You are on page 1of 4

ΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ –μι

φημί :
ΟΡΙΣΤΚΗ ΟΡΙΣΤΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
φημί ἒφην φῶ φαίην
φής - φῄς ἒφησθα ἒφης φῇς φαίης φάθι
φησί(ν) ἒφη φῇ φαίη φάτω
φαμέν ἒφαμεν φῶμεν φαίημεν – φαῖμεν
φατέ ἒφατε φῆτε φαίητε-φαῖτε φάτε
φασίν ἒφασαν φῶσιν φαίησαν-φαῖεν φάντων φάτωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
φάναι φάσκων - οντος
φάσκουσα-σης
φάσκον- οντος
φημί = 1. λέω 2. συμφωνώ 3. ισχυρίζομαι .
σχηματισμός αρχικών χρόνων : α) Όταν το ρήμα φημί σημαίνει λέγω τότε ο μέλλοντας είναι :
ἐρῶ, λέξω και ο αόριστος εἶπον , ή ἒφην , ενώ όταν σημαίνει συμφωνώ ή ισχυρίζομαι τότε ο
μέλλοντας είναι φήσω και ο αόριστος ἒφησα .
β) Ο παρατατικός στην οριστική και ο ενεστώτας στην υποτακτική , στην ευκτική και στο
απαρέμφατο έχουν σημασία αορίστου

2. Το ρήμα εἶμι = θα πάω.

ΟΡΙΣΤΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ


ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
εἶ-μι ᾖ-α - ᾒ-ειν ἲ-ω ἲ-οιμι ἰ-οίην
εἶ ᾒ-εις - ᾒ-εισθα ἲ-ῃς ἲ-οις ἰ-οίης ἲ-θι
εἶ-σι(ν) ᾒ-ει ἲ-ῃ ἲ-οι ἰ-οίη ἲ-τω
ἲ-μεν ᾖ-μεν ἲ-ωμεν ἲ-οιμεν
ἲ-τε ᾖ-τε ἲ-ητε ἲ-οιτε ἲ-τε
ἲ-ασι(ν) ᾖ-σαν - ᾒ-εσαν ἲ-ωσιν ἲ-οιεν ἰ-όντων ἲ-τωσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ἰ-έναι ἰ-ών - ἰ-όντος
ἰ-οῦσα - ἰ-ούσης
ἰ-όν-ἰ-όντος

αρχικοί χρόνοι : ΕΝ : εἶμι ΠΑΡ: ᾖα- ᾒειν ΜΕΛ: εἶμι ΑΟΡ: ἦλθον ΠΑΡΚ: ἐλήλυθα ΥΠΕΡ: ἐληλύθην
προσοχή : εἰμί = είμαι αλλά εἶμι= θα πάω
Το ρήμα αυτό αναπληρώνει ορισμένους χρόνους και εγκλίσεις του ρήματος έρχομαι . Στην οριστική
χρησιμεύει ως μέλλοντας του ρήματος ἒρχομαι, στην υποτακτική και την προστακτική ως ενεστώτας
του ρήματος ἒρχομαι και στην ευκτική , το απαρέμφατο και τη μετοχή άλλοτε ως ενεστώτας και
άλλοτε ως μέλλοντας . Ο παρατατικός ᾖα - ἢειν αναπληρώνει τον παρατατικό του ἒρχομαι .
3. οἶδα = γνωρίζω, ξέρω.

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ


ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
οἶδ-α ᾒδ-ειν ᾒδ-η εἰδῶ εἰδείη-ν
οἶσθα ᾒδ-εις ᾒδ-ησθα εἰδῇς εἰδείη-ς ἲσ-θι
οἶδε ᾒδ-ει ᾒδ-ειν εἰδῇ εἰδείη ἲσ-τω
ἲσμεν ᾒδε-μεν ᾖσ-μεν εἰδῶμεν εἰδεῖ-μεν
ἲστε ᾒδε-τε ᾖσ-τε εἰδῆτε εἰδεῖ-τε ἲσ-τε
ἲσασι(ν) ᾒδ-εσαν ᾖ-σαν εἰδῶσιν εἰδεῖ-εν ἲσ-των
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
εἰδ-έναι εἰδώς - ότος
εἰδυῖα-υίας
εἰδός- ότος

Αρχικοί χρόνοι :οἶδα : οἶδα - ᾒδειν , ᾒδη - εἲσομαι , εἰδήσω- ἒγνων - ἒγνωκα - ἐγνώκειν
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Το ρήμα οἶδα είναι παρακείμενος με σημασία ενεστώτα .

ΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ φημί-οἶδα-εἶμι
Στα σύνθετα των τριών παραπάνω ρημάτων ο τόνος ανεβαίνει στον ενεστώτα της οριστικής και της
προστακτικής όσο το επιτρέπει η λήγουσα . π.χ
σύμφημι , συνέφην , συμφῶ , συμφαίην , σύμφαθι ,αλλά συμφάτω
σύνοιδα , συνῄδειν , συνειδῶ , συνειδείην , σύνισθι , αλλά συνίστω .
ἂπειμι , ἀπῄειν , ἀπίω , ἀπίοιμι , ἂπιθι ,αλλά ἀπίτω .

Αλλα ρήματα που κλίνονται ολικά ή μερικά σύμφωνα με τα ρήματα σε - μι .


4. Το ρήμα κεῖμαι ( βρίσκομαι , είμαι τοποθετημένος) είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του
ρήματος τίθεμαι . κεῖμαι - ἐκείμην - κείσομαι
ΟΡΙΣΤΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
κεῖμαι
κεῖσαι κεῖσο
κεῖται κέηται κέοιτο κείσθω
κείμεθα
κεῖσθε κέησθε κεῖσθε
κεῖνται κέωνται κέοιντο κείσθων
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ἐκείμην ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ἒκεισο κεῖσθαι κείμενος η - ον.
ἒκειτο
ἐκείμεθα Στα σύνθετα του κεῖμαι ,εκτός από το απαρέμφατο , ο τόνος
ἒκεισθε ανεβαίνει , αν το επιτρέπει η λήγουσα . π.χ ἀπόκειμαι ,
διάκειμαι , κατάκεισο , κατακείσθω ,κατακεῖσθαι .
ἒκειντο
ο τονισμός του ρήματος εἰμί και των συνθέτων του
1. Το τρίτο ενικό πρόσωπο τονίζεται στην παραλήγουσα ἔστι όταν
α) βρίσκεται στην αρχή της πρότασης π.χ ἔστι δίκης ὀφθαλμός ....
β) σημαίνει υπάρχει π.χ ἔστι Θεός ...
γ) είναι απρόσωπο .π.χ ἔστι λύειν ...
δ) έχει μπροστά του τις λέξεις οὐκ , εἰ , ὡς , καί , ἀλλά , τοῦτ' . π.χ οὐκ ἔστι , καί ἔστι
ε) στις φράσεις : ἔστιν ὅς , ἔστιν ὅπου και στις αντίστοιχες αναφορικές εκφράσεις με επιρρηματική
σημασία .
στ) όταν περιέχει έμφαση .
Το τρίτο ενικό πρόσωπο είναι εγκλιτική λέξη , δηλαδή χάνει τον τόνο ή τον μεταβιβάζει , σύμφωνα με τους
κανόνες της έγκλισης τόνου εκτός από το β ενικό πρόσωπο . π.χ ἀξιόν ἐστι , καλόν ἐστι , αλλά καλόν εἶ .
2) Τα σύνθετα του εἰμί ανεβάζουν τον τόνο στον ενεστώτα της οριστικής και στο β ενικό του
ενεστώτα της προστακτικής . π.χ πάρειμι , πάρει , πάρεστι , πάρεσμεν , πάρεστε , πάρεισι(ν) πάρισθι ,
παρέστω , πάρεστε , παρέστων αλλά παρῶ , παρείην , παρείης ,, παρεῖναι , παρών , παροῦσα , παρόν .
Το απρόσωπο ρήμα : ἔστιν και οι απρόσωπες εκφράσεις
ἒστι ( απρόσωπο ) = είναι δυνατόν , επιτρέπεται. Απρόσωπα είναι και τα σύνθετα του εἰμί στο τρίτο
ενικό πρόσωπο. π.χἔξεστι =είναι δυνατόν , επιτρέπεται να . ἔνεστι =είναι δυνατόν , επιτρέπεται να .
β) απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται με ουσιαστικά ή με ουδέτερα επίθετα και το ἐστί π.χ ἀνάγκη
ἐστί, ὥρα ἐστί, ἄξιον ἐστί, δίκαιον ἐστί .
γ) επίσης απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται με το απαρέμφατο ή την μετοχή του εἰμί
π.χ ἄξιον εἶναι, δίκαιον εἶναι, δυνατόν ὄν, δίκαιον ὄν +τελικό απαρέμφατο
Το ρήμα εἶμι
Το ρήμα αναπληρώνει τους τύπους του ρήματος ἔρχομαι ως ενεστώτας στην υποτακτική, την ευκτική,
την προστακτική, το απαρέμφατο και τη μετοχή και ως μέλλοντας στην οριστική, την ευκτική, το
απαρέμφατο και τη μετοχή.
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤ ΑΠΑΡΕΜ ΜΕΤΟΧΗ
ενεστ ἔρχομαι ή εἴμι ἴω ἰοίην (ἴοιμι) ἴθι ἰέναι ἰών (ἰόντος)
παρατ ᾖα- ᾒειν
μέλλον εἶμι-ἐλεύσομαι ἰοίην (ἴοιμι) ἰέναι ἰών
αόρισ ἦλθον ἔλθω ἔλθοιμι ἐλθέ ἐλθεῖν ἐλθών
παρακ ἐλήλυθα ἐληλυθώς ὦ ἐληλυθοίης ἐληλυθώς ἐληλυθέναι ἐληλυθώς(υῖα,
ἴσθι ος)
υπερσ ἐληλύθειν

συντάξεις και σημασίες του εἶμι


εἶμι :, θα πορευτώ, πηγαίνω , έρχομαι . Το πότε το ρήμα "εἶμι" έχει την πρώτη σημασία και πότε τη
δεύτερη εξαρτάται από τα μόρια ή τις λέξεις από τις οποίες συνοδεύεται .
εἶμι τινί διά φιλίας ἢ δι' ἒχθρας = διατηρώ με κάποιον φιλικές σχέσεις ή έρχομαι σε πόλεμο με
κάποιον .
εἶμι (ἐπί πτηνών) = πετώ .
εἶμι ( ἐπί κινησεως πραγμάτων) =πέλεκυς εἶσι διά δουρός =ο πέλεκυς διέρχεται διά της δοκού.
ἒτος εἶσι =θα παρέλθει , θα κλείσει η χρονιά . 5. ἰέναι εἰς αὐτόν =συνέρχεσθαι ἐπί το αυτό .
ἰέναι εἰς λόγους = αρχίζει διαπραγματεύσεις , διαπραγματεύεσθαι .
ἲθι δή =εμπρός λοιπόν .

You might also like