You are on page 1of 20

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ

ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
ΚΥΡΙΩΣ ΒΑΣΕΙ ΣΦΡΑΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ*

Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt
Austrian Academy of Sciences, Institut of Medieval Research, Division of Byzantine Research,
Vienna, Austria

Οι βυζαντινές πηγές, και ιδιαίτερα οι σφραγίδες, μνημονεύουν αρκετά


πρόσωπα με αραβικά ονόματα, που ζουν και δρουν εντός των ορίων της Βυ-
ζαντινής Αυτοκρατορίας. Αιχμαλωσίες, μετοικήσεις, αυτομολήσεις, διαπραγ-
ματεύσεις σε διπλωματικό επίπεδο για τη σύναψη συμφωνιών ειρήνης και
φιλίας, εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές καθώς και επιγαμίες δημιούργησαν
το πλαίσιο επαφών Αράβων και Βυζαντινών και οδήγησαν στην ενσωμάτωση
αρκετών προσώπων, που φέρουν αραβικά ονόματα στη βυζαντινή κοινωνία
και τον κρατικό μηχανισμό1. Αυτό μαρτυρούν οι τιμητικοί τίτλοι και τα
αξιώματα, που φέρουν στις σφραγίδες τους. Δεν πρόκειται όμως πάντοτε για
Άραβες, εφόσον η εθνική καταγωγή των φορέων τους δεν μπορεί να καθοριστεί
απόλυτα για τους εξής λόγους: 1) αραβικά ονόματα φέρουν ως Μουσουλμάνοι,
εκτός από τους Άραβες, Σύριοι, Κούρδοι, Τουρκομάνοι και αργότερα Σελ-
τζούκοι, 2) ως επακόλουθο της επεκτατικής πολιτικής και της κυριαρχίας των
Αράβων στην περιοχή του Καυκάσου υιοθετήθηκαν αραβικά ονόματα εν μέρει
από Γεωργιανούς, ιδιαιτέρως όμως από τον πληθυσμό της νότιας Αρμενίας,
όπου και μετοίκησε αρκετός αραβικός πληθυσμός2. Για τους δύο παραπάνω
λόγους καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ένας εθνικός διαχωρισμός είναι τις πε-
ρισσότερες φορές σχεδόν αδύνατος. Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω πρέπει
να σημειώσουμε ότι οι όροι «Σαρακηνός» και «Αγαρηνός» που χρησιμοποιού-

*
Θερμές ευχαριστίες οφείλω να εκφράσω στο ερευνητικό κέντρο του Dumbarton Oaks,
Washington, D. C. και στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών για την παραχώρηση άδειας
δημοσίευσης και απεικόνισης σφραγιστικού υλικού των συλλογών τους. Θα ήθελα επίσης
να ευχαριστήσω τον Alexander Beihammer (Πανεπιστήμιο Κύπρου) για τη βοήθειά του στην
απόδοση των αραβικών ονομάτων στην εξελληνισμένη τους μορφή.

1. Βλ. Cheynet (1995) 627-646· Stavrakos (1999-2000) 511-518.


2. Martin-Hisard (2000) 362 και εξής.
498 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

νται στις βυζαντινές πηγές δεν προσδιορίζουν αποκλειστικά τους Άραβες. Το


ίδιο ισχύει και για τα οικογενειακά Σαρακηνόπουλος, Αμηράς, Αμηρόπουλος
που απαντώνται σε αρκετές σφραγίδες, εκ των οποίων οι αρχαιότερες ανάγο-
νται στον ύστερο δέκατο και στο δεύτερο τέταρτο του ενδεκάτου αιώνα3.
Κατά τη διάρκεια του έβδομου αιώνα η περιοχή του νότιου Καυκάσου πε-
ριήλθε στον έλεγχο των Αράβων και μόνο η δυτική Γεωργία μπόρεσε να ξεφύγει.
Η Αρμενία, η Ιβηρία και η Αλβανία τελούσαν υπό τις διαταγές ενός Άραβα δι-
οικητή και σχημάτιζαν τη γεωγραφική και διοικητική ενότητα Armīniya. Τα
κέντρα ελέγχου του χαλιφάτου στην περιοχή αποτελούσαν οι πόλεις Dvin στην
Αρμενία, Tbilisi στη Γεωργία και Partaw στην Αλβανία. Γύρω από αυτές τις
εστίες της αραβικής επικράτειας σχηματίστηκε σχετικά γρήγορα ένας κλοιός
από αραβικούς πληθυσμούς, που είχαν μετοικήσει εκεί και που έμελλαν γύρω
στα μέσα του ενάτου αιώνα να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στις πο-
λιτικές εξελίξεις της περιοχής. Από τα τέλη του εβδόμου μέχρι τον πρώιμο
δωδέκατο αιώνα υφίσταται διηνεκώς το εμιράτο της Τιφλίδος. Το εμιράτο
Ganğe/Ganjak/Καντζάκιον (971-1077) κυριαρχείται από την κουρδική δυνα-
στεία των Σαδδατιδών. Οι φορείς του οικογενειακού ονόματος Απλεσφάριος/
Απλησφάρης στο Βυζάντιο λ.χ. είναι κατά πάσα πιθανότητα Κούρδοι Σαδ-
δατίδες4. Το εμιράτο του Τιβίου/Dvin, επίσης στην κυριότητα της ιδίας κουρ-
δικής δυναστείας, εκτείνεται μεταξύ αρμενικών ηγεμονιών. Νότια του πρι-
γκηπάτου του Ταρών εκτείνεται το κουρδικό εμιράτο των Μαρβανιδών (983-
1085). Αραβικές βάσεις ελέγχου επί της λίμνης Βαν αποτελούν τα αυτόνομα
εμιράτα Arčēš, Berkri, Χleat, που εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά την
προσάρτηση του Βασπουρακάν/Βασπρακανία (αρχές του 1019 ή 1022/α´μισό
του 1022) από το Βυζάντιο. Τα παραπάνω εμιράτα ήταν κατά καιρούς τυπικά
υποτελή στο βασιλιά της Αρμενίας και κατά καιρούς στο Βυζάντιο. Βυζαντινό
μολυβδόβουλλο αναφέρει πιθανόν έναν Νικόλαο Χοιροσφάκτη με τον τίτλο
του πρωτοσπαθαρίου ως στρατηγό Αρτζεσίου (Arčēš) (1023/1024-1050)5.
Μαρτυρούνται επιγαμίες Αρμενίων με τους Άραβες Γαχχαφίδες (υπο-

3. Jordanov (2006) αρ. 603-640 και Jordanov (2009) αρ. 656, 1031-1037, 1056, 1164-1165,
1250-1260, 12902-1310, 1602 (Σαρακηνόπουλος)· Šandrovskaja και Seibt (2005) αρ. 15 (Αμηράς
και Αμηρόπουλος)· Stavrakos (1999-2000) 514 κ.ε. (Αμηρόπουλος). Βλ. και Cheynet (1995) 640·
Wassiliou-Seibt (2011) αρ. 1415.
4. Wassiliou και Seibt (2004) αρ. 42· Wassiliou-Seibt (2011) αρ. 1154.
5. Cheynet (2012) 94, με σημ. 23 (ο συγγραφέας ταυτίζει το τοπωνύμιο Αρτζέσιον με την
κωμόπολη «Artzé située dans la région de Théodosioupolis». Πρόκειται όμως για το Arčēš στη
λίμνη Βαν, που ενσωματώθηκε στη βυζαντινή επικράτεια το 1023/1024. Βλ. Felix (1981) 127,
140-142, με σημ. 28.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 499

κατηγορία του κλάδου των Καϋσιδών/Qaysites), που κυριαρχούσαν από τον


όγδοο αιώνα στην περιοχή, που εκτείνεται από τον Άραξη νότια της Θεοδοσι-
ούπολης μέχρι τη λίμνη Βαν και την ηγεμονία Ταρών, έχοντας υπό την κατοχή
τους τις θέσεις-κλειδιά Μαντζικέρτ και Χλίατ. Ο Jah᾿h᾿af Sulami λ.χ. νυμφεύτηκε
την κόρη του Αρμένιου πρίγκηπα Mušeł, που σκοτώθηκε το 772 κατά τη δι-
άρκεια μίας εξέγερσης εναντίον των Αράβων6. Επιγαμίες έλαβαν επίσης χώρα
μεταξύ Κούρδων και Αράβων της δυναστείας των Χαμδανιδών στη βόρεια
Συρία και Μεσοποταμία. Για παράδειγμα η μητέρα του ιδρυτή της δυναστείας,
Abulhaijā Abdallah b. H᾿amdan, εμίρη της Μοσούλης (905-913), ήταν Κούρδη7. Η
δημογραφική σύσταση της Μεσοποταμίας το δέκατο αιώνα εμφανίζει μεγάλο
αριθμό Αρμενίων· ιδίως στην περιοχή βόρεια του Τίγρη και στον δακτύλιο του
Ευφράτη το αρμενικό στοιχείο αποτελούσε την πλειονότητα. Σε μερικές πε-
ριοχές μάλιστα ο πληθυσμός ήταν μεικτός, όπως στην πεδιάδα του Bohtan-s.ū
(Ζίρμας ποταμός), όπου ζούσαν Κούρδοι και Αρμένιοι. Τα εδάφη νότια του
βασιλείου του Βασπουρακάν, μεταξύ των ποταμών Zāb al-Khabir και Zāb al-
Asfar κατοικούνταν από κουρδικά φύλα. Πολλοί Κούρδοι ήταν επίσης εγκα-
ταστημένοι ανατολικά και βορειανατολικά της Μοσούλης. Ανάλογη ήταν και
η δημογραφική σύσταση του πληθυσμού στη βόρεια Συρία, όπου εκτός από
τα διάφορα αραβικά φύλα και τους Σύριους απαντώνται επίσης Κούρδοι και
Αρμένιοι. Στην περιοχή της Αντιόχειας μάλιστα μαρτυρείται το εθνικό al-Kurdi8.
Στην εισδοχή εκχριστιανισμένων «Σαρακηνών» σε βυζαντινές οικογένειες
εγκατεστημένες στα θέματα της βυζαντινής επικράτειας με επιγαμία επί Λέο-
ντος Στ´ (886-912) αναφέρεται ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο πόνημα
Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου Τάξεως. Οι οικογένειες, που συνδέθηκαν με επιγαμία με
Σαρακηνούς αιχμαλώτους θα απαλλάσσονταν για τρία χρόνια από συγκεκρι-
μένους φόρους9. Το γνωστότερο και πιο επιτυχημένο παράδειγμα ενσωμάτω-
σης εκχριστιανισμένου Άραβα αιχμαλώτου που έφτασε να ελέγχει από τη θέση-
κλειδί του παρακοιμώμενου τον κρατικό μηχανισμό του Βυζαντίου επί Λέο-
ντα Στ´ αποτελεί η περίπτωση του ευνούχου Σαμωνά, μιας σκοτεινής προσω-
πικότητας, που καταγόταν από τη Μελιτηνή. Αρχικά ανήκε στον οίκο του
Αρμένιου Στυλιανού Ζαούτζη, τον οποίο και διαδέχτηκε μετά το θάνατό του

6. Canard (1953) 477.


7. Canard (1953) 342.
8. Canard (1953) 131-134 και 235-240.
9. Constantine Porphyrogenitus, De Cerimoniis II 49, 695, 4-7: ἰστέον περὶ τῶν διδομένων
αἰχμαλώτων γαμβρῶν εἰς οἴκους, κἄν τε στρατιωτικὸς ὁ οἶκος, κἄν τε πολιτικός, εἰς ὃν εἰσέρχε-
ται ὁ Σαρακηνὸς γαμβρός, ὀφείλει ἐξκουσεύεσθαι ἐπὶ τρισὶ χρόνοις τήν τε συνονὴν καὶ τὸ κα-
πνικόν.
500 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

(896 ή 897) ως παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα. Από τη θέση αυτή επι-


φορτίστηκε, μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης (904) και την προσφυγή του
Ανδρόνικου Δούκα στον χαλίφη της Βαγδάτης (905), με την εξομάλυνση των
αραβοβυζαντινών σχέσεων10. Έγγραφα και σφραγίδες του Αγίου Όρους μας
πληροφορούν ότι ένας άλλος Σαμωνάς κατείχε τον δέκατο αιώνα (922 και 927)
την ανώτερη θέση του πολιτικού διοικητή του θέματος Θεσσαλονίκης και το
αξίωμα του ἀσηκρῆτις. Οι δε τιμητικοί του τίτλοι ήταν αυτοί του σπαθαρο-
κανδιδάτου και του πρωτοσπαθαρίου αντιστοίχως11. Στο δεύτερο τρίτο του
δεκάτου αιώνα ανήκει το μολυβδόβουλλο ενός Σαμωνά, που έφερε τον τίτλο
του πρωτοσπαθαρίου (Εικόνα 1). Ο εμπροσθότυπος φέρει πατριαρχικό σταυρό
επί τριών βαθμίδων, από τη βάση του οποίου εκτείνεται φυτικός διάκοσμος που
φτάνει μέχρι το ύψος της μικρότερης οριζόντιας κεραίας. Εκατέρωθεν η κυκλο-
τερής επιγραφή: +̣ K. E.…..Ẉ CW ΔOVΛ, Κ(ύρι)ε [βοήθει τ]ῷ σῷ δούλ(ῳ). Στον
οπισθότυπο κατανέμεται η επιγραφή: CΦΡΑ-ΓΙC CAMW-NA TW Ṛ .-C̣ ΠΑΘΑΡ,
Σφραγὶς Σαμωνᾶ τῷ β(ασιλικῷ) [πρωτο]σπαθαρ(ίῳ). Η επιγραφή δεν είναι
έμμετρη. Μάλλον ήταν στην αρχική της μορφή βυζαντινός δωδεκασύλλαβος,
τον οποίο επέκτεινε ο κάτοχός της με την προσθήκη βασιλικῷ12. Πρέπει ωστόσο
στο πλαίσιο αυτό να σημειώσω ότι υπάρχει και άγιος Σαμωνάς, που μαρτύρησε
στην Έδεσσα τον τέταρτο αιώνα13. Ίσως να απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο
της σφραγίδας ενός Σαμωνά κουβουκλεισίου και πρεσβυτέρου του δεύτερου
τετάρτου του ενδεκάτου αιώνα14.
Προσχωρήσεις και αυτομολήσεις Αράβων και Μουσουλμάνων γενικότερα
στο Βυζάντιο και στις υπηρεσίες του, ανάγονται αρκετές φορές σε ενδοπολιτικές
διαμάχες και εμφυλίους πολέμους στην αραβική επικράτεια. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός ότι οι Banū Habīb, κλάδος των Ταγλαβιτών της δυναστείας των
Χαμδανιδών, κατέφυγαν στην περιοχή Νίσιβη της Μεσοποταμίας στα εδάφη
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το έτος 935 κατόπιν εμφύλιας διαμάχης με τον
συγγενικό κλάδο των Āl H᾿amdān b. H᾿amdūn και της επικράτησης των τελευ-
ταίων. Οι Banū Habīb προσχώρησαν με όλα τα υπάρχοντά τους, τις οικογένειές
τους και τους σκλάβους τους στους Βυζαντινούς, ασπάστηκαν τον χριστιανισμό

10. Για τον Σαμωνά βλ. Rydén (1984) 101-109 και συνοπτικά στο Oxford Dictionary of By-
zantium III (1991) 1835-1836 (A. Kazhdan – A. Cutler) καθώς και Lilie κ.ά. (2013) αρ. 26973.
11. Actes de Lavra I, αρ. 4 (922)· Actes d᾿Iviron I, αρ. 1 (927). Για τις σφραγίδες του Oikono-
mides (1986) αρ. 60 και 61.
12. Συλλογή Fogg Art Museum (στο εξής Fogg) 1154.
13. Βλ. συνοπτικά στο Lexikon der christlichen Ikonographie (στο εξής LCI) 6 (1974) 465 [K.
G. Kastler, λήμμα Gurias, Samonas und Abibo von Edessa].
14. Laurent (1965) αρ. 1105 (χρονολόγηση στον δέκατο αιώνα).
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 501

Εικ. 1. Σαμωνάς β. πρωτοσπαθάριος (β´τρίτο δέκατου αιώνα) (Fogg 1154).

και εντάχθηκαν στον κρατικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας15. Του συμβάντος


αυτού είχε προηγηθεί (934) η ανάκτηση της Μελιτηνής από τον δομέστικο των
σχολών της Ανατολής, Ιωάννη Κουρκούα, ο οποίος έθεσε ως προϋπόθεση στους
μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης για την διάσωση της περιουσίας τους, να
ασπαστούν τον χριστιανισμό και να τεθούν στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας.
Την ίδια τακτική ακολούθησε αργότερα και ο Νικηφόρος Φωκάς με την ανα-
κατάληψη της Ταρσού (965)16.
Διοικητικές θέσεις-κλειδιά στα ανεκτημένα εδάφη της Κιλικίας και της
Συρίας κατά το δεύτερο μισό του δεκάτου αιώνα παραχωρήθηκαν από τον
εκάστοτε αυτοκράτορα σε γηγενείς εκχριστιανισμένους Άραβες, Κούρδους,
Σύριους, Αρμενίους που είχαν ήδη προσχωρήσει στον Βυζαντινό αυτοκράτορα.
Στην κατηγορία αυτών των αξιωματούχων ανήκουν ο Kulayb (Κουλέπης), που
τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του από τον Ιωάννη Τσιμισκή με τον τίτλο του πα-
τρικίου και το αξίωμα του βασιλικού Αντιοχείας (975) και βασιλικού Μελι-
τηνής (987), καθώς και ο ‘Ubaydallāh, επίσης πατρίκιος βασιλικός Αντιοχείας
(977) και βασιλικός Μελιτηνής (976). To βαπτιστικό του τελευταίου ήταν
Ευτύχιος17· οι φορείς του οικογενειακού ονόματος Κουλέπης στο Βυζάντιο18
κατάγονται κατά πάσα πιθανότητα από τον ομώνυμο βασιλικό. Ίσως στον Βυ-
ζαντινό αυτοκράτορα στα πλαίσια των επιχειρήσεών του για την ανάκτηση
της Κιλικίας να είχε προσχωρήσει και κάποιος Χόσνις (Hosni, συγγενικός

15. vasiliev (1968) 271.


16. vasiliev (1968) 268, με τη σημ. 3 και 269, με τη σημ. 1.
17. cheynet (1995) 633-634· holmes (2005) 377-380· lilie κ.ά. (2013) αρ. 24209 και αρ. 28392.
18. stavraKos (1999-2000) 517 κ.ε.· cheynet (1995) 633· Wassiliou-seiBt (2011) αρ. 409 και
1017.
502 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-seIBT

Εικ. 2. Λέων Αποχεμίτης πρωτοσπαθάριος και ταξίαρχος (1040/1080)


(DO 58.106.2458).

τύπος του ονόματος Hasan, «όμορφος, ευπαρουσίαστος»19), που μαρτυρείται


μέχρι στιγμής μόνο σε σφραγίδα (965/1000) της τέως συλλογής George Zacos
ως σπαθαροκανδιδάτος και βασιλικός Ταρσού. Η ανάκτηση της Κιλικίας ολο-
κληρώθηκε με την κατάληψη της Ταρσού (965), όπως αναφέραμε παραπάνω.
Ο εμπροσθότυπος της σφραγίδας φέρει πατριαρχικό σταυρό με χιαστί ακτίνες
στα σημεία τομής των κεραιών και φυτικό διάκοσμο και την κυκλοτερή επι-
γραφή: Κ(ύρι)ε βο[ήθει τῶ σῷ δ]ού(λῳ). προηγείται σταυρός. Στον οπισθότυπο
η επιγραφή: Χόσνις σπαθ(αρο)κανδ(ι)δᾶτος (καὶ) β(ασιλικὸς) Ταρσοῦ. προη-
γείται επίσης σταυρός20. Πρόκειται για αξιωματούχο επιφορτισμένο μάλλον με
την είσπραξη αυτοκρατορικών προσόδων από την περιοχή. Μάλιστα η συγκε-
κριμένη σφραγίδα αποτελεί τη μοναδική μέχρι στιγμής ιστορική μαρτυρία για
έναν βασιλικό Ταρσού. Δεν αποκλείεται ο Χόσνις να ζούσε στην Ταρσό ή στην
περιοχή της.
Η παρούσα μελέτη εστιάζεται σε μεμονωμένα πρόσωπα με ονόματα αρα-
βικής πρόελευσης γνωστά μόνο από σφραγίδες. Οι πληροφορίες τους συ-
μπληρώνουν την ιστορική έρευνα και τεκμηριώνουν την ένταξη των κατόχων
τους στον διοικητικό μηχανισμό του βυζαντινού κράτους, καθώς και την εν-
σωμάτωσή τους στους κόλπους της αριστοκρατίας. Το υλικό εκτείνεται χρονικά
από τον δέκατο μέχρι τον δωδέκατο αιώνα και περιλαμβάνει δύο κατηγορίες: 1)
σφραγίδες με οικογενειακά ονόματα αραβικής προέλευσης και 2) σφραγίδες με
μικρά ήτοι βαπτιστικά αραβικής προέλευσης. Τα πρόσωπα που ανήκουν στην
πρώτη κατηγορία έχουν εξελληνιστεί πριν από αρκετές γενεές, φέρουν χριστια-
νικά βαπτιστικά και το οικογενειακό τους είναι στην ουσία το πατρώνυμο ενός

19. ahmed (1999) 73 και 74.


20. zacos και nesBitt (1987) αρ. 108 - lilie κ.ά. (2013) αρ. 21240.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 503

Εικ. 3. Γεώργιος Αποζούφης (όψιμος ενδέκατος αιώνας) (DO 58.106.2039).

κοινού προγόνου, που έγινε μέλος της βυζαντινής αριστοκρατίας. Πρόκειται


για ένα συνηθισμένο αποτέλεσμα της ένταξης αλλοεθνών στο Βυζάντιο21. Στην
ομάδα αυτή υπάγονται τα επίθετα Αποχεμίτης, Αποζούφης, Αποσαΐτης και Σαΐ-
της, Σεήτης, Νάσαρης, Ουπέτης, που αναφέρονται σε σφραγίδες Βυζαντινών αξι-
ωματούχων, τις οποίες και θα αναλύσουμε αμέσως παρακάτω.
Ο Λέων Αποχεμίτης (1040/1080)22 ως επικεφαλής μίας ταξιαρχίας ήταν
ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος και έφερε τον τιμητικό τίτλο του β. σπα-
θαρίου (Εικόνα 2). Ο εμπροσθότυπος φέρει στήλη του αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο
οπισθότυπος την επιγραφή: ΛΕON – Ạ ,CΠΑΘ, s – TAΞΙΑΡΧ, - O AΠΟΧΕ-
ΜΙΤΙ Λέ(ω)ν (πρωτο)σπαθ(άριος) (καὶ) ταξίαρχ(ος) ὁ Ἀποχεμίτ(η)(ς). Το
Αποχεμίτης αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αραβικού Abū Η. amīd (ο δο-
ξασμένος, μία από τις επικλήσεις του Αλλάχ)23. Με το όνομα αυτό σχετίζεται
και το Αβελχαμίτης, μία εξελληνισμένη μορφή του ῾Abdalh. amid, όνομα που
έφερε και ένας εμίρης του Μαντζικέρτ (940)24.
Ένας Γεώργιος Αποζούφης (Abū Yūsuf)25 χωρίς τιμητικό τίτλο και αξίωμα
αναφέρεται σε έμμετρο μολυβδόβουλλο του όψιμου ενδέκατου αιώνα (Εικόνα
3). Το πεδίο είναι και στις δύο πλευρές του χωρισμένο σε δύο ομόκεντρους
κύκλους. Στον εσωτερικό κύκλο του εμπροσθότυπου βρίσκεται στήλη της Θε-
οτόκου Αγιοσωρίτισσας με στροφή προς τα δεξιά. Στον δακτύλιο η επιγραφή

21. cheynet (1988) 133-144.


22. Συλλογή Dumbarton Oaks (στο εξής DO) 58.106.2458.
23. Βλ. ahmed (1999) 66.
24. Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio 198, 24. Ο εμίρης αυτός ήταν
τυπικά υποτελής στον βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας. Βλ. και lilie κ.ά. (2013) αρ. 20012.
25. Το όνομα Abū Yūsuf έφερε λ.χ. ανώτατος δικαστής (735-795) της δυναστείας των Αβ-
βασιδών και στενός συνεργάτης του εμίρη Iman Abu Ḥamib. Βλ. ahmed (1999) 224.
504 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

+ ΓΕWPΓΙΟV CΦΡΑ. Ο εσωτερικός κύκλος του οπισθότυπου φέρει στήλη του


αγίου Γεωργίου, ο δακτύλιος τη συνέχεια της επιγραφής του εμπροσθότυπου
ΓΙCMA TOV AΠΟΖUΦU. Γεωργίου σφράγισμα τοῦ Ἀποζούφου. Βυζαντινός
δωδεκασύλλαβος με τομή μετά την έβδομη συλλαβή26.
Τον τιμητικό τίτλο του βέστη φέρει κάποιος Αποσαΐτης (Abū Sa῾īd, ευτυχής,
τυχερός) (τρίτο τέταρτο του 11ου αι.). Δεν καθίσταται όμως σαφές, αν πρόκει-
ται για οικογενειακό ή για μικρό όνομα. Ο εμπροσθότυπος φέρει στήλη της Θε-
οτόκου στον τύπο της Βλαχερνίτισσας επί υποποδίου. Στον οπισθότυπο η έμμε-
τρη επιγραφή: CKE-ΠΙC MV A-ΓΝΗ ΑΠ,CA-ITH REC-TH. Σκέπ(οι)ς μ(οι),
ἁγνή, Ἀπ(ο)σαΐτῃ βέστῃ. Βυζαντινός δωδεκασύλλαβος με τομή μετά την πέμπτη
συλλαβή27. Γνωστός είναι ακόμα ένας Ιωάννης Αποσαΐτης28, ενώ ο κάτοχος μίας
σφραγίδας (γύρω στο 900), που αναφέρει έναν ξενοδόχο του Θεοφίλου (δηλ. τον
διευθυντή του ξενώνα που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Θεοφίλου [829-842]
που τον ίδρυσε)29 ονομαζόταν μάλλον Αναστάσιος30 και όχι Αποσαΐτης31.
Απλοποιημένη μορφή του Αποσαΐτης αποτελεί το Σαΐτης (Sa῾īd), που
απαντάται σε σφραγίδα του δεκάτου αιώνα. Ο κάτοχός της φέρει το βαπτι-
στικό Λέων, τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου και το αξίωμα του στρατη-
γού32. Ένα άλλο οικογενειακό είναι το Σεήτης από το αραβικό Zayd (αύξηση,
κέρδος)33 ή Sa῾īd. Μας είναι γνωστό από σφραγίδα του τελευταίου τρίτου του
ενδεκάτου αιώνα, που ανήκε σε γυναίκα με το βαπτιστικό Μαρία (Εικόνα
4)34. Ο εμπροσθότυπος φέρει τη Θεοτόκο ένθρονη στον τύπο της Οδηγήτριας.
Ο οπισθότυπος την επιγραφή: ΘΚΕ R,. - .Η CH ΔU. – M . APIA T. – C. EHT.
Θ(εοτόκ)ε β[(οή)θ(ει) τ]ῇ σῇ δού<λ(ῃ)> Μαρίᾳ τ<ῇ> Σεήτ[ῃ]. Της ιδίας περίπου
εποχής είναι η σφραγίδα, που αναφέρει κάποιον Σεΰτη (βαπτιστικό)35.

26. DO 58.106.2039, βλ. Wassiliou-Seibt (2011) αρ. 269.


27. DO 55.1.3717; DO 47.2.157.
28. Laurent (1952) αρ. 13 (χωρίς απεικόνιση), που ο Cheynet (1995) 644 χρονολογεί γύρω
στο 1110. Προσωπικά δεν μπόρεσα να ελέγξω το τεμάχιο.
29. Janin (1969) 558-559.
30. Seibt, W. και Nesbitt, J. (άρθρο προς δημοσίευση) Odd Surnames beginning wih Alpha:
A Selection of Examples on Byzantine Seals in the Havard Collections (λήμμα 12 Aposaites vestes).
31. Cheynet (1995) 644.
32. Fogg 2576· McGeer, Nesbitt και Oikonomides (†) (2001) αρ. 68.7, εσφαλμένα Μελι-
τηνής αντί Σαΐτης. Ο εμπροσθότυπος φέρει προτομή της Θεοτόκου με τον Χριστό ως βρέφος σε
μετάλλιο, το οποίο εκείνη κρατά με τα δυο της χέρια (πρόδρομη μορφή του τύπου της Νικοποιού).
Εκατέρωθεν η συνήθης κυκλοτερής επίκληση του περιεχομένου Θεοτόκε, βοήθει τῷ σῷ δούλῳ.
33. Ahmed (1999) 228.
34. D.O. Neg. Nr. 60.23.18-3646 = DO 58.106.6526?
35. Cheynet, Morrisson και Seibt (1991) αρ. 352. Στον εμπροσθότυπο στήλη της Θεοτόκου
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 505

Εικ. 4. Μαρία Σεήτη (τελευταίο τρίτο του ενδεκάτου αιώνα) (DO 55.1.4555).

Το οικογενειακό Ουπέτης (῾Ubayd) σώζεται μέχρι στιγμής μόνο σε δύο


σφραγίδες, που ανάγονται στα μέσα του ενδεκάτου αιώνα. Πρόκειται για έναν
Συμεών Ουπέτη με το στρατιωτικό αξίωμα του ταγματοφύλακα (β´ μισό εν-
δεκάτου αι.)36 και έναν Δανιήλ Ουπέτη, σπαθαροκανδιδάτο της ιδίας χρονικής
περιόδου37. Όπως ήδη παρατήρησε ο Jean-Claude Cheynet, το επίθετο προ-
έρχεται πιθανόν από το «Oubeid, un diminutive de ῾Abd», δηλ. υποκοριστικό
του αββά. Ο πρώτος χαλίφης των Φατιμίδων ονομαζόταν λ.χ. ῾Ubaydallāh al-
mahdi (909-934). Αναφερθήκαμε ήδη παραπάνω στον Βυζαντινό αξιωματούχο
῾Ubaydallāh βασιλικό Αντιοχείας και Μελιτηνής.
Γύρω στα μέσα του ενδεκάτου αιώνα έδρασε ένας Ιωάννης Αβούδιμος
ως ανώτατος κρατικός υπάλληλος στην κεντρική και επαρχιακή διοίκηση, κα-
ταρχάς με τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου και το αξίωμα του μεγάλου χαρτου-
λαρίου του γενικού λογοθεσίου38 και αμέσως μετά με τον τίτλο του βεστάρχη και
τα αξιώματα του μεγάλου χαρτουλαρίου του γενικού λογοθεσίου και του κριτή
Παφλαγονίας39. Νεότερος είναι ο σφραγιστικός τύπος του Βάρδα Αβουδήμου
χωρίς αναφορά τίτλου ή αξιώματος (τέλη ενδεκάτου – α´ μισό δωδεκάτου αι.)40.

του τύπου της Αγιοσωρίτισσας με στροφή προς τα αριστερά.


36. cheynet και theodoridis (2010) αρ. 156. Στον εμπροσθότυπο προτομή του αγίου Συμεών.
37. seiBt (2011) αρ. 24. Στον εμπροσθότυπο οι προτομές των αποστόλων Πέτρου και
Παύλου (dextrarum iunctio).
38. laurent (1981) αρ. 343. Στον εμπροσθότυπο προτομή της Θεοτόκου στον τύπο της
Οδηγήτριας.
39. mcgeer, nesBitt και oiKonomides (†) (2001) αρ. 11.11.
40. Fogg 1975. Από τον ίδιο σφραγιστικό τύπο προέρχεται ένα τεμάχιο, που εκτέθηκε προς
πώληση στο Λονδίνο (φωτογραφία στο αρχείο Σφραγιστικής της Αυστριακής Ακαδημίας Επι-
στημών, Βιέννη).
506 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

Ο εμπροσθότυπος φέρει προτομή της Θεοτόκου στον τύπο της Επισκέψεως. Ο δω-
δεκασύλλαβος (με τομή μετά την έβδομη συλλαβή) στον οπισθότυπο έχει ως εξής:
ARUΔ.-ΜU CΦΡΑΓΙC. MA RAPΔΑ̣ CV KOPH Ἀβουδ[ή]μου σφράγισμα Βάρδα,
σύ, κόρη. Το βαπτιστικό Βάρδας συνηθίζεται συχνά στους Αρμενίους. Αυτό δεν
σημαίνει όμως ότι όλοι οι κάτοχοί του στο Βυζάντιο ήταν Αρμένιοι. Στα πλαίσια
της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους (1185) αναφέρεται από τον
Ευστάθιο Θεσσαλονίκης κάποιος Μανουὴλ Αβούδιμος ὠμογέρων και ἀνὴρ
ἰχθύων τιμῆς μελόμενος (δηλ. μάλλον ανώτερος ιχθυοπράττης) που προσπάθησε
να προσεταιριστεί πέντε ἄνδρας Ἀλαμανοὺς ἐνόπλους ἐφίππους χωρίς επιτυχία.
Ένας από αυτούς του ακρωτηρίασε τελικά το δεξί του χέρι41. Στο Συναξάριο της
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και άγιος με το όνομα Αβούδι-
μος, που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού42. Το οικογενειακό Αβούδιμος, ωστόσο,
προέρχεται μάλλον από το τοπωνύμιο Abū Dīm (Παλαιστίνη), όπως με πλη-
ροφόρησε ο Alexander Beihammer.
Στους Χαμδουνίους, επίσης ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματούχους,
γνωστούς αποκλειστικά από σφραγίδες, που χρονολογούνται στο τελευταίο
τρίτο του ενδεκάτου μέχρι τις αρχές του δωδεκάτου αιώνα, αναφερθήκαμε δι-
εξοδικά στο παρελθόν43. Τα αντίστοιχα αραβικά ονόματα H᾿amdūn/H᾿amdān
(αξιέπαινος, αξιέπαινη) είναι συνήθη. Γνωστή είναι και η πόλη Tall Hamdūn/Til
Hamtūn στην Κιλικία, βορειοανατολικά της Μοψουεστίας, που κατά πάσα πι-
θανότητα οχυρώθηκε τον ύστερο δέκατο αιώνα από τους Χαμδανίδες44.
Σφραγιστικός τύπος (δεύτερο μισό του δεκάτου αιώνα) αναφέρει κά-
ποιον Ιωάννη Ταρσίτη με τον τίτλο του β. πρωτοσπαθαρίου. Ο εμπροσθότυ-
πος φέρει προτομή της Θεοτόκου στον πρόδρομο τύπο της Νικοποιού. Η επι-
γραφή στον οπισθότυπο έχει ως εξής: + Ἰωάννῃ β(ασιλικῷ) (πρωτο)σπα-
θαρ(ίῳ) (ὁ) Ταρσίτης45. Ταρσῖται αποκαλούνται συχνά στις βυζαντινές πηγές,
που αναφέρονται σε γεγονότα του δεκάτου αιώνα οι Άραβες κατακτητές της
Ταρσού και της περιοχής της. Στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων του
βυζαντινού κράτους για την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών κατέλη-
ξαν ως αιχμάλωτοι στις φυλακές του Πραιτωρίου της βασιλεύουσας Άραβες
από την Ταρσό της Κιλικίας. Για παράδειγμα αναφέρω ότι κατά τη σύναψη
ειρήνης και ανταλλαγής αιχμαλώτων του έτους 946 οι Άραβες πρέσβεις

41. Eustazio di Tessalonica, La Espugnazione di Tessalonica 92, 16-29.


42. Synaxarium 92, παράγραφος 2.
43. Wassiliou και Seibt (2004) αρ. 283.
44. Hild και Hellenkemper (1990) 445 κ.ε.
45. Jordanov (2006) αρ. 699 (με αναφορά παλαιότερων εκδόσεων).
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 507

αναφέρονται ως φίλοι Ταρσῖται, οι δε αιχμάλωτοι ως Ταρσῖται46. Την προση-


γορία Ταρσίτης φέρει στο έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα και ο πατέρας
του τελευταίου, ο εμίρης Μουσούρ που μετονομάστηκε σε Ιωάννη κατόπιν
της προσχώρησής του, λόγω του έρωτά του για τη μητέρα του Βασιλείου, στον
χριστιανισμό47. Ο κάτοχος του σφραγιστικού τύπου, που μόλις αναφέραμε,
προερχόταν, λοιπόν, ο ίδιος ή οι γονείς του από αυτόν τον χώρο των Αράβων
της Ταρσού και φέρει το Ταρσίτης ως επίθετο. Δεύτερη μαρτυρία του οικο-
γενειακού Ταρσίτης προέρχεται επίσης από σφραγίδα, την οποία προσωπικά
δεν μπόρεσα να ελέγξω. Πρόκειται για κάποιον Κωνσταντίνο Ταρσίτη, που
φέρει τον τίτλο του βεστάρχη48.
Στην κατηγορία των σφραγίδων που οι κάτοχοί τους έχουν μικρά
ονόματα αραβικής προέλευσης και ανώτερες διοικητικές θέσεις, ανήκει ο
Νάσαρ, που ήταν στρατηγός Παφλαγονίας, ο ανώτατος δηλ. στρατιωτικός δι-
οικητής του θέματος, στα τέλη του δεκάτου με αρχές του ενδεκάτου αιώνα. Ο
Νάσαρ έφερε τον υψηλό για την εποχή του τιμητικό τίτλο του πατρικίου49. Στον
εμπροσθότυπο βρίσκεται το εξής επικλητικό μονόγραμμα: Κύριε βοήθει τῷ
σῷ δούλῳ. Στον οπισθότυπο είναι κατανεμημένη σε πέντε στίχους η επιγραφή:
NACAP – ΠATΡ.Κ, S – CTPATIΓ, - Π̣ΑΦΛΑΓ.-ΝHΑC. . Νάσαρ πατρ[ι]κ(ίῳ)
(καὶ) στρατ(η)γ(ῷ) Παφλαγ[ο]ν(ί)ας. Το όνομα Νάσαρ (βυζαντινή απόδοση
του Nas. r [νίκη] ή του Nasir [αρωγός, παραστάτης])50 έφεραν πολλά πρόσωπα
με ανώτερες θέσεις στη διοίκηση του Βυζαντίου, ιδίως τον όγδοο και ένατο
αιώνα. Ο γνωστότερος και δημοφιλέστατος είναι ο επί Βασιλείου Α´ πατρίκιος
και δρουγγάριος του πλωίμου Νάσαρ, τις ικανότητες του οποίου εξαίρουν
οι βυζαντινές πηγές στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των
Αράβων. Το βαπτιστικό του ήταν Βασίλειος51, στις βυζαντινές πηγές ωστόσο
αναφέρεται σχεδόν πάντοτε ως Νάσαρ. Οι δύο γνωστοί αδελφοί του ονομάζο-
νταν Χριστόφορος52 και Βασάκιος53 και εισήλθαν επίσης στις υπηρεσίες του Βυ-

46. Constantine Porphyrogenitus, De Cerimoniis 592, 8-9 και 593, 13.


47. Digenis Akritis 70-71 (G IV 51).
48. Bibliothèque nationale de France 283 (γνωστό σε μένα από τις σημειώσεις του Vitalien
Laurent). – Αν το μολυβδόβουλλο είναι μεταγενέστερο του δεκάτου αιώνα, το οικογενειακό
Ταρσίτης είναι γενικά εθνικό.
49. Συλλογή Utpadel (Μόναχο).
50. Ahmed (1999) 150.
51. Vita Eliae iunioris 481 κ.ε. (κεφ. 25): Βασίλειόν τινα, τὸν ἐπιλεγόμενον Νάσαρ. Βλ. Lilie
κ.ά. (2000) αρ. 522· Ioannis Scylitzae, Synopsis 154 κ.ε.· Χριστοφιλοπουλου (1988) 27.
52. Lilie κ.ά. (2000) αρ. 1126.
53. Lilie κ.ά. (2000) αρ. 816.
508 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-seIBT

Εικ. 5. Νικηφόρος Νάσαρης β. πρωτοσπαθάριος (Fogg 390).

ζαντίου. Το τελευταίο όνομα ήταν σύνηθες στους Αρμενίους. Δεν αποκλείεται


λοιπόν το ενδεχόμενο μίας τουλάχιστον κατά το ήμισυ αρμενικής καταγωγής
του Νάσαρ/Βασιλείου. Πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι στο εορτολόγιο της βυ-
ζαντινής Εκκλησίας υπάρχει άγιος με το όνομα Νάσαρ, που μαρτύρησε επί Δι-
οκλητιανού. Προς τιμήν του αναφέρεται ναός και στη βασιλεύουσα, τον οποίο
λέγεται ότι ανέκτησε ο Βασίλειος Α´54.
Αντίθετα, το οικογενειακό Νάσαρης μαρτυρείται σε μία μόνο σφραγίδα
του ύστερου δεκάτου αιώνα (Εικόνα 5). Ο κάτοχός της φέρει το βαπτιστικό
Νικηφόρος και τον υψηλό για την εποχή του τίτλο του β. πρωτοσπαθαρίου55.
Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται πατριαρχικός σταυρός επί βαθμίδων με φυ-
τικό διάκοσμο και διακρίνονται θραύσματα της κυκλοτερούς επικλητικής
επιγραφής με το περιεχόμενο: Κύριε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ. Η επιγραφή στον
οπισθότυπο κατανέμεται σε πέντε στίχους και έχει ως εξής: +̣ ΝΙΚΗ-.ΟPW R,A,-
CΠΑΘΑΡ, - ΤW NAC-API. Νικη<φ>όρῳ β(ασιλικῷ) (πρωτο)σπαθαρ(ίῳ) τῷ
Νάσαρ(ῃ).
Η σφραγίδα ενός Απονάσαρ τοποτηρητή (ανώτερου στρατιωτικού
διοικητή) χρονολογείται στο β´-γ´ τέταρτο του 11ου αι. και φέρει στον
εμπροσθότυπο μάλλον προτομή του αγίου Γεωργίου56. Το όνομα Απονάσαρ
έφερε και ο κουρδικής καταγωγής εμίρης του Χλίατ57, στα χέρια του οποίου
έπεσε το 1057 αιχμάλωτος ο Νορμανδός Ερβέβιος Φραγγόπουλος. Σύμφωνα με

54. Janin (1969) 434. Πβλ. LCI 8 (1976) 32 (G. hartWagner).


55. Fogg 390. Στον εμπροσθότυπο πατριαρχικός σταυρός με φυτικό διάκοσμο, επί βαθμίδων
και τη συνήθη κυκλοτερή επιγραφή επίκλησης.
56. Wassiliou και seiBt (2004) αρ. 338.
57. Πρόκειται για τον Naṣr ad Daula Abū Naṣr Ahmad της κουρδικής δυναστείας των
Μαρβανιδών. Βλ. honigmann (1935) 183, σημ. 6.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 509

τον Ιωάννη Σκυλίτζη, ο τελευταίος απαίτησε από τον Μιχαήλ Στ´ Στρατιωτικό
ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του στη Σικελία δίπλα στον Γεώργιο Μανιάκη,
την απονομή του τίτλου του μαγίστρου. Ο αυτοκράτορας όμως δεν του τον
απένειμε κι έτσι ο Ερβέβιος αποσύρθηκε δυσαρεστημένος στα κτήματά του στη
Δαγαράβη, στο θέμα Αρμενιακών, όπου και συγκέντρωσε αριθμό Φράγγων,
που παραχείμαζαν εκεί. Στη συνέχεια πορεύτηκε μαζί τους στη Μηδία, στον
Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σαμούχ για να του προτείνει σύμπραξη κατά
των Βυζαντινών. Κατόπιν προστριβών μεταξύ του Σαμούχ και του Ερβέβιου,
κατέληξε ο τελευταίος αιχμάλωτος στον Απονάσαρ, εμίρη του Χλίατ, ο οποίος
τον παρέδωσε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα ως προδότη58.
Στους Βυζαντινούς αξιωματούχους των μέσων του δεκάτου αιώνα περίπου
ανήκει και κάποιος Αβουχαράς, του οποίου ο τίτλος ή το αξίωμα σε μορφή
μονογράμματος, που σώζεται μόνο κατά το ήμισυ, δεν μπορεί να ανασκευα-
στεί. Ωστόσο το μολυβδόβουλλο έχει εξέχουσα σημασία, διότι αποτελεί τη μέχρι
στιγμήν μοναδική μαρτυρία εξελληνισμένης μορφής του αραβικού Abū Kharrās
(ο κανατάς/Krugmacher κατά τον Α. Beihammer)59.
Στην ακολουθία ενός Χαράκη (;) ήταν κάποιος Αβδελάς (῾Abdallāh), που μαρ-
τυρεί σφραγίδα του τελευταίου τρίτου του ενδεκάτου αιώνα (Εικόνα 6) δηλώνο-
ντας τη σχέση κυρίου και υφισταμένου60. Ο Χαράκης ήταν πάτρωνας του Αβδελά.
Ο εμπροσθότυπος της σφραγίδας φέρει προτομή του αγίου Γεωργίου. Ο οπισθότυ-
πος την εξής επιγραφή κατανεμημένη σε πέντε σειρές: + K. Ẹ Ṛ ,Θ̣ – ARΔΕΛΑ̣ –
TW ANWΠ̣W. – TU XAP̣ .-*KI*. Κ(ύρι)ε β(οή)θ(ει) Ἀβδελᾷ τῷ ἀν(θρ)ώπῳ τοῦ
Χαρ[ά]κ(η). Εκατέρωθεν των γραμμάτων της τελευταίας σειράς ανά μία ροζέττα
ως διακοσμητικό στοιχείο. Το όνομα Χαράκης (πιθανόν από την πόλη Χάραξ
της Καρίας) δεν μπόρεσα να το εντοπίσω σε άλλες πηγές της βυζαντινής εποχής.
Ωστόσο μαρτυρείται το οικογενειακό Χαρακάς την εποχή των Παλαιολόγων61.
Κατά πάσα πιθανότητα το όνομα Αβδελάς έφερε και ένας κριτής (ανώτε-
ρος πολιτικός διοικητής) Ζεβέλε με τον τίτλο του κουροπαλάτη σε σφραγίδα του

58. Ioannis Scylitzae, Synopsis 484-486. Πβλ. Cheynet (1990) 67-68, αρ. 79. – Για τον Ερβέβιο
Φραγγόπουλο βλ. Seibt (2010) 89-96.
59. Κολτσιδα-Μακρη (1996) αρ. 283 (εσφαλμένη ανάγνωση). Στον εμπροσθότυπο πατριαρ-
χικός σταυρός επί βαθμίδων, με φυτικό διάκοσμο και τη συνήθη κυκλοτερή επιγραφή Κύριε βοήθει
τῷ σῷ δούλῳ. – Το Αβουκαράς, απεναντίας, ως προσωνυμία του μελκίτη επισκόπου Καρρών Θε-
οδώρου (αρχές ενάτου αιώνα) ανάγεται στο Abu Qurra, που σημαίνει στην προκείμενη περίπτωση
«επίσκοπος Καρρών (Ḥarran)»· για το προκείμενο πρόσωπο, γνωστό και ως συγγραφέα έργων σε
συριακή και ελληνική γλώσσα βλ. συνοπτικά Beck (1956) 488-489.
60. DO 58.106.4455. Βλ. Cheynet (2008β) 140, σημ. 4: «Abidélas homme du proèdre Chasanès».
61. Trapp κ.ά. (1976-2006) αρ. 30600-30604.
510 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-seIBT

Εικ. 6. Αβδελάς άνθρωπος του Χαράκη (;) (τελευταίο τρίτο του ενδεκάτου αιώνα)
(DO 58.106.4455).

δεύτερου μισού του δωδεκάτου αιώνα. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσε-
ται το μολυβδόβουλλο αυτό, αποκλείει την ταύτιση του γεωγραφικού ονόματος
Ζέβελε με την ομώνυμη πόλη Ζέβελ/Γάβαλα της Συρίας, νότια της Αντιόχειας62.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι Ğebel στα ελληνικά σημαίνει «βουνό, όρος» και ότι μπο-
ρούν να αποκαλούνται έτσι πολλές ορεινές περιοχές63, πρέπει να αναζητήσουμε
ένα τοπωνύμιο, που στο χρονικό διάστημα κατασκευής του παραπάνω μο-
λυβδόβουλλου βρισκόταν στη βυζαντινή επικράτεια. Μία πιθανότητα αποτε-
λεί η ορεινή πόλη Σέβηλα/Σίβυλα (Yıldız), που βρίσκεται νοτιοανατολικά της
ισαυρικής Κλαυδιούπολης. Η πόλη αυτή στα ανατολικά του Ταύρου επανήλθε
στη βυζαντινή κυριαρχία το 1158 και μαρτυρείται ως κέντρο άμυνας των Χρι-
στιανών το 1190 (ενάντια στους Σελτζούκους)64.
Το οικογενειακό Αβίδηλας, που ανάγεται επίσης στο αραβικό ῾Abdallāh65,
έφερε ένας Κατακαλών, που μαρτυρείται με το υψηλόβαθμο στρατιωτικό αξί-
ωμα του δομεστίκου των σχολών της Δύσεως και τον τίτλο του μαγίστρου.
Στο αξίωμα αυτό διαδέχτηκε τον Νικηφόρο Φωκά τον πρεσβύτερο το 896, ο
οποίος απομακρύνθηκε από τη θέση του εξαιτίας των μηχανοραφιών του Στυ-
λιανού Ζαούτζη στον αυτοκράτορα Λέοντα Στ´. Ο Νικηφόρος υποβαθμίστηκε
στο αξίωμα του στρατηγού των Θρακησίων. Ο Κατακαλών Αβίδηλας κατα-
τροπώθηκε όμως την ίδια χρονιά από τον Βούλγαρο τσάρο Συμεών στο Βουλ-

62. BnF 2214, εκδ. cheynet (2001) αρ. 51 (με χρονολόγηση: «XI/XII s.»).
63. Βλ. στο ευρετήριο γεωγραφικών ονομάτων του honigmann (1935) υπό Ğabal/Ğebel.
64. hild και hellenKemPer (1990) 410.
65. Το όνομα ῾Abdallāh έχει ευρεία χρήση στους Άραβες και το φέρουν, μεταξύ άλλων,
χαλίφες και περισσότεροι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Στις βυζαντινές πηγές αποδίδε-
ται ως Αβδάλλας, Αβδελ(λ)άς, Αβίδελας, Αβίδηλας, Απάβδελε, Απεδαλάς ή Αποδαλάς. lilie
κ.ά. (2000) αρ. 11-16, 30 και 32.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 511

Εικ. 7. Αβδελάς Ταρωνίτης πρωτοσπαθάριος (β´ τέταρτο του ενδεκάτου αιώνα)


(DO 58.106.5659).

γαρόφυγον66. Κάποιος Μιχαήλ Αβίδελας με τον τιμητικό τίτλο του πατρικίου


υπήρξε κατεπάνω Ιταλίας (970-975)67. Γνωστή είναι επίσης οχυρωμένη πόλη-
φρούριο με την ονομασία Άβδηλα/Άβδελα, που επήλθε βραχυπρόθεσμα στη
βυζαντινή επικράτεια επί Βασιλείου Α´, καθώς εκείνος όδευε το 873, για να
ανακτήσει την Μελιτηνή από τους Άραβες. Πρόκειται για τη σύγχρονη πόλη
Ἁbdulī, βόρεια του ποταμού Αρσανά (murād-ṣ ū)68.
Μαρτυρία για την πρόσληψη ονομάτων αραβικής προέλευσης από Καυκάσι-
ους αποτελεί το μολυβδόβουλλο ενός Αβδελά Ταρωνίτη, που ανάγεται στο δεύτερο
τέταρτο του ενδεκάτου αιώνα. Οι κάτοχοι του οικογενειακού Ταρωνίτης προέρχο-
νται από τη χώρα του Ταρών και είναι αρμενικής καταγωγής. Ο εμπροσθότυπός
του φέρει προτομή του αγίου Θεοδώρου (Εικόνα 7). Στον οπισθότυπο διαβάζουμε:
ạRΔΕ-ΛΛΑ, Α,CΠΑ-.P̣ , Ọ TAPO-NITIC Ἀβδελλᾶ(ς) (πρωτο)σπα[θ(ά)]ρ(ιος)
ὁ Ταρωνίτ(η)ς69. Πάνω και κάτω από την επιγραφή ως διάκοσμος τέσσερις τε-
λείες κατανεμημένες σε σχήμα σταυρού, εκατέρωθεν μία παύλα. Στις υπηρεσίες
του Βασιλείου Α΄ λέγεται ότι προσχώρησε και ο Aπάβδελε, ο εμίρης Αναζάρβου
(Κιλικία), όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας προσπαθούσε να ανακαταλάβει
τη Συρία (878/879)70. Βυζαντινή απόδοση του ῾Abdallāh είναι και το επώνυμο
Απεδαλάς (ή Απόδαλας;), που μαρτυρεί μολυβδόβουλλο του τελευταίου τρίτου
του ενδεκάτου αιώνα. Το βαπτιστικό του κατόχου του είναι Ελευθέριος71.

66. Ioannis scylitzae, Synopsis 178. Βλ. και lilie κ.ά. (2013) αρ. 24329.
67. von falKenhausen (1967) 167.
68. Ioannis scylitzae, Synopsis 137, 40. honigmann (1935) 60. Πβλ. vasiliev (1968) 46, σημ. 2.
69. DO 58.106.5659.
70. Ioannis scylitzae, Synopsis 141, 61-62· πρβλ. vasiliev (1968) 88. Βλ. και lilie κ.ά. (2013) αρ.
20034.
71. cheynet, morrisson και seiBt (1991) αρ. 293· cheynet (1995) 628.
512 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

Τέλος, Αμυράς ονομάζεται ένα νοτάριος που μνημονεύεται σε σφραγίδα


(1040-1080), που φέρει προτομή της Θεοτόκου στον τύπο της Νικοποιού στον
εμπροσθότυπο72. Η επιγραφή στον οπισθότυπο κατανέμεται σε τέσσερις σειρές
και έχει ακολούθως:
+ ΘΚΕ ..-Θ ΤW CW - .MVPA – NOTA, Θ(εοτό)κε [β(οή)]θ(ει) τῷ σῷ [Ἀ]μυρᾷ
νοτα(ρίῳ).
Τα παραπάνω μολυβδόβουλλα αποτελούν σημαντική ιστορική πηγή για
την προσωπογραφία και τη διοικητική οργάνωση του Βυζαντίου, συμπληρώνο-
ντας τις υπόλοιπες πηγές (ιστοριογραφία, επιστολογραφία, διπλωματικά
έγγραφα κ.λ.π.). Οι κάτοχοι όλων των παραπάνω μολυβδοβούλλων έχουν εντα-
χθεί όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στις δομές του βυζαντινού κράτους. Μερι-
κοί μάλιστα κατέχουν υψηλόβαθμα αξιώματα και θέσεις κλειδιά στην κεντρική
και επαρχιακή διοίκηση. Οι σφραγίδες τους φέρουν παραστάσεις της Θεοτόκου,
καθώς και παραστάσεις αγίων και διαφόρων μορφών σταυρών, γεγονός που
επιβεβαιώνει, όπως και τα βαπτιστικά ονόματα ορισμένων, ότι οι κάτοχοί τους
έχουν εκχριστιανιστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σφραγίδα (τε-
λευταίο τρίτο ενδεκάτου με αρχές δωδεκάτου αιώνα) ενός Μιχαήλ Αμυρά πρω-
τονωβελλισίμου, όπου δηλώνεται ρητώς με το επίθετο νεοφώτιστος ότι ο κάτοχός
της έχει προσφάτως ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Ο εμπροσθότυπος φέρει προ-
τομή της Θεοτόκου στον τύπο της Επίσκεψης. Στον οπισθότυπο διαβάζουμε:
ΘΚΕ R,Θ, - ΜΙΧΑΗΛ ΝΕ-ΟΦΟΤΙCTO S A,-NWREΛΛΙCI-MO TO AMV-PA.
Θ(εοτό)κε β(οή)θ(ει) Μιχαὴλ νεοφ(ω)τίστ(ῳ) (καὶ) (πρωτο)νωβελ-
λισίμ(ῳ) τ(ῷ) Ἀμυρᾷ73.

Abstract

The article argues that persons with Arab names need not necessarily be Ar-
abs since other Moslems—Syrians, Kurds, Turkomens and later Seljuks— used such
names as well. As a result of expantionist policies and Arab domination in South-
ern Caucasia, some Georgians (and especially certain families in Southern Arme-

72. Κωνσταντοπουλος (1917) αρ. 431β (χωρίς απεικόνιση και χρονολόγηση). Βλ. Lilie κ.ά.
(2000) αρ. 227.
73. Το τεμάχιο παραχωρήθηκε προς πώληση σε περισσότερους πλειστηριασμούς. Βλ. τη
βιβλιογραφία των Studies in Byzantine Sigillography 10 (2010) 176, 187 [A.-K. Wassiliou-Seibt].
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 513

nia) adopted Arab names. In addition we should mention that a considerable num-
ber of Arabs migrated into these regions. A good example is the seal of Abdellas
Taronites Protospatharios (second quarter of the 11th century) – the Taronitai in
Byzantium are of Armenian origin. Historical sources document, though sporadi-
cally, mixed marriages between Arabs and others, that is to say, between Moslems
and Christians. In Northern Syria and Mesopotamia mixed marriages between
Kurds and Arabs are not exceptional.
The conversion of Arabs and other Moslems to Christianity might arise from
a variety of circumstances. Internal differences between certain Arab tribes played
an important role, as well as persistent warfare between Byzantium and the Arab
World.
Byzantine dignitaries with Arab names (first or family names) were per-
sons who had converted to Orthodoxy and had become integrated into Byzantine
society and the administration of the Empire, as evidenced primarily by seals, on
which their titles and offices are precisely specified. Many of them were known in
Byzantine society by their original, non-Christian name. A prominent example is
Nasar, a commander of the imperial fleet under Basil I, who bore the Christian
name Basil. A similar case is ‛Ubaydallāh, πατρίκιος καὶ βασιλικὸς Ἀντιοχείας
(977) and Μελιτηνῆς (976); his Christian name was Eutychios. Persons with an
Arab family name (in Greek transcription) were often the offspring of a person
with this first name (e. g. Abidelas, Apochemites, Apozouphes, Oupetes, Apo-
saites etc.). The interrelation between a patron and his henchman is documented
on the seal of an Abdelas ἄνθρωπος τοῦ Χαράκη (last third of the 11th century).
The seal of Michael Amyras πρωτονωβελλίσιμος testfies to a Moslem who had
been recently converted to Orthodoxy (νεοφώτιστος) (last third of the 11th or be-
ginning of the 12th century).

Βιβλιογραφια

Α. Πηγές

1. Εκδόσεις κειμένων
Actes d’Iviron I, J. Lefort, N. Oikonomidès κ.ά. (εκδ.), Actes d’Iviron, I, Des origins
au milieu du XIe siècle 1204 [Archives de l᾿Athos 16]. Paris 1985.
Actes de Lavra I, P. Lemerle, A. Guillou κ.ά. (εκδ.), Actes de Lavra, I, Des origins
à 1204 [Archives de l᾿Athos 5]. Paris 1970.
Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, G. Moravsik και R. J.
514 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

H. Jenkins (εκδ.), Constantine Porhyrogenitus De Administrando Imperio


[Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1]. Dumbarton Oaks, Washington,
D. C. 1967.
Constantine Porphyrogenitus, De Cerimoniis, I. Reiske (εκδ.), Constantini Porhy-
rogeniti De Ceremoniis Aulae Byzantinae, τόμ. I [Corpus Scriptorum Histo-
riae Byzantinae]. Bonnae 1829.
Digenis Akritis, E. Jeffreys (εκδ.), Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escori-
al versions. Cambridge 1998.
Eustazio di Tessalonica, Espugnazione, S. Kyriakidis (εκδ.), Eustazio di Tessaloni-
ca La Espugnazione di Tessalonica [Testi 5]. Palermo 1961.
Ioannis Scylitzae, Synopsis, I. Thurn (εκδ.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historia-
rum [Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5]. Berlin 1973.
Synaxarium, H. Delehaye (εκδ.), Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae
[Acta Sanctorum 6]. Bruxelles 1902 (ανατ. Wetteren 1985).
Vita Eliae iunioris, G. Rossi Taibβi (έκδ.), Vita di Sant´Elia il Giovane [Testi 7]. Paler-
mo 1962.

2. Εκδόσεις σφραγίδων (Corpora, Κατάλογοι)


Cheynet, J.-Cl. (2001) Sceaux de la collection Zacos (Bibliothèque nationale de
France) se rapportant aux provinces orientales de l᾿Empire byzantine. Paris.
Cheynet, J.-Cl., Morrisson, C. και Seibt, W. (1991) Les sceaux byzantins de la col-
lection Henri Seyrig. Paris.
Cheynet, J.-Cl. και Theodoridis, D. (2010) Sceaux byzantins de la collection D.
Theodoridis. Paris.
Jordanov, I. (2006, 2009) Corpus of Byzantine Lead Seals from Bulgaria, τόμ. II, τόμ.
III. Sofia.
Κολτσιδα-Μακρη, Ι. (1996) Βυζαντινά μολυβδόβουλλα συλλογής Ορφανίδη-Νικο-
λαΐδη Νομισματικού Μουσείου Αθηνών. Αθήνα.
Κωνσταντοπουλος, Κ. Μ. (1917) Βυζαντιακὰ μολυβδόβουλλα τοῦ ἐν Ἀθήναις
Ἐθνικοῦ Νομισματικοῦ Μουσείου. Αθήνα.
Laurent, V. (1952) Documents de sigillographie byzantine, La collection C. Orghidan.
Paris.
Laurent, V. (1965) Le Corpus des sceaux de l᾿empire byzantin, V/2, L᾿Eglise. Par-
is.
Laurent, V. (1981) Le Corpus des sceaux de l᾿empire byzantin, II, L᾿administration
centrale. Paris.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 515

McGeer, E., Nesbitt, J. και Oikonomides, N. (†) (2001) Catalogue of the Byzantine
Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, The East. Dum-
barton Oaks, Washington, D. C.
Oikonomides, N. (1986) A Collection of Dated Byzantine Lead Seals. Dumbarton
Oaks, Washington, D. C.
Šandrovskaja, V. S. και Seibt, W. (2005) Byzantinische Bleisiegel der Sammlung
Eremitage mit Familiennamen, I, Sammlung Lichačev. Vienna.
Seibt, W. (2011) Ein Blick in die byzantinische Gesellschaft, Die Bleisiegel im Mu-
seum August Kestner. Hannover.
Wassiliou-Seibt, A.-K. (2011) Corpus der byzantinischen Siegel mit metrischen
Legenden, I, Einleitung, Siegellegenden von Alpha bis inklusive My [Wiener
Byzantinistische Studien 28/1]. Vienna.
Wassiliou, A.-K. και Seibt, W. (2004) Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich,
II, Zentral- und Provinzialverwaltung. Vienna.
Zacos, G. και Nesbitt, J. W. (1987) Byzantine Lead Seals, τόμ. II. Bern.

B. Βοηθήματα

Ahmed, S. (1999) A Dictionary of Muslim Names. London.


Beck, H.-G. (1956) Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich.
Munich.
Canard, M. (1953) Histoire de la Dynastie des H᾿amdanides de Jazîra et de Syrie. Paris.
Cheynet, J.-Cl. (1988) Du prénom au patronyme. Les étrangers à Byzance (Xe-XI-
Ie siècles). Στο Studies in Byzantine Sigillography 1 (1988), 57-66 [= Cheynet
(2008α) 133-144].
Cheynet, J.-Cl. (1990) Pouvoir et contestations à Byzance. Paris.
Cheynet, J.-Cl. (1995) L’apport arabe à l’aristocratie byzantine des Xe-XIe siècles.
Mélanges V. Vavrinek, Byzantinoslavica 56, 137-146 [= Cheynet (2008α)
627-646].
Cheynet, J.-Cl. (2008α) La société byzantine. L᾿apport des sceaux Ι–II. Paris.
Cheynet, J.-Cl. (2008β) L’« Homme » du basileus, in E. Cuozzo κ.ά. (έκδ.), Puer
Apuliae, Mélanges offerts à Jean-Marie Martin [Centre de recherches
d’histoire et civilisation de Byzance 30] 139-154. Paris.
Cheynet, J.-Cl. (2012) Les Choirosphaktai. Studies in Byzantine Sigillography 11,
89-110.
Χριστοφιλοπουλου, Αικ. (1988) Βυζαντινὴ Ἱστορία, Β2 (867-1081). Αθήνα.
von Falkenhausen, V. (1967) Untersuchungen über die byzantinische Herrschaft
516 Αλεξάνδρα-Κυριακή Βασιλείου-Seibt

in Süditalien vom 9. bis ins 11. Jahrhundert. Wiesbaden.


Felix, W. (1981) Byzanz und die islamische Welt im frühen 11. Jahrhundert. Vi-
enna.
Hild, F. και Hellenkemper, H. (1990) Kilikien und Isaurien [Tabula Imperii Byz-
antini 5]. Vienna.
Holmes, C. (2005) Basil II and the Governance of Empire (976–1025). Oxford.
Honigmann, E. (1935) Die Ostgrenze des byzantinischen Reiches. Bruxelles.
Janin, R. (1969) La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin, Ière partie, Le
siège de Constantinople et le patriarcat oecumenique, III, Les églises et les
monastères. Paris.
Lilie, R.-J. κ.ά. (2000) και (2013) Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit,
Erste Abteilung (641–867), Zweite Abteilung (867-1025). Berlin.
Martin-Hisard, B. (2000) Constantinople et les archontes du monde Caucasien
dans le livre des cérémonies, II, 48. Travaux et Mémoires 13, 361-530.
Rydén, L. (1984) The Portrait of the Arab Samonas in Byzantine Literature.
Graeco-Arabica 3, 101-109.
Seibt, W. (2010) Übernahm der französische Normanne Hervé (Erbebios Phran-
gopolos) nach der Katastrophe von Manzikert das Kommando über die ver-
bliebene Ostarmee? Studies in Byzantine Sigillographie 10, 89-96.
Stavrakos, Ch. (1999-2000) Sceaux inédits d’Arabes au service de Byzance. Grae-
co-Arabica 7-8 [Proceedings of the Sixth International Congress of Graeco-
Oriental and African Studies, Nicosia 30 April – 5 May 1996], 511-518.
Trapp, E. κ.ά. (1976-2006) Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit. Vien-
na.
Vasiliev, A. A. (1968) Byzance et les Arabes, τόμ. ΙΙ: Les relations politiques de Byz-
ance et des Arabes à l᾿époque de la Dynastie Macédonienne (les empereurs
Basile I, Léon le Sage, et Constantine VII Porphyrogénète) 867–959 (μτφρ.
M. Canard). Bruxelles.

You might also like