You are on page 1of 60

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
«Δημόσια Διοίκηση και Πολιτική»
ΔΕΟ 24

Συνοδευτικό Κείμενο
Σημειώσεις για τον Καλλικράτη
Η Αποκεντρωμένη Περιφερειακή Διοίκηση του Κράτους (κεφάλαιο 3)
Αυτοδιοίκηση (κεφάλαιο 4)

Συγγραφή

Νικόλαος-Κομνηνός Χλέπας Χαράλαμπος Κουταλάκης


Αναπληρωτής Καθηγητής Επίκουρος Kαθηγητής
ΕΚΠΑ ΕΚΠΑ

Πάτρα 2016
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ

Η ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Σκοπός

Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η παρουσίαση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων
της αποκεντρωμένης περιφερειακής διοίκησης του ελληνικού κράτους, και η ανάλυση
της οργανωτικής της διάρθρωσης.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα

Όταν θα έχετε ολοκληρώσει την μελέτη αυτού του κεφαλαίου θα μπορείτε:

να διακρίνετε
το συγκεντρωτικό από το αποκεντρωτικό σύστημα
την αποκέντρωση με την ευρεία έννοια από την αποκέντρωση με την
στενή έννοια
να περιγράφετε
τις διάφορες έννοιες της αποκέντρωσης
τα χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού συστήματος
να γνωρίζετε
την ιστορική εξέλιξη του θεσμού της αποκεντρωμένης περιφέρειας
την οριζόντια και κάθετη ιεραρχική οργάνωση των αποκεντρωμένων
περιφερειακών υπηρεσιών
την οργανωτική δομή των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
τις αρμοδιότητες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
τα όργανα των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
να αναλύετε την έννοια
των υποθέσεων της κεντρικής διοίκησης,
των ειδικών αρμοδιοτήτων
των περιφερειακών υποθέσεων
των τοπικών υποθέσεων

Έννοιες - Κλειδιά

Συγκεντρωτικό σύστημα
Αποκεντρωτικό σύστημα
Αποκέντρωση με την ευρεία έννοια
Αποκέντρωση με την στενή έννοια
Υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης
Ειδικές αρμοδιότητες
Περιφερειακές υποθέσεις
Τοπικές υποθέσεις
Οριζόντια αποκέντρωση
Κάθετη αποκέντρωση
Γενική διοικητική αποκέντρωση

1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Ειδική διοικητική αποκέντρωση
Αποκεντρωμένη Διοίκηση
Όργανα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Αρμοδιότητες Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Συμβούλιο Περιφερειακής Διοίκησης

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Το κεφάλαιο αποτελείται από δύο ενότητες: στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται οι


έννοιες και οι διακρίσεις της αποκέντρωσης. Ειδικότερα αναλύονται οι διαφορές του
συγκεντρωτικού από το αποκεντρωτικό σύστημα, καθώς και οι λοιπές επιστημονικές
προσεγγίσεις της έννοιας της αποκέντρωσης. Τέλος αναλύονται τα τρία
χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού συστήματος στη χώρας μας που είναι: α) η
διάκριση μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών οργάνων, β) η άσκηση αποφασιστικής
αρμοδιότητας από τα περιφερειακά όργανα και γ) η ιεραρχική σχέση μεταξύ της
κεντρικής διοίκησης και των περιφερειακών οργάνων). Στην δεύτερη ενότητα
περιγράφεται η καταγωγή και εξέλιξη του θεσμού της αποκεντρωμένης περιφέρειας.
Προσδιορίζονται τα κριτήρια διάκρισης των περιφερειακών υποθέσεων από τις
υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης και τις τοπικές υποθέσεις. Στην συνέχεια γίνεται
αναφορά στον θεσμό των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων που καθιέρωσε η
μεταρρύθμιση του Καλλικράτη (Ν. 3852/2010). Συγκεκριμένα αναπτύσσεται η
οργανωτική δομή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και οι αρμοδιότητές της.

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ

Ενότητα 3.1

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

3.1.1 Συγκεντρωτικό και Αποκεντρωτικό Σύστημα:

Το σύστημα οργάνωσης ενός κράτους μπορεί να είναι συγκεντρωτικό ή


αποκεντρωτικό. Κατά το παρελθόν η διοικητική οργάνωση των πολιτειών στηριζόταν
στο συγκεντρωτικό σύστημα. Σύμφωνα με αυτό τη διοίκηση της επικράτειας
ασκούσαν όργανα που έδρευαν στο κέντρο. Στην συνέχεια, ωστόσο, η μεγάλη
γεωγραφική έκταση των κρατών, η αύξηση του πληθυσμού και το πλήθος των
διοικητικών ζητημάτων, επέβαλαν την διεξαγωγή των διοικητικών υποθέσεων από
όργανα που έδρευαν στην περιφέρεια. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μετέβαλε
τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της διοίκησης. Διότι αρχικά τα περιφερειακά όργανα
δεν διέθεταν αποφασιστικές αρμοδιότητες για υποθέσεις της περιφέρειας τους, αλλά
εκτελούσαν εντολές της κεντρικής διοίκησης και εξέφεραν γνώμες. Βαθμιαία,
ωστόσο, ανατέθηκαν στα περιφερειακά όργανα αποφασιστικές αρμοδιότητες. Σε
αυτή την φάση διαμορφώθηκε το σύστημα της διοικητικής αποκέντρωσης.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κριτήριο διάκρισης του συγκεντρωτικού με
το αποκεντρωτικό σύστημα είναι ο τρόπος κατανομής της αποφασιστικής
αρμοδιότητας επί θεμάτων που αφορούν τις περιφέρειες του κράτους. Στην
περίπτωση του συγκεντρωτικού συστήματος οι αποφασιστικές αρμοδιότητες επί
θεμάτων της περιφέρειας ανήκουν σε όργανα που εδρεύουν στο κέντρο. Αντίθετα
στην περίπτωση του αποκεντρωτικού συστήματος οι αποφασιστικές αρμοδιότητες
επί θεμάτων της περιφέρειας ανήκουν σε όργανα που εδρεύουν σε αυτές.
Το ελληνικό κράτος έχει επιλέξει το αποκεντρωτικό σύστημα. Σύμφωνα με το
άρθρο 101 παρ. 1 του Συντάγματος του 2001 «η διοίκηση του κράτους οργανώνεται
σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα». Σκοπός του συστήματος αυτού είναι: α)
να καταστήσει τη διοίκηση προσιτή στους πολίτες και β) να ενισχύσει την ταχύτητα
και αποτελεσματικότητά της. Ωστόσο, ο συνταγματικός νομοθέτης αποδέχεται και το
συγκεντρωτικό σύστημα επί ειδικών αρμοδιοτήτων (άρθρο 101, παρ. 3). Πρόκειται
για αρμοδιότητες που απαιτούν ειδικές γνώσεις και οι οποίες ασκούνται από την
κεντρική διοίκηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι το αποκεντρωτικό σύστημα τελεί σε
αρμονία με την αρχή της επικουρικότητας του κράτους. Σύμφωνα με την αρχή αυτή
που αποτελεί θεσμικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κεντρικά όργανα
διατηρούν μόνο συντονιστικές και επιτελικές αρμοδιότητες. Παρεμβαίνουν δε κατά
την υλοποίηση των στόχων μιας δραστηριότητας μόνον εάν τα λοιπά επίπεδα
διακυβέρνησης (αποκεντρωμένη περιφερειακή διοίκηση, αυτοδιοίκηση) δεν μπορούν
να την πραγματοποιήσουν. Στο πλαίσιο αυτό το κεντρικό κράτος συντονίζει,
κατευθύνει και προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των αποκεντρωμένων

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
περιφερειακών οργάνων ενώ τα τελευταία διαθέτουν γενική αποφασιστική
αρμοδιότητα σε θέματα της περιφέρειάς τους (Μακρυδημήτρης 2006, σελ. 103-106).

3.1.2Αποκέντρωση με την στενή έννοια και Αποκέντρωση με την ευρεία έννοια

Η νομική θεωρία προσεγγίζει με διαφορετικούς τρόπους την διοικητική


αποκέντρωση. Έτσι μία πρώτη διάκριση συνίσταται σε εκείνη της αποκέντρωσης με
την ευρεία έννοια και της αποκέντρωσης με την στενή έννοια. Η αποκέντρωση με την
ευρεία έννοια περιλαμβάνει τόσο την αποκεντρωμένη διοίκηση όσο και την τοπική
αυτοδιοίκηση. Το βασικό επιχείρημα που διατυπώνεται υπέρ της αποκέντρωσης με
την ευρεία έννοια είναι το κοινό στοιχείο της «Χωρικής Διοίκησης» που διαθέτει τόσο
η διοικητική αποκέντρωση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση. Η ύπαρξη δηλαδή του
κοινού γεωγραφικού-εδαφικού χαρακτηριστικού. Αντίθετα η αποκέντρωση με την
στενή έννοια, περιλαμβάνει μόνο τα κρατικά όργανα της περιφέρειας, τα οποία
διορίζονται από την κεντρική διοίκηση και τελούν σε ιεραρχική εξάρτηση με αυτήν,
αφού ανήκουν και αυτά στο νομικό πρόσωπο του κράτους.
Το Σύνταγμα της χώρας μας αποδέχεται στο άρθρο 101 την έννοια της
αποκέντρωσης με την στενή έννοια. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η
αποκέντρωση αντιδιαστέλλεται τόσο από την τοπική αυτοδιοίκηση που
κατοχυρώνεται στο άρθρο 102 του Συντάγματος όσο και από την καθ’ ύλην
αυτοδιοίκηση που κατοχυρώνεται στα άρθρα 16 παρ. 5 (αυτοδιοίκηση ΑΕΙ) και 103
παρ. 6 (αυτοδιοίκηση λοιπών Ν.Π.Δ.Δ.) του Συντάγματος.

3.1.3 Άλλες προσεγγίσεις της έννοιας της Αποκέντρωσης

Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις
της έννοιας της αποκέντρωσης. Ακολουθεί παρουσίαση των κυριότερων από αυτές
(Χλέπας 1999, σελ. 27-36) :

α) Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση,η οποία έχει διατυπωθεί από τον Αθ.
Ράϊκο, η διοίκηση μπορεί να οργανωθεί είτε με το σύστημα της συγκέντρωσης υπό
την ευρεία έννοια είτε με το σύστημα της αποσυγκέντρωσης. Στην περίπτωση της
συγκέντρωσης υπό την ευρεία έννοια η διοίκηση ασκείται από το νομικό πρόσωπο
του κράτους και μπορεί να προσλάβει δύο μορφές: εκείνης της συγκέντρωσης με την
στενή έννοια, όπου η διοίκηση ασκείται από τα κεντρικά όργανα και εκείνης της
αποκέντρωσης όπου η διοίκηση ασκείται από τα περιφερειακά όργανα. Στην
περίπτωση της αποσυγκέντρωσης η διοίκηση ασκείται από αυτοτελή νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
β) Η δεύτερη προσέγγιση της έννοιας της αποκέντρωσης, η οποία έχει
διατυπωθεί από τον Σπ. Φλογαϊτη, αναδεικνύει ως βασικό στοιχείο, εκείνο της
ιεραρχικής εξάρτησης των οργάνων διοίκησης μεταξύ τους. Όταν δηλαδή απουσιάζει
το στοιχείο της ιεραρχικής εξάρτησης τότε έχουμε αποκέντρωση ενώ όταν ενυπάρχει
το στοιχείο της ιεραρχικής εξάρτησης, τότε έχουμε συγκέντρωση. Έτσι
περιφερειακές υπηρεσίες που εντάσσονται ιεραρχικά στο κέντρο ανήκουν στο
συγκεντρωτικό σύστημα. Αντίθετα οι νομικές μορφές (όργανα, νομικά πρόσωπα,
οργανώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα) που ασκούν αποφασιστικές αρμοδιότητες
ανώτατης διοίκησης χωρίς να δημιουργείται ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, ανήκουν
στο αποκεντρωτικό σύστημα.
γ) Σύμφωνα με την τρίτη προσέγγιση το αποκεντρωτικό σύστημα
αποσυνδέεται από το εδαφικό στοιχείο που το χαρακτηρίζει και επεκτείνεται σε όλες

4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
τις λειτουργικές μορφές της αποκέντρωσης. Στο πλαίσιο αυτό στην έννοια της
αποκέντρωσης περιλαμβάνονται και οι αυτοτελείς ή αποκεντρωμένες κρατικές
υπηρεσίες (οι οποίες ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του κράτους) αλλά και τα
κρατικά νομικά πρόσωπα που εντάσσονται στην καθ΄ύλη αυτοδιοίκηση.

3.1.4 Χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού συστήματος

Χαρακτηριστικά του ισχύοντος στη χώρα μας αποκεντρωτικού συστήματος


είναι: i) η διάκριση μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών οργάνων, ii) η άσκηση
αποφασιστικής αρμοδιότητας από τα περιφερειακά όργανα και iii) η ιεραρχική σχέση
μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των περιφερειακών οργάνων. Στην συνέχεια θα
αναλύσουμε τα παραπάνω χαρακτηριστικά:

i) Η διάκριση μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών οργάνων προϋποθέτει


την γεωγραφική διαίρεση της επικράτειας. Η διαίρεση αυτή δεν
θεμελιώνεται σε κριτήρια νομικής αυτοτέλειας των γεωγραφικών
περιοχών, αφού αυτές εξακολουθούν να ανήκουν στο νομικό πρόσωπο
του κράτους. Διαφορετική είναι η περίπτωση των γεωγραφικών
περιοχών που διαθέτουν νομική αυτοτέλεια (όπως στην περίπτωση των
Ο.Τ.Α. που αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οποίες έχουν αποσπαστεί από το
νομικό πρόσωπο του κράτους. Το εδαφικό κριτήριο, λοιπόν, επιβεβαιώνει
την γνήσια μορφή αποκέντρωσης και προσδιορίζει το κύκλο των
υποθέσεων που είναι αρμόδια να χειριστούν τα περιφερειακά όργανα.
Κριτήρια της παραπάνω γεωγραφικής διαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο
101 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι οι γεωοικονομικές, κοινωνικές και
συγκοινωνιακές συνθήκες της χώρας. Τα κριτήρια αυτά αφορούν
αποκλειστικά στην διοικητική αποκέντρωση, και δεν είναι υποχρεωτικό να
εφαρμοσθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Επίσης δεν είναι αναγκαίο να
συντρέχουν μεταξύ τους. Η συνδρομή, δηλαδή, ενός και μόνο κριτηρίου
αρκεί για το νόμιμο χαρακτήρα της εδαφικής διαίρεσης. Παράλληλα τα
παραπάνω κριτήρια έχουν γενικό χαρακτήρα, εφαρμόζονται δηλαδή με
ενιαίο τρόπο στο σύνολο της επικράτειας, ανεξάρτητα των ειδικών
κλάδων και υπηρεσιών της Διοίκησης.
ii) Για να πληρωθεί η προϋπόθεση της αποκέντρωσης δεν απαιτείται απλά
άσκηση αρμοδιοτήτων από τα περιφερειακά όργανα για υποθέσεις της
περιφέρειάς τους, αλλά άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων. Δηλαδή
τα όργανα αυτά δεν θα πρέπει απλά να ασκούν αρμοδιότητες
συμβουλευτικού ή προπαρασκευαστικού χαρακτήρα αλλά να ασκούν
αποφασιστικές αρμοδιότητες (π.χ. έκδοση εκτελεστών διοικητικών
πράξεων). Οι αποφασιστικές αυτές αρμοδιότητες δεν πρέπει να τελούν
υπό την έγκριση των κεντρικών οργάνων αλλά να υπόκεινται μόνον σε
έλεγχο νομιμότητας. Παράλληλα για να εξασφαλιστεί πραγματική και
προηγμένη αποκέντρωση δεν αρκεί οι αρμοδιότητες να είναι απλά
αποφασιστικές. Πρέπει παράλληλα να είναι και αποκλειστικές, δηλαδή να
μην είναι συντρέχουσες με όργανα της κεντρικής διοίκησης. Επιπλέον
πρέπει να είναι γενικές και όχι ειδικές. Διότι μόνο οι γενικές αρμοδιότητες
παρέχουν εκτεταμένη και ουσιαστική αποκέντρωση. Οι παραπάνω
προϋποθέσεις πληρούνται με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η
οποία εξασφαλίζει ισχυρή αποκέντρωση. Συγκεκριμένα στο άρθρο 101
παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι τα περιφερειακά όργανα του
κράτους ασκούν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα για τις υποθέσεις της
περιφέρειάς τους. Έτσι ακολουθείται η διατύπωση της γενικής ρήτρας

5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
υπέρ των περιφερειακών οργάνων και όχι της νομοθετικής απαρίθμησης.
Σύμφωνα δε με το ίδιο άρθρο οι πράξεις των περιφερειακών οργάνων
υπόκεινται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας από την κεντρική διοίκηση. Η
διοικητική αποκέντρωση ενισχύεται ακόμη περισσότερο με το άρθρο 118
παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι δεν επιτρέπεται μεταφορά
αρμοδιοτήτων από την Περιφέρεια προς το κέντρο. Από τα παραπάνω
προκύπτει ότι τα περιφερειακά όργανα διαθέτουν τεκμήριο γενικής
αποκλειστικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας επί των υποθέσεων της
περιφέρειας. Αναφορικά με τον χαρακτηρισμό μιας υπόθεσης ως
περιφερειακής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι προκαλούνται τριβές μεταξύ
της κεντρικής διοίκησης, της περιφερειακής διοίκησης και της τοπικής
αυτοδιοίκησης. Στην επίλυση του προβλήματος αυτού συμβάλλει η
διατύπωση του άρθρου 101 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την
οποία ισχύει τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των περιφερειακών οργάνων
για κάθε περίπτωση που δεν υπάγεται στις ειδικές αρμοδιότητες των
κεντρικών υπηρεσιών.

iii) Οι αποκεντρωμένες διοικητικές περιφέρειες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,


δεν έχουν δική τους νομική προσωπικότητα αλλά εντάσσονται στο νομικό
πρόσωπο του κράτους. Κατά συνέπεια τα αποκεντρωμένα περιφερειακά
όργανα εντάσσονται στην ιεραρχία του νομικού πρόσωπου του κράτους. Η
ένταξη των αποκεντρωμένων περιφερειακών οργάνων στο νομικό
πρόσωπο του κράτους συνεπάγεται την άσκηση σε αυτά ιεραρχικού
ελέγχου εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης. Με τον τρόπο αυτό
εξασφαλίζεται η ενότητα και η νομιμότητα της διοίκησης. Ποια είναι όμως η
μορφή του ιεραρχικού ελέγχου που ασκεί κεντρική διοίκηση στα
αποκεντρωμένα περιφερειακά όργανα; Σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 3
του Συντάγματος τα κεντρικά όργανα του κράτους έχουν την γενική
κατεύθυνση, τον συντονισμό και τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των
αποκεντρωμένων περιφερειακών οργάνων. Από την διάταξη αυτή
προκύπτει ότι τα κεντρικά όργανα περιορίζονται μόνο σε έλεγχο
νομιμότητας των πράξεων τωναποκεντρωμένων περιφερειακών
οργάνων(προληπτικό – κατασταλτικό) και όχι σε έλεγχο σκοπιμότητας. Ο
περιορισμός αυτός αν και ίσχυε νομοθετικά (από το 1955) καθιερώθηκε
συνταγματικά με την αναθεώρηση του 2001. Κατά συνέπεια οι πράξεις των
αποκεντρωμένων περιφερειακών οργάνων είναι αφ’ εαυτών εκτελεστές –
συνεπάγονται δηλαδή έννομα αποτελέσματα χωρίς την έγκριση της
κεντρικής διοίκησης – δύναται όμως ο αρμόδιος Υπουργός εκ των υστέρων
να τις ακυρώσει.

Η μορφή ιεραρχικής οργάνωσης μπορεί να είναι οριζόντια ή κάθετη. Στην


περίπτωση της οριζόντιας ιεραρχικής οργάνωσης η κυβέρνηση διορίζει σε κάθε
διοικητική περιφέρεια ένα όργανο που την εκπροσωπεί για το σύνολο των
διοικητικών υπηρεσιών. Η οριζόντια ιεραρχική οργάνωση : α) αμβλύνει την ακαμψία
της κάθετης ιεραρχίας με τον περιορισμό των βαθμίδων ιεραρχίας (π.χ. Γενικός
Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Υπουργός) και β) δεν συμβαδίζει με την
εξειδίκευση των υποθέσεων αλλά συνδέεται με ένα δίκτυο κέντρων λήψης
αποφάσεων γενικής αρμοδιότητας. Για τους λόγους αυτούς θεωρείται ως γνήσια
μορφή διοικητικής αποκέντρωσης, η οποία παράλληλα εξασφαλίζει την ενότητα και
συνοχή του κρατικού μηχανισμού. Στην περίπτωση της κάθετης ιεραρχικής
οργάνωσης κάθε Υπουργείο διαιρεί την επικράτεια σε περιφέρειες ανάλογα με τις
ανάγκες του, στις οποίες εγκαθιστά διευθύνσεις (π.χ. Περιφερειακή Διεύθυνση
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).

6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Στη βάση της παραπάνω διάκρισης τα περιφερειακά όργανα, διακρίνονται σε
όργανα γενικής αρμοδιότητας και σε όργανα ειδικής αρμοδιότητας. Στη πρώτη
περίπτωση τα όργανα έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα σε όλους τους
κλάδους της διοίκησης της αντίστοιχης διοικητικής περιφέρειας (γενική διοικητική
αποκέντρωση). Στην δεύτερη περίπτωση τα όργανα έχουν αποφασιστική
αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους κλάδους της διοίκησης της αντίστοιχης διοικητικής
περιφέρειας (ειδική διοικητική αποκέντρωση).

Ενότητα 3.2

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ


ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
3.2.1 H καταγωγή και εξέλιξη του θεσμού της αποκεντρωμένης περιφέρειας

Ο όρος «περιφέρεια» σύμφωνα με την προϊσχύσασα νομοθεσία αναφερόταν


στην αποκεντρωμένη διοίκηση και είχε δύο έννοιες: α) την οργανωτική, σύμφωνα με
την οποία η περιφέρεια αποτελούσε υπηρεσιακή μονάδα του Κράτους και β) την
εδαφική σύμφωνα με την οποία η περιφέρεια αποτελούσε τμήμα της επικράτειας στα
όρια του οποίου τα κρατικά όργανα και υπηρεσίες ασκούν τις αρμοδιότητές τους. Οι
αποκεντρωμένες περιφέρειες μπορούσε να ήταν παράλληλες ή επάλληλες.
Παράλληλες ήταν οι περιφέρειες του ιδίου επιπέδου, οι οποίες ήταν ανεξάρτητες
μεταξύ τους (π.χ. σύμφωνα με το Ν. 2503/1997 οι Περιφέρειες αποτελούσαν τον
μοναδικό βαθμό αποκέντρωσης και ήταν μεταξύ τους παράλληλες). Επάλληλες ήταν
οι περιφέρειες στην περίπτωση που σε μία περιφέρεια περιλαμβάνονταν
περισσότερες μικρότερες ή τμήματα μικρότερων περιφερειών (π.χ. οι Περιφέρειες και
οι Νομοί μεταξύ τους, μέχρι την κατάργηση του Νομού ως πρώτου βαθμού
αποκέντρωσης, συνιστούσαν επάλληλες διοικητικές περιφέρειες). Μέχρι την
κατάργηση των Νομών ως πρώτου βαθμού διοικητικής αποκέντρωσης, το 1996,
λέγοντας διοικητικές περιφέρειες του κράτους εννοούσαμε τόσο τους Νομούς όσο και
τις Περιφέρειες. Στη συνέχεια και μέχρι την μεταρρύθμιση του Καλλικράτη (2010) οι
Περιφέρειες αποτελούσαν τον μοναδικό βαθμό διοικητικής αποκέντρωσης.
Η καθιέρωση του Περιφέρειας ως θεσμού αποκέντρωσης ευρύτερου από τον
Νομό, έλκει την καταγωγή της από τον θεσμό των Γενικών Διοικήσεων που είχαν
συσταθεί από τον Ελ. Βενιζέλο, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Ωστόσο,
κατά την μεταπολεμική περίοδο ο περιφερειακός θεσμός διαμορφώθηκε από την
λειτουργία των διανομαρχιακών υπηρεσιών των Υπουργείων. Επρόκειτο για
περιφερειακές υπηρεσίες των Υπουργείων, οι οποίες εξυπηρετούσαν περισσότερους
από έναν νομούς. Οι υπηρεσίες αυτές είχαν ανομοιομορφία τόσο όσον αφορά στην
εδαφική περιοχή που κάλυπταν όσο και στην έδρα τους. Το γεγονός αυτό
δημιουργούσε σοβαρά διοικητικά προβλήματα. Έτσι το 1970 καθορίστηκαν κοινά
εδαφικά όρια και κοινές έδρες για τις διανομαρχιακές υπηρεσίες όλων των
Υπουργείων. Στο πλαίσιο αυτό ορίσθηκαν επτά μείζονες περιφέρειες επικεφαλής των
οποίων ορίστηκε ένα Συντονιστής, ο οποίος συντόνιζε τη δράση των
διανομαρχιακών υπηρεσιών που έδρευαν στην περιφέρειά του. Το 1971 στις επτά
μείζονες διοικητικές περιφέρειες ιδρύθηκε μία νέα υπηρεσία που έφερε την ονομασία
Περιφερειακή Διοίκηση. Επικεφαλής των Περιφερειακών Διοικήσεων ορίσθηκαν
υφυπουργοί υπαγόμενοι στον Υπουργό Εσωτερικών. Αν και οι Περιφερειακές

7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Διοικήσεις καταργήθηκαν το 1973 ωστόσο παρέμειναν οι διανομαρχιακές υπηρεσίες,
οι οποίες και αποτέλεσαν τον πυρήνα για την δημιουργία της Περιφέρειας,ως μορφής
αποκεντρωμένης διοίκησης, λίγα χρόνια αργότερα.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε και μέχρι το 1986 μονάδα διοικητικής
αποκέντρωσης ήταν ο Νομός, με επικεφαλής τον διορισμένο από την κεντρική
διοίκηση Νομάρχη που υπηρετούσε άλλοτε με καθεστώς θητείας (Ν. 893/1949, Ν.Δ.
3436/1955, Ν. 266/1976) και άλλοτε ως μετακλητός υπάλληλος (Ν. 1235/1982). Με
το Ν. 1622/1986 καθιερώθηκε δεύτερος βαθμός διοικητικής αποκέντρωσης με την
σύσταση Περιφερειών επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γενικός Γραμματέας της
Περιφέρειας. Σκοπός της συγκρότησης των Περιφερειών ήταν ο σχεδιασμός,
προγραμματισμός και συντονισμός της περιφερειακής ανάπτυξης. Το επόμενο έτος
(1987) καθορίστηκαν οι δεκατρείς (13) Περιφέρειες της χώρας. Σε κάθε Περιφέρεια
τον θεσμό αυτό αποτελούσαν αφ’ ενός ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας και αφ’
ετέρου οι διανομαρχιακές υπηρεσίες των Υπουργείων, που λειτουργούσαν στην έδρα
της. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1993, ενισχύεται η διοικητική δομή των Περιφερειών
με την συγκρότηση στην έδρα τους διανομαρχιακής υπηρεσίας του Υπουργείου
Εσωτερικών. Σκοπός της νέας υπηρεσίας ήταν η διευκόλυνση του Γενικού
Γραμματέα της Περιφέρειας στην άσκηση των καθηκόντων του. Το 1994 ο Νομός
απέκτησε διττό χαρακτήρα: αφενός εξακολουθούσε να αποτελεί τον πρώτο βαθμό
διοικητικής αποκέντρωσης και αφετέρου αποτελούσε μονάδα δευτεροβάθμιας
τοπικής αυτοδιοίκησης. Επικεφαλής του Νομού, ως μονάδας περιφερειακής
διοίκησης ήταν ο Περιφερειακός Διευθυντής, ενώ επικεφαλής του Νομού ως μονάδας
δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης ήταν ο αιρετός Νομάρχης. Με το Ν. 2399/1996
καταργήθηκε ο πρώτος βαθμός διοικητικής αποκέντρωσης καθώς και οι θέσεις των
Περιφερειακών Διευθυντών, οι αρμοδιότητες των οποίων περιήλθαν στους Γενικούς
Γραμματείς της Περιφέρειας. Τέλος, το 1997 με το Ν. 2503/1997, αναδιοργανώθηκε
το σύστημα περιφερειακής οργάνωσης. Στο πλαίσιο του νέου νόμου οι Περιφέρειες
αποτέλεσαν τον μοναδικό βαθμό αποκέντρωσης με επικεφαλής τον Γενικό
Γραμματέα της Περιφέρειας.

3.2.2 Η διαχρονική πορεία της διάκρισης μεταξύ υποθέσεων της κεντρικής


διοίκησης, της αποκεντρωμένης διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης

Όπως αναφέρθηκε η αποκεντρωμένη διοίκηση έχει γενική αποφασιστική


αρμοδιότητα επί υποθέσεων που συνδέονται με συγκεκριμένη εδαφική περιφέρεια.
Παραμένει, ωστόσο, ένα σημαντικό σημείο τριβής μεταξύ κεντρικής διοίκησης,
περιφερειακής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης, ο προσδιορισμός των
«υποθέσεων της περιφέρειας» για τις οποίες κάνει λόγο το άρθρο 101 παρ. 3 του
Συντάγματος. Ποιες είναι αυτές οι περιφερειακές υποθέσεις και πως
αντιδιαστέλλονται τόσο από τις υποθέσεις της κεντρικής κρατικής διοίκησης όσο και
από τις υποθέσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης (τοπικές υποθέσεις) που αναφέρονται
στο επόμενο άρθρο (102); Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλοντας να επιλύσει το
ζήτημα αυτό αναφέρει στο άρθρο 101 παρ. 3 ότι νόμος θα καθορίσει ποιες
αρμοδιότητες θα ασκεί η κεντρική διοίκηση και ποιες η περιφερειακή. Μέχρι, ωστόσο,
την ψήφιση του σχετικού νόμου, προκειμένου να προστατευτούν οι αρμοδιότητες της
περιφερειακής διοίκησης, το άρθρο 118 παρ. 3 του Συντάγματος αναφέρει ότι είναι
δυνατή η μεταφορά αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στην περιφερειακή
αλλά όχι το αντίθετο. Το 1998 μεταβιβάσθηκαν ορισμένες επιπλέον αρμοδιότητες
από την κεντρική διοίκηση στην περιφερειακή. Ωστόσο, ο προσδιορισμός των
περιφερειακών υποθέσεων σε σχέση με τις υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης
σύμφωνα με τη νομολογία εναπόκειται στον νομοθέτη. Υπάρχουν, ωστόσο, και
προφανή όρια τα οποία δεν μπορούν να υπερκεραστούν όπως το ότι δεν μπορεί να
θιγεί η γενική πολιτική της χώρας, η κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού, η
επεξεργασία προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης αλλά ούτε και ο
έλεγχος και συντονισμός των περιφερειακών οργάνων από τα όργανα της κεντρικής

8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
διοίκησης. Κατά συνέπεια το τεκμήριο αρμοδιότητας των περιφερειακών αρχών
προσδιορίζεται από τον επιτελικό ή μη χαρακτήρα που έχει μία αρμοδιότητα.
Όσον αφορά την διάκριση μεταξύ περιφερειακών και τοπικών υποθέσεων η
αντιμετώπιση των σχετικών συγκρούσεων ακολούθησε μία δαιδαλώδη πορεία. Με
την καθιέρωση των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, το 1994, περιήλθαν σε αυτές οι
αρμοδιότητες της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων νομαρχιακού επιπέδου καθώς
και όλες οι αρμοδιότητες που είχαν οι νομάρχες και οι νομαρχιακές υπηρεσίες.
Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούσαν: α) τα θέματα δημόσιας
περιουσίας, β) τις αρμοδιότητες των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών,
Οικονομικών, Δικαιοσύνης, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος και των
συνοριακών σταθμών υγειονομικού κτηνιατρικού ελέγχου του Υπουργείου Γεωργίας
και γ) τις αρμοδιότητες που αφορούσαν στην εποπτεία της πρωτοβάθμιας τοπικής
αυτοδιοίκησης. Όσες αρμοδιότητες δεν περιλαμβάνονταν στην παραπάνω γενική
ρήτρα ασκούνταν από τον Περιφερειακό Διευθυντή. Ωστόσο, η παραπάνω ρύθμιση
που θα ετίθετο σε εφαρμογή μετά την δημοσίευση των εσωτερικών Οργανισμών
οργάνωσης και λειτουργίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, προκάλεσε
σημαντικές τριβές μεταξύ αποκεντρωμένης διοίκησης και Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης. Έτσι ενώ από το Σύνταγμα η αποκεντρωμένη διοίκηση πρέπει να
έχει το προβάδισμα έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αφού άλλωστε ασκεί
εποπτεία σε αυτήν, η καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (ως δεύτερου
βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης) συρρίκνωσε την αποκεντρωμένη διοίκηση σε
σύγκριση με την προϋπάρχουσα νομαρχιακή αποκέντρωση. Η νομολογία του Σ.τ.Ε.
που επακολούθησε αποκατέστησε αυτήν την έλλειψη ισορροπίας. Έτσι έγινε δεκτή η
διάκριση μεταξύ αρμοδιοτήτων της κρατικής διοίκησης και αρμοδιοτήτων για τις
τοπικές υποθέσεις νομαρχιακού επιπέδου. Οι πρώτες συνδέονται με την γενική
κρατική πολιτική, εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (το οποίο είναι υπέρτερο των
τοπικών συμφερόντων) και ασκούνται από την αποκεντρωμένη διοίκηση. Αντίθετα
από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ασκούνται αρμοδιότητες που αναφέρονται σε
τοπικές υποθέσεις νομαρχιακού επιπέδου. Η διάκριση αυτή έγινε περισσότερο
ευκρινής από την σχετική νομοθεσία που όριζε ότι ο Γενικός Γραμματέας της
Περιφέρειας ασκούσε τις αρμοδιότητες που είχαν οι νομάρχες και οι νομαρχιακές
υπηρεσίες πριν από την καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με εξαίρεση
εκείνες που έχουν περιέλθει στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις.

Δραστηριότητα 1

__________________________________________________________________

Αναφέρατε ποιοι ήταν οι φορείς άσκησης των εκπαιδευτικών αρμοδιοτήτων


(πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) στους νομούς κατά την περίοδο
1994-2000.

3.2.3. Η Οργάνωση των νέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων

Με τημεταρρύθμιση του «Καλλικράτη», η ανασυγκρότηση της δευτεροβάθμιας


αυτοδιοίκησηςστην ευρύτερη ενότητα της περιφέρειας, συνδυάστηκε με την
αναδιοργάνωση της αποκεντρωμένης διοίκησης σε ευρύτεραγεωγραφικά όρια. Προς
την κατεύθυνση αυτή συνέτειναν τανέα δεδομένα και οι νέες σχέσεις που
δημιουργούσαν τα υφιστάμενα και προγραμματιζόμενα δίκτυα υποδομών αλλά και το
σύστημα πόλων και αξόνων ανάπτυξης της χώρας. Έτσι, στη θέση των τέως 13
Διοικητικών Περιφερειών (όπου συγκροτήθηκαν δευτεροβάθμιοι ΟΤΑ)

9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
σχηματίστηκαν 7 Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης
Διοίκησης συνιστάται Γενική Γραμματεία της οποίας προΐσταται μετακλητός
υπάλληλος. Με τηΝέα Αρχιτεκτονική, η κρατικά αποκεντρωμένη
διοίκησηοργανώθηκε λοιπόν σε επίπεδο ευρύτερων χωρικών ενοτήτων,τις
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, οι οποίες κρίθηκε ότι ανταποκρίνονται, με βάση
λειτουργικά και αναπτυξιακά κριτήρια, στις απαιτήσεις της εδαφικής, κοινωνικής και
οικονομικής συνοχής και προάγουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα τουΕθνικού
Χώρου.
Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του Ν. 3852/2010 προβλέφθηκε ότι συνιστώνται ως
ενιαίες αποκεντρωμένες μονάδες διοίκησης του κράτους οι εξής Αποκεντρωμένες
Διοικήσεις:

i. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, η οποία εκτείνεται στα όρια της περιφέρειας


Αττικής με έδρα την Αθήνα.

ii. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας, η οποία εκτείνεται στα


όρια των περιφερειών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας με έδρα τη Λάρισα.

iii. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ηπείρου - Δυτικής Μακεδονίας, η οποία εκτείνεται στα


όρια των περιφερειών Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας με έδρα τα Ιωάννινα.

iv. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, η οποία


εκτείνεται στα όρια των περιφερειών Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου με
έδρα την Πάτρα.

v. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου, η οποία εκτείνεται στα όρια των περιφερειών


Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου με έδρα τον Πειραιά.

vi. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης, η οποία εκτείνεται στα όρια της περιφέρειας
Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο.

vii. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, η οποία εκτείνεται στα όρια της
περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και Κεντρικής Μακεδονίας με έδρα τη
Θεσσαλονίκη.

Με τις επτά αποκεντρωμένες κρατικές διοικήσεις εξασφαλίζονται ισχυρές


διοικητικές ενότητες στην περιφέρεια και αποκεντρώνεται περισσότερο η κρατική
λειτουργία. Η κρατική διοίκηση αναλαμβάνει μεγαλύτερο εύρος αρμοδιοτήτων που θα
παρέχονται πιο κοντά στον πολίτη. Εξασφαλίζεται καλύτερος συντονισμός του
αναπτυξιακού σχεδιασμού σε περιφερειακό επίπεδο. Η συνεργασία της
αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης με τους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης θα
προωθούνταν και με την λειτουργία του συμβουλίου περιφερειακής διοίκησης. Το
συμβούλιο αυτό αποτελείται καταρχήν από τον Γενικό Γραμματέα της
αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης, τους εκλεγμένους περιφερειάρχες και τους
γενικούς διευθυντές των περιφερειών και εκπροσώπους των Περιφερειακών
Ενώσεων των Δήμων. Το Συμβούλιο αυτό έχει γενική αρμοδιότητα σε ζητήματα
σχεδιασμού στην γεωγραφική ενότητα αναφοράς του.

Η βασική οργανωτική δομή της αποκεντρωμένης περιφέρειας κάτω από το


Γενικό Γραμματέα περιλαμβάνει τις εξής μονάδες:

10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
α) Γραφείο Γενικού Γραμματέα

β) Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Λειτουργίας

γ) Γενική Διεύθυνση Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής

δ) Γενική Διεύθυνση Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων

ε) Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας

στ) Αυτοτελές Τμήμα Π.ΑΜ. – Π.Σ.Ε.Α.

ζ) Αυτοτελές Τμήμα Εκπαίδευσης

η) Αυτοτελές Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου

Στις επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις υπηρετούν σήμερα (Ιαν. 2015)


συνολικά 6.769 μόνιμοι υπάλληλοι και υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), καθώς και 76 υπάλληλοι λοιπών κατηγοριών
(μετακλητοί κ.ά.), δηλ. ένας αρκετά περιορισμένος αριθμός υπαλλήλων, οι οποίοι
υπηρεσιακά υπάγονται στο Υπουργείο Εσωτερικών.

3.2.4. Οι αρμοδιότητες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων

Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις εξακολουθούν να ασκούν σειρά αρμοδιοτήτων, που


ανήκαν προηγουμένως στις κρατικές Περιφέρειες, περιλαμβανομένων και εκείνων
των αντίστοιχων συλλογικών οργάνωντους. Ωστόσο, αρκετές αρμοδιότητες που
ανήκαν προηγουμένως στις κρατικές Περιφέρειες μεταφέρθηκαν από τον
«Καλλικράτη» στο νέο δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης, δηλ. στις αυτοδιοικούμενες
Περιφέρειες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες που ανήκουν πλέον στους ΟΤΑ δεύτερου
βαθμού αφορούν, κυρίως τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, τον προγραμματισμό και την
εκτέλεσηέργων.

Από την άλλη πλευρά, οι νέες αποκεντρωμένες διοικήσεις ανέλαβαν και


αρμοδιότητες που ασκούνταν, μέχρι πρότινος, από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις.
Πρόκειται κυρίως για αρμοδιότητες που ακολούθησαν νομολογιακά πορίσματα του
Συμβουλίου του Επικρατείας και επικεντρώνονται στην προστασία της δημόσιας
περιουσίας, στη διαχείριση και αξιοποίηση των δασικών προϊόντων και γενικότερα
στην δασοπολιτική επιτήρηση επί των δημοσίων δασοπονιών, περιλαμβανόμενης και
της ανάπτυξης της ιδιωτικής δασοπονίας. Οι αρμοδιότητες των Αποκεντρωμένων
Διοικήσεων αφορούν, επίσης, πολεοδομικές και χωροταξικές ρυθμίσεις γενικότερου
χαρακτήρα, θέματα ελέγχου κυκλοφορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων καθώς
και ζητήματα, που αφορούν στις εγγραφές, μεταβολές, διαγραφές και μετεγγραφές
στα Μητρώα Αρρένων, κατά την κείμενη νομοθεσία. Επίσης, η Αποκεντρωμένη
Διοίκηση είναι πλέον αρμόδια για την εκτέλεση αποφάσεων κατεδάφισης αυθαιρέτων
κτισμάτων και κατασκευών, κατόπιν έκδοσης σχετικής απόφασης από την αρμόδια
πολεοδομική υπηρεσία του δήμου.

Από τις υπόλοιπες αρμοδιότητες των αποκεντρωμένων διοικήσεων, αξίζει να


αναφερθούν ειδικότερα οι εξής:

1. Ο καθορισμός χρήσης γης για παραχώρηση ακινήτων για κοινωφελείς σκοπούς,

11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
2. Η έκδοση απόφασης για άρση απαγόρευσης δικαιοπραξιών λατομικού ή
μεταλλευτικού περιεχομένου σε παραμεθόριες περιοχές, καθώς και η έκδοση
απόφασης για την απόκτηση μεταλλευτικών δικαιωμάτων επί αδειών μεταλλευτικών
ερευνών σε παραμεθόριες περιοχές.

3. Η έκδοση απόφασης για την παραχώρηση ερευνητικών γεωτρήσεων του ΙΓΜΕ


προς εκμετάλλευση σε δήμους.

4. Η έγκριση διενέργειας μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών εντός δημοσίων


δασών και δασικών εκτάσεων

5. Η παραχώρηση αλυκών του Δημοσίου στους δήμους

6. Η έγκριση γενικών πολεοδομικών σχεδίων (Γ.Π.Σ.) και των Σχεδίων Χωρικής


Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) και η κύρωση πράξης
εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης,

7. Η παραχώρηση χρήσης χώρων της Ζώνης Λιμένα σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

8. Η παραχώρηση ζωνών κατάληψης των εγγειοβελτιωτικών έργων για διαχείριση


και εκμετάλλευση.

9. Η έγκριση σημειακών – εντοπισμένων τροποποιήσεων των εγκεκριμένων


ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών, σε Ο.Τ. επί του
Βασικού Οδικού Δικτύου των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης,

10. Η διάκριση και κατάταξη σε κατηγορίες οικισμών με πληθυσμό μικρότερο των


δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων.

Δραστηριότητα
2____________________________________________________
_
Αναφέρατε μία Διεύθυνση μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης η οποία διαθέτει
αρμοδιότητα σε τμήμα της εδαφικής περιφέρειάς της και μία Διεύθυνση της ίδιας
Αποκεντρωμένης Διοίκησης που διαθέτει αρμοδιότητα επί της συνολικής εδαφικής
περιφέρειάς της.
__________________________________________________________________

Σύνοψη

Σε αυτό το κεφάλαιο αναφερθήκαμε στην έννοια και τις διακρίσεις της


αποκέντρωσης. Αναδείξαμε την βασική διαφορά μεταξύ συγκεντρωτικού και
αποκεντρωτικού συστήματος που συνίσταται στην μεταβίβαση αποφασιστικών
αρμοδιοτήτων σε περιφερειακά όργανα. Στην συνέχεια παρουσιάσαμε την ευρεία και
την στενή έννοια της αποκέντρωσης καθώς και ορισμένες άλλες επιστημονικές
προσεγγίσεις της. Αναφερθήκαμε στα τρία χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού
θεσμού στη χώρα μας που είναι: α) η διάκριση μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών
οργάνων, β) η άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας από τα περιφερειακά όργανα
και γ) η ιεραρχική σχέση μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των περιφερειακών

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
οργάνων. Προσδιορίσαμε την καταγωγή του περιφερειακού θεσμού, που συνίσταται
στην λειτουργία των διανομαρχιακών υπηρεσιών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο
ζήτημα των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών αρχών, και ο τρόπος που η νομολογία
και η νομοθεσία επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις σχετικές ασάφειες. Στο πλαίσιο αυτό
αναλύσαμε την έννοια των περιφερειακών υποθέσεων σε αντιδιαστολή με τις
υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης και τις τοπικές υποθέσεις. Τέλος, παρουσιάσαμε
την οργάνωση των νέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων που καθιέρωσε η
μεταρρύθμιση του Καλλικράτη και αναφερθήκαμε στις αρμοδιότητες τους.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Απαντήσεις σε Δραστηριότητες

Δραστηριότητα 1

___________________________________________________________________

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που προκάλεσε η γενική ρήτρα περί


μεταφοράς στην νομαρχιακή αυτοδιοίκηση των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν μέχρι
τότε οι διορισμένοι νομάρχες, είναι η περίπτωση των εκπαιδευτικών αρμοδιοτήτων.
Σύμφωνα με τους Ν. 2218 και 2240/1994 καθιερώθηκε γενική ρήτρα περί μεταφοράς
στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις των αρμοδιοτήτων των πρώην νομαρχών, και
μεταβιβάστηκαν σε αυτές οι εκπαιδευτικές αρμοδιότητες. Στο εξής οι αιρετοί
Νομάρχες θα μπορούσαν να ασκούν στην περιφέρειά τους όλες τις αρμοδιότητες
που αφορούσαν στις ποικίλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Με δεδομένο ωστόσο ότι οι
εκπαιδευτικές αρμοδιότητες εντάσσονται στον τομέα της κρατικής ευθύνης,
προέκυψε ζήτημα συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων. Μετά και από σχετική
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, νέα νομοθετική ρύθμιση (Ν. 2817/2000)
αφαίρεσε τις παραπάνω εκπαιδευτικές αρμοδιότητες από τις νομαρχιακές
αυτοδιοικήσεις και τις μεταβίβασε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων που στο εξής τις ασκεί μέσω των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του.

Δραστηριότητα 2

__________________________________________________________________

Η Διεύθυνση Συντονισμού και Επιθεώρησης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης


Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας έχει τοπική αρμοδιότητα σε όλη την Αποκεντρωμένη
Διοίκηση. Αντίθετα η Διεύθυνση Δασών του Νομού Ιωαννίνων της ίδιας
Αποκεντρωμένης Διοίκησης έχει τοπική αρμοδιότηταμόνο στον Νομό Ιωαννίνων.

13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ

Βιβλιογραφία

ΑνδρονόπουλοςΒ., Μαθιουδάκης Μ., Νεοελληνική Διοικητική Ιστορία, Περιφερειακή


Διοίκηση/ Τοπική Αυτοδιοίκηση, «Διοικητική Μεταρρύθμιση», 1988.

Δαγτόγλου Π.Δ., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτινή 1997

Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου Δ., Η Διοικητική οργάνωση του Κράτους,


Θεσσαλονίκη 2002

Κόρσος Δ., Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, γ’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτινή 2005

Μακρυδημήτρης Αντ. Πραβίτα Μ.Η. (επιμ.), «Διοικητικός Κώδικας»: Συλλογή


Νομοθεσίας για την Δημόσια Διοίκηση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2006

Μακρυδημήτρης Α., Δημόσια Διοίκηση (Στοιχεία Διοικητικής Οργάνωσης),εκδ.


Σάκκουλα 2006

Παπανικολαϊδης Δημ., Σύστημα Διοικητικού Δικαίου, τ. Α, Αθήνα 1992

Παπαχατζής Γ., Σύστημα του ισχύοντος στη Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1983

Στασινόπουλος Μ., Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1957 (ανατ. 1976)

Σπηλιωτόπουλος Επ., Μακρυδημήτρης Αντ. (επιμελ.), Η Δημόσια Διοίκηση στην


Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή, 2001

Σπηλιωτόπουλος Επ., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 11η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα,


Αθήνα-Κομοτινή, 2005

Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005

Χλέπας Ν. Κ., Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, ο διαλεκτικός ανταγωνισμός της


Αποκέντρωσης με την Αυτοδιοίκηση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1999

Χρυσανθάκης Χ., Πανταζόπουλος Π., Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου,Όργανα και


περιεχόμενο της διοικητικής δράσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006

Το Σύνταγμα του 1975/1986/2001

Ν. 2503/97 «Διοίκηση, Οργάνωση, Στελέχωση της Περιφέρειας, Ρύθμιση Θεμάτων


για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις»

14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης»

15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Σκοπός

Σκοπός του κεφαλαίου είναι η ανάλυση του θεσμού της αυτοδιοίκησης.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα

Όταν θα έχετε ολοκληρώσει την μελέτη του θα μπορείτε να περιγράφετε:

την έννοια και τα χαρακτηριστικά του θεσμού της αυτοδιοίκησης


την διάκριση της αυτοδιοίκησης σε τοπική και καθ’ύλην
τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, τα όργανα και τις
αρμοδιότητές τους
την έννοια των τοπικών υποθέσεων
τους πόρους, την διαδικασία διοικητικής εποπτείας και τον έλεγχο δαπανών
που ασκείται επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
τα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
την έννοια, τα χαρακτηριστικά και τα είδη της καθ’ύλην αυτοδιοίκησης

Έννοιες - Κλειδιά

Αυτοδιοίκηση
Τοπική Αυτοδιοίκηση
Καθ’ ύλην Αυτοδιοίκηση
Τοπική Αυτοδιοίκηση α’ βαθμού
Τοπική Αυτοδιοίκηση β’ βαθμού
Δήμοι
Δήμαρχος
Δημοτικό Συμβούλιο
Εκτελεστική Επιτροπή
Οικονομική Επιτροπή
Επιτροπή Ποιότητας Ζωής
Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης
Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών
Δημοτικές Κοινότητες
Τοπικές Κοινότητες
Συμβούλιο Δημοτικής Κοινότητας
Συμβούλιο Τοπικής Κοινότητας
Νομικά Πρόσωπα και Επιχειρήσεις Δήμων
Σύνδεσμοι Δήμων
Προγραμματικές Συμβάσεις
Προληπτικός έλεγχος δαπανών
Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση
Περιφερειάρχης
Περιφερειακό Συμβούλιο
Εκτελεστική Επιτροπή
Οικονομική Επιτροπή
Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης
Αυτοτελής Υπηρεσία Ελέγχου Ο.Τ.Α.
Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης
Δημόσια Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Δημόσιες Εταιρείες
Παραχώρηση Δημόσιας Υπηρεσίας
Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας
Επιχειρήσεις Μικτής Οικονομίας
Μεικτά ή Διφυή Νομικά Πρόσωπα
Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Το κεφάλαιο αυτό αποτελείται από τρεις ενότητες:

α) στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται η έννοια και τα χαρακτηριστικά της


αυτοδιοίκησης. Γίνεται διάκριση μεταξύ της τοπικής και της καθ’ύλην αυτοδιοίκησης.
Αναπτύσσονται οι τρεις διαφορετικές όψεις του φαινομένου της αυτοδιοίκησης
(διοικητική, πολιτική, τεχνική). Τέλος, αντιδιαστέλλεται η έννοια της αυτοδιοίκησης
από τις έννοιες της αυτοκυβέρνησης και της αυτονομίας.

β) στην δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το


κεφάλαιο διακρίνεται σε δύο υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα παρουσιάζεται η
τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού (Δήμοι). Αναφέρονται τα όργανα των Δήμων, η
σύνθεση και οι αρμοδιότητές τους. Αναλύεται η διαδικασία διοικητικής εποπτείας που
ασκεί η Αποκεντρωμένη Διοίκηση στους Δήμους. Αναφέρονται οι πόροι και
περιγράφεται η διαδικασία ελέγχου επί των δαπανών τους. Τέλος, παρουσιάζονται τα
είδη και η οργάνωση των δημοτικών νομικών προσώπων και επιχειρήσεων. Στην
δεύτερη υποενότητα παρουσιάζεται η τοπική αυτοδιοίκηση δεύτερου βαθμού
(Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση). Αναφέρονται τα όργανα των Περιφερειακών
Αυτοδιοικήσεων, η σύνθεση και οι αρμοδιότητές τους. Αναλύεται η διαδικασία
διοικητικής εποπτείας που ασκεί η Αποκεντρωμένη Διοίκηση επί των Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού. Αναφέρονται οι πόροι και περιγράφεται η
διαδικασία ελέγχου των δαπανών τους. Τέλος, παρουσιάζονται τα είδη και η
οργάνωση των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων της Περιφέρειας.

γ) στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται ο θεσμός και τα χαρακτηριστικά της καθ’ ύλην
αυτοδιοίκησης. Αναφέρονται τα είδη της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης (νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου και δημόσια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) και τα
χαρακτηριστικά του καθενός. Τέλος, γίνεται μνεία των ιδιαίτερων μορφών της καθ’
ύλην αυτοδιοίκησης και των χαρακτηριστικών τους (αστικές εταιρείες, παραχώρηση
δημόσιας υπηρεσίας, κοινωφελείς επιχειρήσεις, μικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα,
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα).

2
Ενότητα 4.1
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ
ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Η οργάνωση της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης δεν αρκεί για την
εκπλήρωση της αποστολής του κράτους. Οι παραπάνω τρόποι οργάνωσης αν και
συμβάλλουν στην διοικητική ενότητα και την ομοιόμορφη άσκηση της διοίκησης,
ωστόσο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιδιαιτερότητα αναγκών, συμφερόντων
ή υποθέσεων, η διαχείριση των οποίων απαιτεί μία διαφοροποιημένη διοίκηση. Το
κενό αυτό καλύπτει ο θεσμός της αυτοδιοίκησης που ανταποκρίνεται στις τοπικές και
λειτουργικές ιδιαιτερότητες του σύγχρονου κράτους. Με τον όρο αυτοδιοίκηση
εννοούμε την σύσταση οργανωτικών μονάδων της δημόσιας διοίκησης εκτός του
νομικού προσώπου του κράτους, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα και
διεξάγουν ορισμένο κύκλο διοικητικών υποθέσεων.
Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε τοπική και σε καθ’ ύλην. Στην περίπτωση της
τοπικής αυτοδιοίκησης το νομικό πρόσωπο είναι αρμόδιο για υποθέσεις που
συνδέονται με ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Στην περίπτωση της καθ’ ύλην
αυτοδιοίκησης το νομικό πρόσωπο είναι αρμόδιο για υποθέσεις που συνδέονται με
ένα ειδικό σκοπό.
Το φαινόμενο της αυτοδιοίκησης είναι σύνθετο και περιλαμβάνει τρεις
διαφορετικές όψεις: α) την διοικητική, β) την πολιτική και γ) την τεχνική.
Σύμφωνα με την διοικητική όψη της αυτοδιοίκησης, δίνεται έμφαση στην
κατανομή των διοικητικών αρμοδιοτήτων και στην σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ
κράτους και αυτοδιοικούμενων οργανισμών. Τα θέματα που συνδέονται με αυτή την
όψη της αυτοδιοίκησης αφορούν την έννοια της αυτοτέλειας των οργανισμών και τις
σχέσεις εποπτείας που οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί διαμορφώνουν με το νομικό
πρόσωπο του κράτους.
Σύμφωνα με την πολιτική όψη της αυτοδιοίκησης δίνεται έμφαση στον τρόπο
ανάδειξης των οργάνων διοίκησης του αυτοδιοικούμενου οργανισμού. Όσο
περισσότερο δημοκρατικός είναι, τόσο περισσότερη αυτοδιοίκηση έχουμε. Π.χ. στην
περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι έντονος ο δημοκρατικός χαρακτήρας του
θεσμού λόγω του αιρετού χαρακτήρα ανάδειξης των οργάνων της. Το ίδιο συμβαίνει
και στην περίπτωση των νομικών προσώπων σωματειακού χαρακτήρα σε αντίθεση
με τα νομικά πρόσωπα ιδρυματικού χαρακτήρα που δεν περιλαμβάνουν ισχυρά
χαρακτηριστικά αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα, τέλος, με την τεχνική όψη της αυτοδιοίκησης δίδεται έμφαση στο
διαρθρωτικό σχήμα που διαμορφώνει το κράτος με την δημιουργία αυτοδιοικούμενων
οργανισμών. Η τελευταία αυτή όψη της αυτοδιοίκησης αντιστοιχεί περισσότερο στην
καθ΄ ύλην αυτοδιοίκηση που συνιστά περισσότερο μία τεχνική εκπληρώσεως των
σκοπών του κράτους παρά ένα θεσμό πολιτικής σημασίας (Κοντόγιωργα –
Θεοχαροπούλου Δ., 2002, σελ. 129-144).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η έννοια της αυτοδιοίκησης υλοποιείται
άλλοτε διαθέτοντας το minimum των προϋποθέσεών της, που συνίστανται στην
ύπαρξη νομικής προσωπικότητας και άλλοτε διαθέτοντας το maximum των

3
προϋποθέσεών της, που συνίστανται στην συγκρότηση και δομή του οργανισμού με
τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η εσωτερική του αυτονομία και η
αντιπροσωπευτικότητα των διοικούντων οργάνων. Στην τελευταία περίπτωση
εξασφαλίζονται ορισμένες τοπικές ή επαγγελματικές ελευθερίες και δικαιώματα (π.χ.
τοπική αυτοδιοίκηση, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σωματειακού χαρακτήρα)
Η ύπαρξη νομικής προσωπικότητας των αυτοδιοικούμενων οργανισμών, η
οποία είναι διακριτή από την νομική προσωπικότητα του κράτους, εγγυάται την
ύπαρξη τριών στοιχείων: α) της διοικητικής αυτοτέλειας υποθέσεων, β) της
διοικητικής αυτοτέλειας οργάνων και γ) της δημοσιονομικής αυτοτέλειας. Σύμφωνα με
το πρώτο στοιχείο (διοικητική αυτοτέλεια υποθέσεων) το νομικό πρόσωπο διοικεί
συγκεκριμένες υποθέσεις που συνδέονται με περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και
πληθυσμό ή με ορισμένο αντικείμενο. Οι διοικητικές πράξεις που αφορούν στις
παραπάνω υποθέσεις υπάγονται σε έλεγχο διοικητικής εποπτείας εκ μέρους της
κρατικής διοίκησης και όχι σε ιεραρχικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός είναι ήπιος και
συνήθως συνίσταται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας σε αντίθεση με τον ιεραρχικό
έλεγχο που είναι αυστηρός και περιλαμβάνει όχι μόνο έλεγχο νομιμότητας αλλά και
σκοπιμότητας. Σύμφωνα με το δεύτερο στοιχείο (διοικητική αυτοτέλεια οργάνων) τα
όργανα των αυτοδιοικούμενων οργανισμών δεν έχουν ιεραρχική εξάρτηση από τα
όργανα της κρατικής διοίκησης, αλλά υπόκεινται στην διοικητική εποπτεία αυτών.
Σύμφωνα, τέλος, με το τρίτο στοιχείο (δημοσιονομική αυτοτέλεια) ο αυτοδιοικούμενος
οργανισμός έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία και να
εξευρίσκει χρηματικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής του.
Τα αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα έχουν αποσπασθεί από τον κορμό του
κράτους. Παράλληλα, ωστόσο, πρέπει να διατηρηθεί η ενιαία οργανωτική μορφή του
κράτους αλλά και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Τους στόχους αυτούς εξυπηρετεί η
διοικητική εποπτεία, η οποία αν και συνιστά περιορισμό της αυτοδιοίκησης : α)
εξασφαλίζει την ενότητα των στόχων και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, β)
συμβάλλει στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, γ) ελέγχει την τήρηση της
νομοθεσίας και δ) προλαμβάνει και καταστέλλει καταστάσεις που είναι αντίθετες
προς το δημόσιο συμφέρον.
Η έννοια της αυτοδιοίκησης είναι διαφορετική από τις έννοιες της αυτοκυβέρνησης
και της αυτονομίας. Ως αυτοκυβέρνηση νοείται η ανάδειξη των διοικητικών οργάνων
των δημόσιων νομικών προσώπων από τους ίδιους τους διοικούμενους στους
οποίους αφορά η δράση τους. Ωστόσο, η αυτοδιοίκηση δεν συνεπάγεται αυτομάτως
και την εφαρμογή αυτοκυβέρνησης (π.χ. η τοπική αυτοδιοίκηση περιλαμβάνει την
έννοια της αυτοκυβέρνησης, εφ’ όσον οι διοικούμενοι εκλέγουν τους εκπροσώπους
τους. Αντίθετα τα δημόσια νομικά πρόσωπα με ιδρυματικό χαρακτήρα δεν
περιλαμβάνουν την έννοια της αυτοκυβέρνησης).
Αναφορικά με την έννοια της αυτονομίας, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι
διαφορετική από εκείνη της αυτοδιοίκησης. Η αυτονομία προϋποθέτει την εξουσία
των διοικούντων οργάνων να θεσπίζουν αυτοτελείς κανόνες δικαίου. Στο πλαίσιο
αυτό δεν υφίσταται σχέση εποπτείας μεταξύ του αυτόνομου οργανισμού και του
κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτονομίας αποτελεί το ομοσπονδιακό
σύστημα οργάνωσης του κράτους στο πλαίσιο του οποίου: α) οι ομόσπονδες
πολιτείες δεν έχουν μόνο διοικητικές αλλά νομοθετικές και δικαστικές αρμοδιότητες,
β) δεν τελούν υπό την εποπτεία του κράτους και γ) τα δικαιώματά τους ορίζονται
υπό του Συντάγματος και δεν μπορούν να αυξηθούν ή να μειωθούν. Την εξουσία
αυτή δεν διαθέτουν οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί οι οποίοι διοικούν υποθέσεις της
αρμοδιότητάς τους υπό την εποπτεία των κρατικών οργάνων.

4
Ενότητα 4.2.
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

4.2.1. Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού

4.2.1. 1. Δήμοι

Στην τοπική αυτοδιοίκηση α’ βαθμού ανήκουν οι δήμοι, οι οποίοι διευθύνουν


και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και
τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής
κοινωνίας. Η λειτουργία τους διέπεται κυρίως από το νόμο 3852/2010 «Καλλικράτης»
καθώς και από τον Κώδικα Δήμων (Ν. 3463/2006) όπως ισχύουν σήμερα.
Σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης έχουν τεκμήριο αρμοδιότητας για τις τοπικές υποθέσεις. Η έννοια των
τοπικών υποθέσεων, όπως έχει αναφερθεί (βλ. Κεφάλαιο 3) προσεγγίζεται με
δυσχέρεια. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει απόλυτο κριτήριο διάκρισης μεταξύ τοπικών
και γενικών υποθέσεων, ακολουθείται η κατά περίπτωση προσέγγιση. Σε αυτό έχει
συμβάλλει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο νόμος του
«Καλλικράτη» προβαίνει σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των τοπικών υποθέσεων για
τις οποίες έχουν αρμοδιότητες οι δήμοι. Αυτές διακρίνονται στους εξής τομείς: α)
Ανάπτυξης, β) Περιβάλλοντος, γ) Ποιότητας Ζωής, δ) Απασχόλησης, ε) Κοινωνικής
Προστασίας και Αλληλεγγύης, στ) Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ζ) Αγροτικής
Ανάπτυξης, Κτηνοτροφίας και Αλιείας, στ) Πολιτικής Προστασίας (άρθρα 75 Ν.
3463/2006 και 94 Ν. 3852/2010).
Εκτός όμως από την άσκηση αρμοδιοτήτων επί των τοπικών υποθέσεων οι
δήμοι ασκούν σε τοπικό επίπεδο αρμοδιότητες κρατικού χαρακτήρα (π.χ. τήρηση
δημοτολογίου, ληξιαρχικών βιβλίων, οργάνωση των εκλογών, χορήγηση άδειας
πολιτικού γάμου και τέλεση αυτού κλπ).
Με το νόμο «Καλλικράτης», έγιναν και τα πρώτα βήματα προς την
κατεύθυνση της διαφοροποιημένης κατανομής αρμοδιοτήτων σε ειδικότερες
κατηγορίες δήμων. Έτσι, καθιερώθηκαν ιδιαίτερες διατάξεις για τους ορεινούς και,
αντίστοιχα, τους νησιωτικούς δήμους. Οι νησιωτικοί δήμοι επρόκειτο να αναλάβουν
επιπλέον αρμοδιότητες, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις ανήκουν στην περιφέρεια,
προκειμένου να προσφέρονται στους κατοίκους των νησιών υπηρεσίες στους εξής
τομείς (άρθρο 204 Ν. 3852/2010): α) Γεωργία, Κτηνοτροφία και Αλιεία, β) Φυσικοί

5
Πόροι, Ενέργεια και Βιομηχανία, γ) Απασχόληση, Εμπόριο και Τουρισμός, δ)
Μεταφορές και Επικοινωνίες, ε) ΄Εργων, Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Προστασίας
Περιβάλλοντος. Ωστόσο, ενόψει της έλλειψης πόρων και των προβλημάτων
στελέχωσης λόγω της κρίσης, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων έχει ανασταλεί με
το Ν. 4147/2013 (άρθρο 1 παρ. 1)
Οι ορεινοί δήμοι, από την πλευρά τους, διαθέτουν επιπρόσθετες
αρμοδιότητες στα εξής αντικείμενα (Άρθρο 209 ν.3852/2010): α) Ήπιες Μορφές
Ενέργειας, β) Υδάτινοι Πόροι, γ) Προγράμματα Δασοπονίας (γνωμοδοτική), δ)
Ομάδες Παραγωγών ε) Τυροκομία και στ) Καθαρισμός και Αστυνόμευση ρεμάτων.
Ο Νόμος «Καλλικράτης» εισήγαγε και τον θεσμό της διοικητικής υποστήριξης
(άρθρο 95) προς μικρούς και με περιορισμένες δυνατότητες δήμους. Σύμφωνα με
αυτόν, αναλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι δήμοι, οι οποίοι είναι πρωτεύουσες των νομών
ή δήμοι στους οποίους λειτουργούσαν αποκεντρωμένες υπηρεσίες (Επαρχείου,
Πολεοδομίας κλπ.) των κατηργημένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, κάποιες
απαιτητικές αρμοδιότητες (πολεοδομικές εφαρμογές, καταβολή προνοιακών
επιδομάτων, τεχνικές υπηρεσίες και επίβλεψη-παραλαβή έργων) για λογαριασμό των
μικρότερων δήμων που εμπίπτουν στην πρώην διοικητική περιφέρεια της νομαρχίας
ή άλλης αποκεντρωμένης υπηρεσίας. Ο τύπος αυτός της διοικητικής υποστήριξης
είχε αρχικά σχεδιασθεί ως μεταβατικός με ισχύ μέχρι και το τέλος του 2012. Ωστόσο,
εξαιτίας των περικοπών σε πόρους και προσωπικό, δόθηκε παράταση στην
εφαρμογή της διοικητικής υποστήριξης.

4.2.1.2. Δημοτικές Αρχές και Όργανα

Η νομοθεσία προβλέπει ότι εκλέγονται κάθε πέντε (5) χρόνια με άμεση,


καθολική και μυστική ψηφοφορία (άρθρο 9, παρ.1, Ν.3852/2010) ο δήμαρχος και οι
δημοτικοί σύμβουλοι, οι σύμβουλοι της δημοτικής ή τοπικής κοινότητας και οι
εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων. Η εκλογή στα εν λόγω αξιώματα από τις
εκλογές του 2014, γίνεται την ίδια ημέρα διενέργειας της ψηφοφορίας για την εκλογή
των Ελλήνων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στα ίδια εκλογικά τμήματα, με
τις ίδιες εφορευτικές επιτροπές, τους ίδιους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής και
τους ίδιους εφόρους αντιπροσώπων.
Οι «δημοτικές αρχές» ορίζονται από τον ίδιο το νόμο (άρθρο 7 Ν.
3852/2010) που προβλέπει ότι ο δή μος δι οι κεί ται από το δημοτικό συμβούλιο, την
οικονομική επιτροπή , την επιτροπή ποι ότητας ζωή ς, την εκτελεστική επιτροπή και
τον δή μαρχο. Οι δήμοι έχουν όμως και άλλα όργανα, όπως τους αντιδημάρχους, την
επιτροπή διαβούλευσης, το συμπαραστάτη του δημότη και της επιχείρησης, το
συμβούλιο ένταξης μεταναστών, τα όργανα των δημοτικών και τοπικών κοινοτήτων
κ.ά.
Ο Δήμαρχος (άρθρο 58 παρ. 1 Ν. 3852/2010) προασπίζει τα τοπικά
συμφέροντα, κατευθύνει τις δράσεις του δήμου για την υλοποίηση του σχεδίου
ανάπτυξης, διασφαλίζει την ενότητα της τοπικής κοινωνίας και ασκεί τα καθήκοντά
του με γνώμονα τις αρχές της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, ο
δήμαρχος: α)Εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή, β)
Εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου, της οικονομικής και της επιτροπής
ποιότητας ζωής, γ) Είναι προϊστάμενος των υπηρεσιών και του προσωπικού του
δήμου, δ) Συνυπογράφει τους βεβαιωτικούς καταλόγους και τα χρηματικά εντάλματα

6
πληρωμής των δαπανών, οι οποίες έχουν εκκαθαριστεί από την αρμόδια υπηρεσία
του δήμου, ε) Υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο δήμος, στ) Εκδίδει τις άδειες
που προβλέπονται από τις διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητες του δήμου (λ.χ.
άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος), ζ) Εκδίδει πιστοποιητικά
προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των δημοτών, καθώς και τις βεβαιώσεις
μόνιμης κατοικίας, στ) Συνιστά ομάδες εργασίας και ομάδες διοίκησης έργου από
μέλη του δημοτικού συμβουλίου, υπαλλήλους του δήμου, υπαλλήλους του δημόσιου
τομέα ή ιδιώτες για τη μελέτη και επεξεργασία θεμάτων του δήμου, καθορίζοντας τον
τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους, ζ) Μπορεί να αναθέτει, χωρίς αμοιβή, την
εποπτεία και το συντονισμό συγκεκριμένων δράσεων του δήμου σε μέλη του
δημοτικού συμβουλίου («εντεταλμένοι» σύμβουλοι). Επιπλέον, ο δήμαρχος
υποχρεούται να απαντά εγγράφως ή προφορικώς, στα ερωτήματα που του
υποβάλλουν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου μέσα σε ένα (1) μήνα (άρθρο 61
παρ. 3 Ν. 3852/2010).
Οι Αντιδήμαρχοι είναι σύμβουλοι της πλειοψηφίας που ορίζει ο δήμαρχος
και στους οποίους μεταβιβάζει την άσκηση αρμοδιοτήτων καθ’ ύλη ή/και κατά τόπο.
Οι κατά τόπον αρμοδιότητες ασκούνται στα όρια μιας ή περισσότερων δημοτικών
ενοτήτων (τέως δήμων). Ο αριθμός των αντιδημάρχων εξαρτάται από τον πληθυσμό
αλλά και από την προέλευση των δήμων από συνένωση και κλιμακώνεται από μόλις
1 έως και 10 αντιδημάρχους. Η θητεία των αντιδημάρχων δεν μπορεί να είναι
μικρότερη των δυόμισι ετών. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι αντιδήμαρχοι δεν
μπορούν να εκλεγούν μέλη του προεδρείου του δημοτικού συμβουλίου. Η ανάκληση
αντιδημάρχου πριν τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή με ειδικά αιτιολογημένη
απόφαση του δημάρχου (άρθρο 59 Ν. 3852/2010).
Σε όλους τους δήμους που έχουν περισσότερους από έναν αντιδήμαρχο
συνιστάται Εκτελεστική Επιτροπή, στην οποία μετέχουν ο δήμαρχος ως πρόεδρος
και οι αντιδήμαρχοι. Η εκτελεστική επιτροπή είναι συλλογικό συντονιστικό και
εκτελεστικό όργανο του δήμου και παρακολουθεί την εφαρμογή της δημοτικής
πολιτικής σε όλους τους τομείς καθώς και την εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου
του δήμου, του μεσοχρόνιου, ετήσιου και πενταετούς προγράμματος δράσης. Στις
συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής καλείται ο πρόεδρος του συμβουλίου της
τοπικής ή δημοτικής κοινότητας, όταν συζητείται θέμα που την αφορά ειδικά, καθώς
και οι πρόεδροι των νομικών προσώπων του δήμου και άλλοι υπηρεσιακοί
παράγοντες όποτε τούτο κρίνεται αναγκαίο. Ειδικότερα, η Εκτελεστική Επιτροπή
ασκεί και τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Παρακολουθεί την εκτέλεση των
αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, β) Συντονίζει την κατάρτιση και
παρακολουθεί την εκτέλεση του επιχειρησιακού προγράμματος, το οποίο και
εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο, γ) Καταρτίζει και εισηγείται στο δημοτικό
συμβούλιο το τεχνικό πρόγραμμα του δήμου και έχει την ευθύνη της υλοποίησής του,
δ) Συγκεντρώνει και αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών του δήμου στο πλαίσιο
της προετοιμασίας για την κατάρτιση του προϋπολογισμού και εισηγείται το
προσχέδιο του προϋπολογισμού και το ετήσιο πρόγραμμα δράσης προς την
οικονομική επιτροπή, ε) Έχει την ευθύνη για την πιστή εκτέλεση του
προϋπολογισμού, στ) Εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο τα σχέδια: i) Οργανισμού
Εσωτερικής Υπηρεσίας, ii) Κανονισμού μέτρησης και αξιολόγησης της απόδοσης των
δημοτικών υπηρεσιών, ζ) Εισηγείται τα σχέδια αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών και
φυσικών καταστροφών του δήμου, η) Παρακολουθεί, αξιολογεί και συντονίζει τη

7
δράση των νομικών προσώπων και υπηρεσιών του δήμου και ενημερώνει σχετικά το
δημοτικό συμβούλιο.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποτελεί το βασικό όργανο του δήμου και
περιλαμβάνει δεκατρία (13) έως σαράντα εννέα (49) μέλη, ανάλογα με το
πληθυσμιακό μέγεθος του εκάστοτε Δήμου. Η θητεία του είναι πενταετής, όμως το
Προεδρείο του εκλέγεται για θητεία δυόμισι ετών κι έτσι ανανεώνεται μια φορά κατά
τη διάρκεια της δημοτικής θητείας. Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου
προέρχεται από τους δημοτικούς συμβούλους του επιτυχόντος στις εκλογές
συνδυασμού (δηλ. του συνδυασμού με επικεφαλής το δήμαρχο που εξελέγη
τελικώς). Η μείζων μειοψηφία εκλέγει τον Αντιπρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου,
ενώ από την ελάσσονα μειοψηφία προέρχεται ο Γραμματέας. Τα μέλη του δημοτικού
συμβουλίου ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις, ανάλογα με τον συνδυασμό με τον
οποίο έχουν εκλεγεί. Επικεφαλής της δημοτικής παράταξης είναι ο σύμβουλος που
ήταν υποψήφιος Δήμαρχος. Η δημοτική αρχή είναι υποχρεωμένη να παραχωρεί
γραμματειακή υποστήριξη στις δημοτικές παρατάξεις, καθώς και κατάλληλα
εξοπλισμένο χώρο. Κάθε δημοτικός σύμβουλος μπορεί να ζητά από τον Δήμαρχο,
τον αρμόδιο αντιδήμαρχο την Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι χρήσιμα για την άσκηση των
καθηκόντων του. Στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου προσκαλείται ο
Δήμαρχος και μετέχει στις συζητήσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο έχει γενική αρμοδιότητα να αποφασίζει για όλα
τα θέματα που αφορούν το Δήμο και δεν ανήκουν στις αρμοδιότητες των άλλων
οργάνων του δήμου που απαριθμούνται περιοριστικά στις σχετικές διατάξεις ή το ίδιο
το δημοτικό συμβούλιο μεταβίβασε στην επιτροπή ποιότητας ζωής (άρθρο 65 παρ. 6
Ν.3852/2010) ή σε συμβούλιο δημοτικής κοινότητας (83 παρ. 9) ή σε συμβούλιο
τοπικής κοινότητας (84 παρ. 6). Το Δημοτικό Συμβούλιο διατηρεί πάντοτε το
δικαίωμα να συζητεί και να παρέχει κατευθύνσεις προς τα υπόλοιπα όργανα του
Δήμου επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος, καθώς επίσης και επί θεμάτων, που
σχετίζονται γενικότερα με τη διοίκηση του Δήμου, την οικονομική του πορεία και την
εν γένει λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των δημοτικών
επιχειρήσεων. Στις βασικές αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου
συμπεριλαμβάνονται, πάντως, κατά το νόμο και οι εξής: α) Ορίζει τους φόρους, τα
τέλη, τα δικαιώματα και τις εισφορές, β) Αποφασίζει για την ονομασία και την
μετονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών (άρθρο 8 του Ν.3463/2006), γ) Εκδίδει
κανονιστικές αποφάσεις που αφορούν όρους εγκατάστασης και λειτουργίας
καταστημάτων, προστασία περιβάλλοντος, λαϊκές αγορές και υπαίθριες εμπορικές
δραστηριότητες κ.ο.κ., δ) Με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, η
οποία πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, για ιδιαίτερα σοβαρά θέματα, μπορεί να
αποφασίζει να ασκήσει το ίδιο αρμοδιότητες των Επιτροπών Οικονομικών και
Ποιότητας Ζωής, ε) Με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, στην
αρχή κάθε έτους, μπορεί να αποφασίσει ότι αναθέτει στα συμβούλια των δημοτικών
και τοπικών κοινοτήτων την άσκηση αρμοδιοτήτων του εκτός από την έκδοση
κανονιστικών πράξεων, την επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων, τη σύναψη
δανείων, τη σύσταση και λειτουργία δημοτικών ιδρυμάτων και λοιπών νομικών
προσώπων και την εκλογή των συλλογικών οργάνων τους, Οι παραπάνω
αρμοδιότητες πάντως, υφίστανται έναν χρονικό περιορισμό: ένα (1) μήνα πριν από
τη διενέργεια των εκλογών και μέχρι την εγκατάσταση των νέων δημοτικών αρχών,

8
το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει μόνο για θέματα που αναφέρονται σε έκτακτες
περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.
Η Οικονομική Επιτροπή (άρθρο 72 Ν. 3852/2010) εκλέγεται για θητεία
δυόμιση ετών από το δημοτικό συμβούλιο μεταξύ των μελών της και έχει ως
πρόεδρο τον Δήμαρχο ή τον Αντιδήμαρχο που ορίζεται από αυτόν και, ανάλογα με
τον συνολικό αριθμό των δημοτικών συμβούλων, από 6-10 μέλη. Από αυτά, 2-4
μέλη, ανάλογά με τον συνολικό αριθμό των μελών της, προέρχονται από την
μειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου. Η Οικονομική Επιτροπή, είναι όργανο
παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του δήμου, με τις εξής,
μεταξύ άλλων, αρμοδιότητες: α) Συντάσσει τον προϋπολογισμό του δήμου και
προβαίνει στην τελική διαμόρφωση του σχεδίου προϋπολογισμού εξόδων των
δημοτικών και τοπικών κοινοτήτων του δήμου,, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 και
3 του Ν. 3852/2010, β) Ελέγχει την υλοποίηση του προϋπολογισμού και προελέγχει
τον απολογισμό, γ) αποφασίζει για την έγκριση των δαπανών και τη διάθεση των
πιστώσεων του προϋπολογισμού, εκτός από εκείνες που σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις αποφασίζει το δημοτικό συμβούλιο, δ) διεξάγει τις δημοπρασίες, ε)
εισηγείται προς το δημοτικό συμβούλιο την επιβολή τελών, δικαιωμάτων και
εισφορών, στ) αποφασίζει για θέματα σχετικά με τη νομική υποστήριξη του δήμου.
Στους δήμους άνω των 10.000 κατοίκων, συστήνεται Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής, η οποία είναι «αποφασιστικό και εισηγητικό όργανο άσκησης αρμοδιοτήτων
του Δήμου που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής, την χωροταξία, την πολεοδομία και
την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 73 Ν.3852/2010). Η Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής αποτελείται από τον Δήμαρχο ή τον οριζόμενο από αυτόν αντιδήμαρχο ως
πρόεδρο, ενώ ο αριθμός των μελών της και η σύνθεσή της είναι αντίστοιχη με εκείνη
της Οικονομικής Επιτροπής (βλ. παραπάνω). Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες της
Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, είναι, μεταξύ άλλων, οι εξής: α) η χορήγηση
προέγκρισης ίδρυσης καταστημάτων και επιχειρήσεων, β) η ανάκληση ή οριστική
αφαίρεση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας των καταστημάτων επιχειρήσεων και
λοιπών εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων αρμοδιότητας του Δήμου, γ) η χορήγηση
ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας μουσικής, δ) η εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο
για θέματα καθορισμού χρήσεων γης, ρυθμιστικών σχεδίων, πολεοδομικού
σχεδιασμού, αναπλάσεων κ.ά, ε) η εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο για θέματα
χωροθέτησης κοιμητηρίων και κέντρων αποτέφρωσης νεκρών.
Στους Δήμους με πληθυσμό άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων
συγκροτείται Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης (άρθρο 76), με απόφαση του
Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των
μελών του Η Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης είναι όργανο με συμβουλευτικές
αρμοδιότητες και έχει θητεία που δεν υπερβαίνει τα δυόμιση έτη. Η εν λόγω
επιτροπή, αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων της τοπικής κοινωνίας
(τοπικοί εμπορικοί, επαγγελματικοί και επιστημονικοί σύλλογοι, αθλητικοί και
πολιτιστικοί φορείς, σύλλογοι γονέων κ.ά.) καθώς και δημότες και μετά από σχετική
κλήρωση. Ο συνολικός αριθμός των μελών της Επιτροπής Διαβούλευσης,
συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, μπορεί να είναι από 25 έως 50 μέλη. Η
δημοτική επιτροπή διαβούλευσης συνεδριάζει δημόσια, μετά από πρόσκληση του
προέδρου της, υποχρεωτικά μια φορά το χρόνο, πριν από τη σύνταξη των
προσχεδίων του προϋπολογισμού, ενώ έχει και τις εξής αρμοδιότητες: α)
Γνωμοδοτεί στο δημοτικό συμβούλιο σχετικά με τα αναπτυξιακά προγράμματα και τα
προγράμματα δράσης του δήμου, το επιχειρησιακό πρόγραμμα και το τεχνικό

9
πρόγραμμα του δήμου, β) Γνωμοδοτεί για θέματα γενικότερου τοπικού
ενδιαφέροντος, που παραπέμπονται σε αυτή από το δημοτικό συμβούλιο ή τον
δήμαρχο, γ) Εξετάζει τα τοπικά προβλήματα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες του
δήμου και διατυπώνει γνώμη για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση
των δυνατοτήτων αυτών, δ) Δύναται να διατυπώνει παρατηρήσεις επί του
περιεχομένου των κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεων.
Στους Δήμους άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, επιλέγεται
πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας, ως συμπαραστάτης του δημότη και
της επιχείρησης, η θητεία του οποίου ακολουθεί την θητεία των δημοτικών αρχών.
Πρόκειται για όργανο «εσωτερικού ελέγχου», καταπολέμησης της κακοδιοίκησης στο
δήμο, διασφάλισης της αμεροληψίας και διαμεσολάβησης μεταξύ των δημοτικών
υπηρεσιών και των πολιτών. Ο συμπαραστάτης υποστηρίζεται διοικητικά από τις
υπηρεσίες του Δήμου, δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών και
επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών του Δήμου, των νομικών του
προσώπων και των επιχειρήσεών του και διαμεσολαβεί προκειμένου να επιλυθούν
τα σχετικά προβλήματα, ενώ είναι υποχρεωμένος να απαντά εγγράφως ή
ηλεκτρονικά εντός τριάντα (30) ημερών στους ενδιαφερόμενους. Ο συμπαραστάτης
του δημότη και της επιχείρησης συντάσσει ετήσια έκθεση που συζητείται σε ειδική
δημόσια συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Το συμβούλιο ένταξης μεταναστών (άρθρο 78 Ν. 3852/2010), αποτελείται
από 5-11 μέλη, τα οποία ορίζονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο. Μέλη της είναι
δημοτικοί σύμβουλοι, εκπρόσωποι φορέων μεταναστών ή εκπρόσωποι που
επιλέγονται από την κοινότητα των μεταναστών που κατοικούν μόνιμα στον δήμο,
καθώς και εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων οι οποίοι αναπτύσσουν εντός του δήμου
δράση σχετική με τα προβλήματα των μεταναστών. Τα συμβούλια ένταξης
μεταναστών έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα και στόχος τους είναι η ενίσχυση της
ένταξης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία.
Εκτός από σημαντικό αριθμό νέων οργάνων που καθιέρωσε, ο νόμος
«Καλλικράτης» δημιούργησε κι ένα εκτεταμένο σύστημα εσωτερικών γεωγραφικών
υποδιαιρέσεων των δήμων με όργανα «δημοτικής αποκέντρωσης». Έτσι, τα
δημοτικά διαμερίσματα στα οποία υποδιαιρούνται οι δήμοι άνω των 100.000
κατοίκων (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Περιστερίου, Ηρακλείου, Λαρίσης
κλπ.) μετονομάζονται σε δημοτικές κοινότητες. Επιπλέον, οι γεωγραφικές
περιφέρειες δήμων και κοινοτήτων που έχουν καταργηθεί χαρακτηρίζονται ως
τοπικές κοινότητες εφόσον έχουν πληθυσμό έως και 2.000 κατοίκους και ως σε
δημοτικές κοινότητες εφόσον έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό. Οι δημοτικές κοινότητες
διαθέτουν ως αιρετό όργανο το συμβούλιο δημοτικής κοινότητας που εκλέγεται
άμεσα την ημέρα των δημοτικών εκλογών σύμφωνα με το συνολικό εκλογικό
αποτέλεσμα στο δήμο και εκλέγει μεταξύ των μελών του πρόεδρο και αντιπρόεδρο.
Στις τοπικές κοινότητες εκλέγεται συμβούλιο και πρόεδρος σύμφωνα με το τοπικό
εκλογικό αποτέλεσμα ή απλά εκπρόσωπος εφόσον η τοπική κοινότητα δεν έχει
περισσότερους από 300 κατοίκους
Τα συμβούλια των δημοτικών κοινοτήτων δίδουν τις προεγκρίσεις για την
λειτουργία επιχειρήσεων και επιτηδευμάτων, ενώ προτείνουν στα αρμόδια κεντρικά
όργανα του δήμου τους χώρους και τις θέσεις πώλησης σε λαϊκές αγορές και άλλες
αγορές σε ανοικτούς χώρους (π.χ. αγορές Χριστουγέννων και άλλες εποχικές
αγορές). Τα συμβούλια των τοπικών κοινοτήτων έχουν συμβουλευτικό ρόλο και
δικαίωμα πρωτοβουλιών. Τα δημοτικά συμβούλια μπορούν να μεταβιβάσουν

10
πρόσθετες αποφασιστικές αρμοδιότητες στα συμβούλια των δημοτικών ή/και των
τοπικών κοινοτήτων, όμως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια και γενικά τα συμβούλια
αυτά δεν έχουν εκπληρώσει τις προσδοκίες που φάνηκε να προδιαγράφει ο
νομοθέτης με τις επιλογές του.
Όμως ακόμη και στους κεντρικούς δήμους, αρκετά από τα νέα όργανα που
προέβλεψε ο «Καλλικράτης» υπονομεύθηκαν από τα κατεστημένα δίκτυα εξουσίας
και επιρροής στην τοπική αυτοδιοίκηση με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν ή και να
μην ενεργοποιηθούν καθόλου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του «Συμβουλίου
Μεταναστών» που ενεργοποιήθηκε σε ελάχιστους δήμους, ενώ και ένας άλλος
σημαντικός θεσμός συμμετοχής, η «Επιτροπή Διαβούλευσης», λειτούργησε σε
ελάχιστες περιπτώσεις. Τέλος, τα δημοτικά συμβούλια της χώρας κατάφεραν μόλις
σε 19 δήμους να εκλέξουν «Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης»,
ωστόσο τα αποτελέσματα της λειτουργίας αυτού του θεσμού διαμεσολάβησης και
καταπολέμησης της κακοδιοίκησης κρίνονται ιδιαίτερα ικανοποιητικά, στους δήμους
όπου ενεργοποιήθηκε.

4.2.1.3. Διοικητική Εποπτεία

Η κρατική εποπτεία στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης


κατοχυρώνεται συνταγματικά (άρθρο 102, Παρ. 4 Συντ.) και περιορίζεται
αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας. Ο θεσμός της κρατικής εποπτείας είναι πολύ
σημαντικός για τη διατήρηση της ενότητας του κράτους, την ομοιόμορφη εφαρμογή
των νόμων και, βέβαια, για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι αρχές
εποπτείας μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά τους δήμους σε θέματα ορθής
εφαρμογής της νομοθεσίας, ενώ μπορούν να λειτουργήσουν και ως ένα είδος
φίλτρου, μέσω του οποίου ελαχιστοποιείται κατά το δυνατόν ο αριθμός των
δημοτικών υποθέσεων που καταλήγουν προς επίλυση στην υπερφορτωμένη
διοικητική δικαιοσύνη.
Ο Νόμος «Καλλικράτης» (Άρθρο 214) προέβλεπε αρχικά τη δημιουργία μιας
Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας με επτά Ελεγκτές Νομιμότητας με θητεία που θα
ήταν πρόσωπα υψηλών προσόντων και θα ήταν προϊστάμενοι αντίστοιχων
περιφερειακών υπηρεσιών που θα στελεχώνονταν με εξειδικευμένο προσωπικό.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα αυτή η ειδική υπηρεσία δεν έχει καταστεί δυνατόν να
δημιουργηθεί εξαιτίας της έλλειψης πόρων, αλλά και της απουσίας πολιτικής
βούλησης για την ενεργοποίησή της. Προσωρινά λοιπόν (από το 2011), οι
αρμοδιότητες εποπτείας ασκούνται από το Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης
Διοίκησης και τις Υπηρεσίες του (άρθρο 238 Ν. 3852/2010).
Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων του δήμου διαβιβάζονται στον
Γ.Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης για έλεγχο νομιμότητας, εφόσον αφορούν
ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου, την ανάθεση έργων, υπηρεσιών, μελετών και
προμηθειών, την αγορά και εκποίηση ακινήτων, την κήρυξη αναγκαστικών
απαλλοτριώσεων, τη σύναψη κάθε μορφής συμβάσεων, τις διαδικασίες κατάρτισης
των επιχειρησιακών προγραμμάτων ή τη σύναψη δανείων. Επίσης, αποστέλλονται
προς έλεγχο νομιμότητας οι αποφάσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων, των
Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και των
μονομετοχικών ανωνύμων εταιρειών Ο.Τ.Α. που αφορούν: α) αύξηση του μετοχικού
κεφαλαίου, β) εκποίηση παγίων περιουσιακών στοιχείων και γ) λήψη δανείων.

11
Ο Γενικός Γραμματέας έχει την δυνατότητα να ελέγχει αυτεπάγγελτα κάθε
απόφαση των οργάνων καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και
των επιχειρήσεων του δήμου (εξαιρουμένων των ανωνύμων εταιριών στις οποίες η
τοπική αυτοδιοίκηση δεν έχει την πλειοψηφία), επίσης και των συνδέσμων δήμων και
εντός προθεσμίας δύο μηνών να εκδίδει ακυρωτική απόφαση, εφόσον συντρέχουν
λόγοι νομιμότητας.
Επιπλέον, κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει την
απόφαση ενός οργάνου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του δήμου και
των συνδέσμων δήμων, με την κατάθεση εντός 15 ημερών ειδικής διοικητικής
προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η αντίστοιχη
απόφαση του τελευταίου μπορεί να προσβληθεί σε διάστημα ενός μηνός ενώπιον
Ειδικής Επιτροπής, σύμφωνα με το Άρθρο 152 του Κώδικα Δήμων (Ν. 3463/2006
στην ισχύουσα μορφή του).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η διοικητική εποπτεία, εκτός από τη δυνατότητα
ακύρωσης των σχετικών πράξεων, περιλαμβάνει και την επιβολή των ποινών της
αργίας και της έκπτωσης σε αιρετά όργανα δήμων, μετά από αιτιολογημένη
απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι ποινές αυτές
επιβάλλονται εφόσον αυτά τα όργανα έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των
καθηκόντων τους ή υπέρβαση της αρμοδιότητάς τους από δόλο ή βαριά αμέλεια ή
εφόσον έχουν παραβιάσει καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με ειδικές νομοθετικές
ρυθμίσεις. Για την επιβολή των πειθαρχικών ποινών της αργίας και τη διάρκειά της,
καθώς και της έκπτωσης, απαιτείται σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού συμβουλίου που
αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστές. Σημειώνεται επίσης, ότι οι αιρετοί
εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους: α. Αν στερηθούν τη διαχείριση της
περιουσίας τους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, β. Αν στερηθούν τα πολιτικά τους
δικαιώματα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, γ. αν καταδικαστούν με αμετάκλητη
δικαστική απόφαση, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε οποιαδήποτε
ποινή για ορισμένα αδικήματα (πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, δωροδοκία,
εκβίαση, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, σωματεμπορία, παράνομη διακίνηση
αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, τη
λαθρεμπορία κ.ά.). Το ίδιο ισχύει και για την αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση
καθήκοντος, εφόσον κατά τη διάπραξη του αδικήματος αυτού προξενείται οικονομική
βλάβη στο δήμο. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Γενικού
Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Δραστηριότητα 1
Συγκρίνατε τις διατάξεις και την διαδικασία διοικητικής εποπτείας επί των Πράξεων
των Δήμων που προβλέπονταν από τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν.
3463/2006) με εκείνες που καθιέρωσε η νέα νομοθεσία του Καλλικράτη (Ν.
3852/2010).

12
4.2.1.4. Έλεγχος Δαπανών

Το άρθρο 98 παρ. 1α του Συντάγματος προβλέπει τον έλεγχο των δαπανών


των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κατόπιν σχετικής νομοθετικής ρύθμισης. Στο
πλαίσιο αυτό, με σχετικά προεδρικά διατάγματα είχαν υπαχθεί το 1997 στον
προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι Δήμοι Αθηνών, Πειραιώς και
Θεσσαλονίκης, ενώ το 2001 οι Δήμοι Περιστερίου και Ηλιούπολης. Το σύστημα του
προληπτικού ελέγχου επί των Δήμων γενικεύτηκε με το νόμο 3202/2003 που τέθηκε
σε εφαρμογή το 2005. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, οι δαπάνες των
Δήμων με πληθυσμό άνω των 5000 κατοίκων υπάγονταν πλέον στον προληπτικό
έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010
«Καλλικράτης» προβλέπεται ότι οι δαπάνες των δήμων, των νομικών τους
προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και των κοινωφελών επιχειρήσεων, των
επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δημοτικών ανωνύμων εταιρειών του
άρθρου 266 του Ν. 3463/2006 (μονομετοχικές εταιρείες διαχείρισης ακίνητης
περιουσίας), εξαιρουμένων των σχολικών επιτροπών, υπάγονται στον προληπτικό
έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επιπλέον, το ελεγκτικό συνέδριο ελέγχει όλες τις
συμβάσεις των δήμων και των νομικών τους προσώπων με χρηματικό αντικείμενο
άνω των 200.000 Ευρώ. Αρμόδια όργανα για τη διενέργεια των παραπάνω ελέγχων
είναι οι υπηρεσίες επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εδρεύουν στις
πρωτεύουσες των νομών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πλέον, κατά το άρθρο 277
του Ν. 3852/2010, ο αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών Επίτροπος,
κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους μπορεί να παρακολουθεί την κανονική
είσπραξη των εσόδων των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους προσώπων και να ασκεί
τον έλεγχο για την είσπραξη των νομίμως βεβαιωθέντων χρεών, οφειλών ή
προστίμων σε βάρος τρίτων.
Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος
των λογαριασμών των δήμων και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου,
καθώς και των κοινωφελών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης
και των δημοτικών ανωνύμων εταιρειών του άρθρου 266 του Ν. 3463/2006.. Ο
κατασταλτικός έλεγχος είναι ετήσιος τακτικός και δειγματοληπτικός, εκτός εάν από το
δειγματοληπτικό έλεγχο προέκυψαν λόγοι που επιβάλλουν τη γενίκευση του ελέγχου
και διενεργείται μετά το τέλος κάθε οικονομικής χρήσης ή είναι έκτακτος γενικός ή
ειδικός ή θεματικός και συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας της
διαχείρισης. Κατά τον κατασταλτικό έλεγχο ελέγχονται, ιδίως: α) η τήρηση της αρχής
της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης β) η ορθή τήρηση του κατά περίπτωση
ισχύοντος λογιστικού ή διαχειριστικού συστήματος, σύμφωνα με τους κανόνες και τις
αρχές που το διέπουν, γ) η τήρηση και ενημέρωση των λογαριασμών, ώστε να
απεικονίζουν με ακρίβεια το περιεχόμενο των οικονομικών πράξεων και
δημοσιονομικών ενεργειών, δ) η νόμιμη καταβολή του μεριδίου τυχόν συμμετοχής
ενός ή περισσοτέρων Ο.Τ.Α. σε κάθε φύσεως νομικά πρόσωπα αυτών ή σε
προγραμματικές συμβάσεις, ε) η νόμιμη λήψη δανείων, η παροχή εγγυήσεων και η
τήρηση των όρων των σχετικών συμβάσεων, στ) η νόμιμη διαχείριση της κινητής και
ακίνητης περιουσίας και ζ) η έγκαιρη και κανονική απόδοση των υπέρ τρίτων
εισπραττόμενων νομίμων δικαιωμάτων και η είσπραξη και η διαχείριση των
ανταποδοτικών τελών ή άλλων ειδικών εσόδων ή των εσόδων από δάνεια ή των

13
βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές και πρόστιμα σε βάρος τρίτων. Αρμόδιος για τον
κατασταλτικό έλεγχο, είναι ο ίδιος Επίτροπος, που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό
έλεγχο των δαπανών των υπόχρεων φορέων. Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να
ολοκληρωθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου
του απολογισμού ή ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα.

4.2.1.5. Πόροι – Προϋπολογισμός

Το Σύνταγμα (Άρθρο 102, Παρ. 5) εγγυάται την οικονομική αυτοτέλεια των


δήμων συμπεριλαμβανομένης μιας αυτοτελούς διαχείρισης των εσόδων και εξόδων,
εισπράξεων και πληρωμών. Περαιτέρω, ορίζεται ότι το κράτος εξασφαλίζει στους
δήμους τους απαραίτητους πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής τους
Επιπλέον το κράτος βάσει της αρχής της συνάφειας, υποχρεούται με κάθε
μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανά του προς την τοπική
αυτοδιοίκηση, να μεταβιβάζει και τους αναλογούντες πόρους.
Κατά κανόνα το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων των δήμων προέρχεται
από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) και τους ίδιους πόρους. Σχεδόν
όλοι οι δήμοι αντλούν το 80-90% των εσόδων τους από τις δύο αυτές πηγές. Ακόμα
και το ύψος των εσόδων από επιχορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να
είναι σημαντικό. Αυτό εξαρτάται από τις δαπάνες των προγραμμάτων και των
δράσεων που υλοποιούνται από τον δήμο στην διάρκεια μιας προγραμματικής
περιόδου.
Η αναδιάρθρωση των δήμων που προέκυψε από το Νόμο «Πρόγραμμα
Καλλικράτης» άλλαξε και την σύνθεση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ).
Μέσω των ΚΑΠ επιδοτούνται σε μηνιαία βάση από το κράτος οι λειτουργικές
δαπάνες των δήμων. Το συνολικό ποσό των ΚΑΠ το οποίο διανέμεται ετησίως στους
325 δήμους, καθορίζεται στον κρατικό προϋπολογισμό. Η διανομή στους 325 δήμους
γίνεται με βάση πρόταση τόσο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) όσο
και του Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι ΚΑΠ διαμορφώνονται επί του παρόντος με βάση τις παρακάτω πηγές
εσόδων: α) 20% των ετήσιων εσόδων από τον φόρο εισοδήματος, β) 12% των
ετήσιων εσόδων από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), γ) 50% των ετήσιων
εσόδων από τον φόρο ακινήτων. Τα τρία σημαντικότερα κριτήρια κατανομής των
ΚΑΠ στους επιμέρους δήμους είναι: i Πληθυσμός, ii. Αριθμός οικισμών, iii. Ελάχιστο
λειτουργικό κόστος κάθε δήμου. Υπάρχει βέβαια και προβληματισμός για πρόσθετα
Κριτήρια κατανομής, όπως λ..χ. τοπικές αναπτυξιακές δομές, αποθέματα υδατικών
πόρων, έκταση δήμου.
Το άθροισμα των εσόδων που προέρχονται από φόρους χωρίζεται σε δύο
κατηγορίες επιχορηγήσεων: 1) Τακτική μηνιαία επιχορήγηση: Προκύπτει από τα
2/3 του συνολικού φόρου εισοδήματος και το σύνολο των φόρων προστιθέμενης
αξίας και ακινήτων. Η τακτική αυτή μηνιαία επιχορήγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί
από τους δήμους για την κάλυψη των εξόδων τους, 2) Τετραμηνιαία επιχορήγηση:
Χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών, γνωστή σαν ΣΑΤΑ (Συλλογική απόφαση
τοπικής αυτοδιοίκησης): Αυτή προκύπτει από το 1/3 των ετήσιων εσόδων του φόρου
εισοδήματος. Επιπλέον λαμβάνουν οι δήμοι άπαξ και ειδικές επιχορηγήσεις, για
χρηματοδότηση δαπανών, οι οποίες σχετίζονται με την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων

14
ή αποσκοπούν στην κάλυψη απρόβλεπτων δαπανών.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα κατανομής κρατικών επιχορηγήσεων,
μπορεί να παρουσιασθεί η κατανομή ΚΑΠ το 2011: Πίστωση 3.113.185.000,00
Eυρώ: Περιλαμβάνει: α) Τακτική επιχορήγηση: 1.992.838.999,88 Eυρώ,
υπολογιζόμενη σύμφωνα με τον πληθυσμό, τον αριθμό των οικισμών και – κυρίως –
το ελάχιστο των δαπανών διοίκησης με βάση τις δαπάνες του προηγούμενου έτους,
β) Τις Ειδικές επιχορηγήσεις: 990.556.000,12 Ευρώ, για χρηματοδότηση
αρμοδιοτήτων του δήμου και κάλυψη υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις
ισχύουσες διατάξεις, με βάση τις αποφάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών (π.χ.
ΣΑΤΑ) και τέλος γ) Τη Μεταφορά 129.790.000,00 Eυρώ, από τους ΚΑΠ των δήμων,
σε αυτούς (ΚΑΠ) των περιφερειών, για κάλυψη αναληφθέντων αρμοδιοτήτων
(μεταφορά μαθητών, φυτοπροστασία).
Τα ίδια έσοδα των δήμων, προέρχονται από μια σειρά φόρων, τελών και
εισφορών. Το συγκεκριμένο ύψος εισφοράς διαφέρει από δήμο σε δήμο. Ο
πληθυσμός, ο νησιωτικός ή ορεινός χαρακτήρας, η τοπική μορφή της οικονομίας
(παροχή υπηρεσιών, τουρισμός, γεωργία), η οικοδομική δραστηριότητα, η δημοτική
περιουσία είναι από τους παράγοντες που καθορίζουν το ύψος των επιμέρους
εσόδων. Από τα ίδια έσοδα, μεγάλη σημασία έχουν τα τέλη, τα οποία προκύπτουν
ως αποζημίωση για υπηρεσίες ή για την χρήση χώρων του δήμου:
— Τέλη ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης
— Τέλη καθαριότητας και αποκομιδής απορριμμάτων καθώς και τέλη φωτισμού
— Τέλη για την χρήση δημόσιων χώρων, για την μόνιμη ή προσωρινή χρήση
δρόμων, πεζοδρομίων και πλατειών
— Τέλη στάθμευσης οχημάτων σε ελεγχόμενες ζώνες στάθμευσης
— Τέλη νεκροταφείων
— Τέλη ορυχείων
— Τέλη από εστιατόρια, ξενοδοχεία
Το ύψος των ιδίων εσόδων καλύπτει συνήθως το ένα τρίτο των δαπανών των
προϋπολογισμών των δήμων. Ο καθορισμός και η πραγματική εισροή των ιδίων
εσόδων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποφασιστικότητα της διοίκησης του
δήμου να εισπράξει πραγματικά αυτά τα έσοδα.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που έφερε η κρίση (μείωση κατά 60% των ΚΑΠ
μέσα σε πέντε χρόνια), η οικονομική διαχείριση των δήμων βρίσκεται σήμερα σε
καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Στην αισθητή βελτίωση
της οικονομικής διαχείρισης των δήμων συνέβαλαν: α. Η υποχρέωση διαμόρφωσης
και υλοποίησης ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, β. το πρόγραμμα εξόφλησης
παλιών χρεών και υποχρεώσεων των δήμων σε ιδιώτες μέσω ειδικής επιχορήγησης
690 εκατ. Ευρώ για τα «ληξιπρόθεσμα», από το οποίο επωφελήθηκαν, κάνοντας
χρήση του, τουλάχιστον 197 δήμοι και γ. η βελτιωμένη τελικά οικονομική εποπτεία
από το Υπουργείο Εσωτερικών και το νέο θεσμό του Παρατηρητηρίου
Δημοσιονομικής Αυτοτέλειας ΟΤΑ (στο οποίο υποβάλλουν οι δήμοι τα οικονομικά
τους στοιχεία και κατά περίπτωση λαμβάνουν υποστήριξη, συμβουλές και οδηγίες για
την διαχείριση των οικονομικών τους).
Ο προϋπολογισμός των δήμων συντάσσεται από την οικονομική επιτροπή
και ψηφίζεται από το δημοτικό συμβούλιο, ενώ υποβάλλεται στη συνέχεια στο Γενικό
Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ο Γενικός Γραμματέας δεν
εγκρίνει τον προϋπολογισμό αλλά ελέγχει εάν έχουν εγγραφεί σε αυτόν δαπάνες ή

15
έσοδα που δεν προβλέπονται από το νόμο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καλεί το
δημοτικό συμβούλιο να αναμορφώσει τον προϋπολογισμό.

4.2.1.6. Επιχειρησιακά και τεχνικά προγράμματα – Προγραμματικές


Συμβάσεις

Ένας βασικός μηχανισμός ανάπτυξης των Δήμων και Κοινοτήτων είναι η


κατάρτιση επιχειρησιακών και τεχνικών προγραμμάτων καθώς και η σύναψη
προγραμματικών συμβάσεων. Ως προς τα επιχειρησιακά προγράμματα,
προβλέπεται ότι σε αυτά καθορίζονται οι στρατηγικοί στόχοι και οι προτεραιότητες
της τοπικής ανάπτυξης και εξειδικεύονται οι σχετικές δράσεις για περίοδο
περισσοτέρων ετών. Τα προγράμματα αυτά καλύπτουν τόσο τις υπηρεσίες όσο και
τα νομικά πρόσωπα των δήμων. Ως προς τα τεχνικά προγράμματα προβλέπεται
ότι περιλαμβάνουν τον ετήσιο τεχνικό προγραμματισμό. Κατόπιν τούτων δεν
επιτρέπεται η εκτέλεση προγραμμάτων που δεν περιλαμβάνονται στο ετήσιο τεχνικό
πρόγραμμα.
Ως προς τις προγραμματικές συμβάσεις, που έχουν πολύ μεγάλη σημασία
στην πράξη, προβλέπεται (άρθρο 100 Ν. 3852/2010) ότι για τη μελέτη και εκτέλεση
έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής, καθώς και για την παροχή
υπηρεσιών κάθε είδους, οι δήμοι, οι περιφέρειες, οι σύνδεσμοι δήμων, οι
Περιφερειακές Ενώσεις Δήμων, η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας και η Ένωση
Περιφερειών, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία συνιστούν ή στα
οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι φορείς, καθώς και Ν.Π.Ι.Δ. στα οποία
συμμετέχουν ή συνιστούν η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας και η Ένωση
Περιφερειών, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, οι επιχειρήσεις
Ο.Τ.Α., σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, τα δημοτικά και περιφερειακά ιδρύματα,
καθώς και κοινωφελή ιδρύματα και κληροδοτήματα και τα ιδρύματα τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, στα οποία περιλαμβάνονται και τα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα,
μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους ή
και με φορείς του δημόσιου τομέα μεμονωμένα ή από κοινού.

4.2.1.7. Σύνδεσμοι Δήμων

Δύο ή περισσότεροι Δήμοι μπορούν, με απόφαση καθενός από τα δημοτικά


τους συμβούλια, να συστήσουν Σύνδεσμο Δήμων με ειδικό σκοπό την εκτέλεση
έργων ή την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών ή την άσκηση αρμοδιοτήτων τους,
καθώς και για το σχεδιασμό και την κατάρτιση προγραμμάτων και μεθόδων για την
ανάπτυξη του ευρύτερου χώρου τους (άρθρο 245 Ν. 3463/2006). Οι σύνδεσμοι αυτοί
αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού και ιδρύονται
με απόφαση των δημοτικών συμβουλίων, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη
πλειοψηφία του συνόλου των μελών τους, περιέχει τον ειδικό σκοπό για τον οποίο
ιδρύεται ο σύνδεσμος, τη χρονική διάρκεια και την έδρα του, καθώς και τις εισφορές
που πρέπει να καταβάλλει κάθε χρόνο κάθε Δήμος. Στην απόφαση σύστασης του
Συνδέσμου αναφέρονται ρητά και οι υπηρεσίες, για τις οποίες επιβάλλονται τέλη.

16
Ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αφού ελέγξει τη
νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων των δημοτικών συμβουλίων που αφορούν τη
σύσταση του Συνδέσμου, εκδίδει σχετική πράξη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως. Με την ίδια πράξη, σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ανάμεσα
στα συμβούλια, ορίζεται και η έδρα του Συνδέσμου.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μπορεί να γίνει
υποχρεωτική για ένα Δήμο η συμμετοχή σε Σύνδεσμο του ίδιου νομού ή νησιού, που
έχει συσταθεί, εφόσον συντρέχουν, αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Αν
στο Σύνδεσμο μετέχουν τα δύο τρίτα (2/3) τουλάχιστον των Δήμων του νομού ή του
νησιού, β) αν αποφασίσει τη συμμετοχή το διοικητικό συμβούλιο του Συνδέσμου με
την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του και γ) εφόσον
εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.
Ο Σύνδεσμος διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο, την εκτελεστική
επιτροπή και τον πρόεδρό του. Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από αιρετούς
αντιπροσώπους του κάθε Δήμου, που εκλέγονται από τα δημοτικά και κοινοτικά
συμβούλιά τους, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, με βάση τον πληθυσμό του
μικρότερου Δήμου, που εκπροσωπείται με έναν αντιπρόσωπο. Η εκτελεστική
επιτροπή αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου του Συνδέσμου, ως
πρόεδρο, και δύο (2) μέλη έως έξι (6) μέλη ανάλογα με τον αριθμό των μελών του
ΔΣ..
Αξίζει εξάλλου να σημειωθούν οι ειδικές διατάξεις που υφίστανται για τους
Φορείς Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ). Συγκεκριμένα,
σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 4Α του Ν. 3852/2010 όπως ισχύει, εντός των
διοικητικών ορίων κάθε περιφέρειας οι σύνδεσμοι και οι ανώνυμες εταιρείες που
έχουν συσταθεί ως ΦΟ.Δ.Σ.Α. ή άλλες επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου των Ο.Τ.Α. που ασκούν αρμοδιότητες ΦΟ.Δ.Σ.Α. κατά το μέρος που ασκούν
αντίστοιχες αρμοδιότητες, συγχωνεύονται σε ενιαίο σύνδεσμο, στον οποίο
συμμετέχουν υποχρεωτικά οι δήμοι όλων των διαχειριστικών ενοτήτων της
περιφέρειας. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δήμοι ασκούν αρμοδιότητες
ΦΟ.Δ.Σ.Α. και διαχειρίζονται εγκαταστάσεις προσωρινής αποθήκευσης,
επεξεργασίας και διάθεσης στερεών αποβλήτων, η διαχείριση αυτή ανατίθεται στον
ενιαίο σύνδεσμο,

4.2.1.8. Νομικά Πρόσωπα και Επιχειρήσεις Δήμων

Οι δήμοι, με σκοπό την οργάνωση και λειτουργία ορισμένης δημοτικής


υπηρεσίας, έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν και να λειτουργούν τα κάτωθι νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου: α) Δημοτικά ιδρύματα όπως ορφανοτροφεία,
γηροκομεία, μουσεία, β) μέχρι δύο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ένα στον
τομέα κοινωνικών υπηρεσιών και παιδείας κι ένα δεύτερο στον τομέα πολιτισμού,
αθλητισμού και περιβάλλοντος, γ) μέχρι δύο σχολικές επιτροπές για την
πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντίστοιχα, δ) ένα νομικό πρόσωπο για
την διαχείριση των λιμένων (Λιμενικό Ταμείο).
Επιπλέον, οι δήμοι έχουν το δικαίωμα να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν τα
κάτωθι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου - επιχειρήσεις: α) μια κοινωφελή
επιχείρηση στους τομείς κοινωνικής πρόνοιας, παιδείας, αθλητισμού, πολιτισμού και

17
περιβάλλοντος, β) μια δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, γ) μια
δημοτική επιχείρηση ειδικού σκοπού για την λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών
εφόσον αυτοί υπήρχαν ήδη πριν το 2010, δ) μια δημοτική μονομετοχική ανώνυμη
επιχείρηση για την αξιοποίηση της δημοτικής ακίνητης περιουσίας ή την λειτουργία
των δημόσιων χώρων, ε) Ανώνυμες Εταιρίες (εφόσον είχαν ήδη συσταθεί πριν την
θέση σε εφαρμογή του Νόμου «Πρόγραμμα Καλλικράτης»), στ) ήδη υφιστάμενες
αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

4.2.1.9. Εσωτερική Οργάνωση και Προσωπικό των Δήμων


Η εσωτερική δομή της διοίκησης του δήμου καθορίζεται με τον Οργανισμό
Εσωτερικής Υπηρεσίας (Οργανόγραμμα) (άρθρο 10 ν.3854/2010). Αυτός ο
Οργανισμός πρέπει να εγκριθεί από το δημοτικό συμβούλιο και καθορίζει την
διάρθρωση των δημοτικών υπηρεσιών σε:
— Γενικές Διευθύνσεις
— Διευθύνσεις
— Τμήματα ή Τομείς Αρμοδιοτήτων
— Αυτοτελή τμήματα
— Αυτοτελή γραφεία
Ο Οργανισμός καθορίζει τις υπηρεσίες καθώς και το αντικείμενο των
οργανικών μονάδων. Τα δημοτικά συμβούλια μπορούν, εντός του νομοθετικού
πλαισίου, να αποφασίζουν ελεύθερα για τον οργανισμό τους. Ωστόσο, σε πολλές
περιπτώσεις οι δήμοι ακολουθούν τα πρότυπα οργανογράμματα τα οποία έχουν
καταρτισθεί για συγκεκριμένους τύπους δήμων από την EETAA – την Ελληνική
Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (μια μικτή επιχείρηση με συμμετοχή
του κράτους, φορέων της αυτοδιοίκησης και άλλων φορέων του κοινωνικού τομέα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κενές οργανικές θέσεις των δήμων καταργήθηκαν
το 2012, ενώ το 2013 οι υπηρεσίες των δήμων έπρεπε να συρρικνωθούν κατά 30%.
Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω κατάργηση οργανικών μονάδων Από την 1η Ιανουαρίου
2011 και μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2016 πρέπει ο ετήσιος συνολικός αριθμός των
νεοπροσληφθέντων δημοσίων υπαλλήλων να μην υπερβαίνει το 1/5 του αριθμού των
αποχωρούντων, λόγω σύνταξης, παραίτησης ή απόλυσης.
Οι δήμοι δεν μπορούν ελεύθερα να προσλαμβάνουν προσωπικό. Αντίθετα
μία πρόσληψη είναι εφικτή, εφόσον οι σχετικές αιτήσεις του δήμου εγκριθούν από την
επιτροπή που προβλέπεται από την ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α΄) «Αναστολή
διορισμών και προσλ ή ψεων στο Δημόσιο Τομέα », ό πως ισχύει , στην οποία
συμμετέχουν οι Υπουργοί Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Οικονομικών. Αυτή η
έγκριση μπορεί να ισχύσει για τις παρακάτω σχέσεις εργασίας: 1. δημοσίου δικαίου
(μόνο για προσωπικό πανεπιστημιακής (ΠΕ) και τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΤΕ)
(άρ. 11 Ν.3833/2010) μέχρι και το τέλος του 2016, όπως και για όλες τις κατηγορίες
εκπαίδευσης στους νησιωτικούς δήμους), 2. ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. 3.
συμβάσεις έργου. Όταν πρόκειται για νέες προσλήψεις μόνιμων υπαλλήλων των
δήμων, προκηρύσσονται οι θέσεις μέσω ΑΣΕΠ. Πριν από αυτό πρέπει να τηρηθεί η
ακόλουθη διαδικασία: 1. Απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. 2.΄Εγκριση μέσω της
διϋπουργικής επιτροπής λαμβάνοντας υπόψη την τήρηση της προαναφερόμενης
αναλογίας 1:5. Από το 2009 δεν εγκρίθηκε καμία νέα πρόσληψη μόνιμου υπαλλήλου
σε δήμο. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται έγκριση της διϋπουργικής επιτροπής για: α.
Ειδικό Σύμβουλο, β. Ειδικό Συνεργάτη, γ. Επιστημονικό Συνεργάτη, δ. Προσωπικό
για δημόσια έργα υπό την διεύθυνση του δήμου (χωρίς ιδιώτη εργολάβο), ε. Τεχνικό

18
προσωπικό με βραχυπρόσθεμες συμβάσεις μέχρι 5 ημερών, στ. Προσωπικό με
δίμηνες συμβάσεις για κάλυψη εκτάκτων, προσωρινών ή εποχιακών αναγκών.
Επιπλέον, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Οικονομικών είναι δυνατή η πρόσληψη υπαλλήλων στους
δήμους στις ειδικές περιπτώσεις: 1. Υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
συγκεκριμένου χρόνου (μέχρι 8 μήνες), για ανταποδοτικές υπηρεσίες που
χρηματοδοτούνται με τέλη όπως συλλογή απορριμμάτων, υδραγωγεία, φωτισμός
οδών, 2. Προσωπικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου
ή έργου, το κόστος των οποίων διασφαλίζεται ότι καλύπτεται από τέλη ή συνδρομές
(π.χ. δημοτικές μουσικές σχολές, αθλητικά κέντρα, δημοτικές σχολές). Οι υπάλληλοι
αυτής της κατηγορίας μπορούν να προσληφθούν μόνο όταν τεκμηριώνεται έκτακτη
ανάγκη,
αλλά ακόμα και τότε μόνο με χρονικά περιορισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις έργων:
α. με έγκριση της διϋπουργικής επιτροπής (Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης
και Υπουργός Οικονομικών), β. μέσω διαδικασίας ΑΣΕΠ.
Για το 2012 εγκρίθηκαν 4.477 θέσεις, ενώ για το 2013 αυτές ήταν 3.582. Εδώ
πρέπει να σημειωθεί ότι με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθεροποίησης (Νόμος
4093/2012) οι εγκρίσεις του 2011 για προσλήψεις προσωπικού δήμων με χρονικά
περιορισμένη σχέση εργασίας ή με συμβάσεις έργου μειώθηκαν, σε σχέση με το έτος
2010, κατά 50%, ενώ του 2012 παρουσίασαν περαιτέρω μείωση 10% σε σχέση με το
2011. Για το 2013 και 2014 έπρεπε να μειωθεί ο αριθμός αυτός κατά 20% ανά έτος
σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και για τα έτη 2015 και 2016 η απαιτούμενη
μείωση είναι κατ’ έτος 10%.
Οι σημαντικές μειώσεις προσωπικού, με την απαγόρευση των προσλήψεων
και την πρόωρη συνταξιοδότηση των συχνά ανασφαλών δημοσίων υπαλλήλων
καθώς και οι απολύσεις, αναμενόταν ότι θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό να
αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή του προγράμματος μετακινήσεων προσωπικού
(ενδοαυτοδιοικητική κινητικότητα) μεταξύ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης
(ΟΤΑ), με την ελπίδα ότι μέσω αυτού θα επιτευχθεί μια ορθολογικότερη κατανομή
προσωπικού Το εν λόγω Πρόγραμμα κινητικότητας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Εργαζόμενοι στο δημόσιο, μισθοδοτούμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό

Φορέας 2012 2013 2014 (Ιούλιος)


Ανεξάρτητες αρχές: 1.909 1.893 1.914
Αποκεντρωμένες 7.362 6.703 6.865
Διοικήσεις:

Δήμοι: 124.368 125.194 120.369

Υπουργεία και άλλοι 558.574 544.343 530.781


δημόσιοι φορείς:

Σύνολο: 692.213 678.133 659.929

19
4.2.2. Τοπική Αυτοδιοίκηση Β’ Βαθμού

4.2.2.1 Περιφέρειες

Ο Ν 3852/2010 «Πρόγραμμα Καλλικράτης» επαναθεμελιώνει το δεύτερο βαθμό


τοπικής αυτοδιοίκησης με τη συγκρότηση 13 αιρετών Περιφερειών. Οι νέες
περιφέρειες είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα
οποία προέρχονται από τη συνένωση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι οποίες
καταργούνται. Η χωρική ενότητα των νέων οργανισμών περιλαμβάνει τις εδαφικές
περιφέρειες των καταργούμενων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Οι οργανισμοί της
δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, από τις 54 νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, τις 3
διευρυμένες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και τα 19 επαρχεία, δηλαδή ένα σύνολο 76
διοικητικών ενοτήτων, μετεξελίσσονται σε αιρετές περιφέρειες σε αριθμό αντίστοιχο
των προϋφιστάμενων 13 κρατικών περιφερειών.

Πίνακας 1: Οι 13 Περιφέρειες της χώρας, Έδρα, Έκταση (στοιχεία απογραφής


2011).

Έκταση
Περιφέρεια Έδρα Πληθυσμός Περιφέρειας
km 2

Περιφέρεια Ανατολικής Κομοτηνή


606.170 14.157
Μακεδονίας και Θράκης
Περιφέρεια Αττικής Αθήνα 3.812.330 3.770
Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου Μυτιλήνη 197.810 3.836
Περιφέρεια Δυτικής Πάτρα
680.190 11.350
Ελλάδας
Περιφέρεια Δυτικής Κοζάνη
282.120 9.451
Μακεδονίας
Περιφέρεια Ηπείρου Ιωάννινα 336.650 9.203
Περιφέρεια Θεσσαλίας Λάρισα 730.730 14.037
Περιφέρεια Ιονίων Νήσων Κέρκυρα 206.470 2.307
Περιφέρεια Κεντρικής Θες/νίκη
1.874.590 9.451
Μακεδονίας
Περιφέρεια Κρήτης Ηράκλειο 621.340 8.336
Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου Ερμούπολη 308.610 5.286
Περιφέρεια Πελοποννήσου Τρίπολή 581.980 15.490
Περιφέρεια Στερεάς Λαμία
546.870 15.549
Ελλάδας
Σύνολο Χώρας 10.787.690 131.583

Η ανάγκη για συγκρότηση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης στο επίπεδο μίας


ευρύτερης γεωγραφικής ενότητας προέκυψε κυρίως από τη αδυναμία των
νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων λόγω του μεγάλου αριθμού τους να ασκήσουν
αποτελεσματικά τον αναπτυξιακό τους ρόλο λόγω κυρίως του γεωγραφικού

20
κατακερματισμού τους. Η αναδιάταξη των δήμων σε λιγότερες και ισχυρότερες
μονάδες που αναλαμβάνουν περισσότερες αρμοδιότητες επέβαλε την ταυτόχρονη
αναδιάταξη του δεύτερου βαθμού σε ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες, ώστε να είναι
σε θέση να αναλάβουν νέες αρμοδιότητες, ιδίως στην περιφερειακή ανάπτυξη.

Η θεμελίωση της Περιφέρειας ως δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης:


• διασφαλίζει την αντιστοίχηση του θεσμού στις νέες λειτουργικές κλίμακες που έχουν
δημιουργηθεί, μετά την ολοκλήρωση νέων δικτύων μεταφορών και άλλων
υποδομών, με βάση τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, οι
οποίες έχουν μεταβάλει την οικονομική και κοινωνική γεωγραφία της χώρας.
• οδηγεί, επιπλέον, σε οικονομίες κλίμακας και συγκέντρωση δυνάμεων, τηρεί
δηλαδή, όρους απαραίτητους για την αποφασιστική βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό
της λειτουργίας της.
• εξασφαλίζει την απαραίτητη κλίμακα ώστε να αναλάβει σημαντικές αναπτυξιακές
λειτουργίες.
• επιτρέπει τη μεταβίβαση και πρόσθετων αρμοδιοτήτων που ασκούνταν από τις
κρατικές Περιφέρειες, με αποτέλεσμα να μειωθούν έτσι τα επίπεδα και η
πολυπλοκότητα άσκησης αρμοδιοτήτων και διεκπεραίωσης διαδικασιών, προς
όφελος του πολίτη, της Πολιτείας, αλλά και της οικονομίας.

Όπως και στη πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του
Συντάγματος, οι Περιφέρειες έχουν τεκμήριο αρμοδιότητας για τις τοπικές υποθέσεις
περιφερειακού επιπέδου. Ο προσδιορισμός της έννοιας της τοπικής υπόθεσής
περιφερειακού επιπέδου είναι δυσχερής δεδομένου ότι η αρχή της επικουρικότητας
είναι μια αόριστη νομική έννοια η οποία εξειδικεύεται κατά περίπτωση. Για το λόγο
αυτό ο Ν 3852/2010 επεχείρησε την ενδεικτική, ρητή καταγραφή των αρμοδιοτήτων
των νέων περιφερειών. Στις περιφέρειες μεταφέρονται λοιπόν οι αρμοδιότητες των
Νομαρχιακών Αυατοδιοικήσεων που ασκούνται αποτελεσματικότερα σε περιφερειακό
επίπεδο, καθώς επίσης και αρμοδιότητες που ασκούνταν από τις κρατικές
περιφέρειες, εκτός από όσες, έχοντας αμιγώς κρατικό χαρακτήρα, οι οποίες στο
πλαίσιο συνταγματικών επιταγών παραμένουν στην αποκεντρωμένη κρατική
διοίκηση. Για να γίνει πιο σαφής η λειτουργία των Περιφερειών παρουσιάζονται στη
συνέχεια, οι κατηγορίες των αρμοδιοτήτων τους, βάσει του άρθρου 186 του
Ν.3852/2010, οι οποίες προς διασφάλιση της συστηματικής παράθεσης τους,
ομαδοποιήθηκαν κατά τους παρακάτω συναφείς τομείς:

Προγραμματισμού – Ανάπτυξης, Γεωργίας - Κτηνοτροφίας – Αλιείας, Φυσικών


Πόρων - Ενέργειας – Βιομηχανίας (Υποτομείς Διαχείρισης Υδάτων, Ορυκτού
Πλούτου, Ενέργειας, Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας), Απασχόλησης - Εμπορίου –
Τουρισμού, Μεταφορών – Επικοινωνιών, Έργων - Χωροταξίας – Περιβάλλοντος,
Υγείας, Παιδείας - Πολιτισμού – Αθλητισμού, Πολιτικής Προστασίας και Διοικητικής
Μέριμνας

Ιδιαίτερη μνεία στον νόμο του Καλλικράτη γίνεται στο άρθρο 205 στις αρμοδιότητες
των νησιωτικών Περιφερειών (Νοτίου Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου και Ιονίου) που
αφορούν τα σχέδια των ενδοπεριφερειακών συγκοινωνιών καθώς αποτελεί μια
πρόσθετη αρμοδιότητα για τις εν λόγω Περιφέρειες που θα ασκείται σε περιφερειακό
επίπεδο.

Μια άλλη ταξινόμηση, που κατατάσσει τις αρμοδιότητες βάσει οικονομικών


μεταβολών που επιφέρουν αλλά και του είδους των λειτουργιών που αφορούν,
επιχειρείται σε αυτό το σημείο της εργασίας. Έτσι οι αρμοδιότητες χωρίστηκαν στις
εξής κατηγορίες:

21
1. Αρμοδιότητες παροχής υπηρεσιών

Πρόκειται για αρμοδιότητες οι οποίες ανήκουν στην Περιφέρεια και υποκρύπτουν


λειτουργικό κόστος, και ιδιαίτερα κόστος προσωπικού, καθώς για την διεκπεραίωση
τους απαιτείται η λειτουργία αρμόδιου τμήματος και συγκεκριμένου αριθμού
υπαλλήλων. Ευνόητο είναι πως για την άσκησή τους απαιτούνται έσοδα που
προορίζονται για την κάλυψη δαπανών λειτουργικού χαρακτήρα. Αυτά προκύπτουν
κατά το μεγαλύτερο μέρος από επιχορηγήσεις. Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να
διαχωριστούν στις εξής κατηγορίες: Χορήγηση αδειών, Χορήγηση βεβαιώσεων,
Λοιπές αρμοδιότητες παροχής υπηρεσιών

2. Αρμοδιότητες επενδυτικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα

Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει 2 σκέλη.

Το επενδυτικό σκέλος αφορά δαπάνες για έργα που εκπονούνται σε επίπεδο


περιφέρειας και περιλαμβάνει τόσο τον προγραμματισμό όσο και την
υλοποίηση και κατασκευή και συντήρηση των έργων. Το μεγαλύτερο σκέλος
των επενδυτικών αυτών δαπανών αφορά στην κατασκευή και κυρίως στη
συντήρηση του εθνικού και περιφερειακού οδικού δικτύου. Χρησιμοποιούνται
κονδύλια από τους Κ.Α.Π. (για επενδύσεις), από το Περιφερειακό Σκέλος του
Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και από τα Τομεακά και Περιφερειακά
Επιχειρησιακά Προγράμματα του Ε.Σ.Π.Α.

Το αναπτυξιακό σκέλος περιλαμβάνει αρμοδιότητες αναπτυξιακού


σχεδιασμού που εκτελούνται κατά κύριο λόγο σε κεντρικό επίπεδο στην έδρα
της κάθε Περιφέρειας και αφορούν όλη την έκτασή της.

3. Ελεγκτικές- κυρωτικές αρμοδιότητες

Πρόκειται για αρμοδιότητες που μπορούν να αποδώσουν ίδια έσοδα στις Περιφέρειες
μέσω των κυρώσεων που δύναται να επιβάλλουν. Παρόλα αυτά για την
διεκπεραίωση των ελέγχων, τακτικών κι έκτακτων, απαιτείται προσωπικό που
επιβαρύνει και το λειτουργικό κόστος της Περιφέρειας.

4.2.2.2 Περιφερειακές Αρχές και Όργανα

Τα όργανα που απαρτίζουν την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση είναι τα εξής:

Ο Περιφερειάρχης, ο Αντιπεριφερειάρχης, το Περιφερειακό Συμβούλιο, η Εκτελεστική


Επιτροπή, η Οικονομική Επιτροπή, η Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης και ο
Περιφερειακός Συμπαραστάτης. Οι αρμοδιότητες των αιρετών αυτών οργάνων
αναλύονται παρακάτω σύμφωνα με το Ν.3852/2010.

1. Περιφερειάρχες (άρθρο 159)

Ο περιφερειάρχης προασπίζει το δημόσιο συμφέρον, κατευθύνει την υλοποίηση του


σχεδίου περιφερειακής ανάπτυξης, εκτελεί τις αποφάσεις του περιφερειακού
συμβουλίου, της εκτελεστικής επιτροπής και της οικονομικής επιτροπής, συγκαλεί και
προεδρεύει της εκτελεστικής επιτροπής και συντονίζει την υλοποίηση των
αποφάσεών της. Αποτελεί επίσης το περιφερειακό όργανο που διατάσσει την
είσπραξη των εσόδων της περιφέρειας και αποφασίζει για τη διάθεση των

22
πιστώσεων του προϋπολογισμού. Υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει η
περιφέρεια και παρουσιάζει τον προϋπολογισμό της περιφέρειας στην αρμόδια
επιτροπή της Βουλής. Συνιστά ομάδες εργασίας και ομάδες διοίκησης έργου από
μέλη του περιφερειακού συμβουλίου, υπαλλήλους της περιφέρειας, υπάλληλους του
δημόσιου τομέα ή ιδιώτες για τη μελέτη και επεξεργασία θεμάτων της περιφέρειας,
καθορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους

2. Αντιπεριφερειάρxες (άρθρο 160)

Τον περιφερειάρχη επικουρούν οι αντιπεριφερειάρχες που εκλέγονται άμεσα σε κάθε


Περιφερειακή Ενότητα της Περιφέρειας (πρώην Νομοί) καθώς και τρεις (3) έως έξι (6)
επιπλέον αντιπεριφερειάρχες, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του περιφερειάρχη. Ο
περιφερειάρχης αναθέτει σε όλους τους αντιπεριφερειάρχες την άσκηση τομέων
αρμοδιοτήτων της περιφέρειας και μπορεί, επίσης, να τους μεταβιβάζει την άσκηση
συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων του. Οι αντιπεριφερειάρχες που ορίζονται με απόφαση
του Περιφερειάρχη επιλέγονται μεταξύ των περιφερειακών συμβούλων. Οι
αντιπεριφερειάρχες αναλαμβάνουν την ευθύνη των βασικών τομέων αρμοδιότητας
της περιφέρειας. Σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται: α) συντονίζουν
και εποπτεύουν τις υπηρεσίες της περιφέρειας που λειτουργούν στα όρια της
περιφερειακής ενότητας, β) εκτελούν τις αποφάσεις του περιφερειάρχη, του
περιφερειακού συμβουλίου και της οικονομικής επιτροπής που αφορούν την
περιφερειακή ενότητα όπου είναι κατά τόπο αρμόδιοι, γ) ασκούν όλες τις
αρμοδιότητες που τους μεταβιβάζει ο περιφερειάρχης, δ) διατυπώνουν εισήγηση
προς το περιφερειακό συμβούλιο για το σχεδιασμό μέτρων πολιτικής προστασίας της
περιφερειακής ενότητας, ε) έχουν την ευθύνη της διάθεσης και του συντονισμού
δράσης του απαραίτητου δυναμικού και μέσων για την πρόληψη, ετοιμότητα,
αντιμετώπιση και αποκατάσταση των φυσικών και άλλων καταστροφών στην
περιφερειακή ενότητά τους, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις που τους
παρέχει ο περιφερειάρχης.

3. Περιφερειακό Συμβούλιο (άρθρο 163)

Το Περιφερειακό Συμβούλιο είναι το βασικό όργανο με το τεκμήριο αρμοδιότητας


εντός της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, με σημαντικό επιτελικό και ελεγκτικό ρόλο
και είναι αρμόδιο ιδίως για : α) την έγκριση και παρακολούθηση του επιχειρησιακού
προγράμματος της περιφέρειας, β) την έγκριση και παρακολούθηση αναπτυξιακών
προγραμμάτων κατά την κείμενη νομοθεσία, γ) την έγκριση του προϋπολογισμού και
του απολογισμού της περιφέρειας, δ) την επιβολή τελών, εισφορών και δικαιωμάτων,
ε) την απαλλοτρίωση ακινήτων, στ) την εκποίηση, ανταλλαγή και δωρεά ακινήτων,
καθώς και τη σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων, ζ) την αγορά, παραχώρηση
χρήσης, μίσθωση και εκμίσθωση κινητών και ακινήτων, η) τη σύναψη δανείων, θ)το
πρόγραμμα των εκτελεστέων έργων και προμηθειών ι) την πλήρωση των κενών
οργανικών θέσεων προσωπικού της περιφέρειας.

Τέλος, αναφέρεται ότι βάσει του άρθρου 185 του νόμου 3852 κάθε χρόνο σε ειδική
συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου γίνεται ο απολογισμός πεπραγμένων της
περιφερειακής αρχής σε ότι αφορά την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος
δράσης, την οικονομική κατάσταση και τη διοίκηση της περιφέρειας.

4. Εκτελεστική Επιτροπή (άρθρο 174)

Η Εκτελεστική Επιτροπή, είναι το συλλογικό επιχειρησιακό - εκτελεστικό όργανο στις


Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις. Αποτελείται από τον Περιφερειάρχη και τους
Αντιπεριφερειάρχες. Στις συνεδριάσεις συμμετέχει ο Εκτελεστικός Γραμματέας της
Περιφέρειας χωρίς δικαίωμα ψήφου, ενώ μπορεί να καλούνται και οι Διευθυντές. Η εν

23
λόγω Επιτροπή έχει τις εξής σημαντικές αρμοδιότητες που σχετίζονται με την
αναπτυξιακή προοπτική και τα οικονομικά της κάθε Περιφέρειας:

Συντονίζει την κατάρτιση και έχει την ευθύνη της υλοποίησης του Επιχειρησιακού
Προγράμματος και του Τεχνικού Προγράμματος της περιφέρειας, το οποίο και
εισηγείται στο περιφερειακό συμβούλιο.

Καταρτίζει και εισηγείται στο περιφερειακό συμβούλιο τα τομεακά προγράμματα


δράσης και έχει την ευθύνη της υλοποίησής τους

Έχει την ευθύνη για την πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού

Συγκεντρώνει και αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών της περιφέρειας στο
πλαίσιο της προετοιμασίας για την κατάρτιση του προϋπολογισμού και εισηγείται
το προσχέδιο του προϋπολογισμού προς την οικονομική επιτροπή.

Παρακολουθεί, αξιολογεί και συντονίζει τη δράση των νομικών προσώπων που


ανήκουν στην εποπτεία της περιφέρειας.

5. Οικονομική Επιτροπή (άρθρο 175)

Η οικονομική επιτροπή είναι αρμόδια για την κατάρτιση σχεδίου του


προϋπολογισμού της περιφέρειας και την εισήγησή του στο περιφερειακό συμβούλιο
για ψήφιση. Είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση, επεξεργασία, προέλεγχο του
απολογισμού και την υποβολή σχετικής έκθεσης στο περιφερειακό συμβούλιο. Είναι
αρμόδια για τη μελέτη της ανάγκης σύναψης δανείων, τον καθορισμό των όρων τους
και την υποβολή της σχετικής εισήγησης στο περιφερειακό συμβούλιο, ενώ στις
αρμοδιότητες της εμπίπτει επίσης η κατάρτιση των όρων, η σύνταξη των
διακηρύξεων, η διεξαγωγή και κατακύρωση κάθε μορφής δημοπρασιών και
διαγωνισμών, καθώς και η συγκρότηση των ειδικών επιτροπών διεξαγωγής και
αξιολόγησης από μέλη της ή ειδικούς επιστήμονες, υπαλλήλους της περιφέρειας ή
δημόσιους υπαλλήλους.

6. Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης (άρθρο 178)

Στην Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης συμμετέχουν, εκτός από τον


Περιφερειάρχη και τους Αντιπεριφερειάρχες καθώς και τους επικεφαλής των
περιφερειακών παρατάξεων, οι δήμαρχοι των Δήμων της Περιφέρειας, εκπρόσωποι
της κοινωνίας των πολιτών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, οργανώσεων
εργοδοτών, εργαζομένων και επαγγελματικών συλλόγων κ.ο.κ.. Το περιφερειακό
αυτό όργανο ασκεί τις εξής σημαντικές αρμοδιότητες:

α) Εισηγείται στο περιφερειακό συμβούλιο σχετικά με τις βασικές


αναπτυξιακές προτεραιότητες της περιφέρειας.

β) Γνωμοδοτεί ως προς θέματα γενικότερου περιφερειακού ενδιαφέροντος,


που παραπέμπονται σε αυτή από το περιφερειακό συμβούλιο ή τον περιφερειάρχη.

γ) Εξετάζει τα προβλήματα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιφέρειας


και διατυπώνει γνώμη για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση των
δυνατοτήτων αυτών.

24
4.2.2.3 . Διοικητική εποπτεία

Το Κράτος ασκεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης εποπτεία που


συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την
πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους (άρθρο 102 παρ. 4 Συντάγματος). Ο
θεσμός της διοικητικής εποπτείας αποτελεί το νευραλγικό σηµείο επαφής µεταξύ του
Κράτους και των αιρετών Περιφερειών (ΟΤΑ β’ βαθμού), εξασφαλίζοντας την
ομοιόμορφη εφαρμογή των νόμων και συνάδοντας με την έννοια του κράτους
δικαίου. Παράλληλα εξασφαλίζεται η μείωση των περιφερειακών υποθέσεων οι
οποίες καταλήγουν προς διευθέτηση στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.

Με τις διατάξεις του Ν. 3852/2010 («Καλλικράτης»), με την οποία συστάθηκαν οι


Περιφέρειες, ως δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, προβλέφθηκε η ίδρυση
Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης,
αρμόδιας για τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των Περιφερειών καθώς και για
τον πειθαρχικό έλεγχο των αιρετών οργάνων (άρθρα 214 επ.). Προϊστάμενος της
υπηρεσίας αυτής θα είναι ο Ελεγκτής Νομιμότητας, ο οποίος θα διορίζεται με
πενταετή θητεία και θα διαθέτει υψηλά προσόντα. Παράλληλα προβλέπεται η
στελέχωσή τους με εξειδικευμένο προσωπικό. Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες
της χώρας μας δεν έχουν επιτρέψει ακόμη τη σύσταση αυτών των υπηρεσιών. Μέχρι
την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ, ο έλεγχος
νομιμότητας (υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος, σύμφωνα με τα άρθρα 225 και 226
του Ν. 3852/2010) των πράξεων των Περιφερειών, ασκείται από το Γενικό
Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης ενώ παράλληλα αποφαίνεται και επί των
προσφυγών κατά αποφάσεων των οργάνων τους (άρθρο 227 Ν. 3852/2010).

Ειδικότερα, προβλέπεται υποχρεωτικός έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων των


συλλογικών οργάνων των Περιφερειών οι οποίες αφορούν: ρυθμίσεις κανονιστικού
περιεχομένου, την ανάθεση έργων, υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών, την αγορά
και εκποίηση ακινήτων, την κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, τη σύναψη κάθε
μορφής συμβάσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που προβλέπονται
από ειδικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, τη σύναψη δανείων, τις διαδικασίες
κατάρτισης των επιχειρησιακών προγραμμάτων. Επίσης, αποστέλλονται προς
έλεγχο νομιμότητας οι αποφάσεις των επιχειρήσεων των Περιφερειών, εκτός από τις
αποφάσεις των ανωνύμων εταιρειών στις οποίες οι φορείς της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης δεν έχουν την πλειοψηφία, που αφορούν: αύξηση του μετοχικού
κεφαλαίου, εκποίηση παγίων περιουσιακών στοιχείων και λήψη δανείων.

Περαιτέρω, ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μπορεί


αυτεπαγγέλτως να ακυρώσει οποιαδήποτε απόφαση των συλλογικών ή μονομελών
οργάνων των Περιφερειών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών και
των επιχειρήσεών τους, εκτός από τις αποφάσεις των ανωνύμων εταιρειών στις
οποίες οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν έχουν την πλειοψηφία, μέσα σε
προθεσμία δύο μηνών αφότου η απόφαση έχει δημοσιευθεί ή εκδοθεί. Ακόμη, οι
Περιφέρειες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών και οι επιχειρήσεις τους,
υποχρεούνται να παρέχουν κάθε στοιχείο που ζητείται από τον Γενικό Γραμματέα με
σκοπό την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας.

Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις των


συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Περιφερειών και των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου αυτών, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη
δημοσίευση της απόφασης ή την ανάρτησή της στο διαδίκτυο ή από την κοινοποίησή

25
της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής. Προσφυγή επιτρέπεται και κατά παράλειψης
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των προαναφερόμενων οργάνων. Στην περίπτωση
αυτή η προσφυγή ασκείται εντός δεκαημέρου από την άπρακτη παρέλευση της
ειδικής προθεσμίας που, τυχόν, τάσσει ο νόμος για την έκδοση της οικείας πράξης,
διαφορετικά μετά την παρέλευση τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης
του ενδιαφερομένου. Ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης αποφαίνεται
επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την
υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία χωρίς να εκδοθεί απόφαση
θεωρείται ότι η προσφυγή έχει σιωπηρώς απορριφθεί. Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας
Αποκεντρωμένης Διοίκησης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί: αιτήσεων θεραπείας
για έργα με προϋπολογισμό μέχρι 5.000.000 ευρώ προ Φ.Π.Α., μελετών και
υπηρεσιών που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α') και αφορούν
τις Περιφέρειες.

Τις αρμοδιότητες του Ελεγκτή Νομιμότητας για τον πειθαρχικό έλεγχο των αιρετών
οργάνων των Περιφερειών που προβλέπονται στα άρθρα 233 (Πειθαρχική ευθύνη),
234 (Πειθαρχική διαδικασία), 236 (Έκπτωση εξαιτίας καταδίκης) και 237 (Παύση), του
Ν. 3852/2010 ασκεί ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης
(άρθρο 238 παρ. 1). Όπου στις διατάξεις αυτές προβλέπεται η συμμετοχή
υπαλλήλου της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. ορίζεται, με απόφαση του
Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, υπάλληλος της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης.

Ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορεί να επιβάλλει,


στους Περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες και περιφερειακούς συμβούλους, με
σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού συμβουλίου αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από
δικαστές, τις πειθαρχικές ποινές της αργίας έως έξι μηνών και της έκπτωσης, εάν
έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των καθηκόντων τους ή υπέρβαση της
αρμοδιότητάς τους από δόλο ή βαριά αμέλεια ή εάν έχουν διαπράξει παραβάσεις των
καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί σύμφωνα με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις
(άρθρα 233 & 234 Ν.3852/2010).

Οι Περιφερειάρχες, οι αντιπεριφερειάρχες και οι περιφερειακοί σύμβουλοι εκπίπτουν


αυτοδικαίως από το αξίωμά τους, εάν: στερηθούν τη διαχείριση της περιουσίας τους
με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση, καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε οποιαδήποτε ποινή για
παραχάραξη, κιβδηλεία, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, δωροδοκία, εκβίαση,
κλοπή, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, καταπίεση, αιμομιξία, μαστροπεία,
σωματεμπορία, παράνομη διακίνηση αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την
καταπολέμηση των ναρκωτικών, τη λαθρεμπορία. Το ίδιο ισχύει και για την
αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση καθήκοντος, εφόσον κατά τη διάπραξη του
αδικήματος αυτού προκαλείται οικονομική βλάβη στην περιφέρεια ή στα νομικά της
πρόσωπα. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Γενικού Γραμματέα
Αποκεντρωμένης Διοίκησης (άρθρο 236 παρ. 1 Ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε
και ισχύει). Εάν για τους προαναφερόμενους αιρετούς εκδοθεί τελεσίδικη
καταδικαστική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, για τα προαναφερθέντα
πλημμελήματα ή καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό για κακουργήματα, ο
Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης οφείλει να θέσει τον
καταδικασθέντα σε κατάσταση αργίας. Η αυτοδίκαιη θέση σε αργία επιβάλλεται με
την ίδια διαδικασία και σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής για κακούργημα,
εάν έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση. Εάν εκδοθεί
τελεσίδικη αθωωτική απόφαση, οπότε και αίρεται αυτοδικαίως, η αργία και το
διοικητικό μέτρο θεωρείται ως ουδέποτε επιβληθέν. Στην περίπτωση αυτή καταβάλ-

26
λεται αναδρομικά η αντιμισθία του αποκατασταθέντος από του χρόνου εκδόσεως της
διαπιστωτικής σε βάρους του πράξης.

Περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, και περιφερειακοί σύμβουλοι, επιτρέπεται να


παυθούν για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, με απόφαση του Υπουργού
Εσωτερικών, ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη έκθεση του οικείου Γενικού
Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης και σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού
συμβουλίου αποτελούμενου κατά πλειοψηφία από δικαστές (άρθρο 237
Ν.3852/2010).

4.2.2.4. Δημοσιονομικός έλεγχος

Σύμφωνα με το άρθρο 98 του Συντάγματος, στο Ελεγκτικό Συνέδριο ανήκει ο έλεγχος


των δαπανών των ΟΤΑ, των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, των
λογαριασμών των υπολόγων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και η
εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των υπαλλήλων των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια
προκλήθηκε τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως ορίζεται με ειδικό νόμο.

Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010 προβλέπεται ότι οι δαπάνες των Περιφερειών και
των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Παράλληλα, ορίζεται (άρθρο 282 παρ. 17 του Ν. 3852/2010) ότι κατά τη διάρκεια
εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης και ανάπτυξης της οικονομίας της
χώρας, σύμφωνα και με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, η εκκαθάριση, ο
έλεγχος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των δαπανών των περιφερειών
διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) του Υπουργείου
Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), που λειτουργούν σε κάθε Περιφέρεια.
Κατά το ίδιο διάστημα δεν εφαρμόζεται το άρθρο 275, για τις δαπάνες των
Περιφερειών.

Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των


λογαριασμών των Περιφερειών και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου
(άρθρο 276 του Ν. 3852/2010). Ο έλεγχος είναι ετήσιος τακτικός και
δειγματοληπτικός, εκτός εάν από το δειγματοληπτικό έλεγχο προέκυψαν λόγοι που
επιβάλλουν τη γενίκευση του κατασταλτικού ελέγχου και διενεργείται μετά το τέλος
κάθε οικονομικής χρήσης ή είναι έκτακτος γενικός ή ειδικός ή θεματικός και
συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας της διαχείρισης. Κατά τον
κατασταλτικό έλεγχο ελέγχονται, ιδίως: α) η τήρηση της αρχής της χρηστής
δημοσιονομικής διαχείρισης β) η ορθή τήρηση του κατά περίπτωση ισχύοντος
λογιστικού ή διαχειριστικού συστήματος, σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που
το διέπουν, γ) η τήρηση και ενημέρωση των λογαριασμών, ώστε να απεικονίζουν με
ακρίβεια το περιεχόμενο των οικονομικών πράξεων και δημοσιονομικών ενεργειών,
δ) η νόμιμη καταβολή του μεριδίου τυχόν συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων Ο.Τ.Α.
σε κάθε φύσεως νομικά πρόσωπα αυτών ή σε προγραμματικές συμβάσεις, ε) η
νόμιμη λήψη δανείων, η παροχή εγγυήσεων και η τήρηση των όρων των σχετικών
συμβάσεων, στ) η νόμιμη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας και ζ) η
έγκαιρη και κανονική απόδοση των υπέρ τρίτων εισπραττόμενων νομίμων
δικαιωμάτων και η είσπραξη και η διαχείριση των ανταποδοτικών τελών ή άλλων
ειδικών εσόδων ή των εσόδων από δάνεια ή των βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές
και πρόστιμα σε βάρος τρίτων. Αρμόδιος για τον κατασταλτικό έλεγχο, είναι ο ίδιος
Επίτροπος, που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών των
υπόχρεων φορέων. Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε έξι (6)

27
μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου του απολογισμού ή
ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα. Η σχετική έκθεση, περί
των αποτελεσμάτων του διενεργηθέντος κατασταλτικού ελέγχου, για το σύνολο των
υπόχρεων φορέων, διαβιβάζεται στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών,
καθώς και στην Επιτροπή Διαφάνειας και Θεσμών της Βουλής.

Δραστηριότητα 2

___________________________________________________
Συγκρίνατε τις διαδικασίες ελέγχου των δαπανών των πρωτοβάθμιων και
δευτεροβάθμιων Ο.Τ.Α.

___________________________________________________________________

4.2.2.5 Οικονομικά των Περιφερειών

Στο Ν. 3852/10 στο άρθρο 260 προβλέπεται ότι οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των
Περιφερειών προέρχονται από τις παρακάτω πηγές εσόδων του κρατικού
προϋπολογισμού:
α) τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων σε ποσοστό
2,40% επί των συνολικών ετήσιων εισπράξεων του φόρου αυτού,
β) τον φόρο προστιθέμενης αξίας σε ποσοστό 4% επί των συνολικών ετήσιων
εισπράξεων του φόρου αυτού.
Αναφέρεται μάλιστα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ότι σε περίπτωση που το
κόστος των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάζονται με τον Καλλικράτη κατά το έτος
μεταφοράς από τις πρώην κρατικές Περιφέρειες στις νέες Περιφέρειες ξεπερνά τα
έσοδα από τις παραπάνω πηγές, τότε αυξάνονται τα ποσοστά του Φ.Ε.Φ.Ν.Π. και
του Φ.Π.Α. σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίστοιχα για αρμοδιότητες
που μεταβιβάζονται από Δήμους, εάν τα έσοδα της Περιφέρειας β’ βαθμού δεν
επαρκούν, τότε πάλι αυξάνονται τα ποσοστά των εσόδων που αντλούν, εις βάρος
όμως των εσόδων των Δήμων.
Οι επιχορηγήσεις διακρίνονται σε:
τακτικές ή έκτακτες, με βάση την περιοδικότητα και την θεσμική τους
κατοχύρωση
γενικές ή ειδικές, ανάλογα με τον προορισμό των σχετικών εσόδων
Οι τακτικές επιχορηγήσεις διευκολύνουν τον οικονομικό προγραμματισμό των Ο.Τ.Α.
και οι γενικές δεν θίγουν την οικονομική και διοικητική τους αυτοτέλεια. Αποτελούν το
κυριότερο μέσο που έχει στην διάθεση της η κεντρική διοίκηση για να χρηματοδοτεί
γενικά τους Ο.Τ.Α., να ενισχύει τους οικονομικά αδύναμους και να προωθεί την
οικονομική της πολιτική.
Οι έκτακτες επιχορηγήσεις πρέπει να καλύπτουν μόνο απρόβλεπτες, επείγουσες
κ.λπ. ανάγκες. Η χρησιμοποίηση τους σε μόνιμη βάση εντείνει την εξάρτηση των
Ο.Τ.Α. από το κράτος και τις περισσότερες φορές είτε δεν επιτυγχάνουν τους
στόχους τους είτε ή αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένη.

28
Οι ειδικές επιχορηγήσεις χρησιμοποιούνται για να προωθηθούν κρατικές πολιτικές
στην τοπική αυτοδιοίκηση ή για να ενισχυθεί η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών
από τους Ο.Τ.Α. Ο συνδυασμός εκτάκτων και ειδικών επιχορηγήσεων και η ευρεία
χρησιμοποίησή τους αποτελούν κλασσικό παράδειγμα συγκεντρωτικής
δημοσιονομικής διαχείρισης.
Στις τακτικές επιχορηγήσεις συγκαταλέγονται και οι Κεντρικοί Αυτοτελείς πόροι που
αποτελούν και τον βασικό τρόπο χρηματοδότησης των λειτουργικών δαπανών της
αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας αλλά και μέρους των
επενδυτικών δαπανών. Ένα μικρό κομμάτι των Κ.Α.Π. αποτελεί και έκτακτη
επιχορήγηση για απρόβλεπτες ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν.
Οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (Κ.Α.Π.) διαιρούνται αρχικά σε δύο μεγάλα τμήματα, με
διαφορετικούς στόχους και αντικείμενο, αλλά και με μία σταθερή αναλογία μεταξύ
τους, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η κατανομή τους στους ΟΤΑ. Έτσι, έχουμε τις εξής
κατηγορίες:
1. Τακτική - γενική επιχορήγηση που κατανέμεται με βάση συγκεκριμένα,
διαφανή και μετρήσιμα κριτήρια, τα οποία συγκροτούν ένα συνεκτικό σύστημα
κατανομής.
2. Ειδικές επιχορηγήσεις που έχουν τη μορφή ολοκληρωμένων τοπικών
πολιτικών ή και επιχειρησιακών προγραμμάτων, με διαφοροποιημένα και
εξειδικευμένα κριτήρια κατανομής.
Οι Κ.Α.Π., ως το σημαντικότερο τακτικό έσοδο της Περιφέρειας αποδίδεται με τη
μορφή είτε γενικών είτε ειδικών επιχορηγήσεων. Δηλαδή υπάρχουν κατηγορίες των
Κ.Α.Π. που καλύπτουν γενικές λειτουργικές ανάγκες και κατηγορίες που
χρηματοδοτούν συγκεκριμένες ανάγκες (π.χ. επίδομα νεφροπαθών, δακοκτονία,
κουνούπια, μεταφορά μαθητών).
Όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες, η επιχορήγηση από τους Κ.Α.Π. είναι τα μόνα
χρήματα που η Περιφέρεια μπορεί να διαθέσει σε επενδύσεις κατά βούληση καθώς
έχουν τη μορφή γενικών επιχορηγήσεων. Η χρηματοδότηση από το Π.Δ.Ε. και το
Ε.Σ.Π.Α. υλοποιείται για προκαθορισμένες επενδυτικές δράσεις.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη
της Ένωσης Περιφερειών, καθορίζεται στο σύνολο των Κ.Α.Π.:
1. το ποσοστό που προορίζεται για την κάλυψη λειτουργικών και λοιπών
γενικών δαπανών των περιφερειών,
2. το ποσοστό που προορίζεται για την κάλυψη επενδυτικών δαπανών,
3. το ποσοστό που αποτελεί έσοδο της Ένωσης Περιφερειών, καθώς και
4. ο τρόπος και η διαδικασία κατανομής των ποσών που αναλογούν στα
ανωτέρω ποσοστά

Το σύστημα κατανομής των Κ.Α.Π. στις Περιφέρειες λαμβάνει υπόψη δημογραφικά,


γεωμορφολογικά, διοικητικά, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και πολιτιστικά
κριτήρια, καθώς και την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Τα
σημαντικότερα κριτήρια για τις λειτουργικές δαπάνες είναι:
1) ο πληθυσμός και η έκταση κάθε Περιφέρειας.
2) το υπηρετούν προσωπικό και οι ανάγκες κάλυψης δαπανών στέγασης
υπηρεσιών αρμοδιότητάς τους
3) ο ορεινός χαρακτήρας σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες
4) ο νησιωτικός χαρακτήρας σε σχέση με τις λειτουργικές επιπτώσεις

29
5) τα έσοδα των Περιφερειών από τις εισπράξεις του τέλους άδειας οχήματος και
του τέλους μεταβίβασης οχήματος των άρθρων 26 και 27 του ν. 2873/2000

Τα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη για τις επενδύσεις είναι:


1) ο πληθυσμός και η έκταση κάθε Περιφέρειας.
2) η πυκνότητα του πληθυσμού τους
3) ο αριθμός οικισμών
4) οι επενδυτικές τους ανάγκες με βάση τον αριθμό των επισκεπτών τους
5) το μήκος και τη βατότητα του οδικού τους δικτύου
6) ο ορεινός ή νησιωτικός χαρακτήρας
7) το ποσοστό ανεργίας σε κάθε νομό
8) τα έσοδα των Περιφερειών από τις εισπράξεις του τέλους άδειας οχήματος και
του τέλους μεταβίβασης οχήματος των άρθρων 26 και 27 του ν.2873/2000
9) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και
10) οι κατά κεφαλήν ιδιωτικές καταθέσεις
11) το μήκος του οδικού δικτύου, η κυκλοφοριακή επιβάρυνση και το είδος της

Να σημειωθεί ότι το κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού των Περιφερειών


πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό λόγω του μεταβατικού σταδίου που
διανύει η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση. Ως εκ τούτου, το ποσό που αντιστοιχεί στο
κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού των Περιφερειών αφαιρείται από τους Κ.Α.Π.
που κατανέμεται στις Περιφέρειες στη πορεία του οικονομικού έτους.
Τα ποσά των ΚΑΠ που αποδόθηκαν στις Περιφέρειες για λειτουργικές ανάγκες,
επιμερίζονται σε επιχορηγήσεις για κάλυψη των πάσης φύσης λειτουργικών εξόδων
και κάλυψης των δαπανών αντιμισθίας των αιρετών. Όσον αφορά στις επενδυτικές
δαπάνες, η επιχορήγηση από τους Κ.Α.Π. είναι τα μόνα κονδύλια που η Περιφέρεια
μπορεί να διαθέσει σε επενδύσεις κατά βούληση καθώς έχουν τη μορφή γενικών
επιχορηγήσεων. Η χρηματοδότηση από το Π.Δ.Ε. και το Ε.Σ.Π.Α. υλοποιείται για
προκαθορισμένες επενδυτικές δράσεις.
Οι κατανομές των ΚΑΠ του έτους 2013 έχουν ως εξής:

Πίνακας 2. Κατανομές ΚΑΠ 2013


Λειτουργικά Αντιμισθία Επενδύσεις Μεταφορά Διατροφικ Δακοκτονία ΟΣΔΕ
αιρετών μαθητών ό επίδομα

64.392.363 4.672.236 0 154.348.489 52.786.393 17.077.584 108.400

30
4.2.2.6 Ο Προϋπολογισμός των Περιφερειών

Ο προϋπολογισμός αποτελεί τον κυριότερο τοπικό δημοσιονομικό θεσμό που


χρησιμοποιούν οι Ο.Τ.Α. για να υλοποιήσουν τα προγράμματα δράσης και να
ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους. Σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 48514/27.12.2012
«Κατάρτιση και υποβολή προϋπολογισμού των περιφερειών, οικονομικού έτους
2013», οι στόχοι για την κατάρτιση του προϋπολογισμού των περιφερειών,
οικονομικού έτους 2013, είναι:

η ορθολογική και ρεαλιστική κατάρτισή του, με εγγραφή εσόδων που


αναμένεται ότι θα εισπραχθούν και ανάλογη εγγραφή δαπανών,

η συγκράτηση των δαπανών και η ορθολογική διαχείριση των πόρων,

η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας της δημοσιονομικής


διαχείρισης με όσο το δυνατό μικρότερη δέσμευση οικονομικών πόρων,

η περαιτέρω ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και η επίτευξη


επαρκών ρυθμών ανάπτυξης με παράλληλο στόχο τη μείωση του
ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης,

η εναρμόνισή του προς τις γενικές οδηγίες κατάρτισης του κρατικού


προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2013.

Στον πρώτο προϋπολογισμό των Περιφερειών για το 2011 εγγράφηκαν σύμφωνα με


το άρθρο 269 του Καλλικράτη όλες οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις των
καταργούμενων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Μέχρι την κατάρτιση και ψήφιση του
προϋπολογισμού της περιφέρειας και πάντως όχι αργότερα από την ανωτέρω
προθεσμία, οι προϋπολογισμοί των Ν.Α. που καταργούνταν, εκτελούνταν ως
δωδεκατημόρια του προϋπολογισμού του 2010.

Η ενοποίηση των προϋπολογισμών των Ν.Α. στον προϋπολογισμό της Περιφέρειας


εξασφάλισε την λογιστική παρακολούθηση των εσόδων και εξόδων, ενώ η
υλοποίηση ενός σημαντικού τμήματος από τις Περιφερειακές Ενότητες, επιτρέπει την
αποτελεσματικότερη και ταχύτερη απορρόφησή του.

Η υπερεκτίμηση των εσόδων ή η εγγραφή εσόδων που δεν πρόκειται να


εισπραχθούν οδηγεί ουσιαστικά στην κατάρτιση ελλειμματικού προϋπολογισμού και
αυτό απαγορεύεται από το νόμο. Η τήρηση της αρχής αυτής, ελέγχεται από τον
Ελεγκτή Νομιμότητας ή τον Γεν. Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εφόσον η
σχετική αρμοδιότητα δεν έχει αναληφθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 268 παρ. 8
του ν. 3852/2010 και η παραβίασή τους μπορεί να οδηγήσει στην αναπομπή του
προϋπολογισμού στο περιφερειακό συμβούλιο ή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης,
στην ακύρωση της σχετικής απόφασης Επισημαίνεται ότι στον προϋπολογισμό δεν
μπορεί να εγγραφούν έσοδα από δάνεια για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών.

Για την κατάρτιση, ψήφιση, εκτέλεση και έλεγχο του προϋπολογισμού λαμβάνουν
χώρα τα εξής στάδια όπως αναφέρονται στην Κ.Υ.Α. 48514/27.12.2012:

1. Η εκτελεστική επιτροπή, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την κατάρτιση του
προϋπολογισμού και του ετήσιου προγράμματος δράσης, συγκεντρώνει και
αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών της Περιφέρειας, καθώς και της
επιτροπής διαβούλευσης, για τον προϋπολογισμό και το ετήσιο πρόγραμμα
δράσης, και εισηγείται το προσχέδιο του ετήσιου προγράμματος δράσης και του
προϋπολογισμού προς την οικονομική επιτροπή.

31
2. Η οικονομική επιτροπή καταρτίζει τον προϋπολογισμό της Περιφέρειας και
υποβάλλει το σχέδιο προϋπολογισμού, αιτιολογώντας κάθε εγγραφή, για
συζήτηση και απόφαση στο περιφερειακό συμβούλιο.

3. Το Περιφερειακό συμβούλιο ψηφίζει τον προϋπολογισμό και το ετήσιο


πρόγραμμα δράσης.

4. Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, το ετήσιο πρόγραμμα δράσης, η εισηγητική


έκθεση της οικονομικής επιτροπής, και οι αποφάσεις του περιφερειακού
συμβουλίου που αφορούν στην επιβολή των φόρων, τελών, δικαιωμάτων και
εισφορών υποβάλλονται στον Ελεγκτή Νομιμότητας ή τον Γεν. Γραμματέα
Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εφόσον η σχετική αρμοδιότητα δεν έχει αναληφθεί,
για έλεγχο.

5. Συνοπτική οικονομική κατάσταση του προϋπολογισμού, όπως τελικώς


ψηφίσθηκε από το περιφερειακό συμβούλιο, αναρτάται υποχρεωτικά στην
ιστοσελίδα της οικείας περιφέρειας και δημοσιεύεται σε μία (1) τουλάχιστον
ημερήσια ή εβδομαδιαία εφημερίδα που εκδίδεται στα διοικητικά όρια της
περιφέρειας. Η παράλειψη της ανωτέρω δημοσίευσης δεν επηρεάζει το κύρος της
απόφασης του περιφερειακού συμβουλίου με την οποία ψηφίστηκε ο
προϋπολογισμός. Η απόφαση πρέπει να αναρτηθεί στο διαδίκτυο, όπως
προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3861/2010 «Πρόγραμμα
Διαύγεια», διαφορετικά στερείται εκτελεστότητας.

Για να γίνει πιο κατανοητή η οικονομική λειτουργία της Περιφέρειας έγινε η


προσπάθεια προσδιορισμού και καταγραφής των λειτουργικών και επενδυτικών
δαπανών βάσει της κωδικοποίησης που προκρίνεται στον τύπο του
προϋπολογισμού. Τα λειτουργικά έξοδα προκύπτουν από τις εξής κατηγορίες:
Πληρωμές για υπηρεσίες, Προμήθειες αγαθών και κεφαλαιακού, εξοπλισμού (εκτός
από την προμήθεια εξοπλισμού που αποτελεί επένδυση), Πληρωμές μεταβιβαστικές,
Κίνηση κεφαλαίων. Τα Επενδυτικά Έξοδα περιλαμβάνουν τις εξής κατηγορίες:
Απαλλοτριώσεις, αγορές, ανεγέρσεις και Πληρωμές. για επενδύσεις.

Πρέπει να διασαφηνιστεί ότι, οι λειτουργικές δαπάνες καλύπτονται κυρίως από τους


Κ.Α.Π., ενώ οι επενδυτικές δαπάνες χρηματοδοτούνται από τα ίδια έσοδα, τους
Κ.Α.Π. το Π.Δ.Ε. αλλά και τα Π.Ε.Π.

Ως προς το σκέλος των εσόδων αυτά προέρχονται από τους Κ.Α.Π., τις λοιπές
επιχορηγήσεις, τα έσοδα για επενδύσεις, και τα περιορισμένα ίδια έσοδα που
επιφέρουν τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων, τα τέλη μεταβίβασης και τα
πρόστιμα/παράβολα. Όσον αφορά τις επενδύσεις, υπάρχει η δυνατότητα
εξοικονόμησης λειτουργικών εξόδων από την Περιφέρεια για την χρηματοδότηση
έργων ή συναφών δράσεων επενδυτικού χαρακτήρα. Τα έσοδα που χρηματοδοτούν
επενδυτικές δαπάνες διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες: Έσοδα από Κ.Α.Π. για
επενδύσεις χρηματοδοτούμενες αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, Έσοδα από
Κ.Α.Π. για δαπάνες βελτίωσης, συντήρησης και αποκατάστασης οδικού δικτύου,
Λοιπά Έσοδα για επενδύσεις

32
4.2.2.7 Νομικά Πρόσωπα Περιφερειών – Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης

Βασικό εργαλείο για την διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών της Περιφέρειας
αποτελεί η δυνατότητα σύστασης νομικών προσώπων και επιχειρήσεων. Βάσει του
άρθρου 194 του Ν 3852/2010 οι περιφέρειες μπορούν να συνιστούν ή να
συμμετέχουν σε μία επιχείρηση, η οποία έχει τη μορφή της αναπτυξιακής ανώνυμης
εταιρίας και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής
νομοθεσίας και τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων. Αποκλειστικό
αντικείμενο της ανωτέρω επιχείρησης είναι:

α) Η επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των περιφερειών και της Ένωσης


Περιφερειών

β) Η προώθηση της επιχειρηματικής, οικονομικής και γενικότερα βιώσιμης ανάπτυξης


της περιφέρειας, καθώς και η ανάπτυξη δραστηριοτήτων προστασίας του
περιβάλλοντος.

γ) Η συμμετοχή τους σε αντίστοιχα προγράμματα ή η εφαρμογή σχετικών πολιτικών


σε διαπεριφερειακό ή σε ευρύτερο γεωγραφικό χώρο.

Στο μετοχικό κεφάλαιο των αναπτυξιακών ανωνύμων εταιριών της περιφέρειας


συμμετέχουν μόνο περιφέρειες και δήμοι ή και άλλοι φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Στην ανώνυμη εταιρία αυτής της μορφής είναι δυνατή η συμμετοχή και φορέων του
δημόσιου τομέα, συνεταιρισμών και ενώσεων αυτών, επιστημονικών φορέων,
επιμελητηρίων, φορέων συλλογικών κοινωνικών ή οικονομικών συμφερόντων,
καθώς και τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην περίπτωση αυτή οι
περιφέρειες, οι δήμοι και οι λοιποί φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατέχουν την
πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Ειδικότερα:

α) Οι περιφέρειες, οι δήμοι και οι λοιποί φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης διατηρούν


πάντοτε κοινές μη προνομιούχες μετοχές, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά την
πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το υπόλοιπο κεφάλαιο μπορεί να
συμμετέχουν το Δημόσιο και νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου .

β) Όλες οι μετοχές είναι ονομαστικές και δεν εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών. Οι
κοινές μετοχές είναι δεσμευμένες ονομαστικές και οι προνομιούχες χωρίς δικαίωμα
ψήφου.

Οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρίες της περιφέρειας επιτρέπεται να συμμετέχουν σε


άλλες επιχειρήσεις για την προώθηση των αναπτυξιακών σκοπών της περιφέρειας.
Προς τούτο απαιτείται απόφαση του οικείου διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και
σύμφωνη γνώμη του οικείου περιφερειακού συμβουλίου με την απόλυτη πλειοψηφία
του συνολικού αριθμού των μελών του, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των
ρυθμίσεων του κ.ν. 2190/1920.

Οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρίες της περιφέρειας επιτρέπεται να συμμετέχουν σε


προγραμματικές συμβάσεις.

Ιδιαίτερες μεταβατικές ρυθμίσεις ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα των


καταργούμενων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων (ιδρύματα, αστικές μη
κερδοσκοπικές εταιρίες κλπ) για τα οποία καθολικός διάδοχος ορίζεται η Περιφέρεια
εντός της οποίας λειτουργούσαν τα νομικά αυτά πρόσωπα.

33
Ιδιαίτερη σημασία για την άσκηση περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής έχει το
Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας, ιδιαίτερα ως προς την διαχείριση
του περιφερειακού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αλλά και του
Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος του ΕΣΠΑ κάθε Περιφέρειας.
Σύμφωνα με το άρθρο 190 τα Ταμεία αυτά που είχαν συσταθεί στην έδρα κάθε
κρατικής περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 53 του Νόμου 2218/1994 (Φ.Ε.Κ. 90 Α)
υπάγονται στις αιρετές Περιφέρειες. Σκοπός και αρμοδιότητες του Περιφερειακού
Ταμείου Ανάπτυξης είναι:

α) Η διαχείριση, σύμφωνα με τις αποφάσεις του περιφερειακού συμβουλίου


πιστώσεων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, χρηματοδοτήσεων φορέων
του δημοσίου τομέα και άλλων νομικών προσώπων, χρηματοδοτήσεων
προερχομένων από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών
οργανισμών και λοιπών φορέων του εξωτερικού, οι οποίες αφορούν τα περιφερειακά
και τα ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα της περιοχής της Περιφέρειας.

Κατ΄ εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων περί Δημοσίων Επενδύσεων το


Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης ορίζεται υπόλογος Διαχειριστής για πληρωμές
έργων σε βάρος του προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων.

β) Η υποστήριξη του έργου της Εκτελεστικής Επιτροπής και της οικείας Διεύθυνσης.

γ) Η υποστήριξη του αναπτυξιακού σχεδιασμού ευρύτερων της περιφέρειας


χωρικών αναπτυξιακών ενοτήτων, με την παροχή αναγκαίων στοιχείων, στις οικείες
υπηρεσίες.

Η υποστήριξη των δικαιούχων κατά την διαδικασία ιεράρχησης των έργων προς
υλοποίηση, προετοιμασία και ένταξη τους στα αντίστοιχα επιχειρησιακά
προγράμματα, καθώς και η υποστήριξη κατά την εκτέλεση έως και την ολοκλήρωση
τους.

δ) Η τεχνική υποστήριξη της περιφέρειας, ιδίως στον τομέα της εκπόνησης μελετών
και ερευνών και εφαρμογής προγραμμάτων που αναθέτει στο Ταμείο η περιφέρεια
για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων.

ε) Η άσκηση της ταμειακής του διαχείρισης.

στ) Η επιβολή, βεβαίωση και η είσπραξη τελών, δικαιωμάτων και εισφορών υπέρ του
Ταμείου, μετά από απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου και έγκριση του
Υπουργού Εσωτερικών Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

ζ) Η συμμετοχή σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

η) Η σύναψη δανείων με χρηματοδοτικούς φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού


για την εκτέλεση έργων, την παροχή υπηρεσιών και την εφαρμογή προγραμμάτων.

θ) Η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή ερευνών και η εκπόνηση αναπτυξιακών,


τεχνικοοικονομικών, οργανωτικών μελετών, καθώς και η επίβλεψη και υλοποίηση
προγραμμάτων η διενέργεια των οποίων ανατίθεται στο Ταμείο, από τα Υπουργεία,
από την Περιφέρεια, από τη Αποκεντρωμένη Διοίκηση, από Δήμους και από
Ν.Π.Δ.Δ.

Τα Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου τα


οποία διοικούνται από το διοικητικό συμβούλιο και τον πρόεδρο. Το διοικητικό
συμβούλιο, συγκροτείται με απόφαση του περιφερειάρχη για τετραετή θητεία και
αποτελείται από:
α) τον περιφερειάρχη ως πρόεδρο

34
β) ένα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της περιφέρειας

γ) ένα μέλος της οικονομικής επιτροπής της περιφέρειας

δ) έναν εκπρόσωπο του πρώτου επιλαχόντος συνδυασμού που υποδεικνύεται από


αυτόν

ε) δύο εκπρόσωπους προερχόμενους από τις εργοδοτικές οργανώσεις και τα οικεία


Επιμελητήρια.

στ) έναν εκπρόσωπο προερχόμενο από τις εργατικές ενώσεις

ζ) δύο προϊσταμένους υπηρεσιών της περιφέρειας οριζόμενους από τον


περιφερειάρχη, κατά προτίμηση από την οικεία Διεύθυνση.

Οι πόροι του Ταμείου είναι:

α) Ποσοστό από τις χρηματοδοτήσεις τις οποίες διαχειρίζεται, και το οποίο


προσδιορίζεται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Αποκέντρωσης &
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας.

β) Έσοδα από την επιβολή τελών, δικαιωμάτων και εισφορών.

γ) Έσοδα από τη συμμετοχή σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

δ) Έσοδα από τη σύναψη δανείων.

ε) Έσοδα από τη παροχή υπηρεσιών, την εκτέλεση εργασιών και τη διεξαγωγή


ερευνών και την εκπόνηση μελετών και προγραμμάτων.

στ) Έσοδα από κάθε είδους επιχορηγήσεις.

ζ) Έσοδα από δωρεές , κληροδοτήματα , κληρονομιές.

η) Έσοδα από την περιουσία του ταμείου.

θ) Έσοδα από κάθε άλλη πηγή.

Η οικονομική διαχείριση του Ταμείου γίνεται με το δικό του προϋπολογισμό εσόδων


και εξόδων. Το οικονομικό έτος συμπίπτει με το ημερολογιακό. Το Ταμείο έχει τη δική
του ταμειακή υπηρεσία και διατάκτης των δαπανών του είναι ο πρόεδρος,
αναπληρούμενος από το νόμιμο αναπληρωτή του. Σε όσους κάνουν χρήση
σημαντικών έργων τα οποία εκτελούνται με δαπάνες του Ταμείου ή υπηρεσιών οι
οποίες παρέχονται με μέριμνα και δαπάνες του Ταμείου, το ταμείο δικαιούται να
επιβάλει τέλη ή δικαιώματα τα οποία ορίζονται με απόφαση του διοικητικού του
συμβουλίου.

4.2.2.8 Εσωτερική Οργάνωση και Προσωπικό των Περιφερειών

Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι ΟΤΑ έχουν διοικητική αυτοτέλεια. Υπό την έννοια αυτή η
εσωτερική δομή της διοίκησης κάθε Περιφέρειας αποτελεί εσωτερική της υπόθεση. Ο
Οργανισμός ψηφίζεται από το περιφερειακό συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της πιο
αντιπρoσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων και η σχετική

35
απόφαση αφού εγκριθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών, δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Το περιφερειακό συμβούλιο ψηφίζει τον Οργανισμό με βάση πλήρη μελέτη


οργάνωσης των υπηρεσιών, για την κατάρτιση της οποίας λαμβάνονται υπόψη,
ιδίως, οι ασκούμενες αρμοδιότητες, οι διαθέσιμοι πόροι, η έκταση, ο πληθυσμός και
οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιφέρειας.

Στον Οργανισμό καθορίζονται:

α) οι υπηρεσιακές τους μονάδες,

β) η διάρθρωση των υπηρεσιακών μονάδων (Γενικές Διευθύνσεις, Διευθύνσεις,


αυτοτελή Τμήματα, Τμήματα, αυτοτελή Γραφεία και Γραφεία),

γ) ο τίτλος, οι αρμοδιότητες και η έδρα κάθε μονάδας,

δ) οι οργανικές θέσεις ανά Διεύθυνση, κατά κατηγορίες, κλάδους, ειδικότητες και


βαθμούς, του μόνιμου πρoσωπικού.

ε) οι θέσεις του ειδικού επιστημονικού και του τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού,


που μπορεί να προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

στ) οι κατηγορίες και οι κλάδοι του προσωπικού, των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται
για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων, ανάλογα με την ειδικότητα του κλάδου και
το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων.

Οι θέσεις προσωπικού των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.),


Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) και
Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (Υ.Ε.) κατατάσσονται σε πέντε συνολικά βαθμούς. Οι
θέσεις των κατηγοριών Π.Ε., Τ.Ε. και Δ.Ε. κατατάσσονται στους βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄
και Α΄, από τους οποίους κατώτερος είναι ο Δ΄ και ανώτερος ο Α΄. Οι θέσεις της
κατηγορίας Υ.Ε. κατατάσσονται στους βαθμούς Ε΄, Δ΄, Γ΄ και Β΄ από τους οποίους
κατώτερος είναι ο Ε΄ και ανώτερος ο Β΄.

Σύμφωνα με το Ν 3853/2010, άρθρο 255 το μόνιμο και ιδιωτικού δικαίου αορίστου


χρόνου προσωπικό των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων καθίσταται αυτοδίκαια από 1-
1-2011 προσωπικό των περιφερειών της αντίστοιχης χωρικής αρμοδιότητας. Με
διαπιστωτική πράξη που εκδίδεται από τον οικείο περιφερειάρχη μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία ανάληψης των
καθηκόντων του, το προσωπικό κατατάσσεται σε αντίστοιχες συνιστώμενες
προσωποπαγείς θέσεις της αντίστοιχης κατηγορίας, κλάδου ή ειδικότητας των
υπηρεσιών της Έδρας και των Νομών της περιφέρειας.

Γενικά, λόγω των περιορισμών στον αριθμό των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων
των τελευταίων ετών, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, ο αριθμός
υπαλλήλων είναι πολύ περιορισμένος με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικά
κενά και ελλείψεις.

36
Πίνακας 3: Προσωπικό Περιφερειών (στοιχεία 2013).
Αριθμός
Αριθμός Ποσοστιαία
Α/Α Περιφέρειες υπαλλήλων
υπαλλήλων Μεταβολή (%)
(1/1/2011)
Ανατολικής Μακεδονίας και
1 1.355 1.271 -19,30%
Θράκης
2 Αττικής 2.583 2.397 -19,50%
3 Βορείου Αιγαίου 574 457 -20,38%
4 Δυτικής Ελλάδας 1.227 934 -23,88%
5 Δυτικής Μακεδονίας 692 649 -6,30%
6 Ηπείρου 1.013 856 -15,49%
7 Θεσσαλίας 1.214 1.070 -11,86%
8 Ιονίων Νήσων 452 408 -9,73%
9 Κεντρικής Μακεδονίας 2.472 2.154 -13,00%
10 Κρήτης 1.039 888 -14,50%
11 Νοτίου Αιγαίου 532 479 -9,96%
12 Πελοποννήσου 1.171 958 -23,84%
13 Στερεάς Ελλάδας 1.095 865 -21%
Σύνολο 15.419 13.386 -13,10%

37
Ενότητα 4.3

ΚΑΘ’ΥΛΗΝ (ΕΙΔΙΚΗ) ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ


4.3.1 Χαρακτηριστικά της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης

Οι πολλαπλές αποστολές του σύγχρονου κράτους οδήγησαν στη σύσταση


νομικών προσώπων προκειμένου να εκπληρωθούν λειτουργικές ιδιαιτερότητές του.
Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκε η καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση δημοσίων υποθέσεων, η
οποία συμβάλλει στον καταμερισμό των έργων της διοικητικής λειτουργίας και
θεραπεύει ειδικές ανάγκες της πολιτειακής και κοινωνικής ζωής. Επιπλέον παρέχει
καλύτερη οργανωτική δομή, πληρέστερα οικονομικά μέσα και μεγαλύτερη
ανεξαρτησία για την πραγματοποίηση ενός ειδικού έργου. Ο αριθμός των παραπάνω
νομικών προσώπων υπολογίζεται σε χιλιάδες με αποτέλεσμα να παρατηρείται το
φαινόμενο από την μία πλευρά να συρρικνώνεται ο δημόσιος τομέας (λόγω των
αποκρατικοποιήσεων) και από την άλλη πλευρά να αυξάνεται ο αριθμός των
δημόσιων νομικών προσώπων που λειτουργούν εκτός του νομικού προσώπου του
κράτους.
Το Σύνταγμα, με εξαίρεση την αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι. δεν κατοχυρώνει την
καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση. Ωστόσο, σε ορισμένα άρθρα του κάνει σχετική μνεία
αντιδιαστέλλοντας τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης από τα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου (56 παρ. 1, 98, παρ.1,ζ, 103 παρ. 6, 104). Κατά
συνέπεια η λειτουργία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.)
ρυθμίζεται από τον κοινό νομοθέτη. Στο πλαίσιο αυτό τα δημόσια νομικά πρόσωπα
ιδρύονται με τυπικό ή ουσιαστικό νόμο και ασκούν δημόσια εξουσία με βάση τον
κανόνα της ειδικότητας, δηλαδή με βάση μία δοτή από τον νομοθέτη και σαφώς
προσδιορισμένη αρμοδιότητα. Η κατάργησή τους γίνεται με τον ίδιο τρόπο ή
αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης ορισμένου χρόνου που προβλέπεται στην συστατική
τους πράξη. Tα χαρακτηριστικά τους έχουν ως εξής:

α) διοικητική αυτοτέλεια: το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα συλλογικό όργανο


(Δ.Σ.) που έχει γενική αρμοδιότητα και ένα μονομελές όργανο (Διευθυντής, Γενικός
Διευθυντής) που είναι αρμόδιο για την διεύθυνση των εργασιών του οργανισμού,
β) δημοσιονομική αυτοτέλεια: το νομικό πρόσωπο έχει δικό του προϋπολογισμό, τον
οποίο διαχειρίζεται για την πραγματοποίηση των σκοπών του. Οι πόροι του
προέρχονται από ειδικά τέλη, εισφορές, δικαιώματα, μεταβίβαση περιουσιακών
στοιχείων του κράτους, κρατικές επιχορηγήσεις, δάνεια κλπ.
γ) διοικητική εποπτεία: η εποπτεία του κράτους είναι εξειδικευμένη λόγω της
τεχνοκρατικής αποστολής του δημόσιου νομικού προσώπου. Ο βαθμός και η
διαδικασία άσκησής της μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με την μορφή του (Ν.Π.Δ.Δ.,
Ν.Π.Ι.Δ.) και το είδος των δραστηριοτήτων του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο
νομοθέτης δεν δεσμεύεται από συνταγματικές διατάξεις, όπως ισχύει στην
περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και των Α.Ε.Ι.

38
4.3.2 Είδη της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης

Τα δημόσια νομικά πρόσωπα, ως φορείς της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης έχουν


άλλοτε την μορφή Ν.Π.Δ.Δ. και άλλοτε την μορφή Ν.Π.Ι.Δ.. Τα Ν.Π.Δ.Δ., διέπονται
κυρίως από το διοικητικό δίκαιο και διακρίνονται σε δύο είδη :
i) Σε Ν.Π.Δ.Δ. ιδρυματικού τύπου (π.χ. Ασφαλιστικά Ταμεία), που διακρίνονται από
τα εξής χαρακτηριστικά: α) τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου διορίζονται
και δεν εκλέγονται, β) οι αρμοδιότητες του νομικού προσώπου προσδιορίζονται από
τον νομοθέτη με τρόπο αυστηρό και είναι εξειδικευμένες. Για τον λόγο αυτό δεν
υπάρχει εσωτερική αυτονομία του οργανισμού αναφορικά με την αξιολόγηση εάν
εμπίπτει ή όχι στην αρμοδιότητά του ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, γ) η διοικητική
εποπτεία που ασκείται είναι αυξημένη και συνήθως περιλαμβάνει όχι μόνο έλεγχο
νομιμότητας αλλά και έλεγχο σκοπιμότητας.
ii) σε Ν.Π.Δ.Δ. σωματειακού τύπου (π.χ. Δικηγορικοί Σύλλογοι) που διακρίνονται
από τα εξής χαρακτηριστικά: α) τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου
προέρχονται και εκλέγονται από τα μέλη της οργανωμένης ομάδας που αυτό
εκπροσωπεί, β) οι αρμοδιότητες του νομικού προσώπου αν και δεν καθορίζονται
από την συλλογική βούληση των μελών της ομάδας που εκπροσωπεί (είναι δηλαδή
δοτές) ωστόσο είναι γενικές, γεγονός που προσδίδει εσωτερική αυτονομία στον
οργανισμό για όλες τις υποθέσεις που αφορούν τα μέλη του και γ) η διοικητική
εποπτεία που ασκείται είναι ήπια και περιορίζεται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας.
Τα δημόσια Ν.Π.Ι.Δ. ή Δ.Ε.Κ.Ο. διέπονται κυρίως από το ιδιωτικό δίκαιο και
διακρίνονται:
i) σε Ν.Π.Ι.Δ. επιχειρηματικής φύσης, τα οποία ασκούν με παραγωγικά
μέσα του κράτους και δικό τους προσωπικό ορισμένη επιχειρηματική
δραστηριότητα χωρίς να έχουν τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. (π.χ. Κτηματική
Εταιρεία του Δημοσίου),
ii) Σε Ν.Π.Ι.Δ. ιδρυματικού χαρακτήρα, τα οποία ασκούν παραγωγική
δραστηριότητα (π.χ. Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών),
iii) σε Ν.Π.Ι.Δ. σωματειακής φύσης, τα οποία ρυθμίζουν ορισμένη
επαγγελματική δραστηριότητα (π.χ. Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων).

Σύμφωνα με μία άλλη διάκριση τα Ν.Π.Ι.Δ. διακρίνονται: α) σε Ν.Π.Ι.Δ. που


ασκούν δημόσια υπηρεσία, και β) σε Ν.Π.Ι.Δ. που συμμετέχουν στον ανταγωνιστικό
τομέα της οικονομίας. Στην πρώτη περίπτωση τα νομικά πρόσωπα παρέχουν
υπηρεσίες προς το κοινωνικό σύνολο (π.χ. δημοτικές επιχειρήσεις), ή ασκούν
ρυθμιστική οικονομική παρέμβαση (π.χ. Ελληνικός Οργανισμός Μικρομεσαίων
Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας, Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ., που ασκεί παρέμβαση στον τομέα
της βιοτεχνίας). Στην δεύτερη περίπτωση τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στον
ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας και ασκούν πραγματικές επιδράσεις στην πορεία
και τα μεγέθη της. Η μορφή που έχουν στην περίπτωση αυτή τα Ν.Π.Ι.Δ. είναι εκείνη
των εταιρειών μεικτής οικονομίας.

4.3.3 Άλλες μορφές καθ’ύλην αυτοδιοίκησης

Ωστόσο, εκτός από τις παραπάνω μορφές της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης
κρίνεται σκόπιμη η αναφορά και ορισμένων άλλων μορφών. Πρόκειται για τις
δημόσιες εταιρείες, την παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, τις επιχειρήσεις μεικτής
οικονομίας, τα μεικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα και τα εκκλησιαστικά νομικά
πρόσωπα. Συγκεκριμένα:

39
i) Δημόσιες εταιρείες (π.χ. Εθνική Βιομηχανία Φαρμάκων). Αυτές συνιστούν
ανώνυμες εταιρείες που έχουν μέτοχο το δημόσιο (Ο.Τ.Α. ή δημόσιο νομικό
πρόσωπο) και στις οποίες δεν μπορεί να μετάσχουν ιδιώτες (φυσικά ή νομικά
πρόσωπα). Παρά το γεγονός ότι η οργάνωση και λειτουργία αυτών των εταιριών
διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, θέματα που αφορούν την ίδρυσή τους, την
επέμβαση των κρατικών αρχών στη λειτουργία τους και την κατάσταση των μελών
των οργάνων τους ρυθμίζονται από το διοικητικό δίκαιο.
ii) Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (π.χ. εκμετάλλευση της γέφυρας Ρίου-
Αντιρρίου). Σύμφωνα με αυτή παραχωρείται εκ μέρους του κράτους σε ένα ιδιώτη
(φυσικό ή νομικό πρόσωπο) η λειτουργία και διαχείριση μιας επιχειρηματικής
δραστηριότητας δημοσίου συμφέροντος.
iii) Επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Πρόκειται για Ν.Π.Ι.Δ. που ασκούσαν
επιχειρηματική δραστηριότητα και τα οποία εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες. Οι τελευταίοι
παραμένουν αρμόδιοι για την παροχή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στους
διοικούμενους και υποχρεούνται να τηρήσουν τις αρχές του δημοσίου δικαίου.
iv) Επιχειρήσεις μεικτής οικονομίας. Αυτές τείνουν να εκλείψουν εν όψει των
ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για επιχειρήσεις στις οποίες το κράτος συμμετέχει κατά
ένα ποσοστό προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, ενώ κατά το λοιπό
ποσοστό μετέχουν ιδιώτες. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργούνται με την μερική
ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων ή την εθνικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Έχουν την μορφή ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Ο βαθμός
επέμβασης του κράτους διαφοροποιείται ανάλογα με το ποσοστό της συμμετοχής
του στις επιχειρήσεις αυτές. Όσο μεγαλύτερο, δηλαδή, είναι το ποσοστό συμμετοχής
του κράτους τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βαθμός επέμβασής του.
v) Μεικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα. Πρόκειται για οργανισμούς που διέπονται από το
ιδιωτικό δίκαιο ενώ διαθέτουν παράλληλα και διοικητικές αρμοδιότητες. Ιδρύονται με
νόμο, λειτουργούν με την μορφή ανώνυμης εταιρείας εμπορικού δικαίου και
υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, όσον αφορά την κύρια λειτουργία τους. Ωστόσο,
αναφορικά με ορισμένες άλλες λειτουργίες τους ενεργούν ως νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου που αποβλέπουν στην ικανοποίηση δημόσιων αναγκών (π.χ.
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία έχει ανατεθεί η εποπτεία του κράτους
επί των γεωργικών συνεταιρισμών).
vi) Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ. και περιλαμβάνουν την
Εκκλησία της Ελλάδος, τις ιερές μητροπόλεις και ιερές μονές, τις ενορίες, τα
εκκλησιαστικά ιδρύματα και σχολές και την Αποστολική Διακονία της Ελλάδος. Τα
παραπάνω νομικά πρόσωπα δεν περιλαμβάνονται στην Δημόσια Διοίκηση. Έχουν
πνευματικό χαρακτήρα, παράλληλα, ωστόσο, ασκούν δημόσια εξουσία χωρίς να
υπόκεινται στην εποπτεία των οργάνων του κράτους. Το γεγονός ότι
χαρακτηρίζονται Ν.Π.Δ.Δ. οφείλεται στην επιδίωξη του νομοθέτη να προσδώσει σε
αυτά μεγαλύτερη προστασία.

40
Σύνοψη

Στην πρώτη ενότητα του κεφαλαίου παρουσιάστηκαν τα χαρακτηριστικά του θεσμού


και τα δύο είδη της αυτοδιοίκησης (τοπική αυτοδιοίκηση, καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση).

Στην δεύτερη ενότητα έγινε αναφορά:


α) στην οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού. Αναπτύχθηκε το
τεκμήριο αρμοδιότητας των Δήμων για τις τοπικές υποθέσεις και επισημάνθηκαν τα
κριτήρια διάκρισης μεταξύ τοπικών και γενικών υποθέσεων. Στην συνέχεια
αναφέρθηκαν τα όργανα των Δήμων και οι αρμοδιότητές του καθενός. Έγινε
περιγραφή της διαδικασίας διοικητικής εποπτείας που ασκεί η Αποκεντρωμένη
Διοίκηση επί των πράξεων των Δήμων καθώς και της διαδικασίας προληπτικού
ελέγχου των δαπανών των Δήμων από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Προσδιορίστηκαν οι
έννοιες των επιχειρησιακών και τεχνικών προγραμμάτων καθώς και των
προγραμματικών συμβάσεων. Έγινε αναφορά στον θεσμό των Συνδέσμων Δήμων
και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Δήμων. Τέλος, παρουσιάστηκε η
εσωτερική οργάνωση και το προσωπικό των Δήμων.
β) στην οργάνωση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Παρουσιάστηκαν τα όργανα
της περιφερειακής αυτοδιοίκησης και οι αρμοδιότητές τους. Αναπτύχθηκε η
διαδικασία διοικητικής εποπτείας επί των πράξεων της περιφερειακής αυτοδιοίκησης.
Έγινε αναφορά στην διαδικασία ελέγχου που ασκούν οι Υπηρεσίες Εντελλομένων
Εξόδων επί των δαπανών των περιφερειακών αυτοδιοικήσεων. Επισημάνθηκαν οι
πηγές προέλευσης των εσόδων της περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Παρουσιάστηκαν
τα νομικά πρόσωπα των περιφερειακών αυτοδιοικήσεων και το Περιφερειακό Ταμείο
Ανάπτυξης. Τέλος, έγινε αναφορά στην εσωτερική Οργάνωση και το προσωπικό των
Περιφερειών.

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάστηκαν τα χαρακτηριστικά της καθ’ύλην αυτοδιοίκησης


(διοικητική αυτοτέλεια, δημοσιονομική αυτοτέλεια, διοικητική εποπτεία) και τα δύο
είδη τους (νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου [Ν.Π.Δ.Δ.], δημόσια νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου [Ν.Π.Ι.Δ.]). Έγινε διάκριση των Ν.Π.Δ.Δ. σε νομικά πρόσωπα
σωματειακού και ιδρυματικού τύπου. Παράλληλα διακρίθηκαν τα Ν.Π.Ι.Δ. σε νομικά
πρόσωπα επιχειρηματικού, ιδρυματικού και σωματειακού χαρακτήρα. Τέλος,
παρουσιάστηκαν και άλλες μορφές καθ΄ ύλην αυτοδιοίκησης όπως είναι οι δημόσιες
εταιρείες, η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, οι
επιχειρήσεις μεικτής οικονομίας, τα μεικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα και τα
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα.

41
Παράρτημα

Απάντηση σε δραστηριότητες

Δραστηριότητα 1
___________________________________________________________________

Σύμφωνα με την διαδικασία που ίσχυε πριν τον Καλλικράτη (2010) την διοικητική
εποπτεία επί των πράξεων των Δήμων είχε ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας.
Σε αυτόν αποστέλλονταν μόνον οι αποφάσεις που αφορούσαν: α) ρυθμίσεις
κανονιστικού περιεχομένου, β) ανάθεση έργων υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών,
γ) αγορά και εκποίηση ακινήτων, δ) κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, ε)
επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων, στ) σύναψη συμβάσεων και δανείων, ζ)
διενέργεια τοπικού δημοψηφίσματος και η) αναμορφώσεις προϋπολογισμών. Ο
Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας έλεγχε τη νομιμότητα των παραπάνω
αποφάσεων και εξέδιδε σχετική πράξη. Σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι η
απόφαση ήταν παράνομη την ακύρωνε. Παράλληλα, ωστόσο, ο Γενικός Γραμματέας
μπορούσε, αυτεπάγγελτα, να ακυρώσει και οποιαδήποτε άλλη απόφαση των
συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων, των Κοινοτήτων, των τοπικών
διαμερισμάτων, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των Συνδέσμων
(άρθρο 149 Κ.Δ.Κ.).

Επιπλέον οποιοσδήποτε είχε έννομο συμφέρον μπορούσε να προσφύγει: α) στον


Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και να προσβάλει τις αποφάσεις των συλλογικών
ή μονομελών οργάνων των Δήμων, των Κοινοτήτων, των τοπικών διαμερισμάτων,
των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των Συνδέσμων, για λόγους
νομιμότητας, και β) στην Ειδική Επιτροπή ζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων
του Γενικού Γραμματέα που αφορούσαν είτε στην εποπτεία που αυτός ασκούσε επί
των πράξεων των Ο.Τ.Α. είτε στην εξέταση των προσφυγών που απεύθυναν σε
αυτόν όσοι είχαν έννομο συμφέρον. Η Επιτροπή συγκροτούνταν με απόφαση του
Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και την αποτελούσαν : ένας (1) δικαστικός
λειτουργός, ένα (1) μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και γ) ένας (1)
αιρετός εκπρόσωπος της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.).
(άρθρα 150-151 Κ.Δ.Κ.).

Σύμφωνα με τα άρθρα 215 και 216 του Ν. 3852/2010 την διοικητική εποπτεία επί
των πράξεων των Δήμων προβλεπόταν να ασκεί η Αυτοτελής Υπηρεσία Εποπτείας
Ο.Τ.Α. η οποία θα λειτουργούσε στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με
προϊστάμενο έναν Ελεγκτή Νομιμότητας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα αυτή η ειδική
υπηρεσία δεν έχει καταστεί δυνατόν να δημιουργηθεί εξαιτίας της έλλειψης πόρων,
αλλά και της απουσίας πολιτικής βούλησης για την ενεργοποίησή της. Προσωρινά
λοιπόν, οι αρμοδιότητες εποπτείας των πράξεων των Δήμων ασκούνται από τον
Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τις Υπηρεσίες του, καθώς και
από τις Ειδικές Επιτροπές του άρθρου 152 του Κ.Δ.Κ. που συγκροτούνται με

42
απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αντίστοιχης Αποκεντρωμένης Διοίκησης
(άρθρο 238 Ν. 3852/2010).

Δραστηριότητα 2
___________________________________________________________________

Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010 «Καλλικράτης» προβλέπεται ότι οι δαπάνες των


δήμων, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και των κοινωφελών
επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δημοτικών
ανωνύμων εταιρειών του άρθρου 266 του Ν. 3463/2006 (μονομετοχικές εταιρείες
διαχείρισης ακίνητης περιουσίας), εξαιρουμένων των σχολικών επιτροπών,
υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επιπλέον, το
ελεγκτικό συνέδριο ελέγχει όλες τις συμβάσεις των δήμων και των νομικών τους
προσώπων με χρηματικό αντικείμενο άνω των 200.000 Ευρώ. Αρμόδια όργανα για
τη διενέργεια των παραπάνω ελέγχων είναι οι υπηρεσίες επιτρόπων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου που εδρεύουν στις πρωτεύουσες των νομών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί
ότι πλέον, κατά το άρθρο 277 του Ν. 3852/2010, ο αρμόδιος για τον προληπτικό
έλεγχο των δαπανών Επίτροπος, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους μπορεί να
παρακολουθεί την κανονική είσπραξη των εσόδων των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους
προσώπων και να ασκεί τον έλεγχο για την είσπραξη των νομίμως βεβαιωθέντων
χρεών, οφειλών ή προστίμων σε βάρος τρίτων.

Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010 προβλέπεται ότι οι δαπάνες των Περιφερειών και
των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παράλληλα, ορίζεται (άρθρο 282 παρ. 17 του Ν.
3852/2010) ότι κατά τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης και
ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, σύμφωνα και με τις διατάξεις της σχετικής
νομοθεσίας, η εκκαθάριση, ο έλεγχος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των
δαπανών των περιφερειών διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου
(ΥΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), που
λειτουργούν σε κάθε Περιφέρεια. Κατά το ίδιο διάστημα δεν εφαρμόζεται το άρθρο
275, για τις δαπάνες των Περιφερειών.

43
Βιβλιογραφία

Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου Δ., Η Διοικητική οργάνωση του Κράτους,


Θεσσαλονίκη 2002

Κόρσος Δ., Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, γ’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-
Κομοτινή 2005

Μακρυδημήτρης Αντ. Πραβίτα Μ.Η. (επιμ.), «Διοικητικός Κώδικας»: Συλλογή


Νομοθεσίας για την Δημόσια Διοίκηση, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσαλονίκη, 2006

Μακρυδημήτρης Α., Δημόσια Διοίκηση (Στοιχεία Διοικητικής Οργάνωσης), εκδ.


Σάκκουλα 2006

Παπαχατζής Γ., Σύστημα του ισχύοντος στη Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1983

Στασινόπουλος Μ., Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1957 (ανατ. 1976)

Σπηλιωτόπουλος Επ., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 11η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα,


Αθήνα-Κομοτινή, 2005

Σπηλιωτόπουλος Επ.,Μακρυδημήτρης Αντ. (επιμελ.), Η Δημόσια Διοίκηση στην


Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή, 2001

Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005

Χλέπας Ν., Τασόπουλος (επιμ.), Οι Αρμοδιότητες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης


και της περιφερειακής Διοίκησης, Προς αναζήτηση της κρίσιμης τομής, εκδ.
Σάκκουλα, 2000

Χλέπας Ν., Η τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, Ο διαλεκτικός Ανταγωνισμός της


Αποκέντρωσης με την Αυτοδιοίκηση, εκδ. Σάκκουλα 1999

Χρυσανθάκης Χ., Πανταζόπουλος Π., Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου, Όργανα και


περιεχόμενο της διοικητικής δράσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006

Χρυσανθάκης Χ., Η Θεσμική Μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής


Αυτοδιοίκησης, Το Σχέδιο Ιωάννης Καποδίστριας, εκδ. Σάκκουλα 1998

Το Σύνταγμα του 1975/1986/2001

Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006)

Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Π.Δ. 30/1996)

Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης


Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης»

44

You might also like