You are on page 1of 2

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΤ’

Βιβλίο: «Γλώσσα»

Κείμενο: «Τριάντα εννιά καφενεία και ένα κουρείο» (σελ.14)

Α) Κατανόηση

(1) Είδος κειμένου: αφηγηματική περιγραφή

(2) Δομικά στοιχεία

Τόπος: στον Μόλυβο,ένα χωριό

Χρόνος: Όταν ήταν μικρή η αφηγήτρια και ζούσε εκεί με την οικογένειά της.

Πρόσωπα: η αφηγήτρια –Φωτεινή, ο παππούς,ο πατέρας,η μητέρα,οι γυναίκες στο χωριό

Β) Επεξεργασία

Απαντώ τις ερωτήσεις του βιβλίου, σελίδα 16, άσκηση 1, στο τετράδιο «Μένω σπίτι».

Γ) Διερεύνηση

Βρίσκω πληροφορίες από την περιγραφή που διάβασα και εντοπίζω τις οπτικές, ακουστικές,
γευστικές και οσφρητικές εικόνες που υπήρχαν στα καφενεία και στο κουρείο στον Μόλυβο.

- τον παππού να μιλά και


-πολλά καφενεία διαφορετικά να γελά με τους φίλους
χρώματα,τον παππού με τους του,τους κτύπους των
φίλους του να παίζουν χεριών στο
πρέφα,παράθυρα με θέα τη χαρτοπαίγνιο,τις ζαριές
θάλασσα,ωραία μαρμάρινα και τις μουσικές
τραπεζάκια,ποτήρια του παρηγοριές
ούζου,κανονάκια του παρπαρηγοριές απ’το
κονιάκ,μεζέδες,περιποιημένες τζουκμπόξ τ παιδικών της
γυναίκες αναμνήσεων,…

-λουκούμια με γεύση
-καφέ,ούζο,γαρίδες με τριαντάφυλλο,πράσινης μέντας
ντομάτα,αθερίνα τηγανητή,τη και μέλι,ζάχαρη
θάλασσα,αρωματισμένες άχνη,ούζο,κονιάκ,μεζέδες,υποβρ
γυναίκες ύχιες γλυκές κοινωνίες βανίλιας
-το καθαρό κουρείο του
πατέρα,παλιά καρυδένια
έπιπλα,μεγάλους καθρέφτες,το
λιμάνι,τις τράτες το
ηλιοβασίλεμα,την αγορά,τον
πατέρα

-τα χέρια του πατέρα να


μυρίζουν κολώνια, η μυρωδιά
της κολώνιας,του καφέ και της
τηγανητής αθερίνας,οι ζεστές
σιδερωμένες πετσέτες

-τις σιδερωμένες πετσέτες,την


ζάχαρη άχνη,τα χέρια του
πατέρα,τα κεραμίδια,τους
τοίχους,τα τζάμια,τις πόρτες

Δ) Επέκταση

«Παίρνω βιαστικά άχνη ... ρίχνω μπόλικη να τα κρύψω, να τα κρύψω τα λουκούμια – καφενεία μου.
Να μην τα δει κανείς. Κανείς να μη μου τα πάρει».

Περιγράφω τις σκέψεις και τα συναισθήματα της συγγραφέα μέσα από την ενέργειά της αυτή.

Η αφηγήτρια θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά της χρόνια που έζησε στο χωριό της.Μαζί με τον παππού της πήγαινε στα
καφενεία του χωριού και της κερνούσε λουκούμια με διάφορες γεύσεις.Μεγαλώνοντας η Φωτεινή φεύγει από εκεί και

τα καφενεία μαζί με το κουρείο έχουν χαθεί.Αυτό τη λυπεί πολύ γιατί είναι ένα ωραίο κομμάτι της ζωής της.Πολλές

φορές όμως φαντάζεται πως είναι μικρή και ζει ξανά τις όμορφες στιγμές της παιδικής της ηλικίας.Θυμάται τον

αγαπημένο της παππού,το χρόνο που περνούσαν μαζί,το κουρείο του πατέρα της.Έρχονται ξανά μπροστά της ,εικόνες

των καφενείων με τους ήχους και τις μυρωδιές.Όλες αυτές οι μνήμες είναι τόσο πολύτιμες για τη συγγραφέα,που τις

φυλάει καλά κρυμμένες στην καρδιά, στην ψυχή της και ξέρει πως ποτέ δε θα τις «χάσει».

You might also like