You are on page 1of 3

Baby Animals Glossary.

qxp_Baby Animals Glossary 6/11/15 4:05 PM Page 1

Baby Animals – Glossary

underwater = κάτω από την επιφάνεια του νερού,


μέσα στο νερό
baby = μωρό

cuckoo = κούκος
polar bear = πολική αρκούδα

den = φωλιά άγριου ζώου 2

ice = πάγος crocodile = κροκόδειλος

spider = αράχνη hatch = βγαίνω απ’ τ’ αυγό

sac = μικρός σάκος ostrich = στρουθοκάμηλος

web = ο ιστός της αράχνης peck = (για πουλί) χτυπά με το ράμφος του κάτι

bird = πουλί gorilla = γορίλας

nest = φωλιά πουλιού night = νύχτα

lay eggs = (για πουλί, κότα κ.λπ.) γεννά αυγά family = οικογένεια

male = αρσενικό milk = γάλα

female = θηλυκό 3

egg = αυγό bear = αρκούδα

hippo = ιπποπόταμος lion = λιοντάρι

river = ποτάμι see = βλέπω

swim = κολυμπώ hear = ακούω

1
Baby Animals Glossary.qxp_Baby Animals Glossary 6/11/15 4:05 PM Page 2

Baby Animals – Glossary

protect = προστατεύω
feet = πόδια

kangaroo = καγκουρό
teach = διδάσκω, μαθαίνω κάτι σε κάποιον

pouch = μάρσιππος (σάκος στην κοιλιά των


hunt = κυνηγώ ζώα (για την τροφή μου)
καγκουρό, των κοάλα κ.λπ. μέσα στον οποίον
μεγαλώνουν τα μικρά τους)

chimp = χιμπατζής

rabbit = κουνέλι

watch = παρακολουθώ

4
duck = πάπια

seahorse = ιππόκαμπος

stick = ξυλαράκι, κλαδάκι

wolf = λύκος

6
food = τροφή

elephant = ελέφαντας

penguin = πινγκουίνος

tiger = τίγρη

mouse = ποντικός

panda = πάντα (ζώο που μοιάζει με αρκούδα και έχει


άσπρη γούνα και μαύρες κηλίδες στα αυτιά και στα μάτια)
clean = καθαρίζω

teeth = δόντια
water = νερό

eyes = μάτια Read More

tree = δέντρο
5

lonely = μοναχός, που αισθάνεται μοναξιά


grow up = μεγαλώνω

chick = κοτοπουλάκι

deer = ελάφι

2
Baby Animals Glossary.qxp_Baby Animals Glossary 6/11/15 4:05 PM Page 3

Baby Animals – Glossary

jump = πηδώ catch = αρπάζω, πιάνω

scare = προκαλώ φόβο, τρομάζω κάποιον angry = θυμωμένος

sad = λυπημένος hide = κρύβομαι

jackal = τσακάλι clever = έξυπνος

legs = πόδια (από το μηρό μέχρι τον αστράγαλο) chase = κυνηγώ κάποιον/κάτι

mongoose = μαγκούστα (μικρό σαρκοφάγο hole = τρύπα


ζώο με μακρύ τρίχωμα)

tease = πειράζω, κοροϊδεύω

You might also like