You are on page 1of 21

ΘΕΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Το ζήτημα των εθνοτήτων -που σημαίνει, την καταπίεση των εθνών και των εθνικών
μειονοτήτων- που είναι βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού από την ημέρα της
γέννησής του μέχρι και σήμερα, είχε πάντα μια δεσπόζουσα θέση στη Μαρξιστική
θεωρία. Παρόλα αυτά πρέπει να ξαναδούμε το ζήτημα αρχίζοντας από τα βασικά. Ο
Μαρξισμός εξηγεί ότι τα δύο βασικά εμπόδια στην ανθρώπινη πρόοδο είναι από τη μια η
ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και από την άλλη το εθνικό κράτος.

Το πιο αποφασιστικό γεγονός σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η συντριπτική κυριαρχία της


παγκόσμιας αγοράς. Καμιά χώρα, ούτε ακόμα και τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα κράτη,
δεν μπορεί να αντισταθεί στην έλξη της παγκόσμιας οικονομίας. Το σφιχταγκάλιασμα
της παγκόσμιας οικονομίας έφτασε σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρξε ποτέ πριν στην
ανθρώπινη ιστορία. Αυτό είναι ένα πολύ προοδευτικό γεγονός γιατί σημαίνει ότι οι
υλικές προϋποθέσεις για τον παγκόσμιο σοσιαλισμό υπάρχουν ήδη από τώρα.

Διάφοροι ουτοπικοί ρεφορμιστές φαντάζονται ότι η έλευση της παγκοσμιοποίησης


σημαίνει και το τέλος του εθνικού κράτους. Όμως, αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το
αντίθετο. Η παγκόσμια οικονομία έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη,
ενώ οι εθνικοί ανταγωνισμοί αποκτούν παντού ένα τρομακτικό χαρακτήρα. Το δε εθνικό
ζήτημα αντί να εξαφανίζεται αποκτά έναν ιδιαίτερα έντονο και δηλητηριώδη χαρακτήρα.
Την εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, το εθνικό ζήτημα επανέρχεται και πάλιν στο
προσκήνιο παντού, με τις πιο τραγικές και αιματηρές συνέπειες.

Πρώην αποικιακές χώρες

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίσαμε μιαν τεράστια ανάπτυξη της αποικιακής
επανάστασης. Ήταν ίσως το μεγαλύτερο κίνημα των καταπιεσμένων λαών σε όλη την
ανθρώπινη ιστορία. Επρόκειτο για μιαν τεράστια αφύπνιση των αποικιακών λαών της Κίνας,
της Μ. Ανατολής, της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Ινδίας και του Πακιστάν. Ήταν ένα κίνημα
που ενέπνευσε τα αμέτρητα εκατομμύρια πρώην αποικιακών σκλάβων, οι οποίοι εξεγέρθηκαν
ενάντια στους καταπιεστές τους και πάλεψαν για την εθνική τους χειραφέτηση. Οι λόγοι για τους
οποίους όλοι οι μαρξιστές υποστήριξαν την αποικιακή επανάσταση είναι προφανείς. Ήταν ένα
επαναστατικό κίνημα, ένα ισχυρό χτύπημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, που ξεσήκωσε τις μάζες
και ανέπτυξε την ταξική πάλη. Παρόλα αυτά, εάν μετά από 50 χρόνια εξετάσει κανείς το
παράδειγμα της Ινδίας και του Πακιστάν, ποια προβλήματα λύθηκαν από την αστική τάξη;
Επίσημα έχουν ανεξαρτησία, αλλά κάτω από τον καπιταλισμό αυτή καταλήγει να μην
είναι καθόλου μα καθόλου ανεξαρτησία. Οι πρώην αποικιακές χώρες είναι, μέσω των
μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς, αλυσοδεμένες στο άρμα του παγκόσμιου
ιμπεριαλισμού. Στην πραγματικότητα, σήμερα είναι περισσότερο σκλαβωμένες απ’ ό,τι
ήταν πριν 50 χρόνια. Η μόνη διαφορά είναι ότι αντί για την άμεση στρατιωτική
γραφειοκρατική κυριαρχία, υπάρχει η έμμεση κυριαρχία μέσω των όρων εμπορίου. Αυτό
σημαίνει την ανταλλαγή περισσότερης εργασίας με λιγότερη καθώς και μέσω της υπερχρέωσης.

Οι πρώην αποικιακές χώρες υπόκεινται σε μια διπλή εκμετάλλευση. Υπάρχουν δύο πλευρές της
ψαλίδας. Μέσω των χρεών οι ανεπτυγμένες χώρες ξεζουμίζουν επιπρόσθετα τους αποικιακούς
λαούς. Πριν δέκα χρόνια το συσσωρευμένο χρέος των αποικιακών χωρών ήταν περίπου 800
δις δολάρια. Όλο αυτό το ποσό έχει πληρωθεί. Από το 1990 έως το 1997 μόνο για την
εξυπηρέτηση του χρέους, δηλαδή για τόκους, ο αποικιακός κόσμος πλήρωσε 1,8 τρις δολάρια.
Αυτό το ποσό είναι περισσότερο από το διπλάσιο του αρχικού χρέους. Τι έγινε όμως με το
συνολικό συσσωρευμένο χρέος; Το 1994 ήταν 1,4 τρις δολάρια και το 1997 έφτασε τα 2,1 τρις.
Αυτό το χρέος δεν θα αποπληρωθεί ποτέ.

Αυτή η κατάσταση εγκυμονεί τους σπόρους μιας ανθρώπινης καταστροφής ασύλληπτων


διαστάσεων. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά σ' ένα χάρτη της Αφρικής για να δει ότι τα
εγκλήματα του ιμπεριαλισμού άλλαξαν βάναυσα τη ζωή και την εξέλιξη εκατομμυρίων
ανθρώπων. Θα δει ότι τα σύνορα είναι ευθείες γραμμές, οι οποίες τραβήχτηκαν στο χάρτη με τη
βοήθεια ενός χάρακα, κόβοντας σε κομμάτια όλα τα φυσικά σύνορα διαμελίζοντας ίσως 10.000
διαφορετικές φυλές και έθνη, δημιουργώντας μια ντουζίνα αποικιακών ημικρατών. Οι τωρινοί
πόλεμοι, που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Κεντρική Αφρική, είναι σε κάποιο βαθμό
κληρονομιά του τερατώδους κατατεμαχισμού της περιοχής σε φυσικές, γεωγραφικές,
γλωσσικές και φυλετικές διαιρέσεις. Σε μια σειρά από χώρες (Κονγκό, Ρουάντα,
Μπουρούντι, Σιέρα Λεόνε), υπάρχει ένας ατέλειωτος τρόμος.

Ο ιμπεριαλιστικός κατατεμαχισμός της Αφρικής ήταν μια τερατώδης πράξη. Όμως, πάνω
από εκατό χρόνια μετά, έχουν σήμερα δημιουργηθεί μια σειρά από εθνικά κράτη στην
Αφρική. Το καθήκον να δοθεί ένας πραγματικά δημοκρατικός, ορθολογικός και
προοδευτικός χαρακτήρας στα διάφορα κράτη της μετααποικιακής Αφρικής, είναι ένα
καθήκον που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από το προλεταριάτο, από τη στιγμή όμως
που θα καταφέρει να αποτινάξει το ζυγό της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και των
ντόπιων υποτακτικών τους. Η πραγματική ανεξαρτησία και η ικανότητα αντίστασης σε
όλες τις προσπάθειες της ξένης κυριαρχίας, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενοποίηση
του πολυδιασπασμένου σώματος της Αφρικής, στη βάση ενός κοινού σοσιαλιστικού
σχεδίου παραγωγής. Η κοινή εκμετάλλευση του τεράστιου φυσικού πλούτου της
αφρικανικής ηπείρου, οι τεράστιες δυνατότητες αγροτικής παραγωγής και ορυκτού
πλούτου, μπορούν να μεταμορφώσουν τις ζωές των ανθρώπων και έτσι να μπει ένα
τέλος στον εφιάλτη των φυλετικών και εθνικών συγκρούσεων. Οι προσπάθειες να
«ξαναμοιράσουν την τράπουλα» σε μια καπιταλιστική βάση, να αλλάξουν τα υπάρχοντα
σύνορα μέσω πολέμων, το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι καταστροφικά
αποτελέσματα και να οδηγήσει ακόμα και στη βαρβαρότητα. Το να δίνει κανείς σε
εκατομμύρια απελπισμένους ανθρώπους την προοπτική ότι με την αλλαγή των
συνόρων είναι δυνατό να λυθούν τα πιο πιεστικά τους προβλήματα, είναι μια ελεεινή
εξαπάτηση.

Η Νιγηρία που ήταν μια από τις πιο πλούσιες χώρες στην Αφρική, είναι τώρα πια, σύμφωνα με
τα Ηνωμένα Εθνη, μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Αυτή η κατάσταση προκαλεί
τρομερές κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες βρίσκουν την πιο οξεία τους έκφραση στους
αυξανόμενους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφορετικών περιοχών και των διαφορετικών
εθνικών ομάδων. Εάν οι εργάτες δεν καταφέρουν να πάρουν την εξουσία και να
μετασχηματίσουν τη Νιγηρία πάνω σε σοσιαλιστική βάση, ο εφιάλτης είναι αναπόφευκτος. Στη
Νιγηρία υπάρχουν τουλάχιστον 120 διαφορετικές εθνότητες, συμπεριλαμβανομένων των τριών
μεγάλων εθνοτήτων -τους κυρίαρχους Χάουζα στο Βορά, οι οποίοι είναι ισλαμιστές και
παραδοσιακά η κυρίαρχη δύναμη στο κράτος που καταπίεζε τις άλλες δύο βασικές εθνότητες,
τους Γιουρούμπας και τους Ιμπος, στα νότια και τα ανατολικά της χώρας. Ο πόλεμος της
Μπιάφρα, στον οποίο είχαν εμπλακεί οι ιμπεριαλιστές σε μια προσπάθεια να διασπάσουν την
περιοχή των Ιμπο, οδήγησε σ' ένα τρομερό λουτρό αίματος. Εάν η Νιγηρία διασπαζόταν στη
βάση των διαφορετικών εθνοτήτων θα μπορούσε να είχαμε μιαν τόσο φριχτή αλληλοσφαγή,
που θα έκανε τον πόλεμο της Μπιάφρα να μοιάζει συγκριτικά ασήμαντος. Το να προβάλλει
κανείς σε τέτοιες συνθήκες το αίτημα της αυτοδιάθεσης, όχι μόνο για τις πιο βασικές εθνότητες
της Νιγηρίας, αλλά ακόμα και για φυλές, όπως κάνουν κάποιες σέχτες, είναι το αποκορύφωμα
της ανευθυνότητας.

Στην Ινδονησία το εθνικό ζήτημα είναι επίσης πολύ σημαντικό και μια σωστή θέση πάνω σε
αυτό θα είναι το ίδιο σημαντική για τους Ινδονήσιους μαρξιστές όπως ήταν και για τους Ρώσους
Μπολσεβίκους. Εάν το προλεταριάτο στην Ινδονησία δεν καταφέρει να ανοίξει ένα δρόμο προς
τα μπρος μέσα από τη σοσιαλιστική επανάσταση, η πιθανότητα διάσπασης της Ινδονησίας θα
έρθει πιο κοντά. Με δεδομένο το εκρηκτικό μίγμα φυλών και θρησκειών, οι συνέπειες θα είναι
πολύ τρομακτικές για να τις αντικρίσει κανείς. Τα αιματηρά γεγονότα του Ανατολικού Τιμόρ ήταν
μια προειδοποίηση για όλους τους λαούς της Ινδονησίας. Αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες
της εμφάνισης δολοφονικών συγκρούσεων μεταξύ εθνοτήτων στην Ατσέχ, στη Μολούκα και σε
άλλα νησιά. Οι δυνάμεις της αντίδρασης στην ηγεσία του στρατού, οι γαιοκτήμονες, οι
καπιταλιστές και μέλη του παλιού καθεστώτος, εάν βρεθούν μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν
2
την εξουσία και τα προνόμιά τους, δεν θα διστάσουν να βυθίσουν την Ινδονησία στο χάος,
μετατρέποντάς την σε ένα εφιάλτη και σε ένα λουτρό αίματος προκειμένου να διαιρέσουν και να
αποπροσανατολίσουν το μαζικό κίνημα. Διέξοδος μπορεί να βρεθεί μόνο με ένα επιδέξιο
συνδυασμό ενός προγράμματος που από τη μια να αναγνωρίζει τα εθνικά δικαιώματα και
επιδιώξεις όλων των κατοίκων του Αρχιπελάγους και από την άλλη να ενώνει την εργατική τάξη
και τους φτωχούς αγρότες όλων των εθνοτήτων και θρησκειών για την απαλλοτρίωση των
γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών.

Το εθνικό ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στις πρώην αποικιακές χώρες. Εξαιτίας της
γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού, αρχίζει να επηρεάζει και τις ανεπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες, ακόμα και εκείνες που υποτίθεται ότι το είχαν λύσει. Στο Βέλγιο,
σε μια από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη, η σύγκρουση μεταξύ Βαλώνων
και Φλαμανδών έχει πάρει ένα βίαιο χαρακτήρα. Οι κρατικές μεταρρυθμίσεις και η
οικονομική ανάπτυξη έχουν βελτιώσει προσωρινά τις σχέσεις μεταξύ των δυο
εθνοτήτων, αλλά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες το βελγικό εθνικό ζήτημα μπορεί να
εμφανιστεί ξανά και τότε θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε διάσπαση της χώρας.
Στην Κύπρο έχουμε τη σύγκρουση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και μια
ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πρόσφατα το εθνικό ζήτημα στα
Βαλκάνια έσυρε την Ευρώπη στο χείλος ενός γενικευμένου πολέμου.

Στις ΗΠΑ υπάρχει το πρόβλημα του ρατσισμού ενάντια στους μαύρους, καθώς επίσης
και τους ισπανόφωνους. Στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες γινόμαστε
μάρτυρες διακρίσεων και ρατσιστικών επιθέσεων ενάντια στους μετανάστες. Στην
πρώην Σοβιετική Ενωση το εθνικό ζήτημα είχε σαν αποτέλεσμα το κατρακύλισμα σ' ένα
αιματηρό χάος πολέμων και εμφύλιων πολέμων στη μια χώρα μετά την άλλη. Στη
Βρετανία, όπου ο καπιταλισμός υπάρχει για μεγαλύτερο διάστημα από οπουδήποτε
αλλού, το εθνικό πρόβλημα εξακολουθεί να είναι άλυτο, όχι μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία,
αλλά έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη με έναν έντονο τρόπο ακόμη και στην Ουαλία και
τη Σκότια. Στην Ισπανία έχουμε το πρόβλημα των Βάσκων, της Καταλονίας και της
Γαλικίας. Το πιο εκπληκτικό από όλα, είναι το γεγονός ότι εκατό χρόνια μετά την
ενοποίηση της Ιταλίας, η Λέγκα του Βορά προβάλλει το αντιδραστικό αίτημα της
διάσπασης της Ιταλίας στη βάση της αυτοδιάθεσης του Βορά (Παδανία). Το συμπέρασμα
είναι αναπόφευκτο. Εάν αγνοήσουμε το εθνικό ζήτημα θα υποστούμε τις συνέπειες. Εάν
θέλουμε να πετύχουμε στον αγώνα για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, τότε θα
πρέπει ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς ανάλυσης να έχουμε μιαν καθαρή και σωστή θέση
πάνω σ' αυτό το ζήτημα.

Παρότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το εθνικό κράτος σαν κάτι το φυσικό, και με
αυτήν την έννοια ριζωμένο στο απώτατο παρελθόν, εάν όχι συστατικό στοιχείο στο αίμα
και στη ψυχή των ανθρώπων, είναι στην πραγματικότητα ένα σχετικά πρόσφατο
δημιούργημα, το οποίο στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο τα τελευταία 200 χρόνια. Η
μόνη εξαίρεση σ' αυτό μπορεί να θεωρηθεί η Ολλανδία, όπου η αστική επανάσταση τον 16 ο
αιώνα πήρε τη μορφή ενός πολέμου εθνικής απελευθέρωσης ενάντια στην Ισπανία, και η
Αγγλία εξαιτίας της μοναδικής θέσης της σαν ένα νησί-βασίλειο όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη
πραγματοποιήθηκε νωρίτερα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη (από το τέλος του 14ου αιώνα
και μετά). Πριν από αυτή την περίοδο δεν υπήρχαν έθνη, αλλά μόνο φυλές, πόλεις-κράτη και
αυτοκρατορίες. Επιστημονικά, είναι λάθος να αναφερόμαστε σε αυτά ως «έθνη», όπως γίνεται
συνήθως.

Το εθνικό κράτος είναι προϊόν του καπιταλισμού. Δημιουργήθηκε από την αστική τάξη η
οποία χρειαζόταν μιαν εθνική αγορά. Έπρεπε να καταστρέψει τα τοπικά εμπόδια με τις
μικρές αποκομμένες περιοχές και τους δικούς τους τοπικούς φόρους, με διόδια,
ξεχωριστά νομισματικά συστήματα, ξεχωριστά συστήματα βάρους και μέτρησης. Η
ανατροπή αυτών των τοπικών ιδιαιτεροτήτων ήταν εκείνη την περίοδο ένα γιγάντιο
βήμα μπροστά. Η συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων σ' ένα εθνικό κράτος ήταν
ένα προοδευτικό ιστορικό καθήκον της μπουρζουαζίας.

3
Παρόλα αυτά, το εθνικό ζήτημα αναφέρεται από ιστορική σκοπιά στην περίοδο της
αστικής δημοκρατικής επανάστασης. Αυστηρά μιλώντας, το εθνικό ζήτημα δεν αποτελεί
μέρος του σοσιαλιστικού προγράμματος, γιατί θα έπρεπε να έχει λυθεί από τη
μπουρζουαζία στον αγώνα της ενάντια στη φεουδαρχία. Στο βαθμό που η μπουρζουαζία
αποδείχθηκε ανίκανη να λύσει το εθνικό ζήτημα, αυτό το καθήκον πέφτει στις πλάτες του
προλεταριάτου. Μέσα στα πλαίσια του αγώνα της για την ανατροπή του καπιταλισμού, η
εργατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη να ασχοληθεί με όλα τα εκκρεμή ζητήματα, τα
οποία της κληροδοτήθηκαν από ένα εκφυλισμένο και παρακμασμένο σύστημα και να
ενώσει αυτά τα καθήκοντα με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Μόνο ασχολούμενο με τα προβλήματα όλων των καταπιεσμένων τάξεων και στρωμάτων


μπορεί το προλεταριάτο να τεθεί επικεφαλής του έθνους και να προχωρήσει στον
επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Δεν μπορεί να σταθεί αμέτοχο από τις
πολλαπλές εκδηλώσεις της καταπίεσης και της αδικίας, αλλά πρέπει να γίνει ο
πρωτοπόρος όλων των καταπιεσμένων, την ίδια στιγμή που πάντα θα διατηρεί την
ταξική του ανεξαρτησία και τους επαναστατικούς του στόχους. Πρέπει να εξηγήσει στους
καταπιεσμένους (εθνικά και φυλετικά καταπιεσμένους ανθρώπους, γυναίκες και
μειονότητες) ότι η μόνη πραγματική λύση είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της
κοινωνίας. Η αναζήτηση λύσεων μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος δεν
μπορεί να δώσει καμιά λύση μακράς διάρκειας.

Ο Λένιν, όπως επίσης και ο Μαρξ, είχε μια πολύ ευέλικτη θέση για το εθνικό ζήτημα, το
οποίο πάντα προσέγγιζε από τη σκοπιά των γενικών συμφερόντων του προλεταριάτου
και της παγκόσμιας επανάστασης. Η διαφορά μεταξύ επαναστατικής διαλεκτικής και
αφηρημένης σκέψης φάνηκε με έναν εντυπωσιακό τρόπο στις αντιπαραθέσεις που
υπήρξαν πάνω στο εθνικό ζήτημα μεταξύ του Μαρξ και του Προυντόν την περίοδο της
Πρώτης Διεθνούς. Ο Προυντόν, που ήταν γάλλος σοσιαλιστής και πρόδρομος του
αναρχισμού, αρνήθηκε την ύπαρξη του εθνικού ζητήματος. Σε όλη την ιστορία του
κινήματος υπήρχαν και υπάρχουν πάντα σεχταριστές, οι οποίοι υιοθετούν μια
αφηρημένη προσέγγιση της ταξικής πάλης. Δεν ξεκινούν από την συγκεκριμένη
πραγματικότητα της κοινωνίας, όπως αυτή υπάρχει, αλλά κινούνται στις στείρες
αφαιρέσεις του δικού τους φανταστικού κόσμου. Οι Προυντονιστές στο Γενικό
Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς θεώρησαν ασήμαντο τον αγώνα των Πολωνών, των
Ιταλών και Ιρλανδών για την εθνική τους χειραφέτηση.

Στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς ή αλλιώς της Διεθνούς Ένωσης των
Εργαζομένων, ο Μαρξ έπρεπε να δώσει μάχη σε δύο μέτωπα: Από τη μια ενάντια στους
μικροαστούς εθνικιστές, όπως ο Ματσίνι, και από την άλλη ενάντια στους ημιαναρχικούς
υποστηρικτές του Προυντόν, οι οποίοι αρνούνταν συνολικά την ύπαρξη του εθνικού
ζητήματος. Όμως, παρότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδωσαν μεγάλη προσοχή στο εθνικό
ζήτημα σε αντίθεση με τον Προυντόν, πάντα το θεωρούσαν ότι ήταν υποταγμένο στο
«εργατικό ζήτημα», που σημαίνει ότι πάντα το εξέταζαν αποκλειστικά από τη σκοπιά της
εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό μπορεί να το δει κανείς από
τη στάση του Μαρξ στον εθνικό αγώνα των Πολωνών και των Ιρλανδών από τη μια, και
των Τσέχων και των Νοτιοσλάβων από την άλλη.

Δεν ήταν ποτέ απόλυτη υποχρέωση για τους Μαρξιστές να υποστηρίξουν το καθένα
ξεχωριστά ή και όλα μαζί τα κινήματα για την αυτοδιάθεση. Ο ίδιος ο Μαρξ που αρχικά
υποστήριξε την Πολωνική ανεξαρτησία αντιτάχθηκε σθεναρά στην ανεξαρτησία των
Τσέχων και αντιτάχθηκε επίσης στο επονομαζόμενο απελευθερωτικό κίνημα στα
Βαλκάνια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Από πρώτη άποψη, αυτές οι δύο αντιφατικές
θέσεις προέρχονταν στην ουσία από τις ίδιες επαναστατικές αντιλήψεις. Ο Μαρξ
κατάλαβε ότι ενώ μια νίκη των Πολωνών θα αποτελούσε ένα κτύπημα ενάντια στο
ρωσικό τσαρισμό, κάτι που θα είχε επαναστατικές επιπτώσεις, το εθνικό κίνημα των
Νότιων Σλάβων χρησιμοποιήθηκε από το τσαρισμό ως ένα εργαλείο της δικής του
επεκτατικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Οπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία, οι αγώνες
των μικρών εθνών χρησιμοποιήθηκαν από τις αντιδραστικές μεγάλες δυνάμεις για την
4
εξυπηρέτηση των σχεδίων τους. Αυτός που αποτυγχάνει να συλλάβει αυτή την πλευρά
του εθνικού ζητήματος θα πέσει αναπόφευκτα σε μια αντιδραστική παγίδα.

Όπως εξήγησε αργότερα ο Λένιν, από τη δεκαετία του 1880 και μετά, το σύνθημα της
Πολωνικής ανεξαρτησίας δεν ήταν το καταλληλότερο σύνθημα, λόγω της πορείας της
εργατικής τάξης στη Ρωσία, η οποία έθεσε την προοπτική της επανάστασης μέσα στην
ίδια τη Ρωσία.

Όπως και με τους Πολωνούς, έτσι και με το Ιρλανδικό ζήτημα η θέση του Μαρξ
καθορίσθηκε αποκλειστικά από την άποψη των συμφερόντων της επανάστασης. Ενώ
φυσιολογικά ένιωθε συμπάθεια για τον καταπιεζόμενο ιρλανδικό λαό, ο Μαρξ υπόβαλλε
πάντα τους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές ηγέτες σε μια αδυσώπητη κριτική.
Εξαρχής, ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξήγησαν ότι η εθνική απελευθέρωση της Ιρλανδίας ήταν
αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης, ιδιαίτερα με την
επαναστατική λύση του προβλήματος της γης. Αυτή η διορατική ανάλυση αφορούσε τον
αγώνα για την εθνική απελευθέρωση γενικά και όχι μόνο στην Ιρλανδία.

Στον πυρήνα της θέσης του Μαρξ και του Ενγκελς υπήρχε η προοπτική μιας εθελοντικής
ομοσπονδίας της Ιρλανδίας, της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ουαλίας. Αυτή η
προοπτική συνδεόταν πάντα με την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας από τους
εργάτες. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτούσε την χωρίς όρους υποστήριξη της ενότητας
των Εγγλέζων και Ιρλανδών εργατών.

Από πάρα πολύ νωρίς, οι Μαρξ και Ενγκελς διεξήγαγαν έναν ασυμβίβαστο αγώνα
ενάντια στους Ιρλανδούς μικροαστούς φιλελεύθερους εθνικιστές, όπως τον Ντάνιελ Ο'
Κόνελ τον οποίο και αποκήρυξαν ως τσαρλατάνο και προδότη του Ιρλανδικού λαού.
Αργότερα και για κάποιο διάστημα, έδωσαν κριτική υποστήριξη στους μικροαστούς
Fenians. Αυτό ήταν φυσικό, αλλά και σωστό, σε μια περίοδο όπου το εργατικό κίνημα
δεν υπήρχε ακόμα στην Ιρλανδία, η οποία παρέμενε στο μεγαλύτερο ποσοστό της μια
αγροτική κοινωνία μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Ομως ο Μαρξ και ο Ενγκελς
δεν συμπεριφέρθηκαν ποτέ σαν οπαδοί των Fenians. Κράτησαν πάντα μιαν ανεξάρτητη
ταξική στάση. Κριτίκαραν πολύ σοβαρά τις τυχοδιωκτικές τακτικές των Fenians, τις
τρομοκρατικές τάσεις τους, την εθνικιστική στενότητα και την άρνησή τους να
αποδεχθούν την ανάγκη σύνδεσης με το αγγλικό εργατικό κίνημα. Παρά το γεγονός ότι
οι Fenians ήταν η πιο προχωρημένη πτέρυγα του Ιρλανδικού Επαναστατικού
Δημοκρατικού Κινήματος, το οποίο έδειξε ακόμα και σοσιαλιστικές τάσεις, οι Μαρξ και
Ενγκελς δεν είχαν καμιά αυταπάτη γι' αυτούς.

Και ο Μαρξ και ο Ενγκελς κριτίκαραν με αυστηρό τρόπο την τακτική της ατομικής
τρομοκρατίας των Fenians (ανατίναξη του Clerkenwell). Παρόλα αυτά, συγκρινόμενη με
την τρομοκρατική τακτική του ΙΡΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, «η
θηριωδία του Clerkenwell» ήταν αστεία υπόθεση. Η πλέον αντιδραστική όψη της
μεθόδου της ατομικής τρομοκρατίας, η οποία όχι μόνο δεν απειλεί το αστικό κράτος
αλλά το δυναμώνει, χρησιμεύει για να διασπάσει την εργατική τάξη και να την
αποδυναμώσει μπροστά στους εκμεταλλευτές της.

Η αντίληψη του Μαρξ ήταν πάντα αυτή της προλεταριακής επανάστασης και του
διεθνισμού. Αυτό και μόνο αυτό, καθόρισε τη συμπεριφορά του στο Ιρλανδικό ζήτημα,
καθώς και σε κάθε άλλη εμφάνιση του εθνικού ζητήματος. Για το Μαρξ και τον Ενγκελς,
το «εργατικό ζήτημα» ήταν πάντα το κεντρικό θέμα. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να
υποβιβάσουν την προπαγάνδα και την αγκιτάτσιά τους για το Ιρλανδικό ζήτημα σε ένα
απλοϊκό και μονολεκτικό σύνθημα, όπως «έξω τα στρατεύματα κατοχής»! ή να
συμπεριφερθούν σαν άμισθοι σύμβουλοι των εθνικιστών. Αντίθετα, διεξάγοντας ένα
επίμονο αγώνα ενάντια στη βλαβερή δημαγωγία των αστών και μικροαστών Ιρλανδών
εθνικιστών, αγωνίστηκαν με ζήλο υπέρ της επαναστατικής ενότητας της ιρλανδικής και
εγγλέζικης εργατικής τάξης.

5
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν δίκιο στην εκτίμησή τους για τους
αστούς και μικροαστούς εθνικιστές στην Ιρλανδία. Το 1922, η ιρλανδική εθνικιστική
αστική τάξη πρόδωσε τον αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης και συμφώνησε στην
απόσχιση του Βορρά από το Νότο. Από τότε οι μικροαστοί εθνικιστές έχουν επιδείξει
την απόλυτη ανικανότητά τους να λύσουν το «ζήτημα των συνόρων». Η τακτική της
ατομικής τρομοκρατίας, η οποία έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής από τον Μαρξ και
τον Ενγκελς, αποδείχθηκε ότι ήταν και αναποτελεσματική και αδύναμη. Μετά από 30
χρόνια επονομαζόμενου ένοπλου αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία, η ενοποίηση της
Ιρλανδίας βρίσκεται μακρύτερα παρά ποτέ. Ο μόνος τρόπος για να λυθεί ό,τι απέμεινε
από το εθνικό ζήτημα στην Ιρλανδία είναι στη βάση μιας ταξικής σοσιαλιστικής και
διεθνιστικής πολιτικής -την πολιτική του Μαρξ, του Λένιν και του μεγάλου προλετάριου
επαναστάτη και μάρτυρα Τζέιμς Κόννολυ.

Μετά τον Μαρξ, ήταν ο Λένιν αυτός που ανέπτυξε πλήρως τη θεωρία του εθνικού
ζητήματος. Στην περίοδο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λένιν αφιέρωσε αρκετό
χρόνο στο εθνικό ζήτημα και ιδιαίτερα στην απάντησή του στις αναθεωρητικές θέσεις
του Οττο Μπάουερ. Το κεντρικό θέμα ήταν το πως μπορεί να καθορισθεί το έθνος. Οι
Μπολσεβίκοι εναντιώθηκαν στον υποκειμενικό προσδιορισμό του Μπάουερ και
προσδιόρισαν το έθνος ως μία ιστορικά εξελισσόμενη σταθερή κοινωνία με κοινή
γλώσσα, επικράτεια, οικονομική ζωή και κοινή ψυχολογία, εκδηλωμένα όλα αυτά σε μιαν
πολιτιστική κοινότητα. Ετσι, ένα έθνος πρέπει να έχει κοινή γλώσσα και επικράτεια,
κοινή ιστορία και κουλτούρα και να είναι επίσης δεμένο με ισχυρούς οικονομικούς
δεσμούς. Παρόλα αυτά, όπως και με όλους τους γενικούς ορισμούς, αυτό με κανένα
τρόπο δεν εξαντλεί το ζήτημα. Στο πρόσωπο μιας ή και περισσότερων εξαιρέσεων,
κάποιος βρίσκει πάντα συγκεκριμένες παραλλαγές, οι οποίες ίσως έρχονται σε αντίθεση
με το βασικό ορισμό του έθνους. Είναι πολύ γνωστό ότι το ερώτημα για το τι είναι έθνος,
κρύβει παγίδες και ότι αρκετές φορές οδήγησε πολλές αναλύσεις σε πλήρη αποτυχία.

Το κλειδί για να κατανοηθεί το ζήτημα βρίσκεται στην αρχική διατύπωση ότι το έθνος
είναι μία «ιστορικά εξελισσόμενη» οντότητα. Η διαλεκτική δεν ξεκινάει από αφηρημένους
τυπικούς προσδιορισμούς αλλά από τη συγκεκριμένη εκτίμηση των ζωντανών
διεργασιών, των πραγμάτων όπως αυτά αλλάζουν και εξελίσσονται. Το έθνος δεν είναι
κάτι το σταθερό και στατικό αλλά είναι κάτι που αλλάζει και εξελίσσεται. Μπορούν να
δημιουργηθούν έθνη εκεί όπου δεν υπήρχαν πριν. Αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος με τον
οποίο δημιουργήθηκαν τα σύγχρονα κράτη. Αυτό έγινε στη Γαλλία, την Ιταλία και τη
Γερμανία. Αργότερα, δημιουργήθηκε η ινδική εθνική συνείδηση -ακούσια, ασφαλώς- από
τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Τώρα, με την καθοδική πορεία του καπιταλισμού και την
ανικανότητα της αστικής τάξης της Ινδίας να προσφέρει διέξοδο, υπάρχουν σαφείς
ενδείξεις της αποδυνάμωσης και του θρυμματισμού αυτής της εθνικής συνείδησης που
θέτει τεράστιους κινδύνους για το μέλλον της Ινδίας.

Ιστορικά μιλώντας, έθνη μπορούν να δημιουργηθούν από την υπάρχουσα πρώτη ύλη,
μέσα σε συνθήκες πολέμων, εισβολών και επαναστάσεων που καταλύουν τους παλιούς
δεσμούς και τα σύνορα και δημιουργούν καινούργια. Αυτός ο ιστορικός ανασχηματισμός
μπορεί να στρέψει τα πράγματα στο αντίθετό τους. Αυτό που ήταν χθες ένα
καταπιεσμένο έθνος ή μια υποδουλωμένη αποικία μπορεί να μετατραπεί στο πιο
τερατώδες και καταπιεστικό ιμπεριαλιστικό κράτος. Το πιο καλό παράδειγμα είναι οι
ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες ήταν αρχικά αποικίες της Βρετανίας και τώρα είναι το ισχυρότερο
και πιο αντιδραστικό ιμπεριαλιστικό κράτος του κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο, τα αστικά
κράτη, που απελευθερώθηκαν μεν από την ξένη κυριαρχία αλλά παραμένουν σε μια
υποδεέστερη θέση σε σχέση με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε παγκόσμια
κλίμακα, παίζουν το ρόλο των τοπικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αφού καταπιέζουν
και εκμεταλλεύονται τις πιο αδύναμες γειτονικές τους χώρες. Ετσι, η Ινδία παίζει έναν
ιμπεριαλιστικό ρόλο σε σχέση με το Νεπάλ, το Ασαμ και το Κασμίρ. Επίσης, η τσαρική
Ρωσία ήταν μια από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παρότι δεν εξήγαγε κεφάλαιο
και ήταν μια καθυστερημένη ημιφεουδαρχική χώρα, βρισκόμενη σε ημιαποικιακή

6
κατάσταση σε σχέση με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις άλλες ανεπτυγμένες
καπιταλιστικά χώρες.

Το Μπολσεβίκικο κόμμα είχε ευθύς εξ αρχής μιαν πολύ προσεκτική θέση πάνω στο
εθνικό ζήτημα. Αυτό ήταν βασικό για να κερδίσει τις μάζες, ιδιαίτερα τους αγρότες. Το
εθνικό ζήτημα κανονικά δεν επηρεάζει και τόσο την εργατική τάξη όσο τους μικροαστούς
και ιδιαίτερα τους αγρότες. Ιστορικά μιλώντας, το εθνικό και το αγροτικό ζήτημα ήταν
μεταξύ τους πάρα πολύ στενά συνδεδεμένα. Μερικές φορές ακόμα και καλά
εκπαιδευμένοι μαρξιστές αποτυγχάνουν να συλλάβουν το ζήτημα. Προκειμένου να
τραβήξεις την προσοχή των μικροαστικών μαζών και να τις κερδίσεις στην υπόθεση της
επανάστασης, ήταν απόλυτα απαραίτητη η χρησιμοποίηση των δημοκρατικών και
άλλων επιμέρους αιτημάτων, όπως το αίτημα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ομως,
η σημασία της χρησιμοποίησης τέτοιων συνθημάτων βρίσκεται μόνο στον αγώνα που
διεξάγεται από το προλεταριάτο και το κόμμα του, με στόχο να κερδίσει την ηγεσία των
μαζών σ' ένα ευθύ αγώνα ενάντια στα αστικά και μικροαστικά κόμματα και ρεύματα. Ως
εκ τούτου, η βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επαναστατικής πτέρυγας είναι ο
αδιάλλακτος αγώνας ενάντια στους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές. Και για να
διεξαχθεί ένας τέτοιος αγώνας, είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη θέση πάνω στο εθνικό
ζήτημα.

Πάνω σε αυτό το ζήτημα, ο Λένιν διεξήγαγε μια συνεχή και σκληρή πολεμική ενάντια στη
Ρόζα Λούξεμπουργκ, με σκοπό να σπρώξει το κόμμα στην υιοθέτηση μιας σωστής
θέσης. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, χρειάστηκε να
διεξάγει ένα αγώνα ενάντια στον Μπουχάριν και τον Πιατάκοφ, οι οποίοι είχαν επίσης
υποστηρίξει την άποψη ότι το εθνικό ζήτημα δεν ήταν πια επίκαιρο και αντιτάχθηκαν στο
δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Είναι περιττό να πούμε ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μια
μεγάλη επαναστάτρια και μια αφοσιωμένη διεθνίστρια, που δυστυχώς όμως ο
διεθνισμός της είχε μάλλον ένα μονόπλευρο αντιδιαλεκτικό και αφηρημένο χαρακτήρα.
Ετσι, αρνήθηκε το δικαίωμα του πολωνικού λαού για αυτοδιάθεση και χαρακτήρισε την
ιδέα της ουκρανικής εθνότητας ως μία επινόηση των διανοουμένων. Εάν οι Μπολσεβίκοι
υιοθετούσαν μιαν τέτοια θέση (αρνούμενοι στην πραγματικότητα το εθνικό ζήτημα) θα
είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ρώσικη Επανάσταση.

Ο Λένιν ήταν Ρώσος, ανήκε δηλαδή στην εθνότητα των Μεγαλορώσων που καταπίεζε. Η
Ρόζα Λούξεμποργκ ήταν Πολωνέζα και επίσης Εβραία. Ο Λένιν κατάλαβε την ανάγκη της
εξαιρετικής ευαισθησίας απέναντι στους λαούς που καταπιέζονταν από το τσαρικό
καθεστώς της Ρωσίας. Δεν αρνήθηκε ποτέ του το δικαίωμα (στην πραγματικότητα ήταν
υποχρέωσή τους) των Πολωνών συντρόφων να διεξαγάγουν ένα αλύπητο αγώνα
ενάντια στους Πολωνούς εθνικιστές και να δίνουν έμφαση στην ανάγκη της ενότητας με
τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας. Ομως αντιτάχθηκε αποφασιστικά στην
αφαίρεση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από το πρόγραμμα του Ρωσικού
κόμματος. Το πρώτο καθήκον των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών ήταν να αγωνίζονται
ενάντια στη δική τους αστική τάξη, τη ρώσικη μπουρζουαζία και το τσαρισμό. Μόνο με
αυτό τον τρόπο μπορούσαν οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες να αποδείξουν στους
Πολωνούς ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να τους καταπιέσουν και έτσι να βάλουν τις
βάσεις για την ενότητα των δύο λαών στον επαναστατικό αγώνα. Η θαυμάσια διαλεκτική
θέση του Λένιν για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, δεν σήμαινε με καμιά
έννοια τη διαίρεση του ρώσικου και του πολωνικού λαού αλλά αντίθετα να τη συνένωσή
τους.

Στο βιβλίο του «Η ιστορία της Ρώσικης επανάστασης», ο Τρότσκι συνόψισε τη θέση του
Λένιν ως εξής: «Ο Λένιν είχε υπολογίσει σε εύθετο χρόνο τον αναπόφευκτο χαρακτήρα
των φυγόκεντρων εθνικών κινημάτων στην Ρωσία και για χρόνια είχε παλέψει
πεισματικά, ιδιαίτερα ενάντια στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, για την περίφημη παράγραφο 9
του παλιού προγράμματος του κόμματος, που διατύπωνε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης
των εθνών, δηλαδή του πλήρους κρατικού αποχωρισμού τους. Με αυτό, το
Μπολσεβίκικο κόμμα δεν επιφορτιζότανε με το καθήκον να προπαγανδίσει υπέρ της
7
απόσχισης. Υποχρεωνότανε μόνο να ταχθεί με αδιαλλαξία ενάντια στην κάθε λογής
εθνική καταπίεση και τη συγκράτηση με τη βία της μιας ή της άλλης εθνότητας μέσα στα
όρια ενός κράτους. Μόνο από αυτό το δρόμο το ρώσικο προλεταριάτο μπόρεσε
βαθμιαία να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των καταπιεσμένων εθνοτήτων.

«Μα αυτό δεν ήταν παρά η μια πλευρά του ζητήματος. Η πολιτική των μπολσεβίκων στο
εθνικό ζήτημα είχε και μιαν άλλη όψη, φαινομενικά σε αντίθεση με την πρώτη αλλά στην
ουσία τη συμπλήρωνε. Μέσα στα πλαίσια του κόμματος και γενικά των εργατικών
οργανώσεων, ο μπολσεβικισμός εφάρμοζε τον πιο αυστηρό συγκεντρωτισμό,
παλεύοντας αδυσώπητα ενάντια σε κάθε εθνικιστική μόλυνση, που θα μπορούσε να
φέρει τους εργάτες τον ένα ενάντια στον άλλο ή να τους διαιρέσει. Ενώ αρνιότανε
ξεκάθαρα στο αστικό κράτος το δικαίωμα να επιβάλλει σε μια εθνική μειονότητα την
αναγκαστική παραμονή ή ακόμα και την επίσημη γλώσσα, ο μπολσεβικισμός θεωρούσε
σύγκαιρα χρέος του αληθινά ιερό να συνδέσει όσο γινότανε στενότερα δια μέσου μιας
θεληματικής ταξικής πειθαρχίας τους εργαζόμενους από διάφορες εθνότητες σ’ ένα
ενιαίο σύνολο. Έτσι, απόκρουε απλά και καθαρά την εθνικο-ομοσπονδιακή αρχή
διάρθρωσης του κόμματος. Μια επαναστατική οργάνωση δεν είναι το πρωτότυπο του
μελλοντικού κράτους, δεν είναι παρά ένα όργανο για τη δημιουργία του. Το εργαλείο
πρέπει να είναι κατάλληλο για την κατασκευή του προϊόντος μα δεν πρέπει καθόλου να
εξομοιώνεται με αυτό. Μόνο μια συγκεντρωτική οργάνωση μπορεί να εξασφαλίσει την
επιτυχία της επαναστατικής πάλης και μάλιστα όταν πρόκειται να καταστρέψει τη
συγκεντρωτική καταπίεση πάνω στα έθνη (Τρότσκι, Η Ιστορία της Ρώσικης
Επανάστασης, σελ 336-7, Τόμος Β ελληνικής έκδοσης).

Έτσι, η μαρξιστική θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα έχει ένα διπλό χαρακτήρα. Τα εθνικά
αιτήματα έχουν δημοκρατικό και όχι σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Η εθνική καταπίεση δεν
επηρεάζει μόνο την εργατική τάξη, παρότι οι εργάτες υποφέρουν περισσότερο από
αυτήν, παρά από όλα τα άλλα είδη καταπίεσης. Το εθνικό ζήτημα επηρεάζει το σύνολο
του λαού, το σύνολο των μαζών και ιδιαίτερα τα μικροαστικά στρώματα. Παρόλα αυτά,
όπως έχουμε ήδη δείξει, ο Λένιν πάντα προσέγγιζε αυτό το θέμα από ταξική σκοπιά και
εμείς το προσεγγίζουμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Πώς ο Λένιν χειρίστηκε το εθνικό ζήτημα; Στην πραγματικότητα κράτησε μιαν αρνητική
θέση σε αυτό το ζήτημα. Εξήγησε πολλές φορές ότι οι Ρώσοι μπολσεβίκοι ήταν ενάντια
σε όλες τις μορφές της εθνικής καταπίεσης. Το ζήτημα δεν είναι σε τι είσαι υπέρ αλλά σε
τι είσαι εναντίον. Είμαστε εναντίον όλων των ειδών της εθνικής, γλωσσικής και
φυλετικής καταπίεσης και θα αγωνιζόμαστε ενάντια σε όλες τις μορφές εθνικής
καταπίεσης. Και αυτό είναι αρκετό για μιαν προλεταριακή τάση που επιθυμεί να
αγωνίζεται για πολιτική συνεπούς δημοκρατίας, ενώ διατηρεί και την ταξική της
ανεξαρτησία.

Οι Μαρξιστές αντιτίθενται σε όλες τις μορφές της εθνικής καταπίεσης. Είμαστε αντίθετοι
στη βίαιη υποδούλωση οποιουδήποτε έθνους σε κάποιο άλλο. Ως εκ τούτου
υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όπως υπερασπίζουμε και κάθε άλλο
δημοκρατικό αίτημα. Ομως, η υποστήριξη των δημοκρατικών αιτημάτων γενικά, δεν
θεωρήθηκε ποτέ από τους μαρξιστές ως κάποιο είδος Κατηγορηματικής Προσταγής.
Τέτοια αιτήματα είναι πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του
αγώνα για το σοσιαλισμό, όπως ξεκάθαρα ο Λένιν εξηγεί: «Στην πράξη το προλεταριάτο
μπορεί να διατηρήσει την πολιτική του ανεξαρτησία μόνο υποτάσσοντας τον αγώνα για
όλα τα δημοκρατικά αιτήματα, μη εξαιρουμένου και του αιτήματος για δημοκρατία, στον
επαναστατικό του αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης».

Ποια είναι η μαρξιστική θέση πάνω στα δημοκρατικά αιτήματα; Το δικαίωμα στο διαζύγιο
είναι ένα δημοκρατικό αίτημα, το οποίο επίσης υποστηρίζουμε. Σε τι συνίσταται όμως
αυτό το αίτημα; Σημαίνει ότι ένας άνδρας και μία γυναίκα μπορούν να ζήσουν μαζί για
όσο διάστημα οι σχέσεις τους είναι καλές και αισθάνονται και οι δύο ευτυχισμένοι. Ομως,
εάν η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων σπάσει, τότε έχουν το δικαίωμα να χωρίσουν και
8
κανένας δεν μπορεί να τους αναγκάσει να εξακολουθήσουν να ζουν μαζί. Αλλά, ας
εξετάσουμε και το δικαίωμα στην έκτρωση. Μια γυναίκα έχει το δικαίωμα να αποφασίσει
εάν θα έχει παιδί ή όχι, γιατί είναι ξεκάθαρο το δικαίωμα της γυναίκας να διαθέσει το
σώμα της όπως αυτή επιθυμεί. Εμείς υπερασπιζόμαστε αυτά τα δημοκρατικά αιτήματα.
Ομως, λέμε ότι το διαζύγιο ή η έκτρωση είναι από μόνα τους καλά πράγματα; Λέμε ότι
κάθε γυναίκα πρέπει να κάνει έκτρωση ή ότι κάθε παντρεμένο ζευγάρι πρέπει να παίρνει
διαζύγιο; Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Το διαζύγιο και η έκτρωση δεν είναι καλά
πράγματα, αλλά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να είναι το μικρότερο κακό.
Αυτό που υπερασπίζουμε δεν είναι το διαζύγιο και την έκτρωση, αλλά μόνο το δικαίωμα
στο διαζύγιο και στην έκτρωση. Είναι το ίδιο πράγμα με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στην υποστήριξη του δικαιώματος της
αυτοδιάθεσης και στην υποστήριξη της αυτοδιάθεσης ως τέτοιας. Είναι η διαφορά μεταξύ
της μαρξιστικής πολιτικής και του μικροαστικού εθνικισμού.

Για το Λένιν, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν σήμαινε ότι οι εργάτες ήσαν
«υποχρεωμένοι να ψηφίσουν υπέρ του διαχωρισμού», αλλά χρησίμευε αποκλειστικά
και μόνο για να αντιταχθούν σε όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης και στη βίαιη
παραμονή κάθε έθνους μέσα στα σύνορα ενός άλλου κράτους -δηλαδή, να αφήνονται οι
άνθρωποι να αποφασίζουν ελεύθερα πάνω στο ζήτημα. Αυτό είναι ένα στοιχειώδες
δημοκρατικό δικαίωμα, το οποίο οι Μπολσεβίκοι υπερασπίσθηκαν. Ομως, ακόμα και
τότε, το δικαίωμα δεν θεωρήθηκε ποτέ σαν κάτι απόλυτο, αλλά ήταν πάντα υποταγμένο
στα συμφέροντα του ταξικού αγώνα και της παγκόσμιας επανάστασης. Η πολιτική του
Λένιν δεν ήταν ο διαχωρισμός, αλλά η εθελοντική ένωση. Το σύνθημα του δικαιώματος
για την αυτοδιάθεση, μακριά από το να υποδηλώνει υποστήριξη στο διαχωρισμό, ήταν
ένα αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα ενάντια στο διαχωρισμό.

Ο γαλλόφωνος πληθυσμός του Κεμπέκ αισθάνεται εθνικά καταπιεσμένος στον Καναδά.


Οι εθνικιστές του Κεμπέκ πιέζουν για απόσχιση. Ενας μαρξιστής θα μπορούσε να πει
στους κατοίκους του Κεμπέκ: Ναι, έχετε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Θα
υπερασπισθούμε αυτό το δικαίωμα. Αλλά θεωρούμε ότι ο διαχωρισμός πάνω σε
καπιταλιστική βάση θα αποβεί σε βάρος των κατοίκων του Κεμπέκ και όλου του
καναδικού λαού. Εάν γίνει δημοψήφισμα θα προπαγανδίσουμε και θα ψηφίσουμε
ενάντια στο διαχωρισμό. Αγωνιζόμαστε για μιαν εθελοντική σοσιαλιστική ομοσπονδία
του Καναδά και της Αμερικανικής Ηπείρου, ως η μοναδική λύση στα προβλήματά μας.

Ο Λένιν, με κανένα τρόπο, δεν θεώρησε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως πανάκεια,


καθολικά εφαρμόσιμη κάτω από όλες τις περιστάσεις. Αυτή η ηλιθιότητα υιοθετήθηκε
αργότερα από ομάδες που δηλώνουν πίστη στο Μαρξισμό και τον Λενινισμό χωρίς να
δίνουν την παραμικρή προσοχή στο τι είναι αυτό. Ο Λένιν δεν θεώρησε ποτέ το
δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως ένα απόλυτο δικαίωμα, έξω από το χρόνο και τον τόπο,
αλλά (το θεωρούσε μόνο) ως τμήμα του αγώνα του προλεταριάτου για την εξουσία και
αυστηρά υποταγμένο σε αυτό τον αγώνα.

Αυτό που ο Λένιν ποτέ δεν είπε, είναι ότι οι Μαρξιστές πρέπει να υποστηρίζουν την
εθνική μπουρζουαζία ή τους μικροαστούς εθνικιστές. Αντίθετα, η βασική πρόταση της
θέσης του Λένιν στο εθνικό ζήτημα ήταν αυτό της απόλυτης ταξικής ανεξαρτησίας. Η
πρώτη αρχή του Λενινισμού ήταν πάντα η ανάγκη να αγωνιζόμαστε ενάντια στην αστική
τάξη, τόσο της καταπιέζουσας όσο και της καταπιεζόμενης εθνότητας. Σε όλα τα γραπτά
του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, υπάρχει μια αδιάλλακτη κριτική όχι μόνο ενάντια
στην εθνική αστική τάξη, αλλά και ενάντια στους μικροαστούς εθνικιστές.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η όλη ιδέα του Λένιν ήταν ότι η εργατική τάξη πρέπει να μπει
επικεφαλής του έθνους για να οδηγήσει τις μάζες στον επαναστατικό μετασχηματισμό
της κοινωνίας. Κυρίαρχη θέση στην άποψή του κατείχε η ανάγκη να διατηρηθεί η
ενότητα της εργατικής τάξης. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ένα δημοκρατικό
αίτημα, ή πιο σωστά, ένα αστικό δημοκρατικό αίτημα. Το μισό αυτό κομμάτι του
προγράμματος αναφέρεται στο έθνος ως σύνολο. Αλλά, όσον αφορά το προλεταριάτο,
9
δεν υπήρχε κανένα ζήτημα διαχωρισμού των εργατικών οργανώσεων πάνω σε εθνικές
γραμμές. Γι' αυτό το λόγο ο Λένιν ήταν καυστικός στην ιδέα των διαφορετικών σχολείων
για τις διάφορες μειονότητες. Ο Λένιν ήταν αντίθετος σε κάθε προνομιακό καθεστώς για
τη γλώσσα. Σε αντίθεση με τον Οττο Μπάουερ και τους υπερασπιστές της «εθνικής-
πολιτιστικής αυτονομίας», αντιτάχθηκε σφοδρά στη δημιουργία ξεχωριστών σχολείων
για τα παιδιά των διαφορετικών μειονοτήτων.

Εδώ βλέπουμε τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του Λενινισμού και του μικροαστικού
εθνικισμού. Οι Μαρξιστές θα αγωνίζονται ενάντια σε κάθε είδους εθνικής καταπίεσης,
συμπεριλαμβανομένου της γλωσσικής καταπίεσης. Είναι ανεπίτρεπτο να στερείται ένας
άνθρωπος του δικαιώματος να ομιλεί τη γλώσσα του, να σπουδάζει με αυτή, να τη
χρησιμοποιεί σ' ένα δικαστήριο ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία. Γενικά, δεν
υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για την ύπαρξη μιας «επίσημης» γλώσσας, ή για να δοθεί το
οποιοδήποτε προνομιακό καθεστώς σε μια γλώσσα έναντι μιας άλλης. Αλλά, το να
διαχωρίζουμε τα παιδιά πάνω σε εθνική, γλωσσική ή θρησκευτική βάση, είναι κάτι πέρα
για πέρα αντιδραστικό και οπισθοδρομικό. Ο διαχωρισμός των σχολείων έπαιξε έναν
αντιδραστικό ρόλο στη Ν. Αφρική και τις ΗΠΑ. Στη Β. Ιρλανδία, ο διαχωρισμός των
παιδιών των Καθολικών και των Προτεσταντών στα αποκαλούμενα θρησκευτικά
σχολεία παίζει έναν όχι λιγότερο ολέθριο ρόλο. Η θρησκεία δεν έχει καμία θέση στο
εκπαιδευτικό σύστημα και θα πρέπει δραστικά να διαχωριστεί από αυτό. Εάν οι
εκκλησίες θέλουν να διδάσκουν τα δόγματά τους, θα πρέπει να το κάνουν στο δικό τους
χώρο και χρόνο και με τα δικά τους οικονομικά μέσα, που θα μαζεύουν από τους
πιστούς τους και όχι από το κράτος. Τα σχολεία θα πρέπει να ικανοποιούν τις ανάγκες
των διαφορετικών γλωσσικών ομάδων και είναι παντελώς απαράδεκτο να
διαχωρίζονται τα παιδιά σε εθνικογλωσσικά πλαίσια και έτσι να δημιουργείται η βάση
για τις προκαταλήψεις και τις διαμάχες στη μετέπειτα ζωή.

Ομως, γιατί ο Λένιν υποστήριξε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση; Το έκανε
αποκλειστικά από τη σκοπιά της επέκτασης του ταξικού αγώνα και της ενοποίησης της
εργατικής τάξης. Για τους Μπολσεβίκους, το εθνικό ζήτημα αποτέλεσε όχι μόνο
πρόβλημα και εμπόδιο, αλλά επίσης και μια επαναστατική δυνατότητα. Χωρίς μια
σωστή θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν θα είχε
πραγματοποιηθεί ποτέ. Όμως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής του Λένιν πάνω
στο εθνικό ζήτημα ήταν η επιμονή του, από το 1903 και μετά, στην ανάγκη να διατηρηθεί
η ιερή ενότητα της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της πάνω από όλες τις
διακρίσεις της εθνότητας, της γλώσσας, της φυλής ή της θρησκείας. Ετσι, αντιτάχθηκε
αδιάλλακτα στις προσπάθειες του εβραϊκού Bund να οργανώσει τους Εβραίους εργάτες
ξέχωρα και πέρα από τους Ρώσους εργάτες.

Το να διαχωρίζουμε τα συνδικάτα πάνω σε φυλετικές ή εθνικές γραμμές αποτελεί ένα


απόλυτο τερατούργημα, που δεν έχει τίποτε κοινό με το Λενινισμό. Και όμως οι σέχτες στη
Βρετανία έχουν εμπλακεί ενεργά στη δημιουργία ξεχωριστών επιτροπών από τους μαύρους στα
συνδικάτα και στο Εργατικό κόμμα. Στη Σκοτία, υποστήριξαν τη δημιουργία ενός ξεχωριστού
σκοτσέζικου συνδικάτου για τους εργάτες πετρελαίου, κάτι που είναι μια ωμή παραβίαση των
πιο στοιχειωδών αρχών του Μαρξισμού. Μπορούν να αναφερθούν παρόμοια παραδείγματα και
από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ας είμαστε ξεκάθαροι: η δημιουργία των ξεχωριστών
οργανώσεων για τις διαφορετικές εθνικές και φυλετικές ομάδες είναι μία εγκληματική
πράξη που μπορεί να συνεισφέρει μόνο στον κατακερματισμό και το αδυνάτισμα του
εργατικού κινήματος. Είναι άλλο πράγμα να αντιμάχεσαι το ρατσισμό και το σωβινισμό στην
πλειοψηφούσα εθνότητα και άλλο πράγμα να διασπάς την εργατική τάξη πάνω σε εθνικά,
γλωσσικά, θρησκευτικά ή φυλετικά πλαίσια.

Η θέση του Λένιν για το εθνικό ζήτημα εξελίχθηκε με το χρόνο, όπως ακριβώς άλλαξε η
γενική του άποψη για τη φύση της ρώσικης επανάστασης. Μετά τη Φεβρουαριανή
Επανάσταση, ο Λένιν εγκατέλειψε την προηγούμενή του άποψη, που έλεγε ότι η ρώσικη
επανάσταση θα ήταν αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα («η δημοκρατική δικτατορία του
προλεταριάτου και της αγροτιάς») και πέρασε στη θέση που υπεράσπιζε ο Τρότσκι από το
10
1904-5. Ο Τρότσκι εξήγησε πως, παρότι αντικειμενικά τα καθήκοντα της ρώσικης επανάστασης
ήταν αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, η επανάσταση θα μπορούσε να διεξαχθεί μόνο από το
προλεταριάτο σε συμμαχία με τους φτωχούς αγρότες. Η ρώσικη αστική τάξη ήλθε πολύ αργά
στο προσκήνιο της ιστορίας για να παίξει έναν προοδευτικό ρόλο. Κάτω από αυτές τις
συνθήκες, τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης θα μπορούσαν να
εφαρμοσθούν μόνο από την εργατική τάξη, μόλις αυτή θα έπαιρνε την εξουσία στα χέρια της.
Όμως, αυτό δεν ήταν η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αλλά η
δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή η προοπτική επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά τον Οκτώβρη του
1917.

Ακόμα και πριν από αυτό, ο Λένιν ποτέ δεν έδωσε υποστήριξη στην εθνική αστική τάξη. Ούτε
και σε τελική ανάλυση δεν επέδειξε μόνο την πιο περιορισμένη και υπό όρους υποστήριξη κάτω
από συγκεκριμένες συνθήκες, ενώ πάντοτε τόνιζε την ανάγκη του προλεταριάτου να διατηρήσει
την ανεξαρτησία του από τις μηχανορραφίες της αποκαλούμενης προοδευτικής αστικής τάξης.
Όμως, μετά το 1917 κατάλαβε ότι η αποκαλούμενη εθνική αστική τάξη στις
καθυστερημένες ημιαποικιακές χώρες, όπως η τσαρική Ρωσία, ήταν εντελώς ανίκανη να
παίξει οποιοδήποτε προοδευτικό ρόλο. Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, ο Λένιν αποδεδειγμένα διαφοροποίησε τη στάση του προς την εθνική
μπουρζουαζία. Από εκείνη τη στιγμή και μετά θεώρησε ότι η εθνική αστική τάξη στις
αποικιακές χώρες ήταν ανίκανη να παίξει έναν προοδευτικό ρόλο.

Η θέση του Λένιν επρόκειτο να αποδειχθεί σωστή στην πράξη το 1917. Το εθνικό ζήτημα
στη Ρωσία λύθηκε όχι από τους αστούς, αλλά από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό
είναι ένα γεγονός το οποίο όλοι οι συκοφάντες του Μπολσεβικισμού αρνούνται να
αναγνωρίσουν. Αλλά, από τη σκοπιά όλων εκείνων που πραγματικά θέλουν να
κατανοήσουν τη μαρξιστική θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα, αυτό το γεγονός είναι
θεμελιώδους σπουδαιότητας.

Φυσικά, η νίκη της προλεταριακής επανάστασης δεν σημαίνει την άμεση εξαφάνιση των
παλιών προκαταλήψεων και των συνηθειών του μυαλού. Ούτε και σημαίνει την εξάλειψη
των παραδόσεων, που με τα λόγια του Μαρξ βαραίνουν πάνω στην ανθρώπινη
συνείδηση «σαν ένα βουνό». Δεν μπορεί κάποιος να αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων
μέσα σε μια νύκτα, απλά και μόνο ανατρέποντας τη διακυβέρνηση των εκμεταλλευτών
και εθνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής. Η κοινωνία εξακολουθεί να περιέχει τα
τραύματα και τις παραμορφώσεις της παλιάς τάξης πραγμάτων, όχι μόνο στην πλάτη
αλλά και στα μυαλά της.

Η καθιέρωση πραγματικά ανθρώπινων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και στα


άλλοτε καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη, μπορεί να γίνει μέσα σε μια περίοδο, της
οποίας η έκταση θα καθορισθεί από το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων, το μήκος της εργάσιμης ημέρας και το πολιτιστικό επίπεδο των μαζών. Αυτό
είναι ακριβώς το νόημα της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το
σοσιαλισμό. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όπου η επανάσταση βρέθηκε απομονωμένη
σε συνθήκες της πιο τρομακτικής καθυστέρησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε η
Σοβιετική Εξουσία ήταν πελώρια. Πάνω απ' όλα, ο κρατικός μηχανισμός, που με τα
λόγια του Λένιν «τον πήραν οι Μπολσεβίκοι από το τσαρισμό και τον άλειψαν με λίγο
σοβιετικό λάδι», αντικατόπτριζε την καθυστέρηση και τις προκαταλήψεις του
παρελθόντος. Αυτό έχει άμεση σχέση με το εθνικό ζήτημα.

Κάτω από το καθεστώς του Στάλιν, διαπράχθηκαν οι πιο θηριώδεις πράξεις ενάντια στις
εθνικές μειονότητες στην ΕΣΣΔ. Οι Εκκαθαρίσεις ολοκλήρωσαν το έργο που άρχισε από
το Στάλιν το 1922, δηλαδή τη διάλυση σε ό,τι απόμεινε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Το
πιο κτηνώδες έγκλημα που διαπράχθηκε από το Στάλιν ήταν η μαζική εκτόπιση των
εθνοτήτων που έγινε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη διάρκεια
του πολέμου και κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες, εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία
και την Κεντρική Ασία όχι λιγότεροι από επτά ολόκληροι λαοί. Αυτή ήταν η μοίρα των
Ταρτάρων της Κριμαίας, των Γερμανών του Βόλγα, των Καλμούκων, των Kαρακάι, των
11
Μπάλκαρς, των Ινγκουσέτιων και των Τσετσένων. Η εχθρότητα, που διαρκεί μέχρι
σήμερα, δημιουργήθηκε από αυτή την απάνθρωπη και δεσποτική πράξη του
βαρβαρισμού και της εθνικής καταπίεσης. Αυτό εκφράστηκε στη διάσπαση της
Σοβιετικής Ενωσης και στον εφιάλτη της Τσετσενίας.

Τώρα, όλες οι κότες έχουν επιτέλους μπει στο κοτέτσι. Η ΕΣΣΔ κατάρρευσε μέσα σ' ένα
κουρνιαχτό πολέμων και συγκρούσεων. «Η ίδια η ζωή διδάσκει», όπως άρεσε στο Λένιν
να λέει. Και η ζωή από μόνη της έδωσε μερικά πολύ σκληρά μαθήματα στους λαούς της
Σοβιετικής Ενωσης. Η αποτυχία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα προετοιμαζόταν
κάτω από τη μύτη της γραφειοκρατίας, η οποία είναι τώρα απασχολημένη με τη
μετάλλαξή της σε μια νέα τάξη, αυτήν των καπιταλιστών. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει
το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή η παγκόσμια οικονομία είναι ο καθοριστικός
παράγοντας. «Ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα» αποδείχθηκε ως μια αντιδραστική
ουτοπία.

Ο τωρινός εφιάλτης της οικονομικής κατάρρευσης, των πολέμων και των εθνικών
συγκρούσεων είναι η δηλητηριώδης κληρονομιά δεκαετιών απολυταρχικής και
γραφειοκρατικής διακυβέρνησης από τη Μόσχα. Όμως, ο καπιταλισμός δεν προσφέρει
καμια διέξοδο για τις πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Η τυπική ανεξαρτησία δεν τους έλυσε
κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, η διάρρηξη των δεσμών που τις συνέδεε όλες μαζί σ' ένα κοινό
πλάνο παραγωγής, οδήγησε στην κατάρρευση του εμπορίου και της οικονομικής ανάπτυξης, με
τρομερά αποτελέσματα για τις μάζες. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναμφίβολα θα προτιμούσαν
την προηγούμενη κατάσταση από την τωρινή μιζέρια. Η επανασύσταση της ΕΣΣΔ θα
αποτελούσε ένα προοδευτικό βήμα, αλλά μια επιστροφή στο παλιό γραφειοκρατικό σύστημα
δεν θα αποτελούσε μόνιμη λύση. Ολες οι παλιές αντιθέσεις θα επέστρεφαν και το αποτέλεσμα
θα ήταν μια νέα κρίση. Αυτό που χρειάζεται είναι η επιστροφή στο γνήσιο πρόγραμμα και τις
ιδέες του Λένιν και του Τρότσκι: Ενα δημοκρατικό καθεστώς εργατικής (σοβιετικής) εξουσίας,
στην οποία οι εργαζόμενοι όλων των Δημοκρατιών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια
Σοσιαλιστική Ομοσπονδία βασισμένη πάνω στην αυθεντική ισότητα και αδελφοσύνη, όπου
κανένα έθνος δεν θα κυριαρχεί πάνω στα άλλα.

Μ. Ανατολή και Ιρλανδία

Το εθνικό ζήτημα είναι οξυμένο στη Μέση Ανατολή , με κυρίαρχο το Παλαιστινιακό ζήτημα. Μετά
από δεκαετίες εθνικής καταπίεσης στα χέρια των ισραηλινών ιμπεριαλιστών, οι παλαιστινιακές
μάζες αισθάνονται πολύ έντονα την αδικία, κάτι που εκφράζεται στην επιθυμία τους για
απόκτηση δική τους πατρίδας. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, το οποίο οι Μαρξιστές
υποστηρίζουν και αγωνίζονται υπέρ αυτού. Ομως, η εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων θα
έπρεπε να μας διδάξει μερικά αναγκαία μαθήματα. Οι μικροαστοί εθνικιστές ηγέτες της ΟΑΠ
(Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) είχαν την ιδέα ότι θα μπορούσαν να
αποκτήσουν την αυτοδιάθεση μέσα από τον επονομαζόμενο ένοπλο αγώνα ενάντια στο Ισραήλ.
Η λογική αυτής της ιδέας οδήγησε σε απλές πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, τοποθέτηση
βομβών, απαγωγές, αεροπειρατείες κ.λπ. Αυτές οι ενέργειες δεν αποδυνάμωσαν ούτε στο
ελάχιστο το Ισραήλ. Αντίθετα, στο βαθμό που έπειθαν τους απλούς ανθρώπους του Ισραήλ ότι
η πρόθεσή τους ήταν να «ρίξουν τους Εβραίους στη θάλασσα», τους έσπρωχναν στην αγκαλιά
της αντίδρασης. Αντί να αποδυναμώνουν το ισραηλινό κράτος, το ενδυνάμωναν.

Όπως προβλέφθηκε από τους μαρξιστές, η συμφωνία που υπόγραψε ο Αραφάτ με τους
Ισραηλινούς ήταν μια παγίδα για τον παλαιστινιακό λαό. Αυτή η κατάσταση δεν είναι
αυτοδιάθεση αλλά μόνο μια άθλια καρικατούρα και μια απάτη. Η καινούργια παλαιστινιακή
οντότητα είναι ένα πετσοκομμένο έκτρωμα, με τη Γάζα χωριστά από τη Δυτική Όχθη και την
Ιερουσαλήμ σταθερά ακόμα κάτω από τον έλεγχο του Ισραήλ. Από αυτή την κατάσταση
απορρέουν όλων των ειδών οι ταπεινωτικές συνθήκες. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, ένας
μεγάλος αριθμός Εβραίων εποίκων παραμένουν και λειτουργούν σαν μια συνεχή προβοκάτσια
για τους Παλαιστίνιους. Στην πραγματικότητα, η αποκαλούμενη Παλαιστινιακή Αρχή είναι απλά
ένα όργανο του Ισραήλ, που στην πράξη, συνεχίζει να κυριαρχεί. Οι συνθήκες των Αραβικών
μαζών στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είναι πιθανά χειρότερες απ' ό,τι ήταν πριν, με μαζική
12
ανεργία, ιδιαίτερα στη νεολαία. Το Ισραήλ μπορεί να τους πιέζει ασφυκτικά οποιαδήποτε στιγμή,
κλείνοντας τα σύνορα και αποστερώντας έτσι τη δουλειά και το ψωμί από τους Παλαιστίνιους
που δουλεύουν στο Ισραήλ. Με τη χειροτέρευση της κατάστασης, ο Αραφάτ και η κλίκα του
μετατράπηκαν σε μια προνομιούχα γραφειοκρατική ελίτ που δρα ως αστυνόμος του Τελ Αβίβ,
ενώ γεμίζουν τις τσέπες τους σε βάρος των απλών Παλαιστινίων.

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μαζών στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα απειλεί να προκαλέσει
μια νέα Ιντιφάντα. Αυτό είναι αναπόφευκτο μέσα σε αυτή την κατάσταση. Μια νέα Ιντιφάντα θα
περιείχε μια ξεκάθαρη επαναστατική δυναμική, με μια προϋπόθεση: Οτι θα έχει μια σταθερή
επαναστατική ηγεσία που θα αγωνίζεται για μια διεθνιστική λύση. Στη βάση του εθνικισμού δεν
είναι δυνατή καμιά λύση. Μια διορατική ηγεσία θα αγωνιζόταν να συνδέσει το επαναστατικό
κίνημα των Παλαιστινίων με το κίνημα της εργατικής τάξης του Ισραήλ. Θα εξηγούσε ότι ο
κοινός εχθρός τόσο των Αράβων όσο και των Ισραηλινών εργαζομένων είναι οι Ισραηλίτες
τραπεζίτες και καπιταλιστές. Θα έκανε ξεκάθαρο ότι το Παλαιστινιακό επαναστατικό κίνημα δεν
είναι σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες του Ισραήλ. Θα αναζητούσε με συστηματικό τρόπο
σημεία υποστήριξης από την ισραηλινή κοινωνία: Ανάμεσα στους σπουδαστές και την
προοδευτική νεολαία, στα εργοστάσια και στους στρατώνες. Η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι η
αναγκαιότητα για μία εκ βάθρων αλλαγή της κοινωνίας, όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά επίσης
και στο Ισραήλ, ως τη μόνη διέξοδο από το αδιέξοδο.

Η μοίρα των Παλαιστινίων ήταν μια τρομερή τραγωδία. Οι Παλαιστίνιοι για πάνω από 30 χρόνια
αγωνίζονται για την αυτοδιάθεση. Και που έχουν οδηγηθεί πάνω σε εθνικιστική βάση; Στην
πλήρη καταστροφή και προδοσία. Το δίδαγμα είναι ξεκάθαρο και πρέπει να κατανοηθεί: Το
εθνικό ζήτημα στην Παλαιστίνη δεν μπορεί να επιλυθεί σε καπιταλιστική βάση. Ο μόνος τρόπος
για να λυθεί αυτό το πρόβλημα θα ήταν με επαναστατικά μέσα, με μια σοσιαλιστική
επανάσταση στο Ισραήλ και τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε όλες τις γύρω αραβικές χώρες,
ξεκινώντας από την Ιορδανία όπου η ΟΑΠ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία 30 χρόνια πριν,
εάν οι ηγέτες της δεν πρόδιδαν την επανάσταση. Ο μόνος τρόπος για να επιλυθεί αυτό το
πρόβλημα είναι στη βάση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Μέσης Ανατολής, με πλήρη
αυτονομία για τους Παλαιστινίους και τους Ισραηλινούς επίσης.

Οπως και με το Βαλκανικό Ζήτημα έτσι και στην περίπτωση του ζητήματος της Β. Ιρλανδίας, η
μαρξιστική τάση μπορεί να είναι υπερήφανη για ό,τι κατάφερε. Διατηρήσαμε μια στοιχειώδη
λογική και υπερασπίσαμε με συνέπεια μιαν ταξική θέση. Ολες οι σέχτες συνθηκολόγησαν στην
ατομική τρομοκρατία του ΙΡΑ. Αυτός ο αποκαλούμενος ένοπλος αγώνας τράβηξε για πάνω από
τρεις δεκαετίες. Το 1970, ο ΙΡΑ νόμιζε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό
με τη δύναμη των όπλων και των βομβών, εξαναγκάζοντας τη Β. Ιρλανδία να αποδεχθεί την
ένωση με το Νότο. Τονίσαμε εκείνη την περίοδο ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Μια ενωμένη
Ιρλανδία δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί πάνω σε αυτή τη βάση, γιατί οι Προτεστάντες
ήσαν εξοπλισμένοι και θα αντιστέκονταν. Εάν τα πράγματα έφθαναν σε ένα πόλεμο ανάμεσα
στους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, ο ΙΡΑ θα έχανε και οι Καθολικοί θα εκδιώκονταν.
Αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η επαναχάραξη των συνόρων. Ομως, αυτό δεν θα μπορούσε
να γίνει με ειρηνικό τρόπο. Θα σήμαινε μια τρομερή σφαγή, όμοια με αυτή που είδαμε
πρόσφατα στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Αυτή η κατάσταση θα τελείωνε με ένα αμιγές
Προτεσταντικό καθεστώς στο Βορρά και με ένα αμιγές Καθολικό καθεστώς στο Νότο. Κάτω από
τέτοιες συνθήκες τόσο ο Βορράς όσο και ο Νότος θα κατέληγαν σε στρατιωτικο-αστυνομικές
δικτατορίες. Αυτό θα ήταν το μοναδικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να λυθεί το Ιρλανδικό
Πρόβλημα πάνω σε καπιταλιστική βάση.

Τα διδάγματα της Γιουγκοσλαβίας είναι μια φοβερή επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος. Ακριβώς
γι' αυτό το λόγο, δεν υπήρξε, και ούτε θα υπάρξει καμία πιθανότητα η Αγγλία να αποσύρει τα
στρατεύματά της από το Βορρά. Είναι ειρωνεία της ιστορίας το ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός
δεν έχει πλέον κανένα συμφέρον να διατηρήσει την εξουσία του στη Β. Ιρλανδία. Αντίθετα με το
1922, δεν υπάρχουν ούτε οικονομικοί ούτε στρατηγικοί λόγοι για να παραμείνουν εκεί. Ομως, το
πρόβλημα είναι ότι η αποχώρησή τους θα μπορούσε να προκαλέσει ένα αιματηρό χάος που θα
μπορούσε να επεκταθεί και στο υπόλοιπο Ενωμένο Βασίλειο. Αυτό είναι ένα εφιαλτικό σενάριο
που το Λονδίνο δεν μπορεί να επιτρέψει να συμβεί. Γι' αυτό είναι καταδικασμένοι να
13
παραμένουν εκεί. Και εάν ο ΙΡΑ συνεχίσει να αγωνίζεται για άλλα 30 χρόνια, αυτό θα έχει το ίδιο
αποτέλεσμα. Η πολιτική του ΙΡΑ οδήγησε σ' ένα πλήρες αδιέξοδο με αρνητικά αποτελέσματα
για την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Τρεις χιλιάδες νεκροί, μια
ολόκληρη γενιά χαμένη και με την εργατική τάξη πλήρως διασπασμένη πάνω σε θρησκευτική
βάση. Τα δυτικά ΜΜΕ μίλησαν πάρα πολύ για το τείχος που χώριζε το Βερολίνο. Αλλά κανείς
δεν μιλάει για το τείχος που χωρίζει το Μπέλφαστ, ανάμεσα στους Προτεστάντες και τους
Καθολικούς. Δεν μιλούν μεταξύ τους, δεν συναντώνται. Αυτή είναι η επονομαζόμενη γραμμή της
ειρήνης, η πιο εγκληματική έκφραση της τρέλας των εθνικών διαιρέσεων. Αυτό ήταν το άμεσο
αποτέλεσμα της εκστρατείας της ατομικής τρομοκρατίας του ΙΡΑ.

Ο ΙΡΑ συμφώνησε τελικά σε ανακωχή, για τον απλό λόγο ότι ο επονομαζόμενος ένοπλος
αγώνας δεν οδηγούσε πουθενά. Η ιδέα ότι θα μπορούσαν να διώξουν το βρετανικό στρατό με
τέτοια μέσα αποδείχθηκε πλήρως ουτοπική, όπως από την αρχή τονίσαμε. Και τώρα, πού
έχουν καταλήξει όλα αυτά; Σαν τους ηγέτες της ΟΑΠ στην Παλαιστίνη και τους Μαντέλα και
Μπέκι στη Ν. Αφρική, οι ηγέτες του Σιν Φέιν αντάλλαξαν τη βόμβα και το όπλο με την
«πολιτική» -δηλαδή για ένα κομψό κουστούμι και έναν υπουργικό μισθό. Είναι σχεδόν έτοιμοι να
εγκαταλείψουν την υπόθεση, για την οποία οι υποστηρικτές τους θυσίασαν το κάθε τι, για χάρη
μιας ωραίας καριέρας και ενός αστικού καθωσπρεπισμού. Ετσι καταλήγει πάντα ο
αποκαλούμενος ένοπλος αγώνας (δηλαδή η ατομική τρομοκρατία). Οι Ρώσοι Μαρξιστές πάντα
χαρακτήριζαν τους τρομοκράτες ως «Φιλελεύθερους με βόμβες». Τώρα μπορούμε να δούμε
την κατά γράμμα επαλήθευση αυτού του ορισμού. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο ΙΡΑ δεν
βρίσκεται πια στο δρόμο μιας Ενωμένης Ιρλανδίας. Είναι απίστευτο, αλλά οι ηγέτες του Σιν Φέιν
(το πολιτικό σκέλος του ΙΡΑ) υπέγραψαν τη συμφωνία Good Friday, που συγκεκριμένα
επικυρώνει το καθεστώς της Β. Ιρλανδίας ως κομμάτι του Ενωμένου Βασίλειου. Η
«παραχώρηση» της επονομαζόμενης συμφωνίας Cross Border με το Νότο ήταν απλά ένα
ψίχουλο στις δημοκρατικές επιδιώξεις, από τη στιγμή που το Κοινοβούλιο του Βορά και του
Νότου δεν έχει σημαντικές εξουσίες.

Ακόμα και αυτή η συμφωνία ήταν προχωρημένη για πολλούς Ενωτικούς, οι οποίοι τελικά
ύψωσαν τα χέρια τους στο λεγόμενο ζήτημα της έλλειψης εξισορρόπησης των όπλων (στην
πράξη, αφοπλισμός του ΙΡΑ). Αυτό προκάλεσε μια σοβαρή κρίση, αφού ο ΙΡΑ δεν είχε σοβαρή
πρόθεση να αφοπλισθεί. Τα όπλα είναι αναγκαία πέρα από κάθε άλλο παράγοντα, γιατί το
κίνημα των Ρεπουμπλικάνων έχει μακρά παράδοση διασπάσεων και βεντετών, όπου οι
χθεσινοί ηγέτες γίνονται οι σημερινοί πελάτες των γραφείων κηδειών. Διασπαστικές ομάδες,
όπως την ομάδα «Οι συνεχιστές του IΡA», έβαλαν ήδη βόμβες για να δείξουν ότι εξακολουθούν
να βρίσκονται σε δράση. Απαιτώντας άμεσο αφοπλισμό, οι Ενωτικοί προχώρησαν σε μια
προκλητική πράξη, που επρόκειτο να απορριφθεί από τον ΙΡΑ. Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση
της συμφωνίας Good Friday και στην αναστολή του Κοινοβουλίου της Β. Ιρλανδίας και την
επαναφορά της άμεσης διακυβέρνησης από το Λονδίνο.

Οι Μαρξιστές είναι υπέρ της ενοποίησης της Ιρλανδίας. Αλλά η ενοποίηση της Ιρλανδίας τώρα
είναι πιο μακριά από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία. Αυτό είναι το μόνο αποτέλεσμα της
τακτικής της ατομικής τρομοκρατίας και του μικροαστικού εθνικισμού.

Μέχρι αυτή τη στιγμή, η κατάσταση είναι εξαιρετικά ασταθής. Έχοντας φθάσει στο χείλος της
αβύσσου, είναι πιθανό οι δύο πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω και να επιτευχθεί κάποιου
είδους συμβιβασμός, που να περιλαμβάνει την παράδοση μερικών όπλων από τον ΙΡΑ. Εάν
υπάρξει επανάληψη των εχθροπραξιών, οι Βρετανοί θα τις καταστείλουν βίαια. Επιπρόσθετα,
μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι καθόλου δημοφιλής και θα βρει τις δύο μεριές των φανατικών
διασπασμένες. Μετά από τόσα χρόνια αιματοχυσίας, τόσο οι Καθολικοί όσο και οι Προτεστάντες
είναι εξαντλημένοι από τον πόλεμο. Ο ΙΡΑ διατρέχει τον κίνδυνο της απώλειας πολλών
ανθρώπων σαν αποτέλεσμα των αποκηρύξεων. Αυτή είναι μια δυσάρεστη προοπτική. Ομως, η
αποδοχή ενός συμβιβασμού δεν θα λύσει τίποτα το σημαντικό. Το ζήτημα θα ξαναμπεί
αναπόφευκτα στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων: «Για πιο πράγμα πολεμούσαμε και
πεθαίναμε»;

14
Αναμφίβολα θα αρχίσει ένας αναβρασμός στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων. Τα πιο
προβληματισμένα στοιχεία, τα οποία αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τις πολιτικές της ηγεσίας
αλλά δεν θέλουν να επιστρέψουν στο αδιέξοδο της ατομικής τρομοκρατίας, θα είναι πιο ανοικτά
στις εναλλακτικές ταξικές πολιτικές. Η μόνη διέξοδος είναι να γυρίσουν στις ιδέες του Τζέιμς
Κόνολυ, στη σημαία του σοσιαλισμού. Αυτή είναι η μόνη σημαία που μπορεί να ενώσει την
εργατική τάξη στο Βορρά και στο Νότο, αλλά και πέρα από την Ιρλανδική θάλασσα, στην
Αγγλία, τη Σκοτία και την Ουαλία, στον αγώνα ενάντια στον κοινό εχθρό: Τις τράπεζες, τα
μονοπώλια και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Ο καλύτερος δρόμος προς τα εμπρός δεν είναι η
επιστροφή στον «ένοπλο αγώνα», αλλά η επιστροφή στις καλύτερες παραδόσεις της ιρλανδικής
εργατικής τάξης, στο Μαρξισμό. Στο παρελθόν, έμπαινε η ιδέα: «Πρώτα επιλύουμε το ζήτημα
των συνόρων και μετά θα μιλήσουμε για το σοσιαλισμό»! Όμως, η μακρά εμπειρία έδειξε ότι
αυτός είναι ένας λανθασμένος τρόπος να θέτεις το ζήτημα. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να
πούμε ότι: Λύση στα προβλήματα, που μας κληρονομήθηκαν από την ιρλανδική αστική
δημοκρατική επανάσταση (εννοούμε την ενοποίηση της Ιρλανδίας), μπορεί να δοθεί μόνο
εφόσον το προλεταριάτο έλθει στην εξουσία τόσο στην Ιρλανδία όσο και στη Βρετανία. Η
Ιρλανδική αστική τάξη έχει αποδείξει ότι είναι ανίκανη για την επίλυση αυτού του ζητήματος. Ο
Μαρξ πολύ καιρό πριν, εξήγησε ότι η μοίρα της επανάστασης στην Ιρλανδία και τη Βρετανία
ήταν στενά συνδεμένη. Σήμερα αυτό έχει αποδειχθεί σωστό, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Ενωμένη γύρω από ένα ταξικό
πρόγραμμα μπορεί να διεξάγει έναν αδυσώπητο αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και του
Λονδίνου και του Δουβλίνου. Η βασική προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η ενότητα της
εργατικής τάξης. Αυτή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί πάνω σε εθνικές γραμμές. Ο μικροαστικός
εθνικισμός προκάλεσε τεράστια καταστροφή στην υπόθεση της εργατικής ενότητας στη Β.
Ιρλανδία. Οι πληγές μπορούν και πρέπει να επουλωθούν. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη
βάση της ξεκάθαρης απομάκρυνσης από τον εθνικισμό και της υιοθέτησης των ταξικών
πολιτικών, από την αναγέννηση του πνεύματος και των ιδεών του Λάρκιν και του Κόνολυ. Το
εθνικό ζήτημα στην Ιρλανδία ή θα λυθεί μέσω της σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, ή δεν
θα επιλυθεί καθόλου.

Η Χώρα των Βάσκων

Στην Ισπανία υπάρχει το εθνικό ζήτημα των Βάσκων, των Καταλανών και των κατοίκων της
Γαλικίας. Για δεκαετίες κάτω από τη δικτατορία του Φράνκο, οι γλώσσες, τα δικαιώματα και οι
εθνικές αναζητήσεις αυτών των ανθρώπων είχαν καταπατηθεί με σκληρό τρόπο. Η ανατροπή
του παλιού καθεστώτος ήταν φυσικό πως θα έδινε μια ισχυρή ώθηση στα εθνικά κινήματα των
εθνοτήτων. Ο Τρότσκι δεν είπε τυχαία ότι ο εθνικισμός των καταπιεσμένων εθνοτήτων ήταν
απλά το εξωτερικό περίβλημα ενός ανώριμου μπολσεβικισμού. Με σωστή πολιτική και μέθοδο,
είναι δυνατόν να κερδίσουμε τους καλύτερους νεολαίους εθνικιστές στο Μαρξισμό. Προϋπόθεση
όμως είναι να έχουμε μια σταθερή και ξεκάθαρη θέση. Την ίδια στιγμή, υποστηρίζουμε σταθερά
τις καταπιεσμένες εθνότητες και κριτικάρουμε τις συγχυσμένες ιδέες του εθνικισμού.

Το μεγάλο μέρος του προβλήματος αυτής της αναγκαιότητας, είναι η κατάρρευση του ηθικού
κύρους του μαρξισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν σωστή θέση
πάνω στο εθνικό ζήτημα. Αυτή θα μπορούσε εύκολα να βρει ανταπόκριση στις γραμμές των
μαχητικών εθνικιστικών στοιχείων. Αλλά, η εθνικιστική νεολαία απωθείται από τις καταστροφικές
πολιτικές των ρεφορμιστών ηγετών των εργατικών οργανώσεων, οι οποίοι αναπόφευκτα
υιοθετούν τη γραμμή της αστικής τάξης πάνω στο εθνικό ζήτημα, όπως και σε κάθε άλλο
ζήτημα.

Στο παρελθόν θα ήταν φυσιολογικό οι πρωτοπόροι νεολαίοι εθνικιστές να κινηθούν προς το


Κομμουνιστικό Κόμμα. Η επαναστατική σημαία του Οκτώβρη και του Μπολσεβίκικου κόμματος
προσέφεραν διέξοδο πάνω σε επαναστατικές κατευθύνσεις. Ομως, σαν αποτέλεσμα των
εγκλημάτων του Σταλινισμού, το κίνημα πισωγύρισε. Η ιδεολογική παρακμή του Σταλινισμού
δημιούργησε κάθε είδους σύγχυση και αλλόκοτες διαστροφές -Μαοϊσμός, Φιτελ Καστρισμός,
αντάρτικο- που έχουν θολώσει τα νερά και έφεραν την πιο φοβερή σύγχυση στα μυαλά των
ριζοσπαστικών στοιχείων της νεολαίας. Με την κατάρρευση του Σταλινισμού η σύγχυση έγινε
15
ακόμα μεγαλύτερη, με την εξάπλωση όλων των ειδών των αναρχικών και τρομοκρατικών
διαθέσεων. Ιδέες οι οποίες ανήκουν στην προϊστορία του κινήματος και που απαντήθηκαν από
τους Μαρξ, Λένιν και Τρότσκι πολύ καιρό πριν, επανεμφανίσθηκαν μεταμφιεσμένες ως «νέες
και σύγχρονες» θεωρίες.

Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και ο εκπληκτικός εκφυλισμός της αποκαλούμενης Τέταρτης
Διεθνούς μετά το θάνατο του Τρότσκι. Η πλήρης εγκατάλειψη των πιο στοιχειωδών ιδεών του
Λένιν και του Τρότσκι, από τους αποκαλούμενους Τροτσκιστές, δεν φαίνεται πουθενά αλλού
τόσο καθαρά όσο στο εθνικό ζήτημα. Οι σέχτες ερωτοτροπούν με κάθε μικροαστική και
τρομοκρατική ομάδα στον κόσμο, δρώντας ως επευφημούντες υποστηρικτές και απλήρωτοι (και
συνήθως ανεπιθύμητοι) «συμβουλάτορες» στον ΙΡΑ, στην ΕΤΑ, στην ΟΑΠ ή στο Εθνικό
Αφρικανικό Κογκρέσο. Εκεί όπου απόκτησαν κάποια επιρροή, ευτυχώς είναι λίγες αυτές οι
περιπτώσεις, απλά λειτούργησαν ως ενδυναμωτές των προκαταλήψεων της νεολαίας,
οδηγώντας την στην καταστροφή. Αυτή ήταν η περίπτωση για παράδειγμα της Αργεντινής και
της Ουρουγουάης στη δεκαετία του 1970, όπου αυτά τα στοιχεία έπαιξαν με την τρομοκρατία
και το αντάρτικο των πόλεων. Η κατάληξη αυτών των περιπετειών ήταν η συντριβή του
κινήματος και η επικράτηση των πιο αιμοσταγών στρατιωτικών δικτατοριών, με αποτέλεσμα
ένας μεγάλος αριθμός νεολαιίστικων στελεχών να χάσει τη ζωή του και η επανάσταση να
πισωγυρίσει για πολλά χρόνια.

Με δεδομένη την πλήρη έλλειψη κύρους του μαρξισμού, είναι λογικό οι νέοι άνθρωποι στη χώρα
των Βάσκων, να απωθούνται από το Σταλινισμό και τη Σοσιαλδημοκρατία και να αναζητούν
εναλλακτική λύση στην ΕΤΑ και στον Ερι Μπατασούνα. Στις γραμμές των ριζοσπαστών βάσκων
εθνικιστών, υπάρχουν ηρωικά νεολαιίστικα στοιχεία. Το καθήκον μας είναι να ανοίξουμε διάλογο
μαζί με αυτούς τους ανθρώπους και να τους πείσουμε ότι ο μόνος τρόπος για επιτυχία του
στόχου τους είναι να αγωνιστούν για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αναπόφευκτα, τα καλύτερα
στοιχεία θα φθάσουν σε αυτό το συμπέρασμα. Πρέπει να τους βοηθήσουμε προς αυτή την
κατεύθυνση, με φιλικό και υπομονετικό διάλογο. Τονίζοντας την ανάγκη για την ενότητα στον
αγώνα των εργατών και της νεολαίας σε όλη την επικράτεια της Ισπανίας, να συμπλεύσουμε
μαζί τους στη δράση πάνω σε όλα εκείνα τα ζητήματα στα οποία μπορεί να υπάρξει συμφωνία
αρχών.

Φαίνεται πως είναι νόμος το γεγονός ότι τα μαζικά εθνικιστικά κινήματα, όπως το Ερι
Μπατασούνα, πάντα τείνουν να διασπασθούν πάνω σε ταξική βάση, όταν αναπτύσσονται και
ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Τέτοια κινήματα έχουν πάντα ετερογενή σύνθεση.
Μπορεί να υπάρχουν ακροδεξιά στοιχεία -συνήθως, αν και όχι πάντα, συνδεδεμένα με τη
«στρατιωτική» πτέρυγα- όμως η αριστερή πτέρυγα έχει αρκετούς τίμιους αγωνιστές και εν
δυνάμει επαναστάτες. Τον Αύγουστο του 1970, στο 6ο συνέδριο της ΕΤΑ, υπήρξε μια διάσπαση
από τα αριστερά. Λόγω της έλλειψης μιας πραγματικά μαρξιστικής εναλλακτικής λύσης, οι
Μαντελικοί προσανατολίσθηκαν προς την ΕΤΑ και κέρδισαν πολλούς από αυτούς. Χιλιάδες
αγωνιστές κινήθηκαν προς τον Τροτσκισμό. Με τη σωστή πολιτική και τις προοπτικές, μια
μαρξιστική οργάνωση 10.000 ανθρώπων στην Ισπανία θα μπορούσε να παίξει ένα καθοριστικό
ρόλο. Ομως, λόγω των λανθασμένων πολιτικών των Μαντελικών, αυτή η ευκαιρία χάθηκε.
Αυτοί οι μικροαστοί πέταξαν μακριά την ευκαιρία και πλήρωσαν γι' αυτό το έγκλημα. Δεν
υπάρχουν πλέον. Διαλύθηκαν μαζί με όλες τις άλλες σέχτες. Ετσι, είναι ανοικτός ο δρόμος για
την ανάπτυξη μιας γνήσιας μαρξιστικής τάσης, μέσα στους κόλπους των Βάσκων. Είναι
ξεκάθαρο ότι πολλά από τα καλύτερα στελέχη γι' αυτή την ανάπτυξη θα προέλθουν από τις
γραμμές και τον περίγυρο των ριζοσπαστών Βάσκων εθνικιστών.

Με την υπογραφή της συμφωνίας για ανακωχή, υπήρξε μια εξέλιξη στην οργάνωση Ερι
Μπατασούνα. Μετονομάσθηκαν σε Euskal Herritarrok (Βάσκοι Πολίτες). Αυτό είναι ένα αρκετά
μεγάλο κίνημα. Υπήρχε πραγματικός ενθουσιασμός για το ΕΗ. Ομως τώρα τα πράγματα
αρχίζουν να αλλάζουν. Οι πολιτικοί ηγέτες του ΕΗ συνδέθηκαν καιροσκοπικά με το κόμμα της
μεγάλης βάσκικης αστικής τάξης, το PNV. Οπως πάντα, οι μικροαστοί εθνικιστές λειτουργούν
ως μηχανισμός καθυπόταξης της εργατικής τάξης, στη «δική» τους αστική τάξη. Αλλά, ο κάθε
Βάσκος εργάτης γνωρίζει ότι οι Βάσκοι τραπεζίτες και βιομήχανοι είναι το ίδιο κακοί όσο και οι

16
ισπανοί καπιταλιστές. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να διαλέξεις ανάμεσά τους. Ολα τα
τίμια μέλη του ΕΗ πρέπει να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία αυτό το φρικαλέο μπλοκ με το PNV.

Η ανακωχή τώρα κατάρρευσε και τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Υπάρχει η προοπτική για
περισσότερες τρομοκρατικές ενέργειες, που θα προκαλέσουν περισσότερη κρατική καταπίεση
και περισσότερους πολιτικούς κρατουμένους. Αυτός είναι ο παλιός διαβολικός κύκλος, που για
δεκαετίες δηλητηρίαζε την κοινωνική και πολιτική ζωή των Βάσκων, χωρίς να πετύχει τους
διακηρυγμένους σκοπούς. Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν υπάρχει διέξοδος για τους Βάσκους!
Τώρα που η ΕΤΑ έσπασε τη συμφωνία ανακωχής, θα πρέπει να αναπτυχθεί έντονη συζήτηση
μέσα στις γραμμές της. Χωρίς αμφιβολία θα ψάξουν για να βρουν εξήγηση και διέξοδο. Είναι
ανάγκη να τους εξηγήσουμε με σταθερό και φιλικό τρόπο, ότι για τη χώρα τους δεν μπορεί να
υπάρξει ανεξαρτησία πάνω σε καπιταλιστική βάση. Για να το πετύχουν αυτό, πρέπει να γίνει
επανάσταση στην Ισπανία και στη Γαλλία. Και για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υιοθετήσουμε
ταξική και διεθνιστική θέση και να εγκαταλείψουμε το αδιέξοδο της ατομικής τρομοκρατίας.

Οι Μαρξιστές στην Ισπανία πρέπει να είναι περήφανοι για την επιμονή τους σε μια σταθερή
θέση αρχών. Εχουν με συνέπεια υποστηρίξει τα εθνικά δικαιώματα των Βάσκων,
συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Πρόσφατα, δημοσίευσαν ένα
πολύ καλό κείμενο πάνω στο εθνικό ζήτημα στα Βασκικά και στα Ισπανικά. Τα δυο μας
μεταφρασμένα στα ισπανικά βιβλία, παρουσιάσθηκαν με έμφαση στην ημερήσια εφημερίδα του
Ερι Μπατασούνα Egin. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα στρώμα Βάσκων εθνικιστών που κοιτάζουν
προς την κατεύθυνση της μαρξιστικής τάσης. Στη βάση μιας δραστήριας εκστρατείας, οι
μαρξιστές μπορούν να κερδίσουν ένα σημαντικό στρώμα της μαχητικής νεολαίας.

Από μαρξιστική σκοπιά, το εθνικό πρόβλημα είναι πρόκληση, αλλά είναι επίσης και ευκαιρία.
Εάν υιοθετήσουμε μια θέση αρχών πάνω στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εθνικά
καταπιεσμένοι άνθρωποι, μαχόμενοι ενεργητικά ενάντια σε όλα τα είδη της εθνικής καταπίεσης,
ενώ ταυτόχρονα συνδέουμε σταθερά τη λύση του προβλήματος με την προοπτική της
σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, θα μπορέσουμε να κερδίσουμε τους καλύτερους από
αυτούς στο Μαρξισμό και να κτίσουμε μια ισχυρή οργάνωση που να μπορεί να προσφέρει
πραγματική λύση στο εθνικό πρόβλημα των Βάσκων πάνω σε επαναστατική σοσιαλιστική
βάση.

Τα Βαλκάνια

Το πιο χτυπητό παράδειγμα των συνεπειών μιας λανθασμένης θέσης πάνω στο εθνικό ζήτημα,
είναι η μοίρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το αιματηρό τέλμα των πολέμων, της σοβινιστικής
τρέλας και της «εθνοκάθαρσης» σε ένα πρώην αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος, όφειλε να
προβληματίσει εκείνους που κτυπούν σταθερά το τύμπανο της αποκαλούμενης αυτοδιάθεσης,
ως η καθολική πανάκεια. Δυστυχώς, φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι είναι οργανικά ανίκανοι να
σκέφτονται για οτιδήποτε. Ολόκληρη την περασμένη δεκαετία και σε σχέση με τα Βαλκάνια, η
Μαρξιστική τάση που αντιπροσωπεύεται από το Socialist Appeal και το Web site In Defence of
Marxism κράτησε μια διαχρονικά σταθερή Λενινιστική στάση. Από την αρχή, εξηγήσαμε πως
δεν υπήρχε ούτε ίχνος προοδευτικής εξέλιξης στη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Αντίθετα, κάθε μια από τις σέχτες υποστήριξε είτε τους Κροάτες, είτε τους Σέρβους, είτε τη
μικρή φτωχή Βοσνία είτε έτρεχε γύρω με σημαίες του ΟΥΤΣΕΚΑ. Κάθε ένας από αυτούς έπεσε
και σε μια αντιδραστική θέση.

Οι σέχτες που δηλώνουν ότι είναι Μαρξιστές φαίνεται να υποφέρουν από κάποιο είδος νευρικού
τικ. Μόλις ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, αμέσως αρχίζουν να φωνάζουν: «Ποιον υποστηρίζετε»;
Λες και οι Μαρξιστές βρίσκονται κάτω από κάποιου είδους απόλυτη υποχρέωση να
υποστηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά, στις διαμάχες ανάμεσα στις εμπόλεμες αστικές κλίκες!
Η θέση του Μαρξισμού πάνω στον πόλεμο εξηγήθηκε ήδη με σαφήνεια από το Λένιν. Ο
πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Το κατά πόσο θα υποστηρίξουμε τη μία ή
την άλλη πλευρά σε ένα πόλεμο, εξαρτάται από το εάν ο πόλεμος έχει προοδευτικό ή
αντιδραστικό χαρακτήρα. Μια τέτοια εκτίμηση καθορίζεται, όχι από τις γενικόλογες εξαγγελίες

17
τύπου «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», αλλά αποκλειστικά και μόνο από τα γενικότερα
συμφέροντα του προλεταριάτου και της παγκόσμιας επανάστασης.

Ετσι, η θέση των Μαρξιστών στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 δεν ήταν να πάρουν το
μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά να αγωνισθούν για τη δημοκρατική ομοσπονδία των
Βαλκανίων. Αυτή ήταν η θέση του Λένιν, του Τρότσκι και του μεγάλου Βαλκάνιου μαρξιστή και
διεθνιστή, Κρίστιαν Ρακόφσκι. Η εμπειρία της Γιουγκοσλαβίας επιβεβαιώνει πλήρως τη
μαρξιστική θέση. Απλά χρειάζεται να θέσουμε το ερώτημα συγκεκριμένα για να πάρουμε τη
σωστή απάντηση. Οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, ποιος είναι ο πραγματικός
απολογισμός του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας; οδήγησε σε ενδυνάμωση της εργατικής
τάξης και του επαναστατικού κινήματος; Έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά μεταξύ τους; Ελυσε
οποιδήποτε από τα προβλήματα; Ανάπτυξε τα μέσα παραγωγής; Οι ερωτήσεις απαντιούνται
από μόνες τους. Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί
πλήρη καταστροφή και όλεθρο. Αυτό το έγκλημα ενάντια στην εργατική τάξη δεν μπορεί ποτέ να
δικαιολογηθεί με αναφορές στο δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση. Τώρα έχουμε
νέον απάνθρωπο πόλεμο που διεξάγεται στο Κόσοβο. Φυσικά υποστηρίζουμε το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης των Κοσοβάρων. Εχουν το δικαίωμα για δική τους γη, έχουν το δικαίωμα να μην
καταπιέζονται και να μην σφάζονται. Ομως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Πρέπει να λέμε
πάντα την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι αυτή: Για άλλη μια φορά, η μοίρα ενός μικρού λαού
χρησιμοποιήθηκε με κυνικό τρόπο και έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον ιμπεριαλισμό
για τους δικούς του σκοπούς. Οπως από την αρχή προβλέψαμε, έχοντας χρησιμοποιήσει τους
Κοσοβάρους, το ΝΑΤΟ θα τους εγκατέλειπε και θα τους πρόδιδε. Ετσι γινόταν και έτσι θα
γίνεται πάντα.

Εάν επιτραπεί στο Κόσοβο να γίνει ανεξάρτητο, τότε θα τείνει αναπόφευκτα να ενωθεί με την
Αλβανία, δημιουργώντας έτσι το τερατούργημα της Μεγάλης Αλβανίας -ακολουθώντας τα
βήματα της Μεγάλης Κροατίας, της Μεγάλης Σερβίας, της Μεγάλης Βουλγαρίας, της Μεγάλης
Ελλάδας. Το μικρό κράτος της ΠΓΔΜ είναι πολύ εύθραυστο και έχει μια μεγάλη αλβανική
μειονότητα. Εάν η ΠΓΔΜ διασπασθεί, κάτι το οποίο θα ήταν αναπόφευκτο κάτω από τέτοιες
συνθήκες, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πόλεμο. Αυτός θα ήταν ένας διαφορετικός πόλεμος
από αυτούς που έχουμε δει μέχρι στιγμής στα Βαλκάνια. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν
κύρια ένας πόλεμος μεταξύ πολιτοφυλακών. Εάν η ΠΓΔΜ διασπασθεί, οι Σέρβοι, οι Αλβανοί, οι
Βούλγαροι, οι Έλληνες ακόμα και οι Τούρκοι, όλοι τους θα εμπλακούν σε πόλεμο. Ενας
πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας -δύο μελών του ΝΑΤΟ- θα ήταν καταστροφή για
όλους τους λαούς και εφιάλτης για τους Αμερικάνους. Είναι κάτι που η Ουάσιγκτον δεν μπορεί
να ανεχθεί. Προσπάθησαν να εξασκήσουν πίεση στο Μιλόσεβιτς να κάνει παραχωρήσεις. Οταν
απέτυχαν, σύρθηκαν σε πόλεμο χωρίς σχέδιο και προοπτική. Ο Κλίντον ενημερώθηκε από τη
ΣΙΑ ότι ο βομβαρδισμός θα γονάτιζε το Μιλόσεβιτς μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτό το σχέδιο
απέτυχε και η θέση των ΗΠΑ διασώθηκε μόνο όταν η Ρωσία πίεσε το Μιλόσεβιτς να καταλήξει
σε συμβιβασμό. Ποια όμως ήταν τα αποτελέσματα;

Οι Κοσοβάροι έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, όπως ακριβώς το έχουν οι Σέρβοι, οι


Βόσνιοι, οι Κούρδοι και οι Παλαιστίνιοι. Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα. Πώς πρόκειται να
επιτευχθεί αυτή η αυτοδιάθεση; Πώς πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτό το δικαίωμα στην
πράξη; Οι Σέρβοι δεν πρόκειται εθελοντικά να αποποιηθούν τον έλεγχο του Κοσόβου, γιατί το
θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της σερβικής επικράτειας. Το πρόβλημα είναι ότι οι
Κοσοβάροι ή τουλάχιστον ο ΟΥ-ΤΣΕΚΑ, περίμεναν από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να τους
βοηθήσει. Όμως τι έλυσε η στρατιωτική περιπέτεια του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο; Τίποτα. Έκανε την
κατάσταση χίλιες φορές χειρότερη, σπέρνοντας τους σπόρους νέων πολέμων. Όπως πάντα, ο
εθνικισμός και ο σοβινισμός στα Βαλκάνια παίζει έναν ολέθριο ρόλο και οδηγεί σ' ένα αιματηρό
αδιέξοδο. Οι αντιδραστικοί ηγέτες του ΟΥ-ΤΣΕΚΑ, έχοντας τοποθετηθεί σε θέσεις εξουσίας από
τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, παίζουν τώρα ένα εγκληματικό ρόλο. Τη στιγμή που δολοφονούν
και καταπιέζουν τους Σέρβους εργαζόμενους και αγρότες, αγωνίζονται να καταλάβουν όλες τις
θέσεις κλειδιά, ενώ γεμίζουν τις τσέπες τους από το πλιάτσικο, τους εκβιασμούς, το εμπόριο
ναρκωτικών και από άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Όμως υπάρχουν όρια στο τι θα
επιτραπεί στον ΟΥ-ΤΣΕΚΑ να πετύχει. Οι Αλβανοί του Κόσοβο θα μετανιώσουν σύντομα για
την καλοπροαίρετη εμπιστοσύνη που έδειξαν τόσο τυφλά στους ιμπεριαλιστές.
18
Μολονότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί να απεμπλακεί από το Κόσοβο, έχουν καθηλωθεί και θα
παραμένουν εκεί για αρκετό καιρό. Έπειτα, υπάρχει και ο άλλος «μεγάλος αδελφός» που
παραφυλάει στο βάθος, η Ρωσία που και αυτή έχει συμφέροντα στην περιοχή. Οι αντιθέσεις
ανάμεσα στη Ρωσία και την Αμερική αυξάνονται διαρκώς. Συνεπώς, η Μόσχα ενθαρρύνει τώρα
τον Μιλόσεβιτς να θέσει ξανά το ζήτημα του σέρβικου ελέγχου στο Κόσοβο. Πράγματι, με βάση
το διεθνές δίκαιο και σύμφωνα με τη συμβιβαστική συμφωνία στην οποία κατέληξαν το
Βελιγράδι και το ΝΑΤΟ για να τελειώσουν οι εχθροπραξίες, το Κόσοβο παραμένει επίσημα
κομμάτι της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας. Από τη μεριά του, το ΝΑΤΟ (ο αμερικάνικος
ιμπεριαλισμός) δεν θέλει ένα ανεξάρτητο αλβανικό Κόσοβο, διότι φοβάται (όχι χωρίς λόγο) ότι
αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό της Μεγάλης Αλβανίας, που θα
αποσταθεροποιούσε αμέσως τη ΠΓΔΜ και το Μαυροβούνιο, απειλώντας με την έναρξη νέων
και ακόμα πιο καταστροφικών πολέμων. Αυτή τη αντίθεση αναπόφευκτα θα σημαίνει ότι οι
Αλβανοί του Κοσόβου θα έρθουν σε ρήξη με τις Νατοϊκές δυνάμεις σε κάποιο συγκεκριμένο
στάδιο. Εμείς, από την αρχή το είχαμε προβλέψει και ήδη άρχισε να επιβεβαιώνεται, όπως
δείχνουν οι συγκρούσεις στη Μιτρόβιτσα. Ετσι, η όλη επιχείρηση δεν έλυσε απολύτως τίποτα
και μετατράπηκε σ' ένα εφιάλτη για όλους τους εμπλεκόμενους. Για άλλη μια φορά, η
προσπάθεια επίλυσης του εθνικού προβλήματος σε καπιταλιστική βάση, κατάληξε σε
καταστροφή.

Υπάρχει μόνο μια διέξοδος -η επιστροφή στη θέση του Λένιν. Αυτός δεν φοβήθηκε να πει στους
Πολωνούς το 1916 ότι η ανεξαρτησία δεν ήταν η λύση, ότι ήταν μια ουτοπία, ότι ο μόνος δρόμος
που θα μπορούσαν να αποκτήσουν πραγματική ανεξαρτησία ήταν η επανάσταση στη Ρωσία
και η επανάσταση στη Γερμανία. Η ίδια αλήθεια πρέπει να ειπωθεί στους Κοσοβάρους σήμερα.
Η προσπάθεια να λύσουν τα προβλήματά τους σε στενή εθνικιστική βάση δεν οδήγησε
πουθενά. Η μοναδική διέξοδος βρίσκεται στην εδραίωση της εργατικής εξουσίας στη Σερβία και
σε όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αγωνιστική ενότητα
των εργαζομένων και των αγροτών της Γιουγκοσλαβίας.

Οι εργάτες και οι αγρότες της Σερβίας, της Κροατίας, της ΠΓΔΜ, ακόμα και του Κοσόβου, θα
πρέπει τώρα να αναπολούν με νοσταλγία την εποχή του Τίτο, που φαντάζει σαν παράδεισος σε
σχέση με το τωρινό αιματηρό χάλι. Η αποκατάσταση της ομοσπονδίας όλων των λαών,
βασισμένη στην εθνικά σχεδιασμένη οικονομία, είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Αλλά μια τέτοια
ομοσπονδία -η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Βαλκανίων- θα πρέπει να ελέγχεται και να
διοικείται δημοκρατικά από τους ίδιους τους εργαζόμενους και όχι από τις κλίκες των
προνομιούχων γραφειοκρατών που παίζουν πάντα με τις εθνικές διαφορές για να
εξυπηρετήσουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα. Μόνο η εργατική τάξη δεν έχει κανένα
συμφέρον να καταπιέζει τους ανθρώπους των άλλων εθνοτήτων. Και είναι γι' αυτό το λόγο,
όπως ο Λένιν τόσο συχνά επαναλάμβανε, που η επίλυση του εθνικού ζητήματος μπορεί να
επιτευχθεί μόνο από το προλεταριάτο αφού πάρει την εξουσία στα χέρια του. Οποιαδήποτε
άλλη λύση, θα οδηγήσει στην καλύτερη περίπτωση σε μερική και ασταθή εξέλιξη και στη
χειρότερη σε πλήρη καταστροφή.

Για μια διεθνιστική πολιτική

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ενγκελς τόνισαν ότι το πρώτο καθήκον του
προλεταριάτου είναι να «τακτοποιήσει του λογαριασμούς με τη δική του αστική τάξη»,
να ανατρέψει την αστική τάξη της χώρας του και να μπει επικεφαλής του έθνους.
Πρόσθεσαν όμως ότι «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, ο αγώνας του προλεταριάτου
με την αστική τάξη είναι αρχικά εθνικός αγώνας». Και ξανά: «Αφού το προλεταριάτο
πρέπει πρώτα απ' όλα να αποκτήσει πολιτική υπεροχή, πρέπει να αναδειχθεί σε ηγετική
τάξη του έθνους, πρέπει το ίδιο να αποτελέσει το έθνος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα
είναι εθνικό, αν και όχι με την αστική έννοια της λέξης».

Τι εννοούσαν με αυτά τα λόγια οι ιδρυτές του Επιστημονικού Σοσιαλισμού; Εννοούσαν


ότι, μολονότι το προλεταριάτο μιας συγκεκριμένης χώρας μπορεί και πρέπει πρώτα απ'
όλα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με τη δική του αστική τάξη, δεν μπορεί να
19
παραμένει στη βάση μιας απλά εθνικής επανάστασης. Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό είναι
μόνο η μορφή και όχι το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Μόλις
κατακτήσουν την εξουσία σε μια χώρα, οι εργάτες θα έρθουν αντιμέτωποι με την
αντίσταση της αστικής τάξης των άλλων χωρών. Η βαθύτερη έννοια της προλεταριακής
επανάστασης δεν είναι συνεπώς εθνική, αλλά διεθνής και δεν μπορεί σε τελική ανάλυση
να επιτύχει, μέχρι που να επεκταθεί στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες. Το
προλεταριάτο πρέπει να κάνει βήματα για να διαδώσει την επανάσταση πέρα από τα
δικά του σύνορα, γιατί αλλιώς αντιμετωπίζει την προοπτική της ήττας και της
καταστροφής. Γι' αυτό τον απλό λόγο, ο εθνικισμός και η σοσιαλιστική επανάσταση
είναι διαμετρικά αντίθετες και απόλυτα ασύμβατες έννοιες.

Το κλειδί της επιτυχίας είναι συνεπώς η σωστή πολιτική. Αυτό προϋποθέτει μιαν
μπολσεβίκικη ηγεσία, που θα εμμένει σταθερά στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού.
Για τους Μαρξιστές, φυσικά, η θεωρία είναι ένας οδηγός για δράση. Είναι στοιχειώδης
υποχρέωση να αγωνιζόμαστε ενάντια σε κάθε εκδήλωση εθνικής καταπίεσης,
ρατσισμού, διακρίσεων και αδικίας. Είναι αναγκαίο να εκπονήσουμε σε κάθε χώρα ένα
συγκεκριμένο πρόγραμμα αιτημάτων σε σχέση με αυτό το θέμα. Χωρίς τον καθημερινό
αγώνα για πρόοδο στον καπιταλισμό, η σοσιαλιστική επανάσταση θα αποδειχθεί
ουτοπία. Οι μάζες μπορούν να εκπαιδευτούν και να ατσαλωθούν για την τελική μάχη
μόνο μέσω της συμμετοχής σε μια ολόκληρη σειρά επιμέρους αγώνων και
συγκρούσεων -απεργίες, διαδηλώσεις κ.λπ. Είναι ολοφάνερα σωστό και αναγκαίο να
αγωνιζόμαστε για κάθε βελτίωση, ανεξάρτητα του πόσο ημιτελής είναι, που τείνει να
βελτιώνει τις συνθήκες των μαζών. Αυτό αφορά όχι μόνο τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις,
την εκπαίδευση, την υγεία και τη στέγαση, τις συντάξεις κ.λπ., αλλά επίσης και τις
δημοκρατικές διεκδικήσεις, στο βαθμό που αυτές διατηρούν την παραμικρή τους αξία.

Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Στις σύγχρονες συνθήκες καμιά μεταρρύθμιση, είτε
οικονομική, είτε κοινωνική ή δημοκρατική δεν μπορεί να διαρκέσει επί μακρόν αν δεν
οδηγεί στη θεμελιώδη αλλαγή της κοινωνίας. Από το 1920, στο Δεύτερο Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν τόνισε ότι το εθνικό ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί
μόνο με τη νίκη του προλεταριάτου και απέσυρε από το πρόγραμμα της Διεθνούς την
έκφραση «αστικοδημοκρατικά κινήματα», αντικαθιστώντας την με τα
«εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα». Η σπουδαιότητα αυτού του γεγονότος ξεχάστηκε
τελείως από εκείνους τους «μαρξιστές» που υποκύψανε στην πίεση των αστών και
μικροαστών εθνικιστών ηγετών, οποίοι απαιτούν από την εργατική τάξη να αφήσει κατά
μέρος τον αγώνα της για το σοσιαλισμό και να υποταχθεί στον «εθνικό αγώνα» -δηλαδή,
να αποδεχθεί την ηγεσία των αστικών και μικροαστικών στοιχείων. Σε αντίθεση, ο Λένιν
εξήγησε ότι στη σύγχρονη εποχή η αστική τάξη ήταν ανίκανη να επιλύσει το εθνικό
ζήτημα. Η Λενινιστική θέση συνοψίσθηκε από τον Τρότσκι ως εξής: «Το δικαίωμα της
εθνικής αυτοδιάθεσης είναι, φυσικά, δημοκρατική και όχι σοσιαλιστική αρχή. Ομως οι
γνήσιες δημοκρατικές αρχές υποστηρίζονται και πραγματοποιούνται στην εποχή μας
μόνο από το επαναστατημένο προλεταριάτο. Και είναι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο που
είναι συνυφασμένες με τα σοσιαλιστικά καθήκοντα» (Τρότσκι, Γραπτά 1939-40 σελ. 45,
Αγγλική έκδοση, δική μας έμφαση.)

Αυτή είναι η θέση του πραγματικού μαρξισμού την οποία και εμείς υποστηρίζουμε. Στις
σημερινές συνθήκες, είναι αναγκαίο σε κάθε στάδιο να συνδέουμε σταθερά τον αγώνα
για τα δημοκρατικά αιτήματα με την προοπτική της σοσιαλιστικής αλλαγής της
κοινωνίας, με την απαλλοτρίωση των τραπεζών και των καπιταλιστών. Και η πρώτη
προϋπόθεση είναι η άνευ όρων ενότητα της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της.
Το σύνθημα μάχης για εμάς δεν είναι «έθνος ενάντια σε έθνος», αλλά «τάξη ενάντια σε
τάξη!» Επιπρόσθετα, ο στόχος μας δεν περιορίζεται σ' ένα έθνος. Είναι ο σοσιαλισμός
σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή ήταν η θέση όλων των μεγάλων Μαρξιστών του
παρελθόντος. Το 1916, σε μιαν περίοδο μαύρης αντίδρασης όπου η Ευρώπη ήταν στη
δίνη του καταστροφικού πολέμου, ο Λένιν έγραψε: «Ο στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι
μόνο να τερματίσει τη διαίρεση του ανθρώπινου είδους σε μικροσκοπικά κράτη και την
απομόνωση των εθνών σε όλες τις μορφές της, είναι επίσης η επαναπροσέγγιση των
20
εθνών αλλά και η διάχυσή τους." (Απαντα Λένιν, Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το
δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1916, τόμος 22,
Αγγλική έκδοση, δική μας έμφαση).

Στην κλασσική περίοδο της αστικής επανάστασης στην Ευρώπη -δηλαδή περίπου από
το 1780 έως το 1871- η δημιουργία των εθνικών κρατών έπαιξε ένα σχετικά προοδευτικό
ρόλο σπάζοντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες, συντρίβοντας τα υπολείμματα του
φεουδαρχισμού και βάζοντας τη βάση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
στη βάση της εθνικής αγοράς. Ομως, η κατάσταση έχει σήμερα αλλάξει. Τα μέσα
παραγωγής έχουν από καιρό ξεπεράσει τα στενά όρια του εθνικού κράτους. Στη
σημερινή εποχή το εθνικό κράτος σταμάτησε να παίζει τον οποιονδήποτε προοδευτικό
ρόλο. Αντί να αναπτύσσει τα μέσα παραγωγής, αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο γι' αυτά.
Αυτό είναι αναμφίβολα γνωστό και στους ίδιους τους αστούς. Η δημιουργία της
Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν και μια παραδοχή από ένα κομμάτι της τότε ευρωπαϊκής
αστικής τάξης ότι τα μικροσκοπικά ευρωπαϊκά κράτη δεν θα μπορούσαν να
ανταγωνισθούν δύο γίγαντες που ήταν η ιμπεριαλιστική Αμερική και η ισχυρή σταλινική
Ρωσία. Ομως ο σχηματισμός της Ε.Ε. δεν έχει καταργήσει το εθνικό κράτος στην
Ευρώπη. Οι παλιοί εθνικοί ανταγωνισμοί εξακολουθούν να υπάρχουν, με το γερμανικό
ιμπεριαλισμό να κυριαρχεί την παρούσα στιγμή και τη Γαλλία σαν ένα συνέταιρο
δεύτερης κλίμακας. Στη βάση μιας παγκόσμιας ύφεσης, οι εθνικοί ανταγωνισμοί θα
ενταθούν.

Παρ’ όλες τις ενδείξεις, οι απολογητές του καπιταλισμού δεν θέλουν να παραδεχθούν
αυτό που γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό απ' όλους τους σκεπτόμενους
ανθρώπους: Οτι το εθνικό κράτος παίζει τώρα τον ίδιο αντιδραστικό ρόλο που έπαιζε ο
παλιός φεουδαρχικός κατακερματισμός, τα τοπικά σύνορα και τα διόδια των δρόμων
του παρελθόντος. Η παραπέρα ανάπτυξη της ανθρώπινης κουλτούρας και του
πολιτισμού θα είναι δυνατή μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή αυτών των
αρχαϊκών εμποδίων και την αντικατάστασή τους από τη σχεδιασμένη και αρμονική
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Η μοναδική ελπίδα για
το ανθρώπινο γένος δεν είναι ο απαρχαιωμένος εθνικισμός, αλλά ο σοσιαλιστικός
διεθνισμός. Οπως εξήγησε και ο Λ. Τρότσκι, ο στόχος των σοσιαλιστών δεν είναι η
ανύψωση νέων συνόρων -που αποτελούν καινούργια εμπόδια στο δρόμο της
ανθρώπινης προόδου- αλλά η κατάργηση όλων των συνόρων και η δημιουργία μιας
νέας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων:

«Ολα τα κρατικά σύνορα αποτελούν μόνον εμπόδια πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις.
Το καθήκον του προλεταριάτου δεν είναι να διατηρήσει το υπάρχον καθεστώς, δηλαδή
να διαιωνίσει τα σύνορα, αλλά αντίθετα είναι ο αγώνας για την επαναστατική εξάλειψή
τους με σκοπό τη δημιουργία των Σοσιαλιστικών Ενωμένων Κρατών της Ευρώπης και
ολόκληρου του κόσμου» (Λ. Τρότσκι, Γραπτά 1935-36).

Το κείμενο ψηφίστηκε στο Συνέδριο της Διεθνούς, τον Ιούλη του 2000.

21

You might also like