You are on page 1of 10

ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΧΙΟΝΙΣΕ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ

Χριστουγεννιάτικο διήγηµα του Μάνου Κοντολέων

Όταν είσαι επτά χρονών και η αδελφή σου έχει κλείσει τα δώδεκα, τότε όλα τα δυσάρεστα μπορεί να σου συμβούν. Σ’ εμένα τουλάχιστον έτσι γίνεται. Εγώ-Δομήνικο με λένε- είμαι εφτά χρονών… κι αυτά όχι γεμάτα. Κι έχω μια αδελφή. Την περίφημη Άννα. Δεν την ξέρετε; Ε, είστε τυχεροί. Πάντως, αν μένατε στην ίδια πολυκατοικία μ’ εμάς, τότε, δεν μπορεί, ακόμα κι αν δεν είχε τύχει να συναντήσετε το μόνιμα αναμαλλιασμένο κεφάλι της, θα ’χατε, σίγουρα, ακούσει τις αγριοφωνάρες της. «Δομήνικε, βγες απ’ το δωμάτιό μου!» «Δομήνικε, μη μου παίρνεις τα μολύβια!» «Δομήνικε, γιατί δεν έβαλες τα παπούτσια στη θέση τους; Μήπως περιμένεις να τα βάλω εγώ;» Όλο τέτοια λέει- μάλλον, φωνάζει. Κι εγώ κλείνω τ’ αυτιά και προσπαθώ να κάνω υπομονή. Γιατί – θέλει δεν θέλει – κάποτε θα μεγαλώσει, θα σπουδάσει, θ’ ανοίξει το δικό της σπίτι, θα βρω κι εγώ την ησυχία μου και … Λοιπόν, κοίταξε κάτι περίεργα πράγματα ! Καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά, μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα. Αν φύγει κάποτε η Άννα μου , τότε εγώ ποιον θα ’χω να του τραβάω τα μαλλιά, να του ζωγραφίζω τα

βιβλία, να του χάνω τις γόμες; … Ποιον θα ’χω να μου λύνει τις ασκήσεις , ποιον θα ’χω να μου αγοράζει στα κρυφά και δεύτερο παγωτό, ποιον … Αχ, Άννα αδελφούλα μου, σ’ αγαπώ! Ναι , την αγαπώ και μ’ αγαπάει … αλλά και μου κάνει μαύρη τη ζωή! Σ’ όλα ανακατεύεται και πάντα το δικό της θέλει να γίνεται. Όπως τώρα με το δέντρο. Εμείς πάντα στολίζαμε για τα Χριστούγεννα ένα μεγάλο δέντρο. Ψεύτικο. Όλο το χρόνο το φυλούσαμε στο πατάρι μέσα σε μια χάρτινη κούτα. Και τέτοιες μέρες ο μπαμπάς σκαρφάλωνε στο πατάρι. «Κρατάτε μου τη σκάλα για να μην πέσω» ακούγαμε τη φωνή του από τα βάθη του παταριού κι αμέσως μετά βλέπαμε τις δυο παντόφλες του να προσπαθούν να βρουν το πάνω το σκαλί. Όταν κάποτε έφτανε στο πάτωμα, ξεφύσαγε, είχε ιδρώσει, είχε όμως μαζί του και την κούτα με το δέντρο. Αλλά φέτος η Άννα δήλωσε πως θα ‘φτιαχνε μόνη της τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. « Όχι δέντρο!...» είπε. «Θα στολίσω ένα κλαδί και…» Έφριξα! Κλαδί; Πού ακούστηκε! Φώναξα τη μητέρα. «Άκου τι λέει η Άννα!» την

ενημέρωσα. Εκείνη σήκωσε τους ώμους της: «Είστε πια μεγάλα παιδιά! Μόνοι σας να τα βρείτε» απάντησε. Ωραία βοήθεια! Και τα βρήκαμε! Όπως το μαντέψατε στολίστηκε το κλαδί. Το δέντρο έμεινε μέσα στην κούτα του. Και η κούτα στο πατάρι. Κι έχουμε τώρα στο σαλόνι μας ένα … παλιόξυλο , που η Άννα το ’χει μετατρέψει σε … καρνάβαλο. Ένα χιονισμένο καρνάβαλο. Έβαψε άσπρο το κλαδί, του κρέμασε κάτι κορδελάκια κόκκινα με μονόχρωμες μπάλες. Μπλε. «Να κρεμάσουμε κι αυτό;» τόλμησα να τη ρωτήσω και της έδειξα το αγαπημένο μου στρουμφάκι. «Κακόγουστε!» μου απάντησε. «Μην τυχόν τολμήσεις …» είπε και βγήκε από το σαλόνι. Λίγο ακόμη και θα ’κλαιγα. Αλλά δεν της έκανα το χατίρι. Και σήμερα που λείπει - στο πάρτι της φιλενάδας της της Μαρίνας έχει πάει - μπήκα στο σαλόνι, πλησίασα το … κούτσουρο κι ακούμπησα το αγαπημένο μου στρουμφάκι πάνω του. Ανάμεσα σε κόκκινους φιόγκους και μπλε μπάλες. Αλήθεια , τώρα το σκέφτηκα! Μήπως δεν ξέρετε τι είναι ένα στρουμφάκι; Είναι ένα κουκλάκι που μοιάζει λίγο με τους νάνους της Χιονάτης, λίγο με καλικάντζαρο, λίγο… Αλλά είμαι σίγουρος πως έχετε δει ένα

στρουμφάκι. Το ακούμπησα, λοιπόν, το δικό μου πάνω στο κλαδί της Άννας. Να το! Όμορφα είναι! Κι έχω μπροστά μου δυο ώρες να χαρώ. Πριν από τις οκτώ δε θα γυρίσει η Άννα. Κλείνω το πολύφωτο, αφήνω μονάχα το μικρό προβολέα που φωτίζει το δέντρο… δηλαδή το κλαδί. Οι μπάλες γυαλίζουν. Οι φιόγκοι είναι σαν πεταλούδες. Και το στρουμφάκι μου είναι … Δε θα ’μαστε καλά! Το στρουμφάκι μού χαμογελάει. Μου κλείνει και το μάτι. «Γεια σου!» μου λέει. «Γεια σου!» του απαντώ. «Μα μιλάς;» το ρωτάω. Γελάει εκείνο. «Και μιλάω και περπατάω και χορεύω και ό,τι άλλο θες το κάνω!» Τώρα έχει αφήσει το κλαδί, είναι πάνω στο χαλί, με πλησιάζει, σκαρφαλώνει πάνω μου, φτάνει στους ώμους μου. «Μου φαίνεσαι λίγο στενοχωρημένος» λέει. «Λάθος κάνω;» «Όχι. Είναι που δε στολίσαμε το δέντρο φέτος». «Γι΄ αυτό στενοχωριέσαι; Πάμε να το φέρουμε και …» «Τι λες!....» το διέκοψα. «Ποιος τα βάζει μετά με την Άννα; «Μωρέ , τι σε νοιάζει εσένα! Λοιπόν…» Και, πριν πει τίποτε άλλο, αρπάζεται από τα μαλλιά μου, σκαρφαλώνει στο κεφάλι μου κι αρχίζει να χοροπηδάει εκεί πάνω.

«Ε!» βάζω τις φωνές εγώ. «Ε!...» Μα αυτό χοροπηδάει κι εγώ … κονταίνω. Λες και με πατικώνει! Με πατικώνει μέχρι που γίνομαι τόσος δα – ίδιος στο μπόι μαζί του. «Και τώρα ξεκινάμε» λέει. Λοιπόν, όταν έχεις μπόι πέντε πόντους, όλα σου φαίνονται διαφορετικά. Οι καρέκλες σαν μαρμαρωμένοι ελέφαντες. Το τραπέζι ίδιο βουνό. Οι ανοιχτές πόρτες σαν σκοτεινά φαράγγια. Και καλά που ο γάτος μου έχει βγει στο σεργιάνι, γιατί ίδια τίγρη θα τον έβλεπα. «Άντε!» Το στρουμφάκι με τραβάει από το χέρι. Αφήνουμε το σαλόνι, περνάμε από το χολ, μπαίνουμε στο διάδρομο- εκεί στο βάθος του αρχίζει το πατάρι. Μα πώς θ’ ανεβούμε; Το στρουμφάκι στέκεται μπροστά στο καλοριφέρ. «Θα σκαρφαλώσουμε στις φέτες του, μετά στο σωλήνα κι έτσι θα φτάσουμε στο πατάρι» μου λέει κι αρχίζει πρώτο την ανάβαση. Επιδέξιο που είναι! Πάω κι εγώ ν’ ακολουθήσω. Αμάν! γλιστράω! Ξαναρχίζω. Κάπου πιάνομαι. Όπα! γλίστρησα πάλι. Δύσκολο είναι. Είμαι και κάπως παχουλός. Φταίνε αυτά τα κρουασάν. Μ’ αρέσουν και τρώω δυο τρία την ημέρα.

Λοιπόν, ξεμπέρδεψα με το σώμα του καλοριφέρ. Τώρα μου μένει ο σωλήνας. Το στρουμφάκι μου γνέφει από πάνω. «Γρήγορα! Γρήγορα!» φωνάζει. «Σε λίγο θα καείς!» Δίκιο έχει. Ο σωλήνας αρχίζει να ζεσταίνεται. Κοίταξε ώρα που διάλεξε ο διαχειριστής να ανάψει το καλοριφέρ! Βάζω τα δυνατά μου! Άτιμα κρουασάν! Χέρια, πόδια αρχίζουν να τσουρουφλίζονται… Λίγο ακόμα… Έφτασα. «Άντε!» Το στρουμφάκι δε μ’ αφήνει να πάρω ανάσα. Με τραβάει μέσα στο πατάρι. Ποπό, σκοτάδι! Και κρύο! Πάω να κάνω ένα βήμα και… βουλιάζω στο χιόνι. «Τι γίνεται;» φωνάζω. «Χιόνισε στο πατάρι;» «Για χριστουγεννιάτικο δέντρο ψάχνουμε, τι ήθελες να βρούμε; Καμιά παραλία;» Τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι. Ξεχωρίζω. Το χιόνι καλύπτει τη βαλίτσα με τα παλιά μας παιχνίδια, σκεπάζει το μισοσπασμένο ξύλινο αλογάκι μου, έχει κουκουλώσει και τα βιβλία του μπαμπά- εκείνα που διάβαζε όταν ήταν φοιτητής. Και στο βάθος , δίπλα στο καζανάκι της τουαλέτας, διακρίνω την κούτα με το δέντρο. Χιονισμένη κι αυτή. Κάνουμε να τρέξουμε προς τη μεριά της. «Προσέξτε!» ακούμε μια φωνή που βγαίνει πίσω από τη στοίβα με τα βιβλία του μπαμπά. Τη φωνή αυτή την ξέρω. Γυρίζω και κοιτάζω… Η Άννα! Τώρα τι κάνουμε;

Μας έπιασε στα πράσα, που λένε. Μα το στρουμφάκι την πλησιάζει. «Τι να προσέξουμε;» τη ρωτάει. Η Άννα τού δείχνει προς τη μεριά που είναι το καζανάκι. Μα εγώ τα ’χω χάσει για άλλο λόγο. Η Άννα είναι ή δεν είναι με το μέρος μας; Αποφασίζω να τη ρωτήσω, όμως δε βρίσκω την ευκαιρία. Στρουμφάκι και Άννα ψάχνουν να βρουν τρόπο για να πάρουμε την κούτα δίχως να ξυπνήσει το κλαδί. Ξύνει η αδερφή μου το αχτένιστο κεφάλι της, ξύνει και το στρουμφάκι το ξεχειλωμένο σκουφί του. Και να που ξαναπιάνει να χιονίζει. Η Άννα πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Θα κάνουμε επίθεση!» δηλώνει και μπαίνει μπροστά. Μπράβο στην αδερφή μου! Στέκομαι δίπλα της. Δίπλα μου και το στρουμφάκι μου. Έφοδος! Φτάνουμε στην κούτα κι αρχίζουμε να τη σπρώχνουμε. Το καζανάκι- το αφιλότιμο καζανάκι- βρήκε την ώρα ν’ αδειάσει. Γρρρ! Και το κλαδί ξυπνάει! «Κλέφτες!» φωνάζει κι απλώνει τις τρεις άκρες του καταπάνω μας.

«Πάρτε εσείς την κούτα. Εγώ θα εμποδίσω το κλαδί» φωνάζει η Άννα και παίρνει θέση μάχης. Το στρουμφάκι σπρώχνει την κούτα. «Βοήθα με !» μου λέει. Εγώ… εγώ βλέπω την Άννα να την αρπάζει το κλαδί. «Άννα μου!» βάζω τις φωνές και τρέχω να τη βοηθήσω. «Παλιόξυλο!» κι αρπάζω το κλαδί για να το σπάσω. Αυτό με γδέρνει… το χιόνι πέφτει πιο πυκνό. Το κλαδί έχει τυλιχτεί γύρω μου και γύρω από την Άννα. Κλαίω. «Τι απαίσια Χριστούγεννα θα κάνουμε μ’ αυτό το κλαδί!» της λέω. Και ξαφνικά το πατάρι πλημμυρίζει από το φως. Μονάχα φως υπάρχει. Τυφλώνομαι για μια στιγμή. Την επόμενη ξεχωρίζω την Άννα να είναι σκυμμένη από πάνω μου. «Ε, αφού το θες τόσο πολύ… Εντάξει! Να το στολίσουμε το δέντρο σου!» μου λέει και μου χαμογελάει- τα δόντια της κουφέτα. Η μητέρα στέκεται πιο πέρα. «Ο καημενούλης! Τον πήρε ο ύπνος μαζί με το παράπονο» λέει. Ο ύπνος; Ώστε όνειρο ήταν; Ευτυχώς! Το αγαπημένο μου στρουμφάκι είναι πάντα πάνω στο κλαδί, ανάμεσα στους κόκκινους φιόγκους και τις μπλε μπάλες.

«Θ΄αργήσει ο μπαμπάς να ΄ρθει;» ρωτάει η Άννα τη μαμά. «Τον θέλουμε να μας κατεβάσει την κούτα από το πατάρι». «Όχι. Στο δρόμο είναι. Φέρνει τα δώρα» λέει η μητέρα και συνεχίζει: «Δεν έρχεστε να δοκιμάσετε τα μελομακάρονά μου, να πείτε αν τα πέτυχα». Σηκώνομαι όρθιος. Και τι με πιάνει ξαφνικά; Αγκαλιάζω τη μαμά, αγκαλιάζω την Άννα, τραγουδάω: «Καλήν εσπέραν, άρχοντες!...» Γελάω. Όλοι γελάμε. Είμαι ευτυχισμένος! Θα φάω μελομακάρονα, θα στολίσουμε το δέντρο, θα πάρω δώρα, αύριο θα πω τα κάλαντα. Είμαι, ναι , είμαι ευτυχισμένος. «Ελάτε» μας φωνάζει η μητέρα. «Πάμε!» με τραβάει η Άννα από το χέρι. Γυρίζω να πάρω το στρουμφάκι… Μου φαίνεται πως μου χαμογελάει! Α, όχι! Μια φορά την έπαθα. Άσ’ το καλύτερα πάνω στο κλαδί. Για να μάθει! Φτάνει στα ρουθούνια μου η μυρωδιά από τα φρεσκοψημένα μελομακάρονα. Τρέχω κατά την κουζίνα. Να δεις που η Άννα

θα ’χει φάει κιόλας ένα. Και σίγουρα θα ’ταν το πιο μεγάλο. Είναι μια αυτή…

You might also like