Professional Documents
Culture Documents
Η Μ. Klein, ήταν αγγλίδα ψυχολόγος, αλλά η καταγωγή της ήταν αυστριακή. Γεννήθηκε στη
Βιέννη το 1882 και πέθανε στο Λονδίνο το 1960. Με την Anna Freud ήταν μία από τις πρώτες
ψυχολόγους που εφάρμοσαν την ψυχανάλυση στα παιδιά. Ξεκίνησε την ψυχαναλυτική της
καριέρα στα 34 χρόνια της. Αφού σπούδασε νομικά και ιστορία, έγινε μαθήτρια του Sandor
Ferenczi (1873-1933) και μετά, στο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης του Βερολίνου, μαθήτρια του Karl
Abraham (1877-1925). Όταν πέθανε ο τελευταίος, η Μ. Κlein υπέκυψε στις επίμονες
παρακλήσεις του Ernest Jones (1879-1958) και πήγε στο Λονδίνο (1926) όπου εγκαταστάθηκε
οριστικά. Για την ανάλυση των παιδιών χρησιμοποιεί προπαντός τα παιχνίδια, όπου τα παιδιά
βάζουν όλο τους τον εαυτό. Μέσα από την ανάλυση παιδιών θέλει να ανασυγκροτήσει την
ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου από τη βρεφική ηλικία και κατά την περίοδο πριν από το
Οιδιπόδειο (στοματική και σαδιστική-πρωκτική), με βάση τη φροϋδική υπόθεση της
διπολότητας, των λιβιδινικών και των καταστρεπτικών ορμών. Έτσι, κατόρθωσε να φέρει στην
επιφάνεια μέσα σε ένα πολύ πλούσιο φαντασιακό κόσμο, τις ασυνείδητες φαντασιώσεις των
μερικών αντικειμένων του παιδιού, από τις οποίες ξεκίνησε για να κατασκευάσει μια
πρωτότυπη αντίληψη της ψυχικής ζωής του βρέφους και του μωρού.
Από το 1927 αντιτίθεται στην Α. Freud πριν από όλα για τη στάση του αναλυτή
κατά τη θεραπεία. Η Α. Freud θεωρούσε ότι, λόγω της ανωριμότητας του παιδιού
και της εξάρτησης του από τους μεγάλους, ο αναλυτής δεν μπορεί να μείνει
ουδέτερος και ότι μοιραία θα αναγκασθεί να υιοθετήσει παιδαγωγική συμπεριφορά ή
τουλάχιστον ότι το παιδί θα τον βιώνει ως άλλο παιδαγωγό. Η Μ. Klein υποστηρίζει
ότι υπάρχει μία αντινομία ανάμεσα στην ψυχανάλυση (ακόμα κι εφαρμοσμένη στα
μικρά παιδιά) και την παιδαγωγική, και ότι ένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να είναι
παιδαγωγός. Αυτή η μεθοδολογική διαφωνία κρύβει στην πραγματικότητα πιο
βαθιές διαφωνίες στο θεωρητικό επίπεδο. Πράγματι, ενώ η Α. Freud, πιστή στον
πατέρα της, συνέχισε τις έρευνες για τη συνέχιση του Οιδιπόδειου, η M. Klein τις
225
επικεντρώνει σε πιο πρώιμες συγκρούσεις στα πλαίσια της σχέσης με τη μητέρα.
Ξέρουμε ότι για τον Freud το παιδί βρίσκει στο μητρικό στήθος ένα πρώτο
αντικείμενο ενορμήσεων. Αυτό το μερικό αντικείμενο (που δεν είναι η μητέρα στο
σύνολο της) καταπίνεται, κατά τη Μ. Klein, συγχρόνως με το γάλα, ενδοβάλεται. Το
παιδί το βιώνει ως μέρος του εαυτού του. Στον ψυχισμό του παιδιού, η εμφάνιση της
ενόρμησης συνοδεύεται έτσι από ένα ψυχικό αναπαριστάνον που είναι η φαντασιακή
παρουσία, η φαντασίωση του στήθους ως αντικείμενο. Από την άλλη, στην
περιγραφή της Μ. Klein, το αντικείμενο στήθος γίνεται αντιληπτό ως «καλό» όταν
ανταμείβει, ως «κακό» όταν αρνείται την τροφή και αποστερεί. Μπορούμε λοιπόν να
πούμε ότι στο φαντασιακό του παιδιού συγκροτείται εσωτερικά η φαντασίωση ενός
καλού αντικείμενου και η φαντασίωση ενός κακού αντικείμενου.
Κατά την ανάπτυξη του, το παιδί προσπαθεί να διατηρήσει την ενδοβολή του
ιδανικού στήθους και να εξαλείψει το κακό στήθος, προβάλλοντας το στον εξωτερικό
κόσμο που ανακαλύπτει προοδευτικά. Το αποτέλεσμα είναι το εξωτερικό στήθος (και
όχι πια το φαντασιακό) να το αισθάνεται το παιδί ως επιθετικό και καταδιωκτικό.
Τότε είναι π.χ. που το παιδί βιώνει την καταστρεπτική ενόρμηση στην επιθυμία να
δαγκώσει το στήθος, και που αισθάνεται παράλληλα την απειλή ότι θα το δαγκώσουν
ή θα το καταβροχθίσουν. Έτσι, η εξωτερική πραγματικότητα, βάση των αρχέγονων
φαντασιώσεων του καλού και του κακού αντικειμένου που είχαν ενδοβληθεί
διαχωρίζεται και η ίδια σε καλό και σε κακό αντικείμενο.
226
Η Μ. Klein ονόμασε «καταδιωκτική θέση» (ή παρανοϊδή-σχιδοϊδή θέση) αυτή τη
σχέση με το αντικείμενο η οποία χαρακτηρίζεται από το άγχος της επίθεσης, της
καταδίωξης, και από τον αμυντικό διαχωρισμό του αντικειμένου. Η θέση αυτή
εγγράφεται μέσα σε ένα σύνολο φαντασιώσεων όπου φόβος καταβρόχθισης,
καταστροφής και πήγαιν’ έλα ανάμεσα σε προβολή και ενσωμάτωση διαδέχονται το
ένα το άλλο.
Όλες αυτές οι αναλύσεις αντιστοιχούν στην προ-οιδιπόδεια περίοδο, στο στάδιο της
στοματικότητας, και της πρωκτικότητας (αυτό σημαίνει ότι στις φαντασιώσεις του
παιδιού η σχέση με τα αντικείμενα συνδέεται με στοματικές ή πρωκτικές
ανταμοιβές). Παρόλα αυτά, η Μ. Κlein ισχυρίζεται ότι, πριν εμφανισθεί η καθαρά
227
φαλλική φάση όπου τοποθετείται το Οιδιπόδειο όπως το περιέγραψε ο Freud,
εμφανίζονται πρόδρομοι αυτού του συμπλέγματος. Από τη στιγμή που το παιδί
αναγνωρίζει τη μητέρα ως ολόκληρο αντικείμενο, ξέρει ότι για τη μητέρα του δεν
είναι ο μοναδικός πόλος ενδιαφέροντος, ότι υπάρχουν ανάμεσα στον πατέρα και τη
μητέρα του σχέσεις που το αποκλείουν, και αυτό το οδηγεί στο να συλλαμβάνει τις
σχέσεις των γονιών του μέσα από τις γνώριμες φαντασιώσεις του καταστροφής και
ενσωμάτωσης: στοματική ενσωμάτωση του πέους από τη μητέρα, επίθεση κατά τη
μητέρα για να ιδιοποιηθεί το πέος που βρίσκεται μέσα σε αυτήν φαντασιακά, κ.λπ.
Κατευθύνθηκε έτσι περισσότερο προς μια ερμηνεία της φαντασιακής διάστασης του
παιχνιδιού ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό, από ότι προς μία ερμηνεία της
συμβολικής του διάστασης, που χαρακτηρίζεται από την πρόσοδο στα σύμβολα, τη
λειτουργία της γλώσσας, την αναφορά στον τρίτο, το ρόλο και τη λειτουργία του
πατέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
JACQUES LACAN: Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ
ΔΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
228
1.Εισαγωγή
Ο Jacques Lacan γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1901 στο Παρίσι και πέθανε το
Σεπτέμβριο του 1981 στο Παρίσι. Είναι ο πρωτότοκος γιός μίας οικογένειας
οξοποιιών. Ένας αδελφός που γεννιέται ένα χρόνο αργότερα, πεθαίνει δύο χρόνια
μετά. Στη συνέχεια γεννιούνται μία αδελφή και ένας αδελφός. Το οικογενειακό
περιβάλλον διαπνέεται από μία καθολική θρησκευτικότητα. Ο μικρός αδελφός
γίνεται Βενεδικτίνος. Επίσης, η οικογένεια σημαδεύεται από τις πολλές συγκρούσεις
ανάμεσα στον πατέρα και τους γονείς του που μένουν στο ίδιο σπίτι.
Ο Lacan κάνει λαμπρές σπουδές στο κολλέγιο Stanislas. Το πάθος του είναι η
φιλολογία και η φιλοσοφία (Spinoza, Nietzsche, κ.λπ). Σπουδάζει ιατρική και
ειδικεύεται στη νευρολογία και στην ψυχιατρική. Κάνει την πρακτική του στο Ειδικό
Θεραπευτήριο της Διεύθυνσης της Αστυνομίας, όπου ήταν διευθυντής ο Gaëtan
Gatian de Clérambault, τον «μόνο δάσκαλό του στην ψυχιατρική», όπως λέει.
Λέγεται ότι είχε καταπληκτική επικοινωνία με τους ασθενείς του. Γίνεται αργότερα
διευθυντής της Κλινικής των ψυχικών ασθενειών της Sainte-Anne, έδρα που κατείχε
ο Henri Claude, που υποδέχτηκε τους πρώτους γάλλους αναλυτές στην υπηρεσία
του: Laforgue, Hesnard, Eugénie Sokolnicka. Συνδέεται, επίσης, με την ομάδα των
σουρρεαλιστών και δημοσιεύει στο περιοδικό Le Minotaure.
Το 1932 εκδίδει τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο: Για την παρανοϊκή ψύχωση
στη σχέση της με την προσωπικότητα. Στο επίκεντρο αυτής της διατριβής, μία
μονογραφία, η περίπτωση Aimée, για την οποία ο Lacan δημιουργεί την κατηγορία
229
της «παράνοιας της αυτοτιμωρίας». Συζητά, στη διατριβή αυτή, όλη την ψυχιατρική
της εποχής του, αλλά και τους μεγάλους κλασσικούς. Υποστηρίζει ότι η ψύχωση δεν
είναι ζήτημα ελλείμματος, αλλά πρόβλημα που αγγίζει την προσωπικότητα.
Αργότερα, στη δεκαετία του πενήντα, θα δείξει πώς τα φαινόμενα που εντοπίζονται
στην ψύχωση, όχι μόνο δεν έχουν να κάνουν με έλλειμμα, αλλά οικοδομούνται, και
μάλιστα από τη γλώσσα.
Αυτή την περίοδο ο Lacan ενδιαφέρεται για τη δεύτερη τοπική του Freud και
ιδιαίτερα για το ερώτημα του Εγώ. Το 1936 παρουσιάζει στο συνέδριο της Διεθνούς
Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, στο Marienbad, μια ανακοίνωση με θέμα «Το στάδιο του
καθρέφτη». Διδάσκει στη ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Sainte-Anne στο
Παρίσι, στη νομική σχολή του αλλού.
Το 1953, μετά από ένα χρόνο συγκρούσεων που αφορούσαν πιο συγκεκριμένα στην
οργάνωση ενός Ψυχαναλυτικού ινστιτούτου που προοριζόταν για την εκπαίδευση, ο
Daniel Lagache, η Juliette Favez-Boutonnier, η Françoise Dolto και η Blanche
Reverchon-Jouve παραιτούνται. Ο Lacan τους ακολουθεί. Αυτή η αναχώρηση έχει
ως συνέπεια την έξοδό τους, χωρίς να το ξέρουν πραγματικά, από την Διεθνή
Ψυχαναλυτική Εταιρεία που θεμελίωσε ο Freud. Αυτή η περίοδος είναι και μία
230
στροφή στη θέση του Lacan που προτείνει ως προσανατολισμό την «επιστροφή στον
Freud», δηλαδή στα φροϋδικά κείμενα, σε αντίδραση στη νόθευση της ψυχανάλυσης
που γινόταν από την εισαγωγή της στην Αμερική. Η διδασκαλία του ξεκινά
πραγματικά το 1953. Μετά το «σχίσμα», το σεμινάριο λαμβάνει χώρα στο Sainte-
Anne. Μία διάλεξη, «Το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό», που έγινε
στις 8 Ιουλίου του 1953, και μετά, η ανακοίνωση του συνεδρίου της Ρώμης στις 26
Σεπτεμβρίου του 1953, είναι οι ιδρυτικές στιγμές της διδασκαλίας του. Ο Lacan
εισάγει εξ αρχής μία θεμελιακή διαφοροποίηση ανάμεσα σε τρεις, «ουσιαστικές για
την ανθρώπινη αλήθεια, τάξεις»: το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό.
Η δε ανακοίνωση της Ρώμης, που έγινε πασίγνωστη ως «Εισήγηση της Ρώμης», είναι
ένα πραγματικό κείμενο-πρόγραμμα για τα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας του Lacan
(«Fonction et champ de la parole et du langage en psychanalyse», Ecrits). Τονίζεται
η πρώτη φροϋδική τοπική και η έννοια του ασυνείδητου. Ο Lacan βασίζεται., την
εποχή εκείνη, κυρίως στη γλωσσολογία του De Saussure και στις ανθρωπολογικές
εργασίες του Levi-Strauss που αφορούν στις δομές της συγγένειας. Στη σκέψη του
Lacan, η ψυχανάλυση και ο δομισμός συναντώνται, ενώ τα αναλυτικά γεγονότα
ερμηνεύονται ως εκδηλώσεις της γλώσσας.
Ένα νέο σχίσμα λαμβάνει χώρα το 1963, όταν η Γαλλική Εταιρεία Ψυχανάλυσης θα
ζητήσει την ένταξή της στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (IPA). Η ένταξη δεν θα
γίνει δεκτή παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα αποσυρθεί η λειτουργία του διδάσκοντος
από την Dolto και τον Lacan. Έτσι, το 1964, ο Lacan ιδρύει δική του σχολή, τη
«Φροϋδική Σχολή του Παρισιού» («L’ Ecole freudienne de Paris»). Αναγκάζεται να
εγκαταλείψει το Sainte-Anne και πρέπει να κάνει το σεμινάριό του στην Ecole
normale supérieure της οδού Ulm.
Το πεδίο μέσα στο οποίο δούλεψε ο Lacan είναι το φροϋδικό πεδίο και αυτό όσον
αφορά και τη θεωρία (όπου η αναφορά στον Freud και στο φροϋδικό ασυνείδητο
παραμένει η συνεχής υποδομή της θεωρίας του Lacan), και την πράξη (όπου
ξεχωρίζει την αυθεντική ψυχαναλυτική πρακτική, από άλλες πρακτικές που λέγονται
ψυχαναλυτικές, έχουν όμως τελείως χάσει αυτή την έννοια).
Αυτό που κάνει ο Lacan είναι, όπως λέει ο ίδιος μια «επιστροφή στον Freud», μια εκ
νέου ανάγνωση του Freud. Επιστρέφει στη φροϋδική σκέψη και διαλεκτική μέσα
από τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του και κυρίως (και αυτό είναι το
231
καινούργιο που προσθέτει) μέσα από τα νεότερα αποκτήματα των επιστημών της
γλώσσας.
Αληθινός ερμηνευτής του Freud, ο Lacan ξανασκέφτεται το έργο του Freud μέσα
από ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα ανάμεσα στα θεμελιώδη φροϋδικά κείμενα, στον
ψυχαναλυτικό τρόπο να ακούει και στην τεράστια συμβολή όλων των ανθρωπίνων
επιστημών, και ιδιαίτερα των επιστημών της γλώσσας και του λόγου, που κατέχουν
για τον Lacan μια προνομιούχα θέση.
Εντοπίζει αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στη δομή του ασυνείδητου και τους
232
νόμους λειτουργίας της γλώσσας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πρωτογενείς μηχανισμούς
επικοινωνίας του ασυνείδητου με το σύστημα προσυνειδητό - συνειδητό, και την
αλυσίδα των σημαινόντων που λειτουργούν με τη μεταφορά και τη μετωνυμία
(συμπύκνωση, μετάθεση).
Το ασυνείδητο, λέει ο Lacan, έχει τη ριζική δομή της γλώσσας και λειτουργεί
σύμφωνα με τους νόμους της. Το ασυνείδητο είναι λόγος και σύνταξη, είναι μια
γλώσσα αρθρωμένη που διαφέρει από τη γλώσσα της συνείδησης, γιατί είναι στα
μέτρα, την οικονομία και τη δυναμική του απωθημένου.
Η έννοια της δομής προέρχεται από δύο ρεύματα: την θεωρία της Gestalt και την
γλωσσολογία στην οποία την εισήγαγε ο Ferdinand de Saussure.
Οι σχέσεις αυτές είναι κανόνες που υπάρχουν μεταξύ των αντικειμένων ή μεταξύ
των στοιχείων τους και που επιτρέπουν να φανούν σαφώς ιδιότητες μιας ορισμένης
τάξης. Τέτοιες ειδικές ιδιότητες συμβάλλουν, έτσι, στο να προσδιορίσουν μια
ιδιαίτερη δομή στο σύνολο των αντικειμένων ή των στοιχείων τους. Η δομή
προϋποθέτει λοιπόν όχι μόνο ένα σύνολο στοιχείων, αλλά και ένα νόμο που ενεργεί
πάνω σ' αυτά τα στοιχεία.
233
Δομιστής, ο Lacan, (και οι οπαδοί του : Maud Mannoni, Serge Leclaire, Moustapha
Safoun κ.λπ.) εφαρμόζει το δομικό μοντέλο της γλωσσολογίας στην ψυχανάλυση,
ψάχνοντας πίσω από τα φαινόμενα τις σχέσεις τους, το πώς συνδέονται, την
εσωτερική λογική του συστήματος.
Ο Lacan διακρίνει μέσα στο ψυχαναλυτικό πεδίο τρεις βασικούς όρους, τρία βασικά
πεδία : το Πραγματικό, το Φαντασιακό, το Συμβολικό. Αυτά τα τρία πεδία είναι
δεμένα μεταξύ τους, σχηματίζουν ένα κόμπο.
Η κύρια ιδιότητα αυτού του κόμπου είναι: αν λύσουμε έναν οποιοδήποτε κόμπο από
τους τρεις, οι άλλοι δύο λύνονται επίσης αυτόματα. Καθένας από τους τρεις κόμπους
δεν μπορεί να υπάρχει μόνος του, υπάρχει μόνο με τους άλλους δύο. Οι τρείς αυτοί
κόμποι δεν είναι διαφοροποιημένοι. Για να τους διαφοροποιήσουμε τους
ονομάζουμε Πραγματικό - Φαντασιακό - Συμβολικό.
Το να μπει ένα μικρό παιδί στη συμβολική τάξη της γλώσσας και της οικογένειας
σημαίνει για το παιδί ότι προσδιορίζει τα όρια της ατομικότητας του μέσα στην
οικογενειακή ομάδα και μέσα σε όλη την κοινωνία. Κατά τον Lacan είναι
απαραίτητη η είσοδος στη συμβολική τάξη, δηλαδή η μεσολάβηση του συμβόλου
για να μπει σε τάξη ο κόσμος, τα πράγματα, τα όντα, ολόκληρη η ζωή. Η είσοδος
στη συμβολική τάξη πραγματοποιείται με το Οιδιπόδειο. Το Οιδιπόδειο είναι μια
δομή, και ως δομή, πέρα από τις διάφορες μορφές του, είναι μια ριζική και
παγκόσμια μεταμόρφωση του ανθρώπου. Είναι το πέρασμα από τη δυαδική, άμεση
σχέση (Φαντασιακό), στην τριαδική ή τριγωνική έμμεση σχέση (όπου μεσολαβεί
κάτι τρίτο), ή οποία ανήκει καθαρά στη συμβολική τάξη.
235
6. Η δυαδική σχέση και το «στάδιο του καθρέφτη»
Το παιδί δεν έχει γεννηθεί με την επιστήμη της συμβολικής τάξης, πρέπει κάποιος να
το εισαγάγει σε αυτήν. Αυτό το καθήκον, το έχει η μητέρα (ή το υποκατάστατο). Και
γι’ αυτό η δυαδική σχέση κατέχει μία τόσο σημαντική θέση.
Η δυαδική σχέση του παιδιού με τον όμοιο του - που μπορεί να είναι ένα άλλο παιδί,
η εικόνα του ίδιου του παιδιού που του παρέχει ως αντανάκλαση ο καθρέφτης, η
μητέρα του ή ένα υποκατάστατο της - δεν δίνει στο παιδί την «υποκειμενικότητα»
του, το εμποδίζει δηλαδή από τη δυνατότητα βίωσης της υποκειμενικότητας του με
την έννοια της ατομικότητας και μοναδικότητας του μέσα στο σύστημα της
οικογένειας και της κοινωνίας. Η δυαδική σχέση έχει ως κύριο ρόλο μόνο τον
προσδιορισμό του σώματος στο σύνολο του, την αναγνώριση και συνειδητοποίηση
της ολότητας, της ενότητας του σώματος, σώμα που το παιδί βίωνε νωρίτερα ως
διαμελισμένο - κομματιασμένο. Το παιδί βλέπει στον άλλον - στο άλλο παιδί, στο
είδωλο του στον καθρέφτη, στη μητέρα του κ.λπ. - μόνο έναν όμοιο με τον οποίο
συγχέεται και ταυτίζεται.
Το παιδί που παραμένει προσκολλημένο σε αυτή την κατάσταση στη δυαδική σχέση μόνο
δηλαδή, είναι ανίκανο να βάλει τον εαυτό του σε μία θέση, ούτε να βρει μία θέση στους
άλλους γύρω του. Μη μπορώντας να βιώσει την υποκειμενικότητα του, υποβιβάζεται στο
επίπεδο των ζώων, δηλαδή δεν υπάρχει γι’ αυτό το παιδί το κοινό συμβολικό πεδίο απ' όπου
περνάει κάθε ανθρώπινη σχέση.
Όταν ο Lacan μιλάει για τη δυαδική σχέση αναφέρεται συχνά στο "στάδιο του
καθρέφτη" το οποίο ονόμασε έτσι ο ίδιος και το οποίο τόνισε ιδιαίτερα πριν απ' όλους.
Αν έδωσε τεράστια σημασία στο στάδιο του καθρέφτη είναι γιατί το στάδιο αυτό είναι
236
μάρτυρας της δυαδικής άμεσης σχέσης (που ανήκει στο Φαντασιακό) και γιατί η
παρατήρηση αυτού του σταδίου αποκαλύπτει όλη τη σπουδαιότητα του περάσματος
στην τρισδιάστατη τάξη του Συμβολικού.
Το στάδιο του καθρέφτη αποτελεί πρωτογενή δυαδική σχέση του παιδιού με τον
όμοιο του, που μπορεί να είναι - όπως είπαμε πριν - ένα άλλο παιδί ή εικόνα του ίδιου
του παιδιού στον καθρέφτη, η μητέρα του ή ένα υποκατάστατο της.
Το στάδιο του καθρέφτη είναι με λίγα λόγια η αναγνώριση του εαυτού στον
καθρέφτη, η αναγνώριση και συνειδητοποίηση της ολότητας, της ενότητας του
σώματος που το παιδί βίωνε πριν ως διαμελισμένο - κομματιασμένο. Η αναγνώριση
του εαυτού στον καθρέπτη γίνεται γύρω στον 6ο με 8ο μήνα της ζωής του παιδιού.
Γενικά, μέχρι τον 18μήνα, το παιδί και των δύο φύλων ξεπερνά τις φαντασιώσεις του
κομματιασμένου κορμιού του, τότε δηλαδή που το παιδί διανύει το στάδιο του
καθρέφτη βλέποντας μέσα στους άλλους ή στην εικόνα του (στο είδωλο του) που του
δίνει ο καθρέφτης ή μέσα στη μητέρα του έναν όμοιο με αυτό, με τον οποίο
ταυτίζεται. Μέσα από αυτό το δρομολόγιο των ταυτίσεων με τον άλλον, που
λειτουργεί σαν κάτοπτρο, το παιδί αποκτά την συνολική εικόνα του δικού του
σώματος.
Παρατηρούμε λοιπόν σ' αυτή την ηλικία μια ιδιαίτερη συμπεριφορά του παιδιού
απέναντι σ' ένα παιδί της ίδιας ηλικίας. Το παιδί αυτό επιτίθεται στο άλλο και
προσπαθεί, με το να το μιμείται, να βρει μια θέση για τον εαυτό του, να αναγνωρισθεί,
ακόμη και να επιβληθεί στο άλλο παιδί. Τα παιχνίδια αυτά προαναγγέλλουν την
αναγνώριση, τον προσδιορισμό του εαυτού του ως οντότητα. Εκδηλώνουν επίσης μια
αλληλοταύτιση όπου αναγνωρίζει κανείς εύκολα τη δυαδική σχέση σύγχυσης του
εαυτού του με τους άλλους. Την ώρα εκείνη που το παιδί μιμείται τις κινήσεις, και
μάλιστα τις επιθετικές κινήσεις του άλλου παιδιού, προλαμβάνει νοητά την
κατάκτηση της λειτουργικής ενότητας του ίδιου του σώματος, η οποία είναι τότε
ακόμη ατελής όσον αφορά την αυτόβουλη κινητικότητα.
Έχουμε εδώ μια πρώτη πλάνη από το είδωλο όπου διαγράφεται η πρώτη στιγμή της
διαλεκτικής των ταυτίσεων. Η πλάνη του ειδώλου της ανθρώπινης μορφής κυριαρχεί
από 6 μηνών μέχρι 2,5 χρονών στη συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στον όμοιο
του. Η συμπεριφορά του παιδιού θα είναι η ταύτιση : όταν χτυπάει λέει το χτύπησαν,
237
όταν βλέπει το άλλο παιδί να πέφτει κλαίει κλπ.
Το πιο σημαντικό όμως στο στάδιο του καθρέφτη είναι η αλλοτρίωση της βαθμίδας
(instance) του Εγώ. Γιατί το στάδιο του καθρέφτη είναι και το στάδιο της
ναρκισσιστικής-αλλοτριωτικής ταύτισης (πρωταρχική ταύτιση). Το υποκείμενο (το
παιδί) είναι πιο πολύ το διπλότυπο του, παρά το ίδιο. Εδώ παίζεται όλο το δράμα της
δυαδικής σχέσης : η συνείδηση συντρίβεται στo διπλότυπο της που δεν έχει απόσταση
απ' αυτήν. Ο άλλος μου είναι ο όμοιος μου και ο όμοιος μου είναι ο άλλος μου.
Το στάδιο του καθρέφτη λοιπόν είναι η μήτρα και το πρόπλασμα αυτού που θα γίνει
το Εγώ (με το πέρασμα από το Φαντασιακό στο Συμβολικό) καθώς και η πηγή των
ταυτίσεων του παιδιού με το περιβάλλον του που θα ακολουθήσουν (υπό ορισμένους
όρους - παρέμβαση του πατέρα - όπως θα δούμε αργότερα).
Η δυαδική σχέση καλύπτει στη σκέψη του Lacan τον αρχικό τρόπο ύπαρξης του
ανθρώπου, πριν μπει στη διάσταση που του δίνει τον ανθρωπισμό του (τη
μοναδικότητα του, την ταυτότητα του και την προσωπικότητα του), δηλαδή τη
συμβολική οργάνωση, κάτι που γίνεται με το Οιδιπόδειο. Για να παίξει δηλαδή
αποτελεσματικό ρόλο μέσα στις αναπτυξιακές προσπάθειες του παιδιού, το στάδιο του
καθρέφτη πρέπει να εκβάλλει στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που διασφαλίζει στο παιδί
την εισαγωγή του στο Συμβολικό και την τάξη της γλώσσας.
Στην αρχή της οιδιπόδειας σύγκρουσης η σχέση είναι δυαδική (σχέση με τη μητέρα).
Στο τέλος αυτής της σύγκρουσης θα γίνει η τριάδα, το τρίγωνο εγώ – άλλος -
αντικείμενο. Το Οιδιπόδειο ορίζει μια δευτερογενή ταύτιση: ταύτιση στον γονέα του
ίδιου φύλου.
Αυτή η ταύτιση όμως δεν είναι δυνατή αν δεν έχει πραγματοποιηθεί προηγουμένως η
πρωτογενής ταύτιση που συντάσσει το υποκείμενο ως ανταγωνιστή του ίδιου του
238
εαυτού.
7. Το Οιδιπόδειο
Ας δούμε λοιπόν ποια έννοια δίνει ο Lacan στη δυαδική σχέση μητέρας - παιδιού και
στο Οιδιπόδειο πιο αναλυτικά.
2) Και φτάνουμε τώρα στην είσοδο στο Συμβολισμό με το Οιδιπόδειο. Στο δεύτερο
χρόνο λοιπόν ο πατέρας παρεμβαίνει - μεσολαβεί ως αποστερητής και αυτό με διπλή
239
έννοια: στερεί στο παιδί το αντικείμενο της επιθυμίας του (που είναι να είναι ο φαλλός
της μητέρας του ή αλλιώς να είναι η επιθυμία της μητέρας του) και στερεί στη μητέρα
το φαλλικό αντικείμενο (το παιδί ως φαλλός). Θα μπορούσαμε να τον πούμε
ενοχλητικό λόγω των δύο ρητών του επιταγών:
- Στο παιδί: «Δεν θα κοιμηθείς με τη μητέρα σου»
- Στη μητέρα :»Δεν θα ξαναπάρεις πίσω, δεν θα ξανα-αφομοιώσεις το προϊόν
σου».
Δεν πρόκειται βέβαια για την παρέμβαση του πραγματικού - σωματικού πατέρα, αλλά
για την ευρύτερης σημασίας συμβολική παρέμβαση του πατέρα ως νόμο και ως
σημείο αναφοράς, αδιάφορο αν ζει ή είναι νεκρός ο σωματικός πατέρας.
Αυτή η δεύτερη μεταβατική και ουσιώδης φάση είναι εκείνη που θα επιτρέψει την
τρίτη:
3) την ταύτιση στον πατέρα και την αναγνώριση του εαυτού του μέσω συσχέτισης.
Όμως, για να αναγνωρισθεί ο πατέρας ως εκπρόσωπος του Νόμου που κάνει την
ανθρωπότητα, πρέπει ο λόγος του να αναγνωρίζεται από τη μητέρα. Γιατί μόνον ο
λόγος του δίνει στον πατέρα μια προνομιούχα λειτουργία και όχι η αναγνώριση του
ρόλου του στην τεκνοποιία (όπου πρόκειται για τον πραγματικό - σωματικό πατέρα).
Παρένθεση: Οι έννοιες που δίνει ο Lacan στον όρο Άλλος. Ο Άλλος είναι:
3) το ασυνείδητο, αυτό που αποτελείται από σημαίνονται στοιχεία και που είναι το
άλλο του υποκείμενου
5) η Μητέρα ή ο Πατέρας
Αν το παιδί δεν δεχθεί το Νόμο, ή αν η μητέρα δεν αναγνωρίζει στον πατέρα αυτή τη
θέση, το παιδί θα μείνει ταυτισμένο με το φαλλό και υποταγμένο στην επιθυμία της
μητέρας του.
Αν αντίθετα το παιδί δεχτεί το Νόμο θα ταυτιστεί με τον πατέρα, με την έννοια αυτού
που «έχει» τον φαλλό. Ο πατέρας αποκαθιστά τον φαλλό ως αντικείμενο που
επιθυμεί η μητέρα και όχι πια ως παιδί - συμπλήρωμα της έλλειψης της.
Με την ταύτιση του παιδιού στον πατέρα ξεκινάει η απόκλιση, παρακμή του
Οιδιπόδειου μέσω του έχω (και όχι πια του είμαι). Το παιδί δεν είναι πια ο φαλλός,
είναι εκείνο που έχει τον φαλλό ή που δεν τον έχει, είναι εκείνο που θα μπορεί να τον
δώσει ή να τον δεχθεί σε μια ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση. Συγχρόνως γίνεται
ένας συμβολικός ευνουχισμός : ο πατέρας ευνουχίζει το παιδί ως «είμαι φαλλός»
χωρίζει από τη μητέρα του. Αυτή είναι η οφειλή, το χρέος που πρέπει να πληρώσει
κανείς για να είναι ο εαυτός του μπαίνοντας στη συμβολική τάξη, στον πολιτισμό. Η
διαλεκτική του «είμαι» και του «έχω» με σημείο αναφοράς τον φαλλό (το πέρασμα
από το είμαι στο έχω τον φαλλό ή δεν τον έχω) παίζει τεράστιο ρόλο στην έξοδο του
υποκείμενου από την υποταγή του στη δυαδική σχέση και συνάφεια με τη μητέρα,
καθώς και στην είσοδο του στη συμβολική τάξη και στο πεδίο της γλώσσας που είναι
241
το κύριο γνώρισμα του μέσα στην κλίμακα των ζώων.
Εσωτερικεύοντας τον Νόμο, το παιδί ταυτίζεται στον πατέρα του και τον κάνει
πρότυπο του. Έτσι ο νόμος γίνεται λυτρωτικός: γιατί χωρισμένο από τη μητέρα του,
το παιδί παίρνει τον εαυτό του στα χέρια του, συνειδητοποιεί ότι συγκροτείται, και
έτσι κατευθύνεται προς το μέλλον, μπαίνει στην κοινωνία, στον Πολιτισμό, στη
γλώσσα.
Από το Φαντασιακό όπου ανήκει η δυαδική σχέση, το παιδί μπαίνει στη συμβολική
τάξη με την τριγωνική σχέση μέσω της παρέμβασης ενός τρίτου διάμεσου όρου.
Τούτο ισχύει τόσο για την γλώσσα όσο για τον κοινωνικό συμβολισμό και το χώρο
της προσωπικής ζωής (επιθυμία, υποκείμενο).
Η είσοδος, λοιπόν, στη συμβολική τάξη προϋποθέτει πάντα τη διακοπή της αρχικής
συνέχειας (δηλαδή των δυαδικών σχέσεων όπου ο ένας είναι ο άλλος) και την
παρέμβαση μιας τρίτης, ετερογενούς, ανόμοιας δύναμης. Η δύναμη αυτή που
θεμελιώνει τον Νόμο είναι διπλή: το Απαγορευμένο και η Θυσία.
Το Οιδιπόδειο, με τη βαθειά του έννοια, είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο και όχι
μόνον αυτό που ζει, που βιώνει το άτομο. Είναι η θεμελιώδης δομική στιγμή του
εξανθρωπισμού, της ιστορίας του υποκείμενου. Και για να το καταλάβουμε έτσι
πρέπει να πάρουμε απόσταση από τη φροϋδική σκέψη. Δηλαδή: τη στιγμή που
συντελείται το Οιδιπόδειο και ότι επάγει ως συμπέρασμα στη δομική διαμόρφωση του
ανθρώπου δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε σε μία ορισμένη ηλικία. Πρόκειται
για δομή που προϋπάρχει της ύπαρξης του ανθρώπου. Το Οιδιπόδειο, ως δομή, είναι
γραμμένο στον κοινωνικό κώδικα, στη γλώσσα, πριν ακόμη υπάρξει - γεννηθεί το
άτομο. Είναι η ίδια η δομή των ασυνείδητων μορφών της κοινωνίας. Μεγαλώνοντας
μέσα σε αυτές τις προϋπάρχουσες κοινωνικές δομές, το παιδί θα έρθει αντιμέτωπο με
το πρόβλημα της διαφοράς των φύλων, της θέσης του ως τρίτο μέσα στο ζευγάρι των
γονιών και με την απαγόρευση της αιμομιξίας. Από την άλλη μεριά, μέσα από την
ομιλούμενη γλώσσα, το παιδί θα επιφορτιστεί προοδευτικά, από μέσα, το οιδιπόδειο
δράμα, σαν προγονική κληρονομιά που έχει πριν από κάθε δυνατότητα
συνειδητοποίησης.
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα στη σκέψη του Lacan δεν είναι πια στάδιο της γενετικής-
εξελικτικής ψυχολογίας. Είναι η στιγμή που το παιδί εξανθρωπίζεται,
243
συνειδητοποιώντας τον εαυτό του, τον κόσμο και τους άλλους.
Η λύση του Οιδιπόδειου είναι η είσοδος στην ομιλούμενη γλώσσα, στο συμβολικό
κόσμο της Οικογένειας και της Κοινωνίας γενικά.
Τα παιδιά με ψύχωση, επίσης, που δεν έχουν μπει στη συμβολική τάξη, δεν έχουν
ατομικότητα - υποκειμενικότητα, βλέπουν τον εαυτό τους σαν έναν άλλον, σαν ένα
πράγμα. Δεν έχουν μπει στην ομιλούμενη γλώσσα, στο Εγώ.
Αυτή η διχοτόμηση που δημιουργεί για το Lacan μία κρυμμένη δομή για το
υποκείμενο, το ασυνείδητο, έχει σαν αιτία το γεγονός ότι ο λόγος και γενικά κάθε
συμβολική τάξη «καθιστά έμμεσο» το υποκείμενο και προσφέρεται έτσι ιδιαίτερα
σε μία γρήγορη παρεκτροπή της αλήθειας.
Είπαμε ότι ο άνθρωπος δεν αποκτά την ατομικότητα του, την ιδιαιτερότητα του
1
Ο Lacan αναφέρεται σε μία διαδικασία που είναι γενικό χαρακτηριστικό της ίδιας της
υποκειμενικότητας: αναπόδραστος ο διχασμός του υποκειμένου
244
παρά μόνον όταν μπει στη συμβολική τάξη που κυβερνά και ορίζει την
ανθρωπότητα. Παρόλα αυτά η είσοδος στη συμβολική τάξη πληρώνεται με αυτό
που ο Lacan ονομάζει «διχοτόμηση του υποκειμένου», με την απώλεια δηλαδή
ενός σημαντικού μέρους του εαυτού του, αφού στο Συμβολικό το υποκείμενο δεν
μπορεί παρά να αναπαρασταθεί, να αντιπροσωπευτεί, να μεταφραστεί.
Ο Lacan λέει:
«Το σημαίνον είναι αυτό που αναπαριστά το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον»,
φράση που φαίνεται σαν αίνιγμα.
Πράγματι το υποκείμενο εικονίζεται στο συμβολισμό με ένα σημαίνον, που είναι
είτε το εγώ είτε το μικρό του όνομα, είτε το «γιος του τάδε». Η τάξη του
συμβόλου, του σημαίνοντος, το οποίο στηρίζεται μόνο στις σχέσεις του με τα
άλλα σημαίνοντα, πιάνει, αιχμαλωτίζει το υποκείμενο οριστικά στα δίκτυά του.
Το υποκείμενο διχοτομείται ανεπανόρθωτα, γιατί αποκλείεται από την αλυσίδα
των σημαινόντων, την ίδια στιγμή που αναπαρίσταται σε αυτήν. Μπορούμε να
πούμε λοιπόν πως ο άνθρωπος είναι πιο πολύ το αποτέλεσμα του σημαίνοντος
παρά η αιτία.
Το μικρό παιδί υφίσταται την κοινωνία, τον πολιτισμό της, την οργάνωσή της, τη
γλώσσα της και δεν έχει παρά μόνο δύο λύσεις : να την υπομείνει ή να βυθιστεί
στην αρρώστια (τρέλα).
Αυτό που θα μείνει το πιο αληθινό, το πιο ουσιαστικό στην προσωπικότητα είναι
αυτό που είναι κάτω από τη μάσκα, το προσωπείο, δηλαδή το απωθημένο, η
Φύση, η ζωή. Αντίθετα, από την πλευρά του προσωπείου, δηλαδή του λόγου, του
Εγώ, και της κοινωνικής συμπεριφοράς, το υποκείμενο αλλάζει,
πολλαπλασιάζεται κάτω από τις πολλές μορφές που δίνει στον εαυτό του ή που
του επιβάλλονται. Μορφές που δεν είναι παρά αντανακλάσεις, είδωλα του
245
αληθινού του Εγώ, και που αποδεικνύουν κατά την ψυχανάλυση μία χρονική και
λογική οργάνωση τελείως διαφορετική από τον «εαυτό» του.
Το μικρό παιδί δεν μιλά ακόμη. Μέσα στο κύκλωμα της ανταλλαγής-
επικοινωνίας των γονιών του, όπου εναλλάσσονται το Εγώ και το Εσύ, το παιδί
χαρακτηρίζεται με το Αυτό, που ισοδυναμεί με την έλλειψη, με το κενό.
Αυτός ο θάνατος ( από μηδέν ένα) είναι ο όρος της εισόδου του υποκειμένου στην
αλυσίδα των σημαινόντων. Έτσι γεννιέται το υποκείμενο με την μοναδικότητά του.
Όμως η σύνταξη του «Αυτό» επιτρέπει επίσης το διαχωρισμό – διχασμό του «Εγώ»,
υποκείμενο του λόγου και του ( Εγώ), υποκείμενο που μιλά. Αυτό είναι ακριβώς που
ορίζει τη διχοτόμηση.
246
«εκ νέου διχοτόμηση2 του υποκειμένου» ή αλλοτρίωση 3 του υποκειμένου στο λόγο
του, και που είναι άμεσο αποτέλεσμα της πρώτης διχοτόμησης που υφίσταται το
υποκείμενο λόγω της εισόδου του στην ομιλούμενη γλώσσα.
Αν η είσοδος στο λόγο και στο Συμβολικό είναι σωτήρια με την έννοια του ότι δίνει
στο υποκείμενο την ατομικότητά του, η αδύνατη σύμπτωση του (Εγώ) με το «Εγώ»
γίνεται αφετηρία των αλλοτριώσεων του υποκειμένου. Το υποκείμενο παγώνει σε
αυτά που λέει, στους κοινωνικούς του ρόλους, και όλα αυτά κτίζουν σιγά σιγά ένα
«Εγώ» που δεν είναι παρά η αντικειμενοποίηση του υποκειμένου. Το εγώ δεν είναι
υποκείμενο, πλησιάζει πιο πολύ το πρόσωπο του δράματος, του μυθιστορήματος, το
ρόλο, από την υποκειμενικότητα. Το εγώ συγκεντρώνει όλα τα ιδανικά του ατόμου,
αυτό που θέλει να είναι ή ακόμη αυτό που νομίζει πως είναι. Το εγώ είναι το άλλο
από τον εαυτό μας, εφαρμοσμένο κατά κάποιον τρόπο πάνω σε αυτόν σαν καλούπι
που δεν του ταιριάζει. Το υποκείμενο σιγά σιγά συγκροτείται και βιώνει τον εαυτό
του με τη φαντασία του, τα όνειρά του, κρύβεται από τον εαυτό του και από τους
άλλους. Κι έτσι, καθώς ο καιρός περνά, η απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο από
τον εαυτό του γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Στο τέλος της ψυχανάλυσης το υποκείμενο
καταφέρνει τελικά να αναγνωρίζει ότι το εγώ του δεν ήταν παρά κατασκεύασμα της
φαντασίας του, δηλαδή ξαναβρίσκει την αρχική αλλοτρίωση.
Η εκ νέου διχοτόμηση λοιπόν κρύβει το υποκείμενο από τον ίδιο του τον εαυτό (και
από τους άλλους) σε αυτά που λέει για τον εαυτό του και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Επίσης όμως, όπως μας λέει ο Lacan, το υποκείμενο στο λόγο του δοκιμάζει και
αποδεικνύει «την έλλειψή του να είναι», αφού μόνο το ίδιο το υποκείμενο και η
επιθυμία του αναπαρίστανται στο λόγο του. Την αλήθεια για τον εαυτό του θα την
αναζητήσει στις εικόνες των άλλων με τις οποίες θα ταυτιστεί. Τα παιδιά μας λένε :
«Θα ήθελα να είμαι ο τάδε». Και οι μεγάλοι : «Έχω τα χαρακτηριστικά της μαμάς
μου».
2
Το υποκείμενο πια δεν είναι παρά ένα σημαίνον. Και υπάρχει το «Εγώ» ως υποκείμενο του λόγου και
το «Εγώ» ως το υποκείμενο που μιλάω. Η σύμπτωση τους είναι αδύνατη με αποτέλεσμα την
αλλοτρίωση του υποκειμένου στο λόγο του , δηλαδή αυτό που ο Lacan ονομάζει «εκ νέου διχοτόμηση»
(refente) ( Σ8, 144).
3
aliénation: Η αλλοτρίωση αυτή, όπως ο Lacan λέει, είναι ουσιώδες καταστατικό γνώρισμα του
υποκειμένου, δεν είναι κάτι που μπορεί να ξεπεραστεί , το υποκείμενο είναι θεμελιωδώς διχασμένο και
αλλοτριωμένο, όμως μόνο έτσι μπορεί να κατακτηθεί η υποκειμενικότητα.
247
Συμπέρασμα : Με το φαινόμενο της διπλής διχοτόμησης του υποκειμένου
γεννιέται το ασυνείδητο. Το υποκείμενο υποχρεωτικά χάνεται για να
αναπαρασταθεί στο λόγο του και στο λόγο του άλλου. Αυτό που χάνεται από το
υποκείμενο γίνεται το ασυνείδητο.
248