You are on page 1of 11

Μάθημα: Ανθρωπολογία και Σπουδές Φύλου

Έτος: Γ’, Εξάμηνο: ΣΤ’


Διδάσκων καθηγητής: Δημήτριος Καταϊφτσής
Ονοματεπώνυμο: Ιορδάνης Κολημένος, Λυδία Δήμου
Α.Μ.: bso21003, bso21001
Email: bso21003@uom.edu.gr, bso21001@uom.edu.gr

«Η «αόρατη» τοξική αρρενωπότητα μέσα στην queer κοινότητα»

Στην παρούσα εργασία θα αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται


και αναπαράγεται το ζήτημα της τοξικής αρρενωπότητας στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια.
Βασικό μας πεδίο ήταν το gay club “Enola” και βασική μέθοδος στην έρευνά μας
ήταν η συμμετοχική παρατήρηση και η συζήτηση τόσο με υποκείμενα από το πεδίο
μας, αλλά και έξω από το πεδίο, όμως άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένα με το
ερώτημά μας. Η βιβλιογραφία στην οποία βασιστήκαμε ήταν η εξής: Perceptions of
gay men’s masculinity are associated with sexual self-label, voice quality and
physique. Psychology & Sexuality (2017), “Everyday Joe” versus “Pissy, Bitchy,
Queens”: Gay Masculinity on StraightActing.com (2006), The issue of toxic
masculinity (2020), ‘Hey man, how’s u?’: Masculine Speech and StraightActing Gay
Men Online, 2020. Η βιβλιογραφία βοήθησε στον προσδιορισμό και στην
αποσαφήνιση όρων που θα χρησιμοποιήσουμε μάλιστα αργότερα στην ανάλυση.
Σε πρώτο στάδιο, θεωρήσαμε απαραίτητο να αναφέρουμε κάποιους ορισμούς
οι οποίοι πιθανώς να μην είναι τόσο ευρέως γνωστοί εκτός της ΛΟΑΤΚΙ+
κοινότητας, όπως ο όρος «κουιρ» (queer). Ο όρος αυτός αναδύθηκε από την Αγγλία
από τον 19ο αιώνα, και σήμαινε -υπό μια έννοια σημαίνει ακόμα απλώς η λέξη είναι
πιο σπάνια- «περίεργος, ανώμαλος, αλλόκοτος». Η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε για
να χαρακτηρίσει τους ομοφυλόφιλους άντρες (1. Η χρήση παρόμοιων λέξεων ήταν
και είναι ένα σύνηθες φαινόμενο σε πολλούς λαούς και σε πολλές γλώσσες. Δυνατό
παράδειγμα είναι η χρήση της λέξης педер (peder)
[>педераст(pederast)=παιδεραστής] σε πολλές σλαβικές γλώσσες για να
χαρακτηρίσουν τους ομοφυλόφιλους άντρες. Η συσχέτιση των ομοφυλόφιλων με κάτι
το βδελυρό, ανίερο και ανώμαλο είναι ένα μοτίβο που φαίνεται να συνεχίζεται με τα
χρόνια.) ωστόσο από τα 1980 και έπειτα έγινε μια λέξη που ξεκίνησαν χρησιμοποιούν
υπέρ τους και ως κάτι «τιμητικό» παρά ως κάτι ντροπιαστικό. Πλέον, ο όρος
υφίσταται ως όρος «ομπρέλα» για όσα άτομα βρίσκονται στο φάσμα της
σεξουαλικότητας και είτε δεν έχουν προσδιορίσει τον σεξουαλικό τους
προσανατολισμό είτε δεν επιθυμούν να χαρακτηριστούν με κάποια «ταμπέλα».
Παράλληλα, με τον όρο αρρενωπότητα (masculinity) αναφερόμαστε στην
αναπαράσταση χαρακτηριστικών, όπως συμπεριφορές, εμφάνιση, τρόπος ομιλίας,
κτλ, που έχουν συνδεθεί με τον άντρα ή με τα άτομα που παρουσιάζουν τον εαυτό
τους ως άνδρες. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η αρρενωπότητα υπάρχει μόνο ως
κοινωνική κατασκευή και όχι ως βιολογικό χαρακτηριστικό αποτελώντας κατά βάση
μια αντίδραση σε οποιοδήποτε θηλυπρεπές -κατά κανόνα- συναίσθημα και
απορρέοντας κυρίως δύναμη και ματσισμό. Ωστόσο, το φαινόμενο με το οποίο
αποφασίσαμε να ασχοληθούμε, η τοξική αρρενωπότητα, ξεκινά να γίνεται αισθητό
όταν συγκεκριμένα αρνητικά χαρακτηριστικά που έχουν κατηγοριοποιηθεί ως
«αρρενωπά» αρχίζουν να πολιορκούν την συμπεριφορά ενός ατόμου για κάποιον
σκοπό. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά όπως είναι η ανταγωνιστικότητα, η
επιθετικότητα, ο στωικισμός και η ανάγκη για πλήρη έλεγχο, αλλά και η αντίθεση σε
οτιδήποτε θηλυκό ή θηλυπρεπές και η αναπαραγωγή ετεροκανονικών προτύπων.
Το φαινόμενο αυτό έχει μελετηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε
ετεροφυλόφιλες σχέσεις και ζευγάρια, όμως όχι τόσο στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Το
αρχικό μας έναυσμα για την επιλογή αυτού του θέματος ήταν το γεγονός ότι δεν είναι
εύκολο για κάποιο άτομο εκτός της κοινότητας να αντιληφθεί την ύπαρξη αυτού του
φαινομένου σε μια κατά κανόνα αποκλίνουσας από τα ετεροκανονικά πρότυπα
κοινότητα. Επίσης, έχοντας υπάρξει άτομα που ήμασταν παρόντες σε καταστάσεις
και περιστατικά τέτοιου είδους θεωρήσαμε ότι θα ήταν ένα θέμα άξιο περαιτέρω
έρευνας.
Γενικότερα, υπάρχει η αντίληψη ότι οι περισσότεροι άντρες έχουν ανατραφεί
με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ουσιαστικά, τους αναγκάζει η ίδια η κοινωνία να
καταπνίξουν την τρωτή τους φύση, προσδιορίζοντας έτσι την αρρενωπότητα με πολύ
αυστηρά κριτήρια, η οποία παρουσιάζεται ως ένα κλουβί που τους «εγκλωβίζει» από
νεαρή ηλικία. Η τοξική αυτή αρρενωπότητα, ονομάζεται ‘τοξική’ γιατι καταπνίγει και
περιορίζει έναν άντρα από το να είναι άνθρωπος, με το να του απαγορεύει να
εκφράζει συναισθήματα που είναι φυσικό για όλους τους ανθρώπους να εκφράζουν
και τον αναγκάζει να παραμένει ‘σκληρός’ ακόμη και σε στιγμές που χρειάζεται
υποστήριξη και φροντίδα. Αυτό σημαίνει ότι το συναισθηματικό στρες που συνδέεται
με τον ανδρικό ρόλο στην κοινωνία προέρχεται από την πολιτισμική απαίτηση να
επιδεικνύεται μια συγκεκριμένη εικόνα σώματος και σωματικής δύναμης, από την
αποφυγή του να εκλαμβάνεται κανείς ως συναισθηματικός, προκειμένου να μη
σχετίζεται με τα θηλυκά χαρακτηριστικά και, ως εκ τούτου, με το να μη θεωρούνται
ως πιο αδύναμοι, από την ανάγκη να εμπίπτουν στα κοινωνικά πρότυπα που
επιβάλλει η πατριαρχική κοινωνία. Σε μια τέτοια ετεροκανονική κοινωνία είναι
λογικό και επόμενο ακόμα και τα άτομα που ανήκουν στην κουίρ κοινότητα να
υιοθετούν αυτά τα πρότυπα μιας και δεν έχουν βιώσει επακριβώς το πως είναι μια
ομοφυλόφιλη σχέση και πώς πρέπει να αλληλεπιδρούν με άτομα της κοινότητας.
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο να εσωτερικεδεύονται αντιλήψεις και απόψεις σχετικά
με τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας από τα ίδια αυτά άτομα οι οποίες είναι
βασισμένες σε προκαταλήψεις πολλών δεκαετιών πριν.
Κατά τη διάρκεια της τελειοποίησης του ερευνητικού μας ερωτήματος ήρθαμε
στο συμπέρασμα ότι το πιο κατάλληλο πεδίο για να κάνουμε την επιτόπιά μας έρευνα
είναι το προαναφερθέν gay club, καθώς θα μας έδινε την δυνατότητα να μιλήσουμε,
να παρατηρήσουμε και να συμμετάσχουμε με ασφάλεια αλλά και με σιγουριά ότι τα
υποκείμενα της έρευνάς μας ανήκουν όντως στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, χωρίς να
θέτουμε σε κίνδυνο την δική μας ασφάλεια ή των υποκειμένων. Το τελευταίο,
μάλιστα, ήταν πολύ σημαντικό για μια τέτοια έρευνα δεδομένου του υπαρκτού φόβου
έκφρασης διαφορετικής σεξουαλικής προτίμησης εξαιτίας της ελλοχεύουσας
ομοφοβίας. Παρουσία στο πεδίο είχε υπάρξει και από τους δυο μας πριν την επιλογή
της έρευνας αλλά και κατά τη διάρκειά της. Ως εκ τούτου, ήμασταν, ως έναν βαθμό,
εξοικειωμένοι με το περιβάλλον και γνωρίζαμε κάποια άτομα που πήγαιναν συχνά.
Μέσα στον χώρο του club υπήρχε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα, όχι με την
αρνητική έννοια αλλά με την έννοια της ίντριγκας. Ένα από τα κυριότερα πράγματα
που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει το enola από τα άλλα -πέρα από το προφανές-
ήταν ότι ο κόσμος ήταν και πιο διαχυτικός μεταξύ τους αλλά και χορεύαν, κάτι που
δεν συνηθίζεται στα υπόλοιπα δημοφιλή club, κυρίως εξαιτίας των άβολα
τοποθετημένων τραπεζιών στον χώρο. Μέσα σε αυτό το κλίμα ήταν πολύ πιο εύκολο
να νιώσει κανείς άνετα, αξιοσημείωτο επίσης ότι ο κόσμος ήταν πιο δεκτικός σε
οποιοδήποτε άτομο απέκλινε από το κανονικό και κατ’ επέκταση το ετεροκανονικό.
Με αυτά τα δεδομένα μάλιστα πορευτήκαμε και εμεις οι ίδιοι καθώς το κλίμα
επέτρεπε να προσεγγίσουμε άτομα πιο εύκολα. Βέβαια, κάποιες φορές
δημιουργούταν μια ιδιαίτερα περίεργη ατμόσφαιρα στον χώρο μεταξύ ατόμων. Αυτό
το γεγονός κατανοήσαμε ότι ίσως οφειλόταν στο ότι όλοι γνώριζαν ότι τα άτομα στο
κλαμπ κατά πάσα πιθανότητα ήταν στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και είχαν στο μυαλό
τους μια πιο «αχαλίνωτη» άποψη του φλερτ. Η γενικότερη αισθητική ενός κλαμπ,
επίσης, πάντα εμπνέει τέτοια συναισθήματα αλλά το παρατηρήσαμε σε μεγαλύτερο
βαθμό στον χώρο του Enola. Ίσως το ευπρόσδεκτο συναίσθημα που δημιουργεί ένα
τέτοιο κλαμπ να το ενίσχυε ακόμα περισσότερο. Βασικό παράδειγμα αυτού ήταν όταν
η Λυδία, ούσα Masc (εννοώντας Masculine, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως
από άτομα που είτε είναι ΛΟΑΤΚΙ+ είτε όχι και έχουν πιο αρρενωπά χαρακτηριστικά
ή ντύνονται με αρρενωπό τρόπο. Όταν χρησιμοποιείται για γυναίκες παραπέμπει και
στο γνωστό ως «αγοροκόριτσο»), επιχείρησε να προσεγγίσει μια κοπέλα η οποία
ήταν fem (feminine, θηλυκή ή θηλυπρεπής, κατά κάποιο τρόπο το αντίθετο του
Masc) και κατά την προσέγγισή της αντιλήφθηκε ότι πιθανώς ήταν μαζί με την
κοπέλα της (που ήταν επίσης Masc), η οποία νιώθοντας κάποιον ενδεχόμενο
ανταγωνισμό, την απομάκρυνε με έναν απότομο τρόπο, συμπεριφερόμενη σαν να
είναι κτήμα της και να της ανήκει. Πέρα από αυτό το συμβάν, που μας φάνηκε
αρκετά αλλόκοτο αν και συμφωνήσαμε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ήμασταν
παρόντες σε παρόμοια κατάσταση, στις επισκέψεις μας στο πεδίο προσπαθήσαμε να
αλληλεπιδράσουμε με διάφορα άτομα όμως μας ήταν δύσκολο να αντλήσουμε κάποια
πληροφορία σχετικά με τον αντικείμενό μας λόγω της προσωπικής φύσης του
ζητήματος. Οπότε, είχαμε περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουμε σε κάποιο
συμπέρασμα μέσω της παρατήρησης. Ένα άλλο συμβάν που θα το αναλύσουμε και
πιο μετά ήταν μεταξύ ενός σχετικά μεγαλύτερου άντρα και ενός νεότερου. Τα
χαρακτηριστικά των δύο αυτών ήταν κατά κάποιο τρόπο «αντίθετα» εφόσον ο
μεγαλύτερος είχε πιο αρρενωπά χαρακτηριστικά και ο νεότερος πιο θηλυκά
χαρακτηριστικά. Ο τρόπος με τον οποίον αλληλεπιδρούσαν αυτοί οι δύο ήταν
παρόμοιος με τον παραδοσιακό τρόπο φλερτ που βλέπεις στις παλιές ταινίες ή στα
χωριά με τον πιο αρρενωπό να κάνει την πρώτη κίνηση και να αναλαμβάνει έναν πιο
επιβλητικό ρόλο στο φλερτ και τον πιο θηλυπρεπή να δέχεται την προσέγγιση και να
φέρεται με έναν πιο «αφελή και ντροπαλό» τρόπο.

Μέσα από την παρουσία μας στο πεδίο παρατηρήσαμε ότι ο χώρος του Enola
κατά κάποιο τρόπο τμηματοποιείται σε 5 υποζώνες. Όπως φαίνεται και στην εικόνα
παραπάνω, η ανοιχτή μπλε ζώνη κυριαρχείται από κουιρ άνδρες ηλικίας 25-30+, η
ζώνη αυτή συμπεριλαμβάνει την είσοδο και την μεγαλύτερη ζώνη του κλαμπ. Στη
ζώνη αυτή υπάρχει μια τεράστια λαοθάλασσα που μπορεί να μοιάζει και
ασφυκτιώδης σε άτομα που μπαίνουν για πρώτη φορά. Οι ηλικίες που παρατηρήσαμε
ήταν πάνω των 25 και πολύ συχνά και πάνω των 30, η παρουσία ατόμου μικρότερης
ηλικίας, ήταν σχεδόν απίθανη εκτός αν έπρεπε να περάσει κανείς είτε προς την έξοδο
είτε προς την γκρι ζώνη. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή τη ζώνη δεν νιώθαμε τόσο
άνετα όσο στις υπόλοιπες αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν ότι τα άτομα γύρω μας δεν
ήταν τόσο κοντά ηλικιακά με μας. Η μωβ ζώνη, και η ζώνη στην οποία καθόμασταν
παραπάνω μαζί με την ροζ, συμπεριλάμβανε την σκηνή -όπου μπορούσε ο
οποιοσδήποτε να ανέβει και να χορέψει- αποτελούταν από άτομα 18 έως και 24 και
υπήρχαν άτομα όλων των φύλων στη ζώνη. Ήταν ο πιο πολυπληθής χώρος πέρα από
την μπλε ζώνη και το μέρος που νιώθαμε μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια.
Παράλληλα, υπήρχαν και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, σε αντίθεση με την μπλε ζώνη,
αλλά πολύ σπάνια, σε περιορισμένο αριθμό και έως μια ώρα. Αριστερά της μωβ
ζώνης είναι η ροζ ζώνη στην οποία παρατηρήσαμε ότι υπάρχει η πλειονότητα των
κουιρ γυναικών από 18 έως 24 ετών και επίσης ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ήταν masc
λεσβίες. Στον χώρο αυτό ναι μεν υπήρχαν άτομα και από την μωβ ζώνη αλλά η
πλειονότητα ήταν γυναίκες. Αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι η ζώνη αυτή είναι
περιορισμένη σε χώρο αλλά και επίσης δεν υπάρχει χώρος που η πλειονότητα να
είναι γυναίκες από 25 και πάνω όπως η αντίστοιχη μπλε ζώνη για τους άντρες. Αυτή
η παρατήρηση μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το Enola δεν είναι επακριβώς queer
club αλλά gay club. Προς επίρρωση αυτού του συμπεράσματος πολλές φορές στην
είσοδο δεν επιτρέπουν τόσο εύκολα γυναίκες ιδιαίτερα αν είναι μόνες τους και θα
επέτρεπαν την είσοδο αν υπήρχε αναλογία περισσότερων αντρών παρά γυναικών. Στη
συνέχεια, κάτω από την ροζ ζώνη είναι η κόκκινη ζώνη στην οποία υπάρχουν άτομα
από όλο το κλαμπ, καθώς και βρίσκεται σε κομβικό σημείο ανάμεσα στην ροζ και
στη μπλε ζώνη και έχει κάτι σαν αναψυκτήριο. Είναι, ουσιαστικά, μια γωνία με
κανάτες νερό και ποτήρια για εύκολη πρόσβαση σε νερό. Τέλος, στην άλλη άκρη του
κλαμπ βρίσκεται η γκρίζα ζώνη στην οποία υπάρχουν άτομα από τις γύρω ζώνες που
ίσως να μην χωράνε ακριβώς στην εκάστοτε ζώνη ή που απλώς περιμένουν για να
χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα που βρίσκεται στα δεξιά της μπλε ζώνης. Ωστόσο, σε
αυτή τη ζώνη, από τις συζητήσεις και τις παρατηρήσεις μας, βρήκαμε και στρειτ
άτομα. Το μέρος αυτό είναι αρκετά διακριτικό και δεν έχει πάντα πολύ κόσμο οπότε
είναι ένας χώρος που ένα στρειτ άτομο που νιώθει πιθανώς εκτός του στοιχείου του
μπορεί να καταφύγει. Όλες αυτες οι ζώνες αποτελούν νοερά όρια που θέσαμε εμείς
γιατί πιστεύουμε ότι κάνει πιο σαφή την διαρρύθμιση του χώρου και το πώς μπορεί
να κινηθεί ένα άτομο. Επίσης, όταν μοιραστήκαμε αυτόν τον διαχωρισμό με άλλα
άτομα που επισκέπτονται το κλαμπ συχνά συμφώνησαν με αυτόν και κατά κάποιο
τρόπο τον είχαν στο μυαλό τους ήδη.

Το φαινόμενο της τοξικής αρρενωπότητας, από τις παρατηρήσεις και


συζητήσεις μας, εμφανίζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό στις ομοφυλόφιλες σχέσεις
τόσο τις λεσβιακές όσο και τις ομοφυλόφιλες. Το φαινόμενο παραμένει το ίδιο αλλά
ο τρόπος που παρουσιάζεται είναι διαφορετικός μεταξύ των φύλων και των
σεξουαλικοτήτων. Σε μια κοινωνία δομημένη με τέτοιο τρόπο όπως η δική μας
πολλοί έχουν συνυφασμένη την αρρενωπότητα ως κάτι αντίθετο της θηλυκότητας και
για να μπορέσει ένα άτομο που ταυτίζεται το ίδιο με την αρρενωπότητα ή το ταυτίζει
η κοινωνία, πρέπει να απέχει όσο δυνατόν περισσότερο από το άλλο άκρο, την
θηλυκότητα. Η παραδοχή αυτή της αρρενωπότητας είναι ο βασικός λόγος που η
αρρενωπότητα γίνεται τοξική καθώς προκειμένου να διασφαλιστεί η αρρενωπή
ταυτότητα τα άτομα προβαίνουν σε πράξεις ή υιοθετούν συμπεριφορές που τους
εξασφαλίζουν αυτή την ταυτότητα. Ιδιαίτερα στους ομοφυλόφιλους άντρες όπου
παρατηρείται μια μεγαλύτερη επιθετικότητα σε σύγκριση με τις γυναίκες -χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ομοφοβία και ομοφοβικές συμπεριφορές απέναντι στις
ομοφυλόφιλες γυναίκες, απλώς συμβαίνει κάποιες φορές με έναν διαφορετικό τρόπο-,
στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι Masc άντρες είτε υιοθετούν συμπεριφορές
ομοφοβικές με τη χρήση υβριστικών σχολίων, υποτιμητικής γλώσσας, χλευασμού
αλλά και ξυλοδαρμού. Παράλληλα, παρατηρήσαμε μια διχοτόμηση σε αυτό το
ζήτημα καθώς έχουμε την ομάδα ομοφυλόφιλων ή κουιρ ανδρών οι οποίοι
αποφεύγουν απόλυτα την συναναστροφή και την ερωτική ή σεξουαλική συνεύρεση
με άτομα πιο θηλυπρεπή, ούτως ώστε να μην «καρφωθούν» ότι έλκονται σεξουαλικά
από το ίδιο φύλο. Μέσα σε αυτό το φάσμα εμφανίζονται πολλές άλλες μορφές
ρητορικής μίσους όπως είναι το body shaming και ο ρατσισμός. Τα τελευταία είναι
πιο εμφανή στα dating apps, και κατά βάση στο Grindr, όπου είναι μια εφαρμογή για
ομοφυλόφιλους άντρες με σκοπό κυρίως την σεξουαλική συνεύρεση. Στην
συγκεκριμένη εφαρμογή πολλοί βάζουν ως σημείωμα στο προφιλ τους «μόνο
εχεμύθεια, όχι θηλυπρεπείς, όχι χοντροί, όχι μαύροι…». Πολλές φορές μάλιστα αυτά
τα άτομα θα αναφέρουν ότι είναι προτίμηση και όχι εξαίρεση και ότι η προτίμηση
αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ψάχνουν για άντρα και όχι για γυναίκα. Ο
συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δημιουργεί μια νοηματική δυσφορία καθώς
απορρίπτεται η αρρενωπότητα και η ατομικότητα του εν λόγω εξαιρουμένου εξαιτίας
της προαναφερθείσας παραδοχής. Από την άλλη μεριά, η δεύτερη ομάδα είναι
ομοφυλόφιλοι Masc άνδρες που αναζητούν αποκλειστικά θηλυπρεπείς άνδρες. Αυτή
η προτίμηση πολύ συχνά συνδέεται με την ηγεμονική αρρενωπότητα (hegemonic
masculinity) η οποία ορίζει ότι ο πιο «αρρενωπός» έχει την μεγαλύτερη εξουσία, και
στα πλαίσια των ομοφυλοφιλικών σχέσεων και της τοξικής αρρενωπότητας είναι
αυτός που είναι πιο συγκλίνων με την ετεροφυλοφιλία. Έτσι δημιουργείται μια, κατά
κάποιο τρόπο, ιεραρχία που κατατάσσει τον πιο masc σε υψηλότερο στρώμα της
ιεραρχίας από τον πιο θηλυπρεπή (Sarson. C, 2020). Μάλιστα πολλές φορές τα
εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άντρα, η φωνή του και η προτίμηση στο σεξ
(αναφερόμαστε στο διεισδυτικό σεξ και στο αν ο άντρας είναι «ενεργητικός» ή
«παθητικός», με την έννοια ότι ο ένας κάνει την διείσδυση και ο άλλος δέχεται την
διείσδυση, αντίστοιχα) τον κατηγοριοποιούν ανάλογα στην κλίμακα αρρενωπότητας -
θηλυκότητας. Σε μια έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο πάρα πολλοί (ομοφυλόφιλοι και
μη) κατηγοριοποιούν έναν άντρα που ήταν γυμνασμένος, με πιο βαριά φωνή και ήταν
«ενεργητικός» στο σεξ ως τον πιο αρρενωπό και αντίστοιχα τον άντρα που ήταν
λιγότερο γυμνασμένος/αδύνατος, με πιο ψιλή φωνή και «παθητικός» στο σεξ, ως
λιγότερο αρρενωπός και κατ’ επέκταση ως ο πιο θηλυπρεπής(Ravenhill, James and
Visser, Richard de, 2017). Η επισήμανση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για να δείξει
τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η έννοια της αρρενωπότητας μεταξύ των
ομοφυλόφιλων καθώς όταν υπάρχει μια βαρεία προτίμηση των Masc ανδρών προς
πιο θηλυπρεπείς άντρες το ζήτημα περνάει στα εδάφη της σχέσης εξουσίας και των
φυλετικών διαφορών. Μέσω μάλιστα από συζητήσεις μας με Fem άντρες, οι
περιστάσεις όπου οι Masc άντρες τους ζήτησαν είτε να φορέσουν κάποιο γυναικείο
εσώρουχο, είτε να υποδυθούν μια γυναίκα είτε απλώς να τους φερθούν με
υπερβάλλουσα υποταγή ήταν πάρα πολλές. Το φετιχ της εκθήλυνσης είναι πολύ
συνηθισμένο μεταξύ αυτών των ανδρών και μπορεί πολύ εύκολα να είναι μια
απόρροια εσωτερικευμένης ομοφοβίας όπου προσπαθούν να δείξουν στον εαυτό τους
ότι δεν βρίσκονται ερωτικά με έναν άντρα αλλά με μια «γυναίκα», αλλά και
ταυτόχρονα να επιβάλουν τον εαυτό τους ως άντρες της σχέσης και να νιώσουν
κυρίαρχοι και ανώτεροι.
Γενικότερα, υπάρχουν στερεότυπα ακόμα και στην ίδια την κοινότητα.
Ουσιαστικά, είναι πολύ σπάνιο να αποτελούν ζευγάρι δύο fem ή δύο masc τόσο λόγω
της ανισορροπίας που προκαλείται στις σχέσεις εξουσίας -μιας και είναι
συνυφασμένο πως τις περισσότερες φορές η masc είναι κυρίαρχη (top- εκείνη που
κατά βάση προσφέρει την ευχαρίστηση) και η fem είναι υποτακτική (bottom- εκείνη
που δέχεται την ευχαρίστηση). Έτσι, σε μια σχέση όπου τα υποκείμενα έχουν τον ίδιο
εξουσιαστικό ή μη ρόλο διαταράσσεται η μεταξύ τους σχέση καθώς και ο
καταμερισμός της εξουσίας. Ωστόσο, δεν είναι απόλυτο ούτε αναγκαστικό πως τα
δύο εμπλεκόμενα υποκείμενα θα πρέπει να κατέχουν δύο εκ δια μέτρου αντίθετες
θέσεις εξουσίας και υποταγής αντίστοιχα, μιας και αρκετές είναι οι φορές που
παρατηρούμε να συνευρίσκονται μια masc με μία dom(dominant) fem, η οποία
βέβαια παρά την αρχική και ίσως επιφανειακή κυριαρχία που παρουσιάζει,
εξακολουθεί να θεωρείται υποτακτική. Αυτό που μας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση
είναι το πόσο έχει καταφέρει να επηρεάσει η πατριαρχία ακόμα και τις ομοφυλόφιλες
σχέσεις. Ουσιαστικά, οι masc γυναίκες της κοινότητας μην έχοντας σε μια κοινωνία
όπως η δική μας κάποιο ακριβές πρότυπο ομοφυλόφιλων σχέσεων είτε στο στενό
οικογενειακό κύκλο είτε στο ευρύτερο περιβάλλον, αναγκαστικά κατά κάποιο τρόπο
μπήκαν στη διαδικασία να μιμηθούν την πατρική/ αντρική φιγούρα, η οποία τις
περισσότερες φορές τις αντιμετώπιζε και ως αγοροκόριτσα ή τους ανέθετε ρόλους
θεωρητικά μη προορισμένους γι αυτές κι όχι λόγω ισότητας μεταξύ των δύο φύλων.
Με αυτό τον τρόπο, τα ίδια τα υποκείμενα οδηγήθηκαν στο να υιοθετήσουν κάποιες
συμπεριφορές τόσο στο κομμάτι του φλερτ όσο και στη γενικότερη αλληλεπίδρασή
τους με το σύντροφό τους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζονται από
τοξικότητα. Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων αυτών των συμπεριφορών με
πρωταρχικό τον ηγεμονικό ρόλο που θέλουν να λαμβάνουν στις σχέσεις τους και
προκειμένου να το πετύχουν φτάνουν πολλές φορές στο σημείο να γίνονται αρκετά
κτητικές, ελέγχοντας υπερβολικά τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του συντρόφου
τους (κοινοποίηση τοποθεσίας, πρωτοβουλία στην επιλογή ποτού, επιβολή τρόπου
ντυσίματος ή φερσίματος ακόμη και ακατάπαυστα τηλεφωνήματα ώστε να γνωρίζουν
τα άτομα με τα οποία συναναστρέφονται εν τη απουσία τους). Επίσης, βασικό
χαρακτηριστικό τους αποτελεί το γεγονός ότι στην κατάσταση της σεξουαλικής
πράξης δύσκολα θα αφήσουν το άλλο άτομο τόσο στο να τους δει χωρίς την μπλούζα
τους όσο και στην ενδεχόμενη χρήση κάποιου σεξουαλικού παιχνιδιού να έχει τον
έλεγχο. Από τις επισκέψεις μας κιόλας στο πεδίο παρατηρήσαμε πως ήταν πολύ
έντονη όλη η διαδικασία του φλερτ μιας και αρκετές από τις masc κοπέλες
αντιμετωπίζουν τις υπόλοιπες είτε ως θηράματα και ως «ακόμα έναν αριθμό» είτε ως
κάποιου είδους επάθλου που παλεύουν να κερδίσουν ανταγωνιζόμενες τις υπόλοιπες
όμοιές τους, μια τακτική που απαρτίζει κατά βάση τον ανδρικό τρόπο σκέψης όπου
δεν είναι λίγες οι φορές που αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα
ή ως ένα βραβείο που επιδιώκουν να κατακτήσουν και να «τοποθετήσουν» στο βάθρο
τους, προκειμένου να καυχηθούν στους φίλους τους και κάποιες φορές ίσως να
ανεβούν και κοινωνικά. Ένα από τα πιο βασικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας
είναι και το λεγόμενο “fuckboy”. Ειδικότερα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συχνά
για να περιγράψει έναν συγκεκριμένο τύπο ατόμου, συνήθως άνδρα, ο οποίος
εμπλέκεται σε περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις χωρίς πραγματική συναισθηματική
δέσμευση και ο όρος αποτελεί και μια από τις πιο βαριές σεξουαλικές προσβολές για
τους άνδρες (παρόμοια με το “slut” / “whore” για τις γυναίκες) και γι΄αυτό άλλωστε
χρησιμοποιείται κυρίως για να επικρίνει ή να ντροπιάσει όσα άτομα επιδεικνύουν
τέτοια συμπεριφορά. Κατά βάση είναι συνδεδεμένος με τις ετεροκανονικές σχέσεις
όμως παρουσιάζεται και στις ομοφυλόφιλες και καταλογίζεται κυρίως στις masc
γυναίκες. Ουσιαστικά, τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως “fuckboy” επιδιώκουν
σεξουαλικές συναντήσεις με πολλαπλές συντρόφους χωρίς να επενδύουν στα άτομα
αυτά και να επιδιώκουν μια πιο σοβαρή σχέση. Βασικότερο χαρακτηριστικό του όρου
αυτού αποτελούν οι τεχνικές χειραγώγησης μιας και τα άτομα χρησιμοποιούν συχνά
τη γοητεία και την κολακεία για να κερδίσουν την προσοχή και την εμπιστοσύνη των
άλλων με μοναδικό σκοπό τη σεξουαλική ικανοποίηση, αποσκοπώντας στη
διατήρηση μιας δυναμικής εξουσίας στην οποία έχουν το πάνω χέρι. Έτσι,
αντιμετωπίζουν τις υπόλοιπες γυναίκες μόνο ως σεξουαλικό αντικείμενο,
αδιαφορώντας για τα συναισθήματά τους και τις δικές τους επιθυμίες, προσδοκώντας
κυρίως να αποκομίσουν πράγματα από τη συγκεκριμένη αλληλεπίδραση και να
ικανοποιήσουν τις δικές τους -σεξουαλικές- επιθυμίες, γεμίζοντας έτσι τα δικά τους
κενά και καλύπτοντας τις όποιες ανασφάλειες ενδεχομένως να δημιούργησαν οι
προηγούμενες σχέσεις ή επαφές τους. Μέσα, λοιπόν, τόσο από τη συμμετοχική
παρατήρησή μας στο πεδίο όσο και από τις συζητήσεις που κάναμε τόσο με τα άτομα
του πεδίου όσο και με άλλα κοντινά μας άτομα καταλήξαμε πως η συγκεκριμένη
κατηγορία όχι μόνο υπάρχει και στις ομοφυλόφιλες σχέσεις αλλά είναι και η πιο
τοξική όσον αφορά την έκφανσή της στις γυναικείες αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο, αυτό
που πρέπει να σημειωθεί είναι πως δεν κατακρίνουμε τα άτομα που έχουν ως
επιθυμία μόνο τη σεξουαλική πράξη μιας και ο συγκεκριμένος όρος είναι
υποκειμενικός και η χρήση του μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις πολιτισμικές και
ατομικές προοπτικές.
Πέρα από το πλαίσιο της έρευνάς μας στο πεδίο, αποφασίσαμε να κάνουμε
μια συζήτηση με μια γνωστή μας, Βιβή, η οποία είχε αναφέρει ότι έχει υπάρξει σε
ομοφυλόφιλες σχέσεις όπου η σύντροφός της υιοθετούσε συμπεριφορές και
προέβαινε σε πράξεις που θα εντάσσονταν στην «ομπρέλα» της τοξικής
αρρενωπότητας. Η Βιβή μας περιέγραψε τρία περιστατικά από πρώην συντρόφους
της, ήταν αρκετά ανοιχτή στη συζήτηση και προσπαθούσε να είναι όσο πιο
βοηθητική μπορούσε. Από την άλλη εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε να νιώσει
όσο άνετα γινόταν ιδίως όταν μας περιέγραφε γεγονότα που ήταν πιο σοβαρά και
βαριά. Τα ονόματα των ατόμων πέρα της Βιβής θα παραμείνουν ανώνυμα περί της
επιθυμίας της ιδίας. Ένα κοινό στοιχείο -πέρα του προφανούς- είναι ότι οι κοπέλες
στις τρεις περιστάσεις είναι Masc και top, με την εξαίρεση της τελευταίας η οποία
βρισκόταν στο ενδιάμεσο του Masc και του Fem αλλά μετέπειτα στη σχέση ξεκίνησε
να έχει ένα πιο Masc τρόπο έκφρασης και ντυσίματος. Η πρώτη περίσταση αφορά μια
βραχυχρόνια σχέση κατά την οποία η κοπέλα αυτή πλήρωνε κάθε φορά που έβγαιναν.
Επιπλέον, κάθε τους συνάντηση γινόταν υπό τους όρους της άλλης κοπέλας και ποτέ
δεν γινόταν κάτι υπό τους όρους ή τη διαθεσιμότητα της Βιβής. Με τα δύο παραπάνω
βλέπουμε ακριβώς την πλευρά της τοξικής αρρενωπότητας που εντάσσεται στο
κομμάτι της αρρενωπής κυριαρχίας πάνω από το θηλυκό. Με την Masc σύντροφο να
φέρεται στην Βιβή σαν κάτι δεδομένο και κάτι που υπάρχει μόνο όταν το θέλει, και
ότι δικαιούται η Βιβή να βγαίνει μαζί της και να της απαντά όταν αυτή θέλει. Αυτό το
αίσθημα ότι το δικαιούται το λεγόμενο στα αγγλικά entitlement είναι κάτι που
εμφανίζεται στην ηγεμονική αρρενωπότητα καθως είναι μορφή επιβολής στο άτομο.
Παράλληλα, κιόλας, η συμπεριφορά στις γυναίκες ως κάτι το λιγότερο και κάτι το
οποίο υπάρχει για μια συγκεκριμένη χρήση είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει πάρα
πολλά χρόνια και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα ακόμα και σε περιπτώσεις όπως
αυτή. Πάνω στο τελευταίο μάλιστα βασίζονται με ελάχιστα διαφορετικούς τρόπους
και οι άλλες δύο περιγραφές. Προτού αναφερθούμε στην δεύτερη περιγραφή, θα
προχωρήσουμε στην τρίτη η οποία περιέχει ένα περιστατικό αρκετά ευαίσθητο. Κατά
τη διάρκεια αυτής της σχέσης υπήρξαν πολλές εκδηλώσεις και σκηνές ζηλοτυπίας
που φέρουν ομοιότητα με το συμβάν που παρατηρήσαμε στο Enola με την Masc να
απομακρύνει την σύντροφό της από το μέρος όπου νιώθει η ίδια ότι βρίσκεται σε
κίνδυνο να της «κλέψουν» την κοπέλα. Συνήθως η εκδήλωση συναισθημάτων ζήλιας
οφείλεται σε αισθήματα ανασφάλειας και κατωτερότητας, εν προκειμένω, είναι μια
μείξη αυτού αλλά και το αίσθημα ότι το κτήμα σου διακυβεύεται, όπως ένα μωρό θα
αρχίσει να τσιρίζει και να χτυπάει όταν προσπαθεί κάποιος να του πάρει το παιχνίδι
του, έτσι και σε αυτή την περίπτωση. Πέρα από αυτό το συνεχές γεγονός, η Βιβή μας
περιέγραψε για μια φορά που η κοπέλα ήθελε να κάνουν έρωτα, ωστόσο η Βιβή δεν
ήθελε καθόλου. Η αντίσταση αυτή δεν ήταν θεμιτή και η κοπέλα προέβη στην
επίκληση της σχέσης και ότι εφόσον είναι αποκλειστικά μαζί θα πρέπει να
συνουσιάζονται συχνά, έπειτα προχώρησε στη δημιουργία τύψεων τόσο για την
σχέση τους όσο και για την συμπεριφορά της απέναντι στην ίδια. Μετά από αυτόν
τον ψυχολογικό πόλεμο η Βιβή παραιτήθηκε και ενέδωσε, παρά την αμφισβητούμενη
θέλησή της. Αυτό το περιστατικό εντάσσεται άμεσα στο συναίσθημα του entitlement
που αναφέραμε παραπάνω καθόπως η κοπέλα ένιωθε ότι δικαιούται το σώμα της
Βιβής εφόσον είχαν σχέση και αυτή θα έπρεπε δίχως αντίρρηση να συμφωνήσει.
Επίσης πολλές φορές η κοπέλα αυτή περίμενε από τη Βιβή να πληρώσει. Αυτό το
γεγονός ίσως να φαίνεται αντίθετο της μέχρι τώρα ισχύουσας τοξικής
αρρενωπότητας, ωστόσο, εάν δούμε το ζήτημα από την ματιά της Βιβής, δεν υπήρξε
ανταπώδοση και ούτε το «ευχαριστώ», έστω από την ευγενή καλοσύνη. Έτσι, μας
γίνεται κατανοητό ότι ως έναν βαθμό η κοπέλα νιώθει ότι δικαιούται το κέρασμα που
εμπίπτει πάλι στα πλαίσια του entitlement. Τέλος, προχωρώντας στην τρίτη
περιγραφή, αυτή μάλιστα ήταν και η πιο μεγάλη σε μάκρος συζήτηση και αναλύθηκε
εκτενώς από την ίδια. Με την συγκεκριμένη κοπέλα δεν υπήρχε σχέσει αλλά ένα
situationship. Με τον όρο αυτό περιγράφεται μια σχέση ερωτικής φύσης της οποίας
τα χαρακτηριστικά δεν είναι σαφή, δεν είναι δεδομένη η αποκλειστικότητα και δεν
υπάρχει ξεκάθαρος τίτλος ή ταμπέλα για τη σχέση από τα άτομα. Η περιστασιακή
φύση της σχέσης και οι συνεχείς αλλαγές σε αυτή είναι ο λόγος που πήρε το όνομα
της. Η συγκεκριμένη ωστόσο παρά τον χαρακτηρισμό της σχέσης τους
συμπεριφερόταν με τρόπο χειραγωγικό και κάνοντας πολλούς και συνεχείς ελέγχους
είτε από κινητό ή όταν βρίσκονταν. Πολλές φορές, μας περιγράφει η Βιβή, ήταν που
μάλωναν για ποιους ήταν ή είχε βγει η Βιβή πριν συναντηθούν, υπήρξαν πολλές
στιγμές που της δημιουργούσε τύψεις και προσπαθούσε να συγκαλύψει την
χειριστικότητα πίσω από τη ζήλια της με την πρόφαση ότι νοιαζόταν για αυτή και
αγχωνόταν μήπως πάθει κάτι. Στην πραγματικότητα, μας αποκάλυψε η Βιβή, ότι η
κοπέλα προτού εμπλακούν ερωτικά είχε μια προηγούμενη σχέση από την οποία δεν
μπόρεσε να συνεχίσει συναισθηματικά με αποτέλεσμα να μείνει κάποιο τραύμα ή
ανασφάλεια την οποία προσπαθούσε να αναιρέσει για την ίδια. Στην προσπάθειά της
για αυτό προσπαθούσε να επιβάλει τον εαυτό της και να γίνει η κυρίαρχη χωρίς να
λαμβάνει υπόψη της την Βιβή και το πώς αυτή νιώθει. Σε αυτή τη φάση ήμασταν
πολύ περίεργοι να μάθουμε το πώς ένιωθε αυτή μέσα στη σχεση, δεδομένης της
ψυχοφθόρας κατάστασης που περνούσε η Βιβή κάθε φορά που συναντιόντουσαν. Τα
βασικά συναισθήματα που μας ανέφερε ήταν εκμετάλλευση, μονόπλευρα
συναισθήματα, ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στην πρώην σχέση της, μειονεξία και
κατωτερότητα, και, τέλος, υποχείριο. Η Βιβή μας ανέλυσε λιγάκι τον τρόπο που
βίωνε αυτά τα συναισθήματα και όταν την ρωτήσαμε ότι εφόσον τα αναγνώριζε αυτά
γιατί δεν έκανε κάτι για να θέσει τέλος στην σχέση μεταξύ τους απάντησε ότι η
κοπέλα, παρά την συμπεριφορά της, της έδινε επιβεβαίωση και ότι εκείνη την φάση
της ζωής της ήταν κάτι που χρειαζόταν ακόμα και αν ήταν από ένα τοξικό άτομο.
Με τις παραπάνω περιγραφές της Βιβής καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα ότι
πολλές φορές τα άτομα που είναι τοξικώς αρρενωπά τείνουν να επιδιώκουν άτομα
που ίσως είτε να είναι πιο αδύναμου χαρακτήρα ή βρίσκονται σε μια ευάλωτη
κατάσταση στη ζωή τους καθώς έτσι μπορούν να νιώσουν ανώτεροι πιο εύκολα και
να υποβιβάσουν ακόμα περισσότερο τα άτομα αυτά. Έτσι, μάλιστα, δημιουργείται
μια σχέση εξάρτησης, όταν συνεχίζεται σε έναν ακραίο βαθμό. Η τοξική
αρρενωπότητα μάλιστα κάποιες φορές μπορεί να χαρακτηριστεί και ως εύθραυστη
αρρενωπότητα καθώς είναι η διαδικασία που περνάει ένα άτομο προκειμένου να μην
νιώσει ακόμα πιο ευάλωτο από ότι νιώθει απέναντι στο βάρος των κοινωνικών
«πρέπει» και της καθεστηκυίας κατάστασης και παραδοχής.
Συνοψίζοντας, μέσα από την ανάλυσή μας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η
εμφάνιση της τοξικής αρρενωπότητας στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια μπορεί να
επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες, με βασικότερους -σύμφωνα με τη δική μας
παρατήρηση- την πατριαρχία, την εσωτερικευμένη ομοφοβία και τη μίμηση τοξικών
προτύπων κυρίως λόγω κοινωνικής πίεσης. Η πατριαρχία αναφέρεται σε ένα
κοινωνικό σύστημα που εκτιμά και δίνει προτεραιότητα στα ανδρικά χαρακτηριστικά
όπως είναι η κυριαρχία και η δύναμη, συχνά εις βάρος της θηλυκότητας και των
«αδύναμων» χαρακτηριστικών τα οποία πολύ στενά συνδέονται με την γυναικεία
φύση όπως είναι η εκδήλωση συναισθημάτων. Το τελευταίο αποτελεί, σύμφωνα με το
αφήγημα της τοξικής αρρενωπότητας ως κάτι αδύναμο και επομένως μη επιθυμητό.
Ενώ επηρεάζει κυρίως τις ετεροφυλόφιλες σχέσεις, η επιρροή της είναι αρκετά
αισθητή και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Η πίεση για συμμόρφωση με τις κοινωνικές
προσδοκίες του ανδρισμού μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση τοξικών και
επιβλαβών συμπεριφορών και στάσεων, όπως η καταπίεση των συναισθημάτων, η
επιθετικότητα και η αντικειμενοποίηση των άλλων, ως ένα τρόπο είτε να
συμμορφωθούν με αυτές τις προσδοκίες είτε να διεκδικήσουν την εξουσία μέσα στη
σχέση τους.
Η εσωτερικευμένη ομοφοβία αναφέρεται στις αυτοκατευθυνόμενες αρνητικές
στάσεις και πεποιθήσεις που ορισμένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα μπορεί να εσωτερικεύουν
λόγω του κοινωνικού στίγματος και της προκατάληψης κατά των μη ετεροφυλόφιλων
προσανατολισμών. Στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, η εσωτερικευμένη ομοφοβία μπορεί
να συμβάλει στην υιοθέτηση τοξικών αρσενικών χαρακτηριστικών ως ένας τρόπος να
ενταχθούν στα ετεροκανονικά ιδεώδη ή να απομακρυνθούν από τις στερεοτυπικές
αντιλήψεις περί θηλυκότητας που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά που μπορεί να
φέρουν μερικοί άνθρωποι ή ακόμη και σωματότυπου όπως αναλύσαμε και
εκτενέστερα και στην έρευνά μας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως παρά τους
αγώνες (pride) που διοργανώνουν ανά τον κόσμο οι ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητες με σκοπό
τη διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων με τα ετεροκανονικά ζευγάρια (γάμος, υιοθεσία),
υπάρχει μεγάλη διάκριση στην ίδια την κοινότητα τόσο απέναντι στους bi (bisexual)
μιας και αρκετοί δεν μπορούν να δεχτούν το λόγο ύπαρξής τους στην κοινότητα
καθώς τους αρέσουν και οι άνδρες και οι γυναίκες όσο και απέναντι στα trans
(transgender) άτομα καθώς άλλοτε δεν δέχονται καν την ύπαρξή τους και άλλοτε τους
διαχωρίζουν ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται η φυλομετάβασή τους. Έτσι, η
εσωτερικευμένη ομοφοβία μπορεί να επηρεάσει τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια,
οδηγώντας στην αναπαραγωγή επιβλαβών δυναμικών φύλου τόσο μέσα στη σχέση
όσο και στην ίδια την κοινότητα.
Η μίμηση τοξικών προτύπων στις ομοφυλόφιλες σχέσεις μπορεί να συμβάλει
στην υιοθέτηση ανδρικών συμπεριφορών και στη διαιώνιση της τοξικής
αρρενωπότητας μέσα στις σχέσεις αυτές είτε λόγω των λανθασμένων αντιλήψεων για
τον ανδρισμό είτε λόγω έλλειψης θετικών προτύπων. Ουσιαστικά, τα ομοφυλόφιλα
άτομα μπορεί να αναζητούν τις ετεροφυλόφιλες σχέσεις και τους παραδοσιακούς
ρόλους των φύλων ως σημείο αναφοράς για τις δικές τους σχέσεις, το οποίο μπορεί
να τα οδηγήσει να διαιωνίσουν άθελά τους την τοξική αρρενωπότητα καθώς μπορεί
να αντιλαμβάνονται τις τοξικές ανδρικές συμπεριφορές ως δείκτη αρρενωπότητας ή
ως ένα τρόπο για την εδραίωση δυναμικών εξουσίας και έτσι να υιοθετούν και τα ίδια
τις συμπεριφορές αυτές. Επίσης, η περιορισμένη έκθεση σε θετικές και υγιείς
αναπαραστάσεις των ΛΟΑΤΚΙ+ σχέσεων μπορεί να οδηγήσει στη μίμηση της
συμπεριφοράς που τα άτομα βλέπουν γύρω τους, συμπεριλαμβανομένης και της
τοξικής αρρενωπότητας, μιας και δεν έχουν τη δυνατότητα να εκτίθενται σε
εναλλακτικά μοντέλα μη τοξικού ανδρισμού στην κοινότητά τους ή στα μέσα
ενημέρωσης. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η υιοθέτηση τοξικών ανδρικών
συμπεριφορών δεν περιορίζεται στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και μπορεί να συμβεί
σε οποιαδήποτε σχέση ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Ωστόσο, στο
πλαίσιο των ομοφυλοφιλικών σχέσεων, η μίμηση τοξικών προτύπων μπορεί να
επηρεαστεί τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι κοινωνικές προσδοκίες, όσο
και από εσωτερικούς παράγοντες όπως η εσωτερικευμένη ομοφοβία.
Μέσα από τις διάφορες συζητήσεις πάνω στο αντικείμενό μας, πολλοί μας
εξέφρασαν ότι για την αντιμετώπιση όλων των προαναφερθέντων ζητημάτων, η
προώθηση ποικίλων και θετικών αναπαραστάσεων των υγιών ΛΟΑΤΚΙ+ σχέσεων
και η αμφισβήτηση των στερεοτύπων είναι ζωτικής σημασίας. Σημαντικό ρόλο
επίσης θα διαδραματίσουν η παροχή εκπαίδευσης τόσο των ατόμων της κοινότητας
όσο και εκείνων έξω από αυτή, η υποστήριξη και η προώθηση περιβαλλόντων που
ενθαρρύνουν την ανοιχτή επικοινωνία, την ισότητα και τον σεβασμό, τα οποία θα
βοηθήσουν να σπάσει ο κύκλος της τοξικής αρρενωπότητας και να δημιουργηθούν
υγιέστερες δυναμικές σχέσεων εντός της LGBTQ+ κοινότητας. Τα οποία παραπάνω
μπορούν να ξεκινήσουν από το διαδίκτυο και μετ’ έπειτα να εισχωρήσουν στα πιο
«κοινά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης» όπως είναι η τηλεόραση.

Βιβλιογραφία:

Clarkson J., 2006, “Everyday Joe” versus “Pissy, Bitchy, Queens”: Gay Masculinity
on StraightActing.com, The Journal of Men’s Studies, Vol. 14, No. 2, Spring 2006,
191-207. © 2006 by the Men’s Studies Press,

Connell R. W., 1992, A Very Straight Gay: Masculinity, Homosexual Experience,


and the Dynamics of Gender, American Sociological

Martinez M., 2021, Toxic Masculinity: An Outcome of Colonialism and its Effects on
Toxic Masculinity: An Outcome of Colonialism and its Effects on the Latinx/Chicanx
LGBTQ+ Community, San Jose State University

Ravenhill, James and Visser, Richard de (2017) Perceptions of gay men’s masculinity
are associated with sexual self-label, voice quality and physique. Psychology &
Sexuality, 8 (3). pp. 208-222. ISSN 1941-9899

Rotundi L., 2020, The issue of toxic masculinity, Luiss Guido Carli University

Sarson. C., 2020, ‘Hey man, how’s u?’: Masculine Speech and StraightActing Gay
Men Online, Birmingham City University

You might also like