You are on page 1of 51

ΕΘΝΙΚΌ ΚΑΙ ΚΑΠΌΔΙΣΤΡΙΑΚΌ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΌ ΑΘΉΝΏΝ

ΠΑΙΔΑΓΏΓΙΚΌ ΤΜΉΜΑ ΔΉΜΌΤΙΚΉΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΉΣ

ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΏΝ ΣΠΌΥΔΏΝ: «ΑΝΑΓΝΏΣΉ, ΦΙΛΑΝΑΓΝΏΣΙΑ ΚΑΙ


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΌ ΥΛΙΚΌ»

Ό ΨΕΙΣ ΚΑΙ Α ΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΉΣ Π ΑΙΔΙΚΉΣ ΉΛΙΚΙΑ Σ ΣΤΉ Λ ΌΓΌΤΕΧΝΙΑ

ΔΙΔΑΣΚΌΝΤΕΣ: Ε. ΑΡΑΒΑΝΉ, Κ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΉΣ

Όι αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στα διηγήματα του Μ.


Καραγάτση

ΣΤΌΙΧΕΙΑ ΦΌΙΤΉΤΡΙΑΣ:

ΌΝΌΜΑΤΕΠΏΝΥΜΌ: ΙΏΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΧΡΌΝΌΠΌΥΛΌΥ

ΕΞΑΜΉΝΌ ΦΌΙΤΉΣΉΣ: Γ’

Α.Μ.: 215820
All the world's a stage,
And all the men and women merely players:
They have their exits and their entrances;
And one man in his time plays many parts,
His acts being seven ages. At first the infant,
Mewling and puking in the nurse's arms.
And then the whining school-boy, with his satchel
And shining morning face, creeping like snail
Unwillingly to school. And then the lover,
Sighing like furnace, with a woeful ballad
Made to his mistress' eyebrow. Then a soldier,
Full of strange oaths and bearded like the pard,
Jealous in honour, sudden and quick in quarrel,
Seeking the bubble reputation
Even in the cannon's mouth. And then the justice,
In fair round belly with good capon lined,
With eyes severe and beard of formal cut,
Full of wise saws and modern instances;
And so he plays his part. The sixth age shifts
Into the lean and slipper'd pantaloon,
With spectacles on nose and pouch on side,
His youthful hose, well saved, a world too wide
For his shrunk shank; and his big manly voice,
Turning again toward childish treble, pipes
And whistles in his sound. Last scene of all,
That ends this strange eventful history,
Is second childishness and mere oblivion,
Sans teeth, sans eyes, sans taste, sans everything.

William Shakespeare, As you like it, scene 2, act 7

2
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ

Α. Εισαγωγή..........................................................................................................σελ. 4

Β. Θεωρητικό μέρος.............................................................................................σελ. 5

1. Παιδική ηλικία...................................................................................................σελ. 5

1.1. Ιστορική αναδρομή........................................................................................σελ. 5

2. Ή κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα................σελ. 8

2.1. Παιδική Εργασία............................................................................................σελ. 8

2.2. Εκπαίδευση....................................................................................................σελ .9

3. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας.....................................................................σελ. 11

3.1 Αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στη λογοτεχνία...............................σελ .13

4. Ό Καραγάτσης και το έργο του.......................................................................σελ. 15

Γ. Πρακτικό μέρος...............................................................................................σελ. 19

1. Ή παιδική ηλικία στα διηγήματα του Μ. Καραγάτση.....................................σελ. 19

2. Συμπεράσματα................................................................................................σελ. 44

3. Προεκτάσεις....................................................................................................σελ. 47

Δ. Βιβλιογραφικές αναφορές............................................................................σελ. 48

3
Α. Εισαγωγή
Όι παραδοσιακές κοινωνικές δομές στηρίζονται κατά βάση σε δύο παράγοντες: το
φύλο και την ηλικία. Κι αν το ζήτημα του φύλου ενέπνευσε το φεμινιστικό κίνημα και
απασχόλησε τους μελετητές, η παιδική ηλικία, παρόλο που η μελέτη της συνδέεται
καθοριστικά με την κατανόηση της κάθε κοινωνίας σε βάθος (Πεχτελίδης, 2014) δεν
είχε την ίδια τύχη (Μουσούρου, 2015). Όι μελέτες σε σχέση με την αναπαράσταση
της παιδικής ηλικίας στην λογοτεχνία είναι συνολικά ελάχιστες, στην ελληνική δε
βιβλιογραφία σχεδόν ανύπαρκτες, με μοναδικές εξαιρέσεις τα βιβλία των Πάτσιου:
«Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογραφία (1880-1930)» που σταματά
χρονολογικά στις αρχές του 20ου αιώνα και Μαλαφάντη: «Παιδαγωγική της
Λογοτεχνίας: Ή θεωρία, τα πρόσωπα και τα κείμενα» που πραγματεύεται το ζήτημα
των παράξενων παιδικών θανάτων στην ελληνική λογοτεχνία του 19 ου αιώνα.

Με αυτά τα δεδομένα, μια έρευνα σχετικά με τις όψεις και τις αναπαραστάσεις της
παιδικής ηλικίας στο έργο μεταγενέστερων λογοτεχνών κρίνεται ως αναγκαία. Σε
αυτήν, λοιπόν, την κατεύθυνση θα προσπαθήσει να συμβάλλει και η παρούσα
μελέτη εξετάζοντας το σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους αναπαρίσταται η
παιδική ηλικία στα διηγήματα του Μ.Καραγάτση.

Στο θεωρητικό μέρος επιχειρείται μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις
αντιλήψεις για την παιδική ηλικία ιστορικά (κεφ. 1), την κατάσταση των παιδιών
στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα με έμφαση στα ζητήματα της παιδικής
εργασίας και της εκπαίδευσης (κεφ. 2), με την κοινωνιολογία της λογοτεχνίας και τις
αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στη λογοτεχνία (κεφ. 3), και μια σύντομη
παρουσίαση του Μ.Καραγάτση και του έργου του (κεφ. 4).

Στο πρακτικό μέρος παρουσιάζονται τα ευρήματα μέσα από το έργο του συγγραφέα
που προκύπτουν από τα διηγήματά του και επιχειρείται μία συνολική θεώρηση του
έργου του. Τέλος, παρατίθενται τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής καθώς και
προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.

4
Β. Θεωρητικό μέρος

1. Παιδική ηλικία
Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία για τα όρια της παιδικής ηλικίας,
παρόλα αυτά, για στην παρούσα εργασία θεωρούμε κάποιον παιδί μέχρι τη
συμπλήρωση του 14ου έτους και την έναρξη της εφηβείας. Ή ηλικία είναι
χαρακτηριστικό βιολογικό που έχει όμως κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς η
κοινωνική της σημασία διαφοροποιείται στον χρόνο και στον χώρο. Ό
προσδιορισμός των υποχρεώσεων, των δικαιωμάτων, των αναμενόμενων
συμπεριφορών καθιστούν την ηλικία πολιτικό χαρακτηριστικό (Μουσούρου, 2005).
Σύμφωνα με τον Giddens (2002:9) οι περίοδοι στη ζωή του ανθρώπου
προσδιορίζονται τόσο βιολογικά όσο και κοινωνικά και «τελούν υπό την επίδραση
πολιτιστικών διαφορών αλλά και υλικών συνθηκών της ζωής των ανθρώπων σε
δεδομένους τύπους κοινωνίας». Σύμφωνα με τον Δασκαλάκη (2009:351) η παιδική
ηλικία αποτελεί έννοια και κατηγορία που διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή,
την κοινωνία, την κοινωνική τάξη, το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα και τη
θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκει το παιδί. Τέλος, η παιδική ηλικία
διαφοροποιείται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ιδιαίτερες
ανάγκες του παιδιού από τον νόμο αλλά και την κοινωνία συνολικότερα (James &
James, 2004: 13). Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως ιστορικά αλλά και πολιτιστικά
υπάρχει μεγάλη διακύμανση στις αντιλήψεις τόσο για το ποιος είναι παιδί όσο και
για το τι αυτό συνεπάγεται.

1.1. Ιστορική αναδρομή


Σύμφωνα με τον Aries (1990) η παιδική ηλικία είναι κοινωνικά κατασκευασμένη
καθώς μέχρι και τον Μεσαίωνα δεν υπήρχαν ευδιάκριτα όρια μεταξύ παιδιών και
ενηλίκων. Σίγουρα, πάντως δεν αποδιδόταν στην παιδική ηλικία η σημασία που της
δίνουμε σήμερα (Cunningham,2006). Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η καθολική
εκκλησία είναι αυτή που καθορίζει τις απόψεις (και) γύρω από την παιδική ηλικία
(Δασκαλάκης, 2013). Το παιδί θεωρείται ηθικά ευάλωτο, αμαρτωλό από τη γέννησή
του. Για το λόγο αυτό βαφτίζεται και είναι ρόλος της εκκλησίας να το καθοδηγήσει
σωστά (Μουσούρου, 2005). Σημαντικό είναι, όμως να αναφέρουμε πως η ατεκνία
θεωρείται μεγάλο πρόβλημα, συχνά μάλιστα ένδειξη αμαρτίας. Σύμφωνα με τον
Let (1999) υπάρχουν πολλές διηγήσεις θαυμάτων που αναφέρονται στην απόκτηση
του πολυπόθητου τέκνου μετά από θεϊκή παρέμβαση ή περιγράφουν την αίσια
κατάληξη κρίσιμων τοκετών μετά την επέμβαση ενός αγίου ή της Παναγίας. Ή
εκπαίδευση για την πλειοψηφία των παιδιών περιορίζεται στην εκμάθηση ενός

5
επαγγέλματος/ μιας τέχνης που θα τους εξασφαλίσει στη συνέχεια τα αναγκαία για
την επιβίωση (Alexandre-Bidon, 1999).

Με το πέρασμα στον ουμανισμό τον 16ο αιώνα παρατηρείται μια αλλαγή της στάσης
απέναντι στα παιδιά. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως με την βελτίωση των συνθηκών
ζωής των ανθρώπων αλλά και με την μείωση της βρεφικής και παιδικής
θνησιμότητας, οι ενήλικες άρχισαν να αναπτύσσουν και να εκφράζουν
συναισθήματα τρυφερότητας προς τα παιδιά μέσα στην οικογένεια (Πεχτελίδης,
2015). Στην προβιομηχανική αυτή κοινωνία ο ρόλος της οικογένειας ήταν πολύ
σημαντικός, καθώς αποτελούσε τη βασική μονάδα παραγωγής και επιβίωσης. Ή
ιεραρχία μέσα στην οικογένεια καθοριζόταν από το φύλο και τη σειρά γέννησης με
τον άνδρα να κυριαρχεί πάνω στη γυναίκα, τον ενήλικα πάνω στο παιδί και τον
γεροντότερο πάνω στον νεότερο (Αλιπράντη- Μαράτου, 2013).

Ή αλλαγή αυτή όμως δεν σημαίνει πως έπαψε η ισχύς της εκκλησίας· αντίθετα, αυτή
εξακολούθησε να επηρεάζει τις απόψεις για την ηθική δημιουργώντας τύψεις και
ενοχές για τα αμαρτήματα (Μουσούρου, 2005) και επέβαλλε την τάξη μέσα από την
πειθαρχία και την αυστηρή εκπαίδευση των παιδιών (Πεχτελίδης,2015). Ή
εκπαίδευση, παράλληλα, συνέβαλε στη διατήρηση της ισχύουσας κοινωνικής
διαστρωμάτωσης, αφού δίδασκε στα παιδιά να αποδέχονται την κοινωνική τάξη
στην οποία ανήκαν και να φέρονται αντίστοιχα (Κονταρά- Λυκιαρδοπούλου, 2005:
70-71). Επιπλέον, ήταν συχνό φαινόμενο τα παιδιά να παρακολουθούν κατήχηση
από την εκκλησία (Cunningham,2006). Σε αντίστοιχα συμπεράσματα για τη
σκληρότητα της πειθαρχίας, παρότι ακολούθησε εντελώς διαφορετική μέθοδο από
τον Aries και διαφωνώντας μαζί του ως προς την επινόηση της παιδικής ηλικίας,
κατέληξε και ο De Mause, αφού και σύμφωνα με το δικό του έργο (1985) η περίοδος
από τον 14ο έως και τον 17ο αιώνα χαρακτηρίζεται από τη βία απέναντι στα παιδιά
τα οποία τρομοκρατούνται και ξυλοκοπούνται συστηματικά τόσο από τους γονείς
όσο και από τους εκπαιδευτικούς.

Κατά τον 18ο αιώνα το παιδί γίνεται αντιληπτό ως κάτι διαφορετικό από τους
ενήλικες, χωρίς όμως αυτή η διαφορετικότητα να είναι αρνητικά ή θετικά
φορτισμένη (Μουσούρου, 2005). Το παιδί εξακολουθεί να έχει έλλειμμα σε γνώσεις
και εμπειρίες αφού γεννιέται ως tabula rasa σύμφωνα με τον Τζον Λοκ. Ό
φιλόσοφος δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα «σώσει» τα παιδιά από την αμαρτία,
αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο αυτά θα αποκτήσουν ωφέλιμες συνήθειες
εφ’ όρου ζωής (Cunningham,2006). Επιπλέον δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην
εκπαίδευση , η οποία σύμφωνα με τον Ρουσώ είναι ωφέλιμη τόσο για το παιδί όσο
και για το κοινωνικό σύνολο εφ’ όσον είναι κοντά στη φύση. Ή εκπαίδευση όμως
στην πραγματικότητα εξακολουθεί να γίνεται με τρόπο παρεμβατικό, με απειλές και
τιμωρίες (Δασκαλάκης, 2011) όχι όμως αντίστοιχης σκληρότητας.

6
Τον 19ο αιώνα κυριαρχεί η αντίληψη πως το παιδί έχει μια τρωτή φύση και
χαρακτηρίζεται από μια αθώα ανωριμότητα (Μουσούρου, 2005). Διάχυτες είναι οι
απόψεις πως τα παιδιά είναι εξαρτημένα, αγνά κι ευάλωτα και ανίκανα για εργασία
(Πεχτελίδης, 2015). Όι αλλαγές αυτές στην αντίληψη που προάγουν την καθολική
εκπαίδευση συμβαίνουν σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όπου είναι αναγκαίο ένα
βασικό επίπεδο αλφαβητισμού και γνώσεων αριθμητικής από όλους για να
εργαστούν και ταυτόχρονα η ανεργία λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις καθιστώντας
την παιδική εργασία λιγότερο εύκολη και ακόμα λιγότερο επιθυμητή (Δασκαλάκης,
2013). Αυτή η απομάκρυνση των μικρών παιδιών από την εργασία δεν είχε, όμως,
μόνο θετικά αποτελέσματα. Τα παιδιά είναι εξαιρετικά ευάλωτα στις οικονομικές
αλλαγές και κρίσεις, κυρίως όσα προέρχονται από τα κατώτερα
κοινωνικοοικονομικά στρώματα (Μπουγιούκος, 2011) και διατρέχουν μεγαλύτερο
κίνδυνο φτώχιας από τις περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες (Qvortrup, 2003). Ή
εκτεταμένη, λοιπόν, ανεργία οδήγησε τα παιδιά σε μεγαλύτερη φτώχεια και αυτή με
τη σειρά της σε περαιτέρω περιθωριοποίηση και παραβατικότητα (Δασκαλάκης,
2013).

Ό 20ος αιώνας συχνά χαρακτηρίζεται ως «ο αιώνας του παιδιού», μιας και είναι πια
διαδεδομένη η αντίληψη πως τα παιδιά αποτελούν το μέλλον της κοινωνίας και
συνεπώς αξίζουν φροντίδα και προστασία (Cunningham,2006). Ταυτόχρονα, η
εκβιομηχάνιση της κοινωνίας έχει επιφέρει αλλαγές τόσο στην οικονομία όσο και
στην κοινωνία. Στην οικογενειακή ζωή επικράτησε σταδιακά η πυρηνική-συζυγική
οικογένεια (Αλιπράντη - Μαράτου, 2013). Ή θέση των παιδιών μέσα στην οικογένεια
διαφοροποιήθηκε, συνολικά δόθηκε έμφαση στα ατομικά δικαιώματα και έτσι
οδηγηθήκαμε σε μια ανακατασκευή της έννοιας της παιδικής ηλικίας (Μουσούρου,
2005). Όι συγκεκριμένες, δηλαδή, συνθήκες παρήγαγαν μια συγκεκριμένη εκδοχή
της παιδικής ηλικίας (Gittins, 2009). Έχουμε με άλλα λόγια μια διαφορετική
κατασκευή και οριοθέτηση για την παιδική ηλικία, σύμφωνα με την οποία το παιδί
αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο ως αυθύπαρκτο ον με ιδιαίτερες
αναπτυξιακές ανάγκες (Παπαγιάννης, Τεκτονοπούλου, 2010).

Το σχολείο και το σπίτι (η οικογένεια) είναι τα μέρη που θεωρούνται κατάλληλα για
τα παιδιά σε αντιπαράθεση με τον εξωτερικό χώρο που αντιμετωπίζεται ως
επικίνδυνος (Πεχτελίδης, 2015).

7
2. Ή κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα

2.1. Παιδική Εργασία

Το φαινόμενο της παιδικής εργασίας όπως και οι αιτίες της αλλάζουν ανάλογα με
την εκάστοτε χρονική περίοδο, αλλά και περιοχή. Στην Ελλάδα, ιστορικά, το παιδί
δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται με συνέπεια η θέση του στην κοινωνία να επηρεάζεται
άμεσα από τις αλλαγές σε πολιτικό, οικονομικό και αξιακό επίπεδο
(Βαλασσόπουλος, 2013).

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι πλειοψηφία των παιδιών
απασχολούταν σε αγροτικές εργασίες με συνέπεια την πρόωρη εγκατάλειψη του
σχολείου (Ρηγίνος, 1995). Ή φτώχεια ήταν τόσο διαδεδομένη, όπου αναγκαστικά τα
παιδιά αντιμετωπίζονταν ως εργατική δύναμη που μπορούσε να συμπληρώσει το
ελλιπές οικογενειακό εισόδημα ( Da Silva,1986).

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκαν προστατευτικές διατάξεις για την
παιδική εργασία το 1912 με τον νόμο ΔΚΘ (4029) «περί εργασίας γυναικών και
ανηλίκων», σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν η εργασία σε παιδιά κάτω των 12
ετών καθώς και σε παιδιά κάτω των 14 εφόσον δεν είχαν ολοκληρώσει την
υποχρεωτική εκπαίδευση (Ληξουριώτης, 2005).

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Ρηγίνο(1995) η αγροτική οικογένεια έστελνε στην


πόλη τα μέλη της που δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τις αγροτικές εργασίες. Τα
αρσενικά και τα θηλυκά μέλη της οικογένειας είχαν διαφορετική αντιμετώπιση
βάσει της κυρίαρχης αντίληψης για τις σχέσεις των φύλων και των κοινωνικών τους
ρόλων. Για το αγόρι η εκμάθηση μιας τέχνης ήταν απαραίτητο συστατικό επιβίωσης
(Βαλασσόπουλος, 2012), με συνέπεια τα αγόρια να απασχολούνται κυρίως σε
καταστήματα συντοπιτών τους ως υπηρέτες ή βοηθοί, ελπίζοντας να διαδεχθούν το
αφεντικό τους ή να ξεκινήσουν μια δική τους επιχείρηση αργότερα. Ή αμοιβή τους
ήταν κυρίως στέγη και τροφή (Πετρόπουλος, 2010).

Τα κορίτσια απασχολούνταν συνήθως ως υπηρέτριες σε σπίτια αστικών οικογενειών


με αντάλλαγμα στέγη, τροφή και προίκα στο γάμο τους. Όι συνθήκες εργασίας τους
ήταν συχνά σκληρές, δουλεύοντας περισσότερες από 10 ώρες την ημέρα, ενώ συχνά
έπεφταν θύματα σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης(Ρηγίνος, 1995).
Εναλλακτικά, το κορίτσι δούλευε σε συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας,
κυρίως στα καπνεργοστάσια, στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, την
κυτιοποιία και τη μεταξουργία (Βαλασσόπουλος, 2012).

Ή απόφαση για εργασία δεν ήταν, προφανώς, του παιδιού, αλλά της οικογένειας
που ταλανιζόταν από τη φτώχεια. Συχνά, τα κορίτσια εγκατέλειπαν το σχολείο (αν
πήγαιναν) νωρίτερα προκειμένου να εργαστούν, αφού η εργασία τους αναμενόταν
να σταματήσει με το γάμο (Ρηγίνος, 1995). Ακόμα κι αν το ανήλικο τέκνο δεν

8
αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να εργαστεί, εργαζόταν
μέσα στο σπίτι. Για τα κορίτσια, οι δουλειές του σπιτιού ήταν συνήθως το ψήσιμο
του ψωμιού, το καθάρισμα και συνολικά το νοικοκυριό, καθώς και η φροντίδα των
νεότερων μελών (Thompson, 1997).

Όι αμοιβές των παιδιών ήταν πενιχρές, συχνά περιορίζονταν στην παροχή στέγης
και τροφής. Άλλοτε πάλι, τα παιδιά εργάζονταν για μεγάλα διαστήματα αμισθί, εν
είδει μαθητείας. Ενίοτε, η αμοιβή τους εξαρτιόταν από την αποδοτικότητά τους,
κυρίως σε βιοτεχνίες όπως τα κλωστοϋφαντουργεία (Ρηγίνος, 1995 και
Βαλασσόπουλος, 2013).

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 παρατηρείται αύξηση της παιδικής


εργασίας, καθώς αφενός καταφθάνουν στην Ελλάδα παιδιά ορφανά που εργάζονται
για να επιβιώσουν και αφετέρου η φτώχεια ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη ανάμεσα
στις οικογένειες των προσφύγων (Ρηγίνος, 1995).

2.2. Εκπαίδευση

Βασιζόμενοι στα Συνταγματικά κείμενα και στο τι προβλέπουν για την εκπαίδευση,
διαπιστώνουμε πως ήδη από το 1832 η παιδεία αναγνωρίζεται ως δικαίωμα και
αγαθό για όλους τους πολίτες και μάλιστα αποκτά την ίδια σημασία με την
ιδιοκτησία. Επιπλέον ως στόχοι της τίθενται η σωματική αγωγή, η διάπλαση του
ήθους, η πνευματική αγωγή και η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης (Καντζάρα,
2011).

Ποια είναι όμως η σχέση ανάμεσα στη νομοθεσία και την πραγματικότητα; Έως τα
τέλη του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα εφαρμόζεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος
διδασκαλίας, κάτι που αλλάζει με την εισαγωγή της Ερβατιανής, συνδιδακτικής
μεθόδου από διανοούμενους και παιδαγωγούς που έχουν ζήσει στην Γερμανία
(Χατζηστεφανίδης, 1986).

Σημαντικό γεγονός που επηρέασε την εκπαίδευση στην Ελλάδα κατά τον 20 ο αιώνα,
ήταν η διαπάλη ανάμεσα στους θιασώτες της καθαρεύουσας και τους υποστηρικτές
της δημοτικής. Ή καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία
για πολλές δεκαετίες του 20ου αιώνα, ενώ η δημοτική επικράτησε τελικά πολύ
αργότερα.

Ή πρωτοβάθμια εκπαίδευση, παρότι υποχρεωτική, οδηγούσε στην παροχή βασικών


και συχνά ανεπαρκών γνώσεων. Το επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για
μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε πολύ χαμηλό αλλά επίσης ελλιπής και άτακτη
ήταν η φοίτηση των μαθητών, αφού σύμφωνα με τον γενικό επιθεωρητή της
δημόσιας εκπαίδευσης, Χαρίσιο Παπαμάρκου, μόνο το ένα δέκατο των αγοριών

9
φοιτά στα σχολεία, ενώ τα κορίτσια παραμένουν εντελώς αγράμματα
(Χατζηστεφανίδης, 1986).

Καθοριστική, λοιπόν, παράμετρος για την εκπαίδευση που λάμβαναν τα παιδιά ήταν
το φύλο τους. Παραδείγματος χάριν πέρασαν περίπου εκατό χρόνια από την
απελευθέρωση του ελληνικού κράτους μέχρι να καθιερωθεί η συνεκπαίδευση
αγοριών και κοριτσιών στο δημοτικό σχολείο και επιπλέον η οργάνωση και το
πρόγραμμα των σχολείων διέφεραν ανάλογα με το φύλο των μαθητών τους
(Ζιώγου- Καραστεργίου, 1986).

Ενδεικτικό στοιχείο για την αποχή και τη πρόωρη διαρροή από το σχολείο ,παρά τον
υποχρεωτικό του χαρακτήρα, είναι πως το 1928 το 41% του πληθυσμού είναι
παντελώς αναλφάβητο (Βαξεβάνογλου, 2007).

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως αφενός το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είχε


πάρα πολλές αδυναμίες στις αρχές του αιώνα και αφετέρου ότι μεγάλο κομμάτι των
παιδιών σχολικής ηλικίας δεν φοιτούσε καθόλου στο σχολείο ή το εγκατέλειπε πριν
την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

10
3. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας

'Όπως σχεδόν όλες οι θεωρητκές/ανθρωπιστικές επιστήμες, έτσι και η


κοινωνιολογία της λογοτεχνίας έχει δεχθεί επικρίσεις σε σχέση με την
επιστημονικότητά της και τη δυνατότητά της να "μετρηθεί" με τους όρους των
θετικών επιστημών.

Παρόλα αυτά, βρήκε και πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους μελετητές της
λογοτεχνίας. Εκείνοι, θεωρούν πως η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, δεν
είναι κάτι το αυθύπαρκτο, κάτι έξω από την πραγματικότητα. Αντίθετα, αποτελεί ένα
κοινωνικό φαινόμενο, μια σύλληψη της πραγματικότητας μέσα από τη δημιουργική
φαντασία του συγγραφέα και μια απεικόνισή της με μορφή καλλιτεχνική
(Σακελλαρίου, 1998).

Ένα βασικό ζήτημα για την κοινωνιολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας είναι η
αλληλεπίδραση του λογοτεχνικού έργου με το συγκεκριμένο περιβάλλον μέσα στο
οποίο δημιουργείται και διαμορφώνεται (Νικολόπουλος, 1995). Ή λογοτεχνία
αναφέρεται στην κοινωνία και αποτελεί, παρά τις ενδεχόμενες ανακρίβειές της,
νόμιμη κοινωνική μαρτυρία για αυτήν (Hall, 1990). Τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα
λογοτεχνικά κείμενα αντηχούν την κοινωνία, τις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες
μέσα στις οποίες γράφτηκαν (Τζέημσον, 1981).

Αφού η λογοτεχνία αντανακλά την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (Λούκατς,


1958), η γνώση του κοινωνικού πλαισίου είναι χρήσιμη βοήθεια για την κατανόηση
και την ερμηνεία ενός κειμένου. Ή λογοτεχνία, λοιπόν, ως μορφή τέχνης, είναι κι
ένας καθρέφτης της κοινωνικής ζωής· ένας καθρέφτης όχι σπάνια παραμορφωτικός
που παρά ταύτα μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε «το περίγραμμα του
αντικειμένου»· ένας καθρέφτης ενίοτε μαγικός που προβάλλει προς τα έξω τον
εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου(Ρηγάτος, 1989). Δεν θα έπρεπε, συνεπώς, να
θεωρήσουμε την λογοτεχνία πιστό αντικατοπτρισμό της κοινωνίας, αλλά κοινωνικό
αντικείμενο αναφοράς που προκύπτει από το ενεργό ενδιαφέρον του συγγραφέα
να κατανοήσει την κοινωνία του. Ή λογοτεχνική περιγραφή έχει με την
κοινωνιολογική μελέτη τη σχέση που έχει ένας πίνακας με μια φωτογραφία (Hall,
1990).

Εκτός, όμως, από την επίδραση της κοινωνίας, δηλαδή των θεσμών, των ηθών και
των εθίμων, της θρησκείας, της ηθικής και συνολικά του πολιτισμού και της
κυρίαρχης ιδεολογίας στο λογοτεχνικό έργο, η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας
ασχολείται και με την αλληλεπίδραση κοινωνίας και συγγραφέα. Ενδιαφέρεται, με
άλλα λόγια, για την προσωπικότητα του λογοτέχνη, τον τρόπο ζωής του, τις
πολιτικές απόψεις του, τη στάση του απέναντι στη ζωή (Νικολόπουλος, 1995).

11
Ασχολείται τόσο με το με ποιο τρόπο η κοινωνία -οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες-
έχουν επιδράσει στη διαμόρφωση του συγγραφέα, όσο και με το εάν και κατά
πόσον ο συγγραφέας προσπαθεί και πετυχαίνει να επηρεάσει την κοινωνία. Δεν
αναφερόμαστε εδώ μονάχα στη στρατευμένη τέχνη, αλλά σε κάθε επιρροή που
μπορεί να προκύψει ακόμα κι αν ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί με σκοπό να
στηλιτεύσει μία κοινωνική κατάσταση ή να εξάρει μια άλλη.

Ή κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, όμως, δεν ασχολείται μονάχα με το περιεχόμενο


αλλά και με τη μορφή του λογοτεχνικού έργου αφού σύμφωνα και με τον Λούκατς
«[…] Η μορφή είναι ακριβώς το βίωμα του καλλιτέχνη με τους άλλους, με το κοινό,
επικοινωνία, και η τέχνη γίνεται, κατά κύριο λόγο, ακριβώς μέσω αυτής της
μορφοποιημένης επικοινωνίας, μέσω της δυνατότητας της επίδρασης […]»
(Βελουδής, 1997: 338).

Επιλέγοντας τη μέθοδο της κοινωνιολογικής προσέγγισης της τέχνης συνολικά και


των λογοτεχνικών κειμένων ειδικότερα αποδεχόμαστε ταυτόχρονα μια αντίληψη για
τον κόσμο που θεωρεί ότι: α) τα ανθρώπινα γεγονότα προσδιορίζονται από μια
ιστορία, η οποία μάλιστα είναι συλλογική και όχι ατομική, β) τα έργα τέχνης είναι
προϊόντα αυτής της ιστορίας, γ) τα προϊόντα αυτά είναι άμεσα εξαρτημένα από
ανθρώπινες πρακτικές (Dubois, 1997). Με βάση αυτές τις παραδοχές εκπονήθηκε
και η συγκεκριμένη μελέτη πάνω στο διηγηματικό έργο του Μ. Καραγάτση.

12
3.1 Αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στη λογοτεχνία

Τα παιδιά, ως κομμάτι της κοινωνίας, έστω και υποτιμημένο, αναπαρίστανται στη


λογοτεχνία με διάφορους τρόπους που υποδεικνύουν τη στάση της κοινωνίας αλλά
και του συγγραφέα απέναντί τους. Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στα λογοτεχνικά
κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά, αλλά και σε εκείνα που απευθύνονται σε
ενήλικο κοινό.

Τα παιδιά εισέρχονται, λοιπόν, στη λογοτεχνία –όχι μόνο την ελληνική- από τον 19 ο
αιώνα και εξής (Πάτσιου, 1991). Στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία χαρακτηριστικά είναι
τα παραδείγματα του Victor Hugo και του Charles Dickens· στα έργα τους, τα παιδιά
έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Την ίδια περίοδο στην ελληνική λογοτεχνική δημιουργία επικρατεί το ρεύμα του
ρομαντισμού. Ή ποίηση, λοιπόν, αυτής της περιόδου αξιοποιεί το θέμα του παιδιού
σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα καθιερωμένα της θέματα, δηλαδή τον θάνατο, την
απώλεια και τη θλίψη. Το παιδί παρουσιάζεται να πάσχει αντίστοιχα. (Πάτσιου,
1991).

Αφήνοντας πίσω το θρήνο και τη μελαγχολία των ρομαντικών, οι επόμενες γενιές


παρουσιάζουν το παιδί με αισιόδοξη διάθεση, να παίζει και να απολαμβάνει την
οικογενειακή (και όχι μόνο) ζωή (Πάτσιου 1991).

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως η παιδική ηλικία δεν παρουσιάζεται με κοινό και
ενιαίο τρόπο στη λογοτεχνία, καθώς και η ίδια της η έννοια διαρκώς μεταβάλλεται
και επαναπροσδιορίζεται (Κατσίκη- Γκίβαλου, 2013).

Το παιδί, καταρχάς, λαμβάνει διαφορετικούς ρόλους στα λογοτεχνικά κείμενα.


Μπορεί να είναι πρωταγωνιστής ή σημαντικό δρών πρόσωπο που βοηθά την εξέλιξη
της πλοκής. Άλλοτε πάλι εμφανίζεται απλώς, χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή
δράση· απλώς συνυπάρχει με τα υπόλοιπα δρώντα πρόσωπα.

Μία από τις πολύ συχνές περιπτώσεις στην αυτοβιογραφία, αλλά όχι αποκλειστικά,
είναι η εμφάνιση του παιδιού ως ανάμνηση. Ό συγγραφέας (ή κάποιος ήρωάς του)
αναπολεί και αφηγείται την παιδική του ηλικία σηματοδοτώντας ένα προσωπικό
ταξίδι στο παρελθόν για να καταφέρει, αναβιώνοντάς το, να κατανοήσει βαθύτερα
το παρόν του (Μακρυνιώτη, 2003α). Κατά τη διάρκεια αυτής της ανάμνησης συχνά
έχουμε βύθιση του συγγραφέα στην παιδική του ηλικία και τότε ο λόγος δίνεται στο
παιδί (Καγιακλής, 2003). Κάτι που συχνά παρατηρείται όταν οι συγγραφείς
αυτοβιογραφούνται, είναι αφηγήσεις μοναξιάς και μόνωσης είτε ευεργετικές είτε
οδυνηρές. Ή αφήγηση παρ’ ότι είναι μια μορφή διαλόγου απαιτεί έναν βαθμό
αποξένωσης από τη ζωή για να μπορέσει να δει ο άνθρωπος άλλες εναλλακτικές,

13
πέραν του συμβατικού, κάτι που είναι χαρακτηριστικό του χαρισματικού λογοτέχνη
(Γαλανάκη και Μαλαφάντης, 2013).

Ξεχωριστή κατηγορία αποτελεί το άρρωστο ή/και κακοποιημένο παιδί. Αρρώστια


θεωρείται κάθε διαταραχή της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής υγείας και
ευεξίας (Ρηγάτος, 1989). Υπάρχουν, ακόμα περιπτώσεις που το παιδί αποτελεί θύμα
είτε της οικογενειακής εκμετάλλευσης, είτε της κοινωνικής αδικίας. Τότε, δεν
συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται στην ηλικία του.
Αντίθετα, συνήθως αξιοποιείται ως σχόλιο για την κοινωνική κατάσταση ή με σκοπό
τη διδαχή (Πάτσιου, 1991).

Άλλες κατηγορίες είναι το εργαζόμενο παιδί, το παιδί-μαθητής, περίπτωση κατά την


οποία έχουμε συχνά κάποιο σχόλιο για την εκπαίδευση της εποχής και το παιδί που
παίζει καθιστώντας ορισμένες φορές το παιχνίδι σύμβολο απειθαρχίας και φυγής
από τον περιβάλλοντα χώρο (Πάτσιου, 2000).

14
4. Ό Καραγάτσης και το έργο του
Ό Μ. Καραγάτσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1908. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Γεώργιου Ροδόπουλου και
της Ανθής το γένος Μουλούλη. Ό πατέρας του καταγόταν από οικογένεια
γαιοκτημόνων της Πάτρας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής
της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Λόγω των συνεχών
μεταθέσεών του, η οικογένεια έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Ό
Καραγάτσης πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα, ολοκλήρωσε τις
γυμνασιακές σπουδές του το 1924 στη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο χρόνο έφυγε για
σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ. Το 1925 επέστρεψε
στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στα τμήματα Νομικής (αποφοίτησε το
1930) και Πολιτικών και Όικονομικών Επιστημών (αποφοίτησε το 1931) του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1931 ως το 1939 (χρονιά θανάτου του πατέρα του)
εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Παράλληλα
εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία,
Νέα Εστία κ.α.) και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Το 1946 πέθανε η μητέρα του, στη
μνήμη της οποίας αφιέρωσε το μυθιστόρημα Ό μεγάλος ύπνος. Πέθανε στην Αθήνα
σε ηλικία 52 χρόνων ενώ έπασχε από την καρδιά του από το 1958. 1

Ό Μ. Καραγάτσης συγκαταλέγεται στους πεζογράφους της «γενιάς του ‘30». Με τον


όρο «γενιά του τριάντα» εννοούμε μια γενιά λογοτεχνών που εμφανίζονται νέοι,
πρωτοπόροι, με φιλοδοξίες και διάθεση να συγκρουστούν με το παρελθόν ή
τουλάχιστον να διαφοροποιηθούν από αυτό· λογοτέχνες που ερχόμενοι σε ρήξη με
την καθεστηκυία τάξη και τα μέχρι τότε δεδομένα στη λογοτεχνία (ποίηση και
πεζογραφία) χρησιμοποιούν μορφές νέες και παραπλήσιες μεταξύ τους για να
μιλήσουν για νέα θέματα , στηριζόμενοι στις κοινές τους εμπειρίες (Vitti, 1977).

Ό Καραγάτσης υπήρξε πολυγραφότατος και καταπιάστηκε με πολλά λογοτεχνικά


είδη (και όχι μόνο). Ή πλούσια μυθοπλαστική του ικανότητα είναι η πηγή της
πληθωρικότητάς του και η κυριότερη αρετή του (Πολίτης, 2004). Τα αυτοβιογραφικά
στοιχεία στο έργο του είναι πολλά, εντονότερα ίσως στον «Μεγάλο Ύπνο» (Χατζίνης,
1970; και Σαχίνης, 1978). Παρ’ όλα αυτά δεν εξαντλείται και δεν περιορίζεται σε
αυτά· «πλάθει τύπους και έχει το ταλέντο να τους παρουσιάζει σε όλη τους τη
ζωντάνια και τη μυθιστορηματική αρτιότητα» (Πολίτης, 2004: 311).

1.htp://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=207

15
Σύμφωνα με τον Αθανασόπουλο (2003), έντονα είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία
και στα νεανικά του διηγήματα (των οποίων ο ίδιος ο Αθανασόπουλος επιμελήθηκε
την συλλογική έκδοση). Συνολικά, όμως αναγνωρίζει την ύπαρξη εικόνων του
συγγραφέα στο έργο του, κυρίως αυτοσαρκαστικών και αυτοκριτικών που δείχνουν
την τάση του για αυτοανάλυση και το αίσθημα του «ξένου» που βίωνε.

Την τάση του αυτή για αυτοσαρκασμό την διαπιστώνουμε έντονα και από τη
σατιρική του αυτοβιογραφία: «…Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η
μετριοφροσύνη. […] Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο
Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν
πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και
καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν
μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης.
Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να
μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την
αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών... Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον
Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα
εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία
τους- όπως και εγώ εξάλλου.[…] Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και
τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα το’ ριξα στην πεζογραφία,
ένας Θεός ξέρει το γιατί... Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες,
μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για
παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες
μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι,
ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ
πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά
στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το
βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους
κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά. Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι
συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου
όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι
θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο
κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με
κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο.»1

1. Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ περιοδικό ΜΠΟΥΚΕΤΟ αρ. 44, 3/7/1942

16
Το έργο του Μ. Καραγάτση:1

Ι. Μυθιστορήματα
• Ό συνταγματάρχης Λιάπκιν. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
• Χίμαιρα. Αθήνα, έκδοση του περιοδικού Νέα Εστία, 1936 (και αναθεωρημένη
έκδοση με τίτλο Ή μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα, Μαυρίδης, 1953).
• Τα στερνά του Γιούγκερμαν. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Λειτουργία σε λα ύφεσις· Ξυλογραφίες Λουκίας Μαγγιώρου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Νυχτερινή ιστορία. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ό κοτζάμπασης του Καστρόπυργου. Αθήνα, Αετός, 1944.
• Ό μεγάλος ύπνος. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Ό κόσμος που πεθαίνει· Αίμα χαμένο και κερδισμένο· Μυθιστόρημα. Αθήνα,
Ίκαρος, 1947.
• Βασίλης Λάσκος. Αθήνα, Αετός, 1948.
• Τα στερνά του Μίχαλου. Αθήνα, Αετός, 1949.
• Άμρια Μούγκου (Στο χέρι του Θεού). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
• Ό θάνατος κι ο Θόδωρος· Τραγωδία μεν αλλά με πολλά κωμικά στοιχεία γραμμένη
από τον Μ.Καραγάτση κατά τον τρόπο όχι του θεατρικού έργου αλλά του
κινηματογραφικού σεναρίου. Αθήνα, Έχιδνα, 1954.
• Ό κίτρινος φάκελλος. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το 10. Αθήνα, Εστία, 1964.
• Ό μικρός Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Εστία, 1973.
• Στρατής Μυριβήλης – Μ. Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ήλίας Βενέζης, Το
μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.
ΙΙ. Διηγήματα - Νουβέλες
• Το συναξάρι των αμαρτωλών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Ή λιτανεία των ασεβών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
• Το χαμένο νησί· Φανταστική νουβέλα· Ξυλογραφίες Γ. Βελισσαρίδη. Αθήνα, Αετός,
1943.
• Το μπουρίνι· Ξυλογραφίες Λουίζας Μοντεσάντου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ό τρελός με τα κουδούνια. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Πυρετός. Αθήνα, Δημητράκος, 1945.
• Το νερό της βροχής. Αθήνα, Αετός, 1950.
• Ή μεγάλη λιτανεία. Αθήνα, Εστία, 1955.
ΙΙΙ. Ιστορία
• Ή Ιστορία των Ελλήνων Α΄· Ό αρχαίος κόσμος. Αθήνα, Αετός, 1952.

1. htp://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=207

ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία

17
• Από Ανατολή σε Δύση· (ταξιδιωτικά κείμενα). Αθήνα, Καστανιώτης, 1991
• Περιπλάνηση στον κόσμο. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις (επιμ. Άντειας Φραντζή).
Αθήνα, Εστία, 2003.
V. Διασκευές
• Ό πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Όδυσσέα. Αθήνα, Εστία, 2004.
VI. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Το μεγάλο συναξάρι. Αθήνα, Αετός, 1952.
• Νεανικά κείμενα · επιμέλεια Στρατή Πασχάλη. Αθήνα, Εστία, 1985.
• Νεανικά διηγήματα· Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης
Αθανασόπουλος. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993.
• Κριτική Θεάτρου 1946-1960. Αθήνα, Εστία, 1999.

Όι κριτικοί αναγνώρισαν στο σύνολό τους σχεδόν το πηγαίο αφηγηματικό ταλέντο


του Μ. Καραγάτση αποδίδοντάς του τον τίτλο του «γεννημένου πεζογράφου».
Ώστόσο, αυτό δεν σήμανε απαραίτητα την αποδοχή του, αφού ορισμένοι
θεωρούσαν την «άκοπη» και πηγαία γραφή του, στην οποία δεν επέστρεφε για
επεξεργασία, ταλέντο ενώ άλλοι ως έλλειψη πειθαρχίας και μεθοδικότητας
(Αθανασόπουλος, 2003). Αναγνωρίστηκε στην εποχή του ως κατεξοχήν πεζογράφος
της πλασματικής πραγματικότητας, ως μυθιστοριογράφος (Σπανδωνίδης, 1934).
Συχνά, επίσης, επικρίνεται για τον πανσεξουαλισμό του (Χατζίνης, 1970;), το
διονυσιασμό, το σεξουαλικό άγχος που διακατέχει τους ήρωές του (Vitti, 1977) και
την αντίληψή του πως το sexus είναι αυτό που κυβερνά τις ζωές των ανθρώπων.
Άλλοι, τον εξαίρουν ακριβώς για αυτά τα χαρακτηριστικά της γραφής του που της
προσδίδουν μια ζωντάνια και επιχειρούν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν τον
κεντρικό ρόλο του σεξουαλικού ενστίκτου στο έργο του (Χατζίνης, 1970;). Έτσι, για
παράδειγμα ο Τζούλης (1993), θεωρεί τον Καραγάτση βαθιά επηρεασμένο από τον
Φρόυντ και αντιμετωπίζει τον διάχυτο ερωτισμό ως αντίβαρο του θανάτου.
Ή εντύπωση που έχει προκαλέσει το έργο του Μ. Καραγάτση στους
μεταγενέστερους κριτικούς της λογοτεχνίας μπορεί να γίνει αντιληπτή και από το
πλήθος των αφιερωμάτων και άρθρων σε λογοτεχνικά περιοδικά και των συνεδρίων
πάνω σε αυτόν. Ενδεικτικά, τα περιοδικά με αφιερώματα στον Μ.Καραγάτση:

• Νέα Εστία 70, τ. ΛΕ΄, 15/10/1961, αρ.823.


• Τετράδια Ευθύνης 14: Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, Αθήνα, 1981.
• Γραφή 12, 11-12/1990, σσ. 425-488.
• Διαβάζω 258, 6/3/1991.
• Νέα Εστία 130, τ. ΞΕ΄, 1/7/1991, αρ.1536.
• Μανδραγόρας, τ. 22-23/1999.
• Νέα Εστία, τ. 1729/2000.
• Αντί, τ. 768-769/2002

18
Γ. Πρακτικό μέρος

1. Ή παιδική ηλικία στα διηγήματα του Μ.Καραγάτση


Ό Μ. Καραγάτσης έχει γράψει πλήθος διηγημάτων τα οποία κυκλοφορούν σε 6
συλλογές από τις εκδόσεις της «Εστίας».

Από τη συλλογή Το μεγάλο συναξάρι (2009)

Το μπουρίνι (1935)

Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας κολίγων που ζουν και εργάζονται υπό τον
τσιφλικά Πήτερ Χατζηθωμά. Εκτός από την ακραία φτώχεια, η οικογένεια
βασανίζεται επιπλέον καθώς η μικρότερη κόρη, φιλάσθενη από παιδί, που δουλεύει
ως υπηρέτρια στο σπίτι του τσιφλικά για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα του
σπιτιού της, βιάζεται από αυτόν και πεθαίνει. Ό αδερφός της, Νάσος, ο οποίος
διατηρεί ερωτικό δεσμό με την ερωμένη του Χατζηθωμά, αποφασίζει να εκδικηθεί
για το θάνατο της αδερφής του σκοτώνοντάς τον. Ή απόπειρά του αποτυγχάνει,
συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη δολοφονία της ερωμένης του
(την οποία επίσης διέπραξε ο Χατζηθωμάς από ερωτική ζήλεια) και την απόπειρα
ενάντια στον τσιφλικά. Ταυτόχρονα με την αφήγηση αυτής της ιστορίας το διήγημα
αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες ζωής των κολίγων του θεσσαλικού κάμπου στα
τέλη του 19ου αιώνα.

Σε αυτό το διήγημα το παιδί δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ωστόσο εμφανίζεται με


διάφορους τρόπους. Αρχικά παρουσιάζονται τα παιδιά συνολικά, όχι ως ξεχωριστά
υποκείμενα να δουλεύουν στα χωράφια μαζί με τους γονείς τους σε διάφορες
αγροτικές εργασίες: «Όλοι –άντρες, γυναίκες και παιδιά– είχαν πάει στο θέρο.» και
παρακάτω να συμμετέχουν μαζί με τους ενήλικες σε παράκληση για να βρέξει
«Πήγαν όλοι –άντρες, γυναίκες και παιδιά– να προσευχηθούν.» ή και απλώς να
παρευρίσκονται στα γεγονότα «Ένα μαύρο πλήθος ξεχύθηκε απ’ τα πρώτα σπίτια,
ανήσυχο, γεμάτο φωνές και ομιλίες. Μπροστά πήγαιναν τα ξυπόλητα παιδιά,
γεμάτα περιέργεια, να ιδούν το λαβωμένο.».

Επίσης, έχουμε αναφορά στα παιδικά χρόνια του Νάσου, εξωτερική περιγραφή του
ήρωα: « Ήταν παιδί ψηλό, καστανόξανθο, με μάτια γαλανά.» αλλά και των
συνηθειών του: «…όπως κάθε βράδυ, πήγε στην κατασκήνωση των γύφτων… Από
μικρός δεν έκανε παρέα με τα καραγκουνούλια του χωριού, ούτε ανακατευόταν στα
παιχνίδια τους. Όταν δεν είχε δουλειά πλάι στον πατέρα του – στο χωράφι, στο

19
στάβλο ή στον αυλαγά– τραβούσε μονάχος του πέρα στον κάμπο.» και της σχέσης
του με τον πατέρα του: «Ο Γκουντής πολέμησε, χρόνια ολόκληρα, να τον βάλη σε
τάξη και σειρά. Του μιλούσε. Κοιτούσε να τον φέρη στο φιλότιμο. Καμιά φορά,
λύνοντας την πέτσινη ζώνη του, καταχέριζε το ρέμπελο άγρια, σκληρά». Από τις
αναφορές αυτές επιβεβαιώνονται και τα όσα ήδη γνωρίζουμε για την εργασία των
ανηλίκων στα χωράφια, την αποχή από το σχολείο, αλλά και τη χρήση βίας για
σωφρονισμό στο πλαίσιο της οικογένειας.

Στο κείμενο γίνεται ακόμη αναφορά στην παιδική ηλικία της Όντέτ Μαρτέν,
ερωμένης του τσιφλικά και του Νάσου, κυρίως προκειμένου να φανερωθούν οι
συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και μεγάλωσε, η αντίστοιχη, δηλαδή, φτώχεια
των αγροτών στη Γαλλία: «Χωριάτισσα κι αυτή –γεννημένη στη θλιβερή και
σταχτόχρωμη Beauce– ως τα δεκαπέντε χρόνια της έζησε τη ζωή του χωραφιού, του
στάβλου, κολλημένη σα σκουλήκι στη γη των πατεράδων της. Το σκληρό χέρι της
κράτησε το χερούλι του αλετριού. Το πόδι της, με το ξυλοτσάρουχο, έσπρωξε το γυνί
στα σπλάχνα της γης.» , αλλά και η πρόωρη έναρξη της σεξουαλικής της ζωής: «Τ’
αγόρια του χωριού, πριν ακόμα η ήβη λουλουδίση στο κορμί της, τη χάιδευαν στις
απόμερες γωνιές των κήπων, πάνω στους θερμούς από τη ζύμωση σωρούς της
κοπριάς».

Αναφορά γίνεται επίσης και στην περίπτωση του άρρωστου και εν γένει ασθενικού
παιδιού μέσω της Ζωγράφως: «Ήξερε πως η αδερφή του ήταν πάντα αδύνατη,
άρρωστη. Όταν γεννήθηκε, τρεις φορές πήγε να πεθάνη από σπασμούς. Πιο ύστερα,
…, πότε την έκαιγε ο πυρετός, πότε έβλεπε φαντάσματα…».

Υπάρχουν, τέλος, αναφορές στην αντίληψη πως η απόκτηση ή μη παιδιών κρίνεται


από τον θεό: «…ο Αλλάχ δεν του’ δωσε παιδιά» καθώς και στην περίπτωση των
νόθων παιδιών και της θείας δίκης που συνεπάγεται η γέννησή τους: «Τι σε νοιάζ’σι
ισύ, Γκ’ντή; Τ’ Ζουγράφου, τ’ν έκνα μι του Χαλήλ-πασιά. Του Νάσου, μι του Ρουστέ-
μπέη. Αμάν! Για τούτο μι πηδευ’ η Θιος!».

Από το ημερολόγιο του Κωστή Ρούση

Πρόκειται για κείμενο γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, με κεντρικό ήρωα τον


καθηγητή μέσης εκπαίδευσης Κωστή Ρούση, ο οποίος επανέρχεται στο
μυθιστόρημα του Καραγάτση «Κίτρινος Φάκελλος». Ό ίδιος, αφηγείται τη μοναχική
ζωή του στο χωριό όπου είναι διορισμένος ή οποία αναταράσσεται όταν δέχεται να
παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα στη Λευκή, στο σπίτι της οποίας μένει νοικιάζοντας
ένα δωμάτιο. Όταν η μητέρα της μαθήτριάς του πεθαίνει, οι ήρωες έρχονται ακόμη
πιο κοντά, συνειδητοποιούν τον αμοιβαίο έρωτα που τους ενώνει και
αρραβωνιάζονται. Ή Λευκή μένει έγκυος και φεύγουν από το χωριό. Μετά την
επίσκεψη στο γυναικολόγο λόγω επιπλοκών της εγκυμοσύνης, ο ήρωας μαθαίνει

20
πως το κυοφορούμενο παιδί δεν είναι δικό του, αλλά του αδερφού του που βίασε
την κοπέλα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο χωριό, ο οποίος εν τω μεταξύ
έχει πεθάνει. Συμπαραστέκεται στη γυναίκα του και παραμένει δίπλα της. Όμως,
εκείνη πεθαίνει κατά τον τοκετό και ο ήρωας μένει μόνος με το βρέφος.

Σε αυτό το διήγημα τα παιδιά δεν έχουν κύριους ρόλους. Εμφανίζονται μονάχα οι


μαθήτριες του Κωστή Ρούση, ηλικίας 13 έως 15 ετών ως σύνολο προσώπων. Το δε
παιδί που γεννιέται αναμένεται με χαρά σύμμικτη με πόνο, ο οποίος μεγεθύνεται
από το θάνατο της μητέρας του. Όι αναφορές σε αυτό μέχρι τη στιγμή της γέννησής
του περιορίζονται στα ζητήματα της πατρότητας. Όταν γεννιέται η σκηνή
χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική φόρτιση: «Σκύβω πάνω από την
κούνια, όπου ένας καινούργιος άνθρωπος κοιμάται. αυτή η ελάχιστη σάρκα,
προσθέτει οδύνη στην οδύνη μου. Είναι το παιδί του αδερφού μου. Είναι το παιδί
της Λευκής. ο αδερφός μου πέθανε. Η Λευκή πέθανε. Τους αγαπούσα και τους δυο.
Δεν αγαπούσα παρά μονάχα αυτούς τους δυο. Το μωρό ξύπνησε. Ανοίγει τα ματάκια
του. Κλαίει. Κλαίω κι εγώ. Τι δάκρυα έχουμε να χύσουμε κι οι δυο μας ως τη στιγμή
του θανάτου μας…».

Η μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη

Πρόκειται για ένα διήγημα που μας μιλά για τη ζωή, τα πάθη, το θάνατο και την
«ανάσταση» του Χρίστου Νεζερίτη, ενός νέου από τον Πειραιά ο οποίος είναι
εθισμένος σε διάφορες ναρκωτικές ουσίες. Με τρόπο άμεσο και σαφή οι
περιπέτειες της ζωής του παραβάλλονται με τα πάθη του Χριστού, τη σταύρωση, το
θάνατο και την Ανάστασή του. Ό Χρίστος, παλεύει με τους εθισμούς του στους
οποίους, όπως ανακαλύπτουμε, κατρακύλησε λόγω μιας ερωτικής απογοήτευσης
και της ευαίσθητης φύσης του. Λοιδορείται από τους θαμώνες μιας ταβέρνας,
«σώζεται» από την φροντίδα και την αγάπη της μάνας του, συγχωρεί την άπιστη
ερωμένη του, προδίδεται από έναν από τους φίλους του και συλλαμβάνεται άδικα
κατηγορούμενος ως κομμουνιστής. Περνάει ένα βράδυ στη φυλακή, όπου πεθαίνει
από υπερβολική δόση που του χορηγήθηκε από έναν αστυνομικό. δε βρίσκει θέση
ούτε στον Παράδεισο, ούτε στην κόλαση, ούτε και στο καθαρτήριο και έτσι
ανασταίνεται και επιστρέφει στη γη. Βρίσκει, από καθαρή σύμπτωση δουλειά σε
ένα καράβι και μπαρκάρει.

Τα παιδιά έχουν απολύτως επουσιώδη ρόλο στο διήγημα αυτό. Εμφανίζονται μόνο
ως πλήθος να εμπαίζουν τον ήρωα: «Τα χαμίνια του λιμανιού, που κοιτούσαν
χαμογελώντας το ρεζιλίκι του Χρίστου μας, είπαν όλα μαζί με μια φωνή: ̶ Όα! Όα!
Αέρα! Άει στο διάολο πρεζάκη!».

Αυτή η επιγραμματική έστω αναφορά μας δίνει στοιχεία για τη ζωή των παιδιών
στις γειτονιές του Πειραιά· παιδιών που βρίσκονταν κατά βάση στο δρόμο, ζώντας

21
ανάμεσα σε νομιμότητα και παρανομία, αλητεύοντας βρισκόμενα στον εξωτερικό
χώρο που ήταν κυρίως προορισμένος για τους ενήλικες και όχι προστατευμένα στο
σπίτι ή το σχολείο.

22
Από τη συλλογή Νυχτερινή ιστορία (2014)

Οργή

Διήγημα αφιερωμένο στην κ .Νίκη Δ. Ροδοπούλου

Πρόκειται για την ιστορία δυο ανθρώπων που ερωτεύονται, αλλά για διαφορετικούς
ο καθένας λόγος παντρεύονται άλλους ανθρώπους και αποκτούν οικογένεια. Ή
μεταξύ τους ερωτική σχέση συνεχίζεται μέσα στα χρόνια. Εκείνη, η Λίνα, δεν του
αποκαλύπτει παρά στο τέλος του διηγήματος πως ο γιος της, για χάρη του οποίου
του ζητά χάρες και θυσίες, είναι και δικό του παιδί. Το τέλος της ιστορίας είναι
δραματικό, καθώς η γυναίκα, χάνει και τον γιο και τον αγαπημένο της άντρα.

Το παιδί δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα στην ιστορία. Πρόκειται για τον Νίκο, γιο
της Λίνας και του Σταύρου, ο οποίος όμως θεωρείται παιδί του νόμιμου συζύγου
της. οι μοναδικές αναφορές σε αυτόν είναι οι αναμνήσεις του Σταύρου για το πόσο
πληγώθηκε από τη γέννησή του και η αποκάλυψη της πατρότητάς του στο τέλος του
διηγήματος: «Από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε αυτό το παιδί…» και «Κι ύστερα
το παιδί… Ήταν ανάγκη να κάνη παιδί; Για να τονίσει πιο σταθερά το βάραθρο που
τη χώριζε από τον παλιό εραστή;» και τέλος: «Απόψε μπορώ πια να στο πω. Είναι
παιδί σου…».

Από τη ζωή του Μιχάλη Ρούση

Διήγημα αφιερωμένο στον Άγγελο Τερζάκη.

Όλόκληρο το διήγημα, αναφέρεται στις αναμνήσεις του κεντρικού ήρωα, Μιχάλη


Ρούση, από την παιδική του ηλικία. Έτσι, πληροφορούμαστε για την εντύπωση που
του έκανε ο πατέρας του και τη σχέση του μαζί του: «Η ματιά που έριχνε στους
δικούς του ήταν παγερή. Λόγος κανείς.[…]Οι τυχόν εκδηλώσεις των παιδιών
καταπνιγότανε μ’ ένα σφίξιμο των φρυδιών. […] Αυτό το συναίσθημα του φόβου
φαρμάκωσε την παιδική ψυχή του Μιχάλη Ρούση. Του έδωσε τη γνώση της κακίας,
πριν γνωρίση κανέν’ άλλο από τ’ ανθρώπινα συναισθήματα. Όσο για την αγάπη,
αυτή φυτοζωούσε στην οικογένεια.».

Αντίστοιχες εμπειρίες από τις σχέσεις με τους γονείς εμφανίζονται και σε άλλες
περιπτώσεις αυτοβιογραφίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πηνελόπη Δέλτα:
«Όσο πίσω μπορώ να θυμηθώ, ξαναβλέπω τον εαυτό μου παιδί, τριών χρονών
περίπου, μικροκαμωμένο, αδύνατο, χλωμό, ασθενικό και πάντα έτοιμο να βάλει τα
κλάματα [...] πάντα δαρμένη, πάντα καταπιεσμένη, πάντα θλιμμένη, κλαψιάρα,
παραπονιάρα· όσο μακρυά πάει η ενθύμησή μου δε με αγαπούσαν στο σπίτι· οι

23
γονείς μου με θεωρούσαν δυσάρεστο παιδί, γιατί ήμουν συνεσταλμένη και
απροσάρμοστη και η αγγλίδα νταντά με έδερνε φοβερά χωρίς αυτό να με κάνει πιο
κοινωνική.», και αλλού: «Η τραπεζαρία αυτή με τις βαριές της βελούδινες καφέ
σκούρες κουρτίνες, πίσω από τις οποίες μπορούσε να κρυφτεί άνθρωπος, έχει για
μένα πολλές ενθυμήσεις, μελαγχολικές οι περισσότερες, γιατί μελαγχολική ήταν η
ιδιοσυγκρασία μου, ίσως γιατί η σκανταλιά μου και οι αταξίες μου μ’ έριχναν σε
περιπέτειες που τελείωναν πάντα με ξύλο και τιμωρίες.». Πρόκειται για μαρτυρικές
εκδοχές της εμπειρίας της παιδικής ηλικίας, όπου οι κρυφές πληγές έρχονται στην
επιφάνεια ως ανάμνηση του ενήλικα (Καγιακλής,2003).

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο ήρωας θυμάται τη μητέρα του να τραγουδά: «Η


μητέρα τραγουδάει: Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη…»

Επίσης, παρουσιάζονται αναμνήσεις σχετικές με τη σχέση των αδερφιών στην


οικογένεια: «Θυμάται πως μια νύχτα βρισκόταν στην αγκαλιά της αδερφής του,
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. […] Η κοπέλα του έδειχνε κάτι παράξενο στον
ουρανό» και παρακάτω: « Θυμάται τη στέρνα. […] Τα λιόλουστα πρωινά
αποτραβιόταν εκεί η αδερφή του Μιχάλη, είτε μονάχη, είτε με τη φιλενάδα της τη
Ριρίκα. […] Όταν τον έβλεπαν να προβάλλη ̶ τόσος δα ανθρωπάκος ανάμεσ’ απ’ τα
ψηλότερά του χόρτα ̶ , του χαμογελούσαν.».

Έχουμε ακόμα αναμνήσεις από την καθημερινή ζωή, γεγονότα που χαράχτηκαν στη
μνήμη του παιδιού: «…Σε μιαν άκρη του κήπου ο μάγειρας μαδάει μια μαύρη κότα.
Δεν την έσφαξε μπροστά στο παιδί.». Ό ήρωάς μας έχει αναμνήσεις από τη φύση:
«Τη φύση, την καθαυτό φύση με τη χτηπητή χρωματική της ομορφιά, την αντίκρυσ’
ένα δειλινό από την ψηλή πλατεία της πολιτείας, όταν ο ήλιος βασίλευε στη
θάλασσα μέσα σε πορφυρόχρυσους αχνούς. Ήταν κάτι το πολύ όμορφο. Κι αυτή η
εντύπωση με τη μνήμη των φωτεινών χρωμάτων απόμεινε άσβηστη εντός του.».

Ό ήρωας θυμάται ακόμα τον πρώτο του έρωτα, ένα κοριτσάκι τεσσάρων ετών, τη
Λίλη και την μάταιη προσπάθειά του να είναι όμορφος όταν τη συναντήσει. «Ένα
κοριτσάκι της ηλικίας του. {…} Πολύ όμορφο… Ο Μιχαλάκης, σαν έμεινε μόνος,
κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε πως αυτός δεν ήταν διόλου όμορφος. […] ένιωσε
την κυρίαρχη ανάγκη να γίνη ωραίος […]. Πάνω στην τουαλέτα βρισκόταν η
μπριγιαντίνα. Δίχως δισταγμό βούτηξε τα δάχτυλά του στο μπουκάλι και άλειψε τα
μαλλιά του […] Άδικος κόπος.»

"Λειτουργία σε Λα ύφεσις"

24
Διήγημα αφιερωμένο στην κ. Ανθή Ροδοπούλου

Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας μουσικών, που αντιλαμβάνονται και
υπηρετούν τη μουσική ο καθένας με το δικό του τρόπο, κάτι που συχνά οδηγεί σε
συγκρούσεις.

Το παιδί εμφανίζεται ως ανάμνηση των παιδικών χρόνων του κεντρικού ήρωα και
αφηγητή. Θυμάται την πρώτη επαφή του με τον θάνατο: "Σπαρτάρισε το μακρύ
κυλιντρικό κορμί, έδειρε τη χορταριασμένη γης με το θανατερό σπασμό του, κι
απόμεινε νεκρό, ασάλευτο, ωσάν χλωρό κλαδί ιτιάς κομμένο απ' το δεντρί και
πεσμένο στο χώμα. [...] Νέκρωσε ο θάνατος τις ψυχρές πηγές της φιδίσιας ζωής.".

Έχουμε ακόμη αναφορά στην παιδική εργασία και τη συνηθισμένη, κατά την εποχή
συνήθεια, τα κορίτσια να εργάζονται ως υπηρέτριες στα σπίτια. Ό αφηγητής
αναφέρεται στην ξαδέρφη του, Τζένια, η οποία μετά το θάνατο και του πατέρα της
πήγε να εργαστεί στο σπίτι τους: "Η ξαδέρφη Τζένια...[...]απόμεινε μόνη κι έρμη
ύστερ' απ' το θάνατο του πατέρα της- αδερφού της μητέρας. Την περιμαζέψαμε από
σπλαχνιά και τη βάλαμε να πληρώση σκληρά το ψωμί που την ταΐσαμε. Το πλήρωσε
δίχως μιλιά.".

Αναφορά γίνεται επίσης στην περίπτωση του ανεπιθύμητου κυοφορούμενου


παιδιού μέσω της εγκυμοσύνης της Τζένιας, αλλά και στην περίπτωση της
εγκυμοσύνης που φέρνει χαρά, παρ' όλο που είναι εκτός γάμου, όπως στην
περίπτωση της Μάρθας: "-Θα στο πω εσένα. Μα πρέπει να μείνει μυστικό.
Περιμένουμε παιδάκι. Τινάχτηκε ολόκλρη από αγαλλίαση..." και παρακάτω: "Είμαι
ευχαριστημένος που θα γίνω θείος.".

25
Από τη συλλογή Το νερό της βροχής 2011

Το εγγλέζικο μαχαίρι

Σε αυτό το διήγημα αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Παρουσιάζεται, με


αφορμή ένα ένταλμα, μια ανάμνηση του Καραγάτση από τη στρατιωτική του
θητεία. Ό ίδιος ως λοχίας είχε στο λόχο του τον στρατιώτη Παπαδόπουλο, έναν
λαϊκό νέο που είχε συχνά «προβληματική» συμπεριφορά και δεν εκπλήρωνε τις
υποχρεώσεις του. Κάποιο βράδυ, ο λοχίας συζητά με τον στρατιώτη του και
μαθαίνει την οικογενειακή του ιστορία. Ό στρατιώτης θέλει να γυρίσει όσο το
δυνατόν γρηγορότερα στο χωριό του για να διασφαλίσει την αδερφή του, τη
12χρονη Μαριγώ από τις επιβουλές του πατέρα τους. Μάταια. όπως
πληροφορούμαστε στη συνέχεια, ο πατέρας βιάζει το κορίτσι και ο Παπαδόπουλος
παρότι «φυλακή» το μαθαίνει, φεύγει από το στρατό, αφού κλέβει ένα μαχαίρι του
λοχία του και πηγαίνει στο χωριό με σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα του.

Το μοναδικό παιδί που εμφανίζεται στην ιστορία είναι η Μαριγώ. Αρχικά μέσα από
τις διηγήσεις του αδερφού της: «Σα να θυμήθηκε κάτι τρυφερό. Και χαμογέλασε. –
Κυρ λοχία… Έχω μιαν αδερφούλα. Τη λένε Μαριγώ. Δώδεκα χρονώ είναι τώρα.
όμορφο κοριτσάκι όλο γέλια και φωνές. Δεν ξέρεις τι αγάπη της έχω!» και την
έκφραση του φόβου του: «Κάθε μέρα που περνάω μακρυά απ’ το χωριό, είν’ ένας
κίντυνος παραπάνω. Ο φόβος μου τριβελίζει την καρδιά… Λέω πως δεν θα το κάνει…
Πως θα φοβηθή το Θεό… Πως δε θα τη μαγαρίση, όπως… όπως…» τελικά και μέσα
από τις εφημερίδες: «[…]Ο εύπορος κτηματίας Ι. Παπαδόπουλος, ετών 56, εβίασε
την δεκατριέτιδα θυγατέρα του Μαριγούλαν. […]».

Παρόλο που το κορίτσι δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο διήγημα, επί της ουσίας
κινεί τα νήματα της δράσης και της εξέλιξης της ιστορίας, καθώς δεν θα υπήρχε
καμία εξέλιξη και καμία πλοκή αν δεν υπήρχε η Μαριγώ. Επιπλέον, μέσα από αυτές
τις σύντομες αναφορές θίγεται το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης των
κοριτσιών από ανθρώπους του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, περιστατικά που
σπάνια έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και για τα οποία κανείς δεν μιλούσε
δημόσια. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, πως και σε αυτήν την περίπτωση ο
πατέρας είχε βιάσει παλαιότερα και την μεγαλύτερη κόρη χωρίς να συλληφθεί και
να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη.

Αντιλαμβανόμαστε σε αυτό το σημείο το αφηγηματικό ταλέντο του Καραγάτση, ο


οποίος "προφασιζόμενος" ότι θα μας διηγηθεί μια ιστορία σχετικά με την κλοπή
ενός εγγλέζικου μαχαιριού που τον οδήγησε ενώπιον της δικαιοσύνης, στην
πραγματικότητα αποδίδει την ιστορία της Μαριγώς και του δράματος που βίωναν
τα τρία αδέρφια.

26
Ο πολυέλαιος του «Παπουτσωμένου γάτου»

Πρόκειται για την αφήγηση μιας σειράς ιστοριών ναυτικών που κατά τη διάρκεια
του πολέμου κατατάσσονται στο ναυτικό και προσπαθούν να σώσουν Εβραίους
πολίτες από τους ναζί. Παράλληλα πληροφορούμαστε για τις προηγούμενες κοινές
τους εμπειρίες στα καράβια, τους έρωτες, τις δυσκολίες, τις απώλειες που έχουν
υποστεί.

Τα παιδιά δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό το διήγημα. Γίνεται μόνο λόγος
για ένα πλήθος παιδιών που προσπαθούν να σωθούν μαζί με τους γονείς τους:
«Συλλογίσου, όμως, χίλιους νομάτους ̶ άντρες, γυναίκες και παιδιά ̶ στριμωγμένους
πατείς με πατώ σε σ’ ένα παλιοβάπορο, που δεν είχε την παραμικρή άνεση.».

Ρομάντζο

Πρόκειται για την ιστορία δυο νοσοκόμων που περιθάλπουν τραυματίες πολέμου, η
μία πολύ νέα και η άλλη μεγαλύτερης ηλικίας. Ή μία διηγείται στην άλλη τις
ερωτικές τις περιπέτειες, ακολουθούν συμβουλές και καταθέσεις προσωπικών
εμπειριών. Ή τύχη τα φέρνει έτσι, ώστε ο μεγάλος έρωτας της δεύτερης ̶ που είναι
άλλος από τον σύζυγό της ̶ να έρθει στο νοσοκομείο ως ασθενής σε πολύ κακή
κατάσταση, ετοιμοθάνατος. Όι δυο παλιοί εραστές έχουν την ευκαιρία να έχουν μια
τελευταία συζήτηση πριν αυτός πεθάνει.

Ή μοναδική αναφορά στην παιδική ηλικία σε αυτό το διήγημα είναι η αναφορά στα
παιδιά της Ασπασίας, της μεγαλύτερης από τις νοσοκόμες: «Την ημέρα, τα παιδιά
πηγαίνουν σχολείο. Τη νύχτα θέλουν κι αυτά τη μανούλα τους. Όπως κι εσείς…»,
«[…] Έρχουνται και τα παιδιά, να συμπληρώσουν μεγάλο μέρος από το κενό. » και
«-[…] Έχεις παιδιά; - Ναι. ένα κορίτσι κι έν’ αγόρι.».

27
Από τη συλλογή Ή μεγάλη λιτανεία (2014)

Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο

Πρόκειται για ένα διήγημα σχετικό με την κατάσταση που επικρατούσε στα βουνά
και τους ληστές που στις αρχές του 20 ου αιώνα τα χρησιμοποιούσαν ως λημέρια. Ό
κεντρικός ήρωας, Καραβέλης, ληστής κι αυτός, προσπαθεί να σώσει από τα χέρια
του Κατσίβελου το Ζανό, μικρό γιο της κυρίας Ναταλίας. Καταφέρνει να αποτρέψει
την απαγωγή του παιδιού, οι αρχές του τόπου στήνουν ενέδρα στον Κατσίβελο και
τον σκοτώνουν, αλλά η κατάσταση δεν βελτιώνεται στις πλαγιές του Όλύμπου. Λίγες
μέρες αργότερα, βρίσκεται νεκρός και ο Καραβέλης ως αντίποινα.

Το παιδί, χωρίς να πρωταγωνιστεί στην ιστορία, εμφανίζεται με διάφορους τρόπους.


Καταρχάς, ο δεκάχρονος Ζανός, προωθεί την εξέλιξη της ιστορίας, αφού η
σχεδιαζόμενη απαγωγή του κινεί επί της ουσίας τη δράση. Ό Ζανός παρουσιάζεται
ως ένα παιδί μικρό και ευάλωτο που έχει ανάγκη την παρέμβαση των ενηλίκων για
να σωθεί. Επίσης εμφανίζεται να μη συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που διατρέχει και
να αντιλαμβάνεται την διάσωσή του ως διασκέδαση: «Το φοβερώτερο ήταν ότι ο
Ζανό, θαρρώντας πως κάνομε ψυχαγωγική ιππασία, ήταν έξαλλος από
ενθουσιασμό. Μιλούσε, τραγουδούσε, μου ‘κανε αμέτρητες παιδιάστικες
ερωτήσεις· κι εγώ, για να μην καταλάβη τίποτα, ήμουν υποχρεωμένος να του
απαντώ στον ίδιο κεφάτο τόνο, να γελώ, να καγχάζω». Το παιδί διαφεύγει τον
κίνδυνο με την άφιξή του στο σιδηροδρομικό σταθμό από όπου θα αναχωρήσει για
τη Λάρισα και τότε μόνο του αποκαλύπτεται πως ένας ληστής εσχεδίαζε την
απαγωγή του. Ό ευεργέτης του, δράττεται της ευκαιρίας να διαπαιδαγωγήσει ηθικά
το νεαρό παιδί: «Το χρέος μου έκανα, Ζανό. Όταν μεγαλώσεις, το ίδιο πρέπει
πάντοτε να κάνης κι εσύ…».

Τα παιδιά εμφανίζονται και σε άλλες περιστάσεις στο διήγημα. Τρία παιδιά,


ανώνυμα, χωρίς να αναφέρεται το φύλο τους, ούτε να περιγράφεται η μορφή τους,
ούτε να αναφέρεται η σχέση τους με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους,
εμφανίζονται στο παζάρι για να αναγγείλουν το θάνατο του Καραβέλη: «Ένα
μεσημέρι του Οκτώβρη, την ώρα που πίναμε το τσίπουρό μας στο παζάρι, δυο-τρία
παιδιά έφτασαν λαχανιασμένα και φωνάζοντας: ̶ Σκότ’ σαν τουν Καραβέλη!
Σκότ ’σαν τουν Καραβέλη!». Από την αναφορά αυτή καταλαβαίνουμε πως τα παιδιά
κυκλοφορούσαν στο χωριό, αλλά και στο βουνό, χωρίς τη συνοδεία των γονιών τους
ή κάποιου ενήλικου κηδεμόνα.

Στο τέλος του διηγήματος, παρουσιάζονται και τα παιδιά του Καραβέλη, ορφανά πια
από πατέρα, χωρίς να δίνονται περισσότερες πληροφορίες για αυτά: «Στο έμπα του
χωριού περίμεναν η γυναίκα και τα παιδιά του, μαζί με άλλους πολλούς. Σαν είδαν
το μουλάρι να ‘ρχεται, άρχισαν να κλαιν με ουρλιαχτά. […] Τα παιδιά βρέθηκε

28
κάποιος χριστιανός και τα συμμάζεψε. […] Πίσω απ’ το φέρετρο σέρνονταν η χήρα
και τα ορφανά.».

Νυχτερινή Ιστορία

Ή ιστορία εξελίσσεται στη Φτελιά, ένα χωριό της Θεσσαλίας. Ένα βράδυ,
φαινομενικά όπως όλα τα υπόλοιπα, με τους άντρες μαζεμένους στα καφενεία να
πίνουν και τους «τρελούς» του χωριού μαζεμένους στην πλατεία να πίνουν και να
συζητούν λαμβάνουν χώρα δύο παράξενα περιστατικά. Από τη μια, γεννιέται ένα
νόθο αγόρι, του οποίου η μητέρα αρνείται να αποκαλύψει τον πατέρα. Ό δήμαρχος
αποφασίζει να βοηθήσει τόσο τη μητέρα όσο και το παιδί, πληρώνοντας για να
σταλεί σε ορφανοτροφείο στη Λάρισα. Λίγες ώρες αργότερα, ένας άντρας του
χωριού βρίσκει πνιγμένο στην αποχέτευσή του ένα άλλο νεογέννητο το οποίο και
παραδίδει στην αστυνομία. Το ζωντανό παιδί βαφτίζεται και το νεκρό κηδεύεται
μέσα στη νύχτα, χωρίς το σύνολο της κοινότητας να αντιληφθεί τα γεγονότα.

Στην ιστορία αυτή το ένα παιδί που εμφανίζεται είναι νόθο και έτσι μας δίνονται
κυρίως πληροφορίες για το πώς αντιμετώπιζαν οι μητέρες αλλά και η κοινωνία την
γέννηση παιδιών εκτός γάμου. Αντιλαμβανόμαστε, από τη μητέρα που δίνει με
ανακούφιση το παιδί της στο δήμαρχό πως αφενός η κοινωνική κατακραυγή ήταν
μεγάλη απέναντι στις γυναίκες που κυοφορούσαν και γεννούσαν χωρίς να είναι
παντρεμένες και αφετέρου πως οι απλοί άνθρωποι ήθελαν να φροντίσουν για αυτά
τα παιδιά και το μέλλον τους: «Η Χριστίνα δεν θα μιλήση. Εξάλλου, δεν έχουμε
κανένα δικαίωμα να μάθουμε το μυστικό της. Εμάς σκοπός μας είναι να σώσουμε το
παιδί, μην τυχόν και το σκότωνε πάνω στην απελπισία της. Αυτό το καταφέραμε.».

Το άλλο παιδί, το νεκρό, είναι νόμιμο τέκνο που εκτίθεται από τη μητέρα του και
τελικά πεθαίνει. Όι χωριανοί θλίβονται, ψάχνουν να βρουν την ένοχη: «Θα
διενεργήσω αυστηράς ανακρίσεις! Θα ανακαλύψω…», αλλά ταυτόχρονα
καταλαβαίνουν τις μάνες που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους αφού δεν έχουν τα
αναγκαία για να τα θρέψουν: «Γιατί, μέσ’ στην ψυχή μ’, δε μπουρώ να δικάσου τη
γιέρμ’ τα’ μάνα, που ‘πνιξι του νόμιμου πηδί τ’ς γιατί δεν είχι να του θρέψ’…» .

Η ιστορία του Πέλα

Στη μνήμη του Κώστα Όυράνη

Πρόκειται για την ιστορία ενός παιδιού και μετέπειτα νεαρού άνδρα, του Πέλα. Ό
Πέλας ως παιδί, αγαπάει τη φύση, τριγυρνά μόνος του στα βουνά και τους κάμπους
του τόπου του και συμβουλεύεται έναν γέρο ερημίτη που ζει μόνος του στην
κορυφή ενός βουνού. Παθιάζεται με τη θάλασσα και τον ήλιο, ονειρεύεται να

29
φτιάξει ένα δικό του καράβι για να μπορέσει να ταξιδέψει και τα καταφέρνει. Το
καράβι αυτό είναι που θα σώσει κι αυτόν και τους συμπολίτες του αργότερα, όταν
τους επιτεθεί ένας γειτονικός λαός.

Στο διήγημα αυτό το παιδί είναι πρωταγωνιστής. Ό Καραγάτσης μας δίνει την
περιγραφή του: «Ήταν παιδί ζωηρό, λιγνό και μελαμψό, με μαλλιά μαύρα κατσαρά,
μύτη γερτή και στόμα καλογραμμένο. Τα μάτια του ̶ μεγάλα, καστανά ̶ ήσαν
γεμάτα μεγαλοπρέπεια.» και «Είχε πια μαυρίσει. Οι χειμώνες δεν μπορούσαν να
σβήσουν τον ιχώρα του θερινού ήλιου πάνω στο μελαχρινό του κορμί.». Μας μιλά
επίσης για την οικογένειά του: «Η καλύβα της φαμίλιας του ήταν δροσερή. […] Η
μητέρα ύφαινε στον αργαλειό. Η μεγάλη αδερφή πρόσεχε το ψάρι, που
ξεροψηνόταν στη χόβολη του τζακιού. […] Τ’ αδερφάκια του Πέλα ̶ ένα μπουλούκι
φωνακλάδικα μελανούρια ̶ πέφταν λαίμαργα στο λευκόσαρκο ψάρι, στα ωμά
αλατισμένα λαχανικά, στο χλωρό τυρί και το βαθύχρυσο ψωμί.» και παρακάτω: «Ο
πατέρας καθόταν μπρος στην πόρτα του σπιτιού, ανάμεσα στους δικούς του, κι
έτρωγε σταφύλια πίνοντας κρασί. Μόλις είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά και ήταν
κουρασμένος. […] Ύστερα δειπνούσαν μπρος στο κατώφλι…». Επίσης μας
πληροφορεί με λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες του παιδιού: «Ο Πέλας
μεγάλωνε μες στη θάλασσα. […] Δεν έκανε παρέα με τ’ άλλα παιδιά του χωριού.
Ζούσε μονάχος. […] Τ’ απομεσήμερα παρατούσε τη θάλασσα και πήγαινε στον
κάμπο. […] Τα πρωινά, ο Πέλας έπαιρνε το δρόμο της ακρογιαλιάς, των βράχων. […]
Μοιραζόταν με το Θεό το ψάρεμά του… […] Καμιά φορά, το απομεσήμερο, ο Πέλας
ανέβαινε στο βουνό.». Ακόμα μας πληροφορεί για τη σχέση του παιδιού με τον
γέροντα ερημίτη που υπήρξε για τον νέο κάτι σαν δάσκαλος: «Ο Πέλας έλεγε για τη
θάλασσα, τα ψάρια και τον κάμπο· ο ερημίτης για το βουνό και τ’ αγρίμια του, για τ’
αστέρια και τους Θεούς. Έλεγε πως οι Θεοί ήσαν πολλοί. […] Ο Πέλας άκουγε
αχόρταγα τη διδαχή του γέροντα.». Μας περιγράφει ακόμα τη στάση του παιδιού
μπροστά στο θάνατο του γέροντα: «Τον βρήκε μπρος στο βωμό του ναού,
ξαπλωμένο και νεκρό. Το πετσί του είχε κολλήσει στα κόκκαλα του κρανίου· τα μάτια
του είχαν βουλιάξει. […] Ο Πέλας δεν φοβόταν το θάνατο. […] Έκοψε κλαριά
βελανιδιάς και σκέπασε το λείψανο του ιερέα. […] Ο Πέλας έκλαψε το φίλο του, και
δεν ξανανέβηκε στο βουνό. Ήταν πια δώδεκα χρονών.».

Από την αφήγηση αυτή, η οποία καταλήγει στη σωτηρία ολόκληρου του χωριού
χάρη στον Πέλα, αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ο Καραγάτσης
στεκόταν απέναντι στους ξεχωριστούς και ιδιαίτερους ανθρώπους. Ό ήρωας είναι
ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα που επιλέγει κατά βάση την μοναξιά, πλην της
συναναστροφής του με τον ερημίτη. Αυτή του η μοναχικότητα σε συνδυασμό με την
αγάπη για τη φύση και τις ατελείωτες ώρες που περνούσε ο ήρωας με μόνη
συντροφιά του τα δέντρα και τη θάλασσα, είναι που τον καθιστά ικανό να σώσει
τους συνανθρώπους του όταν είναι πια νεαρός ενήλικας. Αυτή του η απομόνωση,

30
μας θυμίζει επίσης στοιχεία της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα, όπως
διαφαίνονται και μέσα από αυτοβιογραφικά του κείμενα.

Εκτός από τον κεντρικό ήρωα, δεν έχουμε άλλους κεντρικούς ήρωες παιδιά.
αναφορές γίνονται μόνο στα υπόλοιπα παιδιά του χωριού με τα οποία ο Πέλας δεν
συναναστρεφόταν και στα αδέρφια του. Κι αυτό, στο πλαίσιο της αφήγησης της
ιστορίας του ήρωα, όχι μεμονωμένα.

Χρονικό του έτους 67 από Χ. γ.

Πρόκειται για μια ιστορία εκχριστιανισμού ενός ρωμαίου αξιωματούχου και του
νεογέννητου εγγονού του με την παραίνεση της δούλας του, Εσθήρ. Στο τέλος της
ιστορίας, που συμπίπτει με τον θάνατό του μαθαίνουμε πως πρόκειται για τον
Πόντιο Πιλάτο.

Το παιδί σε αυτήν την ιστορία δεν πρωταγωνιστεί με την κλασική έννοια της λέξης,
καθώς πρόκειται για ένα ασθενικό βρέφος. Παρόλα αυτά, το ίδιο γίνεται η αφορμή
για την επίσκεψη του παππού του στο μυστικό μέρος όπου συναντιούνταν οι
Χριστιανοί της εποχής στη Ρώμη. Αρχικά εμφανίζεται στην αγκαλιά της Εσθήρ: «Η
γυναίκα κρατούσε αγκαλιά ένα αγοράκι ως δυο χρόνων, καλά τυλιγμένο σε χράμι
βαρύ. Κοιμισμένο φαινόταν να ‘ναι, με μάτια κλειστά και στόμα μισάνοιχτο.».
Βλέπουμε τους δυο ενήλικες να του φέρονται με τρυφερότητα και να είναι
διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να γιατρευτεί: «Έσκυψε και
κοίταξε το κοιμισμένο αγόρι, με μάτια γεμάτα τρυφεράδα·» και «Ο θεός σου… Είναι
η στερνή μου ελπίδα.» και παρακάτω: «Θέλω να μου ορκιστής όρκο μεγάλο: Αν ο
Θεός μου κάνη το θαύμα και δώση το φως στο παιδί, θα μου επιτρέψης να το
αφιερώσω σ’ Εκείνον; Να το αναθρέψω στην αληθινή πίστη; […] ̶ Ναι, Εσθήρ. Ο
εγγονός μου θα έχη το δικαίωμα να προσκυνάη το θεό που θα του δώση την υγεία,
οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός ο θεός…». Ακόμη: «Έσφιξε με πάθος το μικρό κορμί
στα γέρικα στήθια του. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα πικρά. ̶ Παιδί μου,
μουρμούρισε, φτωχό μου παιδί. Και τι δε θα ‘δινα για να βρης το φως σου!». Τέλος,
όταν το παιδί γιατρεύεται με θεϊκή παρέμβαση: «Θάλασσα γαλανή γίνηκαν τα μάτια
του αγοριού…» και « ̶ Αγρίππα! Τα μάτια σου είδαν το φως, και πλημμύρισε φως η
σκοτεινή μου ψυχή. Σ’ άγγιξαν τα πάνσεπτα δάχτυλα του Ιησού…».

Διαπιστώνουμε εδώ πόση δυστυχία και απελπισία έφερνε, ακόμα και στις ανώτερες
κοινωνικά τάξεις, ένα άρρωστο παιδί ή ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Ακόμα, πως η
υγεία και η ασθένεια επαφίονταν κατά κύριο λόγο στο θεό και εν γένει σε δυνάμεις
υπερφυσικές.

Αναφορά ακόμη γίνεται στην παιδική ηλικία της Εσθήρ, όταν ο γέροντας πια Πόντιος
Πιλάτος, την αγόρασε ως δούλα: «Μα μήπως κι εγώ σε ξεχώριζα απ’ τα παιδιά μου;

31
Από την πρώτη μέρα που σ’ αγόρασα, τότε, στην Ιερουσαλήμ ̶ δεκάχρονη παιδούλα
ήσουν ̶ σ’ αγάπησα.». Εδώ έχουμε την παρουσίαση μιας ολότελα διαφορετικής
πτυχής της παιδικής ηλικίας· της παιδικής ηλικίας μιας κοπέλας που πουλήθηκε ως
σκλάβα. Ό Καραγάτσης, βέβαια, δεν θίγει το ζήτημα στο βάθος, καθώς απλώς
αναφέρεται στο γεγονός της αγοραπωλησίας και μάλιστα παρουσιάζει μια ευτυχή
κατάληξη σε αυτό, αφού η Εσθήρ γίνεται, τρόπον τινά, μέλος της οικογένειας: «Κι
εγώ σ’ αγαπώ, κύριε· σαν πατέρα μου σε λογαριάζω…».

32
Από τη συλλογή Νεανικά Διηγήματα (1993)

Το πρώτο της φιλί

Πρόκειται για την ιστορία ενός κοριτσιού αριστοκρατικής καταγωγής. Το διήγημα


ξεκινά με την μις Καίτυ σε πολύ μικρή ηλικία και καταλήγει με εκείνη ενήλικη πια.
Μέσα από την αφήγηση της ζωής της, διαφαίνονται οι αντιλήψεις μιας εποχής αλλά
και η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε. Αντιπαραθέσεις, εκλογές και μια
απόπειρα δολοφονίας συνθέτουν το σκηνικό του διηγήματος αυτού.

Το παιδί έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το διήγημα. Μαθαίνουμε για τις σχέσεις
της με την οικογένειά της, μιας οικογένειας μάλλον αποξενωμένης: «Το μπαμπά της
τον έβλεπε σπάνια. […] Ερχόταν πού και πού και την έβλεπε, πάντα το πρωί.» και «Η
μαμά ερχόταν το βράδυ, προτού πέσει η μικρή στο θαλασσί κρεβατάκι της. Ήταν
πάντοτε ντυμένη, με φορέματα πολύ ανοιχτά, μεταξωτά, κεντημένα με χρυσάφι και
χάντρες. Η μικρή πάντοτε έτρεχε να τη φιλήση, γιατί αγαπούσε τη μαμά της. Μα
αυτή με κωμικό τρόπο τη σταματούσα. ̶ Μη, μη, θα μου χαλάσης το μακιγιάρισμα
και θα πάω στο χορό απόψε!». Τη διαπαιδαγώγηση και φύλαξη της μικρής
αναλαμβάνουν άλλα πρόσωπα. Αρχικά η Γλυκερίνα, η νταντά της και στη συνέχεια η
κ. Ρόμπερτσον, η δασκάλα της. Διαπιστώνουμε σε αυτό το σημείο τη συνήθεια
αστικών οικογενειών να αναθέτουν την φροντίδα των παιδιών τους σε νταντάδες
και ακόμη την παράδοση τα κορίτσια να διδάσκονται (ό,τι διδάσκονταν) κατ’ οίκον.
Πληροφορούμαστε ακόμη για τα παιχνίδια που κοριτσιού με τα άλλα παιδιά, όταν
πήγαινε με την κ. Ρόμπερτσον στην παιδική χαρά: «Εκεί έβρισκε πολλά κοριτσάκια
πούπαιζαν με δροσερές φωνές. Έπαιζε κι αυτή μαζί τους. Μα τα κορίτσια ήταν κακά
και την πείραζαν. Η μικρή θύμωσε και δεν ξανάπαιξε μαζί τους. Έπαιζε με τ’
αγόρια.».

Το κορίτσι δημιουργεί και μια ξεχωριστή φιλία στο πάρκο με τον Πέτρο, ένα
ξεχωριστό αγόρι και ένα παιδί για το οποίο επίσης γίνεται εκτενής λόγος: «Μια
μέρα ήρθε και ένα άλλο αγόρι στη συντροφιά. Δεν ήταν ντυμένο με πλεχτές άσπρες
φανέλες σαν τα άλλα. Φορούσε ρούχα από μαύρο ύφασμα και πουκάμισο με άσπρο
ανοιχτό γιακά. […] Ήταν αλλοιώτικος από τους άλλους. Ήταν πιο ωχρός, η μύτη του
ήταν ίσια και τα μάτια του γλυκά. Τα μαλλιά του, μαύρα και άφθονα, ήταν ριγμένα
πίσω. Οι άλλοι κρυφά τον κορόιδευαν και τον έλεγαν γιο του μπακάλη. […] Επήγαινε
σπίτι μόνος του, γιατί δεν είχε γκουβερνάντα. […] Τον εζήλευαν για την ελευθερία
του. Μιλούσε σα μεγάλος και δεν έλεγε σαχλαμάρες.». Διαπιστώνουμε εδώ μια
αντιπαράθεση ανάμεσα στα παιδιά των αστών, που τους παρέχονται τα πάντα
πλουσιοπάροχα, αλλά τα ίδια νοιώθουν φυλακισμένα σε χρυσά κλουβιά και στα
παιδιά των εργατών και των φτωχότερων στρωμάτων που λόγω των συνθηκών
«μεγαλώνουν» γρηγορότερα και είναι περισσότερο υπεύθυνα για τον εαυτό τους.

33
Αυτός, ο Πέτρος, είναι που στη συνέχεια της ιστορίας θα ασχοληθεί με την πολιτική,
θα καταφέρει να εκλεγεί πρωθυπουργός και εναντίον του οποίου θα γίνει μια
αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας. Σε αυτό το σημείο, βλέπουμε ίσως για ακόμα
μια φορά την αντίληψη του Καραγάτση πως τα παιδιά που πρόκειται να εξελιχθούν
σε διαπρεπείς ενήλικες ή τουλάχιστον να ξεχωρίσουν, διαφοροποιούνται έντονα
ήδη από την παιδική τους ηλικία.

Η οδός Θεμιστοκλέους

Πρόκειται για ένα διήγημα από το οποίο λείπει το τέλος. Σε αυτό ο Καραγάτσης
περιγράφει τη ζωή σε αυτόν τον κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Ή παρουσία των
παιδιών δεν είναι έντονη. Αναφέρονται μόνο σε ένα σημείο ως πλήθος: «Σ’ αυτές
τις παρόδους ήταν ένα άλλο πλήθος, τα παιδιά.».

Εγώ μικρός, με μένα και τη θάλασσα

Όπως γίνεται, ίσως, αντιληπτό και από τον τίτλο το διήγημα αυτό συγκροτείται από
αναμνήσεις του συγγραφέα από την παιδική του ηλικία. Ό ίδιος παρουσιάζεται
μοναχικός, ενίοτε και μόνος, να παίρνει χαρά και ικανοποίηση μοναχά από τη
συναναστροφή του με τη γάτα του, τη φύση και κυρίως τη θάλασσα. Ό ήρωας
εμφανίζεται να επιδιώκει κάποιες φορές την απομόνωσή του. Επίσης, αναφέρεται
με πικρία στα χρόνια κατά τα οποία, απομακρύνθηκε από την επαρχία και έζησε
στην πρωτεύουσα στην οποία και πάλι επέλεγε τους μοναχικούς περιπάτους στους
δρόμους.

Ή παιδική ηλικία είναι κυρίαρχη σε αυτό το διήγημα με τη μορφή των αναμνήσεων


του συγγραφέα. Διαπιστώνουμε πως ο συγγραφέας αναγνωρίζει σε αυτή του την
τάση για απομόνωση και διαφοροποίηση από τους άλλους έναν τύπο εγωισμού, μια
μεγάλη ιδέα που τρέφει για τον εαυτό του (Αθανασόπουλος, 2003). Για παράδειγμα:
«[…] φίλοι δεν θα γίνουμε ποτέ. Είμαστε πολύ εγωισταί και οι δύο. Από τότε πρέπει
να ήμουν μοναχικός. Θυμάμαι, τα βράδια του καλοκαιριού, άφινα τ’ άλλα παιδάκια
της ηλικίας μου να παίζουν στην όμορφη πλατεία, και έφευγα. Πήγαινα και
σκαρφάλωνα στα κάγκελα που ορθωνόσαντε πάνω από τον γκρεμό και κοιτούσα τον
ήλιο να βουτιέται στα απαλά μενεξεδένια νερά. Το άπειρο της θάλασσας με μάγευε,
αν και δεν το είχα ιδεί ποτέ. Το ένοιωθα όμως. Κι’ άμα το γνώρισα, είδα πως η
φαντασία δεν με είχε γελάσει. Εκείνες τις στιγμές δεν ήθελα κανέναν κοντά μου.
Αυτή η ώρα ήταν για μένα, μόνο για μένα. Νόμιζα πως κανείς άλλος στον κόσμο δεν
μπορούσε να καταλάβη τη θάλασσα, τον ουρανό, τον ήλιο. Από τότε είχα μεγάλη
ιδέα για τον εαυτό μου. […] ήμουν από τότε μοναχικός, ονειροπόλος, λιγομίλητος.
Θα ήμουν ως πέντε χρόνων.». Και στη συνέχεια: «Είχα χάσει τη μοναξιά μου. Γιατί

34
ακόμα νόμιζα πως είναι μια ιδιότης του περιβάλλοντος. Δεν ήξερα πως είναι μια
αρρώστια της ψυχής. Σήμερα, τη νοιώθω απελπιστικά, σαν σκίζω τον πιο θορυβώδη
δρόμο με την πιο εύθυμη παρέα.».

Στο διήγημα αυτό έχουμε ακόμα αναφορές του συγγραφέα στη λογοτεχνική του
δραστηριότητα. Ή λειτουργία της φαντασίας του παρουσιάζεται ως ανεξέλεγκτη και
το γράψιμο ως τρόπος ζωής (Αθανασόπουλος, 2003). «Καθόμουν ώρες μπροστά στο
γραφείο μου. Άλλοτε διάβαζα, άλλοτε έγραφα, πιο συχνά ζωγράφιζα. […] Μόνος
μπροστά στο γραφείο μου. Η εικόνα της ζωής μου» και παρακάτω: «Οι σκιές της
φαντασίας μου με περιτριγύριζαν, μ’ έπνιγαν χωρίς να κάνω ένα κίνημα για να
ελευθερωθώ απ’ το βραχνά τους. τις παρακολουθούσα, τις υπέφερα, τις
προσκαλούσα. Είχα κάνει το φόβο ηδονή.».

Συνολικά σε αυτό το διήγημα η παιδική ηλικία εμφανίζεται έντονα με τη μορφή


αναμνήσεων. Ό συγγραφέας βυθίζεται σε αυτήν κι έτσι είναι σε θέση να μας
αφηγηθεί μνήμες όχι μόνο γεγονότων και συνηθειών, μα και συναισθημάτων και
ψυχικών καταστάσεων. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ξεκάθαρα το χαρακτηριστικό της
μοναχικής- τόσο από επιλογή, όσο και από ψυχική ανάγκη- παιδικής ζωής που
σύμφωνα με διάφορους μελετητές αποτελεί ίδιον των χαρισματικών ανθρώπων.
(Γαλανάκη και Μαλαφάντης, 2013).

Η κυρία Νίτσα

Les personnes qui m’ ont dit ne se rien rappeller

des prèmieres années de leur enfance, m’ ont beaucoup surpris.

A.France 1

Πρόκειται για ένα ακόμα αυτοβιογραφικό διήγημα στο οποίο ο συγγραφέας


θυμάται τον πρώτο, παιδικό του έρωτα. Αντικείμενο της πρώτης του αγάπης είναι η
δασκάλα του στο σχολείο, η κυρία Νίτσα. Ό Καραγάτσης περιγράφει τη δασκάλα,
την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της απέναντι στους μαθητές. Ό έρωτας, όπως
είναι αναμενόμενο, παραμένει κρυφός και ανεκπλήρωτος και δέχεται το
μεγαλύτερο πλήγμα όταν η κυρία Νίτσα προβιβάζει τον μαθητή στην επόμενη τάξη,
στην οποία διδάσκει μια γεροντοκόρη. Ό συγγραφέας συναντά ξανά την κυρία Νίτσα
πολλά χρόνια μετά, όταν όπως λέει ο ίδιος, η διαφορά ηλικίας τους δεν θα
αποτελούσε εμπόδιο. Όμως εκείνη έχει ήδη παντρευτεί.

1. Όι άνθρωποι που μου είπαν ότι δεν θυμούνται τίποτα από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια,
πολύ με ξάφνιασαν. Συνοδεύει την αναδημοσίευση του διηγήματος στο περιοδικό
Μανδραγόρας, τ.22-23, 1999.

35
Ό συγγραφέας μας πληροφορεί πως αυτό δεν τον έκανε να ζηλέψει, αφού η κυρία
Νίτσα ήταν πια μια γυναίκα και όχι μια οπτασία! Ή παιδική ηλικία εμφανίζεται και
σε αυτό το διήγημα ως ανάμνηση.

Ό συγγραφέας περιγράφει τη δασκάλα που γέννησε στην ψυχή του την αγάπη:
«Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι.», μας δίνει
πληροφορίες και για τον ίδιο και την μεταξύ τους αλληλεπίδραση: «Επήγαινα στην
Τρίτη του δημοτικού, σ’ ένα μικτό επαρχιακό σχολείο.[…] Καθόμουν στο πρώτο
θρανίο και με υπομονή περίμενα. […] Το μάθημα της κυρίας Νίτσας ήταν
ιεροτελεστία. […] Η απαλή και γλυκειά φωνή της, μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές
μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σα μέλι απ’ το στόμα της. […] Ένα χαμόγελο
γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τα μενεξεδένια μάτια στάζουν
μέλι. Κατεβαίνει από την έδρα. Κάθεται κοντά μου στην άκρη του θρανίου. Από τον
κλειστό γιακά της βγαίνει μια μυρουδιά γυναίκας, απροσδιόριστη ακόμη για την
αναίσθητη όσφρησή μου, μα αρκετά μυστηριώδης και ευχάριστη, από τότε. Το
μακρύ κορμί της ακουμπάει απάνω μου. Η ελαστική της σάρκα αποτυπώνεται καλά
στη μνήμη μου, μ’ ένα αίσθημα περίεργο, συγγενές προς την ηδονή.».

Το ζήτημα αυτό, της πρώτης αγάπης που έχει και σαρκική υπόσταση πραγματεύεται
και ο Κονδυλάκης στο αφήγημά του «Πρώτη αγάπη», κείμενο στο οποίο
παραπέμπει και ο ίδιος ο Καραγάτσης μέσα στο διήγημά του: «Πολλοί, ίσως να
βρουν ότι είχα πρόωρον ερωτικήν ανάπτυξη. Τι πλάνη! Αισθηματική, δεν αρνούμαι,
μα ερωτικήν, αδύνατό. Και όμως, αν ρίχναν μια ματιά, στην “Πρώτη αγάπη” του
Κονδυλάκη, θα βλέπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο.
Καθένας από την άχαρη ανατολή της ζωής του, κρύβει μέσα του σε εμβρυώδη
κατάσταση τη libido.». Ό Κονδυλάκης, όταν θυμάται την πρώτη του αγάπη, γράφει:
« Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ’ ότου ορισμένοι τύποι γυναικών μου άρεσαν
εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ’ αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και
τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα, όταν με επλησίαζαν, μου μιλούσαν
και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερο να νιώθω πως η αγάπη μου γι’ αυτές ήτο
κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικότερο από κοινή και απλή αγάπη. Στην αρχή
αυτή η αγάπη ήτο στην αίσθηση, προ πάντων στην αφή· γιατί μ’ άρεσαν κατά
προτίμηση οι άσπρες και παχουλές. Το αίσθημα του αρμονικού συνόλου και της
έκφρασης φαίνεται ότι δεν το είχα στην αρχή ή το είχα πολύ αδύνατο, ίσως και
διαφορετικό. […] Η αγάπη μου δεν ήτο προσωπική και δεν γνώριζε
αποκλειστικότητες. Πήγαινε γενικώς προς τα κορίτσια που ’σαν του τύπου της
αρέσκειάς μου. Όταν γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σ’ ένα και μόνο πρόσωπο,
άλλαξε και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικότερη. Ήρθε μέρα που
’νιωσα πως απ’ όλες που μ’ άρεσαν μια αγαπούσα ξεχωριστά και τόσο περισσότερο
που κατάλαβα ότι μόνον αυτή αγαπούσα. Τη λέγανε Βαγγελιό· ήταν μάλιστα κι
ακροσυγγένισσά μας. Και το Βαγγελιό δεν είχε τον τύπο τής έως τότε αρέσκειάς μου.
Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχρινή· ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από

36
τα είκοσι.». Το ζήτημα της παιδικής σεξουαλικότητας είναι ταμπού. Ή παιδική
σεξουαλικότητα μπορεί να γίνει ενοχλητική καθώς αμφισβητεί τις δυτικές
ρομαντικές εννοιολογήσεις της παιδικής ηλικίας από τους ενήλικες. Καθώς λοιπόν η
παιδική ηλικία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αθωότητα, θεωρείται ότι η
σεξουαλικότητα είναι και πρέπει να παραμείνει κάτι ξένο για τα παιδιά που αφορά
μονάχα τους ενήλικες (Πεχτελίδης, 2015). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως και οι δύο
αυτοί συγγραφείς αμφισβήτησαν απόψεις παραδεδεγμένες από την κοινωνία της
εποχής τους ως θέσφατα.

Εκτός από τον συγγραφέα-παιδί, εμφανίζονται και άλλα παιδιά στο κείμενο.
Καταρχάς, οι συμμαθητές του στο σχολείο που κάθε φορά που αργούσε η κυρία
Νίτσα να εμφανιστεί στην τάξη ήλπιζαν πως δεν θα έρθει καθόλου και θα ακυρωθεί
το μάθημα: «Οι σύντροφοί μου δίπλα, κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που
δε θαρχόταν η “κυρία”. Πρώτα θα έβγαιναν στην αυλή και θα έπαιζαν αμπάριζα.
Ύστερα η “κυρία” διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα
ενοχλούσαν τις “μεγάλες”. […] Θα πηγαίναμε στον σταθμό.». Σε αυτό το σημείο
διαπιστώνουμε πως αρκετά παιδιά πήγαιναν στο σχολείο –τουλάχιστον στο
δημοτικό- και ταυτόχρονα πως λαχταρούσαν να μην είχαν μάθημα, να ήταν
ελεύθερα να παίξουν.

Τέλος, στον επίλογο του διηγήματος εμφανίζεται η κόρη της κυρίας Νίτσας: «Ζει
ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δε μας χωρίζουν παρά δέκα
χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακρυά.
Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη.».

Το κουτί της Πανδώρας

Το διήγημα αυτό ξεκινά με την αφήγηση του γνωστού μύθου και παραλληλίζει τα
κακά που σκορπίστηκαν στον κόσμο με την πολιτική. Ό συγγραφέας διηγείται την
αντίληψη που είχε για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής του (τη διαμάχη ανάμεσα
στον βασιλιά και τον Ελευθέριο Βενιζέλο) ως παιδί.

Πρόκειται για ένα ακόμα αυτοβιογραφικό διήγημα με το παιδί να πρωταγωνιστεί ως


ανάμνηση του συγγραφέα: «Ήμουν πολύ μικρός. Τα πολιτικά γεγονότα της εποχής
μου τα σκεπάζει μια πυκνή ομίχλη μέσα μου. Το μόνο που θυμάμαι, ήταν ότι είχαν
γίνει εκλογές. Λεπτομέρειες μη μου ζητάτε. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω.
Θυμάμαι μόνο ότι ήταν χειμώνας, και ότι πήγαινα στο σχολείο, όπου με κρατούσαν
σε διαρκή γοητεία τα μεγάλα μάτια και το αχνό πρόσωπο της κυρίας Νίτσας.».
Αναμνήσεις από την πολιτική, από τις συζητήσεις στο σπίτι: «Πολλές φορές ως τότε,
είχα ακούσει τη μητέρα μου, τα δειλινά ή τα βράδυα, όταν το γκρίζο χειμωνιάτικο
φως έκοβε το προφίλ της στο άνοιγμα του παραθύρου, να μιλάει με την πίκρα της
δοκιμασμένης γυναίκας για την πολιτική. […] Αλλά το θέμα ήταν φρικωδώς

37
ενδιαφέρον. Άφηνα στη μέση το διάβασμα της Διάπλασης, και παρακολουθούσα τη
συζήτηση, που το πιο μεγάλο μέρος της ήταν ένας ατελείωτος μητρικός μονόλογος.».
Στο απόσπασμα αυτό, πέρα από τις πληροφορίες που παίρνουμε για τον αντίκτυπο
που είχαν τα πολιτικά γεγονότα στο μυαλό ενός μικρού παιδιού (γνωρίζουμε από
την αναφορά στην δασκάλα του την κυρία Νίτσα πως ο συγγραφέας πήγαινε τότε
στην Τρίτη δημοτικού), πληροφορούμαστε πως ο συγγραφέας διάβαζε την
Διάπλαση των Παίδων, ανάγνωσμα τότε πολύ διαδεδομένο ανάμεσα στα παιδιά της
σχολικής ηλικίας.

Ό Καραγάτσης μας παραθέτει και σκηνές από το σχολείο, όπου φαίνεται ότι και τα
υπόλοιπα παιδιά επηρεάζονταν από τις εξελίξεις στα παιχνίδια τους: «Η σκηνή στο
σχολείο, στο διάλειμμα. […] Ρίχνω μιαν ανεύθυνη ιδέα. ̶ Παιδιά! Παίζουμε τους
κλέφτες και τους χωροφύλακες; Όλη η αυλή αντήχησε από τις χαρούμενες φωνές. ̶
Ναι, ναι, μπράβο Γιαννάκη, τους κλέφτες και τους χωροφύλακες. Εγώ θα γίνω
χωροφύλακας! Εγώ κλέφτης! Εγώ αστυνόμος! […] ̶ Ρε Ιππώνεια, μπας και νόμισες,
πως εγώ ο γιος του συνταγματάρχη Τριαστέρη θα καταδεχτώ να γίνω
πρωτοπαλλήκαρο ενός Βασιλικού σαν και σένα. Αεί στο διάολο ρε! Και γυρίζοντας
κατά το μέρος μας επρόσθεσε με άφατη αυτοπεποίθηση. ̶ Εγώ είμαι
αρχιλήσταρχος, που είμαι και Βενιζελικός![…] ̶ Ο Βενιζέλος είναι γυαλάκιας».

[Πώς άρχισα να γράφω]

Στο διήγημα αυτό, καθώς φαίνεται και από τον τίτλο, ο συγγραφέας αφηγείται
αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας που σχετίζονται με τη λογοτεχνική παραγωγή.
Πώς έγραψε το πρώτο του ποίημα και τι ανταπόκριση βρήκε. Πώς συνέχισε η
δημιουργία του στο εξής γράφοντας πεζά κείμενα.

Έχουμε λοιπόν ξανά το παιδί να πρωταγωνιστεί στην ιστορία, το παιδί που είναι ο
συγγραφέας μικρός και μάλιστα σε στιγμές λογοτεχνικής δημιουργίας. Ό
Καραγάτσης γράφει σε μικρή ηλικία , επτά ετών, το πρώτο του ποίημα: «Θυμήθηκα
το πρώτο μου έργο. Ήταν ποίημα.». Σατιρίζει, μάλιστα, τον εαυτό του, και κυρίως
την ιδέα που είχε για τον εαυτό του: «Χωρίς άλλο, πρέπει να ήμουν παιδί-θαύμα,
γιατί μόλις εφτά χρόνια χώριζαν την ημέρα που είδα εγώ το φως, από την ημέρα
που συνέβη το ίδιο περιστατικό στο πρώτο μου δημιούργημα. Ήταν η πρώτη
εκδήλωση του ταλέντου μου, ή μάλλον της πρώτης μελαγχολίας του vague à l’ àme
των Γάλλων. […] Έμεινα τελείως ικανοποιημένος από το έργο μου. Τούβρισκα μια
δύναμη και μια περιγραφικότη σπάνια. Ναρκισσεύτηκα κάμποση ώρα διαβάζοντάς
το, απαγγέλοντάς το, και στο τέλος τραγουδώντας το.».

Αποφασίζει, συνεπώς, το παιδί να μοιραστεί το δημιούργημά του και με το κοινό:


«Το δαιμόνιο όμως της φιλοδοξίας με κατέλαβε. Θέλησα ν’ ακούση όλος ο κόσμος το
προϊόν των φυσιολατρικών μου μελετών, να με θαυμάση, να με χειροκροτήση, να

38
με αποθεώση! […] Και πρώτα το απήγγειλα με στόμφο στη σκύλα μου τη Μαίρη και
στη γάτα μου την Κουρελού, που έμειναν ενθουσιασμένες. […] Η υπηρεσία δεν είχε
την δέουσα φιλολογικήν ανάπτυξη για να με καταλάβη. Μάλιστα η Βασιλική
απεφάνθη, ότι δεν είναι τραγούδι της προκοπής, εφ’ όσον δεν αναφέρει μηδέν περί
τον Έρως! Τελείως απελπισμένος περίμενα την επιστροφή της οικογένειάς μου, από
τη βεγγέρα που είχε πάει. […] Τα χειροκροτήματα που διαδέχτηκαν την ανάγνωση
με ικανοποίησαν πληρέστατα. Η μητέρα μου διαβλέποντας στο γιόκα της, μέλλουσα
λογοτεχνική δόξα με έφαγε στα φιλιά. Μόνον η αδερφή μου με συνεχάρηκε με
κάποια επιφύλαξη.».Ό συγγραφέας στη συνέχεια αναφέρεται στην επόμενη,
λιγότερο επιτυχημένη του απόπειρα και την απόφασή του να μην ξαναγράψει ποτέ:
«Η γνώμη μου ήταν ότι θα έχανε η ανθρωπότης αν η “πτωχή εν χειμώνι” δεν
έπαιρνε την καλλιτεχνική εμφάνιση που δίνει στα ποιήματα η εφεύρεση του
Γκούτεμπεργ. Και την έστειλα στη Διάπλαση μαζί με μία ενθουσιώδη αυτοκριτική
μου. Και πάλι όμως αλλοίμονο. πόσες μεγαλοφυΐες παραγνωρίστηκαν![…] Το
αριστούργημά μου απορρίφθηκε παταγωδώς και με αρκετήν ειρωνεία… Η
απογοήτευσή μου ήταν πικρή. Ορκίστηκα να μην ξαναπιάσω πένα στα χέρια μου
[…]».

Και σε αυτό το διήγημα το γράψιμο παρουσιάζεται ως τρόπος ζωής, ως ανάγκη


αδήριτη που πρέπει να καλύψει ο συγγραφέας (Αθανασόπουλος, 2003). Ακόμα,
παρουσιάζονται οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις του μικρού δημιουργού,
ανάλογα με την αποδοχή που βρίσκε το έργο του, στοιχείο επίσης σύνηθες
ανάμεσα σε καλλιτέχνες, όχι μόνο του λόγου.

[Αναχώρηση πλοίου]

Αυτό το διήγημα δεν είναι μόνο ημιτελές, αλλά και αποσπασματικό, αφού εκτός από
το τέλος λείπουν και κομμάτια ενδιάμεσα στην αφήγηση. Παρόλα αυτά,
αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα διήγημα σχετικό με το ταξίδι ενός πλοίου
από τον Πειραιά στο Μπρίντιζι με ενδιάμεσο σταθμό την Πάτρα. Ό συγγραφέας
αφηγείται ορισμένα περιστατικά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του πλου,
καθώς είναι χειμώνας, ο κόσμος που ταξιδεύει είναι πάρα πολύς και μεγάλο είναι το
πλήθος που αναγκάζεται να στριμωχτεί στο κατάστρωμα του πλοίου.

Σε ένα από αυτά τα περιστατικά, γίνεται λόγος και για ένα παιδί που ταξιδεύει
συνοδεία της μητέρας του. Το ίδιο το παιδί δεν αναλαμβάνει καμία δράση, γίνεται
απλώς η αφορμή για την παρακάτω στιχομυθία: « ̶ Μάλιστα. Εσένα μιλώ μοσιέ,
εσένα το σπανό, με το ξυρισμένο μουστάκι, ναι! ναι! εσένα με τη λιγδιασμένη
ρεμπούμπλικα! Δεν έχεις μάτια να δης μπροστά σου; Μου καβαλίκεψες το παιδί,
κακό χρόνο νάχης, και θα μου μείνει κοντό. Ξεπέρασέ το γρήγορα που σου λέω. Ο
νέος σήκωσε τους ώμους του. ̶ Μ’ αφίνεις κυρά μου… ̶ Αυτό που σου λέω, και

39
γρήγορις! Ξεπέρασε το παιδί, ειδεμής φωνάζω των Ερυβιάδη. ̶ Καλά κυρά μου. Να
στον ξεπεράσω τον κανακάρη του, και μακάρι να γίνη ψηλός φαινόμενο.».

Εδώ, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά τη γραφική παρουσίαση μιας


δεισιδαιμονίας, που τυχαίνει να έχει ένα παιδί ως σημείο αναφοράς. Ή μητέρα,
εμφανίζεται να θέλει να προστατέψει το παιδί της από το ενδεχόμενο να μην
αναπτυχθεί επαρκώς, αλλά το ίδιο το παιδί παραμένει αμέτοχο σε αυτή τη
διαδικασία συνεχίζοντας το παιχνίδι του: «[κυττά]ζοντας ένα αγοράκι, που έπαιζε μ’
ένα κουτί κονσέρβας, κατέλαβε το επιθυμητό σημείο.».

Το χρονικό των De Charpigny

Πρόκειται για την ιστορία της οικογένειας του βαρώνου De Charpigny.Ό ίδιος
παρουσιάζεται να αναζητά παντού τη σύζυγό του η οποία το έχει σκάσει με έναν
άλλο άντρα, και μάλιστα ορθόδοξο. Ό βαρώνος καταφεύγει στο μοναστήρι, όπου
πιστεύει ότι θα έχουν βρει καταφύγιο οι εραστές. Ό ηγούμενος, παρά τις απειλές
του δεν του δίνει καμία πληροφορία και έτσι εκείνος φεύγει άπρακτος. Την επόμενη
μέρα, η άπιστη σύζυγος, που βρισκόταν όντως στο μοναστήρι, βαπτίζεται χριστιανή
ορθόδοξη για να παντρευτεί τον νέο της αγαπημένο. Ό βαρώνος επιστρέφει
περίλυπος στο σπίτι του, όπου τον περιμένουν τα δυο του παιδιά. Νέες αμφιβολίες
βασανίζουν το μυαλό του σχετικά με την πατρότητα του γιου του. Φροντίζει για την
καλλιέργεια και τη μόρφωση των παιδιών του και ιδιαίτερα της κόρης του, Ιζαμπώς,
για την οποία είναι βέβαιος πως είναι δικό του παιδί. Ύστερα από πολλά χρόνια,
εκείνος είναι πια γέρος και τυφλός, ο γιος του σκοτώνεται σε πολεμική σύγκρουση
κατά την οποία καταλαμβάνεται και η περιοχή όπου κατοικούν οι De Charpigny.

Ή παιδική ηλικία αναπαρίσταται σε αυτό το διήγημα χωρίς όμως τα παιδιά να έχουν


πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα μόνα παιδιά που εμφανίζονται είναι αυτά του βαρώνου
De Charpigny, όταν αυτός επιστρέφει στο κάστρο: "Στη μεγάλη αίθουσα, εμπρός στη
λαμπερή φωτιά του τζακιού, καθόντανε τα παιδιά του. Η Ιζαμπώ, έξη χρονών,
ξανθή, γαλανομάτα, και ο Ροζέ, τριών χρονών, με μάτια μάβρα και σκοτεινό μαλλί.
Βλέποντας τον πατέρα τους, τα μικρά τρέξαν στην αγκαλιά του. – Πατέρα! Πατέρα!
Γύρισες; Πού είναι η μητέρα;"

Ένα άλλο σημείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον σχετικά με την παιδική ηλικία, είναι
το κομμάτι που αναφέρεται στην εκπαίδευση των δύο παιδιών. Παρατηρούμε,
δηλαδή, πως παρότι ο βαρώνος αποφασίζει να ασχοληθεί με την εκπαίδευση και
των δύο παιδιών του, το τι διδάχθηκαν καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το φύλο
τους: "κι έτσι, η κυρά Ιζαμπώ, έγινε σοφή και όμορφη. Τα κόκκινα χείλη της
απάγγελαν μ' εφκολία τους εβραϊκούς ψαλμούς του Δαυίδ, τους στίχους του
Εβριπίδη, τους λόγους του Πλάτωνα, τις δημαγωγίες του Κικέρωνα και τα
κηρύγματα του Αγίου Αβγουστίνου. [...] Ο Ροζέ ήταν ικανός στην τέχνη των όπλων.

40
Χειριζόταν το τόξο και το σπαθί, τη λόγχη και το ακόντιο, με την ίδια εφκολία,
κάνοντας την καρδιά του πατέρα του να ξεχειλάει από χαρά.".

Πώς έγινε θεός

Στην ομορφότερη Μ. Κ

Στο διήγημα αυτό, ο Καραγάτσης αναφέρεται στον Ιησού και περιγράφει


περιστατικά από τη ζωή του, διαφορετικά από τα όσα αναφέρονται στην Καινή
Διαθήκη. Ό Ιησούς έχει αδέρφια και έχει γνωρίσει τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την
οποία και έχει ερωτευτεί πριν αρχίσει να διδάσκει.

Τα παιδιά δεν πρωταγωνιστούν στο συγκεκριμένο διήγημα, αλλά υπάρχουν


αναφορές στην παιδική ηλικία. Του Ιησού αρχικά: «Αυτός ζούσε γαλήνιος πλάι
στους γονείς του και τα μικρότερα αδέρφια του γιατί ο Γιεχωβά είχε ευλογήσει την
ένωση του Ιωσήφ με τη Μαριάμ.». Σε αυτό το σημείο συναντάμε την εξαιρετικά
διαδεδομένη αντίληψη πως η αφενός απόκτηση ή όχι παιδιών εξαρτάται από το
θέλημα του θεού και πως αφετέρου τα πολλά παιδιά είναι ευλογία.

Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στην παιδική ηλικία της Μαρίας της Μαγδαληνής:
«Την έλεγαν Μυριάμ και είχε γεννηθεί στα Μάγδαλα. Από μικρή, πριν ακόμα
φυτρώσει απάνω της το άνθισμα της ήβης, δινόταν σε αγόρια της πατρίδος της,
χωρίς ηδονή, δίχως ευχαρίστηση, με μοναδική χαρά να βλέπει τους άντρες ν’
απολαμβάνουν το κορμί της.». Σε αυτό το σημείο, ίσως ο συγγραφέας επιθυμεί να
ερμηνεύσει την μετέπειτα συμπεριφορά της ηρωίδας με βάση τις εμπειρίες των
παιδικών της χρόνων.

Χριστούγεννα του 1917

Αυτό το διήγημα διαδραματίζεται εν μέσω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια


γυναίκα πάμφτωχη εγκαταλείπει το παιδί της πάνω σε ένα καράβι. Το βρέφος
γίνεται αντιληπτό πολύ αργότερα από τους ναυτικούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν την
φροντίδα του με όσα μέσα διαθέτουν. Μιας και είναι Χριστούγεννα, φροντίζουν το
παιδί αυτό ωσάν να ήταν ο Χριστός. Κατά τη διάρκεια του πλου, το καράβι δέχεται
επίθεση από εχθρικά πυρά το μοναδικό θύμα της οποίας είναι το μικρό παιδί.

Το παιδί δεν πρωταγωνιστεί στην ιστορία αυτή με την κλασσική έννοια της λέξης.
Παρόλα αυτά είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η δράση εκτυλίσσεται και
δημιουργείται αυτή η ιστορία.

Αρχικά, το παιδί εμφανίζεται στην αγκαλιά της μάνας του, λίγο πριν αυτή το
εγκαταλείψει: «Κάτω στο ντόκο, πλάι σε μια στίβα μπαμπακιών, στεκόταν μία

41
γυναίκα. Ήταν άσχημη, αδύνατη, φτωχιά. Πρέπει να ήταν δυστυχισμένη. Από το
ανοιχτό φουστάνι της κρεμόταν το στήθος της γυμνό. Ένα παιδί, ένα μισόχρονο
μωρό προσπαθούσε κλαίγοντας από την πείνα να βυζάξει ένα ανύπαρχτο γάλα. Η
γυναίκα κοίταζε το μεγάλο φωτισμένο βαπόρι, με μάτια ανόητα, πνιγμένα σε μια
τρελλή απελπισία. Και κάθε τόσο κουνούσε ανάλαφρα στην αγκαλιά της το
πεινασμένο παιδί. Μπρος στην πείνα του ξεχνούσε τη δική της. Κοίταζε το βαπόρι.
Το κοίταζε με επιμονή, σα να δούλευε στο μυαλό της μια ιδέα παράλογη, μια ιδέα
που μόνο η απελπισία μπορεί να γεννήσει.[…]». Εδώ το παιδί παρουσιάζεται
αβοήθητο, φτωχό και πεινασμένο να εγκαταλείπεται από τη μητέρα του που δεν
είναι σε θέση να του εξασφαλίσει ούτε τα αναγκαία για την επιβίωση. Το φαινόμενο
της έκθεσης των παιδιών – είτε επειδή ήταν νόθα, είτε επειδή οι γονείς τους
αδυνατούσαν να τα θρέψουν – ήταν αρκετά συνηθισμένο, κυρίως σε παλαιότερες
εποχές. Ό Καραγάτσης σε αυτό το σημείο, αλλά και παρακάτω: «-Ρε κακόμοιρο, είπε
ο λοστρόμος, φτώχεια που θάχε η μάνα σου για να σ’ αφήσει στο σταύλο ενός
βαποριού…», θίγει ένα κοινωνικό ζήτημα και ταυτόχρονα δίνει στην αφήγησή του
όλα τα ελαφρυντικά που θα μπορούσε κανείς να δώσει σε αυτή τη γυναίκα που
εγκαταλείπει το παιδί της.

Στη συνέχεια οι άνδρες του πληρώματος ανακαλύπτουν το παιδί: « -Λέγε, μωρέ, τι


τρέχει στο κάσαρο της πρύμης. – Μες στο παχνί, Καπετάνιο, βρήκα ένα παιδί! Το
ξάφνιασμα ήταν τέτοιο, που οι φωνές πάγωσαν στα λαρύγγια. –Ένα παιδί; Τι παιδί
μωρέ; ρώτησε ο Καπετάνιος. –Μωρό βυζανιάρικο είναι, Καπετάνιο μου.», και
προσπαθούν να το φροντίσουν όσο καλύτερα μπορούν: «Το μικρό κοιμόταν στην
καμπίνα του τροφοδότη. Του έδωσαν γάλα, κάνοντας μπιμπερό το δάκτυλο ενός
λαστιχένιου γαντιού. Και το έντυσαν με μια φανέλα του ασυρματιστή.».

Στο τέλος της ιστορίας, μετά την απόκρουση της επίθεσης, ο καπετάνιος
ανακαλύπτει το νεκρό μωρό και συντρίβεται: «Μα αμέσως τινάχτηκε, σαν να τον
δάγκωσε φίδι. Το μικρό κοιτόταν ανάσκελα, με μάτια ανοιχτά και άψυχα. ένα ρυάκι
αίμα έτρεχε από το στοματάκι του.».

Στο διήγημα αυτό έχουμε την παρουσίαση μιας τραγικής εκδοχής της παιδικής
ηλικίας, μιας παιδικής ηλικίας σημαδεμένης από την φτώχεια και τον πόλεμο, κάτι
που δυστυχώς δεν ήταν σπάνιο την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

[Στρατιωτική θητεία]

Όπως είναι σαφές και από τον τίτλο, στο διήγημα αυτό παρουσιάζονται αναμνήσεις
του συγγραφέα από τη στρατιωτική του θητεία.

Το παιδί δεν έχει ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία αυτή, παρόλα αυτά η παιδική ηλικία
ενός από τους πιο ιδιότροπους και σκληρούς στρατιωτικούς, του επιλοχία Ιωάννου,

42
γίνεται αντικείμενο αφήγησης πιθανόν με σκοπό να ερμηνευτεί ο χαρακτήρας του:
« Ο Ιωάννου ήταν από την Παρνασσίδα. Φτωχός κι ορφανός, πέρασε τα παιδικά του
χρόνια χωρίς χαρά. Τ’ άλλα παιδιά παίζανε, μ’ αυτός φύλαγε κάνα δυο κατσίκια με
μιστό ένα ψωμί, δυο κρομμύδια, και άφτονες κατραπακιές, αντίβαρο οι τελευταίες
της οικονομικής ψυχολογίας του αφεντικού του. Σα μεγάλωσε κομμάτι, ο μπακάλης
του χωριού του τον πήρα βοηθό. Μιστός πάλι το ψωμί, με τη διαφορά ότι οι ελιές
αντικατάστησαν τα κρομμύδια. […] Για αντιστάθμισμα το νέο αφεντικό του ήταν πιο
γενναιόδωρο σε καρπαζές απ’ το παλιό και πιο απαιτητικό στη δουλειά. Από τις 7 το
πρωί ως τις 9 το βράδυ ο Θύμιος ζύγιζε αράδα ρύζι και ζάχαρη. Ο ύπνος δεν έφτανε
στην κούρασή του, και την Κυριακή την περνούσε ξαπλωμένος στο πάτωμα του
κλειστού μπακάλικου, πάνω σε μια λερή μπατανία, ανάμεσα σ’ ένα τουλούμι τυριού
κι έναν τενεκέ ταγκό λάδι. Αυτή η ζωή τον είχε αποχτηνώσει.». Στο απόσπασμα αυτό
επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες σχετικά με την παιδική εργασία, τα είδη της, τις
συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν τα παιδιά αλλά και τον μισθό που
έπαιρναν ως αντάλλαγμα, που μας δίνει και ο Ρηγίνος (1995). Τα αγόρια έκαναν,
δηλαδή, όπως και ο ήρωάς μας αγροτικές εργασίες ή δούλευαν σε μπακάλικα ως
παραγιοί. Όι συνθήκες ήταν πολύ σκληρές, δούλευαν ώρες ατελείωτες με
αντάλλαγμα τροφή κι αυτή λειψή.

Επιπλέον, η παράθεση αυτών των γεγονότων αφήνει να διαφανεί η αντίληψη του


Καραγάτση για το πώς η παιδική ηλικία μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την
μετέπειτα εξέλιξη του ανθρώπου καθορίζοντας τον χαρακτήρα του.

(Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης» δεν σχολιάζεται εδώ,


καθώς όλα τα διηγήματα που περιλαμβάνει υπάρχουν και σε μία (τουλάχιστον)
άλλη από τις συλλογές.)

43
2. Συμπεράσματα
Ό Καραγάτσης αναφέρεται με κάποιο τρόπο σε παιδιά στα 24 από τα διηγήματά
του. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως το ζήτημα της παιδικής ηλικίας τον απασχολεί,
χωρίς όμως να ανήκει στη βασική του θεματολογία, η οποία θα λέγαμε πως κινείται
γύρω από τον έρωτα και τον θάνατο.

Στα διηγήματά του εμφανίζονται παιδιά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Έχουμε
παιδιά όλων των ηλικιών· από βρέφη και νήπια μέχρι παιδιά σχολικής ηλικίας και
προ-εφήβους. Επίσης, υπάρχουν παιδιά με όνομα, ηλικία, οικογενειακές σχέσεις,
των οποίων περιγράφεται η εξωτερική εμφάνιση και διαγράφεται ο χαρακτήρας,
αλλά και παιδιά που στερούνται ορισμένων ή και όλων των προηγούμενων
χαρακτηριστικών ·παιδιά που απλώς αναφέρονται.

Στο έργο του υπάρχουν τόσο αγόρια όσο και κορίτσια, όμως όταν το παιδί
πρωταγωνιστεί είναι αγόρι με μοναδική εξαίρεση την μις Καίτυ στο διήγημα «Το
πρώτο της φιλί». Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι πολλά διηγήματα έχουν
αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.

Ένα μεγάλο τμήμα των παιδιών σχολικής ηλικίας εμφανίζεται να φοιτά στο σχολείο,
δε λείπουν όμως οι περιπτώσεις παιδιών που εργάζονται και παιδιών που
βρίσκονται στο δρόμο αλητεύοντας. Ή παρουσίαση αυτή φαίνεται να συμβαδίζει με
την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, όπως παρουσιάστηκε και στο σχετικό
κεφάλαιο. Για τα παιδιά-μαθητές δεν πληροφορούμαστε σε ποια τάξη φοιτούν,
εκτός από την περίπτωση που είναι συμμαθητές του συγγραφέα. Τα εργαζόμενα
παιδιά, αν είναι κορίτσια εργάζονται ως υπηρέτριες σε σπίτια, ενώ αν είναι αγόρια
ασχολούνται με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες ή δουλεύουν ως παραγιοί σε
μικρομάγαζα. Και αυτή η εικόνα ταιριάζει πλήρως με τα ευρήματα των ερευνών για
την εποχή (πρβλ. Ρηγίνος, 1995). Σημαντικό να σημειωθεί εδώ είναι το γεγονός ότι
υπάρχουν παιδικοί χαρακτήρες για τους οποίους δεν πληροφορούμαστε με τι
ασχολούνται.

Τα παιδιά που βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους ̶ στους δρόμους της πόλης ή στα
βουνά ̶ έχουν ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, αλλά ποτέ δεν είναι πρωταγωνιστές.
Επίσης, αναφέρονται συνήθως ως πλήθος χωρίς να μαθαίνουμε κάτι άλλο για αυτά.

Το παιδί στο έργο του Μ. Καραγάτση εμφανίζεται συνήθως να έχει γονείς και
κάποιες φορές και αδέρφια. Όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις παιδιών ορφανών
από τον ένα ή και από τους δυο γονείς. Ακόμη σε ένα διήγημα, τα παιδιά μένουν
ορφανά από πατέρα κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Ή μοίρα των ορφανών, είτε
βρίσκονται στα χέρια συγγενών τους είτε αναγκάζονται να επιβιώσουν μόνα τους,
παρουσιάζεται σαφώς χειρότερη. Δε λείπουν όμως και διηγήματα όπου τα παιδιά
έρχονται αντιμέτωπα με τη σκληρότητα και την κακοποίηση μέσα στις ίδιες τους τις

44
οικογένειες. Φαίνεται πως ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το οικογενειακό περιβάλλον
ως ασφαλέστερο για την ανατροφή ενός παιδιού, αναγνωρίζοντας όμως παράλληλα
πως σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό το ίδιο μπορεί να είναι η πηγή των
προβλημάτων για τα παιδιά.

Τα παιδιά εμφανίζονται λίγες φορές ως θύματα στο διηγηματικό έργο του


Καραγάτση. Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και ασθενειών είναι αποκλειστικά
κορίτσια. Ώστόσο, εμφανίζονται και αγόρια θύματα των συνθηκών, της φτώχειας,
αλλά και σωματικής κακοποίησης από τους εργοδότες τους.

Στα δηγήματα του Καραγάτση παρουσιάζονται παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων·
παιδιά πάμφτωχα και εγκαταλέλειμμένα, παιδιά εργατών, παιδιά αγροτών, παιδιά
αστικών οικογενειών, μέχρι και γόνοι ευγενών έχουν θέση στις ιστορίες του.

Το παιδί σε ορισμένα διηγήματα είναι ευλογία για το ζευγάρι και φέρνει χαρά στο
σύνολο της οικογένειας, σε άλλα απλώς υπάρχει, ενώ σε λίγες περιπτώσεις είναι
ανεπιθύμητο και δημιουργεί δυσκολίες και προβλήματα. Το παιδί αποτελεί, δηλαδή,
συνήθως ως το «φυσικό» συμπλήρωμα της οικογένειας. Παρόλα αυτά, υπάρχουν
περιπτώσεις ανεπιθύμητων παιδιών-είτε λόγω φτώχειας, είτε επειδή είναι εκτός
γάμου. Τα παιδιά αυτά εγκαταλείπονται και, συνήθως, πεθαίνουν. Ό Καραγάτσης
παρουσιάζει την πραγματικότητα της εποχής του σχετικά με την φτώχεια και την
έκθεση των βρεφών. Ταυτόχρονα εμφανίζεται γεμάτος κατανόηση και συμπόνια
απέναντι στις μητέρες που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους επειδή η οικονομική τους
κατάσταση δεν τους επιτρέπει να τα αναθρέψουν, αλλά και απέναντι σε εκείνες που
φοβούμενες την κοινωνική κατακραυγή επιλέγουν να μην μεγαλώσουν τα παιδιά
που έχουν γεννηθεί εκτός γάμου.

Όταν τα παιδιά βρίσκονται μέσα σε μια οικογένεια, συχνά σχολιάζονται οι σχέσεις


μεταξύ των μελών, η πατρική φιγούρα προβάλλει ισχυρότερη και κυρίαρχη, χωρίς
να λείπουν περιπτώσεις όπου και οι μητέρες έχουν σημαντικό ρόλο. Αναφορά
γίνεται επίσης και στις σχέσεις μεταξύ αδερφών, οι οποίες είναι, κατά κύριο λόγο,
σχέσεις αμοιβαίας αγάπης και φροντίδας.

Πολλά από τα παραπάνω στοιχεία υπάρχουν και στις περιπτώσεις όπου ο


συγγραφέας αυτοβιογραφείται. Τα αυτοαναφορικά διηγήματα του Καραγάτση είναι
αρκετά, η πλειοψηφία τους όμως βρίσκεται στη συλλογή των νεανικών διηγημάτων.
Ό νεαρός, λοιπόν, Καραγάτσης μιλά για τον εαυτό του, την οικογένειά του, τις
αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Μας παρουσιάζει μια παιδική ηλικία
αρκετά μοναχική, παρά το γεγονός ότι μεγαλώνει ανάμεσα σε αδέρφια· μια παιδική
ηλικία που χαρακτηρίζεται από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα ̶ στοιχεία που
διατήρησε και στο υπόλοιπο της ζωής του.

Έντονα προβάλλει η αντίληψη του συγγραφέα πως τα παιδιά που είναι


«προορισμένα» για κάτι σπουδαίο και ξεχωριστό, διαφέρουν από τους

45
συνομηλίκους τους ήδη από την παιδική ηλικία. Κι αυτό συμβαίνει είτε μιλά για τον
εαυτό του είτε για άλλα πρόσωπα.

Υπάρχουν, τέλος, περιπτώσεις γνωστών προσώπων που εμφανίζονται στο διήγημα


ως παιδιά, όπως ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή, αλλά και συγγενείς ιστορικών
προσώπων, όπως ο εγγονός του Πόντιου Πιλάτου. Ή πλειοψηφία όμως των παιδιών
που παρουσιάζονται, είναι παιδιά της καθημερινότητας της εποχής.

Συνολικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Καραγάτσης παρουσιάζει ένα ευρύ


φάσμα παιδικών ηλικιών στα διηγήματά του. Μολονότι είναι βαθιά επηρεασμένος
από τα προσωπικά και οικογενειακά του βιώματα, σε μεγάλο βαθμό η παρουσίαση
αυτή αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα των αρχών του
20ου αιώνα. Επιβεβαιώνονται, δηλαδή, και οι αρχικές θεωρητικές παραδοχές, πάνω
στις οποίες βασίστηκε η παρούσα μελέτη, πως η τέχνη δεν είναι ξεκομμένη από τις
κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε, αλλά αντίθετα ο καλλιτέχνης
(εν προκειμένω, ο συγγραφέας) αποτελεί κομμάτι της κοινωνίας και το έργο του
είναι προϊόν της δημιουργικής του αλληλεπίδρασης με αυτήν.

46
3. Προεκτάσεις
Ή παρούσα μελέτη είχε ως στόχο να συμβάλλει στο να καλυφθεί το κενό που
υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με την αναπαράσταση της παιδικής
ηλικίας στη λογοτεχνία. Εμφανώς, και μετά τη μελέτη αυτή το κενό παραμένει
μεγάλο και υπάρχει ευρύ πεδίο για περαιτέρω έρευνα.

Αρχικά, η μελέτη πάνω στον Μ. Καραγάτση θα μπορούσε να επεκταθεί και στα


μυθιστορήματά του, καλύπτοντας το σύνολο του έργου του και παρέχοντας στον
αναγνώστη μια πληρέστερη εικόνα. Ειδικά τα έργα «Ό μεγάλος ύπνος» και
«Γιούγκερμαν» έχουν να προσφέρουν πολλά σε αυτήν την κατεύθυνση.

Στη συνέχεια, ενδιαφέρον, σίγουρα θα παρουσίαζαν και μελέτες πάνω στο έργο
άλλων εκπροσώπων της Γενιάς του Τριάντα και μια συγκριτική παρουσίασή τους.

Τέλος, ακόμη επιτακτικότερη ίσως θα ήταν μια έρευνα σε πιο σύγχρονα κείμενα, με
σκοπό όχι μόνο την καταγραφή των τρόπων παρουσίασης των παιδιών σε αυτά
αλλά και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα πρότυπα που μεταδίδονται στα
παιδιά-αναγνώστες.

47
Δ. Βιβλιογραφικές Αναφορές

Πρωτογενείς πηγές

Καραγάτσης, Μ. (20148). Η μεγάλη λιτανεία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Καραγάτσης, Μ. (19932). Νεανικά διηγήματα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Καραγάτσης, Μ. (20149). Νυχτερινή Ιστορία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Καραγάτσης, Μ. (200915). Το μεγάλο συναξάρι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Καραγάτσης, Μ. (20119). Το νερό της βροχής. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Κονδυλάκης, Ι. Πρώτη αγάπη. Ανακτήθηκε 27 Δεκεμβρίου, 2016, από


htp://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kondulakhs_prwthagaph1.html

Shakespeare, W. As you like it, Ανακτήθηκε 6 Ιανουαρίου, 2017, από


htp://shakespeare.mit.edu/asyoulikeit/asyoulikeit.2.7.html

Δευτερογενείς πηγές

Αθανασόπουλος, Β. (2003). Οι μάσκες του ρεαλισμού, τόμος Β’. Αθήνα: Καστανιώτης.

Alexandre-Bidon, D. ,Let, D. (1999). Η καθημερινή ζωή των παιδιών στο μεσαίωνα (μτφρ.
Σταύρος Βλοντάκης). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα.

Αλιπράντη-Μαράτου, Λ.(2013). Παιδική ηλικία χθες και σήμερα, Στο: Χ. Μπαμπούνης,


(επιστ. επιμ.) Πρακτικά Παιδική Ηλικία: Κοινωνιολογικές, Πολιτισμικές , Ιστορικές και
Παιδαγωγικές Διαστάσεις (σσ. 45-50). Αθήνα.

Aries, P. (1990). Αιώνες παιδικής ηλικίας (μτφρ. Γ. Αναστοπούλου). Αθήνα: Γλάρος.

Βαλασσόπουλος, Ε. (2012). Παιδική Ηλικία. Μορφές Παιδικής Εργασίας και Προστασία της
Παιδικής Ηλικίας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα: Συγκριτική Κοινωνικοϊστορική Προσέγγιση,
(αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή), Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Εθνικό
και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Βαλασσόπουλος, Ε. (2013). Σχέσεις της παιδικής ηλικίας με την παραγωγική διαδικασία στην
Ελλάδα του 20ου αιώνα. Όψεις και αναθεωρήσεις, Στο: Χ. Μπαμπούνης, (επιστ.επιμ.)
Πρακτικά Παιδική Ηλικία: Κοινωνιολογικές, Πολιτισμικές , Ιστορικές και Παιδαγωγικές
Διαστάσεις (σσ.286-291). Αθήνα.

48
Βαξεβάνογλου, Α. (2007). «Ή εκπαίδευση στην Ελλάδα: το εφήμερο και οι δομές»,
«Ελληνική Κοινωνία» Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, τόμος 7, σσ.
251-286, Αθήνα : Ακαδημία Αθηνών

ανακτήθηκε 15 Δεκεμβρίου, 2016, από htps://www.academia.edu/23931903/%CE%97_


%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%B1%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7_%CF
%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1

Βελουδής, Γ. (1997). Γραμματολογία Θεωρία Λογοτεχνίας. Αθήνα: Δωδώνη.

Γαλανάκη, Ευ., Μαλαφάντης, Κ. (2013). Ή παιδική ηλικία του αφηγηματικού χαρίσματος και
της μοναξιάς, Στο: Χ. Μπαμπούνης, (επιστ.επιμ.) Πρακτικά Παιδική ηλικία: Κοινωνιολογικές,
πολιτισμικές , ιστορικές και παιδαγωγικές διαστάσεις (σσ. 1110-1118). Αθήνα.

Cunningham, H. (2006). Re-inventing childhood. Ανακτήθηκε 8 Δεκεμβρίου, 2016, από


htp://www.open.edu/openlearn/history-the-arts/history/re-inventing-childhood

Da Silva, J. (1986). Ή ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας στην πρόσφατη
Ιστορική παραγωγή. Στο: Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Πρακτικά
Διεθνούς Συμποσίου, Τόμος Α’, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Αθήνα: Γενική
Γραμματεία Νέας Γενιάς.

Δασκαλάκης, Δ. (2009). Εισαγωγή στη σύγχρονη κοινωνιολογία. Αθήνα: Παπαζήση.

Δασκαλάκης, Δ. (2011). Ή παιδική ηλικία και τα δικαιώματα του παιδιού. Στο: Δ.


Δασκαλάκης, Μ. Γκίβαλος, (επιμ.). Παιδική ηλικία και τα δικαιώματα του παιδιού (σσ.20-45).
Αθήνα: Λιβάνης.

Δασκαλάκης, Δ. (2013). Όψεις της παιδικής ηλικίας. Αθήνα: διάδραση.

De Mause, L. (1985). (επιμ.). Ιστορία της παιδικής ηλικίας (μτφρ. Δ. Κωστελένου). Αθήνα:
Θυμάρι.

Dubois, J. (1997). Ή κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας. Στο: M. Delcroix, F. Hallyn, (διεύθ.).


Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας-μέθοδοι του κειμένου (μτφρ. Ι.Ν. Βασιλαράκης) (σσ.
342-351). Αθήνα: Gutenberg.

Giddens, An. (2002). Κοινωνιολογία. Αθήνα: Gutenberg.

Gittins, D. (2009). The historical construction of childhood, Στο: M.J. Kehily, (Ed.), An
Introduction to Childhood studies (σσ.35-49). New York Open: University Press.

Ζιώγου- Καραστεργίου, Σ. (1986). Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-
1893), Αθήνα: Ιστορικό αρχείο της ελληνικής νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.

James, A. and James, A. (2004), Constructing Childhood, Theory, Policy and social practice,
Houndmills, Basingstoke, Hampshire: Palgrave Macmillan.

Κατσίκη- Γκίβαλου, Αντ. (2013), Τύποι του παιδιού ήρωα στην ελληνική λογοτεχνία για
παιδιά και νέους, Στο: Χ. Μπαμπούνης, (επιστ. επιμ.) Πρακτικά Παιδική Ήλικία:

49
Κοινωνιολογικές, Πολιτισμικές , Ιστορικές και Παιδαγωγικές Διαστάσεις (σσ. 613-617).
Αθήνα.

Καγιακλής, Τ. (2003). Ή παιδική ηλικία στην αυτοβιογραφία, Στο: Δ. Μακρυνιώτη, (επιμ.)


Κόσμοι της παιδικής ηλικίας (σσ.207-224). Αθήνα: ΕΜΕΑ.

Καντζάρα, Β. (2011), Τα όρια της εκπαίδευσης Δοκίμια, Αθήνα: διάδραση.

Κονταρά-Λυκιαρδοπούλου, Στ. (2005). Παιδική ηλικία και εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη: Αφοί


Κυριακίδη.

Ληξουριώτης, Γ.(2005). Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Αθήνα: Νομική


Βιβλιοθήκη.

Λούκατς, Γκ. (1958). Ό κριτικός ρεαλισμός στη σοσιαλιστική κοινωνία, στο: K.M. Newton,
(2014)(επιμ). Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα (σσ 284-291). Ήράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Μακρυνιώτη, Δ. (2003α). Σημείωμα της επιμελήτριας, Στο: Δ. Μακρυνιώτη, (επιμ.) Κόσμοι


της παιδικής ηλικίας (σ.13). Αθήνα: ΕΜΕΑ.

Μαλαφάντης, Κ. Δ. (2015). Παιδαγωγική της Λογοτεχνίας: Η θεωρία, τα πρόσωπα και τα


κείμενα. Αθήνα: Γρηγόρη.

Μανδραγόρας, τ.22-23, 1999, Αθήνα.

Μουσούρου, Λ.Μ. (2005). Εισαγωγή στην κοινωνιολογία των ηλικιών και των γενεών.
Αθήνα: Gutenberg.

Μπουγιούκος, Γ. (2011). Όι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων στα παιδιά και στα
δικαιώματά τους Στο: Δ. Δασκαλάκης, , Μ. Γκίβαλος, (επιμ). Παιδική ηλικία και τα
δικαιώματα του παιδιού (σσ 119-136). Αθήνα: Λιβάνης.

Παπαγιάννης, Γ. , Τεκτονοπούλου, Μ. (2010). Η ιστορία της παιδικής ηλικίας, Ξάνθη:


Σπανίδης.

Πάτσιου, Β. (1991). Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογραφία (1880-1930). Ίδρυμα


Ερευνών για το παιδί. Αθήνα: Δωδώνη.

Πάτσιου, Β. (2000). «Ή τέρψις των παιδιών»-Αναπαραστάσεις του παιχνιδιού στην ελληνική


λογοτεχνία του 19ου αιών, Στο: Κλ. Γκούγκουλη , Αφρ. Κούρια, (επίμ). Παιδί και παιχνίδι στη
νεοελληνική κοινωνία 19ος-20ος αιώνας/Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Αθήνα: Καστανιώτης.

Πετρόπουλος, Ν. (2010). Παιδική ηλικία, φτώχεια και ο ρόλος του κράτους ως προνοιακού
φορέα. Η ελληνική μεταπολεμική εμπειρία.(αδημοσίευτη διπλωματική εργασία).
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών.

Πεχτελίδης, Γ. (2014). Παιδική ηλικία και λόγοι του κινδύνου σε κρίσιμους καιρούς.
Ανακτήθηκε 10 Νοεμβρίου, 2016, από

50
htps://www.researchgate.net/publication/267630068_Paidike_Elikia_kai_Logoi_tou_Kindyn
ou_se_Krisimous_Kairous_sto_M_Tzekake_M_Kanatsoule_Epim_2014_Praktka_tou_Panelle
niou_Synedriou_me_Diethne_Symmetoche_Ana-
stochasmoi_tes_Paidikes_Elikias_Thessalonike

Πεχτελίδης, Γ. (2015). Κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας. Ανακτήθηκε 4 Δεκεμβρίου, 2016,


από htps://repository.kallipos.gr/handle/11419/4744

Πολίτης, Λ. (200414). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Qvortrup, J. (2003). Παιδική ηλικία και κοινωνικές μακροδομές. Στο: Δ. Μακρυνιώτη, (επιμ).
Κόσμοι της παιδικής ηλικίας, Αθήνα: ΕΜΕΑ.

Ρηγάτος, Γ. (1989). Το άρρωστο και κακοποιημένο παιδί στη λογοτεχνία 1922-1988. Αθήνα-
Γιάννινα: Δωδώνη.

Ρηγίνος, Μ.(1995). Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία 1870-1940,
Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.

Σακελλαρίου, Χ. (1998). Κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Σαχίνης, Απ. (19782). Πεζογράφοι του καιρού μας. Αθήνα: Εστία .

Σπανδωνίδης, Π. (1934). Η πεζογραφία των νέων, Θεσσαλονίκη: [χ.ό.].

Thompson, E.P. (1997). Ή παιδική εργασία, στο: Δ. Μακρυνιώτη, (επιμ.). Παιδική ηλικία
(σσ.119-130). Αθήνα: νήσος.

Τζέημσον, Φρ. (1981). Για την ερμηνεία: η λογοτεχνία ως μια κοινωνικά συμβολική πράξη.
Στο: K.M. Newton, (2014)(επιμ). Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα (σσ 317-326).
Ήράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τζούλης, Θ. (1993). Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, Αθήνα: Όδυσσέας.

Vitti, M. (1977). Η «Γενιά του τριάντα» ιδεολογία και μορφή, Αθήνα: Ερμής.

Χατζηστεφανίδης, Θ. Δ. (1986). Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης (1821-1986), Αθήνα:


Εκδόσεις Παπαδήμα.

Χατζίνης, Γ. (1970;). Ελληνικά Κείμενα, Αθήνα: Όικονόμου.

Δικτυογραφία

htp://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=207

51

You might also like