Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
«Δημόσια Διοίκηση και Πολιτική»
ΔΕΟ 24
Συνοδευτικό Κείμενο
Σημειώσεις για τον Καλλικράτη
Η Αποκεντρωμένη Περιφερειακή Διοίκηση του Κράτους (κεφάλαιο 3)
Αυτοδιοίκηση (κεφάλαιο 4)
Συγγραφή
Πάτρα 2016
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Η ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Σκοπός
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η παρουσίαση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων
της αποκεντρωμένης περιφερειακής διοίκησης του ελληνικού κράτους, και η ανάλυση
της οργανωτικής της διάρθρωσης.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
να διακρίνετε
το συγκεντρωτικό από το αποκεντρωτικό σύστημα
την αποκέντρωση με την ευρεία έννοια από την αποκέντρωση με την
στενή έννοια
να περιγράφετε
τις διάφορες έννοιες της αποκέντρωσης
τα χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού συστήματος
να γνωρίζετε
την ιστορική εξέλιξη του θεσμού της αποκεντρωμένης περιφέρειας
την οριζόντια και κάθετη ιεραρχική οργάνωση των αποκεντρωμένων
περιφερειακών υπηρεσιών
την οργανωτική δομή των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
τις αρμοδιότητες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
τα όργανα των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
να αναλύετε την έννοια
των υποθέσεων της κεντρικής διοίκησης,
των ειδικών αρμοδιοτήτων
των περιφερειακών υποθέσεων
των τοπικών υποθέσεων
Έννοιες - Κλειδιά
Συγκεντρωτικό σύστημα
Αποκεντρωτικό σύστημα
Αποκέντρωση με την ευρεία έννοια
Αποκέντρωση με την στενή έννοια
Υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης
Ειδικές αρμοδιότητες
Περιφερειακές υποθέσεις
Τοπικές υποθέσεις
Οριζόντια αποκέντρωση
Κάθετη αποκέντρωση
Γενική διοικητική αποκέντρωση
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Ειδική διοικητική αποκέντρωση
Αποκεντρωμένη Διοίκηση
Όργανα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Αρμοδιότητες Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Συμβούλιο Περιφερειακής Διοίκησης
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Ενότητα 3.1
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
περιφερειακών οργάνων ενώ τα τελευταία διαθέτουν γενική αποφασιστική
αρμοδιότητα σε θέματα της περιφέρειάς τους (Μακρυδημήτρης 2006, σελ. 103-106).
Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις
της έννοιας της αποκέντρωσης. Ακολουθεί παρουσίαση των κυριότερων από αυτές
(Χλέπας 1999, σελ. 27-36) :
α) Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση,η οποία έχει διατυπωθεί από τον Αθ.
Ράϊκο, η διοίκηση μπορεί να οργανωθεί είτε με το σύστημα της συγκέντρωσης υπό
την ευρεία έννοια είτε με το σύστημα της αποσυγκέντρωσης. Στην περίπτωση της
συγκέντρωσης υπό την ευρεία έννοια η διοίκηση ασκείται από το νομικό πρόσωπο
του κράτους και μπορεί να προσλάβει δύο μορφές: εκείνης της συγκέντρωσης με την
στενή έννοια, όπου η διοίκηση ασκείται από τα κεντρικά όργανα και εκείνης της
αποκέντρωσης όπου η διοίκηση ασκείται από τα περιφερειακά όργανα. Στην
περίπτωση της αποσυγκέντρωσης η διοίκηση ασκείται από αυτοτελή νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
β) Η δεύτερη προσέγγιση της έννοιας της αποκέντρωσης, η οποία έχει
διατυπωθεί από τον Σπ. Φλογαϊτη, αναδεικνύει ως βασικό στοιχείο, εκείνο της
ιεραρχικής εξάρτησης των οργάνων διοίκησης μεταξύ τους. Όταν δηλαδή απουσιάζει
το στοιχείο της ιεραρχικής εξάρτησης τότε έχουμε αποκέντρωση ενώ όταν ενυπάρχει
το στοιχείο της ιεραρχικής εξάρτησης, τότε έχουμε συγκέντρωση. Έτσι
περιφερειακές υπηρεσίες που εντάσσονται ιεραρχικά στο κέντρο ανήκουν στο
συγκεντρωτικό σύστημα. Αντίθετα οι νομικές μορφές (όργανα, νομικά πρόσωπα,
οργανώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα) που ασκούν αποφασιστικές αρμοδιότητες
ανώτατης διοίκησης χωρίς να δημιουργείται ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, ανήκουν
στο αποκεντρωτικό σύστημα.
γ) Σύμφωνα με την τρίτη προσέγγιση το αποκεντρωτικό σύστημα
αποσυνδέεται από το εδαφικό στοιχείο που το χαρακτηρίζει και επεκτείνεται σε όλες
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
τις λειτουργικές μορφές της αποκέντρωσης. Στο πλαίσιο αυτό στην έννοια της
αποκέντρωσης περιλαμβάνονται και οι αυτοτελείς ή αποκεντρωμένες κρατικές
υπηρεσίες (οι οποίες ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του κράτους) αλλά και τα
κρατικά νομικά πρόσωπα που εντάσσονται στην καθ΄ύλη αυτοδιοίκηση.
5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
υπέρ των περιφερειακών οργάνων και όχι της νομοθετικής απαρίθμησης.
Σύμφωνα δε με το ίδιο άρθρο οι πράξεις των περιφερειακών οργάνων
υπόκεινται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας από την κεντρική διοίκηση. Η
διοικητική αποκέντρωση ενισχύεται ακόμη περισσότερο με το άρθρο 118
παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι δεν επιτρέπεται μεταφορά
αρμοδιοτήτων από την Περιφέρεια προς το κέντρο. Από τα παραπάνω
προκύπτει ότι τα περιφερειακά όργανα διαθέτουν τεκμήριο γενικής
αποκλειστικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας επί των υποθέσεων της
περιφέρειας. Αναφορικά με τον χαρακτηρισμό μιας υπόθεσης ως
περιφερειακής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι προκαλούνται τριβές μεταξύ
της κεντρικής διοίκησης, της περιφερειακής διοίκησης και της τοπικής
αυτοδιοίκησης. Στην επίλυση του προβλήματος αυτού συμβάλλει η
διατύπωση του άρθρου 101 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την
οποία ισχύει τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των περιφερειακών οργάνων
για κάθε περίπτωση που δεν υπάγεται στις ειδικές αρμοδιότητες των
κεντρικών υπηρεσιών.
6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Στη βάση της παραπάνω διάκρισης τα περιφερειακά όργανα, διακρίνονται σε
όργανα γενικής αρμοδιότητας και σε όργανα ειδικής αρμοδιότητας. Στη πρώτη
περίπτωση τα όργανα έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα σε όλους τους
κλάδους της διοίκησης της αντίστοιχης διοικητικής περιφέρειας (γενική διοικητική
αποκέντρωση). Στην δεύτερη περίπτωση τα όργανα έχουν αποφασιστική
αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους κλάδους της διοίκησης της αντίστοιχης διοικητικής
περιφέρειας (ειδική διοικητική αποκέντρωση).
Ενότητα 3.2
7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Διοικήσεις καταργήθηκαν το 1973 ωστόσο παρέμειναν οι διανομαρχιακές υπηρεσίες,
οι οποίες και αποτέλεσαν τον πυρήνα για την δημιουργία της Περιφέρειας,ως μορφής
αποκεντρωμένης διοίκησης, λίγα χρόνια αργότερα.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε και μέχρι το 1986 μονάδα διοικητικής
αποκέντρωσης ήταν ο Νομός, με επικεφαλής τον διορισμένο από την κεντρική
διοίκηση Νομάρχη που υπηρετούσε άλλοτε με καθεστώς θητείας (Ν. 893/1949, Ν.Δ.
3436/1955, Ν. 266/1976) και άλλοτε ως μετακλητός υπάλληλος (Ν. 1235/1982). Με
το Ν. 1622/1986 καθιερώθηκε δεύτερος βαθμός διοικητικής αποκέντρωσης με την
σύσταση Περιφερειών επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γενικός Γραμματέας της
Περιφέρειας. Σκοπός της συγκρότησης των Περιφερειών ήταν ο σχεδιασμός,
προγραμματισμός και συντονισμός της περιφερειακής ανάπτυξης. Το επόμενο έτος
(1987) καθορίστηκαν οι δεκατρείς (13) Περιφέρειες της χώρας. Σε κάθε Περιφέρεια
τον θεσμό αυτό αποτελούσαν αφ’ ενός ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας και αφ’
ετέρου οι διανομαρχιακές υπηρεσίες των Υπουργείων, που λειτουργούσαν στην έδρα
της. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1993, ενισχύεται η διοικητική δομή των Περιφερειών
με την συγκρότηση στην έδρα τους διανομαρχιακής υπηρεσίας του Υπουργείου
Εσωτερικών. Σκοπός της νέας υπηρεσίας ήταν η διευκόλυνση του Γενικού
Γραμματέα της Περιφέρειας στην άσκηση των καθηκόντων του. Το 1994 ο Νομός
απέκτησε διττό χαρακτήρα: αφενός εξακολουθούσε να αποτελεί τον πρώτο βαθμό
διοικητικής αποκέντρωσης και αφετέρου αποτελούσε μονάδα δευτεροβάθμιας
τοπικής αυτοδιοίκησης. Επικεφαλής του Νομού, ως μονάδας περιφερειακής
διοίκησης ήταν ο Περιφερειακός Διευθυντής, ενώ επικεφαλής του Νομού ως μονάδας
δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης ήταν ο αιρετός Νομάρχης. Με το Ν. 2399/1996
καταργήθηκε ο πρώτος βαθμός διοικητικής αποκέντρωσης καθώς και οι θέσεις των
Περιφερειακών Διευθυντών, οι αρμοδιότητες των οποίων περιήλθαν στους Γενικούς
Γραμματείς της Περιφέρειας. Τέλος, το 1997 με το Ν. 2503/1997, αναδιοργανώθηκε
το σύστημα περιφερειακής οργάνωσης. Στο πλαίσιο του νέου νόμου οι Περιφέρειες
αποτέλεσαν τον μοναδικό βαθμό αποκέντρωσης με επικεφαλής τον Γενικό
Γραμματέα της Περιφέρειας.
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
διοίκησης. Κατά συνέπεια το τεκμήριο αρμοδιότητας των περιφερειακών αρχών
προσδιορίζεται από τον επιτελικό ή μη χαρακτήρα που έχει μία αρμοδιότητα.
Όσον αφορά την διάκριση μεταξύ περιφερειακών και τοπικών υποθέσεων η
αντιμετώπιση των σχετικών συγκρούσεων ακολούθησε μία δαιδαλώδη πορεία. Με
την καθιέρωση των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, το 1994, περιήλθαν σε αυτές οι
αρμοδιότητες της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων νομαρχιακού επιπέδου καθώς
και όλες οι αρμοδιότητες που είχαν οι νομάρχες και οι νομαρχιακές υπηρεσίες.
Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούσαν: α) τα θέματα δημόσιας
περιουσίας, β) τις αρμοδιότητες των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών,
Οικονομικών, Δικαιοσύνης, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος και των
συνοριακών σταθμών υγειονομικού κτηνιατρικού ελέγχου του Υπουργείου Γεωργίας
και γ) τις αρμοδιότητες που αφορούσαν στην εποπτεία της πρωτοβάθμιας τοπικής
αυτοδιοίκησης. Όσες αρμοδιότητες δεν περιλαμβάνονταν στην παραπάνω γενική
ρήτρα ασκούνταν από τον Περιφερειακό Διευθυντή. Ωστόσο, η παραπάνω ρύθμιση
που θα ετίθετο σε εφαρμογή μετά την δημοσίευση των εσωτερικών Οργανισμών
οργάνωσης και λειτουργίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, προκάλεσε
σημαντικές τριβές μεταξύ αποκεντρωμένης διοίκησης και Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης. Έτσι ενώ από το Σύνταγμα η αποκεντρωμένη διοίκηση πρέπει να
έχει το προβάδισμα έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αφού άλλωστε ασκεί
εποπτεία σε αυτήν, η καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (ως δεύτερου
βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης) συρρίκνωσε την αποκεντρωμένη διοίκηση σε
σύγκριση με την προϋπάρχουσα νομαρχιακή αποκέντρωση. Η νομολογία του Σ.τ.Ε.
που επακολούθησε αποκατέστησε αυτήν την έλλειψη ισορροπίας. Έτσι έγινε δεκτή η
διάκριση μεταξύ αρμοδιοτήτων της κρατικής διοίκησης και αρμοδιοτήτων για τις
τοπικές υποθέσεις νομαρχιακού επιπέδου. Οι πρώτες συνδέονται με την γενική
κρατική πολιτική, εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (το οποίο είναι υπέρτερο των
τοπικών συμφερόντων) και ασκούνται από την αποκεντρωμένη διοίκηση. Αντίθετα
από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ασκούνται αρμοδιότητες που αναφέρονται σε
τοπικές υποθέσεις νομαρχιακού επιπέδου. Η διάκριση αυτή έγινε περισσότερο
ευκρινής από την σχετική νομοθεσία που όριζε ότι ο Γενικός Γραμματέας της
Περιφέρειας ασκούσε τις αρμοδιότητες που είχαν οι νομάρχες και οι νομαρχιακές
υπηρεσίες πριν από την καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με εξαίρεση
εκείνες που έχουν περιέλθει στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις.
Δραστηριότητα 1
__________________________________________________________________
9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
σχηματίστηκαν 7 Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης
Διοίκησης συνιστάται Γενική Γραμματεία της οποίας προΐσταται μετακλητός
υπάλληλος. Με τηΝέα Αρχιτεκτονική, η κρατικά αποκεντρωμένη
διοίκησηοργανώθηκε λοιπόν σε επίπεδο ευρύτερων χωρικών ενοτήτων,τις
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, οι οποίες κρίθηκε ότι ανταποκρίνονται, με βάση
λειτουργικά και αναπτυξιακά κριτήρια, στις απαιτήσεις της εδαφικής, κοινωνικής και
οικονομικής συνοχής και προάγουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα τουΕθνικού
Χώρου.
Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του Ν. 3852/2010 προβλέφθηκε ότι συνιστώνται ως
ενιαίες αποκεντρωμένες μονάδες διοίκησης του κράτους οι εξής Αποκεντρωμένες
Διοικήσεις:
vi. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης, η οποία εκτείνεται στα όρια της περιφέρειας
Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο.
vii. Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, η οποία εκτείνεται στα όρια της
περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και Κεντρικής Μακεδονίας με έδρα τη
Θεσσαλονίκη.
10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
α) Γραφείο Γενικού Γραμματέα
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
2. Η έκδοση απόφασης για άρση απαγόρευσης δικαιοπραξιών λατομικού ή
μεταλλευτικού περιεχομένου σε παραμεθόριες περιοχές, καθώς και η έκδοση
απόφασης για την απόκτηση μεταλλευτικών δικαιωμάτων επί αδειών μεταλλευτικών
ερευνών σε παραμεθόριες περιοχές.
Δραστηριότητα
2____________________________________________________
_
Αναφέρατε μία Διεύθυνση μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης η οποία διαθέτει
αρμοδιότητα σε τμήμα της εδαφικής περιφέρειάς της και μία Διεύθυνση της ίδιας
Αποκεντρωμένης Διοίκησης που διαθέτει αρμοδιότητα επί της συνολικής εδαφικής
περιφέρειάς της.
__________________________________________________________________
Σύνοψη
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
οργάνων. Προσδιορίσαμε την καταγωγή του περιφερειακού θεσμού, που συνίσταται
στην λειτουργία των διανομαρχιακών υπηρεσιών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο
ζήτημα των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών αρχών, και ο τρόπος που η νομολογία
και η νομοθεσία επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις σχετικές ασάφειες. Στο πλαίσιο αυτό
αναλύσαμε την έννοια των περιφερειακών υποθέσεων σε αντιδιαστολή με τις
υποθέσεις της κεντρικής διοίκησης και τις τοπικές υποθέσεις. Τέλος, παρουσιάσαμε
την οργάνωση των νέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων που καθιέρωσε η
μεταρρύθμιση του Καλλικράτη και αναφερθήκαμε στις αρμοδιότητες τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες
Δραστηριότητα 1
___________________________________________________________________
Δραστηριότητα 2
__________________________________________________________________
13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Βιβλιογραφία
Κόρσος Δ., Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, γ’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτινή 2005
Παπαχατζής Γ., Σύστημα του ισχύοντος στη Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1983
Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005
14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ
Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης»
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Σκοπός
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Έννοιες - Κλειδιά
Αυτοδιοίκηση
Τοπική Αυτοδιοίκηση
Καθ’ ύλην Αυτοδιοίκηση
Τοπική Αυτοδιοίκηση α’ βαθμού
Τοπική Αυτοδιοίκηση β’ βαθμού
Δήμοι
Δήμαρχος
Δημοτικό Συμβούλιο
Εκτελεστική Επιτροπή
Οικονομική Επιτροπή
Επιτροπή Ποιότητας Ζωής
Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης
Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών
Δημοτικές Κοινότητες
Τοπικές Κοινότητες
Συμβούλιο Δημοτικής Κοινότητας
Συμβούλιο Τοπικής Κοινότητας
Νομικά Πρόσωπα και Επιχειρήσεις Δήμων
Σύνδεσμοι Δήμων
Προγραμματικές Συμβάσεις
Προληπτικός έλεγχος δαπανών
Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση
Περιφερειάρχης
Περιφερειακό Συμβούλιο
Εκτελεστική Επιτροπή
Οικονομική Επιτροπή
Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης
Αυτοτελής Υπηρεσία Ελέγχου Ο.Τ.Α.
Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης
Δημόσια Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Δημόσιες Εταιρείες
Παραχώρηση Δημόσιας Υπηρεσίας
Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας
Επιχειρήσεις Μικτής Οικονομίας
Μεικτά ή Διφυή Νομικά Πρόσωπα
Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
γ) στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται ο θεσμός και τα χαρακτηριστικά της καθ’ ύλην
αυτοδιοίκησης. Αναφέρονται τα είδη της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης (νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου και δημόσια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) και τα
χαρακτηριστικά του καθενός. Τέλος, γίνεται μνεία των ιδιαίτερων μορφών της καθ’
ύλην αυτοδιοίκησης και των χαρακτηριστικών τους (αστικές εταιρείες, παραχώρηση
δημόσιας υπηρεσίας, κοινωφελείς επιχειρήσεις, μικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα,
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα).
2
Ενότητα 4.1
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ
ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Η οργάνωση της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης δεν αρκεί για την
εκπλήρωση της αποστολής του κράτους. Οι παραπάνω τρόποι οργάνωσης αν και
συμβάλλουν στην διοικητική ενότητα και την ομοιόμορφη άσκηση της διοίκησης,
ωστόσο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιδιαιτερότητα αναγκών, συμφερόντων
ή υποθέσεων, η διαχείριση των οποίων απαιτεί μία διαφοροποιημένη διοίκηση. Το
κενό αυτό καλύπτει ο θεσμός της αυτοδιοίκησης που ανταποκρίνεται στις τοπικές και
λειτουργικές ιδιαιτερότητες του σύγχρονου κράτους. Με τον όρο αυτοδιοίκηση
εννοούμε την σύσταση οργανωτικών μονάδων της δημόσιας διοίκησης εκτός του
νομικού προσώπου του κράτους, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα και
διεξάγουν ορισμένο κύκλο διοικητικών υποθέσεων.
Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε τοπική και σε καθ’ ύλην. Στην περίπτωση της
τοπικής αυτοδιοίκησης το νομικό πρόσωπο είναι αρμόδιο για υποθέσεις που
συνδέονται με ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Στην περίπτωση της καθ’ ύλην
αυτοδιοίκησης το νομικό πρόσωπο είναι αρμόδιο για υποθέσεις που συνδέονται με
ένα ειδικό σκοπό.
Το φαινόμενο της αυτοδιοίκησης είναι σύνθετο και περιλαμβάνει τρεις
διαφορετικές όψεις: α) την διοικητική, β) την πολιτική και γ) την τεχνική.
Σύμφωνα με την διοικητική όψη της αυτοδιοίκησης, δίνεται έμφαση στην
κατανομή των διοικητικών αρμοδιοτήτων και στην σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ
κράτους και αυτοδιοικούμενων οργανισμών. Τα θέματα που συνδέονται με αυτή την
όψη της αυτοδιοίκησης αφορούν την έννοια της αυτοτέλειας των οργανισμών και τις
σχέσεις εποπτείας που οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί διαμορφώνουν με το νομικό
πρόσωπο του κράτους.
Σύμφωνα με την πολιτική όψη της αυτοδιοίκησης δίνεται έμφαση στον τρόπο
ανάδειξης των οργάνων διοίκησης του αυτοδιοικούμενου οργανισμού. Όσο
περισσότερο δημοκρατικός είναι, τόσο περισσότερη αυτοδιοίκηση έχουμε. Π.χ. στην
περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι έντονος ο δημοκρατικός χαρακτήρας του
θεσμού λόγω του αιρετού χαρακτήρα ανάδειξης των οργάνων της. Το ίδιο συμβαίνει
και στην περίπτωση των νομικών προσώπων σωματειακού χαρακτήρα σε αντίθεση
με τα νομικά πρόσωπα ιδρυματικού χαρακτήρα που δεν περιλαμβάνουν ισχυρά
χαρακτηριστικά αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα, τέλος, με την τεχνική όψη της αυτοδιοίκησης δίδεται έμφαση στο
διαρθρωτικό σχήμα που διαμορφώνει το κράτος με την δημιουργία αυτοδιοικούμενων
οργανισμών. Η τελευταία αυτή όψη της αυτοδιοίκησης αντιστοιχεί περισσότερο στην
καθ΄ ύλην αυτοδιοίκηση που συνιστά περισσότερο μία τεχνική εκπληρώσεως των
σκοπών του κράτους παρά ένα θεσμό πολιτικής σημασίας (Κοντόγιωργα –
Θεοχαροπούλου Δ., 2002, σελ. 129-144).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η έννοια της αυτοδιοίκησης υλοποιείται
άλλοτε διαθέτοντας το minimum των προϋποθέσεών της, που συνίστανται στην
ύπαρξη νομικής προσωπικότητας και άλλοτε διαθέτοντας το maximum των
3
προϋποθέσεών της, που συνίστανται στην συγκρότηση και δομή του οργανισμού με
τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η εσωτερική του αυτονομία και η
αντιπροσωπευτικότητα των διοικούντων οργάνων. Στην τελευταία περίπτωση
εξασφαλίζονται ορισμένες τοπικές ή επαγγελματικές ελευθερίες και δικαιώματα (π.χ.
τοπική αυτοδιοίκηση, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σωματειακού χαρακτήρα)
Η ύπαρξη νομικής προσωπικότητας των αυτοδιοικούμενων οργανισμών, η
οποία είναι διακριτή από την νομική προσωπικότητα του κράτους, εγγυάται την
ύπαρξη τριών στοιχείων: α) της διοικητικής αυτοτέλειας υποθέσεων, β) της
διοικητικής αυτοτέλειας οργάνων και γ) της δημοσιονομικής αυτοτέλειας. Σύμφωνα με
το πρώτο στοιχείο (διοικητική αυτοτέλεια υποθέσεων) το νομικό πρόσωπο διοικεί
συγκεκριμένες υποθέσεις που συνδέονται με περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και
πληθυσμό ή με ορισμένο αντικείμενο. Οι διοικητικές πράξεις που αφορούν στις
παραπάνω υποθέσεις υπάγονται σε έλεγχο διοικητικής εποπτείας εκ μέρους της
κρατικής διοίκησης και όχι σε ιεραρχικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός είναι ήπιος και
συνήθως συνίσταται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας σε αντίθεση με τον ιεραρχικό
έλεγχο που είναι αυστηρός και περιλαμβάνει όχι μόνο έλεγχο νομιμότητας αλλά και
σκοπιμότητας. Σύμφωνα με το δεύτερο στοιχείο (διοικητική αυτοτέλεια οργάνων) τα
όργανα των αυτοδιοικούμενων οργανισμών δεν έχουν ιεραρχική εξάρτηση από τα
όργανα της κρατικής διοίκησης, αλλά υπόκεινται στην διοικητική εποπτεία αυτών.
Σύμφωνα, τέλος, με το τρίτο στοιχείο (δημοσιονομική αυτοτέλεια) ο αυτοδιοικούμενος
οργανισμός έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία και να
εξευρίσκει χρηματικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής του.
Τα αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα έχουν αποσπασθεί από τον κορμό του
κράτους. Παράλληλα, ωστόσο, πρέπει να διατηρηθεί η ενιαία οργανωτική μορφή του
κράτους αλλά και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Τους στόχους αυτούς εξυπηρετεί η
διοικητική εποπτεία, η οποία αν και συνιστά περιορισμό της αυτοδιοίκησης : α)
εξασφαλίζει την ενότητα των στόχων και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, β)
συμβάλλει στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, γ) ελέγχει την τήρηση της
νομοθεσίας και δ) προλαμβάνει και καταστέλλει καταστάσεις που είναι αντίθετες
προς το δημόσιο συμφέρον.
Η έννοια της αυτοδιοίκησης είναι διαφορετική από τις έννοιες της αυτοκυβέρνησης
και της αυτονομίας. Ως αυτοκυβέρνηση νοείται η ανάδειξη των διοικητικών οργάνων
των δημόσιων νομικών προσώπων από τους ίδιους τους διοικούμενους στους
οποίους αφορά η δράση τους. Ωστόσο, η αυτοδιοίκηση δεν συνεπάγεται αυτομάτως
και την εφαρμογή αυτοκυβέρνησης (π.χ. η τοπική αυτοδιοίκηση περιλαμβάνει την
έννοια της αυτοκυβέρνησης, εφ’ όσον οι διοικούμενοι εκλέγουν τους εκπροσώπους
τους. Αντίθετα τα δημόσια νομικά πρόσωπα με ιδρυματικό χαρακτήρα δεν
περιλαμβάνουν την έννοια της αυτοκυβέρνησης).
Αναφορικά με την έννοια της αυτονομίας, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι
διαφορετική από εκείνη της αυτοδιοίκησης. Η αυτονομία προϋποθέτει την εξουσία
των διοικούντων οργάνων να θεσπίζουν αυτοτελείς κανόνες δικαίου. Στο πλαίσιο
αυτό δεν υφίσταται σχέση εποπτείας μεταξύ του αυτόνομου οργανισμού και του
κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτονομίας αποτελεί το ομοσπονδιακό
σύστημα οργάνωσης του κράτους στο πλαίσιο του οποίου: α) οι ομόσπονδες
πολιτείες δεν έχουν μόνο διοικητικές αλλά νομοθετικές και δικαστικές αρμοδιότητες,
β) δεν τελούν υπό την εποπτεία του κράτους και γ) τα δικαιώματά τους ορίζονται
υπό του Συντάγματος και δεν μπορούν να αυξηθούν ή να μειωθούν. Την εξουσία
αυτή δεν διαθέτουν οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί οι οποίοι διοικούν υποθέσεις της
αρμοδιότητάς τους υπό την εποπτεία των κρατικών οργάνων.
4
Ενότητα 4.2.
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
4.2.1. 1. Δήμοι
5
Πόροι, Ενέργεια και Βιομηχανία, γ) Απασχόληση, Εμπόριο και Τουρισμός, δ)
Μεταφορές και Επικοινωνίες, ε) ΄Εργων, Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Προστασίας
Περιβάλλοντος. Ωστόσο, ενόψει της έλλειψης πόρων και των προβλημάτων
στελέχωσης λόγω της κρίσης, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων έχει ανασταλεί με
το Ν. 4147/2013 (άρθρο 1 παρ. 1)
Οι ορεινοί δήμοι, από την πλευρά τους, διαθέτουν επιπρόσθετες
αρμοδιότητες στα εξής αντικείμενα (Άρθρο 209 ν.3852/2010): α) Ήπιες Μορφές
Ενέργειας, β) Υδάτινοι Πόροι, γ) Προγράμματα Δασοπονίας (γνωμοδοτική), δ)
Ομάδες Παραγωγών ε) Τυροκομία και στ) Καθαρισμός και Αστυνόμευση ρεμάτων.
Ο Νόμος «Καλλικράτης» εισήγαγε και τον θεσμό της διοικητικής υποστήριξης
(άρθρο 95) προς μικρούς και με περιορισμένες δυνατότητες δήμους. Σύμφωνα με
αυτόν, αναλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι δήμοι, οι οποίοι είναι πρωτεύουσες των νομών
ή δήμοι στους οποίους λειτουργούσαν αποκεντρωμένες υπηρεσίες (Επαρχείου,
Πολεοδομίας κλπ.) των κατηργημένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, κάποιες
απαιτητικές αρμοδιότητες (πολεοδομικές εφαρμογές, καταβολή προνοιακών
επιδομάτων, τεχνικές υπηρεσίες και επίβλεψη-παραλαβή έργων) για λογαριασμό των
μικρότερων δήμων που εμπίπτουν στην πρώην διοικητική περιφέρεια της νομαρχίας
ή άλλης αποκεντρωμένης υπηρεσίας. Ο τύπος αυτός της διοικητικής υποστήριξης
είχε αρχικά σχεδιασθεί ως μεταβατικός με ισχύ μέχρι και το τέλος του 2012. Ωστόσο,
εξαιτίας των περικοπών σε πόρους και προσωπικό, δόθηκε παράταση στην
εφαρμογή της διοικητικής υποστήριξης.
6
πληρωμής των δαπανών, οι οποίες έχουν εκκαθαριστεί από την αρμόδια υπηρεσία
του δήμου, ε) Υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο δήμος, στ) Εκδίδει τις άδειες
που προβλέπονται από τις διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητες του δήμου (λ.χ.
άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος), ζ) Εκδίδει πιστοποιητικά
προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των δημοτών, καθώς και τις βεβαιώσεις
μόνιμης κατοικίας, στ) Συνιστά ομάδες εργασίας και ομάδες διοίκησης έργου από
μέλη του δημοτικού συμβουλίου, υπαλλήλους του δήμου, υπαλλήλους του δημόσιου
τομέα ή ιδιώτες για τη μελέτη και επεξεργασία θεμάτων του δήμου, καθορίζοντας τον
τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους, ζ) Μπορεί να αναθέτει, χωρίς αμοιβή, την
εποπτεία και το συντονισμό συγκεκριμένων δράσεων του δήμου σε μέλη του
δημοτικού συμβουλίου («εντεταλμένοι» σύμβουλοι). Επιπλέον, ο δήμαρχος
υποχρεούται να απαντά εγγράφως ή προφορικώς, στα ερωτήματα που του
υποβάλλουν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου μέσα σε ένα (1) μήνα (άρθρο 61
παρ. 3 Ν. 3852/2010).
Οι Αντιδήμαρχοι είναι σύμβουλοι της πλειοψηφίας που ορίζει ο δήμαρχος
και στους οποίους μεταβιβάζει την άσκηση αρμοδιοτήτων καθ’ ύλη ή/και κατά τόπο.
Οι κατά τόπον αρμοδιότητες ασκούνται στα όρια μιας ή περισσότερων δημοτικών
ενοτήτων (τέως δήμων). Ο αριθμός των αντιδημάρχων εξαρτάται από τον πληθυσμό
αλλά και από την προέλευση των δήμων από συνένωση και κλιμακώνεται από μόλις
1 έως και 10 αντιδημάρχους. Η θητεία των αντιδημάρχων δεν μπορεί να είναι
μικρότερη των δυόμισι ετών. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι αντιδήμαρχοι δεν
μπορούν να εκλεγούν μέλη του προεδρείου του δημοτικού συμβουλίου. Η ανάκληση
αντιδημάρχου πριν τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή με ειδικά αιτιολογημένη
απόφαση του δημάρχου (άρθρο 59 Ν. 3852/2010).
Σε όλους τους δήμους που έχουν περισσότερους από έναν αντιδήμαρχο
συνιστάται Εκτελεστική Επιτροπή, στην οποία μετέχουν ο δήμαρχος ως πρόεδρος
και οι αντιδήμαρχοι. Η εκτελεστική επιτροπή είναι συλλογικό συντονιστικό και
εκτελεστικό όργανο του δήμου και παρακολουθεί την εφαρμογή της δημοτικής
πολιτικής σε όλους τους τομείς καθώς και την εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου
του δήμου, του μεσοχρόνιου, ετήσιου και πενταετούς προγράμματος δράσης. Στις
συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής καλείται ο πρόεδρος του συμβουλίου της
τοπικής ή δημοτικής κοινότητας, όταν συζητείται θέμα που την αφορά ειδικά, καθώς
και οι πρόεδροι των νομικών προσώπων του δήμου και άλλοι υπηρεσιακοί
παράγοντες όποτε τούτο κρίνεται αναγκαίο. Ειδικότερα, η Εκτελεστική Επιτροπή
ασκεί και τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Παρακολουθεί την εκτέλεση των
αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου, β) Συντονίζει την κατάρτιση και
παρακολουθεί την εκτέλεση του επιχειρησιακού προγράμματος, το οποίο και
εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο, γ) Καταρτίζει και εισηγείται στο δημοτικό
συμβούλιο το τεχνικό πρόγραμμα του δήμου και έχει την ευθύνη της υλοποίησής του,
δ) Συγκεντρώνει και αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών του δήμου στο πλαίσιο
της προετοιμασίας για την κατάρτιση του προϋπολογισμού και εισηγείται το
προσχέδιο του προϋπολογισμού και το ετήσιο πρόγραμμα δράσης προς την
οικονομική επιτροπή, ε) Έχει την ευθύνη για την πιστή εκτέλεση του
προϋπολογισμού, στ) Εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο τα σχέδια: i) Οργανισμού
Εσωτερικής Υπηρεσίας, ii) Κανονισμού μέτρησης και αξιολόγησης της απόδοσης των
δημοτικών υπηρεσιών, ζ) Εισηγείται τα σχέδια αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών και
φυσικών καταστροφών του δήμου, η) Παρακολουθεί, αξιολογεί και συντονίζει τη
7
δράση των νομικών προσώπων και υπηρεσιών του δήμου και ενημερώνει σχετικά το
δημοτικό συμβούλιο.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποτελεί το βασικό όργανο του δήμου και
περιλαμβάνει δεκατρία (13) έως σαράντα εννέα (49) μέλη, ανάλογα με το
πληθυσμιακό μέγεθος του εκάστοτε Δήμου. Η θητεία του είναι πενταετής, όμως το
Προεδρείο του εκλέγεται για θητεία δυόμισι ετών κι έτσι ανανεώνεται μια φορά κατά
τη διάρκεια της δημοτικής θητείας. Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου
προέρχεται από τους δημοτικούς συμβούλους του επιτυχόντος στις εκλογές
συνδυασμού (δηλ. του συνδυασμού με επικεφαλής το δήμαρχο που εξελέγη
τελικώς). Η μείζων μειοψηφία εκλέγει τον Αντιπρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου,
ενώ από την ελάσσονα μειοψηφία προέρχεται ο Γραμματέας. Τα μέλη του δημοτικού
συμβουλίου ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις, ανάλογα με τον συνδυασμό με τον
οποίο έχουν εκλεγεί. Επικεφαλής της δημοτικής παράταξης είναι ο σύμβουλος που
ήταν υποψήφιος Δήμαρχος. Η δημοτική αρχή είναι υποχρεωμένη να παραχωρεί
γραμματειακή υποστήριξη στις δημοτικές παρατάξεις, καθώς και κατάλληλα
εξοπλισμένο χώρο. Κάθε δημοτικός σύμβουλος μπορεί να ζητά από τον Δήμαρχο,
τον αρμόδιο αντιδήμαρχο την Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι χρήσιμα για την άσκηση των
καθηκόντων του. Στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου προσκαλείται ο
Δήμαρχος και μετέχει στις συζητήσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο έχει γενική αρμοδιότητα να αποφασίζει για όλα
τα θέματα που αφορούν το Δήμο και δεν ανήκουν στις αρμοδιότητες των άλλων
οργάνων του δήμου που απαριθμούνται περιοριστικά στις σχετικές διατάξεις ή το ίδιο
το δημοτικό συμβούλιο μεταβίβασε στην επιτροπή ποιότητας ζωής (άρθρο 65 παρ. 6
Ν.3852/2010) ή σε συμβούλιο δημοτικής κοινότητας (83 παρ. 9) ή σε συμβούλιο
τοπικής κοινότητας (84 παρ. 6). Το Δημοτικό Συμβούλιο διατηρεί πάντοτε το
δικαίωμα να συζητεί και να παρέχει κατευθύνσεις προς τα υπόλοιπα όργανα του
Δήμου επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος, καθώς επίσης και επί θεμάτων, που
σχετίζονται γενικότερα με τη διοίκηση του Δήμου, την οικονομική του πορεία και την
εν γένει λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των δημοτικών
επιχειρήσεων. Στις βασικές αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου
συμπεριλαμβάνονται, πάντως, κατά το νόμο και οι εξής: α) Ορίζει τους φόρους, τα
τέλη, τα δικαιώματα και τις εισφορές, β) Αποφασίζει για την ονομασία και την
μετονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών (άρθρο 8 του Ν.3463/2006), γ) Εκδίδει
κανονιστικές αποφάσεις που αφορούν όρους εγκατάστασης και λειτουργίας
καταστημάτων, προστασία περιβάλλοντος, λαϊκές αγορές και υπαίθριες εμπορικές
δραστηριότητες κ.ο.κ., δ) Με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, η
οποία πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, για ιδιαίτερα σοβαρά θέματα, μπορεί να
αποφασίζει να ασκήσει το ίδιο αρμοδιότητες των Επιτροπών Οικονομικών και
Ποιότητας Ζωής, ε) Με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, στην
αρχή κάθε έτους, μπορεί να αποφασίσει ότι αναθέτει στα συμβούλια των δημοτικών
και τοπικών κοινοτήτων την άσκηση αρμοδιοτήτων του εκτός από την έκδοση
κανονιστικών πράξεων, την επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων, τη σύναψη
δανείων, τη σύσταση και λειτουργία δημοτικών ιδρυμάτων και λοιπών νομικών
προσώπων και την εκλογή των συλλογικών οργάνων τους, Οι παραπάνω
αρμοδιότητες πάντως, υφίστανται έναν χρονικό περιορισμό: ένα (1) μήνα πριν από
τη διενέργεια των εκλογών και μέχρι την εγκατάσταση των νέων δημοτικών αρχών,
8
το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει μόνο για θέματα που αναφέρονται σε έκτακτες
περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.
Η Οικονομική Επιτροπή (άρθρο 72 Ν. 3852/2010) εκλέγεται για θητεία
δυόμιση ετών από το δημοτικό συμβούλιο μεταξύ των μελών της και έχει ως
πρόεδρο τον Δήμαρχο ή τον Αντιδήμαρχο που ορίζεται από αυτόν και, ανάλογα με
τον συνολικό αριθμό των δημοτικών συμβούλων, από 6-10 μέλη. Από αυτά, 2-4
μέλη, ανάλογά με τον συνολικό αριθμό των μελών της, προέρχονται από την
μειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου. Η Οικονομική Επιτροπή, είναι όργανο
παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του δήμου, με τις εξής,
μεταξύ άλλων, αρμοδιότητες: α) Συντάσσει τον προϋπολογισμό του δήμου και
προβαίνει στην τελική διαμόρφωση του σχεδίου προϋπολογισμού εξόδων των
δημοτικών και τοπικών κοινοτήτων του δήμου,, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 και
3 του Ν. 3852/2010, β) Ελέγχει την υλοποίηση του προϋπολογισμού και προελέγχει
τον απολογισμό, γ) αποφασίζει για την έγκριση των δαπανών και τη διάθεση των
πιστώσεων του προϋπολογισμού, εκτός από εκείνες που σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις αποφασίζει το δημοτικό συμβούλιο, δ) διεξάγει τις δημοπρασίες, ε)
εισηγείται προς το δημοτικό συμβούλιο την επιβολή τελών, δικαιωμάτων και
εισφορών, στ) αποφασίζει για θέματα σχετικά με τη νομική υποστήριξη του δήμου.
Στους δήμους άνω των 10.000 κατοίκων, συστήνεται Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής, η οποία είναι «αποφασιστικό και εισηγητικό όργανο άσκησης αρμοδιοτήτων
του Δήμου που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής, την χωροταξία, την πολεοδομία και
την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 73 Ν.3852/2010). Η Επιτροπή Ποιότητας
Ζωής αποτελείται από τον Δήμαρχο ή τον οριζόμενο από αυτόν αντιδήμαρχο ως
πρόεδρο, ενώ ο αριθμός των μελών της και η σύνθεσή της είναι αντίστοιχη με εκείνη
της Οικονομικής Επιτροπής (βλ. παραπάνω). Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες της
Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, είναι, μεταξύ άλλων, οι εξής: α) η χορήγηση
προέγκρισης ίδρυσης καταστημάτων και επιχειρήσεων, β) η ανάκληση ή οριστική
αφαίρεση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας των καταστημάτων επιχειρήσεων και
λοιπών εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων αρμοδιότητας του Δήμου, γ) η χορήγηση
ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας μουσικής, δ) η εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο
για θέματα καθορισμού χρήσεων γης, ρυθμιστικών σχεδίων, πολεοδομικού
σχεδιασμού, αναπλάσεων κ.ά, ε) η εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο για θέματα
χωροθέτησης κοιμητηρίων και κέντρων αποτέφρωσης νεκρών.
Στους Δήμους με πληθυσμό άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων
συγκροτείται Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης (άρθρο 76), με απόφαση του
Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των
μελών του Η Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης είναι όργανο με συμβουλευτικές
αρμοδιότητες και έχει θητεία που δεν υπερβαίνει τα δυόμιση έτη. Η εν λόγω
επιτροπή, αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων της τοπικής κοινωνίας
(τοπικοί εμπορικοί, επαγγελματικοί και επιστημονικοί σύλλογοι, αθλητικοί και
πολιτιστικοί φορείς, σύλλογοι γονέων κ.ά.) καθώς και δημότες και μετά από σχετική
κλήρωση. Ο συνολικός αριθμός των μελών της Επιτροπής Διαβούλευσης,
συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, μπορεί να είναι από 25 έως 50 μέλη. Η
δημοτική επιτροπή διαβούλευσης συνεδριάζει δημόσια, μετά από πρόσκληση του
προέδρου της, υποχρεωτικά μια φορά το χρόνο, πριν από τη σύνταξη των
προσχεδίων του προϋπολογισμού, ενώ έχει και τις εξής αρμοδιότητες: α)
Γνωμοδοτεί στο δημοτικό συμβούλιο σχετικά με τα αναπτυξιακά προγράμματα και τα
προγράμματα δράσης του δήμου, το επιχειρησιακό πρόγραμμα και το τεχνικό
9
πρόγραμμα του δήμου, β) Γνωμοδοτεί για θέματα γενικότερου τοπικού
ενδιαφέροντος, που παραπέμπονται σε αυτή από το δημοτικό συμβούλιο ή τον
δήμαρχο, γ) Εξετάζει τα τοπικά προβλήματα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες του
δήμου και διατυπώνει γνώμη για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση
των δυνατοτήτων αυτών, δ) Δύναται να διατυπώνει παρατηρήσεις επί του
περιεχομένου των κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεων.
Στους Δήμους άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, επιλέγεται
πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας, ως συμπαραστάτης του δημότη και
της επιχείρησης, η θητεία του οποίου ακολουθεί την θητεία των δημοτικών αρχών.
Πρόκειται για όργανο «εσωτερικού ελέγχου», καταπολέμησης της κακοδιοίκησης στο
δήμο, διασφάλισης της αμεροληψίας και διαμεσολάβησης μεταξύ των δημοτικών
υπηρεσιών και των πολιτών. Ο συμπαραστάτης υποστηρίζεται διοικητικά από τις
υπηρεσίες του Δήμου, δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών και
επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών του Δήμου, των νομικών του
προσώπων και των επιχειρήσεών του και διαμεσολαβεί προκειμένου να επιλυθούν
τα σχετικά προβλήματα, ενώ είναι υποχρεωμένος να απαντά εγγράφως ή
ηλεκτρονικά εντός τριάντα (30) ημερών στους ενδιαφερόμενους. Ο συμπαραστάτης
του δημότη και της επιχείρησης συντάσσει ετήσια έκθεση που συζητείται σε ειδική
δημόσια συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Το συμβούλιο ένταξης μεταναστών (άρθρο 78 Ν. 3852/2010), αποτελείται
από 5-11 μέλη, τα οποία ορίζονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο. Μέλη της είναι
δημοτικοί σύμβουλοι, εκπρόσωποι φορέων μεταναστών ή εκπρόσωποι που
επιλέγονται από την κοινότητα των μεταναστών που κατοικούν μόνιμα στον δήμο,
καθώς και εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων οι οποίοι αναπτύσσουν εντός του δήμου
δράση σχετική με τα προβλήματα των μεταναστών. Τα συμβούλια ένταξης
μεταναστών έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα και στόχος τους είναι η ενίσχυση της
ένταξης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία.
Εκτός από σημαντικό αριθμό νέων οργάνων που καθιέρωσε, ο νόμος
«Καλλικράτης» δημιούργησε κι ένα εκτεταμένο σύστημα εσωτερικών γεωγραφικών
υποδιαιρέσεων των δήμων με όργανα «δημοτικής αποκέντρωσης». Έτσι, τα
δημοτικά διαμερίσματα στα οποία υποδιαιρούνται οι δήμοι άνω των 100.000
κατοίκων (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Περιστερίου, Ηρακλείου, Λαρίσης
κλπ.) μετονομάζονται σε δημοτικές κοινότητες. Επιπλέον, οι γεωγραφικές
περιφέρειες δήμων και κοινοτήτων που έχουν καταργηθεί χαρακτηρίζονται ως
τοπικές κοινότητες εφόσον έχουν πληθυσμό έως και 2.000 κατοίκους και ως σε
δημοτικές κοινότητες εφόσον έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό. Οι δημοτικές κοινότητες
διαθέτουν ως αιρετό όργανο το συμβούλιο δημοτικής κοινότητας που εκλέγεται
άμεσα την ημέρα των δημοτικών εκλογών σύμφωνα με το συνολικό εκλογικό
αποτέλεσμα στο δήμο και εκλέγει μεταξύ των μελών του πρόεδρο και αντιπρόεδρο.
Στις τοπικές κοινότητες εκλέγεται συμβούλιο και πρόεδρος σύμφωνα με το τοπικό
εκλογικό αποτέλεσμα ή απλά εκπρόσωπος εφόσον η τοπική κοινότητα δεν έχει
περισσότερους από 300 κατοίκους
Τα συμβούλια των δημοτικών κοινοτήτων δίδουν τις προεγκρίσεις για την
λειτουργία επιχειρήσεων και επιτηδευμάτων, ενώ προτείνουν στα αρμόδια κεντρικά
όργανα του δήμου τους χώρους και τις θέσεις πώλησης σε λαϊκές αγορές και άλλες
αγορές σε ανοικτούς χώρους (π.χ. αγορές Χριστουγέννων και άλλες εποχικές
αγορές). Τα συμβούλια των τοπικών κοινοτήτων έχουν συμβουλευτικό ρόλο και
δικαίωμα πρωτοβουλιών. Τα δημοτικά συμβούλια μπορούν να μεταβιβάσουν
10
πρόσθετες αποφασιστικές αρμοδιότητες στα συμβούλια των δημοτικών ή/και των
τοπικών κοινοτήτων, όμως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια και γενικά τα συμβούλια
αυτά δεν έχουν εκπληρώσει τις προσδοκίες που φάνηκε να προδιαγράφει ο
νομοθέτης με τις επιλογές του.
Όμως ακόμη και στους κεντρικούς δήμους, αρκετά από τα νέα όργανα που
προέβλεψε ο «Καλλικράτης» υπονομεύθηκαν από τα κατεστημένα δίκτυα εξουσίας
και επιρροής στην τοπική αυτοδιοίκηση με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν ή και να
μην ενεργοποιηθούν καθόλου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του «Συμβουλίου
Μεταναστών» που ενεργοποιήθηκε σε ελάχιστους δήμους, ενώ και ένας άλλος
σημαντικός θεσμός συμμετοχής, η «Επιτροπή Διαβούλευσης», λειτούργησε σε
ελάχιστες περιπτώσεις. Τέλος, τα δημοτικά συμβούλια της χώρας κατάφεραν μόλις
σε 19 δήμους να εκλέξουν «Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης»,
ωστόσο τα αποτελέσματα της λειτουργίας αυτού του θεσμού διαμεσολάβησης και
καταπολέμησης της κακοδιοίκησης κρίνονται ιδιαίτερα ικανοποιητικά, στους δήμους
όπου ενεργοποιήθηκε.
11
Ο Γενικός Γραμματέας έχει την δυνατότητα να ελέγχει αυτεπάγγελτα κάθε
απόφαση των οργάνων καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και
των επιχειρήσεων του δήμου (εξαιρουμένων των ανωνύμων εταιριών στις οποίες η
τοπική αυτοδιοίκηση δεν έχει την πλειοψηφία), επίσης και των συνδέσμων δήμων και
εντός προθεσμίας δύο μηνών να εκδίδει ακυρωτική απόφαση, εφόσον συντρέχουν
λόγοι νομιμότητας.
Επιπλέον, κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει την
απόφαση ενός οργάνου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του δήμου και
των συνδέσμων δήμων, με την κατάθεση εντός 15 ημερών ειδικής διοικητικής
προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η αντίστοιχη
απόφαση του τελευταίου μπορεί να προσβληθεί σε διάστημα ενός μηνός ενώπιον
Ειδικής Επιτροπής, σύμφωνα με το Άρθρο 152 του Κώδικα Δήμων (Ν. 3463/2006
στην ισχύουσα μορφή του).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η διοικητική εποπτεία, εκτός από τη δυνατότητα
ακύρωσης των σχετικών πράξεων, περιλαμβάνει και την επιβολή των ποινών της
αργίας και της έκπτωσης σε αιρετά όργανα δήμων, μετά από αιτιολογημένη
απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι ποινές αυτές
επιβάλλονται εφόσον αυτά τα όργανα έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των
καθηκόντων τους ή υπέρβαση της αρμοδιότητάς τους από δόλο ή βαριά αμέλεια ή
εφόσον έχουν παραβιάσει καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με ειδικές νομοθετικές
ρυθμίσεις. Για την επιβολή των πειθαρχικών ποινών της αργίας και τη διάρκειά της,
καθώς και της έκπτωσης, απαιτείται σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού συμβουλίου που
αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστές. Σημειώνεται επίσης, ότι οι αιρετοί
εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους: α. Αν στερηθούν τη διαχείριση της
περιουσίας τους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, β. Αν στερηθούν τα πολιτικά τους
δικαιώματα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, γ. αν καταδικαστούν με αμετάκλητη
δικαστική απόφαση, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε οποιαδήποτε
ποινή για ορισμένα αδικήματα (πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, δωροδοκία,
εκβίαση, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, σωματεμπορία, παράνομη διακίνηση
αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, τη
λαθρεμπορία κ.ά.). Το ίδιο ισχύει και για την αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση
καθήκοντος, εφόσον κατά τη διάπραξη του αδικήματος αυτού προξενείται οικονομική
βλάβη στο δήμο. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Γενικού
Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Δραστηριότητα 1
Συγκρίνατε τις διατάξεις και την διαδικασία διοικητικής εποπτείας επί των Πράξεων
των Δήμων που προβλέπονταν από τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν.
3463/2006) με εκείνες που καθιέρωσε η νέα νομοθεσία του Καλλικράτη (Ν.
3852/2010).
12
4.2.1.4. Έλεγχος Δαπανών
13
βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές και πρόστιμα σε βάρος τρίτων. Αρμόδιος για τον
κατασταλτικό έλεγχο, είναι ο ίδιος Επίτροπος, που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό
έλεγχο των δαπανών των υπόχρεων φορέων. Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να
ολοκληρωθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου
του απολογισμού ή ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα.
14
ή αποσκοπούν στην κάλυψη απρόβλεπτων δαπανών.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα κατανομής κρατικών επιχορηγήσεων,
μπορεί να παρουσιασθεί η κατανομή ΚΑΠ το 2011: Πίστωση 3.113.185.000,00
Eυρώ: Περιλαμβάνει: α) Τακτική επιχορήγηση: 1.992.838.999,88 Eυρώ,
υπολογιζόμενη σύμφωνα με τον πληθυσμό, τον αριθμό των οικισμών και – κυρίως –
το ελάχιστο των δαπανών διοίκησης με βάση τις δαπάνες του προηγούμενου έτους,
β) Τις Ειδικές επιχορηγήσεις: 990.556.000,12 Ευρώ, για χρηματοδότηση
αρμοδιοτήτων του δήμου και κάλυψη υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις
ισχύουσες διατάξεις, με βάση τις αποφάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών (π.χ.
ΣΑΤΑ) και τέλος γ) Τη Μεταφορά 129.790.000,00 Eυρώ, από τους ΚΑΠ των δήμων,
σε αυτούς (ΚΑΠ) των περιφερειών, για κάλυψη αναληφθέντων αρμοδιοτήτων
(μεταφορά μαθητών, φυτοπροστασία).
Τα ίδια έσοδα των δήμων, προέρχονται από μια σειρά φόρων, τελών και
εισφορών. Το συγκεκριμένο ύψος εισφοράς διαφέρει από δήμο σε δήμο. Ο
πληθυσμός, ο νησιωτικός ή ορεινός χαρακτήρας, η τοπική μορφή της οικονομίας
(παροχή υπηρεσιών, τουρισμός, γεωργία), η οικοδομική δραστηριότητα, η δημοτική
περιουσία είναι από τους παράγοντες που καθορίζουν το ύψος των επιμέρους
εσόδων. Από τα ίδια έσοδα, μεγάλη σημασία έχουν τα τέλη, τα οποία προκύπτουν
ως αποζημίωση για υπηρεσίες ή για την χρήση χώρων του δήμου:
— Τέλη ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης
— Τέλη καθαριότητας και αποκομιδής απορριμμάτων καθώς και τέλη φωτισμού
— Τέλη για την χρήση δημόσιων χώρων, για την μόνιμη ή προσωρινή χρήση
δρόμων, πεζοδρομίων και πλατειών
— Τέλη στάθμευσης οχημάτων σε ελεγχόμενες ζώνες στάθμευσης
— Τέλη νεκροταφείων
— Τέλη ορυχείων
— Τέλη από εστιατόρια, ξενοδοχεία
Το ύψος των ιδίων εσόδων καλύπτει συνήθως το ένα τρίτο των δαπανών των
προϋπολογισμών των δήμων. Ο καθορισμός και η πραγματική εισροή των ιδίων
εσόδων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποφασιστικότητα της διοίκησης του
δήμου να εισπράξει πραγματικά αυτά τα έσοδα.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που έφερε η κρίση (μείωση κατά 60% των ΚΑΠ
μέσα σε πέντε χρόνια), η οικονομική διαχείριση των δήμων βρίσκεται σήμερα σε
καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Στην αισθητή βελτίωση
της οικονομικής διαχείρισης των δήμων συνέβαλαν: α. Η υποχρέωση διαμόρφωσης
και υλοποίησης ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, β. το πρόγραμμα εξόφλησης
παλιών χρεών και υποχρεώσεων των δήμων σε ιδιώτες μέσω ειδικής επιχορήγησης
690 εκατ. Ευρώ για τα «ληξιπρόθεσμα», από το οποίο επωφελήθηκαν, κάνοντας
χρήση του, τουλάχιστον 197 δήμοι και γ. η βελτιωμένη τελικά οικονομική εποπτεία
από το Υπουργείο Εσωτερικών και το νέο θεσμό του Παρατηρητηρίου
Δημοσιονομικής Αυτοτέλειας ΟΤΑ (στο οποίο υποβάλλουν οι δήμοι τα οικονομικά
τους στοιχεία και κατά περίπτωση λαμβάνουν υποστήριξη, συμβουλές και οδηγίες για
την διαχείριση των οικονομικών τους).
Ο προϋπολογισμός των δήμων συντάσσεται από την οικονομική επιτροπή
και ψηφίζεται από το δημοτικό συμβούλιο, ενώ υποβάλλεται στη συνέχεια στο Γενικό
Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ο Γενικός Γραμματέας δεν
εγκρίνει τον προϋπολογισμό αλλά ελέγχει εάν έχουν εγγραφεί σε αυτόν δαπάνες ή
15
έσοδα που δεν προβλέπονται από το νόμο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καλεί το
δημοτικό συμβούλιο να αναμορφώσει τον προϋπολογισμό.
16
Ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αφού ελέγξει τη
νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων των δημοτικών συμβουλίων που αφορούν τη
σύσταση του Συνδέσμου, εκδίδει σχετική πράξη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως. Με την ίδια πράξη, σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ανάμεσα
στα συμβούλια, ορίζεται και η έδρα του Συνδέσμου.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μπορεί να γίνει
υποχρεωτική για ένα Δήμο η συμμετοχή σε Σύνδεσμο του ίδιου νομού ή νησιού, που
έχει συσταθεί, εφόσον συντρέχουν, αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Αν
στο Σύνδεσμο μετέχουν τα δύο τρίτα (2/3) τουλάχιστον των Δήμων του νομού ή του
νησιού, β) αν αποφασίσει τη συμμετοχή το διοικητικό συμβούλιο του Συνδέσμου με
την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του και γ) εφόσον
εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.
Ο Σύνδεσμος διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο, την εκτελεστική
επιτροπή και τον πρόεδρό του. Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από αιρετούς
αντιπροσώπους του κάθε Δήμου, που εκλέγονται από τα δημοτικά και κοινοτικά
συμβούλιά τους, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, με βάση τον πληθυσμό του
μικρότερου Δήμου, που εκπροσωπείται με έναν αντιπρόσωπο. Η εκτελεστική
επιτροπή αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου του Συνδέσμου, ως
πρόεδρο, και δύο (2) μέλη έως έξι (6) μέλη ανάλογα με τον αριθμό των μελών του
ΔΣ..
Αξίζει εξάλλου να σημειωθούν οι ειδικές διατάξεις που υφίστανται για τους
Φορείς Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ). Συγκεκριμένα,
σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 4Α του Ν. 3852/2010 όπως ισχύει, εντός των
διοικητικών ορίων κάθε περιφέρειας οι σύνδεσμοι και οι ανώνυμες εταιρείες που
έχουν συσταθεί ως ΦΟ.Δ.Σ.Α. ή άλλες επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου των Ο.Τ.Α. που ασκούν αρμοδιότητες ΦΟ.Δ.Σ.Α. κατά το μέρος που ασκούν
αντίστοιχες αρμοδιότητες, συγχωνεύονται σε ενιαίο σύνδεσμο, στον οποίο
συμμετέχουν υποχρεωτικά οι δήμοι όλων των διαχειριστικών ενοτήτων της
περιφέρειας. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δήμοι ασκούν αρμοδιότητες
ΦΟ.Δ.Σ.Α. και διαχειρίζονται εγκαταστάσεις προσωρινής αποθήκευσης,
επεξεργασίας και διάθεσης στερεών αποβλήτων, η διαχείριση αυτή ανατίθεται στον
ενιαίο σύνδεσμο,
17
περιβάλλοντος, β) μια δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, γ) μια
δημοτική επιχείρηση ειδικού σκοπού για την λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών
εφόσον αυτοί υπήρχαν ήδη πριν το 2010, δ) μια δημοτική μονομετοχική ανώνυμη
επιχείρηση για την αξιοποίηση της δημοτικής ακίνητης περιουσίας ή την λειτουργία
των δημόσιων χώρων, ε) Ανώνυμες Εταιρίες (εφόσον είχαν ήδη συσταθεί πριν την
θέση σε εφαρμογή του Νόμου «Πρόγραμμα Καλλικράτης»), στ) ήδη υφιστάμενες
αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
18
προσωπικό με βραχυπρόσθεμες συμβάσεις μέχρι 5 ημερών, στ. Προσωπικό με
δίμηνες συμβάσεις για κάλυψη εκτάκτων, προσωρινών ή εποχιακών αναγκών.
Επιπλέον, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Οικονομικών είναι δυνατή η πρόσληψη υπαλλήλων στους
δήμους στις ειδικές περιπτώσεις: 1. Υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
συγκεκριμένου χρόνου (μέχρι 8 μήνες), για ανταποδοτικές υπηρεσίες που
χρηματοδοτούνται με τέλη όπως συλλογή απορριμμάτων, υδραγωγεία, φωτισμός
οδών, 2. Προσωπικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου
ή έργου, το κόστος των οποίων διασφαλίζεται ότι καλύπτεται από τέλη ή συνδρομές
(π.χ. δημοτικές μουσικές σχολές, αθλητικά κέντρα, δημοτικές σχολές). Οι υπάλληλοι
αυτής της κατηγορίας μπορούν να προσληφθούν μόνο όταν τεκμηριώνεται έκτακτη
ανάγκη,
αλλά ακόμα και τότε μόνο με χρονικά περιορισμένες συμβάσεις ή συμβάσεις έργων:
α. με έγκριση της διϋπουργικής επιτροπής (Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης
και Υπουργός Οικονομικών), β. μέσω διαδικασίας ΑΣΕΠ.
Για το 2012 εγκρίθηκαν 4.477 θέσεις, ενώ για το 2013 αυτές ήταν 3.582. Εδώ
πρέπει να σημειωθεί ότι με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθεροποίησης (Νόμος
4093/2012) οι εγκρίσεις του 2011 για προσλήψεις προσωπικού δήμων με χρονικά
περιορισμένη σχέση εργασίας ή με συμβάσεις έργου μειώθηκαν, σε σχέση με το έτος
2010, κατά 50%, ενώ του 2012 παρουσίασαν περαιτέρω μείωση 10% σε σχέση με το
2011. Για το 2013 και 2014 έπρεπε να μειωθεί ο αριθμός αυτός κατά 20% ανά έτος
σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και για τα έτη 2015 και 2016 η απαιτούμενη
μείωση είναι κατ’ έτος 10%.
Οι σημαντικές μειώσεις προσωπικού, με την απαγόρευση των προσλήψεων
και την πρόωρη συνταξιοδότηση των συχνά ανασφαλών δημοσίων υπαλλήλων
καθώς και οι απολύσεις, αναμενόταν ότι θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό να
αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή του προγράμματος μετακινήσεων προσωπικού
(ενδοαυτοδιοικητική κινητικότητα) μεταξύ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης
(ΟΤΑ), με την ελπίδα ότι μέσω αυτού θα επιτευχθεί μια ορθολογικότερη κατανομή
προσωπικού Το εν λόγω Πρόγραμμα κινητικότητας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
19
4.2.2. Τοπική Αυτοδιοίκηση Β’ Βαθμού
4.2.2.1 Περιφέρειες
Έκταση
Περιφέρεια Έδρα Πληθυσμός Περιφέρειας
km 2
20
κατακερματισμού τους. Η αναδιάταξη των δήμων σε λιγότερες και ισχυρότερες
μονάδες που αναλαμβάνουν περισσότερες αρμοδιότητες επέβαλε την ταυτόχρονη
αναδιάταξη του δεύτερου βαθμού σε ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες, ώστε να είναι
σε θέση να αναλάβουν νέες αρμοδιότητες, ιδίως στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Όπως και στη πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του
Συντάγματος, οι Περιφέρειες έχουν τεκμήριο αρμοδιότητας για τις τοπικές υποθέσεις
περιφερειακού επιπέδου. Ο προσδιορισμός της έννοιας της τοπικής υπόθεσής
περιφερειακού επιπέδου είναι δυσχερής δεδομένου ότι η αρχή της επικουρικότητας
είναι μια αόριστη νομική έννοια η οποία εξειδικεύεται κατά περίπτωση. Για το λόγο
αυτό ο Ν 3852/2010 επεχείρησε την ενδεικτική, ρητή καταγραφή των αρμοδιοτήτων
των νέων περιφερειών. Στις περιφέρειες μεταφέρονται λοιπόν οι αρμοδιότητες των
Νομαρχιακών Αυατοδιοικήσεων που ασκούνται αποτελεσματικότερα σε περιφερειακό
επίπεδο, καθώς επίσης και αρμοδιότητες που ασκούνταν από τις κρατικές
περιφέρειες, εκτός από όσες, έχοντας αμιγώς κρατικό χαρακτήρα, οι οποίες στο
πλαίσιο συνταγματικών επιταγών παραμένουν στην αποκεντρωμένη κρατική
διοίκηση. Για να γίνει πιο σαφής η λειτουργία των Περιφερειών παρουσιάζονται στη
συνέχεια, οι κατηγορίες των αρμοδιοτήτων τους, βάσει του άρθρου 186 του
Ν.3852/2010, οι οποίες προς διασφάλιση της συστηματικής παράθεσης τους,
ομαδοποιήθηκαν κατά τους παρακάτω συναφείς τομείς:
Ιδιαίτερη μνεία στον νόμο του Καλλικράτη γίνεται στο άρθρο 205 στις αρμοδιότητες
των νησιωτικών Περιφερειών (Νοτίου Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου και Ιονίου) που
αφορούν τα σχέδια των ενδοπεριφερειακών συγκοινωνιών καθώς αποτελεί μια
πρόσθετη αρμοδιότητα για τις εν λόγω Περιφέρειες που θα ασκείται σε περιφερειακό
επίπεδο.
21
1. Αρμοδιότητες παροχής υπηρεσιών
Πρόκειται για αρμοδιότητες που μπορούν να αποδώσουν ίδια έσοδα στις Περιφέρειες
μέσω των κυρώσεων που δύναται να επιβάλλουν. Παρόλα αυτά για την
διεκπεραίωση των ελέγχων, τακτικών κι έκτακτων, απαιτείται προσωπικό που
επιβαρύνει και το λειτουργικό κόστος της Περιφέρειας.
22
πιστώσεων του προϋπολογισμού. Υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει η
περιφέρεια και παρουσιάζει τον προϋπολογισμό της περιφέρειας στην αρμόδια
επιτροπή της Βουλής. Συνιστά ομάδες εργασίας και ομάδες διοίκησης έργου από
μέλη του περιφερειακού συμβουλίου, υπαλλήλους της περιφέρειας, υπάλληλους του
δημόσιου τομέα ή ιδιώτες για τη μελέτη και επεξεργασία θεμάτων της περιφέρειας,
καθορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους
Τέλος, αναφέρεται ότι βάσει του άρθρου 185 του νόμου 3852 κάθε χρόνο σε ειδική
συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου γίνεται ο απολογισμός πεπραγμένων της
περιφερειακής αρχής σε ότι αφορά την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος
δράσης, την οικονομική κατάσταση και τη διοίκηση της περιφέρειας.
23
λόγω Επιτροπή έχει τις εξής σημαντικές αρμοδιότητες που σχετίζονται με την
αναπτυξιακή προοπτική και τα οικονομικά της κάθε Περιφέρειας:
Συντονίζει την κατάρτιση και έχει την ευθύνη της υλοποίησης του Επιχειρησιακού
Προγράμματος και του Τεχνικού Προγράμματος της περιφέρειας, το οποίο και
εισηγείται στο περιφερειακό συμβούλιο.
Συγκεντρώνει και αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών της περιφέρειας στο
πλαίσιο της προετοιμασίας για την κατάρτιση του προϋπολογισμού και εισηγείται
το προσχέδιο του προϋπολογισμού προς την οικονομική επιτροπή.
24
4.2.2.3 . Διοικητική εποπτεία
25
της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής. Προσφυγή επιτρέπεται και κατά παράλειψης
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των προαναφερόμενων οργάνων. Στην περίπτωση
αυτή η προσφυγή ασκείται εντός δεκαημέρου από την άπρακτη παρέλευση της
ειδικής προθεσμίας που, τυχόν, τάσσει ο νόμος για την έκδοση της οικείας πράξης,
διαφορετικά μετά την παρέλευση τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης
του ενδιαφερομένου. Ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης αποφαίνεται
επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την
υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία χωρίς να εκδοθεί απόφαση
θεωρείται ότι η προσφυγή έχει σιωπηρώς απορριφθεί. Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας
Αποκεντρωμένης Διοίκησης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί: αιτήσεων θεραπείας
για έργα με προϋπολογισμό μέχρι 5.000.000 ευρώ προ Φ.Π.Α., μελετών και
υπηρεσιών που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α') και αφορούν
τις Περιφέρειες.
Τις αρμοδιότητες του Ελεγκτή Νομιμότητας για τον πειθαρχικό έλεγχο των αιρετών
οργάνων των Περιφερειών που προβλέπονται στα άρθρα 233 (Πειθαρχική ευθύνη),
234 (Πειθαρχική διαδικασία), 236 (Έκπτωση εξαιτίας καταδίκης) και 237 (Παύση), του
Ν. 3852/2010 ασκεί ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης
(άρθρο 238 παρ. 1). Όπου στις διατάξεις αυτές προβλέπεται η συμμετοχή
υπαλλήλου της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. ορίζεται, με απόφαση του
Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, υπάλληλος της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης.
26
λεται αναδρομικά η αντιμισθία του αποκατασταθέντος από του χρόνου εκδόσεως της
διαπιστωτικής σε βάρους του πράξης.
Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010 προβλέπεται ότι οι δαπάνες των Περιφερειών και
των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Παράλληλα, ορίζεται (άρθρο 282 παρ. 17 του Ν. 3852/2010) ότι κατά τη διάρκεια
εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης και ανάπτυξης της οικονομίας της
χώρας, σύμφωνα και με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, η εκκαθάριση, ο
έλεγχος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των δαπανών των περιφερειών
διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) του Υπουργείου
Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), που λειτουργούν σε κάθε Περιφέρεια.
Κατά το ίδιο διάστημα δεν εφαρμόζεται το άρθρο 275, για τις δαπάνες των
Περιφερειών.
27
μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου του απολογισμού ή
ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα. Η σχετική έκθεση, περί
των αποτελεσμάτων του διενεργηθέντος κατασταλτικού ελέγχου, για το σύνολο των
υπόχρεων φορέων, διαβιβάζεται στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών,
καθώς και στην Επιτροπή Διαφάνειας και Θεσμών της Βουλής.
Δραστηριότητα 2
___________________________________________________
Συγκρίνατε τις διαδικασίες ελέγχου των δαπανών των πρωτοβάθμιων και
δευτεροβάθμιων Ο.Τ.Α.
___________________________________________________________________
Στο Ν. 3852/10 στο άρθρο 260 προβλέπεται ότι οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των
Περιφερειών προέρχονται από τις παρακάτω πηγές εσόδων του κρατικού
προϋπολογισμού:
α) τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων σε ποσοστό
2,40% επί των συνολικών ετήσιων εισπράξεων του φόρου αυτού,
β) τον φόρο προστιθέμενης αξίας σε ποσοστό 4% επί των συνολικών ετήσιων
εισπράξεων του φόρου αυτού.
Αναφέρεται μάλιστα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ότι σε περίπτωση που το
κόστος των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάζονται με τον Καλλικράτη κατά το έτος
μεταφοράς από τις πρώην κρατικές Περιφέρειες στις νέες Περιφέρειες ξεπερνά τα
έσοδα από τις παραπάνω πηγές, τότε αυξάνονται τα ποσοστά του Φ.Ε.Φ.Ν.Π. και
του Φ.Π.Α. σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίστοιχα για αρμοδιότητες
που μεταβιβάζονται από Δήμους, εάν τα έσοδα της Περιφέρειας β’ βαθμού δεν
επαρκούν, τότε πάλι αυξάνονται τα ποσοστά των εσόδων που αντλούν, εις βάρος
όμως των εσόδων των Δήμων.
Οι επιχορηγήσεις διακρίνονται σε:
τακτικές ή έκτακτες, με βάση την περιοδικότητα και την θεσμική τους
κατοχύρωση
γενικές ή ειδικές, ανάλογα με τον προορισμό των σχετικών εσόδων
Οι τακτικές επιχορηγήσεις διευκολύνουν τον οικονομικό προγραμματισμό των Ο.Τ.Α.
και οι γενικές δεν θίγουν την οικονομική και διοικητική τους αυτοτέλεια. Αποτελούν το
κυριότερο μέσο που έχει στην διάθεση της η κεντρική διοίκηση για να χρηματοδοτεί
γενικά τους Ο.Τ.Α., να ενισχύει τους οικονομικά αδύναμους και να προωθεί την
οικονομική της πολιτική.
Οι έκτακτες επιχορηγήσεις πρέπει να καλύπτουν μόνο απρόβλεπτες, επείγουσες
κ.λπ. ανάγκες. Η χρησιμοποίηση τους σε μόνιμη βάση εντείνει την εξάρτηση των
Ο.Τ.Α. από το κράτος και τις περισσότερες φορές είτε δεν επιτυγχάνουν τους
στόχους τους είτε ή αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένη.
28
Οι ειδικές επιχορηγήσεις χρησιμοποιούνται για να προωθηθούν κρατικές πολιτικές
στην τοπική αυτοδιοίκηση ή για να ενισχυθεί η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών
από τους Ο.Τ.Α. Ο συνδυασμός εκτάκτων και ειδικών επιχορηγήσεων και η ευρεία
χρησιμοποίησή τους αποτελούν κλασσικό παράδειγμα συγκεντρωτικής
δημοσιονομικής διαχείρισης.
Στις τακτικές επιχορηγήσεις συγκαταλέγονται και οι Κεντρικοί Αυτοτελείς πόροι που
αποτελούν και τον βασικό τρόπο χρηματοδότησης των λειτουργικών δαπανών της
αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας αλλά και μέρους των
επενδυτικών δαπανών. Ένα μικρό κομμάτι των Κ.Α.Π. αποτελεί και έκτακτη
επιχορήγηση για απρόβλεπτες ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν.
Οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (Κ.Α.Π.) διαιρούνται αρχικά σε δύο μεγάλα τμήματα, με
διαφορετικούς στόχους και αντικείμενο, αλλά και με μία σταθερή αναλογία μεταξύ
τους, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η κατανομή τους στους ΟΤΑ. Έτσι, έχουμε τις εξής
κατηγορίες:
1. Τακτική - γενική επιχορήγηση που κατανέμεται με βάση συγκεκριμένα,
διαφανή και μετρήσιμα κριτήρια, τα οποία συγκροτούν ένα συνεκτικό σύστημα
κατανομής.
2. Ειδικές επιχορηγήσεις που έχουν τη μορφή ολοκληρωμένων τοπικών
πολιτικών ή και επιχειρησιακών προγραμμάτων, με διαφοροποιημένα και
εξειδικευμένα κριτήρια κατανομής.
Οι Κ.Α.Π., ως το σημαντικότερο τακτικό έσοδο της Περιφέρειας αποδίδεται με τη
μορφή είτε γενικών είτε ειδικών επιχορηγήσεων. Δηλαδή υπάρχουν κατηγορίες των
Κ.Α.Π. που καλύπτουν γενικές λειτουργικές ανάγκες και κατηγορίες που
χρηματοδοτούν συγκεκριμένες ανάγκες (π.χ. επίδομα νεφροπαθών, δακοκτονία,
κουνούπια, μεταφορά μαθητών).
Όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες, η επιχορήγηση από τους Κ.Α.Π. είναι τα μόνα
χρήματα που η Περιφέρεια μπορεί να διαθέσει σε επενδύσεις κατά βούληση καθώς
έχουν τη μορφή γενικών επιχορηγήσεων. Η χρηματοδότηση από το Π.Δ.Ε. και το
Ε.Σ.Π.Α. υλοποιείται για προκαθορισμένες επενδυτικές δράσεις.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη
της Ένωσης Περιφερειών, καθορίζεται στο σύνολο των Κ.Α.Π.:
1. το ποσοστό που προορίζεται για την κάλυψη λειτουργικών και λοιπών
γενικών δαπανών των περιφερειών,
2. το ποσοστό που προορίζεται για την κάλυψη επενδυτικών δαπανών,
3. το ποσοστό που αποτελεί έσοδο της Ένωσης Περιφερειών, καθώς και
4. ο τρόπος και η διαδικασία κατανομής των ποσών που αναλογούν στα
ανωτέρω ποσοστά
29
5) τα έσοδα των Περιφερειών από τις εισπράξεις του τέλους άδειας οχήματος και
του τέλους μεταβίβασης οχήματος των άρθρων 26 και 27 του ν. 2873/2000
30
4.2.2.6 Ο Προϋπολογισμός των Περιφερειών
Για την κατάρτιση, ψήφιση, εκτέλεση και έλεγχο του προϋπολογισμού λαμβάνουν
χώρα τα εξής στάδια όπως αναφέρονται στην Κ.Υ.Α. 48514/27.12.2012:
1. Η εκτελεστική επιτροπή, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την κατάρτιση του
προϋπολογισμού και του ετήσιου προγράμματος δράσης, συγκεντρώνει και
αξιολογεί τις προτάσεις των υπηρεσιών της Περιφέρειας, καθώς και της
επιτροπής διαβούλευσης, για τον προϋπολογισμό και το ετήσιο πρόγραμμα
δράσης, και εισηγείται το προσχέδιο του ετήσιου προγράμματος δράσης και του
προϋπολογισμού προς την οικονομική επιτροπή.
31
2. Η οικονομική επιτροπή καταρτίζει τον προϋπολογισμό της Περιφέρειας και
υποβάλλει το σχέδιο προϋπολογισμού, αιτιολογώντας κάθε εγγραφή, για
συζήτηση και απόφαση στο περιφερειακό συμβούλιο.
Ως προς το σκέλος των εσόδων αυτά προέρχονται από τους Κ.Α.Π., τις λοιπές
επιχορηγήσεις, τα έσοδα για επενδύσεις, και τα περιορισμένα ίδια έσοδα που
επιφέρουν τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων, τα τέλη μεταβίβασης και τα
πρόστιμα/παράβολα. Όσον αφορά τις επενδύσεις, υπάρχει η δυνατότητα
εξοικονόμησης λειτουργικών εξόδων από την Περιφέρεια για την χρηματοδότηση
έργων ή συναφών δράσεων επενδυτικού χαρακτήρα. Τα έσοδα που χρηματοδοτούν
επενδυτικές δαπάνες διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες: Έσοδα από Κ.Α.Π. για
επενδύσεις χρηματοδοτούμενες αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, Έσοδα από
Κ.Α.Π. για δαπάνες βελτίωσης, συντήρησης και αποκατάστασης οδικού δικτύου,
Λοιπά Έσοδα για επενδύσεις
32
4.2.2.7 Νομικά Πρόσωπα Περιφερειών – Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης
Βασικό εργαλείο για την διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών της Περιφέρειας
αποτελεί η δυνατότητα σύστασης νομικών προσώπων και επιχειρήσεων. Βάσει του
άρθρου 194 του Ν 3852/2010 οι περιφέρειες μπορούν να συνιστούν ή να
συμμετέχουν σε μία επιχείρηση, η οποία έχει τη μορφή της αναπτυξιακής ανώνυμης
εταιρίας και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής
νομοθεσίας και τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων. Αποκλειστικό
αντικείμενο της ανωτέρω επιχείρησης είναι:
β) Όλες οι μετοχές είναι ονομαστικές και δεν εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών. Οι
κοινές μετοχές είναι δεσμευμένες ονομαστικές και οι προνομιούχες χωρίς δικαίωμα
ψήφου.
33
Ιδιαίτερη σημασία για την άσκηση περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής έχει το
Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας, ιδιαίτερα ως προς την διαχείριση
του περιφερειακού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αλλά και του
Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος του ΕΣΠΑ κάθε Περιφέρειας.
Σύμφωνα με το άρθρο 190 τα Ταμεία αυτά που είχαν συσταθεί στην έδρα κάθε
κρατικής περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 53 του Νόμου 2218/1994 (Φ.Ε.Κ. 90 Α)
υπάγονται στις αιρετές Περιφέρειες. Σκοπός και αρμοδιότητες του Περιφερειακού
Ταμείου Ανάπτυξης είναι:
β) Η υποστήριξη του έργου της Εκτελεστικής Επιτροπής και της οικείας Διεύθυνσης.
Η υποστήριξη των δικαιούχων κατά την διαδικασία ιεράρχησης των έργων προς
υλοποίηση, προετοιμασία και ένταξη τους στα αντίστοιχα επιχειρησιακά
προγράμματα, καθώς και η υποστήριξη κατά την εκτέλεση έως και την ολοκλήρωση
τους.
δ) Η τεχνική υποστήριξη της περιφέρειας, ιδίως στον τομέα της εκπόνησης μελετών
και ερευνών και εφαρμογής προγραμμάτων που αναθέτει στο Ταμείο η περιφέρεια
για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων.
στ) Η επιβολή, βεβαίωση και η είσπραξη τελών, δικαιωμάτων και εισφορών υπέρ του
Ταμείου, μετά από απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου και έγκριση του
Υπουργού Εσωτερικών Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
34
β) ένα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της περιφέρειας
Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι ΟΤΑ έχουν διοικητική αυτοτέλεια. Υπό την έννοια αυτή η
εσωτερική δομή της διοίκησης κάθε Περιφέρειας αποτελεί εσωτερική της υπόθεση. Ο
Οργανισμός ψηφίζεται από το περιφερειακό συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της πιο
αντιπρoσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων και η σχετική
35
απόφαση αφού εγκριθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών, δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
στ) οι κατηγορίες και οι κλάδοι του προσωπικού, των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται
για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων, ανάλογα με την ειδικότητα του κλάδου και
το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων.
Γενικά, λόγω των περιορισμών στον αριθμό των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων
των τελευταίων ετών, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, ο αριθμός
υπαλλήλων είναι πολύ περιορισμένος με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικά
κενά και ελλείψεις.
36
Πίνακας 3: Προσωπικό Περιφερειών (στοιχεία 2013).
Αριθμός
Αριθμός Ποσοστιαία
Α/Α Περιφέρειες υπαλλήλων
υπαλλήλων Μεταβολή (%)
(1/1/2011)
Ανατολικής Μακεδονίας και
1 1.355 1.271 -19,30%
Θράκης
2 Αττικής 2.583 2.397 -19,50%
3 Βορείου Αιγαίου 574 457 -20,38%
4 Δυτικής Ελλάδας 1.227 934 -23,88%
5 Δυτικής Μακεδονίας 692 649 -6,30%
6 Ηπείρου 1.013 856 -15,49%
7 Θεσσαλίας 1.214 1.070 -11,86%
8 Ιονίων Νήσων 452 408 -9,73%
9 Κεντρικής Μακεδονίας 2.472 2.154 -13,00%
10 Κρήτης 1.039 888 -14,50%
11 Νοτίου Αιγαίου 532 479 -9,96%
12 Πελοποννήσου 1.171 958 -23,84%
13 Στερεάς Ελλάδας 1.095 865 -21%
Σύνολο 15.419 13.386 -13,10%
37
Ενότητα 4.3
38
4.3.2 Είδη της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης
Ωστόσο, εκτός από τις παραπάνω μορφές της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης
κρίνεται σκόπιμη η αναφορά και ορισμένων άλλων μορφών. Πρόκειται για τις
δημόσιες εταιρείες, την παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, τις επιχειρήσεις μεικτής
οικονομίας, τα μεικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα και τα εκκλησιαστικά νομικά
πρόσωπα. Συγκεκριμένα:
39
i) Δημόσιες εταιρείες (π.χ. Εθνική Βιομηχανία Φαρμάκων). Αυτές συνιστούν
ανώνυμες εταιρείες που έχουν μέτοχο το δημόσιο (Ο.Τ.Α. ή δημόσιο νομικό
πρόσωπο) και στις οποίες δεν μπορεί να μετάσχουν ιδιώτες (φυσικά ή νομικά
πρόσωπα). Παρά το γεγονός ότι η οργάνωση και λειτουργία αυτών των εταιριών
διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, θέματα που αφορούν την ίδρυσή τους, την
επέμβαση των κρατικών αρχών στη λειτουργία τους και την κατάσταση των μελών
των οργάνων τους ρυθμίζονται από το διοικητικό δίκαιο.
ii) Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (π.χ. εκμετάλλευση της γέφυρας Ρίου-
Αντιρρίου). Σύμφωνα με αυτή παραχωρείται εκ μέρους του κράτους σε ένα ιδιώτη
(φυσικό ή νομικό πρόσωπο) η λειτουργία και διαχείριση μιας επιχειρηματικής
δραστηριότητας δημοσίου συμφέροντος.
iii) Επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Πρόκειται για Ν.Π.Ι.Δ. που ασκούσαν
επιχειρηματική δραστηριότητα και τα οποία εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες. Οι τελευταίοι
παραμένουν αρμόδιοι για την παροχή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στους
διοικούμενους και υποχρεούνται να τηρήσουν τις αρχές του δημοσίου δικαίου.
iv) Επιχειρήσεις μεικτής οικονομίας. Αυτές τείνουν να εκλείψουν εν όψει των
ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για επιχειρήσεις στις οποίες το κράτος συμμετέχει κατά
ένα ποσοστό προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, ενώ κατά το λοιπό
ποσοστό μετέχουν ιδιώτες. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργούνται με την μερική
ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων ή την εθνικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Έχουν την μορφή ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Ο βαθμός
επέμβασης του κράτους διαφοροποιείται ανάλογα με το ποσοστό της συμμετοχής
του στις επιχειρήσεις αυτές. Όσο μεγαλύτερο, δηλαδή, είναι το ποσοστό συμμετοχής
του κράτους τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βαθμός επέμβασής του.
v) Μεικτά ή διφυή νομικά πρόσωπα. Πρόκειται για οργανισμούς που διέπονται από το
ιδιωτικό δίκαιο ενώ διαθέτουν παράλληλα και διοικητικές αρμοδιότητες. Ιδρύονται με
νόμο, λειτουργούν με την μορφή ανώνυμης εταιρείας εμπορικού δικαίου και
υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, όσον αφορά την κύρια λειτουργία τους. Ωστόσο,
αναφορικά με ορισμένες άλλες λειτουργίες τους ενεργούν ως νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου που αποβλέπουν στην ικανοποίηση δημόσιων αναγκών (π.χ.
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία έχει ανατεθεί η εποπτεία του κράτους
επί των γεωργικών συνεταιρισμών).
vi) Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ. και περιλαμβάνουν την
Εκκλησία της Ελλάδος, τις ιερές μητροπόλεις και ιερές μονές, τις ενορίες, τα
εκκλησιαστικά ιδρύματα και σχολές και την Αποστολική Διακονία της Ελλάδος. Τα
παραπάνω νομικά πρόσωπα δεν περιλαμβάνονται στην Δημόσια Διοίκηση. Έχουν
πνευματικό χαρακτήρα, παράλληλα, ωστόσο, ασκούν δημόσια εξουσία χωρίς να
υπόκεινται στην εποπτεία των οργάνων του κράτους. Το γεγονός ότι
χαρακτηρίζονται Ν.Π.Δ.Δ. οφείλεται στην επιδίωξη του νομοθέτη να προσδώσει σε
αυτά μεγαλύτερη προστασία.
40
Σύνοψη
41
Παράρτημα
Απάντηση σε δραστηριότητες
Δραστηριότητα 1
___________________________________________________________________
Σύμφωνα με την διαδικασία που ίσχυε πριν τον Καλλικράτη (2010) την διοικητική
εποπτεία επί των πράξεων των Δήμων είχε ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας.
Σε αυτόν αποστέλλονταν μόνον οι αποφάσεις που αφορούσαν: α) ρυθμίσεις
κανονιστικού περιεχομένου, β) ανάθεση έργων υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών,
γ) αγορά και εκποίηση ακινήτων, δ) κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, ε)
επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων, στ) σύναψη συμβάσεων και δανείων, ζ)
διενέργεια τοπικού δημοψηφίσματος και η) αναμορφώσεις προϋπολογισμών. Ο
Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας έλεγχε τη νομιμότητα των παραπάνω
αποφάσεων και εξέδιδε σχετική πράξη. Σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι η
απόφαση ήταν παράνομη την ακύρωνε. Παράλληλα, ωστόσο, ο Γενικός Γραμματέας
μπορούσε, αυτεπάγγελτα, να ακυρώσει και οποιαδήποτε άλλη απόφαση των
συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων, των Κοινοτήτων, των τοπικών
διαμερισμάτων, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των Συνδέσμων
(άρθρο 149 Κ.Δ.Κ.).
Σύμφωνα με τα άρθρα 215 και 216 του Ν. 3852/2010 την διοικητική εποπτεία επί
των πράξεων των Δήμων προβλεπόταν να ασκεί η Αυτοτελής Υπηρεσία Εποπτείας
Ο.Τ.Α. η οποία θα λειτουργούσε στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με
προϊστάμενο έναν Ελεγκτή Νομιμότητας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα αυτή η ειδική
υπηρεσία δεν έχει καταστεί δυνατόν να δημιουργηθεί εξαιτίας της έλλειψης πόρων,
αλλά και της απουσίας πολιτικής βούλησης για την ενεργοποίησή της. Προσωρινά
λοιπόν, οι αρμοδιότητες εποπτείας των πράξεων των Δήμων ασκούνται από τον
Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τις Υπηρεσίες του, καθώς και
από τις Ειδικές Επιτροπές του άρθρου 152 του Κ.Δ.Κ. που συγκροτούνται με
42
απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αντίστοιχης Αποκεντρωμένης Διοίκησης
(άρθρο 238 Ν. 3852/2010).
Δραστηριότητα 2
___________________________________________________________________
Με το άρθρο 275 του Ν. 3852/2010 προβλέπεται ότι οι δαπάνες των Περιφερειών και
των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παράλληλα, ορίζεται (άρθρο 282 παρ. 17 του Ν.
3852/2010) ότι κατά τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης και
ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, σύμφωνα και με τις διατάξεις της σχετικής
νομοθεσίας, η εκκαθάριση, ο έλεγχος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των
δαπανών των περιφερειών διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου
(ΥΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), που
λειτουργούν σε κάθε Περιφέρεια. Κατά το ίδιο διάστημα δεν εφαρμόζεται το άρθρο
275, για τις δαπάνες των Περιφερειών.
43
Βιβλιογραφία
Κόρσος Δ., Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, γ’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-
Κομοτινή 2005
Παπαχατζής Γ., Σύστημα του ισχύοντος στη Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 1983
Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005
44