You are on page 1of 208

χαλα

Κ. Νάrodniknihoυπα CR
Historickéfondυ

7,62 ή 6-2.
Νάrodni knihovna

1ΟΟ2289942
ΟΡΤΙ ΜΟΕ - ΕΒΕΟΚ για την

----------------------- ΕΤ

-----------------------

----------------- , --
------------------------
ΡΟΕΤΑΕ GRAEαι
3 Ν Ο Μ Ι ο Ι.
- - - -
--

ΑΙΟ

ΥΡΤΙΜΟΒΙΟΜ. Ι. ΙΒΒΟRUM FIDEM,

Α Ο Ο ΤΟ Η ΑΤΕ ΕΙ, Ι Τ Ι.

Α -
Ερτιο ετεκερτχελλο, -- ο
Να -
- Ι, ΙPS ΙΑΕ
Βυ χΤ Ι Ε της -ΕΤ Τ Υ Ρ Ι 8 ΤΑΥΤΟ ΗΝ Ι Τ Ε 1.
1829. -

- α θ ε η ψτε 15 & 6 το Ιερείς,


ΘΕΟΓΝΛΟΣ ΜΕΓΑΡΕΩΣ
ΣΤΑ ΡΑΙΝΙΕΣΕΙΣ,

φ,1-16

"Ω άνα, Λητούς υιά, Διός τέκος, ού ποτε σε ο


λήσομαι άρχόμενος, ουδ’ αποπαυόμενος
άλλ’ αίει πρώτόντε, και ύστατον, έντε μέσοισιν
αείσως συνδέμοι κλύθι, και έσθλαδίδου.
Φοβε άναξ, ότε μέν σε θεατέκε πότνια Λητώ,
Σ) φοίνικος βαδινής χερσιν εφαψαμένη,
αίθανάτων κάλλιστον, επί τροχοειδέϊ λίμνη,
Φ πάσα μένν έπλήσθη
- - - Δήλοςν άπειρεσίη
αν ν
όδμής αμβροσιης, έγέλασσε δε γαία πελώρη,
γήθησεν δε βαθύς πόντος άλός πολής,

Άρτεμι θηροφόνε, θυγατέρ Διός, ήν Αγαμέμνων


είσαθ’, ότ’ές Τροίην έπλεε νηυσι θοής,
εύχομένω μου κλύθι, κακάς δ’ από κήρας άλαλκα
σου μέντούτο, θεά, σμικρόν, έμοί δέ μέγας
Μούσα και Χάριτες, κούρα. Διός, αποτε Κάδμου
ές γάμονέλθούσα, καλόν εια,έπος,
2 ΘΕ Ο ΤΟΝ ΥΛΟΣ ν.17-42

,όττι καλόν
Αν φίλον εστί
ν τό
ν δούκαλόνού
τη φίλον έστί, «
τούτ' έπος αθανάτων ήλθε διά στομάτων,
Κύρνε, σοφιζομένωμεν έμοί σφρηγός επικείσθω
τοϊσδ’ έπεσι, λήσει δ' ού ποτε κλεπτομένη.
ουδέτις αλλάξει κάκιον τού “σθλού παρεόντος.
ώδε δε πως τις έρεϊ, Θεύγνδός έστιν έπη
τού Μεγαρέως πάντας δέκα ανθρώπους ονομαστού,
αστρίσιν δού πω πάσιν άδεν δύναμαι.
ουδέν θαυμαστόν, Πολυπαϊδη, ούδε γαρ δΖεύς
ούθ’ ύων πάντεσσ’ άνδάνει, ούτ ανέχων.
Σοι δ εγώ εύφρονέων υποθήσομαι, οΐάπερ αυτός,
Κύρν, από τών αγαθών, πας έτ έων, έμαθον.
Πέπνυσο, μηδ’ αισχρούσιν επ' έργμασι, μηδ'
άδικοισιν
τιμάς, μηδ’ αρετάς έλκεο, μηδάφενος
Ταύτα μεν ούτως ίσθι κακοσι δέμή προσομιλεί
άνδρασιν, άλλ’ αετών αγαθών έχεο. -
και μετά το σινπίνε και έσθιο, και παρά τούσιν
τζε, και άνδανετοις, ών μεγάλη δύναμις,
εαθλών μεν γαράπ έσθλά μαθήσεαν ήν δεκακούσιν
συμμίσγης, απολείς και τόνεόντα νόον.
ταύτα μαθών, άγαθουσιν όμιλεε, και ποτε φήσεις
εύ συμβουλεύειν τούσι φιλοισιν εμέ,
κύρνε, κύει πόλις ήδες δεδοκα δέμή τέκη άνδρα
εϋθυντήρα κακής ύβριος ήμετέρης,
αστοί μεν γαρ έθ' οίδε σαόφρονες ηγεμόνες δε
τετράφατα πολλήνές κακότητα πεσεΐν,
-43-70 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 3
Ουδεμίαν πω, Kύρν, άγαθοι πόλιν ώλεσαν άνδρες,
αλλ' όταν ύβρίζειν τούσε κακούσινιάδη,
δήμόντε φθείρωσι, δικας τ' αδίκοσι διδώσιν,
οικείων κερδών εΐνεκα και κράτεος,
έλπεομή δηρόν κείνην πόλινάτρεμέεσθαι,
μηδε νύν κείται πολλή ενήσυχη,
εύτ’ άντοσι κακοσι φίλ ανδράση ταύτα γένηται
κέρδέα δημοσίω σύν κακώ ερχόμενα,
έκτών γαρ στάσιές τε, και έμφυλοι φόνοι άνδρών.
μούναρχος δε πόλει μήποτε τήδε άδοι.
κύρνε, πόλις μένεθ ήδε πόλις, λαοί δέδή άλλοι,
οι πρόσθ’ ούτε δίκας ήδεσαν, ούτε νόμους,
άλλ’ αμφίπλευρήσι δορας αγών κατέτρίβον,
έξω δ’ ώστ' έλαφοι τήςδ’ ενέμοντο πόλεος.
και νύνεισ’ αγαθοί, Πολυπαϊδη, οι δε πριν έσθλοι,
νύν δειλοί, τις κενταύτ’ ανέχουν έσορών,
αλλήλους δαπατώσιν, επ' αλλήλοσι γελώντες,
ούτε κακών γνώμας ειδότες ούτ’ άγαθών,
Μηδένα τώνδε φίλον ποιεϋ, Πολυπαϊδη, αστών
εκ θυμού, χρειης εΐνεκα μηδεμιής.
αλλά δόκει μεν πάσιν από γλώσσης φίλος είναι,
χρήμα δε συμμίξης μηδενι μηδ’ ότιούν
σπουδαίον, γνώση γάρ δίζυρών φρένας ανδρών,
ώς σφιν επ' έργοσι πίστις έπ' ουδεμία,
άλλα δόλους τ', απάτας τε, πολυπλοκίας τ’ έφίλησαν
ούτως, ώς άνδρες μηκέτι σωζόμενοι,
Μήποτε, Κύρνε, κακώ πίσυνος βούλευε σύν άνδρι,
εύτ’ αν σπουδαίον πρήγμ' οι μια
4 ΘΕ ο ΓΝ ΙΔΟΣ ν. 71-92

αλλά μετ'ν έσθλόνιών


ι βουλεύεο,
Τ Σ πολλά
αν μογήσας,
-- ν
και μακρήν πορσεν, Κύρν, δδόν εκτελέσας,

Πρήξιν μηδε φιλοισιν όμως ανακοίνιο πάσιν,


παύροί του πολλών πιστών έχουσι νόον.
Παύροισιν πίσυνος μεγάλ' ανδρασνέργ' επιχειρεί,
μήποτ' ανήκεστον, Κύρνε, λάβης ανίην. . .
Πιστός ανήρ χρυσού τε και αργύρου αντερύσασθαι
άξιος, ένχαλεπή, Κύρνε, διχοστασίη.
Παύρους εύρήσεις, Πολυπαϊδη, άνδρας εταίρους
πιστούς έν χαλεπούς πρήγμασι γιγνομένους,
οίτινες άν τολμώεν, όμόφρονα θυμόν έχοντες,
ίσοντών αγαθών τών τε κακών μετέχειν.
τούς δούχ εύρήσεις διζήμενος ουδέπι πάντας
ανθρώπους, ούς νηύς μή μία πάντως άγοι,
οίσιν έπι γλώσσητε και οφθαλμούσιν έπεσαν
αιδώς,ούδ αισχρόν χρήμ’ έπι κέρδος άγει,
Μήμ’ έπεσινμέν στέργε, νόονδ έχε και φρένας άλλη,
εϊ με φιλείς, καί σοι πιστός ένεστι νόος,
Ή με φίλει, καθαρών θέμενος νόον, ήμ αποειπων
έχθαρ, αμφαδέην νείκος αεράμενος, -
ός διμή γλώσση δεν έχει νόον, ούτος εταίρος
δειλός, Κύρν, έχθρός βέλτερος, ή φίλος ών.
Ούτωχρή
-- ρ τόνγ'
γ. έσθλόν επιστίναντα
ρ ψι νόημα,
έμπεδον αέν έχεινές τέλος άνδρι φίλω.]
γ.93-120 5

Αν τις επανήση σε τόσον χρόνον, όσσον δρώη,


νοσφισθείς δ’ άλλη γλώσσαν ιήσι κακήν,
τοιούτός του εταίρος ανήρ φίλος ούτι μάλ έσθλός,
ός κι επη γλώσσηλώστα, φρονή δέτερα.
άλλ’ είη τοιούτος έμός φίλος, ός τόν εταίρον
γιγνώσκων, όργήν και βαρυνόντα, φέρει
άντι κασίγνήτου, σύ δεμοι, φίλε, ταύτ' ένιθυμώ
- φράζεο, και ποτέ μου μνήσεαι έξοπίσω.

Μηδες σ' ανθρώπων πείση κακόν άνδρα φιλήσαι,


Κύρνε τίδ έστ' όφελος δειλός ανήρφίλος ών,
ούτ άνο εκχαλεποίο πόνου βύσατο και άτης,
ούτε κενέσθλόν έχων, τού μεταδούν εθελοι.
Δελούς δεύερδοντι ματαιοτάτη χάρις έστιν,
ίσον γάρ σπείρειν πόντον άλός πολιής
ούτε γαβαν πόντονσπείρων, βαθύ λήίον αμάς,
ούτε κακούς εύδρών, εϋ πάλιν αντιλάβος
άπληστον γάρ έχουσι κακοί νόον ήν δεν αμάρτης
των πρόσθέν πάντων εκκεχυτα φιλότης,
οι δ’ αγαθοι το μέγιστον έπαυρίσκουσε παθόντες,
μνήμα δ’έχουσ’ αγαθών και χάριν έξοπίσω
Μήποτε τον κακόν άνδρα φίλον ποιεσθαι εταίρον,
αλλ' αειφεύγειν, ώστε κακόν λιμένα,
Πολλοί του πόσιος και βρώσιός εισιν εταίροι
έν δε σπουδαία πράγματι παυρότεροι
Κεβδήλου δ' ανδρός γνώvαι χαλεπώτερον ουδέν,
Κυρν, ουδ' ευλαβίης έστι περί πλέονος,
Χρυσού κιβδηλοίο και αργύρου άνσχετος άτη,
Κυρνει και εξευρείν βάδιον άνδρι σοφών
6 ν.121-146

είδε φίλουνόος άνδρός ένι στήθεσσι λελήθη


ψυδρός έων, δόλιον δεν φρεσινήτορέλη,
τούτο θεός κιβδηλότατονποίησε βροτούσι,
και γνώναι πάντων τούτ’ ανηρότατον,
ούγάρ ανεδείης άνδρός νόον, ουδέ γυναικός,
πριν πειρηθείης ώσπερ υποζυγίου. -
ούδε κεν εκάσσας, ώσπερ ποτ’ες ώριονέλθών
πολλάκι γαρ γνώμην εξαπατώσ’ ιδέα.
Μήτ' αρετήν εύχου, πολυπαϊδη, έξοχος είναι,
μήτ’ άφενος μούνoν δ' ανδρι γένοιτο τύχη.
Ουδέν ένανθρώπουσι πατρός και μητρός άμενον
έπλετο, τους όση, Κύρνε, μέμηλε δίκη,
Ουδείς, κύρν, άτης και κέρδέος αίτιος αυτός,
άλλα θεοί τούτων δώτορες αμφοτέρων.
ουδε τις ανθρώπων εργάζεται, ένφρεσιν ειδώς,
ές τέλος είτ’ αγαθόν γίγνεται, είτε κακόν,
πολλάκι γαρ δοκέων θήσειν κακόν, έσθλόν έθηκενς
Σ ν καίτε
-- δοκών
ν θήσεινέσθλόν,
ν ανέθηκε
- η κακόν"
ν
ούδέ τω ανθρώπων παραγίγνεται, όσο έθέλησιν
ίσχει γαρ χαλεπής πειρατ’ άμηχανίης.
άνθρωποι δε μάταια νομίζομεν, ειδότες ουδέν
θεοι δέκατά σφέτερον πάντα τελούσι νόον.
Ουδείς πωξείνον, Πολυπαϊδη, εξαπατήσας
ούδ’ ικέτην θνητών, αθανάτους έλαθεν,
Α. Ι Βούλεοδεύσεβέων ολίγοις σύν χρήμασιν οικείν,
ή πλουτεΐν, αδίκως χρήματα πασάμενος,
- - -----

ν.147-168 - ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΕΣΕΙΣ, γ

Ενδε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσαρετή "στιν,


πάς δέτ ανήρ αγαθός, Κύρνε, δίκαιος εών.
Χρήματα μέν δαίμων και παγκάκω άνδρι δίδωσιν
Κύρν' αρετής δ’ ολίγοις ανδράσιμοιρ έπεται
"Υβριν, Kύρνε, θεός πρώτον κακώ ώπασεν άνδρι,
ού μέλλειχώρην μηδεμιαν θέμενα.
Τύπτει το κόρος ύβριν, όταν κακώ όλβος έπητα
ανθρώπων και ότωμή νόος άρτιος ή Μ

Μήποτε το πενηνθυμοφθόρον άνδρέχολωθείς,


μηδ’ άχρημοσύνην οϋλομένην πρόφερε
Ζεύς γάρ του τό τάλαντον επιβλέπει άλλοτε άλλως,
άλλοτε μεν πλουτεΐν, άλλοτε δ' ουδέν έχειν.

Μήποτε, Κύρν, αγοράσθαι έπος μέγα. οίδε γαρ 1


ουδείς
ανθρώπων, ότι νύξχ ήμέρα άνδρι τελεί
Πολλοί τον χρώνται δειλας φρεσι, δαιμονι δέσθλώ,
οις το κακόν δοκέον γίγνεται εις αγαθόν,
εισιν δ’ οι βουλή τ’ άγαθή και δαιμονι δειλώ
μοχθίζουσι τέλος δ έργμασινούχ έπεται,
Ουδείς ανθρώπων ούτ’ όλβιος, ούτε πενιχρός,
ούτε κακός, νόσφιν δαιμονος, ούτ' αγαθός,
Αλλ'άλλω κακόν έστι, το διατρικές, όλβιος ουδείς
ανθρώπων, οπόσους ήλιος καθορές
8 ΘΕΟΓΝΙΣΜΟΣ ν.169-194

"Ονδέθεοί τιμώσιν, δ και μωμεύμενος ανε,


άνδρός δε σπουδή γίγνεται ουδεμία.
-- P - -- --
Θεούς εύχου, οις έστι μέγα κράτος, ούτε άτερ θεών
γίγνεται ανθρώπους, ούτ’ αγάθι, ούτε κακά.
Aνδρι αγαθών πενθη πάντων δίμνησί μάλιστα,
και γήρως πολιού, Κύρνε, και ήπιάλου,
ήνδή χρήφεύγοντα και ες βαθυκήτεα πόντον
-- βίπτει, και πετρέων, Κύρνε, κατ’ ήλιβάτων,
και γαρ ανήρπενή δεδμημένος ούτε τι ειπείν
ούθ’έρξα δύναται· γλώσσα δε οι δίδεται,
χρήγαρ' όμώς επιγήν τε και εύρέα νώτα θαλάσσης
διζησθαι χαλεπής, Κύρνε, λύσιν πενίης.
Τεθνάμενα, φίλε Κύρνε, πενιχρώ βέλτερον άνδρι,
ή ζώειν χαλεπή τερόμενον πενη,

κριούς μεν και όνους διζήμεθα, Kύρνε, και ίππους


ευγενέας και τις βούλεται εξ αγαθών
βήσεσθαι. γήμα δε κακήν κακού ού μελεδαίνει
έσθλός ανήρ, ήν οι χρήματα πολλά δεδώ.
ουδε γυνή κακού ανδρός αναίνεται είναι άκο τις
πλουσίου, αλλ' άφνεόν βούλεται αντ' αγαθού,
χρήματα γάρ τιμώσι, και εκ κακού έσθλός έγημεν,
και κακός εξάγαθού πλούτος έμιξε γένος,
ούτωμή θαύμαζε γένος, Πολυπαϊδη, αστών
μαυρούσθαι, συν γαρ μίσγεται έσθλα κακούς
ΣΑυτός του ταύτην ειδώς κακόπατρινεούσαν,
εις οίκους άγεται, χρήμασι πειθόμενος
-
-- -
9

εύδοξος κακόδοξον, έπει κρατερή μεν ανάγκη


έντύει, ή τ' ανδρός τλήμονα θήκε νόον,
Χρήματα δ’ώ Διόθεν και συνδικη ανδρι γένηται
και καθαρώς, αίει παρμόνιμον τελέθει.
ειδ’ αδίκως παράκαιρόν ανήρ φιλοκερδεί θυμώ
κτήσεται, είθ' όρκω πάρτό δίκαιον ελών,
αυτικα μέντι φέρειν κέρδος δοκεί, ές δε τελευταν
αυτς έγεντo κακόν θεών δ’ υπερέσχε νόος.
αλλά τάδ’ ανθρώπων απατά νόον ούγαρέτ’ αυτούς
τίνονται μακαρες πρήγματος αμπλακύης.
άλλ’ άμεν αυτός έτισε κακόν χρέος, ουδέ φίλοισιν
- άτην έξοπίσω πασιν επεκρέμασεν
άλλον δ' ού κατέμαρψε δίκη, θάνατος γαρ αναιδής
πρόσθενέπι βλεφάρος έζέτο, κήρα φέρων,
Ούδες του φεύγονται φίλος και πιστός εταίρος
τής δε φυγής έστιν τούτ’ ανηρότερον, -
Οινόντοι πίνεν πουλύν κακόν, ήν δε τις αυτόν
πίνη επισταμένως, ού κακός, αλλ' αγαθός,
κύριε φίλους κάτα πάντας επιστρεφε ποικίλων ήθος,
όργήν συμμίσγων, ήντιν έκαστος έχει
Πουλύπου όργήν ιχε πολυπλόκου, ός ποτ πέτρη,
τή προσομιλήση, τοιος δεν εφάνη.
νύν μέντήδ’ εφέπου, τοτε δ’ άλλοιoς χρδα γιγνου,
κρεέσσόντοι σοφιηγίγνεται ατροπίης. -
Μηδέν άγαν άσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων
κύρνε, μέσην δ’ έρχευ την δδών, ώστε εγώ. -
10 ΘΕ Ο ΓΙΝΙΑ Ο.Σ ν.22-24ο

"Oς τις3. τοιΣ) δοκέει


ο η τον
αν πλησίονν έδμενα
Τ 2, 3,ουδέν,
-
άλλ' αύτός μούνος ποικίλα δήνε, έχειν,
κενός γ' άφρων έστι, νόουβεβλαμμένος έσθλού.
ίσως γαρ πάντες ποικίλ' επιστάμεθα,
άλλ’ ο μεν ούκ έθέλει κακοκερδείησιν έπεσθαι,
τώ δε δολοπλοκία μάλλον άπιστοι άδον.

Πλούτου δ' ουδέν τέρμα πεφασμένον ανθρώπουσιν


οι γαρ νύν ήμέων πλείστον έχουσι νόον,
διπλάσιον σπεύδουσε τις άνκορέσειεν άπαντας,
Σν χρήματά
2 -- 2. Αν του- θνητούς
ν γίγνεται
CA ο αφροσύνη.
--
άτη δ’ εξ αυτής αναφαίνεται, ήν όπόταν Ζεύς
πέμψη τερoμένος, άλλοτε άλλος έχει

Ακρόπολις και πύργος εών κενεόφρονι δήμω,


Κύρν, όλίγης τιμής έμμορενέσθλός ανήρ,
ουδέν επιπρέπει ημιν, άτ’ άνδρασε σωζομένοισιν,
άλλ’ ώς πάγγυπόλει, Kύρνε, άλωσομένη,
Σοι μεν εγώ πτέρ έδωκα, σύν οις επ’ άπειρονα
πόντον
πωτήση, κατά γήν πάσαν άερόμενος
βηϊδίως· θοίνης δε και ειλαπίνηση παρέσση
εν πάσας, πολλών κείμενος έν στόμασιν,
και σε συναυλίσκοσι λιγυφθόγγοις νέοι άνδρες
εύκόσμως έρατοί καλά τε και λιγέα
άσονται και όταν δνοφερους υπό κεύθεσιγαίης
βής πολυκωκύτους εις Αίδαο δόμους,
ουδέποτ’ ουδε θανών απολείς κλέος, αλλά μελήσεις,
άφθιτον άνθρωπος αέν έχων όνομα,
- 24 -2 2 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 11

Κύρνε, καθ' Ελλάδα γήν στρωφώμενος, ήδ' ανά


νήσους,
ιχθυόεντα περών πόντον επ’ ατρύγετο,
ούχ ίππων νώτοισιν έφήμενος, αλλά σε πέμψει
άγλαα Μουσάων δώρα οστεφάνων,
πάσι γαρ οίσι μέμηλε και έσσομένουσιν αοιδή,
έσση όμως, όφράνγή τε και ήλιος.
αυτάρ έγών όλίγης παρά σεύου τυγχάνω αιδούς,
αλλ' ώσπερ μικρών παιδαλόγος μ' απατάς
Κάλλιστον το δικαιότατον κλώστον δ' υγιαίνεν,
πράγμα δε τερπνότατον, τού τις έρώτο τυχεί»,
Ίππος εγώ καλή και αεθλη, αλλά κάκιστον -
άνδρα φέρω, και μοι τούτ’ ανηρότατον
πολλάκι διήμελλησα διαρρήξασα χαλινών
φεύγει, ώσαμένη τον κακόν ήνιοχον
Ούμοι πίνεται οίνος, έπει παρά παιδι τερείνη
άλλος ανήρ κατέχει πολλών εμού κακίων,
ψυχρόνιμοι παρά τήδε φίλοι πίνουσι τοκήες,
ώσθ άμα θ’ ύδρεύει, και με γοώσαφέρει,
ένθια μέσην περί παιδαλαβώναγκών, έφίλησα
δειρήν, ή δε τέρενφθέγγετ από στόματος,
Γνωτή του πενθη, και άλλοτριη περεούσα,
ούτε γαρ ες αγορήν έρχεται ούτε δίκας,
πάντη γαρ τούλασσον έχει, πάντη δ επιμυκτος,
πάντη δεχθρή όμώς γίγνεται, ένθα περη
Ίσως το τα μέν άλλα θεοί θνητούς ανθρώπους,
αν η 2 ο 2 νεότητ’ έδοσαν,
γήρας τ' ούλόμενον και νεότητ' έ
ν.273-298

τών πάντων δε κάκιστον ένανθρώπους θανάτου το


και πασέων νούσων έστι πονηρότατον,
παΐδας έπει θρέψαιο, και άρμενα πάντα παράσχης.
πει ναιναίο και αρμενα πάντα παρασης,
ν χρήματα δ’ εγκαταθής, πόλ’
- άνηρά παθών,
τον πατέρ έχθαΐρουσι, καταρώνται δ’ απολέσθαι,
και στυγέουσ', ώσπερ πτωχόν επερχόμενον,
Εικός τον κακόν άνδρα κακώς τα δίκαια νομίζειν,
μηδεμιαν κατόπισθ’ άζόμενον νέμεσιν,
δειλώγάρ τ’ άπάλαμνα βροτώ πάρα πολλ' ανελέσθαι
πάρ ποδός, ήγεσθαι θ’ώς καλά πάντα τιθεί,
Aστών μηδενε πιστός έων πόδα τόνδε πρόβαινε,
μήθ' όρκω πίσυνος, μήτεφιλημοσύνη,
μηδ’ ευχήν εθέλη παρέχειν βασιλήα μέγιστον
έγγυον αθανάτων, πιστά τιθενέθέλων.
Εν γάρ τοι πόλειώδεκακοψόγω άνδάνει ουδέν
ώς δέ τό σώσαι οι πολλοί ανολβότεροι.
Μύνδετα των αγαθών κακά, γίγνεται έσθλάκακούσιν
ανδρών ήγέονται δ’ έκτραπέλοϊσι νόμος,
αιδώς μεν γαρ όλωλεν, αναδείη δε και ύβρις,
νικήσασα δίκην, γήν κατά πάσαν έχει,
Ουδε λέων αιει κρέα δανυται, αλλά μινέμπης
και κρατερόν περεόνθ’, αίρει άμηχανιη.
Κωτίλω ανθρώπω σιγάν χαλεπώτατον άχθος
φθεγγόμενος δ’ αδαής, οΐσι παρή, πέλεται,
- εχθαρουσι δε πάντες, αναγκαίη δ’ επιμιξις
άνδρός τοιούτου συμποσίω τελέθει.
ν.299-320 ΠΑΡΑ ΤΗΝ Ε Σ ΕΓΣ 13

Ουδείς δήφιλος είναι, έπήν κακόν άνδρι γένηται,


ούδ’ ήν εκ γαστρός, Κύρνε, μιής γεγόνη.

Πικρός και γλυκύς ίσθι, και αργαλέος, και απηνής


λάτρισε και δuωσί, γείτοσι τ’ άγχιθύρους,

Ούχρή κιγκλίζεινάγαθόν βίον, αλλ' ατρεμιζειν,


τόν δέκακόν κινείν, έτ’ άνες δρθα λάβης,

Οι κακοί ού πάντως κακοί έκ γαστρός γεγόνασιν,


άλλ’ άνδρεσσι κακούς συνθέμενοι φιλίην,
έργα τε δελ έμαθον, και έπηδύσφημα και ύβριν,
ελπόμενοι κείνους πάντα λέγεινέτυμα.

Ενμέν συσσίτοισιν ανήρ πεπνυμένος είναι,


πάντα δέμιν λήθεν ώς άπεόντα δοκεί.
εις δε φέροι τα γελοία, θύρηφι δε καρτερός εύη,
γιγνώσκων δργήν, ήν τιν έκαστος έχει
Εν μένμαινομένος μάλα μαίνομαι, ένδεδικαίος
πάντων ανθρώπων εΐμι δικαιότατος,
Πολλοί τον πλουτούσι κακοί, άγαθοι δε πένονται,
αλλ' ήμες τούτοις ού διαμειψόμεθα
τής αρετής τον πλούτον, έπει το μεν έμπεδον αεί,
χρήματα δ’ ανθρώπων άλλοτε άλλος έχει
-
- 5 η ,

Κύρν, αγαθός μεν ανήρ γνώμην έχει εμπεδων


τολμά διέντε κακούς κείμενος, ένα αγαθούς,
14 ΘΕ Ο Γ. ΝΙΣΜΟΣ ν.321-344

είδε θεός κακώ άνδρι βίον και πλούτον πάσση,


αφραίνων κακίηνού δύναται κατέχειν.
Μήποτ έπι σμικρή προφάσειφίλον άνδραπολέσσα,
πειθόμενος χαλεπή, Κύρνε, διαβολη.
εί,- τις αμαρτωλήσι
-- Σ αν -- φίλων
ν έπι
Συ παντιχολώτο,
2 -1 ν
φ- ού ποτ’ άν αλλήλοις άρθμιοι ουδέ φίλοι
είεν, άμαρτωλα γαρ ένανθρώπουσιν έπονται
θνητούς, Κύρνες θεοί δ’ οϋκεθέλουσι φέρειν.
Και βραδύς εύβουλος είλενταχύν άνδρα διώκων,
Κύρνε, σύνευθείη θεών δίκη αθανάτων,
αν α ν ν αν -- ν
Ήσυχος, ώσπερ εγώ, μέσσην όδόν έρχεο ποσσίν,
μηδ’ ετέροισι διδούς, Κύρνε, τα τών ετέρων,
Μήποτε φεύγοντ’ άνδρα επ' ελπίδ, Κύριε, φιλήσης
ούδέγαρ οίκαδε βάς, γίγνεται αυτός έτι.
Μηδέν άγαν σπεύδειν πάντων μέσ’ άριστα, και ούτως
έξεις, Κύρν, αρετήν, ήντε λαβείν χαλεπόν.
Ζεύς μοι τών τε φίλων δοιητίσιν, οΐμε φιλεύσιν,
Σ τώντ’
-- εχθρών μείζον,
- Ο Κύρνε,
ν δυνησόμενον,
ν τη
και ούτως άν δοκέοιμι μετ' ανθρώποις θεός είναι,
ήν αποτισάμενον μοίρα κίχη θανάτου."
*Αλλά, Ζεύ, τέλεσόν
-- μο, Ολύμπιε,
Αν καίριον- ευχήν,
- δός δέΣ) μοι άντι κακών
- και τι παθεϊνάγαθόν.
-
τέθναίην δι, ει μή τι κακών
Σ άμπαυμα
- μεριμνέων
ερομην δοης τ' αντ' ανώνανίας,
φ,345-366 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ, 15
Α.

αισα γάρ ούτως έστί τίσις δ' ού φαίνεται ήμύν --

ανδρών, οι τάμα χρήματ’ έχoυσι, βη


συλήσαντες, εγώ δε κύων επέρησα χαράδρην,
χειμάρρω ποταμώ πάντ’ άποσεισάμενος,
τών είη μέλαναίμα πιεν, επίτι έσθλός όροετο
δαίμων, ός κατ' εμόν νούντελέσειε τάδες
ΑδειλήΣ9 πενη,
3) ο η τι μένες
- Φ. 1 -προλιπούσα
- - - - - - - - -παρ’ άλλον»
--
άνδρ' ένας τι δε δήμ ούκ έθέλοντα φιλείς
άλλ’ έθι, και δόμον άλλον έποίχεο, μηδέμεθ ήμέων
αίει δυστήνου τούδε βίου μέτεχε.
Τόλμα, Κύρνε, κακούσιν, έπει κάσθλουσιν έχαιρες,
εύτέσε και τούτων μοίρ’ επέβαλλεν έχειν.
ώς δέπερ εξ άγαθών έλαβες κακόν, ώς δέκαί αύτις
έκδύναι πειρώ, θεούσιν επευχόμενος
Μηδέλην επίφαινε κακόν δέτι, Κύρν, επιφανειν.
παύρους κηδεμόνας σής κακότητος έχεις. -
Ανδρός ντου2 κραδίημινύθει
Σr η μέγα
2. Σηπήμα -παθόντος,
ν
Κύρν άποτινυμένου δ’ αύξεται έξοπίσω.
Εύκώτιλλε τον εχθρόν όταν δ’ υποχείριος έλθη, Υ
τίσαι νιν, πρόφασιν μηδεμιαν θέμενος,
“Ισχε νόον γλώσση δετό μείλιχον αέν επέστω :
δειλών του τελέθει καρδιη όξυτέρη.
Ουδένα, Κύρν, αυγα φαεσιμβρότου ήελίσιο
άνδρ' έφορώστώ μή μώμος επικρέμαται
16 ν.367 -394

Aστών -νδ’ ουδύναμαιγνώναι


ν - αν α ν νόον,-- όντιν,αν έχουσιν,
ούτε γάρ εϋέρδων άνδάνω, ούτε κακώς,
Μωμεύνται- δε με Σπολλοί,
Σ όμως
αν κακοί ήδέκαι έσθλοές
μιμείσθαι δ' ουδείς τών άσόφων δύναται,
Μήμ’ αέκοντα βιη κεντών υπ’ άμαξαν έλαυνε,
τις φιλότητα λίην, Κύρνε, προσελκόμενος,
Ζεύ φίλε, θαυμάζω σε σύγάρ πάντεσσιν άνάσσεις,
- τιμήν αυτός έχων και μεγάλην δύναμιν,
ανθρώπων δ’ εύοσθανόον και θυμόν εκάστου
- σόν δε κράτος πάντων έσθ’ ύπατον, βασιλεύ,
πώς δήσευ, Κρονίδη, τολμά νόος άνδρας άλτρούς
ένταυτή μοίρη τόντε δίκαιον έχειν,
ήν τ’ έπι σωφροσύνηντρεφθή νόος, ήντεπρός ύβριν
ανθρώπων άδικος έργμασι πειθομένων,
Ούδέτι κεκριμένον πρός δαίμονός έστι βροτούσιν,
ούδ’ όδός, ήν τις ιών αθανάτοισινάδου.
Έμπης δ'όλβον έχουσιν απήμονα το δ’ απόδειλών
έργωνίσχονται θυμόν, όμως πενην
μητέρ άμηχανίης έλαβον, τα δίκαια φιλεύντες,
ήτ’ ανδρών προάγει θυμόνες αμπλακίην,
βλάπτουσ' έν στήθεσσι φρένας κρατερής υπ ανάγκης"
τολμά δ’ ουκ έθέλων αίσχεα πολλά φέρει,
χρημοσύνη εΐκων, ήδή κακά πολλά διδάσκει,
ψεύδεάτ, εξαπάτας τ, ούλομένας τ' έριδας,
άνδρα και ούκ έθέλοντας κακόν δέαΐούδένέοικεν"
ή γαρ και χαλεπήντίκτει άμηχανιην.
"Εν πενη δ’ότε δειλός ανήρ, ότε πολλών αμείνων,
φαίνεται, είτ’ άνδή χρημοσύνη κατέγη,
-------------------------------π---------------------------

ν.395-416 Π Α Ρ Α Τ ΙΝ Ε Σ Ε Ι Σ. 17
- Σ)
τού μέν γάρ τ' άδικα φρονέτι νόος, ουδέ οι αίει -
Αν και οήθεια
- γνώμη
2- στήθεσινέμπέφυεν
αν κι 21, 2, 3, Αν
τού δ’ αύ, ούτε κακούς έπεται νόος, ούτ’ άγαθουσιν
τον δ’ άγαθόν τολμάν χρήτάτε, καταφέρει»,
Αιδεσθαι τε φίλους, φεύγειν τ’ όλεσήνορας όρκους
Ευτράπελ, αθανάτων μήνιν άλευάμενος

Μηδέν άγαν σπεύδειν καιρός δ’ έπι πάσιν άριστος


έργμασιν ανθρώπων, πολλάκι δεις αρετήν
σπεύδει ανήρ κέρδος διζήμενος, όντιναδαίμων
πρόφρωνες μεγάλην αμπλακίην παράγει,
και οι έθηκε δοκενά μεν ή κακά, ταύτ’ αγάθ είναι
εύμαρέως άδ’ ανή χρήσιμα, ταύτα κακά
Φίλτατος ών ήμαρτες, εγώ δε το αίτιος ουδέν,
άλλ' αυτός γνώμης ούκ αγαθής έτυχες,
Ουδένα θησαυρών παισιν καταθήση αμείνω
αιδούς, ήτ' αγαθούς άνδράσι, Κυρν, έπεται,
Ουδενός ανθρώπων κακίων δοκεί είναι εταίρος,
ώ γνώμη θ' έπεται, Κύρνε, και η δύναμις,

Πίνων δ’ ουχ ούτω θωρήξομαι, ουδέ με οίνος


εξάγει, ώστ’ ειπείν δεινόν έπος περί σού,
Ουδέν όμοιονέμοί δύναμαι διζήμενος ευρείν
πιστόν εταίρον, ότωμή τις ένεστι δόλος"
Ε
18 ν.417-440

ες βάσανον δ’ έλθών παρατρίβομαι, ώστε μολύβδω


χρυσός υπερτερίης δ’άμμιν ένεστι λόγος,

Πολλάμε και συνιέντα παρέρχεται, άλλ’ ύπ’ ανάγκης


σίγώ, γιγνώσκων ήμετέρην δύναμιν.
Πολλούς ανθρώποις γλώσση θύραι ούκ επίκεινται
αρμόδια, και σφινπόλλ' αμελητα μέλει.
πολλάκι γαρ τό κακόν κατακείμενον ένδον άμενον,
έσθλόν δ’ εξελθόν, λώΐονή τό κακόν,
ν - -ν
": μέν μή φύναι επιχθονίοισιν άριστον,
ι μηδ“έσιδειν αυγάς οξέος ήελίου,
-
Ιφύντα δι, όπως ώκιστα πύλας Αίδαο περήσαι,
Α και κείσθαι πολλήν γήν έπαμησάμενον,

Φύσαι και βάων βροτόν, ή φρένας έσθλάς


ένθέμεν, ουδείς πω τούτό γ’ έπεφράσατο,
"ός τις σώφρον'έθηκε τόν άφρονα, και κακόν έσθλόνι
ειδ’ Ασκληπιάδας τούτό γ’ έδωκε θεός,
ιάσθαι κακότητα και ατηράς φρένας ανδρών,
πολλούς άν μισθούς και μεγάλους έφεραν
Ειδ’ ήν ποιητόντε και ένθετον ανδρι νόημα,
, --- 3
----- άν - --
ού3 ποτ’ τ εξ αγαθού
-- ν -- έγεντo
πατρός ν ν κακός,
πειθόμενος μύθοισι σαόφροσιν, αλλά διδάσκων
ούποτε ποιήσεις τον κακόν άνδρ’ αγαθών,

-- Νήπιος, ός--τόνο έμόνμέν


ν -- ννόον εν φυλακήσιν,
έχει
τόν δ’ αυτού ίδιον ουδέν επιστρέφεται.
-------------------------------π----------------------------------------

ν.441-464, ΠΑΡΑΓΝ ΕΣΕΙΣ. 19

Ουδείς του πάντ' έστι πανόλβιος, αλλ' όμένεσθλός


τολμά έχων τό κακόν, κούκ έπίδηλος όμως,
δειλός δ’ ούτε κακούσιν επίσταται, ούτ’ άγαθουσιν
θυμόν όμώς -- μίσγειν. αθανάτων
Σ» ο η Α2 δε δόσεις
αν
παντοΐαι θνητο σιν επέρχοντ’ άλλ’ επιτολμάν
χρή δώρ’ αθανάτων, οΐα δίδούσιν, έχειν.

Είμ' εθέλεις πλύνειν, κεφαλής αμίαντον απ' άκρης


αει λευκόν ύδωρ βεύσεται ήμετέρης :
εύρήσεις δέ με πάσιν επ' έργμασιν ώσπερ απεφθον
χρυσόν, ερυθρόνιδείν, τριβόμενον βασάνω,
τού χροιής καθύπερθεμέλας ούχ άπτεται ιός,
ούδ’ εύρώς, αίει δ’ άνθος έχει καθαρόν,
"Ωνθρωπί, ει γνώμης έλαχες μέρος, ώσπερ άνοιης,
και σώφρων ούτως, ώσπερ άφρων έγένου,
πολλούς άνζηλωτός έφαίνεο τώνδε πολιτών,
ούτως, ώσπερ νύν ουδενός άξιος εί,

Ούτοι -σύμφoρόν
ν εστι γυνή νέα άνδρι
εν 2 1/γέροντα
ν
-- 2 ο , 2/θύ γαρ πηδαλίωπείθεται,
-- -- και αν η ώστ’ άκατος
ν ,η
ούδι άγκυρα έχουσιν αποβιβήξασα δε δεσμα,
πολλάκις έκνυκτών άλλον έχει λιμένα,

Μήποτ’ επ' άπρήκτοσι νόον έχε, μηδεμενοι να


χρήμασι, τών άνυσις γίγνεται ουδεμία.
Εύμαρέως το χρήμα θεοι δόσαν, ούτε τι δειών
ούτ’ αγαθόν χαλεπώδ’ έργματι κύδος έπι,
B 2.
Α
2Ο ΘΕ Ο ΓΝΙΣΜΟΣ ν.465-492

Αμφ’ αρετή
η τρίβου, και
-- σου τα
ο Σ.δίκαια
Σ φίλ,ν έστω,
μηδέ σε νικάτω κέρδος, ότι αισχρόν έη.
Μηδένα τώνδ’
- ν αέκονταν 3 μένειν
- 2 -κατέρυκε
1 2 - 1 παρ' ημίν,
μηδέ θύραζε κέλευ’ ούκ έθελοντ’ ένα.
Μήθ’ εύδοντ’ επέγειρε, Σιμωνίδη, όντιν άν ήμών
θωρηχθέντ' οίνωμαλθακός ύπνος έλη,
μήτε τόν άγρυπνέοντα-κέλευ’ αέκοντα, καθεύδειν,
--- --------- -- πάν γάρ αναγκαίον χρήμ’ άνηρόν έφυ
τώ πίνειν δ’ εθελοντιπαρασταδόν οινοχοείτω…
οϋπάσας νύκτας γίγνεται άβρα παθεΐν.
αυταρ εγώ -μέτρον γάρ έχω μελεηδέος οίνου –
ύπνου λυσικάκουμνήσομαι οίκαδ’ ιών,
δείξω δ’ ώς οίνος χαφιέστατος άνδρι πεπόσθαι,
ούτε τι γαρνήφω, ούτε λίην μεθύω.
ός δ’ άν υπερβάλλη πόσιος μέτρον, ουκέτι κείνος
τής αυτού γλώσσης καρτερός, ουδε νόου,
μυθείται δαπάλαμνα, τα νήφοσι γίγνεται αισχρά,
αίδεται δ’έρδων ουδέν, όταν μεθύη,
τό πριν έων σώφρων τότε νήπιος, αλλά σύ ταύτα
γιγνώσκων, μήπίν' οίνον υπερβολάδην,
αλλ' ή πριν μεθύειν υπανίστασο-μή σε βιάσθω
γαστήρ, ώστε κακόν λάτριν εφημέριον-,
ή παρεών μήπίνει σύ δ’ έγχεε τούτο μάταιον,
κωτίλλες αεί, τούνεκάτοιμεθύες,
ή μεν γαρ φέρεται φιλοτήσιος, ή δε πρόκειται,
τήν δε θεούς σπένδεις, τήν δ’ έπι χειρός έχεις
άρνεσθαι δ’ ουκ οίδας. ανίκητος δε τοιούτος,
δς πολλάς πινων μήτιμάταιονερεί.
φ,493-616 Π Α Ρ Α Ι Ν ΕΣΕΙΣ 21 -

“ημεις δ’ εύ μυθείσθε παράκρητήριμένοντες,


αλλήλων έριδας δήν απερυκόμενοι,
ές τό μέσον φωνεύντες, όμως ένι και συνάπασιν.
χούτως συμπόσιον γίγνεται ούκ άχαρ.
Άφρονος άνδρός όμως και σώφρονος οίνος, όταν δή
πινη ύπέρ μέτρον, κούφονέθηκε νόον.

Εν πυρί μεν χρυσόν τε και άργυρονίδρες άνδρες


γιγνώσκουσ', άνδρός δ’ οίνος έδειξε νόον,
και μάλα περπινυτού, τόνύπερμέτρον ήρατο πίνων,
ώστε καταισχύναι και πριν έάντα σοφόν.

Οινοβαρέω κεφαλήν, Ονομάκριτε, και με βάται


-- ν οίνος, άταρ
ν γνώμης
- ουκέτι εγώ
-- ταμίης ν
ημετέρης, το δε δώμα περιτρέχει, άλλ’ άγ' αναστάς
πειρηθώ, μήπως και πόδας οίνος έχει
και νόον έν στήθεσσ. δεδο και δε μή τι μάταιον
έξω θωρηχθείς, και μέγ' όνειδος έχω.
Οίνος πινόμενος πουλύς κακόν, ήν δε τις αυτόν
πίνη επισταμένως, ού κακόν, άλλ’ αγαθόν,
"Ηλθες δή, Κλεάρεστε, βαθύν διά πόντον άνύσσας,
ενθάδ’ επ' ουδέν έχοντ, ώ τάλαν, ουδέν έχων
νηός του πλευρήσιν υπό ζυγά θήσομενήμες,
Κλεάρισθ, οι” έχομεν, χοία δίδούσε θεοί.
τών δ’ όντων τάριστα παρέξομεν ήν δε τις έλθη
σεύφιλος άν, κατάκεια, ώς φιλότητος έχεις
22 - ΘΕΟΓΝ ΙΔΟΣ v.517-540

ούτε τι τών όντων αποθήσομαι, ούτε τι μείζον


σής ένεκα ξενίης άλλοθεν οισόμεθα.
ήν δε τις ερωτά τον έμόν βίον ώδε οι ειπείν,
ώς εϋ μεν χαλεπώς, ώς χαλεπώς δε μάλ εϋ.
ώσθ’ ένα μένξείνον πατρώΐον ούκ άπολείπειν,
ξείνια δε πλεόνεσσ' ού δυνατός παρέχειν.
Ούσε μάτην, ώ. Πλούτε, βροτοί τιμώσι μάλιστα,
ή γαρβηϊδίως την κακότητα φέρεις,
και γάρ τον πλούτονμέν έχειν άγαθουσνέοικεν
ή πενίη δε κακώσύμφορος άνδριφέρειν.
αμοι εγών ήβης και γήραος ούλομένοιο,
τού μέν επερχομένου, τής δ’ άπονίσσομένης,
Η

- Ούτε τινα
αν 2 -προύδωκα
-- - τωνφίλον
ν και πιστόν
-ν εταίρον,
ούτ' έν έμή ψυχή δούλιον ουδέν ένι.
-

Aιεί μοι φίλον ήτοριαίνεται, όππότ’ ακούσω


αϋλών φθεγγομένων μερόεσσανόπα
χαίρω δ’ αύπίνων, και υπ' αυλητήρος άειδων,
χαίρω δ’ εύφθογγον χερσι λύρην οχέων.
Oύ ποτε
Σ) Σδουλειη
ο - κεφαλή
- 3θεία
η πέφυκεν
ΕΑ Σν
άλλ' αίει σκολή, καύχένα λοξόν έχει.
ούτε γάρ
21 έκ
- σκίλλης
2 - βόδα
η φύεται,
ν ούδ’ υάκινθος
ν
ούτε ποτ έκ δούλης τέκνον ελευθέριον,

Ούτος ανήρ, φίλε Κύρνε, πέδας χαλκεύεται αυτό,


εϊμή έμήν γνώμην εξαπατώσι θεοί,

ν.344-562 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ. 23

Δευμαίνω, μή τήνδε πόλιν, Πολυπαϊδη, ύβρις,


ήπερ Κενταύρους ώμοφάγους, όλέση.

Χρή με παραστάθμην και γνώμονα τήνδεδικάσσα,


Κύρνε, δίκην, ίσόν τ' αμφοτέροισι δόμεν,
μάντεσιν, οιωνούς τε, και αίθομένος ιεροίσιν,
όφρα μή άμπλακύης αισχρόν όνειδος έχω.
Μηδένα πω κακότητι βιάζεο, τώ, δε δικαίω
τής ευεργεσίης ουδέν άρειότερον,
-

Αγγελος άφθογγος πόλεμον πολυδακρυνεγείρει


Κύρν, από τηλαυγέος φαινόμενος σκοπής,
αλλ' ίππους έμβαλλε ταχυπτέρνοισι χαλινούς
δήων γάρ σφ’ ανδρών άντιάσειν δοκέω.
οϋπολλών το μεσηγύ" διαπρήξουσικέλευθον,
εϊμή έμήν γνώμην εξαπατώσι θεοί

Χρή τολμάνχαλεπουσιν ενάλγεσι κείμενον άνδρα,


πρός τε θεών αιτιών έκλυσιν αθανάτων

Φράζεο κίνδυνός του επί ξυρού ίσταται άκμής,


άλλοτε πόλλ’έξεις, άλλοτε παυρότερα,
ώς τέσε μήτε λίην άφνεόν κτεάτεσσι γενέσθαι,
μήτε σέ γ'ές πολλήν χρημοσύνην ελάσαι,
Είη μου τα μεν αυτόν έχειν, τα
αν δε πόλλ' επίδούναι
Σον
χρήματα τών εχθρών τούσε φίλοισιν έχειν,

--
ν

24 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ. φ,563-584

Κεκλήσθαι δ'ές δαύτα, παρέζεσθαι δε παρ' έσθλων


άνδρα χρεών, σοφίην πάσαν επιστάμενον,
του συντείν, οπόταν τι λέγη σοφόν, όφρα διδαχθής,
και τούτες οικον κέρδος έχων απέης,

Ήβητερπόμενος παίζω, δηρόν γαρ έναρθεν


γής, ελέσας ψυχήν, κεϊσομαι ώστε λίθος
άφθογγος, λείψω δ’έρατών φάος ήελίριο
έμπης δ’ έσθλός έωνόψομαι ουδέν έτι.

Δόξα μεν ανθρώποισκακόνμέγα, πείραδ’ άριστον


πολλοί απείρητον δόξαν έχουσ' αγαθών. -
Εύ έρθωνευ πάσχει τι κι άγγελον άλλον άλλοις,
τής ευεργεσίης ζηδη άγγελέη.
οι με φίλοι προδίδούσιν, έπειτόν γ' έχθρόνάλεύμαι,
ώστε κυβερνήτης χοιράδας εναλίας,
"Ρήδιον εξ αγαθού θείναι κακόν, ή και κακού έσθλόν.
μή με δίδασκε ούτοι τηλικος ειμί μαθεν,
Εχθαίρω κακόν άνδρα καλυψαμένη δε παρεμ,
σμικρής όρνιθας κούφανέχουσα νόον.
"Εχθαίρω δε γυναίκα περίδρομο, άνδρα τεμάρχου,
ώς την άλλοτρίην βούλετ άρoυραν άρούν
Αλλά τα μεν προβεβηκεν, αμήχανόν εστι γενέσθαι
αργά, τα δ’ εξοπίσω τή φυλακή μελέτω.
--
ν.385–608 ΠΑΡΑ ΤΩΝ Ε Σ Ε Ι Σ. 25

Πάσίν τον κίνδυνος επ' έργμασιν, ουδέ τις οίδεν,


που σχήσειν μέλλει πρήγματος αρχομένου,
άλλ' διμεν ευδοκιμείν πειρώμενος, ού προνοήσας,
ές μεγάλην άτην και χαλεπήν έπεσεν
τώ δεκαλώς ποιεϋντι θεός περί πάντα τίθησιν,
συντυχίην αγαθήν, έκλυσιν άφροσύνης,

Τολμάν χρή, τα δίδούσι θεοί θνητοίσι βροτούσιν,


βηϊδίως δε φέρεινάμφοτέρων τό λάχος,
μήτε κακούσιν άσώνταλίην φρένα, μήτ’ άγαθουσιν
τερφθέντ' έξαπίνης, πριν τέλος άκρον δεν

Ανθρωπί, άλλήλοισιν απόπροθενώμεν εταίροι,


πλήν τούτου παντός χρήματός έστε κόρος,
δήνδή και φίλοι ώμεν, ατάρ τ' άλλουσιν όμιλεϊν
άνδρόσιν, οι τόνσόν μάλλον σασι νόον.

Oύ μ' έλαθες φοιτών κατ' αμαξιτόν, ήνάρα και πριν


ήλάστρες, κλέπτων ήμετέρην φιλίην.
έρβε, θεοϊσίντ εχθρό και ανθρώπουσινάπιστε,
ψυχρώ δgέν κόλπω ποικιλον είχες όφεν,

και Μάγνητας απώλεσεν έργα και ύβρις,


οία τα νύν ιερήν τήνδε πόλιν κατέχει,
Πολλώαν το πλέονας λιμού
ν κύρος
Αν ώλεσεν
-- νήδη
άνδρας, όσοι μοίρης πλειον έχειν έθελον,
Αρχή έπι ψεύδους μικρή χάρις εξ δε τελευτην
αισχρόν δή κέρδος και κακόν, αμφότερον
-
26 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ

γίγνεται ουδέτι καλόν,


ν ότω ψεύδος προσομαρτή
άνδρι, και εξέλθη πρώτον από στόματος

Ούχαλεπόν ψέξαί τόν πλησίον, ουδεμέν αυτόν


ανήσαι δειλους άνδράση ταύταμέλει…
σιγάνδ’
ε ούκ
2. Ο έθέλουσι,
ν ν κακοί νκακάλεσχάζοντες,
Ση --
οι δ’ άγαθοι πάντων μέτρον ίσασιν έχειν.

Ουδένα παμπήδην άγαθόν και μέτριον άνδρα


τών νύν ανθρώπων ήέλιος καθορά,

Ούτι μάλ άνθρώποις καταθύμια πάντα τελείται


πολλών γαρ θνητών κρέσσονες άθάνατοι,
Πόλλ’ έν άμηχανίησι κυλίνδομα, άχνύμενος κήρ
άκρην γαρπενηνούχ υπερεδράμομεν.
Πάς τις πλούσιον άνδρα τίει, ατίει δε πενιχρόν"
πάσιν δ’ άνθρώποις αυτός ένεστι νόος,
Παντοΐαι κακότητες ένανθρώπουσιν έασιν,
παντοΐαι δ’ άρεται, και βιότου παλάμαι,
ν

Αργαλέον φρονέοντα παράφροσι πόλ’ αγορεύειν,


και σιγάν αίει τούτο γαρ ού δυνατόν,
Αισχρόν το μεθύοντα παρ’ άνδράσυνήφοσιν είναι
αισχρόν δεινήφων παρμεθύουσι μένη.
“Ηβη και νεότης επικουφίζει νόον άνδρός,
πολλών δ’ εξαίρει θυμόνες άμπλακίην,
--

τ,631−652 ΠΑΡΑΓΝ ΕΣΕΙΣ 27

"Ωι τινι μή θυμού κρέσσων νόος, αέν έν άτας,


Κύρν, όγε και μεγάλας κείται εν αμπλακίας,
Bουλεύουδις
-- ν και
1 τρις
ο Α νότου κιο έπι
η τόνν νόον έλθη
άτηρός γαρ άει λάβρος ανήρ τελέθει.

Ανδράση τους αγαθούς έπεται γνώμη τε και αιδώς,


οι νύν εν πολλοίς, άτρεκέως όλίγοι.

"Ελπίς --και κίνδυνος


ν εν ανθρώπουσιν όμοιοι
ν
ούτου γάρ χαλεποί δαίμονες αμφότεροι.

Πολλάκι
-- -παρ
- δόξαν
- - -- τε καιΑν ελπίδα
2. -- γίγνεται
ν ευρείν
ν
έργ’ ανδρών, βουλαίς δ’ ουκ έπεγεντo τέλος,

Ούτοι κι ειδείης ούτ’ εύνουν, ούτε τον εχθρόν,


ει μη σπουδαίου πρήγματος αντιτύχος,
Πολλοί παρ κρητήρι φίλοι γίγνονται εταίροι,
έν δε σπουδαίω πρήγματι παυρότεροι,
Παύρους κηδεμόνας πιστούς εύρος κενέταίρους,
κείμενος έν μεγάλη θυμόν άμηχανιη.
Σ), -
Ηδη νύν
-- αιδώς μέν ένανθρώπουσιν
Αν όλωλεν,
αυταρ αναδείη γαϊαν επιστρέφεται,
*Α δειλή πενιη, τι έμους επικειμένη ώμος
σώμα καταισχύνες και νόον ημέτερον,
αισχρά δέμ' ουκ έθέλονταβη και πολλά διδάσκει,
έσθλά παρ’ ανθρώπων και κάλ επιστάμενων
28 ΘΕ Ο ΓΝΙΣΜΟΣ τ,653-674

Ευδαίμων είην και θεούς φίλος αθανάτουσεν,


Κύρν' αρετής δ’ άλλης ουδεμής έραμα.

Σύντοι, Κύρνε, παθόντι κακώς ανώμεθα πάντες,


αλλά του αλλότριον κήδος εφημέριον,

Μηδέν άγαν χαλεπούσιν άσώφρένα, μηδάγαθουσιν


χαίρι, έπει έστ’ άνδρός πάντα φέρεινάγαθού,

Ουδ' όμόσα χρήτούθ’, ότι μήποτε πρήγμα τόδ'


έσται,
θεοι γάρ τε νεμεσώα, οΐσιν έπεστε τέλος. -

Και πρήξαι μέν τοί τι. και έκ κακούεσθλόν έγέντο,


και κακόν εξάγαθού, καίτε πενιχρός ανήρ
αίψαμάλ έπλούτησε και δε μάλα πολλά πεπατα,
εξαπίνης πάντ’ούνώλεσε νυκτιμή,
Και σώφρων ήμαρτε, και άφρονα πολλάκι δόξα
έσπετο, και τιμής και κακός ών έλαχεν.

Εϊμέν χρήματ’ έχουμ, Σιμωνίδη, οιά περήδειν,


ούκ άν ανώμην τους αγαθοΐσι συνών.
νύν δέ με γιγνώσκοντα παρέρχεται, ειμί δ’ άφωνος
χρημοσύνη, πολλών γνούς περάμεινονέτι,
ούνεκα νύν φερόμεσθα, καθ' στα λευκά βαλόντες,
Μηλίου έκπόντου νύκτα διάδνοφερήν
άντλείνδ’ ούκ έθέλουσιν υπερβάλλει δε θάλασσα
αμφοτέρων τοίχων, ή μάλα τις χαλεπώς
--

τ,675-696 29

σώζεται ο δέρδουσε. κυβερνήτην μεν έπαυσαν


έσθλόν, ό τις φυλακήν είχεν επισταμένως,
ερήματα δ’ αρπάζουσαβί, κόσμος δαπάνης,
δασμός δ’ ουκέτι ίσος γίγνεται ες τό μέσον,
φορτηγού δ’ άρχουσι κακοί δαγαθών καθύπερθεν.
δειμαίνω μήπως ναύν κατά κύμα πέη.
ταύταμουήνέλθω, κεκρυμμένα τους
γιγνώσκοι διάντες και κακός, αν σοφός ή

Πολλοί πλούτον έχουσιν άνδρες, οι δε τα καλά


ζητούσιν, χαλεπή τερόμενοι πενιη.
έρδειν δ' αμφοτέροισιν αμηχανία παράκειται
εργοι για τους μεν χρήματα, τους δε νέος
Ουκ έστιν
2 - η θνητούσε
ν - παραθανάτους
Αν ο ν αν μαχόσασθαι,
ν
ούδε δίκην ειπείν, ουδενί τούτο θέμις.

ουκρή πημαίνει, ότι μήπημαντέον εύη,


ουδάδι, ότι μήλαιον ή τελέσαι.
Χαιρωνευ τελέσειας δδών μεγάλου διά πόντου,
και σε Ποσειδάων χάρμα φίλος αγάγοι,

Πολλούς του κόρος άνδρας απώλεσεν αφραίνοντας


γνώνα γαρ χαλεπον μέτρον, ότι εσύλα παρή.
θυμε, παρασχεν άρμενα πάντα
τέτλαθι" τών δε καλών ούτε σε μούνος έρας,
30 - ΘΕ ο ΓΝ ΙΔΟΣ ν. 697-724

Εύ μέν έχοντος έμού πολλοί φίλοι, ήν δέ τι δεινόν


συγκύρση, παύρο πιστόν έχουσι νόον.
Πλήθειδ’ ανθρώπων
-- - - αρετήμια
- 2 -γίγνεται
1 Σν ο Ε. ήδε,
2, -
- οι 2 πλουτεΐν,
-- ντών δ’ν άλλων
-- -ουδέν
- άρ'ν ήν όφελος,-- -
ούδ’ τι σωφροσύνηνμέν έχος Ραδαμάνθυος αυτού
πλείονα δ' ειδείης Σισύφου Αιολίδεω,
ός τε και έξΑίδεω πολυϊδρείησιν ανήλθεν,
πείσας Περσεφόνην αμυλοσι λόγοις,
ήτε βροτούς
-- παρέχει
Σ 21 ν λήθην,αν βλάπτουσα
η 2 και -- νόοιο–
ν
άλλος δ' ού πώ τις τούτό γ’ έπεφράσατο,
όντιναδή θανάτοιο μέλαν νέφος αμφικαλύψη,
έλθη δ’ές κρυερόν χώρον αποφθιμένων
είνη ο εκφυρο, χωρων αποφυμενων,
κυανέας τε πύλας παραμείψεται, αϊτε θανόντων
ψυχάς εύργουσιν, και περ αναινομένας -
αλλ' άρα και κείθεν πάλινήλυθε Σίσυφος ήρως
ές φάος ήελίου, σφήσι πολυφροσύνας -
ουδ' είψεύδεα
νω τονμεν ποιους
3. -έτυμοισιν όμοια,
ο -
γλώσσαν
2 γν έχων αγαθήν
ν Νέστορος
- - αντιθέου,
..-
ώκύτερος δ’ είσθα πόδας ταχεών Αρπυιών,
και παίδων Βορέα, τών άφαρίσι πόδες,
αλλά χρήπάντας γνώμην ταύτην καταθέσθαι,
ώς πλούτος πλειστην πάσιν έχει δύναμιν.
τη ν λ καν αν
σον τουν πλουτουσιν, ο τω πολυς αργυρός έστιν
και χρυσός, και γής πυροφόρου πεδία,
ίπποι θ’ ήμιονοί τε, και ώ τα δέοντα παρέστιν,
γαστρί τε και πλευρας και ποσινάβρα παθεί»
παδόςεν τ’ ήδέ γυναικός,
άν όταν δέγετών αφίκητα
ώρη, σύνδ’ ήδη γίγνεται αρμοδία,
π

- 725−750 ΠA PA 1 Ν Ε Σ Ε Ι Σ. 31

ταύτ’ άφενος θνητούσε τα γάρ περιώσια πάντα


χρήματ’ έχων ουδείς έρχεται εις Ανδεω,
ουδάν άπονα δίδούς θάνατον φύγο, ούδε βαρείας
νούσους, ουδε κακόν γήρας επερχόμενον

- Φροντίδες ανθρώπων έλαχον πτερα, ποικίλ έχουσα,


μυρόμενα ψυχής ενεκα και βιοτής,

Ζεύ πάτερ, είθε γένοιτο θεούς φίλα, τους μέναλτρους


ύβριν άδειν και σφιντούτο γένοιτο φιλον
θυμώ, σχετλια έργαΑνμετά φρεσιν - όστις απηνής
εργάζοιτο, θεών μηδέν όπιζόμενος,
αυτόν έπειτα πάλιντίσαι κακά, μηδέ τ' όπισσων
- - - πατρός ατασθαλία
- πασιν γένοντο
ν ν κακόν,

παίδες δ?, οι τ’ άδικου πατρός τα δίκαια νοεύντες
ποιώσι, Κρονίδη, σόνχόλον αζόμενοι,
εξ αρχής τα δίκαια, μετ’ άστοτσιν φιλέοντες,
α». - μήτιν
Οι υπερβασίην
ν -- αντιτίνεν
ν αν πατέρων,η αν --
ταύτ εί, μακάρεσσι θεούς φίλα. νύν δ' δ μεν ερδών
εκφεύγει, το κακόν δ’ άλλος έπειτα φέρει

Και τούτ, αθανάτων βασιλεύ, πώς έστι δίκαιον,


έργωνός τις ανήρ εκτός έων άδικων,
μήτιν υπερβασην κατέχων, μηδ’ όρκον αλτρόν,
άλλα δίκαιος έων, μή τα δίκαια πάθη,
τις δή κεν βρoτός άλλος, δρών πρός τούτον, έπειτα
άζοντ’ αθανάτους, και τίνα θυμόν έχων,
όππότ’ ανήρ άδικος και ατάσθαλος, ούτε τι άνδρών
ούτε τι άθανάτων μήνιν αλευόμενος,
32 - ΘΕ Ο ΓΙΝΙΑ ΟΣ ν. 751-7-74

υβρίζη πλούτω κεκορημένος, οι δε δίκαιοι


τρύχωνται, χαλεπή τερόμενοι πενης

Ταύτα μαθών, φίλ εταιρε, δικαίως χρήματα ποιού,


σώφρονα θυμόν έχων εκτός ατασθαλίης,
αίει τώνδ’ επέων μεμνημένος, ές δε τελευτήν
ανήσεις, μύθω σώφρονι πειθόμενος,

Ζεύς μέντήσδε πόληος υπερέχοι, αιθέριναίων,


αίει δεξιτρήνχερ έπ’ απημοσύνη,
άλλοι τ' αθάνατουμάκαρες θεοί, αυταρ Απόλλων
άρθρώσαι γλώσσαν και νόον ήμέτερον,

Φόρμιγγ αύφθέγγοισθ' ιερόν μέλος, ήδέκα αυλή


ήμες δε σπονδας θεούσιν άρεσσάμενοι
πίνωμεν, χαριεντα μετ’ άλλήλοισε λέγοντες,
μηδέν τόν Μήδων δειδότες πόλεμον.
ύδι είναι,
ωσ ειναι κατά
και αμεινον εί θυμόν έχοντ
ευφρονα θυμον έχοντας
νόσφι μεριμνάων εύφροσύνως διάγειν
τερπομένους, τηλού δέκακας από κήρας άμυνα,
γήρας τ' ούλόμενον, και θανάτοιο τέλος,
Χρή Μουσών θεράποντα και άγγελον, είτε περισσόν
ειδείη σοφίης, μή φθονερόν τελέθειν,
άλλα τα μεν μώσθαι, τα δε δεικνύνα, άλλα δέπομείν,
τι σφιν χρήσηται, μούνος επιστάμενος --

Φοβεάνας, αυτός μέν έπύργωσας πόλιν άκρην,


Αλκαθόφ Πέλοπος παιδί χαριζόμενος
στε-τρε ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 33

αυτός δε στρατόν υβριστήν Μήδων απέρυκε


τήσδε πόλεις, να σοι λαοί εν ευφροσύνη
ήρος επερχομένου, κλειτος πέμπωσ’ εκατόμβας,
τερπόμενοι κιθάρη και έρατή θαλη, ,
παιάνωντε χορούς, αχαΐσι τεσόν περί βωμόν,
ή γαρ έγωγε δέδοκ, άφραδέην έσορών
και στάσιν Ελλήνων λαοφθόρον, αλλά σύ, Φοίβε,
ίλαος ήμετέρην τήνδεφύλασσε πόλιν.

Ήλθον μεν γαρ έγωγε και ες Σικελήν ποτε γαϊαν,


ήλθον δ' Εύβοιης αμπελόεν πεδίον,
Σπάρτηντ, Ευρώτα δoνακοτρόφου αγλαόν άστυ
και μ' έφίλευνπροφρόνως πάντες επερχόμενον
αλλ' ού τις μοί τέρψις επί φρένας ήλθεν εκείνων
ούτως ουδέν άρ' ήν φίλτερον άλλο πάτρης
Mή ποτέ μοι μελέδημα νεώτερον άλλο φανείη
αντέρατής σοφίης, αλλά τόδ’ αέν έχων
τερποίμην φόρμιγγι και όρχηθμώ και αοιδή,
και μετά τών αγαθών έσθλόν έχουμε νόον,

Μήτέ τι να ξείνων δηλούμενος έργμασι λυγρούς,


μήτε την ένδήμων, αλλά δίκαιος εών
την σ’ΣΥαυτού φρένα τέρπε"
Αν ΣΑ δυσηλεγέων
ΣΥ δε πολιτών
Αν
άλλος τις σε κακώς, άλλος άμενον ερεί,

Τους αγαθούς άλλος μάλα μέμφεται, άλλος έπαινες"


τών δε κακών μνήμη γίγνεται
-
ουδεμία
C
34 Θ Ε Ο ΓΝΙΔΙΟΣ, γ.799-82. Ο

Ανθρώπων δ’ άψεκτος επιχθον γίγνεται ουδείς


άλλ’ ώς λώνον, ούμή πλεόνεσσι μέλει.
3 ο Α. Ο ν αν ο Σν 2/ ν
Ουδείςαν ανθρώπων
αν ούτ'
α η έσσεται
Τ ούτε
ο 3 πέφυκεν,
-1,
* Οη
ώςη τις
ει
πάσιν Ανάδών -δύσεται
ο ν
εις Ανδεω.
-- ν
ούδεγαρός
- θνητούσε και αθανάτοισιν άνάσσει,
Ζεύς Κρονίδης, θνητούς πάσιν άδεν δύναται,

Τόρνου και στάθμης και γνώμονος άνδρα θεωρόν


ευθύτερον χρήμν, Κύριε, φυλασσόμενα,
ότινί κεν Πυθώνι θεού χρήσασ έρεια
όμφήνισημήγηπίονος εξαδύτου, -
ούτε ταχάρ προσθείς ουδέν κέτι φάρμακονεύρος,
ούτ’ αφελών πρός θεών αμπλακίην προφύγος,
- Χρήμ έπαθον θανάτου μέν αεικέος ούτι κάκιον,
τών δ’ άλλων πάντων, Κύρν, ανηρότατον,
οι με φίλοι προύδωκαν, εγώ δ’ έχθρούσι πελασθείς,
ειδήσω και τών όντιν έχουσι νόον.

Βούς μοι έπι γλώσσης κρατερώ ποδι λαξ επιβαίνων,


ίσχει κωτίλλειν και περιέπεστάμενον,
-- αν - Αν
Κυρν, έμπης δ’ ότι μοιραπαθείν ουκ έσθ' υπαλύξαι
όττι δε μοίρα παθεΐν, ούτε δεδοκαπαθεΐν,

Ες πολυάρήτον κακόν ήκομεν, ένθα μάλιστα,


Κύρνε, συναμφοτέρους μοίραλάβοι θανάτου
----------------------------------------π--------------------------------------------

τ,821-842 ΠΑΡΑ ΓΙΝΕ Σ Ε Ι Σ. 35

Οι δ’ απογηράσκοντας ατιμάζουσι τοκήας,


τούτων του χώρη, Κύρν, όλίγη τελέθει.
Μήτε τιν' αυξε τύραννον επ’ ελπίδ, κέρδισνεϊκων
μήτε κτείνε, θεών όρκια συνθέμενος,

Πώς υμίν τέτληκεν υπ αυλητήρος άειδειν


θυμός, γής δ’ ούρος φαίνεται εξαγορής,
ήτε τρέφει καρπούσιν εν ελαπίνας φορέοντας
ξανθήσέντεκόμας πορφυρέους στεφάνους,
αλλάγε δή, Σκύθα, κερε κόμη, απόπαυε δέκώμον,
πένθεν δ’ εύωδη χώρον άπολλύμενον,

Πιστεί χρήματ’ όλεσσα, άπιστη δ’ εσάωσαν


γνώμη δ’ αργαλέηγίγνεται αμφοτέρων,

Πάντα τάδ’ έν κοράκεσσι και έν φθόρω. ουδέ τις


-
αίτιος αθανάτων, Κύρνε, θεών μακάρων,
αλλ’ ανδρώντε βη και κέρδεα δειλά και ύβρις
πολλών εξ αγαθώνιες κακότητ' έβαλον,
Δισσα του πόσιος κήρες δειλοϊσι βροτούσιν,
δίψατε λυσιμελής και μέθυσις χαλεπή,
τούτων δ’ άν τό μέσον στρωφήσομαι, ουδέ με πείσεις
ούτε τιμή πίνειν ούτε λίην μεθύειν.

Οίνος έμοί τά μέν άλλα χαρίζεται, ενδ' αχάριστος,


εύτ’ άν θωρήξας μ’ άνδρα προς εχθρόν άγα,
-- Ο 2
36 ΘΕ Ο ΓΙΝΑΜΟΣ γ.842-864

Αλλ' όπόταν καθύπερθεν έών ύπένερθε γένηται,


τουτάκις οίκαδ’ μεν, παυσάμενοι πόσιος,

Εύ μεν κείμενον άνδρα κακώς θέμενεύμαρες έστιν,


εϊ δε θέμεν τό κακώς κείμενον αργαλέον,

Λαξ επιβα δήμωκενεόφρονι, τύπτε δε κέντρο


όξε, και ζεύγλην δύσλοφον αμφιτίθει.
ου γαρ έθ’ εύρήσεις δήμον φιλοδέσποτον ώδες
ανθρώπων όπόσους ήλιος καθορά,
-

Ζεύς άνδρ' εξολέσειεν Ολύμπιος, ός τόν εταίρον


μαλθακά κωτίλλωνΑ εξαπατάνε θέλει,
Ήιδεα μεν και πρόσθεν, ατάρ πολυλώΐον ήδη
ούνεκα τους δειλούς ουδεμί' έστι χάρις

πολλάκις ή πόλις ήδε διήγεμόνων κακότητα


ώρπερ κεκλιμένη ναύς παράγήν έδραμεν.
Tών δε φίλων ει μεν τις δρά με τη δεινόν έχοντα,
αυχέν αποστρέψας ουδ’ έξοράν έθέλει
ήν δε τίμοί ποθενέσθλόν, άπαυράκιγίγνεται άνδρι,
πολλούς ασπασμούς και φιλότητας έχω.

οι με φίλοι προδίδούσι, και ούκ έθέλουσι τι δούναι


ανδρών φαινομένων, αλλά εγώ αυτομάτη
εσπεριητ’
τς εξεμι
-- και δρθρέη αύθις έρεμι,ν. -
ήμος άλεκτρυόνων φθόγγος έγειρομένων,
τ,865-888 ΙΤΑ Ρ Α Τ ΙΝΕΣ ΕΓΣ 37
--

Πολλοίς άχρήστοσε θεός δίδοί άνδράσιν όλβον


έσθλόν, ός ούτ’ αυτώβέλτερος ουδέν έων,
ούτε φίλοις, αρετής δε μέγα κλέος ού ποτ’ ύλείται
αιχμητής γαρ ανήργήν τε και άστυ σαού.

Ένμοι έπειτα πέσοι μέγας ουρανός ευρύς ύπερθεν,


χάλκεος, ανθρώπων δεμαχαμαγενέων,
εϊμή εγώ τούσιν μεν επαρκέσω, οι με φιλεύσιν,
τους
- δ’ εχθρούς άνη και μέγα πήμ’ έσομαι.
-

Οινε, τα μένο ανώταδεμέμφομαι ουδέσεπάμπαν


ούτε ποτ’ εχθαίρειν ούτε φιλεν δύναμαι.
έσθλόν και κακόν έσσι, τις άνσέ γεμωμήσαντος
τις δ’ άν επανήσα, μέτρον έχων σοφίης,
"Ηβώος, φίλε θυμε τα αίτινες άλλοι έσονται
άνδρες, εγώ δε θανών γαία μέλαιν' έσομαι,

Πίν' οίνον, τόν έμο κορυφής άπο Τηϋγέτοιο


άμπελοι ήνεγκαν, τας έφύτευσ’ ό γέρων
ούρεος έν θεούσι φίλος Θεότιμος,
εκ πλατανιστούντος ψυχρόνύδωρ επάγων.
τού πίνων από μέν χαλεπάς σκεδάσεις μελεδώνας,
θωρηχθείς δ’έσεα πολλών ελαφρότερος,
Ειρήνη και πλούτος έχοι πόλιν, όφρα μετ’ άλλων
κωμάζομ. κακού δ’ ουκιέραμα πολέμου,
Μηδέ λίην κήρυκος ανούς έχε μακρά βοώντος
ού γαρ πατρώας γης πέρ μαρνάμεθα
38 ΘΕ Ο ΓΙΝ ΤΑ ΟΣ γ.889-942

Αλλ' αισχρόν παρεόντα και ώκυπόδων επιβάντα


ίππων, μή πόλεμον δακρυόεντ' έξιδεΐν.

Οι μου αναλκείης! από μεν Κήρινθος όλωλεν,


Ληλάντου δ’ αγαθόν κείρεται ονόπεδον,
οι δ’ άγαθοι φεύγουσι, πόλιν δέκακοι διέπουσιν
ώς δήκυψελίζον Ζεύς όλέσειε γένος,

Γνώμης δ’ ουδέν άμεινον ανήρ έχει αυτός εν αυτώ,


ούδ’ άγνωμοσύνης, Κύρν, ανηρότερον,
Μήπάντ’ άνδράσι, Κύρνε, καταθνητούς χαλεπαίνειν,
γιγνώσκων ώς νούν οιονέκαστος έχει
αυτός ένι στήθεσσι,
Σ και έργματα
Αν τώτε δικαία
Αν
τώ τ' αδίκω, μέγα κεν πήμα βροτούσιν έπήν.
Σ) α - η α Σ) Ο ν Φιν αν
Έστινό-ο μέν
ν χείρων, δδ’
ν αμείνων
ο η αέργον έκαστον
ουδείς δ’ ανθρώπων αυτός άπαντα σοφός
"Oς τις ανάλωσιν τηρεί κατά χρήματα θηρών,
κυδίστην αρετήν τους συνείσιν έχει
εϊ μεν2)γαρη Α2κατιδεν
και η η βιότου τέλος ήν, Ανόπόσον τις
ήμελλ’ εκτελέσας εις Αίδαο περάν,
εικός άνήν, ός μεν πλειωχρόνον αισαν έμμνεν,
- φείδεσθαι
Σ - -- μάλλον
αν ν τούτονν δνν είχε βίον
ν Σν
νύν δ’ ουκ έστιν, διδή και έμοί μέγαπένθος όρωρεν,
και δάκνομαι ψυχήν, και δίχα θυμόν έχω,
έν τρόδω δ’ έστηκα, δύ” εισιν πρόσθενοδοί μου,
φροντίζω τούτων ήντινίω προτέρην -
τ,913-938 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 39
ή μηδέν δαπανών τρύχω βίον έν κακότητι,
ή ζώω τερπνώς, έργα τελών όλίγα.
είδον μεν γαρ έγωγ’ός έφείδετο, κούποτε γαστρί
στον ελευθέριον πλούσιος ών έδίδουν
αλλά πριν εκτελέσαι κατέβη δόμον Αίδος εσω,
χρήματα δ’ ανθρώπων οϋπιτυχών έλαβεν,
ώτες άκαιραπονεν, και μη δόμενώ κ' εθελοι τις
είδον δ’ άλλονός ήν γαστρί χαριζόμενος
χρήματα μέν διέτριψεν, έφη δι, υπάγωφρένα τέρψας
πτωχεύει δε φίλους πάντας, όπου την ίδη.

Ούτω, Δημόκλεις, κατάχρήματ’ άριστον άπάντων


τήν δαπάνην θέσθαι, και μελέτην εχέμεν.
ούτε γαράν προκαμών άλλω κάματον μεταδοίης,
ούτ’ άν πτωχεύων δουλοσύνηντελέους,
ούδ’ είγήρας κοιο, τα χρήματα πάντ’ αποδραιη"
ένδετοιώδε γένει χρήματ’ άριστον έχειν.
ήνμέν γάρ πλουτής, πολλοί φίλοι, ήν δε πένηαι,
παύροι, ούκέθ’ όμως αυτός ανήρ αγαθός,

Φεύδεσθαι μεν άμενον, έπει ουδέθανόντ' αποκλαίει


ούδες, ήν μή δρά χρήματα λειπόμενα
Παύρους ανθρώπων αρετή και κάλλος όπηδες"
όλβιος ός τούτων αμφοτέρων έλαχεν.
πάντες μιντμώσιν όμως νέοι ούτε κατ' αυτόν
χώρης είκουσιν, τοί τε παλαιότεροι,
γηράσκων άστρίσι μεταπρέπει, ουδε τις αυτόν
βλάπτεινούς αιδούς ούτε δίκης θέλει,
40 ΘΕΟΓΝΑΜΟΣ γ.939-960

* Ουδύναμα φωνήλιγύρ άδεμεν, ώςπεράηδών,


- και γάρ τήν προτέρην νύκτ’ έπι κώμονέβην,
ουδέ τόν αυλητήν προφασίζομαι, αλλά μ' έταιρος
εκλείπει, σοφίης ούκ έπιδευόμενος,
εγγύθεν αυλητήρος αείσομαι ώδε καταστάς
δεξιός, άθανάτους θεούσιν έπευχόμενος,

Εϊμι παρά στάθμην δρθήν δδόν, ουδετέρωσε


κλινόμενος χρήγάρ μ' άρτια πάντα νοεΐν.

Πατρίδα κοσμήσω, λιπαρήν πόλιν, ούτ έπι δήμω


τρεψας, ούτ' άδικος άνδρασι πειθόμενος,
Νεβρόνύπεξέλάφοιο λέων ώς άλκι πεποιθώς,
ποσσι καταμάρψας, αίματος ούκ έπιον
τείχέων δ’ υψηλών επιβάς, πόλινούκ αλάπαξαν
ζευξάμενος δ’ ίππους, άρματος ούκ επέβην
πρήξας δ’ ουκ έπρηξα, και ούκ έτέλεσσα τελέσσας,
δρήσας δ’ ουκ έδρησί, ήνυσα δ’ ούκ άνύσας,
Δελούς εϋέρδοντι δύω κακά, τών τε γάρ αυτού
χηρεύσει πολλών, και χάρις ουδεμία

Είτι παθών απ' έμεύ αγαθόν μέγα μήχάριν


χρήζων ήμετέρους αυτς καιοδόμους,
Έξτε μεν αυτός έπιναν από κρήνης μελανύδρου,
ήδύτί μου έδόκει και καλόν εμεν ύδωρ"
ν.264-984 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 41

νύν δ’ ήδη τεθάλωτα, ύδωρ δ’ αναμίσγεται ύδει.


άλλης δή κρήνης πιομαι ή ποταμού,

Μήποτ έπαινήσης, πριν άν ειδής άνδρα σαφηνώς,


δργήν και ρυθμών και τρόπον ώς τις ανή.
πολλοί τον κίβδηλον επίκλοπον ήθος έχοντες,
κρύπτουσί, ένθέμενοι θυμόνεφημέριον,
τούτων δ’ έκφαίνει πάντως χρόνος ήθος εκάστου
και γαρ εγώ γνώμης πολλών άρ εκτός έβην
έφθην ανήσας, πριν σου κατά πάντα δαήναι
ήθεα νύν δ’ ήδη νηύς άθ' έκας δέχω.
ε -
Τις δ’ αρετή πίνοντ επιούνιον άθλον ελέσθαι;
πολλάκι του νικά και κακός άνδραγαθόν,

Ουδείς ανθρώπων, δν πρώτ’ επί γαϊα καλύψη


εις τ: "Έρεβος καταβή, δώματα Περσεφόνης,
τέρπεται ούτε λύρης ούτ’ αυλητήρος ακούων,
ούτε Διωνύσου δώρέςαεράμενος
ταύτ’ εξορών κραδέη εύπείσομαι, όφρατ’ ελαφρά
γούνατα και κεφαλήν άτρεμέως προφέρω.

Μήμοι ανήρ είη γλώσση φίλος, αλλά και έργω"


χερσίντε σπεύδοι χρήμασι τι, αμφότερα"
μηδέ παρά κρητήρσι λόγοισιν έμήν φρένα θέλγοι,
άλλ’έρδων φαίνοντ, είτι δύνατ’ άγαθόν,

“Εμείς δεν θαλησι φίλον καταθώμεθα θυμό",


όφρ' έτι περπωλής έργ’ ερατεινά φέρη,
42 ΘΕΟΓΩΝ ΙΛΟΣ ν.985-100,3

αίψα γάρ ώςτε νόημα παρέρχεται αγλαός ήβη.


ούδ’ ίππων δρμή γίγνεται ώκυτέρη,
αίτε άνακταφέρουσε δορυσσόονές πόνον ανδρών
λάβρως, πυροφόρωτερπόμενα πεδίω.

Πίν, όπόταν πίνωσιν, όταν δέ τι θυμόν άσηθής,


μηδες ανθρώπων γνώ, σε βαρυνόμενον,
'Αλλοτε το πάσχων ανιήσεα, άλλοτε δ’έρδων
χαιρήσεις, δύναται άλλοτε άλλος ανήρ,
Ειθείης,
τε
Ακάδημε,
2 -
έφίμερον
ν - - --
ύμνον
- άειδειν,
2- -, -
άθλον δ’ έν μέσσω πας καλόν άνθος έχων
σοί τ’ εί, και έμοί, σοφίης πέρι δηρισάντον
γνοίης χόσσονόνων κρέσσονες ήμονοι.

Ήμος δ' ήλιος μέν εν αιθέριμώνυχας ίππους


άρτι παραγγέλλει μέσσατονήμαρέγων,
δείπνου δήλήγομεν, όπου τινά θυμός ανώγοι,
παντοίων αγαθών γαστρί χαριζόμενοι,
χέρνιβα δ’ αίψα θύραζεφέροι, στεφανώματα δ'είσει
ευειδής βαδινής χερσι Λάκαινα κόρη,
Η δ’ αρετή, τόδ’ άεθλον ένανθρώπουσιν άριστον,
κάλλιστόν τε φέρειν γίγνεται άνδρι σοφώ.
ξυνόνδ’ έσθλόν τούτο πόλη τε παντί τε δήμω,
ός τις ανήρ διαβας εν προμάχοισμένη,
Ξυνόνδ’ ανθρώποις υποθήσομαι, όφρα τις ήβης
- άγλαόν άνθος έχων και φρεσιν έσθλάνοή,
τ, 1009-1030 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ. 43
- - των ν α ν ο κ. Ο --
τών Α αυτου
ν χτείχνουν
ν ξυ πασχέμεν.
α μ - Oυ γας ανηθέν
δις πέλεται πρός θεών, ούδέλύσις θανάτου
θνητούς ανθρώποισ. κακόν δ’ έπι γήρας επείγει
οϋλόμενον, κεφαλής δ’ άπτεται ακροτάτης,
Αμάκαρευδαίμων τε και όλβιος,ός τις άπειρος
άθλων εις Αίδεωδώμα μέλαν καταβή,
πριν γ’ εχθρούς πτήξα και υπερβήναίπερ ανάγκη,
εξετάσατε φίλους, όντιν έχουσι νόον.

Aυτίκα μου κατά μέν χροήν βέει άσπετος ιδρώς, -


πτοούμαι δ’ έξορών άνθος όμηλικίης
τερπνόν όμως και καλόν, έπει πλέον ώφελεν είναι,
άλλ’ όλιγοχρόνιον γίγνεται, ώσπερ όναρ,
ήβη τιμήεσσα· τό δ' ούλόμενον και όμορφον
αυτίχ υπέρ κεφαλής γήρας υπερκρέμαται,

Oύ ποτε τους εχθρούσιν υπό ζυγόν αυχένα θήσω


δύζλοφον, ουδ' εΐμοι Τμώλος έπεστε κάρη.

Δειλοί τον κακότητι ματαιότεροι νόον εισιν,


τών δ’ αγαθών αίει πρήξιες ιθύτερα,

Ρη δέη του
- πρήξις ένανθρώποις
- -- κακότητος
ν ν
τού δ’ αγαθούχαλεπή Kύρνε, πέλει παλάμη,
Τόλμα, θυμε, κακούσιν, όμως άτλητα πεπονθώς
δειλών του κραδιηγίγνεται όξυτέρη,
44 ΘΕ Ο ΓΝΙΔΙΟΣ ν. 1031-1Ο 52
μηδέ σύγ’ άπρήκτο σινέπ έργμασιν άλγος άξων
έχθει, μηδ’ άχθου, μηδέ φίλους ανία,
μηδ’ εχθρούς εύφραινε, θεών δ’ ειμαρμένα δώρα
ούκ άνβηδίως θνητός ανήρ προφύγοι,
ούτ’άν πορφυρέης καταδύς ές πυθμένα λίμνης,
ούθ’ όταν αυτόν η Τάρταρος ήρθες
Άνδρα του έστ' αγαθόν χαλεπώτατον εξαπατήσαι,
ώς έν έμή γνώμη, Kύρνε, πάλαι κεκριτα.
Άφρονες άνθρωποι και νήπιοι, οίτινες οίνον
μήπίνουσ' άστρου και κυνός αρχομένου,
Δεύρο σύναύλητήρι παρά κλαίοντι γελώντες
πίνωμεν, κείνου κήδεσι τερπόμενοι, -

Εύδωμεν... φυλακή δε πόλεις φυλάκισσιμελήσει


-
αστυφέλης έρατής πατρίδος ήμετέρης,
Ναι μα Δι, ει τις τώνδε και έγκεκαλυμμένος εύδει,
ήμέτερον κώμονδέξεται άρπαλέως,
Nύνμέν
αν πίνοντες
Σ. Αν τερπώμεθα,
2. Τον -καλά λέγοντες·
-- ν
άσσα δ’ έπειτ έσται, ταύτα θερίσι μέλει.

Σου δέτο, οΐατε παιδί πατήρ, υποθήσομαι αυτός


έσθλά, σύ δεν θυμώ και φρεση ταύταβάλευ.
Μήποτ' έπειγόμενος πρήξης κακόν, αλλά βαθεί η
σή φρενί βούλευσαν σώ άγαθώ τενόρ,
--
ν.2053-4076 ΠΑΡΑ1ΝΕΣΕΙΣ, 45

πών γαρ μαινομένων πέτεται θυμός τενόος τε,


βουλή δ' εις αγαθών και νόον έσθλόν άγει.
-

Αλλά λόγον μέντούτον εάσομεν, αύταρεμοι σύ


αύλει, και Μουσών μνησόμεθ' αμφότεροι,
αυται γάρ τάδ’ έδωκαν έχειν κεχαρισμένα δώρα
σου και έμοι και μην αμφιπερικτιοσιν,

Τιμαγόρα, πολλών δργήν απάτερθεν δρώντε


γιγνώσκειν χαλεπόν, και περεόντε σοφώ.
οι μεν γαρ κακότητα κατακρύψαντες έχουσιν
πλούτο, το δ’ αρετήν ούλομένη πενιη.
Ενδ’ ήβη παραμένξύνδμήλικι πάνυχονεύδειν,
εμερτών έργων εξέρον έμενον
έστι δε κωμάζονται μετ' αυλητήρος άειδειν.
τούτων ουδέν του άλλ’ έπι τερπνότερον
ανδράσιν ήδέ γυναιξί τιμοι πλούτός τε και αιδώς,
τερπωλή νικά πάντα συν ευφροσύνη,
Άφρονες άνθρωποι και νήπιοι, ούτε θανόντας
κλαίουσ', ουδ' ήβης άνθος άπολλύμενον,
Κύρνε, φίλους πρός πάντας επέστρεφε ποικίλονήθος
συμμεσγων δργήν οίος έκαστος έφυ. ν

νύν μεν τώδ’ εφάπου, τότε δ’ αλλοίος πέλευ όργήν" -


κρείσσών του σοφίη και μεγάλης αρετής,
Πρήγματος απρήκτον χαλεπώτατόν έστι τελευτήν
γνώνα, όπως μέλλει τούτο θεός τελέσαι…
46 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.1077-109

όρφνη γάρ τέταται πρό δέ τού μέλλοντος έσεσθαι


ούξυνετά θνητούς πειρατ’ άμηχανίης.

Ουδένα τών εχθρών μωμήσομαι έσθλόν εόντα,


ουδεμέν ανήσω δειλόν έόντα φιλον,
-
Κύρνε, κύει πόλις ήδε, δέδοκα δέμή τέκη άνδρα
ύβριστή, χαλεπής ήγεμόναστάσιος,

Ούτωχρή τόνγ' έσθλόν επιστρέψαντα νόημα


έμπεδον αέν έχεινές τέλος άνδρι φίλων
Δήμωνάξιοι δε πολλά φέρενβαρύ, ου γαρ επιστη
τούθ’έρδειν, ότι σοι μή καταθύμιονή,
Κάστορ και Πολυδευκες, οι εν Λακεδαιμονι δη
Φιν ναετ έπ’1 -Εύρώταν καλλιρόω ποταμώ,
-ο --
εϊ ποτε βουλεύσαμι φίλω κακόν, αυτός έχουμε,
είδε τι κείνος έμοί, δις τόσον αυτός έχο,

Αργαλέως μοι θυμός έχει περι σής φλότητος,


ούτε γάρ εχθαίρειν ούτε φιλεν δύναμαι,
γιγνώσκων χαλεπόνμέν, όταν φίλος άνδρι γένηται,
εχθαίρεν, χαλεπόν δ’ ουκ έθέλοντα φιλεν.
σκέπτεο δή νύν άλλον έμοιγε μενού τις ανάγκη
τούθ’έρδειν, τών μου πρόσθε χάριντίθεσο,
Ήδη και πτερύγεσσιν επαίρομαι, ώςτε πετεινόν
έκλίμνης μεγάλης, άνδρα κακόν προφυγών,
ν.1099-1118 ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΕΣΕΙΣ, 47
βρέχον σύ δ’ έμής φλότητος άμαρτών,
ύστερον ημετέρην γνώση επιφροσύνην.
--

"Oς τις σοι βούλευσεν έμεύ πέρι, και σ’ έκέλευσεν


οιχεσθαι προλιπόνθ’ ημετέρην φιλίην.

"ηβρις και Μάγνητας απώλεσε και Κολοφώνα


και Σμύρνην, πάντως, Κύρνε, και ύμμ απολεί

Εις βάσανον δ΄ έλθών, παρατριβόμενός τεμολιβδω,


χρυσός άπεφθος έων, καλός άπασιν έση.

"Ω μου εγώ δειλός και δή κατάχαρμα μέν εχθρούς,


τους δε φιλοισι πόνος, δεινά παθών, γενόμην
- Σ
Κύρν, οι πρόσθ’ αγαθοι νύν αύ κακοί, οι δε κα
- s, ν - - κοίκιν 2πριν
ο η 9 Αν
νύν άγαθοί, τις κενταύτ’ ανέχοντ’ εξορών,
τους αγαθούς μέν άτιμοτέρους, κακίους δε λαχόντας
-- ν τιμής,3. μνηστεύει
Ο Αν δ’» -3έκ--κακού
γ έσθλόςΑν ανήρ,
άλλήλους
Σν δ’ άπατώντες
Αν έπ’ άλλήλοισι γελώσιν,
αν
ούτ’ αγαθών μνήμηνειδότες ούτε κακών.

Χρήματ’ έχων πενην μ’ώνείδισας, αλλά τα μέν μοι


έστι, τα δ’ εργάσομαι θερισιν επευξάμενος
ν
--

Πλούτε,-- θεών καλλιστε και μεροέστατε πάντων,


ν 3) η
σύν σοί και κακός ών γίγνεται έσθλός άνης,
48 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.1119-1142

Ήβης μέτρον έχουμε, φιλοι δέ με Φοίβος Απόλλων


Λητοίδης και Ζεύς, αθανάτων βασιλεύς,
όφραβίον ζώοιμι κακών έντοσθεν απάντων,
ήβη και πλούτο θυμόνιαινόμενος,
Μήμε'κακών'μιμνησκει πέπονθάτοιο άτ“Οδυσσεύς,
ός τ’ Αίδεωμέγα δώμ’ ήλυθεν εξαναδύς,
ός δή και μνηστήρας ανελετονηλέϊχαλκώ
Πηνελόπης έμφρων, κουρίδης αλόχου,
ή μινδήθ' υπέμεινε, φίλω παραπαιδί μένουσα,
όφρατεγής επέβη δε μαλέους τεμυχούς.
Εμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου ού μελεδαίνων,
ούδ’ ανδρών εχθρών, οι μελέγουσι κακώς

Αλλ' ήβην έρατήν όλοφύρομαι, ήμ’ επιλείπει,


κλαίω δ’ αργαλέον γήρας επερχόμενον,
Κύρνε, παρούσι φιλοισι κακούκαταπαύσομέναρχήν,
ζητώμεν δ’ έλκει φάρμακα φυομένων - --

"Ελπίς έν άνθρώποισι μόνη θεός έσθλή ένεστιν,


άλλοι δ’ Ούλυμπόνδ’ εκπρολιπόντες έβαν.
ώχετο μεν Πίστις, μεγάλη θεός ώχετο δ’ ανδρών
Σωφροσύνης Χάριτες τι, ώφλεγήνέλιπον,
όρκοι δ’ ουκέτι πιστοί έν άνθρώποισε δίκαιοι,
ούδε θεούς ουδείς άζεται αθανάτους.
ευσεβέων δ’ ανδρών γένος έφθιτο, ουδέ θέμστας
ουκέτι γιγνώσκουσ’ ουδεμένευσεβίας,
ν.4443-1164 ΓΙΑ ΡΑΓΝ ΕΣΕΙΣ, 49

άλλ’ όφρα τις ζώει και δρά φάος ήελίοιο,


εύσεβέων περί θεούς, Ελπίδα προςμενέτων
εύχεσθω δέ θεούσι, και άγλαάμηρία καίων,
Ελπίδετε πρώτη και πυμάτη θυέτω.
φραζεσθω δ’ αδίκων ανδρών σκολιόν λόγον αίει,
οι θεών αθανάτων μηδέν όπιζόμενοι
αέν έπ’ άλλοτρίοις κτεάνος επέχουσι νόημα,
αισχρά κακούς έργους σύμβολα θηκάμενοι,

Μήποτε τόν παρεόντα μεθος φιλον, άλλον έρευνα,


δειλών ανθρώπων ρήμασι πειθόμενος,

Ειημοι πλουτεύντι κακών απάτερθε μεριμνέων


ζώειναβλαβέως, μηδέν έχοντι κακόν,

Ούκιέραμα πλουτεϊνούδ’ εύχομαι, αλλά μοιείη


ζήν από τών ολίγων, μηδέν έχοντι κακόν,
Πλούτος και σοφίη θνητούς άμαχώτατον αείς
ούτε γαράν πλούτου θυμών υπερκορέσας,
ώς δ' αύτως σοφίην δσοφώτατος ούκ αποφεύγει,
άλλ’έρατα, θυμόν δ' ού δύναται τελέσαι.

Ουδένα θησαυρόν καταθήσειν πασινάμενον


αιτούσιν δ’ αγαθούς άνδριάσι, Κύρνε, δίδου.
- αν φ
οφθαλμούη και γλώσσα και ούατα-και φ νόος άνδρέα
εν μέσσω στηθέων εν συνετούς φύεται,
5Ο . ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.4165

Τους αγαθούς σύμμισγε, κακοσι δέμήποθ' όμο


εύτ’ άνοδού τελέης τέρματ’ επ’ εμποριην
Tών αγαθών αγαθήμεν απόκρισης, έσθλά δε
τών δε κακών άνεμοι δειλά φέρουσνέπη.
-- - ε-
Εκ καχεταιρίης κακά γίγνεται εύδε και αυτό
γνώση, έπει μεγάλους ήλιτες αθανάτους,

Γνώμην, Κύρνε, θεοί θνητούσε δεδούσιν αρίσι


ανθρώπου γνώμη πείρατα παντός έχει.
ώμακαρ, ός τις δήμων έχει φρεσίν, ή πολύ κρε
- ύβριος ούλομένης λευγαλέου τεκόρου,
έστι, κακόν δε βροτούσε κόρος, τών ούτι κάκι
πάσα γάρ εκ τούτων, Κύρνε, πέλει κακότ

Είθε ης έργων αισχρών απαθής και άεργός,


Κύρνε! μεγίστην κεν πείραν έχος αρετή
κύρνε, θεούς αιδού και δεδίθι, τούτο γαρά
εργειμήθ’έρδειν μήτε λέγεινάσεβή.
Δημοφάγονιδε τύραννον, όπως έθέλεις, κατακλ
ού νέμεσις πρός θεών γίγνεται ουδεμία

Nούς άγαθός και γλώσσα, τά τ' έν παύροισιπ


ανδράσιν, οι τούτων αμφοτέρων ταμία.
Ουδένα, κύρν, αυγα φαεσιμβρότου ήελίριο
άνδρ' έφορώο, ώιμή μώμος επικρέμαται
T
-----------------------------------------------------------------------------------------

να ετ-24ο ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 51
Oύ τις άπονα δίδούς θάνατον φύγο, ούδε βαρείαν
δυστυχίην, ειμή μοίρ επί τέρμα βάλοι.
ουδ’ άνδυφροσύνας, ότε δήθεός άλγεα πέμπει
θνητός ανήρ δώρος βουλόμενος προφύγο.
Ουκέραμα κλισμώ βασιλήίω εγκαταλείσθαι
τεθνεώς, αλλά τι μου ζώντί γένοιτ’ άγαθόν.
ασπάλαθοιγε τάπησιν όμοιον στρώμα θανόντι,
τόξύλον ή σκληρόν γίγνεται ή μαλακόν.
Mή τι θεούς επίορκον επόμνυθι, ούγάρανεκτόν
άθανάτους κρύψαι χρέος όφειλόμενον,
"Όρνιθος φωνήν, Πολυπαϊδη, όξύβρώσης
ήκουσ', ή τε βροτούς άγγελος ήλθ' αρότου
ώραΐου και μοι κραδέην επάταξε μέλαιναν,
όττι μου ευανθείς άλλοι έχουσιν άγρούς,
ουδέ μου ήμονοι κύφων έλκουσιν άράτρου,
τής άλλης μνηστής ενεκα ναυτιλης
Ουκ είμ, ουδ' υπ' εμού κεκλήσεται, ουδ' επιτύμβω
ομωχθες υπό γήν εισιτύραννος ανήρ,
ουδάν εκείνος έμού τέθνηότος ούτ άνιώτο,
ούτε κατά βλεφάρων θερμά βάλοι δάκρυα.
Ούτε σε κωμάζειν
ν φ απερύκομεν,
ν ούτε- καλούμεν
3 " - αν
αργαλέος γαρ εών, και φίλος, εύτ’ αναπής,
Αίθων μεν γένος είμ, πόλιν δ’ ευτείχεα Θήβην
οικώ, πατρώας γής απερυκόμενος
-- ΤΟ 2
ή
52 ΘΕ Ο ΓΝΙΔΟΣ και

Μήμ’ αφελώς παίζουσα φίλους δένναζε τοκήας,


Αργυρ.. σοι μεν γαρδούλιον ήμαρ έπι,
ήμνδ’ άλλα μέν έστι, γύναι, κακά πόλ, έπει έκή
φεύγομεν, αργαλέη δ’ ούκ έπι δουλοσύνη,
ούδ’ ήμάς περνάσι πόλις γεμέν έστι και ήμύν
καλή, Ληθαίω κεκλιμένη πεδίω.

Μήποτε παρ κλαίοντα καθεζόμενοι γελάσωμεν,


- τους αυτών άγαθος, Κύρν, επιτερπόμενοι,
- -
"Εχθρόν μέν χαλεπών και δυσμενή εξαπατήσαι,
Κύρνε φίλον δέ φίλωβάδιον εξαπατάν.
Πολλά φέρειν εΐωθε λόγος θνητοΐσι βροτούσαν
πταίσματα, τής γνώμης, Kύρνε, ταρασσομένης

Ούδέν, Κύρν, δργής αδικώτερον, ή τόν έχοντα


πημαίνει, θυμώ δειλά χαριζομένη.

Ουδέν, Κυρν, αγαθής γλυκερώτερόν εστι γυναικός


μάρτυς εγώ, σύ δ’ έμοί γίγνου άληθοσύνης. -
- Aληθείη δε παρέστω
σου και έμοί, πάντων χρήμα δικαιότατον,
Ήδη γάρ με κεκληκε θαλάσσιος οίκαδε νεκρός,
τεθvηκώς ζωώ φθεγγόμενος στόματι,
Σχέιλ Έρως, μανία σ' έτίθηνήσαντολαβούσαν.
έκ σέθενώλετο μεν Ιλίου άκρόπολις,
ν.1233-1234, ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ, 53

ύλετο δ’ Αιγείδης Θησεύς μέγας, ώλετο δ' Αΐας,


έσθιός Ολιάδης, σήσιν ατασθαλίας,

Ωπα, άκουσονέμεύ, δαμάσας φρένας, ούτοι άπειθή


-- ν μύθον
αν ερώτήσή--καρδιη,
-ν ούδ’
ΣΥ άχαριν.
3 η
αλλά τλήθη
αν Α2 νόφ
τη συνιδείν
εί, η έπος,
- ούτοιη ανάγκη
Ε
τούθ’έρδεινό τι σοι μή καταθύμιον ή
Πολάκιν του παρ'
ν νέμοί Σ)κατάΑνσούαν λέξουσιμάταια,
1 ι ν
και παρά σου κατ' εμού τών δε σύμή ξύνιε.
Χάιρήσεις τή πρόσθε παροχομένη φιλότητι,
τής δε παρερχομένης ουκέτ’έση ταμης,
---- - - -
Δήνδή και φίλοι ώμεν, έπειτ’ άλλοισιν όμιλεί,
ήθος έχων δόλιον, πίστεος αντίτυπον,

Ο υποθ' ύδωρ και πυρ συμμεται ουδέποθ'ήμες


πιστοί επ’ άλλήλοις και φίλοι έσσόμεθα.

τρόντισον έχθος έμών και υπέρβασινίσθι δε θυμώ


ώς σ’ έφ’ άμαρτωλήτίσομαι, ώς δύναμαι.
Ζα, σύμέν αύτως ίππος, έπει κριθών εκορέσθης,
αύθις έπι σταθμούς ήλυθες ημετέρους, --

ερχόντε ποθών αγαθόν λειμώνάτε καλόν,


κρήνην τεψυχρήν, άλσεάτε σκιερά,
λβιος ώ παίδες τε φίλοι και μώνυχές ίπποι
θηρευταίτε κύνες και ξένοι αλλοδαποί
54 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.1256-4278

Ος τις μη παιδάς τεφλεί και μώνυχας ίππους


και κύνας, ού ποτέ οι θυμός εν ευφροσύνη,
3. --
Ωπα, κινδύνουσι πολυπλαγκτοισιν όμοιος
όργήν, άλλοτε τους, άλλοτε τούσι φιλεν,
το παν την μορφήν μεν έφυς καλός, αλλ' επίκειται
καρτερός άγνώμων σήκεφαλή στέφανος"
Ικτίνου γαρ έχεις άγχιστρόφου ένφρεσινήθος,
δειλών ανθρώπων ρήμασι πειθόμενος,
τα πανός εϋέρδοντι κακήν απέδωκας αμοιβή,
ουδέτις άντ’ αγαθών εστιχάρις παρά σου,
ουδέν πώ μ’ ώνησας, εγώ δε σε πολλάκις ήδη. *
εϋέρδων αιδούς ουδεμής έτυχον
Παΐς τε και ιππος όμοιον έχει νόον, ούτε γάρ ίππος
ήνιοχον κλαίει κείμενονένκονέη, -
αλλά τόν ύστερον άνδρα φέρει, κριθαΐσι κορεσθείς
ώς δ' αύτως και πας τόν παρεόντα φιλεϊ.
"Ω παί, μαργοσύνης από μεν νόον ώλεσας έσθλων,
αισχύνη δε φίλοις ήμετέροις έγένου,
άμμε δ’ ανέψυξας μικρόν χρόνον εκ δε θυελλών,
ήκά γ' ένωρμίσθην νυκτός επειγόμενος
- - - αν - ε η --
42ραίος
-- και Έρως
- επιτέλλεται,
Α. ν ήνικα
-- περγή
ν
άνθεσιν εαρινούς θάλλει άεξομένη.
τήμος Έρως προλιπών Κύπρον, περικαλλέα νήσον,
είσιν επί ανθρώπους, σπέρμα φέρων καταγής,
- 127ο-1304 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 55

Ουκ έθέλω σε κακώς έρδειν, ουδ' ειμοι άμενον


πρός θεών αθανάτων έσσεται, ώ καλέπα,
ούγάρ άμαρτωλαίσιν έπι σμικραίσι, κάθημα,
τών δε καλών παίδων ούτς ότούτ' άδικών,
*Ω παί, μή μ’ άδικεί έτι σοι καταθύμιος είναι
-- ν βούλομα,
ν ευφροσύνη
- - η τούτο συνεις
2 -3 Ο αγαθή,
α
ού γαρ τοί με δόλω παρελεύσεαι ούδ’ άπατήσεις,
νικήσας γαρ έχεις τό πλέον έξοπίσω.
αλλά σ’ εγώ τρώσω φεύγοντα με, ώς ποτέ φασιν
Ιασίου κούρην, παρθένον Ίασίην,
ώρα ην περεούσαν,
ν αναινομένην
ν -- 2, Σν 2) γάμον
ο ν ανδρών,
ν
φεύγειν ζωσαμένη δ’ έργ' άτέλεστα τέλει,
πατρός νοσφισθείσα δόμων, ξανθή Αταλάντης
ι ώχετο
ο ε δ’/ υψηλάς- ές κορυφας
- αν βρέων,
ο ν
φεύγουσ μερόεντα γάμον, χρυσής Αφροδίτης
δώρα, τέλος δ’ έγνω και μάλ άνανομένης

Τα παύμή με κακούσιν ενάλγεσι θυμόνδρίνης,


μηδέ με σήφιλότης δώματα Περσεφόνης
οχηται προφέρουσα θεών δ’ εποπίζεο μήνιν,
βάξιν τ' ανθρώπων, ήπιανωσάμενος,

Ωπα, μέχρι τίνος με προφεύξεατς ώς σε διώκον


διζημ’, αλλά τι μου τέρμα γένοιτο κχεν
σής δργής, σύ δεμάργον έχων και αγήνορα θυμό,
φεύγεις, κτίνου σχετλιον ήθος έχων,
άλλ’ επέμεινον, έμοί δε δίδου χάριν, ουκέτι δηφάν
έξεις Κυπρογενούς δώρον οστεφάνου,
56 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.1805-132ο
Θυμώγνούς ότι παιδείας πολυηράτου άνθος
ώκύτερον σταδίου, τούτο συνεις χάλασον
δεσμού, μήποτε και σύ βιήσεα, όβριμε παίδων,
Κυπρογενούς δ’ έργων αντιάσεις χαλεπών,
ώςπερ εγώ νύν ώδ’ έπι σοί, σύ δε ταύτα φύλαξα,
μηδέ σε νικήση παιδαΐδη κακότης.
Ουκ έλαθες κλέψας, ώπα, και γάρ σε δίωμα
τούτοις οίςπερ νυν άρθμιος ήδέ φίλος
έπλευ, έμήν δε μεθήκας ατίμητον φιλότητας
ου μεν δή τούτοις γ' ήςθα φίλος πρότερον,
άλλ’ εγώ έκ πάντων σ’ έδόκουν θήσεσθαι εταίρον
πιστόν και δή νύν άλλον έχεις θα φιλον.
αλλ' όμένεϋέρδων κείμαι σε δέμή τις απάντων
ανθρώπων έφορών παιδοφιλεν έθελοι. -
"Ω παί, έπει το δώκε θεά χάριν μερόεσσαν
Κύπρις, σόν δ’ είδος πάσι νέοισι μέλει,
τώνδ’ επάκουσον έπών, και έμήν χάριν ένθεο θυμώ
γνούς έρος ώς χαλεπόν γίγνεται ανδριφέρειν.
Κυπρογενές, παύσόν με πόνων, σκέδασον δε μερίμνας
θυμοβόρους, στρέψον δ' αύθις ες ευφροσύνας,
μερμήρας δ’ απόπαυε κακάς, δός δ’ εύφρονιθυμώ
μέτρ’ ήβης τελέσαντ έργματα σωφροσύνης,
-- Αν η νη -- --- - -- ν - -
Ωπα, έως άν έχης λείαν γένυν, ού ποτε σαίνων
παύσομαι, ουδ' ειμοι μόρσιμόν εστι θανείν.
- -
Σούτε διδόντ' έτι καλόν, έμοί τ’ ούκ αισχρόν ερώνει
αίτεΐν, αλλά γονέων λίσσομαι ήμετέρων
--

ν.1334-1352 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 57
Ε Αν
αϊδέομ, ώπα ...διδούς χάριν, είπατε και συ
έξεις Κυπρογενούς δώρον οστεφάνου,

Χρη ζών και επ' άλλον ελεύσεα, αλλά σε δαίμων


δοίητών αυτών αντιτύχεν επέων,

Όλβιος, ός τις ερων γυμνάζεται, οίκαδε διαθώς


εύδει σύν καλώ παιδί πανημέριος,

Ουκέτ’ ερώ παιδός, χαλεπάς δ’ απελάκτια άνιας,


μόχθους τ’ αργαλέους άσμενος εξέφυγον,
εκλέλυμα δε πόθου προς εύστεφάνου Κυθερειης,
σοί δ' ώπα, χάρις σε ουδεμία πρός έμού. -

Αδα, παιδός έρώ άπαλόχροος, ώς με φίλοισιν


πάσι μάλ έκφαίνει, κούκ εθελοντος έμού.
τλήσομαι ού κρύψας αέκουσε πολλά βίαια.
ου γαρ έπι αικελίωπαιδίδαμες εφάνην
Παιδοφιλεν δέτετερπνόν, έπει ποτέ και Γανυμήδους
ήρατο και Κρονίδης, αθανάτων βασιλεύς -
άρπάξας δ’ές"Όλυμπον ανήγαγε και μινέθηκε»
δαίμονα, παιδείης άνθος έχοντ’ έρατόν.
ούτωμή θαύμαζε, Σιμωνίδη, ούτεκα κάγώ
εξεδάμην, καλού παιδός έρωτίδαμες.
να πας μήκώμαζε, γέροντε δε πείθεο άνδρι,
ού του κωμάζειν σύμφoρον ανδρι νέων
58 ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ ν.1353-43 το

Πικρός και γλυκύς έστι και άρπαλέος και άπηνής,


όφρα τέλειος έή, Κύρνε, νέοισιν έρως.
ήν μεν γαρ τελέση, γλυκύ γίγνεται ήν δε διώκων
μήτελέση, πάντων τούτ’ ανηρότατον,
Aιεί παιδοφίλησιν επί ζυγόν αυχέν κείται
-- δύςμορον, αργαλέον μνήμα φιλοξενίης.

Χρή γάρ του περί παιδαπονούμενον εις φιλότητα,


ώςπερκληματίνω χείρα πυρ προςάγειν,
Ναύς πετρη προςέκύρσας, έμής φλότητος άμαρτών,
ώ παί, και σαπρού πείσματος αντελάβους -
ρύδαμά σού δ’ άπεών δηλήσομαι ουδέ με πείσει
ουδείς ανθρώπων, ώς το μεμή σε φιλεν"
θα παίδων καλλιστε και μεροίστατε πάντων,
στήθ’ αυτού, και μου παύρ’ επάκουσον έπης

Παιδός του χάρις έστ, γυναικι δε πιστός εταίρος


ουδείς, αλλ' αίει τόν παρεόντα φλεί,
Παιδός έρως καλός μεν έχειν, καλός δ’ άποθέσθαι;
πολλών δ’ εύρέσθαι βήτερον ή τελέσαι.
μυρία δ’ εξ αυτού κρέμαται κακά, μυρία δ’ έσθλά
άλλ’ έντοι ταύτη και τις ένεστι χάρις
Ούδαμά πω κατέμεινας έμήν χάριν, αλλ' υπό πάσαν
- -- αίει σπουδαίην έρχεαι άγγελίην,
ν.1375-1389 - ΠΑΡΑΓΩΝΕΣΕΙΣ 59

Όλβιος, ός τις παιδός ερών ούκ οίδε θάλασσα»,


ούδέ οι έν πόντωνύξεπούσαμέλει.

Καλός εών κακότητι φίλων δειλοίσιν όμιλείς


άνδρασε, και δια τούτο αισχρόν όνειδος έχεις,
ώ παί· εγώ δ’ αέκων της σής φλότητος άμαρτών,
ώνήμην..έρδων ανά τ’ ελεύθερος ών.
'Ανθρωποι σ' έδόκουν χρυσής παρά δώρον έχοντα
έλθεΐν Κυπρογενούς,
Κυπρογενούς δώρον οστεφάνου
γίγνεται ανθρώπουσιν έχειν χαλεπώτατον άχθος,
άνμή Κυπρογενής δώ λύσιν έκχαλεπών,
Κυπρογενές Κυθέρεια δολοπλόκε, σόι τι περισσόν
Ζεύς τάδε τιμήσας δώρον έδωκεν έχειν.
θαμνάς δ’ ανθρώπων πυκινας φρένας, ουδέ τις έστιν
ούτως φθιμος και σοφός ώστε φυγείν,
--

ΚΑΛΛΥΝΟΥ ΕΦΕΣ ΤΟΥΣ

τεύ κατάκεσθε, κότ’ άλκιμονέξετε θυμόν,


ώ νέοι, ουδ’ αδείσθ' αμφιπερικτονας, -
ώδελην μεθέντες, εν ειρήνη δε δοκείτε
ήσθαι" ατάρ πόλεμος γαίαν άπασαν έχει.
3% Εξ 3. 3% Σά Σξε 34 ήξε
και τις αποθνήσκων ύστατ' ακοντισάτω.
τιμήέντε γάρ έστι και αγλαόν άνδρι, μάχεσθαι
γής πέρι, και παίδων, κουρίδης τ’ αλόχου,
δυσμενέσιν θάνατος δε τότ’ έσσεται, όππότε κεν δή
Σν Μοίραι
-- επικλώσωσ’,
- ε -αλλά
ο ντις θύς
Σν τω α
εγχος ανασχόμενος, και υπ' ασπίδος άλκιμον ήτορ
έλσας, τό πρώτον μιγνυμένου πολέμου,
ούγάρικως θάνατόν γεφυγείν ειμαρμένον έστιν
άνδρι, ουδ' ήν προγόνων ή γένος αθανάτων,
πολλάκι δηϊότητα φυγών και δούπον άκόντων
έρχεται, ένδ’ οίκω μοίρα κίχεν θανάτου,
άλλ’ δ μεν ούκ έμπης δήμω φίλος, ουδέποθεινός,
τόν δ' όλίγος στενάχει και μέγας, ήν τι πάθη,
λαώγάρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος άνδρός
θνήσκοντος ζώων δ', άξιος ήμιθέων.
ώσπερ γάρμιν πύργον ενόφθαλμούσεν δρώσιν
έρδε γαρ πολλών άξια μούνος εών,
ν

Εφφφφφφφφφφφφφφα
Ο Ο Ο

ν Π.

Τέθνάμενα γαρ καλών επί προμάχοισι πεσόντα


άνδραγαθών, περί ήπατρίδ μαρνάμενον
τήν δ’ αυτού προλιπόντα πόλιν και πιoνας αγρούς
- πτωχεύει, πάντων έστ' ανηρότατον, -
πλαζόμενον σύν μητρι φίλη, και πατρί γέροντες
παισι τε σύν μικρούς, κουρδιητ' αλόχω.
έχθιστος γαρ τούσε μετέσσεται, ούς κεν ικητα,
χρησμοσύνη τ’ είκων και στυγερή πενίης
αισχύνει το γένος, κατά δ’ αγλαόν είδος ελέγχει,
πάσα δ’ άτιμία και κακότης έπεται,
είθ’ ούτως ανδρός του άλωμένου ούδεμ’ώρη
γίγνεται, ούτ’ αιδώς εσοπίσω τελέθεις
θυμώγής περιτήσδε μαχώμεθα, και περιπαίδων -
θνήσκωμεν, ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι,
ώ νέοι, αλλά μάχεσθε παρ’ άλλήλοισι μένοντες,
- μηδέ φυγής αισχράς άρχετε, μηδέ φόβου,
άλλα μέγαν ποιείτε και άλκιμονέν φρεση θυμόνα
μηδέ φιλοψυχείτ’--άνδράση
2, Σν μαρνάμενοι,
ν Σ)
τούς δε παλαιοτέρους, ών ούκ έτι γούνα ελαφρά
μή καταλείποντες φεύγετε τους γερανούς,
62 Τ η ΡΤΑΠ Ο Υ ν.21

αισχρόν γαρδή τούτο, μετά προμάχοισυ πεσόντα,


κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον,
ήδη λευκόν έχοντα κάρη, πολιόντε γένειον,
θυμόν αποπνείοντ’ άλκιμονένκονέη,
αματάεντ αιδοία φίλας-ένχερσιν έχοντα,
(αισχρά τάγ’ οφθαλμούς και νεμεσητόν δεν)
και χρόα γυμνωθέντα, νέοισι δέ πάντ’ επέοικεν
όφρ’ άρα τής ήβης αγλαόν άνθος έχη,
άνδρόσι μέν θηητός ιδεών, έρατός τε γυναιξί,
ζωός εών, καλός δεν προμάχοισι πεσών -

ΠΕ".

Αλλι Ηρακλήος γαρ άνικήτου γένος έστές


θαρσέϊτ, ούπω Ζεύς αυχένα λοξόν έχει,
μηδ’ ανδρών πληθύνδειμαίνετε, μηδέ φοβείσθε,
-- ιθύς διές προμάχους άσπίδ’ ανήρ εχέτω,
έχθρανμέν ψυχήν θέμενος, θανάτου δε μελαινας
κήρας, σ' αυγαΐσινήελίοιο, φλας,
έστε γερ ώς Άρεως πολυδακρύου έργ' άρδηλα,
εύδ’ όργήν εδάητ’ αργαλέου πολέμου,
και πρός φευγόντων τε διωκόντων τι έγένεσθε,
ώ νέοι, αμφοτέρων δ' εις κόρον ήλάσατε,
οι μεν γαρ τολμώσι, παρ’ άλλήλοισι μένοντες,
εις τ’ αυτοσχεδιην και προμάχους ένα,
παυρότεροι θνήσκουσι, σάουσι δε λαόν όπισσων
τρεσσάντων δ’ ανδρών πάσ' άπόλωλ’ αρετή.
ουδείς άν ποτε ταύτα λέγων άνύσειεν έκαστα,
όσο εάν αισχρά πάθη, γίγνεται άνδρι πακά.
- 17 ΤΥΡΤΑΖ ο γ. 63'

αργαλέον γάρ όπισθε μετάφρενόν εστι δαίζειν


ανδρός φεύγοντος δήίω εν πολέμων
αισχρόν δ' έστι νέους κατακείμενος εν
νώτον όπισθ’ αιχμήδουρος έληλαμένος,
αλλά τις εύ διαβας μενέτω, ποσόν αμφοτέροισε
στηριχθείς επίγής, χείλος δούσε δακών,
μηρούς τε κνήμας τε κάτω, και στέρνα, και ώμους
ασπίδος ευρείας γαστρί καλυφάμενος,
δεξιτερή δ’ έν χερι τινασσέτο έβριμον εγχος,
κινείτω δε λόφον δεινών υπέρ κεφαλής,
ερδών δ’ όβριμα έργα, διδασκέσθαι πολεμίζειν,
μηδ’ εκτός βελέων έστάτω ασπίδι έχων,
αλλά τις εγγύς ιών, αυτοσχεδόν έχει μακρώ
ήξίφει ούτάζων, δήίον άνδρ’ ελέτων
και πόδα παρποδυθείς και έπιασπίδος ασπίδ, ερείσας
έν δε λόφοντε λόφων και κυνέην κυνέη,
και στέρνον στέρνω, πεπλημένος ανδριμαχίσθω,
ήξίφεος κώπην, ήδόρυ μακρόν ελών,
εμείς οι ώ γυμνήτες, υπ' ασπίδος άλλοθεν άλλο
πτώσσοντες, μεγάλος σφάλλετεχερμαδίοις,
δούρασίτεξεστούσιν ακοντίζοντες ες αυτούς,
τούσε πανοπλίτας εγγύθεν ιστάμενοι,

- III.
Ούτ’ άνμνήσαίμην, ούτ' έν λόγω άνδρα τίθειμην
ούτε ποδών αρετής, ούτε παλαιομοσύνης,
ουδ' ει Κυκλώπων μεν έχοι μέγεθός τε βίην τε,
νικώη δε θέων Θρη κιον Bορέην:
64 "Τ η Ρ Τ Α ΤΟ γ. -v.g

ούδ“εϊ Τιθωνοιο φυήν χαριέστερος ενη,


πλουτoίη δέ Μίδεω και Κινύρεω βάθεον,
ούδ’ εΐ Τανταλίδεω Πέλοπος βασιλεύτερος ενη,
γλώσσαν δ’ Αδρήστου μειλίχόγηρυνέχοι.
ούδ’ εΐ πάσαν έχοι δόξαν, πλήν θούριδος άλκής.
ούγάρ ανήρ αγαθός γίγνεται εν πολέμων
εϊμή τετλαίη μένδρών φόνον αίματόεντα,
και δήίων ορέγοντ’ εγγύθεν ιστάμενος
ήδ’ αρετή, τό γ’ άριστον ένανθρώπουσινάεθλον,
κάλλιστών τε φέρειν γίγνεται άνδρι νέω.
ξυνόν δ’ έσθλόν τούτο πόληϊτε, παντί τε δήμων
ώς τις ανήρ διαβάς έν προμάχοισμένη
νωλεμέως, αισχράς δε φυγής επί πάγγυλάθηται,
ψυχήν και θυμόντλήμονα παρθέμενος,
θαρσύνη δε πεσεν τόν πλησίον άνδρα παρεστώς,
ούτος ανήρ άγαθός γίγνεται εν πολέμων
είψα δε δυσμενέων ανδρών έτρεψε φάλαγγας
τρηχείας, σπουδή τ’ έσχεθε κύμα μάχης,
αυτός δεν προμάχοισι πεσών φίλον ώλεσε θυμό,
άστυ τε, και λαούς, και πατέρ' ευκλεισας,
πολλά δια στέρνοιο, και ασπίδος ομφαλοέσσης,
και διά θώρηκος πρόσθενέληλαμένος,
τον δ' όλοφύρονται μεν όμώς νέοι ήδέ γέροντες,
αργαλέω τε πόθω πάσα κέκηδε πόλις.
και τύμβος, και παίδες ένανθρώποις άρισημοι,
και παίδων παίδες, και γένος έξοπίσω.
ουδέποτε κλέος έσθλόν απόλλυται, ουδ’ όνομ’ αυ
τούς
άλλ' υπόγής περεών γίγνεται αθάνατος,
- 53 ΤΥΡΤΑ ΤΟ γ. 65

όν τον αριστεύοντα, μένοντάτε, μαρνάμενόντε


γής πέρι και παίδων, θούρος Αρης δλέση.
ήν δε φύγημέν κήρα τανηλεγέος θανάτοιο,
νικήσας δ’ αιχμής αγλαόν εύχος έλη,
πάντες μεν τιμώσιν όμώς νέοι ήδέ παλαιοί,
πολλά δέτερπνά παθών έρχεται εις Αϊδην.
γηράσκων δ’ άστοΐσι μεταπρέπει, ουδέ τις αυτόν
βλάπτειν ούτ’ αιδούς, ούτε δικης εθέλει,
παντες δ’ ένθώκοισιν όμώς νέοι, ούτε κατ' αυτόν,
είκουσ' εκχώρης, ούτε παλαιότεροι,
ταύτης νύν τις ανήρ αρετής εις άκρονικέσθαι
πειρασθω θυμώ, μή μεθιείς πόλεμον,

ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΤΑτοχι


ΜΙΜΝΕΡΜΟΥ ΚΟΛΟΦΩΝ ΤΟΥ
---------

Π.
Τις δε βίος, τίδε τερπνόν άτερχρυσέης Αφροδίτης,
- τεθναίην, ότ’ εμοί μηκέτι ταύταμέλο,
κρυπταδίη φιλότης, και μειλιχα δώρα, και εύνή.
άνθεατής ήβης γίγνεται άρπαλέα
ανδράσιν ήδέ γυναιξίν έπήν δ’ οδυνηρόν επέλθη
γήρας, ότι αισχρόν όμως και καλόν άνδρατεθεί,
αίει μεν φρένας αμφί κακαι τερoυσι μέριμνα,
ούδ’ αυγάς προσορών τέρπεται ήελίου,
αλλ' έχθρός μέν πασιν, ατίμαστος δε γυναιξίν.
ούτως άργαλέον γήρας έθηκε θεός,
ΙΙ.

Εμείς δ’ ο άτε φύλλα φύει πολυάνθεμος ώρη


ήρος, ότ’ άψ αυγή αύξέται ήελίου,
τους ικελοι, πήχυιον επί χρόνον άνθεσιν ήβης
τερπόμεθα, πρός θεώνειδότες ούτε κακόν,
ούτ’ άγαθόν. Κήρες δε παρεστήκασι μέλαινα,
ή μεν έχουσα τέλος γήραος αργαλέου,
ή δ’ ετέρη θανάτοιο. μίνυνθα δε γίγνεται ήβης
καρπός, όσοντ’ επιγήν κίδναται ήέλιος,
--
----------------------------------π---------------------------------------

τ,9 ΜΙΜΙΝΕΡΙΜ Ο γ. 67

αυταρ έπήν δή τούτο τέλος παραμείψεται ώρης,


αύτικα δήτεθνάναι βελτιον, ή βιοτος,
πολλά γαρ ένιθυμώ κακά γίγνεται, άλλοτε δ' οίκος
τρυχούτα, πενης δ’ έργ' οδυνηρά πέλει,
άλλος δ’ αύπαίδων επιδεύεται, ώντε μάλιστα
μείρων κατά γής έρχεται εις Αϊδην
άλλος νούσον έχει θυμοφθόρον, ουδέ τις έστιν
ανθρώπων, ώΖεύς μή κακά πολλά δίδοί
- ΙΙΙ.
Tο πριν έων κάλλιστος, έπήν παραμείψεται ώρη,
ούδε πατήρ πασι τίμιος, ούτε φίλος,
ΙV.
Τιθωνώ μεν έδωκεν έχειν κακόν άφθιτον δΖεύς,
γήρας, ό και θανάτου βιγιον αργαλέου,
γ. -
Aυτίκ έμοί κατά μεν χροιήν ρέει άσπετος ιδρώς,
πτοούμαι δ’ έσορών άνθος όμηλικίης
τερπνόν όμως και καλόν, έπει πλέον ώφελεν είναι,
άλλ’ όλιγοχρόνιον γίγνεται, ώσπερ όναρ,
ήβη τιμήεσσα· τό δ’ αργαλέον και άμορφον
γήρας υπέρ κεφαλής αυτίχ υπερκρέμαται, ο
έχθρόν όμώς και άτιμον, ότι άγνωστον τιθεί άνδρα,
βλάπτει δ’ όφθαλμούς και νόον αμφιχυθέν.
VI.

Αιγάρ άτερ νούσων τε και αργαλέων μελεδώνων


έξηκονταετη μοίρα κίχοι θανάτου,
68
γII,
Δενοι γάρ άνδρι πάντες έσμένεύκλεεί
ζώντε φθονήσαι, κάτθανόντα δ’ ανέσαι.

"Οποιαδήφιλούσαν ιατροί λέγειν,


τα φαύλα μείζω, και τα δειν' υπέρφοβα,
πυργούντες αυτούς,
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΜΙΝΕΡΜΙΟΤ.
ΣΟΛΩΝΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥ
Ι.

Πρός Μίμνερμον είπόντα,


ΕΞΕΙΚΟΝΤΑΕΤΗ ΜΟΙΡΑ ΚΙΧΟΙ ΘΑΝΑΤΟ,

μου κάν νύν έτι πείσεα, έξιλε τούτο,


μηδέ μέγαρ’, ότι σεϋλώνονέφρασάμην,
και μεταποίησαν λιγέως ταδί, ώδε δ’ άειδε
ΟΓΔΩ.ΚΟΝΤΑΕΤΗ ΜΟΙΡΑ ΚΙΧΟΙ ΘΑ
ΝΑΤΟΥ
μηδ’ έμοί άκλαυστος θάνατος μόλο, αλλά φιλοισι
καλλείποιμιθανών άλγεα και στοναχάς,
ΙΙ.
Έργα δε Κυπρογενούς νύν μοι φίλα, και Διονύσου,
και Μουσέων,ά τίθησ’ άνδρασιν ευφροσύνας,
- ΙΙΙ,
Όλβιος, ώ παίδες τε φίλοι, και μώνυχες ίπποι,
και κύνες άγρευτα, και ξένος αλλοδαπός,
ΙΥ.
Ες θ' ήβης έρατούσιν επί άνθεση παιδοφιλήσεις,
μηρών μειρων και γλυκερού στόματος
70 Σ.Ο.Λ.ΑΣ ΝΟΣ, ν. 1-26
-- γ.
Μνημοσύνης και Ζηνός Ολυμπίου άγλαα τέκνα,
Μούσα Πιερίδες, κλύτέ μοι εύχομένω.
όλβον έμοί πρός θεών μακάρων δότε, και προς
ανθρώπων αίει δόξαν έχεινάγαθήν
είναι δε γλυκύν ώδε φίλος, έχθρούσι δε πικρόν
τούσι μεν αιδοίον, τοΐσι δε δεινόν ιδεών,
χρήματα δ’ μερωμέν έχειν, αδίκως δε πεπάσθαι
ούκ έθέλω πάντως ύστερον ήλθε δίκη.
πλούτον δ' όνμέν δώσι θεοί, παραγίγνεται άνδρι
έμπεδος εκ νεάτου πυθμένος ές κορυφήν
όν δ’ άνδρες τιμώσιν, υφ’ ύβριος ού κατά κόσμον
έρχεται άλλ’ άδικος έργμασι πειθόμενος,
ούκ έθελων έπεται ταχέως δ’ αναμίσγεται άτη,
αρχή δ’ εξ ολίγου γίγνεται, ώστε πυρός,
φλαύρημέν τό πρώτον, ανηρή δε τελευτά,
ούγάρδήν θνητοίς ύβριος έργα πέλει.
άλλα Ζεύς πάντων έφορά, τέλος, εξαπίνης δε
ώστ’ άνεμος νεφέλας αψα διεσκέδασεν
ήρινός,ός πόντου πολυκύμονος άτρυγέτοιο
πυθμένα κινήσας, γήν κατά πυροφόρον
δηώσας καλά έργα, θεών έδος, απύν κάνει
ουρανόν, αιθρίην δ’ αύθις έθηκεν δεν
λάμπει δ' ήελίοιο μένος κατ’ άπειρονα γαϊαν
καλόν, ατάρ νεφέων ουδέν έτ' έστιν δεν
τοιαύτη Ζηνός πέλεται τίσις, ούδ’ έφ' εκάστω,
ώσπερ θνητός ανήρ, γίγνεται όξυχολος,
ν.27-52 ΣΟΛΩΝΟΣ, 71

αίει δ' ού τι λέληθε διαμπερές,ός τις άλτρόν


θυμόν έχει πάντως δ'ές τέλος έξεφάνη.
άλλ’ δ μέναύτίκ' έτισεν, δδ’ ύστερον ήν δε φύ
γωσιν
αυτοί, μηδέ θεών Μουρ επιούσα κΐχη,
ήλυθε πάντως, αύτις αναίτιοι έργα τίνουσιν
ή παίδες τούτων, ή γένος εξοπίσω,
θνητοί δ’ ώδε νοείμεν, όμως αγαθός τε κακός τε…
έσθλήν δ' εις αυτού δόξαν έκαστος έχει,
πριν τι παθεΐν, τότε δ’ αυτς οδύρεται, άχρι δε
τούτου
χάσκοντες, κούφας ελπίσι τερπόμεθα.
και όστις μέν νούσοισιν υπ' αργαλέης έπιέσθη,
ώς υγιής έσται, τούτο κατεφράσατο.
άλλος δειλός έων, αγαθός δοκεί έμμεναι ανήρ,
και καλός, μορφήνού χαρίεσσαν έχων,
είδε τις άχρήμων, πενης δέμιν έργαβάται,
κτήσασθαι πάντως χρήματα πολλά δοκεί.
σπεύδει δ’ άλλοθεν άλλος. δ μεν κατά πόντον
αλάται
έννηυσι, χρήζων οίκαδε κέρδος άγειν,
ιχθυόεντ, άνεμοισι φορούμενος αργαλέοισι,
φειδωλήν ψυχής ουδεμίην θέμενος,
άλλος γήν τέμνων πολυδένδρέον, εις ενιαυτόν
λατρεύει, τοΐσι καμπύλ άροτρα μέλει
άλλος Αθηναίης τε και Ηφαίστου πολυτεχνεω
έργα δαείς, χειρούν ξυλλέγεται βιοτον.
άλλος Ολυμπιάδων Μουσέων πάρα δώρα διδάχθη,
εμερτής σοφίης μέτρον επιστάμενος,
-

72 ΣΟΛΑΣ ΝΟΣ, γ.53-76

άλλονμάντινέθηκεν άναξεκάεργος Απόλλων


έγνω δ’ άνδρι κακόν τηλόθεν ερχόμενον,
ώ συνoμαρτήσουσι θεοί τα δέμόρσιμα πάντως
ούτε τις οιωνός βύσεται, ούθ’ ιερά,
ούθ’ οι Παιώνος πολυφαρμάκου έργον έχοντες
ίητροί, και τους ουδέν έπεστι τέλος,
πολλάκι δ' εξ ολίγης οδύνης μέγα γίγνεται άλγος,
κούκ άν τις λύσαν ήπια φάρμακα δούς,
τόν δέκακας νούσουσι κυκώμενον αργαλέας πε
άψάμενος χειρούν, αίψα τίθησ’ υγιή.
Μοίραδέτοι θνητοίσι κακόν φέρει, ήδέ και έσθλόν
δώρα δ’ άφυκτα θεών γίγνεται αθανάτων,
πάσι δε τον κίνδυνος επ' έβγμασιν, ουδέτις οίδε
που σχήσειν μέλλει, χρήματος αρχομένου
αλλ' ό μεν ευδοκιμείν πειρώμενος, ού προνοήσας,
ές μεγάλην άπην και χαλεπήν έπεσε,
τώ δεκαλώς ερδοντι θεός περί πάντα τίθησι
συντυχίην αγαθήν, έκλυσιν αφροσύνης,
πλούτου δ' ουδέν τέρμα πεφασμένον ανθρώπουσιν
οι γαρ νύν ήμέων πλείστον έχουσι βίον,
διπλάσιον σπεύδουσα τις άνκορέσειεν άπαντας,
κέρδιά του θνητούς ώπασαν αθάνατοι
άτη δ’ εξ αυτών αναφαίνεται, ήν όπόταν Ζεύς
πέμψητισομένην, άλλοτε κι άλλος έχου,

ντ. -
Ουδεμάκαρούδες πέλεται βροτός, άλλα πόνηρος
πάντες, όσους θνητούς ήλιος καθοράς
Σομανο- 73

VΙΙ,

Εργμασιν έν μεγάλοις πάσιν άδεν χαλεπόν.


VΙΙΙ,

Γνωμοσύνης δ’ άφανές χαλεπώτατών έστινοήσαι


μέτρον, διδή πάντων πειρατα μούνoν έχει.
ΙΧ,

Γηράσκω δ’ αίει πολλά διδασκόμενος,


" - Χ.
Πάμπάν δ’ αθανάτων αφανής νόος άνθρώποισ.
-

ΧΙ,
Τιτειγάραόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπητα,
ΧΠ, ει
Τσόντοι πλουτούσιν, ότώ πολύς άργυρός έστι
και χρυσός, καίγής πυροφόρου πεδία,
ίπποι θ’, ήμονοετε, και ώ μόνα ταύτα παρέστι,
γαστρί τε και πλευρας και ποσινάβραπαθεΐν,
παίδες τήδε γυναίκες, όταν δέγετώνδ’ έφίκητα
ώρη, συνδ' ήβηγίγνεται αρμοδία,
ταύτ’ αφενος θνητότσι, τα γαρ περιώσια πάντα
χρήματ’ έχων ουδείς έρχεται εις Αϊδην.
ουδέν άπονα δίδους θάνατον φυγοι, ουδεβαρείας
νούσους, ούδε κακόν γήρας επερχόμενον,
74. ΣΟΛΑΣ ΝΟΣ,
-- ι
ΧΙΙΙ, - -

Πολλοί μεν πλουτούσι κακοί, άγαθοι δε πένονται,


άλλ' ήμες αυτούς ού διαμειψόμεθα
τής αρετής τον πλούτον έπει τό μέν έμπεδον αίει,
χρήματα δ’ ανθρώπων άλλοτε άλλος έχει
ΧΙV.

Παΐς μεν άνηβος εών έτι νήπιος έρκος οδόντων


φύσας, εκβάλλει πρώτον ενέπτ’ έτεσι.
τούς δ’ ετέρους ότε δήτελέσει θεός έπτ’ ενιαυτούς,
ήβης έκφαίνει σήματα γιγνομένης
τήτριτάτη δε γένειονάεξομένων επιγνίων -
λαχνούται, χροιής άνθος αμειβομένης.
τή δε τετάρτη πάς τις έν εβδομάδ’ έστιν άριστος
ισχύν, οι τ’ άνδρες σήματ’έχουσ' άρετής,
πέμπτη δ’ ώριον άνδρα γάμου μεμνημένον είναι,
και παίδων ζητεΐν είσοπίσω γενεήν,
τή δ’ έκτη περί πάντα καταρτύεται νόος άνδρός,
ούδ’έρδεινέθ’ όμώς έργ' άπάλαμνα θέλει.
επτά δε νούν και γλώσσαν έν εβδομάσι μέν άριστος
όκτώ τ' αμφοτέρων τέσσαρα και δέκ' έτη.
τή δ’ ένατη δύναται μεν έτι, μαλακώτερα δ’ αυτού,
προς μεγάλην αρετήν σώματι και σοφίη.
τήδεκάτη δ’, ότε δήτελέσει θεός έπ’ ενιαυτούς,
ουκάν άνωρος εών μορανέχοι θανάτου,
ΧΥ.
Ημετέρη δε πόλις κατά μεν Διός ού που αλείται
αίσαν, και μακάρων θεών φρένας αθανάτων,
------------27 Σ.Ο.Λ.ΑΣ ΝΟΣ 75

το ίη γαρ μεγάθυμος επίσκοπος όβριμοπάτρη


Παλλάς Αθηναίη χείρας ύπερθεν έχει.
αύτου δε φθείρειν μεγάλην πόλιν άφραδίησιν
άστοίβούλονται, χρήμασι πειθόμενοι,
δήμου θ’ ήγεμόνων άδικος κόος, οΐσιν ετοίμον
ύβριος εκμεγάλης : πολλά παθεΐν.
ου γαρ έπίστανται κατέχειν κόρον, ουδε παρούσας
ευφροσύνας κοσμείνδαιτός ενήσυχη.
πλουτούσιν δ’ άδικος έργμασι πειθόμενοι,
ούθ’ ιερών κτεάνων, ούτε τι δημοσίων
φειδόμενοι, κλέπτουσνέφ' άρπαγή άλλοθεν άλλος
ούδε φυλάσσονται σεμνά Δίκης θέμεθλα,
ή σιγώσα σύνοδε τα γιγνόμενα, πρότ’έοντας
ν τώ δε χρόνο πάντως ήλθ' αποτισμένη
ταύτητοι πάση πόλει έρχεται έλκος άφυκτον,
εις δεκακήν ταχέως ήλυθεδουλοσύνην,
ή στασιν έμφυλον, πόλεμόν θ’εύδοντ έπεγείρει,
ός πολλών έρατήν ώλεσενήλικίην.
εκ γαρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον άστυ
τρύχεται εν συνόδους τους αδικούσε φίλους,
ταύτα μεν εν δήμω στρέφεται κακά τώνδεπενιχρών
ικνούνται πολλοί γαϊανές άλλοδαπήν,
πραθέντες, δεσμούσι τ' αεικελίοισι δεθέντες,
ούτω δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ’ εκάστα"
αύλειου δ’ έτ έχειν ούκ έθέλουσι θύρα"
--
ν
76 Σ.Ο.Λ. 12 ΝΟΣ.
ν φ -
υψηλόν δ’ υπέρ έρκος υπέρθορεν, εύρε δέπαν
εϊ κέ τις ή φεύγων έν μυχώ ή θαλάμω.
ταύτα διδάξαι θυμός Aθηναίους με κελεύει,
ώς κακά πολλά πόλει δυσνομία παρέχει -
εύνομία δ’ εύκοσμα και άρτια πάντ’ αποφαίνε
και θαμά τους άδικους αμφιτίθησι πέδας
τραχέα λειαίνει, παύει κόρον, ύβριν αμαυροι,
-- ν αύαίνει
ν ν δ’άτης άνθια
Α α φυόμενα,
ν η 2 αν
ευθύνει δε δικας σκολιας, υπερήφανάτ εργα
ν πραύνει,
2. Ο παύει
ν Ση δ’ έργα διχοστασίης,
-- ΣΥ κ. Σ.
παύει δ’ αργαλέης έριδος χόλoν, έστι δ’ ύπ’ α
πάντα κατ' ανθρώπους άρτια και πινυτο
XVI.

Αυτός κήρυξήλθον αφ’ εμερτής Σαλαμίνος


κόσμον επέωνώδην άντ’ αγορής θέμενος,
Σk Σής Σk Σής Σk Σύς
εην δή τότ’ εγώ Φολεγάνδριος, ή Σικινίτης
αντί γ’ Αθηναίου, πατρίδ’ αμειψάμενος
αίψα γαράν φάτις ήδε μετ' ανθρώπουσι γένοιτ
Αττικός ούτος ανήρτών Σαλαμίν' αφέντα
κ χα κ Σk κ Σίς
ΐομεν εις Σαλαμίνα, μαχησόμενοι περί νήσου
εμερτής, χαλεπόντ' αίσχος άπωσόμενοι,
ΧVΙΙ,

Δείξει δήμανιηνμέν έμήνβαιός χρόνος αστούς,


δείξει, αληθεύηςές μέσον ερχομένης
77

ΧVΙΙΙ,

Εκ νεφέλης φέρεται χιόνος μένος ήδέχαλάζης. -


βροντή δ’ εκλαμπράς γίγνεται αστεροπής,
εξανέμων δε θάλασσα ταράσσεται ήν δέ τις αυτήν
μή κινή, πάντων έστι δικαιοτάτη.
ανδρών δ’ εκ μεγάλων πόλις όλλυται εις δεμονάρχου
δήμος άνδρις έων δουλοσύνην έπεσε
ΧΙΧ.
Είδε πεπόνθατε δεινά δι' υμετέρην κακότητα,
μή τι θεούς τούτων μοιραν επαμφέρετε,
αυτοί γάρ τούτους ηυξήσατε, βύσια δόντες,
και δια ταύτα κακήν σχετε δουλοσύνην.
υμέων δ’ εις μεν έκαστος αλώπεκος ίχνεσι βαίνει,
ύμμυ δε σύμπασιχαύνος ένεστι νόος,
εις γάρ γλώσσανδράτε, και εις έπη αμύλου ανδρός,
εις έργον δ' ουδέν γιγνόμενον βλέπετε,
XX. *

Δήμωμέν γάρ έδωκα τόσον κράτος, όσσον επαρκείν,


τιμής ούτ’ αφελών, ούτ’ επορεξάμενος
ο δ’ είχον δυναμιν, και χρήμασιν ήσαν άγητοι,
και τους έφρασάμην μηδέν αεικές έχειν.
έστην δ’ αμφιβαλών κρατερόν σάκος αμφοτέροισι
νικάνδ’ ουκ ενασ' ουδετέρους αδίκως,
- ΧΧΙ.
Ωδ’ άνδήμος άριστα συνήγεμόνεσσιν έποντο,
μήτε λίην άνεθείς, μήτε πιεζόμενος,
1

78 Σ.Ο.Λ. (2 ΝΟ.Σ.

ΧΧΙΙ.
Νείλου έπι προχρήσι, Κανωβίδος εγγύθεν ακτι
ΧΧΙΙΙ, -
Πρός Φιλόκυπρον, ένα τών εν Κύπρω βασι
Nύν δέσυμέν Σολίρισι πολύν χρόνον ένθάδ' ανά
την πόλιν ευναίος, και γενος υμέτερον.
αυτάρ έμε ξύννήίθοή κλεινής από νήσου
άσκηθήπέμπου Κύπρις οστέφανος
οικισμώ δ’ έπι τώδε χάριν και κύδος όπάζουν
έσθλόν, και νόστον πατρίδες ημετέρην.
XXIV.

Πρώταμένεϋχώμεσθα Δί Κρονίδη βασιλή,


θεσμούς τοϊσδε τύχην αγαθήν και κύδος όπάσσ
XXV.
Ούκ έφυ Σόλων βαθύφρων, ουδέ βουλήεις ανή
έσθλα γάρ θεού διδόντος, αυτός ούκέδέξατος
περιβαλών δ’ άγραν, αγασθείς ούκ ανέσπασεν,
δίκτυον, θυμού θ’ άμαρτή και φρενών αποσφο
ήθελον γάρ κεν κρατήσας, πλούτον άφθονονλα
και τυραννήσας Αθηνών μούνoν ήμέραν μίαν,
άσκός ύστερον δεδάρθα, κάπιτετριφθαι γένος.
XXVI.
Χαύναμεντότ έφράσαντο, νύν δ’ εμοίχολούμεν
λοξόν όφθαλμούς δρώσι πάντες ώστε δήίον.
-----------------------------π------------------------------

- ΣΟΛΩΝΟΣ - 79
XXVII. -

- Ειδέγής έφεισάμην
ατρίδος, τυραννιδος δε και βίης αμειλίχου
ύ καθηψάμην, μάνας και καταισχύνας κλέος,
υδέν αδούμαι πλέον γαρ ώδε νικήσειν δοκώς
πάντας ανθρώπους, --
ΧΧVΙΙΙ. --

Συμμαρτυροίηταύτ’ άν ένδικη χρόνου


μήτηρ μεγίστη δαιμόνων "Ολυμπίων
άριστα, 1 ή μέλαινα, τής εγώ ποτέ
όρους άνεϊλον πολλαχή πεπηγότας,
πρόσθεν δε δουλεύσασα, νύν ελευθέρα,
πολλούς δ’ Αθήνας, πατρίδ’ εις θεόκτιτον,
ανήγαγον πραθέντας, άλλον έκδίκως, ,
άλλον δικαίως, τούς δ’ αναγκαίης ύπο
χρησμόν λέγοντας, γλώσσαν ούκ έτ’ Αττικήν - --
έντας, ώς άν πολλαγή πλανωμένους,
τούς δ’ ένθάδ’ αυτού δουλοσύνην αεικέα
έχοντας, ήδη δεσπότας τρομευμένους,
ελευθέρους έθηκα. ταύτα μεν κράτει,
όμoύ βίαντε και δίκην συναρμόσας,
έρεξα, και διήλθον ώς υπεσχάμην
θεσμούς δ’ όμοίως τώ κακώ τε κάγαθώ,
ευθείαν εις έκαστον άρμόσας δίκην,
έγραψα, κέντρον δ’ άλλος, ώς εγώ, λαβών,
κακοφραδής τε και φιλοκτήμων ανήρ,
ούκιάν κατέσχε θυμών, ούτ’ επαύσατο,
υ,
80 Σ.Ο.Λ. (2 ΝΟΣ,

πριν άνταράξας, παρεξέλη, γάλα,


- - - - - α». -
εϊ γαρ ήθελαν
άτους
5
έναντιοισινήνδανεν
Σ) ελ Αν ο η
τότε,
Αν φ
αύθις δ’ άτο σινάτέροις, δράσαι κακά,
πολλών άνανδρών ήδ’έχηρώθη πόλις,
τών ούνελ' αρχήν παντοθεν κυκεύμενος,
ώς ένκυσεν πολλαίσιν έστράφην λύκος,
ΧΧΙΧ,

Αμαγαράελπτα σύνθεούσινήνυσα,
άμα δ' ού μάτην έρδον.
ΧΧΧ,
-

Πίνουσί, και τρώγουσιν, οι μεν έτρια,


οι δ’ άρτον αυτών, οι δε συμμεμιγμένους
γούρους φακούσει κείθι δ’ ούτεπεμμάτων
άπεστιν
ν ν ουδέν, άσσ'
ν άνανθρώπουσιγή
Σ) - ν
φέρει μέλαινα πάντα δ’ αφθόνως πάρα
ΧΧΧΙ,
Πεφυλαγμένος άνδρα έκαστον,
όραμή κρυπτόν έχος έχων
κραδέη, φαιδρώ
προσεννέπη προσώπω,
γλώσσα δέ οι διχόμυθος
έκ μελαΐνης φρενός γεγωγή
φακrΛΙΔΟΥ ΜΙΛΗΣron

-- - Ι. -

Χρήζων πλούτου, μελέτην έχε πιoνος άγρού,


αγρόν γάρτε λέγουσιν Αμαλθείης πέρας είναι,
ΙΙ.

και τόδε Φωκυλίδεων Tετόρων από τώνδ’ εγένοντο


φύλα γυναικείων ή μεν κυνός, ή δε μελίσσης,
ή δε συός βλοσυρής, ή δ’ ίππουχαιτηέσσης,
εύφορος ήδε, ταχεία, περίδρομος, είδος άριστη
ή δε συός βλοσυρής, ούτ' άρ κακή, ουδεμένεσθλή.
ή δε κυνός, χαλεπή τε και άγριος, ή δε μελίσσης,
οικονόμος τ' αγαθή, και επίσταται εργάζεσθαι,
ής εύχου, φίλ εταιρε, λαχεν γάμον μερόεντα.
- ΙΙΙ,

Και τόδε Φωκυλίδεω• Τι πλέον γένος ευγενές είναι,


οις ούτ' ένμύθος έπεται χάρις, ούτ' ένα βουλής
TV,

και τάδε Φωκυλίδων πόλις ένσκοπέλωκατά κόσμον


οικεύσα σμικρή, κρείσσων Νίνου άφρανούσης,
Ε
82 Φ.Σ κ. Γ. Α. ΠΑ Ο ΖΑ

γ.

κατέδεσωκυλίδεω, Λέριοι κακοί ουχόμενος ο"ού,


πάντες, πλήν Προκλέους, και Προκλέης-Λέρος
- ΥΙ,
και τάδε Φωκυλίδεων Xρήτοι τον εταίρον εταίρω
φροντίζειν άσο άν περιγογγύζυσι που τα
- γΗ.
χρή δεν συμποσίων χιλίων περισσομενίων,
ήδέα τωτιλλοντα καθήμενον οινοποτάζειν,
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΦΩΚΑΙΔΩΝ
-
- Ν.
ΣΥΛΛΩΝ ΠΛΟΥ:

Ι:
Ουδέν εν άνθρώποισι μένει χρήμ’ έμπεδον αεί.
έν δέ τό κάλλιστον Xίος έειπεν ανήρ,
ΟΙ ΗΠΕΙΡ ΦΥΛΛΩΝ ΓΕΝΕΗ, ΤΟΠΙΛΕ ΚΑΙ
ΑΝΔΡΩΝ
παύροιμιν θνητών οϋάσι δεξάμενοι
στέρνος εγκατέθεντο, πάρεστη γαρ έλπις εκάστω,
ανδρών ή τε νέων στήθεσιν εμφύεται.
θνητών δ’ όφρα τις άνθος έχη πολυήρατον ήβης,
κούφον έχων θυμόν, πάλι ατέλεστα νοεί,
ούτε γάρ ελπιδ’ έχει γηρασσέμεν, ούτε θανεσθαι,
ουδ', υγιής ότανή, φροντίδ έχει καμιάτου,
νήπιοι, οις ταύτη κείται νόος, ουδέτ’ ίσασιν,
ώς χρόνος έσθ' ήβης και βιότου όλίγος
θνητούς, αλλά σύταύτα μαθών βιότου ποτε τέρμα
ψυχή τών αγαθώντλήθη χαριζόμενος
ΙΙ, -
* ΤΑΕ ΡΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χωρίς γυναικός θεός εποίησεν νόον


τα πρώτα, τήνμέν έξύός τανύτριχος,
πή πάντ’ άι οίκον και την
2.
- 84 γ,4-32

άκοσμακείται, και κυλινδείται χαμαι,


αυτή δ' άλουτος, άπλυτός τ’ ένειμασιν,
έν κοπρίησιν ήμένη πιαίνεται.
Την δ’ εξάλιτρής θεός έθηκ’ αλώπεκος
γυναίκα, πάντων έδρινούδέμιν κακών
λέληθεν ουδέν, ουδέ τών άμενόνων,
τό μέν γάρ αυτής έστι πολλάκις κακόν,
το δ’ έσθλόν δργήν δ’ άλλοτ' άλλοίην έχει
Την δ’ εκ κυνός λιτουργόν, αυτομήτορα,
ή πάντ’ ακούσα, πάντα δ' ειδέναι θέλει,
πάντη δέ παπταίνουσα και πλανωμένη,
λέληκεν, ή και μηδέν ανθρώπων δρά.
παύσειε δ’ άνμιν ούτ’ άπειλήσας ανήρ,
ούδ’ει χολωθείς έξαράξειενλίθω
οδόντας, ουδ' άν μειλίχως μυθεύμενος,
ούδ’ει παράξενο σινήμένη τύχοι
άλλ’ εμπεδώς άπρηκτον αΰόνην έχει
Την δέπλάσαντες γηην Ολύμπιοι,
έδωκαν άνδρι πονηρόν ούτε γάρ κακόν,
ούτ' έσθλόν ουδέν οίδε τοιαύτη γυνή,
έργον δε μούνoν, έσθιειν, έπίσταται
κούτ, άν κακόν χειμώνα ποιήση θεός,
βιγώσα, δίφρον άσσονέλκεται πυρός,
Την δ’ εκ θαλάσσης ένφρεσιν γ’ ήδη νόες
τήν μεν γελάτε και γέγηθενήμερην.
επαινέσει μινξενος ένδόμος ιδών
Ουκ έστιν άλλη τήσδελωΐων γυνή
εν πάσιν άνθρώποισιν, ούδε καλλίων,
την δ', ουκ άνεκτός ουδέν όφθαλμος δεν
ν.33-61 ΣΤΙΜ Ο Ν Ι Δ Ο Υ. 86

ούτ άσσονέλθει, αλλά μαίνεται τότε


άπλητον, ώσπερ αμφιτέκνοισιν κύων,
αμείλιχος δε πάσι κάποθυμη, --
έχθροίσιν ίσα και φιλοισι, γίγνεται,
ώσπερ θάλασσα πολλάκις μεν άτρεμής
έστην απήμων, χάρμα ναύτησιν μέγα,
θέρεος εν ώρη, πολλάκις δέμαίνεται
βαρυκτύποιοι κύμασιν φορευμένης
ταύτη μάλιστ' έρικε τοιαύτη γυνή
δρχήν φυήν δι, ώς πόντος, αλλοίην έχει
- - Τήν δ’ έκσποδής τε και παλιντριβέoς όνου,
ή σύντ' ανάγκη, συντ ένιπήσινμόγες
έριξεν ών άπαντα, και πονήσατο
άρεστά, τόφρα δ’ έσθίει μεν ένμυχώ
προνύξ, προήμαρ, εσθίει δ’ έπ’ εσχάρη,
όμως δε και πρός έργον άφροδίσιον
ελθόνθ’ εταίρον όντνούν εδέξατο.
Την δ’ έκ γαλής, δύστηνον δίζυρόν γένος,
κείνη γαρ ούτι καλόν ουδ' έφίμερον .
πρόσεστιν, ουδέτερπνόν, ουδ' εράσμιον
ευνής δ’ άδηνής έστιν αφροδισιης,
τον δ’ άνδρα τον συνόντα ναυσιη δίδουν
κλέπτουσα δ’ έρθει πολλά γείτονας κακά,
άθυτα δ’ ιρα πολλάκις κατεσθε,
Τήν δ’ ιππος άβροχατώεσσ' έγείνατο,
ή δούλι έργα και δύην περιτρέπει
κούτ’ άνμύλης ψαύσειεν, ούτε κόσκινο»
άρειεν, ούτε κόπρονέξ οίκουβάλοι,
ούτε πρός ιπνόν, άσβόλην αλευμένη,
86 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ ν.62-90

Τζοιτ, ανάγκη δ’ άνδρα ποιείται φιλον,


λούται δε πάσης ήμερης άπό βύπον
δις, άλλοτε τρις, και μύρος αλείφεται
άει δέχαΐτην έκτενισμένην φορεί,
βαθείαν, άνθέμοισινέσκιασμένην.
καλόν μενών θέημα τοιαύτη γυνή
άλλοισιν τώ δ’ έχοντι γίγνεται κακόν,
ήν μή τις ήτύραννος, ή σκηπτούχος ή,
όστις τοιούτοις θυμόν αγλαΐζεται.
Την δ’ έκπιθήκου, τούτο δή διακριδόν
Ζεύς άνδράσιν μέγιστον ώπασεν κακόν,
αίσχιστα μέν πρόσωπα τοιαύτη γυνή
είσιν δι’ άστεος πάσιν άνθρώποις γέλως,
επ’ αυχένα βραχεία κινείται μάχες,
άπυγος, αυτόκωλος άτάλας ανήρ,
ός τις κακόν τοιούτον αγκαλίζεται.
δήνεα δε πάντα και τρόπους επίσταται,
ώσπερ πίθηκος, ουδέ οι γέλως μέλει. -
ουδ' άντεν εϋ έρξειεν, άλλα τρύθ’ δρά,
και τούτο πάσαν ήμέρηνιβουλεύεται,
όκως τι, χώς μέγιστον, έρξειέν κακόν.
Τήν δ’ έκ μελίσσης, τήν τις ευτυχεϊλαβών,
κείνη γάρ οι ημώμος ού προσιζάνει
θάλλει δ’ υπ' αυτής καπαέξεται βίος
φίλη δε σύνφιλεύντι γηράσκει πόσει,
τεκούσα καλόν κι οΰνομάκλυτον γένος
κάρπρεπής μεν έν γυναιξί γίγνεται
πάσησε, θείη δ’ αμφιδέδρομεν χάρις"
ούδ’ έν γυναιξίν ήδεται καθημένη,
η 91- 119 87

όκου λέγουσιν αφροδισιους λόγους,


τρίας γυναίκας ανδράσιν χαρίζεται
Ζευς τας αρίστας και πολυφραδέστατα,
Τα δ’ άλλα φύλα ταύτα μηχανή Διάς
έστιν τε πάντα, και παρ' ανδράσιν μένει,
Ζεύς γαρ μέγιστον τούς εποίησεν κακόν,
γυναίκας ήντι και δοκώσνάφλιν,
έχοντά του μάλιστα γίγνεται κακών,
εύφρωνήμερην διέρχεται
άπασαν, όστις συν γυναικι πέλεται,
ούδ’ αγαλμόν εκδόμων απώσεται,
εχθρον συνοικητήρα, δυσμενέα θεών,
ανήρ δ’ όταν μάλιστα θυμηδεν δοκή
κατ' οίκον, ή θεού μοίρα ή ανθρώπουχάριν,
τυρούσα μώμονές μάχην κορύσσεται,
όκου γυνή γαρ έστιν, ουδές οικιών
ξείνον μoλόντα προφρόνως δεχοΐατο.
ήτις δε τοι μάλιστα σωφρονείν δοκεί,
αύτη μέγιστα τυγχάνει λωβωμένη.
κεχηνότος γαρ άνδρός - - -
- - - - οι δε γείτονες
χαίρουά δρώντες και τόν, ώς αμαρτάνει,
τηνήν δ’ έκαστος αινέσει μεμνημένος
γυναίκα, την δε τούτέρουμωμήσεται,
έσην δ’ έχοντες μοιρανού γιγνώσκομεν
Ζευς γαρ μέγιστον τους εποίησεν κακών
και δεσμών άμφέθηκαν άρρηκτον πέδη,
εξ ούτε τους μεν Αίδης έδέξατο
γυναικός είνει άμφιδηριωμένους,
-
- ΣΙΜΩΝ ΙΔο η
ΙΙΙ.

Γυναικός ουδέν χρήμ ανήρ λήίζεται


έσθλής άμενον, ουδέριγιον κακής.
ΠΥ.

Ωπα, τέλος μεν Ζεύς έχει βαρύκτυπος


πάντων, όσ' έστι, και τίθησ’ όπη θέλει.
νούς δ’ ουκ έπ’ άνθρώποισιν άλλ’ έφήμεροι
άει βροτού δήζώμεν, ουδένειδότες,
όπως έκαστον εκτελευτήσει θεός,
έλπις δε πάντας κάππειθείη τρέφει,
άπρηκτον όρμαίνοντας, οι μεν ήμέρην
μένουσιν έλθεν, οι δ' ετέων περιτροπής,
νέωτα δ’ ουδείς όστις οϋδοκεί βροτών
πλούτω τεκάγαθουσιν ξεσθαι φιλον. -
φθάνει δε τόνμέν γήρας άζηλον λαβόν,
πριν τέρμ κητα· τούς δε δύστηνοι νόσοι
φθείρουσι θνητών, τους δ’ Αρει δεδμημένου
πέμπει μελαΐνης Aϊδης υπόχθονός
οι δ’ ένθαλάσση, λαίλαπα κλονεύμενοι
και κύμασιν πολλούσι πορφυρής άλός,
θνήσκουσιν, εύτ’ άνμή δυνήσωνται ζώειν
οι 3,δ’ ηάγχόνηνήψαντο
ν δυστήνω
Cη η νμόρα,
καύτάγρετοι λείπουσιν ήλιου φάος.
ούτω κακών άπ’ ουδέν άλλα μυρία,
βροτούσι
ν ν κήρες,
Σ» ο 1.κάνεπίφραστοι
• - Σ) "Α δύα,
ν -
και πήματ’ έστίν" είδ’ έμοί πιθοΐατο,
ούκ άν κακών έρώμεν, ουδέν άλγεσι
κακους έχοντες θυμόν ακιζούμεθα,
Σ"ΤΙΜΩΝΙΑΟ γν 89
W.

Πάμπαν διάμωμος ούτις, ουδ’ ακήριος


γΤ.

Τουμέν θανόντος ούκ άν ενθυμούμεθα,


ότι φρονούμενη πλειον ήμέρας μιάς,
VΙΙ.
“Ο διαύθάνατος επιχε και τόν φυγόμαχον.

γIII;
Άνθρωπος εών, μήποτε φήσης
όττιγενήσεται,
μηδ’ άνδρα ιδών, όσον έσσεται
τένον εκεία γαρ ουδέτανυπτερύγου μυϊας
οντως α μετάστασις

ΙΧ. - -
- Βιοτής μεν γαρ,
χρόνος έστι βραχύς κρυφθείς δ’ υπό γής
κείται θνητός τον άπαντα χρόνον,
Χ.

ζεις πάντων αυτός φάρμακαμούνος έχει


ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΣΙΜΩΝ - Δο τι
-
1 -
ΡΟΥΣΟ ΦΟΥΣΤΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ ενο ο ΟΤρο στο οποίο στο οποίο

ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ ΧΡΥΣΑ ΕΠΕ


ν

Αθανάτους μεν πρώτα θεούς, νόμωώς διάκεινται


τίμα και σέβου όρκον, έπειθ’ ήρωας άγαυούς,
τούς τε καταχθονίους σέβεδαίμονας, έννομα βέζων
τούς τε γονείς τίμα, τους τ’ άγχιστ έκγεγαώτας,
τών δ’ άλλων αρετή ποιεϋ φιλονιός τις άριστος,
πραέσι δ' είχε λόγος, έργοσι τ' επωφελίμονσι.
μηδέχθαιρε φίλον δόν άμαρτάδος ενεκα μικρής,
όφρα δύνη δύναμις γαρ ανάγκης εγγύθι ναει.
ταύτα μεν ούτως ίσθι κρατεΐν δ’ εθίζεοτώνδε,
γαστρός μεν πρώτιστα, και ύπνου, λαγνείης τε,
και θυμού. πρήξεις δ’ αισχρόνποτε, μήτε μετάλλι,
μήτ’ ιδιη· πάντων δεμάλιστ’ αισχύνεο σαυτόν,
ετα δικαιοσύνην άσκει έργω τε λόγω τε.
μηδ’ άλογίστως σαυτόν έχειν περί μηδέν έθίζει
άλλα γνώθι μένώς θανέειν πέπρωται άπασι.
χρήματα δ’ άλλοτεμένκτάσθαι φίλει, άλλοτ όλέσσα
όσσα τεδαιμονίησι τύχας βροτού άλγε” έχουσιν,
ήνάνμουρανέλης, ταύτην φέρει μηδ’ αγανάκτες,
ιάσθαι δε πρέπει, καθόσον δύνη ώδε δέφράζει
ού πάνυ τους αγαθούς τούτων πολύ μοίραδίδωσι,
-21 -- ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ, 91

πολλοί δ’ άνθρώποιοι λόγοι δειλοί τε και εσθιοι


προσπίπτουσί, ών μήτ' εκπλήσσεο, μήτ' άρ’ εάσης
εργεσθαι σαυτόν, ψεύδος δ’ ήν περτιλέγητα,
στράως ίσχ'' διδέ το ερέω, επί παντί τελεσθω.
μηδες μήτε λόγω σε παρείπη, μήτε τι έργω,
πρήξαμήτ' ειπείν ότι το μή βέλτερόν έστι,
βουλεύουδέπρό έργον, όπως μή μώρα πέλητα,
δειλού το πρήσσειντελέγειντι ανόητα πρός ανδρός,
αλλά τάδ’ εκτελέειν, άσεμή μετέπειτ’ άνιήσει. -
πρήσσε δε μηδέν τών μή έτίστασαι, αλλά διδάσκου
όσσα χρεών, και τερπνότατον βίον ώδεδάξεις,
"Ούδι υγειης τής περί σώμ’ αμέλειαν έχειν χρή.
άλλα ποτού τεμέτρον, και σίτου, γυμνασίων το
ποιεσθαι μέτρον δε λέγωτόδ' διμή σ' άνιήσει.
εθίζου δε δίαιταν έχειν καθάρειον, άθρυπτον,
και πεφύλαξόγεταύτα ποιείν, όπόσα φθόνονίσχει.
μή δαπανών παράκαιρόν, όποια καλών αδαήμων
μηδ’ ανελεύθερος ίσθι μέτρον δέπι πάσιν άριστον,
πρήσσε δε ταύθ, άσεμή βλάψει" λόγισαν δε πρό
έργου.
Μηδ’ ύπνον μαλακούσιν επ’ όμμασι προσδέ
“ξασθαι, -
πριν τών ήμερινών έργων τρις έκαστον επελθείν
Πή παρέβην, Τίδ έρεξα, Τιμοι δέσνούκετελέσθη,
άρξάμενος δ’ από πρώτου επεξιθι και μετέπειτα
δειλά μεν εκπρήξας, έπιπλήσσεο χρηστά δε τέρπου,
Ταύταπόνε,ταύτεκμελέτα τούτωνχρή εράνσε,
ταύτα σετής θεης αρετής εις ίχνια θήσει. φ
να μα τον άμετέρα ψυχά παραδόντα τετρακτύν
92 Π.ΥΘΑΓΟ ΡΟΥ,
η - α ν S) 2 Σ), 2. Αν
παγαν αενάου φύσεως, αλλ' έρχευ επ' έργον,
θεούσιν
ν -επευξάμενος
ν τελέσαι,
Αν τούτων
- Σ) δέ - κρατήσας
ν
γνώση
-- αθανάτων
-- τε θεών, θνητώνgr τ' ανθρώπων τον
σύστασιν, ή τε έκαστα διέρχεται, ή τε κρατείται
γνώση
α δ’, ν ή θέμς
Αν -έστι,
και ν φύσιν νπερί
- - - - παντός
ν όμοίη
ώστε σε μήτε άελπτ’ ελπίζειν, μήτε τι λήθειν.
γνώση δ’ ανθρώπους αυθαίρετα πήματ’ έχοντας
τλήμονες, οι τ’ αγαθών πέλας όντων ουκ έσορών
ούτε κλύουσα λύσιν δέκακών παύροι συνίσασί.
--
το
ν- η μοίρα
2 , 2 ανβροτώνν βλάπτει Οφρένας,
ν ώςφ δέκύλινδρο
2 Σν
άλλοτ έπ' άλλα φέρονται, άπειρονα πήματ’ έχοντες
λυγρή γάρ συνοπαδός έρις βλάπτουσα λέληθε
σύμφυτος, ήνού δεν προσάγειν, εΐκοντα δε φεύγει,
Ζεύ πάτερ, ή πολλών κε κακών λύσειας άπαντας,
εϊ πάσιν δείξας, οιωτώ δαιμονιχρώνται,
αλλά σύ θάρσει, έπει θείον γένος έστι βροτούσιν
οις ιερά προφέρουσα φύσις δείκνυσιν έκαστα.
ών είσοί τι μέτεστ, κρατήσεις ών σε κελεύω,
εξακέσας,
3 - 4 -ψυχήν
3- δέ πόνων
«υ - από
αν τώνδε-- σαώσεις, -
Αλλ'εργουβρωτών,ώνειπομενέντεκαθαρμα,
έντε λύσει ψυχής κρίνων, και φράζεν έκαστα,
ήνίοχαν γνώμην στήσας καθύπερθεν άριστην
ήν
-ν δ’ απολείψας
-- γ σώμα ες
Συ αιθέρ’ ελεύθερονέλθης,
-- ον -
έσσεαι αθάνατος, θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός,
- -- -- - - --

ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΥΘΑ το Por.


με 212 2:12:24ωρα

ΦΩΚΥΛΙΔΟΥ
η TEP Ο Υ Η Ι ΕΥΛ Ω Ν ΥΜΟ Υ
Π Ο Ι Η Μ Α Ν Ο Υ ΘΕΤΙΚΟΝ

--

Μήτε γαμοκλοπέεν, μήτ’ άρσενα Κύπριν δριμεία


ήτε δόλους βάπτεν, μήθ’ αίματι χείρα μιαίνειν.
ή πλουτεΐν αδίκως, άλλ’ εξόσιων βιοτεύειν.
ιρκέσθαι παρεούσι, και άλλοτρίων απέχεσθαι.
ψεύδεαμή βάζειν, τα δ’ έτήτυμα πάντ’ άγορεύειν.
Πρώτα θεόντίμα, μετέπειτα δε σέϊογονήας,
πάσι δίκαια νέμειν, μηδέκρίσινές χάριν έλκειν,
Ψή ρίψης πενην, αδίκως μή κρινε πρόσωπον.
ινσύ κακώς δικάσης, σε θεός μετέπειτα δικάσσει,
ιρτυρίην ψευδή φεύγειν, τα δικαι άγορεύειν.
αρθενηντηρείν αγάπην δ’ εν πάσι φυλάσσειν,
ειρα νέμειντα δίκαια, καλόν δ’ επίμετρον άπασε,
ταθμόν μή κρούειν ετερόζυγον, άλλ' ίσον έλκειν,
ήτ’ επιορκείν, μήτ’ άγνοιη, μήτε εκοντίν
εύδορκον στυγέει θεός άμβροτος όστις ομόσσει,
πέρματα μη κλέπτειν έπαράσιμος, όστις έλητα,
μεθόν μοχθήσαντι δίδουν μή θλιβς πένητα,
94 ποπ MA το1

γλώσσηνούν εχέμεν κρυπτόν λόγονένφρεσιν ίσχει


μήτ' άδικείν εθελης, μήτ' ουν αδικούντα έάσης.
πτωχώ δ’ ευθύ δίδου, μηδ’ αύριονέλθέμεν είπης.
πληρώσας σέο χερ, έλεον χρήζοντα παράσχου,
άστεγονείς οίκον δεξαι, και τυφλόν όδήγει.
ναυηγούς οίκτερον, έπει πλόος έστιν άδηλος,
χειραπεσόντι δίδους σώσον δ’ απερίστατον άνδρα,
κοινά πάθη πάντων, ο βίος τροχός άστατος όλβις
πλούτον έχων, σήν χείρα πενητεύουσιν όρεξον
ών σοι έδωκε θεός, τούτων χρήζουσι παράσχου,
έστω κοινός άπας ό βίος και ομόφρονα πάντα,
Το ξίφος αμφίβαλού, μή πρός φόνον, άλλες
άμυναν
είθειδεμή χρήζεις μήτ’ έννομα, μήτ’ αδίκως και
ήν γάρι αποκτείνης έχθρόν σέο, χειρα μιαίνεις,
Αγρού γείτονέοντος απόσχεο, μηδ' άρύπερβής
μηδέ την αύξόμενον καρπόν λώβησον αρούρης,
Έστωσαν όμότιμοι έπήλυδες εν πολήτας
πάντες γαρπενης πειρώμεθα τής πολυπλάγκτον,
χώρη δ’ ούτε βέβαιον έχει πέδον άνθρώποισ.
Η φιλοχρημοσύνη μήτηρ κατότητος απάσης
χρυσός άει δόλος έστι και άργυρος ανθρώπονσι.
χρυσέ, κακών αρχηγέ, βιοφθόρε, πάντα χαλέπτων,
είθε σεμή θνητοσι γενέσθαι πήμα ποθενών,
σου γαρ έκητι μαχαιτε, λεηλασία τε, φόνοι το
εχθρά δε τέκνα γονεύσιν, άδελφειοί τε συναιμος.
Μηδ’ έτερον κεύθος κραδέη νόον άλλ' αγα

μηδ, ώς πετροφυής πολύπους, κατά χώρανομείβου


5- Ν-Ο ΥΘΕ Τ Ι Κ Ο γ.

Όστες έκών αδικεί, κακός ανήρ αλ υπ'ανάγκης,


ιερέω τό τέλος, βουλή δ’ ευθύνεθ' εκάστου,
Μήγαυρού σοφή, μήτ' άλκή, μήτ' ενο πλούτο,
θεός έστι σοφός, δυνατός θ'άμα, καιπολύολβος,
Μηδέ παροχομένο σε κακούς τρύχουτεόν ήτορ -
υκέτι γαρ δύναται τό τετυγμένον είναι άτυκτον,
Mή προπετής ές χώρα, χαλίνου δ’ άγριον
Ο -
λάκι γαρ πλήξας άσκων φόνον εξετέλεσσεν. ,
Έστω κοινά πάθη, μηδένμέγα, μηδ' υπέροπλον,
αγαθόν πλεονάζον έφυθνητο σιν όνειαρς
πολλή δε τροφή πρός αμέτρους έλκει έρωτας,
ψευχε δ’ό πολύς πλούτος, και ές ύβριν αέξει.
Θυμός υπερχόμενος μανιηνόλοόφρονα τεύχοι
έγή δ' έστιν όρεξις, υπερβαίνουσα δε, μήνις.
Ζήλος των αγαθών, έσθλός φαύλων δε, κα
κούργος
εύμα κακών, όλωής μέρδφέλλειδέσθλαπονεύντας
εμνός έρως αρετής, δ δε Κύπριδος, αίσχος όφελλει
δις αγανόφρων κκλήσκεται εν πολήτας,
ειρωμέν φαγέεν, πίνειν και μυθολογεύειν.
ώπων μέτρον άριστον, υπερβασία διάλεειναι
Μή, φθονέσης αγαθών, έτάρος, μή μώμον
ανάψης,
φθονοι Ουρανίδα και έναλλήλους τελέθουσιν
φθονέει μήνη πολύ κρείσσοσιν ήλιου αυγας,
ιχθών ουρανίοις ύψώμασι, νέρθενεούσα"
ί ποταμοί πελάγεσσιν άει δ' όμόνοιαν έρυσιν
γαρ έρις μακάρεσσιν έην, ουκ άν πόλος έστη,
96 -----------
Σωφροσύνην δ’ ασκείν, αισχρών δ’ έργων
απέχεσθαι,
μήμιμού κακότητα, Δικη δ’ άπόλειψoν άμυναν
πειθώμεν γαρ όνεαρ" έρις δ’ έριν αντιφυτεύεις
μή πίστευε τάχιστα, πριν άτρεκέως πέρας όψεις
νικάνεϋέρδοντας επιπλεόνεσσι καθήκει.
Καλόν ξενίζειν ταχέως λιταϊσι τραπέζας,
ή πλείστας θαλαισι βραδυνούσας παρά καρόνι
Μηδέποτε χρήστης πικρός γένη άνδρι πένητα
μηδέ τις όρνιθας καλής άμα πάντας ελέσθω"
μητέρα δ’ εκπρολίπος, ν' έχης πάλιτήσδε νεοσσούς,
Μηδέποτε κρίνεινάδαήμονας άνδρας έάσης"
τήν σοφίην σοφός ιθύνει, τέχνην δ' όμότεχνος.
ούχωρεί μεγάλην διδαχήν αδίδακτος ακούειν
ούγάρδήνοέρυσι οι μηδέποτ έσθλά μαθόντες,
Μηδε τραπεζοκόρους κόλακας ποιεσθαι εται
- ρους.
πολλοί γάρ πόσιος και βρώσιός εισιν εταίροι,
καιρόν θωπεύοντες, έπήν κορέσασθαι έχωσιν
άχθόμενοι δ’ ολίγοις και πολλούς, πάντες άπληστοι
Λαώ μή πίστευε πολύτροπός έστιν όμιλος
λαός του, και ύδωρ, και πύρ, ακατάσχετα πάντα,
Μηδε μάτην επί πύρ καθίσας μινύθης φιλον
ητορ.
μέτρα δε τείχε θεούσι, το γάρ μέτρον έστιν άριστον,
Γαλαν έπιμοιράσθαι αταρχύτοις νεκύεσσι.
μήτύμβον φθιμένου ανορύξης, μηδ’ αθέατα
δείξης ήελία, και δαιμόνιονχύλον όρσης,
•ύ καλόν άρμονίην αναλυέμενανθρώποιος
ΟΤ Ν Ο Υ Θ Ε Τ Ι Κ Ο Ν. 97

αι τάχα δ’ έκιγαίης ελπίζομεν ες φάος ελθείν


είψαν αποιχομένων όπίσω δε θεοί τελέθονται.
ψυχα γαρ μίμνουσιν ακήριοι εν φθιμένοισ.
πνεύμα γάρ έστι θεού χρήσις θνητούσε και εικών
σώμα δ’ άρ έκιγαίης έχομεν, και πάντόδ’ές αυτήν
λυόμενον κόνης έστιν αήρ δ’ ανά πνεύμα δίδεκτα.
Πλούτου μή φείδους μέμνησ’ ότι θνητός
υπάρχεις,
ουκ ένι ες Αιδην όλβον έχειν, και χρήματ’ άγεσθαι.
πάντες ίσοι νέκυες ψυχών δέ θεός βασιλεύει.
κοινά μέλαθρα δόμων αιώνια, και πατρίς Αιδης
ξυνός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσιν.
οι πολύν άνθρωποι ζώμεν χρόνον, αλλ' έπι καιρόν
ψυχή δ’ αθάνατος και αγήρως ζήδια παντός,
Μήτε κακούς άχθου, μήτ' ούν επαγάλλεο
χάρμη.
πολλά τα εν βιότο και θαρσαλέοισιν άπιστα.
καιρώ λατρεύειν, μηδ' αντιπνέεινάνεμοισι.
πήμα, και άχθομένο σε κακού λύσις ήλυθεν άφνω.
Μήμεγαληγορίησι τρυφών φρένα λυσσωθείης,
ευεπίην ασκείν, ή τις μάλα πάντας ονήσει,
όλον τον λόγος ανδρι τομώτερόν έστι σιδήρου.
όπλον εκάστω νεμεθεός φύσινήτρόφοιτον
όρνισι· πολλήν ταχυτήτ’ άλκήντελέουσες
ταύρος δ’ αυτόχυτον κέρας έστιν, κέντρα μελίσσας,
έμφυτον άλκαρ, έδωκε λόγος δ’έρυμ’ ανθρώποιοι,
τής δε θεοπνεύστου σοφίης λόγος εστιν άριστος
βέλτερος άλκήεντος έφυ σεσοφισμένος
αγρούς και πόλιας σόφτη και νήα αρντ
98 ΠΟΙΗΜΑ -- 12

Ούχ όσον κρύπτειν τον ατάσθαλον άνδρ


-- άδεκτον
άλλα χρήκακοεργόν αποτροπάασθαι ανάγκη.
πολλάκι συνθνήσκουσε κακούς οι συμπαρεόντες.
Φωρών μήδέξη κλοπιμην ανδρών παραθήκη»
αμφότεροι κλώπες, και ό δεξάμενος, και ό κλέψας.
Μοίρας παισινέμειν· ισότης δεν πάσιν άριστη.
Αρχόμενος φείδου πάντων, μή τέρμ’ επιδεύει
μή κτήνους θνητούο βορήν καταμέτρονέληαι.
Κτήνος δ’ ήν έχθροοπέση καθ' όδόν, συνε
γερον,
πλαζόμενον δε βροτών και άλίτροπονούχ ύπαλέξεις.
βέλτερον άντ έχθρούο τυχεΐν φίλον ευμενέοντα.
άρχόμενον τό κακόν κόπτεν, έλκος τ’ ακέσασθαι.
μηδέ τι θηρόβoρον δαίση κρέας· άργίπoσιν δε
λείψανα λείπε κυσίν θηρών αποθήρες έδονται.
φάρμακα μήτεύχειν μαγικών βιβλων απέχεσθαι,
νηπιάχων απαλών μή άψη χειρί βιαία.
φεύγε διχοστασίας και έριν, πολέμου προσιόντος,
μή κακόνεϋ έρξης σπείρειν ίσονέσει ένα πόντο,
Εργάζευ, μοχθών ώς εξ ιδίων βιοτεύης,
πάς 2γάρ
οι άεργός ανήρ
α ζώει
η οι κλοπιμωνν από χειρών,--
μηδ’ άλλου παρά δαιτός έδρις σκυβάλισμα τραπέζης,
αλλ' από τών ιδίων βιότων φαγέους ανύβριστα.
είδε τις ουδεδάηκε τέχνην, σκάπτο το δικέλλη. -
έστι βίωπάν έργον, επανμοχθείν εθέλησθα.
ναυτίλος ει πλώριν έθελεις, ευρεία θάλασσα,
είδε γεωπονίην μεθεπεν, μακραίτοι αρουρα,
ουδέν άνευ καμάτου πέλει άνδράσιν εύπετές έργον,
ν.151 νοα ο ΕΤι κον 99
-

ούδ’ αυτούς μακάρεσσι πόνος δ’ αρετήνμέν οφέλλει,


μυρμηκες, γαύης μυχάτους προλελοιπότες οίκους,
έρχονται βιότοιο κεχρημένοι, όππότ’ άρουρα,
λήία κειράμενα, καρπών πλήθουσιν άλωάς,
οι δ’ αυτοι πυροϊο νεοτριβές άχθος έχουσιν,
ή κριθών, αίει δε φέρων φορέοντα διώκει,
εκθέρεος ποτύχειμα βορήν σφετέρηνεπάγοντες,
άτρωτοι, φύλον δ’ ολίγον τελέθει πολύμοχθον.
κάμνει δ' ήεροφο τις άριστoπόνος τεμέλισσα
ήεπέτρης κοίλης καταχηραμόν, ήδονάκεσσιν,
ήδρυός ώγυγιης κατά κοιλάδος, ένδοθι σιμβλων
σμήνεσι μυριότρητα κατ' άγγεα κηροδομούσα.
Μήμενης άγαμος, μήπως νώνυμνος όληαι.
δός τι φύσει κι αυτός τέκεδ’ έμπαλιν, ώς ελοχεύθης.
Mή προαγωγεύσης άλοχον σέο, τέκνα μιαίνων
ούγάρ τίκτει παϊδας όμοιους μοχικά λέκτρα,
μητρυιής μή ψαύετά δεύτερα λέκτρα γονήος,
μητέρα δ’ώς, τίμα την μητέρος χνια βάσαν.
μηδέκασίγνήτης ες απότροπονέλθέμενεϋνήν
μηδ' επί παλλακίσιν πατρός λεχέεσσιμιγείης.
μηδε γυνή φθείρη βρέφος έμβρυονένδοθι γαστράς,
μηδετεκούσα κυσε βίψη και γυψιν έλωρα.
αηδ’ αύπαιδογόνον ποτέ τέμνειν άρσενακούρον.
ηδέτεή άλόγω έγκυμονι χείρα βάλοιο.
ηδ’ άλόγος ζώοισ. βατήριονές λέχος έλθος,
ηδ’ ύβριζε γυναίκα έπ’ αισχυντοις χείλεσσι.
ή παραβής ευνας φύσεως ές κύπριν άθεσμου,
ύδ’ αυτούς θήρεσσι συνεύαδoν άρσενες ευνα,
ηδέ τι θηλύτερα λέχος ανδρών με το
2.
Η ΟΟ Π Ο Τ Η ΜΙΑ ν.18,

μηδ’ές έρωτα γυναικός άπας βεύσης ακάθεκτον.


ού γαρ έρως θεός έστι, πάθος δ’ άδηλον άπαντων
μηδέκασίγνήτων αλόχων επί δέμνια βαίνειν.
στέργετεήνάλοχον, τι γάρ ήδύτερον και άρειον,
ή όταν άνδρι γυνή φρονέη φίλα γήραος άχρι,
και πόσες ή αλόγω, μηδ’ έμπέση άνδιχα νείκος,
μηδέ τις αμνήστευτα βιη κούρησιμιγείη
Μηδέ γυναίκα κακήν πολυχρήματoν οίκα"
άγεσθαι,
λατρεύειν δ’ αλόχωλυγρής χάριν ενεκα φερνής,
ίππους ευγενέας διζεσθαι μεν κατά οικον,
ταύρους δύψιτένοντας, ατάρσκυλάκων παναγρειους
γήμα δ’ ουκ άγαθήν έριδαίνομεν άφρονέοντες,
ούδε γυνή κακόν άνδρ’ άπαναίνεται άφνεόν όντα,
μηδε γάμω γάμον άλλον άγος, έπι πήματι πήμα.
Μηδ’ αμφί κτεάνων συνομαϊμοσιν εις έρι,
- έλθος.
Παισι δέμήχαλέπαινετεους, αλλ' ήπιος ίσθι,
ήν δέ τι πας άλίτη, κωλυέτω υΐέα μήτηρ,
ή και πρεσβύτατοι γενεής, ή δημογέροντες,
Mή μεν επ’ άρσεν, παιδί τρέφειν πλοκάμους
έπι χαίτης,
μήκορυφήν πλέξης, μήθ’ άμματα λοξά κορύμβων,
άρσεσινούκ επέο κεκόμη, χλιδα δε γυναιξί.
Παιδός δ’εύμόρφου φρουρείν νεοτήσεονώρην
πολλοί γάρ λυσσώσι πρός άρσεναμίξιν έρωτος
παρθενικήν δε φύλασσε πολυκλείστους θαλάμοισι
μηδέμινάχρι γάμων πρόδόμων όφθήναι έασης,
κάλλος δυστήρητον έφυ παίδων τοκέεσσιν.
1.200 101

Συγγενεσι φιλότητα νέμος, όσην θ’ ομόνοιαν.


αδείσθαι πολιοκροτάφους, είκειν δε γέρουσιν
ίδρης και γεράων πάντων γενεή δ’ ατάλαντον
πρέσβυν όμήλικα πατρός σας τιμαΐσι γέραρε.
Γαστρός όφειλόμενων δασμών παρέχου θερά
ΤΟ ΠΙΟ ί,

δίνω τακτά νέμος, να τοι καταθύμιος ενη.


στίγματα μη γράψης, έπονειδίζων θεράποντα.
διϋλον μή βλάψης, τι κακηγορέων πρός άνακτα,
μβανε και βουλήν παραοικέτου εύφρονεοντος,
Αγνείη ψυχής, του σώματός έστι καθαρμός,
Ταύτα δικαιοσύνης μυστήρια τοια βιεύντες
μήνεκτελέοιτ’ αγαθήν μέχρι γήραος ουδού
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ Νο το ΕΣπαν.
--
ΝΑΥΜΑΧΤΟΥ

ΓΑΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Καλόν μεν δέμας άγνόν έχειν, άδμητάτε μέμνειν
παρθενικήν, καθαρούσι τ’ άει μελεδήμασι χαίρειν,
μήτε βαρυτλήτων λαγόνων περί φόρτον άγουσαν,
μήτε πόνον τρομέουσαν αγάσταναν Ειλειθυίης,
αλλ' ήσθαι βασίλειαν αφαυρών θηλυτεραων,
ψυχής όμμα φαεινόν υπέρ βιότοιο χέουσαν,
ένθα γάμοι κεδνοί και αληθές, ένθα μεγείσα
θεσπεσίοις επέεσσι νοήματα φαίδμα τίκτει.
ει δέσε και ξυνοιο πόθος βιότοιο κιχάνο,
και τούτο προδαείς έρέω, πώς χρή σε περήσαν
τόν πλούν, ώς φασιν, τον δεύτερον έμφρονιθυμώ.
Έστω σου πόσες ούτος, όνάν κρίνωσε τοκής
κάνμέν έη πινυτός, σύμακαρτάτη, ει δέ κενάλως
ανέρα μοιρήσαιο, φέρειν και τούτον ανάγκη.
άλλ' ήνμέν τις σοι πεπνυμένος, όττι κεν είπη,
πείθεο μηδ’ έστω βίος άνδιχα. γίγνεο δ’ αυτώ
μειλιχίη, και μάλλον όταν τι έκήδος κάνη,
άνδρι γάρ άσχαλόωντιπαραίφασίς έστιν άκοιτς,
λεπε δέοι τα θύρηφι, τά και δύναται πονέσθαι"
σοί δ’ οίκωφελη μελέτω, μέγαρόν τε φυλάσσεν,
μηδέμιν έξερέεινε, τα μή θέμις έστι γυναίκας
-
τα ΤΑΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ. 103
ιδμεναι ειδ’ αυτός σ' εθέλει συμφράδμονα θέσθαι,
σύνθεομέν τάχα μύθω, αμείβεο δ’ όψε, συν αυτώ
φραζομένη, και μηδέν ύπίσχεο, μηδέκέλευε
σή βέζενιότητι τό γάρ τέλος έστιν αφαυρόν,
κουρίδιος πινυτή πόσις άρκιος, ουδέτ’ εκείνην
δεύτερος άθρήσει λεχέων έπι γυμνωθείσαν.
πρώτα μεν άφραίνοντος ανάσχεο, και γάρ ανάγκη,
πολλάκι που και νούσον ανάσχεο κηδομένη περ,
ίσχεο δ’ ένστέρνος τα σά κήδεα, μηδ’ αγόρευε
πάσιν όσα πρήσσει, μηδ’ έννέπε πάντα τοκεύαι.
μούνη δ’ άφραδέοντα πινυσσέμεν, αλλά κατ' ασαν.
και πινυτόν δεδάηκ’ ερεθιζέμεν άνεραλώβης
πολλάκι δ’ ήπιος άνδρα και άφρονα μύθος έθελξεν.
είδ’ όλοους έτάροισιν έφεσπόμενος κακός είη
μή σύμέν αντιβίην κείνου, τέκος, εις έριν έλθης,
άλλ’ εταίρους ότρυνε μετά σφίσι νεκεα βάλλειν.
βήίδη δ’ όδός ήδε διακρίναι φιλότητα
λευγαλέην, έτάρος δε φίλον άγαθοΐσι γενέσθαι
σή πινυτή, τις γάρ κενέκών φίλον άφρονα θετο;
και σύμενώς φίλον άνδρα και άτρεκέως αγάπαζε.
γνώτω δ’ αμφαδέην και σός πόσις, όττιγε τέκνα
ενθυμού φλέες, έπει ούτε γείτονος έτύχθη
οίος έχειν φιλότητα, και ήθεα πιστά δαήνα.
παρθενική σύ δ’ άκουε, τά σε χρήπάντα φυλάσσεν,
μήτε φιλομμειδής μάλα γίγνεο, μήτε κατηφής,
μήτ έσο πάμπανάεργος, άλς δίχε και πόνου έργον.
μήτε κακή δμώεσσι τεους έσο, μήτε μάλ' έσθλή
φαίνεο. βήίτεροι γαράει που πήμα φέρονται,
θάρσεϊ δειδότων μάλ επικρατέρυσιν άνακτος,
104 ΤΑ ΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ.
ώθνείων φιλότητας αναίνεο, πριν κεν απ’ άλλων
ειδείης ετυμως μελεδήματα και νόον αυτών,
μήτε γραύν ποτέ σούσι κακήν δεξαιο μελάθροις.
πολλών γρήες έπερσαν εύκτιτα δώματα φώτων.
μηδεμέν άκριτόμυθονεταρισσαίο γυναίκα,
κεδνά κακοί φθείρουσι γυναικών ήθεαμύθοι.
μή σύ ποτε χρυσώ περιμαίνεο, μήτ’ επιδερής
πορφυρέην ύάκινθον έχος, ή χλωρόν ασπιν.
ν
χρυσός του κόνς έστ, και άργυρος, οι δε και α
λάες έπι βηγμίνι πολυψηφίδι θαλάσσης, --
πολλοί δ’ έβόιφατα ποταμών παρά χείλεσιν αυ
είματα δ' ειναλέης ερυθαίνεται αματικόχλου
τους έπι φυσιόωσιν άλφρονες, αλλά σύ κόσμου,
παρθενε, τηύσιουμήδεύεο, μηδέ κατόπτρω
χειρι διακρίνουσα τεήν αυγάζερ μορφήν
μηδέκόμης περί αλλα πολυσχιδέας πλέκε σειράς,
μηδέ μέλαινε τεουσιν υπό βλεφάροισιν όπωπάς,
ούγάρ θηλυτέρας φύσις ώπασεν ήμιτέλεστον
μορφή, όφρα και άλλα περί χροϊτεχνήσαιντο.
πώς δ’ άν, κούρα, δύναιο δαήμονα φωτί φανήνα
θνητών εφημερίη κομιδή χρόα ποικίλλουσας
εξέτέρης έτέρηνσε, και άλλην άλλοτε λεύσσω,
φαινομένην πολλήσι μίαν μορφήσε γυναίκα,
ΕΚ ΤΩΝ ΛΙΝΟΥ

Π.

Φραζιο δή, σπουδήν έντυναμενος δι' ακουής


μύθων ημετέρων, ατραπόν περί παντός άληθή,
κήρας άπωσάμενος πολυπήμονας, αύτε βεβήλων
όχλον άϊστώσα, άτας περί πάντα πεδώσε
παντοίας, μορφών χαλεπών απατήματ’ έχουσα,
τις μεν από ψυχής ειργειν φυλακαϊσι νόοιο.
ουτος γάρ σε καθαρμός απ' αμπλακιών όσιώσει,
εκεν αληθεύη μισής όλοόν γένος αυτών,
ηδύν μεν πρώτιστ’ αισχρών δώτειραν απάντων,
η επιθυμία ήνιοχείμαργοισι χαλινούς,
ΙΙ.
-- ν --
άλπεσθαι
- α χρήπάντ, φέπει ουκ έστι ουδέν άελπτον,
φ
ίδια πάντα θεώ τελέσα, και ανήνυτον ουδέν
-
εSS-NS

Π Α Ν ΩΡΑΣ ΙΔΟΣ ΑΛΙΚΑ


Ν.ΑΣ.Σ.Ε. 2.Σ.

Ι. --
Σ". - ν - ν. - 3 - η - -- - - - - ο
αν Σ» οάγειδή και πίν
-εν άρετή νυ τις έστι και αυ
ός κ ανδρών πολύ πλείστον έν ειλαπίνημέθυπί
εϋ και επισταμένως, άμα τ’ άλλον φώτα κελεύη
ϊσόν θ'ός τ’ ένδαιτι και εν πολέμω θρός ανήρ
ύσμίνας διέπων ταλαπενθέας, ένθατε παύροι
θαρσαλέοι τελέθουσι, μένουσιτεθούρον Αρηας
τού κεν έγώ θεϊμην ίσον κλέος, ός τ’ ένα δαιτι
τέρπητα παρεών, άμα τ’ άλλον λαόν ανώγη.
ούγάριμοι ζώεινιγε δοκεί βροτός, ήέβιώνα
άνθρώποιο βίον ταλασίφρονος, ός τις απ' οίνου
θυμόν έρητύσας, πίνει ποτόν άλλο νεόφρων.
οίνος γαρ πυρί ίσον επιχθονίοισιν όνειας,
έσθλόν, άλεξίκακον, πάσης συνοπηδόν άριδής.
έν μεν γαρ θαλης ιερόν μέρος, άγλαΐης τε,
έν δέχοροτυπίης, ένδ’ μερτής φιλότητος,
τώ σε χρή παρά δαιτι διοιγμένον εύφρον, θυμώ
πίνει, μηδε βορής κεκορημένον, ήίτε γύπα,
ήσθαι πλημμύροντα, λελησμένον ευφροσυνίων,
Π Α Ν Τ Α Σ Ι Δ ο Σ. 107

ΙΙ.
οίνος δε θνητοσι θεών παραδώρον άριστον,
άγλαός, ώπάσαι μεν εφαρμόζουσιν αοιδα,
πάντες δ' δρχηθμοί, πάσα δ’έρατα φιλότητες,
πάσας δ“έκ κραδιης ανδρών αλαπάζει ανίας
πινόμενος κατά μέτρων υπέρ μέτρον δέχερείων,
Π.
Tού κεράσας κρητήρα μέγαν χρυσοίο φαεινόν,
σκύπφους ανύμενος θαμέας ποτόν ήδύν έπινε

ΡΙΑΝΟΥ
Η άρα δήμαλα παντες αμαρτίνοοιπελόμεσθα
άνθρωποι, φέρομεν δε θεών ετερόρροπα δώρα
αφραδεί κραδιη, βιότοιο μένός κ' επιδευής
στρωφάται, μακάρεσσι έπι ψόγονανόν άπτει,
άχνύμενος σφετέρην δ’ αρετήν και θυμόνατίζει,
ουδέτι θαρσαλέος νοέεν έπος, ουδέτι βέξα,
έρβιγώς, όταν άνδρες έχεκτέανοι παρέωση
και οι θυμόν έδoυσι κατηφείη και όϊζύς.
ός δέ κεν εΰοχθήσι, θεός δ’ έπι όλβον όπάζη
και πολυκορανίην, επιλήθεται ούνεκα γαϊαν
ποσσίν έπιστείβει, θνητοί δε οι εισιτοκής,
άλλ’ ύπεροπλίη και άμαρτωλήσι νόοιο
108 Ρ ΙΑ Ν Ο Υ ν.13

ίσα Δί βρομέει, κεφαλήν δ’ υπέρ αυχένας ισχει,


και περεών όλίγος" μνάται δ’ εύπηχυν Αθήνην
ήέτιν άτραπετόν τεκμαίρεται Ούλυμπόνδε,
ώς κε μετ’ αθανάτος έναρίθμος ελαπινάζη.
ή δ’ Aτη άπαλοϊσι μετατρωχώσαπόδεσσιν
άκρης έν κεφαλήσιν ανώιστος και άφαντος,
άλλοτε μεν γραησι νεωτέρη, άλλοτε δ' αύτε
όπλοτέρησε γρήυς έφίσταται άμπλακίησε,
Zην θεών κρείοντι, Δικητ' επίηρα φέρουσα,
ΕΥΗΝΟΥ ΠΑΡΙΟΥ.

Τ.

Πολλοίς αντιλέγειν μένεθος περί παντός όμοίως,


δρθώς δ' αντιλέγειν, ουκέτι τούτ' έν έθει,
και προς μεν τούτους αρκεί λόγος είς δ παλαιός
, Σοϊμέν ταύτα δοκούντ' έστιν, έμοί δέ τάδε. *
ΙΙ.

Τους ξυνετούς δ“άν τις πείσειε τάχιστα λέγων εί,


ούπερ και βάστης εισί διδασκαλίας,
ΙΙΙ.

πος σοφία μέν έχειν τόλμαν, μάλα σύμφoρόν έστι,


χωρίς δε, βλαβερή, και κακότητα φέρει,
ΤΥ,

Πολλάκις ανθρώπων δργή νόον έξεκάλυψε


κρυπτόμενον, μανίας πουλύ χερειότερον,
Υ, η

Φημι πολυχρονίην μελέτην έμενα, φίλες κα δή


ταύτην ανθρώποισι τελευτωσαν φύσιν είναι
ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ.

1.
gr -- ν - φ Σ
Ωμοσεν, αλλά λέγουσιν άληθέα, τούς έν έρωτα
όρκους μήδύνειν ούατ' ες αθανάτων,
Π.

Και γαρ εγώ τα μεν όσσα καρήατιτήμος έδωκα,


Ξάνθε, σύνευόδμος άβρά λίπη στεφάνος,
άπνοαΣνπάντ’ εγένοντο
ν παραχρήμ’
Σ» ο Ο η όσσαΦιντ' όδόντων
ένδοθι, νεαϊραντ’
- αν - ο φ η Ον -- εις
29 αχάριστον
αν έδυ,
2) Ο κ.
και τών ουδέν έμεινενές αύριον, όσσα δ’ άκουαΐς
εισεθέμην, έτοιμοι μούνα πάρεστο τάδε
ΙΙΙ,

Aιεί τους μικκος μίκκα δίδούσι θεοί,


Ε Ρ ΑΤΟΣ Θ Ε Ν Ο ΥΣ Κ Υ Ρ Η.

Ο - 3. --
Οινός τοι πυρί ισον έχει μένος, είτ’ άνες άνδρα
3 - Ανέλθη,
2, η κυμαίνει
ν η δι,ν οΐα Λίβυσσανάλα
- ν ν-
Βορράς ήε Νότος, τα δε και κεκρυμμένα φαίνει
βυσσόθεν, έκ δ’ ανδρών πάντ’ έτίναξε νόον.

ΜΕΝΕΚΡΑΤΟΤΣ ΣΑΜΙΟΥ:

Ι.
Αν αν - Σ) 9 -
επανμέν απή, πάς εύχεται
Αν ήν-- δέποτέλθη,
μέμφεται, έστι δ’ άει κρείσσον οφειλόμενον,
ΙΙ.

Eί τις γηράσας ζήν εύχεται, άξιός εστι


γηράσκειν πολλάς εις ετέων δεκάδας,
Πριν τις βιότοιο τάμητρίβον, εν αγορή μεν
νεκεα και χαλεπα πρήξιες ενδεδόμος
φροντίδες ένδ’ αγρούς καμάτωνάλις, ενδέθαλάσση
τάρβος, έπι ξεΐνης δ', ήνμέν έχης τι, δέος,
ήν δ’ απορής, ανηρόν, έχεις γάμον, ούκ αμέριμνος
έσσεα, ούγαμέεις ζήση ερημότερος,
τέκνα, πόνοι πήρωσις, άπας βίος, αι νεότητες
άφρονες, απολαι δ’ έμπαλιν αδρανές.
ήν άρα τοϊνδεδυον ενός αίρεσις, ή τό γενεσθαι
μηδέποτ, ή τό θανείν αύτικα τικτόμενον,

ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΥ,
Ε Κ Τ Ο Υ Ε Ν Α Ν ΤΙΟ Υ

Παντούν βιότοιο τάμος τρίβον, εν αγορή μεν


κύδια και πινυται πρήξιες· ένδεδόμος
άμπαυμ’ ένδ’ άγρους Φύσιος χάρις· ένδε θαλάσση
κέρδος, έπι ξεΐνης, ήνμέν έχης τι, κλέος"
ν. 3 - 113

ήν δ’ απορής, μόνος οίδας, έχεις γάμον, ο κος


αριστος
έσσεται, ούγαμεεις, ζής έτ ελαφρότερον,
τέκνα,ανπόθοςν άφροντες άπατς
\ ΟΣ) - βίος, αι
-- νεότητες
ν
ρωμαλέα πολια δ’ έμπαλιν ευσεβέες
ουκ άρα τών δισσών ενός αίρεσις, ή το γενέσθαι
μηδέποτ, ή το θανεν πάντα γαρ έσθλάβιου,
ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
Υ Μ Μ Ο Σ Ε Ι Σ ΔΙΑ,

Κύδισε αθανάτων πολυώνυμε, παγκρατες αίει


Ζεύ, φύσεως άρχηγέ, νόμου μέτα πάντα κυβερνών,
χαίρε" σε γαρ πάντεσσι θέμίς θνητούσε προσαυδάν.
έκ σού γαρ γένος έσμέν, έής μίμημα λαχόντες
μoύνον, όσα ζώει τε και έρπειθνήτ’ επί γαϊαν
τώ σε καθυμνήσω, και σόν κράτος αέναείσω.
σοί δή πώς όδε κόσμος ελισσόμενος περί γαϊαν
πείθεται, ή κενάγης, και έκών υπόσείο κρατείται.
τοιον έχεις υποεργόν άνικήτος ένι χερσιν
άμφήκη, πυρόεντα, άεζώοντα κεραυνόν.
τού γαρ υπό πληγής φύσεως πάντ έβγασιν,
ώ σύ κατευθύνεις κοινόν λόγον, ός διά πάντων
φοιτά, μιγνύμενος μεγάλους μικρούς τε φάεσσιν.
άς τόσσος γεγαώς ύπατος βασιλεύς διά παντός --

ουδέ τι γίγνεται έργον επιχθονι σού διχα, δαίμον,


ούτε κατ’ αιθέριον θείον πόλον, ούτ' ένα πόντο,
πλήν όπόσα βέζουσι κακοί σφετέρησιν ανοίας,
αλλά σύ και τα περισσα επίστασαι άρτια θεϊναι,
ν

αλλαγό Σ Ε Ι Σ ΔΙΑ, 115

και κοσμείς τα άκοσμα, και ούφλα σοί φίλα έστιν,


ώδειγάρεις έν άπαντα συνήρμοκας έσθλα κακούσιν,
ώσθ’ ένα γίγνεσθαι πάντων λόγον αέν έόντα,
όν φεύγοντες εώσιν, όσοι θνητών κακοί εισι,
δύσμοροι, ούτ’ αγαθών μέν αεικτήσνποθέοντες,
ούτ' έσορώσι θεού κοινόν νόμον, ούτε κλύουσιν,
ώκεν πειθόμενοι συννώ βιονέσθλόν έχομεν.
αυτοί δ’ αϋ όρμώσιν άνευ καλού άλλος έπ’ άλλα,
οι μεν υπέρ δόξης σπουδήν δύσέριστον έχοντες,
οι δ’ έπι κερδοσύνας τετραμμένοι οϋδεν κόσμω,
άλλοι δ' εις άνεσης και σώματος ήδέα έργα,
σπεύδοντες μάλα πάμπαν εναντία τώνδε γενέσθαι.
άλλα Ζεύ πάνδωρε, κελαϊνεφές, αρχικέραυνε,
ανθρώπους βυοιο άπειροσύνης από λυγρής,
ήν σύ, πάτερ, σκέδασον ψυχής άπο, δός δε κυρήσαι
γνώμης, ή πίσυνος σύ δίκης μέτα πάντα κυβερνάς,
όφράν τιμηθέντες αμειβώμεσθά σε τιμή -
ύμνούντες τα σά έργα διηνεκές, ώς επέουκε
θνητώνεόντ', έπει ούτε βροτούς γέρας άλλο τι μείζον,
ούτε θεούς, ή κοινόν άει νόμον εν δίκη υμνεϊν.
και γύψψψψψψψψψψψ2

HΣτο Λ Ο Υ
ΕΡΓΑ ΚΑΙ Η ΜΕΡΑ Π.

άρα μούνoν έήν ερίδων γένος, άλλ’ επί γαϊαν


εισε δύω τήνμέν κεν έπαινήσειε νοήσας"
ή δ’ επιμωμητής διά δ’ άνδιχα θυμόν έχουσιν.
ή μεν γαρ πόλεμόντε κακόν και δήριν όφελλει,
σχετλίη ούτς τήνγε φλεί βροτός, αλλ' υπ' ανάγκης
αθανάτων βουλήσιν έριν τιμώσ. βαρείαν. ι
τήν δ’ ετέρην προτέρηνμέν έγείνατο Nύξέρεβεννή,
θήκε δέμιν Κρονίδης ύψίζυγος, αιθέριναίων,
γαίης ένβίζησε και ανδριάσι, πολλών αμείνω"
ή τε και απάλαμόν περ όμως έπι έργον έγείρει.
εις έτερον γάρ τις τε ιδών έργοίο χατίζων
πλούσιον, ός σπεύδει μεν άρόμεναι ήδέ φυτεύειν,
ο κόντ’ εϋ θέσθαι, ζηλοϊδέτε γείτονα γείτων,
εις άφενον σπεύδοντ’ άγαθή δ’ έρς ήδs βροτούσε,
και κεραμε, κεραμεύς κοτέει, και τέκτονιτέκτων,
και πτωχός πτωχώφθονέει, και αοιδός αοιδώ.
"Ω Πέρση, σύ δε ταύτατεώ ένκάτθεο θυμώ,
μηδέ σ' έρις κακόχαρτος άπ' έργον θυμόν έρύκοι
νοίκι όπιπτεύοντ, αγορής έπακουόν ιόντα,
φ,20 HΣτο 4ο η 117

ώρη γάρ τ’ όλίγη πέλεται νεκέων τ’ αγορέων το


ώ τινι μήβίος ένδον επηετανός κατάκειται
ώραίος, τόνγαία φέρει, Δημήτερος ακτήν,
τού κεκορεσσάμενος νείκεια και δήριν όφελλοίς
κτήμασ' επ’ άλλοτριος, σοί δ’ ουκ έτι δεύτερον
έσται
ώδ’έρδειν· άλλ’ αύθι διακρινώμεθα νείκος
ιθείησε δίκας, αίτ’ εκ Διός εισιν άριστα.
ήδη μεν γαρ κλήρον έδασσάμεθ, αλλά τα πολλά
άρπάζων έφόρες, μέγα κυδαίνων βασιλήας
δωροφάγους, οι τήνδε δίκην εθέλουσι δικάσσας
νήπιοι, ουδείσασιν, όσω πλέον ήμισυ παντός,
ούδ’ όσον ένμαλάχή τε και ασφοδέλω μέγ' όνειαρ.
κρύψαντες γαρ έχουσι θεοι βίον ανθρώποισ.
βηϊδίως γαρ κεν και επ' ήματι εργάσαιο,
ώστε σε κ' εις ενιαυτόν έχειν, και άεργόνεόντα,
αψάκε πηδάλιον μένύπερ καπνού καταθείο,
έργα βοών δ’ απόλοιτο και ήμιόνων ταλαεργών,
αλλά Ζεύς έκρυψε χολωσάμενος φρεσιν ήσιν,
ότι αν εξαπάτησε Προμηθεύς άγκυλομήτης,
τούνεκ άρ ανθρώπουσιν έμήσατο κήδεα λυγρά,
κρύψε δε πύρ, το μεν αύθις ευς πάις Ιαπετοιο
έκλεψ’ άνθρώποισι Διός παραμητιόεντος
έν κοίλω νάρθηκι, λαθών Διαιτερπικέραυνον.
τόν δέχολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς"
*Ιαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα ειδώς,
χαίρεις πύρ κλέψας, και εμάς φρένας ήπεροπείσας
σοί τ' αυτό μέγαπημα και άνδρασινίσσομένοα
τοις δ’ εγώ αντιπυρός δώσω κακών, ώκεν απαντά
118 ΗΣ ΤΟ ΔΟΥ, - ν.48

τέρπωνται κατά θυμόν, εύν κακόν αμφαγαπώντες.


"Ως έφατι, έκ δ’ έγέλασσε πατήρ ανδρών το
Α. - θεών τε"
"Ήφαιστον δ’ έκέλευσε περικλυτών ότι τάχιστα
γαϊαν ύδει φύρεν, ένδ’ ανθρώπουθέμεν αύδήν,
και σθένος, αθανάτας δε θεας εις ώπα έσκειν
παρθενικής καλόν είδος έπήρατον αυταρ Αθήνην
έργα διδασκόμενα, πολυδαίδαλον στον ύφαίνεν
και χάριν άμφιχέα κεφαλή χρυσήν Αφροδίτην,
και πόθον αργαλέον, και γυιοβόρους μελεδώνας"
ένδεθώμεν κύνεόντε νόον και επίκλοπονήθος
Ερμείηνήνωγε διάκτορον Aργειφόντην
“Ως έφαθ’ οι δ’ επίθοντο Δι, Κρονίων,
αύτικα δ’ έκιγαίης πλάσσε κλυτος Αμφιγυήεις
παρθένω αιδοιηκελον, Κρονίδεω διαβουλάς,
ζώσε δε και κόσμησε θεά γλαυκώπις Αθήνη,
αμφιδέ οι Χάριτές τεθεα, και πότνια Πειθώ
όρμους χρυσείους έθεσαν χροί αμφιδέ τήν γε
Ωραι καλλικομοι στέφον άνθεσιν εαρινούσι,
ενδ’ άρα οι στήθεσσι διάκτορος Αργειφόντης
ψεύθεά θ’, αμυλίους τε λόγους, και επικλοπον
- ήθος
τεύξε, Διός βουλήσι βαρυκτύπου, ένδ’ άρα φωνή»
θήκε θεών κήρυξ, όνόμηνε δε τήνδε γυναίκα
Πανδώρην, ότι πάντες Ολύμπια δώματ’ έχοντες
δώρον έδώρησαν, πήμ’ άνδράσιν άλφηστήσιν.
αυταρ έπει δόλον απύν αμήχανον εξετέλεσσεν,
εις Επιμηθέα πέμπε πατήρ κλυτόν Αργεφόντην
φ,74 EΣτο Δο η 419

δώρον άγονταθεών, ταχύν άγγελον ουδ“Επιμηθεύς


έφράσαθ’ώς οι έειπε Προμηθεύς, μήποτε δώρον
δεξασθαι παρ Ζηνός Ολυμπίου, αλλ' αποπέμπεν
εξοπίσω, μή που το κακόν θνητοίσι γένοιτο,
αυταρ δ δεξάμενος, ότε δή κακόν είχ, ένόησε.
πριν μεν γαρ ζώεσκον επιχθονι φύλ’ ανθρώπων
νόσφινάτερθε κακών, και άτερχαλεποίο πόνοιο,
νούσων τ’ άργαλέων, αίτ’ άνθράσι κήρας έδωκαν,
άλλα γυνή χειρεσσι πίθου μέγα πώμ' αφελούσα
έσκέδασ' · άνθρώποισι δ’ έμήσατο κήδεα λυγρά,
μούνη δ’ αυτόθι Έλπις ενάρρήκτοσι δόμοισιν
ένδον έμεινε πίθου υπό χείλεσεν, ουδέ θύραζε
εξέπτη, πρόσθεν γαρ επέμβαλε πώμα πίθοιο.
άλλα δε μυρια λυγρά κατ' ανθρώπους άλάλητα.
πλειημέν γάργανα κακών, πλείη δε θάλασσα"
νούσοι δ’ άνθρώποισνέφ’ ήμέρη ήδ’ έπι νυκτί ,
αυτόματοι φοιτώσι, κακά θνητοσι φέρουσας
σιγή, έπει φωνήν εξειλετομητιέτα Ζεύς,
ούτως ούτι που έστι Διός νόον έξαλέασθαι.
ειδ’ εθέλεις, έτερόν του εγώ λόγoν έκκορυφώσω
εϋ και επισταμένως σύ δ’ ένα φρεσιβάλλεοσήσιν.
της ομόθεν γεγάασε θεοί θνητοί τ’ άνθρωποι,
χρύσεον μεν πρώτιστα γένος μερόπων ανθρώπων
άθάνατοι ποίησαν Ολύμπια δώματ’ έχοντες,
οι μεν έπι Κρόνου ήσαν, ότ’ ουρανώ εμβασίλευε».
ώς δε θεοί ζώεσκονάκηδέα θυμόν έχοντες,
νόσφινάτερθε πόνων και δίζύος, ουδέτι δειλών
γήρας έπήν αείδε πόδας και χείρας όμοιοι
τέρποντ ενθαλησικακών έντοσθεν άπάντων,
420 ΕΤΣΙΟΔΟΥ.

θνήσκονδ’ ώς ύπνω δεδμημένοι έσθλα δε πάντα


το σινέην καρπόν δ’ έφερε ζείδωρος άρουρα
αυτομάτη πολλόντε και άφθονον οι δ’ εθελημος
ήσυχοι έργα νέμοντο σύνέσθλούσιν πολέεσσιν.
αυταρ επειδή τούτο γένος κατά γαία κάλυψεν,
οι μέν δαίμονες άγνοί επιχθόνιοι καλέοντα,
έσθλοι, αλεξίκακοι, φύλακες θνητών ανθρώπων,
πλουτοδόται και τούτο γέρας βασιλήίον έσχον.
Δεύτερον αύτε γένος πολύ χειρότερον μετά
πισθεν

άργύρεον ποίησαν Ολύμπια δώματ’ έχοντες,


χρυσέω ούτε φυήν έναλέγκιον, ούτε νόημα,
άλλ’ εκατόνμέν πας έτεα παρά μητέρι κεδνή
έτρέφετ’ άτάλλων μέγα νήπιος ώ, εν οίκω.
άλλ’ όταν ήβήσεις, και ήβης μέτρον κοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον επί χρόνον, άλγει έχοντες
άφραδίας, ύβριν γαρ ατάσθαλον ούκ έδύναντο
άλλήλων απέχειν, ουδ’ αθανάτους θεραπεύειν --
ήθελον, ούδ’έρδειν μακάρων ιερος έπι βωμούς,
ήθεμις ανθρώποίσι κατ’ ήθεα τους μέν έπειτα
Ζεύς Κρονίδης έκρυψε, χολούμενος ούνεκα τεμάς
ούκ εδίδουν μακάρεσσι θεούς οι Όλυμπον έχουσιν
αυταρ έπει και τούτο γένος κατά γαία κάλυψε,
τοι μέν επιχθόνιοι μάκαρες θνητοί καλέοντα
δεύτεροι, αλλ' έμπης τιμή και το σιν όπηδεί.
Ζεύς δε πατήρ τρίτον άλλο γένος μερόπων
ανθρώπων
χάλκεον ποίησ’, ούκ άργυρώ ουδέν όμοιον,
εκ μελών, δεινόν τε και όβριμον οίσιν Αρηος
τ,130 ΕΙΣΙΟΔΟ Τ. 121

έργ' έμελε στονόεντα, και ύβριες· ουδέτι στον


ήσθιον, αλλ' αδάμαντος έχον κρατερόφρονα θυμόν
άπλατοι "μεγάλη δέβη και χειρες άαπτοι
εξώμων επέφυκονέπι στιβαρούσι μέλεσσιν. -
τους δ’ ήν χάλκεαμέντεϋχεα, χάλκεον δέτε οίκοι,
χαικώ δ’ εργάζοντος μέλας δ’ ουκ έσκε σίδηρος
και το μεν χειρεσσιν υπό σφετέρηση δαμέντες
βήσανές εύρώενταδόμον κρυερού Αίδαο,
νώνυμνοι θάνατος δε και έκπάγλους περεόντας
εϊλεμέλας, λαμπρόν δ’έλιπον φάος ήελίοιο.
Αυταρ έπει και τούτο γένος κατά γαία
κάλυψεν,
αύθις έτ’ άλλο τέταρτον επιχθονι πουλυβοτερη
Ζεύς Κρονίδης ποίησε δικαιότερον και άρειον,
άνδρών ήρώων θείον γένος, οι καλέοντα
ήμίθεοι, προτέρηγενεή, κατ’ άπειρονα γαϊαν.
και τους μέν πόλεμός τε κακός και φύλοπις ανή,
τους μεν έφ’ επταπύλω Θήβη, Καδμη διγαίη, -
ώλεσε μαρναμένους μήλων ένεκ Θιδιπόδαο,
τους δε και έννήεσσιν υπέρμέγαλαϊτμα θαλάσσης
ές Τροίην άγαγών, Ελένης ένεκ ήϋκόμοιος
ένθ’ ήτοι τούς μέν θανάτου τέλος αμφεκάλυψε,
τους δε δίχ ανθρώπων βιοτον και ήθε, όπάσσας
Ζεύς Κρονίδης κατένασσε πατήρ ες πειραταιγαίης"
και το μέν ναίουσινάκηδέα θυμόν έχοντες
έν μακάρων νήσοισι, παρ' Ωκεανόν βαθυδίνην,
ύλβιοι ήρωες τουσιμεληδέα καρπόν
τρες έτειος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα,
Σ

Mηκέτι έπειτ’ ώφειλον εγώ πέμπτο σε μετε"


122 τα

άνδρασιν, αλλ' ή πρόσθε θανείν, ή έπειτα γενέσθαι


νυν γαρδή γένος έστι σιδήρεον ουδέποτ’ ήμαρ
παύσονται καμάτου και δίζύος, ουδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι χαλεπάς δε θεοί δώσουσι μέριμνας,
άλλ’ έμπης και τούσι μεμίξεται έσθλα κακούσιν,
Ζεύς δ’ όλέσει και τούτο γένος μερόπων ανθρώπων
εύτ’ άν γενόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
ούδε πατήρ πάϊδεσσιν όμοιος, ουδέ τι παίδες
ούδέξείνος ξενοδόκω, και εταίρος εταίρων
ούδέκασίγνητος φίλος έσσεται, ώς τό πάρος περ,
αίψα δε γηράσκοντας ατιμήσουσι τοκήας"
μέμψονται δ’ άρα τους χαλεπούς βάζοντ’ επέεσαι,
σχέτλιοι, ουδέθεώνεόπιν ειδότες, ουδέ κενοιγε
γηράντεσσι τοκεύσιν από θρεπτήριαδοίεν,
χειροδίκαι, έτερος δ’ ετέρου πόλιν έξαλαπάξει.
ουδέτις ευόρκουχάρις έσσεται, ούτε δικαίου,
ούτ’ άγαθούν μάλλον δε κακών ξεκτήρα, και ύβρι
ανέρα τιμήσουσιν δίκη δεν χερσι, και αιδώς
ούκ έσται - βλάψει δ' δ κακός τόν άρεϊονα φώτα,
μύθοισι σκολιους ενέπων, έπι δ’ όρκονόμείται
ζήλος δ’ άνθρώποισιν δίζυρούσιν άπασιν
δυσκέλαδος κακόχαρτος όμαρτήσει στυγερώπης,
και τότε δή πρός Όλυμπον απόχθονός εύρυοδεία
λευκούσιν φαρέεσαι καλυψαμένω χρόα καλόν,
άθανάτων μετά φύλον την, προλιπόντ' ανθρώπου
Αιδώς και Νέμεσις, τα δε λείψεται άλγεα λυγρά
θνητούς ανθρώπουσι· κακού δ’ ούκ έσσεται άλκή
Nύν δ’ αίνον βασιλεύσ’ ερέωφρονέρυσι κι
αυτούς. -
1.186
- 123
ώδ’ τρηξπροσέειπεν αηδόνα ποικιλόγηρυν, ι

ύψε μάλ' εννεφέεσσι φέρων ονύχεσαι μεμαρπώς


ή δ’ έλεόν, γναμπτοσι πεπαρμένη αμφι όνύχεσσι,
μύρετο" την δ’ όν επικρατέως πρός μύθον έμπε,
καιμονή, τι λέληκας, έχει νύ σε πολλά, εί

-- - άρειων,
τήδ“είς, ή σ' άν εγώ περάνω, και αοιδόνεούσαν,
δείπνον δ', α' κ' εθέλω ποιήσομαι, ήέμεθήσω.
"Σας έφατ’ώκυπέτης ήρης ταυσίπτερος όρνις.
άφρων δι, ός κι εθεληπρός κρείσσονας αντιφερίζεινε
νίκης τε στέρεται, πρός τι αίσχεσιν άλγεα πάσχει.
ώ Πέρση, σύ δ’ άκουε δίκης, μηδ’ ύβριν όφελλε,
ύβρις γάρ τε κακή δειλώβροτώς ουδε μέν έσθλός
ζηδίως φερέμεν δύναται, βαρύθει δε θ' ύσε αυτής,
εγκύρσας άτησιν, οδός δέτερηφι παρελθείν -
κρείσσωνες τα δίκαια δίκη δ’ υπέρ ύβριος έχει, και
νές τέλος εξελθούσας παθών δε τα νήπιος έγνω.
αύτίκα γαρ τρέχει"Ορκος άμα σκολήσι δίκησιν.
τής δε Δικης βόθος ελκομένης ή και άνδρες άγωσε
δωροφάγοι, σκολιας δε δικας κρίνωσε θέμίστας,
ή δ’ έπεται κλαίουσα πόλντε και ήθεα λαών,
ήίρα εσσαμένη, κακόν άνθρώποισι φέρουσα,
ούτε μεν εξελάσωση και ουκ θείαν ένειμαν
οι δε δικας ξείνοισι και ενδημοισι δίδούσιν
ήθειας, και μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου,
τοΐσι τέθηλε πόλις, λαοί δ' άνθεύσιν έναύτή,
ειρήνη δ’ αναγήν κουροτρόφος ουδέποτ' αυτούς
αργαλέον πόλεμον τεκμαίρεται εύρύοπα Ζεύς, -
ουδέποτ' ιθυδίκασε μετ' ανδρασε λιμός όπηδε,
124

ούδ’άτη θαλης δε μεμηλότα έργα νέμονται.


τούσι φέρει μεν γαία πολύν βίον ούρεσι δε δρυς
άκρη
-- μέντεΣ»φέρει
- βαλάνους,
- μέσση δε
ν μελίσσας,
ειροπόκοι δ’ όλες μαλλους καταβεβρίθασι,
τίκτουσιν δε γυναίκες έρικότα τέκνα γονεύσιν
θάλλουσιν δ’ αγαθοΐσι διαμπερές ουδ' επί νηών
νείσσονται, καρπόν δε φέρει ζείδωρος άρουρα,
οις δ’ ύβρις τεμέμηλε κακή και σχετλια έργα,
τρισδε δίκην Κρονίδης τεκμαίρεται εύρυοπα Ζεις.
πολλάκι και ξύμπασα πόλις κακού ανδρός απηύρα
όστις άλιτραίνει, και ατάσθαλαμηχανάατα.
τούσιν δ’ ουρανόθεν μέγ' έπήλασε πήμα Κρονίων,
λιμόν όμού και λοιμόν αποφθινύθουσι δε λαοί,
ούδε γυναίκες τίκτουσιν μινύθουσι δε οίκοι,
Ζηνός φραδμοσύνησιν Ολυμπίου, άλλοτε δ’ αυτ
ή τών γε στρατόν ευρύν απώλεσεν, ή όγε τείχος,
ή νέας έν πόντω Κρονίδης αποτίνυται αυτών,
32 βασιλείς, εμείς δε καταφράζεσθε και αυτό
τήνδε δίκην έγγύς γάρ έν ανθρώπουσιν έόντες
άθάνατοι λεύσσουσιν, όσοι σκολιήσι δίκησιν
άλλήλους τρίβουσι, θεών όπιν ούκ άλέγοντες,
τρις γαρμυρίοι εισίν επιχθονι πουλυβοτερη
άθάνατοι Ζηνός, φύλακες θνητών ανθρώπων,
οι βαφυλάσσουσίντε δικας και σχετλια έργα,
ήέρα έσσόμενοι, πάντη φοιτώντες έπ’ αϊαν,
ή δέτε παρθένος έστι Δίκη, Διός έκγεγανία,
κυδρή τ’ αιδοίητε θεούς οι "Ολυμπον έχουσιν
και β' όπόταν τις μιν βλάπτη σκολιώς όνοτάζων,
αντικαπαρ Δεί πατρί καθεζομένη Κρονίων,
-4-3 ΕΤΣΙ Ο Λ Ο Υ. 125

ηρύετ' ανθρώπων άδικον νόον, όφρ’ αποτιση


ήμος ατασθαλίας βασιλέων, οι λυγρά νοεύντες
λλη παρκλίνουσι δικας, σκολιώς ενέποντες,
αύτα φυλασσόμενοι, βασιλής, ιθύνετε μύθους,
ωροφάγοι, σκολιών δεδικών επί πάγγυλάθεσθε,
δι αυτό κακά τεύχεί ανήρ άλλω κακά τεύχων,
ή δε κακή βουλή τώβουλεύσαντι κακίστη.
το Πέρση, σύ δε ταύτα μετά φρεσιβάλλες
σήσι,
αι νυδίκης έπώκουε, βίης δ’ επιλήθεοπάμπαν,
όνδεγαρ ανθρώποίσε νόμον διέταξε Κρονίων,
χθύσι μέν και θηρσι και οιωνούς πετεηνούς,
ισθεν αλλήλους, έπει ούδίκη έστιν έπ’ αυτούς,
ανθρώπουσι δ’ έδωκε δίκην, ή πολλών άριστη
ίγνεται, ει γάρ τις κ' εθέλητα δικαι αγορεύειν
γιγνώσκων, τώ μέντ όλβονδίδού ευρυοπα Ζεύς,
ις δέκε μαρτυρίησιν έκών επίορκον ομόσσας
ψεύσεται, ένδε δίκην βλάψας, νήκεστον άάσθη,
τούδε τ’ άμαυροτέρηγενεή μετόπισθελέλειπται
ανδρός δ’ ευόρκου γενεή μετόπισθεν αμείνων,
το δ’ εγώ έσθλάνοέων ερέω, μέγα νήπιε Πέρση,
τήν μέντου κακότητα και λαδόν έστιν ελέσθαι
ρηδίως, λεημέν δδός, μάλα δ’ εγγύθι ναίει.
ής δ’ αρετής ιδρώτα θεοί προπάροθενέθηκαν
θάνατοι μακρός δε και όρθιος ομος επ' αυτήν,
αι τρηχύς τό πρώτον, έπήν δ' εις άκρονίκηαι,
η διη δή"πειτα πέλει, χαλεπή περεούσαι
ύτος μέν πανάριστος, ός αυτός πάντα νοήσει"
εθλός δ’ αϋκάκείνος, ός εύειπόντι πέθητας,
126 Η ΣΙΟΔΟΥ. - τα
ός δέκα μήι αυτός νοέη, μήτ’ άλλου άκουων
έν θυμώ βάλλητα, όδ' αύτ’ άχρήίος
άλλα σύγ’ ημετέρης μεμνημένος αέν έφετμής
εργάζευ, Πέρση, Δίου γένος, όφρα σε λιμός
εχθαίρη, φιλέη δε εύστέφανος Δημήτηρ
αιδοίη, βιότου δέτεήν πίμπλήσι καλήν.
λιμός γάρ του πάμπανάεργώ σύμφορος άνδρι,
τώ δε θεοι νεμεσώσι και ανέρες, ός κεν άεργός
ζώη, κηφήνεσσικοθούρος είκελος δργήν,
οι τεμελισσάων κάματον τρέχουσιν άεργοι
έσθοντες σοί δ’ έργα φίλ” έστω μέτρια κοσμεί,
ώς κε του ωραίου βιότου πλήθωση καλίας
εξέργων δ’ άνδρες πολύμηλοί τ’ άφνειοι τεν
και τ' έβγαζόμενος, πολύ φίλτερος αθανάτοισιν
έσσεαι ήδέ βροτούς, μάλα γαρ στυγέρυσιν άεργούς,
έργον δ' ουδέν όνειδος, άεργίηδέ τ' όνειδος.
ει δέκεν εργάζη, τάχα σε ζηλώσει άεργός
πλουτεύντας πλούτω δ’ αρετή και κύδος όπηδεί
δαιμονιδ’ οιος έήσθαι τό εργάζεσθαι άμενον,
εϊ κενάπ’ άλλοτριών κτεάνων αεσίφρονα θυμόν
εις έργον τρέψας, μελετάς βίου, ώς σε κελεύω.
αιδώς του προς ανολβην, θάρσος δέπρός όλβιν.
χρήματα δ’ ουχάρπακτάς θεόσδοτα πολλών αμείνω
ειγάρ τις και χερσιβημέγαν όλβονέλητα,
ή όχι από γλωσσης λήίσσεται, (οιάτε πολλά
γίγνεται, εύτ’ άνδή κέρδος νόον εξαπατήση
ανθρώπων, αιδώ δέτ’ αναδείη κατοπάζη)
βεία τεμεν μαυρούσι θεοί, μινύθουσι δέ οίκοι
ανέρι των παύρον δέτ επί χρόνον όβος όπηδεί
127

Ίσον δ' ός θ’ ικέτην, ός τε ξείνον κακών


- έρξει
τεκασίγνήτοιο εού άνα δέμνια βαίνει,
ρυπταδιης ευνής αλόχου, παρακαΐρια βέζων,
ς τετευάφραδιης αλιταίνεται ορφανά τέκνα,
ς τεγονήα γέροντα κακώ έπι γήραος ούδώ
νεκεύη χαλεπούσι καθαπτόμενος επέεσσιν.
ώ δήτοι Ζεύς αυτός άγαίεται,ές δε τελευτήν
γων άντ’ αδίκων χαλεπήν επέθηκεν αμοιβήν.
λά σύ τών μεν πάμπανέεργ' άεσίφρονα θυμόν
αδδύναμιν δ’έρδεινιέρ αθανάτοσι θεούσιν
γνώς και καθαρώς, επιδ’ αχλαάμηρία καιειν
λλοτε δή σπονδής θυέεσαι τελάσκεσθαι,
μεν ότι ευνάξη, και όταν φάος ιερόν έλθη,
ς κε του λαον κραδέην και θυμόν έχωσιν
φα άλλων ωνή κλήρον, μή τόντεόν άλλος,
Τον φιλέοντ’ επιδατα καλεΐν, τόν δ’ εχθρών
-
όν δε μάλιστα καλεΐν, ός τις σέθεν εγγύθι ναίει.
γάρ του και χρήμ έγκώμιον άλλο γένοιτο,
είτονες άζωστοι έκιον, ζώσαντο δε πηοί,
ήμα κακός γείτων, όσσοντ’ αγαθός μέγ' όνειαρ,
μορέ του τιμής, ός τ' έμμoρε γείτονος έσθλού,
ίδ’ άνβούς απόλoιτ, ειμή γείτων κακώς ενη.
μέν μετρείσθαι παράγείτονος, εϋ δ’ αποδούναι
τώ τώ μέτρα, και λώνον, ακεδύνηαι,
άν χρηίζων και ές ύστερον άρκιον εύρης,
κακά κερδαίνεν κακά κέρδεα σ’ άτησιν,
ς αγαθής άρπαξ δε κακή, θανάτοιο δότερα
128 - ν.321
-A φ 3 - 2-1 αν Ση η ν
ός μεν γαρ κεν ανήρ έθέλων, όγεκάν μέγα δώη,
χαίρει τώδώρω, και τέρπεται δν κατά θυμόν.
ός δέικεν αυτός έλητα, άναδείηφι πιθήσας,
καίτε σμικρόνεόν, τό γ’ επάγνωσεν φιλον ήτορ,
ειγάρκεν και σμικρόν έπι σμικρώ καταθείο,
και θαμά τούτ' έρδος, τάχα κεν μέγα και το γε
ΦΟΙΤΟ,

ός δ’ επ' έάντι φέρει, όδ’ άλύζεται αίθοπα λιμάκ


ούδέ τό γ’ εν οίκω κατακείμενον ανέρα κήδει.
οικοι βέλτερον είναι, έπει βλαβερόν το θύρηφι.
έσθλόν μέν παρεόντος ελέσθαι" πήμα δε θυμώ
χρηζεν απεόντος ά σε φράζεσθαι άνωγα.
αρχομένου δε πίθου, και λήγοντος κορέσασθαι,
μεσσόθι φείδεσθαι δειλή δ’ ένα πυθμένι φειδώ,
μισθός δ’ ανδρι φίλω ειρημένος άρκιος έστω,
και τεκασίγνήτω γελάσας έπι μάρτυρα θέσθαι.
πίστεις δ’ άρα όμώς και απιστία ώλεσαν άνδρας,
Μηδε γυνή σε νόον πυγοστόλος εξαπατάτα,
αμύλακωτίλλουσα, τεήν διφώσα καλήν
δς δε γυναικι πεποιθε, πεποιθ’ όγε φηλήτησε,
Μουνογενής δέ πάϊς σώζοι πατρώΐον οίκον:
γηραιός δέθάνους έτερον παιδ’ εγκαταλείπων
φερβέμενώς γάρ πλούτος αέξεται έν μεγάροισ.
βεία δέικεν πλεόνεσσι πόροι Ζεύς άσπεπονόλβον.
πλείων μέν πλεόνων μελέτη, μείζων δ’ επιθήκη.
σοί δ’ει πλούτου θυμός έέλδεται ένφρεσε σήσε,
έδ' έρδειν' έργον δέτ έπ’ έργω εργάζεσθαι.
Πληϊάδων Aτλαγενέων επιτελλομενάων,
έρχεσθ’ άμητού αφότοιο δε, δυσομενέων
ν.355 ΗΣΗ ΟΑ Ο.Τ. 129

αδή του νύκτας τε και ήματα τεσσαράκοντα


κεκρήφατα αύτις δε περιπλομένου ενιαυτού
φαίνονται, τα πρώτα χαρασσομένοιο σιδήρου
ούτός του πεδίων πέλεται νόμος, ούτε θαλάσσης
εγγύθι ναιετάουα, οι τ’ άγκεα βησσήεντα,
πόντου κυμαίνοντας αποπροθ, πΐοναχώρον
ναουσιν, γυμνόν σπείρεν, γυμνόν δε βρωτεΐν,
γυμνόν δ’ αμάεν, είχ' ώρα πάντ’ εθέλησθα
έργα κομίζεσθαι Δημήτερος ώς τον έκαστα
ώρι’ αέξητα, μήπως τα μεταξύχατίζων
πτώσσης αλλοτρίους οίκους, και μηδέν άνύσσης,
ώς και νυν επ' έμ ήλθες, εγώ δε το ουκ επιδώσω,
ουδ' επιμετρήσω, εργάζευ, νήπιε Πέρση,
έργα, τα τ' ανθρώπουσι θεοί διετεκμήραντο,
μήποτε σύν παιδεσσι γυναικΐτε θυμόναχεύων,
ζητεύης βιοτον κατά γείτονας, οι δ’ αμελώσιν.
δις μεν γαρ και τρις τάχα τεύξεαι ήν δ’ έτι λυπής,
χρήμα μέν ού πρήξεις, σύ δ’ έτώσια πόλλ' άγο
ρεύσεις,
αχρείος δ’ έσται επέων νομός, αλλά σ’ άνωγα
φράζεσθαι χρεών τε λύσιν, λιμού τ’ άλεωρήν.
Οίκον μεν πρώτιστα, γυναίκα τε, βούν τ'
άρoτήρα,
κτητήν, ούγαμετήν, ή τις και βουσίν έποιτο.
χρήματα δ’ εν οίκω πάντ’ άρμενα ποιήσασθαι,
μή σύμέν αιτής άλλον, δδ’ άρνήται, σύδετητά
ή δ’ ώρη παραμείβητα, μινύθη δε του έργου,
μηδ’ αναβάλλεσθαι ές τ' αύριον,ές τ’ έννηφεν,
ούγαρέτωσιουργός ανήρ πίμπλήσι φιν
130 HΣ ΤΟΔ Ο Υ. ν.38

ουδ’ αναβαλλόμενος μελέτη δε του έργον όφελλει.


αίει δ’ άμβολιεργός ανήριάτησε παλαίει.
δήλήγειμένος όξέος ήελίριο
καύματος Ιδαλίμου, μετοπωρινόν όμβρήσαντος ,
Ζηνός έρισθενέος, μετά δε τρέπεται βρότεος χρώς
πολλών ελαφρότερος (δή γαρ τότε σειριος αστήρ
βαιόν υπέρ κεφαλής κηριτρεφέων ανθρώπων
έρχεται ήμάτιος, πλέον δέτε νυκτός έπαυρεί...)
ήμος αδηκτοτάτη πέλεται τμηθείσα σιδήρω
ύλη, φύλλα δ’έραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει
τήμος άρ υλοτομεϊν μεμνημένος ώριον έργον.
όλμονμέν τριπόδην τάμνειν, ύπερον δε τρίπηχυν,
άξονά θ’ επταπόδην, μάλα γάρ νύ το άρμενον
ρύτως
ει δε κενόκταπόδην, από και σφύραν τεταμοιο,
τρισπίθαμον δ' όψιντάμνειν δεκαδώρω άμαξη.
πόλλι έπι καμπύλα κάλα, φέρεια δε γύην, όταν

εις οικον, κατ’ όρος διζήμενος, ή κατ' άρουραν,


πρίνινονός γάρβουσιν άρούν όχυρώσατός έστιν,
εύτ’άν Αθηναίης δμωάς ενέλύματι πήξας,
γόμφρεσιν πελάσας προσαρήφεται ιστοβοήί,
δοιά δε θέσθαι άροτρα, πονησάμενος κατά οίκον,
αυτόγυον και πηκτόν, έπει πολύ λώΐον ούτως
εΐχ έτερόν γ’ άξας, έτερόν κι επιβoυσι βάλοιο.
δάφνης δ' ήπτελέης άκιώτατοι ιστοβοήες.
δρυός έλυμα, γύην πρίνου, βόεδ’ ένναετήρω
άρσενε κεκτήσθαι, (τών γάρ σθένος, ούκ άλα
παδνόν)
- 4ος ΕΤΣΙΟΣ/ Ο γ. 131

ήβης μέτρον έχοντε, τώ εργάζεσθαι άριστω.


ουκ άν τώ γ'ερίσαντες έναύλακε καμμέν άροτρον ,
άξειαν, το δε έργον ετώπιον αυθιλτριεν.
τους δ’ άμα τεσσαρακονταετής αγός έποντο,
άρτον δειπνήσας τετράτρυφο, όκτάβλωμον,
ύς και έργου μελετών θείαν αύλακελαύνο,
μηκέτι παπταίνων μεθ’ όμήλικας, αλλ' επί έργω
θυμόν έων του δ' ούτι νεώτερος άλλος άμενων
σπέρματα δάσσασθαι, και επισπορώην αλέασθαι.
κουρότερος γαρ ανήρ μεθ’ όμήλικας έπτοίητα,
Φράζεσθαι δεύτ’ αν γεράνου φωνήν έπα
κούσης, -
υψόθεν εκ νεφέων ενιαύσια κεκληγυιης,
ήτ' αρότριό τεσήμα φέρει, και χείματος ώρην
δεικνύει όμβρηρούς κραδέην δ’ εδα ανδρός α
-- - βούτεων -
δή τότε χορτάζειν έλικας βόας ένδον έόντας,
βήίδιον γαρ έπος ειπείν Βόεδός και άμαξαν,
βήίδιον δ’ απανήνασθαι, παραδ' έργα βόεσσα,
φησε δ’ ανήρ φρένας άφνειός πήξασθαι άμαξαν,
νήπιος ουδέ τό γ' οίδ, αμάξης,
εκατόν δε τεν δούρας,
των πρόσθεν μελέτην εχέμενοικήία θέσθαι.
εύτ’ άν δε πρώτιστ' αροτός θνητοσι φανεύη,
δή τότ’ εφορμηθήναι, όμως δμώες τε και αυτός
αϋην και διερήναρόων, αφότοιο καθ’ώρην,
πρωί μάλα σπεύδων, να το πλήθωσιν αρουρα,
εαρι πολεϊν θέρεος δένεωμένη ούσ’ άπατήσει,
νεόν δε σπείρεινέτι κουφίζουσαν ένα
2-
432 ΑΙΣΙΟΔΥΟ Τ. - ν.43

νεός αλεξιάρη, παίδων εύκηλήτερα,


εύχεσθαι δέΔιχθονίω, Δημήτερ θ' άγνή,
εκτελέα βρίθειν Δημήτερος ιερόν ακτήν,
άρχόμενος τα πρώτ’ αρότου, όταν άκρον έχετλης
χειριλαβών, όρπηκε βοών έπινώτον κηαι,
ένδρυονέλκόντων μεσάβων. δδέτυτθός όπισθεν
δμωός έχων μακέλην πόνον όρνιθεσσι τεθείη,
σπέρματα κακκρύπτων, εϋθημοσύνη γάρ άριστη
θνητούς ανθρώποις κακοθημοσύνη δε κακίστη
ώδέ κενάδροσύνη στάχυες νεύομεν έραζε,
ει τέλος αυτός όπισθεν Ολύμπιος έσθλόν όπιέζοι.
εκ δ’ αγγέων έλάσειας αράχνια, και σε έρλπα
γηθήσειν, βιότου αιρεύμενον ένδον έόντος,
εύοχθέων δ’ ξεαι πολιόν έαρ, ουδέ προς άλλους
αυγάσεαν σέο δ’ άλλος ανήρ κεχρημένος έσται,
ει δε κενήελίοιο τροπαΐς άρόης χθόνα διαν,
ήμενος άμήσεις, όλιγον περί χειρός έέργων,
αντία δεσμεύων κεκονημένος, ού μάλα χαίρων,
οίσεις δ’ έν φορμώ, παύροι δέ σε θηήσονται,
άλλοτε δ’ άλλοΐος Ζηνός νόος αιγιόχοιο -
αργαλέος δ’ άνδρεσσι κατά θνητούσε νοήσαι.
είδε κενόψ' αρόσης, τόδε κέν το φάρμακονεύη,
ήμος κόκκυξ κοκκύζει δρυός έν πετάλοισι
το πρώτον, τέρπειτε βροτούς επ' άπειρονα γαϊαν,
τήμος Ζεύς ύο τρίτα ήματι, μηδ’ απολήγοί,
μήτ' άρ’ υπερβάλλων βοός όπλήν, μήτ’ απολείπων
ούτω κ' όψαρότης πρωτηρότη ισοφαρίζου,
ενθυμώ δ’ευ πάντα φυλάσσεο, μηδέ σε λήθος
μήτ' εαρ γιγνόμενον πολιόν, μήθ’ ώριος όμβρος,
ΗΣΙ ΟΔ Ο Υ 133

Παρ δ’ ιθι χαλκειον θώκον, και επαλέα


λέσχην,
ώρη χειμερή, οπότε κρύος ανέρας εργο»
ισχάνει ένθα κ άοκνος ανήρ μέγα οίκον όφελλοι,
μή σε κακού χειμώνος άμηχανιη καταμάρψη
συν πενιη, λεπτή δέ παχύν πόδα χειρι πιέζης,
πολλά δ’ άεργός ανήρ κεντήν επί ελπίδα μίμνων,
χρηζων βιότοιο, κακά προσελέξατο θυμώ.
έλπις δ’ ούκ αγαθή κεχρημένον άνδρα κομίζει,
ήμενον εν λέσχη, τώ μήβίος άρκιος είη
δείκνυε δεδμώεσσι, θέρευς έτι μέσσου έόντος,
Ουκ αεί θέρος έσσεται, ποιείσθε καλιάς,
μήνα δέ Ληναιώνα, κάκι ήματα, βούδορα πάντα,
τούτον αλεύασθαι, και πηγάδας, αίτ’ έπι γαϊαν,
πνεύσαντος Βορέαο, δυσηλεγέες τελέθουσιν,
ός τε διά βρήκης ιπποτρόφου εύρέϊ πόντω
έμπνεύσας ώρινε μέμυκε δε γαία και ύλη,
πολλάς δε δρύς ύψικόμους, ελάτας τε παχείας,
ούρεος ένβήσσης πιλνάχθονι πουλυβοτερη
εμπίπτων, και πάσα βοά, τότενήριτος ύλη
θήρες δε φρίσσουσ', ούρας δ’ υπό μέζε έθεντο,
τών και λάχνη δέρμα κατάσκιον, αλλά νυ και τών
ψυχρός έών διάησι, δασυστέρνων περεόντων,
καίτε διά ρινού βρός έρχεται, ουδεμινίσχει.
καίτε δι' αγα άησι τανύτριχα πώεα δ’ ούτι,
ούνεκ έπηεταναι τρίχες αυτών, ού διάησιν
ίς ανέμου Βορέου, τροχαλόν δε γέροντα τύθησε,
και δια παρθενικής άπαλόχροος ού διάσων,
ή τε δόμων έντοσθε φίλη παρά μητέρι μίμνες
134 ν.491

ούπω έργ' ειδυΐα πολυχρύσου Αφροδίτης,


εύτελοεσσαμένη τέρενα χρόα, και λίπ έλαίω
χρισαμένη, νυχιη καταλέξεται ένδοθεν οίκου
ήματι χειμεριω, ότ’ ανόστεος δν πόδα τένδει
έν τ’ άπύρω οίκω και εν ήθεσιλευγαλέοισιν.
ούγάροι ήέλιος δείκνυ νομόν όρμηθήναι"
αλλ' έπι κυανέων ανδρών δήμόντε πόλιντε
στροφάται βράδιον δε Πανελλήνεσσι φαείνει.
και τότε δή κεραοί και νήκεροι ύληκονται
λυγρόν μαλκιόωντες ανά δρία βησσήεντα
φεύγουσιν και πάσινένι φρεσι τούτο μέμηλεν,
οι σκέπαμαιόμενου πυκνούς κεύθμώνας έχoυσι,
και γλάφυ πετρήεν, τότε δή τριποδι βροτώ ίσοι,
οι τ’ έπι νώτα έαγε, κάρη δ' εις ούδας δράται,
τώ ικελοι φοιτώσιν άλευόμενοι νίφα λευκήν.
και τότε έσσασθαι έρυμα χροός, ώς σε κελεύω,
χλαίνανμέν μαλακήν, και τερμιόεντα χιτώνα.
στήμον, δεν παύρω πολλήν κρόκαμηρύσασθαι.
τήν περιέσσασθαι, να τοι τρίχες ατρεμέωση,
μηδ’ όρθαι φρίσσωσιν, αερόμενα κατά σώμα,
αμφιδέποσσι πέδιλα βοός φι κταμένοιο
άρμενα δήσασθαι, πλοις έντοσθε πυκάσσας,
πρωτογόνων δ’ ερίφων, όπόταν κρύος ώριονέλθη
δέρματα συρράπτεν νεύρωβούς, όφρ' έπι ώμω
ύετού αμφιβάλη άλεήν, κεφαλήφι δ’ ύπερθεν
πλον έχειν άσκητόν, ν’ ούατα μή καταδεύη.
ψυχρή γάρ τ’ ήώς πέλεται, Βορέαο πεσόντος,
τόν φθάμενος, έργον τελέσας, οΐκόνδε νέεσθαι,
μή ποτέ σ' ουρανόθεν σκοτόεννέφος αμφικαλύψη,
ν.320 435

χρώτάτε μυδαλέον θεύη, κατά θεματα δεύση,


άλλ’ ύπαλεύασθαι μεις γαρ χαλεπώτατος ούτος
χειμέριος, χαλεπός προβάτας, χαλεπάς δ’ άν
θρώπους,
τήμος θώμισυ βουσίν, έπ’ ανέρι δε πλέον είη
άρμαλής μακράι γαρ επίβδοθοι ευφρόνα εισι,
Ευτ άνδ’ εξήκοντα μετά τροπάς ήελίριο
χειμέρι εκτελέση Ζεύς ήματα, δήβατότ’ αστήρ
Αρκτούρος προλιπών ιερόν βόρν (2κεανούο
πρώτον
ν παμφανων επιτέλλεται άκροκνέφανοςν
τόνδε μετ’ όρθρογόη Πανδιονές ώρτοχελιδών
ές φάος ανθρώπους, έαρος νέον σταμένοιο.
τήν φθάμενος, ούνας περιταμνέμενώς γαράμεινον,
άλλ’ όπότ’ άν φερέοικος από χθονός αν φυτά βαΐνη
Πληϊάδας φεύγων, τότε δήρκάφος ούκ έτι ο νέων
άλλι άρπας τε χαρασσόμενα και διμώας έγειρείν,
φεύγειν δε σκιερούς θώκους, και επ' ήώ κοιτον,
ώρηέν άμητού, ότε τ’ ήέλιος χρόα κάρφει
τημούτος σπεύδειν, και οίκαδε καρπόν άγείρεν,
δρθρου άνιστάμενος, να τον βίος άρκιος ενη.
ήώς γάρ τι έργοιο τρίτην απομείρεται αίσαν
ήώς το προφέρει μενόδου, προφέρει δε και έργου,
ήώς, ή τε φανείσα πολέας επέβησε κελεύθου
ανθρώπους, πολλοίσι δ’ έπι ζυγά βoυσι τίθησιν
"Ημος δε σκόλυμός τ’ ανθεί, και ήχέτα τέττες
δενδρέφ έφεζόμενος λιγυρήν καταχεύετ' αοιδήν
πυκνόν υπό πτερύγων, θέρεος καματώδεος ώρη,
τήμος πιόταται τ' αίγες, και οίνος άριστος, Αν
μοχλόταται δε γυναίκες, αφαυρότατοι δείτε άνδρες
136 ΑΙΣΙΟΔΟΤ. v.548

εισιν, έπει κεφαλήν και γούνατα Σείριος άζει,


αυαλέος δέτε χρώς υπό καύματος, αλλά τότ’ ήδη
είη πετραιη τεσκιή, και Βίβλινος οίνος,
μάζα τ' αμολγαίη, γάλα τ’ αγώνσβεννύμενάων,
και βοός ύλοφάγοιο κρέας μήπω τετοκυάης,
πρωτογόνων τ’ ερίφων επί δ’ αιθοπα πνέμενοι
ν.
ενσκήεζόμενον, κεκορημένον ήτορ έδωδής,
αντίον άκραέος Ζεφύρου πρέψαντα πρόσωπον,
κρήνης τ’ αενάου και απορώύτου, ή τ' άθάλωτος
τρις δ’ ύδατος, προχέεν, το δε τέτρατον έμεν
οίνου,
δμωσίδ’ έποτρύνειν Δημήτερος ιερόν ακτήν
δινέμεν, ευε αν πρώταφανή σθένος Ωρίωνος,
χώρω ένεύαεί, και ευτρgχάλω έναλωή.
μέτρω δ’ εύ κομίσασθαι εν άγγεσιν αυταρ ε.
-- πήν δή
πάντα βίoν κατάθηαι επάρμενον ένδοθεν οίκου,
θήτά τ' άοικονποιεσθαι, και άτεκνον έριθον
δίζεσθαι κέλομαι χαλεπή δ’ υπόπορτις έριθος,
και κύνα καρχαρόδοντα κομεν" μή φείδεο στον
μή ποτέ σ’ ήμεράκοιτος ανήρ από χρήμαθ' έλητα,
χόρτον δ’ εσκομίσαι και συρφετόν, όφρα του ενη
βoυσι και ήμιόνοισιν επηετανόν, αυτάρ έπειτα
δμώας άναψύξαφλαγούνατα, και βδελύσα.
Εύ άνδ’ ορίων και Σείριος ες μέσον έλθη
ουρανό, Αρκτούρον δ’εσίδη βόδοδάκτυλος Ηώς,
ώ Πέρση, τότε πάντας απόδρεπε οίκαδε βότρυς.
δείξαι δ' ήελιωδέκατ’ ήματα και δέκα νύκτας
ν. 374 -, 437

πέντε δε συσκιάσαι, έκτώδεις άγγι’ αφύσσα,


δώρα Διωνύσου πολυγήθεος, αυταρ έπήν δή
Πληθάδες θα πάδες τε, τότε σθένος Μαρίωνος
δύνωσε, τότ έπειτ’ αρότου μεμνημένος είναι
ώραΐου πλειών δε καταχθονός άρμενος είη
Eί δέ σε ναυτιλης δυσπεμφέλου μερος αίρει,
είτ’άν αλητάδες, σθένος έβριμον Αρίωνος
φεύγουσα, πίπτωσινές ήεροειδέα πόντον,
δή τότε παντοίων ανέμων θύουσιν αήταν
και τότε μηκέτινήας έχειν ένα οινοπν πόντων
γήν οι εργάζεσθαι μεμνημένος, ώς σε κελεύω.
ήαδ’ επ' ήπειρου έρύσα, πυκάσαι τελιθοισι
πάντοθεν, όφο ισχωσ’ ανέμων μένος υγρόν πάντων,
χείμαρου εξερύσας, να μή πύθη; Διός όμβρος,
όπλα δ’ επάρμενα πάντα τεώ ένικά θεο οίκω,
εύκόσμως στολίσας νηός πτερα ποντοπόροιον
πηδάλιον δ’ ευεργές υπέρ καπνού κρεμάσασθαι.
αυτός δ’ ώραΐον μέμνειν πλέον, εισάκεν έλθη.
και τότε νήαθοήνάλαδ’ έλκεμεν, ένδετε φόρτον
αρμενον έντύνασθαι, εν οίκαδε κέρδος άργας
ώσπερ έμός τε πατήρ και σός μέγα νήπιε Πέρση,
πλωϊζεσκεν νηυσι, βίου κεχρημένος έσθλούν
όποτε και τήδ’ ήλθε πολύν διά πόντον άνύσσας,
Κύμην Aίολίδα προλιπών, έννη, μελαΐνης
τάσσατο δ' άγγ. Ελικώνος δίζυρή ενε κώμη,
Άσκρη, χείμαι κακή, θέρες αργαλέη, ουδέ που
έσθλή.
Τύνη δι, ώ Πέρση, έργων μεμνημένος είναι
ωραίων πάντων, περί ναυτιλης δε μάλιστα,
138 π.602

νή ολίγην ανεΐν, μεγάλη δ’ ένα φορτία θέσθαι


μείζων μεν φόρτος, μείζον δ' επί κέρδε κέρδος Ι
έσσεται, εΐκ άνεμοιγε κακάς απέχωσιν αήτας,
εύτ’ άν επ’ εμποριην τρέψης αεσίφρονα θυμό,
βούληαι δέχρέα τε φυγείν και άτερπέα λιμόνι
δείξω δή του μέτρα πολυφλοίσβουο θαλάσσης.
Ήματα πεντήκοντα μετά τροπάς ήελίοιο.
ές τέλος έλθόντος θέρεος, καματώδεος ώρης,
ωραίος πέλεται θνητοίς πλόος, ούτε κενήα.
καυάξας, ούτ’ άνδρας αποφθέσειε θάλασσα,
εϊμή δή πρόφρων γε. Ποσειδάων ενοσίχθων,
ή Ζεύς αθανάτων βασιλεύς έθέλησιν όλέσσα.
έντους γάρ τέλος έστιν όμώς αγαθών τε κακών τει
τήμος δ’ ευκρινέες τ' αύρα, και πόντος απήμων,
εύκηλος, τότε νήα θοήν, ανέμοισι πιθήσας,
έλκέμενές πόντον, φόρτον δ' εϋ πάντα τίθεσθαι.
σπεύδειν δ' όττι τάχιστα πάλινο κόνδε νέεσθαι,
μηδε μένεινοϊνόντε νέον, και όπωρινόν όμβρον,
και χειμών” έπιόντα, Νότοιό τε δεινάς αήτας,
ός τ’ ώρινε θάλασσαν, όμαρτήσας Διός όμβρω
πολλώ όπωρινώς χαλεπόν δέτε πόντονέθηκεν
άλλος δ’ εαρινός πέλεται πλόος ανθρώπουσιν,
ήμος δή-τό πρώτον, όσοντ’ επιβάσα κορώνη
ίχνος εποίησεν, τόσσον πέταλ άνδρι φανείη
εν κράδη ακροτάτη, τότε δ’ άμβατός έστη θάλασσα
εαρινός δ’ ούτος πέλεται πλόος, ού μινέγωγε
ανημ’ ου γαρ έμώ θυμώ κεχαρισμένος έστιν,
άρπακτός, χαλεπώς κεφύγος κακών, αλλά νυ και
τόν
κ
ν', 630 Η ΣΕ Ο.Α. Ο γ. 130

άνθρωποι βέζουσιν άδρείησινόριο.


χρήματα γάρ ψυχή πέλεται δειλοϊσι βροτούσι.
δεινόν δ’ έστι θανεν μετά κύμασι, αλλά σ’ άνωγα
φράζεσθαι τάδε πάντα μετά φρεσιν, όσοι αγορεύω,
μηδ’ ένα νηυσιν άπαντα βιον κοίλησιτίθεσθαι,
αλλά πλέωλείπειν, τα δε μείονα φορτίζεσθαι.
δεινόν γαρ πόντου μετά κύμασι πήματι κύρσα.
δεινόντ, εί, κ' εφ’ άμαξαν υπέρβιον άχθος άερας,
άξονα καυάξας, τα δε φορτι αμαυρωθείη
μέτρα φυλάσσεσθαι, καιρός δ’ έπι πάσιν άριστος
“Ωραίος δε γυναίκα τεόν ποτ' οίκον άγεσθαι,
μήτε τριηκόντων έτέων μάλα πόλ’ απολείπων,
μήτ’ επιθείς μάλα πολλά, γάμος δε του ώριος
- ούτος,
ή δε γυνή τέτος ήβώη, πέμπτω δε γαμόντο.
παρθενικήν δε γαμείν, ώς κ’ ήθεα κεδνα διδάξης,
τήν δε μάλιστα γαμείν, ή τις σέθεν εγγύθι ναίει,
πάντα μάλ’ αμφις ιδών, μήγειτοσι χάρματαγήμης,
ου μέν γάρ τι γυναικός ανήρ λήίζει άμενον
τής αγαθής τής δ' αύτε κακής ούβιγιον άλλο,
δειπνολόχου, ή τ’ άνδρα και φθμόν περεόντα
είει άτερ δαλού, και εν ώμώ γήραϊθήκεν.
Εύ δ’όπιν αθανάτων μακάρων πεφυλαγμένος
είναι.
μηδέκασίγνήτω ίσον ποιεσθαι εταίρον
εϊ δέ κε ποιήσης, μή μιν πρότερος κακόν έρξης,
μηδέ ψεύδεσθαι γλώσσης χάριν, είδε κενάρχη,
ή τι έπος είπών αποθύμιον, ήε και έρξας, Ε
δις τόσα τινυσθαι μεμνημένος, είδε κεν αυθε
--
ν. 657

ηγήτ’ές φιλότητα, δίκην δ’ εθέληση παραρχεν,


δεξασθαι. δειλός του ανήρ φίλον άλλοτε άλλον
ποιείται, σε δέμή τι νόον κατελεγχέτω είδος,
μηδέ πολύξεινον, μηδ’ άξεινον καλέσθαι,
μηδέ κακών έταρον, μηδ’ έσθλών νεκεστήρα,
μηδέ ποτ' ούλομένην πενην θυμοφθόρον άνδρα
τέτλαθ' όνειδίζειν, μακάρων δόσιν αιέν έόντων.
γλώσσης του θησαυρός ένανθρώπουσιν άριστος
φειδωλής, πλειστη δε χάρις κατά μέτρονιούσης,
είδε κακόν είπος, τάχα κι αυτός μείζον ακούσας,
μηδε πολυξείνου δαντός δυσπέμφελος είναι
εκ κοινού πλειστη δε χάρις, δαπάνη τ’ όλγίστη.
Μηδέποτ’ εξήούς Δειλείβειν αίθοπα οίνον
χερσιν ανίπτόισι μηδ’ άλλοις άθανάτουσιν
ούγάρ τοίγεκλύουσιν, αποπεύουσι δέτ’ αράς,
μηδ’ αντ’ ήελίοιο τετραμμένος δρθός όμιχεν
αυταρ έπήνκε δύη, μεμνημένος, έ, τ’ ανιόντος,
μήτί ένδδώ, μήτ’ εκτός δδού προβάδηνούρήσης,
μηδ’ απογυμνωθείς μακάρων του νύκτες έασιν
εζόμενος δ’ όγε θείος ανήρ πεπνυμένα εδώς,
ή όγε πρός τοίχον πελάσας ευερκέος αυλής,
μηδ’ αιδοία γονή πεπαλαγμένος ένδοθενοίκου
έστη έμπελαδόν παραφαινέμεν, άλλ’ άλέασθαι.
μηδ’ από δυσφήμοιο τάφου απονοστήσαντα
σπερμαίνειν γενεήν, άλλ’ αθανάτων από δαντός,
Μηδέ ποτ’ αενάων ποταμών καλλίρβοον ύδωρ
ποσσι περάν, πριν γ’ εύξη εδώνες καλά βέεθρα,
χείρας νιψάμενός πολυηράτω ύδατι λευκώ.
ός ποταμόν διαβή, κακότητι δε χείρας άνιπτος,
-.686 ΗΣΙΟ Δ.Ο.Υ., 141

τώδε θεοί νεμεσώσι, και άλγεα δώκαν όπισσω.


Μηδ’ από πεντόζοιο, θεών ένδαιτίθαλεί,
αύον από χλωρού τάμνειν αίθων σιδήρω.
μηδέ ποτ οινοχόην τιθέμεν κρητήρος ύπερθε
πινόντων, όλοήγαρ επ' αυτώ μοίρα τέτυκτα.
μηδε δόμον ποιών ανεπίξεστον καταλείπει,
μήτοι έφεζομένη κρώζη λακέρυζα κορώνη.
μηδ’ από χυτροπόδων ανεπιρβέκτων ανελόντα
έσθεν, μηδέ λόεσθαι" έπει και τους ένα ποινή.
μηδ’ επί ακινήτοσι καθιζεν (αύγαράμεινον)
παιδα δυωδεκαταιον, ότι ανέρ ανήνορα ποιεί
μηδέ δυωδεκάμηνον ίσον και τούτο τέτυκτα,
μηδέ γυναικείω λουτρώχρόα φαιδρύνεσθαι
ανέρα" λευγαλέη γαρ επί χρόνον έστ’ έπι και τώ
ποινή μηδ’ ιερούσιν έπ’ αιθομένοισι κυρήσας,
μωμεύειν άδηλα θεός νυ τι και τα νεμεσσά,
μηδέποτ’ εν προχοή ποταμών άλα δε προρεόντων,
μηδ' επί κρηνάων ούρείν, μάλα δ’ έξαλέασθαι, να
μηδ εναποψύχειν το γαρ ούτοι λώϊόν έστιν,
"Ωδ’ έρδειν, δεινήν δε βροτών υπαλεύεο
φήμην.
φήμη γάρ τε κακή πέλεται, κούφη μεν άερα
βεία μάλ, αργαλέη δε φέρειν, χαλεπή δ’ άπο
θέσθαι,
φήμη δ' ού τις πάμπαν απόλλυται, ήντινα πολλοί
λαοί φημίζουσι θεός νυ τις έστε και αυτή τ
Ήματα δ’ εκ Διόθεν πεφυλαγμένος εύ κατά
μοιραν
πεφραδέμινδμώεσσι, τριηκάδα μηνός άριστην
142 ν.712

έργα τ’ εποπτεύειν, ήδ’ άρμαλήν δατέασθαι,


είτ’ άν αληθείην λαοί κρίνοντες άγωσιν,
αίδε γαρ ήμέρα εισί Διός παραμητιόεντος.
πρώτον ένη, τετράς τε, και εβδόμη, ιερόν ήμαρ.
τή γαρ Απόλλωνα χρυσάορα γείνατο Λητώ.
όγδοάτητ' ενάτητε, δύω γεμένήματα μηνός
έξοχ. άεξομένοιο βρoτήσια έργα πένεσθαι.
ενδεκάτη τε, δυωδεκάτη τί άμφω γεμένεσθαι,
ή μένός πείκειν, ή δ’ εύφρονα καρπόν αμάσθαι,
ή δε δυωδεκάτη τής ενδεκάτης μέγ’ άμενων
τή γάρ του νεϊ νήματ’ αερσιπότητος αράχνης
ήματος εκ πλείου, ότε τ’ ιδρς σώρον αμάται
τήδ’ ιστόν στήσατο γυνή, προβάλοντότε έργον.
μηνός δ’ σταμένου τρισκαιδεκάτην αλέασθαι
σπέρματος άρξασθαι, φυτά δ’ ένθρέψασθαι αν
- - ρίστης --
έκτη δ’ ή μέσση μάλ ασύμφορός έστι φυτούσιν,
άνδρογόνος τ' αγαθή κούρη δ' ού σύμφoρός έστιν,
ούτε γενέσθαι πρώτ', ούτ’ άργάμου αντιβολήσα.
ουδεμένή πρώτη έκτη κούρησιγενέσθαι,
άρμενος, αλλ' ερίφους τάμνειν και πώεαμήλων
σηκόντ’ αμφιβαλεν ποιμνήίον ήπιον ήμαρ.
έσθλήδ’ ανδρογόνος, φλέει δέτε κέρτομα βάζει,
ψεύδεάθι, αμυλίους τε λόγους, κρυφίους και δαρι
σμούς,
μηνός δ’ όγδοάτη κάπρον και βούν έριμυκον
ταμνέμεν, ούρήας δε δυωδεκάτη ταλαεργούς,
εκάδι δ’ έν μεγάλη, πλέωήματι, ιστορα φώτα
γεύνασθαι μάλα γάρ τενόον πεπυκασμένος εστία
- - -39 Η Σ ΙΟ Π Ο Υ 143

έσθλήδ’ ανδρογόνος δεκάτη, κούρησί δε τετρας


μέσση, τή δέτε μήλα, και ειλίποδας έλικας βούς,
και κύνα καρχαρόδοντα, και ούρήας ταλαεργούς
πρηύνειν, επιχείρα τιθείς, πεφύλαξο δε θυμώ
τετράδ’ αλεύασθαι φθίνοντος θ' σταμένου το
άλγεα θυμοβορείν, μάλα το τετελεσμένον ήμαρ.
ένδετετάρτη μηνός άγεσθαιές οικονάκοντιν,
οιωνούς κρίνας, οι επ’ έργματι τούτοι άριστοι,
πέμπτας δ’ έξαλέασθαι, έπει χαλεπαίτε και αναι.
έν πέμπτη γάρ φασιν Ερινύας αμφιπολεύειν,
Όρκοντινυμένας, τόν"Έρίς τέκεπήμ’ έπιόρκος,
μέσση δ’ εβδομάτη Δημήτερος ιερόν ακτήν
ευμάλ όπιπτεύοντα εύτροχάλω έναλωή
βάλλειν υλοτόμον τεταμεν θαλαμήία δούρα,
νή άτε ξύλα πολλά, τά τ' άρμενα νηυσι πέλονται,
τετράδι δ’ άρχεσθαι νήας πήγνυσθαι άραιάς,
είνας δ’ ή μέσση επιδειέλα λώΐον ήμαρ»
πρωτιστη δ’ είνας παναπήμων άνθρώποισιν.
έσθλήμεν γαρ θ’ ήδε φυτευεμεν, ήδέ γενέσθαι,
ανέρι τήδε γυναικί και οϋποτε πάγκακονήμαρ
παύροι δ' αύτε σασί τρισεινάδα μηνός αρίστην
άρξασθαιτεπίθου, και επί ζυγόν αυχένα θείναι
βρυσι και ήμιόνοισι και ππος ώκυπόδεσσι,
νήα πολυκληίδα θρήνες οινοπα πόντον
ερύμενα παύροι δέ τ' άληθέα κικλήσκουσε.
τετράδι δ’ οίγε πίθον πέρ πάντων ιερών ήμαρ -
μέσσης παύροι δ’ αυτε μετ' εκάδα μηνός αρίστην
ήούς γιγνομένης επιδείελα δ' έστιχερείων,
αίδε μεν ήμέρα εισιν επιχθονίος μέν όνειας"
144 -ΗΣΙΟΔΟΥ τ,768

αι δ' άλλα μετάδουποι, ακήριο, ούτε φέρουσας


άλλος δ’ άλλοίην ανε, παύροι δέτ’ ίσασιν,
άλλοτε μητρυιή πέλει ήμέρη, άλλοτε μήτηρ,
τάων εύδαιμων τε και όλβιος, δς τάδε πάντα
ειδώς εργάζητα, αναίτιος άθανάτουσεν,
όρνιθας κρίνων, και υπερβασίας άλεείνων,
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΗΣΙΟΔΟΥ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ
ΚΩΜΙΚΩΝ
ΤΙΝΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΓΝΩ ΜΙΑ Ι.

--

Ε Κ Τ Ω Ν Α Α Ε ΕΙΔΟΣ,

Π.

Ε του μεθύσκεσθαι πρότερον τό κραιπαλάν


παρεγένεθ ήμύν, ουδ’ άνες οινόν ποτε
προσετο πλείον του μετρίου, νυν δε την
τιμωριανού προσδοκώντες τής μέθης
ήξεν, προχείρως τους άκράτους πνομεν.
ΙΙ,

“Ομοιότατον άνθρωπος οΐνω τήν φύσιν


τρόπον τιν' έστι και γαρ οίνον τον νέον
πολλή γ’ ανάγκη και τον άνδρ’ άποζεσαι
πρώτιστον, αφυβρισα τ’ απανθήσαντα δε,
σκληρόν γενέσθαι παρακμάσαντα δ’ ών λέγω
τούτων απάντων, απαρυθέντα την άνω
ταύτην άνοιαν επιπολάζουσαν, ποτέ
πότιμον γενέσθαι, και καταστήναι πάλιν,
ήδύν θ' άπασι τούπίλοιπον να με
146
ΙΙΙ,
Ουκ έστιν ούτε τείχος,
χος, ούτε χρήματα
Τ Σ)
εν Σν οι

ούτ’ άλλο δυσφύλακτον ουδέν ώς γυνή,

Ε Κ Τ Ω Ν Α Μ Ε Ι Δ Ο Σ.

Π.
9
Έν οις άν άτυχήση τις άνθρωπος τόπος,
ήκιστα τούτοις πλησιάζων ήδεται.
ΙΙ,

Όστις γαρ όμνύοντι μηδέν πείθεται,


αυτός επιορκεν βαδίως έπίσταται,

Ε Κ Τ Ω Ν Α Ν Α ΞΑΝΔΡΙΔ Ο Υ.

"Ο ν Π. ν - ν
στις λόγους γαρ, παρακαταθήκην ώς, λαβών,
έξεπεν, άδικός έστιν, ή άκρατης άγαν.
δμένδια κέρδος, άδικος, διδέ τούτου διχα,
άκρατής, ίσως δε γ' εισιν αμφότεροι κακοί,
Π.

Ούτοι το γήρας έστιν, ώς ονει, πάτερ,


τών φορτίων μέγιστον άλλ’ός άνφέρη
147

άγνωμόνως αύθι, ούτός έστιν αίτιος


δδ’ ευκόλως, ενίοτε κοιμίζειν ποιεί,
μεταλαμβάνων επιδέξι’ αυτού τον τρόπον,
λύπην αφαιρών, ήδονήντε προστιθείς,
λύπην δ’ έποίησ’, όστις είχε δυσκόλως

ΕΚ ΤΩ Ν Α Ν ΤΙ ΦΑ Ν Ο Υ Σ

Ι.

Δέσποιν, όταν τις όμνύοντος καταφρονή


ώμη ξύκοδε πρότερον επιωρκηκότι,
ούτος καταφρονείν των θεών έμοί δοκεί,
και πρότερον όμόσας αυτός επιωρκημένα.

ΙΙ.

Επί
Ε - χρήμασιν ιδών έμπορος φρονεί
α μέγα,
ών έστι πάντων ενίοτ’ άνεμος κύριος,

ΙΙΙ.

Κρύψα, Φειδία,
άπαντα τάλλα τις δυνατ’ άν, πλήν δυον,
οϊνόντεπίνων, εις έρωτά τ’ εμπεσών
αμφότερα μηνύει γαρ από τών βλεμμάτων,
και των λόγων αύ, ώστε τους αρνουμένους
μάλιστα ταύτα καταφανείς πολλούς ποιούν
Κ. Σε
148
ιν.
ουκ έστιν ουδέν βαρύτερον τών φορτίων
όντως, γυναικός προίκα πολλήν φερομένης,

γ.

πενθεν δε μετρίως τους προσήκοντας φίλους


ουγάρτεθνάσιν, αλλά την αυτήν δδόν,
ήν πάσινΤ έλθενέστ’
α αναγκαίως
Σ ε ν . - έχον,
προελημύθασιν είτα και ημείς υστερον
ες ταυτό καταγώγειον αυτούς ήξομεν,
κοινή τον άλλον συνδιατρίψοντες χρόνου,
ΥΙ.

πλούτος δε βάσανός έστιν άνθρώπου πρόπων,


όταν εύπορων γαρ αισχρά πράττη πράγματα,
τιτούτον απορήσαντ άν ούκ οίει ποιείν,
VII. --

πρός γαρ το γήρας, ώσπερ εργαστήριο»,


άπαντα τανθρώπεια προσφοιτά κακά
VIII,

Σφόδρ έστιν ημών ο βίος οΐνω προσφερής


όταν ήτό λοιπόν μικρόν, όξος γίγνεται,
--
ΙΧ.
καλώς πένεσθαι μάλλον, ή πλουτεΐν κακώς,
το μεν γαρ έλεον, το δ’ επιτιμησιν φέρει
ΓΝΩ ΜΙΑ 1. 149
Χ.
Τίδι και ουχί θανάτου μισθοφόρος, ώ, φιλτάτη,
δς ένεκα τού ζήνέρχετ' αποθανούμενος;
ΧΙ,
Το γήρας ώσπερ βωμός έστι των κακών
πάντ έστ’ ιδεινές τούτο καταπέφευγότα.
ΧΙΙ,

Τούγάρ ποτ' άλλου, πρός θεών, τις ούνεκα


εξαιτο πλουτεΐν, εύπορεϊντεχρημάτων,
ή τού δύνασθαι παραβοηθείν τους φίλους,
σπείρειν τε καρπόν Χάριτος, ήδίστης θεών,
τούγάρπεντε και φαγείν τας ήδονας
έχομεν όμοιας οϋχι τους λαμπρούσι δε
δείπνος τό πεινήν παύεται. -

Εκ ΤΩΝ Απο ΛΑΟΔΩΡΟΥ


Ι.

Και κλειεθ ή θύρα μοχλούς άλλ' ουδέες


τέκτων άχυραν ούτως εποίησεν θύραν,
διής γαλή και μοιχός ουκ εσέρχεται
Π.

"Οτε μειράκιον ή, τους αιώρους ήλέουν


νυν δ’ όταν γέροντος εκφοράν έδω,
κλαίω, προς έμε γάρ έστιτούτ’ εκείνοδού,
150 ΚΩΜΙΚΩΝ
ΙΙΙ,
Ουδέποτ’ άθυμεν τόν κακώς πράττοντα δε,
άνδρες, τα βελτίω δε προσδοκάινάει,
TV,

Τα μεγάλα δώρα της τύχης έχει φόβον,


και το πάνυ λαμπρόν ούκ ακίνδυνον κυρεί,
ουδ’ άσφαλές πάνύψος εν θνητώ γένει,
δ περιέτρεψενή χρόνος τις ή φθόνος,
επαν επ’ άκρον τις τού καλώς πράττειν δράμη,
ή δε μεσότης εν πάσιν άσφαλεστέρα,
τώ μήτε λίαν εν ταπεινώ τής τύχης
μέρει φέρεσθαι, μήτ’ ένύψηλώ πάλιν
κάν γαρ πέση τις εξελάττονος μέτρου,
εύπερκάλυπτον έσχε την δυσπραξίαν,
όγκου δε μεγάλου πτώμα γίγνεται μέγα.
πρός γαρ τό λαμπρόν διφθόνος βιάζεται,
σφάλλει δ’ εκείνους, ούς άνύψώση τύχη,

Ε Κ Τ Ω Ν Α Ι ΦΙΛΟ Τ.

Π.

Eή γ, δ κατάχρυσος είπε τούτ. Ευριπίδης


, Νικά δε χρεια μί, ή κακώς τ’ όλουμένη
γαστήρι" ταλαιπωρότερον ουδέν έστι γαρ
τής γαστρός, εις ήν πρώτον αν πάντ’ εμβάλος,
αλλ' ούτ' έτερον αγγείον, εν πήρα φέροις
ΓΝΩ ΜΑΤ, 151

άρτους άν, αλλ' ού ζωμόν, ή διαφθερες


εις σπυρίδα μάζας εμβαλεις, αλλ' ού φακήν
οϊνάριον εις λάγηνον, αλλ' ού κάραβον,
εις τήν θεούς έχθράν δε ταύτην εισφορείς
τα πάνθ' εαυτούς ουδέν όμολογούμενα.
κού προστίθημι τάλλα, διότι πανταχού
διά τήν τάλαιναν πάντα ταύτα γίγνεται,
ΙΙ.

"Οστις γαρ αυτός αυτόν ούκ αισχύνεται


συνειδόθ' αυτώ φαύλα διαπεπραγμένω,
πώς τόνγε μηδέν ειδότ’ αισχυνθήσεται,
ΙΙΙ,

Πένητος άνδρός ουδέν ευτυχέστερον,


τήν γάρ επί τό χείρον μεταβολήνού προσδοκά

Εκ Ταν ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
Ι.
-

Αει κράτιστόν εστι ταληθή λέγειν


εν παντί καιρώ, τούτ’ εγώ παρεγγυώ
εις ασφάλειαν τώβίω πλείστον μέρος,
ΙΙ.
Ανμέν πλέωμεν ήμερών που τεττάρων,
σκεπτόμεθα τάναγκαί’ εκάστης ημέρας"
152 κΩ ΜΙΚΩΝ
δέον δε φείσασθαι τι τού γήρως χάριν,
ούφειδόμεσθ, εφόδια περιποιούμενοι,
ΙΙΙ,

Άπαντα τα ζώ' έστι μακαριώτερα


και νούν έχοντα μάλλον άνθρώπου πολύ.
τόν όνον δράν έξεστι πρώτα τουτονι.
ούτος κακοδαιμων έστιν ομολογουμένως,
τούτω κακόν δι’ αυτόν οϋδεν γίγνεται,
άδ’ ή φύσις δέδωκε, ταύτ έχει μόνα.
ήμες δε, χωρίς τών αναγκαίων κακών,
αυτοί παρ' αυτών έτερα προσπορίζομεν
λυπούμεθ, αν πτάρη τις άν είπη κακώς,
όργιζόμεθ' άνΐδη τις ένύπνιον, σφόδρα
φοβούμεθ' άν γλαυξανακράγη, δεδοκαμεν.
αγωνία, δόξα, φιλοτιμία, νόμοι,
άπαντα ταύτ’ επίθετα τή φύσει κακά
IV.

Γέρων γέροντε γλώτταν ήδίστην έχει,


πας παιδί, και γυναικε πρόσφορον γυνή,
νοσών τ' ανήρ νοσούντι και δυσπραξία
ληφθείς, επωδός έστι τώ πειρωμένω,
W.

Σ. πρός τό πράγμ' έχω


κακώς.Α. έπαριστερώς γαρ αυτό λαμβάνεις
τα δυσχερή γαρ και τα λυπήσαντά σε
ΓΝΩ ΜΑΤ, 153

δράς
εν έν αυτών,
- 21 2τα
- 1 δ’ -αγαθ'
α ν ουκ επιβλέπεις,
ν
εύρος δ'άν ουδέν τών άπάντων, Σιμύλε,
αγαθόν,
- όπου- τιμή
-- Σ) πρόσεστι
2. και κακόν,
γυνή πολυτελής, έστ' όχληρόν, ουδ' έά
ζήν
-- τόν - - 2. Ανώς βούλετ
- λαβόνθ’ - -- - τι
--- αλλ'ν ένεστι
αγαθόν απ' αυτής, παίδες" έλθόντ’εις νόσον,
τόν έχοντα ταύτην έθεράπευσεν επιμελώς
άτυχούντι συμπαρέμεινεν αποθανόντα το
έθαψε"
- - -περιέστειλεν
αν - όρα
-οικείως. - ο ν
ειςαν ταύθ,
ν όταν
-- λυπήτιτών
-- -- καθ'Σ) Ση ημέραν,
Σ ν
ούτω γαρ οίσεις πάντό πράγμ’ άνδ’ εκλέγης
άει τό λυπούν, μηδέν αντιπαρατεθείς ,
τών προσδοκωμένων, οδυνήση δια τέλους,

- VI.

Eι γαρ έγένου σύ, Τρόφιμε, τών πάντων μόνος,


ότ’ έτικτενή μήτηρ σ', εφ' ώ γε διατελεϊν
πράττων άβούλε, και διευτυχών άει,
και τούτο τών θεών τις ώμολόγησε σοι,
όρθώς αγανακτείς, έστι γάρ σ’ έψευσμένος,
άτοπόντε πεποίηκ . είδ’ έπι τους αυτούς νόμους,
έφ’ οίσπερήμες, έσπασας τον αέρα
τόν κοινόν, να σου τι τραγικώτερον λαλώ,
οϊστέον άμεινονταύτα και λογιστέον,
τό δε κεφάλαιοντών λόγων άνθρωπος εί,
ού μεταβολήν θάπτονπρός ύψος, και πάλιν
ταπεινότητα, ζώον ουδέν λαμβάνει"
και μάλα δικαίως, ασθενέστερον γάρδη
154

φύσει, μεγιστος οικονομείται πράγμασιν,


όταν πέση δε, πλείστα συντρίβει καλά,
σύ δ’ ούθ’ υπερβάλλοντα, Τρόφιμ, απώλεσας
αγαθά, τα νυν δ' έστι μετριάσοι κακά
ώς τανάμεσόν που και το λοιπόν εύφέρει
VII.

Ειρήνηγεωργόνκαν πέτρας
τρέφει καλώς, πόλεμος δε κάν πεδίωκακώς,
VΙΙΙ,

Θυγάτηρ έπιγαμος, κάνόλως μηδέν λαλή,


διά τού σιωπάν πλείστα περί αυτής λέγει,
ΙΧ,

- 1 ν μέγιστον άνθρώποις
Πλεονεξία -- -- κακόν,
- ν
οι γαρ θέλοντες προσλαβείν τα τών πέλας,
αποτυγχάνουσι πολλάκις νικώμενοι,
τα δ’ ίδια προστιθέασι τους άλλοτριος.
Χ.

Ούπώποτ’ εζήλωσα πολυτελή νεκρόν.


εις τόνισον οίκοντώ σφόδρ' έρχετ' ευτελεί
ΧΙ,

Mή τούτο βλέψης, ει νεώτερος λέγω,


- αλλ' είφρονούντων τούς λόγους ανδρών έρώ.
ν

ΓΝ ΜΕ ΜΙΑ Π. 155
ΧΙΙ,

“Ο σκληρότατος προς υιόν έντώνουθετείν,


τους μεν λόγος πικρός έστι, τους δ’ έργος πατήρ
ΧΙΙΙ,

Όστις δε διαβολαισι πείθεται ταχύ,


ήτοι πονηρός αυτός έστι τούς τρόπους,
ή παντάπασι παιδαρίου γνώμην έχει
XIV.

Ούτ' έκχερός μεθέντα καρτερόν λίθον


βάον κατασχεϊν, ούτ’ άπόγλώττης λόγον
XV,
2- ν -
Ούτος κράτιστός εστ ανήρ, ώΓοργία,
όστις άδικείσθαι πλείστ έπίσταται βροτών,
XVI.

Το κουφότατόν σε τών κακών πάντων δάκνει,


πενία, τι γάρ τούτ' έστιν, ής γένοιτάνες
φίλος βοηθήσας, ιατρός βαδίως,
ΧVΙΙ,
Τρία γάρ έστι, δέσποτα,
δι’ όν άπαντα γίγνετ, ή κατά τους νόμους,
ή τας ανάγκας, ή τό τρίτον έθει τινί,
ΧVΙΙΙ,
Τώμεν τό σώμα διατεθειμένω κακώς
156 ΚΩΜΙΚΩΝ

χρεια στον ιατρού, τώδε την ψυχή, φίλου.


λύπην γαρ εύνους οίδε θεραπεύειν λόγος,
ΧΙΧ.
“Υπερήφανόν που γίγνεθ ήλιαντρυφή"
ότε
Ο κι πλούτος
α έξώκειλε
ο 3 τόν
- κεκτημένον τε
εις έτερον ήθος, ούκ ενώ τό πρόσθενήν.
XX.

"Ωμην έγώ τους πλουσίους, ά, Φανία,


οις μήτό δανείζεσθαι πρόσεστιν, ού στένειν
τάς νύκτας, ουδέστρεφομένους άνω κάτω
ΟΙΜΟΙ λέγειν, ήδύν δε και πράόντινα
ύπνον καθεύδειν, αλλά τών πτωχών τινά,
νυν δε και τούς μακαρίους καλουμένους
ύμας, δρώποιούντας ήμύν εμφερή
ΧΧΙ,

Αλλ' όταν έρώντα νούν έχειν τις αξιοί,


παρά τίνι τάνόητον ούτος όψεται,
ΧΧΙΙ.
“Ο προκαταγιγνώσκων δε, πριν ακούσαι σαφώς,
αυτός πονηρός έστι, πιστεύσας κακώς,
ΧΧΙΙΙ,
Πολλούς δι’ ανάγκην γαρ πονηρούς οΐδ’ εγώ,
όταν ατυχήσωσιν, γεγονότας, ούφύσει
όντας τοιούτους.
157

ΕΚ ΤΩΝ ΦΙΛΗ Μ Ο Ν Ο Σ.

Π.
Aναθη α ν
γαθής γυναικός έστιν, ώ. Νικοστράτη,
μή κρείττον είναι τάνδρός, αλλ' υπήκοον
γυνή δε νικώσ’ άνδρα, κακόν έστιν μέγα
ΙΙ.

Ανήρ δίκαιός έστιν, ούχ διμή αδικών,


άλλ’ όστις, άδικείν δυνάμενος, μήβούλεται,
ούδ’ός τα μικρά λαμβάνειν απέσχετο,
άλλ’ός τα μεγάλα καρτερεί μήλαμβάνων,
έχειν δυνάμενος και κρατεΐν αζημίως. ι
ούδ’ός γείταύτα πάντα διατηρεί μόνον,
άλλ’ όστις άδολονγνησίαν τ’ έχων φύσιν,
είναι δίκαιος, κούδοκεϊν είναι θέλει,
ΙΙΙ.
Eί τις δέ θυσίαν προσφέρων, ώ Πάμφιλε,
ταύρων γε πλήθος, ή ερίφων, ή νή Δία
έτέρων τοιούτων, ή κατασκευάσματα,
χρυσάς
-- 2) ποιήσας
ν Σηχλαμύδας,
ν ήτοιν πορφυράς,
ή δι' ελέφαντος ή σμαράγδουζώδια,
είνουν νομίζει τον θεόν καθιστάνα,
πεπλάνητ’ εκείνος, και φρένας κούφας έχει
δει γάρ τόν άνδρα χρήσιμον πεφυκένα,
μή παρθένους φθείροντα, μή μοιχώμενον,
κλέπτοντα, και σφάττοντα χρημάτων χάριν,
158 ΚΩ ΜΙΚΩΝ

μηδέ βελόνης,
ώ φίλτατ, επιθύμησαν άλλοτρίας ποτε
δ θεός γαρ έργους τους δικαίος ήδεται
πονούντα δ’ έά τον ίδιον ύψώσαι βίον,
ι τήνγήν άρούντα νύκτα και την ημέραν,
θεώ δε θύε δια τέλους δίκαιος ών,
μήλαμπρός ώντας χλαμύσιν ώς τή καρδία.
βροντής δ’ ακούσας μηδαμώς πόρρω φύγης,
μηδέν συνεδώς αυτός αυτώ, δέσποτα.
Ι όγάρ θεός βλέπει σε πλησίον παρών.

ΙV.

Ήδιον
-- ουδέν,
Τ ουδέ μουσικώτερον
ν -
έστ, ή δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν.
όλοιδορών γαρ, έαν όλοιδορούμενος
μή προσποιήται, λοιδορείται λοιδορών,
γ.
α --
Κάν δούλος ή τις, ουδέν ήττον, δέσποτα,
άνθρωπος ούτός έστιν, άν άνθρωπος ή
- ΥΙ.
Ουκ έστιν ήμνούδεμία Τύχη θεός,
ουκ νέστιν
Σ) αλλά ταυτόματο, ο γίγνεται -
ώς έτυχ εκάστω, προσαγορεύεται Τύχη,
VΙΙ,

Ούτε γάρ ιατρός ουδέες, άνευ σκοπής,


159

τούς αυτός αυτού βούλεθ' υγιαίνειν φίλους,


ούτε στρατιώτης πόλιν δράν άνευ κακού,
- VΙΙΙ,
Πάντ έστιν εξευρείν, εάν μή τον πόνον
φεύγη τις,ός πρόσεστι τους ζητουμένους,

1Χ.
Πολύ μειζόν έστι τού κακώς έχειν κακόν,
τό καθ' ένα πάσι τους επισκοπουμένος
δεν τον κακώς έχοντα, πώς έχει λέγειν
Χ.

Α. Σύρα, Σύρα. Σ. Τι εστί ; Α. Πώς ήμην έχεις,


Σ. Μηδέποτ’ ερώτα τούτ, επαν γέροντίδης,
ή γραϋντιν ίσθι δ’ ευθύς, ότι κακώς έχει
ΧΙ.
2) Σ» - ν' ν
Ανθρωπονιόντα βάδιον παραινέσα
έστιν, ποιήσαι δ’ αυτόνούχι βάδιον.
τεκμήριον δε τους ιατρούς οίδ’ εγώ
ύπερ έγκρατείας τους νοσούσιν εύ σφόδρα
πάντας
Σ» --
λαλούντας,
--
είτ’ επαν πταίσωσίτι,
ν Σ) αν - 3) -,
αυτούς ποιούντας πάνθ’, όσούκ είων τότε,
έτεροντότ’ άλγειν και τό θεωρείν έστ ίσως,
ΧΙΙ.
Α. Τις έστιν ούτος; Β. Ιατρός, Α. Ως κακώς έχει
άπας ιατρός, άν κακώς μηδες έκη,
160 ΚΑΙΩΜΙΚΩΝ
ΧΙΙΙ.

Τον μή λέγοντα τών δεόντων μηδε έν,


μακρόν νόμιζε, κάνδύ" είπη συλλαβάς,
τον δ’ εϋλέγοντα μή νόμιζ είναι μακρόν,
μηδ’ άνσφόδρ' ειπη πολλά, και πολύν χρόνον
τεκμήριον δε τούδε τον Όμηρονλάβει
ούτος γαρ ήμύν μυριάδας έπών γράφει,
άλλ' ουδέες"Όμηρονειρηκεν μακρόν,
XTV.
- Ε
Eι τα δάκρυ ήμντών κακών ήν φάρμακον,
άει θ’δ κλαύσας τού πονεν έπαύετο,
ήλλαττόμεσθ’
- Σ) Σ άνδάκρυα,
ν ν ν Σ χρυσίον
δόντες - -- - - ι
νύν δ' ού προσέχει τα πράγματι, ουδ’ αποβλέπει
ές ταύτα, δέσποτ, αλλά τήν αυτήν δδόν,
- 3 κλαίης,
εάντε ν -- μή,
άντε 2 - πορεύσεται,
1 α Τ
τί ούν πλέον σοί γ' ουδέν ή λύπη δ’ άει,
ώσπερ τα δένδρα καρπών, έχει τα δάκρυα,

Ε Κ Τ Ω Ν Α ΤΟ ΔΩΡΟ Τ.
-- -
Εγώ μένουν τον νόμον έμαυτά τουτον
τίθεμαι δοκιμάζων, ώσπερ ειρητα, ποιείν,
κρείττον γάρ έστιν εϋ τεθραμμένην λαβείν
γυναίκ' άπροικον, ή κακήν μετά χρημάτων,
τήν έσομένην και ταύτα μέτoχoντού βίου,
161

ΕΚ ΤΩΝ ΕΥΒΟ Υ Λ Ο γ.

ρες γάρ μόνους κρατήρας έγκερανύω


τους εύ φρονούσι" τόνμέν υγείας ένα,
όν πρώτον έκπίνουσιν τόν δε δεύτερον
έρωτος ήδονής τε" τόν τρίτον δ’ ύπνου,
όν εισπόντες οι σοφοί κεκλημένοι
οίκαδε
α ν βαδίζουσ',
Σ), Φ. - 3 δδε
εν τέταρτοςα ι ούκέτι
ν -
ήμέτερος
αν 1 έστ,ν άλλ’ει ύβρεος 2)δο δε πέμπτος,
γν βοής,
έκτος
-- δε--κώμων, έβδομος ο δ’
Σ), Σν ύπωπίων, Α
όγδοος ανακλητόρων. δδ’ έννατος χολής,
δέκατος δε μανίας, ώστε και βάλλειν ποιείν,
πολύς γαρ ες εν μικρών αγγείον χυθείς
υποσκελίζει βάστα τούς πεπωκότας,

Ε Κ Τ Ω Ν Ι Π Ι Α Ρ Χ Ο Υ.

Πολι γ' έστι πάντως κτήμα τιμιώτατον


άπασιν άνθρώποισιν εις τό ζήν τέχνη,
τα μεν γαρ άλλα και πόλεμος, και μεταβολή
τύχης ανάλωση ή τέχνη δε σώζεται,

Εκ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΤΟΣ:
Η

"Ο γαρ χρόνος μ' έκαμψε, τέκτων μεν σοφός


άπαντα δ’ εργαζόμενος ώσουμε
162
Π.
αρνείδισας μοι γήρας, ώς κακών μέγα,
ούμή τυχόντε θάνατος έσθ' ή ζημία,
οι πάντες επιθυμούμεν άνδ’ έλθη ποτέ,
ι άννώμεθ. ούτως εσμέν αχάριστοι φύσει.

ΙΙΙ,

Γαστρός δε πειρώπάσαν ήνιαν κρατεί,


μόνη γαρ ών πέπoνθεν ούκ έχει χάριν,
αελ δε τού δέοντας ένδείται, πλέον,
όστις δε γαστρός μή κρατεΐν επίσταται,
ούτος τά πλειωτών-κακών έχει κακά

Γλώσσης μάλιστα πανταχού πειρώ κρατεία"


δ και γέροντα και νέω τιμήν φέρει
ή γλώσσα σιγήν καιριαν κεκτημένη,

ΕΚ ΤΩΝ ΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΥ .


την

Eι το συνεχώς και πολλά και ταχέως λαλείν»


ήν του φρονείν παράσημον, α χελιδόνες -
ελέγωντάν ήμών σωφρονέστερα πολύ,

ΕΚ ΤΩΝ ΦΕΡΕ ΚΡΑΤΟΥΣ


Βγήρα, ως επαχθές ανθρώποισιν εί,
Γ Ν Ω ΜΑΙ. 163

και πανταχή λυπηρό, ού καθ' έν μόνον


ενώ γαρ ουδέν δυνάμεθ, ουδ' ισχύομεν,
σύ την καύθ’ ημάς προδιδάσκεις εύ φρονείν.

ΕΚ τον ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Ο: χαλεπόν έστι τώ κακώς διακειμένω


ειπείν τιν έσθίοντα, Mή κακώς έχε,
πύκτητ' επιτιμάν, ουδέν έργον μαχομένως
αυτόν δε μάχεσθαι ούκ έτ' έστι βάδιον,
έτερόν τι τό λέγειν έστι και τό πεπονθένα. -
--
ό - --

Ε Κ Τ Ω Ν ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ. -

- Τ. -
Αιχρών γυναίκ έγημας, αλλά πλουσίαν
κάθευδαιδώς, ήδέως μασώμενος

- ΙΙ. ,
“Οταν ατυχέιν σοι συμπέση τι, δέσποτα,
Ευριπίδουμνήσθητι, και ο
- - ν κ
, Ουκ έστιν όστις πάντ’ ανήρ
- ευδαιμονεί." -
είναι δ' υπόλαβε και σε τών πολλών έναν

L, 2
164 Κ. (ΣΜΑ ΚΩΝ
Α

-
Εκ ΤΩΝ ΣΩ ΤΑΔ ο η
Eι και βασιλεύς πέφυκας, ώς θνητός άκουσον,
άν μακρά πτύης, φλεγματίω κρατή περισσώ.
άνεύματής, ταύτα πρόσού προβάτον είχεν.
άν χρυσοφορής, τούτο τύχης έστιν έπαρμα,
άν πλούσιος ής, τούτο χρόνου άδηλος ισχύς.
άνδ’ αλαζονής, τούτ’ ανοίας έστι φρύαγμα.
άν δε σωφρονής, τούτο θεών δώρον υπάρχει,
ή σωφροσύνη παρεστιν, άν μετρής σεαυτόν

ΕΚ ΤΩΝ ΕΡΙ ΦΟΥ,

Αγοςα γάρ έστ’ νάρχαίος


ν ού κακώς
τε ν έχων:
οίνον λέγουσι τους γέροντας, ώ πάτερ,
πείθεν χορεύεινού θέλοντας
-

Εκ Ταν π ο ΣΕΙΔΙππο τι
Εν φ Π. α - ο
Εργον γε λύπην έκφυγείν ή δ’ ήμέρα
άει το καινόν εις τό φροντίζειν φέρει
-- ΙΙ.
“Ομή πεπλευκώς ουδέν έωρακέν κακόν,
τών μονομαχούντων εσμέν άθλιώτεροι,
ΓΝ Ω Μ Α Ι . 165

Τήνχλανίδα πάντες, ώς έρικεν, ουκ έμε,


προσηγόρευον, ουδέες νύν μοι λαλεί,
IV. --
"Ων τους θεούς άνθρωπος εύχεται τυχεϊν,
τής ευθανασίας κρείττον ουδέν εύχεται,

ΕΚ ΤΩΝ ΤΙΜ Ο Κ Λ Ε Ο Υ Σ.

- Ι.
εν

Αγορών ιδείνεύοψον, εύπορούντι μεν


ήδιστον άνδ' απορή τις αθλιώτατον,
-

Π.

“Ω ταν, άκουσον, ήν τι σοι δοκώ λέγειν --


άνθρωπός έστι ζώον επίπονον φύσει,
και πολλά λυπήρ’ό βίος εν εαυτώ φέρει,
παραψυχάς ούν φροντίδων ανεύρατο
ταύτας, διγάρ νούς τών ιδίων λήθην λαβών,
πρός άλλοτρίωτεψυχαγωγηθείς πάθει,
μεθ ήδονής απήλθε, παιδευθείς άμα.
τούς γάρ τραγωδούς πρώτον, είβούλε, σκόπεί,
ώς ωφελούσε πάντας, ών μεν γαρ πένης,
πτωχότερον αυτού καταμαθών τόν Τήλεφον
γενόμενον, ούτω τήν πενιαν βάον φέρει
ό νοσών τι μανικόν, Αλκμαίων έσκέψατο,
166 Κ. Ω Μ Ι Κ Ο Ν'

όφθαλμιά τις εισί Φινείδα τυφλοί


τέθνηκέτωπαϊς ή Νιόβη κεκούφικεί
χωλός τις έστιν τόν Φιλοκτήτην δρά.
γέρων τις άτυχε, κατέμαθεν τόν Οινέα.
άπαντα γάρ το, μείζον ή πέπονθέ, τις
ατυχήματ’ άλλοις γεγονότι εννοούμενος,
τας αυτός αυτού συμφοράς ήττον στένει.
-

Εκ ΤΩΝ ΚΛΕΑΡΧοα
Ετοις μεθυσκομένοις εκάστης ήμέρας
αλγειν συνέβαινε την κεφαλήν πρό τού πιεν
τον άκρατον, ήμών ουδέες έπινεν άν…
νύν δε πρότερόν γετού πόνου τήν ήδονήν .
προλαμβάνοντες υστερούμεν τάγαθού. -
ΓΝΩΜΑΙ ΜΟΝΟΣΤΙΧΟΥ
Ε Κ Α ΤΑ Φ οταν ΑΠΟ ΤΗΤΩΝ
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ.Τ.

ΕΠΣ ΑΓΑΘΟΝ ΑΝΔΡΑ.


Ο .

Ανής δε χρηστός χρηστόν ού μισεί ποτέ,


Γνώμης γάρ έσθλής έργα χρηστά γίγνεται,
*Εσθλώ γαρ άνδρι έσθλα και δίδοί θεός.
Ζήλου τόν έσθλόν άνδρα και τόν σώφρονα,
ΕΠΣ Α.Α ΗΘΕΙΑ TV,

"Ελευθέρου γαρ άνδρός, αλήθειαν λέγειν.


“Η γλώσσ' αμαρτάνουσα ταληθή λέγει,
ΕΤΣ ΑΜΑΡΤΙΑΝ
Αισχρόν δε μηδέν πράττε, μηδε μάνθανε
Αμαρτάνει τι και σοφού σοφώτερος -
Δις εξαμαρτείν ταυτόν, ουκ ανδρός σοφού.
Έργων πονηρών χειρ’ ελευθέραν έχει
"Ο μηδέν ειδώς ουδέν εξαμαρτάνει,
-
168 ΓΝΩ ΜΑΙ ν.12

ΕΙΣ ΑΝΑΓΚΗ Ν.

Ουδείς ανάγκης μείζον ισχύει νόμος,


προς την ανάγκην πάντα τάλλ' έστ' ασθενή,
Το τής ανάγκης ού λέγειν όσον ζυγόν,
“χτό τής ανάγκης πάντα δουλούται ταχύ.
“από τής ανάγκης πολλά ποιούμεν κακά,
χρεια διδάσκει, κάνβραδύς τις ή, σοφόν,
ΕΠΣ ΑΡΓΙΑΝ,

Ανάπαυσις έστι τών κακών, απραξία,


Ε Ι Σ Α ΡΕ ΤΗ Ν.

Αρετή, μέγιστον τών ένανθρώπους καλών


Αρετής βέβαια δ’ εισίναι κτήσεις μόνα.
Αμή προσήκει μήτ’ άκουε, μήθ’ όρα.
Βέλτιόν έστι σώμά γ ή ψυχήν νοσείν.
"Ελεύθερον φύλασσετόν σαυτού τρόπον
Έστιν δε καρπός αγαθός εύτακτος βίος,
Καλόν φύουσι καρπόν οι σεμνοί τρόποι.
Λάβε πρόνοιαν του προσήκοντος βίου.
Μακάριος όστις μακαρίος υπηρετεί.
Όπλον μέγιστόν έστινή ρετή βροτούς,
Σαυτόν φύλαττε τους τρόπος ελεύθερον,
Ψυχής επιμελού τής σεαυτού καθά δύνη.
Ψυχήν έθιζε πρός τάχρηστα πράγματα,
13, ΓΣ ΑΧΑ Ρ Ι Σ Τ Ι Α Ν.

Αχάριστος όστις ευπαθών άμνημονεί


τ,33 Μονοετέχοκ 169

Σχει δ’ όσωθεί, έστιν αχάριστος φύσει.


Αμ' ήλέητα, και τέθνηκεν ή χάρις
Επιλανθάνονται πάντες οι παθόντες εθ,
Καλόν γεθησαύρισμα, κειμένη χάρις.
Μετά τήν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις
Χάρινλαβών εύκαιρο, εύκαιρονδίδου.
Χάριν χαρίζου, καθ' όσον ισχύεις όμως,
Χάριτας δικαίας και δίδου και λάμβανε
Χάφινλαβών μέμνησο, και δούς έπλάθους

ΕΓΣ ΒΑΣ ΙΑΕΑ,


Αρχής τετευχώς, ίσθι ταύτης άξιος
Eκών δε βασιλεύς έστιν έμψυχος θεού,

Αμελούντα του ζήν ουκ άνεστ εύσχημονείν.


Άνθρωπος έστι πνεύμα και σκιά μόνον.
Ειούμεν ουδείς δν προαιρείται βίον.
Είος έστιν, άν τις τώρια χαίρη βιών.
Βίος κέκληται δι, ότι βία πορίζεται, -
Γήπάντα τίκτει, και πάλιν κομίζεται. -
χώμεν γαρ ουχώς θέλομεν, αλλ' ώς δυνάμεθα. -
Ου γαρ θεμις ζήν πλην θεούς άνευ κακών,
Ουκ έστι βίον εύρεϊνάλυτον ουδενί.
Το ζήν αλύπως, ανδρός εστιν ευτυχούς
Τυφλόνγε και δύστηνον άνθρωπος βίος
"Ως ήδύς ο βίος, αν τις αυτόν μή μάθη.
170 ΓΝΩ ΜΑΤ τ,55

ΕΙΣ ΒΟΗΘΕΙΑ Ν.

Ανήργαρ άνδρα, και πόλις σώζει πόλιν,


Μέμνησο πλουτών τούς πένητας ώφελεϊν,
“Υπέρ γυναικός και φίλου πονητέον,
Χείρχείρα νίπτει, δάκτυλός τε δάκτυλον.

Ανήρ άβουλος ές κενόν μοχθεί τρέχων,


Αβουλία γαρ πολλά βλάπτονται βροτόι,
Ανήρ άβουλος ήδονας θηρεύεται
Βουλής γαρ όρθής ουδέν άσφαλέστερον,
Βουλής γαρ ουδέν έστιν έχθιον κακής
Εννυκτί βουλή τους σοφούσι γίγνεται,
Σοφού παρ’ άνδρός προσδέχoυ συμβουλιαν,
Σοφή σοφών γάρ γίγνεται συμβουλία,
ΕΙΣ ΓΑΜΟΝ,

Αλυπονέξεις τόν βίον χωρίς γάμου,


Ταμείνδ μέλλων εις μετάνοιαν έρχεται,
Γάμος ανθρώπουσιν εύκταίον κακόν.
Γαμείν δε μέλλων, βλέψονείς τούς γείτονας,
Δαίμων εαυτώ πλουσίαν γήμας έση.
Εκτών όμοίων οι κακοί γαμούσ’ αεί.
γάμοισινούκ ελεύθερός γ’έση.
Ηθος προκρίνειν χρημάτων γαμούντα, δε,
Μηδέποτε γήμη μηδεείς εύνους έμοί,
Νόμιζε γήμας δούλος είναι τώβία.
-,78 ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΙ. 171

Νύμφη δ’ άπροικος ουκ έχει παρρησίαν.


“Ομή γαμών άνθρωπος ούκ έχει κακά.
"Ράον βίον ζής, άν γυναίκα μήτρέφης, -
Ως έστι τό γαμείν έσχατοντού δυστυχεϊν. -
Ως τρισκακοδαιμων, όστις ών πένης γαμεί.
Ε Ι Σ Τ Ε Λ Ω Τ Α.

Γέλως άκαιρος εν βροτούς δεινόν κακόν,


Γελάδ' διμώρος, κάντε μήγελοίονή.
"ΕΤΣ ΤΗΡΑΣ,

Γήρας διδάσκει πάντα, και χρόνου τριβή.


Γνώμαι δ’ άμενους εισιτών γεραιτέρων,
Εσθιού γαρ άνδρός γήρας ευπροσήγορον.
Εφόδον εις τό γήρας αιει κατατίθου,
Ήξει τό γήρας πάσαν αιτίαν φέρον,
Καλόν τό γηράν, και τό μήγηράν πάλιν,
“Ομιλίας δέτας γεραιτέρας φίλει,
"Οχληρός έστιν εν νέος ανήργέρων.
Πολιά χρόνου μήνυσις, ού φρονήσεως,
Τούζήν γαρ ουδείς ώς δγηράσκων ερά.
Φοβού τό γήρας ού γαρ έρχεται μόνον,
Χαλεπόν τό γήρας έστιν άνθρώποις βάρος
Ε Ι Σ Τ Ο Ν Ε ΙΣ.

Βεβαιοτάτην φιλίαν έχε πρός τούς γονείς,


Bούλου γονείς πρό παντός έντιμας έχειν,
472, ΓΝΩΜΙΑ1 τ,99

Γονείς δε τίμα και φίλους ευεργέτες


Γεννητόρων έκατι κατθανείν καλόν,
"Ελπιζε, τιμών τούς γονείς, πράξειν καλώς,
"Ηδύγε πατήρ φρόνησιν άντ’ όργής έχων,
Θεός μέγιστος τους φρονούσαν οι γονείς,
“Ικανώς βιώσεις, γηροβοσκών τούς γονείς. -
Νόμιζε σαυτώ τούς γονείς είναι θεούς,
Πρός υιόν δργήν ούκ έχει χρηστός πατήρ
“Ως ήδύτώ φύσαντι πείθεσθαι τέκνα. -

ΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ

Βιου σπάνις πέφυκενά δράσιν γυνή,


Γυναικι πάση κόσμονή σιγήφέρει.
Γυναικός έσθλής έστι σώζειν οικίαν.
Γυναικι κόσμος δ τρόπος, ούχι χρυσία,
Γυνή δικαία, τού βίου σωτηρία.
Γυναικός έσθλής επιτυχεϊνού ράδιον,
ι Γυναίκα θάπτειν κρείσσόν έστινήγαμεϊν.
Γυνή το σύνολόν έστι δαπανηρών φύσει,
Γυναικιμή πίστευε τόν σαυτού βίον.
Γυνή γαρ ουδέν οίδε, πλήν ό βούλεται.
Γυνή δε χρηστή πηδάλιον έστ’ οικίας,
Γυναικι δ’ άρχεινού δίδωσινή φύσις.
Γυνή γαρ οίκωπήμα και σωτηρία.
Γυνή γυναικός πώποτ' ουδέν διαφέρει,
Εν γαργυναιξί πίστιν ουκ ένεστ δεν.
Ζήλος γυναικός πάντα πυρπολεί δόμον.
Ζήτει γυναίκα σύμμαχον τών πραγμάτων,
Μ Ο Ν Ο Σ Τ Ι Χ Ο Γ. 173

Ζήν ούκ έδει γυναίκα κατά πολλούς τρόπους, ι


Θησαυρός έστι των κακών κακή γυνή
Θηρών απάντων άγριωτέρα γυνή, -
Θάλασσα, και πύρ, και γυνή, κακά τρία. -
Ιστο γυναικών έργα, κούκ έκκλησίας
Ιός πέφυκεν ασπίδος κακή γυνή,
Ίσον λεαίνης και γυναικός ωμότης. Η
Καλόν γυναικός εισoράν καλούς τρόπους,
Λύπη παρούσα πάντοτ' έστινή γυνή,
Λέοντι συζήν, ή γυναικί συμβιούν.
Μεστόν κακών πέφυκε φορτίον γυνή
Όπου γυναίκες εισι, πάνε εκεί κακά. /
Ούδέν γυναικός χειρον, ουδέ της καλής
Πολλοί γυναικών δυστυχούσινούντκα,
Ρύπος γυνή πέφυκενήργυρωμένος,
Τερπνόν κακόν πέφυκεν ανθρώποις γυνή,
"Υπερήφανον πράγμ' έστιν ωραία γυνή,
"Υπέρ γυναικός και φίλου πονητέον,
Φύσει γυνή δυσήνιόν έστι και πικρόν,
Χειμών κατ' οίκους έστιν άνδράσιν γυνή,
Ως έστ’ άπιστος ή γυναικεία φύσις,
ΕΠΣ Δ Η Μ Ο Ν.

Ισχυρόν όχλος έστιν, ουκ έχει δε νούν


ΕΠΣ ΔΙΚΑ τον
Ανδρός δικαίου καρπός ούκ απόλλυται,
Απάτης δικαίας ουκ αποστατεί θεός,
--

174 ν.1-9,

Βαθιζε την ευθείαν, ήν δίκαιος ής.


- Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν,
Δίκαιος ίσθ’, να και δικαιωνδή τύχης,
- Δίκαιος είναι, μάλλον ή χρηστός θέλει
- Δίκαια δράσας συμμάχου τεύξη θεού.
Δίκαιος εάν ής, τώ τρόπω χρήση νόμων
Δίκαιος άδικεϊνούκ έπίσταται τρόπος,
----------
"Εν παντι δεν καιρώ το δίκαιον επικρατείας
--------
“Ο μηδέν αδικών ουδενός δείται νόμου,
– Πρός εί, λέγοντας ουδέν αντειπείν έχω.
- Τους γαρ δικαίους αντέχεινού ράδιον. -
Τρόπος δίκαιος, κτήμα τιμιώτατον. -
Το μηδέν άδικείν πάσιν άνθρώποις πρέπει
Τό μηδέν άδικείν και φιλανθρώπους ποιεί
Χρηστού παρ’ άνδρός μηδέν υπονόει κακόν,

- Καλώς ακούειν μάλλον ή πλουτεΐν θέλει


Κενής δε δόξης ουδέν άθλιώτερον ,
ΕΤΣ Δ Ο Υ Λ Ο Υ Σ ΚΑΙ ΔΕΕΣ ΠΡΟΤΑΣ
Δούλου δε χείρον ουδέν, ουδέ τού καλού.
Εις έστι δούλος οικίας δδεσπότης
Δυπεί με δούλος δεσπότου μείζον φρονών,
Φεύγειν άει δει δεσπότας θυμουμένους,
ΕΙΣ Δ Υ Σ Τ Υ Χ Ι Α Ν.
- Ανθρωπος, ικανή πρόφασις εις το δυστυχείς
ν.171 ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΙ: 175

Δεί τους μεν είναι δυστυχείς, τους δ’ ευτυχείς -


Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται. -
Eν άνδρι δυστυχούντι μή πλάσης κακόν. -
Μή"μβανε δυστυχούντι, κοινή γαρ Τύχη.
Μηδέποτε σαυτόν δυστυχών απελπίσης. -
Νόμιζε κοινά πάντα δυστυχήματα. - --- - ------
Οι μου, το γαρ άφνω δυστυχεϊν μανιαν ποιεί,
Tών δυστυχούντων ευτυχής ουδείς φίλος. -
ΕΙΣ, ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ Ν.

Η κοιλία και πολλά χωρεί κώλίγα.


ΕΓΣ ΕΛΠΙΔΑ:

Άνθρωπος ατυχών, σώζεται τας ελπίσι.


Αελπτον ουδέν πάντα δι, ελπίζειν χρεών.
Αϊ δ’ ελπίδες βόσκουσε τους κενούς βροτών. -
Eνέλπισίνχρή τους σοφούς έχειν βίον. -
ΕΙΣ ΕΠΑΓΝΟΙΝ,

“Υπέρ σεαυτούμή φράσης εγκώμια . -


Φίλων έπαινον μάλλον ή σαυτού λέγει
ΕΤΣ - ΕΡΥΓΙΕΙΝΗ:

Ανήρ άριστος ούκ άνετη δυσγενής.


Ζήν αισχρόν αισχρώς τους καλώς πεφυκόσια

Βέβαια δ’ ουδείςς θνητός


θνη ευτυχεί γεγώς.
176 Γ Ν Ω ΜΑΤ ν.185
Ε

3)Αικαιον
- εύπράττοντα
- Σ - η Σ)μεμνήσθαι
- ν θεού.
Βαθλών κακίους ενίοτ ευτυχέστερους
Ευδαιμονί"είωθεν υπερηφανιας ποιείν,
- "Ένιοι
- κακώς
2) ον φρονούσι
-- πράσσοντες
Α -- καλώς,
-
γ) Θεών δ’ όνειδος τους κακούς εύδαιμονείν.
- ιδίαν κατά φρόνησιν ουδείς ευτυχεί
- Καλόν δε κοινόν εστι χρηστώς ευτυχών,
- Μήπωμέγανεπης, πριν τελευτήσαντ "δης,
πολλοί μεν ευτυχούσιν, ού φρονούσε δε,
- Τόνευτυχούντα και φρονεν νομίζομεν
- Των ευτυχούντων πάντες εισε συγγενείς,
Τις δ’ ουκ άνετη χρηστός, όλβιος γεγώς,
"Ως ευκόλως πίπτουσιν αι λαμπρα τύχαι.

ΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑ Ν.

Θνητοί γεγώτες μή φρονείθ’ υπέρ θεούς


“Υπέρ ευσεβείας και λάλει και μάνθανε,

- Ευχής δικαίας ούκ άνήκοος θεός,


ΕΠΣ ΕΡΩΤΑ,

Γέρων εραστής, εσχάτη κακή τύχη.


Μόνον έστ’ άπαρηγόρητον άνθρώποις έρως,
- Οργή φιλούντων όλιγον ισχύει χρόνον,
Πολλοίς υπέκκαυμ’ έστ έρωτος μουσική,
Φεύφεύν βροτούς έρωτες ώς κακόν μέγα
α
-210 177
-

ΕΙΣ ΕΧΘΡΑ Ν.

"Εχθρούς αμύνουμή πιτή σαυτού βλάβη,


"Εχθρούς απιστών ού ποτ’ άν πάθος βλάβην,
Λόγον παρ’ εχθρούμή ποθ ήγήση φιλον,
ΕΠΣ ΖΩΗ Ν.

Ζήν βουλόμενος, μή πράττε θανάτου άξια. -


Ζήν αισχρόν, οίς ζήνέφθόνησεν ή τύχη.
Παντες καλώς ζήν θέλομεν, άλλ' ού δυνάμεθα.
Τι ζήν όφελος, ώ μή στι το ζήν ειδέναι,
"Ως ήδύ τό ζήν, μή φθονούσης της τύχης,

*Εξ ήδονής γαρ φύεται τό δυστυχεϊν. ---- -


Η γαρ παράκαιρος ήδονή τίκτει βλάβην - -- -- -
Ουδείς έπαινον ήδονας έκτήσατο.
-----------
Φεύγ’ ήδονήν φέρουσαν ύστερον βλάβην,
“Ως πολλά διά τας ήδονας λυπούμεθα,
Ελ ΘΑ ΝΑ ΤΟΝ
Αλλ' έσθ’ ό θάνατος λοίσθος ιατρός νόσων.
Βροτους άπασι κατθανεν οφείλεται,
Ζωής πονηράς θάνατος εύπορώτερος,
"Η ζήν αλύπως, ή θανείν εύδαιμόνως,
Θνητός πεφυκώς μή γέλα
Καλόν τό θνήσκειν, οίς ύβριν το ζήν φέρει
Κρείσσοντό μήζήν έστιν, ή ζήν άθλιως.
"Όν οι θεοί φλούσιν, αποθνήσκει νέος
Τόγάρ θανείν ουκ αισχρόν, αλλ'φαιά, θανείν.
178 ΓΝΩΜΙΑΔΗ ν. 4

ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΑΝ ΔΙΚΗν.


Αγει τό θείον τούς καλούς πρός τήν δίκην,
Αειγάρεύπίπτουσιν οι Διός κύβοι,
- Θεός συνεργών πάντα ποιεί βαδίως.
Θεού γαρ ουδείς ευτυχεί βροτών άνευ.
- Θεού θέλοντος κανέπι βιπός πλέος.
Θεώ μάχεσθαι δεινόν έστι και τύχη.
Θεού δε πληγήνούχ υπερπηδά βροτώς. -
- Και ζών δφαύλος και θανών κολάζεται,
Λήσειν δια τέλους μή δόκει πονηρός ών.
- “Οτι δ’ άνποιής νόμιζ” δράνθεούς τινας,
Ουδείς παρανομών πρός θεούς εχέγγυος.
Πάντη γάρ έστι, πάντα τε βλέπει θεός.
Τομή δικαιον έργονού λήθει θεούς,
- Ε Ι Σ Τ Α Τ Ρ Ο Υ Σ.

Πολλών ιατρών είσοδός μ' απώλεσεν.


Ε Ι Σ Κ Α Ι Ρ Ο Ν.

Απαντα καιρώ χάριν έχει τρύγώμενα.


Καλόν τό καιρού παντός ειδέναι μέτρον
Καιρός γάρ έστι τών νόμων κρείττων πολύ
Καιροί δε καταλύουσι τας τυραννίδας,
Καιρού τυχών γάρ πτωχός ισχύει μέγα.
Πολλών δικαιρός γίγνεται παραίτιος.
Πολλούς δικαιρός άνδρας ούκ όντας ποιεί,
Τάχισθ’ δικαιρός μεταφέρει τα πράγματα,
Τον καιρόν εύχου πάντοθ’ ύλεων έχειν,
ν.255 179

“Ως μέγατό μικρόν έστιν εν καιρώ δοθέν


"Ωρα τα πάντα τού βίου κρίνει καλώς,

Δύσμορφος είην μάλλον, ή καλός κακός,


Mή κρίν, δρώντο κάλλος, αλλά τον τρόπον
“Ως ήδύ κάλλος, όταν έκηνούν σώφρονα,
ΕΠΣ ΚΕΡΔΟΣ:
Βίον πoρίζoυ πάντοθεν πλήν εκκακών. -
Βέλτιστε, μή τό κέρδος εν πάσι σκόπει.
Εϊμή τόλαβενήν, ουδ' άνες πονηρός ήν. -
Ζήτει συναγαγενέκ δικαίων τόν βίον.
Ήθος πονηρόν φεύγε και κέρδος κακόν,
Κέρδος πονηρόν μήλαβείν βούλου ποτέ.
Κακούς τό κέρδος, τής δίκης υπέρτερον.
Κέρδη πονηρά ζημίαν άει φέρει
Τα μικρά κέρδη μείζονας βλάβας φέρει
Το κέρδος ήγού κέρδος, αν δίκαιονή. -
Τα δ’ αισχρά κέρδη συμφοράς εργάζεται. -
ΕΠΣ ΚΡΙΣΙΝ
Ανεξέταστονμή κόλαζε μηδένα.
Κατηγορείν ουκ έστι, και κρίνει νόμου,
Κρίνεν τό δίκαιο, μή τό συμφέρον, θέλει Αγ%

Αφείς τα φανερά μή δίωκε ταφανή,


Μ α
180 ΓΝΩ ΜΑΙ

“Ημή ποιει τό κρυπτόν, ή μόνος ποιεί,


Σοφοι δε συγκρύπτουσιν οικείας βλάβας,
“Υπόνοια δεινόν έστιν άνθρώποις κακόν.
ΕΠΣ ΛΙΜΟΝ,

- Απάνθ' όλμός γλυκέα πλην αυτού ποιεϊ.


Γαστήριάναλτος και νεώνεύρεν δρόμον.
Λιμός μέγιστον άλγος άνθρώποις έφυ.
Λιμώγάρούδέν έστιν άντειπείν έπος.
- Πολλών δλιμός γίγνεται διδάσκαλος,
ΕΠΣ ΛΟΓΟ Ν.

- Aνδρός χαρακτήρ έκλόγου γνωρίζεται,


- Ιατρός δλόγος τού κατά ψυχήν πάθους,
Ισχυρότερον δέ γ' ουδέν έστι τού λόγου,
Λόγος γάρ έστι φάρμακον λύπης μόνον
Λόγους αμείβου τόν λόγος πείθοντά σε
Λύπην γαρ εύνους οίδεν άσθαι λόγος,
- Λόγω διοικείται βροτών βίος μόνω.
Ξίφος τιτρώσκει σώμα, τόν δε νούν λόγος,
Ουκ έστ’ απ’ έργων μή καλών έπη καλά.
ςΟργής ματαίας
ν εισιν
1 α αίτιοι
ν λόγοι,
-- ν ν
Ρήμα
Εναν παρά καιρόν βιφθέν -ανατρέπει
ν βίον,
--
Ρίψας λόγον τις ούκ αναιρείται πάλιν.
Σοφώ παρ’ άνδρι πρώτον ευρέθη λόγος,
Χωρίς τότ’ ειπείν πολλά και τό τα καίρια,
Χρηστός πονηρούς ούτιτρώσκεται λόγος,
Ψυχής νοσούσης έστι φάρμακον λόγος,
- 299 181

ΕΙΣ ΛΥΠΗΝ,
Αετό λυπούν έκδίωκε τού βίου.
Αρ' έστι συγγενές τι λύπη και βίος
Bιούν αλύπως θνητόν όντ' ού βάδιον.
Λύπη μανίας όμότοιχος είναι μοιδοκεί
Λύπα γάρ ανθρώπουσι τέκτουσιν νόσους,
Νόσον πολύ κρείττόν έστιν, ή λύπην φέρειν.
Ουκ έστι λύπης χείρον ανθρώπω κακόν,
ΣΕΙΣ ΜΕ Θ Η Ν.

Καλόν τό νήφειν, ή το πολλά κραιπαλάν,


Κάτοπτρον είδους χαλκός έστ, οίνος δε νού,
“Ο πολύς άκρατος μικρ’ αναγκάζει φρονείν.
ΜΕΙΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Θνητός πεφυκώς τούπίσω πειρώ βλέπειν.


Μένει δ’ έκαστον τούθ, όπερ μέλλει παθεΐν,
Μήμοι γένοθ' άβούλομ, αλλά συμφέρει. -
ΕΙΣ ΜΕΤΑ ΝΟΙΑΝ,

Η δε μετάνοια γίγνετ’ άνθρώποις κρίσις. -


ΕΙΣ ΜΕ Τ Ρ Ι Ο Τ Η Τ.Α.

Ανθρωπονόντα σαυτόν αναμιμνηση άει. -


Βούλου δ’ αρέσκεν πάσι, μήσαυτώ μόνον. -
Eι θνητός εί, βέλτιστε, θνητα και φρόνε. -
Ενδ’ ευπροσηγόροισιν έστι τις χάρις
182 1 Ν. 2 ΜΑΙ ν.317

Ίσος μέν ίσθι πάσι, κάν προύχης βίω,


καλόν φρονείν τον θρητών ανθρώπους ίσα.
Σωτηρίας σημείο, ήμερος τρόπος
το τηγαρί ΣΑγΤον πανταχού στο χρήσιμο,
ΕΠΣ ΜΗ ΤΡΥΠΑΝ,
Δεινότερον ουδέν άλλο μητρικός κανόν,
Ε Ι Σ ΝΑΥΤΙΛΙΑ Ν.
Ενγή πένεσθαι κρείττον, ή πλουτούντα

Ε Ι Σ ΝΕΟΤΗΤΑ.

Ακμή το σύνολον ουδέν άνθους διαφέρει,


- Μέμνησο νέος ών, ώς γέρων έση ποτέ
Νέος πεφυκώς πολλα χρηστά μάνθανε,
- Νέω δε σιγάν μάλλον ή λαλείν πρέπει,
Νέος ών ακούειν τών γεραιτέρων θέλει
Ε Ι Σ ΝΟΜΟΥΣ

Αναρχίας δε μείζον ουκ έστιν κακόν,


- Βίας παρούσης ούδέν ισχύει νόμος,
Ισχυρόν ο νόμος έστιν, ήν άρχον έτη,
Νόμω τα πάντα γίγνεται και κρίνεται,
Νόμος έπεσθαι τούσιν έγχώρος καλόν.
"Ρήτωρ πονηρός τους νόμους λυμαίνεται,
ΕΠΣ ΞΕΝΟΥΣ
– ξένους πένητας μη παραδράμης ιδών,
τ,335 ΜΟΝΟΣ Ταχ. Ο Τ. 183

Ξένος επαρκών των ίσων τεύξη ποτέ.


Ξενίας αειφρόντιζε, μή καθυστερεί,
ξένοισε πιστούς πιστός ών γιγνου φίλος,
Σένον αδικήσεις μηδέποτε καιρόν λαβών,
Ξένω μάλιστα συμφέρει το σωφρονείν.
Ξένος ώ, απράγμωνίσθι, και πράξεις καλώς
Ξένον προτιμάν μάλλον άνθρώποις έθος,
Σένον δε σιγάν κρείττονήκεκραγένα.
Eένος πεφυκώς τους ξενοδόχους σέβου.
Ξένους ξένιζε και σύγάρξένος γλέση.
Πλάνη βίου τέθησε σωφρονέστερον,
ΕΓΣ ΟΡΚΟ γ.

Ανδρών δε φαύλωνόρκον εις ύδωρ γράφει -


Αφροδίσιος γαρ όρκος ούκ έμπουνιμος -
Θεόν επιορκών μή δόκειλεληθένα.
Όρκον δε φεύγει καν δικαίως όμγύης,
Όρκος χάρ ουδείς άνδρίφηλήτη βαρύς.
Ουκ ανδρός όρκοι πίστις, αλλ' όρκων ανήρ. -
- -
ΕΙΣ, ΟΡΓΗ Ν.

Άνθρωπος ώ, γιγνωσκε της οργής κρατών,


Βλάπτει τον άνδρα θυμός εις δργήν ποσών,
Γιγνου δ'ές δργήν μη ταχύς και άλλα βραδύς,
Έξω γαρδοχής πας ανήρ σοφώτερος
Ζήσεις βίον κράτιστοι, άν θυμού κρατής,
Θυμού κρατήσαι κάποθυμίας καλών
Νίκησαν οργήντώ λογίζεσθαι καλώς,
184 ΓΝΩ ΜΑΙ ν.350

οργή δε πολλά δράν άναγκάζει κακά.


"Οργή δε φαύλη πόλ’ ένεστ’ άσχήμονα,
"Οσος τό κατέχειν εστί τήν όργήν πόνος,
Ούδεις μετ’ όργής ασφαλώς βουλεύεται,
Πόλλ' έστιν όργής εξάπαιδεύτου κακά.
τα μώρε, θυμός έν κακούς ούξύμφορον.
"Ως οΐδ’ ενόργήπάντα γίγνεσθαι κακά.
ΕΙΣ ΠΑΙΔΑΣ,
Αυθαίρετος λύπη “στινή τέκνων σπορά,
Μακάριόν έστιν υιόν εύτακτον τρέφειν.
Μακάριος, όστις ευτύχησεν εις τέκνα,
Στύλοι γαρ οίκων παιδές εισιν άρσενες
Χαλεπόν γεθυγάτηρ κτήμα, και δυσδιάθετον.
Φιλίας μέγιστος δεσμός, αιτέκνων γονα.
32 παίδες, οιον φίλτρον άνθρώποις φρενός,
ΕΠΣ ΠΑΙΔΕΙΑ Ν.
Αναφαίρετον κτήμι έστί παιδεία βροτούς,
Απαντας ή παίδευσις ήμέρους ποιεί,
Αριστόν έστι πάντ’ επιστασθαι καλά,
Αυτά σε διδάσκει τούβίου τα πράγματα,
Βλέπων πεπαιδευμ’ές τα τών άλλων κακά,
Βακτηρια γάρ έστι παιδεία βίου.
Γράμματα μαθεν δε, και μαθόντα νούν έχειν,
Διπλούν δρώσιν οι μαθόντες γράμματα,
Κάλλιστόν έστι κτήμα παιδεία βροτούς,
Καλόν δε και γέροντε μανθάνειν σοφά.
το γράμματ’ εδώς και περισσόν νούν έχει,
ν.384 ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΙ, 185

“Ο σοφός εν αυτώ περιφέρει την ουσίαν. -


“Ομή δαρείς άνθρωπος ού παιδεύεται, -
“Ο γραμμάτων άπειρος ούβλέπει βλέπων
Ούκ έστι σοφίας κτήμα τιμιώτερον, -----------------

Σοφος όμιλών καυτός έκβήση σοφός,


Σοφία γάρ έστι και μαθενόμήνοείς
Σοφία δέπλούτου κτήμα τιμιώτερον.
Σοφού παρ’ άνδρός χρήσοφόν τι μανθάνειν. -
Τιμή πέφυκεπάσι παιδεία βροτούς, -- -- -- -
"Ως ουδέν ή μάθησις, άνμήνούς παρή, --

“Ράον παραινεί, ή παθόντα καρτερείν,


ΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΡΙΔΑ,

Μακάριος όστις ευτυχών οίκοι μένει, -


Τι γάρ πατρώας άνδρι φίλτερον,χθονός,
Τώγαρ καλώς πράσσοντιπάσα γήπατρίς. -
“Ως πανταχούγε πατρις ή βόσκουσα γή.
-- ΕΙΣ ΠΕΝΤΑΝ,
Αει, νομίζονθ’ οι πένητες των θεών.
Αισχρόν γενέσθαι πτωχόν, ασθενή θ’ άμαι
Έρημος έστ’ άνθρωπος ήπορημένος,
Λεπτώς καλώς ζήν κρείσσον, ή λαμπρώς κακώς,
Μισώ πένητα πλουσίω δωρούμενον,
Ουδέν πενίας βαρύτερόν έστι φορτίον,
πενία δ’ άγνώμονάς γε τους πολλούς ποιες
186 ν.400

πενιαν φέρεινου παντός, άλλ' ανδρός σοφού.


πένητας αργούς ούτρέφει ραθυμία,
Πενία δ’ άτιμον και τον ευγενή ποιεί,
Πενία διδάσκει δ’ άνδρα τή χρεια κακόν,
Πενία δε τους έχουσινού σμικρά νόσος,
Πενίας γαρ ουδείς έστι μείζων πολέμιος
πενιαν φέρειν και γήρας έστι δύσκολο»,
Tών γαρπενήτων εισιν οι λόγοι κενοί,
χρεια δ' ανάγκης ούκ αποστατεί πολύ,
ΕΕΣ ΠΙΣΤΑΝ. -
Μήπάντα πειρώπάσι πιστεύεινάει,
ΕΠΣ ΠΑΕΙ Ο ΝΕΞΙΑ Ν.

"Ισότητα διαιρού, και πλεονεξίαν φύγει


ΕΙΣ ΣΤΑ Ο ΝΤΟΝ *
Βουλόμεθα πλουτεΐν πάντες, άλλ' ού δυνάμεθα
ξ Δύναται τόπλουτεΐν και φιλανθρώπους ποιείν,
Δύναμις πέφυκετούς βροτούς τα χρήματα,
"Εάν δ’ έχωμεν χρήμαθ, έξομεν φίλους,
Ήδιστόν έστι των υπαρχόντων κρατεία,
Mή σπεύδε πλουτεΐν, μή ταχύς πένης γένη,
Ουδείς έπλούτησεν ταχέως δίκαιος ών.
πλούτος δε πολλών επικάλυμμ' έστιν κακών
ςΠλούτω
φ πεποιθώς
2-4 -- άδικα
ν μήπειρώ
Σή ποιείν,
Ράθυμος ών σύ πλούσιος, πένης έση.
ν.427 ΙΜ Ο Ν Ο Σ Τ Ι Χ Ο Π. 18η

Τα χρήματ’ ανθρώπουσιν ευρίσκει φίλους,


Χρυσός δ' ανοίγει πάντα, κι Αίδου πύλας, -

ΕΠΣ ποΑ για ΕΑΤΜ ο Σαγαν


Πολυπραγμονεϊνταλλότρια μήβούλου κακά
Πολλοί σχολήν άγουσιν εις τα χειρονα,
Τό πολλά πράττειν εστί πανταχού σαπρόν,
Τό πολλά πράττειν κώδυνας πολλάς έχει
ΕΙΣ Τ Ο Ν ΗΤΡΟΤΣ.

Ανήρ πονηρός δυστυχεί, κάνευτυχή -


Ανδρός πονηρού φεύγε συνοδιανάει, --
Ασυλλόγιστόν έστιν ή πονηρία. --
Ανουθέτητών εστιν ή πονηρία.
Ανδρός πονηρού σπλάγχνονούμαλάσσεται,
“Εαυτόν ουδείς όμολογεί κακούργος ών.
Ήθη πονηρά τήν φύσιν διαστρέφει,
Κακος όμιλών καυτός έκβήση κακός,
- Κακώ συν άνδρι μηδ’ όλως δδοιπόρει.
Κακούγάρ άνδρός δώρ' όνησινούκ έχει
Tόν δόλιον άνδρα φεύγε παρ' όλον τον βίον,
Φάσιν κακιστους οι πονηροί τούς καλούς.
Φθείρουσινήθηχρήσθ’ όμιλίαι κακα. *,
“Ως έργον εί ζήν έν πονηρούς ήθεσιν
“Ως πάντα τιμής εστί, πλήν κακού τρόπου
188 ΓΝΩ ΜΑΙ η 448

ΣΕΙΣ ΠΡΟΣΟΧΗ Ν.

Εϊμή φυλάξεις μικρ", άπολες τα μείζονα,


Τής επιμελείας πάντα δούλα γίγνεται,
Ε Ι Σ Σ Τ Ω Τ Η Ν.

Γλώσση ματαία ζημία προστρίβεται.


Διά δέ σιωπής πικρότερον κατηγορεί,
Εϊμή καθέξεις γλώσσαν, έστι σου κακά.
Ενίοις τό σιγάν έστι κρείττον τού λέγειν.
Ευκαταφρόνητόν έστι σιγηλός τρόπος,
"Η λέγε τι σιγής κρείττον, ή σιγήν έχει
τ "Η γλώσσα πολλούς εις όλεθρονήγαγεν.
Η γλώσσα πολλών έστιν αιτία κακών.
"Η δει σιωπάν, ή λέγειν άμενονα.
Κρείττον σιωπάν, ή λαλείν άμή πρέπει
Ουδέν σιωπής έστι χρησιμώτερον, -
Ούδει, σιωπάν, και λαλείν, όπου χρεών,
Πολλοίς απόκρισης ή σιωπή τυγχάνει,
Σιγή ποτ' έστιν αρετωτέραλόγου,
ΜΕΙΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣ ΤΩΝ

Βρoτους άπασινή συνείδησις θεός,


--

ΕΙΣ ΣΩ ΦΡΟΣΥΝΗ Ν.

Eύτακτον είναι τάλλότρια δειπνούντα δεϊ.


Ταμιείον αρετής έστε σωφροσύνη μόνη.
φ,467 ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΙ, 189
ΕΙΣ ΤΕΧΝΗ Ν

Αιμήν άτυχίας έστιν άνθρώποις τέχνη,


Τύχητέχνην εύρηκας, ούτέχνη τύχην. -
-

Αγαπών εαυτόνού τις άμελεύθ’ ήδέως,


Τιμώμενοι γαρ πάντες ήδονται βροτού
ΕΙΣ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Eύτολμος είναι κρύνε, τολμηρός δέμή. -


Έστιν το τολμάν, ώφίλ, άνδρός ου σοφού.
Προπέτεια πολλούς έστιν αιτία κακών.
Το πολλά τολμάνπόλλ' αμαρτάνειν ποιεί. -
Ε Ι Σ Τ Υ Χ Η Ν.

Άνθρωπος ών μέμνησο της κοινής τύχης,


Βέβαιον ουδέν ένβίω δοκεί πέλεν. - -- - -
Δούς τήτύχη τό μικρόν, έκλήψη μέγα.
Δυσπαρακολούθητον δε πράγμ’ έσθ' ήτύχη.
Οις μεν δίδωσιν, οις δ’ αφαιρείται τύχη.
Πολλούς κακώς πράσσοντας ώρθωσεν τύχη,
Ρέγχει παρούσης της τύχης τα πράγματα,
Στρέφει δε πάντα τάν βω μικρά τύχη.
Τύχης τα θνητών πράγματι, ούκ ευβουλίας. -
Ταυτόματονήμών καλλίωβουλεύεται,
Τότής τύχης του μεταβολάς πολλάς έχει. -
"Ως ποικίλον πράγμ' έστι και πλάνον τύχη,
190 ΓΙΝΩ ΜΑΤ - φιλάθη

Ε Ι Σ Τ Ε ΡΙΝ.

Δύσμοιρος ίσθι μάλλον ή αγος


ουδέν πεποιθας δεινόν, αν μη προσποιή.
ΕΗΣ ΥΓΙΕΙΑ Ν.

ουκ έσθ’ υγείας κρείττον ουδέν ένβερ,


“Tγεια και νούς, έσθλά τώβίω δύο.

Ε Ι Σ - ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ Ν.
Αλαζονείας ούτς έκφεύγει δίκην
"Οτ' ευτυχείς μάλιστα, μή μέγα φρόντι, --
"ο Ζευς κολαστής των αγαν υπερφρόνων,

Ε Ι Σ Τ Ι Ν Ο Ν.

Έντνος δε θανάτου τις προμελέτησις πέλεκ


“απνος δε πάσιν έστιν υγιεια βίου,
"πνος τα μικρά του θανάτου μυστήρια,
“Tπνος πέφυκεσώματος σωτηρία,
“απνος δε πεναν την κακέσχατον δαμά,
η ΓΣ η ΠΟΜΟΝΗ Ν.
--

Ανδρος, τα προσπίπτοντα γενναίος φέρει


Ένεγκε λύπην και βλάβην έβδομένως,
κουφως φέρειν δει τας παρέστώσας τύχας,
Νίκα λογισμό την παρούσαν συμφορών,
πειρώτικης άνοιαν ευχερώς φέρον,
Στεφρώς φέρον δεν συμφορών των ευγενή
π-------------------

γ.505 ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟΠ, 194

Τήν τών κρατούντων μαθε φέρειν εξουσίαν


Φρονούντός έστι ζημίαν πράως φέρει». -
Φέρεν ανάγκη θνητόν όντα την τύχην.
ΕΤΣ ή ΘΟΝΟ Ν.
ν

Αυτός πεινωθείς τους έχουσι μή φθόνει.


Ουδείς δε πρός τούς εκποδών έφυ φθόνος,
Ε Ι Σ Φ ΠΑΟΤΣ,

Αδικοντό λυπείν τούς φίλους εκουσίως,


Απασιν εύπράττουσιν ήδομαι φίλος,
Ανδρός κακώς πράσσοντος εκποδών φίλοι,
Βέβαιος ίσθι, και βεβαίως χρώ φίλοις,
Δεί τους φιλούντας πίστιν, ου λόγους, έχειν,
Εντούσε δεινούς χρημάτων κρείττων φίλος. -
Εύχου δ’ έχειντι, κάν έχης, έξεις φίλους,
Εν τους κακούσε τους φίλους ευεργέτει,
Ίσον θεώ σού τούς φίλους τιμάν θέλει
Ίδίας νόμιζε τών φίλων της συμφοράς,
Κρίνει φίλους δικαιρός, ώς χρυσόν τόπύρ,
Καλόν τό μηδέν εις φίλους άμαρτάνειν.
Καλόν θέαμα δ' έστιν εύπράττων φίλος,
Κακόν φέρουσα καρπόν οι κακοί φίλοι,
Λίαν φιλών σεαυτόν οϋχέξεις φιλον. -
Μισούντα μίσει, και φιλούνθ’ υπερφιλει.
Μή φεύγ’ εταίρονέν κακοσι κείμενον,
Μακάριος όστις έτυχε γενναιου φίλου. -
Μηδέποτε πειρώ δύο φίλων είναι κριτής,
192 Γ Ν Ω ΜΑΙ w.529

Νόμιζ άδελφούς τους αληθινούς φίλους,


"οργήν εταίρου και φίλου πειρώ φέρειν.
"οργής χάριν τα κρυπτά μη "κφάνης φίλου,
ουκ έστιν ουδέν κτήμα κάλλιον φίλου,
πειρώ φίλοισι μή κακούς είναι φίλος,
πένητας ουδείς βούλεται κτάσθαι φίλους,
- Πολλοί τραπέζης, ούκ αληθείας φίλοι,
Πονηρόν άνδρα μηδέποτε ποιού φιλον.
Φιλον διόργήν εν κακούς μή περίδης,
Φίλος φίλω γαρ συμπονών αυτώ πονεί,
φίλου τρόπους γιγνωσκε, μισήσης δεμή,
2 φίλος με βλάπτων ουδέν έχθρού διαφέρει,
- φίλους έχων, νόμιζε θησαυρούς έχειν,
φιλίας δικαίας κτήσης ασφαλεστάτη,
Φιλον βέβαιονέν κακοσι μή φοβού,
Ε Ι Σ Φ ΤΑ ΑΥΤΙΑ Ν.
-
ουκ έστιν ουδείς, όστις οϋχ αυτόν φίλε,
φιλεί δ' εαυτού πλέον ουδείς ουδένα,
--

ΕΤΣ ο 14οπο Ντ'Αν


Απαντα τα καλά τού πονούντος γίγνεται,
ν
Απανθ'
-η εν ότού ζητούντος
-- ευρίσκει
-- νπόθος
- Εκ του φιλοπονεν γίγνεθ’ ών θέλεις κρατεί,
Έργος φιλόπονος ίσθι, μή λόγος μόνον
Ίδιας οδούς ζητούσε φιλόπονοι φύσεις,
Μοχθέν ανάγκη τους θέλοντας ευτυχιών,
ν. 352 Μονο ΣΤ τα οι 193

Μόχθου γαρ ουδείς του παρελθόντος λόγος,


Πόνου μεταλλαχθέντος οι πόνοιγλυκείς. -
Πόνος γαρ, ώς λέγουσιν, εύκλειας πατήρ,
Σύν μυρίρισι τα καλά γίγνεται πόνος. -
Της επιμελείας δούλα πάντα γίνεται,
Το συνεχές έργον παντός ευρίσκει τέλος,
Το γαρ πονούντι και θεός συλλαμβάνει,
Φιλεί δε τώ κάμνοντισυσπεύδειν θεός.
Φιλόπονος ίσθι, και βίον κτήση καλόν,
ζας ήδύ τους σωθείσι μεμνήσθαι πόνων.
Σας πολλά θνητοίς ή σχολή ποιες κακά.

Αγαθόν μέγιστον ή φρόνησις έστ’ αει.


Ανευ φρονή, τα πάντα γ' ευδαίμων έσω,
ζει κρατιστών εστι τάσφαλέστατον,
Εμπειρία γαρ τής άπειρίας κρατεί,
Ήδιστόν έστιν ευτυχούντα νουνεχεν,
κοινόν τύχη γνώμη δε, των κεκτημένων,
Μισώ σοφιστή, όστις ουχ αυτώ σοφός,
“Ο παρ' ηλικίαν νούς μέσος εξεργάζεται,
Ουδείς όνοες μεν οίδεν, ο δε ποιες βλέπει. -
Πάσινγαρ εύφρονούσι συμμαχεί Τύχη.
Σοφός γαρ ουδείς, ός τα πάντα προσκοπεί,
Συνετός πεφυκώς φεύγε την κακουργίαν,
Το ΜΗΔΕΝ ΕΙΚΗ πανταχού στι χρήσι,
- μΟ ν.
"ικής μέγας χαλινός ανθρώπους ο νους Α

η --
494 ΓΝΩ ΜΑΙ . - ν. 377
-
ΕΠΣ ΦΥΣΙΝ . . . . . .
- η - ν - -
Ήδούσα πάντα και κομίζεται φύσις.
“Η φύσις εκάστω τού γένους έστιν πατρίς"
“Η φύσις απάντων τών διδαγμάτων κρατεί,
Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ούβάδιον,
--

Αγει δε πρός φώς την αλήθειαν χρόνος.


Ήθους δέ βάσανός έστιν άνθρώποις χρόνος
Αύπης δε πάσης γίγνετ’ ιατρός χρόνος,
Μακρός γαρ αιών συμφοράς πολλάς έχει,
“Ο κοινός ιατρός σε θεραπεύσει χρόνος,
"Ο χρόνος άπάσης έστιν όργής φάρμακον.
Πάντ έκκαλύπτων ο χρόνος εις τό φώς άγει
Πάλιν χρόνωτάρχαία καινά γίγνεται,
Σύμβουλος ουδείς έστι βελτίων χρόνου,
Σοφόν λέγουσι τόν χρόνον πεφυκένα.
Χρόνος δικαιον άνδρα μηνύει ποτέ,
Χρόνω τα πάντα γίγνεται και κρίνεται
Χρόνος μαλάσσει πάντα κάξεργάζεται,
Χρόνος αναιρεί πάντα, και λήθην άγει.

Λαβών απόδος, άνθρωπο, και λήψη πάλιν.


Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί,

Αλλ' ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου,


τ,598 Στο Νο.2 Trχο η

Ψεύδος δε μισεί πάς σοφός και χρήσιμος,


Ψευδής διαβολή τόν βίον λυμαίνεται,
Ψευδόμενος ουδείς λανθάνει πολύν χρόνον.
ερευδή δε τους έσθλουσιν ού πρέπειλέγειν

Ε Ι Σ Τ ο Γο Ν.
Ήθους δικαίου φαύλος ού ψαύει λόγος,
Νικά γαρ αεί διαβολή τα κρείττονα.
Τον αυτόν ανεν και ψέγειν, ανδρός κακού. -
ε

-
-

You might also like