Professional Documents
Culture Documents
ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΛΟΓΙΚΗ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
1
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ – 1997
ΤΟ ESˉ, ΤΟ ΜΗΔΕΝ, ΤΟ Εἶναι
ετίθετο σαν διαλεκτικό αντίθετο του Εἶναι; Και τούτο καθόσον το 'Εμμί είναι
προγενέστερος τύπος στην γλώσσα του Ε ἶναι. Αλλά και τότε, αν συνέβαινε
αυτό θα σήμαινε ότι το ’Α - Εμμί θα ήταν υπέρτερο του ’Α - Εἶναι.
Πρέπει λοιπόν και τα δύο να προέρχονται από μια και την αυτή ποιότητα, το
ESˉ. Τόσον το Μηδέν όσο και το Ε ἶναι. Γράφαμε επίσης πως το Μηδέν είναι
και ’Α – Γίγνεσθαι, δηλαδή δεν έχει Λόγο, δεν έχει εξέλιξη. Ρηγματώνει την
2
Ολότητα. Δημιουργεί ένα κενό μη εξέλιξης. Τίποτε δεν προκύπτει απ΄ αυτό.
Θα παρατηρήσουμε ακόμη ότι το 'Εμμί μηδενοποιείται για να δώσει το Μηδέν,
ενώ το Εἶναι το ορίζει ως διαλεκτικό αντίθετό του.
Έχουμε επομένως και Άρνηση και Μηδενοποίηση. Το ’Α - Εἶναι είναι 'Αρνηση
και το ’Α – Εμμί μαζί με το ’Α – Γίγνεσθαι είναι Μηδενοποίηση. Ποια η σχέση
που διέπει τους δύο αυτούς ορισμούς του Μηδενός;
Άρνηση σημαίνει την καθολική άρνηση της πληρότητας και θετικότητας του
Εἶναι. Σημαίνει ακόμα Άρνηση του Γίγνεσθαι. Άρα ρηγμάτωση της Ολότητας.
Μηδενοποίηση σημαίνει απαλείφω κάθε έννοια ποιότητας ή «οντότητας» του
Εἶναι, κάθε Γίγνεσθαι, Εἶναι δηλαδή ’Α- Εμμί και ’Α – Γίγνεσθαι. Το ’Α – που
χρησιμοποιείται είναι στερητικό. Η Άρνηση όμως τούτη η καθολική μοιάζει να
είναι και Μηδενοποίηση. Αρνούμενη την ποιότητα του Ε ἶναι καθολικά αρνείται
και κάθε «οντότητα» από το Εἶναι κι η δεύτερη από το Έμμί. Μόνον όταν
προέλθει από το ESˉ το Μηδέν σαν ’Α – ES θάχουμε Μηδενοποίηση και
'Αρνηση ταυτισμένα, αφού αποτελεί το πρωταρχικό Αρχέτυπο το οποίο
3
του, κινείται προς τα έξω και πέραν. Κινούμενο λοιπόν θέτει το Γίγνεσθαι, το
πρώτο – Γίγνεσθαι. Μέσω αυτού του Γίγνεσθαι – κι εφόσον η εξέλιξη είναι
γραμμικά διαλεκτική θέτει την αυτομηδενοποίηση του έτσι που το Μηδέν να
είναι η καθολική και Απόλυτη Απαλοιφή του. Δηλαδή το ’Α – ES – και τούτο
καθόσον το Μηδέν είναι αυτό που έχει – ετερο – μηδενοποιηθεί ήδη.
Επομένως πρώτα τίθεται η αυτό – μηδενοποίηση.
Η σχέση μεταξύ Εἶναι και Μηδενός είναι σχέση άρνησης, διαλεκτικού
αντιθέτου, της μορφής Μη – ’Α – ES ως Μη - Εἶναι. Άρα το Εἶναι αποτελεί
'Αρνηση της Μηδενοποίησης, άρα ένα Απόλυτα προσδιορισμένο θετικό. Έτσι
4
Μη – ’Α - Εἶναι το θέτει το ίδιο το Εἶναι και για τούτο έχει υπόσταση. Αλλά το
Μη - ’Α – ES- ;
Τούτο το ’Α – ES- είναι το Κενό το Τίποτε. Μπορεί να εξελιχθεί κάτι
από το Κενό, αν δεν μεσολαβήσει κάτι το οντοποιημένο, το
υποστασιοποιημένο, το στέρεο και σαφές, που να εξελιχθεί. Το Μηδέν είναι
μόνον Παρουσία, όχι υπόσταση ή ύπαρξη. Άρα πώς να εξελιχθεί; Πώς να
θέσει το Μη - ’Α – Εἶναι και κατόπιν το Εἶναι; Και πρωτο - Γίγνεσθαι να
υπάρχει μοιάζει τούτο αδύνατον.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Το ES - αυτό - μηδενοποιούμενο
δεν μηδενοποιεί ταυτόχρονα και τούτο το πρωτο-Γίγνεσθαι; Γράφαμε στα
προηγούμενα πως τούτο το Μηδέν δεν έχει Λόγον, Νομοτέλεια εξέλιξης και
Κίνησης. Το Τίποτε πώς να κινηθεί; Προς τα πού να εξελιχθεί; Αν το Γίγνεσθαι
έχει μείνει εκτός μηδενοποίησης θα πρέπει να αποδιδόταν στο Μηδέν ή ’Α –
ES -. Τότε όμως θα κατέπιπτε στο κενό της ανυπόστασης κι ανυπαρξίας. Πώς
να εξαιρεθεί το Γίγνεσθαι της μηδενοποίησης όταν το ESˉ τα περιέχει όλα σαν
αυτό καθ’ εαυτό, δυνάμει;
Επομένως δεν υπάρχει πρωτο-Γίγνεσθαι που να αποδίδεται στο Α-
ES, ούτε πάλιν το Μηδέν είναι δυνατόν να εξελιχθεί.
Καταλήγουμε σ’ αυτά τα δύο άτοπα. Και εδώ υπάρχει πρόβλημα. Άρα
το Μηδέν δεν μπορεί να θέσει το Είναι, στην Άρνηση του Εαυτού του. Η
γραμμική διαλεκτική οδηγεί σε άτοπα. Πρέπει κάτι άλλο να συμβαίνει.
3. Ας μείνουμε ακόμη στην γραμμική διαλεκτική για να εξετάσουμε μία
δεύτερη περίπτωσή της. Αυτή η περίπτωση που αναφέραμε πιο πάνω είναι:
Το ES- να θέσει το Εἶναι και γραμμικά το Εἶναι να αυτομηδενοποιηθεί
θέτοντας το ’Α - Εἶναι ή Μηδέν, ή ’Α - Εἶναι και Μηδέν
Και κατ’ αρχήν θα έπρεπε το ES- να αρνηθεί τον Εαυτό του, να
διαρρήξει την ταυτότητα. Να την αρνηθεί όμως καθ’ ολοκληρίαν ποιοτικά ή
να την αρνηθεί μόνον κατά μίαν υπαρκτική αντίθεση (<―>), κατά μίαν
στοιχειώδη αντίθεση.
Ας εξετάσουμε τις δύο περιπτώσεις:
α. Να αρνηθεί το ES- τον Εαυτό του καθολικά. Να θέσει δηλαδή το Μη- ES-.
Αυτή όμως η άρνηση είναι άρνηση αρχετύπου. Είναι Απόλυτη Άρνηση. Και το
Εἶναι είναι Απόλυτη Θετικότητα. Πώς θα περάσουμε από την Απόλυτη
5
Άρνηση του Μη- ESˉ στην Απόλυτη Θετικότητα του Εἶναι; Θα μπορούσε να
ισχυριστεί κανείς πως πρώτα θα τεθεί το Μη - Εἶναι και κατόπιν το Εἶναι. Αλλά
τότε ποιά η σχέση μεταξύ Μη- ES- και Εἶναι ποιοτική και ποσοτική - ποιοτική;
Το Μη- ES- είναι προγενέστερο και ευρύτερο του Μη - Εἶναι. Το δε Μη - Εἶναι
υστερεί έναντι του Μη – ES-. Άρα μεταξύ τους υπάρχει μία στοιχειώδης
έλλειψη, μία στοιχειώδης αντίθεση τουλάχιστον. Επομένως η σχέση είναι
καθαρά ποσοτική.
Το ES- θέτει ποιοτικά το Μη – ES- και τούτο ποσοτικά το Μη - Εἶναι. Το
Μη - Εἶναι αρνούμενο τον Εαυτό του θέτει ποιοτικά το Εἶναι. Αλλά η σχέση με
το ES- είναι καθαρά ποσοτική.
Επομένως η διαφορά Εἶναι και ES- είναι μια στοιχειώδης διαφορά, μία
στοιχειώδης αντίθεση τουλάχιστον. Καταλήγουμε λοιπόν στην δεύτερη
περίπτωση.
β. Το ES- να θέσει ποσοτικά το Εἶναι και το Εἶναι αυτομηδενοποιούμενο να
θέσει το Α - Είναι ή Μηδέν.
α) Αμέσως παρατηρούμε πως δεν υπάρχει το Α - ES. Το δε Α - Είναι
υπολείπεται του ES. Άρα δεν είναι Απόλυτο Μηδέν.
β) Η σχέση για να θέσει κατά μίαν υπαρκτική αντίθεση τουλάχιστον, το ES-, το
Εἶναι είναι:
Ούτε πλέον το ES- στον Εαυτό του <―> ούτε ακόμη στο Εἶναι - (1).
Κατά τον ίδιο όμως τρόπο το ES- μπορεί να θέσει με διάφορες υπαρκτικές
αντιθέσεις το Εμμί, το Εντί, το Εόν και τόσα άλλα Εἶναι της γλώσσας και της
Ιστορίας. Αν σκεφτούμε δε πως οι υπαρκτικές αντιθέσεις είναι Άπειρες τον
αριθμό, θέτουμε και μια απειρία ποιοτικών μορφωμάτων του ES-. Κι όπως
τίθεται το ’Α - Εἶναι, να τεθεί το ’Α - Εμμί, το ’Α - Εντί, το ’Α - Εόν. Κι
επομένως αν το Μηδέν είναι τόσες οντότητες που η μεταξύ τους σχέση είναι
ποσοτική τότε δημιουργείται το ερώτημα: από τι συνίσταται;
Ενώ δηλαδή στα προηγούμενα είχαμε το Σαπφικό Εμμί, μία και μόνο
ποσότητα, τώρα καταλήγουμε σε απειρία, αυτό-μηδενοποιημένων Εἶναι
πέραν της πρώτης Απειρίας, της Απειρίας των οντοτήτων αυτών. Μέσα σ’
αυτή την απειρία αυτό-μηδενοποιήσεων, το Μηδέν διαλύεται από Παρουσία
σε μία απειρία επί μέρους παρουσιών που δεν μπορούν να συνάψουν
6
ποιότητα. Η δε Ολότητα του Είναι γίνεται συν Ολότητα του ES- ένα απειροστό
σύνολο.
Έτσι εκεί που θέλαμε να καταργήσουμε το Εμμί σαν Ποιότητα
καταλήγουμε σε μια απειρία Ποσοτικών αυτή τη φορά, Μορφωμάτων του ES-.
Καταλήγουμε σε αδιέξοδο.
Πρέπει να εγκαταλείψουμε λοιπόν την γραμμική διαλεκτική του Hegel
και να αναζητήσουμε μιαν άλλη μορφή της Διαλεκτικής.
7
Η αρνητική του κίνηση θά’ ναι μία κίνηση προς το πριν, προς το
παρελθόν που θέτει το Μηδέν. Αντίθετα η προς τα δεξιά του κίνηση θά’ ναι
μία κίνηση που θέτει στο μέλλον το Εἶναι, και το Εἶναι.
Αυτό σημαίνει ότι το ES – σε ένα παρελθόν έχει θέσει το Μηδέν, έχει
ήδη αυτόμηδενοποιηθεί και σ΄ ένα μέλλον θέτει την θετικότητα Απόλυτα το
Εἶναι. Η Ολότητα έχει Μηδενοποιηθεί και Ρηγματωθεί ήδη. Ισχύει :
Εἶναι < ≡ > Μηδέν και Εἶναι ≡ > Μηδέν ή Μηδέν < ≡ Ε ἶναι. Το Μηδέν
τίθεται έτερο – μηδενοποιημένο - ήδη από το ES-, το ’Α – ES- σε κάποιο
παρελθόν. Τίθεται δευτερευόντως στο παρελθόν του ES-. Σε τούτο το
παρελθόν το ES - έχει ήδη αυτό μηδενοποιηθεί. Τη σημαίνει αυτό;
Σημαίνει πως τιθεμένου apriori ότι του πρωταρχικού Αρχέτυπου ES – στο
παρόν θα έρθει κάποια στιγμή που σημαίνει κίνηση προς το παρελθόν και
κάποια στιγμή κίνηση στο μέλλον. Άρα το ’Α – ES- τίθεται ήδη σ΄ ένα
παρελθόν και το Εἶναι τίθεται μελλοντικά σ΄ ένα Μέλλον – και το μεν σκέλος
του Μηδενός δεν εξελίσσεται, το δε σκέλος του Ε ἶναι εξελίσσεται. Ποια η
σχέση όμως μεταξύ Εἶναι και Μηδενός; Αυτά τα δύο μοιάζει σαν να μην
έρχονται σε επαφή. Πως θα μπορούσε όμως να συμβεί;
Ας θέσουμε Εἶναι ≡ > Μηδέν ή ’Α - Εἶναι. Θα πρέπει να πούμε Μηδέν < ≡
Εἶναι, δηλαδή και μια κίνηση του Ε ἶναι προς τον Μηδενικό παρελθόν για να
θέσει πέραν της μηδενοποίησης του ’Α – ES – την Απόλυτη άρνηση του ’Α –
ES –, την Απόλυτη άρνηση του Μη – ’Α – ES ≡ Α - Εἶναι καθότι στο ES –
ταυτίζεται η Μηδενοποίηση με την ’Αρνηση. Άρα σε σχέση με το Μηδέν η ’Α –
ES -, ή ’Α - Εἶναι έχουμε μια κίνηση στο παρελθόν. Το Μηδέν ανήκει στο
παρελθόν τίθεται πριν το Εἶναι. Άρα για να σχετισθεί μαζί του το Εἶναι, απαιτεί
ένα ταξίδι στο παρελθόν. Αυτό δεν θα ήταν δυνατόν, αν δεν αντιστρέφαμε το
βέλος του Γίγνεσθαι.
Το ES – επομένως τίθεται με τον οντολογικό προσδιορισμό έχει – αυτό –
μηδενοποιηθεί – ήδη – περιέχει δηλαδή την αυτό – αναίρεση του, την
αυτοκαταστροφή του. Σε ένα παρελθόν και βγαίνοντας από τον εαυτό του θα
μηδενοποιηθεί. Επομένως κουβαλά την ρηγμάτωση του, την αυτό –
ρηγμάτωσή του. Αντίθετα το Εἶναι κουβαλά την αυτό άρνηση του, την αυτό –
αναίρεσή του, την Άρνηση κάθε θετικότητας κάθε πληρότητας. Και τα δύο
8
είναι ρηγματωμένα με μια εσώτερη ρωγμή που κουβαλούν από την φύση
τους. Είναι ρηγματωμένα τόσον θέση, όσον και φύση. Την ρωγμή την
κουβαλούν μέσα τους. Αλλά ρηγματώνεται και η Ολότητά του ES – η συνολική
ποιότητα των κατηγοριών, των ειδών, των ποιοτήτων, των μορφωμάτων του
Εἶναι. Από όσα αναφέραμε πιο πάνω δεν μπορεί να τεθεί Ολότητα μόνον με
το ES – και μόνον με το Εἶναι. Στις δυο αυτες ποιότητες πρέπει να προστεθεί
και το Μηδέν. Το Μηδέν όμως είτε σαν ετερο – μηδενοποίηση, είτε Α – ES,
είτε σαν ετερο – αναίρεση (Α - Ε ἶναι ≡ Μη – Α – ES) δεν έχει λόγο η
νομοτέλεια εξέλιξης, είναι το Απόλυτο Μηδέν (’Α - Εἶναι) ή το Αρχέτυπο
Μηδέν (’Α – ES-). Επομένως το Μηδέν όπως ρηγματώνει το ES – και το Εἶναι
κατά τον ίδιο τρόπο ρηγματώνει και την Ολότητα. Δηλαδή, τόσον από το ES –
όσον και από το Εἶναι καταλήγουμε σε μια ποιότητα ήδη – περασμένη σ΄ ένα
παρελθόν, απ΄ όπου δεν μπορούμε να κινηθούμε και πάλι προς το μέλλον ή
να οδηγηθούμε σε μια Αρχή πάλι. Ή, τελικά να ανιχνεύσουμε τα βάθη ενός
παρελθόντος. Η Ρωγμή του Μηδενός δεν επιτρέπει την πιο πέρα εξέλιξη, την
πιο προς τις προ – Μηδενικές ποιότητες κίνηση του Αρνητικού Γίγνεσθαι. Δεν
έχουμε επομένως την δυνατότητα είτε να κινηθούμε αενάως προς το
παρελθόν, είτε να κινηθούμε από την μια ποιότητα στην άλλη σε μια κυκλική
κίνηση.
Άρα η Δομή της Ολότητας είναι:
ΜΗΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ES
9
ES ≡ > A - ES < ≡ ES ≡ > EINAI KAI
A – ES <–> Μη Α – ES ≡ A – EINAI ← Mh – EINAI < ≡ EINAI
Το ’Α – ES -, Το Μη – ES -, To ’A – EINAI, To Μη – ΕΙΝΑΙ
1. Το ES – κινούμενο προς την αυτό – μηδενοποίησή του θέτει πρώτον το
Μη – ES -. Θέτει πρώτον το την Αρχετυπική – πρωτό – Άρνηση.
Μπαίνοντας σε κίνηση το ES -, διαρρηγνύοντας την Αρχετυπική Ταυτότητα
Άρα το ESˉ το Μη - ESˉ δεν το θέτει σε ένα παρελθόν (όπως λέγαμε για
Εἶναι. Και όχι του διαλεκτικού αντιθέτου, τη ς Λογικής του Γίγνεσθαι, που
οδηγεί σ’ ένα Παρελθόν ή σ’ ένα Μέλλον. Έτσι, ο διπλής κατεύθυνσης
λογικός δείκτης, δείχνει μια κίνηση του πρωτο - Γίγνεσθαι, του Γεγ ᾷμμεν
τόσον προς το Παρελθόν όσον και προς το Μέλλον. Αλλά γράφαμε στα
προηγούμενα πως η κίνηση προς τα αριστερά είναι κίνηση προς το Α-ESˉ
και προς τα δεξιά προς το Εἶναι. Μπορούμε, γενικά, να γράψουμε:
και
ES = > Μη- ES ≡ > ΕΙΝΑΙ.
Στην πρώτη σχέση: Η κίνηση προς τα αριστερά του διαλεκτικού
αντιθέτου περικλείει κα μια μαρτυρία. Την Μαρτυρία ότι το Α-ESˉ είναι και Α-
Μη-ESˉ εφ’ όσον το Μη-ESˉ → ΕS-, βρίσκεται σ’ ένα παρόν. Επομένως το Α-
ESˉ ή Μηδέν μηδενοποιεί το ESˉ που έχει υπόσταση στο Παρόν κα το Μη-ES
που έχει Υπόσταση στο Παρόν. Επομένως
10
Α-ESˉ και Α-Μη-ESˉ < ≡ Μη-ES < = ESˉ, ή
Μηδέν
Α- ES < = Α-Μη-ESˉ < ≡ Μη-ESˉ < = ES.
Από αυτήν την τελευταία σχέση φαίνεται πως το «ταξείδι στο παρελθόν»
περνά από την Άρνηση και από την μηδενοποίηση αυτής της Άρνησης.
Παρατηρούμε ακόμη ότι η σχέση Μη-ESˉ και ESˉ είναι ποσοτική Αντίθεση,
ενώ η σχέση Α-Μη-ESˉ και Μη-ESˉ είναι Ποιοτική, του ταυτού Αντιθέτου, του
διαλεκτικού Αντιθέτου.
Αυτήν την Ποσοτική σχέση θα μπορούσαμε να την εξαντλήσουμε μέχρι
υπόστασης; Αυτό είναι δύνατον αν προσθέσουμε το Μη-Α-ESˉ. Η Ποιότητα
αυτή έχει μοναδικό χαρακτηριστικό την Υπόσταση και μόνον. Θα λέγαμε ότι
αποτελεί ένα βήμα από το Μηδέν προς το ES -. Την σχέση της με το Μη – ES
μπορούμε να την αποδώσουμε ως ακολούθως:
11
Όλα αυτά με την σημείωση ότι η ποσοτικές σχέσεις του Ε ἶναι ή του Γίγνεσθαι
δεν αποκλείουν ποσοτικές ή υπαρκτικές σχέσεις του Γίγνεσθαι ή του Ε ἶναι.
Ακόμα μια παρατήρηση, πριν περάσουμε στο Εἶναι : Το Μη – ES περιέχεται
στο ESˉ ή Μη – ESˉ < = ESˉ
Πολύ περισσότερο δε το Μη – Α – ES. Όμοια και το Μη – (Α – Μη – ES)
περιλαμβάνεται στο Μη – ESˉ . Μπορούμε όμως να πούμε και το ίδιο για το Α
– ES και το Α – Μη – ESˉ , δηλαδή για το Μηδέν. Το Α – ESˉ περιλαμβάνει το
Α – Μη – ESˉ ΜΗΔΕΝ ≡ Α – ESˉ → A – MΗ – ES < ≡ Μη (A – MH - ES)
Μη – Α - ES < = ES => Μη - ES → Μη (Α - ΜΗ - ΕΙΝΑΙ) → Μη – Α - ΕΙΝΑΙ
Μη - ΕΙΝΑΙ <= ΕΙΝΑΙ ≡ > Μηδέν ≡ Α ES ≡ Α - ΕΙΝΑΙ ≡ Α – Μη - ΕΙΝΑΙ < ≡ Μη -
(A – Mη - ΕΙΝΑΙ) → Μη – A - ΕΙΝΑΙ → Μη ΕΙΝΑΙ <= ΕΙΝΑΙ.
12
Το ESˉ θέτει το Μη – ESˉ, θα μεταπηδήσει στο Α – ES κι αυτό σε μια άρνηση
της Μηδενοποίησης, το Μη – Α – ES, σαν Άρνηση της Άρνησης, για να
θυμηθούμε τον Χέγκελ το Μη – ESˉ θα μηδενοποιηθεί σε Α – Μη – ESˉ σαν
Άρνηση και αυτό σε Μη – (Α – Μη – ES), σαν Άρνηση της Άρνησης.
Παρατηρούμε ότι η Άρνηση της Άρνησης περνά από μια Μηδενοποίηση. Και
αυτό εφόσον η Μηδενοποίηση θεωρείται ευρύτερη της Άρνησης. Δηλαδή
ανάμεσα στα τρία Σύνολα δεν ισχύει αυτό που υποστήριζε η κλασσική
διαλεκτική του Χέγκελ, το πέρασμα από την άρνηση, στην Άρνηση της
άρνησης πρέπει να μεσολαβεί μια Μηδενοποίηση.
Για παράδειγμα: Από τον Κλασσικό Μοντερνισμό περνάμε σε μια εποχή
Μπαρόκιου του Μοντερνισμού, σαν μια έναρξη της Άρνησης. Το Post –
Modern ήρθε σαν η Άρνηση. Η Αποδόμηση ήρθε σαν Μηδενοποίηση. Κι όλοι
περιμένουν την Αναδόμηση σαν την έναρξη της νέας ποιότητας.
2. Παρατηρούμε ότι ανάμεσα στο Σύνολο της Άρνησης και το Σύνολο της
Μηδενοποίησης, υπάρχει μια αντιστοιχία κι εναλλαγή Το – Μη – ES θα δώσει
το Α – Μη – ES αυτό με την σειρά του το Μη – (Α – Μη – ES). Θα
μπορούσαμε να θέτουμε Μηδενοποιήσεις και Αρνήσεις επ΄ αόριστον. Να
θεωρήσουμε δηλαδή τα δύο Σύνολα Απειροστά π.χ. να γράψουμε Α – [Μη -
(Α – Μη – ESˉ)] και Μη – [Α - (Α – Μη – ESˉ)].
Αλλά είναι έτσι;
Η συνεχής εναλλαγή απαλειφών και αναιρέσεων δεν σημαίνει ότι
μηδενοποιούμε και απαλείφουμε μια θετικότητα. Το μόνο που μηδενοποιούμε
είναι η στοιχειώδης υπόσταση της Άρνησης, για να μεταπέσουμε σε μια
στοιχειώδη υπόσταση πάλι. Άρα καταλήγουμε σε μια μηχανιστική εναλλαγή.
Εξ΄ άλλου το ρυθμίζον Σύνολο της θετικότητας είναι πεπερασμένο,
περιλαμβάνει μόνο το ESˉ και το Εἶναι. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε σαν το Σύνολο
του Μηδενός, να ήταν ως προς το παρελθόν ένα όριο του Συνόλου των
Αρνήσεων. Σαν η Άρνηση να έτεινε προς το Μηδέν ουδέποτε υπερβαίνοντας
προς αυτό. Καταλήγουμε δηλαδή σ΄ άτοπο. Όσο κι αν μας δείχνει γοητευτική
αυτή η άποψη θα πρέπει να αναφέρουμε πως το μες – την – Ιστορία Ε ἶναι και
το μες – την Ιστορία Μηδέν είναι άπειρα Σύνολα. Αλλά αυτά τα θέτει η
Συνείδηση με τομές – την – Ιστορία φαίνεσθαι, σαν αποτέλεσμα της
θετικοποιημένης μηδενοποίησης της Ελευθερίας της.
13