ἐπαιωρῆσαι κελεύσαντες , ὡς χαλα
κῷ θυσιασηρίῳ τῇ χειρὶ κατεχξήσαντο , λιβανωτὸν αυ
τῇ κακέργως ὀνθούτες φλεγόμενον ἤλπιζον δὲ τῇ τῇ
πυρὸς βίᾳ τίω χεῖρα καταπαλαιθεῖσαν , ανάγκη τῷ
κῷ ταχέως λιβανωτὸν ἐπαφήσειν˙ φεῦ τῆς πολυπλό
με τῶν ἀσεβῶν μαγγανείας ! ἐπειδὴ μυρίοις , φησὶ , τὴν
γνώμην ἐκ ἐκάμψαμεν φαύμασι, κάμψωμεν ἐν φλογὶ
το φιλονείκε παλαιςῦ κἂν τὴν χεῖρα . Ἐπειδὴ ποικίλαις
μηχαναῖς τω ψυχμ ἐκ ἐσείσαμεν , τω δεξιαὶ γῆν πυ
οἱ προσαγαγόντες σαλούσωμεν . ᾿Αλλ᾽ εὐδὲ ταύτης οἱ δείτ
λαιοι τῆς ἐλπίδος ἀπώναντο · ἡ μοὺ τὸ φλὸξ τω χεῖ
ρα διέξωγεν · ἔμενε δὲ ἡ χεὶρ , ὡς τέφραν τὴν φλόγα
βασάζεσα · ἐκ ἔδωκε τῷ πολεμέντι πυρὶ καὶ τὰς φυ
γάδας τὰ νῶτα , ἀλλ᾽ ἄξεπτος ειςήκει και φλογὸς ἀρι
ςδύσσα , καὶ τὰς τῇ Προφήτε λέγειν το Μάρτυρι διδε .
σα φωνάς · εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός με , ὁ διδάσκων
τὰς χεῖράς με εἰς παράταξιν, καὶ τὰς δακτύλες με εἰς
πόλεμον . Πῦρ χειρὶ συνεπλέκετο , καὶ τοῦ πυρὸς τὰ
τῆς ἥττης ρίσκετο : φλογὶ καὶ Μάρτυρος δεξιᾷ συνε
κροτεῖτο πάλη , ἀλλ᾽αὖ τῆς δεξιᾶς κοινή τις τῶν πα·
λαισμάτων ἡ νίκη τῆς με φλογὸς διὰ μέσω τῆς χεις
ρὸς ἐκπιπτώσης , τῆς χειρὸς δὲ ἔτι τεταμένης πρὸς πάν
λων. Ὢ χειρὸς φιλονεικοτέρας πυρός ! ὢ χειρὸς κάμε
πτεθαι ὑπὸ πυρὸς μὴ μαθύσης ! Ω πυρὸς ἡττᾶθαι
χειρὶ διδαχθείτος ! σίδηρος τῇ τῇ πυρὸς εἴχει τυραν
νίδι χαυνόμενος " χαλκὸς τῇ τῇ πυρὸς παραχωρεῖ δυ
να
94 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΕΙΣ ΒΑΡΛΑΑΜ .

νατείᾳ . Οἶδε τούτῳ καὶ λίθων αντιτυπία νικᾶσθαι


- ὁ παντα τοῦ πυρὸς βιαζόμενος τόνος , Μάρτυρος
ἀλλ᾿
να δεξιαν τεταμένην ἐκ ἔκαμψε κατακαίων . Εἰκότως
αὖ ὁ Μάρτυς ἐπὶ τέτῳ πρὸς τὸν Δεσπότην βοήσεις .
Εκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς με , καὶ ἐν τῇ βελῇ
σε ωδήγησάς με , και με δόξης προσέλαβε με
Τίσε ὦ γενναῖὲ τὸ Χρισῦ τρατιῶτα προσείπω ; αὐ
δειαύτα καλέσω ; πολύσὲ τῆς καρτερίας ἠλάττωσα . Τὸν
μὲ τὸ πῦρ μαλάττει δεξάμενον · σὲ δὲ τὴν δεξιαν ὀφ
θῆναι μόνον κινεμένην ἐκἔπεισαν . Ἂν σίδηρον όνομα .
σω ; καὶ τὴν τοιαύτην τῆς σῆς ανδρίας συρίσκω λειπομέ .
νην εἰκόνα · σὺ δ μόνος ἔπεισας φλόγα μὴ βιάζεται
χεῖρα " σὺ μόνοςἐκτήσω θυσιαςήριον δεξιαν . Σὺ μόνος
δεξιᾷ φλεγομενῃ τοὺ τῆς δαιμόνων ἐῤῥάπισας πρόσωπα
καὶ τότε μου ἀπανθρακωμένη χειρὶ τὰς ἐκείνων κεφα
λὰς συγκατέτηξας · ναῷ δὲ τεφρωθείσῃ ταύτῃ τὰς ἀντ
τῶν στρατιὰς ἀποτυφλοῖς καταπατῶν . ᾿Αλλὰ τί παιδιά
κοῖς ἐλαττῶ τὸν ἀριςέα ψελλίσμασι ; τοῖς μεγαλότερες
πετέραις τδ εἰς αὐτὸν ὕμνων παραχωρήσωμον γλώτ
ταις τὰς μεγαλόφωνοτέρας το διδασκάλων ἐπ᾿ αυτῷ
καλέσωμον σάλπιγγας . Ανάςητέ μοι νῦν ὦ λαμπρός
ὃς ἀθλητικῶν κατορθωμάτων ζωγράφοι " τ το spa
πηγῆ κολοβωθεῖσαν εἰκόνα ταῖς ὑμετέραις μεγαλύνατε
τέχναις · ἀμαυρότερον παρ᾿ἐμὲ τὸν σεφανίτω γραφού
τὰ τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν .
Απέλθω τῇ τῆς ἀρις δωμάτων τῷ Μάρτυρος παρ᾽ ὑμῶν
κανικημένος γραφῇ . Χαίρω τῇ τοιαύτῃ τῆς ὑμετέρας
χύος σήμερον νίκῃ ἡττόμενος , ἴδω τῆς χειρὸς πρὸς τὰ
πῦρ ἀκριβέςερον παρ᾽ ὑμῶν γραφομένην τω πάλμ .
Ιἴδω φαιδρότερον ἐπὶ τῆς ὑμετέρας τὸν παλαιςὴνγεγραμ
μείον εἰκόνος . Κλαυσάτωσαν δαίμονες , καὶ ναῦ ταῖς τα
Μάρτυρος ἐν ἡμῖν ἀειςείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη
πάλιν αὐτοῖς ἡἡ χεὶρ καὶ νικῶσα δεικνύθως ἐγγραφές
πω της πίνακι, καὶ ὁ το παλαισμάτων αγωνοθέτης
Χρισὸς , ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . ᾿Αμήν .
ΛΟ .
95

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ

ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΑΣ .

Μαρτύρων μνήμης τίς αν γενοιτο κόρος τῷ φιλομάρ


τυρι διότι ἡ πρὸς ἀγαθὲς τῶν ὁμοδέλων τιμὴ ἀπόδει
ξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην συνοίας · δῆλον
, ὅτι ὁ τὸς γενναίες ανδρὰς ἀποδεχόμενος , ἐν τοῖς
ὁμοίοις καιροῖς ἐκ ἀπολειφθήσεται τῆς μιμήσεως. Μα
κάρισον γνησίως τὸν μαρτυρήσαντα , ἵνα γεῃ μάρτυς
τῇ προαιρέσει , καὶ ἐκβῆς χωρὶς διωγμᾶ , χωρὶς πυρὸς ,
χωρὶς μασίγων , 10' αὐτῷ ἐκείνοις μιθῶν ἠξιωμένος.
Ημῖν δὲ , σχεα πρόκειται θαυμάζειν , ἐδὲ δύο μό
νες , δὲ μέχρι δεκάδος ὁ ἀριθμὸς πρόεισι τδ μακα
εξομοίων , ἀλλὰ τεσσαράκοντα ' Ανδρες , ως μίαν μυ
χὴν ἐν διῃρημενοις σώμασιν ἔχοντες , ἐν μιᾷ συμπνοίᾳ
καὶ ὁμονοίᾳ τῆς πίςεως , μίαν καὶ τὰ πρὸς τὰ δεινά
καρτερίαν , τὴν ὑπὲρ τῆς Οὐσεβείας οἴςασιν ἐπεδείξαν
του Παύτες παραπλήσιοι ἀλλήλοις , ἴσοι τὴν γνώμην ,
ἴσοι τ᾽ ἄθλησιν · διὸ καὶ ὁμοτίμων τδ ςεφαίων τῆς
δόξης κατηξιώθησαν . Τίς αὖ ἦν ἐφίκοιτο λόγος τῆς τε
των αξίας ; δὲ πασαράκοντα γλῶσσαι͵ ἐξήρκεσαν οἱ
τοσύτων ανδρῶν ἀρετὼ ἀνυμνῆσαι και το εἰ καὶ εἰς
ἦν ὁ θαυμαζόμενος , τήν γε τῆς ἡμετέρων λόγων δύνα
μιν εξήρκει καταπαλαῖσαι , μὴ ὅτι πλῆθος τοσέτον ,
φάλαγξ σρατιωτική , σύσημα δυσκαταγώνιςον , ὁμοίως
οὔτε πολέμοις αήττητον , καὶ ἐν ἐπαίνοις ἀπρόσιτον . Δεῦ
ρο δὴ ἦν εἰς μέσον αυτὲς ἀγαγόντες διὰ τῆς ὑπομνή
σεως , κοινὴν ἀπ᾿ἀυτῶν τὴν ὠφέλειαν τοῖς παρᾶσι κα
ταςησώμεθα , προδείξαντες πᾶσιν , ὥσπερ ἐν γραφῇ τὰς
της ανδρῶν ἀριςείας . Ἐπεὶ καὶ πολέμων ανδραγαθής
ματα καὶ λογογράφοι πολλάκις , καὶ ζωγράφοι διασημαί
νεσιν , οἱ μοὶ τῷ λόγῳ κοσμῦντες , οἱ δὲ τοῖς πίναξιν
ἐγχαράττοντες , καὶ πολὺς ἐπήγειραν πρὸς ἀνδρίαν -
κά.
96 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ ,

င် 7
κάτεροι ' ε ὁ λόγος τῆς ἱσορίας διὰ τῆς ἀκοῆς πατ
είσησι , ταῦτα γραφικὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυ
σιν . Οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς αναμνήσομεν τῆς ἀρετῆς τὸ αὐ
δρῶν τὰς παρόντας· καὶ οἱονεὶ ὑπ ' ὄψιν αυτό ἀγαγόντες
τὰς πράξεις , κινήσομεν πρὸς τὴν μίμησιν τὸς γενναις
τέρες , καὶ οἰκειοτέρες αυτοῖς τὴν προαίρεσιν . Τῦτο γὰρ
ἐςι Μαρτύρων ἐγκώμιον , ἡ πρὸς ἀρετώ παράκλησις
τὸ συνελεγμένων δὲ τὸ καταδέχονται νόμοις ἐγκω
μίων δελεύειν οἱ περὶ τῷς ῾Αγίων λόγοι· διότι οἱ δύο
φημοιῶτες , ἐκ τα τῇ κόσμο ἀφορμῶν τὰς ἀρχὰς τῆς
σὐφημιῶν λαμβανουσιν · οἷς δὲ ὁ κόσμος ἐταύρωται ,
πῶς διαταί τι τῆς ἐν αὐτῷ ἀφορμίω παρέχειν εἰς
περιφάνειαν . Οὐκ ἦν μία παξὶς τοῖς ῾Αγίοις ἄλλος
ᾧ ἀλλαχόθεν ὥρμητο . Τί ἦν ; ἀπόλιδας αυτὸς επω
μεν , ἢ τῆς οἰκομοίης πολίτας , ὥσπερ δὸ ἐν ταῖς τῆς
ἐραίων σωεισφοραῖς , τὰ παρ' ἑκάσε καταβληθούντα ,
κοινὰ τῆς εἰσενεγκαύτων
С γίνεται , ὅτω καὶ ἐπὶ τὸ Μα
καρίων τότων ἡ ἑκάςε παζὶς , κοινὴ παύτων ἐςί · καὶ
παντες εἰσὶ πανταχόθεν , αντιδόντες ἀλλήλοις τὰς ἀνεγ
κύσας . Μᾶλλον δὲ, τίδεῖ τὰς χαμαὶ κειμενας περι
ζητεῖν , ἐξὸν τὴν νῦν αυτδ πόλιν , ἥτις ἐςὶν ἐνεοεῖν ;
Πόλις τοίνυν Μαρτύρων ἡ πόλις ἐςὶ τῷ Θεῷ , ἧς τεχ
νίτης καὶ δημιυργὸς ὁ Θεὸς , ἡ αἴω Ἱερεσαλήμ , ἡ ἐλό
θέρα , ἡ μήτηρ Παύλε , καὶ τῆς ἐκείνων παραπλησίων .
Γεος δὲ , τὸ μοὶ ανθρώπινον , ἄλλο ἄλλῳ τὸ δὲ πνδύ
ματικὸν , οἳ ἁπαύτων˙ κοινὸς δ πατὴρ αυτῇ ὁ Θεός ·
καὶ ἀδελφοὶ παύτες , ἐκ ἀπὸ ἑνὸς καὶ μιᾶς γεννηθεύτες , 1
ἀλλ᾽ἐκ τῆς ὑοθεσίας τὸ πνεύματος , εἰς τίῳ διὰ τῆς
ἀγάπης ὁμόνοιαν ἀλλήλοις συναρμοθεύτες. Χορὸς ἕτοι
μος , προθήκη μεγάλη τῷ ἀπ᾿ αἰῶνος δοξαζόντων τὸν
Κύριον · καὶ καθ᾽ οἵα συναθροιπούτες , ἀλλ᾿ ἀθρόως με
τατεθούτες . Τίς δὲ ὁ ξόπος τῆς μεταθέσεως; ὗτοι , 1
μεγέθει σώματος , καὶ ἡλικίας ἀκμῇ , καὶ δυνάμει της 1
καθ᾿ἑαυτὸς ἁπαύτων διενεγκόντες, εἰς τὰς σρατιωτικὲς
τελεῖν ἐτάχθησαν καταλόγες · καὶ δι᾽ ἐμπειρίαν πολύ
βεβα
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ. 97

μικὴν καὶ αἰδρίαν ψυχῆς , ἤδη τὰς πρώτας εἶχον παρὰ


βασιλέων τιμὰς , ὀνομαςοὶ παρὰ πᾶσιν ὄντες δι αρε
τω . Ἐπειδὴ δὲ περιηγγέλθη τὸ ἄθεον ἐκεῖνο καὶ ο ·
σεβὲς κήρυγμα , μὴ ὁμολογεῖν τὸν Χρισὸν , ἢ κινδύνες
ἐκδέχεθαι · ἠπείλητο δὲ ποῦ εἶδος κολάσεως , καὶ πο
λὺς ὁ θυμὸς καὶ θηριώδης παρὰ τῷ κοιτῶν τῆς ἀδικ
μίας και της δυσεβέντων κεκίνητο ἐπιβελαὶ δὲ καὶ δό
λοι κατ᾿ αὐτῶν συνεῤῥάπτοντο , καὶ ποικίλα ἴδη βασά
νων ἐπετηδεύετο καὶ οἱ αἰκιζόμενοι ἀπαραίτητοι, τὸ
πῦρ ἕτοιμον , τὸ ξίφος ἠκόνητο , ὁ σαυρὸς ἐπεπήγει ,
ὁ βόθρος , ὁ ζοχὸς , αἱ μάσιγες · οἱ μὲν ἔφευγον , οἱ
δὲ ὑπέκυπτον , οἱ δὲ ἐσαλεύοντο · τινὲς δὲ πρὸ τῆς
πείρας , μόνην τὴν ἀπειλὴν κατεπλάγησαν · ἕτεροι δὲ
ἐγγὺς γενόμενοι τῷ δεινῶν ὀλιγγίασαν ἄλλοι τοῖς
ἀγῶσιν ἐμβαύτες , εἶτα διαρκέσαι πρὸς τὸ πέρας της
πόνων ἀδωατήσαντες , περὶ τὰ μέσα που τῆς ἀθλή
σεως απειπόντες , ὥσπερ οἱ ἐν πελάγει χειμαζόμε
νοι , καὶ ἃ εἶχον ἤδη ἀγώγιμα
· τῆς ὑπομονῆς ἐναυάγη
σαν . Τότε δὴ ἔτι οἱ αήτητοι καὶ γενναῖοι τῇ Xess
κρατιῶται , παρελθόντες εἰς μέσες , ἐπιδεικνῶτος τῷ
ἄρχοντος τὰ Βασιλέως γράμματα , καὶ τὴν ὑπακοὴν δ
παιτῶντος , ἐλευθέρᾳ τῇ φωνῇ , σύθαρσῶς καὶ αἰδείως ,
υδρὶ ὑποπτήξαντες δ᾽ ὁρωμοίων , δὲ καταπλαγέντες
τὰ ἀπειλόμενα , εἰς μέσες παρελθόντες , Χριςιανὸς
ἑαυτὸς ανεκήρυξαν
Ὢ μακαρίαι γλῶσσαι , ὅσαι τω ἱεραὶ ἐκεῖνται ἀπ
φῆκαι φων , ᾧ ἀὴρ με δεξάμενος ἡγιάδη, ῎Αγ .
γελοι δὲ ἀκούσαντες ἐπεκράτησαν , διάβολος δὲ μετὰ
δαιμόνων ἐξαυματίση ; Κύριος δὲ ἐν Οὐρανοῖς ἀπε
κάματο ! Εἶπον τοίνυν ἕκασος εἰς τὸ μέσον παριών
.
Χεισιανός εἰμι καὶ ὥσπερ~οἱ ἐν τοῖς ταδίοις οἱ ἐπ
ἄθλησιν παροδεύοντες , ὁμέ τε λέγεσιν ἑαυτῷ τὰ ὀνό
ματα , καὶ ἐπὶ τὸν τόπον τῆς ἀγωνίαςμεθίσανται,ὅπω
δὴ καὶ ἔτοι τότε , ρίψαντες τὰς ἀπὸ γενέσεως αυτοῖς ἐς
πιφημισθείσας προσηγορίας , ἀπὸ τὸ κοινῦ Σωτῆρος
Encicl. Tom . II , g κα•
98 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ.

καςος ἑαυτὸν ανηγόρδιον , Τοῦτο ἐποίεν ἅπαντες , τῷ


προλαβόντι ἑαυτὸν συνάπτων ὁ ἐφεξῆς , ὥτε
ι ἐγώετο
πάντων προσηγορία μία . Οὐκ ἔτι γὰρ ὁ δεῖνα , ἢ ὁ
δενα , ἀλλὰ Χριςιανοί παύτες ανεκηρύττοντο . Τί ἐν
ὁ κρατῶν τότε ; ( δεινὸς δὲ μὖ καὶ ποικίλος ,τὰ μὲν
θωπείαις ὑπελθεῖν , τὰ δὲ ἀπειλαῖς παραζέψαι )
πρῶτον μοὶ αὐτὸς κατεγοήτεε ταῖς θωπείαις , τὸν τό
νον τῆς οὐσεβείας ἐκλύειν πειρώμονος . Μὴ προδῶτε
μῶν , λέγων, τὴν νεότητα , μηδὲ θανατον ἄωρον τῆς ἡ
δείας ταύτης ζωῆς διαμείψητε . ῎Ατοπον δὺ τὰς ἐν τοῖς
πολέμοις ἀρις δύων σωνειθισμούς , τὸν τῆς κακέργων
θαύατον ἀποθνήσκειν . Πρὸς τέτοις χρήματα , τὰ μὲ
ὑπιχνεῖτο , τὰ δὲ ἐδίδε . Τιμὰς ἐκ βασιλέως, καὶ ἀ
ξιωμάτων διανομάς , καὶ μυρίαις αυτὸς ἐπινοίαις κατε
σρατήγει . Ὡς δὲ ἐκ ἐνεδίδοσαν πρὸς τὴν περαν ταύ
την , ἐπὶ τὸ ἕτερον εἶδος τῆς μηχανῆς μετῄει, πληγὰς
αυτοῖς καὶ θανάτες καὶ κολάσεων ανηκέςων πεῖραν ἐπα
ντείνετο . Καὶ ὁ μὲν τοιαῦτα · τὰ δὲี τὴν Μαρτύρων δ
ποῖα ; Τί , φησι , δελεάζεις ἡμᾶς , ὦ θεομάχι , ἀπο
εἶναι ἀπὸ Θεῷ ζῶντος , καὶ δελεύειν δαίμοσιν ὀλεθρίοις ,
προτεινόμενος ἡμῖν τὰ σὲ ἀγαθά
~ ; Τί τοσότον δίδως;
ὅσον ἀφελέθαι ασεδάζεις ; μισῶ δωρεαν , ζημίας πρό
ξενον · οὐ δέχομαι τιμώ ἀτιμίας μητέρα . Χρήματα
δίδως τὰ ἀπομεύοντα , δόξαν τὴν ἀπανθᾶσαν , γνώρι
μον ποιεῖς Βασιλεῖ ; ἀλλὰ τὸ ὄντως Βασιλέως ἀλλο
τριοῖς . Τί μικρολογῶν ὀλίγα τῆς ἐκ το κόσμο προ
τείνεις ; ὅλος ἡμῖν ὁ κόσμος καταπεφρόνηται · ἐκ ἔξιν
ἡμῖν τῆς ἐπιθυμεμένης ἐλπίδος αὐτάξια τα δρώμενα .
Ορᾶς τὸν Οὐρανὸν τέτον , ὡς καλὸς ἰδεῖν , ὡς δὲ μέ
γας ; καὶ τὴν γῆν ἡλίκη , καὶ τὰ ἐν αὐτῇ θαύματα ; και
δὲν τύτων ὀξισεται τῇ μακαριότητι της δικαίων . Τα
τα μοὺ δὲ παρέρχεται , τὰ δὲ ἡμέτερα μόνει . Μιᾶς ἐ
πιθυμῶδωρεᾶς, το σέφανε τῆς δικαιοσύνης · περὶ μία
δόξαν ἐπτόημαι , τί ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν
φιλότιμός εἰμι πρὸς τὴν αἴω τιμήν . Κόλασιν δέδοικα
‫ا‬
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ '. ΜΑΡΤ . 99

τω ἐν τῇ γερόνῃ · πῦρ , ἐκεῖνό μοι φοβερόν . Τὸ δὲ


παρὑμῶν ἀπειλέμενον , ὁμόδελόν ἐξιν . Οἶδον αἰδῶ .
παι τὰς εἰδώλων καταφρονῶντας. Βέλη νηπίων λογίζο
μαι τὰς πληγὰς ὑμῶν . Σῶμα δὲ τύπτεις , ὅπερ , α
ἐπὶ πλεῖον αντίχη , λαμπρότερον ςεφανεται · αν 'δὲ
θᾶττον ἀπαγορεύσῃ , οἴχεται ἀπαλλαγοῦ δικασῶν ὅπω
βιαίων , οἳ σωμάτων υπηρεσίαν παραλαβόντες, ἔτι καὶ
ἡ ψυχῶν κατάρχειν φιλονεικεῖτε · οἵγε εἰ μὴ καὶ τὸ
Θεοῦ ἡμῶν προτιμηθείητε , ὡς τὰ ἔχατα ὑβρισμένoi
παρ᾿ ἡμῶν , χαλεπαίνετε , καὶ τὰς φοβερας ταύτας και
λάσεις ἐπανατείνεθε, > ἔγκλημα ἡμῖν ἐπάγοντες , τὴν
δυσέβειαν . ᾿Αλλὰ δ ε δειλοῖς , ἐδὲ φιλοζώοις , εδού
καταπλήκτοις ἐντοίξεθε . Ὑπὲρ τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης ,
οἵδε ἡμεῖς καὶ ῥοχίζεται , καὶ τρέβλεπαι , καὶ κατά
πίμπρασαι, καὶ ποῦ εἶδος βασανιστηρίων ἕτοιμοι κατά
δέχεσθαι .
Ἐπειδὴ τούτων ἤκουσεν ὁ ἀλαζὼν ἐκεῖνος καὶ βάρα
βάρος , οὐκ ἐνεγκὼν τῶν αὐδρῶν τω παρρησίαν, ὑ
περζέσας τῷ θυμῷ , ἐσκόπει τίνα αὖ ἐξεύροι μηχα
νῷ , ὥσε μακρόντε αυτοῖς καὶ πικρὸν ὁμῶ κατασκευή
σαι τὸν θαύατον . Εὗρε δὴ ἦν ἐπίνοιαν , καὶ σκοπεῖτε
ὡς χαλεπήν . Περισκεψάμενος δὲ τὴν φύσιν τῆς χώρ
ρας ὅτι κρυμώδης , καὶ τῷ ὥραν τὸ ἔτος ὅτι χειμέα
ριος , νύχτα ἐπιτηρήσας , ἐν ᾗ μάλιτα τὸ δεινὸν ἐπιτεί
νεται · ἄλλως τε καὶ τότε βορές αυτὴν ἐπιπνέοντος , ἐκέ
λούσε παύτας γυμνωθέντας , ὑπὸ τὸ αἴθριον , ἐν μέ
σῃ τῇ λίμνῃ πηγνυμένος ἀποθανεῖν . Παντες δὲ ἴσε ,
οἱ πεπειραμένοι χειμῶνος , ὡς ἀφόρητόν ἐςι τῆς βασά .
νε τὸ εἶδος · δὲ δὲ δυνατὸν ἄλλοις ἐνδείξασαι , τοῖς
προαποκείμενα ἔχεσιν ἐκ τῆς πεῖρας αὐτῆς τῆς λεγο
μόνων τὰ ὑποδείγματα . Σῶμα δὲ κρύει παραπεσὸν ,
πρῶτον μεν , ὅλον ἐςὶ πελιδνὸν , πηγνυμούς τε αἵμα
τὸς ἔπειτα , κλονεῖται καὶ αναβράσσεται , ὀδόντων ἀρασ
σομείων , στωμένων δὲ τὸ ἰνῶν , καὶ παντὸς τὸ ὄγκε
"
ἀπροαιρέτως συνέλκομενα . Ὀδωη δέ τις δριμεῖα , καὶ
που
g 2
100 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ.

πόνος ἄῤῥητος αυτῶν καθαινόμενος τας μυελῶν , δυσφο


ρωτάτην ποιεῖται τοῖς πηγνυμενοις τὴν αἴσθησιν · ἔπει
τα ἀκροτηριάζεται , ὥσπερ ἀπὸ πυρὸς , καιομένων της
ἄκρων . ᾿Αποδιωκόμενον δ τὸ θερμὸν ἀπὸ τα περά
των τα σώματος, καὶ συμφεῦγον ἐπὶ τὸ βάθος
d , τὰ μὲν
ὅθον ἀπέςη , νεκρὰ καταλείπει τὰ δὲ ἐφ᾽ ἃ σκωθείς
ται , ὀδύαις δίδωσι , καὶ μικρὸν τὸ θανάτῳ διὰ τῆς
πήξεως ομοϊόντος . Τότε τοίνυν αἴθριοι διανυκτερεύειν
κατεί
ἐδικάσθησαν , ὅτε λίμνη με , ?περὶ ᾧ ἡ πόλις κατ
τῴκιςαι , ἐν ᾗ ταῦτα διήθλον οἱ ῞Αγιοι , οἷόν τι πε
δίον ἱππήλατον ζῷ , μεταποιήσαντος αυτὴν τὸ κρυςάλ
λε , καὶ ἠπειρωθεῖσα τις κρύει , ἀσφαλῶς ὑπὲρ νώτων
πεζούειν παρείχετο τοῖς περιοίκοις . Ποταμοὶ δὲ αέ
ναα ρέοντες , τις κρυςάλλῳ δεθαύτες , τα ρείθρων ἔ
ζησαν ἥτε ἁπαλὴ τοῦ ὕδατος φύσις , πρὸς τὰ τῆς
λίθων αντιτυπίαν μετεποιήθη.Βορέε δὲ δριμεῖαι πνοαὶ
τὸ ἔμψυχον ἅπαν ἐπὶ τὸν θαύατον ἤπαγον . Τότε τοι
νυν ἀκύσαντες τὸ προςάγματος , ( καὶ σκόπει ἐνταῦθα
t
τὴς αὐδρῶν τὸ αήττητον ) με χαρᾶς ἀπορρίψαντες -
μαςος καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα , πρὸς τὸν διὰ τὸ κρύες
ἐχώρου θάνατον , ὥσπερ ἐν σκύλων διαρπαγῇ αλλή
λοις ἐγκελουόμενοι · μὴ δὲ ἱμάτιόν ,φησιν , ἀποδυόμε
θα , ἀλλὰ τὸν παλαιὸν ανθρωπον ἀποτιθέμεθα , τὸν
φθειρόμενον καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης χαεις
μα Κύρια , τα ματίω τότῳ τὴν ἁμαρτία σωαπο
βάλλοντες· ἐπειδὴ διὰ τὸν ὄφιν ἐνεδυσάμεθα , διὰ τὸν
Χρισὸν ἐκδυσώμεθα . Μὴ αἰτιχώμεθα ἱματίων δια
τὸν Παράδεισον , ὃν ἀπωλέσαμεν . Τί ανταποδῶμεν τῷ
Κυρίῳ ; ἐξεδύθη ἡμῶν ὁ Κύριος· τί μέγα δέλῳ τῷ
Δεσπότου παθεῖν ; μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον
ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἐκδύσαντες · σρατιωτῶν τὸ ἐκεῖνο τὸ τόλ
μημα , ἐκεῖναι ἐξέδωσαν καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια
ανάγραπτον ἐν ἡμῶν κατηγορίαν δι᾿ ἑαυτῶν ἀπαλείψω
μαι. Δριμὺς ὁ χειμῶν, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος
ἀλγεινὴ ἡ πήξις , ἀλλ᾽ἡδεῖα καὶ ἀπόλαυσις · μικρὸν αἰ
va
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ. ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ . tor

ναμείνωμον , καὶ ὁ κόλπος ἡμᾶς θάλψει τῷ Παξιάρχες


μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰῶνα ανταλλαξώμεθα . Καυθήτω ὁ
πᾶς , ἵνα διηνέκῶς μετ᾿ Αγγέλων χορούμ . Αποῤῥυήτω
ἡ χεὶρ , ἵνὰ ἔχῃ παρρησίαν πυρὸς τὸν Δεσσότην ἐπαί
ρέθαι. Πόσοι τῷ ἐρατιωτῶν ἐξ ἡμετέρων ἐπὶ παρα
τάξεως ἔπεσον , Βασιλεῖ φθαρτῳ τὴν πίςιν φυλάξον
τες ; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῆς εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα πί
σεως τὴν ζω ταύτην 8 προησόμεθα ; πόσοι τὸν τό
κακέργων ὑπέςησαν θαύατον αλόντες ἐπ᾽ ἀδικήμασιν ;
ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ δικαιοσαύης
? τὸν θανατον ἐχυποίσομεν
μὴ ἐκκλίνωμον , ὦ συσρατιῶται; μὴ δῶμον τόπον τῷ
διαβόλῳ · σάρκες εἰσί . Μὴ φεισώμεθα · ἐπειδὴ δεῖ παί
τως ἀποθανεῖν , ἀποθαίωμον ἵνα ζήσωμα . Γενέθ
ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σε Κύριε , καὶ προσδεχθείημεν
ως θυσία ζῶσα διαρετός σοι , τῷ κρύει τότῳ ὁλοκαυ
τόμονοι . Καλὴ ἡ προσφορά καινὸν τὸ ὁλοκαύτωμα,
διὰ πυρὸς , ἀλλὰ διὰ κρύες ὁλοκαρπέμενον
Τέτες τις παρακλητικὲς ἐνδιδόντες ἀλλήλοις , καὶ ἄλ
λος ἄλλῳ ἐγκελόυόμενοι , ὥασέρ τινα προφυλακίω ἐν
πολέμῳ πληρῶντες , τὴν νύκτα παρέπεμπον , φέροντες
τὰ παρόνταγενναίως, χαίροντες τοῖς ἐλπιζομενοις , και
ταγελῶντες τῷ αντιπάλου . Μία δὲ ἰὖ παύτων ούέχει
Τεσσαράκοντα εἰσήλθομεν εἰς τὸ ς άδιον, οἱ τεσσαράκον
τὸ ςεφανωθείημεν Δέσποτα . Μὴ λείψῃ τῷ ἀριθμῷ μη
δὲ εἷς˙ τίμιός ἐςιν , ὃν ἐτίμησας τῇ νηςεία της τεσσαρά
κοντὰ ἡμερῶν , δι α νομοθεσία εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον .
Τεσσαράκοντα ἡμέραις ἐν νηςείᾳ Ἠλίας ἐκζητήσας τὸν
Κύριον , τῆς θέας ἔτυχε. Καὶ ἡ μοὺ ἐκείνων συχὴ ,
τοιαύτη . Εἷς δὲ τῇ ἀριθμῷ ὀκλάσας πρὸς τὰ δεινὰ ,
λειποτακτήσας ᾤχετο , ποθος ἀπαραμύθητον τοῖς ῾Α
γίοις καταλιπών · ἀλλ᾽ καὶ τὸ ἀφῆκεν αυτῶν ἀτελεῖς γι
νέθαι τὰς δεήσεις ὁ Κύριος . Ὁ δ τὴν φυλακώ της

Μαρτύρωνπεπιςευμενος , ἐγγύθεν ἀπότινος γυμνασίε


διαθαλπόμενος , ἀπεσκόπει τὸ μέλλον , ἕτοιμος προσ
δέχεσθαι της τρατιωτῶν τὰς προσφεύγοντας . Καὶ δὺ
g 3 ἀν
102 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ , ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄, ΜΑΡΤ ,

αν καὶ τᾶτο ἐγγύθεν εἶναι λουζὸν ἐπενοήθη , ὀξεω


τω βοήθειαν τοῖς μεταβαλλομένοις ἐπαγγελλόμενον
ὅπερ μότοι τοῖς ἐντίας και έργες ἐπενοήθη , τοις .
τιν ἐξερεῖν τῆς ἀθλήσεως τόπους , ἐν ᾧ τὸ ἕτοιμον τῆς
παραμυθίας ἐκλύειν ἔμελλε τὸ ἀγωνιζομενων τὴς εὖ
φασιν , τέτο λαμπροτέρων ἐδείκνυε τὰς ὑπομονω τῷ

.
Μαρτύρων καὶ δ , ὁ ἀπορῶν ἱδ αναγκαίων , καρτερι
κὸς , ἀλλ᾿ ὁ ἐν ἀφθονίᾳ τῆς ἀπολαύσεωςe ἐγκαρτερῶν
τοῖς δεινοῖς . Ως δὲ οἱ μοὺ ἀγωνίζοντο , ὁ δὲ ἐπετήρες
τὸ ἐκβησόμενον , εἶδε θέαμα ξώον , Δαυάμεις τινὰς
ἐξ Οὐρανῶν κατέσας, καὶ οἷον παρὰ Βασιλέως δωρεὰς
μεγάλας διανεμόσας τοῖς σρατιώταις. Αἳ τοῖςμοὶ ἄλ
λοῖς πᾶσι διήρεν τὰ δῶρα , δα δὲ μόνον ἀφῆκαν ἀγέ
agoν , ανάξιον κρίνασαι τῷ κρανίων τιμῶν . Ὃς δύ
θὺς πρὸς τὰς πόνες απαγορεύσας , πρὸς τὰς ἀναντίας
ἀπωυτομόλησαν · ἐλεεινὸν θέαμα τοῖς δικαίοις , ὁ spa
τιώτης φυγὰς , ὁ ἀριςοὺς αἰχμάλωτος , τὸ τὸ Χρισ
πρόβατον θηριάλωτν . Καὶ τότε ἐλεμνότερον , ὅτι καὶ
τῆς ἐρανίς ζωῆς διήμαρτε , καὶ δὲ ταύτης ἀπήλαυσεν ,
οὐθὺς αὐτῷ τῆς σαρκὸς ἐν τῇ προσβολῇ τῆς θέρμης
διαλυθείσης · καὶ ὁ μεν φιλόζωος ἔπεσαν ανομήσας δια
κενῆς · ὁ δὲ δήμιος , ὡς εἶδον αὐτὸν ἐκκλίναντα , καὶ
τὴν πρὸς τὸ βαλανεῖον ἀποδραμόντα , ἑαυτὸν εἰς τὴν τε
λειποτακτήσαντος χώραν αντεκατέσησε , καὶ ρίψας τ
περιβόλαια , τοῖς γυμνοῖς ἑαυτὸν συνεγκατέμιξε , κρά
ζων τὴν αὐτὴν βοίω τοῖς Αγίοις , Χρισιανός εἰμι καὶ

τῳ ἀθρόῳ τῆς μεταβολῆς ἐκπλήξας τὸς συμπαρόντας ,


τόν τε ἀριθμὸν ανεπλήρωσε , καὶ τί ἐπὶ τῷ καταμα
λακιθείτι λύπην τῇ παρ᾽ ἑαυτῷ προθήκη παρεμυθή
σατο · μιμησάμενος τὰς ἐπὶ παρατάξεως, οἳ τοῦ καὶ
τὴν πρώτην ασπίδα πεσόντος , οὐθὺς αναπληρῶσι τὴν
φάλαγγα , ὡς μὴ τὸν συνασπισμὸν αὐτοῖς διακοπῆναι
τῳ λείποντι . Τοιἔτιν δή τι καὶ αὐτὸς ἐποίησεν: εἶδε τὰ
κρανια θαύματα , ἐπέγνω τω ἀλήθειαν , προσέφυγε
τῷ Δεασότη, συνηριθμήθη τοῖς Μάρτυσι τὰ τῆς Μα
θη
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥΜ .ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ. 103

θητῶν αἰανεώσατο ἀπῆλθεν Ἰούδας , καὶ αὐτεισήχθη


Ματθίας˙ μιμητὴς ἐγονετο Παύλου , ὁ χθὲς διώκτης
σήμερον ευαγγελιζόμενος · αἴωθον ἔχει καὶ αὐτὸς τὴν
κλῆσιν , ἐκ ἀπ᾿ ανθρώπων , δὲ δι' ανθρώπων ἐπίς !
σα εἰς τὸ ὄνομα τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησδ Χριςῇ . Ἐβα
πτίθη εἰς αὐτὸν , ἐχὑπὸ ἄλλε , ἀλλ᾿ὑπὸ τῆς οἰκείας
1
πίσεως· ἐκ ἐν ὕδατι , ἀλλ᾽ ἐν τῷ ἰδίῳ αἵματι , καὶ
ὅπως ἡμέρας ἀρχομενης , ἔτι ἐμπνέοντες> , τις πυρὶ πα ·
ρεδόθησαν · καὶ τὰ τὰ πυρὸς λείψανα , ἐπὶ τὸν ποταμὸν
ἀπεῤῥίφη · ὥσε διὰ πάσης τῆς κτίσεως , διεξελθεῖν τῷ
Μακαρίων τὴν ἄθλησιν· ἐπὶ τῆς γῆς ἠγωνίσαντο, τῷ
αέρι ἀνεκαρτέρησαν , τῷ πυρὶ παρεδόθησαν , τὸ ὕδωρ
αυτὸς ὑπεδέξατο . Ἐκείνων ἐςιν ἡ φωνή : Διήλθομον
διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ὀξήγαγες ὑμᾶς εἰς αναψυ
χω . Οὗτοί εἰσιν οἱ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς χώραν διαλαβόν
τες , οἱονεὶ πύργοι τινὲς συνεχεῖς , ἀσφάλειαν ἐκ τῆς
τῷδ᾽ ἐναντίων καταδρομῆς παρεχόμενοι · ἐχ εὐὶ τόπῳ
ἑαυτὸς κατακλήσαντες , ἀλλὰ πολλοῖς ἤδη ἐπιξενωθεί
τες χωρίοις , καὶ πολλὰς πατρίδας κατακοσμήσαντες ο
Καὶ τὸ παράδοξον , δα καθ᾽ οἷα διαμεριθούτες͵ τοῖς δε
χομώύοις ἐπιφοιτῶσιν ,‫ اد‬ἀλλ᾽αναμιχθέντες ἀλλήλοις , ἡ
νωμοίως χορεύωσιν . Ω τε θαύματος! ἔτε ἐλλείπεσι
τῷ ἀριθμῷ , ὅτε πλεονασμὸν ἐπιδέχονται . Ἐαὶ εἰς ἕ
κασον αυτές διέλῃς, τὸν οἰκεῖον ἀριθμὸν ἐκ ἐκβαίνε
ὕτω μέ
σιν · ἐαὶ εἰς ο συναγάγης , τεσσαράκοντα καὶ ὅ
νεσι , καὶ τὴν τῇ πυρὸς φύσιν · καὶ τὸ ἐκεῖνο καὶ πρὸς τὸν
ἐξάπτοντα μεταβαίνει , καὶ ὅλον ἐςὶ παρὰ τῷ ἔχοντι
καὶ οἱ τεσσαράκοντα , καὶ παύτες εἰσὶν ὁμῶ , καὶ παύτες εἰ
σὶ παρ᾽ ἑκάσῳ . Ἡ ἄφθονος εὐεργεσία , ἡ μὴ δάπα
κωμένη χάρις , ἑτοίμη βοήθεια Χρισιανοῖς , Εκκλησία
Μαρτύρων , σρατὸς φοπαιοφόρων , χορὸς δοξολογέντων
τὸν Κύριον . Πόσα αὖ ἔκαμες, ἵνα δαπε εὕρῃς ὑπὲρ
σε δυσωπῶντα τὸν Κύριον ; τεσσαράκοντα εἰσι, σύμφω
τον αναπέμποντες προσευχήν . Ὅπε δύο , ἢ ζεῖς εἰσι
συνηγμαίοι ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῇ Κυρίς , ἐκεῖ ἐσιν ἐνμέ
8 4 στο
104 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ.

σῳ ἀὐτῶν · ὅπε δὲ τεσσαράκοντα , τίς ἀμφιβάλλει Θεᾶ


παρεσίαν ; Ὁ θλιβόμενος, ἐπὶ τὰς τεσσαράκοντα κατά
φεύγει ὁ εὐφραινόμενος , ἐπ᾿αὐτὸς ἀποξέχει ὁ μο ,
ἵνα εὕρῃ λύσιν τῆς δυχερῶν · ὁ δὲ , ἵνα φυλαχθῇ ἀν
τῷ τὰ χρησότερα . Ἐνταῦθα γω , ούσεβὴς ὑπὲρ τέκ
νων οὐχομον καταλαμβάνεται , ἀποδημῶντι αὐδεὶ τὴν
ἐπαύοδον αἰτουμούη , ἀῤῥωςὄντι τω σωτηρίων . Μετά
Μαρτύρων γενέθω τὰ αἰτήματα ὑμῶν . Οἱ νεανίσκοι
τὸς ἡλικιώτας μιμήθωσαν . Οἱ Πατέρες , τοιύτων εἶναι
παίδων Πατέρες συχέθωσαν . Αἱ Μητέρες , καλῆς Μη
τὸς διήγημα διδαχθήτωσαν. Μήτηρ ονὸς τῆς Μακαρίων
ἐκείνων , θεασαμενη τις ἄλλους ἤδη τοῦ κρύει τελείως
πούτας , τὸν δὲ ἑαυτῆς τὸν ἔτι ἐμπνέοντα ὑπότε͵ ῥώ
μης καὶ τῆς πρὸς τὰ δεινὰ καρτερίας , καταλιμπανόντων
αυτὸν τῆς δημίων ως διυάμενόν τι μεταβαλούσασαι ;
αυτὴ ταῖς οἰκείαις χερσὶν ἀραμεύη , ἐπέθηκε τῇ ἁμά
ξῃ , ἐφ᾿ ἧς οἱ λοιποὶ συγκείμενοι πρὸς τὴν πυραν
γοντο . Μάρτυρος ὄντως μήτηρ καὶ δὲ δάκρυον ἀφῆκα
ἀγενὲς , ἐδ᾽ἐφθέγξατο ταπεινόντι καὶ ανάξιον τὸ καιρῶ .
Αλλ᾽ ἀπιθί , φησιν , ὦ παῖ , τὴν ἀγαθὴν πορείαν με
της ηλικιωτών , με τη συσκήνων . Μὴ ἀπολειφθῇς τῆς
χορείας . Μὴδεύτερος εδ᾽ ἄλλων ἐμφανιθῇς της Δεσσό
της· Ὄντως ἀγαθῆς ῥίζης ἀγαθὸν βλάςημα . Εδειξεν
ἡ γενναία μήτηρ , ὅτι δόγμασιν οὐσεβείας εξέθρεψεν
αυτὸν μᾶλλον , ἢ γάλακτι καὶ ὁ μον , ὅπω ξαφείς ,
ὅτω προεπέμφθη παρὰ μηδὸς οὐσεβῆς ὁ δὲ διάβο
λος ἀπῆλθε κατηχυμμενος .Απασαν δ ἐπ᾿αὐτὸς κι
νήσας τὴν κτίσιν , παύτα εὗρον ἡττώμενα τῆς δ'αὖ
δρῶν ἀρετῆς, νύκτας δυσήνεμον, παξίδα χειμέριον , τὴν
ὥραν τε‫ ار‬ἔτες , τὸ σωμάτων τὴν γύμνωσιν . Ὢ χορὸς
ἅγιος ! Ὢ σμύταγμα ἱερόν ! Ὢ σωαατισμὸς ἀρρα
γής! ὦ κοινοὶ φύλακες το γούες της ανθρώπων ! ᾿Αγα
θοὶ κοινωνοὶ φροντίδων , δεήσεως συνεργοί , πρεσβού
ταὶ δυνατώτατοι , αςέρες τῆς οἰκομενης , αἴθη τῆς Ἐκ
κλησιῶν , ἐγὼ δέ φημι νοητάτε καὶ αἰσθητά . Ὑμᾶς ἐχ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ Μ . ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤ. 105

ἡ γῆ κατέκρυψαν , ἀλλ᾽Οὐρανὸς ὑπεδέξατο . Ηνοίγη


σαν ὑμῖν Παραδείσε πύλαι , ἄξιον θέαμα τῇ κρατιᾷ
τδ ᾿Αγγέλων , ἄξιον Πατριάρχαις , Προφήταις , Δι ~
καίοις . ῎Ανδρες ἐν αὐτῷ τῷ αἴθει τῆς νεότητος , τοῦ
βίε καταφρονήσαντες , ὑπὲρ γονεῖς ὑπὲρ τέκνα τὸν Κυ
οἷον ἀγαπήσαντες . Αὐτὸ τῆς ἡλικίας ἄγοντες τὸ βιώ
σιμον, ὑπερείδον τῆς προσκαίρε ζωῆς , ἵνα δοξάσωσι
τὸν Θεὸν ἐν τοῖς μέλεσιν ἑαυτῶν , θέαζον γενόμενοι
τῷ κόσμῳ , καὶ ᾿Αγγέλοις , και ανθρώποις . Τὰς πεπ
τωκότας ἤγειραν , τὰς ἀμφιβόλως ἐβεβαιώσαντο , τοῖς
δἰσεβέσι τὴν ἐπιθυμίαν ἐδιπλασίασαν , οἳ ὑπὲρ τῆς
οὐσεβείας ἅπαντες αναςήσαντες ξόπαιον , οἳ καὶ της
στεφαίῳ τῆς δικαιοσιώης κατεκοσμήθησαν · ἐν Χρισῷ
Ιησε τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡδόξα ‫ܪ‬, καὶ τὸ κράτος εἰς
τὰς αἰῶνας τῆς αἰώνων . Αμμό .

OMI
106

OMIAI A

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖΟΜΕΝΩΝ .

Ως σπερ ἐπὶ τῷ ἰαξικῶν παραγγελμάτων, ὅταν ο


τόχως , καὶ καὶ τὸν λόγον τῆς τέχνης γίγνηται , με τὴν
πεῖραν μάλιςα , τὸ ἀπ᾿ ἀυτῶν ὠφέλιμον διαδείκνυται
ὅπως ἐπὶ τῷ πνεύματικῶν παραινέσεων , ἐπειδαν μά
λιςα τὴν ἔκβασιν μαρτυρῆσαι , λάβῃ τὰ παραγγέλμα
τα τότε τὸ σοφὸν αὐτῶν καὶ ὠφέλιμον πρὸς τὴν ἐπαπόρ
θωσιν τῷ βίς , καὶ τὴν τῷς πειθομοίων , τελείωσιν ανα
φαίνεται . ᾿Ακέοντες μεν δ τῷ Παροιμιῶν διαῤῥήδω
ἀποφαινομένων , ὅτι ὀργὴ ἀπόλλυσι καὶφρονίμες · ἀκέον
τες δὲ καὶ ᾿Αποςολικῶν παραινέσεων · πᾶσα ὀργὴ καὶ
θυμὸς καὶ κραυγὴ ἀρθήτῳ ἀφ᾽ ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ ·
καὶ τῷ Κυρίῳ λέγοντος , τὸν ὀργιζόμενον εἰκῇ τις ἀδελ
φῷ αὐτῷ εἴοχον εἶναι τῇ κρίσει˙ ναῷ ὅτε εἰς πειρα
ἤλθομεν το πάθος ἐκ ἐν ἡμῖν γενομένε , ἀλλ᾿ ἔξωθεν
ἡμῖν προασεσόντος , ὥσπερ καταιγίδος τινὸς ἀδοκήτε ,
τότε μάλιςα τὸ θαυμασὸν τῶν θείων παραγγελμάτων
τη ὀργῇ τόπον ὥσπερ ρού
ἐπέγνωμεν . Δόντες μεν αυτοὶ τῇ
ματι βιαίῳ διέξοδον , καταμανθαίοντες δὲ ἐν ἡσυχίᾳ
τω ἀχήματα ταραχίω ἡ ὑπὸ τὸ πάθος κατεχομέ
νων , ἐπέγνωμον ἐπὶ δ᾽ ἔργων τὴν δἰσοχίαν τὸ ῥής
ματος · ὅτι αὐτὴρ θυμώδης ένα σχήμων. Επειδαν
ἅπαξ παρωσάμενον τὸς λογισμὸς τὸ πάθος αυτὸ τὴν
δυνασείαν τῆς ψυχῆς παραλάβῃ , ἀποθηριοῖ παντελῶς
τὸν αὔθρωπον , καὶ ἐδὲ αὔθρωπον εἶναι συγχωρεῖ , &
κέτι ἔχοντα τὴν ἐκ τῇ λόγω βοήθειαν . Ὅπερ δὲ τοῖς
ἰοβόλοις ἐςὶν ὁ ἰὸς , τέτο τοῖς παροξυνθεῖσιν ὁ θυμὸς
γίνεται · ὁρμῶσι , πηδῶσι , λυσσῶσιν ὥσπερ οἱ κμύες ,
ἔττεσιν ὥσπερ οἱ σκορπίοι , δάκνεσιν ὥσπερ οἱ ὄφεις .
Οἶδε καὶ ἡ Γραφὴ τὸς ὑπὸ τὸ πάθες κεκρατημένες ταῖ
εδ θηρίων προσηγορίαις ἀποκαλεῖν , οἷς ἑαυτοὺς δια
Tri
ΒΑΣΙΛ , ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ . 107

τῆς πονηρίας ᾠκείωσαν . Καύας δ ὀννες, καὶ ὄφεις ,


γεννήματα ἐχιδνῶν , καὶ τὰ τοιαῦτα προσαγορεύει . Οι
δὺ ἕτοιμοι πρὸς τω κατ᾽ ἀλλήλων φθοραν , καὶ τὸν και
της ὁμοφύλων βλάβην , εἰκότως αν θηρίοις καὶ ἰοβόλοις
συναριθμοῖντο · οἷς ἀδιάλλακτον ἐκ φύσεως ἐνυπάρχει

πρὸς ανθρώπες τὸ μῖσος . Διὰ θυμὸν ἀχάλινοι γλῶσ
σαι , καὶ ἀπύλωτα ςόματα , χεῖρες ἀκρατεῖς , ὕβρεις
ὀνείδη , κακηγορίαι , πληγαι , καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἐδ᾽ αὐ
ἐξαριθμήσαιτό τις , ὀργῆς , καὶ θυμᾶ ἔκγονάσει πάθη .
Διὰ θυμὸν , καὶ ξίφος ἀκονᾶται , θανατος ανθρώπες
ἐκ χειρὸς ανθρωπείας τελμᾶται. Διὰ τοῦτον ἀδελφοὶ
με ἀλλήλες ἠγνόησαν , γονεῖς δὲ καὶ τέκνα τῆς φύσεως
ἐπελάθοντο . ᾿Αγιοῦσι μοὶ δὲ ἑαυτὸς πρῶτον οἱ ὀργες
ζόμενοι, ἔπειτα καὶ παύτας τὰς ἐπιτηδείας . Ωασερ δ
αἱ χαράδραι πρὸς τὰ κοῖλα συῤῥέεσαι τὸ προσυχὸν
παρασύρεσιν , ὅπως αἱ τδ᾽ ὀργιζομενων ὁρμαὶ βίαιοι
καὶ ἀκάθεκτοι διὰ παντων ὁμοίως χωρῶσιν . Οὐ πολια
τοῖς θυμεμένοις αιδέσιμος , ἐκ ἀρετὴ βίς , ἐκ οἰκειό .
της γονας , και προλαβῆσαι χάριτες , ἐκ ἄλλοτι τῷ τι
μίων . Μανίατις ἐσιν ὀλιγοχρόνιος ὁ θυμὸς , εἶχε καὶ
εἰς πρᾶπτον κακὸν ἑαυτὸς πολλάκις ἐμβάλλουσι , τῇ
πρὸς τὰ ἄμιαν απεδῇ το καθ᾿ ἑαυτὸς ἀμελοφῶτες .
Οἱονεὶ δ οἴςρῳ , τῇ μνήμῃ τῷ λελυπηκότωνπερικεν
τάμενοι , σφαδάζοντος αυτοῖς τὰ θυμᾶ καὶ πηδῶντος , κα
πρότερον ἀπολήγεσι , πρὶν ἢ κακόν τι δἶναι eτῷ παρο
ξυίαντι , ἤπε τὶ καὶ προσλαβεῖν , ἐαν τύχη . Ωσπερ πε
πολλάκις τὰ βιαίως καταῤῥηγνύμενα ἔπαθέ τι πλέον,
ἢ ἔδρασε τῖς αὐτιτύποις περιθραυθούτα " τίς αὖ ἐφί
κοιτο το κακῶ ; ὅπως οἱ ὀξύῤῥοποι παρὸς θυμὸν ὑπὸ
τῆς τυχέσης προφάσεως ἐξαπτόμενοι , βρῶντες καὶ ἀγριαί
νοντες , καὶ τίνος εχὶ τὸ ἰοβόλων αναιδέσερον ἐφορμῶν ·
τες , 8 πρότερον ὅσανται , πρὶν ἢ η διὰ μεγάλες , καὶ αη
μέσω καις , οἷον πομφόλυγος αὐτοῖς τῆς ἀρχῆς ἐκρας
γείσεις , διαπνούπῃ τὸ φλεγμαῖνον. Οὔτε γὰρ ξίφες
ἀκμὴ , ἔτε πῦρ , ὅτε ἄλλοτε της φοβερῶν , ἱκανὸν τὴν
ὑπὸ
108 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ .

ὑπὸ τῆς ὀργῆς ἐκμανεῖσαν ψυχὴν ἐπιχεῖν . Οὐ μᾶλλον


γέ , ἢ 1 τὰς ὑπὸ δαιμόνων καταχεθούτας , ὧν ἐδὲν ἔτε
καὶ τὸ χῆμα, ὅτε καὶ τὴν τῆς ψυχῆς διάθεσιν οἱ ὀρὲ
γιζόμενοι διαφέρεσιν , ὀρεγομενοιςδ τῆς αἰτιλυπήσεως ,
περίζει με τῇ καρδίᾳ τὸ αἷμα , ὥσπερ βίᾳ πυρὸς καὶ
κώμενον καὶ παφλάζον , πρὸς δὲ τὴν ἐπιφάνειαν ὄξαν.
πᾶσαν , ἐν ἄλλη μορφῇ τὸν ὀργιζόμονον ἔδειξε , τω
συνήθη πᾶσι καὶ γνωρίμην , ὥσσερτι προσωπεῖον • ἐπὶ
σκωῆς ὑπαλλάξω ὀφθαλμοὶ μὲν τὸ ἐκείνοις οἱ οἷς
κεῖοί τε καὶ συνήθεις ἠγνόύονται · παράφορον δὲ τὸ ὄμο
μα , πυρ ἤδη βλέπειὁ καὶ παραθήγει τὸν ὀδόντα καὶ
τδ συῶν τὰς ὁμόσε χωρῶντας . Πρόσωπον πελιδνὸν καὶ
ὕφαιμὸν , ὅγκος τε σώματος εξοιδαίνων · φλέβες διαρ
ρηγνύμεναι , ὑπὸ τῆς Εὔδοθεν ζάλης κλονομούν το πνεύ
ματος · φωνὴ ζαχεῖα καὶ ὑπερτεινομούη , καὶ ὁ λόγος
αναρθρος καὶ εἰκῇ προεκπίπτων, δ καὶ μέρος , ἐδὲ δύο
τάκτως , ἐδὲ οὐσήμως προϊών . Επειδαν δὲ εἰς τὸ ανή
κεςον ὥσπερ φλὸξ ὕλης ἀφθονίᾳ τοῖς παροξωύσιν ἐκ
ξαφθῇ , τότε δἢ τότε τὰ ὅτε λόγῳ ῥητα , ὅτε ἔργῳ φος
ρητὰ ἐπιδεῖν ἐςι θεάματα . Χεῖρας μου διηρμονας και
δ ὁμοφύλων , καὶ πᾶσι μέρεσι το σώματος ἐπιφερομέν
νας , πόδας δὲ ἀφειδῶς τοῖς καιριωτάτοις ἐναλλομονες ,
πων δὲ τὸ φανεν , ὅπλον τῇ μανίᾳ γινόμονον . Ἐαὶ δὲ
καὶ ἐκ τῇ ἐναντίες τὸ ἴσον κακὸν αὐτις ρατουόμονον εὕ
ρωσιν , ὀργὼ ἄλλω καὶ μανίων ὁμότιμον , τότε δὴ
συμπεσόντες ἔδρασαν ἀλλήλες , καὶ ἔπαθον , ὅσα εἰκὸς
τὸς ὑπὸ τοιύτῳ δαίμονι τρατηγεμένες παθεῖν . Πηρώ
σεις δὲ μελῶν , ἢ καὶ θανάτες πολλάκις · ἆθλα τῆς
ὀργῆς οἱμαχόμενοι ἀπηνέγκαντο . Ἦρξε χειρῶν ἀδί
κων, ὁ δὲ ἡματο , ὁ δὲ αὐτεπλύεγκον, ὃ δὲ ἐχύ
φίεται καὶ τὸ μοὶ σῶμα ταῖς πληγαῖς διακόπτεται ?
ὁ δὲ θυμὸς τῇ ἀλγεινᾶ τὴν αἴθησιν παραιτεῖται . Οὐ
5 ἄγεσι χολώ πρὸς τῶν ὧν πεπόνθασιν αἴθησιν ,
ὅλης αυτοῖς τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἄμυναν το λελυπη
κάτος κεκινημένης . Μὴ δὴ κακῷ τὸ κακὸν ἰᾶπε , μηδὲ
επι ·
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΊΖ . 109

ἐπιχειρεῖτε ἀλλήλες ὑπερβαίνειν ταῖς συμφοραῖς . Ἐκ


δὸ ἁμίλλαις πονηραῖς αθλιώτερος ὁ νικήσας, διότι δ
πέρχεται τὸ πλεῖον ἔχων τῆς ἁμαρτίας . Μὴ τοίνω
γρῃ κακς πληρωτὴς ἐραψε , μηδὲ πονηρε δανεια πολη~
ρότερος ἐκτισής.Ὕβρισαν ὀργισθείς ; νῆσον τῇ σιωπῇ
τὸ κακόν . Σὺ δὲ ὥσπερ ῥεῦμα τὸν ἐκείνῃ ὀργος εἰς
τί ἰδίων καρδίαν ὑποδεξάμενος, τοὺς αἰέμες μιμῇ ,
διὰ τῆς αἰτιπνοίας αντιδιδόντας τὸ ἐνεχθεί . Μὴ διδασ
κάλῳ χρήσῃ τῷ ἐχθρῷ , μηδὲ ὁ μισεῖς , τότο ζηλώσης
μηδὲ γομ , ὥσπερ κάτοπξον τοῦ ὀργίλε , τί ἐκεῖνε
μορφών ἐν σεαυτῷ δεικνύς . Ἐρυθρὸς ἐκεῖνος · σὺ δὲ
ἐκ ἐφοινίχθης ; ὀφθαλμοὶ ὕφαιμοι · οἱ δὲ σου , επέ
μοι , χαλκώθῳ βλέπεσι ; φωνὴ ζαχεῖα · ἡ δὲ σή η >
πία ; δὲ ἡ ἐν ταῖς ἐρημίαις ήχω ὅπως αὐεκλάπη α
κεραία πρὸς τὸν φθεγξάμενον , ὡς ἐπὶ τὸν λοίδορον αξ
ὕβρεις ἐπανατρέφεσι, μᾶλλον δὲ ὁ μὲν ἦχος ὁ αὐτὸς
ἀπεδόθη , ἡ δὲ λοιδορία με προθήκης ἐπαύεσιν
ι . Οἷα
τὸ ἀλλήλες ἐφυβρίζοντες ·αντιφθέγγονται ; ὁ μοὶ εἶπεν
οἰκότειβα ἐξΟὗτος
ἀφανῆ καὶ . ἀφανῶν · ὁ ,
ποίητα δὲἐκεῖνος ἀλήτω
ἀπεκάλεσο τρίβωνν
ν οἰκοτρίβω
α.
μαθῇ , ἐκεῖνος παραπλήγα , ἕως απ αυτοῖς αἱ ὕβρεις
ὥσπερ τοξεύματα , ἐπιλίπωσιν . Εἶτι ἐπειδαν πᾶσων
λοιδορίαν διὰ τῆς γλώττης ἐκσφενδονήσωσιν , ἔτω λοι
πὸν πρὸς τοῦ διὰ τῆς ἔργων χωρᾶσιν ἄμυναν , ους
μὸς μὲν τὸ ἐγείρει μάχην , μάχη δὲ γεννᾷ λοιδορίας,
αἱ δὲ λοιδορίαι πληγὰς , αἱ δὲ πληγαὶ ξαύματα ,
ἐκ δὲ Ῥαυμάτων πολλάκις θανατοι .
᾿Απὸ τῆς πρώτης ἀρχῆς τὸ κακὸν ἐπίχωμοι, τὴν όρα
γὼ πάσῃ μηχανῇ τῷ ψυχῶν ἐξελόντες . Οὕτω γὰρ
αὖ δεηθείημεν τὰ πλεῖσανδ κακῶν , ὥσπερ ρίζη τις
εὶ καὶ ἀρχῇ τῷ πάθει τότῳ συνεκτεμεῖν . Ἐλοιδόρησε ;
σὺ δὲ συλόγησον . Ἐτύπησε ;; σὺ δὲ ὑπόμεινον . Δια
πτύει, καὶ τὸ μηδὲν ἡγεῖται σε ; σὺ δὲ εὔνοιαν λάβε σεαυ
το , ὅτι ἐκ γῆς ὑφέσηκας , καὶ εἰς γιῶ πάλιν αναλυθήσε
Ο τέτοις τοῖς λόγοις ἑαυτὸν προκαταχών , πᾶται
Oh.T.4
ΤΟ ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ .

ἀτιμίαν ἐλάττονα ουρήσει τῆς ἀληθείας . Οὕτω δ


τῳ ἐχθρῷ ἀμήχανὸν κατασκευάσεις το ἄμωαν ,
कुछ
ωτὸν σεαυτὸν ταῖς λοιδορίαις δεικνὺς , καὶ σεαυτῷ μέ
γαν τῆς ὑπομονῆς προξενήσεις τὸν ςέφανον , τὴν ἑτέρα
μανίαν ἀφορμίω οἰκείας φιλοσοφίας ποιέμενος · ὥστε
αὖ ἐμοὶ πείθῃ καὶ ἐπιδαψιλεύσῃ τῷ ὕβρεων . Αφανή σε
εἶπε καὶ ἄδοξον , καὶ μηδεία μηδαμόθεν ; σὺ δὲ γύ
ὑπὲ My αποδὸν σεαυτόν . Οὐκ εἶ σεμνότερος το Παζὸς

ἡμῶν Αβραάμ , ὃς ἑαυτὸν ταῦτα ἀπεκάλει , ἀμαθῆ καὶ


πτωχὸν , καὶ τὸ μηδενὸς ἄξιον ; σὺ δὲ σκώληκα; σεαυ
τὸν εἶπε , καὶ ἀπὸ κοπρίας ἔχειν τω γούεσιν , τὰ τε
Δαβὶδ λέγων ῥήματα . Τέτοις ρόδες καὶ τὸ τῷ Μωϋ
σέως καλόν . Ἐκεῖνος ὑπὸ Ααρὼν καὶ Μαρίας λοιδορῃ .
θεὶς , καὶ κατενέτυχε τῷ Θεῷ , ἀλλὰ προσηύχετο ὑπὲρ
αὐτῶν . Τίνων βέλει μαθητὴς‫ اد‬εἶναι μᾶλλον , το Θεό
φίλων καὶ μακαρίων ανδρῶν , ἢ τῆς ὑπὸ τὸ πνεύματος
+
τῆς πονηρίας πεπληρωμένων ; Ὅταν σοι κινηθῇ τῆς λογα
δορίας ὁ πειρασμὸς , νόμιζε κρίνεται σεαυτὸν , Απότε
ρον διὰ τῆς μακροθυμίας προχωρεῖς τῷ Θεῷ , ἢ διὰ
τῆς ὀργῆς ἀποδέχεις πρὸς τὸν αντίδικον . Δὸς καιρὸν
τοῖς λογισμοῖς σεαυτῷ , τῷ ἀγαθῷ ἐκλέξασθαι με
είδα ἢ δὺ ὠφέλησάςτι κἀκεῖνον τῷ ὑποδείγματι τῆς

πραότητος ἢ χαλεπώτερον ἠμύνω διὰ τῆς ὑπεροψίας .
Τί δ αὖ γένοιτο ὀδυνηρότερον τῳ ἐχθρῷ , ἢ τὸν ἐχ
Θρὸν ἑαυτῷ ὁρᾷν ὕβρεων υψηλότερον ; μὴ καταβάλῃς
σεαυτῷ τὴν γνώμην , μηδὲ ανάχῃ
기 γενέθαι ἐφικτὸς τοῖς
ὑβρίζεσιν . Εασον αυτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῖν ,
Εφ᾽ ἑαυτῷ διαῤῥηγνύπω · ὥσπερ δ ὁ τύπτων τὸν μὴ
ἀλγῦντα , ἑαυτὸν τιμωρεῖται ( ὅτε δ τὸν ἐχθρὸν ἢ
μαύατο , καὶ τὸν θυμὸν ἐκ ανέπαυσαν ) ὅπως τὸν ἀ

λοιδόρητον ὀνειδίζων , παραμυθίαν σὑρεῖν τὸ πάθος κ


διύαται . Τεναντίον μου ἦν , ὅπερ ἔφως , και διατηρίε
ται σὐθὺς δ ἐκ τῆς παρόντων, οἷα ἑκάτερος ὑμῶν
προσαγορεύεται ; ὁ με λοίδορος, σὺ δὲ μεγαλόψυχος
ὁ μὲν ὀργίλος καὶ χαλεπὸς , σὺ δὲ μακρόθυμος καὶ
προς
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ . 11

πρᾷος · ὁ μον μεταγνώσεται ἐφ᾽οἷς ἐφθέξατο , σὺ δὲ


ἐδέποτε μεταμελήσῃ τῆς ἀρετῆς. Τί δεῖ τὰ πολλὰ λέ
γειν ; τῷ μοὺ ἀπέκλεισε τὴν τῆς Οὐρανῶν βασιλείαν
ή λοιδορία · λοίδοροι γὰρ βασιλείας Θεῷ καὶe κληρονο
μήσεσι· σοὶ δὲ ἡτοίμασε τω βασιλείαν ἡ σιωπή .
ὁ τὸ ὑπομείνας εἰς τέλος ὗτος σωθήσεται . ᾿Αμυνόμε
νὸς δὲ καὶ εἰς ἶσον αντικαθισάμενος τῷ λοιδόρῳ , τί καὶ
ἀπολογήσῃ ; ὅτι παρώξυνε κατάρξας ; καὶ ποίας τότο
0 ὁ πόρνος ἐπὶ τὰ
συγγνώμης ἄξιον ; δὲ 2ᾧ ἑταίραν
τῷ αἰτίαν μετατιθεὶς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν διερε
θίσασαν , ἧττον τῆς κατακρίσεως ἀξιῶται , ὅτε ξέφα
νοι χωρὶς αὐταγώνισῶν , ἔτε πτώματα χωρὶς αντιπά
λων . Ακέεις τε Δαβὶδ λέγοντος ,ἐν τῷ συςῆναι τὸν
ἁμαρτωλὸν ἐναντίον με , ἐχι παροξύνθην , δὲ ἠμυνά
μίν , ἀλλ᾽ἐπωρώθω , καὶ ἐταπεινωθῳ , καὶ ἐσίγησα
ἐξ ἀγαθῶν . Σὺ δὲ παροξεῃ μου ὡς ἐπὶ φαύλῃ τῇ
λοιδορίᾳ , μιμῇ δὲ πάλιν ὡς ἀγαθόν . Ἰδὲ δ ἔπαθες
ἃ ἐγκαλεῖς ἢท τὸ μὲν ἀλλόξιον κακὸν~ ἐπιμελῶς καὶ
ταβλέπεις , τὸ δὲ σεαυτῷ αἰσχρὸν ἐδαμε
> τίθης; που
ρὸν ἡ ὕβρις ; φύγε τώ μίμησιν · ἐ δ δὴ τὸ ἕτερον
κατάρξαι , ἱκανὸν εἰς παραίτησιν . Δικαιότερον με ἦν ,
ὡς ἐμαυτὸν πείθω , καὶ ἐπιτεῖναι τω ἀγανάκτησιν
διότι ὁ μὲν ἐκ εἶχε τὸ σωφρονίζον ὑπόδειγμα · σὺ
δὲ βλέπων ἀχημονῦντα τὸν ὀργιζόμενον , ἐκ ἐφυλάξω
αυτῷ τὴν ὁμοίωσιν . Αλλ᾿ἀγανακτεῖς , καὶ χαλεπαίνεις ,
καὶ αὐτοργίζῃ , καὶ γίνεταί σοι τὸ πάθος ἀπολογία το
προλαβόντος · αὐτοῖς δὲ οἷς ποιεῖς , κᾀκεῖνον αἰτίας
ἀφίης , καὶ σεαυτὸν κατακρίνεις . Εἰ μὲν τὸ πονηρὸν ὁ
θυμὸς , τί ἐκ ἐξέκλινας , τὸ κακόν ; εἰ δὲ συγγνώμης
ἄξιον ; τί χαλεπαίνεις τις θυμεμονῳ ; ὥτε εἰ δεύτερο
ἦλθες πρὸς τίω αντίδοσιν , ἐδεί σε τέτο ὀνήσει · ἐδὲ
τὸ ἐν τοῖς σεφανίταις
" ἀγῶσιν ὁ κατάρξας το παλαισ
μάτων , ἀλλ᾿ ὁ ὑπερβαλλόμενος σεφανῦνται καὶ κατά
κρίνεται τοίνου , ἐχὶ μόνον ὁ καθηγησάμενος το δει
νῦ , ἀλλὰ καὶ ὁ πονηρῷ ἡγεμόνι πρὸς τὰ ἁμαρτίαν
όξα
112 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝΟΡΓΙΖ

ἐξακολυθήσας . Ἐαι ποίητα σε προσείπῳ , εἰ μεν ας


ληθῆ λέγει,κατάδεξαι τῷ ἀλήθειαν εἰ δὲ τούδες
ται , τί πρὸς σὲ τὸ λεγόμενον ; μήτε πρὸς ἐπαίνες
χαμωθῇς τὰς ὑπὲρ τὴν ἀλήθειαν · μήτε πρὸς ὕβρεις
ἀγριανᾶς τὰς ἐχ απτομέναςσε . Οὐχ ὁρᾷς τὰ τοξού
ματα ; πῶς τῆς μοὶ σερρῶν καὶ αντιτύπων πέφυκε διεκ
πίπτειν , ἐν δὲ τοῖς ἁπαλοῖς καὶ ὑπείκεσι τὴν ὁρμα
ὑπεκλύειν ; τοι τον δήτι νόμιζε εἶναι καὶ το
τὸ τῆς λοιδο
είας . Ὁ με αντιβαίνων, εἰς ἑαυτὸν καταδέχεται . ὁ
δὲ ἐκδιδὲς καὶ ὑπείκων ἐν τῇ ἀπαλότητι το ξόπε , τὴν
ἐπ᾿ αυτὸν
· φερομένην πονηρίαν διέλυσε . Τί δέ σε ταράσ
σει ή προσηγορία το ποίητος; μνήσθητι τῆς φύσεως
σεαυτῷ ,‫ ܕ‬ὅτι γυμνὸς εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθες , γυμνὸς
καὶ ἀπελούσῃ . Τί δὲ γυμνᾶ πονιχρότερον ; ἐδὲ ἥκασας
δεινὸν , ἐπὶ μὴ σεαυτῷ οἰκειώσῃς τὰ εἰρημονα . Τίς ποτε
ἀπήχθη διὰ πενίαν εἰς δεσμωτήριον , καὶ τὸ πονεσας
ἐπονείδισον , ἀλλὰ τὸ μὴ φέρειν εύγενῶς τὴν πονίαν
Μνήθητι το Δεσπότε , ὅτι πλέσιος ὢν ἐπτώχευσε δι
ἡμᾶς. Ἐαὶ ἄφρονά σε καὶ ἀμαθῆ προσαγορούσῃ, ὑπο
μνήθητι το Ιεδαϊκῶν ὕβρεων , αἷς τὴνἀληθινὴν Σο
φίαν ἐλοιδορήσαντο . Σαμαρείτης εἶ, καὶ δαιμόνιον ἔχεις ;
Εαν μοὶ ἐν ὀργισθῇς , ἐβεβαίωσας τὰ ἀνείδη . Τί δ
ὀργῆς ἀφρονέσερον ; Ἐαὶ δὲ μείνης αόργητος,ἔχωνας
τὸν ὑβρίσαντα , ἔργῳ τὴν σωφροσκύην ἐπιδειξάμενος .
Ερραπίδης ; καὶ τὸ καὶ ὁ Κύριος . Ἐνεπτύπης , αλλά
ὁ Δεασότης ἡμῶν . Οὐ δὲ ἀπέτρεψε τὸ πρόσωπον
ἀπὸ αἰχμης ἐμπτυσμάτων . Ἐσυκοφαντήθης ; καὶ δ
καὶ ὁ κριτής . Περιέρρηξαν σε τὸν χιτωνίσκον ; ἀπέδυ
σαίμε καὶ τὸν Κύριον , καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αυ
τὸ ἑαυτοῖς . Οὔπω κατεκρίθης , ἔπω ἐςαυρώθης . Πολ
"
λάσοι λείπει , ἵνα φθάσης αυτά προς τη μίμησιν .
Τότων ἕκασον ὑποξεχέτω σε τω διαύοιαν , καὶ κατα
τελλέτω τω φλεγμονώ . Αἱ γὰρ τοιαῦται προπαρα
σκουαὶ καὶ διαθέσεις , οἷον πηδήματα τῆς καρδίας καὶ
σφυγμὲς ἀφαιρεσαι , εἰς οςάθειαν καὶ γαλώσω τὸς
λό .
1
ΒΑΣΙΛ , ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝΟΡΓΙΖ . 113
M
λογισμὸς ἐπανάγουσι · καὶ τῷ τό ἐσιν ἄρα τὸ ὑπὸ τοῦ
Δαβὶδ εἰρημενον , ὅτι ἡτοιμάσω , καὶ ἐκ ἐταράχθην ,
Δεῖ τοίνυν τὸ μανικὸν καὶ ἔμπληκτον κίνημα τῆς ψυς
χῆς κατασέλλειν τῇ μνήμῃ τδ μακαρίων υποδειγμά
των . Πῶς ὁ μέγας Δαβὶδ πράως ἠνείχετο τῆς παροι
νίας το Σεμεε ; ε 8 δ ἐδίδω καιρὸν τῇ ὀργῇ κινηθῇ .
ναι , πρὸς τὸν Θεὸν μεταφέρων τίω εύνοιαν ὅτι Κύ
簿
ριος , εἶπε , φησὶ , τῷ Σεμεεῖ καταράσθαι τὸν Δαβίδ .
Διόπερ ἀκέων αἱμάτων ανήρ , καὶ αὐὴρ παρανομος , ἐκ
ἐκείνῳ ἐχαλέπαινον , ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ἐταπείνε , ὡς καὶ τὴν
ἀξίαν αυτῷ τῆς ὕβρεως ἀπαντώσης . Δύο δὲ ταῦτα πε ·
οίελε σεαυτό " μήτε σεαυτὸν μεγάλων ἄξιον κρίνῃς ,
μήτε ανθρώπων τινὰ παραπολὺ ἐλάττεθαίσε καὶ τὴν
ἀξίαν νομίσῃς . Οὕτω γὰρ εδέποτε ὁ θυμὸς ἐν ταῖς
ἐπαγομέναις ἡμῖν ατιμίαις ἐπανασήσεται . Δεινὸν μὲν
τὸν εὐεργετηθούτα καὶ ταῖς μεγίταις ὑπόχρεων χάρισι ,
σωρὸς τῷ ἀχαρίσῳ , ἔτι καὶ ὕβρεως καὶ ἀτιμίας/ κατάρ
ξαι ' δεινὸν μον , ἀλλὰ τῷ ποιῶντι μεῖζόν τι ἐσι και
κὸν , ἢ τῷ πάσχοντι. Ἐκεῖνος ὑβριζέτω , σὺ δὲ μὴ
ὑβρίζου . Γυμνάσιόνσοι πρὸς φιλοσοφίαν ἔξω τὰ ри:
ῥήτ
ματα . Ἐαὶ μὴ δηχθῇς , ἄφωτος εἶα ἐαὶ δὲ καὶ πά

θῃς τι των ψυχώ , ἐν σεαυτῷ κατασχε τὸ λυπηρόν .


Εν ἐμοὶ γάρ ,φησιν , ἐταράχθη ἡ καρδία με , τετέςιν ,
ὦ διεδόθη πρὸς τὸ ἔξω τὸ πάθος , ἀλλ᾽ οἷόν τι κῦμα
εἴσω τῆς αἰγιαλῶν κατακλασθεν ἐξορέθη . Καθησύχα
σόν μοι τω καρδίαν ὑλακτᾶσαν , ἀγριαίνεσαν αἰδεί
πω τὰ πάθη τῇ ἐν σοὶ λόγω τὴν ἐπιφαίειαν , ὥσπερ
τὸ ἐν παισὶν ἄτακτον ανδρὸς αἰδεσίμε παρεσίαν. Πῶς
αὖ ἦν ἐκφύγοιμον τὴν ἐκ τὸ ὀργίζεται βλάβην ; ἐαὶ
πείσωμον τὸν θυμὸν μὴ προλαμβάνειν τὰς λογισμός .
Αλλὰ τότε πρῶτον ἐπιμελώμεθα
기 , ως μηδέ ποτε αυτὸν
προεκζέχειν τῆς διανοίας . Εχομεν δὲ ὥσπερ ἵππον ὑ
πεζευγμενον ἡμῖν καὶ οἷον χαλινῷ τινι τῳ λόγῳ κατα
πειθῆ , μηδαμοῦ τῆς τάξεως ἐκβαίνοντα τῆς οἰκείας ,
ἀγόμενον δὲ ὑπὸ τοῦ λόγε , ἐφ᾿ ὅπερ αἳ καθηγῆται .
Encicl . Tom . II . h Ες !
114 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ .

Εἴς δὲ πρὸς πολλὰ 16 τῆς ἀρετῆς ἔργων ἐπιτήδειον ,


ἡμῶν τῆς ψυχῆς τὸ θυμοειδές , ὅταν , ὥπέρτις τρα
τιώτης παρὰ τῷ σρατηγῷ τὰ ὅπλα θέμενος , ἑτοίμως
ἐπὶ τὰ παραγγελλόμενα τὰς βοηθείας παρέχεται , καὶ
σύμμαχος ᾖ τῷ λόγῳ καὶ τῆς ἁμαρτίας . Νεῦρον γάρ
ἐτι τῆς ψυχῆς ὁ θυμὸς, τόνον αυτῇ πρὸς τὴν 198 και
λῶν εἴςασιν ἐμποιῶν. Εἰ γάρ ποτε λάβοι αυτὴν ὑφ᾽
ἡδονῆς ἐκλυθεῖσαν , οἱονεὶ βαφῇ σιδήρε ςομώσας, ἀν
ξηραν αυτώ και ανδρείαν ἐκ μαλακῆς ἄγαν , καὶ αύεις
μόνης ἐποίησεν . Οὐ δ εἰ μὴ θυμωθείης και το που
νηρέ , δυνατόν σοι μισῆσαι αὐτὸν ὅσον ἄξιον · Δεῖ δ ,
οἶμαι , τω ἴσω ασεδίῳ ἔχειν περίτε͵ τω ἀγαπω
τῆς ἀρετῆς, καὶ περὶ τὸ μῖσος τῆς ἁμαρτίας , πρὸς ὅπερ
μάλιςα χρήσιμος ὁ θυμός . Ἐπειδαὶ οἷον κύων ποιμέ
νι , ὅπως ὁ θυμὸς τῳ λογισμῷ παρεπόμενος , πρᾷος
μοῃ καὶ χειροήθης τοῖς ὠφελῶσι , καὶ δ᾽ανάκλητος τω
λογισμῷ , πρὸς μὲν τὴν ἀλλοξίαν , καὶ φωντῳ καὶ ὄψιν
ἐξαγριόμονος , κἂν θεραπείαν ἔχειν δοκῇ, τὸ δὲσυνή
θες αυτῷ καὶ φίλου ἐμβοήσαντος , ὑποπτήσεων αὕτη
ἀρίση ἐπὶ καὶ ἔμμεξος τῷ φρονίμῳ τῆς ψυχῆς μέρες
παρὰ τὸ θυμοειδες ἡ συνεργίᾳ · ὁ δὲ τοιέτος ἀδιάλ
λακτος ἔσαι τοῖς ἐπιβέλοις καὶ ἄσπονδος · μηδέ ποτε τὴν
πρὸς τὸ βλάπτον φιλίαν καταδεχόμενος, ἀλλὰ τὴν ἐπί
βελον ἡδον ὼ ὥατέρτινα λύκον ὑλακτῶν μεὶ καὶ απα
ράσσων " ποιῶτον μὲν δὴ ἀπὸ τὰ θυμᾶ τὸ ὠφέλιμον , τοῖς
εἰδόσι μεταχειρίζεται · ἐπεὶ καὶ τὸ ἄλλων δυνάμεων
ἑκάση παρὰ τὸν ζόπον τῆς χρήσεως , ἢ κακὸν , ἢ ἀγα
θὸν τῳ κεκτημενῳ γίνεται. Οἷον τῷ ἐπιθυμητικῷ τῆς
ψυχῆς , ὁ μὲ εἰς ἀπόλαυσιν σαρκὸς καὶ τῆς ἀκαθάρ
των ἡδονῶν ἀποχρησάμενος , βδελυκτὸς καὶ ἀκόλαςος ·ὁ
δὲ ἐπὶ τὴν ἀγάπω τῷ Θεῷ ξέλας, καὶ τὴν ὄρεξιν τὸ
αἰωνίων ἀγαθῶν , ζηλωτὸς καὶ μακάριος . Πάλιν καὶ τὸ
λογισικὸν ὁ μεν καλῶς μεταχειριζόμενος, φρόνιμός ἐςι
καὶ σωστος · ὁ δὲ ἐπὶ βλάβῃ τῷ πλησίον ἠκονημενος
τὸν νῦν , κακοξοχής ἐσι καὶ κακέργος .
Ми
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ . 115

Μὴ δὴ ἦν τὰ πρὸς σωτηρίαν ἡμῖν δεδομενα παρὰ τὸ


κτίσαντος , ἀφορμὴν ἑαυτοῖς ἁμαρτίας ποιήσωμεν . Οὕτω
δὴ καὶ ὁ θυμὸς , ὅτε δεῖς καὶ ὡς δεῖ κινέμενος , ανδείας
ποιεῖ , καὶ ὑπομονὴν , καὶ ἐγκράτειαν , παρὰ δὲ τὸν ὀρθὸν
λόγον ἐνεργῶν , μανία γίνεται . Διὰ τῦτοἡμᾶς καὶ ὁ Γαλ ·
μὸς νοθετεῖ , οργίζεθε , καὶ μὴ ἁμαρταύετε · καὶ ὁ Κύριος
τῷ μὲν ὀργιζομένῳ εἰκῇ , τῷ κρίσιν ἐπανατείνεται
τὸ δὲ ἐφ᾽ ἃ δεῖ κεχρῆσαι τῇ ὀργῇ , ὡς ἐν φαρμάκε͵ εἴς
δει , ε παραιτεῖται . Τὸ δ , ἔχθραν θήσω ανα μέσον
σε καὶ τὸ ὀφεως· καὶ τὸς ἐχθραίνετε τοῖς Μαδικυαίοις
διδάσκοντος ἐσι κεχρῆσθαι τῷ θυμῷ ὥσπερ ὅπλῳ . Διὰ
τοτὸ Μωϋσῆς ὁ παύτων ανθρώπων πραότατος, ἐκδικῶν
τὴν εἰδωλολαξείαν , τὰς τῆς Λόυιιδ χεῖρας πρὸς τὸν
20 ἀδελφῶν φόνον ἐξώπλισε· θέλω, φησί , τὴν ῥομ
φαίαν ἕκαζοςἐπὶ τὸν μηρὸν αυτό ,καὶ διέλθετε ἀπὸ πύ
λης εἰς πύλω , καὶ ανακάμψατε δια της παρεμβολῆς,
καὶ ἀποκτείνατε ἕκαςος τὸν ἀδελφὸν αὑτῷ , καὶ ἕκασος
τὸν ἔγγισα αὐτοῦ . Καὶ μετ᾿ ὀλίγα · καὶ εἶπε , φησί ,
Μωϋσῆς · ἐπληρώσατε τὰς χεῖρας ὑμῶν σήμερον τῷ
Κυρίῳ , ἕκασος ἐν τῷ Υἱῷ αὑτοῦ ἢ καὶ ἐν τῷ ἀδελφῷ
αυτό , δοθῆναι ἐφ᾽ ὑμᾶς εὐλογίαν . Τί δὲ τὸν Φινεὲς ἐ
δικαίωσαν; οὐχ ἡ δικαία ὀργὴ και της πορνουσαντων
ὃς τὰ πολλὰ ἐπιεικὴς ὢν καὶ προος , ἐπειδὴ εἶδε τω
πορνείαν τῷ Ζαμβεὶ καὶ τῆς Μαδιανίτιδος αναφανδὸν καὶ
ἀπηρυθειασμοίως γενομένην , ἐδὲ συγκαλυπτόντων αυ
υς τὴν αἰσχύνην , τὴν ἀχήμονα θέαν ἐκ αναχόμενος ,
εἰς δέον ἐχρήσατο τῷ θυμῷ , δι᾽ ἀμφοῖν ἐλάσας τὸν
σειρομάσω . Σαμσὴλ δὲ τὸν ᾿Αγὰν τὸν βασιλέα τε
Αμαληκ ὑπὸ τὸ Σαουλ παρὰ τὸ πρόςαγμα τῷ Θεῷ
περισωθέντα , ἐχὑπὸ δικαίας ὀργῆς εἰς μέσον ἀγά
γὼν κατεφάνουσιν ; ὅτῳ γίνεται πολλάκις ὁ θυμὸς α
γαθῶν πράξεων ὑπηρέτης . Ἠλίας δὲ ὁ ζηλωτὴς , που
τήκοντα καὶ τεξακοσίες αὔδρας Ἱερεῖς τῆς αἰχης ,
τεξακοσίες͵ οὔδρας Ἱερεῖς τῷ ἁλσῶν , ἐπίόντας φά
πέζαν Ιεζάβελ , λελογισμένῳ θυμῷ καὶ σώφρονι εἰς -
h 2 φελος
116 ΒΑΣΙΛ , ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ .

φίλος παντὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐθανάτωσε . Σὺ δὲ ὀργίζε


τῳ ἀδελφῷ σε εἰκῇ · πῶς ἡ ἐκ εἰκῇ , ἄλλῳ ἐνεργεν
τος , ἄλλῳ χαλεπαίνων αυτός; καὶ ποιεῖς τὸ τδ γνῶν ,
οἳ τὸς λίθος δάκνεσι , τὸ βάλλοντος καὶ προσαπτόμενοι :
ὁ ἐνεργόμενος , ἐλεεινός · ὁ δὲ ἐνεργῶν , μισητός . Ἐκεῖ
τὸν θυμὸν μετάθες , ἐπὶ τὸν ανθρωποκτόνον , τὸν τὸ
ψεύδες πατέρα , τὸν ἐργάτίων τῆς ἁμαρτίας . Τῷ δὲ
ἀδελφῷ καὶ συμπάθησον , ὅτι ἐαὶ ἐπιμείνῃ τῇ ἁμαρτίᾳ
el ,
με το διαβόλε παραδοθήσεται τῳ αἰωνίῳ πυρί. Ως
περ δὲ τὰ ὀνόματα διάφορα θυμῷ καὶ ὀργῆς , ὅτω καὶ
τὰ ὑπ᾽ αυτῶν σημαινόμενα πλεῖςον ἀλλήλων διαφέρει .
Εἴει δ θυμὸς μεν , οἷον ἐξαψίςτις καὶ αναθυμίασις
ὀξεῖα τὸ πάθες ὀργὴ δὲ, ἔμμονος λύπη καὶ ὁρμὴ διαρ
κὺς πρὸς τὴν τῆς ἠδικηκότων αντίδοσιν , ὥσπερ ὀργώ
σης τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ἄμυαν . Εἰδείαι ἦν χρὴ , ὅτι
κατ᾽ ἀμφοτέρας τὰς διαθέσεις πλημμελῶσιν οἱ αὔθρω
ποι , ἢ μανικῶς καὶ ἐμπλήκτως καὶ τῷ παροξωόντων
κινέμενοι , ที่ἢ δολερῶς καὶ ἐπιβόλως τὰς λυπήσαντας ὀνες
δρεύοντες , ἅπερ ἀμφότερα φυλακτέον ἡμῖν . Πῶς αὖ ἐν
μὴ κινοῖτο πρὸς ἃ μὴ δεῖ τὸ πάθος ; πῶς ; εἰ παι

δοθείης των ταπεινοφροσύνην, ἣν ὁὁ Κύριος καὶ λόγῳ


διετάξατο καὶ ἔργῳ ὑπέδειξε · νοῦ μον λέγων , ὁ θέλων
ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος , ἔξω παύτων ἔφατος · τοῦ δὲ
πράως~ καὶ ἀκινήτως το τύπτοντος ανεχόμενος . Ο γὰρ
Οὐρανε καὶ γῆς Ποιητὴς καὶ Δεσσότης , ὁ παρὰ πάσης·
τῆς νοητῆς , καὶ αἰσθητῆς κτίσεως προσκυνέμενος , ὁ φέ
ρων τὰ σύμπαντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αυτό , όχι
ζῶντα ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὸν ᾅδην , τῆς γῆς ὑποῤῥα
γείσης της δυσσεβεῖ , ἀλλὰ νεθετεῖ καὶ διδάσκει : εἰ καὶ
κῶς ἐλάλησα , μαρτύρησον περὶ τῷ κακῶ , εἰ δὲ καὶ
λῶς , τί με δέρεις ; ἐπὶ ᾧ ἐπιπῇς παντων ἔχατος
ναι καὶ τί ἐντολίω τό Κυρίς , πότε ἀγανακτήσεις ,
ὡς παρὰ τὴν αξίαν καθυβριζόμενος ; Οταν σε παιδίο
νήπιον λοιδορήσῃ , γέλωτος ἀφορμὴν ποιῇ τὰ λοιδορή
ματα · καὶ ὅταν ὑπὸ φρονίτιδος , ὀξεσηκὼς τὴν διαύοιαν ,
φθέγο
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΖ . 112
1

φθέγγεται ῥήματα ατιμίας , ἐλεεινὸν ἡγῇ μᾶλλον , ἢ


A
μίσες ἄξιον . Οὐ τοίνω τα ρήματα πέφυκε τὰς λυ
πας κινεῖν ,‫ ܙ‬ἀλλ᾽ ἡ καὶ τοῦ λοιδορήσαντος ἡμᾶς ὑπερο
α·
μία , καὶ ἡ ἑκάτε περὶ ἑαυτῷ φαντασία · ώςε αν -
φέλης τῆς ἑαυτῷ διανοίας τέτων ἑκάτερον , ψόφος ἐςὶν
ἄλλως διακονῆς ἠχῶν τὰ φερόμονα . Παῦσαι ἐν ἀπὸ ὀρ
γῆς καὶ ἐγκατάλιπε θυμὸν , ἵνα φύγῃς τῆς ὀργῆς τω
πεῖραν τῆς ἀποκαλυπτομένης ἀπ᾿Οὐρανδ ἐπὶ πᾶσαν
ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ανθρώπων . Ἐαὶ δ λογισμῷ σώ
φρονι ἐκτεμεῖν διηθῇς τω πίκραν ρίζαν τῷ θυμῷ καὶ
πολλὰ τῶν παθῶν τῇ ἀρχῇ ταύτῃ συναναιρήσεις καὶ
δὸ τὸ δολερὸν , καὶ ὕποπτον , καὶ ἄπιςον , καὶ κακόηθες ;
καὶ ἐπίβελον , καὶ θρασύ , καὶ ποῦ τὸ τῷ τοιύτων πονη
ρὸν σμῆνος
‫ܙ‬ , ταύτης τῆς κακίας ἐσὶν ἀποβλαςήματα ...
Μὴ δὴ ἦν ἐπεισάγωμεν ἑαυτοῖς κακὸν τοσῶτον , ἄῤῥως
σίαν ψυχῆς , σκότωσιν λογισμῶν , ἀπὸ Θεό ἀλλοξία
σιν , οἱεειότητος ἄγνοιαν, ἀρχω πολέμου , συμφορῶν
πλήρωμα , δαίμοναπονηρὸν, αυταῖς ἡμῶν ταῖς ψυχαῖς
ἐντικτόμενον , καὶ ὥσπέρ τινα οἴοικον αναιδή , προκατές
χοντα ἡμῶν τὸ οἶδον , καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τὴν πά
ροδον ἀποκλείοντα . Ὅπε τὸ ἔχθραι , ἔρεις καὶ θυμος ,
ἐρίθειαι , φιλονεικίαι , θορύβες ασιγήτες τοῖς ψυχαῖς
ἐμποιῶντα, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τῆς πραότητος ἐκ αναπαύε
ται . Πειπούτες δὲ τῇ παραινέσει τὸ μακαρία Παύλε ,
πᾶσαν ὀργὴν , καὶ θυμὸν , καὶ κραυγὴν ἄρωμον ἀφ᾿ ἡμῶν
σὺν πάσῃ κακίᾳ , καὶ γενώμεθα εἰς ἀλλήλες χρηςοὶ καὶ
εὐσπλαγχνοι , αναμενοντες το μακαρίαν ἐλπίδα τὴν
τοῖς πραέσιν ἐπηγγελμένην · μακάριοι τὸ οἱ τρεῖς ,
ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσεσι τὴν γῆν ἐν Χρισῷ Ἰησε τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν ,
ᾧ ἡ δόξα , καὶ τὸ κράτος συ τῳ ανάρ
χῳ -ἀυτῷ Παζί , καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωο
ποιῷ αὐτῷ Πνεύματι , ναῷ καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὰς αἰῶνας της
αἰώνων . Αμμ .

h 3 OMI

L
118

* Ο ΜΙΛΙΑ

ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜΟΥ

Τὰς ἀποθήκας , καὶ μείζονας οικοδομήσω .

Διπλῶν τὸ εἶδος τῆς πειρασμῶν ἢ τὸ ai


οἱ θλίψεις

βασανίζεσι τὰς καρδίας , ὥσπερ χρυσὸν ἐν καμίνῳ


διὰ τῆς ὑπομονῆς τὸ δοκίμιον αὐτῷ ἀπελέγχεσαι
καὶ πολλάκις αυταὶ αἱ συπτωμαι τῷ βίῳ αὐτὶ πειρα
τηρίε γίνονται τοῖς πολλοῖς· ὁμοίως γάρεςι χαλεπὸν ,
οὔτε ταῖς δυσκολίας των πραγμάτων ἀταπείνωτον τὴν
ψυχώ διασώσαθαι , καὶ ἐν ταῖς περιφανείαις το ~ βίε
μὴ ἐπαρθίαι πρὸς ὕβριν . Παράδειγμα δὲ τοῦ μα
προτέρα εἴδες της πειρασμῶν , ὁ μέγας Ἰώβ , ὁ ἀκα
ταγώνιςος ἀθλητής · ὃς πᾶσαν τὸ Διαβόλε τον βίαν ,
ὥσπερ χειμάρρες φορας , ἀσείσῳ καρδίᾳ καὶ λογισμοῖς
ἀξέπτοις ὑποδεξάμονος , τοσέτω μείζωντῷ πειρασμῶν
ανεφαύη , ὅσῳ μεγάλα ἀυτῷ καὶ δυσέκλυτα ἐδόκει παρὰ
τὸ ἐχθρες προβεβλῆθαι τὰ παλαίσματα . Τῶν δὲ καὶ
τ συημερίαν τὸ βίε πειρασμῶν ὑποδείγματα ἄλλα
τέτινα , καὶ ὗτος ὁ νῦν ἡμῖν αναγνωθεὶς πλάσιος· ὃς
τὸν μου εἶχε πλέτον‫ܪ‬, τὸν δὲ ἤλπιζε, τα φιλανθρώπε
Θεῷ ἐξ ἀρχῆς αὐτὸν ἐπὶ τῇ ἀγνωμοσμύῃ τῆς Τόπων
μὴ κατακρίνοντος , ἀλλ᾿ἀεὶ τῷ προϋπάρχοντι πλύτῳ ,
πλᾶτον ἕτερον προςιθούτος , όπως αυτῷ κόρον ἐμποιή
σας ποτὲ , πρὸς τὸ κοινωνικὸν καὶ ἥμερον τὴν ψυχὴν ἀν
τὸ ἐκκαλέσαιτο . Ανθρώπε γάρ , φησι , πλεσία ᾐυφό
ρησεν ἡ χώρα , καὶ διελογίζετο καθ᾿ἑαυτόν · τί ποιήσω

καθελῷ με τὰς ἀποθήκας , καὶ μείζονας οἰκοδομήσω .


Διὰ τί ἐν κυφόρησεν ἡท χώρα ανθρώπε μηδον ἀγαθὸν
ἐκ τῆς εὐφορίας ποιήσειν μέλλοντος , ἵνα μᾶλλον ἡ τὸ
Θες μακροθυμία φανῇ , καὶ μέχρι της τοιέτων έκτεινο
μονης αὐτὰ τῆς χρησότητος · βρέχει δὸ ἐπὶ δικαίες , καὶ
ἀδί
ΒΑΣΙΛ , ΤΟΥ ΜΕΓ. ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ , 119
2
ἀδίκες, καὶ ανατέλλει τὸν Ἥλιον αὐτῷ ἐπὶ πονηρὸς , καὶ
ἀγαθές. Ἡ δὲ τοιαύτη τοῦ Θεῷ ἀγαθότης , μείζονα
συνάγει τοῖς πονηρομομοίοις τὴν κόλασιν . Ηνεγκε τὸς
ὄμβρες ἐπὶ τὴν ὑπὸ τὸ πλεονεκτικῶν χειρῶν γεωργε
μονην γῆν . Ἔδωκε τὸν Ἥλιον ἐκθάλπειν τὰ ασέρμα

τα καὶ πολυπλασιάζειν τὲς καρπὸς διὰ τῆς εὐφορίας
καὶ τὰ μοὶ παρὰ Θες τοιαῦτα , γῆς ἐπιτηδειότης, αέ
ρων εὔκρατοι καταςάσεις , ασερμάτων αφθονίαι , βοῶν
συνεργία , τὰ ἄλλα , οἷς γεωργία πέφυκεν αὐθμεῖ
παρ' τὰ δὲ παρὰ το ανθρώπε , οἷα ; τὸ πικρὸν τοῦ
ἤθες , ἡ μισανθρωπία , τὸ δυσμετάδοτον . Ταῦτα τῷ
οὐεργέτῃ αὐτοπεδείκνυτο . Οὐχ ἐμνήθη τῆς κοινῆς φύ
σεως · ἐχ ἡγήσατο χρῆναι τὸ περιττεῦον τοῖς ἐνδεέσι
καταμερίσαι ' ἐκεχε τινὰ λόγον τῆς ἐντολῆς · μὴ ἀν
πόχε εὖ ποιεῖν ἐνδεῖ , καὶ ἐλεημοσμύαι καὶ πίςεις μὴ
ἐκλειπέτωσαν σοι "· καὶ διάθρυπτε πεινῶσι τὸν ἄρτον
σε καὶ παντες Προφῆται , καὶ παύτες Διδάσκαλοι ἐμε
βοῶντες ἐκ εἰσηχέοντο " ἀλλ᾽ αἱ μὲν ἀποθῆκαι διερ
ῥήγνυτο το πλήθει ἡ ἀποκειμένων ςενοχωρέμεναι
ἡ δὲ φειδωλὸς καρδία , ἐκ ἀνεπίμπλατο . Απὶ δὲ τὰ
νέα τοῖς παλαιοῖς προςιθεῖς , καὶ ταῖς κατ᾽ἔτος προσ
θήκαις τω ευπορίαν προσαύξων, εἰς τ᾿ ἀδιέξοδον
ταύτην ἀμηχανίαν ἐνέπεσον , ὑποχωρεῖν μὲν τοῖς πα
λαιοῖς διὰ τὴν πλεονεξίαν μὴ συγχωρῶν, ὑποδέχεται
δὲ τὰ νέα διὰ τὸ πλῆθος μὴ ἐξαρκῶν . Διὰ τῦτο άρ
νήνυτα μου αυτῷ τὰ βελεύματα ,ἀποροι δὲ αἱ φροντί
δες . Τί ποιήσω ; τίς ἐκ αὖ ἐλεήσειε τὸν ὅτω πολιορ
κείμενον ; Δείλαιος τῆς εμπορίας , ἐλεεινὸς τῷ παρόντ
τῶν ἀγαθῶν , ἐλεεινότερος της προσδοκωμένων . Μὴ δ
προσόδες αυτῷ φέρει ἡ γῆ ; ςεναγμὲς αὐτῷ φύει . Μὴ
δ καρπῶν αὐτῷ ευφορίαν συνάγει ; φροντίδας , καὶ
λύπας , καὶ ἀμηχανίαν δεινώ . Ὅμοια τοῖς πονομεύοις
ἀδύρεται · ἢ ἐχὶ ταύτίω ἀφίησι τὴν φωνίῳ , καὶ ὁ διὰ
πτωχείαν ευνοχωρέμενος , τί ποιήσω ; πόσα ξοφαί;
πόθον ἐνδύματα , ταῦτα καὶ ὁ πλέσιος φθέγγεται ,
1 4 Οδυ
120 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ .

Οδωᾶται τὴν καρδίαν ὑπὸ τῆς μερίμνης διεπιόμενος


ὃ ξὺ τὸς ἄλλες εὐφραίνει , τότο τήκει τὸν πλεονέκτῳ .
Οὐ ο χαίρει , παύτων αὐτῷ πεπληρωμοίων τῆς εἶδον
ἀλλὰ νύσσει την ψυχίω αυτοῦ περιῤῥέων ὁ πλᾶτος ,
καὶ τὴς ταμιείων ὑπερχεόμενος , μήπε καὶ πρὸς τοὺς
ἔξωθον παρακύψας , αγαθότινος ἀφορμὴ τοῖς ἐνδεέσι
γούηται . Καί μοι δοκεῖ τὸ πάθος αυτὸ τῆς ψυχῆς , της
της γαςριμάργων προσεοικούσι , οἳ διαρραγίαι μάλ
λον ὑπὸ λαιμαργίας αἱρῶνται , ἢ τῷ λειψάνων μετα
/ ανθρωπε το δεδωκότος . Μνή
δἶναι τοῖς ἐνδεέσι . Σμύες
σητε σεαυτῷ τίς εἶ , τί οἰκονομεῖς , παρὰ τίνος ἔλα
βες , διὰ τί τῆς πολλῶν προεκρίθης . ᾿Αγαθοῦ Θεω
γέγονας ὑπηρέτης , οἰκονόμος τῆς ὁμοδέλων . Μὴ παύτες
η
οἴς τῇ γατρὶ τῇ σῇ παρεσκευάσαι . Ως περὶ ἀλλο
ξίων βελούς τῆς ἐν χερσί . Μικρὸν σύφρανεί σε χρό
νον · εἶτα διαῤῥεείτα οι χήσεται , τὸν δὲ ἐπ᾽ αὑτοῖς λό
τον ἀπαιτηθήσῃ με ακριβείας . Σὺ δὲ παύτα ὁμοῦ
θύραις καὶ μοχλοῖς ἐναποκλείσας ἔχεις καὶ καταδή
σας σφραγίσιν , ἐπαγρυπνεῖς ταῖς μερίμναις , καὶ βε
λούῃ καὶ σαυτὸν , ἄφρονι συμβόλῳ σεαυτό μεχρημένος
Τί ποιήσω ; ἕτοιμον ἦν εἰπεῖν · ὅτι ἐμπλήσω τὰς ψία
χὰς τδ πεινώντων . Ανοίξω τὰς ἀποθήκας , καὶ παί
τας καλέσω τὸς ἐνδεεῖς . Μιμήσομαι τὸν Ἰωσὴφ τῳ τῆς
φιλανθρωπίας κηρύγματι φθέγξομαι φωνὴν μεγαλό
ψυχον , ὅσοι ὑπερεῖπε ἄρτων , ἔλθετε πρόςμε, τῆς
παρὰ Θεῷ δεδομένης χάριτος τὸ ἀρχῶν ἕκασος , οἷον
8
ἐκ κοινῶν πηγῶν, συμμεθέξοντες . Αλλ᾿ ο τοιῦτος σύ
πόθαι ; ὅς γε βασκαίνεις μου τις ανθρώποις τῆς ἀ
πολαύσεως · πονηρὸν δὲ βουλευτήριον ἐν τῇ ψυχῇ
συγκροτήσας , φροντίζεις , ἐχ ὅπως μεταδῶς ἑκάστῳ

τὰ πυρὸς τὴν χρείαν , ἀλλ᾿ ὅπως παύτα ὑποδεξάμενος ,
παύτας τῆς ἀπ᾽ αὐτῶν ὠφελείας ἀποςερήσῃς .
Παρέτησαν οἱ τὴν ψυχὴν ἀπαιτῶντες , κακεῖνος περὶ
βρωμάτων τῇ ψυχῇ διελέγετο . Ταύτῃ τῇ νυκτὶ παρε
λαμβάνετο , καὶ εἰς ἔτη πολλὰ τὴν ἀπόλαυσιν ἐφαντάζε
TO .
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ. 121

του Σωεχωρήθη παύτα βελούσαθαι , καὶ φανεραὶ ἑαυ


το ποιῆσαι τὴν γνώμην , ἵνα ἀξίαν τῆς προαιρέσεως δέ
ξηται τὴν ἀπόφασιν · ὃ μὴ πάθης σύ . Διὰ τῦτο δ γέ
γραπται , ἵνα φύγωμεν τὴν ὁμοίωσιν · μίμησαι τὴν γῆν ,
αὔθρωπε , καρποφόρησον ὡς ἐκείνη , μὴ χείρων φανῆς τῆς
ἀψύχε . Ἐκείνη μὲν ἦν τὲς καρπὲς ἐκ εἰς ἑαυτῆς ἀπό
λαυσιν , ἀλλ᾽ εἰς τὴν σὴνὑπηρεσίαν ἐξέθρεψε . Σὺ δὲ ὃν
αὖ ἐπιδείξῃ τῆς οποιΐας καρπὸν , σεαυτῷ τέτον συνάγεις .
Διότι τδ᾽ ἀγαθῶν ἔργων αἱ χάριτες ἐπὶ τὲς διδόντας
ἐπανατρέφεσιν . Ἔδωκας τῷ πεινῶντι , καὶ σὸν γίνεται
τὸ δοθεν με προθήκης ἐπανελθόν . Ωασερ δὸ ὁ σῖτος
εἰς τὴν γῆν πέσων , κέρδος του προϊεμοίῳ γίνεται , δ
πως ὁ ἄρτος εἰς τὸν πεινῶντα καταβληθεὶς , πολύχον

των ὠφέλειαν εἰς ἕτερον αναδίδωσιν . Ἔσῳ ἐν σοὶ τὸ


1
πέρας τῆς γεωργίας , ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου αγοράς .
Σπείρατε γάρφησιν , ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσιμ . Τί ν
ἀδημονεῖς ; τί κόπτεις σεαυτὸν , πηλῷ καὶ πλίνθοις τὸν
πλῦτον ἀναποκλεῖσαι φιλονεικῶν ; Κρεῖστον ὄνομα καλὸν
ὑπὲρ πλᾶτον πολυ . Εἰ δὲ θαυμάζεις τα χρήματα
διὰ τω ἀπ᾽ ἀυτῷ τιμώ , σκόπει πόσῳ πρὸς δόξαν
λυσιτελέςερον , μυρίων παίδωνΠατέρα προσαγορεύε
παι , ἢ μυρίες ἔχειν τατῆρας ἐν βαλαντίῳ . Τὰ μεί
γε χρήματα καταλείψεις ἐνταῦθα καὶ μὴ βελόμενος
τω δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἔργοις φιλοτιμίαν αποκομί
σεις πρὸς τὸν Δεασότίω , ὅταν δῆμος ὅλος ἐπὶ τὸ κοι·
νοῦ κατῷ περις αύτες σε , ζοφέα , καὶ εὐεργέτίω , καὶ

παύτα τὰ τῆς φιλανθρωπίας ἀποκαλῶσιν ὀνόματα
Οὐχ ὁρᾷς τὰς ἐν τοῖς θεάξεις παγκρατίαςας , καὶ
μίμος , καὶ θηριομάχες τινὰς ανθρώπες , ὃς κἂν βδε
λύξαιτό τις προσιδεῖν ὑπὲρ τῆς ἐν ὀλίγῳ τιμῆς , καὶ
τδ παρὰ τοῦ δήμου θορύβων καὶ κρότων τὸν πλᾶτον
προεμονες; καὶ σὺ μικροτορεπὴς εὖ περὶ τὰς δαπαίας ,
τηλικαύτης μέλλων ἐπιβήσεσθαι δόξης ; Θεὸς ἔσαι ὁ
ἀποδεχόμενος , ῎Αγγελοι οἱ οὐφημῶντες, οἱ ἀπὸ κτί
σεως αὔθρωποι μακαρίζοντες . Δόξα αἰώνιος , σέφανος
δια
122 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ . 3.

δικαιοσμύης , βασιλεία της Οὐρανῶν , ἀθλάσοι ἔται


τῆς τῆς φθαρπῶν τέτων οικονομίας · ὧν ἐδενὸς φροντίς
ζεις , τῇ περὶ τὰ παρόντα σπουδῇ δὲ ἐλπιζομενων
ὑπερορῶν . Δεῦρο δὴ ἦν ποικίλως διάθε τὸν πλᾶτον
φιλότιμος καὶ λαμπρὸς περὶ τὰς δαπαίας το δεομέ
νων γενόμενος . Λεγέθω
. καὶ περὶ σε · ἐσκόρπισαν ,
ἔδωκε τοῖς ποίησιν , ἡ δικαιοσιώη αυτό μενει εἰς τὸν
αἰῶνα . Μὴ βαρύτιμος ἔσο , ταῖς χρείαις ἐπιτιθέμενος 106

μὴ ανάμενε σιτοδείαν , ἵνα αὐοίξῃς σιτοδοχεία . Ὁ
τιμιελκῶν σῖτον , δημοκατάρατος . Μὴ λιμὸν ἐκδέχου TY
διὰ χρυσόν · μὴ κοινὴν εὔδειαν , δι οὐπορίαν ἰδίαν μὴ
γίνε κάπηλος συμφορῶν ανθρωπίνων · μὴ τὴν ὀργί
τῷ Θεῷ , καιρὸν ποιήσης περιεσίας χρημάτων " μὴ ἐπι iz
ξανῃς Ταύματα κεκακωμένων ταῖς μάςιξι . Σὺ δὲ πρὸς και
μεν τὸν χρυσὸν ἀποβλέπεις , τὸν δὲ ἀδελφὸν καὶ προσ
βλέπεις · καὶ τὸ μοὶ νομίσματος ἐπιγινώσκεις τὸ χάρ
ραγμα , καὶ τὸ δοκίμε διακρίνεις τὸ κίβδηλον ' τὸν δὲ
ἀδελφὸν παρὰ τω χρείαν παντελῶς ἀγνοεῖς καὶ ἡ προ
με εὔχροιά
~ σε τῷ χρυσῷ ὑπερήδει , ὅσος δέ σοι ἀκολε
1 9 TOV
1
θεῖ τὸ ὀνδεᾶς ὁ σεναγμὸς , καὶ λογίζῃ . Πῶς σοι ὑπ᾿ ὄ ATO
μιν ἀγάγω τὰ πάθη 2 τὸ ποίητος ; ἐκεῖνος περισκεψά πως

? χρυσὸς μοὶ αὐτῷ ὅτε ἐςὶν ,


μονος τὰ οὔδον , ὁρᾷ ὅτι πλο
ι
ἔτε γενήσεται πώποτε σκεύη δὲ καὶ ἐσθὴς τοιαῦτα QUOD C
οἷα αἲ γούοιτο πτωχῶν κτήματα , ὀλίγων τὰ παύτα λακαι
ὀβολῶν ἄξια . Τί έν ; ἐπὶ τὰς παῖδας λοιπὸν ἄγει τὸν
ὀφθαλμὸν , ὥσε αυτὸς ἀγαγὼν εἰς τὸ πρατήριον , ἐν
τεῦθεν ευρέθαι τε πανάτε παραμυθίαν, Νόησον ἐν
ταῦθα μάχῳ ανάγκης λιμέ , καὶ διαθέσεως παζικῆς 187
Η μοὶ τὸν οἶκτιςον θαύατον ἀπειλεῖ , ἡ δὲ φύσις αὐ QUITA
θέλκει , συναποθανεῖν τοῖς τέκνοις πείθεσαι καὶ πολ 187

λάκις ὁρμήσας, καὶ πολλάκις αἰακοπεὶς , τελευταῖον



ἐκρατήθη ὑπὸ τῆς αναγκαίας καὶ απαραιτήτο χρείας 10
ἐκβιαθείς · καὶ οἷα βελεύεται ὁ Πατήρ ; τίνα πρῶτον μηχα
ἀπεμπολήσω ; τίνα δὲ ἡδέως ὁ σιτοπώλης ὄψεται ; ἐ Εται
πὶ τὸν πρεσβύτατον ἔλθω ; ἀλλὰ δυσωπᾶμαι αυτῷ τὰ άπολ
πρεσα
ΒΑΣΙΛ , ΤΟΥΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ , 123

πρεσβεία . ᾿Αλλὰ τὸν νεώτατον ; ἀλλ᾽ἐλεῶ αυτοῦ τω


ἡλικίαν αναιθητῆσαν τῷ συμφορῶν ὗτος ἐναργεῖς σώς
ζει τῆς γονέων τὰς χαρακτῆρας · ἐκεῖνος ἐπιτηδείως ἐς
χει πρὸς τὰ μαθήματα . Φεῦ τῆς αμηχανίας . Τις
γρύωμαι ; τίνι τέτωνπροσαρέσω ; ποίαν θηρία ψυχώ
αναλάβω ; πῶς τῆς φύσεως ἐπιλάθωμαι , ἐπὶ παύτων
αντίχωμαι, παύτας ὄψομαι δαπανωμένες τις πάθει
ἐαὶ οὗα πρόωμαι , ποίοις ὀφθαλμοῖς τὰς λειπομενες
προσίδω , ὕποπτος αὐτοῖς ἤδη γεγονημαίας εἰς ἀπιςίαν ;
πῶς οἰκήσω τω οἰκίαν, ἐμαυτῳ κατασκευάσας τω
ἀπαιδίαν; πῶς ἐπὶ τὴν ζάπεζαν ἔλθω, ἐκ τοιαύτης
προφάσεως τὴν δ᾽πορίαν ἔχεσαν ; Καὶ ὁ μου με μα
οίων δακρύων τὸν φίλτατον τῷ παίδων ἀπεμπωλήσων
ἔρχεται σὲ δὲ οὐ κάμπτει τὸ πάθος , οὐ λογισμὸν
λαμβαύεις τῆς φύσεως . ᾿Αλλ᾿ ὁ με λιμὸς συνέχει τὸν
ἄθλιον , σὺ δὲ αναβάλλῃ , καὶ εἰρωνούν , μακροτέρων
αυτῷ κατασκευάζων τὴν συμφοραί καὶ ὁμοῦ τὰ ασλάγ
χνα προτείνεται τιμώ της ξοφῶν , σοῦ δὲ οὐ μόνον
ἐκ ἀποναρκᾷ ἡ χεὶρ ἐκ τοιέτων συμφορῶν ὑποδεχομένη
τιμήματα , ἀλλὰ καὶ ζυγομαχεῖς περὶ τοῦ πλείονος ,
καὶ ὅπως ἐν πολὺ λαβὼν , ἔλαττον δώῃς φιλονεικεῖς ?
πανταχόθα βαραίων των συμφοραὶ τῷ ἀθλίῳ . Οὐ
δάκρυόν σοι ἐλεεινόν· καὶ ξεναγμὸς καρδίαν μαλάσσει
ἀλλ᾿ ἄκαμπτος εἶ καὶ ἀμείλικτος . Παύτα χρυσὸν βλέ.
πες , χρυσὸν φαντάζῃ , Τέτό σοι e7 καὶ καθεύδοντι ἐνύς
πνιον , καὶ ἐγρηγορότι ὀνθύμιον . Ωσπερ δ οἱ ὑπὸ μα
νίας παράφοροι , ε τὰ πράγματα βλέπεσιν , ἀλλὰ τὰ
ἐκ τὸ πάθες φαντάζονται, ὅπωςσοι ἡ ψυχὴ τῇ φιλο
χρηματία καταχεθεῖσα , παύτα χρυσὸν , πανταSI ἀργυ
ρον βλέπει ἥδιον αὖ ἴδοις τὸν χρυσὸν , ἢ τὸν Ἥλιον
1
εὔχῃ τὰ πάντα πρὸς του τοῦ χρυσό φύσιν μεταβλή
θύῦαι , καὶ ἐπινοεῖς μούτοι καθ᾽ ὅσον οἷόντες Ποίαν

δ μηχανὴν διὰ χρυσὸν καὶ κινεῖς ; ὁ σῖτος χρυσός σοι


γίνεται·ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται τὰ ἔριά
σοι ἀποχρυσεται . Πᾶσα ἐμπορία , πᾶσα ἐπίνοια , χρε
σόν
124 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ .

σόνσοι προσάγει αυτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς ἀπογεννᾷ πο


λυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶ κόρος ἐκ ἔσι ,
καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξρίσκεται . Τῶν μα
δ παίδων τοῖς λίχνοις ἀφειδῶς πολλάκις ἐνδίδομεν δ
περισπεδάζων ὑπερεμπίπλασθαι , ὥσε τῳ ὑπερβάλ ·
λοντι κόρῳ τω ἀποτροφ ἐμποιῆσαι · ὁ δὲ πλεονέ
κτης εχ ὅτως, ἀλλ᾽ ὅσῳ πλειόνων ἐμφορείται , πλειό
νων ἐφίεται . Πλᾶτος ἐπὶ ρέῃ , μὴ προςίθεπε καρδί
αν . Σὺ δὲ κατέχεις τὸν περιῤῥέοντας , καὶ περιφράσσεις
τὰς διεξόδες . Εἶτα κατεχόμενος καὶ ἐλλιμνάζων ,π οἷα
ποιεῖσοι ; ῥήγνυσι τὰ κωλύματα . Αμέλει καὶ ναῶ βι·
αίως ἀναποληφθεὶς καὶ πλημμυρῶν , καθαιρεῖ τὸ πλεο
σίε τὰς ἀποθήκας . Εδαφίζει αυτῷ τὰ ταμιεῖα, ὥσπερ
πολέμιός τις ἐπεισελθών . Αλλά μείζονας οικοδομή
σει ; ἄδηλον εἰ μὴ καθηρημένας παραδώσει τις μετ
αυτόν . Οξύτερον δ αν αυτὸς ἀπέλθοι ανασταθείς ,
ἐκεῖναι καὶ τω πλεονεκτικῶς ἐπίνοιαν ἐγερθείησαν .
᾿Αλλ᾿ ὁ μοὶ ἐχέτω τῷ κακῶν βουλευμάτων τὸ τέλος
ἀκόλυθον . Ὑμεῖς δὲ αὖ ἐμοι πείθηθε , πάσας θύρας
ταμιείων αναπετάσαντες , ἀφθόνες παρέχετε τὰς διεξό
δες τῷ πλέτῳ . Ὥσπερ ο ποταμῷ μεγάλῳ πολύκαρ
πον γλῶ δι ὀχει δ μυρίων ἐπερχομενῳ , οὕτως αυτοὶ
της πλούτῳ διδόντες δια ποικίλων ὁδῶν εἰς τὰς 1
πονήτων οἰκίας καταχίζεθε . Τα φρέατα ὀξαντλήμονα
συροώτερα γίνεται , ἀναφιέμενα δὲ, 1 κατασήπεται˙ καὶ
πλέτε τὸ μὲ ςάσιμον , ἄχρηςον , τὸ δὲ κινέμενον καὶ
μεταβαῖνον , κοινωφελές τε, καὶ ἔγκαρπον . Ὢ πόσος μαὶ
ὁ παρὰ τῆς εὐεργετωμονων ἔπαινος ! οὗ σὺ μὴ κατι
φρονήσης . Πηλίκος δὲ ὁ παρὰ τῷ δικαίς κριτό μισθός ;
w σὺ μὴ ἀπιςήσῃς . Πανταχοῦ σοι τὸ ὑπόδειγμα τοῦ
κατηγορουμενου πλουσίου προσαπαντάτω · ὃς τὰ μεν
ἤδη παρόντα φυλάσσων, περὶ δὲ τῆς ἐλπιζομενων ἀ
γωνιῶν , καὶ ἄδηλον ἔχων εἰ βιώσεται τω αὔριον , τὸ
αὔριον σήμερον προημάρτανον · οὔπω ἦλθαν ὁ ἱκέ
της , καὶ προλαβὼν ἐδείκνυε τὸ ἀγριότητα και συνήγα
γε
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ . 125

γε τες καρπες , καὶ τῆς πλεονεξίας ἤδη εἶχε τὸ καὶ


μα · ἡ μὲν γῆ ἐδεξιῶτο τοῖς ἐκφορίοις αὐτῆς , βαθὺ μον
ἐν ταῖς ἀρέραις προδεικνῦσα τὸ λήϊον , πολυὼ δὲ τὸν
βόζων ὑπὲρ κλημάτων ἐμφαίνουσα , βρύουσαν δὲ τῷ
καρπῷ τῷ ἐλαίαν παρεχομενη, καὶ πᾶσαν ἐπαγγελ
λομενη τω ἐξ ἀκροδρύων ξυρίω · ὁ δὲ ἀδέξιος Κα
ἄκαρπος˙ ἔπω ἔχων , καὶ ἤδη βασκαίνων τοῖς δεομέ
νοις . Καίτοι πόσοι κίνδυνοι πρὸ τῆς συγκομιδῆς τῆς
καρπῶν ; καὶ δὲ καὶ χάλαζα κατέκλασε, καὶછે καύσων
ἥρπασεν εκ μέσω τῷ χειρῶν , καὶ ὕδωρ παρὰ καιρὸν
ἐκ νεφῶν ἐπιῤῥυον , ἠχρείωσε τες καρπός . Οι προσού
χ ἐν τῷ Κυρίῳ τελειωθῶαι τω χάριν , ἀλλὰ προς
λαμβαίων , σεαυτὸν ανάξιον ποιεῖς τῆς ὑποδοχῆς τῆς
δειχθεύτων . Καὶ σὺ μὲν ἐν τῳ κρυπτῳ λαλεῖς σεαυτ
τις , τὰ δὲ ῥήματά σου ἐν Οὐρανῷ δοκιμάζεται . Δια
νῦτό σοι ἐκεῖθεν αἱ ἀποκρίσεις ἔρχονται . Τίνα δέ ἐσι
καὶ ἃ λέγει ; ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ἀποκείμενα ,
φάγε , πια, εὐφραίνου 4 καθ᾿ ἡμέραν . Ω τῆς ἀλογίας !
τότο αυτ
εἰ δὲ χοιρείας εἶχες ψυχές , τί αὖ ἄλλο,
τῇ ευηγγελίσω ; ὅτω κτώδης εἶ , οὕτως ἀσκώετος της
τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν , τοῖς τῆς σαρκὸς ἀντὶ βρώμασι
δεξιόμενος , καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρὼν ὑποδέχεται , ταῦτα τῇ
ψυχῇ παραπέμπεις · εἰ μὴ ἀρετίῳ ἔχει , ἢ πλήρης
ἐσιν ἔργων ἀγαθῶν , ἢ Θεῷ προσώκειται , ἔχει πολ
λὰ ἀγαθὰ , καὶ εὐφραινέσθω τω καλώ τῆς ψυχῆς
οἰφροσιμ . Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐπίγεια φρονεῖς , καὶ Θεὸν
ἔχεις το κοιλίαν , καὶ ὅλως σάρκινος εἶ ; δεδολωμαίος
τοῖς
. πάθεσιν , ἄκε τῆς σοὶ πρεπέσης προσηγορίας ,
μ᾿ ἐδεὶς ανθρώπων ἔθετόσοι, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Κύριος
ἄφρων , ταύτῃ τῇ νυκτὶ, τω ψυχί σου ἀπαιτοῦσιν
ἀπὸ σοῦ · ἃ δὲ ἡτοίμασας , τίνι ἔσαι; Μείζων τῆς
αἰωνίου κολάσεως ὁ γέλως τῆς ἀβολίας˙ ὁ γὰρ μετ
ὀλίγον μέλλων αὐάρπατος ἄγεθαι , οἷα βουλεύεται ;
καθελῶ με τὰς ἀποθήκας , καὶ μείζονας οἰκοδομήσω
Καλῶς σύγε ποιῶν , φαίνω αν πρὸς ἀυτόν · ἄξια γὰρ
τα από την
126 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ. ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΝ .

καθαιρέσεως τὰ ταμιεία της αδικίας . Κατάσκαπτε


ταῖς ἑαυτῷ χερσὶν , ἃ κακῶς οἰκοδόμησας . Λύε τα
σιτοδοχεία , ὅθεν ἐδεὶς ἀπῆλθέ ποτε παραμυθίας το
χών . Αφαύισον παύτα οἶκον πλεονεξίας φύλακα , α
ποσκδύασον ὀρόφες , περίελε τοίχος, δεῖξον Ἡλίῳ τὸν
οὐρωτιῶντα σῖτον , ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὸν δέσμιον
πλᾶτον , θριαμβουσον τὰ σκοτεινὰ τὸ Μαμωνά κατα
γώγια .Καθελώ με τὰς ἀποθήκας , καὶ μείζονας οἰκὸς
δομήσω . Ἐαὶ δὲ καὶ ταύτας ἐμπλήσῃς , τίποτε ἄρα
διανοηθήση ; ἦπε πάλιν καθαιρέσεις καὶ πάλιν οἶκο
δομήσεις ; καὶ τί τότων ανοητότερον ; ἀπέραντα μοχθείν ;
οἰκοδομεῖν με ασεδῆς , καὶ μεν απεδῆς καθαιρεῖν ; Ἔχεις
ἀποθήκας,‫ ܪ‬ἐὰν θέλης , τὰς οἰκίας τδ πονήτων . Θη
σαύρισον σεαυτῷ θησαυρὸν ἐν Οὐρανῷ . Τὰ ἐκεῖ ἀπο
τιθέμενα , ε σῆτες καταβόσκονται , ὦ σηπέδων ἐπινέμε
ται , ἐλῆσαὶ διακλέπτωσιν . ᾿Αλλὰ τότε μεταδώσω τοῖς
δεομένοις , ὅταν τὰς δευτέρας ἀποθήκας πληρώσω .
Μακρὲς σεαυτῳ τὸς χρόνες τῆς ζωῆς ἔπηξας . Σκόπει
μήσε προλάβῃ ὁ καὶ προθεσμίαν ἐπείγων ; καὶ δὶ ἡ
ἐπαγγελία , ελξηςότητός ἐςιν , ἀλλὰ πονηρίας ἐπίδει
ξις . Επαγγέλληδ , ἐχ ἵνα δῷς/ με' ταῦτα , ἀλλ᾿ ἵνα
τὸ παρὸν διακρέσῃ . Ἐπεὶ να τί τὸ κωλύον πρὸς τὴν
8
μετάδοσιν ; ε πάρεσιν ὁ ἐνδεής ; ἐχὶ πλήρεις αἱ ἀπὸ
θῆκαι ; ἐχ ὁ μιθὸς ἕτοιμος ; ἐχ ἡ ἐντολὴ τηλαυγής
Ο πεινῶν τήκεται, ὁ γυμνητεύων πήγνυται , ὁ ἀπαιτός
μόνος͵ ἄγχεται , καὶ σὺ τοὺ ἐλημοσιεύω εἰς ἄνειον
αναβάλλης ; Ακσε Σολομῶντος μὴ εἴπῃς , ἐπανελθὼν
ἐπαύηκε , καὶ ἄύριον δώσω͵ οὐ δ οἶδας τί τέξεται ἡ
ἐπιδσα .Οἵων παραγγελμάτων ὑπερορᾷς , τῇ φιλάργυ
είᾳ τὰ ὦτα πρόαποβύσας ! Πόσω ἔδεισε χάριν ἔχειν
~
τῳ οὐεργέτῃ , φαιδρὸν εἶναι , καὶ λαμπρεύεθαι τῇ τις
μης ὅτι οὐκ ἀυτὸς διοχλεῖς θύρας ἑτέρων , ἀλλὰ τὰς
σὰς ἄλλοι καταλαμβαύεσι ; Ναῶ δὲ κατηφὴς εἶ , καὶ
δυσαντούκτος , ἐκκλίνων τὰς ἀπαντήσεις , μήπε τί καὶ
μικρὸν αναγκασθῇς της χειρῶν ἐκβαλεῖν . Μίαν οἶδας
φω

1
ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ . 127

φωντώ · ἐκ ἔχω δὲ δώσω ; πώης γάρ εἰμι . Πονης
τῳ ὄντι , καὶ ἐνδεὴς παντὸς ἀγαθῶ . Παης ἀγάπης ,
πολης φιλανθρωπίας , πόλης πίστεως τῆς εἰς Θεὸν ,
πρίης ἐλπίδος αἰωνίς . Συμμερις ας ποίησον τῆς σίτων
τὸς ἀδελφός . Τὸ ἄυριον σηπόμενον , σήμερον μετάδος
τῷ δεομένῳ . Πλεονεξίας εἶδὸς τὸ χαλεπώτατον , μηδὲ
τα φθειρομένων τοῖς ἐνδεέσι καταμερίσαι . Τίνα , φη
σὶν , ἀδικῶ , συνέχων τὰ ἐμαυτό ; ποῖα , επέ έ μοι ,
σαυτό ; πόθον λαβὼν εἰς τὸν βίον εἰσήνεγκας; ὥσπερ
αὖ εἴτις ἐν θεάζω θέαν καταλαβὼν, εἶτα οξείργοι
τὸς ἐπεισιόντας , ἴδιον ἑαυτῷ κείνων τὸ κοινῶς πᾶσι
καὶ τὴν χρῆσιν προκείμονον τοιστοί εἰσι καὶ οἱ πλέσιοι ,
τὰ δ κοινὰ προκαταχόντες , ἰδιοποιῶνται διὰ τὴν πρό
ληψιν ἐπεὶ εἰ τὸ πρὸς παραμυθίαν τῆς ἑαυτῷ χρείας
ἕκαςος κομιζόμενος , τὸ περιττὸν ἠφίει τῷ δεσμοίῳ ,
ἐδεὶς μεν αὖ ἦν πλέσιος , εδεὶς δὲ ἐνδεής.Οὐχὶ γυ
μνὸς ὀξέπεσες τῆς γατρός ; καὶ γυμνὸς πάλιν εἰς τὴν
γιῶ ὑποτρέψεις ; τὰ δὲ παρόντασοι πόθεν ; Εἰ μὲ
ἀπὸ ταὐτομάτο λέγεις , ἄθεος εἶ , μὴ γνωρίζων τὸν
κτίσαντα , μηδὲ χάριν ἔχων τῷ δεδωκότι . Εἰ δὲ ὁμο
λογεῖς εἶναι παρὰ Θεοῦ , εἰπὲ τὸν λόγον ἡμῖν δι᾿ ὃν
ŏ
ἔλαβες ; μὴ ἄδικος ὁ Θεός , ὁ ανίσως ἡμῖν διαιρῶν τὰ
τὸ βίε ; διὰ τί σὺ μον πλετεῖς , ἐκεῖνος δὲ πεύεται ;
ἢ παύτως , ἵνα καὶ σὺ
σε χρησότητος καὶ πισῆς οἰκονομίας
μισθὸν ὑποδέξη , κᾀκεῖνος τοῖς μεγάλοις ἄθλοις τῆς
ὑπομονῆς τιμηθῇ . Σὺ δὲ παύτα τοῖς ἀπληρώτοις τῆς
πλεονεξίας κόλποις περιλαμβαίων, ἐδεία οἴει αδι '
ö
κεῖν , τοσέτες ἀποςερῶν ; Τίς ἐςιν ὁ πλεονέκτης ; ὁ μὴ
ἐμμένων τῇ αυταρκείᾳ · τίς δέ ἐσιν ὁ ἀποςερωτής ; ο
ἀφαιρέμενος τὰ ἑκάσε . Σὺ δὲ καὶ πλεονέκτης ; σὺ δὲ
ἐκ ἀποςερητὴς , ἃ πρὸς οἰκονομίαν ἐδέξω , ταῦτα ἴδια
σεαυτῷ ποιέμενος;; ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμενον ἀπογυμνῶνλω
ποδύτης ὀνομασθήσεται, ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων
δυνάμενος τότο ποιεῖν , ἄλλης τινόςἐςι προσηγορίας ἄ ~
ξιος ; τῇ πεινῶντός ἐσιν ὁ ἄρτος , ὃν σὺ κατέχεις˙ τ
γυμνα
128 ΒΑΣΙΛ . ΤΟΥ ΜΕΓ . ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΘΕΛΩΜ ,
el
γυμνητεύοντος τὸ ἱμάτιον , ὃ σὺ φυλάσσεις ἐν ἀποθή
el
Τ αὐυποδέτε τὸ ὑπόδημα , ὃ " παρὰ σοὶ κατασής
καις • τῇ
πεται · τῷ χρήζοντος τὸ ἀργύριον , ὃ κατορύξας ἔχεις
ὥσε τοσέτες ἀδικεῖς , ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο . Καλοὶ
μού ,φησιν , οἱ λόγοι , ἀλλὰ καλλίων ὁ χρυσός · ὥσπερ
οἱ τοῖς ἀκολάςοις περὶ σωφροσμύης διαλεγόμενοι · καὶ
δ ἐκεῖνοι , διαβαλλομένης τῆς ἑταίρας , ἀπὸ τῆς ὑπο
Μ
μνήσεως πρὸς τὰς ἐπιθυμίας ἐκκαίονται . Πῶς σοι ὑπ᾽
BIG
ὄψιν τὰ πάθη τὸ ποίητος ἀγάγω , ἵνα γνῶς ἀπὸ που A
ταπῶν ςεναγμῶν σεαυτῷ θησαυρίζεις ; Ω πόσο ἄξιόν
σοι φανεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τὸ ῥῆμα ἐκεῖς
Τ
κο · δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοπαζός με , κληρονομήσατε
τω ἑτοιμασμοίω ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς
κόσμῳ · ἐπείνασα δ , καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν : ἐδίψη
σα , καὶ ἐποτίσατέ με γυμνὸς ἤμμυ, καὶ περιεβάλετέ
h
με . Ποταπὴ δέ σοι φρίκη , καὶ ἱδρῶς, καὶ σκότος περι
χυθήσεται , ακέοντι τῆς καταδίκης˙ πορεύεθε ἀπ᾿ ἐμᾶ
οἱ κατηραμενοι εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον , τὸ ἡτοιμα
σμοίον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ᾽Αγγέλοις αυτό . Ἐπείνα
σα ᾧ καὶ ἐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν · ἐδίψασα , καὶ ἐκ ἐπο
τίσατέ με γυμνὸς ἤμίω , καὶ ἐ περιεβάλετέ με · δὲ
δ
Τ ὸ ἐκεῖ ὁ ἅρπαξ ἐγκαλεῖται , ἀλλ᾽ὁ ἀκοινώνητος κατα
κρίνεται . Ἐγὼ μὲ εἶπον , ἃ συμφέρειν ἐνόμιζον σοὶ i
δὲ πειθείτε με , πρόδηλα τὰ ἐν ἐπαγγελίας ἀπο
κείμενα ἀγαθά παρακέσαντι δὲ , γεγραμμένη ἐςὶν
ἀπειλή , ἧς εὔχομαί σε τω πεῖραν διαφυγεῖν , βελτ
τίονα γνώμίω μεταλαβόντα , ἵνα λύξον σοι γένηται
ὁ ἴδιος πλᾶτος , καὶ ἐφ᾽ ἕτοιμα βαδίσῃς τὰ ἐραύιᾳ ἀς
γαθὰ , χάριτι τοῦ παντας ἡμᾶς καλέσαντος εἰς τά
3
ἑαυτῷ Βασιλείαν ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τὰς αἰτ
ῶνας τῶν αἰώνων . Αμμ .

1

Μου
OMI
Cic
129

Ο ΜΙΛΙΑ

ΕΙΣ ΤΟ , ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ .

Τῷ λόγω τω χρῆσιν δέδωκεν ἡμῖν ὁ κτίσας ἡμᾶς


Θεὸς , ἵνα τὰς βελὰς τ καρδιῶν ἀλλήλοις ἀποκαλύ
πτώμον , καὶ διὰ τὸ κοινωνικὸν τῆς φύσεως , ἕκασος της
πλησίον μεταδιδῶμεν , ὥσπερ ἔκτινων ταμιείων , τς τῆς
καρδίας κρυπτό , προφέροντες τὰ βελεύματα . Εἰ μεν
δ γυμνῇ τῇ ψυχῇ διεζῶμεν , εὐθὺς αν ἀπὸ τὴ von
μάτων ἀλλήλοις συνεγινόμεθα · ἐπειδὴ δὲ ὑπὸ παρα
πετάσματι τῇ σαρκὶ καλυπτομενῃ ἡμῶν ἡ ψυχὴ τὰς
ἐννοίας ἐργάζεται, ῥημάτων δεῖται καὶ ὀνομάτων πρὸς
τὸ δημοσιεύειν
τὰ ἐν τῷ βάθει κείμενα
· . Ἐπειδαν ἐν
ποτε λάβηται φωνῆς σημαντικῆς ἡ εὔνοια ἡμῶν, ὥς
απερ πορθμείῳ τινὶ τῷ λόγῳ ἐποχεμενη , διαπερῶσα
τὸν ἀέρα , ἐκ τε φθεγγομώς μεταβαίνει πρὸς τὸν αἰ
κέοντα . Κἂν μεν εὕρη γαλμύω βαθεῖαν καὶ ἡσυχίαν ,
1
ὥςπερ λιμέσιν οὐδίοις καὶ ἀχειμάςοις ταῖς ἀκοαῖς τὴς
μανθανόντων ὁ λόγος εγκαθορμίζεται " ἐαὶ δὲ δέ οἷον

ζάλη τις ζαχεῖα ὁ παρὰ τὸ ἀκυόντων θόρυβος αντι


πνούσῃ , ἐν μέσῳ τῷ ἀέρι διαλυθεὶς ἐναυάγησε .
Ποιήσατε τοίνω γαλεώω τα λόγῳ διὰ τῆς σιωπῆς
ἴσως δὸ αὔτι φανείη χρήσιμον ἔχων τὸ ἀγωγίμων .
Δυθήρατός ἐσιν ὁ τῆς ἀληθείας λόγος , ῥᾳδίως δυνά
μονος ἐκφεύγειν τὸς μὴ προσέχοντας, ὅτω το πνούς
ματος οἰκονομήσαντος συνεταλμένον αὐτὸν εἶναι καὶ
βραχα , ὥς τε πολλὰ ἐν ὀλίγοις δηλῶν , καὶ διὰ συν
τομίαν εὔκολον τῇ μνήμῃ προσκατέχεθαι . Καὶ δὲ φύ
σε ἀρετὴ λόγο , μήτε ἀσαφείᾳ κρύπτειν τὰ σημαινό
μονα, μήτε περιττὸν εἶναι καὶ μάταιον εἰκῇ τοῖς
P πράγ
μασι περιῤῥέοντα . Ὁποῖος οὖν δή ἐςι καὶ ὁ ἀρτίως
ἡμῖν ἐκ τῆς Μωϋσέως βίβλων ανεγνωσμένος λόγος ,
P
ὦ μέμνησθε παύτως οἵγε φιλόπονοι , πλίω εἰ μήπου
Encicl . Tom, II . διά
130 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

διὰ
་ ·βραχύτητα παρέδραμον ὑμῶν τὰς ἀκοάς . Ἔχει
δὲ ἡ λέξις ὅτω πρόσεχε σεαυτῷ , μή ποτε γούνται
ῥῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ανόμημα . Εὔκολοι
ἐσμεν πρὸς τὰς καὶ διαύοιαν ἁμαρτίας οἱ αὔθρωποι
διόπερ ὁ πλάσας κατὰ μόνας τας καρδίας ἡμῶν , εἰς
δὼς ὅτι τὸ πλεῖζον τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ ὁρμῇ πληρῶ
ται τῇ καʹ πρόθεσιν , τῳ ἐν τῷ ἡγεμονικῷ καθαρό
τητα πρώτω ἡμῖν διετάξατο ᾧ δ μάλιςα τροχείς
ρως ἐξαμαρτάνομα , τότο πλείονος φυλακῆς καὶ ἐπι
μελείας ἠξίωσαν . Ωσπερ γὰρ τῷ σωμάτων τὰ ἀδε
νέφερα οἱ προμηθέςεροι τῆς ἰαζῶν ταῖς προφυλακτι·
καῖς ὑποθήκαις πόῤῥωθον ἀσφαλίζονται, ὅπως ὁ
νὸς κηδεμὼν καὶ ἀληθινὸς τῷ ψυχῶν ἰαξὸς , ὃ μάλι
τα ἡμῶν οἶδε πρὸς ἁμαρτίαν ὀλιθηρότερον , τότο ἰσχὺς
ροτέραις προκατελάβετο φυλακαῖς · αἱ μοὶ δ διὰ τῆ

σώματος πράξεις καὶ γίνε δέονται, καὶ εὐκαιρίας , καὶ


καμάτων , καὶ συνεργῶν , καὶ τῆς λοιπῆς χορηγίας αἱ
δὲ τῆς διανοίας κινήσεις ἀχρόνως ἐνεργῶνται , ἀκόπως
ἐπιτελῶνται , ο πραγματεύτως συίςανται, παύτα και
ρὸν ἐπιτήδειον ἔχεσι . Καίπετις τς σοβαρῶν καὶ καὶ 기
Ταφρύωμαίων ἐπὶ σεμνότητι , πλάσμα σωφροσκύης ἐς
ξωθον περικείμενος , ἐν μέσοις καθεζόμενος πολλά
κις τοῖς ἐπ᾿ἀρετῇ αὐτὸν μακαρίζεσιν , ἀπέδραμε τῇ
1
διανοίᾳ πρὸς τὸν τῆς ἁμαρτίας τόπον ἐν τῷ ἀφανεῖ
τῆς καρδίας κινήματι · εἶδε τῇ φαντασίᾳ τὰ ασεδαζό .
μονα , ανετυπώσατό τινα ὁμιλίαν ἐκ σὐτρεπῆ , καὶ ὅ
λως ἐν τῷ κρυφίῳ τῆς καρδίας ἐργασηρίῳ , ἐναργῆ ἐν
ἑαυτῷ τῶ ἡδον ζωγραφήσας , ἁμάρτυρον ἔσω τω
ἁμαρτίαν εἰργάσατο , ἄγνωςον πᾶσιν, ἕως αὖ ἔλθῃ
ὁ ἀποκαλύπτων τὰ κρυπτὰ τὸ σκότος , καὶ φανερῶν
τὰς βυλὰς τ καρδιῶν . Φύλαξαι ἐν μή ποτε γενηται
ῥῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σε ανόμημα . Ὁ δ ἐμ
βλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι , ἤδη ἐμοίχου
σεν ἐν τῇ καρδίᾳ αυτό . Διότι , αἱ μὲν τῇ σώματος
πράξεις ὑπὸ πολῶν διακόπτονται , ὁ δὲ καὶ πρόθε
σιν
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ . 131
1
σιν ἁμαρταίων , τῷ τάχει της νοημάτων συναπαρτίζο
e/
μείζω ἔχει τὴν ἁμαρτίαν. Ὅπε ἐν ὀξὺ τὸ παράπτω
μα , ταχεῖα δέδοται ἡμῖν ἡ φυλακή . Διαμαρτύρεται
δ , μήποτε γύηται ῥῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ
1 ανόμημα μᾶλλον δὲ ἐπ᾿ αὐτῷ το λόγο των ἀρχί
αναδράμωμον . Πρόσεχε, φησὶ , σεαυτῷ των ζῴων ἕκ
1 καςον παρὰ τὸ τὰ παντα συςησαμούς Θες , οἴκοθον
ἔχει τὰς ἀφορμὰς πρὸς
‫اد‬ τὴν φυλακὴν τῆς οἰκείας συ
#
τάσεως· καὶ εὕροις αν , εἰ καταμάθοις ἐπιμελῶς , τ
ἀλόγων τὰ πλεῖστα ἀδίδακτον ἔχοντα τω πρὸς τὸ
βλάπτον διαβολί , καὶ φυσικῇ τινὶ πάλιν ὁλκῇ , πρὸς
τω τ᾽ ὠφελέντων ἀπόλαυσιν ἐπειγόμενα . Διὸ καὶ
ἡμῖν ὁ παιδεύων ὑμᾶς Θεὸς τὸ μέγα τότο παράγγελο
μα δέδωκεν , ἵνα ὅπερ ἐκείνοις ἐκ φύσεως, τότο ἡμῖν
ἐκ τῆς τὸ λόγω βοηθείας προσγενηται· καὶ ὅπερ και
πορθεται τοῖς ἀλόγοις ανεπιςάτως , τοῦτο παρ᾿ ἡμῶν
ἐπιτελῆται διὰ τῆς προσοχῆς καὶ τῆς συνέχῆς τὸ λό
γων ἐπιτάσεως· καὶ φύλακες ὦμεν ἀκριβῶς της παρα
Θεῷ δεδομένων ἡμῖν ἀφορμῶν , φεύγοντες μὲν τὴν α
μαρτίαν , ὥσπερ τὰ ἄλογα φεύγει της βρωμάτων τὰ
δηλητήρια , διώκοντες δὲ τῷ δικαιοσύνην , ὥσπερ καὶ
κεῖνα διώκει τῆςπόας τὸ ῾όφιμον . Πρόσεχε ἦν σεαυτῷ ,
ἵνα δυνατὸς ᾖς διακρίνειν τὸ βλάπτον ἀπὸ τὸ σώζοντος .
Ἐπειδὴ δὲ διπλῶν τὸ προσέχειν , τὸ μὲν , σωματι
κοῖς ὀφθαλμοῖς ἀνατενίζειν τοῖς ὁρατοῖς , τὸ δὲ , τῇ
νοερᾷ τῆς ψυχῆς δυνάμει ἐπιβάλλειν τῇ θεωρία της
· ἀσωμάτων ; ἐαὶ μὲν ἐπὶ τῆς τῆς ὀφθαλμῶν ἐνεργείας
κεθαι εἴπωμεν τὸ παράγγελμα , σὐθὺς αὐτῷ τὸ ἀ
δύνατον ἀπελέγξομεν . Πῶς δ αἴτις ὅλον ἑαυτὸν τῷ
* ὀφθαλμῷ καταλάβοι ; ἐδὲ δ αὐτὸς ἐφ᾿ἑαυτὸν ὁ ὀφ
2
- θαλμὸς κέχρηται τῳ ὁρᾷν , δ κορυφῆς ἐφικνεῖται , οὐ
τὰ νῶτα οἶδεν , καὶ πρόσωπα , ἐ τω ἐν τῷ βάθει της
κι απλάγχνων διά2 θεσιν · ἀσεβὲς οὖν τὸ λέγειν ἀδύνα
2 τῇ πνεύματος παραγγέλματα . Λείπεται
τα εἶναι τὰ
ἐν ἐπὶ τῆς καὶ νῦν ἐνεργείας το προσάγματος ἐξα
1 2 ηγειν .
132 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

κούειν . Πρόσεχε οὖν σεαυτῷ τοῦτ᾽ ἔστι , πανταχός


θα σεαυτὸν περισκόπει · ἀκοίμητον ἔχε πρὸς τὶ
σε αυτῷ φυλακὴν τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα . Ἐν μέσῳ πα
γίδων διαβαίνεις˙ κεκρυμμένοι βρόχοι παρὰ τὸ ἐχ
θρῷ πολλαχόθα καταπεπήγασι . Παύτα ἦν περισκό
πει , ἵνα σώζη , ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων , καὶ ὥσπερ
ὄρνεον ἐκ παγίδος , Ἡ μοὶ δ δορκὰς ανάλωτός ἐςι
τῖς βρόχοις δι᾽ ὀξύτητα τῆς ὁράσεως · ὅθεν καὶ ἐπώ
νυμάς ἐσι τῆς οἰκείας οξυδερκίας˙ τὸ δὲ ὄρνεον κύφῳ
τῷ πτρῷ ὑψηλότερον τῆς ἐπιβολῆς τῷ ἀγροιόντων ,
ὅταν προσέχη , γίνεται . Ὅρα ἦν μὴ χείρων φανῇς της
ἀλόγων πρὸς των σεαυτό φυλακί , μή ποτε ταῖς παι
γίσιν ἁλες , θήραμα γεῃ τῇ διαβόλε , ἐζωγρημενος
ὑπ᾿ αὐτῷ εἰς τὸ ἐκείνε θέλημα , Πρόσεχε ἐν σεαυτ
τότ᾽ ἔςι , μήτε τοῖς σοῖς , μήτε τοῖς περὶ σὲ , ἀλλὰ
σεαυτό μόνῳ πρόσεχε ἄλλο ὃ ἐσμῳ ἡμεῖς αὐτοὶ ,
καὶ ἄλλο τὰ ἡμέτερα , καὶ ἄλλο τὰ περὶ ἡμᾶς . Ἡμεῖς
μεν ἐν ἐσμοὶ ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νες , καθὸ κατ᾿ εἰκόνα
Το κτίσαντος γεγενήμεθα . Ἡμέτερον δὲ τὸ σῶμα ,
αἱ δι᾽ αὐτῷ αἰδήσεις περὶ ἡμᾶς δὲ χρήματα , τέ
χναι , καὶ ἡ λοιπὴ τῇ βίε κατασκευή . Τί ἦν φησιν ὁ
λόγος ; μὴ τῇ σαρκὶ πρόσεχε , μηδὲ τὸ ταύτης ἀγα
θὸν ἐκ παντὸς ξόπε δίωκε , ὑγείαν , καὶ κάλλος , καὶ
ἡδονῶν ἀπολαύσεις , καὶ μακροβίωσιν μηδὲ χρήματα ,
καὶ δόξαν , καὶ διαςείαν θαύμαζε , μηδὲ ὅσασοι τῆς
προσκαίρε ζωῆς
* τω ὑπηρεσίαν πληροί, ταῦτα μεγά
λα νομίσας , τῇ περὶ ταῦτα απεδῇ τῆς προηγεμένης
σεαυτῷ ζωῆς καταμέλει
· , ἀλλὰ πρόσεχε σεαυτῷ , το
τ᾽ ἔσι , τῇ ψυχῇσε ; ταύτῳ κατακόσμει , καὶ ταύτες
ἐπιμελέ , ὥς τε παύτα μοὶ τὸν ἐκ τῆς πονηρίας ἐπι
γινόμενον αὐτῇ ρύπον ἀποικονομεῖθαι διὰ τῆςπρο
σοχῆς , ποὺ δὲ τὸ ἀπὸ κακίας αἶχος ἀποκαθαίρε
παι , παντὶ δὲ τῷ "ἐξ ἀρετῆς κάλλει κατακοσμεῖν δει
εξὺ καὶ φαιδρμύειν . Ἐξέτασον σεαυτὸν τίς εἶ . Γνῶθι
καυτὸ τὴν φύσιν , ὅτι θνητὸν μεν σα τὸ σῶμα , ἀθάν
ματος
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ͂ . 133

γάτος δὲ ἡ ψυχή · καὶ ὅτι διπλῆ τις ἐςὶν ἡμῶν ἡ ζωή :
Η μεν οἰκεία τῇ σαρκὶ , ταχὺ παρερχομενη · ἡ δὲ
συγγενὴς τῇ ψυχῇ , μὴ δεχομενη περιγραφήν . Πρόσε
χε ἦν σεαυτῷ , μήτε τοῖς θνητοῖς ὡς ἀϊδίοις ἀναπο
μείνῃς , μήτε τῆς ἀϊδίων ὡς παρερχομενων καταφρο
τήσης . Ὑπερόρα σαρκὸς , παρέρχεται γάρ ' ἐπιμελῶ
ψυχῆς , πράγματος ἀθανάτη . Ἐπίςηθι με πάσης
ἀκριβείας σεαυτῷ , ἵνα εἰδῇς διανέμειν ἑκατέρῳ τὸ
πρόσφορον . Σαρκὶ μὲν διαζοφὰς καὶ σκεπάσματα ,
ψυχῇ δὲ δόγματα εὐσεβείας , ἀγωγῶ ἀςείαν , ἀρε
τῆς ἄσκησιν , παθῶν ἐπανόρθωσιν . Μήτε ὑπερπιαί
νεῖν τὸ σῶμα , μήτε περὶ τὸν ὄχλον δ σαρκῶν ἐ
απεδακείαι · ἐπειδὴ δ ἐπιθυμεῖ ἡ σαρξ και το πνεύ
ματος , τὸ δὲ πνεῦμα καὶ τῆς σαρκὸς , ταῦτα
~ δὲ ἀλ
λήλοις αντίκειται , ὅρᾳ μή ποτε προθέμενος τῇ σαρκὶ ,
πολλά παράχης των δυνασείαν το χείρονι . Ωσπερ
ὃ ἐν ταῖς ῥοπαῖς τῆς ζυγῶν , ἐαὶ μίαν καταβαρυύης
πλάσιγγα , κεφοτέραν παντως τὴν αντικειμενω ποιή
σεις , ὕτω καὶ ἐπὶ σώματος καὶ ψυχῆς , ὁ τὸ ἑτέρου
πλεονασμὸς , αναγκαίαν ποιεῖ τά ἐλάττωσιν τε ἑτέ ·
ps . Σώματος μεν ᾧ παθόντος καὶ πολυσαρκίᾳ βα
ρωισμούς , ανάγκη ἀδρανὴ καὶ ἄτονον εἶναι πρὸς τὰς
οἰκείας ἐνεργείας τὸν νῦν , ψυχῆς δὲ δεκτάσης καὶ
διὰ τῆς τῆς ἀγαθῶν μελέτης πρὸς τὸ οἰκεῖον μέγε

πος υψομένης , ἑπόμενόνἐξι του τὸ σώματος ἕξιν


καταμαραίνεθαι . Τὸ αυτὸ δὲ τότο παράγγελμα , καὶ
ἀπονᾶσι χρήσιμον , καὶ ἐῤῥωμαίοις ἁρμοδιώτατον · ἐν
με γε ταῖς ἀδενείαις , οἱ ἰαφοὶ τοῖς κάμνεσι πα
ρεγγυῶσι προσέχειν αυτὲς ἑαυτοῖς , καὶ μηδονός της
εἰς θεραπείαν ἡκόντων καταμελεῖν . Ὁμοίως δὲ καὶ
ἰαξὸς 15 ψυχῶν ἡμῶν ὁ λόγος , τῷ ὑπὸ τῆς α
μαρτίας κεκακωμούτω ψυχώ , διὰ τὸ μικροῦ τούτου
βοηθήματος ἐξιᾶται .
Πρόσεχε ὧν σεαυτῷ , ἵνα καὶ αναλογίαν τὸ πλήμη
μελήματος καὶ τω ἐκ τῆς θεραπείας βοήθειαν και
1-3 Το
134 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

ταδέξη . Μέγα καὶ χαλεπὸν τὸ ἁμάρτημα ; πολλῆς τοι


χεία τῆς ἐξομολογήσεως , δακρύων πικρῶν , σαυτόνε
τῆς ἀγρυπνίας , ἀδιαλείπτε νηςείας . Κεφον,καὶ φορη
τὸν τὸ παράπτωμα ; ἐξισαζέθω καὶ ἡ μετάνοιας μό
νον πρόσεχε σεαυτό , ἵνα γνωρίζης ψυχῆς οὐρωςίαν
καὶ νόσον . Πολλοὶ τὸ ἀπὸ τῆς ἄγαν ἀπροσεξίας , με
VwC
γάλα καὶ ἀνίατα νοσοιῶτες , δὲ αὐτὸ τοῦτο ἴσασιν ,
ὅτι νοσᾶσι . Μέγα δὲ τὸ ἐκ τὸ παραγγέλματος ὄφες
λος καὶ τοῖς ἐῤῥωμαίοις περὶ τὰς πράξεις , ὥς τε αυ
τὸ τέτο καὶ νοσέντας ἰᾶται , καὶ ὑγιαίνοντας͵ τελειοῖ · J
Εκαςος ᾧ ἡμῶν τῷ μαθητευομενων τῷ λόγῳ μιᾶς
τινος πράξεως ἐσιν ὑπηρέτης , δ καὶ τὸ Εὐαγγέλιον Mi
διατεταγμένων ἡμῖν . Ἐν δὲ τῇ μεγάλῃ οἰκίᾳ τῇ Ἐκ
κλησία ταύτῃ , & μόνον σκούῃ ἐπὶ παντοδαπα χρυσα
καὶ ἀργυρᾶ , ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀτράκινα , ἀλλὰ καὶ 11
Η
τέχναι παντοίαι . Ἔχει γὰρ ὁ οἶκος τῷ Θεῷ , ἥτις ἐκ 13
εὶν Ἐκκλησία Θεῷ ζῶντος , θηρευτας , ὁδοιπόρες , ἀρτ
χιτέκτονας , οἰκοδόμες , γεωργός , ποιμένας , ἀθλητὰς,
σξατιῶτας ; Πᾶσι τέτοις ἐφαρμόσει τὸ βραχὺ τοῦτο
ῥῆμα , ἑκάστῳ καὶ ἀκρίβειαν τὸ ἔργο καὶ πεδίω τῆς
προαιρέσεως
2 ἐμποιέν . Θηροτὴς εἶ ἀπεςαλμένος ὑπὸ
το Κυρίου τῷ εἰπόντος · ἰδοὺ ἐγὼ ἀποςέλλω πολλὲς
θηρευτάς , καὶ θηρεύσεσιν αὐτὸς ἐπάνω παντὸς ὄρες ;
πρόσεχε ἐν ἐπιμελῶς μήπε σε διαφύγῃ τὸ θήραμα ,
ἵνα συλλαβόμενος τῳ λόγῳ τῆς ἀληθείας τοὺς ὑπὸ
τῆς κακίας αγριωθοντας , προσαγάγης τῷ σώζοντι .
Οδοιπόρος εἶ, ὅμοιος τῷ οὐχομοίῳ ,‫ ܕ‬τα διαβήματά
μου κατεύθυνον; πρόσεχε σεαυτῷ , μὴ παραξαπῇς
*!
τῆς ὁδε , μὴ ἐκκλίνης δεξιᾷ , ἢ ἀριστερᾷ ὁδῷ βασι
λικῇ πορος . Ὁ ἀρχιτέκτων ἀσφαλῶς τὸν θεμέλιον 1
καταβαλλέπω τῆς πίστεως, ὅς ἐσιν Ἰησᾶς ὁ Χριςός .
12
Ο οἰκοδόμος βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ , μὴ ξύλα ,
μὴ χόρτον, μὴ καλάμψυ , ἀλλὰ χρυσίον , ἀργύριον ,
λίθος τιμίους . Ὁ ποιμώ , πρόσεχε, μήτι παρέλ
θῇ τῶν ἐπιβαλλόντων τῇ ποιμαντικῇ . Ταῦτα δέ εἰσι
ποῖα ;
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ . 135

ποια ; τὸ πεπλανημένον ἐπίτρεφε , τὸ σωετριμμέ .


νον ἐπίδησον , τὸ νοσοιῶ ἴασαι. Ὁ γεωργός , περί
σκαπτε τ᾿ ἄκαρπον συκῶ , καὶ ἐπίβαλλε τὰ πρὸς
βοήθειαν τῆς καρπογονίας . Ὁ σξατιώτης , συγκακο
πάθησον τῳ Εὐαγγελίῳ , σφατεύς τω καλώ spa
τείαν και της πνεύμάτων τῆς πονηρίας , κατὰ τῶν πα ·
θῶν τῆς σαρκὸς , ανάλαβε πᾶσαν τω πανοπλίαν τῷ
·
Θεό , μὴ ἐμπλέκε ταῖς τὸ βίου πραγματείαις , ἵνα
τῳ σξατολογήσαντι ἀρέσῃς . Ὁ ἀθλητής , πρόσεχε
σεαυτῷ , μή πε τινὰ παραβῇς τῶν ἀθλητικῶν νόμων .
Οὐδεὶς γὰρ στεφανεται , ἐαὶ μὴ νομίμως͵ ἀθλήσῃ
μιμοῦ καὶ
τὸν Παῦλον καὶ ξέχοντα , καὶ παλαίοντα , બે
πυκτεύοντα · καὶ αὐτὸς ὡς ἀγαθὸς πύκτης , ἀμετώ
ριστιν ἔχε τὸ τῆς ψυχῆς βλέμμα . Σκέπε τὰ καίρια
τῇ προβολῇ το χειρῶν , ἀτινὲς τὸ ὄμμα πρὸς τὸν
αντίπαλον ἔσω · ἐν τοῖς δρόμοις τοῖς ἔμπροπον ἐπει ·
τείνε · ὅτω ξέχε, ἵνα καταλάβῃς ἐν τῇ πάλη τοῖς
ἀοράτοις αὐταγωνίζε , Τοιξτόν σε είναι διά βίε ὁ λό
γος βέλεται, μὴ αναπεπτωκότα , μηδὲ καθεύδοντα ,
E
ἀλλὰ νηφόντως καὶ ἐγρηγορότως ἑαυτῷ προεστῶτα
πιλείψει με ἡ ἡμέρα διηγόμενον τά τε ἐπιτηδεύματα
τῷ συνεργέντων εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστέ , καὶ
τω διύαμιν το προστάγματος , ὅπως• δαρμόστως -
χει πρὸς ἅπαντας . Πρόσεχε σεαυτῷ νηφάλιος ἔσο
βελδυτικός της παρόντων φύλαξη προνοητικὸς τὸ μέλ
λοντος " μὲ τὸ μοὶ ἤδη παρὸν διὰ ῥᾳθυμίας προΐε
σο · δ δὲ μήτε ὄντων , μήτε ἐσομείων τυχὸν , ὡς ἐν
χερσὶν ὄντων , τω ἀπόλαυσιν ὑποτέθεσε , Ἢ οὐχὶ
φύσει ὑπάρχει τὸ ἀῤῥώστημα τέτο τοῖς νέοις , κεφό
τητι γνώμης ἔχειν ἤδη νομίζειν τὰ ἐλπιθούτα ; ὅταν
γάρ ποτε ἠρεμίας λάβωνται , ἢ ἡσυχίας νυκτερινῆς ,
κολίᾳ τῆς δια αὐτοῖς φαντασίας ανυποςάτες , τη σύζ
κολίᾳ τῆς διανοίας ἐπὶ παύτα φερόμενοι ὑποτιθέ
μονοι περιφανείας βίς , γάμες λαμπρές , παιδίαν ,
γῆρας βαθύ , τὰς παρὰ παύτων τιμάς . Εἶτα μηδα
i 4 μοῦ
136 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

με σται το ἐλπίδων δυνάμενοι , πρὸς τὰ μέγιςα


τῷ ἐν ανθρώποις ὑπερφυσῶνται · οἶκος κεδται και
λὲς καὶ μεγάλες , πληρώσαντες τέτες παντοδαπῶν κα
μηλίων , για περιβάλλονται, ὅσῳ αν αὐτοῖς ἡ μα
ταιότης της λογισμῶν τῆς ὅλης κτίσεως ἀποτίμηται .
Πάλιν τὰς ἐντεῦθεν ὐπορίας ταῖς τῆς ματαιότητος
ἀποθήκαις ἐναποκλείουσι . Προστιθέασι τούτοις βο
σκήματα , οἰκεῖδ πλῆθος ἀριθμὸν ὑπερβαῖνον , ἀράρα 4
5
χὰς πολιτικὰς , ἡγεμονείας ἐθνῶν , σφατηγίας , που
λέμες , ξόπαια , βασιλείαν αυτώ . Παύτα ταῦτα τοῖς (
διακαίνοις τῆς διανοίας αναπλασμοῖς ἐπελθόντες , ὑ
πὸ τῆς ἄγαν ανοίας ἀπολαύειν δοκῶσι τῆς ἐλπιθεύε
των , ὡς ἤδη παρόντων καὶ ἐν ποσὶ κειμένων αυτοῖς .
!
τον ἀρρώστημα τότο αργῆς καὶ ῥᾳθύμου ψυχῆς ,
ἐνύπνια βλέπεν ἐγρηγορότος τα σώματος .
Ταύτω τοίνωυ τω χαιότητα τῆς διανοίας છે
το φλεγμονίω τῶν λογισμῶν καταπιέζων ὁ λόγος ,
καὶ οἷον χαλινῷ τινι ανακρέων τῆς διανοίας τὸ ἀστα
τον ? παραγγέλλει τὸ μέγα τοῦτο καὶ σοφὸν παράγε
2
γελμα , σεαυτό , φησι , πρόσεχε , μὴ ὑποτιθέμενος
τὰ ανύπαρκτα , ἀλλὰ τὰ παρόντα πρὸς τὸ συμφέρον
διατιθέμενος . Οἶμαι δὲ κἀκεῖνο τὸ πάθος ἐξαιρῶν ·
τα τῆς συνηθείας , ταύτῃ χρήσαθαι τῇ παραινέσει
τὸν Νομοθέτω . Ἐπειδὴ ῥᾷον ἑκάστῳ ἡμῶν πολυ
παραγμονεῖν τὰ ἀλλότρια , ἢ τὰ οἰκεῖα ἑαυτῷ διασκέ
πτεθαι , ἵνα μὴ τότο πάχωμον ; παῦσαι , φησι , Το

τὸ δεῖνος κακὰ περιεργαζόμενος . Μὴ δίδε χολὴν τοῖς


λογισμοῖς τὸ ἀλλότριον ἐξετάζειν ἀρρώστημα , αλλά
av
σαυτῷ πρόσεχε τότ᾽ἔστιν , ἐπὶ τα οἰκείαν ἔρδιναν
σξέφεσε τὸτο ὄμμα τῆς ψυχῆς . Πολλοὶ δὸ καὶ τὸν ~
λό
γον τῷ~ Κυρίῳ , τὸ μὲν κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τῷ
ἀδελφῆ κατανοῦσι , τὼ δὲ ἐν τῷ οἰκείῳ ὀφθαλμῷ
δοκὸν ἐκ ἐμβλέπεσι . Μὴ παύσῃ τοίνω διερευνώμε
νος σεαυτὸν, εἴσοι κατ᾽ ἐντολίῳ ὁ βίος πρόεισιν· ἀλ
λὰ μὴ τὰ ἔξω περισκόπει , από τινὸς μῶμον ἐξό
perv
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ . 137

ῥεῖν δυνηθῇς , καὶ τὸν Φαρισαῖον τὸν βαρτὼ ἐκεῖνον


καὶ ἀλαζόνα · ὃς εἰστήκει ἑαυτὸν δικαιῶν , καὶ τὸν τερ
λώνῳ , κατσυτελίζων · ἀλλὰ σεαυτὸν αὐακρίνων μὴ
διαλίπῃς , μήτι καὶ τὰς ἐνθυμήσεις ἥμαρτες , μήτι η
γλῶσσα παρώλιθε τῆς διανοίας προεκδραμοῦσα , μὴ
ἐν τοῖς ἔργοις τῆς χειρῶν πέπρακταί τι τῆς ἀβουλή
των . Κἂν εὕρης ἐν τῷ βίῳ σεαυτῷ πολλὰ τὰ ἁμαρ
τήματα , εὑρήσεις
· δὲ παύτως αὔθρωπος ὢν , λέγε τα
το τελώνου ὁ Θεὸς , ἱλάσθητίμοι τῳ ἁμαρτωλῷ .
Πρόσεχε ἦν σεαυτῷ . Τέτόσοι τὸ ρῆμα , καὶ λαμπρῶς
σημερῶντί ποτε , καὶ παντὸς τοῦ βίε καὶ ῥῶν φερομέ
νε , χρησίμως παραστήσεται , ὥσσέρτις ἀγαθὸς σύμ
βουλος ὑπόμνησιν φέρων το ανθρωπίνων . Καὶ μενω
τι καὶ ὑπὸ περιστάσεων πιεζομενῳ , ἐν καιρῷ αν γέ
νοιτο τῇ καρδίᾳ κατεπᾳδόμενον , ὡς μήτε τύφω τι πρὸς
ἀλαζονείαν ὑπέρογκον ἐπαρθμαι , μήτε ἀπογνώσει
πρὸς ἀγωνῆ δυδυμίων καταπεσεν. Πλάτῳ κομᾷς ;
καὶ ἐπὶ προγόνοις μέγα φρονεῖς ; καὶ ἐπαγάλλῃ πα ·
τρίδι καὶ κάλλει σώματος , καὶ ταῖς παρὰ παύτων τι
μαῖς ; πρόσεχε σεαυτῷ , ὅτι θνητὸς εἶ , ὅτι γῆ εἶ ,
καὶ εἰς γῶ ἀπελούσῃ . Περίβλεψε τὰς πρὸ σὲ ἐν ταῖς
ὁμοίαις περιφανείαις ἐξεταδώντας . Ποῦ οἱ τὰς που
λιτικὰς δυναστείας περιβεβλημένοι ; πῶ οἱ δυσμα
χώτατοι ρήτορες ; πε οἱ τὰς πανηγύρεις διατιθεντες ;
οἱ λαμπροὶ ἱπποζόφοι , οἱ σφατηγοί, οἱ σαζάπαι ,
οἱ τύραννοι ; οὐ παύτα κόνις , οὐ παύτα μῦθος ; ἐκ
ἐν ολίγοις ὀστέοις τὰ μνημόσια τῆς ζωῆς αὐτῶν
Εγκυψον ἐν τοῖς τάφοις , εἰ δυνήσῃ διακρῖναι τίς
οἰκέτης , καὶ τίς ὁ δεασότης ; τίς ὁ πτωχὸς , καὶ τίς
ὁ πλύσιος ; διάκρινον , εἰ τίς σοι διύαμις , τὸν δέσ
μιον ἀπὸ τὸ Βασιλέως, τὸν ἰχυρὸν ἀπὸ τὸ ἀπονῆς ,
τὸν εὐπρεπῆ ἀπὸ τὸ δυσειδές . Μεμνημενος οὖν τῆς ~
φύσεως, ἐκ ἐπαρθήσῃ ποτέ . Μεμνήσῃ δὲ σεαυτοῦ
ἐαὶ
་ προσέχῃς σεαυτό . Πάλιν , δυσγενής τις εἶ καὶ
ἄδοξος ; πτωχὸς ἐκ πτωχῶν ; ανέστιος , ἄπολις , -
-960
138 · ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ͂

σθενής , τῆς ἐφ ' ἡμέραν ἐνδεής ; Ῥέμων τὸς ἐν δυνα


σείᾳ ; παύτας ὑποπτήσεων διὰ ταπεινότητα βίε ; πτω
χὸς γάρ , φησιν , ἐχ ὑφίσαται ἀπειλώ . Μὴ τοίνω
ἀπογνῷς σεαυτό , μηδ᾽ὅτι οὐδὲν ζηλωτὸν ἐν τῷ πα
ρόντισοι πρόσεστι , πᾶσαν ἀγαθῶ ἀπορρίψης ἐλπί
δα · ἀλλ᾽ ανάγαγε σεαυτό το ψυχώ πρός τε τὰ ἤ
δη ὑπηργμοίασοι παρὰ τῷ Θεῷ ἀγαθὰ καὶ πρὸς τὰ 1.

δι᾽ ἐπαγγελίας ὕφερον ἀποκείμενα . Πρῶτον μὲν ἐν ,


ανθρωπος εἶ , μόνον της ζώων θεόπλασον . ῏Αρ᾿ οὐκ
ἐξαρκεῖ τότο , σωφρόνως λογιζομούῳ , πρὸς εὐθυμίαν
τ ανωτάτω , τὸ, ὑπ' ἀυτος το χειρῶν τὸ Θεοῦ τοῦ
τὰ παύτα συςησαμένου διαπλασθμαι ; ἔπειθ᾽ ὅτι
κατ᾿ εἰκόνα γενόμενος τῇ κτίσαντός σε , διύασαι πρὸς
τ τῆς ᾿Αγγέλων ὁμοτιμίων δι᾿ ἀγαθῆς πολιτείας
αναδραμεῖν . Ψυχίω ἔλαβες νοεραν , δι' ἧς Θεὸν περι
νοεῖς ' τῷ ὄντων τω φύσιν λογισμῷ καθορᾷς σου
φίας δρέπῃ καρπὸν ἥδιστον · παύτα με σοι τὰ χερ
σαῖα ζῶα , ἥμερά τε καὶ ἄγρια , παύτα δὲ τὰ ἐν ὕ ·
δασι διαιτώμενα , καὶ ὅσα τὸν αέρα διαπέταται τέτον ,
δελά ἐςι καὶ ὑποχείρια . Οὐ σὺ μού τοι τέχνας ἐξεῦ
ρες , καὶ πόλεις συνεστήσω ; καὶ ὅσα ἀναγκαῖα , καὶ
ὅσα πρὸς ξυρίῳ ἐπονόησας ; οὐ βάσιμά σοι τὰπε
λάγη διὰ τὸν λόγον ; καὶ γῆ καὶ θάλαττα ὑπηρετεῖ τῷ "
βίῳ τῷ σῷ ; ἐκ ἀὴρ καὶ Οὐρανὸς καὶ ἀσέρων χορεῖαι ,
σοὶ τ᾽ ἑαυτῷ ἐπιδείκνυται τάξιν ; Τί οὖν μικρο
ψυχεῖς ; ὅτι ἵπποςσοι ἐκ ἔσιν ἀργυροχάλινος ; ἀλ
λ᾿Ἥλιον ἔχεις ὀξυτάτῳ δρόμῳ διὰ πάσης ἡμέρας δας
δεχῶντάσοι τω λαμπάδα . Οὐκ ἔχεις ἀργύρου καὶ
λυσε λαμπηδόνας ; ἀλλὰ Σελκώμα ἔχεις μυρίῳ σε !
τῷ παρ αυτῆς φωτὶ περιλάμπεσαι . Οὐκ ἐπιβέβηκας

ἁρμάτων χρυσοκολλήτων ; ἀλλὰ πόδας ἔχεις οἰκεῖον -
χῆμα καὶ συμφυὲς σεαυτῷ , Τί οὖν μακαρίζεις τὰς
1
τὸ ἁδρὸν βαλαντιον κεκτημένες , καὶ αλλοτρίων ποδῶν
εἰς τὴν μετάβασιν δεομενες; Οὐ καθδίδεις ἐπὶ κλί
νης ἐλεφαντίνης ; ἀλλ᾽ ἔχεις τίω γί πολλῶν ἐλεφαν
τίνων
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ . · 139

τίνων τιμιωτέραν , καὶ γλυκεῖαν ἐπ᾿αὐτῆς τὸ αὐτάς


παυσιν , ταχὺ τὸν ὕπνον , καὶ μερίμνης ἀπηλλαγμές
νον . Οὐ κατάκεισαι ὑπὸ χρυσῶν ὄροφον ; ἀλλ᾽ Οὐρα
νὸν ἔχεις τοῖς ἀῤῥήτοις τῆς ἀφέρων κάλλεσι περιςίλ
βοντά σε
Ταῦτα μοὶ δὴ τὰ ανθρώπινα , τὰ δ᾽ἔτι μείζω
Διὰ σὲ Θεὸς ἐν αὐθρώποις , Πνδύματος Αγίες διανο
μὴ , θανάτου κατάλυσις , αναστάσεως ἐλπὶς , θεῖα
προστάγματα τελειῶντά σου τίω ζωίω , πορεία πρὸς
Θεὸν διὰ τῆς ἐντολῶν , βασιλείᾳ τῆς Οὐρανῶν ούφες
πῂς , ςέφανοι δικαιοσιώης ἕτοιμοι, τὸς ὑπὲρ τῆς ἀρες
τῆς πόνες μὴ ἀποδραύτι , Ἐαὶ προσέχης σεαυτῷ ,
ταῦτα καὶ ἔτι πλείω ουρήσεις περὶ σεαυτόν · καὶ ἀ
·
πολαύσεις μοὶ τῶν παρόντων , οὐ μικροψυχήσεις δὲ
πρὸς τὸ ὀνδέον . Πανταχῆσοι παρισάμενον τὸ παράγ
γέλμα , μεγάλω παρέξεται τὴν βοήθειαν . Οἷον , όρα
γήσε κατεκράτησε τῷ λογισμῶν , καὶ ἐκφέρῃ ὑπὸ θυ
..
με πρός τε ρήματα ἀπρεπῇ καὶ πράξεις χαλεπὰς καὶ
θηριώδεις ; ἐαὶ προσέχης σεαυτῷ , καταςελεῖς μο
τὸν θυμὸν ὥσσέρ τινα πῶλον ἀπειθῇ καὶ δυσμύιον τῇ
πληγῇ τῇ λόγο οἱονεὶ μάςιγι καθαπτόμενος κρατή
σεις δὲ καὶ γλώσσης * τὰς δὲ χεῖρας ἐκ ἐπαφήσεις τῳ
παροξαύαντι . Πάλιν , ἐπιθυμίαι πονηραὶ ἐξαςρῶσαι
σε τὴν ψυχώ , εἰς ὁρμὰς ἀκρατεῖς καὶ ἀκολάτες ἐμε
βάλλεσιν ; ἐαν ο προσέχῃς σεαυτῷ , καὶ μνησθῇς ,
ὅτι τότο μούσοι τὸ παρὸν ἡδὺ εἰς πικρὸν καταντήσει
πέρας , καὶ ὁ ναῦ ἐκ τῆς ἡδονῆς ἐγγινόμενος τῷ σώ
ματι ἡμῶν, γαργαλισμός, έτος γεννήσει τὸν ἰοβόλου
σκώληκα ἀθάνατον κολάζοντα ἡμᾶς ἐν τῇ γεώνῃ , καὶ
ἡ πύρωσις τῆς σαρκὸς μήτηρ γενήσεται τοῦ αἰωνίου
πυρὸς, οὐθὺς οἰχήσονται φυγαδευθεῖσαι αἱ ἡδοναι ,
καὶ θαυμασή τις εἶδον γαλίών περὶ των ψυχώ και
ἡσυχία γενήσεται , οἷον θεραπαινίδων ἀκολάζων θα
ρύβει κατασιγασθούτος Δεσποίνης τινὸς σώφρονος πα
ρυσίᾳ . Πρόσεχε τοίνω σεαυτῷ , καὶ γνῶθι , ὅτι τὸ
ἐμοὶ τ
140 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

μον , λογικόν ἐσι καὶ νοερὸν τῆς ψυχῆς · τὸ δὲ , πᾶς


θητικόντε καὶ ~ἄλογον καὶ τῷ μου , φύσει τὸ κρατεῖν
ὑπάρχει˙ τῷ δὲ , τὸ ὑπακύειν
S τῷ λόγῳ καὶ καταπεία
Θεσθαι . Μή ποτέ δὦ ἐάσῃς ἐξανδραποδιδοντα τὸν
νῦν δῆλον γενέθαι τζ παθῶν . Μὴ δ᾽ αὖ πάλιν ἐ 1
πιζέψης τοῖς πάθεσι κατεξαναςμῷαι τες λόγε, καὶ εἰς
ἑαυτὰ τὸ κράτος τῆς ψυχῆς περιτῆσαι . Ὅλως δέ σαι
ἡ ἀκριβὴς σεαυτῷ κατανόησις ἀυτάρκη παρέξει χειρα
γωγίων καὶ πρὸς του εὔνοιαν τῷ Θεῷ . Ἐαι το προσέ . 1
χῂς σεαυτῷ ,εδον δεήσῃ ἐκ τῆς ἐς ὅλων κατασκευῆς
τὸν ~Δημιεργὸν ἐξιχνδύειν , ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῷ οἱονεὶ μι ·
πρῷ τινι κόσμῳ , τὴν μεγάλην κατόψει το κτίσαντός σε
σοφίαν . Ασώματον νόει Θεὸν ἐκ τῆς ἐνυπαρχέσης
σοι ψυχῆς ἀσωμάτω " μὴ περιγραφόμενον ἐν τόπῳ ;
ἐπειδὴ δὲ ὁ σὲς νὲς προηγεμονῳ ἔχει τὰ ἐν τό
πῳ διατριβώ , ἀλλὰ διὰ τῆς πρὸς τὸ σῶμα σκα
φείας , ἐν τόπῳ γίνεται . Αόρατον εἶναι τὸν Θεὸν πίο
ἐσε, τω σεαυτοῦ ψυχώ ἐννοήσας . Ἐπειδὴ καὶ ἀνα
τὴ σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς ἄληπτός ἐσιν ἔτει κέ
χωσαι , ὅτε ἐχημάτισαι , ὅτε τινὶ σωματικῷ χαρακ
τῆρι περιείληπται, ἀλλ᾽ ἐκ τδ ἐνεργειῶν γνωρίζεται
μόνον · ὥσε μήτε ἐπὶ Θεῷ ζητήσῃς τὴν δὲ ὀφθαλμῶν
κατανόησιν , ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ ἐπιζέψας τῷ πίςιν ,
νοητ᾽ ἔχε τω περὶ αυτό κατάληψιν . Θαύμαζε τὸν
τεχνίτω , πῶς τῆς ψυχῆς σε τω διώαμιν πρὸς τὸ
σῶμα συνέδησεν , ὡς μέχρι νδ περάτων αυτῷ διϊκ
νομούω τὰ πλεῖσον διετῶτα μέλη πρὸς Cμίας σύμ
πνοιαν καὶ κοινωνίαν ἄγειν . Σκόπει τίς ἡ ἀπὸ ψυ
χῆς ἐνδιδομούῃ τῇ σαρκὶ διύαμις . Τίς ἡ ἀπὸ σάρω
κὸς πρὸς ψυχίω ἐπανιῦσα συμπάθεια · πῶς δέχε
ται με τα ζῳῳ ἐκ τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα · δέχεται 2
δὲ ἀλγηδόνας ἀπὸ τὸ σώματος ἡ ψυχή . Ποίας ἀπο L
θήκας της μαθημάτων ἔχει . Διὰ τί οὐκ ἐπίσκοτε
τῇ γνώσει την προλαβόντων ἡ δ᾽ ἐπιγινομένων προ
θήκη , ἀλλ᾽ ἀσύγχυτοι καὶ οὐκρινεῖς οἱ μνήμαι , οἷον
χαλ
i
ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤΩ . 141

χαλκῇ τινι ςήλῃ τῷ ἡγεμονικῷ τῆς ψυχῆς ἐγκεχαραγ


μόναι διαφυλάττονται . Πῶς μου πρὸς τὶ τῆς σαρκὸς
ὑπολισθαίνεσα πάθη , τὸ οἰκεῖον ἀπόλλυσι κάλλος .
Πῶς δὲ πάλιν τὸ ἀπὸ κακίας αἶχος ἀποκαθηραμέ ļ
νη δι᾿ ἀρετῆς , πρὸς τὸ ὁμοίωσιν αὐαξέχει το κτίτ
σαντος . 61 δοκεῖ σοι , μετὰ τω τῆς ψυχῆς
Πρόσεχε εἰ
θεωρίαν καὶ τῇ τῇ σώματος κατασκευῃ , καὶ θαύματ
σον ὅπως πρέπον αὐτὸ καταγώγιον τῇ λογική ψυχή
ὁ ἀριςοτέχνης ἐδημιέργησαν , Ορθιόν σε ἔπλασε μόν
νον τῷ ζώων τὸν αὔθρωπον , ὃν ἐξ ἀυτό το χήματος
εἰδῇς , ὅτι ἐκ τῆς αἰωθον συγγενείας ἐσὶν ἡ ζωήσε
Τὰ μοι τεξάποδα παντα πρὸς τίωγι βλέπει ,
καὶ πρὸς τί γαςέρα ντίδικον ανθρώπῳ δὲ ἑτοίμη
πρὸς Οὐρανὸν ἡ ανάβλεψις , ὥς τε μὴ χολάζειν γα
·
sei , μηδὲ τοῖς ὑπὸ γαςέρα πάθεσιν , ἀλλ᾿기 ὅλω ἔ
χειν τω ὁρμί πρὸς τω αἴω πορείαν . Ἔπειτα τὴν
κεφαλίῳ ἐπὶ τδ ὑψηλοτάτων θεὶς , ἐν αὐτῇ τὰς πλείς
58 αξίας της αἰσθήσεων καθιδρύσατο . Ἐκεῖ ὄψις ,
καὶ ἀκοὴ , καὶ γεῦσις , καὶ ὄσφρησις , πᾶσαι ἐγγὺς ἀλ
λήλων κατῳκισμούαι καὶ ὅτω περὶ βραχύ χωρίον
στοχωρέμεναι , εδο ἑκάση παρεμποδίζει τῇ ἀνερ
γείᾳ τῆς γείτονος . Οφθαλμοὶ μοί γε τῷ ὑψηλοτά
τω σκοπιαν κατειλήφασιν , ὥς τε μηδὲν αὐτοῖς τὴς
τῷ σώματος μορίων ἐπιτροθεῖν , ἀλλὰ μικρᾷ τινι προ
βολῇ τῶν ὀφρύων ὑποκαθήμενοι , ἐκ τῆς αἴωθονὀξο
χῆς πρὸς τὸ οὐθὲς ἀποτείνονται . Πάλιν ἡ ἀκοὴ , ἐκ
C
ἐπ' ευθείας μὔοικται , ἀλλ᾽ ἑλικοειδεῖ τῷ πόρῳ τῶν ἐν
τῷ αέρι ψόφων αντιλαμβάνεται " σοφίας καὶ τότο τῆς
ανωτάτω , ὥς τε τώ μεν φωνώ ακωλύτως διϊέναι , ἢ
καὶ μᾶλλον ἀνηχεῖν , περιχλωμοίῳ ταῖς σκολιότησι ,
μηδον δὲ τῶν ἔξωθὸν παρεμπιπτόντων κώλυμα εἶναι
διασαι τῇ αἰσθήσει . Κατάμαθε τῆς γλώττης τω ~
φύσιν , ὅπως ἀπαλήτε ἐτι καὶ εὔτροφος , καὶ πρὸς πᾶ N
σαν χρείαν λόγω τῷ ποικίλῳ τῆς κινήσεως ἐξαρκε
σα . Οδόντες , ὁμῶ μὲν φωνῆς ὄργανα , ἰσχυραν τ
γλώτ
142 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

γλώττῃ τω αὐτέρεισιν παρεχόμενοι · ὁμῶ δὲ καὶ ζο


τῆς ὑπηρέται , οἱ μὲν τέμνοντες αυτώ , οἱ δὲ λεαί
νοντες καὶ ὅτῳ παντα λογισμῷ ἐπιπορευόμενος τῷ
προσήκοντι , καὶ καταμανθαίων ὁλκω ἀέρος διὰ τὸ
πνεύμονος , τα θερμοῦ φυλακώ ἐπὶ τῆς καρδίας , ὄρ
γανα πέψεως , ὀχετὸς αἵματος . Ἐκ παντων τέτων τὴνฟ่
ανεξιχνίασον σοφίαν το Ποιήσαντός σὲ κατόψει , ὡς αὐ
καὶ ἀυτόνσε εἰπεῖν με τον Προφήτε ἐθαυμαςώθη ἡ
γνωσίςσε ἐξ ἐμε . Πρόσεχε ουὦ σεαυτῷ , ἵνα προ
σέχης Θεῷ · ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας
15 αἰώνων. Αμμύ .

ΑΘΑ ·
143

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αλεξανδρείας ,

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΝ .

Μέγα
ένα μοὶ ἐρανὸς δημιύργημα , καὶ τῆς ὁρωμένης κτί
σεως πρῶτον ὑπὸ Θὲς εἰς τὸ εἶναι καλέμενος . Μέγα
δέτι καὶ θαυμασὸν δ᾽ Αγγέλων ἡ φύσις , ἀοράτοις
σεφανισμένη τοῖς κάλλεσιν . Αμιλλᾶται τοῖς εἰρημένοις
καὶ ὁ ἥλιος , τὰς ἡμερινὰς τῷ φωτὸς λαμπάδας περι
βαλλόμενος , καὶ τὸν ἐραύιον δρόμον ἐλαυύων . Ἐκπλήτ
, τὸ
τει τω διαύοιαν ἡ γῆ κρεμαμένη προςάγματι , καὶ
βαρὺ ςοιχεῖον τοῖς ὕδασιν ἐποχέμονον . Τί δ᾽ αὖτις
εποι θάλασσαν ἡπλωμένην ὁρῶν , καὶ ψάμμῳ μου δε
δεμούην , πνεύματι δὲ κυβερνωμονην ; ἀλλὰ παύτα με
καλὰ καὶ λίαν καλὰ , καὶ τῆς τὸ Δημιυργε σοφίας τεχνά
σματα · ἤχυνε δὲ τὸ τότων κάλλος ὁ ἄνθρωπος τῇ τῆς
τιμῆς ὑπερβολῇ τοῖς τιμωμένοις τὴν ὕβριν γεννήσας ,
Θαῦμα δ τῇ κτίσει προσενέγκας ὑπερβαῖνον τὰ μέ
Τα τῆς κτίσεως , αδοξίαν τοῖς τιμωμένοις κατέχειν .
Οὕτω πλαίης μήτηρ ἡ κτίσις ἄκεσα γέγοις . ᾿Αλ
λ᾽ ᾤκτειρε τὴν πλαίωω ὁ Θεὸς καὶ φέρει σαυρὸν ἐν μέ
σῳ θεογνωσίας ανθρώποις , ὄργανον τῆς κτίσεως δυ
νατώτερον . ῎Ατρακτος ἐν ἐρανὸς πρὸς ἀσεβείας διόρθω
σιν γέγονε, καὶ ἥλιος μου ήχμύετο προσκυνόμενος , κα
λύειν δὲ τὸς προσκυνῶντας ἐκ ἴχυε . Γῆ τὰ τὸ σώμα
τος φάρμακα βρύσσα , τῇ ψυχῇ νοσέσῃ βοηθεῖν οὐκ
ἠδώατο . Περιττὴ θάλαττα πρὸς τὸ πάθος ἠλέγχε ·
το , καὶ ὁ ἄνθρωπος τυφλώττων περιῆγε του κτίσιν
καὶ τὸ προασίπτον ψηλαφῶν προσεκεύει , Θεὸν σὑρεῖν καὶ
διά
144 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
9 €
δωάμενος , ἢ καὶ βελόμενος , ὃν ὁ τῆς ὅλης κτίσεως δη
μος κηρύττων , πρὸς τὴν ονὸς Θεῷ διδασκαλίων προσα
γωγεῖν ἐκ ἐξήρκησαν˙ ἀλλ᾿ ὃ μὴ πεποίηκεν ὁ ἐρανὸς ,
ἔχυσε σαυρός · ὃ ὁ ἥλιος ἐκ ἐδίδαξε , σαυρὸς ἐπιλάμε
μας ἐφωταγώγησε , καὶ ξύλον δὐτελὲς φυτόύθον , οἶκος
μένης ἀσεβοῦσαν τρὸς συσέβειαν ἐγεώργησε . Ξύλον
καταδίκης ὄργανον , τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν ἐκαρπο
φόρησεν . Ητόνησε πρὸς σωτηρίαν ανθρώπων ἡ κτίσις ,
καὶ ςαυρὸς εἰσελθὼν , ἰαξὸς αὐεδείχθη . Ἐπειδὴ γὰρ
θαύατος ξύλῳ τὸ πάλαι χρησάμονος βακτηρίᾳ , τω
795 ανθρώπων φύσιν ἐπολιώρκησαν , ὁδὸν γύρων εἰς
παρείσδυσιν τω ἐν βρώσει παράβασιν , ὅτε παρανοι
χθείσης ὅτω τῆς ὁδῷ, τῷ θανάτῳ τὰ γένη συνείπετο ,
καὶ οἱ κοινωνοὶ τῆς φύσεως ἐγενοντο κοινωνοὶ τῆς κολά
σεως. Οἰκτείρας ἦν τὰς πλαθοντας ὁ πλάσας , ξύλον
ἀντιφάρμακον ξύλε χαρίζεται , καὶ πάθος οικονομίας
εἰσώεγκε πάθος αλεξιτήριον φάρμακον , καὶ θανάτῳ
κρατᾶντι θάνατον ἀνθοπλίσας κατηγωνίσατο , καὶ πά
λιν ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος , οἷς ἐδέθη πρὸς θάνατον
τὴν ἀθανασίαν δράμενος • δι᾽ ὧν ᾧ κατεκρίνετο , διὰ
τότων ἐλύετο . Ω θείας ἀληθῶς σοφίας καὶ μηχανῆς
ἐρανία
· ! σαυρὸς ἐπήγνυτο , καὶ εἰδωλολατρία κατεσρέ
φετο ςαυρὸς ἠγείρετο , καὶ διαβολικὴ διασεία κατέδι
κάζετο . Σταυρὸς ἐπήγνυτο , καὶ Ιεδαίων ὁ τύφος πρὸς
πτῶσιν μεθίςατο ἵνα μάθῃς ὅτι μὴ ξύλον ἁπλῶς
ö
το τοσέτων θαυμάτων παραίτιον , ἀλλ᾿ ὁ τῷ ξύλῳ
πρὸς νίκίω χρησάμενος . Σταυρὸς καὶ πάθος καὶ λόγχη
καὶ ἧλοι καὶ θάνατος , ταῦτα ζωῆς ἀθανάτου γίνεται
ὄργανα . Τέτοις ὁ δεύτερος ἄνθρωπος εἰς ζω ἀπε
τέχνη , οἷς ὁ πρωτόπλασος Αδὰμ κατεκρίθη · ὑφ᾽
. ὧν
ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπων κατέπεσον , ὑπὸ τέτων ἡ ἀρ
χὴ τῆς ἀνθρώπων ἀνυψᾶται . Σήμερον ὁ Δεασότης
Κύριος κατάκριτος ἄγεται, καὶ ἐκ δικασηρs πρὸς δικα
ςήριον παραπέμπεται . Καϊάφας ἀποφαίνεται , καὶ Πι
λάτος τω ψῆφον διαδέχεται , καὶ καὶ παραιτεῖται τ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ Ϛ΄. 145

ψῆφον ὁ Χρισὸς , ἵνα λύσῃ εξ το κόσμο κατάκει


Ὢ παραδόξων θαυμάτων! Δέχεται τω ψῆφον
αυτὸς τὸ θανάτου , καὶ συθέως ὁ Βαραββᾶς ἀπολύε
ται , ἐκ προοιμίων ὁ σαυρὸς τοῖς καταδίκοις ἐλεύθε
είαν χαρίζεται . Μὴ γάρμοι πρὸς τῷ τῆς Ἰνδαίων 1
πονηρίαν ἀπίδης μόνον , ὅτι τὸν εὐεργέτζω καταδικά
ζόντες , προτιμῶσι τὸν μιαιφόνον , ἀλλ᾿ ὅτι περ ἡ τῆς
καταδίκης ἀρχὴ , τῆς τὸ καταδίκων ἐλεύθερίας ὑπῆρ
χαν ἀρχή , καὶ ὁ τὴν τῆς καταδίκων δίκω δεξάμενος
δικαίως ζώντων ὁμοῦ καὶ νεκρῶν κριτής αναφαίνεται ,
καθ᾽ με ἔςησον ἡμέραν , ἐν ᾗ κρινεῖ τῷ οἰκεμούτω
ἐν αὐδεὶ ᾧ ὥρισεν ὁ Θεὸς πίςιν παραχων πᾶσιν ,
αναςήσας αυτὸν ἐκ νεκρῶν . Οἱ μὲν οὖν Ἰνδαῖοι τὲς
ἄλλες ᾧόπες τε θανάτε παροντες , ἐπὶ τὸν ςαυρὰν
ὥρμησαν, τιμωρίας καὶ ἀτιμίας ἐπινοήσαντες ὄργανον .
Τὸν διὰ ξύλο θαύατον , καὶ τίω το νόμο κατάραν της
διὰ ξύλε θανάτῳ προσάπτεσιν , ἐπιφορτίζειν ἡγού
μενοι το θανάτε τὸ βάρος . Ἠγνόεν δὲ ἄρα τὸν ςαυ
ρὸν νίκης͵ ἐντίμε κατασκευάζοντες σύμβολον · καὶ εἰδὲ
μέχρι τέτων ἀρκέμονοι , καὶ λῃσὰς κοινωνὲς το θανά
το βιάζονται γενέθαι , ἵνα ἡ τῇ θανάτε κοινωνία τῆς
τελόυτῆς γενηται ἀδοξία . Ἠγνόεν δὲ
~ ἄρα λῃς το
Χρισῷ συςαυρῶντες , κήρυκα τῆς τοῦ ςαυρεμούς βα
σιλείας χειροτονεντες , μνήθητίμου Κύριε ἐν τῇ βα
σιλείᾳ σου , κεκραγότα . Ως λῃστὴς ἐςαυρώθη , καὶ
ον
Εὐαγγελικὴς ανεδείχθη
• ὡς βασιλέα τιμᾷ , ὃν ἀτις
μάσαι ἐδιδάχθη μνήθητίμε Κύριε , ὅταν ἔλθῃς ἐν
τῇ βασιλείᾳ σου .
Τί φῂς ᾧ λῃσά ; ἀγνοεῖς ἃ πάχεις ; ἐπελάθει τ
ἥλων ; ὡς ἐν ἱερῷ προσευχόμενος , οὐχ ὡς ἐν ξύλῳ
κρεμάμενος ἱκετεύεις ; εἶδόν φησι Θεὸν ἀληθινὸν ἢ καὶ
ἱκετεύειν τῦτον ἐπόθησα · ἔγνων τότε ἐκ τῆς ἐπιγρα
·
φῆς τω ἀξίας εἶδον τω καταδίκω βασιλείαν κα
ρύττουσαν · εἶδον ἐν τῇ κατηγορίᾳ διαδήματος χάριν
ἀπατράπτουσαν : εἰ δ ςαυούμενος βασιλεύει , τίς
Encicl . Tom . II . k αὐ
146 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

αν εἴη ςεφόμενος ; Γνωρίζει τω βασιλείαν ἡ κτίσις ,


ἥλιος ςαυρέμενον ὁρᾷ , καὶφαίνειν καὶ τολμᾷ · ἁρπάζει
2 σταυροιώτων τὸ φῶς ὑπὲρ Δεσπότε μαχόμενος ,
Νυκτὶ παραλόγῳ καταδικάζει Ιεδαίων 2 παρανομίαν >.
Γῆ σαλβυόμενη ταράττεται, καὶ κρεμνᾷ σεισμῷ τὰς ἐ
πὶ ςαυρῶ τὸν Δεσσότῳ κρεμάσαντας . Πῶς μὴ • πει
·
πῶ βασιλέα τὸν ὑβριζόμενον ; ὁ τίτλος βοᾷ ἡ κτί
σις μαρτυρεῖ ."Απερ αναγινώσκω τοῖς γράμμασιν , ἐ
πιγινώσκω τοῖς πράγμασι . Μνήθητί με Κύριε ἐν τῇ
βασιλείᾳ σε . Ω λησὰ πικρὲ τῆς Ἰεδαίων κατήγορες
Ω λῃςα δικαιοσιώης συνήγορε. Ω λῃσὰ Παραδείσες
φύλαξ ! Ω ληςὰ τῇ ᾿Αδὰμ περὶ τί κτίσιν τιμιώ
τερε ! ῏Ω το πρωτογόνε περὶ τὸν Παράδεισον βεβαιό
πρε ! Ἐκεῖνος ἀκαίρως ἐκτείνας των χεῖρα περὶ τὸ
ξύλον , ἐκλάπη τω κτίσιν · σὺ δὲ οὐκαίρως ἐπὶ
σαυρῷ τὰς χεῖρας ἁπλώσας , τὸν ἀπολόμενον ἐκτήσω
Παράδεισον . Ω λῃσὰ δίφυές ατε, τὸν προγονικὸν κλῆ .
ρον ἀπολόμενον , διὰ μιᾶς ἐντυχίας ανακτησάμενος .
Ω πῶς πρῶτος βασιλείαν ἐκαρπώσω ! Ω ληςα ρή
ματι μικρῷ τὸν ἐρανὸν ὑπανοίξας! ὦ ξούτου ἐπωδών
πρόξενον θησαυρῶν μηχανησάμενος ! ὦ αὔοδον έρανε
τὸν σαυρὸν ποιησάμενος ! Ω νομίμε ληςείας τοῖς αὐ
θρώποις διδάσκαλε ! Ὁ ληςείαν ἐπαινεμείζω διδά
ξας · ὁ ποθυμούμα κλοπμ ὑφηγέμενος˙ ὁ μεγάλης
λῃςείας μιθὸς συγγραψάμενος · ὁ μέγα διδάξας τὸ
τῆς ὁμολογίας γεώργιον · ὁ βραδέως τις ούσας , καὶ
ταχέως ὁμολογήσας· ὁ ἔσχατος ἐλθὼν , καὶ πρῶτος
σεφθείς · ὁ δείξας πίςεως ὀξυτάτην ὀνέργειαν . ὁ δεί
ξας πίσεως ἀληθινῆς ὠδῖνας , χρόνου εἰς τόκον μὴ
δεόμενος . Ω πικρὲ τῷ Ἰόδα κατήγορε ! ὁ τις παροδό
τῇ τῆς ἀγχόνης φανεὶς βαρύτερος · ὁ τ τοῦ Ἰούδα
προδοσίαν καὶ το διαβόλε μηχανησάμενος , καὶ τὸν Χρι
τὸν δικαίως ἀγοράσας , καὶ μάρτυρα τῆς κτίσεως τὸν
σαυρὸν ἀπαγόμενος · ὁ Πέζυ συςρατιώτης καὶ τῆς ᾿Α
ποσόλων συμμύσης . Διεδέξατο δὲ τὸν σαυρὸν ὁ τά
φος
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ Ϛʹ 147

φος νεκρῷ
· πεῖραν οὐκ ἔχων . Τάφος ἀθανασίας χω
οἷον τάφος αναςάσεως ἐργασήριον · τάφος της τάφων
κατάλυσις , ἐν ᾧ θανατος παύεται , ἐν W ζωή φύση
Tai πέρας ἐκ ἔχεσα . Καλῶς ὁ τάφος καινός . Τοῦ

το τῆς χάριτος βέλημα , ἵνα μὴ τὸ νεκρῶν τὸ πλῆ


θος ἀμφίβολον δείξῃ τὸν αναςαύτα , καὶ πάλιν ὁ Ἰg
δαῖος λάβῃ τῆς συκοφαντίας ὕλας . Γυμνὸς ὁ τάφος
το τεθέντος ὁρᾶται , γλῶσσαν Ἰνδαϊκω ἀποφράττων ,
μονονεχὶ τοιαῦτα πρὸς τὸν Ἰνδαῖον φθεγγόμενος . Τί
λέγεις ὦ συκοφαύτα ; νεκρὸν ἕτερον οὐχ ὁρᾷς , ἐμοῦν
τῷ αὐιξαμείῳ πρόσσεσον . Θέασαι τὸν ἐγειρόμενον ,
καὶ τω δεασοτείαν · ἐπίγνωθι , ὃν νεκρόν μοι παρέδω
κας , ἀθανατον αντιδίδωμι . ᾿Αλλ᾿ἐκ ἤρκει τέτο τοῖς
Ιουδαίοις · ἐπισυνάπτουσι δὲ τάφῳ τὰς σφραγίδας .
Αθλιε καὶ ταλαίπωρε , ὁ τὰς ὠδῖνας τὸ θανάτε λύων,
τὰς σφραγίδας καὶ λύει ; ὁ σκυλεύων τὸν ἅδίω , τὰ σή
μαζα φοβεῖται; Σφράγιζε τὸν τάφον · ἐπισημαίνου
τὸν ᾿λίθον · ςρατιώτας ἐπίςησον πολιόρκει τὸ μνῆ
μα . Μεζόν με ποιεῖς τὸ κατόρθωμα . Θεατὰς τῆς ἀ
ναςάσεωςοςεπίζεις · μάρτυρας τῆς ἐγέρσεως φέρεις
κήρυκας τδ ἐμῶν θαυμάτων τοὺς σὲς ὑπηρέτης και
τασκευάζεις . Δεῦρο δὴ οὖν ᾿Αδελφοί , μείνωμεν ἰδεῖν
τὰς ὠδῖνας τῷ τάφου . Ιδωμεν τέως δορυφοροῦντα τὸν
Ιωσήφ , καὶ τὸν Νικόδημον σμυξέχοντα , σινδόνι και~
θαρᾷ καὶ ὀθονίοις καὶ συδαρίῳ περιελίσσοντας τὸν τῶ
παντὸς Κύριον , σμύρναν τε καὶ ἀλόξω τὰ τῆς ἀφθαρ
σίας σύμβολα προκομίζοντας . Ιδωμεν τοίνω κυρ
φορεμείζω τω ανάςασιν · ἴδωμεν γαςέρα τάφε ἀ
τίῳ
θανασίας μητέρα · μείνωμον ἰδεῖν τὸν Χριστὸν Ὧρ
παιῖχον ἐκ τάφε ἐγειρόμενον , καὶ τὴν καὶ τὸ θανάτο
καὶ τυραίνε νίκυ αναδησάμενον , καὶ φαιδροὶ φαιδρῶς
τῷ αἰωνίῳ Βασιλεῖ προσέλθωμεν · αυτῷ γὰρ ἐσι τὸ
κράτος , καὶ ἡ διύαμις , καὶ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τ
αἰώνων . ᾿Αμμύ .

k 2 ΛΟ
148
Λ Ο Γ Ο Σ


ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ , U

Εἰ ταῖς τῆς ᾿Αγγέλων ἐνῷ πρὸς τὸ παρὸν χρήση


και γλώτταις , καὶ φωνὰς ἀθανάτες ἡ τῆς θνητῷ ἐκ
τήσατο φύσις , ἐτόλμησε μόλις αὖ τὰς τῆς ἑορτῆς ὑμνῆς
σαι δωρεάς . Ναῷ δὲ γλῶσσα θνητὴ , καὶ πήλινον ὄρο
‫اد‬
γανον , τί μοι αὖ εποι ; τί δὲ καὶ φθέγξοιτο , ἅπερ
ἡ σύμπασα κτίσις ὁμοφωνῆσα πρὸς ἀξίαν ὑμνεῖν
ἐκ ἰχύει ; ὑπερβαίνει τὸ ἀληθῶς κτίσεως μέζα τὰ
δῶρα τῆς χάριτος . Θάνατος ἐξ ἀνθρώπων ἐλανύεται
καὶ ᾅδης τα πολυετή διασείαν ἀποτίθεται , καὶ γέ
νος ἀνθρώπων ἁμαρτίας νόμῳ κατάδικον , τῇ τῆς Χά
ριτος δωρεᾷ βασιλούειν διδάσκεται . Τῆς τοίνω δες
αποτικῆς ἑορτῆς ὁ πρωτοςάτης μοὶ τῆς ἀπολαύσεως
ἄνθρωπος, κοινωνὸς δὲ τῆς χάριτος ἡ λοιπὴ γίνεται
κτίσις . Ἐν ἀνθρώπου δ μορφῇ σήμερον ¿ ὁ τῆς φύ
σεως ἀνεπλάττετο δῆμος . Οὕτω ᾧ Παῦλος ὁ τῆς χάρ
ριτς μαθητὴς περιήγγειλεν εἴτις ἐν Χρισῷ καινὴ κτί
σις . Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθον , ἰδὲ καινὰ γέγονε το
πάντα , μιᾷ φωνῇ ἑλκύσας τὰ σύμπαντα πρὸς ἀνάκ ~ 1
τησιν . Ὁ τῆς κτίσεως Δημιεργὸς ἀνέςη˙ ἡ γὰρ τοῦ 1
Σωτῆρος ἀνάςασις κοινὴ τῶν πάντων ὑπάρχει ἀνάκ
τησις˙ καὶ τότο Παῦλος ἡμῖν οὐαγγελίζεται λέγων ·
ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἐκ τῆς δους
λείας τῆς φθορᾶς εἰς τίω ἐλευθερίων 1998 τέκνων το
Θεῷ · τετέςι τω φθορὰν ἀποθήσετα ι , 4 τω δελείω
ἀποδύσεται , τί ἀθανασίαν ἀπολήψεται , πρὸς ἀ
μείνονα μετάςήσεται λῆξιν · τῷ C ᾧ ἀνθρώπε πρὸς ἀπ
φθαρσίαν 1 και εργσμούς , καὶ ἡ δ᾽ αὐτὸν παραχθεῖσα
ἀνακαινιθήσεται κτίσις . Ἔκτισε με δ ὁ Θεὸς τω
μεγάλω ταύτω τῆς κτίσεως πόλιν , φωνῇ μόνῃ τω
τῷ πολλῶν παραγωγία ποιησάμενος · φωνη μόνῃ τὴν
Τζω
ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ . 149

29 ὅλων ἐσίαν ἑλκύσας , τῆς δημιυργικῆς αυτό σου


φίας τω διύαμιν ἔδειξαν . Ὡς ἐν Ναῷ δὲ περιφα
ve τη κτίσει τὴν ἰδίαν εἰκόνα τὸν ἄνθρωπον δημιερ
γήσας ἀνέσησεν . ῎Εδει τοιγαρῶν καὶ να τῆς ἰδίας εἰς
μόνοςκαινεργουμενης , καὶ αὐτὸν τὸν τῆς εἰκόνος οἶκον
σαανακτίζεσθαι . Τούτων ἡμῖν ἐγγυητὴς σήμερον ἡ
παρᾶσα πανήγυρις . Διὰ ταύτῳ ὁ μακάριος ἔκραζε
Παῦλος δεῖ δὲ τὸ φθαρτὸν τῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρ
σίαν , καὶ τὸ θνητὸν τῦτο ἐνδύσαθαι ἀθανασίαν . ᾿Αρ
νήσεται δὺ θανάτε νόμον τὸ σῶμα , τοῖς τῆς ἀθανα
σίας ξεφανούμενον ἄνθεσι , καὶ χώρας οὐχ ὑφέξει
φθορὰς τῆς ἀφθαρσίας ἐπιλαμπέσης . Ω τῆς μεγά
λης της πραγμάτων μεταβολῆς ! Ω τῆς ὑπὲρ ἐλπί
δας ἐναλλαγῆς‫!اد‬ Ω μεγάλε πάθους εἰς εὐθυμίας
καταλήξαντος ! Ω χαρᾶς διαδεξαμένης τὴν συμφοράν .
Αὐξήσει δε τω δοξολογίαν ἡ τῆς παλαιᾶς καὶ νέας
διαθήκης ὑπόμνησις . Ημον γὰρ ς Παραδείσῳ τὸ
πρότερον , ἀγεωργήτε ξυφῆς κλῆρον ἐκ φιλανθρωπίας
δεξάμενοι . Επῆλθαν ὄφις τοιχωρύχος τῆς ἀπολαύ
σεως λης ούσας τω ξυφί , καὶ κατάκριτον τὸ λης δί
θα κατέςησε γεος, ὁδὸν σύρων το θανάτε τῆς ἐν
πολῆς των παράβασιν . Ἐντεῦθα ᾅδης πύλας ἀνοί
ξας τὸ 195 ανθρώπων ὑπεδέχετο γόνος · καὶ τίκτεσα
φύσις φοβερὸν ἐποίει της τικτομένων τὸν θάνατον καὶ
τῆς ὠδίνων ὁ πόνος πρόσοδος ἐγίνετο τάφων καὶ τ
κληρονομία ἐκ παρανομίας ὁ θάνατος , ἑκάστῳ τῷ ἡ
λικιῶν ἀκωλύτως ἀχεδίων · οὐκ ἐμβρύς φειδόμενος ,
καὶ τὸ τεχθεὶ παρορῶν , καὶ τὸν ἔφηβον ἐλεῶν , οὐ καὶ
ταλιμπάνων νεάζοντας , ὦ πρεσβύτας αἰδέμενος , ἐχ
ἁμαρτωλοῖς συγγινωσκόμενος , 8 δικαίων κατάλογον
αἰχωόμενος , οὐ Προφήτας παραιτούμενος , εχ Ἱερέα
παραπεμπόμενος · ἀλλ᾽ ἅπλωτο καὶ πάντων , ἡ τὸ θα
νάτου σαγκών , τὸ προσπίπτον ἁρπάζουσα . Οὐκ μὖ
ἰαζὸς τὸ κακῦ , ἐκ τὖ ἐπαγόμενος φάρμακον . Καὶ
τοσαῦται γενεαὶ τω ζωί παραδούσασαι , τω ἀκό
k 3 ρε
150 . ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

ρεςον ἐκ ἐπλήρωσαν το θανάτε γατέρα , καὶ ω τὸ


δεινὸν τοῖς πενθῶσιν ἀπαραμύθητον , καὶ πρὸς ἴασιν
ἄπορον , εἰμὴ Χρισὸς σαυρωθεὶς το θανάτε τω τυ
ραννίδα κατήνεγκε , νυχθημέρῳ τάφῳ τὰ πολυχρόνια
τῷ ᾅδε κατατρέψας βασίλεια · οὐ νω πρώτως πρὸς
φιλανθρωπίαν δραμὼν ,εδ᾽αὐτὸς ἑαυτὸ παρὸς τὸ πα
ρὸν γεγονὼς καὶ συμπαθέτερος , εἰ καὶ ναῷ ἔργῳ τύ
ανάςασιν ἔδειξαν : ἀλλὰ καὶ πάλαι κρατῶντα τὸν θάς
νατον , ταῖς τῆς αὐατάσεως ἐφόβει σκιαῖς · καὶ τῷ ᾅδε
τώ βασιλείαν ἐτάραττον , ἐλπίδας ἀθανασίας α
μυδρῶς της γενει δωρέμενος , ἰσοχόνες τῆς τὸ ᾅδου
τυραννίδος τὰς τῆς καταλύσεως ἀνυφαίνων ἐννοίας · καὶ
σκόπει τί ἀπόῤῥητον τῶν πραγμάτων οἰκονομίαν
Αβελ πρῶτος ὑπὸ τὸ θανάτου κατέχεται . Ὁ δεδώ
μως τῷ θανάτῳ τῆς ἁμαρτίας τω πρόφασιν , δίδω
σι τῇ φύσει καὶ τοῦ θανάτε δικαιολογίας ὑπόθεσιν .
Εἰ ᾧ ἀδίκως κατέχεται, δικαίως ἀνίςαται , ἁμαρ
τωλοῦ γὰρ ἀποθανόντος , ιχυρότερος δικαζόμενος ὁ
θάνατος . Σαθρὰ δὲ καὶ δικαίων τῷ ᾅδῃ ἡ ἐγχείρη
σις . ᾿Αθανὴς ὁ τὸ θανάτε δεσμὸς , δίκαιον ἔχων απ
δίκως κρατέμενον . Εἰ γὰρ ἡ ἁμαρτία τῆς τοῦ θα
νάτου βασιλείας ἰχὺς , ὁ μὴ πταίσας αὐούθωνος.
Διὰ τῦτο δυνάμενος ὁ Θεὸς ἐξαρπ άσαι το φόνε τὸν
·
Αβελ , τοῦτο μὲν οὐ πεποίηκε · συνεχώρησε δὲ τω
ἀναίρεσιν , ἵνα ἄρριζος γενηται θαύατος , δικαίε φυ
τεργόμενος αἵματι . Διὰ τότο Χρισὸς ὑπὲρ τὸ κόσμο
δικαζ(όμενος ἔλεγε˙ να κρίσις ἐςὶ τὸ κόσμο τότε ม ,
να ὁ ἄρχων τε κόσμε τότε ἐκβληθήσεται ἔξω . Α
νωθὸν ἐν ἡ τὸ ᾿Αβελ διὰ Χρισε προκεκήρυκται δίκη
καὶ νίκη . Λάβεμοι Παῦλον συνηγορεντα , καὶ ἀποθανών
φησιν Αβελ έτι λαλεῖ , ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβο
λῇ ~ ὁμοιότητα λέγων · φέ
ἐκομίσατο , παραβολῳ τὴν
ρε γὰρ μίμησιν τῆς τὸ Xess δίκης ἡ τῷ Αβελ α
ναίρεσις , δια τέτο καὶ μετ᾿ θαύατον φθέγγεται, και
κατηγορεῖ τὰ φονεύσαντος . Ἡ δὲ το βίο παρεσία το
θανά
ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ . 151

πανάτε τω βίαν ἐνίκησα ἐκ ἔζησαν αυτό βοῶσαν


τω γλῶσσαν ὁ φόνος , δὲ τὰς τ8 αἵματος δικαιολο
γίας ανέκοψεν , ἀλλ᾽ ἀθανατα φθέγγεται γλῶττα κρα
τεμένη θανάτῳ . Οὐκ αν εὖ εὔπορος εἰς ἀπολογίαν
ἡ φύσις , εἰ ὁ ᾿Αδὰμ προανήρπασο . Ἡ γὰρ τῆς πα
ραβάσεως αἰχών των γλῶτταν αἰέφραττον , ῎Αβελ
πρῶτος πεσών, ἤγειρε τὰς ἐλπίδας τῆς φύσεως .
· Ἔφθασον ἐπὶ τόποις Ενώχ , καὶ τόπο μεταφάσει ,
τὸν ᾅδω ἀπέφυγεν , ουδοκιμήσει βίε δραπετεύων τὸν
θαίατον . Μετὰ τὸτον Ἠλίας ὁ μέγας εδ᾽ αὐτὸς εἴς
ξας τῷ θανάτῳ , τὸ τῆς ξενοδόχου παιδίον τελευτῇ .
σαν ἐξήρπασεν , ουχῆς δωατείας τοῦ θανάτου τ
βίαν νικησάσης , καὶ τω οξ ᾅδου πρὸς ζωτ ὑπο
τροφμ και εργησάσης . Ἐλιασαῖος ἐπὶ τέτοις αὐέτει
λε, διπλῶ ἐξ ἁπλῆς τω χάριν δεξάμενος , ὃς τὸ
τῆς Σωμανίτιδος παιδίον ἐξ ᾅδε πρὸς βίον δι᾽ οὐχῆς
μετεπέμπετο . Ἐπειδὴ καὶ αυτὸς τοῖς τὸ θανάτε πε
ρεβλήθη δικτύοις , καὶ νεκρὸς ὤν , ὅμως τὸν ᾅδίω ἐ
σύλησε , τῇ τῷ σώματος ἀφῇ τὸν νεκρὸν φυγαδεύσας ,
καὶ διὰ νεκρῶ νεκρὸς πρὸς βίον ἐκλέπτετο καὶ τ ὁ
'E
Προφήτης τῷ θανάτῳ νεκρὸς ἐπιζήμιος . Τοῦ ἣ Ἐ
λισταίς θανόντος , προσθήκῳ ~ ὁ τῶν νεκρῶν ἀριθμὸς
ἐκ ἐλάμβανεν , ἀλλ᾿ ἀκερδὲς τῷ ᾅδῃ και το δικαίε τὸ
πήραμα . Ἐν τόποις͵ οἱ τύποι της ανατάσεως ὠχύρων
φθειρομενίω τὴν φύσιν . Αλλ᾿ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος
ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωϋσέως , το νόμο τὸν χρόνον ὅτ
ρους τοῦ κράτος ποιούμενος . Ἐπειδὴ δὲ Χρισὸς ὀξ
Οὐρανε ανεφαύη , ἔξεχον μεν εἰς ἔργον αἱ τὸ γενους
ἐλπίδες · καὶ φωνῇ δεσποτικῇ τὰ τοῦ ᾅδε διψμοίγετα
πλεῖθρα , καὶ δεσμώτας νεκρὸς ἀπεδίδεν οἱ τάφοι καὶ
κλῆσις ἐγίνετο , καὶ τάφοςΚοίγετο καὶ φύσις αὖθρω
πίνη Θεῷ ἡνωμούη τὸν ᾅδίω κατέπληττα . Ἐντεῦθα
ὁ ᾅδης πυρὸς τὸν τὰς νεκρὸς ἀφαιρέμενον ἐβόα · τί τὴν
ἐν Παραδείσῳ συγγραφέω αλαζέπεις ; τί τὸ τῆ τῆς
φύσεως καταχίζεις χειρόγραφον ; ἐγγράφοις δικαίοις
k 4 मुझे
152 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ .

!
και ανθρώπων ὠχύρωμαι . Ἔχω τὸ , γῇ εἶ , καὶ εἰς
γῷ ἀπελούσῃ , το γόνες τὸ πρόσιμον. Ὠδύρετο μὲν
δὴ καθ' δα τη νεκρῶν ἀφαιρέμενος ἠγνόει δὲ ἄρα
ὡς Χρισὸς͵ καταβάς , παίδημον ἀφαίρεσιν τοῖς θνή
σκεσι χαρίσεται : ἵνα δ μηδεὶς ἔτι τῷ ᾅδῃ περιλη2
φθείη δεσμώτης , κάτεισιν αυτὸς εἰς ᾅδε Χρισὸς , τῇ
μου φορεμενῃ σαρκὶ δελεάζων τὸν ᾅδίω , Θεότητος δὲ 2

δυνάμει καθαιρῶν αὐτῷ τὰ βασίλεια , βραχεῖ χρόνῳ N


παλαιὰ τὸ νόμε διατεμὼν χειρόγραφα , ἵνα ανθρώπες
εἰς Οὐρανὸν αναγάγῃ . Οὐρανὸν , τὸ ἐλεύθερον τὸ θὰ
νάτε χωρίον , ἀφθαρσίας καταγώγιον , δικαιοσμύης
ἐργασήριον , Ἐν τέτοις ἐβαπτίθῃς τοῖς ἀγαθοῖς νεο
φώτισε · ἀῤῥαβών σοι γέγονον αναςάσεως ἡ τῆς χά
ατός μύησις . Ενέχυρον τῆς ἐν Οὐρανῷ διαίτης τὸ
βάπτισμα . Ἐμιμήσω τῇ καταδύσει το Δεασότε τὸν
τάφον . ᾿Αλλ᾿ανέδυς πάλιν ἐκεῖθεν , τὰ τῆς αὐασάσεως
ἔργα πρὸ δ ἔργων θεώμενος · ὧν εἶδες τὰ σύμβο
λα , τύτων ἀποδέχε τὰ πράγματα . Δέχς Μάρτυρα
δ᾽ λεγομοίων τὸν Παῦλον λέγοντα · εἰ τὸ σύμφυτοι
γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τα θανάτε αυτό , ἀλλὰ καὶ
τῆς αὐατάσεως ἐσόμεθα . Καλῶς τὸ σύμφυτοι · φυ
τεία γὰρ πρὸς ἀθανασίαν τὸ βάπτισμα , ἐν Κολυμε
βήθρα φυτευομενη , καὶ Οὐρανῷ καρποφορᾶσα . Ἐκεῖ
το~ Πνδύματος ἡ χάρις ἀποῤῥήτως ἐργάζεται καὶ μὴ
τῷ τῆς φύσεως συγγενεῖ ἀγνοήσῃς τὸ θαῦμα · ὑπη
ρετεῖ πρὸς τῷ χρείαν τὸ ὕδωρ , δημιυργεῖ δὲ τ᾿ ἀ
ναγέννησιν ἡ χάρις • ὡς ἐν μήξα τῇ Κολυμβήθρα
τὸν ἐμβαλλόμενον αναπλάττει · ὡς ἐν χωνευτηρίῳ τῷ
ὕδατι τὸν κατιόντα αναχαλκούει˙ δίδωσιν αυτῷ τῆς
ἀθανασίας μνηςείαν · ἀνασάσεως σφραγίδα χαρίζε
ται τότων σοι το θαυμάτων ὦ> νεοφώτισε , καὶ ἡ ἀμε
φίασις φέρει τὰ σύμβολα . Απόβλεψον εἰς ἑαυτὸν
τὰς τῶν ἀγαθῶν εἰκόνας φορῦντα . Λαμπρὰ μὲν δ
καὶ διαυγὴς ἡ ἐθήςσε , τῆς ἀφθαρσίας ζωγραφᾶσα
τα σύμβολα . Οθόνησοι λευκὴ καθάπερ διάδημα τὴν
K3 •
ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ . 153

κεφαλάς διασφίγγει , το ἐλευθερίαν κηρύττεσα . Ἡ


χειρ τῆς καὶ τὸ Διαβόλο νίκης περιφέρει μίύματα .
Εδειξε γάρ σε Χρισὸς ἐγειρόμενον , νἱῷ με συμβό
λοιξ , δείξῃ δὲ με μικρὸν καὶ ἐν τοῖς πράγμασιν , ἐπὶ
τὸν χιτῶνα τῆς πίσεως μὴ ταῖς ἁμαρτίαις ῥυπώσωμεν,
ἐὰν τηὺ λαμπάδα τῆς χάριτὸς ἀτόποις μὴ κατασβέ
σωμεν πράξεσιν , ἐαὶ τὸν τῷ πνεύματος διαφυλάξω
μεν τέφανον . Τότε σαφῶς ὁ Δεσσότης ἐξ Οὐρανῶν
με φοβερᾶς καὶ φιλανθρώπε βοῆς αναβοήσει · δεῦτε
οἱ εὐλογημένοι το Παζόςμε , κληρονομήσατε τω η
τοιμασμένων ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμο .
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας τῆς αἰών
των . ᾿Αμώ .

ΛΟ
154

ΛΟΓΟΣ
S

ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ

15
Ηπι τῷ Θωμᾶ , καὶ εἰς τὰς Νεοφωτίςις .
MA

Χρισὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν ὅλῳ 10 ανθρώπων τὴν


ζω ἑορτίω ἀπειργάσατο τῆς γὰρ ἐν τῇ γῇ τὸ
πολίτευμα πρὸς Οὐρανὸν μεταςήσας , τὰς τὸ πανη
γυρίζειν ἀφορμὰς ἐδωρήσατο · καὶ μάρτυς τῆς εἰρημέ
των Παῦλος ὁ τὸ Χρισ8 ρημάτων ὄργανον τὴν γλῶτ
τον κτησάμενος · ἡμῶν γάρφησι τὸ πολίτευμα ἐν Οὐ
ρανοῖς ὑπάρχει , ἐξ ᾧ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύ
ριον Ἰησῦν Χριςόν . Καὶ τίς δ ἀπεκδεχόμενος , ταῖς
ἐλπίσιν ἐχ ἑορτάζει ; τίς τίω τὸ Σωτῆρος ἐπιδημίαν
λογισμῷ φανταζόμενος , καὶ προλαμβάνει αίρων τῶν
πραγμάτων τ πεῖραν ; τίς δὲ Βασιλέως θνητό κα
Θοδὸν ἐσομένω ἀκέσας , ἐκ ἀνίκαται μεν τω~διά
νοιαν , σὐφραίνεται δὲ των ψυχώ , προξέχων τῷ πό
πῳ τῆς θέας τὸν χρόνον ; Τότε συγκινῦνται μὲ δῆ 1
μοι " σκιρτῶσι δὲ παῖδες " χορεύεσι κόραι 1
πρεσβύ Η
ται τὸ γῆρας ἀναιρεῖαι βιάζονται , ταῖς
ἐλπίσιν ἀπ
μάζοντες , καὶ χωρεῖ διὰ πάντων ἡ τῆς βασιλικῆς πα
ρεσίας πανήγυρις . Τί ἦν αἢ εἴποιτις, παραγενομένη
Χρις , Βασιλέως ἀθανάτε ; εχ ἵνα πόλεις φαιδρούν ,
καὶ πύργος ἐγείρῃ, ἐχ᾿ἵνα δωρεὰς παράχῃ παταμείας
τῷ χρόνῳ ” ἀλλ᾽ἵνα τὸ τῶν ανθρώπων ἀθανασίαν ἐν
δύσῃ γόνος , καὶ θανάτῳ λῃςδόμενον ἐν ἀΰλῳ χωρίῳ
Ουρανέ κατοικίσῃ ; Σήμερον ὤφθη πάλιν με τ
νάςασιν ὁ Χρισός , δευτέρᾳ θέᾳ βεβαιοτέρων τὴν πί
στιν τῆς αἰασάσεως ἀπεργαζόμενος ὤφθη δε , τ
θυρῶν κεκλεισμοίων . Ὁ δ τὸν ᾅδω δείξας ἀτεί 18
ςον , ἐκ ἐδέετο θυρῶν πρὸς τῷ εἴσοδον · ὅπου γὰρ
προςάττει Θεὸς , τῆς συνηθείας ἀργῆσιν οἱ νόμοι . Ἐ
πὸ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚ. ΤΟΥ ΘΩΜΑ • 155
C
πὶ τῆς θαλάττης ἐβάδιζε πρότερον , καὶ ἡ ρέεσα φύς
σις τοῖς τῆς σαρκὸς ποσὶν ὑπεςρώννυτο , καὶ βήμασι
ποδῶν ἐμελεῖτο τὰ κύματα , καὶ τὸ πέλαγος πρὸς τὴν
χρείαν εἰς ἔδαφος μετεπήγνυτο . Εἰσῆλθον ὁ Ἰησοῦς
κεκλεισμένων τδ θυρῶν καί τοι τῆς αναςάσεως γε
νομούης, ὁ τε τάφε κεκύλιςο λίθος , καὶ ἡ τὸ μνή
ματος ανεςόμωτο θύρα . Αλλ᾽ ἐκεῖ μαὶ ἐδείχθη , ὅτι
ἅπερ ἔπαχον ὁ τάφος ὁρώμονος , ταῦτα ἔπαχο ἀσ
ράτως ὁ τίφος τε καὶ ὑπέμενε καὶ ανοιγομείς το μνής
7.
ματος ἀθύρωτον ασήλαιον ὁ θάνατος ἀπελέγχετο . Ἔρ
δεν ο σωαπογυμνᾶσθαι τῷ ᾅδῃ τὸν τάφον, καὶ τοῖς
ὁρωμαίοις τὶ μὴ ὁρώμενα στηλιτεύεσθαι . Ενταῦθα
τδ θυρῶν κεκλεισμοίων εἰσέρχεται , ἵνα οἱ περὶ
τῆς αὐατάσεως ἀπισῦντες ἐκπλαγῶσι τὰ εἴσοδον ,
A
καὶ χειραγωγηθῶσι πρὸς τὸ θαῦμα τῷ θαύματι . Ας
ναςὰς ἦν ὁ Χρισὸς
ર πρὸ τῆς μαθητής ταῖς γυναιξὶν
ἑωρᾶτο, καὶ αἱ γυναῖκες͵ τοῖς ᾿Αποςόλοις συηγγελί
ζοντο το Χριςοῦ τω ανάςασιν . Καὶ τοῦτο εἰκότως
ἔπω γὰρ ἡ τῆς Εὔας ἐπήρεια τῷ διαβόλῳ περιεζές
πετο . Ὅθεν ᾧ ὧδουσον ἡท νόσος , ἐκεῖθεν ἡή θερα
πεία προέρχεται ὅπον ὁ θάνατος ἤρξατο, ἐκεῖθεν
ἡ ανάτασις φαίνεται . Γυνὴ καὶ τῆς παραβάσεως αἰτ
τία , καὶ τῆς ανατάσεως κήρυξ . Ἡ τὸν πρῶτον Αδὰμ
πρὸς πτῶσιν χειραγωγήσασα , τὸν δεύτερον Αδὰμ α
ναςαύτα μαρτύρεται . Ωφθη τοίνω καὶ τοῖς ᾿Απος
λοις ὁ Χρισὸς ἐν οἰκίσκῳ μικρῷ κεκρυμμενοις , εἰσελ
θὼν τῷ θυρῶν κεκλεισμέν ων . ᾿Απιςῶν δὲ τοῖς λε
γομοίοις , καὶ μὴ παρὼν τοῖς γενομενοις ὁ Θωμᾶς ,
ποθῶν των θέαν , τῶ ἀκοίὼ ἀπετρέφετο ο Εφραττε
τὰς ἀκοὰς , τὸς ὀφθαλμοὺς αναπετάσαι βουλόμενος .
Επλήττετο τῷ πόθῳ διὰ φωνῆς τοξευόμενος . Ἐαὶ
μὴ βάλω τὸν δάκτυλόν με εἰς τὸν τύπον τὸ ἥλων ‫ܐ‬
καὶ βάλω τω
η χεῖρά με εις τω πλόυραν αυτό , ὦ μὴ
τις δύσω . Απληςος πρὸς διάθεσιν , καὶ μὴ τις δύων
ὁ Θωμᾶς . Προβάλλεται τω ἀπιςίαν , ἵνα ἀπολαύ
ση
156 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ .

σῃ τῆς θεωρίας . Λύσειμε φησὶ τὴν ἀπιςίαν φανεὶς ,


βαλῶ με τὸν δάκτυλον εἰς τὰς τύπος της ἥλων . Δεν
από την ὃν ποθῶ περιπτύξομαι . Μεμψάθω τὴν ἀπὸ
τίαν ; καὶ χαρισάθω τω θεωρίαν . Ως ἄπιςος ἴδω ,
καὶ ὡς Θεὸν περιπτύξομαι, καὶ ἀπολαύσω . Ἴδω χεῖς
ρας ὀρυχθείσας , δι᾿ ὧν οἱ παραβᾶσαι τὸལ ᾿Αδὰμ
< ἐ
θεραπεύθησαν χεῖρες . Ιδω πλόυραν, δι᾿ ἧς ὁ ἐκ τῆς
πλευρᾶς αὐτόρητο θαύατος . Θεατὴς καὶ ἐκ ἀκροατὴς το
Δεασότε γενέθαι θέλω . Τῇ διηγήσει πλέον πρὸς ἐς
πιθυμίαν ἀνάπτομαι . Δι᾿ ὧν δυαγγελίζεσε , διὰ τό
τῶν τω ὀδύνίω μοι ἐπαύξετε . Ἐγὼ δέ με θεραπού
σω τω αὐίαν ; τω ἀπιςίαν προχειριζόμενος . ᾿Αλ .
λ᾽ αὖθις παρ᾽ ὁ Δεασότης , καὶ λύει το μαθητὲ μὲν
τῆς αὐίας τω ἀπιςίαν , μᾶλλον δὲ οὐ τω ἀπιςίων
ἔλυσεν , ἀλλὰ τ ἐπιθυμίαν ἐνεπλήρωσον . Παρ
πάλιν , το θυρῶν κεκλεισμένων .B ᾿Απισεμούῃ θέᾳ
πιςεται τω ἀπιςεμείζω ανάςασιν , καὶ πάλιν δι
πλασιάζει τὸ θαῦμα, ἵνα πληροφορήσῃ τὸν Θωμα .
Βάλε φησὶ τὸν δάκτυλόν σε εἰς τὸν τύπον της ἥλων .
Εζήτεις͵ ἀπόντα , παρόντος ἀπόλαυσον . Οἶδά σε τὴν
ἐπιθυμίαν καὶ σιωπῶντος . Πρὸ 198 λόγων τὴν γνώ
μίῳ ἐπίσαμαι. Ἤκεόνσῃ τῷ ῥημάτων καὶ μὴ βλε
πόμενος . Παρήμῳ ἀπιςέντι καὶ μὴ φαινόμενος . Ε
νεδίδεν τῇ ἀπιτίᾳ καιρὸν , ἵνα σου τῶν ἐπιθυμίας
θαυμάσω . Βάλε τὸν δάκτυλόν σε εἰς τὰς τύπος τ
ἥλων , καὶ βάλε τω χεῖρά σε εἰς τώ πλευραί μου ,
καὶ μὴ γίνε ἄπιςος, ἀλλὰ πισός . Ὁ δὲ Θωμᾶς ψη
λαφήσας , καὶ τοὺ
του ἀπιςίαν ἐξορίσας, πίζει εἰλικρι
νεῖ , καὶ πόθῳ θεοπρεπεῖ κέκραγον , ὁ Κύριός με το
ὁ Θεός με . Καίφησι πρὸς αὐτὸν ὁ Χριςός · ὅτι ἑω
ρακάςμε πεπίςεκας ; μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες , καὶ
πις δύσαντες . Κήρυξον Θωμά , τοῖς μὴν ἑωρακόσι μου
τω ανάστασιν . Ελκυσον τω οἰκεμον ἐκ όφθαλ
μοῖς , ἀλλὰ λόγοις πις δίεσαν . Περίελθε βαρβάρων
ἔθνη καὶ πόλεις . Δίδαξον αὐθ᾽ ὅπλων Σταυρῷ θωρα
xl
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚ. ΤΟΥ ΘΩΜΑ . 157

κίζεται . Κήρυξον μόνον , καὶ προσκυνῶντες πις δύσε


σιν . Οὐκ ἀπαιτηθήσῃ παρ' αυτό τω θέαν τω ἐ
μώ . Εἰπὲ τω κλῆσιν , καὶ ὅρα το πίςιν . Μακάς
οιοι δ ἀληθῶς οἱ μὴ ἰδόντες με καὶ πισδύσαντες .
· Τοιῶτος ὁ νεόλεκτος ὗτος τοῦ Δεασότε στρατὸς ,
τῆς πνευματικῆς κολυμβήθρας ὠδῖνες , τὰ ἔργα τῆς
χάριτος , αἱ γεωργία το Πνδύματος . Οὐκ ἰδόντες ὑς
πήκουσαν , ἀλλὰ ποθοῦντες ἐπίστασαν · ἐπέγνωσαν
Χρισὸν ἐκ ὄμμασι σώματος , ἀλλ᾿ ὄμμασι πίςεως ,
Οὐκ ἔβαλον τὰς δακτύλες εἰς τὸς τύπος τς ἥλων ,
ἀλλὰ τις Σταυρῷ περιπλακούτες , τὸ πάθος ἠστάσαν
τ . Δεασοτικῆς πλευρᾶς θεαταὶ ἐκ ἐγεύοντο , ἀλλὰ
χάριτι Δεασοτικοῖς συνήφθησαν μέλεσι , κρατέντες
ἐφ᾽ ἑαυτοῖς τί τῇ Δεασότε φωνίύ μη
μακάριοι οἱ μὴ
ἰδόντες καὶ πις δύσαντες · οἱ μὴ ἰδόντες , καὶ Χρισῷ
συναφθούσες . Σήμερον ἀποδύεθε τω φορεμένων έ
σχῆτα , ἀλλὰ μὴ ἀπόθεσθε τω κεκρυμμάτων σφρα
γίδα . ᾿Αποδύεσθε τὰ φαινόμενα σύμβολα , ἀλλὰ
μὴ ἀπόθεσε τῆς ςρατιᾶς τὰ γνωρίσματα . ᾿Αποτίθε
σαι τ᾽ ἀμφίασιν , ὦ τῇ Xesğ σρατιῶτα ,‫ ܕ‬ἀλλὰ μὴ
γυμνωθῇς τδ ὅπλων τῆς πίσεως : νασοι μάλιςα
λεία τῆς πανοπλίας . Να ᾧ κατὰel σὲ πλέον ἤπερ
ἔμπροθεν ἐγρήγορα ὁ πολέμιος . Ἕως αἰχμάλωτος
ἧς καὶ δῆλος τὸ ἐχθρε , τὸ κρατεῖν ἔχων ἐκεῖνος , τα
πολεμεῖν ἐκ ἐφρόντιζον . Ἐπειδὴ δὲ πρὸς Χρισὸν με
>
τετάχθης , καὶ φυγὼν τὸν ἐχθρὸν , τῷ Δεσπότῃ προσέ
δραμες , καὶ λύκε ἀποπηδήσας , συνετάχθης τῇ ποί
μνῃ , ὡς παλαιαί σε θήραν μετέρχεται , καὶ μάχεται
πολυξόπες ἐκμηχανόμενος δόλος . Πρὸς ταύτίω ἡμᾶς
τὴν παράταξιν , ὁ μακάριος ἀλείφων Παῦλος , spamn
γεῖ , καὶ προχειρίζεται παραγγέλματα , ἐκ ἔσιν ἡμῖν ,
λέγων , ᾗ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα , ἀλλὰ πρὸς
τὰς ἀργὰς , πρὸς τὰς ὀξυσίας , πρὸς τὰς κοσμοκρά
τορας το σκότος τὸ αἰῶνος τότε , πρὸς τὰ πνευματικὰ
Τῆς πονηρίας . Ὁρᾷς σίφος πολεμικὸν , καὶ ζέεσαν μά.
χώ ;
158 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

χω ; Ὑπὲρ τίνων ἦν ἆρα ὁ πόλεμος ; ποῖα τῆς μάζ 1


χης τα κέρδη ; αυτὸς ἐπάγει λέγων ὁ σρατηγός : ἐν
τοῖς ἐπερανίοις , τυτέςιν ὑπὲρ τῆς ἐπερανίων κτημά
των ,ὑπὲρ τῆς ἀφθαρσίας ὁπλίζῃ , καὶ ὑπὲρ ἀζεπτός
τητος πολεμῇ; Ὑπὲρ τὰ συνεῖναι Χρισῷ παρατάττη
Ταῦτα γὰρ ἐπερανια κτήματα · ταῦτα ἐκεῖνος ἀφελές
και βέλεται . ᾿Αλλὰ μὴ φοβηθῇς , ἐκ ἀφίησί σε πο
λεμῦντα γυμνὸν , καθοπλίζει δὲ τοῖς ὅπλοις τῷ Πνού A
73
ματος • Καί μοι βλέπε τὴν ὅπλων τῷ ἀσραπί φο
βεραὶ ἦσαν τοῖς ἐχθροῖς . Φησὶ δ ὅτω ,‫ ܪ‬ζῆτε ἦν πε
αζωσάμενοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν ἐν ἀληθείᾳ , καὶ ἐνδυ e
σάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσμύης , καὶ ὑποδησάμε d
νοι τὲς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τῇ Εὐαγγελία τῆς εἰρής
νης . Ἐπὶ πᾶσι τούτοις αναλαβόντες τὸν θυρεὸν
ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τα πονηροῦ
πίςεως , ἐν w
τὰ πεπυρωμένα σβέσαι , καὶ τω περικεφαλαίαν τοῦ
σωτηρία δέξασε , καὶ τω μάχαιραν τὸ πνεύματος , ὃ
ἐςὶ ῥῆμα το Θεό . Πρὸς ἀοράτος ἐχθρες , ἀοράτοις IG
ἐκόσμησεν ὅπλοις . Τοιαύτη μὲν ἡ τὸ ὅπλων ἰχύς
ὅτι δὲ τὰ τῆς παρατάξεως , κἂν μὴ φαίνηται , γίνετ
ται , σκόπησον ὅτως · εἰ δ τὸν Χρισὸν πειράζειν ἐκ
ᾤκνησεν ὁ διάβολος , ἀλλ᾽ αὐαιχωτίας ὑπερβολῇ καὶ
και το Δεσπότε τετόλμηκε , πῶς της και σε μηχανημές Σ
νων παύσεται ; Εἶδε τὸν Χρισὸν βαπτιθοντα ( σὺ
δὲ σκόπει τὸν καιρὸν ὦ νεοφώτισε ) καὶ τότε πρὸς τὸ
πειράζειν ἠγέρθη · εἶδον ἐν τῇ ἐρήμῳ πεινάσαντα ,
καὶ συνεργὸν τῆς πείρας τὴν πεῖναι ἐλάμβανον , ἐδ᾽ αὖ
τῆς τῆς ζοφῆς τω χρείαν μηχανημάτων ἐλευθέραν α
φείς , αλλά προσελθὼν πειράζειν ἐπεχείρει , καὶ λέε
γει ' εἰ ὑὸς εἶ τῷ Θεῷ , εἰπὲ , ἵνα οἱ λίθοι ἔπι ἄρ
τοι γεύωνταιο μονονουχὶ τοῦτο λέγων · ὑὸς Θεοῦ σο
βαρδύῃ καλέμενος · ἠπατήθης ὀνόματι, προσηγορία
γυμνῇ πράγματος σεμνιώῃ . Πεινῶντα βλέπω , καὶ τὸν
Θεῷ ὀνομάσω ; ἡ τιμὴ τῷ πάθει νοθεύεται , Σεράποι
σον τὴν χρείαν τῷ θαύματι . Ὑπακέσωσιν οἱ λίθοι 70
παρα
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚ . ΤΟΥ ΘΩΜΑ . 159

προςάττοντι , κἀγὼ πισδύσῳ τῇ κλήσει . Αἰδεῶσιν


ἐκεῖνος ἐπίταγμα , καὶ σωξέχω τῳ θαύματι . Δέξων
ται τίω φωνίω , καὶ σωτίθεμαι ·τῇ τιμῇ ἀλλὰ γρα
φικοῖς ἐτοξεύετο ρήμασιν ἐκ ἐπ᾽ ἄρτω μόνω ζήσεται
ανθρωπος , ἀλλ᾽ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορίομένῳ διὰ
τόματος Θεῷ · ἀλλ᾽αἰχωθεὶς τῇ προτέρᾳ πάλη , καὶ
δεύτερον πειραν προσήγαγε . Ρίψον φησὶν σαυτὸν ἀ
νωπὸν κάτω γέγραπται ὸ , ὅτι τοῖς Αγγέλοις αὐ
τῷ ἐντελεῖται περὶ σύ , τῷ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις
ταῖς ὁδοῖς σε . ᾿Αλλ᾽ ἤκεσε πάλιν , ἐκ ἐκπειράσεις Κύ
ριον τόν Θεόν σε καὶ ἐκ ἀνάρκησε δευτέρᾳ πτώσεις 9
ἀλλ᾽ ἐπάγει καὶ τρίτων μηχανών προσδοκία νίκης πρὸς
πτῶσιν δελεαζόμενος. Ταῦτα γάρσοι παντα δώσω
φησὶν, ἐαὶ πεσὼν προσκυνήσῃς μοι . Ορᾷς μηχανημά
των γοργότητα ; ὁρᾷς ἀπάτης παρασκε ; ἀλλὰ τες
μα μόνας ἴσως ἰδέας πειρασμῶν εἶναι νονόμικας τα
το ἀριθμοῦ παρεπόμενος χήματι , ἅπαν δὲ πειρα
σμῶν εἶδος ἄρα ἐν τοῖς τρισὶ περιέχεται . Οὐ δ αὖ
ἐπαύσατο πειράζων , εἰ μὴ πᾶσαν αυτῷ τὴν φαρέξαν
ἢ βελῶν ἐκείωσε . Πάσας τὸ τὰς ἐξ ἡδονῆς μηχανὰν
διὰ τῆς περὶ τὶβρῶσιν ἐπιθυμίας προσήγαγε , μιᾷ
προσβολή τω τ᾽ὀρέξεων ανακινήσας συγγένειαν .
Εἰπὼν δὲ , ρίψονσεαυτὸν , τὰς ἐκ μεγαλαυχίας με
πόδες ἐκίνησε . Τὸ δὲ , ταῦτα παύτα σοι δώσω , τω
χαλεπωτάτω τῆς ἁμαρτημάτων ρίζαν τζ φιλαργυ
οἷον εἰσήγαγον . Απαν δὺ εἶδος ἁμαρτημάτων ἐκ μιᾶς
ταύτης φύεται ρίζης , καὶ παρὰ ἀνθρώποις ἁμαρτία
χώραν ἐκ ἔχει μὴ ‫د‬διὰ
‫ا‬ τέτων ὁδεύουσα . Ἢ γὰρ δ᾽
ἡδονῆς τιζώσκει , ἢ διὰ δόξης τοξεύει , ἢ χρημάτων
S
ἔρωτι πρὸς πλημμέλειαν ἕλκει . Γυμνωθεὶς οὖν τ .
‫ ܕ‬τότε τοῦ τοξεύειν ἐπαύσατο , καὶ γυμνὸν ἡ
βελῶν , >
Ο
μῖν αὐτὸν ὁ Χρισός της μηχανημάτων κατέτησαν ,
πράκτες αυτῷ τὰς ἀκίδας͵ἐργασάμενος" γνωρίμες τὰς
δόλες κατέςησαν, δἰχείρωτον αυτὸν τοῖς ανθρώποις
ποιέμενος . Τοῖς δεσποτικοῖς πίνω ἀγῶσι τω νίκην
κερ
160 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

κερδαίωμον . Xesğ πολεμῶντος , οἰκεῖα ζήσωμον τό


παια · μὴ ῥυπώσωμον τὸν χιτῶνα τῆς πίςεως, ὃν ἡ
χάρις ὀξύφανε μὴ δωρεαν ατιμάσῃς , ω παρὰ Θες
ἔλαβες . Εννόει τὸν δεδωκότα , καὶ τὸ δοθεί διαφύλα
ξον · εἴτινος μαργαρίτου φύλαξ , ἢ ἀλεργίδος κατα
5ῂς βασιλικῆς , ἀρᾳ ἐκ αὖ μέχρι θανάτω τῆς φύλα
κῆς ἐπεδείξω τω ἐπιμέλειαν ; ἀλλὰ ναῶ καὶ μαργαρί
τε μόνον , ἐδὲ πορφύρας , οὐδὲ κτήματος ἁπλῶςβα
σιλέως , αυτὸ δὲ τῇ Δεασότε κατεπις δύθης τὸ σῶμα
μᾶλλον δὲ τί λέγω κατεπις βύθης; αυτὸς γέγονας
σῶμα δεασοτικόν μέλος ἐγονε Xess . Ἐνεδύσω Χρι
τὸν , καὶ τοὺ τὸ Παύλε φωνώ . Ὅσοι δὲ εἰς Χρισὸν
ἐβαπτίσθησαν , Χρισὸν ἐνεδύσαντο " μὴ γούς της Χρι
σε πυροδότης μελῶν . Ὑπῆρξας τὸ Πνεύματος κατοικη
·
τήριον , καὶ μέλος τῷ ἐν ἐρανοῖς βασιλεύοντος . ᾿Αρε
ταῖς ἦν τὸ δῶρον φυλάξωμο . Σωφροσμύης ἐπιμελη
ταὶ καταςῶμεν , φιλανθρωπίαν μετέλθωμεν , ἐλεη
μοσκύζω προχειρισώμεθα , ἀπιςίας τὸν ἀποτιναξώ
μεθα , δόλον ἀπογραφῶμεν τὸν τὸ διαβόλο φίλον .
Μισήσωμον τὸ ψεῦδος τῷ πολεμίω " τὸ ὄργανον . Μια
μησώμεθα τὸν μακάριον Παῦλον , ὃς βαπτιθεὶς ἐκής
ρυττόν , ὃν πρὸ τὸ βαπτίσματος ἤλαμε
ત ' μιμησώμε
θα τὸν τῆς Αἰθιοπίας Εὐν& χον , ὃς ἐν ὁδῷ τυχὼν
το βαπτίσματος , ὁδὸς αὐτὸς τοῖς πις δύουσι τῆς Αἰ
θιόπων ἐγούετο . Πολυπλασιάσωμον τὸ τῆς χάριτος
τάλαντον , ἵνα τῆς πολυδέκτε φωνῆς ἀκέσωμο το Δε
από τε λέγοντος " εὖ δῆλε ἀγαθὲ καὶ πιςὲ ἐπὶ ὀλίγα
ἧς πισὸς , ἐπὶ πολλῶν σε καταςήσω , εἴσελθε εἰς τὴν
χαραὶ τῷ Κυρίε σε. Αὐτῷ ἡ δόξα , καὶ τὸ κράτος εἰς
τὰς αἰῶνας τδ αἰώνων . Αμμύ .
}

ΕΙΣ
161

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ

Τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησδ Χρις5 . Λόγος Α΄.


}

Οὐκ οἶδα ποίᾳ χρήσομαι γλώττῃ πρὸς τὸ τῆς πα


ρέσης ἑορτῆς εὐφημίαι ποίῳ δὲ σόματι τὰ ἁρμότ
τοντα τῷ ἐρανίῳ φθέγξομαι θαύματι · ραύιον δὸ τὸ
σήμερον , ὡς ἴσε , Μυςήριον , ὡς αἴωπον τω ἀρχὴν
ἐχηκός· ὅθον ᾧ κατέβη , ἐκεῖ πάλιν ανέβη Χρισός
ὁ δὲ καταβὰς αὐτός ἐςι φησὶ καὶ ὁ αναβάς . Κατέβη
δὲ εἶπον , καὶ ανέβη , οὐ περιγράφων τὸν ἀκατάχετον
τόπῳ , ἐδὲ ὧν μέρει τὸν πανταχε κανονίζονται ,ἀλλὰ
τῷ τῆς οἰκονομίας λόγῳ τὸν ἀκατάληπτον ἐφθάσαι
πισδύω . Οὔτε δ κατελθὼν ἔλιπε τὸν ἐρωνὸν , οὐδὲ
αναβὰς καὶ τῆς γῆς χωριθεὶς , ἀφῆκεν ἡμᾶς . Τὸν ἐ
μανὸν γὰρ καὶ τῶν γὰ ἐγὼ πληρῶ , λέγει Κύριος
ὥςε τιμῆς ἐπάξιον καὶ δέον τὸ θαῦμα . Τὸ ᾧ παρὰ
φύσιν , φόβον τῇ φύσει γεννᾷ . Ωσπερ δ ανθρωπος
Αἴγγελον ἰδὼν ἐπὶ γῆς , κάμπτει τὸν αὐχένα , όρο
θοῖ τὰς ῥίχας , καὶ τὶ τὸ τῆς ὀπτασίας αἴτιον καθ᾽
ἑαυτὸν συζητῇ , οὕτω δὴ καὶ τὶ τῆς ἀσωμάτων τότε
τάγματα , σῶμα βαῖνον ἐπὶ νεφέλης ὁρῶντες , στ
φόβῳ τι τὸ ξοον ἐζήτεν τε θαύματος · καὶ τῆς ἐρδί
νης τεκμήριον τὸ Δαβιτικὸν ἡμῖν λόγιον , ὅπερ ὡς
πυθομένων της αἴω Δυνάμεων παρὰ τὸ Προφήτε βε
βόητο , τίςἐςιν ὗτος ὁ βασιλοὺς τῆς δόξης ; τὸν γὰρ
ἐν τῇ φαινομενῃ σαρκὶ σαρκωθούτα τέως ἐκ ᾔδεισαν
ἕως αὖ πάλιν αὐτήκεσαν τὸ , Κύριος της δυνάμεων
αυτός ἐσιν ὁ Βασιλοὺς τῆς δόξης . Ἐν δὲ τῷ ὄρει τῷ
ἐλαιῶν Χρισὸς αναβὰς , καὶ τῆς τῆς ἐρανῶν λαβόμε
νός κορυφῆς , τότε μαθητὴς ἐκεῖσε τὸ ςίφος ρυθμός
σας ; αἵρεται ὁρώντων αυτῆς μεταρσίῳ φορᾷ , πρὸς
ρανὸν αὐορμῶν ἐκ γῆς , ἐν σαρκὶ μεριζόμενος , Θεό
Encicl . Tom . II . 1 τητι
162 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

τητι δὲ τῷ παντὶ συμπληρώμενος . μᾶλλον δὲ μὴ χωρ


ρέμενος . Τοῦτος δ ὁ δεασότης ἡμῶν Χρισὸς , καὶ σω
τὴρ Ἰησᾶς · καὶ ἐν γαςρὶ κυοφορέμενος , καὶ τῷ πατρὶ
συγκαθεζόμενος ὁ καὶ ἐκ γυναικὸς τικτόμενος , καὶ τὰ
τικτόμενα διαπλάττων ἐν μήξᾳ a παιδία · καὶ παργα

νέμενος με τόκον ἐν ράκεσι , καὶ τὸν ἐρανὸν περιβάλ


λων νεφέλαις . Καὶ ἐν φάτνη ανακλινόμενος , καὶ ἐν
ἀπεραύτοις αἰῶσιν αὐαπαυόμονος καὶ παρθενικῷμας
ζῷ γαλεχόμενος , καὶ ζοφ πάσῃ σαρκὶ παρεχό Τ
1.
μονος˙ καὶ μητρικαῖς ἀγκάλαις περιφερόμενος , καὶ τοῖς
Χερεβίμ εποχόμονος καὶ αὔξων , καὶ πάσῃ μέσα τις
θεὶς ἡλικία . Καὶ ἐπ᾿ ἄκρων κυμάτων περιπατδ , καὶ
καθ᾽ ὁδὸν κοπιῶν · καὶ ἐν Ἰνδαίᾳ παρα Ἰυδαίων κρα
τούμενος , · καὶ τῷ παντὶ μὴ χωρέμενος · καὶ ςαυρῷ
τὰς χεῖρας ἡλέμονος , καὶ τω γί ἐν τῇ δρακι θέ M
μένος · καὶ θνήσκων, καὶ θανάτῳ κτείνων τὸν θάνα Q
1
τον καὶ νεκρέμενος , καὶ τὰς νεκρὸς αὐιςῶν καὶ τῆς
γῆς μὴ χωριζόμενος , καὶ εἰς ερανὸν αναλαμβανόμε
νος . Νεφέλη γάρ φησιν ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τ t
φθαλμῶν αὐτῷ . Οὐκ εἶπεν ἔλαβεν , ἀλλ᾿ ὑπέλαβεν . Ka
1
Δηλοῖ δ , ὡς καὶ περιέχε τὸν ἀχώρητον , ἀλλὰ τοῖς τὰ
ἀκαταλήπτε τὸ νέφος ὑπετρώθη ποσίν · ὃ δὴ μάλι
τα θαῦμα αἴω τὰς τῆς ᾿Αποςόλων πρὸς αἰθέρα ἐ
δέσμει μορφάς . ᾿Ατενίζοντες γάρ φησιν ἦσαν εἰς τὸν
κρανὸν , πορευομένε αυτό · ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν
ἐρανὸν , ἐχ ἁπλῶς ὁρῶντες , ἀλλ᾿ἀτενίζοντες . Σω
τονον ὄμμα πρὸς τὸ παντέφορον ἐςήριζον ὄμμα . Οὐ
τοσῦτον δὲ οἶμαι τὸ βλέμμα , ὅσον ἐρσύνῃ κατέτεινον
τὸ φρόνημα . Τίποτε ἆρα ἀννοοιῶτες τὸ ζώον τοῦτο
θεώρημα ; αἰθεροβάτης ἡμῶν μετὰ σώματος ὁ Διδά
σκαλος . Λαμπραν ὑπὸ πόδας τανύσας ἔχει νεφέλμυ ,
φέρει τὴν φέρεσαν , γῆθεν φερόμενος . Ἣν πατεῖ πρὸς
ὕψος ανέλκει ποδί . Τὸν ἐπὶ τῆς θαλάττης περίπα
τον πάλιν ἐμιμήσατο . Ως τότε ἐπὶ ὑδάτων , βαίνει
καὶ ναῶ νέφει υδροτόκῳ . Αρα χωρὶς σώματος πρὸς
τὰς
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨ . ΛΟΓΟΣ Α΄. 163

τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις φοιτᾷ ; ἢ με σαρκὸς , ὡς καὶ


ταύτης ἐκτὸς κρατεῖ τῷ παντός,
Ταύτας αὐτῷ τὰς ἀννοίας ὡς Θεὸς ὁ αναληφθεὶς
ἐγνωκῶς, Αγγέλων πέμπει δυάδα τδ ζητεμόνων Δι
δάσκαλον · οἳ καὶ παρεςῶτες αὐτοῖς αὐτίκα φθέγγον
ται λέγοντες · ανδρες Γαλιλαῖοι , τί ἑξήκατε ἐμβλέ
ποντες εἰς τὸν ἐρανόν , οὗτος ὁ Ἰησος ὁ αναληφθεὶς
ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τὸν ἐρανὸν , ὅπως ἐλεύσεται, ὃν ζόπον
ἐθεάσαθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν ἐρανόν . Οὕτως
ἐλεύσεται , ὡς ανερχόμενον ἴδετε . Οὐκ ἀποτίθεται
φησίν , ὡς ὑμεῖς ἐν ᾧ ὑπάρχετε σώματι . Οὐ δ εἰς
χρησιν ἔλαβεν , ἀλλ᾽ εἰς ἀπέραντον κτησιν τὴν σάρκα .
Οὐ πρὸς καιρὸν σεσωμάτωται , αλλ᾽ εἰς ἀεὶ λοιπὸν ὡς
οἶδε σεσάρκωται · οὐκ ἄλλως ανείληπται , ἑτέρως δὲ
παρέσεται. Οὕτως ἐλεύσεται · ὅτω . Πῶς; ὡς ἐκ Μα
οίας γεγενηται, ὡς μεθ᾽ὑμῶν συνέτραπται , ὡς
τῷ σαυρῷ παραδέδοται , ὡς ἐκ νεκρῶν αὐεγήγερται,
ὡς τὰς τύπος τῆς ὅλων ὑπέδειξεν , ὡς τω πλεύρα
παρὰ τὸ Θωμᾶ ἐψηλαφᾶτο . Μονε δὲ ἡ πληγὴ πρὸς
ἔλεγχον οἶμαι τῆς παρὰ 15 Ιεδαίων σφαγῆς . Καὶ
τότε μάρτυς Ζαχαρίας ὁ προφήτης ὄψονται λέγων ,
εἰς ὃν ἐξεκούτησαν . Οὐκ εἶπεν ὃν ἐξεκέντησαν , ἀλ
λ᾿εἰς ὃν ἐξεκούτησαν . Εἰς τὸν τόπον ἐμβλέψεσιν ,
ὅπε του λόγχω ἐνέπηξαν . Τὸ τῆς ἀλαίτε φαῦμα
φασι γνωρίσωσι λαγόνος. Τῆς οἰκείας εἰς τὸ θεῖον
ληςείας τω διώρυγα ὄψονται . Ὢ τῆς ὑπὲρ λόγον
τοῦ Χριστέ πραγματείας!νεκρὲς ανέςησε , καὶ τῷ ἐ
δίων χειρῶν τὰς ανασκολοπισμοὺς οὐκ ἀπούλωσε .
Τὸν θάνατον τῷ θανάτῳ ἐπάτησε , καὶ τῷ τῷ σιδή
ρε πληγμὸ ἐκ ἰάσατο . Διατί ; ἵνα ἐμμάρτυρον τοῖς
ἀδίκοις ἐκτίσοιτο τὸ τῇ τολμήματος ὄφλημα . Ερχεται
δ κράτος μὲν ἔχων κριτε , φέρων δὲ συγκατάβασιν
ἀδελφῆ . Οὐκ ἐκ βίας , κείνων δὲ ἕκασον ἐκ τῆς τῆς
οἰκείων ἔργων αὐτῷ μαρτυρίας , καὶ τὸ παρὰ τῷ Δα
βὶδ εἰρημένον · ἐλέγξω σε , καὶ παρατήσω και πρόσω
1 2 πόν
164 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΕΓΑΛΟΥ -

πόνσε τὰς ἁμαρτίας · ἐξέψει γεν Ιεδαίες εἰ καὶ


μὴ χείλεσι, τότε τοῖς μώλωψι , καὶ τῇ τῆς πλευρᾶς
θέᾳ πρὸς αὐτὸς ἀφήσει φωνάς . Ἐγὼ πρὸς ὑμᾶς ἐ "
λήλυθα δι᾽ ὑμᾶς , ὑμεῖς δὲ κακὰς αὐτὶ ἀγαθῶν ἀ
πεδώκατέ μοι τὰς ἀμοιβάς. Ἴδετε και τίνος τὸ ξίφος
ὠξιύατε ; καθ᾿ οἵας Πανδεασότε πλουρᾶς ἐπαφήκατε
τὰς πληγάς ; ἀμνᾶ με δίκω ἐθύσατε , καὶ δ᾽ ἐμῶν
"
σαρκῶν ἄγουστοι μεμενήκατε . Ὑμᾶς καθ᾽ὑμῶν τῶν
παρ ὑμῶν εἰς ἐμὲ γεγενημένων λαμβανω κριτάς . Δι
κάσατε , εἰ δέον ὑμᾶς παρ᾽ ὁ τεθύνατε συγγνώμίω ἔ
χειν , εἰ εὔλογον δι᾿ ὃν κρίτω πεφονδύματε ζητῆσαι
τὸν ἔλεον . Εἰ ᾧ πᾶς κριτὴς καὶ τὸν κατ' ἄλλος πανα ་
τον ἐκζητεῖ , πόσῳ μᾶλλον αὐτὸς καὶ τω κατ᾿ αὐτοῦ

γενομενίω ληςείαν ; εἰ δ καὶ ἄφες εἶπε , Πάτερ αὐτ
2
πῖς , πῖς ἐκ εἰδόσιν εἶπεν ὃ ἔδρασαν . Μετὰ δὲ γνω
σιν , ἅπας ζόπος αὐτοῖς ἀπολογίας γυμνός . Ταῦτε
ἐρεῖ τότε πρὸς Ιεδαίες Χρισὸς , πρὸς ἡμᾶς ἐλουσό
μενος • Πῶς ἐλώσόμενος ; ὡς ὁραθῆναι τεθέληκεν
αναλαμβανόμενος ὡς ὁραθήσεται πάλιν ἐρχόμενος •
Εν ταύτῃ γὰρ τῇ σαρκὶ δικάσει πάσῃ σαρκί · ἐν F
ταύτῃ τὸ παίδημον συγκροτήσει κριτήριον · ἐν ταύτῃ 1

γυμνὸν καὶ τεφαχηλισμένον ἀπαιτήσει λογοθέσιον • Τ


1
Ημεῖς δὲ τὸν ἐξ ἡμῶν κριτίω ἡμῶν εὐφήμως οὐδύ
φημήσωμον τὸν ὑπὲρ ὑμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς δι᾿ ἡμᾶς γε
γονότα δοξάσωμεν . Συγγενῆ τὸν αὐτὸν δεασότίω καὶ "
κριτίῳ θαῤῥήσωμεν ἔχοντες . ᾿Αποςολικῶς τὸν τῇ λό
γε τέως δεσμὸν ἐκκομβώσαντες , επωμεν ὁμολογου
μοίως . Μέγα τὸ τῆς οὐσεβείας Μυσήριον • Θεὸς ἐς
φανερώθη ἐν σαρκί ; ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι ἐπι
εδύθη ἐν κόσμῳ ανελήφθη ἐν δόξῃ . Αὐτῷ ἡ δόξα
εἰς τὰς αἰῶνας τῆς αἰώνων . ᾿Αμμό

ΕΙΣ
165

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ

Το Κυρία ἡμῶν Ἰησδ Χριςô . Λόγος Β΄.

Η μου τῆς ᾿Αναςάσεως μνήμη , τα


τὰ καὶ τὸ θανάτο
τοῖς ανθρώποις χαρίζεται νικητήρια ท δὲ παροῦσα
πανήγυρις πρὸς δρανὸν ανάγει τὸν αὔθρωπον , καὶ τὰς
ἐν γῇ διαβιβὰς ἀλλάξασα , τὸν ἐρανὸν βατὸν τοῖς αὐ
θρώποις ἐργάζεται . Οὐ δ ἐλίω τὸν θάνατον κε
κρατηκότα , πάλιν τὸ ανθρώπινον γερος, ἀφιούαι τῖς
το θανάτε χωρίοις αυλίζεται . Ναμοι μέγα φρο
νῦν ἀληθῶς κατὰ τῆς διαβολικῆς τυραννίδος ἐπέρχε
ται
‫ ܪ‬ὅταν ἴδω σήμερον τῷ ἐμε γούες τά ἀπαρχ
ἐν ἐρανοῖς βασιλόύεσαι . Να πέπτωκε το πολεμίου
τὸ κράτος , ἀπέλιπε το διαβόλε τὰ μηχανήματα . Οὐκ
ἔτι ταῦτα Παράδεισος ὦ διάβολε , οὐδὲ αυτῷ τέρψις
πρὸς ἀπάτω θηρεύεσα , ἵνα πάλιν λύσαςμε το νό
με τὸν φόβον , κυρώσῃς τὸν θαύατον . Οὐκέτι , γῆ εἶ
καὶ εἰς γίῷ ἀπελούσῃ , ἀμέω ἀλλ᾽ εἰ καὶ γῆ εἶ , πρὸς
Φρανὲς ἀπελούσῃ διὰ τὴν τε αὐάγοντος ἀγαθότητα .
Καταλιμπάνω τὸ τῆς ἁμαρτημάτων χωρίον , παραχω
ρῶσοι του γί , ἐφ᾿ἧς ἐτάχθω , ἀφ᾿ἧς ἐξάφω .
Εἰς ἐρανὸν μετοικίζομαι τῆς σῆς ἀπάτης ἐλεύθερος
기.
Πάλαι μεν σοι φυτὸν πρὸς τ᾽ τὸ ᾿Αδὰμ αἵρεσιν ἤρε
κεσεν , ὅτε πλήξας τι το ξύλου καρπῷ τὸν πρωτό
πλάσον , ἔξω γενέθαι τῆς τὸ Παραδείσε ζυφῆς και
τάγκασας · ναῷ δὲ καὶ πᾶσαν κενώσῃς του φαρέ
ξαν , και σεαυτό φέρεις της τοξωμάτων τὰ βλήματα .
Πέ σοι λοιπὸν διάβολε , παλαιᾶς ἀπάτης τὰ μηχα
νήματα ; ποῦ σοι ὁ σοφιςδίων ὄφις ,가 ἵνα τω Εὔαι
χωρίσῃ το τὸ Παραδείσε , τὸ ,9 ᾗ δ᾽ αὖ ἡμέρᾳ φάγητε,
ἔσεπε ὡς *
ως Θεοί , προσφθεγγ όμενος ; γεγονάς μοι της
ἀγαθῶν προφήτης ἀκέσιος . Αἷς δ πρὸς ἀπάτω ὑα
ποχέσεσιν ἐχρήσω , ταύτας διὰ πραγμάτων ἐκέρδανα .
13 Γέ
166 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

Γέγονέ μοι τῆς ἐπαγγελίας ἡ φαντασία , διὰ τῆς πες


ρας ἀλήθεια . Ὢ θαυμάτων ἀπίζων καὶ ζώων τῆς
φύσεως ! Οἷς ὁ Παράδεισος ἀπεκλείπη , τέτοις ὁ Οὐς
ρανὸς ανεώχθη. Ὁ πρὸ βραχέος ἐπὶ Πιλάτε και ·
νόμενος , σήμερον ἐν δρανῷ κριτὴς ἐνθρονίζεται . Ὁ
παρὰ Ἰυδαίων γελώμενος , κάθηται τίμιος . Ὁ ταῖς
Ιεδαϊκαῖς ἀκανθαις τω κεφαλίω σεφανέμενος , θεϊ
μῆς αξίας διαδήμασι σφίγγεται . Ὢ ποσάκις ἡ τοῦ
Δαβὶδ κιθάρα τὰ παρόντα ἐθέασιζα ! εἶπε ὁ Κύ
ριος την Κυρίῳ με , κάθε ἐκ δεξιῶν με , ἕως αν θῷ
τὰς ἐχθρές σε ὑποπόδιον τδ ποδῶν σου . Να
el ἀλη
θῶς γέγονε τὰ κρύσματα πράγματα , καὶ ἃ πρότερον
ἰδεῖν ἐν μέλεσιν ἐπεθύμησε , σήμερον εἶδον ἂν παράγ
μασι · καὶ γέγονε μελῶν ὑπεργὸς ἐρανὸς , τὸν παρ᾽ ἐ 1
κείνῳ μνημονευόμενον τοῖς νώτοις ὑποδεχόμενος . Καί
τρι καὶ παρ'αὐτὸν τὸν τόπον ἐρανὸς ἔτι τικτομείῳ δι
ἀσέρος ὑπέκυπτον , ὥσπερ ἐπειγόμενος καὶ πρὸ και 1
ρε δέξαθαι τὸν ἐν σπηλαίῳ κρυπτόμενον , ἀλλ᾽ ἔδει
'E
τὸς τῆς οἰκονομίας καιρὲς καὶ ὅρες φυλάττεσθαι . Ἐ
μοι μου θαυμάζειν ἐπέρχεται , πῶς τίω τε γονες
αἰσχω !ω εἰς οὐδοξίαν μετέβαλε ; πῶς των Θεῷ πρὸς
ἡμᾶς ἀγανάκτησιν εἰς μεγάλην συμφύεται Κεγκαν ;
Εἴπλασον ἡμᾶς χερσὶν οἰκείαις ὁ Θεὸς , Ἑρμῆς αὐτ
τοχεδίς κτήτορας ἔδειξε , ξυφῆς ἐξεσίαν , γῆς ὑπερ
γίαν ἔδωκεν , αέρος δελείαν , θαλάττης οὐπορίαν πας
ρέχετο , ἡλίς βολὰς , σελίύης αὐγὰς , ἀτέρων φορὰς ,
ζώων παύτων ὑποταγάς. Παρῆλθέ τις ἐν μέσῳ που
λέμιος διαβάλλων εἰς φθόνον Θεὸν , ἔπεισαν παιδί,
γίνεται τῆς ἐκείνε μερίδος ὁ ἀπατώμενος , αντιθείας
ἐνόσησε πάθος , συνέθετο λάθρα καὶ τῷ Θεῷ , ἐκτείς
νει τω χεῖρα κατὰ τὸ τὸ Θεῷ προςαγμάτων . Επι
φαίνεται Θεὸς , ἐλέγχει
τὰς παρανόμους ἐλπίδας .
Φεύγει τω θέαν ἡ τὸ γονες ἀρχὴ , καὶ παραιτεῖται
τὸν ἔλεγχον . Ὑπὸ δενδρον κρύπτεται , φοβεμένη τὸν
κτύπον ἡ παρανόμως φανταθεῖσα Θεότητα . Τῆς οὖν
αξίας
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨ, ΛΟΓΟΣ Β΄. 167

αξίας γυμνώσας Θεὸς , το Παραδείσε ἀπωθεῖται τὸν


ανθρωπον , μονονεχὶ τοιαῦτα πρὸς αὐτὸν ἀποφθεγγό
μενος · οὐκ ἐπὶ ταύταις ταῖς ἐλπίσιν ἐπεκτγνόμῳ
ἐγώ ἔτε διὰ ταῦτα ἐν ταῖς χερσί μου ταύταις διέ
πλασα , τὸν πηλὸν εἰς φύσιν μεταμορφώσας . Σὺ δὲ
ἰὼ ἔλαβες παρ᾿ ἐμὲ χεῖρα καὶ τῆς ἐμῆς ἐξέτεινας ἐν
πολῆς , καὶ γέγονας διαβόλο συμμύσης , και το Ποιητοῦ
συμφρυαξάμενος . Τοιγαρόν ἔξιθι τῆς αξίας , ἐντίς
με χωρίς μεθίσασο . Γῆ εἶ , καὶ εἰς γῷ ἀπελού
σῃ . Ὑπότρεφε τμὸς αὐτ , τὰ ὑπὲρ αὐτὸν φαντα
σθείς : ανακαμπτέτο πάλιν ἡ φύσις , μάθε μητέρα
τω γlώ , θανάτῳ πρὸς αὐτω παραπεμπόμενος
Ταῦτα τῆς διαβολικῆς ἀπάτης τὰ ἔπαθλα · ταῦτα
τῆς τὸ γονες ἀρχῆς τὰ γνωρίσματα , Τῦτο τὸ ἐλέει
νὸν δράμα σωεσῆλθε τῇ φύσει , Αλλ' ἐκ ἄχρι παν
τὸς Κεγιεν ชὁ Δημιεργὸς , ὁρῶν τὸ δημιόργημα σας
φιβόμενον . Ωκτειρε δὲ αἰδεμοίῳ καὶ ποθέσων τω
φύσιν , καὶ ἠλέησε ττί ἐν τῇ κτίσει πλανωμεύω , εἰς
κόνα . Τί ἐν ποιεῖ ; πλάττῃ πάλιν ἕτερον Αδάμ ,
ἐκ τῆς φύσεως ἐγείρων προςάτω τῇ φύσει , καὶ χόν
ἐκ Παρθούς δανεισάμενος , μορφοῦ πυρὸς ἀληθεςέρα
εἰκόνα , ἐν ἑαυτῷ τὸ πλαττόμονον ἔμβρυον πλάττει ,
καὶ μένει πολύ ὑφαίνων ἐν μήζᾳ , ὡς ἐν θαλάμω
βασιλικῷ ἐνδύεται τω εἰκόνα , ἵνα τῆς εἰκόνος πε
ρέλῃ τίω γύμνωσιν . Ἔδειξε γὰρ ἀπάτης ἰχυρότερον
καὶ ἁμαρτίας ανώτερον : ἀθάνατον καὶ με θάνατον η
καὶ λυτῆρα τάφων ἐν τάφῳ γενόμενον , καὶ ἀθανασίᾳ
ξεφανώσας σήμερον εἰς Οὐρανὸν ανεκόμισε . Κοινὸν
ἐγκαλλώπισμα↑ τῇκτίσει το τῆς φύσεως ἀπαρχὴν
δωρησάμενος . Αρὖν , εποιτις αν, ὡς τότε θυμῷ μὲν
κρατέμενος ὁ Δημιεργος , παρὰ πόδας έσης της πα
ραβάσεως , τω εἰκόνα ἐβδελύττετο καὶ μισήσας τω
γνώμίω , τω φύσιν κατεδικάζετο . Νυνὶ δὲ χρόνῳ
μεταμαθὼν τὴν ἀγανάκτησιν , μαλαχθείτος το θυμῷ ,
τὸν ἠδικηκότα φιλανθρωπεύεται ; ἔμενων . Οὔτε ο ἐ
1 4 κεινα
168 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

κεῖνα θυμὸς , ὅτε ταῦτα μεταμέλεια πάθες χαρίζε


ται ' ἀλλ᾿ ανωθεν ὁρῶν , τάξιν βραβεύει τοῖς πράγμα .
σιν . Ὁρῶν γὰρ τῇ τε θανάτε καταδίκῃ τὴν φύσιν ὀ
κλάζεσαν , καὶ τδ ανθρωπίνων ὠδίνων ἕτοιμον τὸν τά
φον διάδοχον , καὶ πλᾶτον τοῦ ᾅδε γινομείτω της ανα
θρώπων τω θήραν , καὶ καθημέρας θανάτε γινόμενον
παρανάλωμα , λύων τὴν τῆς ἀπειλῆς ἀκμίῳ ὁ Θεὸς ,
ἐλπίδα οὐθὺς ἀθανασίας ανατέλλει τῷ γονει , καὶ τὸν
Ενώχ ἐκ μέσον ἁρπάσας, θαύατον ανθρώπων ἡττώ
μονον ἔδειξε , καὶ θνητὼ φύσιν ἐδίδασκαν ὅρες ἀθα
νασίας ἐκδέχεσθαι , καὶ τέως θανάτε δρόμον ἐμαύθα
νεν ἐμποδίζεται , καὶ ἡ τῷ δικαίε μετάβασις θανάτα
τάσις ἐγίνετο . Τέτο γινόμενον ἐν μέσῳ πούθε πα
λινῳδίαν τὴν φύσιν ἐδίδασκε , καὶ χρηςαῖς ἐλπίσιν ἀπ 1
νίεθαι . Ἵνα δὲ μὴ • χρόνος πάλιν ἐν μέσῳ ῥέων πο 1
λὺς κατακλύσῃ τὴν μνήμίω το θαύματος , καὶ τὰ τῆς
ἐλπίδος ἴχνη ἀπαλείψας τ᾿ ἀθυμίαν αὐξήση , καὶ
πάλιν ὁ θαύατος και των ανθρώπων φοβερώτερος φαί
νηται , αναλαμβανει τὸ θαῦμαι καὶ διπλασιάζει τὸ
δῶρον , καὶ παρί Ἠλίας νικητὴς καὶ τῷ θανάτε και
λέμονος · ὃν φωνῇ τὰς νεφέλας ὑποδραμὼν , Οὐρανῷ
περὶ ἀβροχίας ἠπείλησε , καὶ ῥήματι δήσας τω κτί
σιν , Ιίοχος τδ τοιχείων, ἐγένετο , γλώττῃ μακρᾷ
τῆς κτίσεως συςείλας τὰς οἴακας . Τότε τὸ μέγα θαῦ
μα δείκνυται , ανθρωπον Οὐρακὸς αὐχυνόμενος ἵνα
δ μὴ τὸ τε ανδρὸς οὐτελὲς ὑποκλέψη της και το θα
+
νάτε νίκης τω αἴδησιν , γνώριμον αυτὸν πρῶτον τῇ
κτίσει πάσῃ προτίθησι, καὶ τότε πυρὸς ὀχήματι ἐπὶ
L
βὰς , παραδόξω πτήσει καὶ δρόμῳ κάτω καταλιμπάνει
τὸν θάνατον , καὶ ἀλλάσσει τὸν νόμον τῆς φύσεως ἡἡ }
ἀξία τῆς χάριτος * ανελήφθη δ Ἠλίας ὡς εἰς τὸν
Οὐρανὸν , καὶ κέκραγεν ἡ γραφὴ τὸ θαῦμα , τοῖς ὅλοις
αἰῶσι τῇ φωνῇ παραπέμπεσα . Σὺ δέμοι λοιπὸν ἀ

γαπητέ , τῆς λέξεως τ ἀκρίβειαν σκόπησον , καὶ μή


σε διαλάθη συλλαβῆς γραφικῆς περιεσία καὶ διύαμις ·
μὴ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨ . ΛΌΓΟΣ Β΄. 169΄

μὴ δὲ τῆς λέξεως παραδρομῇ , τον Δεασότῃ τὸν οἰκέ


τί νομίσῃς ἰσότιμον . Οὐ γὰρ εἰς Οὐρανὸν Ἠλίας
"
ανέρχεται , ἐδὲ διαδραμὼν τὸ ςερέωμα , τοῖς ἐκεῖσε
χωρίοις αυλίζεται. ᾿Αλλ᾿ἄκεσον τί φησιν ὁ ἀνάγων

Ἐν δὲ τῳ ανάγειν Κύριον τὸν Ἠλίαν ὡς εἰς τὸν Οὐ
ρανὸν , καὶ πάλιν μικρὰ λέξις , ἔζησε τὸν Ἠλίαν πυρὸς
τὰ αἴω φερόμενον · ἀρκεῖ δὲ τῷ Προφήτῃ τιμηθῆναι
τῷ τύπῳ . Πρὸ δὲ τῷ Δεσπότε τὸν οἰκέτω .Οὐρανὸς
ક ὑποδέχεται
ἐχ ἐδεὶς δδ αναβέβηκεν εἰς τὸν Οὐρα
νὸν , εἰ μὴ ὁ ἐκ τῆς Οὐρανῶ καταβὰς , ὁ ὑὸς τὸ αὐ
θρώπε , ὁὢν ἐν τῷ Οὐρανῷ . Ἐτηρεῖτο δὲ τῇ τῆς ἀν
θρώπων ἀπαρχῇ διὰ τὸν εδ ανθρώπων Ποιητίῳ , ὁ
Οὐρανός. Οὕτω μοὶ ἦν τοῖς περὶ τὸν ᾿Ενωχ καὶ Ἦ
λίων ὁ Θεὸς ἀγαθῇ ἐλπίδι εὔφρανε τις ανθρώπες ,
δι' ὧν ανθρώποις ἔσι τὸν τὸ αέρος δρόμον ἱππήλα
τοῦ ἥπλωσεν
. Οὐ μίὼ ἄχοιγε τέτων ἔζησε τὸ ὑπὲρ τω φύσιν
του πίσιν , ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς καθημέραν θεωρίας
θάδας γενέθαι παρασκευάζει το θαύματος . Τί δ
ποιεῖ; ωροςάττει τὸν συγγραφέα Μωσέα εικονογρά
φον τῆς κτίσεως γενέθαι , καὶ διὰ σκωῆς μιμήσαθαι
τὸν Ποιητικὸ ἐγκελεύεται . Γῆς μο μίμημα καὶ τῆς A ἐν
τῇ γῇ , τὸ τῆς σκευῆς πρόσωπον θεωρέμενον · τὰ δὲ
τῆς σκηνῆς ἐνδοτέρῳ διατειχίσας παραπετάσματι , καὶ
ανθρώποις καταλείψας ἀθέατα , Οὐρανε τινα τάξιν ,
τῷ μὴ φαινομοίῳ μέρει χαρίζεται . Αλλ᾿ ἔτος Οὐρα
νῦ καὶ γῆς διὰ τὸ χημάτων νομοθετήσας τω μίμη
σιν , τὰ ἐν ἀδύτῳ ἄβατα πάλιν ανθρώποις εἶναι θε
λήσας , μόνῳ τῳ ἀρχιερατεύοντι τῆς ἀποῤῥήτων ἀνοί
γει τὴν εἴσοδον , τῆς εἰς Οὐρανὸν αὐόδε τὴν τότε Αρ
χιερέως εἴσοδον τυπικῶς ἐργαζόμενος , ἵνα ὁρῶντες
οἱ τότε τὸν Οὐρανὸν ἐν τύπῳ διατεμνόμενον , καὶ τὸν
Αρχιερέα μόνον τῆς ἀβάτων κατατολμώντα , προεπι
θῶσι τῇ θέᾳ , καὶ μὴ πολεμῶσι τοῖς θαύμασι . Τέ
των υπομιμνήσκων Ιεδαίες ὁ Παῦλος ὁ τῆς οἰκομέ
ins
179 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
M
της παιδευτής , ἐβόα τις γράμματι' εἰς μαὶ τὴν πρωτ
την σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λαζείας
ἐπιτελῶντες . Εἰς δὲ τ δευτέραν ἅπαξ τὸ ἐνιαυτοῦ
μόνος ὁ ᾿Αρχιερούς , καὶ χωρὶς αἵματος , ὃ προσφέρει
ὑπὲρ ἑαυτῷ καὶ τῆς τὸ λαδ ἀγνοημάτων . Χρισὸς δὲ
παραγενόμενος ᾿Αρχιεροὺς δ᾽ μελλόντων ἀγαθῶν ,
διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκίωῆς , ἐ› χειρος
ποιήτε , τετέςιν 8 ταύτης της κτίσεως , ἐδὲ δὲ αἷμα ,
τος ταύρων καὶ ζάγων , διὰ δὲ τὸ ἰδίο αἵματος , εἰς
σῆλθον ἐφάπαξ εἰς τὰ ἅγια . Καὶ πάλιν με βρα
χέα · καὶ ᾧ εἰς χειροποίητα ἅγιᾳ εἰσῆλθεν ὁ Χρισός ,
αντίτυπα τῆς ἀληθινῶν , ἀλλ᾿ εἰς མαὐτὸν τὸν Οὐρανὸν
ναῷ ἐμφανισθαι τῷ προσώπῳ τῷ Θεοῦ ὑπὲρ ἡμῶν .
Οὕτως οἶδε καὶ τύποις ἐξέπειν τὰς ἀπίτες ὁ Θεὸς ,
καὶ θαύμασι πις δθαι τὰ θαύματα . 기Οὕτω Χριστὸς
ανήρχετο εἰς Οὐρανόν · ὅτω τὲς τύπες ἔργῳ , ἀληθείας
ἐκύρωσαν . Ἔδει μον ἦν σωάπτεθαι τῇ αναςάσει τα 1
Σωτῆρος τω ανοδον , καὶ τὸν τῷ ᾅδε νικητώ , θες
τὸν Οὐρανὸν ὑποδέξαθαι . Αλλ᾿ ἵνα μὴ τὸ τάχος τῆς
γινομοίων κλέψῃ των αἴθησιν , παγώαι τῷ χρόνῳ
βέλεται τοῖς ᾿Αποστόλοις διὰ τῆς θεωρίας τὰ θαύ
ματα , καὶ τῇ συνεχεῖ τῷ ὀμμάτων προσβολῇ , τῇ ψη
χῇ παραπέμψαι τὴν πίστιν , σωεστιᾶται τοῖς Μα
θηταῖς , ἀπολαύει ζοφῆς αὐουδεὺς ὤν, συγχωρεί τη
λαφᾶθαι τὸ σῶμα , μάρτυρας τῆς ἀληθείας οὐκ ὀφ
θαλμὸς μόνον , ἀλλὰ καὶ δακτύλες ἐφελκόμενος . Δύο
σας ἐν τῆς φαντασίας τὴν ὑποψίας τῷ χρόνῳ τῆς πα
ρεσίας , καὶ τὰ πρὸς τὰ ἀποδημίαν εἰκότα τοῖς ᾽Α
ποστόλοις φθεγξάμενος , θεατὰς τῆς αἰόδε τὰς μας
θητὰς ἀπεργάζεται . Ἔδει δ τα θαυμάτων τὰς κα
ρυκας , αὐαιδοίαστον φέρειν της κηρυττομείων τὴν γνῶ
σιν . ᾿Ανήγετο με εν ὁ Σωτὴρ , ἔβλεπον δὲ κάτωθον
οἱ Μαθηταὶ , νέφος δὲ τὰς πόδας ὑποδραμὸν , ὄχη
μα πρὸς τὸν δρόμον ἐγίνετο . Ω παραδόξων θαυμά
των! Ὁ ἀὴρ διοδδύεται , αἰθὴρ διαδέχεται , "Αγγελοι
συμ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨ . ΛΟΓΟΣ Β΄, 171

συμπαραξέχοντες ᾄσμασιν ἐπινικίοις ἐπανηγύριζον ,


ἐκπεπληγμένες τῇ θέα τοὺς Μαθητὰς ἑορτάζειν
πειθον · τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν Οὐρανόν ;
τί ἑξήκατε ; τῷ κόσμῳ τὸ θαῦμα κηρύξατε , τῇ ἀ
ποδημίᾳ τὴν παρεσίαν . Οὕτως ἐλεύσεται , ὃν ξόπον
ἐθεάσαθε αυτὸν πορευόμενον εἰς τὸν Οὐρανόν . Τού
των ακέσας τῆς φωνῶν ὁ Παῦλος , τῆς φωνῆς ἀφίησι
τὰς σάλπιγγας διὰ τῷ γραμμάτων κεκραγώς· ἡμῶν
τὸ πολίτευμα ἐν Οὐρανοῖς ὑπάρχει , ἐξ ε καὶ Σως
τῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησῦν Χριστόν .Τέτοις
προστίθησι τὸς ανθρώπες, λέγων · ὅτι αρπαγήσοντ
ται ἐν νεφέλαις εἰς αέρα , εἰς ἀπαίτησιν το Κυρία .
Καὶ ᾧ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψεσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ
στερεώματος . Εκ τῆς δεασοτικῆς τοίνω ᾿Αναλήψεως
το Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίῳ καὶ ἀληθινό Θεοῦ Ἰησοῦ
Xes8 , τὰς ὁμοίας ἐλπίδας ζυφήσαντες , λέγωμον
πρὸς αυτόν · Ὡς ἐμεγαλώθη τὰ ·ἔργα σου Κύριε ,
παντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας · ὅτι σοὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κρά
τος σου τῷ Πατρὶ, καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ναῷ , καὶ
ἀεὶ , καὶ εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . ᾿Αμ .

ΓΡΗ
172

· Γ Ρ Η Γ ΟΡΙΟΥ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣ ΣΗΣ

ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ .

Οὐκ οἶδα ὅπως τῷ λόγῳ χρήσωμαι· διπλέ τε τὸ


ὁρῶ τω ὑπόθεσιν , καὶ σκυθρωπὴν καθ᾿ ἑκάτερον , ως
μὴ ράδιον ἔξω δακρύων τὸν λόγον ἐλθεῖν , ὅ , τιν ἐξ
ἀμφοτέρων ἑλόμενον . Ἡ παρέσα τα χρόνε περίοδος ,‫ܪ‬
καθὼς ἡμῖν χθὲς τότὸ παρὰ τοῦ ποιμενος ἤγγελτο
σκυθρωπῶν πραγμάτων της τῇ γείτονι πόλει ποτὲ δια
το σεισμῷ συμπεπτωκότων περιέχει τω μνήμῳ,
τίς ἀδακρυτὶ διεξέλθοι ; ἡ δὲ μεγάλη καὶ περιφανὴς αυ
τ καὶ τῆς ὑφ᾽ Ἡλίῳ πάσης προτεταγμένη Καλλίπολις
ἄλλον σεισμὸν ὑπέζη , καὶ 8 μικρὲν ἀπεσυλήθη κόσ
μου τῇ ἐν αὐτῇ λάμψαντος φωςῆρος εἰς προθήκην τῆς
βασιλικῆς σκληρίας ἀθρόως ἀφαιρεθεῖσα , καὶ διὰ τῆ
το τῇ κατηφείᾳ τῆς Βασιλέων συσκυθρωπάζεσα . Τὸ
δὲ λεγόμενον , ἐκ ἀγνοεῖτε παύτως οἱ πληρῦντες τὸν
σύλλογον , ὁρῶντες αυτόν τε τὸν τόπον τῦτον ἐν ᾧ συ
νειλέγμεθα , καὶ το ἐν τῷ τόπῳ κατήφειαν . Οὐκ οἶ
δε τοίνω πρὸς ποῖον σεισμὸν ξέψω τὸν λόγον , πρὸς
τὸν νῦν , ἢ τὸν πάλαι γενόμενον ; ἢ καλῶς ἔχει πρὸς
τὸ ὑπερβάλλον το πάθος είαι , καὶ καταπραύνειν τῆς
πόλεως τῷ ἰδίαν ἀλγηδόνα λογισμοῖς τισι τὸ πάθος
καταφαρμάσσοντα ; Εἰ δὲ καὶ μὴ παύτες οἱ τὸ κακοῦ
συμμετέχοντες τῷ συλλόγῳ πάρεισιν , ἀλλὰ διὰ τῶν
παρόντων ἴσως καὶ εἰς τὸς μὴ παρόντας ὁ λόγος διαδο
θήσεται καὶ ᾧ καὶ τῷ ἰαζῶν ἐκεῖνοι σοφοί , οἱ πρὸς
τὸ πλεονάζον τῆς ἀλγηδόνων διὰ τῆς τέχνης ὡςάμονοιel ,
τῆς δὲ ἧττον ὀδυνηρῶν τὴν θεραπείαν ὑπερτιθέμενοι· ὥw
απερ δέ φασιν οἱ περὶ ταῦτα δεινοὶ , εἰ δύο και ταὐτὸν
cii
ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦ . 173

οι σώματι πόνοι συμπέσοιςν , μόνε τὸ ὑπερβάλλον


τος τὴν αἴσθησιν γίνεσθαι , ἐν τῷ πλεονάζοντι τῆς ἐπι
κρατέσης ἀλγηδόνος ἐκκλεπτομένης τῆς ἥττονος ὕτω καὶ
ἐπὶ τὸ παρόντος βλέπων τὸ γὰρ νέοντε καὶ ἡμέτερον
ἄλγημα , τοῦ διὰ τῆς μνήμης ἀλγόντων ἡμᾶς ἔσιν
ἐπικρατέσερον . Πῶς δ ἐκ αὖτις ἐπὶ τοῖς συμβεβη
κόσι πάθοι; Τίς ἔτως ἀπαθὴς των ψυχώ ; Τίς ἕ
τω τὸν ζόπον σιδήρεος , ὡς αναλγητὶ τὸ συμβαν δέ
ξασθαι ; Ἔγνωτε παύτως το νέαν ταύτων περιςεραν
τω σξεφομενω τῇ βασιλικῇ καλιᾷ , τὴν ἄρτι μο
πτερεμείῳ ἐν λαμπρῷ τῷ πτερῷ , ὑπερβᾶσαν δὲ τὴν
ἡλικίαν ταῖς χάρισιν , ὅπως ἀφεῖσα τω καλιαὶ οἴτ
χεται , ὅπως ἔξω τῷ ὀφθαλμῶν ἡμῶν ἀπέπτη , ὅπως
αυτὴν ἀθρόως ὁ φθόνος τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀφήρπασαν 1
εἴτε περιςεραν
ત χρὴ λέγειν ταύτην , εἴτε νεοθαλὲς αἴ
θος , ὃ ἔπω μὲ ὅλοντῷ καλύκων ἐξέλαμψεν , ἀλ
λὰ τὸ μοὺ ἔλαμπεν ἤδη , τὸ δὲ λάμψειν ἠλπίζετο · καὶ
ὅμως, ἐν τῷ μικρῷ τε καὶ ἀτελεῖ ὑπερέλαμπον · ὅπως
ἀθρόως αναπέσβη τῇ κάλυκι , καὶ πρὶν εἰς ἀκμί
προελθεῖν , καὶ ὅλον δἰῳδίᾳ πετάσαι τὸ αὔθος, αυτὸ
περὶ ἑαυτὸ κατεῤῥύῃ , καὶ κόνις ἐγενετο , Cὃ ἔτε ἐδρόμο
τό τις , ἔτε ἐςεφανώσατο , ἀλλὰ μάτην ἡ φύσις ἐπόνη
·
σω ε τὸ μὲν
μον ἀγαθὸν ἐν ἐλπίσιν μὖ , ὁ δὲ φθόνος
ξίφες δίκην πλάγιος ἐμπεσὼν , τὴν ἐλπίδα διέκοψε .
Σεισμός τις Κὖ
ωὖ αντικρυς , ἀδελφοί , τὸ γενόμενον σεισ
μὸς , ἐδεν
α της χαλεπῶν συμπτωμάτων φιλανθρωπότε
ρος · καὶ τὸ ἄψυχον οἰκοδομημάτων κάλλος διελυμήνατο,
ἐδὲ σ᾿ ανθεῖς γραφὰς , ἢ λίθων περικαλλῆ θεάματος
εἰς γλῶ κατέβαλον , ἀλλ᾿ αὐτῆς τῆς φύσεως τὸ οἰκοδό
μήμα λαμπρὸν τῷ κάλλει ὑπεςράπτον ταῖς χάρισιν ,
ἀθρόως προσπεσὼν ὁ σεισμὸς ὗτος διέλυσαν . Εἶδον
ἐγὼ καὶ τὸ ὑψηλὸν ἔρνος , τὸν ὑψίκομον φοίνικα , τὸ
βασιλικόν φημι κράτος , τὸν ταῖς βασιλικαῖς ἀρεταῖς
οἷόντισι κλάδοις πάσης ὑπερανεςῶτα τῆς οἰκομένης
καὶ παντα διαλαμβαύοντα εἶδον αυτὸν τὸ μὲν ἄλλων
κρατ
174 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

κρατῶντα , τῇ δὲ φύσει καμπτόμονον , καὶ πρὸς τὴν ἀ


ποβολῳ τὸ αὔθους ἐπικλινόμενον · εἶδον καὶ τὴν εὐγενῇ
κληματίδα των περιειλημμένην τις φοίνικι, τὴν τὸ αἴ
θος ἡμῖν τότο ὠδίνασαν , οἵας ὑπέση ἐκ δευτέρε πά
λιν ωδίνας ἐν ψυχῇ , ἐκ ἐν σώματι , ὅτε αὐτῆς ὗτος
ὁ βλαςὸς ἀπετέλλετο . Τίς ας άκτως τὸ πάθος πα
ρέδραμε ; τίς τί το βίε ζημίαν ἐκ ὠλοφύρατο ; τις
ἐκ ἐπαφῆκε τῳ πάθει δάκρυα ; τίς καὶ κατέμιξε τῇ
‫ ܠ‬τα θρύψε τὰς ἰδίας φωνάς ; Εἶδον Θέα
κοινῇ συνῳδία
με πισὸν , ὃ ἐκ αὖ εἰς πίςιν ἔλθοι τοῖς ἀκοῇ παρα
δεχομένοις τὰ θαύματα · εἶδον ἐξ ανθρώπων πέλαγος
τῇ πυκνότητι τῷ συνεςώτων , οἷόν τι ὕδωρ καὶ ποῦ μέ
ρος τοῖς ὀφθαλμοῖς προφαινόμενον πλήρης ὁ ναὸς ,
9 ἡ ἐκδέχομενη πλατεία ,
πλῆρες τὸ ναῦC τὸ προαύλιον ,
τὰ ἄμφοδα , ἡ μέση, τα πλάγια , ἡἐπὶ τδ δωμάτων ο
ΤΟ
ευρυχωρία . Παῦ τὸ ὁρώμενον ανθρώπων πλήρωμα ἦν ,
ὥσπερ πάσης τῆς οἰκεμένης εἰς ταὐτὸν συνδραμέσης
ἐπὶ τῷ πάθει . Θέαμα δὲ προέκειτο πᾶσι τὸ ἱερὸν
αὖθος ἐκεῖνο ἐπὶ κλίνης χρυσῆς κομιζόμενον . Πῶς καὶ
τηφῆ παύτων μὖ της προσορώντων τὰ πρόσωπα ; πῶς
δεδακρυμενα τὶ ὄμματα ; χεῖρες αλλήλαις συναρασσό
μόναι ; σεναγμοὶ πρὸς τέτοις τὴν ἐγκάρδιον ὀδύην και
ταμιεύοντες ; Οὐ μοι ἔδοξε και του ὥραν ἐκείνω , τάς
χα δὲ ἐδὲ τοῖς ἄλλοις τῷ τότε παρόντων , τὴν ἐκ φύ
¿
σεως χάριν ὁ λυσὸς ἀπος ίλβειν , ἀλλὰ καὶ αἱ τῷ λί
των αυγαὶ , καὶ τὰ ἐκ χρυσό ὑφάσματα , καὶ αἱ τῷ ἀρ·
γύρε μαρμαρυγαί , καὶ τὸ ἐκ τὸ πυρὸς φῶς , πολύτε
καὶ ἄφθονονκαὶ τὰ πλάγια ἑκατέρωθεν τῇ συνεχείᾳ
τῷ ἐκ τὸ κηρῶ λαμπάδων παρατεινόμενον , παύτα
πούθει συνεμελαίνετο , καὶ παύτα μετεῖχε τῆς κοινῆς
κατηφείας . Τότε καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ τὰς ἰδίας ὑμνῳ
δίας τοῖς θρίοις ἔχρησε , καὶ αὐτὶ φαιδρᾶς χορος
σίας μεταλαβὼν τω γοερού τε καὶ ποθιμον , όξεκα
λεῖτο τὰς θρίες τοῖς μέλεσι πάσης δὲ καὶ τὸν και
ρὸν
ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦ . 175

ῥὸν ἐκεῖνον ἡδονῆς τοῦ ψυχῶν ἀπελαθείσης , μόνον ἦν


ἐν ἡδονῇ τοῖς ανθρώποις τὸ δάκρυον
Ἐπειδὴ τοίνω τοσότον ἡττήθη το πάθες ὁ λογισ

μὸς ; καιρὸς αν εἴη τὸ κεκμηκὸς τῆς διανοίας διὰ τῆς


δ λογισμῶν συμβολῆς , ὡς ἔτι δυνατὸν , αναρρώνου
παι· κίνδυνος δ οὐ μικρὸς , παρακέσαντας ἐν τότῳ
τῆς τὸ ᾿Αποςόλε φωνῆς , συγκατακριθείται τοῖς ανελ
πίσοις˙ φησὶ δ , καθὼς τοῦ ὑπαναγινώσκοντος ἀρ
τίως ἠκέσαμεν , μὴ δεῖν ἐπὶ τῷ κεκοιμημένων λυπεῖ
παι ,μόνον οι › τότο τῆς ἐκ ἐχόντων ἐλπίδα τὸ πον
9ος εἶναι . Αλλ᾽εἴποιτις αν , οἶμαι , τῷ μικροψυχοτέ .
ρων , ἀδύνατα κελεύειν τὸν θεῖον ᾿Απότολον , καὶ ὑπερ
~ ἐπιτάγμασι · πῶς δ ἐςι δύο
βαίνειν τὺ φύσιν τοῖς
νατὸν ὑπεραρθίαι τοῦ πάθος τὸν ἐν φύσει ζῶντα ,
καὶ μὴ κρατηθῶσαι τῇ λύπῃ ἐπὶ τοιούτῳ θεάματι ;
Οταν μὴ καθ᾿ ὥραν ἐν γήρᾳ συμπέση ὁ θάνατος ,
ἀλλ᾿ ἐν τῇ πρώτῃ ἡλικίᾳ κατασβεθῇ μεν της θανάτῳ
ἡ ὥρα , καλυφθῇ δὲ τοῖς βλεφάροις ἡ τῶν ὀμμάτων α
κτὶς , μεταπέσῃ δὲ εἰς ὠχότητα τῆς παρειᾶς τὸ ἐρύς
θημα , κρατηθῇ δὲ τῇ σιωπῇ τὸ στόμα , μελαίνηται
δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ χείλους αὖθος · χαλεπὸν δὲ μὴ μό
νὸν τοῖς γεννησαμώοις τότο δοκῇ, ἀλλὰ καὶ παντὶ τῷ
πρὸς τὸ πάθος βλέποντι . Τί ἐν πρὸς τέτος ἡμεῖς ;
ἐχ ἡμέτερον ἐρῶμεν ἀδελφοὶ λόγον , ἀλλὰ τὴν αὐάγνω
θεῖσαν ἡμῖν ἐκ τῇ Εὐαγγελίε ρῆσιν παραθησόμεθα
ἠκέσατε γὰρ λέγοντος το Κυρίω · ἄφετε τὰ παιδία ,
καὶ μὴ κωλύετε αυτὰ ἔρχεθαι πρός με τῶν δ τοιού
1 τῶν ἐςὶν ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν . Οὐκὲν εἰ καὶ σὲ
ἀπεφοίτησε τὸ παιδίον , ἀλλὰ πρὸς τὸν Δεασότην ο
πέδραμε˙ σοὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἔκλεισεν , ἀλλὰ τῷ φωτὶ
τῳ αἰωνίῳ διψώοιξε τῆς σῆς ἀπέςῃ ζαπέζης , ἀλλὰ
τῇ ᾿Αγγελικῇ προσετέθη · οὔθεν τὸ φυτὸν αὐεστάθη ,
ἀλλὰ τῷ Παραδείσῳ ἀνεφυτεύθη ἐκ βασιλείας εἰς
βασιλείας μετέςη · ἐξεδύσατο τὸ τῆς πορφύρας αὔθος ,
ἀλλὰ
176 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ἀλλὰ τῆς άνω βασιλείας τ περιβολὼ ἐνεδύσατο


Εἴπωσοι
\ τω ὕλην τῇ θείε ὀνδύματος , καὶ λίνον ἐςὶν ,
ἐδὲ ἔριον , ἐδὲ τὰ ἐκ σηρῶν νήματα . ῎Ακεσον τῷ Δα
βὶδ , ὅθεν ἐξυφαίνεται λέγει τῷ Θεῷ τὰ ὀνδύματα .
Εξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω · ἀναβαλ
λόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον . Ορᾷς οἷα ἀνθ᾽ οἷων αλλά
ξατο ; Λυπεῖ σε τὸ τῷ σώματος κάλλος 2 μηκέτι φαινός
μενον ·ε καὶ τὸ
~ ὁρᾷς αυτῆς τὸ ἀληθινὸν τῆς ψυχῆς κάλ
λος , δ νῷ ἐν τῇ πανηγύρει τῷ ἐρανίων ἀγάλλεται .
Ως καλὸς ἐκεῖνος ὁ ὀφθαλμὸς ὁ τὸν Θεὸν βλέπων ,
ὡς ἡδὺ τὸ ςόμα ταῖς θείαις ὑμνῳδίαις καλλωπιζόμε
νον · ἐκ ςόματος γάρ , φησί , νηπίων καὶ θηλαζόντων
κατηρτίσω αἶνον . Ως· καλαὶ αἱ χεῖρες αἱ μηδέποτε τὸ
καμὸν ἐνεργήσασαι . Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες , οἱ μὴ ἐπι
βάντες κακίας , μηδὲ τῇ ὁδῷ τῶν ἁμαρτωλῶν τὸ ἔχνος
ἑαυτῶν ἐπισήσαντες . Ὡς καλὴ πᾶσα τῆς ψυχῆς ἐκεί
νης ἡ ὄψις , κ λίθων ἀυγαῖς κεκοσμημενη , ἀλλ᾽ἁπλό
τητι καὶ ἀκακίᾳ ἐκλάμπεσα . Αλλά λυπεῖσε τυχὸν τὸ
μὴ εἰς γῆρας ἐλθῶν ; Τί δ , εἰπέ μοι , καλὸν ὀνος
ρᾷς τῷ γήρᾳ ; ἆρα καλὸν τὸ κνίζεθαι τὰ ὄμματα ;
τὸ ῥυσεθαι τω παρειαν ; τὸ ἀποῤῥεῖν τὰς ὀδόντας τε
σόματος , καὶ ψελλισμὸν ἐμποιεῖν τῇ γλώσσῃ ; τὸ ὑπο
ξέμειν τῇ χειρὶ , καὶ εἰς γῷ κύπταν ; καὶ ὑποσκάς
ζειν της ποδί , καὶ χειραγωγοῖς ἐπερείδεθαι ; καὶ πα
ρανοεῖν τῇ καρδίᾳ ; καὶ παραφθέγγεσθαι τῇ φωνῇ ;
2
οἷα τῇ ἡλικίᾳ ταύτῃ κατ᾽ἀνάγκων συμβαίνει πάθη
καὶ ὑπὲρ τύτου ἀγανακτοῦμεν , ὅτι μὴ ἀφίκετο εἰς
τ 19 τοιούτων πεῖραν
ι ; καὶ μία συγχαίρειν προσής
και ἐκείνοις , ὧν ἡ ζωὴ τω της σκυθρωπῶν πεῖραι
οὐ παρεδέξατο , καὶ οὔτε ἐνταῦθα τι λυπηρῶν ᾔσθε
ἔτε τι τῶν ἐκεῖ σκυθρωπῶν P ἐπιγνώσεται . Ἡ δ
τοιαύτη ψυχὴ ἡ ἐκ ἔχεσα ἐφ᾽ ὅτῳ εἰς κρίσιν ἔλθῃ ,
γέωναν καὶ φοβεῖται, κρίσιν καὶ δέδοικεν , ἄφοβος διαμέτ
νει καὶ ἀκατάπληκτος , ἐδενὸς πονηρε σκυειδότος τὸν
τις κρίσεως φόβον ἐπάγοντος . ᾿Αλλ᾽ἔδει , φησὶν , ανα
rle
ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦ. 177

τὸ εἰς μέζον ἡλικίας ἐλθεῖν , καὶ νυμφικῷ θαλά


μῳ ἐμφαιδρυνθαι . Αλλ᾽ἐρεῖ σοι πρὸς τότο ὁ ἀληθές
νὸς νυμφίος , ὅτι κρείττων ἡ ἐρανίαπασάς , προτιμό

τερος ἐκεῖνος ὁ θάλαμος , ἐν ᾧ χηρείας φόβος ἐκ ἔ
σι , Τίνος ἦν , εἰπέμοι, τδ καλῶν ἀπεσέρηται , τὸν
σάρκινον τῦτον ἐκδυσαμένη βίον ; εἴπωσοι τὰ τὸ βίε
καλά · λύπαι καὶ ἡδοναὶ , θυμοὶ καὶ φόβοι , ἐλπίδες
καὶ ἐπιθυμίαι . Ταῦτα ἐτι καὶ τὰ τοιαῦτα , οἷς καὶ το
παρᾶσαν ζωίω συμπεπλέγμεθα . Τί ἐν κακὸν πέ
πούθαι ἡ τοσέτων ἀπαλλαγεῖσα τυραύνων ; ἕκασον δ
πάθος , ὅταν ἐπικρατῇ τῆς ψυχῆς , τύραινος ἡμῶν
γίνεται , τὰς λογισμὸς δελωσάμενον , ἢ λυπεῖ ἡμᾶς ,
ὅτι μὴ κατεπονήθη διὰ ὠδίνων , ὅτι μὴ συυεξίβη
διὰ φροντίδων παιδοφορίας; ὅτι μὴ τὰς ὁμοίας άλγν
δόνας ἐδέξατο , ἃς ἐπ᾿αὐτῆς οἱ γεγοννηκότεςὑπέμει
ται ; ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα μακαρισμῶν , οὐκ ὀδυρμῶν .
ειν ἄξια . Τὸ δ ἐν μηδενὶ γενέθαι κακῷ , κρεῖττον
ἢ καὶ τω ανθρωπίνω φύσιν ἐςίν . Οὕτω καὶ ὁ σοφὸς
Σολομῶν ἐν τῇ ἰδίᾳ γραφῇ μακαρίζει πρὸ τοῦ πεῖ
ριόντες τὸν κατοιχόμενον . Καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ θρή
νε καὶ οἰμωγῆς ἀξίαν τω ἐν σαρκὶ διαγωγή εἶναι
φησι . Καίτοιγε ἀμφότεροι λαμπροί και τὴν βασιλείαν
A
ὑπάρχοντες , παύτων κατ' εξεσίαν κ καὶ τὸν βίον ἡ
δέων μετέχοντες , ἐδον πρὸς τοὺ παροῦσαν ἀπόλαυ
σιν ἐπεκλίθησαν · ἀλλὰ τὴν ἀποῤῥήτων ἀγαθῶν τῶν
ἐν τῇ ἀσωμάτῳ ζωῇ προκειμένων τω ἐπιθυμίαν ἔ
χοντες , συμφοραί ἐποιῶντο τίω ἐν σαρκὶ ζω . Η
μεσα πολλαχῆ τὸ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἱεραῖς ψαλμῳδίας
ἔξω γενέθαι τῆς τοιαύτης ανάγκης ἐπιθυμῶντος , ἐν
οἷς φησι · να με , ὅτι ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυ
χή με εἰς τὰς ἀυλὰς τοῦ Κυρίε . Ναῷ δὲ , ὅτι ἐξά
γαγε ἐκ φυλακῆς των ψυχώώμου . Ὡσαύτως δὲ καὶ
ο Ιερεμίας κατάρας ἀξίαν κρίνει τὴν ἡμέραν ἐκείνῳ
τω ἄρξασαν αὐτῷ τῆς τοιαύτης ζωῆς , καὶ πολλὰς
ἐσι τοιαύτας τῆς παλαιῶν Ἁγίων φωνὰς ἐν τῇ θείᾳ
Encicl . Tom . II . m Γρα
178 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
" *
Γραφῇ φερομονας σὑρεῖν , οἳ δι᾽ ἐπιθυμίαν τῆς ὄντως
ζωῆς τῶ ἐν σαρκὶ διαγωγω ἐβαρεύοντο . Οὕτω કે
ὁ μέγας ποτὲ Αβραὰμ προθύμως τῷ Θεῷ διὰ θυ
σίας προσῆγε τὸν ἠγαπημενον ὑὸν , εἰδὼς ὅτι πρὸς τὸ
κρεῖττόν τε καὶ θειότερον γενήσεται τῷ παιδὶ ἡ μετά
στασις . Ὅσοι δὲ τῆς ἱστορίας ἐμπείρως ἔχετε , παύ
τως ἐκ ἀγνοεῖτε τὰ περὶ αὐτοῦ διηγήματα . Τί γάρ
φησιν ἡ γραφή ; ὅτι νέῳ μεν ὄντι τῷ ῾Αβραὰμ θεό
θα περὶ τὸ παιδὸς ἐπαγγελία γίνεται . Παρεληλύ
θότι δὲ τω ἀκμί , καὶ ἤδη καταμαρανθέντι ὑπὸ
το χρόνε , ὅτε παύεται ἡ φύσις ἑαυτῷ ἄύξεσα , οὓς

αέτι του γήρως ταῖς ὁρμαῖς ὑπακούοντος , τότε παρα


τὰς ανθρωπίνας ἐλπίδας εἰς πέρας ὑπόσχεσις
ἄγεται , καὶ τίκτεται παῖς ὁ Ἰσαάκ . Καὶ συμμέξει
διαγεγονότος χρόνε , οἷόν τι ἔριος αναδραμὼν εἰς καλ
λος καὶ μέγεθος , ἡδὺς ἰ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς ἡ0
νέων, τῷ τῆς νεότητος κάλλει λαμπόμονος . Τότε
προσάγεται το ῾Αβραὰμ ἡ τῆς ψυχῆς δοκιμασία καὶ
βάσανος , εἰ ἀκριβῶς ἐν τῇ τῶν ὄντων φύσει διαγια
νώσκει τὸ κάλλιον , εἰ μὴ πρὸς τὴν παρέσαν βλέπει
ζωτώ . Καί φησι πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός · αὐοεγκε τὸν
ιόν σε διὰ θυσίας εἰς ὁλοκάρπωσιν . Οἴδατε παύτως
You
ὅσοι πατέρες ἐςὶ καὶ παῖδας ἔχετε , καὶ τὰ πρὸς τὰ
τέκνα στοργίῳ παρὰ τῆς φύσεως ἐδιδάχθητε , ὅπως
εἰκὸς διατεθίμαι τὸν ᾿Αβραάμ , εἰ πρὸς τ παροῦ
σαν
> μόνω αφεώρα ζωτώ , εἰ δέλος τῆς φύσεως
εἰ ἐν τῷ παρόντι βίῳ τὸ γλυκὺ τῆς ζωῆς ἐλογίζε
το . Τί δὲ περὶ ἐκείνε φημὶ , καταλιπὼν τω γωαῖς
κα τὸ ἀπονέσερον μέρος της ανθρωπίνης φύσεως ; εἰ
μὴ πεπαίδευτο κακείνη ὑπὸ το ανδρὸς τὰ θειότερα ,
εἰ μὴ ἐπίστατο τω κεκρυμμάτω ζωή είναι της
φαινομένης ἀμείνω , ἐκ οὖ ἐπέζεπε τῷ •αὐδεὶ τοιαῦ
τα καὶ τὸ παιδὸς ἐνεργῆσαι . Παύτως δ τοῖς μητρι
κοῖς συγκινηθεῖσα ασλάγχνοις , περιεχύθη από το
τέκνῳ , καὶ ταῖς ὠλόναις αυτὸ ἐμπλέξαμένη , > πρὸ
αυ
ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ἘΠΙΤΑΦ . 179

αυτό το καιρίαν ἐδέχετο . ᾿Αρ᾽ ἐκ εἶπον αἢ πρὸς τὸν


Αβραὰμ ταῦτα τὰ ῥήματα ; φεῖσαι τὸ παιδὸς αὐὲρ
μὴ πονηρὸν γονῃ τοῦ βίου διήγημα · μὴ μύθος το
με ταῦτα χρόνῳ γενώμεθα · μὴ φθονήσης τῷ τῷ τῆς
ζωῆς , μὴ τερήσῃς αὐτὸν τῆς γλυκείας ακτινος . Θα
λαμος τέκνοις , καὶ τάφος παρὰ πατέρων απουδάζεται
ξέφανος γαμικὸς , οὐ ξίφος φονικόν γαμήλιος λαμ
πᾶς , καὶ πῦρ ἐπιτάφιον . Ταῦτα λῃσταὶ καὶ πολέμιοι
οὐ πατέρων χεῖρες ἐπὶ τδ τέκνων ἐργάζονται.: Εἰ
δὲ μὴ παντως γενέθαι τὸ κακὸν , μὴ ἴδοι Σάρρας
ὀφθαλμὸς νεκρέμονον τὸν Ἰσαάκ . Ἰδε δι᾽ ἀμφοτέρων
ωσόν τὸ ξίφος , ἀπ᾿ἐμὲ τῆς δειλαίας αρξάμονος ,

Μία τοῖς δυσὶν ἀρκέσει πληγή . Κοινὸν ἐπ᾽ἀμφοτέ


ρων γενέθω τὸ χῶμα . Μία στήλη των κοινίω συμ
φορὰν φαγῳδείτω .
Ταῦτα παύτως αν , καὶ τὰ τοιαῦτα διεξήει ἡ Σάρ
ρα ; εἰ μὴ ἐκεῖνα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔβλεπον , ἅπερ
ἡμῖν ἐσιν ἀθέατα . Ἤδει γὰρ ὅτι τὸ τέλος τῆς ἐν
σαρκὶ ζωῆς ἀρχὴ τοῦ θειοτέρου βίου τοῖς μεταςᾶσι
γίνεται . Καταλείπει σκιάς , καταλαμβάνει ἀλήθειαν,
ἀφίησιν ἀπάτας καὶ πλαίας καὶ θορύβες , καὶ στρ
σκα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ , ἃ ὑπὲρ ὀφθαλμόντε , καὶ ἀ
κομω , καὶ καρδίαν ἐστίν . Οὔτε ἔρως αὐτὸν αὐιάσει ,
οὔτε ἐπιθυμία ῥυπαρὰ παρατρέψει , ἐχ ὑπερηφανία
χαυλώσει , οὐκ ἄλλο τι πάθος το λυπούντων των
ψυχτώ ενοχλήσει , ἀλλὰ πάντα γίνεται αυτῷ ὁ
Θεός . Δια τέτο προθύμως δίδωσι τῷ Θεῷ τὸν παῖς
δα . Τί δὲ ὁ μέγας Ἰώβ; ὅτε αυτῷ γυμνωθούτι
πάντων της περιόντων ἀθρόως, πρὶν ἐπὶ ταῖς προ
ท์
λαβύσαις πληγαίς τώ ψυχω ἀναλέξαθαι, ἡ τε
λευταία κατεμβύθη πληγή , ὅπως ἐδέξατο τω ἐπὶ
τοῖς παισὶ συμφορα ; ζεις αυτῷ θυγατέρες ἦσαν ,
καὶ παῖδες ἑπτά . Μακαρισὸς μὖ τῆς οὐπαιδίας . Το
σὗτοι δ ὄντες , εἷς ἦσαν οἱ παύτες τῇ μετ᾿ ἀλλήλων
sοργῇ . Οὐ διῃρημένως καθ᾿ἑαυτὸν ἕκαςος βιοτόύον
m 2 τες ,
18ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

τες , ἀλλὰ πάντες παρ᾽ ἀλλήλοις φοιτῶντες , διὰ τῆς


ἐγκυκλίου φιλοφροσμύης διετέλουν ευφραίνοντες ἀλλή
λους ἐν τῷ μέρει καὶ σφραινόμενοι . Καὶ δῶτα καὶ
τότε και περίοδοι παρὰ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν ἀδελφῶν
[ τὸ συμπόσιον . Πλήρεις οἱ κρατῆρες , πλήρη τῶν
ἐδωδίμων ἡ ξάπεζα · ἐν χερσὶν οἱ κύλικες . Θεά
μάτα , ὡς εἰκὸς ἐπὶ τούτοις , καὶ ἀκροάματα , καὶ
πᾶσαι θυμηδίαι συμποτικαί . Τρόπος εἷς , φιλοφρο
σώαι , παντα ὅσα εἰκὸς ἐν
παίγνια , μειδιάματα
σαμόδῳ νέων ἐφ᾿ ἑστίας ἀβρύνεσθαι . Τί οὖν ἐπὶ
τούτοις ; ἐν ἀκμῇ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἡδίστων , ἐπ

πισειποντος αὐτοῖς τῇ ὀρόφε , τάφος τα δέκα παί


δῶν τὸ συμπόσιον γίνεται καὶ τοῖς αἷμασι των νέων
ὁ κρατὴρ καταμίγνυται , καὶ τὶ ἐδώδιμα τις ἐκ τῶν
σωμάτων λύθρῳ κατεμολαύετο . Τοιαύτης συμφορᾶς
τῷ Ἰὼβ ἀγγελθείσης , θέασαίμοι τῷ λόγῳ τὸν ἀ
θλητώῳ , ἐχ ἵνα θαυμάσῃς μόνον τὸν νικητήν · μικρὸν
δ τὸ ἐκ τὸ θαύματος͵κέρδος˙ ἀλλ᾿ ἵνα ζηλώσῃςe ἐν τοῖς
ὁμοίοις τὸν ἄνδρα, καίσοιγεύνται παιδοφ ίβης ὁἀθλη
τῆς , τῷ καθ᾿ ἑαυτὸν ὑποδείγματι πρὸς ὑπομονω καὶ
ανδρείαν τώ ψυχίω ἀλείψων ἐν καιρῷ τῆς δ πει
ρασμῶν συμπλοκῆς . Τί ἐν ἐποίησεν ὁ ἀνήρ ; ἆρα
τι δυσγενὲς καὶ μικρόψυχον ; ἢ εἶπε τις ρήματι , ἢ
διὰ χήματος ἀνεδείξατο , ἢ παρειὰν ἀμύξας τοῖς ὄ
νυξιν , ἢ Τίχας τῆς κεφαλῆς ἀποτίλας , ἢ κόνιν και
παασασάμονος , ἢ τὰ ςήθη ταῖς χερσὶ μαςιγώσας ,
ἢ ἐπὶ γῷ ἑαυτὸν ῥίψας , ἢ θρίως δὲς ἑαυτῷ περι
σήσας , ἢ ἀνακαλῶν τὰ τοῦ κατοιχομένων ὀνόματα ,
καὶ ἐποιμώζων τῇ μνήμῃ ; δκ ἔτι τέτων εδώ . ᾿Αλ
λ ό μεν τῷ κακῶν μίωυτὴς τὴν καὶ τὰς παῖδας συμ
φορὰν διηγήσατο · ὁ δὲ ὁμᾶ τε ᾤκεσε , καὶ οὐθὺς προ
ο τῆς τδ ὄντων ἐφιλοσόφει φύσεως · πόθον τὰ ὄν
τα λέγων , καὶ παρὰ τίνος εἰς γενεσιν ἄγεται , καὶ
τίνα εἰκὸς τῶν ὄντων ἐπιςατεῖν ; Ὁ Κύριος ἔδωκεν ,
ὁ Κύριος ἀφείλετο . Ἐκ Θεό , φησί , τοῖς ανθρώποις
ΕΙΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦ. 181

ἡ γένεσις, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ ἀνάλυσις . ὅθα · πὰ


ρηκται , πρὸς ἐκεῖνο καὶ αναλύεται . Θεὸς ἦν ὁ τῷ δια
δόναι τωὺ ὀξεσίαν ἔχων, ὁ αὐτὸς ἔχει καὶ τὸ ἀφαι
ρεῖπαι τῷ ὀξυσίαν . ᾿Αγαθὸς ὢν , ἀγαθὰ βολεύε
ται . Σοφὸς ὢν , τὸ συμφέρον ἐπίςαται . Ως τῷ Κυ
εἴῳ , ἔδοξε ( ἔδοξε δὲ παύτως͵ καλῶς· ) ὕτω καὶ ἐξ
ποίησον . Εἴη τὸ ὄνομα Κύριο σύλογημενον . Ὁρᾷς
πόσον τὸ ὕψος τῆς τὸ ἀθλητό μεγαλοφυΐας ; Τὸν τῆς
θλίψεως καιρὸν εἰς ἐπίσκεψιν
2 τῆς περὶ τῶν ὄν
των φιλοσοφίας μετέτησεν . Ἤδε γὰρ ἀκριβῶς , ὅτι
ἡ ὄντως ζωὴ δὲ ἐλπίδος ἀπόκειται, ἡ δὲ παρου
σα ζωὴ οἱονεὶ απέρμα τῆς μελλέσης͵ ἐςί . Πολὺ δὲ
διανύοχε 15 παρόντων τὰ προσδοκώμενα , ὅσον δια ·
φέρει στάχυς το κόκκου , ὅθεν ἐκφύεται . Ὁ να
βίος αναλογεῖ πρὸς τὸν κόκκον · ὁ δὲ προσδοκώμενος
βίος , ἐν τῷ κάλλει το τάχυος δείκνυται. Δεῖ δὲ τὸ
φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσαθαι ἀφθαρσίαν , καὶ τὸ θνητὸν
ῶτο ἐνδύσαθαι ἀθανασίων . Πρὸς ταῦτα βλέπων ὁ
Ιωβ συγχαίρει τοῖς τέκνοις τῆς οὐκληρίας , ὡς θᾶτ
τον ἐκλυθεῖσι της το βίε δεσμῶν . Τεκμήριον δὲ , ὅ
τι τῆς ἐπαγγελίας τῷ Θεῷ τὸ διπλάσιον αντὶ τῷ

φαιρεθέντων παύτων ὑποχόμενης , ἐν τοῖς ἄλλοις ἅ


πασι διπλασιαθείσης τῆς ἀντιδόσεως , μόνων τδ τέκ ·
νων τὸν διπλασιασμὸν ἐκἐζήτησαν · ἀλλὰ δέκα μόνα.
ἀντὶ τῶν ἀφαιρεθέντων δέκα δέδοται . Ἐπειδὴ δὲ αἱ {
τῶν ἀνθρώπων ψυχαὶ εἰς ἀεὶ διαμένεσί , τότε χά
αν την ἀπολλυμένων διπλασίαν δέχεται το ἀντίδο
σιν · ἐπὶ δὲ τῷ τέκνων τὰ ἐπιγενόμενα τοῖς προγεν
νηθεῖσι συναριθμεῖται , ὡς παύτων τις Θεῷ ζώντων ,
καὶ οὐδεὶ τὸ προσκαίρου θανάτου τοὺς κατοιχομενους
πρὸς τὸ εἶναι κωλύοντος . Οὐδὲ γὰρ ἄλλο τί ἐςιν
ἐπ᾽ἀνθρώπων ὁ θάνατος , εἰ μὴ κακίας καθάρσιον .
1
Επειδὴ δ οἷόν τι σκεῦος ἀγαθῶν δεκτικὸν τὸ κατ᾽ ἀρ·
χὰς ἡ φύσις ἡμῶν παρὰ τῷ Θεῷ τῷ ὅλων κατεσκευά

η, τὰ δὲ ἐχθρῶν 3
τῶν ψυχῶν ἡμῶν δὲ ἀπάτης τὸ
ἡμῖν
ΟΥ
182 ΓΡΗΓΟΡΙ ΝΥΣΣΗΣ

τὸ κακὸν παρεκχέαντος , τὸ ἀγαθὸν χώραν ἐκ ἔχει


τότε ἕνεκεν ὡς ἂν μὴ διαιωνίζῃ ἡμῖν ἡ ἐμφυεῖσα και
γία , προνοία κρείττονι θανάτῳ τὸ σκεῦος πρὸς και
ρὸν διαλύεται, ἵνα τῆς κακίας ἐκρυείσης , αναπλα
θῇ τὸ ἀνθρώπινον , καὶ ἀμιγὲς κακίας τῷ ἐξ ἀρχῆς
ἀποκαταςῇ βίῳ . Τέτο γάρ έςιν ἡ ἀνάτασις , ἡ" εἰςહુ
τὸ ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν ἀνατοιχείωσις . Εἰ οὖν
ἀμήχανόν ἐςιν ἀνατοιχειωθεῦαι πρὸς τὸ κρεῖττον τὴν
φύσιν χωρὶς ἀνασάσεως " θανάτε δὲ μὴ προηγησα
μονο , ἀνάςασις γενέθαι καὶ διύαται · ἀγαθὸν ἂν εἴη
θάνατος , ἀρχὴ καὶ ὁδὸς τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον με
ταβολῆς ἡμῖν γινόμενος . Οὐκῶν ἐκβάλωμεν , ἀδελ
φοί , τω λύπω περὶ τῆς κεκοιμημένων , ω μόνοι
ὑπομεύουσιν ี οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα . Ἐλπὶς δέ ἐςιν
ὁ Χριςός : ᾧ δόξα , καὶ κράτος , τιμὴ , καὶ προσκεύη .
σις εἰς τὰς αἰῶνας . Αμ ,

1.,

ΕΙΣ
183

ΕΙΣ ΠΛΑΚΙΛΛΑΝ

ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ .

Ο πισὸς καὶ φρόνιμος οἰκονόμος ( ἐκ δ τδδ ανέγνωσ


μοίων ἀπὸ τὸ θείς Ευαγγελία προοιμιάζομαι ) ὃν και
τέτησα ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς οἰκίας ταύτης , το διδόναι ἐν
καιρῷ τοῖς οἰκονομεμενοις τὸ σιτομέξιον , καλῶς ἐν τῷ
πρὸ τότε χρόνῳ καταδικάσας του ἀφωνίαν τῷ λόγῳ ,
ὁ καλῶς τὸ μεγέθες τῆς συμφορὰς ἐπαιθόμενος , καὶ
τιμήσας τῇ ἡσυχία τὸ ποθος, ἐκ οἶδα ὅπως ἐν τῷ
παρόντι Συλλόγῳ πάλιν ἐπανάγει τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸν
λόγον , αυτὸς αὐαλύων τῷ ἰδίαν κατὰ τὸ λόγου με
φον. Καίτοι γε σφόδρα θαυμάζων τῆς συνέσεως ἐνπολ
λοῖς τὸν διδάσκαλον , ἐν τούτῳ μάλιςα πλέον ὑπερε
θαύμασα , ὡς καλῶς ἐν τῇ συμφορᾷ τὸν λόγον κατά
σιγάσωντα . Προσφυὲς γάρ μοι δοκεῖ καὶ κατάλληλον εἶ
καὶ τοῖς ποθᾶσι φάρμακον ἡ σιγή , τὸ διοιδοκῶ τῆς
ψυχῆς χρόνῳ καὶ κατηφείᾳ δι᾿ ἡσυχίας ἐκπέπτσα , Ὡς
εἴγετις , ἔτι τίω ψυχώ το πάθος ὑποθερμαίνοντος~
ανακινοίῃ τὸν λόγον, δυσαχθέςερον τὸ τῆς λύπης ταῦ
μα γενήσεται , τῇ μνήμῃ τῆς ἀλγεινῶν οἷόν τισιν ἀκαύ
παις ἐπιξαινόμενον . Εἰδὲ μὴ λίαν ἐπὶ τολμηρὸν κἀμέ
τι τῆς τὸ διδασκάλε προσδιορθώσαθαι , τάχα καλῶς
ἔχε μέχρι τῷ ναῷ κατακρατεῖν ἡμῶν τῶν ἡσυχίαν ,
ὡς αὐ μὴ πρὸς τὸ πάθος ὁ λόγος καθελκυθείς , τὴν
ἀκούω ανιάσεις . Οὔπω γὰρ τοσέτος ὁ ἐν τῷ μέσῳ
Η
χρόνος , ὥσε προσεθίσαι τῷ κακῷ τὴν διάνοιαν . Ἔτι

νέον ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πάθος , τάχα δὲ καὶ αἰεὶ νέου ἔςαι
τῷ βίῳ τὸ ἄλγημα . Ετι ταράσσεται ἡμῶν ἡ καρδία ,
και καθάπερ τις θάλασσα κυματομένη* τῇ λαίλαπι τῆς
συμφορᾶς , ἐκ βυθῶν ανατρέφεται . Ἔτι διοιδᾶσιν οἱ
λογισμοί , πρὸς τῷ μνήμω της
τὴν κακῶν αναζέοντες
Αςατάσης ἐν τῷ τοιέτῳ κλύδων τῆς ψυχῆς , πῶς ἐσι
m 4 poα
184 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

προαγαγεῖν ἐπ᾽ οὐθείας τὸν λόγον , οἷόν τινι καταιγίδι


τῷ πάθει τῆς λύπης ἐγχειμαζόμενον ; ἀλλ᾽ἐπειδὴ χρὴ
κελεύοντι πείθεσθαι , ἐκ οἶδα ὅπως της λόγω χρήσω
μαι . Οὐ δ εὑρίσκω τῆς διανοίας το διδασκάλε και
τας οχάσαθαι . Ἢ τάχα βέλεταί τι καὶ τῷ πάθει χα
είσαθαι , καὶ τοῖς ἐμπαθεςέροις τς λόγων ανακινῆσαι
τῇ
τη Ἐκκλησίᾳ τὸ δάκρυον ; καὶ εἰ ταῦτα διανοεῖται, ὀρο
θῶς , κατάγε τὴν ἐμμὸ κρίσιν, καὶ τότο ποιεῖ . Δεῖ
παύτως , ὥσπερ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ἀγαθῶν προθυμέ
μεθα ,ὅτω καὶ πρὸς τὰ λυπηρὰ τοῦ συμπιπτόντων οἷς
κείως ἔχειν . Τῦτο τὸ καὶ ὁ Ἐκκλησιασὴς συμβολεύει ,
καιρός φησι τὸ γελάσαι, καὶ καιρὸς τὸ πλαῦσαι . Μαν
θαύομεν ᾧ διὰ τέτων , ὅτι δεῖ καταλλήλως τῷ ὑποκει
μοῳ καὶ τὴν ψυχτώ διατίθεθαι . Κατὰ ῥῶν τὰ πράγ
ματα φέρεται ; εὔκαιρον τὸ εὐφραίνεται . Μετέπεσε τὸ
φαιδρὸν εἰς κατήφειαν ;
μεταβάλλειν
el προσήκει καὶ τω
ευθυμίαν εἰς δάκρυον . Ωσσερ δ ὁ γέλως σημεῖον
τῆς εἶδον φαιδρότητος γίνεται , ἔτω καὶ ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ
πόνος ὑπὸ τῆς πρώων διερμίδύεται , καὶ γίνεται τῶν
τῆς ψυχῆς ῥαυμάτων ὥσπερ αἷμα τὸ δάκρυον . Τέτο
καὶ ἡ παροιμία Σολομῶντος φησὶν , ὅτι καρδίας σίφραι
νομενης πρόσωπον θάλλει τῆς ψυχῆς δὲ ἐν 2λύπαις
τη διαθέ .
ἔσης , σκυθρωπάζει . Οὐκεν ανάγκη πᾶσα τῇ
σει τῆς καρδίας συσκυθρωπάσαι τὸν λόγον . Καὶ εἴθε
δεκατὸν ἦν τοιέτες ἐξαιρεῖν τινας λόγος , οἵους ὁ μέγας
Ιερεμίας τῇ συμφορᾷ ποτε 1δ Ισραηλιτς ἐπεθρίη
σαν ' ἐκείνων δὲ ἄξια τὰ παρόντα μᾶλλον , ἢ εἴτι τς
ἀρχαίων ἐν σκυθρωποῖς μνημονεύεται . Χαλεπὰ τὰ τὸ
Ιὼβ διηγήματα · ἀλλὰ τί χρὴ πρὸς τῦτο τὸ κακὸν αὐ
τεξαγαγεῖν μιᾶς οἰκίας δαρίθμητα πάθη ; κἂν τὰ
μεγάλα καὶ κοινότερα τῶν κακῶν διεξέλθῃς , σεισμὸς
καὶ πολέμες καὶ ἐπικλύσεις καὶ χάσματα , μικρὰ καὶ ταῦ
τα , εἰ πυρὸς τὰ παρόντα κρίνοιτο . Διατί ; ὅτι καὶ πά
σηςαθρόως τῆς οἰκομένης ἡ καὶ πόλεμον ἅπτεται συμ
φορά · ἀλλὰ τὸ μεντι πολεμεῖται αὐτῆς , τὸ δὲ εἰρη
νούσα
ΕΙΣ ΠΛΆΚΙΛΛΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ . 185

νδύεται μέρος . τί πάλιν


기 ; ἢ σκηπτὸς ἐπέφλεξεν · ἢ το
ὕδωρ ἐπέκλυσα˙ ἢ κατεπόθη τῷ χάσματι. Τὸ δὲ
παρὸν κακὸν πάσης ἀθρόως τῆς οἰκεμονης ἐπὶ πληγή .
Οὐκ ἔσιν ἔθνος ο , ἢ πόλιν μίαν ἀπολοφύραθαι
ἀλλὰ ἁρμόζει τάχα τω τὸ Ναβεχοδονόσορ προΐείαι
φωντώ ,με πρὸς τὰς ὑποχειρίες πεποίηται . Ὑμῖν λέ
γω , λαὸς , φυλαί , γλῶσσαι μᾶλλον δὲ συγχωρήσατέ
μοι προπμαί τι τῷ Ασσυρίῳ κηρύγματι , μεγαλοφω
νότερον. ανακηρύξαι τω συμφοραν, καὶ εἰπεῖν , ὡς αν τις
ἐπὶ σκίωῆς ἀναβοήσας εἴποι· Ω πόλεις , καὶ δῆμοι ,
καὶ ἔθνη , καὶ σύμπασα γῆ , καὶ τῆς θαλάσσης ὅσον τέ
πλώϊμον , καὶ ὅσον οἰκόμονον · ὦ πάσης τῆς καθ᾿ ἡμᾶς
οἰκουμένης , ὅσον τῷ σκήπζῳ τῆς Βασιλείας δυθε
ται • ὦ παύτες οἱ πανταχόθον ανθρωποι, κοινῇ τῷ
πάθει ἐπιςάξατε , κοινῇ τε πρώου των συῳδίας
τήσαθε , κοινῇ τω παύτων ζημίαν ἀπολοφύραθε . Ἢ
βέλεθε , καθὼς αὐ οἷός τε ὦ , καὶ τίω ζημίαν ὑμῖν
διηγήσωμαι ; Κεγκον ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς γενεᾷ ἡ ανθρω
πίνη φύσις ἐκβᾶσα τὲς ἰδίες ὅρες καὶ τὰ συνήθη μέζα
οικήσασα , μᾶλλον δὲ ὁ τῆς φύσεως Κύριος , ανθρωπί
εξω ψυχῷ ἐν γυναικείῳ τῷ σώματι, ὑπὲρ παύτα χε
δὸν τὰ προλαβόντα τῆς ἀρετῆς ὑποδείγματα · ἐν ᾗ πᾶ
σα μοὶ σώματος, πᾶσα δὲ ψυχῆς ἀρετὴ συνδραμέσα ,
θαῦμα ἄπιςον ἔδειξε τῇ ανθρωπίνη ζωή .
Πόσων ἀγαθῶν συνδρομίω μία ψυχὴ ἐν οὶ ἐχώρη
σε σώματι · καὶ ὡς αὖ μάλιςα καταφανὲς ἅπασι γέ
νοιτο τῆς γονεᾶς τὸ συτύχημα , ἐπὶ τὸν ὑψηλὸν θρόνον
τῆς Βασιλείας ανάγεται , ὅπως ἡλίου δίκω ἐκ τῷ ὑ
ψηλῶ ἀξιώματος πᾶσαν τά οἰκεμου ταῖς ἀκτῖσι
τὴς ἀρετῆς καταλάμψεις . Καὶ τῷ καὶ θείον ψῆφον τῆς
οἰκεμονης ἁπάσης προτεταγμένῳ εἰς βίετε καὶ Βασι
λείας κοινωνίαν συναρμοθεῖσα , μακαρισὸν ἐποίει δι
ἑαυτῆς τὸ ὑπήκοον · ὄντως , καθώς φησιν ἡ γραφὴ , βοη
θὸς αὐτῷ πρὸς ποὺ ἀγαθὸν γινομούη . Εἰ φιλανθρω
πίας μὖ ὁ καιρὸς , ή σωέζεχεν αυτῷ πρὸς τὸ αγα
θὸν
186 · ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

θὸν τότο , ἢκαὶ προέζεχα . Ἴσος μὖ ὁ ζυγὸς ἑκατέ


ρωθεν τῇ τῆς φιλανθρωπίας ροπῇ . Μαρτυρεῖ δὲ τῷ
λόγῳ τότε πρότερον ἀριθμὸν
ત νικῶντα , καὶ τὰ ἐπὶ τὰ
παρόντος κηρύγματα , ἃἃ να παρὰ τὸ κήρυκος της α
ληθείας ἠκέσαμεν. Εἰ τὸ οὐσεβὲς ἐπιζητεῖς , κοινὸς ἦν
ἀμφοτέρων ὁ πυρὸς οὐσέβειαν δρόμος . Εἰ τὸ προνοητι·
1
μὸν , εἰ τὸ δίκαιον , εἰ ἄλλότι τῷ πρὸς τὸ κρεῖττον
σπεδαζομένων : παύτα ἐν ἁμίλλῃ Ι , ἀλληλες νικᾶν
ἐν ταῖς δίποιΐαις φιλονεικέντων , καὶ ἐκ ἱ ὁ ἡττώμε
νος.· Ἴση τις ἀμφοτέρων ἡ ἐπ᾽ ἀλλήλοις χάρις . Ἡ μὲν
}
ἀρετῆς ἀθλον εἶχε τὸν τῆς οἰκομένης προτεταγμένον · ὁ
ခဲ μικραν ἡγεῖτο γῆς τε καὶ θαλάσσις τωὺ ἐξοσίων συγ
7.
κρίσει τὸ κατ᾿ αυτώ Ατυχήματος . Ἴσας ἀλλήλοις αὐ 2
τιπαρεῖχον τὰς εὐφροσκύας , αλλήλες τε βλέποντες , καὶ
ὑπ᾽ἀλλήλων ὁρώμενοι. Ὁ μου τοιοῦτος ὤν , οἷος ἐςι · 1
το ·
ποῖον γάρτις κάλλος ὑπὲρ τὸ φαινόμενον δείξειε ; καὶ
εἴηγε διαρκέσαι καὶ
* εἰς ἐκγόνων ζωὴν τὸ ὁρώμονον · τὴν
δὲ , οἵατις Ι , 8κ ἔσιν ὑποδεῖξαι τῷ λόγῳ . Οὐ
περιλέλειπταί τι αυτῆς δι᾽ ἀκριβείας παρὰ τῆς τέχνης
ὁμοίωμα · ἀλλ᾽ εἰκαί τι γέγονον ἐν γραφαῖς ἢ ἐν πλάστ
μασι, παύτα τῆς ἀληθείας ἐςὶν ἐνδεέτερα . Τοιαῦτα
καὶ μέχρι τότε τὰ διηγήματα . Τὰ δὲ ἐπὶ τέτοις οἷα ;
πάλιν βοᾷν αναγκάζομαι · καί μοι σύγγνωτε ὑπερβοῶν 1
τι τὸ πάθες . Ω Θράκη , τὸ οἰκτὸν ὄνομα ! Ω δυσu I
1
χὲς χωρίον, ἔθνος ἐκ συμφορῶνγνωριζόμενον ! Ω πρό
τερον μεν πολεμίῳ πυρὶ ταῖς τῷ βαρβάρων ἐπιδρομαῖς 1
διωθεῖσα , νιῶ δὲ τὸ κεφάλαιον τῆς κοινῆς συμφορᾶς
ἐν ἑαυτῇ δεξαμενη ! Ἐκεῖθεν τὸ ἀγαθὸν ἀναρπάζεται ,
3
ἐκεῖ ὁ φθόνος καὶ τῆς βασιλείας ἐκόμασαν , ἐκεῖ γέ
γονε τὸ τῆς οἰκεμένης ναυάγιον , ἐκεῖ καθάπερ ἐν κλύ
δωνι τῷ προβόλῳ προασταίσαντες τις τῆς λύπης
el βυθῷ
κατεδύημον . Ω πονηρᾶς ἐκδημίας ἐκείνης , ἣ τὰ ὑπο
σροφώ ἐκ ἀπέδωκεν . Ω πικρῶν ὑδάτων , ὧν τὰς πη
γὰς ἐπεπόθησαν , ὡς ἐκ ὤφειλον Ὢ χωρίον , ἐν ᾧ
τὸ πάθος ἐγενετο , διὰ τὸ πάθος τῇ σκοτομίεῃ ἐπώνυ
μου !
ΕΙΣ ΠΛΑΚΙΛΛΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ . 187

μου ! ἀκέω δὲ καὶ τὴν πάξιον αυτό γλῶσσαν Σκότες


μιν τὸν τόπον ἐπονομάζεσθαι. Ἐκεῖ ἐσκοτίθη ὁ λύχτ
νος ,ἐκεῖ κατεσβέθη τὸ φέγγος , ἐκεῖ αἱ ἀκτῖνες το
ἀρεις ἠμαυρώθησαν . Οἴχεται τῆς Βασιλείας τὸ ἐγε
καλλώπισμα , τὸ τῆς δικαιοσμύης πηδάλιον , ἡ τῆς φι
λανθρωπίας εἰκών , μᾶλλον δὲ αὐτὸ τὸ ἀρχέτυπον · ἀς
φηρέθη τῆς φιλανδείας ὁ τύπος , τὸ ἁγνὸν τῆς σωφρο
στης ανάθημα , ἡ εὐπρόσιτος σεμνότης , ἡ· ἀκαταφρό
νητος ἡμερότης, ἡ ὑψηλὴ ταπεινοφροσμύη , ή πεπαῤῥη
σιασμένη αἰδῶς , ἡ σύμμικτος τας ἀγαθῶν ἁρμονία .
Οἴχεται ὁ τῆς πίςεως ζῆλος , ὁ τῆς Ἐκκλησίας su
λος, ὁ το θυσιαςηρίων κόσμος, ὁ τὸ πανομοίων πλῆς
τος , ἡ πολυαρκὴς δεξιὰ , ὁ0 κοινὸς ἢ καταπονεμένων
λιμίω . Πενθείτω ἡ παρθενία , θρηνείτω ή χηρεία ,
ὀδυρέθω ἡ ὀρφανία . Γνώτωσαν τι εἶχον, ὅτε ἐκ ἔχε
σι· μᾶλλον δὲ τί χρή με και μέρη , και τάξεις διαιρεῖν
τὸν θρώον ; ςεναζέτω πᾶσα ἡ γενεά , βύθιον ἐκ μέ
σης καρδίας τὸν ξεναγμὸν αναπέμπεσα . Συμπονθείς
τῳ καὶ ἡ Ἱερωσιν αὐτῇ , τὸν κοινὸν κόσμον το φθόνε
ἀποσυλήσαντος. Αρα μὴ τολμηρὸν τὸ τὸ Προφήτε εἰς
πεῖν; τὸ , ἵνα τι ὁ Θεὸς ἀπώσω εἰς τέλος; καὶ διωργία
πη ὁ θυμόςσε ἐπὶ πρόβατα νομῆςσε ; ποίων ἁμαρτη .
μάτων τὰς δίκας ἐκτιννύομον ; ὑπὲρ τίνων ταῖς ἐπαλ
λήλοις τῷ συμφορῶν μασιζόμεθα ; ἢ τάχα διὰ τὸ πλεον .
νάσαι τὴν ἀσέβειαν της ποικίλων αἱρέσεων , αὐτὴ καθ
ἡμῶν ἡ ψῆφος ἐκράτησεν ; ὁρᾶτε δ οἵοις κακοῖς ἐν
βραχεῖ συλέχθημεν χρόνῳ . Οὔπω ἐπὶ τῇ προτέρα
πληγῇ αναπνεύσαντες , ὅπως τὸ δάκρυον τὴν ὀφθαλμῶν
ἀποψήσαντες , πάλιν ἐν τοσαύτῃ γεγόναμεν συμφορές
Τότε τὸ νεοθαλὲς ανθος απωδυρόμεθα , νῷ αὐτὸ τὸ
ἔρνος, ἀφ᾿ καὶ τὸ αὔθος ἐβλάσησε . Τότε τῷ ἐλπιδες
σαν ὥραν ,‫ ܕ‬να τώ ακμάσασαν . Τότε το προσδοκ
μενον ἀγαθὸν , ναῦ τὸ ἐν πείρᾳ γενόμενον. ῏Αρά μοι
συγγνώσετε, ᾿Αδελφοὶ, εἴτε διὰ τὸ πάθος παραληρή ,
σαιμι ; τάχα , καθώς φησιν ὁ ᾿Απόσολος, καὶ αὐτή ἡ
κτί
188 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

κτίσις τῷ ἡμετέρῳ κακῷ σωεςδαξεν . Ὑπομνήσω δὲ


τῷ γεγονότων ἡμᾶς , καὶ οἶμαι τις πολλές τοῖς λέγο
μένοις σωθήσεται . Ὅτε χρυσῷ καὶ πορφυρίδι κακα . F
λυμμένη ἐπὶ
( τί πόλιν ἡ Βασιλὶς ἐκομίζετο ( κλί
νη δὲ Κὖ ἡ κομίζεσα ) καὶ πᾶσα ἀξία , καὶ ἡλικία
πᾶσα προχυθεῖσα τὸ ἄξιος , ἀπες ονοχώρει διὰ τοῦ
πλήθος τὸ ὕπαιθρον , παύτων ἐκ ποδῶν καὶ τῆς ὑπε
ρεχόντων τοῖς ἀξιώμασι προπομπευόντων τὸ πάθες .
μέμνηθε παύτως , ὅπως ὁ ἥλιος ταῖς νεφέλαις τὰς ἀκ
τῖνας ἑαυτὸ συνεκάλυψαν , ὡς οὐ μὴ ἴδοι τρίχα και
θαρῷ τῷ φωτὶ μὲ πότε χήματος εἰσελακύεσαν τὴν
Βασιλίδα τῇ πόλει , ἐκ ἐπὶ ἅρματός τινος , ἢ χρυσο
δέτε ἀπήνης καὶ τὸν βασίλειον κόσμὸν τοῖς δορυφόροις
ἀγαλλομένῳ , ἀλλ᾽ ἐν ζόφῳ κεκαλυμμένω , ἐπικρυπ
τομεύζῳ τὸ εἶδος͵ ἐκεῖνο τῷ σκυθρωπῷ προκαλύμμα
τι . Θέαμα δεινόν τε καὶ ἐλεεινὸν , δακρύων ἀφορμὴ τρο

κειμενη τοῖς͵ ἐντυγχαύεσιν, ω ἅπας τῶν συνειλεγμέ


νων ὁ ἐπηλύς τε καὶ ὁ ἐγχώριος ἐκ εὐφημίαις , ἀλλὰ
θρήνοις εἰσιᾶσαν ἐδέχετο . Τότε καὶ ὁ ἀὴρ πενθικῶς
ἐσκυθρώπασαν , οἷον ἱμάτιόντι πενθικὸν τὸν ζόφον
περιβαλλόμενος · ἀλλὰ καὶ αἱ νεφέλαι , καθώς δικα
τὸν ἀυταῖς μὖ , ἐπεδάκρυον , ἁπαλὰς ψεκάδας αὐτὶ
δακρύων ἐπαφιεῖσαι τις πάθει . Ἢ ταῦτα μεν ὄντως
λῆρός ἐσι, καὶ ἐδὲ λέγειν ἄξιον ; εἰ γάρτι καὶ γέγονα
οὐ τῇ κτίσει τοῦτον , οἷον ἐπισημῆναι τὴν συμφοραν
καὶ παρὰ τῆς κτίσεως γέγονε παύτως , ἀλλὰ παρὰ τὸ
Δεασότε της κτίσεως , τιμῶντος δὲ ὧν ἐποίει τῆς ῾Ο
σίας τὸν θαύατον . Τίμιον γάρ φησιν, εναντίον Κυρία
ὁ θαύατος της Ὁσίων αυτό . Εἶδον δὲ ἐγὼ τότε ἕτε
ρον θέαμα τῆς εἰρημονων παραδοξότερον . Εἶδον διπ
λῶν ὄμβρον , τὸν μοὶ ἐκ τὸ ἀέρος , τὸν δὲ ἐκ τῶν
δακρύων ἐπὶ τω γῷ καταῤῥέοντα · καὶ ἐκ μὖ ć ἐξ
ὀφθαλμῶν ὑετὸς τῷ ἐκ τῶν νεφῶν ἐνδεέτερος
Ἐν
τοσαύταις μυριάσι τῶν συμπαρόντων ἐκ ἱ ὀφθαλμὸς ,
ὁ μὴ καταβρέχων τὴν γῆν ταῖς τῶν δακρύων ςαγόσιν .
᾿ΑΛ
ΕΙΣ ΠΛΑΚΙΛΛΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ . 189

᾿Αλλ᾽ὦ καλῶς τάχα


‫او‬ τῆς Διδασκάλου γνώμης έξο
χασάμεθα , πλέον ἢ ἔδει τοῖς σκυθρωποῖς ἐμβαθύς
ναντες . Ἴσως γὰρ βέλεται θεραπεῦσαι μᾶλλον , ἢ
ανιᾶσαι τω ἀκολο ἡμεῖς δὲ τὸ εναντίον να π
ποιήκαμεν· ὥσπερ αν εἴτις ἰαξὸς ξαυματίαν λαβὼν,
μὴ μόνον ἀμελοίη τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ βρωτικοῖς
τισι φαρμάκοις προσεπιξίβοι τὸν ὀδενώμενον . Οὐκῶν
ἐπαντλητέον ·τὸν ἐλαιώδη λόγον τῇ διοιδέσῃ πληγῇ
οἶδε δ καὶ ἡ Εὐαγγελικὴ ἰαζεία τῇ τύψαι τὸ οἴνε
καταμιγνύειν τὸ ἔλαιον . Επικλίνωμὸν ἐν ὑμῖν, παρὰ
τῆς γραφῆς λαβόντες τὸν τὸ ἐλαίς καμψάκω , ὡς ἔτι
δυνατὸν τὸ σκυθρωπὸν τῶς εἰρημαίων εἰς παραμυθίων
παλινῳδήσαντες . ᾿Αλλά μοι μηδεὶς ἀπιςείτω τῷ λέγο
μοίῳ , κἂν παράδοξον ᾖ . Εσιν , ᾿Αδελφοί , τὸ ἀγαθὸν ,
ὃ ζητῶμεν , ἔτι , καὶ ἐκ ἀπόλωλε , μᾶλλον δὲ μικρότε
ρον εἶπον τῆς ἀληθείας . Οὐ μόνον γάρες: τὸ ἀγαθὸν ,

ἀλλὰ καὶ ἐν ὑψηλοτέροις ἢ πρότερον · τὴν Βασιλίδα ζη
τῆς ; ἐν τοῖς βασιλείοις τὴν διαγωγὼ ἔχει . Αλλ᾿ὀφ
θαλμῷ γνῶναι τέτο ποθεῖς ; ἐκ ἔξεσί σοι Βασιλίδος

θέαν περιεργάζεται. Φοβερὰ περὶ ἀντὶ ἡ τῆς δορυ
φόρων φρερά . Οὐ τότων λέγω τῶν δορυφόρων , οἷς σι
δηρος τὸ ὅπλον ἐςὶν, ἀλλὰ τὴς τῇ φλογίνη ρομφαία
καθωπλισμοίων , ὧν τὸ εἶδος ανθρώπων ὄψις ἐχὑπο
δέχεται . Ἐν οἷς ἀποῤῥήτοις τῆς Βασιλείας ἡ οἴκησις ,
τότε ὄψε , ὅταν καὶ σὺ προκύψῃς τὸ σώματος . Οὐ γάρ
ἐςι ἄλλως αὐτὸς τῶν ἀδύτων τῆς βασιλείας γενέθαι ,
μὴ διαχόντα τὸ τῆς σαρκὸς παραπέτασμα . Ἢ κρεῖττον
οἴει τὸ διὰ
σαρκὸς μετέχειν τὸ βία ; ἐκῶν παιδούσάτω
σε ὁ θεῖος Απόςολος, ὁ τῶν ἀποῤῥήτων το Παραδεί
σε μετεχηκὼς μυςηρίων . Τί λέγει περὶ τῆς ὧδε ζωῆς;
τάχα ἐκ τῇ κοινῇ τῶν ανθρώπων φθεγγόμενος ταλαί
πωρος ἐγὼ αὔθρωπος , τίς με ρύσεται ἀπὸ τὸ σώμα
τος το θανάτε τότε ; διατί τότο λέγει ; ὅτι τὸ αὐαλύ .
σαι , καὶ στὸ Χρισῷ εἶναι πολλῷ κρείττον φησί . Τί
δὲ ὁ μέγας Δαβὶδ , ὁ τοσαύτῃ διασείᾳ κομῶν , ὁ
παν
igo ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗ͂Σ

παντα πρὸς ἡδοντα καὶ κατ᾽ ὀξυσίαν εἰς ἀπόλαυσιν ἔ


>
χων, δ ςενοχωρεῖται τῷ βίῳ ; & φυλακών ονομάζει
τὴν ὧδε ζωήν ; καὶ βοᾷ πρὸς τὸν Κύριον· ἐξάγαγε ἐκ
φυλακῆς του ψυχώμε ; 8 πρὸς τὰ (παράτασιν τῆς
ζωῆς δυχεραίνει , οἴμοι , λέγων, ὅτι ἡ παροικία μου
ἐμακριύθη , ἢ ἐκ ᾔδεισαν διακρῖναι οἱ ῞Αγιοι τὸ καὶ
λὸν ἐκ τε χείρονος , καὶ διὰ τότο προτιμοτέραν ᾤοντο τῇ
ψυχῇ τὴν ἀπὸ τὸ σώματος ἔξοδον ; Σὺ δὲ , τι καλὸν ,
επέμοι , παρὰ τὸν βίον ὁρᾷς ; κατανόησον οὐ τίσιν ἡ
ζωή θεωρεῖται . Οὐ λέγω σοι τὴν τὸ Προφήτε φων,
ὅτι πᾶσα σὰρξ χόρτος . Σεμνύνει δὺ ἐκεῖνος μᾶλλον
τῷ ὑποδείγματι τὴν τῆς φύσεως ἀθλιότητα . Τάχα δ
κρεῖττον ζῷ χόρτον εἶναι μᾶλλον , ἢ ὅπέρ εςι ; διατί ;
ὅτι ἐδεμίαν ὁ χόρτος ἐκ φύσεως ἀηδίαν ἔχει . Ἡ δὲ
σὰρξ ἡμῶν , ὀσμῆς ἐξιν ἐργασήριον , ἅπαν τὸ ληφθο
εἰς διαφθορὰν ἀχρεῖσα . Τὸ δὲ τὸν ἅπαντα χρόνον ἀ
ποκεῖσαι
મ τῇ τῆς γαςρὸς λειτεργίᾳ , ποίας τιμωρίας
ἐκ ἔσιν αὐταρώτερον ; ὁρᾶ τε δ τέτον τὸν διώυεκῇ φόρο
λόγον , τὴν γαςέρα , λέγω , ὅσον ἐπάγει καθ᾿ ἡμέραν
τὴν ανάγκίω τῆς ἀπαιτήσεως ; ᾧ κάν ποτε πλέον τοῦ
τεταγμένες προκαταβάλωμον , εδὸν τὸ ἐφεξῆς χρέες πρός
ξετίσαμεν . Καθ᾽ ὁμοιότητα της ον τῷ μύλων ταλαι
πωρέντων ζώων κεκαλυμμένοις τοῖς ὀφθαλμοῖς τὴν τε
βίδ μύλω περιερχόμεθα , ἀεὶ διὰ τῶν ὁμοίων περι
χωρῶντες , καὶ ἐπὶ τὰ αὐτὰ ανατρέφοντες . Εἴπω σοι τὴν
κυκλικ ταύτῳ περίοδον . Ὄρεξις , κόρος ὕπνος, ἐ
γρήγορσις˙ κοίωσις, πλήρωσις . Αεὶ ἀπ᾿ ἐκείνων ταῦ
τα , καὶ ἀπὸ τότων ἐκεῖνα , καὶ πάλιν ταῦτα · καὶ ἐδέ
77 OTE
κύκλῳ περιϊόντες παυόμεθα , ἕως αὖ ἔξω τὸ μύ
λωνος γενώμεθα . Καλῶς ὁ Σολομὼν πίθον τεζημένον ,
καὶ οἶκον ἀλλόξιον ὀνομάζει τὸν ὧδε βίον . Ὄντως δ
ἀλλόξιος
el οἶκος , καὶ ἐχ ἡμέτερος , ὅτι ἐκ ἐφ᾽ἡμῖν ἐξιν ,
ἢ ὅτε βελόμεθα , ἢ ἐφ᾽ὅσον ἐπιποθῆμον , ἐν αὐτῷ εἶ
ναι ἀλλὰ καὶ εἰσαγόμεθα ὡς ἐκ οἴδαμεν , καὶ ἐξοικι
ζόμεθα , ὅτε ἐκ οἴδαμε . Τὸ δὲ τῷ πίθε αἴνιγμα
νοή
ΕΙΣ ΠΛΑΚΙΛΛΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ . 191

νοήσεις , ἐάν εἰς τὸ ἀπλήρωτον τῶν ἐπιθυμιῶν ἀποβλέ


ψης . Ὁρᾶς πῶς ἐπαντλᾶσιν ἑαυτοῖς οἱ αὔθρωποι τὰς
τιμὰς , τὰς δυνασείας , τὰς δόξας, καὶ παύτα τὰ τοιαῦ
τα ; ἀλλ᾽ὑποῤῥεῖ τὸ βαλλόμενον , καὶ καὶ παραμενει τῷ
ἔχοντι . Ἡ μοὶ ᾧ περὶ τὴν δόξαν καὶ τὴν δυνασείαν
καὶ τὴν τιμίω σπουδή , παύτοτε ἐνεργεῖται · ὁ δὲ τῆς ἐ
πιθυμίας πίθος μένει ἀπλήρωτος . Τί δε φιλοχρημα
τία ; ἐκ ἀληθῶς πίθος τεξύμώνος ἐςὶν , ὅλῳ τῷ πυθ
μοι ρέων ; ᾧ κἂν πᾶσαν ἐπαντλήσῃς τὴν θάλασσαν ,
πληρωθώαι φύσιν ἐκ ἔχει . Τί ἐν λυπηρὸν , εἰ τὸ
τὸ βίο κακῶν ἡ μακαεία κεχώρισαι , καὶ ὥσπέρ τινα
λήμῳ τὸν τὸ σώματος͵ ῥύπονἀποβαλέσα , καθαρά
τῇ ψυχῇ πρὸς τὴν ἀκήρατον ζωὴν μετανίσαται ; ἐν ᾗ
ἀπάτη καὶ πολιτεύεται , διαβολὴ καὶ πις δύεται, κολακεία
χώραν ἐκ ἔχει , ψεῦδος καὶ καταμίγνυται , ἡδονή τε

λύπη , καὶ φόβος καὶ θάρσος , καὶ ποία καὶ πλέτος ,
δελεία καὶ κυριότης , καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη το βίε αὐωμα
λίᾳ , ὡς ποῤῥωτάτω τῆς ζωῆς ἐκείνης͵ ἐξώριςαι . ᾿Α
πέδρα ἐκεῖθεν , καθώς φησιν ὁ Προφήτης , ὀδιών , καὶ
λύπη , καὶ ςεναγμός . ᾿Αντὶ δὲ τύτων τί ; ἀπάθεια ,
μακαριότης , κακέ παντὸς ἀλλοξίωσις , Αγγέλων ὁμι
λία , τῶν ἀοράτων θεωρία , Θεğ μετασία , οὐφροσμύη
τέλος ἐκ ἔχεσα . ῏Αρόν λυπεῖθαι προσήκει περὶ τῆς
Βασιλίδος , μαθόντας οἷα αὐθ᾽ οἷων ἀλλάξατο ; Κατέ
λιπε βασιλείαν γνΐνεν , ἀλλὰ τὴν ἐρανιον κατέλαβαν .
Απέθετο τὸν ἐκ λίθων ςέφανον , ἀλλὰ τὸν τῆς δόξης
περιεθήκατο ἀπεδύσατο τὴν πορφυρίδα , ἀλλὰ Xe
τὸν ἐνεδύσατο . Τῦτό ἐσι τὸ βασιλικὸν ὄντως καὶ τίμιον
εδυμα . Τὴν ὧδε πορφύραν ἀκέω αἵματι κόχλυ τινὸς
θαλασσίας φοινίασεθαι , τὴν δὲ αἴω πορφύραν τὸ τοῦ
Χρις8 αἷμα λάμπειν ποιεῖ . Εἶδες ὅσονἐν τῷ οὐδύματ
τι τὸ διάφορον ; βέλει πεισμαι ὅτι οὐ ἐκείνοις ἐξίν ;
ανάγνωθι τὸ Εὐαγγέλιον · δεῦτε οἱ εὐλογημενοι τῷ Παζ
ξός με, φησὶ ταῦτα πρὸς τὰς δεξιὲς ὁ Κριτής , κληρο
νομήσατε τὴν ἡτοιμασμένῳ ὑμῖν βασιλείαν . Τα πα
ρα
192 * ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ·

ρὰ τίνος ἡπιμασμενίω ; Κἳ ἑαυτοῖς , φησι, διὰ τὴν ἔρη


γων προετοιμάσατε . Πῶς , ἐπείνων , ἐδίψων , ξοος ἧς
μω , γυμνὸς , ἀπονὴς , ο φυλακῇ . Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιή ›
σατε οἱ τότων τδ ἐλαχίσων, ἐμοὶ ἐποιήσατε , Εἰ ἐν

ἡ περὶ ταῦτα απεδή βασιλείας πρόξενος γίνεται , α
αθμήσατε, εἴπερ δυνατόν ἐςιν ἐξαριθμήσαθαι , πό
σοι τοῖς ἐνδύμασι τοῖς παρ᾽αὐτῆς ἐσκεπάθησαν ; πότ
σοι τῇ μεγάλῃ ἐκείνῃ δεξιᾷ διεξάφησαν ; πόσοι της
κατακλείσων ἐκ ἐπισκέψεως μόνον , ἀλλὰ καὶ παντελῶς
ἀφέσεως ἠξιώθησαν ; εἰ δὲ τὸ ἐπισκέψαθαι τὸν κατά
κλείσον προξενεῖ βασιλείαν, τὸ ἐλευθερῶσαι τῆς τιμω
οίας δηλαδὴ πλείονος τιμῆς ἄξιον; επέρτι βασιλείας
ἐςὶν ανώτερον . ᾿Αλλ᾿8 μέχρι τότων ἐςὶν ἐκείνης ὁ ἔπαι
νος . Παρέρχεται δὺ καὶ τὰ προσεταγμοίᾳ τοῖς κατορθώς
μασιν . Πόσοι δι᾿ ἐκείνων
વ τὴν τῆς αναςάσεως χάριν ἐφ᾿
ἑαυτῷ ἐγνώρισαν , οἳ τοῖς νόμοις ἀποθανόντες , καὶ τὴν
ἐπὶ θανάτῳ ψῆφον δεξάμενοι , πάλιν δι αυτῆς εἰς τὴν·
ζωτὼ ἀνεκλήθησαν ; ἐν ὀφθαλμοῖς δ᾽ εἰρημενων ἡ
μαρτυρία . Εἶδες παρὰ τὸ θυσιαςήριον ἀπογνόντα τὴν
σωτηρίαν μειράκιον ; εἶδες γυύαιον ἐπὶ κατακρίσει ας
δελφῆ ὀδυρόμενον , τῷ τὰ ἀγαθὰ τῇ ᾿Εκκλησίᾳ κηρύσ มุ
ท์
σοντος , ὅπως τῇ μνήμῃ τῆς Βασιλίδος ἡ σκυθρωπὴ το
θανάτε ψῆφος εἰς ζωὴν ἀναλύεται ; Αρα καὶ μόνον ταῦτ

τα ; τὴν δὲ ταπεινοφροσιζω πε θήσομον ; ω ροτι·
μοτέραν ἡ γραφὴ ποιεῖται παντὸς τῇ κατ᾽ ἀρετὴν κατορ 1
θώματος• ἥτις σωμιοχῦσα τῳ μεγάλῳ βασιλεῖ τὴν
τοσαύτην ἀρχὴν , πάσης διασείας ὑποκύπτώσης , τοις
των ἐθνῶν ὑποτελέντων , γῆς τε καὶ θαλάττης ἐκ τ
οἰκείων ἑκατέρας δορυφορέσης , ἐκἔδωκε καθ᾿ ἑαυτῆς
τῳ τύφῳ , ἀεὶ πρὸς ἑαυτῶ , δκ εἰς τὰ ἔξω ἑαυτῆς ἀ
ποβλέπεσα . Διὰ τότο τὸ μακαρισμᾶ γίνεται κληρο
νόμος, διὰ τῆς προσκαίρες ταπεινοφροσαύης τὸ ἀληθινὸν
ὕψος ἐμπορούσαμεη . Εἴπωτι καὶ τῆς φιλανδρίας τεκ
μήριον. Ἔδει πάντως, διαλυομένης της σωματικήςσυ
ζυγίας , καὶ τὰ τίμια της προσόντων αυτῆς ἀγαθῶν ἐλο
θεῖν
ΕΙΣ ΠΛΑΚΙΛΛΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ . 193

θεῖν εἰς διαίρεσιν . Πῶς ἐν ἐποιήσατο των διανομήν ;


ξιῶν ὄντων τέκνων ( · ταῦτα δ τζ ἀγαθῶν τὰ κετά
λαια ) τὰς ἄῤῥονας της Παξὶ προσκατέλιπον , ὥστε
εἶναι αὐτῷ τῆς βασιλείας ἐρείσματα τῆς δὲ ἰδίας με
είδος μόνην τὴν θυγατέρα ἀποπεποίηται . Ὁρᾶς πῶς
συγνώμων τε καὶ φιλότοργος , ἐν τοῖς τιμίοις τὸ πλέον
τῳ αὐδεὶ συγχωρήσασα ; ἀλλ᾿ ὃ μάλιστα παρ᾿ ἡμῶν
λέγεθαι χρή , τότο προθεὶς , καταπαύσω τὸν λόγον
το της εἰδώλων μῖσος κοινὸν παντων ἐπὶ τῷ μετε
χόντων τῆς πίςεως ἀλλ᾽ ἐκείνης ἐξαίρετον , τὸ τζ
Αρειανί ἀπιςίων ὁμοίως τῇ εἰδωλολαβεία βδελύτε
τέθαι . Τὰς γὰρ ἐν τῇ κτίσει τὸ Θεῖον εἶναι νομίς
ζοντας , εδὸν ἐλάττονα σέβειν ᾤετο τῷ εἰδωλοποιών
τῶν τὰς ὕλας , καλῶς καὶ οὐσεβῶς τότο καίνεσα · ὁ
δ τὸ κτίσμα προσκυνῶν , κἂν ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Χρι
εὖ τότο ποιεῖ , εἰδωλολάξης ἐςὶ , Χeιςοῦ ὄνομα
기 τῷ
εἰδώλῳ θέμονος . Δια τέτο μαθῦσα, ὅτι ἐκ ἔτι Θεὸς
πρόσφατος , μίαν προσεκύει Θεότητα , τί ἐν Παζὶ
καὶ Υἱῷ καὶ Πνεύματι Αγίῳ δοξαζομούν . Ταύτῃ ἐν
αυξήθη τῇ πίσει
· , ταύτῃ ἀνήκμασε , ταύτῃ τὸ πνεῦμα
παρακατέθετο ὑπὸ ταύτης προσήχθη τῷ κόλπῳ τοῦ
Παξὸς τῆς πίςεως Αβραὰμ παρὰ τω τῇ Παραδεί
σε πηγμ· ἧς ἡ ρανὶς ἐπὶ τὰς ἀπίτες ἐκ ἔρχεται,
ὑπὸ τ σκιαὶ τὸ ξύλου τῆς ζωῆς τῇ πεφυτάμενου
παρὰ τὰς διεξόδες τῷ ὑδάτων . Ων καὶ ἡμεῖς ἀξίως
P
θείημον ἐν Χρισῷ Ἰησε τῷ Κυρίῳ ἡμῶν , ᾧ ἡ δόξα
εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμμών

Encicl. Tom . II. n ΕΙΣ


194

ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΜΕΛΕΤΙΟΝ

᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αντιοχείας Ἐπιτάφιος .

Ηὔξησον ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν ᾿Αποςόλων ὁ νέος


Απόςολος , ὁ συγκαταψηφισθείς με τον Αποςόλων .
Εἵλκυσαν γὰρ οἱ ῞Αγιοι πρὸς ἑαυτὸς τὸν ὁμόζοπον,
τὸν ἀθλητί οἱ ἀθληταί , τὸν ξεφανί τω οἱ στεφανῖς
ται , τὸν ἁγνὸν τῇ ψυχῇ οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ , τὸν
κήρυκα το λόγο οἱ ὑπηρέται το λόγο . ᾿Αλλὰ μακα
ειςὸς μὲν ὁ Πατὴρ ἡμῶν ; τῆς τε Αποςολικής σύσκη
νίας ,‫ ܪ‬καὶ τῆς πρὸς τὸν Χρισὸν αναλύσεως , ἐλεεινοὶ
δὲ ἡμεῖς · ἐξ ἐᾷ μακαρίζειν ἡμᾶς τὸ Παζὸς τ
σκληρίαν , ή αωρία τῆς ὀρφανίας . Ἐκείνῳ κρεῖτην
ὡς τὸ σω Χρισῷ εἶναι διὰ τῆς αναλύσεως , ἀλλ᾿ἡ
μῖν χαλεπὸν τὸ διαζευχθῶαι τῆς παζικῆς πρός α
σίας . Ἰδὲ δ βυλῆς καιρὸς , καὶ ὁ συμβολαίων σ
γᾷ . Πόλεμος ἡμᾶς περιὲς οίχιςαι , πόλεμος αἱρετι
κὸς , καὶ ὁ τρατηγῶν ἐκ ἔσι . Κάμνει ταῖς αρρωςίαις
τὸ κοινὸν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὸν ἰαζὸν ἐχ ού
ρίσκομεν . Ὁρᾶτε ἐν ποταποῖς τὰ ἡμέτερα ; ἐβουλό
μί , όπως οἷόντε οὖ , τονώσας ἐμαυτό τίω ἀσθέ
νειαν , σωαραβίαι τῷ ὄγκῳ τῆς συμφορᾶς , καί τινα
ρῆξαι φωνίω͵ κατ᾽ἀξίων τῷ πάθος καθάπερ οἱ ξεν
ναῖοι πεποιήκασιν ὗτοι , μεγαλοφώνως τὸ ἐπὶ τῷ
Παζὶ συμφοραὶ ὀδυρόμενοι . ᾿Αλλὰ τί πάθω ; πῶς
βιάσομαι γλῶσσαν εἰς ὑπηρεσίαν τῷ λόγο , καθάπερ
τινι πέδῃ βαρείᾳ τῇ συμφορᾷ πεδηθεῖσαν ; πῶς ἀ
νοίξω τόμα τῇ ἀφασίᾳ κεκρατημενον ; πῶς πρόωμαι
φωνώ , εἰς πάθη καὶ θρώύες και συνηθείας κατολισθαί
νουσαν ; πῶς αναβλέψω τοῖς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῖς ,
της τῆς συμφορᾶς γνόφῳ κεκαλυμμένος; Τίς μοι δια
χών τω βαθείαν ταύτίω καὶ σκοτεινῳ τῆς λύπης
νεφέλων , πάλιν ἐξ αἰθείας λαμπραί αναδείξει τω
της
ΕΙΣ ΜΕΛΕΤ . ANTIOX . ΕΠΙΤΑΦ . 195

τῆς εἰρήνης ἀκτῖνα ; πόθον δὲ καὶ αναλάμψει


‫اد‬ ή από
τίς , το φωςῆρος ἡμῖν καταδυύαντες ; Ὢ κακῆς σκοτ
9
τομώης, ανατολίω φωτῆρος ἐκ ἐλπιζέσης ! Ως α
πεναντίον ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι τόπῳ , ναοῦ τε καὶ πρώην
οἱ λόγοι γίνονται ; τότε γαμικῶς ἐχερδώομαι , νιῶ
ἐλεεινῶς ἐπὶ τῷ πάθει στενάζομεν . Τότε ἐπι ·
θαλάμιον , ναῦ ἐπιτάφιον ᾄδομα» . Μέμνησθε γὰρ ὅ
τε τὸν πνευματικὸν ὑμᾶς γάμον εἰσιάσαμεν , τῷ καὶ
λῷ νυμφίῳ εἰσοικίζοντες των παρθενον , καὶ τὰ + τὸ
λόγων ἕδρα κατὰ διύαμιν ἡμῶν εἰσίνεγκάμεθα, δι
φραίνοντες ἐν τῷ μέρες, καὶ σφραινόμεν ν οι . ᾿Αλλὰ να
ε
ί
εἰς θρίον ἡμῖν ἡ χαρὰ λ
ε
μεθηρμόδη , καὶῇ ἡ τῆς δ
ν κ π σιωπιν
φροσύνης περιβολή , σάκκος
ό ο ἐγώετο . Η№ τάχα ω ν λ
ι δ π η σι
ἔδει τὸ πάθος,τ ω
α τ τὴ ἀ
-
γηδόνα , ὡς αὐ μὴ διοχλοίημον τὲς τὸς τὸ νυμφῶνος,
ἐκ ἔχοντες τὸ φαιδρὸν τὸ γάμω αἴδυμα , αλλά μελα
νειμονέντες τῷ λόγῳ ; ἐπειδὴ γὰρ ἀπήρθη ἀφ᾿ ἡμῶν
ὁ καλὸς νυμφίος , αθρόως το πούθει κατεμελαύθη
μεν , καὶ ἐκ ἔτι συνήθως καταφαιδρύναι τὸν λόγον ,
των κοσμέσον ἡμᾶς πολώ το φθόνε ἀποσυλήσαν
Πλήρεις ἀγαθῶν πρὸς ὑμᾶς ἀπηντήκαμον γι
μνοὶ καὶ ποίντες ἀφ᾽ὑμῶν ὑποτρέφομαι . Ὀρθμ εἴ*
χόμον ὑπὲρ κεφαλῆς τω λαμπάδα , πλεσία της φω
τι καταλάμπεσαι · ταύτίω ἐσβεσμών ανακομίζο
μα ‫ܕ‬, εἰς καπνὸν καὶ κόνιν διαλυθέντος το φέγγους .
Εἴχομον τὸν θησαυρὸν τὸν μέγαν ἐν " ὀςρακίνῳ σκεύει·
ἀλλ᾿ ὁ μον θησαυρὸς ἀφανής , τὸ δὲ ὀςράκινον σκεῦος ,
κενὸν τῷ πλέτε τῖς δέδωκόσιν ἐπανασώζεται. Τί ε!
ρμα οἱ ‫ اد‬ἀποτείλαντες ; Τί ἀποκρινῦνται οἱ ἀπαιτε
μενοι ; Ω πονηρό ναυαγίς πῶς ἐν μέσῳ τῷ λιμένι
τῆς ἐλπίδος ἡμῶν ἐναυαγήσαμε ; πῶς ἡ μυριοφόρος
ἑλκὰς αυτῷ τῷ πληρώματι καταδῦσα , γυμνὲς ὑμᾶς
τὸς ποτὲ πλετοντας κατέλιπε ; Πᾶ τὸ λαμπρὸν ἰδίον
ἐκεῖνο τὸ τις ῾Αγίῳ Πνεύματι διὰ παντὸς ἰθανόμενον
୯ ;
πῦ τὸ ἀσφαλὲς ἐδ ψυχῶν ἡμῶν πηδάλιον , δι δ τὰς
1 2 Gi
f
196 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ξικυμίας τὰς αἱρετικὰς ἀπαθῶς παρεπλέομον ; που


ἡ ἰαμετάθετος τῆς γνώμης ἄγκυρα , ᾗ με πάσης ἀ
σφαλείας πεπονηκότες ανεπαυόμεθα ; ποῦ ὁ καλὸς
κυβερνήτης , ὁ πρὸς τὸν αἴω σκοπὸν διευθυύων τὸ
σκάφος ; ῏Αρα μικρὰ τὰ συμβαύτα , καὶ μάτω παρ
θαίνομαι , ἢ μᾶλλον ἐκ ἐφικνᾶμαι το πάθες , κἂν ὑς
περφωνήσω τῷ λόγῳ ; Χρήσατε ἡμῖν , ἀδελφοὶ , λή
σατε τὸ ἐκ συμπαθείας δάκρυον . Καὶ δ ὅτε ὑμεῖς
εὐφραίνεθε , ἡμεῖς τῆς σωφροσκύης ὑμῶν ἐκοινωνήσας
μω . Οὐκοῦ ἀπόδοτε ἡμῖν τὸ πονηρὸν τέτο αὐτάλ
λαγμα . Χαίρειν μετὰ χαιρόντων , τοῦτο ἡμεῖς ἐποιή
σαμῳ . Κλαίειν με κλαιόντων, τότο ὑμεῖς αὐταπόδο
τ · Ἐδάκρυσε ποτὲ ξαος λαὸς ἐπὶ τῇ Παξιάρχου
Ιακωβ , καὶ τ᾿ ἀλλοτρίαν συμφοραὶ ᾠκειώσατο , ὅτε
τὸν πατέρα ἐξ Αἰγύπτε οἱ ἀπ' ἐκείνε μετακομίσαντες,
πανδημεῖ τῷ ἐπ ' αὐτῷ συμφοραὶ ἐπὶ τῆς ἀλλοξίας L

κατωλοφύραντο , ἡμέραις τριάκοντα , καὶ τοσαύταις νυ


ξὶ τὸν ἐπ᾽ ἀυτῷ θρίον συμπαρατείνοντες . Μιμήσας
Σε τὸς ἀλλοφύλες , ἀδελφοὶ καὶ ὁμόφυλοι . Κοινὸν ἦν
τότε
기 το ξεύων, καὶ τῷ ἐγχωρίων τὸ δάκρυον , κοινὸν
ἔσω καὶ ναῶ , ἐπεὶ καὶ τὸ πάθος κοινόν . Ορᾶτε τὰς
Πατριάρχας τότες ; παύτες έτοι τέκνα τῷ ἡμετέρῃ εἰς
σὶν Ἰακώβ , ἐξ ἐλευθέρας οἱ παύτες , εδεὶς νόθος ,
ἐδὲ ὑπόβλητος . Οὐδὲ δ ;
τὸ ἦν θέμις ἐκείνῳ δουλικὴν
συγγένειαν ἐπισάγειν τῇ ευγενείᾳ τῆς πίςεως. Οὐ
κουῷ καὶ ἡμέτερος ἐκεῖνος πατὴρ , διότι τὸ παζὸς ἦν
τῇ ἡμετέρω πατήρ .
Ἠκέσατε ἀρτίως τοῦ Ἐφραὶμ , καὶ τοῦ Μαναασῇ ,
οἷα , καὶ ὅσα περὶ τοῦ παρὸς• διηγήσαντο ,, ὡς ὑπερ
βαίνειν λόγον τὰ θαύματα δότε καμοὶ περὶ τούτων
εἰπεῖν · καὶ δὺ ἀκίνδυνον τὸ μακαρίζειν λοιπὸν , ἔτε
φοβᾶμαι τὸν φθόνον . Τί γάρ με χεῖρον ἐργάσεται ;
σκῶν γνῶτε, τίς ὁ ᾿Ανήρ . Εὐγενὴς δ ἀφ᾽ ἡλία ανα >
τολῶν , ἄμεμπτος , δίκαιος , ἀληθινὸς , Θεοσεβής , α
πεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηρε πράγματος . Οὐ γὰρ
δε
ΕΙΣ ΜΕΛΕΤ. ΑNTIOX. ΕΠΙΤΑΦ . 197

δὴ ζηλοτυπήσει ὁ μέγας Ἰώβ , εἰ ταῖς περὶ αὐτοῦ


μαρτυρίαις καὶ ὁ μιμητὴς ἐκείνου ἐγκαλλωπίζοιτο .
Αλλ᾿ ὁ τὰ καλὰ παύτα~ βλέπων φθόνος , εἶδε καὶ τὸ
ἡμέτερον ἀγαθὸν πικρῷ τῷ ὀφθαλμῷ · καὶ ὁ ἐμπερι
παίῳ τῇ οἰκεμένῃ , καὶ δι᾽ ἡμῶν περιεπάτησε , πλα
τὸ τὸ ἴχνος τῆς θλίψεως ταῖς οἰπραγίαις ἡμῶν ἀνα
περείσας . Οὐ βοῶν καὶ προβάτων ἀγέλας διελυμλύας
το ( πλίω εἰ μὴ ἆρά τις κατὰ τὸ μυςικὸν εἰς τὰ
Εκκλησίαν μεταλάβοι τὸ ποίμνιον" ) πλίω ἐκ ἐ
τέτοις ἡμῖν παρὰ τὸ φθόνε ἡ βλάβη . Οὐδὲ ἐν ὄνοις
καὶ καμήλοις των ζημίαν εἰργάσατο , εδὲ ζαύματι
σαρκὸς τὰς αἰσθήσεις ἐδείμυξον , ἀλλ᾿ ἡμᾶς τῆς κε
φαλῆς ἀπεσύλησε τῇ δὲ κεφαλῇ συναπῆλθε τὰ τί
μια ἡμῶν αἰθητήρια . Οὐκέτι ἐςὶν ὀφθαλμὸς , ὁ τὰ
ἐρανια βλέπων, ἐδὲ ἀκον , τῆς θείας φωνῆς ἐπαΐς
σα , ἐδὲ ἡ γλῶσσα ἐκείνης τὸ ἁγνὸν ἀνάθημα τῆς
ἀληθείας .. Πᾶ ἡ γλυκεῖα τῆς ὀμμάτων γαλτη ; πε
τὸ φαιδρὸν ἐπὶ τὸ χείλες μαδίαμα ; πε 1 ἡ σύπροσή
γορος δεξιά , τῇ τῇ σόματος ευλογίᾳ τὰς δακτύλους
συνεπισείσσα ; προάγομαι δὲ ὡς ἐπὶ σκηνῆς αναβο .
σαι τω συμφοραί . Ἐλεῶ σε , ὦ ᾿Εκκλησία . Πρὸς
σὲ λέγω , τὸ ᾿Αντιόχε πόλιν . Ελεῶσε τῆς ἀθρόας
ταύτης μεταβολῆς. Πῶς ἀπεκοσμήθη τὸ κάλλος ; πῶς
ἀπεσυλήθη ὁ κόσμος ; πῶς ἐξαίφνης ἀπεῤῥύη τὸ αὔ
θος ; ὄντως ἐξηρανθη ὁ χόρτος , καὶ τὸ αὔθος ὀξέπε
σε . Τίς ὀφθαλμὸς πονηρός ; τίς βασκανία κακή και
τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης
( ἐκώμασα ; οἷα αὐθ᾽ οἵων ήλ
λάξατο ; ἐξέλιπον ἡ πηγή , ἐξηρανθη ὁ ποταμός
πάλιν εἰς αἷμα μετεποιήθη τὸ ὕδωρ . Ὢ δυςυχοῦς
ἀγγελίας ἐκείνης , τῆς διαγγελέσης τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ
πάθος ! Τίς ἐρεῖ τοῖς τέκνοις , ὅτι ἀπωρφανίθησαν
‫ار‬ ;
τίς ἀπαγγελεῖ τῇ νύμφῃ , ὅτι ἐχήρευσαν ; Ὢ τῶν
κακῶν ! Τί ἐξέπεμψαν , καὶ τί ὑποδέχονται ; κιβωτὸν
προέπεμψαν , καὶ
~ σορὸν ὑποδέχονται . Κιβωτὸς
ἀδελφοί , ὁ τὸ Θες ανθρωπος . Κιβωτὸς , περιέχων
n 3
198 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ἐν ἑαυτῷ τὰ θεῖα Μυτήρια . Ἐκεῖ ἡ σάμνος ή γυ


σῆ πλήρης το θείς μώνα , πλήρης της δραίς το
φῆς. Ἐν ἐκείνῃ͵ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης , ἐν ταῖς
πλαξὶ τῆς καρδίας ἐγγεγραμμέναι πνεύματι τὸ Θεὸ
ζῶντες , και μέλανι . Οὐδὲν δ τῇ καθαρότητι τῆς καρτ
δίας ζοφῶδες , καὶ μέλον ἀνεκέκαυτο νόημα , ἐν ἐκείνῃ
οἱ σύλοι, αἱ κεφαλίδες, τὸ θυμιατήριον, ἡ λυχνία , τὸ
ἱλαςήριον , οἱ λυτῆρες, τὰ τῷ εἰσόδων καταπετάσμα
τα · ἐν ἐκείνῃ ἡ ῥάβδος τῆς ἱερωσμύης , ἡท ἐν ταῖς
χερσὶ ταῖς ἐκείνε βλαςήσασα · καὶ εἴτι ἄλλο τι κι
Ρωτὸν ἔχειν " ἀκόσμον , παύτα τῇ ψυχῇ τς ανδρὸς πε
ριείληπτο . Αλλ᾿ αὐτ᾽ ἐκείνων τί ; σιωπάτω ὁὁ λόγος ,
Σινδόνες καθαραὶ , καὶ τὰ ἐκ σηρῶν ὑφάσματα . Μύ
ρων καὶ ἀρωμάτων δαψίλεια , γυναικὸς φιλοτιμίακοσ
μίας τε καὶ συχήμονος . Εἰρήσεται etδ , ὡς αὐ καὶ ταῦς
τα γενοιτο εις μαρτύριον αὐτῇ , ἃ περὶ τὸν Ἱερέα ἐς
ποίησε, δαψιλῶς τὸν ἀλάβαςρον το μύρο τῆς τῷ Ἱε
ρέως κεφαλῆς καταχέασα . ᾿Αλλὰ τὸ ἐν τέτοις διασω
ζόμονον , τί ; ὀξέα νεκρά, καὶ πρὸ το θανάτε μεμε
λετηκότα των νέκρωσιν
9 . Τὰ λυπηρὰ τῆς συμφορῶν ἡ
μῶν μνημόσυνα . Ὢ οἵα φωνὴ πάλιν ἐν Ῥαμα ἀκε
θήσεται ! Ῥαχὴλ κλαίουσα , οὐχὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ,
ἀλλὰ τὸν αὔδρα , καὶ τα προσιεμένη παράκλησιν . ῎Αφε
τε οἱ παρακαλῶντες , ἄφετε . ΜὴМи κατιχύσητε παρα

καλέσαι . Βαρὺ πενθείτῳ ἡ χήρα , αἰθέπω τῆς ζη


μίας, ἧς ἐζημίωται . Καίτοι δκ αμελέτητός ἐςι τ χω
ρισμῷ , ἐν τοῖς ἀγῶσι τὸ ἀθλητό προειπεῖσα φέ
ρειν τω μόνωσιν . Μέμνηθε παύτως , ὅπως ὑμῖν ὁ
ερὸ ἡμῶν λόγος τὰς ἀγῶνας τὸ ανδρὸς διηγήσατο η
ὅτι διὰ παύτων τιμῶν τω Αγίω Τριάδα , καὶ ἐν τῷ
ἀριθμῷ δ᾽ ἀγώνων των τιμών διεσώσατο , τρισὶ πει
ρασμῶν προσβολαῖς ἀναθλήσας . Ἠκέσατε τω ἀκο
λυθίαν κδ πόνων , οἷος ἐν πρώτοις , οἷος ἐν μέσοις ,
ἐν τελευταίοις οἷος μύ . Περιττὴν κρίνω τω παράλη
μιν δ᾽ εἰρημένων καλῶς · ἀλλὰ τοσῦτον εἰπεῖν ἴσως

ΕΙΣ ΜΕΛΕΤ . ANTIOX . ΕΠΙΤΑΦ. 199

ἐκ ἄκαιρον . Ὅτε τὸ πρῶτον εἶδον ἡ σώφρων Ἐκκλη


σία ἐκείνῃ τὸν αὐδρα , εἶδε πρόσωπον ἀληθῶς ἐν εἰς
κόνι Θες μεμορφωμενον . Εἶδον ἀγάπω πηγάζεσαν
εἶδε χάριν περικεχυμενου τοῖς χείλεσι ταπεινοφρο
σώύης τὸν ἀκρότατον ὅρον , μεθ᾿ ὃν ἐκ ἔσιν ἐπινοῆσαι
τὸ πλέον . Κατὰ τὸν Δαβὶδ τω περμότητα , κατὰ τὸντου
Σολομῶντα τὴν σώύεσιν, καὶ τὸν Μωσέα του ἀγαθό
τητα , καὶ τὸν Σαμπὴλ τω ἀκρίβειαν , καὶ τὸν Ἰωσὴφ
μέγαφροσκύην , κα
τὸν Δανιὴλ τω σοφίαν , καὶ τὸν
ζήλῳ τῆς πίςεως, καὶ τὸν ὑψη
λὸν Ἰωαννην ἐν τῇ ἀφθορίᾳ τῇ σώματος , κατὰ τὸν
Παῦλον ἐν τῇ ανυπερθέτω αγάπη . Εἶδε τοσέτων 2
γαθῶν , συνδρομίω περί μίαν ψυχώ . Ἐξώθη τῷ
μακαρίῳ ἔρωτι , οὐ τῇ αγνῇ καὶ ἀγαθῇ φιλοφροσμών .
τὸν νυμφίον ἑαυτῆς ἀγαπήσασα . ᾿Αλλὰ πρὶν τω ε ·
πιθυμίαν ἐμπλῆσαι, πρὶν αναπαῦσαι τὸν πόθον ,
ἔτι τῷ φίλξῳ ζέσσα , κατελείφθη μόνη , ο πειρασ
μῶν τὸν ἀθλητί ἐπὶ τὸς ἀγῶνας καλέντων . Καὶ ὁ
‫ده‬
μον ανήθλει τοῖς ὑπὲρ τῆς ουσεβείας ἱδρῶσιν , ἡ δὲ
ὑπέμενον , οὐ σωφροσκύῃ τὸν γάμονφυλάττουσα .
Χρόνος μὖ οὐ μέσῳ πολὺς,καί τις μοιχικῶς κατε›
πεχείρει τῆς ἀχα του πασάδος · ἀλλ᾿ ἡ νύμφη ἐκ ἐ
μιαίνετο καὶ
છે πάλιν ἐπάνοδος , καὶ πάλιν φυγής και
ἐκ ξίτε ὡσαύτως , ἕως διαχὼν τὸν αἱρετικὸν ζόφον
ε
ὁ Κύριος , καὶ τῷ ἀκτῖνα τῆς εἰρμώης ἐπιβαλών , ἔ
δωκον ανάπαυσίν τινα δ τ μακρῶν πόνων ἐλπίζειν,
Αλλ᾽ ἐπειδὴ πάλιν εἶδον ἀλλήλες , καὶ ανανεώθη τὰ τῆς
σωφροσμύης , καὶ θυμηδίαι πνευματικαὶ , καὶ πάλιν ἀ
νεφλέχθη ὁ πόθος · οὐθὺς διακόπτει τὴν ἀπόλαυσιν
ἡ ἐχάτη αυτη ἀποδημία . Ηλθε νυμφοςολήσων ὑμᾶς,
καὶ καὶ διήμαρτε το απεδάσματος . Ἐπέθηκε τῇ καλῇ
συζυγίᾳ τὰς τῆς εὐλογίας σεφαίες . Ἐμιμήσατο τὸν
Δεσπότην . Ως ο Κανᾷ της Γαλιλαίας ο Κύριος, -
το καὶ αὐταῦθα ὁ μιμητὴς το Χes8 . Τὰς δ 1ου
δαϊκὰς ὑδρίας τοῦ αἱρετικοῦ ὕδατος πεπληρωμένας ,
11 4 πλή
200 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
~
πλήρεις τῇ ἀκκράτε οἶνε ἐποίησεν , οὐ τῇ δυνάμει
τῆς πίςεως μεταποιήσας τω φύσιν . Ἔσησεν ἐν ὑ
μῖν πολλάκις κρατῆρα νηφάλιον , τῇ γλυκείᾳ αὐτοῦ
φωνῇ δαψιλῶς οἰνοχοήσας τω χάριν . Πολλάκις ὑ
μῖν προεθήκατο τὴν λογικώ πανδαισίαν . Ὁ μοὶ δύο
λογῶν καθηγεῖτο · οἱ δὲ καλοὶ ἔπι μαθηταὶ διηκόνεν
τοῖς ὄχλοις μυττποιῶντες͵ τὸν λόγον · καὶ ἡμεῖς δύο
φραινόμεθα , τω τοῦ γενους ὑμῶν δόξαν , οἰκεία
ποιεμένοι .
Ως καλὰ μέχρι τούτου τὰ διηγήματα ! Ως μακά
ρον Κὖ τούτοις͵ ἐναπολῆξαι τὸν λόγον ! ᾿Αλλὰ μετὰ
ταῦτα τί ; καλέσατε τὰς θρωέσας , ὁ Ἱερεμίας φη
σίν . Οὐ γάρ ἐςιν ἄλλως φλεγομοίω καρδίαν κατα
πεμφθώαι , ὑπὸ τὸ πάθος οἶδαίνεσαν , μή συναγ
μοῖς , καὶ δακρύοις κουφιζομεύζῳ . Τότε παρεμυθεῖτο
τὸν χωρισμὸν ἡ τῆς ἐπανόδε ἐλπίς · ναῷ δὲ τὸν ἔ
χατον ἡμῶν χωρισμὸν ἀπεχίπη . Χάσμα μέγα μετ
ταξὺ αυτό τε , καὶ τῆς Ἐκκλησίας ~καὶ τὸ μέσον ἐςήρικ
ται . Ὁ μω ἐν τοῖς κόλποις τε Αβραὰμ αναπαύε
iva
ται · ὁ0 δὲ διακομίζων τω ςαγόνα τῷ ὕδατος
καταψύξη της όδωωμείων τω ~ γλῶσσαν , ἐκ ἔσιν ,
Οἴχεται τὸ κάλλος ἐκεῖνο , σιγᾷ ἡ φωνὴ , μέμυκε τὸ
χείλη , ἀπέστη ἡ χάρις , διήγημα γέγονεν ἡ σύκλη
ρία : Ελύπει ποτὲ καὶ τὸν Ἰσραηλίτίω λαὸν Ηλίας
ἀπὸ γῆς πρὸς Θεὸν ανιπτάμενος · ἀλλὰ παρεμυθεῖτο
τὸν χωρισμὸν Ἐλισαῖος , τῇ μηλωτῇ τὸ Διδασκάλε
κοσμέμονος . Νωμὶ δὲ τὸ Ῥαῦμα ὑπὲρ θεραπείαν ἐ
είν · ὅτι καὶ Ἠλίας ἀνελήφθη , καὶ Ἐλισαῖος ἐχ ὑ
πελείφθη . Ἠκέσατεત τὸ Ἱερεμίς φωνάς τινας σκυθρω
πὰς καὶ γοώδεις , ἃς ὡς ἐρημωθεῖσαν τω πόλιν Ιε
ροσολυμιτής κατεθρώησαν · ὃς ἄλλατέ τινα περιπα
πῶς διεξήλθε , καὶ τοῦτό , φησιν , ὁδοὶ Σιών παθ

σι. Ταῦτα τότε μοι εἴρηται , ναῦ δὲ πεπλήρωται · ὅ


ταν δ περιαγγελθῇ τὸ πάθος ἡ φήμη, τότε πλήρες

ἔσονται αἱ ὁδοὶ τὴς' πονθέντων, καὶ προχεθήσονται οἱ


ΕΙΣ ΜΕΛΕΤ . ΑΝΤΙΟΧ . ΕΠΙΤΑΦ . 201

ὑπ᾿ αὐτῷς ποιμαινόμενοι , του και Νίνομιζω φωνίω ἐς


πὶ τὸ πάθες μιμέμονοι · μᾶλλον δὲ κακείνων ἀλγει
νότερον ὀδυνώμενοι . Τοῖς μεν δ ὁ θρῆνος τὸν φό
βον ἔλυσε · τοῖς δὲ λύσις ἐδεμία της κακῶνἀπὸ τῆς
θρων ἐλπίζεται . Οἶδά τινα τῷ Ἱερεμία καὶ ἄλλω
φωνῳ , ταῖς βίβλοις ἦσαν τῷ Γαλμῶν ἐναρίθμιον ,
ω ἐπὶ • τῇ αἰχμαλωσίᾳ τὸ Ἰσραὴλ ἐποιήσατο . Φη
σι δὲ ὁ λόγος, ὅτι ἐν ἰτέαις ἐκρεμάσαμον ἑαυτῷ τὰ
ὄργανα , σιωπίω ἑαυτῆς τε καὶ τῷ ὀργανων καταδικά
σαντες . Ἐμβὼ ποιῆμαι το ᾠδίω ταύτίῳ ἐὰν δ ἴ
δω το αἱρετικά σύγχυσιν ( Βαβυλὼν δέ ἐστιν ἡ
σύγχυσις ) καὶ ἐὰν ἴδω τὰς πειρασμὸς τὰς διὰ τῆς
συγχύσεως ῥέοντας , ταῦτα ἐκεῖνά φημι τὰ Βαβυλώ
νια ρεύματα , οἷς προσκαθήμενοι κλαίομον , ὅτι τὸν
διάγοντα ἡμᾶς διὰ τόπων ἐκ ἔχομεν . Κἂν τὰς ἰτέας
επης , καὶ τὰ ἐπὶ τότων ὄργανα , ἐμὸν καὶ τῦτο τὸ αἴ
νιγμα. Ὄντως δ ἐν ἰτέαις ὁ βίος • δενδρον δὺ ἄκαρ
πον ἡ ἰτέαἐσίν . Ἡμῶν δὲ ἀπεῤῥύη τῆς ζωῆς ὁ γλυ
κὺς καρπός. Οὐκῶν ἰτέαι γεγόναμς ἄκαρποι, ἀργὰ
καὶ ἀκίνητα τὰ τῆς ἀγάπης ὄργανα ἐπὶ τδ ξύλων κρε
μάσαντες . Ἐαὶ ἐπιλάθωμαί σε , φησὶν , Ἱερεσαλήμ ,
ἐπιληθείη ἡ δεξιά με . Δότε μοι μικρὸν ὑπαλλάξαι
τὸ γεγραμμένον , ὅτι ἐχ ἡμεῖς τῆς δεξιᾶς , ἀλλ᾽ ἡ δε
ξιὰ ἡμῶν ἐπιλέληςαι· καὶ ἡ γλῶσσα τῷ ἰδίῳ λάρυγ
γι κολληθεῖσα , τὰς τῆς φωνῆς διεξόδες ἀπέφραξαν
ἵνα μηκέτι ἡμεῖς τῆς γλυκείας ἐκείνης φωνῆς πάλιν
ἀκέσωμον .
᾿Αλλ᾿ ἀποψήσαθέ μοι τὰ δάκρυα · αἰθαύομαι γὰρ
πέρα το δέοντος ἐπὶ τι πάθει γυναικιζόμενος . Οὐκ
αφηρέθη ἀφ᾿ ἡμῶν ὁ νυμφίος μέσος ὑμῶν ἕτηκε, και
ἡμεῖς μὴ βλέπωμον . Εν τοῖς ἀδύτοις ὁ Ἱερούς · εἰς
τὰ ἐνδότερα το καταπετάσματος , ὅπε πρόδρομος --
πὲρ ἡμῶν εἰσῆλθε Χρισός . Κατέλιπε τὸ τῆς σαρκὸς
παραπέτασμα . Οὐκέτι ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ λαξεύει
τ᾽ ἐπυρανίων , ἀλλ᾽ εἰς αὐτί βλέπει τὴν τδ τραγ
μάτων
202 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

μάτων εἰκόνα . Οὐκέτι δὲ ἐτόπξου καὶ αἰνίγματος ,


ἀλλ᾿ ἀντιπροσώπως ἐντυγχαίει τῷ Θεῷ . Εντυγχαύει
δὲ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τῆς τὸ λαῷ ἀγνοημάτων . ᾿Απέθε.
το πὺς δερματίνες χιτίας · ἐδὶ γάρ ἐστι χεία τοῖς
c Παραδείσῳ ~διάγεσι, τῷ ποιέτων χιτώνων ἀλλ᾽ ἐν
δύματα , ἃ τῇ καθαρότητι τοῦ βίε αὐτοῦ ἐξυφαίας
ἀπεκοσμήσατο . Τίμιος ἐναντίον Κυρίς το τοιέτου
θάνατος · μᾶλλον δὲ ἐχὶ θαύατος , ἀλλὰ ῥῆξίς ἐξι
'A
μελῶν . Διέρρηξας γάρ , φησι, τὰς δεσμόςμε . ᾿Α
πελύθη ὁ Συμεών : ἠλευθερώθη ἐκ τς δεσμῶν τοῦ
σώματος . Ἡ παγὶς συεξίβη , τὸ δὲ ςρεθίον ἀπέ
πτη . Κατέλιπε τω Αἴγυπτον , τὸν ὑλώδη βίον . Ἐ
πέρασα ἐχὶ τ᾿ ἐρυθραν ταύτην , ἀλλὰ τίω μέλαι
ναν εκείνω καὶ ζοφώδη το βίε θάλασσαν . Εἰσῆλθον
εἰς τί γῷ τῆς ἐπαγγελίας · ἐπὶ τὸ ὄρες προσφι
λοσοφεῖ τῷ Θεῷ . Ἐλύσατο τὸ ὑπόδημα τῆς ψυχῆς ,
ἵνα καθαρᾷ τῇ βάσει της διανοίας τῆς ῾Αγίας Γῆς
ἐπιβατδώσεις , ᾗ καθορᾶται Θεός . Ταύτῳ ἔχοντες ,
ἀδελφοὶ , του παράκλησιν , ὑμεῖς οἱ τὰ ὀςᾶ τὸ Ἰω
σὴφ ἐπὶ τω χώραν της ευλογίας μετακομίζοντες ,
ἀκέσατε το Παύλε παρεγγυῶντος μὴ λυπεῖπε ὡς
καὶ οἱ λοιποὶ , οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα . Εἴπατε τῷ ἐ
καὶ λαῷ , διηγήσαθε τὰ καλὰ διηγήματα · εἴπατε τὸ
ἀπικόμενον θαῦμα . Πῶς εἰς θαλάσσης ὄψιν κατα
πυκνωθούτες ὁ μυριανθρωπος δῆμος , οἱ ἦσαν κατὰ
τὸ συνεχὲς σῶμα οἱ παύτες , οἷόντι ὕδωρ περὶ τὴν
το σκψώματος πομπω πελαγίζοντες · πῶς ὁ καλὸς
Δαβὶδ πολυμερῶς καὶ πολυζόπως εἰς μυρίας τάξεις
ἑαυτὸν καταμερίσας , ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ὁμογλώσ .
σοις περὶ τὸ σκος ἐχόρεσε . Πῶς ἑκατέρωθεν οἱ
το πυρὸς ποταμοὶ τῇσυνεχείᾳ της λαμπάδων ὁλκὸς
ἀδιάστατος ρέοντες , ἕως ὦ δυνατὸν ὦ ὀφθαλμῷ λα
βεῖν , παρατείνοντο . Εἴπατε τοῦ λαοῦ παντὸς τ
προθυμίαν , τῆς ᾿Αποςόλων τω συσκλυίαν . Πῶς τὰ
σεδάρια τῶν προσώπων αυτοῦ , εἰς φυλακτήρια τῶν
πι
ΕΙΣ ΜΕΛΕΤ . ANTIOX . ΕΠΙΤΑΦ 203

πισῶν διετέλλετο . Προσκείθω τῷ διηγήματι Βασιλούς


σκυθρωπάζων ἐπὶ τῷ τω πάθει , καὶ θρόνο ἐξανίσα
μονος : καὶ πόλις ὅλη τῇ πομπῇ τῇ ῾Αγίς συμμετα
βαίνεσαι καὶ παρακαλεῖτε ἀλλήλες ἐν τοῖς λόγοις
τέτοις • Καλῶς Σολομῶν ἰαξεύει το λύπω κελεύει
δ τοῖς ἐν λύπῃ οἶνον διδόναι , πρὸς ἡμᾶς τότο λέ
γων , τὰς Ἢ ἀμπελῶνος ἐργάτας . Δότε ἦν τὸν ὑμέ
τερον οἶνον τοῖς λυπεμαίοις , καὶ τὸν τῆς μέθης ἐργά
τω , καὶ τὴς φρονῶν ἐπίβαλον , καὶ φθορέαel το( σώμα
τος > ἀλλὰ τὸν τίω καρδίαν διφραίνοντα , ον ὁ Προφή
της ἡμῖν ἐπεδείκνυε , λέγων · οἶνος εὐφραίνει καρδίαν
ανθρώπε . Ζωροτέρω τι κράματι , καὶ ἀφθονωτέραις
δεξιῦθε το πνευματικ8 λόγω ταῖς κύλιξιν , ὥς τε η
μῖν πάλιν εἰς δίφροσκλῳ καὶ ἀγαλλίασιν περιγραφῆς
καὶ το
τὸ πούθος , χάριτι το Μονογενές Υἱὲ τοῦ Θεῦ
δι᾽ ᾧ ἡ δόξα τῷ Θεῷ , καὶ Παζὶ εἰς τὰς αἰῶνας τῶ
αἰώνων . Αμ

ΕΙΣ
1
1
204

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ

Τεσσαράκοντα Μάρτυρας Ἐγκώμιον .

Χθὲς οἱ Μάρτυρὲς πρὸς ἑαυτὸς τὸν λαὸν ἐκάλεν, νῦν


τῳ καταγωγίῳ τῆς Ἐκκλησίας ἐπιξονῶνται αὐτόκλητοιο
Νόμος δέ τις ἐςὶ συμποτικὸς , καὶ τὰς ἐγκυκλίως ταύ
τὰς ἑξιάσεις παρὰ τὴς δαιτυμόνων ἀλλήλοις ἐκ περι
ξοπῆς ἐπιδίδοθαι . Οὐκ ἦν ανάγκη καὶ ἡμᾶς τὸν ἀν
τὸν αντιπληρῶσαι τὸ δείπνου τοῖς Μάρτυσιν ἔρανον .
Αλλ᾽ ἐπειδὴ ποίεται ἡμῖν ἡ χορηγία το λόγο , καλῶς
ἔχει τοῖς παρ ' αυτῷ ἐκείνων λειψαύοις ἡμᾶς δεξιῶθαι ,
τὰς χθὲς μὲν ἑξιάτορας , σήμερον δὲ δαιτυμόνας . ᾿Αρ
κεῖ δ καὶ βραχύτι μέρος ἐκ πλυσίας ξαπέζης , με
γάλης δωχίας γενέσθαι παρασκδι , ὅταν τοι τον
λείψανον ᾖ. Τί ἐν τῦτο τὸ λείψανον ; μέμνηθε παύτως
ἐν τίνι ἦμεν τὸ λόγε, ὅτι ὁ δυκταῖος ἐκεῖνος , καὶ ἡ
δὺς ἡμῖν ἐκ { τῷ πλήθος της συνειλεγμένων θόρυβος
συνέχει τὴν γδ λεγομενων ἀκρόασιν , ὅτε ἡ ἔμψυχος
ἐκείνη τῆς ᾿Εκκλησίας θάλασσα τῳ πλήθει και έπεισ
ρεόντων πλημμυρᾶσα , πρὸς τὴν ῥόπω της ἀεὶ βιαζο
μοίων ἐκύμαινε , μιμεμονῃ καὶ τῷ ἤχῳ τὴν ὄντως θα
λασσαν , οἷον αυταῖς ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν προσρηγνῦσα της
κυμάτων τὸν ψόφον . Ἐν τίσι τοίνω κατελίπομον χει
μαθούτα της θορύβῳ τὸν λόγον , μέμνησθε παύτως οἷς
μεμελέτηται διὰ μνήμης ἔχειν τες Μάρτυρας. Ην δὲ ,
ὡς οἶμαι, ἡ ἀκολουθία το λόγο αυτη , ὅτι καὶ τδ τυχόν
των ἦσαν τινες , οἱ εἰς τὸν ἀγῶνα τότον ἐξελεγμένοι,
εδέ τις σύμμικτος καὶ ανώνυμος ὄχλος , ἐκ ταπεινῶνἐπι
τηδευμάτων ὁρμηθούτες, πρὸς τὸ ἀξίωμα τῦτο ἐπήρθη
σω ἀλλὰ πρῶτον μοὶ δὲ οὐφυΐαν σώματος , κάλλει
καὶ δυνάμει , καὶ ῥώμης περιεσίᾳ τῆς λοιπῶν διενεγκόν
τες , τοῖς σρατιωτικοῖς καταλόγοις ἀνηριθμήθησαν . Με
τὰ ταῦτα δὲ τῷ κατ᾽ ἀρετῶ βίῳ , καὶ πολιτείᾳ σώφρονι
δια
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤΥΡ . 205

διαπρέψαντες , ὥσπερτι γέρας καὶ αριςεῖον του χάρι


τῆς Μαρτυρίας τελειωθοντες ἐδέξαντο . Καὶ εἰ δοκεῖ ὡς
αὖ ἡδίες γενοίμεθα , πούτα τὰ τὸ Μαρτύρων ἐφεξῆς
αναλάβωμον , οἷον ὑπ' ὄψιν͵ ἄγοντες τῷ παρόντι θεάς
ζῳ τὴν ἄθλησιν . Ἦντι τάγμα σρατιωτικὸν παλαιὸν
καὶ τὴν γείτονα πόλιν , παντὸς τὸ ἔθνες πρὸς τὰς τῆς
βαρβάρων ὁρμὰς προκαθήμενον . Ἐκείνοις ἔκτινος προϋ
παρχέσης θεόθεν ἐπιφανείας πλεῖον ἡ πίςις της τακ
τικῶν ἐσπεδάζετο καὶ ἴσως ἐκ ἄκαιρον οὕτι κατόρ
~
θωμα τῆς πίςεως τῶν αὐδρῶν ἐκείνων ἐν παραδρομῇ
διηγήσαθαι , συςαύτος δὲ αὐτοῖς ποτὲ τὸ πρὸς τὰς βαρ
βάρες πολέμε , καὶ τῶν ἐπικαίρων παύτων προκαταλή
φθούτων ὑπὸ τῆς τῶν ἐναντίων ςρατιᾶς , καὶ τδ υδάτων
έλα
ο τῇ τῆς ἐχθρῶν ὀξεσίᾳ γεγενημείων , εἰς έχατον
θόντες κίνδυνον , εἴτε δὲ ἀπειρίαν τῶν τὰ ἡμέτερα spa
τηγέντων , εἴτε διά τινα κρείττονα , καὶ θειοτέραν οίκονο
μίαν , ὡς αὖ μάλιςα καὶ διὰ τῷτο φανείη της Xesia
νῶν τὸ πρὸς τὸς ἀλλοφύλες διάφορον · ἐπειδὴ ἐκ< εἶχον
ὅ, τι χρήσονται τοῖς παρᾶσι , καὶ πολλή τις ζὦ ἡἀμη
χανία , εδεμιᾶς ἀυτοῖς πίδακος , ἢ ἀποῤῥοίας ὑδάτων
1
ἐμφαινομενης τῷ τόπῳ , καὶ κίνδυνος ὖ ὑποκύψαι τοῖς
Οὐαντίοις ἐκπολιορκηθώντας τις δίψει , τότε καταλιπόν
τες οἱ γενναῖοι τὴν ἐκ τὸ ὅπλων βοήθειαν , ἔγνωσαν
τὴν ἄμαχον καὶ ἀκαταγώνισον ἐν τοῖς φοβεροῖς ἐπικα
λέσαθαι συμμαχίαν . ᾿Αφοντες δ ἐπὶ τῷ κρατοπέδε
τὸς μήπω παραδεδεγμένες τὴν πίςιν , καὶ ἐφ᾿ ἑαυτῶν
ἰδιάσαντες , μιμῶνται τὴν ἐπὶ Ἠλις το Προφήτε γενο
μεύω θαυματεργίων , κοινῇ τῇ φωνῇ καὶ συντεταγμού
λύσιν αυτοῖς ἐξ ἀμηχανων γενέθαι τῆς συμφορᾶς αἰ

τησάμενοι. Καὶ οἱ μεν ηὔχοντο , ἡ δὲ εὐχὴ παραχῇ
μα ἔργον ἐγίνετο . Ἔτι δ αὐτῇ τῇ γονυκλισία προσ
καρτερόντων , πνεύματι βιαίῳ νεφέλη ποθοὶ ἀπολη
φθεῖσα μετέωρος , ὑπὲρ τὸ τῶν πολεμίων σρατόπεδον
ἵσατο . Εἶτα βροντὰς ἐξαισίες ἐπικτυπήσασα , καὶ
τραπὰς φλογώδεις καὶ τῶν ὑποκειμενων εξάψασα , >και
τερ
206 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ :

τερρήγνυον ὕδωρ ποταμῶν ἀφθονώτερον, ὥστε τοῖς


!
μοὶ ὑπεναντίοις , καὶ τῶν σκηπτῶν των συνέχειαν ,
καὶ τὸ πλῆθος τῆς ἐπομβρίας αἴτιον γονέθαὶ παντε
λες καταφθορᾶς · τόποις δὲ τοῖς διὰ τῆς οὐχῶν παρα
ταξομένοις , ἱκανὸν πρὸς ἀμφότερα γενέθαι , πρός τε
τ νίκω της αντιτεταγμοίων , καὶ πρὸς τῷ παραμε
θίαν της δίψης, τῆς τῆς χειμάρρῶν ἀποῤῥοῆς ἀφθό
νως αὐτοῖς τὸν ποτὸν χορηγέσης .
Τέτοις τοίνω συνετάχθη ὁ ἡμέτερος τῆς σρατιᾶς
χορός . ᾿Απ᾿ἐκείνων τδ διηγημάτων , καὶ αὐτοὶ περὶ
των πίςιν κυρωθέντες , καὶ τοῖς ὁμοίοις ἐξαφαντες
ἐπιτηδεύμασιν , εἰς τοσῦτον μεγαλοφυίας ἐπήρθησαν ,
ὥτε τις περιόντι τῆς ἀρετῆς , καθ᾿ ἑαυτῆς ἀναστῆσαι τὸν
φθόνον . Καθάπερ δὲ ἐπὶ τῷ ναῷ ὑπαναγνωθεί των
ἡμῖν ἐκ τῆς τὸ Ἰώβ ςορίας ἐμάθομεν , ὅτι ἀδίκης
μα ἑαυτὸ ἐποίει ὁ αντίπαλος τῆς ανθρωπίνης ζωῆς
τὼ τὸ Ἰὼβ δδοκίμησιν , καὶ διὰ τῦτο ἐξητεῖτο πρὸς
αἰκισμὸν , ὅτι ἐλύπει αὐτὸν ὁ Ἰώβ, ἀληθινὸς καὶ διε
καιὸς καὶ ἀμέμπτος ὤν · τὸν αὐτὸν ξόπον εἶδε πονη
ρῷ τῷ ὀφθαλμῷ ὁ τοῖς ἀγαθοῖς ἐπιφυόμενος , τοὺς
μεγάλες τόπους ἀγωνίσας , καὶ ἐκ ἤνεγκε πολίαν κ
θῶν ἐν ἡλικίας νεότητι βλέπων . Εἶδε σωμάτων αν
θος ἐν σωφροσμῃ κοσμέμονον · εἶδον ενόπλιόν τινα
χοροςασίαν, διὰ τῆς ἐρατιᾶς αὐτὸς τῷ Θεῷ χορεύον
τας , καλὲς προσιδεῖν , βλοσυρὲς τὸ ὄμμα , γαύρες τὸ
φρόνημα , τάχος ποδῶν , περισσίῳ δυνάμεως , συμμε ·
τρίων μελῶν , ἐν πᾶσι τοῖς προσᾶσιν αὐτοῖς προτερή
μασι τω τῆς ψυχῆς ἀρετὴν , τῆς σωματικῆς σύκλη
eίας ὑπερασράπτεσαν . Ἐμπεριπατεῖ καὶ δι' ἐκείνων
τῳ φθόνῳ , ὁ ἐμπεριπατὰ τὴν οἰκεμcύω . Εἶδα εχ
δα ανθρωπον ἀληθινὸν , ἀλλὰ σύτημα θεῖον τοσέτων
ανθρώπων , παύτων ἀληθινῶν , δικαίων , Θεοσεβῶν .
Εξαιτεῖται κᾀκείνες εἰς τὸ ἴδιον βόλημα · καὶ πρῶτον
με εἰδωλομανῦντι τῷ τῆς σρατιὰς ἄρχοντι σύμβολος
γίνεται , μὴ αἢ ἄλλως ὑπερχεῖν τῆς και των βαρβάρων
} -
νί
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ . ΜΑΡΤΥΡ . 207

νίκης, εἰ μὴ τοὺς τὸ ὄνομά το Xeisὃ προσκωντας


προθύσαιτο . Αναδειχθούτων δὲ τότων ὡς τάχιςα διὰ
τῆς ἀγαθῆς ὁμολογίας , καὶ αυτομολέντων πρὸς της
δια το πάθες τελείωσιν , τὸ μὲν ἀθὺς ἐπαγαγεῖν τὸν
διὰ τὸ ξίφες θαύατον , ὥς τι φιλαίθρωπον ὁ ἐχθρὸς
παρητήσατο , δεσμοῖς δὲ τοῖς ἐκ σιδήρε καταπιέσας ,
ταύτῳ ἐποιεῖτο τὴν τῆς τιμωρίας ἀρχ . Τοῖς δὲ ἦν
ἄρα καὶ ὁ δεσμὸς ἐγκαλλώπισμα , καὶ θέαμα γλαφυρὸν
καὶ ἡδὺ Χριςιανῶν ὀφθαλμοῖς , νεότης ἐξελεγμών α
ριθμῷ τοσέτῳ , κάλλει διαπρεπής ,‫ ܪ‬ηλικίᾳ ὑπὲρ τὰς
ἄλλες , παύτες και ταὐτὸν μετ᾿ ἀλλήλων
‫اد‬ τῷ δεσμῷ συ
νηρμόζοντο , ὡσσέρ τις σέφανος ἢ ὅρμος περιαυχένιος
ισομεγέθεις μαργαρίτας ἐν κύκλῳ διειλημμένες ἔχων .
Τοῦτοι ἦσαν οἱ ῞Αγιοι , καὶ διὰ πίσεως ἡνωμένοι
· , καὶ
διὰ τῷ δεσμῶν πρὸς ἀλλήλες σφιγγόμενοι ὄντες δ
καὶ καθ᾿ ἑαυτὸν ἕκασος καλοὶ, προθήκη τὸ κάλλες ἀλ
λήλοις ἐγίνοιτο . Οἷον ἐπὶ τῷ ἐρανίων συμβαίνει θαυ
μάτων, ὅταν δὲ αἰθρίας καθαρᾶς ἡ τῆς ἀφέρων , χα
τις δι᾽ ἀλλήλων ποικίληται; ἑκάσε τὴν οἰκείων αἴγλην
εἰς τὸν κοινὸν κόσμον τῇ Οὐρανδ συνεισφέροντος . Το18
τον Κὖ τῆς ῾Αγίων τὸ θέαμα , ὄντως , καθώς φησί πε
Ιεζεκιὴλ ὁ Προφήτης , ὅρασις λαμπάδων συςρεφομενων .
Εμφιλοχωρεῖ ὁ λόγος τῳ κάλλει τῆς ὥρας· οἶδε δ ,
καθὼς ἡ Σοφία φησὶν , ἐκ μεγέθες καὶ καλλονῆς κτισ
μάτων , καὶ τὸ ἐν κρυπτῷ κάλλος αναλογίζεθαι . Ε
πειδὴ καὶ ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης διὰ τὸ φαινομενου
διέλαμπε , καὶ ὁ φαινόμονος ανθρωπος , ἄξιον μὖ τῶ
ἀφανῆς οἰκητήριον . Ὡς καλὸν τοίνω τότε τοῖς ὁρῶσι
τὸ θέαμα , καλὸν λέγω τοῖς τὰ καλὰ βλέπειν ἐθέ
λυσι · καλὸν ᾿Αγγέλοις , καλὸν ταῖς ὑπερκοσμίαις δυ
νάμεσι πικρὸν δὲ τοῖς δαίμοσι , καὶ ὅσοι τὰ τῆς δαι
μόνων ἠασάζοντο , ανθρωποι . Εἶπερ ανθρωποι , οἱ το2
στον ανεσηκότες το μεγαλείῳ τῆς φύσεως , σρατιῶ
ται τοῦ Xes8 , το ῾Αγίου Πνεύματος ὁπλῖται ,ત τῆς
πίςεως πρόμαχοι , πύργοι τῆς θείας Πόλεως , οἳ πᾶ
σαν
208 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

σαν αἰκισμῶν τιμωρίαν , πᾶσαν φόβων ἐπανάστασιν ,


πᾶσαν ἀπειλῆς προσβολών , ὥς τινα παιδίων αύοιαν
κατεχλαζον . Καθάπερ ἐχὶ τα σώματα τοῖς αἰκίαις
ἐκδόντες , ἀλλὰ τὰς τῷ σωμάτων σκιάς οἳ σαρκὶ
τὴν σάρκα καταπαλαίσαντες , καὶ τῇ πρὸς τὸν θαία
τον υπεροψίᾳ πωτων τῷ τυραννικῶν φόβων ὑπερφρο
νήσαντες
" , ὑψηλότεροι της ανθρωπίνων μέζων ἐδείχθης
σαν . Ω καλῶς
. τοῖς σωματικοῖς ῥοπαίοις ἐμμελετή
1σαντες! ὦ καλῶς μετενεγκόντες τίω τοῦ πολεμεῖν
ἐμπειρίαν εἰς τὰ καὶ τοῦ διαβόλου παράταξιν . Οὐ
ξίφε τὰς χεῖρας ὁπλίσαντες , εδὲ τὸν ἐκ τοῦ ξύλου
θυρεὸν προβαλλόμενοι , δὲ χαλκῇ περικεφαλαίᾳ , καὶ
κνήμισι περιφραξάμενοι , ἀλλὰ τὴν τῷ Θεῷ πανοπλία
αναλαβόντες , μ διαγράφει ὁ σρατηγὸς τῆς Ἐκκλησίας ,
ὁ θεῖος ᾿Απόςολος , θυρεὸν, καὶ θώρακα , καὶ περι
κεφαλαίαν , καὶ μάχαιραν . Οὕτως ἐχώρεν καὶ τῆς ἐναν
τίας δυνάμεως · ἐσρατήγει δὲ τότων μὲν ἡ ἐρανία χά
εις , τῆς δὲ τῇ διαβόλα παρατάξεως ὁ ἔχων τὸ θανά
τι τὸ κράτος • τόπος δὲ τῆς παρατάξεως αυτοῖς, τὸ 199
μιαιφόνων δικαςήριον Ι. Ἐν ἐκείνῳ συςαύτες διαγω
νίζοντο , οἱ μὲν ἀπειλαῖς ἀκροβολιζόμενοι , οἱ δὲ δια
τῆς ὑπομονῆς ἀμυνόμενοι. Πρότασις ὖ παρὰ τῆς ὑς
πεναντίων , ἐξόμνυθαι τω εἰς τὸν Κύριον πίςιν , ἢ
ζημιῦσαι θανάτῳ ἀπόκρισις παρὰ τὸ ἀριςέων, μέ
xer θανάτε παραμενειν τῷ λόγῳ . Πῦρ ἐπὶ τόποις ᾖς
πείλητο, καὶ ξίφος , καὶ βάραθρον , καὶ ὅσα ἄλλα τῷ
κολασηρίων ονόματα . Μία φωνὴ πρὸς ταῦτα παντα -
κέετο , Χρισὸς ἐν 曬 τοῖς τόμασι τῆς ῾Αγίων ὁμολογε
μόνος · αὕτη μὦ ἡ ὑδ ἐναντίων πληγή ταύτίω προέ
τεινον καὶ τὸ ἐχθρῶ τω αἰχμώ· διὰ ταύτης τῆς φω
νῆς μέσῳ ἐξώθη τω καρδίαν ὁ αὐτικείμενος . Οὗτος
ὁ λίθος ἐεὶν , ὁ ἐν 1 τῇ χειρὶ τὸ Δαβὶδ σφονδονάμονος ,
ὁ τυχὼν τῆς περικεφαλαίας το αντικειμούς · ἡ γὰρ
τε Χeisῦ ὁμολογίᾳ , σφενδόνη γίνεται το καλῦ spa
τιώτε . Πίπτε ὁ ἐχθρὸς , καὶ ἀκέφαλος γίνεται αλ
λά
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ . ΜΑΡΤΥΡ . 209

λα παρέχθη ἀφωνιάσας ὁ λόγος , καὶ ὑπὲρ τὲς ὅ


ρες ἐξάλλεται , καὶ τῶν ἀῤῥήτων κατατολμᾷ , καὶ λέ
γειν προάγεται , ὥσπερ εἰ θεατὴς τοῦ ἀοράτων γενό
μονος . Ὅτι ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ φωνῇ τῇ τὸν Χρισὸν ἐν
παῤῥησίᾳ ὁμολογήσῃ , κρότος μου Κὖ αἴω , καὶ ἔπαι
νος παρὰ τῶν ἁγίων Αγγέλων, οὐφημία δὲ τῆς πολι
τῆς τῆς κρανίας Πόλεως ἐπικροτώντων της κατορθώματα,

χαρὰ δὲ πάσης τῆς ἐν οὐρανῷ πανηγύρεως οἷον δ
σωέση τότε τοῖς ᾽Αγγέλοις ἐν τῷ κόσμῳ των ανθρώ
πων τὸ θέαξον ; οἵαν εἶδον συμπλοκ το διαβόλε ,
καὶ τδ ανθρώπων , οἱ θεαταὶ τῆς ἡμετέρας ζωῆς ; ως
ἀποναντίον τῇ πρώτῃ πάλῃ τὰ σύςασιν ἔχω , ὅτε
ὁ ὄφις τὸν ᾿Αδάμ κατεπάλαισεν ; ἐκ ωΰεγκε τότε αὔ
θρωπος μίὼν τὸ πονηρῶ προσβολὴν ; διά τινος δυχροίας ,
καὶ δελεάσματος αυτῷ προσαχθεῖσαν, ἀλλ᾽ ὁμᾶ τε προσ
έπεσε , καὶ ανεξάπη της πτώματι
~ . Ἐπὶ τούτων δὲ
παύτων τοῦ ἀργὰ καὶ ἄπρακτα τὸ ἐχθρῶ τὰ παλαίσ
βιατα · ἐλπίδας προέτεινεν , οἱ δὲ κατεπάτεν. Φόβες
ἠπείλει , οἱ δὲ κατεγέλων . Ἓν φοβερὸν ἱὖ μόνον αυ
τοῖς τὸ τῷ Χρις · χωειπίαι . Ἓν ἀγαθὸν τὸ μετὰ
Xess εἶναι μόνον , τὰ δὲ ἄλλα παύτα , γέλως , καὶ
σκιὰ , καὶ φλυαρία , καὶ ὀνειρώδη φαντάσματα . Διὰ ταῦ
χα
τα κατατολμᾷ τὸ ἀθεάτων ὁ λόγος , καί φησιν , ἐπα
γάλλεθαι πᾶσαν τὴν ὑπερκόσμιον δύναμιν τῷ τῆς ᾿Α
πλης κατορθώματι . Ἔτι ὁ λόγος καὶ τῆς ἀτολμήτων er
Θρασκεύεται · ἔτι τολμᾷ διηγεῖται τὰ ὑπερκόσμια , ὅ
τε τότων ἐνταῦθα. κατορθεμόνων ἐν τῇ πρὸς τὸς ἐναν
τίες συμπλοκῇ ὁ δίκαιος ἀγωνοθέτης τὰς ἐπὶ τῇ νίκῃ
σεφαίες προέτεινε , καὶ ὁ ᾿Αρχιςράτηγος τῆς θείας δυ
νάμεως τὰ ἀρισεῖα τοῖς νικηταῖς παρεσκεύαζε καὶ
τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον τοῖς παντοδαποῖς ἐδεξιῶτο χαρίσ
μασιν . Ἐπειδὴ δ εἰς τω Τριάδα ἡ πίςις ὡμολο
γεῖτο , διὰ τόπο καὶ ἡ χάρις αυτοῖς παρὰ τῆς Τριάς
δος αὐτεμελεῖτο . Τίς δὲ ἡ χάρις Κἶ ; αυτὸ τότο
ὑψηλοτέρες ἐπιδειχθεται τῷ πρώτων αγωνισῶν , τῷ
Encicl. Tom . II . · Α·
210 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

Αδάμ , λέγω , καὶ τῆς Εὔας . Ἐκεῖνοι ἐτῶσαν τί αὐ


θρωπίνω φύσιν διὰ τῆς ἁμαρτίας κατήνεγκαν . Οὗτοι
κειμούω ἐν τῷ πτώματι της προλαβόντων διὰ τῆς ὑ
} πομονῆς πάλιν ανώρθωσαν . Ἐκεῖνοι ἐκ τῷ Παραδείσε
ἐπὶ τω γῆν ἀπώθησαν ' ὗτοι ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸν Παρά
δεισον αἰῳκίσθησαν . Ἐκεῖνοι καθ᾿ἑαυτῷ τὸν θανατοι
ὥπλισαν, ὅπλον δ θανάτε ἡ ἁμαρτία, φησίν ' ὗτοι
καθωπλισμένον τῇ ἁμαρτίᾳ τὸν θαύατον διὰ τῆς ἑαυτ
της ανδρείας ἠχρείωσαν , τῇ ὑπομονῇ τῷ . παθημάτων ,
το κούζου τί ἀκμί ἀπαμβλώύοντες · ὥσε επεν ་
καλῶς , πᾶσε θανατε τὸ κάδον ; πᾶ σου ᾅδη τὸ νῖς
κος ; καρπε ξύλο τί ἀθλιώτερον ; τί φυτελέςερον ξύ
λε ; καρπὸς οὐχροίᾳ τινὶ , καὶ ἡδονῇ γεύσεως ἐπικε
χωσμένος, ἀτιμαθίται το Παραδείσε τί χάριν ἐ
ποίησε . Τοῖς δὲ μεγάλοις τέτοις ἀγωνισαῖς, ἐδὲ αυτ
τὸς ὁ ἥλιος ἐφανη γλυκὺς , ἀλλὰ καὶ τότε ἑκεσίως ἀλ
λοξιῶντο , ἵνα μὴ τὸ ἀληθινῦ φωτὸς ἀποπέσωσι . Τί
λέγει περὶ τῆς Εὔας ὁ λόγος; προάγομαι ᾧ καὶ πέτ
ρα το δέοντος καταδραμεῖν τῆς πρωτογόνων . Εἶδέ φησιν ,
ὅτι ἀρεσὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ὡραῖον εἰς γεῦσιν . Εἶς
τα τῷ ἐν τέτοις χάριν αὐτὶ τὸ Παραδείσε ἠλλάξαν
το . Τέτοις δὲ ἄρα καὶ γεύσεως ἡδον τὰ ὁρώμενα τ
Οὐρανὸς , ἥλιος, γῆ , ανθρωποι , παζὶς μητέρες , ας
δελφοί , φίλοι , συγγενεῖς , ἡλικιῶται , ὧν τί με ὀ
φθῶαι γλυκύτερον; τί δὲ εἰς γεῦσιν ἐλθεῖν τιμιώτες
por ; Οἴδατε οἱ παῖδες τὴν εἰς τὰς γονέας sοργί : οἴ
δατε οἱ Πατέρες τὴν πρὸς τὰ τέκνα διάθεσιν οἶδας
βλέπων τὸ ἐν ἡλίῳ γλυκύ . Οὐκ ἀγνοεῖς ὁ φιλάδελ ·
φος των φυσικών πρὸς τοὺ ἀδελφότητα χέσιν . Ἐπί
σασαι ὁ νέος τὸ ἐκ τῷ ἡλικιωτος χάριν , ὅσον σοι
χάριν ,
τὸν βίον ἡδαύεσιν ' ἀλλ᾽ ἐκείνοιςπαύτα ἐχθρα , πα
τα αλλόξια με . Ἓν μόνον ἀγαθὸν ὁ Χρισός .Παύτα
ἠρνήσαντο , ἵνα τότον κερδήσωσι . Χρόνος ω της δεσ
μῶν ἐκ ὀλίγος , καὶ τοῖς ῾Αγίοις τῇ παρατάσει τῆς τι
μωρίας ἡ πρὸς πως τελείωσιν ἐπιθυμία σωήκμαζε
και
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤΥΡ . 211

καὶ ὥσπερ οἱ τω σωματικών δεξία , μελετώτες ,• ἐ


πειδαὸ ἱκανὴν ἐν παιδοξίβε τὴν διύαμιν κτήσωνται ,"
ὕτω θαῤῥῶντες ἐπὶ τὰς ἀγῶνας χωρᾶσι , τὸν αὐτὸν ζό
πον καὶ ἔτοι διὰ τῷ δεσμῶν,‫ ܙ‬καὶ τῆς φυλακῆς ἱκανῶς
παιδοξιβηθεντες πρὸς τω δυσέβειαν , ὅπως ἐπὶ τὸν
ςέφανον
3 τῶν ἀγώνων προήθλησαν
Ἦλθῳ ἡ ἀκολεθία το λόγο ἐπὶ τω τελόυτ
μᾶλλον δὲ ἐπὶ τω κορυφίῳ ὅλῳ τὸ κατορθώματος ~
ὗτος Τὖ ὁ καιρὸς , αὗται τὸ ἀγῶνος αἱ ἡμέραι , τ
τὸ τὸ Πάσχα προοίμιον Ἱ, τὸ τῆς ἁγίας τεσσαρακον
·
τάδος Μυςήριον . Τεσσαράκοντα ὀξιλασμῶ ἡμῖν αἱ ἡ
μέραι , ισάριθμοι καὶ τῷ Αγίων οἱ σέφανοι . Η
πε περιττὸς ὑμῖν εἶναι δοκῶ καὶ ἀδόλεχος, τὰ ὑμέ
τερα θαύματα ἐν ὑμῖν διηγέμενος , καὶ τοῖς ὑμετέ
ρεις τά ἀκομῷ δεξιέμενος . Πλίω ὡς αὐ μὴ ἀτελεῖς
ὑμᾶς παραδράμοι ὁ λόγος, πρὸς τὸ πέρας 18 ἀγώ
νων , τοῖς Αγίοις καὶ ἡμεῖς συνδραμέμεθα . Κρυμὸς
Κὖ και τίῳ ἡμέραν ἐκείνω • Παύτως δὲ εἶδον δεῖ μα ·
πᾶν ὑμᾶς, οἷος ὁ κρυμὸς , ἐκ τῆς παρούσῃς ἡμέ
ρας σοχαζομενες κρυμὸς καὶ ἀυτδ τῷ ῥιχῶν διαδυό
μονος . Ἴσε τω ὑπερβολώ , οἵτε ἐπήλυδες τῶν τό
πων , καὶ οἱ αυτόχθονες , καὶ εἶδον δεῖπε λόγῳ μας
θεῖν , ἀλλὰ κἂν ἕτερος εἴποι του θαυματοποιίαν της
ὑμετέρων χειμώνων , ὅπως ποταμοὶ μοῦ ἀδύναα ρέοντες
"
ἵσανται , αντιβαινέσης τῷ ῥείθρῳ τῆς πήξεως , καὶ ἀ
πολιθοποίησης τὰ κύματα . Ἡ δὲ γείτων λίμνη ση
μείων τινῶν πρὸς τὸ ἐπιγν θῆναι λίμνη ὖσα προσδές
ται , χερσωθεῖσα διὰ τῆς πήξεως , ἐφ᾿ἧς σκηθές ἐσι
τοῖς βελομενοις ἄνω τῶν κυμάτων αὐτῆς καθιππάζε
παι , Οἶδα πολλάκις καὶ ἐκ πυρὸς ὕδωρ τοῖς ἐγχωρίοις e
ἐπινούμενον , ὅταν τι ‫ او‬ξύφος ὕδατος ἀποκλάσαντες , ὥ
el
απέρτινα χαλκὸν , ἢ σίδηρον τῳ πυρὶ διατήξαντες , ὕ
δωρ τὸν λίθον ποιήσωσι . Τοῦτος μὖ ὁ καιρὸς καὶ τὸν
τῆς ἀθλήσεως χρόνον , ἐπίτασιν τῷ κακε παρὰ φύσιν
ἐκ βορείων πνευμάτων λαβόντος , καθώς ἐτὶν ἀκέειν
0 2 τῶν
212 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

τῶν διηγεμόνων τὰ θαύματα . Ἐπειδὴ τοίνυν λαμπρῶς


τὸ ὄνομα τῷ Κυρίῳ δημοσίᾳ κηρύξαντες , καὶ ἤδη se
σε
φανίτας ἑαυτὸς διὰ τῆς τοιαύτης αὐαῤῥήσεως δείξαντες,
ἐχώρεν ἐπὶ τὰ διὰ τὸ θανάτε τελείωσιν , ὗτος δεν
τοῖς ἐπονοήθη͵ τῆς ἀθλήσεως ὁ ζόπος . Πρόςαγμαγί
νεται το τυραίνου κρυμῷ τὰς αθλητὲς τιμωρήσαθαι .
Ω τῆς ἀθενείας καὶ τῶν ῥημάτων καὶ τῶν νοημάτων
ΟὍσον ἀπολείπεται τῆς ἀξίας ὁ λόγος ! Θανάτε πρ
ταγμα , καὶ κρυμὸς , καὶ τιμωρία , καὶ προσδοκία της
·
τοιαύτης κολάσεως καὶ ἡ μακαρία νεότης ἐν γέλωτι
1
καὶ παιδιᾷ καὶ φαιδρότητι τὸν τῆς τιμωρίας κατελάμ
βανε τόπον . Δρόμος ωὖ της ἀθλητῶν ἐπὶ τὸ πάθος
δρόμος ἱερός τε καὶ σωώτονος , καὶ φιλονεικία τα προαρ
A
• πάσαι τῆς ὁμολογίας τὸν τέφανον . ἴση πρὸς τ νί
πτω κὖ αυτοῖς ἡ απεδή . Οὐδεὶς ὕτερος ὤφθη τῇ πρ
θυμίᾳ · ἀλλ᾿ ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες τετον καταλαβόν
τες τὸν τόπον , ὡσεὶ δημοσίοις τότε λεξοῖς χολάζοντας
ὡς καὶ αὐτοὶ μέλλοντες τῷ λεξῷ καταφαιδρεύειν τὰ
σώματα , ἑτοίμως τὴν τῆς χιτώνων περιβολίω ἀπετί
θόντο , τὸ τῷ Ἰὼβ παύτες ἐπιφθεγγόμενοι · ὅτι γυμνοὶ
εἰσήλθομεν εἰς τὸν κόσμον, γυμνοὶ πρὸς τὸν εἰσαγα
γόντα ἀπελευσόμεθα . Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσ
μον , ἐδὲ ἐξαεγκεῖντι ὀφείλομεν , μᾶλλον δὲ γυμνοι
εἰσελθόντες , πλήρεις θησαυρῶν τῶν ἐκ τῆς ἀγαθῆς ὁ
μολογίας ἀπελευσόμεθα . Ταῦτα λέγοντες , καὶ τοις
~
τοις ἑαυτοὺς λόγοις παραθαρσιώοντες , ἐδίδοσαν τῇ
πήξει τὸ σῶμα · καὶ ἡ μὲν τῶν ςοιχείων φύσις κατε
8
κρατεῖτο τῇ πήξει , ἡ δὲ τῶν Μαρτύρων φύσις , ὡς ως
ἀδέλωτος ἰ · μᾶλλον δὲ ἡ μον φύσις τὸ οἰκεῖον ἔπα
χε , καὶ τὰ ἀλγεινὰ παρεδέχετο δὲ μεγαλοφυΐα
τῶν ᾿Αθλητῶν, καὶ πρὸς ἀντί τω φύσιν διηγωνίζετο .

Η μοὶ δὸ διώαμις και μικρὸν διελύετο , μαραινομένη


καὶ δαπανωμενη διὰ τῆς πήξεως, ὁ δὲ τῆς ψυχῆς τόνος
μείζων ἐγίνετο . Ἐμελαίνετο μοὶ ห์
ἡ ὥρα τα σώματος ,
καὶ ἀπωώθει τὸ κάλλος , καὶ τὸ τῆς σαρκὸς εὔχον και
τεμα
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ. ΜΑΡΤΥΡ . 213

τεμαραίνετο .᾿Απέῤῥεον δάκτυλοι , τῷ κρυμῷ κατ᾽ ὀλί


γον περικοπτόμενοι . Μέλητε παύτα καὶ αἰθητήρια τῇ
πικρίᾳ τῇ κρύες περιεθρύπτετο . Πελινδνσμένη γὰρ
κατ'ὀλίγον καὶ σὰρξ , καὶ διοιδῦσα , καὶ περιλακιζομενη
τοῖς μέλεσι , τῆς ὀςέων ἀπέῤῥεε , καὶ τὰ τῆς νεκρότη
τος πάθη ἐν αἰθήσει ἐδέχετο καὶ οὕτως αυτοῖς καὶ
μικρὸν ὁ θαύατος προϊὼν ἐμηκεύετο τοισὶν ἡμέραις
παρατεινόμενος . Μέχρι ᾧ πσέτο τῆς αἰσθήσεως αυ
τοῖς διαρκέσης, ἔμειναι ἐφ᾿ ἧς ἐξ ἀρχῆς ἐτάχθησαν τάς
ξεως , διὰ παντων
기 νικηταὶ καὶ τὸ ἐναντίου γινόμενοι ,
?
᾿Αλλὰ τίς οὔμοι τὰ ἐπὶ τέτοις πρὸς ἀξίαν ἐκδιηγή
σαιτο ; τίς ὑπογράψει λόγος τω θείαν ἐκείνίω πομ
πω , ὅτε τὰ ἅγια σώματα δι᾽ ἁμαξῶν ἐπὶ τὸ πῦρες
πομπούετο ; πῶς αὐτὶ τῷ κλαπούτοςὑπὸ τὸ διαβόλε ,
αὐτεισήχθη τις ἀριθμῷ ὁ δεσμοφύλαξ ὑπὸ τῆς χάρ
ριτος ; τίς μοι διηγήσεται τω μητέρα ἐκείνω τίω α
ξίαν το Μάρτυρος ρίζαν , ἢ καταλειφθέντα ὑπὸ τὸ δη
μίε τὸν ἐξ αὐτῆς , διότι ἔμπνες μὖ, καὶ διὰ τότο μὴ
αναληφθούτα μὲ τὸ ἄλλων ἐπὶ τω ἅμαξαν, ἐπειδὴ
εἶδε τω φιλανθρωπίαν τὸ δημίε ἐπὶ τὸν ἀριτέα , τὴν
ὕβριν ἐκ ἤνεγκεν' ἀλλ᾽ ἐκεῖνον μοὶ ἐλοιδόρει , ὅτι της
συναγωνισῶν τὸν ἀθλητὼ ἀπεχοίνισον : αυτη δὲ πας
ραςᾶσα τῷ Μάρτυρι, ἤδη νομαρχηκότι , καὶ ἀκινήτως
ὑπὸ τῆς πήξεως ἔχοντι , καὶ ἰδῶσα ψυχῷ καὶ ἀπονεῖ
τῳ ἄθματι συνεχόμενον , ταῦτον ζῶντα μόνον, ὅσον

τῷ ἀλγενῶν ἐπαιπαύεται, ἀμυδρῶ καὶ μεμαρασμούῳ


τῷ βλέμματι τὴν μητέρα ἑαυτῷ ὑποβλέποντα , νεκρᾷ
ἀτονέσῃ τῇ χειρὶ διανδύοντά τε καὶ παραμυθέμενον ,
ὑποφέρειν γενναίως παρεγγυῶντα · ἐπειδὴ ταῦτα εἶδον
μήτηρ , ἆρά‫ او‬τι ἔπαθε μηξικόν ; ἆρα συνεκινήθη τὰ
σπλάγχνα ; ἢ τὸν χιτῶνα περιεῤῥήξατο ; ἢ περιεχύθη
τῳ τέκνῳ ,θερμαῖς ταῖς ὠλοίαις τὸν μαρασμὸν ἐπι
θάλπεσα ; 9 ἄπαγε . Καὶ τὸ εἰπεῖντι τοιῦτον , τῷ ἀτός
πων ἐςίν . Ὄντως ἐκ τὸ καρπῶ τὸ δενδρον ἐπιγινώσκος
μεν καὶ διύαται δενδρον σαπρὸν καρπὸς καλὲς ποιῆ
03 σαι .
214 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

σαι . Ἐπεὶ ἦν ὁ καρπὸς τῆς μαρτυρίας καλὸς , ἐπαί


νεσον τ᾿ ἀριςοτόκον μητέρα , τὴν διὰ τῆς > τεκνογονίας
σωζομοίω , καθώς φησιν ὁ ᾿Απόςολος . Ἐπειδὴ γὰρ
τοιέτον παρέςησε τῷ Θεῷ τὸν καρπὸν , ὑπὲρ τῆς και
νῆς ἐς γυναικῶν ἀπελογήσατο φύσεως , ἐκ ἐμὸν , φη
σι , τέκνον , σύ ' καὶ τῆς ἐμῆς ὠδῖνος βλάςημα . Τὸν
Θεὸν δεξάμενος , και Θεὸν ἐγεννήθης . Ἔλαβες εξεσίαν
τέκνον Θεῷ γενέθαι .Δράμε πρὸς τὸν σὸν πατέρα . Μὴ
καταλειφθῇς παρὰ τῶν ὁμηλίκων . Μὴ δεύτερος ἐπὶ τὸν
ςέφανον ἔλθῃς . Μὴ ἀτελῆ ποιήσῃς μηξῴαν συχνώ
Οὐ λυπήσεις μητέρα , σεφανίτης καὶ νικητὴς καὶ Ἑοπαιος
φόρος γενόμενος . Ταῦτα λέγεσα , καὶ ὑπὲρ τω φύσιν
ἑαυτώ τοιώσασα , μᾶλλον δὲ τονωθεῖσα ὑπὸ τὸ πνού
ματος , αυτὴ τὸν ἐξ αὐτῆς μὴ τῷ λοιπῶν ἐπὶ τὴν ἀ
πτύξω ἀπέθετο , φαιδρῷ τις προσώπῳ τῷ ᾿Αθλητῦ
προπομπούσσα . Τὰ δὲ ἐπὶ τέτοις οἷα ; ἐνήθλησαν τῷ

ἀέρι οἱ ῞Αγιοι, ἡγίασαν καὶ τὸ πῦρ τῇ ἑαυτοῦ προ
θήκῃ , ὕλη τῇ φλογὶ γενόμενοι , Κύεγκαν καὶ ἐπὶ τὸ ὕ
δωρ τὴν εὐλογίαν , διὰ παύτων ἐπληρῶτο τὰ θεῖα λό
για . Οἱ ῥεῖς Παῖδες συμπαραλαμβανεσιν εἰς τὴν κοι
ν ὑμνολογίας ψύχος καὶ καῦμα. Τὸ ψύχος , διὰ τῆς
πήξεως, τὸ καῦμα , διὰ τῆς καύσεως . Εἶτα διῆλθον
διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος . ᾿Αλλ᾿ ἐπιθυμεῖ ταῦτα ὡς ἐγνωσ
μονα παραδραμεῖν ὁ λόγος , καὶ περί τινος της πρώτ
ζητεμένων ἐν καιρῷ ναῷ ἐξετάσαι . Ὅτε ἐξωρίθη τῇ
Παραδείσε ὁ αἴθρωπος , ἐτάχθη φρερεῖν
C τὴν εἴσοδον
φλογίνη ρομφαία ή τρεφομενη · καὶ ἡ αἰτία τῆς τοιαύ
της τῷ Θεῷ προμηθείας , τὸ μὴ παρελθεῖν ἐπὶ τὸ τῆς
ζωῆς ξύλον τὸν αὔθρωπον , καὶ ἅψαθαι, καὶ διαμεῖναι
ἀθαύατον . Μέμνηθε παύτως τῆς ἐζητημενων μέμνηθε
δὲ , ὡς εἰκὸς , καὶ τδ πυρὸς τὸ ζητέμενον ἡμῖν δώρημέ
νων . Αλλ᾽ εἰ μέλλοιμον πάλιν ὑπ᾽ ἀρχῆς ἐπεξιούας, καὶ
ὅλον διαλαμβάνειν τὸν λόγον , ὑπὲρ τὸν παρόντα ἔςαι
καιρὸν ἡ παράτασις . Τὸ μὲν ἦν ζητέμενον τότο κὖ9
εἰ καὶ τοῖς ῾Αγίοις ἄβατός ἐσιν ὁ Παράδεισος διὰ τῆς
τρε
ΕΙΣ ΤΟΥΣ Μ΄. ΜΑΡΤΥΡ . 215

τρεφομένης ρομφαίας , καὶ εἰ τῷ Παραδείσε οἱ ᾿Αθλη


ταὶ ἀποκλείονται , τίς ἡ ἐπαγγελία λοιπὸν , ὑπὲρ
ἧς ἀναδέχονται τὰς τῆς οὐσεβείας
વ ἀγῶνας ; καὶ εἰ τὸ
Λῃςδ ἔλαττον ἔξεσι , πρὸς ὃν εἶπεν ὁ Κύριος · ὅτι
σήμερον μετ' ἐμῶ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ , καίτοιγε
ὐχ ἑκεσίως ὁ ληςής τῷ σαυρῷ προσῆλθα . Αλλ᾿ ἐ
ઠંડ માટે
πειδὴ ἐγγὺς τῆς σωτηρίας ἐγίνετο , εἶδεν ὁ ὀξὺς καὶ
σφυὴς κλέπτης τὸν θησαυρὸν , καὶ ἐπιτυχὼν καιροῦ
τι ζωτῷ ἐληΐσατο , καλῶς τῇ κλεπτικῇ καὶ ουςόχως
αποχρησάμενος , Κύριε μνήσθητί με , εἰπὼν , ἐν τῇ
βασιλείᾳ σε . Εἶτα ἐκεῖνος μου ἀξιῶται το Παραδεί
σε , ἐπὶ δὲ τῶν ῾Αγίων ἡ φλογίνη ρομφαία διάκ
τω εἴσοδον ; ἢ αὐτόθεν ἔχει τὶ λύσιν τὸ ζή
λύει τα
τημα ; διὰ τότο δὗ ἐκ ἀεὶ ἑτῶσαν αντιπρόσωπον τοῖς
εἰσιᾶσι τὰ ῥομφαίαν ὁ λόγος ἔδειξαν , ἀλλὰ καὶ spe
φομεύζω ἐποίησον , ἵνα τοῖς μου ἀναξίοις και τόμα
προφαίνηται , τοῖς δὲ ἀξίοις τρεφομενη και νώτε γίνη
ται , ἀκώλυτον αυτοῖς τω εἴσοδον ἐπὶ τκαι ζω ε

πανοίγεσα , ἧς ἐντὸς ἐκεῖνοι γεγόνασι τῇ παῤῥησίᾳ


τῶν ἀγώνων ἀπαθῶς τω φλόγα περάσαντες · μ καὶ
ἡμεῖς ἀδεῶς περάσαντες , το Παραδείσε ἐντὸς γενοί
μεθα , διὰ τῆς πρεσβείας αυτῶν δυναμωθείτες πρὸς
τω αγαθώ ὁμολογίαν τ8 Κυρία ἡμῶν Ἰησε Χρι
εἶ ' ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . ᾿Αμμ .

04 ΠΡΟ
216
ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ,

Αἰνὴρ Φαρισαῖος , ὡς ἀρτίως ἠκέσαμον τῷ Ασκᾶ λέ


γοντος , προξέπει τὸν Κύριον εἰς ἑξίασιν καὶ ὑπωρόφιον
ἄγει , καὶ ποιεί παρατίθεται ζάπεζαν . Ὁ δὲ ἔτε
τὴν κλῆσιν ἀπαναίνεται , ἔτε φούγει τὸν ανθρωπον
μήτε μαθητω ὄντα , μήτε πις δύσαντα , το γράμματο
δὲ προσδεδεμενον το νόμο , καὶ ἐδέπω πρὸς τὴν ἐπίγνω
σιν τῆς ἀληθείας τὸς ὀφθαλμὸς αὐοίξαντα , χαλεπῶς
δὲ πρὸς τὰς ἐπαγγελίας ἀμβλυωπέντε της Προφητῶν .
Τί ἐν ἡμῖν τῦτο τὸ κεφάλαιον ανέγραψαν ὁ Λυκᾶς ;
πότερον , ἵνα τὴν γνῶσιν ἔχωμεν, ὧν ὁ Ἰησῶς κατειρ ·
γάσατο πολιτευόμενος ἐν τῷ σώματι, καὶ γνῶσιν 150
ρίας ἐπωφελῶς παραλάβωμεν , ἢ νῦ τινος ἐπωφελῶς καὶ
παιδευτικέ γέμει τὰ γράμματα , τὸν ἡμέτερον βίον πρὸς
-
τὸ ὀρθὸν καὶ ἀδιάτροφον κανονίζοντα ; ὅτω δὲ ἔχειν ἔ
γωγε ἡγεμαι, καὶ ἡμᾶς προσῆκον πείθεται . Πολλο
γάρεισι τὴς ἑαυτὸς δικαιόντων φίλαυτοι καὶ ἀυτάρεσκοι,
ἐν ὑπολήψει διακούς φρονήματος ὠγκωμένοι , ἁμαρτω
λὲς καλῦντες͵ τὸς ἐγγίζοντας , καὶ πρὶν ἐλθεῖν τὸ ἀν
ληθινὸν κριτήριον , ἑαυτὸς , ὡς ἄρνας ἀπὸ τῶν ἐρίφων ,
χωρίζοντες , καὶ πρὸς τὴν θύραν τῆς βασιλείας βλέπ
ποντες ως αναπεπταμοίξω αὐτοῖς , ε ςέγης , ἐκ ἔδεσ
μάτων ἀξιῶντες τοῖς πολλοῖς κοινωνεῖν · βδελυπτόμενοι
δὲ παύτας τὸς μὴ τὴν ἄκραν, ἀλλὰ τὴν μέσω ἐπὶ τὸ
βίε πορδομενες ὁδόν . Ὁ τοίνωυ Λυκᾶς ὁ πλέον τῷ
ψυχῶν , ἢ τῶν σωμάτων ἰαζὸς , ἔγραψε τὸ ἐν χερσὶ
διήγημα , ε λόγον ἁπλῶς , ἀλλὰ φάρμακον της νοσέν
των αυθάδειαν , αὐτὸν ἡμῶν τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα δεικ
νὺς , τὸν ἀσυγκρίτως καθαρὸν καὶ μόνον δίκαιον , συγ
γνωμονικῶς λίαν τοῖς κατεγνωσμένοις συναναςρεφόμε
νον , καὶ τοῖς ἐδέπω κεκαθαρμένοις σωδιαιτώμενον ἐχ
ἵνα τι προσλάβῃ τῆς ἐκείνων κακίας , ἀλλ᾽ ἵνα μεταδῷ
τῆς οἰκείας δικαιοσύνης , και τω ἡλιακὼ ταύτην τ
фа
ΠΡΟΤΡΕΠΤ . ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ . 217

φαινομένων ἀνέργειαν ( ὅσον ἀπὸ τὸ κτίσματος πας


ραςῆσαι τὸ Κτίς τὴν πρόνοιαν. ) ἴσμα με δ , ὅτι
καὶ ὁ ἥλιος καὶ τὰς ἁπλωμένας μόνον ἐπιλάμπει χώρας,
ἀλλὰ καὶ ὅσαι κοιλότεραι καὶ τῆς αὐξώδες ἔλαχον θέ
σεως . Παυσώμεθα τοίνων , εἴτινες ἔτω φρονόμον , ὡς
ὁ λόγος φησί . Μιμησώμεθα δὲ τῷ Δεασότε τὸ ἵλεων
1
καὶ φιλανθρωπον , τοῖς ταπεινοῖς διὰ τἔτο συγκατα~
βαίνοντες ·· ἐχ ἵνα αὐτοῖς κειμένοις συ ταπεινωθῶ
μα , ἀλλ᾿ ἵνα κᾀκείνες ὑψώσωμεν . Οἷον κολυμβηταί
τινες ἐφυδροὶ τὰς πνιγομενες πρὸς τὸν ζωτικὸν ἀέρα
πῦπν ανέλκοντες . Ἐπειδὴ δὲ πρὸς ἀρίςίω νόησιν τὸ
αγγελικὸν γράμμα χειραγωγεί , φέρε πρὸς τὸν ἐμε
πεσόντα σκοπὸν ἑαυτὸς ἀποτείνωμεν .
Θαυμάζω σφόδρα τοὺς τὴν ἐμπαθῆ͵ ταύτίω καὶ φι
λήδονον περικειμένες σάρκα , ηττωμένες δὲ καθημέ
ραν ὕπνε καὶ γατρὸς , οὐ μίω οὐδὲ τῶν ἄλλων ἐρες
θισμῶν ἀπείρως ἔχοντας , τῷ ὅσοι γνώριμοι πᾶσιν ἡς

μῖν τοῖς τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς κοινωνᾶσι φύσεως, ὅ
πως εἰσὶ σκληροὶ δικαςαὶ τῶν ἁμαρτανόντων , καὶ ἑαυ
τῶν συγγνώμονες ἀθενεῖς ἀγωνιςαὶ καὶ ἀπαραίτητοι
νομοθέται , ὡς καὶ τῆς τὸ Θεοῦ φιλανθρωπίας αναι
ρεῖν τὴν ἐλπίδα , καὶ ἀποφράττειν , ὡς νομίζεσι , τ
ἄφθονον τὸ ἐλέες πηγίω , καὶ μὴ πολλῆς δὲ τῆς ἀυ
θεντίας ἀποκλείειν τοῖς πλανηθεῖσι τῆς βασιλείας τὴν
εἴσοδον . Τῦτο δὲ ἐδρὸ ἄλλο , ἢ ἀπόγνωσιν ἐμποιεῖν
ψυχαῖς ἰαζείαν ζητέσαις . Ὁ δὲ τῆς θεραπείαςἀπελ
πίσας, δῆλος γίνεται καθάπαξ τῆς νόσο , καὶ πρός γε
πάσης τῆς τῆς ἡμετέρων γραφῶνἐπαγγελίας ἀλλόξιος .
Οὐδεν δ ἐκεῖ τῷ συνετῶς ἐξετάζοντι τοιέτον , ὃ μὴ
χάρις δωρεῖται, καὶ θεραπεύει συγγνώμη . Καὶ τίς ἑ
τως υπόκωφος καὶ ανήκοος τῶν λόγων τὸ Ἰὼβ διαρρήδην
πρὸς παύτας ἐκβοῶντος , ὅτι ἐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύ
πς , ἡμέρα ἐδ᾽ αὖ μία ἡ ζωὴ αυτό . Τίς δ᾽ αὖ σωφρο
νῶν τοσετον φρονήσεις , ὡς ὑποκείμενος ευθύναις ,
ταύτας ἐν δικασηρίῳ Θεῷ , περιστὸν οἴεσθαι συγγνώς
‫بسام‬
218 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

μίων καὶ ἀγγεῖον τὸν ἔλεον ; Εἰ δὲ καὶ πρὸς τὸ ἀκρότατον


δικαιοσύνης καὶ ἀκριβείας ἦσαν ἐληλακότες˙ πατήσαν
τες δὲ ἀληθῶς , καὶ τὸ γεγραμμενον , ἐπαύω ὄφεων͵ καὶ
σκορπίων · νικηται δὲ καὶ τεφανῖται καὶ τῆς ἁμαρτίας
ανηγορεύθησαν , εδ᾽ ὅπως ἐγώ πρὸς τὴν οἰκείαν αὐ
δρείαν καὶ τῷ ἄλλων ἀπαντων κανονίζειν τὸν βίον . ᾿Αλλὰ
τῆς μὲν ἰδίας οὐδοκιμήσεως τῷ δεδωκότι Θεῷ τὴν χάρ
αν ὁμολογεῖν , ὅτι καὶ φύσιν ἡγεμονικῶς Ιδιόχησαν, καὶ
πειρασμῶν σατανικῶν ἐκ ἐγένοντο χείρες. Τοῖς δὲ ἀ
πονήσασιν ὀρέγειν φιλανθρωπίας δεξιαν , καὶ ανεγείρειν
ἐκ τὸ πηλῆ , καὶ καθαίρειν ἐκ τῆς μολυσμάτων . Διπλᾶν
δ αν ὅτω τὸν ἔπαινον ἤραντο , τῆς τε ἰδίας αὐδραγα
θίας ὁμὲ καὶ τῆς φιλαδέλφε καὶ χρησῆς συμπαθείας τα

γέρα λαμβαύοντες . Νωὶ δὲ αὔθρωποί τε ὄντες το χα


μαὶ ἐρχομένων , καὶ ζῶντες βίον καὶ τὸν ᾿Αγγελικὸν καὶ
1
ἐγγὺς τὸ ἀσωμάτων ,‫ ܙ‬ἀλλὰ τοῦτον , οἷον αὖ τις καὶ ὑπ᾿
αθώας ἀγάγοι καὶ σκώψειε , δικάζεσιν αυσηρῶς , καὶ
με πολλῆς τῆς ἀυθεντίας τὴν κατακρίνουσαν φέρουσι
C
ψῆφον˙ ὡς ἐμὲ πολλάκις ὑπὸ τὸ τύφυ καὶ τῆς ἀλαζο
νείας ἀποπνιγόμενον εἰπεῖν ἐπ᾿ αὐτοῖς τὰς Εὐαγγελι
κας ρήσεις · ὅτι τὰς δοκὲς ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφθαλμοῖς
μὴ βλέποντες , δ ἀλλοξίων ὄψεωνἀποφυσᾶτε τὰ κάρ
φη · καὶ τὰ βαρύτατα φορτία τοῖς ἄλλοις δεσμεύοντες
περινος είτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀπενεῖς ἀχθοφόροι , τὸ
βῆμα το Xess προλαμβανοντες , καὶ τὸ Κριτὲ τὴν ἀ
πόφασιν προαρπάζοντες · δῆλοι καταφρονηταὶ , καὶ ἀπα
ραίτητοι τῆς ὁμοδέλων κριταί . Εἰ ζηλᾶτε Θεὸν , ὡς
κατ᾿ εἰκόνα κτιθεύτες , μιμήσαθε ὑμῶν τὸ ἀρχέτυπον
ਐ Χρι
ὦ Χριςιανοὶ τὸ φιλανθρωπον ὄνομα , ζηλώσατε το
58 τω ἀγάπωω , ἀποβλέψατε πρὸς τὸν πλᾶτον τῆς
ἐκείνε φιλανθρωπίας . Μέλλων δ ανθρώποις ἐπιφαί
νεθαι δι' ανθρώπο , προκαθῆκε μου τὸν Ἰωαύνων , με
τανοίας κήρυκα , μεταμελείας εἰσηγητίω , καὶ παντας
πορὸ Ἰωρίνες Προφήτας , ἐπιτροφῆς Διδασκάλες . Εἶτα
καὶ αὐτὸς μετ᾿ ὀλίγον ἐπιφανεὶς , οἰκείᾳ φωνῇ βοᾷ ἀυτο
παρα
ΠΡΟΤΡΕΠΤ . ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ . 219

προσώπως · δεῦτε πρός με παύτες οἱ κοπιῶντες καὶ πε·


φορτισμένοι καγω αναπαύσω ὑμᾶς . Τὲς δὲ τῇ κλήσει
πειθώντας , πῶς ὑπεδέξατο ; ἄπονον ἔδωκε τῆςἁμαρτη
μάτων τὴν ἄφεσιν , ἀκαριαίαν καὶ σύτομον τὴν τῶν
λυπόντων ἀπαλλαγώ . Λόγος ἡγίασε , Πνεῦμα ἐσφρά
γισαν · ὁ παλαιὸς αὔθρωπος ἐνετάφη˙ (ὁ νέος ἐτέχθη,
ανηβήσῃς τῇ χάριτι . Τί τὰ ἑξῆς ; ὁ αὔθρωπος οι
μεῖος αὐτ᾽ ἀλλοφίς , υὸς αὐτὶ ξών , μύτῃς ἐκ βεβή
λε , ῞Αγιος ἐξ ἀσεβῆς . Ὁ πίνω ταῖς ὅτω μεγαλο
πρεπέσι καὶ ανυπερβλήτοις δωρεαῖς πλυτιθεὶς, ἁμαρτ ~
જંતુ τὸν φιλότιμον καὶ ἀγαθὸν εὐεργέτην , παρὰ μὲ ὑμῖν
τοις δυσκόλοις καὶ ἀμαλάκτοις δικαςαῖς εὐθὺς μήτε λόγο
μεταλαβών , παύτως αὖ ἐπὶ τὸν ὄλεθρον ἤχθη , καὶ τῆς
ἐνθάδε ζωῆς ἀποκοπεὶς , καὶ τὴν ἐκεῖ κολαζόμενος . Ἐ
πεὶ δὲ ἄλλος ἐςὶν ὁ τῆς ψήφ » Κύριος , ὁ ποιῶν τὸ ἔ
λεος εἰς χιλιάδας καὶ μυριάδας, καὶ μὴ θέλων τὸν θά
νατον τὸ< ἁμαρτωλό , αἰαμένων δὲ τὴν ἐπιτροφίω , δὲν
ὅπως οἱ τὴν πρώην χάριν ὑξείσαντες ἐτιμωρήθησαν
ἀλλὰ πάλιν δεύτερος͵ἔλεος , καὶ ἀκολυθεί το προτέρῳ ,
καὶ ἀμνηςεία συγγνώμη συνάπτεται καὶ δάκρυον τά
ξαν ἰσοδυναμεῖ τις λεξῷ , καὶ σεναγμὸς ἐπίμοχθος
ἐπανάγει τὴν χάριν πρὸς ὀλίγον αναχωρήσασαν .
Εἰ ἀπισες τῳ λόγῳ , Πέξον ἐρώτησον ἐν τῇ οἰκίᾳ
τῷ ᾿Αρχιερέως καθήμενον , καὶ λέξει σοι , ὅπως τὸ πα
ράπτωμα τῆς ἀρνήσεως πικρῶς ὀδυράμενος ἐκαθάρθη ,
καὶ ἐκ ανέλυσαν εἰς τὸν Σίμωνα , ἀλλὰ Πέζος διέ
μεινεν ὁ ᾿Απόςολος . Ἐγὼ δὲ νομίζω , ὅτι καὶ Ἰόδας
ὁ Ἰσκαριώτης , εἰ μὴ ταχέως αυτὸς ἑαυτῷ ἐγενετο δή
μιος , ἀσύγγνωσον κρίνας τὴν ἁμαρτίαν , προαπεσὼν
δὲ τὸν ἔλεον ᾔτησαν , οὐκ αὖ οδ᾽ οἰκτιρμῶν τῆς πά
σης ὑπερχεομένων τῆς οἰκεμένης νςόχησε . Τεκμήριον
δὲ τῷ λόγου παίτες Ἑβραῖοι οἱ με τὸν Σταυρὸν πι
εδύσαντες , καὶ τις λεξῷ τὰς ψυχὰς ὁμοῦ καὶ τὰς
χεῖρας νιψάμενοι . Εἰ δὲ οἱ ταυρώσαντες ἠλεήθησαν,
πῶς ἐκ αν ὁ προδὲς τῆς ἀμνηςείας ἀπήλαυσαν ; Ἐδέσ
με
220 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

με ποτὲ καὶ Παῦλος Χρισιανός , ἀλλὰ βασάσας ὥςε ·


ρον ἁλύσεις ὑπὲρ
" Χρις , ἐκ τῆς ταυτοπαθείας ἔλυσε
τὰ ἐγκλήματα . Ημαρτε λιθάζων Στέφανον καὶ συνδ .
δοκῶν τοῖς φονεύεσιν , ἀλλὰ λιθασθεὶς ἐξήλειψε τὸ
πλημμέλημα . Ἐτελώνων ποτὲ Ματθαῖος καὶΖακχαῖος,
ἀλλὰ τῇ καταφρονήσει τῷ χρημάτων τὴν τελωνείαν πα
τήσαντες , ὁ μὲν τῇ οἰκίᾳ τὸν Ἰησὲν ἐδέξατο, καὶ τῇ
ψυχῇ πλέον · ὁ δὲ θαυμασῶν πράξεων Ευαγγελις ὴς
καὶ Συγγραφοὺς ἀπεδείχθη ὁ Τελώνης . Μετὰ τὸ Φαριτ
σαίς αναγκαῖον εἰς μνήμων , ἡ γωὴ ἡ τὴν δραχμ
ἀπολέσασα καὶ οἰρῦσα . Ἐξ ἀρχῆς δὲ εἰς τέλος εἴτις
τις ανθρώπες το βίε παντὶς ἐν τοῖς καθεξῆς χρόνοις
λογίσαιτο, τὸς πολλές ουρήσει πρότερον μεν ἐνχεθεί
τὰς ἁμαρτήμασιν , εἶτα τῇ πρὸς τὸ κρεῖττον ροπῇ με
τα θεμένες τῆς γνώμης . Θεῷ δὸ οἰκεῖον καὶ μόνον ἐξαί
ρετον , πλημμελείας χωρὶς , παύτα κατορθόν . Ανθρω
πος δὲ ὑπὸ γενεσιν καὶ φθοραν ᾐγμένος , καὶ τοσούτων
ὑπάρχων δεκτικὸς παθῶν , ἔποτ᾽ αὖ ἀκατηγόρητος δει
χθείη , περικοπείσης συγγνώμης . ᾿Απόβλεψον πρὸς
τὸν Δαβὶδ τὸν Βασιλέα τῷ Ἰσραὴλ , ὃν κατ᾽ἐκλογὺ
ἐχειροτόνησεν ὁ Θεὸς, ἐπαίνοις δὲ τοῖς τῆς μαρτυρίας
ἐκόσμησε , λέγων · εὗρον ανδρα καὶ τω καρδίαν μου
Δαβὶδ τὸν τε Ιεσσαί . Οὗτος μὲ τὴν λαμπραν μαρτυ
οίων , ἐπειδὴ τῷ πάθει τῆς σωμεραςίας ἑάλω , καὶ
περιέπεσον ἐκείνοις οἷς γινώσκομον ἅπαντες , ἦλθε δὲ
με τὸν ἔλεγχον τῇ Προφήτε εἰς αὐαλογισμὸν τε κακῖ ,
ανάγραπτον ἀφῆκεν τοῖς εἰς ἕτερον ἐσομένοις τῆςμετα
νοίας τὸν μόχθον καὶ θεωρῆμον , ὡς ἐν εἰκόνι , τῷ
ψαλτηρίῳ τὸν μόχθον.Να μεν ἐκτηκόμενον τῇ λύπη
τὸ σῶμα , ἀνθις δὲ τω νύκτα καιρὸν θρύων ποι
μόνον , τὴν κοινίω τς πόνων ανάπαυσιν, καὶ τῇ κλίνῃ
τὸ δάκρυον ἐπιῤῥέοντα ὡς ἐκ πηγῶν τῆς βλεφάρων ,
πάλιν ἡμῖν τὸν πεντηκοςὸν Ψαλμὸν ἐκπονήσαντα , τύ
που τὸν ἱλασκόμονον Θεόν · καὶ μὴν ὁ θρίος αυτῷ μά
των ἐξεπονήθη , ἀλλ᾿ οἱ βαρεῖς συναγμοὶ τὸν ἔλεον ἐ
φειλο
ΠΡΟΤΡΕΠΤ . ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ . 221

φειλεύσαντο ἀπέλαβε δὲ καὶ τῆς βασιλικῆς ἀυθεντίας


τὴν ὀξεσίαν , καὶ τῆς πρὸς Θεὸν ἱκεσίας του παῤῥη
σίαν. Ὁμοίως κᾀκεῖνος ὁ τῆς Νινδυὶ βασιλεύειν λα
χῶν , τῷ μεν πλήθει τὴν ἁμαρτιῶν συνελαύετο πυρὸς
τὸν ὄλεθρον ὁμῶς τοῖς ἀρχομένοις λαοῖς , καὶ ὁ τῆς α
μαρτίας ἔλεγχος ἐγγίζειν μετ᾿ὀλίγον τὴν προθεσμίας
τῆς τιμωρίας ἐκήρυττεν . Ἐπειδὴ δὲ σωετῶς ἑαυτοὺς
κακώσαντες , ἔφυγον τὴν πεῖραν τῆς συμφορᾶς, ἐλυπή
9η με ὅτι μὴ ἠλήθευσαν ὁ τδ κακῶν Προφήτης , κα
πρὸς τὸν ἔλεον τῷ Θεοῦ χαλεπῶς ἡγροικίσατο . Ὁ δὲ
πανταχῆ καὶ διὰ λόγων καὶ πράξεων γνωρίζων ἡμῖν ,
ὅσίω ἔχει τὴν πρὸςτες ανθρώπες σίμοειαν , φύει μὲν
τὴν κολοκύθω ὑπὲρ κεφαλῆς τῷ Προφήτῃ σκέπω
ἧς λυπέσης ἀκτῖνος
τῆς ὑποκαθεύδοντος δὲ τῇ σκιᾷ ,
ἀθρόον ἀποξηραίνει αυτήν . Εἶπε ὡς δυσκόλως εἶχα
ἀφυπνώσας πρὸς τὸ συμβαὶ , ὀνειδίζει καὶ μέμφεται .
Εἰ μοὶ ὅπως ἐμπαθῶς ἐπιςυγνάζει το μαρανθούτι
λαχανῳ , οὁ δὲ Θεὸς ἐκ αὖ ἐπεκλάθη τηλικαύτῃ πό
λει ἐγγὺς ἐλθέσῃ κινδμώς ;‫ ܪ‬Μάθετε ὖν οἱ σκληροὶ
δυσμείλικτοι τὴν τῷ κτίσαντος ἡμᾶς χρηςότητα , καὶ μὴ
γίνετε τῆς ὁμοδέλων πικροὶ καὶ βαρεῖς δικασαι , ἄχρις
αὖ ἀφίκηται ὁ τὰ κρυπτὰ τῷ καρδιῶν ἀποκαλύπτων ,
καὶ κατ᾽ ἐξεσίαν δεσποτικώ ἑκάσῳ τῆς προσδοκωμένης
ζωῆς ἀποκληρῶν τὴν κατάσασιν . Μὴ σκυθρωπὰς ἐκ
φέρετε τὰς ἀποφάσεις , ἵνα μὴ ταῖς ὁμοίαις ὑποβλη
θῆτε , καὶ 10 οἰκείων ςομάτων τοῖς λόγοις ὡς ὀδύσιν
ὀξυτάτοις περιπαρῆτε . Δοκεῖ γάρμοι καὶ ἡ Εὐαγγελι ·
καὶ πρόῤῥησις͵ τότε προφυλακτική τυγχαύειν το πλημ ·
μελήματος͵ λέγεσα , μὴ κρίνετε , ἵνα μὴ κριθῆτε · ἐ
δ τὴν κρίσιν καὶ τὴν συγνωμοσιζω εκβάλλει κρίσιν
ὀνομάζει τὴν Ῥαχυτέραν κατάκρισιν . Ποίησον ἦν ,
εἰ δοκεῖ , κῦφον τὸ ςάθμιον , εἴπω βέλει μὴ πρὸς τὴν
κατακρίνεσαν πλάςιγγα καὶ τὰς σὰς πράξεις καθέλκυ
πίαι , ὅταν ὁ βίος ἡμῶν, ὡς ἐν ζυγῷ , τῇ κρίσει τι
Θεῷ ταλαντούηται . Σῶμα περικείμενος καὶ διαζῶν ἐν
σαρα
222 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

σαρκὶ , μήποτε ἀπελάσῃς τὸ βία τω ἀπὸ ἰαζικῆς


θεραπείαν . Κἂν ὃ ἐπὶ πλεῖσον ὅσον δεξίᾳ τε καὶ ὑἱ
γείᾳ συζήσῃς, ἀλλ'ἐχ ὅτω διατελέσεις αὔοσος , ὡς ἐν
χείᾳ μὴ γενέθαι τῆς ἐπιμελείας τῷ θεραπεύοντος . Καὶ
ψυχώ ἔχων κατακλινομοίζω πρὸς τὰ γήϊνα , ἡνίκα αν
ἑαυτῆς ἐπιλαθομονη του προσπαθειῶν ἐμπληθῇ τὸσώ
ματος , μη αναίρει τὸν ἔλεον , ἵνα μὴ ἀμοιρήσῃς συγ
γνώμης , ὅταν αὐτῆς ἐπιδεὴς κατασῇς . Ἱερούς τις ἐςὶ ,
καὶ ἡγεμονεύειν ἔλαχε το λαδ ; συμπαθῶν ὁράτω της
ὑπηκόων τὰ πτώματα , εἰδὼς ὅτι κἂν ἡ• τάξις τῇ βίδ
διαφοραὶ ἔχῃ πρὸς τὰς πολλοὺς , ἀλλὰ τῇ φύσει της
ποιμαινομένων ἐδεν διαλύοχε˙ κοινωνῶν δὲ αὐτῆς , ἴ
σως ποτέ κοινωνήσει καὶ πλημμελήματος . Ταῦτα καὶ
Μωϋσῆς ἰδών · αὔθρωπος δ οὖ , καὶ τὴν φύσιν ἐγνώ
ριζε ' τὸν μόχον ὑπὲρ τὸ Ἱερέως ἱερεργεῖται διέταξαν
ἡμαρτηκότος παύτως
1 καὶ καθαρσίων δεομούς καὶ πλεό
0
νων. Ὅπερ δὲ μᾖ τότε ὁ οὔσαρκος μόχος , τότο να
ἐσιν ἡ ἀσώματος μεταμέλεια , καὶ ἡ αναίμακτος δέησις ·
ἧς ὑψηλολογέμενοι καὶ μεγαλαυχῶντες , τὴν εὐεργεσίαν
μὴ λύσωμον , εἰδότες ὅτι καὶ Ααρων ὁ δοκιμώτατος Ιε
ροὺς τῷ λαῷ ζητῶντι Θεὸς σωαπήχθη , καὶ μὲ τῆς ἀ
δελφῆς τῆς Μαρίας ἑάλω τῳ ‫ اد‬γογγυσμῷ · καὶ εἰ μὴ ὁ
γογγυθεὶς ἱκέτευσον, ἐκ αν τω τιμωρίαν διέφυγαν .
Αλλος ἐςὶν , &χ Ἱεροὺς , ἀλλὰ εἷς της πολλῶν ; φοβεί
πω βαρκὺ ἐπιτιθεύαι ζυγόν . Εἰ δ ὁ καθαίρειν τὸν
λαὸν προβληθείς χρήζει καθαρσίων ὀνίετε , τί αν
πάθοι ὁ μηδὲ τῆς χειροτονίας ἔχων τω διώαμιν ;
Μιμησώμεθα τω ποιμαντικ το Δεασότε . Ἐγκύ •
ψωμὸν τοῖς Εὐαγγελίοις , καὶ ὥσπερ ἐν ἐσόπζῳ τὴν ἐ
δέαν καταμάθωμεν τῆςἐπιμελείας τε καὶ χρηςότητος .Βλέ
πω δ ἐκεῖ ἐν παραβολαῖς καὶ τοῖς ἐπεσκιασμένοις τ
λόγων ανδρα ποιμενα ἑκατὸν προβάτων , ὃς οὐὸς θρέμα
ματος ἀποχιπρίτος τῆς ἀγέλης καὶ πλακωμούς , ὦ τοῖς ἐν
τάξει καὶ ἀπλανῶς νεμομένοις παρέμειναν , ἀλλ᾿ ὁρμήσας
ἐπὶ τω ζήτησιν, πολλὰς με διώδευσε κοιλότητάς τε καὶ
φά
F
ΠΡΟΤΡΕΠΤ . ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ , 223

φάραγγας , μεγάλων δὲ καὶ ὑψηλῶν ὑπερηνέχθη στο


πέλων , καὶ ταῖς ἐρημίαις κρατερῶς ἀνεμόχθησε,
χεις αν εὗρα . Εὑρὼν δὲ ἐκ ἔπληξαν , δ μὴν ἐδὲ -
λασε σφοδρῶς , ἐπείγων πρὸς τὴν ἀγέλων ἀλλ ' ἐπι
θεὶς τῳ ἀυχοι, καὶ κομίσας με φειδές , τοῖς συννόμοις
ἀπεκατέσησε , χαίρων ἐπ᾽ ἐκείνῳ πλέον, ἢ πι πλήθει
τῷ ἄλλων . Νοήσωμεν τοίνου τὸ πρᾶγμα τὸ τοῖς
νίγμασιν ἐγκρυπτόμενον . Τὸ δ πρόβατον ἐκ ὄντως
πρόβατον · καὶ ὁ ποιμῳ δὲ παύτως ἄλλο τι, 3 μ
τς ἀλόγων νομούς · ἀλλ᾽ ἔσιν ὑποδείγματα ταῦτα τ
Ιερέων παιδευτικὰ , ἵνα τῇς ανθρώπων μήτε παροχείς
ρως • ἀπελπίζωμεν , μήτε καταῤῥαθυμῶμον κινδυνδμόν
των ζητῶμεν δὲ τὸν ἐμπαθῆ, καὶ ἐπανάγωμα , εἰς τάς
·
ξιν , καὶ χαίρωμεν τοῖς τρέφεσι, καὶ τῷ πληρώματι 198
ὀρθῶς βιέντων αναμιγνύωμον , Ἐπὶ τοσέτον δὲ τὸν Ig-
ρέα προσῆκεν αὐτὶ τῆς ἀποτομίας͵ τω φιλανθρωπίαν
ἀσκεῖν , ὥσε κἂν ὁ Δεασότης ἐκκόπτειν κελόύη τινα ,
ὡς φυτὸν ἄχησον , αυτὸν ὡς φυτοκόμον αἰτεῖν δεῖ τὴν
φειδὼ καὶ ὑπέρθεσιν . Τῦτον δὲ ἡμῖν παρίςησι τὸν νῦν
τῆς ἀκάρπη συκῆς ὁ λόγος μὃ ἐκτέμνειν θέλοντος το
Κυρίς διὰ τὴν ἀκαρπίων , ὁ γεωργὸς ἱκετεύει , καὶ α
ναβολῳ αἰτεῖ καὶ ὑπέρθεσιν , ἐλπίδας αυτῷ ληςας
ὑποτείνων διὰ τῆς
· οἰκείας ἐπιμελείας . Μη τοίνυν κό
πτ προχείρως ὁ τω τιμώ παρὰ τῷ Κυρίῳ ἐπαγο
‫עוד‬
μονην κωλύειν ὀφείλων, μηδὲ καταγίνωσκε ταχέως
ἀχνείαν ἀλλ᾽ἐκπόνει τω ἐπιμέλειαν σκάπτε τοῖς
ἐλέγχοις˙ θάλπε ὡς κόπρῳ͵ ταῖς
· παρακλήσεσι πότ
τιζε τῇ ἐπιῤῥοίᾳ 15 μαθημάτων περίφρασε τοῖς •προς
φυλακτικοῖς της παραγγελμάτων ὡς χαρακώματι σόν
ἐςι τὸ παραιτεῖσθαι , το
ત κοιτὸ τὸ δικάζειν . Ἐκεῖνο κλη
πἱῦαι ποδάσωμον , ὃ λέγεται καὶ ὁ Κύριος .Παρά
κλητος δ ὀνομάζεται , ὑπὲρ τε γενος τῷ ανθρώπων
;
τὸν Πατέρα ἐξιλεύμενος . Ὁμοίως καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς ἀ
ληθείας , τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πεδίω ἔλαβεν ὄνομα Πατ
ρακλητῆς δ κᾀκεῖνο λέγεται . Πρεσβεία δὲ καὶ παρά
κλη
224 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

κλησις ὑπὲρ τῷ ἡμαρτηκότων παντως απεδάζεται ,


μω της αδυθύνων καὶ ανεγκλήτων• Ζήλωσον ὁ Ἱεροὺς
τὸ κηδεμονικὸν τὸ Μωσέως . Μίμησαι τὴν ἐκείνε πε
εὶ τὸς ἀρχομένες διάθεσιν, ὃς παρακαλῶν τὸν Θεὸν ;
ἵνα μὴ δυσμενῇ τῷ λαῷ πλημμελήσαντι , ἐπειδὴ μια
κρὸν ᾔθετο παρέλκομένης τῆς χάριτος , τότο γῆν ἐκές
τότε, προαπελθεῖν τὸ λαδὴ μὴ θεάσηται της ποιμαί
νομένων τὸν ὄλεθρον . Οὐδὲν δὲ οἷον αὐτῆς ἀπομνημό
νεῦσαι τῆς λέξεως · δέομαι , ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς ἁμαρ
τίαν μεγάλην , καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς Θεὸς λυσες . Καὶ
νῦν εἰ μὲν ἀφῇς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν, ἄφες · εἰδὲ μὴ,
ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλο , ἧς ἔγραψας . Ὁρᾷς ὅπως
τὴν τῷ πλήθος σωτηρίαν τῆς οἰκείας προτίθησι , και
ἐξαλειφθώαι ζητεῖ ; εἰ μὴ κατορθοῖ τις κοινῷ τῶν
συγγνώμην ; Οἱ δὲ ναῦ πρὸς τὰς ἁμαρταίοντας πικραίς
νόμενοι, προσιόντας ἐλαυσιν , ὑποπίπτοντας πάρα
ξέχεσι, δακρυόντων ἐκ ἐπικλῶσι τὸ πρόσωπον . Τί
ἦν ὁ Λυκᾶς, μᾶλλον δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον , ανέγρα
μέ μοι τὸν υἱὸν τὸν ἄσωτον , ὃς καθύβρισε μεν τῇ ἀπ
ναχωρήσει πρῶτον τὸν γεννησάμενον , εἶτα πρὸς τὰς ห
• δονὰς καὶ μέθας ἐκβακχευθεὶς , καὶ φιλογιης γενόμε
νος, παντα τὸν παξικὸν πλᾶτον ἐκείωσεν . Ἐπειδὴ δὲ
χρόνοις ἕτερον ἱκανῶς ἀνταλαιπωρήσας τοῖς μόχθοις ,
1
ὡς καὶ συβώτης γενέθαι μιθωτὸς , καὶ τῆς αὐτῆς μετα
χεῖν τοῖς χοίροις σοφῆς, ἐπανῆλθε πρὸς τὴν πάξι
εἰ ἑσίαν σωφρονισθεὶς , ἐκ ἀπετράφη ὁ Πατὴρ ἐδὲ
ἐπέθηκεν αυτῷ τὰς θύρας ἐπανελθόντι ἀλλὰ ποῦ
τεναντίον , προσέδραμεν ἐγγίζοντι , καὶ ἐπεκλίθη το
ξαχήλῳ , καὶ δάκρυον ἐπέταξε συμπαθῶς τῳ ἀυχοι .
Εποίησε δὲ πάλιν αὐτὶ ἀθλίς μακαρισὸν , ἐλευθερίῳ
ἀμφιέσας ἐπῆτι , καὶ δακτύλιον τῇ χειρὶ περιθεὶς, καὶ
ἑορτὴν ἄγων τὴν ἡμέραν, καὶ οὐξεπίσας δωχίαν λαμ
πραί . Ταῦτα δὲ πάντα λόγος ἐςὶ παραβολικὸς , ὑπα
νοίγων ὡς παζικὼ ἑξίαν τὴν Ἐκκλησίαν , καὶ δεχό
μενος φιλοφρόνως , ἵνα μὴ ὦσιν ὁμοδίαιτοι τοῖς χοίροις 1
τοις
ΠΡΟΤΡΕΠΤ. ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ . 225

τοῖς δαίμοσι , γενωνται δὲ πάλιν ἐξ ἀλλοξίων φοι


ἵνα της βελήματι τῷ Θεῷ συζῶσιν ὡς γνώμῃ Παζὸς, ,
καὶ τοῖς ῾Αγίοις ᾿Ανδράσιν, ὡς ἀδελφοῖς . Σὺ δὲ μὴ ζή
λε τὴν γνώμην τὸ πρεσβυτέρε , μηδὲ καταγόγγυζε τῆς
το Παζὸς φιλανθρωπίας , ὅτι καὶ τὸν ἄσωτον καὶ ὑβει
εἰ εἰσωκίσατο . Θαύμαζε μᾶλλον τω ἀγαθότητα ,
καὶ μιμῷ τῷ Θεῷ τὴν σωμαειαν , καὶ τὰς ἐκ τῆς πλαίης
ὑποτρέφοντας ἀναγκαλίζε , καὶ περιπτύσε . Οὕτω δ
ἔσῃ τυφλῶν ὁδηγὸς ,καὶ πλανωμένων διδάσκαλος .
Πρὸς μοὺ ἦν τὰς ξαχυτέρες τὴν γνώμην , καὶ τὴνἀπο
τομίαν πρὸ τῆς συμπαθείας ἀσκῶντας ἱκανῶς ἡμῖν εἰςe
ρηται , καὶ ἐδώ δεῖ μακροτέρων . ῎Ακσε δὲ λοιπὸν καὶ ὁ2.
σε
τῆς ἐπιτροφῆς δεόμενος , ὅπως σὲ προσῆκεν ἐπιτυγνά
ζειν τοῖς ἁμαρτήμασι, καὶ τὰ παραπτώματα τῆς καρδίας
ἀποθρέυεῖν μᾶλλον δὲ, εἰ δοκεῖ , σκόπησον τὴν ἁμαρ
πωλὸν γυναῖκα τὴν παρὰ τοῦ Λυκᾶ ἐπὶ τὸ παρόντος
αναγνωθεῖσαν ἡμῖν · κακείνης τὸ ταπεινὸν καὶ δυσμε
τον ζήλωσον , καὶ λάβεκανόνας μετανοίας ἠκριβωμένης ,
Ελθέσα δ ἐπὶ τὸν οἶκον͵ τὸ Φαρισαίε , ὅτε τὸ πλη
9ος τῶν ἑξιωμαίων ἠρυθρίασεν , οὔτε τὸν καιρὸν τῆς
σἰωχίας ὡς ἄκαιρον εἰς ἐξομολόγησιν ἔφυγαν ' ἀλλὰ
τῇ λύπη συνεχομενη , καὶ σφοδρὸν ἔχεσα τῷ πλημμε
λημάτων τὸ παθος, ἐδὲ τὸ βραχύτατον ἠφίει τὸν τῷ
ἁμαρτιῶν ἰαζόν · ε μίω εδὲ εἰς τὸ πρόσωπον κατ᾿ὄ
ψιν ἐρχομενη ἱκέτσιο " ἀλλὰ τὸ ανάξιον ἑαυτῆς καὶ
ἀπαῤῥησίαςον διὰ τὸ χήματος ἑρμίωύσσα , των και
νώτε χώραν καταλαβῦσα, καὶ δὲ ἑζῶσα ἁπλῶς , ἀλλά
κατόπιν τδ ποδῶν λαβομονη , λύσασα δὲ τὰς κόμας ,
καὶ τοῖς πράγμασι δημοσιεύεσα τὴν πονθῆσαν ψυχώ ,
καὶ τοῖς ποσὶ τὸ Ἰησὲ τὸ δάκρυον ἐπιῤῥέεσα , με πολύ
λῆς τῆς συμπαθείας ἔτσι τὸν ἔλεον . Καὶ τόσο τον mpg ,
χεομούη , ὥσε καὶ βρέχειν τὰς πόδας , καὶ τῇ κόμῃ πά
λιν ἐκμάττωσα τὴν ὑγρότητα , πᾶσαν συλάβειαν ταπει
νἱὺ ἐπεδείκνυτο ἵνα δὲ συνελὼν επῳ , πάσαις ταῖς
αἰσθήσεσι καὶ τοῖς μέλεσι τοῖς ἡμαρτηκόσιν ἡ ψυχὴ τύπ
Encicl . Tom . II . P με
226 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

μεταίοιαν ἐξεπόνει . Ἡ δὲ δημοσίᾳ καὶ εἰς τὸ ἐμφανὲς


ἕπως ὀδυρομενη τὰς ἁμαρτίας , τίνα κατ' ἰδίαν ἐπὶ χο
λῆς ἔπραττον ; ἔξεσι τεκμηράμενον στορᾷν . Ἡμῶν δὲ
μον υπόχεσις, μεταίοιαν ἐπαγγέλλεται ἡ δὲ τεμᾶ
ξις , ἐδοὶ ἐπίπονον δείκνυσιν · ἀλλὰ τω αὐτὴν ἔχο
μον το βίο κατάςασιν , μᾧ καὶ πρὸ τῆς ἁμαρτίας εἴ
χομεν . Φαιδρότης δ ὁμοία , καὶ ἐπὴς ἡ αὐτή , καὶ τα
πέζης ἀπόλαυσις δαψιλὴς, καὶ ὕπνος μακρὸς καὶ λέλυ ·
μόνος εἰς κόρον , ἀσχολίαι δὲ καὶ φροντίδες ἐπάλληλοι ,
λήθω ἐμποιῆσαι τῇ ψυχῇ τῆς οἰκείας ἐπιμελείας .
Μόνον δὲ τὸ ὄνομα τῆς μετανοίας ἐπιγραφόμεθα ἄκαρ
πόν τε καὶ αὐονέργητον · τδ μοὶ Μυςηρίων ἑαυτὸς χωρίς
ζοντες,καὶ τῆς κοινωνίας τῶν ἀποῤῥήτων ἁγιασμάτων
ἐδεμίαν δὲ απεδίω τῆς ἐπιστροφῆς τῆς πρὸς αὐτὰ ποιό
μεῖοι , ἀλλ᾿ ὡς δ᾽ώνε καταφρονῶντες τῆς ἀπολαύσεως .
Εννόησον ανθρωπε, πηλίκων ἀξιόμενος ἐχωρίθης͵ τῆς μ
μετεσίας ἐκείνων . Εἰ βασιλικῆςσὺ ζαπέζης μετέχων ρ
ης εἶτα προσκρέσας , τῆς τιμῆς ἀπεῤῥίφης , πόσων C
ἐξωνήσω χρημάτων τὸ πάλιν γενέθαι φίλος καὶ ὁμο μ
ξάπεζος , τίνων δὲ θύρας ἐκ αν διώχλησας,ἱκετοίων 23
ἀπορέμενος , ταύων , ἀβίωτον νομίζων τὸν βίον , τῇ 7
τήξει καὶ χέσει το προσώπε τῆς ἐν τῷ βάθει λύπης
4
τὴν ὀδυρίω ἐμφαίνων , παύτα λίθον, τὸ το λόγο , και
νῶν , μέχρις κ σεαυτῷ τω συμφοραὶ ἐπμώρθωσας ;
Οἱ δὲ τῆς πρὸς Θεὸν οἰκειώσεως χωριθείς , καὶ τῆς ὄν
τως ὑψηλῆς τιμῆς ἐκπεσὼν, τί μέγα καὶ ἀξιόλογον
ποιήσας , ψυχῆς κεκακωμένης ἀδείξηται ταπεινότητα
ἐκ ἔτιν ἀκόλυθον νοσεῖν λέγοντα ,τω αυτώ ζω
μετιώύαι τοῖς ὑγιαίνεσιν . ῎Αλλη δ δίαιτα τὸ ἀῤῥώςε,
C
καὶ ἕτερος βίος τε ὑγιαίνοντος. Ὁρᾷς ὅση ἐςὶν ἡ τὸ ὑ
γιαίνοντος μεταβολή , τῆς τὸ ἀπονῦντος μεταβολῆς τῆς
καὶ τὴν ἕξιν αἰθόμενος ; ἐν δωματίῳ μικρῷ κατάκει
ται , πάσης συνήθος αναχωρήσας φροντίδος , ἀμελεῖ
γεωργίας, καὶ σφόδρα γεωργικὸς ὑπάρχων· ἀφίησι πλέ
το μέριμναν , ὁ χρηματικὴς καὶ φιλέμπορος˙ ὕδατι καὶ
tw
ΠΡΟΤΡΕΠΤ . ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ . 227

ψωμῷ διαφέφεται , εἰ καὶ πρότερον ξυφῆς γέμισαν καὶ


συβαριτικά παρετίθετο ζάπεζαν παισὶν ἐκ ἐπό
φραίνεται τασυνήθῃ˙ γαμετῆς χωριθείς , τοῖς ἰαζοῖς
στώεσι νύκτωρ τε καὶ μεθ᾿ἡμέραν, καὶ πολλοῖς μιθοῖς
πυρὸς ἀγαπητὸν κέρδος αποΐδει τω ὑγείαν . Ταῦτα ὁ
τα σώματος ἄῤῥωςος . Ὁ δὲ τῷ ψυχώ κακῶς δια
κείμενος τὸν ἀσώματον περινοςήσας ἰαζὸν, καὶ προσ
ποιητῶς ὁμολογῶν καὶ δεικνὺς τὴν ἀθένειαν , καταλιμέ
παύεις νέμεσαι καὶ σφακελίζειν τὸ πάθος , ἵνα πρὸς
τὸν ὅλον ὄγκον διαχεθῇ ; ἀλλὰ σωφρόνησον, γνῶθισαυ
τόν · Θεὸν ἐλύπησας, τὸν δημιυργόν σε παρώργισας ,
τὸν καὶ τῆς παρέσης ζωῆς τὴν ἐξεσίαν ἔχοντα , καὶ τῆς
μελλέσης Κύριον και Κριτώ . Απὸ ζυφῆς ἐκακώθης
νηςείᾳ θεράπευσον τω ἀπόλαυσιν.
Ακολασία τω
ψυχὼ ἔβλαψε , σώφροσιών γειέπω τῆς ἀρρωςίας φάρο
μακον . Πλεονεξία πολύυλος τὸν νοητὸν εἰργάσατο πυ
ρετόν ; ἐλεημοσιόη
9 κενωσάτω τω πλησμονώ . Καθάρ

στον 5ο ἡ τῆς1 πεπληρωμένων μετάδοσις . Ἔβλαψα ή


μᾶς αρπαγὴ ἡ δ᾽ ἀλλοξίων ; ἐπανελθέτω πρὸς τὸν ἴδιον
Δεσπότω τὸ ἁρπαγμα . ψεῦδος ἡμᾶς ἐγγὺς τῆς ἀπως
λείας ἤγαγεν ; ἀπολεῖς γαρ , φησί, πώτας τὸς λαλέν
τας τὸ ψεῦδος . ᾿Αλήθεια μελετηθεῖσα ςησάτω τὸνκίν
δυον . Ορκός παραβαθεὶς ἄγει πετόμενον τὸ διαέριον
το Ζαχαρίς δρέπανον , τ τομὺἀπειλῶν ; ἐνδυσώμε
θα πᾶσαν τω πανοπλίαν τῆς μετανοίας , ἵνα τὴν ἀκ
μὴν ἀποκρεσώμεθα το δρέπανε . Αἱρετικοῖς δόγμασιν
ἀσεβῶς τις ἐδέλουσεν ; ὀρθῆς δόξης φρονήματι του δει
σιδαιμονίων φυγαδουσάτω . Τέτο γάρ ἐσιν ἡ μεταίοια ·
λύσις καὶ ἀφανισμὸς το πρώτο ή και πράξιν ένεργε
μόνων , ἢ καὶ διάθεσιν νουμούων . Ὁ δὲ γνωρίζων τὸ
τῆς μετανοίας ὠφέλιμον , ἀεὶ δὲ περὶ τὸν βόρβορον τῆς
ανομίας τρεφόμενος , δέλω τυγχαύει παραπλήσιος γνω
ΤΟ
ρίζοντι τῶν ὀργῳ τῇ δεασότε , ἐν ὄψεσι δὲ αὐτῷ τὸ
κακὸν ἐργαζομενῳ , καὶ τῷ ἁμαρτίαν ξιπλασιάζοντας
Εὐαίσθητος γενε πρὸς τ περιέχεσανσε νόσον . Σύν
P 2 61
228 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

῾ιψον σαυτὸν , ὅσον διύασαι ζήτησον καὶ ἀδελφῶν ὁ


μοψύχων πάθος βοηθοισοι πρὸς τῷ ἐλευθερίαν .
Δεῖξόν μοι πικρόνσε καὶ δαψιλὲς τὸ δάκρυον , ἵνα μί
ξω καὶ τὸ ἐμόν . Λάβε καὶ τὸν Ἱερέα κοινωνὸν τῆς θλί
ψεως, ὡς πατέρα . Τίς ἣ ὕτω πατὴρ ψευδώνυμος , ἢ
ψυχώ αδαμαντινος
‫اد‬ , ὡς μὴ σωοδύρεσθαι τοῖς τέκνοις
νυπομονοις , ἢ πάλιν συνευφραίνεται χαίρεσιν ; Ιε
ροὺς μὲ ποῦ καὶ θρησκείαν ὅπως ὀδύρεται τω ἁμαρ
τίαν , ὡς Ἰακώβ τῇ Ἰωσὴφ τὸν ἡμαγμένον χιδα, ὡς
Δαβίδ τῷ ᾿Αβεσσαλώμ τὸν ὄλεθρον , ὡςως ὁ Ηλεὶ τὸν
Ο φνὶ καὶ Φινεὲς πεσόντας ἐπὶ τῆς παρατάξεως , ὡς
Μωϋσῆς τὸν λαὸν τὸν ἄθεον μοχοποιίαν καινοτομήσαν
τα . Πρὸ τοῦ σωματικῶν πατέρων, θάῤῥησον τῳ καὶ
Θεόν σε γεννήσαντι . Δεῖξον αυτῷ ανερυθριάςως τὰ κε
κρυμμένα . Γύμνωσον τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόῤῥητα , ὡς ἰα
Τῷ πάθος δεικνύων κεκαλυμμένον . Αυτὸς ἐπιμελήσει
ται καὶ τῆς σὐχημοσιώης καὶ τῆς θεραπείας . Πλέον ἡ
αἰδὼς ἡ γονέων ἅπτεται της πεπονθότων ἀυτό ? . Ἡ
ᾧ ἐκείνων δόξα της γεννησαμείων ἐςὶν , καὶ ἡ αἰχύνη
ὁμοίως . ῎Αδηλος , ἀδελφοὶ , τῆς ζωῆς ή προθεσμία
Φθάσωμεν τῇ ἐπιμελείᾳ τωὺ ἔξοδον . ῎Ατοπον δὲ τὸς
μα τῆς σαρκὸς λελογισμένως ποισμένες τὴν πρόνοιαν ,
καθαίρειν ἑαυτὸς τῆς ὑλῶν πρὸ τῆς ἐπιτολῆς τὸ λεγο ·
μούς κυνός , ἵνα μὴ διασαποὺ ἐκ τῆς ἄγαν θερμότης
τος τὸ ὑγρὸν νοσοποιὸν σῆψιν ἐργάσηται , τὸς δὲ καὶ
διαύοιαν ἐπιμελείας χρήζοντας μὴ προφθάνειν τε θα
νάτε τὴν ἀδηλίαν , καὶ τὰ κολασηρία πυρὸς τὴν ζέσιν
τὸ ἀλήκτως φλέγοντος , καὶ μηδέποτε ψυχομούς . Την
δραχμὺ εἶχες τὴν Εὐαγγελικώ , καὶ καλῶς ἐπλέτες
τῳ χρήματι , εἶτα διὰ ῥᾳθυμίαν ἀπώλεσας ; Αψον τὸν
ἐκ τῆς μετανοίας λύχνον , κατάκυψον ἐπιμελῶς , ζή
τησον τὸ κειμήλιον τοῖς γεΐνοις ἐγκρυπτόμενον πάθε
σιν . Εὑρηκὼς αὐελῶ καὶ σῶσον , ἵνασοι συγχαρῶμεν
οἱ γείτνες χαραὶ τὴν ἐν Χρισῷ · ᾧ πρέπει δόξα ,
ναῦ , καὶ ἀεὶ , καὶ εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . Αμ .
ΠΡΟ
229

Π Ρ
POΟ Κ Λ Ο Υ

᾿Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Ἐγκώμιον εἰς τὸν ᾿Αγίον Πρωτομάρτυρα Στέφανον .

Ο μοὶ αἰθητὸς ἥλιος ὑπὲρ γι ανατέλλων Αρκτο .


ρον , καὶ Ωρίωνα , καὶ Πλειάδα , ἢ καὶ αὐτὸν τὸν Ἑωσφό
el
ρον παρανατέλλοντα ἔχει ὁ δὲ τῆς δικαιοσιώης Ἥλιος
ἐκ κόλπων παρθενικῶν ἀναλάμψας , τὰςμου Αφρῴας
χορείας εἰς συνδρομίω φωτὸς ἐκ ἐπιδέχεται , Στέφανεν
δὲ τὸν Πρωτομάρτυρα συνανατολέα της αθανάτων ἀκ
τίνων πεποίηται . Ἐκεῖνος μεν τῷ ἀρητῴον εἰς τὴν
νοτιαίαν Τίβον ἐλαυνίων, ποτὲ μὲν συςέλλει , ποτὲ δὲ
πλατώει τῆς ἡμέρας τὰ μέζα , ὅτος δὲ τῇ πρὸς τ
μᾶς ἐξ δρανῶν ἐπιδημίᾳ των δικαιοσκύψω αυξήσας ,
ἀμίαντον καὶ ἀμείωτον τὸ ταύτης ἐτήρησε φέγγος. Ἐκεῖ
νός νυκτὸς διάδοχος , έτος θανάτε αντίπαλος . Ἐκεῖνος
σκότος φυγαδεύτης, έτος αμαρτίας αναζοπούς . Ἐκεῖνος
δωδεκάωρον φέγγει , ὗτος δι᾿ αἰῶνος ἀτράπτες . Ἐκεῖνος
δι᾽ ἀφέρων οδεύει, ὗτος δι ᾿Αποσόλων ἐκλάμπει . Ἐ
κεῖνος διὰ καιρῶν καὶ χρόνων περιέρχεται , οὗτος διὰ
Προφητῶς καὶ Εὐαγγελικῶν κηρύττεται . Ἐκεῖνος τὰς ὥ
ρας τι δρόμῳ ὑφαίνει , έτος τῷ λόγῳ τὰς Ἐκκλησίας
μεγαλύψει . Ἐκεῖνον ἐπὶ ἅρματος οἱ ζωγράφοι ἐπιβε
βηκότα γράφεσι , τότον οἱ Θεολόγοι ἐπὶ φάτνης ανα
παυόμενον διαγγέλλεσι . Φάτνης , τὸνΟὐρανὸν μιμεμέ.
νης φάτνης , τοῖς Χερεβὶμ παρισομονης φάτνης , τῷ
ἀῤῥήτῳ θρόνῳ συγκρινομένης φάτνης, τα λογικ
σοφίῳ περιεχέσης · φάτνης , τω τὸ παντὸς ζωίω ὑ
ποδεξαμενης , φάτνης , τὸν τὰ παύτα βαςάζοντα βα
ςαζύσης φάτνης , πάσης ὁμὲ τῆς κτίσεως πλατωτές
ρας · ὃν ᾧᾧ ἡ κτίσις καὶ χωρεῖ , τότον ἡ φάτνη διὰ τὴν
χάριν ἐχώρησε φάτνης , ὑπὸ ἀςέρος ἡμεροδρόμο μη
p 3 νυθε
230 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

νυομώύης˙ φάτνης , ἐν ἑαυτῇ τὸ θυσιαςήριον προδιαγρα
φύσης˙ φάτνης , Ἐκκλησίαν τὸ σπήλαιον αποτελεσάσης .
Δεῦτε τοίνω καὶ ἡμεῖς τὰς οὐσεβεῖς Μάγος ζηλώσω
μα , καὶ τὴν Ἐκκλησίαν αὐτὶ Βηθλεὲμ κατανοήσωμεν .
Αντὶ τῷ σπηλαίου τὸ ἱερατικὸν ἀπασώμεθα βῆμα
αὐτὶ τῆς φάτνης τὸ θυσιαςήριον προσκωήσωμον , Πε
απτυξώμεθα τὸν διὰ τὸ βρέφεις συλογέμενον ἄρτον
Εφ᾽ ἅπασι δὲ τέτοις , τὸν ὑπὸ τὸ Στεφανε σήμερον και
ταγγελλόμενον Βασιλέα δοξάσωμεν . Ω ξώς Βασιλέως
παράδοξα πράγματα ! Χθὲς ἐτέχθη , καὶ σήμερον αὖ
τῳ Στέφανος προσηνέχθη . Στέφανος ,ὁ φερώνυμος Μάρ
τυς . Στέφανος , ὁ ἔμψυχος στέφανος . Στέφανος , τὸ
αὐτόπλεκτον διάδημα . Στέφανος , τὸ αὐτοχάλκο τον
περίθεμα . Στέφανος , τὸ αὐτοφυὲς τῆς ἰδίας κορυφῆς
σεφαίωμα . Στέφανος , τὸ πολυανθὲς της Πίσεως βλά
σημα . Στέφανος , τὸ τῆς ἀγάπης ωδέςατον ῥόδον .
Στέφανος , τὸ τῆς ἐλπίδος ἀμαραύτινον αὔθος . Στέ
φανος , ὁ τῆς χάριτος σύθαλέςατος τάχυς . Στέφα
νος , ὁ τῆς ἀειζώλου ἀμπέλου τὸ πολύφορον κλῆμα .
Στέφανος τῆς ἀθανασίας ὁ μελίςακτος βόξυς . Στέ
φανος , ἡ τὸ ςαυρωθάτος Βρανομήκης παραφυάς. Στέ
φανος , παντὸς
· ἀγαθῆ ἔργο καὶ λόγῳ τὸ πλήρωμα . Στέ
φανος ,C ὁ τῆς ὁμολογίας ακαθαίρετος πύργος . Στέφα
νος
2 ὁ τῆς ὑπομονῆς ἀσάλουτος πρόβολος . Στέφανος ,
ὁ τῆς ἐγκρατείας ςαυροφόρος οπλίτης . Στέφανος , ὁ τῆς
δυσεβείας αήττητος σρατιώτης . Στέφανος , ὁ ἔμψυχος
σρατηλάτης . Στέφανος , ὁ καὶ τδ Χριςοκτόνων θάρσα.
λέος ὁπλίτης . Εκαμον, ἔκαμον , πλέκων τῷ Στεφαίῳ
τὸν ςέφανον, καὶ ἐδέπω τῆς πλοκῆς ἐφηψάμω . Τῇ θείᾳ
τοίνω γραφῇ , τὸν Στέφανον σεφανῶσαιπαραχωρήσω
με . Στέφανος γάρ , φησι , πλήρης χάριτος καὶ διά
μεως, έποίει τέρατα καὶ σημεία μεγάλα ἐν τῷ λαῷ .
Πῶς ἐπαινέσω τὸν Στέφανον , ὃν ἡ χάρις τοῖς οἰκείοις
δακτύλοις ἐπλέξατο ; τι χαρίσωμαι τῷ Στεφαίῳ , πᾶ
σαν Μαρτύρων κεφαλίω σεφανῶντι ; τί δαύαμαι προς
πῆς
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡ , ΣΤΕΦΑΝ. 231

πλαι τῳ τῇ χάριτι πεπλεγμοίῳ Στεφαίῳ ; ποίωλός


γῳ κοσμήσω τὸν παντὸς φαιδρότερον κόσμο ; ποίοις ρή
μασι θαυμάσω τὸν μυρίοις κομῶντα τοῖς θαύμασι ;
Στέφανος , γάρ , φησι , πλήρης χάριτος καὶ δυνάμεως ,
ἐποίει τέρατα , καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ , Χάρις
καὶ διύαμις της Στεφαίῳ τὸν ςέφανον ἔπλεκον . Ἐξ ἑ
πατέρας χειρὸς πρὸς τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν σωστίας
το . Ἡ μοὶ πρὸς τὴν πίςιν αὐτὸν , ἡ δὲ πρὸς τὸ μαρ
ઉદ્દે
τύριον ἥρμοζα : ἡ μοὶ πρὸς τὴν διακονίαν , ἡ δὲ πρὸς
τὸν λόγον ωδήγησαν · ἡ μὲν πρὸς παῤῥησίαν , ἡ δὲ
πρὸς ὑπομονω διερρύθμισαν · ἡμου πρὸς θαύματα ,
ἡ δὲ πρὸς κατορθώματα παρεσκεύαζε . Χάρις καὶ δύο
ναμις , ὁμότιμον φύτεμα χάρις και διύαμις , ὁμόνο
τον βλάςημα : χάρις καὶ δαύαμις , ὁμόρριζον κλάδου
μα χάρις καὶ διύαμις , ὁμοδίαιτος συζυγία : χάρις
καὶ διύαμις , τὸ διττὸν τῆς πίςεως μόχυμα : χάρις και
διύαμις , ἡ ὁμόηχος συμφωνία χάρις καὶ διύαμις , ο
καλλιβλέφαροι τῆς ὀρθοδοξίας ὀφθαλμοί · χάρις καὶ
διώαμις , οι δίδυμοι τῆς Ἐκκλησίας μαςοί : χάρις
διύαμις, αἱ ὁμόσημοι
~ το Χρις , σρατιώτιδες · χάρις
καὶ δύναμις, οἱ τὸ Στεφαύς ἄγρυπνοι φύλακες . Στέφα
νος γάρ , φησί , πλήρης χάριτος καὶ δυνάμεως . Θυμία
τήριον τῆς χάριτος ὦ ὁ Στέφανος , τὸ τῆς ἁγιωσύνης
περιπνέον θυμίαμα . Πηγὴ ἦν τῆς χάριτος , ἀεννάοις
ἀρετῆς πλημμυρῶν τοῖς νάμασι . Νεῖλος μ τῆς χάρι-
τος , της τῆς οὐσεβείας περιβλύζων ρεύματι. Αθλη
τὲς ἦν τῆς χάριτος , πρὸς πᾶσαν ανταγωνιςῶν αντιφε·
ρόμενος διύαμιν . Σξατιώτης Ι τῆς χάριτος , πρὸς
πᾶσαν τὸ ἐναντίων μηχανών τό τε θορύβων τὰπαν
τοῖα , καὶ τὴν ἐπανάτασιν ἐπιφερόμενος . ᾿Απαντῷ τοῖς
τοξεύμασι , τοῖς διωγμοῖς ἐγκαρτερῶν , τοῖς θαύμασιν
ἐγχορεύων , τὰ πάθη διώκων, τὰς νόσες φυγαδεύων ,
τὰς δαίμονας ἀπελαμίων , τοῖς πτωχοῖς ὑπηρετῇ , τὰς
αρρώσες παραμυθέμενος , ταῖς χήραις ἐπαμύνων , όρ
φανῶν προϊςάμενος , αδικεμένων προασπίζων , το κα
P 4 ρυζο
232 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

ευγμα πλατεύων , τὴν πίςιν διαγγέλλων, τὸν Σταυ


τὸν Θεολογῶν, τοῖς ἥλοις ἐγκαυχόμενος , τὸν κάλαμον
ἐκθειάζων, τὰ δεσμὰ μεγαλεύων, τὴν λόγχων διακη
ρύττων , τὴν ὑπὲρ το Κόσμε πληγεῖσαν πλευραν δι
φημῶν, τὸ θανατοκτόνον πάθος προσκειῶν , τὸ φά
τηνπροβαλλόμενος , τοῖς απαργανοις ἐγγαυρέμενος , τῷ
ῥαπίσματι σεμιωόμενος , τὸ Πιλάτε δικασήριον οὐκ
ἐπαισχυνόμενος , τὸν τάφον ἐκ ἐπικρυπτόμενος , τὴν αἰ
νάςασιν μεγαλαυχέμενος , Ἰυδαίος ἐλέγχων , γραμ
ματεῖς ἐπιςομίζων , τὸν νόμον ἑρμλωδίων , τὸςΠρο
φήτες διεργυνώμενος, τὰς γραφὰς διανοίγων, λάμπον
τα τὸν Χριζὸν ἐν αὐταῖς ἐκκαλύπτων , τοῖς ςαυρώσα
σιν ἐπεμβαίνων , τοῖς παρανόμοις ἐπιτιμῶν, τοῖς ἀσε ·
βέσιν ἐναλλόμενος , τὰς ἀπίςες τῇ πίςα καταγώνι
ζόμενος , τοῖς πανταχόθον ἐπιδημᾶσιν Ἰεδαίοις περὶ
το κηρύγματος συμπλεκόμενος . ᾿Ανέτησαν γάρ τινες ἐν
τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομενης Λιβερτίνων , καὶ Κυρη
ναίων , καὶ ᾿Αλεξανδρέων , καὶ τῆς ἀπὸ Κιλικίας καὶ Α
σίας, συζητῶντες της Στεφαίῳ , καὶ ἐκ ἴχυον αὐτιςἦναι
τῇ σοφίᾳ , καὶ της πνεύματι , ᾧ ἐλάλει . Πολλὰ τὰ κύ
ματα , ἀλλ᾿ ἐπεραύιος ὁ κυβερνήτης . Πυκναὶ αἱ θύελ
λαι , ἀλλὰ ςαυροφόρον τὸ πλοῖον . Ἐπάλληλαι αἱ καὶ
ταιγίδες, ἀλλ᾿ ἡ ζοπὶς , αἴωθον ἐσφιγμούη . Οὐ δύνα
ται τα κύματα πρὸς Οὐρανὸν αὐτεγείρεθαι · καὶ δύνα .
ται πνεῦμα πονηρὸν τις αἴωθεν πνεύματι μάχεθαι ·
ὦ διύαται λυθῆναι σκάφος τῇ ζωῇ κυβερνώμενον .
᾿Ανέζησαν δέ τινες τδ ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λόγο

μονης Λιβερτίνων , καὶ Κυρίωαίων , καὶ ᾿Αλεξανδρέων ,


καὶ τῆς ἀπὸ Κιλικίας , καὶ ᾿Ασίας, συζητῶντες της Στε
φαίῳ ,καὶ οὐκ ἴσχυον αντιςίαι τῇ σοφίᾳ , καὶ της
πνεύματι , ᾧ ἐλάλει . Καὶ περὶ τίνος ἡ ζήτησις ; πε
εὶ τὸ ἀῤῥήτως κυοφορηθούτος , περὶ τοῦ παρὰ φύσιν
τεχθούτος , περὶ τοῦ ὑπὲρ λόγον θηλάσαντος
• . Πῶς
δίχα μίξεως ἡ Παρθαίος Μήτηρ ἐγούετο πῶς μετ᾿
ὠδῖνας πάλιν Παρθαίος ἡυρίσκετο · πῶς ἡ φύσις τῷ
θαύα
᾿ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡ. ΣΤΕΦΑΝ . 233

θαύματι παρεχώρησε˙ πῶς ἐπὶ τῆς Μαρίας τοὺς ἐ


δίες ἐκ ὀξεζήτησεν ὅρες · πῶς ὁ ἀχώρητος εἰς βρέ
φος συνετέλλετο πῶς ἔμβρυον Κ , καὶ τὰ πανταχέ
διέπλαττον ἔμβρυα · πῶς ἐτίκτετο , καὶ πᾶσι παρεί
χε τὸ τίκτεθαι πῶς ἐθήλαζε , καὶ πᾶσι τοῖς της
λάζεσι τὰς πηγὰς ἐχορήγει το γάλακτος . Πόση τοῦ
νόμο καὶ τῆς χάριτος ἡ διαφορὰ · πῶς ὁ μον κατακεί
ή δὲ συγχωρεῖ
νει , ἡ ὁ μὲν κολάζει, ἡ δὲ διασώζει
ὁ μὲν ὑπηρετεῖ , ἡ δὲ αὐθωτῇ · ὁ μὲν τὴν ἁμαρτία
ἐπιξίβει, ἡ δὲ τ᾿ ἁμαρτίαν εξαφανίζει · ὃ μὲ τὸ
ξίφος ἐπιτείνεται , ἡ δὲ ΤΟ
τὸ ἔλεος μεταχειρίζεται ὁ μον
δημία τάξιν ἐπέχει , ἡ δὲ βασιλικῶς ὀξυσιάζει ὁ μα

τῷ καταδίκῳ τὸ απαρτίον περιτίθησιν , ἡ δὲ φιλων
θρώπῳ δεξιᾷ τὸ τῇ θανάτε σύμβολον ἀφαιρεῖται . Το
σαῦτα τὰ τὸ Στεφανε περὶ τῆς χάριτος θεολογοῦτος
πρὸς τὰς Ἰνδαίος , ἐπις αύτες, φησὶν , οἱ θεομάχοι,
συναρπάσαντες αὐτὸν , ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον . Ο
πε ἁρπαγή , ἐκεῖ καὶ Ἰνδαϊκὴ συνδρομή · ὅπε παρα
χή , ἐκεῖ καὶ ὁ μισόλιτος δῆμος· ὅπου φόνος͵ ἄδικος
μελετᾶται, ἐκεῖ γραμματέων συνέδριον . Τί μιαίνεις τὴν
καθέδραν Μωυσέως παρανομε ; τί μολώύεις θρόνον,
ὃν ὁ νόμος ἐκόσμησαν
> ; Ὁ νόμος Μωυσέως εἶπεν , ὦ
φονδύσεις , ε ψάδομαρτυρήσεις ἢท τοίνυῳ τήρησον τὸν
νόμον , ἢ τότε ἀπόσηθι. Ἔσησαν δὲ μάρτυρας του
δες λέγοντας · ὁ αἴθρωπος ἔτος2 καὶ παύεται λαλῶν
ρήματα βλάσφημα και το τόπε τῇ ἁγία τότε καὶ τῇ νό
με . ᾿Ακηκόαμεν δ αὐτῷ λέγοντος , ὅτι Ἰησᾶς ὁ Να
ζωραῖος , στὸς καταλύσει τὸν τόπον τέτον, καὶ ἀλλάξει
τὰ ἔθη , ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωσῆς . Πάλιν οὖ ὑ --
πέβαλον αὔδρας μοδεῖς λέγοντας · ὅτι ἀκηκόαμα
αὐτῷ λαλῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋστῶ , καὶ
τὸν Θεόν . Να Μωϋσέα θαυμάζεις , ὦ συκοφαντα ;
νω
νῶ ὡς νομοθέτω τιμᾶς,‫ ܕ‬ὃν ζῶντα διέπτυες, να
ὡς βλασφημέμενον ἐκδικεῖς ; καὶ πρὸ παύτων και Μωϋ
$ σέως λίθος ἔβαλες ; ἐν τῷ Θεῷ λίθος καὶ ξύλα , καὶ
ξόανα
234 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

ξόανα προετίμησας παύτοτε ; καὶ ναῦ ἵνα ποιήσης φόρ


νον , συλάβειαν ἐπαγγέλλη , ἵνα ἐκχύσης αἷμα α
θεον , θεοσέβειαν χηματίζη , ὁ καὶ τότε , καὶ ναῷ τω
αλήθειαν σωταράσσων ; ὁ καὶ τότε τολμηρῶς ὀνυβείς
ζων , καὶ ναῦ αὐοσίως τιμῶν; ὁ κακῶς ἀγοράζειν αἵ
ματα μελετήσας ; ὁ παύτοτε ψουδομαρτύρων ἐργασής
ριον συγκροτή ; Ἔσησαν γάρ φησι μάρτυρας ψουδεῖς
λαλῶντας · ὁ ανθρωπος ὗτος καὶ παύεται λαλῶν ῥήμα
τα βλάσφημα εἰς Μωϋσί , καὶ εἰς τὸν Θεὸν , καὶ κα
το τόπο το αγίε τότε , καὶ τὸ νόμο . Ποῖα ρήματα ;
ἀκηκόαμου τὸ αυτὸ λέγοντος · ὅτι Ἰησὲς ὁ Ναζωραίος,
ὗτος καταλύσει τὸν τόπον τέτον . Τί ἐν ; ἐπὶ φονδύσῃς
τὸν Στέφανον , ὁ τόπος καὶ καταλυθήσεται ; μᾶλλον ἐν
καταλυθήσεται , ὅτι Δεασότῳ καὶ δῆλον ἐφόνουσας
ὅτι τῳ ποιμενι τὸ πρόβατον συγκατέθυσας · ὅτι τῷ
Βασιλεῖ τὸ ςρατιώτων συγκατέσφαξας . Οὐ διύαται
πόλις ἑταίαι, οὔθα ὁ Βασιλοὺς κατεσφάγη : ἐκ ἔτι
τιμᾶται Ναὸς , οὔθα δεσποτικὸς φόνος ἐτελέθη . Μὴ

τ Στέφανος ἀπεφήνατο , δὲ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν


ἔρημος ; μὴ δ Στέφανος εἶπε , οὐ μὴ μείνῃ ἐν τῷ
Ναῷ λίθος ἐπὶ λίθον ; Ω τι παραδόξει θαύματος !
ὦ το παραλόγε πράγματος ! Θεὸς ἀπεφήνατο , καὶ αὖ
θρωπος κρίνεται Χρισὸς κατεψηφίσατο , καὶ Στέφανος
δίδωσι δίκας · ὁ Βασιλοὺς ἀλήθευσε , καὶ ὁ τρατιώτης
ευθύνεται . Σὺ τῆς τοιαύτης ἀποφάσεως αἴτιος εἶ, ὦ
"
Ινδαῖ:. Ἔπηξας
• Σταυρὸν , καὶ τω Ιερεσαλὴμ ανεμό
χλούσας εἶπας , τὸ αἷμα αυτὸ ἐφ᾿ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ
τέκνα ἡμῶν · δέχου τοίνω του καταδίκω , μὲ αὐτὸς
διώρισας . Ὑπάρχων δέ φησι Στέφανος πλήρης Πνόύμα
τος ῾Αγίε , ἀτωίσας εἰς τὸν Οὐρανὸν , εἶδε δόξαν Θεό,
ποὺ Ἰησῦν ἐξῶτα ἐκ δεξιῶν τὸ Θεό . Καὶ μία πῶς
ὁ Παῦλος καθεζόμενον αὐτὸν λέγει ; ἐκάθισε γάρ ,‫ܕ‬
φησιν , ἐν δεξιᾷ͵ τὰ θρόνο τῆς μεγάλωσης τῷ Θεῷ
ἐν ὑψηλοῖς . Τί ἐν τὸ αἴτιον τῷ ναῷ αὐτὸν ἐς αναι ;
ποία αποδὴ ἐκ τῷ παξικῶν αὐτὸν ἐγείρεται πρό
νων ;
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡ. ΣΤΕΦΑΝ. 235

μων ; εἶδε τὸν ᾿Αθλητίω ἀγωνιζόμενον , καὶ βραβεῦ .


σαι αυτῷ τω νίκῳ αὐέση . Εἶδε τὸν ἀεροπόρον ναύ
τίω ἐπειγόμενον αἴω , καὶ τὰς Οὐρανὲς
3 αὐτῷ αὐτὶ λι
μονος ζέωξε . Μη φοβηθῆςφησιν ὦ Στέφανε εδείς
Μὴ
σε τὴν πάλίω παραβραβούσει . Δεξιού σοι βελόμενος
δῦναι , ἐκ τῆς θρόνων ανέξω . Εἰς ἐμὲ τὸν σαυρω
θαύτα βλέπων , τῆς συμπλοκῆς κατατόλμησον . Ε
κεῖνός εἰμι , ὃν εἶδες ἐν τῷ ξύλῳ κρεμάμενον σαρκί
Τῇ προσηλώσει ἐν ἀυτῇ σε βραβεύσω . ᾿Αγωνοθέτης
εἰμὶ, ἀλλὰ δὲ καὶ ᾿Αθλητὴς μαρτυρία γεγένημαι . Ἐ
πὶ ςαυρῶ ὡς ἐπὶ παλαίσρας ἐπάλαισα . Ἐν τῷ με
συλλαβέθαι, τὸν αντίπαλον διάβολον ἔρρηξα . Μὴ
φοβηθῇς τὰς λιθάζοντας· ἄκοντές σοι κλίμακα πρὸς
Οὐρανὸν προτιθέασι . Μὴ φοβηθῇς τὰς λιθάζοντας :
βαθμοί σοι πρὸς Οὐρανὸν οἱ λίθοι γενήσονται . Μὴ
φοβηθῇς τὸς λίθες τὸν ἀκρογωνιαῖον λίθον εἴδοθεί
περιφέρων Ἰησέν Χριςὸν τὸν Θεόν : ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ
κράτος εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . Αμήν,

ΛΟ
1

236

Λ ο Γ ο Σ

ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ .

Χρισὸς τῷ Κόσμῳ ἐπεφανη , καὶ τὸν ἄκοσμον Κόσ


μον κοσμήσας ἐφαίδρυσε . Τω το Κόσμου ἁμαρτίων
ανέλαβε , καὶ τὸν το Κόσμο ἐχθρὸν κατέβαλον .. Ἡγία
σα υδάτων πηγὰς , καὶ ἐφώτισε τὰς τδ ανθρώπων ψυ
χάς . Θαύματα συνεπλάκη μείζονα θαύμασι . Σήμε
ρον δ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τίω τὸ Σωτῆρος χαραὶ ἐξ
μερίσαντο , καὶ πᾶς Κόσμος Οφροσκύης πεπλήρωται ,
καὶ τῆς προλαβούσης ἑορτῆς ἡ σήμερον ἑορτὴ μείζονα
δείκνυσι της θαυμάτων τίω αύξησιν . Καὶ τὸκι ἐν τῇ
πρόλαβέσῃ ἑορτῇ της Γενεθλίων το Σωτῆρος γῆ ἔχαι
‫ ܕ ܗܘ‬ἐν τῇ φάτνῃ τὸν τῷ ἁπαύτων Δεασότίω βαςάζε
σα · ἐν δὲ τῇ σήμερον ἑορτῇ τῷ Θεοφανίωνἡ θάλασ
σα λίαν ευφραίνεται . Εὐφραίνεται δὲ ὡς διὰ Ἰορδανε
τὰς τὸ ἁγιασμό δύλογίας μεταλαμβάνεσα . Ἐπὶ τῇ
προλαβέσῃ͵ ἑορτῇ ἀτελὲς βρέφος ἐδείκνυτο , τω ἡμετέ
ραν ἀτελειότητα δεικνύμενον . Ἐν δὲ τῇ σήμερον ἑορτῇ
τέλειος ὁρᾶται , τὸνἐκ τελείς τέλειον αἰνιττόμενος. Ἐ
κεῖ τὸν τεχθούτα ἐμφώνσαν ὁ ἐν τῇ ἀνατολῇ προκύ37
ψας ἀτήρ · ἐνταῦθα δὲ τῷ βαπτιζομοίῳ μαρτυρεῖ ἀ
ιωθον ὁ γεννήσας Πατήρ . Ἐκεῖ Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν
πεζοπορήσαντες , ὡς βασιλεῖ δῶρα προσέφερον · ἐνταῦ .
θα δὲ ῎Αγγελοι ἐξ Οὐρανῶν παραγενόμενοι, ὡς Θεῷ
τὴν πρέπεσαν διακονίων
· προσκεύες και . Ἐκεῖ ἐδεσμεῖτο
παργάνων δεσμοῖς ἐνταῦθα λύει τὰς τοῦ ἁμαρτημά
των σειράς . · Ἐκεῖ ὁ Βασιλοὺς το αλεργίδα το Κόσ
με ἐνεδύετο ἐνταῦθα ἡ πηγὴ τὸν ποταμὸν ἀμφιονυ
ei ἦν ἴδετε παράδοξα θαύματα , τὸν τῆς δια
ται . Δεῦτε
καιοσαύης Ἥλιον ἐν Ἰορδάνῃ λυόμενον , καὶ πῦρ ἐν ὕ
δατι βαπτιζόμενον , καὶ ὑπὸ ἀνθρώπε τὸν Θεὸν ἁγια
ζό
ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 237
·
ζόμενον . Σήμερον πᾶσα ἡท κτίσις ἀνυμνᾶσα βαρ · δι
λογημένος ὁἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρία , ~
ὁ καὶ διὰ τοὺ
κτισμάτων προνοητικῶς ἐρχόμενος . Οὐρανε με ὕψος
ἄπτωτον σωτηρῶν , Ἡλίε δὲ δρόμους τεχνῶς μια
χῶν , ἀτέρων πλῆθος ἀσυγχύτως ταξιαρχῶν , ἀέρα
εἰς ἀναπνού δικράτως κιρνῶν , γῆς λαγόνας εἰς καρ
ποφορίων συκράτως πάλιν διαθάλπων , θάλασσαν τὴν
πολυκύμαντον βραχυτάτῳ ψάμμῳ χαλινῶν , πηγὰς ἐκ
βυθῶν ἀοράτως ὠθῶν , ποταμῶν ῥεῖθρα ἁπλανῶς ὁδη
γῶν . Ταῦτα ἐν πάντα ὁρῶντες , λέγομεν ευλογημενος
ὁ ἐρχόμενος͵ ἐν ὀνόματι Κυρίω . Τίς ὗτος , εἰπὲ φανε
C
ρῶς ὦ μακάριε Δαβίδ ; Θεὸς Κύριος , καὶ ἐπέφανεν κ
μῖν . Οὐ μόνον δὲ ὁ Προφήτης λέγει Δαβίδ , ἀλλὰ καὶ
Παῦλος ὁ ᾿Απόςολος προσμαρτυρῶναὐτῷ φθέγγεται .
Επεφάνη ἡ χάρις το Θεᾶ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώ
ποῖς , παιδούσσα ἡμᾶς. Οὐ τισὶν , ἀλλὰ πᾶσι · πᾶσι

δ Ιεδαίοις τε καὶ Ἕλλησι διὰ τὸ βαπτίσματος τσως


τηρίων χαρίζεται , κοινὸν οὐεργέτημα τὸ
το βάπτισμα προ
βαλλόμενος . Δεῦτε ἴδετε ξοον κατακλυσμὸν πολὺ βελ
τίονα καὶ κρείττονα τῇ ἐπὶ Νῶε θεωρέμενον . Τω ἀντ
θρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν · ἐνταῦθα
δὲ τὸ ὕδωρ τῷ βαπτίσματος διὰ τὸ βαπτιθούτος τὰς
θανοντας ἐζωοποίησεν . Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀση
πτων κιβωτὸν συνεπήξατο · ἐνταῦθα δὲ ὁ Χρισὸς ὁ
νοητὲς Νῶς ἐκ τῆς ἀφθόρε Μαρίας το τῷ σώματος
κιβωτὸν κατεσκεύασεν . ᾿Εκεῖ ὁ Νῶε τω κιβωτὸν τῇ
ἀσφάλτῳ πίσῃ ἔξωθεν κατέχρισεν ἐνταῦθα δὲ ὁ
Χρισὸς τῇ ἀσφαλείᾳ τῆς πίςεως τω το σώματος κι
βωτὸν ἐκραταίωσεν . Ἐκεῖ περιςερὰ κάρφος ἐλαίας
βαςάζεσα της το Δεασότε Χρις8 δψωδίαν ἐμφύυσεν
ἐντεῦθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐν εἴδει περιφερᾶς
παραγενόμενον , τὸν2 ἐλεήμοναὑποδείκνυσι Κύριον . Αλλ᾿
ἐκπλήττει με τῆς τε Κυρίε ταπεινοφροσκύης ἡ ὑπερβο
λῇ , ὅτι ἐκ ἤρκησε τὸν ἐκ τελείς τέλειον βρέφος τεχ
θμῦαι ἐκ γυναικὸς , ἐκ ἤρκησε τὸν σκύθρονον το Πα
τὸς
238 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Ἑὸς αναλαβεῖν τω τε δέλες μορφια , ἀλλὰ καὶ ὡς ἀ


μαρτωλὸς προσέρχεται το βαπτίσματι .
᾿Αλλὰ μὴ γενέθω τὸ κοινὸν
༩་ διυεργέτημα
.. τὸ ἀκυόντων
σκανδαλον, βαπτίζεται δ ὁ παντων Δεασότης Χριςός,
καὶ καθαρσίες δεόμενος,αλλά και δύο φόπος το συμφέρον
ἡμῖν οἰκονομῶν, ἵνα καὶ τοῖς ὕδασιν ἁγιαςικ χάριν
δωρήσηται , καὶ παντα αὔθρωπον βαπτιθίαι προξέ
ψηται . Ἔρχεται γάρ , φησιν , ὁ Ἰησᾶς ἀπὸ τῆς Γαλι
λαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδανίῳ πρὸς τὸν Ἰωαύνω , το βαπτι
θῆναι ὑπ'αὐτῇ . Τί ωὦ τὰ τότε τελούμενα , ἀδελφοί ,
ἐνθυμηθίναι αδιύατον . ὀφθαλμῶν δ ανθρωπίνων
ανώτερα ζὖ τὰ τελέμενα . Τρέμει ὁ νοῦς · ἡ γλῶσσα
φεύγει ἐκ τόματος , μὴ τολμῶσα φράσαι τὰ ανέκφρα
5α. Ὅθὸν ἰδὼν ὁ Ἰωαννης τὸν Δεασότίω ἐρχόμενον
Θρὸς αὐτὸν , ἀγῶν πολλῷ τὴν καρδίαν συνεχόμενος ,
προασίπτων καὶ ὑποκατακλινόμενος , καὶ τδ ποδῶν αὐτῷ
ἐφαπτόμενος , ἱκετεύων ἐφθέγγετο · τί βιάζῃ ὁ Παντο
δεύαμος ἐμὲ τὸν ἀδιύατον ποιῆσαι τὰ ὑπὲρ δαύαμιν ;
ποιῆσαι ταῦτα εἰ διύαμαι . Πῶς τολμήσω βαπτίσαι
σε ; πότε πῦρ ὑπὸ χόρτου καθαίρεται ; πότε πηλὸς
πλώει πηγώ ; πῶς βαπτίσω τὸν Κριτὴν ὁ ὑπεύθυ
νος; πῶς βαπτίσω σε , Δέασοτα ; μῶμον καὶ βλέπω ἐν

σοί . Τῇ κατάρᾳ τῇ Αδαμ ἐχ ὑπέπεσες ἁμαρτίαν
ἐκ ἐποίησας . Εἰ δ καὶ κατέβης , ἀλλ᾽ἔτι παρέβης .
Τί ποιεῖς Δέασοτα , πρᾶξαί με τὰ ὑπὲρ διύαμιν βια
ζόμενος ; κδέποτε ἐδοὶ πρὸς σκὼἀγανάκτησιν ποιῆσαι
ἐτόλμησα · ὡς δῆλος φιλοδέσποτος προλαβὼν τω στῷ
παρεσίαν ἐγνώρισα . Ἔτι ὢν ἐν τῇγαςρὶ, τω γλώτ
ταν τῆς μηδὸς μιθωσάμενος , Θεόν σε το Κόσμε ἐκή
ρυξα . Παύτας πρὸς τῷ σὺἀπαίτησιν παρεσκεύασα .
Εἰπὲ γάρμοι Δέσσοτα , πῶς ὑποίσει ὁ ἥλιος, βλέπων
τὸν παύτων Δεασότω ὑπὸ δέλῳ τολμηρῶ ὑβριζόμενον ,
καὶ ἐκ οὐθέως ὡς τὰς Σοδομίτας ταῖς ἐμπόροις αὐτὸ
μαρμαρυγαῖς καταφλέξεται ; πῶς βαςάσει ἡ γῆ , ὁρῶ
σα τὸν τῆς ᾿Αγγέλες ἁγιάζοντα , ὑπὸ ανθρώπε ἁμαρ
τωλό
ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 239

πωλῆ βαπτιζόμενον καὶ καὶ παραχρῆμα τὸ ἑαυτῆς τό


μα ανοίξασα , ως τὸν Δαθαν , καὶ ᾿Αβηρων , καταπία
με ; πῶς δὲ βαπτίσω σε Δέασοτα , τοῖς ἐκ γενέσεως
μολυσμοῖς καὶ προσομιλήσαντα , ἐξ ἀπόρε γαςρὸς ἀ
ασόρως προήλθες καρπός . Πῶς ἐν ἐγὼ κατάῤῥυπος
ανθρωπος ἀγνίσω Θεὸν , Θεὸν αναμάρτητον ; ἐγὼ χρείων
ἔχω ὑπὸ σὲ βαπτιθώαι , καὶ σὺ ἔρχῃ πρόςμε; Βα
πτισί με ἀπέςειλας Δέσποτα · καὶ παρήκεσα τὸ σοῦ
πρός άγματος . Παύτας δ προξεπόμονος εἰς τὸ Βά
πτισμα ἔφασκον · ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ , ὅτι >ἀ
γαθός . Οὐκ ἔςι ἣ ὁ παραγενόμενος αυξηρός . Α
γαθὸς καὶ ἐξ ἀγαθὲ γεγούνηται Υἱὸς, δ πρὸς ὀλί
γον τὸ ἀγαθὸν ἐπιδεικνύμενος , καὶ αὐθὺς μεταβαλ ·
λόμενος , ἀλλ᾽εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτό . Καὶ ἐς
πειδὴ ἀμέζητόν ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτῷ , διὰ τότο αἱ τῆς
ὐρανῶν Δυνάμεις ανυμνεσαι αὐτὸν , ἔφασκον , ολο
γημενος͵ ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίς , Θεὸς Κύριος
καὶ ἐπέφανον ἡμῖν . Ἐπέφανε τῆς δικαιοσμύης ὁ Ἥ
λιος , καὶ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας ἐσκέδασαν . Ἐπέφανον
ὁ ποιμμὺ ὁ ἐρανιος , καὶ τῷ διαβόλε τὰς λύκους τῆς
καλῆς ποίμνης ἀπήλασαν . Ἐπέφανεν ὁ μονογενὴς
Υἱὸς τὸ Παζὸς , καὶ διὰ τὸ βαπτίσματος τοῖς πιςοῖς
τ υοθεσίαν ἐχαρίσατο . Επέφανεν ἡ παύτων ζωή ,
καὶ τὸν θάνατον διά το θανάτε θανατώσας ὡς ἀθανα
ζωῆς ἀθανάτε τὸς θανούτας ἠξίωσον , ᾿Αλλὰ τ
των ὅτω τελεμαίων , ὁ Πατὴρ αἴωθεν ἀγαλλόμενος
ἐπὶ τῇ τῆς ταπεινοφροσμύης ὑπερβολὴ τὸ υίδ, αθρόο
διϊςᾷ τὰς πύλας τὸ ἐρανε , βροντηδὸν ἐπαφίησι φως
νἱ πεπληρωμάτων διαθέσεως παδικῆς , ὗτός ἐσιν ὁ
Υἱός με ὁ ἀγα
99 πητὸς , ἐν ᾧ• ἡυδόκησα . Καὶ ἵνα μὴ
πλάζηται το ἀκυόντων ἡ διάνοια εἴς τε τὸν Βαπτι
ει , καὶ εἰς τὸν βαπτιζόμενον , ἔρχεται τὸ Πνεῦμα
τὸ ῞Αγιον ἐν εἴδει περιτερᾶς , δακτυλοδεικτὸν τὸν βα
πτιζόμενον καὶ μαρτυρέμενον · ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ
κράτος εἰς τὰς αἰῶνας τδ αἰώνων . Αμμώ .
ΕΙΣ
240
ΕΙΣ ΤΟ

ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣ ΤΟΥ


ΧΡΙΣΤΟΥ

Τῇ 'Αγίᾳ καὶ Μεγάλη Παρασκευῇ .

Φοβερὰ τῆς σημερινῆς παρατάξεως τὰΜυσήρια φρικο


τὰ τὸ καταχθονίῳ πολέμε τὰ ζόπαια · ἀδιήγητος το
παλαιῦ τυραίνε C ἡ -ἀθρέα καθαίρεσις˙ πάσης ἐνθυμής
σεως κρείττων ἡ τὸ δὲ ἡμᾶς σαρκωθείτος ὑπὲρ ἡμῶν
νίκη . Συνεπλάκη με δὲ τῷ θανάτῳ ὡς νεκρὸς , ἐ
σκυλούσε δὲ τὸν ᾅδέω ὡς Θεὸς ἰχυρὸς καὶ δυνατός
Κύριος δ κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν
πολέμῳ . Ποῖος ἦνλόγος ἐπαξίως δυνατὸς ὑπεργῆσαι
τῷ θαύματι ; ποία δὲ γλῶσσα λαλήσει καὶ διηγήσεται
τὴν φοβεραν παράταξιν ; σήμερον δὲ e Προφητικῶν φω
νῶν πεπλήρωται σφραγίς . Σήμερον ὁ ᾅδης ἀγνοῶν κατ
τέπιε δηλητήριον . Σήμερον ὁ θανατος ἐδέξατο τὸν ἀεὶ
ζῶντα νεκρόν . Σήμερον ἐλύθη δεσμὰ , ἅπερ ὁ ὄφις ἐν
Παραδείσῳ ἐχάλη υσε . Σήμερον οἱ ἐξ αἰῶνος ἠλευθερών
θησαν δόλοι. Σήμερον ὁ λῃςὴς ἐτυμβορύχησε τὸν ποντα
κιχιλίοις καὶ πεντακοσίοις ἔτεσιν ὑπὸ φλογίνης ρομφαίας
φρερέμενον Παράδεισον . Σήμερον τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ
φαίνει , καὶ ὅλον τοῦ θανάτου τὸν θησαυρὸν ἐκείωσε
Σήμερον βασιλικὴ εἰς τὸ δεσμωτήριον ἐκαινοτομήθη εἰ
σοδος . Σήμερον πύλας χαλκᾶς συνέζιψε , καὶ μοχλὲς
σιδηρᾶς συνέθλασαν ὁ καταποθεὶς ὡς ψιλὸς νεκρός ,
καὶ πυρπολήσας ὡς Θεὸς Λόγος . Σήμερον ὁ ἀκρογω
νιαῖος λίθος Χρισὸς τὸ τῷ θανάτου προγονικὸν θεμέ
λιον γενόμενον συνετάραξε , τὸν ᾿Αδὰμ ανέσπασε ,
τὸν ᾿Αβελ διέσωσε , καὶ πᾶσαν τῷ ᾅδε τω οἰκοδομ

κατέτρεψε σήμερον καὶ οἱ πρώτου θρίωέντες , ὃς καὶ
τέπιον ὁ θάνατος ἰχύσας , με μεγάλης φωνῆς κράζε
σι πέσε θανατε τὸ νῖκος ; πᾶσε ᾅδη τὸ κούζον ;
1 3
Τί λέγεις πρὸς ταῦτα ὦ Ἰεδαῖε ; κωμῳδεῖς τὸν ταυ
ρόν ; χλομάζεις τὸ πάθος ; γελᾶς τὸν θάνατον ; διασύρεις
τὸν
ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ . 241

τὸν τάφον ; ἀλλὰ βλέπε τὴν νίκῳ , καὶ φρίξον τὸ πάθος


τὸ ἑκεσίως παθόντος σαρκὶ , ἀπαθῆς ὄντος τῷ Θεοῦ
Λόγο . Πάντας τὰς δικαίες μετ᾿ὀξυσίας κατέπιε , καὶ
ἐδεὶς τὴν ὁσίων περιεγενετο θανάτε . Τὸν ῎Αβελ θαύ
μάζεις ; ἀλλὰ θαύατος ἐῤῥόφησαν αυτόν • τὸν Νοέμοι
λέγεις ; ἀλλὰ καὶ αὐτὸς εἰς φθορὰν ἐγκυβίτησε . Τὸν
Ενώχμοι προφέρεις ; ἀλλὰ καὶ ἔτος ἔφυγε, καὶ οὐ τὸν
νόμον κατήργησε . Τὸν Αβραάμ μοι κομπάζεις ; ἀλλὰ
καὶ τᾶτον διέλυσαν ὁ θάνατος . Τὸν Ἰσαὰκ μνημονεύεις ;
ἀλλὰ πεσὼν ἐκ ἀνέση . Τὸν Ἰακὼβ προφέρεις , ἀλλὰ
κόνις ὁ παξιάρχης . Τὸν Ἰωσὴφ ἐγκαυχᾶσαι, ἀλλ᾿ ἐν
γυμνοῖς καὶ ξηροῖς ὀςέοις ἡ μνήμη αυτό . Τον Μωϋ
σέα ἐκθειάζεις ; ἀλλ᾽ εὐδὲ τὸν τάφον αὐτοῦ βρίσκεις .
Πάντας τὸς Προφήτας μοι λέγεις ; ἀλλ᾿ ἐννόει τὰς τάφες ,
καὶ μὴ κόμπαζε τοῖς λόγοις . Τοσέτος
ST ἔλαβεν ὁ θά
νατος , καὶ πάντας ἐῤῥόφησιν . Ἕνα δὲ κατέπιε , καὶ
κόσμον ὅλον ἀβελήτως ὀξέμεσε . Βλέπε δ σήμερον
το διαβόλε τὴν καὶ τῷ ἀνδυθύνε το θανάτε πονηρίαν .
Υπηρέτας πρὸς σύλληψιν ὥπλισε, τὸν Ἰέδαν εἰς προ
δοσίαν ηγόρασε , τὸν Πέζον εἰς ἄρνησιν ὑπεσκέλισε ,
τὸν δῆλον τῷ ᾿Αρχιερέως πρὸς ράπισμα ὀξέμηνε , τὰς
ςρατιώτας πρὸς χλούζω εξεβάκχουσε, τὸν Πιλάτον πρὸς
ἐρώτησιν διήγειρε , τὸν δῆμον πρὸς φασιασμὸν ἐκίνησε ,
βελόμενος μαθεῖν , +τίς ζ ὁ Δεσπότης . Ἀλλ᾿εἰς ήκει ο
μακρόθυμος φέρων τίω τόλμαν , ἵνα λύσῃ τὴν κατά e
ραν . Διὰ τῦτο ὥσπερ ἐπὶ βασιλικό θανάτε πᾶσα ἡ
της πόλεων φαιδρότης φυγαδεύεται, ὅτω σήμερον πᾶσα
ἡ κτίσις τὴν ἑαυτῆς ἠρνήσατο λαμπρότητα . Οὐρανὸς ἐ
μελανειμόνει τὸ σκότος • ὁ ἥλιος ὥσπερ δέλος φιλοδέ
αποτος ἔφυγε , τὰς ἀκτῖνας συςείλας · τὰ ἄκρα τὴν φυτ
σικμὼ συνετάραττε τάξιν · ὁ2 ναὸς περιεχίζετο διὰ τὸ
πούθος , ἡγῆ θρίσσα , ὦ βραχίονας ἔτυπτον , ἀλλὰ
πέζας ἔχιζα · οἱ Προφῆται πάντες προσιόντες , ἠρώτων
τὸν Δεασότίω καὶ ἔλεγον · τί αἱ πληγαὶ αὗται αἱ ἀνας
μέσον τδ χειρῶν συ ; πῶς σε τὸ πάθος ἅψαθαι ἐτόλμη
Encicl. Tom . II , σε
9
242 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

σε Θεότητι ; ἀλλ᾿αἰάλωτος ἡ Θεότης . Ὃ ἦν πάχει ,


σαρκὶ πέπονθε . Καὶ πῶς ἐκ ἠδέθησαν σε οἱ ¿ Τξαν
ί ἐν
ρώσαντες, καὶ ἐκ ἐμνήθησαν τῆς εὐεργεσίας σε ;
πρὸς αὐτὸς ὁ Δεσπότης ;; αὗται αἱ πληγαὶ , ἃς ἑκὼν
ἐπλήγω ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἀγαπητέ με . Ἐξ Αἰγύπτο
μετῇρα ἄμπελον ἤρδουσα τῇ παρόδῳ τῆς θαλάσσης
περιέσκαψα τοῖς φοβήξοις ὁ ἐκλάδουσα Περιτομῇ ·
ἐχαράκωσα Προφήταις περιέφραξα νόμῳ ,καὶ ἔμει
να το ποιῆσαι σαφυλίω , ἐποίησε δὲ ἀκαύθας , καὶ
.
ε δικαιοσμύῳ , ἀλλὰ κραυγώς καὶ ἐγενόμω ὡς αν
θρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος .
Ω πάθος κόσμε καθάρσιον ! Ω θαύατος ἀθανα
σίας ἀφορμὴ , ζωτή ανατέλλεσα ! Ω κάθοδος ἐν
δε , τῆς ἐξ αἰῶνος νεκρωθούτων γέφυρα πρὸς αναβίω
σιν ! Ω μεσημβρία 5 τῆς δειλινῆς ἐν Παραδείσῳ κα
ταδίκης ανάκλησις . Ω σαυρὸς δενδρυ ἰαζός ! Ω ἧς
λοι τὸν Κόσμον τῇ θεογνωσίᾳ προσηλώσαντες , καὶ
θάνατον καταπείραντες . Ω ἄκανθαι , τῷ Ἰρδαϊκῶ ἀμ
πελῶνος οἱ βόζυες ! Ω χολὴ τῇ τῆς πίςεως͵ μέλι
τος πρόξενος , καὶ τῆς Ἰεδαίων ποιηείας κατήγορος !
Ω σπόγγος τωνκοσμικὼ ἁμαρτίαν ἀποσπογγίσας ,
καὶ ἀποσμήξας ! Ω κάλαμος ἐν ἐρανοῖς τὰς πισοὺς
πολιτογραφήσας , καὶ ἀρχεκάκε ὄφεως τω τυραννίδα
σωδίας ! Ω Μυσήριον παρὰ ἀπίςοις ἀπιςέμενον ,
ὑπὸ δὲ παύτων πιςῶν ἀκαταπαύτως προσκυνούμε
T
νον ! Ω σημεῖον παρὰ ἀπίςων αντιλεγόμενον , καὶ
παρὰ πισῶν δοξαζόμενον ! ῏Ω Μυσήριον Ἰνδαίοις μὲν
σκαίδαλον, ἔθνεσι δὲ μωρία , ἡμῖν δὲ Χρισὸς Θεοῦ
διώαμις καὶ Θεοῦ σοφία , καθά φησιν ὁ ᾿Απόςολος
Παῦλος, ὅτι τὸ μωρὸν τὸ Θεό , σοφώτερον 18 ανθρώ
πων ἐςὶν , ὡς θανατον καταργῆσαι , καὶ τὸν ᾅδίω σκυ
λεῦσαι , καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος νεκρὲς ζωοποιῆσαι , χά
οτι το Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριςοῦ · ᾧ ήἡ δόξα καὶ
τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας ὁ αἰώνων. Αμφ .

ΕΙΣ
243

ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ .

Νικάτω καὶ λόγων εὔροιαν τῆς σωτηρία Πανηγύρεως


τὸ θαῦμα . Ἡττάξω πάσης γλώττης μεγαληγορίας
μὴ φθάσασα ἐπαξίως κηρύξαι τω το ςαυρωθούτος
εὐεργεσίαν . Τί δ τοιῦτον ἐξ αἰῶνος γέγονον , οἷον
να τῇ πίσει ὁρῶμεν ; πότε νῆς ἐφαντάθη , ἢ καρδία
ἀνεθυμήθη , ἢ ανέπλασε διαίοια , ἢ λόγος διηγήσατο ,
ἢ ὀφθαλμὸς ἐθεάσατο , ἢἀκοὴ ἐδέξατο πρᾶγμα πις
τον , οἷον να σαρκωθείς Χρισὸς τῷ κόσμῳ ἐδωρήσα
το ; ἐδέποτες ἥλιος ἐπίδων ἐπὶ ξύλε 5ηλιτά θώτα διά
βόλον . Οὐδέποτε ςαυρὸς ἀπὸ κατάρας ἠγόρασε φύσιν .
Οὐδέποτε διάκοντα ἀργυρίων κοσμικὸν λύξον ἐπράθη .
Οὐδέποτε πάθος αναμαρτήτες , ἁμαρτίας γέγονε χωνού
τήριον . Οὐδέποτε ἐπὶ ξύλε ἐκρεμάθη ζωή , ἐν ἀπάτη~
οι σαρκὶ τὸν τύραννον θριαμβούσασα . Οὐδέποτε μνῆ
μα , θανάτε πορθητὼ ἐδέξατο . Οὐδέποτε ἐρανὸς ἐν
ἡμέρᾳ μέσῃ σκότος ἐνεδύσατο , ἵνα μὴ ἴδῃ τὸ δρῶμα ,
καὶ Θεὸ μὲν τολμώμενον , σαρκὸς δὲ ἁπτόμενον . Οὐδέ
"
ποτε ᾅδης ἔφριξον , ὃν κατέπιων . Οὐδέποτε ἡ γῆ ἐ
καλλωπίσατο ζωοδόχῳ μνήματι , μᾶλλον δὲ εἰ μνήμα
‫ ܕ ܐ‬ἀλλὰ νυμφῶνι · καὶ ἐφθάρη ὁ ταφεὶς , ἀλλ᾽ ὀνυμ
φούσατο καταβάς . Οὐδέποτε τρισὶ νυχθημέροις φύσις
εἰς αὐάςασιν ἐλοχούθη . Ὁ ᾧ ἐν τῇ γατρὶ τῆς Παρ
θούς τὸ ἴδιον αὑτὸ σῶμα , ὡς οἶδον , ἑαυτῷ διαπλά
σας, αὐτὸς καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις τω λύσιν τῆς ψυχῆς
αὑτὸ ὑπὸ τὸ ἰδίο σώματος πάλιν ενώσας, τὴν ἑαυτῷ
ανάςασιν ἔδειξα . Ἐκεῖ μεν ὁ χρόνος πισῖται τὸν τό
101‫ ܕ‬ὅτι αὔθρωπος ' ἐνταῦθα δὲ ὁ τάφος πιςεται τὸ
κράτος , ὅτι Θεός . Οὐδέποτε ᾿Αμνὸς αἴρων ἁμαρτίας
κοσμικὰς ἐπετέθη θυσιαςηρίῳ , εἰμὴ ὅτε ὁ Θεὸς δε
λε μορφμ ανέλαβε , καὶ ὁ πλάσας τὸν χεν , ανερμή
νούτως ὃν ἔπλασεν ἐνεδύσατο δ ' ἡ μου σαρξ ζωή ,
τὸ δὲ αἷμα λύξον , τὸ δὲ πνεῦμα σφραγὶς , nἡ δὲ θεία
‫ܐ‬ q 2 φύσις
·244 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

φύσις αναρχός . Καλῶς ἔλεγον ὁ μακάριος Παῦλος,


τὰ ἀρχαῖα παρῆλθον , ἰδὲ γέγονε τὰ παντα καινά ,
Οὐρανὸς καινὸς , ὃν ὁ καταβὰς τῇ αὐόδῳ ἠυλόγησε .
Γῆ καινὴ , ω ὁ ἐν φάτνῃ καὶ σάρκα τεχθεὶς ἡγία
σε . Θάλασσα και ή기, ἡ μετεωρίσασα ἴχνος , ὅπερ
σὰρξ κκ ἔπειρε" , ἔτε ἁμαρτία ἐβάρησε. Βίος και
μὸς , ἓν πολέμῳ ἀπλαξε , καὶ γαλμώη; ἐπλήρωσα .
Ανθρωπότης καινὴ , με δι᾽ ὕδατος ἀπέπλυνε , καὶ τῷ
πυρὶ τῷ πνεύματος ἐχώνδσε : θρησκεία καινή σκέτε
ᾧ κνίσα , καὶ περιτιμὴ , ἀλλὰ πίςις λαμπρεύεται , ἣ
ἐν μιᾷ ἐσίᾳ Ἑεῖς ὑποτάσεις δοξολογᾶσα λαξεύεται.
Ταῦτα οιαγγελιζόμενος ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἔλε
200· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπιλάμψει ὁ Θεὸς ἐν βούτ
λῇ μετὰ δόξης ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐν ποίᾳ ἡμέρᾳ ὦ Προ
φήτα ; ἐν ᾗη φησι, πατα ὑπὲρ φύσιν ὁ Θεὸς , ὡς οἶ
δον , ἐργάσεται, ἐκ γυναικὸς σαρκόμενος . Παρθαίος
αὐοί ανδρὸς τίκτεσα μυςήριον . ῎Ανθρωπος ὁ φιλαίς
θρωπος
ત γενόμενος καὶ μὴ ᾧεπόμενος . Θανατος ἐμῶν ,
δι' αγιοῶν κατέπιε . Τάφος, θησαυρὸς ζωῆς καὶ αὐας
τάσεως . Αἰχμαλωσία , μήτηρ ἐλευθερίας καὶ τί πολὺ
λὰ λέγω ; νίκα ὁ Θεὸς Λόγος ανθρωπος γενόμε
νος ἐς αυρῶπ , σαρκὸς μὲν τὸ πάθος, Θεότητος δὲ τὸ
κράτς . Αλλ᾿ εἰπὲ ἡμῖν ὦ Προφῆτά , πῶς ἐπιλάμψει
ὁ Θεὸς πῖς ἐπὶ γῆς ; ἆρα ἐκτὸς ανθρωπότητος ; ἆρα
ἄνδ σαρκός ; ἀπαγε . Οὐ φέρει τὴν τῆς Θεότητος ἀκτῖ
να ἡ ὄψις . Οὐ προσέρχεται διάβολος> πρὸς πάλ
φρίττει δὺ τὸν Κτίςω ὁ θαύατος , οὐ τολμῶν κατά
πιεῖν φύσιν͵ ανώλεθρον . Τρέμει ὁ ᾅδης Θεὸν , σαρκὸς
γεγυμνωμενον . Ὃν γὰρ δ προσβλέπει τὰ Χερεβὶμ ,
τόπιν ζέμει καὶ ᾅδης . ᾿Αλλὰ χρεία καλύμματος τῇ θείᾳ
φύσει , ἐκ ἐκείνου καλύπτοντος , ἀλλὰ ἡμετέραν ὕβριν
κατακρύπτετος , καὶ Μωσαϊκό καλύμματος ( αγνωσία
δ και ομίχλη ) & ποικίλε καταπετάσματος ( χρωμά
των δ τὸ αὔθος ) ἐχ ἱλασηρία κεχρυσωμενου ( ἕλης
τὸ κάλλος ) ὦ χειροποιήτων Χερεβίμ ( τέχνης δ
τὸ
ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ . 245

τὸ θαῦμα ) αλλά χρεία μορφῆς προβάτο


> , ἵνα δελεάς
στη τὸν ανθρωποβάρον λύκον . ᾿Αλλ᾽ εὐθὺς ἐπιπηδᾷ τοῖς
λόγοις Ἰνδαῖος, καὶ κωμῳδεῖ τί το Προφήτε ·μεγάλη
γορίαν , ἀεὶ τῷ Πνεύματι το ῾Αγίῳ μαχόμενος. Καὶ
τίφησιν , ἐγὼ δὲ πισδύω , ὅτι ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς ἐ
πεφαίη , ἢ ανθρώπε ὄψις ἐμόρφωσε τὸν ἀχημάτισον :
Αλλ᾽ ὦ Ἰνδαῖε , εἰ καὶ νόμε παρακέεις , καὶ Προφήτας
παραλογίζεις , καὶ Ευαγγέλια διαπτύεις, καὶ ᾿Αποςό
λες παραβλέπεις , ἐρωτήσωμεν τὰ ςοιχεῖα , καὶ ἴδω
μεν τίνα ὁμολογεῖ τὸν σαρκὶ παθόντα Δεασότων και
ὡς δεῖ , πρῶτον ἐρωτήσωμον τὸν ἥλιον . Εἰπὲ ὧν ἡμῖν
# ἥλιε , διατὶ σανέςελας τὰς ἀκτῖνας ; σαυρεμένει τοΔε
απότε ; ὅτι ψιλὸς αὔθρωπος ὁ ςαυρέμενος ; ἐκεν ὤφει
I
λες τέτο ποιῆσαι καὶ ἐπὶ τὸ δικαίς ῎Αβελ αναιρεμούς.
Ερωτήσωμον καὶ τὸν ἐρανόν . Εἰπὲ ἡμῖν ὦ έρανέ , δια
τί σκότος ἐνέδυσας ἐν καθηρᾶ μεσημβρίᾳ , ὅτι 18
δαῖοι τώ δεασοτικώ
< πλοίραν εξεκέντησαν ; ὅτι μι
λὸς άνθρωπος ὁ σαυρεμενος , διατί οὐ μὴ ἐθρών.
σας καὶ ἐπὶ τὸ δικαίε Ναβεθὲ λιθαζομούς ; Ἐρωτή
σωμὸν καὶ τὴν γλῶ . Εἰπὲ ἡμῖν γῆ , διατί ἐζόμασας ,
ὅτε οἱ θεομάχοι ταῦτα
2 ἐτόλμων ; ὅτι ψιλὸς αὔθρωπος
ὁ σαυρόμενος ; πῶς ἐν ἐκ ἐξόματας , βλέπεσα τὸν
Ησαΐαν ὑπὸ τὸ Μανασσῆ ξυλίνῳ ποίον πριζόμενον ;
Αλλ᾽ ἐρωτήσωμον καὶ τὸν Ναόν . Εἰπὲ ἡμῖν ὦ Ναὲ , δια
τί ἔχισας τὸ καταπέτασμα , το Χρις , ςαυρεμένου ;
ὅτι ψιλὸς αὔθρωπος ὁ ςαυρέμενος , πῶς ἦν καὶ περιέ
χισας , ὅτε τὸ αἷμα Ζαχαρίς ἐν μέσῳ σε εξεχεῖτο ;
Αποκρίνεται απ ' φωνῆς πᾶσα ἡ κτίσις λέγεσα · ἐκή
ρύξαμον τῷ πείθει τὸν Δεασότην , εκ ὁμοδέλο πάθος
ἐθρηνήσαμεν , ἀλλὰ Δεασότε ὕβριν ἐφείξαμεν . Βοᾷ ὁ
ἐρανός · Θεὸς Κὖ ὁ ἐνανθρωπήσας , καὶ σαρκὶ ςαυρω
θεὶς , ὃς ἐμὲ ὡς Θεὸς ἔκλίνε , καὶ κατῆλθε . Βοᾷ ὁ ἥ
·
i
λιος Δεασότης με υὖ , ὁ σαρκὶ ςαυρωθείς . Εγω
τὸ φῶς τῆς Θεότητος αυτό φοβηθείς , σωέςειλα τὰς
τ
ἀκτῖνας . Βοᾷ ἡ γῆ ὁ Δημιυργὸς Κω σαρκοφορῶν ὁσαρ
."I 93 κι
246 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

αὶ ςαυρωθείς . Εἰ δὲ καὶ τω σάρκα ἐν φάτνῃ ἦγκας


λισάμῳ , ἀλλὰ τὸ κράτος αὐτῷ καὶ περιέγραψα . Βοᾷ
επε ή θάλασσα εκ τ ὁμόδελός με ὁ σαρκὶ ςαυρω
θείς . Ἴχνος μεν δ τῷ ὁμοδέλε Πέξυ βαρεῖ με τὰὶ
ιῶτα , πόδες δὲ Δεασότε ἁγιάζεσί μου τώ φύσιν .
Βοᾷ καὶ ὁ Ναός · ὁ πάλαι ἐν ἐμοὶ θρησκευόμενος
Θεός , ὅτες μὖ ὁ σαρκὶ ὑβριζόμενος . Διόπερ μὴ φέ
"
ρων τω τέλμαν , διέρρηξα τί ἐπῆτα . Βοᾷ καὶ ὁ ἵ
δης · ἐκ νδ ψιλός ανθρωπος ὁ ὧδε καταβάς . Οἶδα

τί πέπονθα . Ὃν δ ἐδεξάμω ως αἰχμάλωτον , εὗ
ρον͵ ὡς Θεὸν παντιδύαμον . Ἀλλ᾿ ἀπισᾶς τοῖς τοι
χείοις ; ἐρωτήσωμον καὶ τὰς ἐπερανίας Δυνάμεις . Εἴ
πατε ἡμῖν ῎Αγγελοι , Αρχάγγελοι , καὶ πᾶσαι το
γρανῶν αἱ Δυνάμεις , τίς ἐσιν ὁ ἐπὶ γῆς φανεὶς ,
ταρκὶ ςαυρωθείς ; καὶ ἀποκριθήσονται πᾶσαι διὰ τὸ
·
Προφήτης Δαβὶδ βοῶσαι Κύριος ὁ Θεὸς τῆς Δωάς
μεων , αὐτός ἐσιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης . Αὐτῷ ἡ δό
ξα καὶ τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας δ αἰώνων . Αμύ

ΕΓ
1
247

ΕΓΚΩΜΙΟΝ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ Ν

ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΜΑΡΙΑΝ .

Παρθενικὴ πανήγυρις σήμερον τω γλῶτταν ἡμῶν ,


ἀδελφοι , πρὸς δύφημίαν καλεῖ , καὶ ἡ παρῶσα ἑορτὴ
τοῖς συνελθῶσιν ὠφελείας γίνεται πρόξενος . Καὶ μά ~
λα εἰκότως · ἁγνείας δ ἔχει ὑπόθεσιν , καὶ τὸ κοινῆ
γονες τῆς γυναικῶν καύχημα τὸ τελέμενον , καὶ δόξα
·
τῇ θήλεος διὰ τί ἐν καιρῷ μητέρα καὶ Παρθαίον . Ἐ
πέραςος αυτη καὶ ἐξαίσιος ἡ σμύοδος . Ἰδε δ γῆ καὶ
θάλαττα δωροφορεῖ τῇ Παρθείῳ . Ἡ μοὺ τὰ· νῶτα αὐ
τῆς ταῖς ὁλκάσι γαλῶς ὑφαπλώσασα · ἡ δὲ τὰ ἔ
χνη της βαδιζόντων, ακωλύτως παραπέμψασα . Σκιρ
τάτω ἡ φύσις , καὶ ἀγαλλιάθω τὸ γόνος των ανθρώπων ,
ὅτι καὶ γυναῖκες τιμῶνται . Χοροζέτω ή ανθρωπότης ,
ὅτι καὶ παρθούοι δοξάζονται ὅπε δ ἐπλεόνασιν ἡ
ἁμαρτία , ὑπερεπερίσσον ἡ ท χάρις . Σωεκάλεσε δ
ἡμᾶς νιῶ ἐνταῦθα ἡ ἁγία Θεοτόκος Παρθαίος Μαρία ,
τὸ ἀμόλυτον τῆς παρθονίας κειμήλιον , ὁ λογικὸς τὸ
δεύτερες ᾿Αδὰμ Παράδεισος , τὸ ἐργασήριον τῆς ενώσεως
τῷ δύο ·φύσεων . Ἡ πανήγυρις το σωτηρία συναλλάγ
ματος,{ ἡ πασάς , ἐν ᾗ ὁ λόγος ὀνυμφεύσατο τὴν σάρ
και ἡ ἔμψυχος τῆς φύσεως βάτος , μ τὸ τῆς θείας
8
ὠδῖνος πῦρ ε κατέκαυσαν , ἡ ὄντως κέφη νεφέλη , ἡ τὸν
ἐπὶ το Χερεβὶμ με σώματος βασάσασα , ὁ τὸ ἐξ
Οὐρανῶ ὑετε καθαρώτατος πόκος , ἐξ ὁ ὁ ποιμῳ τὸ
πρόβατον ἐνεδύσατο . Μαρία ή δέλη και Μήτηρ, ἡ Παρ
θονες καὶ Οὐρανὸς , ή μόνη Θεό πρὸς ανθρώπες γέ
φυρα , ὁ φρικτὸς τῆς οἰκονομίας ἱσὸς , ἐν ᾧ ἀῤῥήτως
ὑφανθη ὁ τῆς ενώσεως χιτών · έπερ ἱςυργὸς με ,
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔριθος δὲ , ἡ ἐξ ὕψες ἐπισκιάσα ·
9 4 σα
248 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

σα διύαμις· · ἔριον δὲ , τὸ ἀρχαῖον τῷ Αδὰμ κώδιον

κρόκη δὲ, ἡ τῆς Παρθοίς ἀμόλυντος σάρξ˙ κερκὶς δὲ


ἡ ἀμέζητος τὸ φορέσαντος χάρις τεχνίτης δὲ , ὁ δι
οτι
ἀκοῆς εἰαπηδήσας Λόγος . Τίς εἶδε , τίς ἤκεσεν
ત ,
μήξων ὁ Θεὸς ἀπεριγράπτως ᾤκησε , καὶ ὃν Οὐρανὸς
ἐκ ἐχώρησεν, ἡ γαςὴρ ἐκ ἐςοοχώρησεν, ἀλλ᾽ ἐγεννή
θη ἐκ γυναικὸς Θεὸς καὶ γυμνὸς , καὶ ἄνθρωπος καὶ μ
λός ; καὶ πύλῳ σωτηρίας ὁ τεχθείς
C , το πάλαι τῆς
ἁμαρτίας ἔδειξε θύραν ὅπε δ ὁ ὄφις διὰ τῆς παρα
κοῆς τὸν ἐὸν ὀξέχειν , ἐκεῖθεν ὁ Λόγος διὰ τῆς ὑπα
κοῆς εἰσελθὼν , τὸν Ναὸν ἐζωοπλάσησεν . Ὅθεν ὁ
πρῶτος τῆς ἁμαρτίας Καϊν προέκυψαν , ἐκεῖθεν ὁ το
γονες λυζωτὴς Χeισὸς ἀσπόρως ἐβλάτησαν · ἐκἐπαι
χθη ὁ φιλανθρωπος τὴν ἐκ γωαικὸς ὠδῖνα , ζωὴ
5 ωὖ τὸ πραγματευόμενον , ἐκ ἐμολιώθη οἰκήσας μή
ξαν , Κύπερ αυτὸς Cαὐυβρίσως ἐδημιέργησεν · εἰμὴ
Παρθονος ἔμεινεν ἡ μήτηρ , ψιλὸς ανθρωπος ὁ τεχθεὶς ,
καὶ ὦ παράδοξος ὁ τόπος . Εἰ δὲ καὶ μὴ τόκον ἔμεινε
Παρθενος , πῶς ἐχὶ καὶ Θεὸς , καὶ τὸ μυςήριον ἄφρα
ςον ; Ἐκεῖνος ἀφράςως ἐγεννήθη , ὁ καὶ τὸ θυρῶνκε
κλεισμένων εἰσελθὼν ἀκωλύτως , στὴν συζυγίαν της
φύσεων ἰδὼν ὁ Θωμᾶς ανεκεκράγει λέγων · ὁ Κύριός
με , καὶ ὁ Θεός με . Μὴ ἐπαιχυνθῇς τω ὠδῖνα , ὦ
ἄνθρωπε . Αυτή γὰρ ἡμῖν γέγονε σωτηρίας ἀφορμή .
Εἰ μὴ δ ἐκ γωαικὸς ἐγεννήθη , εκ αν ἀπέθανον .
Εἰμὴ ἀπέθανεν , ἐκ αν διὰ τῷ θανάτε αυτό κατήργη
σε τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τῇ θανάτε , τετέςι τὸν Διά
βολον . Οὐχ ὕβεις ἀρχιτέκτονι , μεῖναι ἐν οἷς αυτὸς
ᾠκοδόμησεν . Οὐ μιαίνει πηλὸς τὸν κεραμέα , ανακαι
νίζοντα ὅπερ ἔπλασε σκεῦος · ὅπως ἐδὲ μιαίνει τὸν ἄ
εραν τον Θεὸν τὸ ἐκ παρθενικῆς γαςρὸς προελθεῖν . Ἣν
9 πλάττων ἐκ ἐμολιώθη ,ལ δια ταύτης προελθὼν ἐκ
ἐμιαύθη . Ω γατὴρ , ἐν ᾗท τὸ τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν
γραμματεῖον συνετάγη ! ῏Ω κοιλία , ἐν ᾗ τὸ κατὰ τὸ
Διαβόλε ὅπλον ἐχαληούθη ! Ω ἄραρα, ἐν ᾗ ὁ ** τῆς φύ
σεως
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ . 249

σεως γεωργὸς τὸν ἄσαχων ἀσπόρως ἐβλάςησεν ! Ω


φύσιν μετα
Ναὸς , ἐν ᾧ Θεὸς γέγονον Ἱεροὺς , ὦ τὴν
βαλῶν , ἀλλὰ τὸν κατὰ τὴν τάξιν τῇ Μελχισεδὲκ δι᾽
οἶκτον ἐνδυσάμενος . Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο , κἂν Ἰδ
δαῖοι ἀπισῶσιν</ . Ὁ Θεὸς μορφμ ανθρώπε ἐφόρεσεν
ἀληθῶς , πἂν Ἕλλίωες κωμῳδῶσι el τὸ θαῦμα . Διὰ δ
τᾶτο Ἰυδαίοις μεν~ σκανδαλον , Ἕλλησι δὲ μωρίαν, ὁ
Παῦλος ἐβόα · τε τὸ Μυσηρία τω δύναμιν ἐκ ἔγνω
σαν , ἐπειδὴ ὑπὲρ λόγον τὸ θαῦμα . Εἰ δ ἔγνωσαν ,
ἐκ αἢ τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐξαύρωσαν . Εἰμὴ δ
Λόγος ᾤκησε γαςέρα , ἐκ αὖ~ ἐκαθέη ἡ σαρξ ἐπὶશ
‫ شا‬ἔ
ἅγιε θρόνου . Εἰ τῷ Θεῷ ὕβρις εἰς μήξων ,
πλασεν, ἐλθεῖν , ἄρα καὶ τὸ τοῖς ἀνθρώποις διακονεῖν ·
καὶ εἰ τῷ Θεῷ ὕβρις τοῖς ανθρώποις διακονεῖν , ἐκ αν
δι᾽ ἡμᾶς ἐπτώχευσε , πλέσιος ὧν ὧν καὶ φύσιν ἀπα
πῂς , γέγονε δι᾽ οἶκτον πολυπαθής , εκ ἐκ προκοπῆς
γέγονε Θεὸς ὁ Χρισὸς , μὴ γενοιτο ἀλλὰ Θεὸς ὤν , δι᾿
οἶκτον γέγονεν ἄνθρωπος , ὡς πις δύομεν . Οὐκ ἄνθρω
πον ἀποθεωθούτα κηρύττομον , ἀλλὰ Θεὸν σαρκωθεί .
τα ὁμολογέμεν , Τίῳ οἰκείαν δέλῳ , ἐπεγράψατο μη
τέρα ὁ κατ᾽ ἐσίαν ἀμήτωρ , καὶ κατ' οἰκονομίαν ἐπὶ γῆς
ἀπάτωρ ' ἐπεὶ πῶς ὁ αὐτὸς καὶ Παῦλον ἀμήτωρ , καὶ
ἀπάτωρ ; Εἰ ψιλὸς αὔθρωπος , ἐκ ἀμήτωρ ἔχει δ
μητέρα . Εἰ γυμνὸς Θεὸς, διἀπάτωρ ' ἔχει δ πατέρα ·
ν δὲ ὁ αὐτὸς ἀμήτωρ Εμεν ὡς πλάτης, ἀπάτωρ δὲ ὡς
ἄνθρωπος . Αἰδέθητι ὦ ανθρωπε, κἂν τὴν τῷ ᾿Αρχαγ
γέλου προσηγορίαν, ὁ των Μαρίαν δύαγγελισάμενος
Γαβριὴλ ελέγετο . Τί δὲ ἑρμίωδύεται Γαβριήλ ; μάθε
ἀκέσας, ὅτι Θεὸς καὶ αὔθρωπος .Ἐπεὶ δ ὁ παρ αυ
C δυαγγελισμένος Θεός ἐτι καὶ αὔθρωπος , προέλαβεν
το
ή προσηγορία τὸ θαῦμα , ἵνα πιτώσηται τὴν οἶκονο
μίας . Μάθε πρῶτον τὴν οἰκονομίαν καὶ τω αἰτίαν
τῆς παρεσίας , καὶ τότε δόξασον τω δύναμιν τὸ σαρ
κωθούτος . Ἐπειδὴ πολλὰ ὤφειλεν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡ π
ἀνθρώπων φύσις , καὶ ἠπόρει πρὸς τὸ χρέος , διὰ γὰρ
78
250 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

τὸ ᾽Αδάμ παύτες τῇ ἁμαρτίᾳ ἐχειρογραφήσαμον , δι


λες ἡμᾶς κατεῖχεν ὁ διάβολος · τὰς ὠνὰς ἡμῶν πε
ριέφερε , χάρτη κεχρημένος της πολυπαθεῖ ἡμῶν σώ·
ματι . Εἰςήκει ὁ κακὸς τδ παθῶν πλατογράφος , ἐ
πισείων ἡμῶν τὸ χρέος , καὶ ἀπαιτῇ ' ἡμᾶς τὴν δια
κην · ἔδει τοίνω δυοῖν θάτερον , ἢπᾶσιν ἐπαχθῆ .
ναι τὸν ἐκ τῆς καταδίκης θανατον , ἐπειδὴ καὶ παί
τες ἥμαρτον , ἢ τοῦτον δοθεῦαι πρὸς αντίδοσιν τίμη
μα , ὃ 기πω το χέει ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παραίτ
τησιν . ῎Ανθρωπος μου σῶσαι ἐκ ἠδιύατο , ὑπέκειτο
δ λέει τῆς ἁμαρτίας , ῎Αγγελος δὲ ἐξαγοράσαθαι
των ανθρωπότητα ἐκ ἴχυς , ἠπόρει ἣ τὸ πιέτε λύ
§5 . Λοιπὸν ἦν ὁ αναμάρτητος Θεὸς ὑπὲρ τῆς ἡμαρὲ
τηκότων ἀποθανεῖν ὤφαλα˙ αὕτη δ ἐλείπετο τε και
αὖ λύσις . Τί ἦν ; αὐτὸς ὁ πᾶσαν
ଟ φύσιν ἐκ μὴ ὄν
των εἰς τὸ εἶναι παραγαγών , ᾧ μηδὲν πρὸς παροχὴν
ἄπορον , ἐξεῦρε τοῖς κατακρίτοις͵ ζωὼ ἀσφαλεςάτην,
καὶ τις θανάτῳ λύσιν δύτρεπες άτῳ καὶ γίνεται αὔ T
θρωπος ἐκ Παρθούς , ὡς οἶδεν αὐτός · λόγος δ elἐρ"
μίωεῦσαι τὸ θαῦμα καὶel διύαται · καὶ ἀποθνήσκει
γενετο , καὶ λυζεται ὁ ὑπῆρχε καὶ τὸν λέγοντα Παῦ
λον · ἐν ᾧ ἔχομεν τω ἀπολύξωσιν διὰ τὸ αἵματος
αυτῷ
‫اد‬ τοὺ ἄφεσιν τς παραπτωμάτων .
Ὢ δ μεγάλων πραγμάτων ! ἄλλοις ἐπραγματοί
σατο τὸ ἀθανατον , αυτὸς μόνος ὑπάρχων ἀθαύατος
5 ".
Τοιῦτος δ κατ᾽ οἰκονομίαν ἔτε γέγονον , ὅτε μ 9 8.
τε ἔςαι ποτὲ , ἢ μόνος ὁ ἐκ Παρθούς τεχθεὶς Θεὸς
καὶ αἴθρωπος · ἐκ αντιταλαντεύεσαν μόνον ἔχων τω
ἀξίων τις πλήθει τδ᾽ ὑποδίκων , ἀλλὰ καὶ πάσαις ψή
φοις ὑπερέχεσαν , ἐν μεν τὸ ὑὸς εἶναι , τὸ ἀπαράλ
λακτον σώζων πρὸς τὸν Πατέρα , ἐν δὲ τῷ δημιυργὸς ,
τὸ τῆς δυνάμεως ἀπροσδεὲς ἔχων, ἐν δὲ τῷ φιλοικτίρ
μων , τὸ εἰς συμπάθειαν ανυπέρβλητον δημοσιεύων ,
ἐν δὲ τῷ ᾿Αρχιερεὺς, τὸ εἰς παράτασιν ἀξιόπισον φέ
ρων " οἷς ἐδὸν εὕροι τις αὖ ἐπ᾿ ἐδενὶ ἶσον , ἢ ἀπαράλο
λακά
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ . 251

λακτον . Ὅρα δ αυτό τω φιλανθρωπίαν ἑκὼν κατα


κριθεὶς , τὸν καὶ δ ςαυρωσαντων αὐτὸν ἔλυσε θαύα ·
του , καὶ ἀπέτρεψε τω τδ ἀποκτειναύτων αὐτὸν αὐο
μίας εἰς τά οξύ ανομησαύτων σωτηρίαν . ᾿Ανθρώπου
τοίνων ψιλῶ σῶσαι ἐκ κ · καὶ δὲ καὶ αὐτὸς ἐδεῖτο τῷ
σώζοντος καὶ Παῦλον τὸν λέγοντα · ὅτι παντες ἥμαρτον,
καὶ ὑφερῶνται τῆς δόξης το Θεό . Ἐπειδὴ ἦν ἡ ἁμαρ
τία της διαβόλῳ προσῆγε τὸν αὐτῆς ὑπεύθυνον , ὁ διά
ρόλος της θανάτῳ τέτον προσεπόμποε. Τοιγάρτοι ἐν
μεγίςῳ κινδυύῳ τὰ καθ᾿ ἡμᾶς προῆγε , καὶ ἐν ἀπόροις
ἱ ἡ λύσις το θανάτε . Τί ἦν ; ὡς εἶδον οἱ Προφῆται
μεῖζον τέχνηςανθρωπίνης τὸ ῥαῦμα , τὸν ἐξ οὐραν
ἐπεβόων ἰαζόν . Καὶ ὁ μοὶ ἔλεγε · κλῖτον Οὐρανὸς καὶ
κατάβηθι . Αλλος · ἴασαίμε Κύριε , καὶ ἰαθήσομαι
ἕτερος" εξέγειρον των % διασείαν σε, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ
σῶσαι ἡμᾶς. ῎Αλλος " εἰ ὅπως οἰκήσει Θεὸς μετ᾿αὐ
θρώπων ; ἄλλος • ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ
οἰκτιρμοί σε Κύριε , ὅτι ἐπτωχούσαμο σφόδρα . Ἕτε
ρος˙ οἴμοι, ὅτι ἀπώλολεν εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς
기 γῆς ,
ὁ κατορθῶν ἐν ανθρώποις ἐχι ὑπάρχει ; Αλλος
Θεὸς εἰς τὰ βοήθειαν με πρόχες , καὶ εἰς τὸ βοηθῇς
σαΐμοι απεῦσον . Αλλος · ὅσον ὅσον ὁ ἐρχόμενος ἥξει
καὶ δ χρονιεῖ . ῎Αλλος ἐπλανήθω ὡς πρόβατον ἀπο
λωλὸς , ζήτησον τὸν δῆλόν σε τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ σέ ,
Αλλος· ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει , ὁ Θεὸς ἡμῶν , καὶ ἐ
παρασιωπήσεται . Οὐ παρεῖδε τίω φύσιν τω ανθρω
πίνω ἐπὶ πολὺ τυραννεμένου ὁ φύσει Βασιλόςὑπάρ
χων. Οὐκ ἀφῆκεν εἰς τέλος εἶναι τῳ διαβόλῳ ὑπο
θεον , ὁ φιλοικτίρμων Θεός • ἀλλ᾽ ἦλθεν ὁ ἀεὶ πα
ρῶν, καὶ κατέβαλε λύξον ὑπὲρ ἡμῶν τὸ ἴδιον αἷμα ,
*
καὶ ἔδωκεν ὑπὲρ τὸ γονεις αὐτάλλαγμα της θανάτῳ ,
[ ἐκ Παρθούς ἐφόρεσε σάρκα , καὶ ὀξηγοράσατο τὸν
κόσμον , ἐκ τῆς τῇ νόμε κατάρας , θανάτῳ τὸν θαύα
τον καταργήσας . Καὶ βοᾶ Παῦλος • Χρισὸς ἡμᾶς ὀξη
γόρασεν ἐκ τῆς κατάρας το νόμο . Ὁ τοίνω αγοράς
σας
252 ΠΡΟΚΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

σας ἡμᾶς , ε ψιλὸς ἄνθρωπος , ὦω Ἰδαῖς ἡ τὸ


ανθρώπων ἅπασα φύσις τῇ ἁμαρτίᾳ δεδύλωτο · ἀλλ᾽
ἔτε μίω γυμνὸς ανθρωπότητος Θεός· σῶμα δ εἶχεν
ὦ Μανιχαῖε . Εἰμὴ δ ἐνεδύσατο ἐμὲ , ἢ αὖ ἔσωσεν
ἐμέ · ἀλλ᾿ἐν τῇ γατρὶ τῆς Παρθοὺς ὁ ἀποφηνάμενος
τὸν κατάδικον ἐνεδύσατο ,‫ ܪ‬καὶ ἐκεῖ τὸ φρικτὸν γέγονε ,
συνάλλαγμα · δὲς τὸ πνεῦμα, ἔλαβε σάρκα , ὁ αυ
τὸς μὴ τῆς Παρθούν καὶ ἐκ τῆς Παρθώς. Ὁ μὲ δὲ
ἐπεσκίασαν αυτώ , ὁ δὲ ἐσαρκώθη ἐξ αὐτῆς . Εἰ
¿
ἄλλος ὁ Χεισος ,καὶ ἄλλος ὁ Θεὸς Λόγος , οὐκ ἔει
Τριὰς ἡ Ἁγία Τριας, ἀλλὰ καὶ σὲ αιρετικὲ , τεζάς .
Μὴ χίσῃς τὸν τῆς οἰκονομίας χιτῶνα τὸν ἄνωθεν ὑ
φαυτόν , μὴ μαθητεύσῃς ᾿Αρείᾳ , ἐκεῖνος τὸ ἀσεβῶν
τω εσίαν τέμνει . Σὺ των συνάφειαν μὴ μέριζε ,
ἵνα μὴ μεριθῇς ἀπὸ Θεό . Τίς ἐπέφανεν , εἰπέ μοι,
τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτε καθημεύοις ; ἄνθρω
πος; καὶ πῶς ἡδιύατο ἐν σκότει διάγων, και Παῦ
λον τὸν λέγοντα · ὃς ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ὀξεσίας
το ~σκότες ; ἦμεν γάρ ποτε σκότος, καὶ τὸ γεγραμμένον ,
να δὲ , φῶς ἐν Κυρίῳ . Τίς ἦν ἐπέφανεν ἡμῖν ; Δα
βίδσε διδάσκει , λέγων , ευλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι Κυρίε . Τίς ὗτος; επε φανερῶς ὦ Δαβίδ ,
αναβόησον τῇ ἰχύϊ , καὶ μὴ φείση ὡς σάλπιγγα ὕ
ψωσον των φωνώσε · απὲ τίς ὗτος ; Κύριος , φησι,
της Δυνάμεων " Θεὸς Κύριος , καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν
δ Λόγος σαρξ ἐγίνετο 5 θον αἱ φύσεις , καὶ ἀ
συνῆλ
σύγχυτος ἔμεινεν ἡ δωσις . Ἦλθε σῶσαι , ἀλλ᾽ἐ
χῶ καὶ παθεῖν · πῶς ἐν μὖ διωατὸν ἑκάτερα γενέ
παι ; ανθρωπος ψιλὸς σῶσαι ἐκ ἴχυε · Θεὸς γυμνὸς
παθεῖν ἐκ ἠδωατο . Τί ἦν ; αυτὸς Θεὸς ὢν Ἐμμα

νεὴλ , γέγονεν αὔθρωπος , καὶ ὃ μον μἶ ; ἔσωσεν ,


δὲ γέγονεν , ἔπαθε . Διὰ τῦτο ὡς εἶδεν ὁ Ἐκκλησία
ξεφανώσασαν αυτὸν τω συαγωγίῳ ταῖς ἀκαύθαις ,
θρωῳδᾶσα τω τόλμαν ἔλεγε θυγατέρες
? Ἱερεσα
λήμ , ἐξέλθετε , καὶ ἴδετε τὸν σέφανον , ᾧ ἐτεφαίω
σεν
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ . 253
(
σεν αυτὸν ἡ μήτηρ αυτός αὐτὸς γὰρ καὶ τὸν ἀκάνθι
πο ἀκανθῶν ἔλυσεν α
νον ἐφόρησε ςέφανον , καὶ τω της
πόφασιν . Ὁ αὐτὸς βὖ ἐν τοῖς κόλποις τὸ Παζὸς ,
καὶ ἀγαşeὶ τῆς Παρθούς . Ὁ αὐτὸς ἐν ἀγκάλαις
Μηξὸς , καὶ ἐπὶ πτερύγων ανέμων. Ὁ αὐτὸς αἴω ὑ
πὸ ᾿Αγγέλων προσεκεεῖτο , καὶ κάτω Τελώναις συ
νανεκλίνετο . Τὰ Σεραφὶμ καὶ προσέβλεπε , καὶ Πιλάτος
·ἠρώτα · ὁ δῆλος ἐρράπιζε , καὶ ἡ κτίσις ἔφρισεν . Ἐ
πὶ Σταυρῶ ὁ αὐτὸς ἐπήγνυτο , καὶ τῆς δόξης αὐτῷ ἐκ
ἐγυμνετο . Ἐν τάφῳ κατεκλείετο , καὶ τὸν Οὐρανὸν ἐξέ
τεινεν ὡσεὶ δέῤῥιν . Ἐν νεκροῖςἐλογίζετο, καὶ τὸν ᾅδην
ἐσκύλουεν . Ωδε πλαίας ἐσυκοφαντεῖτο , καὶ ἐκεῖ Α
γιος ἐδοξολογεῖτο . Ω τὸ Μυσneίε ! βλέπω τὰ θαύ
-ματα , καὶ ἀνακηρύττω τω Θεότητα ὁρῶ τὰ πάθη
καὶ ἐκ ἀπαρνῶμαι τῷ ἀνθρωπότητα . Αλλ᾿ ὁ Ἐμμα
νεὴλ φύσεως μοὺ πύλας ἀνέωξε , παρθενίας δὲ κλεῖ
θρα 8 διέρρηξεν ὡς Θεός · ἀλλ᾽ ὅπως ἐκ μήξας προῆλ
θεν , ὡς δι᾽ ἀκοῆς εἰσῆλθεν ὅπως ἐτέχθη , ὡς συνε
λήφθη ἀπαθῶς εἰσῆλθεν , ἀφράσως ἐξῆλθε , κατά
τὸν Προφήτω τὸν Ἰεζεκιὴλ λέγοντα · ἐπέτρεψέ με ,
φησὶ , Κύριος και τω ὁδὸν τῆςπύλης τ ῾Αγίων τῆς
ἐξωτέρας , τῆς βλεπέσης καὶ ἀνατολὰς , καὶ αυτη μὖ
κεκλεισμούῃ. Καὶ εἶπε Κύριος πρός με, μὲ ἀνθρώ
πε , ἡ πύλη αυτη κεκλεισμένη ἔσαι· οὐκ ἀνοιχθή >
σεται , καὶ ἐδεὶς καὶ μὴ διέλθῃ δι᾽ αὐτῆς , ἀλλ᾽ ἢ Κύ
ριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ • αὐτὸς εἰσελεύσεται , καὶ έξε
λεύσεται , καὶ ἔσαι ἡ Πύλη κεκλεισμένη · ἰδὲ ἀπό
δειξις ἐναργὴς τῆς ῾Αγίας Θεοτόκε Μαρίας . Λυέθω
τρίνω ἀντιλογία πᾶσα , καὶ τῇ τῆς γραφῶν καταφω
τιζώμεθα γνώσει , ἵνα καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν τύ
χῶμεν ἐν Xesῷ ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας της αιών
χων . ᾿Αμμώ ,

ΓΡΗ
254

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Τg Θεολόγο Ἐπισκόπε Ναζιανζού

Εἰς τὰς Λόγος , καὶ εἰς τὸν ὀξισωτ Ἰυλιανὸν Λόγος -

ΤίςC ἡ τυραννὶς,μᾧ ἐξ ἀγάπῃς ἀεὶ τυραννέμεθα ;


τίς ἡ ἐμὴ σοφίᾳ καὶ ἐπισήμη , δι᾿ τὸ καθ᾿ ἑκάς υπά
νήγυριν πολεμέμεθα ;ἐγὼ μοὶ τὸ ἐδεμίαν βρίσκω ,
πανταχόθεν ἐμαυτὸν διεξάγων καὶ διευθυύων . Πλέ
εγε τᾶτο ἐμαυτῷ σουεπίσαμαι , καὶ ἴσως καὶ φαῦλον ,
κᾄντινες συνήθειαν ὀνομάζωσιν . Ἐβουλήθη ἐν καιρῷ
μα παντὶ νεκρωθαι τῷ βίῳ, καὶ ζῆσαι τὴν ἐν Χρι
τῷ κεκρυμμάζ
ལ ω ζωμ , καὶ γενέθαι τις μεγαλέμπορος ,
παύτων ὧν ἔχω , τὸν τίμιον ὠνησάμενος μαργαρίτων ,
καὶ αὐτιδὲς τὰ ρέοντα καὶ συρόμενα τῆς ἑς ώτων καὶ ἐρα
νίων , ἅπερ δὴ πραγματειῶν μεγίσῃ καὶ βεβαιοτάτη ,
τοῖς γε νῦν ἔχεσιν . Εἰδ᾽ ἦν , ἀλλὰ τὸτό γε καρτερῆσαι ,
παραχωρῆσαι της θρόνων τοῖς βουλομένοις , αὐτὸς δὲ
διὰ βίε παῖς εἶναι καὶ μαθητὴς, μέχρις αν τοῖς ποτί
μοις τῶν λόγων , τὰς ἁλμυρες αποκλύσωμαι . Ἓν μὲν
δὴ τῦτο τῆς ἐμῆς ἔσω φιλοσοφίας , εἴτε υηθείας , καὶ
πρῶτον , δεύτερον δὲ , ὃo καὶ μέγιςον , ἐπειδὴ λόγῳ τὸν
της πολλῶν λόγον ἐπιχεῖν ἐχοἷός τε ἐγενόμίω , καὶ τὴν
ναῷ κατέχεσαι παύτας φοραν καὶ προθυμίαν εἰς τὸ δια
δάσκειν τε καὶ λαλεῖν τὰ τῷ πνεύματος χωρὶς πνεύμα
τος , ἑτέραν ἦλθον , ὡς ἐμαυτὸν πείθω , βελτίω τε καὶ

ἀπονωτέραν ὁδὸν , παιδεῦσαι πρὸς ἡσυχίαν ἅπαντας ,


τῷ ἀρχετύπῳ τῆς σιωπῆς , εἰ μού τι μέγα περὶ ἡμῶν
οἴονται , τὴν ὑπεροχῳ αἰδεμονες, εἰ δὲ μικρόν τε καὶ
ὅσον ἄξιον , τῳ ὁμοτίμῳ συμμεξιάζοντας . Οὗτος ὁ λό
γος τῆς ἐμῆς σιωπῆς,τότο τῆς καρτερίας ἡμῶν τ μετά
C
τήριον . ᾿Αλλὰ τί πάθω ; ὁ μοὶ εὔθον , ὁ δὲ οὔθον ,
διέλκυσιν ἡμᾶς καὶ σπαράττεσι , καὶ ὑπὲρ τῆς ἐμῶν δι
κά .
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ , 255

κάζονται πόνων , ὥσπερ ἄλλό τι χρέος τὸν λόγον ἀπα



ραιτήτως εἰσπράττοντες , καὶ ἀγαπῶσι μᾶλλον, ἢ αὐτὸς
ἐμαυτὸν , καὶ εἰσὶ παύτες ἐμε σοφώτεροι, πλέον ἢἐγὼ
γινώσκοντες καιρὸν λόγο ἢσιωπῆς . Καί φασιν , ἐκ α
νήσειν ὡς περ σιδήρῳ πυρῖτιν λίθον , παίοντες ἡμᾶς
τοῖς ὀνείδεσιν , ἕως αὖ ἐκ μικρό ασινθῆρος, τὸν τῆς λό
γων πυρσὸν ανάψωσιν . Ηδη δέ τινεςαυτδ καὶ ὑπιχνῦν .
ται χρησότερα , καὶ μεγάλα προτιθέασιν ἆθλα τοῖς λό
γοις˙ πρῶτον μὲν ἑαυτὸς εὖ ποιήσειν , δόντες τῷ Θεῷ
δε
καὶ ἡμῖν, εἰς τὸν λόγον καρποφορῆσαι· ἔπειτα καὶ τές
παύτας διὰ τῆς ἀπογραφῆς , τὸν ἐμὸν κλῆρον, εἴπερ ἐ

μὸς ὁ παζικὸς , τὸ ἐμὸν ποίμνιον , ὃς λίαν ἀδικοίην ,
μὴ παύτα ζόπον δύεργετεῖν προθυμέμενος . Τὸ δὲκάλ
λιςον , ὅτι ὃ πολλὰ πονήσαντας ἔδει κατορθῶσαι ‫ اد‬τοῖς
λόγοις , τότο ὑπὲρ τῶν λόγων αυτδ εἰσφέρεσιν . Ω ‫ اد‬τῆς
καλῆς φιλονεικίας , μὼ ἐμὲ νικῆσαι φιλονεικᾶσιν . ὦ τῆς
ἐπαινετῆς ἐπιδόσεως! Ορᾶτε πηλίκον τὸ ἔργον τῆς ἐμῆς
σιωπῆς ; αὐτὲς ὑμῖν πεποίηκε τες λόγες ποθεινοτέρες .
Ορᾶτε τὸν καρπὸν τῆς ἀδοξίας τῆς ἡμετέρας ; εἴθέτι
γένοιτο , καὶ τῆς λόγων τοσῦτον ὄφελος, ὅσον τῆς σιω
πῆς . Οὐκεν͵ ἐπειδὴ ταῦτα δοκεῖ , καὶ νενικήκατε τὸν ἀήτ
καὶ ῥόπαιον ἐςήσατε τῆς ἐμῆς φιλοσοφίας , φέρε
τιφθέγξωμαι πρὸς ὑμᾶς , τῆς σιωπῆςἄμεινον . Φθέγ
ξομαι τοιγαρῶν, δ μαλακόντι καὶ αναβεβλημενον
‫ ا‬, ἐδὲ
τῆς ἡδίκης τοῖς πολλοῖς ἁρμονίας · ἐδὲ δ αὖ καλῶς
ἀμειβοίμῳ τὸς ἐμὲς ἐρας ας, ὅτω διαλεγόμενος , ἀλλὰ
καὶ λίαν ανδρικόν τε καὶ σκύτονον, καὶ ᾧ τάχα αὖ ἀμείς
νες γροιθε ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐπὶ τὸ πνεῦμα μετε
νεχθέντες , καὶ ὑψωθοντες ἱκανῶς τω διαύοιαν .
Υἱοὶ ανθρώπων , ἕως πότε βαρυκάρδιοι ; προοιμιάσο
μαι δὸ πρὸς ὑμᾶς͵ ἐκ τῇ μεγαλοφωνοτάτε Δαβίδ · ἵνα
τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα , καὶ ζητεῖτε ψεῦδος ; μέγα τι τὸν
ἐνταῦθα βίον , καὶ τω ξυφίω , καὶ τὸ μικρὸν δοξάριον ,
καὶ τω ταπεινί δεκατείαν , καὶ τω ψευδομούτῳ στη
περίων ὑπολαμβαίοντες , ἃ μὴ τὴς ἐχόντων μᾶλλον ἐςιν
‫ اد‬,
256 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1 ἢ τῆς ἐλπισαύτων δὲ τέτων μᾶλλον , ἢ τῆς ἐδὲ προσο


δοκησαύτων , ὥσπερ χῆς ὑπὸ λαίλαπος ἄλλοτε εἰς ἄλ
λες ῥιπιζόμενά τε , καὶ μεταρριπτόμενα · ἢ ὥσπερ καὶ
πρὸς διαῤῥέοντα , καὶ ὡς ὄναρ παίζοντα , καὶ >ὡς σκιὰ
μὴ κρατέμενα , ὅτε ἀπόντα δυσέλπιςα τοῖς & κεκτημέ
νοις, ἔτε παρόντα πιςὰ τοῖς ἔχεσιν . Οὐκ ἐκνήψομεν ;
καὶ τὴν ὀφθαλμῶν τὴν λήμων περιαιρήσομεν ; ἐκ εἰσός
μεθα τίς ὁ ἀληθινὸς πλᾶτος ; καὶ τίς ἡ ὄντως λαμπρός
της ; καὶ πε τὸ μὴ διαπίπτον αξίωμα ; τίς ἡ ἀπέραν
τος συδαιμονία ; καὶ πᾶ τὸ ἀσάλουτον ἀγαθὸν , μηδὲ
μεθιςάμενον, ἢ ἐπιβελευόμενον ; καὶ κτησόμεθα ταῦτα
πολλοῖς ἱδρῶσι καὶ πόνοις , αν ὅτω συμβαίνῃ , ἐκ , εἴτι
δεῖ ξυφᾶν ἐντεῦθεν , ἐν ταῖς ἐλπίσι ξυφήσομεν ;
γνωσόμεθα τὸς Αγίας Μάρτυρας , τές τε ἄλλες παύ
τας , οἳ πᾶσαν διειλήφασι τὴν οἰκεμείνῳ , ὥσπέρ τινες
κοινοὶ σύνδεσμοι , καὶ ὧν ἡ παρᾶσα πανήγυρις ; ὑπὲρ
τίνος φαύματα , καὶ δεσμὰ , καὶ τρεβλώσεις , καὶ πυρὸς
ἀπειλί , καὶ ξιφῶν ἀκμ , καὶ θηρῶν ἀγριότητα , καὶ
σκότος , καὶ λιμὸν , καὶ βάραθρα , καὶ χρημάτων ἁρπα
γὰς , μελῶν ἀποβολὰς , καὶ θανάτος τὸ τελευταῖον ,
καὶ παύτα προθύμως ὑπέζησαν , ὥσπερ ἐν ἀλλοξίοις
ἀγωνιζόμενοι σώμασιν ; ἵνα τί γενωνται ; καὶ τίνα κλη
ρονομήσωσιν ; ἢ πᾶσι δῆλα , κἂν ἡμεῖς μὴλέγωμεν ;
καὶ μὲ τῆς αὐτῆς ἐλπίδος , ὑπὸ τῷ ἀυτῷ βραβευτῇ
ἀγωνοθέτη , πρὸς τὸν αὐτὸν παραταξόμεθα τύραννον ,
τὸν πικρὸν καὶ τότε καὶ ναῷ τδ ψυχῶν διώκτην, τὸν αό
ρατον ἐχθρὸν καὶ πολέμιον , ἐκ αὐδριέμεθα παραπλη
σίως , ὥσπερ ἐν κοινῷ θεάζῳ τῷ δὲ τῷ Κόσμῳ , εἰ
καὶ μὴ ἀκμῇ τὸ κινδαύου ταχεῖαν ἐχούσῃ καὶ τὰ ἀ
παλλαγίω , ἀλλὰ τοῖς γε καθ᾿ ἑκάσω ἡμέραν ἀγω
νίσμασι καὶ παλαίσμασ
9 ιν , ἵνα καὶ 18 αυτό σεφανων
ἀξιωθῶμα , ἢ ὅτι ἐγγυτάτω ; Ἐγὼ με παντὶ διακε
λούομαι , καὶ αὐδεὶ καὶ γυναικὶ , καὶ πρεσβύτῃ καὶ νέῳ ,
ασικῷ τε αὖ καὶ ἀγροίκῳ , ἰδιώτη καὶ ἄρχοντι , πλεσίῳ
καὶ ποητι · καὶ ἡ ὁ αὐτὸς ἀγὼν καλεῖ παντας , πρὸς
· ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ , 257

εῦτον ἀποδύεται προθύμως , καὶ μὴ μαλακίζεται ,


μηδὲ μέλλειν , μηδὲ προΐεσθαι τὸν καιρὸν , ὦ πάλιν
τυχεῖν ἀμήχανον · ἐργασίας δ ὁ παρῶν ,5 ὁ δὲ μέλ
λων αὐταποδόσεως . Εγείρεσθε, ἄγωμον ἐντεῦθεν ,
ἠκέσατε τῇ Σωτῆρος λέγοντος , καὶ μᾶλλόντι τὲς τότε
Μαθητάς , ἐκ τε τόπε τῆς Ιεδαίας ἀπάγοντος , ἀλ
λὰ καὶ τὸς ἕτερον ἅπαντας ἐντεῦθεν ἀπανις αύτος , καὶ
πρὸς ἑαυτὸν ὑψούμενον ἕλκοντος , ὡς ἡ ὑπόσχεσις .
Ακολουθήσωμον, ἀγαθῷ Δεασότῃ , φύγωμεν τὰς καὶ
σμικὰς ἐπιθυμίας , φύγωμεν τὸν πλοίον Κόσμον καὶ
Κοσμοκράτορα , γενώμεθα καθαρῶς τοῦ ποιήσαντος ,
τιμήσωμον τ᾿ εἰκόνα , αἰδεθῶμεν τω κλῆσιν , με
παθώ μεθα τώ ζωτώ . Τί ποιῶμεν ἡμᾶς αὐτὸς τα
πεινούς , ὑψηλοὶ γεγονότες α τί τοῖς ὁρωμενοις ἐγκα
ταμεύομαι ; ἕκασος ὅ , τι αὖ οἷος τε ᾖ , καρποφορείτω
τῷ Θεῷ ἐν καιρῷ παντὶ , καὶ ἰδέᾳ πάσῃ καὶ βίων καὶ
περισάσεων , καὶ τὸ μέσον τῆς παρέσης αὐτῷ δωά .
μεως , καὶ τὸ δόθεν αὐτῷ χάρισμα · ἵνα πᾶσι μέ
τοις τῆς ἀρετῆς , πάσας τὰς ἐκεῖθεν μονὰς πληρώ
σωμον , τοῦτον θερίσαντες , ὅσον ἐσπείραμα , μᾶλ"
λον δὲ τοσῶτον ἐναποθέμενοι ταῖς θείαις ληνοῖς , ὅ
σον ἐγεωργήσαμε , Εἰσφερέτω τις · ὁ μεν χρήματα
ὁ δὲ τὸ μηδὲν ἔχειν, ὁ δὲ τὸ προθυμεῖπαι, ὁ δὲ τὸ
τὸν προθυμέμενον ἀποδέχεσθαι, ὁ μὲν πρᾶξιν ἐπαι
νεττ , ὁ δὲ θεωρίαν εὔτοχον , ὁ με λόγον καίριον ,
ὁ δὲ σιωπ εὔλογον , ὁင် μού τις διδασκαλίαν ἄπται
"
σον , καὶ βίον μὴ αὖθιςάμενον , ὁ δὲ ἀκοτω συπειθῆ ,

συγνώμονα , ὁ μεν παρθονίαν ἀγνίω , καὶ κόσμο παντ


πλῶς ἀποτέμνεσαν , ὁ δὲ γάμον σεμνὸν , καὶ μὴ παύ>
τῇ Θεοῦ χωρίζοντα , ὁ μὲν νησείαν ἄτυφον , ὁ δὲ ἀ
πόλαυσιν μὴ ἀκόλαςον . ῎Αλλος τὸ ἐν προσευχαῖς ἀπ
περίστασον καὶ ὕμνοις πνευματικοῖς , ἄλλος͵ τὸ ὄν προ
τασία της δεομένων . Παύτες δάκρυα , παύτες κάθαρ
σιν , ανάβασιν παύτες , καὶ τὸ τοῖς ἐμπροθεν ἐπεκτείνε
παι . Καλὴ καὶ ἁπλότης καρποφορίᾳ , καὶ γέλως σωφρο
Encicl . Tom . II . Ι νιζό
258 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

νιζόμενος , καὶ θυμὸς κολαζόμενος , καὶ ὄμμα παιδα


γωγέμενον , καὶ νοῦς πλανᾶσαι μὴ συγχωρέμενος .
Οὐδὲν ὅτω μικρὸν τῶν εἰσφερομενων Θεῷ , κἂν ἐλά
χιςον ᾖ, καν πολὺ τῆς ἀξίας λειπόμενον , ὃ μὴ προσ
ἴεται παύτως καὶ ἀποδέχεται, εἰ καὶ ταθμίζειν οἶ
δε τῇ δικαίᾳ κρίσει τὸν ἔλεον . Δέχεται καὶ Παύλε
τω φυτείαν , ὡς Παύλε , καὶ ᾿Απολλῶ τῷ ἀρδείαν ;
καὶ τὰ δύο λεπτὰ τῆς χήρας, καὶ τῇ τελώνε τ τα
πείνωσιν , καὶ τὸ Μανάση των ἐξαγόρουσιν . Μώσῆς
ἐπήγνυτο το σκηνῳ κάτω , τω τῆς ἐρανίων αντίτυ
πον , καὶ παύτες εἰσέφερον τὸ κηρυχθοὶ αὐτοῖς , οἱ δὲ
καὶ ἀυτεπάγγελτοι , οἱ μον χρυσὸν , οἱ δὲ ἄργυρον , οἱ
δὲ λίθος τιμίες εἰς τῷ ἐπωμίδα , αἱ δὲ βύσσον δια
κεκλωσμάζω , αἱ δὲ κόκκινον νενησμονον, οἱ δὲ πορ
φύραν , οἱ δὲ δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα , αἱ δὲ
καὶ ῥίχας αἰγείας εἰς τὰ κάτεργα τῆς σκῳῆς τὸ φαύ
λότατον · οἱ δὲ ὅ , τι ἕκασος , ἢ ἑκαςη τύχοιαν ἔχον
τες . Παύτες δὲ ἔφερον , καὶ ἐδεὶς τὖ ασιτελής ,e δὲ

τδ πονεςάτων . Οὕτω καὶ ἡμεῖς , τῇ τιμίᾳ τοῦ Θεοῦ


σκωῇ τῆς δε τῆς ᾿Εκκλ
ત્ ησίας , ω ὁ Κύριος ἔπηξε, καὶ
οὐκ ανθρωπος , ἣ διαφόροις ἀρετῆς συνοικοδομείται
κάλλεσιν , ὁ μὲν μικρὸν , ὁ δὲ μεῖζον , παύτες δὲ ὁ
μοίως εἰσφέρωμεν , εἰς ἔργον τέλειον , εἰς κατοικητή
ριον Xeiss , εἰς Ναὸν ἅγιον , σωτιθέμενοι και στ
ναρμολογούμενοι τῇ ἀρχιτεκτονίᾳ τῇ πνεύματος . Παύ
πως δὲ οὐδεὶ εἰσοίσομεν τοσότον , ὅσον εἰλήφαμον ,
κἂν παύτα εἰσφέρωμα . Ἐπεὶ καὶ τὸ εἶναι ἡμῖν ἐκ
Θεῦ , καὶ τὸ εἰδείαι Θεὸν , καὶ αὐτὸ τὸ ἔχειν ὃ εἰσαέ
γκωμέν . Τὸ δὲ κάλλιςον καὶ φιλανθρωπότατον , ὅτι
μη τῇ ἀξίᾳ τῇ διδομούς , τῇ δὲ δυνάμει, καὶ τῇ δια
θέσει το καρποφορῶντος , μεζε Θεὸς ‫ ܝ‬τ ἐπίδοσιν .

Μὴ ἦν ἀναμείνῃς γενέθαι χρησὸς, αλλ᾽ἤδη γενᾶ, μηδὲ


ὅτι τῆς ἀξίας λείπῃ , τὸ ποῦ ἐλλίπῃς , ἀλλὰ τὸ μο
εἰσενεγκε , τὸ δὲ προθυμήθητι , ὑπὲρ δὲ το, δεήθητι
δοθεαι συγγνώμίω τῇ ἀπονείᾳ . Οὐκ ὀφθείσῃ φησὶ
κε
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ . 259

κενὸς ἐναντίον με . Μηδεὶς ἔσω κανὸς


� , μηδὲ ἄκαρπος ,
μηδέ τις σειρα ψυχὴ, καὶ ἄγονός . Εκαςος ἐκ τῆς πα
ρόντων καρποφορείτω Θεῷ , καὶ τῷ οἰκείων . Ὁ ἁμαρ
τάνων , των μεταβολίω , ὁ καλῶς ξέχων , των δύτο
νίαν , ὁ νέος τῷ ἐγκράτειαν , ἡ πολία τὴν φρόνησιν ,
ὁ πλύσιος των μετάδοσιν , ὁ πόλης το εύχαριςίαν ,
ὁ ἐν Ὀξεσίᾳ τῷ ἀτυφίαν , ὁ εἰαπράττων τίω ἡμέ
ρότητα . Οἱ Ἱερεῖς , ἐνδύσασθε δικαιοσμύζω , ἢ τότε
ἀληθέςερον εἰπεῖν , ἐνδυσώμεθα . Μὴ διασείρωμα ལ
τα πρόβατα τῆς νομῆς , καὶ διαφθείρωμα , ὑπὲρ ὧν ἐ
θηκε τω ψύχω ὁ ποιμίω ὁ καλὸς , ὁ γινώσκων το
ἴδιας καὶ γινωσκόμενος ὑπὸ τὸ ἰδίων , καὶ καλῶν 2
κατ᾿ ὄνομα , καὶ εἰσάγων αὐτὰ , καὶ ὀξάγων οπότε ἀ
πισίας εἰς πίςιν , καὶ ἀπὸ τῆς ζωῆς ταύτης ἐπὶ
ལ τω
ἐκεῖθεν ανάπαυσιν . Φοβηθῶμεν , ‫ ܪ‬μὴ ἀφ᾿ ἡμῶν ἄρξη
ται τὸ κρῖμα , κατὰ τῷ ἀπειλώ . Μὴ λάβωμεν ἐκ
χειρὸς Κυρίε διπλᾶ τὰ ἁμαρτήματα , αὐτοί τε ἐκ εἰς
σιόντες , καὶ τὰς εἰσελθεῖν δυναμένες κωλύοντες . Τα
πρόβατα μὴ ποιμαίνετε τις ποιμένας , μηδὲ ὑπὲρ τὰς
ἑαυτῷ͵ ὅρους ἐπαίρεσε · ἀρκεῖ γὰρ ὑμῖν , αὖ καλῶς
ποιμαίνηθε . Μὴ κρίνετε τις κριτές , μηδὲ νομοθετεις
*
τε τοῖς νομοθέταις · καὶ γάρεςι Θεὸς ἀκατατασίας καὶ
ἀταξίας , ἀλλ᾽ εἰρἰωης καὶ τάξεως . Μὴ τοίνωυ ἔξω τις
κεφαλή , μόγις τε χεὶρ τυγχαίων , ἢ πᾶς , ἢ ἀλλότι

της ούτελες έρων μελῶν τὸ σώματος · ἀλλ᾽ ἕκαστος ἐν ᾗ


ἐκλήθη τάξει , ἀδελφοί, ἐν ταύτῃ μονέτω , κἂν ᾖ τῆς
κρείττονος ἄξιος , ἐν ᾧᾧ τέργει τω
τῷ παρέσαν, πλέον
οὐδοκιμῶν , ἢ ἐν τῷ ζητεῖν ω ἐκ ἔλαβε . Μήτις
νὸν͵ ἀκινδυύως ἕπεθαι , ἄρχειν ἐπικινδυύως͵ ἐπιθυς
μείτω . Μηδὲ ὁ τῆς ὑποταγῆς νόμος καταλυέσθω , ἣ
καὶ τὰ ἐπίγεια συνέχει͵ καὶ τὰ ἐρανια . Μηδὲ ποιῶμεν
ἀναρχίαν τὴν πολυαρχίαν . Οἱ περὶ λόγες, μὴ σφό
δρα τοῖς λόγοις θαῤῥεῖτε , μηδὲ σοφίζεσθε περιστα
καὶ ὑπὲρ τὸν λόγον , μηδὲ νικᾶν ἐπιθυμεῖτε παύτα
κακῶς , ἀλλ᾽ ἔςιν ἃ καὶ ἡττᾶσθαι καλῶς , ανέχεθε ,
1 2 δότε
3

269 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

δότε τῳ λόγῳ τὸν λόγον, ποιήσατε δικαιοσμύης ὅ


πλον , μὴ θανάτε τὴν παίδουσιν . Αρκεῖσε τοῖς ἰδίοις
ὀψωνίοις οἱ ςρατιῶται , καὶ μηδὲν ὑπὲρ " τὸ διατεταγ ·
μόνον ἀπαιτεῖτε . Ταῦτα ὑμῖν διακελεύεται μεθ᾿ ἧς
μῶν Ἰωαννης , ὁ μέγας τῆς ἀληθείας κήρυξ , ή πρότ
δρομος το Λόγω φωνή . Τί λέγων ὀψώνιον ; τὸ βασι
λικὸν σιτηρέσιον δηλονότι , καὶ τὰς ὑπαρχέσας ἐκ νότ
με τῖς ἀξιώμασι δωρεάς . Τὸ δὲ περιστὸν τίνος ;ἐ
γὼ μὲν ὀκνῶ λέγειν τὸ βλάσφημον · ὑμεῖς δὲ οἶδα
ὅτι συνίετε , κἂν ἐγὼ φείδωμαι · ἀπόδοτε τὰ Καίσα
ρος Καίσαρι , καὶ τὸ τῷ Θεῷ τῷ Θεῷ . Τῷ μὲν τὸ τές
λος , τῷ δὲ τὸν φόβον , ὑμεῖς οἱ τῆς πολιτείας ἐπώς
νυμοι . Φόβον δὲ ὅταν εἴπω , κωλύω τ πλεονεξίαν .
Τί ἐν ἡμεῖς κερδανῆμον , τάχα αν εἴποιτε , μέγα ;
τὸ παύτων μέγιςον εἰ βέλεπε , δι᾿ ἐμὲ μεσίτε ,
τὶς χρησὰς ἐλπίδας, καὶ τὰ πρωτεῖα τῆς αἰωπόλεως ,
ὲ τῆς μικρᾶς ταύτης καὶ ἐλαχίσης ἐν πόλεσιν · ἧς ἐ
δὲ τὸ ἄρχειν , ἵνα μεζίως επω τιμῶν ὡς θρεψαμές
νί , παίυτι σεμνὸν καὶ ὑπέρλαμπρον . Ἐκεῖ γενέτ
που πρῶτοι θελήσωμον , μεταποιηθῶμεν τῆς ἐκεῖθαι
λαμπρότητος , ἐν κόλποις Αβραὰμ αὐτὶ τῆς ἐντεῦθεν
εὐπλαγχνίας αναπαυσώμεθα . Κρῖμα δίκαιον κρί
νωμον , ἐξελώμεθα ποίητα καὶ πτωχόν , χήραν ‫ اد‬καὶ ἐρ
φανὸν ἐλεήσωμον , ἐκποιώμεθα κτεινομενες., ἢ τό γε
μεξιώτατον εἰπεῖν, μὴ αὐτοὶ κτείνωμον, μὴ παρίδω
μὲν τὸν δεόμενον ἡμῶν , μέχρι καὶ τὴ ἀπὸ ξαπέζης
ψιχίων , καὶ μὴ παραδράμωμον τὸν ἡλκωμοίον καὶ
βεβλημένον ἐν τοῖς ἡμετέροις πυλῶσι . Μὴ ξυφήσως
μεν , ἄλλων κακοπαθέντων , μὴ βδελυξώμεθα τὸν ὁ
μόδελον , μὴ φίλοι καὶ ἀδελφοὶ γενώμεθα τῆς τὸ πλε
σίς μερίδος , μηδὲ ὀδεηθῶμα ἐν τῇ φλογι, μηδὲ τῷ
χάσματι διασῶμα ἀπὸ τῶν ὁσίων , μηδὲ δεηθῶμα
Λαζάρε πούητος , ἄκρῳ δακτύλῳ καταψῦξαι τὴν γλῶσ
σαν ἡμῶν φλεγομοίῳ , καὶ μηδὲ τοσύτε τυγχαίωμα .
Γανώμεθα χρηςοὶ, εὔσπλαγχνοι , συμπαθες . Μιμη
σώς
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ . 261

σώμεθα τῷ Δεασότε τω ἀγαθότητα , ὃς A: ανατέλλει τὸν


ἥλιον ἀγαθοῖς καὶ πονηροῖς , καὶ ξέφει τῇ βροχῇ παύ
τας ὁμοίως . Μὴ δεξώμεθα πλυτεῖν διὰ τῆς τῆς ἄλλων
πενίας, μὴ τοσῦτον ἀπέλθωμῳ τῆς θείας ισότητος
μηδὲ μίξωμον τὸν ἡμέτερον πλῶτον ἀλλοξίοις δάκρυ
σιν , ὑφ᾽ ὧν ὡς ἐδ καὶ σητὸς ἐκδαπανηθήσεται, ἢ τόγε
τῆς γραφῆς εἰπεῖν , ἐξεμεθήσεται . Αλλ᾽εἰ ἐσμεν το
δέοντος ἀπληςότεροι, ἔτι καὶ πλεονεκτῆσαι καλῶς . Δε
με τι μικρὸν ἐντεῦθεν , ἵν ἐκεῖθεν πλετήσωμον .
Ταῦτα μὲν ἦν ἤδη ποινὰ πρὸς παύτας , δ τὰς ἐν
πολιτεία μόνον τὰ παραγγέλματα κοινὰ δὸνκαὶ κατ
νῆς ἀρρωσίας τὰ φάρμακα . Σὺ δὲ ἀπόγραφε δικαίως
ἡμᾶς , ὁ τῶν ἡμετέρων γραφούς , ἀπόγραφε; μὴ τὸς ἐ
μὲς λόγους ἐπιμελῶς , ὧν ἐδῶ , ἢ μικρὸν τὸ κέρδος ,
ἢ εἰς ἀκοῆς χάριν καὶ ἡδονίῳ , ἀλλὰ τὸν ἐμὸν λαὸν ,
ὁσίως καὶ φιλανθρώπως , αἰδεθεὶς εἰ μή τι ἄλλο , ἢ
τὸν καιρὸν αὐτὸν , ὅτι καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν ἀπογραφῇ τίκ
τεται . Ἐξῆλθε ᾧ δόγμα φησὶ παρὰ Καίσαρος Αὐ
γέςε , τὸ ἀπογράφεθαι πᾶσαν τὴν οἰκυμάτων, καὶ ἀ
πεγράφετο .. ᾿Ανέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἐν Βηθλεὲμ στ
ти μεμνηςούμενη αυτῷ ἀπογράψαθαι, διὰ τὸ
Μαριὰμ τῇ
εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκε καὶ παξιᾶς Δαβίδ . Και τίωι
καῦτα ὁ Σωτὴρ τίκτεται , τὸ θαυμάσιον , ~ὁ παύτων
δημιεργὸς καὶ Δέασότης , ἐν φαύλῳ καὶ μικρῷ καταλύ
ματι . Φοβηθῶμεν τὸ Μυσήριον , αἰδεθῶμεν τω οἶ
κονομίαν , καὶ αὐτοὶ τῷ καιρῷ τι συνεισενέγκωμεν . Νῦν
Αγγελοι χαίρεσι , να Ποιμένες περιας ράπτονται ;
να ἀσὴρ ἐξ ανατολῶν ξέχει πρὸς τὸ μέγιςον φῶς
καὶ ἀπρόσιτον , ναῷ Μάγοι προσπίπτεσι καὶ δωροφορε
σι, καὶ τὸν παύτων Βασιλέα γινώσκουσι , καὶ καὶ
λῶς τις αστέρι τεκμαίρονται τὸν ἐράνιον . Νωί το
Ηρώδης μαίνεται καὶ παιδοφονεῖ , καὶ διὰ τὸν ἐλευθερώ
τὴν αὐαιρεῖ τὰς τῆς ἐλευθερίας τυγχανειν ὀφείλοντας .
Αλλ᾿ἡμεῖς γε , με την προσκυυόντων γενώμεθα , καὶ
προσενέγκωμεν τῷ δὲ ἡμᾶς πτωχούσαντι μέχρι καὶ σώ
1 3 μα
262 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ματος , μὴ λίβανον, μηδὲ χρυσὸν , μηδὲ σμύρναν , τὸν


με ὡς Θεῷ , τὸν δὲ ὡς βασιλεῖ , τω δὲ ὡς γουσ
μείῳ δὲ ἡμᾶς νεκρότητος , αλλά δῶρα μυτικά , καὶ ὑ
πὲρ τὸ φαινόμενον , τότε μηδε λαβεῖν , μηδὲ τῷ
πλέτῳ τι συγχωρῆσαι καὶ πονίας , μηδὲ ἀδικῆσαι τὸ
πλάσμα διὰ τοῦ πλάσματος . Σὺ Χρισῷ γράφεις ,
συ Χριςῷ ταλαντεύεις , συ τῇ κεφαλῇ δοκιμάζεις ,
με το λόγο λογίζη . Χειρὸς ἄρτι γεννᾶταί σοι, καὶ
Θεός ἐςι , καὶ αὔθρωπος γίνεται , καὶ ἀνθρώποις συ
νανατρέφεται , τί τὸ λόγω δηλῶντος , ἐμοὶ δοκεῖν , εἰς
νουθεσίαν της τὰ τοιαῦτα πιςδομενων , ὅτι ταῖς μετ
γίσαις τας διοικήσεων , Θεὸς ἀεὶ σκεισέρχεται . Καὶ
ἵνα μοι καταιδέσῃ τὰς ἀπογράφοντας , τωικαῦτα ὁ
μιλεῖ σαρκὶ καὶ ἀνθρώποις : ἵνα δὲ παραμυθήσεται
τῆς δελείας μοσιζω νομοθετή
་ ἡμᾶς , καὶ τω συγνω
ση ( ἐδὲ ᾧ τότο παροπτέον ) τελεῖ καὶ αὐτὸς τὸ δια
δραχμον , καὶ ἐχ ὑπὲρ ἑαυτὸ μόνον , ἀλλὰ καὶ Πέζε
το τιμιωτάτη του μαθητῷ . Ἐπεὶ καὶ ανθρωπος ἐς
γενετο δὲ ἡμᾶς , καὶ δέλω μορφω ανεδέξατο , καὶ ὑς
πὲρ τῶν ανομιῶν ἡμῶν ἤχθη εἰς θανατον . Ταῦτα μὲν
Σωτὴρ , καὶ τῷ θελήματι μόνον , ὡς Θεὸς σῶσαι
διυάμονος , ἐπεὶ καὶ τὰ παντα προςάγματι συνεστής
σατο , μεῖζον δὲ καὶ δυσωπητικώτερον εἰσίύεγκαν -
μῖν , των συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον . Τί δὲ ἡμεῖς
οι Xess μαθηταί , το προς καὶ φιλανθρώπε , καὶ το
στον ἡμῖν λειτοργήσαντος ; ει μιμησώμεθα το Δεασότε
τὴν δύασλαγχνίαν ; ἐκ ἐσόμεθα χρηςοὶ τοῖς ὁμοδούς
λοις , ἵνα τοιύτε τύχωμα καὶ αὐτοί τε Κυρίε , μεζον
τος , ως αν μεζήσωμον ; ε κτησώμεθα τὰς ἑαυτὸ μυ
μὰς διὰ τῆς ἡμερότητος , Αρκεῖ δελεύειν τοῖς ἐλευθές
ροις , καὶ τοσέτον εἶναι τοδιάφορον
τὸ διάφορον , ὥσε το αὐτὸ χοὸς,
ὥτε τὸ
φόρες, τὸ δε απογρασια και ο καὶ τὸ μὲν τάσσειν
μου κρατεῖν , τὸ
· τοῖς μοὶ
ύπερ τὸ μὴ παθεῖν δεῖ .
ναι καὶ ποιεῖν κακῶς , τοῖς δὲ ὑπὲρ
παι καὶ ἀγωνίζεται , καὶ ταῦτα εἶναι περὶ τῷ μίαν
εχό

1
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ . 263

εἰκόνα , καὶ τὸ οὗ ἀξίωμα , τὲς τῆς αὐτῆς ζωῆς κλη


ρονόμες , ὑπὲρ ὧν Χρισὸς ὁμοίως ἀπέθαναν . Αρχεῖ
ταῦτα τοῖς ἐλευθέροις , μὴ βαρυέθω δὲ ὁ ζυγὸς ,
μηδὲ τῆς πρώτης ἡμῶν ἁμαρτίας τὸ ἐπιτίμιον . Ως
ἀπόλοιτο ἡ κακία , καὶ ἡ πρώτη ταύτηςκαταβολὴ , καὶ
ὁ καθεύδεσιν ἡμῖν
~ ἐπιασείρας τὰ ζιζανια πονηρὸς ,
ἵν᾿ ἀρχὴ τὸ κακῦ γενηται , τὸ ἀμελῆσαι τὸ ἀγαθῶ
ὥσπερ καὶ σκότος , ἡ τὸ φωτὸς ὑποχώρησις . Ταῦτα τὸ
ξύλον , καὶ ἡ πικρὰ γεῦσις , καὶ ὁ βάσκανος ὄφις , καὶ
ἡ παραμοὴ, ἐν ἱδρῶτι το προσώπε ζῆν κατακρίνασα ,
Εντεῦθεν γυμνὸς ἐγὼ καὶ ἀχήμων , καὶ τὴν γύμνωσιν
ἔγνων , καὶ τὸν δερμάτινον χιτίδα ἠμφιασάμίω , καὶ τὰ
RI
Παραδείσε διέπεσον , καὶ εἰς τὴν γίῷ ἀπεσράφων , ὅ
θαν ἐλήφθώ , ο τότο αὐτὶ ζυφῆς ἔχων , τὰ ἐμαυ
το γινώσκειν κακά , καὶ λύπίω κατεκρίθω ἄπαυσον ,
τῆς μικρᾶς ἡδονῆς , καὶ πόλεμον πρὸς τὸν φιλίω
θαύτα μακῶς , καὶ διὰ τῆς γεύσεως ὑποστάσαντα . Ταῦς
τα τῆς κακίας ἐμοὶ τὰ ἐπίχειρα . Ἐντεῦθεν τὸ γ £v =

ναθαι μόχθῳ , καὶ ζῆν , καὶ λύεθαι . Αὕτη μήτηρ χρείας,


ἡ δὲ πλεονεξίας , ἡ δὲ πολέμων , πόλεμοι δὲ φόρων
πατέρες, οἱ δὲ τῆς κατακρίσεως τὸ βαρύτατον .
᾿Αλλ᾿ἡμεῖς γε , μὴ τὸ « ρόςιμον ἐπιτείνωμον , ὑπὸ
τὴν αὐτὴν κείμενοι καταδίκων , μηδὲ ἄλλοις κακοὶ γε
νώμεθα . Φιλανθρωπίαν ἡμᾶς τω εις αλλήλες α
παιτεῖ ὁ Θεὸς , κἂν ὑπ 'αὐτοῦ κόλαζώμεθα . Εται
καὶ ἄλλητες ἐγγραφὴ , καὶ ἄλλος ἀπογραφεύς , εἴ τινα
βίβλον ζώντων ἀκύεις , καὶ βίβλον 8 ο σωζομένων .
Εκεῖ παύτες ἐγγραφησόμεθα , μᾶλλον δὲ ἤδη γεγράμ
μεθα κατ' αξίαν τῶν ἤδη βεβιωμένων ἕκατος . Οι
πλοῦτος ἔχει τὸ πλέον ἐκεῖ , καὶ πονία τὸ ἔλαττον ,
οὐ χάρις , ἐκ ἔχθρα , ἐπ ' ἀλλό τι τῶν ἁπαύτων , οἷς
ἐνταῦθα τὸ δίκαιον κλέπτεται . Δακτύλῳ Θεοῦ πάν
τις γεγράμμεθα , και ανοιγήσεται ἡμῖν βίβλος ἐνἡ
μέρᾳ ἀποκαλύψεως . Μικρὸς μου καὶ μέγας ἐκεῖ .
σι , καὶ θεράπων ὁμῶ δεσπότῃ , τὸ Σολομῶντος φθέλω
1 4 ξομαι,
264 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ξομαι , καὶ Βασιλοὺς ἀρχομοίῳ , καὶ ἀπογραφοὺς ἀ


πογραφομοίῳ , καὶ ἡ λαμπρότης ἐγγύθεν, καὶ τὸ δύσ
φημον σιωπήσομαι, πλίω οἷα γράφομεν , τοιαῦτα καὶ
γραφησόμεθα . Ταύτην ποίησον σεαυτῷ τοὺ ἐγκα
φὴν χρηςοτέραν , ἡμῖν φανεὶς χησὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Τί πρὸς ταῦτα λέγεις ; τί γράφεις , ὦ φίλων ἄριςε
καὶ ἡλίκων , καὶ παιδεύτῃ ἡμῖν κοινωνὲς καὶ παιδεί
μάτων ; εἰ καὶ ναῦ ἡμᾶς εἰς τὰ κρείττο μοῖραν ὁ
Θεὸς ἔταξεν , ὑμᾶς ταῦτα παιδεύειν τοὺς ἐν ἐξεσίᾳ ·
ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν βαρυτέρων . Ω παξίδος σύσεβος καὶ
γένες , ὦ γονέων ἱερῶν ἱερὸν φυτὸν , ὦ ρίζα τέκνων
ἱερωτέρων , πῶς ποτε ἀποδέχη τὸς ἐμὲς λόγες ; ἆρά
τι πείθομεν ; ἢ δεήσει κατεπάδειν μακρότερα ; τότο
μα οὐκ εἰκάζειν , ἀλλ᾽εὖ εἰδοίαι χρὴ , ὅτι σὲ οἱ
παρ ἐμε λόγοι ἐκ πλείονος ἔχεσι καὶ δὲ εἰ μή τιν
ἄλλῳ θαῤῥεῖν εἴχομαι , ἀλλὰ τοῖς λόγοις‫ اد‬αυτοῖς , οἵ
σε
‫܀‬ ἀεὶ πρὸς τὰ καλὰ ῥᾳδίως ἄγεσιν , ἢ ἀρχόμενον
ἢ ἑπόμενον . Τῦτο γὰρ ἐσιν , ᾧ τῶν πολλῶν οἱ σοφοὶ
διαφέρεσιν . Ἐγὼ δὲ μικρὸν ἔτι προθήσω τοῖς εἰρης
μονοις . Σὺ μοὺ ἔδωκας μισθὸν τοῖς ἐμοῖς λόγοις ,
ὅντινα δέδωκας · οἱ δέ σοι διδόασι καὶ προσάγουσι
ποίητας , πώτα χορὸν ἱερέων , χορὸν φιλοσόφων ,
δενὶ δεσμῷ κάτω κατεχομένων , μόνα κεκτημενων τὰ
σώματα , καὶ οὐδὲ αὐτὰ παντελῶς οὐδώ . ἐχόντων
Καίσαρι , παύτα Θεῷ , ὕμνους , οὐχὰς , ἀγρυπνίας ,
δάκρυα , κτῆσιν ὦ κρατεμείζω , ἀποθανεῖν κόσμῳ ,
ζῆσαι Χρισῷ , σάρκα κινῶσαι , ψυχίῳ ἑλκύσαι α
πὸ τὸ σώματος . Τούτων φειδόμενος , ἢ καὶ καθαρῶς
ἀποδιδὲς τις Θεῷ τὰς θεραπετὰς τῷ Θεῷ καὶ μύσας ,
καὶ τῆς ἐρανίων ἐπόπτας , τω ἀπαρχί τῇ ἡμετέρε
γονες , τὸ ἔρεισμα ,τὰς τῆς πίσεως ξεφανες , τοὺς
μαργαρίτας τὰς τιμίους , τὸς τῷ Να & λίθος , ὦ θε
μέλιος , καὶ ἀκρογωνιαῖος Χρισὸς , το καλῦ λέγω τῆς
Εκκλησίας πληρώματος, κάλλιςα αὐ καὶ τέτοις , καὶ
σεαυτῷ , καὶ πᾶσιν ἡμῖν βελεύσαιο . Καί σοι εὔχο
μαι
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ . 265

μαι τότον παρ᾿ ἡμῶν τὸν πλᾶτον γενέθαι μᾶλλον , ἢ


πολλῦ χυσίε καὶ ἀργυρίε θησαυρές , ναῷ ὑπάρχον
τας , καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐκ ἐσομονες . Αὕτη τδ ἐμῶν λό
γων ἡμῶν ἡ καρποφορία , εἰ καὶ τῆς ἐλπίδος ἐλάττων •α
ἀλλὰ κατάγε τ᾽ ἡμετέραν διαύαμιν . Ὑμεῖς δὲ αὐτι
δοίητέ μοι τῆς ἐμῆς εἰσφορᾶς τὸ μεῖζόν , τ πεις
θειαν , ὡς αὖ τά τε ἄλλα , καὶ ἧττον δέκθε τὴς ἐμῶν
λόγων , ἀλλήλες κατανοῦντες , εἰς παροξυσμὸν ἀγά
πης ; καὶ καλῶν ἔργων . Ως αὖ χητῆς καὶ φιλανθρώ
πε τῆς ἐκεῖθεν γραφῆς τυχόντες , καὶ περὶ τὸν παύ
των Βασιλέα χορεύοντες , ὃ μόνον ἔργον τοῖς ἐκεῖ κ
γραμμένοις , λειτουργῶμεν Θεῷ τὴν αἴνεσιν , τὴν μίαν
Παζὸς καὶ Υἱὲ καὶ ῾Αγίω Πνεύματος , καὶ θεωρῶντες
καὶ αὐυψῦντες τῆς Θεότητος δόξαν τε καὶ λαμπρότητα .
δόξα ,, καὶ ἡ τιμὴ
Οτι αυτῷ ἡ δόξα > , καὶ ἡ προσκύησις ,
εἰς τὰς αἰῶνας τῆς αἰώνων . Αμμ
༢གླ*།

ΛΟ
266

ΛΟΓΟΣ

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ ,

Τι δὲ οἱ Μακκαβαῖοι ; τέτωνδὲ ἡ παρῆσα πανήγυρις ,


οὐ παρὰ πολλοῖς μεν τιμωμοίων ,· ὅτι μὴ μὴ Χρισὸν ἡ
ἄθλησις , πᾶσι δὲ τιμᾶται ἀξίων, ὅτι περὶ τῷ πατρίων
ἡ καρτερία . Καὶ οἱ απότο Χριςοῦ παθῶν μαρτυρή .
σαντες, τίποτε δράσειν ἔμελλον με Χρισὸν διωκόμενοι ,
καὶ τὸν ἐκείνῳ ὑπὲρ ἡμῶν μιμέμενοι θανατον ; οἱ δ ၁
χωρὶς ὑποδείγματος τοιῦτοι τω ἀρετώ , πῶς ἐκ αν
ὤφθησαν γενναιότεροι , με' τὸ ὑποδείγματος κινδυνεύοντ
τες; καὶ ἅμα μυσικός τις καὶ ἀπόρρητος στος ὁ λόγος ,
σφόδρα πιθανὸς, ἔμοιγ᾽ ἦν , καὶ πᾶσι τοῖς φιλοθέοις ,
μηδεία της πρὸ τῆς Χριςοῦ παρουσίας τελειωθούτων ,
δίχα τῆς εἰς Χρισὸν πίςεως τότε τυχεῖν . Ο δ λό
γος , ἐπαρρησιάδη μοὶ ὕτερον καιροῖς ἰδίοις , ἐγνωρί
η δὲ καὶ πρότερον τοῖς καθαροῖς τὴν διάνοιαν, ὡς ἐκ
πολλῶν δῆλον τῷ πρὸ ἐκείνε τετιμημείων ‫ܝ‬. Οὔκεν , ὅτι
πὸ τὸ ςαυροῦ τοιύτοι , περιοπτέοι , ἀλλ᾿ ὅτι κατὰ τὸν
σαυρὸν , ἐπαινετοὶ , καὶ τῆς ἐκ τῷ λόγων τιμῆς ἄξιοι .
Οὐχ ἵνα προθήκῳ ἢ δόξαν λάβοις , τίνα δὲ , ὧν ἡ
πρᾶξις ἔχει τὸ οἴδοξον ; ἀλλ᾿ἵνα δοξαθῶσιν οἱ σύφη
μῶντες, καὶ ζηλώσωσι τὴν ἀρετῶ οἱ ἀκέοντες , ὥσπερ
κούζῳ τῇ μνήμῃ πρὸς τὰ ἴσα διανιςάμενοι . Οὗτοι ,
τίνες μοὶ ὄντες , καὶ ὅθον, καὶ ἐξ οἵας ὁρμώμενοι τὸ ἀπαρα
χῆς ἀγωγῆς καὶ παιδεύσεως , εἰς τοσέτον ἀρετῆς καὶ δό
ξης προεληλύθασιν , ὥς τε καὶ ταῖς ἐτησίοις ταύταις τι•
μᾶθαι πομπαῖς τε καὶ πανηγύρεσι , καὶ μείζονα τῆς ὁ
ρωμεύων τὴν περὶ αὐτος δόξαν ἐναποκεῖθαι ταῖς
παύτων ψυχαῖς , ἡ περὶ ἀντδ βίβλος δηλώσει τοῖς
φιλομαθέσι καὶ φιλοπόνοις , ἡ περὶ τὸ αὐτοκράτορα εἶ
και τδ παθῶν τὸν λογισμὸν , φιλοσοφᾶσα , καὶ κύριον
τῆς ἐπ᾽ ἄμφω ροπῆς , ἀρετίώ τε φημὶ καὶ κακίαν . ῎Αλ
λοις
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ , 267

λοις τε δὸ ἐκ ὀλίγοις ἐχρήσατο μαρτυρίοις , καὶ δὴ καὶ


τοῖς τόπων ἀθλήμασιν · ἐμοὶ δὲ τοσέτον εἰπεῖν ἐξαρτ
πέσει . Ἐλεάζαρ ἐνταῦθα τὸ πρὸ Χρις παθόντων
ἡ ἀπαρχὴ , ὥσπερ τς με Χρισὸν Στέφανος , ανήρ Ιε
ροὺς καὶ Πρεσβύτης , πολιὸς τ Τίχα , πολιὸς τῶν
φρόνησιν , πρότερον μεν καὶ προθυόμενος τὸ λαοῦ , καὶ
προσευχόμενος , νῷ δὲ καὶ τελεώτατον θύμα προσάγων
ἑαυτὸν τῷ Θεῷ , παντὸς τὸ λα8 καθάρσιον ( προοίμιου
ἀθλήσεως δεξιὸν , καὶ φθεγγομενη καὶ σιωπῶσα πα
φαίνεσις ) προσάγων δὲ καὶ τὰς ἑπτὰ παῖδας , τὰ τῆς
ἑαυτὸ παιδείας ἀποτελέσματα , θυσίαν ζωσαν, ἁγίαν
δάρεσον τῷ Θεῷ , πάσης νομικῆς ἱερεργίας λαμπρά
τέραν τε καὶ καθαρωτέραν. Τὰ δὲ τῷ παίδων , τῷ Πατ
τι λογίζεται, της συνομωτάτων τε καὶ δικαιωτάτων
Παῖδες ἐκεῖ γενναῖοι καὶ μεγαλόψυχοι Μηφὸς εὐγενες
εὐγενῆ βλαςήματα , φιλότιμοι τῆς ἀληθείας αγωνιςαὶ ,
και Αντιόχε͵ καιρῶν ὑψηλότεροι , το Μωσέως νόμου
Μαθηταὶ γνήσιοι , τδ παξίων ἐθῶν ἀκριβεῖς φύλα
κες , ἀριθμὸς τῆς παρ᾽ Ἑβραίοιςἐπαινεμένων, τῷ τῆς
',
εβδοματικήςαναπαύσεωςμυςηρίῳ τιμώμενος.Ἓν πνέον
τες , πρὸς οἱ βλέποντες , μίαν ζωῆς ὁδὸν εἰδότες, τὸν
ὑπὲρ τὸ Θεὖ θαύατον ,& χ ἧττον ἀδελφοὶ τὰς ψυχὰς , ἢ
τὰ σώματα , ζηλοτυπῶντες ἀλλήλες τῆς τελευτης . ΩΩ τε
θαύματος ! προαρπάζοντες ὥσπερ θησαυρες τας βασά
νες , το παιδαγωγε νόμο προκινδυν σώοντες καὶ τὰς προσ
αγομοίας της βασαίων μᾶλλον φοβούμενοι, ἢ τὰς λει
πομείας ἐπιζητῶντες . Ἓν τέτο φοβέμενοι μόνον, μὴ
πεπῃ κολάζων ὁ τύραννος , καὶ απέλθωσί τινες αὐτ
εδ ἀπεφαίωτοι , καὶ διαζευχθῶσι τῆς ἀδελφῶν ἄκον
τες , καὶ τα κακί vin νικήσωσι ,
κινδακούσαντες τὸ μὴ παθεῖν

Μήτηρ ἐκεῖ νεανικὴ καὶ γενναία , φιλόπαις ὁμοῦ καὶ


φιλόθεος , καὶ τὰ μηζῷα σπλάγχνα παραστομενη πα
μὰ τὸ εἰκὸς τῆς φύσεως . Οὐ ᾧ πάχοντας ἠλέει τις
παῖδας , ἀλλ᾽ ἡγωνία τὸ μὴ παθεῖν , οὐδὲ τὰςἀπελθόν
τὰς
1
268 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

τὰς ἐπόθει μᾶλλον ἢ πρὸς εθναι τὸς ὑπολειφθώντας


ἤυχετο , καὶ τότων μὦ αὐτῇ πλείων ὁ λόγος , ἢ τὴς με
τας αύτων . ( Τῶν μεν δὸ ἀμφίβολος ἡ πόλη , τδ δὲ
ἀσφαλὴς ἡ κατάλυσις.
Ι Καὶ τὸς μου ἤδη Θεῷ παρετί
θετο , τὸς δὲ ὅπως λάβῃ Θεὸς , ἐφρόντιζα . Ὢ ψυχῆς
ανδρείας , ἐν γυναικείῳ τῷ σώματι ! Ὢ θαυμασίας
ἐπιδόσεως καὶ μεγαλοψύχε ! Ω τῆς Αβραμιαίς θυσίας
ἐκείνης ! εἰμήτι τολμητέον , καὶ μείζωνὁ ὁ μὲν δ δα
προσάγει προθύμως , εἰ καὶ τὸν μονογενῆ , καὶ τὸν ἐκ
τῆς ἐπαγγελίας , καὶ εἰς ὃν ἡ ἐπαγγελία , καὶ τὸ μεῖς
ζον , ὅτι μὴ τὸ γώες μόνον , ἀλλὰ καὶ τὸ τοιέτων θε
μάτων , ἀπαρχὴ καὶ ῥίζα καθίσαται · ἡ δὲ δῆμον ὅ
λον παίδων καθιέρωσε τῷ Θεῷ καὶ νικήσασα καὶ Μητέρας
καὶ Ἱερέας τοῖς θύμασι προθύμοις εἰς σφαγμώ , όλο
καυτώμασι λογικοῖς , ἱερείαιςἐπειγομενοις . Ἡ μας δς
παρεδείκνυ ;‫ ܪ‬καὶ αναροφῆς ὑπεμίμνησκε , καὶ προέτεινε
τω πολιον, καὶ τὸ γῆρας αὐθ᾽ ἱκετηρίας προβάλλετο
* σωτηρίαν ζητᾶσα , τὸ δὲ παθεῖν ἐπείγεσα , καὶ κίν
διον ἡγεμόνη των αναβολ , 8 τὸν θαύατον . Ἣν -
δεν ἔκαμψεν,εδὸν ἐμαλάκισον , ἐδὲ ἀτολμοτέραν ἐς
ποίησαν , διαρθρέμβολα προτεινόμενα , ζοχοι προ
४ καταπέλται, δκ ἀκμαὶ
βαλλόμενοι , ἐξοχαντῆρες , καὶ
σιδηρῶν ὀνύχων, δ θῆρες ζέοντες , 8 ξίφη θηγόμενα ,
& λέβητες ζέοντες
" , καὶ· πῦρ ἐγειρόμενον , δ τύραννος ἀ
πειλῶν , ὦ δῆμος , ὦ δορυφόρος κατεπείγων , καὶ γενος
ὁρώμενον , καὶ μέλη διασπώμενα , καὶ σάρκες ξαινόμεναι,
ἐχ αἵματος ὀχετοὶ ρέοντες , κ νεότης δαπανωμένη ,
Καὶ
τὰ παρόντα δεινὰ , ε τὰ προσδοκώμενα χάλεπά .
ὃ τοῖς ἄλλοις βαρύτατόν ἐςιν ἐν τοῖς τοιύτοις , ἡ τὸ κιν
διώκ παρέκτασις , τᾶτο ἐκείνῃ τὸ κεφότατον ω . Ἐνες
ξύφα δ τις θεάματι , καὶ γάρ πως καὶ τριβω ἐνε
ποίει τοῖς πάθεσιν , ὦ τὸ ποικίλον της προσαγομένων
βασαίων μόνον , ὧν πασῶν , ὡς ἐδὲ εἷς μιας κατεφρό
ν&ν , ἀλλὰ καὶ οἱ τὸ διώκτε λόγοι , πολυειδεῖς ὄντες, ὑπ
βρίζοντος , ἀπειλῶντος , θωπεύοντος , τί δὲ καὶ κινῶντος
πρὸς
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ , 269

πρὸς τὸ τυχεῖν ὧν ἤλπιζε, καὶ μούτοι καὶ τδ παίδων αἱ


σωρὸς τὸν τύραννον ἀποκρίσεις,τοσῦτον ἔχεσαι τὸ σο
φὸν ὁμὲ καὶ γενναῖον , ὥστε μικρὰ μὲν εἶναι πρὸς τὴν
ἐκείνων καρτερίαν , ἅπαντα
Α τὰ τὸ ἄλλων καλὰ εἰς ο
συναχθούτα : μικραν δὲ τὴν καρτερίαν πρὸς τὸ ἐκεί
νων ἐν λόγοις στεσιν, καὶ τῆς ἀυτῷ εἶναι μόνων, πά
έχειν τε ὅτω καὶ φιλοσοφεῖν ἐν ταῖς ἀποκρίσεσι , πρὸς
τὰς τὸ διώκοντοςἀπειλὰς, καὶ τὰς προτεινομενες φόβες ,
ὧν ἐδονὸς ἡττῶντο οἱ γυναῖοι παῖδες , καὶ ท์ἡ γενναιοτέ
ρα τεμῦσα . Παύτων δὲ ἑαυτῷ ὑπεραίω θεῖσα , καὶ
τῳ φίλῳ τὸν θυμὸν μίξασα, καλὸν ἐντάφιον δίδωσι
τοῖς παισὶν ἑαυτῷ , ἐπαπελθέσα τοῖς προαπελθῦσι ,
Καὶ τότο πῶς ; ἑκεσίως ἐπὶ τες κινδαύες χωρήσασα,
ὡς αὐ μὴ δὲ σῶμα ψαύσειον αναγνον ἁγνῆ καὶ γε
ναίς σώματος . Καὶ μεθ᾽ οἷων τῷ ἐπιταφίων; καλοὶ
μεν καὶ οἱ τδ παίδων πρὸς τὸν τύραννον λόγοι, καὶ κα
λῶν κάλλισοι . Πῶς δ ἔ ; μεθ᾽ὧν παρετάξαντο , καὶ
οἷς τὸν τύραννον ἔβαλλον. Καλλίες δὲ οἱ τῆς Μηξός ,
καὶ παρακλητικοὶ πρότερον , καὶ ὕσερον ἐπιτάφιοι . Τίς
νες ὖν οἱ τῆς παίδων λόγοι ; καλὸν δὺ ἀπομνημονεῦ
σαι καὶ τότων ὑμῖν , ἵν᾽ ἔχητε τύπον , ὥσπερ ἀθλήσεως ,
ὕτω καὶ λόγων μαρτυρικῶν , ἐν τοῖς τοιέτοις καιροῖς

Αλλε μὲν ἄλλοι, καὶ ὡς ἕκασον οἱ τε διώκοντος λόγοι,


ἢ τῷ κινδυύων ἡ τάξις , ἢ τῆς ψυχῆς τὸ φιλότιμον ὥ

πλίζει , ὡς δ᾽ ἐν τύπῳ περιλαβεῖν , ἦσαν τοιέτοι
Ἡμῖν , ὦ ᾿Αντίοχε,καὶ παύτες οἱ περιετηκότες , εἷς

μον Βασιλοὺς ὁ Θεὸς, παρε γεγόναμεν, καὶ πρὸς ὃν
ἐπιτρέψομεν, εἷς δὲ νομοθέτης Μωϋσῆς, ὃν&καὶ προδώ
σομεν ἐδὲ καθυβρίσομον , ἐ μὰ τὰς ὑπὲρ ἀρετῆς τὸ αὐ
δρὸς κινδυύες , καὶ τὰ πολλὰ θαύματα , εδ᾽ αὖ ἡμῖν ἄλ
λος ᾿Αντίοχος ἀπειλῇ , σε χαλεπώτερος . Μία δὲ ἀσ
φάλεια , τῆς ἐντολῆςἡ τήρησις , καὶ τὸ μὴ ραγίαι τὸν νό
μον , ᾧτε τειχίσμεθα . Μία δὲ δόξα , τὸ δόξης ἁπά
σης ὑπεριδεῖν ἐπὶ τηλικύτοις . Εἷς δὲ πλῆτος , τὰ ἐλπι
2
ζόμενα · φοβερὸν δὲ ἐδεν , ἢ ዝ τὸ φοβηθαί τι πρὸ Θεό
Mg
270 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Ο
Μετὰ τέτων παρατετάγμεθα τῷ λογισμῶν , καὶ τὰς
ὡπλίσμεθα . Πρὸς τούτες σοι νεανίας ὁ λόγος . Ἡδε
ΤΟ παζῷον ἔδαφος , καὶ φί
με καὶ ὁ Κόσμος ὗτος , καὶ τὸ
λοι , καὶ συγγενεῖς , καὶ ἡλικιῶται , καὶ ὁ Ναὸς ὗτος τὸ
μέγα καὶ περιβόητον ὄνομα , καὶ πανηγύρεις πατρικαὶ
καὶ μυτήρια , καὶ παύτα , οἷς ἡμεῖς τοῦ ἄλλων διαφέρειν
δοκῆμον , ἐπῶ δὲ ἡδίω Θεό , καὶ τδ ὑπὲρ τὸ καλοῦ
κινδυύων . Μὴ τότο νομίσῃς . Κόσμος τε δὺ ἄλλος ἡμῖν ,
πολύ το ορωμένων ὑψηλότερός τε καὶμονιμώτερος ο Πα
τρίς τε ἡ ἄνω Ἱερεσαλήμ , ἰ ἐδεὶς Αντίοχος πολιορ
πήσει ; ἐδὲ προσδοκήσει παραςήσεθαι , ἡ κάρτερὰ καὶ
ἀνάλωτος . Συγγενεια δε , ἡ ἔμπνδυσις καὶ οἱ κατ᾽ ἀρέσ
τὴν γεννηθώτες • Φίλοι δὲ , Προφῆται καὶ Πατριάρχαι,
παρ ὧν ἡμῖν καὶ ὁ τύπος τῆς οὐσεβείας . Ἡλικιῶται
δὲ, οἱ σήμερον ἡμῖν συγκινδιδόντες , καὶ τω καρτε
οίαν ὁμόχρονοι . Ναῷ δὲ , Οὐρανὸςμεγαλόπρεπές ερὸς
πανήγυρις δε, ᾿Αγγέλων χοροςασία , καὶ μυςήριον ο
μέγα , καὶ μέγισον , καὶ τοῖς πολλοῖς ἀπόκρυφον
Θεός , πρὸς ὃν βλέπει καὶ τὰ τῆδέ μυςήρια . Παῦσαι
τοίνυν ὑπισχνύμενος ἡμῖν τὰ μικρὰ , καὶ༡τὸ
༽ μηδενὸς ἄ
ξια . Οὐ ο τιμησόμεθα τοῖς ἀτίμοις , ἐδὲ κερδανέμο
ἐπιζήμια , ἐχ ‫ اد‬ὅπως ἀθλίως ἐμπορευσόμεθα . Παῦσαι
καὶ ἀπειλῶν , ἢ αὐταπειλήσομον , ἐλέγξειν σε τὴν ἀπέ
νειαν , καὶ πρὸς τέτῳ , τὰ ἡμέτερα κολαςήρια . Ἔχομεν

καὶ ἡμεῖς πῦρ , ᾧ τὲς διώκτας κολάζομεν . Οἴει πρὸς
ἔθνη καὶ πόλεις εἶναί σοι τὸν ἀγῶνα , καὶ Βασιλέων τὸς
αὐανδροτάτες , ὧν οἱ μον κρατήσεσιν , οἱ δὲ ἴσωςἧττη
θήσονται , ἐδὲ δ περὶ τηλικέτων αυτοῖς ὁ κίνδυνος .
Πρὸς νόμον Θεό παρατάσσῃ, πρὸς πλάκας Θεοχαράκ
τες , πρὸς πάτρια καὶ λόγῳ καὶ χρόνῳ͵ τετιμημενα , πρὸς
ἀδελφὸς ἑπτὰ μιᾷ ψυχῇ συνδεδεμένες , ἑπτὰ ῥοπαίοις
σὲ 5ηλιτεύσοντας · ὧν κρατῆσαι μεν καὶ μέγα , ἡττηθῆ
ναι δὲ , καὶ λίαν
" αἰχρόν . Ἐκείνων ἐσμεν καὶ γενος καὶ
μαθηταὶ , ὃς σύλος πυρὸς καὶ νεφέλης , ὡδήγει , οἷς
θάλασσα διΐτατο , καὶ ποταμὸς ἵσατο , καὶ Ἥλιος ανές
κόπο
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ . 271

κόπτετο , καὶ ἄρτος ὕετο , καὶ χειρῶν ἔκτασις ἐξοπᾶτο


·μυριάδας; δι᾽ οὐχῶν βάλλεσα, ὧν θῆρες ἡττῶντο , καὶ
πῦρ οὐχ ἥπτετο , καὶ βασιλεῖς ἀπήεσαν τὸ γενναῖον
θαυμάζοντες . Εἴπωμού τι καὶ τδ σοὶ γνωρίμων . Ἐ
λεαζάρε μύσαι ἡμεῖς , κ τῶ αὐδρίαν ἔγνως. Προη
γωνίσατο Πατὴρ , ἐπαγωνίζεται παῖδες. ᾿Απῆλθεν ὁ
Ἱεροὺς , ἐπακολυθήσει τα θύματα . Πολλὰ δεδίττη ,
πρὸς πλείω παρεσκευάσμεθα ; τί καὶ δράσεις ἡμᾶς
ὑπερήφανε ταῖς ἀπειλαῖς ; τι καὶ πεισόμεθα ; ἐδον
ἰχυρότερον τας παύτα παθεῖν ἑτοίμων . Ω δήμιοι τί
μέλλετε ; τι δὲ αναδύετε; τί τὸ πρόταγμα τὸ χρη
τὸν ἀναμένετε ; πῶ τὰ ξίφη ; ποῦ τὰ δεσμά ; ζητῶ
τὸ τάχος . Πλεῖον αναπτέθω τὸ πῦρ , οἱ θῆρες ἀνερ
γέςεροι , αἱ τρέβλαι περιεργότεραι. Παύτα ἔσω βα
σιλικὰ καὶ πολυτελέςερα · ἐγὼ πρωτότοκός εἰμί, πρῶ
τόν με καθιέρωσον . Ἐγὼ τελευταῖος , ἡ τάξις αναμει
φθήτω . Ἔξωτις και του μέσων ἐν πρώτοις , ἵνα τις
μηθῶμεν ἰσομοιρία . φείδη δέ ; προσδοκᾶς τι τυχὸν
καὶ τῷ ἐναντίων ; πάλιν͵ καὶ πολλάκις ἐρεμὸν τὸν αυ
τὸν λόγον . Οὐ μιαροφαγήσομον , ἐκ ἐνδώσομον . Θατ
του συ σεβάσθησῃ τὰ ἡμέτερα , ἢ τοῖς σοῖς ἡμεῖς εἴ
ξομεν . Κεφάλαιον τε λόγε , Ἢ κανότερα ἐπινόησον
κολαςήρια , ἢ τὰ παρόντα ἴπι καταφρονόμενα .
Ταῦτα μοὶ πρὸς τὸν τύραννον · ἃ δὲ ἀλλήλοις διε
κελεύοντο , ὥσπερ παρατάξει παροξιώοντες, ἃ δὲ πα
ρεῖχον ὁρᾷν, ὡς καλά τε καὶ ἱερὰ , καὶ παντὸς7 ἄλλου
θεάματος καὶ ἀκύσματος ἡδίω τοῖς φιλοθέοις . Ἔγωγ
οὖν αὐτὸς ἡδονῆς ἐμπίπλαμαι μνημονίων , καὶ μετ᾿
αυτῷ ἀθλέντων εἰμὶ τῇ διανοίᾳ , καὶ τῷ διηγήματι
καλλωπίζομαι . Περιέβαλλον
. ἀλλήλες , περιεπτύσσοντο ,

πανήγυρις μὖ, ὡςἐπ' ἄθλοις τετελεσμενοις . Ιωμον ἀ


δελφοὶ πρὸς τὰς κινδιώες , ἐβόων , ἴωμον · ἐπειγώμε
θα , ἕως ζέει καθ᾿ ἡμῶν ὁ τύραννος , μήτι μαλακιθῇ ,
καὶ ζημιωθῶμεν τὴν σωτηρίαν . Πανδαισία πρόκειται ,
μὴ ἀπολειφθῶμεν . Καλὸν μὲν καὶ συνοικῶντες ἀλλήλοις
ἀδελα
272 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ἀδελφοὶ, καὶ συμποσιάζοντες, καὶ σωαασίζοντες, κάλο


λιον δὲ ὑπὲρ ἀρετῆς συγκινδωούοντες . Εἰ μὲν οἷόντε
μὖ , καὶ τοῖς σώμασιν αὖ ἠγωνισάμεθα ὑπὲρ τῆς πα
τρίων , ἔτι καὶ ἔτος τδ ἐπαινεῖς ὁ θαύατος · Ἐπεὶ δὲ
ε τότε καιρὸς , αυτὰ τὰ σώματα
> εἰσενέγκωμεν . Τί δὶς
κἂν μὴ νῶ ἀποθαίωμεν , ὦ τεθνηξόμεθα παύτως ; ε
τῇ γενέσει τὰ ὀφειλόμενα λειτεργήσομεν ; ποιήσωμεν
τὴν αὐάγκίω φιλοτιμίαν , σοφισώμεθα τζ διάλυσιν
τὸ κοινὸν , ἴδιον ποιησώμεθα , θανάτῳ ζω ὠνησώς
μεθα . Μήτις οὖν ἡμῶν ἔσω φιλόψυχος , μὴ δὲ ἄτολ
μος . ᾿Απογνώτῳ καὶ δ᾽ ἄλλων ὁ τύραννος, ἡμῖν ἐντυ
χών . Τοῖς μεν κινδυώοις τω τάξιν αυτὸς ἐπιθήσει ,
ἡμεῖς δὲ ἐπιθήσωμεν τέλος τοῖς διωκομένοις , Μηδὲν
περὶ τότε διαφερώμεθα, τῇ ζέσει τῆς προθυμίας . Καὶ
ὁ πρῶτος ἔσαι τοῖς ἄλλοις ὁδὸς , καὶ ὁ τελευταῖος
σφραγὶς ἀθλήσεως. Ἡμῖν δὲ τότο ἐμπεπήχθω πᾶ
σιν ὁμοίως πανοικεσία ςεφανωθώαι , καὶ μή τινα λα
βεν μερίδα ἐξ ἡμῶν τὸν διώκτω , ἵνὡς πᾶσιν ἐγ
καυχήσηται τις οι, φλεγμαίνων τῷ πονηρία . Φανῷ
ти
μεν αλλήλων αδελφοί, καὶ τῇ γενέσει καὶ τῇ μέταςάσει ,
παντες ὡς εἷς κινδωυδίσωμεν , καὶ αὐτὶ παύτων ἕκα
5ος . Ελεάζαρ ὑπόδεξαι˙ Μήτηρ ἐπακολέθησον · Ιε
ρεσαλὴμ θάψον τὰς σεαυτῆς νεκρὸς μεγαλοπρεπῶς ,
αἴ τι τοῖς τάφοις ὑπολειφθῇ . Διηγῆ τὰ ἡμέτερα καὶ
τοῖς ὕτερον, δείκνυ καὶ τοῖς σοῖς ἐρασαῖς, τὸ τῆς μιᾶς
γατρὸς οὐσεβὲς πολυαύδριον . Οἱ μοὶ δὴ ταῦτα καὶ εἰς
πόντες καὶ πράξαντες, καὶ ὡς συῶν ὀδόντες ἀλλήλες θή
ξαντες , ἐν τάξει τῆς ἡλικίας, καὶ ἰσότητι της προθυς
μίας διεκαρτέρων . Ἡδονὴ καὶ θαῦμα τοῖς ὁμοφύλοις,
φόβος καὶ κατάπληξις τοῖς διώκεσιν , οἳ καὶ παντὸς τὸ
ἔθνες κρατούσαντες , ἀδελφῶν ἑπτὰ συμψυχίας ὑπὲρ
εὐσεβείας ἀγωνιζομενων τοσῶτον ἡττήθησαν , ὥς τε μὴ
δὲ περὶ τῆς ἄλλων ἔχειν ἔτι χρησὰς τὰς ἐλπίδας , Η
δὲ γενναία μήτηρ , καὶ ὄντως ἐκείνων , γδ τοσέτων καὶ
τοιέτων τω ἀρετζ , τὸ μέγα το νόμο θρέμμα , καὶ
μεγα
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ , 273

μεγαλόψυχον , τέως μου χαρᾷ καὶ φόβῳ σύμμικτος


ω; καὶ δύο παθῶν ἐν μεταιχμίῳ . Χαρᾷ , διὰ το
ανδρίαν καὶ τὰ ὁρώμονα . Φόβῳ , διὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν
ὑπερβολῳ της κολάσεων , καὶ ὡς νεοσσὸς ὄρνις, ὄφρως
προσερπύζοντος, ἔτινος ἄλλῳ τῆς ἐπιβέλων , περίπ
τατο , περιέξυζον , τιβόλει, συνηγωνίζετο , τί μὲν
ἐλέγεσα , τί δὲ ὁ πράττεσα τῆς πρὸς νίκῳ ἐπαλει
φόντων ; ἥρπαζε τὰς ῥανίδας τε αἵματος , ὑπεδέχετο
τὰ λακίσματα τδ μελῶν, προσεκεύει τα λείψανα .
A
Τὸν μὲ συνέλεγε , τὸν δὲ παρεδίδε , τὸν δὲ παρε
σκούαζαν . Ἐπεφώνει πᾶσιν · εἶχε ὦ παῖδες , εὖχε
αριςεῖς ἐμοὶ, εἶχε ἀσώματοι χεδὸν ἐν σώμασιν , εὖ
γε προςάται το νόμο , καὶ τῆς ἐμῆς πολιᾶς , καὶ τῆς
θρεψαμούης ἡμᾶς πόλεως , καὶ εἰς τόδε ἀρετῆς προα
γέσης . Ετι μικρὸν , καὶ νενικήκαμα . Κεκμήκασιν οἱ
βασανιςαὶ , τότο φοβᾶμαι μόνον . Ἔτι μικρὸν , καὶ μα
καρία μου ἐν μηζάσιν ἐγώ · μακάριοι δὲ ὑμεῖς ἐν
νέοις . ᾿Αλλὰ , ποθεῖτε τω μητέρα ; ἐκ ἀπολείψομαι
ὑμῶν . Τῦτο ὑμῖν ὑπιχνᾶμαι . Οὐχ ὅπως ἐγὼ μισό
τεκνος . Ἐπεὶ δὲ τελειωθώντας εἶδε , καὶ τὸ ἀσφαλὲς
εἶχε ἐκ τῆς συμπληρώσεως , διάρασα τίω κεφαλίω
μάλα φαιδρῶς, ὥασέρ τις ὀλυμπιονίκης, ἐν ὑψηλῷ τῷ
φρονήματι, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτείνασα , μεγάλῃ καὶ λαμ .
πρᾳ τῇ φωνῇ , ούχαρίσω σοι φησὶ Πάτερ ῞Αγιε , και
σοι παιδοντα Νόμο , καί σοι Πάτερ ἡμῶν καὶ προαγω
>
εις ὰ τῶν τέκνων τῆς σῶν Ἐλεάζαρ, ὅτι τὸν τῆς ἐμῶν ω
δίνων καρπὸν παρεδέξασθε , καὶ ὅτι μήτηρ ἐγονόμῳ πας
σῶν μητέρων ἱερωτέρα . Οὐδὲν ὑπολειπόμωω Κόσμῳ,
παύτα Θεῷ παραδέδωκα , τὸν ἐμὸν θησαυρὸν , τὰς ἐμᾶς
γηροκόμους ἐλπίδας . Ως μεγαλοπρεπῶς τετίμημαι ,
ὡς ὑπερβαλλόντως γεγηροκόμημαι ! Απέχω τα φορεῖα
ὦ παῖδες, εἶδον ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγωνιζομενες ὑμᾶς , παύτ
τας σεφανίτας ἐθεασάμην, ὡς οὐεργέτας ὁρῶ τὰς βασα .
νισάς . Μικρᾶ καὶ τῷ τυραίνῳ χάριτας ὁμολογῶ τῆς πά
ξεως , ὅτιμε τελευταίων ἑτοιμιούσατο τοῖς κινδιώοις η
Encicl . Tom . II . ἵνα
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
274

ἵνα τὸν ἐμὸν τόκον πρότερον θεατρίσασα , καὶ καθ᾿


καςον τδ παίδων ἀθλήσασα , ὅπως ἐπαπέλθω σὺν
ἀσφαλείᾳ , τελείᾳ , τελείοις θύμασιν . Οὐ απαράξομαι
κόμῳ , εἰ διαρρήξω χιτῶνα , καὶ ξανῶ σάρκας ὄνυξιν ,
ἐκ ἐγερῶ θρίον , ὦ καλέσω τὰς συμθρωμέσας , οὐ
συγκλείσω ἐμαυτίω εἰς σκότος , ἵνα καὶ ἀὴρ σεθρη
νήσῃ μοι , ἐκ αὐαμένω παρακλήτορας, ἐκ ἄρτον ποθι·
μον παραθήσομαι . Ταῦτα δὲ τῷ ἀγεννῶν μητέρων ,
αἳ σαρκῶν μόνον εἰσὶ μητέρες , αἷς οἴχονται παῖδες
αὐού σεμνᾶ τινος διηγήματος . Ἐμεὶ δὲ οὐ τεθνήκατε
φίλτατοι παίδων , ἀλλ᾿ ἐκαρποφορήθητε . Οὐκ ἐκλελοί
πάτε , ἀλλὰ μετεληλύθατε . Οὐ κατεξαύθητε, ἀλλὰ συ
νεπάγητε . Οὐ θηρίον ἥρπασαν ὑμᾶς , καὶ κῦμα ἐπέκλυα
σεν &λῃςὴς διέφθειρον , ὦ νόσος διέλυσεν , 기
καὶ πόλε
μος παρακάλωσες , ἐκ ἄλλο εδόν , ἢ μικρὸν, ἢ μεῖζον
της ανθρωπίνων . Ἐπρώύησα αν καὶ μάλα σφοδρῶς ,
εἰ τέτων ὑμῖντι συ έπεσενὁ ἐφαίζω αν τότε τοῖς
2. δά
κρυσιν , ὡς ναῷ τῷ μὴ δακρῦσαι , φιλότεκνος . Ετι καὶ
ταῦτα μικρά . Ὄντως αὖ ὑμᾶς ἀπεκλαυσάμίω , εἰ καὶ
μῶς ἐσώθητε, εἰ τὴν βασανων ηττήθητε , εἴτινος ὑμῶν
ἐκράτησαν , ὡς ἡττήθησαν ναῷ οἱ διώκοντες . Τὰ δὲ νῦν ,
εὐφημία , χαρὰ , δόξα , χοροςασίαι, φαιδρότητες τοῖς
ὑπολειφθεῖσιν . Ἐγὼ δὑμῖν ἐπισπεύδομαι , με Φινθὲς
ταχθησόμεθα , με Αννης δοξασθησόμεθα . Πλῳ ὅσον,
ὁ μεν εἷς , ἡμεῖς δὲ τοσῦτοι ζηλωταὶ πορνοκτόνοι , οὐ
σωμάτων πορνείαν , ἀλλὰ ψυχῶν ἐκκεντήσαντες · καὶ ἡ
μεν οἵα θεόσδοτον , ἀρτιγενῆ καὶ τόπον , ἐγὼ δὲ αἴδρας
ἑπτὰ , καὶ τότος ἑκόντας Θεῷ καθιέρωσα . Συμπληρέ
τω μοι καὶ Ἱερεμίας τὸν ἐπιτάφιον , ὦ θρωῶν , ἀλλ᾿ ο
φημῶν τελοίτων ὁσίαν ὁ Ὑπὲρ χιόνα ἐλάμψατε, ὑπὲρ
γάλα ἐτυρώθητε, ὑπὲρ λίθον σάπφειρον͵ τὸ σύνταγμα
ὑμῶν , Θεῷ καὶ γεγεννημονων καὶ δεδομείων . Τί ἔτι
S
πρόπες ὦ τύραινε καμὲ τοῖς παισὶν , εἴτις καὶ παρ
ἐχθρῶν χάεις , ἵν ᾖσοι σεμνότερον τὸ ἀγώνισμα . Εἴθε
μοὶ καὶ διὰ πασῶν ἦλθον 3 κολάσεων , ἵνα αὐαμί
ξω
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ : 275

ξω τὸς ἐμὲς ἰχῶρας τοῖς ἐκείνων ἰχῶρσι , καὶ ταῖς


σαρξὶ , τὰς γηραιας σάρκας. Αγαπῶ διὰ τὰς παῖ

δας καὶ ~τὰ κολατήρια . Εἰδὲ μὴ τότο , ἀλλὰ τώγε
κόνιν , τῇ κόνει , καὶ τάφος εἷς ἡμᾶς ὑποδέξηται . Με
φθονήσης τελοτῆς ὁμοτίμο , τοῖς ὁμοτίμοις τω αρε
τώ . Χαίρετε ὦ μητέρες , χαίρετε ὦ παῖδες . Οὕτως
ἐκξέφετε τὰς ἐξ ὑμῶν προελθόντας , ὅπως ἐκφέρεσε .
Καλὸν ὑπόδειγμα δεδώκαμον ὑμῖν , πρὸς τὸν ἀγῶνα
τὸν καλὸν ἀγωνίζεται .
Ταῦτα ἔλεγε , καὶ προσετίθει τοῖς παισὶν ἑαυτώ .
Τίνα ξόπον ; ὡς ἐπὶ νυμφῶνα των πυρκαία δρα
μέσα , ταύτίω δ κατεκρίθη , καὶ ἐδὲ τοὺς ἄγοντας
αναμείνασα , ἵνα μὴ δὲ σῶμα Ταύσεις αναγνον, α
γινε καὶ γενναίε σώματος. Οὕτως ἀπέλαυσε της ἱερω
στης Ἐλεάζαρ, μυηθεὶς καὶ μυήσας τὰ ἐπεράνια ,
καὶ τοῖς ἔξωθον ραντισμοῖς τὸν Ἰσραὴλ ἁγιάσας , ἀλλ᾽
οἰκείοις αἵμασι , καὶ ποιήσας τω τελευτω τελευταῖον

μυτήριον . Οὕτω της νεότητος οἱ παῖδες , καὶ ταῖς ἡδοναῖς


δελύσαντες , ἀλλὰ τῆς παθῶν κυριεύσαντες, καὶ τὸ σῶ
μα καθαγνίσαντες , καὶ πρὸς ἀπαθῆ ζω μεταθέμε
Οὕτως ἀπέλαυσε τῆς πολυτεκνίας ἡ μήτηρ , οὕτ
τω καὶ ζῶσιν ἐκαλλωπίσατο, καὶ ἀπελθᾶσι σκανἐπαύ
σατο , ὃς ἐγέννησε κόσμῳ , Θεῷ παραςήσασα , καὶ τὰς
ἑαυτῆςὠδῖνας τοῖς ἄθλοις ἀπαριθμήσασα , καὶ τὸ τό
N τ᾿ ἀκολουθίαν τοῖς θανάτοις γνωρίσασα . Από
κε
τῇ πρώτες της παίδων μέχρι το τελευταίς τὰ τῆς ἀ
θλήσεως . Καὶ ὥσπερ ἐν κυμάτων ἐπανατάσεσιν , ἄλ
λος ἐπ᾽ἄλλῳ τὴν ἀρετὼ ἐπεδείκνυτο , καὶ εἰς τὸ πά
χειν μὖ προθυμότερος , τοῖς τὸ προειληφότος κινδιώοις
8
σομέμενος , ὥς τε ἀγαπᾶν τὸν τύραννον , ὅτι μὴ πλειό
νων ἐγεγόνει μήτηρ . Μᾶλλον δ αὖ ἀπῆλθε κατηχύμ
μενος καὶ ἡττημενος , καὶ τότε πρῶτον ἔγνω , μὴ παίτα
τοῖς ὅπλοις ἰχύων , ὁπότε παισὶν ἀόπλοις προσέβα
λον , εὶ μόνῳ , τῇ εὐσεβείᾳ καθωπλισμούοις , καὶ τῷ
παύτα πάσχειν προθυμοτέροις , ἢ δρᾶν ἐκείνοις παρέ
S 2 σκευά
276 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

σκευάζετο . Τοῦτο τῆς Ἰεφθάε θυσίας ασφαλέτερον


καὶ μεγαλοπρεπέςερον . Οὐ δ αναγκαίαν ἐποίει τω
ἐπίδοσιν , ὥσπερ ἐκεῖ ἐπαγγελίας θερμότης , καὶ νίς
της ἔρως ἀπεγνωσμένης · ἀλλ᾿ ἑκύσιος ἱερεργία , καὶ
μιθὸν ἔχεσα μόνα τὰ ἐλπιζόμενα . Τέτο της Δανιὴλ
ἄθλων ἐκ ἀτιμότερον , παραδοθεντος εἰς βοραν λέγ
· σι , καὶ τῇ τὸ χειρῶν ἐκτάσει τις θῆρας νικήσαντος .
Τότο της ἐν Λαυρίᾳ νεανίσκων καὶ δεύτερον , ὃς Αγ.
γελος ανέψυξαν ἐν πυρὶ, τὸν παζῷον νόμον μὴ κατ
ταλύσαντας , μὴ δὲ ξοφ προσιεμενες βέβηλον καὶ
ανίερον . Τῦτο τῆς ὕτερον ὑπὲρ Xesὃ θαυμάτων εἰς
φιλοτιμίων κακ ἔλαττον . Οἱ μεὶ δ , ὃ καὶ ἀρχόμενος
εἶπον τῷ λόγε , τι Χρις8 κατηκολέθησαν αἵματι ,
Θεὸς Κὖ ὁδηγὸς τῷ τοιέτων ἄθλων , τοσαύτίω ύ
πὲρ ἡμῶν εἰσενεγκών εισφοραί , καὶ ὅτω παράδοξον
τοῖς δὲ , καὶ πολλὰ , εδὲ πιαῦτα τὰ τῆς ἀρετῆς ὑπο
δείγματα . Τούτων τζ καρτερίαν ἐθαύμασε με ἡ
Ιεδαία πᾶσα , καὶ ὡς αυτή σεφανωθεῖσα ἠγάλλετο ,
καὶ διανίσατο . Καὶ δ τὖ ἀγὼν ἔτος , καὶ ἀγώνων μέ
γιςος το πώποτε περιχόντων τω πόλιν , ἢ καταλυ
θαι τὸν νόμον και τω ἡμέραν ἐκείνω , ἢ δοξασθῇ
ναι , καὶ ὡς ἐπὶ ξυρῶ τὰ πράγματα εἰςήκει τότε παν
τὶ τῷ τὸ Ἑβραίων γένει τὰ τῆς ἐκείνων ἀθλήσεως.
Ηγάπη δὲ καὶ ᾿Αντίοχος , ὅτω μεταβαλὼν εἰς θαῦς
μα τω ἀπειλίω ( ἴσασι δ θαυμάζειν ανδρῶν ἀρε
τ καὶ πολέμιοι , ὅτι αὖ τῷ θυμῷ λήξαντος , ἡ πρα
ξις ἐφ᾿ἑαυτῆς δοκιμάζηται ) ὥς τε καὶ ἀπῆλθεν ἀ
πρακτος , πολλὰ μεν τὸν Πατέρα Σέλσκον ἐπαινέσας
τῆς εἰς τὸ ἔθνος τιμῆς , καὶ τῆς εἰς τὸ ἱερὸν μεγαλο
ψυχίας , πολλὰ δὲ Σίμωνα τὸν ἐπαγαγόντα μεμψά
μόνος , ὡς καὶ τῆς ἀπανθρωπίας αἴτιον , καὶ τῆς ἀδο
ξίας. Τότες μιμώμεθα καὶ Ἱερεῖς , καὶ Μητέρες , καὶ
Παῖδες~ . Οἱ μοί , εἰς τοῦ Ἐλεαζάρε τιμ τῇ πνού
ματικέ Παζὸς , καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸ βέλτιςον πα
ρᾳδείξαντος · αἱ δὲ τῆς γενναίας μηδὸς , ἀληθῶς
Φι
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΥΣ . 277

φιλότεκνοι φανεῖσαι, καὶ Χρισῷ τὰς ἐξ ἀυτό παρατή


σασαι, ἵνα καὶ γάμος ἁγιασῇ διὰ τῆς τοιαύτης θυ
σίας . Οἱ δὲ , τὸς ἱερὲς αἰδέμονοι παῖδας , καὶ τοὺ
νεότητα δαπανώντες , οὐκ ἐν τοῖς αἰσχροῖς πάθεσιν ,
ἀλλ᾿ ἐν τοῖς καὶ τῷ παθῶν ἀγωνίσμασι , καὶ πρὸς τὸν
καθ᾽ἡμέραν ᾿Αντίοχον γενναίως ανδριζόμενοι , πᾶσι
μέλεσι πολέμεντα , καὶ διαφόρως διώκοντα . Ποθῶ δ
ἀθλητὴς ἔχειν καὶ παύτα καιρὸν καὶ ζόπον , καὶ γεος
ἅπαν , καὶ ἡλικίαν ἅπασαν , και φανερῶς πολέμεμές
έξω ‫ܪ‬
, καὶ ἀφανῶς ἐπιβελομούμυ , καὶ βοηθεῖται μὲν
τοῖς παλαιοῖς διηγήμασι, βοηθεῖται δὲ καὶ τοῖς νέοις
καὶ πανταχόθο , ὥσπερ αἱ μέλισσαι , συλλέγειν τα
χρησιμώτατα , εἰς ονὸς κυείς φιλοτεχνίας καὶ γλυκά :
σμόν˙ ἵνα καὶ διὰ παλαιᾶς καὶ νέας οὐδοκιμῇ Θεὸς
ἐν ἡμῖν , ὁ ἐν Υἱῷ καὶ Πνεύματι δόξαζόμενος , καὶ γι
νώσκων τὸς ἰδίες , καὶ γινωσκόμενος ὑπὸ τῶν ἰδίων ,
ὁμολογέμενός τε καὶ ὁμολογῶν
< , δοξαζόμενος καὶ δοξάζων
ἐν αὐτῷ τῷ Χρισῷ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμώ

"

s 3 ΕΙΣ
278

ΕΙΣ ΚΑΙΣσε ΑΡΙΟΝ

Τὸν ἑαυτῷ ᾿Αδελφὸν Ἐπιτάφιος , περιόντων ἔτι ς Γονέων .


* η από

Ο ἴεπέμε ἴσως , ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες , τὸ


γλυκὺ καὶ πράγμα , καὶ ὄνομα, θρίες ἐπιβαλῶντα τῷ
ἀπελθόντι καὶ ὀδυρμές , υποδέχεται προθύμως τὸν λόγe
γον, ἢ μακρὲς ἀποτονῦντα καὶ κομψὲς λόγες , οἷς οἱ
πολλοὶ χαίρεσιν . Καὶ οἱ μὲ ὡς 3συμπενθήσοντες καὶ
σαθρήσοντες παρεσκεύασε , ἵνἐν τῷ ἐμῷ πάθει
οἰκεῖα δακρύσητε , ὅσοις τι τοιέτόν ἐστι , καὶ σοφίση
Θε τὸ ἀλγὲν ἐν φιλικοῖς πάθεσιν , οἱ δὲ ὡς τὴν α
κολὺ ἑτιάσοντες , καὶ ἡδίες ἐσόμενοι . Χρίας δἡμᾶς
ω
ἐπίδειξιν ποιήσασθαι καὶ τω συμφορον , οἷάποτε
τὰ ἡμέτερα ,‫ ܝ‬Κίκα τἆλλα ἦμεν ἱκανῶς περιττοὶ καὶ τὰ
της ύλης , καὶ τὰ περὶ λόγες φιλότιμοι , πρὶν αναβλές
και πυρὸς τὸν ἀληθῆ λόγον καὶ ανωτάτω , καὶ παύτα δόν
τες Θεῷ , παρ ' τὰ: παύτα , Θεὸν αὐτὶ παύτων λα
βεν . Μηδαμῶς, μὴ τότο περὶ ἡμῶν ὑπολάβητε , ετι
ὑπολαμβάνειν βέλεπε ‫د‬δεξιόν
‫ا‬ .Οὔτε γὰρ θρζήσομεν
οι
τὸν ἀπελθόντα πλέον ἢ καλῶς ἔχει , οἵ γε μηδὲ τῷ
ἄλλων τὰ τοιαῦτα ἀποδεχόμεθα , οὔτε ἐπαινεσόμεθα
πέρα τα μέσα καὶ τρέποντος, καίτοιγε δῶρον φίλον καὶ
οικειοτατος
επέρτι ἄλλο , τῷ λογίῳ λόγος, καὶ τῷ
διαφερόντως αγαπήσαντι τὸς ἐμὲς λόγος, ἡ εὐφημία ,
καὶ καὶ δῶρον μόνον , ἀλλὰ καὶ χρέος απαύτων χρεῶν δι
καιότατον · ἀλλ᾿ ὅσον ἀφοσιώσαθαι τὸν περὶ ταῦτα νό
μον , καὶ δακρύσαντες καὶ θαυμάσαντες . Οὐδὲ γὰρ τὸ το
έξω τῆς καθ '
αθ'ἡμᾶς φιλοσοφίας : μνήμη τε γὰρ δικαίων
μετ᾽ἐγκωμίων,καὶ ἐπὶ νεκρῷ φησι, κατάγαγε δάκρυα ,
καὶ ὡς δεινὰ πάχων εὔαρξαι θρεσ, ἴσον αναλγησίας
χωρίζων ἡμᾶς καὶ ἀμεξίας , τὸ μετὰ τῦτο ἤδη , τῆς τε
ανθρωπίνης φύσεως τῷ ἀποίειαν ἐπιδείξωμον , καὶ τὸ
τῆς ψυχῆς αξιώματος ὑπομνήσομον , καὶ τὴν ὀφειλομένην
τοῖς
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 279

τοῖς ἀλγῖσι παράκλησιν ἐπιθήσομεν , μεταθήσο


τω
μεν τῷ λύπω ἀπὸ τῆς σαρκὸς καὶ τῆς προσκαίρων
ἐπὶ τὰ πνευματικὰ καὶ αΐδια9 .
Καισαρίῳ Πατέρες με , ἵν ἐντεῦθεν ἄρξωμαι , ὅ
θὰ ἡμῖν πρεπωδέςατον , οὓς παύτες γινώσκετε , καὶ
ὧν τ᾽ ἀρετίῳ καὶ ὁρῶντες καὶ ἀκέοντες , ζηλοῦσε καὶ
θαυμάζετε , καὶ διηγεῖτε τοῖς ἀγνοῦσιν , ἀπέρτινες εἰς
σὶν ανθρώπων , ἄλλος ἄλλοτε μέρος ἀπολαβόντες : ἐ
πεὶ μὴ παύτα τὸν αυτὸν οἷόν τε , μηδὲ μιᾶς γλώσσης

τὸ ἔργον , καν σφόδρα τις ἦ της φιλοπονωτάτων καὶ φι


λοτίμων . Οἷς πολλῶν καὶ μεγάλων ὑπαρχόντων εἰς
εὐφημίαν , εἰ μήτῳ περιττὸς εἶναι δοκῶ τὰ οἰκεῖα
θαυμάζων , δ μέγιςον ἁπαύτων
· , καὶ ὥσπερ ἄλλοτε
ἐπίσημον ἐξιν ἡ οὐσέβεια τοὺς σεμνοὺς τὰς δε λέγω
καὶ πολιὲς , καὶ ἐχ ἧττον δι᾽ ἀρετώ αἰδεσίμους , ἢ διὰ
γῆρας : ὧν τὰ μεν σώματα χρόνῳ κέκμηκεν , αἱ ψυ
καὶ δὲ Θεῷ νεάζουσι. Πατὴρ μὲ ἐκ τῆς ἀγριελαίου
καλῶς ἐγκενξιθεὶς εἰς τά καλλιέλαιον , καὶ τοσέτον
κοινωνήσας της πιότητος , ὥσε καὶ ἄλλες ἐγκουφίζειν
τις διθεναι , καὶ θεραπείαν ἐγχειριται ψυχῶν , ὑ
ψηλῶς τὸ λαξ τόδε προκαθεζόμενος, ᾿Ααρών τις δεύτε
ρος , ἢ Μωϋσης Θεῷ πλησιάζειν ἠξιωμένος , καὶ θείαν
φωνὴν χορηγεῖν τοῖς ἄλλοιςὡςαμένοιςπόρρωθεν . Προς ,
αέργητος , γαλὸς τὸ εἶδος , θερμὸς τὸ πνεῦμα , που
λὺς τὸ φαινόμενον , πλεσιώτερος τὸ κρυπτόμενον . Τί
αν ὑμῖν αναζωγραφου τὸν γινωσκόμενον ; ἐδὲ δ εἰ
σου αξιον
μακρὸν , καὶ ὅσον εκαςος
ἀποτείνοιμον λόγονσυνεπίςα
, εποιμενταίπ οσότου , ὅ
αἴτι τοσέτον

τὸν λόγον , καὶ βέλτιον ταῖς ὑπονοίαις παραχωρεῖν, ἢ

τῳ λόγῳ τὸ πολὺ περικόπτειν τε θαύματος. Μήτηρ


4 αἴωθεν μεν ἐκ προγόνων καθιερωμένη Θεῷ , καὶ
! κλῆρον αναγκαῖον ἐκ εἰς ἑαυτώ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς
ἐξ αὐτῆς κατάγεσα τίω εὐσέβειαν, ἐξ ἁγίας απαρ
χῆς ὄντως ἅγιον φύραμα · τοσέτον δὲ αὐτὸ αυξήσασά
τε καὶ πλεονάσασα , ὥσε ἤδη τισὶ ( φθέγξομαι δ , εἰ
S 4 છે
280 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

πλμηρὸς ὁ λόγος ) μηδὲ τοὺ τὸ ανδρὸς τελειότητα


ἑτέρε τινὸς , η ταύτης ἔργον γενέθαι , πις θαί τε
καὶ ῥηθεύαι, καὶ ὦ τὸ θαύματος! ἆθλον οὐσεβείας δος
θεαι μείζονα καὶ τελειοτέρων συσέβειαν . Φιλόπαιδες
ἄμφω καὶ φιλόχριτοι , τὸ παραδοξότατον , μᾶλλον δὲ φι
λόγιςοι πλέον , ἢ φιλόπαιδες · οἷς γε καὶ τὸ τέκνων
μία τις ἀπόλαυσις
• μὖ , τὸ ἀπὸ Χρισ8 καὶ γνωρίζεται
καὶ ὀνομάζεται καὶ εἷς οὐπαιδίας ὅρος ἡ ἀρετὶ, καὶ ἡ
πρὸς τὸ κρεῖττον οἰκείωσις . Εύσπλαγχνοι , συμπα
θεῖς , ἁρπάζοντες τὶ πολλὰ σητῷ , καὶ λησῶν, καὶ τῷ
κοσμοκράτορος , ἐκ τῆς παροικίας εἰςτὴν κατοικίας μετα
σκδυαζόμενοι, καὶ κλῆρον μέγιςον τοῖς παισὶ τὴν ἐκεῖ
τα λαμπρότητα θησαυρίζοντες · ὕτω τοι καὶ εἰς λιπα
ρὸν ἔφθασαν γῆρας , ὁμότιμοι καὶ τί ἀρετώ καὶ τω
ἡλικίαν , καὶ πλήρεις ἡμερῶν καὶ τε μονεσῶν ὁμοίως , καὶ
τζς λυομενων . Παρὰ τοσῦτον ἑκάτερος ἐκ ἔχων τὰ πρῶ
πι τῷ ἐπὶ γῆς , παρ᾿ ὅσον ὑπ᾿ ἀλλήλων εἰς τὸ πρω
τεῖον ἐκωλύοντο , καὶ πάσης συδαιμονίας μέζον ἐπλή
ρωσαν , πλίω τῆς τελευταίας ταύτης , ὡς τὸ οἰηθείη
τις , είτε δοκιμασίας χὴ λέγειν , εἴτε οικονομίας · ἡ
δέ ἐσιν , ὡς ὁ ἐμὸς λόγος , τὸν σφαλερώτερον τῆς παίς
δων δι' ἡλικίαν προπέμψαντες , ὅπως ἤδη καταλῦσαι
τὸν βίον ἐν ἀσφαλείᾳ , καὶ πρὸς τὰ αἴω πανοικεσίαμε
τατεθναι . Καὶ ταῦτα διῆλθον , καὶ τότες ἐγκωμιάσαι
βελόμενος, ἐδὲ ἀγνοῶν , ὅτι μόλις αὖτις τῆς ἀξίας ἐς
φίκοιτο ,καὶ ὅλῳ ὑπόθεσιν λόγου τὸν τόπων ἔπαινον
ὀντησάμενος , ἀλλ᾽ἵν ἐπιδείξαιμι ἐκ Πατέρων ὀφειλο

μείζω Καισαρίῳ τὴν ἀρετήν . Καὶ μὴ θαυμάζητε , μη
δὲ ἀπιςῆτε , εἰ τοιύτων τυχών γεννητόρων , τοιότων ἑαυ
τὸν παρέχων ἐπαίνων ἄξιον · ἀλλὰ τεναντίον , εἰ πρὸς
ἑτέρους εἶδε , τδ οἰκείων καὶ τῷ ἐγγύθα ἀμελήσας
ὑποδειγμάτων . Τὰ μὲ δὴ πρῶτα τοιαῦτα , οἷα προσ
ῆκον εἶναι τοῖς ὄντως
Ο εὖ γεγονόσι , καὶ καλῶς βιώ
σεθαι μέλλεσιν . Ἵνα δὲ τὰ ἐν μέσῳ συντέμω , κάλ
λος καὶ μέγεθος , καὶ τὺ ἐπὶ πᾶσι το ανδρὸς χάριν ,
પે
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 281

καὶ ὥσπερ ἐν φθόγγοις δαρμοςίαν, ὅτι μηδὲ πρὸς ὑ


μῶν τὰ τοιαῦτα θαυμάζειν , εἰ καὶ τοῖς ἄλλοις καὶ μι
κρα φαίνεται , πρὸς τὰ ἐφεξῆς βαδιέμαι το λόγο , καὶ
ἃ μηδὲ βελομοίῳ παραλιπεῖν ῥᾴδιον ο
Ὑπὸ δὴ τοιύτοις ἤθεσι ξαφώτες καὶ παιδευθέντες ,
καὶ τοῖς ἐνταῦθα μαθήμασιν ἱκανῶς ἀνασκηθεντες 기 ἐν
οἷς ἐκεῖνος τάχει τε καὶ μεγέθει φύσεως , οὐδ᾽ av ἀπὸὶ
‫د‬
τις ὅσον ὑπὲρ τοὺς πολλὲς Κω . Ω , πῶς ἀδακρυτι
εἰ τότων παρέλθω μνήμίω , καὶ μήμε ἀφιλόσοφον ἐ
λέγξῃ τὸ πάθος παρὰ τῶν ὑπόχεσιν ; ἀλλ᾽ ἐπειδήγε
ἀποδημίας καιρὸς ἐδόκει , καὶ τότε πρῶτον ἀπ ' ἀλλήλων
ἐχίθημα , ἐγὼ μὲν τοῖς κατὰ Παλαιςίνω έγκατα
μείνας παιδευτηρίοις αὐθῶσι τότε , κατὰ Ῥητορικῆς ἔ
ρωτα ὁ δὲ τίω ᾿Αλεξανδρου πόλιν καταλαβὼν πα
τοίας παιδεύσεως, καὶ τότε , καὶ ναῦ ἦσαντε કે δοκε

σαν ἐργασήριον . Τί πρῶτον; ἢ τί μέγιςον εἴπω τῷ


ἐκείνου καλῶν ; τί δὲ παρεὶς , μὴ τῳ μεγίσῳ ζημιών
σω τὸν λόγον ; τίς μεν ἐκείνε διδασκάλοις πιςότερος ;
τίς δὲ ἥλιξι προσφιλέςερος ; τίς μεν μᾶλλον ἀπέφυ1 ~
τη
γε τὴν τῆς μοχθηρῶν ἑταιρίαν καὶ ὁμιλίαν ; τίς δὲ τῇ
τδ βελτίςων ἑαυτὸν προσέθηκε πλεῖον , ἄλλοις τε,
καὶ τῷ ἐκ τῆς παξίδος τοῖς οὐδοκιμωτάτοις καὶ γνωρί
μωτάτοις , εἰδὼς οὐδὲ τὸτο φέρειν μικρὸν εἰς ἀρετί ,
ἢ κακίαν, τὰς σμυουσίας ; ἐξ ὧν , τίς μὲν ἄρχου
σιν ἐκείνου τιμιώτερος ; τίς δὲ τῇ πόλει πάσῃ ; και
τοιγε διὰ τὸ μέγεθος παύτων ἐγκρυπτομείων, ἢ ἐπὶ
σωφροσμών γνωριμότερος , ἢ ἐπὶ σωέσει περιφανέςε .
ρος ; Ποῖον μεὸ εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδούσεως ; μᾶλ
λον δὲ ποῖον , ὡς εἰδὲ μόνον ἕτερος ; τίνι δὲ παρῆκαν
ἐγγὺς αυτό γενέθαι, καὶ καὶ μικρόν ; μὴ ὅτι τὸ καθ᾽
ἑαυτὸν καὶ τῆς αὐτῆς ἡλικίας , ἀλλὰ καὶ τὸ πρεσβυτέρων
καὶ παλαιοτέρων ἐν τοῖς μαθήμασι ; καὶ παύτα ὡς ο
ὀξασκήσας , καὶ αὐτὶ παντων ἕκασον , τὰς μοὺ πτώες
τω φύσιν , φιλοπονίᾳ νικήσας , τὰς δὲ γενναίους τὴν
ἄσκησιν , διανοίας ὀξύτητι · μᾶλλον δὲ τάχει με τὸς
TX
282 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ταχεῖς,‫ ܕ‬απεδῇ δὲ τὰς φιλοπόνες ὑπερβαλών, καὶ τὰς


κατ᾽ ἄμφω δεξιὲς ἀμφοτέροις. Γεωμεζίας μούγε καὶ Α
ξεονομίας , καὶ τῆς ἐπικινδούς τοῖς ἄλλοις παιδεύσεως ,
ὅσον χρήσιμον ἐκλεξάμενος ( τῦτο δὲ Ε , ἐκ τῆς τὸ
ερανίων δφαρμοσίας , καὶ τάξεως, τὸν Δημιεργὸνθαυμά
σαι ) ὅσον βλαβερὸν ταύτης , διέφυγεν , καὶ τῇ φορᾷ τ
ἄτρων , διδὲς τὰ ὄντα καὶ τὰ γινόμενα , ὡς οἱ τὴν ὁμό2
δελον ἑαυτῆς κτίσιν , ἐπανις αύτες τῳ κτίσαντι , Θεῷ
δὲ καὶ τ᾿ἄλλα παύταὥσπερ εἰκὸς , ανατιθεὶς ,‫ ܕ‬καὶ τὴν
τέτων κίνησιν . ᾿Αριθμῶν δὲ καὶλογισμῶν, καὶ τῆς θαυ
μασίας μαζικῆς, ὅση τὰ περὶ φύσεις καὶ κράσεις , καὶ
τὰς ἀρχὰς τῆς νοσημάτων φιλοσοφεῖ , ὥς τε ταῖς ῥίζαις
ἀναιρεμέναις συνεκόπτειν καὶ τὰ βλαςήματα : τίς ὅπως
ἀμαθὺς ἢ φιλόνεικος , ὡς ἐκείνῳ δεναι τὰ δεύτερα , καὶ
μὴ ἀγαπᾶν, εἰ μετ᾽ ἐκεῖνον οὐθὺς ἀριθμοῦ το, τὸ κορεσ
βεῖον ἐν τοῖς δευτέροις"φερόμενος , καὶ ταῦτα καὶ λόγος
ἐςὶν ἁμάρτυρος · ἀλλ᾽ Ἑώστε ὁμὲ λῆξις καὶ Ἑασέριος ,
καὶ ὅστω ἐκεῖνος ἐπῆλθεν ὕτερον , ἐπίσημοι δῆλαι τῆς
ἐκείνε παιδεύσεως . Ἐπεὶ δὲ πᾶσανἀρετώ τε καὶ μά
θησιν , ὥσπερ μεγάλη φορτὶς παντοδαπών εμπορίαν ‫ܐ‬
εἰς μίαν τὴν ἑαυτῇ ψυχίω συλλεξάμενος , ἐπὶ τὴν ἑαυ
ως αὐ καὶ τοῖς ἄλλοις μεταδοίη τ
τε πόλιν ἐςέλλετο , ὡς
καλῶν ἀγωγίμων τῆς ἑαυτὸ παιδεύσεως , ἐνταῦθά τι
καὶ συμυέχθη πρᾶγμα θαυμάσιον , εδον δὲ οἷον ( καὶ
ᾧ ἐμέγε μάλισα παύτων εὐφραίνει τότο μνημονευθεν ,
καὶ ὑμᾶς αν ηδίες ποιήσεις ) ἐν βραχεῖ διηγήσασθαι .
Ηὔχετο μον ἡ μήτηρ , οὐχ μηδικήν τινα καὶ φιλόπαι
δα , ὥσπερ ἐξέπεμψεν ἀμφοτέρες , ὕτω καὶ στὸ ἀλλή
λοις ἐπανελθόντας ἰδεῖν . Ξωωρὶς δὲ ἐδοκιμοί τις, καὶ
εἰ μὴ τοῖς ἄλλοις , μηζὶ γ᾽ ἦν , οὐχῆς καὶ θέας ἀξία
στὸ ἀλλήλοις ὁρώμενοι, ἡ να κακῶςὑπὸ τὰ φθόνου
διαλυθεῖσα . Θεῷ δὲ ὅτω κινήσαντος, ὃς ἀκέει δικαίας
ἐξ δ᾽ἔἌρον τιμᾷ γονέων εἰς παῖδας συγνώμο
νας , ἐξ εδεμιᾶς ἐπινοίας δὲ συνθήματος, ὁ μὲν ἀπὸ
τῆς ᾿Αλεξανδρείας , ὁ δὲ ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος , κατὰ τὸν
αύ
.
ΕΙΣ
. ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 283.
JL

αὐτὸν χρόνον , εἰς τὴν αυτίω πόλιν . Ὁ μου ἀπὸ γῆς,


ὁ δὲ ἀπὸ θαλάσσης κατήραμεν . Ἡ πόλις δὲ ἦν τὸ Βυ
ζαίτιον , ἡναῦ προκαθεζομένῃ τῆς Εὐρώπης πόλις , ἐν
ἡ τόσο τον Καισάριος κλέος, 8καὶ πολύ χρόνε διελθόν
τος , μέγκατο , ὥς τε δημοσίας τιμὰς αὐτῷ καὶ γάμον
τῷ οὐδοκίμων καὶ τῆς Συγκλήτε βολῆς μετεσίαν προτερ
θέναι , καὶ πρὸς Βασιλέα πρεσβείαν ςαλίαι τὸν μέ
γαν , ἀπὸ κοινῦ δόγματος τὴν πρώτην πόλιν τις πρώ
τῳ λογίων κοσμηθαί τε καὶ τιμηθώαι · εἴτι μέλει
αυτῷ τῷ πρώτῳ ἀληθῶς εἶναι , καὶ τῆς ἐπωνυμίας ἀ
ξία . Καὶ τότο προςεθναι πᾶσι τοῖς ὑπὲρ αὐτῆς διη
νήμασι, τῷ Καισαρίῳ καλλωπίζεται, και αδῷκαὶ
οικήτορι , Καίτοιγε με τῆς ἄλλης λαμπρότητος πολλοῖς
καὶ μεγάλοις εὐθαυσμούτων ανδράσι , κατά τε φιλοσοφίαν,
κατά τε τὴν ἄλλῳω παίδουσιν . ᾿Αλλὰ τότο μου ἱκανῶς
τότε δ᾽ οὐὖ τὸ γενόμενον, τοῖς μοὶ ἄλλοις συτυχία τις
ἔδοξεν ἄλογος καὶ αναίτιος , οἷα φέρει πολλὰ τὸ αυτό
ματον ἐν τοῖς ἡμετέροις , τοῖς δὲ φιλοθέοις καὶ λίαν εὖς
τω, μὴ ἄλλοτι τὸ συμβαί εἶναι , ἢ γονέων θεο
δηλον ζὖ
φιλῶν ἔργον , ἐκ γῆς καὶ θαλάττης τὰς παῖδας σωνα .
γόντων , εἰς μίαν οὐχῆς ἐκπλήρωσιν . Φέρεμὴ δὲ τότο
16 Καισαρία καλῶν παρέλθωμεν , ὃ τοῖς μὲν ἄλλοις
ἴσως μικρὸν , καὶ δὲ μνήμης ἄξιον , ἐμοὶ δὲ καὶ τότε καὶ
νυῦ μέγισον ἔδοξεν , εἴπερ τῷ ἐπαινεῖς ἡ φιλαδελ
φία ; καὶ οὐ παύσομαι τιθεὶς ἐν πρώτοις , οσάκις αν
τὰ ἐκεῖνε ἐκδιηγῶμαι . Κατεῖχε μοὶ αὐτὸν αἷς εἶπον
τιμαῖς ἡ πόλις, καὶ ἐδ᾽ αὖ εἴτι γνοιτο , μεθήσειν ἔφα
σκεν . Ἐγὼ δὲ ἀνθέλκων ίχυσα , ὁ παντα Καισαρίῳ
πολὺς καὶ τίμιος , καὶ τοῖς γονεῦσι τὴν οἰχω πληρῶ
ν
λαβώκαὶ
σαι, τηςτῇ παρίδι τὸ χρέος , καὶ ἐμάντις τὸν πόθον
ὁδε κοινωνὸν καὶ συνέμπορον , καὶ προτιμή
θεὶς καὶ πόλεων καὶ δήμων μόνον , ἐδὲ τιμῶν καὶ πόρων ,
οἱ πολλοὶ καὶ πολλαχόθεν · οἱ μεν συνέρρεον ἐκείνῳ ,
οἱ δὲ ἠλπίζοντο , ἀλλὰ καὶ αυτό το Βασιλέως χεδὸν ,
καὶ τὴς ἐκεῖθεν ἐπιταγμάτων . Ἐντεῦθεν ἐγὼ μοὶ φιλο
σο
284 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

σοφεῖν διέγνων , καὶ πρὸς τὸν αἴω βίον μεθαρμοπται,


ὥσπέρ τινα βαρμὺ δεαπότω καὶ ἀῤῥώςημα χαλεπὸν ,
πᾶσαν φιλοτιμίαν ἀποσεισάμενος · μᾶλλον δὲ ὁ μο
πόθος πρεσβύτερος , ὁ δὲ βίος ὕτερος . Τὸν δὲ τὰ πρῶ
τα τῆς παιδεύσεως αναθέντα τῇ ἑαυτῷ παξίδι καὶ θαυ
μαθούτατος πόνων ἀξίως , μὲ τότο , δόξης ἐπιθυμία ,
καὶ τῷ προςατεύειν τῆς πόλεως , ὡς ἐμέγε συνέπειθε ,
τοῖς βασιλείοις δίδωσιν, ε παύν μὲν ἡμῖν φίλα ποιῶν
τα , καὶ καὶ γνώμίω ( καὶ δ ἀπολογήσομαιπρὸς ὑμᾶς . )
ὅτι πολλοςὸν τετάχθαι παρὰ Θεῷ κρεῖττον εἶναι δοκεῖ
τε καὶ ὑψηλότερον , ἢ παρὰ τῷ κάτω Βασιλεῖ τὰ πρῶ
τα φέρεθαι . Οὐ μίω ἄξιός γε μέμψεως φιλοσοφείν
μεν ο ὅσῳ μέγισον , τσότῳ καὶ χαλεπώτατον , καὶ ε
πολλῶν τὸ ἐγχείρημα , ἐδὲ ἄλλων , ἢ τὸ ὑπὸ τῆς θείας
προκεκλημένων μεγαλονοίας , ἢ τοῖς προηρημένοις και
λῶς χεῖρα δίδωσιν . Οὐ μικρὸν δὲ εἴτις τὸν δεύτερον
προςησάμενος βίον, καλοκαγαθίας μεταποιοῖτο , καὶ
πλείω λόγον ἔχοι Θεᾶ καὶ τῆς ἑαυτῷ σωτηρίας , ἢ τῆς
κάτω λαμπρότητος . Καὶ τὴν μεν ὡς σκευτώ προβάλ
λοιτο
~ , ἤ τι προσωπεῖον τῶν πολλῶν καὶ προσκαίρων , τὸ
το κόσμο τότε δράμα ὑποκρινόμενος ; αὐτὸς δὲ ζῴοι
Θεῷ μὴ τῆς εἰκόνος , [ οἶδε παρ' ἐκείνε λαβὼν καὶ
ὀφείλων τῷ δεδωκότι . Ὅπερ ἀμέλει καὶ Καισάριον δια
νοηθείτα γινώσκομεν · τάττεται μὲν δὲ τὴν πρώτῳῳ το
ἰαζοῖς τάξιν , ἐδὲ πολλῷ πόνε προσδεηθείς , ἀλλ᾽ ἐπι
δείξας μόνον το παίδευσιν , μᾶλλον δὲ βραχύ τινα
τῆς παιδεύσεως πρόλογον , καν τοῖς φίλοις το Βασι
λέως εὐθὺς ἀριθμόμονος , τὰς μεγίσας καρπεται τις
μάς . ῎Αμιον δὲ τὰ τῆς τέχνης φιλανθρωπίαν τοῖς
ἐν τέλει προτίθησιν · εἰδὼς ἐδοὺ ὅπως, ὡς ἀρετὴν καὶ
τὸ ἐπὶ τοῖς καλλίςοις γινώσκεθαι προάγειν εἰς τὸ ἔμ
προπαι · καὶ ὧν τῇ τάξει δεύτερος ζ , τέτων καὶ πολὺ
περιβῶ τῇ δόξῃ . Πᾶσι μοὺ ὠν διὰ σωφροσιζω ἐπές
7
ραςος , καὶ διὰ τῦτο τὸ τίμια πιςδόμενος , καὶ μηδεν
Ιπποκράτες ὁρκις8 προσδεόμενος , ὡς μηδὲν εἶναι καὶ
τω
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ , 285

τὴν Κράτητος ἁπλότητα


۱ πρὸς τὸ ἐκείνε θεωρεμενίω ,
πᾶσι δὲ πλέον , ἢ καὶ τοὺ ἀξίαν αἰδέσιμος , μεγάλων
μου ἀεὶ τῷ παρόντων ἀξιόμονος , μειζόνων δὲ ἄξιος
εἶναι τὴς ἐλπιζομενων κρινόμενος , τοῖς τε βασιλεῦσιν
αυτοῖς , καὶ ὅσοι τὶ πρῶτα μετ᾿ἐκείνες ἔχεσι. Τὸ δὲ
μέγιςον , ὅτι μήτε ὑπὸ τῆς δόξης , μήτε ὑπὸ τῆς ἐν
μέσῳ ζυφῆς , τὴν τῆς ψυχῆς συγένειαν διεφθάρη . Αλ Σ
W
λὰ πολλῶν καὶ μεγάλων ὑπαρχόντων αυτός , πρῶτον
εἰς ἀξίωμα Χριςιανὸν καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεται , καὶ
παύτα ὁμε παιδιά τις ἐκείνῳ καὶ λῆρος , πρὸς οὗ τότο
κρινόμενα˙ τὰ με δ ἄλλα ὡς ἐπὶ σκευῆς καὶ ἄλλοις
παίζεται, τάχιτα πηγνυμενης τε καὶ καταλυομενης
τάχα δὲ φθειρομένης ῥᾷον , ἢ σωισαμένης, ὡς εἶναι
ἰδεῖν ἐκ τῆς πολλῶν τῷ βίου μεταβολῶν , καὶ τῆς ανω
καὶ κάτω μεταπιπτέσης δυετηρίας μόνον δὲ ἴδιον ἀγα
θὸν εἶναι καὶ παραμένον ἀσφαλῶς , το ασέβειαν .

Ταῦτα Καισαρίῳ ἐφιλοσοφεῖτο , κἂν τῇ χλαμύδια ταύ
καις καὶ συνέζησε ταῖς ἐννοίαις , καὶ σωαπήλθε μείζων
τῆς φαινομενης εἰς τὸ κοινὸν εὐσεβείας , Θεῷ γνωρίζων
καὶ παριςὰς του καὶ τὸν κρυπτὸν αὔθρωπον . Καὶ εἴ με
δεῖ παντα παρούτα , τω προςασίαν 18 ἐκ γενες α
:
τυχησαύτων , τὴν ὑπεροψίαν τε τύφε , τω πρὸς τοὺς
φίλες ἰσοτιμίαν, τὴν πρὸς τὸς ἄρχοντας παῤῥησίων
τὸς ὑπὲρ ἀληθείας ἀγῶνας καὶ λόγος , ὃς πολλάκις
πρὸς πολλὲς σωετήσατο , καὶ λογικῶς μόνον , αλλά καὶ
λίαν δὐσεβῶς τε καὶ διαπύρως , ο αὐτὶ παύτων εἰπεῖν
τῆς ἐκείνε τὸ γνωριμώτατον . Ελύσσα καθ᾿ ἡμῶν Βα
σιλοὺς ὁ δυσώνυμος , καὶ καθ᾿ ἑαυτὸ πρῶτονμανείς , ἐκ
τῆς εἰς Χασὸν ἀθετήσεως , ἀφόρητος ἤδη καὶ τοῖς ἄλ
λοις μὖν ἐδ᾽ ἐν ἴσῳ τοῖς λοιποῖς χειςομάχοις , μεγα ፡
λοψύχως ἀπογραφόμενος εἰς τὸ ἀσέβειαν , ἀλλὰ κλέ
πτων τὸν διωγμὸν ἐν ἐπιεικείας πλάσματι ,‫ ܕ‬καὶ καὶ τὸν
σχολιὸν ὄφιν ,ὃς τὴν ἐκείνε κατέχε ψυχώ , παντοίαις
μηχαναῖς ὑποστῶν τὰς ἀθλίες εἰς τὸ ἑαυτὸ βάραθρον .
Καὶ τὸ μὲν πρῶτον αὐτῷ τέχνασμά τε καὶ σόφισμα , ἵνα
мида
286 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

μηδὲ τῆς ἐπὶ τοῖς ἄθλοις τιμῆς τυγχαίωμον ( ἐφθόνει


ὺ καὶ ταύτης Xesιανοῖς ὁ γεννάδας ) πάχοντας ὡς
Χρισιανός , ως κακέργες κολάζεται . Τὸ δὲ δεύτερον ,
πειθὺς ὄνομα , το σεῖναι τῷ γινομένῳ , μὴ τυραννίδος,
ὡς αν μεῖζον ᾖ τε κινδαίς τὸ τῆς αἰχνης, αυθαιρέ
τως χωρεσὶ πρὸς τὴν ἀσέβειαν . Καὶ τὸς μου χρήμα
σι , τὸς δὲ ἀξιώμασι , τὸς δὲὑποχέσεσι, τὸς δὲ παν
τοίαις τιμαῖς ὑφελκόμενος, ὃς οὐδὲ βασιλικῶς προσῆ
je , ἀλλά
ἀλλὰ καὶ λίαν δελοπρέπως, ἐν ταῖς ἁπαύτων ὄψε
σι , παύτας δὲ τῇ γοητείᾳ τῶν λόγων, καὶ τῷ καθ᾿ ἑαυ
τὸν ὑποδείγματι , ἐπὶ πολλοῖς πειρᾶται καὶ Καισαριε
Φεῦ τῆς παραπληξίας και της ανοίας , ε Καισάριον τε
ὄντα καὶ ἀδελφὸν ἐμὸν , καὶ τδ γονέων τέτων , συλήσειν
ἤλπισεν ! Αλλ᾿ ἵνὰ μικρὸν προσδιατρίψω τῷ λόγῳ , καὶ
καταξυφήσω τα διηγήματος , ὡς οἱ παρόντες τε θεά
ματος , εἰσήει μοὶ ὁ γεννάδας ἐκεῖνος , τῷ τῷ Χρισ8
σημείῳ φραξάμενος, καὶ τὸν μέγαν λόγον ἑαυτῷ προ
βαλλόμενος , πρὸς τὸν πολὺ ἐν ὅπλοις καὶ μέγαν ἐν
λόγων δεινότητι οὐδεὶ δὲ καταπλαγείς πρὸς τ -
ψιν , εδὲ θωπείᾳ τι καταβαλὼν τὸ φρονήματος · ἀθλή
τῂς ἕτοιμος Κὖ καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ πρὸς τὸν ἐν ἀμφοτέ
ροῖς διατὸν ἀγωνίζεται . Τὸ μοὶ ἐν σάδιον τούτον ,
καὶ ὁ τῆς οὐσεβείας ἀγωνιςὴς τοσέτος , καὶ αγωνοθέτης ,
ὤθεν μον Χρισὸς τοῖς ἑαυτοῦ πάθεσι τὸν ἀθλητίω
ὀξοπλίζων · ἐκεῖθεν δὲ δεινὸς τύραννος, τῇ τῷ λόγων
οἰκειότητι προασαίνων, καὶ τῷ τῆς ἐξεσίας ὄγκῳ
~ δεδιτ
τόμονος . Θέαξον δὲ ἀμφοτέρωθεν, τδ τε τῇ δυσεβείᾳ
λειπομενων ἔτι, καὶ τὸ ὑπ ' ἐκείνε σωηρπασμένων · ὅ
πῃ νούσῃ τὰ κατ' αὐτὲς ἀποσκοπέντων , ὅς τις νικήσειε
πλείω τω ἀγωνίων ἐχόντων , ἢ περὶ ὃς τὸ θέαζον
Αρ᾿ ἐκ ἔδεισας περὶ Καισαρίς , μήτι πάθῃ τῆς προ

θυμίας ανάξιον ; ἀλλὰ θαρσεῖτε · με Χρισε δ ἡ νίκη


τὰ τὸν Κόσμον νικήσαντος . Τὰ μὲ ἦν καθ᾽ ἕκασον της
τότε ῥηθούτων , ἢ προτεθρύτων ἐκδιηγεῖσθαι τὰ να ,
ἐγὼ μον εὖ ἴςε το παντὸς αἢ ἐτιμησάμίω . Καὶ γὰρ
વે
1
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 287
-
λογικάς τινας ἐςὶν ἃς ἔχει τροφὰς καὶ κομψείας ὁ
λόγος ; ἔμοι
2 γῆν ἐκ ἀηδεῖς εἰς μνήμω ; ἔξω δ᾽ αὖ εἴη
παντελῶς τὸ καιρες καὶ τῷ λόγω . Ὡς δὲ πάσας αυτό
τὰς ἐν τοῖς λόγοις πλοκὰς διαλύσας , καὶ πεῖραν ἅπα
σαν ἀφανῆ τε , καὶ φανεραν, ὥσσέρ
~ τινα παιδιὰν παρω
σάμενος , μεγάλῃ καὶ λαμπρᾳ τῇ ‫ ܕ‬φωνῇ , τὸ Χρισιανὸς
εἶναί τε καὶ μούειν ανεκήρυξαν · εἰδὲ ὅτω μὲν παντελῶς
ἀποπέμπεται . Καὶ δ δεινὸς ἔρως εἶχε τὸν Βασιλέα ,
τῇ Καισαρίε παιδεύσει συνεῖναι καὶ καλλωπίζεται ;
Ηνίκα καὶ τὸ περιβόητον τῦτο ἐν ταῖς τδ παύτων ἀ
κοαῖς ἐφθέγξατο · ὦ Παζὸς ούτυχος , ὦ παίδων δυ
ψυχῶν ! Ἐπειδὴ καὶ ἡμᾶς ἠξίωσαι τιμῆσαι τῇ κοινωνίᾳ
τῆς ἀτιμίας , ὧν καὶ τὴν παιδείσιν ᾿Αθλησιν ἔγνω ;
καὶ τὴν οὐσέβειαν.Δεύτερᾳ δὲ< εἰσόδῳ ταμιευθείς ,
πειδή γε καὶ Περσῶν ἐκεῖνον ἡ δίκη καλῶς ἐξώπλισεν,
ἐπαύεισί πρὸς ἡμᾶς φυγὰς μακάριος, καὶ ῥοπαιδχος
αναίμακτος , καὶ περιφανέσερος τὴν ἀτιμίων ἢ τὴν λαμ
τερότητα . Ταύτῳ ἐγὼ του νίκων τῆς πολλῆς ἐκείνε
χειρὸς , καὶ τῆς ὑψηλῆς ἀλεργίδος , καὶ τὸ πολυτελῶς
διαδήματος , ὑψηλοτέραν κρίνω μακρῷ καὶ τιμιωτέραν .
Τέτω τις διηγήματι πλέον ἐπαίρομαι , ἢ εἰ πᾶσαν ἐ
κείνῳ τὴν βασιλείαν ἀπεμερίσατο . Τοῖς μοὶ ἦν που
νηροῖς ὑποχωρεῖ χρόνοις , καὶ τοῦτο καὶ τω ἡμετέραν
νομοθεσίαν , ὀνς αύτος μεν καιρό , διακινδυνεύειν ὑπὲρ
τῆς ἀληθείας , καὶ μὴ προδιδόναι δειλίᾳ τὴν δυσέβειαν ,
ἕως δ᾽ αὖ ἐξῇ , μὴ προκαλεῖθαι τὰς κινδιώες κελσίου
σαν , εἴτε δέει τῷ ἡμετέρων ψυχῶν , εἴτε φειδοῖ τὴν

ἐπαγόντων τὸν κίνδυνον . Ἐπεὶ δὲ· ὁ ζόφος ἐλύθη , καὶ


ἡ ὑπερορία καλῶς ἐδίκασε , καὶ ἡ σιλβωθεῖσα ρομα
φαία τὸν ἀσεβῆ κατέβαλε , καὶ Χριςιανοῖς ἐπανῆλθε
τὰ πράγματα
1 , τί δεῖ λέγειν μεθ᾽ οἵας δόξης τε καὶ τι
μῆς, ἢท τῆς μαρτυρίων οἵων καὶ ὅσων , καὶ ὡς διδὲς χά
ειν μᾶλλον , ἢ κομιζόμενος , τοῖς βασιλείοις αὖθις ἀ
ναλαμβανεται , καὶ διαδέχεται τὴν προτέραν τιμῶ ἡ
δευτέρα ; καὶ Βασιλεῖς μεν ὁ χρόνος παρέμειψε , Καισα
eía
288 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

το
εἴῳ δὲ τὸ τῆς εὐδοξίας ἄλυτον , καὶ δ παρ' αὐτοῖς

καιτιτο
πρωτείων , καὶ ἀγὼν βασιλεῦσιν , ὅτις μᾶλλον Και
σάριον οἰκειώσηται , καὶ ᾧ μᾶλλον ἐκεῖνος ὀνομασθῇ
φίλος καὶ γνώριμος .
Τοιαῦτα Καισαρίῳ τὰ τῆς οὐσεβείας , καὶ παρὰ τῆς
οὐσεβείας . Ακεέτωσαν καὶ νέοι καὶ ανδρες , καὶ δια
¦ τῆς αὐτῆς ἀρετῆς , πρὸς τὴν ἀντλὼ ἐπιφανειαν ἐπειγές
πωσαν ἀγαθῶν δ πόνων καρπὸς οὐκλεὴς, ὅσοις
καὶ τῦτο διὰ σπουδῆς , καὶ μέρος συδαιμονίας ὑπολαμ
βαύεται . Αλλ᾽ οἷον δὴ καὶ τοῦτο τὸ περὶ ἀυτὸν θάμα
>
μάτων , ὁμῶ τε τῆς δ γονέων θεοσεβείας , καὶ τῆς ἐ
κείνου μεγίςῳ ἔχον ἀπόδειξιν . Διέτριβε μὲν ἐν τῇ
Βιθμυῶν, τω αρ
καὶ πολλος ὼ ἀπὸ Βασιλέως διέπων ἀρ
"
χ . Ἡ δὲ ᾖ , ταμιεύειν βασιλεῖ τὰ χρήματα , καὶ

θησαυρῶν ἔχειν τὴν ἐπιμέλειαν . Ἐντεῦθοι δ αυ
τῷ τὰς μείζες ἀρχὰς Βασιλοὺς προοιμιάζεται . Τῷ δὲ
πρώτη συνεχθέντος ἐν Νικαίᾳ σεισμᾶ , ὃς δὴ χα
λεπώτατος~ το πώποτε μνημονδυομενων γεγονείαι λέγε
ται, μικρᾶ τὰς παύτας ἐγκαταλαβόντος , καὶ τῷ τῆς πό
λεως κάλλει σωμαφανίσαντος , μόνος τῆς ἐπιφανῶν , ἢ

κομιδῇ στὸ ὀλίγοις , ἐκ τὸ κινδιώς περισώζεται,


σωτηρίων ἀπιςεμοίων , αυτῷ σκεπαθεὶς τις συμπτώ
ματι , καὶ μικρὰ σημεῖα τῷ κινδαύου φερόμενος , ὅσον
τὸν φόβον παιδαγωγὸν λαβῶν τῆς μείζονος σωτηρίας ,
καὶ ὅλος τῆς αἴω γενέθαι μοίρας , μεταθέμενος τὴν τρα
τείαν ἐκ τῆς κινεμένων , καὶ ἀμείψας ἑαυτῷ τὰ βασί
λεία . Τῦτο μοὺ ἦν καὶ διενοεῖτο , καὶ και ασεδίω ἑαυτῷ
συνηύχετο , ὡς πρὸς ἐμὲ γράφων ἔπειθεν , ἁρπάσαντα
τὸν καιρὸν εἰς νεθέτησιν , ὅπερ ἐδ᾽ ἄλλοτε ποιῶν ἐπανε
σάμω , ζηλοτυπῶν τὸ ἐκείνε μεγαλοφυές , τρεφόμενοι
ἐν τοῖς χείροσι, καὶ τὰ φιλόσοφον ὅτω ψυχίω ἐν τοῖς
δημοσίοις καλινδεμονων , καὶ ὥσπερ ἥλιον νέφει συγκα
λυπτόμενον . ᾿Αλλὰ ·τὰ μοῦ σεισμοῦ κρείττων ἐγνετο ,
τῆς νόσε δὲ ἐκ ἔτι καὶ δ ὖ ανθρωπος ° καὶ τὸ μοὺ
ἴδιον ἐκείνε , τὸ δὲ κοινὸν πρὸς τὸς ἄλλες . Καὶ τὸ μὲν
της
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ , 289

τῆς δυσεβείας , τὰ ท πα
δὲ τῆς φύσεως, καὶ πρἔλαβον ἡ
ραμυθία τὸ πάθος , ἵνα τῷ θανάτῳ σειπούτες , τη
παραδόξῳ τῆς τότεσωτηρίας εγκαυχησώμεθα . Καὶ νῦν
ἡμῖν ὁ πολὺς Καισάριος ἀποσέσωσαι , κόνις τιμία ,
νεκρὸς ἐπαινέμενος , ὕμνοις ἐξ ὕμνων παραπεμπόμεν
νος, Μαρτύρων βήμασι πομπευόμενος, γονέων χερσὶν
ὁσίαις τιμώμενος, μηξὸς λαμπροφορίᾳ τῷ πάθει τὴν
δσέβειαν αὐτασαγέσης , δάκρυσιν ἡττωμένοις φιλοσο
φίᾳ , ψαλμωδίαις κοιμιζάσαις τὰς θρώες, καὶ τῆς νεὸς
κτίσε ψυχῆς , μὲ τὸ πνεῦμα δι᾽ ὕδατος ανεμόρφωσαν 3
ἄξια τὰ γέρα καρπούμενος . Τοῦτό σοι Καισάριο παρ
έμε τὸ ὀντάφιον . Αὗται τδ ἐμῶν λόγων αἱἀπαρχαὶ,
ὃς κρυπτομένους πολλάκις μεμψάμενος , ἐπὶ σεαυτὸν
γυμνώσειν ἔμελλες . Οὗτος ὁ παρ᾿ ἐμοῦ κόσμος , σοι
δὲ κόσμε παντὸς εὖ οἶδα φίλτατος , οὐ σηρῶν περιρ
ρέοντα καὶ μαλακὰ νήματα , οἷς οὐδὲ περιὼν ἔχαιρες
κατὰ τὰς πολλές , ἀρετῇ μόνῃ κοσμέμενος ἡ δὲ λίνε
διαφανές
• ὑφάσματα , ἐδὲ μύρων πολυτίμων ἐπιχύσεις ,
ἃ ταῖς γυναικωνίτισιν ἀπεπέμπε καὶ πρότερον , καὶ ὧν
ἡμέρα μία λύει τω οὐωδίαν , ἐδὲ ἄλλό τι της μικρῶν
καὶ τοῖς μικροῖς τιμίων , ἃ παντα κατέκρυψαν αἢ σή
μερον ὁ πικρὸς λίθος έτος , μετά το καλῦ σώματος .
Εῤῥέτωσανμοι καὶ ἀγῶνες Ἑλλίνικοὶ καὶ μῦθοι , δι᾽ὧν
ἔφηβοι δυςυχεῖς ἐτιμήθησαν , μικρὰ μικρῶν αγωνισ
μάτων προτιθείτες τὰ ἔπαθλα καὶ ὅσα διὰ χρῶν τε
καὶ ἀπαργμάτων , ἢ σεμμάτων τε καὶ ανθέων νεοδρέπτων ,
ἀφοσιῦνται τὸς ἀπελθόντας ανθρώπες, νόμῳ παζίῳ
μᾶλλον , καὶ ἀλογίᾳ πάθες , ἢλόγῳ δελοοντες . Τὸ
δὲ ἐμὸν δῶρον , λόγος , ὃ τάχα καὶ ὁ μέλλων ὑπολή
μεται χρόνος ἀεὶ κινέμενον , καὶ ἐκ ἐῶν εἰς τὸ παντελὲς
ἀπελθεῖν τὸν ἀνθώδε μεταχωρήσαντα φυλάσσων δὲ
ἀεὶ καὶ ἀκοαῖς καὶ ψυχαῖς τὸν τιμώμενον, καὶ πινάκων
ἐναργες έραν προτιθεὶς τω εἰκόνα το ποθεμούς .
Τὰ μὲν ἦν παρ᾿ἡμῶν τοιαῦτα · εἰ δὲ μικρά , καὶ τῆς
αξίας ἐλάττω , καὶ Θεῷ φίλον τὸ καὶ διύαμιν καὶ τὰ
Encicl . Tom. II . t MCS
290 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
?
ε
μου ἀποδεδώκαμεν , τὰ δὲ δώσομον, τὰς δὲ ἔτες προσ
φέροντες τιμάς τε καὶ μνήμῃς , οἵ γε τῷ βίῳ περιλειπό
S
μονοι Σὺ δὲ ἡμῖν Οὐρανὸς · ἐμβατεύοις , ὦ θεία καὶ
ἱερὰ κεφαλὴ , καὶ ἐν κόλποις Αβραάμ , οἵ τινες δὴ ἑτοί
εἰσιν ,‫ ܪ‬αναπαύσαιο καὶ ᾿Αγγέλων ἐποπτοίοις χορείαν,
καὶ μακαρίων ανδρῶν δόξας τε καὶ λαμπρότητας · μᾶλλον
δὲ συγχορδίοις καὶ συναγάλλοιο , παντα διαγελῶν τὰ
δὲ ἀφ᾽ὕψος , τός τε καλεμένες πλέτος , καὶ τὰς ἐρ
ριμμοίας ἀξίας, καὶ τὰς ψουδομονας τιμᾶς, καὶ τὴν διὰ
της αιθήσεων πλανίω , καὶ τὴν τὸ βία τότε περιφορας ,
εἰς τὴν ὥσπερ ἐν νυκτομαχίᾳ συγχυσίν τε καὶ ἄγνοιαν ,
Βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ παρισάμενος , καὶ τῇ ἐκεῖθον φω
τὸς πληρώμενος , ὁ μικραν ἀπορροὴν ἐντεῦθον δεξάμε
νοι , ὅσον ἐν ἐσόπζοις φαντάζεθαι καὶ αἰνίγμασιν , ἀν
τῇ τῇ πηγῇ τῇ καλῶ μὲ ταῦτα ἐντύχοιμον , καθαρῷ
πως νῷ καθαραν τὴν ἀλήθειαν ἐποπτεύοντες , καὶ τότον
μιθὸν δὑρισκόμενοι τῆς περὶ τὸ καλὸν ἐνταῦθα φιλο
πονίας , τα τελεωτέραν ἐκεῖσε τὸ καλῶ μετεσίαν καὶ
θεωρίαν , ὅπερ δὴ τῆς ἡμετέρας τέλος μυςαγωγίας ,
βίβλοι τε καὶ ψυχαὶ θεολόγοι θεσσίζεσι . Τί λοιπὸν
ἔτι ; τ ἐκ λόγο θεραπείαν τοῖς ἀλγῦσι προσενεχ
κεῖν . Μέγα δὲ τοῖς πενθῶσι τὸ མ παρὰ τῷ συναλγέν
των φάρμακον · καὶ οἱ τὸ ἴσον τῇ πάθες ἔχοντες πλέον
εἰσὶν εἰς παραμυθίαν τοῖς πάχεσι . Μάλιςα μοὶ ἐν
πρὸς τοιέτες ἐςὶν ἡμῖν ὁ λόγος, ὑπὲρ ὧν αἰχμοίμην
αν η
εἰ μὴ καθάπερ ἄλλο παντὸς τῷς καλῶν, ὅτω καὶ
καρτερίας τὰ πρῶτα φέροιντο . Καὶ τὸ εἰ φιλόπαιδες
παύτων μᾶλλον, ἀλλὰ καὶ παύτων μᾶλλον φιλόσοφοι καὶ
φιλόχριτοι , καὶ τί ἐντεῦθοι μετάβασιν ἐκ πλείονος
αὐτοί τε μελετήσαντες , καὶ τὰς ἐξ αυτδ διδάξαντες ,μᾶλ
λον δὲ τὸν βίον ὅλον μελέτω λύσεως ἐντησάμενοι .
Εἰ δὲ ἔτι τὸ πάθος ἐπισκοτεῖ τοῖς λογισμοῖς, καὶ καὶ
θάπερ λήμη τις
~ τὸν ὀφθαλμὸν ὑπελθῦσα , καθαρῶς
σκιδεῖν ἐκ ἐᾷ τὸ δέον , φέρε δέξαθε παράκλησιν οἱ
πρεσβύτεροι το νέο , καὶ τῷ παιδὸς οἱ Πατέρες , καὶ τὸ
υθε
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ. 291

ευθετείται παρά της τηλικέτων ὀφείλοντος, οἱ πολλες


μυθετήσαντες , καὶ τῷ πολλῷ χρόνῳ τὴν ἐμπειρίαν συλ
λέξαντες . Θαυμάσητε δὲ μηδον, εἰνέος νεθετω γέρο
τας , καὶ τότο ὑμέτερον , εἴτι πολιᾶς ἄμεινον σμυδραν
ἔχω . ~Πόσον ἔτι βιωσόμεθα χρόνον, ὦ τίμιαι πολιαὶ,
καὶ Θεῷ πλησιάζεσαι ; πόσον ἐνταῦθα κακοπαθήσομεν
~ ;
ἐδὲ ὁ πᾶς ἀνθρώπων βίοςμακρὸς, ὡς τῇ θείᾳ φύσει
καὶ ἀτελευτήτῳ παραβαλεῖν , μὴ ὅτι τὸ τῆς ζωῆς λει
7
ψανον , καὶ ἡ λύσις ὡς οὖ εἴποιμεν της ανθρωπίνης
πνοῆς, καὶ τα προσκαίρε βίε τα τελευταῖα . Πόσον η
μᾶς ἔφθη Καισάριος , πόσον 3 ἔτι τὸν ἀπελθόντα πο
θήσομον; καὶ πρὸς τῷ αὐτῷ ἐπειγόμεθα μόνω
τὸν αὐτὸνὑποδυσόμεθα λίθον αυτίκα ; ἐχή αυτή κόρ
ἐσομ ίραις
νις με μικρὸν , ὅσον πλείω κακά , τὰ μον

ἰδόντες , τὰ δὲ παθόντες, τὰ δὲ καὶ πράξαντες ἴσως


λειτεργῆσαι τῷ > τῆς φύσεως νόμῳτὴν κοινία εἰσφοραν
καὶ ἀσάλευτον ; καὶ τοῖς μὲν ἐπαπέλθει, της δὲ προσ~
πελθεῖν , καὶ g τὸς μὲν κλαῦσαι; ὑπὸ
ἐ δὲ τῆς πρωηθῆ
και , καὶ παρ᾿ ἄλλων αντιλαβεῖν , ὃν προεισμέγκαμα
ἄλλοις τῆς δακρύων ἔρανόν . Τοιῶτος ö
ὁ βίος ἡμῶν ἀδελ ·
φοί, το ζώντων πρόσκαιρα . Τοῦτο τὸ ἐπὶ γῆς παί
γνιον , ἐκ ὄντας γενέθαι , καὶ γενομονες αναλυθεαι
Οναρ ἐσμῳ ἐχ ἱςάμενον , φάσμα τι μὴ κρατέμενον ,
πτῆσις ὀρνές παρερχομούς , ναῦς ἐπὶ θαλάσσης ἴχνος
ἐκP ἔχεσα , κόνις, ατμὶς , ἑωθινὴ δρόσος, αὔθος και
ρῷ φυόμενον , καὶ καιρῷ λυόμενον . ῎Ανθρωπος , ώσει
χόρτος αἱ ἡμέραι αυτό , ὡσεὶ αὔθος τῷ ἀγρ8 , ὅπως ἐ
ξανθήσει καλῶς ὁ θεῖος Δαβὶδ περὶ τῆς ἀπενείας
ἡμῶν ἐφιλοσόφησε . Καὶ ἐν ἐκείνοις πάλιν τοῖς ῥήμα
σι , τῷ ὀλιγότητα της ἡμερῶνμε ανάγγειλόν μοι · καὶ
·
παλαιῶν μέζον τὰς ανθρωπίνας ἡμέρας ορίζεται
Τί δ᾽αὖ εἴποις πρὸς Ἱερεμίαν , ὃς καὶ τῇ μαζὶμέμφε
ται , τῆς γεννήσεως ἀλγῶν , καὶ ταῦτα ἐπ᾽ἀλλοξίοις
πταίσμασι ; παντα εἶδόν φησιν ὁ Εκκλησιαςής, που τα •
t 2 ἐπῆλ
292 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ἐπῆλθον λογισμῷ τὰ ανθρώπινα , πλοῦτον, ξυφτώ ,


δωατείαν , δόξαν
21 τὴν ἄσατον , σοφίαν τω ὑποφεύγετ
σαν πλέον , ἢ κρατεμαίω , πάλιν ξυφ ,σοφίαν πά
λιν , ἐπὶ τὰ αὐτὰ πολλάκις ανακυκλόμονος , γατρὸς
ἡδονας , παραδείσες , πλῆθος οἰκεῖδ᾽, πλῆθος κτη

μάτων , οἰνοχόως , καὶ οἰνοχόας , ᾄδοντας , καὶ ἀδέσας ,


ὅπλα , δορυφόρες , ἔθνη προασίπτοντα , φόρες συλλε
γομούες , ὀφροῦ Βασιλείας , ὅσα περιττὰ βίε , ὅσα
των αναγκαίων , οἷς ὑπὲρ παύτας ἦλθον Βασιλεῖς τις
ἔμπροθέν . Καὶ τί ἐπὶ πᾶσι τέτοις ; παντα ματαιό
της ματαιοτήτων . τὰ παύτα ματαιότης , καὶ προαίρεσις
πνεύματος , εἶτ᾽ ἐν ὁρμή τις ψυχῆς ἀλόγιςος , καὶ πε
εμπασμός ανθρώπε , τότο κατακριθώντες , ἴσως ἐκ
το παλαι πτώματος . ᾿Αλλὰ τέλος λόγο, φησί , elτὸ
παῦ ἄκκε, τὸν Θεὸν φοβῦ . Ἐνταῦθα τῆς ἀπορίας -
σαται , καὶ τότόσοι μόνον τῆς ἐνταῦθα ζωῆς τὸ κέρ
δος , ὁδηγηθεῦαι διὰ παραχῆς τῷ ὁρωμαίων , καὶ σας
λεγομένων , ἐπὶ τὰ ἑςῶτα καὶ μὴ κινέμενα .
Μὲ τοίνω παθῶμεν Καισάριον , οἵων ἀπηλλάγη
κακῶν εἰδότες , ἀλλ᾿ ἡμᾶς αὐτὸς, οἷοις ὑπελείφθημεν ,
κι οἷα θησαυρίσομεν , εἰμὴ γνησίως Θεῷ προσθέμε

νοι,καὶ παραδραμόντες τὰ παραδέχονται , πρὸς τ


ανω ζω ἐπειγαίμεθα , ἔτι ὑπὲρ γῆς ὄντες , κατα
λιπόντες τω γω , καὶ τῷ πνεύματι φέροντι πρὸς τα
αἴω γνησίως ἀκολεθήσαντες . Ταῦτα καὶ ἀλγεινὰ τοῖς
ὀλιγοψύχοις , καὶ κεφα τοῖς αὐδρικοῖς πω διάνοιαν ·
Σκοπώμε δὲ ὅπως Οὐκ ἄρξει Καισάριος , ἀλλ᾽ ἐδε

ἀρχθήσεται πρὸς ἄλλων . Οὐ φοβήσει τινὰς , ἀλλ᾽ἐδὲ


δείσει βαρύ Δεσπότμω , πολλάκις τὸν ἐδὲ ἄρχεσθαι
ἄξιον . Οὐ σωάξει πλᾶτον, ἀλλ᾽ἐδὲ ὑπόψεται φθό
νον , ἢ ψυχὴν ζημιωθήσεται κακῶς συνάγων , καὶ το
· προσλαμβαύειν ζητῶς , ὅσον ἐκτήσατο . Τοιαύ
σῦτον ἀεὶ
τη δ ἡ τὸ πλουτεῖν νόσος , ὅρον τὰ δεῖσθαι πλείο
νος ἐκ ἔχουσα , ἀλλὰ τὸ ποιὸν ἀεὶ δίψους ποιεμούη
φάρμακον . Οὐκ ἐπιδείξεται λόγους , ἀλλ᾽ ὑπὸ λόγως
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 293

γε θαυμαθήσεται . Οὐ φιλοσοφήσει τὶ Ἱπποκράτες


καὶ Γαλίως , καὶ τῷ αντιθέτων ἐκείνοις , ἀλλ᾿ καὶ κακο
παθήσει νόσοις , ἰδίας ἐπ᾽ ἀλλοξίαις συμφοραῖς λύ
πας καρπούμενος . Οὐκ ἀποδείξει τὰ Ευκλείδου καὶ
Πτολεμαίε καὶ Ἤρωνος, ἀλλ᾽ ἐδὲ ἀλγήσει τοῖς ἀπαιδούς
τοῖς φυσῶσι μείζονα . Οὐ καλλωπιεῖται τοῖς Πλάτω
νος , καὶ ᾿Αριςοτέλες , καὶ Πύρρωνος , καὶ Δημοκρίτες
δήτισι, καὶ Ἡρακλείτοις, καὶ Αναξαγόρας, Κλεανθαις
τε , καὶ Ἐπικέροις , καὶ ἐκ οἶδ᾽ οἷς τίσι τὸ ἐκ τῆς σεμνῆς
Στοᾶς καὶ ᾿Ακαδημίας, ἀλλ᾽ ἐδὲ φροντίσει.ὅπως διαλύ
σῃ τέτων τὰς πιθανότητας. Τί με δεῖ μνημονεύειν . τ
ἄλλων ; ἀλλὰ ταῦτα δὴ τὰ τίμια πᾶσι καὶ περιστέ
δαςα . Οὐ παραςήσεται γαμετώ , ἢ παῖδας , ἀλλ᾿
δὲ θρμήσει τέτες , ή θρηθήσεται ὑπὸ τέτων, ἢ και
ταλιπῶν ἄλλοις, ἢ καταλειφθεὶς συμφορᾶς ὑπόμνημα .
Οὐ κληρονομήσει χρημάτων ,‫ ܪ‬αλλά κληρονομηθήσεται
*
ὑφ᾽ὧν χρησιμώτατον , καὶ ὧν αὐτὸς ἠθέλησαν , ἵνα πλέ
σιος ὀνθοίδε μεταναςῇ , παύτα μεθ᾿ ἑαυτῷ φερόμενος .
Ω τῆς φιλοτιμίας , ὦ τῆς καινῆς παρακλήσεως , ὦ της
μεγαλοψυχίας της ἐπιβαλλομοίων ! Ἠκέσθη κήρυγμα
πάσης ἀκοῆς ἄξιον, καὶ μηφὸς πάθος κινᾶται δι᾽ὑπο
χέσεως͵καλῆς καὶ ὁσίας , δἶναι τὰ παύτα τῷ παιδὶ
τὸν ἐκείνε πλᾶτον , ὑπὲρ ἐκείνου δῶρον , ἐντάφιον , καὶ
μηδὲν ὑπολειφθάαι· τοῖς προσδοκήσασιν . Οὔπω ταῦ
τα ἱκανὰ πυρὸς παραμυθίαν ; προσοίσῳ τὸ μεῖζον φάρ
μακον· πείθομαι σοφῶν λόγοις , ὅτι ψυχὴ πᾶσα και
λή τε καὶ θεοφιλής , ἐπειδαν τὸ συδεδεμείς σώματος ,
ἀνθοδὲ ἀπαλλαγῇ , οὐθὺς μοὶ ἐν συναιθήσει και θεω
εᾳ τὸ μεύοντος αὐτῷ καλῷ ‫ اد‬γενομενη , ἅτε τὸἐπίσκο
τὄντος ανακαθαρθούτος , ἢ ἀποτεθοντος , ἢ , ἐκ οἶδ᾽ ὅτι
καὶ λέγειν χρὴ , θαυμασίαν τινὰ ἡδοντῳ ἥδεται , καὶ ἀ
γάλλεται , καὶ ἵλεως χωρεῖ πρὸς τὸν ἑαυτῆς Δεασότίω ,
ὥσσέρ τι δεσμωτήειον χαλεπὸν τὸν ἐνταῦθα βίον ἀπο
φυγέσα , καὶ τὰς περικειμενας ἀποσεισαμενη πέδας ,
ὑφ᾽ ὧν τὸ · τῆς διανοίας πτερὸν καθείλκετο , καὶ οἷον N
ἤδη
t 3 τη
294 5.
ΓΡΗΓΟΡΙ ΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

τῇ φαντασίᾳ καρπεται τὴν ἀποκειμείῳ μακαριότητα


Μικρὸν δ᾽ ὕφερον
1 καὶ τὸ συγγενὲς σαρκίον ἀπολαβᾶσα ,
· τὰ ἐκεῖθεν συνεφιλοσόφησε , παρὰ τῆς καὶ δόσης καὶ
τις δίθεσης γῆς, ᾧόπον ὃν οἶδεν ὁ ταῦτα συδήσας,
καὶ διαλύσας Θεός , τότε συγκληρονομεῖ τῆς ἐκεῖθεν δό
ξης . Καὶ καθάπερ τῷ μοχθηρων αυτό μετέσχε δια
τῷ συμφυΐαν, ὕτω καὶ τοῦ τερπνῶν ἑαυτῆς μεταδίδω
‫ ܕ ؛‬ὅλον εἰς ἑαυτὴν αναλώσασα , καὶ γενομένησου το
τῷ οἱ καὶ πνεῦμα , καὶ νας , καὶ Θεὸς, καὶ καταποθέντος
ὑπὸ τῆς ζωῆς τὸ θνητό τε καὶ ρέοντος .Ακδε γ᾽ ἐν οἷα
περὶ συμπήξεως ότῶν τε καὶ νεύρων φιλοσοφεῖται της
θείῳ Ἰεζεκιήλ , ὅσα μετ' ἐκεῖνον τῷ θείῳ Παύλῳ πε
οἱ σκλώματος ἐπιγείς , καὶ οἰκίας ἀχειροποιήτες το
μου καταλυθησομούς , τῆς δὲ ἀποκειμένης ἐν Οὐρανοῖς :
τὸν τὴν
καὶ μὲν εἶναι
Κύριον ἀπὸ τὸ σώματος: τω
φάσκοντος δε στο
ἐκδημίαν μιας πρός
, ὀνδημίων πρὸς

ὡς ἐκδημίαν ὀδυρομούς, καὶ δια τέτο ποθῶντος καὶ απού


δοντος τὴν ανάλυσιν . Τί μικροψυχῶ περὶ τὰς ἐλπίς
δας ; τί γίνομαι πρόσκαιρος , αναμένω τὴν τε Αρχαγ ·
γέλο φωνίῳ , τὴν ἐχάτην σάλπιγγα , τὸν Οὐρανῶ μετα
χηματισμὸν , τὴν γῆς μεταποίησιν , τὴν τῆς τοιχείων ἐ
λευθερίων , τήν Κόσμο παντὸς ανακαίνισιν . Τότε Και
σάξιον αὐτὸν ὄψομαι , μηκέτι ἐκδημοιῦτα , μηκέτι φερό
μόνον , μηκέτι πονθέμενον , μηκέτ ' ἐλεόμενον , λαμπρὸν ,
εὔδεξον , ὑψηλὸν οἷός μοι καὶ κατ᾿ ὄναρ ὤφθης πολλάκις
ὦ φίλτατε αδελφῶν ἐμοί , καὶ φιλαδελφότατε , εἴτε τοβέ
λεθαι τότο ανατυπέντος , είτε της αληθείας .
Νιωὶ δὲ ἀφεὶς τὰς θρίως εἰς ἐμαυτὸν βλέψω , μή
τι θρώπων άξιον λάθω φέρων , καὶ τὰ ἐμαυτὸ περιακές
ψομαι , Υἱοὶ ανθρώπων ( μέτεισι δ πρὸς ὑμᾶς ὁ λό
γος ) ἕως πότε βαρυκάρδιοι , καὶ ταχεῖς των διαίοιαν ;
ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα , καὶ ζητεῖτε ψεῦδος ; μέγα
τι τὸν ἐνταῦθα βίον , καὶ τὰς ὀλίγας ταύτας ἡμέρας
&
πολλὰς ὑπολαμβάνοντες , καὶ τῷ διάζευξιν ταύτην τὴν
ἀπασκ καὶ ἡδεῖαν , ὡς δήτι βαρύ καὶ φeικῶδες ἀπο
ερε
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 295

τρεφόμενοι ; καὶ γνωσώμεθα ἡμᾶς αυτές ; καὶ τὰ φαινόμε


να ρίψωμον , ε πρὸς τὰ νούμενα βλέψωμεν ; ἐκ εἴτε
καὶ λυπεῖσθαι χρὴ , τεναντίον αὐιασώμεθα , τῇ παροι
πίᾳ μηκωνομεύῃ , καὶ τὸν θεῖον Δαβίδ , σκευώματα
σκοτασμό , καὶ τόπον κακώσεως , καὶ ἐλώ βυθό, καὶ
σκιαν θανάτε τὰ τῇ δὲ ἀποκαλοῦτα , ὅτι βραδεύομεν
ἐν τοῖς τάφοις οἷς περιφέρομεν , ὅτι ὡς ανθρωποι -
ποθνήσκομεν τὸν τῆς ἁμαρτίας θαύατον , Θεοί γεγονός
τες . Τῦτον ἐγὼ φοβᾶμαι τὸν φόβον
~ , τότῳ καὶ νύκτωρ
καὶ μεθ᾿ἡμέραν συνειμε , καὶ ἐκ ἐᾷ με αναπνεῖν ἡ ἐκεῖ
θαν δόξα , καὶ τὰ ἐκεῖσε δικαιωτήρια , ὧν τῆς μεν ἐφίες
μαι , μέχρι καὶ τὸ διύαθαι λέγειν · ἐκλείπει εἰς τὸ
σωτήριόν σε η ψυχή με τὰ δὲ φρίττω , καὶ ἀπορείς
φομαι . Ἐκεῖνο δὲ εἰ δέδοικα , μή μοι τὸ σῶμα τοῦτο
διαῤῥυς καὶ διαφθαρο παντελῶς οἰχήσηται, ἀλλὰ μὴ
τὸ τὸ Θεῦ πλάσμα τὸ οὔδοξον ( εὔδοξον δ κατορθόν ,
ὥσπερ ἄτιμον ἁμαρτάνον ) ἐν ᾧ λόγος, νόμος , ἐλπὶς,
τὴν ἀντὶ τοῖς ἀλόγοις ἀτιμίαν κατακριθῇ , καὶ μη
δεν πλέον ἢ μὲ τί διάζευξιν , ὡς ὄφελόν γε τοῖς που
νηροῖς , καὶ τῷ ἐκεῖθεν πυρὸς ἀξίοις . Εἴθε νεκρώσαιμι
τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς · εἶπε παύτα τῷ πνεύματι
δαπανήσαιμι , τω set καὶ ὀλίγοις βατκὸ ὁδούσας
ως τάγε με' τατο
ὁδὸν , μὴ τω πλατεῖαν καὶ αὔετον ,‫ ܐ‬ὡς
ที่
λαμπρὰ καὶ μεγάλα , καὶ μείζων ἢ καὶ τῷ ἀξίας ἐλα
πίς . Τί ἐσιν ανθρωπος , ὅτι μιμνήσκῃ ἀυτό ; τί τὸ
καινὸν τότο περὶ ἐμὲ μυςήριον ; μικρός εἰμι καὶμέγας ,
ταπεινὸς καὶ ὑψηλὸς , θνητὸς καὶ ἀθάνατος ,ἐπίγειος καὶ
ἐραύιος . Ἐκεῖναμε το κάτω Κόσμο , ταῦτα μετὰ τῶ
Θεδ ' ἐκεῖνα με τῆς σαρκὸς , ταῦτα μὲ τὸ πνεύματος .
Χρισῷ συνταφαί με δεῖ , Χρισῷ σωωναςΚαμ , συγ
κληρονομῆσαι Χρισῷ , Υἱὸν γενέθαι Θεῷ , Θεὸναυτόν
Ορᾶτε ποῖ προϊών, ανήγαγον ἡμᾶς ὁ λόγος . Μικρὰ καὶ
χάριν ὁμολογῶ
el τῷ πάθει , ᾧ τοιαῦτα ἐφιλοσόφησα ,
καὶ δι᾿ ὃ μᾶλλον ἐρατὴς ἐγονομίου τῆς ἀνθοίδεἀπανα
τάσεως . Τέτο ἡμῖν τὸ μέγα μυσήριον βέλεται τέτο
t 4 ἡμῖν
296 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ὑμῖν ὁ ἐνανθρωπήσας δι᾿ ἡμᾶς καὶ πτωχούσας Θεός ,


ἵνα ανασήσῃ τὴν σάρκα , καὶ ανασώσηται τω εἰκόνα ,

καὶ αναπλάσῃ τὸν οὔθρωπον · ἵνα γενώμεθα οἱ παί


τες οἱ ἐν Χρισῷ , γενομένῳ τὰ παύτα ἐν πᾶσιν ἡ
μῖν τελείως , ὅσα πέρεσιν αυτὸς , δ ναῷ ἐν ἡμῖν
ὑπαρχόντων σαρκικῶν τε καὶ ανθρωπίνων ἵνα μηκέ
τι ὦμεν ἄῤῥον καὶ θῆλυ , βάρβαρος , σκύθης , δῆλος,
·ἐλεύθερος , τὰ τῆς σαρκὸς γνωρίσματα · μόνον δὲ φέ
ρωμα ἐν ἡμῖν αὐτοῖς τὸν θεῖον χαρακτῆρα , παρ᾿ οὗ
καὶ εἰς ὃν γεγόναμεν ποῦτον ἀπ᾿ἀυτῷ μορφωθούτες
καὶ τυπωθοντες , ὥς τε καὶ ἀπὸ μόνε γινώσκεθαι , καὶ
εἴημεν γε ὅπερ ἐλπίζομαι , και των μεγάλω Θεο͵ τὸ
μεγαλοδώρες φιλανθρωπίαν · ὃς μικρὰ αἰτδ , μεγάλα
χαρίζεται ναῷ τε , καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον , τοῖς γνη
σίως αυτὸν ἀγαπῶσι, παύτα φέγοντες , παύτα ὑπο
μεύοντες διὰ τὴν εἰς ἀυτὸν ἀγάπίω τε καὶ ἐλπίδα . Ἐ
πὶ πᾶσιν οὐχαρισὄντες , δεξιοῖς τε ὁμοίως καὶἀρισ
ροῖς, ἡδέσι λέγω καὶ αὐιαροῖς ( ἐπειδὴ καὶ ταῦτα σω
τηρίας ὅπλα πολλάκις οἶδεν ὁ λόγος ) αυτό παρα
κατατιθέμενοι τὰς ἡμετέρας ψυχὰς, τὰς Το προκα
ταλυόντων , ὥσπερ ἐν ὁδῷ κοινῇ τῆς ἑτοιμοτέρων · ὃ δὴ
καὶ αὐτοὶ ποιήσαντες , ἐνταῦθα τοῦ λόγου λήξωμα .
Αλλὰ καὶ ὑμεῖς τῆς δακρύων , ἐπὶ τὸν τάφον ἤδη απο
δοντες τὸν ὑμέτερον , ὃν δῶρον παρ᾽ὑμῶν ἔχει Καισά ·
ecs, λυπηρόν τε καὶ μόνιμον , γονεῦσι μοὶ ἑτοιμαθένα
τα καὶ γήρᾳ καὶ καιρὸν , παιδὶ δὲ καὶ νεότητι δωρηθέν
τα καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς , καὶ ἐκ ἀπεικὸς , τῷ διέποντι
τὰ ἡμέτερα . Ω Δέασοτα παύτων καὶ ποιητά , καὶ δια
φερόντως τόδε τῷ πλάσματος , ὦ Θεὲ τὸ σῶν ανθρώ
.
πων , καὶ Πάτερ καὶ Κυβερνῆτα , ὦ ζωῆς καὶ θανάτεS
Κύριε, ὦ ψυχῶν ἡμετέρων ταμία καὶ διεργέτα , ὦ
ποιῶν τὰ παντα καὶ μετασκευάζων τῷ τεχνίτῃ Λόγῳ
καὶ καιρὸν , καὶ ὡς αὐτὸς ἐπίτασαι , τῷ βάθει τῆς
σῆς σοφίας και διοικήσεως , να με δέχοιο Καισάριον
ἀπαρχίῳ τῆς ἡμετέρας ἀποδημίας . Εἰ δὲ τὸν τελόντ
ταῖον
ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ . 297

καῖον πρῶτον , συγχωρεμεν τοῖς σοῖς


2 λόγοις , οἷς τὸ
που φέρεται . Δέχοιο δὲ καὶ ἡμᾶς ὑπὲρον ἐν καιρῷ
ουθέτῳ , οἰκονομήσας ἐν τῇ σαρκὶ ἐφ᾽ ὅσον αἲ ήᾖ συμ
φέρον . Καὶ δέχοιό γε διὰ τὸν σὸν φόβον , ἑτοιμαθον .

τὰς καὶ ὦ ταρασσομενες , ἐδὲ ὑποχωρῶντας ἐν ἡμέρᾳ
τῇ τελευταίᾳ , καὶ βίᾳ τῆς ἐντεῦθεν ἀποστωμένες ,
ὃ τδ φιλοκόσμων ψυχῶν πάθος καὶ φιλοσάρκων , ἀλ
λὰ προθύμως πρὸς τὸ αὐτόθεν ζω τη μακραίων
νά τε καὶ μακαρίαν , τ ἐν Χρισῷ Ἰησε τῷ 瀑 Κυρίῷ
ἡμῶν,ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας 15 αἰώνων . Αμήν .

ΕΙΣ
298

ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ

᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αλεξανδρείας .

Αθανάσιον ἐπαινῶν , ἀρετῶ ἐπαινέσομαι. Ταυτὸν


τὸ ἐκεῖνόντε εἰπεῖν, καὶ ἀρετίῳ ἐπαινέσαι ὅτι πᾶς
σαν ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν εἶχε τὴν ἀρετὴν , ἢ τότε ἀλκ
θέσεροι εἰπεῖν , ἔχει . Θεῷ δ ζῶσι παύτες οἱ κατὰ
·
Θεὸν ζήσαντες , κἂν ἐνθάδεἀπαλλαγῶσι καθ᾿ἑκαὶ Α .
βραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ακέει Θεός , ὁ Θεὸς, ὡς ε
νεκρῶν Θεὸς , ἀλλὰ ζώντων . ᾿Αρετώὼ δὲ ἐπαινῶν, Θεὸν
ἐπαινέσομαι , παρ᾽ ἑ τοῖς ανθρώποις ἡ ἀρετή , καὶ τὸ
πρὸς αὐτὸν ανάγεθαι, ἢ ἐπανάγεθαι, διὰ τῆς συγγε
.
νᾶς ἡμῖν ἐλλάμψεως . Πολλῶν ᾧ ὄντων ἡμῖν καὶ με
γάλων , ὦ
8 μοὶ ἐν εἴποι τις αὖ ἡλίκων καὶ ὅσων ὧν ἐκ
Θες ἔχομεν τε καὶ ἕξομον , τότο μέγισον καὶ φιλανθρω
πότατον , ἡ πρὸς αὐτὸ νεῦσίς τε καὶ οἰκείωσις . Ὅπερ
γάρεσι τοῖς αἰθητοῖς ἥλιος , τέτο τοῖς νοητοῖς Θεός · ὁ
μον δὸ τὸν ὁρώμενον φωτίζει Κόσμον , ὁ δὲ τὸν ἀόρα
π . Καὶ ὁ μοὶ τὰς σωματικὰς ὄψεις ἡλιοειδεῖς, ὁ δὲ
τὰς νοεράς φύσεις θεοειδεῖς ἀπεργάζεται . Καὶ ὥσπερ
στος τοῖς ὁρῶσι καὶ τοῖς ὁρωμένοις , τοῖς μοὶ τω τῇ
ὁρᾶν, τοῖς δὲ τῶ τὸ ὁρᾶσαι παρέχων διύαμιν, αὐτ
τὸς τὴν ὁρωμένων ἐπὶ τὸ κάλλιςον , ἔτω Θεὸς τοῖς νος
σι καὶ τοῖς νουμεύοις , τοῖς μὲν τὸ νοεῖν , τῖς δὲ τὸ
νοεῖται δημιεργῶν, ἀυτὸς τῷ νουμενων ἐπὶ τὸἀκρότα
τον , εἰς ὃν πᾶσα ἔφεσις ἵσαται , καὶ ὑπὲρ ὃν ἐδαμε
φέρεται . Οὐδὲ δ ἔχει τι υψηλότερον , ἢὅλως ἕξει ,

εἰ δὲ ὁ φιλοσοφώτατος νᾶς καὶ διαβατικώτατος, ἢπολυ
πραγμονέςατος . Τῦτο γὰρ ἐσι τὸ τδ ὀρεκτῆς ἔχατον ,
καὶ ὦ γενομένοις , πάσης θεωρίας ανάπαυσις . Ως τι
οι μοι ἐν ὀξεγενετο διὰ λόγο καὶ θεωρίας διαχόντι
τ ὕλέω , καὶ τὸ σαρκίον τέτο είτε νέφος χρὴ λέγειν ,
είτε προκάλυμμα διαπτύξαντι , Θεῷ συγγονέθαι καὶ τῷ
ακραι
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 299
2
ἀκραιφνετάτῳ φωτὶ κραθίαι , καθόσον ἐφικτὸν αὐ
θρωπίνη φύσει, μακάριος ὗτος , τῆς τε ἐντεῦθεν ανα
βάσεως καὶ τῆς ἐκεῖσε θεώσεως : ω τὸ γνησίως φιλο
σοφῆσαι χαρίζεται , καὶ τὸ ὑπὲρ τω ὑλικῶ δυάδα
γενέθαι , διὰ τὴν ἐν τῷ Τριάδι νουμοίω ενότητα . Ὃς
τις δὲ ὑπὸ τῆς συζυγίας χείρων ἐγούετο , καὶ τόσοτου
τῷ πηλῷ συνεχέθη , ὡςμὴ διηθηται ἐμβλέψας πρὸς
τὰς τῆς ἀληθείας αὐγὰς, μηδὲ ὑπὲρ τὰ κάτω γενέθαι
γεγονώς αἴωθεν καὶ πρὸς τὰ αἴω καλέμενος, ἄθλιος
ὗτος ἐμοὶ τῆς τυφλώσεως , κἂν δροῇ τοῖς ἐνταῦθα ,
καὶ τοσύτῳ πλέον , ὅσῳ περ αν μᾶλλον ὑπὸ τῆς Οροίας
παίζηται , καὶ πείθηται ἀλλό τι καλὸν νομίζειν πρὸ το
ὄντος καλῦ · πονηρὸν πονηρᾶς δόξης καρπὸν δρεπόμενος ,
ἢ ζόφον κατακριθέναι, ἢ ὡς πῦρ ἰδεῖν , ὃν ὡς φῶς ἐκ
ἐγνώρισε . Ταῦτα ὀλίγοις μὲν ἐφιλοσοφήθη καὶ τῷ νῦν ,
καὶ το πάλαι ( ὀλίγοι δ οἱ τῷ Θεῷ , εἰ καὶ παίτες
πλάσματα ) Νομοθέταις, Σξατηγοῖς, ἱερεῦσι, Προφής
ταις, Εὐαγγελιςαῖς, ᾿Αποςόλοις, Ποιμέσι, Διδασκά
λας , παντὶ πνευματικῷ πληρώματι καὶ συσήματι , ἐν δὲ
; τοῖς πᾶσι , καὶ τῷ ναῷ ἐπαινομοίῳ . Τίνας δὴ λέγω το
τες ; οἷον τὸν Ενώχ ἐκεῖνον , τὸν Νῶε , τὸν Αβραάμ , τὸν 1
Ισαακ , τὸν Ἰακώβ , τὰς δώδεκαΠατριάρχας , τόν τε
Μωϋσέα , τὸν ᾿Ααρων , τὸν Ἰησῶν , τῆς Κριτὰς, τὸν Δα
βίδ , τὸν Σολομῶντα μέχρι τινὸς , τὸν Ηλίαν , τὸν Ε
λισαῖον , τὰς πρὸ τῆς αιχμαλωσίας Προφήτας , τὸς μὴ
τὴν αἰχμαλωσίαν , καὶ τὰ τελευταῖα δὲ ταῦτα τῇ τάξει
ή πρῶτα τῇ ἀληθείᾳ , ὅσα περὶ τh Xesğ σάρκω
σιν
ἤτοι πρόσληψιν , τὸν πρὸ τὸ φωτὸς λύχνον , τίω
παρὰ τὸ Λόγο φωνίῳ , τὸν πρὸ το μεσίτη μεσίτην, με
σίτω παλαιᾶς διαθήκης καὶ νέας , Ιωαίνῳῳ τὸν πάνυ ,
τὸς Χρισ8 μαθητὰς
‫اد‬ , τὰς με Χρισὸν , ἢ ‫ او‬λαδί προκα
θεούτας , ἢ διὰ λόγω φανερωθοίτας , ἢ διὰ σημείων
γνωριθούτας , ἢ τελειωθώντας δι' αἵματος . Τέτων Α

기 , τοῖς μεν ἡμιλλήθη , τῷ δὲ μικρὸν ἀπελεί


θανάσιος
φθη . Εσι δὲ ὃς καὶ ὑπερέχω , εἰ μὴ τολμηρὸν εἰπεῖν ,
και
બે
300 . ΓΡΗΓΟΡΙΟΎ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

καὶ τδ μου ,9 τὸν λόγον , 1ὺ δὲ ; τι πρᾶξιν , τὴς δὲ


παρᾷόν , τῷ δὲ τὸν ζῆλον , τῷ δὲ , τὰς κινδμύες, τ
τα πλείω ,
δὲ , τὰ δ δὲ ἅπαντα μιμησάμενος . Καὶ ἄλλο
ἀπ᾿ ἄλλο λαβών , ὥσπερ οἱ τὰς μορφὰς μεθ᾽ ὑπερβολῆς
γράφοντες , καὶ εἰς μίαν τω ἑαυτοῦ ψυχώ συναγαγών
ο ἀρετῆς εἶδος ἐκ παύτων ἀπηκριβώσατο . Τοὺς μα
ἐν λόγῳ δεινὸς τῇ πράξει , τις πρακτικὲς δὲ ,‫ ܙ‬τῷ λό
γῳ νικήσας . Εἰ βέλει δὲ , λόγῳ μεν , τὰς ουδοκίμες
ἐν λόγῳ , πράξει δὲ , τὰς πρακτικωτάτες ὑπερβαλών .
Καὶ τὸς μου κατ᾿ ἀμφότερα μέσως ἔχοντας , τῷ περὶ
τὸ ἕτερον ὑπερβάλλοντι , τὸς δὲ καθ᾽ ἕτερον ἄκρες , τοῖς
ἀμφοτέροις παραδραμών . Καὶ εἰ μέγα τοῖς προλαβε
σε τὸ παράδειγμα τότῳ γενέθαι τῆς ἀρετῆς, ἐχ ἧττον
εἰς εὐφημίας της ἡμετέρῳ καλῷ , τὸ τοῖς μετ᾿ αὐτὸν ἡγε
νέθαι παράδειγμα . Παύτα μοὶ δὴ τὰ ἐκείνῃ λέγειν
τε καὶ θαυμάζειν μακρότερον αν εἴη τυχὸν , ἢ καὶ τω
παρέσαν ὁρμίῳ τῷ λόγε , καὶ ἱςορίας ἔργον, ἐκ δίφη
¿
μίας . Α καὶ ἰδίᾳ παραδέναι γραφῇ παίδευμά τε καὶ
ἥδυσμα τοῖς εἰς ἕτερον , διχῆς ἔργον ἐμοὶ , ὥσπερ ὃν
ἐκεῖνος ᾿Αντωνία το θείε βίον συνέγραψε το μοναδικό
βίε νομοθεσίαν , ἐν πλάσματι διηγήσεως . Ὀλίγα δὲ
ἐκ πολλῶν τῆς ἐκείνῳ διεξελθόντες , καὶ ὅσα χεδιάζει
ἡμῖν ἡ μνήμη να ὡς γνωριμώτερα , ἵνα τόν τε ἡμέ
τερον ἀφοσιωσώμεθα πόθον , καὶ τῇ πανηγύρει τὸ εἰ
κὸς ἐκπληρώσωμον , τὰ πλείω δὲ τοῖς εἰδόσι παρή
σωμα . Οὐ δὲ δὲ ἄλλως ὅσιον ἐδὲ ἀσφαλὲς ἀσεβῶν
μου βίες τιμᾶθαι ταῖς μνήμαις , τὰς δὲ δυσεβείᾳ
διενεγκόντας , σιωπῇ παραπέμψαθαι, καὶ ταῦτα ἐν
πόλει , ω μόλις αὖ καὶ πολλὰ τῆς ἀρετῆς ὑποδείγματ
τα σώσεις » , ὡς περ τὰς ἱππικὸς , καὶ τὰ θέαζα , ὅπω
δὴ καὶ τὰ θεῖα παίζεσαν .
Ἐκεῖνος ἐξάφη μου οὐθὺς ἐν τοῖς θείοις ἤθεσι καὶ
παιδεύμασιν , ὀλίγα τῆς ἐγκυκλίων φιλοσοφήσας , το
μὴ δοκεῖν παντάπασι τῷ τοιύτων ἀπείρως ἔχειν , μη
δὲ ἀγνοεῖν ὧν ὑπεριδεῖν ἐδοκίμασε . Οὐ ᾧ έχει
ΤΟ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . or

το τὸ τῆς φύσεως διγενὲς καὶ φιλότιμον , ἐν τοῖς μα


‫ܐ‬
ταίοις ἀχοληθείται , ἐδὲ ταυτὸν παθεῖν τῷ ἀθλητὴς
τοῖς ἀπείροις , οἳ τὸν ἀέρα πλείω παίοντες ἢ τὰ σώ
ματα , τδ ἄθλων ἀποτυγχαύουσι . Καὶ πᾶσαν μοὶ
παλαιαν βίβλον , πᾶσαν δὲ νέαν ἐκμελετήσας , ὡς δ
δεμίαν ἕτερος , πλετεῖ μὲν θεωρίαν , πλυτεῖ δὲ βίου
λαμπρότητα , καὶ πλέκει θαυμασίως ἀμφότερα , τ
χρυσίω ὄντως σειραὺ καὶ τοῖς πολλοῖς ἄπλοκον , βίῳ
μοὺ ὁδηγῷ θεωρίας , θεωρίᾳ δὲ σφραγίδι βίω χρησά
μενος . ᾿Αρχήτε δ σοφίας φόβος Κυρίς , οἷόντι πρῶτον
σπάργανον . Καὶ σοφία τὸν φόβον ὑπερβᾶσα , καὶ εἰς τὴν
ἀγάπίω αἰαβιβάσασα , Θεῷ φίλες ἡμᾶς , καὶ τὸς αὐτὸ
δέλων ἐργάζεται . Τραφεὶς δὲ ὅτω καὶ παιδευθείς , ὡς
ἔδειγε καὶ ναῦ τὸς λας προςήσεθαι μέλλοντας , καὶ τὸ
μέγα Xesῦ σῶμα μεταχειρίζεταιel και το μεγάλω
τῷ Θεῷ βαλίώ τε καὶ πρόγνωσιν , πόῤῥωθον κατα
βάλλεται της μεγάλων πραγμάτων τὰς ὑποθέσεις , τῷ
μεγάλῳ βήματι τότῳ ἐγκαταλέγεται , καὶ τὴν ἐγγιζόμ
των εἷς τῷ ἐγγίζοντι Θεῷ γίνεται , καὶ τῆς ἱερᾶς ἀξι
ται τάσεώς τε καὶ τάξεως , καὶ πᾶσαν τω της βαθμῶν
ἀκολυθίαν διεξελθὼν , ἵνα τὰ ἐν μέσῳ συντέμῳ , τὴν
τοῦ λα προεδρίαν πιςεύεται , ταυτὸν δὲ εἰπεῖν , τῆς
οἰκουμένης πάσης ἐπιτασίαν . Καὶ οὐκ ἔχω λέγειν
πότερον ἀρετῆς ἀθλον , ἢ τῆς Ἐκκλησίας πηγὼ καὶ
ζωτ τω ἱερωσιν λαμβάνει . Ἔδει δ ἐκλείπωσαν
ταύτῳ τῷ δίψει τῆς ἀληθείας , ὡς περ τὸν Ἰσμαὴλ
ποτισμαι , ἢ ὡς περ τὸν Ἠλίαν ἐκ τε χειμάρρε , και
τεψυγμένης ανομβρίᾳ τῆς γῆς, αναψύξαι καὶ μικρὰ
αναπνέεσαν αναζωοποιηθμαι , καὶ ατέρμα τοῦ Ἰσραὴλ
ὑπολειφθμαι , ἵνα μὴ γενώμεθα ὡς Σόδομα καὶ છે Γότ
μορρα , ὧν περιβόητος μοὶ ἡ κακία , περιβοητοτέρα δὲ
ἡ ἀπώλεια , πυρὶ καὶ θείῳ κατακαυθούτων . Διὰ τέτο
ηγέρθη κέρας σωτηρίας ἡμῖν , ἤδη κειμείοις , καὶ λίθος
ἀκρογωνιαῖος συνδέων ἑαυτό τε καὶ ἀλλήλοις ἡμᾶς , ένες
βλήθη και καιρὸν , ἢ πῦρ καθαρτήριον τῆς φαύλης ὕπ
λης
302 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

λης καὶ μοχθηρᾶς ,1 ἢ πτέον γεωργικὸν , ᾧ τὸ κέφον


της δογμάτων καὶ τὸ βαρύ διακρίνεται , ἢ μάχαιρα τὰς
τῆς κακίας ρίζας ἐκτέμνεσα . Καὶ ὁ λόγος βρίσκει
τὸν ἑαυτῷ σύμμαχον, καὶ τὸ πνεῦμα καταλαμβανει τὸν
ὑπὲρ αὐτῷ πνδύσοντα . Οὕτω μοὶ ἦν καὶ διὰ ταῦτα , ψή ·
φῳ τῷ λαξ παντὸς , καὶ καὶ τὸν ἕτερον νικήσαντα 19πονη
ρὸν τύπον , καὶ δὲ φονικῶς τε καὶ τυραννικῶς, ἀλλ᾿ Απο
κολικῶς τε καὶ πνεύματικῶς ἐπὶ τὸν Μάρκε θρόνον αντ
νεται , ἐκ ἧττον τῆς οὐσεβείας , η προεδρίας ἐκείνου
·
διάδοχος . Τῇ μὲ δὲ πολλοςὸς ἀπ᾿ ἐκείνε , τῇ δὲ οὐ
θὺς μετ᾽ ἐκεῖνοι ούρίσκεται, ω δὴ καὶ κυρίως ὑπο
ληπτέον διαδοχώ . Τὸ μοὶ δὲ ὁμόγνωμον, καὶ ὁμο
Θρόνον , τὸ δὲ αἰτίδοξον , καὶ αἰτίθρονον ° καὶ ἡ μου ,
προσηγορίαν , ἡ δὲ • ἀλήθειαν
P ἔχει διαδοχῆς . Οὐ δ
βιασάμενος , ἀλλ᾽
. ὁ βιαθείς , διάδοχος · καὶ
" δ᾽ ὁ πα

ρανομήσας , ἀλλ᾿ ὁ προβληθείς , εὔνομος , δ δὲ ὁ τὰ
ναυτία δοξάζων , ἀλλ᾿ ὁ τῆς αὐτῆς πίςεως. Εἰ μὴ
ὅτῳ τις λέγοι διάδοχον , ὡς νόσον ὑγιείας , καὶ φωτὸς
σκότος , καὶ ζάλω γαλμύης ,καὶ συνέσεως ἕης ασιν
Επεὶ δὲ ὅτω προβάλλεται , ὅτω καὶ τὰ ἀρχω , διατί
θεται . Οὐ δε όμᾶτε καταλαμβάνει τὸν θρόνον , ὥς
oi
περ οἱ τυραννίδα τινα , η κληρονομίας παράδοξον ἄρ᾽
πάσαντες , καὶ ὑβρίζει διὰ τὸν κόρον · ταῦτα δ
νόθων καὶ παρεγράπτων Ἱερέων ἐεὶ , καὶ τὸ ἐπαγγέλ
ματος αναξίων . Οἳ μηδὲν τῇ Ἱερωσινπροεισενεγκόν
τες , μηδὲ τὸ καλέ προταλαιπωρήσαντες , ὁμοῦ τε Μα
Ηκα
θηταὶ καὶ Διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας αναδείκνυται
καὶ πρὶν καθαρθῆναι καθαίρεσι χθὲς ἱερόσυλοι, καὶ
σήμερον Ἱερεῖς , χθὲς τῷ ῾Αγίων ἔξω , καὶ μυςαγω
γοὶ σήμερον παλαιοὶ τὴν κακίαν, καὶ σχέδιοι τὴν δύ
૪ τῆς τὸ πνού
σέβειαν ( ὃ ἔργον χάριτος ανθρωπίνης , καὶ
ματος ) οἳ ὅταν παύτα διεξέλθωσι βιαζόμενοι , τελού
ταῖον τυραννῦσι καὶ τω συσέβειαν ὁ Ὧν ἐχ ὁ ζόπος ,
τὸν βαθμὸν , ὁ βαθμὸς δὲ , τὸν ζόπον τις δύεται ,
παρὰ πολὺ τῆς τάξεως·ἐναλλαττομένης · οἳ πλείους
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 303

ὑπὲρ ἑαυτῷδ , ἢ τῆς τὸ λακ αγνοημάτων τὰς θυσίας


ὀφείλεσιν · καὶ παύτως τὴς δύο τὸ ἕτερονἁμαρτάνεσιν,
ἢ τῷ δεῖθαι συγγνώμης ἄμεξα ་ συγγιγνώσκοντες ,ὡς
αν μήτε ανακόπτοιτο κακία καὶ διδάσκοντο , ἢ τῇ τὰ
χύτητί τῆς ἀρχῆς , τὰ ἑαυτῷ συγκαλύπτοντες ·ὧν ἐδέτες
μον ἐκεῖνος , ἀλλ᾽ τὖ ὑψηλὸς μὲν τοῖς ἔργοις, ταπεινὸς
δὲ τῷ φρονήματι· καὶ τὴν μὲ ἀρετί ἀπρόσιτος ,αὶ τὴν
ἐντυχίαν δὲ καὶ λίαν ἐπρόσιτος . Πρᾷός , αόργητος
συμπαθής , ἡδὺς τὸν λόγον , ἡδίων τὸν ζόπον . Αγα
γελικὸς τὸ εἶδος , ἀγγελικώτερος τω διαίοιαν ἐπιτι
μῆσαι γαλίμος , ἐπαινέσαι παιδευτικὸς , καὶ μηδέτερον
δ καλῶν τῇ ἀμεξίᾳ λυμβώσαι , ἀλλὰ ποιῆσαι καὶ
τῷ ἐπιτίμησιν παξικώ , καὶ τὸν ἔπαινον ἀρχικὸν ,
μήτε τὰ ἁπαλὸν ἔκλυτον , μήτε εύφον τὸ αὐτηρόν · ἀλ
λὰ τὸ μον ἐπιείκειαν , τὸ δὲ φρόνησιν , καὶ φιλοσοφία
ἀμφότερα · ἐλάχισα μεν λόγε διὰ τὸν ξόπον δεόμε·
νος ἀρχῶντα πρὸς παιδαγωγία · ἐλάχιςα δὲ ράβδε
διὰ τὸν λόγον , ἔτι δὲ ἐλάττω τομῆς, διὰ τω ράβδου
μεξίως πλήττεσαν . Τί αὖ ὑμῖν αναζωγραφοίν τὸν
ανδρα ; Παῦλος προλαβὼν ἔγραψε , τότο μον , ἐν οἷς
τὸν ᾿Αρχιερέα τὸν μέγας τὸν διεληλυθότα τὲς Οὐρανὸς
ανυμνεῖ ( τολμήσει γάρ μοι καὶ μέχρι τούτων ὁ λό
γες , ἐπειδὴ Χρισοὺς οἶδε , τὰς ζῶντας καὶ Χριςόν . )
τέτο δὲ, ἐν οἷς Τιμοθέῳ , πρὸς αὐτὸν γράφων , νομο .
θετεῖ , τυπῶν τῷ λόγῳ τὸν Ἐπισκοπῆς προςησόμε
νον . Εἰ δὲ ὡς κανόνα τὸν νόμον παραθείας τῷ τοῦ
τα ἐπαινεμένῳ , γνώση σαφῶς τω ευθύτητα ·
δή
Δεῦρο δὴ συμπανηγυρίσατέ μοι , ἐπὶ τὸν λόγονκάμ
νοντι , καὶ τὰ πλείω μου παραδέχειν ἐθέλοντι , ἄλλο
τε δὲ ὑπ᾽ ἄλλε κατεχομενῳ , καὶ ἐκ ἔχοντι τὸ νικῶν δύο
ρεῖν , ὥς περ ἐν σώματι πανταχόθεν ἴσωτε καὶ κατ
λῷ . ᾿Αεὶ γάρ μοι τὸ προασεσὸν , κάλλιον φαίνεται ,
καὶ τότο συναρπάζει τὸν λόγον . Δεῦρο ἐν μοι διέλεπε
τὰ ἐκείνῳ καλὰ , ὅσοι τῆς ἐκείνῳ ἐπαινέται καὶ μάρτυς
ρες , καὶ ἀγῶνα καλὸν ἀγωνίσαθαι πρὸς ἀλλήλες ανδρες
ὁμ
304 • ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ὁμῶ καὶ γυναῖκες, νεανίσκοι καὶ Παρθούοι, Πρεσβύτ



ται με' νεωτέρων , ἱερεῖς καὶ λαὸς , οι μοναδικοὶ καὶ μι
γάδες͵ οἱ τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀκριβείας , ὅσοι τῆς
θεωρίας , καὶ ὅσοι τῆς πράξεως . Ὁ μὲν ἐπαινείτω τὸ20
ἐν νηςείαις καὶ προσευχαῖς οἷον ἀσώματόν τε καὶ αΰ
λον · ὁ δὲ τὸ ἐν ἀγρυπνίαις τε καὶ ψαλμῳδίαις εὔτο
νόν τε καὶ ἀήττητον . Αλλος τὸ ἐν προσασίᾳ της δεσ
μοίων · ἄλλος τω πρὸς τὸ ὑπερέχον αντιτυπίαν , ἢ
χορὸς τὸ ταπεινὸν συγκατάβασιν · αἱ Παρθούοι , ( τὸν
νυμφαγωγόν , αἱ ὑπὸ ζυγὸν , τὸν σωφρονισμών οἱ τῆς
ἐρημίας , τὸν πτερωτώ · οἱ τῆς ἐπιμιξίας , τὸν νομος
θέτω · οἱ τῆς ἁπλότητος , τὸν ὁδηγόν · οἱ τῆς θεω
ρίας τὸν Θεολόγον · οἱ ἐν εὐθυμίαις , τὸν χαλινόν ·
οἱ ἐν συμφοραῖς , τω παράκλησιν των βακτηρίαν ,
ἡ πολιά · το παιδαγωγίαν, ἡ νεότης · ἡ πονία , τὸν
ποριςκ : ἡ εὐπορία , τὸν οἰκονόμον . Δοκεσί μοι καὶ
χῆραι τὸν προςάτω ἐπαινέσεσθαι , καὶ ὀρφανοὶ τὸν
πατέρα , καὶ πτωχοὶ τὸν φιλόπτωχον , καὶ τὸν φιλό
ξενον οἱ ξοίοι , καὶ ἀδελφοὶ τὸν φιλάδελφον . Οἱ νοσῶν
τες , τὸν ἰαζὸν , ω βέλει νόσον καὶ ἰαξείαν οἱ ὑ
γιαίνοντες , τὸν φύλακα τῆς ὑγιείας , οἱ παύτες τὸν
πᾶσι παύτα γινόμενον , ἵνα κερδαίῃ τὰς παντας , ἢ
πλείονας . Ταῦτα μὲν ἦν, ὅπερ εἶπον , ἄλλοι θαύμα .
ζέτωσαντε καὶ ὑμνείτωσαν, οἷς χολὴ τὰ μικρὰ τ
ἐκείνου θαυμάζειν . Μικρὰ δὲ ὅτανεπω , αυτὸν ἑαυ
τῳ συγκρίνων λέγω , καὶ τὰ ἐκείνε τοῖς ἐκείνω πα Τ
ρεξετάζων . Οὐ δ δεδόξασαι τὸ δεδοξασμένον , κἂν ᾖ
λίαν λαμπρὸν , δεκεν τῆς ὑπερβαλλέσης δόξης , ὥς
περ ἠκέσαμεν˙ ἐπεὶ καὶ ὀλίγα τδ τότε , ἑτέροις ἀμ
τάρκη πρὸς οὐδοκίμησιν . Ἡμῖν δὲ , & δ ανεκτὸν κα
ταλείπεσι τὸν λόγον , διακονεῖν τοῖς ἐλάττοσιν,1 ἐπ᾽ ἀυ
τὸ τὸ κυριώτατον τῆς ἐκείνῃ Ἑεπτέον . Θεῷ δὲ ἔργον ,
ὑπὲρ ᾧκαὶ καὶ ὁ λόγος , εἰπεῖντι τῆς ἐκείνε μεγαληγορίας
καὶ ψυχῆς ἄξιον . Ἦν ὅτε ἤκμαζε τὰ ἡμέτερα , καὶ κατ
λῶς εἶχεν , Κίκα τὸ μεν περιττὸν τῦτο καὶκατεγλωτ
Τις
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ , 365

τισμοίον τῆς θεολογίας καὶ οὔτεχνον ,οὐ δὲ πάροδον


2 ψήφοις
εἶχον εἰς τὰς θείας αὐλάς . Αλλὰ ταὐτὸν Τῶν
τε παίζειν ‫ ܕ‬τω ὄψιν κλεπτώσεις τῳ τάχει τῆς μετα
θέσεως , ἢ κατορχεῖται τὸ θεατς παντοίοις καὶ αὐ
δρογεύοις λογίσμασι , καὶ •περὶ Θεῷ λέγειν τι καὶ ἀκέειν
καινότερον καὶ περίεργον τὸ δὲ ἁπλῶν τε καὶ εὐγονὲς
τῇ λόγω οὐσέβεια ὀνομίζετο . ᾿Αφ᾿ ὃ δὲ Σέξτοι καὶ Πύρ
ρώνες
a , καὶ ἡ αντίθετος γλῶσσα ὥς πέρ τι νόσημα δε
νὸν
� καὶ κακόηθες ταῖς Ἐκκλησίαις
</ ἡμῶν εἰσεφθάρη , καὶ
ἡ φλυαρία παίδευσις ἔδοξε , καὶ ὅ φησι περὶ ᾿Αθηναίων
ἡ βίβλος των Πράξεων , εἰς όδον ἄλλο εὐκαιρῶμον ἢ
λέγειν τι καὶ ακέειν αὐόνητον • ὦ τίς Ἱερεμίας ὀδύ
ρεται τω ἡμετέραν σύγχυσιν καὶ σκοτόμαιναν, ὁ μόνος
εἰδὼς ἐξισῶν πρlώες πάθεσι ! Ταύτης τῆς λύσης ἤρε
ξατο μον ῎Αρειος ὁ τῆς μανίας ἐπώνυμος , ὃς καὶ δίκτυ
ἔδωκεν ἀκολάςου γλώσσης , τίω ἐν βεβήλοις τόποις
κατάλυσιν , οὐχῆς ἔργον ἐ νόσο γενόμενος , καὶ τω Ἰδ
δα ῥῆξιν ὑποςὰς , ἐπ᾽ ἴση προδοσίᾳ το Λόγο . Διαδε
ξάμενοι δὲત ἄλλοι τίω νόσον , τέχνῳ ἀσεβείας ἐδημιόρο
ζησαν οἳ τῷ ἀγεννήτῳ τῶν Θεότητα περιγράψαντες ,
τὸ γεννητὸν ὦ μόνον δὲ , ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκπορόυτὸν ἐξώρι
σαν τῆς Θεότητος , ὀνόματος κοινωνίᾳ μόνον τα Τριάδα
τιμήσαντες , ἢ μηδὲ τότο αὐτῇ τηρήσαντες . Αλλ᾽ἐχ8 ὁ
μακάριος ἐκεῖνος καὶ ὄντως ανθρωπος το Θεό, καὶ μὲ
γάλη σάλπιγξ τῆς ἀληθείας· ἀλλ᾽ εἰδὼς τὸ μὲν εἰς
ἀριθμὸν δα τὰ ξία συςέλλειν ,‫ ܪ‬ἀθεότητος ὂν καὶ τῆς
Σαβελλίς καινοτομίας , ὃς καὶ πρῶτος Θεότητος συνολ

ἐπονόησε , τὸ δὲ τὰ δίᾳ διαιρεῖν φύσεσι, κατατομί


Θεότητος ἔκφυλον , καὶ τὸ Ο καλῶς ἐτήρησε . Θεότητι
γὰρ , καὶ τὰ ξία οὐσεβῶς ἐδίδαξον , ἰδιότησι γάρ .
Οὔτε τῳ οἱ συγχέας , ὅτε τοῖς ξισὶ διατήσας , ἀλλ᾽
ἐν ὅροις μείνας τῆς δυσεβείας , τῷ φυγεῖν τω ἄμεζον
~
ἐπὶ θάτερα κλίσιν τε καὶ αντίθεσιν . Καὶ διὰ τῦτο πρῶ
τον μεν ἐν τῇ κατὰ Νίκαιαν ἁγίᾳ ταύτῃ Σωόδῳ , καὶ τῷ
ἀριθμῷ τῷ διακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ λογάδων , ὃς τὰ
Encicl. Tom. II. น Πνεῦ
306 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Ο
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον εἰς c ἤγαγεν , ὅσον μὖ ἐπ᾿ αὐτῷ

το νόσον ἔςησαν · ἔπω μου τεταγμένος ἐν Ἐπισκό
ποις , τὰ πρῶτα δὲ τεταγμενος το συνεληλυθότων
καὶ γὰρ μὖ ἀρετῆς ἐχ ἧττον , ἢ βαθμῶν ἡ προτίμη
σις . Ἔπειτα το κακῦ ῥιπιθούντος ἤδη ταῖς αὔραις τε
πονηρό , καὶ τὸ πλεῖον ἐπιλαμβανοντος , ἐνταῦθά μοι καὶ
τα δράματα , ὧν πᾶσα μικρῶ πλήρης γῆτε καὶ θάλασ
σα. Πολὺς μὲν περὶ αὐτὸν ὁ πόλεμος , ὡς γενναῖοι
προσάτω το Λόγε . Πρὸς γὰρ τὸ αἰτιτεῖνον μάλιςα ἡ
παράταξις , καὶ ἄλλοθον ἄλλοτι τῆς δεινῶν ἐπιῤῥέον .
Εὑρετικὸν γὰρ κακῶν ἡ ἀσέβεια , καὶ λίαν τολμηρὸν εἰς
ἐγχείρησιν . Πῶς δὲ ανθρώπων ἔμελλον φείδεται , οἱ
Θεόπιτος μὴ φεισάμονοι ; μία δὲ προσβολῶν , καὶ χα
λεπωτάτη : συνεισφέρωτι καὶ αὐτὸς τῷ δράματι . Ἄλ
Αλεη
λάμοι παρητείθω τὸ φίλον ἔδαφος ἡ Παζίς · οὐ γὰρ
τῆς ἀνεγκέσης , ἀλλὰ τῶν προελομοίων ἡ πονηρία . Ἡ
με γὰρ ἱεράτε καὶ πᾶσιν ἐπὶ δυσεβείᾳ γνώριμος : οι
δὲ ανάξιοι τῆς τεκέσης αυτὸς Ἐκκλησίας . Φύεθαι δὲ
καὶ ἀμπέλῳ βάτον ἠκέσατε , καὶ Ἰέδας της Μαθητής εἷς
προδότης . Εἰσὶ μὲν ἐν οἱ μηδὲ τὸν ὁμώνυμον ἐμοὶ ,
τῆς αἰτίας ἀφιᾶσιν . Ὃς κατὰ παιδεύσεως ἔρωτα τῇ Α.
λεξανδρέων ἐπιδημῶν τότε πόλει , καὶ πάσης παρ' αυτό
τυχὼν δεξιώσεως ἴσα καὶ παίδων ὁ τιμιώτατος , καὶ τὸ
τα μέγισα πις διομοίων εἷς ὤν , ἐπανάςασιν , ὥς φασι ,
βελεύεται το Παζὶ καὶ προσάτη . Καὶ ω τὸ μου δρᾶ .
μα ἑτέρων , ἡ δὲ χεὶρ Αβεσσαλώμ μετ' αυτής , ὡς ὁ
λόγος . Εἴτις ὑμῶν οἶδε των χεῖρα ἰ ὁ ῞Αγιος κατε
τοπῃ , καὶ τὸν ζῶντα νεκρὸν, καὶ τ᾿ ἄδικον ἐξορίαν
οἶδον ὃ λέγω . Πλίω τότο μου ἑκὼν ἐπιλήσομαι · καὶ
γὰρ ὅπως ἔχω ἐν τοῖς ἀμφιβόλοις , νδύειν χίαι πρὸς
τὸ φιλανθρωπον , καὶ ἀπογινώσκειν μᾶλλον , ἢ καταγι
νώσκειν τῆς ὑπαιτίων . Ὁ μον γὰρ κακὸς,τάχ 2 ιςα α
κατα γνοί η καὶ τῇ ἀγα θῶ , ὁ ἀγα θὸς δὲ ἐδὲ τὸ κακ ῦ ῥᾳ
δίως . Τὸ γὰρ εἰς κακίαν ἐχ ἕτοιμον , ἐδ᾽ εἰς ὑπόνοιαν
οὐχερές . Ὁ δὲ ἐκ ἔτι λόγος , ἀλλ᾽ἔργον ἐςὶν , ἐδὲ ὑπό
νοιά
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 307

μοιά τις ανεξέτασος , ἀλλὰ πίςις κεκηρυγμούη , τέρας τι


Καππαδόκιον , ἐκ τῆς ἐχατιῶν τῷ ἡμετέρων ὁρμώμε
κον , πονηρὸν τὸ γενος , πονηρότερον τω διάνοιαν . Οὐ
δὲ παντελῶς ἐλεύθερον , ἀλλ᾽ ἐπίμικτον , οἷον τὸ τῆς ·
μιόνων γινώσκομον : τὰ μοῦ πρῶτα ζαπέζης αλλαξίας
δῆλον καὶ μάζης ὤνιον , παύτα καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ἐπὶ
τῇ γαseὶ μεμαθηκός , τα τελευταῖα δὲ καὶ πολιτεία ·
παρεισφθαροί , καὶ πις δύθοι
που ταύτης τὰ ἔχατα , ὅσον
ὑείων κρεῶν ὑποδοχέα γενέθαι , οἷς τὸ σρατιωτικὸ
ξέφεται
~ . Εἶτα κακὸν περὶ των πίςιν γενόμενον , καὶ
τῇ γατρὶ πολιτουσάμονον , ἐπειδὴ τὸ σῶμα ὑπελείπε
1μόνον , δρασμὸν ἐννοεῖς καὶ ἄλλῳ ἐξ ἄλλης ἀμε .
βον χώραν καὶ
2 πόλιν ( οἷα τὰ τὸ φυγάδων ) τέλος
ἐπὶ κακῷ τὸ κοινᾶ τῆς Ἐκκλησίας , οἷόν τις Αἰγυπτια
κὴ πληγὴ , τω ᾿Αλεξανδρέων καταλαμβάνει .
Ἐνταῦθα τῆς ἄλης ἵςαται , καὶ τῆς κακεργίας ἄρχε
ται . Καὶ ὦ τἄλλα μεν ἐδενὸς ἄξιος , δ λόγων ἐλους
περίων μετεχηκώς , εν τω συνεσίαν σωμύλος , ἐκ ούς
λαβείας χῆμα καὶ ἐν τι καὶ πλάσμα καινὸν περικείμε
νος , κακεργῆσαι δὲ καὶ συγχέαι πράγματα , παύτων δεις
νότατος , Ἴσε καὶ διηγεῖπε παύτες , οἷα κατὰ τῇ Αγίου
νεανιεύεται .Παραδίδονται γὰρ καὶ δίκαιοι πολλάκις εἰς
χεῖρας ἀσεβῶν , ἐχ ἵνα ἐκεῖνοι τιμηθῶσιν , ἀλλ᾿ ἵνα
ἔτοι δοκιμαθῶσι·καὶ φαῦλοι μεν ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ
κατὰ τὸ γεγραμμένον , καταγελῶνται δὲ ὅμως πρὸς τὸ
παρὸν οὐσεβῶς , ἕως ἡ χρηςότης τῷ Θεῷ κρύπτηται ,
καὶ τὰ μεγάλα ταμεία της εἰς ἕτερον ἑκατέροις ἀποκεις
μοίων , μίκα καὶ λόγος, καὶ πρᾶξις , καὶ διανόημα τοῖς
δικαίοις σαθμοῖς τοῦ Θεοῦ ταλαντούνται , ὅταν αὐας
κεῖναι τω γί , τω βελίω καὶ τὰ ἔργα συνάγων, καὶ
γυμνῶν τὰ ἐσφραγισμένα παρ αυτοῦ καὶ σωζόμενα . Ταῦ
τα πειθέτωσε καὶ λέγων καὶ πάχων Ἰωβ , ὃς μὖ αν
θρωπος ἀληθινὸς , ἄμεμπτος , δίκαιος , θεοσεβὴς , καὶ
ὅσα μεμαρτύρηται . Τοσαύταις δὲ πλήσσεται παρα το
εξητηκότος προσβολαῖς , καὶ ὅπως ἀλλεπαλλήλοις καὶ φι
u 2 λοτί
308 · ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

λοτίμοις , ὥς τε πολλῶν πολλάκις ἐκ τὸ παντὸς αἰῶνος


κακοπαθησαύτων , τδ δὲ ὡς εἰκὸς καὶ ταλαιπώρησαν .
μηδεία εἶναι ταῖς ἐκείνῳ παραβαλεῖν συμφοραῖς .
Οὐ γὰρ μόνον χρήματα , κτήματα , δύτεκνίαν , πολυτε
κνίαν , ἃ πᾶσιν ανθρώποις ἐςὶ περισπέδασα , καὶ ταῦτα
ζημιᾶται μόνον , ὡς μηδὲ θρίοις γενέθαι χώραν διὰ
τὸ συνεχὲς τῆς κακῶν , ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τελόμε
ταῖον πληγεὶς πληγὺ αὐίατόν τε καὶ δυσθεώρητον . Εἶ
χε μεν προσήκω τῆς συμφορᾶς τίω γυναῖκα , παρα
μυθομοίω τοῖς χείροσι ( πληγμαι γὰρ ἐφιλονείκει ,
καὶ τίω ψυχίω πρὸς τῷ σώματι ) εἶχε δὲ καὶ τῷς φί
λων τὰς γνησιωτάτες͵ παρακλήτορας κακῶν , ὡς αυτός
1
φησιν , οὐ θεραπευτάς . Οἳ τὸ μοὶ πάθος ἑώρων , τὸ
δὲ τὸ πάθος ἀγνοῦντες μυςήριον , κ βάσανον ἀρετῆς κα
ἀλλὰ κακίας εισπραξιν τω πληγ ὑπελάμβανον ·καὶ
ἐκ ἐνόμιζον μόνον , ἀλλ᾽ ἐδὲ ἠχοντο τὸ δεινὸν ὀνειδί
ζοντες , ὁπότε καὶ εἰ διὰ κακίαν ἔπαχε , σοφίζεται τὸ
λυπᾶν ἔδει παραμυθίας ρήμασιν . Οὕτω μὲν ἦν ὁ Ἰωβ
καὶ τὰ πρῶτα τῆς περὶ αὐτὸν πραγματείας · ἀγὼν γὰρ
ἀρετῆς ἰ καὶ φθόνε , το μεν ὅπως τὸ καλό κρατήσει
φιλονεικῶντος , τῆς δὲ ὅπως ἀήττητος διαμείνῃ πρώτα φέ
ρέσης . Καὶ τὸ μον , ὅπως δύοδώσῃ κακίων ἀγωνιζομέ
νε διὰ τῆς τῆς κατορθέντων κολάσεως , τῆς δὲ , ὅπως
κατοχη τὲς ἀγαθὸς , κἂν ταῖς συμφοραῖς τὸ πλέον ἔ
χοντας . Τί δὲ ὁ πρὸς αὐτὸν χρηματίζων διὰ λαίλαπος
καὶ νεφῶν; ὁ βραδὺς εἰς κόλασιν καὶ ταχὺς εἰς αἰτίλη
င်
μιν ; ὁ μὴ παντελῶς ἐπαφιεὶς ράβδον ἁμαρτωλῶν κλή
ρῳ δικαίων , ἵνα μὴ κακίαν δίκαιοι μάθωσιν ; ἐπὶ τέ
λα της ἄθλων αναγορεύει τὸν ἀθλητώ λαμπρώ της
κηρύγματι , καὶ γυμνοῖ τῆς πληγῆς τὸ ἀπόῤῥητον . Οἴει
με ἄλλωςσοι κεχρηματικούαι λέγων , ἵνα αναφανῇς δι
καιος ; τότο της ξαυμάτων τὸ φάρμακον , ὗτος τῆς ἀ
γωνίας ὁ ςέφανος , αυτη τῆς ὑπομονῆς ἡ αντίδοσις · τὰ
γὰρ ἑξῆς ἴσως καὶ μικρὰ , κἂν μεγάλα τισὶ δοκῇ , καὶ
μικρῶν δεκον οἶκονομηθοντα , καὶ εἰ διπλάσιον τῆς ἀ
фири
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 3og

φηρημένων αντιλαμβάνει . Οὐκοῦν οὐδὲ ἐνταῦθα θαύ


μαςὸν , εἰ ᾿Αθανασίου πλέονα ἔχε Γεώργιος · ἀλλ᾽ ἐ
κεῖνο θαυμασιώτερον , εἰ μὴ ἐπυρώθη ταῖς ἐπηρείαις
ὁ δίκαιος , οὐδὲ τότο θαυμασὸν ἄγαν , ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον
αἱ φλόγες ἤρκεσαν . Ἐντεῦθεν ὁ μὲν Κὖ ἐκ ποδῶν , καὶ
τω φυγαδείαν ὡς κάλλιςα διατίθεται · τοῖς γὰρ ἱεροῖς
καὶ θείοις τδ κατ᾽ Αἴγυπτον φροντιςηρίοις φέρων ἑαυ
τὸν δίδωσιν . Οἱ Κόσμε χωρίζοντες ἑαυτὸς, καὶ τῶ
ἐρημίων ἀσπαζόμενοι , ζῶσι Θεῷ παύτων μᾶλλον το
τρεφομενων ἐν σώματι . Οἱ μοὶ τὸν παύτη μοναδικόντε
καὶ ἄμικτον διαθλῶντες βίον , ἑαυτοῖς μόνοις προσλα
λῶντες καὶ τῷ Θεῷ , καὶ τότο μόνον Κόσμον εἰδότες , ὅτ
σον ἐν τῇ ἐρημίᾳ γνωρίζεσιν . Οἱ δὲ νόμον ἀγάπης
τῇ κοινωνίᾳ σέργοντες , ἐρημικοίτε ὁμοῦ καὶ μιγάδες ,
τοῖς μεν ἄλλοις τεθνηκότες ανθρώποις καὶ πράγμασιν ,
ὅσα ἐν μέσῳ περιφέρεται, σροβῆντά τε καὶ προβώμονα ,
καὶ παίζοντα ἡμᾶς ταῖς ἀγχισρόφοις μεταβολαῖς , ἀλ
Χήλοις δὲ Κόσμος ὄντες , καὶ τῇ παραθέσει τω ἀρετὴν
θήγοντες . Τέτοις ὁμιλήσας ὁ μέγας , ὥς περὶ τῷ ἄλ
λων ἁπαύτων μεσίτης καὶ διαλλακτὴς μὖ , τὸν εἰρίωσ
ποιήσαντα τις αἵματι τὰ διεςῶτα μιμέμενος• ὕτω καὶ
τὸν εἰρίωικὸν βίον , τῷ κοινωνικῷ καταλλάττει , δεικνὺς
ὅτι ἔσι καὶ Ἱερωσιν φιλόσοφος καὶ φιλοσοφία δεομούν
μυςαγωγίας· ὅτω γὰρ ἀμφότερα συνηρμόσατο , καὶ εἰς
ο ἤγαγε καὶ πρᾶξιν ἡσύχιον , καὶ ἡσυχίαν ἔμπρακτον ,
τη ουςαθείᾳ τῇ ζόπου
ὥςτε πεῖσαι τὸ μονάζειν , ἐν τῇ
μᾶλλον , ἢ τῇ τοῦ σώματος αναχωρήσει χαρακτηρίζετ
πας ,καθ᾿ ὃ καὶ Δαβὶδ ὁ μέγας πρακτικώτατός τε τ
ὁ αὐτὸς καὶ μονώτατος , εἴτῳ τὸ καταμόνας εἰμὶ ἐγὼ
ἕως αν παρέλθῳ , τότε σημαίνειν δοκεῖ , καὶ μέγα πρὸς
ἀπόδειξιν τῷ λόγῳ καὶ ἀξιόπισον . Διὰ τῦτο τῆς ἄλλων
ἀρετῇ κρατῶντες , τῆς ἐκείνες διανοίας πλέον ἧσε στο , ἢ
ὅσον ἐκράτων τῆς ἄλλων , καὶ ὀλίγα πρὸς Ἱερωσιώης τε
λείωσιν συνεισφέροντες , πλείω πρὸς φιλοσοφίας σας
τέλειαν αὐτελάμβανον · καὶ τᾶτο μὖ νόμος αὐτοῖς , ὅ , τι
u 3. ἐκεῖ,
310 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ἐκείνῳ ἐδόκει , καὶ τῦτο ἀπώμοτον παύτων , ὃ μὴ ἐδό


και · καὶ πλάκες Μωσέως αυτοῖς τὰ ἐκείνε δόγματα ,
καὶ πλεῖον τὸ σέβας , ἢ παρὰ ανθρώπων τοῖς Ἁγίοις
ὀφείλεται · οἵ γε καὶ ἰίκα παρῆσαί τινες ὡς περιθῆρα
τὸν ῞Αγιον ανιχνδύοντες , ἐπειδὴ πανταχε τῦτον ἄναζη
τῶντες ἐχ εὕρισκον , λόγο μου ἐδονὸς τὰς πεμφθώντας
ἠξίωσαν , πρἔτεινον δὲ τοῖς ξίφεσι τὰς αὐχαίας , ὡς
ὑπὲρ Χρις, κινδυνεύοντες , καὶ τὸ παθεῖντι του ανηκέ
των ὑπὲρ ἐκείνε , μεγίστου μοίραν εἰς φιλοσοφίαν νο
μίζοντες · καὶ πολὺ τῶν
τὴς μακρῶν νηςειῶν καὶ χαμού
νιῶν, καὶ τῆς ἄλλης κακοπαθείας , κι ἐκεῖνοι ξυφῶσιν

φεῖ , ἀνθεώτερόν τε καὶ ὑψηλότερον


Ὁ μον ἦν ἐν τέτοις Ι , καὶ τὸ το Σολομῶντος ἐπῄνει
καιρὸν εἶναι παντὶ πράγματι φιλοσοφήσαντος , καὶ δια
τῦτο ἀπεκρύπτετο μικρὸν ὅσον τὸν τῇ πολέμε καιρὸν δια
φεύγων , ἵνα συναναφωνῇ τῷ τῆς εἰρβύης ἥκοντες, ὅπερ
ὖν καὶ γίνεται μικρὸν ἕτερον. Ὁ δὲ κατὰ πολλά ἤδη το
κωλύσοντος ἐρημίων , καταξέχει μεν Αἴγυπτον , ληί
ζεται δὲ Συρίαν της κράτει τῆς ἀσεβείας , ἐπιλαμβάνε
ται δὲ καὶ τῆς Ἑῴας ὅσον ἐδωέατο , τὸ ἀῤῥωςὃν ἀεὶ
προσλαμβαίων , ὥς περ οἱ χείμαῤῥοι τὰ συρρέοντα ,
τοῖς κεφοτέροις ,ἢ δειλοτέροις ἐπιφυόμενος . Οἰκειται δὲ
τὴν Βασιλέως ἁπλότητα , ὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τὴν κεφότη
τα , αἰδέμενος το συλάβειαν καὶ γὰρ ζὖ , εἰ δεῖ τἀληθὲς
εἰπεῖν ,ζῆλον μοὺ ἔχων , ἀλλ᾽ καὶ κατ᾽ ἐπίγνωσιν , ἐξω
νεῖται δὲ τῷ ἐν τέλει, τις φιλοχούσες μᾶλλον ἢ φιλο
λίτες ( οὐπορία γὰρ τῷ αὐτῷ τὰ τῷ πονήτων και
κῶς δαπανώμενα ) καὶ τέτων μάλιςα γυναικώδεις τε καὶ
ἐν ανδράσιν ανανδρες , καὶ ἀμφιβόλες μου τὸ γένος , προ
τ᾿ ἀσέβειαν , οἷς ἐκ οἶδ' ὅπως καὶ ὅθεν οἱ
δήλες δὲ τίω
Ρωμαίων Βασιλεῖς τὰ τῆς γυναικῶν πις διομένοις , τὰ
της ανδρῶν ἐγχειρίζεσι · καὶ ταῦτα ἴχυσαν ὁ τῇ πονη
ρε θεράπων, ὁ τζ ζιζανίων σποροὺς, ὁ τὸ ᾿Αντιχρί
σε πρόδρομος , χρώμονος μεν ὅσα γλώσσῃ του τότε λο
γίων ἐν Ἐπισκόποις τῷ πρώτῳ , εἴτῳ λόγιον φίλον
καλῶν
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 311

καλεῖν τὸν ἐχ ὅπως ἀσεβῆ δογματιςίω , ὅσον ἐχθρὸν


καὶ φιλόνεικον ( τὸ γὰρ ὄνομα ἑκὼν ὑπερβήσομαι ) αυτ
τὸς δὲ αὐτὶ χειρὸς ὢν τις συσήματι, καὶ παρασύρων
τῷ χρυσῷ τῶν ἀλήθειαν, ὃν δι᾽ εὐσέβειαν συναγόμε
νον , ὄργανον ἀσέβειας οἱ πονηροὶ πεποίζονται . Ταύ
της αποτέλεσμα της δυνασείας ή πρότερον μὲ τὴν τῆς
Αγίας καὶ καλλιπαρθούς Θέκλας Σελεύκειαν μετὰ δὲ
τότο το μεγαλόπολιν ταύτίω καταλαβῦσα Συνεδος ,
ἃς ἐπὶ τοῖς καλλίςοις τέως γνωριζομένας , ἐπὶ τοῖς αἰ
χίσοις ὀνομασὰς ἐποίησον. Εἴτε τον Χαλάνης πύργον,
ὃς καλῶς τὰς γλώσσας ἐμέρισον ( ὡς ὤφελόν γε μα
κείνας , ἐπὶ κακῷ γὰρ ἡ συμφωνία ) είτε τὸ Καιάφα ~
συνέδριον , ᾧ Χρισος κατακρίνεται , εἴτε τι ἄλλο τους
το τίω Σκύοδον ἐκείνῳ ὀνομαζέον · ἣ παύτα ανέφεψε
καὶ συνέχει , τὸ μὲν οὐσεβὲς δόγμα καὶ παλαιὸν καὶ τῆς
Τριάδος συνήγορον καταλύσασα , τῷ βαλεῖν χάρακα
καὶ μηχανήμασι κατασεῖσαι τὸ Ὁμούσιον , τῇ δὲ ἀσε
βείᾳ θύραν ανοίξασα διὰ τῆς της γεγραμμένων μεσό
τητος· πρόφασιν μὲν αἰδοῖ τῆς γραφῆς καὶ τῆς τῆς έλ
ἐχεα
κρίτων ὀνομάτων χρήσεως , τὸ δὲ ἀληθές , τὸν ἄγρα
φον ᾿Αρειανισμὸν αὐτεισάγεσα ( τὸ γὰρ ὅμοιον κατὰ τὰς
γραφὰς , τοῖς ἁπλεςέροις δέλεαρ μὖ τῷ τῆς ἀσεβείας
χαλκῷ περικείμενον ) ἡ πρὸς παύτας ὁρῶσα τις πα
Θιόντας εἰκῶν , ὁ κοινὸς ἀμφοτέρων τῶν ποδῶν κόθορ
νος , ἡ κατὰ παύτα ανεμον λίαμησις , εξεσίαν λαβᾶσα
των νεόγραφον κακεργίαν , καὶ τοὺ κατὰ τῆς ἀληθείας ἐκ
πίνοιαν. Σοφοὶ τὸ ἐγένοντο εἰς τὸ κακόποιῆσαι
< , τὸ δὲ
καλοποιῆσαι , ἐκ ἔγνωσαν
૧ . Ἐντεῦθεν ἡ σοφισικὴ τ
αἱρετικῶν κατάκεισις , ὃς λόγῳ μὲν ἀπεκήρυξαν , ἵν
ἦ πιθανὸν ἀυτοῖς τὸ ἐπιχείρημα , ἔργῳ δὲ προήγαγαν
εἰς τὸ ἔμπροθον · οὐδὲ ἀσέβειαν ἄμεζον, ἀλλὰ συγκ
Γραφτὼ ἄπιςον ἐγκαλέσαντες
. . Ἐντεῦθον οἱ βέβηλοι
τῶν Ὁσίων κειται , καὶ ἡ κοινὴ μίξις , ὄψις δημοσία ,
και μυσικά προβλήματα ,‫ ܪ‬καὶ ἡ παράνομος το βεβιωμέ
μων ἐξέτασις καὶ οἱ μιθέμενοι συκοφανται , καὶ ἡ ἐπὶ
14 ῥητοῖς
312 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ῥητοῖς κρίσις · καὶ οἱ μὲν ἐξωθέμενοι τῷ θρόνων απ


δίκως , οἱ δὲ αἰτεισαγόμενοι , καὶ τὰ χειρόγραφα τῆς
ἀσεβείας ἀπαιτέμενοι , ὥσέρ τι ἄλλο της αναγκαίων
καὶ τὸ μέλαν ἕτοιμον , καὶ ὁ συκοφαντης ἐγγύς · ὃ δὴ
ἡμῶν τ᾿ ἀηττήτων οἱ πλεῖςοι πεπόνθασι,διανοίᾳ μο
ἐ πεσόντες , γράμματι δὲ παραχθούτες , καὶ εἰς δ ' ἐλη
θόντες τοῖς πονηροῖς κατ᾽ ἀμφότερα , καὶ τοῦ καπνᾶγε
εἰ καὶ μὴ τὰ πυρὸς μεταχόντες . Ὁ πολλάκις ἐδάκρυ .
σα , ὁρῶν γ τότε χύσιν τῆς ἀσεβείας , καὶ τὸν νοῦ ἐκ
παίαςαύτα διωγμὸν τῷ ὀρθῷ λόγῳ παρά της προς α
τὸ τῷ Λόγε . Τῷ ὄντι τὸ ποιμενες ἠφρονούσαντο κατὰ
τὸ γεγραμμένον · καὶ ποιμενες πολλοὶ διέφθειραν τὸν
ἀμπελῶνά με , ἤχαν μερίδα ἐπιθυμητώ , τω Ἐκ
κλησίαν τῷ Θεῷ λέγω , πολλοῖς ἱδρῶσι , καὶ σφαγίοις
συνειλεγμώζω , τοῖς πρὸ Χρισῦτε καὶ μετὰ Χρισὸν , καὶ
αυτοῖς τοῖς μεγάλοις τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν πάθεσι·
πλίω δ ὀλίγων ἄγαν , καὶ τότων ὅσοι διὰ σμικρότη
τα παρεῤῥίφησαν , ἢ δι᾽ ἀρετώ αὐτέβησαν , οὓς ἔδει
ασέρμα καὶ ῥίζαν ὑπολειφθθαι τῷ Ἰσραὴλ , ἵνα αὐα
θάλῃ πάλιν , καὶΑ αναβιώσῃ ταῖς ἐπιῤῥοίαις τα Πνούς
ματος· παύτες τῇ καιροῦ γεγόνασι , τοσῦτον ἀλλήλων
διενεγκόντες , ὅσον τὰς μοὶ πρότερον , τὸς δὲ ὕσερον τῆς
το παθεῖν . Καὶ τὰς μὲν προαγωνιςὰς καὶ προσάτας
γενέθαι τῆς ἀσεβείας , τὰς δὲ ταχείαι τὰ δεύτερα ,
ἢ φόβῳ κατασείθοντας , ἢ χείᾳ δελωθούτας , ἢ κόλας
κείᾳ δελεαπούτας , ἢ ἀγνοίᾳ κλαπούτας , τὸ μεξιώτα ·
τον . Εἴτῳ καὶ τᾶτο αὔταρκες
el εἰς ἀπολογίαν του λαοῦ
προεταίαι πεπιςουμένων. Ωσσερ γὰρ οὐχ αἱ αὐταὶ
λεόντων τε καὶ τῷἄλλων ζώων ὁρμαὶ , εἰδὲ ανδρῶν ,
γυναικῶν , ἢ πρεσβυτέρων , ἢ νεωτέρων , ἀλλ᾽ ἔτι καὶ ἡ
λικιῶν καὶ γενῶν οὐ μικρὸν τὸ διάφορον , οὕτως ἐδὲ ἀρ
χόντων , ἢ ἀρχομοίων . Τοῖς μὲν καὶ τὸ λαδ τάχα͵ οὐ
καὶ συγγινώσκομεν τότο πάχεσιν , ὃς σώζει πολλάκις
τὸ ἀβασανισον . Διδασκάλῳ δὲ πῶς τότο δώσωμον , ὃς
καὶ τὰς τῆς ἄλλων ἀγνοίας ἐπανορθοῖ , αν πέρ με
fol.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 313

ψευδώνυμος . Πῶς δ᾽ ἐκ ἄτοπον , Ῥωμαίων μονό>


μου μηδενὶ ἀγνοεῖν ἐξεῖναι , μὴ δὲ αν σφόδρα ᾖ τις ἀ
γροικίας καὶ ἀμαθέσατος , μηδὲ εἶναι νόμον τὸν βοη
θέντα τοῖς πραττομοίοις δι᾽ ἄγνοιαν , τὰς δὲ τῆς σωτη
ρίας ἀγνοεῖν μυςαγωγές , τὰς τῆς σωτηρίας ἀρχὰς ,
κἂν τἆλλα τυγχαίωσι τῷ ἁπλεςέρων ὄντες , καὶ μὴ βα
θεῖς τω διαίοιαν ; πλέω ἔσω συγγνώμη τοῖς δὲ ἄ
γνοιαν κατακολυθήσασι . Τί δὲ αἲ εἴποις περὶ τῆς ἄλ
λων , ὅσοι καὶ ἀγχινοίας μεταποιόμενοι , δι᾽ ἃς εἶπον
αἰτίας της κρατόντων ἡττήθησαν , καὶ τω τῆς οὐσεβείας
σκετ ἐπὶ πολὺ παίξαντες , ὡς ἐφαίητι τῆς ἐλεγε
χόντων , καὶ κατλέχθησαν; ἔτι μεν ἅπαξ τὸν Οὐρανὸν
καὶ τῶν γιῶ σεισήσεται τῆς γραφῆς ἀκέω λεγούσης ,
ως δὴ τῦτο μαθόντων καὶ πρότερον, ὅτω δηλωμένης , οἷ
μαι , τῆς ἐπιφανῆς τῆς πραγμάτων καινοτομίας , Κ τὸν
τελευταῖον σεισμὸν Παύλῳ πις δυτέον λέγοντι μὴ ἄλλον
εἶναι , ἢ του δευτέραν το Χρισğ παρεσίαν , καὶ τω
τῷ δε τῇ παντὸς μεταποίησιν καὶ μετάθεσιν , εἰς τὸ ἀ
κίνητον καὶ ἀσάλτον . Τὸν δὲ ναῷ τέτον σεισμὸν οὐ
δενὸς ἐλάττω τδ προγεγενημενων ὑπολαμβαίω , καθ᾽
ὃν κινεῖται μοὶ ἀφ᾿ ἡμῶν , ὅσον φιλόσοφον καὶ φιλόθεον ,
καὶ πρὸ καιρῶς τοῖς ἄνω πολιτευόμενον . Οἱ κἂν τἆλλα
ὦσιν εἰρικοί τε καὶ μέξιοι , τότό γε εα φέρεσιν ἐπιει
κεῖς εἶναι , Θεὸν προδιδόναι διὰ τῆς ἡσυχίας . ᾿Αλλὰ
καὶ λίαν εἰσὶν ἐνταῦθα , πολεμικοί τε καὶ δύσμαχοι
Τοῦτον δὺ ἡ τῷ ζήλου θερμότης , καὶ θᾶττον αἴ τι μὴ
δέον παρακινήσαιον , ἢ δέον παραλίποιον . Συμποῤῥή
γνυται δὲ καὶ τῆς λαῶν ἐκ ἐλάχισον , ὥσπερ ἐν ὀρνές
* θων ἀγέλῃ · τοῖς προαναπτᾶσι σααναπτᾶν , καὶ οὐδὲ
να ἔτι λήγει στανις άμενον . Τῦτο ᾿Αθανάσιος ἡμῖν ,
·
ἕως παρ᾿ ὁ ςύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῦτο e ἐπειδή
γε ταῖς ἐπηρείαις τῆς πονηρῶν ὑπεχώρησεν . Ωασερ δ
οἱ φρέριόν τι τῆς καρτερῶν ἐξελεῖν βελουθώντες , ἐπει
δαὺ ἄλλως ἴδωσι δυασρόσιτον καὶ δυσάλωτον , ἐπὶ τῶ
τέχνίω χωρῶσιν · εἶτα τί ; χρήμασιν , ἢ δόλῳ τὸν φρέ
ραμπ
314 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ῥαρχον ὑποσπάσαντες , ὅτως ἤδη σου ἐδενὶ πόνῃ καὶ


τῆς φρερᾶς ἐκράτησαν . Εἰ βέλει δὲ ὥσπερ οἱ τς Σαμ
μῶν ἐπιβαλούσαντες , το κόμῳ πρότερον , ἐν ᾗ τω
χῳ εἶχε, περιελόντες , τωνικαῦτα ὑπὸ χεῖρα τὸν Κρι
του ἔλαβον , εἶτ᾽ἐνέπαιζον ὅσα βουλομένοις ως, της
πρὶν τὸ ἀνδρὸς δυναςείας αντίρροπα . Οὕτω καὶ οἱ καθ᾿
ἡμᾶς ἀλλόφυλοι, τὸ [3ἡμέτερον κράτος ἐκ ποδῶν ποιη
σάμενοι , καὶ τοῦ δόξαν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκείρωντες ;
ὕτως ἤδη τοῖς τῆς ἀσεβείας ἀνεξύφων δόγμασί τε και
πράγμασι . Ταύτῃ καὶ μεταλλάττει μεν τὸν βίον ὁ τὸ
αντιθές ποιμονος βεβαιωτὴς καὶ προςάτης , κακὸν οὐ
κακῇ Βασιλείᾳ τὸ κεφάλαιον ἐπιθεὶς , και ανόνητα με
ταγνὲς , ὥς φασιν , ἐπὶ ταῖς τελευταίαις αναπνοαίς, ή
νίκα συγνώμων ἕκασος τῆς. ἑαυτῷ• κριτής , διὰ τὸ ἐκεῖ
δικαςήριον . Τρία δὲ ταῦτα οἱ σύνεγνωκέναι κακὰ , κ
τῆς ἑαυτῷ Βασιλείας ανάξια , τὸν το γόνους φόνον , καὶ

τῳ ἀνάρρησιν τῇ ἀπὸςάτε , καὶ τῷ καινοτομίαν τῆς
πίςεως , καὶ ταύταις συναπελθεῖν λέγεται ταῖς φωναῖς .
Εξεσίαν δὲ αὖθις ὁ τῆς ἀληθείας λόγος λαμβάνει ,
καὶ παρρησίαν οἱ βιαδούτες αυτόνομον , τῆς ζήλου τὸν
δ᾽Ἀλεξανδρέων ἔπαθε δῆ
θυμὸν θήγοντος · ὃ δὴ καὶ τῷ
μος ( οἷον ἐκεῖνος περὶ τὰς ὑβρισὰς καὶ ἐν ἀνεγκόντες
τε ανδρὸς τῶν ἀμεζίαν , καὶ διὰ τότο ξάνω μου πανά
τῷ τω πονηρίαν , ξούῃ δὲ ὕβρει τὸν θάνατον τηλικού
σαντες . Ἴσε το κάμηλον ἐκείνῳ , καὶ τὸν ξοον φόρο
του , καὶ τὸ καινὸν ὕψος , καὶ τω πρώτω περίοδον , οἶ
μαι δὲ καὶ μόνων , τὰ μέχρι καὶ ναῦ τοῖς ὑβεις αἷς ἐ
πειλύμονα .
Ἐπεὶ δὲ ὁ τυφῶν τῆς ἀδικίας ὁ τῆς εὐσεβείας φθο
ρούς , ὁ τοῦ πονηροῦ πρόδρομος ταύτίω εἰσπράττεται
το δίκλῳ , ἐμοὶ μον ἐκ el ἐπαινετί ( οὐ γὰρ ἃ πα
θᾶν ἐκεῖνον ἐχl , ἀλλ᾽ ἃ ποιεῖν ἡμᾶς ἔδει σκοπεῖν
εἰσαράττεται δ᾽ οὖν ὀργῆς πανδήμου , καὶ φορᾶς ἔργοι
γονόμονος , ἐπαίεισι μου ἐκ τῆς καλῆς ἐκδημίας ὁ ἀθλη
τῆς · οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τῶ ἐκείνου διὰ τω Τριά
1 ба
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 315

δα καὶ μετὰ τῆς Τριάδος φυγίῳ · οὕτω δὲ ἀσμούοις προσ


πίπτει τοῖς ἐν τῇ πόλη , καὶ μικρῶ τῇ Αἰγύπτῳ πά
ση , πανταχόθον εἰς ταυτὸ συνδραμέσῃ , καὶ ἀπ᾿ ἄκρα
παντὸς ‫ܪ‬
, ἵν οἱ μου φωνῆς ᾿Αθανασίς μόνης , οἱ δὲ τοῦ
εἴδες ἐμφορηθῶσιν , οἱ δὲ , ὃ περὶ τῆς ᾿Αποςόλων ἠκέ
σαμον , τῇ σκιᾷ γὲν ἁγιαθῶσι μόνη , καὶ τῷ κοινῷ τύ
πῳ τῷ σώματος , ὥσε πολλῶν πολλάκις καὶ πολλοῖς ἤ
δη γεγονημένων ἐκ τὸ παντὸς χρόνε τιμῶν τε καὶ ὑπαν
τήσεων ; ἐκ ἄρχεσι μόνον δημοσίοις καὶ ἱερεῦσιν , ἀλ
Αδὲ καὶ τῆς οἰκείων τοῖς ἐπιφανες άτοις ,μηδὲ μίας ταύ
της μνημονεύεται πολυανθρωποτέρων καὶ λαμπροτέρων .
Εν δὲ εἶναι ταύτῃ μόνον παραβάλλειν αὐτὸν ᾿Αθανά
στον καὶ τὰ αὐτῷ προτέρων συντεθείσαν , ἐπὶ τῇ ρα
τέρα ταύτης εἰσόδῳ τιμίω , ἰδίκα ἐκ τῆς αὐτῆς καὶ ἐπὶ
τοῖς αὐτῆς ἐπανήει φυγῆς. Φέρεται καὶ τοῦτός τις ἐπ᾿
ἐκείνῃ τῇ τιμῇ λόγος . Λεγέθω γὰρ εἰ καὶ περιττότε
ρος , οἷον ἡδυσμάτι τις λόγῳ καὶ αὔθος εἰσόδιον . Εἰ
σήλαωέτις της τῆς δισυπάτων μετ᾿ ἐκείνω τί εἴσοδον

ἡμέτερος οὗτος ,Κω , Καππαδόκης γὰρ καὶ της παν


τὸν Φιλάγριον ἐκεῖνον οἶδ ' ὅτι παύτες ἀνέετε ; καὶ τὸ φίλο
φον , οἷον ἐκ ἄλλον καὶ περὶ ἄλλον , καὶ ἡ τιμὴ κατὰ
τὸ φίλζον , ἵνα μικρῷ λόγῳ παραςήσω τὸ παν γνώ .
ρισμα , ᾧ καὶ ἡ ἀρχὴ πρεσβεία τε τῆς πόλεως , καὶ μή
φῳ τὸ Βασιλέως, αὖθις ἐγχειριθεῖσα . Τότε ἐν τινα
το δήμο , ᾧ ἐφαίνετο τὸ πλῆθος ἄπειρον , καὶ οἷόν τι
πέλαγος ἐχ ὁριζόμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς , πρός τινα λέ
γεται τῆς ἑαυτῷσκευήθων καὶ φίλων , ὃ φιλεῖ συμβαί
νεῖν ἐν τοῖς τοιύτοις , εἰπεῖν . Εἰπέ μοι, ὦ βέλτισε , ἤ
δη ποτὲ τεθέασαι δῆμον τοσύτον , καὶ ὅπως ἔμψυχον ,
·ἐφ' ονὸς ανθρώπε τιμῇ χυθούτα , ὦ φάναι τὸν νεανίαν ,
ἀλλ᾽ ἐμοὶ μὲν δόξαι , μηδ' αν αυτὸν ταύτης τυχεῖν Κων
ταύτιον , ὡς τοῦ ἀκροτάτε τῆς τιμῆς δηλωμούς διὰ τοῦ
Βασιλέως · καὶ τὸν γελάσαντα μάλα κομμὸν καὶ ἡδε ,
τί τότο ἔφης , εἰπῶν , ὡς δή τι λέγων μέγα και θαυ
μαζόν ; μόλις τον οἶμαι καὶ Αθανάσιον όπως εισαχθη
ναι
316 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ναι τὸν μέγαν , καὶ ἅμα ὅρκον τινὰ προθεῖναι καὶ τ


ἐπιχωρίων , εἰς τὰ τὸ λόγου βεβαίωσιν . Ἐβέλετο δε
ὁ λόγος ἀυτῷ , ὃ καὶ ὑμῖν οἶμαι δῆλον , καὶ Βασιλέως
αὐτό ἔμπροθον ἄγειν , τὸν νοῦ εὐφημέμενον . Τοσᾶτον
μὖ παρὰ πᾶσι τὸ τε ανδρὸς τότε σέβας , καὶ τοσαύτη
τῆς μνημονευομένης εἰσόδε να ἡ κατάπληξις . Κατὰ
γοη , καὶ ἡλικίας, καὶ τέχνας διαιρεθούτες ( φιλᾶσι δ
μάλιςα ἡ πόλις αυτη ὕτω διασκευάζεται , ὅταν τιν
πλέκωσι τιμίω δημοσίαν . Πῶς αἲ παρασήσαιμι τις λό
γῳ , τὸ μέγα ἐκεῖνο θέαμα ; ) ποταμὸς ἦσαν εἷς . Ποιη
1
τῇ δὲ μὖ ἄρα καὶ τὸν Νεῖλον εἰπεῖν τὸν χρυσοῤῥόαν ὄν
τως καὶ εὔςαχω , ἔμπαλιν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τω
Χαιρές ῥέοντα , ημερησίων ὁδὸν οἶμαι καὶ περαιτέρω ,
Δότε μοι μικρὸν ἔτι ἐξυφῆσαι τῷ διηγήματι
• ἐκεῖσε
γάρ εἰμι , καὶ ἐδὲ ἀπαχθμαι τὸν λόγον τῆς τελετῆς
ἐκείνης ῥᾴδιον . Πῶλος μεν ἦγον αὐτὸν ( καὶ μήμοι τῆς
ἀπονοίας μέμψηε ) ὡς μικρᾶ τὸν ἐμὸν Ἰησῶν ὁ πῶς
λος͵ ἐκεῖνος ,εἴτ᾽ ἦν ἐξ ἐθνῶν λαὸς , ὃν εὖ ποιῶν ἐπι
βαίνει τῆς τῆς ἀγνοίας δεσμῶν λυόμενον , ετέ τι ἄλλο
βέλεται παραδηλῶν ὁ λόγος . Κλάδοι δὲ αὐτὸν ὑποδέ
χονται , καὶ ςρώσεις ἱματίων πολυανθῶν καὶ ποικίλων
προῤῥεπτεμείωντε καὶ ὑποῤῥιπτομενων. Ἐνταῦθα μόνον
ἀτιμαθούτος τὸ ὑψηλᾶ καὶ πολυτελῆς καὶ τὸ ἴσον μὴ ἔ
χοντος · εἰκὼν καὶ ἅυτη τῆς ἐπιδημίας Χρισῦ . Καὶ οἱ
προβοῶντες καὶ προχορεύοντες , πλω ὅσον οὐ παίδων
ὅμιλος͵ μόνον τὸ δύφημον ω , ἀλλὰ καὶ πᾶσα γλῶσ
σα σύμφωνος καὶ αντίθετος , νικᾶν ἀλλήλες ἔπειγο
μοίων . Ἐῷ γὰρ λέγειν κρότες πανδήμος, καὶ μύρων
ἐκχύσεις καὶ παννυχίδας, καὶ πᾶσαν φωτὶ καταςραπ
τομεύίω τω πόλιν , καὶ δημοσίους ἑςιάσεις καὶ οἰκι
δίας , καὶ ὅσοις αἱ πόλεις τὸ φαιδρὸν ἐπισημαίνουσιν ,
ἃ τότε μεθ᾽ ὑπερβολῆς ἐκείνῳ καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς ἐκ
χαρίζοντο . Οὕτω το ἑαυτῷ πόλιν ὁ θαυμάσιος ἐ
κεῖνος , καὶ μετὰ τοιαύτης καταλαμβαύει τῆς πανηγύρεως..
+ Αῤοὖν ἐβίω μεν , ὥσπερ εἰκὸς , τοὺς λαοῦ τοσούτου
πρα
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 317

προς ησομοίους ; ἐδίδαξε δὲ οὐχ ὡς βεβίωκον ; ἠγώ


νιςαι δὲ οὐχ ὡς ἐδίδαξεν ; ἐκινδιώδυσε δὲ τῆς ὑπὲρ
τῇ Λόγε τινὸς ἠγωνισμένων ἐλάττω ; τετίμηται δὲ ὧν
ἠγώνισαι μεῖον ; κατήχωνε δέτι τς τῆς εἰσόδε μετὰ τὴν
εἴσοδον ; ἐδαμῶς . Παντα δὲ ἀλλήλων ἐχόμενα , ὥσσερ
ἐν λύρα μιᾷ , καὶ τῆς ἀυτῆς ἁρμονίας, ὁ βίος , ὁ λό
γος , οι ἀγῶνες, οἱ κίνδυνοι, τὰ τῆς ἐπανόδε , τὰ μετὰ
τῶ ἐπάνοδον ·ὁμᾶτε γὰρ τω Ἐκκλησίαν καταλαμ
βαύει , καὶ κα πάχει ταυτὸν τοῖς δι᾽ ἀμεξίαν ὀργῆς τυ
φλώττισι , καὶ ὅ ,τι αν παραπέσῃ 기 , τότο πρῶτον περιω
θέσι , κἄν τι τὸ φειδῶς ἀξίων ὂν τύχοι , τῷ θυμῷ δι
νας δύοντος· ἀλλὰ τότον μάλιςα ουδοκιμήσεως καιρὸν εἶ
ναι νομίσας · ἐπειδὴ τὸ μον πάχον κακῶς ἀεὶ μεξιώτε
ρον , τὸ δὲ ἐν ὀξεσίᾳ τῇ αὐτιδρᾷν ἀκρατέσερον . Οὕτω
ωράως καὶ ἠπίως τὰ τῷ λελυπηκότων μεταχειρίζεται ,
ως μηδὲ ἀυτοῖς ἐκείνοις οἷόν τε τῦτο εἰπεῖν , ἀηδῆ γε
νέθαι τῷ αὐδρὸς τῷ ἐπαοδον . Καθαιρεῖ μοὶ γὰρ τὸ
ἱερὸν 15 θεοκαπήλων καὶ χριςεμπόρων , ἵνα καὶ τῷτο
To Xeis : μιμήσηται , πλὺ ὅσον οὐ φραγελλίῳ πλε
κτῳ , λόγῳ δὲ πιθανῷ τότο ἐργάζεται καταλλάττει
δὲ τὸ ςασιάζον , πρός τε αυτὸ καὶ ἑαυτὸν , οὐδενὸς τῶν
συναγόντων προσδεηθείς · λύει δὲ τοῖς ἠδικημενοις τὰς
τυραννίδας , εδον διελῶν τὰς τῆς αὐτῷ μερίδος καὶ τῆς
ἐναντίας · αὐίςησι δὲ πεπτωκότα λόγον · παῤῥησιάζε
ται δὲ ἡ Τριὰς πάλιν ἐπὶ τω λυχνίαν τεθεῖσα , καὶ
λαμπρῷ τῷ φωτὶ τῆς μιᾶς Θεότητος ταῖς παύτων ψυ
τη
χαῖς ανατράπτεσα . Νομοθετεῖ δὲ τῇ οἰκεμούν πάλιν ,
ἐπιτρέφει δὲ πρὸς ἑαυτὸν πᾶσαν διαίοιαν • τοῖς μου ἐκ
πιςέλλων , τὸς δὲ διδάσκων, ἔτι δὲ ὃς καὶ ἀκλήτες προσ

ιόντας σοφίζων , νόμον δα προθεὶς τὸ βέλεθαι , καὶ


γὰρ τότο μόνον ἐξήρκει πρὸς ὁδηγίαν τὸ κρείττονος .
Εν κεφαλαίῳ δὲ εἰπεῖν , δύο λίθων μιμεῖται φύσεις
ἐπαινεμένων· γίνεται γὰρ τοῖς με παίεσιν ἀδάμας ,
τοῖς δὲ ςασιάζεσι μαγνῆτις , ἀῤῥήτῳ φύσεως βίᾳ τὸν
σίδηρον ἕλκεσα , καὶ τὸ σεῤῥότατον ἐν ὕλαις οἰκείου
μούη .
318 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

μεύη . Αλλ᾽ εἰ γὰρ ἔμελλε ταῦτα οἴσειν ὁ φθόνος , οὐκ


δὲ τοῦ Ἐκκλησίαν ὁρῶν ανέξεται πάλιν ἐπὶ τῆς αυτῆς
δόξης , καὶ τῆς παλαιᾶς ὑγιείας , τάχιςα τῷ διεςῶτος
συκλωθοίτος , ὥς περ ἐν σώματι . Διὰ τῦτο ἐπανίςκ
σιν αὐτῷ τὸν συναποςάτωω ἑαυτοῦ Βασιλέα , καὶ τω
κακίαν ὁμότιμον , χρόνῳ μόνῳ λειπόμονον . Ὃς πρῶτος
Χρισιανῶν Βασιλέων κατὰ Χρισὃ ἐμάνη , καὶ ὃν ἔδινε
πόῤῥωθον ἐν ἑαυτῷ Βασιλίσκον τῆς ἀσεβείας αναῤῥή
ξας ἀθρόως , ἐπειδὴ καιρὸν ἔλαβον , όμᾶτε Αὐτοκρά
τωρ αναδείκνυται, καὶ κακὸς μοὶ περὶ τὸν πις ούσαν
τα Βασιλέα τὸ Βασίλεια γίνεται, κακίων δὲ περὶ τὸν
σεσωκότα Θεόν : καὶ διωγμὸν
el ἐννοεῖ τῶν πώποτε γενος
μούωνἀπανθρωπότατον , ὅσῳ τὸ πιθανὸν τῇ τυραννίς
δι μίξας ( ἐφθόνει δὲ τοῖς πάχεσι καὶ τῆς ἐπὶ τοῖς
ἄθλοις τιμῆς ) ἀμφίβολον ἐποίει , καὶ τὸ τῆς ανδρείας
φιλότιμον , τὰς ἐν τοῖς λόγοις τροφὰς καὶ πλοκὰς , ἐπὶ
τὸν ζόπον μετενεγκών, ἢ τόγε ἀληθέςερον εἰπεῖν ,
πὸ τὸ ῥόπε καὶ περὶ ἐκεῖνα σπεδάσας, καὶ τὸν οἶνοις
που αυτῷ πονηρὸν , τῆς πολυτεχνίας μιμέμενος . Οὗτος
‫ܙ‬
μικρὸν μοι ἔργον ἐνόμισαν εἶναι , τὸ παύτων Χρισια
νῶν παρασήσεται γενος , μέγα δὲ τὸ ᾿Αθανασίε κρατ
τῆσαι , καὶ τῆς ἐκείνῳ περὶ τὸν λόγον ἡμῶν δυνάμεως ·
καὶ τὸ ἑώρα,μηδον ὂν αυτῷ πλέον τῆς καθ᾽ ἡμῶν ἐντ
νοίας , διὰ τί τε ανδρὸς αντιπαράταξιν καὶ αντίθεσιν ,
ἀεὶ τὸ κανεμος Χριςιανῶν αναπληρεμούν διὰ τῆς Ἑλ
λικῇς προθήκης , καὶ τῆς ἐκείνε συνέσεως , ὃ καὶ πα
ράδοξον .
Ταῦτ᾽ ἐν ὀννοῶν καὶ ὁρῶν ὁ δεινὸς ἐκεῖνος παραλος
γισὺς καὶ διώκτης, οὐδὲ ἐπὶ τοῦ πλάσματος , ἔτι μέτ
νει , καὶ τῆς σοφισικῆς ανελευθερίας , ἀλλὰ τοῦ πονη
εαν γυμνώσας , φανερῶς ὑπερορίζει τὸν ανδρα τῆς πό
λεως . Ἔδει δ τρισὶ παλαίσμασι τὸν γεννάδαν νική
σαντα , τελείας τυχῶν καὶ τῆς αἰαῤῥήσεως . Μικρὸν τὸ
ἐν μέσῳ , καὶ Πέρσαις μεν ἡ δίκη δεσα τὸν ἀλιτήριον ,
ἐκεῖ δικάζει, καὶ Βασιλέα φιλότιμον παραπέμψασα ,
μ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 319

νεκρὸν ἐπανάγει μηδ᾽ ἐλεόμενον , ὡς δὲ ἐγώ τινος ἤκου


σα , μηδὲ τῷ τάφῳ προσλαμβανόμενον . Ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς
σεισθείσης δι᾽ αὐτὸν γῆς ἀποσειόμενονછે
καὶ αναβραασόμες
νον, προοίμιον οἶμαι τῆς ἐκεῖθεν κολάσεως . Ανίτας
ται δὲ Βασιλοὺς ἕτερος , ἐκ αναιδὴς τῷ προσώπῳ κατά
τὸν προειρημενον , οὐδὲ τοῖς πονηροῖς ἔργοις καὶ ἐπιτάτ
ταις ἐκθλίβων τὸν Ἰσραὴλ , ἀλλὰ καὶ λίαν δυσεβής τε
καὶ ἥμερος , ὃς ἵνα ἀρίςῳ ἑαυτῷ καταςήσεται τω τῆς
Βασιλείας κρηπῖδα , καὶ ὅποι δεῖ τῆς συνομίας ἄρξηται ,
λύει με τοῖς Ἐπισκόποις τω ἐξορίαν τοῖς τε ἄλλοις
ἅπασι, καὶ πρὸ παύτων τῷ πρὸ παύτων τῶ ἀρετῶν ,
καὶ προδήλως ὑπὲρ τῆς δυσεβείας πολεμηθοντι . Ζητε
δὲ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς πίσεως τοῦ ἀλήθειαν ὑπὸ πολλῶν
διασπαθεῖσαν καὶ συγχυθεῖσαν , καὶ εἰς πολλὰς δόξας
καὶ μοίρας νενεμημονίω , ὥς τε μάλισα μεν τὸν Κόσμον
ὅλον οἷόν τι συμφωνῆσαικαὶ εἰς οἱ ἐλθεῖν τῇ σωερτ
γείᾳ τῷ Πνδύματος , εἰδ᾽ ἔ , ἀλλ᾽ αυτόν γε μετὰ τῆς βελς
τίτης γενέθαι , κακείνη παραχεῖν τὸ κράτος , καὶ παρ
ἐκείνης
2 αντιλαβεῖν , λίαν ὑψηλῶς τε καὶ μεγαλοπρεπῶς
ἐπὶ τῶν μεγίσων διανούμενος . Ἔνθα δὴ καὶ μάλισα ἐξ
δείχθη τε ανδρὸς ἡ καθαρότης , καὶ τὸ τερέωμα τῆς εἰς
Χρισὸν πίσεως . Τῶν γὰρ ἄλλων ἁπαύτων ὅσοι τοῦ
καθ᾿ ἡμᾶς λόγε , διχῇ νενεμημένων , καὶ πολλῶν με
ὄντων τῷ περὶ τὸν Υἱὸν ἀῤῥωςέντων , πλειόνων δὲ τῷ
περὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον , οὔθα καὶ τὸ ἧττον ἀσεβεῖν
ἀσέβεια ὀνομίπη , ὀλίγων δὲ τῆς κατ᾽ ἀμφότερα ύγιαι
νόντων , πρῶτος καὶ μόνος , ἢκομιδῆ σω ὀλίγοις ἀπο
τολμᾷ τ᾽ ἀλήθειαν , σαφῶς ἑτωσὶ καὶ διαρρήδίω τῶν
Τιῶν μίαν Θεότητα καὶ ἐσίαν ἐγγράφως ὁμολογήσας , καὶ
ὃ τῷ πολλῷ τὴς Πατέρων ἀριθμῷ περὶ τὸν Υἱὸν ἐχο
ρίπη πρότερον , τότο περὶ τῷ Αγίω Πνεύματος αυτὸς
ἐμπνεύσεις ὕπερον, καὶ δῶρον βασιλικὸν ὄντως καὶ μετ
γαλοπρεπὲς τῷ Βασιλεῖ προσενεγκῶν, ἔγγραφον τω
εἰσέβειαν κατὰ τῆς ἀγράφου καινοτομίας , ἵνα Βασιλεῖ
μὲν Βασιλούς , λόγῳ δὲ λόγος , γράμματι δὲ γράμμα
κατά
320 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

καταπαλαίηται . Ταύτίω μοι δοκέσιν αἰδέμενοι το δ


μολογίαν οἵ τε τῆς Ἑστερίας καὶ τῆς Ἑῴας ὅσον βιώ
σιμον , οἱ μὲν μέχρι διανοίας ἄγειν τὸ οὐσεβὲς ( εἴτι
λέγεσιν αὐτοῖς πις αυτέον ) περαιτέρω δὲ μὴ προάγειν ,
ὡς πέρ τι νεκρὸν κύημα ταῖς μηξάσιν ἀναποθνησκον
οἱδὲ μικρὸν ἐξάπτειν ὥς περ ασινθῆρα , ὅσον ἀφοσίμε
παι τὸν καιρὸν , ἢ τῆς ὀρθοδόξων τις θερμοτέρας ,
τζδ λαῶν τὸ φιλόθεον · οἱ δὲ καὶ παῤῥησιάζεται το
ἀλήθειαν , ἧς αἢ εἴξω ἐγὼ μερίδος , οὐ γὰρ τολμῶτι
πλέον καυχήσασθαι, μηκέτι τῶν ἐμου δειλίαν οἶκονο
μῶν , ὡς δὴ του το σαθροτέρων διανοιων ( · ἱκανῶς
ᾠκονομήσαμον , μήτε τὸ ἀλλόξιον προσλαμβαύοντες , καὶ
τὸ ἡμέτεροι φθείροντες , ὃ κακῶν ὄντως ἐςὶν οἰκονό
μων. ) ἀλλ᾽ εἰς φῶς ἄγων τὸν τόκον , καὶ μετὰ απεδῆς
ἐκζέφων , καὶ ταῖς ἁπαύτων ἔψεσι προτιθεὶς , ἀεὶ τε
λειόμενον . Τότο μὲν ἐν ἧττον ἐκείνη θαυμάζειν ἄξιον ·
ὁδὸ ἔργῳ τῆς ἀληθείας προκινδυνεύσας , τί θαύμα
τὸν εἰ γράμματι ταύτίω καθωμολόγησαν ; ὃ δὲ μά
λιςα τὸ ἀνδρὸς θαυμάζειν ἔπεισι, καὶ ζημία το σκο
πᾶν διὰ τὸν καιρὸν μάλιςα πολλὰς ποιῶν τὰς διατά
σεις , τότο ἔτι προθήσω τοῖς εἰρημένοις . Γεύοιτο δὸ αὔ
τι παίδευμα καὶ τοῖς τοῦ ἡ πρᾶξις , εἰ πυρὸς ἐκεῖνον

βλέποιμεν . Ὡς τὸ ὕδατος ονὸς τέμνεται , καὶ τότο μό
τον ὅσον ἡ χεὶρ ἀφῆκον ἀρυσμένη , ἀλλὰ καὶ ὅσον τ
χειρὶ περιεχέθη το δακτύλων ἐκρέον, ὅτω καὶ ἡμῶν
ἐχ ὅσον ἀσεβὲς
1 χίζεται μόνον , ἀλλὰ καὶ ὅσον οὐσεβές
σερον , ὦ περὶ δογμάτων μόνον μικρῶν καὶ παραρᾶπαι
ἀξίων ( ἧττον δ αν κὖ τότο δεινὸν ἢ ἀλλ᾽ ἤδη καὶ πε

οἱ ῥημάτων εἰς τοῦ αὐτὴν φερόντων διαίοιαν . Τῆς γὰρ


μιᾶς ἐσίας , καὶ τὶς τριῶν ὑποφάσεων λεγομενων μον ὑφ᾽
ἡμῶν οὐσεβῶς· τὸ μὲν τὸ τω φύσιν δηλοῖ τῆς Θεότη
τος , τὸ δὲ τὰς τῆς τριῶν ἰδιότητας
, , νουμένων δὲ καὶ πα ·
ρὰ τοῖς Ἰταλοῖς ὁμοίως , ἀλλ᾿ ο διαμένοις διὰ ξενότης
τα τῆς παρ αὐτοῖς γλώττης καὶ ὀνομάτων πονίων , διε
λεῖν ἀπὸ τῆς ἐσίας τω ὑπόφασιν , καὶ διὰ τῦτο αὐτει
σάγε
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ . 321

σάγεσι τὰ πρόσωπα , ἵνα μὴ ζεῖς ἐσίας παραδεχθῶ


σι, τί γίνεται; ὡς λίαν γελοῖον καὶ ἐλεεινόν . Πίςεως
ἔδοξε διαφορὰ , ἡ περὶ τὸν ἦχον μικρολογία . Εἶτα
Σαβελλισμὸς ἐνταῦθα ἐπινοήθη τοῖς ξισὶ προσώποις ,
καὶ ᾿Αρειανισμὸς ταῖς τρισὶν ὑποςάσεσι , τὰ τῆς φι
λονεικίας αναπλάσματα . Εἶτα τί ; προτιθεμούς μιας
ροῦ τινος ἀεὶ τοῦ λυπῦντος , ὃ λυπηρὸν ἡ φιλονεικία
ποιεῖ , κινδίδει συναποῤῥαγμαι ταῖς συλλαβαῖς τὰ
πέρατα .
Ταῦτ᾽ ὦν ὁρῶν καὶ ἀκέων ὁ μακάριος ἐκεῖνος καὶ ὡς }

ἀληθῶς αὔθρωπος τὸ Θεᾶ καὶ μέγας τῶν ψυχῶν οἰκο


νόμος , ἐκ ᾠήθη δεῖν παριδεῖν τῶ ἄτοπον ὅτω καὶ ἄ
λόγον τῷ Λόγο κατατομίω , τὸ δὲ παρ᾽ ἑαυτῷ φάρμακον
ἐπάγει τις ἀῤῥωσήματι . Πῶς ἐν τῦτο ποιεῖ ; προσκα
λεσάμενος ἀμφότερα τὰ μέρῃ ὅτω πράως καὶ φιλανθρώ
πως , καὶ τὸν νῦν τῶν λεγομένων ἀκριβῶς ἐξετάσας , ἐ
πειδὴ συμφρονῶντας εὗρε , καὶ ἐδοὶ διες ὦτας κατὰ τὸνλό
γoν , τὰ ὀνόματα συγχωρήσας, συνδεῖ τῖς πράγμα
σι, τῦτο τῶν μακρῶν πόνων καὶ λόγων λυσιτελέςερον 9
ὃς παύτες ἤδη λογογραφᾶσιν , οἷςτις καὶ φιλοτιμία στ
νέζουνται, καὶ διὰ τέτοἴσωςτι καὶ καινοτομεῖται περὶ τὸν
λόγον . Τῦτο τῶν πολλῶν ἀγρυπνιῶν καὶ χαμουνιῶν προ
τιμότερον , ὧν μέχρι τῶν κατορθέντων τὸ κέρδος, τότο
τῶν ἀοιδίμων ὀξοριῶν͵ καὶ φυχῶν τῇ αὐδρὸς ἐπάξιον .
Ὑπὲρ δ ὧν εἵλετο πάχειν ἐκεῖνα , ταῦτα μετὰ τὸ πα
θεῖν ἐσπεδάζετο . Τὸ δ᾽ αὐτὸ καν τοῖς ἄλλοις ποιῶν·
διετέλει , τὸς μοὶ ἐπαινῶν , τὸς δὲ πλήττων μετρίως
καὶ τῶν μεν τὸ νωθρὸν διεγείρων , τῶν δὲ τὸ θερμὸν καὶ
τείργων · καὶ τῶν μον ὅπως μὴ πταίσωσι προμηθέμε
νος, τὰς δὲ ὅπως διορθωθεῖον πταίσαντες , μηχανώ
μόνος · ἁπλῶς δὲ τὸν ζόπον , πολυειδὴς τζ κυβέρνη
σιν , σοφὸς τὸν λόγον, σοφώτερος τω διαίοιαν , πεζὸς
τοῖς ταπεινοτέροις , ὑψηλότερος τοῖς μετεωροτέροις , οι
λόξενος , ἱκέσιος , ἀποζόπαιος , παύτα εἷς ἀληθῶς ,
ὅσα μεμερισμούως τοῖς ἑαυτῶν θεοῖς Ἑλλώων παῖδες
Encicl. Tom . II . X ἐπι·
322 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ἐπιφημίζεσι . Προθήσω δὲ καὶ ζύγιον , καὶ παρθοιον ,


καὶ εἰρμαῖον , καὶ διαλλακτήριον , καὶ πομπαῖον τοῖς ἐν
τεῦθον ἐπειγόμονοις . Ω πόσαςμοι ποιεῖ κλήσεις ἡ τὸ
ανδρὸς ἀρετὴ , πανταχόθεν καλῶν ἐθέλοντι ! Ζήσας δὲ
ὅτω , καὶ παιδευθεὶς καὶ παιδεύσας,ὥς τε ὅρον μεν Ἐπι
σκοπῆς εἶναι τὸν ἐκείνῳ βίον καὶ ζόπον , νόμον δὲ Ὀρ
ϑοδοξίας τὰ ἐκείνε δόγματα · τίνα μιπὸν τῆς δύσε
βείας κομίζεται; ὦ δὲ δὲ τότο παειδῶν ἄξιον . Ἐν γή
ρᾳ καλῷ καταλύει τὸν βίον , καὶ προςίθεται τοῖς πα
Φάσιν αυτό , Παζιάρχαις, και Προφήταις , καὶ ᾿Απο
ςόλοις , καὶ Μάρτυσι , τοῖς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἠγωνισ
μονοις · καὶ ἵνα ἄπω τινὰ βραχὺ ἐπιτάφιον , τιμᾶται
τῆς εἰσοδίων τιμῶν τὴν ἐξόδιον πολυτελες έραν· πολλὰ
μον κινήσας δάκρυα , μείζονα δὲ τῷ ὁρωμοίων τὴν περὶ
αυτοῦ δόξαν ταῖς ἁπαύτων διανοίαις ἐναποθέμενος .
Αλλ᾽ ὦ φίλη καὶ ἱερὰ κεφαλὴ , ὁ καὶ λόγο καὶ σιωπῆς
μέσα καὶ μετὰ τῆς ἄλλων σε καλῶν διαφερόντως τιμήσας,
ἡμῖν μοὶ ἐνταῦθα ζήσαις τὸν λόγον , εἰ καὶ τῆς ἀληθείας
ὀνδεέτερον , ἀλλὰ τοῦγε πρὸς διύαμιν οὐ λειπόμενον .
Αυτὸς δὲ αἴωθον ἡμᾶς ἐποπτεύοις ἵλεως , καὶ τὸν λαὸν
τόν δε διεξάγοις τέλειον , τελείας τῆς Τριάδος προσκυ
νητίω , τῆς ἐν Παζὶ καὶ Υἱῷ , καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι θεω
ρεμένης καὶ σεβομένης . Καὶ ἡμᾶς εἰ μὲν εἰρίικῶς ,
τέχεις καὶ συμποιμαίνοις, εἰ δὲ πολεμικῶς , ἐπανάγοις ,
προσλαμβαίοις , καὶ σήσαις μετὰ σεαυτῷ καὶ τῷ οἷος
σύ , κἂν μέγα ἢ τὸ αἰτόμενον , ἐν ἀυτῷ Χρισῷ τῷ Κυ
οἴῳ ἡμῶν · ᾧ πᾶσα δόξα , τιμὴ , κράτος , εἰς τοὺς
αἰῶνας . ᾿Αμίω .

ΕΙΣ
323
0
www
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ ,
01,(
1991
Εἶτ᾽ ἐν Γενέθλια το Σωτῆρος Λόγος .
VOA

Χρισὸς γεννᾶται , δοξάσατε . Χριςὸς ἐξ Οὐρανῶν,



ἀπαντήσατε . Χρισὸς ἐπὶ γῆς ; ὑψώθητε . Ασατε τη
Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ , καὶ ἵν ἀμφότερα συνελῶν ἀπω ·
συφραινέθωσαν οἱ Οὐρανοὶ , καὶ ἀγαλλιάθω ἡ γῇ , διὰ
τὸν ἐπερανιον , εἶτα ἐπίγειον . Χρισὸς ἐν σαρκὶ, τό
μῳ καὶ χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε · ζόμῳ διὰ τω ἁμαρτίαν ,
TRUSTE
хара διὰ τὰ
χαρᾷ ἐλπίδα . Χρισὸς ἐκ Παρθούς , γυναῖ
κες, παρθονεύετε , ἵνα Χρις5 γονηθε μητέρες . Τίς ε

προσκευεῖ τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς; τίς ἐ δοξάζει τὸν τελευταῖον ;
πάλιν τὸ σκότος λύεται · πάλιν τὸ φῶς ὑφίσαται · πά
TOTY
λιν Αἴγυπτος σκότῳ κολάζεται · πάλιν Ἰσραὴλ σύλῳ
LICE
φωτίζεται. Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει τῆς ἀγνοίας ,
ἰδέτω φῶς μέγα τῆς ἐπιγνώσεως . Τὰ ἀρχαῖα παρῆλ
Suce
Θαν, ἰδὲ γέγονε τὰ παύτα κοινά . Τὸ γράμμα ὑπο
χωρεῖ , τὸ Πνεῦμα πλεονεκτεῖ , •αἱ σκιαὶ παραξέχου
μόν σιν , ἡ ἀλήθεια ἐπεισέρχεται, ὁ Μελχισεδέκ σιμάγε
ται, ὁ ἀμήτωρ ἀπάτωρ γίνεται , ἀμήτωρ τὸ πρότερον ,
ἀπάτωρ τὸ δεύτερον , νόμοι φύσεως καταλύονται . Πλῆ .
ρωθεῷαι δεῖ τὸν οὔω Κόσμον , Χρισὸς κελεύει , μὴ
αντιτείνωμον . Παύτα τὰ ἔθνη κροτήσατε χώρας · ὅτι

παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν Υἱὸς , καὶ ἐδόθη ἡμῖν , ᾧ ἡ ἀρ
χὴ ἐπὶ τε ὤμε αυτό . Τῷδ Σταυρῷ συνεπαίρεται
καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτό , μεγάλης βελῆς τῆς
.
τοῦ
Παζὸς ῎Αγγελος . Ἰωαννης βοάτω · ἑπιμάσατε τὴν ὁ
δὸν
< Κυρίς · καγω βοήσομαι τῆς ἡμέρας των δαύαμιν ,
ὁ ἄσαρκος σαρκεται, ὁ λόγος παχνεται , ὁ ἀόρατος
ὁρᾶται , ὁ αναφὴς ψηλαφᾶται , ὁ ἄχρονος , ἄρχεται
Υἱὸς τῷ Θεῷ ὑὸς ανθρώπο γίνεται . Ἰησοῦς Χριςός ,
χθὲς καὶ σήμερον , ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τὰς αἰῶνας . Ἰεδαῖοι
σκανδαλιζέσθωσαν ; Ἕλληνες διαγελάτωσαν , αἱρετικοί
-S X 2 γλωσσ
324 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

γλωσσαλγείτωσαν . Τότε πιςεύσεσιν , ὅταν ἴδωσιν


9 εἰς
Οὐρανὸν ανερχόμενον . Εἰ δὲ μὴ τότε , ἀλλ᾽ ὅταν ἐξ
Οὐρανῶν ἐρχόμενον, καὶ ὡς Κριτὴν καθεζόμενον . Ταῦτ
τα μοὶ ὕστερον , τὰ δὲ νοῦ θεοφανια ἡ πανήγυεις , ετ᾽
ἦν γενέθλια · λέγεται δὸ ἀμφότερα , δέ κειμένων προστ
ηγοριῶν οἱ πράγματι . Ἐφανη – Θεὸς ανθρώποις
διὰ γεννήσεως , τὸ μεν ὤν, καὶ ἀεὶ ὢν ἐκ τῶ ἀεὶ ὄντος ,
ὑπὲρ αἰτίαν καὶ λόγον ( ἐδὲ γὰρ μὖ τὸ Λόγο e/ λόγος
ανώτερος ) τὸ δὲ δι᾿ ἡμᾶς , γενόμενος ὕτερον , ἓν ο

εἶναι δὲς , καὶ τὸ οὐ εἶναι χαρίσηται . Μᾶλλον δὲ ῥούτ


σαντας ἡμᾶς ἀπὸ τὸ εὖ εἶναι διὰ κακίαν , πρὸς αὐτὸ
πάλιν ἐπαναγάγῃ διὰ σαρκώσεως . Ὄνομα δὲ τῷ φα
νῶαι μοὶ θεοφανία , τῷ δὲ γεννᾶται γενέθλια . Τῦτό
ἐσιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις , τότο ἑορτάζομεν σήμερον , ἐπι
δημίαν Θεῷ πρὸς ανθρώπους , ἵνα πρὸς Θεὸν ἐκδημή
σωμα , ἐπανέλθωμεν · ὅτω γὰρ εἰπᾶν οἰκειότερον ,
ἵνα τὸν παλαιὸν αὔθρωπον ἀποθέμενοι , τὸν νέον ἐντ
δυσώμεθα. Καὶ ὥσπερ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ ἀπεθαύομον , ὅ
πως ἐν τῷ Χρισῷ ζήσωμον, Χρισῷ καὶ συγγενόμενοι ,
καὶ συςαυρέμενοι , καὶ συνθαπτόμενοι , καὶ σωανις άμε
νοι . Δεῖ γάρ με παθεῖν τῳ καλώ αντιςροφί . Καὶ
ὥσπερ ἐκ τῶν χρηςοτέρων ἦλθε τὰ λυπηρά , οὕτως ἐκ
τῶν λυπηρῶν ἐπανελθεῖν τὰ χρηςότερα . Οὗ δὸ ἐπλεός
νασα ἡ ἁμαρτία , ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις . Καὶ εἰ
ἡ γεῦσις κατέκρινε , πόσῳ μᾶλλον τὸ Χρισὸν παθεν
ἐδικαίωσε ; Τοιγαροῦ ἑορτάζωμεν , μὴ πανηγυρικῶς ,
ἀλλὰ θεϊκῶς· μὴ κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως με
τὰ ἡμέτερα , ἀλλὰ τὰ τῇ ἡμετέρου , μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ
Δεασότε · μὴ τὰ τῆς ἀπονείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰαξείας ·
μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς αναπλάσεως . Ἔσαι
δὲ τότο πῶς ; μὴ πρόθυρα σεφανώσωμον , μὴ χοροὺς
συςησώμεθα , μὴ κοσμήσωμον ἀγυὰς, μὴ ὀφθαλμὸν
ἑςιάσωμοι , μὴ ἀκοὴν καταυλήσωμον , μὴ ὄσφρησιν ἐκ
θηλυωμον , μὴ γεῦσιν καταπορνδύσωμον , μὴ ἀφῇ χα
εισώμεθα ταῖς προχείροις εἰς κακίαν ὁδοῖς , καὶ εἰσό
δοις
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 325

δοις τῆς ἁμαρτίας · μὴ ἐθῆτι μαλακιθῶμεν , ὑπαλῇ


τε καὶ περιῤῥεύσῃ , καὶ ἧς τὸ κάλλιςον ἀχρησία , μὴ λί
θως διαυγείαις, μὴ χρυση περιλάμψεσι , μὴ χρωμά
των σοφίσμασι λαδομανῶν τὸ φυσικὸν κάλλος , καὶ κατὰ
‫ܙ‬
τῆς͵ εἰκόνος͵ἐξευρημείων, μὴ κώμοις , καὶ μέθαις , οἷς
κοίτας καὶ ἀσελγείας οἶδα συνεζάγμαίας · ἐπειδὴ και
κῶν Διδασκάλων κακὰ τὰ μαθήματα , μᾶλλον δὲ πο
νηρῶν ατερμάτων πονηρὰ τὰ γεώργια . Μὴ σιβάδας τ
ψηλὰς πηξώμεθα , σκωοποιοιῶτες τῇ γατρὶ τὰ τῆς
θρύψεως, μὴ τιμήσωμον οἴνων τὸς αὐθοσμίας , όλο
ποιῶν μαγγανείας , μύρων πολυτελείας . Μὴ γῆ καὶ
θάλασσα την τιμίαν ἡμῖν κόπρον δωροφορείτωσαν , ὅτω
ᾧ ἐγὼ τιμᾷν οἶδα ξυφτώ . Μὴ ἄλλος ἄλλον ἀκρασίᾳ
νικᾷν σπεδάζωμον · ἀκρασία δὺ ἐμοὶ παῖ τὸ περιττὸν,
καὶ ὑπὲρ τίω χρείαν, καὶ ταῦτα πεινώντων ἄλλων , καὶ
δεσμεύων , τῶν ἐκ τῇ αὐτῇ πηλὅτε καὶ κράματος . Αλλα
ταῦτα μὲν Ἕλλησι παρῶμεν , καὶ Ἑλληνικόῖς κόμποις ,
καὶ πανηγύρεσιν , οἳ καὶ Θεὸς ὀνομάζεσι κνίσσαις χαί
ροντας , καὶ ἀκολύθως τὸ θεῖον τῇ γαςρὶ θεραπεύου
σι , πονηροὶ πονηρῶν δαιμόνων, καὶ πλάσαι , καὶ μετα
γωγοὶ , καὶ μύσαι τυγχαίοντες .Ἡμεῖς δὲ , οἷς Λόγος
τὸ προσκευόμενον , κἄν τι δέῃ ξυφᾶν, ἐν λόγῳ ζυφή
σωμον , καὶ θείῳ νόμῳ , καὶ διηγήματι τοῖς τε ἄλλοις , καὶ
ἐξ ὧν ἡ παρᾶσα πανήγυρις , ἵν οἰκεῖον ᾖ τὸ ξυφᾶν ,
καὶ μὴ πόῤῥω το συγκαλέσαντος . Ἢ βέλεθε ( και δ
ἐγὼ σήμερον ἐςιάτωρ ὑμῖν ) ἐγὼ τὸν περὶ τόπων πα
ραθῶ λόγον , τοῖς καλοῖς ὑμῖν δαιτυμόσιν , ὡς οἷόν τε
δαψιλῶςτε καὶ φιλοτίμως , ἵν εἰδῆτε πῶς διύαται ξέ
φειν ὁ ξόος τὲς ἐγχωρίες , καὶ τὸς ἀξυκὲς ὁ ἄγροικος ,
καὶ τὸς ξυφῶντας ὁ μὴ ξυφῶν , καὶ τὰς περιεσίᾳ λαμ
τρες , ὁ ποίης τε , καὶ αὐέσιος . Αρξομαι δὲ ἐντεῦθον ,
καί μοι καθήραθε , καὶ νῦν , καὶ ἀκόμῳ , καὶ διαίοιαν , ὅ
σοι ξυφᾶτε τὰ τοιαῦτα , ἐπειδὴ περὶ Θεῷ , καὶ θεῖος ὁ
λόγος , ἵν ἀπέλθητε ξυφήσαντες ὄντως τὰ μὴ κονέμε
να . Εται δὲ ὁ αὐτὸς πληρές ατός τε ἅμα καὶ σωτομώ
x 3 τα
326 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

τατος , ὡς μήτε τῳ ἐνδεεῖ λυπεῖν , μήτε ἀηδὴς εἶναι


διὰ τὸν κόρον . {·
Θεὸς Κὖ μοὶ ἀεὶ , καὶ ἔσι , καὶ ἔσαι; μᾶλλον δὲ ἔσιν
ἀεί . Τὸ δ μὖ , καὶ ἔςαι , τὸ καθ᾿ἡμᾶς χρόνε τμήμα
τα , καὶ τῆς ῥοςῆς φύσεως . Ὁ δὲ ὢν ἀεὶ , καὶ τῦτο ἀν
τὸς ἑαυτὸν ὀνομάζει τῷ Μωϋσε χρηματίζων ἐπὶ τὸ ἔς
μες . Ὅλον δ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι , μήτε
ἀρξάμενον , μήτε παυσόμενον
μήτε παυσόμενο ν,, οἷόντι πέλαγος ἐσίας
ἄπειρον καὶ αόρισον, πᾶσαν ὑπερεκπίπτον δνοιαν καὶ
χρόνε καὶ φύσεως , νῷ μόνῳ σκιαγραφόμενον , καὶ τότῳ
λίαν ἀμυδρῶς καὶ μεζίως , ἐκ ἐκ τδ κατ᾿ ἀυτὸν , ἀλλ᾽
ἐκ τῆς περὶ αὐτὸν , ἄλλης ἐξ ἄλλου φαντασίας συλλε
γομένης εἰς οτι τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα , πρὶν κρατη
θεώαι , φεῦγον , καὶ πρὶν νοηθμῶσι , διαδιδράσκον , το
σαῦτα περιλάμπον ἡμῶν τὸ ἡγεμονικὸν , καὶ ταῦτα κε
καθαρμοίων , ὅσα καὶ ὄψιν ἀτραπῆς τάχος ἐχ ταμέ
νης. Ἐμοὶ δοκεῖν , ἵνα τῷ ληπτῷ μου ἕλκη πρὸς ἑαυ
τὸ , ( τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον , ανέλπισον , καὶ αὐεπι
χείρητον ) τῳ δὲ ἀληπτο θαυμάζεται θαυμαζόμε
νου δὲ , ποθεῖται πλέον . Ποθέμενον δὲ, καθαίρῃ ·
καθαῖρον δὲ , θεοειδες ἀπεργάζεται τοιούτοις δὲ γε
νομενοις ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλῇ ( τολμᾷτι νεανικὸν
ὁ λόγος ) Θεὸς Θεοῖς δόμενός τε καὶ γνωριζόμενος ,
καὶ τοσοῦτον ἴσως , ὅσον ἤδη γινώσκει τις γινωσκομέ
νες. ῎Απειρον ἐν τὸ θεῖον , καὶ δυσθεώρητον , καὶ τότο
παντη καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον ἡ ἀπειρία , κἄν τις
οἴηται τὸ ἁπλῆς εἶναι φύσεως , ἢ ὅλον ἄληπτον εἶναι ,
ἢ τελέως ληπτόν . Τί γὰρ ὂν , ἁπλῆς ἐςι φύσεωςἐπι
ζητήσωμον · οὐ δ δὴ τοῦτο φύσις αὐτῷ ἡ ἁπλότης .
Εἴπερ μηδὲ τοῖς συνθέτοις , μόνον τὸ εἶναι σωθέ
τοις . Διχῇ δὲ τὸ ἀπείρου θεωρουμένου , κατά τε ἀρ
χτω καὶ τέλος ( τὸ δὲ ὑπὲρ ταῦτα , καὶ μὴ ἐν τέτοις
ἄπειρον ) ὅταν μὲν εἰς τὸν αἴω βυθὸν ὁ νᾶς ἀποβλέ
ψῃ , ἐκ ἔχων ὅποι τῇ καὶ ἀπερείσηται ταῖς περὶ Θε
φαντασίαις , τὴν ἐνταῦθα ἄπειρον καὶ ανέκβατον , αναρ
χον
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 327

χοὶ προσηγόρευσαν . Ὅταν δὲ εἰς τὰ κάτω καὶ τὰ ἑξῆς ,


ἀθάνατον και ανώλεθρον . Ὅταν δὲ συνέλῃ τὸ ποῦ
αἰώνιον . Αἰων δ ἔτε χρόνος, ἔτε χρόνετι μέρος , ἐδὲ
ἣ μεζητόν. ᾿Αλλ᾽ὅπερ ἡμῖν ὁ χρόνος, ἡλίου φορᾷ με
ξύμονος , τότο τοῖς ἀϊδίοις αἰῶν , τὸ συμπαρεκτεινόμε
νον τοῖς οὖσιν , οἷόν τι χρονικὸν κίνημα καὶ διάσημα .
Ταῦτά μοι περὶ Θεῷ πεφιλοσοφήθω τανῶ . Οὐδὲ δ
ὑπὲρ ταῦτα καιρὸς, ὅτι μὴ θεολογία τὸ προκείμενον
ἡμῖν , ἀλλ᾿ οἰκονομία , Θεῷ δὲ ὅταν εἴπω , λέγω ; Πα
φὸς , καὶ Υἱ8 , καὶ ῾Αγίω Πνδύματος . Οὔτε ὑπὲρ ταῦτα
τῆς Θεότητος χερμοίης , ἵνα μὴ δῆμον Θεῶν εἰσαγάγω
μον , ὅτε ἐντὸς τύτων οριζομένης, ἵνα μὴ πονίαν Θεό .
τητος κατακριθῶμεν , ἢ διὰ τῶν μοναρχίαν Ἰεδαΐζον
τες , ἢ διὰ τ᾿ ἀφθονίαν Ἑλλωίζοντες. Τὸ δ κακὸν
ἐν ἀμφοτέροις ὅμοιον , κἂν ἐν τοῖς ἐναντίοις οὑρίσκη
ται . Οὕτω μον ἦν τὰ ῞Αγια της Αγίων, ἃ καὶ τοῖς
Σεραφὶμ συγκαλύπτεται καὶ δοξάζεται ξισὶν ἁγιαστ
μοῖς , εἰς μίαν σμιᾶσι κυριότητα καὶ Θεότητα , ὃ καὶ
ἄλλῳ τινὶ τῷ πρὸ ἡμῶν πεφιλοσόφηται κάλλις ά τε καὶ
ὑψηλότατα . Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤρχει τῇ ἀγαθότητι τὸ κι
νεῖθαι μόνον τῇ ἑαυτῆς θεωρίᾳ , ἀλλ᾽ ἔδει χεθώαι τὸ
ἀγαθὸν καὶ ὁδεῦσαι, ὡς πλείονα εἶναι τὰ διεργετό με
να . Τῦτο γὰρ τῆς ἄκρας μὦ ἀγαθότητος , πρῶτον μα
ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ ἐρανίες , καὶ τὸ ἐννόη
μα ἔργον τὖ Λόγῳ συμπληρώμενον , καὶ Πνεύματι τε
λειόμενον . Καὶ ὅπως ὑπέσησαν λαμπρότητες δεύτεραι ,
λειτεργοι της πρώτης λαμπρότητος · εἴτε νοερὰ
1 πνού
ματα , εἴτε πῦρ οἷον ἄϋλον καὶ ἀσώματον , εἴτέ τινα φύ
σιν ἄλλην ἐγγυτάτω τὴν εἰρημονων ταύτας ὑποληπτέον .
Βέλομαι μὲν εἰπεῖν , ὅτι ἀκινήτες πρὸς τὸ κακὸν , પે
μόνω ἐχέσας τω τὸ καλοῦ κίνησιν , ἅτε περὶ Θεὸν
τα πρῶτα ἐκ Θεῷ λαμπομοίας τὰ δ
ἔσας , καὶ τὰ ἐν
ταῦθα , δευτέρας ἐλλάμψεως . Πάθαι δέ με μὴ ἀκινή
τες , ἀλλὰ δυσκινήτες , καὶ ὑπολαμβάνειν ταύτας , καὶ
λέγειν , ὁ διὰ τῷ λαμπρότητα Εωσφόρος , σκότος διὰ
ΧΑ The
328 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

του ἔπαρσιν καὶ γενόμενος καὶ λεγόμενος · αἵτε ὑπ᾽ αὐτὸν


ἀποςατικαὶ δυνάμεις , δημιυργοί τῆς κακίας τῇ τῇ καὶ
λέ φυγῇ , καὶ ἡμῖν πρόξενοι . Οὕτω μεν ουὖ ὁ νοητὸς
αυτῷ , καὶ διὰ ταῦτα ὑπέση Κόσμος , ὡς ἐμὲ γῆν πε
οἱ τύτων φιλοσοφῆσαι , μικρῷ λόγῳ τὰ μεγάλα καθ
μώμενον . Ἐπεὶ δὲ τὰ πρῶτα καλῶς εἶχαν ἀυτῷ , δού
τερον ἐννοεῖ Κόσμον ὑλικὸν καὶ ὁρώμενον , καὶ ὗτός ἐσι τὸ
ἐξ Οὐρανῶ καὶ γῆς καὶ τῆς ἐν μέσῳ σύσημά τε καὶ σύγ
κριμα . Ἐπαινετὸν μον τῆς καθ᾿ ἕκασον δφυΐας , ἀξιε
παινετώτερον δὲ , τῆς ἐξ ἁπαύτων δίαρμονίας , καὶ συμ
φωνίας, ἄλλα πρὸς ἄλλο τι καλῶς ἔχοντος , καὶ παντων
πρὸς ἅπαντα , εἰς ονὸς Κόσμε συμπλήρωσιν , ἵνα δεί
ξη , μὴ μόνον οἰκείαν ἑαυτῷ φύσιν , ἀλλὰ καὶ παί
τη ξάνω ὑπος ήσασθαι δυνατὸς ὤν. Οἰκεῖον μὲν γὰρ
Θεότητος , αἱ νοεραὶ φύσεις , καὶ τῷ μόνῳ ληπταὶ ,
ξονον δὲ παντάπασιν ὅσαι ὑπὸ τω αἴσθησιν , καὶ τό
των αὐτῷ ἔτι ποῤῥωτέρω , ὅσαι παντελῶς ἄψυχοι καὶ
ἀκίνητοι .
᾿Αλλὰ τί τούτων ἡμῖν τάχα αν εποι τίς ἡ λίαν
φιλεόρτων καὶ θερμοτέρων ; κοίτει τὸν πῶλον περὶ τω
νύσσαν , τὰ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν φιλοσόφει , καὶ οἷς προκα
θεζόμεθα σήμερον. Τῦτο δὲ καὶ ποιήσω · καὶ εἰ μα
κρὸν αἴωθεν ἠρξάμῳ , ὅτω το πόθε καὶ τῷ λόγῳ
> βια
σαμοίων . Νᾶς μοὶ ἦν8 ἤδη καὶ αἴδησις , ὅπως ἀπ᾽ ἀλλή
λων διακριθούτα , τδ ἰδίων ὅρων ἐντὸς εἰςήκεισαν , καὶ
τὸ τὸ δημιεργοῦ Λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον ,
σιγῶντες ἐπαινέται τῆς μεγαλεργίας , καὶ διαπρύσιοι κή
ρυκες . Οὔπω δ' ωὖ κρᾶμα ἐξ ἀμφοτέρων , ἐδέ τις μί
ξις τῆς ἐναντίων , σοφίας μείζονος
Ι γνώρισμα , καὶ τῆς2
περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας , δὲ ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς
ἀγαθότητος γνώριμος . Τοῦτο δὴ βεληθεὶς ὁ τεχνίτης
ἐπιδείξαθαι Λόγος , καὶ ζῷον δ ἐξ ἀμφοτέρων , ἀορά
του τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως , δημιυργεῖ τὸν ἄνθρω
πον , καὶ παρὰ μου τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα , ἤδη οροῦ
ποςάσης , παρ᾿ ἑαυτοῦ δὲ ζω ἀνθείς · ὃ δή , νοεραν
fu
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 329

ψυχτω καὶ εἰκόνα Θεğ οἶδεν ὁ Λόγος , οἷόντινα Κόσ


μον δεύτερον , ἐν μικρῷ μέγαν ἐπὶ τῆς γῆς ὕφησιν .
Αγγελον ἄλλον , προσκεητί μικτὸν , ἐπόπτω τῆς
ὁρατῆς κτίσεως , μύς !ῳ τῆς νοεμώνης , Βασιλέα τῶν ἐπὶ
γῆς , βασιλευόμενον αωθον , ἐπίγειον καὶ ἐρανιον , πρόσ
καιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νούμενον , μέσον μεγέ
θες καὶ ταπεινότητος . Τὸν αὐτὸν , πνεῦμα καὶ σάρκα
πνεῦμα , διὰ τω χάριν , σάρκα , διὰ τὰ ἔπαρσιν .
Τὸ μον , ἵνα μονῃ καὶ δοξάζῃ τὸν εὐεργέτω , τὸ δὲ ,
f ἵνα πάχῃ , καὶ πάχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύεται
τῷ μεγέθει φιλοτιμέμονος . Ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομού
μονον, καὶ ἀλλαχε μεθιςάμενον , καὶ πέρας το μυστηρίου
τῇ πρὸς Θεὸν νδύσει θεόμονον . Εἰς τότο δὸ ἐμοὶ φέ
ρει τὸ μέξιον ἐνταῦθα φέγγος τῆς ἀληθείας, λαμπρό .
τητα Θεῷ καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν , ἀξίαν το συυδήσαντος
καὶ λύσαντος , καὶ ἀυθις συδήσοντος , ὑψηλότερον , τέτον
ἔθετο μον ἐν τῷ Παραδείσῳ · ὃς τίς ποτε μὖ ὁ Παρά
δεισος ὗτος , τῷ ἀντεξεσίῳ
‫اد‬ τιμήσας , ἵν ᾖ τῷ ἑλομον
11 τὸ ἀγαθὸν ἐχ ἧττον , ἢ τὸ παραχόντος τὰ ασέρματα ,
φυτῶν ἀθανάτων γεωργὸν , θείων ἐννοιῶν ἴσως τῶν τε
ἁπλεςέρων , καὶ τῶν τελεωτέρων , γυμνὸν τῇ ἁπλότητι ,
καὶ ζωῇ τῇ ἀτέχνῳ , καὶ δίχα παντὸς ἐπικαλύμματος καὶ
προβλήμματος. Τοιέτον δ ἔπρεπον εἶναι τὸν ἀπ᾿ ἀρ
χῆς . Καὶ δίδωσι νόμον, ὕλίω τῳ αὐτεξουσίῳ , ὁ δὲ
νόμος , μὖ ἐντολή . Ωντε μεταληπτέον αὐτῷ φυτῶν , καὶ
οὗ μὴ προσαπτέον τὸ δὲ Κὖ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως
ἔτε φυτόύθον ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς , ὔτε ἀπαγορευθον φθο 1
νερῶς ( μὴ πεμπέτωσαν ἐκεῖ τὰς γλώσσας οἱ θεομά
1
χοι , μηδὲ τὸν ὄφιν μιμείσθωσαν ) ἀλλὰ καλὸν μὲν ,
δκαίρως μεταλαμβανόμενον . Θεωρίᾳ δ μὖ τὸ φυτὸν,
ὡς ἡ ἐμὴ θεωρία , ἧς μόνοις ἐπιβαίνειν ἀσφαλὲς , τοῖς
τω ἕξιν τελεωτέροις . Οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλους έροις
ἔτι , καὶ τὸ ἔφεσιν λιχνοτέροις˙ὥς περ οὐδὲ ξοφὴ τε
I λεία λυσιτελὴς , τοῖς ἁπαλοῖς ἔτι καὶ δεομονοις γάλακ
τος . Ἐπεὶ δὲ φθόνῳ διαβόλε , καὶ γυναικὸς ἐπηρείᾳ ,
‫شا‬
530 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ὕτε ἔπαθον ὡς ἁπαλωτέρα , καὶ τ προσήγαγον ὡς


πιθανωτέρα , φεῦ τῆς ἐμῆς ἀθενείας! ( ἐμὴ δὲ ἡ τοῦ
Προπάτορος, ) τῆς μοὺ ἐντολῆς ἐπελάθετο της δοθείς
της , καὶ ἡττήθη τῆς πικρᾶς γεύσεως , ὁμοῦτε τοῦ τῆς
ζωῆς ξύλε , καὶ τὸ Παραδείσε , καὶ τὸ Θεὸ διὰ τω κα
κίων ὀξόρισος γίνεται , καὶ τὸς δερματίνες ἀμφιώνεται
χώρας , ἴσως τω παχυτέραν σάρκα καὶ θνητώ καὶ
αντίτυπον . Καὶ τότο πρῶτον , γινώσκει τω ἰδίαν αἰ
χτίῳ , καὶ ἀπὸ Θε κρύπτεται. Κερδαίνει μούτοι καν
ταῦθα τὸν θάνατον καὶ τὸ διακοπζῶαι τω ἁμαρτίαν ,
ἵνα μὴ ἀθαύατον και τὸ κακὸν , καὶ γίνεται φιλανθρω
πία ἡ τιμωρία . Οὕτω γὰρ ἐγὼ πείθομαι κολάζειν
2
Θεόν . Πολλοῖς δὲ παιδευθείς πρότερον , αὐτὶ πολλῶν
τδ᾽ ἁμαρτημάτων , ὧν ἡ τῆς κακίας ῥίζα͵ ἐβλάσησε ,
κατὰ διαφόρες αἰτίας καὶ χρόνες , λόγῳ , νόμῳ , Προφήτ
ταις , ευεργεσίαις , ἀπειλαῖς , πληγαῖς , ὕδασιν, ἐμ
πρησμοῖς , πολέμοις , νίκαις , ἥτταις , σημείοις ἐξ οὐ
pans , σημείοις ἐξ ἀέρος, ἐκ γῆς , ἐκ θαλάττης , αν
δρῶν,πόλεων , ἐθνῶν αὐελπίσοις μεταβολαῖς , ὑφ᾽ ὧν
ἐκξιβῶαι τώ κακίαν τὸ σπεδαζόμενον μἶ · τέλος ἐ
χυροτέρε δεῖται φαρμάκου , ἐπὶ δεινοτέροις τοῖς ἀῤῥως
σήμασιν , ἀλληλοφονίαις , μοιχίαις, ἐπιορκίαις , ανδρο
μανίαις , τὸ παντων ἔχατον τῶν κακῶν καὶ πρῶτον , εἰς
δωλολαξείαις , καὶ τῇ μεταθέσει τῆς προσκυνήσεως α
πὸ τὸ πεποιηκότες ἐπὶ τὰ κτίσματα . Ταῦτα , ἐπειδὴ
μείζονος ἐδεῖτο τε βοηθήματος, μείζονος καὶ τυγχαύει .

Τὸ δὲ Κὖ , αυτὸς ὁ τῇ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος ,
ἀόρατος , ὁ ἀπερίληπτος , ὁ ἀσώματος , ἡ ἐκ τῆς ἀρ
χῆς ἀρχὴ , τὸ ἐκ τὸ φωτὸς φῶς, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ
τῆς ἀθανασίας, τὸ ἐκμαγείον τὸ ἀρχετύπε , ἡ μὴ κι
νεμενη σφραγὶς ,ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών , ὁ τὸ Παζὸς ,
ὅρος καὶ λόγος, ἐπὶ τ᾿ ἰδίαν εἰκόνα χωρεί , κ σάρ
και φορεῖ διὰ τοὺ σάρκα , καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν
ψυχτώ μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον αὐακαθαίρων ,

καὶ παύτα γίνεται πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ανθρωπος :Kun


ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 331

θεὶς μεν ἐκ τῆς Παρθούε καὶ ψυχω καὶ σάρκα παρκα


θαρθείσης τῳ Πνεύματι ( ἔδει γὰρ καὶ γέννησιν τιμής
θεαι, καὶ παρθενίαν προτιμηθώαι ) προελθὼν δὲ
Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως οἱ ἐκ δύο τὴς ἐναντίων σαρ
κὸς καὶ πνεύματος , ὧν τὸ μον , ἐθέωσε , τὸ δὲ , ἐπεώ
θη . Ω τῆς καινῆς μίξεως ! Ω τῆς παραδόξε κράσεως
Ο ὤν , γίνεται , καὶ ὁ ἄκτιςος, κτίζεται , καὶ ὁ ἀχώς
ρητος , χωρεῖται διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτομέσης
Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι, καὶ ὁ πλετίζων , πτω
χάζειπτωχεύει τὸ τῶν ἐμῶ σάρκα , ἵν ἐγὼ πλετής
σω των αυτῷ Θεότητα · καὶ ὁ πλήρης, κονᾶται κονδ
ται δὲ τῆς ἑαυτῷ δόξης ἐπὶ μικρὸν , ἵν ἐγὼ τῆς ἐκεί
·
να μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλᾶτος τῆς ἀγαθός
τητος; τί τὸ περὶ ἐμὲ τότο μυσήριον ; μετέλαβον τῆς
εἰκόνος , καὶ ἐκ ἐφύλαξα . Μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρ
1
κὸς , ἵνα καὶ τω τοῦ εἰκόνα σώσῃ , καὶ τὰ σάρκα αθανα
τίση . Δευτέρων κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας
παραδοξοτέραν , ὅσῳ τότε μεν τὸ κρείττονος μετέδωκε ,
να δὲ μεταλαμβανει το χείρονος. Τοῦτο τὸ προτέρου
θεοειδέςερον , τότο τοῖς νὲν ἔχεσιν ὑψηλότερον . Πρὸς
ταῦτα τί φασιν ἡμῖν οἱ συκοφαύται , οἱ πικροὶ τῆς Θεός
τητος λογιςαὶ, οἱ κατήγοροι τῆς ἐπαινεμένων ,‫ ܕ‬οἱ σκο
τεινοὶ περὶ τὸ φῶς , οἱ περὶ των σοφίαν ἀπαίδευτοι ,
ὑπὲρ ὧν Χρισὸς δωρεαν ἀπέθανε , τὰ ἀχάριστα κτίσ
ματα , τὰ τὸ πονηροῦ πλάσματα ; Τῦτο ἐγκαλῶς Θεῷ
των εὐεργεσίαν ; διὰ τῦτο μικρὸς, ὅτι διὰ σὲ ταπεινός ;
ὅτι ἐπὶ τὸ πλανώμενον ἦλθεν ὁ Ποιμίω ὁ καλὸς , ὁ
τεθείς τω ψυχίω ὑπὲρ του προβάτων , ἐπὶ τὰ ὄρη ,
καὶ τὸς βενὲς , ἐφ᾽ὧν ἐθυσίαζες , καὶ πλανώμενον οὗρε
καὶ ούρων , ἐπὶ τῆς ὤμων ανέλαβεν , ἐφ᾽ ὧν καὶ τὸ ξύ
λον , καὶ λαβὼν , ἐπανήγαγον ἐπὶ των ανω ζω ,
αναγαγών , τοῖς μούεσι σωηρίθμησον ; ὅτι λύχνον ἧς
με τω ἑαυτό σάρκα , καὶ τῶν οἰκίαν ἐσάρωσε , τῆς α
μαρτίας τὸν Κόσμον ἀποκαθαίρων , καὶ τω δραχμώ
ἐζήτησε , του βασιλικώ εικόνα συγκεχωσμένῳ τοῖς
πά
332 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

πάθεσι , καὶ συγκαλεῖ τὰς φίλας αὐτῷ δυνάμεις ἐπὶ


τῇ τῆς δραχμῆς σύρέσει , καὶ κοινωνὲς ποιεῖται τῆς δ
φροσκύης , ὃς καὶ τῆς οἰκονομίας μύτιδας, πεποίητο ;
ὅτι τῳ Προδρόμῳ λύχνῳ τὸ φῶς ἀκολουθεῖ τὸ ὑπέρ
λαμπρον , καὶ τῇ φωνῇ ὁ Λόγος , καὶ τῷ νυμφαγωγῷ ὁ
νυμφίος , κατασκευάζοντι Κυρίῳ λαὸν περιούσιον, καὶ
προκαθαίροντι ἐπὶ τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ὕδατος ; Ταῦτα
ἐγκαλεῖς τῷ Θεῷ ; διὰ ταῦτα ὑπολαμβαύεις χείρονα ;
ὅτι λεντίῳ διαζώννυται, καὶ νίπτει τες πόδας της Μα
θητῆς , καὶ δείκνυσιν ἀρίστ͵ ὁδὸν ὑψώσεως τω ταπεί
νωσιν ; ὅτι διὰ τί συγκύπτεσαν χαμαί ψυχτώ τα
πεινᾶται , ἵνα καὶ συνανυψώσῃ τὸ κάτω νεῦον ὑπὸ τῆς
ἁμαρτίας ; ἐκεῖνο δὲ πῶς δ κατηγορεῖς ; ὅτι καὶ μετὰ
λωνῶν ἐπία , καὶ παρὰ τελώναις , καὶ μαθητεύει τελώ
νας , ἵνα καὶ αὐτός τι κερδαίῃ . Τί τέτο ; τ τ -
μαρτωλῶν σωτηρίαν , εἰ μὴ καὶ τὸν ἰαζὸν αἰτιῷτο τίς ,
ὅτι συγκύπτει ἐπὶ τὰ πάθη , καὶ δυσωδίας ανέχεται ,
ἵνα δῷ τω ὑγιείαν τοῖς κάμνουσι , καὶ τὸν ἐπικλινό
μονον βόθρῳ διὰ φιλανθρωπίαν , ἵνα τὸ ἐμπεπτωκὸς
κτώος κατὰ τὸν νόμον ανασώσηται ; ἀπες άλη μου , ἀλλ᾽
ὡς αὔθρωπος , διπλῆς γὰρ Ι . Ἐπεὶ καὶ ἐκοπίασε ,
καὶ ἐπείνησε , καὶ ἐδίψησε , καὶ ἠγωνίασε , καὶ ἐδάκρυ
σε νόμῳ σώματος · εἰ δὲ καὶ ὡς Θεὸς , τί τότο ; τω
οὐδοκίαν τοῦ Παξὸς , ἀποσολίω εἶναι νόμισον , ἐφ᾿ ὃν
αναφέρει τὰ ἑαυτῷ , καὶ ὡς ἀρχω τιμῶν ἄχρονον , καὶ
μη δοκεῖν εἶναι αντίθεος . Ἐπεὶ καὶ παραδεδόπαι
τὸ μὴ
λέγεται , ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν παραδεδωκείαι γέγραπται ,
καὶ ἐγηγέρθαι παρὰ τὸ Παζὸς, καὶ αἰειλῆφθαι, ἀλλὰ
ἑαυτὸν αἰεστακεύαι καὶ ανεληλυθοίαι πάλιν . Ἐκεῖ
νὰ τῆς οὐδοκίας , ταῦτα τῆς ἐξουσίας . Σὺ δὲ τὰ με
ἐλαττᾶντα λέγεις , τὰ ὑψῶντα δὲ παραξέχεις ; καὶ ὅτι
μοὶ ἔπαθε λογίζῃ , ὅτι δὲ ἑκων , ο προςίθης ;
Οἷα πάχει καὶ ναῷ ὁ Λόγος ὑπὸ μὲν τῆς , ὡς Θεὸς
τιμᾶται καὶ συναλείφεται, ὑπὸ δὲ τῶν , ὡς σὰρξ ἀτι
μάζεται καὶ χωρίζεται . Τίσιν ὀργισθῇ πλέον; μᾶλ
λον
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 333

λον δὲ τίσιν ἀφῇ ; τοῖς σωαιροῦσι κακῶς, ἢ τοῖς τέσ


μνυσι ; καὶ τὸ κἀκείνες διαιρεῖν ἔδει
N , καὶ τότος συνάπτειν ,
τη
τὸς μοὶ τῷ ἀριθμῷ , τὸς δὲ τῇ Θεότητι . Προσκόπτεις
τῇ σαρκί; τότο καὶ Ἰνδαῖοι . Ἢ καὶ Σαμαράτω ἀπό
καλεῖς; καὶ τὸ ἑξῆς σιωπήσομα
5 ι . ᾿Απιςες τῇ Θεότητι ;
τῦτο δὲ οἱ δαίμονες , ὦ καὶ δαιμόνων ἀπιςότερε , καὶ
Ιεδαίων ἀγνωμονέςερε . Ἐκεῖνοι τω το γίδι προσηγο
οίαν ὁμοτιμίας φωνίω ὀνόμισαν. Οὗτοι τὸν ἐλαμύοντα .
Θεὸν ᾔδεσαν · ἐπείθοντο ᾧ ἐξ ὧν ἔπαχον . Σὺ δὲ δα
δὲ τῷ ἰσότητα δέχῃ , οὐδὲ ὁμολογεῖς τω Θεότητα
Κρεῖττον Κὖ σοι περιτετμῆθαι καὶ δαιμονᾷν ( ἵν εἴπωτι
καὶ γελοίως ) ἢห ἐν ἀκροβυσίᾳ καὶ ὑγιείᾳ διακεῖθαι πο
νήρως καὶ ἀθέως . Μικρὸν μὲν ἐν ὕστερον ὄψει καὶ και
θαιρόμενον Ἰησὲν ἐν τῷ Ἰορδαίῃ , τω ἐμίω κάθαρ
σιν , μᾶλλον δὲ ἀγνίζοντα τῇ καθάρσει τὰ ὕδατα ( 8
δ δὴ αὐτὸς ἐδεῖτο καθάρσεως ὁ αἴρων τω ἁμαρτίαν
το Κόσμε ) καὶ σχιζομενες τῆς Οὐρανὸς , καὶ ὑπὸ τὸ
συγγενῆςΠνεύματος μαρτυρέμενον, καὶ πειραζόμενον , καὶ
νικῶντα , καὶ ὑπὸ ᾿Αγγέλων ὑπηρετέμενον , καὶ θερα
πεύοντα πᾶσαν νόσον , καὶ πᾶσαν μαλακίαν , καὶ ζωο
ποιῶντα νεκρες ( ὡς ὀφελόν γε καὶ σὲ τῇ κακοδοξία νε
νεκρωμονον , ) καὶ δαίμονας ἀπελαύνοντα . Τὰ μὲν δι
ἑαυτοῦ , τὰ δὲ διὰ τὸ Μαθητς· καὶ ἄρτοις ὀλίγοις
ξέφοντα μυριάδας , καὶ πεζεύοντα πέλαγος , καὶ παροδι
δόμονον , καὶ ςαυρέμενον , καὶ συςαυρῶντα τί ἐμέ α
μαρτίαν · ὡς ἀμνὸν προσαγόμενον , καὶ ὡς ἱερέα προσ
άγοντα · ὡς ανθρωπον θαπτόμενον, καὶ ὡς Θεὸν ἐγει
ρόμενον , εἶτα καὶ ανερχόμενον , καὶ ἥξονταμετὰ τῆς~ ἑαυτῷ
δόξης . Πόσαιμοι πανηγύρεις καθ᾽ ἕκασον τδ· το Xe
τοῦ Μυςηρίων ; ὧν ἁπαύτων κεφάλαιον c , ἡ ἐμὴ τε
λείωσις καὶ ανάπλασις , καὶ πρὸς τὸν πρῶτον Αδὰμ ἐ
παίοδος . Νωὶ δέμοι δέξαι τίω κύησιν , καὶ προσκίρ
τησον , ci καὶ μὴ ὡς Ἰωαύνης ἀπὸ γατρὸς , ἀλλ᾿ ὡς Δα
βὶδ ἐπὶ τῇ καταπαύσει τῆς κιβωτῇ · καὶ τὴν ἀπογρά
φτω αἰδέθητε , δι᾿ ἰ εἰς Οὐρανὲς ἐγράφης , καὶ τὴν γεύ
νησιο
334 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

νησιν σεβάσητε , δι᾿ ὑὃ ἐλύθης τῆς δεσμῶν τῆς γεννή


σεως καὶ του Βηθλεὲμ τίμησον τα μικραν , ἥσε
πρὸς τὸν Παράδεισον ἐπανήγαγε καὶ τὴν φάτνην προσ
κτησον , δι᾽ ἱ ἀλογος ὢν ἐξάφης ὑπὸ τοῦ Λόγου .
Γνῶθι ὡς βᾶς τὸν κτησάμενον ( Ἡσαΐας διακελεύεται
σοι ) καὶ ὡς ὄνος τω φάτιν τῇ κυρίς αὑτῷ · εἴτε

καθαρῶν τις εἶ , καὶ ὑπὸ τὸν νόμον , καὶ μηρυκισμὸν δ


ναγόντων τῷ λόγε , καὶ πρὸς θυσίαν ἐπιτηδείων , ἐτε τ
ἀκαθάρτων τέως , καὶ ἀθρώπων , καὶ ἀθύτων , καὶ τῆς
ἐθνικῆς μερίδος . Μετὶ τῇ ἀςέρος δράμε , καὶ μετὰ Μά
των δωροφόρησον , χρυσὸν, καὶ λίβανον , καὶ σμύρναν, ὡς
Βασιλεῖ , καὶ ὡς Θεῷ , καὶ ὡς διὰ σὲ νεκρῷ . Μετὶ Ποι
μονων δόξασον , μετὰ ᾿Αγγέλων χόρουσον , μετὰ ᾿Αρ
χαγγέλων ὕμνησον . Ἔσω κοινὴ πανήγυρις , οὐρανίων
καὶ ἐπιγείων δυνάμεων πείθομαι δ κακείνας σωα
γάλλεθαι καὶ συμπανηγυρίζειν σήμερον , εἴπερ εἰσι φι
λαύθρωποι καὶ φιλόθεοι ·ὥσπερ ἃς Δαβὶδ εἰσάγει
μετὰ τὸ πάθος συνανέσας Χρισῷ , καὶ προσυπωντώσας
καὶ διακελευομένας ἀλλήλαις τω τῶν πυλῶν ἔπαρσιν ,
Εν μίσησὸν τῶν περὶ τῷ Χe58 γώνων , τω Ἡρώδε
παιδοκτονίαν · μᾶλλον δὲ καὶ ταύτῳ αἰδέθητε , τω ἡ
λικιῶτιν
‫اد‬ Χριςğ θυσίαν , τῷ καινό σφαγίς προθυσμέ
νω . Αν εἰς Αἴγυπτον φύγη , προθύμως συμφυγα
Ο
δεύθητι καλὸν τῷ Χρισῷ συμφεύγειν διωκομένῳ . Αν
ἐν Αἰγύπτῳ βραδιών , κάλεσον αυτὸν ἐξ Αἰγύπτου
καλῶς ἐκεῖ προσκυνέμενον . Διὰ πασῶν ὅδουσον ἀμέμ
πτως τῶν ἡλικιῶν Xesğ , καὶ δυνάμεων . Ὡς Χριςοῦ
Μαθητὴς ἁγνίσθητι , περιτμήθητι , περιελᾶ τὸ ἀπὸ
γενέσεως κάλυμμα . Μετὰ τοῦτο δίδαξον ἐν τῷ Ἱερῷ ,
τις θεοκαπήλους ἀπέλασον . Λιθάσθητι αν τότο δέν
παθεῖν , λήσῃ τὸς βάλλοντας, δ᾽ οἶδα , φούξῃ καὶ ‫د‬διὰ
‫ا‬
μέσε αὐτῶν ὡς Θεός . Ὁ Λόγος ὃ & λιθάζεται . Αν
Ηρώδη προσαχθῇς , μηδὲ ἀποκριθῇς τὰ πλείω , αἰδε
πήσεται σε καὶ τώ σιωπώ πλέον , ἢ ἄλλων τὲς μα
κρες λόγες. Αν φραγελλωθῇς , καὶ τὰ λειπόμενα ζήτη
σε? .
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ . 335

σον . Γεῦσαι χολῆς , διὰ τω γεῦσιν , ὄξος ποτίθητι ,


ζήτησον ἐμπτύσματα , δέξαι ραπίσματα , κολαφίσμα
τα , ἀκανθαις ςέφανώθητι , τῷ ζαχεῖ τὸ κατὰ Θεὸν
βίδ , περιβαλᾶ τὸ κόκκινον , δέξαι κάλαμον , πρόσκυ
νήθητι παρὰ τὴς παιζόντων τ ἀλήθειαν . Τέλος συ•
ταυρώθητε , συνεκρώθητε , συτάφηθι προθύμως ,
να καὶ συνανασῆς , καὶ συνδοξασθῇς καὶ συμβασιλεύσης ,
Θεὸν ὁρῶν ὅσον ἐςὶ , καὶ ὁρώμονος , τὸν ἐν Τριάδι προσ
καυεμενόντε καὶ δοξαζόμενον · ὃν καὶ ναῶ ξανεθαι ἡμῖν
C
οἰχόμεθα , ὅσον ἐφικτὸν τοῖς δεσμίοις τῆς σαρκὸς , ἐν
Χρισῷ Ἰησε τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶ
νας . ᾿Αμώ .

ΑΣ
336

ΑΣΤΕΡΙΟΥ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ ,

Ὁμιλία ῥηθεῖσα ἐν Πανηγύρει κατὰ πλεονεξίας,

S
Αἄνδρες Χριςιανοὶ καὶ κλήσεως ἐπερανίες μέτοχοι α
δρες , ὑμεῖς ὁ χωρικὸς δῆμος , καὶ παύτες ὅσοι δ πό
λεων ἐκφοιτήσαντες , πρὸς τὰ παρέσαι συμφώνως ἑορ
τω συνεδράμετε· γενικῷ γὰρ παύτας ὑμᾶς περιλαμ
βαύω κηρύγματι . Αρα ἕκασος ἡμῶν ὀνεβάλετο τῇ δια
νοίᾳ φροντίδα ; σωείδε δὲ καὶ κατενόησον ὑπὲρ τίνος
ηθροίθημον ; αὐθ᾽ ὅτε δὲ τιμῶνται Μάρτυρες οἴκων πε
ριφανῶν κατασκευαῖς , καὶ τοῖς ἐνιαυσίοις τέτοις συλ
λόγοις ; καὶ πρὸς τίνα σκοπὸν βλέποντες οἱ Πατέρες
ἡμῶν ὀνομοθέτησαν τα δρώμενα , καὶ ἰχυρὸν ἀφῆκαν
τὸν νόμον τοῖς μετέπειτα ; ἢ πρόδηλον τῷ καὶ μικρὸν
πυκνώσαντι τω διαύοιαν ; ὡς ζήλῳ μοὶ οὐσεβείας τοῦ
τα διετυπώθη , καὶ κοινὰ παιδαγωγεία της ψυχῶν αἱ
πανηγύρεις συνάγονται , ἵνα Μάρτυρας τιμῶντες , τὸ τῶν
Μαρτύρων ὑπὲρ ούσεβείας καρτερὸν μιμησώμεθα, ἵνα
τοῖς συναγομενοις παιδοίταῖς ὑποθοίτες τὸ ἦς , μάθω
με τι χρησὸν , ὃ πρὸ βραχέος ἐκ ἐγινώσκομεν , ἢ δόγ
ματος ἀσφάλειαν , ἢ λύσιν ἀπορεμένης γραφῆς , ἤ τινα
λόγον τω της ἠθῶν ἐπανορθῶντα κατάςασιν . Ὑμᾶς
δέ μοι δοκεῖτε τῆς ἀρετῆς ἐπιμέλειαν ἀφώτες , καὶ τῆς
περὶ τώ ψυχίω ασεδῆς ἐκλαθόμενοι , ὅλῳ ἑαυτῶν
μετατεθεικεναι τὴν μέριμναν πρὸς τὸν συρφετὸν τῇ Μα
μωνᾶ , καὶ τί ἀσχολίαν τδ πρατηρίων : οἱ μοὶ αὐτοὶ
σμαλλάττοντες , οἱ δὲ κεχηνότες εἰς τὰ ἀλλάξια , καὶ
τὲς ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φιλονεικῶντας ἱστορῶντες , ὅπως τὰ
ἀλλήλων ἐποψωνίζωσιν . ᾿Αλλὰ μετέθετέ μοι τὸν πόθον ·
ἐπὶ τω Ἐκκλησίαν , καταλείψατε τω φιλαργυρίαν ,
τω

;
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 337
»
τω ἀγόραιον , το μαινάδα , ἀποςράφητεαὐτὸ ὡς ἄ
κοσμον ἑταιρίδα , προσγελῶσαν τῷ πλήθει , ταῖς ἀλ
λοξίαις ὕλαις καλλωπιζομενω ; καὶ τοῖς ανθεσι τοῦ
φαρμακοπώλε . Ἐράθητε ταύτης τῆς θείας, καὶ σώφρο
νος , ἐςαλμένης κοσμίως, σεμνὸν καὶ ἀμετεώρισον βλε
πέσης . Οὕτω γὰρ Σολομὼν ἐν τῇ παροιμιακῇ βίβλῳ
φησί · μὴ ἐγκαταλείπῃς i αὐτῷ , καὶ αὐθέξεται σε · ἐ
ράσθητι αὐτῆς , καὶ τηρήσει σε. Μὴ παρέλθης καταφρο
νήσας , μὴ δὲ τὰ παρ᾽ ἡμῖν ἐπὶ τῆς ξαπέζης ταύτης
προκείμενα , διὰ τοῦτο αὐτὰ νομίσῃς ἄτιμα , ἐπειδὴ
προῖκά σοι ἔξεςι τω κτῆσιν περιποιήσαθαι . Ἀλλὰ
καὶ μᾶλλον ἐπιθύμησον , ὅτι καὶ καθήμεθα κάπηλοι ζυ
γὸν , ἢ ξυταίω φέροντες , οἳ δὲ κέρδος ζητῶμεν τω
Το Μαθητές σωτηρίαν . ᾿Ανεγνώθη ἡμῖν ἐκ 15 πράξεων
·
Παύλος λόγος πρὸς Φῆςονκαὶ ᾿Αγρίππαν Παύλε τοῦ
πισῦ ᾿Αποςόλε καὶ σοφῶ δημηγόρο . Εἶδες παύτως ὦ
ἀκροατ , εἰ τὸν νῦν ἐπέςησας , ὅπως καὶ τ᾿ ἀλή
θειαν & προδίδωσιν ἐκ δειλίας , καὶ τῷ πρὸς ᾿Αγρίπ
πων θεραπείαν τῇ παῤῥησίᾳ κεράσας , τὸ ζαχὺ κα
τήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα , ὥσπερ θηρία τις
νὰ κατεπάδων ταῖς τῷ λόγου μεταχειρήσεσι .Προεφή
τούσε καὶ σήμερον Ζαχαρίας , τῆς μεγάλων ἡμῖν Μυση
οίων το Μονογενῆς ὑπανοίγων τω θύραν , διὰ τῇ λί
θε τὸ τὰς ἑπτὰ βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν κεκτημούς , διὰ
τῆς χρυσῆς λυχνίας , ἐφ᾿ἧς οἱ ἑπτὰ λύχνοι , καὶ τὰ δύο
τελέχη τῆς ἐλαιῶν. Πολλαὶ αἱ ἑξῆς γραφαί , πλύσιον
τὸν θησαυρὸν τῆς ὠφελείας ἔχεσαι , αἷς ἐβελόμίω πά
σαις ἐπελθεῖν , καὶ δεῖξαι ὑμῖν τω τῆς πνευματικῆς
πανηγύρεως συθωνίαν . Επείγει δέ με πρὸς τὰ ἔκτι
σιν τῇ χρέες ἡ τῆς προτεραίας ὑπόχεσις . Αρξάμενοι
ᾧ πολλαῖς κατηγορίας τῆς πλεονεξίας καθάπτεθαι ,
ἐπειδὴ μὴ ἔφθημεν αὐτῆς γυμνῶσαι τ ματαιότητα ,
εἰς τίω παρᾶσαν ἡμέραν τὸν ἔλεγχον τῆς κατηγορίας
ὑπερθέμεθα . Ακέσατε ἦν καὶ γενεσθε σύγνώμονες τῆς
τη
ἀληθείας κριταὶ , ἐπειδὴ μήτε ἄλλοις τισὶν , ἀλλὰ τῇ
Encicl . Tom . II . y ξυ
338 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ

ἑαυτῆς σωτηρίᾳ δικάζετε , καὶ πάσας τὰς κατακρινέσας


ψήφες ἐπὶ τὴν ὑπεύθυνον
기 φέρετε ἕκαςος τῆς ἰδίας ψυ
χῆς, ὥσπερ οἰκίας , ἢ πόλεως͵ ἀυτί ἀπελάσαντες ·
Πλεονεξία τοίνω ἐςὶν ἐα μόνον τῳ ἀργυρίῳ σω τοῖς
~
ἄλλοις κτήμασιν ἐπιμαίνεται , καὶ βέλεθαι τοῖς παρε
σι τὰ μὴ προσόντα συνάπτειν , ἀλλὰ γενικώτερον εἰς
πεν , τὸ ἐπὶ παντὸς πράγματος πλέον ἔχειν βέλεθαι
τῇ ὀφειλομούς καὶ ἐπιβάλλοντος . Καὶ δὴ τότο τὸ πλημ
μέλημα πρῶτος ἔπαθεν ὁ διάβολος , Αρχάγγελος μο
ὤν , καὶ ἐπὶ τῆς καλλίςης ζωῆς καὶ τάξεως τεταγμένος ,
τυραννίδα δὲ καὶ ἐπανάςασιν κατὰ τῆς Θεότητος ἐννοήσας
ὁ ματαιόφρων, εἶτα καταβληθεὶς , καὶ εἰς τὸν περίγειον
τῦτον ἀέρα καταπεσών , κακὸς γείτων τῆς ἡμετέρας ζωῆς.
Οὔτε γῆν κατέλαβον ὃ ἐδίωκε , τω Θεότητα , καὶ α
πώλεσον ὃ ἐκέκτητο , τὸν ᾿Αρχάγγελον , δόλος ἀπιςος
ταῖς καταμικρὸν τόλμαις εἰς λῃς ἐξελθων , κύων τα
παρ' Ἕλλησι μύθος , καὶ τὸ κρεως ςερηθεὶς , καὶ τῆς σκιᾶς
ε δραξάμενος. Πῶς δδὺ ἀκαταλήπτω πράγματος ; Μετά
τότον ὁ πρῶτος ανθρωπος εἰς ἡδυπάθειαν δελεαθεὶς
ἀπηγορευμενη βρώσει το ἀθανασίαν ἀπώλεσεν , ὡς
Ησαῦ ὕφερον διὰ φακὼ τὰ πρωτότοκα . Καὶ τὰς δια
λέκτες δὲ ταύτας, καὶ τὰς πολλὰς της ανθρώπων φω
νὰς , ἔρως το πλείονος εἰς τὸν βίον εἰσήγαγαν . Οἱ
τῇ αὐθρωπίνῃ εὐθωνίᾳ ὑπερμαζήσαντες , βατὸν δὲ ἑαυ
τοῖς ἔσεσθαι τὸν Οὐρανὸν προσδοκήσαντες , καὶ πύργον
γελοῖον ἐπὶ τί ἐκείνε ματαιοποιῶντες ανάβασιν , έτοι
τὰς ὁμοφώνες ανθρώπες ἑτερογλώσσους ἐποίησαν · καὶ
τὸ πλέον ᾧ εἶχον ζητῶντες , αὐτοί τε συνεχέθησαν , καὶ
τις γεύει της ανθρώπων κατέλιπον κάμνειν ἐν ἀκοαῖς
ἀσήμων φωνῶν , καὶ ἑρμίωειῶν ζητήσει . Τί δε ὁ Φαραώ ;
πόθω ταῖς διαφοραῖς καὶ ποικίλαις περιέπεσε μάζι
Ειν ; καὶ διὰ πλεονεξίαν , καὶ τὸ βέλεσθαι κύριος εἶναι
~
ξος λαδ , καὶ μηδαμόθεν τῇ ἐκείνῳ βασιλείᾳ προσή
κοντος ; καὶ διὰ τῦτο τὰς ἀλλοξίες ἐκ ἀφεὶς τὲς ἰδίους
ἀπώλεσε · τὰς μεὶ ἐν πληγῇ τῷ πρωτοτόκων , τὲς δὲ
c
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 339
2
ἐν τῇ διώξει τῇ κατὰ θάλασσαν. Αφίημι δδ ποταμὸς
εἰς αἷμα ῥυώύτας , καὶ βαζάχων ἄπλετον γεύεσιν , καὶ
Ερόχε λύμνω , καὶ φλυκταινῶν ἐξαίθησιν , καὶ τῆς τζα기
πόδων τὸν θαύατον , καὶ πᾶσαν το κάκωσιν , ω Αἴ
γυπτος κατεδικάσθη διὰ τω πλεονεξίαν τῷ ἄρχοντος ο
Αλλαχῆ πάλιν τέλος τῆς ἁμαρτίας κατέμαθον , λέ
πραν ἀθρόον τῷ πλεονέκτῃ περιχυθείσαν . Καίμοι
συνδιαμνημόνευσον͵ εἴτις φιλοΐσωρ , καὶ της κατορθωμά
των Ελισαίς φιλήκοος , ὅπωςμὲν ὁ Σύρος Νεεμαὶ ἐ
καθαρίθη τῆς λέπρας ἐν τῷ Ἰορδαύμ~ λεσάμενος , ὅ
τές δὲ μετῆλθε τὸ πάθος εἰς Γιεζῆ τὸ παιδάριον ,
νεανίσκον πλεονέκτω καὶ ἀφιλόσοφον , πνευματικὸν πω
λήσαντα χάρισμα , καὶ τω ἄμιθον ἰαζείων τῷ Διδα
σκάλε . Πόθεν ὁ ᾿Αβεσσαλώμ παζαλοίας ἐγενετο , ὁ
ού
το προς Παζὸς φλεγμαίνων καὶ θρασὺς νεανίσκος , οὐ
πρὸ καιρᾶ ζητήσας τω κληρονομίαν τῆς Βασιλείας ,

ἐπιπηδήσας δὲ τοῖς ἀλλοξίοις ὡς ἁρπαξ ; Τὸν Ἰδαν 2
δὲ πάλιν τί τοκαταλόγῳ .τῆς Μαθητδ ἐξέβαλον , ἐ
ποίησε δὲ προδότω αὐτ' Αποςόλε ; οὐ τὸ γαζοφυλά
κιον πρῶτον ραδιεργέμενον , εἶτα ἡ κτῆσις τῆς ἀτίμου
τιμῆς ; ᾿Ανανίαν καὶ Σάπφειραν διατί φαγῳδᾶσι της Α
ποςόλων αἱ Πράξεις ; οὐκ , ἐπειδὴ τῆς ἰδίων ἐγονοντο
κλέπται , καὶ τῆς οἰκείων αναθημάτων ἱερόσυλοι ; Ἐπι
λείψει με τάχα καὶ ἡ ἡμέρα τὰς τῆς πλεονεξίας ὑπηρέ
τὰς ἀπαριθμέμονον . ᾿Αφοντες δὲ τω Παλαιαν Ιζο
eίαν , τῷ πεῖραν έξετάσωμον τω παρακολουθῆσαν τῷ
βίῳ , οἷον εἶδε θηρίον τω πλεονεξίαν , καὶ ὧν αὖ λά
βήται δυσαπάλλακτον , ἀκμάζον ἀεὶ καὶ καὶ μαραινόμενον ,
συγγηράσιον δὲ τοῖς ἁλῦσι καὶ εἰς τέλος σωόν . Ὁ
λάγνος καὶ σωμάτων ἐραςὴς , μἂν ἐπὶ πολὺ ταῖς ἐπι
θυμίαις λυατήσῃ , ἢ αὐτὸς εἰς πρεσβυτικώ ἡλικίαν
ἐλθων , ἢ τὸ ποθέμενον ἑωρακὼς παλαιώθεν , καὶ τὸ
αὔθος ἀποβαλὸν , φάσιν βρίσκει τῆς νόσο . Ὁ γαςρί
μαργος αναχωρεῖ καὶ αὐτὸς τῆς φιληδονίας , ἢ τὸ κόρου
πληρώσαντος , ἢ τῆς πεπτικῶν μορίων ἀπονησαν τών ,
y 2 મળે
340 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ

καὶ παυσαντων τω ἐπιτεταμούῳ ὄρεξιν . Ὁ φιλόδοξος


πολλαῖς ἐγκομπάσας περιφανείαις , τῷ φανητιᾷν ἀπο
λήγει· ἡ δὲ τῆς πλεονεξίας νόσος κακόν ἐστι δυσα
πάλλακτον . Καὶ ὥσπερ ὁ κιατὸς ὗτος , τὸ σὐθαλὲς φι
τὸν καὶ ἀείφυλλον , ἐπὶ τὰ παραπεφυκότα της δενδρων
ανέρπων , ἰχυρῶς περιελίττεται τοῖς ξύλοις , ὧν περ
αἲδράξηται , καὶ ἄτε πεπονθότων , ἔτε ξηρανθούτων
αἰαχωρεῖ , εἰ μή τις αὐτῇ σιδήρῳ καθάπερ δράκοντος
διατέμῃ τὲς ἐλειγμές , ὅπως ἐδὲ τοιέτε ψυχτώ έλευθες
ρῶσαι ρ ίδιον, εἴτε νεάζοντος το σώματος , εἴτε καὶ ὑτ
πομαρανθοίτος , ἐαὶ μήτις νηφάλιος λογισμὸς ἐπελ
θῶν , ὡς μάχαιρα διακόψῃ τῷ νόσον . Τοῖς οἰκείοις
ὁ πλεονέκτης ἐςὶν ἀηδὴς , οἰκέταις βαρὺς , φίλοις ἄτ
χρηςος , ξοίοις δυσεντουκτος , γείτοσιν ὀχληρὸς , γυναι
κι μοχθηρὸς συνοικος , παίδων φειδωλὸς , καὶ μικρο
λόγος ξοφούς , ἑαυτῷ κακὸς ἐπιςάτης , νύκτωρ φροντί
ζων , μεθ᾿ ἡμέραν πεπυκνωμένος , διαλογιζόμενος ἑαυ
τῳ κατὰ τὸς ὀξεςηκότας , ἢ παραφέροντας . Παντων δύο
θυόμονος καὶ ζώων ὡς ἐνδεής . Τῶν παρόντων οὐκ
ἀπολαύων , καὶ τὰ ἀπόντα ζητς , τοῖς ἰδίοις καὶ κεχρης
μοίος , ἐποφθαλμιῶν δὲ τοῖς ἀλλοξίοις . Πολύαρνον τὰ
πιέτε τὸ ποίμνιον , φνῶν τὰς συχὲς ἐφ᾽ ὧν κατα
κλείεται , καλύπτον τὰς πεδιάδας , ἐν αἷς νέμεται . Κἂν
εὔσαρκον ὠφθῇ τοῦ προσοίκου πρόβατον , ἀφεὶς τω
ἰδίαν ἀγέλω , τῳ οὐκ καὶ ἀλλοξίῳ τῇ ἐπιθυμίᾳ προσ
κάθηται
• . Τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τδ βοῶν , ὁμοίως ἐπὶ τῷ
ἵππων , οὐκ ἄλλως ἐπὶ τῆς γῆς . Παύτα συνοχωρεῖ
τω οἰκίαν , καὶ ἐδῶ ἐν τῇ χρήσει . Οὐδὲ
· δ ἀπολαυ
ςικὸν οἷόν τε εἶναι τὸν ἄπληξον · ἀλλ᾽ ἔςιν αὐτῷ οἰκία

τίφε παραπλησία . Ἰδὲ γὰρ οἱ τάφοι γέμεσι πολλά


ἀργυρες καὶ χρυσία , ἀλλ᾽ αἱ ὕλαι τὰς χρωμένες ἐκ
C κις
ἔχεσι . Τὸ σῶμα ἐ ξέφεται , ψυχῆς οὐχ βρίσκεται
De
κέρδος . Οὐκ συπτωεῖ δ ἐκ τῆς δεξιᾶς ἡ ἐλεημοσύν
Τί δὲ τέλος τοῦ μόχθου , διδαξάτω με τὶς τς ταύτῃ
προειλημμένων τῇ νόσῳ . Οἶδα δὲ πολλὲς ἐγὼ γνωρί
σας
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 341

σας ἐπὶ τῆς πείρας , ὡς καὶ ἐν νόσοις μᾶλλον τῆς ὑ


γείας ἀγαπῶσι τὰ χρήματα · κἂν μὲν ὁ ἰαζὸς διάτι
νος ὕλης δύώνε τὸν τῆς θεραπείας εἰσηγήσεται ζόπον ,
ท ων
οἷον διὰ σελίνου , ἢ θύμε , ἢ ανήθου , ὧν ἡ εὐπορία‫ا‬
ἀδάπανος , πειθῶς τῆς συμβολῆς ὑπακέοντας αν
δέ τινος φαρμάκε γενηται μνήμη , τῷ οἷα τὰ ποικίλα ,
πολυσώθετα , καὶ ἐλθεῖν πρὸς τὸν φαρμακοπώλων ,
ἢ τὸ μυροπωλεῖον κελευθῶσι, θᾶττον τω ψυχω ἀ
φιώτας , ἢ λύοντας τὸ βαλαντιον γήϊνοι δὲ ὄντες τὸ
φρόνημα , τω κτῆσιν τῷ γηίνων ὑλῶν νομίζεσι τω
ζωμώ . Τότες λυπᾶσιν ἄγαν καὶ αἱ κοιναὶ σφραγίᾳ ,
εὐφραίνεσι δὲ αἱ περιτάσεις ; εὔχονται καὶ φόρων αὐτ
ποίςων φοιτᾷν ἐπιτάγματα , ἵνα τόκοις πλεονάσωσι τὸ
ἀργύριον . Ἐπιθυμᾶσι βλέπειν τὰς παρὰ τὴν δανισῶν
ἀγχόμονες , ἵνα κτήσωνται τὸν ἀγρὸν , ἢ τὸ σκεῦος , ἢ
τὸ ζῶον , δἰώνως ἐκ τῆς αὐάγκης ῥιπτόμενον . Συνεχῶς
δὲ καὶ πρὸς τὸν Οὐρανὸν αναβλέπεσι κατὰ τὸς Φιλοσό
φες τὰ μετέωρα φροντίζοντας , ἐκ ἀςέρος ἐντολώ ζη
δα τοῦ πλανητὴς ἔχει περισκο
τόντες , εδέ τις οἶκος , δᾳ
πύμενοι , ἀλλὰ τί τῇ ἀέρος πολυπραγμονῶντες κατά
φασιν , εἰ τὰ τροφαινόμενα σημεῖα ὄμβρων ἐπιῤῥο ,
ἢ αὐχμὸν ἐπαγγέλλεται · κἂν ἴδωσι τί τοῖς πολλοῖς
δυχερὲς προσδοκώμενον , δι᾽φραίνονται τῇ δ ἄλλων
κακώσει. Παύτα σωάγεσιν ἐν τοῖς ταμείοις , ἀσφα
λῶς κατασημαίνοντες , καὶ διατοῖς κλείθροις κατασφαλί
ζονται, διαμεζῶντες ἀλήκτως ψηφίζεσιν . Αχολέμονος
δὲ ὁ πλεονέκτης περὶ τ πιαύτῳ ἐλπίδα, καὶ τέως
ὄναρ πλυτῷ ἐν τῇ σκιαγραφίᾳ τῆς ἐννοιῶν , ἐαὶ ἐπι
γένηται νέφος βαθὺ , φοβεῖται ὡς κινδιωδίσων . Αν
ψεκάδες το γιῷ ἐπιῤῥαίνωσιν ,ὑποδακρύειν ἄρχεται .
Αν δὲ καὶ ὑετὸς ἐπιγένηται ἀρχῶν τὸν ἀὐχμὸν ὀξιάσα ·
παι , ποθος τέλειον τὸ πρᾶγμα . Περινοσεῖ λοιπὸν
πᾶσι συσκοπέμενος περὶ τῷ σίτε , ὡς τῷ κινδιδύον ·
τος , τίς ἴασις , τίς μηχανὴ , ἵνα πρὸς πολὺ αὐτερ
μέσῃ χρόνον , ἵνα τὸ σητος διαφύγῃ τὸ πάθος . Καν
y 3 αίμα
342 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ

αἴθηται καύσωνος , ὡς οἱ ἰαζοὶ τὰς διαφορεμένες , δια


πλώσας αὐτὸν καταμερίζει , καὶ καταψύχει , μοχθών
προσκαθέζεται , σκέπην κατὰ τὴν μεσημβείαν σοφίζει
του , τὰς σκιὰς νυκτὸς ἀπογυμνοῖ , ἵνα ταῖς ἄυραις
ταῖς νυκτεριναῖς ὑποπνέηται. Ταῦτα αὐτῷ ταλαίπω
ρέντι ὁ ποίης περιΐςαται
기 ζητὴς ἐκ τοῦ κινδυνεύοντος

σίτε , καὶ ἐ δίδωσιν , ἢ δὲς φειδωλῶς χαρίζεται, καὶ
ἡμίθνητος , το σίτο σφόδρα περιεχόμενος .
Μὴ τοίνω ἀπέραντα μόχθει και χαλεπὰ ὁ τοιέτος ,
παρακαλῶ . Ἐλές μεν κ ἄξιος , καὶ ὁ ζυφῶν πλεονέκ
της , ὁ τῇ γατρὶ καὶ ταῖς ἄλλαις ἡδοναῖς περιορίζων τὸν
βίον , τότο τέλος νομίζων της ανθρωπότητος . Ὁ δὲ μι
κροτρεπὴς καὶ σμικρολόγος δὲ μέζον ἔχει τῆςἀθλιότη
τος, λαμβαίων τὰ τῷ πολλῶν, καὶ ἑαυτῷ μὴ διδές, εἰ
ἐδὼ δὲ καταλόγων τὸ τῆς ασεδῆς ἀποτέλεσμα . Τίς δ
οὐκ οἶδεν ὡς οὐδενὶ τῆς γινομείων , πλίω τῆς ἀρεία ,
αὐτὸ δι᾿ αὐτὸ γίνεται ; ἀλλ᾽ ἕτερόντι πράττομεν , ἵνα
ἄλλο κατορθώσωμεν . Οὐδεὶς πλέων δι᾽αὐτὸ τὸ πλεῖν
θαλαττεύει , δὲ γεωργῶν διὰ αὐτὸ τὸ γεωργεῖν τοῖς
πόνοις συζῇ · ἀλλὰ πρόδηλον , ὡς τοῖς λυπηροῖς ἐγκαρ
τερῶσιν ἀμφότεροι , ὁ μοὶ ἵνα τοὺ ἐπικαρπίων τῆς γῆς ,
ὁ δὲ ἵνα τὸν πλῦτον τῆς ναυτικῆς ἐμπορίας κομίσηται .
Σὺ δὲ τί τὸ σὸν πέρας , εἰπέ , Ἵνα συναγάγης ;καὶ

ποῖον τότοτέλος τὸ ἄλλησον, ὅλων σωρεύσαντα βλέ


καὶ θέα .
το νόσημα μέτελθε . Ἔξεσι ᾧ καὶ τοῖς ἀλλοξίοις χρή
μασι προσαναπαύειν τὸν πόθον . Εἰ ούφραίνεισε τὸ
ειλπνὸν τὸ ἀργυρία , προσκαθήμενος τοῖς ἀργυροχόοις ,
ἀπόβλεπε πρὸς τώ πυκνίῳ καὶ ςίλβεσαν ἀυγίῳ ,
καὶ τὰ πρατήρια καταλαμβαίων , τέρπε τοῖς ποικίλοις
σκεύεσιν ὀλοφόροιςτε καὶ προχόοις . Προῖκα γάρ σοι καὶ
ἀκώλυτος ἡ θέα .Ὅρα καὶ τὸς ἀργυρογνώμονας τὰς ἐπὶ
τς ξαπεζῶν ψηλαφῶντας , καὶ ἀριθμῶντας συνεχῶς
· τὰ νομίσματα · μᾶλλον δὲ παραινέσει παθεὶς ἀγα
θῇ , μετάθε τῆς γνώμης . Εὔκολος δ ή διόρθωσις ,
πειδή
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 343

πειδὴ μὴ φύσεως ἐςιν ανάγκη πλεονεξία , ὁρμὴ δὲ


‫شفا‬
προαιρέσεως, ω μεταβαλεῖν τοῖς τὸ συμφέρον ἐπιλο
γιζομενοις οὐ χαλεπόν . 기Ὑπέρκυψον τῷ λογισμῷ εἰς
τὸν ἑξῆς χρόνον , ὅτε ἐκ ἔσῃ , ὅτε μικρὰ γῆ καθέξει
σε τὸ σῶμα , διηπλωμένον , αναίθητον , πλὰξ δὲ ὀλί
γων απιθαμῶν καλύψει τὸ λείψανον . Πε τότε ὁ πλῆ
τος , καὶ τὰ σωαχθούτα κειμήλια ; τίς ὁ τῷ καταλει
φθούτων κληρονόμος ; &४ ᾧ παύτως ἐκεῖνος ἔται διάδο
χος , ὃν σὺ προσδοκᾷς. Αν παῖδας καταλείπης , τυ
χὸν κονδυλιθήσονται , καὶ ὁμόζοπός σου πλεονέκτης
θρώοντας αὐτὸς τῆς οἰκίας τῆς παξικῆς ἀπελάσει ,
Κἂν ἄπαις ἐπίτινα των φίλων παραπέμψῃς τὸν κλῆ
ρον μὴ πρόσεχέ σε τῇ διαθήκη ὡς ἀκινήτῳ νόμῳ , ὡς
πράγματι αναντιρρήτῳ καὶ ἰχυρῷ · ὀλίγη ασεδὴ ἄκυρον
ποιεί τω γραφτώ . Ἢ & χ ὁρᾷς τὰς συνεχῶς ἐν τοῖς
δικαςηρίοις κατὰ τῷ διαθηκῶν ἀγωνιζομενες, ὅπως αὐτ
τὰς ποικίλοις ἐγχειρήμασι παρακρέονται , τὰς τῶν νό
μων τεχνίτας προϊς άμονοι συνηγόρες , τὸς δεινὰς ῥής
τορας ἐπαγόμενοι βοηθές, ψευδομάρτυρας ξέφοντες ,
δικαςήρια διαφθείροντες ; Καὶ διὰ τοῦτο ἐξ ὧν ὁρᾷς
ζῶν , περὶ τῆς μελλόντων τὴν μετὰ σὲ παιδείου . Εἰ
δίκαιον ἔχεις τὸν πλᾶτον , εἰς δέον χρήσαι ὡς ὁ μα
κάριος Ἰώβ . Εἰ ἄδικον , ανάλυσον αὐτὸν ἐπὶ τὰς
‫ او‬βια
πώτας κυρίες ὡς αἰχμάλωτον ἐκ πολέμε , ἢ αὐτὸν
ὃν ἔλαβες , ἢ μετὰ τροθήκης ὡς ὁ Ζακχαῖος . Εἰ μὴ
ἔχῃς , μὴ κτήσῃ κακῶς · σοὶ μὲν τὸ ἀκολουθήσει τι
κρὸν ἐφόδιονἡ ἁμαρτία , των αναγκαίαν πορομομοίω
πορείαν , ἡ δὲ ἀπόλαυσις του κτηθούτων , οἷς ἐκ γινώ
σκεις καταλειφθήσεται · καὶ τότε τὸν Δαβὶδ θαυμά
σεις λέγοντα · θησαυρίζει , καὶ καὶ γινώσκει τίνι σωά
ξει αὐτά . Γνωρίζεις δὲ καὶ τὸν πλέσιον τὸν αἰτίθε
τον τοΛαζάρε , τὸν ἀρτίως ἡμῖν ἐκ τῆς Εὐαγγελίων .
४ μῦθον συγκείμενο εἰς
ναγνωθούτα , & ν κατάπληξιν , ἀλ
λὰ τύπον ἀκριβῆ παραδοθούτα τῇ μέλλοντος . Ἡ βύση
σος ἐσάπη , ἡ βασιλεία μετῆλθον εἰς ἕτερον , αἱ ξυ
y 4 καὶ
344 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ
·
φαὶ κατηργήθησαν , ἡ ἀπ᾽ ἐκείνων ἁμαρτία σωεξεδή
μησαν ὡς σκιὰ παραμονεσα βαδίζοντι σώματι˙ κα
διὰ τῦτο μετὰ τω πολυτέλειαν της συμποσίων , καὶ τω
ἁβροδίαιτον ζάπεζαν , ὕδατος ῥανίδα ζητεῖ δακτύλου
λεπρός ἀποςάζεσαν · καὶ καλεῖ τὸν πτωχὸν τῆς τιμω
ρίας θεραπευτ , τὸν ἐδὲ χεῖρας ἔχοντα τάχα , ἰί
και τα πυλῶνι προσεῤῥίπτετο · ἦѝ γὰρ αν τοὺς καύας
ἀπεσόβησε τὰς ἐπιλεχομενους τὰ ῾῾αύματα
2 · ἐπιθυ
μεῖ δὲ καὶ συμμίξαι τῷ Λαζάρῳ ἐκ τῷ κατάντικρυ
βλεπομείῳ , καὶ μέσῳ διείργεται τῷ ὀρύγματι, ἢ τῷ
χάσματι · οὐ βόθρο τινὸς ὄντος ὠρυγμούς , δὲ τὰ
φρε πεποιημενης , ὡς ἐπὶ τὸ ςρατοπέδων ἐςὶν ἰδῶν
τὸ τῇ πολέμε μεταίχμιον , ἀλλὰ τὸ κώλυμα οἶμαι τ
ἁμαρτημάτων ὁ λόγος ἐνδείκνυται , ὃ τῳ κατεγνωσμέ
νῳ τῆς πρὸς τὸν δίκαιον παρόδε ἀπετείχισε . Καί μου
τὴν ἑρμηνείαν Ἡσαΐας ὁ Προφήτης ἐπισφραγίζεται πρὸς
λαὸν ἄφρονα βαρέως ἀποτεινόμενος , καὶ λέγων · μὴ ἐκ
ἰχύει χεὶρ Κυρίς διασῶσαι , ἢ ἐβάρυνε τὸ ἐς αὐτῷ το
μὴ ἀκῶσαι ; ἀλλ᾽αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν διϊσῶσιν αὐὰ μέ
σον ὑμῶν, καὶ αὐὰ μέσον τῷ Θεῷ .
Εἰδὲ ἁμαρτήματα ανθρώπες χωρίζειν οἶδεel Θεό , εδον
αν πλεονεξίας ἁμαρτωλότερον αὖ γενοιτο , ἣ καὶ παρὰ τῆς
ἀψάδες φωνῆς Παύλε τὸ τῆς ἀληθείας κήρυκος , εἰδω
λολαξεία προσαγορεύεται , καὶ παύτων τδ κακῶν ῥίζα
καὶ μήτηρ . Πόθεν 20
δ οἱ τῆς μερίδος ὄντες ποτὲ τὴς Xe
διανῶν , καὶ κοινωνοὶ τῷ Μυσηρίων , πρὸς τ τ δαιμό
των λαζείων ελληύθησαν; ἐκ ἔρωτι τῇ πολλὰ κτήσα
παι, καὶ κύριοι γενέθαι τὸ ἀλλοξίων ; λαβόντες δὲ ὑ
ποχέσεις παρὰ τῆς ἀθέων καὶ ἀσεβῶν , ἢ ζωῆς ἀρχον
} τικῆς , ἢ περιεσίας τῆς ἐκ βασιλικῶν ταμιείων , ὥσπερ
ἱμάτιον ταχέως τίω θρησκείαν μετεμφιέσαντο . Καὶ τὰ
μον της ανωτέρων χρόνων , τῆς ἡμετέρας ζωῆς μνήμη καὶ
ἀκοὴ διεσώσατο καὶ ἐδίδαξαν · ἔτι δὲ ἃ καὶ ὁ καθ᾿ἡμᾶς
βίος τῇ πείρᾳ παρέδωκεν . Ὅτε γὰρ ὁ Βασιλοὺς ἐ
κεῖνος ὁ τὸ προσωπεῖον τῷ Χριςιανοῦ ἀθρόον ἀποθέ
μονος ,
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ , 345

μόνος , γυμνώσας δὲ τὸ δρᾶμα τὸ κωμικὸν , ὃ ἐν πολ


λῷ τῷ χρόνῳ καθυπεκρίνατο , αὐτός τε ἀναιδῶς ἔθνε
δαίμοσι, καὶ τοῖς τότο βελομείοις ποιῶν πολλὰ προετές
θη τὰ γέρα · πόσοι τω Ἐκκλησίαν ἀφοντες ἐπὶ τὰς
βωμὸς ἔδραμον ; πόσοι δὲ τὸ τῆς ἀξιωμάτων δέλεαρ
εἰσδεξάμενοι , μετ᾽ ἐκείνε κατέπιον τὸ τῆς παραβάσεως
ἄγκιςρον ; ναῶ δὲ ςιγματίαι περινοςοῦσι κατὰ τὰς πό
λεις , μισόμενοι , δακτυλοδεικτέμενοι , προδόται καὶ ἔτσι
το Χeis8 δι᾽ ὀλίγον ἀργύριον · ἐξόeιςοι τῇ καταλόγε ~
τῷ Χριςιανῶν , ὡς Ἰούδας της Αποςόλων , ἀπὸ TMS
προσηγορίας το παραβάτε γνωριζόμενοι , ὡς ἀπὸ τ
σημαίξων οἱ ἵπποι , ἑλκυθοντες μόνον εἰς τίω χαλε
πωτάτῳ παταγὼ πασῶν τὸ ἁμαρτιῶν , καὶ εὐθὺς ἀ
κολυθήσαντες τς τῆς βεβήλε καὶ μικρᾶς δυσσεβείας μυ
σαγωγῷ . Οὕτω τοίνωυ κατὰ τὸν ᾿Απόςολον ἡ πλέον
ξία , καὶ εἰδωλολαβεία γίνεται , καὶ ῥίζα παντων τ
κακῶν ἐςιν , ἀφ᾿ ἑαυτῆς ἀμυθήτες γονῶσακακίας . Ὡς
δ οἱ τὸν χρυσὸν ἐπὶ τὸν κόλπον τῆς γῆς αἰαχλοον .
τες φασὶ τω χρυσῖτιν γιῶ ἐπ᾿ αὐτῆς μοὶ τῆς ἀρχῆς καὶ
τῆς κυριωτάτης γενέσεως σωρηδὸν ἀποκεῖθαι , ἐκεῖθεν
δὲ ὥσπερ φλέβας τινὰς ἀπότινος οὔθον καὶ οθον εἰς
μακρὸν διήκειν , καὶ πολυχιδῶς ἀποτείνεται κατ ' αυτάς
πε τὰς ῥίζας της δενδρων τὰς ἐκ τὸ πρέμνς διαπλους
μοίας , οὕτω κἂν ταῦθα πολλὰς βλέπων τὰς ἀποφύ
σεις , μιᾷ ρίζη τῆς πλεονεξίας τὰς πάσας συνδεδεμέ
νας βρίσκω . Καὶ μούτοι καὶ ἐκ ανοίκειον εὗρον ὁ λό
γος πρὸς πλεονεξίαν ἐκ τῷ χρυσῆ τὸ ὑπόδειγμα . Εν
τεῦθεν ὁρῶ τὸν παξαλοίαν τῆς κεφαλῆς τῆς γεννησάσης
κατατολμῶντα , ἐκ αἰδέμονον δὲ ἔτε τω πολιαν , οὔτε
τὸ πατρικὸν ἀξίωμα , ἀλλὰ τῇ ἐπὶ πλέον ζωῇ τῇ γέ
ροντος βαρέμενον . Παύτα δ ὁρῶν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἄ
φθονα , καὶ τω ὀξεσίαν τῶν βλεπομενων ἐκ ἔχων , ἐ
πιθυμῶν δὲ ~ κύριος εἶναι αὐτῶν τε καὶ τῆς περιεσίας ,
τοῦται τῇ πατρικῇ ἀυθεντείᾳ , καὶ τὰ μὲν πρῶτα σιω
πᾷ καὶ ἐν τῷ βάθει κατέχει τω νόσον , τῷ χρόνῳ δὲ
τω
346 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ

τω ἐπιθυμίαν πλεονάσας , καὶ πληρωθεὶς των ψυχώ


ἀθρόον ἐκρήγνυσι τώ κακίαν , ὡς ἐπὶ τῆς σωλίων τὰ
ὕδατα . Καὶ λοιπόν ἐσιν ἀφόρητος τῳ αρεσβύτῃ , μόνος
νυχὶ συνελακύων αὐτὸν πρὸς τὰς τάφες ὑγιαίνοντα καὶ
βαδίζοντα . Αν κέφως αναβῇ τὸν ἵππον , ὑπερθαυμά
ζει · αν ζοφῆς ἐῤῥωμονέςερον μεταλάβῃ , γογγύζει α
τὸς οἰκέτας ἑωθινὸς διεγείρει πρὸς τὰς ὑπηρεσίας, τῇ
ἐγρηγόρσει καὶ τῇ δυνάμει το γέροντος ἄχθεται . Αν
δὲ καὶ δωρήσηταί τι τδ κειμηλίων , ἢ οἰκέτῳ ἀφῇ τῆς
δελείας , τότε δὴ τότε καὶ λῆρος καὶ παραπαίων , καὶ τὸς
ปู่
τῆς ζωῆς ὑπερβὰς ὅρες , καὶ τὴν ἀλλοτρίων ασαθητὴς , καὶ
ποῦ βλάσφημον ἀκούων ἐμπαροινεῖται , διατὶμὴ τα
χέως ἀπέθανεν ἐγκαλέμενος . Σὸς οὗτος , ὦ μιαρὰ
πλεονεξία , καρπός . Παρὰ σὲ τὰ κούζα λαμβαίων ὁ
παῖς , πολέμιος γίνεται το γεννήσαντος . Σὺ πληροῖς
τω γίῷ λητῶν καὶ φονδύτο , καταποντιςῶν δὲ τὴν θά
λατταν , τὰς πόλεις θορύβων , τὰ δικαςήρια ψεύδομαρ ·
τύρων , συκοφαντδ , προδοτο , συνηγόρων , δικαςῶν ἐ
κεῖ ρεπόντων ὅπου δ᾽ αὖ σὺ καθελκύσῃς . Πλεονεξία
μήτηρ τῆς ανισότητος , ανηλεής , μισανθρωπος , ὠμοτά
/
τη . Διὰ ταύτίω ὁ τῆς ανθρώπων βίος ανωμαλίας γέ
μει . Καὶ οἱ μοὶ ἐκ τῶ κόρε ναυτιῶσι το περισσείων
15 κτημάτων , οἷον ξοφύὺ ἄπλησον ἀποβλύζοντες · ἄλ
λοι δὲ λιμῷ καὶ ὀνδείᾳ πιεζόμενοι κινδυνόύεσιν . Οἱ
με ὑπὸ ὀρόφοις χρυσοπάςοις κατάκεινται , καὶ ὡς μι
κρὰς πόλεις οἰκῇσι τὰς οἰκείας , λεξοῖς καὶ οἶκοις ποι
κίλοις καὶ ςοαῖς ἐπὶ μακρότατον διηκέσαις , καὶ παντοίᾳ
πολυτελείᾳ κεκοσμημονας· ἕτεροι δὲ δύο δοκῶν σκέ
που ἐκ ἔχεσιν . Αλλ᾿ ὅταν ἐν ὑπαίθρῳ διαζῆν μὴ δύ
νωνται , ἢ πρὸς τὰς καμίνες καταφεύγεσι το λεξῶν ,
ἢ καὶ τοῖς βαλανεῦσι κακοξεύοις περιτυχόντες , παρα
πλησίως τοῖς χοίροις τὴν κόπρον ὀρύττοντες , τὴναὐαγ
καίαν θέρμι ἑαυτοῖς μηχανῶνται · καὶ τὸ ὁμότιμον
ζῶον ὁ ανθρωπος τοσαύτίῳ ἔχει τὴν διαφοραν τῆς διαί
της πρὸς τὸ ὁμόφυλον , οὐκ ἄλλου τινὸς τοῦ ἀταξίαν
ταύ
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 347

ταύτίω καὶ τω αἰωμαλίων , ἢ τῆς πλεονεξίας ἐπίσαγέ


σης . Ὁ μο , γυμνοῖς ἀχημονεῖ μέλεσι , καὶ ὁ ἄλλος ,
πρὸς τῷ τοῦ αἰθῆτα δυσαρίθμητον ἔχειν , πορφυραῖς
πλαξὶ τὸς τοίχος ἐνδύει . Ὁ πώης ἐπὶ ξυλίνης ᾧα
πέζης ἄρτον ἀπορεῖ διαθρέψαι , καὶ ὁ ξυφῶν ἀργυρῷ
ζάπεζανἐλάσας εἰς πλάτος τῷ εἴλβοντι ψυχαγωγεῖ
ται τῆς ὕλης . Καὶ πόσῳ δικαιότερον ζὖ , τὸν μὲν ἑξιᾷ
παι ἀρχόμενον τῇ ἄλλη ζυφῇ , τῆς ξαπέζης δὲ τιμώ
τῷ ἀπόρων εἶναι ξοφτώ ;Αλλος γηραιὸς καὶ βαδίζειν
η διά τινα λώβῳ χωλοίων , ὄνον δ
ἀδυνατῶν , ἢ κέκτη
και αναγκαῖον τῆς χρείας ὄχημα , καὶ ἕτερος διὰ πλῆ

θος τὰς ἀγέλας κ γνωρίζει τὸ ἵππων· τῷ μὲν ἔλαιον
ἐνδεῖ πρὸς τὸ λύχνον ανάψαι , καὶ ἄλλος μόναις ταῖς
λυχνίαις πλετε . Ὁ μῳ ἐπὶ τῇ ἐδάφες ἔῤῥιπται , καὶ
ὁ μάτῳω πλυτῷ τῷ κόσμῳ τῆς κλίνης περιασράπτε
ται, ἀργυρᾶς σφαίρας ἐχούσης , καὶ ἁλύσεις αὐτὶ τῆς
χοίνων . Ταῦτα τῆς ἀκορές : πλεονεξίας τὰ ἀποτελέσ
ματα . Εἰ δ μὴ εἰσήγαγον εἰς τὸν βίον τω ανισότη
τα , ἐκ αν αὗται ἦσαν τῆς αἰωμαλίας αἱ ἐξοχαὶ καὶ
κοιλότητες , δ᾽ αὖ αἱ ποικίλαι συμφοραὶ ἀηδῆ καὶ πο
λύδακρίῳ τῳ ζωτῳ ἡμῶν ἀπεργάζοντο · ἐντεῦθεν τὴν
φυσικίῳ πρὸς ἀλλήλους φιλίαν ἀπώλεσαν ανθρωποι
τὸν σίδηρον ἀκονῶσι , καὶ συγκροτᾶσι παρατάξεις , καὶ
ὥς πέρ τινα
τιν θηρία μετά πολλῆς τῆς ἀγριότητες ἀλλήλοις
συνάπτεσι . Τὰ δὲ ἀκόλεθα τέτοις πῶς αὔ τις καὶ ἐξη
γήσαιτο ; τείχη καρτερὰ τοῖς μηχανήμασι κατασείεται ,
καὶ πόλεις ἁλίσκονται, καὶ γυναῖκες ἄγονται, καὶ παῖ
δες ανδραποδίζονται, τέμνεται γῆ καὶ κείρεται, καὶ τὸ
δενδρα πολεμῶνται , ὡς ἀδικήσαντες οὔθρωποι . φόνος
δὲ τῆς ἐν ἀκμῇ πολὺς , καὶ οἱ τὸ αἵματος ῥύακες απορ
ῥέεσι τῆς ἀθλίων σωμάτων. Ὁ δὲ πλᾶτος το ττης
θούτων , ἆθλον τῷ κρατησαύτων . Ἐπὶ τέτοις οδυρμοί
χηρείας , ὀρφανῶν δάκρυα καὶ πατέρας ὁμὲ καὶ τὴν ἐλούς
θερίαν θρίωέντων · ὁ δὲ πρώτω κύριος πλέτε πολλά
ἄρτε μεταιτεῖ τέμαχος , προτείνων τω δεξια . Καὶ ὁ
πολύ
348 ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ .
7
πολλὺς ἔχων δόλες , ὑφαύτης , καὶ οἰκίας γεμέσῃς ἐ
πήτων , ῥάκια περιβεβλημένος δελεύει , ὕδωρ πρὸς ἀ
~ νάγκίω κομίζων, καὶ τὸ ἱππῶνος ἀποξύων τω κό
ωρον , καὶ ταῖς αἰχραῖς ὑπηρεσίαις διακινόμενος . ῎Αλλα
μυρία κακὰ , ἃ περιλαβῶν ἀθρόως αδαύατον . Τέτων
δὲ παύτων ἀρχὴ καὶ αἰτία , καὶ ῥίζα ἡ τὸ πλείονος ἐς
πιθυμία , ἔρως ἄδικος τῶν ἀλλοτρίων κτημάτων . Εἰ δέ
τις τῦτοτὸ πάθος τῶν ανθρώπων ἐξέκοψεν , ἐδὲ ἐς
κώλυσεν εἰρίξω μεν τῷ βίῳ βαθεῖαν ἐμπολιτεύεσθαι ,
πολέμες δὲ καὶ ταραχὰς ἐξ ανθρώπων φυγαδευθτεται ,
ἐπανελθεῖν δὲ παύτας ἐπὶ τοὺ κατὰ φύσιν sοργκ και
φιλίων .
Διὰ τῦτο καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ἐπιμελῶς τοῖς παραγ
γέλμασι ταύτίω ἐξιᾶται τω νόσον , ποτὲ μὲν ἀπὸ
φαινόμενος , οὐ διαπε Θεῷ δελεύειν , καὶ Μαμωνᾷ
ποτὲ δὲ τὸν πλέσιον ἐκεῖνον ἄθλιον ἀποφαίνων τὸν τῇ
τώ
ἑξῆς τελούταν μέλλοντα , καὶ τί μακροχρόνιον ἀπόλαυ
σιν τῆς ξυφῆς ἑαυτῷ προτύποντα , καὶ ἀλλαχε τὸν τέ
λειον ἐκεῖνον εἶναι διδάσκων, ὃς ἂν παύτων ὧν ἔχει τοῖς
δεομένοις παραχωρήσας , πρὸς τὸ ἀκτήμονα φιλοσοφίαν
αυτομολήσει τὴν μητέρα τῆς ἀρετῆς καὶ ὁμόσκλυον . ᾿Αλ
λά μοι δοκῶ καὶ σιωπώντων ἀκέειν τῶν ἐκ σωηθείας τὰ
τοιαυτα φθεγγομένων πρὸς τὰς διδάσκοντας · καὶ πῶς
πρὸς τὸν βίον διατελέσωμον , εἰ ᾗ κτῆσις τῶν χρημάτων
ἀμεληθείη ; πῶς δὲ τὰς χρείας ἐπαρκέσωμον ;πῶς δὲ
λυθήσεται δανεισμα ; πῶς δὲ καὶ δοθήσεται δαύος τῷ
ζητᾶντι , οὐ παύτων ὦμον διὰ τω στὸ παραίνεσιν a-
περοι ; ᾿Απίςε τὸ ρῆμα , ἀσκετος ἡ φωνὴ , ἐκ εἰδότες
ὅτι Δεασότίω ἔχομεν τὸν Θεὸν οἰκονόμον τῷ βίου τῷ
γενομείῳ ζώω παρ᾽ αὐτῷ χορηγῶντα τὰ χρήσιμα , καὶ
τὸς αναγκαίες πορισμὸς τῆς ζοφῆς καὶ τῶν σκεπασμά
των τω χρείαν . Ἡ δ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τῶν οἰκείων
ποιημάτων ἐςὶ περιεκτική · καὶ τὸν ἐν πίςε πλετῶν
τα , πονίας εδεπώποτε κατέχε συμφορά . Ἓν δὲ τῶν
θελων προκομίσας λόγων εἰς ἀπόδειξιν τῇ προκειμούς ,
ἱκα
ΚΑΤΑ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ . 349

ἱκαντὼ ὡς οἶμαι , μαρτυρίαν παρέξω . Ἐν τῇ τῆς Βα:


σιλειῶν ἱςορίᾳ , γωή τις αναγέγραπται χήρα , βαρει
νομούν λίαν τῇ συμφορᾷ τῆς μονώσεως . Ἐπολιόρκει δὲ
αὐτῷ διάςης φιλάργυρος καὶ μισανθρωπος , ἐνέχε
ρον τὲς τῆς ἀφαιρέμενος , ὃς μόνες εἶχαν αὐτὶ παύτων

ἡ μήτηρ . Ἐπεὶ δὲ εἰς ἀμηχανίαν αὐτῇ περιεισήκει τὸ
πρᾶγμα , καὶ εἰδεὶς ἠλέει τῶν ἐχόντων χρυσίον , ἦλθε
πρὸς τὸν ἔχοντα φιλανθρωπίαν , καὶ πίςιν . Ἐλισαῖος
δὲ ἔτος Κὖ ὁ Προφήτης , αὐὴρ ἀκτήμων τῶν γηΐνων ὑ
λῶν , καὶ περισσδυόμενος τῆς ἀσωμάτε περιεσίας , φιλό
σοφὸς ἐξ ἀροτήρων , ἄοικος , ανέσιος , μονοείμων ‫ ܙ‬νεω
σὶ μοὶ κληρονομήσας , τί δὲ κληρονομίαν λαβὼν μη
λωτω εὔωνον , καὶ οὐλογίαν ἀόρατον το πυρίνῃ ἅρμα
τος ἐκπεσῦσαν . Οὐμί ἄπρακτον τω ἱκέτῳ ἀπέπεμ
μcν , ἐδὲ ἀπέγνω τῆς βοηθείας , ἐπειδὴ μὴ παρ
ζητέμενον · οὐδὲ εἶπον ἀγεννῇ τινα , καὶ ἄπιτα ῥήματα ,
ὡς εἷς τῶν πολλῶν καὶ πόθον ἐμοὶ ἀργύριον , ὥσε
διαλῦσαι τὸ ὄφλημα ; ὥσπερ δὲ ἄριςος αξὸς καὶ φαρ
μάκων μὴ παρόντων , ἐξ ἐπινοιῶν παραδόξων εὗρε τῇ
νόσῳ τ ἴασιν . Καὶ τί σοι φησὶν ἐπὶ τῆς οἰκίας , ὦ
γῴαι ; μνημόνευσον εἴτι καὶ ὀλίγον οδον τυγχαύει ; κα
δεὶς δ ὅτω ποίης , ὡς καθάπαξ μηδενὸς κύριος εἶ
ναι . Ὡς δὲ εἶπον , ὅτι κεράμιόν ἐςι, καὶ λείψανον ἐν
αὐτῷ͵ βραχὺ ἐλαίς . Παρασκεύασόν μοι εἶπε , πλῆθος
ἀγγείων . Καὶ ἡ μὲν
~ ἠυξέπισαν , ὁ δὲ δὲ αὐτῆς ἐπλή
ρωσε, καὶ τῷ δανεις ᾗ διελύθη τὸ ὄφλημα . Ἡ δὲ γω
ἀπῆλθον , ἐξ ἀπόρων σύρεσα τὸν πόρον . Τὸ γὰρ ὀ
λίγιςον ἔλαιον , ὃ εἶναι παρ αὐτῇ εἶπε πρὸς Προφή
τω , ἐπήγασιν ἐκ τοῦ παραδόξε , καὶ παντας τοὺς
ξεπιποντας͵ ἀμφορίσκος ἐπλήρωσιν . Ἔσῃ δὲ τότε
τῆς ῥύσεως , ὅτε ἀγγεῖον οὐκ ἔτι μὦ τὸ δεχόμενον , καὶ
τῇ χείᾳ συνεμελήθη ἡ χάρις . ᾿Αληθῶς ἔλαιον ἐ
κεῖνο , ὃ φυτὸν οὐκ ἐκαρποφόρησαν , ἀλλ᾽ οἱ τοῦ Θεοῦ
οἰκτιρμοὶ ἐγεώργησαν . Ταύτω ὠνήσασε τω ἐπισή
μίω εἰ διύασε , οἱ ἀπὸ ἡλίου ανίχοντος μέχρι καὶ
δυο
350 Υ
ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ
Α

δυομούε , Βασιλεῖς , δεάται , πλέσιοι , οἱ σφοὶ τῆς

ἐγκοσμία σοφίας, κτήσασε τὸ ἀπὸ ἀροτήρων Προφήτε


τὸ χάρισμα , ὃ αναφαίρετον͵ τις λαβόντι σωθῶ . Τὰ
δ τῆς ὑμετέρας απεδῆς κτήματα , μυρίες ἔχει παρα
κειμένες τῆς ἀπωλείας κινδυίες , ληςὰς τοιχωρυχῶντας ,
τυραίνες ἁρπάζοντας , καὶ συκοφαντας ἐπιβελεύοντας ,
θάλασσαν καταποντίζεσαν , καὶ γιῶ ὑποῤῥηγνυμάτω
τοῖς χάσμασιν . Ἔσω τοίνω ἐλπὶς καὶ ταμιεῖον ανθρώ
ποις ἡ τῷ Θεῷ δεξιὰ , ἡ τὸν λαὸν Αἰγύπτε ἐξαγαγε
σα , καὶ ἐν ἐρήμῳ χώρα τω συπτίων τῷ ἀγαθῶν
χορηγήσασα · ἡ τῷ Δανιὴλ ἀγαγῦσα τὸν ᾿Αβακέμ ,
καὶ τὸν Ἰσμαὴλ σώσασα , τῆς μηξικῆς ἀγκάλης ἀποῤ
ῥιφώντα , καὶ τοῖς καθ᾿ ἑκάστῳ γενεαὶ ἐπαρκέσασα · καὶ
τελευταῖον πούτε κριθί
( νες ἄρτες εἰς ἄπειρον γεωργίαν
πληθώασα , ἵνα ὁ εἷς ἄρτος χιλίων ανδρῶν πεινών
των ἐμπλήση γαςέρα , καὶ πρόςγε κόφινον τδ λειψά
νων της δὲ Θεῷ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰών
νων . Αμμώ .

K T
351

ΚΥΡΙΛΛΟΥ

᾿Αρχιεπισκόπε ᾿Αλεξανδρείας

Ομιλία κατά Νεσoeίε , ῥηθεῖσα ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Σκόδρο

Φαιδρὸν ὁρῶ τὸ σύσημα τῷ ῾Αγίων , παύτων συνελη


λυθότων προθύμως ,‫ ܕ‬κεκλημένων ὑπὸ τῆς ῾Αγίας , καὶ
Θεοτόκε Μαρίας , τῆς ᾿Αειπαρθώς . ᾿Αλλὰ ᾧ ἐν λύ
πῃμε διάγοντα πολλῇ , εἰς χαραν μετέβαλον ἡ 18 Α
γίων Πατέρων παρεσία . Ναῷ ἐπληρώθη πρὸς ἡμᾶς τὸ
τὸ ὑμνογράφου Δαβὶδ γλυκερὸν
2 9 ῥῆμα . Ἰδοὺ δή τι και
λὸν , ἢ τί τερπνὸν , ἀλλ᾽ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφὸς ἐπὶ τὸ
αὐτό ; Χαίροις τοίνω παρ᾿ ἡμῶν ῾Αγία μυσική Τριάς ,
ἡ τότες ἡμᾶς παύτας συγκάλεσαμένη ἐπὶ τώ δε τῶ
Εκκλησίων τῆς Θεοτόκες Μαρίας. Χαίροις παρ᾿ ἡμῶν
Μαρία Θεοτόκε , τὸ σεπτὸν
C κειμήλιον ἁπάσης τῆς οἰ
κεμούης , ἡ λαμπὰς ἡ ἄσβεςος, ὁ τέφανος τῆς παρ
θονίας , τὸ σκῆπζον τῆς ὀρθοδοξίας , ὁ Ναὸς ὁ ἀκα
ή
τάλυτος , τὸ χωρίον τὸ ἀχωρήτε , ἡ μήτηρ καὶ Παρθενος ,
δι' ἧς ὀνομάζεται ἐν τοῖς Ἁγίοις Εὐαγγελίοις , φύλο
γημενος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίε . Χαίροις , ἡ τὸν
ἀχώρητον χωρήσασα ἐν μήξᾳ ἁγίᾳ παρθενικῇ . Δι
ἧς Τριὰς Αγία δοξάζεται καὶ προσκευεῖται . Δι ἧς
Σταυρὸς τίμιος ὀνομάζεται , καὶ προσκυνεῖται εἰς πᾶς>
σαν τ οἰκεμούν . Δι᾿ ἧς ὁ Οὐρανὸς ἀγάλλεται . Δ
ἧς ῎Αγγελοι καὶ ᾿Αρχάγγελοι δφραίνονται. Δι᾿ · ἧς δαί
μονες φυγαδεύονται . Δι ἧς διάβολος πειράζων ἔπεσον
ἐξ Οὐρανε . Δι᾿ ἧς τὸ ἐκπεσὸν πλάσμα εἰς Οὐρανὸς
αναλαμβάνεται . Δι᾿ ἧς πᾶσα ἡ κτίσις , εἰδωλομανία
κατεχομονη , εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλήλυθε . Δι᾿ ἧς
Βάπτισμα ἅγιον γίνεται τοῖς πις δύεσι. Δι᾿ ἧς ἔλαιον
ἀγαλλιάσεως . Δι᾿ ἧς εἰς πᾶσαν τίω οἰκεμώνω Ἐκ
κλησίαι τεθεμελίωνται . Δι᾿ ἧς ἔθνη ἄγονται εἰς μετά
νοιαν .
352 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

νοιαν . Καὶ τί πολλὰ λέγω ; Δι᾿ ἧς ὁ μονογενὴς Υἱὸς


τὸ Θεό φῶς ἔλαμψε τοῖς ἐν σκότει , καὶ σκιᾷ θανάτε
καθημένοις . Δι᾿ ἧς Προφῆται προεμμύυσαν . Δι᾿ ἧς ᾿Α
πόςολοι κηρύττεσι σωτηρίαν τοῖς ἔθνεσι . Δι᾿ ἧς νεκροὶ
ἐγείρονται, δι᾿ ἧς Βασιλεῖς βασιλούσι διὰ Τειάδος
Αγίας.. καὶ τίς δυνατὸς ανθρώπων , λέγειν τὴν πολυα
μνητον Μαρίαν ; ἡ μήξα ἡ παρθονική . Ω το θαύμα
τος ! Ἐκπλήττα με τὸ θαῦμα . Τίς ἤκεσε πώποτε οἶκος
δόμον , Ναὸν ἴδιον οἰκοδομήσαντα , καὶ κωλυόμενον οἰκεν

· μενος ,
ἐν αὐτῷ ; τίς ἰδίαν δέλω μητέρα προσκάλεσά
ἐνυβρίζεται;Ἰδὲ τοίνω χαίρει τὰ σύμπαντα θάλατ
τα δὲ ὑπετάγη , τὰς ἰδίους συνδέλες ἐπιγνῦσα , καὶ
σκιρτώντων κυμάτων ἀγρίων , ἡ τῶν ῾Αγίων ἐπίβασις
εἰς γαλλῳ μετέβαλον . Ἐμέμνητο γὰρ τῆς τῇ Σωτῆς
ρος φωνῆς ἡ δέλη ἐπανιςαμένη , λέγοντος · σιώπα , πε
φίμωσο · γαῖαν δὲ , τύ ποτε ὑπὸ λῃςῶν διοδδομαζω , ἡ
τῶν Πατέρων ὁδοιπορία εἰς εἰρίζω μετέβαλον . Ὡς ως
ραῖοι δ οἱ πόδες τῶν δυαγγελιζομένων εἰρτώνω . Ποίαν
εἰρττω ; Ἰησῶν τὸν Κύριον ἡμῶν , ὃν ἔτεκε Μαρία ‫ܐ‬
ὡς αὐτὸς ἠθέλησε . Τί μοι γὰρ πολυπραγμονεῖν , καὶ
μὴ φιλοφρονεῖν περὶ τὴν γραφώ ; ἀλλ᾽ ἐρεῖς μοι Ἰεδαίων
τω ἄρνησιν ; Οἱ Προφῆται τότες ἀπεκήρυξαν ἐξ ἀρ
χῆς , οἴκοθεν τὸ χειςοκτονεῖν ἐπιτηδεύσαντας , καὶ τῦτο
Θεῷ ἄρνησιν προσεκαλέσαντο . ᾿Αλλ᾽ Αρείου τὸ πικρὸν
νόσημα ; φιλοκαθεδρίας λοιμικῆς τὸ ἐπιθύμημα . Αλλ᾽

Ελληνικῆς ἀσελγείας τὸ αἰώνυμον , καὶ ἄθεον φρόνημα ;


ἀγνωσίας τὸ ἐπιτήδευμα . Καὶ τί δεῖ λέγειν ; ποὺ ἔ
θεος πορευόμενον ἀθεμίτοις κώμοις , ὗτος τῇ κακίᾳ ὑ
περῆρον . Ἔθνη γὰρ πολλάκις ἀγνοῦντα τώ γραφτώ
Θεὸν δυσφημῶσιν οὐχ ἑκόντα · οὗτος δὲ γραφτω ἅπα
σαν κεκτημένος , τολμῶ δὲ λέγειν , τάχα καὶ μαγικῆς
ἐμπαίγματα μελετήσας , ἐκ ἀνέκυψε γνησίως πρὸς τὴν
θεόπιουςον γραφω , ἀλλ᾽ ἀνέκυψαν εἰς ἄργυρον , καὶ
χρυσόν .
Τυφλωθείς , καὶ κωφωθεὶς τῇ μανίᾳ περὶ πρᾶγμα
ενσω
ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΝΕΣΤΟΡΙΟΥ . 353

δυσφημίας, σεαυτὸν βουλόμενος ἀλλοξιῶσαι τοῦ θρός


νου , καὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἀδελφῶν σεαυτὸν ἐξήλει
ψας, μὴ ἐπιγνὲς τόν σοι χαρισάμονον ᾿Αρχιερωσικης
κλῆρον . Αρα γὰρ ἐκ
~ ἐπείσθης Παύλῳ λέγοντι ; κἂν
Αγγελος ἐξ Οὐρανε δυαγγελίσηται παρὃ δαγγελί
σάμεθα , ανάθεμα ἔσω ; Παῦλος ἐκ ἔπαυσέ σε τὸ X3
νὸν φρόνημα ; ἀλλ᾿ Ἡσαΐας εἰπών · ἰδοὺ ἡ Παρθαίος
ἐν γιατρὶ ἕξει καὶ τέξεται Υἱὸν , καὶ καλέσεσι τὸ ὄνοP
μααυτοῦ Ἐμμανουὴλ , ὅ ἐςι μεθερμιωσόμενον , μεθ᾿ ἡ

μῶν ὁ Θεός ; Εἰδὲ ἐδὲ αὐτὸς
기 , διανοιαν δ ἐκτήσω δεινῆς
κακοφροσαύης , ἄκεσον κἂν τῶν δαιμόνων λεγόντων · τί
ἡμῖν , καὶ σοὶ Υἱὲ τὸ Θεό ; ἦλθες πρὸ καιρό βασανί
σαι ἡμᾶς. Τίς δέ σοι τότον τὸν εὐτελῆ λογισμὸν στ
νεβάλοισε κηρῦξαι ; τί ὁ συμπονήσας τις ἀκαίρῳ νο
σήματι ; ἐκ ἠδέσης Θεὸν ἐξομοιῶν Περσικῇ Βασιλείᾳ ;
ἐκ ὀνεξάπης , ἀθετεῖν βελόμενος Πατέρων , καὶ Εὐαγ
γελιςῶν , καὶ Προφητῶν παραδόσεις , καὶ νομίσας ἄρχειν
πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν; καὶ οὐκ ἐμνήθης τὸ ἀπὸ κοι
ποίας εἰς ὕψος͵ ἐρανιον ἀγαγόντοςσε ; καὶ τοῖς ἔργοις
προσέχων , ἐκ ἐπέγνως τὸν Δημιεργόν ; βελόμενος ἀ
νάςατον καταςῆσαι τω οἰκεμούω ἀπατηλοῖς λόγοις ,
ἐφυβρίζων τὸν Ναὸν τῷ Θεῷ , καὶ τὸν κυηθούτα ἐκ Παρ
θος Μαρίας ἀπομερίζειν βελόμενος , δόγμα πονηρὸν
καὶ λύσσαν τῷ Κόσμῳ διεγείρων μήτε λυομοίω , μήτε
φανερωμένην ' ἀλλά γε μὴ ζητάμενος πρὸ καιρό , Βελίαρ
μιμησάμενος , ὀνόμισας σειραῖς τῶν σῶν αὐόμων ἐννοιῶν
πείθειν Βασιλέα φίλον ὀρθοδοξίας καὶ προσκυνητ
μουσίς Τριάδος , δι᾿ ἧς διεκῶς βασιλεύει , δι᾿ ἧς ἐ
θνη τὰ πολέμια σωξίβει , δι᾿ ἧς χορὸς ἀεὶ παρθέ
νων βασιλεύει , δι ' ἧς Κόσμον ἐν εἰρίων καθίςησι
Τῦτον λόγοις σοῖς ἀπατηλοῖς ὀνόμισας ἀποςἀτω γενέ
παι · καὶ λαὸν Θεοφιλῆ πορθῶν ἐβολήθης , καὶ Πατέρων
πλῆθος εἰς αὐαπνομ τυγχανοντας διέσκυλας . Οὐκ ήρε
κέθης , σαυτὸν ὀλέσαι, δυσφημήσας Θεὸν , ἀλλὰ καὶ
τω οἰκεμείζω πᾶσαν διεθρύλλησας . Αλλ᾿ ἰδοὺ ἐπλη
Encicl. Tom . II . Z ρώθη
354 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ρώθη ἐπὶ σοί · ἐν τοῖς ἔργοις τῆς χειρῶν αὐτῷ σωέ


λήφθη ὁ ἁμαρτωλός· κλῆρον ῞Αγιον Πρεσβυτέρων καὶ
Διακόνων ἀποσυαγώγους ἐποίησας , ἐλέγχοντάς σου
τω ἄκαιρον μανίαν , μὴ τὰ ᾿Αρείς φρονεῖν . Καὶ τῶ
καὶ τὸν πεσόντα καταβάλλῳ , ἐδὲ τὸν κλυδωνιζόμενον και
ταποντίζω , ἀλλὰ της ανόμων συμβολιῶν κόπτω τω
ματαίαν συκοφαντίαν . Τίς εἶδε πλοῖον εἰς εὔδιον λι
μονα ἐν γαλώῃ διάγον , ναυάγιον ὑπομεύον ; τίς εἶδον
ἀθλητί ἐπὶ τὸ σκάμμα πεσόντα , καὶ μὴ ανορθέμε
νον ; ἀλλ᾽ ἆρά σοι πεσόντι , ἢ ναυαγήσαντι περὶ τ
πίςιν , ἡμεῖς χεῖρα ἐκ ὠρέξαμον ; Μάρτυρα δέχε͵ τὸν
τίμιον καὶ ῞Αγιον ᾿Αρχιεπίσκοπον τῆς μεγάλης Ῥώμης
Καιλεςῖνον συνεχῶς γράφοντά σοι ἀπὸς ῦαι το ματαίε
καὶ αἰωφελῶς καὶ ἀσυςάτε δόγματος . Ἔτι μίω καὶ τὴν
ἡμετέραν πτωχείαν διὰ γραμμάτων βραχέων τὸν αὐτὸν
ζόπον παρακαλῶντας δέξαθαι ἡμᾶς περὶ Θεῖ λέγον ·
τας . Σὺ δὲ ἐκ ἐλογίσω ἡμᾶς , ἀπλαγχνίαν τινὰ καὶ
ὑπόνοιαν περιβεβλημενος , κακίᾳ ἐγκαυχώμενος , ὡς
διατὸς ἄνομα διαλογιζόμενος · καὶ ξυρὸν γέγονας κατὰ~
σεαυτῷ ὀξηκονημενον , μέλλων ἐργάζεθαι δόλον . Διὰ τ
το ὁ Θεὸς , ὃν παρελογίσω , καθελέσε, καὶ ἐξέτιλε
τὸ ῥίζωμασε ἐκ γῆς ζώντων , διότι ἐκ ἐφρόνησας πε
ρὶ Θεό . Καὶ ταῦτα μοὶ παρ᾿ἡμῶν ἀρκείτω τὰ πρὸς
τῦτον . Θεός ἐςι κριτὴς καὶ ἀποδότης ἑκάσῳ κατὰ τὰ ἔρ
ερα
γα αὐτῇ . Γενοιτο δὲ ἡμᾶς ξέμειν καὶ προσκυνεῖν τῷ
ενότητα , καὶ Βασιλεῖ θεοφιλεσάτῳ ὑπηκόες γίνεθαι , καὶ
ἀρχαῖς καὶ ὀξεσίαις ὑποτάσσεσθαι , καὶ ξέμειν
> καὶ σέβειν
τῶ ἀδιάςατον Τριάδα , ὑμνῶντας τω Αειπάρθενον
Μαρίαν , δηλονότι τὸν ἅγιον τῷ Θεῷ Ναὸν , καὶ τὸν ταύ
της Υἱὸν καὶ Νυμφίον ἄσπιλον · ὅτι αὐτῷ ἡδόξα εἰς τὰς
αἰῶνας τῷ αἰώνων . ᾿Αμώ .

OMI
355
ΠΕΡΙ ΤΟΥ

ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ .

Ὁμιλία ἐν Ἐφέσῳ ῥηθεῖσα .



Οἱ τοῖς ἱεροῖς προσέχοντες γράμμασι, σεσοφισμένην ἔ
χεσι τω καρδίαν ἔργωντε ἀγαθῶν ἐπισήμονα , καὶ ὀρθῇ
πίσει λελαμπρυσμα !ω . Τὸ δὲ τῆς γνώσεως τῆς ἀλη
θᾶς ἐρᾷν , ζωμὺ ἔχει τὸ τέλος . Καὶ πληροφορήσει πρὸς
τῦτο ἡμᾶς αὐτὸς ὁ Σωτὴρ , πρὸς τὸν ἐν Οὐρανοῖς Πατέ
ρα καὶ Θεὸν , ὅτω λέγων · ἄυτη δέ ἐσιν ἡ αἰώνιος ζωή,
ἵνα γινώσκωσίσε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν , καὶ ὃν ἀπέ
σελας Ἰησέν Χριςόν · οὐκῶν συμπαρέζονται τῇ σὲ
εἰ τὸ Παζὸς γνώσει καὶ ἡ περὶ τὸ γῆς , καὶ ὅπως ἐς
τὸ πρᾶγμα ζωοποιῶν · ὅταν δὲ χωρίζεται τῷ ἑτέρε τὸ
ἕτερον , χωλεύει παύτως ἡ γνῶσις . Οὕτω καὶ ὁ Κύριος ή
μῶν Ἰησῆς Χρισὸς τοῖς Ἰσδαίων δήμοις προσεφώνει , λέ
γων· ἔτε ἐμὲ οἴδατε , ἔτε τὸν Πατέρα με εἰ ἐμὲ ᾔδει
τε , καὶ τὸν Πατέρα με αν ᾔδειτε . Καὶ πάλιν ἐνόμιζον οἱ
Ιεδαῖοι τὰς ἑαυτῆς Πατέρας ἐν τῷ ὄρει τὸν φύσει καὶ κατὰ
ἀλήθειαν ἑωρακέναι Υἱὸν καὶ Θεὸν , ὅτε καταβέβηκεν ἐν
εἴδει πυρὸς ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινᾷ · ᾤοντο δὲ κατὰ ἀλή
θειαν ἀκηκοίαι τῆς φωνῆς αὐτῇ . Ταύτης δεκα τῆς αἰ
1 τίας τεθαυμάκασι μον τὸν Ἱεροφάντην Μωϋσέα · κατα
σμικραύοντες δὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησέν Χρισὸν διὰ τὸ 1
ανθρώπινον , αὐοσίως ἔφασκον · ἡμεῖς οἴδαμον , ὅτι Μω
σε λελάληκεν ὁ Θεὸς , τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμον πόθον
ἐςί . Τί οὖν πρὸς ταῦτα ὁ Χρισός · ἀμίω ἀμί , λέ
γω ὑμῖν ; ἔτε εἶδος αὐτῷ πώποτε ἑωράκατε , οὔτε τ
φωτὸ αὐτῷ ἠκέσατε , καὶ τὸν λόγον αὐτῷ οὐκ ἔχετε
μεύοντα ἐν ὑμῖν . Ὅτι ὃν ἀπέσειλεν ἐκεῖνος , τότῳ ἡ
μεῖς οὐ πις δύετε. ᾿Αληθεύει δὲ παύτως ἡ ἀλήθεια
τω ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ φύσις Θεοῦ ἡ ὁρωμούη , πῦρ
δὲ μᾶλλον . Ἐγίνοντο δὲ καὶ φωναὶ σάλπιγγος , καπνο
ἦσαν ἐξαπτόμενοι , καὶ τῆς ἀληθείας οἱ τύποι προανα
z 2 φαί
356 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

φαίνοντες τίω ἀλήθειαν . Κατέβη μεν δ ὁ τῶν ὅλων


Θεὸς ἐν εἴδει πυρὸς ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ , Καὶ διὰ
ποίαν αἰτίων ἐν εἴδει πυρός ; ἐπειδὴ δ ἔμελλον ὁρίε
ζειν αὐτοῖς τὸν νόμον , ἐν εἶναι πυρὸς τότε μάλισα κα
σίμως ἐφαίνετο καταβεβηκώς, ἵνα γνῶσιν οἱ παραβαί
νοντες τ ὅτι πρὸς πῦρ ἔχεσιν .Οὕτω καὶ μακάριος
Μωϋσῆς , σωφρονες έρες ἀποτελῶν τῷ φόβῳ τὸς ἁμαρτάς
νοντας , προσεφώνει πλείς άκις · ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καὶ
ταναλίσκον ἐςίν . Ἐγίνοντο δὲ καπιεὶ , καὶ σκότος το
μεν σκότες τὸ ἀκατάληπτον τῆς περὶ Θεῷ γνώσεως ἀπ
ςείως ἡμῖν ὑπεμφαίνοντος · τὸ δὲκαπνῷ διδάσκοντος αἰ
νιγματωδῶς , ὅτι τοῖς καταφρονεῖν ἐθέλεσι τῶν θείων
νόμων , παύτητε καὶ παύτως ἀκολουθήσει τὸ δάκρυον
δακρύειν δὲ ανάγκη τὸν τῷ σώματος ὀφθαλμὸν ἐν και
πνῷ . Οὐκῶν Ἰνδαῖοι μοὶ καὶ τεθέανται τὸ εἶδος τῷ Πα
φὸς , ἡμεῖς δὲ αὐτὸ τεθεάμεθα ἐν Χρισῷ . Εσι γὰρ
αυτὸς τὸ ἀκραιφνέςατον κάλλος το γεγεννηκότος , ὁ χατ
ρακτήρ, καὶ τὸ ἀπαύγασμα . Εἰ δὲ καὶ ἐπελάβετο σαρ
κὸς δι᾿ ἡμᾶς , καὶ αἵματος , Θεὸς ὢν ὁ Λόγος , καὶ κε
χρημάτικον Υἱὸς ανθρώπε , ἐκ ἄψυχον , ἐδὲ αὐεν σῶς
μα λαβών , καθάφησιν ὁ φρενοβλαβὴς , καὶ αἱρετικὸς
Απολλινάριος , ἀλλ᾽ ἔμεινε καὶ ὕτω Θεός · ὅτω τοῖς ῾Α
γίοις Παζάσιν ἀπεκάλυπτε κατὰ καιρὲς τὸ ἑαυτῶ Μυ
ξήριον . Καὶ πολλὴ μὲν λίαν ἡ τότων ἀπόδειξις ἐν τοῖς
ér
Αγίοις͵ Προφήταις · ἐπειδὴ δὲ χρὴ ταμιεύεται κατά M
ρος , φέρε, δεικνύωμον ἐκ τὸ τῆς γενέσεως βιβλίο , απ
θρωπον ὁρώμενον͵ τὸν Υἱὸν , καὶ Θεὸν ὀνομαζόμενον .
Οὐκῶν ὁ μακάριος Ἰακώβ, τώ Μεσοποταμίαν ἀ
φεῖς , ἐπὶ τῷ τῷ Παζὸς οἰκίαν αὖθις ἠπείγετο .Καὶ
δὴ καὶ τὰς δύο τε Λάβα αναλαβὼν θυγατέρας , καὶ τὶ
ἐξ αὐτῶν αὐτῷ γεγονότα παιδία , διεβίβασαν αυτὰ τὸν
Ιακώβ · ὄνομα δὲ τῷτο χειμάῤῥε . ᾿Αλλ᾿ὥς φησιν ἡ θεός
πνούςος Γραφὴ , διαβιβαθούτων τῶν τέκνων , καὶ τῶν γυ
ναικῶν , ἀπελείφθη Ἰακώβ μόνος , καὶ ἐπάλαιον α
θρωπος μετ᾿ ἀυτὸ ἕως πρωΐ. Καὶ εἶδον , ὅτι καὶ δια
Tal
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡ , ΣΩΤΗΡΟΣ , 357

και πρὸς αὐτὸν, καὶ ἥψατο το πλάτος το μηρὲ αὐτῷ ,


ἀνάρκησε τὸ πλάτος το μηρῦ Ἰακώβ, ἐν τῷ παλαίων
.
αυτὸν μετ' αυτό . Καὶ εἶπέ φησιν , ὁ ανθρωπὸς, 0ὁ πα
λαίων μετ᾿ ἀυτῷ · ἀπόλυσόν με , ανέβη ὁ ὄρθρος . Ὁ
δὲ εἶπον· καὶ μή σε ἀπολύσω , ἐαὶ μήμε σὐλογήσης . Καὶ
δὐλόγησον αὐτὸν ἐκεῖ . Καὶ ἐκάλεσον Ἰᾳκωβ τὸ ὄνομα
τοῦ τόπου ἐκείνου εἶδος Θεοῦ . Εἶδον γάρ φησι , Θεὸν
πρόσωπον πρὸς πρόσωπον , καὶ ἐσώθημε ή ψυχή . Ω
σοφίας ἁγιοπρεποῦς ! ανθρωπον ὁρᾷ , τὸν παλαίοντα
μετ᾿ αυτοῦ , καί φησιν ὁ Πατριάρχης· εἶδον Θεὸν πρό
σωπον πρὸς πρόσωπον , καὶ ἐσώθη μου ή ψυχή συν
δ
νῆκε τὸ αὐθὺς τῆς ἐνανθρωπήσεως τὸ Μυσήριον , ἀπὸ
καλύπτοντος αυτῷ τῷ Ἁγία Πνεύματος . Πλίω ἐκεῖνο
ἐπιτήρει · ὅλίω τω νύκτα ἐπάλαιε μετ᾿ αὐτῷ . Ὡς δὲ ἐ
γένετο ὄρθρος , ἀπόλυσόνμε, φησίν, ανέβηκε ὁ ἄρθρος .
Τί ὃν ἄρα σημαίνει τὸ αἴνιγμα ; τοῖς ἐνσκότει καὶ νυκτὶ
διάγεσι , καὶ τὸ τῆς ἀγνωσίας ἀχλω εἰς νῦν ἔχεσι καὶ
καρδίαν , παλαίει , καὶ μάχεται Χριςός· ἐχθρὸς δ
γείται . Ὅταν δὲ αὐτοῖς ανατείλῃ κατὰ τὸν νῦν ὁ νοητὸς
Εωσφόρος , ὅταν οἷά τις ἡμέρα τὸ τῆς ἀληθὲς θεογνω
σίας αὐτοῖς διαυγάσῃ φῶς , τότε καταλύει τω μάχω .
Παλαίσι μεν γὰρ , καὶ μάχεται τοῖς ὡς ἐν νυκτὶ, καὶ
σκότῳ , τοῖς ὀφεγγῆ , καὶ ἀφώτισον ἔχεσι των καρδίαν .
Οὐ μάχεται δὲ τοῖς ἐν φωτὶ γεγονόσι , τοῖς τὸν νοη
τὸν ὄρθρον ἔχεσι κατὰ νῦν . Δέχου τοίνωυ ανθρωπε , τὸν
νοητὸν Ἑωσφόρον διαυγαζέτω σοι τῆς ἀληθείας τὸ φῶς
παῦσαι μαχόμενος τῷ Χρισῷ . Οὐκ οἶδον ἡττᾶθαι ·
νικᾷ δὲ ἀεὶ , καὶ παύτως . Εἰ καὶ γέγονον Υἱὸς ανθρώπου
ὁ μονογενὴς τε Θεᾶ Λόγος , πλέω ἐκ ἀπέση το εἶναι
φύσει Θεὸς , ἄξεπτόςτε , καὶ ἀναλλοίωτος ὤν . Ὁ αὐτὸς
εκ
ἦν ἄρα καὶ ἐκ Παζὸς ὡς Λόγος , καὶ ἐκ γυναικὸς ὡς
ανθρωπος κατὰV σάρκα . Εἷς δ Θεὸς ὁ Πατὴρ , ἐξ οὗ
πὶ παύτα · καὶ εἷς Κύριος Ἰησῆς Χρισὸς
~ , δι᾿ οὗ
τα πώτα . Αὐ
πατα · καὶ ο Πνεῦμα ῞Αγιον , ἐν ᾧ τὰ
της ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . Αμώ .
z 3 ΠΕ.
358

ΠΕΡΙ ΤΟΥ

ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ὁμιλία λεχθεῖσα ἐν Ἐφέσῳ ἐν τῷ Ναῷ , καὶ τῇ ἡμέρᾳ


το Αγία Ἰωάννη τῇ Εὐαγγελιςδ .

Τῆς μου τῆς ῾Αγίων οἰκλείαςτε καὶ δόξης ἐλάσσων ἐςὶ


πᾶς λόγος· γεγόνασι γὰρ φωςῆρες & Κόσμῳ λόγον
ζωῆς ἐπέχοντες . Ὅταν δὲ τὰ θεῖα λαλῶσι Μυςήρια ,
πρέπον αν εἴη παρὰ παύτων λέγεθαι πρὸς αὐτός ἐκ
ἐσὲ ὑμεῖς οἱ λαλῶντες , ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Παζὸς
τὸ λαλῶν ἐν ὑμῖν · διεκήρυξαν ᾧ ἡμῖν τὸν Ἰησῶν , τὸ
φῶς τὸ ἀληθινὸν , τίω ζωίω τὴν αἰώνιον" ᾧ καὶ ἡμεῖς
λέγομον κατὰ τω φωνίω τῇ Μακαρία Δαβίδ · πᾶσα ἡ
γῆ προσκυνησάτωσαν σοι , καὶ ψαλάτωσαν σοι , καλά
τωσαν δὴ τῷ ὀνόματί σε , Ὕψισε . Ἔτι μοὺ δὲ τῆς διὰ
Μωσέως κρατάσης ἐντολῆς , ἔπω τῶν αγγελικῶν καὶ
ρυγμάτων , εἰσκεκωμισμούων , γνωστὸς μὖ ἐν τῇ Ἰνδαίᾳ
ὁ Θεὸς ἐν τῷ Ἰσραὴλ μέγα τὸ ὄνομα αὐτῇ . Ἰσχνό .
φωνος δὲ καὶ βραδύγλωσσος ω ὁ Μωσῆς , διὰ τῦτο καὶ
κατὰ μόνον ἠκέετο τίω Ἰδδαίαν ὁ νόμος . Ἐπειδὴ δὲ τὸ
φῶς~ ἡμῖν͵ ἐπέλαμψε τὸ ἀληθινὸν , καὶ παραπλησίως
ἡμῖν μετέχον αἵματος καὶ σαρκὸς Θεὸς ὢν ὁ Λόγος ,
μετὰ γέγονε τὰ παύτα αὐτῇ . Πανταχῆ Ναοὶ καὶ θυ
σιαςήρια · πανταχε χορευταὶ καὶ προσκυνηταὶ , καὶ ποῖ
μονες ἀγαθοὶ , καὶ λογικῶν θρεμμάτων ἀγέλαι , σανὰς
ἀποφαίνουσαι τις πλήθει τὰς ἱερὰς αὐλάς . Πρὸ μο
δὲ τῆς͵ τὸ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας ἐπὶ γῆς , ἐπλανᾶτο
τὸ γένος
• ἡμῶν. Ἐλάζιον τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτί
σαντα προσκεκαήκασι δὲ τοῖς ἔργοις τῶν ἰδίων χε
ρῶν , καὶ τῶν πλανωμένων ἑκάσῳ Θεὸς μὖ τὸ δοκοτῷ ·
ἀλλ᾽ ἐπέφανεν ἡμῖν , ὡς ἔφθω , ὁ μονογενὴς τῷ Θεῷ Λό
γος , ὁ ποιμ ὁ καλὸς , ὁ ἀμνὸς ὁ ἀληθινὸς , ὃν ἡ
Αγία
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡ , ΙΗΣΟΥ . 359

Αγία Θεοτόκος͵ καὶ ἀπειρόγαμος Μαρία ἐκ παρθενι


κῶν ἡμῖν λαγόνων ἀπεκύησε , τὸ ζωοποιὸν βλάςημα ,
τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν · τὸν ἐλεύθερον ἐν δούλου
μορφῇ · τὸν καθ᾿ ἡμᾶς δι᾿ ἡμᾶς , καὶ ὑπὲρ πᾶσαν τ
κτίσιν δι᾽ ἑαυτόν · τὸν ἐν ὑφέσει τῇ καθ᾿ ἡμᾶς , καὶ ἐν
δόξη θεοπρεπεῖς τὸν ἑαυτὸν ταπεινώσαντα , καὶ σώθρο
νον τῷ Πατρί · τὸν ἑαυτὸν κενώσαντα , καὶ ἐκ τῇ ἰδία
πληρώματος διανέμοντα τοῖς ἰδίοις τὰ ἀγαθά · τὸν προσ
κανέντα μεθ᾿ ἡμῶν͵ ανθρωπίνως , καὶ προσκυνέμενον ὡς
Θεὸν ἐκ ἐν γῇ μόνον , ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς . Ο
ταν γάρ , φησιν , εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τ οἰ
κουμούζω , λέγει· καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ παύτες
Αγγελοι Θεό. Τίς ἦν ἆρα ἐσὶν ὁ εἰσβεβηκῶς εἰς τὴν
οἰκεμείζω ; τίνα δὲ ὅλως εἰσκεκόμισαι ζόπον ;Μusa
γώγησον Εὐαγγελισὰ , εἰπὲ καὶ ν ὦ μακάριε Ἰωαν
νη . Υἱὸς ἐπεκλήθης βροντῆς · μέγατι καὶ ἐξαίσιον και
τεκτύπησας τὰ ὑπ᾽Οὐρανόν · ἀθανάτες ἔχεις φωνὰς ,
καὶ λήθη καὶ χρόνος τοῖς σοῖς παραχωρᾶσι λόγοις . Ἰδὲ
τοσαύτη Ποιμαίων ἄθροισις ἦλθε παρὰ σοί . ᾿Αποκύ
λίσον ἡμῖν τὸν λίθον , ὡς ὁ μακάριος Ἰακὼβ τοῖς Ποι
μέσιν ἀποκάλυψον τὸ φρέαρ τῆς ζωῆς · δὸς ἀρύσαθαι
καὶ ναῷ ἐκ τῶν τὸ Σωτηρίς πηγῶν · μᾶλλον δὲ τὴν σὴν
παράθες ἡμῖν πηγώ · ἐκῶν ἀκέσωμον λέγοντος · Ἐν
ἀρχῇ τῷ ὁ Λόγος , καὶ ὁ Λόγος Κὖ πρὸς τὸν Θεὸν , καὶ
Θεὸς Κ ὁ Λόγος . Οὗτος μὖ ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν ·
ἀλλ᾿ ὅτι μεὁ μονογενὴς τῷ Θεῷ Λόγος ἀπόῤῥητον ἔχει
τί ἐκ Παζὸς ὕπαρξιν , πεπις δύκαμον προςίθει τὸ
λοιπὸν , ὦ Εὐαγγελιτά , ῎Ακσε πάλιν λέγοντος· καὶ ὁ
Λόγος σὰρξ ἐγώετο . Οὐκ ἐν ανθρώπῳ γέγονον , ἀλλὰ
σὰρξ γέγονε, τετέςιν αὔθρωπος" γέγονε δὲ αὔθρωπος
ὁ μονογενὴς τὸ Θεᾶ Λόγος , ἐκ ἀποβεβληκὼς τὸ εἶναι
Θεὸς , ἀλλὰ ἐν προσλήψει σαρκὸς μεμενηκὼς ὅπερ ἦν ·
ἄτρεπτος δ ἐςι καὶ αναλλοίωτος ἡ τῇ Λόγου φύσις ,
καὶ ἐκ οἶδε παθεν τροπῆς ἀποσκίασμα . Ταῦτα φρο
νεῖν ἐδίδαξαν ἡμᾶς ὁ μακάριος Εὐαγγελισὴς , τὸ ἄςρον
24 άλη
360 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ἀληθῶς τὸ μέγα καὶ περιφανέςατον , ἄςρον χρησιμώτα


τον οὐ τοῖς τὴν αἰσθητώς διαπορεύομενοις · θάλατταν ,
ἀλλὰ τοῖς τῆς οὐσεβείας ἐμπόροις , τοῖς τῆς ἀληθείας
ἐρας αῖς , τοῖς ὀρθω ἐθέλεσιν ἔχειν καὶ ἀπλανῆ πί·
σιν . Εἴτις ἦν ἐρᾶ τότον ναυτίλλεθαι τὸν τρόπον , ὥσπερ
ἄκρον εἰς νῦν ἐχέτω τὰς τῇ Θεολόγε φωνάς . Οὕτω τὰ
πικρὰ τῆς αἱρέσεων διαπηδήσει κύματα · οὕτως εἰς εὔ
διον καταντήσει λιμοία , καὶ πρὸς αὐτὴν ἥξει τ᾿ ἀλή
θειαν , τετέςι Χριςόν μεθ᾽ ε τῷ Πατρὶ ἡ δόξα , καὶ
τὸ κράτος σα ῾Αγίῳ Πνδύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶ
αἰώνων . ᾿Αμμώ .

ΓΕΡ
361

Γ Ε Ρ Μ Α Ν ΟΥ

᾿Αρχιεπισκόπε Κωνταντινεπόλεως

Ἐγκώμιον εἰς πω Ὑπεραγίαν Θεοτόκον


ῥηθεί ἐν τῇ Κοιμήσει αυτής .

Παυσάθωσαν τῶν αἱρετικῶν οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἐμβρόσ


τητοι λόγοι· ἐμφραττέθωσαν τὰ τούτων ἄδικα χείλη
ἀγαλλιάθωσαν καὶ σύφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ παντες οἱ
ζητῶντές σε , Θεοτόκε , καὶ¢ λεγέτωσαν διὰ παντὸς , μέγα
λαμθήτω ὁ Κύριος , οἱ ἀγαπῶντες μεγαλαύειν κατὰ
χρέος τὸ Ὄνομάσε , ὅτι σόμα τῶν Χεισιανῶν μελετήσει
τω δικαιοσιωσε καὶ τὰ παρθενίανσε , ὅλω τ
ἡμέραν τὸν ἔπαινον τῆς ἁγιωσης τῇ τόκεσου · εἶδον
οἱ πτωχοὶ τὸν διὰ σὲ τῆς γηςότητος τῷ Θεῷ πλᾶτον
εἶδον καὶ εἶπον · τὸ ἐλέες Κυρίg πλήρης ή γῆ ὀξεζή
τησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ διὰ σε τὸν Θεὸν , καὶ ἐσώθησαν
εἶπον καὶ αυτοί · εἰμὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησαν ἡμῖν ἐκ
Παρθούς σαρκωθεὶς , παρὰ βραχὺ παρώκησαν αὖ ἐν
τῳ παμφάγῳ τῆς ἀπονεκρώσεως ᾅδῃ τῶν ψυχῶν ἡμῶν
αἱ καταδύσεις . Δυνατὴ τοιγαρῶν πρὸς σωτηρίαν ή βοή
θειά σε Θεοτόκε , καὶ μὴ χρήζεσα τινὸς ἑτέρε πρὸς τὸν
Θεὸν παραθέτε . Σὺ γὰρ εἶ τῆς ὄντως ἀληθινῆς ζωῆς
ἡ Μήτηρ · σὺ εἶ τῆς αναπλάσεως το Αδὰμ ἡ ζύμη
σὺ εἶ τῶν ὀνειδισμῶν τῆς Εὔας ἡ ἐλευθερία . Ἐκείνη
μήτηρ χοὸς , σὺ μήτηρ φωτός · ἐκείνης ἡ μήξα μήτηρ
φθορᾶς , ἡ δὲ σὺ γαςὴρ ἀφθαρσίας · ἐκείνη θανάτου
κατοίκησις , σὺ μετάτασις ἀπὸ θανάτου ἐκείνη βλέ
φάρων καταχθονισμὸς , σὺ γρηγορέντων ὀφθαλ
ι μῶν ἀ
κοίμητος δόξα · ἐκείνης τὰ τέκνα λύπη , ὁ δὲ σὸς Υἱὸς

παγγενὴς χαρά ἐκείνη ὡς γῆ ἔσα εἰς γῆν παρῆλθε ,


σὺ δὲ ζωίω ἡμῖν ἔτεκες , καὶ πρὸς τῷ ζωμ ἐπανῆλ
θες , καὶ ζωτ τοῖς ανθρώποις καὶ μετὰ θάνατον προξε
νεῖν κατίχυσας. Οὐκ ἔτι τῆς αἰτιλήψεώς σου κόρος ,
કલે
362 ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ .

ἐδὲ τῆς ζωοκοιμήτε σου μεταθέσεως ἐπιζήμιος , ὡς εἰς


πεν, ὑποδέχεσα τοῖς ανθρώποις ἡ αἴσθησις · διότι

καὶ ἡ προςασίασε ζῶσα , καὶ ἡ πρεσβείασε ζωή, καὶ
ἡ σκέπησε διωεκής · εἰ μὴ δὲ σὺ προηγῆς , ἐδεὶς πνού
ματικὸς ἀπετελείτο εδεὶς ἐν Πνεύματι τὸν Θεὸν προσ
εκτύει. Τότε γὰρ πνευματικὸς ὁ ανθρωπος , ὅτε σὺ
Θεοτόκε , Πνεύματος ῾Αγίς κατοικητήριον ἐγούς . Οὐδεὶς
θεογνωσίας ανάμεσος , εἰμὴ διὰ σέ , Παναγία · ἐδεὶς
ὁ σωζόμενος , αἰμὴ διὰ σ8 , Θεοτόκε · οὐδεὶς κινδυώων
ἐλεύθερος , εἰμὴ διὰ σε , Παρθενομήτορ ' ἐδεὶς ὁ ἐλεξα
μενος δωρεαν , εἰμὴ διὰ σὲ θεοχώρητε . Τίς γὰρ τῶν
ἁμαρτωλῶν ἐπὶ τοσᾶτον ὑπερμαχε ; τίς τῶν ἀδιορθώς
των κατὰ τοσοῦτοναὐτιφωνητικῶς ὑπεραπολογεῖται;πᾶς
· δ τῶν δυναμενων ἐπ᾽ ὅτε καὶ βοηθεῖν , τῆς παραβολι
κῆς συκῆς τὴν ἐκτομίῳ ἐν ἡμῖν οὐλαβύμονος , ανεβάλ
λετο αἢ τὴν ὑπὲρ ἡμῶν ἱκεσίαν τῷ Θεῷ προσαναπέμ
ψαι , ἵνα μὴ τῆς ἀποφάσεως διὰ τὸ ἄκαρπον τῆς ὑπο
4
χέσεως δοθείσης, ἄδεκτος ἡ αντιφώνησις ὠφθῇ . Σὺ
δὲ μηξῴαν ἔχεσα πρὸς τὸν Θεὸν τίω ἰχω , καὶ τοῖς
καθ᾽ ὑπεροχίω ἁμαρταίεσι καθ᾽ὑπερβολῳ τῷ συγ
χώρησιν ἐξανύεις . Οὐδὲ δ ἐνδέχεται σε ποτὲ παρά
κυπμαι, ἐπειδὴ πειθαρχεῖ σοι κατὰ παντα καὶ διὰ
παντα , καὶ ἐν e/πᾶσιν ὁ Θεὸς, ὡς ἀληθινῇ αὐτῷ καὶ ἀ
χραύτῳ Μηξί. Ὅθεν ὁ θλιβόμενος , ουλόγως πρὸς σὲ
καταφεύγει ὁ ἀπονῶν σοὶ προσκολλᾶται · ὁ πολεμό
μονος σὲ τοῖς ἐχθροῖς αὐθοπλίζει. Θυμὸν καὶ ὀργω
καὶ θλίψιν ἀποδολίω δι᾿Αγγέλων πονηρῶν,σὺ μετα
βάλλεις . ᾿Απειλῳ δικαίων καὶ ψῆφον ἀξιοπαθῶς κατα
δίκης σὺ μετασρέφεις , ἀγαπῶσα μεγάλως τὸν ἐπικε
κλημενον τῷ ὀνόματι τῷ Υἱοῦ σου λαόν . Ὅθεν καὶ
Χριςιανὸς λαόςσου τὰ καθ᾽ ἑαυτὸν ανακρίνων , πρὸς
μεν τὸν Θεὸν ὑποςέλλεται , σοὶ δὲ παῤῥησιαςικῶς τὰς
δεήσεις προσφέρει . Σὲ γὰρ δυσωπεῖν αὐονδοιάςως δια
τὰ πεῖραν καὶ τὰ πλήθη τῆς εἰς ἡμᾶς ἀγαθῶνσε , καὶ
παραβιάσαθαίσε πολλάκις ἐν ἱκεσίαις πεπίςδωκε .
'A1 '
ΕΝ ΤΗ ΚΟΙΜΗΣ . ΤΗΣ ΘΕΟT. 363

᾿Ανθ᾽ ὧν τίς σε μὴ μακαρίσει τω τῶν ᾿Αγγέλων


ὑπὲρ εὔνοιαν θεωρίαν , τω τῶν ανθρώπων ὑπέρξανον
ἐπιτυχίαν , τω ὑπόληψιν τὸ Χρισιανῶν , τὸ ὀχλού
μόνον τδ᾽ ἁμαρτωλῶν προσφύγιον , τίω καθ᾿ ὥραν ἐν
τῷ ςόματι τῆς Χριςιανῶν φερομώύτω ; μόνον γὰρ εἰ
προηθῇ Χρισιανὸς , εἰ καὶ πρὸς λίθον τὸν ἑαυτῷ προσ
κόψῃ πόδα , τὸ σὸν ἐπικαλεῖται πρὸς βοήθειαν ὄνο
μα . Σὲ τοιγαρῶν τίς δοξάζων , απαύτως ε μὴ δοξά
σει ; δοξάζειν σε μᾶλλον ἐπιθυμεῖ , ἐαὶ καὶ ἀκόρως ἐ
νάρξηται . Αδύνατον δ ἐπαξίως ὑμνῆσαίσε . Τὸ διὰ
παντὸς μεγαλώειν σε ποθεῖ , διὰ τὸ διωεκῶς δοξολο
γεῖνσε , παραψυχθω το λέους ἀπολαμβαίων . Ἐπαὶ
δ πολλὰ χεωςῶν , εδεν ανταποδίδωσί σοι, πληθαύει
τῷ εὐχαρισίων ὡς ἐν ἀρχῇ , καὶ ταύτου ἀεὶ ὡς ἀεὶ
τὸ ἀγαθὸν ποιούσῃ προσάγει. Σὲ τίς μὴ θαυμάσει
τῳ ἀμετάθετον σκέπω , τῳ ἀμετάςστον καταφυγὴν ,
τ ἀκοίμητον πρεσβείαν , τω ἀδιάλειπτον σωτηρίαν
τὸ ἀπόρθητον τεῖχος , τὸν θησαυρὸν τὴν ἀπολαύσεων ‫ܐ‬
τὸν ανέγκλητον Παράδεισον, τὸ ἀσφαλὲς ὀχύρωμα ,
κραταιὸν περιχαράκωμα , τὸν ἰχυρὸν τῆς αντιλήψεως
πύργον , τὸν λιμούα της χειμαζομένων , τω γαλώνω
το τεταραγμένων , τω τῶν ἁμαρτωλῶν ἐγγυητίῳ , τὴν
τἷς ἀπεγνωσμένων προσαγωγῳ , τὴν πως εξορισούτων
ανάληψιν , τὰ τῆς ἐκδιωχθέντων ὑποτροφίῳ , τὴν τῆς
ἀλλοξιωθούτων οἰκείωσιν , τὴν τῆς κατακεκριμένων που
ράθεσιν , τώ τῷ κατηραμένων συλογίων, τω δρόσον
της ψυχικῆς αὐχμηρίας , τω ςαγόνα τῆς ἐκτακείσης
βοτάνης ( τὰ δ όσᾶ ἡμῶν , ὡς γέγραπται , καθάπερ
βοτανη ανατελεί ) τω τῷ ἀμνῶ καὶ Ποιμαίος μητέρα ,
Si
καὶ παύτων τῆς ἀγαθῶν γνωριζομενω πρόξενον ; Ὅσα
τὰ σὰ , παράδοξα , ἀληθινὰ, δεδικαιωμένᾳ ἐπὶ τὸ ἀυ
τὸς ἐπιθυμητά τε παύτα , καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ
κηρίον . Καὶ δ οἱ δῆλοί σε ποθῆμον αὐτά . Ἐν τῷ
ποθεῖν αὐτὰ , αὐτάμειψις ἐκ σε πολλή . Τὰ ἐλέησου
τίς συνήσει ; ἀλλ᾿ ἀρκεῖ σοι πρὸς ἔπαινον ἀξιάγαςε ,
το
364 · ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ .

τὸ μὴ εὐπορεῖν ἡμᾶς ἐγκωμιάσαι τὰ σά . Ἔχεις ἐκ


Θεᾶ τὸ μέγα πρὸς θρίαμβον ὕψος · διότι λαὸν αὐτῷ
χρισιανικὸν ἀπὸ σαρκὸς τῆς σῆς σωεςήσω , καὶ τὸ ὅτ
μογενές σε σύμμορφον τῆς θείας αυτῷ καὶ ὁμοιωτικῆς εἰς
κόνος ἀπειργάσω · ευλογημενον τοίνου διὰ τῦτο τὸ ὄνο
μάσε εἰς τὰς αἰῶνας . Πρὸ τὸ ἡλίε τὸ φῶςσε . Ὑπερ
τέρα πάσης τῆς κτίσεως ἡ τιμήσου πρὸ τῶν ᾿Αγγέ
λων ἡ ὑπεροχήσε · ὑψηλοτέρα σὺ τὸ Οὐρανοῦ , ἀλλὰ
καὶ πλατυτέρα τῇ Οὐρανδ τῶν Οὐρανῶν ,‫ ܪ‬καὶ τὸ γραφι
πῶς · παρά τινος ῾Αγίς αντιφερομενε ἑβδόμυ ογδοώτερε ,
καὶ εἰ ἔτι τίς ἕτερος , καὶ ὑπερέκεινα τότε λέγειν , Οὐ
ρανέ . Εὐλογημούῃ σὺ ἐν γενεαῖς γενεῶν . ᾿Αλλὰ καὶ δύ
λογήθησαν ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς . Οὐδὲ γάρ
ἐςι τόπος , αὔθὰ σὲ μὴ δοξάζῃ , ἐδὲ φυλή , ἐξ ἧς ἐκ
ἐβλάςησαν διὰ σοῦ καρποὶ τῷ Θεῷ · ὥσε καὶ τὰ μὴ
ἐπεγνωκότα σε κατὰ τὸν Κόσμον τότον ἔθνη , καιρῷ δεκτ
καὶ αὐτὰ μακαρισσίσε , Παρθενε. Όταν δ ὁ ἐκ σε
γενηθεὶς ἥξει κεῖναι τῳ οἰκουμοίω ἐν δικαιοσυῃ ,
ὄψονται καὶ κόψονται οἱ μὴ Θεοτόκον σε πιςῶς ὁμολο
γῆσαι θελήσαντες · καὶ τότε γνώσονται πολυ θήσο
ρε ἑαυτὸς κακοβέλως ἐζημίωσαν .
Ἀλλ᾿ἡμῖν τοῖς Χριςιανοῖς, καὶ χεισιανικῇ Θεοτόκον
σεβομενοις σε πίse , παράτεινον τῆς ἀμεταθέτου σου

προςασίας τὸ ἔλεος . Καὶ γὰρ τὴν Κοίμησίν σε Θε


τόκε , ζω ἡγέμεθα δικαίως , καὶ σωοικόν σε πνδί
ματικῶς ἔχειν πεπιςδώκαμον.Καὶ ὅταν θλίψις ἐγ
γὺς, ζητεντέςσε λυξέμεθα . Καὶ ὅταν πάλιν . χαρᾶς
καιρὸς , σὺ εἶ ταύτης πρόξενος . Καὶ ὅταν ἐν ὅλοις
ὑπὸ σῶ μεριμνώμεθα , μεθ᾿ ἡμῶν σε διάγειν πιςοφό
ρέμεθα · ὃν ξόπον δὲ ὁ διψῶν πρὸς τῶν πηγή και
πίαοδώδει , οὕτω καὶ πᾶσα2 ψυχὴ πισοτάτη πρὸς σὲ
καταξέχει‫ܙ‬, ἐμπληθμοῦσι τῆς σῆς φλεγομένη βοηθείας .
Καὶ πάλιν ὥσπερ τὸ τοῦ ἀέρος ἀθμα ζωτικώ τοῖς
ανθρώποις ἐμπνέει τὴν ὄσφρησιν , οὕτω καὶ σὲ παντὸς
ὀρθοδόξου Xesiaᾶ ἐπὶ ςόματος προφέρει πνοή . Οὐ
င်း
ΕΝ ΤΗ ΚΟΙΜΗΣ , ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 365

1
δὲ δὲ τοσέτον τῆς τὸ ἀέρος ανιμώμεθα ψυχαγωγίας ,
ὅσον τῆς τοῦ ὀνόματός σου αρυόμεθα σκέπης , ὡς
> ἐν
Χριςῷ καὶ ἐν σοὶ τὸ γεγραμμενον πληρᾶσθαι . Ανας
πνοή φησι μυκτήρων ἡμῶν σὺ εἶ , Ἐν τῇ σκέπησε καὶ
πνοῇ ζήσομον . Ποῖον δ γενος ανθρώπων , πάρεξ εἰς
πεν Χριςιανῶν , τοιαύτης ἐπέτυχε δόξης , τοιαύτης δυ
πόρησαν ὑπολήψεως ; ῎Αγγελοι ταῖς ἐρανίαις ἐγγαυ .
ριοῦται καταμοναῖς , ἡμεῖς τοῖς τῶν ἀγιοβάτων σου
Ναῶν σφραινόμεθα χολασμοῖς . Εἰ γὰρ ὁ Σολομών
τιος Ναὸς πάλαι τὸν οὐρανὸν ἐπὶ τῆς γῆς ἐσκιαγρά
φει , πόσῳ μᾶλλον ἐμψύχου σου Ναοῦ γεγονίας τοῦ
Xes8 , μὴ καὶ τὶς Ἐκκλησίας ὡς ἐπιγείες Οὐρανὸς
δικαίως ἐςὶν ανακομπάζειν ; Αςέρες λαμπηδογλώσ
σᾶσιν ἐν τῷ ςερεώματι τῦ Οὐρανῷ , αἱ σωματικαί
τῶν εἰκόνων , Θεομήτορ , χωματεργί
C/ αι , τὴν ἐπίδοσιν τῶν
σῶν ἡμῖν ανατράπτεσι δωρεῶν .Ἥλιος καὶ Σελκών τόν
δα το κυκλώματος δᾳδεχοῦσι πόλον . Πᾶς οἶκος καὶ
πᾶσα πόλις καὶ χώρα τὸ σὸν ἐκ τῇ σοῦ γεννηθετος
φωτὸς ἀγλαΐζεται φῶς . Διὰ τῦτο , μακάριος μἂν ἁμαρ
å
τωλὸς ὁ ανθρωπος, ὅτι περ συγγενῆσε κατ᾽ἐσίαν κτη
σάμενος σὑρέθη, καὶ θείας φύσεως διὰ σοῦ κοινωνός ,
Μακάριος ἀληθῶς , καὶ καλῶς ἀυτῷ γέγονε , μᾶλλον
δὲ καὶ ἔσαι καλῶς. Οὐ διαλείψει δὲ τοῖς τω στ αν
τίληψιν ἕως τέλος ἔχειν ἀξιωμεύοις . Ἐῤῥέτω θανατος
ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε , ὅτιζω τοῖς ανθρώποις προσήγα

γες . Ἐῤῥέτω τάφος ἐπὶ σοὶ , ἐπειδήπερ ὕψος ἀκατα
φράσε θεῖος ἐγείου θεμέλιος . Ἐῤῥέτω χῆς ἐπὶ σοὶ ,
ἀνάπλασις δ εἶ , ὅτι τοῖς ἐν ὕλῃ πηλοῦ διαφθαρεῖσι
κεχρηματικὰς Δέσποινα . Οὐκοι πίσει σε μεθ᾿ ἡμῶν
στανάςροφον ἔχειν ὁμολογέμω . Εἰ μὴ γὰρ ἐν τότῳ
παρηγορέμεθα , ἐξέλιπον αἢ τῇ ἐπιθυμίᾳ τῇ πρὸς
σὲ τὸ ἡμέτερον πνεῦμα . Καὶ πίςει τις Οὐρανὸς , ὡς
γέγραπται , κατηρτίσαι νοῦμεν , ὅτω καὶ σὲ μετελθοῦ
σαν , συνδιάγωγον καὶ μετὰ τὰ ἐκδημίαν το σώματος
πις δύομεν ἀναθεωρεῖν ἐξ ἐδύη τοσαύτη τῇ ψυχῇ
της
366 ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ .

τῆς σαρκὸς ὅταν ἀπὸσταθῇ , ὅσον ὀδυνηρὸν σε σερν


πμαι, Πανάχραντε · ὅθεν κατὰ τὸ γεγραμμοίον , κἂν τὸ
σῶμασε καθοδῃ , ἡ καρδία σε ἀγρυπνει · καὶ καν τὸ
´ ἀπαραίτητον το θανάτε παρεδέξω φύσει , ο νυςάζει
ἐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων ἡμᾶς ὀφθαλμός σε · οὐκ ἀ
μάρτυρος ᾧ ἡ μετάφασίς σε , ἐδὲ ψαδὴς ἡ κοίμησις .
Ο Οὐρανὸς τῷ ἐπὶ σοὶ τότε συνδραμόντων διηγεῖται
δόξαν . Ἡ γῆ τώ περὶ αὐτῷ παρίςησιν ἀλήθειαν .
Αἱ νεφέλαι τω ἐξ ἀυτῷ σοι διακομισθεῖσαν βοῶσι τι
μίω , καὶ ῎Αγγελοι τὴν εἰς δὲ τότε γενομένῳ ἀπαγγέλ
λεσι δορυφορίαν . Τὸ πῶς φημὶ κατὰ τὴν Ἱερεσαλὴμ οί
Απόςολοι παρεγένοντο πρὸς σὲ, καθάπερ καὶ ᾿Αββα
κεμ ὁ Προφήτης ἐκ μερῶν τῆς ὀρεινῆς ἐν ωρα
ὥρᾳ μιᾷ διὰ
νεφέλης ἁρπαγείς , καὶ ᾿Αγγελικῆς δεξιᾶς ὑποληφθεὶς
ἐν τῇ Περσικῇ Βαβυλῶνι εἰς τὸν λάκκον τοῦ Δανιὴλ
παρέξη . ᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ῥανὶς εἰς θάλασσαν ἐπιχεομενη
οὐδὲν προςίθησιν , ἐδὲ βαλαντιον
1 πτωχό, πλουσίου
θησαυρὸν ἀποκενοῖ · οὕτως οὐδὲ τὰ ὕψησε το ἐγκω
μίων ἱκανός τις ἐνλόγων κατά μεγεθῆσαι φωναῖς . Ἔκ
Xess σὺ παρ᾽ ἑαυτῆς τὸν ἴδιον ὕμνον, ὅτι περ Θεοτόκος
ανεδείχθης. Οὐδὲ δ ὅτι τοῖς ὠσὶν ἡμῶν παρὰ γρα
+
φικῆς ἐξηγήσεως τότο καὶ μόνον ἠκέπη , ἐδὲ πάλιν ὅτι
περ οἱ Πατέρες ἡμῶν ανήγγειλαν ἡμῖν τότο παναλη
θάμεση διηγήσει , τὴν προσηγορίαν ἐκληρώσω τῆς Θεσ
τόκε , ἀλλ᾿ ὅτι τὸ ἔργον , ὃ εἰργάσω ἐν ἡμῖν , κυρίως
καὶ ἀψευδῶς Θεοτόκονσε δι᾽ αὐτῶν βεβαιοῖ τῶν πραγ
μάτων . καὶ τότε χάριν τὸ Θεοδόχον σου σῶμα παρὰ
νεκροποιῶ καταφθορᾶς ἔπρεπον ὄντως μὴ συγκλεισῆ .
και,ἀλλὰ καὶ τὸν τάφον ὡς αὐθρώπινον ὑποδέξασθαι
τὸ ἴδιον φύραμα , καὶ σὲ ζωοτελῶς πρὸς τὰ ἐρανια τῆς
οἰκείας μετασάσης͵ ζωῆς , κανὸν μον αὐτὸν δειχθύαι
τῆς σαρκός σε , ἀχώριςον δὲ τῆς τῶν ανθρώπωνσυνα
νατροφῆς σὑρεθῆναι τὸ Πνεῦμάσε , ἀοράτῳ ἐνεργείᾳ τῇ
ὑπὸ( σὲ παρθενικῶς γεννηθούτος Χeις τὰ Θεῷ ἡμῶν ·
ᾧ ἡ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . Αμώ .
ANA
367

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

᾿Αρχιεπισκόπε ᾿Αντιοχείας , A

Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκε .

Τί སπάλιν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ μέγας βέλεται Γαβριήλ


μῖν ; ἆρα πρὸς ἡμᾶς ἀνθις ἀφίκετο ; ποίοις ἀποκρύ
φοις ὑπηρετεῖ
e μυςηρίοις Θεῷ ; ἐκ ἐπὶ μικροῖς . Φοβεροῖς
ὄντως ὁ Αγγελος διακονεῖται τοῖς προςάγμασι . Μεγά
λα ἐςὶν ἅπερ πιςεύεται · ἄλλῳ ἐδενὶ εὔληπτα τὰ δι
αυτό δηλύμονα . Μόνος θαῤῥεῖται τὸς ἀῤῥήτες τῆς͵ τὸ
Θες σοφίας θησαυρες , καὶ τὸ βάθος τῶν ανεξιχνιάζων
αυτό κριμάτων φωτίζεται . ᾿Αφίκετό ποτε πρὸς ἡμᾶς ,
ἵνα τὸν αὔδρα τῶν ἐπιθυμιῶν σμυετίσῃ Δανιήλ , και
Βασιλέων διδάξῃ διαδοχὰς , καὶ Κόσμε τέλος , καὶ δηλώ
ση ανάςασιν , καὶ κρίσιν προμούσῃ κατὰ τω τάξιν ἑ
κάτῳ ἀποδιδομοίω , καὶ τῶν μελλόντων φανερώσῃ τ
ἀποκάλυψιν . Ἦλθε πάλιν , τω παράδοξον το θείου
Βαπτις8 γνησιν τῷ Πατρὶ δυαγγελιζόμονος , καὶ τὴν
δι᾿ ἀυτῷ πρὸς Θεὸν τῶν ανθρώπων συνάφειαν ὑποφαί
νων . Καὶ ναῦ εἰ πις δωθείς τι μέγα παρεγονέτο , οἱ τοῖς
γεγραμμένοις πις δύειν ἄξιοι κατανοήσατε , ὅτι σεῖραι
~
τεκνογονᾶσι , γηραλέοι παιδοποιᾶσι , ἔμβρυα σκιρτῶ
σιν , Ἱεροὺς δι᾽ ἀπιςίαν σιωπῇ κατακρίνεται . ῎Αλλος
ἄλλοτι τῶν ῾Αγίων ᾿Αγγέλων πις δύεται. Μόνος δὲ δ
τις τὸ παύτων θαῤῥεῖται κεφάλαιον, Θεὸν ἀσπόρως ἐν
γaseὶ κυοφορέμενον μήξᾳ , Πνεῦμα ῞Αγιον τῷ τόκῳ
συνεργαζόμενον , τὸν ἐπὶ παύτων Πατέρα καὶ Θεὸν
τῇ Παρθοῳ λέγειν κελεύοντα · Χαῖρε κεχαριτωμένη
ὁ Κύριος μετὰ σοῦ ! Ὢ φιλοτίμου καὶ θεϊκῆς φωνῆς !
ὦ φιλανθρωπίας ὑπερβολῆς καὶ ἀγαθότητος ! ὦ λειτερ
γίας ὅντως ᾿Αγγελικῆς ! ὦ μακαρίας Παρθοίς πιέτων
κατά
368 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

καταξιωθείσης ῥημάτων , μᾶλλον δὲ τοιέτοις διακονήσαι.


παι πράγμασιν . Ασκδυάςως ἐκυοφόρησας · ἀνυμφού
·
τως ἀπέτεκες˙ μόνη Μήτηρ ὁμῶ καὶ Παρθενος ἐγονου .
Οὐ δ διέκοψε την παρθενίαν ὁ τόπος , κδὲ διέλυσε
τω ἀφθορίων ἡ σύλληψις .῎Ασυλον τὸ τῆς παρθονίας
κειμήλιον καὶ μετὰ τόκον ἐφύλαξας. Ἐγαλακτοζόφησας
ὡς νήπιον , τὸν διδόντα ζορίῳ πάσῃ σαρκί ; Ὑπὸ τῶ
στ θηλ ἤγαγες ὡς βρέφος τὸν πηγάζοντα γάλα
ταῖς τικτέσαις πρὸς διαξοφῳ τῶν τικτομενων βρεφῶν .
ή
Καὶ γὰρ μήτηρ ἐγονε ἐκ ἀνθρώπε ψιλῶ , ἢ Προφήτες
τινὸς, ἢ Θεὸν Οοικον ἔχοντος , ἀλλὰ μήτηρ ἀληθῶς τῇ
μεγάλε Θεῷ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησg Χρισ8 . Τίς λας
λήσει τὶς διασείας τοῦ Κυρίε; ποῖον οὖς χωρῆσαι
δικήσεται ; ποῖος δὲ λόγος σὑρεθήσεται ἄξιος τῶν νου
μονων ἑρμίωσύς ;Μέχρι σὲ ἤκεον γυναῖκες , ἐν λύπαις
τέξετε τέκνα , καὶ κατὰ πασῶν ὥσπερ τις πλήρε διαδοχή
τὸ θεϊκὸν ἔξεχε πρόςαγμα , ἄλυτον · καὶ ἀμετάθετον
διαμενον . Από σε λοιπὸν τὸ θῆλυ γενος ἀκέσει , χαί
ρετε γυναῖκες , ἀρχω τῇ χαίρειν λαβῆσαι τω μόνω
ἐν Παρθούοις κεχαριτωμονίων , τω καλώ , τω ἄσσι
λον , τω Αγίαν, τω Θεομήτορα Μαρίαν
0
Ὁ μὲν οὖν μέγας "Αγγελος τοιαῦτα τῇ Παρθοίῳ
ευαγγελίζεται· καὶ ὁμὲ τοῖς λόγοις ὁ τῷ Θεῷ Μονογενς
το παρθενικίω ὑπέδι νηδι· καὶ ἐχώρησε γατὴρ , ὃν
Οὐρανὸς ἐκ ἐχώρησεν ὅλος. Ἔμβρυον δὲ ἡμᾶς γέγονα
ὁ ὑπὲρ ἡμᾶς, κατὰ μέρος αὔξων , καὶ σωματικῶς τέλειες
μενος ὁ παντέλειος τῷ Θεῷ Λόγος , καὶ παντα φέρων το
ῥήματι τῆς δυνάμεως αυτό . Χρόνων αρχίω λαμβάνει ὁ
χρόνων Ποιητὴς , καὶ ὑπάρχων πρὸ τῷ αἰώνων . Ανθρωπος
ἐγούετο ὁ τῶν ανθρώπων δημιεργὸς , μητέρα κτησάμενος
ἐξ ἡμῶν ὁ μόνος τε Θε8 κατὰ φύσιν Υἱὸς , σάρκα ἐξ
αὐτῆς λαβὼν τω ἡμῖν ὁμούσιον . ᾿Αλλ᾿ ἐπειδήπερ ὁ
λόγος οὐ σμυαναβαίνει τοῖς θαύμασιν , οὐδὲ θνητὴ
γλῶσσα κατ᾽ ἀξίαν τὰς μεγαλεργίας τ8 Θεῦ ἐξαγγέλ
λει , δεῦρα τῶν Προφητῶν οὐτονώτατε καὶ μεγαλοφωνότατε
Ἡσαΐα ,
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓ . ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 369

Ησαΐα , δεῦρο δίδαξον ἡμᾶς τὰ μεγαλεῖα τῷ Θεῷ ὕ


μνησον διὰ τῷ Πνεύματος τὰ γεγονημενα · προθέασισον
ἵνα ἀκεπῇ τα μιουυόμενα · δοξολόγησον τὸν φωτίζοντα
ἧς βέλεται · πιςοποίησαὶ τῇ πραγορεύσει τὰ ἄπιτα
Ιδέ φησιν , ἡ Παρθαίος ἐν γασεὶ ἕξει, καὶ τέξεται τὸν ,
καὶ καλέσεσι τὸ ὄνομα αυτό Ἐμμανσήλ . Λέγε πάλιν
Προφῆτα , τῆς ἐπὶ τέτοις δοξολογίας τὸν ὕμνον . Κύριος
ἐν
ὁ Θεός με , δοξάσωσε , ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου,͵ὅτι ἐ
ποίησας θαυμαςὰ πράγματα , βελῳ ἀρχαίων άλης
πινώ . Γεοιτο Κύριε . Τίς δὲ ἱ ἀρχαία βολή το
Θεῷ καὶ Παζός ; τὸ σωθμαι παύτας ཏ་ ἡμᾶς · ὁ γὰρ τὸ
εἶναι δες , πῶς ἐκ αν μᾶλλον τὸ εὖ εἶναι δέδωκε ; τὸ
ἴδιον ανακαλύμενος πλάσμα ἐπὶ τὸ ἀρχαῖον ἐνδιαίτη .
μα ; καὶ ἐπὶ τὴν τῆς ἐντολῆς φυλακί , δι κε ἀτελεύτη
της ἐν ἡμῖν ἡ τῆς ζωῆς ἐπαγγελία , ᾧ ἀπωλέσαμεν
εἰκότως; τω ἀπλίω μὴ φυλάξαντες . Αλλ᾽ ὦ θεία
μακαρία Παρθένε , ἡπρὸς Οὐρανὸν ἐκτεταμένη κλί
μαξ , ἡ πύλη το Παραδείσε , ἡ πρὸς ἀφθαρσίαν εἴσο
δος , ή της ανθρώπων πρὸς Θεὸν εἴωσίς τε καὶ σκά
φεια , σὺ ἡμῖν ἐπισφράγισον τὸν λόγον ἐν Χρισῷ Ἰη
σε τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· δι ξ , καὶ μεθ᾿οὗ τῷ Παζὶ ἡ
δόξα καὶ τὸ κράτος σε τῷ Παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνδί'
ματι , ναῶ καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων .
A'μile •

Encicl. Tom. II. aa


ΑΝ
378

Α Ν Δ Ρ Ε Ο Υ

Αρχιεπισκόπε Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτα

Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκε .

Αρχὴ μεν ἡμῖν ἑορτῇ ἡ παρᾶσα πανήγυρις,πρώτη


δὲ μετὰ τὸν νόμον καὶ τὰς σκιὰς , καὶ μούτι καὶ τῆς πρὸς
τω χάριν καὶ ἀλήθειαν εἴσοδος . Ἔτι δὲ αυτή͵ καὶ μέν
ση καὶ τελευταίᾳ , ἀρχ μοὶ ἔχεσα το το νόμο πε
ραίωσιν , μεσότητα δὲ τω πρὸς τὰ ἄκρα συνάφειαν
τέλος δὲ τῷ τῆς ἀληθείας φανέρωσιν. Τέλος ο νόμο
Χεισὸς , καὶ μᾶλλον ἡμᾶς ἀπάγων ἀπὸ τὸ γράμματος
ὅσον ἐπανάγων ἐπὶ τὸ πνεῦμα . Τῦτο γὰρ ἡ τελείω
σις , καθ᾽ ᾧ αυτὸς ὁ τὸ νόμε δοπὴρ ἅπαντα συμπερά .
νας, ἐπὶ τὸ πνεῦμα τὸ γράμμα μετήνεγκαν , ανακεφα
λαιώσας εἰς ἑαυτὸν τὰ σύμπαντα , καὶ διαιτήσας νόμῳ
τω δὲ σκάλας
καὶ χάριτι . Καὶ τὸ μὲν ὑποζεύξας , τῷ
ἐναρμονίως , καὶ φύρας τὰ πατέρα πρὸς θατέρου ἴδια ,
μετοχετούσας δὲ καὶ λίαν θεοπρεπῶς ἐπὶ τὸ κεφόν τε
καὶ ἐλευθέριον ὅσον δυσαχθές τε καὶ δῆλον καὶ ὑποχεί
ριον , ἵνα μηκέτι ὦμον ὑπὸ τὰ 5οιχεία το Κόσμε δε
δολωμένοι , καθώς φησιν ὁ ᾿Απόςολος , μηδὲ ζυγῷ δι
λείας τῇ νομικῇ γράμματος ὀνεχώμεθα . Τῦτο δὲ τῶν
περὶ ὑμᾶς εὐεργετημάτων Xes8 τὸ κεφάλαιον . Τῦτο
ἡ το μυστηρίου φανέρωσις · τοῦτο ἡ κονωθεῖσα φύσις ,
Θεὸς καὶ αὔθρωπος , καὶ ἡ τε προσλήμματος θέωσις .
Αλλῳ τῆς ὅτω λαμπρᾶςτε καὶ περιφανεσάτης Θεῷ πρὸς
ανθρώπες 2ἐπιδημίας ἔδει τι παύτως εἶναι καὶ χαρᾶς ἐπει
σόδιον , δι ε τὸ μέγα τῆς σωτηρίας εἰς ἡμᾶς πρόεισι
δῶρον . Τὸ δέ ἐσιν ἡ παρέσα πανήγυρις , προοίμιον ἔ
χύσα τῆς Θεοτόκε τω Γώνησιν , συμπέρασμα δὲ τῆς
Το Λόγω πρὸς σάρκα συμπήξεως τω ἀπότεξιν , καθ᾿
με τὸ κοινότατον ἁπαύτων ἐν θαύμασιν ἄκεσμα διὰ
πα
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΥ. 371

1 παντὸς ἐκλαλέμενον δύσληπτον μείει καὶ δυσθεώρητον ,


ὅσῳ κρύπτεται φανερούμενον , καὶ ὅσῳ φανερεται κρυ
πτόμενον . Εντεῦθον ἄρα τῆς παρθενίας τὸ φῶς ὑπὲρ
κεφαλῆς φέρεσα , καὶ οἷον ἐξ ἀκηράτων ανθέων τῶν
πνευματικῶν τῆς γραφῆς λειμώνων ἐρανιζομένη τὸν σέ
ON.
φανον ἡ θεοχαρίτωτος ἄυτη καὶ πρώτη τῆς ἑορτῆς ἡμέ
‫ ܕ ܘ‬κοινίω τῇ κτίσει το σωφροσωτω προτίθεται
θαρσείτε, λέγεσα , γενέθλιος ἡ πανήγυρις, καὶ τὸ γεύες
ανάπλασις · Παρθαίος δὸ ἄρτι
Α γεννᾶται, καὶ τιθένει
ται , καὶ πλάττεται, καὶ Θεῷ τι παμβασιλεῖ της αιών
νων ἀπειρογάμως ἑτοιμάζεται Μήτηρ . Καὶ τότο ἡμῖν
ἐκ Δαβίδ συ Δαβὶδ τὸ πνευματικὸν συγκεκρότητε
θέαζον . Ἡ μοὶ ὡς Θεομήτρος του ἑαυτῆς προθεῖσα
θεόσδοτον γώνησιν , ὁ δὲ τῷ γοες τω δικληρίαν πα
ραδεικνὺς , καὶ τώ το Θεό πρὸς ανθρώπες , καινοπρεπε
CUS
sάτῳ συγγένειαν. Βαβαὶ τῇ θαύματος ! Ἡ μεν μεσι
τούει Θεότητος ὕψει , καὶ σαρκὸς ταπεινότητι , καὶ γίνει
ται
GO Μήτηρ το πλάσαντος ὑπὲρ ὅλε το πλάσματος· ὁ
δὲ προφητεύει τὸ μέλλον ὡς ἤδη παρὸν , καὶ ὅρκῳ λαμ
βανει παρὰ Θεξ των σύκλεᾶ τὸ γώνες ἐξ ὀσφύος δια
μοντῳ καὶ σωτήρησιν .
Πανηγυρηςέον οὖν εἰκότως τὸ τῆς ἡμέρας Μυςήριον ,
καὶ δωροφορητέον τῇ τοῦ Λόγου Μηξὶ τὸς λόγους αυ
τὸς , ὅτι μὲ φίλον αυτῇ τῷ ἄλλων οὐδὲν , πλίω λόγω
καὶ τῆς ἐκ λόγων τιμῆς . Ἐπεὶ καὶ διπλοῦν ἡμῖν ἐ
τεῦθεν προσέται ποιομοίοις τὸ κέρδος , τὸ μούτοι πρὸς
τω ἀλήθειαν ἡμᾶς ἐπανάγον , τὸ δέ τοι τῆς νομικῆς
ἐν γράμματι δουλείας καὶ πολιτείας ἀπάγον . Πῶς,
καὶ τίνα ζόπον ; ὑποχωρέσης δηλαδὴ τῆς σκιᾶς τῇ τῇ >
φωτὸς παρεσίᾳ , καὶ τῷ ἐλευθερίαν το γράμματος αν
τεισφερούσης τῆς χάριτος· ὧν ἡ παροῦσα πανήγυρις
μεθόριος ἵσαται , τω ἀλήθειαν τῷ τυπικῶν συμβό
λων αντιπαραζοίγνύσα , καὶ τὰ νέα της παλαιῶν αὐ
τεισφέρεσα . Τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος ἡ θεία τοῦ Πνδύμα
τος σάλπιγξ ανακέκραγε λέγων · ἔτις ἐν Χρισῷ και
aa 2 καὶ
372 ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

νὴ κτίσις , ανακαινίζετε. Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθαι · ἰδὲ


γέγονε τὰ πάντα καινά . Ἐπειδὴ δ μηδὲν ἐτελείωσα
ὁ νόμος , ἐπεισαγωγῇ δὲ κρείττονος ἐλπίδος , δι᾿ ἧς ἐ >
γίζομεν τῷ Θεῷ τῆς χάριτος , ὀξεφάνθη ξανῶς ἡ ἀ
λήθεια , αυτὸς ἑαυτὸν καθεὶς το νόμου δοτὴρ ἀφρά
ςως εἰς κοίωσιν , οἰκονομικῶςἄνθρωπος προελήλυθον,
ἵνα πληρώσῃ τὸ λεπον , καὶ ἀντιδῷ τῆς χειρόνων τὰ
κρείττω καὶ τελεώτερα · ὃ δὴ καὶ ὁ ὑψηλὸς βέλοιτ᾽ ἂν
Ιωάννης, ἡ Θεολόγος το Λόγε βροντὴ διασημαίνειν σα
φέσατα , ἐκ τῇ πληρώματος αυτό , λέγων , ἡμεῖς πάν
τες ἐλάβομεν , καὶ χάριν αὐτὶ χάριτος· ἀυτό ἣ κάνω .
πατος , εἶτα καὶ μορφωθοντος ὑπερφυῶς ἐξ ἡμῶν τὸ
ἡμέτερον , ἡμεῖς τὸ πλῆρες ἐλάβομεν , καὶ τῶ αὐτιδο
θεῖσαν τῷ ληφθούτος φυράματος κατεπλετίδημον θέω
σιν . Οὐκῶν ἀγαλλιάθω τὰ σύμπαντα σήμερον , καὶ
φύσις σκιρτάτω . Εὐφραινέπω ὁ Οὐρανὸς αἴωθεν , καὶ
αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσμύίω . Σταλαξάτω τὰ -
ρη γλυκασμὸν , καὶ οἱ βυνοὶ ἀγαλλίασιν , ὅτι ἠλέησε
Κύριος τὸν λαὸν αυτό , ἐγείρας κέρας σωτηρίας ἡμῖν
ἐν οἴκῳ Δαβὶδ τὸ παιδὸς αυτό , τὴν ὑπεράμωμον ταύ
1
τίω καὶ αὔανδρον , ἐξ ἧς ὁ Χρισὸς ἡ σωτηρία το ἐ
θνῶν καὶ ท์ἡ προσδοκία . Χορουέτω δὴ τοίνου πᾶσα νῶ
συγνώμων ψυχή , καὶ συγκαλείτω τω κτίσιν ἡ φύσις
πρὸς καινισμὸν ἑαυτῆς καὶ ανάπλασιν . Στεῖραι στις
τόνως συζεχέτωσαν‫ܐ‬, ὦ γὰρ ἄπαις καὶ σεῖρα τ
Θεόπαιδα Παρθενον ἐπαιδοποίησε . Παρθαίοι χαιρέ
τωσαν , �τί γὰρ ἄπορον γιῶ , ἧς ὁ καρπὸς ἀγεώρ

γητος , ἡ ἄκαρπος ὀξεβλάτησον ἄρερα . Μητέρες σκις
τησάτωσαν , ἡ γὰρ ἄγονος μήτηρ τω ἄφθορον Μητέρα
καὶ Παρθενον ἀπέτεκε . Γυναίκες κροτείτωσαν , γενὴ
ἡ πάλαι τῆς ἁμαρτίας τω ἀφορμίω͵ χεδιάσασα , τ
ἀπαρχί͵ ἄρτι τῆς σωτηρίας εἰσκεκόμικε · καὶ ἡ ท πά
λαι κατάκριτος ἐδείχθη Θεόκριτος , Μήτηρ , ανανδρος
ἐκλελεγμένη τῇ πλάσαντος , καὶ τῷ γονες ανόρθωσις .
Πᾶσα τοίνω ἡ κτίσις ὑμνάτω , καὶ χορουέτω , καὶ στ
# εισ
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 373

νεισφερέτωτι τῆς ἡμέρας ἐπάξιον . Γενέπω μία κοινή


σήμερον ἐρανίων καὶ ἐπιγείων πανήγυρις · καὶ συνεορ
ταζέτω ποῦ ὅσον ἐγκόσμιόντε καὶ ὑπερκόσμιον σύγκρι
μα . Σήμερον δ τῇ παύτων κτίσ : τὸ κτιςὸν ᾠκοδόμη
ται τέμενος , καὶ τὸ κτίσμα τῷ κτίσῃ θεῖον ἐναύλισ
μα καινοπρεπῶς " ἑτοιμάζεται . Σήμερον ἡ πρὶν ἀπο
γεωθεῖσα φύσις ἀρχω λαμβάνει θεώσεως , καὶ πρὸς
¿
δόξαν ὁ χῆς τα ανωτάτω μετάρσιος αναξέχειν ἐπε
γεται . Σήμερον ἐξ ἡμῶν αὖθ᾿ ἡμῶν ἀπαρχῶ ὁ ᾿Αδὰμ
τῷ Θεῷ προσφέρων , τω Μαρίαν ἀπάρχεται , καὶ τὸ
ὅλε φυράματος ἡ ζύμη προφυραθεῖσα , δι᾿ αὐτῆς ἀρτο
ποιεῖται πρὸς τὴν τῇ γονες ανάπλασιν . Σήμερον ὁ μέ
γας κόλπος τῆς παρθενίαςανακαλύπτεται, καὶ τὸν ἄ
συλον μαργαρίτω τῆς ἀληθῆς ἀφθορίας ἡ Ἐκκλησίᾳ
νυμφικῶς περιτίθεται . Σήμερον ἡ καθαρὰ του ανθρώ
πων ευγενεια τῆς πρώτης θεοπλασίας ἀπολαμβάνει τὸ
χάρισμα , καὶ πρὸς ἑαυτὴν αὐτεπαίεισι · καὶ ἰ ἀπη
μαύρωσε το κάλλες συγνύειαν ἡ τῆς κακίας δυσγενεια ,
ταύτῳ ἡ φύσις τεχθείσῃ τῇ Μηξὶ τὸ ὡραίε προσά
γεσα , πλάσιν ἀρίξω τε καὶ θεοτόρεπες άτω δέχεται
καὶ γίνεται κυρίως ἡ πλάσις ανάκλησις , καὶ ἡ ανά
κλησις θέωσις , ἡδὲ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοίωσις .
Σήμερον ἡ σεῖρα , Μήτηρ παρ᾽ ἐλπίδα βρίσκεται , καὶ
τόκε Μήτηρ ἀπάτορος ἐξ ἀγόνων λαγόνων βλαςαύεσα ,
τὰς γονὰς ἁγιάζει τῆς φύσεως. Σήμερον ἡ εὐπρεπὴς
τῆς θείας͵ ἁλεργίδος κατεχρώθη βαφὴ , καὶ τ βασι
λικὼ ἀξίαν ἡ πενιχρά την ανθρώπων ἀμφιώνεται φύ
σις ; Σήμερον ἡ> Δαβιτική προφητικῶς ἐξεβλάσησιν ὄρ
πηξ , ράβδος Ααρων αειθαλλὴς χρηματίσασα , καὶ ῥά
βδον δυνάμεως ἡμῖν τὸν Χρισὶν ἐξανθήσασα . Σήμε
.
ρον ἐξ Ἰέδα καὶ Δαβὶδ Παρθενος Κόρη προέρχεται
Βασιλείας καὶ ἱερατείας ὑπογράφεσα πρόσωπον , τῇ κατὰ
τίω τάξιν Μελχισεδὲκ χρηματίσαντο, ἀλλ᾽ καὶ κατὰ τ
τάξιν ᾿Ααρων ἱερατούσαντος . Σήμερον τὸ μυσικὸν τῆς
θείας ἱερατείας ὕφασμα ἡ χάρις λευκαύασα Λευϊτικῷ
aa 3 τυπι
374 ΑΝΔΡΕΟ ΚΡΗΤΗΣ
Υ

τυπικῶς προεξύφανε σπέρματι , καὶ τω βασίλειον άλεμε


γίδα βάψας Δαβιτικῷ Θεὸς ἐπορφύρωσιν αἵματι · καὶ
συνελόντα φαύαι˙ Σήμερον ἡ τῆς φύσεως ἡμῶν αναμόρ
φωσις ἄρχεται , καὶ ὁ γηράσας Κόσμος θεοειδεςάτω
λαμβάνων τοιχείωσιν , δευτέρας θεοπλασίας προοίμια
δέχεται . Ἐπειδὴ τὸ ἡ πρώτη του ανθρώπων διάπλασις
ἐκ καθαρᾶς γῆς καὶ ἀασίλε δεδημιέργητο , ἠφανισε δὲ τὸ
αεροσφυὲς ἡ φύσις ἀξίωμα , συληθεῖσα τω χάριν το
τῆς παρακοῆς ὀλιθήματι , δι᾿ ἧς ἐξερρίφημον τῷ ζωή .
ρε χωρίς , καὶ τῆς ἐν Παραδείσω ξυφῆς , ἡ φύσις τ
ἐπίκηρον ζωτὼ αντηλλάξατο κλῆρον ὥσπερ τινα παζῷον
ó
εἰς ἡμᾶς καταντήσασαν, ἐξ ἧς ὁ θαύατος , καὶ ἡ ἐπε
τεῦθον τὸ γονες͵ καταφθορά . Εἶτα εἰς τώ κάτω χώ
ραν τῆς αἴω παντων ανθελκομείων , πᾶσα μὲν ἀφήρητε
σωτηρίας ἐλπὶς , ἐδεῖτο δὲ βοηθείας ἡ φύσις της ανω
τάτω ,
" νόμος τε [ ὖ ἐδεὶς πρὸς ἰαζείαν τὸ ἀῤῥως ήματος,
ἐχ ὁ ἐν γράμματι κείμενος , & χ ὁ τῆς Προφητης πυρί
πνες καὶ διαλλακτήριος λόγος , όχι ὅσα των ανθρωπί
νω οἶδὲν ἐπανορθὸν φύσιν , καὶ οἷς ἂν τάχα ραδίως
ἀνεκομίθη πρὸς τω προτέρανοιγονειαν , ηὐδόκησαν ἄρ
τι ὁ τῆς ὅλων ἀριςοτέχνης Θεὸς , οἷόν τινα παναρμό
νιον καὶ νεοπαγῆ Κόσμον ἄλλον ἀρτιτελῶς ἐπιδείξαθαι ,
καὶ τ᾿ ἐγκατασκήψασαν πάλαι τῆς ἁμαρτίας ἐπιφο
ทร
ρὰν , δι' ἧς ὁ θάνατος , ἀναχαιτίσαι τέως , εἶδ ' ὅτω
ξένω τινὰ καὶ ἀδέλωτον καὶ ὄντως ἀπαθεσάτω ὑμῖν
παραδεῖξαι ζω τοῖς ἀναγεννωμένοις δήποθεν τις τῆς
C
θεογενεσίας βαπτίσματι . Πῶς ἐν ἔδει ταύτίω εἰς
μᾶς προελθεῖν τῷ εὐεργεσίαν , μεγάλου τε ἦσαν καὶ
παραδοξοτάτωῳ καὶ νόμοις θείοις ἐμπρέπεσαν ; ἢ ἐχὶ
Θεὖ διὰ σαρκὸς ἡμῖν ἐπιφανώντος καὶ νόμοις φύσεως ε
κοντος , καὶ τοῖς καθ᾿ἡμᾶς, ὡς οἶδε , λόγοις͵ ἐμπολι·
τούεται καινοπρεπῶς ἐπινδύοντος ; Τῦτο δὲ τίνα ζόπον
εἰς πέρας͵ ἄγοιτο, ἢ Παρθούς καθαρᾶς , καὶ ἀνεπάρου
διακονεμένης της μυsnρίῳ πρότερον , εἶτα κυοφορέσης τὸν
ὑπερέσιον , νόμῳ τὸς νόμος ὑπερνικῶντι τῆς φύσεως ;
Αὕτη
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤ . 875

Αὕτη δὲ τίς ἂν νοοῖτο, πλω μόνης ἐκείνης τῆς ἀπὸ


πασῶν γενεῶν ἐκλελεγμένης το παγγενέτῃ τῆς κτί
σεως . Αὕτη ἐςὶν ἡ Θεοτόκος Μαρίᾳ
· τὸ θεόκλητον ἔνες
μα, ἧς ἐκ νηδύος μετὰ σαρκὸς ὁ ὑπέρθεος προελήλυς
θεν, Τ αὐτὸς ἑαυτῷ τροποιήσας ὑπερεσίως ἐπήξα .
το , ὅτι
ὅτι μὴ διέφθειρε των νησι ἡ
ή τεκέσα , μηδὲ ἀπο
ρᾶς τὸ τεχθεν ἐδέδέκτο , Θεὸς δ ω , εἰ καὶ σαρκικῶς
απο καὶ ὠδίνων χωρὶς ,
γεννηθῷαι προείλετο , λοχείας οὐοί
ὡς αὐ καὶ τὰ Μητέρων ἡ Μήτηρ ἐκφύγοιτο , παραδόξως
ἐκζέφεσα γάλακτι , ὃν αναίδρως ἐπαιδοποίησε . Καὶ
ἡ Παρθενος ἄσπορον ἀποκυήσασα γεννημα , μονῃ Παρα
Θάνος ἁγνδύεσα , σῷα καὶ μετὰ τόκον τῆς παρθενίας τα
σήμαντα φέρεσα . Ω δὴ ξόπῳ καὶ Θεοτόκος εἰκότως
κηρύττεται , καὶ παρθονία σεμνεύεται , καὶ γέννησις
προσκυνεῖται , καὶ Θεὸς ἀνθρώποις ονόμονος , εἶτα σαρ
κι φανερέμενος , τῆς οἰκείας δόξης χαρίζεται τὸ ἀξίω
μα . Τῆς γέτοι πρώτης ἐκείνης ἀρᾶς εὐθὺς ἡ για

κεία φύσις τὴν διόρθωσιν δέχεται, ὥσπερ ἀνήρξατο τῆς


ἁμαρτίας , ἀπαρξαμονη τῆς σωτηρίας . Ἦλθε τοίνου ἡ
μῖν ὁ Λόγος ἐπ ' αὐτὸ τὸ κεφάλαιον . Καντεῦθον ἐγὼ
σήμερον πανηγυρισὴς καὶ λαμπρὸς ἑξιάτωρ τῆς ἱερᾶς
ταύτης πανδαισίας ἡμῖν προελήλυθα , τω οὐφρασίαν
κοινίω προτιθέμενος . Βυληθεὶς γὰρ ὡς ἔφωω , τὸ γέ
8
νες ὁ Λυζωτὴς νέαν αὐτεπιδείξαθαι τῆς προτέρας γας
νησιν καὶ ανάπλασιν , ὥσπερ ἐκεῖ πρότερον ἐκ παρθε
νικῆς καὶ ανεπάφε γῆς πηλὸν ανελόμενος,τὸν πρῶτον
Αδὰμ ἐπλας έργησον , ὕτω καὶ ναῦ ἐνταῦθα τ᾽ οἷς
λείαν σάρκωσιν αυτεργῶν , αὖτ᾽ ἄλλης, ὡς αὖ επομεν ,
γῆς τω καθαρού τε καὶ ὑπεράμωμον ταύτίω Παρθενον
τῆς ὅλης φύσεως ἐκλεξάμονος , τὸ καθ᾿ ἡμᾶς ἐξ ἡμῶν
ἐν ἀυτῇ κοινοποιήσας , νέος Αδάμ , ὁ πλαςεργὸς το
Αδὰμ ἐχρημάτισαν , ἵνα τὸν παλαιὸν ὁ πρόσφατος ὑ
πέρχρονος , ανασώσεται . ᾿Αλλὰ τίς ὖσα , καὶ τίνων
ἔφυ γονέων , λέγωμον ἐπιξοχάδω , τίω Ἱσορίαν ἐπι
δραμόντες εἰς διύαμιν .
aa 4 Αὕτη
376 . ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Αὕτη τοίνω τὸ παίτων ἀυχημάτων εξαίρετον ἄν

χημα , θυγάτηρ μεν ἔφυ τοῦ Δαβίδ , ατέρμα δὲ મ τοῦ


Ιωακεὶμ , ἀπόγονος μου Εὔας , γεννημα δὲ τῆς ῎Αντ
νης . Ἰωακεὶμ γὰρ αὐτὴρ πρᾷος, ἐπιεικῆς , καὶ νόμοις
ἀτεθραμμένος Θες ,σωφρόνως μου βιὲς , Θεῷ δὲ προσ
καρτερῶν . Οὕτω δὲ διατελῶν ἄπρις κατεγήρα τὸν βίον
ἀκμαζέσης τῆς φύσεως , ἀλλ᾿ οὐκ ἐχέσης τοῦ γένους
αντίδωρον . ῎Αννα , καὶ αυτή φιλόθεος , σώφρων μου ,
ἀλλὰ ζεῖρα , φίλανδρος , ἀλλ᾽ ἔτεκνος, καὶ μηδον ἔτι ,
πλέὼ τὸν νόμον Κυρίου ἐμμελέτημα φέρεσα . Αυτη τῆς
σειρώσεως περινυττομενη τοῖς κούφοις ὁσημέραι , καὶ
οἷα πάχειν τὰς ἀτεκνούσας εἰκὸς , ἐδυσφόρει , ἰωιᾶς
το , ἤχαλλε , τω ἀπαιδίαν ὦκαὶ φέρεσα . Οὕτω δὲ λύπης
ท์
κατεχόμενοι Ἰωακεὶμ , καὶ ἡ σύσικος , ὅτι μὴ παῖς ὑς
πλῶ ἐκείνοις τε γενος ἐπίκληρος , τέως μεν τῆς ἐλπίς
δας αυτοῖς ἐκ ἐσβέθη τελείως ἡ θρυαλλίς . Εὐχὴ δὲ
ω ἀμφοτέρων παραχείαι τέκνον αὐτοῖς εἰς ανάςα
σιν ασέρματος . Καὶ δὴ τοὺ ἐξάκεσον ῎Ανναν παραξη
λέντες ἑκάτεροι, τῷ ἱερῷ προσανεῖχον . Λιταῖς τὸν Θεὸη
ἐξεμελισσον δἶναι λύσιν τῇ ἀτεκνίᾳ , καὶ καρπὸν τῇ
σειρώσει · οἳ καὶ πρότερον ανῆκαν , πρὶν τὸ ποθεμένου
τύχωσι , καὶ δὴ καὶ τετυχήκασιν . Οὐ δ μεθῆκε τῆς
ἐλπίδος τὸ δῶρον ὁ τὸ δώρου δοτήρ . Οὕτω δὲ ποτνιω
μονοις καὶ λιπαρᾶσι τὸ Θεῖον , ἐπέση θᾶττον αυτοῖς ἡ
· βραδιύεσα διύαμις , καὶ τὸν μου εἰς καρπογονίαν ,
τω δὲ εἰς παιδοποιΐαν ἐνδύρωσε καὶ τὰς ἐξηραμ
μούως τέως τῆς γεννητικῶν ὀργανων πόρες ἰκμάσι σερ
μογονίας ἐπινοτίσας ἐξ ἀγόνων γονίμες εἰργάσατο .
Καὶ δὴ λοιπὸν ἐξ ἀκάρπων
· τε καὶ ξυρῶν ὡς ἐνύδρων

ξύλων καρπὸς οὐκλεὴς ἡ πανάμωμος αυτῆς Παρθένος


ἡμῖν ἐξεβλάσησε . Καὶ λέλυτο δὴ τὰ δεσμὰ τῆς σει
ρώσεως , καὶ γόνιμος ἡ ψυχὴ παρ᾽ ἐλπίδας ἐδείκνυτο ,
παιδοτόκος ἡ ἄγονος , καὶ καλλίπαις ἡ ἄτεκνος . Ἐπεὶ
δὲ προήλθεν ἐκ τῆς ἀγόνου μήξας ἡ ἐκ μήξας τὸν
σάχω τῆς ἀφθαρσίας ἐκφύσασα , τῷ Ναῷ ταύτω ~
της
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤ . 377

τῆς ἡλικίας τὸ πρῶτον ἄγεσαν αὔθος, οἱ τεκόντες προσ


αγαγόντες ανέθεσαν , Ἧς ὁ τῶ ἐφημερίαν τότε τῆς
ἱερατείας ἐπιτελῶν Ἱεροὺς τὰς παρθενικὰς ὡς εἶδε χο
ρείας ἐπίπροπον προπορεύομενας τε , καὶ συνεφεπομοίας,
ἥθητε καὶ λίαν ἐγεγήθει ὡς τοῦ ἐλπίδι ἤδη τὰς θείας
ἐναργῶς ἐκβάσεις τεθεαμένος , καὶ οἷόντι σεπτὸν καλ
λιέρημα τὸ θεῖον ανάθημα τῷ Θεῷ καθιέρωσον , εἰς
αὐτὰ τὰ τῆς ῾Αγίων ἄδυτα τῦτο τὸ μέγα τῆς σωτηρίας
θησαύρισμα καταθέμενος . Ἐν οἷς τεὶ παῖδα λόγος
βά
οἱονεὶ θαλάμοις νυμφικοῖς ἐμβατεύεσαν σιτεῖθαι τῶ
φ , μέχρις ὁ μνηςείας ἐπές , καιρός · ὃς ἀπὸ πως
τὸς αἰῶνος διώρισο αυτῷ τε καὶ τῷ ἐξ αὐτῆς φῶτι δὲ
δασλαγχνίαν ἄῤῥητον , καὶ τῷ πρὸ πάσης κτίσεως , καὶ
χρόνε , και διασήματος θεϊκῶς αὐτὸν φύσαντι , καὶ τοῦ
συμφυεῖ καὶ συμθρόνῳ καὶ προσκυυητῳ ἀυτῷ Πνεύματι
ὧν ὡς μία Θεότης , ὅτω καὶ φύσις καὶ βασιλεία , μὴ με
ριζομενη , μηδὲ ἀπαλλοτριούμενη , μηδέ τινί που πρὲς
ἑαυτώ διαλλάττοσα , πλίω τῇ τῷ θεαρχικῶν ὑπὸς ἀ
σεων ἰδιότητι . Διὰ τῦτο χορδίων πανηγυρίζω κι απού
δομαι , καὶ τῇ Μητρὶ τῇ Λόγε προσάγω δῶρον ἑόρτιον ,
ὅτι μοι τῆς εἰς Τριάδος Πίσεως τὸ κεφάλαιον ὁ ταύτης
τόκος ἐγνώρισε . Τὃ
Το γὰρ αὐάρχε Λόγε καὶ Υἱῶ τῷ
οἰκίαν σάρκωσιν ἀυτεργέντες , καὶ ὁ γεννήσας Πατὴρ
σκδιδοκῶν φαίνεται, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον προπη
δῶν τε καὶ τω νηδε ἁγιάζον τῆς συλλαβέσης τὸν ἀκα
πάληπτον ,
᾿Αλλ᾿ ὥρα ναῷ τὸν Δαβὶδ ἐρωτῆσαι , τί πρὸς αὐτὸν
ἐκεῖνον ὁ τῆς ὅλων διομνὺς ἔφησε Θεός . ῎Αγε δὴ οὖν
ὑμνογράφε , ἴθι Προφῆτα , τίνασσε τα κιννύρων , κί
νει τὰ κρούσματα , λέγε ξανῶς , τί σοι ὤμοσε Κύ
Ti
ριος ; μοι ὤμοσον ; ἐκ καρπε τῆς ὀσφύος με θήσειν
ἐπὶ τὸν θρόνον με · τἔτόμοι ὤμοσε, καὶ ἐκ ἠθέτησε ως
μοσε ,καὶ τοῖς ἔργοις τές λόγες. ἐσφράγισαν . "Απαξ
γὰρ ὠμοσάφησιν ἐν τῷ Ἁγίωμε , εἰ τῷ Δαβίδ μού
σωμαι τὸ ασέρμα αυτῇ εἰς τὸν αἰῶνα μούει , καὶ ὁ
πρό

1
378 ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Θρόνος ἀυτὸ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον με, καὶ ὡς ἡ σελή


κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα . Καὶ ὁ μάρτυς ἐν Οὐρα
νῷ πισός· ταῦτα μοι ὠμωμοκῶς ἐξεπλήρωσον ἔργῳ ·
ταῦτα θεασίσας ἐκύρωσαν · ἀδιύατον γὰρ μούσα παι
Θεόν . Ἰδὲ δὴ ἦν ὁρᾶται κατὰ σάρκα Χρισὸς , ἐμὸς
Υἱὸς κηρυττόμενος καὶ Κύριος ἐμὸς , καὶ Θεῷ Υἱὸς προσ
· κωέμονος ᾄδεται, καὶ πάντα τὰ ἔθνη αυτή προσκεί
νεῖ . Ὁρῶσι δὲ αὐτὸν παρθενικοῖς ἀνθρονιζόμενον κόλ
ποις , ὡς ἂν ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς ἐφεζόμενον θρόνοις . Ἰοδ
καὶ ἡ Παρθαίος αυτη τδ ἐμῶν μηρῶν ἄρτι ἐξέφῳ · ἷς
ἐκ νηδύος ὁ πρὸ αἰώνων πρὸς τῷ τέλει τῆς αἰώνων
σαρκωθεὶς προελήλυθε , καὶ τὸ το ανθρώπων ανεκαί
νίσε σύγκριμα · καὶ ταῦτα μὲν ἔτος . Ἡμεῖς δὲ ὁ τὸ
Θεῷ λαὸς ; δῆμος ἅγιος , σύτημα ἱερὸν , χορούσωμο
πάτρια · τιμήσωμο, το Musnels τω διύαμιν . Ἕκα
5ος κατὰ τὸ δοθεν αυτῷ χάρισμα συνεισφερέτω τῇ πα
νηγύρει δῶρον ἐπάξιον . Οἱ Πατέρες τω ικληρίαν τῶ
γονες , αἱ Μητέρες τὴν εὐτεχνίαν , αἱ σεῖραι τῆς ἁμαρ
τίας τὸ ἄγονον , αἱ Παρθενοι τώ διπλύω ἀφθορίαν
ψυχῆς λέγω καὶ σώματος , αἱ ὑπὸ ζυγὸν τίς ἐπαινε
τω συμμετρίαν . Εἴτις Πατὴρ ἐν ἡμῖν , μιμείπῳ τὸν
‫ܪ‬
τῆς Παρθούς Πατέρα κἂν ἄπαις ᾖ , φυγάτω γόνιμον
τω συχνώ , ἐκ φιλοθές βίε ταύτίω καρπόμονος˙ ε
τις Μήτηρ θηλάζεσα , συγχαιρέτω τῇ ῎Αννη θηλάζει
ση παιδίον κατ οὐχὰς μετὰ ςείρωσιν · εἴτις σεῖρα καὶ
σῃ
ἄγονος καρπὸν ἐκ ἔχεσα ευλογίας , προσίτῳ πιςως
τῷ θεοσδότῳ τῆς῎Αννης βλασῷ καὶ ἀποκειρέθω τω
τείρωσιν · εἴτις Παρθαίος ἁγνώύεσα , γενέθω . Μήτερ
το λόγο , λόγω κοσμῶσα τῆς ψυχῆς τὴν κατάςασιν ·
εἴτις ὑπὸ ζυγὸν, προσαγέτω τῷ Θεῷ κάρπωμα λο
γικὸν , ἐξ ὧν δι᾿ οὐχῆς ἐπορίσατο . Ἐπὶ τὸ αυτὸ πλέ
σιος καὶ ποίης, νεανίσκοι καὶ Παρθούοι, πρεσβύται μετά
νεωτέρων , Ἱερεῖς καὶ Λούῖται , Βασιλεῖς καὶ Σξατηγοί ,
Βασιλίδες καὶ ῎Αρχεσαι , παύτες ὁμᾶ καὶ πᾶσαι, λαμ
προφορήσωμον τῇ Νεανιδι καὶ Μητρὶ τῇ Θεᾶ καὶ Προφί
τιδι ,
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟT. 379

8 4
τιδι, ἐξ ἧς ὁ Προφήτης , ὃν ἔγραψε Μωσῆς , ἐπεδήμη
σε Χρισὸς ὁ Θεὸς ἡ ἀλήθεια . Φθάσωμον τῷ Ναῷ τὰ
προπύλαια , συνδράμωμον ταῖς προξεχέσαις Παρθέ
νοῖς , εἰς αὐτὰ τῆς ῾Αγίων σιεισέλθωμεν ἅγια · ἐκεῖ
δὺ τὰ σπάργανα , μετὰ γεύνησιν , μετὰ μαζὸν, μετὰ νη
πίασιν εἰς αὔθες ὥραν ἡβώσῃ ; παςάδος δίκτω ἡτοί
μασον αυτῇ ὁ Θεὸς τὸ θρεπτήριον , φυλάξας ἑαυτῷ τὸ
σεβάσμιον . Διὰ τότο Παρθενοι χορδύεσιν αἱ πλησίον
αυτῆς , προοδοποιῆσαι τὰ μέλλοντα · ὠθα αἱ τῆς Σιών
θυγατέρες , ὡς Βασιλίδος προξέχεσαι εἰς ὀσμίω τ
μύρων αυτῆς προεξάρχεσι . Αὐτόθεν καὶ ὁ Ναὸς ὗτος τὰς
ἱερὰς αὐαπετάσας ανεῤῥίπισε πύλας, ἵνα τὴν βασίλειον
τὸ παντὸς ὑποδέξηται δόξαν . Τότε δὴ τότε καὶ τὰ 18 Α
γίων αὐεώγνυτο ἅγια , τω πανἁγίων τῷ Ἁγία Μητέ
ρα εἴσω τῆς ἀδύτων ἐγκολπωσάμενα . Τροφὴ δὲ ταύτῃ
προσφέρεται πρόσφορος, καὶ ξέφει τέως ἀχειροδότως
τί ξέφουσαν , ὁ μετ᾽ ὀλίγον τις ταύτης ξερόμενος
γάλακτι · καὶ γίνεται τιθημὸς τῆς Παρθαίου τὸ Πνεῦ
μα τὸ ῞Αγιον, μέχρις αναδείξεως αυτῆς ἐν τῷ Ἰσ
ραήλ · ὅτε δὴ καὶ τῆς μνηςείας ὁ καιρὸς ἐπεφαύν , καὶ
τῳ ἐκ Δαβὶδ Ἰωσὴφ ἐμνης δύσατο, καὶ τῇ Γαβριὴλ
τῳ φωνίω αντί απορᾶς εἰσεδέξατο · καὶ γέγονε κυρ
φόρος καὶ πειραθεῖσα κοίτης καὶ γεγεννηκεν Υἱὸν , ὃν
ἐκ ἔσπειρε Πατήρ · καὶ μεμονηκον ἁγνὴ μὴ συληθεῖσα
τώ νηδι , σῷα καὶ μετὰ τόκον φυλάξαντος αυτῇ τῇ τε
χθούτος τῆς παρθενίας τα σήμανξα . Οὗτός ἐξι Χρι
τὸς Ἰησᾶς ὁ Ναζωραίος , ὁ εἰς τὸν Κόσμον ἐρχόμενος
οὗτός ἐξιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος . Αὐτῷ
δόξα , καὶ ἡ τιμὴ , καὶ ἡ προσκεύησις στῷ τῷ Πατρὶ , καὶ
τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι , ναῷ , καὶ ἀεὶ , καὶ εἰς τὰς αἰῶνας
* αἰώνων . ᾿Αμ .

ΙΩΑΝ
380

ΙΩΑ
Α Ν Ν Ο Υ

Τοῦ Δαμασκηνοῦ

Ἐγκώμιον εἰς τω Μετάπασι τῆς Θεοτόκε ,

Μνήμη Δικαίων μετ' ἐγκωμίων γίνεταί φησιν ὁ σο


φώτατος Σολομών . Τίμιος δὲ ἐναντίον Κυρίῳ ὁ θανατος
τὴν ὁσίων αυτό , ὁ θεοπάτωρ προέφη Δαβίδ . Εἰ τοῖς
νῳ ἁπαύτων δικαίων ἡ μνήμη μετ᾽ ἐγκωμίων γίνεται ,
τῇ πηγῇ τῆς δικαιοσμύης , καὶ τῷ τῆς ὁσιότητος θησαυ
μῷ , τίς οὐ προσοίσει τὸν ἔπαινον ; οὐχ ἵνα δοξάσῃ ,
ἀλλ᾿ ἵνα δοξαθῇ δόξαν διαιωνίζεσαν . ᾿Ανονδεὲς δ τῆς
παρ᾿ ἡμῶν δόξης Κυρίε τὸ σκλύωμα , ἡ Πόλις τῷ Θεῷ ,
περὶ ἧς δεδοξασμοία ἐλαλήθη , καθώςφησι πρὸς ἀν
τω ὁ θεῖος Δαβίδ . Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ
λέγων , ἡ Πόλις τῇ Θεό . Ποίαν δ ἐκληψώμεθα Πό
λιν τῇ ἀοράτε καὶ ἀπεριγράπτε Θεῷ τὸ παύτα τῇ ἰδίᾳ
δρακὶ περιέχοντος , ἀλλ᾽ ἢ τίω μόνω ὄντως ὑπερφυῶς,
καὶ ὑπερεσίως τὸν ὑπερέσιον τῷ Θεῷ Λόγον καὶ Θεὸν ἀν
περιγράπτως χωρήσασαν , περὶ ἧς δοδοξασμένα ὑπ᾽
αυτῷ τῷ Κυρίῳ λελάληται ; Τί ᾧ ἐπιδοξότεροντο δέ
ξαθαι τὴν τῷ Θεῷ βυλὼ ἀρχαίων ἀληθινώ ; Ταύτω
κι ανθρωπίνη γλῶττα , οὐκ ᾿Αγγέλων νᾶς ὑπερκόσ
μιος κατ᾽ ἀξίαν εύφημῆσαι διύαται , δι᾿ ἧς ἡμῖν δίδο
ται τω δόξαν Κυρίς τηλαυγῶς ὀνοπξίζεθαι . Τί τοί
πω ; σιγήσομον , ὅτι μὴ πρὸς ἀξίαν εὐφημῶσαι δικά
μέθος ; τῷφόβῳ συτελλόμενοι ; ἥκισα . Ὑπερβάθμιον
δὲ τὸν πόδα τονῆμον , τὸ δὴ λεγόμενον , καὶ τὸς οἰκείες
ἀγνοήσομον ὅρες , καὶ τῆς ἀθίκτων αναίδίω ἀψώμεθα ,
το φόβε τὸν χαλινὸν ἀποπτύσαντες ; ἐδαμῶς . Πόθῳ
δὲ μᾶλλον τὸν φόβον κεράσαντες , συνθετον ἐξ ἀμα

φοῖν δα πλέξαντες σέφανον , μεθ᾽ ἱερᾶς εὐλαβείας ξε


μέση
ΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤ . ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 381

μέση χειρὶ καὶ ποθέσῃ ψυχῆς τῆς ἡμετέρας διανοίας


τὸ εὐτελὲς ἀκροθλιον τῇ βασιλίδι Μητρὶ , τῇ ὀεργέ
τιδί πάσης τῆς φύσεως , συγνωμόνως ἀποτίσωμεν ὡς>
ὀφειλώ . Ἐπεὶ καὶ λόγος ἐςὶν , ἀγρῶτας τινὰς τοῖς ἀ
ροτῆρσι βουσὶ τὸς αὔλακας τῆς γῆς τέμνοντας , Βασι
λέα παριόντα θεάσαθαι , σεμνῶς μὲν τῇ ἁλεργίδι
κοσμέμενον , φαιδρυνόμενον δὲ τῇ αἴγλῃ τῇ διαδήματος ,
καὶ τῷ ἀπείρῳ πλήθει της δορυφόρων κύκλῳ περιςοι
χιζόμενον · εἶτα , ἐπεὶ παρτῶ ἐδο , ᾧ τῷ τις τυραίνῳ
δωροφορήσαιεν , ἀμελητὶ ταῖς χερσὶν ὕδωρ ἀπαρυσά
μόνον cu , ( παρέῤῥει γὰρ ἐγγύθεν ἀφθόνως τὰ νὰ
ματα ) δῶρον κεκομικεύαι τον Αὐτοκράτορι , πρὸς ὃν
φαύαι τὸν Βασιλέα , τί τότο ὦ παῖ ; τὸν δὲ θαρσαλέως
αναποκρίναται ὅμοι παρω , τἔτο κεκόμικα , κρίνας
ἄριςα τῇ ὀνδείᾳ τώ προθυμίαν μή συγκαλύπτεται .
Σὺ μοὶ δὲ τῷ ἡμετέρων ἐκ ἐπιδεὺς , ἐδοὶ ἐθέλων τ
παρ᾽ ἡμῖν, ἢ τῷ εὔνοιαν , ἡμῖν δὲ χρέος ἅμα καὶ ἔπαι
νος ἐπὶ τὸ τελέμενον . Δόξα δ ἐπακολυθεῖν οἶδον ὡς
τὰ πολλὰ τοῖς συγνώμοσιν . Εἶτα τὸν Βασιλέα θαυμά
σαντα , ἐπαινέσαι μὲν τὸ σοφὸν , ἀποδέξαθαι δὲ μετ
σύνοίας των προθυμίαν, πλείςαις δ᾽ ὅσαις ταῖς δω
ρεαῖς φιλοτίμως αὐτὸν αὐταμείψαθαι . Εἰ τοίνω ἐκεῖ
νος ὁ ὑπέροφρυς τύραννος τῆς πολυτελείας προκεκρίκει
τ εὔνοιαν , αὕτη ἡ ὄντως ἀγαθὴ Δέσποινα , ἡ τό μό
νε ἀγαθῆ Μήτηρ , ᾧ ἡ συγκατάβασις ἄπειρος , τὸ τὰ
δύο λεπτὰ τῆς πολυτελῶν καρπωμάτων προκρίναντος,,
& μᾶλλον ἡμᾶς ἀποδέξεται , τω πρόθεσιν , δ τ δύο
ναμιν κρίνεσα ; Ναὶ μίω ἀποδέξεται, ὡς ὀφειλω μου
προσάγοντας , αντιμεζήσει δὲ τὰ ἀσύγκριτα .
Ἐπεὶ οὖν τὸ λέγειν ἐκ παντὸς αὐαγκαῖον , ὥσε τὸ
λέος ἀφοσιώσαθαι , φέρε πρὸς ἀυτίω τὸν λόγον ξέ
Ψωμον , οὕτω λέγοντες . τί σοι προσείπωμον , Δέσποι
να ; τίσι δὲ προσφθεγξώμεθα ῥήμασι ; ποίοις δὲ τοῖς
ἐγκωμίοις τ σίω ἱεραν καὶ δεδοξασμού των κεφαλίω
τοῦ
τέψωμον ; τω ἀγαθοδότιν , το πλουτοδότειραν ,
ανθρω
382 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

ανθρωπίνου γενους τὸ ἐγκαλλώπισμα , τὸ καύχημα


πάσης τῆς κτίσεως , δι' μ ὡς ἀληθῶς μεμακάριται .
Ον γὰρ οὐκ ἐχώρει τὸ πρότερον , διὰ σοῦ κεχώρη
και , ᾧ ἀτενίσαι οὐκ ἔπανον , ανακεκαλυμμένῳ προ
σώπῳ διὰ σοῦ κατοπίζεται . ῎Ανοιξον ἡμῖν ὦ Λό
γε Θεοῦ τὸ βραδύγλωσσον ςόμα. Δὸς ἐν ανοίξει χει
λέων ἡμῶν χαριέςατον λόγον . Ἔμπνεύσον ἡμῖν τω
χάριν τοῦ Πνεύματος , δι᾿ ἧς ἁλιεῖς ῥητορεύεσι, καὶ
ἀγράμματοι λαλοῦσι, σοφίαν τῷ ὑπὲρ ανθρωπον , ἵ
να καὶ ἡμεῖς οἱ ἰχνόφωνοι ευπορήσωμον τῆς σῆς φιλ
τάτης Μηξὸς κἂν ἀμυδρῶς γέπως τὰ μεγαλεῖα φθέγ
ξαθαι . Αὕτη γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων ἐκλελεγμαίν
το κοροωρισμούς , βελῇ καὶ οὐδοκίᾳ τῇ σὲ ἀχρόνως , αρ
ρούςωςτε , καὶ ἀπαθῶς γεννήσαντος Θεᾶ καὶ Παζὸς ,
ἱλασμὸν καὶ σωτηρίαν , δικαιοσκύψω τε καὶ ἀπολύζωσιν ,
σὲ τίω ἐκ ζωῆς ζωμ , τὸ ἐκ τὸ φωτὸς φῶς , τὸν ἐκ
Θεῷ ἀληθινῆ Θεὸν ἀληθινὸν , ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον
ἐπ᾿ ἐχάτων τδ χρόνων ἐκύησαν · ἧς ὁ τόπος παράδο
ξος , ἡ γέννησις ὑπὲρ φύσιν καὶ εὔνοιαν , καὶ τῷ Κόσμῳ
σωτήριος, ἡ κοίμησις εὔδοξος ὄντως, καὶ ἱερὰ , καὶ πα
νδύφημος . Ταύτίω ὁ μοὶ Πατὴρ προώρισε , Προφῆται
δὲ δὲ ῾Αγίω Πνδύματος προηγόρευσαν ἡ δὲ τὸ ῾Αγίκ
Πνεύματος ἁγιασικὴ διύαμις ἐπεφοίτησε , καθηρέτε ,
καὶ ἡγίασε , καὶ οἱονεὶ προήρδούσε · καὶ τότε σὺ ὁ τὸ Πα
Τὸς ὄρος καὶ Λόγος ἀπεριγράπτως κατώκησας , ανακα
λέμονος τω ἐχατιαν τῆς ἡμετέρας φύσεως πρὸς τὸ ἄ
τω
πειροι ὕψος τῆς ἀκαταλήπτο Θεότητος · ἧς τὰ ἀπαρ
χω ἐκ τῆς πανάγνων καὶ παναχραύτων , καὶ παναμωμή
των τῆς ῾Αγίας Παρθούς αἱμάτων αναλαβών , σάρκα
ἐμψυχωμάτων ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ σεαυτῷ περιέ
πήξας , ἐν σεαυτῷ αὐτῶν ὑποςήσας , καὶ γέγονας τές
λειος ανθρωπος , ἐκ ἀποβαλὼν τὸ εἶναι τέλειος Θεὸς
καὶ τῷ σῷ Πατρὶ ὁμούσιος , ἀλλὰ προσλαβὼν δι δύο
σπλαγχνίαν ἄφατον τὴν ἡμετέραν ἀπούειαν . Καὶ προλα
Θες ἐξ αὐτῆς εἷς Χριςός , εἰς Υἱὸς Θεῷ καὶ ἀνθρώ
78
· ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤ. ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 383

πε , ὁ αὐτὸς Θεὸς ὁμε τέλειος , καὶ ἄνθρωπος τέλειος ,


ὅλος Θεὸς , καὶ ὅλος ἄνθρωπος . Μία ὑπόφασις συ
θεῖος ἐκ δύο φύσεων τελείων θεότητός τε καὶ ἀνθρωπός
τητος , ἐν δύο τελείαις φύσεσι Θεότητι καὶ ἀνθρωπός .
τητι οὐ γυμνὸς Θεὸς , οὐδὲ ψιλὸς ἄνθρωπος , ἀλλ᾽ εἷς
Υἱὸς Θεῷ καὶ Θεὸς σεσαρκωμένος . Θεὸς ὁ αὐτὸς ὁμῶ
τε καὶ ἄνθρωπος · καὶ σύγχυσιν ὑποτὰς , δὲ διαίρεσιν
ὑπομείνας , φέρων ἐν σεαυτῷ τῆς ἑτερουσίων δύο φύ
σεων καθ᾽ ὑπόςασιν ἀσυγχύτως ἅμα καὶ ἀδιαιρέτως
μυωμόνων τὰς φυσικὰς ἰδιότητας , τὸ κτισὸν καὶ τὸ ἄκ
τιςον , τὸ θνητὸν καὶ τὸ ἀθάνατον , τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἀός
,ρατον , τὸ περιγραπτὸν , καὶ τὸ
ἀπερίγραπτοι , θεῖόν τε
θέλημα , καὶ ἀνθρώπινον θέλημα , θείαν ἐνέργειαν, καὶ
μία ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνῳ ἐνέργειαν , αυτεξεσία τε δύο
θεῖον ὡσαύτως καὶ ανθρώπινον , τότε θεῖα θαύματα καὶ
τα ανθρώπινα πάθη, τα φυσικά φημι, καὶ ἀδιάβληται
Ολον γὰρ τὸν πρῶτον ᾿Αδὰμ τὸν πρὸ τῆς παραβά
σεως , τὸν ἁμαρτίας ἐλεύθερον , ανέλαβες , Δέσποτα ,
διὰ φυλάγχνα ἐλέες σε , σῶμα ,‫ ܕ‬ψυχώ , νῦν , καὶ τὰ
τέτον φυσικὰ ἰδιώματα ,ἵνα ὅλωμοι τὴν σωτηρίαν χα
ρίση . Ὄντως γὰρ τὸ ἀπρόσληπτον͵ ἀθεράποντον . καὶ
ὕτω μεσίτης Θεᾶ καὶ ανθρώπων γενόμενος , τοὺ ἔχθραν
ἔλυσας , καὶ τῷ σῷ Πατρὶ τὸς ἀποςάτας προσήγαγες
τὸ πεπλανημένον ἐπέτρεψας · τὸ ἐσκοτισμένον ἐξώτι ·
σας · τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μετέβαλες : τῆς πο
λυθές πλάνης τὴν κτίσιν ἠλευθέρωσας τέκνα Θεᾶ τὸς
ανθρώπες πεποίηκας . Κοινωνὲς τῆς θείαςσε δόξης τις
ἠτιμωμένες ανέδειξας · τὸν καταδιδικασμένον εἰς τὰ τῆς
γῆς καταχθόνια ὑπεραίω πάσης ἀρχῆς καὶ ὀξυσίας α
νήγαγες · ἐν τῷ χρόνῳ τῳ βασιλικῷ τὸν εἰς γλῶ ἀ
ποςρέφειν καὶ τὸν ᾅδίω οἰκεῖν κατακριθῶτα ἐν σεαυ
τῳ ἐκάθισας . Τίς ἐν τῷ ἀπείρων τέτων ἀγαθῶν τυ
ὑπὲρ παύτα νῦν , καὶ κατάληψιν ἐργασήριον γέγονον ,
ὐχ ἡ σὲ τεκῦσα Αειπάρθενος ; Ὁρᾶτε φίλοι Θεῷ Πατ
τέρες , καὶ ἀδελφοί , τῆς παρέσης ἡμέρας τω χάριν ,
όρατε

1
1

384 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

ὁρᾶτε τῆς ναῷ εύφημεμονης τὸ ὑψηλὸν καὶ σεβάσμιον ;


ε φρικώδη τὰ τοιαῦτα Μυστήρια ; καὶ θαύματος γέμοντας
μακάριοι οἱ ὁρῶντες ὡς ἰδῶν ἀρεπωδέςατον . μακάριοι
οἱ νοεραν κτησάμενοι αἴθησιν ! Οἷαι φωτὸς > ἀσραπαὶ
τω παρᾶσαν νύκτα καταφαιδρεύεσιν · οἷαι Αγγέλων
· δορυφορίαι τὸ τῆς ζωαρχικῆς Μηξὸς καταγλαΐζεσι
Κοίμησιν οἷαι ᾿Αποςόλων θεηγορία της κηδείας το
θεοδόχο σώματος μακαρίζεσι . Πῶς ὁ τὸ Θεὅ Λόγος
ὁ ταύτης Υἱὸς δι δασλαγχνίαν γονέθαι καπιδεξάμε
νος , δεσσετικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καὶθεῖο
τάτη οἷα μητρὶ λειτεργῶν , τῶν ἱερα , ψυχίω ύποδέ
χεται. Ὦ ἀγαθῶ Νομοθέτε ! Μὴ ὑποκείμενος νόμῳ ,
τὸν νόμον πληροῖ, ὃν αυτὸς ἐνετείλατο . Αὐτὸς δ τοῖς
γονεῦσι τ᾽ ὀφειλω τὸς παῖδας νέμειν ἐθεσμοθέτησε ,
τίμα , φήσας , τὸν Πατέρα καὶ τω Μητέρασε . Ὅτι δὲ
ἀληθές τότο , παντί πε δῆλον , τῷ καν μικρὸν γῆν της
θείων τῆς ἁγίας Γραφῆς μεμνημονῳ λογίων . Εἰ γὰρ
ὥς φησιν ἡ θεία Γραφὴ , ψυχαὶ δικαίων ἐν χειρὶ Θεῷ ,
ἐχ ἄυτη μᾶλλον ταῖς χερσὶ τῷ Θεῷ , καὶ Υἱὲ αὐτῆς τὴν
ψυχίω παρατίθεται ; ἀληθὴς ὁ Λόγος καὶ πάσης αὖ
τιλογίας ὑπέρτερος . Αλλ᾽ εἰ δοκεῖ , εἰς ἅυτη καὶ πό
θαν, καὶ πῶς τῷ παρόντι χωριθεῖσα βίῳ ,δῶρον ἁπαί
των τῷ τῷ Θεῷ δωρημάτων ὑψηλότερόν ἅμα καὶ προσ
φιλέστερον δέδοται , οἷαν τε τὰ ἐν τῷ δὲ τῷ βίῳ δια
τριβὴν πεποίηται , καὶ θείων Μυσηείων ἠξίωται , ὡς
ἐφικτὸν διασκεψώμεθα . Εἰ δὲ τὸς κατοιχομενες ἐπιτα
φίοις γεραίροντες Ἕλλίνες, ποῦ ὅ ,τι περ ἑώρων ἀγώ
γιμον πάση απεδῇ συνεισέφερον , ὡς ἐν τῷ μου δίφη
μεμοίῳ κατηρτισμένον τὸ ἐγκώμιον γενηται , τοῖς δὲ
λειπομονοις ζῆλος ἅμα πρὸς ἀρετὴν , καὶ παράκλησιν ;
μύθοις δὲ ὡς τὰ πολλὰ καὶ ἀπείροις πλάσμασι τὸν
λόγον ὀξύφαινον; οἴκοθεν μὴ κεκτημονων της ὑμνεμέν
νων τὸν ἔπαινον , πῶς ἡμεῖς τὰ λίαν ἀληθῆ καὶ σε
βάσμιᾳ , καὶ ὄντως ὄντα , καὶ πᾶσιν οὐλογίας ἁπάσης καὶ
σωτηρίας πρόξενα , σιγῆς βυθοῖς , τὸ τῇ λόγου , συγ
καλύ
ΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤ. ΤΗΣ ΘΕΟΤ . 385

καλύψαντες, ὦ πολὺ ὀφλήσωμον γέλωτα , καὶ τῷ τὸ


τάλαντον κατωρύξαντι τῆς αὐτῆς δίκης τοξόμεθα ; Διὸ
Τα λέγειν ἀρξώμεθα ; τῆς συντομίας τῷ λόγῳ φροντί
ζοντες , ὡς ἂν μὴ ταῖς ἀκορῖς πολέμιος γένηται , ως
ξοφὴ τοῖς σώμασιν ὑπερβάλλεσα .
Ἰωακεὶμ , καὶ῎Αννα οἱ ταύτης γεννήτορες . Ἰωακεὶμ ὥ
άσερ τις προβάτων Ποιμῳ ἐχ ἧττον τὸς οἰκείες νέμων
λογισμός , ἄγων τε κατ᾽ ὀξεσίαν ὅποι βόλοιτο , ἢ τὰ
θρέμματα · ὑπὸ Κυρίῳ δὲ τῷ Θεῷ ὡς 9πρόβατον ποι
μαινόμενος , εδενὸς τῷ ἀρίσὼν ἐς έρητο . Αρισα δὲ λέ
γειν μηδεὶς οιέξωw
με τὰ πολλοῖς καταθύμια , πρὸς ἃ ἡ
της λίχνοτέρων διανοια κέχηνων , ἃ μήτε παραμένειν πέ
φυκε , μήτε βελτίονα δρᾶν τὸν κεκτημενον ἐπίςαται , τὰ
το παρόντος βίε τερπνὰ , ἃ μὴ διύαται βεβαίαν δια
μιν κτήσασαι , ἀλλὰ περὶ ἀυτὰ καταῤῥεῖ , καὶ αυθωρὸν
καταλύεται , εἰ καὶ τότων πολλω είχε των περιεσίαν ,
ἄπαγε · καὶ πρὸς ἡμῶν ταῦτα θαυμάζειν , εδ᾽ ἅυτη μερὶς
τὴν φοβεμόνων τὸν Κύριον · ἀλλ᾿ ἀγα
el θὰ τὰ ὄντως τοῖς
εὖ φρονῶσιν ἐφετᾷ καὶ ἐράσμια , ἃ μείνει διαιωνίζοντα
Θεὸν μοὶ εὐφραίνοντα , καρπὸν δὲ τοῖς κεκτημενοις α
νατέλλοντα ὥριμον , τὰς ἀρετάς φημί , καὶ τὸν καρπὸν ἐ
καιρῷ αὐτῷδ τῷ αἰωνίῳ λόγῳ τῷ μέλλοντι , καὶ ζωτ
αἰώνιον δώσεσι τοῖς γε ἀξίως φιλοπονήσασι , καὶπροεισ
ενεγκοῦσι τὸν ἑαυτῷδ πόνον , ὅση διύαμις˙ πόνος μὲν
δύ προπορεύεται ἀρετῆς , ἕπεται δὲ μακαριότης αιώ
νιος . Ἐν ταύταις Ἰωακεὶμ συνήθως τὰς οἰκείες ἐπο
μενε λογισμές , ἐν τόπῳ μου χλόης τῆς ἱερῶν λογίων
τῇ θεωρίᾳ ἐναυλιζόμενος , ἐπὶ ὕδατος δὲ αναπαύσεως
τῆς θείας σὐφραινόμενος χάριτος , ἐξ ἀτόπων με ἐπι
τρέφων , ἐπὶ δὲ τοίβες δικαιοσιώης ὁδηγῶν .῎Αννα δὲ ,
ἣ Χάρις ἑρμενδύεται , ἐχ ἧττον ὁμόξοποςΙ , ἢ ὁ
μόζυγος , πᾶσι μου ἀγαθοῖς κομῶσα ‫ܪ‬, μυσικῷ δέ τινι
3
λόγω κατεχόμενη τς τῆς σειρώσεως ἀῤῥως ήματι . Ἐ
ξείρεε δὸ ὄντως ἡ χάρις ἐν τοῖς της ανθρώπων ,μυ
χαῖς , καρποφορεῖν ἐκ ἰχύεσα . Διότι παντες ἐξέκλι
Encicl . Tom. ii. bb ναν ,
386 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

ναν , ἅμα ἠχειώθησαν , εν ως ὁ σωμιών , ἢ ὁ ἐκζητῆς


τὸν Θεόν . Εἶτα ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἀπιδῶν καὶ κατοι
κτείρας τῆς ἰδίας χειρὸς τὸ πλατούργημα , καὶ τοῦτο
βεληθεὶς αἰανεῶσαι , λύει τώ τῆς χάριτος ςείρωσιν ,
τῆς ῎Αννης φημὶ τῆς Θεόφρονος · καὶ τίκτει Παῖδα , οἵα
& κυρότερον γέγονεν , εδ᾽ αὖ πάλιν γενήσεται . Ἡ δὲ τῆς
σειρώσεως λύσις ἐδήλου σαφέςατα των κοσμικώς το
ἀγαπῶν λυθήσεται ςείρωσιν , καὶ τῆς ἀποῤῥήτε μακας
ενότητος καρπογονεῖται τὸ τέλεχος : ἐντεῦθεν ἡ Θεσ
τόκος ἐξ ἐπαγγελίας προέρχεται ." Αγγελος ᾧ κατά
μεύει τοῖς γεννησαμενοις των σύλληψιν . Ἔπρεπε
κἂν τούτῳ μὴ ἐλαττεθαι τινὸς , ἢ φέρειν τὰ δεύτερα
τὴν τὸ μόνῳ καὶ ὄντως τελείς θείς ἐσομένην κατὰ σάρκα
λοχούτειαν . Εἶτα τῷ ἱερῷ τῷ Θεῷ νεῷ ανατίθεται ,
κανταῦθα διατρίβει , κρείττονα καὶ καθαρωτέραν της ἄλ>
λων ἐπιδεικνυμένη ανατροφία , απάσης ἐπιμιξίας αὐ
δρῶν , καὶ θηλέων ἀτόπων ἀπηλλαγμοίζω . Αλλ᾽ ἐπεὶ
τῆς ἡλικίας ἡ ἀκμὴ κατελάμβανε , καὶ τδ ανακτόρων ἐν
τὸς νομίμως ἀπείργετο , Μνης ῆρι , ταυτὸν δ᾽ εἰπεῖν τῆς
παρθονίας φύλακι , πρὸς τὸ χορᾶ τὴν ἱερέων της Ἰω
σὴφ ἐγχειρίζεται , ὃς τὸν νόμον ἀπαραχάρακτον μέχρι
γήρως ἐν συγκρίσει τῷ ἄλλων ἐφύλαττε . Πρὸς τότῳ
ἡ ἱερὰ ἅυτη καὶ πανάμωμος νεάνις διέτριβε , τοῖς κατ'
οἶκον τοιχῖσα , καὶ τῆς
πρὸ τῆς οἰκίας εἰδέα μηδεν .
Οτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα το χρόνε , ὥς φησιν ὁ θεῖος
Απόσολος, ἀπεσάλη ὑπὸ Θεοῦ ὁ ᾿Αρχάγγελος Γα
βριήλ πρὸς ταύτίω τὴν ὄντως θεόπαιδα , καίφησι πρὸς
αυτών χαῖρε κεχαριτωμένη , ὁ Κύριος μετὰ σε . Καλὸν
τὸ τῆς ᾿Αγγέλου πρὸς τοὺ ὑπεράγγελον πρόσφθεγμα
χαραν ὦ φέρει παγκόσμιον . Ἡ δὲ ἐπὶ τῷ λόγῳ διε
ταράχθη , τῆς πρὸς ανδρας ὁμιλίας ἀήθης ὑπάρχεσα
ἀσφαλῶς δ το παρθενίαν τηρεῖν προείλετο . Διελο
γίζετο δὲ ἐν ἑαυτῇ , ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος
καὶ πρὸς αυτίω ὁ ᾿Αρχάγγελος μὴ φοβς Μαριάμ
εὗρες ο χάρα παρὰ τῷ Θεῷ . Ὄντως εὗρε χάριν ἡ
αξία
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤ . ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 387

ἀξία τῆς χάριτος . Εὗρε χάριν ἡ τὲς πόνες τῆς χάρι


τος γεωργήσασα , καὶ πολύχων δρεψαμονη τὸν ἄσαχυμ
τῆς χάριτες . Εὗρε χάριτος ἄβυασον ἡ σῷαν τὴν ὁλκά
δα τῆς διπλῆς παρθενίας τηρήσασα · και των ψυχώ
ᾧ παρθοίον ἐφύλαξαν , καὶ τὸ σώματος ἔλαττον, ὅθεν
καὶ ἡ τὸ σώματος παρθενία τετήρητο . Καὶ τέξεις τὸν ,
καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα ἀυτῷ Ἰησῶν . Ἰησῆς δὲ Σωτὴρ ἐρ
<
μυδύεται . Αὐτὸς δὲ σώσει τὸν λαὸν ἀυτῷ ἀπὸ τὸ ἀ
μαρτιῶν ἀυτῷ . Τί πρὸς ταῦτα τῆς ἀληθῆς σοφίας ὁ
θησαυρός ; τί μοὶ Εὔαν & μιμεῖται το προμήτορα ,
ἐπανορθεται δὲ μᾶλλον τὸ ταύτης ἀφύλακτον , καὶ ?συ
νήγορον του φύσιν προβάλλεται , ὧδέ πως τοῖς τὸ Αγ .
γέλε αντιρητορούσσα ῥήμασι. Πῶς ἔςαι μοι τόποι ἐπεὶ

αὔδρα κ γινώσκω ; ἀδιύατα φθέγγῃ φησίν. Ὁ οδ σὸς


λόγος τὸς ὅρες λύει τῆς φύσεως , ὃς ὁ πλατεργὸς ἐ
πήξατο . Οὐκ ανέχομαι Εὔα χρηματίσαι δευτέρα , καὶ
τὸ τὸ ποιήσαντος παρακρούσαθαι βούλημα . Ειδὲ μὴ
λέγεις αντίθεα , τὸν ξόπον εἰπὼν τῆς συλλήψεως ,
λύσον τίω ἀπορίαν . Πρὸς ὁ τῆς ἀληθείας ῎Αγγε
λος˙ Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ, καὶ διώαμις
Υψίσου ἐπισκιάσει σοι . Διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον ,
κληθήσεται Υἱὸς Θεῦ . Οὐ δελεύει νόμῳ φύσεως τὸ τε >
λύμονον · ὁ δὲ Δημιεργὸς καὶ Δεσπότης τῆς φύσεως και
ἐξυσίαν τὸς ὅρες ἀμείβει τῆς φύσεως . Ἡ δὲ τὸ σεὶ
ποθέμενον ὄνομα καὶ μεθ᾽ἱερᾶς ἀλαβείας τιμώμενον
ακέσασα , τῆς παρακοῆς ἐδεδίει τὸ ἐπιτίμιον , καί φησι
φόβε καὶ χαρᾶς γέμοντα ῥήματα . Ἰδὲ ἡ δέλη Κυρίου ,
γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρημάσε
ῥῆμασε . Ω βάθος πλέτε καὶ σοφίας
καὶ γνώσεως Θες ! Κάγω δ εἰς καιρὸν τῷ ᾿Αποτόλω
συμφθέγξομαι . Ὡς ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτό ,
ανεξιχνίασοι αἱ ὁδοὶ αὐτῇ . Ὢ ἀπλήσου
기 ἀγαθότη
τος Θεό . Ὢ ἀγάπης οὐκ ἐχέσης ἔρδίνων ! Ο καλῶν
τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα , ὁ πληρῶν τὸν Οὐρανὸν , καὶ τὴν
γl
γι ( ὁ Οὐρανὸς δ θρόνος , ἡท δὲ γῆ ὑποπόδιον της
2
ποδῶν αὐτῷ ) ευρύχωρον ἐνδιαίτημα των γατέρα τῆς
dd 2 oi
388 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

οἰκείας ἐποιήσατο δέλης , καὶ ἐν αὐτῇ τὸ παύτων και


νῶν καινότερον ἐπιτελεῖ μυςήριον . Θεὸς γὰρ ὠν , αὖ
θρωπος γίνεται , ὑπερφυῶς τε τῷ χρόνῳ τῆς κυήσεως
τίκτεται , καὶ διανοίγει μήξαν , τὰ πλεῖθρα τῆς παρ
θενίας μὴ λυμηνάμενος , καὶ ἀγκάλαις γηΐναις͵ ὡς βλέ

φος βασάζεται , τὸ τῆς δόξης ἀπαύγασμα , ὁ χαρακ


τὴρ τῆς τὸ Παζὸς ὑποςάσεως , ὁ φέρων τὰ σύμπαντα
τῷ ῥήματι τοῦ σήματος αυτοῦ .
Ω θείων ὡς ἀληθῶς θαυμάτων ! Ω μυςηρίων τ
ὑπὲρ φύσιν καὶ οποιαν . Ὢ παρθενικῶν ἀυχημάτων
τῆς ὑπὲρ ανθρωπον ! Τί 1 τῦτο τὸ μέγα περὶ σὲ , ὦ
Μῆτερ , καὶ Παρθενε ἱερὰ , μυσήριον ; εὐλογημένη σὺ
ἐν γυαξί ; καὶ οὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας
σου . Μακαρίᾳ εἶ ἐν γενεοῖς γενεῶν ἡ μόνη ἀξίωμα
κάριςος . Ἰδοὺ γὰρ μακαρίζεσί σε πᾶσαι αἱ γονεαὶ
ὥς περ ἔφησας . Σὲ εἶδον θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ , τῆς
Εκκλησίας λέγω ; καὶ μακαρισσί σε βασίλισσαι , ἤ
το δικαίαν ψυχαί , καὶ εἰς αἰῶνα αἰνέσουσί σε
γὰρ εἶ ὁ βασιλικὸς Θρόνος , ᾧ πάρεις ήκεισαν "Αγγε
λοι , τὸν ἑαυτῶν ὁρῶντες Δεσσότίω καὶ Δημιουργὸν ἐπο
χέμονον . Σὺ Ἐδὲμ λογικὴ πελρηματικὰς τῆς πάλαι
ὡραιοτέρα τε καὶ θειοτέρα . Ἐν ἐκείνῃ μὲν γὰρ Α·
δὰμ ὁχοϊκὸς οὐλίζετο , ἐν σοὶ δὲ Κύριος ἐξ οὐ
ρανε . Σὲ κιβωτὸς προεικόνισε , δευτέρα Κόσμε ασέρμα
φυλάττεσα . Σὺ γὰρ τω τῷ Κόσμῳ σωτηρίαν Xeis,
ἀπεκύησας , τὸν τῷ ἁμαρτίαν μεν καταλύσαντα , τὰ
δὲ ταύτης κατευνάσαντα κύματα . Σὲ βάτος προέγρα
ψε. Πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν . Νόμου κιβωτὸς
προϊςόρησε . Στάμνος χρυσῆ , λυχνία , καὶ ζάπεζα ,
ῥάβδος Ααρὼν ἡ βλαςήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν .
Εκ σε ᾧ ἡ φλὸξ τῆς Θεότητος , ὁ τῷ Παξὸς ὅρος
το
καὶ Λόγος , τὸ γλυκύταταν καὶ ἐρανιον μαύνα , τὸ ὄνομα
παν ὄνομα , τὸ φῶς τὸ αἴδιον καὶ
τὸ αἰώνυμον , τὸ ὑπὲρ ποῦ
ἀπρόσιτον , ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐρανιος, ὁ ἀγεώργητος
καρπὸς σωματικῶς αὐεβλάτησαν . Οὐ σὲ δὲ προεμμών
σε
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤ . ΤΗΣ ΘΕΟΤ , 389

σε κάμινος , πῦρ δροσίζον ἅμα καὶ φλέγον δεικνύεσα ,



καὶ τὸ θείς πυρὸς αὐτίτυπον τῷ ἐν σοὶ κατοικήσαντος ;
Η δὲ σκωὴ Αβραὰμ σὲ προδηλοῖ προφανέςατα · τῷ
·
δ Θεῷ Λόγῳ ἐν τῇ γαςρίσε σκηνώσαντι , ή ανθρώ
πείαφύσις τὸν ἐγκρυφίαν ἄρτον τω ἑαυτῆς ἀπαρχί
ἐκ τὸ σῶν ἁγνῶν αἱμάτων προσήγαγεν , ὀπτωμοίπως
καὶ ἀρτοποιεμούν ὑπὸ τὸ θείε πυρὸς, καὶ ἐν τῇ θείᾳ
αυτό ὑποςάσει ὑφιςαμώτω , καὶ εἰς ἀληθῆ ὕπαρξιν ἐρα
. χομούζῳ σώματος ἐμψυχωμονς ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοῦ
ρᾷ. Μικρᾶ με τὸ Ἰακὼβ ἡ κλίμαξ διέφυγε . Τί γάρ ;
ε παντὶ δῆλον , ὅτι σὲ προγράφει , καὶ τύπος γνωρί
ζεται ; ὃν δ ζόπον ἐκεῖνος τεθέαται διὰ τῆς ἄκρων
τῆς κλίμακος͵ Οὐρανὸν τῇ γῇ συναπτόμενον , καὶ διὰ
ταύτης ᾿Αγγέλας κατιόντας καὶ ανιόντας , καὶ τὸν ὄντως
ἰχυρὸν καὶ αήττητον τυπικῶς αὐτῷ προσπαλαίοντα · ὅτω
καὶ σὺ μεσιτούσασα , καὶ κλίμαξ γεγονῖα τῆς πρὸς ἡ
μᾶς τὸ Θες καταβάσεως , τῇ τὸ ἀπανὲς ἡμῶν αὐαλα .
βόντος φύραμα , καὶ ἑαυτῷ συμπλέξαντος καὶ οὐώσαντος ,
καὶ νῦν ὁρῶντα Θεὸν δεδρακότος τὸν ανθρωπον , τὰ δι
σῷτα συμήγαγες . Ὅθεν ῎Αγγελοι μου πρὸς αὐτὸν καὶ
τίεσαν ὡς Δεασότῃ καὶ Θεῷ λειτεργήσοντες, αὔθρωποι
δὲ ἀγγελικῇ πολιτείᾳ χρησάμενοι , πρὸς Οὐρανὸν ἀ
ναρπάζονται . Πᾶ δὲ θήσωμον τῆς Προφητης τὰ κηρύγ
ματα ; ἐκ ἐπὶ σὲ, εἴπερ ἀληθῆ ταῦτα δεικνύαι θε
λήσωμον; τί δ ὁ Δαβιτικὸς πόκος , ἐφ᾿ ὃν ὁ τὸ Βα
σιλέως τῆς ἁπαντων Θεῷ Υἱὸς ὁ σωαύαρχος καὶ συμ
βασιλεύων τῷ οἰκείῳ Γεννήτορι ὡς ὑετὸς καταβέβηκεν ,
ἐχὶ σὺ τηλαυγεςέρα ; Τίς δὲ ἡ Παρθενος , [ Ἡσαΐας
προβλεπτικῶς προηγόρευσεν , ἐν γασρὶ ἕξειν καὶ τέξε
και ξὸν τὸν μεθ᾿ ἡμῶν ὄντως ὄντα Θεὸν , τουτέςι μετά

τὸ γενέθαι αἴθρωπον , καὶ Θεὸν διαμείναντα ; Τί δὲ τὸ


ὄρος τῷ Δανιὴλ , ἐξ
δ ὑπερ ὁ ἀκρογωνιαῖος ἐτμήθη λί
θος Χριςός , ἐχ ὑποτὰς ανδρὸς ἐγχειρίδιον , & σί ή
ἀσπόρως κυήσασα καὶ πάλιν Παρθαίος μούεσα ; Ἐλ
θέτω Ἰεζεκιὴλ ὁ θειότατος καὶ δεικνύτω κεκλεισμένω
bb 3 πύ
390 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

πύλίω , διοδδισμού ὑπὸ Κυρίε , καὶ ἐκ ανοιγομοίωῳ ,


καθὰ προφητικῶς προεκήρυξε . Δεικνύτω της λεγομένων
τω ἔκβασιν . Σὲ δείξει παύτως· ἐπὶ σὲ ο διελθὼν
ὁ ἐπὶ παύτων Θεὸς , καὶ σάρκα λαβὼν
σάρκα λαβων; τω της παρα
θωνίας ἐκ ανέωξε πύλίω μένει δ ἡ σφραγὶς ὄντως
διαιωνίζεσα . Σὲ τοίνου Προφῆται κηρύττεσι . Σοὶ δια
κονᾶσιν ῎Αγγέλοι, λειτεργῆσιν Απόςολοι . Ο Παρθέ
νος καὶ Θεολόγος τῇ Αειπαρθοίῳ , καὶ Θεοτόκῳ . Σὲ
σήμερον πρὸς τὸν σὸν Υἱὸν ἐκδημήσασαν , περιέπεσιν
Αγγελοι, ψυχαὶ δικαίων , Πατριαρχῶν τε καὶ Προφή
της . Ἐδορυφόρεν Απόςολοι , θεοφόρων τέ Πατέρων πλῆ.
9ος ἄπειρον ἐκ τῷ περάτων τῆς γῆς τῷ θείῳ τῷ Υἱε
σε προςαγματι ὡς ἐν νεφέλῃ πρὸς ταύτω τω θείας
Ἱεραὶ Ἱερεσαλὴμ ἀθροιζόμενοι , καὶ σοὶ τῇ πηγῇ τῇ
ζωαρχικά το Κυρίου σώματος ὕμνες ἱερὲς ἐνθέαςιμώ
ห์
τατα λέγοντες· ὦ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς διὰ μέσου
θανάτο μετάγεται! Ὢ πῶς ἡ ἐν τῷ τόκῳ τὲς ὅρες ὑς

περβᾶσα τῆς φύσεως , ναῷ ὑποκύπτει τοῖς τοιέτοις θεσ .


μοῖς,καὶ θανάτῳ τὸ ἀκήρατον καθυποβάλλεται σῶμα !
Δεῖ τὸ αὐτὸ τὸ θνητὸν ἀποθέμενον , τῶν ἀφθαρσίαν
ἀμφιάσασα · ἐπεὶ καὶ ὁ Δεσπότης τῆς φύσεως τίς τῇ
θαύατε πεῖραν οὐκ ἀπωω & ατο · θνήσκει σαρκὶ γὰρ ,

καὶ θανάτῳ λύει τὸν θάνατον , καὶ φθορᾷ τῶν ἀφθαρ


σίαν χαρίζεται, καὶ το νέκρωσιν ποιεῖ πηγε αναςά
σεως. Ω πῶς ψυχώ ἱεροὶ τῷ Θεοδόχε διαιρεμένω
σώματος , οἰκείοις χερσὶν
~ ὁ παντεργὸς ὑποδέχεται ,
τιμῶν νομίμως , μ τῇ φύσει δέλω ὑπάρχεσαι φι
λανθρωπίας ανεξιχνιάς οις͵ πελάγεσιν ἡ οἰκονομικῶς ἐ
ποιήσατο Μητέρα , ἀληθείᾳ σαρκωθείς , καὶ φενακίσας
τω ἐνανθρώπησιν ἑώρων δ ως δοκεῖ , τῆς ᾿Αγγέλων
παρεσώτων τα τάγματα του σκὼ ἀποβίωσιν προσδε
χόμενα . Ὢ τῆς καλλίςως ἐκδημίας , Κἳ ἡ πρὸς τὸν
Θεὸν ἐνδημία χαρίζεται ! εἰ γὰρ καὶ πᾶσι τοῖς θεο
φόροις τῷ Θεῷ θεράπεσι πρὸς στις τότε κεχάρισαι ·
κεχάρισαι δ , καὶ πις δομεν· ἀλλάγε τὸ διάφορον ἄ
πειρον
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤ. ΤΗΣ ΘΕΟT. 391

ἤπειρον δέλων Θεῷ καὶ Μηξός : Τί τοίνῳ τὸ περὶ σὲ


τέτο Μυσήριον ὀνομάσωμον ; θανατον ; ἀλλ᾽ εἰ καὶ φυσι
κῶς ἡ πανίερος καὶ μακαρίασε ψυχὴ τῇ πανολβίωσε
καὶ ἀκηράτε σώματος χωρίζεται , καὶ τὸ σῶμα τῇ νομί
μῳ ταφῇ παραδίδοται , ὅμως ἐκ ἐναπομένει το θανά
των ἐδ᾽ ὑπὸ τῆς φθορᾶς διαλύεται ἧς δ τεκτήσης δ
λώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθιςαμονης
διάλυτον τὸ σῶμα πεφύλακται , καὶ πρὸς κρείττονα

θειοτέρων ζωῴῳ μετατίθεται , καὶ διακοπτομένω θαλά


τῳ , ἀλλ᾽
r εἰς ἀπέραντες αἰῶνας τῶν αἰώνων διαιωνίζου
σαν . Ωσσερ δ ὗτος ὁ ὁλολαμπὴς καὶ ὁλόφωτος Ἥλιος
ὑπὸ τὸ σελίωιαίς πρὸς μικρὸν κρυπτόμενος σώματος ,
δοκεῖ μοί πως ἐκλιμπάνειν καὶ τῷ ζόφῳ καλύπτεται ,
καὶ
2 τῆς αἴγλης αντιλαμβαύειν τὸ σκότος , ὅμως αὐτὸς
τὸ οἰκείο φωτὸς ἐκ ἐξίσαται , ἔχει δὲ ἐν ἑαυτῷ τη
γω φωτὸς ἀδύναον βρύεσαν , μᾶλλον δὲ αὐτὸς πηγὴ
¿
φωτὸς ὑπάρχει ανελλιπής , ως ὁ κτίσας αὐτὸν διετά
ξατοὕτω καὶ σὺ ἡ πηγὴ τὸ ἀληθινό φωτός ή αυ
ναός , ὁ ἀδαπανητός της αυτοζωής θησαυρός, ή δα μι
λῆς τῆς εὐλογίας ανάβλυσις , ἡ παύτων ἀγαθῶν
αἰτία ἡμῖν καὶ πρόξενος , εἰ καὶ πρός τι χρονικὸν διάση
μα καλύπτῃ σωματικῶς το θανάτῳ , ἀλλὰ βρύεις κ
μῖν φωτὸς ἀπειρεσίου μαρμαρυγάς , καὶ ἀμβροσίας
ζωῆς , καὶ τῆς ὄντως μακαριότητος ανελλιπή , και καθα
ρὰ καὶ ἀδαπανητα νάματα , ποταμὸς χάριτος,ἰαμάτων
πηγάς , « λογίων ἀδύναον . Σὺ γὰρ ὡς μῆλον ἐν τοῖς
ξύλοις τε δρυμῷ , καὶ ὁ καρπόςσε γλυκασμὸς ἐν λά
ρυγγι τῷ πιςῶν. Ἐντεῦθον καὶ θανατον τω ἱερού σου
Μετάφασιν͵ λέξωμον , ἀλλὰ Κοίμησιν , ἢ ἐκδημίαν , εἰς
πῶν οἰκειότερον · ἐκδημὅσα ἡ τῷ τῷ σώματος , ονδή
μεῖς πρὸς τὰ κρείττονα . Σὲ διεπόρθμούσαν στην Α
γέλοις ᾿Αρχάγγελοι . Σε τω ανοδον ἔφριξαν τὰ ἀκά
θαρτα καὶ ἐναέρια πνεύματα . Σε τῇ διαβάσει σὐλογο
ται μεν ὁ ἀὴρ, αἰθὴρ δὲ καθύπερθεν ἁγιάζεται . Σε
τώ ψυχίω χαίρων ὁ Οὐρανὸς ὑποδέχεται . Σοὶ μεθ᾿
bb 4 ἱερῶν
592 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

ἱερῶν ὕμνων καὶ φαιδρᾶς τελετῆς προσυπαντῶσι διδές


μεις , μονονεχὶ, λέγεσαι · τίς αυτη ἡ αἰαβαίνεσα λε
λουκασμένη , ἐκκύπτσσα ὡσεὶ ὄρθρος , καλὴ ὡς Σε
λη,ἐκλεκτὴ ὡς Ἥλιος ; ὡς ὡραιώθης, ὡς ἡδεύθης .
Σὺ αἴθος τῷ πεδίου , ὡς κρίνον , ἐν μέσῳ τὸ ἀκαν
θῶν· διὰ τῦτο νεανιδες ἠγάπησαν σε . Εἰς ὀσμω μύ
ρυ σου δραμάμεθα . Εἰσιςγκάσε ὁ Βασιλοὺς εἰς τὸ
ταμεῖον αυτό , οὔθα σε ὀξεσίαι δορυφορῶσιν , ἀρχαὶ
εὐλογῶσι, θρόνοι ανυμνᾶσι , τὰ Χερεβὶμ ἐκπλήττεται
χαίροντα , δεξάζει τὰ Σεραφὶμ τω τῇ οἰκείο Δεασότε
за
φύσει ἀληθεῖ οἰκονομίᾳ χρηματίσασαν Μητέρα . Οὐ δ
ὡς Ἡλίας εἰς Οὐρανὸν αἰελήλυθας , οὐχ ὡς Παῦ
λος ἕως Τίτε διεβιβάδης Οὐρανῶ , ἀλλ᾿ ἕως ·αυτῷ τὸ
βασιλικό θρόνῳ τῷ Υἱᾶ σε ἔφθασας , αὐτόπτως ὁρῶσα
καὶ χαίρεσαι καὶ στὶ πολλῇ καὶ ἀφάτῳ τῇ παῤῥησίᾳ
παρεςῶσα , ᾿Αγγέλοις θυμηδία ἀπόῤῥητος καὶ πάσαις
ταῖς ὑπερκοσμίαις δυνάμεσι . Πατριάρχαις ευφροσμύη
ἄληκτος , δικαίοις χαρά ανεκλάλητος , Προφήταις ἀούς
ναος ἀγαλλίασις. Κόσμον εὐλογᾶσα , τοῖς κάμνεσιν
αἴεσις , τοῖς παθῶσι παράκλησις , τοῖς νοσᾶσιν ἴασις ,
τοῖς χειμαζομενοις λιμώ , τοῖς ἁμαρτάνεσιν ἄφεσις , τοῖς
λυπομονοις συμφνὲς παραμύθιον , πᾶσι τοῖς αἰτῶσιν ἑτοίς
μη βοήθεια . Ω θαύματος ὄντως ὑπερφυές ! Ω πρα
μάτων γεμόντων ἐκπλήξεως! Ὁ πάλαι βδελυκτὸς , καὶ
μισόμενος θαύατος , να εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται
ὁ πάλαι πούθες , καὶ κατηφείας , δακρύων τε καὶ σκυ
θρωπότητος πρόξενος , ναῷ χαρᾶς αναδείκνυται καὶ πα
νηγύρεως αἴτιος
Ὅμως εἰ καὶ πᾶσι τοῖς τοῦ Θεοῦ θεράπουσι , ὧν
ὁ θάνατος μακαρίζεται , ἐκ τοῦ τέλους τὸ ἀσφαλὲς
περιγίνεται τῆς πρὸς τὸν Θεὸν δαρεςήσεως • , καὶ τοὺς
ö
του χάριν ὁ θαύατος αυτος μακαρίζεται τελειοῖ
αυτὸς καὶ μακαρίους δείκνυσι , τὸ ἄξεπτον τῆς ἀρετῆς
χαριζόμενος , κατὰ τὸ φάσκον λόγιον , μὴμακάριζε απ
δρας πρὸ τελευτῆς ἀὐτῷ · ἀλλ᾽ ἐκ ἐπὶ σοὶ τᾶτο ληψόμε
θα
ΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤ. ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 393

θα . Σε δ μακαρισμὸς ἐχὶ ὁ θαύατος , εδ᾽ ἡ Μετά



κασις τελείωσις γέγονεν , δ᾽ αὖ πάλιν ἡ ἐκδημίᾳ χαρ
ρίζεται το ἀσφάλειαν · παύτων γὰρ σὺ τῆς ὑπὲρ νῦν
ἀγαθῶν ἀρχὴ καὶ μέση τις καὶ τέλος , ασφάλειά τε καὶ
ἀληθὴς βεβαίωσις , ἡ ἄσπορος σύλληψις , ἡ θεία ἐνοίς
κησις , ὁ τύκος ὁ ἄφθορος γέγονα . Ὅθεν ἀληθῶς ἔ
φήσας οὐκ ἀπὸ τὸ θανάτε , ἀλλ᾽ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλής
μεως ὑπὸ πασῶν τδ γενεῶν μακαρίζεται ἐντεῦθεν
ὦ σὲ ὁ θάνατος ἐμακάρισον , ἀλλὰ σὺ τὸν θαύατον
κατηγλάϊσας , τα τότε κατήφειαν λύσασα , καὶ χαρα
τὸν θαύατον δείξασα . Όθων σε τὸ ἱερὸν καὶ πανάμω

μου σῶμα ὁσίᾳ ταφῇ παρεδίδοτο , προσεχόντων ᾿Αγγέ


λων, περικυκλέντων , ἑπομείων , τί μὴ πραττόντων ,
ὧν εἰκὸς τῇ Μαξὶ τοῦ ἑαυτῷ λειτεργῆσαι Δεασότε ;
Αποςόλων, καὶ παντὸς τὸ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος
θεηγορικὲς ὕμνες ἐκβοώντων , καὶ κρατεμεύων τῷ πνοί
el
ματι πληθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τὸ οἴκεσε , Α
γιος ὁ Ναόςσε , θαυμασὸς ἐν
· δικαιοσκώῃ . Καὶ πά
λιν ἡγίασε τὸ σημύωμα αυτό ὁ Ὕψισος . Ὄρος τῷ Θεῷ ,
ὄρος ποῖον τὸ ὄρος ὃ ηυδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν
αὐτῷ . Σὲ τῷ ᾿Αποςόλων ὁ δῆμος τω ἀληθῇ κιβω
τὸν τὰ Θεῷ ἐπὶ τῷ ὤμων ἀράμενος , ὡς πάλαι ποτε ς
ἱερεῖς τω τυπικίῳ κιβωτὸν , ἐν τάφῳ θέμενος , δι
αὑτῷ ὡς δ᾽ Ἰορδαίου τινὸς ἐπὶ τῷ ἀληθῆ τῆς ἐπαγ
γελίας παρέπεμπον γλῶ , τω αἴω
མ φημί Ιερεσαλὴμ ,
εξ παύτων τ πιςῶν Μητέρα , ἧς τεχνίτης καὶ δημιερα
γὸς ὁ Θεός . Οὐ καταλέλειπται ᾧ ἡ ψυχή σε εἰς ᾅ
δίω ; ἀλλ᾽ ἐδὲ σάρξσα εἶδε διαφθοραν . Οὐ κατελείφθη
ἐν τῇ γῇ τὸ σὸν ἄχραντον καὶ πανακήρατον σῶμα, ἀλλ᾿
ἐν Οὐρανῷ ἐν βασιλείοις μοναῖς ἡ Βασιλίς , ή Κυρία ,
ἡ Δέσποινα , ἡ Θεομῆτορ , ἡ ἀληθὴς Θεοτόκος μετατίς
θέσαι . Ὢ πῶς Οὐρανὸς ὑπεδέξατο τω πλατυτέραν
Οὐρανῶν χρηματίσασαι ; πῶς δὲ τάφος τὸ τῷ Θεῷ δο
χεῖον ὑπεδέξατο ; Ναὶ ἐδέξατο · ναὶ κεχώρηκεν . Οὐ
τὸ σωματικοῖς ὄγκοις Οὐρανῷ πλατύτερον χωρίον ἐγέ
νετο .
394 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

νετο . Πῶς τὸ τὰ τρίπηχυ τὸ οἴεὶ λεπτωνόμενον σῶμα


εὔρεσί τε , καὶ μήκεσιν Οὐρανε παραβληθεται διμήσει
ται ; τῇ δὲ χάριτι μᾶλλον παντὸς ὕψος καὶ πλάτος
τὸ μέζον ὑπερηκόντισα . Ω ἱερῶ καὶ θαυμας και σε
βασμία καὶ προσκυνητᾶ μνήματος ! Ὃ καὶ να περιέπε ·
σιν ῎Αγγελοι , αἰδοῖ καὶ φόβῳ πολλῷ παρισάμενοι ,
φρίττεσι δαίμονες , πίσει ξέχεσιν ανθρωποι , τιμῶν ·
τες ὀφθαλμοῖς καὶ χείλεσι , καὶ πόθῳ ψυχῆς ἀσσας
ζόμενοι , καὶ ἀφθονίαν ἀγαθῶν ἀρυόμενοι . Ωσπερ ἣ
στις μῦρον πολυτέλὲς ἱματίοις , ἢ τόπῳ τινὶ ἀναπό
θοιτο , εἶτα πάλιν ἀφέλοιτο , ἀναπομεύει τῆς εὐωδίας

τὰ A λείψανα , καὶ μετὰ τω τὸ μύρε ἀφαίρεσιν , ἔτω


να τὸ θεῖόν σου σῶμα καὶ ἱερὸν καὶ πανάμωμον καὶ
τῆς θείας δὐωδίας ανάπλεων , ἡ ἄφθονος κρύψη τῆς
χάριτος , ἐν τῷ τάφῳ τεθον , εἶτα πάλιν αναρπαθο
πρὸς κρείττονα χώραν καὶ ὑψηλοτέραν , ἐκ ἀφῆκε τὸν
τάφον ἀγέραςον , ἀλλὰ μεταδίδωσι μοὶ τῆς θείας δίω
δίας καὶ χάριτος , πηγὼ δὲ τῆς ἰαμάτων καὶ παντων τῷ
ἀγαθῶν τοῖς πίσει προσιᾶσι τὸ μνῆμα κατέλιπε . Σοὶ
καὶ ἡμεῖς προσκαθήμεθα σήμερον , ὦ Δέσποινα Θεό,
τόκε καὶ ἀπειρόγαμε , τὰς ἑαυτῆς ψυχὰς τῆς σῆς ἐλπίς
δος ἐφάψαντες , ὥασερ ἔκτινος ἰχυροτάτης καὶ ἄῤῥαγε
ςάτης ἀγκύρας , νῦν , ψυχώ , σῶμα, ὅλες ἑαυτὸς ἀ
ναθέμενοι , ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς
γεραίροντες ὅσον ἐφικτόν . Τὸ δ πρὸς ἀξίαν , ανέφικτον
εἰε ὡς ὁ λόγος ὁ ἱερὸς ἡμᾶς ἐξεπαίδευσεν , ἡ πε
οἱ τῆς ὁμοδέλες τιμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν και
νὸν Δεασότω συνοίας , ἡ περὶ σὲ τίω τεκῦσαν τὸν
Δεασότίω απεδή , πῶς παρορατέα ; πῶς δὲ ἐ περιοχές
!
δάσος , πῶς δὲ ἐκ αυτῆς τῆς αναγκαίας προτιμωμένη
πνοῆς , καὶ τῆς ζωῆς πρόκριτος ; ὅτω γὰρ οὐ μᾶλλον
τω πρὸς τὸν οἰκεῖον Δεσπότωω εὔνοιαν ἐπιδειξόμεθα .
Αὐτάρκης δὸ ὕτω τοῖς οὐλαβῶς μεμνημένοις σε τῆς σῆς
μνήμης τὸ τιμαλφέςατον δώρημα . Χαρᾶς το αναφαιρέ
τὰ ὑπόθεσις γίνεται . Ποίας δὲ οὐκ ἐμπιπλᾶται δύο
προ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΣΤ . ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 395

φροσιώης ; ποίων ἀγαθῶν , ὁ τομιεῖον τῆς παναγίας


σε μνήμης του ἑαυτῇ ποιήσας διαύοιαν ;Οὗτέςσοι παρ
ἡμῶν χαριςήρος τῶν ἡμετέρων λόγων ἡ ἀπαρχῇ , τῆς
πτυχῆς ἡμῶν διανοίας ἀκροθύσιον , τῷ περὶ σὲ κινη
θείσης πόθῳ , καὶ τοῦ οἰκείαν ἐκλελησμονης ἀπούειαν .
Αλλ᾽ ὠμοιῶς δέχοιο τὸν πόθον εἰδέα της δυναμιν ὑ
περβάλλοντα . Σὺ δὲ ἐποπτεύοις ἡμᾶς , Δέσποινα ἀγα
θὰἀγαθῶ Δεασότε λοχόύτρια ἄγοις τε καὶ φέροις τὰ
τὰς ὁρμὰς τῆς αἰχίζων
καθ᾿ ἡμᾶς ὅποι βέλοιο , καὶ τὰς
μῶν ζήσειας , καὶ τὸν σάλον παύσειας , καὶ πρὸς τὸν τῇ
θείς θελήματος ἀχείμασον λιμένα καθοδηγήσειας , καὶ
τῆς μελλέσης αξιώσειας Μακαριότητος , καὶ τῆς γλυ
μέλας καὶ αυτοπροσώπε ἐλλάμψεως τὸ ἐκ σε σαρκωθεί .
τος Λόγου Θεό , μεθ᾽ ᾧ τῷ Παζὶ δόξα, τιμή , καὶ
μεγαλοπρέπεια , σῳ τῷ παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ αὐτῷ
Πνεύματι , ναῦ καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Α'μών

ΘΕΟ
396

ΤΟΥ
Θ Ε Ο ΔΟΤΟΥ

Ἐπισκόπε ᾿Αγκύρας

Ὁμιλία λεχθεῖρα ἐν Ἐφέσῳ πρὸς Νsséeon


Ἐν τῇ ἡμέρᾳ Ιωαίνε τῇ Εὐαγγελισ8 .

Οπερ ἐςὶ τοῖς σώμασιν ἡμῶν ἰαζὸς, τέτο ταῖς ψυ


χαῖς Ἱερούς · ἐπειδὴ δ νόσημα ψυχῶν ἐςὶν ἡ πλά
νῃ , καὶ χρονίζεσα θανατον τὸν τῆς τιμωρίας ἐπάγει,
ᾠκονόμησον ἡ τὸ Πνεύματος χάρις θεραπείαν ψυχῶν ,
τὴν Ἱερωσμύλῳ τίω ἁγίων, καὶ τὸ προληφθοὶ τῷ πάθε
μέλος ἐξέκοψαν , ἐκ ἐκείνου ἀφειδῶν , ἀλλὰ τῷ λο
πῶν μελῶν φειδόμενος. Ἐπειδὴ δ τὸ συνεχὲς τῆς σή
μεως τῆς σαθρᾶς μετάδοσιν εἰργάζετο τῆς κακίας , 8%%
τέμνει τὸ μέλος , ἵνα ἐπιτέμῃ τωκακίαν · καὶ ἐσι τὸ
εἶδος τότο , ἐκ ὠμότης, ἀλλὰ θεραπεία . Δακρύων μα
δ ὁ ἰαξὸς ἐκτέμνει τὸ μέλος , ἀλλ᾽ ἀφειδῶν , τὴν τμή
σιν θεραπείαν εἰργάσατο . ᾿Αρχαῖον τότο τῆς el πέρας
πείας τὸ εἶδος ἐςι , καὶ αἴωθεν . Οὕτως οἱ Ἅγιοι ἐς
πεμελήθησαν της πανσέπτε ταύτης Ἐκκλησίας . Ἔχει
δ ὁ Ἱεροὺς καὶ ξίφος , ἐχ ἵνα κακώσῃ , ἀλλ᾽ ἵνα θε
ραπούσης και τότο δηλῶσα αἴωθον ἡ χάρις πρῶτον
τῷ Ἱερεμίᾳ ἐμφύυσε , λέγεσα · κατέςησά σε σήμερον
ἐπὶ Βασιλείας καὶ ἔθνη , ἐκριζῆν , καὶ κατασκάπτειν ,
καὶ ἀπολλύειν , καὶ αὐοικοδομεῖν , καὶ καταφυτεύειν . Οὐ
φυτεύεται δ συσέβεια , μὴ ἐκκοπείσης κακίας . Εὔλο
γον μοὶ πρῶτον ἀρδούειν , ἐπιμελείᾳ γεωργικῇ χρῆσθαι,
λόγες προσφέρειν δύσεβείας , ἐπιμέλειαν παντοίαν προσ
άγειν τῷ μέλει . Εἰ δὲ ἡ κακία κρείττων γένοιτο τῆς
ἐπιμελείας , ἡ ἐκκοπὴ ἴαμα τῆς ὅπω διακειμενων ἐςί .
Πῶς 2 αὔ τις ἐπιμελήσαιτο τῆς ὅτω διακειμενων , τ
ὀνειδιζόντων Θεῷ τὰ ανθρώπινα , καὶ τω χάριν ἐν μέ
ρει
ΠΡΟΣ ΝΕΣΤΟΡΙΟΝ . 392

ρει ονείδες ποιεμένων ; Τί λέγεις; εἰπέ · Θεόν , φησιν;


ὦ λέγω πεπονθείναι . Εἰ μεν πρὸς τὴν φύσιν βλέπεις,
καλῶς ἐρεῖς εἰδὲ παντελῶς αὐαιρεῖς
- τὸ πάθος , ἀρνῇ
τα οἰκονομίαν . Μὴ δὲ ὀνειδίσῃς Θεῷ παθόντι , ἀλλὰ
38 παθημάτων βλέπε τὰ κατορθώματα . Εἰς τέλειαν

κατέβη Θεὸς , ὦ μειωθεὶς το φύσιν,ἀλλὰ τὰ χάριν


δωρέμενος . Ἔμεινον ὃ Κω , προσέλαβον ὃ ἐκ . * Ἔ
μεινε Θεὸς διὰ τῷ ἑαυτῷ φύσιν , γέγονεν , ὅπερ σὺ ;
διὰ τοῦ περὶ σὲ φιλανθρωπίαν . Μὴ ἦν τὸ εἶδος 2 τῆς
ἐπιμελείας ὕβριν νομίσῃς · μὴ ὀνειδίσῃς τῷ ἰαζῷ , εἰ
ὦ δἰτελείᾳ σώματος τά ὑγιείαν εἰργάσατο . Οὐ δ
ὕβρις ἐςὶν ἡ δυτέλεια , ἀλλὰ δεῖγμα φιλανθρωπίας
Κατέβη τορὸς σὲ , ἐχ ἵνα μείνῃ κάτω ,ἀλλ᾿ ἵνα σὲ πρὸς
ἑαυτὸν αὐαγάγῃ . Μὴ ἀρνήσῃ το κατάβασιν , ἵνα μὴ
ἀπολέσῃς τω ανάβασιν ὁ δέξαι τω ὕβριν , τ σκ
δόξαν γεννήσασαν . Οὐκ ὕβριςαι φύσις , ἀλλ᾽ ἡ χάρις
δωρεῖταί σοι τὰ ἀγαθά . Διὰ σὲ τὸν ὑβρισμένον οἰκέ
του , ὁ Δεασότης ὑβρίζεται . τὰ σὰ ἀνέλαβον , ἐπειδή
σὺ τὰ ἐκείνε κατέλιπες . Απεδράσαμον ἡμεῖς ἀγαθοῦ
Δεασότε , ἐκΚέγκαμεν τὴν παρὰ τῷ Δεασότε δεδομένην
χάριν , πρὸς χρείαν τω ἀπόλαυσιν τῷ Παραδείσου ἐ
λάβομεν, τὸν νόμον παρεξώσαμεν ,‫ ܪ‬τὸν Νομοθέτω πα
ρέβημεν , τῷ ἐχθρῷ ἐπείθημον , ἐξεπέσωμον τῆς τι
μῆς , εἰς τὸν περίγειον τόπον τέτον ὁ δραπέτης διῆ
γε ,
‫ ܕ‬οὐκ ἀνούδε πρὸς τὸν Δεασότίω . Ἡ ἡδονὴ κάτω
κατεῖχε τὸν φυγάδα · ἡ ἁμαρτία δεσμώτῳ ἔχει τὸν
δραπέτῳ · ἀπέγνω τῆς ἡμῶν διανοίας , ὡς οὐ δυνα
μούης ανανεῦσαι πρὸς τὸν Θεόν . Τί ἦν ; ἡ ἐμὴ βρα
δύτης ζημιώσει Θεὸν τὸ κάλλιςον κτῆμα , τὸν ανθρω
πον ; ἀλλ᾽ ἐκ μέχετο τᾶτο ὁ τῆς ὅλων Θεός .Οὐδὲ τὸ
ἔδει, φθόνον κρατεῖν δεσποτικῆς χάριτος , οὐδὲ τ τῆ
Θεῷ δωρεαν ἐδει νικᾶθαι ὑπὸ τῆς ἐπιβολῆς τὸ διαβόλε .
Τί ἦν ὁ Δεσπότης ποιεῖ ; παραγίνεται πρὸς τὸν δραπέ
τω . Ὁ δ δῆλος πρὸς ἐκεῖνον ἰεναι ἐκ ἠδαύατο . Πα
-
ραγίνεται πρὸς τὸν οἰκέτίω , ἐκ ἐν ἀξιώματι δεσποτικῷ ,
છંદ
398 ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ

ἐκ Αγγέλων δορυφορίαν προαποςέλλων , και Αρχαγγέ


λων κινῶν τὰς φάλαγγας , κ πῦρ κινῶν , καὶ ςοιχεία σα
λόγων τέτο δὲ ἐν φυγάδα ποιῆσαι τὸν δραπέτω · ἀλ
λὰ παραγίνεται , ἀγρεῦσαι τὸν φυγάδα βελόμενος , και
ταχεῖν τὸ ἴδιον κτῆμα θέλων . Οὐ σοβεῖ τῷ φαινομενῳ ,
ἀλλὰ πρὸς ὁμιλίαν ἐκκαλεῖται τῇ εἰτελείᾳ τῇ προσώ
που γίνεται συώδαλος , ἵνα αναδειχθῇς δεασότης . Διὰ
τέτο δ καὶ ὁ μέγας ᾿Απόςολος ἔλεγε τότο φρονείπω ἐν
ὑμῖν , 80
ὃ καὶ ἐν Χρισῷ Ἰησε. Ἰησῶν ἐνταῦθα λέγει ·
ἐπὶ , τίνα ἡ Μήτηρ ἔθετο των προσηγορίαν το βρέ
φει ; καλέσεις δ , φησι, τὸ ὄνομα αὐτῷ Ἰησῶν .
Πᾶ ὁ διαιρῶν τὸν Χεισόν ; πε ὁ τὸ μυςήριον ἡμῶν
ὁμωνυμίων ἐργασάμενος ; καὶ Χειςὸν μοὶ δα λέγων ,
δύο δὲ ὑποτιθέμενος , τὸν μὲν δῆλον , τὸν δὲ δεσπότην ,
τὸν μου πάχοντα , τὸν δὲ μὴ πάχοντα ; Τίς ἡ ὄνησις
τῆς μιᾶς προσηγορίας,• δύο κειμενων πραγμάτων ; Το
το φρονείπω ἐν ὑμῖν , ὃ καὶ ἐν Χρισῷ Ἰησο .Ἰησο
λέγει τόπον τὸν ὁρώμενον , ὃν ὕτως ἐκάλεσε καὶ Παρθές
νας . Τέτο φρονείτω ἕκασος ἐν ὑμῖν , ὃ καὶ ἐν Χρισῷ
Ιησε . Τί δ ἐφρονήσαμον ἐν Χρισῷ Ἰησοῦ ; ὃς ἐν
μορφῇ Θεῷ ὑπάρχων , ἐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο , τὸ εἷς
ναι ἶσα Θεῷ . Τί ἐςι τὸ λεγόμενον; ὁ ἐξ ἁρπαγῆς ἐ
λευθερίων λαβὼν , οὐδὲν δουλικὸν ὑπομένει , ἵνα μη
πρόκριμα τῇ ἐλευθερίᾳ ποιήσῃ . Τί ἐν αυτός ; ἐπειδὴ
τῇ φύσει Δεασότης μὖ , ἐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο , τὸ εἶ
ναι ἶσα Θεῷ · τὸ δὲ τῆς οἰκονομίας εδὸν ἔβλαψε τ
Θεότητα . ὡς ἐν μορφῇ Θεῷ ὑπάρχων , ἐχ ἁρπαγμὸν
ἡγήσατο , τὸ εἶναι ἶσα Θεῷ , ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ἐκείωσε μορ
φτω δέλου λαβών . Εἰπέμοι το τῇ Μονογενῆς καίω
σιν· εἰ μὴ τὰ αἰθρώπινα πέπονθε , πε ἐκενώθη ; Ὅ
ταν δὲ λέγω πεπόνθαύαι Θεὸν , φυλάττων τὴν φύσιν ἀ
παθῇ , λέγω πάθος δ περιῆψε Θεῷ , καὶ φύσις πρ
θητή , ἀλλὰ ἡ πρὸς τὸ παθητὸν ζὕωσις . Ἐπειδὴ δὲ ὁ
φιλαύθρωπος Δεασότης͵ συμπαθῆσαι προέθετο τῷ οἱ
κέτη , εἶχε δὲ τίω φύσιν ἀπαθῇ , ενώσας ἑαυτῷ τὸ
παθ
ΠΡΟΣ ΝΕΣΤΟΡΙΟΝ . 399

παθητὸν , τὸν σκοπὸν αὐεπλήρωσεν . Οὕτω παραγέγου


νον ὁ Δεσπότης · ὅπως ἐπέση της φυγάδι , ὡς σιώδελος
φαινόμενος , καὶ ὡς Δεσπότης διερχειό , μορφω δόλου
δεικνὺς, καὶ χάριν Δεασότε χαριζόμενος . Πεινῶν ὡς
δῆλος , καὶ ἄρτες πηγάζων ὡς Θεός · κοπιῶν ὡς ανθρω
πος, καὶ ἐπὶ νώτε θαλάσσης βαδίζων ὡς Θεός . Ὑπο
τελλόμενος τὸν Σταυρὸν ὡς αὔθρωπος , καὶ δὲ τοῖς πά
θεσιν ἐπις το τὸ φαινόμενον , καὶ τοῖς θαύμασιν ἐδεί
κου τὸ κρυπτόμενον . Οὕτω φανεὶς ανθρωπος , ἡμᾶς ἅ
παντας εἰς τῷ οἰκειότητα συνήγαγον . Ἰωαίνω ἡμῖν
Διδάσκαλον ἐπέζησε τὸν Υἱὸν τῆς βροντῆς , τὸν κεχα
ρισμοίον τῇδε τῇ Μηξοπόλει , τὸ κοινὸν τῆς οἰκεμονης
κειμήλιον , τὸν οὶ
c δίχω πᾶσαν ἐκθέμενον των δυσέ
εἶχῳ
βειαν . Ὁ Λόγος γάρ φησι, σὰρξ ἐγώετο . Ὁ ὢν ἐγές
νετο σάρξ · ὢν μὲν διὰ τί φύσιν , ἐγενετο δὲ διὰ το
οἰκονομίαν . Δι ξ , καὶ μεθ 'δ , τῷ Παξὶ ἡ δόξα , καὶ
τὸ κράτος σου τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι , εἰς τὰς αἰῶνας
Αμ

6
3

ΛΟ
400

ΛΟΓΟΣ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Αναγνωσθεὶς ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Σωόδῳ ,


ἐπὶ τῷ ᾿Αρχιεπισκόπε Κυρίλλε

Λαμπρὰ τῆς παρέσης Ἑορτῆς ἡ ὑπόθεσις , καὶ και


νῳ σωτηρίαν τοῖς ἀνθρώποις κομίζεσα . Λαμπρὸς δὲ
καὶ ὁ παρών σύλλογος , ευχαρίςως το χάριν ὑποδε
χόμονος , καὶ δέδοται δαψιλὴς ἡ χάρις τοῖς μετ᾿ οὐχα
εισίας αυτῷ ὑποδεχομενοις . Τοσῦτον δὲ τὸ μέζον τῆς
δωρεᾶς παρέχεται , ὅσον τὸ μέγεθος τῆς εὐχαρισίας
ἐπὶ τῆς κομιζομενων τω χάριν. Ὡς ὅταν λαβὼν δω
ρεαν , οὐχαρισἧς τῷ δεδωκότι, ἐκ αντέδωκας ὑπὲρ ὧν
ἔλαβες μόνον , ἀλλὰ καὶ ὀφειλέτω σοι πλειόνων τὸν δο
τῆρα πεποίηκας . Εὐχαρίς ως ὖν προσδέξασε τω χά
εν , λαμπρον ἡμῖν ταύτων του πανήγυριν ἐπιδείξαν
τες. Ὑπόθεσις δὲ τῆς Ἑορτῆς , ἐμφανεια Θεῷ πρὸς αὐ
θρώπες ἐςίν · ἐπιδημία τῇ ἀεὶ παρόντος · ἐπιτασία
τῇ τὰ παύτα πληρῶντος· ἐποψία τὸ τὰ πάντα ὁρῶν
τος . Εἰς τὰ ἴδα ἦλθέ , φησι, καὶ οἱ ἴδιοι ἀυτὸν καὶ παὶ
ρέλαβον · μᾶλλον δὲ ἐν τῷ Κόσμῳ Κὖ , καὶ ὁ Κόσμος
င်
δι᾽ αὐτῷ ἐγένετο , καὶ ὁ Κόσμος αὐτὸν ἐκ ἔγνω ἀλλ'
οὐ τῆς τδ ανθρώπων κατηγορίας ἡ ἄγνοια ἅυτη · διὰ
5 Θειότητα φύσεως ανέφικτος λογισμοῖς ανθρωπίνοις
ἐςὶν ὁ Θεός . Οὐ πέφυκε γὰρ νοῦς ανθρώπων αυτὸν
καθορᾶν . Διαδιδράσκει την ανθρώπων τὸν νῦν ἡ θεία
φύσις . Ὑψηλοτέρα τδ ἡμετέρων ἐπὶ λογισμῶν . Ζη
μιέμεθα οὖν ἐξ ἀμείνονος φύσεως θεογνωσίαν , ὅ
περ ἵνα μὴ γενηται , αναλαμβάνει φύσιν ὁρωμάτω δ
ἀόρατος . Δέχεται σῶμα ψηλαφώμενον , ὁ ἁφῇ μὴ κρα
τού
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 401

τόμονος . Ὁ ἀόρατος Θεὸς , ὁρώματος γίνεται. Ὁ Λό


γός ψηλαφᾶται . Ο Μονογενὴς τοῦ Θεοῦ παῖς , συγ
γενὴς τῶν δόλων γίνεται , ἵνα μὴ διαλάθῃ τω γνῶ
σιν τῶν ανθρώπων ἡ ὑπερβαίνεσα ~ τὸν αὔθρωπον φύ
σις . Καὶ μὴ νομίσῃς ἀλόξιον τοῦ Θεᾶ τὸν Υἱὸν γε
γενημενον · πάλαι ᾧ ἡ Θεοῦ παρεσία προεμελετάτο
καὶ τοῖς τύποις ἀεὶ τοῖς ανθρωπίνοις ἐγνώθη φαινό
μενος , ὕλαις κελημένος ὁρᾶθαι παρ᾿ ἡμῶν δικαμοίαις .
Επεὶ παραμονέπω Ἰεδαῖος εἰς μέσον , παρίτω ὁ δια
πιςῶν τῇ τῇ Θεοῦ ἐμφανείᾳ φανείσῃ τοῖς ανθρώποις
ἐν ανθρώπου φύσει . Λεγέτω μοι, πῶς Μωϋσῆς εἶδε
Θεόν ; τὴν φύσιν εἶδε τὴν ἀόρατον ; ἐδαμῶς.Ανέφικτος
δ αὕτη λογισμοῖς ανθρωπίνοις · πῶς δὲ εἶδον ; εἰπέ ,
Εἶδον ἐκ τῆς βάτε αναπτόμενον πῦρ , καὶ τω βάτον δ
φθεῖρον . Διὰ τί ἦν ἀπιτες τῳ ἐκ Παρθοίς γεγεννη
μοίῳ , καὶ τω παρθενίαν μὴ φθείραντι ; ἢ σὺ μὲν ἀ
κέων, ὅτι ἐκ βάτε φθέγγεται Θεὸς, καὶ λέγει Μωϋσῇ ·
ἐγὼ ὁ Θεὸς Αβραάμ , καὶ ὁ Θεὸς Ισαακ , καὶ ὁ Θεὸς
Ιακωβ , καὶ ὅτι πεσὼν Μωσῆς προσκευε , πις δύεις, &
λογιζόμενος τὸ πῦρ τὸ ὁρώμενον , ἀλλὰ Θεὸν τὸν φθεγ
γόμονον . Ὅταν δὲ Μήξας Παρθονικῆς μνημονούσω ,
βδελύασῃ , καὶ ἀποσρέφη ; τί γὰρ οὐτελέςερον , εἰπὲ ,
βάτος, ἢ Μήζα παρθενικὴ καθαρὰ τῆς ἁμαρτίας πα
Sῶν ; Οὐκ οἶδας, ὅτι τὰ ἀρχαῖα μελέτη των νεωτέρων ,
το να γενομοίων ἐςί ; τὰ δ μυσήρια προτυπεν
ται διὰ τοῦ παλαιῶν. Διὰ τῦτο βάτος ανάπτεται, πῦρ
φαίνεται, καὶ τὰ πυρὸς ἐκ ἐνεργεῖ , ἔτε μίω κολάζει .
Αρα ἐν τῇ βάτῳ οὐχ ὁρᾷς τὴν Παρθαίον ; ἆρα ἐν τῷ
πυρὶ ὦ βλέπεις τὴν φιλανθρωπίαν το παραγενομούς ;
Ο κριτὴς ἐν τοῖς κρινομοίοις , καὶ κρίσις οὐ γίνεται .
Ο δικασὴς ἐν τῖς καταδίκοις , καὶ εδαμε τιμωρία
Κριτὴς ἐπέση & κρίνων , ἀλλὰ διδάσκων, ὦα καταδικά
ζων , ἀλλ᾿ἰαξ δύων . Ὁρᾷς, πῶς ἐκεῖνο τὸ ἥμερον πῦρ ,
τω ὧδε φιλανθρωπίαν ἐμήνυσε ; μὴ θαυμάτῃς, εἰ διὰ
Μήξας παρθενίκης , Θεὸς ὤν , τίκτεται. Οὐδὲν τὸ ὕα
Eucicl. Tom . II . CC βριν
ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ
402

βειν ἡγεῖται Θεὸς , ὃ πρόξιόν ἐςι σωτηρίας τῆς ανθρώ


πίνης. Σὺ δέ μοι μὴ ὅτως οὐτελῆ τίω φύσιν τῷ Θεοῦ
ὑπολάβης , ὡς καὶ ἐφικτίω ὕβρεσι γενέθαί ποτε . Οὐς
δὲν γὰρ , ὧν εἵλετο δι᾿ ἡμᾶς εὐτελῶν , ὑβρίζει τω
φύσιν ἐκείνω . Οἰκειται δὲ
e/ τὰ ἐλάττονα , ἵνα σώσῃ
•· τω φύσιν τοὺ ἡμετέραν . Ὅταν ἦν τὰ μὲν
αὐτελῆ τὸ
μακαρίς Θεῷ τω φύσιν μὴ ὀνυβρίζει; σωτηρίων σε από
θρώποις ἐργάζηται, πῶς ἐρεῖς τὰ αἴτια τῆς ἡμῶν σω
τηρίας , ὕβρεως πρόξονα τῷ Θεῷ γεγονείαι ;
Ωφθη τοίνων Θεὸς σήμερον διὰ τῆςΠαρθοίες και
ἡ Παρθενος ἔμεινε Παρθαίος , καὶ Μήτηρ ἐγίνετο . Ὁ
δ ἀφθαρσίας πρόξενος , φθοραὶ οὐκ ἐργάζεται . Ὁ
Ποιητὴς ἀφθαρσίας , οὐδὲν διέφθειρε . Ἐπειδὴ δὲ καὶ
Φωτεινὸς ψιλὸν αὔθρωπον λέγει τὸν γεγεννημένον, μὴ λέ

γων Θεῷ εἶναι τόκον , καὶ τὸν ἐκ μήξας προελθόντα , α
θρωπον διῃρημενον Θεῷ ὑποτίθεται, λεγέτω μοι ναῷ ,
πῶς φύσις ανθρωπίνη διὰ Μήξας παρθονικῆς τικτομούν ,
τὴν παρθονίαν τῆς Μήξας ἐφύλαξον ἄφθαρτον ; ἐδονὸς
5 ανθρώπο Μήτηρ , Παρθοίος μεμούηκεν . Ὁρᾷς, πῶς
διτττ εἴνοιαν περὶ τὸ τεχθέντος παρέχει μοι τὸ γε
tw
γενημενον ; εἰ μοὶ δὲκαθ᾽ ἡμᾶς ἐτέχθη, ανθρωπος
Εἰδὲ τω Μητέρα Παρθαίον ἐφύλαξε, Θεὸς ὁ τεχθεὶς
τοῖς εὖ φρονοῦσι γνωρίζεται . Θεὸς δὲ ἐπεδήμησε τῷ
Κόσμῳ , καὶ τόπον ἐκ τόπε μεταβὰς, ἀλλὰ φύσιν͵ πέ·
αιθέμενος το ἐμίω , καὶ ὡς εἶπον, ὀφθώσι θελήσας ,
τω φύσιν ἀόρατος· ὥσε ἐκ ἔχον ἀρχω τὸ εἶναι
Θεὸς ἐκ τῷ τόκε , ἀλλὰ τῷ φανται ανθρώποις . Ἐπα
δὴ δ Θεὸς Κὖ , ανθρωπος γενέθαι προείλετο διὰ φι
λανθρωπίαν τῷ περὶ ἡμᾶς , ἵνα ἡμεῖς τὸν κτίςω ως
συγγενῆ περιπτυξώμεθα , ἵνα ἔχωμεν θαῤῥεῖν , οἱ ἐξ
οἰκείων κατορθωμάτων παῤῥησίαν ἐκ ἔχοντες . Ἐπὶ
γὰρ τοῦ βήματος ἀχθούτες , οἱ ἐξ οἰκείων ἀρετῆς μὴ
παῤῥησιαζόμενοι, ὡς ἐκ συγγενῆς ἰδίῳ καρπῶνται τὴν
παῤῥησίαν . Τί ἐν ; ἐπιδημεῖ Θεός , ὡς ἄνθρωπος ,
τόπον ἐκ τόπε ἀμείβων , ἀλλὰ τω ἀόρατον φύσιν ἐν
πιδει
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 403

πιδεικνὺς ὁρατίω , καὶ ὀφθεὶς ὡς αὔθρωπος καὶ συγκε


νὰς ανθρώποις φανεὶς , καθὼς καὶ ὁ Εὐαγγελικὴς ανα
κηρύττει λέγων · ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγοετο . Καὶ
πῶς , φησὶν , ὁ Λόγος ἐγενετο σάρξ ; πῶς δυνατὸν, τὸν
Θεόν Λόγον γενέθαι αἴθρωπον ; Ἐρωτᾷς τὸν ζόπον τῆς
τῷ Θεῷ θαυμάτων ; εἰ ἐφικτὸν ἰὖ ἡμῖν τὸ ἀκατάληπε
τον το Λόγε , ἐκ [ ὖ θαῦμα , ἀλλὰ κατὰ φύσιν πρᾶγε
το
μα · εἰ δὲ θαῦμα , καὶ σημεῖον τὸ γεγονημενον , Ὅπα
τι
ραχώρει τὸν λόγον τῷ θαυματεργέντι Δεασότῃ .
δ ἐγένετο , γνῶναι σε βέλομαι , καὶ τὸ ἐκ τὸ γενομενε
κέρδος τῇ πίσει καρπώσαθαι , πῶς δὲ γέγονε , τῷ ἐ
νεργῶντι παραχώρει . Ἢ σὺ τῷ μοὶ αζῷ πις δεις
σαροςάττοντι, καὶ καὶ περιεργάζῃ τὸνξόπον τῆς θερας
πείας, πισδύων τῇ τέχνῃ τω σαυτῷ σωτηρίαν . Ἀλλ᾿
ἐδὲ ἄλλος τις , ἄτεχνος ὤν , τὸν τῷ τεχνίτε περιεργάζε
ται ζόπον · ἀλλὰ γνωρίζει μεν τὸ γενόμενον , τὸν δὲ
ξόπον τῇ τέχνῃ παραχωρεῖ. Σὺ δὲ παύτων τῆς ὑπὸ
τῇ Θεᾶ τεθαυματεργημένων τὰς λόγους ἐπιζητεῖς , ὡς
axiga
ων τῶν λόγων · , ἵνα τὰ αὐτὰ τῷ Θεῷ θαυματερο
γῆς καὶ σύ ; ἀλλ᾽ ὅπερ ἔλεγον , καὶ να λέγω παράγο
ματος , ε τὸν λόγον ἐπιγινώσκομεν , τότε ἡ φύσις οὐ
θαῦμα ἐςιν , ἐδὲ σημεῖον . Τοσᾶτον τί ἐςιν ὃ λέγω ;
οἰκοδόμος κτίζει οἶκον . Τὸν λόγον γινώσκομεν , τὰς
ἅλας σωτεθείσας γνωρίζομεν , λέγειν τὸ γεγονημενον
δυνάμεθα , εἰ καὶ δι' ἀτεχνίαν ἐνεργεῖν ἐκ ἐσμοὶ ἱκα
νοί . Ἔπλασε τῷ ἐκ γενετῆς τυφλῷ ὀφθαλμὸς ὁ Μα
νογενὴς τῇ Θεοῦ Λόγος ἐκ πηλῶ . Τέτο ὑπὲρ λόγο
ἐπὶ τὸν ἡμέτερον · θαῦμα καλεῖται, λογισμοῖς ανθρώ
των ἐκ ἐρδυνώμενον · σημεῖον καλεῖται ὑπὲρ τῷ συ
νήθη φύσιν γεγονημενον . Καὶ ὅτι μεν ἐγενετο, ἴσμεν ,
τὸν δὲ ξόπον λέγειν , ἐκ ἔχομεν, ἐκ πηλῶ μον δ κα
γάμος , καὶ πλίνθος κατασκευάζεται , ἐκ ὀφθαλμῶν
σύγένεια πράττεται , ἐχ ὑμῶνες λεπτοὶ γίνονται, ἐχ
ὁράσεως ποικιλία συνίταται , καὶ περιφερείας ἀκρίβεια
μετὰ τοσαύτης διχοίας τορνδβεται . Πηλὸς καὶ πέφυκεν εἰς
CC 2 -
404 ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ
·
ὀφθαλμῶν ανάγεσθαι οι γονειαν . Οὐμῶν ὅπερ ἡ φύσις
τῆς γῆς ἐκ ἐπιδέχεται ( οὐ γὰρ πέφυκεν ἐπιδέχεται
ὀφθαλμῶ των ἰδέαν ) ταύτω ἐδέξατο , το θαυματερ
γέντος πρὸς τὸ ἑαυτὸ θέλημα τω φύσιν ἑλκύσαντος ,
ἐκ αυτῷ δελύοντος τῳ λόγῳ τῆς φύσεως. Μηκέτι ἦν
εἰς ἀπούειαν ανθρωπίνης κατάπιπτε φύσεως , μηδὲ λέ
γε˙ πῶς ανθρώπε φύσις ἐχώρησε τὸν Θεόν ; πῶς Θεὸς
γέγονον αὔθρωπος ; πῶς Θεὸς Λόγος σαρξ ὁρωμον
γεγενηται ; ἀλλ᾽ὅτι μου γέγονε πίςδε , τὸν δὲ ξόπον
εἰδούαι δὸς τῷ πεποιηκότι . Εἰδὲ θέλεις καὶ ἐξ ὑπο
δείγματος σαφίωίσαι τὸ προκείμενον , ἐγὼ δείξω σοι
πῶς τὸ ἀσώματον σωματόται , τὸ ἀόρατον ὁρᾶται , τὸ
ἀψηλάφητον ψηλαφᾶται , δ τ η οἰκεία φύσει μεταβλη
τῇ
θα , ἀλλὰ αὐαλαβὸν χῆμα ὁρώμενον , καὶ ψηλαφώμε
νον . Ὁ λόγος ὗτος, ὁ προφορικὸς ἐκ τῶν ανθρώπων
φημὶ, ᾧ κεχρημενοι ἀλλήλοις τε συγγινόμεθα , καὶ τὰ
ἐνθύμια ἀλλήλοις ἑρμωδώομον , λόγος ἐςὶν ἐχ ὁρώ
μονος , ἀλλ᾽ εἰδὲ χειρὶ ψηλαφώμενος , ἀκοῇ δὲ μόνον ἐνη
χέμενος . ᾿Αλλ᾿ἐπειδαν τὸν προφορικὸν λόγον ὑπόδειγ
μα τῇ ὀνυποςάτου Θεοῦ Λόγου φέρω , μὴ νομίσῃς με
προφορικὸν λέγειν τὸν Θεὸν Λόγον , ἄπαγε. Λόγος
εἴρηται ὁ Μονογενής , ἑρμωδάσης τῆς θείας Γραφῆς τὸ
ἀπαθὲς ἀυτῷ τῆς γεννήσεως . Ἐπειδὴ καὶ νῦς ανθρώ
πων ἀπαθῶς τίκτει τὸν λόγον . Διὰ τῷτο ὅπου μα
Υἱὸν ἀυτὸν προσαγορεύει το Παζὸς, ὅπε δὲ Λόγον -
νομάζει, ἑτέρωθι ἀπαύγασμα καλεῖ ἡ θεία Γραφὴ , -
καζον τέτων τῆς ὀνομάτων περὶ ἀυτῷ λέγεσα , ἵνα νοῇς
τὰ περὶ Χeις λεγόμενα βλασφημίας ἐκτός . ῎Αλλοτε
δ ἄλλαις περὶ αυτό προσηγορίαις ἐχρήσατο , ἡρμοσ ·
μούτω δόξῃ Θεῷ૧ τω διδασκαλίαν ποιήσαθαι θέλεσα .
0
Οἷον τί ἐσιν, ὃ λέγω ; Υἱὸν καλῶ τῷ Παζὸς τὸν Μο
νογενῆ , τὸ ὁμούσιον τῇ φύσει παρασῆσαι θελήσασα .
Επειδή δ ὁ σὸς Υἱὸς τῆς ἀυτῆςσοι φύσεως γεγοννται ,
βελόμενος ὁ λόγος , μίαν ἐσίαν δεῖξαι Παζὸς καὶ Υἱε ,
λέγει Υἱὸν τῇ Παξὸς , τὸν ἐξ ἀυτῷ γεννηθούτα Μονό
γενῆ .
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 405

γενῆ . Εἶτα ἐπειδὴ γέννησις , καὶ Υἱὸς ἐφ᾿ ἡμῶν ἔμφασιν


παρέχει τῇ κατὰ τοὺ γέννησιν πάθες , τῦτον τὸν Υἱὸν
προσαγορεύει καὶ Λόγον , τὸ ἀπαθὲς τῆς γεννήσεως τῷ
ὀνόματι τότῳ δηλῶν . ᾿Αλλ᾿ ἐπειδὴ Πατήρτις γενόμενος
ὡς αὔθρωπος , ὁμολογιομοίως πρεσβύτερος τῇ ἰδίε Υἱ
ἐπιδείκνυται, παρεχέσης τῆς προσηγορίας αυτῆς προε
πινοεῖ τῷ Υἱὲ τὸν Πατέρα , ἵνα μή
μὴ αυτό
αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῆς
θείας φύσεως ὑπολάβης , συνυπάρχοντα δὲ τῷ Παζὶ
τὸν Μονογενῆ νοήσῃς διεκῶς , ἀπαύγασμα καλῶ τὸν
Μονογενῆ τὸ Παζός . Τὸ δ ἀπαύγασμα τίκτεται μον
ἐξ ἡλίε , εδαμῶς δὲ νοεῖται τῇ ἡλίου μεταγενέτερον
ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἕπερ ὁ ἥλιος ἔκτοτε τὸ ἡλίο τικτόμενον τὸ ἀ
παύγασμα νοῦμε » . Τὸ ἦν συνυπάρχειν ἀεὶ τῷ Παζὶ
τὸν Υἱὸν , μίωυέτωσοι τὸ ἀπαύγασμα · τὸ ἀπαθὲς τῆς
γεννήσεως , δηλέτω ὁ Λόγος · τὸ ὁμούσιον ὁ Υἱὸς γνω
ριζέτω
Αλλ᾿ ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὸ προκείμενον , καὶ το σή
P
μερον τεχθέντος Θεοῦ Λόγου δηλώσωμον τῷ ἐμφά
νείαν , καὶ διὰ ὑποδείγματος ἐπιδείξωμον , πῶς τὸ τῇ
φύσει μὴ ὁρώμονον , ὁρώμενον γίνεται, καὶ τὸ μὴψηλά
φώμενον δι᾽ ἀσώματον φύσιν βρίσκεται ψηλαφώμενον .
Ο λόγος τοίνω ὗτος , ὃν προφέρομον ταῖς πρὸς ἀλλή
λες ὁμιλίαις , ὧπερ κελήμεθα , λόγος ἐπὶν ἀσώμα
τις , οὐ τῇ ὄψε φαινόμενος, οὐχ ὑφῇ ψηλαφώμενος ,
ἀλλ᾽ ἐπειδαν ὁ λόγος ὀνδύσηται γράμματα καὶ ςοιχεία ,
φαινόμενος γίνεται , ὄψε καταλαμβάνεται , αφῇ ψηλα
φᾶται . Ὑπόθε γάρμοι τινὰ φθεγγόμενον πρός τινα ,
μὴ ὁ προϊὼν ὁρᾶται λόγος ; μὴ τῇ cl χειρὶ ψηλαφῶμαι
τὸν προχεόμενον λόγον ; Ἐσὺ δὲ ἃ εἶπον , ἐν χάρτη
γράψης, ο πρότερον οὐχ ἑώρας , ἕτερον ὁρᾷς · καὶ ὅ
πὲρ ἐκ ἐψηλάφας πρότερον εἶδος· το λόγο, τῦτο διὰ τῷ
χάρτε ψηλαφᾷς καὶ τῷ γραμμάτων . Τίνοςδεκcν ; ὅτι
ὁ ἀσώματος λόγος τὸ σῶμα τὸ χάρτε , καὶ τὸ χῆμα
της τοιχείων ἐνδέδοται . Οὐκῶν ἐπειδὴ σαφὲς τὸ ὑπό
δειγμα γέγονε , καὶ ὑπεμνήθης τις ὑποδείγματι τις γε
cc 3 νομέ
406 ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ

νομείῳ κατὰ συνήθειαν , φέρε δείξωμον , πῶς ὁ Μονο


γενὴς Υἱὸς τῷ Θεῷ ὁ Θεὸς Λόγος , ὁ προαιώνιος σιμών
τι Παξὶ , ἀσώματος ὢν τῇ φύσει , ανθρώπε φύσιν.
οἰκειωσάμενος ὕφερον , ἐτέχθη διὰ Παρθούν , οὐκ ἀρ
χω λαβὼν τῷ εἶναι Θεὸς , ἀλλ᾽ἀρχώ λαβὼν τὸ φα
ναι ανθρωπος . Μὴ δ εἴπῃς , ἐπειδὴ παρὰ τῇ Πα
Τὸς γεγούνηται óὁ Μονογενῆς , πῶς ἐτέχθ
~ η πάλιν ἐκ
Παρθείς ; ἐκ τὸ Παζὸς γεγόνηται τῇ φύσει, ἐκΠαρ
θαίου γεννᾶται δι οἰκονομίαν . Ἐκεῖνο ὡς Θεὸς , τότο
ὡς αὔθρωπος · ἐπεὶ καὶ ὁ σὸς λόγος γενημάત ἐςι τῆς
σῆς διανοίας . ᾿Αλλ᾿ ἐπειδαν τὸν λόγον τόπον , ὃν ἔτεκεν
ὁ σὸς νᾶς , ἀνθεῖναι θελήσῃς καὶ ςοιχείοις καὶ γράμα
μασι , καὶ ἐντυπῶσαι βεληθῆς τῳ χάρτη , χειρὶ γρά
φεις τὰ γράμματα , καὶ ζόπον τινὰ πάλιν διὰ τῆς χει
ρὸς τίκτες τὸν λόγον , καὶ τότε λαβόντα τ᾿ ἀρχῶ τῇ
εἶναι , ὅτε διὰ χειρὸς ἐγράφη , δὲ τότε προελθόντα 9εἰς
ρ
τὸ εἶναι , ~ὅτε ἡ χεὶρ ἐνετύπε τὰ γράμματα · ἀλλ᾽ ἐκ
με τὸ νῦ γεγενηται , τὸ δὲ φανται τῳ ἀρχ ἐκ
τῆς χειρὸς ὁ λόγος ἐδέξατο τυπέσης τὰ γράμματα .
(

Επεὶ ἐν τὸ ὑπόδειγμα σαφὲς , καὶ ἡ εἰκὼν γνώριμο
τάτη γεγοννται , φέρε τῳ πρωτοτύπῳ ἐφαρμόσωμον τὴν
εἰκόνα . Ωδε νᾶς , ἐκεῖ νόει : Πατέρα · ὧδε λόγον ἐκ
τᾶ να γινώσκεις τικτόμενον , ἐκεῖ Λόγον ἐσιώδη καὶ ἐ
νυπόςατον νόει ἐκ τῇ Παζὸς γεγονημενον · ὧδε χεῖρα
βλέπεις διὰ γραμμάτων τέκτησαν λόγον , ἐκεῖ νόει Παρ
θείον διὰ τὸ σώματος τὸν Λόγον ὠδίνεσαν , ἐχὶ τω
ἀρχω Θεότητος δᾶσαν διὰ τὸ τόκε , μὴ γνοιτο , ἀλλὰ
τὸ φαντῶαι Θεὸν ανθρώποις γενόμενον αὔθρωπον . Ἐ
πειδὴ τὸ ἐγενετο ὅπερ ἐγώ , αναγκαίως ἐτέχθη καθά
περ καγω μετὰ τῆς ἐμῆς φύσεως , καὶ τὸν ἐμὸν τόκον
αναγκαίως αἱρόμενος . Διὰ τῦτο καὶ γέννησιν ὠμειώσατο
ὁ Θεὸς Λόγος , καὶ Μητέρα κατάσατο τω Παρθούον ,
καὶ διὰ μήξας ἦλθε κοσμεμούης τῇ παρθονίᾳ . Οὐδο
ὧν ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἐδελύσσεται . Ἐπειδή περ ἐδωὶ
ανάξιον αυτῷ τῆς ἔργων ἐγενετο . Πώτα καλὰ καὶ κατ
λα
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 407

λὰ λίαν , ἐαὶ ταῦτα ἴδωμεν , ὡς ὁ πλάτης εἶδε γεγον


μώα. Εἶδε δ ὁ Θεὸς τὰ παύτα ὅσα ἐποίησε , καὶ ἐ
δὲ καλὰ λίαν . ᾿Απαθέσι βλέπε παύτα τοῖς ὀφθαλ
μοῖς , καὶ εἰ ὡς ὁ Θεὸς ἀὐτὰ βλέπεις , λίαν καλά
Εξόρισον τὸ πάθος , καὶ γνωρίσεις τ ούγένειαν τὸ
γενομούς . Τί ἦν θαυμασὸν , εἰ ἐν ἰδίῳ ἔργῳ καὶ οἴκῳ
κατεσκλύωσιν ὁ Θεός ; Σὺ δὲ λέγεις , ἀξίως με ἀν
τὸν ἐν Οὐρανοῖς κατοικεῖν , αναξίων δὲ μον αυτῷ τὸν
ανθρωπον οἴει , κείνων τὰ πράγματα καὶ τῇ ἀληθείᾳ
τῷ λόγων , ἀλλὰ τις πάθει καὶ τῇ προλήψει . Τί
ὑψηλότερον , εἰπέ μοι , Οὐραιος , ἢ αὔθρωπος ;μὴ γάρ
μοι τῇ τδ ςοιχείων πρόχης λαμπρότητι, μηδὲ διὰ τὴν
εὔχροιαν προκρίνης τω φύσιν , μηδὲ τῷ ἐκπηδῶσαν
μαρμαρυγίω τῇ ἡλίκ καταπλαγῆς , μηδὲ ὅτι ἐγὼ δέρ
μα τε καὶ κρέας ἀδέδομαι κατὰ τὸν θεῖον Ἰώβ , ἀλλά
λογικῆς ψυχῆς τω συγένειαν σκόπησον . Βλέπε τω
ανθρώπο κατασκε , καὶ θαύμασον τὸ ζῶον . Νοῦν
έχει παύτων ζώων κρατῶν τε καὶ ἄρχειν δυνάμενον .
Χεῖρας ἔλαβαν ὑπηρετεμοίας τὸ νῦ τῇ σοφίᾳ , ὄργανον
παντοδαπῆς τέχνης δημιεργά . Μόνον της κτιθετων
παύτων ἀνάγκης ἐλεύθερον γέγονε . Κύριον γνώμης -
δίας μόνον τὸν ανθρωπον ἔκτισαν ὁ Θεός . Οὐχ ὁρᾷς
ἥλιον Καγκασμονες ξέχοντα δρόμος ; καὶ βλέπεις μο
νοειδῆ αυτό τω φοραν ; διὰ τί ; ἐπειδὴ γνώμης ἰδίας
καὶ γέγονε κύριος . Σὺ δὲ προέρχῃ ἐλεύθερος, παράτα
τεις ὃ βέλῃ , ἐκ ἔχεις ανάγκίω ὠθεσαν σε βίᾳ, ἐς
λεύθερος τῇ ψυχῇ κατέσης . Ἥλιος δοῦλος ανάγκης ,
αὔθρωπος δὲ τω γνώμίω ἐλεύθερος . Τίς ἐν ἀμείνων ,
εἰπέμοι, ὁ δῆλος , ἢ ὁ ἐλεύθερος ; ὁ ὑπὸ ζυγὸν ανά
γκης, ἢ ὁ πάσης ανάγκης ἀπόλυτος ; Οὐδὲν ἦν θαυμα
τὸν δὲ παράδοξον , εἰ ἐν ανθρώπῳ ᾤκησα » ὁ Θεὸς ,
ὃν ἰδίων εἰκόνα δθὺς πλάσας κατάσατο . Τ ο πε
eὶ τὸν ανθρωπου πρόθεσιν ὁ Θεὸς δ᾽θὺς ἐν τοι
2
μίοις τῆς κτίσεως ἐπεδείξατο , χῶν μοὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς
γῆς καὶ πλάσας αὐτὸν , εἰκόνα δὲ κατασκευάσας τῆς
CC 4 ἰδίας
Υ
408 ΘΕΟΔΟΤΟ ΑΓΚΥΡΑΣ .

ιδίας Θεότητος . Διατί ἐν ὃν ἔμελλε τῇ κατασκευῇ τῆς


μᾶν , ὅπως ἐξ οὐτελῆς φύσεως ἔπλασε; διατί μὴ ἀπὸ
της λαμπρότητος τῇ ἡλίου λαβὼν ἐποίησεν αυτὸν τὸν
ανθρωπον , ἀλλ᾽ ἀπὸ γῆς καὶ χοὸς ἀυτὸν διαπλάττε ,
τῇ κάτω κειμενε καὶ πατεμούς τοιχείου ; Τίνος
+ δεκcν ;
θέλεις μαθεν ; ἐπειδὴ τῇ ἑαυτῷ εἰκόνι ἔμελλε τιμᾷν
τὸν οὔθρωπον , οὐτελῆ αὐτῷ δίδωσι τω φύσιν , ἵνα ἡ
ἀπό
ὑπερβολὴ τῆς τιμῆς μὴ ἐπαίρῃ τὸν ανθρωπον εἰς
νοιαν, ἵνα ὅταν ὑπὲρ τω φύσιν τιμήσῃ , συςαλῇ τῇ
το
μνήμῃ τῆς φύσεως , καὶ γνωρίσῃ τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς,
οὐ τῆς ἀυτῷ ἀξίας , ἀλλὰ τῆς χάριτος το δεδωκότος .
Οὐκῶν καὶ τότο φιλανθρωπία τα κατασκευάσαντος ζὖ ,
τὸ τω εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐκ γῆς ἔχειν τω φύσιν · ἐνέ
χυρον ὼ εἶχε τίω φύσιν μετείε φρονήματος · ὥσε δι
γενὲς ζῶον ὁ αἴθρωπος , εἰ καὶ ἕτερον ὑβρίθη τοῖς ἐ
πεισελθᾶσι παθήμασι . Μὴ τὸ αυτὸν εἴδης προσκε
κρεκότα , ἀλλὰ πρὸ τῆς παραβάσεως το νόμο , τῆς εἰς
μόνος τῇ Θεοῦ τώ ευγενειαν λόγισαι. Τί ἐν ὀξοτε
λίζεις τὸν ἔκπτωτον , τῆς πρώτης αυτό κατασκευῆς ἐπι·
λελησμενος , καὶ το τιμίω του ἀρχαίαν 8 λογιζόμενος,
καὶ τῷ αὐτῷ πάλιν μετὰ πολλῆς τῆς φιλοτιμίαςἀποδέδω
κεν ὁ Θεὸς , ενώσας ἑαυτῷ τὴν ἰδίαν εἰκόνα ; Οὐδὲν
Y ἐν
ἀπᾷδον τῆς ἐκείνε φιλανθρωπίας ἐγένετο ἐδὲ δ ἐφύ
Besov ἀγαθῷ Δεσπότῃ, κοινωνῆσαι δέλῳ τῷ δελικῶν
3
εἰς ὠφέλειαν οἰκέτε . Οὐ γὰρ ὑβρίζεται τέτοις ὁ ἀγα
θὸς , ἀλλ᾽ ὅπερ ἐςὶ , διὰ τῷ τοιέτων γνωρίζεται . Καὶ
μὴ θαυμάσης τα πράγματος · καὶ δὸ ναοῦ ἐαὶ σεαυτὸν
οἶκον κατασκευάσῃς Θεό , καὶ ἐν σοὶ κατοικεῖ , εἰ καὶ μὴ
ὅτως ὡς ἐν τῷ Χειςῷ · ἐν τῷ Χρισῷ ᾧ κατοικεῖ ποῦ
τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς . ᾿Αλλ᾽ ὦ τὸ θαύ
ματος ! ποὺ τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος ἐν οι σωματι
1
κῶς κατοικεῖ, καὶ παντα πληροῖ καὶ ὑπερέχει τω κτί
σιν , ὅλος ὢν ἐν οὶ , καὶ τῷ κτισμάτων ἐδονὸς χωρί
ζόμενος . Καὶ μὴ δήσοι τὸ εἰρημένον φανέθῳ ἀδεία
τον καὶ δ κἀγὼ να προφέρομαι λόγον ' έτος ὁ λό
γος
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 409

γος ἐξὶν ἐν οἷ, καὶ ἐν πᾶσιν ὁ λόγος γέγονε , καὶ


λον τὸν λόγον ἐχώρησεν εἷς , καὶ ὑπὸ πλήθος ὁ λόγος
καὶ περιγράφεται . Εἰ τοίνω τὸ "πρᾶγμα γινόμενον καὶ
φθειρόμενον καὶ ἐν οἱ ὅλον οἰκεῖ, καὶ ἐν πᾶσι γίνεται,
τί θαυμαςόν σοι φαίνεται, εἰ ὁ Θεὸς ὅλος ἐν Οὐρα
νῷ καὶ ἐν πᾶσιν ευρίσκεται ;~
Ὑπόθεσις τοίνω τῆς νῶ πανηγύρεως , τὸν Θεὸν
γενέθαι ανθρωπον , ἑλόμενον τὰ ανθρώπινα , ἵνα δῷ
τὰ θεϊκὰ , καὶ οἰκειωσάμενον τὰ πάθη , ἵνα χαρί
σῆται τῷ ἀπάθειαν , ὑπεισελθόντα θανατον , ἵνα τ
ἀθανασίαν δωρήσηται · καὶ ἴδια τὰ τ8 ανθρώπων ἐκ
τήσατο πάθη , καὶ τω φύσιν μεταβαλλόμενος , τῇ δὲ
γνώμῃ τοῦτο οἰκειούμενος · καὶ λίαν εἰκότως ταῦτα
οιεῖ , τὸν ανθρωπον σῶσαι προθέμονος . Διὰ ποίαν
οὖν αἰτίαν ἴδια τὰ πάθη τὰ τοῦ ἀνθρώπων πεποίη
ται ; ἐπειδὴ ἐβέλετο πάθος πάθει αναιρεῖν , καὶ θα
νάτῳ καταργῆσαι θανατον , καὶ διὰ τὸ ὁμοειδῶν τὰ
ὁμοειδῆ καταπαλαῖσαι ἠθέλησα . Οἰκεῖται τὸν Σταυ
ρὸν , ἰδιοποιεῖται τὸ ῥάπισμα , τὸν δεσμὸν ἑαυτῷ πε
ποίηται, ἵνα Θεῷ γενόμενα τὰ πάθη κατὰ παθῶν ὀξg
σίαν λάβωσιν . Οὔτε τὸ φύσις Θεῦ ἠδίκηται · ἐδὲ γὰρ
μεταβολῇ ἰδίᾳ τὰ πάθη ἐδέξατο , καὶ τω ἰχω παρὰ
Θεῷ τὰ πάθη κατὰ τδ ὁμοειδῶν λαμβάνει. Λοιπὸν
ὁ ἀθάνατος ὡς Θεῷ γενόμενος καταργεῖ
2 τὸν θαύατον
Καὶ ἀποθανὼν λύει τίω τυραννίδα το θανάτε , ἐπειδὴ
καὶ Θεὸς καὶ αὔθρωπος Ι . Οὐ δ ψιλὸν ανθρωπον
ἐςαύρωσαν οἱ Ἰνδαῖοι , δὲ τω ὁρωμα μόνον και
θήλωσαν φύσιν , ἀλλ᾽ εἰς τὸν ἐν αὐτῇ Θεὸν ἤγαγον τὰ
τολμήματα , τῆς Κνωμένης φύσεως οἰκειωσάμενον τὰ
πάθη . Καὶ ἵνα σοι καὶ τῦτο γενηται σαφὲς , ἐπὶ τὸ ἐν
ἀρχῆ ῥηθοὶ ὑπόδειγμα τὸν λόγον ἀγάγωμα . Κάπω
ᾧ Βασιλέα φθέγγεθαι λόγον , καὶ τῦτον ἐτυπᾶσαι
διὰ γραμμάτων χάρτῃ τινὶ , τῇ λεγομούη Σάκρα , καὶ
ἐξαποςέλλειν ταῖς πόλεσι τὸν λόγον ἠμφιεσμένοι καὶ
χάρτῃ καὶ γράμμασιν , ἐλευθερίαν χαριζόμενον , ἢ ἄλ
λά
410 ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ

λᾳ δῶρα βασιλικὰ τοῖς δεομοίοις κομίζοντα . ᾿Αλλὰ


ταύτίω τω λεγομούμυ Σάκραν τῇ τὸ Ἰταλῶν φωνῇ ,
ὑποδεχέθω ἄπιςός τις , καὶ ἀπειθὴς , καὶ τῆς πόλεως
ἐχθρὸς , καὶ τὸ Βασιλέως πολέμιος , καὶ λαβὼν τὸν χάρ
τά , διαῤῥηγούτω . Τί ἐῤῥάγη ἐνταῦθα , εἰπέ μοι ;
χάρτης μόνος , ἢที καὶ ὁ λόγος ὁ βασιλικός ; καὶ μίω , εἰ
χάρτης μόνον διεῤῥάγη , αυτὸ‫ او‬μόνον εὔωνον.Τ τὸ φθα
ρο , αὐούθυνος ὁ ρήξας , ἢ ποτε ὀβολοῖς μόνοις ὑ
πεύθυνος Ι . ᾿Αλλὰ δίδωσι δίκω τω ἐχάτω , καὶ
τιμωρῆται , καὶ τοὺ ἐπὶ θαύατον ἄγεται , ἐχ᾽ὡς ὁ χάρτ
του λυμηνάμενος μόνον , ἀλλ᾿ὡς καὶ λόγον διαρρήξας
βασιλικόν . Καὶ μίω ὁ τῇ Βασιλέως λόγος ἐςὶν ἀπα
θῆς, ἔτε χερσὶ λαμβανόμενος τῇ ἑαυτῇ φύσει , οὐδὲ
διαῤῥαγμαι δυνάμενος . ᾿Αλλὰ καὶ αυτὸς διεῤῥάγη , το
χάρτου , καὶ τῶν γραμμάτων τὸ πάθος οἰκειωσάμενος
Ορᾷς πῶς τὸ ἀπαθὲς δέχεται πάθος, ἐπειδαν φύσει

κοινωνήσῃ παθητικῇ; ἐδὲ δὲ ὁ λόγος τῇ οἰκείᾳ φύσει


διέῤῥηκτο , καὶ τὸ πάθος το χάρτε , καὶ τῷ τοιχείων ἐπ
δέξατο . Μὴ θαῤῥείτω τοιγαρὲν ὁ Ἰδαῖος , ὡς μιλὸν
το
ανθρωπον ταυρώσας τὸ γὰρ φαινόμενον χάρτης Κὖ
τὸ δὲ ἐν ἀυτῷ κρυπτόμενον , λόγος βασιλικὸς, ἐκ φύτ
σεως , οὐ διὰ γλώττης προενεχθείς . Λόγος μου δ ὁ
Μονογενὴς λέγεται , καὶ προφορικὸς δὲ, ἀλλ᾽ ἐσιώδης , καὶ
ὀνυπόςατος , δεν μεν τῇ οἰκείᾳ φύσει πάχων , ὢν ἀ
παθὴς Λόγος, ἴδια δὲ ποιέμενος τὰ τὸ φαινομούς πα
θήματα . Καὶ ὥσπερ ὁ βασιλικὸς λόγος, καὶ τῆς γραμ
μάτων τίω φύσιν ἐδέξατο αυτὸς, καὶ τὸ πάθος το χάρω
ö
τε ἴδιον τῷ λόγῳ γεγένηται, ὅπως ὁ Μονογενὴς τὸ Θε
la
Θεὸς Λόγος , τὰ τῇ καθηλωθοντος ἴδια πεποίηται πά
¿
θη . Διὰ τῦτο ὥσπερ ὁ Σάκραν βασιλικίω λυμηνάμε
νος , ὡς Βασιλέως ῥήξας τὸν λόγον , τω ἐπὶ θαύατον
ἄγεται , ὅπως ὁ ςαυρώσας Ἰδαῖος τὸ φαινόμενον , δί
μας δίδωσι,εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον ἐκτείνας τὸ τόλ
μημα . Ὁ δ Θεὸς λοιπὸν ὡς ἴδιον πάθος ἐκδικεῖ τὸ
γενόμενον . Αλλ᾽ ἱκανὰ τὰ εἰρημεία , ἐπειδὴ φροντίζειν
δεῖ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ . 411

δεῖ καὶ τῆς μνήμης τῆς ὑμετέρας · τὸ γὰρ πλῆθος τδ


λεγομενων, ὑπερβλύζον τῆς τῶν ἀκροωμοίων ἀννοίας ,
ἀμνήμονα τὶν ἀκροατὲ τῶν εἰρημείων ποιεῖ . Γεύοιτο
δὲ χάριτι Θεῷ , καὶ τὰ εἰρημεία τῇ μνήμῃ ὑμᾶς περι
λαβεν , καὶ ἑτέρες ἐκ τότων ὠφελεῖν , καὶ τῷ Βασι
λείαν τῶν Οὐρανῶν αὐτὶ τότων κληρονομεῖν · ἧς γενοι
το παύτας ἡμᾶς ἐπιτυχεν , χάριτι τοῦ Χριστό , ᾧ ἡ
δέξα καὶ τὸ κράτος εἰς τὰς αἰῶνας τῶν αἰώνων . Αμήν .

ΣΙ
412

ΣΙΜΕ Ω
Ω Ν Ο Σ

Τοῦ Λογοθέτου και Μεταφραστού

Λόγος εἰς τὸν θρώπον τῆς Θεοτόκε .

Το
ῦτο ἐκεῖνο , γλυκύτατε Ἰησοῦ , τὸ τὰς ἐκ Περσίδος
ἀφιγμένες εἰς Βηθλεὲμ οὐ μόνον χρυσὸν ὡς Βασιλεῖ ,
καὶ λίβανον ὡς Θεῷ , ἀλλὰ καὶ σμύρναν ὡς ανθρώπῳ
προσανενεγκεῖν , γεννηθούτος σε . Τῦτο ἐκεῖνο τὸ ῥομα
φαίαν μέλλειν διελθεῖν τίω καρδίαν με , καθώς ὁ Συ
μεων προηγόρευσε . Τῦτο ἐκεῖνο τὸ πῦρ , ὃ βαλεῖν ἦλ
θες ἐπὶ τω γίώ , ὥσπερ αυτὰ προεδίδαξας . Καυςι
κωτέρα ᾧ καὶ πυρὸς Μητρὶ φιλοτέχνῳ Παιδὸς Μονογε
νᾶς ἀπονέκρωσις . Μικρᾶ πρὸς τεναντίον μοι περί τα
ται καὶ ὁ τὸ Γαβριὴλ ἀσπασμός . Οὐ δὲ καὶ ναῦ ὁ Κύ
ριος μετ᾽ ἐμέ, καθὼς ἐκεῖνός μοι ἐπηγγείλατο ἀλλὰ

σὺ μὲν ἄπνες καὶ ἐν νεκροῖς, καὶ εἰς ᾅδε ταμεῖα περιφρι


τᾷς τὰ ἐνδότερα , ἐγὼ δὲ τὸναέρα πνέω καὶ μετὰ ζών
των περίειμι . Και τοι καὶ συνορῶ διὰ ποῖον δεινὸν ἔργον
πεφόνδσαι . Ἐκάλυψον Οὐρανὲς ἡ ἀρετήσε , Χρισ
καὶ ναῷ ἄμορφος κεῖσαι . Ὁ ὡραῖος παρὰ τὸς μὲς τῆς
ανθρώπων , ἄδοξος . Κηδεύῃ ἐν γῇ , ὁ τω δόξων διη
γῦνται οἱ Οὐρανοί. Καὶ μνῆμα φέρει σε λελατομημέ
νον , ὃν ἐξ ὄρους ἀλοξούτου τμηθούτα λίθον εἰδὼν ὁ
Δανιήλ . ᾿Απαθής σου ἡ γέννησις ἐντεῦθεν ἐδείκνυτο ,
ὡς ἐν τῇ βάτῳ ἡ θεϊκή σε πρὸς ανθρώπες συνάφεια .
Καὶ ἐν τῷ Ἰωσὴφ , ἡ Ἰυδαίων ἐπιβουλή · καὶ ἐν τῷ
Ισαακ , τὸ τῷ θανάτε ὁμοίωμα . Λείπεται οὖ ἐν τῷ
Ιωνᾷ τὸ τῆς ᾿Αναςάσεώςσε Μυςήριον . Οἴμοι ὅτι ἐν λί
θῳ κεῖσαι νεκρὸς , καὶ ἐκ τδ λίθων ῥᾳγούντων διὰ τὸ
πάθος σε τὸ σωτήριον πολλοίσε τῷ ὀνόματι πεπισ6ύ
κασιν . Οὐκ εἶχες πῷ κλῖναι το κεφάλ , ζῶν εἶ
πας αυτὸς , φωλεῶν δὲ οὐπορῶσιν ὃς ἀλώπεκας νίξω
διὰ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 413

διὰ τὸς δολερὲς ἀυτό λογισμός ἀλλ᾽ ἔκλινας ταύτίω


·
τεθνηκὼς ἐπὶ Σταυρό , ὑπεςρωμαίῳ ὡς κλίνω σύρων
τω πίσιν συγνώμονος λης. Παρέβλεψε με ὁ ἥλιος ,
λεγέτω ἡ ᾀσματίζεσα · ἐπέδυ ὁ ἥλιος , ἔτι μεσούσης
ἡμέρας , Ἱερεμίας φθεγγέθωμοι . Ναὶ δ καὶ ἥλιον τὸν
αἰθητὸν ὑπέδραμε σύγνασις , το νοητῇ ἡλίο τῆς δικαιο
στης ἐκλείποντος· καὶ πέζαι ῥῆξιν ὑπλώεγκαν , αἷς
συῤῥηγαι κινδμυδύει καὶ ἡ καρδία μου . Ὢ σὰρξ
γία , ἥτις ἐξ αἱμάτων ἐμῶν ἐτυρώθης ὑπερφυῶς . Τὸ
ὺ ἀρχαῖον λέος ἀπεδόμω πληρέςατον . Εἰς τότο μό
νονμοι τὰς Οὐρανὸς ὑπέκλινας Δέασοτα , καὶ ὡς ὑετὸς
ἐπὶ πόκον κατέβης , ἵνα καὶ νέκρωσιν ὑποςῇς , Αγίων
με κεκοιμημείων ἐγείρεσαν σώματα , νεκρᾶσαν δὲ τὴν
τεκοῦσαν σε . Τί ταῦτα , παῖ ποθεινότατε ; ἀβλαβῶς
με ἐμίχθη πάλαι τὰ ἄμικτα , καὶ πῦρ Θεότητος ἄϋλον
ασλάγχνον ἐμὸν καὶ κατέφλεξαν · ἄρτι δὲ ἕτερον πῦρ τὰ
ἐντός με βόσκεται ἅπαντα , καὶ μέσω καρδίων λυμαίνε
ται.Χαρᾶς ἐγγύας δι᾿ ᾿Αγγέλω παρέλαβον, καὶ ἀφειλό
μην δάκρυα ἀπὸ προσώπε τῆς γῆς· πλὴν ἀλλὰ τότο μό
νοις τοῖς ἐμοῖς πιαίνεται δάκρυσιν . Εἰς ᾅδε καταβαί

νεις , οἶδα , ὡς τὰς ἐγκεκλεισμένας ἀπολύσων ψυχὰς ,


ἀλλά τω ἐμφὼ ἐκεῖσε καταστᾷς , ἔμπνεν νεκραν πα•
-
ραξέχων με. Ω γυμνὲ νεκρὲ , ζῶντος Λόγε Θεῖ , ἐ
κεσίως ὑψωθῶαι κατακεκριμένε Σταυρῷ ,ἵνα παύτας
ἑλκύσῃς πρὸς σεαυτόν . SΠοϊόν σε της μελῶν τῷ σώμα
τος ἔμεινον ἀπαθές ; Ω θεία μοι κεφαλὴ , ἀκανθας༣བ
δεδεγμονη , καὶ ταύτας ἐμπήξασα τῇ καρδίᾳ με . Ω
κοσμία καὶ ἱερὰ κεφαλὴ ἡ καλάμῳ τετυμμεύη , ὡς ἀ
νορθώσῃς τὸν ὡς σαθρὸν τῷ πονηρῷ καταγοντα πνεύ3
ματι κάλαμον
μον ,, καὶ
καὶ μακραν
μακραν τὸ Παραδείσε γενόμενον . Ω
σιαγόνες δεδεγμαύαι ραπίσματα . Ω ςόμα σύμβολον
ἕτερον μέλιτος , εἰ καὶ χολῆς ἐδέξω πικρότητα , καὶ ὄξες
ἐποτίπης δριμύτητα . Ω ςόμα καὶ λόγῳ μόνῳ ἔξανα
ζῆσαν τὸν τεξαήμερον . Ω ςόμα , οὗπερ οὐχ ευρέθη
δόλος ἐντὸς , εἰ καὶ σὲ δολερὸν εἰς θάνατον προδέδωκε
φίλη
414 ΣΙΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡ .

φίλημα . Ω χεῖρες , αἱ τὸν αὔθρωπον πλατουργήσα


σαι, καὶ να προσηλωμούαι μεν τῷ Σταυρῷ , ἐν ᾅδε
δὲ προτεινόμεναι , καὶ χειρὸς ἁπτόμεναι τῆς ἁψαμώνης
το ξύλε πάλαι , καὶ τὸ πτώματος ὅλον τὸν ᾿Αδὰμ ξε
γείρασαι . Ω πλευρὰ λογχουθεῖσα διὰ τὴν ἐκ πλέ
ρᾶς πλαθεῖσαν προμήτορα . Ω πόδες ἐφ᾽ ὑδάτων πε
ζούσαντες , καὶ τω ροώδη φύσιν εἰλικρινῶς ἁγιάσαντες ο
Οἴμοι, μὲ Μηξὸς παλαιότερε ! ποίες θρίες ἐπιτυμ
βίες , καὶ τίνας ὕμνες ἐπικηδείεςσοι ἀσομαι; Οὐκ ἔτι
κάμνος μαναδόχος ἐγώ , τὸ μαύνα δὸ τὸ ψυχοζόφον
ἀμφὶ τὸν τάφον ἐκκέχυται . Οὐκ ἔτι βάτος ἀκατάφλε ·
κτος , ὅλη δ τῷ νοητῷ πυρί σε τῆς ταφῆς καταφλέγο
μαι . Οὐκ ἔτι χρυσή λυχνία ἐγώ , τὸ δ φῶς ὑπὸ τὸ
μόδιον τέθειται . Ὡς πολλὰ τὰ μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς
ἐνεδείξω μοι ·ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐξελέξω με γλώσ
σας Προφητης ἐξαίωσας δὲ ἐμὲ, μέλων ἐρανόθεν και
ταφοιτᾶν , ὡς οἶδας αυτός . Τω ἐμω εἰς τὸν Κόσμον
ανέμενες πρόοδον , μὴ ἔχων σκεῦος ὑποδοχῆς Θεότητος .
Αξιόν σοι μόνῳ κατεγγυήσαντόμε, καὶ πρὸ συλλήψεως
οἱ Γεννήτορες . Εἰς φῶς ἐξῆλθον τότο το βίο , ή βρα
χύτι τοῖς τοκεῦσι παρέμεινα . Ὁμὲ δὲ μαθοῖς ἀπέτα ·
ξάμίω καὶ γάλακτι , καὶ συναπεταξάμίω καὶ τοῖς γεν
νήτορσι, καὶ ὅλῃ ὅλῳ συναπεδόθμσοι· καὶ Ναῷ ανε
τέθνῳ
. Ναὸς γενησόμενη καθαρώτατες . Ὁ Πατήρ με
ἡ Μήτηρ με ἐγκατέλιπόν με , σὺ δέ με προσελάβες ,
δι᾿ Αγγέλα ἐξέθρεψας . Καὶ ὅ , φησιν ὁ Δαβὶδ , ἄρτον
Αγγέλων ἔφαγον ανθρωπος . " Αγγελον εἶδον πρωτος -
των προσομιλᾶντά μοι , ὃν Ζαχαρίας πρὶν ἰδὼν ἐκῶς
φούσατο , καὶ γλωττοπέδω ὑπέμεινον . Ἠγαλλιάσατο
καὶ βρέφος οδον γαςρὸς , καὶ τὸν ἀσπασμὸν ἠμείψατο
τις σκιρτήματι , σε προσκυνῶν τὸν ἐν γασρί μοι κυ
φορέμενον . Νόμες ἐν ἐμοὶ κατέλυσας φύσεως , ἀπό
πως συνελήφθης ως οἶδας, καὶ μετὰ τόκον με Παρθενον
ἐτήρησας . Τέθηκάς με μητέρα ἐπὶ τέκνῳ σφραινομέ
νην , κατὰ τὸν δὲ ἐμὲ θεοπάτορα , καὶ πασῶν ὑπερκειμέ
vli
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟT. 415
ó
νίω θυγατέρων , ἃς ὁ Σολομῶν διηνίξατο . Βασιλῆς καὶ
πτωχεύεσῃ μου δελοπρεπῆ παρέχον προσκύησιν . Οι
ρανε με πλατυτέραν ὑπέδειξας , ἐξ ἧς ὁ τῆς δόξης
λαμψας Ἥλιος · καὶ ἵνα τὰ λοιπὰ τὴν περὶ ἐμὲ πρα
είων παραδραμῦμαι, μακαρις ζώ με ἐν πάσαις γενεαῖς
πεποίηκας , καὶ δι᾽ ἐμὲ τὸν αἴω Κόσμον πληρωθμώαι
διωκονόμησας . Νῷ οὐκ οἶδα πῶς ταῦτα συγκέχεται
καὶ ἀψινθίῳ μοι τὸ μέλι συμπέφυρται · καὶ από σκυ
κρᾶσαι προάγομαι ναῦ , καὶ σμυθάπτεθαι , καὶ μέχρις
ᾅδε συγκαταβαίνειν σοι . Νεφέλωμε φωτὸς ὁ προβλέ
πων ὠνόμασεν , αὐτὶ νιφεῖς ὡς ἔοικε τα δάκρυα τά
ζεσαν . Μήποτε ἆρα περὶ ἐμῶ , καὶ τῦτο προείρηται ;
ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιών ὡς σκωὴ ἐν ἀμ
πελῶνι . Ἰδὲ δὺ ἀποτεξυγημένοςμοι προκείσεται ὁ βό
ους τῆς ζωῆς ὁ ἀκήρατος, ὁ τὸ ζωηφόρον αἷμα κενώ
σας ὡς οἶνον πισῶν καρδίας συφραίνοντα . Βαβαὶ, πῶς
ὁ κατάψυχος ὗτος͵ λίθος ὡς σιδήρῳ πληττόμενος τω
κραταιῷ σου βραχίονι ασινθήρας ἐπιπέμπει νοητὲς τῇ
καρδία με . Τί μὴ καὶ διαῤῥήγνυμαι , καὶ μυσικώτερον
τάφον αντιλαξεύω ἐν σπλάγχνοις με , καὶ πάλιν εἰσδέ
ξομαι , καὶ ἐν καρδίᾳ κηδούσωσε ; λεπὰς ἐγὼ μυςικὴ
πέζας ἐκ ἐκρηγνυμένης τῆς τὸν μαργαρίττω φερέσης
με‫ اد‬τὸν ἐξ ἀςραπῆς τῆς θείας ἐμφύοντα μοι.
Ὢ οἷα ανθ ' υἵων ὁρῶ ! Ασὴρ ἡμεροφαὴς το
τὸ τοκετῳ σε
παρὰ τῆς σῆς ἐκαμνεργήθη μεγαλειότητος, καὶ σὲ λελυ
θότως τεχθούτα ὁ Οὐρανὸς αὐεκήρυτταν . ᾿Αλλὰ σήμε
ρον , καὶ ἀυτὸν τὸν αἰθητὸν ἀπέκρυψας ἥλιον , καὶ νύκτα
ἐν ἡμέρᾳ μέσῃ παρλεγκας , τιςe ἀσεβῶντας ἐλέγχου ยื
σαν . Πέρσας ἐκεῖ γονυπετῶντας ὁ ἀστὴρ μετεξείλατο , δ
¿
δε καὶ γνωστές τε καὶ φίλες ὁ τῆς Θεοκτόνων φόνος ἀπεμα
κρεατο · ἐκεῖ σε δώρων προσαγωγή , καὶ προσκύησις ,
ἐνταῦθα χιτώνων μερισμὸς, καὶ χλοιασμὸς, καὶ σέφανος
ὕβρως . Ναῶ Ἰνδαῖοι , οἳ πρὶν ἐζήτεν ἐξ Οὐρανε ση
μεῖον , βλεπέτωσαν ἥλιον σκοτιζόμενον , καὶ τὸ φῶς ἐκ
τς ἀξίων σκότος συγκρύπτοντα . Ναῷ καὶ ὁ ἄψυχος
ὗτος
7416 ΣΙΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡ .

ὗτος Ναὸς κατὰ τ ἰεδαϊκ ποθεῖ συνήθειαν ὡς


γὰρ Ἰυδαῖοι βλασφημῶντος τινὸς εἰς Θεὸν , τὰς ἑαυτῷς
χιτῶνας ρηγνύεσιν , ὅτῳ δὴ καὶ ὗτος ὡς χιτα χίζει
τὸ καταπέτασμα , παρὰ τῆς θεομάχων παροινούμενον E
βλέπων σε. Συξίβεται καὶ ἡ γῆ σειομονη , παθαινο
μονη της κράτεισε . ᾿Αλλὰ πᾶ τὸ πλῆθος τδ πεντακι
χιλίων ανδρῶν , οὓς θαυματεργήσας ἐξέθρεψας ; ὅτι
μόνος Ἰωσὴφ τολμηρῶς πρὸς ρΠιλάτον ἐπαῤῥησιάσατο
καὶ τὸ σὸν σῶμα ᾐτήσατο , ὡς αὐ μὴ διαμείνῃ καὶ ἄ
-
ταφον · πε τὴν ἀσθενῶν αἱ χορεῖαι, C
ત ὃς ἐκ ποικίλων
ἐῤῥύσω νοσημάτων ; ἢ πῶ καὶ ὃς ἀπὸ ᾅδε ἐξήγειρας ;
ὅτι μόνον Νικόδημος τὸς ἥλους τῶν χειρῶν σου καὶ τῶν
ποδῶν διίξησι , καὶ ὅλον ἐκ το ξύλε σε καθελών , -
μαῖς ἀγκάλαις ἐπωδαίως ἐκτίθησιν , αἴσε καὶ πρώτε
ὄντα βρέφος χαρμοστεύως ἐβάσασαν . Καὶ γὰρ χεῖρες
ἐμαὶ καὶ πρὶν βρεφεργηθούτα ὀξυπηρέτησαν, καὶ ναῦ κη
δεδομένῳ δελφεσιν . Ὢ πικρῶν ὀνταφίων, ὅτι νεκροῖς
τὸ ζῆν χαρισάμενος, πρὸ ὀφθαλμῶν μου νονέκρωσαι !
Καὶ ἡ πάλαισε ἀμφὶ τὰ βρεφικὰ διακονήσασα αυάρ
γανα τὰ περὶ τὰ νεκρικά σου τυρβάζομαι
기 . Χλιαροῖς
μετελεσάμωσε νάμασι, καὶ θερμοτέροις ἔτι καταντλῶ
σε τοῖς δάκρυσιν . Ωλείαις μηξικαῖς ανεκόφιζον , ἀλ
λατσκιρτζῦτα καὶ κατὰ νηπίες ἁλλόμενον . ᾿Ανακεφίζω σε
καὶ ναῦ ταῖς ἀυταῖς , ἀλλ᾿ ἄπνεν καὶ κατὰ νεκρὸς ανακεί
μονον . ᾿Ανέβαπτόν με τότε τα χείλη τοῖς μελιχροῖς σε
καὶ δροσώδεσι χείλεσι , ἐμβάπτω ταῦτα καὶ ναῶ , ἀλλ᾽

ἀυαλέοις καὶ μεμυκόσισε χείλεσι . Μακαρίζεσθαίμε


τωικαῦτα παρίῷ , ὅτι παραδόξως ὡράθίῳ τοῦ πλα
σεργό με λοχάξια · νῦ(~ δὲ ταλανίζεσθαί με αντεπε
γένετο, ὅτι οὐρέθω τῷ ὑε με κηδεξια . Ἐκεῖ ὠδῖνας
ἐν τῷ τίκτειν ἐξέφυγον , οὔθον ὠδῖνας ἐν τῷ θάπτειν
εἰσδέχομαι . Βρεφοωρεπῶςμε πολλάκις ἐν τοῖς σέρνοις
ἀφύπνωσας , καὶ ν νεκροτρεπῶς ἐν τέτοις κεκοίμη
σαι . Μακαρίζω τὸν Συμεὼν τὸν ἐξ ἐμῶν χειρῶν ἐν
τῷ Ναῷ σε δεξάμενον . Προφῆται δὸ τὰ χαροπὰ καὶ τὰ
Ins
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤ. 417

τῆς δόξης μοι προεφήτουσαν , αὐτὸς δὲ μόνος τὰ σκυ


θρωπὰ , καὶ τὰ τῆς λύπης προείπατο . Ω πῶς ἐμπτυ
πλαι κατεδέξω , ὃς διὰ πτύσματός σε ὀφθαλμὸς ἐκ
καινύργησας ! Πῶς ῥαπισμάτωνΚέχε , ὃς διὰ φραγ
γελία της Θεοκαπήλες ἐμάτιξας , καὶ τδ ἱερῶν θριγ
γίων ἐξήλασας; Πῶς ὑπομεύεις θανατον ἐπονείδιζον ,
μὲ αναμάρτητε ; Ἐξώθης χεῖρας καὶ πόδας˙ ἀλλὰ τὸς
ἥλες ἔγνων εἰς μέσω τω ψυχίω τὰς ὀδείας ἐκπέμ
ποντας . Τω πλούραν ἐκωτήθης , ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμὴ καρ
δία συνεκεντετό σοι . Σωες αύρωμαί σοι τοῖς πόνοις.
Συνέκρωμαίσοι τις πάθει , καὶ θαπτομοίω , σωθά
πτομαι . Τί ἐμοὶ καὶ τῷ βίῳ , σοῦ μὴ παρόντος, ὦ
πλασεργέμε, καὶ εὲ ποθεινότατε ; ἀλλὰ πῇ τῇ Μα
θητς ὁ χορός , ἵναμοι παθαινομενῃ συγκλαύσηται ;
Επατάχθης ὁ ποιμαίνων, καὶ τὰ πρόβατα σφάλλονται .
Υπνώττεις ἡ κεφαλὴ , καὶ χεῖρες ὁμὲ καὶ πόδες ἄπρα .
κτοι μουσι , Κλίνεσι τὰς κεφαλὰς καὶ ἄλλοι νεκρέμενοι ,
ἀλλὰ προεκλελοιπότος το πνεύματος . Σὺ δὲ ἐναλλάξ
πως ἔκλινας κεφαλίώ , εἶτα καὶ τῷ θανάτε κελουθούτος
ἐλθεῖν , τὸ Πνεῦμα παρέδωκας. Διὸ εἶ κατεαγότα τὰ
σκέλη γεγόνασιν , ὅτι μηδὲ τῇ πάλαι θυομείου ἀμνες
ὀςῶν ὁποιονῦν κατεθραύετο , Ὡς προσκευῷ σε τὰ πά

θη , καὶ τὸ ὑπομεῖναν σῶμα προαστύασομαι . Αἴρω τὸ


ὕδωρ τὸ ἐκ πλουρᾶςσειρυον , δι᾽ ᾧ μοι τὸ λουξὸν τῆς
παλιγγενεσίας χαρακτηρίζεται , Ἐξαίρῳ καὶ τὸ αἷμα
τὸ συῤῥυον , δι᾽ ᾧ καὶ τὸ διὰ μαρτυρίου ἐξεικονίζεται
Βάπτισμα · ὃ καὶ τὸν συγνώμονα περιῤῥαντίσαν λης τω
καθηγίασε, βαπτιθεντα καὶ ἀυτὸν τῷ ἐπὶ σοὶ συμ
βατι βαπτίσματι. Ὢ πικρᾶς ἐκείνης τῷ ξύλου γού
σεως , ἥτις ἀπὸ γῆς εἰς γι παλινος εν παρεσκεύα
σε . Σὺ δὲ ἐκ ἀπὸ γῆς ἐπλάθης , ἐκ ἀπὸ χρὸς ἐδη
μιεργήθης , καὶ παρακολὼ ἐπλημμέλησας . Καὶ ᾧ ἀν
F
τὸς εἶ ὁ ἐντολίω νομοθετήσας τις πλάσματι , καὶ τί
σοι καὶ τῷ θανάτῳ κοινόν ; τίς δωσις ταφῇ καὶ αυτο
ζωῇ ; τίς μετασία θρόνῳ ἐν Οὐρανῷ καὶ τάφῳ ἐπὶ τῆς
Encicl . Tom. II . dd
γῆς ;
418 ΣΙΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡ .

γῆς ; ἐκεῖ συνεδριάζεις μετὰ τὸ Παζὸς , ὧδε σωθά


πτῃ τῷ πλατυργήματι
. . Απέδωκέ σοι πονηρὰ αὐτὶ ἀ
ห์
γαθῶν ἡ μοιχαλὶς γενεά · τοῦ ὁ μαργαρίτης ἐῤῥίφης ,
ἔμπροπου το χοίρων . Να προτίθονται τοῖς κωα
οἷοις τὰ ἅγια . Να ξύλον εἰς τὸν θεῖον ἄρτον ἐμβάλ
λεται . Ὢ λύσσα φιλαργυρίας, ω Ἰούδας ὀνόσησαν !
Οὐκ ἀργύρια ὣς ἀλλὰ μισανθρωπίαν ἐκέρδησε . Καὶ
δ φιλάργυρος ὤν , ἵνα τί προσεφοίτα τι τὰς πτωχὲς
μακαρίζοντι, καὶ τὰ ἄμικτα μιγνύων ἐφαίνετο ; Ω τῆς
ἀῤῥήτε σου οικονομίας Δέασοτα ! Τίς ὡς Θεὸν ἀξίως
ὑμνήσεισε ; τίς ὡς νεκρὸν πρεπόντως τιμήσειον; ἀλλ᾽
οἰκοδόμησον τὸν νεῶν διὰ ξιῶν ἡμερῶν, ὡς εἶπας , ὃν
καταλέλοιπας . Κεφάλαιον των λόγων , ἐπεὶ μὴ ὕμνες
ἀξίες , μηδὲ προσήκοντας θρίες ἔχω προσφέρειν, με
γαλώωσε τὰ ἔργα , ὡς ἐν σοφίᾳ τὰ παύτα ποιοῦν ·
τός σου .

AKA
419

Α Κ Α Κ Ι Ο
O Υ

Ἐπισκόπε Μελιτηνῆς

Ὀμιλία περὶ τῆς Ενανθρωπήσεως τοῦ Χρισοῦ


λεχθεῖσα ἐκ τῇ ἐν Ἐφέσῳ Σωόδῳ .

Ο ρῶντί μοι, ἀγαπητοί , τὸ φαιδρὸν τόπο , καὶ πνεύμα


τικὸν τῆς ἁγίας Συνόδου συνέδριον , χαίρειν τε ὁμοῦ
ἐπέρχεται καὶ θαῤῥεῖν . Χαίρειν μοι, ὅτι παντων ἐλά
χίςος ὢν , ἐν τῷ μεγίσῳ τότῳ τῆς σοφίας πελάγει ,
τὸ πενιχὸν τόπο τῷ λόγω σκάφος ἰθαύειν ἐπείγομαι
θαῤῥεῖν δὲ, ὅτι τὰ τῆς ἐπανατάσεως ταχέως θραυ
θήσεται κύματα , τη γαλῃ τῆς τε Κυρίε Ερμης
πρὸς τὸ οἰκεμονικὸν τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτρέψει πέλας
γός . Εἰ δ δώδεκα ὄντες τῷ Κυρίς͵ οἱ Μαθηταὶ , ὅτε
αυτοῖς τὸ σκάφος ὑπὸ τῆς βίας της ανέμων ἐκυμαίνε
το ; ὁμῶ τῷ βοῆσαι πρὸς Κύριον , τὸ χειμῶνος ἀπηλ
λάττοντο , πόσῳ μᾶλλον τότο ναῷ ἐλπίζειν ἡμᾶς ἀναμε
φίβολον , ὅτε τοῦτοι το Κυρίε Μαθηταὶ , ἐπὶ τὸ εὐα
τὸ συνδραμόντες , ταῖς οἰκείαις ἐκδυσωπήσεσι φωναῖς
τὸν Κύριον ; ὅτι ὁ μέγας έτος πάρεσι καὶ σοφὸς Κυ
βερνήτης , ἔτε βίας ανέμων σλαβόμενος , οὔτε ζάλης
ταραχὰς , ἀλλὰ στὸ τέχνῃ πολλῇ τοὺς συυερέτας ἐπὶ
τὸ πηδάλιον ἄγων, καὶ τότε συνεφάπτεθαι πείθων ή
S
πολλῇ τῇ συμφωνίᾳ πρὸς τὸν Δεασότίω βοῶν , ὦ με
λείσοι , ὅτι ἀπολλύμεθα ; καὶ ταχέως τῇ παρ ' αυτού
φωνῇ , πρὸς τὸν σάλον των κυμάτων δυσωπῶν , λέγει ·
σιώπα , πεφίμωσο . Θαῤῥεῖν ἦν , καὶ εύχαριςεν ἡμῖν
ἐπίσης , ἐπὶ τοῖς παρεσιν ἁρμοδιώτατον, ὅτι πὲρ ἡท δό
ξασα κατὰ τῆς ἀληθείας γεγονῆσαι αντίπνοια , τὰς τῆς
οἰκεμονης φωςῇρας ἐπὶ τὸ αυτὸ συνδραμεῖνπαρεσκεύ
e α
σαν˙ ὧν ὁ μεν βίος Xesi δωδία ἐπὶ τῷ Θεῷ , ἡ δὲ P
διάνοια πρὸς μίαν , καὶ τω ἀντί τῆς ἀληθείας στ
dd 2 πται
420 ΑΚΑΚΙΟΥ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

πται ἐκφώνησιν . Οὐ δ ἄλλα μεν τὰς προσερχομενες


διδάσκομεν , ἄλλα δὲ περὶ τῆς διδασκομείων πις δύο
μον ' ἀλλ᾿ἡμῖν εἰς Κύριος Ἰησῆς Χρισὸς , ὁ Μονογενὴς
Υἱὸς τῷ Θεῷ , Θεὸς Λόγος ὁ ἀυτὸς , πρὸ μου παύτων
τῷ αἰώνων ἐκ μόνο Παξὸς , ἐπ᾿ἐχάτων δὲ τῆς ἡμε
ρῶν ἐν τῇ τῇ δέλα μορφῇ . ῎Ανω μόνος ἐκ μόνες , κάτω
μόνος ἐκ μόνης . Τὰ αὐτὰ ἀμφότερα θεϊκῶς , ανθρω
πίνως δὲ τῇ ἡμετέρᾳ σαρκὶ , καὶ νηπιότητι τεχθείς . Ὁ
αυτὸς ἀπαθὴς Θεότητι , παθὼν δὲ ὑπὲρ ἡμῶν ἑκεσίως
σαρκί · ἐκ ἀκεσίως͵ τω οἰκονομίαν δεξάμενος , ἀλλ᾽
αυτὸν κενώσας ἑκεσίως , λαβὼν τῶ τῷ δέλω μορφήν .
Καὶ λαβὼν διὰ τί ; ἵνασε σύμμορφον τῆς οἰκείας δό
ξης ἐργάσηται. Καὶ μαρτυρεῖ Παῦλος , λέγων· ἡμῶν
δὲ τὸ πολίτευμα ἐν Οὐρανοῖς ὑπάρχει , εξ καὶ Σω
πρᾳ ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησᾶν Χρισόν · ὃς μετα
χηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γε
νέθαι αυτὸ σύμμορφον της σώματι τῆς δόξης αυτόC . Ὁ
τοίνωυ ἑκεσίως λαβὼν τὰ τὸ δούλου μορφώ , ό τ
δωσιν μὴ παραιτησάμενος , πῶς τὰ τὸ δέλε παρητή
σατο πάθη ; εἰ δὲ παρῃτήσατο , τίνος δεκcν παθητὴν
ἔσαν τίω το δέλε μορφτω ανελάμβανον ; ἀλλ᾽ οὗτος οὐ
παρητήσατο , ὅτι λαβὼν τί το δέλε μορφω ὑπήκοος
γίνεται . Ὁ ανω ἐξουσιαςις , κάτω ὑπήκοος . Ὁ αἴω
Υἱὸς , κάτω Παιδίον . Καὶ αναμιμνήσκωσε τῆς τροφής
τείας . Τί ἐβόα ὁ μακάριος Ἡσαΐας; Παιδίον ἐγεννή

θη ἡμῖν , Υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν . Τί ἐσι , καὶ ἐδόθη ; οὐ
‫ܗ‬
μόνον ἐγεννήθη , ἀλλὰ καὶ ἐδόθη . Ὁ δὲ ὧν ἐδόθη
ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τὸ ὤμου ἀυτό .( Τί ἐσιν ἡ ἀρχὴ
τῷ Θεῷ Λόγε , γενομούς ανθρώπο ; ἡ Ἐκκλησία · καὶ
ἀυτὸς τί ἐσιν ; ἡ κεφαλὴ τῷ σώματος τῆς Ἐκκλησίας .
*
Πῶςἐν ἐπὶ τὸ ὤμε ταύτίω φορεῖ ; τὸ σκυτεξιμμενον
ἐπὶ τὸ ὤμε βασάζει : ᾧ ἡ ὠρχὴ ἐπὶ τὰ ὤμε αυτᾷ . . Καὶ
καλεῖται τὸ ὄνομα ἀυτοῦ μεγάλης βουλῆς ῎Αγγελος •
Καλεῖται δὲ διὰ τω οἰκονομίαν . Τί δέ ἐςι τὸ σύμ
βελος , Θεὸς ἰχυρὸς , ἐξυσιασής , Πατὴρ τὸ μέλλοντος .
αίω
ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠ . ΧΡΙΣΤΟΥ . 421

αἰῶνος ; Ὁ ἦν ανω ὄξεσιαςὴς,-J κάτω ὑπήκοος . Ὁ αἴω


Υἱὸς , κάτω Παιδίον . Ο άνω θαυμαςὸς σύμβουλος ,
κάτω ανθρωπος . Ο αἴω Θεὸς ἰσχυρὸς , κάτω ανθρω
πος , ὁ ῥαπιζόμενός τε , καὶ ὑβριζόμενος , καὶ τῷ Σταυ
ρῷ προσηλωμένος , καὶ τὸν διὰ τότε δεξάμενος θάνατον .
Παῦτα δὲ ταῦτα τῆς τὸ δέλε ὄντα μορφῆς , ἐδαμῶς
ταύτίω λαβᾶσα Θεότης ἐξέκλινον , ἵνα δι᾽ ἑκάσου τὴς
εἰρημένων λύσῃ μου ἡμῖν τὰ πρὸς σωτηρίαν κωλύμα
τα , ἀξίαν δὲ τῆς τοσαύτης κονώσεως τω δυεργεσίαν
ἡμῖν χαρίσηται. Οὐκ ἀθετῶ τω χάριν τοῦ Θεοῦ · οὐ
παραιτομαι εἰπεῖν , ἃ ἐκεῖνος ὑπέμεινον ὑπὲρ ἐμοῦ
Απαθὴς ὤν ,ὦ παρητήσατο , ἀλλὰ τῷ παθητῷ συνά
μας ἑαυτὸν , ὕτω τὰ ὑπὲρ ἐμῶ ἐδέξατο πάθη . Οὐκ ἀ
ποςερῶ τῆς τιμῆς τω Θεοτόκον Παρθενον , με αυτῇ ἡ
της οικονομίας Υπηρεσία πεχάρισαι . Καὶ δὲ καὶ ἄτο
πον , ἀγαπητοὶ , Σταυρὸν μον τὸν ἐφύβριξον , βαςά
σάντα τοῖς θυσιαςηρίοις Χες, σπυδοξάζεται , καὶ
ἐπὶ τὸ μετώπε τῆς Ἐκκλησίας ἐκλάμποντα φαίνεθαι ·
τὴν δὲ ἐπὶ τοσαύτῃ εὐεργεσίᾳ δεξαμου Θεότητα , τῆς
Θεοτόκε ἀπὸςἑρηθμαι τιμῆς Θεοτόκος συὖ ἡ Ἁγία
Παρθενος. Θεὸς τὸ ὁ ἐξ ἀυτῆς τεχθείς , ἐκ ἐκεῖθεν
τὰ εἶναι τὰ ἀρχίω λαβῶν , ἀλλὰ ἐκεῖθεν τ᾿ ἀρχὴν
τῆς ἐνανθρωπήσεως δεξάμενος : Μὴ ἦν ἀμέριμνος ἔσο ,
αἱρετικὲ , ὡς εἰς ανθρωπον τὰς βλασφημίας ἐκτείνων .
Οὐκ ανθρωπόςἐςιν , ὁ ὑπὸ σῶ εἰς τ τ δέλο , καὶ
το κτίσματος τάξιν καταγόμενος . Μὴ ανορθε , Ιεδαίε ,
ὡς ανθρωπον ψιλὸν ταυρώσας . Οὐχ ὑπὲρ ανθρώπε
ψιλῶ ἀλγῶν ὁ μακάριος Δαβὶδ ἐβόα κατὰ τὸ ἔθνες ,
λέγων· σκοτιθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἀυτδ, τῇ μὴ βλέ
πειν , καὶ τὸν νῶτον ἀντδ διὰ παντὸς σύγκαμψον . Μὴ

καταπιπτέτω τῆς Ἐκκλησίας τὸ φρόνημα , ὡς εἰς ανα
θρωπον μόνον ἐλπιζέσης , ἀλλὰ πειθέσθω τι μακα
είῳ Παύλῳ λέγοντι · εἰ κατὰ αὔθρωπον ἐθηριομάχησα
હું
ἐν Ἐφέσῳ , τί μοι τὸ ὄφελος ; καὶ κατὰ αὔθρωπον , ἐδὲ
ὑπὲρ ανθρώπου οἱ μακάριοι ᾿Απόςολοι ἐν πληγαῖς ,
καὶ
422 ΑΚΑΚΙΟΥ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

καὶ φυλακαῖς , καὶ αἰκισμοῖς τω ἑαυτῆς ζωῳ κατά


λωσαν . Οὐ κατὶ ανθρωπον , ἢ ὑπὲρ ανθρώπε οἱ Α
γιοι Μάρτυρες κατὰ πᾶσαν τω οἰκουμοίω ἀθλήσαν .
τες , ἐν κατατομῇ 19δ οἰκείων μελῶν , καὶ κακώσει, τὴν
παρᾶσαν ζωἰῳ κατέλιπον . ᾿Αλλὰ ὑπὲρ τῷ Κυρίῳ ἡ
μῶν καὶ Θεῷ , τὸ πρὸ αἰώνων ὑπάρχοντος , καὶ μετὰ
ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὀφθούτος , καὶ πῖς ανθρώποις συ
νανασραφοντος , καὶ ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγμὸ ἀχθού
τος, καὶ τῇ Ῥίτῃ ἡμέρᾳ αὐαπαύτος, καὶ εἰς Οὐρανὸς ἀνα
ληφθούτος, καὶ πεντακοσίοις ἐφ᾽ ἅπαξ ὀφθοντος , καὶ ἐν
ὄψεσι της Μαθητής εἰς Οὐρανοὺς αναχθούτος, καὶ τῷ
αὐτῷ ζόπῳ ἐρχομούς κεῖναι ζῶντας καὶ νεκρές . Αὕ
τη ἡ μόνη πίςις .Ἐπὶ τότῳ τῷ θεμελίῳ ᾠκοδομήθη
ἡ Ἐκκλησίᾳ , καὶ πύλαι ᾅδε καὶ κατιχύσωσιν αυτῆς
Τούοιτο δὲ παύτων ὑμῶν οὐχαῖς φυλαχθούτας ἡμᾶς ,
δόξαν αναπέμψαι της Παναγίῳ Θεῷ · ᾧ ἡ δόξα εἰς
τὰς αἰῶνας τῷ αἰώνων . Αμώς

ΘΕΟ
L
423

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ

Ἐπισκόπου Κύρου

ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ,

ΛΟΓΟΣ Α΄.

᾿Αποδεικτικὸς ἀπὸ Οὐρανοῦ , καὶ Ἡλίου , καὶ Σαλτης ,


καὶ τῆς λοιπῶν ᾿Αςέρων.

Νόμος ἐπὶ τοῖς ανθρώποις ὑπὸ τῆς φύσεως κείμε


νος, παῖδας Πατέρων ἀδικομούων ὑπερμαχεῖν , καὶ Δε
αποτῆς οἰκέτας, καὶ πόλεων πολεμεμονων πολίτας προς
κινδυνεύειν , καὶ ἅπαξαπλῶς τὰς εὖ πεπονθότας , εἰς
διύαμιν τὰς οὐεργέτας͵ ἀμείβεται , Ἴδοι δ᾽ αὖτις καὶ Βα
σιλέως ὀρθῶς καὶ δικαίως τὰς ἀρχομενες ἰθαύοντος , καὶ
ἡμερότητι κεραννιῷτος του ὀξεσίαν , ἀπιδοφόρους καὶ
δορυφόρες ἐν πολέμοις προθύμωςὑπεραασίζοντας . Καὶ
μὴ μοί τις οὐθὺς αντιλεγέτω , καὶ ψεῦδος το λόγω και
πηγορείτω , τὰς παξαλοίας , καὶ μασιγίας, καὶ προδό
τας , καὶ τυραύνες εἰς μέσον παράγων. Περὶ τὸ τῆς τὸ

νόμο͵ φυλάκων ὁ λόγος , ἐκείνος δὲ ἀχαρίτες, καὶ πα


ραβάτας προσαγορεύειν εἰώθαμον · τίνεσι δὲ καὶ δίκας
της τολμημάτων ἀξίας . Εἰδὲ καὶ παῖδας Πατέρων , καὶ
Δεσποτὴ οἰκέτας , καὶ πόλεων πολίτας, καὶ Βασιλέων
δορυφόρους προκινδιδύειν ἡ φύσις διαγορεύει , πολλῷ
μᾶλλον ὁσιώτερόν τε καὶ δικαιότερον , τῷ Θεῷ τὸς ὑπὸ τῶ

Θεῷ καὶ γεγενημενες καὶ σεσωσμώύες μὴ λόγῳ μόνον το


περμαχεῖν , ἀλλὰ καὶ θαύατον αἱρεῖσθαι τὸν ἔχατον .
Καὶ δ Πατέρων ἡμῖν πλησιαίτερος , δι αυτῷ γὰρ καὶ
κεῖνοι Πατέρες καλῶνται , καὶ Δεασοτο κυριώτερος . Ἐ
ταῦθα δὲ κατὰ φύσιν , ἀλλ᾿ καὶ κατὰ συμφοραὶ οἰκεῖο ή
dd 4 δεν
424 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

δεασοτεία , καὶ τείχες πωντὸς ασφαλέσερος τὸ Sa μο


κἂν ἀδαμαντινον ᾖ , χειροποίητον ὅμως ἐςὶ , καν τῷ
μηχανημάτων, τ ἰχω διαφύγῃ , το χρόνου τὰς χεῖ
ρας καὶ διαφεύξεται . Ὁ δὲ, αϊδιός τε ἐςὶ καὶ αἰώνιος , καὶ
πρὸς πᾶσαν ἀρχῶν φυλακίω , καὶ ἀσφάλεια, καὶ Βα
σιλέων τοσέτῳ βασιλικώτερος , ὅσῳ τὸ αἰεὶ ἂν τοῦ γενὴς
τῳ καὶ φθαρτῳ παραβαλλόμενον , τὸ ἀμέζητον τῆς ὑ
περβολῆς ὑποδείκνυσιν . Ὁ μοὶ δ , οείτε ἐπὶ , καὶ ἀν
τῷ τῷ εἶναι συμπεφυκὸς ἔχει τὸ κράτος. Ὁ δὲ , παρ
ἐκείνε καὶ τὸ εἶναι λαβὼν ἔχει , καὶ τὸ κρατεῖν , καὶ τότο
πρὸς ὀλίγον καὶ ὀλίγων, ἐδὲ παρὰ παύτων τῶν τω
αυτίω φύσιν ειληχότων . Ἐπειδὴ τοίνω καὶ Πατέρων
1
ἡμῖν οἰκειότερος , καὶ Δεασοίδ κυριώτερος , καὶ παύτων
διεργείτο προμηθέτερος , καὶ τείχες παντὸς ἀσφαλές .
ρος, καὶ Βασιλέων ἁπαύτων ἀμέσως βασιλικώτερος
δίκαιον ἡμᾶς τὲς καὶ τὸ εἶναι παρ αυτό λαβόντας , καὶ
· τὸ εὖ εἶναι προσειληφότας , ταῖς βλασφημεῖν αὐτὸν τολ
μώσαις γλώτταις , τὰς οἰκείας αντιτάξαι , καὶ λόγοις
οὐσεβέσι τὰς δυσσεβεῖς λόγες κατακοντίσαι . Οὐχ ἵνα
δεομοίῳ των παρ᾿ ἡμῶν ἐπικερίαν προσάξωμον ( άπροσ
ἱεὺς δ ὁ τῆς ἁπαύτων Ποιητὴς , καὶ πηλίνης γλώττης
εἰς ἐπικερίαν οὐ δεῖται, ὑμνᾶσαν δὲ ἀποδέχεται , καὶ
ὑπερμαχῦσαν ἀμείβεται, καὶ τὸ ψεῦδος ἐλέγχεσαν σε
φανοῖ ) ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τω περὶ αὐτὸν εὔνοιαν δείξωμον ,
καὶ τῆς ὁμοδέλων τὸ θράσος , εἰ μοὶ διατὸν , καταλύ
σωμον , εἰδὲ μὴ , διελέγξωμον γῆν , καὶ δῆλον τοῖς ἀ
γνοῦσι ποιήσωμον .
Πολλὰ μεν σαὖ καὶ παντοδαπὰ τῆς δυσσεβεῖν αἱρου
μοίων τὰ ξίφη, και διάφορα τῆς βλασφημίας τὰ βέ
λη , πολυσχεδὸς γὰρ καὶ ποικίλον τὸ ψεῦδος , ἁπλῆ
δὲ τῆς ἀληθείας ἡ χάρις . Ἡ μοὶ γὰρ ποιητικὴ φά
λαγξ,πολλὰ τὸ θεῖον τῷ λόγῳ καταμερίσασα , καὶ
τὸ ψεῦδος τῳ τερπνῷ τε μυθώδες κεράσασα , καὶ οἷόν
τινα κυκεῶνα κατασκευάσασα , τῆς πολυθέου πλαύης
τοῖς ανθρώποις τω μέσω προσφύεγκον . Ἡ δὲ ἐν
Ţi
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Α΄. 425

ξίβωνι λουκῷ , καὶ πώγωνι μακρῷ , καὶ κόμῃ κεφαλῆς


τὴν φιλοσοφίαν ὁριζομένη τῆς ποιητικῆς θεολογίας τὸ
καταγέλασον ὁρῶσα , ἑτέρας πλαίης ἐπονόησεν ἀξα ·
πες , εἰς αὐτὸ τὸ ποιητικὸν ἐκεῖνο βάραθρον ἀπαγούς
σας · οἱ μοὶ δ , τῇ κομψείᾳ τῇ λόγο , καὶ τῇ τῆς ἐν
θυμημάτων δεινότητι , το ποιητικω περὶ τῷ Θεῶν
αἰσχρολογίαν ἐκάλυψαν . Οἱ δὲ 2. τοῖς πάθεσι τω
θείαν προσηγορίαν ανέθεσαν καὶ τω μεν ἡδονίω ,‫᾿ ܐ‬Α ·
· φροδίτην ὠνόμασαν῎Αρεα δὲ , τὸν θυμόν · τὴν δὲ μέ
θίω , Διόνυσον . Ἑρμῶ δὲ , τὴν κλοπμ . Τῳ δὲ φρός.
νησιν , ᾿Αθαν . Καὶ τοιαῦτά τινα μετὰ ἀλαζονικῆς -
φρύος , καὶ τῆς ᾿Αττικῆς ζωμυλίας τερατευόμενοι , τὰς
πολλές της ανθρώπων εἰς ἑτέραν εἴδες ἀπάτω μετή
γαγον. Καὶ οἱ τὸ φιλοσοφεῖν ὑπιχνύμενοι , καὶ τὴν ἀπὸ
το χήματος τιμῳ παρὰ παύτων δρεπόμενοι , καὶ τῷ
παθῶν κρατεῖν͵ ἐπειγόμενοι , προσκυυεῖν τὰ πάθη τὸς
ανθρώπες ἐποίησαν , καὶ τὸν αυτοκράτορα Νῦν τὸ πα
θῶν ἡνίοχον , θύειν ἐπιθυμίᾳ , καὶ θυμῷ , καὶ κλοπῇ
καὶ μέθῃ , καὶ τοῖς ἄλλοις πάθεσιν ανοήτως πεπείκασιν .
Αλλοι δὲ πάλιν εδὸν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα νοῆσαι διη
θρύτες , ἀλλὰ τοῖς αἰσθητοῖς͵ τὸν νοιῶ͵ ἐγκαθείρξαντες ,
τὰ τοῖς ὀφθαλμοῖς εἰς θεωρίαν προκείμενα , Θεός προσ
ηγόρευσαν καὶ τὸ σεπτὸν ὄνομα , καὶ φρίκην ἐμποιῶν
τοῖς ἀκέεσιν , οἱ μοὶ τοῖς ςοιχείοις , οἱ δὲ μέρεσι τέ
των ἐπέθεσαν . Καὶ οἱ μεν , ἀπὸ ταυτομάτε γεγονῆθαι
τὸν Κόσμον · οἱ δὲ , πολλὲς αὐθ᾽ ονὸς ἐφαντάσθησαν •
Καὶ οἱ μον , μὴ δὲ εἶναι παντελῶς τὸ θεῖον · οἱ δὲ,
εἶναι μον , εδενὸς δὲ τδ ὄντων ἐπιμελεῖσθαι . Οἱ δὲ ,
ἐπιμελεῖθαι μεν ἔφασαν, σμικρολόγως δὲ τότο ποιεῖν ,
καὶ τῇ σελθῃ περιορίζειν τω πρόνοιαν , τὸ
~ δὲ λοιπὸν
το Κόσμε μέρος , ὡς ἔτυχε φέρεθαι , τῇ τῆς ἁμαρ
μένης ανάγκη δελεύειν Καγκασμένον . Εἰσὶ δέ τινες ,
οἳ καὶ Χριςιανῶν μεν προσηγορίαν ἔχεσιν , αντικρυς δὲ
τοῖς τῆς ἀληθείας δόγμασι πολεμᾶσιν . Οἱ μοι δὸ τὸ
ἀγώνητον εἰς ῥία τέμνεσι , καὶ τὸ μον , καλᾶσιν ἀ
γα
426 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

γαθόν · τὸ δὲ , κακόν · τὸ δὲ , δίκαιον . Οἱ δὲ , δύο


ἀρχὰς ἀγεννήτες ζωγραφᾶσι τῷ λόγῳ , ἀλλήλαις ἐναν
γίας ἐκ διαμέζε . ῎Αλλοι δὲ , τοῖς μοι ἀσεβέσι τέτοις
πολεμεῖν ἐπαγγέλλονται δόγμασιν , ἑτέρων δὲ δυασες
-- βείας ἐπινοῦσιν ὁδόν . Τὸν δ Μονογενῇ τῷ Θεῷ Λόγον ,
ὁμολογῶντες Υἱὸν , ὡς Ποίημα τῇ κτίσει συναριθμό
σι , καὶ τὸν κτίsh ἱςῶσι μετὰ τῆς κτίσεως · καὶ τὸ
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον , τῷ δυασεβεί λόγῳ τῆς ἀληθινῆς
εξορίζεσι φύσεως."Αλλοι δὲ ἄλλως τί εὐθεῖαν ὁδὸν
ἀπολέσαντες , καὶ τοῖς τῆς προωδοικότων ἔχνεσιν ἀκολε
θῆσαι μὴ βεληθούτες, πόῤῥωπε τῆς ἀληθείας ἐγονον .
το . Καὶ οἱ μου , τῶ ὑπὲρ ἡμῶν γεγονημούμυ οἶκονος
μίαν παντελῶς ἀπηρνήσαντο · οἱ δὲ , ὁμολογοῦσι μου
ἐνανθρωπῆσαι τὸν Θεὸν Λόγον , σῶμα δὲ μόνον αὐεῖ
ληφείαι . Οἱ δὲ , ἔμψυχον μεν καλῦσι τω ληφθεῖσαι
σάρκα , κα τω λογικῳ δὲ καὶ νοερα ἐν ταύτῃ γεγονῆς
που ψυχώ , ἴσως τω οἰκείων οὔοιαν τότε τεκμήριον
ἔχοντες . Ἡμεῖς δὲ ανθρώπου ψυχίω οὐδεμίαν ἴσμεν
ἑτέραν , ἢ τί λογικίω , καὶ ἀθάνατον . ᾿Αλλὰ τὰς μο
ἄλλες ἅπαντας ἐπὶ τὸ παρόντος καταλίπωμον · ἐ ४

διύαται κατὰ παίτων ὁ λόγος κατὰ ταυτὸν ἀφιέναι


ἐλέγχων τα βέλη ὡς ἐν παρατάξει , Τοιγαρῶν τὰ μὲν
ἄλλα παύτα τίφη τῷ δυσσεβῶν ἡσυχίαν ἀγέτω , τῶν
δὲ τῇ τῷ Θεῷ Προνοίᾳ πολεμέντων εἰς μέσον ἀγαγόν
τες τώ φάλαγγα , ρήξωμούτε αυτο τοῖς ἐλέγχοις ,
πυκνότητα διαλύσωμον , καὶ δε
καὶ διασπάσωμον , καὶ τω May
ρυαλώτες ἀγάγωμον , καὶ ἑλκύσωμον ποῦ νόημα εἰς τὴν
ὑπακούω το Xess . Ὁ δὲ λοιπὸς τῆς δυασεβέντων ὅ
μιλος , θεωρῶν τάξιν ἐχέτω , καὶ τὸν ἀγῶνα θεάσθω
εἰκὸς ὢ κακείνων ἕκαστον τῷ ταγμάτων , συμπλοκῆς
ἰδίας μὴ δεηθέναι , ἀλλ᾽ αὐτομολῆσαι πρὸς τῶν ἀλή
θειαν , τώ τότων ἧτταν θεασαμενες καὶ λογισαμενες
τῆς ἀληθείας τίω διύαμιν . ᾿Αλλὰ δ ἴσως μέλλων ὁ
λόγος , καὶ χολαιότερον ὁδοίων , ἀποκναίσει καὶ τὰς ναῦ
ἀκροωμονες , καὶ τὸς ὕστρον ἐντευξομενες. Περιθέμενοι

ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Α '. 427

ποιγαρῶν τῷ πανοπλίαν το Πνεύματος, τὸν θώρακα


τῆς δικαιοσμύης , τὸν θυρεὸν τῆς Πίσεως , τίω πέρικε
φαλαίαν τῷ σωτηρίε , καὶ περιζωσάμενοι τω ὀσφῳ ἐν
ἀληθείᾳ , καὶ ὑποδυσάμενοι τες πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τῇ
Ευαγγελία τῆς εἰρμύης , ἐπὶ πᾶσιν αναλαβόντες τω
μάχαιραν τὸ Πνεύματος , ὅ ἐσι ῥῆμα Θεῷ , τῷ ἀγώνων
ἐφαλώμεθα . Καὶ ὑπηχείτω μοὶ ἡ θεία σάλπιγξ ,
τω ἡμετέραν ἀπούειαν ὑπερείδωσα . Ἡμεῖς δὲ ἐξ αὐτ
τῆς τῆς βαλβίδος της αντιπάλων πυθώμεθα , τί δή
ποτε τῷ τῆς Προνοίας αντιλέγεσι λόγῳ , καὶ ταῦτα
Ποιητζ αυτδ εἶναι φάσκοντες ; πρὸν δ τότες ἡμῖν
λόγος ἐπὶ τῇ παρόντος γινέθω .
Πόθον ἐπὶ ταύτίω ωρμήθηκε τῳ ἀσέβειαν , τί τῆς
των ὑμῖν ἄκοσμον διαφαίνεται ; τί της γινομοίων
ἄτακτον καθορᾶται ; ποῖον τῆς κτίσεως μέρος ἐνδεὲς ἀρε
μονίας ; ποῖον κάλλες , ἢ μεγέθες προσδεῖται ; ποῖον
ἐκ δαρμός ως κινέμονον , ταύτίῳ ὑμῖν ἐγέννησε τὴν ἀ
σέβειαν; Ἐπισκέψαθε να γένη εἰ καὶ μὴ πρότερον , ε
ὁρωμοίων τὴν φύσιν , τω θέσιν , τὴν τάξιν , τὴν 5
φάσιν
τῷ κίνησιν , τὸν ρυθμὸν , τὴν ἁρμονίαν, το ὥραν , τὸ
κάλλος , τὸ μέγεθος , τὴν χρείαν , τίω τέρψιν , τί ποι
κιλίων , τὴν ἀλλοίωσιν , τὴν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν ἐπανοδον
τὴν ἐν φθαρτοῖς διαμον , Βλέπετε ἀντὶ τῷ Θεῷ τω
Πρόνοιαν, δι᾿ ἑκάσε μορία της κτίσεως διακύπτασαν , καὶ
φαινομοίω , καὶ φθεγγομαζῳ , καὶ δι᾿ ἀυτής της πραγ
μάτων μονονεχὶ βρῶσαν , καὶ τὰ ἀθύρωτα ὑμῶν ἐπιςο
μίζεσαν σόματα , καὶ τὰς ἀχαλινώτες ὑμῶν χαλινέσαν
γλώττας , Βλέπετε αυτὴν ἐν Οὐρανῷ , καὶ τοῖς κατ'Οὐ
φανὸν φωςῆρσιν , Ἡλίῳ φημὶ , καὶ Σελτών , και Αφρο " Aspa
σιν , ἐν ἀέρι , καὶ ἐν νέφεσιν , ἐν γῇ , καὶ ἐν θαλάσσῃ ,
τοῖς περὶ γιῶ ἅπασιν , ἐν φυτοῖς καὶ βοτάναις καὶ
ασέρμασιν , ἐν ζῴοις λογικοῖς , καὶ ἀλόγοις , πεζοῖς καὶ
πτωοῖς, καὶ νυκτοῖς , καὶ ἑρπετοῖς , καὶ ἀμφιβίοις , ἡμέ
ροις τε καὶ ἀγείοις , χειροήθεσί τε καὶ ἀτιθασσούτοις . Σκο
πήσατε παρ ὑμῖν ἀυτοῖς , τίς ὁ συνέχων τὰς κρανίες
átí
ΟΥ
428 ΘΕΟΔΩΡΗΤ ΚΥΡΟΥ

αψίδας· πῶς ἐν τοσαύταις ἐνῷ χιλιάσιν ἀγήρως ἔμει


νὸν ὁ Οὐρανὸς , εδεμίαν μεταβολίω ἐκ το χρόνε δεξά
μονος , καὶ ταῦτα παθητώ ἔχων τώ φύσιν , ὡς ὁμα
κάριος διδάσκει Δαβίδ . Αὐτοί, φησίν , ἀπολῦνται, σὺ
δὲ διαμενεις · καὶ παύτες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται ,
καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αυτές , καὶ ἀλλαγήσονται
Σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ , καὶ τὰ ἔτησε ἐκ ἐκλείψεσιν . Αλλ᾿
ὅμως καὶ παθητῳ ἔχων καὶ φθαρτίω τὴν ἐσίαν , ἔμει
νεν οἷός περ ὖ , τῷ τῷ πεποιηκότος κατεχόμενος λό
γφ . Ὁ δὲ δημιεργήσας αὐτὸν Λόγος , συνέχει , καὶ τὸ
καθαρὸν ἀντὶς καὶ ἑδραῖον μέχρις αὖ ἐθέλῃ χαρίζεται .
Τότε χάριν τοσέτε περὶ αὐτὸν πυρὸς ὀχεμείς , Ηλία
φημὶ , καὶ Σελίης , καὶ τὸ ἄλλων φωστήρων ἐν τοσαύ
τοῖς ἐνιαυτς κύκλοις , εν τήκεται, οὐ ξηραίνεται, οὐκ
ἐμπίωραται. Ταύτας δ τῷ πυρὸς ἡ φύσις τὰς ἀνερε
γείας ὑπὸ τὸ πεποιηκότος ἐδέξατο . Χρυσὸν μὲν γὰρ ,
καὶ ἄργυρον , καὶ σίδηρον , καὶ χαλκὸν , καὶ μόλιβδον , καὶ
καασίτηρον , καὶ κηρὸν , καὶ πίσσαν , καὶ ὅσα τοιαῦτα , τής
και , καὶ διαλύει , καὶ εἰς τὰ ῥοώδη μεταφέρει φύσιν
πηλὸν δὲ καὶ τὰ τελματώδη των υδάτων ξηραίνει, τὸ ὑ
χρὸν δαπανῶσα · λίθες δὲ ἕψει, καὶ τὸ φερέμνιον αυτο
ἀφαιρεῖται , καὶ τω σεῤῥοτάτω φύσιν ἀποδείκνυσι κό
, καὶ χόρτον , καὶ κάλαμον μάλα ῥᾳδίως
νιν · ξύλα δὲ ,
ἐμπίρησιν . Αλλ᾽ἐδεν τέτων ὁ Οὐρανὸς ὑπομένει · ἐ
τήκει ο αυτῷ τὸ κρυς αλλώδες τοσαύτη ὖσα τὰ πυρὸς
ἡ οὐσία , οὐδὲ λυμαίνεται τῇ λειότητι, οὐδὲ χαλαρὸν
ποιεῖ τὸ σφαιροειδὲς ἀυτῷ χῆμα , ἀλλ᾽ ᾧἐ ἐξ ἀρχῆς ἔ
λαχε τάσιν , ταύτην εἰς τέλος διαφυλάττει . Ὁ ᾧ ἐκ
σας αυτὸν ὡσεὶ καμάραν , καὶ διατείνας αυτὸν ὡς σκηνὴν
κατοικεῖσθαι , τὰς ἐναντίας φύσεις εἰς φιλίας σωήγα
γε Καὶ ἔτε το πυρὸς ἡ φύσις ὑπὸ τὸ πλήθος σβών
ται τὸ ὑδάτων , ἔτε τὸ κρυςαλλῶδες , ἢ ἀερῶδες , ἢ ve 기
φελῶδες ἐραύιον σῶμα , τῇ τῇ πυρὸς ἐσίᾳ πλείσῃ ἔ
σῃ , τήκεταί τε καὶ φθείρεται · ͵ ἀλλ᾽ ἐκ γειτόνων ἀλλήλοις
οἰκῶντες , τὰς πολεμικὰς κρύπτεσιν ἐνεργείας , καὶ τῷ
Τ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ , ΛΟΓΟΣ Α '. 429

το πεποιηκότος λόγῳ πειποντες , τὴν δὲ αἰῶνος φιλίας


ἐσσείσωντον καὶ ταῦτα ἄψυχα ὄντα καὶ νῦν κυβερνήτω
μὴ ἔχοντα , ἀλλ᾽ ὅμως μένει τὸν ἐξ ἀρχῆς ὅρον φυλάτ
8 κατέ
τοντα . Κυβερνᾷ τὸ τω κτίσιν ὁ Ποιητὴς , καὶ καὶ
λιπον ἀκυβέρνητον, ὃ πεποίηκε σκάφος , ἀλλ᾽ αὐτὸς ὢν
καὶ ναυπηγὸς , καὶ τῆς ὕλης φυτεργὸς , καὶ κατὰ ταυτὸν τὴν
τε ὕλίῳ δημιεργήσας , καὶ τὸ σκάφος ὑφαίας , κατέχων
διατελεῖ τὰ πηδάλια . Καὶ μαρτυρεῖ τὸ τοσύτων όνιαυ
τῆς ὁ κύκλος , καὶ ὁ μακρότατος χρόνος , μὴ διαφθείρας
τὸ σκάφος σῷον δὲ αὐτὸ καὶ ἀκραιφνὲς οὐ μόνον τοῖς
πρώτοις , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀλιγόνοις ἐπιδεικνύς .
Ἐπειδὴ τοίνυν εἶδες, ὦ φίλος , ἐν Οὐρανῷ τὴν τὸ Θεό
Πρόνοιαν φαινομενην , φέρε σε ξεναγήσωμον ἐπὶ τὰ λοιπὰ
της κτίσεως μέρη . Καὶ καθάπερ τὰ βρέφη τὰ πρῶτοι
τῷ βαδίζειν ἀρξάμενα , τῆς δεξιᾶς σε λαβόμενοι, κατὰ
βραχὺ τω κτίσιν περινοςῆσαι παρασκδυάσωμο .Κατ
τάβηθι τοίνω ἀπὸ τῆς Οὐρανῶν , A οἷον εἰς τινα βαθμὸν
πρῶτον τὸν Ἥλιον , καὶ μὴ δείσῃς τὸν ἐμπρησμὸν , ἀλλ᾿
ἐπίβηθι , καὶ περισκόπησον . Οὐ γὰρ ἐμφορήσει σε δύο
γνωμόνως περὶ τὸν Ποιητί διακείμενον , ἀλλ᾽ὑποδείξει
σοι τὸν Δημιεργὸν , ἐναντίως κεχρῆσθαι τῇ τῆς φύσεως
ε
ἐνεργείᾳ κελεύοντα . Φιλεῖ μεν δ τὸ πῦρ κατὰ φύσιν
τὴν ἐπὶ τὰ αἴω φοραν, ὥσπερ τὸ ὕδωρ τὸν ἐπὶ τὸ ωρα
νὲς δρόμον , καὶ ἔτε τῦτο ἐξ ὑπωρείας εἰς ἀκρώρειαν ἀ
ναγαγεῖν δυνατὸν , οὔτε ἐκεῖνο πεῖσαι κάτω πέμψαι
τω φλόγα . ᾿Αλλὰ καν μυριάκις τις φιλονεικήσῃ , λαμ
πάδα κατέχων ἢ δάδα , κάτω ταύτίυ μετενεγκεῖν τῇ
χειρὶ , ἡ φλὸξ ἐπὶ τὰ αἴω πάλιν χωρεῖ , καὶ κατὰ τῆς
κατεχέσης ἄττει χειρὸς , καὶ μὲ ἔλαβον ἐξ •ἀρχῆς ὁρ
μίω ἐκ ἐᾷ , ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς ὅρων τῆς φύσεως ἕσηκε · τῷ
δὲ Ποιητῇ παύτα ῥᾴδια · τὸ δ τῇ σῇ μὴ πειθόμενον
δεξιᾷ , τοῖς τὸ Δημιεργές νεύμασιν εκεί . Καὶ ἔειν ἐς
δεῖν , Ἥλιον , καὶ Σελλώνω , καὶ τὸν τδ Ατέρων χορὸν ,
τῷ μοὶ Οὐρανῷ τὰ νῶτα διδόντας , κάτω δὲ τὰς ἀκτῖ
νας ἀφιώτας · δῆλα γάρ ἐςι το κεκτικότος , καὶ φύσις
άλλο
430 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ.

αυτοῖς ὁ τῇ ποιήσαντος ὅρος . Σοὶ μεν ᾧ καὶ πείθεται


τῇ πυρὸς ἡ φύσις , ἐδὲ τῆς οἰκείας ἐνεργείας ὀξίςα
ται , ὁμόδελος ἣ ὑπάρχει : τοῖς δὲ τῇ Ποιητῇ νούμα
οι πειθομένη , μεταρυθμίζεται , καὶ κατωφερὴς ἡ άνω
φερὴς γίγνεται φύσις . Οὕτω τῷ ὑδάτων τὴν φύσιν ῥοώ
δη τε καὶ χαιώνω ἦσαν , ἄγε καὶ φέρει μετέωρον , καὶκαὶ
τωθον ανέλκων , μέσω Οὐρανᾶ καὶ γῆς ὕφησιν , ἐπ᾿ ἐ
δενὸς ἐρηρεισμένίω , ἀλλὰ λόγω μόνῳ ᾐωρημούζω καὶ
κρεμαμονίω . ᾿Αλλὰ τέως περὶ τῆς νεφῶν μηδὲν ἀκῶσαι
· ποθήσῃς, μηδὲ δραμεῖν ἐθελήσῃς , οὐδέπω βαδίζειν
μεμαθηκώς, ἀλλὰ κατὰ βραχὺ τω κτίσιν ὁδοίων , μα
θὲ τῆς οὐσεβείας τὸν δρόμον . Βλέπε τοιγαρῶν κανταῦ
θα τῷ Θεῷ τω Πρόνοιαν, ἐφεςῶσαν Ἡλίῳ καὶ Σελήνη
καὶ τοῖς ἄλλοις φως ἤρσι, καὶ οἷόν τινι φωνῇ παρακελευο
μούω δαδεχεῖν τοῖς ἀνθρώποις , καὶ ἐν ἁπλῶς δάδες
χεῖν , ἀλλὰ κατὰ χρόνο διανομ . Ανίχων μου γὰρ ὁ
Ηλιος , τω ἡμέραν ποιεῖ, δυόμενος δε , καὶ οἱονεὶ κρυ
πτόμονος , παραχωρεῖ τῇ νυκτὶ , ἧς τὸ ζοφῶδες καὶ διὰ
Σελμύης͵ καὶ ἀσέρων ὁ Δημιεργὸς κεράννυσι .Καὶ ἔσιν
ἰδεῖν οἷόν τινας ἀδελφας , τω ἡμέραν φημὶ καὶ τω
νύ
κτά , παρ᾽ ἀλλήλων δανειζομένας εἰς χρείαν ανθρώπων
τὸν χρόνον , καὶ πάλιν ευγνωμόνως ἀποδιδέσας . Τῷ μὲν
ὃ χειμῶνος λήγοντος , καὶ τὰ ἔαρος ὑπολάμποντος , ή
νίκα πλείες της ανθρώπων οἱ περὶ τὰ ἐργασίαν πό
ίαι ε καὶ ἐκδημίαι της νῆς
νοι , ὁδοιπορ τ , καὶ χειμερι ἀ

πηλλαγμονη ξαχύτητος , καὶ ἡ γῆ τοῖς ληΐοις κομῶσα


τὸν γηπόνον εἰς ἐπιμέλειαν καλεῖ , καὶ τὰ φυτὰ τὸν φυ
τεργὸν εἰς τομίῳ καὶ κάθαρσιν καὶ ἀρδείαν καὶ τῶν διὰ
σκαπάνης ἐπιμέλειαν , τωικαῦτα δανείζεται παρὰ τῆς
νυκτὸς ἡ ἡμέρα , αὔξησα τοῖς ἀνθρώποις τὸν τῆς ἐργα
σίας καιρόν . Κατὰ βραχὺ δὲ κομίζεται , ἵνα μὴ τῷ
ἀθρόῳ τοῖς χρωμοίοις λυμήνηται . Πλείων ᾧ ἐξαίφνης
ὁ πόνος γιγνόμενος , λωβᾶται λίαν τοῖς ἀργοῖς ἐπὶ
πλεῖσον διαμείνασι σώμασι , τέτου χάριν καταβραχὺ
προσ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Α '. 451

προσλαμβάνει τα αὔξησιν . Τῷ δὲ θέρες ἤδη μεσόν


τος , παύεται μεν δανειζομενη , παραυτίκα δὲ τῆς ἐκ
τίσεως ἅπτεται , οὐδεμίαν ἡμέραν αναβαλλομένη τω

ἔκτισίν , κατὶ βραχὺ δὲ ὅμως , καθάπερ ἔλαβον, ἀπο
δίδωσιν ὅπερ ἔλαβον· εἶτα κατὰ τὸ μετόπωρον ἰσόμε
ζος γιγνόμονη , ἐκ αιχνύεται μειωμένη , ἐδὲ πλέονε
κτεῖν ανέχεται τω ὁμόζυγου ἀλλ᾿ ἕως αν ἅπαν ἐκε
τίσῃ τὸ ὄφλημα , καὶ παύεται λήγεσα , καὶ τοῖς ανθρώ
ποις μακραν πραγματεύομενη τω θεραπείας . Οἶκοι
δ μένειν κρυμᾶ χάριν , καὶ ὑετᾷ , καὶ πηλό , καὶ τελμά
των αναγκαζόμενοι , θυμηρεςέρων ἔχομεν τῆς ἡμέρας
τω νύκτα . Εἰσὶ δὲ καὶ οἳ, μακρᾶς͵ οὕτω τῆς νυκτὸς
γιγνομένης, τῆς αναπαύλης 8 λαμβάνεσι κόρον , ἀλλὰ
τὸν ὄρθρον βλέποντες ὑπολάμποντα, δυχεραίνεσιν . Οὐ
τῷ πάλιν ἡ νὺξ ἀπολαβῦσα τὸ χρέος , ὦ παραιτεῖται
δτι
τὸ δανεισμα . Οὕτως ἅπας ἡμῶν ὁ βίος , δια τότων ο
δεύει , καὶ χρείαν ἐκ ἐλάττω τῆς ἡμέρας ἡ νυξ τοῖς αὐ
θρώποις παρέχει . Πρῶτον μοὶ γὰρ τῇ σκότες , καὶ τὸ
φωτὸς τὸ διάφορον , τερπνότερον ἡμῖν καὶ χαριέτερον τὸ
φῶς ὑποδείκνυσι. Διὸ ποθεινότερὸς ἡμῖν τῆς μεσημβρίας
ὄρθρος · κόρον δὺ τὸ φωτὸς μεθημέραν λαμβαίοντες,
τῆς νυκτερινῆς αναπαύλης δεόμεθα . Εἶτα ταύτης τυχόν
τες, τὸν μὲν κόρον ἀποτιθέμεθα , ἐπέρασον δὲ ἡμῖν αὖ
θις γίνεται τὸ φῶς . Οὕτω καὶ τῆς πόνων κορωννύμενοι,
μεθημέραν κοπέμενον τὸ σῶμα , νύκτωρ διαναπαύομεν
καὶ κλίνη, καὶ ὕπνῳ , καὶ ἡσυχίᾳ τότο καλῶς θεραπού
σαντες, αὖθις αυτὸ νέον τοῖς ἔργοις ὑπὸ τὴν ἕω προ
φέρομον . Τοσαύτίω ἡμῖν καὶ πιαύτω ἡ νὺξ παρέχει
το χρείαν . Διὰ ταύτου , καὶ μιθωτός αναπαύεται , καὶ
οἰκέτης παῦλαν λαμβάνει τῷ πόνων . Παύει γὰρ καὶ
τὸς λίαν φιλοπονωτάτες τῆς ἐργασίας τῆς νυκτὸς τὸ ζο
φῶδες . Ταύτίω ᾐδέθησαν πολλάκις καὶ πολεμῶντες αν
1
θρωποι , καὶ νικῶντες , καὶ τὰς αντιπάλες διώκοντες , καὶ
1 θεασάμενοι παραγενομοίω , το μεν διώκειν ἐπαύσαν
το , χολαιότερον δὲ φεύγειν της δραπετεύοντας , εα
σαν .
433 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

σαν , Αὕτη , τὸς μου ανθρώπες οἴκαδε συνάγει , καὶ


γλυκὺ αὐτοῖς ἐπιφέρει τὸν ὕπνον , ἐξάγει δὲ πρὸς
νομέω τὰ θηρία , καὶ παῤῥησίων αυτοῖς το νέμεθαι δια
21 δωσιν . Ἐπὶ τέτοις ὑμνῶν τὸν τῆς ὅλων Θεὸν , ὁ μέγας
ἐβόα Δαβίδ , ἐποίησε 茹 Σελκύω εἰς καιρὸς, ὁ Ἥλιος
ἔγνω του δύσιν αυτῇ , ἔθε σκότος , καὶ ἐγενετο νύξα
ἐν ἀυτῇ διελεύσεται παντα τὰ θηρία το δρυμᾶ , σκύ ~
μνοι ὠρυόμενοι τὸ ἁρπάσαι , καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ
βρῶσιν αὐτοῖς . ᾿Ανέτειλαν ὁ Ἥλιος, καὶ συνήχθησαν ,
· καὶ εἰς τὰς μαύδρας αυτῆς κοιταθήσονται . Ἐξελούσες
-ται ανθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αυτό , καὶ ἐπὶ τῷ ἐργα
σίων αὑτῷ ἕως ἑσπέρας . Ωσε καὶ ταύτίω παρέχει τω
χρείαν ἡ νὺξ , καὶ τὰς ανθρώπες διαναπαύεσα , ἀδεῶς
τε τω ξοφίῳ παρέχει τοῖς θηρίοις πορίζεται . Καὶ
ἴσως αἴτις εποι τῷ τω Πρόνοιαν ἀρισμοίων , τί δής
ποτέ δ ἐδημιεργήθη θηρία ; ποίαν δὲ τοῖς ανθρώ
ποις χρείαν πληροῖ ; ἀλλὰ τὰ περὶ τέτων ἀπολογίαν
ἐν τῷ περὶ τί θηρίων αναμενέτω Μ λόγῳ τέως δὲ ὁ
λόγος ὁδῷ βαδιζέτω .
Ὅτι τοίνω αναγκαία , καὶ λίαν τοῖς ανθρώποις ατ
φέλιμος τῆς νυκτὸς ἡ χρεία , ἀπόχη μου ὡς οἶμαι
καὶ τὰ εἰρημένα διδάξαι, προθήσει δὲ ὅμως ὁ λόγος
ἕτερα , τοῖς προτέροις συμμαρτυροῦντα . Ἐπειδὴ γὰρ
θνητῶ ἔχομεν τίω φύσιν , καὶ περιωρισμούίω ζῶμεν.
ζωτώ , ἐχίω ἡμᾶς μαθεῖν καὶ τοῦ χρόνου τὰ μέσα
Νυξ τοιγαροῦν μέση της ἡμερῶν γιγνομώύη , μεξ
που τὸν χρόνον ποιεῖ . Εἰ γὰρ ἀδιάδοχον μεμονήκει
τὸ φῶς, ἐκ αἢ ἐνιαυτης μεμαθήκαμον κύκλες , ἐκ αν
μωῶν ἐδιδάχθημεν ἀριθμὸν , μία δ᾽ αὖν ἔδοξον ἡμέρα
παντὸς εἶναι τὸ παρόντος αἰῶνος τὸ μέζον , ὡς περ
ἕξειν τὸν προσδοκώμενον αἰῶνα πις δύομον. ᾿Ανέσπερον
δ τω ἡμέραν ἐκείνω καὶ παντελῶς ἀδιάδοχον ἔσεται
δεδιδάγμεθα · τοιῶτος γὰρ τοῖς ἀθανάτοις ἐσομένοις ,
καὶ ὁ αἰῶν ἁρμόττει . Ἐπὶ δὲ τῇ παρόντος πολλῶν ἐν
δεεῖς ὄντας διὰ τὸ τῆς φύσεως θνητὸν καὶ ἐπίκηρον , ἔ
δει
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Α΄. 433

δει το χρόνε τὰ μέζα γινώσκειν , ἵνα παραθέοντα της


τον ἡμᾶς ὁρῶντες, ἡμῶν ἀυτῷ ἐπιμελώμεθα , καὶ πρὸς
εἰ ἀποδημίαν ἑτοίμες παρέχωμεν . Διαδεχομένη του
γαρῶν ἡ νὺξ τω ἡμέραν , μέζον γίνεται το χρόνῳ
και τέτο ἑπτάκις γιγνόμενον , το ἑβδομάδα ποιεῖ .
Τῷ δὲ μἰυὸς , ἐκ τῆς Σελαίης τὸ μέξον λαμβανομεν
ἐντεῦθεν δὺ καὶ τῆς προσηγορίας μετέλαχον , Μί
δ ὀνομάζεσι των Σελιώτω . Αὕτη γὰρ ἀυξεμούη καὶ
φθίνεσα , καὶ μψυοειδὴς γιγνομούη , καὶ διχότομος , ἀμ
φίκυρτός τε καὶ πλησιφαής , καὶ πάλιν εἰς τὸ ἀμφίκυρ
τον μεταβαίνεσα χῆμα, εἶτα ἐκεῖθεν εἰς τὸ διχότομον ,
καὶ εἰς τὸ μμυοειδὲς αὖθις , τὸν τδ Γιάκοντα ἡμερῶν
ὀλίγωνὡρῶν δεόμενον ἀριθμὸν πληροῖ . Τὸν ὀνιαύσιον
δὲ κύκλον , ἐκ ἐκ τῆς μίωῶν μόνων , ἀλλὰ καὶ ἐκ τὴ
ἡμερῶν διδασκόμεθα · ἔαρος γὰρ ὑπολάμποντος , μέ
σον τὸν Οὐρανὸν ὁδούων ὁ Ἥλιος , ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ τὴν
ἰσότητα πραγματεύεται . Ἐκεῖθεν τὰ βορειότερα της
ἑῴων καταλαμβαίων, κἀκεῖθεν ανίχων , σμικρύνει με
τὰς νύκτας, ἄυξει δὲ τὰς ἡμέρας . Θερμότερος δὲ τῇ
γῇ προσβάλλων , τὰς ταύτης πεπαίνει καρπός. Μέχρι
δὲ τῷ εἰωθότων ὅρων ὁδούσας, ἐπαύεισιν ἀπὸ τῆς ἀρκ
τῴων ἐπὶ τὰ νότια · καὶ πάλιν ἐν τῷ μετοπώρῳ νυκ
τὶ καὶ ἡμέρᾳ τὴν ἰσότητα πρετανούσας, νοσιώτερος για
νεται , καὶ ταῖς μοὶ νυξὶν ἀποδίδωσιν ,ἃ πὰρ ἀυτ
λαβὼν δέδωκε ταῖς ἡμέραις , παραχωρεῖ δὲ τῷ ἀέρι
πυκνᾶσαι, καὶ νεφῶν πληρεθαι , καὶ πᾶσαν ἄρδειν τὴν
244
ἤπειρον . Ἐκεῖθεν ἐπὶ τω ἰσημερινω ἐπανιῶν ὧρ
821 πω , πληροῖ τὸν ὀνιαύσιον κύκλον . Ἐπειδὴ τοίνω ένα
φd
MELES δες Ἡλίς καὶ Σελίύης τω χρείαν , καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέ
ρας τὰς ἰσομέξες διαδοχὰς, καὶ τί ἐντεῦθον τοῖς αὐ
θρώποις παραφερομενίω ὠφέλειαν , βλέπε μοι καὶ το
ὡρῶν τε ἔτος το τερπνοτάτῳ καὶ χρειωδεςάττω χα
ρείαν . Οὔτε δ διχῇ τὸν ὀνιαύσιον κύκλον ἐμέρισαν ὁ
Ποιητὴς , ἔτε θέρες ἡμῖν ἁπλῶς δέδωκε καὶ χειμῶνα ,
ἐδ᾽ ἀπὸ τῆς ἄκρων ἀμέσως ἐπὶ τὰ ἄκρα μεταβαίνομον ,
Encicl. Tom . II. et άλο
434 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

ἀλλὰ τὸ ἔαρ τὸ μετόπωρον μέσω λαχόντα τω


καὶ 2
κρᾶσιν , τῷ κρυμν καὶ τὸ φλογμᾶ μέσα > γίγνεται · καὶ
τὸν ἄκρως ὑγρὸν καὶ ψυχὸν χειμῶνα , ε τὸἄκρως ξη
ρὸν , καὶ θερμὸν διαδέχεται θέρος , ἀλλὰ τὸ ἔαρ , ὅ καὶ
τῆς τότων μετέχον θερμότητος, καὶ τῆς ἐκείνων ψυχρό.
τητος , μίξιν ἀρίσῳ ἡδὺ ἀφεςηκότων ἐργάζεται , καὶ પે
οἷόν τισι χερσὶ τῆς ἐναντίων ἐπειλημμένον , τῇ μο
ψυχρότητι τοῦ χειμῶνος, τῇ δὲ θερμότητι τοῦ θέρες ;
εἰς σύμβασιν ἄγει καὶ φιλίαν τὰ κομιδῇ πολέμια . Δια
τῦτο ἀπὸ τὸ χειμῶνος ἐπὶ τὸ θέρος ὁδούοντες , ἀλύπως
ὁδεύομον . Κατὰ βραχὺ γὰρ τῆς τούτου ψυχρότητος
ἀφιςάμενοι , καὶ τῇ ἐκείνῃ θερμότητι πλησιάζοντες , δ
δεμίαν βλάβίω ἐκ τῆς ἀθρόας μεταβολῆς ὑφισάμεθα .
Οὕτως ἀπὸ τὸ θέρες ἐπὶ τὸν χειμῶνα μεταβαίνομον α
μέσω πάλιν το μετοπώρες γιγνομένε , ἐκ ἐῶντος ἡμᾶς
εὐθὺς τοῖς ἄκρως ἐναντίοις προσλαῦσαι , ἀλλὰ κεραν
ναῶτος του ἄκραν θερμότητα τῇ ἄκρᾳ ψυχρότητι , καὶ
κράσιν ἑτέραν ἐργαζομούς , καὶ κατὰ σμικρὸν ἡμᾶς ἐπ᾿
ἐκεῖνο ξαναγῶντος τὸ ἄκρον. Τοσαύτη περὶ ἡμᾶς ἡ τε
πεποιηκότος κηδεμονία . Οὕτω κἂν ταῖς τὴν ὡρῶν μὲ
ταβολαῖς , καὶ μόνον ἡμῖν τὸ ἄλυπον , ἀλλὰ καὶ τὸ τερα

πνὸν πραγματεύεται .
Καὶ ἴσως αἴτις τῆς ἀχαρίσων τοῖς εὖ καὶ καλῶς
γεγονημενοις , καὶ σοφῶς καὶ συμφερόντως οἰκονομουμέ
νοις ἐπιμεμφόμενος εἴποι·τί δίποτε αἱ ζοπαὶ γι '
γνονται ; Ποίαν δὲ χρείαν ἡμῖν αἱ τζο ὡρῶν μεταβά
σεις ποιῶσι ; ποίων δὲ ἀγαθῶν ὦ σοφώτατε καὶ δε
νότατε τῆς Προνοίας κατήγορε , οὐ διὰ τέτων τυγχανο
μον ; ἀρχόμονς μεν δὲ χειμῶνος , ασέρματα καταβάλ
λομον. Ὁ δὲ ταύτίω ἡμᾶς διδάξας τίω τέχνίω , ξέ
φει ταῦτα , ὕων ἐκ νεφῶν , καὶ τὸ θαλάττιον ὕδωρ αὐέλ
κων τῳ λόγῳ , καὶ μετέωρον ἄγων , καὶ τω άλμυρα
ἐκείνω εἰς γλυκεῖαν μεταβάλλων ποιότητα , καὶ τὰς με
κάδας διακρίνων·καὶ ναῦ μεν σμικρὰς ἀφίες , ναοῦ δὲ
μεγάλας καὶ κρενηδὸν φερομονας, καὶ οἷόν τινι 資κοσκίνω
διαι
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Α 435

διαιρῶν τῆς νεφῶν τὰς ὠδῖνας. Διὰ τῦτο ἡ χειμέριος


ὥρα , ἵνασε τὸν ἀχάρισον διαθρέψη , ἵνασοι τις αγ
νώμονι παράχῃ τῆς αναγκαίων των χρείαν. Ἔαρὸς δὲ
πάλιν ἀρχομούς , οἱ μὲν τῆς γηπόνων , τέμνεσι τὰς
ἀμπέλες, οἱ δὲ , ἑτέρας φυτεύεσι . Χαυεμένα δὲ τῇ
τὸ ἀέρος θερμότητι τὰ κλήματα , πρὸς ὠδίνας ἐπείγε
ται . Τῷ δὲ θέρες ἀκμάζοντος , καὶ τὸ Ἡλίου σφόδρα
τὸν ἀέρα θερμαίνοντος , ὁ μον σῖτος εἰς ἀμητὸν τὸν γῆ
πόνον καλεῖ , περκῶσι δὲ ςαφυλαὶ , βρίθεσι δὲ ἐλαΐαι
τὸ καρπῶ ξεφομενου , πεπαίνεται δὲ τῆς ὀπωρῶν τὰ
γονη . Εἶτα μετόπωρον ἐπιγενόμενον , ταῦτα τελείως πέ ·
πονα τοῖς φυτεργοῖς παραδίδωσιν · οἱ δὲ , τώ συλό
λογω ποιησάμενοι , πάλιν ἅπτονται τδ ασερμάτων .
Παῦσαι τοίνω ἀχαρισῶν , καὶ τοῖς τῆς Προνοίας δώροις ,
FR
τ Πρόνοιαν διαβάλλειν ἐπιχειρῶν, καὶ τοῖς δοθεῖς
σιν ἀγαθοῖς , τὸν τούτων δοτῆρα τοξόων. Ἐν ἅπασι
τοῖς εἰρημένοις τα τοῦ Θεᾶ κατάμαθε Πρόνοιαν , ἰθύς
νουσαντε καὶ κυβερνῶσαν, καὶ παύτων σοι τῆς ἀγα
θῶν πραγματευομοίω τί ἀφθονία» . Βλέπε καὶ τ
Αςέρων τίω φύσιν , τω θέσιν , του τάξιν , τω ποι
κιλίαν τῆς χημάτων , τώ τέρψιν , τώ χρείαν , τ
πορείαν, τὰς ἐπιτολὰς, τὰς δύσεις . Τότες ὁ τῆς ὅλων
Δημιεργὸς πεποίηκεν , ἐχ ἵνα μόνον τὸ ζοφῶδες τῆς
νυκτὸς φωτίζωσι , καὶ ἐν ἀσελκύῳ νυκτὶ τῇ φωτὸς τοῖς
..
ανθρώποις του χρείαν παρέχωσιν , ἀλλ᾽ ἵνα καὶ ὁδίτω
παραπέμπωσι , καὶ τὰς πλέοντας ξεναγῶσιν . Εἰς δ
τότες ἀφορῶντες 2 οἱ ναυτιλλόμενοι, τω ἀξιβῇ λίβον
ὁδούεσι , καὶ τῇ τότων θέσει προσέχοντες , τὸ σκάφος
ἐθαύεσι , καὶ πρὸς .ὃς αὖ ἐθέλωσιν ἀποθαύεσι λιμέ
νας . Ἐπειδὴ δ ε δέχεται τῆς ὑδάτων ἡ φύσις ἵππων
καὶ ἡμιόνων καὶ ὁδοιπόρων ἴχνη , καὶ ἁμαξῶν , καὶ χημά
των γραμμὰς, οἷς οἱ ὁδῖται προσέχοντες , αναμφιβόλως
το πορείαν ποιῶνται , δέδωκε τῷ ὅλων ὁ Δεσπότης
τοῖς τὰ μακρὰ πελάγη διαπερῶσιν , οἷον ἴχνη τινὰ τῷ
θαλαττίων φίβων , τῷ ἀςέρων τω θέσιν . Ω τῆς
ee 2 3)
αρα
436 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

ἀῤῥήτε φιλανθρωπίας ! Ὢ τῆς ἀφράς σοφίας . Τίς αν


ἀξίως θαυμάσεις τῆς τὸ Θεῷ Προνοίας τὸ ἀγαθὸν , τὸ
δυνατὸν , τὸ ἐν ἀπόροις εὔπορον , τὸ ἐν ἀμηχάνοις δύο
μήχανον , τομεγαλουργίαν , του υπορίαν ; Αληθῶς ἐν
θαυμαςώθη ἡ γνωσίςσε ἐξ ἐμῶ , ἐκραταιώθη , ὦ μὴ
δεύομαι πρὸς ἀντώ , βοῶ καγώ . Εἰ δὲ ἐμοὶ πείθοιο ;
ταύτίω σμὸ ἐμοὶ καὶ σὺ εἴ φωνῶ ἀφήσεις , καὶ τὸν
Εὐεργέτην εἰς διώαμιν ὑμνήσεις , καὶ μυρίοις ἔργοις
ευεργετέμενος , λόγος συγνώμονας ἀποδώσεις . Ἵνα δέ
σε ναῶ τὸ βαδίζειν ἀρξάμονον , μὴ μακραὺ ὁδὸν ὁδοῦ
σαι παρασκευάσαντες , πόνον σοι προξενήσωμεν , ἐνταῦ
θάσε τέως διαναπαύσωμεν · καὶ τῷ ἐν Οὐρανῷ , καὶ
τοῖς κατ᾽ Οὐρανὸν φωςῆρσι Πρόνοιαν τῷ Θεῷ φαινομέν
νω , θεωρεῖν καταλείψομεν . Εἰκὸς δ σε ποδηγηθεί
τα , καὶ καθ᾿ ἑαυτὸν τω θεωρίαν αυξῆσαι , καὶ τὰ συμ
τομίας χάριν ὑπὸ τὸ λόγο καταλειφθοίτα , ἐκ τῆς εἰς
ρημαίων σὑρεῖν , καὶ μετὰ τῇ Προφήτε βοῆσαι · ὡς ἐμετ
γαλεύθη τὰ ἔργα σε , Κύριε, παύτα ἐν σοφίᾳ ἐποίες
σας . Σοὶ δόξα εἰς τὰς αἰῶνας . ᾿Αμμύ .

ΠΕΡΙ
#1
432

ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ .

ΛΟΓΟΣ Β '.

Αποδεικτικὸς ἀπὸ ἀέρος , καὶ γῆς , καὶ θαλάττης ,


καὶ ποταμῶν , καὶ πηγῶν .

Οἱ ταῖς τῆς Προνοίας ἡνίαις͵ ἀπισῦντες , καὶ τὸν Οὐ


φανοῦ καὶ γῆς Κόσμον ἡνιόχε δίχα μετὰ τοσαύτης ἁρμο
νίας καὶ τάξεωςφέρεται λίαν αὐοήτως χυριζόμενοι ,
τοικείαι μοι δοκῶσιν , ὥσπερ αντὶς ἐν νηὶ καθήμενος ,
καὶ τὸ πέλαγος διαπεραιούμενος, καὶ τὸν κυβερνήτην
ὁρῶν τῷ οἰάκων ἐπειλημμένον , καὶ τὰ πηδάλια πρὸς
πτω χρείαν κινοῦντα , καὶ ναῷ μου τὸ δεξιὸν φέροντα ,
νῶ δὲ τὸ οὐώνυμον μεταφέροντα , καὶ τὸ σκάφος πρὸς 1
οὓς αὖ ἐθέλη λιμενας ἐθαύοντα , ἀρνοῖτο προφανῶς
τω ψευδόμενος · καὶ αἴτικρυς τῇ ἀληθείᾳ μαχόμενος ,
καὶ μήτε κυβερνήτω ἐπὶ πρύμνης ἐςαναι , μήτε πηδά .
λία τὸ σκάφος ἔχειν , μήτε τῇ κινήσει το οἰάκων
ἐθαύεται ἀλλ᾽ αυτόματον φέρεθαι, καὶ τῆς της και
μάτων περιγίνεται ῥύμης , καὶ τῇ τῆς πνευμάτων ἐμε
βολῇ διαμάχεται καὶ μήτε ναυίδ ἐπικέρων δεῖται ,
μήτε κυβερνήτε , τὸ κοινῇ συμφέρον τοῖς ἐρέταις προσ
τάττοντος . Ἐναργῶς δ ὗτοι , καὶ λίαν προφανῶς τὸν
ἁπαύτων Δεασότίω ὁρῶντες δ ἐποίησε κτίσιν ἐθύνοι .
τα , καὶ παύτα ἐν ρυθμῷ καὶ τάξει ἄγοντά τε καὶ φέρον
τα , καὶ τῷ ἁρμονίαν ἑκάσῳ τῷ γινομοίων ἐμπρέπου
σαν, κάλλος ὁμὲ καὶ χρείαν ἐν ἁπάσῃ θεωρόντες τῇ
κτίσει, καὶ ἐν ἑκάσῳ δὲ μορίῳ ταύτης ἄμφω ταῦτα δια
λάμποντα , ἑκόντες τυφλώττεσι , μᾶλλον δὲ ὁρῶντες ἀ
ναυχωτᾶσι · καὶ τὰ δῶρα τῆς Προνοίας λαμβαίοντες
ee 3 θές
438 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

οἷς λαμβάνεσι λοιδορῶνται, καὶ δὲ ὧν ἀπολαύεσι ,


κηδεμόνι πολεμᾶσιν . Ἤρχει μον ἦν , επερ ἤθελον ού
γνωμόνως ἀκέειν , καὶ τὰ χθὲς εἰρημενα περὶ Οὐρανε ,
καὶ Σελίώης , καὶ Ἡλίο , καὶ τῶν ἄλλων φωτήρων , πῶς
σαι αυτὲς σωφρονεῖν , καὶ τὸν οὐεργέτω ὑμνεῖν · ἵνα δὲ
μήτις͵ τὸ τῳ Σελίω ὅρον τῇ Προνοίᾳ τεθεικότων ,
καὶ μέχρι ταύτης αυτίω διήκειν εἰρηκότων , καὶ λίαν αυτ
τῳ σμικρολόγον ἀποφηναμενων ,ἐφόδιον εἰς βλασφη
μίαν λάβῃ τὴς λόγων τω συμμεξίαν , δεῦρο δήσε πᾶς
λινη ὦ φιλότης , ἐκεῖθεν διὰ τῷ αέρος ἐπὶ τί γί

καταβιβάσωμον , καὶ κατὰ βραχύσε πάλιν καθάπερ τῇ


προτεραίᾳ ποδηγήσαντες , ὑποδείξωμεν καὶ ἐν τοῖς βρα
χυτάτοις τῆς κτίσεως μορίοις φαινομοίων ταύτω καὶ
δεικνυμενίω τοῖς προσέχειν ἐθέλεσι · καὶ ἀπαξαπλῶς
τοῖς γενητῳ λαχᾶσι φύσιν , κοινῇ καὶ ἰδίᾳ συμπαρο
μαρτᾶσαν ἀεί .
Ὁδῷ τοίνω βαδίζοντες , εξετάσωμον τοῦ ἀέρος τὴν
φύσιν , πῶς λεπτοτάτη μου ἐςι, καὶ διολιπαίνεσα , καὶ
ῥᾳδίως διαφεύγεσα , καὶ τῷ συνεχόντων δεομούη . Διὰ
τὸ ὅλων ὁ Ποιητὴς Οὐρανὸν , καὶ γιῶ δημιεργήσας ,
ἐν μέσῳ τούτων διέχει, καὶ τούτῳ τεῖχος ἀῤῥαγὲς
διὰ τῶν δύο τότων σωμάτων μηχανησάμενος ,καὶ ἀν
τὸν τοῖς ἐν μέσῳ τότων ἐμψύχοις σώμασι, ζωῆς στ
νεργὸν ἀποφήνας . Τέτον γὰρ καὶ ἡμεῖς αναπνέοντες
ζῶμεν οἱ ανθρωποι , καὶ τῷ ἀλόγων δὲ ζώων ὅσα
πτωα, καὶ ἑρπετὰ , καὶ ἀμφίβια , τόπον ἔχει τῆς ζωῆς
συνεργόν . Οὗτος
2 κινέμενος , του ἀπὸ τῶν νεφῶν ἀρδεία
παραπέμπει τῇ γῇ . Τέτῳ τὸ φῶς ὀχήματι κεχρημείον ,
ἑτιᾷ τὸ ὁρώντων τὰς ὄψεις . Οὗτος Ἡλίῳ καὶ γῇ μετ
σιτδύων , τὸ σφοδρὸν τῆς ἀκτῖνος κεραύνυσι,καὶ τῇ οἷς
κείᾳ ὑγρότητι καὶ ψυχρότητι , τω ἐκείνε καταπραύνων
ξηρότητα καὶ θερμότητα , ἄλυπον ἡμῖν πραγματεύεται
τὸ φωτὸς τῷ ἀπόλαυσιν . Ἵνα δὲ μὴ νομίσῃς͵ αἴτιον
τετωνὶ τὸ ἀγαθῶν τὸν ἀέρα , μάθε ὡς καὶ τότε τω
αμε
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Β΄ . 439

ἀμεξίαν , ἡ τὸ Ἡλίε κοιμίζει θερμότης . ᾿Ακραιφνῇ


γὰρ ἐδεὶς αὖ Κεγκε τω το αέρος ψυχρότητα καὶ
μάρτυς ἡ χειμέριος ὥρα . Ἐν ταύτῃ ὡς ἐπὶ τὰ νοῦ
τιώτερα το πόλυ διαξέχων ὁ Ἥλιος, καὶ τὰ βορειότερα ,
καὶ τὰ μέσα καταλιμπάνων , ἄδειαν δίδωσι τις αέρι κε
χρῆσαι τῇ φύσει . Οὗ χάριν , μηκέτι ὁμοίως δαπανών
μονος ὑπὸ τῆς τὸ Ἡλία θερμότητος , πυκνόμενος δὲ καὶ
συχνὸς γινόμονος , καὶ ὑετὸν ἀφίησι λαῦρον , καὶ τῇ σφο
δροτέρᾳ της ανέμων προσβολῇ τῦτον ἐξαφρίζων,εἰς νι
φετὶν μεταπήγνυσι καὶ χάλαζαν , καὶ τῷ ἐν ταῖς καὶ
θαραῖς αἰθρίαις ἀποςάζεσαν δρόσον τῇ αὔρᾳ πηγνὺς ,
ψυχρότητι το πάχνω ἐργάζεται . Καὶ ταῦτα εἰ καὶ
πόρρωθεν , ἀλλ᾿ ὅμως τὸ Ἡλίῳ θερμαινόμενος ἀπο
βάλλει . Ἔς: δὲ καὶ ἐντεῦθα ἀκριβῶς καταμαθεῖν τῷ
c་
Θεğ το προμήθειαν . Ἐπειδὴ δ πολλὴ καὶ μεγάλη
τῆς ςοιχείων ἡ χρεία , καὶ πρὸς τῇ χείᾳ , πολὺ τὸ
κάλλος , καὶ ἄῤῥητος ἡ ὥρᾳ , τὰ δοκῶντα λυπηρὰ γίνει
παι διὰ τύτων ὁ παύσοφος ᾠκονόμησεν , ἵνα μὴ Θεὸς ,
ἀλλὰ Θεῷ ποιήματα ταῦτα εἶναι πισδύωμεν ἐθανόμενα
τε καὶ κυβερνώμονα ᾖ αἲ ἐκεῖνος ἐθμών . Τότε χάριν ὁ
τῆς ζωῆς ἡμῶν συνεργὸς ἀὴρ , ὃν αναπνέοντες διαζῶμεν
ἅπαντες , ὁ κοινὸς ἔτος θησαυρὸς , καὶ πονομεύων καὶ
ἐπὶ πλέτῳ βραδυομένων , οἰκετο καὶΔεασοτ ,ἰδιωτ
καὶ Βασιλέων , ὃν καὶ μᾶλλον το ποίητος αναπνέεσιν οἱ τῇ
ἀλεργίδι κοσμέμενοι, ἀλλὰ τῇ ἰσομοιρίᾳ κατὰ τω τέ
χρείαν ἅπασα τ ' ανθρώπων ἡ φύσις τετίμηται , ἐ
μόνον ἡμᾶς εὐφραίνει ταῖς αναπνοαῖς , καὶ ταῖς αὔραις ,
κα, τῇ τῇ ὑετε χορηγίᾳ , ἀλλὰ καὶ αὐτῷ τῷ κρυμῷ , δι
δάσκων ἡμᾶς , ὡς ἐκ ἀρκεῖ μόνος εἰς ζωογονίαν , καὶ
της ζώντων τω θεραπείαν . Οὕτως ὁ Ἥλιος καὶ μόνον
εὐφραίνει τῇ προσβολῇ τῷ ἀκτίνων ἡμᾶς , καὶ τῷ δια
φοραν διδάσκει τῆς ὁρωμένων σωμάτωνόγκων τε καὶ τῷ
μάτων , ἀλλὰ καὶ αὐτῇ τῇ προσβολῇ τῆς ἀκτίνων , κἂν
μὴ τὸν ἀέρα κινήσας ὁ τὸ παντὸς ἡνίοχος , αὔρας κα
ee 4 μιν
440 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

μῖν ψυχὰς προσενέγκῃ , ὁ προσκυνηθεὶς ὗτος ὑπὸ τῆς


ανοήτων Ἥλιος , ἄρδίω ἐμπίρησιν ἅπαντα , καὶ τὸ ζῆν
ἀφαιρεῖται τὴς προσκυνόντων . Οὐδον τοιγαρῶν τοῦ τοι
χείων αυτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ τῆς ζωῆς τυγχαίει παρεκτικὸν ,
ὅτε μίω ἅπαντα κοινῇ κεραννύμενα , δίχα τῆς τὰ παί
κυβερνώσης δυνάμεως , ἀγαθῶ τινος αἴτια γίνεται .
Εσι γὰρ πάλιν ἰδεῖν , εἰς εὔκρατον μὲν τὸ ἀέρα γε
γενημείον , ἐπὶ καιρὸν δὲ παραχεθούτα τὸν ὑετὸν τῇ
γῇ , αλύπως τὸν Ἥλιον ταῖς ἀκτῖσι χρησάμενον, τὰς
τῷ ανέμων αὥρας κινηθείσας ἐν τάξει , τὰς γηπόνους
ἐπιμελῶς τῶν γιῶ γεωργῶντας , συνήθως καταβάλλον
τας τὰ ασέρματα , καὶ ἔτε τον γῷ σύγνωμόνως ἐκτί
σασαν τὲς καρπὲς , ἔτε της ανθρώπων τω φύσιν αἴο
σον διαμείνασαν . Ταῦτα δὲ ποιεῖ τῶν ὅλων ὁ Πρύτα
νις , πείθων ἡμᾶς μὴ τῇ κτίσει θαῤῥεῖν , μήδ᾽εἰς αὐ
τὴν αναφέρειν τῶν ἀγαθῶν τω αἰτίαν , ἀλλὰ τῷ ταύ
της δημιεργῷ προσφέρειν .

Ἐπειδὴ τοίνωυ εἶδες καὶ τὸν ἀέρα τῆς τῷ Θεῷ ἀπο


λαύοντα Προμηθείας , καὶ δι᾽ ἐκεῖνον τοσαύταις ἐτῶν χι
λιάσιν ἀρκέσαντα , καὶ μήτε ὑπὸ τῶν αὐαπνεόντων ζώων
δαπανηθείτα , μήτε ἐκτὸς τῶν συνεχόντων αυτὸν σωμά
τὴν
των ἐκρούσαντα , δεῦρόσε πρὸς τίω γιῷ ἀγάγωμον ,
κοινί ζοφὸν , καὶ μητέρα , καὶ τάφον · ἐξ ἧςσε τὸ σῶμα
το
τὸ πήλινον , καὶ τὸ ςόμα τὸ κατὰ τὸ Πλάσε λαλῶν μεγά
λα , κατὰ τὴν τῷ Δανιὴλ ὀπτασίαν . Βλέπε τοιγαρῶν ταύτ
τῆς πρὸ τῶν ἄλλων ἁπαύτων τω θέσιν , καὶ τῶν χημά
των τὴν ποικιλίαν . Οὔτε γὰρ ὑπτία πᾶσα , ἔτε προ
σαύτης , ἀλλ᾽ εἰς ὄρη καὶ νάπας καὶ πεδία διήρηται . Ἴδοι
δ᾽ αὖτις πεδίων ἐν μέσῳ μεγάλων λόφες εἰς ὕψος ἐγκ
γερμονες , καὶ μεταξὺ τῶν ὀρῶν πρεῖς τινας τόπες
λείας , ἐν κόλπων τινῶν θαλαττίων χήματι . Καὶ τὰ
ὄρη δὲ αὐτὰ πρὸς χρείαν τῶν ανθρώπων διῆλον ὁ Ποιη
τῆς, καὶ εἰς κρημνες διατήσας βαθεῖς , τοῖς τε χειμερίοις
ὕδασι τὰς πορείας ἐμηχανήσατο , καὶ τοῖς ανθρώποις δι
πόρες
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. ΛΟΓΟΣ Β ' . 441

πόρες ἐν ταῖς δυχωρίαις τὰς ὁδὸς ἐτεκτήνατο . Καὶ τὰ


μὲν ὄρη παρέχει τῇ τῆς οἰκοδόμων τέχνῃ τοὺς ὕλας , τὰ
δὲ πεδία τοῖς ἐν τοῖς ὄρεσι διαιτωμένοις αντιδίδωσι της
πυρῶν τῷ ἀφθονίαν · καὶ τὸ ποικίλον τῆς θέσεως , οὐ
ξέφει μόνον , ἀλλὰ καὶ τέρπει την ανθρώπων τὰς ὄ
ψεις ; Φιλεῖ δὲ τὰ μονοειδῆ ταχὺ ἐπάγειν τὸν κόρον ο
Εἰπέμοι , τίς ὁ ταῦθ᾽ ὅτω διακοσμήσας ; τίς ὁ τοσαύ
τωῳ ἀυτοῖς ἐναποθέμενος διώαμιν , ὥςε τοσέτων ἐνιαυ
τὸ κύκλες μὴ δαπανῆσαι τὸν θησαυρόν ; τίς ὁ τὰ ὄν
τα διαφυλάττων ἀκίνητα ; τίς ἐπείγει τῷ ποταμῶν τὰ
ῥδύματα ; τίς ὠθεῖ τὸ πηγῶν τὰς δῖνας; Βλέπε ταύ
τας ὧδε μοι ἐν ταῖς τῆς ὁρῶν κορυφαῖς αναβλυζέσας ,
ἐκεῖ δὲ , εδ᾽ἐν ταῖς ὑπωρείαις φαινομενας , ἀλλ᾽ ἐκ βα
θυτάτων φρεάτων παρεχέσας͵ τοῖς ανθρώποις τὰ νομα
τα . Ἵνα ᾧ μὴ νομίσῃς αυτόματον ἅττειν αἴω τῶν ὑ
δάτων τίω φύσιν , διδάσκεισε ὁ Ποιητὴς διὰ τῶν πραγ
μάτων, ὡς τῷ θείῳ λόγῳ πειθόμενον τὸ ὕδωρ , καὶ
τὰς ἀκρωρείας ἀπόνως καταλαμβανον , ἐδὲ βιαζόμενον
ὑπὸ τῆς σῆς τέχνης , εἰς τίω τῶν πεδίων αἴεισιν ἐπὶ
φαύειαν . ᾿Αλλ᾿ὀρύττεις μου καὶ βαθαύεις τὰ φρέατα ,
ἀπολαύσεις δὲ τῶν ὑδάτων κάτωθον͵ ἀνιμώμενος • ὁμό
δελος δὸς2 ἀλλ᾽ & Ποιητὴς τῶν ςοιχείων ὑπάρχεις . Τῷ

1 δὲ Ποιητῇ ῥᾴδιον , ἐκ εἰς ἀκρώρειαν μόνον , ἀλλὰ καὶ


εἰς ἀέρα μέσον αναστᾶσαι τῶν ὑδάτων του φύσιν , καὶ
τῷ πικραν γλυκαῖαι, καὶ πῆξαι τώ λελυμένω , καὶ
λέσαι τω δεδεμονίῳ , καὶ τω συνεχῆ διακρῖναι , καὶ τὴν
ῥοώδη ξῆσαι , καὶ τω κάτω φέρεθαι πεφυκύαν αναξέ
χεσαν δεῖξαι, καὶ τω ψύχραν δίχα πυρὸς θερμανθῆς
ναι. Καὶ ταῦτα ποιεῖ διὰ σὲ τὸν ἀχάρισον , ἵν ἔχῃς
ἀπολαύειν καὶ θερμῶν ἀχειροποιήτων , ἵνὰ τὰ τὸ σώς
ματος θεραπεύσῃς παθήματα . Καὶ ταῦτα δὲ πάλιν
ποικίλασοι προὔθηκον , εἰς ἐναντίας χρείας ἁρμός
ζοντα · τὰ μου γὰρ τα χαυνοῖ τὰ τεταμένα τῶν να
ρῶν · τὰ δὲ , σφίγγει καὶ τονοῖ τὰ λελυμένα . Καὶ καὶ
ee 5 μο ,
442 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

μου . φλέγματι πολεμεῖ , τὰ δὲ , μελαίνῃ χολῇ , τὰ


δὲ , ἕλκη ξηραίνει . Τοσαύτίω καὶ ἐν τοῖς θερμοῖς ὕδα
χρείαν ὁ κηδεμών σοι προσέθεικε . Σὲ δὲ δεν πε
θεί μὴ βλασφημεῖν , ἀλλὰ μόνες ἀχαρισῶν , καὶ λοιδο
τῶν , καὶ τὰ Μανιχαίς νοσῶν , ὃς σιτίων καὶ ποτῶν ὡς
πολαύων , λοιδορεῖται τοῖς χορηγῶσι , καὶ~ θερισαῖς ὁ
μὲ καὶ ἀρτοποιοῖς , καὶ τοῖς τὸν ἄρτον διχῇ τέμνεσιν ἐ
παρᾶται , αυτὸς τέμνειν μεν ἐκ ανεχόμενος , ἐπίων δὲ
τὸ τεμνόμενον . Οὕτω καὶ σὺ μυρίων ὅσων ἀγαθῶν ἀπο
λαύων , ὧν ὁ Δημιεργός σοι προσφέρει καθεμάς
μέραν διὰ τῆς κτίσεως , ἀχαριςες τις προσφέροντι , 疾
λοιδορῇ , καὶ βλασφημεῖς , λέγων αὐτὸν μὴ προνοεῖν ὧν
πεποίηκον . Ὅρα δὲ πόσην ἀδικίαν αυτό καταψηφίζη ,
τοιαῦτα συκοφαντῶν . Τί δήποτε τὸ καὶ πεποίηκε , τότων
ἐπιμελεῖσαι μὴ θέλων; τίνος δὲ χάριν καὶ κήδεται; ως
δυνάμενος μοι , και βαλόμενος δέ ; ἀλλ᾿ ὅτι μου διύαται ,
μαρτυρεῖ τὰ γεγονότα . Πῶς ο αὖ ἐποίησε τῶν ὁρως
μοίων τὰ κάλλη , τὰ μεγέθη , των ἁρμονίαν , διύαμιν
ἐκ ἔχων ἀρκεσαν τῇ γλώττη ; πῶς δ᾽αὖ εἰς κοινωνίαν
καὶ χέσιν τὰ διεσῷτα συνήγαγον , ὕδωρ καὶ πῦρ , ἡμέρ
ραν καὶ νύχτα , καὶ μίαν ἐκ παύτων ἁρμονίαν καὶ συμφών
νίαν εἰργάσατο , ὁ παρανοεῖν εἰ δυνάμενος ; μεῖζον γὰρ

πολλῷ τῷ μέσῳ , τὸ ἐκ μὴὄντων εἰς τὸ εἶναι παρα
γαγεῖν , τε τῶν ὄντων προνοεῖν . Αλλ᾿ ὅτι μεν δύναται ,
μάρτυς ἡ ท κτίσις , ὅτι δὲ καὶ βέλεται , πάλιν αυτή μαρ

τυρεῖ . Οὐ δὲ ἄλλῳ τινὸς αναγκάζοντος ἐπὶ τὴν δημιερ


γίαν ἐλήλυθον , ὅτε μία ὡς δεόμενος τοκτίσιν πα
ρήγαγον , ἀλλ᾿ἀγαθὸς ὤν , καὶ ἀγαθότητα ἔχων μέζου
παντὸς μείζονα , ἠθέλησε καὶ τοῖς μὴ ἐσι τὸ εἶναι δω
ρήσαθαι . Ὁ δὲ τοσαύτη περὶ τὰ μὴ ὄντα χρησάμενος
ἀγαθότητι , πῶς αὖ γεγονότων
J αμελήσειον ; οὔτε γὰρ
ἐσιν εἰπεῖν , ὡς ἐφθόνησε γεγονόσιν . ῎Αφθόνον γὰρ ἐ
χει τίω φύσιν , καὶ πάθεις παντὸς ἐλευθέραν . Ἵνα δὲ
ἐκ πολλῷ τὰ περιόντος γυμνάσωμον τὴς τῆς ἀσεβείας
ἀπέ

1
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ Β΄. 443

ἀπώνειαν , σμικρόν τι αυτές προσερωτήσωμον . Τί δήπο


τε γὰρ , είπατε , τῇ τὸ εἶναι παρ αυτῇ λαβέσῃ ἐφθός
νησε κτίσει ; διὰ τὸ μέγεθος ; ἀλλ᾽ ἀυτὸς ἄκτιςός ἐςι
καὶ ἀόρισος , ἔτε ἀρχῳ ἐχηκώς , ὅτε τέλος δεξάμονος
πώποτε , παύτα περιέχων ,ὑπ 'ἐδονὸς περιγραφόμενος .
Ἐν τῇ χειρὶ ᾧ ἀυτῷ τὰ πέρατα τῆς γῆς , καὶ αὐτὸς ἐς
μέζησε τῇ χειρὶ αυτῷ τὸ ὕδωρ , καὶ τὸν Οὐραμὸν ασι
θαμῇ, καὶ πᾶσαν τμ γιῶ δρακί . ᾿Αλλὰ διὰ τὸ κάλ
λος ; ἀλλ᾽ ὑπ᾽ αυτό γεγόνηται· οὐδεὶς δὲ οὐδὲ τῆς ἄγαν
φθονερωτάτων ανθρώπων , οἰκίαν σὐτρεπῆ καὶ λαμε
πραν δειμάμενος , έφθόνησε ταύτη πώποτε , ἀλλ᾽ ἀναμ
βρεύεται , καὶ σεμνεύεται , καὶ ἑτόςτε γαίνυται , καὶ τοῖς
ἀγνοῦσιν ὑποδείκνυσιν . Ὅσον δὲ τὸ τῆς κτίσεως πάλ
λος τὸ νοεροῦ φωτὸς τῷ πεποιηκότος ἀφέσηκε , τίς αν

μεξήσειε λόγος ; Ὁρᾶτε τοιγαρῶν , τὸ τὰ τῆς ἀσεβείας


κεχώρηκε ; της
το ο πονηροτάτων ανθρώπων , ἐ μόνον καὶ
φθονόντων ταῖς ὑπ' αὐτῶν οἰκοδομεμέναις οἰκίαις , ἀλ
λὰ καὶ λίαν ὑπ ' αὐταῖς λαμπρινομένων, τὰς τῆς ἀγα
θότητος πηγω , καὶ ὑπ᾿ἐδονὸς πάθες θολέθαι πεφυ
κῷαν , φθόνῳ βάλλεθαι λέγειν , ποίας ἀσεβείας ὑπερ
βολὴν καταλείπει ; Εἰ τοίνυν καὶ διύαται κατέχειν τὰς
τῆς κτίσεως οἴακας , καὶ βέλεται αυτῷ παύτων ἀγα
θῶν ἀπολαύειν , δῆλον ὅτι καὶ κήδεται καὶ ἐφέσηκε , καὶ
τῶν ἰδίωνM ἐπειλημμενος , το γενητίω ἅπασαν φύσιν
ἱωιοχεῖ , καὶ ἐδοὶ ἀτημέλητον καταλείπει .
1100 Καὶ ὅτι τοῦθ᾽ ὅπως ἔχει , κατάβηθε πάλιν ἐπὶ τὴν
τα
θάλατταν , καὶ βλέπε ταύτης τὰ κήτη , τὰ μεγέθη , τὴν
εἰς πελάγη διαίρεσιν , τὰς ἀκτὰς , τὲς ὅρμας, τὰς ἐν μέ ,
1208 σῳ νήσες , τῶν ἰχθύων τὰ γεύῃ , τὰ εἴδη , τα χήματα ,
τὴν ποικιλίαν , τὴν πορὸς τὴν χέρσον φιλίαν , τὸ τῶν κυ
μάτων σκιρτήματα , τὸν ἐπικείμενον αὐτοῖς τῆς Προνοίας
χαλινὸν , δι᾿ ὃν τέῳ ἤπειρον ἐπικλύζειν οὐ διώαται ,
ἀλλ᾽ ὁρμῶντα κατὰ τῆς ψάμμε φοβεῖται τὲς ὅρες , καὶ τὸν
θεῖον ἐκεῖ νόμον γεγραμμένον ὁρῶντα , οἷόν τις γαῦρος
ιππος
444 ΘΕΟΔΩ
ΔΩ ΡΡΗΤΟ ΚΥΡΟΥ .
Υ

ἵππος ἀγχόμενος ὑπὸ πωλοδάμνε , ανακλᾷ τὸν αυχέ


να , καὶ εἰς τὀπίσω χωρεῖ ; ὥσπερ μεταμελόμενα , ὅτι
καὶ τῇ ψάμμῳ προσέψαυσε. Διὰ ταύτηςἔσιν ἰδεῖν τὰς
μεμερισμένας ἠπείρες , καὶ πόῤῥωθεν ἀλλήλων καθή
μονας , εἰς φιλίαν συναγομένας . Ὁμόνοιαν δ ἐνθεῖς
και τῇ φύσει τον ανθρώπων ὁ Ποιητὴς ἐθελήσας , ταῖς
χρείαις αυτῆς ἀλλήλες συνέδησε . Διὰ ταύτης τὰςμακ
ρὰς ἀποδημίας ποιέμεθα , καὶ τὰς χρείας παρ ἀλλήλων
ἐρανιζόμεθα , καὶ τῶν αὐαγκαίων τὰς ὕλας ἀλλήλοις αὐ
τιδιδόαμεν . Οὔτε δ εἴασεν ὁ κηδεμων ἕκασον τμῆμα
τῆς γῆς ἅπασαν τοῖς ανθρώποις παρέχειν τω χρείαν ,
ἵνα μὴ τὸ αὐενδεὲς τῇ φιλίᾳ λυμήνηται. Ὑβρισὴς
ὁ κόρος καὶ ἀταξίας πατήρ . Πρόκειται δ ἡ θάλασσα
μέση τῆς οἰκεμόνης ; εἰς κόλπες μυθίες διηρημένη , οἷόν
τις πόλεως μεγίσης ἀγορὰ , πᾶσαν τῶν αναγκαίων τὴν
ἀφθονίαν παρέχεσα , καὶ πολλοὺς πρατῆρας καὶ ὠνη
τὰς δεχόμονη , καὶ τές τε ἐκεῖθεν ἐντεῦθεν παραπέμπε
σα , καὶ τὰς ἐκεῖθα ἄγεσα τῇ δέ . Ἐπειδὴ ᾧ ἐπίπο
νας ἡ διὰ τῆς ἠπείρε πορεία ; ἐδ᾽ἐπίπονον δὲ μόνον Τᾖ ,
τὰς
ἀλλὰ καὶ ἀδιύατον διὰ ταύτης͵ πᾶσαν αναπληρῶσαι τὴν
οὔδειαν , πρόκειται τῆς θαλάττης τὰ νῶτα α σκάφη καὶ
σμικρὰ καὶ μεγάλα δεχόμενα , καὶ φόρτον πολυὶ καὶ ἀ
ναγκαῖον τοῖς δεσμένοις κομίζοντα . Ἔς ! γὰρ ἰδεῖν μιᾶς
ὁλκάδας φορτία πολλὰς κτλμῶν χιλιάδας αχθοφορές
σας · ἵνα δὲ μὴ δυχεραίνωσιν οἱ ταύτης ὁδῖται , οἷόν
τινας ςαθμὲς κατέπηξε τὰς νήσος ὁ Ποιητὴς , ἐν οἷς
καταγόμενοι, διαναπαυόμενοι , καὶ τὰς χρείας ὠνέμενοι ,
πάλιν ἀπαίρωσιν εθα αν τω ὁρμίω ἔχωσιν . Αἰσχύν
θητι τοιγαρῶν τῶν οὐεργεσιῶν τὸ πλῆθος , εἶπον ἡ θά
ἢ τη
λασσα · ἁρμόττεισοι γὰρ μᾶλλον , ἢ τῇ Σιδῶνι το Προ
φήτε τὰ ῥήματα . Ἡ μὲν γὰρ ἀγνοῦσα τὸν Ποιητώ ,
εἰς πολλὲς τὸ θεῖον διῄρει Θεός , καὶ τω μίαν προσέ
καύησιν κατατέμνουσα , τοῖς μὴ ἔσι ταύτῳ προσέφε
ρω , οὐκ ἀρνουμενη τω Πρόνοιαν , ἀλλὰ τέτοις αυτώ
προ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ . ΛΟΓΟΣ ΒΑ 445

προσάπτεσα . Οὐ γὰρ αὖ ἔθυσεν οἷς ἐνόμιζε Θεοῖς ,


εἰ μὴ λίαν ἑαυτίω ἔπειθον , ὡς καὶ ὠφέλειαν πορίζει
σι , καὶ βλάβω ἀποξέπεσε . Σὺ δὲ τῆς πολυθίου
πλαίης ἀπηλλαγμονος , καὶ παύτα τὰ ὁρώμενα ὁμολο
γῶν εἶναι ποιήματα , καὶ τὸν τέτων Ποιητὴν προσκυνῶν ,
ἐκβάλλεις αυτὸν ὧν ἐποίησε , καὶ πόῤῥω πως καθίζεις τῆς
κτίσεως καὶ τὸν τοσέτον Κόσμον͵ ἀκυβέρνητον εἶναι λέα
γεις , καὶ οἷόν τι σκάφος ανερμάτισον ὡς ἔτυχε φέρει
παι . Αἰχθητε τοιγαρῶν τὰς διὰ Θαλάττης διεργε
σίας , τὰς ἐκ Γῆς , τὰς ἐξ Αέρος , τὰς ἐξ Ἡλίου ,
Οὐρανὸν τὸν ἐπικείμενον ὄροφον , Αἰδέθητι τὸν δασμὸν
ὃν λαμβαύεις παρὰ τῆς κτίσεως* δασμοφορεῖ γάρ σοι
τῶν εἰρημενων ἕκασον , καὶ οἷ όντινα φόρον προσφέρει τὴν
χρείαν . Ἥλιος μέν , φωτίζει , θερμαίνει , τὸς ἐκ γῆς
πεπαίνει καρπές Σελκώη , δᾳδοχεῖ σοι νύκτωρ . ᾿Απέ
ρες , ἑπὶ γῆς μεοντί σοι , τὸν νυκτερινὸν δηλέσι και
ρὸν , καὶ τῶν ὡρῶν τὰς͵ μεταβολὰς προσημαίνεσι θα
λαττίῳ δέ σοι γινομούω , ποδηγοὶ γίνονται πρὸς τ
ἤπειρον . ᾿Αὴρ , αὐαπνεόμενος μεν , τί ἔμφυτόν σε κα
ταψύχει θερμότητα : ἕων δὲ τὸς τῆς γεωργίας ἐκ
ξέφει καρπές· κρυμὸν ἐργαζόμενος, παύει μεν τω
ἐπὶ τὰ ανω φερομενίω βλάςτω καὶ φυτῶν καὶ ασερμάτων ,
εἰς δὲ τὰς ῥίζας ἐκπέμπει τῷ ἀυξητικώ διύαμιν
οἷόντινι μάςιγε τῷ κρυμῷ τω αἴω φερομενῳ ἐπὶ
τὰ κάτω διώκει διαφθείρει τῶν ἑρπετῶν τὰ σώματα
καὶ φυτοῖς καὶ απέρμασι λυμαινόμενα " χορηγεῖ σοι τῷ
ξοφίμῳ ὀρνίθων τὰ γενη · καὶ τί δεῖ λέγειν , τὸς ἀπὸ
γῆς καρπὺς , τὰς ἐκ πηγῶν , τὰς ἐκ ποταμῶν, τὰς ἐκ
θαλάττης ; τότων ἀπολαύων , ἀμνημονεῖς τὸ δοτῆρος ; καὶ
τω κτίσιν ζυγῶν , κατὰ τὸ Κτίς λυττᾷς μέμη
νας , καὶ παραπαίεις , καὶ ἐκ αἰπαίῃ τῷ δωρεῶν , ταύ
τας ἐν ταῖς χερσὶ περιφέρων , ἀλλ᾽ὠδίνεις τίω αντίρ

ῥησιν ; οἶδα γάρσε τὰς ἀντιῤῥήσεις . Ἐχω δὲ ἔτε ταύ


τας τῷ δὲ τῷ λόγῳ προθήσω , ἔτε τὰς λύσεις προ
σαρα .
446 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

σαρμόσῳ . Ἕτερον δὲ λόγον , συνεργὸν ἔχων τῶ ὑπὸ


σε πολεμεμονωω Προμήθειαν , ὑφται διὰ τότων βεβές
λούμαι . Ἐνταῦθασε τοίνω καταλιπῶν , καὶ τῇ τδ εἰς
ρημαίων ὀξυφῆσαι θεωρίᾳ παρακαλέσας , καὶ παν
ταχόθεν ἑλκύσαι τίω ὠφέλειαν , τὸν τὸ παντὸς Κυβερ
νήτω ὑμνήσω · ᾧ πρέπει δόξα εἰς τὰς αἰῶνας της
-αἰώνων . Αμ ,

1‫ܟ‬

· Τέλος τῇ Β ', Τόμε

ΠΙ
447

ΠΙΝΑΞ

ΤΟΥ Β. ΤΟΜΟΥ ,

ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

5
Λόγος περὶ Προσευχῆς .
Λόγος εἰς Εὐζόπιοι Ευνέχον Παζίκιον καὶ Ὕπατον , 13
21
Λόγος εἰς τὸν ᾿Απόςολον Παῦλον.
Εγκώμιον εἰς τὰς ῾Αγίους Παύτας , τοὺς ἐν ὅλῳ

N2O
τῷ Κόσμῳ μαρτυρήσαντας .
36
Εἰς τώ Παραβολῳ περὶ τῷ ᾿Ασώτε ο

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ

Λόγος εἰς τὸν Ἐν ἀρχῇ ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν


Οὐρανὸν, καὶ τώ γλώσ 49
55
Λόγος εἰς τὸν ᾿Αδάμα
64
Λόγος εἰς τὸν Νῶε ,
Λόγος εἰς τὸν ῾Αβραάμ .
70
Λόγος εἰς τὸν Πάγκαλον Ἰωσήφ , 77
Λόγος εἰς τὸν Μωϋσί . 84

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

91
Λόγος εἰς Βαρλαὰμ Μάρτυρα .
Λόγος εἰς τὸς ῾Αγίες Τεσσαράκοντα Μάρτυρας .
106
Ομιλίᾳ κατὰ τῆς ὀργιζομένων .
Ομιλία εἰς τὸ Καθελῶμου τὰς ἀποθήκας , καὶ
118
μείζονας οἰκοδομήσω ·
Ομιλία εἰς τὸ , Πρόσεχε Σεαυτῷ . 129

ΑΘΑ
}
448

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

143
Λόγος εἰς τά μεγάλω͵ Παρασκότω .
148
Λόγος εἰς τὸ ῞Αγιον Πάχα .
Λόγος εἰς τὴν Καινω Κυριακὴν , ἤτοι το Θωμᾶ ,
154
καὶ εἰς τὰς Νεοφωτίζες .
Εἰς τῶ Ανάληψιν τῇ Κυρίε ἡμῶν Ἰηδῶ Xes8 :
161
Λόγος Α '.
165
Εἰς τά ἀυτώ . Λόγος Β '.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

172
Εἰς Πελχερίαν Ἐπιτάφιος •
Εἰς Πλακίλλαν τίω Βασίλειας Ἐπιτάφιος 183
Εἰς τὸν μέγαν Μελέτιον ᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αντιο
χείας Επιτάφιος . 194
Εἰς τὸς ῾Αγίες Τεσσαράκοντα Μάρτυρας Ἐγκώ
204
μιόν .
216
Προξεπτικὸς περὶ Μετανοίας . .

ΠΡΟΚΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εγκώμιον εἰς τὸν ῞Αγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον . 229


236
Λόγος εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνια .
Εἰς τὸ Πάθος το Χρισοῦ τῇ ῾Αγίᾳ καὶ μεγάλη
240
Παρασκευῇ .
243
Εἰς τὸ ῞Αγιον Πάχα .
Εγκώμιον εἰς τίω Παναγίαν Θεοτόκον Μαρίαν . 247

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ

Εἰς τὰς Λίγες , καὶ εἰς τὸν ἐξισωτίω Ἰελιανόν . 254


266
Λόγος εἰς τὰς Μακκαβαίος .
Εἰς
449

Εἰς Καισάριον τὸν ἑαυτῷ Αδελφὸν Ἐπιτάφιος 1 κ


περιόντων ἔτι τῆς Γονέων . 278
Εἰς τὸν μέγαν ᾿Αθανάσιον ᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αλε
298
ξανδρείας .
Εἰς τὰ Θεοφανία , εἴτ᾿ ἐν γενέθλια το Σωτῆρος . 323

ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΜΑΣΙΑΣ

Ομιλία ρηθεῖσα ἐκ πανηγύρει κατὰ πλεονεξίας , 336

ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Ομιλία κατὰ Νετoels , ῥηθεῖσα ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ


Συνόδῳ . 351
Περὶ τὸ Θεανθρώπε Σωτῆρος Ὁμιλία ἐν Ἐφέσῳ
ῥηθεῖσα , 355
Περὶ τῷ Θεανθρώπε Ιησέ , Ὁμιλία λεχθεῖσα ἐν
Ἐφέσῳ ἐν τῷ Ναῷ , καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ Αγίου
Ἰωαύνε τῇ Εὐαγγελίες . 358

ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εγκώμιον εἰς τὸ Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ῥηθο


361
ἐν τῇ Κοιμήσει αὐτῆς ,

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεο


Τόκους 367

ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Λόγος εἰς τὸ Γεννέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκη . 3ζα

ΙΩΑΝ
458

ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

380
Εγκώμιον εἰς τ Μετάςασιν τῆς Θεοτόκε

ΘΕΟΔΟΤΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ

Ομιλία λεχθεῖσα ἐν Ἐφέσῳ πρὸς Νεςόριον ἐν


τῇ ἡμέρᾳ Ἰωαίνῃ τῇ Εὐαγγελις . 396
Λόγος εἰς τῳ Γοννησιν τὸ Σωτῆρος , αναγνωσθεὶς
ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Συόδῳ ἐπὶ τῷ ᾿Αρχιεπισκό
το Κυρίλλε 400

ΣΙΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ

Λόγος εἰς τὸν θρον τῆς Θεοτόκε , 412

ΑΚΑΚΙΟΥ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

Ομιλία περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριςοῦ


λεχθεῖσα ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Συνόδῳ . 419

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

Περὶ Προνοίας Λόγος Α΄ . ἀποδεικτικὸς ἀπὸ Οὐ


ρανε , καὶ Ἡλίε , καὶ Σελίώης , καὶ τῆς λοιπῶν
Αςέρων . 423
Περὶ Προνοίας Λόγος Β΄. ἀποδεικτικὸς ἀπὸ ἀέ
ρος καὶ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ ποταμῶν καὶ πηγῶν . 431
1
UNIVERSITY OF CHICAGO

46 857 283
c
U of Chi

7283
4685

You might also like