You are on page 1of 11

ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ – ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

ΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΛΑ

Από τον ALAIN BADIOU.


Α. Σχετικά με την Ιδεολογία.
1. Ένας ιδεολογικός σχηματισμός κατανέμει το λόγο της επιστήμης σύμφωνα
με την διαφορά που προϋποθέτουμε : την διαφορά της εμπειρικής
πραγματικότητας και της θεωρητικής μορφής. Είναι ωστόσο σίγουρο πως
πριν το τέχνασμα των δομών, πριν τον Φορμαλισμό είναι απαραίτητο να
προηγηθεί ένα στάδιο εμπειρισμού – το πείραμα και η παρατήρηση των
θετικών επιστημών – να αναγνωρισθούν ιδιότητες και διαφορές, να
γκρουπαριστούν σε ομάδες, λίγο πολύ χαλαρές, τα κατοπινά στοιχεία των
συνόλων που χρησιμοποιούν οι δομές – τα μοντέλλα.
Αυτή η διαφορά εμπειρικού – επιστήμης ορίζει την επιστήμη σαν την
τυπική αναπαράσταση του αντικειμένου της.
Όταν στην απεικόνιση το κυρίαρχο στοιχείο είναι η αποτελεσματική
παρουσία του αντικειμένου, μιλάμε για εμπειρισμό. Όταν το κυρίαρχο και
πρότερο στοιχείο είναι οι τυπικοί μηχανισμοί, ο μαθηματικός κώδικας, όπου
αναπαρασταίνουν το παρόν αντικείμενο, δηλώνουμε τότε την απεικόνιση σαν
Φορμαλισμό.
Ο Εμπειρισμός και ο Φορμαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι όροι
του ζεύγους που σχηματίζουν.
Ο CARNAP προσπαθεί να βρει κανόνες αναγωγής, που να επιτρέπουν την
μετατροπή των όρων μιας εμπειρικής επιστήμης, στους όρους μιας άλλης, μια
«βάση αναγωγής». Καταλήγει στο συμπέρασμα που βεβαιώνει την ενότητα
της γλώσσας της επιστήμης, είναι μια γλώσσα καθολική και για τις εμπειρικές
επιστήμες μια βάση αναγωγής.
Για τον λογικό QUINE οι σταθερές και οι μεταβλητές σ΄ έναν λογικό
σχηματισμό, σημαίνει την αναγνώριση των σταθερών σαν τιμές αυτών των
μεταβλητών. Άρα οι σταθερές προσδιορίζονται στον βαθμό που έχουν την
δυνατότητα να προσδιορίζουν συγκεκριμένα αντικείμενα. Κατά τον ίδιο τρόπο
αυτό που «υπάρχει» εμπειρικά δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που μπορεί να
προσδιοριστεί από μια σταθερά. Τελικά, όπως γράφει ο ίδιος : «υπάρχει

σημαίνει : είναι η τιμή μιας μεταβλητής το εμπειρικό είναι μια διάσταση του
τυπικού, ή το αντίστροφο». Αυτή η διαφορά «γεγονότος» και λογικών μορφών
είναι η καινή διαλεκτική κινητήρια δύναμη.
2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ.
Ο LEVIS –STRAUSS στο τέλος της «Δομικής ανθρωπολογίας» γράφει
ότι το ζεύγος εμπειρισμός – φορμαλισμός παίρνει την μορφή της αντίθεσης
ανάμεσα στην ουδετερότητα της παρατήρησης των γεγονότων και την ενεργό
παραγωγή ενός μοντέλου. Με άλλα λόγια η επιστήμη νοείται εδώ σαν το
αντίκρισμα του πραγματικού αντικειμένου, πάνω στο οποίο οφείλουμε να
κάνουμε τις αναζητήσεις μας (εθνογραφία) και ενός τεχνητού αντικειμένου
που προορίζεται να αναπαράγει, να μιμείται το πραγματικό αντικείμενο
(εθνολογία).
Το μοντέλο ο L.S. το ονομάζει «κατασκευασμένο» και σαν
κατασκευασμένο, τεχνητό αντικείμενο είναι ελέγξιμο. Το μοντέλο σαν
κατασκευάσιμο και ελέγξιμο, είναι εξοπλισμένο με μια διαφάνεια, σε αντίθεση
με την αδιαφάνεια και σκοτεινότητα του πραγματικού αντικειμένου. Έτσι το
μοντέλο δεν είναι ένας πρακτικός μετασχηματισμός του πραγματικού, αλλά
συμπεριλαμβανόμενο στις καθαρές επιστήμες, είναι προικισμένο με μια
τυπική – μη πραγματικότητα. Μιλώντας για τα μοντέλα στην Αρχιτεκτονική
Μορφολογία, πρέπει να τονίσουμε πως μια κατηγορία τους τείνει στη
μεταφορά της απεικονιστικής υλικότητας σε μια άλλη μορφή πειραματικής
απεικόνισης, μιας τυπικής απεικόνισης, που μέσα από την διαφάνεια και το
ελέγξιμο των δομών επιτρέπει μια ολόπλευρη απεικόνιση του υλικού
αντικειμένου – Μορφή. Το πρόβλημα που έρχεται τώρα είναι εάν η γνώση
μέσω μοντέλων είναι και επιστημονική γνώση. Ο συγγραφέας της «Δομικής
ανθρωπολογίας» (L.S.) μας λέγει ότι τα μοντέλα κατασκευάζονται σύμφωνα
με την εμπειρική πραγματικότητα και ότι το μοντέλο πρέπει να κατασκευαστεί
με τέτοιο τρόπο, ώστε η λειτουργία του να μπορεί να λογοδοτεί για όλα τα
παρατηρούμενα γεγονότα.
Στο αντικείμενο, τα παρατηρούμενα γεγονότα βρίσκονται σε μια
κατάσταση ουδετεροποιημένης διασποράς, δίδονται σαν τέτοια έξω από κάθε
θεωρητική παρέμβαση του υποκειμένου, που αρχίζει με το τέχνασμα
κατασκευής μοντέλου (δομής), με την συνάρμοση. Με την ενέργεια του
μοντέλου παύει και η ουδετεροποιημένη διασπορά των γεγονότων του
Αντικειμένου για το Υποκείμενο, εξοπλισμένο με μοντέλο.
Έτσι έχουμε την θεμελιακή αντίθεση μεταξύ της Φύσης (τη συνεχή
αδιαφάνεια αυτού που επισυμβαίνει) και της κουλτούρας (πρόχειρη
συνάρμοση των απαριθμησίμων διαφορών).
Σαν κατασκευαστές μοντέλων – δομών δεχόμαστε την παθητική πληροφορία
με την οποία πληροφορούμαστε την αναπαραγωγή του κανόνα με τον οποίο
συγκεντρώνουμε την πληροφορία. Πως όμως να ελέγξουμε την ανα-
παραγωγή; Ποιο το κριτήριο του «καλού» μοντέλου;
Το πειραματικό «γεγονός» είναι καθεαυτό ένα τέχνημα - είναι μια υλική
καταμέτρηση της απόδειξης, που δεν υπάρχει ποτέ πριν απ΄ αυτό. Η
διαδικασία παραγωγής των γνώσεων είναι διαδικασία διπλά διαρθωμένη –
σύμφωνα με το σύστημα των εννοιών και σύμφωνα με την απεικόνιση της
απόδειξης. Αλλά και η θεωρία του μοντέλου διαιρείται σε παραγωγική
παρέμβαση (πληροφορία δυνατότητας επινόησης – επί - νόηση και
συνάρμοση μοντέλων) και σε εμπειρική διαπίστωση ή διερεύνηση.
Το πρόβλημα της παρέμβασης γίνεται αναπόφευκτο στην λογική ενός τέτοιου
μηχανισμού.
3. Μοντέλο και επιστήμη – κατασκευή Μοντέλου.
Το εμπειρικό όντας αδρανές δεν υποδεικνύει καθ΄ εαυτό κανένα τρόπο
σχηματισμού μοντέλων. Είναι το απαραίτητο προγενέστερο στάδιο. Το
μοντέλο δεν δυναστεύεται από μια αποδεικτική διαδικασία, απλώς
αντιπαρατάσσεται στο πραγματικό. Το καλύτερο μοντέλο είναι εκείνο που
είναι η καλύτερη προσέγγιση του «γεγονότος». Εκείνο που αποφασίζει είναι
το «γεγονός». «Το καλύτερο μοντέλο, γράφει ο STRAUSS, είναι πάντοτε το
αληθινό μοντέλο, δηλαδή εκείνο που όντας πιο απλό θα ανταποκριθεί στο
διττό όρο, να χρησιμοποιεί τα εξεταζόμενα γεγονότα και να λογοδοτεί για κάθε
γεγονός».
Ο κύκλος είναι προφανής: στο ερώτημα τι είναι ένα μοντέλο απαντάμε, το
τεχνητό αντικείμενο που λογοδοτεί για όλα τα θεωρούμενα εμπειρικά
γεγονότα. Το αληθινό μοντέλο είναι εκείνο που λογοδοτεί για όλα τα γεγονότα.
Το μοντέλο οφείλει να είναι το πιο απλό.
Στα κριτήρια εξαντλησιμότητα και απλότητα θα αναγνωρίζουμε τις θεμελιώδεις
κατηγορίες μιας φιλοσοφίας της αναπαράστασης. Η επιστήμη δεν είναι μια
πρακτική διαδικασία μετασχηματισμού του πραγματικού, αλλά η κατασκευή
μιας εύλογης εικόνας. Ο STRAUSS θεωρεί την εγκεφαλική πολυσυνθεσία σαν
την δομή των δομών, ύστατο έρεισμα της ίδιας της «δομικότητας». Μπροστά
σ΄ αυτό το τελευταίο αντικείμενο προσπαθούν να επινοήσουν ένα μοντέλο της
εγκεφαλικής λειτουργίας, ένα «τεχνητό εγκέφαλο». Η διαδικότητα του
«γεγονότος» και του νόμου αναπαράγεται από την διαδικότητα της
πραγματικότητας και του μοντέλου.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ

1. Συντακτικά προκαταρκτικά:
α. Θα δηλώσουμε την σταθερή διαφορά των αντικειμένων μας – αντικείμενο
εδώ είναι εκείνο που διαπερνά, μορφοποιείται, αλυσώνεται στον μηχανισμό
απεικόνισης. Θα χρησιμοποιήσουμε ένα κατάλογο πεπερασμένων ή απείρων
γραμμάτων – αριθμήσιμο – όπως : α, β, γ, … α΄, β΄, γ΄, …, θα τα καλέσουμε
ατομικές σταθερές.
β. Σαν ατομικές σταθερές στην σύνταξη ενός Μεθοδολογικού μοντέλου,
θεωρούμε ένα πεπερασμένο ή απεριόριστο αριθμό αρχιτεκτονικών – Μορφών
- αντικειμένων. Εδώ «αντικείμενο» δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που
αλυσώνεται, μορφοποιείται διαπερνά τον μηχανισμό απεικόνισης. Δηλώνουμε
τις διαφορές.
γ. Θα δηλώσουμε σαν ιδιότητες των αντικειμένων τις κατηγορίες της Μορφής,
οι οποίες μπορούν σ΄ ένα προγενέστερο ιστορικό και εμπειρικό στάδιο να
αναλυθούν σε ν - αριθμό. Οι σταθερές αυτές (P, Q, R, … M1, M2, … Mν) είναι
σύνολα επί μέρους κατηγοριών, υποδεέστερων ή συστατικών της γενικής
κατηγορίας τους. Σε μια δομή μπορούμε να πούμε ότι κάθε κατηγορία της
Γενικής Μορφής αποτελείται από ένα σύστημα υποδομών που την
προσδιορίζουν. Έτσι στην Κατασκευαστικά αναγκαία Μορφή το υλικό ή το
σύστημα κατασκευής αναλύονται σε επί μέρους μορφοποιητικά αντικείμενα
(π.χ. φυσικό υλικό, τρόπος λάξευσης, μορφές που επιβάλλει το υλικό,
εργαλεία κατεργασίας, εργατική δύναμη). Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο ή
περισσότερες επί μέρους υποδομές κατηγορημάτων μπορούν να αλληλο -
καλύπτονται ή να ταυτίζονται.
Γενικώτερα, είναι η ίδια περίπτωση σαν να λέμε: «Είναι άθροισμα του χ και
του ψ και του ω και του … και του … κ.τ.λ. Δηλαδή Q(χ,ψ,ω, …).
Η γενική μορφή της κατασκευής της εννοίας μοντέλο δεν διαφέρει ουσιωδώς
από μια τέτοια κατασκευή.
δ. Θα δηλώσουμε την γενικότητα της περιοχής των αντικειμένων. Αυτό
σημαίνει πως πάντα υπάρχει μια θέση όπου οποιαδήποτε ατομική σταθερά
μπορεί να απεικονιστεί. Αυτά τα απροσδιόριστα σημεία μπορούν
ενδεχομένως να αντικατασταθούν από ατομικές σταθερές γι΄ αυτό θα τα
καλέσουμε ατομικές μεταβλητές ή μεταβλητές (χ,ψ,ω, …).
Είναι φανερό πως θα ρυθμίζουμε την παράσταση μιας σταθεράς ή μια
μεταβλητής, από ένα κατηγόρημα. Γι΄ αυτό θα χρησιμοποιούμε σημεία στίξης.
ε. Εισάγουμε τους ΛΟΓΙΚΟΥΣ δείκτες συναρμοσμένους μαζί με τα σύμβολα
σχέσεων.
Λογική του Γίγνεσθαι
Διαλεκτικές αντιθέσεις. – Διαλεκτική λογική –
1. <≡>. Σημαίνει ότι σε κάθε σταθερά ή κατηγόρημα της μιας πλευράς
αντιστοιχεί το τελείως αντίθετο της άλλης. Ή με άλλα λόγια είναι το μεν
καθολικό, ποιοτικό αντίθετο του άλλου, συνδέει διαλεκτικές ποιότητες, ή το
διαλεκτικώς αντίθετο.
Π.χ. P (χ) <≡> Q (ψ) : σε κάθε τιμή του χ αντιστοιχεί ψ τελείως ή ποιοτικά
αντίθετο.
2. <═> Σημαίνει ότι για μερικές σταθερές οι τιμές της μεταβλητής αντιστοιχούν
μερικές (απαριθμήσιμες) αντιθέσεις της άλλης. Ποσοτικός Δείκτης
3. <―> Σημαίνει ότι υπάρχει τουλάχιστον μία αντίθεση μεταξύ των δύο όρων
της αντίθεσης.
Ο διαλεκτικό δείκτης <≡> ονομάζεται ποιοτικός, ο δείκτης <=> ποσοτικός και

ο δείκτης <―> υπαρξιακός – υπαρκτικός.

Λογική του Εἶναι


Τυπική λογική.
1. ≡ Θα το ονομάζουμε «ταυτόν» και θα εννοούμε ότι κάθε κατηγόρημα ή
σταθερά αντιστοιχεί τελείως, ταυτίζεται με την αντίστοιχο της.
Θα συμπληρώσουμε ότι :
P(x) <≡> (Px) τότε P(x) ≡ P(x) και για P(x) <≡> (Px) τότε P(x) ≡ P(x)
Οι δείκτες διαγραφής έχουν συμπληρωματική και επεξηγηματική παρουσία.
2. ═ Θα ονομάζουμε ισότητα (ποσοτική σχέση αντίστοιχη και αντίθετη της <═>

και <―>.

Θα λέμε ότι για P(χ) ═ P(ψ) ισχύει και P(χ) <═> P(ψ) ή P(χ) <―> P(ψ)

τουλάχιστον. Και για P(χ) <≡> P(ψ) συνεπάγεται P(χ) ═ P(ψ). (πλεονασμός).

3. Θα ονομάζουμε → συνεπάγεται τον απλό δείκτη σύνδεσης δύο σταθερών


που σημαίνει ότι οι δύο σταθερές αυτές παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή
ισότητα (ίσως απροσδιόριστη), τουλάχιστον μία.
Μπορούμε να χρησιμοποιούμε σε κοινά τυπικά σχήματα σε κοινούς
λογισμούς και τους δείκτες του διαλεκτικούς και τους τυπικούς δείκτες.
Έτσι μπορούμε να πούμε :
Εάν P(χ) <―> P(ψ) τότε P(χ) ≡ P(ψ) και P(χ) ═ P(ψ) ή και P(x) → P(ψ)

Εάν P(χ) → P(ψ) τότε P(χ) <≡> P(ψ) και P(χ) <═> P(ψ) ή και P(χ) <―> P(ψ)

Εάν P(χ) ≡ P(ψ) τότε τουλάχιστον P(χ) <―> P(ψ) δεν υπάρχει ουδεμία αντίθε-

ση και P(χ) <≡> P(ψ) τότε τουλάχιστον P(χ) → P(ψ) δεν υπάρχει ουδεμία

ομοιότητα. Εάν P(χ) ═ P(ψ) τότε ή P(χ) <═> P(ψ) ή P(χ) <―> P(ψ)

τουλάχιστον και P(χ) <―> P(ψ) τότε ή P(χ) ═ P(ψ) ή P(χ) ← P(ψ)
τουλάχιστον.

Αξίωμα:
Έστω ΑΕ(Α1 - Α2 … Αν) και Β Ε(Β1 – Β2 … Βλ) δεχόμεθα ότι υπάρχει ένα
στοιχείο Αμ τουλάχιστον τοιούτον ώστε σ΄ ένα τουλάχιστον στοιχείο Βρ, να
ισχύει:
Ή Αμ → Βρ ή Αμ <―> Βρ (εάν τα σύνολα τέμνονται ).
Άλλως ισχύουν οι δείκτες του διαφορισμού :
Α≡Β ή Α <≡> Β (εάν τα σύνολα δεν τέμνονται)

Α═Β Α <═> Β

Α→Β Α <―> Β
Με βάση αυτό το αξίωμα οι παρακάτω εκφράσεις παύουν να αποτελούν
αοριστία : Εάν Α = Β και Β = Γ τότε Α → Γ (1)

Εάν Αμ → Γρ τότε (Αμ)ΕΒΕΓ. (2)

Εάν Αμ → Γρ τότε Α <―> Β και Α <―> Γ

Εάν Α <―> Β και Β <―> Γ τότε ή Α→Γ και Α <≡> Γ

και Α <═> Β και Β = Γ ή Α <―> Γ και Α ≡ Γ

Εάν Α → Β και Β → Γ τότε ή Α → Γ και Α <≡> Γ

ή Α <―> Γ και Α ≡ Γ και Α <═> Β <═> Γ

Πρόσθεση λογικών δεικτών:


Α1 → Β1 + Α1 <―> Β1 Α1 <═> Β1 Α1 <═> Β1

Α2 → Β2 Α2 <―> Β2 Α2 <═> Β2 Α2 <═> Β2

------------- -------------- ------------- --------------


Αμ = Βρ Αμ <═> Βρ Αμ<═> Βρ Αμ <═> Βρ

ή Αμ<≡> Βρ ή Αμ <≡> Βρ
και ΑμΕ(Α1Α2) ΑμΕ(Α1Α2)
και ΒρΕ(Β1Β2) ΒρΕ(Β1Β2)
και (μ = 1,2, … ν) και (ρ=1,2, … λ)
ή (μ = 1,2, … ∞) και (ρ=1,2, … ∞)

Πρόσθεση αντιθέτων :
Α ≡ -Β ═> Α <≡> Β Αφαιρούμε ή δύο ισότητες υπαρξιακές ή δύο

Α1→Β1 ― Α1<―>Β1 αντιθέσεις υπαρξιακές, θα αρκούσε και μόνον μία,

Α2 → Β 2 Α2<―>Β2 του ν και λ τείνοντος στο άπειρο.


----------- -------------
Αμ<═>Βρ Αμ = Βρ Αμ (Α1Α2) Ε Βρ(Β1Β2) Ε
Λογική του Γίγνεσθαι
Αν θεωρήσουμε τις αντιθέσεις, που εκφράζονται με του λογικούς δείκτες :
<≡> διαλεκτικώς αντίθετο (Απόλυτος δείκτης)
<═> Αντίθετο (ποσοτικός δείκτης, εκφράζει ποσότητα αντιθέτων, όχι

ποιότητα
<―> Υπαρξιακός δείκτης (Υπάρχει μία πρώτη στοιχειώδης αντίθεση ή
υπάρχει μία και μόνον μία στοιχειώδης υπαρκτική αντίθεση ή ισότητα –
ομοιότητα. Μπορεί να αποκλείει ή όχι τους ποσοτικούς λογικούς δείκτες).

Λογική του Εἶναι.


Και αν θεωρήσουμε τους λογικούς δείκτες που εκφράζουν ομοιότητα ή
ισότητα; την Ταυτότητα:
≡ Ταυτόν – Ταυτίζεται ακριβώς – Απόλυτος δείκτης
═ Όμοιο ή ίσο – Ποσοτικός δείκτης
―> ομοιότητα - Υπαρξιακός δείκτης (μπορεί να αποκλείει ή να μην
αποκλείει τους ποσοτικούς δείκτες)
Μπορούμε να εκφράσουμε τα λογικά αξιώματα σύμφωνα με τις δύο αυτές
διακεκριμένες λογικές.
Λογικό αξίωμα : Α ή Β ή όχι Β
(Λογική του Είναι) Α ≡ Β ή (Λογική του Γίγνεσθαι) Α <≡> Β.
Αυτή είναι η Απόλυτη εκδοχή που εκφράζει ποιότητες.
Με λογικούς δείκτες
Εάν Α = Β τότε Α <―> Β (υπάρχει τουλάχιστον 1 αντίθεση) ή
Εάν Α <═> Β τότε Α ―> Β (υπάρχει τουλάχιστον 1 ισότητα)

Με υπαρξιακούς δείκτες
Εάν Α ―> Β τότε Α <═> Β και ή Α = Β ή Α <═> Β ή

Εάν Α ―> Β τότε Α ≡ Β και ή Α <═> Β ή Α = Β.

Λογικό αξίωμα εάν Α ισούται με Β και Β ισούται με Γ, τότε Α ισούται με Γ.


Εάν Α ≡ Β και Β ≡ Γ τότε Α ≡ Γ.

Εάν Α <≡> Β και Β <≡> Γ τότε και Α <≡> Γ. (Εάν το Β είναι ποιότητα και το Α
και το Γ ποιότητες ως προς Β είναι και μεταξύ τους ποιότητες. Π.χ. οι
ποιότητες της ιστορικής εξέλιξης).
Διάφοροι άλλοι τρόποι έκφρασης του αξιώματος :
Εάν Α ―> Β και Β ≡ Γ, τότε Α ―> Γ
Εάν Α <―> Β και Β <≡> Γ τότε Α <―> Γ

Εάν Α ≡ Β και Β <―> Γ τότε Α <―> Γ

Εάν Α <≡> Β και Β ―> Γ τότε Α <―> Γ


Εάν Α = Β και Β – Γ τότε Α ―> Γ ή Α ═ Γ

Εάν Α <═> Β και Β = Γ τότε Α <―> Γ ή Α <═> Γ Αοριστία

Εάν Α <═> Β και Β <═> Γ τότε ή Α <―> Γ ή Α <═> Γ

Εάν Α = Β και Β <═> Γ τότε ή Α <―> Γ ή Α <═> Γ

Εάν Α ―> Β και Β ―> Γ


Εάν Α <―> Β και Β <―> Γ Αοριστία
Εάν Α <―> Β και Β ―> Γ
Εάν Α ―> Β και Β <―> Γ

(Οι πιο πάνω προτάσεις αποδεικνύονται ευχερώς εάν θεωρήσουμε κάθε Α, Β,


Γ ως ένα σύνολο ομοίων ή αντιθέτων μεταξύ των στοιχείων).
Επίσης η βασική αρχή Α ―> Β ή Α <―> -Β
Για το Είναι είναι : για το Γίγνεσθαι
Α ≡ Β ή Α ≡ -Β Α <≡> Β ή Α ≡ -Β

Α ≡ Β ή Α <≡> Β ═> Α ≡ -Β

Αφαίρεση λογικών δεικτών.


Α≡Β + Α <≡> Β
-( Α1<―>Β1) -(Α1<―Β1)
----------------- --------------
Α = Β Α <═> Β

Α=Β Αν = Βν Α≡Β Α <≡> Β μόνον

+Αμ<―> Βρ Α1<―>Β1 Α ≡ -Β Α <≡> Β +


----------------- ----------------- --------------------------------
Α=Β ή Αν-1<―>Β ν-1 Α≡ και <≡> Β
Α ―> Β ----------------- Απόλυτον
Αν ―> Βν Α≡Β Α <≡> Β μόνον
Α <≡> -Β και Α ≡ Β +
---------------------------------
Α ούτε Β ούτε –Β, Α μηδέν
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟ ΕΓΕΛΟ

Α. Το Είναι στην Αρχή και σαν Απόλυτο:


1. Στον Έγελο (παράγραφος 86):
«Το καθαρό Είναι αποτελεί την αρχή, γιατί είναι καθαρό νόημα όσο και
α(προσ)διόριστο, απλό, άμεσο στοιχείο και γιατί η πρώτη αρχή δεν μπορέι να
είναι κανένα άμεσο και πάρα πέρα διορισμένο».
«Αν το Είναι θεωρηθεί σαν εκφράζον κατηγορούμενο του Απολύτου
έχουμε τον πρώτο διορισμό αυτού: Το Απόλυτον είναι το Είναι. Ο ορισμός
αυτός είναι στην σειρά των νοημάτων ο στοιχειωδέστερος, ο κενότερος και ο
πάρα πολύ αφηρημένος».
2. Το Είναι στην Λογική του Είναι σαν αρχή και σαν Απόλυτο:
Για να ορίσουμε το Απόλυτο Είναι δεν θα χρησιμοποιήσουμε μια
τατότητα, όπως ο Έγελος, που κάνει συνάμα την παραχώρηση να θεωρήσει
το δικό του «Είναι» σαν «εκφράζον κατηγορούμενο». Θα χρησιμοποιήσουμε
την απείρων στοιχείων Δομή και την Απόλυτη Κατηγορική Σταθερά, ως προς
τα στοιχεία αυτά, τα άπειρα, αρκεί και μόνον η Δομή αυτή να εκφράζει το
ταυτόν ή την θέση κατάφαση.
Θα ονομάσουμε δε Απόλυτον Είναι ή απόλυτον Ταυτό, το ταυτό εκείνο
δια το οποίον όλες οι απείρων στοιχείων Δομές έχουν Κατηγορικές Σταθερές
Απόλυτες και εκφράζουσες το ταυτό.
Ή καλύτερα:
Έστω η Δομή Α1Χ1 ≡ A2Χ2 του Χ1 τείνοντος στο Άπειρο. Οι κατηγορικές
σταθερές Α1, Α2, … Αν (όπου ομοίως τείνοντος στο άπειρο) ονομάζονται
Απόλυτες εάν είναι αληθείς ως προς την ταυτότητα για x1.
Θα ονομάζουμε δε Απόλυτο Είναι κάθε Ταυτό που έχει όλες τις Δομές του
Ταυτού Απόλυτες. Η Απόλυτη δομή είναι απείρων σοιχείων και απείρων
Απολύτων Κατηγορικών Σταθερών Δομή.
Η γενικευμένη μορφή της Απόλυτης και Απειροστής Δομής είναι :
(Δz) ≡ … Qρ Χλ ≡ Qρ+1 Χλ+1 ≡ … Qν-1 Χμ-1 ≡ Qν Χμ του z, μ, ν, → ∞
Το ως άνω απόλυτο Είναι, θα ονομάζουμε Απόλυτο Ταυτό ή Απόλυτη Θέση.
Ο ορισμός που δίνουμε στο Απόλυτο Είναι στην Λογική του Είναι
χρησιμοποιεί τις έννοιες Δομή, Άπειρον αληθής κ.τ.λ. διότι είναι ένας ορισμός
επαγωγικώς – εφ΄ όσον έχουμε σαν πεδίο εφαρμογής το Ιστορικό – και δεν
είναι απαγωγικός όπως του Εγέλου που θεωρεί αυτονόητον το εκφράζον
Κατηγορούμενο.
3. Για τον Έγελο (παρ. 87) :
«Το καθαρό τούτο Είναι είναι η καθαρή Αφαίρεση, άρα Απόλυτη Άρνηση …
Είναι λοιπόν το ολότελα αδιόριστο Είναι, που όντας διορισμένο τι δεν είναι
Είναι το μη – Είναι, το Μηδέν».
Το Είναι είναι τόσο κενό και απροσδιόριστο ώστε να μπορούμε να
νοήσουμε το ίδιο κενό και απροσδιόριστο το μη – Είναι, που ο Έγελος το
ονομάζει και Μηδέν (που είναι Ύπαρξη) σε αντιδιαστολή με το Απόλυτο
Μηδέν, που δεν είναι παρά το κενό.
4. Το Απόλυτο Γίγνεσθαι στην Λογική του Γίγνεσθαι σαν Αρχή και σαν
Απόλυτο:
Εξακολουθώντας να ορίζουμε επαγωγικά, θα ονομάζουμε Απόλυτο Γίγνεσθαι
ή Απόλυτη Άρνηση ή Απόλυτο διαλεκτικώς αντίθετο κάθε διαλεκτικώς
αντίθετο που έχει όλες τις Δομές ης διαλεκτικής Αντίθεσης απόλυτες. Η
γενικευμένη μορφή της Απόλυτης δομής είναι :
(Δz) ≡ Qν-ρ Χμ-λ <≡> Qν Χμ των z, μ, ν, → ∞
Έτσι η Απόλυτη Άρνηση είναι όλες οι απόλυτες αρνήσεις μαζί. Και η Απόλυτη
θέση είναι όλες οι απόλυτες θέσεις μαζί.

You might also like