You are on page 1of 23

[Συνδιάσκεψη 2009]

 Πολιτικό Κείµενο

1
Εισαγωγή

Η
κρίση του καπιταλιστικού συστήµατος υπερκαθορίζει σήµερα την παγκόσµια πολιτική
κατάσταση. Πυροδοτεί απότοµες πολιτικές µεταβολές και επιταχύνει τις κοινωνικές
συγκρούσεις. Η πορεία εξόδου από το τούνελ της καπιταλιστικής κρίσης θα κρίνει σε
σηµαντικό βαθµό τον ταξικό συσχετισµό σε µεγάλες περιοχές του πλανήτη την επόµενη ιστορική
περίοδο.

Η καταστροφική οικονοµική δίνη που φέρνει υψηλή ανεργία, αύξηση της εκµετάλλευσης και
γενίκευση της κοινωνικής ανασφάλειας δοκιµάζει τις αυταπάτες εκατοµµυρίων εργαζόµενων για τη
δυνατότητα ευηµερίας στο σηµερινό καπιταλιστικό σύστηµα αλλά επίσης δείχνει και τα όρια του
ιστορικού εργατικού κινήµατος, τόσο σε επίπεδο συνδικαλιστικής όσο και σε επίπεδο πολιτικής
οργάνωσης. Ευνοεί την ανάπτυξη ανάµεσα στις εργαζόµενες µάζες απότοµα εναλλασσόµενων
διαθέσεων άλλοτε «υποταγής» κι άλλοτε «εξέγερσης». Ταύτιση µε το σύστηµα καθώς δεν υπάρχει
ορατή διέξοδος απ’ αυτό, εξέγερση κατά του συστήµατος καθώς δεν υπάρχει θέση µέσα σ’ αυτό: η
καπιταλιστική κρίση απογυµνώνει τις ψευδαισθήσεις «γραµµικών εξελίξεων», τυπικές για τη
σοσιαλδηµοκρατία και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά δεν αφήνει περιθώρια στην
αντικαπιταλιστική αριστερά να ξεπεράσει «οµαλά» τη δική της στρατηγική ιστορική κρίση «απουσίας
εναλλακτικής» στον καπιταλισµό.

H παγκόσµια καπιταλιστική κρίση

H
παγκόσµια οικονοµική κρίση, που ξέσπασε αλυσιδωτά µετά την κατάρρευση της
στεγαστικής αγοράς στις ΗΠΑ το 2008, ξεπερνάει σε ένταση την κρίση της δεκαετίας του 1970
και συγκρίνεται µε το κραχ του 30. Το ∆ΝΤ παραδέχεται ότι το οικονοµικό έτος του 2009 θα
κλείσει µε αρνητική ανάπτυξη του παγκόσµιου ακαθάριστου προϊόντος που θα υπερβαίνει το 1,5%.
Πρόκειται για τη χαµηλότερη επίδοση της παγκόσµιας οικονοµίας µετά το Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Η
χρονιά είναι ιδιαίτερα καταστροφική για τις ΗΠΑ, προηγούµενα θεωρούµενες ως «ατµοµηχανή της
παγκόσµιας ανάπτυξης», στις οποίες 81 τράπεζες έχουν κηρύξει πτώχευση από την έναρξη της
κρίσης. Η ύφεση προβλέπεται ότι θα αγγίξει το -2,8% σύµφωνα µε τις τελευταίες εκτιµήσεις παρά τον
πακτωλό του κρατικού χρήµατος για την τόνωση της αµερικανικής οικονοµίας. Μαζί µε τη µείωση
των εσόδων τα πακέτα σταθεροποίησης εκτινάσσουν το δηµόσιο έλλειµµα των ΗΠΑ. Η ζώνη του
ευρώ ακολουθεί βυθιζόµενη δραµατικά στην ύφεση. Περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονοµίες εκτός
ευρωζώνης όπως η Ισλανδία, η Λετονία και η Ουγγαρία κατέρρευσαν και έφτασαν ουσιαστικά στη
χρεοκοπία µπαίνοντας σε επιτήρηση υπό το ∆ΝΤ. Ακόµη και οι αναδυόµενες οικονοµικές δυνάµεις
υπέστησαν έντονα πλήγµατα. Λιγότερο, οι ασιατικές οικονοµίες, όπως η Κίνα και η Ινδία, που
γνωρίζουν κάµψη των ποσοστών της ανάπτυξής τους, πολύ περισσότερο η Ρωσία και η Τουρκία,
µε θεαµατική συρρίκνωση του ΑΕΠ τους.

Οι καταστροφικές κοινωνικές συνέπειές της για τους εργαζόµενους είναι δυσβάσταχτες. Η ∆ιεθνής
Οργάνωση Εργασίας υπολογίζει σε 210-220 εκατοµµύρια τους ανέργους παγκοσµίως το 2009 από
189 το 2008!. Το 2007 ήταν 180 εκατοµµύρια. Το τελευταίο έτος µεγάλες πολυεθνικές εταιρείες
ανακοίνωσαν πάνω από 100 «προγράµµατα» απολύσεων άνω των 3.500 θέσεων εργασίας. Στις
ΗΠΑ το ποσοστό ανεργίας αγγίζει το ιστορικό ρεκόρ του 10% του ενεργού πληθυσµού. Στη ζώνη
του ευρώ η ανεργία σκαρφάλωσε στο υψηλότερο σηµείο της δεκαετίας φτάνοντας τον Αύγουστο
του 2009 στο 9,7% από 7,6 τον ίδιο µήνα του 2008. Μειώσεις µισθών, ελαστικοποίηση ωραρίων και
χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων επηρεάζουν τις ζωές δεκάδων εκατοµµυρίων εργαζοµένων.
Όλοι οι δείκτες των βιοτικών συνθηκών που αφορούν τα χαµηλότερα κοινωνικά στρώµατα
παρουσιάζουν ανησυχητική χειροτέρευση, συµπεριλαµβανόµενων της φυσικής και της ψυχικής
υγείας (αύξηση των αυτοκτονιών), της ποιότητας διατροφής και της στέγασης. Μέσα στο 2010, η
ανεργία υπολογίζεται ότι θα υπερβεί το 10,5% στις ανεπτυγµένες βιοµηχανικές ζώνες.

Οι κυρίαρχοι οικονοµικοί κύκλοι διεθνώς καλλιεργούν µια «φούσκα παράλογης ευφορίας» (κατά
Στίγκλιτς) γύρω από την κούρσα των χρηµατιστηρίων η οποία βρίσκεται σε καταφανή αντίφαση µε

2
όλα τα δεδοµένα της παγκόσµιας βιοµηχανικής παραγωγής που στις περισσότερες χώρες συνεχίζει
την κάµψη της ή σταθεροποιείται σε αναιµικά ποσοστά ανάπτυξης, την καταβαράθρωση της
καταναλωτικής ζήτησης και την επιβράδυνση του διεθνούς εµπορίου. (Βιοµηχανική παραγωγή κατά
τα πρώτα τρίµηνα του 2009: -23% στην Ιαπωνία, -18% στην Ιταλία, -17% στην Ιταλία, -13% σε Γαλλία
και Ρωσία, -11% στις ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ αναµένεται ανάκαµψη το τελευταίο τρίµηνο του 2009 της τάξεως
του 0,7%!)

Η χρηµατιστηριακή φούσκα δεν είναι παρά απόδειξη της αδυναµίας των καπιταλιστών να
αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους στη σφαίρα της παραγωγής και εκδήλωση του αδυσώπητου
πολέµου τους για την αναδιανοµή της υπεραξίας. ∆εν µπορεί λοιπόν παρά να επιµηκύνει τους
σπασµούς του υφεσιακού κύµατος. Η παραδοχή του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας της
προοπτικής «δεκαετούς υφέσεως» κινούνται εγγύτερα προς την πραγµατικότητα. Η ανάκαµψη και η
είσοδος σε τροχιά νέας ανάπτυξης της παγκόσµιας καπιταλιστικής οικονοµίας είναι πιθανότερα µια
απόµακρη προοπτική που προϋποθέτει την έκβαση της ταξικής πάλης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο
υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας και οδηγεί σε όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών
ανταγωνισµών.

Σύντοµη επισκόπηση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης

Σ
ε µια προσπάθεια να υποτυπώσουµε τις κύριες δυναµικές που διαµορφώνουν την παγκόσµια
πολιτική συγκυρία, οφείλουµε να διαπιστώσουµε ότι η οικονοµική κρίση επιτάχυνε την αλλαγή
κατευθύνσεων στην ιµπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ, το πέρασµα από το «παράδειγµα»
Μπους στην εποχή Οµπάµα. Η προεδρία Οµπάµα αντιπροσωπεύει µια προσπάθεια
ανοικοδόµησης του κύρους των ΗΠΑ τόσο στο εσωτερικό τους µε την οικοδόµηση πλατύτερων
κοινωνικών συµµαχιών κάτω από τα πόδια της οικονοµικής ελίτ όσο και στο εξωτερικό µε τη
στροφή σε ένα περισσότερο «πολυπολικό» µοντέλο για τη διακυβέρνηση του πλανήτη. Πρόκειται
όµως για υιοθέτηση διαφορετικών µέσων προς την επίτευξη πάντα του ίδιου σκοπού: τη διατήρηση
της «αυτοκρατορίας» σε µια εποχή σταθερής υποχώρησης της ηγεµονίας των ΗΠΑ στην
παγκόσµια οικονοµία.

Προς το παρόν η κυβέρνηση Οµπάµα συναντά δυσκολίες στο εσωτερικό, καθώς η ταξικά
διχασµένη κοινωνία των ΗΠΑ πολώθηκε στη µάχη για την προοδευτική µεταρρύθµιση του
αµερικανικού συστήµατος υγείας, αλλά και στο εξωτερικό µε την πλήρη αποσταθεροποίηση του
Αφγανιστάν.

Η σταυροφορία Μπους οδήγησε τις ΗΠΑ σε βαριές πολιτικές ήττες στην Κεντρική Ασία και έκανε την
αµερικανική οικονοµία να αιµορραγήσει. Ολόκληρες ήπειροι είδαν µια σηµαντική συρρίκνωση της
επιρροής των ΗΠΑ όπως η Λατινική Αµερική που άλλοτε θεωρούνταν η «εσωτερική αυλή» της
Ουάσινγκτον. Ο Οµπάµα προσπαθώντας να βάλει µια πιο φιλειρηνική ετικέτα και µάσκα στη
µιλιταριστική και ιµπεριαλιστική επιθετικότητα των ΗΠΑ, συνεχίζει ωστόσο ακάθεκτα την πολιτική των
προκατόχων του, και ειδικά του Μπους Β, στη Μέση Ανατολή, στη Λατινική Αµερική καθώς και
απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Η απειλή ενός πολέµου κατά του Ιράν εξακολουθεί να υπάρχει, η
κατοχή στο Ιράκ συνεχίζεται και ο πόλεµος στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν επεκτείνεται µε
γρήγορους ρυθµούς και παραπέρα δεκάδες χιλιάδες θύµατα.

Η πολιτική όµως του φθηνού δολαρίου δείχνει ξεκάθαρα την ιδιοτέλεια του υποτιθέµενου
«παγκόσµιου ηγέτη που είναι αποφασισµένος σύρει τη διεθνή οικονοµία έξω από την κρίση» που
στην πραγµατικότητα µεταθέτει το κόστος της ανάκαµψης της αµερικάνικης οικονοµίας στις
οικονοµίες της Ασίας. Η τρέχουσα φάση της οικονοµικής κρίσης µοιάζει εύλογα µε ένα µεταβατικό
στάδιο προς ένα ευρύτερο ανασχηµατισµό της παγκόσµιας τάξη πραγµάτων προς µια de facto
πολυπολικότητα, σηµαδεµένη από εύθραυστες ισορροπίες και οξείς ανταγωνισµούς.

Οι ανατέλλοντες αστέρες της Ασίας, η Κίνα και η Ινδία, µαζί µε τις άλλες αναδυόµενες οικονοµίες,
βρίσκονται στο αποφασιστικό µεταίχµιο της µετεξέλιξής τους από εξαγωγικές οικονοµίες που
βασίζονται στα φθηνά εργατικά χέρια σε οικονοµικές δυνάµεις που θα αναπτύσσουν τη δυνητικά

3
τεράστια εσωτερική τους αγορά. Η παγκόσµια οικονοµική κρίση σπρώχνει σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Όµως από το διεθνή καθεστωτικό σχολιασµό υποτιµάται πέρα από την «ανάδυση των οικονοµιών»,
η σηµασία της ανάδυσης των «δισεκατοµµυρίων των µαζών» της Ασίας, των νέων αυτών
εργαζόµενων τάξεων στο ιστορικό προσκήνιο.

Από την άλλη πλευρά, οι ελπιδοφόρες εξελίξεις στη Λατινική Αµερική έρχονται αντιµέτωπες µε την
αντίδραση στην Ονδούρα και το πραξικόπηµα κατά του προέδρου Σελάγια. Ακόµα και οι πιο
αριστερές κυβερνήσεις της ηπείρου, του Τσάβες στη Βενεζουέλα, του Μοράλες στη Βολιβία, του Ρ.
Κορία στον Ισηµερινό, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάµεσα στις εκσυγχρονιστικές µερίδες
των αρχουσών τάξεων και τις προσδοκίες των λαϊκών µαζών για κοινωνική χειραφέτηση. Άλλες
«αριστερές» κυβερνήσεις σαν αυτή του ντα Σίλβα στη Βραζιλία, καθώς κι αυτές της Αργεντινής και
της Ουρουγουάης, παραµένουν πιστές στις νεοφιλελεύθερες συνταγές ανάπτυξης, επιδιώκουν
όµως ταυτόχρονα να προωθήσουν µια µεγαλύτερη ελευθερία ελιγµών στην παγκόσµια αγορά. Η
πολιτική του Οµπάµα στοχεύει στην ενίσχυση του διεφθαρµένου και ακροδεξιού καθεστώτος του
Αλβάρο Ουρίµπε στην Κολοµβία. Αυτή η χώρα µετατρέπεται εδώ και πολλά χρόνια σε στρατιωτική
βάση του αµερικανικού ιµπεριαλισµού µε σκοπό την - βίαιη ή όχι - ανατροπή των πιο αριστερών
κυβερνήσεων της περιοχής, κυρίως της Βενεζουέλας και της Βολιβίας. Πρόκειται κατά βάθος για µια
πολιτική της παλινόρθωσης της ιµπεριαλιστικής τάξης πραγµάτων των ΗΠΑ, της ΡΑΧ ΑMERICANA,
στη Λατινική Αµερική. Η Ονδούρα αποτελεί ακόµα ένα κρίσιµο τεστ για το κύµα
ριζοσπαστικοποίησης. Γενικά στη Λατινική Αµερική επεκτείνεται αυτή η δυναµική, αλλά δεν είναι
έτοιµη να κάνει ποιοτικά άλµατα σε κοινωνικό επίπεδο, στο βαθµό που το εργατικό και τα κοινωνικά
κινήµατα των ακτηµόνων και των ιθαγενών δεν µπορούν να καθορίσουν σαν ένας ανεξάρτητος
πολιτικός παράγοντας την επαναστατικοποίηση των κοινωνικών συνθηκών.

Οι αντινοµίες ανάµεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό είναι πολύ διαφορετικές στην Ευρώπη. Εδώ δεν
εκτυλίσσεται καµία συγκρίσιµη µε τη Λατινική Αµερική διαδικασία κοινωνικής ριζοσπαστικόποιησης,
αλλά ακόµη όµως υφίσταται το παγκοσµίως µαζικότερο και ισχυρότερα οργανωµένο εργατικό
κίνηµα. Οι εργαζόµενοι και οι εργαζόµενες δείχνουν διαθέσεις να αγωνιστούν κατά των απολύσεων
και της κατάργησης των δικαιωµάτων τους. Οι απολυµένοι γάλλοι εργάτες εργοστασίων κρατούν
οµήρους τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων. Οι ισπανοί και οι ιταλοί εργαζόµενοι
διαδηλώνουν µαζικά κατά της ανεργίας. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα οργανώνουν µερικές από τις
µεγαλύτερες διεθνείς κινητοποιήσεις στις Βρυξέλλες.

Η εικόνα των -σαφώς αποσπασµατικών- κοινωνικών αντιστάσεων έρχεται ωστόσο σε έντονη


αντίθεση µε την γενική κυριαρχία της συντηρητικής δεξιάς στην Ευρώπη. Πολιτικά και εκλογικά οι
ευρωπαϊκές κοινωνίες τείνουν να εµπιστεύονται την τύχη στους πιστούς πολιτικούς εκπροσώπους
του καπιταλιστικού συστήµατος µε στόχο τη σωτηρία του ίδιου του συστήµατος που προκαλεί την
οικονοµική κρίση και τις καταστροφικές της κοινωνικές συνέπειες.

Ο «µεγάλος ασθενής» είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία η οποία παρουσιάζεται τελείως


αναξιόπιστη στα µάτια των εργαζοµένων να εκφράσει τα συµφέροντα τους στα πλαίσια ενός
καπιταλισµού που κλυδωνίζεται.

Εξαίρεση σ’ αυτή την τάση είναι η ενίσχυση σχηµατισµών στα αριστερά της σοσιαλδηµοκρατίας,
όπως του αντικαπιταλιστικού Μπλοκ της Αριστεράς στην Πορτογαλία και του κόµµατος «Η
Αριστερά» στη Γερµανία, στο οποίο κυριαρχούν οι αριστεροί σοσιαλδηµοκρατές του Λαφοντέν και
του Γκίζι. Το NPA επίσης στη Γαλλία έχει συγκροτήσει µια προερχόµενη από την άκρα αριστερά,
εθνικά αναγνωρίσιµη πολιτική δύναµη µε αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα. Εντούτοις η
αντικαπιταλιστική αριστερά είναι τελείως άνισα ανεπτυγµένη στην Ευρώπη και, γενικά, αδύναµη για
να µπει άµεσα στην πρωτοπορία της πάλης των εργαζοµένων κατά των συνεπειών της κρίσης και
της επίθεσης των αφεντικών που τη συνοδεύει.

Κύριο καθήκον των επαναστατών και επαναστατριών δεν είναι παρά να συνδεθούν µε τη
συγκεκριµένη πάλη των εργαζοµένων στις συνθήκες της καπιταλιστικές κρίσης δείχνοντας
ταυτόχρονο το δρόµο της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης ως κοινωνικού και πολιτικού
υποκείµενου και το δρόµο της αντικαπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση.

4
Ο ελληνικός καπιταλισµός σε κρίση

Η
ελληνική οικονοµία µε µια σχετική εξάµηνη καθυστέρηση έχει οδηγηθεί στη χειρότερη κρίση
των τελευταίων δεκαετιών µε αρνητικό ρυθµό ανάπτυξης ο οποίος σύµφωνα µε τις τελευταίες
εκτιµήσεις που υιοθετεί η νέα κυβέρνηση θα φτάσει το 1,5% για το 2009, όταν το ∆ΝΤ
πρόσφατα ανακοίνωσε ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα κυµανθεί στο 0,8%. Ο νέος υπουργός
Οικονοµίας παραδέχτηκε ότι το δηµόσιο έλλειµµα θα φτάσει το 2009 στο ιλιγγιώδες 12,5%, δηλαδή
είναι διπλάσιο από αυτό που ανακοίνωνε η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας το Σεπτέµβριο.

Οι βασικοί τοµείς της οικονοµίας έχουν βουλιάξει στην ύφεση µε πρώτη τη βιοµηχανική παραγωγή.
Υποχώρησε κατά 9,2% (Eurostat) τον Αύγουστο του 2009 σε σύγκριση µε τον Αύγουστο του 2008
(µέσος όρος µείωσης στην Ευρωζώνη 15,4%). Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΙΟΒΕ οι διασφαλισµένοι
µήνες παραγωγής από υφιστάµενες παραγγελίες µέσα στο 2009 µειώθηκαν σε 4,2 από 5,2 το 2008,
το χαµηλότερο επίπεδο από το 1990. Οι βιοµηχανικές µονάδες στην Ελλάδα χρησιµοποιούνται κατά
το 68,3% της επάρκειάς τους, όταν χρησιµοποιούνταν κατά 76,2% ένα χρόνο πριν. Οι βιοµηχανικές
εξαγωγές προβλέπεται ότι θα µειωθούν κατά 9% το Φθινόπωρο του 2009. Η βαριά βιοµηχανία
(χάλυβα, αλουµινίου και µηχανολογικού εξοπλισµού) πλήττεται εντονότερα.
Μείωση παραγωγής, µείωση παραγγελιών, µείωση των χρησιµοποιούµενων µονάδων: Τα
«κανόνια», τα κλεισίµατα εργοστασίων, οι µαζικές απολύσεις, οι αναγκαστικές άδειες θα
πολλαπλασιαστούν στη βιοµηχανία τους επόµενους µήνες. Με δεδοµένη την εµπειρία από το
µπαράζ λουκέτων στην κλωστοϋφαντουργία (Σίσερ Πάλκο, Κλωστήρια Νάουσας κ.α.) µπορούµε
να σχηµατίσουµε µια εικόνα της κατάστασης που θα διαµορφωθεί σε µεγαλύτερη κλίµακα στην
ελληνική βιοµηχανία.

Η βιοµηχανία είναι ένας µόνο δείκτης της κρίσης. Η ναυτιλία, βασικός τοµέας της ελληνικής
οικονοµίας, επηρεάζεται εύλογα από την υποχώρηση του διεθνούς εµπορίου. Οι συναλλαγµατικές
εισροές το πρώτο εξάµηνο του 2009 έπεσαν σε 6.731, 7 εκατοµµύρια ευρώ από 9.406,2 το ίδιο
εξάµηνο του 2008. Η σηµασία αυτής της πτώσης µπορεί να αξιολογηθεί αν λάβουµε υπόψη ότι το
εισρέον συνάλλαγµα στη χώρα από τη ναυτιλία το 2008 ανερχόταν στο 8% του ΑΕΠ και κάλυπτε το
35% του ελλείµµατος στο εµπορικό ισοζύγιό της. Πρέπει όµως να συνειδητοποιήσουµε όµως και τις
πρακτικές συνέπειες της µείωσης των εφοπλιστικών κερδών. Το ζήτηµα της αλλαγής του
καθεστώτος της «σηµαίας» µε στόχο τη µείωση των οργανικών θέσεων εργασίας στα καράβια
τίθεται πλέον επιτακτικά από το εφοπλιστικό κεφάλαιο και θα το φέρει το επόµενο χρονικό διάστηµα
σε σύγκρουση µε την Πανελλήνια Ναυτική Οµοσπονδία.

Η παγκόσµια ύφεση όµως επηρεάζει άµεσα και την τουριστική βιοµηχανία, που συµµετέχει µε 18%
στο ΑΕΠ της χώρας. Η τουριστική κίνηση µειώθηκε 10%, αλλά η µείωση του τουριστικού
συναλλάγµατος υπολογίζεται ακόµη µεγαλύτερη. Οι συνέπειες αυτής της µείωσης είναι δραµατικές
για την απασχόληση. Προκαλούν µια δραµατική αύξηση της πραγµατικής ανεργίας.

Ο κατασκευαστικός κλάδος ο οποίος έχει παίξει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στους υψηλούς
ρυθµούς ανάπτυξης της προηγούµενης δεκαετίας στην Ελλάδα µειώθηκε το α’ τρίµηνο του 2009
κατά 3,5% όταν το ίδιο διάστηµα του 2008 είχε αναπτυχθεί κατά 14,1%, αλλά ανέκαµψε µε ρυθµό
ανάκαµψης 6,7% το β’ τρίµηνο του 2009. Παρ’ όλ’ αυτά η οικοδοµική δραστηριότητα πλήττεται από
τη δραµατική µείωση των στεγαστικών δανείων και της ζήτησης ιδιωτικής στέγης.

Συνολικά, η κρίση του ελληνικού καπιταλισµού συγκεντρώνει στρατιές ανέργων στο εφεδρικό
στρατό εργασίας. Η επανεµφάνιση της µαζικής ανεργίας (τα ποσοστά της οποίας δεν έπεσαν ποτέ
πραγµατικά χαµηλά στη χώρα την προηγούµενη δεκαετία) γίνεται ζοφερή πραγµατικότητα.
Σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία της ΕΣΥΕ η ανεργία εκτοξεύθηκε τον Ιούλιο του 2009 στο 9,6% σε
σχέση µε το 7% της ίδιας περιόδου το 2008. Μόνο τον Ιούλιο προστέθηκαν 50.000 νέοι άνεργοι. Οι
νέοι µέχρι 35 ετών και οι γυναίκες είναι οι πιο ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες.

5
Η ανεργία των γυναικών αυξήθηκε κατά 18% την ίδια περίοδο. Για τις γυναίκες είναι αναγκαίο να
τονίσουµε ότι αυτό που δεν µπαίνει στη συζήτηση είναι η υιοθέτηση πρακτικών στα πλαίσια
οικογενειακών στρατηγικών, χαρακτηριστικό γνώρισµα της ελληνικής πραγµατικότητας και του
ρόλου της οικογένειας στην ελληνική κοινωνία, που αναπαράγει µε το χειρότερο τρόπο ένα έµφυλο
καταµερισµό εργασίας και ένα εξαιρετικά ευάλωτο εργατικό δυναµικό. Κάτι που δεν θα µπορούσε
να γίνει εύκολα αν δεν συνδυαζόταν µε το ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και τη συνεισφορά σε
αυτή, που στην πραγµατικότητα αποτελεί επίσης απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία:

 Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις είναι κατά βάση οικογενειακές, µε τον άντρα να δηλώνει συνήθως
την απασχόλησή του και τα υπόλοιπα µέλη να εργάζονται ως συµβοηθούντα και ως µη
αµειβόµενα, µη ασφαλισµένα κτλ.
 Απασχόληση στον κλάδο της µεταποίησης, Εργασία µε το κοµµάτι (φασόν) στο σπίτι,
παράλληλα µε τις εργασίες του νοικοκυριού. Αντιµετωπίζεται ως συµπλήρωµα του οικογενειακού
εισοδήµατος.

Γίνεται σαφές πως πρόκειται για εργαζόµενες χωρίς εργασιακά δικαιώµατα, χωρίς ασφάλιση και
δικαίωµα συνταξιοδότησης, που συνήθως χαρακτηρίζονται ως «νοικοκυρές». Ακόµα πιο σαφές
γίνεται ότι, λόγω συνθηκών εργασίας τους, δεν καλύπτονται ούτε και συνδικαλιστικά. Ιδιαίτερα µε
την οικονοµική κρίση το φαινόµενο αυτό αναµένεται να ενταθεί, απουσία αντιστάσεων.

Η πρόβλεψη των διεθνών οργανισµών για το 2010 είναι ότι η ανεργία στην Ελλάδα θα φτάσει στο
10,5%. Αυτά τα στοιχεία όµως δικαιολογηµένα αµφισβητούνται από τη ΓΣΕΕ γιατί η ΕΣΥΕ δεν
λογαριάζει ως ανέργους αυτούς που απασχολούνται µια ώρα την εβδοµάδα, τους µακροχρόνια
άνεργους, οι οποίοι, απογοητευµένοι από την αναζήτηση εργασίας, δηλώνουν «νοικοκυρές»,
«άεργοι» ή ότι «δεν επιθυµούν εργασία». Η ΓΣΕΕ υπολογίζει την πραγµατικά ανεργία σήµερα γύρω
στο 15% του ενεργού πληθυσµού, δηλαδή οι πραγµατικά άνεργοι και άνεργες στην Ελλάδα
προσεγγίζουν τις 750.000.

Η εκτίµηση που «κυκλοφορεί» επίσηµα ή ανεπίσηµα είναι ότι η ύφεση θα διαρκέσει µέχρι και το 2011
για την ελληνική οικονοµία οπότε θεωρείται ότι θα επανέλθει στο ύψος του ΑΕΠ προ της
οικονοµικής κρίσεως. Η Τράπεζα της Ελλάδας υιοθετεί τη πρόβλεψη της «δύσκολης τετραετίας».
Όλα αυτά είναι σενάρια που αναπαράγουν τις αισιόδοξους τόνους των φορέων του διεθνούς
καπιταλισµού και εποµένως πρέπει να αντιµετωπίζονται µε σκεπτικισµό. Οι προοπτικές του
ελληνικού καπιταλισµού είναι πράγµατι προσδεµένες στις εξελίξεις της παγκόσµιας οικονοµίας.
Ωστόσο ο ελληνικός καπιταλισµός δέχεται αυξηµένες πιέσεις στα πλαίσια της ευρωζώνης που
επαυξάνονται από τη σκληρή πειθαρχία που επιβάλλουν οι αγορές στη διαχείριση των
δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων. Είναι αλήθεια ότι οι περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονοµίες εκτός της
ζώνης του ευρώ και χωρίς ισχυρό εθνικό τραπεζικό τοµέα συντρίφτηκαν στη διάρκεια της κρίσης.
Ωστόσο η Ελλάδα µαζί µε την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Ισπανία, αποτελούν τα «µαύρα πρόβατα»
της ευρωζώνης. Αν και είναι πολιτικά και οικονοµικά αδόκιµο να σκέπτεται κανείς την αποποµπή
τους από τη νοµισµατική ένωση, στην πραγµατικότητα κανένας άλλος στην Ευρωζώνη δεν θέλει να
χρηµατοδοτεί τα δικά τους χρέη. Η άµεση, µεσοπρόθεσµη και µακροπρόθεσµη πίεση από τη
συµµετοχή στην ευρωζώνη σηµαίνει υποχρεωτικά αναδιαρθρώσεις, ευελιξίες στην αγορά εργασίας
και αυστηρή δηµοσιονοµική λιτότητα. Προοπτικές µε τις οποίες τάσσεται στρατηγικά το ελληνικό
κεφάλαιο, αλλά κάνουν ασφυκτικό το κοινωνικό πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης από τη σηµερινή,
νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Η νέα κυβέρνηση

Τ
ο αποφασιστικό στοιχείο που διαµόρφωσε το αποτέλεσµα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου
ήταν η καταδίκη από την πλειοψηφία των εργαζοµένων του «προγράµµατος Καραµανλή» που
συνόδευσε την προκήρυξή τους.

Είναι βέβαιο ότι η συσσωρευµένη κοινωνική δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση της Ν∆, η
παράλυσή της κυβέρνησης Καραµανλή τις ηµέρες του ∆εκέµβρη και η συνεχής φθορά της στη

6
συνέχεια από το βοµβαρδισµό σκανδάλων έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη έκταση της ήττας της.
Ο πολιτικός «εκβιασµός» πάνω στο εκλογικό σώµα για «αυτοδυναµία» συσπείρωσε
διαµαρτυρόµενους ψηφοφόρους στο ΠΑΣΟΚ. Τα ιστορικά χαµηλά ποσοστά της Ν∆, το χάσµα της
διαφοράς 10 ποσοστιαίων µονάδων, όµως δεν µπορούν να εξηγηθούν παρά µόνο από τη
δυναµική που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Σηµείο καµπής ήταν η ίδια η
προκήρυξη των εκλογών από τον απερχόµενο πρωθυπουργό στη ∆ΕΘ.

∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η κυβέρνηση Καραµανλή ουσιαστικά «παραιτήθηκε» το Σεπτέµβριο γιατί
δε διέθετε την πολιτική ισχύ και την κοινωνική συναίνεση προκειµένου να εφαρµόσει τις αντεργατικές
και αντικοινωνικές µεταρρυθµίσεις που απαιτούσαν οι έλληνες καπιταλιστές για να µετακυλήσουν
τα βάρη τις κρίσης στους ώµους των εργαζοµένων. Η παραίτησή της «επιβλήθηκε» από τις
ασφυκτικές πιέσεις σηµαντικών µερίδων της άρχουσας τάξης που επιδίωκαν κυβερνητική
σταθερότητα για άσκηση «σιδηράς πυγµής».

Ο πρώην πρωθυπουργός όµως έδωσε µια και µοναδική «υπόσχεση» από το βήµα της ∆ΕΘ: ότι θα
επιτεθεί εφ’ όλης της ύλης στους εργαζόµενους και τις εργαζόµενες.
Η υπόσχεση αυτή οδήγησε τη δεξιά σε εκλογικό αυτοχειριασµό. Η υιοθέτηση αυτού του
πρωτοφανώς κυνικού πολιτικού λόγου πιθανά βασίστηκε σε µια εσφαλµένη εκτίµηση για την
επίδραση της διάχυτης ανασφάλειας στην πρόθεση ψήφου. Η ωµότητα του πολιτικού λόγου της
γερµανικής χριστιανοδηµοκρατίας ή των βρετανών συντηρητικών βρίσκει ανταπόκριση στα φοβικά
αντανακλαστικά πλατιών κοινωνικών οµάδων που συνδέουν την «επιβίωσή» τους από την
οικονοµική κρίση µε την επιβίωση του ίδιου του καπιταλισµού. Το αποτέλεσµα των κοινωνικών
συγκρούσεων και των πολιτικών εξελίξεων ολόκληρης της περιόδου που προηγήθηκε στην Ελλάδα
δεν προσέφερε αυτή την πολυτέλεια στην κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας. Η αίτηση για
ανανέωση της «λαϊκής εντολής» για τη εφαρµογή µιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής
οδήγησε σ’ ένα κοινωνικό δηµοψήφισµα εναντίον της.

Το ΠΑΣΟΚ συντονισµένο µε την άρχουσα τάξη διαστρέφει σήµερα το µήνυµα αυτής της λαϊκής
εντολής και επαναφέρει το καταδικασµένο πρόγραµµα του Καραµανλή µέσα από µια
ενορχηστρωµένη επιχείρηση των κυρίαρχων πολιτικών κύκλων, των think-tanks του κεφαλαίου και
των ΜΜΕ µε καταστροφολογία, επίκληση του εθνικού συµφέροντος και της εθνικής ενότητας, τη
διαµόρφωση πολιτική συναίνεσης.

Οι περιορισµένες αυταπάτες για το ΠΑΣΟΚ ότι θα ασκήσει µια πολιτική εξόδου από την κρίση που
δεν θα επιδεινώσει περαιτέρω τις βιοτικές και εργασιακές συνθήκες των εργαζοµένων ήδη
εκµηδενίζονται.

Ο Γ. Παπανδρέου που είχε αντικαταστήσει κάτω από το βάρος των κοινωνικών πιέσεων, κυρίως
των κινηµάτων για το άρθρο 16 και το ασφαλιστικό, τον καθαρό νεοφιλελευθερισµό του µε µια
ντροπαλή σοσιαλδηµοκρατική ρητορική «δικαιοσύνης στην κατανοµή του πλούτου», ξεχνάει τους
«µη έχοντες» και καλεί σε «εθνική συστράτευση» για έξοδο από την κρίση.

Ο Μάνος και ο Ανδριανόπουλους παραχώρησαν προσωρινά µόνο τη θέση τους στον Οµπάµα
και το Στίγκλιτς. Τα συνθήµατα του πρώτου (πράσινη ανάπτυξη) και οι αποκλίνουσες από τη
νεοκλασική ορθοδοξία προτάσεις του δεύτερου για την καταπολέµηση της οικονοµικής κρίσης
ενέπνεαν, υποτίθεται, τις οικονοµικές προτάσεις το Γ. Παπανδρέου. Μέσα σε δύο µήνες η
κυβέρνησή του υιοθέτησε το σκληρό µονεταριστικό και νεοφιλελεύθερο πυρήνα του Συµφώνου
Σταθερότητας, δίνει καθηµερινές εξετάσεις στις αγορές και επικαλείται την τροµοκρατία των
ελλειµµάτων, όταν, πριν τις εκλογές, ψέλλιζε ότι θα αναδιαπραγµατευτεί ακόµη και το ίδιο το
Σύµφωνο Σταθερότητας.

Η µετάβαση από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση έχει επαναφέρει το εκκρεµές των κοινωνικών
πιέσεων στην πλευρά της άρχουσας τάξης.

Οι πρώτες µέρες του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία επιβεβαιώνουν ότι η σοσιαλφιλελεύθερη µετάλλαξή του
είναι αδιαµφισβήτητη για την ηγεσία του, τον επαγγελµατικό κοµµατικό µηχανισµό του και τις

7
µερίδες της άρχουσας τάξης που το στηρίζουν. Η πολιτική του υπαγορευόταν, υπαγορεύεται και θα
συνεχίσει να υπαγορεύεται από τις αγορές, το χρηµατιστήριο και τις επιταγές της «εθνικής
οικονοµίας», δηλαδή τις ανάγκες του ελληνικού καπιταλισµού.

Το στοιχείο που διαφοροποιεί το ΠΑΣΟΚ από το κατεξοχήν κόµµα του κεφαλαίου, τη Νέα
∆ηµοκρατία είναι ότι επιδιώκει να ενσωµατώσει συµφέροντα µερίδων των εργαζοµένων στον
κοινωνικό συνασπισµό εξουσίας, που βρίσκεται στην υπηρεσία των συµφερόντων της τάξης των
καπιταλιστών.

Εντούτοις το σηµερινό µοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ειδικά στις συνθήκες της κρίσης, είναι
ασύµβατο µε διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις και την ανακατανοµή του πλούτου, τις κλασικές δηλαδή
επαγγελίες της σοσιαλδηµοκρατίας προς την εργατική τάξη προκειµένου να εγγυηθεί στην αστική
τάξη το απαραβίαστο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των µέσων παραγωγής.

Όχι µόνο τα στρατηγικά αλλά και τα άµεσα συµφέροντα της µισθωτής πλειοψηφίας δεν µπορούν
να ικανοποιηθούν από τη σηµερινή πολιτική της σοσιαλδηµοκρατίας «µεταρρυθµισµού χωρίς
µεταρρυθµίσεις». Ακόµη και στο χαµηλότερο δυνατό επίπεδο προσδοκιών από το σηµερινό ΠΑΣΟΚ
αναχαίτισης «των χειρότερων που έρχονται», οι ρεφορµιστικές αυταπάτες θα υφίστανται σκληρή
δοκιµασία από την ίδια την πραγµατικότητα.

Η οικονοµική κρίση αφαιρεί από το ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα ελιγµών, µετάθεσης και σταδιακής
εφαρµογής των αντιµεταρρυθµίσεων. Αφαιρεί δηλαδή το έδαφος της ίδιας της πολιτικής του.

 Ασφαλιστικό: Είπε ότι θα πάρει πίσω το ασφαλιστικό της Ν∆ αλλά ανακοινώνει την αναθεώρηση
µερικών µόνο διατάξεών του. Παραχωρεί ξανά δικαίωµα συνταξιοδότησης στα 50 χρόνια για τις
εργαζόµενες µητέρες µε ανήλικο παιδί που έκλεισαν 18ετία -αλλά µόνο γι’ αυτές που ασφαλίστηκαν
πριν από το 1993!- ενώ από την άλλη καταργεί το όριο του 20% στις επικουρικές συντάξεις.
Ολόκληρος όµως ο πυρήνας και η φιλοσοφία της αντι-ασφαλιστικής νοµοθεσίας από την εποχή
Σιούφα µένουν στη θέση τους. Μάλιστα, «η δέσµη προτάσεων για τον κοινωνικό διάλογο» της νέας
κυβέρνησης στο ασφαλιστικό περνάει από την εφαρµογή της εξίσωσης των συνταξιοδοτικών
ορίων ανδρών και γυναικών στο δηµόσιο τοµέα. Το µέτρο για να αποδίδονται οι συντάξεις µέσα σε
τρεις µήνες είναι καλό, αλλά δεν αλλάζει το ύψος των… αποδιδόµενων συντάξεων για τις οποίες η
νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παραµένει στη γραµµή του «κοινωνικού δικτύου προστασίας» της
γραµµής Σηµίτη, στη λογική του ΕΚΑΣ και των επιδοµάτων ελεηµοσύνης και της αποσύνδεσης της
σύνταξης από τους µισθό. Ανοίγουν τον «κοινωνικό διάλογο» µε δέσµη προτάσεων που
περιλαµβάνει διαχωρισµό της κοινωνικής σύνταξης από την αναλογική. Ενοποίηση ταµείων προς
τα κάτω. Κατάργηση βαρέων και ανθυγιεινών. Εξίσωση συνταξ. ορίων ανδρών - γυναικών.

 Εργασιακές σχέσεις: Ο Λοβέρδος είπε ότι θα χτυπήσει τις πιο ακραίες εκφάνσεις στην ευελιξία
των εργασιακών σχέσεων. Γι’ αυτό η κυβέρνηση απολύει (!) τους εργαζόµενους στα stage και τους
συµβασιούχους στο δηµόσιο αφήνοντας ακέραιες τις ευελιξίες στον ιδιωτικό τοµέα. Αφού
ξεκαθαρίσει µε τον προϋπολογισµό, η κυβέρνηση επισπεύδει το νέο ασφαλιστικό για τον Απρίλιο
και την ίδια ώρα ο ΣΕΒ και οι οργανώσεις των αφεντικών την αφήνουν λίγους µήνες «δηµιουργικής
σκέψης» για να εξετάσει το ζήτηµα της ανακατανοµής και διευθέτησης των ωρών εργασίας στα
µέτρα τους. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων είναι πιθανό να περάσει µε τη µορφή έκτακτης,
«προσωρινής» νοµοθεσίας για την αντιµετώπιση της κρίσης.

 Εισοδηµατική πολιτική: Το ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε προεκλογικά «αυξήσεις πάνω από την


πληθωρισµό». Πρόκειται για γελοία αύξηση, αφού ο επίσηµος πληθωρισµός τρέχει µε 0,8-1 %.
Σήµερα ωστόσο ο Παπακωνσταντίνου διατυµπανίζει ότι η Ελλάδα παίρνει πιο σκληρά µέτρα και
από την Ιρλανδία! Μειώνει κατά 4% τους µισθούς στο δηµόσιο κόβοντας τα επιδόµατα και τις
έκτακτες εισφορές. Αν δεν µειώσει τους ονοµαστικούς µισθούς σε δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα, θα
πρέπει να µειώσει για χάρη των αφεντικών το µέσο εργατικό κόστος αναδιαρθρώνοντας τις
εργασιακές σχέσεις µε αλλαγή του υπολογισµού του χρόνου εργασίας και διάδοση των ευελιξιών.
Όλα αυτά συµπυκνώνονται στην εκστρατεία εκφοβισµού κυβέρνησης, καπιταλιστών και ΜΜΕ ότι
«αν δεν πάρουµε µέτρα, οι 14 µισθοί θα γίνουν 10!».

8
 Φορολογία: Το ΠΑΣΟΚ εξαγγέλλει ένα σύστηµα τιµαριθµοποιηµένης προοδευτικής φορολογίας.
Στην πραγµατικότητα έχει αποδυθεί σε ένα κυνήγι επιβολής παντού έµµεσων φόρων και χαρατσιών
που πλήττουν κυρίως το εισόδηµα των λαϊκών στρωµάτων.

 Ιδιωτικοποιήσεις: Το ΠΑΣΟΚ «ποιεί τη νίσσαν» καθώς περιορίστηκε προεκλογικά µόνο στην


ανάκτηση του ελέγχου της Εθνικής Τράπεζας απωθώντας τη δέσµευση για αναδιαπραγµάτευση
της συµφωνίας ιδιωτικοποίησης της Ολυµπιακής και την ακύρωση της συµφωνίας πώλησης του
ΟΤΕ. Το παράδειγµα του ΟΛΠ είναι χαρακτηριστικό. Προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ δεσµεύτηκε απέναντι
στους απεργούς λιµενεργάτες για αναδιαπραγµάτευση µε την COSCO της ιδιωτικοποίησης του
λιµανιού του Πειραιά. Τώρα κατέληξε στην προσπάθεια εξαγοράς των εργαζοµένων µε εθελούσια
έξοδο και τη διατήρηση της ελεεινής σύµβασης µε την COSCO. Για να κατευνάσει τις αγορές
ανακοινώνει έσοδα 2,5 δισ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις (µετοχοποιήσεις) του 2010
κατονοµάζοντας ATEbank και Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο αλλά και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας για
τις οποίες όµως είπε ότι δεν έχει καταλήξει τελεσίδικα (∆ΕΗ, ΟΠΑΠ).

 Μετανάστευση: Υποσχέθηκε επανεκκίνηση της διαδικασίας νοµιµοποίησης, παραχώρηση


ιθαγένειας στους µετανάστες δεύτερης γενιάς και πολιτικά δικαιώµατα στους «αλλοδαπούς
µονίµους κάτοικους» στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά ήδη από τις πρώτες µέρες της κυβέρνησής
του το ΠΑΣΟΚ επιδεικνύει ένα ρατσιστικό πρόσωπο µε αύξηση της αστυνοµικής βίας κατά των
µεταναστών που εντάσσεται προφανώς στα νέα µέτρα εµπέδωσης της προστασίας του πολίτη και
την αποστροφή του υπουργού Εργασίας ότι η «παράνοµη µετανάστευση είναι πληγή της
απασχόλησης». Φαίνεται ότι ασκεί έλξη στο ΠΑΣΟΚ η ιδέα συστηµατικής χρήσης των µεταναστών
ως αποδιοποµπαίου τράγου και βαλβίδας εκτόνωσης στο ασφυκτικό πλαίσιο της κρίσης. Αυτό δεν
µπορεί, ειδικά αν υποχωρήσει το εργατικό κίνηµα, παρά να ενισχύσει την άκρα δεξιά του ΛΑΟΣ, που
θα δει την ατζέντα του να υιοθετείται όχι µόνο από τη Νέα ∆ηµοκρατία αλλά και από το ΠΑΣΟΚ στην
κυβέρνηση.

 ∆ηµόσια τάξη: O ορισµός του Χρυσοχοΐδη στο αναβαπτισµένο ∆ηµόσιας Τάξης δίνει το στίγµα
των προθέσεων της νέας κυβέρνησης. Ο «κυνηγός κεφαλών της 17Ν» εξαπέλυσε από την πρώτη
στιγµή µια µπερλουσκονικού τύπου στρατοκρατική επιχείρηση κατάκτησης του κέντρου της
πρωτεύουσας µε επίδειξη πυγµής στην περιοχή των Εξαρχείων και απελευθέρωσε τη θηριωδία των
αστυνοµικών οργάνων ενάντια στους µετανάστες. Το νέο προληπτικό δόγµα του Χρυσοχοϊδη
εφαρµόστηκε στο Πολυτεχνείο και πήρε διαστάσεις µε την καταπάτηση του πανεπιστηµιακού
ασύλου στις 7 και 8 ∆εκεµβρίου στα Προπύλαια.

 Αλλαγή εκλογικού νόµου: Η πρόθεση του Γ. Παπανδρέου αντικατάστασης του εκλογικού


συστήµατος αυξηµένης αναλογικής που ισχύει µε ένα πλειοψηφικό σύστηµα κατά το γερµανικό
µοντέλο εγκυµονεί µια από τις αντιδραστικές τοµές στην κατεύθυνση της συντηρητικοποίησης του
πολιτικού συστήµατος που θα οδηγήσει στον αποκλεισµό της αριστεράς και την κυριαρχία των
αστικών εκλογικών µηχανισµών. Απέναντι σ’ αυτή την αντιδραστική εκλογική νοµοθεσία η αριστερά
συνολικά και ενιαία πρέπει να επαναφέρει το αίτηµα της απλής αναλογικής.

 Εκπαιδευτική πολιτική: Το ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε να πάρει πίσω το νόµο πλαίσιο. ∆εν θα εφαρµόσει
ορισµένες δευτερεύουσες πλευρές του αλλά θα προωθήσει τον πυρήνα των αντιµεταρρυθµίσεων
γύρω από την αξιολόγηση των πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων, τον ΕΧΑΕ και την «διαρκή
επανεκπαίδευση και πιστοποίηση», πολιτική που υπηρετεί σταθερά ο σηµερινός πρωθυπουργός
από τον καιρό που διετέλεσε υπουργός Παιδείας.

Το ΠΑΣΟΚ δεν µπορεί να προσφέρει µέσα στις ασφυκτικές συνθήκες της οικονοµικής κρίσης καµία
ισορροπία ανάµεσα σε µια καπιταλιστική τάξη που θέλει πάση θυσία µείωση του εργατικού
κόστους και µια εργατική τάξη που έχει αποδοκιµάσει ηχηρά την πολιτική αυτή στις εκλογές της 4ης
Οκτωβρίου. Το ΠΑΣΟΚ θέλησε να «διαχειριστεί» τις προσδοκίες της εργατικής τάξης αλλά στην
πραγµατικότητα το µόνο που υποσχέθηκε ήταν να αιµοδοτήσει τους καπιταλιστές στα πλαίσια ενός
«κευνσιανισµού του κεφαλαίου», δηλαδή να γιατρέψει µια θανάσιµη ασθένεια µε ασπιρίνες. Υιοθετεί
στρατηγικά και υπηρετεί τις επιδιώξεις του ελληνική κεφαλαίου για ισχυροποίηση του στο διεθνή

9
καταµερισµό εργασίας, αύξηση της ανταγωνιστικότητας του και της κερδοφορίας του. Το
αποτέλεσµα των εκλογών του Οκτωβρίου που το έφερε στην εξουσία αντιπροσώπευσε µια στιγµή
«κάµψης» σε σχέση µε την πολιτική που εφάρµοζε η Ν.∆., µια στιγµή αναδίπλωσης στην οποία
αποτυπώθηκε ο παράγοντας της ταξικής πάλης. Ωστόσο τους πρώτους µήνες της κυβέρνησης, το
εργατικό κίνηµα δεν µπόρεσε να αποτρέψει τη διαµόρφωση τετελεσµένων κάτω από την εκβιαστική
επίκληση της κρίσης. Στόχος του εργατικού κινήµατος αυτή την περίοδο έπρεπε να είναι η
περαιτέρω κάµψη της πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης για λήψη αντεργατικών µέτρων και η
πίεση να εφαρµόσει πραγµατικά τις προεκλογικές υποσχέσεις της για κατάργηση των αντεργατικών
νόµων της Ν.∆. για να επανακινητοποιηθεί ο κόσµος της εργασίας και να δοκιµαστούν οι
αυταπάτες για τη νέα κυβέρνηση. Η γραφειοκρατική ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήµατος όµως
δίνει τη στήριξη της στη νέα κυβέρνηση. Υπονόµευσε την προσπάθεια για οργάνωση εθνικής
απεργίας στις 17 ∆εκέµβρη, ηµέρα κατάθεσης του νέου προϋπολογισµού. Αντίθετα οι δυνάµεις,
κυρίως οι Συσπειρώσεις-Παρεµβάσεις, που πήραν την πρωτοβουλία για µια ενωτική απεργιακή
κινητοποίηση στις 17 ∆εκέµβρη διεµβόλισαν τη διοίκηση της ΟΛΜΕ και άσκησαν αριστερή πίεση
στην Αυτόνοµη Παρέµβαση και το ΠΑΜΕ (το οποίο επέλεξε την κοµµατική παρέλαση στις 17) αλλά
και σε τµήµατα της ΠΑΣΚΕ. Αποκαλύφθηκε ότι το δυναµικό των αντιστάσεων είναι δυσανάλογο
προς την συνθηκολόγηση της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήµατος. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος
των αντιστάσεων, µπορεί να ξεκινήσει µια εργατική αντεπίθεση και η ζύµωση ενός
αντικαπιταλιστικού προγράµµατος διεξόδου από την κρίση και ρήξης µε το σύστηµα.

Αυτό το πρόγραµµα κατά τη γνώµη µας πρέπει να περιλαµβάνει:

• Απαγόρευση των απολύσεων. Να περάσουν σε δηµόσια ιδιοκτησία χωρίς αποζηµίωση για


του καπιταλιστές και µε εργατικό έλεγχο όλες οι επιχειρήσεις που προχωρούν σε απολύσεις.

• Κατάργηση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Να καταργηθεί το τραπεζικό και


εµπορικό απόρρητο. ∆εν µπορεί να επιδοτούνται οι τράπεζες και να µην δηµοσιεύουν το
ύψος των ζηµιών τους. Να περάσουν όλες οι τράπεζες σε δηµόσια ιδιοκτησία µε εργατικό
έλεγχο χωρίς αποζηµίωση στους τραπεζίτες.

• 1400 ευρώ κατώτερο µισθό. Επίδοµα ανεργίας ίσο µε τον κατώτερο µισθό για όλο το
διάστηµα της ανεργίας και συντάξεις ίσες µε τον τελευταίο µισθό πριν την έξοδο στην
σύνταξη.

• Καθιέρωση εργατικού τιµαρίθµου µε έλεγχο και δικαίωµα βέτο στην διαµόρφωση του από τις
εργατικές οργανώσεις. Καθιέρωση διαδικασίας αυτόµατης αναπλήρωσης του εργατικού
εισοδήµατος µε βάση αυτόν τον τιµάριθµο.

• Αποφασιστική µείωση του χρόνο εργασίας. 35ωρο – 5θηµερο – 7ωρο χωρίς µείωση των
αποδοχών (30ωρο -5θηµερο – 6ωρο για τα βαρέα και ανθυγιεινά). Σύνταξη στα 30 χρόνια
εργασίας χωρίς όριο ηλικίας.

• Να καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόµοι της Ν.∆. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κατοχύρωση της
µόνιµης και σταθερής εργασίας. Να καταργηθούν όλοι οι νόµοι που προωθούν τις
ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

• Κάτω τα χέρια από τα ασφαλιστικά δικαιώµατα των γυναικών. Καµία γυναίκα ανασφάλιστη.
Σύνταξη της νοικοκυράς. Υποδοµές κοινωνικής πρόνοιας που θα απαλλάξουν τις γυναίκες
από την αποκλειστική φροντίδα του νοικοκυριού.

• Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις δηµόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών. Να επιστρέψουν σε


δηµόσια ιδιοκτησία όλες οι δηµόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες που ιδιωτικοποιήθηκαν από
την Ν.∆. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. χωρίς αποζηµίωση στους καπιταλιστές και µε εργατικό έλεγχο.

10
• Λεφτά και προσλήψεις για την δηµόσια υγεία την παιδεία τις κοινωνικές υπηρεσίες. Όχι για
την διάσωση των καπιταλιστών. Ακύρωση των εξοπλιστικών προγραµµάτων.

• Νοµιµοποίηση όλων των µεταναστών. Υπηκοότητα στους µετανάστες/τριες δεύτερης γενιάς.


Παραχώρηση ιθαγένειας σε όσους το επιθυµούν. Πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώµατα
στους µετανάστες/τριες. Άσυλο και στέγη στους πρόσφυγες.

• Να επιστρέψουν τα ελληνικά στρατεύµατα από τη Σοµαλία και το Αφγανιστάν. Έξοδο της


Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και διάλυση του.

• Λύση του Κυπριακού στα πλαίσια µιας οµοσπονδιακής λύσης που θα κατοχυρώνει πλήρως
τα δικαιώµατα της τουρκοκυπριακής κοινότητας χωρίς ξένους στρατούς και στρατιωτικές
βάσεις και χωρίς ιµπεριαλιστική επιδιαιτησία και «προστασία».

• Αναγνώριση της ∆ηµοκρατίας της Μακεδόνιας µε το συνταγµατικό της όνοµα. Να πάψει ο


διπλωµατικός στραγγαλισµός της γείτονας χώρας.

• ∆ικαίωµα αυτοπροσδιορισµού της µειονότητας στη Θράκη ως Τουρκικής. Κατάργηση του


3% στον εκλογικό νόµο που στρέφεται κατά της εκλογής αντιπροσώπων της µειονότητας
στο ελληνικό κοινοβούλιο. Τερµατισµός των κρατικών παρεµβάσεων στις θρησκευτικές και
πολιτικές υποθέσεις της µειονότητας.

• Αναγνώριση της εθνικά µακεδονικής µειονότητας και των πολιτιστικών και γλωσσικών
δικαιωµάτων της.

• Κατάργηση των νοµικών διακρίσεων κατά των οµόφυλων ζευγαριών. Αναγνώριση ίσων
δικαιωµάτων συµπεριλαµβανοµένου του δικαιώµατος στο γάµο.

• Προοπτική για µια εργατική κυβέρνηση που θα έρθει σε ρήξη µε τον καπιταλισµό και το
αστικό κράτος

Εµείς, η κυβέρνηση και τα συνδικάτα

Η
αντικαπιταλιστική αριστερά έρχεται αντιµέτωπη µε το ζήτηµα της συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας. Τάσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προσπαθούν να αντιµετωπίσουν
τη γραφειοκρατία µε τεχνητές τακτικές διαχωρισµού που καταλήγουν στην περιθωριοποίηση
και αυτοαποµόνωση τµηµάτων της πρωτοπορίας από την πλειοψηφία του οργανωµένου
συνδικαλιστικού κινήµατος αλλά και των ανοργάνωτων εργαζοµένων που ακολουθούν τη
σοσιαλδηµοκρατία. Μόνος τρόπος να χτυπηθεί η γραφειοκρατία είναι η ανεξάρτητη κινητοποίηση
και αυτοοργάνωση των εργαζοµένων αλλά αυτή ξεκινάει πάντα από το επίπεδο της συνείδησής
τους και της συνδικαλιστικής οργάνωσης που αυτοί αναγνωρίζουν. Το «ελάτε σε µας» δεν έχει
κανένα νόηµα ως προϋπόθεση για να δράσουν οι εργαζόµενοι ανεξάρτητα από τις
γραφειοκρατικές δοµές. Παίρνει το αποτέλεσµα σαν δεδοµένο. Γι’ αυτό οι διασπαστικές τακτικές είτε
του ΚΚΕ είτε της άκρας αριστεράς δεν άλλαξαν ποτέ τους συσχετισµούς στο συνδικαλιστικό κίνηµα

Επιλογή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι ο κοινωνικός εταιρισµός, η διαπραγµάτευση.


Χρησιµοποιεί τις κινητοποιήσεις ως συµπληρωµατικό µέσο πίεσης αν αισθάνεται την πίεση της
συνδικαλιστικής και στο µέτρο που θεωρεί ότι τις έχει υπό έλεγχο. Με κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ που στα
λόγια υιοθετεί σηµεία από τα αιτήµατά, αυτή η τάση µπορεί να γίνει ακόµη ισχυρότερη. Αλλά δεν
είµαστε στο 1994 και στη δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που σηµάδεψε µια ανακωχή
- διακοπή των µεγάλων κινητοποιήσεων της περιόδου Μητσοτάκη. Σήµερα οι οικονοµικές συνθήκες
πιέζουν και οξύνουν την ταξική αντιπαράθεση. Καθήκον της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι να
συµβάλλει ώστε οι πιέσεις και η αγωνιστική δραστηριότητα των ίδιων των εργαζόµενων να
ξεπεράσουν τη συµβιβαστική διάθεση της γραφειοκρατίας και να δηµιουργήσουν ένα ταξικό
µέτωπο πίεσης ενάντια στην κυβέρνηση.

11
Η ενωτική απεύθυνσή µας στους εργαζόµενους και εργαζόµενες που έχουν αυταπάτες από τη
σοσιαλδηµοκρατία συµβαδίζει µε την αντιγραφειοκρατική πάλη για ένα εργατικό κίνηµα στα χέρια
των ίδιων των εργαζόµενων. Μ’ αυτούς τους όρους διαµορφώνονται τα άµεσα καθήκοντα» της
περιόδου:

 πίεση πάνω στη γραφειοκρατία µε παρέµβαση από τα κάτω στη βάση των συνδικάτων για
απεργιακές κινητοποιήσεις µε επίκαιρες αιχµές την κατάργηση των ασφαλιστικού, την ανάκληση
των ιδιωτικοποιήσεων, την εφαρµογή µιας πραγµατικά και συνολικά προοδευτικής φορολογικής
κλίµακας και την µάχη κατά των απολύσεων

 ανεξάρτητη προπαγάνδα βασικών διεκδικήσεων (απαγόρευση απολύσεων, κρατικοποίηση


χωρίς αποζηµίωση και µε εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων που κλείνουν κοκ.)

 καταγγελία του κοινωνικού διαλόγου

 παρέµβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, συµµετοχή και οργάνωση όλων των


κινητοποιήσεων των συνδικάτων σε αγωνιστική κατεύθυνση ενάντια στους συµβιβασµούς της
γραφειοκρατίας

 ανεξάρτητες αγωνιστικές πρωτοβουλίες όταν η γραφειοκρατία εγκαταλείπει το πεδίο της δράσης


αλλά συµµετοχή σ’ όλες τις πρωτοβουλίες που η γραφειοκρατία αναγκάζεται να πάρει µε διάθεση
να τις διευρύνουµε αγωνιστικά.

Οι πολιτικές δυνάµεις στη συγκυρία

Η
Ν.∆., ύστερα από την πανωλεθρία στις εθνικές εκλογές εισήλθε σε µια νέα φάση µε τον
Αντώνη Σαµαρά πλέον στην ηγεσία. Το δεξιό, εθνικιστικό προφίλ του νέου προέδρου
συνδυάζει τη συναίνεση στο νεοφιλελευθερισµό στην εφαρµογή των µέτρων της κυβέρνησης
µε το λαϊκισµό. Η Νέα ∆ηµοκρατία µετατοπίζεται ακόµη δεξιότερα υπό τον Σαµαρά, ο οποίος θα
προσπαθήσει να επανασυνδεθεί µε τη «λαϊκή δεξιά», να επανασυσπείρωσει µικροαστικές κοινωνικές
οµάδες στη Νέα ∆ηµοκρατία και ειδικά να επανοικειοποιηθεί τους ψηφοφόρους και τους οπαδούς
της που στράφηκαν στην άκρα δεξιά του Καρατζαφέρη. Η αποτυχία της Ντόρας Μπακογιάννη
εξηγείται όχι µόνο από την ταύτισή της µε την αλήστου µνήµης περίοδο Μητσοτάκη αλλά και από τη
στήριξή της στο πρόσωπο και τις επιλογές Καραµανλή. Η ικανότητα της Ν∆ να ανακάµψει και να
ξεπεράσει τις εσωτερικές της διαιρέσεις δεν είναι δεδοµένη µε το νέο - κατά κοινή οµολογία
δευτεροκλασάτο και κατά τεκµήριο αποτυχηµένο - ηγέτη της. Ακόµη και αν ήταν δεδοµένη δεν είναι
από µόνη της επαρκής όρος για µια σχετικά γρήγορη επάνοδος της ∆εξιάς στην εξουσία. Όλα θα
εξαρτηθούν από το βαθµό και τα χαρακτηριστικά της απογοήτευσης από την κυβέρνηση
Παπανδρέου και την κατάσταση του εργατικού κινήµατος και της αριστεράς.

Η άκρα δεξιά του ΛΑΟΣ απέτυχε στο ρητό στόχο της να γίνει το «τρίτο κόµµα» στη Βουλή αλλά και
στο στρατηγικό της στόχο να παίξει ρυθµιστικό ρόλο στη δεξιά παράταξη στη «µετά Καραµανλή»
περίοδο. Έχει ωστόσο αναβαθµίσει αποφασιστικά σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο τον
προηγούµενα διάχυτο και κατακερµατισµένο χώρο της άκρας δεξιάς. Αποτελεί πλέον µια «καθώς
πρέπει» εθνική πολιτική δύναµη που επηρεάζει τις εξελίξεις και έχει τον Καρατζαφέρη ως µια οικεία,
αναγνωρισµένη ηγετική φυσιογνωµία . Όταν το κοινωνικό ζήτηµα κυριαρχεί στην εθνική πολιτική
σκηνή, αποκαλύπτεται η γύµνια του λαϊκισµού του ΛΑΟΣ. Αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του ως
µικροαστικού αποσπάσµατος που εκτελεί τις εντολές της πιο νεοφιλελεύθερης και επιθετικής
µερίδας του µεγάλου κεφαλαίου. Η πολιτική της άκρας δεξιάς είναι εξαρτηµένη και τροφοδοτείται
από την αστική τάξη και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάµεις όταν αναθερµαίνονται τα «εθνικά»
ζητήµατα, αλλά κυριότερα, µονιµότερα και ολοένα και πιο επικίνδυνα όταν µπαίνουν οι µετανάστες
στο στόχαστρό τους. Η ασφυξία από την εφαρµοζόµενη αστυνοµική και ρατσιστική, κυβερνητική
«διαχείριση» των µεταναστευτικών πληθυσµών χωρίς καµία διαδικασία νοµιµοποίησης οξύνει
εκρηκτικά τις διαιρέσεις ανάµεσα σε «ντόπιους» και «ξένους» εργαζόµενους. Η πολιτική που

12
υποδουλώνει το µετανάστη και τη µετανάστρια και στρέφει ενάντια τους την πληττόµενη από το
νεοφιλελευθερισµό «ελληνική» εργατική τάξη για να κρατήσει στο απυρόβλητο την εκµεταλλευτική
τάξη των καπιταλιστών αποτελεί την αντικειµενική βάση ανάπτυξης της άκρας δεξιάς.
Η πάλη κατά του ρατσισµού, η πάλη για τη νοµιµοποίηση των µεταναστών είναι δεµένη µε την πάλη
κατά της άκρας δεξιάς αλλά και των φασιστικών οµάδων όπως η Χρυσή Αυγή.

Οι τεχνητές ενέσεις ευφορίας («µικρή νίκη», «δείξαµε αντοχή», «το εκλογικό αποτέλεσµα δεν
αντικατοπτρίζει την πραγµατική επιρροή µας» κοκ) δεν µπορούν να βγάλουν τα 2 κόµµατα της
κοινοβουλευτικής αριστεράς από τη δύσκολη θέση τους. Η εκλογική κάµψη δεν µπορεί να κριθεί
µόνο µε την «αριθµητική των εκλογών». Πρέπει να κριθεί στο φόντο της µεγαλύτερης κρίσης που
γνώρισε η σοσιαλδηµοκρατία στην Ελλάδα τα προηγούµενα χρόνια— κρίση ταυτότητας και
ταυτόχρονα κρίση εκπροσώπησης της εργατικής τάξης που χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ από την
τελευταία κυβερνητική θητεία του Σηµίτη και, ακόµη περισσότερο, για το συντριπτικά µεγαλύτερο
χρονικό διάστηµα που υπό τον Γ. Παπανδρέου παρέµεινε στην αντιπολίτευση. Η αριστερά απέτυχε
να οικειοποιηθεί την αποστασιοποίηση µεγάλου τµήµατος της παραδοσιακής βάσης της
σοσιαλδηµοκρατίας. ∆εν απέτυχε µόνο ο ΣΥΡΙΖΑ µε την ελεύθερη πτώση από τους αιθέρες των προ
διετίας γκάλοπ στο σοκ του αποτελέσµατος των τελευταίων ευρωεκλογών. Απέτυχε και το ΚΚΕ που
καλλιεργεί την εικόνα της συνεπούς αριστερής δύναµης που γραµµικά, αργά και βασανιστικά,
αυξάνει την εκλογική της δύναµη και µ’ αυτό τον τρόπο αλλάζει τους συσχετισµούς.

Η κοινή συνισταµένη των δύο ρεφορµιστικών σχηµατισµών είναι η υποταγή της πολιτικής τους
δραστηριότητας στο εργατικό και τα άλλα κοινωνικά κινήµατα στον κοινοβουλευτικό τους
προσανατολισµό. Με σηµείο καµπής τη σύγκρουση γύρω από το ασφαλιστικό φάνηκε η αδυναµία
της αριστεράς να συµβάλει στην οικοδόµηση νικηφόρων αγώνων και η προτεραιότητά της στη
συλλογή της κοινωνικής διαµαρτυρίας στην κάλπη. Αυτή η προτεραιότητα επιβεβαίωσε στα µάτια
της µεγάλης πλειοψηφίας των εργαζοµένων ότι αριστερά αποτελεί συµπληρωµατική δύναµη της
σοσιαλδηµοκρατίας και όχι εναλλακτική της.

Το ΚΚΕ πλήρωσε τη σεκταριστική του πολιτική απέναντι όχι µόνο στην ηγεσία αλλά και στον κόσµο
του ΠΑΣΟΚ. Όρθωσε φραγµούς απέναντι στη κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ σε µια εποχή που ήταν
έτοιµη να σπάσει απ’ αυτό. Για αυτό είδε ακόµη και ένα τµήµα ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, που για να
εκφράσουν τη διαµαρτυρία τους στράφηκαν προσωρινά σε προηγούµενες εκλογικές
αναµετρήσεις στο ΚΚΕ χωρίς να έχουν πειστεί απ’ αυτό, να επιστρέφουν στη σοσιαλδηµοκρατία.

Το ΚΚΕ έχει ένα πλεονέκτηµα: προβάλλει σα µια δύναµη που θα κάνει αντιπολίτευση στην πολιτική
του ΠΑΣΟΚ από τα αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει καµία αριστερή αντιπολίτευση που θα ασκεί
πιέσεις πάνω του αλλά και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Γι’ αυτό χτυπάει βρώµικα,
προληπτικά και µεθοδικά το ΚΚΕ. Σ’ αυτό το σχέδιο του όµως χρησιµοποιεί τα ευάλωτα σηµεία του
αντιπάλου του: το σεκταρισµό και τη χυδαία ταύτιση ΠΑΣΟΚ-∆εξιάς που πολώνει αρνητικά την
εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στο ΚΚΕ καθώς και τη σταλινική µεθοδολογία του που το
µετατρέπει ανέξοδα σε εύκολο στόχο, σε σάκο του µποξ για τους απολογητές του συστήµατος. Το
ΚΚΕ εκτιµά λαθεµένα τον ταξικό συσχετισµό που καταγράφηκε στις εθνικές εκλογές, γιατί ταυτίζει την
εργατική τάξη µε τον εαυτό του και την εκλογική του επιρροή. Αναλαµβάνει να παίξει το ρόλο του
«προφέσορα» απέναντι στις µάζες οι οποίες «δεν καταλαβαίνουν, δεν έχουν συνείδηση» και γι’ αυτό
δεν ψήφισαν το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ δεν µπορεί να κάνει ουσιαστική αριστερή αντιπολίτευση κόβοντας τους
δεσµούς µε την εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή συνεχίζοντας στο δρόµο των ελεγχόµενων,
στενά κοµµατικών διαδηλώσεων και διαµαρτυριών. Συνεχίζει να καλλιεργεί την ηττοπάθεια, το
φαταλισµό ότι «εµείς τα λέγαµε» και περιµένει να δρέψει ό,τι ψήφους διαµαρτυρίας αφήσουν πίσω
τους οι ήττες της εργατικής τάξης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει σταθεροποιηµένος µεν από τις εθνικές εκλογές και µε ενισχυµένο το ηγετικό προφίλ
του Αλέξη Τσίπρα αλλά µετατοπισµένος σ’ ένα δεξιότερο σηµείο ισορροπίας που σηµατοδοτείται
από τη σύµπνοια µεταξύ Αριστερού Ρεύµατος και Ανανεωτικής Πτέρυγας για τη πορεία του
Συνασπισµού µετά τις εκλογές. Αυτή η νέα µετατοπισµένη ισορροπία επιβραβεύτηκε από το πολιτικό
σύστηµα και τα ΜΜΕ στην προεκλογική περίοδο. Τώρα έχουν αποµακρύνει το Συνασπισµό από το
στόχαστρό τους και στρέφουν τα βέλη τους στο ΚΚΕ, παρά τις «καλές υπηρεσίες» του, την

13
«υπεύθυνη στάση» του, στη διάρκεια της νεολαιίστικής εξέγερσης του ∆εκέµβρη. Η σύνθεση της
νέας κοινοβουλευτικής οµάδας του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από τη αναβάθµιση των Ανανεωτών
στους οποίους είχαν παραχωρηθεί από το Αριστερό Ρεύµα τα ηνία της εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ
ήδη στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η αυτοδυναµία του ΠΑΣΟΚ βάζει στο ψυγείο κάθε
σκέψη για κυβερνητική συνεργασία και φέρνει τη δεξιά πτέρυγα εγγύτερα στο Αριστερό Ρεύµα στη
βάση της «προγραµµατικής αντιπολίτευσης» στο ΠΑΣΟΚ. Ο Συνασπισµός - ΣΥΡΙΖΑ είναι όµως
τελείως υποτονικός και καθόλου πειστικός στο ρόλο της αριστερής αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ
χάνοντας το πλεονέκτηµα της περιόδου Αλαβάνου όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έµοιαζε σαν η µόνη δύναµη που
τουλάχιστο στη δηµόσια σφαίρα της πολιτικής ζωής έκανε αντιπολίτευση στη Ν∆. Ο Συνασπισµός
αποσύρεται από τις κινηµατικές διαδικασίες αρκούµενος σε ένα κοινοβουλευτικό τύπο πολιτικής
που δεν εγκατέλειψε ποτέ αλλά είχε συµπληρώσει µε στοιχεία «ακτιβισµού βάσης» µετά τις διεθνείς
διαδηλώσεις του αντιπαγκοσµιοποιητικού κινήµατος. Όλες αυτές οι εξελίξεις οδηγούν σε κινηµατικό
µαρασµό το ΣΥΡΙΖΑ, που εµφανιζόταν, αν και όχι σαν πρωταγωνιστική δύναµη, σαν ένα
υπολογίσιµο µπλοκ σε ορισµένες κινηµατικές εκδηλώσεις κατά το παρελθόν. Ωθούν κυρίως στον
περιθώριο το «-Ριζα», τις συνιστώσες της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι οποίες
δεν εκπροσωπούνται πλέον στην κοινοβουλευτική οµάδα και στη δηµόσια παρέµβαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τµήµα που επένδυσε στη διαµάχη ηγεσίας Τσίπρα-Αλαβάνου βγαίνει ηττηµένο και αποµονωµένο.
Οι υπόλοιπες δυνάµεις παραµένουν διασπασµένες και ανίκανες να πάρουν πολιτικές
πρωτοβουλίες. Στην πραγµατικότητα έχει απαξιωθεί τελείως το επιχείρηµα τους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο
χώρος συνάντησης και ανασύνθεσης της αριστεράς, ότι οι αντικαπιταλιστικές τάσεις που
συµµετέχουν στο εγχείρηµα έχουν τη δυνατότητα να διαµορφώσουν το πρόγραµµα, τη γραµµή και
την ηγεσία του και οι ρεφορµιστές απλά θα «προσθέσουν» την κοινωνική βάση και το µηχανισµό
τους στην υπηρεσία του νέου αντικαπιταλιστικού προσανατολισµού. Τώρα ο χρόνος απλά δουλεύει
εναντίον τους.

Η κατάσταση που διαµορφώνεται στην αριστερά δεν είναι προωθητική για τα συµφέροντα των
εργαζόµενων. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απαιτεί αριστερή αντιπολίτευση όχι µόνο στα έδρανα της
βουλής από την οποία θα πετάξει την αριστερά αν επιβάλλει την αλλαγή του εκλογικού νόµου αλλά
στα συνδικάτα και το κίνηµα, στην προετοιµασία και την οργάνωση του αγώνα. Για αυτό το σκοπό
οι δυνάµεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν επαρκούν αλλά χρειάζεται να πάρουν
πρωτοβουλίες:

 για την αγωνιστική ενότητα των δυνάµεων του εργατικού κινήµατος χωρίς σεκταριστικές
παραµορφώσεις που θα επηρεάζει την κοινωνική βάση της νέας κυβέρνησης, δηλαδή για µια
ενότητα δράσης της αριστεράς που θα είναι µέρος της ενότητας των εργαζοµένων και όχι το
αντίθετο.

 για µια διευρυµένη πολιτική συζήτηση που να απευθύνονται σε όλο το αγωνιστικό ριζοσπαστικό
δυναµικό της αριστεράς που καταλαβαίνει τα αδιέξοδα της πολιτικής των ηγεσιών της αλλά δεν έχει
πειστεί ακόµη για την αναγκαιότητα ή το εφικτό µιας νέας αντικαπιταλιστικής πολιτικής δύναµης στη
χώρα.

Αντικαπιταλιστική αριστερά

Ε
πιχειρήσαµε υποτυπωδώς να εξετάσουµε τα βασικά αντικειµενικά και υποκειµενικά δεδοµένα
της ταξικής πάλης σήµερα στην προσπάθεια εξαγωγής συµπερασµάτων και καθηκόντων. Σ’
αυτό το υπόβαθρο πρέπει να δούµε το ενεργό ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και το
πολιτικό της σχέδιο. Να καταπιαστούµε µε το τι δοκίµασε, σε ποιο σηµείο βρίσκεται και κυρίως τι
θέλει να επιχειρήσει την επόµενη περίοδο. Σ’ αυτή την αναζήτηση, η αποτίµηση της δράσης και των
προοπτικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέχει µια σηµαντική θέση.

Η κληρονοµιά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Το εκλογικό αποτέλεσµα στις τελευταίες εθνικές εκλογές ήταν θετικό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη
σταθεροποίησε. Η αντικαπιταλιστική αριστερά απέχει πολύ από την εθνική πολιτική καταγραφή της

14
αλλά στο εσωτερικό της κερδίζει καθαρά έδαφος η ενωτική γραµµή σε βάρος της διάσπασης και
της οργανωτικής περιχαράκωσης. ∆ύο φορές οι αγωνιστές και αγωνίστριες του χώρου «στήριξαν
και ψήφισαν» την ANTAΡΣΥΑ επιδοκιµάζοντας την ενωτική κατεύθυνση στην αντικαπιταλιστική
αριστερά.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν πολιτικό µετωπικό σχέδιο έχει ακολουθήσει, χωρίς σαφώς να αποτελεί το πολιτικό
τους ισοδύναµο, διαδικασίες κοινωνικής ανασυγκρότησης του χώρου της ριζοσπαστικής
αριστεράς τα τελευταία χρόνια: στις εργατικές συσπειρώσεις-κινήσεις, στο φοιτητικό και νεολαίιστικο
κίνηµα, τα δηµοτικά σχήµατα που έχουν αναπτύξει δράση στις τοπικές κοινωνίες. Πρόκειται για
άνισα ανεπτυγµένα αλλά καθοριστικά δείγµατα µιας κοινωνικής ανασύνθεσης που δηµιουργεί ένα
υπόβαθρο κοινής αγωνιστικής εµπειρίας για αγωνιστές και αγωνίστριες, ανένταχτους και
οργανωµένους, στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Αυτή η εµπειρία όµως είναι µερική, δεν επεκτάθηκε σε σηµαντικά κοινωνικά κινήµατα όπως το
αντιπολεµικό, αντιπαγκοσµιοποιητικό και αντιρατσιστικό κίνηµα που αναπτύχθηκαν στη χώρα την
ίδια περίοδο και σε καµία περίπτωση µια κοινωνική, «συσπειρωσιακή» και συνδικαλιστική εµπειρία
δεν µπορεί να εκφραστεί αυτόµατα στο πολιτικό επίπεδο. Η αντικαπιταλιστική ανασύνθεση
περνούσε και ακόµη περνάει µέσα από τη διαµεσολάβηση των κατακερµατισµένων, µικρών και µε
σεκταριστική πολιτική κουλτούρα οργανώσεων της άκρας αριστεράς, που έφεραν έντονα τα
σηµάδια των ηττών της περιόδου της µεταπολίτευσης µε ορόσηµο το 1989. Οι µετωπικές πολιτικές
κινήσεις ζούσαν σύµφωνα µε το εκλογικό ηµερολόγιο, συγκέντρωναν µόνο «υποσύνολα» του
χώρου, εξαφανίζονταν µετά τις εκλογές και από τους καθηµερινούς αγώνες των εργαζοµένων και
της νεολαίας.

Η προσπάθεια επιβολής µιας σεκταριστικής γραµµής µέσα στο εργατικό κίνηµα από το ΝΑΡ, την
οργάνωση µε τη µεγαλύτερη επιρροή στη ριζοσπαστική αριστερά, είχε αρνητικές συνέπειες στην
πολιτική ανάπτυξη της. Σε αρκετές -όχι όλες- τις περιπτώσεις έτεινε να υπονοµεύσει και την κοινωνική
δράση των τοπικών σχηµάτων και των εργατικών συσπειρώσεων, τις οποίες πρέπει να
αναγνωρίσουµε ότι το ΝΑΡ οικοδοµούσε συστηµατικά αυτή την περίοδο. Η τακτική των
«υγειονοµικών ζωνών» έχει δηµιουργήσει ισχυρά αντανακλαστικά και διαπαιδαγωγήσει αρκετούς
από τους αγωνιστές και αγωνίστριες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ακόµη και έξω από τις
γραµµές του ΝΑΡ και του ΜΕΡΑ σε µια σεκταριστική νοοτροπία δηµιουργώντας µόνιµα εµπόδια
στην εφαρµογή µιας αξιόπιστης µαρξιστικής πολιτικής µέσα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνηµα,
ακόµη και για τους σκοπούς της ίδιας της πάλης κατά της γραφειοκρατίας.

Η «διακριτότητα» όριζε ένα πεδίο ενότητας, µίζερο και στο περιθώριο. Η ριζοσπαστική αριστερά
γινόταν ορατή µέσα από το «στερέοτυπο» της «ανεξάρτητης συγκέντρωσης» που γρήγορα όµως
άρχισε να ωχριά µπροστά στις κοµµατικές παρελάσεις του ΚΚΕ µε το ΠΑΜΕ.

Η γραµµή περιχαράκωσης τροφοδότησε και ανατροφοδοτήθηκε από τις τάσεις


δορυφοριοποίησης τµηµάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς γύρω από το ΣΥΝ και το ΚΚΕ
αντίστοιχα. Η αποτυχία της Πρωτοβουλίας για την Ενότητα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς το 1999
ήταν ένα σηµείο καµπής. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να υπάρξει ένα νέο, σοβαρό ενωτικό
εγχείρηµα στην αντικαπιταλιστική αριστερά.

Ο αναβαθµισµένος ρόλος της σε µερικές από τις σηµαντικές µάχες που διαµόρφωσαν τον ταξικό
συσχετισµό την προηγούµενη περίοδο και η πίεση από ανταγωνιστικά ρεφορµιστικά πολιτικά
σχέδια ρεφορµιστικής αριστεράς που έτειναν να λεηλατήσουν την κοινωνική δεξαµενή της επέβαλαν
στις πολιτικές οργανώσεις του χώρου αλλαγές στις τακτικές τους επιλογές.

Οι συγκρούσεις στο πεδίο των πρωτοεµφανιζόµενων αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων το 2007


ανάµεσα στο µπλοκ του ΜΕΡΑ και το µπλοκ της ENANTIA δεν ήταν τελικά χωρίς κανένα
αποτέλεσµα. Το ζήτηµα της παρέµβασης στην εκλογική µάχη έχει υπάρξει κοµβικό γιατί ακριβώς
συµβολίζει την πολιτική ανεπάρκεια των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά
και λειτουργεί σαν µια σταθερή υπενθύµιση σε χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ότι δεν έχουν κανένα σταθερό πολιτικό σηµείο αναφοράς για να

15
το επικαλεστούν και να το χρησιµοποιήσουν στην καθηµερινή τους παρέµβαση στα κινήµατα. Η
στροφή του ΣΕΚ από τη µέχρι τότε «µετωπική πολιτική» του στις διεργασίες για µια ενωτική
καταγραφή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αποτέλεσε παράγοντα που µετέβαλε τους
συσχετισµούς στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η «χαµένη ευκαιρία» του 2007 αποδείχτηκε
µια µεταβατική φάση προς την πρωτοφανή εκδήλωση πολιτικής ενότητας του χώρου στη
διαδήλωση στις 8 του περασµένου ∆εκέµβρη και, αργότερα στη συγκέντρωση του Σπόρτινγκ. Όλες
αυτές διεργασίες σηµαδεύτηκαν από την υπαναχώρηση της ηγεσίας του ΝΑΡ από την
αναγκαιότητα µάξιµουµ στρατηγικών συµφωνιών αλλά και από τη διαλυτική κρίση του ΜΕΡΑ.

Ένας πρόχειρος απολογισµός

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήµερα αναµετριέται µε τις δυνατότητες και τα όρια της σηµερινής αντικαπιταλιστικής
αριστεράς στην Ελλάδα.

1. Εκλογική δυναµική

Εκλογικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πετύχει να εκφράσει το µέγιστο δυνατό σηµερινό εύρος απεύθυνσης
στην αντικαπιταλιστική αριστερά. Παρουσιάζει τα καλύτερα αποτελέσµατα για την
εξωκοινοβουλευτική αριστερά στην µεταπολίτευση. ∆εν έχει ξεπεράσει ωστόσο τα όρια της. Απέχει
από ένα ποιοτικό άλµα στην ανάπτυξη της εκλογική της επιρροής. Το πρόβληµα καταδεικνύεται από
την εξαιρετικά µικρή αναλογία ανάµεσα στον αριθµό των στρατευµένων στην υπόθεση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ (συµπεριλαµβανοµένων των ανένταχτων) και τον αριθµό των ψηφοφόρων της. Αυτό το
γεγονός που δηλώνει ότι δεν αρκεί ένα κοινό, ενωτικό ψηφοδέλτιο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Χρειάζεται µια αναβάθµιση της πολιτικής συγκρότησης της και της παρέµβασης στο εργατικό και τα
κοινωνικά κινήµατα. Όµως το πρόβληµα πρέπει να ιδωθεί και µια αντίστροφη οπτική. Ένα εγχείρηµα
οικοδόµησης µιας κοινωνικά ορατής αντικαπιταλιστικής δύναµης συγκρούεται µε τις µυλόπετρες
των δύο ρεφορµιστικών κοµµάτων της αριστεράς, που παρά την ιδεολογική κρίση τους,
παραµένουν η κυρίαρχη εκδοχή της αριστεράς στα µατιά της µεγάλης πλειοψηφίας των
εργαζοµένων. Η ανασυγκρότηση της ίδιας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι πρώτο
απαραίτητο και αποφασιστικό βήµα για την αντικαπιταλιστική ανασύνθεση συνολικά της
αριστεράς που θα αλλάξει τους συσχετισµούς µεταξύ των επαναστατών και των ρεφορµιστών στο
εσωτερικό της.

2. Εσωτερική ζωή

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αντανάκλαση κινηµατικών διεργασιών και έχει πίσω της την πρωτότυπη
διαδικασία των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων, αλλά δεν έχει αναπτύξει µια πραγµατικά αυτόνοµη
εσωτερική πολιτική ζωή σε επίπεδο «βάσης», αν και παρουσιάζει ποικιλοµορφία και αποκλίσεις ως
προς τη συµµετοχή ανένταχτων αγωνιστών, την κοινή δράση και την πολιτική συζήτηση κατά
τόπους, µε θετικά και αρνητικά παραδείγµατα. Τα µέλη των οργανώσεων έχουν αναπτύξει
συναγωνιστικούς δεσµούς, παραµένουν όµως, πρώτα, φορείς «γραµµών». Το εγχείρηµα λειτουργεί
εξαρχής µέχρι σήµερα ασφυκτικά «από τα πάνω», περνάει από τη διαπάλη γραµµών σε γραφεία,
την κοπτοραπτική των κειµένων και των ποσοστώσεων, τη δυσκινησία των ισορροπιών, ενώ η
βάση τείνει να λειτουργεί διακεκοµµένα και διεκπεραιωτικά και µερικές φορές να αναπαράγει τη
σύγκρουση των κεντρικών πολιτικών γραµµών. Από αυτή την άποψη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν µπορεί να
στρατεύσει το ευρύτερο δυναµικό των ανένταχτων αγωνιστών οι οποίοι ακόµη και εκεί που
συµµετέχουν αντιλαµβάνονται ότι η θέση δεν είναι ισότιµη και αποφασιστική. Η κατάσταση αυτή
θέτει εν αµφιβόλω τη θέση των ανένταχτων αγωνιστών στο εγχείρηµα. Γενικά είναι απαγορευτική για
τη δυνατότητα στρατολόγησης στην ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι δια µέσου των οργανωµένων
συνιστωσών της.

3. Κεντρική πολιτική παρέµβαση

Η παρέµβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα µέτωπα της περιόδου υπήρξε αντιφατική και ασυνεπής λόγω
άλυτων πολιτικών διαφορών. Στο εργατικό κίνηµα η σύγκριση ανάµεσα στο παράδειγµα της
Πρωτοµαγιάς και της ∆ΕΘ είναι αποκαλυπτική για τη διαφορά που χωρίζει την ανάληψη

16
αγωνιστικής πρωτοβουλίας όταν η γραφειοκρατία εγκαταλείπει το πεδίο της δράσης από τη
σεκταριστική και διασπαστική κίνηση ενάντια σε µια διαδήλωση των συνδικάτων. Στη µια
περίπτωση, έχουµε τη συγκρότηση ενός µαζικού µπλοκ µε κορµό την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην άλλη η
πολιτική παρέµβαση της είναι απαξιωµένη. Οι αποφάσεις του ΝΑΡ υπονόµευσαν την πολιτική
παρέµβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ∆ΕΘ.

Επίσης η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατάφερε να επενδύσει και να συνεχίσει τις καίριες κινητοποιήσεις της το
καλοκαίρι ενάντια στη φασιστική διαδήλωση στην Οµόνοια, στη διαδήλωση αλληλεγγύης προς
τους µουσουλµάνους µετανάστες για την υπόθεση του σκισµένου κορανίου, τη συµµετοχή στην
αντιρατσιστική διαδήλωση του Ιουλίου όταν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ είχαν αδρανήσει. Οι
σηµαντικές πολιτικές διαφορές γύρω από το ζήτηµα της µετανάστευσης, των ανοιχτών συνόρων
και της λογικής του αντιρατσιστικού κινήµατος εξαιτίας κυρίως των αφηρηµένων «εργατίστικων»
θεωρήσεων, κυρίως του ΝΑΡ, βούλιαξαν και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη αδράνεια. Η ΑΡΑΝ επένδυσε τα
επιχειρήµατα του ΝΑΡ µε µια πολιτική επίθεση στον τροτσκισµό και τη γραµµή του από την εποχή
του… EAM. Ωστόσο και η δηµιουργία «τετελεσµένων» από το ΣΕΚ µε τη συγκρότηση της Επιτροπής
κατά του Ρατσισµού και της Φασιστικής Απειλής δεν συνέβαλε σε µια ουσιαστική προώθηση της
συζήτησης στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. ∆ιαφορές έχουν εµφανιστεί ακόµη και στη συγκρότηση
των ψηφοδελτίων µε σεκταριστικές προκαταλήψεις ενάντια στην ανάγκη διεύρυνσης του
ψηφοδελτίων µε κινηµατικές φυσιογνωµίες ανένταχτων που δεν είχαν αναγκαστικά ακολουθήσει
µέχρι το δρόµο των µετωπικών σχηµάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και εργατίστικες
στρεβλώσεις που καταδικάζουν τις «αστικές ποσοστώσεις» µε τις γυναίκες οι οποίες φανερώνουν
υποτίµηση για τη σηµασία της γυναικείας καταπίεσης και το ρόλο των γυναικών στη σύνθεση του
σύγχρονου επαναστατικού υποκειµένου.

Οι διαλείψεις στον κοινό πολιτικό σχεδιασµό των οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνουν την εντύπωση
της απώθησης-διαχείρισης των διαφορών µπροστά στις απανωτές εκλογικές αναµετρήσεις και τη
δραµατική επανεµφάνιση τους ως ασυµφιλίωτων αντιθέσεων όταν δεν υπάρχουν εκλογές στον
ορίζοντα.

Παρόλα αυτά δεν µπορούµε να υποτιµήσουµε και τις εξελίξεις στο επίπεδο της πολιτικής συζήτησης
και του δηµόσιου λόγου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι εκτιµήσεις των διαφορετικών τάσεων σε σχέση µε την
πολιτική συγκύρια πριν και µετά τις εθνικές εκλογές συνέκλιναν σε πολύ µεγαλύτερο βαθµό από
πριν έξι µήνες. Ο πολιτικός λόγος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εθνικές εκλογές και όσο περνάει ο καιρός
τείνει να γίνει λιγότερο αφηρηµένος και διακηρυκτικός.

Η πολιτική διαδικασία για τη ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει ξεκινήσει αργά, αλλά δεν
µπορεί να καταλήξει νωρίς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκεντρώνει µια κρίσιµη µάζα αντικαπιταλιστών
αγωνιστών, ικανή θεωρητικά να συγκροτήσει µια εθνική πολιτική δύναµη. Ο πολιτικός
κατακερµατισµός και διαφορές τακτικής και ουσίας εµποδίζουν την πολιτική ενοποίηση αυτού του
δυναµικού.

Η πίεση για µια δηµοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα δώσει τη δυνατότητα να στρατευτεί,
να συζητά, να αποφασίζει και να δρα πολιτικά το µεγαλύτερο δυνατό εύρος αγωνιστών µέσα από
τις γραµµές είναι δίκαιη και ήδη είναι επιτακτική. Όµως η πολιτική σύνθεση και η προγραµµατική
σύγκλιση είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η πολιτική ενότητα ανάµεσα στις διαφορετικές τάσεις
της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να µην οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε νέες χειρότερες διασπάσεις
και ρήξεις.

Η µεθοδολογία που εµείς πρέπει να ακολουθήσουµε δεν είναι να κρύψουµε τις διαφορές
προκείµενου να ενοποιηθούµε, δεν είναι τις επικαλεστούµε προσχηµατικά για να τραβήξουµε το δικό
µας δρόµο. Αλλά να τις αναδείξουµε µε διάθεση ανοιχτής συζήτησης και σύνθεσης.

Για µας η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται την ερχόµενη περίοδο:

 Κατά το δυνατό κοινή παρέµβαση στα κοινωνικά και πολιτικά µέτωπα, πράγµα όµως που
αποτελεί στόχο προς επίτευξη και όχι εκβιαστική δέσµευση.

17
 Οργάνωση της παρέµβασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε εργασιακούς χώρους, σχολές και γειτονιές, κατά
το δυνατό, µέσα από αντικαπιταλιστικά σχήµατα που υπερβαίνουν την ίδια. Είναι αναγκαίο να
ξεκαθαρίσουµε ότι παλεύουµε για τη δηµιουργία µιας συνδικαλιστικής, αντικαπιταλιστικής και
επαναστατικής αριστεράς, και όχι βέβαια για συνδικαλιστικές παρατάξεις της µίας ή της άλλης
οργάνωσης.

 Εισαγωγή ιδιότητας µέλους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνδεδεµένης µε τις τοπικές συνελεύσεις.


∆ιατήρηση του καθεστώτος διπλής ιδιότητας για τα µέλη των οργανώσεων.

 Αποφασιστική λειτουργία των συνελεύσεων µε διαδικασίες σύνθεσης και σεβασµό του


δικαιώµατος των διαφορετικών απόψεων να εκφέρονται ελεύθερα και δηµόσια. Κάλεσµα για
συγκρότηση και λειτουργία τοπικών συνελεύσεων εκεί που δεν υπάρχουν.

 Εκλογή ανακλητών, κυκλικά εναλλασσόµενων και αντιπροσωπευτικών όλων των τάσεων


συντονιστικών οργάνων ανά τοπική συνέλευση. Τα όργανα αυτά θα αναλάβουν την οργανωτική
ευθύνη των τοπικών συνελεύσεων, που µέχρι τώρα επαφίεται σε άτυπες συνεννοήσεις µεταξύ
οργανώσεων.

 Οµοφωνία ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε απόφαση πάνω σε ιδεολογικά και ιστορικά


ζητήµατα - ελεύθερη έκφραση των απόψεων κάθε οργάνωσης και τάσης µέσα και έξω από τα
έντυπα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 Έκδοση ενός µηνιαίου εντύπου, δηµοσίας έκφρασης και δηµοκρατικής συζήτησης της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 ∆ηµοσιότητα στη λειτουργία του κεντρικού συντονιστικού. ∆ικαίωµα σε εκπροσώπους των


τοπικών συνελεύσεων που θα ορίζονται µε συναινετική διαδικασία να παρακολουθούν τις
συνεδριάσεις του συντονιστικού και να συµµερίζονται την εµπειρία της πολιτικής συζήτησης που
διεξάγεται στο εσωτερικό του.

 ∆ηµιουργία µικτού σώµατος ως κεντρικού συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο οποίο θα


εκπροσωπούνται κατά ένα µέρος και ισότιµα µεταξύ τους όλες οι οργανώσεις και κατά το άλλο οι
τοπικές συνελεύσεις µέσω αιρετών, ανακλητών και κυκλικά εναλλασσόµενων αντιπροσώπων.

Για ένα αντικαπιταλιστικό κόµµα στην Ελλάδα

Π
ροτείνουµε ένα σχέδιο αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης της αριστεράς που περνάει από τη
συγκρότηση ενός νέου πολιτικού σχηµατισµού της, ενός κόµµατος που θα διεξάγει την πάλη
για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήµατος και το σοσιαλισµό του 21ου
αιώνα στη χώρα µας και διεθνώς.

Αυτό το κόµµα πρέπει να ξεκινήσει σήµερα από τη σύγκλιση τοµέων της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς. Παρ’ όλα αυτά για να εξελιχθεί σε εθνική πολιτική δύναµη πρέπει να ελκύσει και να
οργανώσει ένα σηµαντικό τοµέα της πλατιάς πρωτοπορίας του εργατικού και των άλλων
κοινωνικών κινηµάτων συµπεριλαµβανοµένων τµηµάτων της βάσης των υπαρκτών ρεφορµιστικών
εργατικών κοµµάτων του ΣΥΝ και του ΚΚΕ στην ελληνική περίπτωση.
Η ανάπτυξη ενός τέτοιου σχηµατισµού προϋποθέτει τη συγχώνευση της αντικαπιταλιστικής και
επαναστατικής αριστεράς µε την πλατιά πρωτοπορία του εργατικού και των άλλων κοινωνικών
κινηµάτων µέσα στην ίδια την πάλη των καταπιεζοµένων, στην οικοδόµηση των δικών τους
µορφών αυτοοργάνωσης και στην αγωνιστική ενότητά τους.
Ωστόσο ένα τέτοιο κόµµα θα ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες δυνάµεις µε τις οποίες θα συναντιέται
στους αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση επειδή επιχειρεί να προβάλλει µια εργατική πολιτική
και να αποτυπώσει µια αντικαπιταλιστική στρατηγική στη σφαίρα του πολιτικού. Να συγκροτήσει
δηλαδή σ’ εθνικό επίπεδο µια ανταγωνιστική πολιτική δύναµη, ικανή να καθιστά ορατά τα

18
συµφέροντα των καταπιεζόµενων κοινωνικών υποκειµένων απέναντι στις πολιτικές δυνάµεις που
αντιπροσωπεύουν τα εχθρικά ταξικά συµφέροντα. Ένα κόµµα που αποτελεί τη φωνή των
καταπιεζοµένων µέσα στα πλαίσια του σηµερινού αστικού πολιτικού συστήµατος,
προσανατολισµένο στην επαναστατική ρήξη µε αυτό το πολιτικό σύστηµα.
Στόχος αυτού του νέου αντικαπιταλιστικού κόµµατος είναι να διαδραµατίσει ένα επαναστατικό ρόλο
στους αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση και γι’ αυτό πρέπει να κατακτήσει ένα
επαναστατικό πρόγραµµα.

Για να παίξει αποφασιστικό ρόλο και να δράσει προωθητικά σε µελλοντικές επαναστατικές κρίσεις
της κοινωνίας πρέπει να βαραίνει στον ταξικό συσχετισµό ακόµα και σε µη επαναστατικές
συνθήκες.

Για τη συγκρότηση του είναι αναγκαίο ένα πρόγραµµα ρήξης µε τον καπιταλισµό, αλλά δεν είναι
προϋπόθεση η υιοθέτηση του συνολικού ιστορικού προγράµµατός µας, χωρίς να σηµαίνει αυτό
παραίτησή µας από τη διαρκή υπεράσπιση και προπαγάνδισή του.

Απαραίτητα προγραµµατικά στοιχεία για την οικοδόµηση ενός κοινού αντικαπιταλιστικού πολιτικού
σχηµατισµού είναι:

• η σαφή οριοθέτησή του από τη συνδιαχείριση του συστήµατος, τον κυβερνητισµό και την
ενσωµάτωση στους θεσµούς του αστικού κράτους.

• η πάλη για το ενιαίο µέτωπο των εργαζοµένων απέναντι στους καπιταλιστές.

• ο διεθνιστικός του χαρακτήρας, ο πόλεµος µε τον ταξικό εχθρό στην ίδια µας τη χώρα και
οργανώνοντας και η αλληλεγγύη µε τους αγωνιζόµενους και αγωνιζόµενες στην Τουρκία, τα
Βαλκάνια και την Ευρώπη.

• ένα πρόγραµµα διεκδικήσεων που συνδέει τους σηµερινούς αγώνες των καταπιεζοµένων µε
την κοινωνική απελευθέρωση.

• µια πλουραλιστική, δηµοκρατική λειτουργία µε σεβασµό στα δικαιώµατα των τάσεων και των
µειοψηφιών, µε έµφαση στη σύνθεση και την έκφραση των διαφορετικών απόψεων

• να στέκεται αποφασιστικά στο πλευρό των µεταναστών, του κινήµατος για τη γυναικεία
απελευθέρωση, των αγώνων των εθνικών και σεξουαλικών µειονοτήτων γιατί είναι
αποφασιστικές πλευρές στη διαδικασία ανάδειξης ενός σύγχρονου επαναστατικού
υποκειµένου.

Αυτοί οι όροι - πιστεύουµε - είναι απαραίτητοι για την αντικαπιταλιστική ανασύνθεση της αριστεράς
και αυτούς προτείνουµε και στους συντρόφους και τις συντρόφισές µας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και
στους αγωνιστές και της αγωνίστριες µε αντικαπιταλιστικές ιδέες που δεν έχουµε βρεθεί ακόµη µαζί
τους σε κοινά συµµαχικά σχήµατα.

Αυτά τα σηµεία ορίζουν και τα ιδεολογικά µας «µέτωπα» µέσα στο χώρο της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς ακόµη και απέναντι σε συντρόφους και συντρόφισσες που ξέρουµε ότι πρέπει να
βαδίσουµε µαζί

• αντιτασσόµαστε στην υποταγή και τη δορυφοριοποίηση των οργανώσεων και αγωνιστών


της αντικαπιταλιστικής αριστεράς γύρω από τον ένα ή τον άλλο ρεφορµιστικό µηχανισµό.

• εναντιωνόµαστε στις διασπαστικές και σεκταριστικές πρακτικές µέσα στο εργατικό-


συνδικαλιστικό κίνηµα που αποµονώνουν τµήµατα της πρωτοπορίας από την πλειοψηφία
των εργαζοµένων αντί να αποσπούν την πλειοψηφία των εργαζοµένων από τον έλεγχο της
γραφειοκρατίας

19
• στεκόµαστε ανένδοτοι απέναντι στους κάθε λογής «πατριωτισµούς της αριστεράς», παλιούς
ή µεταµοντέρνους, αποτέλεσµα της ιδεολογικής κρίσης της. Θεωρούµε την εθνική ενότητα
ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο της άρχουσας τάξης για την υποταγή των
εκµεταλλευοµένων. Το προλεταριάτο στη χώρα µας είναι πολυεθνικό. Ο ορίζοντας του είναι
διεθνής και διεθνικός. ∆εν αποσυνδέουµε τον αντιιµπεριαλισµό από τον αντικαπιταλισµό. Η
πάλη κατά του ιµπεριαλισµού γίνεται στην ίδια µας τη χώρα αναγνωρίζοντας ως κύριο
εχθρό µας το ελληνικό κεφάλαιο και κύριο σύµµαχο των αγώνων µας τους αγώνες των
εργαζοµένων σε Τουρκία, Κύπρο, Μακεδονία και Αλβανία.

• µε τη µεθοδολογία των µεταβατικών διεκδικήσεων παλεύουµε ενάντια στο διαχωρισµό


ανάµεσα σε ένα «µίνιµουµ πρόγραµµα» γύρω από τους σηµερινούς αµυντικούς και
µεταρρυθµιστικούς στόχους του εργατικού κινήµατος και ένα «µάξιµουµ πρόγραµµα»
προορισµένο να εφαρµοστεί στη µεταβατική φάση που ακολουθεί τη σοσιαλιστική
επανάσταση, δηλαδή ένα πρόγραµµα αφηρηµένης αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας που
αφήνει ανέπαφο το πεδίο κυριαρχίας των ρεφορµιστικών αντιλήψεων στην καθηµερινή πάλη
των εργαζοµένων.

• θέλουµε να συµβάλλουµε στο ξερίζωµα των σταλινικών πρακτικών χειραγώγησης,


καταστολής και συκοφαντίας ως µέσο επίλυσης των πολιτικών διαφορών µέσα στην
αριστερά και το εργατικό κίνηµα. Η δηµοκρατία δεν είναι πολυτέλεια για τους επαναστάτες και
τις επαναστάτριες. ∆εν είναι µια απλή και εναλλάξιµη µορφή οργάνωσης του επαναστατικού
κινήµατος. Γιατί ο σοσιαλισµός δεν ορίζεται ως «απελευθέρωση των παραγωγικών
δυνάµεων» αλλά ως «ελεύθερη ένωση των παραγωγών».

• αντιπαρερχόµαστε την ιδέα ότι το αντιρατσιστικό κίνηµα, η πάλη για τη γυναικεία


απελευθέρωση, οι αγώνες των LGBT ανθρώπων είναι «µικροαστικού χαρακτήρα». Αντίθετα,
µικροαστικές είναι αντιλήψεις µεγάλου τµήµατος της καταγόµενης από το σταλινισµό
αριστεράς για το έθνος, την οικογένεια, τη σχέση των δύο φύλων και τη σεξουαλικότητα—
αυτές τις µικροαστικές αντιλήψεις αναπαράγει µέσα στις γραµµές των εργαζοµένων. Ο
«εργατισµός» που ταυτίζει το εργατικό κίνηµα µε τη συνδικαλιστική δράση υποτιµά τις
διαφορετικές όψεις που συνθέτουν το σύγχρονο επαναστατικό κοινωνικό υποκείµενο και τη
σηµασία της οικοδόµησης των διακριτών από το εργατικό-συνδικαλιστικό κοινωνικών
κινηµάτων. ∆εν εφαρµόζει κριτήρια για το γυναικείο κίνηµα αντίστοιχα µε εκείνα µε τα οποία
κρίνει το φοιτητικό και συνολικά το νεολαιίστικο κίνηµα, που µολονότι δεν είναι καθαρά ταξικά
κινήµατα αλλά διαταξικά, είναι κατανοητή η αποφασιστική τους σύνδεση µε την ταξική πάλη
των εργαζοµένων. Αυτός ο «εργατισµός» αντιλαµβάνεται αφηρηµένα την αντιρατσιστική
πάλη για «ίσα δικαιώµατα ντόπιων και µεταναστών εργατών» αφού εξαφανίζει την
πραγµατικότητα των νοµικών διακρίσεων που στερούν από τους µετανάστες τη δυνατότητα
κάθε δικαιώµατος! ∆εν βλέπει πόσο καταλυτική είναι η εξασφάλιση της ελευθερίας
µετακίνησης της εργασίας και της νοµιµοποίησης των µεταναστών για αυτή την ίδια την
ενότητα των εργαζοµένων στη διεκδίκηση των ίσων δικαιωµάτων τους.

Επιλέγουµε τη δοκιµασία της οικοδόµησης µαζί µε διαφορετικές ιστορικές τάσεις της


αντικαπιταλιστικής αριστεράς γιατί έχουµε εµπιστοσύνη στην ορθότητα των ιδεών µας, παλεύουµε
για την υιοθέτησή τους από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Και για αυτό πιστεύουµε ότι µπορούµε να αυξήσουµε την επιρροή µας περισσότερο µέσα από τη
ανοιχτή, δηµοκρατική, δηµόσια, οργανωµένη µε τάσεις και πλατφόρµες πολιτική συζήτηση µε τους
συναγωνιστές και συναγωνίστριες µας, περισσότερο από το να ακολουθήσουµε το µοναχικό
δρόµο της ευθύγραµµης οικοδόµησης. Αλλά και, αντίστροφα, οι προσπάθειες για την οικοδόµηση
ενός κοινού αντικαπιταλιστικού πολιτικού σχηµατισµού φτάσουν σε ένα προχωρηµένο στάδιο, αυτό
σηµαίνει είµαστε επίσης ότι είµαστε έτοιµοι να βρεθούµε στη µειοψηφία σε τακτικά ζητήµατα χωρίς
να πάψουµε να υποστηρίζουµε δηµόσια και να οικοδοµούµε αυτό τον πολιτικό σχηµατισµό, ότι
µπορούµε να επηρεαστούµε και από άλλα πολιτικά ρεύµατα, να αναθεωρήσουµε αν πειστούµε
µέσα από τη δηµοκρατική συζήτηση και την κοινή εµπειρία µε συναγωνιστές και συναγωνίστριες µε
διαφορετική από εµάς προέλευση και το κυριότερο να αποκτήσουµε µια νέα κοινή πολιτική
παρακαταθήκη, κοινούς κώδικες και προγραµµατικές επεξεργασίες.

20
Μπορούµε να καταλήξουµε µέσα από διαφορετικούς δρόµους και ίσως σε διαφορετικούς χρόνους
σε ένα ενιαίο πολιτικό φορέα, δεν µπορούµε όµως στρατηγικά να δούµε την ανάδυση της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως πολιτικής δύναµης µε εθνική εµβέλεια και µια οργανωµένη βάση
αγωνιστών, αισθητά διευρυµένη από το άθροισµα των σηµερινών συνιστωσών της, παρά µόνο
µέσα από τη συγκρότηση µιας, τελικά, κοµµατικής πολιτικής δοµής.

1. Όχι «κόµµα νέου τύπου»


Πρέπει να αντιπαρέλθουµε τη σταλινική καρικατούρα του µπολσεβικισµού που του αποδίδει την ιδέα
ενός νοµοτελειακά µονολιθικού και στρατιωτικά πειθαρχηµένου «προλεταριακού κόµµατος νέου
τύπου» που απαγορεύει τη λειτουργία τάσεων και οµάδων στο εσωτερικό του. Αυτή την αντίληψη µε
παραλλαγές υποστηρίζει και ο παραδοσιακός Μ-Λ χώρος. Πρόκειται για απολογητική
θεωρητικοποίηση του γραφειοκρατικού εκφυλισµού των κοµµουνιστικών κοµµάτων και της
κατάργηση της εργατικής δηµοκρατίας στο εσωτερικό τους.

2. Όχι µέτωπο
Η εµπειρία των µέχρι τώρα µετωπικών σχηµάτων της άκρας αριστεράς έχουν αποδειχθεί µέτωπα
«αδράνειας» των πολιτικών οργανώσεων, εκλογικοί και εκλογικίστικοι µηχανισµοί που δεν
µετατρέπονται σε εργαλεία καθηµερινής πάλης, αλλά παραµένουν δέσµια των ισορροπιών και των
τακτικισµών των µικροηγεσιών του «χώρου».

3. Όχι «πόλος»
Η έννοια του πόλου της αντικαπιταλιστικού αριστεράς είναι περιγραφική, δηλώνει την «ανάγκη για
µια ισχυρή και ορατή αντικαπιταλιστική αριστερά» αλλά δεν έχει κανένα συγκεκριµένο περιεχόµενο
και δεν ανταποκρίνεται σε καµία εφαρµόσιµη οργανωτική δοµή. Τείνει ίσως να εκλαµβάνεται σαν µια
παραλλαγή της µετωπικής συνεργασίας µε στοιχεία αυξηµένης πολιτικής συµφωνίας µεταξύ των
πολιτικών τάσεων.

4. Όχι «συσπειρωσιακό µοντέλο»


Το παράδειγµα των πολιτικο-συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς
µέσα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνηµα δεν µπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την πολιτική
συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η συµµετοχή στις συσπειρώσεις υπακούει
αντικειµενικά σε πιο µίνιµουµ κριτήρια (παρέµβασης σε δοσµένους εργατικούς χώρους). Οι
συσπειρώσεις παρουσιάζουν οργανωτική ανοµοιογένεια (αλλού επικρατεί η αρχή της συναίνεσης,
αλλού η αρχή της πλειοψηφίας). «Συσπειρώνουν» ένα ευρύτερο αγωνιστικό δυναµικό που δεν
ενδιαφέρεται άµεσα για το πολιτικό σχέδιο της ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Το
κυριότερο όµως οι συσπειρώσεις, δεµένες µε τις συνθήκες δράσης τους, δεν έχουν ουδέποτε
αναδείξει σταθερές οριζόντιες δοµές που να συνδέουν µόνιµα αγωνιστές διαφορετικών χώρων.

5. Όχι «ΕΑΑΚ Κοινωνίας»


Σε κινηµατικό επίπεδο η ΕΑΑΚ είναι ένα προχωρηµένο παράδειγµα ενωτικής δράσης της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οργανωτικά στηρίζεται σε χαλαρές διαδικασίες από ένα άτυπο
σύστηµα ποσοστώσεων και τελικά «γυµνών συσχετισµών» µεταξύ των πολιτικών τάσεων όταν είναι
υποχρεωµένες να καταλήξουν στην άσκηση µιας «κεντρικής πολιτικής».

Θεωρούµε ότι όλες οι παραπάνω λύσεις στο «οργανωτικό ζήτηµα» της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς δεν εξασφαλίζουν ούτε την πολιτική ενότητα αλλά ούτε και την έκφραση των
διαφορετικών απόψεων στη λειτουργία ενός πολιτικού φορέα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
∆εν είναι ούτε πιο αποτελεσµατικές, ούτε πιο δηµοκρατικές.

Υποστηρίζουµε την αναγκαιότητα για τη συγκρότηση ενός πολυτασικού πολιτικού σχηµατισµού


που θα στηρίζεται στην ιδιότητα του µέλους, στην οργάνωση της δράσης και της πολιτικής
συζήτησης σε τοπικό επίπεδο µέσα από τοπικές επιτροπές βάσης όσο και σε εθνικό επίπεδο µε την
εκλογή οργάνων ανακλητών σύµφωνα µε καταστατικούς κανόνες.

21
Αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά κόµµατα


εν θεωρούµε ότι µπορούµε έστω και µεσοπρόθεσµα να «εξαγγείλουµε» την ίδρυση του
επαναστατικού κόµµατος. Προτείνουµε µια διαδικασία στην κατεύθυνση της συγκρότησής
του. ∆ιαφορετικά, παίρνουµε σα δεδοµένο αυτό που είναι ζητούµενο. Είµαστε ιστορικά
φορείς ιδεών και οργανωτικών αντιλήψεων του επαναστατικού µαρξιστικού κινήµατος. Καθήκον
όµως µας είναι να επανεκτιµούµε κριτικά στο φως της ιστορικής εµπειρίας και των νέων δεδοµένων
αυτή τη κληρονοµιά. ∆εν έχουµε µια πλήρη, έτοιµη φόρµουλα για τη συγκρότηση του
επαναστατικού κόµµατος. Απέχουµε από την ιδέα ότι υπάρχει ένα ετοιµοπαράδοτο µοντέλο για τις
σηµερινές συνθήκες στα αρχεία της ∆εύτερης ή Τρίτης ∆ιεθνούς, στο ισχυρό παράδειγµα των
µπολσεβίκων ή στα ιδρυτικά κείµενα της 4ης ∆ιεθνούς που ιδρύθηκε από το Λέοντα Τρότσκι αλλά
ακόµη και στις κατοπινές επεξεργασίες της. Ελέγχουµε όλες τις κλασικές «αναπαραστάσεις» για το
επαναστατικό κόµµα: «του κόµµατος που καθοδηγεί την εργατική τάξη» και του κόµµατος-
καθολικού νου. Αναγνωρίζουµε την πρωταρχική σηµασία και την προτεραιότητα της
αυτοοργάνωσης και της επαναστατικής δραστηριότητας των ίδιων των καταπιεζοµένων. Παρ’ όλ’
αυτά συνεχίζουµε να πιστεύουµε ότι δεν «είναι δυνατό να αλλάξουµε τον κόσµο χωρίς να πάρουµε
την εξουσία». Ότι χρειάζεται οι καταπιεσµένοι να οργανωθούν πολιτικά και να συσσωρεύσουν ισχύ
για να καταστρέψουν το µηχανισµό του αστικού κράτους και να εγκαθιδρύσουν µια µεταβατική
µορφή εργατικής εξουσίας που θα οδηγεί στο ξεπέρασµα της ταξικής κοινωνίας και το µαρασµό
του ίδιου του κράτους.

Εφαρµόζοντας ακριβώς τα πολύτιµα θεωρητικά και ιστορικά διδάγµατα του επαναστατικού


κινήµατος η αντίληψή µας για την οικοδόµηση κοµµάτων δεν βασίζεται στην εφαρµογή αρχών
εγχειριδίου αλλά σε µια διαλεκτική προσέγγιση που προκύπτει από τη θετική και αρνητική εµπειρία
του κοµµουνιστικού κινήµατος του 20ου αιώνα (καταστροφικός απολογισµός του σταλινισµού,
κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισµού», κρίση του επαναστατικού προτάγµατος).

Βασική παραδοχή για µας είναι η αναγκαιότητα όχι µόνο αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης της
αριστεράς αλλά συνολικά ανασύνθεσης του εργατικού κινήµατος.
Απόσταγµα της ιστορικής κληρονοµιάς µας είναι η εγκατάλειψη του µοντέλου της αυτόκεντρης
ανάπτυξης σαν οδηγού προς την οικοδόµηση του επαναστατικού κόµµατος.

Ιδιαίτερα σηµαντικές είναι οι ζωντανές εµπειρίες του ίδιου του ρεύµατος µας:

 ∆ιαβήκαµε πρόσφατα το κατώφλι της εξέλιξης µιας οργάνωσής µας (LCR) σε αντικαπιταλιστικό
κόµµα µε εθνική εµβέλεια. Η ίδρυση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόµµατος στη Γαλλία είναι ένα
γεγονός που βαραίνει όχι µόνο στη Γαλλία αλλά και πανευρωπαϊκά αποτελώντας ορόσηµο για τη
διεθνή αντικαπιταλιστική αριστερά.

 Τα θεαµατικά επιτεύγµατα του Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία, κατεξοχήν


αποτελέσµατος της σύγκλισης των ιστορικών οργανώσεων της πορτογαλικής επαναστατικής
αριστεράς (UDP, PSR τµήµα της 4ης ∆ιεθνούς) δεν µπορούν να παραβλεφτούν µε πρόσχηµα την
αδιέξοδη επιλογή του να συµµετάσχει στο Ευρωπαϊκό Κόµµα της Αριστεράς.

 Η συγκρότηση της Sinistra Critica στην Ιταλία, σε µικρότερη κλίµακα, είναι ένα παράλληλο
παράδειγµα αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής στη χρεοκοπία της Κοµµουνιστικής Επανίδρυσης στην
Ιταλία. Η ιταλική Επανίδρυση αλλά και η Ενωµένη Αριστερά στο Ισπανικό Κράτος, αντίστοιχα,
στάθηκαν για µας διδακτικές περιπτώσεις που έδειξαν µε σαφή τρόπο την αδυναµία να
µετεξελιχθούν πολιτικοί σχηµατισµοί στους οποίους κυριαρχούν ρεφορµιστικές γραφειοκρατίες σε
αντικαπιταλιστικές πολιτικές δυνάµεις ανεξάρτητες από τους θεσµούς του αστικού κράτους.

 Πρέπει να λάβουµε υπόψη µας και τις αποτυχίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη Βρετανία.
Το SSP στη Σκωτία, σχηµατισµός που οικοδοµήθηκε πρωτίστως από τάσεις της επαναστατικής
µαρξιστικής αριστεράς, αποδείχτηκε εύθραυστο. Σύµφωνα µε µία άποψη για την παρακµή του

22
ευθύνεται η προγραµµατική ασάφειά του. ∆εν ήταν αρκετά θωρακισµένο για να αντέξει στην πίεση
του αστικού πολιτικού περιβάλλοντος. Αντιθέτως άλλοι στη σοσιαλιστική αριστερά της Βρετανίας
τονίζουν την απουσία δέσµευσης και την ανειλικρίνεια πολιτικών τάσεων και ηγετικών στελεχών που
υπονόµευσαν τις προοπτικές του. Από την άλλη, η διάσπαση του RESPECT στην Αγγλία και την
Ουαλία, κρίθηκε από τη µάχη για τον πολιτικό έλεγχο του, τις συµµαχίες µε τη µουσουλµανική
κοινότητα, τις διαφωνίες γύρω από τη µετεξέλιξη από πολιτικό συνασπισµό σε κοινό κοµµατικό
σχηµατισµό. Και οι δύο εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε οπισθοδρόµηση τις προσπάθειες για
ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη Βρετανία. Και είναι διδακτικές για το τι πρέπει
να αποφύγει η αντικαπιταλιστική αριστερά στην Ελλάδα.

Όλα αυτά είναι διδάγµατα που πρέπει να αφοµοιώσουµε και να χρησιµοποιήσουµε, προφανώς σε
ένα διαφορετικό εθνικό πλαίσιο που δεν επιτρέπει την µηχανική αναπαραγωγή τους. Ωστόσο η
διαδικασία συγκρότησης του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόµµατος (NPA) έχει µια ορισµένη αξία
αναφοράς και για τις δικές µας απόπειρες στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης.

1. Η διαχωριστική γραµµή για τη συγκρότηση του Νέου Κόµµατος, που έθεσε η LCR στις συζητήσεις
µε χιλιάδες αντικαπιταλιστές αγωνιστές και αγωνίστριες ήταν το νέο κόµµα θα είναι εχθρικό προς τη
διαχείριση του συστήµατος, τον κυβερνητισµό και την αφοµοίωση στο θεσµικό πλαίσιο του αστικού
κράτους.

2. Προώθησε µια ιδρυτική διαδικασία ανοικτή και δηµοκρατική «από τα κάτω» µε συνδιαµόρφωση
των κειµένων από το σύνολο των επιτροπών βάσης, µε χιλιάδες τροποποιήσεις που προτάθηκαν
και υπερψηφίστηκαν ή απορρίφθηκαν. Οι διαφωνίες συζητήθηκαν ανοιχτά και οι σύνεδροι πάνω σε
κρίσιµα σηµεία πολιτικής φυσιογνωµίας αποφάσισαν µε ψηφοφορία.

3. Η LCR βέβαια ήταν η µόνη µαζική οργανωµένη δύναµη που απηύθυνε το κάλεσµα για τη
συγκρότηση του νέου κόµµατος. Ωστόσο για να το κάνει αυτό είχε κατακτήσει µια κοινωνική
αναγνωρισιµότητα και ένα βαθµό αξιοπιστίας µεταξύ των πρωτοπόρων αγωνιστών από τη
συµµετοχή της στην οικοδόµηση των κινηµάτων της προηγούµενης περιόδου.

Όλα αυτά συνιστούν σηµαντικές διαφορές µε τις εµπειρίες των µετωπικών εγχειρηµάτων της
ελλαδικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Είναι βέβαιο ότι δεν έχουµε στη διάθεσή µας µια ιστορική
και σχετικά µαζική οργάνωση της επαναστατικής αριστεράς ικανή να πάρει την πολιτική
πρωτοβουλία ώστε να συγκεντρώσει και να στρατεύσει όλο το ανένταχτο δυναµικό των
αντικαπιταλιστών στη χώρα. Η διαδικασία της ανασύνθεσης περνάει από τη βασανιστική
συνδιαλλαγή ανάµεσα στις µικροηγεσίες του κατακερµατισµένου πολιτικού χώρου της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα, που δεν έχουν συχνά το πολιτικό σχέδιο και την πολιτική
βούληση να προωθήσουν αποφασιστικά την ενοποίηση των αντικαπιταλιστών ξεπερνώντας τον
κερµατισµό και τη σεκταριστική πολυδιάσπαση.
Ωστόσο αν µείνει εκεί είναι καταδικασµένη. Ακόµη και αυτή η οργανωτική πανσπερµία της άκρας
αριστεράς στην Ελλάδα µπορεί να γίνει στοιχείο που δεν θα εµποδίσει αλλά θα εµπλουτίσει τη
διαδικασία της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης αρκεί να χαλαρώσουν οι ετοιµοπόλεµες γραµµές
και να επικοινωνήσει οριζόντια τόσο η βάση των οργανωµένων µελών τους όσο και των
ανένταχτων.

Το εγχείρηµα του ΝPA κατηγορείται για αποκοµµουνιστικοποίηση, εγκατάλειψη της επαναστατικής


στόχευσης γιατί δεν αυτοανακηρύσσεται σ’ επαναστατικό κόµµα. Στην πραγµατικότητα όµως
διαθέτει ένα αρκετά ολοκληρωµένο αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα.
Στην περίπτωση της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι σαφές ότι διατυπώνεται ένας πιο
αδρός επαναστατικός λόγος που ωστόσο δεν εκφράζεται στο προγραµµατικό πεδίο και γι’ αυτό
µένει γιατί αφηρηµένος και διακηρυκτικός.

Βασικό µας µέληµα θα είναι η προσπάθεια να «κατεβάσουµε» στη βάση αυτή τη συζήτηση για το
πρόγραµµα, την οργανωτική δοµή, τη στρατηγική και τακτική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

23

You might also like