Professional Documents
Culture Documents
Κ. Νάrodniknihoυπα CR
Historickéfondυ
7,62 ή 6-2.
Νάrodni knihovna
1ΟΟ2289942
ΟΡΤΙ ΜΟΕ - ΕΒΕΟΚ για την
----------------------- ΕΤ
-----------------------
----------------- , --
------------------------
ΡΟΕΤΑΕ GRAEαι
3 Ν Ο Μ Ι ο Ι.
- - - -
--
ΑΙΟ
Α Ο Ο ΤΟ Η ΑΤΕ ΕΙ, Ι Τ Ι.
Α -
Ερτιο ετεκερτχελλο, -- ο
Να -
- Ι, ΙPS ΙΑΕ
Βυ χΤ Ι Ε της -ΕΤ Τ Υ Ρ Ι 8 ΤΑΥΤΟ ΗΝ Ι Τ Ε 1.
1829. -
φ,1-16
,όττι καλόν
Αν φίλον εστί
ν τό
ν δούκαλόνού
τη φίλον έστί, «
τούτ' έπος αθανάτων ήλθε διά στομάτων,
Κύρνε, σοφιζομένωμεν έμοί σφρηγός επικείσθω
τοϊσδ’ έπεσι, λήσει δ' ού ποτε κλεπτομένη.
ουδέτις αλλάξει κάκιον τού “σθλού παρεόντος.
ώδε δε πως τις έρεϊ, Θεύγνδός έστιν έπη
τού Μεγαρέως πάντας δέκα ανθρώπους ονομαστού,
αστρίσιν δού πω πάσιν άδεν δύναμαι.
ουδέν θαυμαστόν, Πολυπαϊδη, ούδε γαρ δΖεύς
ούθ’ ύων πάντεσσ’ άνδάνει, ούτ ανέχων.
Σοι δ εγώ εύφρονέων υποθήσομαι, οΐάπερ αυτός,
Κύρν, από τών αγαθών, πας έτ έων, έμαθον.
Πέπνυσο, μηδ’ αισχρούσιν επ' έργμασι, μηδ'
άδικοισιν
τιμάς, μηδ’ αρετάς έλκεο, μηδάφενος
Ταύτα μεν ούτως ίσθι κακοσι δέμή προσομιλεί
άνδρασιν, άλλ’ αετών αγαθών έχεο. -
και μετά το σινπίνε και έσθιο, και παρά τούσιν
τζε, και άνδανετοις, ών μεγάλη δύναμις,
εαθλών μεν γαράπ έσθλά μαθήσεαν ήν δεκακούσιν
συμμίσγης, απολείς και τόνεόντα νόον.
ταύτα μαθών, άγαθουσιν όμιλεε, και ποτε φήσεις
εύ συμβουλεύειν τούσι φιλοισιν εμέ,
κύρνε, κύει πόλις ήδες δεδοκα δέμή τέκη άνδρα
εϋθυντήρα κακής ύβριος ήμετέρης,
αστοί μεν γαρ έθ' οίδε σαόφρονες ηγεμόνες δε
τετράφατα πολλήνές κακότητα πεσεΐν,
-43-70 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 3
Ουδεμίαν πω, Kύρν, άγαθοι πόλιν ώλεσαν άνδρες,
αλλ' όταν ύβρίζειν τούσε κακούσινιάδη,
δήμόντε φθείρωσι, δικας τ' αδίκοσι διδώσιν,
οικείων κερδών εΐνεκα και κράτεος,
έλπεομή δηρόν κείνην πόλινάτρεμέεσθαι,
μηδε νύν κείται πολλή ενήσυχη,
εύτ’ άντοσι κακοσι φίλ ανδράση ταύτα γένηται
κέρδέα δημοσίω σύν κακώ ερχόμενα,
έκτών γαρ στάσιές τε, και έμφυλοι φόνοι άνδρών.
μούναρχος δε πόλει μήποτε τήδε άδοι.
κύρνε, πόλις μένεθ ήδε πόλις, λαοί δέδή άλλοι,
οι πρόσθ’ ούτε δίκας ήδεσαν, ούτε νόμους,
άλλ’ αμφίπλευρήσι δορας αγών κατέτρίβον,
έξω δ’ ώστ' έλαφοι τήςδ’ ενέμοντο πόλεος.
και νύνεισ’ αγαθοί, Πολυπαϊδη, οι δε πριν έσθλοι,
νύν δειλοί, τις κενταύτ’ ανέχουν έσορών,
αλλήλους δαπατώσιν, επ' αλλήλοσι γελώντες,
ούτε κακών γνώμας ειδότες ούτ’ άγαθών,
Μηδένα τώνδε φίλον ποιεϋ, Πολυπαϊδη, αστών
εκ θυμού, χρειης εΐνεκα μηδεμιής.
αλλά δόκει μεν πάσιν από γλώσσης φίλος είναι,
χρήμα δε συμμίξης μηδενι μηδ’ ότιούν
σπουδαίον, γνώση γάρ δίζυρών φρένας ανδρών,
ώς σφιν επ' έργοσι πίστις έπ' ουδεμία,
άλλα δόλους τ', απάτας τε, πολυπλοκίας τ’ έφίλησαν
ούτως, ώς άνδρες μηκέτι σωζόμενοι,
Μήποτε, Κύρνε, κακώ πίσυνος βούλευε σύν άνδρι,
εύτ’ αν σπουδαίον πρήγμ' οι μια
4 ΘΕ ο ΓΝ ΙΔΟΣ ν. 71-92
ν.395-416 Π Α Ρ Α Τ ΙΝ Ε Σ Ε Ι Σ. 17
- Σ)
τού μέν γάρ τ' άδικα φρονέτι νόος, ουδέ οι αίει -
Αν και οήθεια
- γνώμη
2- στήθεσινέμπέφυεν
αν κι 21, 2, 3, Αν
τού δ’ αύ, ούτε κακούς έπεται νόος, ούτ’ άγαθουσιν
τον δ’ άγαθόν τολμάν χρήτάτε, καταφέρει»,
Αιδεσθαι τε φίλους, φεύγειν τ’ όλεσήνορας όρκους
Ευτράπελ, αθανάτων μήνιν άλευάμενος
Ούτοι -σύμφoρόν
ν εστι γυνή νέα άνδρι
εν 2 1/γέροντα
ν
-- 2 ο , 2/θύ γαρ πηδαλίωπείθεται,
-- -- και αν η ώστ’ άκατος
ν ,η
ούδι άγκυρα έχουσιν αποβιβήξασα δε δεσμα,
πολλάκις έκνυκτών άλλον έχει λιμένα,
Αμφ’ αρετή
η τρίβου, και
-- σου τα
ο Σ.δίκαια
Σ φίλ,ν έστω,
μηδέ σε νικάτω κέρδος, ότι αισχρόν έη.
Μηδένα τώνδ’
- ν αέκονταν 3 μένειν
- 2 -κατέρυκε
1 2 - 1 παρ' ημίν,
μηδέ θύραζε κέλευ’ ούκ έθελοντ’ ένα.
Μήθ’ εύδοντ’ επέγειρε, Σιμωνίδη, όντιν άν ήμών
θωρηχθέντ' οίνωμαλθακός ύπνος έλη,
μήτε τόν άγρυπνέοντα-κέλευ’ αέκοντα, καθεύδειν,
--- --------- -- πάν γάρ αναγκαίον χρήμ’ άνηρόν έφυ
τώ πίνειν δ’ εθελοντιπαρασταδόν οινοχοείτω…
οϋπάσας νύκτας γίγνεται άβρα παθεΐν.
αυταρ εγώ -μέτρον γάρ έχω μελεηδέος οίνου –
ύπνου λυσικάκουμνήσομαι οίκαδ’ ιών,
δείξω δ’ ώς οίνος χαφιέστατος άνδρι πεπόσθαι,
ούτε τι γαρνήφω, ούτε λίην μεθύω.
ός δ’ άν υπερβάλλη πόσιος μέτρον, ουκέτι κείνος
τής αυτού γλώσσης καρτερός, ουδε νόου,
μυθείται δαπάλαμνα, τα νήφοσι γίγνεται αισχρά,
αίδεται δ’έρδων ουδέν, όταν μεθύη,
τό πριν έων σώφρων τότε νήπιος, αλλά σύ ταύτα
γιγνώσκων, μήπίν' οίνον υπερβολάδην,
αλλ' ή πριν μεθύειν υπανίστασο-μή σε βιάσθω
γαστήρ, ώστε κακόν λάτριν εφημέριον-,
ή παρεών μήπίνει σύ δ’ έγχεε τούτο μάταιον,
κωτίλλες αεί, τούνεκάτοιμεθύες,
ή μεν γαρ φέρεται φιλοτήσιος, ή δε πρόκειται,
τήν δε θεούς σπένδεις, τήν δ’ έπι χειρός έχεις
άρνεσθαι δ’ ουκ οίδας. ανίκητος δε τοιούτος,
δς πολλάς πινων μήτιμάταιονερεί.
φ,493-616 Π Α Ρ Α Ι Ν ΕΣΕΙΣ 21 -
- Ούτε τινα
αν 2 -προύδωκα
-- - τωνφίλον
ν και πιστόν
-ν εταίρον,
ούτ' έν έμή ψυχή δούλιον ουδέν ένι.
-
ν.344-562 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ. 23
--
ν
24 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ. φ,563-584
Πολλάκι
-- -παρ
- δόξαν
- - -- τε καιΑν ελπίδα
2. -- γίγνεται
ν ευρείν
ν
έργ’ ανδρών, βουλαίς δ’ ουκ έπεγεντo τέλος,
τ,675-696 29
- 725−750 ΠA PA 1 Ν Ε Σ Ε Ι Σ. 31
Ρη δέη του
- πρήξις ένανθρώποις
- -- κακότητος
ν ν
τού δ’ αγαθούχαλεπή Kύρνε, πέλει παλάμη,
Τόλμα, θυμε, κακούσιν, όμως άτλητα πεπονθώς
δειλών του κραδιηγίγνεται όξυτέρη,
44 ΘΕ Ο ΓΝΙΔΙΟΣ ν. 1031-1Ο 52
μηδέ σύγ’ άπρήκτο σινέπ έργμασιν άλγος άξων
έχθει, μηδ’ άχθου, μηδέ φίλους ανία,
μηδ’ εχθρούς εύφραινε, θεών δ’ ειμαρμένα δώρα
ούκ άνβηδίως θνητός ανήρ προφύγοι,
ούτ’άν πορφυρέης καταδύς ές πυθμένα λίμνης,
ούθ’ όταν αυτόν η Τάρταρος ήρθες
Άνδρα του έστ' αγαθόν χαλεπώτατον εξαπατήσαι,
ώς έν έμή γνώμη, Kύρνε, πάλαι κεκριτα.
Άφρονες άνθρωποι και νήπιοι, οίτινες οίνον
μήπίνουσ' άστρου και κυνός αρχομένου,
Δεύρο σύναύλητήρι παρά κλαίοντι γελώντες
πίνωμεν, κείνου κήδεσι τερπόμενοι, -
να ετ-24ο ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 51
Oύ τις άπονα δίδούς θάνατον φύγο, ούδε βαρείαν
δυστυχίην, ειμή μοίρ επί τέρμα βάλοι.
ουδ’ άνδυφροσύνας, ότε δήθεός άλγεα πέμπει
θνητός ανήρ δώρος βουλόμενος προφύγο.
Ουκέραμα κλισμώ βασιλήίω εγκαταλείσθαι
τεθνεώς, αλλά τι μου ζώντί γένοιτ’ άγαθόν.
ασπάλαθοιγε τάπησιν όμοιον στρώμα θανόντι,
τόξύλον ή σκληρόν γίγνεται ή μαλακόν.
Mή τι θεούς επίορκον επόμνυθι, ούγάρανεκτόν
άθανάτους κρύψαι χρέος όφειλόμενον,
"Όρνιθος φωνήν, Πολυπαϊδη, όξύβρώσης
ήκουσ', ή τε βροτούς άγγελος ήλθ' αρότου
ώραΐου και μοι κραδέην επάταξε μέλαιναν,
όττι μου ευανθείς άλλοι έχουσιν άγρούς,
ουδέ μου ήμονοι κύφων έλκουσιν άράτρου,
τής άλλης μνηστής ενεκα ναυτιλης
Ουκ είμ, ουδ' υπ' εμού κεκλήσεται, ουδ' επιτύμβω
ομωχθες υπό γήν εισιτύραννος ανήρ,
ουδάν εκείνος έμού τέθνηότος ούτ άνιώτο,
ούτε κατά βλεφάρων θερμά βάλοι δάκρυα.
Ούτε σε κωμάζειν
ν φ απερύκομεν,
ν ούτε- καλούμεν
3 " - αν
αργαλέος γαρ εών, και φίλος, εύτ’ αναπής,
Αίθων μεν γένος είμ, πόλιν δ’ ευτείχεα Θήβην
οικώ, πατρώας γής απερυκόμενος
-- ΤΟ 2
ή
52 ΘΕ Ο ΓΝΙΔΟΣ και
ν.1334-1352 ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ 57
Ε Αν
αϊδέομ, ώπα ...διδούς χάριν, είπατε και συ
έξεις Κυπρογενούς δώρον οστεφάνου,
Εφφφφφφφφφφφφφφα
Ο Ο Ο
ν Π.
ΠΕ".
- III.
Ούτ’ άνμνήσαίμην, ούτ' έν λόγω άνδρα τίθειμην
ούτε ποδών αρετής, ούτε παλαιομοσύνης,
ουδ' ει Κυκλώπων μεν έχοι μέγεθός τε βίην τε,
νικώη δε θέων Θρη κιον Bορέην:
64 "Τ η Ρ Τ Α ΤΟ γ. -v.g
Π.
Τις δε βίος, τίδε τερπνόν άτερχρυσέης Αφροδίτης,
- τεθναίην, ότ’ εμοί μηκέτι ταύταμέλο,
κρυπταδίη φιλότης, και μειλιχα δώρα, και εύνή.
άνθεατής ήβης γίγνεται άρπαλέα
ανδράσιν ήδέ γυναιξίν έπήν δ’ οδυνηρόν επέλθη
γήρας, ότι αισχρόν όμως και καλόν άνδρατεθεί,
αίει μεν φρένας αμφί κακαι τερoυσι μέριμνα,
ούδ’ αυγάς προσορών τέρπεται ήελίου,
αλλ' έχθρός μέν πασιν, ατίμαστος δε γυναιξίν.
ούτως άργαλέον γήρας έθηκε θεός,
ΙΙ.
τ,9 ΜΙΜΙΝΕΡΙΜ Ο γ. 67
ντ. -
Ουδεμάκαρούδες πέλεται βροτός, άλλα πόνηρος
πάντες, όσους θνητούς ήλιος καθοράς
Σομανο- 73
VΙΙ,
ΧΙ,
Τιτειγάραόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπητα,
ΧΠ, ει
Τσόντοι πλουτούσιν, ότώ πολύς άργυρός έστι
και χρυσός, καίγής πυροφόρου πεδία,
ίπποι θ’, ήμονοετε, και ώ μόνα ταύτα παρέστι,
γαστρί τε και πλευρας και ποσινάβραπαθεΐν,
παίδες τήδε γυναίκες, όταν δέγετώνδ’ έφίκητα
ώρη, συνδ' ήβηγίγνεται αρμοδία,
ταύτ’ αφενος θνητότσι, τα γαρ περιώσια πάντα
χρήματ’ έχων ουδείς έρχεται εις Αϊδην.
ουδέν άπονα δίδους θάνατον φυγοι, ουδεβαρείας
νούσους, ούδε κακόν γήρας επερχόμενον,
74. ΣΟΛΑΣ ΝΟΣ,
-- ι
ΧΙΙΙ, - -
ΧVΙΙΙ,
78 Σ.Ο.Λ. (2 ΝΟ.Σ.
ΧΧΙΙ.
Νείλου έπι προχρήσι, Κανωβίδος εγγύθεν ακτι
ΧΧΙΙΙ, -
Πρός Φιλόκυπρον, ένα τών εν Κύπρω βασι
Nύν δέσυμέν Σολίρισι πολύν χρόνον ένθάδ' ανά
την πόλιν ευναίος, και γενος υμέτερον.
αυτάρ έμε ξύννήίθοή κλεινής από νήσου
άσκηθήπέμπου Κύπρις οστέφανος
οικισμώ δ’ έπι τώδε χάριν και κύδος όπάζουν
έσθλόν, και νόστον πατρίδες ημετέρην.
XXIV.
- ΣΟΛΩΝΟΣ - 79
XXVII. -
- Ειδέγής έφεισάμην
ατρίδος, τυραννιδος δε και βίης αμειλίχου
ύ καθηψάμην, μάνας και καταισχύνας κλέος,
υδέν αδούμαι πλέον γαρ ώδε νικήσειν δοκώς
πάντας ανθρώπους, --
ΧΧVΙΙΙ. --
Αμαγαράελπτα σύνθεούσινήνυσα,
άμα δ' ού μάτην έρδον.
ΧΧΧ,
-
-- - Ι. -
γ.
Ι:
Ουδέν εν άνθρώποισι μένει χρήμ’ έμπεδον αεί.
έν δέ τό κάλλιστον Xίος έειπεν ανήρ,
ΟΙ ΗΠΕΙΡ ΦΥΛΛΩΝ ΓΕΝΕΗ, ΤΟΠΙΛΕ ΚΑΙ
ΑΝΔΡΩΝ
παύροιμιν θνητών οϋάσι δεξάμενοι
στέρνος εγκατέθεντο, πάρεστη γαρ έλπις εκάστω,
ανδρών ή τε νέων στήθεσιν εμφύεται.
θνητών δ’ όφρα τις άνθος έχη πολυήρατον ήβης,
κούφον έχων θυμόν, πάλι ατέλεστα νοεί,
ούτε γάρ ελπιδ’ έχει γηρασσέμεν, ούτε θανεσθαι,
ουδ', υγιής ότανή, φροντίδ έχει καμιάτου,
νήπιοι, οις ταύτη κείται νόος, ουδέτ’ ίσασιν,
ώς χρόνος έσθ' ήβης και βιότου όλίγος
θνητούς, αλλά σύταύτα μαθών βιότου ποτε τέρμα
ψυχή τών αγαθώντλήθη χαριζόμενος
ΙΙ, -
* ΤΑΕ ΡΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
γIII;
Άνθρωπος εών, μήποτε φήσης
όττιγενήσεται,
μηδ’ άνδρα ιδών, όσον έσσεται
τένον εκεία γαρ ουδέτανυπτερύγου μυϊας
οντως α μετάστασις
ΙΧ. - -
- Βιοτής μεν γαρ,
χρόνος έστι βραχύς κρυφθείς δ’ υπό γής
κείται θνητός τον άπαντα χρόνον,
Χ.
ΦΩΚΥΛΙΔΟΥ
η TEP Ο Υ Η Ι ΕΥΛ Ω Ν ΥΜΟ Υ
Π Ο Ι Η Μ Α Ν Ο Υ ΘΕΤΙΚΟΝ
--
ΓΑΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Καλόν μεν δέμας άγνόν έχειν, άδμητάτε μέμνειν
παρθενικήν, καθαρούσι τ’ άει μελεδήμασι χαίρειν,
μήτε βαρυτλήτων λαγόνων περί φόρτον άγουσαν,
μήτε πόνον τρομέουσαν αγάσταναν Ειλειθυίης,
αλλ' ήσθαι βασίλειαν αφαυρών θηλυτεραων,
ψυχής όμμα φαεινόν υπέρ βιότοιο χέουσαν,
ένθα γάμοι κεδνοί και αληθές, ένθα μεγείσα
θεσπεσίοις επέεσσι νοήματα φαίδμα τίκτει.
ει δέσε και ξυνοιο πόθος βιότοιο κιχάνο,
και τούτο προδαείς έρέω, πώς χρή σε περήσαν
τόν πλούν, ώς φασιν, τον δεύτερον έμφρονιθυμώ.
Έστω σου πόσες ούτος, όνάν κρίνωσε τοκής
κάνμέν έη πινυτός, σύμακαρτάτη, ει δέ κενάλως
ανέρα μοιρήσαιο, φέρειν και τούτον ανάγκη.
άλλ' ήνμέν τις σοι πεπνυμένος, όττι κεν είπη,
πείθεο μηδ’ έστω βίος άνδιχα. γίγνεο δ’ αυτώ
μειλιχίη, και μάλλον όταν τι έκήδος κάνη,
άνδρι γάρ άσχαλόωντιπαραίφασίς έστιν άκοιτς,
λεπε δέοι τα θύρηφι, τά και δύναται πονέσθαι"
σοί δ’ οίκωφελη μελέτω, μέγαρόν τε φυλάσσεν,
μηδέμιν έξερέεινε, τα μή θέμις έστι γυναίκας
-
τα ΤΑΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ. 103
ιδμεναι ειδ’ αυτός σ' εθέλει συμφράδμονα θέσθαι,
σύνθεομέν τάχα μύθω, αμείβεο δ’ όψε, συν αυτώ
φραζομένη, και μηδέν ύπίσχεο, μηδέκέλευε
σή βέζενιότητι τό γάρ τέλος έστιν αφαυρόν,
κουρίδιος πινυτή πόσις άρκιος, ουδέτ’ εκείνην
δεύτερος άθρήσει λεχέων έπι γυμνωθείσαν.
πρώτα μεν άφραίνοντος ανάσχεο, και γάρ ανάγκη,
πολλάκι που και νούσον ανάσχεο κηδομένη περ,
ίσχεο δ’ ένστέρνος τα σά κήδεα, μηδ’ αγόρευε
πάσιν όσα πρήσσει, μηδ’ έννέπε πάντα τοκεύαι.
μούνη δ’ άφραδέοντα πινυσσέμεν, αλλά κατ' ασαν.
και πινυτόν δεδάηκ’ ερεθιζέμεν άνεραλώβης
πολλάκι δ’ ήπιος άνδρα και άφρονα μύθος έθελξεν.
είδ’ όλοους έτάροισιν έφεσπόμενος κακός είη
μή σύμέν αντιβίην κείνου, τέκος, εις έριν έλθης,
άλλ’ εταίρους ότρυνε μετά σφίσι νεκεα βάλλειν.
βήίδη δ’ όδός ήδε διακρίναι φιλότητα
λευγαλέην, έτάρος δε φίλον άγαθοΐσι γενέσθαι
σή πινυτή, τις γάρ κενέκών φίλον άφρονα θετο;
και σύμενώς φίλον άνδρα και άτρεκέως αγάπαζε.
γνώτω δ’ αμφαδέην και σός πόσις, όττιγε τέκνα
ενθυμού φλέες, έπει ούτε γείτονος έτύχθη
οίος έχειν φιλότητα, και ήθεα πιστά δαήνα.
παρθενική σύ δ’ άκουε, τά σε χρήπάντα φυλάσσεν,
μήτε φιλομμειδής μάλα γίγνεο, μήτε κατηφής,
μήτ έσο πάμπανάεργος, άλς δίχε και πόνου έργον.
μήτε κακή δμώεσσι τεους έσο, μήτε μάλ' έσθλή
φαίνεο. βήίτεροι γαράει που πήμα φέρονται,
θάρσεϊ δειδότων μάλ επικρατέρυσιν άνακτος,
104 ΤΑ ΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ.
ώθνείων φιλότητας αναίνεο, πριν κεν απ’ άλλων
ειδείης ετυμως μελεδήματα και νόον αυτών,
μήτε γραύν ποτέ σούσι κακήν δεξαιο μελάθροις.
πολλών γρήες έπερσαν εύκτιτα δώματα φώτων.
μηδεμέν άκριτόμυθονεταρισσαίο γυναίκα,
κεδνά κακοί φθείρουσι γυναικών ήθεαμύθοι.
μή σύ ποτε χρυσώ περιμαίνεο, μήτ’ επιδερής
πορφυρέην ύάκινθον έχος, ή χλωρόν ασπιν.
ν
χρυσός του κόνς έστ, και άργυρος, οι δε και α
λάες έπι βηγμίνι πολυψηφίδι θαλάσσης, --
πολλοί δ’ έβόιφατα ποταμών παρά χείλεσιν αυ
είματα δ' ειναλέης ερυθαίνεται αματικόχλου
τους έπι φυσιόωσιν άλφρονες, αλλά σύ κόσμου,
παρθενε, τηύσιουμήδεύεο, μηδέ κατόπτρω
χειρι διακρίνουσα τεήν αυγάζερ μορφήν
μηδέκόμης περί αλλα πολυσχιδέας πλέκε σειράς,
μηδέ μέλαινε τεουσιν υπό βλεφάροισιν όπωπάς,
ούγάρ θηλυτέρας φύσις ώπασεν ήμιτέλεστον
μορφή, όφρα και άλλα περί χροϊτεχνήσαιντο.
πώς δ’ άν, κούρα, δύναιο δαήμονα φωτί φανήνα
θνητών εφημερίη κομιδή χρόα ποικίλλουσας
εξέτέρης έτέρηνσε, και άλλην άλλοτε λεύσσω,
φαινομένην πολλήσι μίαν μορφήσε γυναίκα,
ΕΚ ΤΩΝ ΛΙΝΟΥ
Π.
Ι. --
Σ". - ν - ν. - 3 - η - -- - - - - ο
αν Σ» οάγειδή και πίν
-εν άρετή νυ τις έστι και αυ
ός κ ανδρών πολύ πλείστον έν ειλαπίνημέθυπί
εϋ και επισταμένως, άμα τ’ άλλον φώτα κελεύη
ϊσόν θ'ός τ’ ένδαιτι και εν πολέμω θρός ανήρ
ύσμίνας διέπων ταλαπενθέας, ένθατε παύροι
θαρσαλέοι τελέθουσι, μένουσιτεθούρον Αρηας
τού κεν έγώ θεϊμην ίσον κλέος, ός τ’ ένα δαιτι
τέρπητα παρεών, άμα τ’ άλλον λαόν ανώγη.
ούγάριμοι ζώεινιγε δοκεί βροτός, ήέβιώνα
άνθρώποιο βίον ταλασίφρονος, ός τις απ' οίνου
θυμόν έρητύσας, πίνει ποτόν άλλο νεόφρων.
οίνος γαρ πυρί ίσον επιχθονίοισιν όνειας,
έσθλόν, άλεξίκακον, πάσης συνοπηδόν άριδής.
έν μεν γαρ θαλης ιερόν μέρος, άγλαΐης τε,
έν δέχοροτυπίης, ένδ’ μερτής φιλότητος,
τώ σε χρή παρά δαιτι διοιγμένον εύφρον, θυμώ
πίνει, μηδε βορής κεκορημένον, ήίτε γύπα,
ήσθαι πλημμύροντα, λελησμένον ευφροσυνίων,
Π Α Ν Τ Α Σ Ι Δ ο Σ. 107
ΙΙ.
οίνος δε θνητοσι θεών παραδώρον άριστον,
άγλαός, ώπάσαι μεν εφαρμόζουσιν αοιδα,
πάντες δ' δρχηθμοί, πάσα δ’έρατα φιλότητες,
πάσας δ“έκ κραδιης ανδρών αλαπάζει ανίας
πινόμενος κατά μέτρων υπέρ μέτρον δέχερείων,
Π.
Tού κεράσας κρητήρα μέγαν χρυσοίο φαεινόν,
σκύπφους ανύμενος θαμέας ποτόν ήδύν έπινε
ΡΙΑΝΟΥ
Η άρα δήμαλα παντες αμαρτίνοοιπελόμεσθα
άνθρωποι, φέρομεν δε θεών ετερόρροπα δώρα
αφραδεί κραδιη, βιότοιο μένός κ' επιδευής
στρωφάται, μακάρεσσι έπι ψόγονανόν άπτει,
άχνύμενος σφετέρην δ’ αρετήν και θυμόνατίζει,
ουδέτι θαρσαλέος νοέεν έπος, ουδέτι βέξα,
έρβιγώς, όταν άνδρες έχεκτέανοι παρέωση
και οι θυμόν έδoυσι κατηφείη και όϊζύς.
ός δέ κεν εΰοχθήσι, θεός δ’ έπι όλβον όπάζη
και πολυκορανίην, επιλήθεται ούνεκα γαϊαν
ποσσίν έπιστείβει, θνητοί δε οι εισιτοκής,
άλλ’ ύπεροπλίη και άμαρτωλήσι νόοιο
108 Ρ ΙΑ Ν Ο Υ ν.13
Τ.
1.
gr -- ν - φ Σ
Ωμοσεν, αλλά λέγουσιν άληθέα, τούς έν έρωτα
όρκους μήδύνειν ούατ' ες αθανάτων,
Π.
Ο - 3. --
Οινός τοι πυρί ισον έχει μένος, είτ’ άνες άνδρα
3 - Ανέλθη,
2, η κυμαίνει
ν η δι,ν οΐα Λίβυσσανάλα
- ν ν-
Βορράς ήε Νότος, τα δε και κεκρυμμένα φαίνει
βυσσόθεν, έκ δ’ ανδρών πάντ’ έτίναξε νόον.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΟΤΣ ΣΑΜΙΟΥ:
Ι.
Αν αν - Σ) 9 -
επανμέν απή, πάς εύχεται
Αν ήν-- δέποτέλθη,
μέμφεται, έστι δ’ άει κρείσσον οφειλόμενον,
ΙΙ.
ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΥ,
Ε Κ Τ Ο Υ Ε Ν Α Ν ΤΙΟ Υ
HΣτο Λ Ο Υ
ΕΡΓΑ ΚΑΙ Η ΜΕΡΑ Π.
-- - άρειων,
τήδ“είς, ή σ' άν εγώ περάνω, και αοιδόνεούσαν,
δείπνον δ', α' κ' εθέλω ποιήσομαι, ήέμεθήσω.
"Σας έφατ’ώκυπέτης ήρης ταυσίπτερος όρνις.
άφρων δι, ός κι εθεληπρός κρείσσονας αντιφερίζεινε
νίκης τε στέρεται, πρός τι αίσχεσιν άλγεα πάσχει.
ώ Πέρση, σύ δ’ άκουε δίκης, μηδ’ ύβριν όφελλε,
ύβρις γάρ τε κακή δειλώβροτώς ουδε μέν έσθλός
ζηδίως φερέμεν δύναται, βαρύθει δε θ' ύσε αυτής,
εγκύρσας άτησιν, οδός δέτερηφι παρελθείν -
κρείσσωνες τα δίκαια δίκη δ’ υπέρ ύβριος έχει, και
νές τέλος εξελθούσας παθών δε τα νήπιος έγνω.
αύτίκα γαρ τρέχει"Ορκος άμα σκολήσι δίκησιν.
τής δε Δικης βόθος ελκομένης ή και άνδρες άγωσε
δωροφάγοι, σκολιας δε δικας κρίνωσε θέμίστας,
ή δ’ έπεται κλαίουσα πόλντε και ήθεα λαών,
ήίρα εσσαμένη, κακόν άνθρώποισι φέρουσα,
ούτε μεν εξελάσωση και ουκ θείαν ένειμαν
οι δε δικας ξείνοισι και ενδημοισι δίδούσιν
ήθειας, και μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου,
τοΐσι τέθηλε πόλις, λαοί δ' άνθεύσιν έναύτή,
ειρήνη δ’ αναγήν κουροτρόφος ουδέποτ' αυτούς
αργαλέον πόλεμον τεκμαίρεται εύρύοπα Ζεύς, -
ουδέποτ' ιθυδίκασε μετ' ανδρασε λιμός όπηδε,
124
--
Ε Κ Τ Ω Ν Α Α Ε ΕΙΔΟΣ,
Π.
Ε Κ Τ Ω Ν Α Μ Ε Ι Δ Ο Σ.
Π.
9
Έν οις άν άτυχήση τις άνθρωπος τόπος,
ήκιστα τούτοις πλησιάζων ήδεται.
ΙΙ,
Ε Κ Τ Ω Ν Α Ν Α ΞΑΝΔΡΙΔ Ο Υ.
"Ο ν Π. ν - ν
στις λόγους γαρ, παρακαταθήκην ώς, λαβών,
έξεπεν, άδικός έστιν, ή άκρατης άγαν.
δμένδια κέρδος, άδικος, διδέ τούτου διχα,
άκρατής, ίσως δε γ' εισιν αμφότεροι κακοί,
Π.
ΕΚ ΤΩ Ν Α Ν ΤΙ ΦΑ Ν Ο Υ Σ
Ι.
ΙΙ.
Επί
Ε - χρήμασιν ιδών έμπορος φρονεί
α μέγα,
ών έστι πάντων ενίοτ’ άνεμος κύριος,
ΙΙΙ.
Κρύψα, Φειδία,
άπαντα τάλλα τις δυνατ’ άν, πλήν δυον,
οϊνόντεπίνων, εις έρωτά τ’ εμπεσών
αμφότερα μηνύει γαρ από τών βλεμμάτων,
και των λόγων αύ, ώστε τους αρνουμένους
μάλιστα ταύτα καταφανείς πολλούς ποιούν
Κ. Σε
148
ιν.
ουκ έστιν ουδέν βαρύτερον τών φορτίων
όντως, γυναικός προίκα πολλήν φερομένης,
γ.
Ε Κ Τ Ω Ν Α Ι ΦΙΛΟ Τ.
Π.
Εκ Ταν ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
Ι.
-
δράς
εν έν αυτών,
- 21 2τα
- 1 δ’ -αγαθ'
α ν ουκ επιβλέπεις,
ν
εύρος δ'άν ουδέν τών άπάντων, Σιμύλε,
αγαθόν,
- όπου- τιμή
-- Σ) πρόσεστι
2. και κακόν,
γυνή πολυτελής, έστ' όχληρόν, ουδ' έά
ζήν
-- τόν - - 2. Ανώς βούλετ
- λαβόνθ’ - -- - τι
--- αλλ'ν ένεστι
αγαθόν απ' αυτής, παίδες" έλθόντ’εις νόσον,
τόν έχοντα ταύτην έθεράπευσεν επιμελώς
άτυχούντι συμπαρέμεινεν αποθανόντα το
έθαψε"
- - -περιέστειλεν
αν - όρα
-οικείως. - ο ν
ειςαν ταύθ,
ν όταν
-- λυπήτιτών
-- -- καθ'Σ) Ση ημέραν,
Σ ν
ούτω γαρ οίσεις πάντό πράγμ’ άνδ’ εκλέγης
άει τό λυπούν, μηδέν αντιπαρατεθείς ,
τών προσδοκωμένων, οδυνήση δια τέλους,
- VI.
Ειρήνηγεωργόνκαν πέτρας
τρέφει καλώς, πόλεμος δε κάν πεδίωκακώς,
VΙΙΙ,
- 1 ν μέγιστον άνθρώποις
Πλεονεξία -- -- κακόν,
- ν
οι γαρ θέλοντες προσλαβείν τα τών πέλας,
αποτυγχάνουσι πολλάκις νικώμενοι,
τα δ’ ίδια προστιθέασι τους άλλοτριος.
Χ.
ΓΝ ΜΕ ΜΙΑ Π. 155
ΧΙΙ,
ΕΚ ΤΩΝ ΦΙΛΗ Μ Ο Ν Ο Σ.
Π.
Aναθη α ν
γαθής γυναικός έστιν, ώ. Νικοστράτη,
μή κρείττον είναι τάνδρός, αλλ' υπήκοον
γυνή δε νικώσ’ άνδρα, κακόν έστιν μέγα
ΙΙ.
μηδέ βελόνης,
ώ φίλτατ, επιθύμησαν άλλοτρίας ποτε
δ θεός γαρ έργους τους δικαίος ήδεται
πονούντα δ’ έά τον ίδιον ύψώσαι βίον,
ι τήνγήν άρούντα νύκτα και την ημέραν,
θεώ δε θύε δια τέλους δίκαιος ών,
μήλαμπρός ώντας χλαμύσιν ώς τή καρδία.
βροντής δ’ ακούσας μηδαμώς πόρρω φύγης,
μηδέν συνεδώς αυτός αυτώ, δέσποτα.
Ι όγάρ θεός βλέπει σε πλησίον παρών.
ΙV.
Ήδιον
-- ουδέν,
Τ ουδέ μουσικώτερον
ν -
έστ, ή δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν.
όλοιδορών γαρ, έαν όλοιδορούμενος
μή προσποιήται, λοιδορείται λοιδορών,
γ.
α --
Κάν δούλος ή τις, ουδέν ήττον, δέσποτα,
άνθρωπος ούτός έστιν, άν άνθρωπος ή
- ΥΙ.
Ουκ έστιν ήμνούδεμία Τύχη θεός,
ουκ νέστιν
Σ) αλλά ταυτόματο, ο γίγνεται -
ώς έτυχ εκάστω, προσαγορεύεται Τύχη,
VΙΙ,
1Χ.
Πολύ μειζόν έστι τού κακώς έχειν κακόν,
τό καθ' ένα πάσι τους επισκοπουμένος
δεν τον κακώς έχοντα, πώς έχει λέγειν
Χ.
Ε Κ Τ Ω Ν Α ΤΟ ΔΩΡΟ Τ.
-- -
Εγώ μένουν τον νόμον έμαυτά τουτον
τίθεμαι δοκιμάζων, ώσπερ ειρητα, ποιείν,
κρείττον γάρ έστιν εϋ τεθραμμένην λαβείν
γυναίκ' άπροικον, ή κακήν μετά χρημάτων,
τήν έσομένην και ταύτα μέτoχoντού βίου,
161
ΕΚ ΤΩΝ ΕΥΒΟ Υ Λ Ο γ.
Ε Κ Τ Ω Ν Ι Π Ι Α Ρ Χ Ο Υ.
Εκ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΤΟΣ:
Η
ΙΙΙ,
ΕΚ τον ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Ε Κ Τ Ω Ν ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ. -
- Τ. -
Αιχρών γυναίκ έγημας, αλλά πλουσίαν
κάθευδαιδώς, ήδέως μασώμενος
- ΙΙ. ,
“Οταν ατυχέιν σοι συμπέση τι, δέσποτα,
Ευριπίδουμνήσθητι, και ο
- - ν κ
, Ουκ έστιν όστις πάντ’ ανήρ
- ευδαιμονεί." -
είναι δ' υπόλαβε και σε τών πολλών έναν
L, 2
164 Κ. (ΣΜΑ ΚΩΝ
Α
-
Εκ ΤΩΝ ΣΩ ΤΑΔ ο η
Eι και βασιλεύς πέφυκας, ώς θνητός άκουσον,
άν μακρά πτύης, φλεγματίω κρατή περισσώ.
άνεύματής, ταύτα πρόσού προβάτον είχεν.
άν χρυσοφορής, τούτο τύχης έστιν έπαρμα,
άν πλούσιος ής, τούτο χρόνου άδηλος ισχύς.
άνδ’ αλαζονής, τούτ’ ανοίας έστι φρύαγμα.
άν δε σωφρονής, τούτο θεών δώρον υπάρχει,
ή σωφροσύνη παρεστιν, άν μετρής σεαυτόν
Εκ Ταν π ο ΣΕΙΔΙππο τι
Εν φ Π. α - ο
Εργον γε λύπην έκφυγείν ή δ’ ήμέρα
άει το καινόν εις τό φροντίζειν φέρει
-- ΙΙ.
“Ομή πεπλευκώς ουδέν έωρακέν κακόν,
τών μονομαχούντων εσμέν άθλιώτεροι,
ΓΝ Ω Μ Α Ι . 165
ΕΚ ΤΩΝ ΤΙΜ Ο Κ Λ Ε Ο Υ Σ.
- Ι.
εν
Π.
Εκ ΤΩΝ ΚΛΕΑΡΧοα
Ετοις μεθυσκομένοις εκάστης ήμέρας
αλγειν συνέβαινε την κεφαλήν πρό τού πιεν
τον άκρατον, ήμών ουδέες έπινεν άν…
νύν δε πρότερόν γετού πόνου τήν ήδονήν .
προλαμβάνοντες υστερούμεν τάγαθού. -
ΓΝΩΜΑΙ ΜΟΝΟΣΤΙΧΟΥ
Ε Κ Α ΤΑ Φ οταν ΑΠΟ ΤΗΤΩΝ
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ.Τ.
ΕΙΣ ΑΝΑΓΚΗ Ν.
ΕΙΣ ΒΟΗΘΕΙΑ Ν.
ΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ
174 ν.1-9,
3)Αικαιον
- εύπράττοντα
- Σ - η Σ)μεμνήσθαι
- ν θεού.
Βαθλών κακίους ενίοτ ευτυχέστερους
Ευδαιμονί"είωθεν υπερηφανιας ποιείν,
- "Ένιοι
- κακώς
2) ον φρονούσι
-- πράσσοντες
Α -- καλώς,
-
γ) Θεών δ’ όνειδος τους κακούς εύδαιμονείν.
- ιδίαν κατά φρόνησιν ουδείς ευτυχεί
- Καλόν δε κοινόν εστι χρηστώς ευτυχών,
- Μήπωμέγανεπης, πριν τελευτήσαντ "δης,
πολλοί μεν ευτυχούσιν, ού φρονούσε δε,
- Τόνευτυχούντα και φρονεν νομίζομεν
- Των ευτυχούντων πάντες εισε συγγενείς,
Τις δ’ ουκ άνετη χρηστός, όλβιος γεγώς,
"Ως ευκόλως πίπτουσιν αι λαμπρα τύχαι.
ΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑ Ν.
ΕΙΣ ΕΧΘΡΑ Ν.
ΕΙΣ ΛΥΠΗΝ,
Αετό λυπούν έκδίωκε τού βίου.
Αρ' έστι συγγενές τι λύπη και βίος
Bιούν αλύπως θνητόν όντ' ού βάδιον.
Λύπη μανίας όμότοιχος είναι μοιδοκεί
Λύπα γάρ ανθρώπουσι τέκτουσιν νόσους,
Νόσον πολύ κρείττόν έστιν, ή λύπην φέρειν.
Ουκ έστι λύπης χείρον ανθρώπω κακόν,
ΣΕΙΣ ΜΕ Θ Η Ν.
Ε Ι Σ ΝΕΟΤΗΤΑ.
ΣΕΙΣ ΠΡΟΣΟΧΗ Ν.
ΕΙΣ ΣΩ ΦΡΟΣΥΝΗ Ν.
Ε Ι Σ Τ Ε ΡΙΝ.
Ε Ι Σ - ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ Ν.
Αλαζονείας ούτς έκφεύγει δίκην
"Οτ' ευτυχείς μάλιστα, μή μέγα φρόντι, --
"ο Ζευς κολαστής των αγαν υπερφρόνων,
Ε Ι Σ Τ Ι Ν Ο Ν.
η --
494 ΓΝΩ ΜΑΙ . - ν. 377
-
ΕΠΣ ΦΥΣΙΝ . . . . . .
- η - ν - -
Ήδούσα πάντα και κομίζεται φύσις.
“Η φύσις εκάστω τού γένους έστιν πατρίς"
“Η φύσις απάντων τών διδαγμάτων κρατεί,
Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ούβάδιον,
--
Ε Ι Σ Τ ο Γο Ν.
Ήθους δικαίου φαύλος ού ψαύει λόγος,
Νικά γαρ αεί διαβολή τα κρείττονα.
Τον αυτόν ανεν και ψέγειν, ανδρός κακού. -
ε
-
-