Professional Documents
Culture Documents
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕἸΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΙΜΕΝΟΝ --ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ -- ΣΧΟΛΙΑ
. Ὑπὸ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑ
Θεολόγου - Φιλολόγου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2. Ρωμ. 2, 13.
3. Ματθ. 7,21.
ΟΜΙΛΙΑ Α’ 13
4. Α΄ Κορ. 8, 10.
ΟΜΙΛΙΑ Α’ 15
5. Γεν. 2,16-17.
ΟΜΙΛΙΑ Α’ 17
2
18 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ς
κάζξετο. ᾿Επειδὴ γὰρ εἶδεν ὃ πονηρὸς δαίμων ἐκεῖνος καὶ
ἐὀχϑρὸς τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας τὴν ἐν τῷ παραδείσῳ δια-
γωγὴν τοῦ πρωτοπλάστου, καὶ τὸν ἀταλαίπωρον δίον ἐκεῖνο},
καὶ ὅτι, καϑάπερ' ἄγγελος, οὕτω σώματι συμπεπλεγμένος
5 διῆγεν ἐπὶ τῆς γῆς, δουλόμενος αὐτὸν ὑποσκελίσαι καὶ κατα-
δαλεῖν ἐλπίδι μειζόνων ὑποσχέσεων, καὶ τῶν ἐν χερσὶν ἐξέ-
ὅαλε. Τοσοῦτόν ἔστι τὸ μὴ μένειν ἐπὶ τῶν οἰκείων ὅρων»,
ἀλλὰ τῶν μειζόνων ἐφίεσϑαι. Καὶ τοῦτο αὐτὸ δηλῶν σοφός
τις ἔλεγε' «Φϑόνῳ δὲ διαδόλου ϑάνατος εἰσῆλϑεν εἰς τὸν
10 κόσμον». Εἶδες, ἀγαπητέ, πῶς ὃκ προοιμίων ὃξ ἀδηφαγίας
ὁ ϑάνατος τὴν εἴοοδον ἔσχεν; Σκόπει δὲ πάλιν καὶ μετὰ
ταῦτα τὴν ϑείαν Γραφὴν κατηγοροῦσαν συνεχῶς τῆς τρυφῆς,
καὶ λέγουσαν ποτὲ μέν, Εκάϑισεν ὃ λαὸς φαγεῖν, καὶ πιεῖν,
καὶ ἀνέστησαν παίζει»»" ἄλλσιε δέ, «ὁ ἔφαγε, καὶ ἔπιε, καὶ
15 ἐλιπάνϑη, καὶ ἐπαχύνϑη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος".
Καὶ οἱ τὰ Σόδομα δὲ οἴκοῦντες μετὰ τῶν ἄλλων κακῶν ἐν-
τεῦϑεν τὴν ἀπαραίτητον ὀργὴν ἐκείνην ἀπεσπάσαντο. "Απου-
σὸν γὰρ τοῦ προφήτου λέγοντος" «Τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδό-
μων, ὅτι ἐν πλησμονῇ ἄοτων ἐσπατάλων». Καϑάπερ γὰρ πηγὴ
20τις καὶ οἰζα τυγχάνει τῶν κακῶν ἅπάντων.
8. Εἶδες τῆς ἀδηφαγίας τὴν ὁλάδην; “Ὅρα μοι πάλιν τῆς
γηστείας τὰ κατορϑώματα. Τεσσαράκοντα ἡμερῶν νηστείαν
ἐπιδειξάμενος ὁ μέγας Μωσῆς, τῆς νομοϑεσίας τὰς πλάκες
λαδεῖν ἠδυνήϑη" καὶ ἐπειδὴ κατελϑὼν εἶδε τοῦ λαοῦ τὴν πα-
25 ρανομίαν, ἃς μετὰ τοσαύτης προσεδρίας λαδεῖν ἴσχυσε, ταύ-
τας ρίψας συνέκλασεν, ἄτοπον εἶναι λογισάμενος, μεϑύοντα
λαὸν καὶ παρανομοῦντα γνομοϑεσίαν. Δεσπότου δέξασϑαι. Διὸ
καὶ δτέρων πάλιν τεσσαράκοντα ἡμερῶν νηστείας ἐδεήϑη ὁ
αυμάσιος ἔκεῖνοξ προφήτης, ἵνα δυνηϑῇ τὰς διὰ τὴν πα-
30 ρανοιιίαν αὐτῶν συντριδείας πλάκας πάλιν ἄνωθεν δεξάϊε-
μίας, ἀφοῦ τὰς ἐδέχθη πάλιν ἀπὸ τὸν Θεόν", Καὶ ὁ μέγας
δὲ Ἠλίας ἐνήστευσε τόσας ἡμέρας" καὶ ἀπέφυγε τὴν τυ-
᾿ραννῖδα τοῦ θανάτου καὶ ἀνῆλθεμὲ πύρινον ἅρμα εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ποτὲ μέχρι σήμερα δὲν ἐγνώρισε τὸν θάνατον.
Καὶ ὁ Δανιήλ᾽" δὲ ἀφοῦ ἐνήστευς πολλάς ἡμέρας, ἔτσι ἡ-
ξιὠθη νὰ ἰδῇ τὸ θαυμαστὸν ἐκεῖνο ὅραμα, ὁ ὁποῖος ἀκόμη
ἐχαλιναγώγησς τόν θυμὸν τῶν λεονταριῶν καὶ τόν μετέβα-
λεν εἰς ἡμερότητα τῶν προθδάτων, χωρὶς νὰ μεταβάλη τὴν
φύσιν, ἀλλά, ἐνῷ παρέμενεν ἡ θηριωδία, ἤλλαξε τὴν διά-
θεσίν των. Καὶ οἱ Νινευῖται, ἐπειδὴ ἐνήστευσαν, ἀνεκάλε-
σαν τὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκαμαν μαζὶ μὲ τοὺς ἀν-
θρώπους καὶ τὰ ζῶα νἀ νηστεύσουν"", καὶ ἔτσι ἀφοῦ ἀπε-
μακρύνθησαν ὁ καθένας ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα, ἑπροκάλε-
σαν τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Δεσπότου τῶν πάντων. [Καὶ διατί
ἀκόμη ἀσχολοῦμαι μὲ τοὺς δούλους (καὶ πράγματι ἦμπο-
ροῦμεν καὶ ἄλλους πολλοὺς νὰ ἀναφέρωμεν, οἱ ὁποῖοι μὲ
τὴν νηστείαν ἐπρόκοψαν καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν
Καινὴν Διαθήκην), εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθω εἰς τὸν κοινὸν
Δεσπότην ὅλων μας. Διότι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ἴησοῦς Χρι-
στός, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ἐνήστευσε σαράντα ἡμέρακο"", ἔτσι
ἤρχισε τόν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ ἔδωσεν εἰς.
ὅλους μας τὸ παράδειγμα, ὥστε νὰ ὁπλιζώμεθα μὲ αὐτὴν
καὶ ἀφοῦ λάθωμεν ἀπὸ ἐδῶ τὴν δύναμιν κατ᾽ αὐτὸν τὸν
τρόπον νὰ παρατασσώμεθα εἰς τὴν μάχην ἐναντίον ἐκεί-
νου. ᾿Αλλὰ ἐδῶ ἴσως θὰ ἤθελε νὰ ἐρωτήση κάποιος ἀπὸ
ἐκείνους, ποὐ ἔχουν ὀξυδέρκειαν καὶ ἀφυπνισμένην τὴν
διάνοιαν᾽ διὰ ποῖον λόγον ὁ Κύριος φαίνεται ὅτι νηστεύει
τὰς ἰδίας ἡμέρας μὲ τούς δούλους καὶ δὲν ὑπερέθη τὸν
ἀριθμὸν σαράντα; Δὲν ἔχει γίνει αὐτό ἀπλᾶ καὶ τυχαῖα,
ἀλλὰ καὶ αὐτὸ μὲ σοφίαν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀνέκφρα-
στον φιλανθρωπίαν του. Διὰ νὰ μὴ νομισθῇ λοιπὸν ὅτι ἤλ-
θεν εἰς τὸν κόσμον φαινομενικἀὰ καὶ δὲν ἔχει ἀναλάθει
σάρκα, ἢ ὅτι εὐρίσκεται ἐκτὸς τῆς ἀνθρωπίνης πραγματι-
κότητος, δι᾽ αὐτὸ νηστεύει τὸν ἴδιον ἀριθμὸν ἡμερῶν καὶ
δὲν προσθέτει ἡμέραασ, διὰ νὰ ἀποστομώσῃ τὴν φιλόνεικον
διάθεσιν ἐκείνων, πού ἐπιθυμοῦν νὰ φέρωνται μὲ ἀναι-
22 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
σχυντίαν. Διότι ἐὰν καὶ τώρα ἀκόμη, ἐνῷ ἔχει γίνει αὐτό,
ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ τολμοῦν νὰ λέγουν αὐτά, ἐὰν δὲν
ἀπέκοπτε μὲ τὴν ἰδικήν του πρόγνωσιν τὴν ἀφορμήν των
αὐτήν, τί δὲν θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ εἰποῦν; Δι᾿ αὐτὸ δὲν
ἀνέχεται νὰ νηστεύσῃ περισσοτέρας ἡμέρας,
ἀλλὰ τόσας
ὅσας οἱ δοῦλοι, διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ μὲ τὰ ἴδια τά ἔργα του,
ὅτι καὶ αὐτὸς ἔφερε τὴν ἰδίαν σάρκα καὶ δὲν εὐρίσκετο
ἐκτὸς τῆς ἀνθρωπίνης πραγματικότητοα.
4. ᾿Αλλὰ ὅτι μὲν εἶναι μεγάλη ἡ δύναμις τῆς νηστείας
καὶ πολὺ τὸ προστιθέμενον ἀπὸ αὐτὴν κέρδος εἰς τὴν ψυ-
χήν μας, ἔχει γίνει φανερόν εἰς ἡμᾶς καὶ ἀπό τοὺς δού-
λους καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον᾽ παρακαλῶ λοιπὸν τὴν ἀγάπην
σας, ἀφοῦ γνωρίζετε τὸ κέρδος της, νὰ μὴ ἀπορρίψετε
ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τὴν ὠφέλειαν ποὺ προέρχεται ἀ-
πὸ τὴν νηστείαν, οὔτε νὰ δυσανασχετῆτε διὰ τὴν ἔλευσίν
της, ἀλλὰ νὰ χαίρετε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε σύμφωνα μὲ τὸν
μακάριον Παῦλον᾽ «Διότι ὅσον ὁ ἐξωτερικός μὰς ἄνθρω-
πος φθείρεται, τόσον ὁ ἐσωτερικός μας γίνεται νεώτε-
ρος»᾽", Διότι ἡ νηστεία εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, καὶ ὅπως
ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ σωματικὴ τροφὴ αὐξάνει τό σῶμα, ἔτσι καὶ
ἡ νηστεία κάνει τὴν ψυχὴν περισσότερον ρωμαλέαν, καθι-
στᾷ τὰ πτερά τῆς εὐκίνητα, τὴν μεταφέρει ὑπεράνω τοῦ
κόσμου αὐτοῦ, γίνεται αἰτία νὰ φαντάζεται τὰ οὐράνια,
ἀφοῦ καθιστᾷ αὐτὴν ἀνωτέραν ἀπὸ τὰς ἡδονάς καὶ τὰἀς
ἀπολαύσεις τῆς παρούσης ζωῆς. Καὶ ὅπως ἀκριθῶς τά ἐ-
λαφρῶς φορτωμένα πλοῖα διασχίζουν τὰ πελάγη ταχύτερα,
τὰ καθιστάμενα ἀπὸ τὸ πολὺ φορτίον δυσκίνητα καταπον-
τίζονται᾽ ἔτσι ἡ μὲν νηστεία ἀφοῦ κάμῃ περισσότερον ἐλα-
φρὸν τόν νοῦν, προετοιμάζει νὰ διασχίσωμεν μὲ εὐκολίαν
τὸ πέλαγος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ νὰ στρεφώμεθα πρὸς
τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ συγκινούμεθα ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ νὰ
μὴ δίδωμεν καμμίαν σημασίαν εἰς τὰ παρόντα, ἀλλὰ νὰ τὰ
περιφρονοῦμεν ὡς εὐτελέστερα ἀπὸ τὴν ακιὼν καὶ τὰ ὄ-
νειρα. Ἡ μέθη «ὅμως καὶ ἡ λαιμαργία, ἐπειδὴ καθιστᾷ θαρύν
τὸν νοῦν καὶ παχύνει τὸ σῶμα, αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχήν,
ἀφοῦ τὴν πολιορκῇ ἀπὸ παντοῦ, καὶ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρέπῃ τὸ
24 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
1. Ματθ. 4,4.
ΟΜΙΛΙΑ Β'
(Γεν. 1,1
-2)
Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας «Εἰς τὴν ἀρχὴν
ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν».
1. Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ χαράν σήμερα, καθὼς δλέπω τὰ
ἀγαπητά σας πρόσωπα. Καὶ πράγματι οὔτε οἱ στοργικοὶ
πατέρες τόσον πολὺ χαίρουν καὶ εὐφραίνονται, ὅταν τὰ
παιδιὰ περικυκλώνουν αὐτοὺς ἀπὸ παντοῦ καὶ μὲ τὴν κο-
σμιότητα καὶ τὰς ἄλλας περιποιήσεις των προκαλοῦν πολ-
λὴν εὐχαρίστησιν, ὅπως ἐγὼ τώρα χαίρω καὶ εὑφραίνομαι,
καθὼς θδλέπω τὴν πνευματικήν σας αὐτὴν συγκέντρωσιν
γὰ πραγματοποιῆται ἐδῶ μὲ τόσον μεγάλην κοσμιότητα
καὶ νὰ ἔχῃ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν διὰ τὴν ἀκρόασιν τῶν θείων
λόγων, καὶ νὰ περιφρονῆτε τὴν τροφὴν τοῦ σώματος καὶ
νὰ σπεύδετε πρὸς τὸ πνευματικὸν συμπόσιον, καὶ νὰ ἀπο-
δεικνύετε μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
λέγει᾽ «Δὲν θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος μόνον μὲ τὸν ἄρτον, ἀλλὰ
μὲ κάθε λόγον, ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ»".
᾿Εμπρὸς λοιπὸν ἂς μιμηθοῦμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς γεωργούς᾽
καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι, ὅταν ἰδοῦν τὸ χωράφι νὰ εἶναι
τελείως καθαρὸν καὶ ἀπηλλαγμένον ἀπὸ τὰ θλαθδερὰ ἀγριό-
χορτα, ρίπτουν μὲ πολλὴν ἀφθονίαν τοὺς σπόρους, κατὰ
τὸν αὐτὸν λοιπὸν τρόπον καὶ ἡμεῖς, ἐπειδὴ μὲ τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ τώρα τὸ πνευματικὸν αὐτὸ χωράφι εἶναι καθαρὸν
ἀπὸ τὰἀ ἐνοχλητικὰ πάθη καὶ ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἡ πολυτέ-
λεια, καὶ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ζάλη οὔτε τρικυμία εἰς τὰς
σκέψεις μας, ἀλλὰ γαλήνη καὶ πολλὴ ἡσυχία, ἐνῷ ἡ διά-
νοιά μας ἔχει ἀποκτήσει πτερὰ καὶ ἔχει στραφῆ πρός αὐ-
τόν, ὡς θὰ ἐλέγαμεν, τὸν οὐρανὸν καὶ σκέπτεται τὰ πνευ-
ματικὰ ἀντὶ τὰ σαρκικά᾽ ἂς εἰποῦμεν ὀλίγα λόγια πρὸς τὴν
ἀγάπην σας καὶ ἂς τολμήσωμεν σήμερα νὰ ἐκθέσωμεν 8α-
θύτερα νοήματα, παραθέτοντες εἰς σᾶς τἀ διδάγματα ἀπὸ
30 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
3
34 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
----.ο..-..
2. Ἴω. 1, 1.9.
3. Ρωμ. 13,13.
ΟΜΙΛΙΑ Γ΄ 59
4. Α’ Τιμ. 2,4.
5. ᾽[εζ. 16, 23.
6. Ματθ. 25, 324.
ΟΜΙΛΙΑ Γ΄ 65
τὴν σωτηρίαν μας καὶ τῶν ἰδικῶν μας ἀδελφῶν. Διότι αὐὖ-
τὸ θά γίνῃ δάσις καὶ τῆς ἰδικῆς μας σωτηρίας, ὅταν δηλα-
δὴ δὲν φροντίζωμεν μόνον διὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ
ὅταν ὠφελοῦμεν καὶ τὸν πλησίον μας καὶ τὸν ὁδηγοῦμεν
πρὸς τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας. Καὶ διὰ νὰ μάθῃς, πόσον
ἀγαθὸν εἶναι τὸ νὰ ἠμπορέσῃς μαζὶ μὲ τὴν ἰδικήν σου σω-
τηρίαν καὶ ἄλλον νὰ κερδίσῃς, ἄκουσε τὸν προφήτην, ὁ
ὁποῖος ἐκπροσωπῶν τὸν Θεὸν λέγει᾽ «᾿Εκεῖνος ποὺ ὁδηγεῖ
τὸν ἄνθρωπον εἰς τιμιότητα ἀπὸ τὴν κακίαν, θὰ εἶναι ὡς
στόμα μου». Τί ὅμως σημαίνει αὐτό; ᾿Εκεῖνος ποὺ ὁδηγεῖ
τὸν ἄνθρωπον, λέγει, ἀπὸ τὴν πλάνην πρὸς τὴν ἀλήθειαν
ἢ ἀπὸ τὴν κακίαν ὁδηγεῖ τὸν πλησίον πρὸς τὴν ἀρετήν,
μιμεῖται ἐμὲ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν. Διότι καὶ αὐτὸς
διὰ τίποτε ἄλλο, ἄν καὶ ἦτο Θεός, ὑπεδύθη τὴν ἰδικήν μας
σάρκα, καὶ διὰ τὴν αωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔγι-
νεν ἄνθρωποακα. Καὶ διατί λέγω, ὑπεδύθη τὴν ἰδικήν μας σάρ-
κα, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἀνθρώπινα ὑπέμεινεν, ἁφοῦ θε-
θαίως καὶ τὸν σταυρόν κατεδέχθη, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ
ἀπὸ τὴν κατάραν ἡμᾶς, ποὺ εἴχαμεν προδοθῆ ἀπὸ τὰς
ἀμαρτίας; Καὶ φωνάζει αὐτὸ ὁ Παῦλος λέγων «Ὁ Χρι-
στὸς μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὴν κατάραν τοῦ νόμου, γενό-
μενος πρὸς χάριν μας καταραμένοοκ»", ᾿Εὰν λοιπὸν αὐτόα,
ἐνῷ εἶναι Θεὸς καὶ ἔχει τὴν ἀσύλληπτον ἐκείνην οὐσίαν,
ἀπὸ ἄπειρον φιλανθρωπίαν κατεδέχθη ὅλα αὐτὰ δι᾽ ἡμᾶς
καὶ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν, τί δὲν θὰ ἦτο δίκαιον νὰ ἐπι-
δείξωμεν διὰ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὰ ἰδικά μας
μέλη, ὥστε νὰ ἁρπάσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δια-
θόλου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσωμεν πρὸς τὸν δρόμον τῆς ἀρε-
τῆς; Διότι ὅσον ἀνωτέρα εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσον
μεγαλυτέραν ἀμοιδὴν ἀξιώνονται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θοη-
θοῦν τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην μὲ χρήματα, αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
μὲ συμθουλὰς καὶ συνεχῆ διδασκαλίαν ὀδηγοῦν τοὺς ἀδια-
φόρους καὶ τοὺς ἀποθαρρυνομένους εἰς τὸν εὐθὺν δρό-
μον καὶ δεικνύουν ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τὴν ἀσχημίαν τῆς κακίαα,
ἀφ᾽ ἐτέρου δὲ τὴν μεγάλην ὀμορφιάν τῆς κατὰ Θεὸν
ἀρετῆς.
68 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
9. Ἔφ. 6,12.
10. Ἐφ. 8, 11.
ΟΜΙΛΙΑ Γ΄ 69
ς
ϑνῶν διδάσκαλος, ἡ γλῶττα τῆς οἴκουμένης, ὅ ὑπὲρ τῆς
τῶν μαϑητευομένων σωτηρίας ἅπαντα πραγματευόμενος, εἰ-
πών, Αναλάδετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ», πάλιν ἐπήγαγε,
πάντοϑεν ἡμᾶς περιφράττων, καὶ ἀχειρώτους ἐργαζόμενος,
5 οὕτω λέγων «Στῆτε οὖν περιεζωοσμένσι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν
ἀληϑείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν ϑώρακα τῆς πίστεως, καὶ ὕτιο-
δησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰ-
ρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαδόντες τὸν ϑυρεὸν τῆς πίστεως, ὃν ᾧ
δυνήσεσθε πάντα τὰ ὄέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα οδέ-
10 σαι, καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασϑε, καὶ
τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἔστι ρῆμα Θεοῦ». Εἶδες πάντα
τὰ μέλη ὅπως περιέφραξε, καὶ καϑάπερ τις εἷς πόλεμόν τι-
γα μέλλων ἐξαγαγεῖν, οὕτω πρῶτον μὲν τῇ ζώνῃ ἠσφαλίσατο,
ὥσιε εὔκολον εἶναι ἡμῖν τὸν δρόμον, ἔπειτα τὸν ϑώρακα ἐνέ-
15 δυσεν, ἵνα μὴ ὑπὸ τῶν δελῶν πληττώμεϑα, καὶ τοὺς πόδας
ἠσφαλίσατο, καὶ παγνταγόϑεν τῇ πίστει περιέφραξεν; Αὕτη
γάρ, αὕτη, φησί, καὶ τὰ δέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα
σδέσαι δυνήσεται, Τίνα δέ ἔστι τοῦ διαδόλου τὰ δέλη; Αἱ
πονηραὶ ἐπιϑυμίαι, οἱ ἀκάϑαρτοι λογισμοί, τὰ πάϑη τὰ ὄλέ-
20 ϑρίια, ϑυμός, δασχανία, φϑόνος, δργή, μῖσος, χρημάτων ἐπι-
ϑυμία, καὶ ἢ ἄλλη ἅπαοα ρᾳϑυμία. Ταῦτα, φησίν, ἅπαντα
σδέσαι δυνήοεται ἦ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Καὶ τί λέγω
σδέσαι; Καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτὴν τοῦ πολειιίου ἀποτεμεῖν ᾿δυ»
γήσεται. Εἶδες πῶς ἐνεύρωσε τοὺς μαϑητευομέγνους; πῶς
25 κηροῦ μαλακωτέρους ὄντας σιδήρου στερροτέρους εἰργάσατο;
᾿Επειδὴ γὰρ ἡμῖν οὗ πρὸς αἷμα καὶ σάρκα ὃ πόλξμος, ἀλλὰ
πρὸς τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις, διὰ τοῦτο οὐδὲ τὰ ὅπλα ἧ-
μῖν σαρκικὰ περιέϑηπεν, ἀλλὰ πάντα πνευματικά, καὶ οὕτως
ἀποσιίλδοντα, ὥστε μηδὲ τὴν ἐκ τούτων αἴγλην ἔνεγχειν
30 δύναοϑαι τὸν πονηρὸν ἐκεῖνον δαίμονα.
θ, Τοιαῦτα τοίνυν ὅπλα ἐνδεδυμένοι μὴ φρίττωμεν τὴν πά-
λην, μηδὲ τὴν συμπλοκὴν φεύγωμεν, ἀλλὰ μηδὲ ρᾳϑυμῶμεν.
1. Ματθ. 5,6.
ΟΜΙΛΙΑ Δ’
(Γεν. 1,6
- 8)
2. Ματθ. 13,4-7.
3. Σοφ. Σειρ. 25,9.
4. Φιλιπ. 2,12.
ΟΜΙΛΙΑ Δ’ 79
6
82 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
5. Γεν. ,5.
ΟΜΙΛΊΙΑ Δ΄ 83
θ. Γεν. 1, 4.5.
ΟΜΙΛΙΑ Δ’ 85
7. Ψαλμ. 148, 4.
8. Πρόκειται διὰ τὸν Πτολεμαῖον Β᾽ Φιλάδελφον (270
- 248 π.Χ.)}
ΟΜΙΛΙΑ Δ’ 87
“Ἑλληνας
μιῶν τοῦ Θεοῦ ἐμπεσὼν (τὸ κατὰ ᾿Ιουδαίους καὶ
ἀντεισήχϑησαν),
λέγω, καὶ πῶς οἱ μὲν ἐξεόλήϑησαν, οἱ δὲ
μέγα δοῶν, καὶ
καὶ διαπορήσας καὶ ἰλιγγιάσας ἀνέκραξε
λέγων, «Ὦ ὀάϑος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ,
5 ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχ
νίαστσι αἱ
τὴν τοῦ
ὅδοὶ αὐιοῦ». ᾿Αλλ ἐνταῦϑα ἡδέως ἐροίμην τοὺς
σϑαι τολμῶ ντας, καὶ τοῦ
Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γέννησιν περιεργάζε
ροῦντα ς" πόϑεν
ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀξίαν χαϑαιρεῖν ἐπιχει
ἀπὸ ποίας
ὑμῖν, εἰπέ μοι, τῆς τοσαύτης τόλμης ἢ προπέτεια;
10 παροινίας εἰς τοσοῦτον μανίας ἐξωκε ίλατε ; Εἰ γὰρ 1] αὔλοης
αὐτοῦ, τοῦτ᾽ ἔστι,
ὃ τοσοῦτος, καὶ τηλικοῦτος, τὰ κρίματα
εἶναι,
τὰς οἰκονομίας, τὰς διοικήσεις, ἀνεξερεύνητά φησιν
ὥσιε μηδὲ
καὶ οὐκ εἶπεν ἀκατάληπτα, ἀλλ᾽ ἀνεξερεύνητα,
ἔρευναν ἐπιδέξασϑαι καὶ ἀνεξιχνίαστοι, φησίν, αἱ ὁδοὶ αὖ-
α καλῶν καὶ
15 τοῦ, πάλιν τὸ αὐτὸ λέγων, ὅδοὺς τὰ προστάγματ
ενοῦς
τὰς ἐντολάς, πῶς ὑμεῖς αὐτὴν τὴν οὐσίαν τοῦ Μονογ
ἁγίου Πνεύμ ατος τὴν ἀ-
περιεργάζεσθαι τολμᾶτε, καὶ τοῦ
οί, ὅσον ἐστὶ
ξίαν ἐλαιτοῦν τό γε καϑ' ὑμᾶς; Ὁρᾶτε, ἀγαπητ
ϑείᾳ [᾿ρα-
κακὸν τὸ μὴ προσέχειν μετὰ ἀκρυδείας τοῖς ἐν τῇ
20 φῇ κειμένοις. Οὗτοι γὰρ εἶ τὰ ἀπὸ τῆς ϑείας Γραφῆ ς δι-
το, καὶ μὴ τὰ ἀπὸ τῶν
δάγματα μετ᾽ εὐγνωμοσύνης ἐδέχον
ἄνοιαν
οἰκείων λογισμῶν εἰσέφερον, οὐκ ἂν εἰς τοσαύτην
ἀπὸ τῆς
ἐτράπησαν. ᾿4λλ: ἡμεῖς οὐδὲ οὕτω παυσώμεϑα τὰ
καὶ τὰς ξαυτῶ ν ἀκοὰς
ϑείας Γραφῆς αὐτοῖς ἐνηχοῦντες,
25 ἀποτειχίζοντες τοῖς ὀλεϑρίοις αὐτῶν διδάγμασιν.
ταῦτα
»Αλ1}: οὖκ οἷδα πῶς ὑπὸ τῆς ρύμης τοῦ λόγου εἷς
ἐξενοχϑέντες, τῆς ἀκολουϑίας ἐξεπέσ αμεν' διὸ πάλιν ἐπανα-
φηοίν,
γαγεῖν δεῖ τὸν λόγον ἐπὶ τὰ πρότερα, «Καὶ ἐκάλεσε»,
«ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν, καὶ εἶδεν ὅ θεὸς ὅτι καλόν.
390 Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρ
α». ᾿Επι-
--------ς-.
41. Ῥωμ. 11,33.
ΟΜΙΛΙΑ Δ’ 95
--.ο.οθορ.ὄὲ-...
12. Ρωμ. 15, 14.
ΟΜΙΛΙΑ Δ΄ 97
Ὕ
θ8 ΙΩΆΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
8
114 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
2. Ψαλμ. 6,86.
3. Α΄ Κορ. 15,33.
ΟΜΙΛΙΑ Ε΄’ 115
4. Γεν. 1,2.
ΟΜΙΛΔΙΑ Ε΄ 117
πὸν ἔλαθε καὶ ἡ γῆ τὸ ὄνομά της καὶ ἐπανῆλθε εἰς τὴν ἰδι-
κήν της μορφήν, καὶ τὰ συγκεντρωθέντα ὕδατα πάλιν ἠξι-
ὦθησαν τὴν ἰδικήν των ὀνομασίαν. «Ωνόμασε λοιπόν, λέ-
γει, τὸ σύνολον τῶν ὑδάτων θαλάσσας», καὶ ἐπρόσθεσε
πάλιν, «Καὶ εἶδεν ὁ Θεόα, ὄτι ἤτο καλόν». ᾿Επειδὴ δεδαίως
ἡ ἀνθρωπίνη φύσια, ὡς ἀσθενής, δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ ἐπαι-
νέσῃ ἐπαξίως τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ὁμιλοῦσα προ-
καταθολικῶς ἡ ᾿Αγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει τὸν ἔπαινον ἀπὸ
τὸν ἴδιον τὸν δημιουργόν.
4. Ὅταν λοιπὸν μάθῃς, ὄτι εἰς αὑτὸν τὸν δημιουρ-
γὸν ἐφάνησαν καλὰ τὰ δημιουργήματα, ἀφ᾽ ἐνὸς μὲν θὰ
θαυμάσῃς περισσότερον, ἀφ᾽ ἐτέρου δὲ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ ἐκφέρῃς περισσότερον κανένα ἔπαινον καὶ ἐγκώμιον.
Ἔχεις λοιπὸν τέτοιον Κύριον, ποὺ κάνει τέτοια ἔργα, τὰ
ὁποῖα δέν ἠμποροῦν νὰ δεχθοῦν οὔτε τὸν ἰδικόν μας ἔ-
παινον. Διότι πῶς θὰ ἠμπορέσῃ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις νὰ
ἐπαινέσῃ ἢ νὰ ὑμνήσῃ ποτὲ ἐπαξίως τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ:
Καὶ πρόσεχε, παρακαλῶ, εἰς τὸ ἑξῆς ἐδῶ μὲ ὅσα ἀκολου-
θοῦν τὴν ἄπειρον σοφίαν τοῦ ἐπινοητικοῦ Θεοῦ. ᾿Αφοῦ λοι-
πὸν μᾶς ἐφανέρωσεν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆο, εἰς τὴν συνέ-
χειαν μὲ τὴν ἐντολήν του χαρίζει εἰς αὐτὴν τὴν ἀρμόζου-
σαν ὀμορφιάν, καλλωπίζων τὴν ἐπιφάνειάν της μὲ τὴν ποι-
κιλίαν τῶν φυτῶν ζ«Καὶ εἶπε, λέγει, ὁ Θεός ἂς βλαστήσῃ
ἡ γῆ χόρτον χλωρόν, φυτὰ σπερματοφόρα καὶ καρποφόρα
δένδρα, τὰ ὀποῖα φέρουν τούς καρποὺς τοῦ εἴδους των,
περιέχοντας τὰ σπέρματἀά των, ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἔγινεν
ἔτσι». Τί σημαίνει τό, «Καὶ ἔγινεν ἔτσι»; Ἐπρόσταξε, λέ-
γει, ὁ Κύριος, καὶ ἀμέσως ἡ γῆ ἀφοῦ διήγειρε τὰς ὡδῖνας
της, ἐστόλισε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὴν θλάστησιν τῶν φυ-
τῶν. ἧικαὶ ἡ γῆ παρήγαγε χόρτον χλωρόν, τὰ διάφορα εἴδη
τῶν σπερματοφόρων φυτῶν καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν καρ-
ποφόρων δένδρων, τὰ ὁποῖα περιέχουν μέσα τῶν τοὺς
σπόρους αὐτῶν ἐπὶ τῆς γῆα». Κατανόησε ἐδῶ, παρακαλῶ
ἀγαπητέ, πῶς μὲ τόν λόγον τοῦ Κυρίου τὰ πάντα ἔγιναν
εἰς τὴν γῆν. Διότι δὲν ἤτο ὁ ἐργαζόμενος οὔτε ἄνθρωποα,
οὔτε ἄροτρον, οὔτε ἐργασία θδοδιῶν, οὔτε καμμία ἄλλη
122 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
25 ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς Π
7. Ρωμ. 2, 29.
ΟΜΙΛΙΑ Ε΄ 131
5. Ματθ. 5, 28.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ’ 141
6. Ψαλμ. 18,8-7.
7. Ρωμ. 1, 25.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄ 147
γῆν τὸν οἰκεῖον κόσμον: ἵνα μηδενὶ ἐξῇ τῶν πετὰ ταῦτα
λέγειν, ὅτι ἄνευ τῆς τούτου ἐνεργείας, οὐκ ἂν ἐτελεσφορήϑη
τὰ ἀπὸ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο δείκνυσί σοι πρὸ τῆς τούτου
δημιουργίας ἅπαντα πεπληρωμένα, ἵνα μὴ τούτῳ ἐπιγράφῃς
5. τῶν καρπῶν τὴν τελεσφόρησιν, ἀλλὰ τῷ τῶν ἁπάντων ᾿δη-
«ιουργῷ, τῷ ἐξ ἀρχῇς εἰπόντι" «Βλαστησάτω ἡ γῇ ὄδοτάνην
χόρτου». ΕἾ δὲ λέγοιεν, ὅτι συντελεῖ τι καὶ τοῦ ἡλίου ἡ χρεία
πρὸς τοὺς καρποὺς πεπαίνεσθαι, οὐδὲ ἐγὼ ἀντιλέγω. “ὥσπερ
γὰρ καὶ τὸν γηπόνον λέγων συνεργεῖν πρὸς τὴν τῆς γῆς ἔο-
10 γασίαν, οὐ τῷ γηπότῳ τὸ πᾶν λογίζομαι, ἀλλὰ κἂν μυριάκις
ὃ γηπόνος τὰ παρ᾽ ἑαυτοῦ ἐπιδείξηται, εἰ μὴ ὁ τῷ οἰκείῳ
προστάγματι ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν διεγείρας πρὸς τὴν τῶν καρ-
πῶν αὐτὴν γένεσι» κινῆσαι δουληϑῇ, οὐδὲν ὄφελος τῶν
πολ-
λῶ» καμάτων: τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον φημί, ὅτι κἂν μετὰ τοῦ
15 νηπόνου καὶ ἢ τοῦ ἡλίου συνέργεια συμδάληται, καὶ
ἡ τῆς
σελήνης, καὶ ἡ τῶν ἀέρων δὐκραοία, οὐδὲ οὕτως ἔσται τι
πλέον, μὴ τῆς ἄνωϑεν δεξιᾶς συνεραπτομένης" ἐκείνης
δὲ
τῆς χραταιᾶς χειρὸς δουλομένης, καὶ ἣ παρὰ τῶν οτοιχείων
ἐνέργεια τὰ μέγιστα συμδαλεῖται. Ταῦτα μετὰ ἀκοιόδείας κα-
20 τέχοντες ἐπιστομίζετε τοὺς ἔτι πλανᾶσθαι ὀουλοιι
ένους, καὶ
μὴ συγχωρεῖτε τὸ τοῦ δημιουργοῦ σέβας τοῖς κτίσιασιν ἀπο-
νέμειν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ϑεία Γραφὴ οὗ μόνον τὸ κάλλος
αὐτοῦ ἡμῖν δείκνυσι, καὶ τὸ μέγεϑος, καὶ τὴν χορείαν, διὰ
τοῦ εἰπεῖν, «κῶς νυμφίος», καὶ «Αγαλλιάσεται ὡς
γίγας
25 δραμεῖν ὁδόν», ἀλλὰ καὶ τὸ ἀσϑενὲς καὶ οὐδαμινόν.
"Ακου-
60" γὰρ τί φησιν ἀλλαχοῦ: «Τί φωτεινότερον ἡλίου; καὶ
τοῦτο ἐκλείπει». ΔΙή ο8. ἀπατάτω, φησίν, ἢ ϑέα' ἐὰν γὰρ
δουληϑῇ ὁ δημιουργήσας προσιάξαι, ὡς οὐδὲ γεγονὼς ἀφί-
πιαται. Ταῦτα εἰ συνεῖδον “Ελλήνων παῖδες, οὐκ ἂν τοσαύ-
30 τ)» πλάνην ἐπλανήϑησαν, ἀλλ᾽ εἶδον ἂν καλῶς, ὅτι ποοσήκε
ι
8. Γεν. 1,11.
9. Σοφ. Σειρ. 17, 31.
ΓΌΟΜΊΙΛΙΑ ΣΤ΄ 149
γῆν τὸν οἰκεῖον κόσμον" ἵνα μηδενὶ ἐξῇ τῶν μετὰ ταῦτα
λέγειν, ὅτι ἄνευ τῆς τούτου ἐνεργείας, οὖκ ἂν δτελεσφορήϑη
τὰ ἀπὸ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο δείκνυσί σοι πρὸ τῆς τούτου
δημιουργίας ἅπαντα πεπληρωμένα, ἵνα μὴ τούτῳ ἐπιγράφῃς
5. τῶν καρπῶν τὴν τελεσφόρησιν, ἀλλὰ τῷ τῶν ἁπάντων ᾿δη-
{πουργῷ, τῷ ἐξ ἀρχῇς εἰπόντι" «Βλαστησάτω ἢ γῆ ὄδοτάνη
ν
χόρτου». ΕἾ δὲ λέγοιεν, ὅτι συντελεῖ τι καὶ τοῦ ἡλίου ἡ χρεία
πρὸς τοὺς καρποὺς πεπαίνεσθϑαι, οὐδὲ ἐγὼ ἀντιλέγω. “ὥσπερ
γὰρ καὶ τὸν γηπόνον λέγων συνεργεῖν πρὸς τὴν τῆς γῆς
ἐρ-
10 γασίαν, οὐ τῷ γηπόνῳ τὸ πᾶν λογίζομαι, ἀλλὰ κἂν μυριάκι
ς
ὁ γηπόνος τὰ παρ᾽ ἑαυτοῦ ἐπιδείξηται, εἰ μὴ ὃ τῷ οἰκείῳ
προστάγματι ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν διεγείρας πρὸς τὴν τῶν
καρ-
πῶν αὐτὴν γένεσιν χινῇσαι ὀουληϑῇ, οὐδὲν ὄφελος τῶν
πολ-
λῶν καμάτων" τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον φημί, ὅτι κἂν μετὰ τοῦ
15. νηπόνου καὶ ἡ τοῦ ἡλίσυ συνέργεια συμδάληται, καὶ
ἡ τῆς
σελήνης, καὶ ἡ τῶν ἀέρων δὐπραοία, οὐδὲ οὕτως ἔσται
τι
πλέον, μὴ τῆς ἄνωϑεν δεξιᾶς συνξιαπτομένῃης" ἐκείνης
δὲ
τῆς κραταιᾶς χειρὸς δουλομένης, καὶ ἡ παρὰ τῶν στοιχείων
ἐνέργεια τὰ μέγιστα συμδαλεῖται. Ταῦτα μετὰ ἀκχριόείας κα-
20 τέχοντες ἐπιστομίζετε τοὺς ἔτι πλαγνᾶσϑαι ὁουλοιμ
ένους, καὶ
ἢ συγχωρεῖτε τὸ τοῦ δημιουργοῦ σέδας τοῖς κτίσιιασιν ἄπο-
νέμειν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ϑεία Γραφὴ οὐ μόνον τὸ κάλλος
αὐτοῦ ἣμῖν δείκνυσι, καὶ τὸ μέγεϑος, καὶ τὴν χρείαν, διὰ
τοῦ εἰπεῖν, «ἑῶς νυμφίος», καὶ «᾿Αγαλλιάσεται ὡς γίγας
25 δραμεῖν ὁδόν», ἀλλὰ καὶ τὸ ἀσϑενὲς καὶ οὐδαμινόν.
"Ακου-
σὸν γὰρ τί φησιν ἀλλαχοῦ: «Τι φωτεινότερον ἡλίου; καὶ
τοῦτο ἐκλείπει». δ]ἡ σε ἀπατάτω, φησίν, ἡ ϑέα' δὰν
γὰρ
ὀουληϑῇ ὁ δημιουργήσας προστάξαι, ὡς οὐδὲ γεγονὼς
ἀφί-
πταται. Τὶαὔτα εἰ ουνεῖδον “Ελλήνων παῖδες, οὖκ ἂν τοσαύ-
30. 1)}» πλάνῃ» ἐπλανήϑησαν, ἀλλ᾽ εἶδον ἂν καλῶς, ὅτι ποοσήκει
8. Γεν. 1, 11.
9. Σοφ. Σειρ. 17, 31.
ΓΌΟΜΙΛΔΙΑ ΣΤ΄ 149
10. Γεν. 2, 8.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΣΤ᾽ 153
καλῶ, εἰς τοὺς κύθους καὶ εἰς τὴν προερχομένην ἀπὸ ἐκεῖ
κραυγὴν καὶ εἰς τὴν ὑπόλοιπον αἰσχρολογίαν. Διότι, εἰπέ
μου, ποῖον τὸ κέρδος τῆς νηστείας, ὅταν περνᾷς μὲν τὴν
ἡμέραν νηστικός, ἐπιδίδεσαι ὅμως εἰς τοὺς κύβους καὶ εἰς
ἀνωφελεῖς φλυαρίας, πολλάκις δὲ καὶ ὅταν εἰς ἐπιορκίας
καὶ δλασφημίας ἐξοδεύσῃς ὅλην τὴν ἡμέραν; ᾿Ας μή, πα-
ρακαλῶ, ἂς μὴ συμπεριφερώμεθα τόσον ἀδιάφορα διὰ τὴν
σωτηρίαν μας, ἀλλά μᾶλλον ἂς γίνεται ἡ συζήτησις διαρ-
κῶς διὰ τἀ πνευματικά μας ζητήματα᾽ καὶ ἀφοῦ λάθῃ κα-
νεὶς εἰς τἀ χέρια του τὴν ᾿Αγίαν Γραφὴν καὶ προσκαλέσῃ
τοὺς πλησίον του, ἂς ποτίζῃ μὲ τὰἀ θεῖα λόγια καὶ τὴν ἰδι-
κήν του διάνοιαν καὶ αὑτῶν ποὺ συναναστρέφεται, διὰ νὰ
ἠμπορέσωμεν ἔτσι καὶ τὰς πονηρίας τοῦ διαδόλου νὰἀ ἀπο-
φύγωμεν καὶ νὰ κερδίσωμεν ἀπὸ τὴν νηστείαν τὰ μεγάλα
ἀγαθὰ καὶ νὰ ἀπολαύσωμεν τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν
χάριν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, μαζὶ
μὲ τὸν ὀποῖον εἰς τὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως εἰς τὸ ἽΛγιον
Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμις, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάν-
τοτε, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
ΟΜΙΛΙΑ Ζ
(Γεν. 1,20
- 24)
ς
προξενεῖ, καὶ τοῦτο ἡμῶν ἔστιν ὁ πλοῦτος ὃ πρευματικός,
τὸ ὁρᾶν ὑμᾶς ἕν τοῖς πνευματικοῖς ἐπιδιδόντας, καὶ ἐν ἃ-
Οδτῇ διαλάμποντας, καὶ τῶν ὁλάπιειν δυναμένων ἀπεγχομέ-
γους, οὕτως ἐπειδὰν ἴδωμεν ὑμᾶς ὑποσκελιζομένους, καὶ
ὑπαγομένους ταῖς ἀπάταις ταῖς διαδολικαῖς, κατηφείας πλὴη-
οούμεϑα, καὶ αἰσχύνη τις,ὡς εἰπεῖν, κατασκεδάζεται τῆς
ἡμετέρας ψυχῆς. Κατὰ γὰρ τὸν μακάριον Παῦλον, «Τότε
ἡμεῖς ζῶμεν, ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ». “Ὡς οὖν τέλειοι
καὶ πεπληρωμένοι συνέσδως, οὕτω τῶν μὲν ὄπισϑεν ἐπι-
1τ0 λανϑάνεσϑε,. τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτιείνεσϑε, καὶ τὰς συν-
ϑήκας, ἃς πρὸς τὸν Χριστὸν ἔϑεσϑε, ἀνακαλεσάμενοι, δεδαίας
ταύτας εἰς τὸ ἑξῆς διαφυλάττετε, καὶ λογισμῷ σώφρονι πᾶ-
σαν εἴσοδον ταῖς τοῦ διαδόλου μηχαναῖς ἀποκλείσαντες, τῇ
μετὰ ταῦτα σπουδῇ τὴν ἀπὸ τῆς ρᾳϑυμίας προσιριδεῖσαν ὕ-
15 μᾶν κηλῖδα ἀπονίψασϑε, περιγενόμενοι τῆς ἀκαίρου συνηϑεἰ-
ας καὶ ἐπιδλαδοῦς, καὶ λογισάμενοι, ὡς οὐ τοῦτο μόνον ἂ-
στὶ τὸ δεινόν, ὅτι ἑαυτοῖς πολλὴν τὴν ὅλάδην προστρίδονται
οἱ αὐτόϑι παραγενόμενοι, ἄλλ᾽ ὅτι καὶ πολλοῖς ἑτέροις
σκανδάλου ὑπόϑεσις γίνονται. “Ὅταν γὰρ ἴδωσιν “Ελληνες
20 καὶ ᾿Ιουδαῖοι τὸν ἐφ᾽ ἑκάστης ἡμέρας εἰς τὴν ἐκκλησίαν
διημερεύοντα, καὶ συνεχοῦς ἀπσλαύοντα διδασκαλίας, ἀϑρό-
ον ἐκεῖ ψαινόμεγον, καὶ μετ᾽ αὐτῶν συμφυρόμενον, πῶς οὐ
γομίσουσιν ἀπάτην εἶναι τὰ ἡμέτερα, καὶ περὶ πάντων τῶν
παο᾿ ἡμῖν τὴν αὐτὴν ὑπόληψιν ἕξουσιν; Ἂ οὖκ ἀκούεις
25 τοῦ μακαρίου ΤΠαύλου παραινοῦντος, λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, καὶ
συμδουλεύοντος, «᾿Απρόσκοποι γίνεσϑεν; Εἶτα ἵνα μὴ νομί-
σῃς περὶ τῶν οἴκείων μόνον τὴν παραγγελίαν παρ᾽ αὐτοῦ
γίνεσϑαι καὶ τῶν μεϑ' ἡμῶν τεταγμένων, προσέϑηκεν,
«Καὶ ᾿Ἰ]Τουδαίοις καὶ “Ελλησον, καὶ πότε ἐπήγαγε, «Καὶ
30 τῇ ᾿Εκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ». Οὐδὲν γὰρ οὕτω λυμαίνεται καὶ
ΟΜΊΙΛΙΑ Ζ’ 485
3. Ἥσ. 52͵5.
4. Ματθ. 5, 16.
ΟΜΙΛΙΑ Ζ 187
Α΄ Βασ. 2,30.
Α΄ Κορ. 8, 13.
. Α΄ Κορ. 8,12.
Φιλιπ. 2, 4.
ον
ὦὉΟΝ
Α΄ Κορ. 10, 23.
ΟΜΙΛΙΑ Ζ΄ 160
σκει. Ποότερον ἐδίδαξεν ἡμᾶς πῶς τὴν γῆν εἰς τὴν τῶν
καρπῶν γένεσιν τῷ αὐιοῦ ἐπιτάγματι διήγειρεν" εἶτα τὴ)'
δημιουργίαν τῶν δύο φωσιήρων διδάξας, προσέϑηκεν καὶ
τὴν τῶν ἀστέρων ποικιλίαν, δι’ ὧν τοῦ οὐρανοῦ φαιδρότερον
τὸ κάλλος εἰογάσατο σήμερον λοιπὸν μεταδαίνει ἐπὶ τὰ ὕ-
δαια, καὶ δείκνυσιν ἡμῖν, τῷ λόγῳ αὐτοῦ καὶ τῷ ἐπιτάγματι
ζῶα ἔμψυχα ἐξ αὐτῶν ἄναδιδόμενα. «Εξαγαγέτω γάρ»,
φησί, τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν, καὶ πετεινὰ πετόμενι
ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ». Ποῖος λόγος,
10 εἰπέ μοι, ἐφικέσϑαι δυνήσεται τοῦ ϑαύματος; ποία ἀρκέοει
γλῶττα πρὸς εὐφημίαν τοῦ δημιουργοῦ; Εἶπε μόνον, «Βλα-
στησάτω ἡ γῆ», καὶ εὐθέως πρὸς τὰς ὠδῖνας αὐτὴν διήγειος'"
νῦν λέγει, «Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα». Ὅρα πῶς κατάλληλα
αὐτοῦ: τὰ προστάγματα' ἐκεῖ, «Βλαστησάτω», ἐνταῦϑα, ὠβίξα-
15 γαγέτω τὰ ὕδατα», φησί, «ὡοπετὰ ψυχῶν ζωσῶν». Καϑάπερ
γὰρ ἐπὶ τῆς γῆς εἶπε μόνον, «Βλαστησάτω», καὶ διάφορος
καὶ ποικίλη τῶν ἀνθῶν ἡ ποικιλία, καὶ τῶν δοτανῶν, καὶ
τῶν σπερμάτων ἐδόϑη, καὶ ἑνὶ λόγῳ τὰ πάντα παρήγϑη;
οὕτω καὶ ὀνταῦϑα εἶπεν, «(ΕεΕξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ φυ-
20 χῶν ζωσῶν, καὶ πδιεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὰ
στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ», καὶ ἀϑρόον τοσαῦτα γένη ἑοπειῶν,
τοσαύτη διαφορὰ πετεινῶν ἐδημιουργεῖτο, ὅσην οὐδὲ τῷ λόγῳ
ἀπαριϑμήσασϑαι δυνατόν». Καὶ τὸ μὲν οἥτια ὄραχύ, καὶ ρῆμα
ἕν, τὰ δὲ γένη τῶν ζώων διάφορα καὶ ποικίλα. ᾿Αλλὰ πὴ
25 ξενισϑῇς, ἀγαπητέ' ρῆμα γὰρ ἦν Θεοῦ, καὶ ὃ λόγος αὐτοῖ'
τὴν σύστασιν τοῖς γινομένοις ἐχαρίσατο. Ὁρᾷς πῶς ἅπαντα
ἐκ, τοῦ μὴ ὄντος εἷς τὸ εἶναι παράγει; εἶδες διδασκαλίας ἀ-
κρίδειαν; εἶδες συγκατάδασιν Δεσπότου, ὅσην ἐπιδείκνυται
περὶ τὸ γένος τὸ ἡμέτερον; Πόϑεν γὰρ ταῦτα ἡμιεῖς οὕτω
30 μετὰ ἀκριδείας μαϑεῖν ἂν ἠδυνήϑημεν, εἰ μὴ αὐτὸς διὰ πολ-
λὴν καὶ ἄφατον φιλανϑρωπία» κατηξίωσε διὰ τῆς τοῦ ποο-
φήτου γλώττης διδάξαι τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἵνα εἰδέ-
ναι ἔχωμεν καὶ τῶν δημιουργηϑέντων τὴν τάξιν καὶ τοῦ
δημιουργήσαντος τὴν δύναμιν, καὶ ὅπως ὃ λόγος αὐτοῦ ἔρ-
ΟΜΙΛΙΑ Ζ’ 173
γον ἐγένετο, καὶ τὸ ρῆμα αὐτοῦ τὴν σύστασιν καὶ τὴν δῖς
τὸ εἶναι πάροδον αὐτοῖς ἐχαρίσατο;
᾽4λλ᾽ εἰσί τινες τῶν ἀγνωμόνων, οἵ καὶ μετὰ τοσαύτην
διδασκαλίαν ἀπισιεῖν ἐπιχειροῦντες, καὶ μὴ συγχωροῦντες
μήτε δημιουργὸν ἔχειν τὰ ὁρώμενα, ἄλλοι μὲν αὐτόματα αὖ-
τὰ φάσκοντες εἶναι, ἕτεροι δὲ ἐξ ὑποκειμένης τινὸς ὕλης
γεγενῆσϑαι. Σκόπει τοῦ διαθόλου πόση ἡ ἀπάτη, πῶς ἀπεχρή-
σατο τῇ εὐκολίᾳ τῆς γνώμης τῶν τῇ πλάνῃ δουλευόντω».
Διὰ τοῦτο ὃ μακάριος Μωῦσῆς μετὰ τοσαύτης ἡμᾶς ἀκρι-
10 δείας διδάσκει ὑπὸ τοῦ ϑείου Πνεύματος ἐνηχούμενος, ἵνα
μὴ τὰ αὐτὰ τούτοις πάϑωμεν, ἀλλ᾽ εἰδένα ἔχωμεν σαφῶς, καὶ
τὴν ἀκολουϑίαν τῶν δημιουργηϑέντων, καὶ ὅπως ἕκαστον ἐ-
δημιουργήϑη. Εἰ γὰρ μὴ τῆς ἡμετέρας κηδόμενος σωτηρίας
ὁ Θεὸς οὕτως ὡδήγησε τοῦ προφήτου τὴν γλῶτταν, ἤρκει
15 εἰπεῖν, ὅτι ἐποίηοεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν, καὶ
τὴν ϑάλασσαν, καὶ τὰ ζῶα, καὶ μήτε τάξιν ϑεῖναι ἡμερῶν,
μήτε τί μὲν πρῶτον, τί δὲ ὕστερον γεγένηται. ᾿4λλ᾽ ἵνα μηδε-
μίαν τοῖς ἀγνωμονεῖν δουλομένοις καταλείπηται ἀπολογίας
πρόφασιν, οὕτω διαιρεῖ σαφῶς καὶ τὴν τῶν γινομένων τάξιν,
20 καὶ τῶν ἡμερῶν τὸν ἀοιϑμόν, καὶ πάντα μετὰ πολλῆς τῆς
συγκαταδάσεως ἡμᾶς διδάσκει, ἵνα μαϑόντες τὴν ἀλήϑειαν
ἅπασαν, μηκέτι τῇ πλάνῃ τῶν δξ οἴκείων λογισμῶ» ἅπαντα
φϑεγγομένων προσέχωμεν, ἀλλ᾽ εἰδέναι ἔχωμεν τοῦ δημιουρ-
γοῦ τοῦ ἡμετέρου τὴν ἄφατον δύναμιν, «Καὶ ἐγένετο», φησίν,
25 «οὕτως», Εἶπεν, «ξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζω-
σῶν, καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ οτερέωμα
τοῦ οὐρανοῦ», καὶ ὑπήκουσε τὸ στοιχεῖον, καὶ ἐπλήρωσε τὸ
ἐπιταχϑέν. «Καὶ ἐγένετο», φησίν, «οὕτως», ὡς ἐκέλευσεν
ὅ Δεσπότης" «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα, καὶ
30 πᾶσαν ψυχὴν ζώων ἑορπειῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ γένη
αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. Καὶ εἶδεν
ὁ Θεὸς ὅτι καλά, καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ ὃ Θεός, λέγων" αὖ-
ΟΜΙΛΙΑ Ζ΄ 175
καὶ πῶς ὁ λόγος αὐτοῦ ἔγινεν ἔργον καὶ ἡ ἐντολή του ἐχά-
ρισε τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν δίοδον διὰ τὴν ζωὴν εἰς αὐτούς;
4. ᾿Αλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀγνώμονεακ, οἱ ὁποῖοι καὶ
ὕστερα ἀπό τόσην διδασκαλίαν ἐπιχειροῦν νὰ εἶναι ἄπιστοι
καὶ νὰ μὴ παραδέχωνται ὅτι ἔχουν δημιουργὸν αὐτά, ποὺ
βλέπομεν ἄλλοι μὲν ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτὰ ἐδημιουργήθησαν
μόνα των, ἄλλοι δὲ ὅτι ἔχουν δημιουργηθῆ ἀπὸ κάποιαν
προὔπάρχουσαν ὕλην. Παρατήρησε πόση εἶναι ἡ ἀπάτη τοῦ
διαθδόλου, πῶς μετεχειρίσθη τὴν εὐκολοπιστίαν ἐκείνων, ποὺ
ὑπηρετοῦν τὴν πλάνην. Δι᾿ αὑτὸ ὁ μακάριος Μωυσῆς ἐμπνε-
μενος ἀπὸ τὸ ἽἍΛγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει μὲ τόσον με-
γάλην ἀκρίθειαν, διὰ νὰ μὴ πάθωμεν τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, ἀλ-
λὰ διὰ νὰ ἠμποροῦμεν νὰ γνωρίζωμεν μὲ σαφήνειαν, καὶ τὴν
τάξιν τῶν δημιουργημάτων καὶ πῶς ἐδημιουργήθη τὸ καθέ-
να. Διότι ἐὰν ὁ Θεὸς ὠδήγησεν ἔτσι τὴν γλῶσσαν τοῦ
προφήτου, χωρὶς νὰ φροντίζῃ διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ἦτο
ἀρκετὸν νὰ εἰπῇ, ὅτι ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ζῶα, καὶ οὔτε νὰ θέσῃ
τάξιν ἡμερῶν, οὔτε τί μὲν ἔχει γίνει πρῶτον, τί δὲ δεύτε-
ρον. ᾿Αλλὰ διὰ νὰ μὴ ἀφήσῃ καμμίαν πρόφασιν δικαιολο-
γίας εἰς ἐκείνους, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἀγνώμονεα, ἔτσι
διακρίνει μὲ σαφήνειαν καὶ τὴν τάξιν τῶν δημιουργημά-
τῶν καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν, καὶ μᾶς διδάσκει μὲ με-
γάλην συγκατάθβασιν τὰ πάντα, ὥστε, ἀφοῦ μάθωμεν ὅλην
τὴν ἀλήθειαν, νὰ μὴ προσέχωμεν πλέον εἰς τὴν πλάνην
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λέγουν τὰ πάντα ἐξ ἰδίων σκέψεων ἀλ-
λὰ διὰ νὰ ἠμποροῦμεν νὰ γνωρίζωμεν τὴν ἄπειρον δύναμιν
τοῦ δημιουργοῦ μας. «Καὶ ἔγινε, λέγει, ἔτσι». Εἶπεν, «᾿Ας
γεμίσουν τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ζῶντα καὶ πτηνὰ ἂς πετοῦν
ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν πρὸς τὸν οὐράνιον θόλον», καὶ ὑπήκου-
σε τὸ στοιχεῖον καὶ ἐπραγματοποίησε τὴν ἐντολήν. «Καὶ
ἔγινε, λέγει, ἔτσι», ὅπως ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος «καὶ ἐδη-
μιούργησεν ὁ Θεὸς τὰ μεγάλα θαλάσσια κήτη καὶ ὅλα τὰ
ποικίλα γένη τῶν ἑρπετῶν ζώων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐγέμισαν
τὰ ὕδατα, καὶ ὅλα τἀ διάφορα εἴδη τῶν πτερωτῶν Ζώων.
Εἶδε δὲ ὁ Θεός, ὅτι ἦσαν καλά᾽ καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ ὁ
{78 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
12
178 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
καὶ μετὰ τὸν πολὺν πόνον καὶ ἱδρῶτα πολλάκις ὀλίγα ψήγμα-
τα μόγις εὑρεῖν ἠδυνήϑησαν. ᾿Ενταῦϑα δὲ οὐδὲν τοιοῦτόν ἐ-
στιν», ἀλλὰ καὶ ἃ πόνος ἐλάττων, καὶ ἢ περιουσία ἄφατος.
Τοιαῦτα γὰρ ἅπαντα τὰ πνευματικά,
5 Ὁ’. Μὴ τοίνυν γενώμεϑα χείρους τῶν περὶ τὰ αἰσϑητὰ
ὁπτοημένων», ἀλλὰ διερευνήσωμεν καὶ ἡμεῖς τὸν ϑησαυρὸν
τοῦτον τὸν πνευματικὸν τὸν τοῖς ρήμασι τούτοις ἐναποκείμε-
»0ν, καὶ πρῶτον ἴδωμεν τί τὸ κοινὸν καὶ παράδοξον τῶν εἰρη-
- μένων, καὶ τίνος ἕνεκεν τοσαύτῃ τῇ ἐναλλαγῇ τῶν ρημάτων
10 ἐχρήσατο ὅ μακάριος οὗτος προφήτης, μᾶλλον δὲ ὁ φιλάν-
ϑοωπος Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου φϑεγγόμενος. Καί φησι
«Ποιήσωμεν ἄνϑρωπον» κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν, καὶ καϑ' ὅ-
μαίωσιν». Πρῴην μὲν γὰρ ἠκούομεν αὐτοῦ λέγοντος μετὰ
τὴ» τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς δημιουργίαν, «Γενηϑήτω φῶς»,
15 καὶ “᾽ενηϑήτω στερέωμα ἔν μέσῳ τοῦ ὕδατος»: καὶ πάλιν,
«Συναχϑήτω τὸ ὕδωρ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφϑήτω ἧ
ξηράν, καὶ «Γενηϑήτωσαν φωστῆρες», καὶ Εξαγαγέτω τὰ
ὕδατα ἑρπετὰ φυχῶν ζωσῶν». Εἶδες λόγῳ μόνον καὶ προστά-
γματι πᾶσαν τὴν κτίσιν δημιουργουμένην ἐν ταῖς πέντε ἢἧ-
20 μέραις; Σκόπει σήμερον πόση τῶν ρημάτων ἡ διαφορά, Οὐ-
κέτι γάρ φησι, γενηϑήτω ἄνϑρωπος, ἀλλὰ τί; «Ποιήσωμεν
ἄνϑοωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν, καὶ καϑ'’ διοίωσιν». Τί τὸ
καινόν; τί τὸ ξένον; Τίς ἄρα οὗτός ἔστιν ὃ δημιουργούμενος,
ὅτι τοσαύτης ὀουλῆς καὶ σκέψεως ἐδέησε τῷ δημιουργῷ πρὸς
25 τὴν τούτου κατασκευή»; ΔΙῚ ξενισϑῇς, ἀγαπητέ. Τὸ γὰρ τι-
μιώτερον ἁπάντων τῶν ὁρωμένων ζώων ἐστὶν ὃ ἄνϑρωπος,
δι’ ὃν καὶ ταῦτα ἅπαντα παρήχϑη, οὐρανός, γῆ, ϑάλαττα, ἥλι-
ος, σελήνη, ἀστέρες, τὰ ἕρπετά, τὰ κτήνη, πάντα τὰ ἄλογα
ζῷα. Καὶ τίνος ἕνεκεν, φησίν, εἶ τούτων ἅπάντων τιμιώτερον
30 τυγχάνει, ὕστερον παρήχϑη; Εἰκότως. Καϑάπερ γὰρ δασιλέ-
ὡς μέλλοντος εἷς πόλι" εἰσελαύνειν, τοὺς δορυφόρους ἀνάγκη
---.
---Ὁὦὃὸὃὄ;Ὃ
.
3. Γεν. 1, 3.6. 9. 14. 20.
ΟΜΙΛΙΑ Η’ 197
4, ἼΦ, 5, 40,
ΟΜΙΛΙΑ Η’ 199
5. ἪἫσ. 68, 2.
θ. “Αρειοα᾽ ὁ γνωστὸς σἱὶρεσιάρχης (2685
- 336), ποὺ συνετά-
ραξε τὴν ἐκκληαίαν κατὰ τὸν ον αἱ. Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ ὁ
Υἱός εἶναι τὸ πρῶτον Κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινεν ἐκ τοῦ μηδενόα.
Τὸ πρῶτον τοῦτο γέννημα εἶναι καὶ ἀρχιτέκτων τῆς δημιουργίας.
Ἢ διδασκαλία αὐτὴ κατεδικάσθη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνο-
δον, ἡ ὁποία διεκήρυξεν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι κτίσμα ἀλλὰ ὁμοού-
σιος κατὰ πάντα πρὸς τὸν Πατέρα,
ΟΜΙΛΔΙΑ Η’' “201
8, Α᾿ Κορ. 11,7.
9. Γεν. 83,16.
10. Β΄ Τμ. 2,25.
ΟΜΙΛΔΙΑ π’ 205
δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἔργα τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπινοήσεως τοῦ
ἀνθρώπου», Εἴδες μὲ πόσην ἀκρίβειαν ὁ σοφὸς διδάσκα-
λος ἀπέκοψεν ὅλην τὴν ἀπάτην αὐτῶν; Διότι εἶπεν, ὅτι ὁ
Θεὸς ὄχι μόνον ἔχει ἀπαλλαχθῆ ἀπὸ τήν σωματικὴν μορ-
φήν, ἀλλὰ ὄτι οὔτε ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἱκανὴ νὰ
ἀναπλάσσῃ κάτι τέτοιο. Λέγοντες αὐτὰ συνεχῶς πρὸς αὐ-
τούς, νὰ μὴ σταμοτήσετε νὰ προσφέρετε ὅ,τι ἐξαρτᾶται
ἀπὸ σᾶς, μὴ τυχὸν ὑποχωρήσουν, μὴ τυχὸν θελήσουν νὰ
ἐπιστρέψουν πρὸς τὴν. ἀλήθειαν. Καὶ πρὸς ἐκείνους μὲν
μὴ σταματήσετε νὰ συζητῆτε μὲ πολλὴν ἐπιείκειαν καὶ
ἀκρίβειαν, σεῖς δέ, παρακαλῶ, νὰ κατέχετε μὲ σαφήνειαν
τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρὶς νὰ συγχέετε τὴν ἀ-
κολουθίαν τῶν λεχθέντων, ἀλλὰ πρὸς μὲν τούὐς ᾿Ιουδαίους
νὰ συζητῆτε καταλλήλως καὶ νὰ ἀποδεικνύετε, ὅτι αὐτὰ πού
ἐλέχθησαν δέν ἀναφέρονται εἰς κάποιαν λειτουργικήν δύ-
ναμιν, ἀλλὰ εἰς αὐτόν τὸν μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ πρὸς δὲ
τούς ὁμόφρονας τοῦ ᾿Αρείου νὰ ἀποδεικνύετε πάλιν ἀπὸ
ἐδῶ τήν ἰσοτιμίαν τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα᾽ καὶ πρὸς
ἐκείνους ποὺ φαντάζονται, ὅτι τὸ θεῖον ἔχει ἀνθρωπίνην
μορφήν, ἀφοῦ ἐπικαλεσθῆτε τὰ λόγια τοῦ μακαρίου Παύλου,
ἀνατρέπετε μὲν τὰς ὀλεθρίας πλάνας, ποὺ ὡσὰν Ζιζάνια
προσθάλλουν τἀ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, προσπαθεῖτε δὲ
νά ἐνισχύετε μέσα σας τὰς εὐσεθεῖς διδασκαλίας. Διότι θέ-
᾿ λὼ καὶ εὔχομαι ὅλοι σας νὰ κατέχετε τὴν θέσιν διδασκάλων
καὶ νά μὴ εἶσθε μόνον ἀκροαταὶ τῶν λόγων μου, ἀλλὰ καὶ
εἰς ἄλλους νὰ ἀνακοινώνετε καὶ νὰ ἁλιεύετε τοὺς εὑρισκομέ-
νους ἀκόμη εἰς τὴν πλάνην πρός τόν δρόμον τῆς ἀληθείας"
ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Παῦλος λέγει, «Οἰκοδομεῖτε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον», καὶ «Μὲ φόθον καὶ τρόμον νὰ ἐργάζεσθε τὴν σωτη-
ρίαν σας»᾽", “Ἔτσι καὶ ἡ ᾿Εκκλησία μας θὰ αὐξηθῇ κατὰ τὸ
πλῆθος καὶ σεῖς θὰ ἀπολαύσετε πλουσιωτέραν τὴν θείαν
χάριν, ἐπειδὴ φροντίζετε πολύ διὰ τὰ ἰδικά σας μέλη.
6. Οὔτε θεδαίως θέλει ὁ Θεὸς νὰ βοηθῇ ὁ χριστιανὸς
μόνον τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομῇ καὶ ἄλλους ὅχι μό-
νον μὲ τὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ζωὴν καὶ τὴν
συμπεριφοράν του᾽ διότι τίποτε δὲν φέρει τόσον πρὸς τὸν
208᾽ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
“» . 58 Ὰ 5 - Ξ5Ξ3νϑ», “ Ζ Φ έ
'κρίδεια' οὐδὲ γὰρ τοῖς παρ᾽ ἡμῶν λεγομένοις οὕτω προσέχον-
σιν, ὡς τοῖς ὕφ᾽ ἡμῶν πραττομένοις. Καὶ ἵνα μάϑῃς, ὅτι
τοῦτο οὕτως ἔχει (κἂν γὰρ μυριάκις φιλοσοφῶμεν τοῖς λό-
γοις, καὶ περὶ ἀνεξικακίας διαλεγώμεϑα, καιοοῦ δὲ παραπε-
σόντος μὴ διὰ τῶν ἔργων ταύτην ἐπιδειξώμεϑα, οὐ τοσοῦτον
ὁ λόγος ὠφέλησεν, ὅσον ἢ πρᾶξις ἔδλαψεν' ἂν δὲ καὶ πρὸ
τῶν λόγων καὶ μετὰ τοὺς λόγους τὴν διὰ τῶν ἔογων ἐπίδει-
ξι' ποιώμεϑα, ἀξιόπιστοι ἐσόμεϑα ἐκεῖνα παραινοῦντες, ἃ
καὶ διὰ τῶν ἔργων πληροῦμεν, ἐπεὶ καὶ ὃ Χοιστὸς τούτους
10 ἐμακάριαε λέγων, «Ὡακάριος ὃ ποιήσας, καὶ διδάξας»)"
σκόπει πῶς πρότερον τὴν ποίησιν ἔϑηκεν, καὶ τότε τὴν δι-
δασκαλίαν. Τῆς πράξεως γὰρ προηγουμένης, κἂν μὴ ἕπηται
ἢ διδασκαλία, ἀρκεῖ τὰ ἔργα φωνῆς λαμπρότερον διδάξαι
τοὺς εἰς ἡμᾶς ὁρῶντας. Τοῦτο οὖν πανταχοῦ σκοπῶμεν πρό-
15 τερον τοῖς ἔργοις διδάσκειν, καὶ τότε τοῖς λόγοις, ἵνα μὴ
καὶ ἡμεῖς ἀκούσωμεν παοὰ τοῦ Παύλου, (Ο διδάσκων ἕτε-
00», σεαυτὸν οὐ διδάσκεις;». Καὶ ὅταν δουλώμεϑά τινι παραι-
γ»νέσαι, ὥστε κατορϑῶσαί τι τῶν ἀναγκαίων, πρότερον αὐτοὶ
σπουδάζωμεν τοῦτο κατορϑοῦν, ἵνα μετὰ πλείονος τῆς παρρη-
20 σίας τὴν διδασκαλίαν ποιώμεϑα, καὶ πᾶσα ἡμῶν ἣ φοοντὶς
ἔστω περὶ τῆς κατὰ ψυχὴν σωτηρίας, καὶ ὅπως δυνηϑείημεν
τὰ σκιρτήματα τῆς σαρκὸς χαλενώσαντες τὴν ἀληϑινὴν νη-
στείαν ἐπιδείξασϑαι, λέγω δὴ τὴν τῶν κακῶν ἀποχήν' τοῦτο
γὰρ νησιεία. Καὶ γὰρ ἡ τῶν ὄρωμάτων ἀποχὴ διὰ τοῦτο
25 παρείληπται, ἵνα τὸν τόνον τῆς σαρκὸς χαλινώσῃ, καὶ εὐή-
γιον ἡμῖν τὸν ἵππον ἐργάσηται. Τὸν νηστεύοντα μάλιστα πάν-
τῶν προσήκει τὸν ϑυμὸὰν χαλινοῦν, πρᾳότητα πεπαιδεῦσθαι
καὶ ἐπιείκειαν, συντετριμμένην ἔχειν τὴν καρδίαν, τῶν ἐπι-
ϑυμιῶν τῶν ἀτόπων ἐξορίξειν τὰς ἐνθυμήσεις, πρὸ ὄφϑαλ-
30 μῶν λαμδάνοντα τὸν ἀκοίμητον ἐκεῖνον ὀῳϑαλμόν, καὶ τὸ
»οιτήριον τὸ ἀδέκαστον' χρημάτων κρείτιονα γίνεσϑαι, περὶ
τὴ» ἐλεημοσύνῃ» πολλὴν τὴν δαψίλειαν ἐπιδείκνυσϑαι, πᾶσαν
14
210 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
πους μαα, ὄχι διὰ τὸν μισθόν, ποὺ ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ Κύριος.
᾿Αλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σκεφθοῦμεν τίποτε ὑψη-
λόν, καὶ ἂν ἀκόμη δι᾽ αὐτὸ μετερχώμεθα αὐτήν, πουθενὰ
νὰ μὴ ἐπιδιώκωμεν τὴν δόξαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διὰ
νὰ μὴ ὑποθαλλώμεθα καὶ εἰς τὴν δαπάνην καὶ χάσωμεν
καὶ τὸν μισθόν. Καὶ ἂς μὴ ἐπιδιώκωμεν αὑτὸ μόνον εἰς τὴν
ἐλεημοσύνην, ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε πνευματικὴν ἀρετήν, καὶ
νὰ μὴ κάμνωμεν τίποτε ἀποθλέποντες εἰς τὸν ἔπαινον
τῶν ἀνθρώπων. Διότι δὲν θὰ ἔχωμεν κανένα κέρδος, οὔτε
ἐὰν νηστεύωμεν, οὔτε ἐὰν προσευχώμεθα, οὔτε ἐάν ἐλε-
οὔμεν, οὔτε ὅ,τιδήποτε ἄλλο ἂν κάμνωμεν, ἂν δέν γίνεται
μόνον δι᾽ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ τὰ ἀπόκρυφα
καὶ τὰ εὑρισκόμενα εἰς τὸ δάθος τῆς διανοίας μας. Διότι
ἐὰν περιμένῃς ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν μισθόν, ἄνθρωπε, διὰ ποῖον
λόγον θέλεις νὰ ἐπαινῆσαι ἀπὸ τὸν συνἀνθρωπόν σου;
Καὶ διατί λέγω νὰ ἐπαινῆσαι; Συχνὰ αὐτὸς δέν ἐπαινεῖ,
ἀλλὰ καὶ φθονεῖ. Διότι ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι συμπε-
ριφέρονται μὲ τόσην μοχθηρίαν, ὥστε καὶ ἐκεῖνα ποὺ κά-
μνομεν καλῶς, τὰἀ μεταστρέφουν εἰς τὸ ἀντίθετον. Διὰ
ποῖον λοιπὸν λόγον, εἰπέ μου, θεωρεῖς σπουδαῖον πρᾶγμα
τὴν ἀσήμαντον κρίσιν αὐτῶν; Διότι ὁ ἄγρυπνος ἐκεῖνος
ὀφθαλμὸς γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ κάμνομεν, καὶ πρέπει
ἐφ᾽ ὅσον κατανοοῦμεν αὐτό, νὰ ρυθμίζωμεν μὲ τόσην ἀκρί-
θειαν τὴν ἰδικήν μας ζωήν, διότι πρόκειται ἔπειτα ἀπὸ ὁλί-
γον νὰ εἴμεθα ὑπεύθυνοι διὰ τὰ λόγια καὶ διὰ τὰς πράξεις
καὶ ἀκόμη διὰ τὰς σκέψεις. μας. ᾿Ας μὴ περιφρονοῦμεν
λοιπὸν τὴν σωτηρίσν μας. Διότι τίποτε δὲν εἶναι ἴσον μὲ
τὴν ἀρετήν, ἀγαπητέ᾽ αὐτὴ δεθαίως καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν
ζωὴν μᾶς ἐξαρπάζει ἀπὸ τὴν γέενναν καὶ μᾶς χαρίζει τὴν
ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ εἰς τὴν παροῦ-
σαν ζωὴν μᾶς καθιστᾷ ἀνωτέρους ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι προσπαθοῦν ἄσκοπα καὶ μάταια νὰ μᾶς ἐπιθουλεύ-
ὠνται, καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μᾶς κἄνε!ϊ
ἰσχυροτέρους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δαίμονας, καὶ
ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν τῆς ἰδικῆς μας σωτηρίας, δηλαδὴ τὸν διά-
βολον. Τί λοιπὸν θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ ἴσον μὲ αὐτήν,
214 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τὴν τιιὴν τὴν εἰς τὸν ἄνϑρωπον, καὶ τὴν ἄφατον τοῦ
Θεοῦ φιλανϑρωπίαν.
1. Οἱ φιλόπονοι τῶν γηπόνων, ἐπειδὰν ἴδωσι λιπαρὰν
10 καὶ δαϑύγειον ἄρουραν, δαψιλῆ τὰ σπέρματα καταδάλλοντες,
πολλὴν καὶ συνεχῆ τὴν ἐπιμέλειαν ποιοῦνται, καϑ' ἑκάστη
ἡμέραν πεοισκοποῦντες, μήπου τι τῶν λυμαίνεσθαι δυναμέ-
γὼν τοῖς σπέριιασιν ἀνόνητον αὐτοῖς τὸν προλαόδόντα κατα-
στήσῃ πόνον. Τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ὑμῶν
15 τὸν πόϑον τὸν πνευματικόν, καὶ τὴν πολλὴν φιληκοΐαν, καϑ'
ἑκάστην ἡμέρα τὰ ἀπὸ τῶν ϑείων ραφῶν νοήματα ἔνιέναι
ὑμῶν τῇ διανοίᾳ σπουδάζομεν, ὑποδεικνύντες ὑμῖν καὶ τὰ
ὀλάπτιειν δυνάμενα τὸν σπόρον τοῦτον τὸν πνευματικόν, ὥστε
μὴ ἁλῶναι μηδὲ τῇ ὑγιῆ τῶν δογμάτων διδασκαλίαν ἐπιϑο-
20 λῶσαι τῇ λύμῃ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ ἐκ τῶν οἰκείων λογι-
σιῶν ἐπεισάγειν τοῖς τῆς ᾿Εκκληοίας δόγμασιν, Ὑ μέτερον
δ᾽ ἂν εἴη λοιπὸν μετὰ ἀκριδείας φυλάττειν τὰ παρακατα-
τιϑέμενα, καὶ τὴν μνήμην ἀδιάπτωτον διασώζειν, ἵνα καὶ
τοῖς ἑξῆς μετ᾿ εὐκολίας δύνησϑε παρακολουϑεῖν. Εἰ γὰρ μὴ
25 γὔν καὶ ἡμεῖς καταδαίημεν πρὸς τὰ δαϑύτερα τῶν νοημάτων,
καὶ ὑμεῖς συντείνητει ὑμῶν τὴν διάνοιαν, ὅτε νηστείας καιρός,
ὅτις κοῖφα πὲν ἡμῖν τὰ κῶλα πρὸς τὸ νήχεσϑαι, ὀξύτερον δὲ
ΟΜΙΛΙΑ Θ΄’
γῆ λιπαρὰ καὶ
Η ,
γόνιμος πολυπλασιάσητε τὰ καταδαλλόμενω,
καὶ ποιήσητε ὃ μὲν ἑκαιόν, ὁ δὲ ἑξήκοντα, ὁ δὲ τριάκοντα.
κούσατε ἐν ταῖς προλαθούσαις ἡμέραις τὴν ἄφατον σοφίαν
τοῦ τὰ δρώμενα πάντα τεκτηγαμένου, καὶ ὅπως ρήματι μόνον
καὶ ϑελήματι τὰ πάντα παρήγαγεν. Εἶπε γάρ, «ενηϑήτω»,
αἱ ἐγένετο, καὶ εὐθέως παρήχϑη ἅπαντα τὰ στοιχεῖα, καὶ
" ὑδϑέ , θ. .«“ Δ - "
Χ ι δ. ,᾿ ἢ
1, Γεν. 1, 26.
ΟΜΙΛΙΑ Θ᾽ 223
2. Ματϑ. 5, 45.
ΟΜΙΛΙΑ Θ΄ 225
15
226. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
3. Γεν. 2 19.
ΟΜΙΛΙΑ θ᾽ 227
ἁμοιδὴν τῆς τέχνης καὶ τῆς σοφίας του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐξη-
μέρωσε τὸ θηρίον. Εἰς τὴν περίπτωσιν ὅμως τῆς ἰδικῆς σου
ψυχῆς καὶ σκέψις ὑπάρχει, καὶ φόθος Θεοῦ, καὶ ἀπὸ πολλὰ
σημεῖα μεγάλη θοήθεια- Νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι λοιπὸν προ-
φάσεις καὶ δικαιολογίας. Διότι εἶναι δυνατὸν, ἐάν θέλῃς,
νὰ εἶσαι ἥμεροας, πρᾶος καὶ ἐπιεικής: «᾿Ας πλάσωμεν, λέγει,
ἄνθρωπον σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν μας εἰκόνα καὶ ὀμοίωσιν».
4. ᾿Αλλὰ ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸ θέμα μας. ᾿Α-
ποδεικνύεται λοιπὸν ἀπὸ ὅσα ἔχουν λεχθῆ, ὅτι ἀμέσως καὶ
ἀπὸ τὴν ἀρχὴν εἶχε πλήρη τὴν ἐξουσίαν ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω
εἰς τὰ θηρία. Διότι λέγει, «ἼΑς ἑξουσιάζουν τοὺς ἰχθῦς τῆς
θαλάσσης, καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ
ἑρπετὰ τῆς γῆς». Ὅτι ὅμως τώρα φοβούμεθα τὰ θηρία καὶ
τρέμομεν αὐτά, καὶ ὅτι ἔχομεν χάσει τὴν ἐξουσίαν, οὔτε καὶ
ἐγὼ ὑποστηρίζω τἀ ἀντίθετα᾽ ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει
ψευδῆ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ. Διότι κατά τὴν ἀρχὴν δὲν
ἤσαν ἔτσι τὰ πράγματα, ἀλλά ἑφοθοῦντο καὶ ἔτρεμαν τὰ
ζῶα, καὶ ὑπετάσσοντο εἰς τὸν κυρίαρχον ἄνθρωπον. ᾿Αφοῦ
ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τοῦ ἔχασε τὴν παρρησίαν,
ἠκρωτηριάσθη καὶ ἡ ἐξουσία του. ἕοτι θεθαίως τὰ πάντα
ἦσαν ὑποταγμένα εἰς τὸν ἄνθρωπόν, ἄκουσε τὴν Γραφήν,
ποὺ λέγει᾽ «ἼἜφερε τά ἄγρια θηρία καὶ ὅλα τὰ ζῶα εἰς τὸν
᾿Αδάμ, διὰ νὰ ἰδῇ πῶς θὰ τὰ ὀνομάσῃ». ΚΚαὶ ὅταν ἔδλεπε
νὰ ἔρχωνται πλησίον του τὰ ζῶα, δὲν ἐταράχθη, ἀλλὰ ὡσὰν
κάποιος κύριος ποὺ δίδει ὀνόματα εἰς τοὺς ὑποταγμένους
δούλουοα, ἔτσι ἔδωσεν εἰς ὅλα τὰ ὀνόματα. «Καὶ ὁποιοδήποτε
ὄνομα ἔδωσε, λέγει, ὁ ᾿Αδάμ, τοῦτο ἦτο τὸ ὄνομά του᾽» καὶ
αὐτὸ λοιπὸν ἦτο σύμβολον ἐξουσίας. Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεόας,
ἐπειδὴ ἤθελε καὶ μὲ τοῦτο νὰ καταστήσῃ γνωστὸν εἰς αὐ-
τὸν τό ἀξίωμα τῆς ἐξουσίας του, ἀνέθεσεν εἰς αὐτὸν τὴν
ἐπίθεσιν τῶν ὀνομάτων. Αὐτὸ μὲν εἶναι ἀρκετὸν λοιπὸν διὰ
γὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τὰ θηρία δὲν ἐπροκαλοῦσαν
φόθβον εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλλο, ὄχι μι-
κρότερον ἀπὸ αὐτό, ἀλλὰ καὶ περισσότερον σαφέστερον.
Τί λοιπὸν εἶναι αὐτό; Ἡ συζήτησις τοῦ ὄφεως μὲ τὴν γυ-
ναῖκα. Διότι ἐὰν τὰ θηρία ἑπροκαλοῦσαν φόθβον εἰς τὸν ἄν-
228 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
μας δι᾽ αὐτάς᾽ ὄχι διότι ἔχει ὁ Θεὸς ἀνάγκην ἀπὸ αὐτό,
ἀφοῦ εἶναι ἀνενδεής ἀλλὰ διὰ νὰ διδασκώμεθα νὰ προσ-
καλοῦμεν τὸν χορηγὸν τῶν ἀγαθῶν καὶ νὰ μὴ γινώμεθα
ἀχάριστοι, ἀλλὰ νὰ προσφέρωμεν ἰσαξίαν ἀρετὴν πρὸς τὰς
εὐεργεσίας καὶ τὴν τόσον μεγάλην φροντίδα. Διότι ἔτσι
θὰ προκαλέσωμεν καὶ αὐτὸν νὰ ἐπιδείξῃ μεγαλυτέραν
φροντίδα δι᾽ ἡμᾶς. ᾿Ας μὴ εἴμεθα λοιπὸν ἀδιάφοροι, πα-
ρακαλῶ, ἀλλὰ ὁ καθένας σας εἰς κάθε στιγμήν, ἐάν εἶναι
δυνατόν, ἂς συλλογίζεται μὲσα του, ὄχι μόνον τὰς κοινὰς
εὐεργεσίας, ἀλλὰ καὶ ἐκείνας πού ἔγιναν εἰς αὐτὸν ἰδιαι-
τέρωᾳς, ὄχι μόνον ἐκείνας πού παραδέχονται καὶ εἶναι γνω-
σταὶ εἰς ὅλους, ἀλλὰ καὶ ἐκείνας ποὐ ἔγιναν χωριστὰ εἰς
τὸν καθένα καὶ δὲν ἀντιλαμθάνονται οἱ πολλοί, διότι ἔτσι
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐκφράζῃ διαρκῶς τὰς εὐχαριστίας του
πρὸς τὸν Κύριον. Αὐτὸ θὰ γίνῃ ἡ μεγίστη θυσία, αὐτὸ θὰ
εἶναι ἡ τελεία προσφορά, αὐτὸ θὰ γίνῃ προὔπόθεσια τῆς
παρρησίας μας καὶ μὲ ποῖον τρόπον, ἐγὼ τὸ ἐξηγῶ. Διότι
ἐκεῖνος ποὺ διαρκῶς περιστρέφει αὐτὰ μέσα εἰς τὸν νοῦν
του, καὶ ἐπειδὴ γνωρίζει μὲ ἀκρίδειαν, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τὴν
ἰδικήν τοῦ ἀσήμαντον ἀξίαν, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἐπειδὴ κατα-
νοεῖ τὴν ἄπειρον καὶ ὑπερθδολικὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ
καὶ πῶς ὄχι σύμφωνα μὲ τὰ ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ἀλλὰ
σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν του ἀγαθότητα ἔτσι ρυθμίζει τὴν
ζωήν μας, συγκρατεῖ τὸν νοῦν του, συντρίθει τὴν σκέψιν,
καταστέλλει κάθε ἀλαζονείαν καὶ ἀνοησίαν, μαθαίνει νὰ
εἶναι μετριόφρων, νὰ περιφρονῇ τὴν δόξαν τῆς παρούσης
ζωῆς, νὰ καταφρονῇ ὄλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, νὰ σκέπτεται
τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ καὶ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἡ ὁποία δὲν
ἔχει τέλος. ᾿Εκεῖνος δὲ ποὐ διάκειται ἔτσι κατὰ τὴν ψυχήν,
προσφέρει εἰς τὸν Θεὸν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἐπιθυμητὴν θυ-
σίαν, καθὼς ὁ προφήτης λέγει «Θυσία δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θε-
ὁν εἶναι τὸ συντετριμμένον πνεῦμα᾽ συντετριμμένην καὶ
ταπεινωμένην καρδίαν ὁ Θεὸς δὲν θὰ περιφρονήσῃ»". Διότι
τούς συνετοὺς ὑπηρέτας δὲν ἐπαναφέρουν εἰς τὸν ὀρθὸν
δρόμον τόσον τὰ βασανιστήρια καὶ αἱ τιμωρίαι, ὅσον αἱ
εὐεργεσίαι καὶ τὸ νὰ γνωρίζουν, ὅτι δὲν ἔχουν τιμωρηθῆ
ὅπως ἀξίζει εἰς τὰ ἁμαρτήματά των.
234 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
7. Ἦσ. 66,2.
8. Ματθ. 11,29.
ΟΜΙΛΙΑ θ΄ 235
τῆς σαρκός, καὶ τοὺς νόμους τοὺς τεϑέντας ἡμῖν παρὰ τοῦ
κοινοῦ πάντων Δεσπότου, ἐναύλους ἔχειν, καὶ τούτοις τειχί-
ξεσϑαι, καὶ τῇ πολλῇ αὐτοῦ περὶ ἡμᾶς μακροϑυμίᾳ εἷς δέον
κεχρῆσϑαι, καὶ μὴ ἀναμένειν τὴν διὰ τῶν ἔργων πεῖραν,
καὶ τότε συστέλλεσϑαι, ἵνα μὴ καὶ περὶ ἡμῶν λέγηται, «“Ὅταν
ἀπέκτεινεν αὐτούς, τότε ἐξεζήτουν αὐτόν». "ἔχοντες οὖν,
ἀγαπητοί, σύμμαχον τῆς νηστείας τὴν παρουσίαν, πάντες ἐπὶ
τὴν ἐξομολόγησιν τῶν πεπλημμελημένων ἐπειγώμεϑα, καὶ
ἀπεχώμεϑα μὲν πάσης κακίας, μετίωμεν δὲ πᾶσαν ἀρετήν.
10 Οὕτω γὰρ καὶ ὃ μακάριος προφήτης Δαυὶδ διδάσκει λέγων"
«Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ, καὶ ποίησον ἄγαϑόν». άν οὕτω τὰ
καϑ' ἑαυτοὺς οἰκονομῶμεν, καὶ μετὰ τῆς ἀποχῆς τῶν ὄρωμά-
τῶν καὶ τὴν ἀποχὴν τῆς κακίας ἐπιδειξώμεϑα, δυνησόμεϑα
καὶ αὐτοὶ πλείονος ἀπολαῦσαι τῆς παρρησίας, καὶ δαψιλεστέ-
15 ρας ἀξιωϑῆναι τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ φιλανϑρωπίας, καὶ ἐν
τῷ παρόντι δίῳ, καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ φοδερᾷ,
χάριτι καὶ φιλανϑρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿]ησοῦ Χοιστοῦ,
μεϑ' οὗ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος,
τιμή, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Α κἦν.
3. Πράξ. 20, 7.
ΟΜΙΛΙΑ [΄ 241
18
242 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
20 γίνεται
,΄
οὕτω
-“
καὶ " ὁς- ἄνϑρωπος
᾿
ὅταν τῇ“53ἀδηφαγίᾳ καὶ ᾿ τῇ-"
τῷ
θ. Ρωμ. 13,14.
ΟΜΙΛΙΑ [Ι΄ 247
γῶν, καὶ πάσης τῆς γῆς, καὶ πάντων τῶν δρπετῶν τῶν» ἔο-
πόντων ἐπὶ τῆς γῆς». Βραχέα τὰ ρήματα, ἀλλὰ πολὺς ὁ
ἐγκείμενος ϑησαυρὸς τοῖς δραχέσι τούτοις ρήμασι. Πνεύ-
ματι γὰρ φϑεγγόμενος ὃ μακάριος οὗτος προφήτης, ἀπόρρητά
τινα ἡμᾶς νῦν διδάσκειν ὀσύλεται, "Ἐπειδὴ γὰρ εἶπε, ὡΠ]οιή-
σωμεν ἄνϑρωποιν», καὶ δουλήν, ὡς εἴπεῖν, καὶ σκέψιν προσέ-
ϑηκεν ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός, διὰ τοῦ σχήματος τούτου
τὴν τιιὴν ἐπιδεικνύμενος τὴν περὶ τοῦ μέλλοντος διαπλάττε-
σϑαι, καὶ πρὸ τῆς διαπλάσεως ἐδίδαξεν ἡμᾶς" καὶ τὸ μέ-
10 γεϑος τῆς ἀργῆς, ἧς μέλλει ἐγχειρίζειν τῷ δημιουργεῖσϑαι
μέλλοντι. Εἰπὼν οὖν, «Ποιήσωμεν ἄνϑρωπον κατ᾽ εἰκόνα
ἡμετέραν, καὶ καϑ' ὁμοίωσιν», ἐπήγαγε: «Καὶ ἀρχέτωσαν
τῶν ἰχϑύων τῆς ϑαλάσσης». Ὅρα πῶς ἔκ προοιμίων τὸν ϑὴη-
σαυρὸν ἡμῖν τὸν ἐγκεκουμμένον ὑποδείκνυσι. Πνεύματι γὰρ
15 ϑείῳ φϑεγγόμενος ὅ προφήτης, καὶ τὰ μηδέπω ὑφεστῶτα
ὡς ὑφεσιτῶτα καὶ γεγενημένα ὁρᾷ, Τίνος οὖν ἕνεκεν, εἶπέ
μοι, εἰπών: «Ποιήσωμεν ἄνϑρωπον», νῦν λέγει, «Καὶ ἀρχέ-
τωσαν»»; Δανϑάνον τι μυστήριον ἡμῖν ἐντεῦϑεν ἤδη λοιπὸν
παραδηλοῖ. Τίνες ἀρχέτωσαν; δῆλον ὅτι τὴν τῆς γι-
20 γαικὸς αἰνιττόμενος διάπλασιν τοῦτο εἴρηκεν. ρᾷς ὅπως
οὐδέν ἔστι τῶν ἐν τῇ ϑείᾳ Γραφῇ ἁπλῶς καὶ εἰκῇ κείμενον,
ἀλλὰ καὶ τὸ τυχὸν ρῆμα πολὺν ἔχει ἐναποκείμενον τὸν ϑη-
σαυρόν.
4. Καὶ μὴ ξενίσῃ σε, ἀγαπητέ, τὸ εἰρημένον, Τοιοῦτον
25 γὰρ ἔϑος ἅπασι τοῖς προφήταις, περὶ τῶν μηδέπω γεγενὴ-
μένων ὡς γεγελ ἡμένων διαλέγεοϑαι. ᾿Επειδὴ γὰρ τοῖς πνευ-
ματικοῖς ἑώρων ὀφϑαλμοῖς τὰ μετὰ πολὺν» ἐτῶν ἀριϑμὸν
μέλλοντα γίνεσϑαι, διὰ τοῦτο ὡς ἤδη πρὸ τῶν ὀφϑαλιῶν
κείμενα κατοπιεύοντες τὰ πράγματα, οὕτως ἅπαντα διελέγον-
80 το. Καὶ ἵνα μάϑῃς τοῦτο σαφῶς, ἄκουε τοῦ μακαρίου Δαυὶδ
λέγοντος, καὶ πρὸ τοσούτων γενεῶν τὰ κατὰ τὸν σταυρὸν τοῦ
Χριστοῦ ποοφητεύοντος καὶ δοῶντος" «Ὥρυξαν χεῖράς μου,
ΟΜΙΛΙΑ Τ᾿ 251
ζῶα, καὶ ὅλην τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα ἕρπουν
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν». Σύντομα τὰ λόγια, ἀλλὰ εἶναι μεγάλος
ὁ θησαυρός, πού ἐνυπάρχει: εἰς αὐτὰ τὰ σύντομα λόγια.
Διότι φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ ἽΑγιον Πνεῦμα ὁ μακάριος αὐ-
τὸς προφήτης, θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ τώρα κάποια ἀπόρρη-
τα. Διότι ἀφοῦ εἶπεν, «᾿Ας πλάσωμεν ἄνθρωπον», καὶ θέλη-
σιν, ὅπως θὰ ἠμπορούσαμεν νὰ εἰποῦμεν, καὶ σκέψιν ἐπρό-
σθεσεν ὁ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐπιδεικνύων μὲ τὸν τρὸ-
πον αὐτὸν τὴν τιμὴν διὰ τὸν ἄνθρωπον ποὺ πρόκειται νὰ
δημιουργηθῇ, μᾶς ἐδίδαξε πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν᾽ καὶ
τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας, τὴν ὁποίαν πρόκειται νὰ παραχω-
ρήσῃ εἰς τὸν μέλλοντα νὰ δημιουργηθῇ ἄνθρωπον. ᾿Αφοῦ
λοιπὸν εἶπεν, «Ἂς πλάσωμεν ἄνθρωπον σύμφωνα μὲ τὴν
ἰδηκήν μας εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν, ἐπρόσθεσε᾽ «Καὶ ἂς ἐξου-
σιάζουν τοὺς ἰχθῦς τῆς θαλάσσης». Πρόσεξε πῶς ἀπὸ τήν
ἀρχὴν μᾶς φανερώνει τὸν κρυμμένον θησαυρόν. Διότι φωτι-
ζόμενος ἀπὸ τὸ ἽΑγιον Πνεῦμα ὁ προφήτης θδλέπει ὡς
ὑπαρκτὰ καὶ δημιουργημένα καὶ ἐκεῖνα, ποὺ δὲν ὑπῆρξαν
ποτέ. Διὰ ποῖον λοιπὸν λόγον, εἰπέ μου, ἀφοῦ εἶπεν «"Ας
πλάσωμεν ἄνθρωπον», τώρα λέγει, «᾿Ας ἐξουσιάζουν» ;
Κάποιο λοιπὸν κρυμμένον μυστήριον μᾶς ὑπαινίσσεται ἤ-
δὴ ἀπὸ ἐδῶ. Ποῖοι ἂς ἐξουσιάζουν; Εἶναι φανερόν,
ὅτι ἔχει εἰπῆ αὐτὸ ὑπονοῶν τὴν δημιουργίαν τῆς γυναικός.
Βλέπεις πῶς δέν ὑπάρχει τίποτε εἰς τὴν ᾿Αγίαν Γραφὴν νὰ
εἶναι γραμμένον ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα, ἀλλὰ καὶ ἡ τυχαία λέξις
περιέχει μέσα της μεγάλον θησαυρόν.
4. Καὶ μὴ σὲ παραξενεύῃ, ἀγαπητὰ, αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη.
Διότι τέτοια ἦτο ἡ συνήθεια εἰς ὅλους τοὺς προφήταα, νὰ
ὁμιλοῦν δηλαδὴ δι᾽ ἐκεῖνα, ποὺ δὲν ὑπῆρξαν ποτέ, ὡς ὑπαρ-
κτά. ᾿Επειδὴ λοιπὸν μὲ τὰ πνευματικά των μάτια ἔθλεπαν
ἑκεῖνα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ αυμθδοῦν ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρό-
νια, δι᾽ αὐτὸ παρατηροῦντες μὲ προσοχὴν τὰ πράγματα
ὠαὰν νὰ εὑρίσκοντο ἤδη ἐνώπιόν των, ἔτσι ἔλεγαν τὰ
πάντα. Καὶ διὰ νὰ μάθῃς αὐτὸ καλά, ἄκουες τὸν μακάριον
Δαυίδ, ὁ ὁποῖος προφητεύει πρὶν ἀπὸ πολλὰς γενεὰς τὴν
σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ φωνάζει᾽ «᾿Ετρύπησαν τὰ χέρια
252 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
17
258 ΙΩαννοΟοΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
20 γῶν πὰὲν οὐκ εἶπεν, εὐλόγησεν, ἐπὶ δὲ τῆς ἑόδόμης μόνης τοῦτο
"Ὶ 5 τ 3 ἕφ ΡῚ " - ς ᾿ 7 “
6. Ἴω. 5,17.
ΟΜΙΛΙΑ [᾿ 267
18
274 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
--Ρ..
μάθει αὐτὸ ἀπὸ τὴν δοθεῖσαν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ γνω-
ρίζει καλὰ πότε μὲν πρέπει νὰ σπείρῃ τούς σπόρους, πότε
δὲ νὰ δάλῃ μέσα στὸ χῶμα τὰ μοσχεύματα τῶν δένδρων
καὶ τῶν κλημάτων, καὶ πότε νὰ ἀκονίσῃ τὸ δρεπάνι διὰ
τὸν θερισμόν, πότε νὰ τρυγήσῃ τὸν καρπὸν τοῦ ἀμπελιοῦ,
πότε νὰ στίψῃ τὰ σταφύλια καὶ κατὰ ποῖον καιρὸν νὰ συλ-
λέγῃ τόν καρπὸν τῆς ἐλιᾶς: Καὶ θὰ εὐρῇς, ἐὰν ἤθελες νὰ
ἐξετάσῃς ἰδιαιτέρως ὅλα αὐτά, ὅτι ὑπάρχει πολλὴ σοφία
καὶ εἰς αὐτούς, ποὺ ἐργάζονται τὴν γῆν. Καὶ ὄχι μόνον εἰς
τὴν γῆν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδοῦμεν αὐτό, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν
θάλασσαν. Διότι καὶ ἐδῶ πάλιν ἠμποροῦμεν νὰ ἰδοῦμεν
ἄλλην θαυμαστὴν σοφίαν.. Διότι γνωρίζει ὁ κυβερνήτης,
πότε πρέπει νὰ κεθλκύσῃ τὸ πλοῖον καὶ νὰ
τὸ ὀδηγήσῃ
ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ νὰ διαπλεύσῃ τὰ πελάγη. Καὶ μάλι-
στα ἠμπορεῖ νὰ ἰδοῦμεν εἰς αὐτοὺς μεγάλην σύνεσιν, τὴν
ὁποίαν ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἔδαλε μέσα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν. Διότι οὔτε ἐκεῖνοι, ποὺ διατρέχουν τὰς λεωφόρουςα,
γνωρίζουν μὲ τόσον μεγάλην ἀκρίδειαν τὰ μονοπάτια,
ὅσον αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι διαπλέουν μὲ ἀσφάλειαν τὰ ὕδατα.
Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Γραφὴ ἐκπλησσομένη ἀπὸ τὴν ὑπερθολικὴν
σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε᾽ «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἤνοι-
ξες εἰς τὴν θάλασσαν ὁδὸν καὶ εἰς τὰ ἰσχυρὰ κύματα
ἀσφαλῆ πορείαν»". Ποία ἀνθρωπίνη σκέψις ἠμπορεῖ νὰ
κατανοήσῃ αὐτά; Κατὰ τὴν ἰδίαν λογικὴν θὰ εὑρῇ κανεὶς
νὰ ἔχουν καθορισθῆ αὐτὰ καὶ εἰς τὴν λῆψιν τῆς ἀνθρωπί-
νης τροφῆς. Διότι εἰς κάθε περίστασιν καὶ εἰς κάθε ἐπο-
χὴν τοῦ χρόνου, μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς διαφορετικὰς τρο-
φάς, καὶ ὡσὰν ἀρίστη τροφός, ἔτσι ἡ γῆ μᾶς προσφέρει
τὰ ἰδικά τῆς δῶρα, ὑπακούουσα εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ δη-
μιουργοῦ.
2. ᾿Αλλὰ διὰ νὰ μὴ παρατείνω ἀκόμη περισσότερον
τὴν ὁμιλίαν αὐτήν, ἡμπορεῖτε σεῖς, ποὺ εἶσθε συνετοί, νὰ
ὑπολογίζετε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Διότι λέγει ἡ Γραφή, «Δίδε
εἰς σοφὸν ἀφορμὴν καὶ θὰ γίνῃ σοφώτερος». Διότι ἡμπο-
ροῦμεν νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ ὄχι μόνον εἰς τὴν ἰδικήν μας τρο-
φήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν τροφὴν τῶν ζώων. Καὶ θὰ ἠμπορέ-
278 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τ
σιν;»}, ἀλλ᾽ ἵνα παρασκευάξῃ αὐτοῦ τὸν λογισμόν, καὶ τοὺς
ἐχϑοοὺς ἡμέρως δοῶᾶν, καὶ πολλὴν περὶ αὐτοὺς τὴν ἀγάπην
ἐπιδείκνυσϑαι. ᾿Εὰν μὴ τούτων περιγενοίμεϑα τῶν παϑῶν,
χαὶ τῶν ἄλλων τῶν ὃν ἡμῖν πικτομέγων, καϑ' ἑκάστην ἐν-
ταῦϑα παραγινόμενοι, καὶ συνεχοῦς ἀκροάσεως ἀπολαύοντες,
καὶ τοσαύτης διδασκαλίας μετέχοντες, καὶ τὴν ἀπὸ τῆς »η-
στείας ἔχοντες δοήϑειαν, ποία ἡμῖν ἔσται συγγνώμη; ποία
δὲ ἀπολογία; Εἰπὲ γάρ μοι, παρακαλῶ, εἶ τὸν παῖδα τὸν
σὸν ϑεάσῃ καϑ' ἑκάσιην ἀπιόντα ἡμέραν εἷς τὸ διδασκαλεῖον,
10 καὶ τοῦ χρόνου προϊόντος μηδὲν πλέον ἐκεῖϑεν κεοδαίνοντα,
ἄρα ἀνεκτῷς οἴσεις; οὐχὶ δὲ καὶ τῷ παιδὶ μάστιγας ἐπιϑή-
σεις, καὶ τῷ διδασκάλῳ μέμψῃ; εἶτα εἶ μάϑοις͵ ὅτι τὰ μὲν
παρὰ τοῦ διδασκάλου πάντα γεγένηται, καὶ οὐδὲν λέλειπται,
ἡ δὲ ρᾳϑυμία τοῦ παιδὸς αἰτία πάντων καϑέστηκε, οὐχὶ πᾶσαν
15 τὴν ἀγανάκτησιν ἐπὶ τὸν παῖδα μειαϑήσεις, τῆς αἰτίας ἀ:
φεὶς τὸν διδάσκαλον; Τὸ αὐτὸ δὴ καὶ ἐνταῦϑα γίνεσϑαι δί-
καιον. “Ἡμεῖς γάρ, καϑάπερ ἐιάχϑημεν παρὰ τῆς τοῦ Θεοῦ
χάριτος, ὡς τέκνα πνευματικὰ καϑ' ἑκάστην ἡμέραν εἷς τὸ
διδασκαλεῖον τοῦτο καλοῦντες, τὴν» σωτηριώδῃ διδασκαλίαν
20 ὑμῖν παρατίϑεμεν, οὗ τὰ ἀπὸ τῆς οἷκείας διανοίας φϑεγγόμενο
ἀλλὰ τὰ παρὰ τοῦ Δεσπότου διὰ τῶν ϑείων Γραφῶν ἡμῖν
δωρηϑέντα διδάγματα, ταῦτα εἰς μέσον προτιϑέντες, καὶ
ταῦτα ουνεχῶς ἐνηχοῦντες. Εἰ τοίνυν ἡμῶν πᾶσαν σπουδὴ)"
καὶ ἀγρυπνίαν ἐπιδεικνυμένων, καὶ ἐφ᾽ ἑκάστης ἐπὶ τὴν
25 ὁδὸν τῆς ἀρετῆς ὅδηγούντων, ὑμεῖς τοῖς αὐτοῖς ἐπιμένετε,
ἐννοήσατε ὅση καὶ ἡμῖν ἔσται ὀδύνη, καὶ ὑμῖν ἡ κατάγνω-
σις, ἵνα μηδὲν πλέον εἴπω. Εἰ γὰρ καὶ ἀνευϑύνους ἡμᾶς
δείκνυσι τὸ μηδὲν παραλιπεῖν τῶν εἷς τὴν ὑμετέραν οἴκοδο-
μὴν ἡκόντων, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδὴ κηδόμεϑα τῆς ἡμετέρας σω-
30 τηοίας, οὐ δυνάμεϑα πράως φέρειν. ᾿Επεὶ καὶ ὃ διδάσκαλος
ἐπειδὰν ἴδῃ τὸν μαϑητὴν μηδὲν καρπούμεγον παρὰ τῆς αὖ-
5. Μαγτθ. 5, 48.
ΟΜΙΛΙΑ [Α΄ : 285
6. Α᾿ Κορ. 15,31.
ΟΜΙΛΙΑ ΙΑ΄ 287
διὰ τῆς ἀκαίρου ταύτης φλυαρίας τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀμοιθῆς
ἑαυτοὺς ἀποστεροῦντες. ᾿Αλλ᾽ οὐχ ὅ μακάριος οὗτος τοιοῦτόν
τι πέπονθεν, ᾿Αλλὰ τί; «Διάκονοι Χριστοῦ εἴσω», φησί, «πα-
θαφρονῶν λέγω, ὑπὲρ ἐγώ»: εἶτα λοιπὸν ἐντεῦϑεν ἐκεῖνα
5 εἰς μέσον ἄγει, ὧν οἱ ψευδαπόστολοι οὐδὲν ἦσαν ἐπιδεδει-
γμένοι. Πῶς γὰρ οἱ καὶ τῇ ἀληϑείᾳ πολεμοῦντες, πρὸς τὸ
ἐμποδίσαι τῷ κηρύγματι τῆς εὐσεδείας πάντα διαπραττόμε-
»οι, καὶ τῶν ἀφελεστέρων τὰς διανοίας παρασαλεύοντες;
Εἰπὼν τοίνυν, «Ὑπὲρ ἐγώ», ἀπαριϑμεῖται λοιπὸν τὰ τῆς
10 ἀνδρείας αὐτοῦ κατορϑώματα, καί φησιν: «Εν κόποις πε-
, θισσοτέρως, ἔν πληγαῖς ὑπερδαλλόντως, ἂν ϑανάτοις πολλά-
κις». Τί λέγεις; Ξένον τι καὶ παράδοξόν ἔστι τὸ παρὰ σοῦ
λεγόμενον, Εστι γὰρ πολλάκις ϑάνατον ὑπομεῖναι; Ναί, φη-
σίν, εἶ καὶ μὴ τῇ πείρᾳ, ἀλλὰ τῇ γνώμῃ διδάσκων ἡμᾶς,
15 ὅτι τοιούτοις διηνεκῶς ἑαυτὸν κινδύνοις ἐξεδίδου διὰ τὸ κή-
ρυγμα ποῖς ϑάνατον αὐτῷ τίκτουσιν, ἀλλ᾽ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις
ὃν αὐτοῖς μέσοις τοῖς κινδύνοις τὸν ἀϑλητὴν διεφύλαττιεν,
ὥσιε τοῖς μαϑητευομένοις πολλὴν γίνεσϑαι παρ᾽ αὐτοῦ τὴν
ὠφέλειαν. «Ἐν ϑανάτοις», φησί, «πισλλάκις" ὑπὸ ᾿Ιουδαΐων
20 πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαδον, τρὶς ἐρραδδίσϑην,
ἅπαξ ἐλιϑάσϑην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχϑήμερον ἐν τῷ ὀδυϑῷ
πεποίηκα, ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύ-
γοῖς Δῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐϑνῶν, κιν-
δύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, κινδύνοις ἐν πόλεσιν, κινδύνοις ἂν
25 ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν ϑαλάσσῃ». Μὴ ἁπλῶς παραιρέχωμεν,
ἀγαπητοί, τὰ εἰρημένα' ἕκαστον γὰρ τούτων καϑ' ἑαυτὸ μόνον
πέλαγος ἡμῖν ὑποδείκνυσι πειρασμῶν, Οὐδὲ γὰρ ἁπλῶς ὅδοι-
πορίαν μίαν εἶπεν" ἀλλ᾽, «Ὑδοιπορίαις», φησί, «πολλάκις»
οὐδὲ κίνδυνον ποταμῶν, ἀλλὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους κινδύ-
πλησιῶν», οὐχὶ μιᾶς, καὶ δύο, καὶ τριῶν, ἀλλὰ πασῶν τῶν
κατὰ τὴν
15.κα ι
οἰχουμένην. “Ὅσην γὰρ ἥλιος διατρέχει γῆν τὰς
οἶκείας ἀκτῖνας ἀφιείς, τοσαύτην καὶ ὃ μακάριος οὗτος εἶχε
τὴν μέριμναν καὶ τὴν φροντίδα, Εἶδες πλάτος ψυχῆς; εἶδες
διανοίας μέγεϑος; Καὶ τὸ ἑξῆς δὲ ἐπαγόμενον πάλιν ἅπαντα,
ὡς εἰπεῖν, τὰ εἰρημένα ἀποκρύπτει' «Τίς γὰρ ἀσϑενεῖ», φησί,
ς Ε -“- ἈΝ » , 5 ,, , ἈΝ 3 - 7
ζειν ἑαυτοὺς τῆς τοῦ Χοιστοῦ ποίμνης, μηδὲ ἔξω τοῦ σηκοῦ
τούτου τοῦ πνευματικοῦ πλανᾶσϑαι, καὶ τῷ μὲν λόγῳ καὶ τῷ
ὀνόματι ἡμῖν» ἡνῶσϑαι, τῇ δὲ ἀληϑείᾳ ᾿Ισυδαίοις κατακπολου-
20 ϑεῖν τοῖς ἐπὶ τῇ σκιᾷ παραπαϑημένοις, καὶ τῷ λύχνῳ προση-
λωμένοις, μετὰ τὴν ἔλλαμψιν τοῦ τῆς δικαιοσύνης ἡλίου"
ποτὲ δὲ τῶν ἐνταῦϑα συλλεγομένων τοὺς ἀμυήτους παρεκα-
ἀέσαμεν ἐπιδραμεῖν τῇ κλήσει τῇ πνευματικῇ, καὶ πάντα ὕ-
προ», καὶ πᾶσαν ρᾳϑυμίαν ἀποτιναξαμένους, πόϑῳ ἔζέοντι,
25 καὶ προϑυμίᾳ συντεταμένῃ ἑὅτοίμους ἑαυτοὺς πρὸς τὴ» ὕπο-
ΟΜΙΛΊΙΑ ΙΒ΄
(Γεν. 2, 4 - 7)
20
306 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Ὁ Ψαλμ. 135,8.
ΟΜΙΛΔΛΙΑ ΙΒ 309
αὐτὰ τὴν ἄπειρον δύναμίν του, καὶ ὅτι, ὅταν θελήσῃ, καὶ
τὰ ἴδια τὰ στοιχεῖα ἐπιδεικνύουν τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἰδι-
κήν των ἐνέργειαν, ὑποτασσόμενα εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ
δημιουργοῦ: Ἶ
[3. Καὶ διὰ νὰ σᾶς γίνῃ σαφέστερον αὐτὸ πού λέγω,
ἂς ὄτρέψωμεν κατὰ πρῶτον τόν λόγον εἰς αὐτὸ καὶ ὕστερα
θὰ προχωρήσωμεν εἰς ἄλλο σημεῖον. Διότι αὐτὸ ἀκριθῶς
εἶναι ἀντίθετον εἰς τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων, τὸ νὰ φέρουν,
δηλαδή, ἔτσι θαρὺ σῶμα᾽ καὶ εἰς τὴν γῆν πάλιν εναι ἀντί-
θετον τὸ νὰ στηρίζεται ἐπάνω εἰς τέτοιο θεμέλιον. Καὶ
διατί ἀπορεῖς; Διότι ἐὰν θελήσῃς νὰ ἐρευνήσῃς κάθε ἕνα
ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, θὰ διαπιστώσῃς τὴν ἄπειρον δύνα-
μιν τοῦ δημιουργοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴν θέλησίν του τὰ κατευ-
θύνει ὅλα. Αὐτὸ βέθαια εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἰδῇ κανεὶς
καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ πυρὸς νὰ συμβαίνῃ διότι αὐτὸ
τὸ ὁποῖον ἔχει καταστρεπτικὴν δύναμιν καὶ καταθάλλει τὰ
πάντα καὶ κατακαίει εὔκολα λίθους, ξύλα, σώματα καὶ σί-
δηρον, ἐπειδὴ ἐπρόσταξεν ὁ δημιουργός, δὲν ἑπροκάλεσε
κακὸν εἰς ἁπαλὰ καὶ φθαρτὰ σώματα, ἀλλὰ ἄφησεν ἀδλα-
θεῖς τοὺς παῖδας μέσα εἰς τὴν κἀμινον΄. Καὶ μὴ θαυμάσῃς,
ἐὰν δὲν ἤγγισε τὰ σώματά των, ἀλλὰ τὸ χωρὶς λογικὴν
στοιχεῖον ἔδειξε τόσον μεγάλην πειθαρχίαν, ὅσην οὔτε νὰ
εἰπῇς εἶναι δυνατόν. Διότι οὔτε τὰς τρίχας κατέστρεψεν,
ἀλλὰ τοὺς περιεκύκλωνεν αὑτοὺς καὶ τοὺς εἶχε εἰς τὸ μέ-
σον ὡσὰν δὲ νὰ ὑπακούῃ καὶ νὰ ὑπηρετῇ τὴν προσταγὴν
τοῦ Κυρίου ἡ οὐαία τοῦ πυρός, διεφύλασσε σώους καὶ
ἀθλαθεῖς τοὺς θαυμαστοὺς ἐκείνους παῖδας, καὶ ὠσὰν νὰ
ἐβάδιζΖαν εἰς λειβδάδι καὶ κῆπον, διέβαιναν μὲ τόσην ἄνεσιν
μέσα εἰς τὴν κάμινον. Καὶ διὰ νὰ μὴ νομίσῃ κανείς, ὅτι τὸ
θέαμα δὲν ἦτο ἐνέργεια πυρός, δι᾽ αὐτὸ ὁ φιλάνθρωπος
Κύριος δὲν ἐσταμάτησε τὴν ἐνέργειάν του, ἁλλὰ ἀφοῦ ἄφη-
σε νὰ παραμένῃ ἡ καυστικὴ του ἐνέργεια, διεφύλασσεν
ἀθλαβεῖς τοὺς ἰδικούς του ὑπηρέτας. ᾿Αλλὰ διὰ νὰ μάθουν
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔρριψαν εἰς τὴν κάμινον, πόση εἶναι
ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, εἰς ἐκείνους μὲν τὸ πῦρ
ἐφανέρωνς τὴν ἰδικήν του ἐνέργειαν καὶ αὐτὸ μὲν τοὺς
8312 ΙΩΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
οίων ὠμότητα
ἢ ἑαυτὸν ἐξάγει. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ϑεία Γραφὴ
Η
πρὸς τὰ πάϑη τὰ ἐνοχλοῦντα οὕτω καὶ τὰς τῶν ἀλόγων προση-
γορίας, πολλαχοῦ δὲ καὶ τῶν ϑηρίων τοῖς λόγῳ τετιμημέ-
νοις ἐπιτίϑησι' ποτὲ μὲν κύνας καλοῦσα διὰ τὸ ἀναίσχυντον
καὶ ἰταμόν: «Κύνες γάρ», φησίν, «ἔνξοί, οὐ δυνάμενοι ὅλα-
κτεῖνυ" ποτὲ δὲ ἵππους διὰ τὸ λάγνον: «ἽΠπποι γὰρ ϑηλυμα-
γεῖς ἐγένοντο, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πληοίον χρεμ"ε-
τίζοντες»" ποτὲ δὲ ὄνους, διὰ τὴν ἀγνωμοσύνην καὶ τὴν ἄ-
νοιαν' «Π᾿αρασυνεδλήϑη νάρ», φησί, «τοῖς κιήνεσι τοῖς ἀτοή-
10 τοις, καὶ ὡμοιώϑη αὐτοῖς»: ποτὲ δὲ λέοντας καὶ παρδάλεις,
διὰ τὸ ἁρπακτικὸν καὶ πλεονεκτικόν" ποτὲ δὲ ἀσπίδας, διὰ τὸ
δολερόν: «ὸς γάρ», φησίν, «ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν"
ποιὲ δὲ ὄφεις καὶ ἔχεις, διὰ τὸν ἰὸν καὶ τὴν πονηρίαν, κα-
ϑὼς καὶ ὃ μακάριος ᾿Ιωάννης ἐδόα, λέγων: «Ὄνφεις, γεν-
15 νήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὅμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλού-
σης ὀργῆς;» καὶ ἕτερα κατάλληλα τοῖς πάϑεσιν ὀνόματα
ἐπάγει, ἵνα κἂν οὕτως αἰδεσθέντες ὄψέ ποτε πρὸς τὴν οἷ-
κείαν εὐγένειαν ἐπανέλθωσι, καὶ σπείοωνται πρὸς τὸ ὅδαο-
γενές, καὶ τοὺς τοῦ Θεοῦ νόμους προτιμοτέρους ἡγήσωνται
20 τῶν οἰκείων παϑῶν, οἷς διὰ ρᾳϑυμίαν δαυτοὺς ἐκδεδώκασιν.
᾿Αλλ οὐκ οἶδα, πῶς ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ρύμης εἷς
ταῦτα ἐξέδημεν. Φέρε δὴ λοιπὸν ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὸ προκεί-
μενον, καὶ ἴδωμεν τί καὶ ἕτερον σήμερον ἡμᾶς διδάξαι δού-
λεται ὁ μακάριος οὗτος προφήτης. Εἰπὼν γάρ, «Αὕτη ἡ 6ί-
25 ὅλος γενέσεως οὐρανοῦ τε καὶ γῆς», προϊὼν διηγεῖται ἡμῖν
πάλιν ἀκριθέστερον τὴν τοῦ ἀνθρώπου δημιουργίαν. Καὶ
ἐπειδὴ ἀνωτέρω συντόμως εἶπε, «Καὶ ἐποίησεν ὃ Θεὸς τὸν
ἄνϑοωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν», νῦν φησι,
«Καὶ ἔπλασεν ὅ Θεὸς τὸν ἄνϑρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ
30 ἐνεφύσησεν εἷς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο
τοῦ Θεοῦ᾽ ἀλλὰ δι᾽ ἠμᾶς καὶ διὰ τὴν ἰδικήν μας ἀδυναμίαν
ἡ ᾿Αγία Γραφὴ διηγεῖται αὐτὰ ἔτσι, συγκαταθαίνουσα εἰς
ἡμᾶς, ὥστε ἀφοῦ ἀξιωθοῦμεν αὐτὴν τὴν συγκατάθασιν,
νὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο. «Καὶ
ἔπλασε, λέγει, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ἀφοῦ ἔλαθε χῶμα
ἀπὸ τὴν γῆν». Κατὰ πρῶτον, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα νη-
φάλιοι, γεννᾶται δι᾽ ἡμᾶς μεγάλη διδασκαλία ταπεινοφρο-
σύνης ἀπὸ ἐδῶ. Διότι ὅταν κατανοήσωμεν, ἀπὸ ποῦ ἔλα-
θε τὴν ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεώς της ἡ ἰδική μας φύσις, καὶ ἂν
ἀκόμη στενοχωρηθοῦμεν ἀπείρους φοράς, συγκεντρωνό-
μεθα, ταπεινούμεθα, σκεπτόμενοι τὴν οὐσίαν μας, διδα-
σκόμεθα νὰ εἴμεθα μετριόφρονες. Διὰ τοῦτο λοιπὸν καὶ ὁ
Θεός, ἐπειδὴ φροντίζει διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ἔτσι ὡδή-
γησε τὴν γλῶσσαν τοῦ προφήτου διὰ τὴν ἰδικήν μας διδα-
σκαλίαν. ᾿Αφοῦ δὲ εἶπε προηγουμένως ἡ ᾿Αγία Γραφή,
«Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεός τὸν ἄνθρωπον, σύμφωνα μὲ τὴν εἰ-
κόνα του ἔπλασεν αὐτόν», καὶ ἔδωσεν εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν
ἐξουσίαν τῶν ὁρατῶν κτισμάτων, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ,
ἀγνοῶν τὴν σύστασιν τῆς ἰδικῆς του οὐσίας, καὶ ὑπερθῇ
τὰ ὅριά του, δι᾽ αὐτὸ ἐπαναλαμθάνουσα διδάσκει καὶ τὸν
τρόπον τῆς αυστάσεως, καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίαα,
καὶ ἀπὸ ποῦ ἐδημιουργήθη ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ πῶς
ἐδημιουργήθη. Διότι ἐὰν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν διδασκα-
λίαν καὶ μετὰ τὴν γνῶσιν, ὅτι ἀπὸ τὴν γῆν ἔλαθε τὴν ἀρ-
χὴν τῆς συστάσεως, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθαν τὰ φυτὰ
καὶ τὰ ἄλογα ζῶα, ἂν καὶ ἡ δημιουργία καὶ ἡ ἀσώματος
οὐσία τῆς ψυχῆς ἔχει χαρίσει εἰς αὐτὸν τὴν ἐξουσίαν ἐξ
αἰτίας τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ᾽ διότι ἐξ αἰτίας αὑτῆς
ἔλαθε καὶ τὸ λογικὸν καὶ τὴν ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς ὅλα᾽
ἐάν λοιπόν, ἀφοῦ ἔμαθε καὶ αὐτά, ἐφαντάσθη τὴν ἰσοθεῖαν
ὁ δημιουργηθεὶς ἀπὸ τὴν γῆν ἐξ αἰτίας τῆς ἀπάτης τοῦ
ὅφεως, ἐὰν περιωρίζετο εἰς τὴν πρώτην διήγησιν ὁ μακά-
ριος αὐτὸς προφήτης, καὶ μᾶς ἐδίδασκε μὲ ἀκρίθειαν χω-
ρὶς νὰ ἐπαναλάθῃ τὰ πάντα, εἰς ποῖον σημεῖον παραφρο-
σύνης δὲν θὰ ἐφθάναμεν;
5, “Ὥστε συντελεῖ τὰ μέγιστα διὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς
320 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
21
322 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
10. Διὰ τὴν γέννησιν τοῦ ᾿Ιωάννου ἀπὸ τὴν οτεῖρον ᾿Ελισόθετ
θλ. Λουκὸ 1,5- 25᾽ 57- 88.
ΟΜΙΛΙΑ [Β΄ 323
1, Γεν. 2,7.
ΟΜΙΛΙΑ [Γ΄ 329
4, Ψαλῳ. 105, 2.
ΟΜΙΛΙΑ [Γ΄ 333
15 αὐτὸ
3.
τοῦτο
-
γέγονεν;
΄ ΓΣ
“ὥσπερ γὰρ ᾿ 5 ΄ ΗΒ -“ ᾿ δ
οὖρανός, καὶ γῆ, καὶ ἥλιος,
καὶ σελήνη, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐδημιουργήϑη, καὶ τὰ ξῷῶα
τὰ ἄλογα, καὶ μετὰ ταῦτα ἅπαντα ὁ ἄνϑροωπος, ὁ τούτων ἅ-
πάντων τὴν ἀρχὴν μέλλων ἐγχειρίζεσϑαι, τὸν αὐτὸν δὴ τρό-
πον καὶ ἐν αὐτῇ τῇ διαπλάσει τοῦ ἀνθρώπου πρότερον τὸ
᾿ κΙ 5 “«- - ᾽’ “ὠ 3 ᾿ Ἁ
θ. Λευῖτ. 17,11.
ΟΜΙΛΙΑ {Γ΄ 337
22
338 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
----... Κ{Ἤὄ....-Ὡὖὃἣὃ.
8. Γεν. 1,17.
ΟΜΊΙΛΙΑ [Γ΄ 341
᾿
γμάτων ὀρϑότητι, καὶ δίου ἐπιμέλείᾳ. Τί γὰρ ὄφελος, εἰπέ
μοι, δένδρου εἷς ὕψος πολὺ ἐκτεινομένου, καὶ τοῖς φύλλοις
»κομῶντος, ὅταν καρποῦ ἔρημον ἦ; οὕτω καὶ τὸν Χοιστιανὸν
οὐδὲν ὀνίνησι τὰ ὀρϑὰ δόγματα, ἐὰν τῆς κατὰ τὸν δίον πολι-
τείας ἀμελῇ. Διὰ τοῦτο καὶ ὅ Χριστὸς τοὺς τοιούτους ἔιια-
κάριξε λέγων: «Δίακάριος ὁ ποιήσας καὶ διδάξας». Τῆς γὰ Ν0
διὰ τῶν λόγων διδασκαλίας ἡ διὰ τῶν ἔργων ἀκριδεστέρα
καὶ ἀξιοπιστοτέρᾳ πολλῷ, Ὃ γὰρ τοιοῦτος καὶ οιγῶν, καὶ
μὴ δρώμενος παιδεύειν δύναται, τοὺς μὲν διὰ τῆς ϑέας, τοὺς
10 δὲ διὰ τῆς ἀκοῆς, καὶ πολλῆς ἀπολαύσεται τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ
εὐνοίας, οὐ μόνον δι᾽ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν εἰς αὐτὸν
ὁρώντων παρασκευάζων δοξάζεσϑαι τὸν ἑαυτοῦ Δεσπότην.
ὋὉ τοιοῦτος διὰ μυρίων γλωσσῶν, καὶ διὰ πολλῶν στομάτω»"
τὰς εὐχαριστίας καὶ τοὺς ὕμνους ἀνοίσει τῷ τῶν ὅλων Θεῷ.
Α, κ᾿ ’ὔ Η Α [2 3 ,ὕ » -“ Α -
- 53.Χ ᾿ ΡΣ ᾿
ξεσϑαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν»,
1. Πάλιν, εἰ δούλεσϑε, καὶ σήμερον τῆς ἀκολουϑίας τῶν»
χϑὲς εἰρημένων ἁψάμενοι, ἐντεῦϑεν ὑμῖν τὴν διδασκαλίαν τὴν
πνευματικὴν ὑφᾶναι σπουδάσομεν. Πολλὴ γὰρ καὶ τῶν πρόοσ-
φατον ἀναγνωσθέντων ἡ ἐγπεκρυμμένη δύναμις, καὶ προσή-
10 πει πρὸς τὸ άϑος ἡμᾶς καϑιέντας, καὶ ἅπαντα μετὰ ἀκρι-
δείας διερευνησαμένους τὸ ἐξ αὐτῶν καρπώσασϑαι, Εἶ γὰρ
οἱ τοὺς ἀπὸ τῆς ϑαλάσσης λίϑους εὑρίσκειν δουλόμενοι, τυ-
σοῦτον πόνον καὶ ταλαιπωρίαν ὑπομένουσι, τῇ τῶν ὑδάτωιν
ούμῃ ἑαυτοὺς ἐκδιδόντες, ἵνα τῶν σπουδαζομένων ἐπιτύχωσι,
15 πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς ἀκόλουθον συντεῖναι τὴν διάνοιαν», καὶ
τὰ ἐν τῷ ὄάϑει κατοπιτιεύσαντας τῶν εἰρημένων, οὕτω τῶν
Α μὲ - ἢ » - Ζ .“ --
23
354 ΙΩΆΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
5. Α΄ Κορ. 8, 6.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΙΔ΄ 3557
θ. Γεν. 3, 8.
7. Σοφ. Σειρ. 33,28.
τ ὉΜΊΙΛΤΑ [Δ΄ ᾿. 359
3 ’ ΄ “- “ - » Μς
τοῦ ἀνεπαχϑέστερον; τί ταύτης τῆς τιμῆς μεῖζον γένοιτ᾽ ἄν;
Παρέσχεν ἐνδιαιτᾶσϑαι τῷ παραδείσῳ, τῷ κάλλει τέρπεσϑαι
τῶν
“
δρωμένων,
ς ζ
καὶ ᾿ τὴν ὄψιν ἐκεῖϑεν εὐφραίνειν,
»
καὶ διὰ
τῆς ἀπολαύσεως πολλὴν τὴν ἡδονὴν καρποῦσθαι. ᾿Εννόησον
γὰρ ὅσον ἦν ὁρᾶν τὰ δένδρα τοῖς καρποῖς ὀριϑόμενα, τῶν
ἀνϑῶν τὴν ποικιλίαν, τῶν δοτανῶν τὴν διαφοράν, τῶν φύλ-
λων τὰς κόμας, τὰ ἄλλα ὅσα εἴκὸς ἐν παραδείσῳ τυγχάνειν,
καὶ ἐν παρσδείσῳ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ φυτευϑέντι, Διὰ γὰρ τοῦτο
προλαδοῦσα ἡ ϑεία Γραφὴ εἶπιεν, ὅτι Εξανέτειλεν ἔτι ἐκ
10 τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἷς ὅρασιν, καὶ καλὸν εἰς δριῦ-
σιν», ἵνα εἰδέναι ἔχωμεν ὅσης ἀφϑονίας ἀπολαύων, εἷς τὴν
δοθεῖσαν αὐτῷ ἐντολὴν ἐξύόδσισε διὰ πολλὴν ἀκρασίαν καὶ
ρᾳϑυμίαν. ᾿Εννόησον γάρ μοι, ἀγαπητέ, τῆς τιμῇς τὴν ὕπερ-
δολήν, ἧς αὐτὸν ἠξίωσεν, ἰδιάζουσαν καὶ ἀφωρισμένην αὖ-
18 τῷ τράπεζαν τὴν ἐν τῷ παραδείσῳ δωρησάμενος, ἵνα μὴ νο-
αἰσῃ τὴν αὐτὴν» τοῖς ἀλόγοις καὶ αὐτῷ τροφὴν ὑπάρχειν, ἀλλ᾽
ἔχῃ καϑάπερ δασιλεὺς ἐνδιαιτώμεγτος τῇ τοῦ παραδείσου δια-
γωγῇ, ἐντρυφᾶν τῇ ἐκεῖϑεν ἀπολαύσει, καὶ καϑάπερ δεσπό-
τῆς κεχωρισμένος ἦ τῶν εἰς ὑπηρεσίαν αὐτῷ παρασχεϑέν-
20 τῶν, καὶ ἀφωρισμένην ἔχῃ τὴν διαγωγήν. «Καὶ ἐνειείλατο»,
φησί, «Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿ἄδὰαμ λέγων ἀπὸ παντὸς ξύλου
τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ δοώσει φάγῃ" ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ
γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὗ φάγεσϑε ἀπ’ αὐτοῦ. Ἢ
δ᾽ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, ϑανάτῳ ἀποϑανεῖσϑε»" μονο-
25 γουχὶ λέγων πρὸς αὐτόν, μὴ γὰρ δαρύ τι καὶ ἐπαχϑὲς ἀπαιτῶ
παρὰ σοῦ; ]άντων τὴν ἀπόλαυσιν ἐπιτρέπω, ἑνὸς τούτου
μόνον μὴ ἅψασϑαι ἐντέλλομαι: ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιτίμιον μέγα
δοίζω, ἵνα κἂν τῷ φόδῳ σωφρονιζόμενος φυλάξῃς τὴν παρ᾽
ἐμοῦ σοι δοθεῖσαν ἐντολήν" ταὐτὸν ποιῶν, ὥσπερ ἂν εἴ τις
καὶ λέγειν τολμῶσι" τίνος γὰρ ἕνεκεν ἐδίδου αὐτῷ τὴν ἐν-
τολὴν εἰδὼς ὅτι παραδήσεται; καὶ πάλιν, διὰ τί γὰρ τὸ ξύλον
προσέταξε γενέσϑαι ἐν τῷ παραδείσῳ; καὶ πολλὰ ἕτερα" ἀλλ᾽
ἵνα μὴ νῦν πρὸ τοῦ καιροῦ τῆς παραδάσεως δόξωμεν προπη-
δᾶν εἰς τὴν περὶ τούτων ἐξήγησιν, ἀναγκαῖον ἀναμεῖναι καὶ
ἡμᾶς τὴν τοῦ μαπαρίου Μωῦύσέως διήγησιν, ἵν᾽ οὕτως εἰς
τὸν τόπον ἀφικόμενοι εὐκαίρως, ἅπερ ἂν ἡ τοῦ Θεοῦ γάρις
χορηγήσῃ, περὶ τούτου κινήσαντες, διδάξωμεν τὴν ὑμετέραν
ἀγάπην τὸν ἀληϑῇ τῆς Γραφῆς νοῦν" ἵν᾽ εἰδότες τὴν ἀλήϑει-
10 αν τῶν ἐγγεγραμμένων, καὶ τὴν προσήκουσαν δοξολογίαν ἂ-
ναφέρητε τῷ Δεσπότῃ καὶ μὴ καταλιπόντες τὸν ἡμαρτηπότα,
ἐπὶ τὸν ἀναίτιον Θεὸν τὴν αἰτίαν μεταγάγητε' τέως δὲ ἐπὶ
τοῦ παρόντος, εἶ δοκεῖ, τὰ ἑξῆς τοῦ ἀναγνώσματος ἐπέλθϑω-
μεν. «Καὶ εἶπεν, φησί, «Κύριος ὅ Θεός, οὐ καλὸν εἶναι τὸν
15 ἄνϑρωπον μόνον». ᾿Ιδοὺ πάλιν ὁμοίως εἶπε, καϑάπερ καὶ
πρόϊερον, «Κύριος ὁ Θεός», ἵνα ἐμπήξαντες ἡμῶν τῇ δια-
γοίᾳ τὰ λεγόμενα, μὴ τὰ ἀπὸ τῶν ἀνϑρωπίνων λογισμῶν
τῆς ϑείας Γραφῆς κυριώτερα εἶναι νομίζωμεν. «Καὶ εἶπε»,
φησίν, «Κύριος ὁ Θεός, οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνϑρωπον μό-
20 γον». Σκόπει πῶς οὐχ ἵσταται ὁ ἀγαϑὸς Θεός, ἀλλ᾽ εὐεργε-
σίας εὐεργεσίαις προστίϑηοι, καὶ πλουτῶν ἀγαϑότητι, πάσῃ
τιμῇ περιδαλεῖν δούλεται τὸ ζῶον τοῦτο τὸ λογικόν, καὶ με-
τὰ τῆς τιμῆς καὶ εὐκολίαν αὐτῷ διαγωγῆς γαρίσασϑαι, «Εἶπε
γάρ», φησί, «Κύριος ὁ Θεός, οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνϑρωπον
25 μόνον. Ποιήσωμεν αὐτῷ δοηϑὸν και’ αὐτόν». ᾿Ιδοὺ πάλιν
καὶ ἐνταῦϑα τό, «Ποιήσωμεν». Καϑάπερ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔλεγεν
ἐπὶ τῆς τοῦ ἀνϑρώπου διαπλάσεως, «Ποιήσωμεν ἄνϑοωπον
κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καϑ' ὁμοίωσιν», οὕτω καὶ νῦν
μέλλων τὴν γυναῖκα διαπλάττειν τῷ αὐτῷ κέχρηται ρήματι,
30 καί φησι, «Ποιήσωμεν». Πρὸς τίνα διαλέγεται; Οὐ πρὸς
24
370 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τὴν
αὐτὸν τὴν αἰτίαν τῆς ἀφαιρέσεως τῆς τιμῆς, ἀφοῦ μὲ
ἁμαρτίαν ἀπέκοψε τὴν ἐξουσίαν. «Καὶ ἔδωσεν ὁ ᾿Αδάμ,
τὰ πτη-
λέγει, ὀνόματα εἰς ὅλα τὰ κατοικίδια ζῶα, εἰς ὅλα
γῆς».
νὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς
ἀγαπητ έ, τὴν ἐλευθε ρίαν τῆς
Πρόσεξε ἀπὸ ἐδῶ ἀκόμη,
του σύνεσιν , καὶ νὰ μὴ
προαιρέσεως καὶ τὴν ὑπερθολικήν
λέγῃς, ὅτι δὲν ἐγνώριζε ποῖον ἦτο τὸ καλὸν καὶ ποῖον τὸ
κακόν. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἠμπόρεσε νὰ δώσῃ τά κατάλ-
ληλα ὀνόματα εἰς τὰ κατοικίδια Ζῶα, εἰς τὰ πτηνὰ καὶ
εἰς τὰ ἄγρια θηρία, καὶ χωρὶς νὰ κάμῃ σύγχυσιν εἰς τὴν
τάξιν, οὔτε νὰ ἐπιθέσῃ τά κατάλληλα διὰ τὰ ἥμερα ζῶα
ὀνόματα εἰς τὰ ἄγρια, οὔτε τὰ κατάλληλα διὰ τὰ ἄγρια νὰ
τὰ προορίσῃ διὰ τὰ ἥμερα, ἀλλὰ νὰ δώσῃ εἰς ὅλα. τὰ κα-
τάλληλα ὀνόματα, πῶς δὲν ἦτο πλήρης κάθε σοφίας καὶ
συνέσεως; Σκέψου ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν πόση ἦτο ἡ δύναμις
ἐκείνου τοῦ φυσήματος καὶ πόση ἡ σοφία τῆς ἀύλου ψυ-
χῆς, ποὐ εἰς αὐτὴν ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, ὁ ὀποῖος συνέ-
στησεν ἀπὸ δύο οὐσίας τέτοιο ζῶον καὶ θαυμαστὸν καὶ λο-
γικόν, καὶ συνέδεσε τὴν ἄυλον οὐσίαν τῆς ψυχῆς εἰς τὸ
σῶμα, ὡσὰν εἰς κάποιο ὄργανον, ἄριστον τεχνίτην. “Ὅταν
λοιπὸν κατανοήσῃς τὴν τόσον μεγάλην σοφίαν τοῦ ζώου
αὐτοῦ, θὰ θαυμάζῃς τὴν δύναμιν τοῦ δημιουργοῦ. Διότι
ἐὰν ἡ ὀμορφιὰ τοῦ οὐρανοῦ παρακινῇ τὸν εὐγνώμονα θεα-
τὴν νὰ δοξολογῇ τὸν δημιουργόν, πολὺ περισσότερον τὸ
λογικὸν αὐτὸ ζῶον, ὁ ἄνθρωποα, ἀναλογιζόμενος τὸν τρό-
πον τῆς ἰδικῆς του δημιουργίας καὶ τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς
ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ τάς μεγάλας δωρεὰς καὶ τάς ἀπείρους
εὐεργεσίας, θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀνυμνῇ συνεχῶς τὸν δημιουρ-
γὸν καὶ νὰ ἀναπέμπῃ σύμφωνα μὲ τὰς δυνάμεις του τὴν
δοξολογίαν εἰς τὸν Θεόν. Ἤθελα καὶ τὰ ἑπόμενα νὰ ἄνα-
πτύξω, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ λησμονήσωμεν μὲ τὸ πλῆθος τῶν
λεγομένων αὐτὰ ποὺ τώρα ἐλέχθησαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ
σταματήσω ἐδῶ τὴν διδασκαλίαν. Οὔτε δέθαια ἡ μόνη μας
φροντίδα εἶναι αὐτό, δηλαδὴ νὰ λέγωμεν ἁπλῶς πολλά,
ἀλλὰ δι΄ αὐτὸ λέγομεν, ὥστε νὰ ἔχετε αὐτὰ συνεχῶς τυ-
πωμένα εἰς τὰς ἰδικάς σας διανοίας, διὰ νὰ μὴ γνωρίζετε
376 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
25
386 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
7. Α᾿ Κορ. 11,9.
ΟΜΙΛΙΑ [ἹΕ’ 393
καὶ τῶν δύο᾽ ὅπως καὶ ὁ Πῦλος λέγει᾽ «Δὲν ἔγινεν ὁ ἄν-
δρας ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὸν ἄνδρα᾽
καὶ δὲν ἐκτίσθη ὁ ἄνδρας διά τὴν γυναῖκα, ἀλλ᾽ ἡ γυναῖκα
διὰ τὸν ἄνδρα»", Ναί, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν λεχθῆ, θὰ εἰπῇ
κάποιος, ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ γυναῖκα ἔγινεν ἀπὸ τὸν ἄν-
δρα. Περίμενε ὅμως καὶ θὰ ἰδῇς μὲ τὸ ἐπόμενον χωρίον
τὴν ἀκριβῆ διδασκαλίαν. Διότι λέγει «Πλὴν ὅμως οὔτε
ἄνδρας γεννᾶται χωρὶς γυναῖκα, οὔτε γυναῖκα χωρὶς ἄν-
δρα»", διά νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι εἰς τὸ μέλλον ἡ δημιουρ-
γία καὶ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς θὰ γίνεται διὰ τῆς
σαρκικῆς μίξεως καὶ τῶν δύο. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ᾿Αδὰμ ἔλε-
γε, «Τοῦτο εἶναι! τώρα ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ἀστᾶ μου, καὶ σάρκα
ἀπὸ τὴν σάρκα μου».
4. Ἔπειτα, διὰ νὰ μάθῃς τὴν ἀκρίθειαν τῆς προφητείας
τοῦ ᾿Αδὰμ καὶ πῶς αὐτὴ πραγματοποιεῖται καὶ ἕως σήμε-
ρον καὶ μέχρι τῆς συντελείας της, ἄκουε καὶ τὰ ἀκόλου-
θα. «Αὐτὴ θὰ ὀνομασθῇ γυναῖκα, λέγει, διότι ἐλήφθη ἀπὸ
τὸν ἄνδρα της. Ἔξ αἰτίας τούτου θὰ ἐγκαταλείψῃ ἄνθρω-
πος τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα καὶ θὰ προσκολληθῇ
πρὸς τὴν γυναῖκα του, καὶ θὰ εἶναι ἑνωμένοι οἱ δύο εἰς
ἕνα σῶμα». Εἶδες πῶς μᾶς ἐφανέρωσε τὰ πάντα, ἀφοῦ μὲ
τὴν προφητείαν του ἐδήλωσε τὸ κάθε ἔνα μὲ ἀκρίθειαν;
«Αὐτή, λέγει, θὰ ὀνομασθῇ γυναῖκα, διότι ἐλήφθη ἀπὸ τὸν
ἄνδρα της». Πάλιν ὑπαινίσσεται εἰς ἡμᾶς τὴν ἀφαίρεσιν
τῆς πλευρᾶς. Ἔπειτα, διὰ νὰ δηλώσῃ αὐτὰ ποὺ πρόκειται
νὰ συμβοῦν, λέγει᾽ «'Εξ αἰτίας τούτου θὰ ἐγκαταλείψῃ ἄν-
θρωπος τὸν πατέρα τοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ θὰ προσκολ-
ληθῇ πρὸς τὴν γυναῖκα του, καὶ θὰ εἶναι οἱ δύο ἐνωμένοι
εἰς ἔνα σῶμα». ᾿Απὸ ποῦ, εἰπέ μου, τοῦ ἦλθεν ἡ σκέψις νὰ
εἰπῇ αὐτά; ἁπὸ ποῦ ἐγνώριζε τὰ μέλλοντα καὶ ὅτι τὸ ἀν-
θρώπινον γένος θὰ αὐξηθῇ εἰς μεγάλον ἀριθμόν; ἀπὸ ποῦ
ἐγνώριζεν ὅτι θὰ γίνεται συνουσία ἀνδρὸς καὶ γυναικός;
Διότι τὰ τῆς συνουσίας ἔγιναν μετὰ τὴν παράδθασιν᾽ μέχρι
τὴν παράθασιν ἐζοῦσαν, ὡσὰν ἄγγελοι, μέσα εἰς τὸν πα-
ράδεισον, χωρὶς νὰ φλέγωνται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρ-
κός, οὔτε νὰ πολιορκοῦνται ἀπὸ ἄλλα πάθη, οὔτε νὰ ὑπό-
398 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
283
΄402 ΙΩΑΝΝΟῪ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τῶν δωρεῶν" μόνον ἐὰν ἡμεῖς τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας φροντί-
ζοντες μὴ ἁπλῶς τὸν χοόνον παρατρέχωμεν, μηδὲ τοῦτο σκο-
πῶμεν, εἰ τὸ ἥμισυ τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς παρέδραμεν,
ἀλλ᾽ εἴ τινα ἡμῖν κατώρϑωται ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, καὶ εἴ
5. τι τῶν ἐνοχλούντων ἡμῖν παϑῶν διωρϑώσαμεν. Εἰ γὰρ μέλ-
λοιμεν παϑ' ἑκάστην ἡμέραν τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας ἀ-
πολαύοντες οἱ αὐτοὶ διαμένειν, καὶ μὴ ἐπιδιδόναι πρὸς ἄἂρε-
τήν, μηδὲ τὰ τῆς κακίας εἴδη ἐξορίζειν τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς,
οὗ μόνον ἡμῖν σὐδὲν ὄφελος ἔσται, ἀλλὰ καὶ πλείων ἡ 6λά-
10 ὄῃ. “Οταν γάρ τις καὶ ἐπιμελείας τοσαύτης ἀπολαύων μηδὲν
περδείνῃ, μεῖζον ἑαυτῷ ἐπισωρεύει τὸ τῆς γεέννης πῦρ. «Διό,
παρακαλῶ, κἂν τῷ ὑπολειπομένῳ χρόνῳ τῆς νηστείας εἰς
δέον χρησώμεϑα, καὶ καϑ' ἑκάστην ἑόδομάδα, μᾶλλον δὲ καϑ'
ἑκάστην ἡμέραν ξαυτοὺς περισκοπῶμεν, καὶ τὰ μὲν ἐλαττώ-
Ἰδματα ἡμῶν ἐξσρίζωμεν τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς, κατορϑωμάτων
δὲ κτῆσιν προσλαμδάνωμεν, καϑάπερ ὃ προφήτης παρήνεσεν,
καὶ ἐκπλίνωμεν ἀπὸ τῶν κακῶν, καὶ μετέλϑωμεν ἐπὶ τὴν
ἀρετήν: αὕτη γὰρ ἡ ἀληϑὴς νηστεία. Ὃ ϑυμώδης τὸ μὲν πά-
ϑὸς τὸ ἐνοχλοῦν εὐσεόεῖ λογισμῷ ἐξοριζέτω τῆς ψυχῆς, πρᾳ-
20 ότητα δὲ καὶ ἐπιείκειαν ἀσπαζέσϑω, Ὃ ράϑυμος καὶ ἀκόλα-
στος, καὶ μετὰ ἀδείας πρὸς τὰ κἄλλη τῶν σωμάτων ἐἑπτοη-
μένος, χαλινώσας αὐτοῦ τὸν λογισμόν, καὶ τὸν νόμον τοῦ Χρι-
στοῦ εἰς τὸ πλάτος αὐτοῦ τῆς διανοίας ἐγγράψας τὸν λέγοντα,
«(Ὁ ἐμόλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιϑυμῆσαι αὐτῆς ἤδη ἐμοί-
25 χευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», τὸ μὲν τῆς ἀκολασίας πά-
ϑὸος φυγαδευέτω, τὴν δὲ σωφροσύνην κατορϑούτω. Ὃ προ-
πετὴς ἐν γλώσσῃ καὶ ἁπλῶς τὰ ἐπιόντα φϑεγγόμενος μιμεί-
οϑὼω πάλιν τὸν μακάριον προφήτην καὶ λεγέτω: «Θοῦ, Κύριε,
φυλακὴν ἔν τῷ στόματί μου καὶ ϑύραν περιοχῆς περὶ τὰ χεί-
30 λὴ μου» καὶ μηδέποτε ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε τὰ ρήματα, ἀλλ᾽
ἐλεη ιοσύρην καὶ τὴν τῶν ἀγαϑῶν πράξεων ἐργασίαν, καὶ τοὺς
πόδας μὴ εἰς ϑέατρα καὶ ἱπποδρομίας, καὶ τὰς ἐπιδλαδεῖς
ϑεωρίας, ἀλλ᾽ εἷς ἐκκλησίαν καὶ εἰς εὐκτηρίους οἴκους, καὶ
πρὸς τὰς τῶν ἁγίων μαρτύρων ϑήκας, ἵνα τὴν παρ᾽ αὐτῶν
5 εὐλογίαν καρπούμενοι, ἀχειρώτους ἑαυτοὺς καταστήσωμεν
ταῖς τοῦ διαδόλου παγίοσιν. 'Εὰν οὕτως ὦμεν μεμεριμνημένοι,
καὶ τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας φροντίζοντες, δυνησόμεϑα καὶ τὸ
ἀπὸ τῆς νηστείας κέρδος καρπώσασϑαι, καὶ τὰς τοῦ πονηροῦ
μηχανὰς διαφυγεῖν, καὶ πολλὴν τὴν» ἄνωϑεν ροπὴν ἐπισπάοα-
10 σϑαι: ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀπολαῦσαι χάριτι καὶ φιλαν-
ϑρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ι]ησοῦ Χοιστοῦ, μεϑ᾽ οὗ τῷ Πατρὶ
ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
ΟΜΙΛΙΑ ΤΕ’ 407
ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅτε ᾿Αδάμ, καὶ ἦ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἧἢ-
σχύνοντον. ᾿Εννόησόν μοι μακαριότητος ὑπερδολήν, πῶς ἀ-
νώτεροι ἦσαν τῶν σωματικῶν ἁπάντων, πῶς καϑάπερ τον
οὐρανόν, οὕτω τὴν γῆν ὥκουν, καὶ ἐν σώματι τυγχάνοντες
τὰ τῶν σωμάτων οὖχ ὑπέμενον" οὔτε γὰρ στέγης, οὔτε ὀοό-
φου, οὔτε ἱματίου, οὔτε ἄλλου οὐδενὸς τῶν τοιούτων ἐδέοντο.
Καὶ οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ εἰκῇ τοῦτο ἡμῖν ἐπεσημήγατο ἡ ϑεία
Γραφή, ἀλλ' ἵνα μαϑόντες τὴν ἄλυπον αὐτῶν ταύτην διαγω-
γήν, καὶ τὸν ἀνώδυνον δίον, καὶ τὴν ἀγγελικήν, ὡς εἰπεῖν,
10 κατάστασιν, ἐπειδὰν ἴδωμεν μετὰ ταῦτα τούτων ἁπάντων ἐρή-
μους αὐτοὺς γενομένους, καὶ παϑάπερ ἀπὸ πολλῆς πλούτου
περιουσίας εἰς ἐλαχίστην πενίαν κατενεχϑέντας, τῇ ρᾳϑυμίᾳ
αὐτῶν τὸ πᾶν ἐπιγράψωμεν. ᾿Αναγκαῖον δὲ ἀκοῦσαι τῶν ἄνε-
γνωσμένων. Εἰπὼν γὰρ ὁ μακάριος Μωῦσῆς, ὅτι γυμνοὶ ἧἦ-
15 σαν, καὶ οὐκ ἠσχύνοντο (οὐδὲ γὰρ ἤδεισαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν,
τῆς δόξης τῆς ἀφάτου περιστελλούσης αὐτούς, καὶ παντὸς ἱ-
ματίου μᾶλλον αὕτοὺς κοσμούσης), φησί», «Ὁ δὲ ὄφις ἦν
φρονιμώτατος τῶν ϑηρίων πάντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐ-
ποίησε Κύριος ὁ Θεός. 'Καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί: τί ὅτι
2ὃ εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδεί-
σου; Ὅρα πονηροῦ δαίμονος δασκανίαν, καὶ πολύπλοκον μη-
χανήν. ᾿Επειδὴ γὰρ εἶδεν ἐν τῇ ἀνωτάτῳ τιμῇ τυγχάνοντα
τὸν δημιουογηϑέντα ἄνϑρωπον, καὶ οὐδὲν σχεδὸν ἔλαττον ἔ-
χοντα τῶν ἀγγέλων παϑάπερ καὶ ὅ μακάριος Δαυίδ φησιν,
25 «Πλάττωσας αὐτὸν ὄραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους»" καὶ τοῦτο δὲ
αὐτὸ τὸ Βραχὺ ἢ τῆς παρακοῆς ἁμαρτία εἰσήγαγε" μετὰ γὰρ
τὴν παρακοὴν τοῦτο ἐφϑέγξατο ὁ προφήτης: ὁρῶν τοίνυν ἄγ-
γελον ἐπίγειον ἐπὶ γῆς τυγχάνοντα, καὶ ὑπὸ τῆς δασκανίας
τηκόμενος ὅ ἀρχέκακος δαίμων, ἐπειδὴ αὐτὸς ἐν ταῖς ἄνω
30 δυνάμεσι τελῶν, διὰ μοχϑηρίαν προαιρέσεως καὶ κακίας ὑπερ-
ὀολὴν ἐκ τοῦ ὕψους ἐκείνου ἐρρίφη κάτω, πολλῇ κέχρηται
Ἐ. Ψαλμ. 8,86.
2. Δηλ. ὁ ἄνθρωπος.
ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ ΄ Α11|
4. Ματθ. 7.6.
ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ΄ 417
27
418 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
θὰ ἔφθα-
τοὺς θείους μαργαρίτας ἐνώπιον τοῦ χοίρου, δὲν
τὸν ἄνδρα θὰ
νεν οὔτε ἡ ἰδία εἰς αὐτὸν τὸν κρημνόν, οὔτε
κατέστρεφε μαζί της.
τὸν
4. ᾿Αλλ᾽ ἂς ἀκούσωμεν τί ἀπαντᾶ ἡ γυναῖκα εἰς
«Πράγμ ατι εἶπεν ὁ Θεός, νὰ
ὄφιν. Ὅταν ἐκεῖνος εἶπε,
παραδε ίσου;» , ἡ γυναῖκ α
μὴ φάγετε ἀπὸ κάθε δένδρον τοῦ
τοῦ παραδε ίσου
ἀπαντᾷ εἰς τὸν ὄφιν᾽ «᾿Απὸ κάθε δένδρον
τοῦ δέν-
ἠμποροῦμεν νὰ φάγωμεν᾽ ἀπὸ τὸν καρπὸν ὅμως
εἶπεν
δρου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου,
οὔτε νὰ τὸν ἐγγίσε τε, διὰ νὰ μὴ
ὁ Θεός, νὰ μὴ φάγετε,
; Εἶπε τὸ ἀνύπαρ κτον,
ἀποθάνετε». Εἴδες τὸ κακούργημα
αὐ-
διὰ νὰ μάθη τὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ παρεκίνησεν
τὴν εἰς συζήτησιν. Διότι ἡ γυναῖκα εἰς τὸ ἐξῆς, ἐπειδὴ ἐ-
θάρ-
φαίνετο ὅτι διέκειτο φιλικὰ πρός αὐτήν, ἀφοῦ ἔλαθε
ρος ἀποκαλύπτει ὁλόκλ ηρον τὴν ἐντολή ν, καὶ λέγει τὰ
ἑαυ-
πάντα μὲ ἀκρίθειαν, καὶ μὲ ὅσα ἁπήντησε στερεῖ τὸν
τόν της ἀπὸ κάθε δικαιολογίαν. Καὶ τί θὰ ἠμπορ οῦσες νὰ
εἰπῇς, γυναῖκα; Εἶπεν ὁ Θεὸς, «νὰ μὴ φάγετε ἀπὸ κάθε
δένδρον τοῦ παραδείσου». "Ἔπρεπε σὺ νὰ ἀποστραφῇᾳ
τὸν ὄφιν, ἐπειδὴ εἶχεν εἰπῆ τὰ ἀντίθετα, καὶ νὰ εἰπῆς πρὸς
αὐτόν «Φῦγε μακρυά, σὺ εἶσαι ἀπατεών, δὲν γνωρίζειᾳ
οὔτε τὴν δύναμιν τῆς ἐντολῆς, ποὺ μᾶς ἔχει δοθῆ, οὔτε
τὸ μέγεθος τῆς ἀπολαύσεωα, οὔτε τὴν ἀφθονίαν τῆς προσ-
φορᾶς. Σὺ μὲν εἶπες ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει δώσει ἐντολήν, νὰ
μὴ δοκιμάσωμεν ἀπὸ τοὺς καρπούς κανενὸς δένδρου, ὁ
Κύριος ὅμως καὶ Δημιουργός, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀγαθότη-
τός του, ἀφοῦ ἐπέτρεψεν εἰς ἡμᾶς τὴν ἀπόλαυσιν καὶ τὴν
ἐξουσίαν, διέταξε νὰ ἀπέχωμεν ἀπὸ ἕνα μόνον δένδρον,
καὶ τοῦτο πάλιν ἔνεκα τῆς φροντίδος του δι᾽ ἡμᾶς, ὥστε
νὰ μὴ κυριευθοῦμεν ἀπὸ τὸν θάνατον μὲ τὴν συμμετοχήν
μας». Ἔπρεπεν, ἐὰν θδέθαια ἡ γυναῖκα ἦτο εὐγνώμων, ἀφοῦ
ἔλεγεν αὐτὰ τἀ λόγια πρὸς τὸν διάβθολον, νὰ τόν ἀποστρα-
φῇ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ οὔτε νὰ συζητήσῃ πλέον, οὔτε νὰ
ἀκούσῃ κάτι ἀπὸ τὰ ἰδικά του λόγια. ᾿Αλλά, ἀφοῦ ἁποκάλυ-
ψε τὴν ἐντολὴν καὶ ἀφοῦ εἶπεν ὅσα εἶχεν εἰπῆ ὁ Θεὸς
πρὸς αὐτούς, δέχεται ἀπὸ τὸν διάδολον μίαν ἄλλην συμ-
420 ΙΩΑΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥῪ
᾿Επειδὴ γὰρ εἶπεν ἡ γυνή, ὅτι Απὸ παντὸς τοῦ ξύλου τοῦ
παραδείσου φαγόμεϑα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ ἐν
μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ,
οὐδ᾽ οὐ μὴ ἅψησϑε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποϑάνητε»" πάλιν ὃ πονη-
ρὸς καὶ ἐχϑρὸς τῆς ἡμετέρας σωτηρίας ἐναντίαν τῷ Δεσπότῃ
τὴν συμδουλὴν εἰσάγει, Τ οὔ γὰρ φιλανϑρώπου Θεοῦ διὰ πολ-
λὴν κηδεμονίαν τὴν μετάληψιν κωλύσαντος, ἵνα μὴ διὰ τῆς
παρακοῆς ϑνητοὶ γένωνται, οὗτός φησι τῇ γυναικί, «Οὐ ϑα-
γάτῳ ἀποϑανεῖσϑεν. Ποίας ἄν τις ἀξιώσεις συγγνώμης τὴν
10 γυναῖκα, ὅτι ὅλως κἂν ὑποσχεῖν ἠνέσχετο τὰς
ἀκοὰς τῷ οδιω
τολμηρὰ φϑεγγομένῳ; Εἰπόντος γὰρ τοῦ Θεοῦ, «ΜἼὴὴ ἄἅψηοϑε,
ἵνα μὴ ἀποθάνητε», οὗτός φησιν, «Οὐ ϑανάτῳ ἀποϑανεῖσϑε".
Εἶτα οὐκ ἀρκεσϑεὶς τῷ ἀντιφϑέγξασϑαι τοῖς παρὰ τοῦ Θεοῦ
ρηϑεῖσι, καὶ ὡς φϑονερὸν διαδάλλει τὸν δημιουργόν, ἵν᾿ οὕτω
15 τὴν ἀπάτην εἰσαγαγεῖν δυνηϑείη, καὶ τὴν γυναῖκα ὑποσκελί-
σας τὸν οἰκεῖον σχοπὸν ἀποπληρώσῃ. «Οὐ ϑανάτῳ», φησιν,
ἀποϑανεῖοϑε, "Ηδειγὰρ ὁ Θεός, ὅτι ἦ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’
αὐτοῦ, διανοιχϑήσονται ὑμῶν οἵ ὀφϑαλμοί, καὶ ἔσεσϑε ὡς
ϑεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν». ᾿Ιδοὺ τὸ δέλεαρ ἅ-
20 παν. Πληρώσας γὰρ τὴν κύλικα δηλητηρίου φαρμάκου, ἐπέ-
δωκε τῇ γυναικί, ἡ δὲ τὸ ϑανάσιμον ἰδεῖν οὐ δουληϑεῖσα' ἐ-
δύνατο γάρ, εἴπερ ἐδούλετο, ἐπ προοιμίων τοῦτο γνῶναι"
ἀλλ᾽
ἀκούσασα παρ᾽ αὐτοῦ, ὅτι διὰ τοῦτο τὴν μετάληψιν ἐκώλυσε
ν
ὁ Θεός, ἐπειδὴ «Ἔδει ὅτι διανοιγήσονται ὑμῶν οἱ δῳϑαλμο
ί,
25 καὶ ἔσεοϑε ὡς ϑεοί, γινώσκοντες
καλὸν καὶ πονηρόν», τῇ
ἐλπίδι τῆς ἰσοϑείας φυσηϑεῖσα, μεγάλα ἦν λοιπὸν φανταζο
μέ-
νη. Τοιαῦτα γὰρ τὰ παρὰ τοῦ ἐχϑροῦ μηχανήματα: ὅταν
εἰς
πολὺ ὕψος διὰ τῆς ἀπάτης ἀναγάγῃ, τὸ τηνικαῦτα
εἰς τὸν
ὀαϑὺν κρημνὸν καταγάγει. Φαντασϑεῖσα γὰρ ἰσοϑεΐαν ἐπὶ
τὴν
ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ’ 421
γον» μετὰ σαυτῆς; Ποία μανίας ὑπερδολὴ ἤρκει σοι τὸν ἀτα-
λαίπωρον ζῆν δίον, τὸ σῶμα μὲν περικεῖσϑαι, μηδενὸς δὲ
δεῖσϑαι τῶν σωματικῶν; τὸ πάντων τῶν ἔτ τῷ παραδείσῳ
ἀπολαύειν πλὴν ἑνὸς ξύλου; τὸ πάντα τὰ ὁρώμενα ὑπὸ τὴν
ἐξουσίαν εἶναι τὴν ὑμετέραν, καὶ τὴν κατὰ πάντων ἀρχὴν
πεστῆσϑαι;
ἤ
ἀλλ᾽ ἀπατηϑεῖσα ταῖς ἐλπίσι ποοσεδόκησας
δ
καὶ
εἰς αὐτὴν τὴν ἀνωτάτω κορυφὴν ἥξειν; Διὰ τοῦτο μαϑήσῃ
δι’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι οὐ μόνον ἐκείνων οὐκ ἐπιτεύ-
ξῃ, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἤδη δεδομένων ἀποστερήσεις καὶ
τ0 σαυτήν, καὶ τὸν ἄνδρα, καὶ εἷς τοσαύτην ἥξετε μεταμέλειαν
ὡς ὑμᾶς μὲν ἄπρακτα μεταγινώσκειν, τὸν δὲ πονηρὸν δαίμονα
τὸν τὴν ὀλεϑρίαν ταύτην συμδουλὴν εἰσαγαγόντα ἐπιγελᾶν.
καὶ ἐπεμδαίνειν, ἅτε δὴ λοιπὸν κειμένοις, καὶ τὰ αὐτὰ ἐπείνῳ
πεπονϑόσι. Καϑάπερ γὰρ ἐκεῖνος τὰ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν φρονή-
15 σας, καὶ τῆς παρασχεϑείσης ἀξίας ἐξεδλήϑη, καὶ ἐξ τῶν οὐ-
θανῶν εἷς τὴν γῆν κατηνέχϑη" τὸ αὐτὸ δὴ καὶ ὑμᾶς ἐογάσα-
σϑαι ἠδουλήϑη, καὶ διὰ τῆς παραδάσεως τῆς ἐντολῆς εἷς τὸ
τοῦ ϑανάτου ἐπιτίμιον ἀγαγεῖν, καὶ τὸν οἴκεῖον φϑόνον πλη-
θῶσαι, καϑὼς καὶ σοφός τις ἔλεγε: «Φϑόνῳ δὲ διαδόλου ϑά-
20 νατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλϑεν. «Καὶ ἔδωκε», φησί, «καὶ τῷ
ἀνδρὶ αὐτῆς" καὶ ἔφαγον, καὶ διηνοίχϑησαν αὐτῶν οἱ ὀφϑα}-
μοί». Πολλὴ καὶ τοῦ ἀνδρὸς ἡ ρᾳϑυμία. ἘΪ γὰρ καὶ διογενὴς
ἦν, καὶ γυνὴ ἦν, ἀλλ᾽ ἐχρῆν ἔναυλον ἔχοντα τοῦ Θεοῦ τὴν ἐν-
τολήν, προτιμοτέραν ταύτην ποιήσασϑαι τῆς ἀκαίρου ἐπιϑυ-
25 μίας ἐκείνης, καὶ μὴ κοινωνῆσαι τῆς παραδάσεως, μηδὲ διὰ
ὀραχεῖαν ἡδονὴν τῶν τοσούτων ἀγαϑῶν ξαυτὸν ἀποστερῆσαι,
καὶ προσχροῦσαι τῷ οὕτως εὐεργέτῃ, καὶ τοσαύτην φιλανϑρω-
πίαν ἐπιδειξαμένῳ, καὶ οὕτως ἀνώδυνον αἱ μόχϑου παντὸς
σου καὶ ἐκεῖνον ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ; Ποία ὑπερθο-
λικὴ τρέλλα σὲ ὡδήγησεν εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην τόλμην;
Δὲν ἦτο ἀρκετὸν διὰ σὲ τὸ νὰ ζῇς χωρὶς ταλαιπωρίας, νὰ
περιβάλλεσαι μὲν μὲ τὸ σῶμα, χωρὶς ὅμως νὰ χρειάζεσαι
τίποτε ἀπὸ τὰ σωματικά; τὸ νὰ ἀπολαμθάνῃς ὅλα τἀ ἀγα-
θὰ τοῦ παραδείσου ἐκτὸς ἀπὸ ἔνα δένδρον; τὸ νὰ ὑποτάσ-
σωνται εἰς σᾶς ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγματα καὶ νὰ ἔχετε τὴν
ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς ὅλα τἀ δημιουργήματα; ἀλλὰ ἤλπισες
ὅτι θὰ φθάσῃς καὶ εἰς τὴν ὑψίστην κορυφὴν μὲ τὰς ἀπατη-
λάς ἐλπίδας; Διὰ τοῦτο θά μάθῃς ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγμα-
τα, ὅτι ὄχι μόνον δὲν θὰ κατορθώσῃςα ἐκεῖνα, ἀλλὰ θὰ στε-
ρήσῃς καὶ τὸν ἑαυτόν σου καὶ τὸν ἄνδρα σου ἀπὸ ὅλα τὰ
ἀγαθά, ποὺ σᾶς εἶχαν δοθῆ μέχρι τώρα᾽ καὶ θὰ φθάσετε
εἰς τέτοιαν μετάνοιαν, ὥστε σεῖς μὲν μετανοεῖτε ἄσκοπα,
ὁ δὲ πονηρὸς δαίμων, ποὺ σᾶς ἔδωσε τὴν καταστρεπτικὴν
αὐτὴν συμβουλήν, νὰ γελᾷ καὶ νὰ σᾶς καταπατῇ, ἐπειδὴ
εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εὐρίσκεσθε εἰς κατάστασιν πτώσεως καὶ
ἔχετε πάθει τὰ ἴδια μὲ ἐκεῖνον. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖ-
νος ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὴν τιμήν, ποὐ τοῦ εἶχε δοθῆ, καὶ ἐρ-
ρίφθη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς εἰς τὴν γῆν, ὅταν ὑπερηφανεύ-
θη᾽ τοῦτο ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ εἰς σᾶς, καὶ μὲ τὴν παρά-
θασιν τῆς ἐντολῆς ἠθέλησε νὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν τιμω-
ρίσν τοῦ θανάτου καὶ νά ἱκανοποιήσῃ τὸν φθόνον του, κα-
θὼς ἔλεγε καὶ κάποιος σοφός «Ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ
διαθόλου, ὁ θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»". «Καὶ ἔδω-
σε, λέγει ἡ Γραφή, καὶ εἰς τὸν ἄνδρα της᾿ καὶ ἔφαγαν καὶ
ἤνοιξαν τἀ μάτια των». Μεγάλη εἶναι καὶ ἡ ἀδιαφορία τοῦ
ἀνδρός. Καὶ ἂν δέβδαια ἦτο ἀπὸ τὸ ἴδιον γένος, καὶ ἂν ἦτο
γυναῖκα του, ἔπρεπεν ὅμως νὰ ἠχῇ συνεχῶς εἰς τὰ αὐτιά
του ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ προτιμᾷ περισσότερον νὰ ἐ-
φαρμόζῃ αὐτήν, παρὰ τὴν ἄκαιρον ἐπιθυμίαν τῆς γυναικός"
καὶ νὰ μὴ γίνῃ συμμέτοχος εἰς τὴν παράβασιν, οὔτε ἐξ
αἰτίας μιᾶς συντόμου ἀπολαύσεως νὰ στερήσῃ τὸν ἕαυ-
τὸν του ἀπὸ τόσα ἀγαθά, καὶ νὰ μὴ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν
μὲ τὸν μεγάλον εὐεργέτην του, ὁ ὁποῖος ἐπέδειξε καὶ τό-
σον μεγάλην φιλανθρωπίαν καὶ ἐχάρισεν εἰς αὐτὸν ζωὴν
428 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
εἰς ἄλλο
ται εἰς τὴν ᾿Αγίαν Γραφήν, ἄκουσέ την νὰ λέγῃ
ᾶτο εἰς τὴν ἔρη-
σημεῖον ὅταν ἡ δούλη τῆς Σάρρας ἐπλαν
καὶ παρετῆη-
μονῖ, διωγμένη ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ ᾿Αθραάμ,
ποὺ ἐγ-
ροῦσε ἀπὸ μακρὰν τὸν θάνατον τοῦ τέκνου της,
κατέλειψε πλησίον μιᾶς ἐλάτης, λέγει: «ἤἭνοιξεν ὁ Θεὸς
ουμέ-
τὰ μάτια τῆς "Αγαρ»", ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔθλεπε προηγ
αὐτῆς. Βλέπει ς, ὅτι
νως, ἀλλὰ διότι ἐφώτισε τὴν διάνοιαν
οα,
τὸ «Ἤνοιξε», δὲν τὸ ἀναφέρει εἰς τὰ μάτια τοῦ σώματ
νὰ
ἀλλὰ εἰς τὰ μάτια τῆς διανοίας; Τὸ αὐτὸ ἡμποροῦμεν
ἐδῶ.
εἰποῦμεν καὶ διὰ τὸ ἄλλο ζήτημα, ποὺ προκύπτει ἀπ᾿
Λέγουν λοιπὸν μερικοί᾽ διατί τὸ δένδρ ον ὀνομάζ εται τῆς
Διότι πράγμα τι πολ-
γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ;
λοί, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ φιλονεικοῦν δι’ αὐτά, προσπαθοῦν
ἀ-
νὰ ἐρμηνεύσουν τὰ λόγια αὐτὰ λέγοντες, ὅτι ὁ ᾿Αδὰμ
διακρί νῃ τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν
πέκτησε τὴν γνῶσιν νὰ
χα-
μετὰ τὴν δρῶσιν ἀπὸ τὸ δένδρον᾽ τοῦτο ὅμως θὰ εἶναι
τοῦτο ἀκρι-
ρακτηριστικὸν τῆς ὑπερθολικῆς ἀνοησίας. Διὰ
ὁμι-
βῶς, ἐπειδὴ προεδλέπαμεν αὐτά εἰς προηγουμένας
λίας, ὡμιλήσαμεν λεπτομερῶς περὶ τῆς σοφίας, ποὺ ἐδόθη
ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἀποδεικνύοντες αὐτὴν
ἀπὸ τὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ἔθεσεν εἰς ὅλα τὰ θηρία καὶ τὰ
πτηνὰ καὶ τἀ ἄλογα ζῶα" καὶ ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἀνείπωτην αὐ-
τὴν σοφίαν εἶχεν ἀξιωθῆ καὶ τὸ προφητικὸν χάρισμα, ὥστε
νὰ μὴ ἐπιτρέπεται εἰς κανένα νὰ λέγῃ αὐτό. ᾿Εκεῖνος λοι-
πὸν ποὺ ἔδωσε τὰ ὀνόματα καὶ ἔκαμε μίαν θαυμαστὴν προ-
φητείαν διὰ τὴν γυναῖκα, ὅπως ἔχομεν ἤδη εἰπῆ, πῶς θὰ
ἦτο δυνατὸν νὰ ἀγνοῇ τί εἶναι καλὸν καὶ τί πονηρόν; ᾿Εὰν
βέθαια θὰ δεχθοῦμεν αὐτὸ (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εὐχόμεθα
νὰ μὴ γίνῃ ποτέ), πάλιν εἰς τὸν Δημιουργὸν θὰ ἀποδοθῇ
ἡ αἰτία τῆς δλασφημίας. Διότι πῶς θὰ τοῦ ἔδιδεν ἐντολήν,
ἐὰν δὲν ἐγνώριζεν, ὅτι ἡ παράθασις εἶναι κακόν; ᾿Αλλὰ
δὲν συμβαίνῃ αὐτό᾽ μὴ γένοιτο. ᾿Αντίθετα ἐγνώριζε πολὺ
καλά. Διότι τοῦτο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἐδημιούργησε τὸν ἄν-
θρωπον αὐτεξούσιον. ᾿Εἀν λοιπὸν δὲν ἦτο αὐτεξούσιοςα,
οὔτε ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ, ὅταν παρέθῃ τὴν ἐντολήν, οὔτε
νὰ θεωρηθῆ ἄξιος ἀμοιβῆς, ἐὰν τὴν ἐφύλασσεν. Ὅτι ἔχει
28
434 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
γονε, δῆλον καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἐντολῆς, καὶ ἐκ τῶν μετὰ ταῦ-
τα συμόάντων. άκουε γὰρ αὐτῆς τῆς γυναικὸς μαλούσης τῷ
ὄφει, «᾿Απὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ ἂν μέσῳ τοῦ παραδείοοι",
εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγεσϑε ἀπ' αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποϑάνητεν.
5. “Ὥσιε πρὸ τῆς ὁρώσεως ἀϑάγατοι ἐτύγχανον" εἶ γὰρ μὴ τοῦ-
τὸ ἦν, οὖκ ἂν μετὰ τὴν δρῶσιν ἐν τάξει τιμωρίας αὐτοῖς ἐπή-
»"αγξ τὸν ϑάνατον.
6. Τίς ἂν οὖν ἀνάοχοιτο τῶν λέγειν ὀουλομένων, ὅτι με-
τὰ τὴν ἀπὸ τοῦ ξύλου ὄρῶσιν ἔσχε τὴν γνῶσιν τοῦ τε καλοῦ
10 καὶ τοῦ πονηροῦ ὁ ἄνϑρωπος, ὁπότε καὶ πρὸ τῆς ὀρώσεως
τοσαύτης ἦν» σοφίας πεπληρωμένος, καὶ μετὰ τῆς σοφίας καὶ
προφητικοῦ χαρίσματος ἠξιωμένος; Καὶ πῶς ἂν ἔχοι ταῦτα
λόγον, αἶγας μὲν καὶ πρόδατα, καὶ πᾶσαν τὴν τῶν ἀλόγων
φύσιν εἰδέναι, ποία μὲν δοτάνη πρὸς τροφὴν ἐπιτηδεία, ποία
15 δὲ ὀλεϑρία, καὶ τῶν μὲν ἀπέχεσθαι μετὰ πολλῆς τῆς σπουδῆς,
ταῖς δὲ ἐπιτρέχειν" τὸν δὲ ἄνϑρωπον, τὸ λογικὸν ζῶον, ἄγνο-
δῖν τί μὲν καλόν, τί δὲ πονηρόν; ᾿ΑἋλλ᾽ ἰδού, φησί, ξύλον γγνω-
στὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ αὐτὸ ἐκάλεσενἡ 1] ραφή. Οἶδα κἀγὼ"
ἀλλ' ἐὰν τὰ ἰδιώματα τῆς ϑείας Γραφῆς μαϑεῖν δουληϑῇς,
20 εἴσῃ τίνος ἕνεκεν τὴν ὀνομασίαν ταύτην ᾿ἐπέϑηκε τῷ ξύλῳ.
Οὐ γὰρ ἐπειδὴ αὐτὸ τὴν γνῶσιν7παρεῖχεν, οὕτως ἐκαλεῖτο"
᾿ς ἀλλ᾽ ἐπειδὴ περὶ αὐτὸ γέγονεν ἡ παράδασις τῆς ἐντολῆς, καὶ
ἐξ ἐκείνου λοιπὸν τῆς ἁμαρτίας ἐπειοῆλϑεν ἢ γνῶσις, καὶ ἡ
αἰσχύνη, διὰ τοῦτο οὕτως ἐκέκλητο. "Εϑος γὰρ τῇ ϑείᾳ Γρα-
25 φῇ ἀπὸ τῶν συμδαινόντων πραγμάτων τὴν ὀνομασίαν τοῖς τό-
ποις ἐπιτιϑέναι, ἔνϑα ἂν συμδαίνῃ τὰ πράγματα. Διὰ τοῦτο
οὖν καὶ τὸ ξύλον γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ ὠνόμασεν ἢ ϑεία
Γραφή, ἐπειδὴ περὶ αὐτὸ ἦν ἡ παράδασις καὶ ἡ φυλακὴ τῆς
ἐντολῆς. Ὃ γὰρ φιλάνϑρωπος Δεσπότης ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐκ
30 προοιμίων παιδεύων τὸν ἄνϑρωπον, καὶ διδάξαι δουλόμενος
αὐτόν, ὅτι ἔχει δημιουργὸν καὶ ποιητὴν τὸν τὰ δρώμενα πάν-
ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ’ 435
9. Γαλ. 5. 24.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΙΣΤ΄ 441
29
450 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ν
Διότι γνωρίζετε ὅτι, ὅταν δικάζουν ἐκείνους ποὺ ἔπραξα
τὸ ὑψηλὸν θῆμα, δὲν καταδέ -
τὰ ἀδικήματα καθήμενοι εἰς
ν τὸν λόγον, καὶ
χονται νὰ τούς ἀπευθύνουν κατ᾽ εὐθεῖα
ἀτιμίαν
διὰ τοῦτο ἀποδεικνύοντες εἰς αὐτούς, μὲ πόσην
πο-
περιέδαλαν τοὺς ἑαυτούς τῶν μέ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν
μὲν δικαστ ὴς ἐρωτᾷ, κάποιο ς ἄλ-
νηρῶν ἔργων᾽ ἀλλὰ ὁ
λος δὲ, ποὺ παρίσταται, διαδιδάζει τὰ λεγόμε να τοῦ δικα-
στοῦ εἰς τὸν κατηγορούμενον καὶ μεταθιδάζει πάλιν πρὸς
δὲ
τὸν δικαστὴν τάς ἁπαντήσεια ἐκείνου τὴν συνήθειαν
αὐτὴν τῶν δικαστῶν ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ κανεὶς παντοῦ. Ὁ
Θεὸς ὅμως δέν συμπεριφέρεται ἔτσι᾽ ἀλλὰ τί κάνει; Καλεῖ
ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως. «Καὶ ἐκάλεσε, λέγει, Κύριος ὁ θΘε-
.
ὁς τὸν ᾿Αδὰμ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν᾽ «᾿Αδάμ, ποῦ εἴσαι;»
Πρόσεχε πόση δύναμις ὑπάρχει μέσα εἰς τὴν μικρὰν αὐτὴν
φράσιν. Καὶ αὐτὴ δεθαίως ἡ πρόσκλησις εἶναι δεῖγμα τῆς
μεγάλης καὶ ἀπεριγράπτου φιλανθρωπίας, καὶ τὸ νὰ δώσῃ
μὲ τὴν ἐρώτησιν ἀφορμὴν ἀπολογίας εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἦτο
γεμᾶτος ἐντροπὴν καὶ οὔτε τὸ στόμα του δὲν ἐτολμοῦσε
νὰ ἀνοίξη, εἶναι δεῖγμα μεγάλης ἀγάπης καὶ τὸ νὰ εἰπῇ
δὲ, «Ποῦ εἶσαι;» ἔχει μεγάλην δύναμιν μαζὶ καὶ φιλανθρω-
πίαν. Σχεδόν, μὲ τὰ λόγια αὐτά, ὑπαινίσσεται πρὸς αὐτὸν
τὰ ἑξῆς τί ἔχει συμδῆ; ᾿Αλλοῦ σὲ ἄφησα καὶ ἀλλοῦ τώρα
σὲ εὐρίσκω᾽ ἐνῷ σὲ εἶδα ἐνδεδυμένον μὲ ἄλλην δόξαν,
τώρα σὲ εὑρίσκω γυμνόν. Ποῦ εἶσαι; ᾿Απὸ ποῦ συνέθη εἰς
σὲ αὐτό; Ποῖος σὲ ὠδήγησεν εἰς τόσον μεγάλην μεταθο-
λήν; Ποῖος ληστὴς καὶ διαρρήκτης, ἀφοῦ σοῦ ἀφήρεσεν
ἔτσι διὰ μιᾶς ὀλόκληρον τὴν περιουσίαν, σὲ ὡδήγησεν εἰς
τόσον μεγάλην πτωχείαν; ᾿Απὸ ποῦ ἔχει δημιουργηθῆ εἰς
σὲ ἡ αἴσθησις τῆς γυμνότητος; Ποῖος εἶναι ὁ αἴτιος τῆς
ἀφαιρέσεως ἀπὸ σὲ ἐκείνου τοῦ θαυμαστοῦ ἐνδύματοα,
μὲ τὸ ὁποῖον ἦσο ἐνδεδυμένος; Τί εἶναι ἡ ἀπότομος αὐτὴ
μεταβολή; Ποία καταιγίδα, τόσον δυνατή, κατεπόντισε γρή-
γορα ὅλον τὸ φορτίον σου; Τί ἔχει συμθῆ καὶ ἐπιχειρεῖς
νὰ κρυφθῇς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ σὲ εὐηργέτησε τόσον πολὺ
καὶ σὲ ἐξύψωσεν εἰς τόσην τιμήν; Ποῖον τώρα προσπαθεῖς
νὰ ξεφύγης, ἐνῷ εἶσαι φοδισμένος; Μήπως λοιπὸν ἔχει
458 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΌΜΟΥ
κας μετ᾽ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον».
Οἷδα, φησίν, ἡμαρτηκώς, ἀλλ᾽ ἢ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ᾽ ἐμοῦ,
περὶ ἧς αὐτὸς εἶπας, «Ποιήσωμεν αὐτῷ δοηϑὸν κατ᾽ αὐτόν»,
αὕτη μοι αἰτία τοῦ ὀλίσϑου γέγονεν, «(Η γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’
20 ἐμοῦν. Πότε γὰρ προσεδόκησα ταύτην τῇ αἰσχύνῃ μὲ ταύτῃ
περιόαλεῖν, τὴν διὰ τοῦτο δημιουργηϑεῖσαν, ἵνα μοι τὴν παρ᾽
ἑαυτῆς παραμυϑίαν εἰσαγάγῃ; Σύ μοι αὐτὴν δέδωκας, σὺ
αὐτὴν ἤγαγες πρός με. Αὕτη τοίνυν, οὐκ οἶδα πόϑεν κινου-
μένη, ἔδωκέ μοι ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον». Ταῦτα δοκεῖ μὲν
25 ἀπολογίαν τινὰ ἔχειν, πάσης δὲ ἀπεστέρηται ουγγνώμης. Ποί-
ας γὰρ ἂν εἴης συγγνώμης ἄξιος, φησί, τῶν ἐμῶν ἐντολῶν
ἐπιλαϑόμενος, καὶ τῶν παρ᾽ ἐμοῦ ρηϑέντων προτιμοτέραν ἧ-
γησάμενος τὴν παρὰ τῆς γυναικὸς δόσιν; ΕἸ γὰρ καὶ ἡ γυνὴ
ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ἢ ἐντολὴ ἢ ἐμὴ
Ε»»-
καὶ Η ὃ φόδος τοῦ ἐπιτιμίου ἱκανὸς
1. Γεν. 2, 18.
ΟΜΙΛΙΑ [ΙΖ΄ 461
ἔ-
φοῦ δὲν ἔδωσες καμμίαν σημασίαν εἰς ὅλα αὐτά, ἰδοὺ
νὰ
μαθες διά τῆς πείρας τὸ μέγεθος τῶν σφαλμάτων σου
εὐθύνη ν μόνον εἰς τὴν γυναῖκα ,
μὴ ἀποδίδῃς, λοιπόν, τὴν
ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἰδικήν σου ἀδιαφο ρίαν.
5. ᾿Αφοῦ λοιπὸν εἶπεν ἀρκετὰ εἰς τὸν ᾿Αδάμ, καὶ ἐκεῖ-
ἐνὸ-
νος ὠμολόγησςε τἀ σφάλματά του, ἀποδώσας καθὼς
μιζε τὴν εὐθύνην εἰς τὴν γυναῖκα, πρόσεχε μὲ πόσην συγ-
κατάβασιν συμπεριφέρεται πάλιν ὁ πανάγαθος Κύριος καὶ
ἀξιώνει καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν κάποιαν ἀπάντησιν. «Καὶ εἶπε, λέγει
.
ἡ Γραφή, ὁ Θεὸς εἰς τὴν γυναῖκα᾽ διατί ἔκαμες αὐτό;»
"Ἤκουσεα, λέγει, τὸν ἄνδρα νὰ ἐπιρρίπτῃ τὴν εὐθύνην εἰς
σέ, καὶ νὰ ἀποδίδῃ τὸ καθετὶ εἰς σέ, ἡ ὁποία ἔχεις δοθῆ
ὡς βοηθὸς εἰς αὐτὸν καὶ διὰ τοῦτο ἐδημιουργήθης, διὰ νὰ
προσφέρῃς τὴν παρηγορίαν σου εἰς αὐτόν, καθόσον εἶσαι
.
ὁμογενής καὶ συμμετέχεις τῆς ἰδίας πρὸς αὐτὸν φύσεως
Διὰ ποῖον λοιπὸν λόγον ἔκαμες αὐτό, γυναῖκ α; καὶ δια-
τί ἔγινες ὑπεύθυνος τόσον μεγάλης ἐντροπῆς καὶ διὰ τὸν
ἑαυτόν σου καὶ διὰ τὸν ἄνδρα; Ποία ὠφέλεια προέκυψξε
διὰ σὲ ἀπὸ τὴν τόσην ἀκράτειαν; ποῖον τὸ κέρδος σου
ἀπὸ τὴν ἀπάτην, εἰς τὴν ὁποίαν μὲ τὴν θέλησίν σου παρε-
σύρθης, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔκαμες συμμέτοχον καὶ τὸν
ἄνδρα; Τί λοιπὸν λέγει ἡ γυναῖκα; «Ὁ ὄφις μὲ ἡπάτησξε
καὶ ἔφαγα». Πρόσεχε καὶ αὐτὴν νὰ εὑρίσκεται εἰς κατά-
στασιν μεγάλης δειλίας καὶ νὰ ἀπολογῆται διὰ τὰ σφάλμα-
τά της. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἐνόμισεν ὁ ἄνδρας, ὅτι μετα-
τοπίζει τὴν εὐθύνην εἰς τὴν γυναῖκα λέγων: ἡ γυναῖκα, ἔφε-
ρε, καὶ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα᾽ ἔτσι καὶ αὐτὴ, ἐπειδὴ δὲν
εὐρίσκει κανένα καταφύγιον, ὁμολογεῖ αὐτὸ ποὺ ἔγινε καὶ
λέγει, «Ὁ ὄφις μὲ ἐξηπάτησε καὶ ἔφαγα». Τὸ πονηρὸν ἐ-
κεῖνο θηρίον, λέγει, ἐπροξένησεν εἰς ἡμᾶς τὸ ὀλίσθημα
αὐτὸ ἡ καταστρεπτικὴ συμβουλὴ ἐκείνου μᾶς ἔφερεν εἰς
αὐτὴν τὴν ἐντροπήν, ἐκεῖνος μὲ ἐξηπάτησε καὶ ἔφαγα.
Ας μὴ ἐξετάζωμεν ἐπιπόλαια, ἀγαπητοί, αὐτὰ τὰ λόγια,
ἀλλά, ἀφοῦ τὰ διερευνήσωμεν μὲ ἀκρίθειαν, ἂς καρποθοῦ-
ν
μεν ἀπ᾿ αὐτά τὴν μεγάλην ὠφέλειαν. Διότι εἶναι φοθερὸ
τὸ δικαστήριον καὶ τρομερόν, καὶ πρέπει, ἀφοῦ ἀκούσωμεν
30
466 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
2. Γεν. 3,5.
ΟΜΙΛΊΑ ΙΖ’ 167
5. Γεν. 3,1.
ΟΜΙΛΔΙᾺ ΙΖ΄ -’ 475
9. Ἴω. 16,21.
᾿ΟΜΙΛΊΙΑ ΙΖ΄ 483
Διότι «θὰ ζητῇς καταφύγιον πρὸς τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐὖ-
τὸς θὰ εἶναι κυρίαρχός σου». Εἶναι προτιμότερον νὰ εἶσαι
κάτω ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ νὰ εὑρίσκεσαι κάτω ἀπὸ τὴν ἔ-
ξουσίαν αὐτοῦ, παρὰ ἀπολαμθάνουσα τὴν πλήρη ἐλευθε-
ρίαν καὶ τὴν ἐξουσίαν νὰ φέρεσαι εἰς τὸν κρημνόν. Διότι
καὶ εἰς τὸν ἵππον θὰ ἦτο ὠφέλιμον νὰ ἔχῃ χαλινάρι καὶ νὰ
βαδίζῃ μὲ τάξιν, παρὰ νά: φέρεται εἰς τὸν κρημνὸν χωρὶς
τὸ χαλινάρι. ᾿Αποθλέπων λοιπὸν πρὸς τὸ ἰδικόν σου συμ-
φέρον, ἐπιθυμῶ νὰ στρέφεσαι πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἀκο-
λουθῇς, ὅπως τό σῶμα ἀκολουθεῖ εἰς τὸ κεφάλι, καὶ νὰ
ἀναγνωρίζῃς μὲ εὐχαρίστησιν τὴν ἐξουσίαν του. Γνωρίζω
ὅτι ἔχετε κουρασθῆ ἀπὸ τὴν διάρκειαν τοῦ λόγου" ἀλλὰ
ἐντείνατε ὀλίγον, παρακαλῶ, τὴν προσοχήν σαα, διὰ νὰ μὴ
ἀφήσωμεν τὴν δίκην χωρὶς τέλος, οὔτε νὰ ἀναχωρήσωμεν
ἐγκαταλείποντες τὸν δικαστὴν νὰ κάθεται ἀκόμη εἰς τήν
ἕδραν᾽ ἄλλωστε ἔχομεν φθάσει πρὸς αὐτὸ τὸ τέλος.
9. ᾿Ας ἰδοῦμεν λοιπόν, τί λέγει μετὰ τὴν γυναῖκα πρὸς
τόν ἄνδρα καὶ ποίαν τιμωρίαν ἐπιβάλλει καὶ εἰς αὐτόν.
«Εἰς τὸν ᾿Αδὰμ δὲ εἶπεν ἐπειδὴ ἤκουσες τὴν ὑπόδειξιν
τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρον, ἀπὸ τὸ
ὁποῖον μόνον σὲ διέταξα νὰ μὴ φάγῃς, καταραμένη θὰ
εἶναι ἡ γῆ εἰς τὰ ἔργα σου. Μὲ λύπην θὰ κερδίζῃς τὴν
τὴν τροφήν σου ἀπ᾽ αὐτὴν εἰς ὅλας τὰς ἠμέρας τῆς ζωῆς
σου. Θὰ φυτρώνῃ ἀγκάθια καὶ τριδόλια διὰ σὲ καὶ θὰ τρώ-
γῃς ἄγρια φυτά. Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ μετώπου σου θὰ κερ-
δίζης τὸν ἄρτον σου, μέχρις ὅτου. θὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τήν
γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐλήφθης᾽ διότι χῶμα εἶσαι καὶ εἰς τὸ
χῶμα θὰ ἐπιστρέψῃο». ΚΚαὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀποδεικνύεται μεγάλη
καὶ ἀνέκφραστος ἡ φροντίδα τοῦ Κυρίου διὰ τὸν ἄνθρω-
πον. ᾿Αλλλὰ ἂς ἀκούσωμεν μὲ ἀκρίθειαν καθένα χωριστὰ
ἀπὸ τὰ λεχθέντα. «Εἰς δὲ τὸν ᾿Αδὰμ εἶπεν᾽ ἐπειδὴ ἤκουσες
τὴν ὑπόδειξιν τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸ δέν-
δρον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον σὲ διέταξα νὰ μὴ φάγῃς μόνον».
᾿Επειδὴ ἤκουσεα, λέγει, τὴν γυναῖκα σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ
τὸ δένδρον, καὶ ἐπροτίμησες τὴν συμβουλήν της ἀπὸ τὴν
ἰδικήν μου ἐντολήν, καὶ δὲν ἠθέλησες νὰ ἀπέχῃς ἀπὸ τὸ
486 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Γεν. 2,17.
ΟΜΙΛΊΙΑ [ἰΖ΄ 491
δεῖγμα
εὐμενῶς πρὸς ἡμᾶς. Πῶς, λοιπόν, δέν εἶναι αὐτὸ
αὐτός μέν, ἂν καὶ ἦτο Θεὸς καὶ
μεγάλης ἀχαριστίας, ἐὰν
τὴν θνητὴν φύσιν μας
ἀθάνατος, δὲν ἠρνήθη νὰ ἀναλάβῃ
τὴν ἀρ-
καὶ τὴν γήινον οὐσίαν, καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ
τόν οὐ-
χαίαν νέκρωσιν, καὶ νὰ ἀνεθάσῃ αὑτὴν ἐπάνω ἀπὸ
ίαν, καὶ
ρανόν, καὶ νὰ τὴν τιμήσῃ μὲ τὴν πατρικὴν συνεδρ
υνῆτα ι ἀπὸ ὅλην τὴν
νὰ τὴν καταστήσῃ ἀξίαν νὰ προσκ
δὲ δὲν ἠσθάν θημεν
στρατιὰν τῶν οὐρανίων ἀγγέλων, ἡμεῖς
τα,
καθόλου ἐντροπὴν νά ἀνταμείψωμεν αὑτόν μὲ τὰ ἀντίθε
νὰ
ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθάνατον ψυχήν, ὅπως θὰ ἠμποροῦσε
ν εἰς τὴν σάρκα, ἐκάνα μεν
εἰπῇ κανείς, ἀφοῦ ἐκολλήσαμε
α-
αὑτὴν γήινον καὶ νεκρὰν καὶ ἀδρανῆ; Οχι, σᾶς παρόακ
λῶ, νά μὴ εἴμεθα τόσον ἀχάριστοι πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς
εν
ἔχει εὑεργετήσει τόσον πολύ, ἀλλά, ἀφοῦ ἀκολουθοῦμ
ωμεν ἐκεῖνα , ποὺ φαίνον ται
τοὺς νόμους του, ἂς πράττ
καλὰ εἰς αὐτὸν καὶ εἶναι εὐάρεστα, διὰ νὰ μᾶς ἀναδείξῃ
νὰ
καὶ ἀξίους τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν᾽ αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ εἴθε
αν
ἀξιωθοῦμεν ὅλοι μας, μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλανθρωπί
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστο ῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον καὶ
εἰς τόν Πατέρα καὶ εἰς τὸ Αγιον Πνεῦμ α, ἀνήκει ἡ δόξα,
ἡ δύναμις, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
32
ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ΄
(Γεν. 3, 20 - 4, 7)
αὐτοῦ Εὔα, ὅπερ ἐστὶ ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζών-
τῶν»" τουτέστιν, αὕτη ἀρχή ἔστι πάντων τῶν ἐξ αὐτῆς ἐσομέ-
γῶν, καὶ ρίζα καὶ ϑεμέλιος τῆς μετὰ ταῦτα γενεᾶς. Εἶτα
25 μετὰ τὸ διδάξαι ἡμᾶς τὴν ἐπιτεϑεῖσαν τῇ γυναικὶ προσηγορί-
αν, πάλιν δείκνυσιν ἡμῖν τοῦ Θεοῦ τὴν ἀγαϑότητα, ὅπως οὐ
περιορᾷ - ὲ
ἐν τοσαύτῃ ,,
αἰσχύνῃ
3 ,
καὶ 4
γυμνότητι τοὺς ᾿
ὑπ᾽
ς 5
αὐτοῦ 3 »"
1. Ρωμ. 2,12.
ΟΜΙΛΙΑ [π΄ 501
ἐκεῖνοι,
τεροι παρὰ τὰ παραδείγματα αὐτά. Οὔτε δέθαια
εἰς τὰ ἴδια σφάλμ ατα μὲ
ποὺ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ πέσουν
ἰδίαν τιμωρί αν. Καὶ
τοὺς προηγουμένους, λαμβδάνουν τὴν
σοφὸν
αὐτὸ ἠμποροῦμεν νὰ τὸ μάθωμεν σύντομα ἀπὸ τὸν
Παῦλον,
διδάσκαλον τῆς οἰκουμένης, ἐννοῶ τὸν μακάριον
ς ἡμάρτ ηααν χωρὶς νὰ λά-
ὁ ὁποῖος λέγει᾽ «Ὅσοι δεθαίω
ν εἰς ἀπώλει αν χω-
θουν γραπτὸν νὸμον, θὰ καταδικασθοῦ
ρὶς τὴν κατηγορίαν τοῦ νόμου" καὶ ὅσοι ἡμάρτ ησαν ἔχον-
τες τὸν νόμον, θὰ κριθοῦν μὲ θάσιν τὸν νόμον».
θοῦν
Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἐννοεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς δὲν θὰ τιμωρη
ες πρὸ τοῦ νόμου καὶ
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον οἱ ἀμαρτήσαντ
ροτέρ ας τι-
οἱ μετὰ τὸν νόμον, ἀλλὰ θὰ ὑποστοῦν αὐστη
μωρίας ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν μετὰ τὴν ἐπίδοσιν τοῦ
νόμου. Διότι ὅσοι ἡμάρτησαν χωρὶς νόμον θὰ καταδικα-
σθοῦν εἰς ἁπώλειαν χωρὶς νόμον, δηλαδή, κάνει εἰς αὐὖ-
τοὺς ἐλαφροτέραν τὴν τιμωρίαν τὸ γεγονὸς ὅτι δέν εἶχαν
τὴν διδασκαλίαν καὶ δοήθειαν τοῦ νόμου. Καὶ ὅσοι ἡμάρ-
τησαν ἔχοντες τὸν νόμον, θὰ κριθοῦν μὲ θάσιν τὸν νόμον.
Αὐτοὶ ὅμως, λέγει, ἐπειδὴ εἶχαν καὶ τὸν νόμον διδάσκα-
λον, καὶ οὔτε ἔτσι ἐσωφρονίσθησαν, ἀλλὰ περιέπεσαν εἰς
τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους σφάλματα, θὰ τιμωρηθοῦν καὶ αὐστη-
ρότερα. ᾿Αλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἀνεγνώσθη-
σαν σήμερον. «Καὶ ὠνόμασε, λέγει ἡ Γραφή, ὁ ᾿Αδὰμ τὴν
γυναῖκα του Εὔαν, τὸ ὁποῖον σημαίνει ζωή, διότι αὐτὴ
ἦτο ἡ μητέρα ὅλων τῶν ζώντων». Πρόσεξε τὴν ἀκρίθειαν
τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς, πῶς δὲν παρέλειψεν οὔτε αὐτό, ἁλλὰ
μᾶς ἐδίδαξεν, ὅτι ὁ ᾿Αδὰμ ἔδωσε καὶ εἰς τὴν γυναῖκα τὸ
ὄνομα. «κάλεσε λοιπόν, λέγει, τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς
του Εὔα, τὸ ὁποῖον σημαίνει ζωή, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μη-
τέρα ὅλων τῶν ζώντων». Δηλαδή, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων
ἐκείνων ποὺ θὰ προέλθουν ἀπ᾽ αὐτήν, καὶ ἡ ρίζα καὶ τὸ
στήριγμα τῶν ἐπομένων γενεῶν. "Ἔπειτα ἀφοῦ μᾶς ἐδίδα-
ξε τὴν προσηγορίαν, ποὺ ἐδόθη εἰς τὴν γυναῖκα, πάλιν
μᾶς παρουσιάζει τὴν καλωσύνην τοῦ Θεοῦ, καθόσον δὲν
παραδλέπε: τοὺς δημιουργηθέντας ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ εὑρίσκων-
ται μέσα εἰς τόσην ἐντροπὴν καὶ γυμνότητα, «Καὶ ἔκαμε,
502 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
λέγει ἡ Γραφή, Κύριος ὁ Θεὸς διὰ τὸν ᾿Αδὰμ καὶ τήν γυ-
ναῖκα του δερματίνους χιτῶνας καὶ τοὺς ἐνέδυσε». “Ὅπως
ἀκριθῶς ἕνας εὐσπλαγχνικὸς πατέρας, ὅταν ἔχῃ ἕνα εὐ-
γενικὸν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἀνατρέφεται μὲ κάθε φροντίδα,
ἀπολαμβάνει κάθε ἀπόλαυσιν, ἔχει μεγαπρεπές σπίτι, ἐν-
δύεται μὲ μεταξωτὰ ἐνδύματα καὶ χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα
τὴν περιουσίαν καὶ τὸν πατρικὸν θησαυρόν, ὅταν τὸν θδλέ-
πῃ ὕστερα ἀπὸ τὴν μεγάλην αὐτὴν ἄνεσιν νὰ παρασύρεται
εἰς τὸν κρημνὸν τῆς κακίας, ἀφοῦ τὸν στερήσῃ ἀπὸ ὅλα
ἐκεῖνα καὶ τὸν θέσῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν του, καί, ἀφοῦ
τὸν ἀπογυμνώσῃ ἀπὸ τὸ πολυτελὲς ἔνδυμα, τὸν περιβάλλει
μὲ εὐτελὲς ἔνδυμα καὶ συχνὰ δουλικόν, διὰ νὰ μὴ εἶναι
ἐντελῶς γυμνὸς καὶ ἀσχημονεῖ᾽ ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ φιλάν-
θρωπος Θεός, ἐπειδὴ οἱ πρωτόπλαστοι κατέστησαν τοὺς
ἑαυτούς των ἀναξίους διὰ τὸ λαμπρὸν καὶ ὡραῖον ἐκεῖνο
ἔνδυμα, ποὺ τοὺς περιέθαλλε καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ εἶναι ἀνώ-
τεροι ἁπὸ τὰς ἀνάγκας τοῦ σώματος, ἀφοῦ τοὺς ἐγύμνω-
σεν ἀπὸ ὅλην ἐκείνην τὴν δόξαν καὶ τὴν ἀπόλαυσιν, τὴν
ὁποίαν προηγουμένως ἀπελάμθδαναν, προτοῦ ἀκόμη πέ-
σουν εἰς τὸ τρομερὸν αὐτὸ σφάλμα, διὰ νὰ δείξῃ τὴν
μεγάλην του εὐσπλαγχνίαν πρὸς αὐτοὺς καὶ διὰ νὰ τοὺς
σώσῃ ἀπὸ τὴν πτῶσιν καὶ ἐπειδὴ εἶδε νὰ ἔχουν περιθδληθῆ
μὲ πολλὴν ἀσχημίαν καὶ δὲν ἐγνώριζαν τί νὰ πράξουν, διὰ
νὰ μὴ εἶναι γυμνοὶ καὶ νὰ μὴ ἀσχημονοῦν, κατασκευάζει
δι᾽ αὐτοὺς δερματίνους χιτῶνας καὶ τοὺς ἐνδύει. Τέτοια
θέθαια εἶναι τὰ τεχνάσματα τοῦ διαθόλου᾽ ὅταν λοιπὸν θὰ
εὑρῇ ἐκείνους ποὺ πείθονται εἰς αὐτόν, ἀφοῦ τοὺς ἀνα-
τρέψῃ μὲ κάποιαν μικρὰν ἠδονήν, καὶ ἀφοῦ τοὺς ὁδηγήσῃ
εἰς αὐτὸν τὸν βδυθὸν τῆς κακίας, καὶ ἀφοῦ τοὺς γεμίσῃ
μὲ κάθε ἐντροπὴν καὶ ἁτιμίαν, τοὺς ἀφήνει νὰ εἶναι πε-
σμένοι κάτω, θλιβερὸν θέαμα εἰς ἐκείνους ποὺ τοὺς δθλέ-
πουν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ φροντίζει διὰ τὰς ἰδικάς μας
ψυχάς, ὅταν εἶδεν αὐτοὺς νὰ εὐρίσκωνται εἰς ἀμηχανίαν
μεγάλην, οὔτε ἔτσι ἀνέχεται νὰ τοὺς περιφρονήσῃ, ἀλλὰ
ἐπινοεῖ δι᾽ αὐτοὺς κάλυμμα, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς μὲ
τὴν εὐτέλειαν τοῦ ἐνδύματος ποίων ἐνδυμάτων κατέστη-
504 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
2. Α’ Τιμ. 6,8.
ΟΜΙΛΔΙΑ΄ ΙΗ τ" 507
3. Γεν. 3,5.
ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ’ 509
φϑιηρ, “Ὅρα μοι πάλι» ἐνταῦϑα τῆς ϑείας Γραφῆς τὴν ἀκρί-
ὕξιαν. «Εξαπέστειλεν αὐτόν», φησί, «Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ
παραδείσου τῆς τουφῆς, ἐργάζεσϑαι τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφϑη».
Ἰδοὺ τὰς ἀποφάσεις αὐτοῦ εἷς ἔργον ἄγει, καὶ ἐκ τοῦ παρα-
5 ᾿ Ν - , ΕΣ - » 2 ΒΩ Ν 3 -
σου φάγῃ τὸν ἄρτον σου». Τὸ αὐτὸ τοίνυν καὶ νῦν λέγει διὰ
τοῦ εἰπεῖν, « ογάξεσϑαι τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφϑη». Εἶτα, ἵνα
μάϑωμεν» πόσῳ
αὐτὸν ἀπῷῴκιοε τοῦ παοαδείσου, διαστήματι
15 καὶ τοῦτο διδάσκει ἡμιᾶς ἡ ϑεία Γραφὴ λέγουσα" «Καὶ ἐξέθαλε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αδάιι, καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ
παραδείσου τῆς τρυφῆς». Σκόπει πῶς ἕκαστον τῶν γινομένων
᾽ὔ - - » [Φ “
ὅμως
μὲ
εἰ καὶ ὀδύνην ἀφόρητον
Η " 3 , 3 ΄
ἡ ϑέα εἶχεν, ἀλλ᾽
ε 5» 5»
οὐ μικρᾶς
5 “
4. Γεν. 3,19.
ΙΗ΄ 513
ΟΜΙΛΙΑ
μεταβολὴν τῶν
θα τὴν ἀδιαφορίαν μαα, καὶ ἔτσι μὲ τὴν
ποῖα ἀγαθὰ
πραγμάτων διδασκόμεθα ἀφ᾽ ἑνός μὲν ἀπὸ
ποίας συμφο ρὰς περί!ξ-
ἐξεπέσαμεν, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ μὲ
τὸ ὅτι ἐπρόστα-
βάλαμεν τοὺς ἑαυτούς μας. Συνεπῶα καὶ
είσου ἐκεῖ-
ξε νὰ διαμένῃ πλησίον καὶ ἀπέναντι τοῦ παραδ
αὐτόν , ἦτο δεῖγμ α πολὺ μεγά-
νος, ποὺ εἶχεν ἐκπέσει ἀπ᾽
ὑπενθ ύμισι ν ἀπό τὴν
λης φροντίδος, διὰ νὰ ἔχῃ καὶ τὴν
αὐτό, καὶ νὰ
θέαν καὶ νὰ ἀπολαμδάνῃ τὴν ὠφέλειαν ἀπ᾽
ἂν καὶ εἶχε
μὴ τολμήσῃ πλέον νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ δένδρον,
ἀπὸ τὸν
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς φιλοζωίας καὶ εὑρίσκετο ἔξω
Γραφὴ συγκα ταθαί-
παράδεισον. ᾿Επειδὴ θεθαίως ἡ ᾿Αγία
διηγεῖ ται ὅλα
νει πρὸς τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀνθρώπου μᾶς
περισ τρεφο -
αὐτά. «Καὶ ἐτοποθέτησε τὰ Χερουθδὶμ μὲ τὴν
πρὸς τὸ
μένην πυρώην ρομφαίαν νὰ φυλάττουν τὴν ὁδὸν
δένδρον τῆς ζωῆς». Ἡ ἀδιαφορία, τὴν ὁποία ν ἔδειξ αν πρὸς
ἡ αἰτία νὰ ἀπο-
τὴν δοθεῖσαν ἐντολήν, ἔγινεν εἰς αὐτοὺς
όησε. πᾶρα-
κλεισθῇ μὲ τόσην ἀσφάλειαν ἡ εἴσοδος. Καταν
κατοί-
καλῶ, ὅτι ὁ φιλάνθρωπος δὲν ἠρκέσθη οὔτε εἰς τὴν
ντι τοῦ παραδ είσου , ἀλλὰ
κησιν τῶν πρωτοπλάστων ἀπένα
Χερευθ δὶμ μὲ τὴν
ἐτοποθέτησε τὰς δυνάμεις αὐτὰς τῶν
σουν τὸν
περιστρεφομένην πυρίνην ρομφαίαν νὰ φυλάσ
δὲ τυ-
δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρός τὰ ἐκεῖ. Δὲν ἐπρόσθεσε
», ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ,
χαῖα, «Τὴν περιστρεφομένην
δρόμο ι, διότι ἡ ρομ-
ὅτι εἶχαν ἀποκλεισθῆ δὲ αὐτὸν ὅλοι οἱ
σεν ὅ-
φαία ἐκείνη ἐξ αἰτίας τῆς περιστροφῆς τῆς ἔφρασ
καὶ ἡμπο-
λους τούς δρόμους ποὺ ὠδηγοῦσαν πρὸκ τὰ ἐκεῖ
διαρκ ῶς τὸν φόθδον καὶ τὴν
ρεῖ νὰ παρέχῃ εἰς αὐτὸν
ὑπενθύμισιν.
του "τὴν
4. «Ὁ ᾿Αδὰμ δὲ συνευρέθη μὲ τὴν γυναῖκα
Εὔαν». Παρατήρησε πότε ἔγινε τοῦτο. Μετὰ τὴν παρα-
τότε
κοήν, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τὸν παράδεισον,
λάστων ..- Διότι. πρῖν
«ἀρχίζει ἡ δαρκικὴ μεῖξις τῶν πρωτοπ
ἀπὸ τὴν παρακσὴν ἐζοῦσαν ἀγγελικὴν ζωὴν. καὶ πουθενὰ
δυνα-
δὲν ἐγίνετο λόγος διὰ τὴν συνουσίαν. Διότι πῶς ἦτο
τὸν νὰ συμβῇ, ὅταν δέν ὑπέκειντο οὔτε εἰς τὰς σωματικὰς
παρθενι-
ἀνάγκας; Ὥστε εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκυριαρχοῦσεν ὁ
516 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
εἰσῆλθεν
κός βδίος᾽ ὅταν ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας
ς μὲν ὁ βίος
ἡ παρακοή, καὶ ἤρχισεν ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖνο
διὰ τὰ τόσον
ἀπεμακρύνθη, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔγιναν ἀνάξιοι
μεγάλα ἀγαθά᾽ εἰσῆλθε λοιπὸν εἰς τὸ ἐξῆς ὁ νόμος τῆς
μέγα εἶναι
συνουσίας. Κατανόησε λοιπόν, ἀγαπητέ, πόσον
ἕνας πολύτι μος καὶ
τὸ ἀξίωμα τῆς παρθενίας, καθὼς εἶναι
πίνην
μεγάλος θησαυρός, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρω
ην ἀπὸ τὴν βοήθει αν τοῦ Θεοῦ. Ὅτι
φύσιν καὶ ἔχει ἀνάγκ
σώματ ος τὰ τῶν ἀσωμά των
βεθαίως κατορθώνουν διὰ τοῦ
ίαν,
δυνάμεων ἐκεῖνοι, ποὺ ἐκλέγουν πρόθυμα τὴν παρθεν
υκαίο υςὔ,
ἄκουε τὸν Χριστὸν ποὺ λέγει εἰς τοὺς Σαδδο
τὸν λόγον περὶ τῆς ἀναστά σεωοα, ἤθε-
ὅταν, προκαλοῦντες
«Διδάσ καλε, ἦσαν μετα-
λαν νὰ πληροφορηθοῦν ἐρωτῶντες"
ἀπέ-
ξὐύ μας ἐπτὰ ἀδελφοί, καὶ ὁ πρῶτος ἀφοῦ ἐνυμφεύθη
α του
θανε καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε παιδιά, ἄφησε τὴν γυναῖκ
ἐπειδὴ
εἰς τὸν ἀδελφόν του᾽ καὶ ὁ δεύτερος ἀπέθανε, καὶ
α του εἰς τὸν ἀδελφ όν του᾽
δὲν εἶχε παιδί, ἄφησες τὴν γυναῖκ
καὶ ὁ τέταρτ οο, καὶ ὁ
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ τρίτοα,
αν τὴν
πέμπτος, καὶ ὁ ἕκτος, καὶ ὁ ἕθδομος ἐνυμφεύθησ
λοιπόν,
αὐτὴν γυναῖκα καὶ ἀπέθαναν. Κατὰ τὴν ἀνάστασιν
εἶχαν
ποίου ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ θὰ εἶναι γυναῖκα; Διότι ὅλοι
αὐτήν». Τί λοιπὸν ἀπαντᾷ πρὸς αὐτοὺ ς ὁ Χριστό ς; «Πλα-
τοῦ
νᾶσθε, καὶ δὲν γνωρίζετε τὰς Γραφάο, οὔτε τὴν δύναμιν
Θεοῦ᾽ διότι εἰς τὴν ἀνάστασιν οὔτε οἱ ἄνδρες νυμφεύονται,
οὔτε αἱ γυναῖκες ὑπανδρεύονται, ἀλλὰ εἶναι σὰν ἄγγελοι»".
Εἴδες πῶς, ἐνῷ βαδίζουν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔχουν ὑλικὸν σῶμα,
ν
μιμοῦνται τὴν ζωὴν τῶν ἀγγέλων ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπεδέχθησα
τὸν κλῆρον τῆς παρθενίας ἐξ αἰτίας τοῦ πόθου τῶν πρός
τὸν Χριστόν; Διότι ὅσον μέγα καὶ ὑψηλόν εἶναι τὸ πρᾶ-
γμα, τόσον καὶ ἀκόμη κατὰ πολὺ μεγαλύτεροι εἶναι οἱ στέ-
-
φανοι καὶ τὰ θραθεῖα καὶ τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἔχει ὑποσχε
θῆ εἰς ἐκείνους πού ἐπέδειξαν μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐκτέ-
λεσιν τῶν ἀγαθῶν πράξεων. «Ὁ ᾿Αδὰμ δέ, λέγει ἡ Γρα-
φή, συνευρέθη μὲ τὴν γυναῖκα του τὴν Εὔαν, καὶ ἀφοῦ
συνέλαθεν αὐτὴ ἐγέννησε τὸν Κάιν», ᾿Επειδὴ μὲ τὴν πα-
518 ἸΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
προσ-
θρώπινον γένοο, ἐκινήθη πρός αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν
εως καὶ ἡ ἀδιαφο ρία τῆς
φοράν᾽ ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς διαθέσ
δεκτον τὴν προσ-
προαιρέσεως ἔκαμε τοῦ μὲν ἐνὸς εὐπρόσ
ς ὁ
φοράν, τοῦ δὲ ἄλλου ἀπρόοδεκτον. «Καὶ εἶδεν εὐμενῶ
Θεὸς πρὸς τὸν "Αθελ καὶ τὰ δῶρα αὐτοῦ». Πρόσεξε πῶς
ἐκπληρώνεται ἐδῶ αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθῆ εἰς τὸ εὐαγγέλιον,
πρῶ-
ὅτι θὰ γίνουν οἱ πρῶτοι τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι
ὸ-
τοιδ, Διότι ἰδού, ἂν καὶ εἶχε τὸ προνόμιον ἀπὸ τὰ πρωτοτ
κια, ἂν καὶ πράγματι πρῶτος ἐπρόσφερε θυσίαν, ἐπειδὴ δὲν
ἐπρόσφερεν ὅπως ἔπρεπε, ἐφάνη κατώτερος ἀπὸ τὸν ἀδελ-
ἡ
φὸν του. "Ἂν καὶ δεθαίως ἐπρόσφεραν καὶ οἱ δύο, λέγει
᾿Αγία Γραφή, «Καὶ εἶδεν εὐμενῶς ὁ Θεὸς πρὸς τόν Αθελ
καὶ τὰ δῶρα αὐτοῦ». Τί σημαίνει τό «Εἶδεν εὐμενῶο»; Τοῦ-
το ἐλέχθη ἀντὶ τοῦ, ἔκαμεν ἀποδεκτὴν, ἐπήνεσε τὴν διάθε-
ῦ-
σιν, ἐθράθβευσε τὴν προαίρεσιν, ἠρκέσθη, ὅπως θὰ ἠμπορο
μεν θέ-
σε νὰ εἰπῇ κανείς, εἰς τὸ γεγονός. "Αν καὶ ὁμιλοῦ
βαια περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τολμῶμεν νὰ ἀνοίξωμεν τὸ στόμα
περὶ τῆς ἀμολύντου ἐκείνης φύσεως, ὅμως, ἐπειδὴ εἴμεθα
ἄνθρωποι, δὲν θὰ ἡμπορέσωμεν νὰ ἐννοήσωμεν αὐτὰ δια-
φορετικὰ παρὰ διὰ τῆς γλώσσης. Παρατήρησε τὸ ἀξισθαύ-
μαστον. «᾿Απεδέχθη, λέγει, ὁ Θεὸς τὸν "Αθελ καὶ τὰ δῶρα
αὐτοῦ». Τὴν προσφοράν τῶν προθάτων ὠνόμασε δῶρα,
διότι ἦσαν πολύτιμα, διαλεγμένα καὶ καθαρὰ τὰ προσφερ-
θέντα. Εἶδε λοιπόν εὐμενῶς πρὸς αὐτόν, διότι ἐπρόσφερε
μὲ ἀγνὴν διάθεσιν᾽ ἐδέχθη καὶ τὰ προσφερθέντα δῶρα, ὄχι
διότι μόνον ἤσαν καθαρά, ἀλλὰ διότι ἐφαίνοντο ἀπὸ παντοῦ
πολύτιμα, καὶ ἀπὸ τὴν διάθεσιν αὐτοῦ ποὺ προσφέρει, καὶ
ἀπὸ τὸ ὅτι ἦσαν πρωτότοκα, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ διαλεγμένα,
καὶ ἀπὸ τὰ παχέα μέρη αὐτῶν, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ
ἄριστα. «Καὶ εἶδεν εὐμενῶς, λέγει, ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Αθελ
καὶ τὰ δῶρα αὐτοῦ᾽ πρὸς τὸν Κάιν ὅμως καὶ πρὸς τὰς θυ-
σίας αὐτοῦ δὲν ἐπρόσεξεν». Ἐπειδὴ μὲ καθαρὰν σκέψιν
καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν ἐπρόσφερεν ὁ “Αθελ, «Εἶδεν εὐμε-
νῶς, λέγει, ὁ Θεός», δηλαδή, ἐδέχθη, ηὐχαριστήθη, ἑπήνσε᾽
δῶρα δὲ ὠνόμαος τά προσφερθέντα, τιμῶν καὶ μέ τὸν τρό-
πον αὐτὸν τὴν διάθεσιν αὐτοῦ ποὺ ἐπρόσφερε. «Εἰς τὸν Κάιν
526 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΌΟΜΟΥ
τόσον ἐξ αἰτί-
σφάλλωμεν εἰς κάτι, δὲν μᾶς ἀποστρέφεται
εἰς τὸ σφάλμα᾽
ας τοῦ σφάλματος, ὅσον ὅταν ἐπιμείνωμεν
ὁ Κάιν ὅμως δέν κάνει κανένα λόγον δι᾽ αὐτό.
νὰ ἰδῇς
8. Καὶ διὰ νὰ μάθῃς αὐτὸ μὲ ἀκρίθειαν, καὶ διὰ
ἀπὸ αὐ-
τὸ ἀνείπωτον μέγεθος τῆς φιλανθρωπίαα, θλέπε
τητα αὐτοῦ
τὰ ποὺ γίνονται τώρα τὴν ὑπερβολικὴν ἀγαθό
ς του. Διότι, ὅταν εἶδεν ὅτι
καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀνεξικακία
κάποιο ν τρόπον , ὅτι
αὐτὸς ἐλυπήθη ὑπερθολικά, καί, κατὰ
δὲν τὸν
ἐπρόκειτο νὰ πνιγῇ ἀπὸ τὰ κύματα τῆς λύπης,
ἐπέδειξε
παραθλέπει᾽ ἀλλὰ τὴν φιλανθρωπίαν, τὴν ὁποίαν
εἰς αὐτὸν ἀφορμ άς πρὸς ἀπο-
πρὸς τὸν πατέρα του, δίδων
παρρη σίας εἰς αὐτὸν
λογίαν καὶ ἀνοίγων τὴν θύραν τῆς
παράπτω-
καὶ λέγων «Ποῦ εἶἷσαι;» μετὰ τὸ φοθερὸν ἐκεῖνο
ν ποὺ ἔγι-
μα, τὴν ἰδίαν καὶ τώρα ἐπιδεικνύει πρὸς ἐκεῖνο
πέσῃ εἰς
νε τόσον ἀγνώμων, καὶ ὠσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ
τοῦ καὶ ἐπιθυ μῶν νὰ τοῦ
τὸν κρημνόν, ἁπλώνων τὸ χέρι!
λέγει πρὸς αὖ-
δώσῃ ἀφορμὴν νὰ διορθώσῃ τὸ σφάλμα,
πόν
τόν «Διατί εἶσαι λυπημένος; καὶ διατί ἔγινε τὸ πρόσω
καὶ δὲν
σου οκυθρωπόν; Ἐὰν προσφέρῃς ὅπως πρέπει
; Ἡσύχα σε. Αὐτός θὰ
διακρίνης σωστά, δὲν ἁμαρτάνεις
αὐτόν» . Παρα-
καταφεύγῃ εἰς σέ, καὶ σὺ θὰ ἐξουσιάζῃς
τάθασιν
καλῶ, παρατήρησε, ἀγαπητέ, τὴν ἄπειρον συγκα
πολιορ-
τῆς κηδεμονίας του. ἽΟταν λοιπὸν εἶδεν αὐτὸν νὰ
, ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνο υ,
κῆται, κατὰ κάποιον τρόπον
κατάλ ληλα φάρμα κα,
πρόσεχε πῶς ἐπιθέτει εἰς αὐτὸν τὰ
ἀνα-
κινούμενος ἀπὸ τὴν ἰδικήν τοῦ ἀγαθότητα, ὥστε νὰ
«Δια-
σύρῃ αὐτὸν γρήγορα καὶ νὰ μὴ θυθισθῇ εἰς τὸ πάθος.
καὶ διατί ἔγινε τὸ πρόσω πόν σου
τί εἶσαι λυπημένος πολύ;
κατελ ήφθης ἀπὸ τό-
σκυθρωπόν;». Διὰ ποῖον λόγον, λέγει,
σον μεγάλην λύπην, ὥστε καὶ μὲ τὸ πρόσωπόν σου νά ἀπο-
-
δεικνύης τὸ μέγεθος τῆς θλίψεως; «Διατί ἔγινε τὸ πρόσω
πόν σου σκυθρωπόν ;» διατί ἐπέδρασεν ἔτσι τὸ γεγονὸς εἰς
σέ; διὰ ποῖον λόγον δὲν ἀντελήφθης μόνος σου τὸ πρέ-
πον; Μήπως λοιπὸν ἐπρόσφερες εἰς ἄνθρωπον, ποὺ ἡμπο-
ροῦσε νὰ παραλογισθῇ; δὲν ἐγνώριζες ὅτι δὲν εἶχα ἀνάγ-
κην ἀπὸ τὰἀ προσφερόμενα, ἀλλὰ ὁπὸ τὴν ἀγαθὴν διά-
34
530 ΙΩΑΝΝΟῪ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ϑροωπος γάρ εἶμι, καὶ «Οὐ δούλομαι τὸν ϑάνατον τοῦ ἅμαρ-
τωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν». ᾿Επεὶ οὖν ἥμαρτες,
«(Ησύχασον», γαλήνην ἔργασαί σου τοῖς λογισμοῖς, καὶ ἀπα)-
λάγηϑι τῆς τῶν κυμάτων σφοδρότητος,
τῶν πολιορκούντων
25 οὐ τὴν διάνοιαν, κατάστειλον τὴν ταραχήν, μὴ τῷ προλαδόν»-
τι ἁμαρτήματι ἕτερον χαλεπώτερον προσϑῇς, μηδὲ δουλεύσῃ
μηδὲν τῶν ἀνηκέστων. Μὴ αἰχμάλωτον σαυτὸν ἐκδῷς τῷ πο-
νηρῷ δαίμονι, “Ἥμαρτες, ἡούχαοον. "Ἤδει καὶ ἐκ προοιμίων
τὴν μέλλουσαν ἐπιχείρησιν κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ γίνεσθαι, καὶ
-,Τ΄΄΄΄Πἧἔ ΄΄.
9. Ἰε1. 18,23.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΙΗ’: 591
λυπημέ-
θεσιν ἐκείνων ποὺ τὰ προσφέρουν; «Διατί εἶσαι
σου ἔγινε σκυθρ ωπόν;
νος πολύ; καὶ διατί τὸ πρόσωπὸν
νῃς σωστά,
᾿ὰν προσφέρῃς ὅπως πρέπει καὶ δὲν διακρί
τὴν ἔν-
δὲν ἁμαρτάνεις;». Τὸ νὰ συλλάθῃ λοιπὸν κανεὶς
τὸ νὰ
νοιαν τοῦ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἶναι ἄξιον ἐπαίνου᾽
ἐπέφε ρε τὴν ἀπόρρι ψιν
μὴ ἐπιλέγῃ ὅμως σωστά, τοῦτο
εἰς τὸν Θεόν,
τοῦ προσφερθέντος. Διότι, ὅταν ἐπρόσφερες
ὴν
ἔπρεπε νὰ ἐπιδείξης μεγάλην προσοχὴν διὰ τὴν ἐκλογ
ι μεταξὺ
τῶν προσφερθέντων, καὶ ὅση ἀπόστασιᾳ ὑπάρχε
ος, τὸση διαφο ρὰ ἔ-
τοῦ δεχομένου καὶ τοῦ προσφέροντ
τῶν ἀγαθῶ ν. Σὺ
πρεπε νὰ ὑπάρξῃ καὶ εἰς τὴν ἐπιλογὴν
φερες
ὅμως χωρὶς νὰ ἐννοήσῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἐπρόσ
δεκτὰ
ἁπλῶς τὰ τυχόντα. Διὰ τοῦτο δὲν ἠμπόρεσαν οὔτε
ῶς ἡ ἰδική σου διάθεσ ις, μὲ
νὰ γίνουν. Διότι ὅπως ἀκριβ
τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὴν προσφοράν, χωρὶς νὰ ὑπολο γίσῃᾳ
ερ-
καθόλου τὴν ἀπόστασιν, ἔκαμε νὰ ἀπορριφθῇ ἡ προσφ
καὶ
θεῖσα ἀπὸ σὲ θυσία᾽ ἔτσι ἡ διάθεσις τοῦ ἀδελφοῦ σου,
ἔδειξε μεγάλ ην προσο χὴν
ἐπειδὴ ἦτο ὀρθὴ καὶ ἐπειδὴ
κατὰ τὴν ἐπιλογήν, ἔχει κάμει εὐπρόσδεκτα τὰ δῶρα του.
ος,
“Ὅμως οὔτε ἔτσι ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ παραπτώματ
λήν,
ἀλλὰ δεικνύω μόνον τὸ ἁμάρτημα καὶ σοῦ δίδω συμὄθο
τὴν ὁποίαν ἐὰν θὰ θελήσῃς νὰ δεχθῆα, καὶ τὸ ἁμάρτημα
θὰ διορθώσῃς καὶ δὲν θὰ περιβάλῃς τὸν ἑαυτόν σου μὲ
χειρότερα κακά. Τί λοιπόν; Ἡμάρτησες, καὶ ἡμάρτησες
πολύ, ἀλλὰ δὲν σὲ τιμωρῶ διὰ ἁμάρτημα, διότι εἶμαι φιλάν-
θρωπος καὶ «δὲν θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, παρὰ
καὶ
τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ»". Λοιπόν, ἄν
ἡμάρτησες, «Ἡσύχασε», προσπάθησε νὰ φέρῃς γαλήν ην
ὁρμητι κό-
εἰς τὰς σκέψεις σου καὶ νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὴν
σου"
τητα τῶν κυμάτων, ποὺ πολιορκοῦν τὴν διάνοιάν
σταμάτησε τὴν ταραχή ν, μήπως εἰς τό προηγ ούμεν ον ἀμάρ-
τήμα προσθέσῃς ἄλλο φοθερώτερον καὶ μήπως σκεφθῇς
τίποτε ἀπὸ τὰ καταστρεπτικὰ κακά. Μήπως παραδώσῃς
τὸν ἑαυτόν σου αἰχμάλωτον εἰς τὸν πονηρὸν διάβολον.
Ἡμάρτησες, ἡσύχασε. ᾿Εγνώριζε καὶ ἀπό πρὶν τὴν ἐπίθε-
σιν ποὐ ἐπρόκειτο νὰ κάμῃ ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ
532 ἰζΏαΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
λοιπὸν ὡς
αὐτὴν προλαμδάνει μὲ τὰ λόγια αὐτά. ᾿Επειδὴ
τὰ ἀπόρρ ητα τῆς διανοίας,
Θεός, ἀφοῦ γνωρίζει καλὰ καὶ
μὲ τὰς πολλὰς
ἐγνώριζε τὰς σκέψεις τῆς καρδίας του,
προσφ έ-
παραινέσεις καὶ μὲ τὴν συγκατάθασιν τῶν λόγων,
ρῶν ὅλα
ρει τὴν κατάλληλον θεραπείαν εἰς αὐτόν, ἐκπλη
ἀφοῦ ἀπεμά κρυνε τὸ φάρμα-
τὰ ἰδικὰ του, ἂν καὶ αὐτός,
κον, κατεκρήμνισε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ βάραθ ρον τῆς
α, λέγει,
ἀδελφοκτονίαᾳ. Ἡμάρτησες, ἡσύχασε. Μὴ νομίσῃ
ὲέ-
ἂν καὶ δὲν ἐδέχθην τὴν θυσίαν σου ἐξ αἰτίας τῆς ἐσφαλμ
ἐὰν ἐδέχθ ην τὸ δῶρον τοῦ ἀδελφ οῦ
νης σου διαθέσεως καὶ
ρέσεω ς, ὅτι σοῦ στερῶ
σου ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθῆς του προαι
πρωτοτό-
τὰ πρωτεῖα καὶ σὲ ἐκδιώκω ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῶν
κων. «Ἡσύχασε᾽» διότι ἂν καὶ ἔχε! γίνει ἄξιος τῆς τιμῆς
ἀλλὰ
ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἔχουν γίνει τὰ δῶρα του εὐπρόσδεκτα,
καὶ σὺ θὰ ἑἐξουσ ιάσῃς αὐὖὐ-
«Πρὸς σέ θά καταφεύγῃ αὐτὸς
σὲ ἐπιτρ έπω νὰ
τόν». Ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν αὐτὴν
δια-
ἔχῃς τὰ πλεονεκτήματα τῆς πρωτοτοκίας, καὶ ἐκεῖνον
τάσσω νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου ἐξουσίαν καὶ ἀπὸ
τὴν ἰδικὴν σου ἀρχηγίαν. Πρόσεχε τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ
Κυρίου, πῶς ἐπιθυμεῖ νὰ καταπραὔνῃ τὸν θυμὸν καὶ τὴν
παραφροσύνην του, καὶ νὰ σταματήσῃ τὴν ὁρμήν του μὲ
τὰ λόγια αὐτά. ᾿Επειδὴ δλέπει τὰς σκέψεις τῆς διανοίας
του καὶ γνωρίζει καλὰ τὴν σκληρότητα τῆς φονικῆς αὐτοῦ
διαθέσεως, ἤδη ἐπιθυμεῖ νὰ καταστήσῃ ἀπὸ τώρα εὐθὺν
τὸν λογισμόν του, καὶ φέρῃ τὴν γαλήνην εἰς τὴν διάνοιαν
αὐτοῦ, ὑποτάσσων εἰς αὐτόν τὸν ἀδελφόν του καὶ χωρὶς
νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ἐξουσίαν του. ᾿Αλλὰ καὶ μετὰ τὴν τόσην
μεγάλην φροντίδα καὶ μετὰ τὰ τόσα πολλὰ φάρμακα τίπο-
τε πλέον δὲν ὠφελήθη ὁ Κάιν. Τόσον μεγάλη εἶναι ἡ δια-
φορὰ τῆς διαθέσεως καὶ ἡ ὑπερθολὴ τῆς κακίας.
7. ᾿Αλλὰ διὰ νὰ μὴ φανοῦμεν ὅτι παρενοχλοῦμεν τὴν
ἰδικήν σας ἀγάπην, παρατείνοντες ἀκόμη περισσότερον
τὸν λόγον, καὶ διὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ ἀπὸ σᾶς ἐνοχλητικὴ ἡ
ὁμιλία μας, ἐπειδὴ καταπονεῖ τὰς ἀκοάς σαα, ἀφοῦ στσμα-
τήσωμεν ἐδῶ τὸν λόγον, θὰ παρακαλέσωμεν αὐτὸ εἰς τὴν
πρὸς ἀκρόασιν ἀγάπην σας νὰ μισήσωμεν τὴν μίμησιν
534 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
κακίαν,
αὐτὴν καί, ἀφοῦ εἰποῦμεν πολλὰ χαίρετε εἰς τὴν
νὰ ἐκτελοῦμεν τὰἀς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου μὲ μεγάλη ν προσο-
χὴν καὶ μὲ ὅλην μας τὴν καρδίαν, καὶ μάλιστ α ἔχοντε ς
.
ὑπ᾽ ὄψιν τόσον πολλὰ καὶ τόσον μεγάλα παραδείγματα
Εἰς τὸ ἑξῆς λοιπὸν οὔτε εἰς τὴν ἄγνοιαν δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ καταφύγῃ. Διότι ἐὰν αὐτός, δηλαδὴ
ὁ Κάιν, ὁ ὁποῖος δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὑρῇ κανένα ὁπὸ τοὺς
Ζήσαντας πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ ἔχῃ διαπράξῃ κάτι τὸ παρό-
ν
μοιον, ὅμως ὑπέμεινε τὴν ἀφόρητον καὶ φοδερὰν ἐκείνη
τιμωρίαν, ὅπως θὰ γίνῃ γνωστὴ ἀργότε ρα, τί εἶναι φυσι-
κὸν νὰ πάθωμεν ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνομεν τὰ ἴδια ἢ
καὶ χειρότερα, μετὰ ἀπό τὴν τόσην ἀφθονίαν τής χάριτος;
ἢ ὀπωσδήποτε θὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁ
σκώληξ ὁ ἀτελεύτητος, ὁ τριγμὸς τῶν ὁδόντων, τὸ σκό-
τος τὸ ἐξώτερον, ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς καὶ αἱ ἄλλαι αἱ ἀνα-
πόφευκτοι τιμωρίαι; Οὔτε δέθαια μᾶς ἀπομένει κάποια
ἀπολογία εἰς τὸ ἑξῆς, καθόσον συμπεριφερώμεθα μὲ
τόσην ἀδιαφορίαν, καὶ παραμέ νομεν εἰς τὴν πτῶσιν. Διότι
μήπως δὲν γνωρίζομεν ὅλοι τί πρέπει νὰ πράττωμεν, καὶ
τί νὰ μὴ πράττωμεν; καὶ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ πράττουν τὰ
πρῶτα, θὰ ἔχουν τὰ θραθεῖα τῶν στεφάνων, ἐνῷ ἐκεῖνοι
ποὺ ὑπέπεσαν εἰς τὰ τελευταῖα θὰ ὑποστοῦν τὴν καταδί-
κην τῶν σκληροτέρων θασανιστηρίων; Διὰ τοῦτο παρακα-
λῶ καὶ εὔχομαι καὶ ἱκετεύω, νὰ μὴ γίνῃ ἀνώφελος ἡ συγ-
κέντρωσίς μας ἐδῶ, ἀλλὰ εἰς τὴν ἀκρόασιν τῶν λόγων νὰ
ἐπακολουθήσουν καὶ τὰ ἔργα, ὥστε, ἔχοντες τὴν πληρο-
φορίαν ἀπὸ τὴν συνείδησιν καὶ τρεφόμενοι ἤδη ἀπὸ ἐκεῖ
μὲ τὰς καλὰς ἐλπίδας, νὰ ἠμπορέσωμεν, ἀφοῦ διαπλεύσω-
μεν εὔκολα τὸ πέλαγος τῶν δυσχερειῶν τῆς παρούσης
ζωῆς, νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ λιμάνι τῆς φιλανθρωπίας τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιτύχωμεν τὰ ἀπερίγραπτα ἐκεῖνα ἀγαθά, τὰ
ὁποῖα ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀγαπῶντας αὐ-
τόν, μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ μονογενοῦς
του Υἱοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον καὶ εἰς τὸ ἅγιον καὶ προσκυ’
νητὸν αὐτοῦ Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμις, ἡ τιμή,
τώρα καὶ πάντοτς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
536 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
νὸν οὐδὲν ὀνίνησι τὰ ὀρϑὰ δόγματα, ἐάν τις κατὰ δίον ἀμελῇ.
15 Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριοτὸς τοὺς τοιούτους ἐμακάριζε λέγων"
«Δακάριος ὁ ποιήσας καὶ διδάξας». Τῆς γὰρ διὰ τῶν λόγων
ς
διδασκαλίας ἡ διὰ τῶν ἔργων ἀκριδεστέρα καὶ ἀξιοπιστοτέρα
πολλῷ" ὁ γὰρ τοιοῦτος καὶ σιγῶν καὶ ὁρώμενος παιδεύειν
δύναται τοὺς μὲν διὰ τῆς ϑέας, τοὺς δὲ καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς"
20 καὶ πολλῆς ἀπολαύσεται τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ εὐνοίαξζ' οὐ μόνον
δὲ δι’ ἑαυτοῦ! ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν εἰς αὐτὸν δρώντων: παρα-
σχδυάζων δοξάζεσθαι τὸν αὐτοῦ Δεσπότην: ὁ τοιοῦτος διὰ
μυρίων γλωσσῶν καὶ διὰ πολλῷ πλειόνων τὰς εὐχαριστίας
καὶ τοὺς ὕμνους ἀνοίσει τῷ τῶν ὅλων Θεῷ. Οὐδὲ γὰρ οἱ γνώ-
25 ριμοι μόνον καὶ μάρτυρες ὄντες τοῦ δίου καὶ αὐτὸν ϑαυμάσον-
ται καὶ τὸν αὐτοῦ Δεσπότην" ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγνοοῦντες, παρ᾽
ἑὁτέρων ταῦτα μανϑάνοντες" καὶ οἱ πόρρωθεν οἴκοῦντες καὶ
5
μανίαν ἐξώκειλε. Δέον γὰρ συνειδότα τὴν ἁμαρτίαν περὶ τὴν
ταύτης διόρϑωσιν λοιπὸν ἀσχοληϑῆναι" ὃ δὲ καϑάπερ μεϑύων,
τῷ πάϑει καὶ τῷ τραύματι τῷ προλαδόντι ἕλκος ἕτερον συνά-
πτῶν, καὶ τὴν ἰατρείαν οὐ προσιέμενος τὴν μετὰ τοσαύτης ἐ-
πιμελείας προοαχϑεῖσαν αὐτῷ, ἀλλὰ τὸν οἰκεῖον φόνον εἰς
ἔργον ἀγαγεῖν ἐπειγόμενος, ἀπὸ δόλου καὶ πανουργίας τὴν
ἀρχὴ» ποιεῖται, καὶ τοῖς πεπλανημένοις ρήμασιν ἀπατᾷ τὸν
ἀδελφῶν. Τοσοῦτον ϑηριώδης ἐστὶν ἄνϑρωπος εἷς κακίαν
ἀποκλίνας. “Ὥσπερ γὰρ μέγα καὶ Ν τίμιον
7ὔ
τὸ᾿ λογικὸν τοῦτο
το ζῶον, καὶ μάλιστα ἐπειδὰν ἐπὶ τὴν τῆς ἀρετῆς ἐργασίαν δρ-
μήσῃ, , οὕτως ὅταν πρὸς κακίαν ἀποκλίνῃ, τῶν ἀνημέρων ϑὴ -
7 εγ τ Ἀ ’,ὔ 3 Η “ 5
ων με
μιμεῖται τὴν
{ ὠμότητα. ᾿Αλλὰ καὶ εἷς τὴν ἐκείνων πάλιν
μεταπεσὼν ἀγριότητα, τὸ ἥμερον τοῦτο καὶ λογικὸν ζῶον ἐκ
πολλοῦ τοῦ περιόνιος νικᾷ τὴν ἐκείνων ϑηοιωδίαν. Ἴδωμεν
15 οὖν καὶ ἐνταῦϑα τί γίνεται. «Καὶ εἶπε», φησί, «Κάϊν πρὸς
"Αδελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ᾽ διέλϑωμεν
ἡ δὴἾ εἰς τὸ πεδίον». Τὰ
μὲν ρήματα ἀδελφοῦ, ἡ δὲ γνώμη φονική. Τί ποιεῖς, ὦ Κάϊν;
οὐκ οἶδας πρὸς
Ὁ τίνα διαλέγῃ;
ἐ} οὐκ ἐννοεῖς ὅτι πρὸς
“ ἀδελφόν
σοι γένεται ἡ διάλεξις; οὐ λογίζῃ ὅτι τὰς αὐτάς σοι ἔλυσεν
ὠδῖνας; οὐ λαμιόδάνεις εἷς ἔννοιαν τὸ μυσαρὸν τῆς ἐπιχειρή-
5» - 5 , ΕΣ 35. ν - ] ,
σου
ἀδικήσει; τί ἠμποροῦσες νὰ κατηγορήσῃς τοὺς γονεῖς
ν
καὶ σκέπτεσαι νὰ περιβάλῃς αὐτοὺς μὲ τόσον μεγάλη
κατήφειαν καὶ νὰ γίνῃς ὁ ἀρχηγὸ ς τοῦ φοβερο ῦ αὐτοῦ
δράματος καὶ νὰ ὑποδείξῃς σὺ πρῶτος τὸν βίαιον αὐτὸν
διὰ
θάνατον; Αὐτὴν τὴν ἀμοιδὴν ἀνταποδίδεις εἰς αὐτοὺς
σὲ
τὴν ἀνατροφήν σου; Ποῖον τέχνασμα τοῦ διαδόλου
ὥθησεν εἰς αὐτὴν τὴν πρᾶξιν; Μήπως λοιπὸν ἠμπορε ῖς νὰ
ου
ἰσχυρισθῆς, ὅτι ἡ εὔνοια τοῦ κοινοῦ τῶν πάντων Δεσπότ
πρὸς αὐτόν, τὸν ἔκαμε νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐναντίο ν σου;
ἘΕ αἰτίας αὐτῆς τῆς φονικῆς σου διαθέσεως, διὰ νὰ προ-
λάβῃ τὸ κακόν, δὲν ὑπέταξεν αὐτὸν καὶ τὸν ἔκαμε νὰ εἶναι
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου καὶ εἶπεν, ὅτι «Πρὸς σὲ θὰ κατα-
φεύγῃ αὐτὸς καὶ σὺ θὰ ἐξουσιάζῃς αὐτόν»᾽; Πράγματι πρέ-
πει νὰ θεωροῦμεν, ὅτι αὐτὸ ἀναφέρεται εἰς τὴν ὑποταγὴν
τοῦ ἀδελφοῦ. Διότι ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ λέγουν, ὅτι ὁ
Θεός συνωμίλησε μὲ τὸν Κάιν αὐτά, ἀναφερόμενος εἰς
ὅτι
τὴν θυσίαν τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος ἐπρόσφερεν εἰς αὐτόν,
«Εἰς σὲ θὰ ἀφορᾷ αὐτό», δηλαδὴ τὸ δῶρον, «καὶ σὺ θὰ
ἐξουσιάζῃης αὐτό», ἀντὶ τοῦ, σὺ θὰ ἀπολαμδάνῃς αὐτό.
Διὰ τοῦτο λοιπόν, ἀφοῦ εἶπα καὶ τὰ δύο, τὰ ἀφήνω εἰς τὴν
ἰδικήν σας κρίσιν, ὥστε ἐκεῖνο ποὺ θὰ σᾶς φανῇ καταλλη-
λότερον, νὰ τὸ δεχθῆτε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι. Διότι ἐγὼ ἔχω
τὴν γνώμην ὅτι περὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἔχει λεχθῆ τοῦτο. «Καὶ
συνέθη, λέγει ἡ Γραφή, ὅταν εὐρέθησαν εἰς τὴν πεδιάδα,
ἐπετέθη ὁ Κάιν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του “Αθελ καὶ ἐφό-
νεύσεν αὐτόν». Εἶναι φοβερά ἡ πρᾶξις, ἐπικίνδυνον τὸ
τόλμημα, δδελυρὸν τὸ ἐγχείρημα, ἀσυγχώρητον τὸ ἀμάρ-
τημα, δεῖγμα θηριώδους ψυχῆς ἡ γνώμη. «᾿Ἐπετέθη, λέγει,
ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του Αδελ καὶ ἐφόνευσεν αὐτόν».
Πόσον ἀκάθαρτον εἶναι τὸ χέρι! πόσον ἐλεεινόν τὸ δεξιὸν
χέρι! μᾶλλον ὅμως δὲν πρέπει νά ὁνομάζωμεν ἐλεεινὸν
καὶ ἀκάθαρτον τὸ χέρι, ἀλλὰ τὴν γνώμην τὴν ὁποίαν ὑπηρέ-
τησς τὸ μέλος τοῦ σώματος. "Ας εἰποῦμεν λοιπὸν ἔτσι᾽ Τί
τολμηρὰ σκέψις καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἐλεεινὴ! καὶ ὅ,τιδήπο-
τε θὰ ἠμποροῦσς νὰ εἰπῇ κανείς, τίποτε δὲν θὰ εἰπῇ ἀντά-
ξιον αὐτῆς. Πῶς δὲν ἐναρκώθη τὸ χέρι του; πῶς ἠμπόρε-
35
546 ΙΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τὸ κτύπημα;
σε νὰ κρατήσῃ τὸ ξίφος καὶ νὰ καταφέρῃ
τὸ σῶμα; πῶς ἡμπόρεσε
Πῶς δὲν ἐγκατέλειψεν ἡ ψυχὴ
τόλμη μα; πῶς δὲν
νὰ πραγματοποιήσῃ τὸ ἐπαχθὲς τοῦτο
ἤλλαξ γνώμην;
ε
ἐλύγισε τὴν τελευταίαν στιγμὴν καὶ δὲν
πῶς δὲν ἐσυλ-
πῶς δὲν ἐσκέφθη τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου;
τὸ ἀποτέ λεσμα τῆς πρά-
λογίσθη πρὶν ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα
τὸν φόνον τὸ σῶμα
ξεώς του; πῶς ὑπέφερε νά ἰδῇ μετὰ
γῆν; πῶς
τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ σφαδάζῃ ἐπάνω εἰς τὴν
ν ἐπὶ τῆς
ἠμπόρεσε νὰ θλέπῃ τὸ νεκρὸν σῶμα ἐξηπλωμένο
θέαμα; ᾽Εὰν δέ-
γῆς καὶ δὲν κατέρρευσεν ἀμέσως ἀπὸ τὸ
θλέπωμεν καθη-
βαια ἡμεῖς, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, ὅταν
τα νὰ ἀπο-
μερινὰ ἐκείνους, ποὺ ἀποθνήσκουν, καὶ μάλισ
κατὰ φυσικὸν τρόπον, καὶ χωρὶς νὰ ἔχωμεν
θνήσκουν
θα, καὶ ἂν
καμμίαν πρὸς αὐτοὺς συγγένειαν συντριδώμε
ν᾽ πολὺ περισσότε-
εἶναι ἐχθρός, καταπαύωμεν τὴν ἔχθρα
ς νὰ ἀφήσῃ
ρον ἦτο φυσικὸν νὰ συντριβῇ αὐτός, καὶ ἀμέσω
ὁποῖον πρὶν
τὴν ψυχήν του, ἐπειδὴ ἔθλεπε ἐκεῖνον μὲ τὸν
ἐγεννήθη ἀπὸ
ἀπὸ ὀλίγον ἐσυζητοῦσςε, τὸν ἀδελφόν, ποὺ
α, ποὺ ἐξῆλθεν ἀπὸ
τὴν ἰδίαν μητέρα καὶ τὸν ἴδιον πατέρ
Θεοῦ, ξα-
τὴν ἰδίαν κοιλίαν, ποὺ ἐδέχθη τὴν εὔνοιαν τοῦ
σφαδάζῃ
φνικὰ νὰ κείτεται ἄπνους καὶ ἀκίνητος καὶ νὰ
ἐπάνω εἰς τὸ χῶμα.
ρὰν
2. ᾿᾽Ας ἰδοῦμεν ὅμως πάλιν καὶ μετὰ τὴν θδελυ
τὸ ἐγχείρ η-
αὐτὴν πρᾶξιν, καὶ ὕστερα ποὺ ἐτόλμησεν αὐτὸ
συγκατ ά-
μα, τὸ ὁποῖον στερεῖται κάθε συγγνώμης, πόσην
μεταχε ιρίζετ αι ὁ Θεὸς τῶν ὅλων.
βασιν καὶ φιλανθρωπίαν
Κάιν». Καὶ μόνον αὐτὸ εἶναι
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός πρὸς τὸν
σῃ δηλαδ ὴ αὐτὸν
δεῖγμα πόσης ἀγαθότητος, τὸ νὰ θεωρή
᾿Εὰν ἡμεῖς
ἄξιον ἀπολογίας, ἐνῷ διέπραξε τέτοιο ἔγκλημα;
μας, ὅταν
πολλάκις ἀπεχθανώμεθα τοὺς συνανθρώπους
Κάποιο παρόμ οιον τόλμημ α, πο-
βλέπωμεν νὰ διαπράττουν
λὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἐκπλήσσετα ι ὁ ἀγαθὸ ς Θεός,
πολὺ φυσικά .
ποὺ μεταχειρίζεται μεγάλην ἀνεξικακίαν᾽ καὶ
ἰατρὸς
Διότι εἶναι ἰατρός καὶ φιλόστοργος πατέρας" καὶ ὡς
ἐνεργε ῖ, ὥστε τοὺς εὑρισ κομέν ους
μὲν τὰ πάντα κάνει καὶ
ἐπανα φέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν ᾽
εἰς ἐπικινδύνους ἀσθενείας νὰ
548 ἸΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
2. Γεν. 3,9.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΙΘ΄ 549
γῆν τὴν καιάραν ἐξέχεε, τὴν κηδεμονίαν τὴν περὶ τὸν ἄν-
ϑοωπον ἐπιδεικνύμενος" ἐνταῦϑα δὲ ἐπειδὴ ἡ πρᾶξις ὀλεϑρία,
καὶ τὸ τόλμημα παράνομον, καὶ τὸ ἐπιχίρημα ἀσύγγνωσιον,
5 αὐτὸς τὴν κατάραν δέχεται «᾿πικατάρατος γάρ», φησί, «σὺ
ἀπὸ τῆς γῆς». ᾿Επειδὴ γὰρ τὰ αὐτὰ σχεδὸν τῷ ὄφει εἶοργά-
σατο, καϑάπερ δογάνῳ ὑπηρετησαμένῳ τῇ τοῦ διαδόλου γνώ-
μῃ, καὶ καϑάπερ ἐκεῖνος διὰ τῆς ἀπάτης τὴν ϑνητότητα εἴσή-
γαγεν οὕτω καὶ οὗτος ἀπατήσας τὸν ἀδελφόν, καὶ εἰς τὸ
. Ὁ» " ΄ 59 , ὸ 5 ό Ἀ 3 »
3. Γεν. 3,17.
4. Γεν. 3,14.
ΟΜΙΛΔΙΑ ΙΘ΄ 555
5. Παροιμ. 18,17.
ΟΜΙΛΙΑ Ιθ΄. 559
μὲ ἔ-
ὁποιοσδήποτε μὲ συναντήσῃ, θὰ μὲ φονεύσῃ». Ἐὰν
καὶ σὺ ὁ
καμες, λέγει, καταραμένον ἐπάνω εἰς τὴν γῆν
μεγάλην
ἴδιος μὲ ἀπεστράφης, καὶ μοῦ ἐπέθαλες τόσον
τίποτε δὲν ἐμπο-
τημωρίαν, ὥστε νὰ στενάζω καὶ νὰ τρέμω,
μέσα εἰς
δίζει εἰς τὴν συνέχειαν ἐκεῖνον, ποὺ εὑρίσκεται
νὰ
αὐτὰ καὶ ἐγυμνώθη ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου προστασίαν,
φονευθῇ ἀπὸ τὸν τυχόντα. Θὰ εἶμαι, λέγει, εὐπρόσθλητος
ἐ-
εἰς τὸν καθένα ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσῃ. Οὔτε βέθαια
γὼ ὁ ἴδιος ἠμπορῶ νὰ ἀντισταθῶ, ἀφοῦ τὰ μέλη μου ἔχουν
παραλύσει καὶ ἀπὸ παντοῦ ἀπωθοῦμαι᾽ καὶ τὸ ὅτι γνωρί-
σίαν,
Ζουν ὅλοι, ὅτι ἐγυμνώθην ἀπὸ τήν ἰδικήν σου προστα
θὰ προετοιμάσῃ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ὁρμήσ ῃ διά νὰ μὲ
καὶ ἀγαθὸ ς Δε-
φονεύσῃ. Τί λοιπὸν κάνει ὁ φιλάνθρωπος
εἶναι
σπότης; «Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν Κύριος ὁ Θεός δὲν
ἔται». Μὴ νομίσῃς, λέγει, ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν ἔτσι. Οὔτε
βέθαια ἐπιτρέπεται εἰς ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σὲ φονεύσῃ,
ὀλλὰ μέ τὴν παράτασιν τῆς ζωῆς σου καὶ εἰς σὲ θὰ δίδω
περισσοτέραν θλῖψιν καὶ θὰ ἀφήσω διδάσκαλον εἰς τὰς ἔ-
πομένας γενεάς, διὰ νὰ γίνῃ εἰς αὐτὰς παράδειγμα σω-
φρονισμοῦ ἡ ἰδικὴ σου περίπτωσις καὶ κανεὶς νὰ μὴ ἀκο-
λουθήσῃ τὴν ἰδικὴν σου γνώμην. «Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός᾽
δὲν εἶναι ἔτσι. ᾿Εκεῖνος ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάιν, θὰ πλη-
ρώσῃ ἐπταπλασίαν ἐκδίκησιν». Ἴσως εἶναι πολλὰ τὰ λε-
χθέντα καὶ ἐπροκαλέσαμεν μεγάλην κόπωσιν εἰς τὸ σῶμα
σας. Τί νὰ κάμω ὅμως; Ἐπειδὴ δλέπω νὰ ἐπιδεικνύετε
τὴν ἀγάπην σας πρὸς ἀκρόασιν καὶ τήν μεγάλην σας ἐπι-
θυμίαν, θέλω νὰ ἀναφερθῶ καὶ εἰς τὰ ὑπόλοιπα καὶ ὅσον
ἠμπορῶ νὰ τὰ ἑρμηνεύσω. Τί σημαίνει τό, «Θὰ πληρώσῃ
ἐπταπλασίαν ἐκδήκησιν»; ᾿Αλλὰ πάλιν φοθαῦμαι, μήπως
μὲ τὰ πολλὰ λεγόμενα τώρα καλύψωμεν καὶ τὴν μνήμην
τῶν λεχθέντων καὶ θὰ θεωρηθοῦμεν βαρετοὶ εἰς σᾶς. ᾿Αλ-
λὰ ἐὰν δὲν ἔχετε κουρασθῆ, ὑπομένετε, καὶ ἀφοῦ ἀναλύ-
σωμεν τὸ παρὸν θέμσ, τότε θὰ σταματήσωμεν τὸν λόγον.
«Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν Κύριος ὁ Θεός᾽ δέν εἶναι ἔτσι. Ἔκειῖ-
ν
νος ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάιν, θὰ πληρώσῃ ἐπταπλασία
ἐκδίκησιν. Καὶ ἔθεσε Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον εἰς τὸν Κάιν,
38
562 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
συναντήσῃ».
νὰ μὴ φονεύσῃ αὐτὸν οἱοσδήποτε ποὺ θὰ τὸν
φονευ θῇς; Ἔχε θάρρος,
Τοῦτο ἐφοθδήθης, λέγει, νὰ μὴ
ποὺ θὰ κάμῃ αὐτὸ
διότι δέν θὰ συμδῇ αὐτό. Διότι ἐκεῖνος
διὰ ἑπτὰ τιμω-
θὰ καταστήσῃ τὸν ἑαυτόν τοῦ ὑπεύθυνον
ρίας δι᾽ αὐτὸ ἀκριθῶς καὶ σημεῖον ἐπιθέτω εἰς σέ, ὥστε
κανείς, ἐὰν δὲν γνωρίσῃ καὶ σὲ φονεύσῃ, νὰ μὴ καταστή-
σῃ τὸν ἑαυτόν του ἔνοχον εἰς πὰς τιμωρίας αὐτάς.
πῶς γί-
5, ᾿Αλλὰ πρέπει νὰ σᾶς ἐξηγήσω σαφέστερα,
φονεύ-
νεται ἔνοχος ἐπταπλασίας τιμωρίας ἐκεῖνος, ποὺ θὰ
παρακ αλῶ, προσέ χετε. Διότι ἐὰν
σῃ τὸν Κάιν. ᾿Αλλά, σᾶς
συμέν ας ἡμέρα ς ἔχομε ν
τώρα, ὅπως ἀκριθῶς εἰς τὰς προηγ
τὸν
ὁμιλήσει πολλὰς φορὰς πρὸς τὴν ἀγάπην σας, κατὰ
γαλήνην
καιρὸν τῆς νηστείας, ὄταν καὶ τόσον μεγάλην
ἀπολαμβδάνωμεν καὶ εἴμεθα ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τάς σκέψεις
οήσωμεν
πού συνταράσσουν τὴν διάνοιάν μας, δὲν καταν
᾿Αγίαν Γραφὴν
μὲ ἀκρίθειαν τὰ εὐρισκόμενα μέσα εἰς τὴν
αὐτὰ εἰς ἄλ-
νοήματα, πότε θὰ ἠμπορέσωμεν γὰ μάθωμεν
λον καιρὸν; Διὰ τοῦτο, σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς ἱκετεύω
θέτω τὰ χέρια μου ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά σας",
καὶ ἀκόμη
τὰ λεγόμε-
ἃς προσέχωμεν μὲ σύντονον τὴν διάνοιαν εἰς
καὶ -ὑψη-
να, ὥστε, ἀφοῦ κερδίσωμεν κάτι τὸ σημαντικὸν
Τί λοιπὸν
λόν, νὰ ἐπιστρέψωμεν ἔτσι εἰς τὰ σπίτια μας.
λασία ν ἐκδίκ ησιν» ; ΚΚατὰ
σημαίνει τό, «Θὰ πληρώσῃ ἐπταπ
εἰς τὴν ᾿Αγίαν Γρα-
πρῶτον ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ χρησιμοποιεῖται
έσῃ νὰ τὸ
φὴν νὰ δηλώσῃ τὸ “πλῆθος, καὶ αὐτὸ θὰ ἠμπορ
εὐρῇ κανεὶᾳ εἰς πολλὰ μέρη νὰ ἔχῃ τήν᾽ σημασίαν αὐτήν,
παρόμοια.
ὅπως τὸ «Στεῖρα ἐγέννησεν ἑπτὰ» καὶ πολλὰ
τολμή ματος καὶ ὅτι δὲν
Ὕπονοεϊῖ δὲ ἐδῶ τὸ μέγεθος τοῦ
εἶναι ἕνα τὸ ἁμάρτημαποὺ, διέπραξεν ἐκεῖνος, ἀλλὰ ἑπτὰ
τιμωρίαν διὰ
ἀμσρτήμστα καὶ ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ μεγάλην
αὐτά;
κάθε ἔνα ἁμάρτημα. Πῶς λοιπὸν θὰ ἀπαριθμήσωμεν
ν, ἐφθόν ησε τόν ἀδελφ όν
᾿Εὰν ὑπολογίσωμεν ἕτσι᾽ πρῶτο
,
του, ἐξ αἰτίας τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ μόνον
κατασ τροφή ν᾽
ἂν ὑπάρχῃ, “ἀρκεῖ νὰ ἐπισύρῃ εἰς αὐτόν τὴν
τρίτον, ἐσχε-
δεύτερον, ἐφθόνησε τὸν ἰδικόν του ἀδελφόν᾽
ν, ἐφόνευ-
δίασε δόλον᾽ τέταρτον, διέπραξε φόνον᾽ πέμπτο
564 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥῪ
ὅτι τὸν ἀδελφὸν ἐφόνευσεν" ἕκτον, ὅτι πρῶτος τὸν φόνον εἶο-
γάσατο' ἕόδομον, ὅτι τὸν Θεὸν ἐψεύσατο. Π αρηκολουϑήσατε
τοῖς οηϑεῖσω ἢ δούλεσϑε ἄνωθεν αὐτὰ πάλιν ἀπαριϑιησώ-
μδϑα, ἵνα εἰδῆτε πῶς ἕκαστον τούτων καὶ μόνον ἱκανὸν ἢ»
τῆς μεγίσιης αὐτὸν ἀξιῶσαι τιμωρίας; Τίς γὰρ ἂν ἀξιώσειε
συγγνώμης τὸν Θασκήναντα τῷ ἀπολαύοντι τῆς παρὰ τοῦ Θε-
οὔ εὐνοίας; ᾿Ιδοὺ μία καὶ μεγίστη καὶ ἀσύγγνωστος ἅμαο-
τία. Πάλιν αὕτη μείζων δείκνυται, ὅταν ἀδελφὸς ἦ ὁ ὅα-
σπαινόμενος, καὶ μηδὲν ἠδικηκώς. ᾿Ιδοὺ καὶ αὕτη πάλιν οὖχ
10 ἢ τυχοῦσα ἁμαρτία. Τρίτη πάλιν, ὅτι δόλον ἔρραψεν ἀπα-
τήσας τὸν ἀδελφόν, καὶ ἑλκύσας εἷς τὸ πεδίον, καὶ οὐδὲ αὖ-
τὴν τὴν φύσιν αἰδεσϑείς, Τέταρτον ἁμάρτημα αὐτὸς ὁ φό-
γος, ὃν εἰργάσαιο. Πέμπτον, ὅτι ἀδελφὸν ἐφόνευσε τὸν τὰς
αὐτὰς αὐτῷ λύσαντα ὠδῖνας. “Ἕκτον, ὅτι πρῶτος τοῦ φόνου
15 τὸ εἶδος εἰσήνεγκεν, “Εδδομον, ὅτι ἐρωτώμνος
παρὰ τοῦ Θε-
οὔ, ψεύσασϑαι ἐτόλμησεν. Ὃ τοίνυν, φησίν, ἀνελεῖν σε ἐπι-
χειρήσας, ἑπιὰ τιμωρίαις ἑαυτὸν ὑπεύϑυνον καταστήσει. Μὴ
τοίνυν δείδιϑι τοῦτο. ᾿Ιδοὺ γὰρ καὶ σημεῖον ἐπιτίϑημί σοι,
ὥσιε μηδένα τῶν εὑρισκόνιων σε ἀγνοῆσαι. Ἢ γὰρ πάσης
20 τῆς ζωῆς σου πάρεσις, λυσιτελὴς ἔσται ταῖς μετὰ ταῦτα
γε-
γεαῖς, καὶ ὅπερ μόνος μηδενὸς παρόντος ἔπραξας, τοῦτο μα-
ϑήσονται πάντες ὁρῶντές σε στένοντα καὶ τρέμοντα, καὶ μο-
γονουχὶ ὀοῶντα διὰ τοῦ τρόμου τοῦ σωματικοῦ, καὶ πᾶοι δια-
λεγόμενον, καὶ λέγοντα' μηδεὶς ἕτερος τοιαῦτα τολμήσῃ, οἷ-
25 ἄπερ ἐγώ, ἵνα μὴ τοιαύτην δέξηται τιμωρίαν.
---΄
--. .-
11. Ρωμ. 2,12.
ΟΜΙΛΔΙΑ ἰθΘ᾽ 569
καὶ ὅτι ἐντεῦϑεν ὑπὸ Θθασκανίας κινηϑεὶς ὁ Κἀϊν ἐπὶ τὸν τοῦ
ἀδελφοῦ φόνον ὥρμησε, καὶ μετὰ τὴν ἀνοσίαν ταύτην πρᾶξιν,
ὀουλομένου τοῦ Θεοῦ ἐκκαλέσασϑαι αὐτὸν εἰς ἐξοισλόγησι»
25 τῶν ἡμαρτημένων, οὐδὲ οὕτω τὸ φάρμακον τῆς ἰατρείας ἐδέ-
᾿ξατο, ἀλλὰ τῷ μυσαρῷ ἐκείνῳ φόνῳ τὸ ψεῦδος συνάψας τὴ"
χαλεπὴν" ἐκείνην τιμωρίαν ἐπεσπάσατο, καὶ γυμνὸν καὶ ἔρη-
μὸν ἑαυτὸν κατέστησε τῆς ἄνωϑεν ροπῆς, ὑπόδειγμα σωφρο-
ΟΜΙΛΙΑ Κ'
(Γεν. 4, 18 - 26)
γισιοῦ πᾶσι τοῖς μετὰ ταῦτα προκείμενος, καὶ διὰ τῆς ἀπο-
φάσεως, ἧς ἐδέξατο, παντὶ τῷ τῶν ἀνϑρώπων γένει διαλεγό-
μδνος, καὶ μονονουχὶ ὀοῶν καὶ λέγων" μηδεὶς ὁμῶν τοιοῦτόν"
τι τολμήσῃ ποτέ, ἵνα μὴ τοῖς τοιούτοις περιπέσῃ. Εἴδετε Δε-
σπότου φιλανϑρωπίαν, ὅπως διὰ τῆς εἰς ἐκεῖνον τιμωρίας
οὖκ ἐκεῖνον μόνον σωφροονίσαι ἠδουλήϑη, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰς
τὸ ἑξῆς ἅπαντας διδάξαι, πάντῃ φεύγειν τὸ τολμηϑὲν τοῦτο
ἐπιχείρημα; Φέρε λοιπὸν τῶν ἑξῆς ἁψώμεϑα, καὶ ἴδωμεν
τί καὶ σήμερον διηγεῖται ἡμῖν ὁ μακάριος οὗτος προφήτης,
ὑπὸ τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνηχούμενος ἐνεργείας. ᾿Επειδὴ γὰρ
τὴν ἀπόφασιν ἐδέξατο ὃ Κάϊν, «(Ἐξῆλϑεν, φησίν, «ἀπὸ προ-
σώπου τοῦ Θεοῦ». Τί ἔστιν, « Ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου τοῦ
Θεοῦ»; Τουτέστιν, ἐγυμνώϑη τῆς παρ᾽ αὐτοῦ προστασίας διὰ
τὴν μυσαρὰν ἐκείνην πρᾶξιν. «Καὶ ᾧκησεν ἐν γῇ Ναΐδ, κατέ-
15 γναντι ᾿Εδέιον. Δέγει ἡμῖν καὶ τὸν τόπον ἔνϑα λοισιὸν τὴν κα-
τοίκησιν ἐποιήσατο, καὶ διδάσκει πῶς καὶ οὗτος οὐ πόρρω
τοῦ παραδείσου διῆγεν, ἵνα κατέναντι αὐτοῦ ὦν, διηνεκῇ τὴν
ὑπόμνησιν ἔχῃ καὶ τῶν τῷ πατρὶ συμδεδηκότων διὰ τὴν
παράδασιν, καὶ τοῦ μεγέϑους τῶν αὐτῷ τετολμημένων" τὴ"
20 τοσαύτην τιμωρίαν, ἣν ἐδέξατο μηδὲ τῇ τοῦ πατρὸς τιμωρίᾳ
σωφρογιοϑείς, Καὶ αὐτὸς δὲ ὅ τόπος, ἔνϑα κατῴκει, ὑπόμ»-
σις ἀδιάλιπιος ἦν οὐκ αὐτῷ μόνῳ, ἀλλὰ καὶ ταῖς μετὰ ταῦτα
γενεαῖς, τοῦ σάλου καὶ τοῦ τρόμου. Τὸ γὰρ Ναϊδ ὄνομα 'Ε-
ὁραϊκὴ λέξις ἐστίν, ἑρμηνεύεται δὲ οάλος. “ν᾽ οὖν ὥσπερ
25 ἐν στήλῃ χαλκῇ ἀνέκλειπιον ἔχῃ καὶ ἀπὸ τοῦ τόπου τὴν κα-
τηγορίαν, ἐκεῖ αὐτὸν κατῴκισε, Εἶτά φησι «Καὶ ἔγνω Κάϊν
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ͵ καὶ συλλαδοῦσα ἔτεκε τὸν ᾿Ενώχ». Θνη-
τοὶ λοιπὸν γεγονότες, εἰκότως περὶ τὴν τῶν τέκνων διαδο-
ΟΜΙΛΙΑ Κ'’ 573
μενος ὡς παρά-
ἀπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ, προδαλλό
μεταγ ενεστέρους,
δειγμα σωφρονισμοῦ εἰς ὅλους τοὺς
εἰς ὅλον τὸ ἀν-
καὶ μὲ τὴν ἀπόφασιν, ποὺ ἐδέχθη, ὁμιλῶν
λέγων: κανεὶς
θρὼπινον γένοα, καὶ σχεδὸν κραυγάζων καὶ
παρόμοιον, διὰ νὰ
ἀπὸ σᾶς νὰ μὴ τολμήσῃ ποτὲ κάτι τὸ
μὴ περιπέσῃ εἰς τάς συμφορὰς αὐτάς . Εἴδατε τὴν φιλαν-
σε μὲ τὴν ἐπι-
θρωπίαν τοῦ Θεοῦ, κατὰ ποῖον τρόπον ἠθέλη
ῃ ὄχι μόνον
θληθεῖσαν εἰς ἐκεῖνον τιμωρίαν νὰ σωφρονίσ
ῃ, νὰ ἀπο-
αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μέλλον, ὅλους νὰ διδάξ
τὴν πρᾶξι ν, ποὺ ἐτόλμη-
φεύγουν μὲ κάθε τρόπον αὐτὴν
ιασθο ῦμεν μὲ τὰ
σεν ὁ ἴδιος; ᾿Εμπρὸς λοιπὸν ἂς καταπ
α ὁ μακά-
ἐπόμενα, καὶ ἂς ἰδοῦμεν τί μᾶς διηγεῖται σήμερ
τὴν ἐνέρ-
ριος αὐτός προφήτης, ὁ ὁποῖος διδάσκεται ἀπὸ
᾿Αφοῦ λοιπό ν ἐδέχθ η τὴν
γειαν τοῦ ᾿Αγίου Πνεύματος.
ἀπὸ προσ ώπου τοῦ
ἀπόφασιν ὁ Κάιν, «᾿Απεμακρύνθη, λέγει,
ώπου τοῦ
Θεοῦ». Τί σημαίνει, «᾿Απεμακρύνθη ἀπὸ προσ
του ἐξ
Θεοῦ»; Δηλαδὴ, ἀπεγυμνώθη ἀπὸ τὴν προστασίαν
ίκησεν
αἰτίας τῆς δδελυρᾶς ἐκείνης πράξεως. «Καὶ ἑκατο
εἰς τὴν χώραν Ναΐδ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ᾿Εδέμ ». Λέγει εἰς
τὸ ἑξῆς, καὶ
ἡμᾶς καὶ τὸν τόπον, ὅπου ἐκατοίκησεν εἰς
τὸν παρά-
διδάσκει πῶς καὶ αὐτὸς δὲν ἐζοῦσε μακράν ἀπὸ
νὰ ἔχῃ
δεισον, ὥστε εὑρισκόμενος ἀπέναντι ἀπὸ αὐτὸν
ων, τὰ ὀποῖα συνέ βησαν
διαρκῆ τὴν ὑπενθύμισιν καὶ ἐκείν
δάσεω ς τῆς ἕντο-
εἰς τὸν πατέρα του ἐξ αἰτίας τῆς παραθ
ει!"
λῆς, καὶ τοῦ μεγέθους ἐκείνων ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε τολμήσ
η
δηλαδὴ τὴν τόσον μεγάλην τιμωρίαν, τὴν ὁποίαν ἐδέχθ
χωρὶς νά σωφρονισθῇ ἀπό τὴν τιμωρίαν τοῦ πατρὸς του.
Καὶ ὁ τόπος αὐτός, ὅπου ἑκατοικοῦοε, ἦτο ὄχι μόνον εἰς
αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τάς ἑπομένας γενεάς, διαρκῆς ὑπεν-
θύμισις τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ τρόμου. Διότι τό ὄνομα Ναῖδ
εἶναι ἑδραϊκὴ λέξις καὶ ἐρμηνεύεται ταραχή. Διὰ νὰ ἔχῃ
λοιπὸν ὡσὰν εἰς χαλκίνην στήλην ἀκατάπαυστον τὴν κατη-
γορίαν καὶ ἀπὸ τὸν τόπον, ἐκεῖ ἔθαλεν αὐτὸν νὰ κατοική-
σῃ. "Ἔπειτα λέγει «Καὶ συνευρέθη ὁ Κάιν μὲ τὴν γυναῖκα
του, ἡ ὁποία ἀφοῦ συνέλαθε ἐγέννησε τὸν ᾿Ενὼχ». ᾿Αφοῦ
εἰς τό ἐξῆς ἔγιναν θνητοί, εὐλόγως ἐπάσχιζαν διὰ τὴν δια-
574 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
χὴν τὴν ἅπασαν σπουδὴν εἶχον. ᾿41λλ᾽ ἴσως εἴποι τις ἂν πῶς,
οὐδαμοῦ τῆς Γραφῆς μνημονευσάσης ἑτέρας γυναικός, ὅ Κάϊν
ἔσχε τὴν γυναῖκα; Μή σε ξνίσῃ τοῦτο, ἀγαπητέ. Οὐδαμοῦ
γὰρ ϑηλειῶν τέως κατάλογον ποιεῖται μετὰ ἀκριδείας, ἀλλὰ
τὸ πέριττον φυγοῦσα ἡ ϑεία Γραφὴ ἐκ μέρους τῶν ἀρρένων
μνημονεύει, καὶ οὐδὲ αὐτῶν πάντων, ἀλλὰ συντομώτερον. ἧ-
ιν διηγεῖται λέγουσα, ὅτι ὁ δεῖνα ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ ϑυ-
γατέρας τεκεῖν μετὰ τὸν Κάϊν καὶ τὸν "Δόελ, ἣν εἴς γυναῖκα
ἔλαδε. Κάϊν». ᾿Επειδὴ γὰρ προοίμια ἦν, καὶ ἔδει λοιπὸν αὖ-
10 ξηϑῆναι τὸ γένος, καὶ ταῖς ἀδελφαῖς συγγενέσϑαι᾽ συνεχώ-
θουν. Διά τοι τοῦτο καταλιποῦσα ἡ Γραφὴ ἡμῖν ουνιδεῖν τὸ
ἀκόλουθον, τοῦτο μόνον διηγεῖται λέγουσα, «Καὶ ἔγνω Κάϊν
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαθοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ: καὶ
ἦν οἰκοδομῶν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ. αὐτοῦ Ἐνώχ».
ι5 Ὅρα πῶς σοφίζονται λοιπὸν κατὰ μικρόν. ᾿Επειδὴ γὰρ ϑνη-
τοὶ γεγόνασι, διηνεκῆ αὐτῶν σώζεσϑαι τὴν μνήμην δούλονται
ἀπό τὸ τῶν τικτομένων, ἀπό τε" τῆς ὄνομασίας τῶν τόπων,
οἷς τὰς προσηγορίας ἐπιτιϑέασι τῶν παίδων. Ταῦτα πάντα
ὑπομνήματα ἄν τις εἴποι δικαίως εἶναι τῶν ἡμαρτημένων
20 αὐτοῖς, καὶ τῆς ἐκπιώσεως τῆς δόξης ἐκείνης, ἐν ἧ τυγχά-
γνόντες οὐδενὸς τούτων ἐδέοντο ὅ τε᾿ἀδὰμ ἥ τε Εὔα, ἀλλ᾽
᾿ἀνωτέρω πάντων «καϑειστήκεσαν, «“Εγεννήϑη δὲ τῷ ᾿Ενώ,γ»,
φησὶ, «[ αἰδάδ, καὶ ΤΓαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ, καὶ
᾿ΔΙαλελεὴλ ἐγέννηοε τὸν Μαϑουσάλα, καὶ Μαϑουσάλα ἐγέν-
258 »ησς τὸν Λάμεχ»... Ορᾷς πῶς παρέδραμε. τὰς γενεαλογίας,
τῶν ἀρρένων μόνον μ'ημονεύσας ὃ μακάριος οὗτος, καὶ οὐ-
'δαμοῦ τῶν ϑηλειῶν ἐπιμνησϑείς. ᾿Αλλὰ καϑάπερ ἐπὶ τοῦ
᾿Κάϊν εἶπεν; ὅτι «“ ἔγνω τὴν γυναῖκα αὐτοῦ», μηδὲν διδάξας
ε
ἡμᾶς, μηδὲ εἰπὼν πόϑεν ἔσχε τὴν γυναῖκα, οὕτω δὴ καὶ
ΟΜΙΛΔΙΑ Κ'. 575
«Καὶ ἐνυμφεύθη ὁ
κα, ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ πάλιν λέγει
ο ᾿Αδὰ καὶ ἡ ἄλλη
Λάμεχ δύο γυναίκας ἡ μία ὠνομάζετ
λέγει , τὸν ᾿Ιωδήλ᾽ αὐτὸς
Σελλά. Καὶ ἐγέννησεν ἡ ᾿Αδά,
ὁποῖο ι ἑκατοικοῦσαν
ἦτο ὁ πρόγονος τῶν κτηνοτρόφων, Οἱ
άζετο ᾿Ιουθάλ᾽ αὐτὸς
εἰς σκηνάς. Καὶ ὁ ἀδελφός του ὠνομ
καὶ τῆς κιθάρας».
πρῶτος ἔδειξε τὴν χρῆσιν τοῦ ψαλτηρίου
τῆς Γραφῆ ς. Μᾶς ἐδίδαξε
2. Σκέψου τὴν ἀκρίβειαν
ἐγεν νήθησαν ἀπὸ
καὶ τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν, τὰ ὁποῖα
γέλμ ατα εἶχαν καὶ
τὴν γυναῖκα τοῦ Λάμεχ, καὶ ποῖα ἐπαγ
αν, ὁ δὲ ἄλλος
ὅτι ὁ μέν ἔνας ἐπεδόθη εἰς τὴν κτηνοτροφί
τὴν κιθάρ αν. «Ἡ Σελλὰ δέ,
ἐπενόησε τὸ ψαλτήριον καὶ
ὁ ὁποῖο ς ἤτο σφυ-
λέγει, ἐγέννησς καὶ αὐτὴ τὸν Θοβέλ,
ουργό ςᾳ». Πάλιν
ροκόπος, δηλαδὴ χαλκουργὸς καὶ σιδηρ
ηθέντος ἀπὸ τὴν
μᾶς ἐδήλωσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γενν
χαλκέως. Πρόσε-
Σελλάν, ὅτι ἐπροτίμησε τὴν τέχνην τοῦ
ἀπαρ αίτητα διά τὴν
ξε πῶς σιγὰ σιγὰ ἔχουν ἐξευρεθῆ τὰ
ον μὲν ὁ Κάιν
ὕπαρξιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καὶ πρῶτ
τό ὄνομα τοῦ
ὠνόμασε τὴν πόλιν, ποὺ ὁ ἴδιος ἔκτισεν, ἀπὸ
τὰς γυναῖκας
παιδιοῦ του. "Ἔπειτα οἱ γεννηθέντες ἀπὸ
εἰς τὴν κτηνο τροφίαν, ὁ
τοῦ Λάμεχ, ὁ μὲν ἔνας ἐπεδόθη
έως καὶ ὁ τρί-
δὲ ἄλλος ἐπροτίμησε τὴν τέχνην τοῦ χαλκ
τῆς κιθάρας.
τος ἔδειξε τὴν χρῆσιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ
Τί εἶναι τὸ
«Καὶ ἀδελφὴ, λέγει, τοῦ Θοδὲλ ἦτο ἡ Νοεμά».
διὰ πρώτ ην φορὰν πα-
νέον καὶ παράδοξον; Τώρα λοιπὸν
αστι κῶς. Δὲν ἕ-
ρουσιάζει γυναῖκα καὶ τὴν ἀναφέρει ὀνομ
καὶ τυχαῖ α,
χει κάμει αὐτὸ ὁ μακάριος προφήτης ἀπλᾶ
κρυμμένον,
ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μᾶς φανερώσῃ κάτι τὸ
θὰ σᾶς τὸ παρο υσιάσωμεν
τὸ ὁποῖον ἀφοῦ διαφυλάξωμεν
μεν, διότι αὐτὸ
εἰς ἄλλην εὐκαιρίαν᾽ τώρα ἄς συνεχίσω
ἔχει ἀνάγκην
ποὺ ὑποκρύπτεται δὲν εἶναι τυχαῖον, ἀλλὰ
έραν ἕρμη-
ἀπὸ πολὺ μεγάλην προσπάθειαν καὶ ἀκριβεστ
ἀφοῦ ἐξετ άσωμ εν τὰ πάντα
νείαν, ὥστε νὰ ἠμπορέσωμεν,
λην ὠφέλ ειαν ἀπὸ.
μὲ σαφήνειαν, νὰ σᾶς δώσωμεν μεγά
χ εἰς τὰς γυ-
αὐτό. «Εἶπε λοιπόν, λέγει ἡ Γραφή, ὁ Λάμε
σατε τὴν
ναϊκας του, εἰς τὴν ᾿Αδάν καὶ τὴν Σελλάν᾽ ἀκού
Λάμεχ , καὶ δώσα τε προσοχὴν
φωνήν μου, γυναῖκες τοῦ
37
578 ἸΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ὴ μὲ ἐτραυμά-
εἰς τὰ λόγια μου᾽ ὅτι ἐφόνευσα ἄνδρα, ἐπειδ
ἐκτύπ ησε. ᾿Εὰν ἔχει πληρωθῆ
τισε, καὶ νέον, ἐπειδὴ μὲ
ἀπό τὸν Λάμεχ δὲ
ἀπὸ τὸν Κάιν ἐπταπλασία ἐκδίκησιᾳ,
Σᾶς παρακα-
Θὰ πληρωθῇ ἑδδομήντα φορὰς ἐπταπλασία».
ἀπομακρύνω-
λῶ, ἐντείνατε τὴν προσοχήν σας, καὶ ἀφοῦ
μὲ ἀκρίβειαν
μεν κάθε θιωτικὴν σκέψιν, ἂς ἐξετάσωμεν
διαφύ γῃ τίποτε, ἀλ-
τὰ λεχθέντα, διὰ νὰ μὴ ἠμπορέσῃ νὰ
εἰς τὸ θά-
λά, ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀφοῦ κατέλθωμεν
τὸν θησαυρόν,
θος αὐτὸ, νὰ ἡμπορέσωμεν νὰ συλλέξωμεν
λόγια. «Καὶ
ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα εἰς τὰ ὀλίγα αὐτὰ
του, ᾿Αδὰάν καὶ Σελ-
εἶπε, λέγει, ὁ Λάμεχ εἰς τὰς γυναῖκας
τοῦ Λάμεχ , καὶ
λάν ἀκούσατε τὴν φωνήν μου, γυναῖκες
ξε, παρακαλῶ,
δώσατε προσοχὴν εἰς τὰ λόγια μου». Πρόσε
η-
ἀμέσως ἀπό τὴν ἀρχὴν πόσον ὠφέλησεν αὐτὸν ἡ ἐπιδλ
περιμένει
θεῖσα τιμωρία εἰς τὸν Κάιν. Διότι ὄχι μόνον δὲν
πεσε εἰς τὸ
τὸν ἔλεγχον ἀπό κανένα ἄλλον, ἐπειδὴ περιέ
χωρὶς νὰ τόν
ἴδιον ἢ καὶ χειρότερον ἀμάρτημα, ἀλλὰ καὶ
του φάανε-
κατηγορῇ κανείς, οὔτε νὰ τὸν ἐπικρίνη, μόνος
ι αὐτὰ ποὺ εἶχε πρά-
ρώνει τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀποκαλύπτε
μέγεθ ος τοῦ ἁμαρ-
ἕξει, καὶ εἰς τάς γυναῖκας διηγεῖται τὸ
ἔχει εἰπῆ
τήματός του, ἐκπληρώνων σχεδὸν ἐκεῖνο ποὺ
ς πρῶτος
ὁ προφήτης, ὅτι «Δίκαιος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖο
ἑαυτό ν του»΄. Εἶναι πο-
εἰς τὸ δικαστήριον κατηγορεῖ τὸν
τῶν σφαλ μάτων
λὺ μεγάλη ὑπόθεσις διὰ τὴν διόρθωσιν
ερον ἀπὸ
ἡ ὁμολογία. “Ὅπως ἀκριδῶς λοιπὸν εἶναι δαρύτ
ν του μετὰ
τὰ ἁμαρτήματα τὸ νὰ ἀρνῆται κανεὶς τὴν ἑνοχή
πρᾶγμ α ποὺ βδεθδα ίως καὶ ὁ
τὴν διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας,
ἐνῷ ἠρωτᾶ το ἀπὸ
ἀδελφοκτόνος ἐκεῖνος εἶχε πάθει, καὶ
όγησ εν αὐτὸ
τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, ὄχι μόνον δέν ὡμολ
εἰπῇ ψέματα
ποὺ ὁ ἴδιος ἐτόλμησεν, ἀλλὰ καὶ ἐτόλμησε νὰ
αθῇ ἡ
εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦτο ἔκαμε νὰ παρατ
περιέ πεσε εἰς τὰ ἴδια
ζωὴ του. Ὁ Λάμεχ λοιπόν, ἀφοῦ
τὴν περίπ τωσιν ,
ἀμαρτήματα καὶ ἀφοῦ ἐσκέφθη ἐκείνην
δαρυτ έ-
ὅτι δηλαδὴ ἡ ἄρνησια ἔκαμεν ἐκεῖνον νὰ δεχθῇ
σε τὰς γυναῖ κας του, χωρὶς νὰ
ραν τιμωρίαν, ἀφοῦ ἐκάλε
ἐλέγχ ῃ, ὁ ἴδιος μὲ τὴν
τὸν ἀναγκάζῃ κανείς, οὔτε νὰ τὸν
580 ἸΩΆΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
2. Δηλαδὴ ὁ Κάϊν.
Κ΄ 581
ΟΜΙΛΙΑ
τῶν ἁμαρτημάτων
ἰδικήν του γλῶσσαν κάνει τὴν ὁμολογίαν
ἐκείνας ποὺ
του, καὶ συγκρίνων τὰς πράξεις του πρὸς
τὸν ἑαυτό ν του τὴν τίμω-
εἶχε διαπράξει ὁ Κάιν, ὁρίζει εἰς
καὶ αἱ τιμωρίαι
ρίαν. Εἴδες τὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ, πῶς
καὶ ὅτι αἱ ἐκδη-
τοῦ γίνονται προὔποθέσειᾳ φιλανθρωπίαα,
ν μέχρι τὴν τιμὼ-
λώσεις τῆς φιλανθρωπίας δέν σταματοῦ
εἰς τοὺς ὑπολοίπους
ρίαν ἐκείνου ποὺ τὴν δέχεται, ἀλλὰ
θελή σουν νὰ ἐπὼω-
καθιστᾷ χρήσιμον τὸ φάρμακον, ἐὰν θά
αὐτό; ᾿Απὸ ποῦ ἀλλοῦ λοιπόν, εἰπὲ μου,
φεληθοῦν ἀπ᾿
ἐξομολόγησιν, ἐὰν
ἔσπευσεν ὁ Λάμεχ εἰς τόσον μεγάλην
ν εἰᾳ ἐκεῖνον νὰ
δὲν εἶχε τὴν ὑπενθύμισιν ὅσων συνέθησα
ἡ Γραφή᾽
ταράσσῃ διαρκῶς τὸν νοῦν του; «Εἴπε λέγει ,
εἰς τὰ λό-
ἀκούσατε τὴν φωνήν μου καὶ δώσατε προσοχὴν
τήριον ἐ-
για μου». Πρόσεξε πῶς ἀφοῦ ἔστησε τὸ δικασ
εἰᾳ αὐτάς,
ναντίον του, ἔτσι προσάγει τὴν παράκλησιν
ἀμέλε ιαν. Διότι τό
ὥστε νὰ μὴ δεχθοῦν τὰ λόγια του μὲ
ασθῆ τε τὰ
νὰ εἰπῇ «᾿Ακούσατε τὴν φωνήν μου καὶ ἀκρο
, τὴν προσο-
λόγια μου», τοῦτο σημαίνει, ἐντείνατε, λέγει
α τὰ ὁποῖα
χήν σας καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίθδειαν εἰς ἐκεῖν
τήσω μαζί σας διὰ
πρόκειται νὰ εἰπῶ. Βέθαια δὲν θὰ συζη
πράγ ματα κρυ-
τυχαῖα πράγματα, ἀλλὰ θὰ σᾶς ἀποκαλύψω
παρὰ μόνον
φὰ καὶ τὰ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος δὲν γνωρίζει,
ν ἐπειδὴ
ἐγὼ καὶ ὁ ἀκοίμητος ἐκεῖνος ὀφθαλμόοα, τὸν ὁποῖο
σᾶς γνωσ τοπο ιήσω αύ-
φοβοῦμαι σπεύδω καὶ ἐπείγομαι νὰ
κατέ στησ α τὸν
τὰ ποὺ ἔχω πράξει καὶ εἰς πόσας τιμωρίας
ις μου.
ἑαυτόν μου ὑπεύθυνον μὲ τὰς θδελυρὰς πράξε
ε, καὶ νέον
«᾿Ἐφόνευσα ἄνδρα, λέγει, ἐπειδὴ μὲ ἐτραυμάτισ
ωθῆ ἐπτα πλασ ία ἐκδί-
ἐπειδὴ μὲ ἐκτύπησεν. ᾿Εὰν ἔχῃ πληρ
κησια ἀπὸ τὸν Κάιν, ἀπὸ δὲ τὸν Λάμεχ ἐθδο μήντ α φορὰς
καὶ
ἐπτά». Μεγάλος ὁ λόγος καὶ μάλιστα πολὺ μεγάλος,
ὀμο-
μεγάλη ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ ἀνδρός. Διότι ὄχι μόνον
φόνου α, τοὺς ὁποίο υς
λογεῖ τὴν πρᾶξιν καὶ φανερώνει τοὺς
διέπραξεν, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς συγκρίσεως ἐκείν ων, τὰ ὁποῖα
ν
ἔπραξεν ἐκεῖνος" καὶ αὐτός, ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτό
του τὴν τιμωρίαν. Διὰ ποίαν λοιπὸν συγγνώμην, λέγει, θὰ
ἠμποροῦσς νὰ εἶναι ἄξιος ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἐσωφρονίσθη
582 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
καὶ ἔναυλον ἔχων τὴν μνήμην, καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις διπλοῦν
ἐργασάμενος φόνον; «(Ὅτι ἄνδρα», φησίν, «ἀπέκτεινα εἷς
τραῦμα ὃμοί, καὶ νεανίσκον εἷς μώλωπα ἐμοί». Οὐ τοσοῦτον
ἠδίκησα, φησίν, ἐκείνους οὃς ἀνεῖλον, ὅσον ἐμαυτόν. Εἰς
ἄφυκτον γὰρ τιμωρίαν αὐτὸν ἐνέδαλον, ἁμαοτήματα ἐργασά-
μενος συγγγώμης ἐπέρεινα. Εἰ γὰρ ἐκεῖνος ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς
φόνου ἑπιὰ τιμωρίαις ὑπεύϑυνος γέγονεν, ἐγὼ δίκαιος ἂν
εἴην ἑδδομηκοντάκις ἑπτὰ τιμωρίας ὑποσχεῖν. Τίνος ἕνεκεν
καὶ διὰ τί; Εἶ γὰρ καὶ φόνον ἐκεῖνος εἰργάσατο, καὶ ἀδελφοῦ
10 φόνον, ἀλλ᾽ οὐδένα οὐδέποτε πρότερον ϑεασάμενος
τοῦτο πε-
ποιηκότα, οὐδὲ κατιδὼν ἕτερον διὰ τὴν πρᾶξιν τιιμωρηϑέντα,
καὶ τοσαύτης πειραϑέντα τῆς ἀγανακτήσως, ἅπερ ἀμφότερα
ἐμοὶ αὔξει τὰς τιμωρίας" ὅτι καὶ πρὸ τῶν ὀφϑαλμῶν ἔχων
τὸ ὑπ᾽ ἐκείνου τολμηϑέν, καὶ τὴν τιμωρίαν δρῶν οὕτως ἀνή-
15 κξσιον οὖσαν, οὐδὲ οὕτως ἐσωφρονίσϑην.
Διὰ τοῦτο κἂν ἐ-
ὁδομηκοντάκις ἑπτὰ τιμωρίας ἐκείνου ὑποσταίην, οὐδὲ οὕτω
τὴν ἀξίαν δώσω δίκην. ᾿
ὅ. ΤΟρᾷς, ἀγαπητέ, πῶς αὐτεξούσιον ἡμῶν τὴν γνώμηι
ὄ Θεὸς δδημιούργησε, καὶ ὥσπερ ρᾳϑυμοῦντες ὑποοκελιζύωι.
20 ϑα, οὕτω καὶ νῆψαι δουληϑέντες συνορῶμεν τὸ δέον;
ΤΡ ἰς γάρ,
εἶπέ ποι. τοῦτον ἐπὶ τὴν τοσαύτην ἐξομολόγησιν κατήπειγεν;
Οὐδεὶς ἕτερος, ἀλλ᾽ ἢ τὸ συνειδὸς καὶ ὅ δικαστὴς ἐκεῖνος ὁ
ἀδέκαστος. ᾿Επειδὴ γὰρ εἰς φαϑυμίαν ἀποκλίνας εἰς ἔργον
ἤγαγε τὴν κακὴν ἐπιχείρησιν, εὐθέως κατε ξανέστη τὸ συν»-
25 ξιδὸς καταδοῶν, καὶ δεικνύον καὶ τῶν
ἁμαρτηϑέντων τὸ μέ-
γεϑος, καὶ ὅσαις τιμωρίαις ἑαυτὸν ὑπεύϑυνον εἴογάσατο, Τοι-
οὔτον γὰρ ἡ ἁμαρτία" πρὶν ἢ μὲν γὰρ παραχϑῆναι, καὶ εἰς
ἔργο» ἐλϑεῖν, σκοτοῖ τὸν λογισμόν, καὶ ἀπατᾷ τὴ» διάνοιαν,
ἐπὰν δὲ τελειωϑῇ, τότε δήλην ἡμῖν τὴν αὐτῆς ἀτοπίαν καϑί-
30 στήσι, καὶ ἡ ὄραχεῖα ἐκείνη καὶ ἄτοπος ἡδονὴ διηνεκῆ τὴν
ὀδύνην ἡμῖν ἐντίϑησι, καὶ τοῦ συνξιδότος ἀφαιρεῖται τὴν παο-
ΟΜΙΛΔΙΑ Κ' 583
ἔχει ζωηρὰν
οὔτε ἀπὸ τὴν τιμωρίαν τοῦ ἄλλου, ἀλλά, ἐνῷ
φόνον;
τὴν ἀνάμνησιν, διέπραξεν ἐπὶ πλέον καὶ διπλὸν
μὲ ἐτραυ μάτισ ε, καὶ νέ-
«Ἐφόνευσα ἄνδρα, λέγει, ἐπειδὴ
τόσον πολὺ
ον, ἐπειδὴ μὲ ἐκτύπησε». Δὲν ἠδίκησα, λέγει,
μου. Ερριψ α
ἐκείνους, ποὺ ἐφόνευσα, ὅσον τὸν ἑαυτόν
τιμωρίαν, ἐπειδὴ
λοιπὸν τὸν ἑαυτόν μου εἰς ἀναπόφευκτον
διέπραξα ἁμαρτήματα ποὺ δὲν συγχω ροῦντ αι. Διότι ἐὰν
τοῦ
ἐκεῖνος ἔγινεν ἔνοχος δι᾽ ἑπτὰ τιμωρίας ἐξ αἰτίας
ἐδδομ ήντα
ἐνός φόνου, ἐγὼ θὰ εἶναι δίκαιον νὰ ὑποστῶ
αν. Διὰ ποῖον λόγον καὶ διατί;
φορὰς ἑπταπλασίαν τιμωρί
, καὶ μάλισ τα φόνον
Διότι ἐὰν ἐκεῖνος διέπραξε καὶ φόνον
ποτὲ κανέν α νὰ
τοῦ ἀδελφοῦ του, χωρὶς ὅμως νὰ ἰδῇ
ἄλλον νὰ
ἔχῃ κάμει προηγουμένως αὐτό, οὔτε νὰ γνωρίσῃ
ῇ τέτοιαν
ἐτιμωρήθη διά τὴν πρᾶξιν αὐτὴν καὶ νὰ ὑποστ
δύο αὐξάν ουν εἰς ἐμὲ τὴν
ἀγανάκτησιν, τὰ ὀποῖα καὶ τὰ
τὴν παράτ ολμον
τιμωρίαν᾽ διότι ἂν καὶ εἶχα ὑπ᾽ ὄψιν μου
εἶναι τόσον
πρᾶξιν ἐκείνου καὶ ἔθδλεπα τὴν τιμωρίαν νά
ἂν ἀκόμη
φοθδερά, οὔτε ἔτσι ἐσωφρονίσθην. Δι᾿ αὐτὸ καὶ
θὰ ὑποστῶ ἑβδομήντα φορὰς ἐπταπ λασία ς τὰς τιμωρίας
ἐκείνου, οὔτε ἔτσι θὰ τιμωρηθῶ ὅπως ἀξίζει .
ἐ-
4, Βλέπεις, ἀγαπητέ, πῶς ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς
ἀδιάφοροι
λευθέραν τὴν σκέψιν μας, καὶ ὅπως ὅταν εἴμεθα
θελήσω μεν νὰ εἴμεθα νη-
ὑποσκελιζόμεθα, ἔτσι καὶ ὅταν
λοιπόν, εἰπέ
φάλιοι κατανοοῦμεν αὐτὸ ποὺ πρέπει; Ποῖος
ἐξομο-
μου, ἠνάγκασεν αὐτὸν νὰ σπεύσῃ εἰς μίαν τέτοιαν
καὶ ὁ
λόγησιν; Κανεὶς ἄλλος, παρὰ μόνον ἡ συνείδησις
᾿Επειδὴ λοιπόν, ἀφοῦ περι-
δικαστὴς ἐκεῖνος ὁ ἀδέκαστος.
τὴν κακὴν ἐνέρ-
ἐπεσεν εἰς ραθυμίαν, ἐπραγματοποίησςε
-
γείαν, ἀμέσως ἐπανεστάτησεν ἡ συνείδησίς του κραυγά
ημάτων
Ζουσα καὶ δεικνύουσα καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτ
καὶ εἰς πόσας τιμωρίας κατέστ ησε τὸν ἑαυτόν του ἔνοχον.
νὰ γίνῃ κάτι καὶ
Διότι τέτοια εἶναι ἡ ἁμαρτία᾽ προτοῦ μὲν
νὰ πραγματοποιηθῇ, θολώνει τὴν σκέψιν καὶ ἐξαπατ ᾷ τὸν
νοῦν ὅταν ὅμως ὁλοκληρωθῇ, τότε μᾶς φανερώνει τὴν
-
ἰδιοτροπίαν τῆς, καὶ ἡ μικρὰ ἐκείνη καὶ ἀνόητος εὐχαρί
τὴν ὀδύνην , καὶ ἀ-
στησις ἐνσταλάζει μέσα μας συνεχῶς
884 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
3. Ἣσ. 43,26.
ΟΜΙΛΔΙΑ Κ΄ 587
τὸ περὶ τὸν ἀδελφόν, καὶ τὸν φϑόνον τὸν ἔνδοξον αὐτὸν τήκοντα,
ἐπὶ σφαγὴν ὥρμησε τοῦ "Αδελ, καὶ δεινὸν ϑέαμα παρέσχε
5. τοῖς γονεῦσιν» ἰδεῖν. Διά τοι τοῦτο ἦ μήτηρ μικρὸν ἀνανεύ-
σασα, καὶ μόλις ὄψέ ποτε τοῦ ἀφορήτου πένϑους δκείνου πα-
ραμυϑίαν εὑρεῖν δυνηϑεῖσα διὰ τοῦ τεχϑέντος παιδός, καὶ
τὴν εὐχαριστίαν ἀναφέρει τῷ εἰεοσπότῃ, καὶ τοῦ ἀδελφοκτόνου
στηλιτεύει τὴν πρᾶξιν, ταύτην αὐτῷ καὶ αὐτὴ μεγίστην τιμω-
10 ρίαν ἐπάγουσα, τὸ διηνεκῇ τὴν μνήμην ἐναποϑέσϑαι τῷ παρ᾽
αὐτοῦ γεγενημένῳ. Εἴδετε ὅσον κακόν ἔστιν ἁμαρτία; πῶς
εἷς αἰσχύνην καὶ ὄνειδος προτίϑησι τοὺς ταύτην εἰργασμένους;
εἴδετε πῶς τῆς ἄνωθϑεν χάριτος διὰ ταύτην γυμνὸς γέγονε,
καὶ ἅπαοι προκείμενος εἰς καταγέλωτα; εἴδετε πῶς καὶ τοῖς
15 γονεῦσι τοῖς ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῆς ὠϑουμένοις εἷς φιλοστοο-
γίαν ὀδελυκτὸς κατέστη. διὰ τὴν καχὴν ἐπιχείρησιν; Φεύ-
γώμεν τοίνυν, παρακαλῶ, τὴν ἁμαρτίαν τὴν τοσούτοις ἡμᾶς
περιδάλλουσαν κακοῖς, καὶ τὴν ἀρετὴν ἑλώμεϑα, ἵνα καὶ τὴν
ἄνωθϑεν εὔνοιαν ἐπισπασώμεϑα, καὶ τὴν κόλασιν διαφύγωμεν.
20 «Καὶ τῶ Σήϑ, φησίν͵ ἐγένετο υἷός" ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὖ-
τοῦ ᾿Ενώς" οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσϑαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ
Θεοῦ». Ὅρα πῶς κατὰ μικρὸν λοιπὸν παιδεύονται ταῖς προση-
γορίαις τῶν τικτομένων ἔναποτίϑεσθϑαι τῆς οἰκείας εὐγνωμο-
σύνης τὴν ἀπόδειξιν, Καὶ οὗτος γάρ, φησίν, ὁ Σήϑ, γεννή-
25 σας υἱόν, ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ενώς. Εἶτα ἑρμηνεῦ-
σαι ἡμῖν δουλομένη ἡ ϑεία Γραφὴ τοῦ ὀνόματος τὴν προση-
γορίαν φησίν" «Οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσϑαι τὸ ὄνομα Κυρίου
τοῦ Θεοῦ». Καὶ γὰρ ἐκ τούτου λοιπὸν τὴν ἀρχὴν μέλλει ποι-
εἴσϑαι ὁ μακάριος προφήτης τῆς γενεαλογίας, τοῦ Κάϊν τὴν
80 μνήμην ἀποπεμψάμενος, καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ μέχρι τοῦ Λάμεγ
ποτὲ μέ-
φάσεως περιωρίζετο μέχρι τότε εἰς τὰ λόγια καὶ
τοῦ θανάτο υ.
χρι τώρα δὲν ἐγνώρισαν, ποῖον ἦτο τὸ εἶδος
του
᾿Αλλὰ αὐτὸς ἀφοῦ ἐπρόλαθεν ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους
ε τὰἀ σω-
διὰ τὸν ἀδελφὸν καὶ τοῦ φθόνου ποὺ τὸν ἔτρωγ
ν τοῦ ,Αθελ καὶ ἔδωσεν
θικά του, ὥρμησε πρὸς τὴν σφαγὴ
Διὰ τοῦτο λοι-
εἰς τοὺς γονεῖς νὰ ἰδοῦν φοθερὸν θέαμα.
ἠμπό-
πὸν ἡ μητέρα, ἀφοῦ συνῆλθεν ὀλίγον καὶ μόλις ἀργὰ
ἐκεῖ-
ρεσε νὰ εὑρῇ κάποτε παρηγορίαν ἀπὸ τὸ ἀνυπόφορον
καὶ τὴν εὐχαρι στίαν της
νο πένθος μὲ τὸ γεννηθὲν παιδί,
τὴν πρᾶξιν τοῦ
ἀναπέμπει εἰς τὸν Θεὸν, καὶ στηλιτεύει
μεγί-
ἀδελφοκτόνου, ἐπιβάλουσα καὶ ἡ ἰδία εἰς αὐτὸν τὴν
διαρκῆ
στην αὐτὴν τιμωρίαν, τὸ νὰ ἐγκαταλείψῃ δηλαδὴ
ποὺ ἔγινεν ἀπὸ αὐτόν. Εἶδα-
τὴν ἀνάμνησιν εἰς τὸν φόνον,
εἰς αἰσχύ νην καὶ ἐν-
τε πόσον κακὸν εἶναι ἡ ἀμαρτία; πῶς
ξει αὐ-
τροπὴν ἐκθέτει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαπρά
Θεοῦ
τήν; εἴδατε πῶς ἔχει ἀπογυμνωθῆ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ
εἰς ὅλους καταγ έλαστ ος; εἶἴ-
ἐξ αἰτίας αὐτῆς καὶ ἔγινεν
ὁποῖοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν φύ-
δατε πῶς καὶ εἰς τοὺς γονεῖς, οἱ
, ἔγι-
σιν ὠθοῦνται εἰς τρυφερὰν στοργὴν πρὸς τὰ παιδιά
ως;
νεν ἄξιος θδελυγμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς του πράξε
, παρακ αλῶ, τὴν ἁμαρτί αν, ἡ ό-
Ας ἀποφεύγωμεν λοιπόν
πολλὰ κακά, καὶ ἂς προτι-
ποία μᾶς περιβάλλει μὲ τόσον
νά
μήσωμεν τὴν ἀρετήν, ὥστε καὶ τὴν εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ
. «Καὶ ὁ
προκαλέσωμεν καὶ τὴν κόλασιν νὰ ἀποφύγωμεν
᾿Ενώς
Σήθ, λέγει, ἀπέκτησεν υἱὸν καὶ ὠνόμασε αὐτὸν
ι εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου
αὐτὸς ἤλπισεν ὅτι θὰ προσεύχετα
ἐκπαιδεύ-
τοῦ Θεοῦ». Πρόσεχε πῶς σιγὰ σιγὰ εἰς τὸ ἑξῆς
τα τῶν
ονται οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐναποθέτουν εἰς τὰ ὀνόμα
ης. Καὶ
παιδιῶν τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἰδικῆς τῶν εὐγνωμοσύν
ἀφοῦ ἐγένν ησεν υἱόν, ὠνόμα-
αὐτὸς λοιπόν, λέγει, ὁ Σήθ,
ἐπιθυ μοῦσα ἡ ᾿Αγία
σεν αὐτὸν ᾿Ενώς. Εἰς τὴν συνέχειαν
ος,
Γραφὴ νὰ μᾶς ἑἐρμηνεύσῃ τὴν σημασίαν τοῦ ὀνόματ
τὸ ὄνομα
λέγει᾽ «Αὐτὸς ἤλπισεν, ὅτι θὰ προσεύχεται εἰς
Κυρίου τοῦ Θεοῦ». Καὶ πράγμα τι ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς
γενεα λογία ς του ὁ μα-
πρόκειται νὰ κάμῃ τὴν ἀρχὴν τῆς
τοῦ Κάιν
κάριοα προφήτης, παραλείψας τὴν ἀνάμνησιν
594 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
5. Α΄ Τμ. 6,10.
ΟΜΙΛΙΑ Κ’ 597
τὸ
γνώμην, ἐπειδὴ δέν ἀνεχόμεθα νὰ ἀποβάλωμεν οὔτε
Θεὸν ἐν-
ἐλάχιστον ἀπὸ ἐκεῖνα διὰ τὴν δοθεῖσαν ἀπὸ τὸν
ν δόξαν καὶ ἡ ὁποία δὲν
τολὴν καὶ διὰ τὴν ἀθάνατον ἐκείνη
ἀπὸ ἐκείνο υς καὶ
ἔχει τέλος, ἀλλὰ γινόμεθα χειρότεροι καὶ
ἐκεῖνοι μὲν
οὔτε ἐννοοῦμεν ποῖον εἶναι τὸ κανονικόν, διότι
πολλὰ διὰ τὸν ἀνωφε λῆ ἔπαινο ν ἀπὸ
ἐγκαταλείπουν τόσα
τούς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι τοῦ αὐτοῦ γένους μὲ ἡμᾶᾷα,
ἡμεῖς ὅμως διὰ τὸν Κύὐριόν μας, ὁ ὁποῖος εἶναι χορηγὸ ς
καὶ ὅσων ὑπάρχουν καὶ ὑπόσχεται τὰς ἀπορρήτους ἐκείνας
δωρεάς, δὲν θέλομεν νὰ δώσωμεν οὔτε τὸ παραμικρὸν
πολλάκις εἰς ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ στερήσεις. Καὶ μὲ ποῖα
τὴν
μάτια θὰ ἀντικρύσωμεν τὸν κριτήν, ὅταν παραμελοῦμεν
πω νὰ
τόσον εὔκολον ἐντολήν; Μήπως λοιπὸν σᾶς προτρέ
σκορπίσετε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σας; ᾿Απολάμθανς κάθε ἄ-
-
νεσιν, καὶ ὅταν ἱκανοποιήσῃς τήν ἀνάγκην σου τὰ πλεονά
ξοντα καὶ τὰ ἄχρηστα κάμε τα ἀναγκα ῖα, καὶ μοίραζ έ τα
εἰς ἐκείνους ποὺ πιέζονται ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ παγώνουν
ἀπὸ τό ψῦχοα, καὶ μὲ τὰ χέρια αὐτῶν ἀποστόλλεσαι πρός
τὴν ἰδικήν σου πατρίδα, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ φθάσῃς ὕστερα
νὰ
ἀπὸ ὀλίγον. Αὐτοὶ δέθαια θὰ ἠμπορέσουν πρὸ πάντων
χρησιμεύσουν εἰς σὲ διὰ τὴν μετάβασιν ἐκεῖ, ὥστε ὅταν
ἀπέλθῃς ἐκεῖ, θὰ εὐὑρῇᾳ τὰ πάντα εὐπρεπισμένα, καὶ θὰ
ἀπολαύσῃς ἐκεῖ περισσότερον πλοῦτον, ὅταν θλέπῃς αὐ-
τὰ νὰ ἔχουν πολλαπλασιασθῆ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ μετέ-
φέραν, μᾶλλον δὲ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ. Μή-
πως λοιπὸν περιέχει τὸ πρᾶγμα κούρασιν; μήπως δέθαια
κάποιαν φροντίδα καὶ μέριμναν; Δὲν σοῦ χρειάζονται ζῶα
διὰ τὴν μεταφοράν, οὔτε ὁ φύλακας οὔτε κανένας ἄλλος
τέτοιοο. Διότι τὸν δρόμον ἐκεῖνον δὲν δαδίζει οὔτε ληστὴς
οὔτε κλέπτης, διὰ νὰ ἀρπάζῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ στέλλεις:
ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ βάλῃς εἰς τὰ χέρια τῶν πτωχῶν,
αὐτὰ θὰ τοποθετήσῃς εἰς ἀσφαλὲς ταμεῖον, δηλαδὴ εἰς τὸ
χέρι τοῦ Θεοῦ. Διότι τοῦτο θὰ φυλάξῃ αὐτὰ ἀκέραια καὶ
ὅταν ἐπανέλθης εἰς τὴν ἰδικήν σου πατρίδα, μαζὶ μὲ τὴν
ἀπόδοσιν ἐκείνων καὶ θὰ σὲ ἀναγγείλῃ καὶ θὰ σὲ στεφα-
νώσῃ καὶ θὰ σὲ ἐγκαταστήσῃ μὲ κἀθε εὐρυχωρίαν καὶ ἄνξ-
θ00 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
θ. Β’ Κορ. 8, 13.
ΟΜΙΛΙΑ Κ’ 601
1. ᾿Ὁμιλία ιθ΄
ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄ 807
μὲ χειρότερα
των σιγά σιγὰ περιέθαλαν τοὺς ἑαυτούς των
τρόπον, τὸν
κακά, ἐπιθυμῶν νὰ παρηγορήσῃ, κατὰ κάποιον
τόσον μεγάλ ην στενοχω-
᾿Αδάμ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς
ἀλλὰ καὶ διὰ
ρίαν ὄχι μόνον διά τὴν ἰδικήν του παράβασιν,
πένθος,
τὸ τόλμημα τοῦ Κάιν καὶ τὸ ἀνυπόφορον ἐκεῖνο
ἐγνώριζαν
τὸ ὁποῖον εἶδε μὲ τὰἀ δικά του μάτια᾽ διότι δὲν
καὶ ἐδέχθ ησαν τὴν ἀπόφα-
οὔτε τὸ εἶδος τοῦ θανάτου, ἂν
ὸν τὸ πένθος , καὶ
σιν᾽ καὶ ἔγινεν εἰς αὑτὸν διπλὸν καὶ τριπλ
ν φορὰν
διότι εἶδαν τὸν θάνατον νἀ εἰσάγεται! διὰ πρώτη
νὰ τὸν ἔχῃ
εἰς τὴν ζωήν των, καὶ τὸν βίαιον θάνατον, καὶ
τολμήσει τὸ παιδί του καὶ εἰς βάρος ἀδελφ οῦ, ὁ ὁποῖος
ἴδιον πατέρ α, καὶ
ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα καὶ τὸν
μῶν λοιπὸν
ὁ ὁποῖος δέν τὸν εἶχεν ἀδικήσει καθόλου᾽ ἐπιθυ
ἀντίρροπον
ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ὠς
ορίαν , δίδει εἰς αὐτὸν ἄλλον
τῶν θλίψεών του τὴν παρηγ
ἐπαρκ ῆ εἰς αὐτὸν τὴν
υἱόν τὸν Σὴθ, καὶ ἀφοῦ ἔκαμεν ἔτσι
τὸ ἑξῆς τὴν
παρηγορίαν, ἀπό τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀρχίζει εἰς
ἔτσι ἤρ-
γενεαλογίαν. Δι᾿ αὐτό καὶ ὁ μακάριος προφήτης
χισε λέγων «Αὐτὸς εἶναι ὁ γενεαλογικὸς κατάλογος τῶν
γενεαλο-
ἀνθρώπων». "Ἔπειτα ὑποσχεθεὶς νὰ διηγηθῇ τὴν
ειαν χρησιμο-
γίαν τῶν ἀνθρώπων, πρόσεξε, ποίαν συνέχ
ἔτη καὶ
ποιεῖ «"Ἔζησε, λέγει, ὁ ᾿Αδὰμ διακόσια τριάντα
εἰκόνα αὐὖὐ-
ἐγέννησεν υἱὸν καθ' ὁμοίωσιν αὐτοῦ καὶ κατ᾽
δὲ αὐτός, μετὰ τὴν
τοῦ καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Σήθ. Εζησε
γέννησιν τοῦ Σήθ, ἑπτακόσια ἔτη, καὶ ἐγένν ησεν υἱοὺς καὶ
τρι-
θυγατέρας. Καὶ ἔζησεν ὁ ᾿Αδάμ συνολικὰ ἐννεακόσια
άντα ἔτη καὶ ἀπέθανε».
4. Δὲν ἔλεγα καλὰ εἰς τὴν ἀρχήν, ὅτι δέν εἶναι! δυνα-
καὶ
τὸν νὰ εὑρῇ κανεὶς τίποτε ποὺ νὰ ἔχῃ γραφῆ ἁπλῶς
τυχαίως εἰς τὴν ᾿Αγίαν Γραφήν; ᾿Ιδού λοιπόν καὶ τώρα
πόσην ἀκρίδειαν ἐχρησιμοποίησεν ὁ μακάριος αὐτὸς προ-
φήτης. «᾿Εγέννησε δὲ, λέγει, ὁ ᾿Αδὰμ υἱὸν καθ᾽ ὁμοίωσιν
αὐτοῦ καὶ κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Σήθ».
Διὰ τὸν γεννηθέντα ὅμως προηγουμένως, ἐννοῶ τὸν Κάιν,
δὲν ἐσημείωσε τίποτε παρόμοιον, ἀλλὰ προαναγγέλλει!ι ἀπὸ
τὴν ἀρχὴν τὴν ροπὴν αὐτοῦ πρὸς τὴν κακίαν᾽ καὶ ἦτο φυ-
614 ΙΏΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
---------ὄ
2. Γεν, 4, 25,
ΟΜΙΛΔΛΙΑ ΚΑ΄ 615
3. Λουκᾷ 17,10.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄ 619
ρε
ρανούᾳ». Βλέπεις τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ; Τὸν μετέφε
γήσῃ
ζωντανόν, δὲν ἐχάρισε τὴν ἀθανασίαν, διὰ νὰ καταρ
τὸν φόβον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἄφησε ν αὐτόν νὰ ἀκμάζῃ
εἰς τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο πάλιν ἀμυδρῶοα,
πτὸν
κατὰ κάποιον τρόπον, καὶ χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιλη
ἔλαθεν
ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνακαλέσῃη τὴν ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν
δὲν καθιστ ᾷ αὐτὸ φανερό ν,
ἐναντίον τοῦ ᾿Αδάμ. “Ὅμως
διὰ νὰ ὑπάρχῃ ὁ φόθος ἀντὶ σωφρονισμο ῦ. Διὰ τοῦτο μετέ-
θὰ
θεσε τὸν ᾿Ενώχ, ὁ ὁποῖος τὸν εὐηρέστησε. Καὶ ἐάν
καὶ
ἤθελε κανεὶς νὰ ἐρωτᾷ μὲ περιέργειαν καὶ νὰ λέγῃ,
ἐὰν μέχρι τώρα διετήρ ησε τὴν
ποὺ μετέθεσεν αὐτόν; καὶ
θῇ
ζωήν του; ἂς πληροφορηθῇ ὅτι δέν πρέπει νὰ ἀκολου
γάζετα ι
πιστὰ τὰς ἀνθρωπίνας σκέψεις καὶ νὰ μὴ περιερ
να.
τὰς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ πιστεύῃ εἰς τὰ λεγόμε
Διότι ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκα λύπτῃ κάτι, δὲν πρέπει νὰ ἀντι-
λέγῃ εἰς τὰ λεχθέντα, ἀλλὰ νὰ θεωρῇ περισσότερον ἀξιό-
πιστα τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν φαί-
νωνται, ἀπὸ ὅσα βδλέπομεν μὲ τὰ ἰδικὰ μας μάτια. Διότι ἡ
νὸν
᾿Αγία Γραφὴ εἶπεν ὅτι μετέθεσεν αὐτὸν καὶ ὅτι ζωντα
τόν μετέθεσε καὶ δὲν ἐγνώρι σε τὸν θάνατο ν, ἀλλὰ μὲ τὴν
ἰδικήν του εὐαρέστησιν ἔχει γίνει ἀνώτε ρος ἀπὸ τὴν λη-
φθεῖσαν ἀπόφασιν ἐναντίον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ποῦ
ὅμως μετέθεσεν αὐτόν καὶ πῶς τώρα ζῇ, αὐτὸ δὲν ἐπρόσ'
θεσεν.
86. Εἴδες τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πῶς ὅταν εὗρεν
ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἔχει κατορθώσει τὴν ἀρετήν, δὲν τοῦ ἐστέ-
ρησε τὴν ἀξίαν, τὴν ὁποίαν ἐχάρισεν εἰς τό πρωτόπλαστον
πρὶν ἀπὸ τὴν παράδασιν τῆς ἐντολῆς, διὰ νὰ μᾶς διδάσκῃ,
ὅτι καὶ ἐκεῖνος, ἐὰν δὲν ἐπροτιμοῦσε τὴν ἀπάτην ἀπὸ τὴν
ἐντολήν, ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ ἐκρίνετο ἄξιος δι᾽ αὐτὰ ἢ
καὶ διὰ μεγαλύτερα ἀγαθά; «Καὶ ἔζησε, λέγει, ὁ Μαθουσά-
λα ἐκατὸν ὀγδόντα ἐπτὰ ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν Λάμεχ᾽
καὶ ἔζησεν ὁ Λάμεχ ἐκατὸν ὀγδόντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν
υἱὸν καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Νῶε λέγων᾽ αὐτὸς λοιπὸν θὰ
τῶν
μᾶς ἀνακουφίσῃ ἀπὸ τὰ ἔργα μας καὶ ἀπὸ τὸν κόπον
χεριῶν μας καὶ ἀπὸ τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν κατηράσθη Κύριος
40
628 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
------
7. ᾿Ιὼδ 3,23.
ΚΑ΄ 629
ΟΜΙΛΔΛΙΑ
θ. Α΄ Τιμ. 2,4.
9. ᾿Ιεζ. 18,23.
10. ᾿Αναφέρεται εἰς τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον,
ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄ 633
ὅταν τοὺς
Εἶναι συνήθεια νὰ λέγουν αὐτὰ οἱ περισσότεροι,
ς διὰ τὴν ἀρετὴ ν ἢ νὰ ἐν-
προτρέπωμεν εἰς τοὺς κόπου
᾿Αγίας Γραφῆ ς. Δὲν
διαφερθοῦν πολὺ διὰ τὴν μελέτην τῆς
μήπως λοι-
εἶναι ἰδικόν μου ἔργον αὐτό, θὰ εἰπῇ κάποιος᾽
Τί λέ-
πὸν ἀπεκήρυξα τὸν κόσμον; μήπως εἶμαι μοχανός;
υς μόνον ἔχει τύχε! τὸ νὰ εἶναι
γεις, ἄνθρωπε; Εἰς ἐκείνο
θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρω-
εὐάρεστοι πρὸς τὸν Θεόν; Ὁ Θεός
ἀληθείαα,
ποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ λάβουν πλήρη γνῶσιν τῆς
ἀρετήν".
καὶ κανεὶς δέν θέλει νὰ εἶναι ἀμελὴς διὰ τὴν
του λέ-
Διότι ἄκουε αὐτόν, ὁ ὁποῖος διὰ μέσου τοῦ προφή
ἁμαρτ ωλοῦ, ὅσον τὴν
γει «Δὲν ἐπιθυμῶ τὸν θάνατον τοῦ
Μήπως ἔχει γίνει, εἰπέ
ἐπιστροφὴν καὶ τὴν ζωήν του».
μου, εἰς αὑτὸν τὸν δίκαιο ν ἄνδρα ἐμπόδι ον ἡ σαρκική του
ν; Μὴ
μεῖξις πρός τὴν γυναῖκα ἢ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶ
ἡμεῖς νὰ ἀπατώ μεθα, ἀλλὰ
λοιπόν, σᾶς παρακαλῶ, οὔτε
τόσον περισσ ὸ-
ὅσον μετέχομεν εἰς αὐτὰς τὰς φροντίδας,
ἀπὸ τὴν
τερον νὰ δεχώμεθα τὰ φάρμακα, ποὺ προέρχονται
δὲν
μελέτην τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς. Μήπως λοιπὸν καὶ αὐτοὶ
ἡμᾶς καὶ δὲν εἶχαν τόσον πολ-
ἦσαν τῆς αὐτῆς φύσεως μὲ
ν τῆς
λὰς ἀφορμάα, αἱ ὁποῖαι ὠθοῦν πρὸς τὴν πραγμάτωσι
ἀρετῆς; Διὰ ποίαν λοιπὸν συγγνώμην θὰ εἴμεθα ἄξιοι ἡμεῖς,
ημεν
οἱ ὁποῖοι ἀκούομεν καὶ τόσας διδασκαλίας καὶ ἠξιώθ
μεν τὴν συμμα χίαν τοῦ Θε-
τόσας δωρεάς καὶ ἀπολαμθάνο
ἀπορρ ήτων ἐκείνω ν
οὔ καὶ ἐλάβθαμεν τὴν ὑπόσχεσιν τῶν
ς τῶν πα-
ἀγαθῶν, ἐὰν δὲν φθάσωμεν τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆ
λαιῶν ἀνθρώπων; Διότι ἐὰν θὰ ἠθέλαμεν νὰ εἴμεθα σώ-
ρουν
φρονεα, εἶναι ἱκανὰ τὰ λεχθέντα σήμερα νὰ μᾶς διεγεί
μὴ νομίζ ωμεν ὅτι θὰ
τόν πόθον τῆς ἀρετῆς καὶ ποτὰ νὰ
ὑπάρξῃ ἐμπόδιον εἰς τὸν δρόμον αὐτῆς. ᾿Εἀν λοιπὸν οἱ ζή-
σαντες πρὶν ἀπὸ τὸν νόμον ἔφθασαν εἰς τόσον μεγάλην
ἀρετήν, ὠθούμενοι ἀπὸ τὴν ἔμφυτον διδασκαλίαν, τί ἠμπο-
ροῦμεν νὰ εἰποῦμεν ἡμεῖςα, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπὸ τόσην θοή-
ιθειαν καὶ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἄπειρα θαύμα-
τα, εὑρισκόμεθα μακράν τῆς ἀρετῆς; Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ,
νὰ μὴ παρερχώμεθα ἐπιπόλαια τὰ κείμενα τῆς ᾿Αγίας Γρα-
φῆς, ἀλλὰ νὰ μελετῶμεν μὲ προσοχὴν τὰ εὑρισκόμενα μέσα
634 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
λειαν καρπούμενοι, ὀψὲ γοῦν ποτε τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς ἀν-
πιλαδόσϑαι δυνηϑῶμεν. ΕἾ γὰρ δὴ μέλλοιμεν ἡμεῖς καϑ'
ἑκάστην ἡμέραν ὑμῖν ἐνηχεῖν τὴν πνευματικὴν ταύτην διδα-
σκαλίαν, καὶ ὑμεῖς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ραϑυμίας μείνητε, ποῖον
ὑμῖν ὄφελος ἔσται ἐκ τῆς συνεχοῦς διδασκαλίας; ἢ ἡμῖν τίς
ἔσται παοραμυϑία δρῶσι τὸν τοσοῦτον ἡμῶν κάματον ἀνόνητον
γινόμενον, καὶ οὐδεμίαν προκοπὴν γινομένην ἐκ τῆς ἡμετέ-
ρας σπουδῆς; Εἰπὲ γάρ μοι, οὐχὶ ἀπὸ δύο οὐσιῶν συνεστή-
καμεν, ἐκ ψυχῆς λένω καὶ σώματος; Τίνος οὖν ἕνεπεν μὴ τὴν
10 ἴσην» αὐτοὶ πρόνοιαν ἀμφοτέροις ἀπονέμομεν, ἀλλὰ τὸ μὲν
σῶμα παντὶ τρόπῳ ϑεραπεύειν σπουδάζομεν, καὶ ἰατροῖς χρή-
ματα διδόντες, καὶ αὐτοὶ πολλὴν περὶ αὐτὸ τὴν ἐπιμέλειαν
ἐπιδεικνύμενοι, καὶ ἐσϑῆτι πολυτελεῖ περιόάλλοντες, καὶ τρο-
φὴν πλέον τοῦ δέοντος παρέχοντες, καὶ ἕν ἀνέσει διηνεκεῖ
15 αὐτὸ εἶναι δουλόμεϑα, καὶ ὑπὸ μηδενὸς ὅλως ἐνοχλεῖσϑαι νο-
σήματος" ἀλλὰ κἄν τὸ τυχὸν τὸ ἐνοχλοῦν ἦ, πᾶσαν κινοῦμεν
μηχανή», ὥστε τὸ λυποῦν διορϑώσασϑαι; Καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ σώ-
ματος, τοῦ ἐλάττονος λέγω τὴν οὐσίαν" τί γὰρ ἴσον, εἶπέ μοι,
ψυχὴ καὶ σῶμα; Εἶ γὰρ δούλει τὴν διαφορὰν ἰδεῖν, σκόπει
20 πῶς οὐδενὸς λόγου ἄξιον εὑρίσκεται τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς
ἀναχωρησάσης. Ὃ τοίνυν τοῦ σώματος τοσαύτην πρόνοια»
ποιούμενος, τίνος ἕνεκεν, καὶ διὰ τί τοσαύτῃ περὶ τὴν τῆς
ψυχῆς πρόνοιαν ὑπεροψίᾳ κεχρῆσθαι ὀσύλει, καὶ οὔτε τρο-
φὴν αὐτῇ κατάλληλον προσάγειν, τὴν ἔκ τῶν ϑείων Γραφῶν
25 λέγω παραίνεσιν, οὔτε τοῖς τραύμασιν αὐτῆς, καὶ τοῖς ἕλκεσι
τοῖς καϑαιροῦσιν αὐτῆς τὴν ἰσχύν, καὶ τὴν παρρησίαν ὕπο-
τεμνομένοις τὰ ἐπιτήδεια φάρμακα ἐπιτιϑέναι, ἀλλὰ καὶ περιο-
ρᾶν ἀνέχῃ αὐτήν͵ καὶ λιμῷ τηκομένην, καὶ ὑπὸ τῶν ἑλκῶν
διαφϑειρομένην, καὶ προκειμένην, ὡς εἰπεῖν, καϑάπερ κυσί,
ΟΜΙΛΙΑᾺΑ ΚΑ’ 835
“------- τ...
1, Ἔξ. 23,2.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ΄ 847
σιν μετὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, δι᾽ αὐτὸ καὶ εἰς τοὺς ἁμαρ-
τάνοντας ἐπιφυλάσσονται τιμωρίαι καὶ εἰς τοὺὖὐς ἐπιτυγ-
χάνοντας τὴν ἀρετὴν ἀμοιθαὶ καὶ μισθοί. «Καὶ ἦτο, λέγει,
ὁ Νῶε πεντακοσίων ἐτῶν, καὶ ἐγέννησε τρεῖς υἱούς, τὸν
Σήμ, τὸν Χάμ, τόν ᾿Ιάφεθ». Πρόσεχε τὴν ἀκρίθδειαν τῆς
᾿Αγίας Γραφῆς. ᾿Επειδὴ μᾶς ἐδιηγήθη τόν ἀριθμὸν τῶν
ἐτῶν τοῦ δικαίου Νῶε, ἀποδεικνύουσα τὴν ὑπερθολικὴν
μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμεῖ πάλιν νὰ μᾶς καταστήσῃ
φανερὰν τὴν ἔκτασιν τῆς ἀνεξικακίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
μεγάλην ροπὴν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν κακίαν.
2. "᾽Ας ἀκούσωμεν ὅμως τὰ ἴδια ποὺ ἔχουν λεχθῆ ἀ-
πὸ τὸν Μωυσῆν, διότι θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ πάντα ἐμ-
πνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. «Καὶ συνέθη, λέγει,
ὅταν ἤρχισαν οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνωνται πολλοὶ ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν καὶ ἀπέκτησαν θυγατέρας». Δὲν ἐπρόσθεσεν ἀ-
πλῶς τὸ «Καὶ ἀπέκτησαν θυγατέρας», ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς
φανερώσῃ τὸ μέγα πλῆθος. Διότι ὅπου τὸ πλῆθος τῶν
ριζῶν εἶναι τόσον πολύ, εἶναι ἀνάγκη νὰ θλαστάνουν
πολλὰ κλαδιά. «Ὅταν δὲ εἶδαν, λέγει, οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ,
ὅτι αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὠραῖαι, ἔλαθδαν
γυναῖκας ἀπὸ ἐκείνας ποὺ ἐξεχώρισαν». Κάθε λέξιν ἀπὸ
τὰ λεχθέντα, ἂς τὴν παρατηρήσωμεν μὲ ἀκρίθειαν, διὰ νὰ
μὴ μᾶς διαφύγῃ τίποτε: ἀπὸ τὰ κρυμμένα μέσα εἰς τὸ θά-
θος αὐτῶν. Καὶ πράγματι εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσωμεν
πολὺ τὸ χωρίον αὐτὸ καὶ νὰ ἀνατρέψωμεν τὰς μυθολο-
γίας ἐκείνων, ποὺ ὅλα τὰ λέγουν χωρὶς περίσκεψιν. Καὶ
κατὰ πρῶτον μὲν νὰ εἰποῦμεν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα τολμοῦν
νὰ λέγουν, καὶ ἀφοῦ ἀποδείξωμεν τὴν ἀνοησίαν τῶν λε-
γομένων ἀπὸ αὐτούς, θὰ διδάξωμεν ἔτσι τὸ ἀληθινὸν
νόημα τῆς Γραφῆς εἰς τὴν ἀγάπην σας, ὥστε νὰ μὴ ἐπι-
τρέπῃ τὰ αὐτιά σας νὰ ἀκούουν ἐπιπόλαια ἐκείνους, ποὺ
λέγουν αὐτὰς τὰς θδλασφημίας καὶ τολμοῦν νὰ ὁμιλοῦν
ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ τους. Διότι ἰσχυρίζονται, ὅτι δὲν ἔ-
χει λεχϑῆ αὐτὸ διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀγ-
γέλους᾽ αὐτοὺς λοιπὸν ὠνόμασεν υἱούς τοῦ Θεοῦ. Κατὰ
πρῶτον μὲν ἄς μᾶς δείξουν, εἰς ποῖα χωρία οἱ ἄγγελοι
652 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
. Ψαλμ, 103, 4.
. Ψαλμ. 81, 8.
. Πα. 1, 2.
. Ἐξ. 4,22.
Οὐ
“Ὁ
δ .- Σοφ. Σολ. 2,24.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ’ θ53
-,κ΄΄ἷὖἷἧ ΠἾἼἽἷὃ΄ὃ}..
10. Γεν. 4, 28.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ΄ Β57
τῶν τέκνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ" οὕτω καὶ νῦν διὰ τὸ πλῆϑος
τῶν ἁμαρτημάτων μέλλοντος τούτου κολάζεσϑαι καὶ πανωλε-
ϑρίᾳ παραδίδοσθαι, καὶ τὰ κτήνη, καὶ τὰ ἑρπετά, καὶ τὰ πε-
πεινὰ συναπολαύει τοῦ κλυδωνίου τοῦ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην
καταλαμδάγνει» μέλλοντος, Καὶ καϑάπερ ἂν οἰκίᾳ, τοῦ προε-
στῶτος ὑπὸ τὴν δεσποτικὴν ἀγανάκτησιν γεγονότος, καὶ τοὺς
ουνγυπηρδιοῦντας πάντας εἰκὸς κοινωνεῖν τῆς κατηφίας, τὸν
αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐνταῦϑα, καϑάπερ ἐν οἰκίᾳ τῶν ἀνϑοώ-
πῶ» ἀπολλυμένων, ἅπαντα τὰ ἐν τῇ οἰκείᾳ καὶ τὰ ὑπὸ τὴ»
10 τούτου δεσποτείαν τυγχάνοντα ἀνάγκη ὑπὸ τὴν αὐτὴν τιμω-
θίαν πεσεῖν. «Καὶ ἐνεϑυμήϑην»», φησίν, «ὅτι ἐποίησα αὐτούς».
Πόσης συγκαταδάσεως τουτὶ πεπλήρωται τὸ ρῆμα; Μὴ γὰρ
δόσυλόμην, φησί, τοσαύτῃ τιμωρίᾳ αὐτοὺς περιδαλεῖν; Αὐτοί
μὲ τῇ ὑπερόολῇ τῆς παρανομίας εἴς τοσαύτην ἐξήνεγκαν τὴν
15 ἀγανάκτησιν, Εἶπα ἵνα μὴ νομίσωμεν ἀφανισμὸν παντελῆ τοῦ
τῶν ἀνϑρώπων γίνεσϑαι γένους, μηδὲ πρόρριζον τὴν ἡμετέ-
ραν φύσιν ἀφανίξεσϑαι, ἀλλὰ μάϑωμν ὅσον κακὸν ἁμαρτία,
καὶ ὅσον ἀγαϑὸν ἀρετή, καὶ ὅτι «Κοείσοων εἷς ποιῶν ϑέλημα
Κυρίου, ἢ μυρίοι παράνομοι», φησί, «Νῷε δὲ εὗρε χάριν
20 ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ». Εἰ καὶ τὸ πλῆϑος ἅπαν, φησί,
πρὸς τοσαύτην κακίαν ἐξώκειλεν, ἀλλ᾽ ὅ δίκαιος οὗτος τὸν
σπινϑῆρα τῆς ἀρετῆς διετήρησεν ὁμοῦ, καὶ τούτοις ἅπασι διὰ
παντὸς τοῦ χρόνου διαλεγόμενος, καὶ παραινῶν ἀπαλλαγῆναι
τῆς κακίας, καὶ ἑαυτὸν τῆς ἀπ᾽ αὐτῶν λύμης ἐλεύϑερον καϑι-
25 σιάς. Καὶ ὥσπερ οὗτοι διὰ τῶν πονηρῶν πράξεων εἴς ἀγα-
νάκτησιν τὸν φιλάνϑρωπον Θεὸν ἐπεσπάσαντο: οὕτω καὶ οὗ-
τος, τὴν ἀρετὴν ἑλόμενος, «Χάριν εὗρεν ἐναντίον Κυρίου Θε-
οὔ». Οὐ γάρ ἔστι προσωπολήπτης ὃ Θεός, ἀλλὰ κἂν εὕρῃ ἐν
τοσούτῳ πλήϑει τὰ αὐτῷ δοκοῦντα διαπραττόμενον, οὐ περιορᾷ,
--..----
15. Ρωμ. 8,21.
16. Σοφ. Σειρ. 186, 3.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ΄ 873
Α2
ΤᾺ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΥ
καὶ ἐπει-
ἀλλὰ ἀξιώνει αὐτὸν τῆς ἰδικῆς του φροντίδοας,
τὴν κηδεμ ονίαν του πρὸς αὐὖ-
δεικνύει τόσον μεγαλυτέραν
τὸν δρόμο ν τῆς
τόν, ὅσον μόνος του ὁ ἴδιος ἐπροτίμησε
υραν αὐτὸν
ἀρετῆς, ἐνῷ ὑπῆρχαν τόσον πολλοὶ ποὺ παρέσ
εἰς τὴν κακίαν.
μόνον
Β. Αὐτὸ λοιπὸν γνωρίζοντες, ἂς προσέχωμεν
κάμει νὰ ἀπο-
ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει εἰς αὐτὸν καὶ μᾶς
μενοι εἰς
σπάσωμεν τὴν εὔνοιαν ἀπ᾿ αὐτόν᾽ καὶ οὔτε χαριζό
ειαν νὰ
τὴν φιλίαν, οὔτε. ὑπακούοντες εἰς κάποιαν συνήθ
νὰ χρησι μοποι οῦμεν ὅ-
παραμελοῦμεν τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ
καί, ἐπειδὴ ἔχομε ν
πως πρέπει τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ,
ἂς ἐπι-
ἀκόμη χρόνον, ἀφοῦ ἀποβάλωμεν τὴν ἀδιαφορίαν,
κακίαν. Διότι
θυμήσωμεν τὴν ἀρετὴν καὶ μισήσωμεν τὴν
καὶ πόθον τὴν ἀρετὴν καὶ
ἐὰν δὲν ἐπιδιώξωμεν μὲ ἀγάπην
κακίαν , δέν θὰ
δὲν ἀποκτήσωμεν πολὺ μῖσος πρὸς τὴν
νὰ ἀποφύγω:
ἠμπορέσωμεν οὔτε τὴν καταστροφὴν ἐκείνης
ἀρετὴ ἔχει
μεν, οὔτε αὐτὴν νὰ ἐπιδιώξωμεν. Ὅτι λοιπὸν ἡ
ὁποῖοι τὴν ἐπιθυμ οῦν καὶ φλέ-
ἀνάγκην ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ
τὸν προφή την, ποὺ
γονται ἀπὸ τὸν πόθον δι᾽ αὐτήν, ἄκουε
ουν δι-
λέγει «Αἱ κρίσεις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθεῖς, εὑρίσκ
περισσότε-
καίωσιν εἰς τὰ ἴδια τὰ πράγματα, εἶναι ποθηταὶ
τοὺς πολυτ ίμους λίθους »᾽7 ὄχι
ρον ἀπὸ τὸν χρυσὸν καὶ
ί, ἀλλὰ ἐπειδὴ δέν
μόνον ἐπειδὴ εἶναι τόσον πολὺ ποθηταΐ
πολυτ ιμοτέ ρα
εἶναι δυνατὸν νὰ εὐρεθῇ εἰς ἡμᾶς ἄλλη ὕλη
εσε, «Καὶ
ἀπὸ αὐτάς, λέγει αὐτά᾽ διὰ τοῦτο καὶ ἐπρόσθ
καὶ τὴν κηρήθϑ ραν». Καὶ ἐδῶ πά-
γλυκύτεραι ἀπὸ τὸ μέλι
εὑρῇ γλυκυ τέραν οὐσίαν
λιν, ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσε νὰ
ἀπὸ τὸ μέλι, ἐχρησιμοποίησεν αὐτὴν τὴν εἰκόνα . “Ὅπως
ηφθῆ ἀπὸ
ἀκριβῶς λοιπὸν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταλ
ιν τῶν
κάποιαν ἐπιθυμίαν καὶ πόθον διὰ τὴν συγκέντρωσ
διὰ τὸν σκοπὸ ν αὐτὸν
χρημάτων, προσπαθοῦν νὰ ἔχουν
καταλ αμβάν ει ὁ
ὅλον τὸν Ζῆλον των, καὶ ποτὲ δὲν τούς
στος καὶ
κορεσμός, διότι ἡ φιλαργυρία εἶναι μέθη ἀκόρε
οἶνον
ὅπως ἀκριβῶς οἱ μέθυσοι ὅσον περισσότερον ἀγνὸν
περισσότερ ον ἑξάπτο νται πρὸς τὴν δί-
πίνουν, τόσον
ψαν ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ δὲν ἠμπορ οῦν ποτὲ νὰ σταμα-
678 ΙΩΆάΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
16. Ἡσ. 5, 8.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ΄ 877
ι αὐ-
πάράξενον κἀὶ τὸ ἀσυγχώρητον Εἶναι, ὅτι ἐνῷ κάθετα
θέλῃ,
τὸς εἰς ἕνα μέρος καὶ πολλὰς φοράς, οὔτε ὅταν
᾿Εμποδ ιζόμεν ος ἢ ἐξ
ἠμπορεῖ νὰ μεταθῇ εἰς ἄλλο μέρος.
άτων ἢ ἐξ
αἰτίας κάποιας ἄλλης συμπτώσεως τῶν πραγμ
καὶ
αἰτίας τῆς σωματικῆς ἀδυναμίας του, ἐπιθυμεῖ παντοῦ
σῃ
εἰς ὅλας, ὡς θὰ ἔλεγε κανείς, τάς πόλεια νὰ ἀποκτή
«καὶ νὰ στήσῃ μεταξ ὺ
μνημεῖα τῆς ἰδικῆς του πλεονεξίας,
τῆς ἰδικῆς του
ὅλων τῶν ἀνθρώπων “στήλας ἀθανάτους
ὁποίων
κακίας καὶ -τὰ μὲν ἁμαρτήματα, ἐξ. αἰτίας τῶν
ἰδικόν
συνεκεντρώθησαν ὅλα αὐτά, τὰ ἐπισωρεύει εἰς τὸ
ὅτι μεταφέ ρει φορτίο ν θα-
του κεφάλι καὶ δέν αἰσθάνεται,
ρὺ καὶ δυσθάστακτον᾽ τὴν ἀπόλαυσιν ὅμως ἀπὸ αὐτὰ παρέ-
τὴν
χει εἰς ἄλλους, ὄχι μόνον μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ἀπὸ
τοῦ ἀπὸ
ζωὴν αὐτήν, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποδημίαν
αὐτὰ ἀκουσί ως, διασκο ρπί-
ἐδῶ. Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν χάσῃ
ὅλα αὐτὰ
ζονται καί, ὡς θὰ ἐλέγαμεν, καταθροχθίζονται
, καὶ δὲν
ἀπὸ τοὺς πλησιεστέρους συγγενεῖς καὶ φίλους
διατί
ἀπολαμβάνει οὔτε τὸ ἐλάχιστον μέρος αὐτῶν. Καὶ
ἐὰν θελήσῃ , πῶς θὰ τὸ κα- ᾿
λέγω δὲν ἀπολαμθάνει; Διότι,
τορθώσῃ, ἀφοῦ διαθέτῃ μίαν κοιλίαν διὰ τόσον πολλὰ πρά-
γματα;
. ᾿Αλλὰ ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ κενοδοξία
νὰ θέτῃ κανεὶς τὸ ὄνομά του εἰς τοὺς ἀγρούα,
καὶ ἡ ἐπιθυμία
εἰς τὰ λουτρά, εἰς τὰ σπίτια. Ποῖον εἶναι τὸ κέρδος σου,
ἄνθρωπε, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ὀλίνον, ἀφοῦ σὲ καταλάβῃ
πὐρέτός, εὐθὺς ὡς ἐξαφσιπυύῃ ἧδ ψυχὴ σὲ ἐγκαταλείπῃ
ἔρημον καὶ γυμνόν, καλύτερα δέ ᾿ οημένον μὲν τὴν ἀρε-
τήν, περικυκλωμένον ὅμως ἀπὸ τὰς κ᾿ δικίας, τὰς ἁρπαγάς,
τὰς πλεονεξίας, τοὺς στεναγμούς, τὐν ὁδυρμὸν, τὰ δά:
κρυα. τῶν ὀρφανῶν, τὰς σκευωρίας, τοὺς δόλους;. Πῶς
θὰ ἡμπορέαῃς, μεταφέρων ἐπάνω σου τὰ μεγάλα αὐτὰ
φορτία τῶν ἁμαρτημάτων, νὰ διέλθῃς τὴν στενὴν ἐκείνην
πύλην, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ δεχθῆ τὸν ὄγκον τόσον με-
γάλου μεγέθους; ᾿Αναγκαστικὰ λοιπὸν μένεις ἔξω καὶ δα-
ρυνόμενος ἀπὸ τὰ φορτία αὐτὰ μετανοεῖς χωρὶς ἀποτέλε-
σμα, ἐπειδὴ δλέπεις τώρα ἐνώπιόν σον ἕτοιμα τὰ θᾳσανι-
680 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
---
᾿᾿...
2. Γεν. 8,7.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ’ 891
τῶν ἑρπετῶν, καὶ τῶν πετεισῶν" τῶν γὰρ ἀνϑρώπων, δι᾽ οῦς
ταῦτα παρήχϑη, ἀπόλλυσϑαι μελλόντων, καὶ ὑποδουχίων γίνε-
σθαι, εἰκότως καὶ ταῦτα τῆς τιμωρίας συναπήλαυσεν'" ἐπειδὴ
οὖν ἡ ἀπόφασις ἀόρισιος ἦν, καὶ οὐδεμίαν ἔχουσα διαίρεσιν,
5. ἵνα μάϑῃς τὸ ἀπροσωπόληπτον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ταῖς καρδίαις
ταῖς ἡμετέραις ἐμδαιεύων οὐδένα περιορᾷ, ἀλλὰ κἂν μικράν
τινα ἀφορμὴν εὕρῃ παρ᾽ ἡμῶν εἴσᾳφερομένην, ἄφατον αὐτοῦ
ἐπιδείκνυται τὴν φιλανϑρπίαν, φησὶν ἡ Γραφή, ἵνα μὴ »νο-
μίσωμεν ὅτι παντελὴς ἀφανισμὸς γίνεται τοῦ τῶν ἀνϑρώπων
10 γένους, ἀλλὰ γνῶμεν, ὅτι διὰ τὴν οἰκείαν αὐτοῦ ἀγαϑότητα
ἀφίησι σπινϑῆρά τινα σώζεσθαι, καὶ ρίζαν τῷ τῶν ἀνϑοώ-
πων γένει, ὥστε πάλιν εἷς μακροὺς ἐκταϑῆναι κλάδους" «Νῶε
δέ», φησί», «εὖρε χάριν ὀναντίον τοῦ Θεοῦ».
2. Σ»όπει τῆς Γραφῆς τὴν ἀκρίδειαν, ὅπως οὐδὲ τὴν
15 τυχοῦσαν συλλαδή» ἔστιν εὑρεῖν ἁπλῶς
κειμένην. ᾿Επειδὴ
γὰρ ἐδίδαξεν ἡμᾶς τὴν» ὑπερδολὴν τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων,
καὶ τῆς τιμωρίας τὸ μέγεϑος τῆς μελλούσης ἐπάγεσθαι τοῖς
ταύτης ἐργάταις, διδάσκει ἡμᾷς καὶ τὸν ἐν τοσούτῳ πλήϑει
δυνηϑέντα τὴν ἀρετὴν
ἀκέραιον διασῶσαι. "Ἔστι μὲν γὰρ
20 καὶ καϑ' ἑαυτὴν ἡ ἀρετὴ ϑαυμαοτή, “Ὅταν δὲ καὶ ἐν μέσῳ
τῶν κωλυόντων τυγχάνων τις ταύτην μετίῃ, πολλῷ μᾶλλον
ϑαυμαστοτέραν αὐτὴν ἀποφαίνει. Διὰ τοῦτο ὥσπερ ϑαυμά-
ζουσα τὸν δίκαιον ἡ ϑεία Γραφή φησιν, ὅτε μεταξὺ τῶν το-
σούτων διὰ τὴν κακίαν μελλόντων ἀγανακτήσεως πειρᾶσθαι,
25 «Νῶε δὲ εὗρε χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ». «Εὗρε χά-
οι»», ἀλλ᾽ «Ἐναντίον τοῦ Θεοῦ»: οὐχ ἁπλῶς, «Εὗρε χάριν»,
ἀλλ᾽ ξναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ»; ἵνα ἡμᾶς διδάξῃ ὅτι ἕνα
τοῦτον δἶχε τὸν σχοπόν, ὥσιε τὸν ἀκοίμητον ἐκεῖνον ὀφϑαλμὸν
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ΄ 693
ἀλλὰ καὶ “ἐναντίον ὅλων τῶν ζώων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ
τῶν πτηνῶν, διότι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ χαθοῦν καὶ νά κατα-
ποντισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, διὰ τοὺς ὁποίους ἐδημιουργήθη-
σαν αὐτά, εὐλόγως ἔλαβαν καὶ αὐτὰ μέρος εἰς τὴν τιμω-
ρίαν. ᾿Επειδὴ λοιπόν ἡ ἀπόφασις ἦτο ἀόριστος καὶ χωρὶᾳ
νὰ κάνῃ καμμίαν διάκρισιν, διὰ νὰ μάθης ὅτι ὁ Θεός δὲν
εἶναι προσωπολήπτης, καὶ ὅτι συχνάζων μέσα εἰς τὰς ἰδι-
κάς μας καρδίας δὲν περιφρονεῖ κανένα. ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκό-
μη εὐρῇ κάποιαν μικρὰν ἀφορμήν, προσφερομένην ἀπὸ ἠἡ-
μᾶς, ἐπιδεικνύει τὴν ἀνέκφραστον φιλανθρωπίαν του, λέ-
γει ἡ Γραφή, διὰ νὰ μὴ νομίσωμεν ὅτι συντελεῖται ὁλοκλη-
ρωτικὴ ἐξαφάνισις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλὰ διά νὰ
γνωρίσωμεν, ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἰδικῆα του ἀγαθότητος ἀφή-
νει κάποιον σπινθῆρα διὰ νὰ σώζεται καὶ ρίζαν εἰς τὸ ἀν-
θρώπινον γένος, ὥστε νὰ ἁπλωθῇ πάλιν εἰς μακροὺς κλά-
δους᾽ «Ὁ Νῶε δέ, λέγει, εὔρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
2. Παρατήρησε τὴν ἀκρίβειαν τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς, πῶς
οὔτε τὴν μικρὰν συλλαβὴν εἶναι δυνατόν νὰ εὐροῦμεν, νὰ
εἶναι τοποθετημένη χωρὶς σημασίαν. ᾿Επειδὴ λοιπὸν μᾶς
ἐδίδαξε τό μέγεθος τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ μέ-
γεθος τῆς τιμωρίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ἐπιδληθῇ εἰς
τοὺς διαπράττοντας αὐτήν, μᾶς παρουσιάζει καὶ ἐκεῖνον
ποὺ ἠμπόρεσε μέσα εἰς αὐτὸ τό πλῆθος νὰ διασώσῃ ἀκε-
ραΐαν τὴν ἀρετήν. Εἶναι μὲν δεθαίως ἡ ἀρετὴ καὶ μόνη της
ἀξιοϑθαύμαστος. Ὅταν ὅμως κάποιος μετέρχεται αὐτήν,
εὑρισκόμενος ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ποὺ τὴν ἐμποδίζουν,
καθιστᾷ αὐτὴν κατὰ πολὺ περισσότερον ἀξιοθαυμαστοτέ-
ραν. Διὰ τοῦτο ὠσὰν νὰ θαυμάζῃ τὸν δίκαιον ἡ ᾿Αγία Γρα-
φὴ λέγει, ὅτι ἀνάμεσα εἰς τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους, οἱ
ὁποῖοι ἐπρόκειτο ἐξ αἰτίας τῆς κακίας των νὰ δοκιμάσουν
τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ Θεοῦ, «ὁ Νῶε δὲ εὕρε χάριν ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ». «Εὔρε χάριν», ἀλλά, «᾿Ενώπιον τοῦ
Θεοῦ» ὅχι ἁπλῶς, «εὔρε χάριν», ἀλλά, «ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ», διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ὅτι μοναδικὸν σκοπὸν εἶχεν
αὐτόν, ὥστε τὸ ἄγρυπνον ἐκεῖνο μάτι νὰ ἔχῃ ἐπαινέτην
καὶ δὲν ὑπῆρχεν εἰς αὐτὸν κανξεὶς λόγος τῆς δόξης τῶν
θ94 ΙΩΑΝΝΟΥῪ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ἐπαινέτην ἔχειν, καὶ οὐδεὶς αὐτῷ λόγος τῆς τῶν ἀνθρώπων δό-
ξης͵ οὐδὲ τῆς ἀτιμίας, καὶ τοῦ γέλωτος. Εἰκὸς γὰρ αὐτὸν ἀπε-
γαντίας ἅπασι τὴν" ἀρετὴν μετιέναι δουλόμενον πολλὴν ὑπομέ-
γμδιν τὴν χλδύην καὶ τὸν γέλωτα, πάντων τῶν τὴν κακίαν μετιόν-
τῶν εἰωϑότων ἀεὶ ἐπισκώπτειν τοὺς ταύτην φεύγειν δουλοιέ-
γους. καὶ ἀρετὴν αἱρουμένους, ὅπερ' καὶ νῦν πολλάκις γίνεται.
Καὶ πολλοὺς τῶν ρᾳϑύμων ὁρῶμεν μὴ φέροντας τὸν γέλωτα καὶ
τὴν χλευασίαν, ἀλλὰ προτιμῶντας τὴν παρὰ τῶν ἀνϑρώπων
δόξαν τῆς ἀληϑοῦς καὶ ἀεὶ μενούσης, ὑποσυρομένους καὶ συγ-
10 κατασπωμένους τῇ τῶν ἑτέρων ἀνθρώπων κακίᾳ. Ψυχῆς γάρ
ἔστι γενναίας καὶ στερρῷ τῷ φρονήματι κεχρημένης τὸ δυ-
γηϑῆναι ἀντισχεῖν πρὸς τοὺς διασύρειν δουλομένους, καὶ μὴ
πρὸς ἀρέσκειαν τῶν ἀνϑρώπων τι διαπράτιτεσϑαι, ἀλλὰ πρὸς
τὸν ἀκοίμητον ἐκεῖνον ὀφθαλμὸν τείνειν τὸ ὄμμα, καὶ τὴν παρ᾽
ἐκείνου εὐφημίαν μόνον ἀναμένειν, καὶ τούτων ὑπερσρᾶν, καὶ
μηδὲν ἡγεῖσϑαι αὐτῶν τὸν ἔπαινον, μήτε τὸν ψόγον, ἀλλὰ
παϑάπερ σκιὰς καὶ ὀνείρατα παρατρέχειν. Καὶ ἐνταῦϑα μὲν
πολλοὶ πολλάκις τὴν ὕδριυ» οὐ φέροντες δέκα ἢ εἴκοσι ἀνϑρώ-
πων, ἢ καὶ ἐλαττόνων, ὑπεσκελίσϑησαν καὶ κατέπεσον. «ἔστι
20 γὰρ αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν». Οὐδὲ γὰρ τὸ τυχόν ἔστιν
ὑπεριδεῖν τῶν ὀνδιδιξόντων, καὶ καταγελώντων, καὶ κωμῳ-
δεῖν δουλομένων' ἀλλ᾽ ὃ δίκαιος οὗτος οὐχ οὕτως. Οὐ μόνον
γὰρ δέκα καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ πάσης
τῆς τῶν ἀνϑρώπων φύσεως, καὶ μυριάδων τοσούτων ὑπερεῖϊ-
25 δεν, Εἰκὸς γὰρ ἅπαντας αὐτοὺς καταγελᾶν, κωμῳδεῖν, χλευά-
ζειν͵ πολλὴν τὴν παροινίαν περὶ αὐτὸν ἐπιδείκνυσθαι, ἴσως
δὲ ἢ καὶ δούλεσϑαι διασπᾶν, εἶ οἷόν τε ἦν. Πολλὴν γὰρ ἀεὶ
τὴν μανίαν ἐπιδείονυται ἡ κακία κατὰ τῆς ἀρετῆς" ἀλλ᾽ οὐ
μόνο» οὐδὲν αὐτὴν ὁλάπτει, ἀλλὰ καὶ τὸ πολεμεῖν ἰσχυροτέραν
4. Παροιμ. 9,9.
5. Διὰ περισσότερα β8λ. ὁμιλία ιθ΄,
θ. Πράξ. 5, 41,
ὈΜΙλΙΑ ΚΓ 897
7. Πράξ. 4, 18.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ 699
8. Λουκᾷ 6, 26.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΙ’ -. ΤΟΊ
χθη τὴν διάθεσίν του. Ποία λοιπόν, εἰπέ μου, ζημία προέ-
κυψεν ἀπὸ τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὰ εἰρωνικὰ γέλια τῶν
συνανθρώπων του, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὰς καρδίας
μας καὶ μᾶς βδοηθεῖ εἰς ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐπαινῇ καὶ στε-
φανώνῃ τὸν ἄνδρα; Καὶ ποῖον κέρδος θὰ ἠμποροῦσε νὰ
ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θαυμάζεται καὶ ἐπαινῆται ἀπὸ ὅλην
τὴν οἰκουμένην, ἀπὸ τὸν δημιουργὸν ὅμως τῶν ὅλων καὶ
τὸν δικαστήν, τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξαπατή-
σῃ, καταδικάζεται κατὰ τὴν φοδερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως;
Γνωρίζοντες λοιπὸν αὐτά, ἀγαπητοί μου, ἂς μὴ ὑπολογί-
ζωμεν καθόλου τὸν ἔπαινον τῶν ἀνθρώπων, οὔτε νὰ ἐπι-
διώκωμεν μὲ κάθε τρόπον τἀς ἀπευφημίας αὐτῶν, ἀλλὰ
ἂς καταγινώμεθα μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ ἂς ἀποφεύγω-
μεν τὴν κακίαν δι᾽ ἐκεῖνον μόνον, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὰς
καρδίας καὶ τοὺς νεφρούς μαα. Αἰιὰ τοῦτο δεθαίως καὶ ὁ
Χριστὸς διά νἀ μᾶς διδάξῃ νὰ μὴ μένωμεν μὲ ἀνοικτὸν τὸ
στόμα εἰς τὰς ἐπευφημίας τῶν ἀνθρώπων, ὕστερα ἀπὸ
πολλὰ ἄλλα, τελευταῖον καὶ αὐτὸ ἐπρόσθεσε λέγων «᾿Αλ-
λοίμονον εἰς σᾶς, ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι»".
Πρόσεξε πῶς μὲ τὸ «᾿Αλλοίμονον» μᾶς ἐφανέρωσε, ποία
τιμωρία θὰ ἐπιβληθῇ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι τὸ
ἀλλοίμονον αὐτὸ εἶναι θρηνῶδες ἐπιφώνημα᾽ σχεδὸν λοι-
πὸν ἀποκαλῶν αὐτοὺς ἀθλίους λέγει᾽ «᾿Αλλοίμονον εἰς
σᾶς, ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι». Καὶ πρόσεχε
τὴν ἀκρίθειαν τοῦ λεχθέντος. Δὲν εἶπεν ἁπλῶς, οἱ ἄνθρω-
ποι, ἀλλά, «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι». Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ ἐπαινῆται καὶ νὰ θαυμάζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώ-
πους οὔτε ὁ ἐνάρετοα, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν στενὸν καὶ γεμᾶ-
τον δυσκολίας δρόμον θαδίζει κκαὶ ἀκολουθεὶ πιστὰ τὰς
ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι εἶνα! μεγάλη ἡ ἔντασις
τῆς κακίας καὶ ἡ ἀντίθεσίς τῆς πρὸς τὴν ἀρετὴν. ᾿Επειδὴ
λοιπὸν γνωρίζει ὁ Κύριοακ, ὅτι, ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἀκρίβειαν
καταγίνεται εἰς τὴν ἀρετήν καὶ ἀποδέχεται “μόνον τὸν ἰδι-
κόν του ἔπαινον, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπαινῆται ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀκούῃ καλὰ λόγια, δι᾽ αὐτὸ ἀποκα-
λεῖ ἀθλίους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπαίνου τῶν
702 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
9. Γεν. 6,3.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ' 705
ἡμῖν ἐπὶ τῶν πᾶσαν ἀρετὴν μετιόντων λέγειν. Εἶτα ἵνα μάϑῃς
ὅπως πρὸς αὐτὸ τὸ ὄκρον τῆς ἀρετῆς ἔφϑασεν, ὅπερ καὶ τότε
ἀπῃτεῖτο παρὰ τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας, φησί, «Ἥίκαιος.
τέλειος ὧν ἂν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ». Πάντας πληρώσας, φησί"
ἅπερ ἐχρῆν ἄνϑοωπο» ἐπιδείξασθαι ἀρετὴν ἑλόμενον" τοῦτο
γάρι ἐστι, «Τέλειος»»" οὐδὲν ἐλλελοιπώς, ἐν οὐδενὶ χωλεύω»».
Οὐ τὸ μὲν κατορϑώσας, ἐν τῷ δὲ διαμαρτών, ἀλλ᾽ ἐν πάσῃ
ἀρετῇ τέλειος ἦν τοῦτο γὰρ ἐχρῆν αὐτὸν ἐπιδείξασθαι. Εἶτα,
ν ὁ
ἵμα ἐκ τοῦ χρόνου καὶ ἐκ τῆς συγκρίσεως περιφανέστερον ἧ-
10 μῖν τὸν δίκαιον ἀπεργάσηται, φησί! «Τέλειος ἂν ἐν τῇ γενεῖ
αὐτοῦ»: ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ τῇ διεστραι-
μένῃ, τῇ πρὸς τοσαύτην κακίαν ἀποκλινάσῃ, τῇ μηδὲ ἴχνος
τῆς ἀρετῆς ἐπιδείξασϑαι δουληϑείσῃ. ᾽ν ἐκείνῃ τοίνυν τῇ
γενεᾷ, ἐν ἐκείνοις τοῖς χούνοις οὗτος ὅ δίκαιος οὐ μόνον
15 ἀρετὴν ἐπεδείξατο, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἄκραν κορυφὴν τῶν ἃ-
ρετῶν ἔφϑασε τέλειος γεγονώς, καὶ ἐν ἅπασιν ἀπηρτισιμένος.
“Ὅπερ γὰρ ἔφϑην εἰπὼν μείζονα δείκνυσιν ἀεὶ τῆς ἀρετῆς
τὸν ὄγκον τὸ μεταξὺ τῶν πολεμούντων αὐτὴν κατορϑοῦσϑαι,
καὶ ἐν μέσῳ τῶν κωλυόντων τὴν αὐτὴν ἐπιδείκνυσϑαι ἀκρίδει-
20 αν. Διὸ δὴ καὶ ὃ δίκαιος οὗτος πλειόνων ἀξιοῦται τῶν ἐπαί-
γῶν. Καὶ οὐδὲ μέχοι τούτου ἵσταται ἀνακηρύττουσα αὐτὸν ἢ
ϑεία Γραφή, ἀλλὰ δεικνύουσα ἡμῖν τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ τὴν ὑ-
περδολήν, καὶ ὅτι τὴν ψῆφον ἄνωϑεν δδέξατο, εἰποῦσα, «Τ᾽ἐ-
λειος ὧν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ͵ φησί, «Τῷ Θεῷ εὐηρέστησε
25 Νῶε». Τοσαύτη ἣν τῆς ἀοετῆς αὐτοῦ ἡ περιουσία, ὡς τὸν
παρὰ τοῦ Θεοῦ ἔπαινον" ἐπισπάσασϑαι. «Τῷ Θεῷ γάρ», φη-
σίν͵, «εὐηρέστησε Νῶε»: ἵνα εἴπῃ ὅτι ἀπόδεκτος παρὰ τῷ Θεῷ
α»(« 3, “3 , 3, γα ῥῳϑαλιῷ διὰ πορἢ
γξεγονξν, ἤθεσξ τῷ ακοιμῆτῳ δεινῷ ὀφύυάαλμῳ ἰᾳα τῶν αὖυ-
ΟΜΊΛΙΑ ΚΓ΄ ᾿ 713
ἐκεῖνα ποὐ ἔχει ἐπιτύχει, καὶ τὴν εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ προσ-
ήἤλκυσεν ἡ πρᾶξις τῶν διωμάτων του, καὶ ὄχι μόνον ἀπήλ-
λαξεν αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀγανάκτησιν, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νά
ἐκδηλωθῇ ἐναντίον ὅλων, ἀλλὰ ἔκαμεν αὐτὸν προστάτην
καὶ ἄλλων. Διότι λέγει, «το εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν
ὁ Νῶε». Ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ περισσότερον εὐτυ-
τυχὴς ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἠμπόρεσε νά ἐπιδείξῃ τόσην
ἀρετήν, ὥστε νὰ τὸν ἐπαινῇ ὁ Κύριος τῶν ὅλων; ᾿Απὸ
τὰ κατορθώματά του λοιπόν, αὐτὸ θὰ ἦτο εἰς ἐκεῖνον ποὺ
ἔχει νοῦν προτιμότερον ἀπὸ κάθε πλοῦτον, ἀπὸ κάθε
περιουσίαν, ἀπὸ κάθε δόξαν καὶ ἐξουσίαν καὶ ἀπὸ κάθε
ἄλλην ἀνθρωπίνην εὐτυχίαν αὐτὸ θὰ ἦτο ποθητότερον
ἀπὸ τὴν θασιλείαν εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπιδεικνύει τὴν
γνησίαν ἀγάπην πρός τὸν Θεόν. Διότι ἡ ἀληθινὴ δασιλεία
εἶναι αὑτή, τὸ νὰ ἠμπορέσωμεν δηλαδὴ νὰ καταστήσωμεν
μὲ τὴν ἀρίοτην συμπεριφοράν μας τὸν Θεὸν εὐμενῆ καὶ
εὐσπλαγχνικὸν πρός ἡμᾶς. Οὔτε θέθαια ἐξ αἰτίας αὐτοῦ
πρέπει νὰ φοδούμεθα τὴν γέενναν καὶ νά τρομάζωμεν διὰ
τὸ ἄσθδεστον ἐκεῖνο πῦ» καὶ τάς φοθερὰς τιμωρίας καὶ
τὰ συνεχῆ θασανιστήρια, ἀλλά διὰ τὸ ὅτι ἤλθσμεν εἰς ἀν-
τίθεσιν μὲ τὸν πανάγαθον Θεὸν καὶ ἐθέσαμεν τοὺς ἑαυ-
τούς μας ἔξω ἀπὸ τὴν εὔνοιαν ἐκείνου. “Ὅπως ἀκριθῶς
λοιπόν καὶ εἰς τὴν θδασιλείαν δι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ φροντί-
ζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην μας πρός τὸν βασιλέα, ὥστε νὰ ἀ-
πλαμθδάνωμεν τὴν εὔνοιαν ἐκείνου. “Ὅπως λοιπόν εἶναι
ἐπιθυμητότερον ἀπὸ τὴν βασιλείαν τὸ νὰ διάκειται εὐνοῖ-
κῶς πρὸς ἡμᾶς ὁ φιλάνθρωπος Θεός μαα, ἔτσι εἶναι φοθε-
ρώτερον ἀπό τὴν γέενναν τὸ νὰ ἐκπέσωμεν ἀπὸ τὴν εὖὔ-
νοιαν ἐκείνου. Εἴδατε πόσην ὠφέλειαν μᾶς ἐπροξένησε
μόνον ἡ ὀνομασία τοῦ δικαίου καὶ πόσον θησαυρὸν δι-
δαγμάτων μᾶς ἔφερεν ἡ γενεαλογία τοῦ θαυμασίου αὐὖὐ-
τοῦ ἀνδρός; ᾿Ας μιμούμεθα λοιπὸν τοὺς κανόνας τῆς
᾿Αγίας Γραφῆς, καὶ ἐὰν ἐπιθυμοῦμεν νὰ διηγηθοῦμεν τὰς
γενεαλογίας μερικῶν ἀνθρώπων, ἂς μὴ παρουσιάζωμεν
τοὐς πατέρας καὶ τοὺς πάππους καὶ τούς προπάππους αὖ-
τῶν, ἀλλὰ ἂς ἀποκαλύπτωμεν τὴν ἀρετὴν τοῦ γενεαλο-
718 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ζόμενον, τὸν σταυροῦ λέγω: καὶ ταῦτα ἅπαντα δι' ἡμᾶς καὶ
τὴν σωτηρίαν τὴν ἡμετέραν κατεδέξατο ὃ τῶν ἁπάντων δη-
μιουργός, ὁ ἀναλλοίωτος, ὁ ἐξ τοῦ μὴ ὄντος εἷς τὸ εἶναι τὰ
πάντα παραγαγών, ὁ ἐπιόλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὖ-
5 τὴν τρέμιειν͵ οὗ τῆς δόξης τὴν ἀστραπὴν οὐδὲ τὰ Χερουδίμ,
αἱ ἀσώματοι δυνάμεις ἐκεῖναι, ἰδεῖν δύνανται, ἀλλ᾽ ἀποσιρέ-
φουσαι τὰς ὄψεις τῇ προδολῇ τῶν πιερύγων τὸ ϑαῦμα ἡμῖν
ἐπιδείκνυνται" ὃν διὰ παντὸς ὑμνοῦσιν ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι,
καὶ μυρίαι μυριάδες" οὗτος δι᾽ ἡμᾶς, καὶ τὴν σωτηρίαν τὴν
10 ἡμετέραν, ἄνϑρωπος γενέσϑαι κατεδέξατο, καὶ τῆς ἀρίστης
πολιτείας ἡμῖν τὴν ὁδὸν ἔτεμε, καὶ δι’ ὧν αὐτὸς ἦλϑε τὴν
αὐτὴν ἡμῖν φύσιν ἀναλαδών, ἀρκοῦσαν διδασκαλίαν ἐναπέϑετο.
Ποία τοίνυν ἡμῖν λείπεται λοιπὸν ἀπολογία, τοσούτω» διὰ τὴν
ἡμειέραν σωτηρίαν προηγουμένων, εἶ μέλλοιμεν ἀνόνητα ἅ-
15 παντα δεικνύναι, διὰ τῆς οαϑυμέας τῆς τούτων προδιδόντες
ἡμῶν τὴν σωτηρίαν; Διὸ παρακαλῶ νήφειν, καὶ μὴ ἁπλῶς
συνηϑείᾳ τῶν ἄλλων κατακολουθεῖν, ἀλλὰ τὴν ξδαυτῶν ζωὴν
καϑ' ἑκάστην ἡμέραν πολυπραγμονεῖν, καὶ εἰδέναι, τί μὲν ἧ-
ν“μῖν ἡμάρτηται, τί δὲ κατώρϑωται: καὶ οὕτω τῶν ἡμαρτημένων
20 τὴ» διόρϑωσιν ποιώμεϑα, ἵνα καὶ τὴν ἄνωθεν ροπὴν ἐπιστα-
σώμεϑα, καὶ εὐάρεστοι τῷ Θεῷ γενώμεϑα, καϑάπερ ὃ δίκαιος
οὗτος, καὶ τῆς δασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐπιτύχωμεν, χάριτι
καὶ φιλανϑροωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, μεϑ' οὗ
τῷ Παιρὶ ἅμα καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, τιμή, κράτος,
25 νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἴς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ 723
ρικὸν ἐννοῶ. Καὶ ὅλα αὐτὰ κατεδέχθη δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ
τὴν ἰδικὴν μας σωτηρίαν ὁ δημιουργὸς τῶν πάντων, ὁ
ἀναλλοίωτος, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ
μηδέν, ὁ ὁποῖος ϑλέπων εἰς τὴν γῆν, κάνει αὐτὴν νὰ τρέ-
μῇ, τὴν λάμψιν τῆς δόξης τοῦ ὁποίου οὔτε τὰ Χερουθίμ,
αἱ ἀσώματοι ἐκεῖναι δυνάμεια, ἠμποροῦν νὰ ἰδοῦν, ἀλλὰ
ὅταν ἀποστρέφουν τὸ πρόσωπόν των μὲ τὴν προδολὴν
τῶν πτερύγων μᾶς ἐπιδεικνύουν τὸ θαῦμα, τὸν ὁποῖον
διαρκῶς ὑμνοῦν ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἀμέτρητοι χι-
λιάδες᾽ αὐτὸς δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν μᾶς κατεδέ-
χθη νὰ γίνῃ ἄνθρωπος καὶ ἐχάραξε τὸν δρόμον τῆς ἀρί-
στῆς συμπεριφορᾷᾳ μας καὶ μὲ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὸς
ἦλθεν, ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ἰδίαν μὲ ἡμᾶς ἀνθρωπίνην φύ-
σιν, ἄφησε διδασκαλίαν, ἡ ὁποία ἦτο ἀρκετὴ (πρός τὴν
σωτηρίαν μας). Ποία λοιπὸν μᾶς ἀπομένει! εἰς τὸ ἐξῆς
ἀπολογία, ἐνῷ ἔχουν προηγηθῆ τόσα πολλὰ διὰ τὴν ἰδικήν
μᾶς σωτηρίαν, ἐὰν θὰ συμθῇ νὰ τὰ ἀποδείξωμεν ἀνω-
φελῆ ὅλα, ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορίαν πρός αὐτὰ προδώσω-
μεν τὴν σωτηρίαν μας; Δι᾿ αὐτό, παρακαλῶ, νὰ εἴμεθα
νηφάλιοι καὶ νὰ μὴ ἀκολουθοῦμεν ἁπλῶς τὰς συνηθείας
τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζωμεν καλὰ τὴν ἰδικήν μας
ζωὴν καθημερινῶς καὶ νὰ γνωρίζωμεν, τί ἔχομεν σφάλλει
καὶ τί ἔχομεν ἐπιτύχει᾽ καὶ ἔτσι θὰ κάνωμεν τὴν διόρθω-
σιν τῶν σφαλμάτων μας, διὰ νὰ προκαλέσωμεν καὶ τὴν
ἐνίσχυσιν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνωμεν εὐάρεστοι εἰς
αὐτόν, ὅπως ἀκριβθῶς ὁ δίκαιος αὐτός, καὶ νὰ ἐπιτύχωμεν
τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλαν-
θρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν
ὁποῖον εἰς τὸν Πατέρα συγχρόνως καὶ εἰς τό ἽΑγιον
Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ δύναμια, τώρα καὶ πάν-
τοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμὴν.
ΕὙΥΡΕΤΗΡΙΑ"
Γένεσιαεα 25 ᾿ 614
᾿ 26 656
Ί 2 116 :] 3 704
3 196 7 690
4.5 84 11 706
5 62 21 8 -21 432
6 198 19 382, 432
9 1905 |
11 148, 159 Ἕξοδοε
14 196
17 340 4 22 652
20 1986 14 - 312
26 222, 368,710Ό 23 1 404
2 27 3914 2 646
7 328 24 18 20
8 152 32 6 18
9 364 15--19 20
16-17 186 34 28 20
17 490, 592
18 382, 460 Λευιτικὸν
19 226
3 Ί 474 17 11 336
5 460, 508
8 358 ᾿Αριθμοὶ
9 548
14 554 24 17 626
16 204
17 554 Δευτερονόμιον,
19 230. 512. 592
4 7 554. ᾿ 8 7 270
“Οἱ ἀριθμοὶ παραπέμπουν διὰ μὲν τὰ χωρία τῆς ᾿Αγίας Γραφῆς κατὰ
σειρὰν εἷς τὸ κεφάλαιον, τὸν στίχον καὶ τὴν σελίδα, διὰ δὲ τὰ ὀνό-
ματα καὶ πράγματα εἷς τὴν σελίδα ποὺ εὑρίσκονται.
726 ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ
8 3 638. . Τὼ 8
10 270 ᾿
32 15 1.ϑ ςἿῺ1ἨἝἘ 8 710
ες 3 23 628
Βασιλειῶν Α΄ 10 ὃ ὅ80
Πσροιμίαι
2 5 562
30 188 9 9 276, 698
15 13 10
Βασιλειῶν Γ’ 18 3 664
19 8 20 1 558, 578
19 17 72
Ψαλμοὶ 26 11 134
Σοφία Σολομῶντος
1 2 270
6 θ {14 2 24 18, 426, 652
8 6 410 9 14 34
13 3 706 13 5 92
18 6-7 148 14 3 276
10 - ΤΏΆ 674
11 352 Σοφία Σειρὰκχ
21 17 252
19 252 4 21 238, 694
36 27 216 - 402 18 3 648, 672
48 13 314 17 31 148
17.1.8 686 25 9 76
21 186 33 26 358
49 20 404
50 19 232 ᾿Αμὼς
57 5 708
77 34 236 θ6 3-6 24
δῖ 6 652
100 5 404 Ἴωνᾷᾶς
103 4 652
23 274 3 7 20
24 92
105 2 332 Ζαχαρίααε
135 8 308
139 4 314 7 7-8 98
140 3 402 9-10 98
148 4 86
ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ 727
1 706
34.- 35 112
8 314, 7086
41 470
19 66
Ἰεζεκιὴλ
382
19 49 18 524
18 23 64, 138, 530,
832
Δανιὴλ 322
322
το 7.1 654 700
382
Ματθαῖοαε 476
134
7 314, 708 524
2 20 74
4 28 10 106, 618
6 78 126
48. 48, 168
{8 360
19 208, 346, 536
28 1140, 402, 658
33.- 34 404
45 100, 224
728 ΕΥ̓ΡΕΤΗΡ̓ΓΑ͂
5: ὃ 17 τ 268: 11 1 204
᾿ 46᾽ 198 8-9 396
γ 37- 38 52 ᾿ ϑ 392
[τ᾿ 51.522 626 : ᾿ «1: 396
16 21 Ὁ 482 15᾽ 31 2886
τ “ΕΝ ΝΣ 33 114, 422
Πράξεις Ϊ τιν ᾿
] ᾿ Καρινθίους Β᾽
4 18 698 :
5 41 6986 4 1. ᾿ 22, 244
17 24-.25 ᾽ 38 8 13 600
Ν 29. “: 206 τι 211. 292
20: 71. 240 εὐς 22 292
᾿ ττον υἱ 23 292, 294
Ρωμαίσυςε 24-26. - 294
τον ᾿ ᾿ 27 - 28 2986
ΝῚ 20᾽: “ 42,158 ᾿ 28 296
δον 25 - 148 ες 29 296
2 12 500, 568 ᾿ Ν
. 13. 12 Γαλάταακε
21 2086 .
ος 29 10.ϑ Ὁ] 2 “20 214
.8 9. 680 .3 13 86
᾿ 21 672 5... 22.23. 104
ΤΊ 33 94 24 440
12 -ἰσ 5 104. ᾿ ᾿
13. 1 586 Ἐφεσίους
τὴ 14. 248
14 8 24Ὃι. 5, 4. 2... 404
ῚΒ5 14 985. ! 31 404
εἰ 5 23 3868
Κορινθιίιόυς Α΄ ΄ ες 8 ᾿ ἢἽ 88
᾿ “ ΕΣ 12 88
“2 9 ἢ 484.ϑ 6 ΄ 14-17 ΤΟ
6. 1.“ 14 τ’ ͵
ΝΙ 1. ἢ 488 “Ὁ Φιλιππησίου ς
8 6, “ἢ 350 ᾿ " ν
12 188 ΠΣ 3. " 104
513. ὐ 168 ᾿ 4 168
9 27 682 12 ες 78, 2068
46 23 18. 3 1 ᾿ 98
᾿ 32. - 1864
ΕΥ̓ΡΕΤΗΡ ΙΑ 729
Κολοσσαεῖεςε 4 2 238
Ί 16 38 Ἐ δραίου«ε
3 5 104
11 4 566
Θεσσαλονικεῖς Α΄
Ἰακώβου
2 8 164
19 192 2 28 626
5 11 192, 206
Πέτρου Β΄
Τιμόθεον Α΄
2 17 626
2 4 θ4, 298, 632
9 638 Ἰούδα
6 ὃ 506
το 596 11 626
Τιμόθεον Β΄ Αποκάλυνψιςεπ:ὀὨ
2 25 204 2 14 626
25 - 26 202
ἀγνωμοσύνη 72. 122. 314. 478. 170. 292. 446. 530. 538.
496. 526. 606. 610. 630. 544. 552. 556. 558. 562.
644. 664. 720. 564, 578. 582, 586. 596, 600.
ἀγρυπνία 110. 280. 282. 284. 622. 638. 662. 638. 6660.
296. 362. 604. 698. 720. 682.690.
᾿Αδὰ 578. 578. ἁμαρτία 66. 112. 134. 228. 244.
᾿Αδὰμ 32. 152. 226. 228. 360. 2486. 248. 374, 398. 416.
162. 364. 370. 378. 380. 434. 438. 446. 448. 450.
382. 384, 386, 388, 390. 460. 478. 510, 530. 542.
392. 394, 396, 408. 420. 664. 566. 578. 582. 592. 606.
4382. 438. 444. 448. 452. 454. 622. 658. 660. 668. 672.
460. 464. 466. 494. 498. 694.
500. 502. 504. 506. 508. ἁμαρτωλὸς 864. 138. 214. 632.
512. 514. 516. 510. 574. ἅμιλλα 668.
590. 602. 606. 608, 610. 612. ἁμοιδὴ 128. 168. 190. 268. 648.
622. 624. 650.
ἀδελφοκτονία 532. 606. ἁναίδεια 550.
Αδης 114. ἀναισθησία 186.
ἀδηφαγία 16. 18. 22. 24. 30. ἀναισχυντία 198.
186. 216. 246. ἀἁντίστασις 516. 518. 614. 654.
ἀδικία 74. 666. 678. 676.
ἀηδία 352. ἀνδρεία 48. 290. 294.
ἀθανασία 438. 610. ἀνεξικακία 208. 456. 458. 466.
᾿Αθῆναι 204. 498. 528. 546. 548. 630.
Ἰθυμία 74. 132. 266. 478. 490. 644. 650. 664. 8686.
526. 696. ἀνοία 126. 136. 186. 314. 432.
Αἴγυπτος 312. 654.
αἷμα 68. 70. 552. 554. 558. ἀνομία 566.
αἱρετικός, -οἱ 200. 356. 390. ὀνταπόδοσις 600.
αἰσχύνη 164. 244. 398. 428. ἀντίδοαις 650. 676. 720.
434. 450. 456. 404. 498. ἀξιοπιστία 260.
500. 502. 504. 548. 584. ὁπάθεια 504.
592. ἀπάτη 140. 158. 164. 174. 186.
ὑκολασία 9. 402. 666. 204. 206. 290. 318. 412.
ἀκρασία 16. 456. 464. 510. 656. 420 430. 446. 464. 466.
ἀλγηδὼν 480. 472. 474. 476. 476. 554.
ἀλήθεια 34. 42. 58. 64. 66. 70. 624. 630.
66. 68. 126. 174. 186. 190. ἀπειλὴ 168. 442. 660. 664. 670.
200. 202. 204. 206. 268. ἀπέχθεια 138. 648.
294. 298. 300. 368. 566. ἀπιστία 184.
632. 654. ἀπολαγία 284. 286. 598.
ἁλαυργῖὶς 6Ί16. ἁπόναια 232.
ἀμᾶάρτημα 112. 118, 138, 142. ἀἁπροσεξία 436,
ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ 731
ἀπώλεια 140. 188. 2886. 418. βοήθεια 210. 226. 242. 284.
860. 668. 414. 424. 446. 448. 464.
ἀρετὴ 12. 26. 58. 66. 72. 986. 500. 566. 620. 636.
100. 110. 112. 114. 130. θρῶσις 432. 434.
134. 138. 164. 166. 168.
168. 212. 214. 236. 272. Γ
288. 290. 292. 296. 298.
3904, 322. 324. 346. 348. Γαϊδὰδ 574.
402. 404. 470. 494. 520. γαλήνη 28. 30. 234. 532. 688.
538. 542. 596. 600. 614. γάμος 620. 622. 630. 656.
616. 6186. 620. 622. 626. γέεννα 212. 402. 534. 5386. 566.
630. 632. 634. 644. 646. 590. 70. 720.
656. 662. 668. 672. 674. γέλως 694.
676. 678. 8680. 688. 688. γενεαλογία 590. 592. 594. 702.
691. 692. 894. 696. 698. 704. 706. 708. 714. 716.
700. 602. 704. 7086. 708. γέννηαις 9θ4.
710. 712. 714, Τ7Ί6. 720. γνῶαις 94. 398. 434.
ἁρπαγὴ 676. 6786. Γραφή, ἀγία Γραφή, θεία Γραφὴ
ἀσέθεια 3534. 18. 30. 50. 52. 54. 58. 60.
ἀσέλγεια 658. 866. 64. 84. 86. 88. 94. 96. 122.
ἀσφάλεια 270. 124. 126. 134. 146. 148.
ἀσχημσσύνη 9. 502. 504. 152. 154. 156. 178. 180.
ἡτιμία 454. 470. 652. 200. 216. 226. 248. 250.
αὐτεξούσιον 540. 670. 718. 720. 256. 260. 262. 264. 266.
276. 284. 304. 306. 308.
Β 314, 316. 318. 324. 332.
338. 340. 344. 352. 356.
Βαρλαὰμ 626. 858 362. 364. 368, 376. 380.
βασανιστήρια 566. 382. 388. 390. 3902. 408.
θασιλεία 84. 112. 360 470. 566. 410. 412. 422. 426. 434.
720. 722. 456. 492. 500. 504. 510.
βασιλεία Θεοῦ 16. 512. 514. 516. 518. 520.
βασκανία 70. 400. 410. 468. 522. 524. 526. 536. 562.
474. 528. 554. 568. 570. 566. 574. 576. 590. 602.
596. 606. 680. 716. 8604. 610. 612. 614. 618.
δία 406. 629. 622. 624. 8626. 6832.
θλάθη 14. 18. 24. 162. 164. 634. 636. 8646. 650. 652.
168. 170. 176. 182. 166. 654. 656. 660. 662. 668.
190. 218. 222. 402. 668. 692. 696. 702. 704. 706.
682. 706. 710. 712. 714. 716.
θλακεία 504. 508.
δλασφημία 160. 166. 170. 188.
358. 464. δαίμων 18. 44. 70. 72. 82. 138.
732 ΕΥ̓ΒΗΤΗΡΙΑ
᾿Ελπὶς 18. 102. 130. 138. 192. εὐημερία 490. 548. 652. 670.
326. 328. 422. 424. 428. 680. 710. 718.
470. 506. 534. 604. 618. εὐλογία 178. 254. 264. 406.
720. εὔναια 268. 430. 438. 546.
ἐνέργεια 310. 312. 320. 376. 552. 562. 592. 690. Τ7Ί10.
᾿'Ἑνὼς 592. 594. 616. 629. 656. 718.
᾿Ενὼχ 572. 574. 620. 622. 624. εὐπσρία 138. 138.
ἐξομολόγησις 114. 158. 210. εὐαέθδεια 286. 290. 294. 708.
236. 286. 556. 570. 580. εὐτέλια 438. 442. 502.
582. 584. 638. εὐφημία 166. 168. 172. 700.
ἐξουσία 204. 226. 228. 254. 702.
372. 374. 3206. 418. 424. εὐφροσύνη 9. 192. 354. 358.
426. 484. 544. 682. 704. 478. 480. 482.
ἔπαινος 700. 710. εὐχαριστία 48. 340. 346. 536.
ἐπιδουλὴ θ8. 108. 412. 442. 592. 614.
452. 466. 676. εὐχή, -αἰἱ 210. 266.
ἐπίγνωσις 204. 298. ἔχθρα 548.
ἐπιστήμη 40, 202. 204. 20θ.
208. Ζ
ἐπιθυμία 52. 70. 74. 208. 214.
246. 280. 326. 352. 354. ζάλη 18. 28. 30.
3906. 514. 568. 8654. 656. Ζηλία 14.
658. 664. 674. 676. 680. ζῆλος 324.
716. ζημία 72. 136.
ἐπίνοια 34. Ζωὴ 498.
ἐπιτίμησις 472. 518. ζωὴ 48. 72. 168. 334 508.
ἐπιτίμιαν 480. 510. 564. 566. 662. 666.
ἔρως 568. 696. 678.
Εὔα 486. 498. 500. 514. Β16.
574. 590. 608. Η
Εὐαγγέλιον 266.
εὐαρέστησις 620. 622. 630. 632. ἡδονὴ 9. 16. 22. 24. 28. 32.
εὐγένεια 314. 320. 322. 548. 76. 78. 96. 108. 130. 140.
706. 240. 282. 300. 320. 3540.
εὐγνωμοσύνη 34. 48. 58. 84. 342. 352. 354. 358. 364.
94. 246. 340. 380. 400. 378. 414. 428. 478. 482.
516. 520. 522. 580. 588. 484. 502. 568. 562. 584.
592. 614. 6818. 642. 710. 656. 676. 882. 690. 704.
εὐεργεσία 186. 232. 266. 274. Ἠλίας 20.
332. 340. 366. 368. 374. ἡμερότης 476.
398. 400. 462. 504. 518. ἬἪσαϊας 210.
520. 554. 616. ἡσυχία 28.
734 ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ
420. 442. 472. 476. 482. μακροθυμία 202. 204. 458. 460.
484. 4θ4. 510. 514. 540. 626. 630. 644. 650. 862.
554. 674. 662. 664. 666. 670, 674.
κήρυγμα 386. Μαλελεὴλ 574. 620.
κίνδυνος 108. 1686. 218. 286. μανία 36. 94. 180. 198. 200.
294. 340. 356. 404. 480. 218. 270. 318. 332. 390.
κόλασις 26. 84. 102. 104. 106. 414. 426. 508. 532. 542.
166. 1γ0. 1886. 228. 232. 550. 596. 610. 674. 694.
290. 348. 446. 486. 494. Μανιχαῖΐος, -οἱ 40.
568. 592. 644. θ646. 650. Μαρία 720.
720. Μαρκίων 40.
Κύριος 12. 20. 48. 76. 92. 98. μέθη 14. 16. 22. 24. 74. 202.
104. 106. 130. 164. 192. 216. 242. 664. 6866.
210. 214. 236. 244. 296. μέριμνα 88. 116. 296.
324. 332. 348. 350. 356. μετάνοια 142. 202. 5586. 558.
358. 362. 368. 366. 390. 664.
3902. 304. 402. 406. 442. μιαιφονία 552.
444, 448. 452. 498. 500. μῖσος 70. 592. 648. 674.
504. 506. 510. 512. 520. μνησικακία 242.
522. 534. 536. 556. 5θ0. μοιχεία 140.
568. 592. 600. 626. 628. μοιχός, -οἱ 584.
640. 648. 664. 666. 668. Μονογενὴς 884.
670. 672. 674. 676. 686. μύσος 554.
692. 698. 702. 722. μυστήριον 250. 388. 416. 626.
Μωῦσῆς 18. 32. 34. 36. 38.
Λ 52. 56. 62. 88. 108. 116.
124. 144. 170. 174. 176.
Λάμεχ 574. 576. 578. 580. 194. 198. 270. 302. 312.
584. 586. 590. 608. 624. 3530. 338. 358. 3608. 380.
6286. 384. 404. 410. 412. 570.
ληδωρία 200. 332. 8646. 850.
ληστὴς 108. 222. 454. 598.
λιμὸς 598. Ν
λογισμὸς 604. 636.
Λόγος 58. Ναῖδ 570. 572.
Λουκᾶς 238. 696. νέκρωσις 498.
λύμη 672. νηστεία 9. 14. 16. 20. 22. 26.
λύπη 478. 482. 488. 4θ0. 5286. 30. 32. 74. 78. 96. 98. 100.
528. 628. 696. 136. 160. 182. 208. 210.
λύαασαα 542. 216. 236. 242. 244. 278.
280. 282. 284. 2806. 2986.
Μ 402, 406. 588.
Μαθουσάλα 574. 620. 622. 624. νῆψις 720.
736 ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ
304. 448. 522. 602. 626. τιμὴ 48. 100. 102. 106. 130.
668. 160. 190. 214. 216. 222.
σταυρός 568. 250. 438. 722. 228. 230. 250. 270. 298.
συγκατάβασις 36. 56. 56. 60. 324. 348. 362. 364. 368.
172. 174. 216. 218. 262. 368. 406. 410. 4986. 534.
264. 304. 328. 330. 334. 538. 568. 600. 610. 640.
338, 360. 388. 456. 464. 652. 668. 684. 722.
504. 5086. 528. 532. 546. Τιμόθεος 238.
668. 672. τιμωρία 74. 102. 232. 434. 436.
συγγνώμη 38. 40. 140. 420. 438. 452. 4506. 470. 472.
424. 458. 460. 466. 486. 474. 4706. 464. 486. 488.
546. 548. 586. 598. 632. 494. 498. 500. 504. 506.
676. 510. 512. 518. 534. 550.
αὐυγχώρησις 548. 552. 554. 556. 562. 564.
συμδουλὴ 300. 716. 568. 570. 572. 574. 578.
συμφορὰ 422. 644. 580. 582. 584. 588. 610.
αὐνεσις 168. 276. 302. 306. 6286. 828. 630. 8646. 648.
αὐυνήθεια 704. 8662. 864. 670... 672. 692.
συνουσία 514. 516. 518. 700. 720.
σωτηρία 12. 16. 22. 2106. 40. τόλμη 94. 292.
44. 62. 64. 88. 72. 78. 80. τρόμος 78. 200. 206. 356. 390.
82. 102. 106. 116. 126. τρυφὴ 1δ. 18. 24. 26. 28. 30.
134. 142. 154. 156. 160. 186. 350. 358. 360. 506.
186. 188. 206. 208. 212. 512. 800.
214. 224. 238. 244. 270. τυραννὶς 20.
280. 284. 286. 288. 312. τύρθης 568.
318. 402. 406. 420. 422. τύφος 232.
444. 450. 466. 470. 460.
520. 522. 536. 550. 556. Υ
. 800. θ18. 848. 680. 684.
7186. 718. 720. 722. Ὑἱὶός 74. 94. 160. 190. 206.
σωφρονισμὸς 552. 560. 570. 358. 362. 390. 534. 566.
608. 624. ὑπακοὴ 48. 182. 310. 356. 360.
σωφροσύνη 14. 16. 3602. 378. 436.
ὑπερηφανία 474.
Τ ὑπεροψία 16. 1686. 290. 634.
ὑπόληψις 164.
τολαιπωρία 122. 230. 280. 350. ὑπόνοια 358.
860. 490.
ταπεινότης 430. 444.
ταπεινσφροσύνη 318. 512.
ταπείνωσις 4786. 50θ. Φαραὼ 312.
τελώνης 102. 282. Φαρισαῖος 128.
ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ 739
φθόνος 70. 412. 426. 468. 552. 564. 570. 580. 582. 610.
554. 568. 596. 652. 6880. φρίκη 166. 464.
7168. φρόνημα 618. 660. 668. 706.
φθορὰ 670. φρόνησις 474.
φιλανθρωπία 36. 46. 62. 84. φροντὶς 52. 188. 506. 630. 632.
θ6. 92. 94. 108. 112. 118. φῶς 54. 586. 58. 60. 82. 84.
130, 138. {54. 1586. 158. 86. 90. 96. 960. 202. 328.
160. 170. 172. 176. 1786.
180. 182. 188. 190. 214. Χ
216. 230. 232. 236. 254.
2506. 262. 264. 266. 270. Χὰμ 842. 850.
298. 304. 318, 320. 324. χαρὰ 12. 104. 192. 462. 696.
332. 344. 348. 358. 360. χάρις 44. 48. 50. 52. 74. 76.
362. 376. 388. 396. 400. 82. 96. 106, 116. 130. 160.
406. 408. 412. 426. 450. 190. 192. 214. 234. 236.
452. 454. 456. 456. 460. 238. 270. 284. 294. 306.
466. 468. 470. 472. 476. 324. 348. 350. 356. 368,
488. 490. 494. 406. 498. 394. 398. 400. 406. 408.
508. 510. 512. 520. 528. 436. 492. 496. 534. 538.
532. 534. 538. 540. 548. 5868. 600. 602. 606. 614.
550. 556. 558. 588. 572. 832. 640. 8650. 672. 682.
578. 580. 586. 586. 598. 8684. 692. 698. 702. 722.
800. 604. 610. 614. 620. χάρισμα 434.
622. 626. 840. 844. 852. χερουδὶμ 14. 722.
860. 668. 682. 686. 692. χλευασία 694.
7200. 722. χλεύη 694. 700.
φειδὼ 456. χρῆμα 596.
φιλοζωῖα 514. Χριστιανὸς 166. 186. 234. 346.
φιλονεικία 22. 42. 126. 288.
φιλοσοφία 186. 24. 26. 168. 354. ψ
θ18. 622.
φιλοστοργία 142. 296. 548. ψευδαπόστσλος 294.
φιλαργυρία 5986. 674. ψεῦδος 40. 6510.
φιλοτιμία 128. 178, 218. 258. ψυχὴ 9. 12. 18. 22. 48. 84. 68.
298. 366. 436. 588. 596. 88. 7686. 78. 92. 98. 116.
616. 126. 132. 134. 138. 140.
φιλοφροσύνη 282. 542. 142. 164. 168. 170. 176.
φλυαρία 160. 494. 184. 194. 196. 202. 208.
φόδος 78. 102. 200. 208. 2286. “210. 218. 224. 2286. 232.
230. 356. 364. 300. 456. 234, 242. 244. 256. 268.
458. 460. 488. 514. 584. 270. 272. 278. 280. 282.
626. 664. 720, 2090. 292. 296. 316. 318.
φόνος 542, 550. 552, 554. 562. 320, 322, 332. 334, 350.
740 ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ
Στοιχειοθεσία, 'Εκτύπωσις:.
Βιθλιοδεσία:
᾿Αφοὶ ΒΑΡΟΡΣΙΑΔῊ
Κεντρικὴ πώλησις:
Βιδλιοπωλεῖον «ΒΥ̓ΖΑΝΤΙΟΝ.
ἘΔΕΥΘΕΡΙ͂ΟΥ ΜΕΡΕΤΑΚῊ
᾿Αρμενοπούλονυ 19 -- Θεσσαλονίκη --- Τηλ.
Φ00621]
ἘΚΔΟΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑᾺΑ
.
Α΄ ΑΠΑΝΤΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Β΄ ΑΠΑΝΤᾺΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Σελὶς
ΕἸΣΑΓΩΓΗ 7-8
ΚΕΙΜΕΝΟΝ -- ΜΕΤΑΦΡΑΣῚΤΣ 9 - 723
Ὁμιλία Α΄ 10 - 27
Ὁμιλία Β 28 -49
Ὁμιλία Γ 50 -75
Ὁμιλία Δ΄ 76 - 107
Ὁμιλία Ε΄ 108 - 151
Ὁμιλία ΣΤ΄ 132 - 161
Ὁμιλία Ζ᾽ 162 - 191
Ὁμιλία Η 192 -215
Ὁμιλία ΙΘ΄ 216 - 237
Ὁμιλία ᾿᾿ 238 -271
Ὁμιλία ΙΑ΄ 272 - 299
Ὁμιλία [Β΄ 300 - 325
Ὁμιλία {Γ΄ 326 - 349
Ομιλία ΙΔ΄ 350 - 377
Ὁμιλία ΙΕ΄ 378 - 407
Ομιλία ΙΣΤ΄τ΄ 408 - 441
Ὁμιλία ΙΖ΄ 442 - 497
Ὁμιλία ἰΗ΄ 498 - 539
Ὁμιλία ΙΘ΄ 540 - 569
Ὁμιλία Κ΄ 570 - 601
Ὁμιλία ΚΑ΄ 602 - 641
Ὁμιλία ΚΒ΄ 642 - 685
Ὁμιλία ΚΓ΄ 686 - 723
ΕΥ̓ΡΕΤΗΡΙΑ 725 - 740
1. Εὐρετήριον χωρίων τῆς Γραφῆς 725 - 729
2. Εὑρετήριον ὀνομάτων καὶ πραγμάτων 729 - 740