Professional Documents
Culture Documents
ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
ΚΥΡΙΩΣ ΒΑΣΕΙ ΣΦΡΑΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ*
Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt
Austrian Academy of Sciences, Institut of Medieval Research, Division of Byzantine Research,
Vienna, Austria
*
Θερμές ευχαριστίες οφείλω να εκφράσω στο ερευνητικό κέντρο του Dumbarton Oaks,
Washington, D. C. και στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών για την παραχώρηση άδειας
δημοσίευσης και απεικόνισης σφραγιστικού υλικού των συλλογών τους. Θα ήθελα επίσης
να ευχαριστήσω τον Alexander Beihammer (Πανεπιστήμιο Κύπρου) για τη βοήθειά του στην
απόδοση των αραβικών ονομάτων στην εξελληνισμένη τους μορφή.
3. Jordanov (2006) αρ. 603-640 και Jordanov (2009) αρ. 656, 1031-1037, 1056, 1164-1165,
1250-1260, 12902-1310, 1602 (Σαρακηνόπουλος)· Šandrovskaja και Seibt (2005) αρ. 15 (Αμηράς
και Αμηρόπουλος)· Stavrakos (1999-2000) 514 κ.ε. (Αμηρόπουλος). Βλ. και Cheynet (1995) 640·
Wassiliou-Seibt (2011) αρ. 1415.
4. Wassiliou και Seibt (2004) αρ. 42· Wassiliou-Seibt (2011) αρ. 1154.
5. Cheynet (2012) 94, με σημ. 23 (ο συγγραφέας ταυτίζει το τοπωνύμιο Αρτζέσιον με την
κωμόπολη «Artzé située dans la région de Théodosioupolis». Πρόκειται όμως για το Arčēš στη
λίμνη Βαν, που ενσωματώθηκε στη βυζαντινή επικράτεια το 1023/1024. Βλ. Felix (1981) 127,
140-142, με σημ. 28.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 499
10. Για τον Σαμωνά βλ. Rydén (1984) 101-109 και συνοπτικά στο Oxford Dictionary of By-
zantium III (1991) 1835-1836 (A. Kazhdan – A. Cutler) καθώς και Lilie κ.ά. (2013) αρ. 26973.
11. Actes de Lavra I, αρ. 4 (922)· Actes d᾿Iviron I, αρ. 1 (927). Για τις σφραγίδες του Oikono-
mides (1986) αρ. 60 και 61.
12. Συλλογή Fogg Art Museum (στο εξής Fogg) 1154.
13. Βλ. συνοπτικά στο Lexikon der christlichen Ikonographie (στο εξής LCI) 6 (1974) 465 [K.
G. Kastler, λήμμα Gurias, Samonas und Abibo von Edessa].
14. Laurent (1965) αρ. 1105 (χρονολόγηση στον δέκατο αιώνα).
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 501
Εικ. 4. Μαρία Σεήτη (τελευταίο τρίτο του ενδεκάτου αιώνα) (DO 55.1.4555).
Ο εμπροσθότυπος φέρει προτομή της Θεοτόκου στον τύπο της Επισκέψεως. Ο δω-
δεκασύλλαβος (με τομή μετά την έβδομη συλλαβή) στον οπισθότυπο έχει ως εξής:
ARUΔ.-ΜU CΦΡΑΓΙC. MA RAPΔΑ̣ CV KOPH Ἀβουδ[ή]μου σφράγισμα Βάρδα,
σύ, κόρη. Το βαπτιστικό Βάρδας συνηθίζεται συχνά στους Αρμενίους. Αυτό δεν
σημαίνει όμως ότι όλοι οι κάτοχοί του στο Βυζάντιο ήταν Αρμένιοι. Στα πλαίσια
της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους (1185) αναφέρεται από τον
Ευστάθιο Θεσσαλονίκης κάποιος Μανουὴλ Αβούδιμος ὠμογέρων και ἀνὴρ
ἰχθύων τιμῆς μελόμενος (δηλ. μάλλον ανώτερος ιχθυοπράττης) που προσπάθησε
να προσεταιριστεί πέντε ἄνδρας Ἀλαμανοὺς ἐνόπλους ἐφίππους χωρίς επιτυχία.
Ένας από αυτούς του ακρωτηρίασε τελικά το δεξί του χέρι41. Στο Συναξάριο της
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και άγιος με το όνομα Αβούδι-
μος, που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού42. Το οικογενειακό Αβούδιμος, ωστόσο,
προέρχεται μάλλον από το τοπωνύμιο Abū Dīm (Παλαιστίνη), όπως με πλη-
ροφόρησε ο Alexander Beihammer.
Στους Χαμδουνίους, επίσης ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματούχους,
γνωστούς αποκλειστικά από σφραγίδες, που χρονολογούνται στο τελευταίο
τρίτο του ενδεκάτου μέχρι τις αρχές του δωδεκάτου αιώνα, αναφερθήκαμε δι-
εξοδικά στο παρελθόν43. Τα αντίστοιχα αραβικά ονόματα H᾿amdūn/H᾿amdān
(αξιέπαινος, αξιέπαινη) είναι συνήθη. Γνωστή είναι και η πόλη Tall Hamdūn/Til
Hamtūn στην Κιλικία, βορειοανατολικά της Μοψουεστίας, που κατά πάσα πι-
θανότητα οχυρώθηκε τον ύστερο δέκατο αιώνα από τους Χαμδανίδες44.
Σφραγιστικός τύπος (δεύτερο μισό του δεκάτου αιώνα) αναφέρει κά-
ποιον Ιωάννη Ταρσίτη με τον τίτλο του β. πρωτοσπαθαρίου. Ο εμπροσθότυ-
πος φέρει προτομή της Θεοτόκου στον πρόδρομο τύπο της Νικοποιού. Η επι-
γραφή στον οπισθότυπο έχει ως εξής: + Ἰωάννῃ β(ασιλικῷ) (πρωτο)σπα-
θαρ(ίῳ) (ὁ) Ταρσίτης45. Ταρσῖται αποκαλούνται συχνά στις βυζαντινές πηγές,
που αναφέρονται σε γεγονότα του δεκάτου αιώνα οι Άραβες κατακτητές της
Ταρσού και της περιοχής της. Στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων του
βυζαντινού κράτους για την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών κατέλη-
ξαν ως αιχμάλωτοι στις φυλακές του Πραιτωρίου της βασιλεύουσας Άραβες
από την Ταρσό της Κιλικίας. Για παράδειγμα αναφέρω ότι κατά τη σύναψη
ειρήνης και ανταλλαγής αιχμαλώτων του έτους 946 οι Άραβες πρέσβεις
τον Ιωάννη Σκυλίτζη, ο τελευταίος απαίτησε από τον Μιχαήλ Στ´ Στρατιωτικό
ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του στη Σικελία δίπλα στον Γεώργιο Μανιάκη,
την απονομή του τίτλου του μαγίστρου. Ο αυτοκράτορας όμως δεν του τον
απένειμε κι έτσι ο Ερβέβιος αποσύρθηκε δυσαρεστημένος στα κτήματά του στη
Δαγαράβη, στο θέμα Αρμενιακών, όπου και συγκέντρωσε αριθμό Φράγγων,
που παραχείμαζαν εκεί. Στη συνέχεια πορεύτηκε μαζί τους στη Μηδία, στον
Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σαμούχ για να του προτείνει σύμπραξη κατά
των Βυζαντινών. Κατόπιν προστριβών μεταξύ του Σαμούχ και του Ερβέβιου,
κατέληξε ο τελευταίος αιχμάλωτος στον Απονάσαρ, εμίρη του Χλίατ, ο οποίος
τον παρέδωσε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα ως προδότη58.
Στους Βυζαντινούς αξιωματούχους των μέσων του δεκάτου αιώνα περίπου
ανήκει και κάποιος Αβουχαράς, του οποίου ο τίτλος ή το αξίωμα σε μορφή
μονογράμματος, που σώζεται μόνο κατά το ήμισυ, δεν μπορεί να ανασκευα-
στεί. Ωστόσο το μολυβδόβουλλο έχει εξέχουσα σημασία, διότι αποτελεί τη μέχρι
στιγμήν μοναδική μαρτυρία εξελληνισμένης μορφής του αραβικού Abū Kharrās
(ο κανατάς/Krugmacher κατά τον Α. Beihammer)59.
Στην ακολουθία ενός Χαράκη (;) ήταν κάποιος Αβδελάς (῾Abdallāh), που μαρ-
τυρεί σφραγίδα του τελευταίου τρίτου του ενδεκάτου αιώνα (Εικόνα 6) δηλώνο-
ντας τη σχέση κυρίου και υφισταμένου60. Ο Χαράκης ήταν πάτρωνας του Αβδελά.
Ο εμπροσθότυπος της σφραγίδας φέρει προτομή του αγίου Γεωργίου. Ο οπισθότυ-
πος την εξής επιγραφή κατανεμημένη σε πέντε σειρές: + K. Ẹ Ṛ ,Θ̣ – ARΔΕΛΑ̣ –
TW ANWΠ̣W. – TU XAP̣ .-*KI*. Κ(ύρι)ε β(οή)θ(ει) Ἀβδελᾷ τῷ ἀν(θρ)ώπῳ τοῦ
Χαρ[ά]κ(η). Εκατέρωθεν των γραμμάτων της τελευταίας σειράς ανά μία ροζέττα
ως διακοσμητικό στοιχείο. Το όνομα Χαράκης (πιθανόν από την πόλη Χάραξ
της Καρίας) δεν μπόρεσα να το εντοπίσω σε άλλες πηγές της βυζαντινής εποχής.
Ωστόσο μαρτυρείται το οικογενειακό Χαρακάς την εποχή των Παλαιολόγων61.
Κατά πάσα πιθανότητα το όνομα Αβδελάς έφερε και ένας κριτής (ανώτε-
ρος πολιτικός διοικητής) Ζεβέλε με τον τίτλο του κουροπαλάτη σε σφραγίδα του
58. Ioannis Scylitzae, Synopsis 484-486. Πβλ. Cheynet (1990) 67-68, αρ. 79. – Για τον Ερβέβιο
Φραγγόπουλο βλ. Seibt (2010) 89-96.
59. Κολτσιδα-Μακρη (1996) αρ. 283 (εσφαλμένη ανάγνωση). Στον εμπροσθότυπο πατριαρ-
χικός σταυρός επί βαθμίδων, με φυτικό διάκοσμο και τη συνήθη κυκλοτερή επιγραφή Κύριε βοήθει
τῷ σῷ δούλῳ. – Το Αβουκαράς, απεναντίας, ως προσωνυμία του μελκίτη επισκόπου Καρρών Θε-
οδώρου (αρχές ενάτου αιώνα) ανάγεται στο Abu Qurra, που σημαίνει στην προκείμενη περίπτωση
«επίσκοπος Καρρών (Ḥarran)»· για το προκείμενο πρόσωπο, γνωστό και ως συγγραφέα έργων σε
συριακή και ελληνική γλώσσα βλ. συνοπτικά Beck (1956) 488-489.
60. DO 58.106.4455. Βλ. Cheynet (2008β) 140, σημ. 4: «Abidélas homme du proèdre Chasanès».
61. Trapp κ.ά. (1976-2006) αρ. 30600-30604.
510 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-seIBT
Εικ. 6. Αβδελάς άνθρωπος του Χαράκη (;) (τελευταίο τρίτο του ενδεκάτου αιώνα)
(DO 58.106.4455).
δεύτερου μισού του δωδεκάτου αιώνα. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσε-
ται το μολυβδόβουλλο αυτό, αποκλείει την ταύτιση του γεωγραφικού ονόματος
Ζέβελε με την ομώνυμη πόλη Ζέβελ/Γάβαλα της Συρίας, νότια της Αντιόχειας62.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι Ğebel στα ελληνικά σημαίνει «βουνό, όρος» και ότι μπο-
ρούν να αποκαλούνται έτσι πολλές ορεινές περιοχές63, πρέπει να αναζητήσουμε
ένα τοπωνύμιο, που στο χρονικό διάστημα κατασκευής του παραπάνω μο-
λυβδόβουλλου βρισκόταν στη βυζαντινή επικράτεια. Μία πιθανότητα αποτε-
λεί η ορεινή πόλη Σέβηλα/Σίβυλα (Yıldız), που βρίσκεται νοτιοανατολικά της
ισαυρικής Κλαυδιούπολης. Η πόλη αυτή στα ανατολικά του Ταύρου επανήλθε
στη βυζαντινή κυριαρχία το 1158 και μαρτυρείται ως κέντρο άμυνας των Χρι-
στιανών το 1190 (ενάντια στους Σελτζούκους)64.
Το οικογενειακό Αβίδηλας, που ανάγεται επίσης στο αραβικό ῾Abdallāh65,
έφερε ένας Κατακαλών, που μαρτυρείται με το υψηλόβαθμο στρατιωτικό αξί-
ωμα του δομεστίκου των σχολών της Δύσεως και τον τίτλο του μαγίστρου.
Στο αξίωμα αυτό διαδέχτηκε τον Νικηφόρο Φωκά τον πρεσβύτερο το 896, ο
οποίος απομακρύνθηκε από τη θέση του εξαιτίας των μηχανοραφιών του Στυ-
λιανού Ζαούτζη στον αυτοκράτορα Λέοντα Στ´. Ο Νικηφόρος υποβαθμίστηκε
στο αξίωμα του στρατηγού των Θρακησίων. Ο Κατακαλών Αβίδηλας κατα-
τροπώθηκε όμως την ίδια χρονιά από τον Βούλγαρο τσάρο Συμεών στο Βουλ-
62. BnF 2214, εκδ. cheynet (2001) αρ. 51 (με χρονολόγηση: «XI/XII s.»).
63. Βλ. στο ευρετήριο γεωγραφικών ονομάτων του honigmann (1935) υπό Ğabal/Ğebel.
64. hild και hellenKemPer (1990) 410.
65. Το όνομα ῾Abdallāh έχει ευρεία χρήση στους Άραβες και το φέρουν, μεταξύ άλλων,
χαλίφες και περισσότεροι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Στις βυζαντινές πηγές αποδίδε-
ται ως Αβδάλλας, Αβδελ(λ)άς, Αβίδελας, Αβίδηλας, Απάβδελε, Απεδαλάς ή Αποδαλάς. lilie
κ.ά. (2000) αρ. 11-16, 30 και 32.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 511
66. Ioannis scylitzae, Synopsis 178. Βλ. και lilie κ.ά. (2013) αρ. 24329.
67. von falKenhausen (1967) 167.
68. Ioannis scylitzae, Synopsis 137, 40. honigmann (1935) 60. Πβλ. vasiliev (1968) 46, σημ. 2.
69. DO 58.106.5659.
70. Ioannis scylitzae, Synopsis 141, 61-62· πρβλ. vasiliev (1968) 88. Βλ. και lilie κ.ά. (2013) αρ.
20034.
71. cheynet, morrisson και seiBt (1991) αρ. 293· cheynet (1995) 628.
512 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt
Abstract
The article argues that persons with Arab names need not necessarily be Ar-
abs since other Moslems—Syrians, Kurds, Turkomens and later Seljuks— used such
names as well. As a result of expantionist policies and Arab domination in South-
ern Caucasia, some Georgians (and especially certain families in Southern Arme-
72. Κωνσταντοπουλος (1917) αρ. 431β (χωρίς απεικόνιση και χρονολόγηση). Βλ. Lilie κ.ά.
(2000) αρ. 227.
73. Το τεμάχιο παραχωρήθηκε προς πώληση σε περισσότερους πλειστηριασμούς. Βλ. τη
βιβλιογραφία των Studies in Byzantine Sigillography 10 (2010) 176, 187 [A.-K. Wassiliou-Seibt].
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 513
nia) adopted Arab names. In addition we should mention that a considerable num-
ber of Arabs migrated into these regions. A good example is the seal of Abdellas
Taronites Protospatharios (second quarter of the 11th century) – the Taronitai in
Byzantium are of Armenian origin. Historical sources document, though sporadi-
cally, mixed marriages between Arabs and others, that is to say, between Moslems
and Christians. In Northern Syria and Mesopotamia mixed marriages between
Kurds and Arabs are not exceptional.
The conversion of Arabs and other Moslems to Christianity might arise from
a variety of circumstances. Internal differences between certain Arab tribes played
an important role, as well as persistent warfare between Byzantium and the Arab
World.
Byzantine dignitaries with Arab names (first or family names) were per-
sons who had converted to Orthodoxy and had become integrated into Byzantine
society and the administration of the Empire, as evidenced primarily by seals, on
which their titles and offices are precisely specified. Many of them were known in
Byzantine society by their original, non-Christian name. A prominent example is
Nasar, a commander of the imperial fleet under Basil I, who bore the Christian
name Basil. A similar case is ‛Ubaydallāh, πατρίκιος καὶ βασιλικὸς Ἀντιοχείας
(977) and Μελιτηνῆς (976); his Christian name was Eutychios. Persons with an
Arab family name (in Greek transcription) were often the offspring of a person
with this first name (e. g. Abidelas, Apochemites, Apozouphes, Oupetes, Apo-
saites etc.). The interrelation between a patron and his henchman is documented
on the seal of an Abdelas ἄνθρωπος τοῦ Χαράκη (last third of the 11th century).
The seal of Michael Amyras πρωτονωβελλίσιμος testfies to a Moslem who had
been recently converted to Orthodoxy (νεοφώτιστος) (last third of the 11th or be-
ginning of the 12th century).
Βιβλιογραφια
Α. Πηγές
1. Εκδόσεις κειμένων
Actes d’Iviron I, J. Lefort, N. Oikonomidès κ.ά. (εκδ.), Actes d’Iviron, I, Des origins
au milieu du XIe siècle 1204 [Archives de l᾿Athos 16]. Paris 1985.
Actes de Lavra I, P. Lemerle, A. Guillou κ.ά. (εκδ.), Actes de Lavra, I, Des origins
à 1204 [Archives de l᾿Athos 5]. Paris 1970.
Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, G. Moravsik και R. J.
514 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt
McGeer, E., Nesbitt, J. και Oikonomides, N. (†) (2001) Catalogue of the Byzantine
Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, The East. Dum-
barton Oaks, Washington, D. C.
Oikonomides, N. (1986) A Collection of Dated Byzantine Lead Seals. Dumbarton
Oaks, Washington, D. C.
Šandrovskaja, V. S. και Seibt, W. (2005) Byzantinische Bleisiegel der Sammlung
Eremitage mit Familiennamen, I, Sammlung Lichačev. Vienna.
Seibt, W. (2011) Ein Blick in die byzantinische Gesellschaft, Die Bleisiegel im Mu-
seum August Kestner. Hannover.
Wassiliou-Seibt, A.-K. (2011) Corpus der byzantinischen Siegel mit metrischen
Legenden, I, Einleitung, Siegellegenden von Alpha bis inklusive My [Wiener
Byzantinistische Studien 28/1]. Vienna.
Wassiliou, A.-K. και Seibt, W. (2004) Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich,
II, Zentral- und Provinzialverwaltung. Vienna.
Zacos, G. και Nesbitt, J. W. (1987) Byzantine Lead Seals, τόμ. II. Bern.
B. Βοηθήματα