Professional Documents
Culture Documents
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΟΥΤΣΑΚΟΣ
Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2010
ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Τίτλος της ομιλίας μου είναι Ιωάννης Κουτσάκος ο φιλόσοφος δάσκαλος. Γιατί ο
Σωκράτης ήταν ο φιλόσοφος δάσκαλος, ο Πλάτων ήταν ο φιλόσοφος δάσκαλος, ο
Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος δάσκαλος, ο Έγελος ήταν ο φιλόσοφος δάσκαλος.
Ο Ιωάννης Κουτσάκος είναι ο φιλόσοφος δάσκαλος, γιατί μας δίδαξε πως η
φιλοσοφία είναι ζωή και ως ζωή ελίσσεται, κινείται, βρίσκει διόδους και ατραπούς,
για να γνωρίσει τον κόσμο και τον άνθρωπο, δεν σταματά όμως ποτέ, όσο κι αν
πλησιάζει στο σκοπό της, γιατί αν σταματούσε, τούτο και θα αποτελούσε το θάνατό
της.
Προσέρχομαι μετά δέους να πλησιάσω μικρό μέρος του έργου του, γιατί ο Ιωάννης
Κουτσάκος κατόρθωσε να διεισδύσει στα μεγαλύτερα πνεύματα της Φιλοσοφίας,
παλαιάς τε και νέας, στα βάθη των νοημάτων τους, όπου και ανεύρε και διετύπωσε
τις σχέσεις και τα πλέγματα, συνέλαβε τα νήματα και τα ανέλυσε αλλά και
κατόρθωσε να επαναδιατυπώσει ιδέες της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη,
του Εγέλου και να επανίδει, κατά τη φαινομενολογία του Χούσερλ,
τα αιώνια προβλήματα της Φιλοσοφίας, προσφέροντας όχι μόνο στη Φιλοσοφία
αυτήν καθεαυτήν αλλά και στην Παιδαγωγική και στην Κοινωνιολογία και στην
Ψυχολογία με το αμείωτο και συνεχές ενδιαφέρον του για τη γνώση, όχι την
αποσπασματική αλλά τη σφαιρική, που οδηγεί στην αυτογνωσία.
Η παρουσία του Ιωάννη Κουτσάκου σφραγίζει την πνευματική ζωή του τόπου και
των χρόνων μας με τη σφραγίδα της δωρεάς του χαλκέντερου ερευνητή και μελετητή,
του εμβαθύνοντος και αναλύοντος επιστήμονα, του φιλοσόφου δασκάλου,
που αδιάλειπτα γράφει επί πολλών του επιστητού και φωτίζει με την αλήθεια της
κλασσικής απλότητας.
2
τελευταίο του βιβλίο, απέδειξε πως ο ακάματος εργάτης του πνεύματος ενδυναμούται
ως ερευνητής και επιστήμονας και ανανεώνεται, για να συνεχίσει το έργο του με
σφρίγος σωματικό και πνευματικό.
Ο όγκος του συγγραφικού του έργου μαρτυρεί τον καθημερινό αγώνα στο γραφείο
και στη μελέτη. Όμως η προσεκτικότερη επαφή με αυτό αναδεικνύει τη ζέουσα
ζωντανή τριβή με το θέμα και με τους συνομιλητές του, το ότι φιλοσοφίαν ποιεί και
εργάζεται, το ότι έρχεται σε άμεση συνάφεια με το πρόβλημα, πυρακτώνεται με τον
κόσμο τον εντός και εκτός του, και ερωτά «τι εστί και διατί» εαυτόν και τους
συνανθρώπους του.
Στις κοινωνικές του συναναστροφές ερωτά και φιλοσοφεί, στα μαθήματά του το ίδιο,
στην όλη πορεία του διεξοδικά διερευνά και μανθάνει, ένδον σκάπτει και
αποκαλύπτει το μέσα πλούτος. Με την όλη ζωή του προωθεί αναιρώντας
συναιρώντας στο ανώτερο σκαλοπάτι τον άνθρωπο, τον ανεβάζει στο ιδεατό του
βάθρο και τον υπερασπίζεται και με το λόγο και με το έργο του. Η στάση του
απέναντι στην εξουσία και στην αδικία είναι τοις πάσι γνωστή: απλώς έδωσε την
παύση του.
Η σύζευξη θεωρίας και έμπρακτης εφαρμογής, ο έρως στη γνώση και στη
εξακτίνωσή της, η ανάγκη να οδηγηθεί η εκπαίδευση του τόπου, (την οποία επί
σειράν ετών υπηρέτησε, από όλες τις βαθμίδες και από όλα τα βάθρα),
σε επιστημονικά και όχι διαισθητικά δασκαλικά τεχνάσματα, σε τεκμηρίωση των
μεθόδων και ορθολογική τους χρήση, τον κατεύθυνε ως δάσκαλο και παιδαγωγό των
παιδαγωγών.
Η μεθοδικότητα και η οργάνωση της σκέψης και του μαθήματος είναι τα κύρια
γνωρίσματά του στην εκπαίδευση. Μεθοδικός στην κατάταξη των γνώσεων. Η
κατηγοριοποίηση αποτελεί μέγα όπλο για τιθάσσευση της αχανούς γνώσης, και για
εύκολη πρόσβαση σ’ αυτήν.
Από όπου πέρασε άφησε το βαρύ στίγμα του, είτε Παιδαγωγική Ακαδημία ήταν, είτε
σχολεία, είτε Υπουργείο ή τέλος Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στο οποίο, και απών,
ήταν καθημερινά παρών με το βιβλίο του Σύγχρονη Διδακτική, το εγκόλπιο κάθε
εκπαιδευτικού, για το οποίο και νιώθω υποχρέωση να μιλήσω έστω και για λίγο, γιατί
στάθηκε το σημαντικότερο όπλο πολλών εκπαιδευτικών στο Παιδαγωγικό
3
Ινστιτούτο.
Με συγκίνηση το αναφέρω, ως μέρος της ζωής μερίδας ανθρώπων σε μια περίοδο
γόνιμη της ζωής τους, όταν είχαν το βιβλίο αυτό σύμβουλο και οδηγό.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ
Η Σύγχρονη Διδακτική, καρπός πείρας και μελέτης, συγκέντρωνε στις σελίδες της τις
κύριες γραμμές της διδακτικής και καθοδηγούσε τον εκπαιδευτικό στο κύριο έργο
του στην τάξη. 1980. Στην πρώτη σελίδα εικόνα γλυπτού του Ανδρέα Σαββίδη, με
τίτλο Επικοινωνία. Το βιβλίο αφιερωμένο «Στους αγωνιστές της ελευθερίας της
Κύπρου και στους Έλληνες δασκάλους όλων των βαθμίδων». Με μόττο στα λατινικά,
«didactica amata quantum nulla», Διδακτική, αγαπημένη όσο τίποτε.
Όπως τα περισσότερα βιβλία του, έτσι και η Σύγχρονη Διδακτική είναι απόρροια του
συνεχούς διαλόγου με τους συναδέλφους. Αυτό το ζωντανό και σωκρατικό δεν το
εγκαταλείπει. Οι μεγάλες αλήθειες γεννιούνται με το διάλογο κι ο Ιωάννης
Κουτσάκος συνεχώς μας το υπενθυμίζει. Διάλογος και επανατροφοδότηση οδηγούν
στην παγίωση των θέσεων που μπορούν να τυπωθούν στο χαρτί και να αποτελέσουν
και πάλι έναυσμα για συζήτηση.
Η επιμονή και ικανότητά του να εμβαθύνει σε έννοιες, μας οδηγεί στις απαρχές του
φιλοσοφείν, στο μεγάλο δάσκαλο που ερωτά και προσπαθεί να απαντήσει στο τι εστί
των πραγμάτων. Η επικέντρωση αυτή στο ουσιώδες και η προσπάθεια να φανερωθεί
το νόημα των εννοιών είναι ο τρόπος και το έργο της ζωής του.
Η διδακτική δεν έχει άλλο σκοπό παρά να αυτοκαταργηθεί όταν -όσο πιο γρήγορα-
επιτελέσει το έργο της, να ελευθερώσει το μαθητή και να τον κάμει αυτόνομο
μανθάνον υποκείμενο, σκεπτόμενο ηθικό υποκείμενο, που να αναλαμβάνει τις
ευθύνες του και να τελειούται όσο δυνατόν.
Περιεκτικός στο λόγο και οραματιστής, μέσα σε ελάχιστες γραμμές ανοίγει έναν
τεράστιο κύκλο εννοιών, στενά συνδεδεμένων με την Παιδαγωγική και τους
οραματισμούς του για τη νέα γενιά, τολμηρή, ερευνητική, συνεργατική,
νομιμόφρονα, ελεύθερη πνευματικά, δημοκρατική στο διάλογο και υπεύθυνη, λογική
και αφοσιωμένη στα ιδεώδη της Δημοκρατίας σε όλες τις πτυχές της ζωής. Είναι
4
καιρός ο μαθητής να μάθει να μαθαίνει και να χρησιμοποιεί τη γνώση του με κρίση.
Ένας ζωντανός ψυχή τε και σώματι, ρηξικέλευθος αλλά πανάρχαιος στη σοφία
παιδαγωγός όπως ο Ιωάννης Κουτσάκος περιλαμβάνει στο πανόραμα της Διδακτικής
τον πλούτο και την ποικιλία της ζωής στη δυναμικότητά της, αρχίζοντας από τις
ανθρώπινες σχέσεις, προχωρώντας στο λειτουργικό σύνολο του σχολείου, την ανάγκη
προσαρμογής στις ανάγκες και ικανότητες του καθενός χωριστά, τη χωρίς παρωπίδες
αντιμετώπιση των πραγμάτων που τελικά οδηγεί στη διεύρυνση των γνώσεων με την
εκμετάλλευση της κάθε στιγμής, του κάθε πράγματος και προσώπου, που θα
μπορούσαν να συμβάλουν στην παιδεία του νέου ανθρώπου.
Η μεθοδικότητα, όχι μόνο ως αρχή αλλά και ως τέλος, στόχος του βιβλίου, που
πρέπει να επιτευχθεί. Ο μελετητής του συγγράμματος θα πρέπει στο τέλος της
μελέτης του να ελέγξει αν τον πέτυχε ή όχι. Και βέβαια, με τόση επιμέλεια βαλμένα
από το συγγραφέα τα πάντα, βοηθούν το μελετητή να επιτύχει τη γνωριμία μεθόδων
και τάσεων, την κατανόηση του ρόλου της επικοινωνίας και τεχνολογίας, την
εμβάθυνση στη δομή της προσωπικότητας του μαθητή, την κατανόηση βασικών
εννοιών των σχετικών με τη διδακτική επιστημών. Ο δάσκαλος, ο μαθητής, τα μέσα
που χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει ο πρώτος το δεύτερο διαπλέκονται λογικά και
έντεχνα στο βιβλίο.
Κυρίες και κύριοι, ο Ιωάννης Κουτσάκος είναι δάσκαλος, είναι όμως ο φιλόσοφος
δάσκαλος. Η Φιλοσοφία, αγαπητή όσο τίποτε, τον μαγνήτισε και τον κρατά
προσκολλημένο σ’ όλη του τη ζωή, γι’ αυτό κι η συχνή προτροπή του στους φίλους,
«εργάζου και φιλοσοφίαν ποίει».
5
περιέχει τα πάντα.
Πρόκειται για μια σειρά φαινομενολογικών και οντολογικών μελετών για την
ανθρώπινη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα που ενεργεί μέσω των πραγματικών
ανθρώπων που ζουν σε κοινωνία και δεν είναι αφηρημένες οντότητες. Θυμηθείτε το
διαλεγόμενο με τους σύγχρονούς του πραγματικούς ανθρώπους Σωκράτη.
Κατατοπιστική η απάντηση στο ερώτημα, γιατί λίγη η βιβλιογραφία, που ίσως του
καταλογίσουν μερικοί. Γιατί, λέει, όταν ασχολούμαι με τη Φιλοσοφία, προσπαθώ
α. να δω το θέμα μου άμεσα, με τα δικά μου μάτια και μέσα από εντατική αναστροφή
με τα ίδια τα κείμενα των φιλοσόφων που διεμόρφωσαν και διαμορφώνουν τη σκέψη
μου και
β. να συνθέσω το θέμα μου στη βάση συχνών πυκνών και άτυπων συζητήσεων με
μέλη και με φίλους της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου που προέρχοναι από
ποικίλους επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς και επαγγελματικούς χώρους. Οφείλω
πολλά και σε πολλούς.
Η Φιλοσοφία είναι ζωντανή, διάλογος με φίλους, δεν είναι μόνο τα βιβλία και οι
σημειώσεις, είναι η πολλή ενασχόληση με το πρόβλημα και η συν-ζήτηση της
αληθείας.
6
τα αντικείμενα, άρα η διάκριση, ο χωρισμός, που υπερέβη την προοντολογική
συνέχεια ή προκατηγοριακή συνέχεια. Σε ορισμένο χώρο και χρόνο ονοματίζουμε. Το
παιδί κοινωνικοποιείται, παίρνει τα ονόματα που έδωσε η κοινότητα στα
συγκεκριμένα όντα. Τα πράγματα απουσιάζουν. Τα φαντάσματα, οι παραστάσεις στη
συνείδηση, ώσπερ αισθήματά εστι πλην άνευ ύλης, όπως γράφει ο Αριστοτέλης στο
Περί ψυχής. Από τη συνέχεια των πάντων μετά πάντων οδηγηθήκαμε στην έννοια. Η
γλώσσα έδωσε το όνομα στις έννοιες και συνέβαλε στο «τιθέναι χωρίς», στο συνάγειν
και συνοράν. Το άλογο άγλωσσο ζωάκι γίνεται άνθρωπος, διότι αναφέρεται σε όντα
ως αντικείμενα, αλλιώς λεγόμενο, διά της οντολογικής του αναφοράς στο έτερο.
Ενώ ο λόγος του κυρίου Κουτσάκου είναι άκρως αναλυτικός και κινείται άνετα
ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη ή στους Πατέρες της Εκκλησίας και
στους νεότερους φιλοσόφους, μεταποιείται αίφνης σε μια ποιητική εφραστική
δύναμη, με παλμό, που θυμίζει πάλι τον Πλάτωνα με τους μύθους του, οι οποίοι
βέβαια δεν απουσιάζουν και από το έργο του φιλτάτου δασκάλου μας. Το ποιητικό
στοιχείο γυροφέρνει στη συλλογιστική του.
« Ο άνθρωπος ως υποκείμενο όταν χωρίζεται από τα όντα και τα αντικειμενοποιεί, ως
εάν να καταλαμβάνεται από φόβο για το χωρισμό, για το ρήγμα που ανοίγεται μεταξύ
του ιδίου και των όντων. Και ως εάν να νοσταλγεί την προ του χωρισμού συνέχεια,
ενότητα και αμεσότητα, μέσα στην οποία βρισκόταν, ως εάν να αρπάζει τον απόηχο
της προαναμνησιακής συνέχειας σαν από υπόγεια ρεύματα της συνειδήσεώς του
εξωθείται και προβαίνει σε ενέργειες και πράξεις που φαίνονται σαν απόπειρες
υπέρβασης του χωρισμού και επιστροφής στη συνέχεια. Και φιλογενετικώς και
οντογενετικώς οι πράξεις αυτές φανερώνονται στο μύθο, στην τέχνη και στη
θρησκεία και στην ποίηση ως εγχείρημα επιστροφής στον πατρικό οίκο ή στον
παράδεισο.»
Βέβαια, όσα αναφέρονται για το δίπουν άπτερο, το μικρό άλογο ζωάκι, το οποίο
μετασχηματίζεται σε «ζώον λόγον και συνείδησιν έχον» δεν γράφονται χωρίς τον
Πλάτωνα, το διαρκή συνοδοιπόρο. «Πάσα μεν ανθρώπου ψυχή φύσει τεθέαται τα
όντα, ή ουκ αν ήλθεν εις τόδε το ζώον» (Φαίδρος), χωρίς τον Αριστοτέλη, ιδίως τα
Μετά τα Φυσικά («Η ψυχή τα όντα πως εστί πάντα») χωρίς τη Φαινομενολογία του
Πνεύματος του Εγέλου με τη διαλεκτική αναίρεση συναίρεση και τη διαρκή ανάβαση
των όντων στο ανώτερο επίπεδο.
Δεν εκθέτει όμως μόνο τις δικές του θέσεις, αλλά συζητεί και τις των άλλων. Σ’ όλο
το έργο του μπορούμε να πούμε πως κάνει ό, τι λέγει για το Σωκράτη. «Αυτό το
νοητό ίδωμα των ειδών, αυτή η «αναφανή» ή φανέρωση των ειδών στην ψυχή είναι η
αλήθεια, η αλήθεια για όσα τώρα, στη ζωή μας αυτή την επίγεια λέγομε ότι είναι
πραγματικά όντα. Αυτά τα αληθινά όντα αναζητεί ο Σωκράτης σε όλη τη ζωή με την
ασίγαστη ερώτηση «τι εστι».
7
Όπως δίδαξε με τον τρόπο γραφής του ο Αριστοτέλης, στο τέλος κάθε κεφαλαίου
παρατίθενται περιληπτικά τα πορίσματα της έρευνας.
«Ξεδιαλύναμε όσο μπορούσαμε τις πρώτες πρώτες παιδικές μας αναμνήσεις και
καταλήξαμε στο δοκιμαστικό «Βασικό Κατηγοριακό Σχεδιάγραμμα», βάσει του
οποίου προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε κάποιες λειτουργίες της συνείδησης και του
λόγου, όπως π.χ. το σχηματισμό εννοιών, τη γένεση και έκ-πτυξη της εμπειρίας κ.α.
Τα όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό και στα άλλα κεφάλαια στηρίζονται σε
υποθέσεις, σε υποθέσεις εργασίας. Πώς αλλιώς όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει –
ενδεχομένως και να προχωρήσει- η σκέψη μας, το συναίσθημά μας, η φαντασία μας,
η πράξη μας και γενικά η συμπεριφορά μας; Η «υπόθεση» μαζί με «το σώζειν τα
φαινόμενα» και με τη σύνδεση των φαινομένων «αιτίας λογισμώ» σε σύστημα
προτάσεων με νόημα σχηματίζουν την επιστήμη στη σωκρατική φιλοσοφία. Η γνώση
που σχηματίζουμε είναι όχι μόνο υποθετική, αλλά και περσπεκτιβιστική, αφού κάθε
προσπάθειά μας να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε μέρη αυτού που θεωρούμε
πραγματικότητα, δεν είναι παρά μόνο αναλύσεις, περιγραφές και έννοιες με τις οποίες
προσπαθούμε να αρπάξουμε κάτι από το είναι του αντικειμένου και να σχηματίζουμε
μια κάποια αντίληψη, μια κάποια ιδέα. Κάποτε όμως λησμονούμε την υποθετικότητα
και τον περσπεκτιβισμό και βαυκαλιζόμαστε με ψευδαισθήσεις.»
Η πορεία του φιλοσόφου δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο υποθέσεις μπορεί να κάμει για
τον κόσμο και την πραγματικότητα, και αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί πως το
έργο του δεν είναι παρά προσπάθειες ερμηνείας, διάφορες οπτικές γωνίες από τις
οποίες μπορεί να συλλάβει και να ερμηνεύσει τον κόσμο. Ο φιλόσοφος δάσκαλος δεν
είναι τίτλος, είναι η ζωντανή πραγματικότητα και απόδειξη ο τρόπος σκέψης και
γραφής του, η ομολογία του αιώνιου οδοιπόρου.
Η αναλυτικότητα της γραφής του συγγραφέα μας είναι αδιάψευστο τεκμήριο της
βαθιάς και πλατιάς γνώσης του θέματός του και των σχέσεων των εννοιών τις οποίες
διερευνά. Όσο αναλυτικότερος τόσο διεισδυτικότερος αποδεικνύεται. Η επιφάνεια
του είναι άγνωστη, γιατί πρόκειται περί δηλίου κολυμβητού.
Η μεγάλη προσφορά του στον αναγνώστη και μαθητή του είναι η αποκάλυψη των
θεμελιωδών εννοιών με τις οποίες μπορεί να ερευνήσει, να οργανώσει και να
εκφράσει τον κόσμο και τις σχέσεις των όντων. Τα αγκωνάρια αυτά του λόγου, οι
βασικές έννοιες ή κατηγορίες της σκέψης του όπως και οι διαστάσεις των πραγμάτων
μπορούν να διατυπωθούν με εφτά λέξεις κλειδιά. Συνέχεια, χωρισμός, υπέρβαση στις
διαστάσεις της επιβίωσης, συμβίωσης, προσανατολισμού και έκφρασης. Με αυτές τις
βαριές λέξεις κλειδιά, στη συσχέτιση ή διαπλοκή τους, λογικά ερμηνεύει τον κόσμο,
οπότε αποκτά και πάλι το όν το πολλαχώς λεγόμενο την ενότητά του αλλά και τα
εργαλεία με τα οποία μπορεί κανείς να τον πλησιάσει ή αλλιώς το νήμα της Αριάδνης
για την διέλευση μέσα από το χάος των εντυπώσεων και των γνώσεων.
Με αυτή την ενοποιητική δύναμη κατάφερε και να δαμάσει το υλικό του, αλλά και να
αναπτύξει με σαφήνεια και συνέπεια τον κόσμο σε όλα τα επίπεδα. Αυτή είναι η
τεράστια προσφορά του για όσους έχουν ανάγκη κλειδιών για να ανοίξουν την θύρα
του όντος.
Όμως, όπως γράφει ο φιλόσοφος δάσκαλος και αιώνιος αναζητητής της αλήθειας, «η
συνείδηση και ο λόγος είναι ένα μόνο μέρος της ψυχής, όπως αντιστοίχως ένα ή και
8
όλα τα κατηγοριακά σχήματα είναι απλώς και μόνο κάποιοι τρόποι με τους οποίους
φανερώνεται η συλλειτουργία της συνειδήσεως και του λόγου. Και οι τρόποι αυτοί
δεν εξαντλούν το είναι ή την ουσία της συνειδήσεως και του λόγου, ή γενικότερα του
πνεύματος και της ανθρώπινης ζωής.
Ευχαριστώ
9
ΣΥΝΕΧΕΙΑ – ΧΩΡΙΣΜΟΣ- ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Το πλέγμα Συνέχεια, Χωρισμός και Υπέρβαση ως Βασικό Κατηγοριακό
Σχεδιάγραμμα στο έργο του Ιωάννη Κουτσάκου «Φαινομενολογικές και Οντολογικές
Μελέτες για τη Ζωή και το Πνεύμα».
1.1 Με τον τίτλο Συνέχεια- Χωρισμός- Υπέρβασις και υπότιτλο Προλεγόμενα εις
μίαν Φιλοσοφικήν Ανθρωπολογίαν κυκλοφόρησε στη Λευκωσία το 1966 βιβλίο του,
στο οποίο μελετά πολυεπίπεδα και πολύπτυχα τις έννοιες της συνέχειας, του
χωρισμού και της υπέρβασης, αρχίζοντας από το χωρισμό, που θεωρεί
θεμελιωδέστατο οντολογικό και ανθρωπολογικό γεγονός, αφού πριν από αυτόν δεν
υπάρχει άνθρωπος και όντα, παρά μόνο η προοντολογική συνέχεια. Δεν υπάρχει το
υποκείμενο, που θα θέσει απέναντί του τα αντικείμενα. Τα πάντα βρίσκονται σε
συνέχεια. Στη φιλοσοφία απηχήσεις της προοντολογικής συνέχειας βρίσκονται στο
άπειρο του Αναξιμάνδρου, στο ον του Παρμενίδη, ενώ στη νεότερη φιλοσοφία η
προοντολογική συνέχεια βρίσκεται στον Έγελο ως φύση πριν από τη διάκριση
υποκειμένου και αντικειμένου.
Το ζώο βρίσκεται σε συνέχεια με το περιβάλλον και με το χρόνο, ενώ ο άνθρωπος, με
το χωρισμό, διακρίνει το φαινόμενο από την πραγματικότητα. Το εργαλείο είναι για
τον άνθρωπο η εξωτερική όψη του χωρισμού, ενώ η συνείδηση η εσωτερική του όψη.
Η υπέρβαση εκδηλώνεται ως συμπάθεια, κατά την οποία ο άνθρωπος υπερβαίνει το
χωρισμό.
1.3 Η προ του θανάτου του προσπάθεια ήταν να συνενώσει κάτω από ένα ενιαίο τίτλο
και σ’ ένα βιβλίο όλη την πνευματική του παραγωγή, γι’ αυτό, αναζητώντας ένα
βασικό κατηγοριακό σχεδιάγραμμα ως ενωτική ιδέα, επαναφέρει το τρίπτυχο
συνέχεια, χωρισμός, υπέρβαση. Στο τελευταίο βιβλίο του Φαινομενολογικές και
Οντολογικές Μελέτες για τη Ζωή και το Πνεύμα ο Ιωάννης Κουτσάκος ήδη στο
πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο Δοκιμαστική βάση για φιλοσοφία, θέτει ως πρώτο την
αναζήτηση μιας βάσης για το φιλοσοφικό του εγχείρημα κι έτσι αρχίζει από την
ονομαζόμενη μηδενική βάση, το σημείο της νηπιακής ηλικίας στην οποία τελειώνει
το άλογο ζώο και η συνέχεια πάντων μετά πάντων, ενώ αρχίζει το ζώον το λόγον
έχον. Στη συνέχεια της βιολογικής ζωής του νηπίου επέρχεται ρήγμα με τις πρώτες
αναμνήσεις που σηματοδοτούν και το χωρισμό, άρα τη λειτουργία της συνείδησης
και του λόγου. Μια σημαντική και ποιητικά γραμμένη παράγραφος μάς οδηγεί στην
υπέρβαση: «Ο άνθρωπος ως υποκείμενο, όταν χωρίζεται από τα όντα και τα
αντικειμενοποιεί, ως εάν να καταλαμβάνεται από φόβο για το χωρισμό, για το ρήγμα
που ανοίγεται μεταξύ του ιδίου και των όντων. Και ως εάν να νοσταλγεί την προ του
χωρισμού συνέχεια, ενότητα και αμεσότητα, μέσα στην οποία βρισκόταν, ως εάν να
αρπάζει τον απόηχο της προαναμνησιακής συνέχειας σαν από υπόγεια ρεύματα της
συνειδήσεώς του εξωθείται και προβαίνει σε ενέργειες και πράξεις που φαίνονται σαν
10
απόπειρες υπέρβασης του χωρισμού και επιστροφής στη συνέχεια. Και
φυλογενετικώς και οντογενετικώς οι πράξεις αυτές φανερώνονται στο μύθο, στην
τέχνη και στη θρησκεία και στην ποίηση ως εγχείρημα επιστροφής στον πατρικό οίκο
ή στον Παράδεισο.» Και παρακάτω : « η οντολογική συνείδηση και ο οντολογικός
λόγος ανεφάνησαν και λειτούργησαν ως συνέχεια, χωρισμός και υπέρβασις. Οι τρεις
αυτές έννοιες λειτούργησαν ως δυναμικές θεμελιώδεις κατηγορίες για την ανάδυση
της ανθρώπινης ζωής και του ανθρώπινου πνεύματος. Το πλέγμα “συνέχεια,
χωρισμός και υπέρβαση” το υποθέτομε ως “Βασικό Κατηγοριακό Σχεδιάγραμμα”.»
11
χωρισμός, η συνέχεια και η υπέρβαση. Με το χωρισμό ανοίγεται απόσταση ανάμεσα
στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Η απόσταση αυτή αποτελεί το πεδίο της
διαμεσότητας μέσα στο οποίο λειτουργεί η αντικειμενοποίηση. Ο λόγος και η
συνείδηση ως πνεύμα λειτουργούν και συλλειτουργούν στο πεδίο της διαμεσότητας ή
εμμεσότητας σε διαφορά από τους αυτόματους βιολογικούς μηχανισμούς της ζωής
που λειτουργούν στο πεδίο της αμεσότητας. Τούτο μπορούμε να δούμε στη διαφορά
του οργάνου ως ζωτικού στοιχείου της ζωής, που λειτουργεί άμεσα, και του
εργαλείου, που φανερώνει τη λειτουργία του πνεύματος, στο πεδίο της διαμεσότητας.
Το βασικό γνώρισμα της αμεσότητας είναι η συνέχεια, ενώ της διαμεσότητας ο
χωρισμός. Ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος με την υπέρβαση από το πεδίο της
αμεσότητας στο πεδίο της διαμεσότητας.
2.3.1.1 Κατά τον Αναξίμανδρο αρχή των όντων είναι το άπειρο, που είναι αγέννητο
άμορφο και άφθαρτο, συνεχές. Τούτο είναι το υποκείμενο, από το οποίο αναδύονται
οι εναντιότητες του θερμού- ψυχρού, ξηρού- υγρού, από τις οποίες αναδύονται,
«γίγνονται άπαντες οι ουρανοί και οι εν αυτοίς κόσμοι» με τα επί μέρους όντα των
κόσμων τούτων. Έτσι, ως αρχή της γένεσης των όντων υποτίθεται ο χωρισμός, που
είναι αποστασία από το μητρικό κόλπο του απείρου, αλλά και αδικία, για την οποία
πρέπει τα όντα να καταβάλουν το τίμημα της τιμωρίας κατά την τάξη του χρόνου. Το
τίμημα είναι η φθορά των όντων με την επιστροφή τους στο άπειρο από το οποίο
αναδύθηκαν. Υπερβάσεις είναι και ο χωρισμός και η επιστροφή.
12
Πλάτων για τις ιδέες του στην προ του Σοφιστή περίοδό του, ίσως για να περισώσει
τις ιδέες από τη σχετικότητα της «δόξας». Ο Παρμενίδης με την ταυτότητα νοείν και
είναι ορά εντός του νοείν το Ον, με αποτέλεσμα νοείν και είναι να αποτελούν
ταυτότητα. Κάτι παρόμοιο υποστηρίζει ο Αριστοτέλης με τη νόηση νοήσεως, το Θεό,
στο Λ των Μεταφυσικών.
2.3.1.3 Το πλέγμα συνέχεια, χωρισμός, υπέρβαση λειτουργεί και στη φιλοσοφία του
Καντ. Ο αισθητός κόσμος είναι σειρά φαινομένων που υποπίπτουν στην αντίληψή
μας, δεν γνωρίζουμε όμως το πράγμα καθ’εαυτό, του οποίου υποτίθεται η ύπαρξη και
αποτελεί μεταφυσικό αίτημα. Η σύνθεση της γνώσης αρχίζει με τα δεδομένα των
αισθήσεων, που συντίθενται σε εποπτείες ή παραστάσεις και συνεχίζεται με τις
έννοιες και τις κρίσεις. Οι αισθήσεις παρέχουν την ύλη, το εμπειρικό ή εκ των
υστέρων συστατικό της γνώσης, ενώ τα σχήματα του χώρου, του χρόνου και η
διάνοια παρέχουν το εκ των προτέρων συστατικό της γνώσης. Παρόλο ότι χωρίζονται
και διακρίνονται οι αισθήσεις από τη διάνοια, συγχρόνως αλληλεξαρτώνται, ώστε οι
αισθήσεις χωρίς τη διάνοια να είναι τυφλές και η διάνοια χωρίς τις αισθήσεις να είναι
κενή. Έχουμε έτσι συνέχεια και χωρισμό. Αναβαθμοί της γνώσης μπορούν να
θεωρηθούν
α. τα δεδομένα των αισθήσεων που συντίθενται σε εποπτείες και παραστάσεις βάσει
των σχημάτων του χώρου και του χρόνου
β. οι εποπτείες ή παραστάσεις που συντίθενται σε έννοιες βάσει εννοιολογικών
σχημάτων της διάνοιας
γ. οι έννοιες που συνδέονται σε κρίσεις βάσει τρόπων και κανόνων της διάνοιας και
δ. οι κρίσεις που συντίθενται σε σύστημα.
Η ολοκληρωμένη αυτή ενότητα προς την οποία τείνει το σύστημα είναι η ενότητα
μιας περιοχής του Όντος. Τρεις περιοχές του όντος είναι
α. του όντος εν ημίν
β. του όντος εκτός ημών και
γ. του δυνατού όντος.
Τρεις ιδεατές επιστήμες αντιστοιχούν προς τις περιοχές,
α. η Ψυχολογία, ως σύνθεση των εσωτερικών φαινομένων κάτω από την ιδέα της
ψυχής,
β. η Κοσμολογία, ως σύνθεση όλων των εξωτερικών φαινομένων κάτω από την ιδέα
του κόσμου και
γ. η Θεολογία, ως σύνθεση όλων των δυνατών φαινομένων κάτω από την ιδέα του
Θεού. Οι πιο πάνω ιδέες είναι έννοιες του νου, όχι της διάνοιας. Της διάνοιας
αναφέρονται σε εμπειρικά αντικείμενα, ενώ του νου αποτελούν υπέρβαση σε άλλο
γένος, άρα έχουμε μεταξύ των ασυνέχεια και χωρισμό. Οι ιδέες που προέρχονται από
το νου είναι ρυθμιστικές αρχές που ενοποιούν τη γνώση και είναι υπερβατικές, αφού
είναι σχήματα πέραν της εμπειρίας.
13
προκύπτουν η μια από την άλλη κατά εσωτερική αναγκαιότητα. Ενώ η φύση είναι
κίνηση, αφ’ ενός σαν χωρισμός από το απόλυτο Ον και αφ’ ετέρου ως υπέρβαση από
τη μια βαθμίδα στην άλλη, δεν σταματά για να αναδιπλωθεί στον εαυτό της και να
δημιουργήσει ταυτότητα. Με μια όμως ακόμα υπέρβαση του εαυτού της, η ιδέα που
έγινε φύση γίνεται πνεύμα. Τούτο αναδιπλώνεται στον εαυτό του και αισθάνεται και
συναισθάνεται τον εαυτό του ως αυτοσυνείδητη ουσία.
2.3.1.5.2 Στον Αριστοτέλη η ύλη είναι το μη-ον, το δυνάμει, το οποίο όμως κινείται
προς το ον, προς τη μορφή, το είδος, ώστε να γίνει ενεργεία, αλλά και πάλι η κίνηση
δεν σταματά, αφού κάθε βαθμίδα του όντος κινείται προς ανώτερη βαθμίδα. Η ψυχή
είναι για τον Αριστοτέλη το παράδειγμα της κίνησης ως μετάβασης ή υπέρβασης και
ως διαπλοκής σε μια συνέχεια Όντος- μη όντος. Η ψυχή είναι ενότητα των διαφόρων
μορφών ενέργειας του ανθρώπου. Στο Περί Ψυχής έργο του ο Αριστοτέλης αναφέρει
ότι η ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο όλα τα όντα.
2.3.1.5.3 Από αυτή την αντίληψη περί ψυχής αφορμάται ο Έγελος. Τα διάφορα όντα
έχουν την τάση να γίνουν υποκείμενα. Η υποκειμενοποίηση αποτελεί το ενεργεία των
πραγμάτων. Στη σφαίρα της φύσης υπάρχει η δυνατότητα να μεταβεί στη σφαίρα του
πνεύματος, το οποίο δηλώνει την παρουσία του με το διχασμό σε υποκείμενο και
αντικείμενο. Με αναιρέσεις και συναιρέσεις το υποκείμενο οικειοποιείται το
αντικείμενο και αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το ίδιο το υποκείμενο βρίσκεται μέσα
στο αντικείμενο και το αντικείμενα μέσα στο υποκείμενο. Με την αντίληψη αυτή
σχηματίζεται βαθμιαία η αυτοσυνείδηση του υποκειμένου και κερδίζεται η ελευθερία
που γίνεται αυτοδιάθεση. Μέσα από μια αναγκαία διαδικασία και ανέλιξης και
αντιθέσεων μερικά αυτοσυνείδητα και αυτοδιάθετα υποκείμενα αγγίζουν την ύψιστη
μορφή συνέχειας, το όντως ή αληθώς ον, το απόλυτο, το θείο.
2.3.1.5.4 Το όντως Ον προς το οποίο τείνουν τα όντα είναι η μορφή της ενέργειας και
κίνησης, που έχει μέσα της τη γνώση και την αρχή της κίνησης, που κινεί και τον
εαυτό της και τα άλλα. Πρόκειται για την ενότητα αυτενέργειας και αυτοσυνείδησης,
14
την αυτοσυνείδητη και αυτοδιάθετη αυτενέργεια. Ο Πλάτων σαν μια τέτοια
αυτενέργεια έθεσε την ψυχή. Το υποκείμενο φέρει μέσα του το αντικείμενο, τον
κόσμο. Όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, η ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο όλα τα όντα.
Το ανθρώπινο υποκείμενο είναι κατά τους τρεις φιλοσόφους η αρχή που αναιρεί και
συναιρεί στον εαυτό του τα όντα. Κατά τον Έγελο το υποκείμενο ανακαλύπτει τη
βαθύτερη συνέχειά του με τον κόσμο. Και αυτή η συνέχεια είναι ο λόγος. Ο Πλάτων
στο Σοφιστή ανέλυσε το λόγο ως κοινωνία των υψίστων γενών ή ιδεών, όντος- μη
όντος, στάσης- κίνησης, ταυτότητας- ετερότητας. Ο λόγος παρουσιάζει δυο μορφές,
την αντικειμενική ως λόγο του κόσμου και την υποκειμενική ως λόγο του
ανθρώπινου υποκειμένου. Με τη γνώση του κόσμου γνωρίζουμε τον εαυτό μας,
συνειδητοποιούμε τη συνέχεια κόσμου και ανθρώπου. Αυτή η συνέχεια, την οποία
διαπερνά αλλά και ενώνει ο λόγος και γνωρίζεται ως λόγος διά του λόγου και
αποτελεί την αρχή της ζωής και της γνώσεως είναι το όντως Ον ή το Απόλυτο. Ο
Αριστοτέλης στο Λ των Μεταφυσικών επισημαίνει πως η πλήρης σύμπτωση της
αντικειμενικής και της υποκειμενικής μορφής του λόγου αποτελεί το όντως Όν προς
το οποίο κατευθύνεται ο άνθρωπος. Εφόσον πραγματώνεται η πλήρης σύμπτωση η
οποία χαρακτηρίζεται ως νόησις νοήσεως, αυτή μπορεί να τεθεί ως η αρχή της
κινήσεως και του κόσμου και του ανθρώπου. Στον Πλάτωνα είναι η ιδέα του αγαθού.
Για τον Έγελο είναι η καθαρότατη μορφή του λόγου. Συνέχεια, χωρισμός και
υπέρβαση συλλειτουργούν και στις τρεις συλλήψεις των μεγάλων αυτών φιλοσόφων
περί του όντως Όντος.
2.3.2.1 Στον Ρίλκε βρίσκει ο Ιωάννης Κουτσάκος την έκφραση της κενότητας της
ζωής, της έλλειψης νοήματος, τον οντολογικό χωρισμό και την αποξένωση.
Εμβαθύνει στην όγδοη ελεγεία του Ντουίνο, στην οποία ο Ρίλκε αντιπαραβάλλει τη
φύση, το ζώο προς τον άνθρωπο, που συνειδητοποιεί τα όρια και το θάνατό του, σε
αντίθεση προς το ζώο, που ζει μέσα στη συνέχεια. Ζώντας μέσα στο χωρισμό ο
άνθρωπος νοσταλγεί και αναζητεί την ευδαιμονία της επιστροφής στην ενότητα, την
οποία όμως αδυνατεί να επιτύχει. Ο Ρίλκε υπερνικά το χωρισμό με τον Ορφέα, το
σύμβολο της σύνδεσης ζωής και θανάτου. Στο δωδέκατο σονέττο του από τη συλλογή
Σονέττα στον Ορφέα ο Ρίλκε αποδέχεται και καταφάσκει το θάνατο ως συνυφασμένο
προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Από τη ζωική συνέχεια προχώρησε στον άνθρωπο και
στο χωρισμό του από τη φύση. Ο άνθρωπος πέτυχε την υπέρβαση του χωρισμού με
την αποδοχή του θανάτου.
2.3.3 Στο μύθο. Ο μύθος μπορεί να θεωρηθεί πως είναι το πρώτο στάδιο μετεξέλιξης
της ζωής σε πνεύμα, αφού ο άνθρωπος μετασχηματίζεται από άλογο σε λογικό ον,
διακρίνει τον εαυτό του από τα άλλα όντα και αγωνίζεται να συλλάβει τα
χαρακτηριστικά του ως ανθρώπου. Έτσι ισχύει και πάλι το σχήμα ενότητα-
χωρισμός- υπέρβαση.
2.3.3.1 Αναφέρεται για παράδειγμα ο μύθος του Οιδίποδα, που εκφράζει την πορεία
και τραγική περιπέτεια του ανθρώπου κατά την αναζήτηση της συλλογικής και
ατοµικής ταυτότητάς του και ταυτόχρονα την ανύψωσή του σε υψηλά επίπεδα
τραγικής αυτοσυνείδησης, αφού ο άνθρωπος αναφαίνεται ως µια φωτεινή στιγµή
µέσα στο άπειρο, για να δύσει πάλι στο άπειρο.
2.3.3.2 Ο άνθρωπος των κοινωνιών του µύθου ταυτίζεται µε τα έµβια, µε φυτά και
ζώα, αλλά και µε άψυχα. Ο άνθρωπος του µύθου αντιλαµβάνεται τα πράγµατα ως
15
συνέχεια του εαυτου του, ως µέρος του είναι του. Άνθρωπος και λοιπά όντα
διακρίνονται, αλλά συγχρόνως επικοινωνούν µεταξύ τους και ταυτίζονται. Στους
μύθους υπάρχει κάποτε µέθεξη του ανθρώπου και του ζώου. Η διπλοµορφία, η φιλία,
η µετάβαση από τη µια µορφή στην άλλη ερμηνεύονται ως οντολογική συνέχεια. Οι
ήρωες κάποτε µπορεί να έχουν διφυή χαρακτήρα, θνητού και θεού, μια άλλη
συνέχεια.
2.3.3.3 Στην Οδύσσεια ο κόσµος των νεκρών χωρίζεται από τον κόσµο των ζώντων,
υπάρχει όμως και συνέχεια νεκρών και ζώντων, αφού ο Οδυσσέας κατέρχεται στον
Άδη και επικοινωνεί µε τους νεκρούς. Η οντολογική συνέχεια ανθρώπων και ζώων
παρουσιάζεται στη λύπη των αλόγων του Αχιλλέα για το θάνατο του Πατρόκλου, στη
µεταµόρφωση των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους, στις μεταμορφώσεις του
Πρωτέα, που αποτελεί τον αρχέτυπο της οντολογικής συνέχειας.
2.3.3.4 Κάτι παρόμοιο παρατηρείται στη Γένεση, στην Παλαιά Διαθήκη. Το σκότος
και η άβυσσος, το αόρατο και ακατασκεύαστο της γης μεταφέρουν στο πυκνό
σκοτάδι της προοντολογικής συνέχειας. Η γη, ο κόσμος, τα όντα αρχίζουν να
αναφαίνονται όταν είπεν ο Θεός και εγένετο φως. Με το φως συνδέεται και
αναφαίνεται ο χωρισμός. Η γένεση του φωτός και ο χωρισμός του από το σκότος
είναι πρωταρχικά γεγονότα. Συγχρόνως με το χωρισμό του φωτός από το σκότος
γίνεται από το Θεό η διάκριση της ημέρας από τη νύκτα. Ο Θεός «εκάλεσε το φως
ημέραν και το σκότος εκάλεσε νύκτα». Με τη διάκριση μέρας και νύκτας, φωτός και
σκότους, αρχίζει η λειτουργία του χρόνου.
2.3.3.5 Την πρόοδο του ανθρωπίνου πνεύματος βρίσκει ο Ιωάννης Κουτσάκος στην
έννοια της θεότητας, όπως συλλαμβάνεται από τον Ησίοδο στη Θεογονία, στην
εξέλιξη δηλαδή από τις τερατώδεις μορφές της αυθαίρετης βίας στις μορφές των θεών
του Ολύμπου. Η ηθική και κοινωνική συνείδηση του Ησιόδου λειτουργεί στη
Θεογονία ως οντολογική ή κοσμολογική ηθική τάξη. Ο Ησίοδος εκλογικεύει τη
θρησκευτική-μυθική παράδοση, κι έτσι παρατηρείται στη Θεογονία του ηθικοποίηση
της θεότητας με την επικράτηση του Δία με τη συνεργασία των άλλων θεών. Ο
Ησίοδος γράφει για την ειρηνική κατανομή της εξουσίας των θεών με την
επικράτηση του Δία, ενώ πριν από τον Δία η εξουσία επιβαλλόταν βίαια. Τα στοιχεία
της ηθικοποίησης της εξουσίας και εκλογίκευσης αποτελούν υπέρβαση,
αυθυπέρβαση. Η ίδια η θεότητα από τυφλή και εγωιστική τερατόμορφη δύναμη της
αυθαίρετης βίας υπερβαίνει τον εαυτό της, πράγμα που αποτελεί και οντολογικό
γεγονός με ηθική και λογική χροιά. Ένας άλλος χωρισμός, που είναι ταυτόχρονα και
υπέρβαση, είναι η διάκριση των θεών από τις φυσικές δυνάμεις. Ο Ποσειδών δεν
είναι πια η θάλασσα, αλλά ο εξουσιαστής της, όπως η Δήμητρα δεν είναι η Γη-μήτηρ,
αλλά η θεά που επιβλέπει τη χρήση της γης.
2.3.3.6 Στο μύθο του Οιδίποδα ο Ιωάννης Κουτσάκος, πέραν της φροϋδικής
ερμηνείας, δίνει έμφαση στη λύση του αινίγματος της σφίγγας, απόδειξη της
προσπάθειας του ανθρωπίνου πνεύματος να γνωρίσει τον εαυτό του και γενικά το
ανθρώπινο γένος. Η λύση του αινίγματος σημαίνει την ανύψωση του ανθρώπου στην
αυτοσυνείδηση-αυτογνωσία. Το μύθο ερμηνεύει ως εξής: Ο Οιδίπους σε βρεφική
ηλικία διώχνεται από τον πατέρα του από το πατρικό σπίτι, το οποίο συμβολίζει την
προοντολογική συνέχεια. Από την προοντολογική συνέχεια αναδύεται ο άνθρωπος
που διακρίνεται από τα άλλα όντα, τα οποία κάμνει αντικείμενα και τα γνωρίζει. Η
γνώση αυτή είναι η πρώτη βαθμίδα γνώσης και συνείδησης, ως γνώση και συνείδηση
16
του ετέρου ή ως ευθεία αναφορά στο έτερο. H δεύτερη βαθμίδα αναφοράς είναι η
αυτογνωσία, που θεωρείται το πιο ψηλό σημείο, στο οποίο μπορεί να φτάσει ο
άνθρωπος. Αυτό το σημείο συμβολίζεται με τη βασιλεία. Η αυτοσυνείδηση-
αυτογνωσία όμως δεν περιορίζεται στη συλλογική ταυτότητα του ανθρώπινου είδους,
αλλά επεκτείνεται στην ανα-γνώριση της ατομικής ταυτότητας του Οιδίποδα, ως
τέκνου και αντρός της Ιοκάστης. Η όλη περιπέτεια καταλήγει στην αυτοτιμωρία-
τύφλωση. Στοιχεία του τραγικού είναι ότι ο άνθρωπος «πίπτει», όταν βρίσκεται στο
ύψιστο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει: «πίπτει» όταν είναι βασιλιάς. Αυτή η
πτώση είναι ακριβώς περι-πέτεια στην πλήρη σημασία του όρου. Η περιπέτεια αυτή
είναι ένας κύκλος, η επιστροφή του ανθρώπου στην προοντολογική συνέχεια. Ο
γάμος του Οιδίποδα με τη μητέρα του σημαίνει επάνοδο του ανθρώπου στο μητρικό
κόλπο του απείρου από τον οποίο χωρίστηκε.
2.3.3.7 Ακολούθως ο μακαριστός δάσκαλος προχωρεί στην ερμηνεία των μύθων κατά
Jung και Neumann. Ο Neumann βλέπει το μύθο ως συμβολική παράσταση της ψυχής
στα διαδοχικά στάδια της ανέλιξής της. Το ασυνείδητο είναι η πρωταρχική έννοια
από την οποία προκύπτουν όλες οι άλλες έννοιες της ψυχανάλυσης. Για τον Γιούγκ το
ασυνείδητο είναι και το ομαδικό ασυνείδητο που συγκροτούν οι αρχέτυποι, οι οποίοι
αποτελούν κατηγορίες της ψυχής. Οι αρχέτυποι είναι πρωταρχικές δυνάμεις της
ψυχής, που εκδηλώνονται με μορφή εικόνων, στις οποίες συμπυκνώνεται η πείρα των
προγόνων. Μέσα από τις εικόνες αυτές, που αναδύονται από το ασυνείδητο στη
συνείδηση, χωρίς ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται από πού προέρχονται, «λαμβάνει
ασυνειδήτως και ανεπιγνώστως πείραν του κόσμου εν εαυτώ» Τους αρχετύπους τους
αντιλαμβάνονται ο Jung και Neumann ως μορφές ή τύπους (formae) τους οποίους οι
άνθρωποι φέρουν μέσα τους δυνάμει. ΄Οταν αυτοί οι δυνάμει αρχέτυποι προσλάβουν
κάποιες πρωταρχικές εντυπώσεις από τον κόσμο, συντίθενται με αυτές και γίνονται
ενεργεία αρχέτυποι που εισβάλλουν στη συνείδηση χρησιμοποιώντας διάφορα
σύμβολα και προσλαμβάνοντας διάφορες όψεις ως εικόνες ή μορφές. Οι αρχέτυποι
είναι δυνάμει πολυδύναμοι. Στους μύθους διαφόρων λαών και στα όνειρα διαφόρων
ανθρώπων αναγνωρίζονται οι ίδιοι αρχέτυποι. Προϋπόθεση για την ανάδυση των
αρχετύπων στη συνείδηση είναι η διάσπαση του ίδιου του ασυνειδήτου σε
συμπλέγματα.
Κατ’ αρχάς το ασυνείδητο είναι το άμορφο συνεχές, που συνενώνει τα πάντα. Στο
πρωταρχικό αυτό στάδιο της αμορφίας τα πάντα είναι ένα, όλες οι περιοχές του
Όντος είναι ενωμένες. Τούτο συμβολίζεται μυθολογικά με την παράσταση του
ουροβόρου. Αυτό όμως το άμορφο συνεχές, που είναι το ομαδικό ασυνείδητο πριν τη
διάσπασή του, κάποτε διασπάται σε πολλά και διάφορα συμπλέγματα, ένα από τα
οποία είναι η συνείδηση. Μέσα στην άμορφη θάλασσα του ασυνειδήτου, από την
οποία αναδύθηκε η συνείδηση, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Η συνείδηση βυθίζεται και
αναδύεται πάλιν και βυθίζεται πάλιν. Το ασυνείδητο την καταπίνει. Ως σύμπλεγμα η
συνείδηση έχει την τάση, που έχουν όλα τα συμπλέγματα, την τάση να καταστούν το
κέντρο. Αυτή η τάση είναι η κεντρομόλος τάση των συμπλεγμάτων, ενώ η τάση των
να διασπασθούν είναι η φυγόκεντρος. Αυτή η διπλή και αντίθετη τάση των
συμπλεγμάτων είναι και τάση της ψυχής. Οι διάφορες δυνάμεις και λειτουργίες της
ψυχής τείνουν να οργανωθούν σε μια ενότητα, σε μια ενιαία προσωπικότητα, οπότε
γίνεται λόγος για ενότητα και ολοκλήρωση της προσωπικότητας, συγχρόνως όμως
στην ψυχή αναφαίνεται και η τάση να διασπαθεί σε χωριστές περιοχές που τείνουν
προς αυτονομία ή αυτοτέλεια. Η συνείδηση ως σύμπλεγμα έχει και τις δυο τάσεις,
κεντρομόλο και φυγόκεντρο, γι’ αυτό και διασπάται σε περαιτέρω συμπλέγματα,
μεταξύ των οποίων και το σύμπλεγμα του εγώ. Το σύμπλεγμα του εγώ έχει την τάση
17
να οργανώνει τα άλλα συμπλέγματα γύρω του.
2.3.3.8.1 Για τον Μircea Eliade, ο μύθος είναι αφήγηση ή εξιστόρηση για γεγονότα
που έλαβαν χώραν στον αρχέγονο χρόνο, in illo tempore, και αποκαλύπτουν τη δομή
μιας πραγματικότητας μη προσιτής στην εμπειρική-λογική αντίληψη. Έτσι, ο μύθος
αποτελεί την είσοδο σε μια υπερβατική πραγματικότητα απροσπέλαστη στην
εμπειρία και στη λογική. Ο μύθος κάποτε αποκαλύπτει τη σύμπτωση των αντιθέσεων
που είναι πέρα από τις λογικές κατηγορίες. Με τους μύθους αποκαλύπτεται μια
βαθύτερη πραγματικότητα και μια πρωταρχική επιθυμία του θρησκευτικού ανθρώπου
να αποκαταστήσει το αρχαίο κάλλος και την ενότητα πάντων μετά πάντων.
2.3.3.8.3 Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τη θρησκευτική γιορτή, που είναι μίμηση και
επανάληψη μιας αρχετυπικής πράξης. Αυτός που μετέχει σε μια ιεροτελεστία ή μια
γιορτή αίρεται πάνω από το χρόνο και την αποσπασματικότητα των ατόμων και του
18
κόσμου, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει την κοινωνία και ενότητα με την
προοντολογική συνέχεια, που αποτελεί επιθυμία του μυθικού, αρχαϊκού,
θρησκευτικού ανθρώπου.
3.0 Επειδή όμως η φιλοσοφία είναι διαρκής πορεία και ανεξάντλητη, άπειρη και
αιώνια, ο Ιωάννης Κουτσάκος κρίνοντας τις κατηγορίες της συνέχειας- του χωρισμού
και της υπέρβασης γράφει: «Ένα κατηγοριακό σχεδιάγραμμα μπορεί να διαμορφώνει
και να εκφράζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τον τρόπο της σκέψεως και της
συνειδήσεώς μας, ή τον τρόπο που βλέπουμε ή αντιλαμβανόμεθα, συνειδητοποιούμε
και αποδίδουμε τα πράγματα μιας οντολογικής περιοχής δια του λόγου. Νομίζουμε
όμως ότι πρέπει να μη λησμονούμε ότι ένα κατηγοριακό σχεδιάγραμμα, όσο καλό κι
αν είναι, αποτελεί απλώς ένα σχήμα της αντιλήψεως ή της συνειδήσεως και του
λόγου.Η συνείδηση και ο λόγος δεν εξαντλούν τα πράγματα με το ένα ή με το άλλο
σχεδιάγραμμα ή σχήμα ή με όλα τα σχήματα με τα οποία φανερώθηκε το πνεύμα ως
συνείδηση και ως λόγος στην ευρωπαϊκή επιστήμη και φιλοσοφία, στο μύθο και στη
θρησκεία, στην ποίηση και στις τέχνες, στην τεχνολογία και στην οικονομία, στην
πολιτική και στην ηθική, από την εποχή των Ελλήνων ως σήμερα. Το σχήμα σημαίνει
πέρατα. Τα κατηγοριακά σχήματα ως σχήματα της συνειδήσεως και του λόγου, ως
σχηματοποίηση προδιαγράφουν κάποια πέρατα, συνειδησιακά και λογικά. Τέτοια
πέρατα όμως δεν είναι τελικά αλλά μετακινούμενα. Δεν διαθέτομε ενδείξεις ότι
φθάνομε ποτέ σε τελικά πέρατα της συνειδήσεως και του λόγου. Και πολύ λιγότερο
φθάνουμε στα πέρατα της «ψυχής». Η συνείδηση και ο λόγος είναι ένα μόνο μέρος
της ψυχής, όπως αντιστοίχως ένα ή και όλα τα κατηγοριακά σχήματα είναι απλώς και
μόνο κάποιοι τρόποι με τους οποίους φανερώνεται η συλλειτουργία της συνειδήσεως
και του λόγου. Και οι τρόποι αυτοί δεν εξαντλούν το είναι ή την ουσία της
συνειδήσεως και του λόγου, ή γενικότερα του πνεύματος και της ανθρώπινης ζωής.
«Και εάν ακόμη είχαμε σαράντα χιλιάδες σχήματα, σαράντα χιλιάδες συνειδήσεις και
σαράντα χιλιάδες λόγους πάλιν δεν θα μπορούσαμε», για να παραφράσουμε τα λόγια
του Άμλετ, «να εκφράσουμε τον έρωτα της ζωής και του πνεύματος, που συγκλονίζει
αυτή τη σταλιά του Όντος που λέγεται ψυχή του ανθρώπου και που μπορεί να είναι
και ψυχή του κόσμου».
19
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΤΣΑΚΟΥ
(9 Ιουνίου 2009 απέθανε, 12 Ιουνίου κηδεία)
Και ο Ζήνων ο Κιτιεύς, πέφτοντας στη γη, την χτύπησε με το χέρι και της είπε:
Έρχομαι, τι μ’ αύεις; Έρχομαι, τι με φωνάζεις;
Γιατί το έργο του είναι μέγα και η προσφορά του στην παιδεία του τόπου
απροσμέτρητη.
Η παρομοίωσή του με το δάσκαλο και φιλόσοφο Σωκράτη για μας δεν είναι σχήμα
λόγου αλλά ταυτότητα πραγματική.
Μελέτησε με πάθος και βίωσε φιλοσοφικά τον αγώνα για την αλήθεια,
βρήκε διόδους και ατραπούς για να γνωρίσει τον κόσμο και τον άνθρωπο
και να προσφέρει αφειδώλευτα σ’ αυτόν,
καλλιέργησε το καρποφόρο πνεύμα του ακάματα,
διείσδυσε στα μεγαλύτερα και βαθύτερα πνεύματα της Φιλοσοφίας
και επαναδιατύπωσε σχέσεις και πλέγματα από Πλάτωνα, Αριστοτέλη
ως Έγελο και Χούσσερλ.
Σφράγισε την πνευματική ζωή του τόπου και των χρόνων μας
με τη σφραγίδα της δωρεάς του διεισδυτικού ερευνητή και μελετητή,
του αναλύοντος και συνθέτοντος επιστήμονα,
20
του φιλοσόφου δασκάλου,
που αδιάλειπτα γράφει επί πολλών του επιστητού
και φωτίζει με την αλήθεια της κλασσικής απλότητας.
Το καλειδοσκοπικό του έργου του
μαρτυρεί τον πολύπλευρο και πολύμοχθο εργάτη
της Διδακτικής, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Φιλοσοφίας, της Τέχνης
και όλων σχεδόν των τομέων του επιστητού.
Ο homo universalis επανέζησε θαυμαστά στο πρόσωπο και στο έργο του.
Μεγάλη μας τιμή όταν τον τιμήσαμε ζώντα και παρουσιάσαμε με το δέοντα σεβασμό
ψηφίδες του έργου του
21