Professional Documents
Culture Documents
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ
Μεταπτυχιακὴ Ἐργασία
ποὺ ὑποβλήθηκε στὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Στὴν οἰκογένειά μου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................................................................................. 4
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ......................................................................................................... 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ» ΤΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΑΒ Ἀνάλεκτα Βλατάδων
ΓΠ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διμηνιαῖον Θεολογικὸν καὶ
Ἐκκλησιαστικὸν Περιοδικόν, Θεσσαλονίκη 1917 κ.ἑξ.
ΕΜΣ Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν
ΕΠΕ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Ἐκδοτικὸς Οἶκος Μερετάκη
«Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη.
Ἐφημέριος Ἐφημέριος, Δεκαπενθήμερον Περιοδικὸν τοῦ
Ὀρθοδόξου Ἐνοριακοῦ Κλήρου, Ἀθῆναι 1952 κ. ἑξ.
ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 1-12,
Ἀθῆναι 1962-1968.
ΙΜΧΑ Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου
ΜΕΕ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, 24 τόμ., ἐκδ. Π.
Δρανδάκης, Ἀθῆναι 1926-1934.
OC Orientalia Christiana, 12-45 Roma 1928
SC Sources Chretiennes
Σύναξη Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στὴν Ὀρθοδοξία,
1982 κ. ἑξ.
τόμ. τόμος
τεῦχ. τεῦχος
μτφρ. μετάφραση
σ. σελίδα
σσ. σελίδες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος, τὸ πέρασμα, δηλαδή, ἀπὸ τὸν 10ο στὸν 11ο αἰῶνα, ὑπῆρξε μιὰ
ἐποχὴ ἐξελίξεων γιὰ τὸ βυζαντινὸ κράτος. Ὁ συνδυασμὸς τῆς εὐτυχοῦς
συγκυρίας γιὰ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐπέκταση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς
διαδοχικῆς παρουσίας στὸν θρόνο ἰσχυρῶν προσωπικοτήτων, ὅπως οἱ
Νικηφόρος Φωκᾶς, Ἰωάννης Τσιμισκῆς καὶ Βασίλειος ὁ Β΄ (ξεκινώντας
χρονικὰ ἀπὸ τὸ 963 περίπου καὶ μέχρι, τουλάχιστον, τὸ 1025), μὲ τὸ
γεγονός, ἐπίσης, τῆς μιᾶς καθόλου μικρῆς σὲ ἐπίδραση γιὰ τὰ πολιτικὰ
καὶ ἐπιχειρησιακὰ πράγματα παρουσίας ἐντὸς κι ἐκτὸς τῆς αὐλῆς τοῦ
παλατιοῦ εὐγενῶν προερχόμενων ἀπὸ οἰκογένειες παφλαγονικῆς (ἀλλὰ
καί, γενικότερα, μικρασιατικῆς) καταγωγῆς, ἀποτέλεσε κορυφαῖο λόγο
γιὰ μιὰ σταδιακὴ ἐξάπλωση τῆς πολιτικοοικονομικῆς παντοδυναμίας.
Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς δύναμης δὲν παρέμεινε ἐγκλωβισμένη μέσα στὰ
στενὰ ὅρια τοῦ αὐτοκρατορικοῦ οἴκου. Παράλληλα, ὅμως, κατὰ τὴν
ἐποχὴ αὐτή, ἡ ἄνθηση τῶν γραμμάτων, μαζί, βέβαια, καὶ ἡ αὔξηση ἑνὸς
παραγόμενου συγγραφικοῦ ἔργου, καθὼς καὶ ἡ ἰσχυροποίηση τῶν κατὰ
τόπους ἱερῶν μονῶν ὡς πνευματικὰ κέντρα -μὲ τὶς ρίζες ὅλων αὐτῶν
εὑρισκόμενες στὴν κληρονομιὰ ποὺ ἄφησαν οἱ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (858-867, 877-886), αὐτοκράτωρ Λέων Στ΄ ὁ
Σοφὸς (886-912) καὶ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος
(945-959)-, χαρακτηρίζουν ἀνάλογα καὶ τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο ὁ ἱερὸς
πατέρας κινήθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπίγειου βίου του.
Ἀναφερόμενοι στὸν ἅγιο Συμεὼν, εἶναι ἐξαρχῆς δεδομένο ὅτι
ἑστιάζουμε σὲ ἕνα πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀπὸ νεαρὴ ἀκόμα ἡλικία ἔνιωσε τὴ
θέρμη γιὰ τὴν ἐπίδοση σ’ ἕναν δύσκολο, ὅμως λαμπρό, πνευματικὸ
ἀγῶνα. Καὶ τέτοιες μορφὲς πνευματικῆς ἄσκησης ἀνέκαθεν ἐπηρέαζαν
θετικὰ τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σὲ ἄμεση ἐπαφὴ
μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὶς ἐπιχειροῦσαν, ὅπως καὶ μὲ τὸ συγγραφικὸ ἔργο
τους (ἂν ὑπῆρχε τέτοιο), συσπειρώνοντάς τους γύρω ἀπ’ αὐτὰ καὶ
ὁδηγώντας τους σὲ μελέτη τοῦ συγκεκριμένου ἔργου. Ὁ ἱερὸς πατέρας,
ἂν καὶ ὑπῆρξε γόνος εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ συγκέντρωνε πάνω του
τὶς προϋποθέσεις ἐκεῖνες ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀκώλυτη ἀνέλιξη σὲ
ὑψηλά, κοσμικὰ ἀξιώματα, ἐπέλεξε ἀπὸ νωρίς, ἐξαιτίας τῆς ἔμπυρης
ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τῆς ἕλξης ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ μοναχισμός, νὰ
Εἰσαγωγὴ
9
Εἰσαγωγὴ
10
Εἰσαγωγὴ
11
Εἰσαγωγὴ
12
Εἰσαγωγὴ
13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Χριστῷ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐπίσης ἡ Θεολογία τότε
ἐμφανιζόταν ὡς μία στείρα τήρηση ἢ τυπικὴ ἐπανάληψη τῆς Παραδόσεως,
χωρὶς νὰ περνάει ἀπὸ ζωοποίηση τῆς προσωπικῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ πείρας καὶ
πνευματικῆς μαρτυρίας»4. Ὅμως, ἡ ἀπὸ πλευρᾶς του συναίσθηση τούτης
τῆς ἐξελισσόμενης πραγματικότητας ἐνῶ δὲ χάθηκε ποτέ, ὅπως
προκύπτει ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, μετουσιώθηκε σὲ
μέριμνα, μὲ τὶς δεδομένες προεκτάσεις τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας ποὺ τὴ
συνοδεύουν, γιὰ ἐμπειρία τοῦ ἀνεσπέρου φωτός. Στὸ Βυζάντιο τῆς δύσης
τῆς πρώτης καὶ τῆς αὐγῆς τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὁπότε ἔζησε ὁ ἅγιος,
πεποίθηση ὅλων παρέμενε ὅτι ἀποτελοῦν ὑπηκόους τῆς συνεχίζουσας
μέσα στὸν χρόνο τὴν πορεία της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Κι αὐτὴ εἶναι
μιὰ ἱστορικοκοινωνικὴ παράμετρος ποὺ ὀφείλει νὰ λάβει κανεὶς ὑπόψη
του, ὥστε νὰ ἀντιληφθεῖ ὀρθὰ τὸ ἀντίστοιχο πλαίσιο στὸ ὁποῖο
ἑστιάζουμε. Πάντως, καὶ γενικότερα, κάθε προσπάθεια νὰ ὑποστηριχθεῖ
ὅτι ὑπάρχει συγκεκριμένη ἐποχὴ ἵδρυσης τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας
θὰ ἦταν παρακινδυνευμένη, πολύ, δέ, περισσότερο ἐὰν ἀναζητοῦνταν
γεγονότα ποὺ νὰ μποροῦν νὰ πιστοποιήσουν τὸ τέλος ἑνὸς παλαιοῦ
ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου βυζαντινοῦ5.
Παράλληλα, τὸ οἰκουμενικὸ προφὶλ τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐξ’ ἀρχῆς
διαμορφωμένο ἔτσι, μπόρεσε τελικὰ καὶ ἐναρμονίστηκε μὲ τὶς ἀντίστοιχα
μεταφέρουσες τὴν οἰκουμενικὴ προοπτικὴ ἀπαιτήσεις τοῦ χριστιανικοῦ
μηνύματος, ὥστε στὸ μεταίχμιο τοῦ 10ου μὲ τὸν 11ο αἰώνα, ὁ ἅγιος
Συμεὼν νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ βιώνει ξεκάθαρα μιὰ τέτοια κατάσταση.
Βέβαια, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοῦτο δὲ συνέβη καὶ μὲ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο,
καθὼς ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔφτασε μέχρι τὶς μέρες τοῦ ἁγίου Συμεὼν χωρὶς
νὰ ἔχει περάσει μέσα ἀπὸ δυσκολίες ποὺ προκαλοῦσαν ἰσχυρές, ἐνίοτε
ἐπιδραστικὲς πιέσεις, ἀσκούμενες ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς
ὀπαδούς τους ἢ καὶ ἀπὸ ὁλόκληρους λαοὺς ποὺ ἦσαν μὲν ἀλλόδοξοι,
πλήν, ὅμως, ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ συνολικότερου πληθυσμοῦ τῆς
Αὐτοκρατορίας ἢ ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μ’ αὐτὴν γιὰ διάφορους λόγους:
δρόμοι τοῦ ἐμπορίου, μετακινήσεις, πολεμικὲς συγκρούσεις, ἄλλοι.
Συνεπῶς, ἕνα ἀπὸ διαφορετικὴ βάση προερχόμενο θρησκευτικὸ στίγμα
15
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
16
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
17
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
18
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου ἡ ἔρευνα τὸν ἔχει ἀντλήσει μερικῶς ἀπὸ τὸ σύνολο
τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ κύρια ἀπὸ τὸ σπουδαῖο σὲ ἀξία
πόνημα τοῦ Νικήτα Στηθάτου μὲ τίτλο Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου13. Ὁ καθηγητὴς Π. Χρήστου στὴν
εἰσαγωγή του γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Στηθάτου, ποὺ εἶναι σύγχρονος τοῦ ἁγίου
Συμεὼν καὶ διετέλεσε μαθητής του ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα,
διακρίνει εἴκοσι τέσσερις ἑνότητες στὸ περιεχόμενο τοῦ βίου του, ποὺ
πραγματεύεται ὁ δεύτερος, οἱ ὁποῖες, μαζὶ μὲ τὸν πρόλογο, ἀφοροῦν στὰ
τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου καὶ σὲ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε μετὰ θάνατον14.
ῥητορικά, καὶ φιλόσοφα, ἐφάνη ἐν τῷ ἅμα ἕνας δεινότατος ῥήτωρ, καὶ τῶν φιλοσόφων
φιλοσοφώτατος ... συγγράφει καὶ λογογραφεῖ τόσους θεολογικοὺς λόγους ... καὶ τόσον
πληθύνεται εἰς αὐτὸν τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας, ὥστε ὁποῦ ὅλος ὁ κόσμος μὲ κοινὴν
συμφωνίαν ἔκρινε δίκαιον νὰ τοῦ δοθῇ τοῦτος ὁ ὑψηλὸς τίτλος, τὸ νὰ ὀνομάζεται Νέος
Θεολόγος».
«Στὰ ἐπίπεδα τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων», γράφει ὁ μοναχὸς ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Πνευματικὴ ζωὴ καὶ θεολογία», Σύναξη 10 (1984) 25, ἀναφερόμενος στὸν
ἱερὸ Πατέρα, «τοποθετῶ καὶ τὸν Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, ποὺ ἀκριβῶς γιὰ τὴ
μεγαλωσύνη του, τὴ φωτιζόμενη ἀπὸ πλούσια χάρι, τοῦ ἀπενεμήθη ὁ τίτλος τοῦ
Θεολόγου ἀπὸ τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οποία ἀπέδειξε μὲ τὴν πράξη της αὐτὴ
ὅτι δὲν θεωρεῖ τὴν παιδεία ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ νὰ δημιουργήσει ὄργανα τοῦ
Πνεύματος, προκειμένου νὰ ἐκφράσει τὸν πλοῦτο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ θεολογίας,
ἀρκουμένη σὲ ἕνα σκεῦος μεγάλο καὶ καθαρό».
13. Bλ. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν 19, ΕΠΕ, Πατερικαὶ ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1983. Στὶς ἐκδόσεις τοῦ ἔργου θὰ πρέπει νὰ
συμπεριλάβουμε τὴν ἔκδοση τοῦ γάλλου Ἰησουΐτη μοναχοῦ IRÉNÉE HAUSHERR, Un grand
mustique byzantin, Vie de Syméon le Nouveau Theologien (949-1022) par Nicétas Stethatos, στὴ
σειρὰ Orientalia Christiana 12, 45, Roma 1928, καὶ τὴν πρόσφατη ἐκδοτικὴ προσπάθεια
τοῦ Ἀρχιμ. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ (νῦν Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης), Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος. Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου, εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Σειρά Ἁγιολογικὴ
Βιβλιοθήκη 6, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21996, ὅπου στὶς σσ. 23-25 ὁ συγγραφέας μὲ
τεκμηριωμένες θέσεις χαρακτηρίζει τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Συμεών «ἔργο μεγάλης
θεολογικῆς, ἱστορικῆς καὶ φιλολογικῆς ἀξίας».
14. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 10-12, ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες: 1. Πρόλογος (§ 1). 2. Νεανικὴ
Ἡλικία (§§ 2-9). 3. Εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Στουδίου (§§ 10-21). 4. Εἰς τὴν Μονὴν Ἁγίου
Μάμαντος (§§ 22-28). 5. Ἀνάδειξις εἰς Ἡγούμενον (§§ 29-33). 6. Ἀναμόρφωσις τῆς Μονῆς
(§§ 34-37). 7. Στάσις Μοναχῶν (§§ 38-44). 8. Ἀρσένιος (§§ 45-51). 9. Ὁ Δυτικὸς Ἐπίσκοπος
(§§ 52-58). 10. Προχείρισις Ἀρσενίου εἰς Ἡγούμενον (§§ 59-67). 11. Ὀπτασίαι καὶ
Ἀποκαλύψεις (§§ 68-71). 12. Ἑορτασμὸς Μνήμης Εὐλαβοῦς Συμεών (§§ 72-73). 13.
Ἀντίδρασις τοῦ Στεφάνου Νικομηδείας (§§ 74-79). 14. Διωγμὸς κατὰ Συμεών (§§ 80-93).
15. Ἐξορία Συμεών (§§ 94-100). 16. Ἀπολογία Συμεὼν καὶ ἀθώωσις (§§ 101-108). 17.
19
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Οἰκοδόμησις Ἁγίας Μαρίνης (§§ 109-112). 18. Τοιοῦτος ἦν ὁ Μέγας (§ 113). 19. Θαύματα
τινά (§§ 114-115). 20. Διήγησις Θαυμάτων ὑπὸ Νικηφόρου (§§ 116-127). 21. Τὸ τέλος τοῦ
Ἁγίου (§§ 128-129). 22. Τοιοῦτος ἦν ὁ τρισμακάριστος (§ 130). 23. Μέριμνα περὶ μνήμης
καὶ συγγραμμάτων αὐτοῦ (§§ 131-140) 24. Θαύματα μετὰ θάνατον (§§ 141-152).
15. ΒΑΣ. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, «Πτωχὸς Φιλάδελφος», στὸ Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐκδ. Τὸ
Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 25. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ
ἐπισημάνουμε τὴ διάσταση τῶν ἀπόψεων μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν ἀναφορικὰ μὲ τὴν
ἡμερομηνία γέννησης καὶ τὴν ἡμερομηνία θανάτου τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου. Ὁ βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος δὲν ἀναφέρει ἔτος γέννησης στὸ
ξεκίνημα τοῦ βίου, ἐνῶ τὴν ἴδια χρονολογία μὲ τὸν Κριβοσέϊν παραδίδουν ὁ ΔΗΜ.
ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 213, ὁ
ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, σ. 36 καὶ ὁ Ε. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», ΜΕΕ, τόμ. 22, σ.
521.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ στὰ εἰσαγωγικά του σχόλια στὸ ἔργο του
ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 12-20, 21, 333-346, οἱ σχετικὲς μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Συμεὼν χρονολογίες,
ποὺ ὑπῆρξαν πάντοτε ἀβέβαιες, δὲν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ
ὑπάρχουν ἀκόμη «ὡρισμένα σημεῖα ἀσαφῆ καὶ ἀκατοχύρωτα». Ὁ ἴδιος, ἔπειτα ἀπὸ
ἐπισταμένη ἔρευνα καὶ τεκμηρίωση τῶν ἀπόψεών του, παραθέτει ὡς ἔτος γεννήσεως τὸ
956 καὶ ἔτος θανάτου του τὸ 1037.
16. Κατήχησις 22, SC 104, 36622-26: «Γεώργιός τις τοὔνομα, νέος τὴν ήλικίαν ὑπάρχων
καὶ αὐτὸς ὡσεὶ ἐτῶν εἴκοσιν, οἰκῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν τοῖς καθ᾽ ᾑμᾶς χρόνοις,
ὡραῖος τῷ εἴδει καὶ φαντασιῶδες τό τε σχῆμα καὶ τὸ ἦθος καὶ τὸ βάδισμα κεκτημένος,
ὡς ἐκ τούτων καὶ ὑπολήψεις πονηρὰς ἔχειν τινὰς εἰς αὐτόν».
17. Πρόκειται γιὰ τὸν θεῖο του Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συγγενὴς τοῦ ἁγίου ἀπὸ
τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του. Αὐτός, ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου, «πολλὴ
παρρησία εἰς τοὺς τότε τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας διακατέχοντας ἦν αὐτῷ ... τὰ τῶν
κοιτωνιτῶν διαπρέποντι». Βλ. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς
ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, σσ. 36-383. Ὁ κοιτωνίτης ἀποτελοῦσε κατ’ ἐκείνη τὴν
περίοδο ἀξίωμα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, κάτι ἀντίστοιχο τοῦ σημερινοῦ
θαλαμηπόλου. Αὐτός, δέ, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦτο βρίσκονταν σὲ θέση
20
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
21
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
ὅπου θὰ ἔρθει γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν μέγα τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν
ἄκραν ἀπάθειαν Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, τὸν Στουδίτη21. Ἐκεῖ ὁ Συμεὼν θὰ
ἐπιθυμήσει ἔντονα νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ μοναστικὴ κοινότητα, νὰ
ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικά στὸν Θεό.
Ὅμως τὰ γεγονότα δὲ θὰ λάβουν τὴν τροπὴ ποὺ φαντάστηκε, ἀφοῦ ὁ
Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν ἀποφασίζει νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του γιὰ μιὰ
τέτοια ἐξέλιξη, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του22. Παρ’ ὅλα
αὐτά, ὁ νέος δὲν κάμφθηκε καί, ζητῶν ὠφέλειαν ἐπιμελούμενος τῆς
συνειδήσεως, συνέχισε νὰ ἐπιδίδεται καθημερινὰ σὲ προσευχὴ καὶ μελέτη
πνευματικῶν ἔργων, ὅπως τοῦ Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ τοῦ Διαδόχου23.
Πάντως, τὰ ὅσα προκύπτουν ἀπὸ τὰ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Συμεών, γιὰ ἕναν
ἀπὸ ἀρκετὰ ἐνωρὶς ἀγώνα ἀσπασμοῦ τῶν ἐπιταγῶν μιᾶς ἀληθινὰ
ἠθικοπνευματικῆς ζωῆς, ἀντιτίθενται μὲ ἐκεῖνα ποὺ ὑποστηρίζει ὁ
καθηγητὴς Ἀνατολικῆς Θεολογίας στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Nijmegen, A. J.
van der Aalst, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ διάστημα μεταξὺ 963 καὶ 976 ὁ
Συμεὼν ἔζησε μίαν ἄστατη ζωὴ μέσα στό πλαίσιο τῶν αὐλικῶν κύκλων24.
Πράγματι, περὶ τὸ 970 ὁ Συμεὼν θὰ βιώσει τὴν πρώτη του ὑπερβατικὴ
ἐμπειρία ἀνέσπερου φωτός, ἕνα ὁπωσδήποτε σημαντικὸ σὲ ἀξία γεγονός,
ἀφοῦ θὰ προκαλέσει τὴν ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀποστροφή του γιὰ τὰ ὁρώμενα,
21. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 34-40. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 544-5, ὅπου ὁ Νικήτας Στηθᾶτος ἀναφέρει τὰ
ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς: «Συμεὼν ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἀνήρ, ᾧ
τὴν ἐπώνυμον φερωνύμως ὁ Εὐλαβής, ὁ καὶ τοῦ θαυμαστοῦ τούτου Συμεὼν πατὴρ
χρηματίσας ὁμοῦ καὶ διδάσκαλος, ἐπεὶ πρὸς γῆρας ἦκεν ἤδη καλὸν τεσσαράκοντα πέντε
χρόνοις νομίμως τὸ τῆς συνειδήσεως ἀθλήσας μαρτύριον, χάριτος ἀποστολικῆς ἠξιώθη
ἰάσεις καὶ θαύματα πεποιηκὼς καὶ βίβλον ὅλην πάσης ὠφελείας οὖσαν πνευματικῆς
ἀγράμματος ὢν θείῳ Πνεύματι συνεγράψατο. Ἔδει δὲ αὐτὸν καταπαῦσαι τῶν μακρῶν
ἐκείνων τῆς ἀσκήσεως πόνων, περὶ ὧν ὁ μαθεῖν ζητῶν ἐκ τῶν κατὰ πλάτος
γεγραμμένων αὐτῷ εἴσεται ἀκριβῶς νενοσηκὼς τὰ τῆς λύσεως πρὸς Κύριον
ἐνεδήμησεν, ἐκδημήσας τοῦ πολυάθλου καὶ καρτερικοῦ αὐτοῦ σώματος». Ὁ Συμεὼν ὁ
Εὐλαβὴς ἢ Στουδίτης γεννήθηκε τὸ 917 καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου τὸ
942. Πέθανε τὸ 986-987. Περὶ αὐτοῦ βλ. σχετικά Π. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Συμεὼν Στουδίτης»,
ΘΗΕ 11 (1967) 536.
22. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 404. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σσ. 5410-5616.
23. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 404. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 5619-25.
24. A. J. VAN DER AALST, The place and the monastery, σσ. 314-325.
22
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
τὴν ἐκδημία ἐξ αὐτῶν καί, ἀκολούθως, τὴν ἄκρατη ἐπιθυμία γιὰ τὰ νοητά,
πρὸς ὀπτασίαν καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου25. Ἕξι, δέ, χρόνια μετὰ τὴν
ἀλλοιωτικὴ γιὰ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ κατάσταση θεωρίας στὴν ὁποία
βρέθηκε, ὁ Συμεὼν θὰ ἐπιστρέψει γιὰ λίγο στὴ γενέτειρά του καὶ στὴ
συνέχεια θὰ μεταβεῖ ἐκ νέου στὴ μονὴ Στουδίου, ὅπου, πλέον, γίνεται
δεκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν Εὐλαβῆ, ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ πεῖ χαρακτηριστικὰ
ὑποδεχόμενος αὐτόν: «καιρὸς ἰδοὺ τέκνον, καθ’ ὅν, εἰ βούλει, τὸ σχῆμα καὶ
τὸν βίον ἀλλάξασθαι δεῖ»26.
Ἔτσι, ἐγκαταλείποντας πρόσωπα καὶ πράγματα27, καθὼς δριμύτερος
ἐστι παντὸς ἄλλου πράγματος καὶ αὐτῆς ἅμα τῆς φυσικῆς πρὸς τοὺς
τεκόντας στοργῆς ὁ διακαὴς ἔρως τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὁ Συμεὼν κείρεται
μοναχὸς σὲ ἡλικία 27 περίπου ἐτῶν καὶ ἕνα καινούριο κεφάλαιο τοῦ βίου
του ἀνοίγει28, μὲ τὴν πνευματική του ἀναμόρφωση νὰ ἀνατίθεται ἀπὸ
τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Πέτρο στὸν ἴδιο τὸν Συμεὼν Εὐλαβῆ29.
Ὁ Συμεών, καίτοι διῆγε βίο θαυμαστὸ ὡς μοναχός, μὲ πλήρη
ἀφοσίωση στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ συνεχῆ ἄσκηση δὲ γλύτωσε
ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ εἴτε διὰ τῶν συνασκητῶν μοναχῶν,
ἐξαιτίας τοῦ φθόνου ἀπὸ τὸν ὁποῖο κυριεύτηκαν, εἴτε διὰ τοῦ ἰδίου τοῦ
πονηροῦ ἀπευθείας· ὅπως συνέβη, γιὰ παράδειγμα, μὲ τὸν δαίμονα τῆς
ἀκηδίας30, τὸν δαίμονα τῆς δειλίας31 καὶ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας32.
Ὅμως, μὲ ὅπλα τὴν προσευχή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή, ἀλλὰ καὶ
μὲ βοήθεια τὰ σοφὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα -«φέρε, τέκνον,
25. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 424. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 5833.
26. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 44-466. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 6, σ. 6212-14.
27. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, (μτφρ. Π. Χρήστου), σ. 529. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 9, σ. 709-11.
28. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, σ. 336.
29. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 5411. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 11, σ. 745-9.
30. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 58-6013. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 13, σσ. 788-8035.
31. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 6014. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 14, σ. 801-14.
32. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 6215. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 15, σσ. 801-829.
23
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
33. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 6216-6618. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 16-18, σ. 8424-8626.
34. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 7221. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 21, σ. 92. Βλ. καὶ ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ἡ πνευματικὴ τελειότης,
σ. 83, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση τοῦ Συμεὼν στὸν πνευματικό του
γέροντα καὶ ἡ μέχρι ὑπερβολῆς εὐλάβειά του πρὸς αὐτόν, στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δὲ
συνάδουν καὶ δὲν εἶναι ἀποδεκτὰ σὲ ἕνα κοινόβιο, ὅπου οἱ δόκιμοι μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ
ἀναφέρονται μόνο στὸν ἡγούμενο ἢ στὸν ἐντεταλμένο ἐκπρόσωπό του, στάθηκαν ἡ
ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ μονή.
35. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 7222. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 22, σ. 94. Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος βρισκόταν στὸ
δυτικὸ μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλησίον τῆς πύλης Ξυλοκέρκου, κοντὰ στὴ
σημερινὴ Βελγράδ-Καπού. Ὅπως σημειώνει ὁ Ν. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Μάμαντος Ἁγίου,
Μονή», ΘΗΕ 8 (1966), στ. 544-545, «Μέχρι τῆς ἐμφανίσεως ἐν τῇ μονῇ τοῦ Συμεῶνος τοῦ
Νέου Θεολόγου, ἡ ἱστορία αὐτῆς ἦτο σχεδὸν ἄγνωστος. Ὁ Συμεὼν παρέμεινεν ἐκεῖ
ἡγουμενεύων μέχρι τοῦ 1005, ὅτε καὶ παρητήθῃ ἀφήσας διάδοχόν του μοναχόν τινα
ὀνόματι Εὐτύχιον Ἀρσένην. ... Μετὰ τὸν Συμεῶνα ἡ Μονὴ παρακμάζει, ὁπότε τὸ 1147 ὁ
Γεώργιος Καππαδόκης ἠσχολήθη μὲ τὴν ἀνόρθωσιν τῆς μονῆς τῇ παροτρύνσει τοῦ
πατριάρχου Κοσμᾶ Β΄ τοῦ Ἀττικοῦ». Στὴ συνέχεια, ὁ συγγραφέας παραδίδει περαιτέρω
πληροφορίες γιὰ τὴν πορεία τῆς μονῆς καὶ καταλήγει: «Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι καὶ μετὰ
τὴν ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων ἐπελθοῦσαν καταστροφήν, ἡ μονὴ δὲν ἐξηφανίσθη, ἀλλὰ
ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ μέχρι τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος. ... Ἔκτοτε δὲν ἔχομεν ἱστορικὰς εἰδήσεις
περὶ τῆς ἐν λόγῳ μονῆς καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι αὕτη ἐπέζησε μέχρι τῆς
καταλήψεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων».
24
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
ὑπερκύψας ἐπὶ τὸ τέλειον διὰ σοφίας ἀνέδραμε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
ἡγουμένου Ἀντωνίου, ὁ Συμεὼν θὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας, ἐνῶ, συνάμα, θὰ
προκριθεῖ νὰ ἀναλάβει καὶ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου
Μάμαντος, θέση στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἔχοντας, ἐκτὸς τῶν ἀδελφῶν
μοναχῶν, καὶ τὴ σύμφωνη ψῆφο τοῦ Πατριάρχη Νικολάου Χρυσοβέργη.
Ὡς ἱερέας, δέ, ὑπηρέτησε ἀκούραστος τὸ λειτούργημα κατὰ
τεσσαράκοντα ὀκτὼ χρόνια36.
Ἀποτελώντας τὸ φωτεινὸ παράδειγμα μὲ τὴν ἀσκητική του ζωή,
σύντομα ὁ Συμεὼν κατάφερε νὰ ὀργανώσει ἕνα ποίμνιο μοναχῶν, τὸ
ὁποῖο ὁλοένα καὶ αὐξανόταν. Σ’ αὐτοὺς ἔλεγε τακτικά: «ἀπ’ ἐμοῦ ὄψεσθε
καὶ οὕτω ποιήσετε», προσπαθώντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑποδείξει
τὸν δρόμο τῆς ὀρθῆς ἄσκησης37. Ὁ ἴδιος, ἐπιδιώκοντας καθημερινὰ τὴν
ὅλο καὶ πιὸ αὐστηρὴ ἄσκηση, ἀποτελώντας, βέβαια, ὁρατὸ παράδειγμα
γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους, πληρώθηκε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη σὲ τέτοιο βαθμό,
ὥστε νὰ τύχει τῆς ἱκανότητας νὰ θεολογεῖ38.
Ὅμως, παρὰ τὰ ὅσα ἔπραξε ὁ Συμεὼν καὶ γιὰ τὴ μονὴ καὶ γιὰ τὸ
ποίμνιό του, δὲν κατάφερε ν’ ἀποφύγει μία νέα, σφοδρὴ δοκιμασία, ποὺ
τοῦ ἐπεφύλασσε ὁ πολυμήχανος ἐχθρός. Τριάντα μοναχοί, ἐπηρεασμένοι
ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὶς διαβολικὲς ἀπάτες, στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου,
ἐπιθυμώντας καὶ ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ μονή39. Ἡ ταραχὴ
36. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 8430. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 30, σσ. 106-108.
37. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9035. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 35, σ. 1188.
38. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 92-9436. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 36, σ. 120. Ὅπως σημειώνει ὁ ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,
«Ἀπὸ τὸν βίο Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου», Ἐφημέριος 7 (1958) 667, «Ὅλη τὴ ζωή του τὴν
πέρασε ἀφιερωμένος ὁλότελα στὸν Θεό, χωρὶς νὰ συλλογισθεῖ τίποτε ἄλλο. Ἔφτασε σὲ
μεγάλο ὕψος ἁγιωσύνης, καὶ τόση χάρη τοῦ δόθηκε ἄνωθεν, ὥστε νὰ μιλᾶ γιὰ τὰ
μυστήρια σὰν νὰ τὰ ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικά του μάτια. ... Ἔλαμπε ὅλος ἀπὸ οὐράνιο
φῶς, γιὰ τοῦτο αὐτὸς ὁ Ἅγιος, μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας, πὼς ἔγινε φανερὸ κατοικητήριο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
39. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9638: «...αἴφνης ὡσεὶ τριάκοντα ἄνδρες τῶν μοναχῶν τὰ ἑαυτῶν
διαρρήξαντες πάλλια, ὡς οἱ περὶ Ἄνναν ποτὲ καὶ Καϊάφαν, κραυγαῖς ἀσήμοις καὶ
ὁρμήματι φονικῷ κινηθέντες καὶ τὴν ἐκκλησίαν πᾶσαν διαταράξαντες χεῖρας ἀνόμους
τολμηρῶν ἦταν κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὥστε συλλαβεῖν καὶ ὡσεὶ θῆρες διασπαράξαι
αὐτόν». ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 8, σ. 12413-19.
25
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
40. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 96-9839. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 39, σσ. 124-126.
41. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9840: «Ἐπειδὴ γὰρ τοὺς ἐπάξοντας ἑτοίμους εἶδεν ἐπὶ τὸ τοὺς
ἀποστατήσαντας συλλαβέσθαι, πίπτει πρηνὴς καὶ τῶν πατριαρχικῶν ἐκείνων ἅπτεται
ποδῶν ὁ τὴν ψυχὴν συμπαθέστατος καὶ τιθεὶς αὐτὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων αὐτοῦ, καὶ
θρήνοις τὴν συγγνώμην αἰτεῖται». ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 40, σ. 1265-10.
42. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 10041. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 41, σ. 13023-25.
43. Ἐκκλ. 11, 30.
44. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 104-11045-47. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 45-47, σσ. 136-142.
45. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 11852-13058. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 52-58, σσ. 150-164. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ βιογράφος
26
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
τοῦ ἁγίου ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ καὶ κατονομάζει καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μαθητὲς
τοῦ ἁγίου, χωρὶς νὰ παραθέτει περισσότερες λεπτομέρειες, καθώς, ὅπως ἀναφέρει ὁ
ἴδιος: «Εἰ γὰρ καὶ καθ’ ἕνα τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ μαθητῶν διαμνημονεῦσαι πειράσομαι
περί τε Λέοντος ἐκείνου τοῦ σοφωτάτου, ᾧ ἐπώνυμον ἦν ὁ Ξυλοκώδων, Ἀντωνίου τε καὶ
Ἰωαννικίου, Σωτηρίχου, Βασιλείου καὶ Συμεὼν καί τινων ἄλλων ἀνδρῶν ἐπιθυμιῶν τῶν
τοῦ πνεύματος, ἐπιλείψει με διηγούμενον, ἀποστολικῶς εἰπεῖν, ὁ χρόνος καὶ ὁ χάρτης
αὐτὸς εἰς τὴν ἐκείνων διήγησιν».
46. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 132-13459. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 59, σσ. 164-166.
47. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15270. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 70, σ. 19018-24.
48. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15471. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 71, σσ. 190-192.
49. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15672. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 72, σσ. 194-196.
27
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
του αὐτή (νὰ ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς ὅπως ἁρμόζει σὲ
ἁγίους) ἀποτέλεσε αἰτία σύγκρουσής του μὲ τὸν Σύγκελλο Στέφανο,
πρόεδρο τῆς μητροπόλεως Νικομηδέων50. Ἡ σύγκρουση αὐτὴ τοῦ Συμεὼν
μὲ τὸν Στέφανο προκάλεσε τὴν κλήση τοῦ ἁγίου σὲ ἀπολογία μπροστὰ
50. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 158-16274. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 74, σσ. 198-200. «Περιελθὼν εἰς ρῆξιν», ὡς
σημειώνει ὁ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», ΜΕΕ 22, 521, «τῷ 1003 πρὸς τὸν
μέγαν δυνάμενον ἐν τοῖς πατριαρχείοις καὶ τῇ αὐλῇ σύγκελλον Στέφανον, διότι
αὐτοβούλως ἀπέδιδε τιμὰς ἁγίου πρὸς τὸν τῷ 987 ἀποθανόντα διδάσκαλόν του Συμεὼν
τὸν εὐλαβῆ καὶ διότι ἴσως ἡ αὐστηρὰ μυστικὴ διδασκαλία του ἀπήρεσεν εἰς τὸν
Στέφανον, ἐξωρίσθη τῷ 1009 εἰς Χρυσούπολιν». Ὁ Στέφανος ὑπῆρξε ἕνας ἀξιόλογος
ἱεράρχης μὲ σοβαρὴ μόρφωση καὶ σημαντικὲς ἱκανότητες. Ἦταν ὅμως δεμένος μὲ μιὰ
συμπεριφορὰ ποὺ συνδύαζε τὴν κοσμικὴ συμβατικότητα καὶ τὴν παραδοσιακὴ
αὐστηρότητα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Συμεών. Βλ. και Π.
ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ὁ Θεολόγος τοῦ Φωτός», σ. 12.
Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Ἡ πνευματικὴ τελειότητα, σ. 89, «Κατὰ
τὸν Στέφανον καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας ἧταν θέμα τοῦ
παρελθόντος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἁγιότητα προσώπου
προβαλλομένου ἀπὸ τὸν Συμεών, τὴ συγγραφικὴ ἱκανότητα τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεγνώριζε,
ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Στέφανος μόνο στὸν προφορικὸ λόγο διακρινόταν. Καὶ ὡς πρόσθετο
ἐπιχείρημα ἐπεκαλεῖτο μιὰ φράση, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγει ἀπὸ λόγους ταπεινώσεως ὁ
Εὐλαβὴς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ Στέφανος κατηγοροῦσε τὸν Συμεὼν ὅτι ἤθελε νὰ
τιμήσει ὡς ἅγιο κάποιον ὁ ὁποῖος ἀπὸ μόνος του, ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν
ἁμαρτωλός!». Ἀντίθετα ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητος εἶναι
ἐφικτὴ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ θελήσει σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή. Εἴτε μέσα στὸν
κόσμο, εἴτε καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὴν ἀναχώρηση στὴν ἔρημο· «ἀξίως πολιτευόμενοι,
σῴζωνται καὶ μεγάλων παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μόνης τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ἀξιοῦνται
καλῶν». Βλ. Κατήχησις 22, SC 104, 380193- 195.
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Σ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, «Ἡ βαθμιαία ἐπικράτηση φορμαλιστικῶν
τάσεων κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἀλλὰ καὶ μιᾶς μελαγχολικῆς εἰκόνας “ὅτι ἡ ἐποχὴ τῶν
ἁγίων ἔφτανε ἀνεπιστρεπτὶ στὸ τέλος της”, ἀποτελοῦν ἴσως τὶς κύριες συνιστῶσες
αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, ποὺ συνέβαλαν ὣς ἕνα βαθμὸ στὴ διαμόρφωση ἑνὸς
σκεπτικισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀντιδιέστελλε τοὺς παλαιοὺς ἀπὸ τοὺς νέους ἁγίους,
ἀλλὰ εἶχε προχωρήσει καὶ σ’ ἕνα γενικὸ ἀφορισμό, θεωρώντας ἀδύνατη πλέον τὴν
ἀνάδειξη νέων ἁγίων», ἐνῶ «Τὴν ἴδια περίοδο ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της καὶ μία ἄλλη
τάση μὲ σαφὲς φιλοσοφικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν ὠφέλεια τῶν πιστῶν ἀπὸ
τοὺς ἁγίους καὶ κατὰ συνέπεια ἔκρινε ἄσκοπη τὴν τιμή τους». Περισσότερες
λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. στὴ μελέτη του, «Ὁ ἀνέκδοτος Λόγος τοῦ
Νικήτα Στηθάτου κατὰ Ἁγιοκατηγόρων καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἁγιότητας στὸ Βυζάντιο
κατὰ τὸν 11ο αἰώνα», στὸ Σ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Ἐν Ἁγίοις. Εἰδικὰ Θέματα Βυζαντινῆς καὶ
Μεταβυζαντινῆς Ἁγιολογίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 187-220,
ὅπου καὶ σχετικὴ περὶ τοῦ θέματος βιβλιογραφία.
28
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
στὸν Πατριάρχη καὶ τὰ μέλη τῆς Συνόδου, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὄχι μόνο δὲν
προσπάθησε ν’ ἀποφύγει ἀλλὰ, τοὐναντίον, παρουσιάστηκε ἐνώπιόν
τους χρησιμοποιώντας τὸ εὐαγγελικό «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται καὶ ὁ
ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. Καὶ
πάλιν· ὁ δεχόμενος ἅγιον εἰς ὄνομα ἁγίου μισθὸν ἁγίου λήψεται, καὶ ὁ
δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται»51,
ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀπολογία του ἐπικαλούμενος τὸν ἅγιο Γρηγόριο
τὸν Θεολόγο καὶ λέγοντας: «Οὐδὲ γὰρ ὅσιον οὐδὲ ἀσφαλὲς ἀσεβῶν μὲν
βίους τιμᾶσθαι ταῖς μνήμαις, τῶν δὲ ἐν εὐσεβείᾳ διενεγκόντων σιωπῇ
παραπέμπεσθαι»52. Τίποτα, ὅμως, δὲ στεκόταν ἱκανὸ νὰ περιορίσει τὸ
μένος τοῦ Στεφάνου53, κι ὁ Συμεὼν τὸ ἀντιλαμβανόταν αὐτό. Ἔτσι, ὅταν
κάποια στιγμὴ δέχτηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τὴ διαταγὴ νὰ πάψει τὴν τιμὴ
τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς ὡσὰν αὐτὸς νὰ ἦταν ἅγιος, μὲ τὴν παράλληλη
προειδοποίηση ὅτι, σὲ ἀντίθετη περίπτωση, θὰ ἀπομακρυνόταν διὰ
συγκεκριμένης ἐντολῆς ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ τὴν πόλη, δὲν αἰφνιδιάστηκε54.
Τελικά, ἡ Σύνοδος, παρὰ τὴ σοφία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου, τὸν καταδίκασε
σὲ ἐξορία, ὁρίζοντας ὡς τόπο αὐτῆς πολίχνη τινά, ὀνομαζομένη
Παλουκιτῶν55. Στὸν τόπο αὐτό, μαζὶ μὲ ἕναν μαθητή του, ποὺ εἶχε πάρει
50. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 176-17883. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 83, σσ. 216-218.
52. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 18286. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 86, σ. 224.
53. Ὅπως σημειώνει ὁ Β. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 69, «Ἐπειδὴ δὲν
μποροῦσε νὰ κατηγορήσει τὸν Συμεὼν οὔτε στὸ δογματικὸ πεδίο, οὔτε στὸ ἠθικό, ὁ
σύγκελλος Στέφανος προφασίστηκε, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὶς δικές του παρεμβάσεις, τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁ Συμεὼν ἀπὸ δική του πρωτοβουλία τιμοῦσε στὸ μοναστήρι του μὲ
ἰδιαίτερη ἐπισημότητα τὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Συμεὼν
τοῦ Εὐλαβοῦς..., ποὺ ὅμως ἀκόμα δὲν ἦταν ἐπίσημα ἀναγνωρισμένος ἅγιος ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία».
54. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 196-19894. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 94, σ. 242.
55. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 19895. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 95, σ. 244: «Ἐπεὶ δὲ τὴν Προποντίδα τῆς πρὸς ἡμᾶς
Χρυσοπόλεως», ὅπως τόσο γλαφυρὰ διηγεῖται ὁ Νικήτας Στηθάτος «διαπεράσαντες τὸν
μακάριον ἐπί τι πολίχνιον οἱ ἀπάγοντες αὐτὸν προσώκειλαν τὸ πλοιάριον, ὃ
Παλουκιτῶν ὀνομάζεται, ἄσκευον πάντη χειμῶνος ὥρᾳ, καὶ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἐν ᾧ καὶ
τοῦ κατακρίτου δελφῖνος ἵσταται κίων, τὸν ἅγιον ἔστησαν μονώτατον αὐτὸν
καταλείψαντες καὶ μηδὲ τῆς ἐφημέρου τροφῆς οἱ ἀσυμπαθεῖς ἀξιώσαντες».
29
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
56. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 20096. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 96, σ. 2461-4.
57. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 210-212102. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 102, σ. 258.
58. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 212-214103, ὅπου μὲ λόγια ἐπαινετικά, ποὺ ἀναδεικνύουν γιὰ μίαν ἀκόμη
φορὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἱεροῦ πατρός, ὁ πατριάρχης ἐπεξηγεῖ τὴν αἰτία ποὺ τὸν ὁδήγησε
στὴν προτέρα ἀπόφασή του, ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς: «Ἐγὼ μέν, ἐνδοξότατοι, οὐδεμίαν
ἔλαβον πώποτε πονηρὰν ὑπόληψιν κατὰ τοῦ κυροῦ Συμεών, ἀλλὰ καὶ ἀναγνοὺς κατ’
ἀρχὰς τὰ εἰς τὸν πατέρα τούτου ὑπ’ αὐτοῦ γεγραμμένα, ἥσθην ἐπ’ αὐτοῖς τὸν ἐκείνου
βίον εἰδώς, καὶ ψάλλειν ἐπέτρεψα ἐπ’ ἐκκλησίας αὐτὰ ὑπερεπαινέσας τὴν πίστιν
αὐτοῦ». Καὶ λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Ἃ δὲ πέπονθε παρ’ ἡμῶν, οὐχ ὡς παρασφαλεὶς
ἐν τοῖς τῆς ἐκκλησίας δόγμασι, δι’ ὧν ἡ ὀρθὴ καὶ ἀμώμητος πίστις ὠχύρωται, πέπονθεν,
ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν τοῦ ἰδίου ἀμεταθέτως εἶχε σκοποῦ, καὶ τιμῶν τὸν πατέρα τοῦ
λαμπρῶς ἑορτάζειν οὐκ ἐπαύετο, οἱ κατήγοροι δὲ αὐτοῦ ἐταράσσοντο καὶ δι’ ὄχλου καθ’
ἑκάστην ἡμῖν ἐγίνοντο, διὰ τοῦτο τῆς μονῆς αὐτοῦ καὶ τῆς πόλεως αὐτὸν παρεκίνησα».
59. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 220-222107. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 107, σσ. 268-270.
30
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
60. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 268128. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 128, σ. 322.
61. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 270-272128. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 128, σσ. 322-324. Εἶναι ἰδιαιτέρως συγκινητικὴ ἡ
περιγραφὴ τοῦ ἱεροῦ βιογράφου τοῦ ἁγίου ὅσον ἀφορᾶ στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπὶ
γῆς παρουσίας του, τὴν ὁποία παραθέτουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ αὐτολεξί, προκειμένου νὰ
μὴν ἀλλοιωθεῖ κάτι ἀπὸ τὸ νόημά της: «ἡ δὲ ψυχὴ ἐκείνου δι’ ὅλου κεκολλημένη Θεῷ
ὑπῆρχεν, ᾧ καὶ πρὸ τῆς λύσεως ἔζη καὶ ἐθεολόγει καὶ συνεγίνετο. Διὸ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ
σώματος λύσιν ἐδεῖτο ταχεῖαν γενέσθαι, ἵνα πρὸς οὐρανοὺς κουφισθῇ τῷ τῶν ἀρετῶν
ἅρματι, καὶ εἰς ἀκηράτους σκηνώσεις ἐπαναπαύσηται. Ὅθεν αὐτὸς ἑαυτὸν καὶ τοὺς
ἰδίους στηρίζων μαθητὰς τῇ παρακλήσει τοῦ λόγου παρεμυθεῖτο, ὁμοῦ τε τὴν ὥραν καὶ
τὴν ἡμέραν τῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἐκδημίας προλέγων αὐτοῖς, ... “τί με λείποντα
ὀδύρεσθε;” εἶπεν, “τετάρτην ἰνδικτιῶνα τάφῳ καλύπτετε θνήσκοντα, εἰς πέμπτην με
πάλιν ὄψεσθε ἰνδικτιῶνα καὶ ἐξιόντα τοῦ τάφου καὶ ὑμῖν συνεσόμενον τοῖς ποθοῦσιν”.
Ταῦτ’ εἰπών, ἐπεὶ καὶ ἡ ὡρισμένη, κατὰ τὴν δωδεκάτην τοῦ Μαρτίου ἐνειστήκει, ἐν
μεθέξει τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων ὥσπερ ἔθος αὐτῷ καθ’ ἑκάστην ὁ
ἀοίδιμος γεγονὼς καὶ τὸ ἀμὴν εἰπών, ᾄδειν τὰ ἐπιτάφια τοῖς ἑαυτοῦ προετρέπετο
μαθηταῖς.
Οἱ μὲν οὖν ᾖδον ἡμμέναις λαμπάσι καὶ δεδακρυμένοις τοῖς ὄμμασι, ὁ δὲ ὑψοῦ τὰς
ἱερὰς αὐτοῦ χεῖρας ἐπάρας καὶ κατὰ τὴν ἐνοῦσαν ἔτι δύναμιν μικρὸν προσευξάμενος,
εἶτα ἐπὶ σχῆμα τυπώσας αὐτὰς καὶ ὅλον ἑαυτὸν ἐντίμως συστείλας, κατὰ τὸ μέσον τῆς
ὑμνῳδίας, “εἰς χεῖράς σου, Χριστὲ βασιλεῦ, τὸ πνεῦμά μου παρατίθημι” ἠρέμα καὶ
γαληνὸν ἐπειπών, χαίρων ὁ περιβόητος καὶ πολύαθλος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ
καρτερικοῦ καὶ πολυάθλου σώματος αὐτοῦ ἐξεδήμησεν, ἐν φαιδροῖς τοῖς ἄθλοις
ἐκδημήσας πρὸς Κύριον καὶ ὁλοκαυτωθεὶς ὑπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ παμφάγου ἐν τῷ καιρῷ
τοῦ θανάτου ὡς ἱερεῖον ἄμωμον καὶ εὐπρόσδεκτον τῷ Θεῷ». Βλ. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος
καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, σσ. 271128-273129.
ΚΟΥΤΣΑΣ, 128-129, σσ. 322-324.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ σημειώσουμε ὅτι διάσταση μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν
ὑπάρχει καὶ ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἡμερομηνία θανάτου τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἔτσι, ὁ
βιογράφος του ἀναφέρει ἁπλὰ ὅτι ὁ θάνατός του συνέβη κατὰ τὴν πέμπτη ἰνδικτιῶνα:
«Πέμπτην ἰνδικτιῶνα τάφῳ καλύπτετε θνήσκοντα, εἰς πέμπτην με πάλιν ὄψεσθε
ἰνδικτιῶνα καὶ ἐξιόντα τοῦ τάφου καὶ ὑμῖν συνεσόμενον τοῖς ποθοῦσι» τοῦ ἔτους 1022.
Βλ. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 129. Ὁ καθηγητὴς ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, σ.
214, ἀναφέρει ὡς ἔτος θανάτου τὸ 1035, ἐνῶ ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σ. 22, τὸ ἔτος 1036,
καὶ συγκεκριμένα τὴν τετάρτη ἰνδικτιῶνα αὐτοῦ.
31
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
62. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 272129. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος 129, σ. 326.
63. Βλ. Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Γ΄ (Μὴν Μάρτιος),
ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθῆναι 51979, σ. 253 κ. ἑξ., ὅπου στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας
ἀναφέρεται ὅτι: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται». Τιμήθηκε, δέ, ὑπερβαλλόντως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ
μεταφορὰ τῆς μνήμης του κατὰ τὴν 12η Ὀκτωβρίου ἀντὶ τῆς 12ης Μαρτίου, ἡμέρας τῆς
κοιμήσεώς του, λόγῳ τοῦ κατανυκτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Βλ. «Ὅσιος
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἀφιέρωμα», Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, σ. 23.
32
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Α΄: Περὶ ἀγάπης. Καὶ ποῖαί εἰσι τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν αἱ
ὁδοὶ καὶ αἱ πράξεις. Καὶ μακαρισμὸς πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν ἀγάπην
ἐγκάρδιον64
33
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος B΄: Περὶ τοῦ φεύγειν τοὺς λοιμοὺς καὶ φθοροποιοὺς τῶν
ἀνθρώπων καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν ἀποπέμπεσθαι καὶ πρὸς τὴν
ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς ἀναστῆναι. Ἔτι δὲ καὶ περὶ τοῦ δεῖν σκοπεῖν εἰ τὰ
τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἔχομεν. Καὶ περὶ δακρύων καὶ
κατανύξεως65.
34
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
35
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
36
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Ε΄: Περὶ μετανοίας. Καὶ ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡμῖν ἡ τῶν ἐνόντων
μόνον διάδοσις καὶ ἡ ἀπογύμνωσις αὐτὴ τῶν πραγμάτων εἰς κάθαρσιν
ψυχῆς, ἐὰν μὴ καὶ τὸ πένθος κτησώμεθα. Καὶ περὶ τῆς τοῦ Ἀδάμ ἐξορίας.
Καὶ ὅτι εἰ μετενόησε παραβάς, οὐκ ἂν τοῦ παραδείσου ἐξέπεσε. Καὶ οἷον
ἀγαθὸν εἰργάσατο αὐτοῦ ἡ μετὰ τὴν ἔκπτωσιν μετάνοια. Καὶ περὶ τῆς
δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας καὶ τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν κατακρίσεως.
Καὶ πρὸς τὸ τέλος, ἔλεγχος τῶν ἐν κακίᾳ καὶ ὑποκρίσει ζώντων68.
37
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
38
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Ζ΄: Περὶ προσπαθείας τῆς εἰς τοὺς συγγενεῖς. Καὶ τίς ἡ ἀπάτη
αὐτῆς καὶ εἰς οἷον βόθρον καὶ δεσμὸν κατάγει τοὺς κρατουμένους ὑπ’
αὐτῆς. Καὶ περὶ ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἐν ταύτῃ διαφορᾶς. Καὶ τί ἐστι τό
«Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας
κατακριθήσεται»70.
39
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Η΄: Περὶ τελείας ἀγάπης καὶ τίς ἡ ταύτης ἐνέργεια. Καὶ ὅτι ἐὰν
μὴ διὰ σπουδῆς ἐντεῦθεν ἤδη τῆς τοῦ Πνεύματος μεθέξεως γενώμεθα
μέτοχοι, οὐδὲ πιστοὶ καὶ χριστιανοὶ δυνάμεθα εἶναι, ἀλλ’ οὐδὲ υἱοὶ καὶ
τέκνα Θεοῦ χρηματίσομεν71.
Λόγος Θ΄: Περὶ ἐλεημοσύνης. Καὶ τίς ἐστιν ὁ πεινῶντα τὸν Θεὸν
τρέφων καὶ διψῶντα ποτίζων καὶ καθεξῆς. Καὶ πῶς τοῦτό τινι
κατορθωθήσεται. Καὶ ὅτι εἰ μή τις καὶ ἐν ἑαυτῷ ταῦτα πάντα ποιήσει καὶ
θρέψει καὶ ποτίσει Χριστόν, οὐδὲν ὠφεληθήσεται ἐκ τοῦ ταῦτα μόνον
ποιεῖν εἰς τοὺς πένητας, ἑαυτὸν δὲ ἄτροφον παρορᾶν καὶ γυμνὸν τῆς
δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ72.
40
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Ι΄: Περὶ μετοχῆς Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἁγιωσύνης καὶ τελείας
ἀπαθείας. Καὶ ὅτι ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐξ ἀνθρώπων δόξαν οὐδὲν ἐκ τῶν
λοιπῶν ἀρετῶν ὠφελεῖται, κἂν πάσας κατώρθωσε73.
41
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΙΑ΄: Περὶ νηστείας. Καὶ ὅτι οὐ χρὴ τὸ τῆς νηστείας ὠφέλιμον
ἐν τῇ πρώτῃ καὶ μόνῃ τῶν νηστειῶν ἑβδομάδι σπουδαίως τηρεῖν καὶ
ἀσπάζεσθαι, ἀλλὰ τὴν ἴσην καὶ τὴν αὐτὴν σπουδὴν ἐν πάσαις ταῖς
ἑβδομάσι τῶν νηστειῶν ἀναγκαῖον τοῖς σπουδαῖοις διατηρεῖν74.
Πρόκειται γιὰ Κατήχηση στὴν ὁποία γίνεται λόγος γιὰ τὰ περὶ τῆς
νηστείας καὶ τῆς ἴασης ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μέσῳ αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται. Ὁ
ἅγιος ἐπιλέγει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ θέμα κατὰ τὴ Δεύτερη ἑβδομάδα τῶν
νηστειῶν τοῦ Πάσχα, τότε ποὺ παρατηρεῖται κάμψη τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὴ
συνέχιση αὐτῆς τῆς μορφῆς ἀγώνα. Ὅμως, ὡς καλὸς πνευματικὸς
καθοδηγητὴς ποὺ εἶναι, ἐνισχύει τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν,
τονίζοντας ὅτι ἡ νηστεία ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ κάθε ἀρετὴ ποὺ
κατακτιέται. Καὶ προσθέτει ὅτι ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται πρέπει νὰ
συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Ὁ Λόγος ὁλοκληρώνεται μὲ
προτροπὲς τοῦ ἱεροῦ πατρὸς πρὸς τοὺς μοναχοὺς γιὰ παρουσία τους στὴν
τράπεζα μὲ τὴν προσοχὴ στραμμένη στὰ ἀναγνώσματα ἀλλὰ καὶ
ἐπίδειξη ἀκόμα μεγαλύτερου ζήλου γιὰ τὰ πνευματικά.
Λόγος ΙΒ΄: Περὶ ἐγκρατείας καὶ ὑπομονῆς εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν
ἀρετῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας. Καὶ περὶ σιωπῆς. Καὶ ὅπως δεῖ ἐν πάσῃ
τῇ νηστείᾳ διάγειν τοὺς ἀγωνιζομένους ἐν ἀληθείᾳ75.
42
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, παραλλήλως, δέ, καὶ τὸ πόσο οὐσιαστικὴ
βοήθεια προκύπτει γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴ συνέχιση
τῆς νηστείας. Δὲν παραλείπει, ὅμως, ὁ ἱερὸς πατέρας νὰ ἐπιβραβεύσει
τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς γιὰ τὸν νηστευτικὸ ἀγῶνα τους καθὼς καὶ γιὰ
τὴν ἐγκράτεια ποὺ κάνουν. Ἀλλὰ ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς γαστριμαργίας
πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάλειπτος. Ἄλλωστε, ὅπως τοὺς ὑπενθυμίζει, κι ὁ Ἴδιος
ὁ Κύριος ζήτησε νὰ μὴ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν τροφὴ τῆς
ἐπαύριον παρὰ γιὰ τὸ πῶς θὰ κερδίσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὸ
πρόβλημα τῆς ἀργολογίας φαίνεται πὼς ἀπασχολεῖ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν
Λόγο τὸν ἱερὸ πατέρα. Ἐπιστρέφει ξανὰ στὸ θέμα, φέρνοντας ὡς
παράδειγμα τὴν ἀναφορὰ τοῦ μακαρίου Ζωσιμᾶ στὴν περίπτωση τινῶν
μοναχῶν ἐκ τῆς μονῆς στὴν ὁποία ἡσύχαζε καὶ αὐτός. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν
τὴν ἀναφορά, οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς
Τεσσαρακοστῆς, ἀποσύρονταν στὴν ἔρημο, ἀποφεύγοντας τὶς ἐπιζήμιες
συναναστροφές, προκειμένου νὰ μὴν πέσουν στὴν παγίδα τῆς
ἀργολογίας. Ὁ Συμεὼν ὁλοκληρώνει τὸν Λόγο του μὲ προτροπὲς πρὸς
τοὺς μοναχοὺς γιὰ συνέχιση τῆς νηστείας μὲ θέρμη.
Λόγος ΙΓ΄: Περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ ὁποία τίς ἐστιν ἢ
πῶς ἐν ἡμῖν γίνεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν αὐτῇ ἡ ἀνάστασις
τῆς ψυχῆς. Καὶ τί τὸ μυστήριον ταύτης τῆς ἀναστάσεως. Ἐλέχθη μετὰ τὸ
Πάσχα τῇ δευτέρᾳ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα76.
43
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
θέση νὰ δεῖ τὴν Ἀνάστασή Του, ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ χίλια ἔτη περίπου
(σὲ σχέση μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε τὸ ἐν λόγῳ κατηχητικὸ κείμενο).
Ἡ ἐντὸς τοῦ καθενὸς Ἀνάσταση ἐπιτρέπει τὴν ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη
τῆς πίστης καὶ τὴ διάθεση γιὰ πνευματικὴ προκοπή· τέτοια ὥστε τὰ ἔργα
νὰ γίνουν ἀντάξια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαύματος, ἔργα θεάρεστα (ὅπως
εἶναι ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν). Ἄλλωστε, χωρὶς ἔργα πιστεύουν καὶ
οἱ δαίμονες, ποὺ ὁμολογοῦν πὼς καὶ γνωρίζουν καὶ ἀναγνωρίζουν τὸν
Θεό.
Λόγος ΙΔ΄: Περὶ μετανοίας καὶ ἀρχῆς βίου μοναδικοῦ. Καὶ πῶς τις
ὁδῷ καὶ τάξει προβαίνων εἰς ἀρετὴν ἐν τῇ τῶν ἐντολῶν ἐργασίᾳ εἰς
τελειότητα ἔρχεται77.
44
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΙΕ΄: Περὶ ἐμπαθοῦς καὶ ἀπίστου καὶ πονηρᾶς διαθέσεως. Καὶ
τίς ἡ ἕνωσις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς καὶ τίνα τρόπον ἐν
αὐτοῖς αὕτη γίνεται. Καὶ πρὸς τὸ τέλος, καταδρομὴ τῶν ἀναξίως
κατατολμώντων τῆς ἀρχιερωσύνης78.
Λόγος ΙΣΤ΄: Περὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Καὶ τίς ἡ
θεωρία τῶν μυστηρίων αὐτοῦ. Καὶ ὅπως τοῖς καθαροῖς τὴν καρδίαν
ἀποκαλύπτονται. Καὶ διήγησις ἐκ προοιμίων ἐπωφελὴς περί τινος
ὑποτακτικοῦ, λαβόντος Πνεῦμα Ἅγιον ταῖς εὐχαῖς τοῦ πνευματικοῦ
αὐτοῦ πατρός79.
45
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
46
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
47
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΙΘ΄: Ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ μόνοις τοῖς λόγοις καὶ ταῖς ὑποσχέσεσι
θαρρεῖν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἔργων τὸ πιστὸν βεβαιοῦσθαι τῶν
λόγων αὐτῶν. Καὶ οἵα τίς ἐστιν ἡ τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων διάθεσις
καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς μαθητευομένους αὐτοῖς. Καὶ ὁποῖα τὰ σπλάγχνα
καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν. Καὶ ὅπως ὑπὲρ αὐτῶν ἐντυγχάνουσι τῷ Θεῷ82.
48
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
49
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΚΑ΄: Περὶ μνήμης θανάτου. Καὶ οἷον ἀγαθὸν τέλος δέδωκεν ὁ
τρισόλβιος αὐτοῦ ἀδελφὸς Ἀντώνιος. Καὶ πρὸς τῷ τέλει ἐπιτάφιος πρὸς
αὐτόν84.
Κατήχηση στὴν ὁποία ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν πίστη. Ἡ πίστη,
ὅπως τονίζει, εἶναι ἀπὸ μόνη της ἱκανὴ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, καὶ ὡς
σχετικὸ παράδειγμα φέρνει τὸν βίο τοῦ προφητάνακτος Δαυίδ.
Ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ταπείνωση, σπεύδει,
ὅμως, νὰ συμπληρώσει πὼς δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ πιστέψει
κάποιος στὸν Χριστό. Ἐπ’ αὐτοῦ, καταθέτει, ὡς ἕτερο παράδειγμα, τὴν
περίπτωση τοῦ βίου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸ ὄνομα Γεώργιος, ζοῦσε
στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε ὡραῖο ντύσιμο καὶ ἦθος. Αὐτὸς
50
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
διδάχτηκε τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν ἀπὸ κάποιο βιβλίο τοῦ Μάρκου τοῦ
μοναχοῦ (πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Ἐρημίτη καὶ γιὰ τὸ βιβλίο
του ποὺ ἐδόθη στὸν νεαρὸ τότε Συμεὼν ἀπὸ τὸν μετέπειτα πνευματικό
του πατέρα, τὸν ὅσιο Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ – ὁ Γεώργιος ποὺ ἀναφέρεται
ἐδῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Συμεών), τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶχε νὰ
κάνει μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὁ Γεώργιος, ἔχοντας αὐτὸ τὸ βιβλίο ὡς
πηγὴ θείας γνώσης, ἔζησε τὴ ζωή του μέσα σὲ δάκρυα κατάνυξης καὶ
θερμῆς πίστης, φτάνοντας στὸ σημεῖο ἀκόμα καὶ νὰ βιώσει ἐμπειρίες
ἀνέσπερου φωτός. Ἡ πίστη, κατὰ τὸν ἅγιο, δὲν ἀποτελεῖ ἀξίωμα μόνον
ὅσων ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια. Κάποιος ποὺ ἔχει ἀληθινὴ
πίστη μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ ἐπίπεδα πού, ἐνδεχομένως, ἕνας μοναχὸς δὲ
θὰ καταφέρει νὰ φτάσει. Σοφὸς εἶναι ὅποιος διαθέτει φόβο Κυρίου καὶ
τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλη. Ὁ Ἴδιος
φανερώνεται καὶ δέχεται κοντά Του ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτόν. Ὁ ἱερὸς
πατέρας ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναλογιστοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ὅτι ἀφοῦ τὸ θεῖο φῶς
φανερώθηκε σὲ κάποιον ποὺ πίστεψε πραγματικὰ στὸν Χριστό, τότε
πόσα περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ βιώσουν κι
ἐκεῖνοι ἐὰν ἔχουν πίστη, ἀπὸ τὴ στιγμή, μάλιστα ἀπαρνήθηκαν κάθε τι
τὸ κοσμικό.
Λόγος ΚΓ΄: Περὶ μετανοίας καὶ φόβου Θεοῦυ. Καὶ ὁποῖον ἀγῶνα ἔχει
ψυχῆς καὶ πόνον καρδίας ὁ μετὰ συντετριμμένου τοῦ πνεύματος
μετανοῶν. Καὶ τίνα εἰσὶν ἃ λέγει καὶ πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον
εὔχεται86.
51
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
52
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Ὁ ἅγιος Συμεὼν κάνει λόγο γιὰ τὶς ἀλλοιώσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ,
ἀναφερόμενος στὶς διακυμάνσεις ποὺ τυγχάνουν περνώντας, γιὰ
παράδειγμα, ἀπὸ τὴ λήθη στὴν ἐγρήγορση, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὴ λύπη ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ ἄλλες διακυμάνσεις κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν, ἐπίσης, καὶ οἱ ἀλλοιώσεις ποὺ συμβαίνουν στὸ σῶμα,
οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς προηγούμενες διότι τὸ σῶμα εἶναι
φτιαγμένο ἀπὸ φθαρτὴ ὕλη. Οἱ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ξεγελιοῦνται ἀπὸ
αὐτὸ τὸ γεγονός, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ἕλκεται τὸ σῶμα, στὴ σύστασή του. Διότι οἱ ἐπιθυμίες τοῦ σαρκικοῦ
φρονήματος κινοῦνται ἀπὸ τὴν ψυχή. Ὥστε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, τὰ πάθη
τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ Θεός, ὅμως, στὸ
πρόσωπο τοῦ Ἀδὰμ ἐμφύσησε ψυχὴ ζῶσα. Μεταβολές τοῦ σώματος,
πάλι, δὲν ἐπέρχονται μόνο ἀπὸ τρυφηλὸ ἢ ἐπιπόλαιο βίο ἀλλὰ κι ἀπὸ
πολλὴ ἀγρυπνία ἢ ἀσιτία· καὶ τοῦτο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ σῶμα εἶναι
φθαρτὸ καί, συνεπῶς, ἐπιδεκτικὸ μεταβολῶν. Πάντως, οἱ ἀλλοιώσεις
αὐτές, σώματος καὶ νοῦ, γίνονται ἀντιληπτὲς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
βρίσκονται σὲ στάδιο ἀρετῆς. Ἡ Κατήχηση τελειώνει μὲ τὸν ἱερὸ πατέρα
νὰ ἐπισημαίνει ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς ὅταν μεταβάλλεται ἕνα ἀπὸ
τὰ τρία -ψυχή, νοῦς ἢ σῶμα- ὑφίσταται μεταβολὴ καὶ στὰ ἄλλα δύο.
Ὡστόσο, δὲν ἀποκλείεται ἡ δύναμη τοῦ θείου φωτὸς νὰ ἐπιτρέψει στὴν
ψυχὴ καὶ στὸν νοῦ νὰ δοῦν τὸ σωστό, ἔτσι ὥστε ὁ πάσχων ἄνθρωπος νὰ
ξεφύγει τῆς πνευματικῆς τύφλωσης.
53
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
54
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΚΖ΄: Περὶ τοῦ μὴ ἀμελῶς ἔχειν περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν τοῦ
Θεοῦ ἐντολῶν, μηδὲ καταφρονεῖν μιᾶς καὶ μόνης αὐτῶν, ἀλλ’
ἀγωνίζεσθαι τηρεῖν ὁμοῦ πάσας, ἵνα μὴ ὡς καταφρονηταὶ ἔξω τοῦ
νυμφῶνος ἀποκλεισθῶμεν. Καὶ περὶ τοῦ ὑπομένειν γενναίως τοὺς
πειρασμούς90.
Γιὰ τὸν ἱερὸ πατέρα ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὸν ἀγῶνα τῶν
μοναχῶν γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἀποτελοῦν ἀπαράβατες
προϋποθέσεις. Παρομοιάζει κάθε κερδισμένη ἀρετὴ μὲ πολύτιμο
μέταλλο (χρυσό, ἀσήμι, χαλκό), ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι φτιαγμένο τὸ
σκεῦος τῆς χάριτος ποὺ πρόκειται νὰ γεμίσει ὁ Θεός. Ἑπομένως, καὶ οἱ
ἀδελφοὶ τῆς μονῆς, οἱ ἀποδέκτες αὐτοῦ τοῦ κηρύγματος, πρέπει νὰ
προσπαθοῦν συνεχῶς γι’ αὐτὸ τὸ σκεῦος, νὰ μὴν ἔχει τρύπες· διότι
ἀλλιῶς ὁ Κύριος δὲ θὰ ρίξει μέσα τὰ πολύτιμα χαρίσματά Του. Τοὺς
ὑπενθυμίζει, μάλιστα, τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θέλοντας μ’
αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κάνει γνωστὸ ὅτι τὸ φῶς προϋπάρχει μέσα στὸν
ἄνθρωπο ἀλλὰ αὐτός, μὲ τὶς πράξεις του, τὸ κρατᾶ στὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ,
ἐπίσης, καὶ ὅτι ἂν τελικὰ τὸ φῶς λάμψει μέσῳ αὐτοῦ, δὲ θὰ πρόκειται γιὰ
δικιά του κατάκτηση ἀλλὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ
βρισκόταν μέσα του. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐνοίκησης τοῦ Πνεύματος στὸ
σῶμα πρέπει νὰ φροντίζει κανεὶς γιὰ τὴν καθαρότητά του, καθὼς
μολύνεται ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὁ Κύριος, καίτοι
ἀναμάρτητος, ραπίσθηκε καὶ δέχτηκε ἐξευτελισμοὺς γιὰ χάρη τῶν
ἀνθρώπων. Συνεπῶς, μὲ μεγάλη χαρὰ ὀφείλουν καὶ αὐτοὶ νὰ δέχονται
κάθε ὕβρη καὶ ταπείνωση, ἐφόσον κουβαλοῦν πάνω τους καὶ τόσες
ἁμαρτίες. Ὥστε, κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα, οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ
νιώθουν ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε, παρὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ
ὑπομένουν ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ ὑπακούουν στὶς ἐντολὲς τοῦ
Κυρίου.
55
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
56
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΚΘ΄: Περὶ τοῦ μὴ δεῖν λέγειν, ὅτι ἀδύνατον νῦν εἰς ἄκρον
ἐλθεῖν ἀρετῆς τὸν βουλόμενον καὶ τοῖς πάλαι ἁμιλληθῆναι ἁγίοις. Καὶ
ὅτι πᾶς ὁ τὰ ἐναντία διδάσκων τῶν θείων Γραφῶν νέαν αἵρεσιν τοῖς
πειθομένοις αὐτῷ δογματίζει. Καὶ περὶ δακρύων, ὅτι ἐκ φύσεως ἡμῖν τὰ
δάκρυα πρόσεστι92.
57
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος Λ΄: Περὶ μετανοίας καὶ ἀρχῆς ἐπαινετοῦ βίου, ὅπως δεῖ τὸν
μετανοοῦντα καθ’ ἑκάστην ποιεῖν. Ἐν ᾧ καὶ περὶ δακρύων ἅμα καὶ
κατανύξεως93.
58
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΛΑ΄: Περὶ τοῦ πῶς δεῖ ἕκαστον ἑαυτὸν ἐπισκέπτεσθαι καὶ τὰ
καθ’ ἑαυτὸν ἐπιμελῶς ἐρευνᾶν. Καὶ πῶς τὰ ἑαυτοῦ ἀντιπαρατιθέναι χρὴ
ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Χριστοῦ94.
59
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
Λόγος ΛΓ΄: Περὶ μετοχῆς Πνεύματος Ἁγίου. Καὶ ὅτι ἀδύνατον ἄλλως
βεβαιωθῆναι τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, εἰ μὴ δι’ ἐπιδημίας τοῦ Πνεύματος, οὗ
χωρὶς οὐδεὶς πρὸς ἀρετὴν κατευθύνεται, οὐδὲ ἄλλους ὠφελεῖν δύναται
ἢ ἀλλοτρίους δέχεσθαι λογισμούς. Καὶ περὶ τὸ ἴσον κατὰ πάντα καὶ
ὡσαύτως ὂν τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος96.
60
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
61
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
τους, ὅμως, νὰ ἀνοίξουν τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ νὰ δοῦν τὸ μέγα, θεῖο
φῶς, τὸ ὁποῖο λάμπει ἀενάως. Κι αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ θὰ τὸ καταφέρουν μὲ
τὸ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ σώματος, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα γιὰ
τὸν Θεό.
62
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
101. Βλ. σχετικὰ St. Symeon the New Theologian and Spiritual Fatherhood, Brill, Leiden, The
Netherlands 1990, σ. 29.
63
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
64
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
65
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
107. Βλ., γιὰ παράδειγμα, τὴν ἐπιλογὴ τῆς λέξης προσβολὴ ἀντὶ τῆς εἰσβολὴ στὸ
Κατήχησις 3, SC 96, 302278.
108. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, σ. 169. Πάντως, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Στηθάτος προτιμᾶ κάποτε τὴν ὄχι
καὶ τόσο πιστὴ ἀπόδοση ἐκφράσεων ἢ λέξεων, ποὺ ἀφοροῦν στὴ μυστικὴ θεολογία καὶ
τὶς ἔννοιες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνέσπερου φωτός, δὲν
εἶναι τυχαῖο καὶ οὔτε θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀστοχία ἀπὸ πλευρᾶς του, ἐπειδή,
τάχα, δὲν ἀκολουθεῖ μιὰ μέχρι τέλους προαποφασισμένη κατὰ ὁρισμένο τρόπο
προσέγγιση τοῦ κειμένου. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἐπὶ συγκεκριμένου ἐπιλέγεται τό
«εὐαισθήτως» ἀντὶ τοῦ «αἰσθητῶς» σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποδοθεῖ τό «πῶς», αὐτὸ δὲ
γίνεται γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ γιὰ νὰ προσπεραστεῖ ἐνδεχόμενη παγίδα πρόσληψης τοῦ
νοήματος μεσσαλιανιστικά. Σχετικὰ μὲ τὸ Μεσσαλιανισμὸ βλ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ,
«Μασσαλιανοί», ΘΗΕ 8 (1966) 814-815.
66
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
67
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
111. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 274130. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 130, σ. 328.
112. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 288135. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 135, σ. 344.
113. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 362. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 2, σ. 50.
114. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 362. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 2, σ. 48-50.
68
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
69
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
116. Πάντως, κι ὁ ἴδιος ὁ Κριβοσέιν, ἐνῶ ἐπιτρέπει τὴν ἀνάπτυξη τοῦ συγκεκριμένου
προβληματισμοῦ του, δὲν παραλείπει ἀπὸ τὴν ἄλλη, νὰ διαφυλάξει τὰ νῶτα του καὶ τὴν
ἀσφάλεια τοῦ κύρους τῆς κριτικῆς ἔκδοσης, ἀφήνοντας σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἔρευνάς
του νὰ προκύψει καὶ ἕνα εἶδος πλάγιας ἀμφιβολίας, ὄχι τόσο ξεκάθαρης σὲ πρῶτο
χρόνο, ποὺ τὴν ἀφήνει, ὅμως, νὰ αἰωρεῖται καί, θὰ λέγαμε, δίνει λαβὲς γιὰ τὴν ἀναίρεση
μελλοντικά (ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε) τῆς θέσης ποὺ ἀρχικὰ φαίνεται νὰ υἱοθετεῖ. Ὥστε
γράφει, λοιπόν: «ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ ζήτημα τῆς αὐθεντικότητας τῶν λαϊκῶν καὶ
ἀνώμαλων γραμματικῶν στὰ ἔργα τοῦ Συμεών, μένει ἀνοιχτὸ μέχρι νὰ γίνει μιὰ μελέτη
πιὸ συστηματικὴ τοῦ συνόλου τῶν γραπτῶν του. Εἶναι, λοιπόν, πιὸ συνετὸ νὰ
ἀκολουθήσουμε ἐδῶ τὶς μαρτυρίες τῶν χειρογράφων χωρὶς προτίμηση ἐκ τῶν προτέρων,
οὔτε γιὰ τήν ‘κλασική’ τάση οὔτε γιὰ τή ‘δημοτική’ τάση. Διαπιστώνουμε ἁπλὰ ὅτι στὴν
ἔκδοση τοῦ Νικήτα ἡ ‘δημοτική’ τάση εἶναι πιὸ ἐμφανής, ἀλλὰ χωρὶς τίποτα τὸ
συστηματικό, καὶ ἀνέχονται πολλὲς ἀντίθετες περιπτώσεις (σ.σ. μὲ τὴν ἔννοια, δηλαδή,
τῆς λόγιας μορφῆς γλώσσας). KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du
Texte», σ. 171.
117. Τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Νικήτας ὁ Στηθᾶτος»,
ΘΗΕ 9 (1966) 466-470.
70
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
71
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
72
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
χαρᾷ αἰσχυνόμενοι καὶ ἐν εὐφροσύνῃ αὐτοὶ τηκόμενοι καὶ δεινῶς καιόμενοι καὶ
διαφόροις εἴδεσι τῶν ἰδίων παθῶν κολαζόμενοι, καθὰ δὴ καὶ οἱ δίκαιοι ταῖς διαφόροις
ἀρεταῖς στεφανούμενοι».
122. Κατήχησις 6, SC 94, 36270. Ἡ ἄσκηση, παρὰ τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα ποὺ τὴν
ἀπαρτίζουν, ἀποτελεῖ ἕνα ἐσωτερικὸ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁμοιάζει μὲ τὴν
προσπάθεια ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως, καὶ ὁρίζεται
ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ὑπερνικᾶ κάθε ἐμπόδιο, καθὼς ὁ
πιστὸς ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴ δὲν παρεμποδίζεται ἀπὸ τὶς δυσκολίες, δὲ φοβᾶται τοὺς
κόπους, ἀλλὰ ὑποβάλλεται σὲ κάθε δοκιμασία καὶ σὲ κάθε στέρηση προκειμένου νὰ
ἐπιτύχει τὴν κάθαρση, τὴν ἀπάθεια καὶ νὰ βρεθεῖ ἐγγύτερον πρὸς τὸν Κύριον. Βλ.
σχετικά ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σσ. 168-171.
73
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
74
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
75
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
127. Κατήχησις 9, SC 104, 1049-10: «Ἔδει μὲν μὴ τολμᾶν με πρὸς ὑμᾶς ὅλως
φθέγγεσθαι, μηδὲ διδασκάλου τάξιν ἐπέχειν ἐνώπιον τῆς ἀγάπης ὑμῶν».
128. Ἡ θεολογία, καθὼς σημειώνει ὁ ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ (Νῦν Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου), Μικρὰ Εἴσοδος, σ. 112, «στὴν αὐθεντική της ἔκφραση
εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἡ θεολογία εἶναι ἀληθινή, καὶ μάλιστα εἶναι θεοπτία
τόσο καὶ ὁ λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει πραγματικὸ καὶ
ἀληθινὸ θεολόγο».
129. Κατήχησις 9, SC 104, 10411-10624: «ὥσπερ τὸ ὑπὸ τοῦ τεχνίτου κατασκευασθὲν
ὄργανον ὑπὸ τῶν δακτύλων τοῦ τεχνίτου εὐρύθμως κρούηται ... τὰς ἀκοὰς τῶν πάντων
ἡδυτάτου μέλους ἀποπληροῖ, οὕτω δὲ καὶ ἐπ’ ἐμοὶ συμβαίνειν... αὐτὸν τὸν δάκτυλον τοῦ
Θεοῦ, τὸν τὰς νευρὰς τοῦ νοὸς κρούοντα καὶ πρὸς τὸ λαλεῖν ἡμᾶς διεγείροντα ... ἢ
ἀληθέστερον εἰπεῖν, τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων ὡς δι’ ὀργάνου λαλοῦντος ἡμῖν».
76
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
77
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
78
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
79
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
135. Πρβλ. Α΄ Θεσ. 5, 1-3: «Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν
ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν
νυκτὶ οὕτως ἔρχεται. ὅταν γὰρ λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς
ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν».
136. Πρβλ. Β΄ Κορ. 5, 10: «τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ
βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε
ἀγαθὸν εἴτε κακόν».
80
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
81
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
82
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
83
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
147. Κατήχησις 34, SC 113, 282126-129: «Ἐμὲ δὲ τὸν λέγοντα ὑμῖν ἐν τῷ λόγῳ τῆς
χάριτος τὰς δωρεάς, ἃς λαμβάνουσιν ἀπὸ Θεοῦ οἱ ἐν πίστει θερμῇ προστρέχοντες αὐτῷ
καὶ ποιοῦντες αὐτοῦ τὰς ἐντολάς».
148. Κατήχησις 5, SC 96, 452886-456938: «Ἰδοὺ δὴ ἔπεμψέ μοι ὁ Θεὸς οἶκον, ἄρτον καὶ
οἶνον καὶ ἀφθόνους τροφάς. Ἐγενόμην συναρίθμιος τοῖς πρώτοις, καὶ πρῶτος τοῖς μετ’
ἐμὲ ἐρχομένοις, καὶ ἀδελφός εἰμι τούτων πάντων, θελόντων καὶ μὴ θελόντων αὐτῶν.
Τοῦ λοιποῦ φάγομαι καὶ πίομαι καὶ ὑπνώσω εἰς κόρον. Τί γάρ μοι καὶ χρεία τοῦ
ἐργάζεσθαι ἀπὸ τοῦ νῦν, ἵνα ἐγὼ κοπιῶ καὶ τὸν κόπον μου ἀποκερδαίνωσιν ἄλλοι; Ἐὰν
γὰρ καὶ εἰς δουλείας τινάς μοι ἐπιτάξωσι, προβαλοῦμαι πρῶτον ἀδυναμίαν· ... Εἰ δὲ καὶ
δώσουσί μοι ἔργα τινὰ εὐτελῆ καὶ διακονίαν ὡσαύτως ποτέ, καταφρονήσω αὐτῆς. Οἷον,
εἰ μὲν τοῖς ἡμιόνοις προστάξουσί μοι δουλεύειν, προφασίσομαι μὴ εἰδέναι τὴν δουλείαν
αὐτῶν καὶ ἐάσω αὐτὰ ἀφιλοκάλητα καὶ ἀνεπιμέλητα μετὰ πάντων τῶν στρωμάτων
αὐτῶν· ... Εἰ δὲ ἀρτοποιὸν προστάξουσί με γενέσθαι, προμαρτύρομαι μεθ’ ὑποκρίσεως,
ὡς ἂν μὴ καταγνωσθῶ ὡς παρήκοος· ... Εἰ δὲ καὶ εἰς τὸ μαγειρεῖον διακονεῖν τάξουσιν
αὐτόν, οὐκ οἶδε ταπεινωθῆναι τῷ προεστῶτι αὐτοῦ καὶ βαλεῖν μετάνοιαν· ... Ἐὰν δὲ εἴπῃ
αὐτῷ ἀδελφὸς ἢ καὶ ἀποστείλῃ τι πρὸς τὸ ἐψῆσαι καὶ εὐτρεπίσαι αὐτό, λέγει
ἀναισχύντως· “Οὐ φείδεται; Ἐκέλευσε τίνα κῦρι τὸν δοῦλον αὐτοῦ! Οὐά, ἕως τότε μὴ
φάγη, ἕως οὗ ἐγὼ ἐγγίσω ἢ εὐτρεπίσω αὐτά!”-.
84
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
149. Κατήχησις 4, SC 96, 332208-212: «Τί δὲ καὶ περὶ τῶν ἀναξίως προσερχομένων καὶ
αἰτήσεις ποιουμένων εἰς τοὺς προεστῶτας αὐτῶν εἴπω; Καὶ οἱ μὲν ὅσοι εὐλαβείας δῆθεν
τῆς ἔξωθεν ἐπιμελόμενοι μόνον ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, ὅσοι πρὸς τὰ κέρδη καὶ τὴν δόξαν καὶ
τὰ παρόντα μόνον κεχήνασιν».
150. Κατήχησις 4, SC 96, 332218-334239: «Οἱ δὲ ὅσοι τῇ ἀμελείᾳ καὶ ῥαθυμίᾳ ἐξ αὐτῆς
αὐτῶν τῆς ἀποταγῆς ἐκδότους δεδώκασιν ἑαυτούς, ἀδυναμίαν σώματος
προβαλλόμενοι, οἱ ἀπὸ τοῦ κόσμου χθὲς καὶ πρώην ἐλθόντες καὶ μυρίων κακῶν
γέμοντες, πρὸ τοῦ ὑποταγῆναι καὶ ἱδρῶσαι καὶ κοπιάσαι αὐτοὺς εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ,
ἀπερχόμενοι ἵστανται, ὡς εἴρηται, μετὰ τῶν πολλὰ κεκοπιασάντων ἐπακουμβίζοντες.
Καὶ ἐὰν εἴπῃ ὁ πλησίον αὐτοῦ πρὸς ἕνα τούτων· “Εἴσελθε, ἀδελφέ, εἰς τὸν συνήθη σου
τόπον καὶ στῆθι ψάλλων ἐκεῖ μετὰ τῶν ἀδελφῶν· δύνασαι γάρ”, ἀποκρίνεται λέγων·
“Ἀπὸ τῶν ὧδε μᾶλλον προσεχέστερον ἀκούων, κάλλιον ψάλλω ἤπερ ἀφ’ οὗ ἐκ
συνηθείας ἵσταμαι τόπου”. Ἐὰν δὲ πάλιν προσθεὶς ὁ ἀδελφὸς εἴπῃ αὐτῷ “Οὐ δύνασαι
ὧδε ἵστασθαι, ἀδελφέ, ἄνευ προστάξεως τοῦ προεστῶτος ἡμῶν”, ἀκούσας ἐκεῖνος εὐθὺς
ἀπελθὼν αἰτεῖται τὸν προεστῶτα, σώματος ἀδυναμίαν προφασιζόμενος καὶ ἀσθένειαν,
ἕως οὗ ἐπιτύχῃ τοῦ ἰδίου σκοποῦ· “Καὶ ἵνα, φησί, πάτερ, ἀκούω τὸν πρῶτον κανόναρχον
καὶ ἵσταμαι εἰς τὸ πρῶτον στηθέον ἢ εἰς τὸ δεύτερον τοῦ δεῖνος ἐγγύς”, παρισάζων
ἑαυτὸν τῷ κεκοπιακότι πολλά· καὶ ὁπηνίκα τοῦ σκοποῦ τύχῃ, ἔκτοτε οὐδέποτε δύναται
στῆναι ἐν τῷ χορῷ».
85
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
151. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ φωτός», σ. 10, ὅπου ἀναφέρονται τὰ
ἑξῆς: «Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση στὴ χριστιανικὴ κοινωνία πλέκεται γύρω ἀπὸ δύο
πολὺ σημαντικοὺς γιὰ τὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὅρους: Πατὴρ καὶ γέρων.
... Πατέρες εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατηχοῦν καὶ εἰσάγουν στὶς τάξεις τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι
βέβαια οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ πρεσβύτεροι. Αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶναι σὰν τοὺς φυσικοὺς
γονεῖς καὶ σὰν τοὺς διδασκάλους. Ἀλλ’ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ κάτι πέραν αὐτῶν, διότι
ἔχουν δεχθεῖ κάτι ἀπὸ τὸν θεῖο, τὸν οὐράνιο Πατέρα».
152. Παρατηρεῖται διαφοροποίηση στὸν τρόπο προσφώνησης τῶν μοναχῶν στὴν
ἀρχὴ τῶν Κατηχητικῶν Λόγων· λ.χ.: στὴν Κατήχηση 4, SC 96, 3125, ὅπου ὁ ἅγιος
προσφωνεῖ τοὺς μοναχοὺς Πατέρες καὶ ἀδελφούς. Στὶς Κατηχήσεις 16, καὶ 19, SC 104,
2367 καὶ SC 104, 3148 ἀντίστοιχα, ξεκινᾶ λέγοντας Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες καὶ τέκνα. Στὴν
Κατήχηση 18, SC 104, 2668, παρὰ τὴ χρήση ἑνικοῦ ἀριθμοῦ μὲ τὴν προσφώνηση Ἀδελφέ,
ἀποδέκτες τῶν συμβουλῶν εἶναι ὅλοι οἱ ἔχοντες τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Στὴν Κατήχηση 20,
SC 104, 33010, προσφωνεῖ Ἀγαπητοί μου καὶ περιπόθητοι ἀδελφοί. Στὴν Κατήχηση 23, SC
113, 126, ὅπου ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξει τὴν πατρική του ἀγάπη, ὁνομάζει τὸ ποίμνιό του
Υἱοί μου ἔσχατοι, ἀγαπητοί μου, περιποίητοί μου. Καὶ στὴν Κατήχηση 30, SC 113, 1945, ἡ
προσφώνηση εἶναι σύντομη, Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.
86
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
ἀρετῆς ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τοῦ Θεοῦ, δι’ οὗ καὶ τοὺς μισθοὺς ἀναλόγως τῶν
πόνων ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ φιλαγάθως λαμβάνομεν»153. Παρουσιάζεται ὡς
νουθετῶν τὸν γλυκύτατο ἀδελφό του (ἐκεῖνον ποὺ στὸ πρόσωπό του
βλέπει καὶ τὴν προβολὴ ὅλων τῶν ὑπολοίπων), ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ἀλλὰ
τοῦ διασαφηνίζει πώς, σὲ κάθε περίπτωση, ὅ,τι καὶ ἂν ἔπραξε τὸ ἔπραξε
μὲ κύριο γνώμονα τὴν ἄδολη, σφοδρὴ ἀγάπη του γι’ αὐτὸν καὶ τὴν
ἐπιθυμία του γιὰ τὴν ἐπαναπρόσληψη τῆς θεοειδοῦς εἰκόνας ποὺ χαρίζει
τὸ ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν· «Ἔγνως γὰρ πάντως ἄρτι τὰ τῆς ἐμῆς πρὸς σὲ
διαθέσεως, καὶ ὡς οὐ μισῶν σέ ποτε ἢ βδελυσσόμενος ἐπέπληττον καὶ
παντὶ τρόπῳ ταῖς νουθεσίαις ἠσφαλιζόμην, ἀλλὰ σφόδρα φιλῶν σε καὶ τῷ
περὶ σε πόθῳ ἀνενδότως φλεγόμενος. ... Θεοειδὴς γὰρ γενόμενος,
θεοειδέστερον βλέπεις καὶ πάντα τὰ καθ’ ἡμᾶς»154. Παρουσιάζεται ὡς ὁ
ἐπιθυμῶν τὴ δωρεὰ πνευματικῶν ἀγαθῶν σὲ καθοδηγούμενο
χριστιανικὸ ποίμνιο -καὶ εἶναι ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία του πρὸς τὴ σωτηρία
(μεταδοῦναι ποθοῦμεν ἐξ ὧν εἰλήφαμεν τοῖς συνδούλοις ἡμῶν, οἵτινές ἐστε
ὑμεῖς, οἱ Χριστοῦ λαὸς καὶ ποίμνιον ἱερὸν καὶ βασίλειον ἱεράτευμα ἀκούειν
καὶ καλεῖσθαι ἠξιωμένοι155)- ἔχει ὅμως καὶ τὴν ἐμπειρία, μαζὶ καὶ τὴ
γνώση τῆς ποιμαντικῆς· ἀξιωμένης σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ εἶναι σὲ
θέση, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνιους, κοπιώδεις ἀγῶνες, νὰ τὴν ἀσκεῖ μὲ τὴν
ἀπαιτούμενη ἱκανότητα καὶ διάκριση ἀλλὰ καὶ νὰ συμβουλεύει τοὺς
ἀδελφούς πάντα μὲ ταπεινότητα: «Εἰ δὲ ἡ πρόβλησις τοιαύτη καὶ οὕτω
δύσκολος καὶ εἰς τὸ γενέσθαι ταύτην κατὰ Θεὸν δυσνόητος, πολλῷ μᾶλλον
ἡ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἐγχείρησις καὶ διοίκησις, καὶ ἡ πρὸς τοὺς πειρα-
σμοὺς ὑπομονή, καὶ ἡ πρὸς τοὺς πολέμους λεπτότατη διάκρισις. Διὰ δὴ
τοῦτο ὀλίγα ταῦτα, ἐξ ὧν μαθεῖν καὶ γνῶναι κατηξιώθημεν, δῆλα τῇ ἀγάπῃ
ὑμῶν διὰ τῆς κατηχήσεως ταύτης ποιήσαι ᾠήθημεν δεῖν»156. Ὥστε, ἐὰν ἐκ
τῶν περιστάσεων ἀπαιτεῖται νὰ παρέμβει ὁ ἅγιος, πρὸς ὄφελος τῶν
μοναχῶν, ἀκόμα καὶ ψέγοντας τὸ σφάλμα, δὲν ἀρνεῖται νὰ τὸ πράξει. Γι’
αὐτὸ καὶ σὲ συγκεκριμένη του ἀναφορά του στὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως,
καὶ προκειμένου νὰ προλάβει πολλαπλὸ κακὸ ποὺ θὰ προέκυπτε ἐὰν
ἐπέτρεπε τὴν ἑδραίωση παράλογων σκέψεων ἐξαιτίας μιᾶς ἴσως λάθους
87
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
88
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
89
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
90
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
91
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
92
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
τύριο ὡς “βάπτισμα αἵματος” καὶ τὸ συνέδεσε μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀποκάλε-
σε βάπτισμα τὸν σταυρικὸ του θάνατο» καὶ συνεχίζει: «Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ζωὴ τοῦ
Χριστιανοῦ δὲν νοεῖται χωρὶς τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ στὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ
καὶ ἡ μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου εἶναι ἀναφαίρετο χαρακτηριστικὸ τῆς χριστιανικῆς
ζωῆς, ὁ κάθε πιστὸς εἶναι ἕνας “ἐν δυνάμει” Μάρτυρας. Καὶ ἐὰν τὸ ἀπαιτήσουν οἱ
περιστάσεις, ὅπως στοὺς διωγμούς, ὁ πιστὸς ὑπομένει μὲ προθυμία καὶ χαρὰ τὸ
μαρτύριον τοῦ αἵματος»· στοὺς εἰρηνικοὺς ὅμως χρόνους ὑφίσταται καθημερινά τὸ
ἐξίσου ἐπώδυνο “μαρτύριον τῆς συνειδήσεως”», τὸ ὁποῖο βιώνουν ἰδιαιτέρως οἱ μοναχοί.
176. Κατήχησις 34, SC 113, 2707-27435.
177. Κατήχησις 3, SC 96, 28010-14.
178. Κατήχησις 19, SC 104, 31853-58.
93
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
94
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ στεφθεῖ στὴ συνέχεια τὸν στέφανο τῆς υἱοθεσίας καὶ
τῆς ἐξομοίωσης μὲ Αὐτόν, διότι κατὰ τὸν ἅγιο «Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀδύνατον,
οὐκ ἔστιν»184. Εἶναι, ἀκόμα, ὁ πνευματικὸς πατέρας ποὺ διὰ τῶν
κατηχητικῶν κειμένων του προτρέπει στὸ καταγίνεσθε μὲ τὴν ἀγαθὴ
ἐργασία τοῦ καλοῦ. Προτρέπει, γιὰ παράδειγμα, ἕκαστον ἀπὸ τὸ ποίμνιό
του ν’ ἀντιληφθεῖ τὴν ἀξία τῆς ἀληθινὰ ἀγαπητικῆς συμφιλίωσης μὲ τὸν
πλησίον· τὸν ἀδελφὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δικαιώνει, καί, συνεπῶς, δὲν εἶναι
ἀποδεκτὴ ἡ ὁποιαδήποτε κατάκριση, ἀλλὰ καὶ ἐν γένει ἐξουθένωσή του
ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπο· «Ἀλλὰ σπουδάσωμεν ἰδεῖν καὶ καταλλαγῆναι καὶ
ἀγαπῆσαι αὐτόν, ἀδελφοί,», λέγει ὁ Συμεών, «ὡς αὐτὸς ἐνετείλατο, ἐξ
ὅλης ψυχῆς»185. Προτρέπει μὲ ἐνθουσιασμὸ ὅλους νὰ προστρέξουν στὸν
δίδοντα Δεσπότη, τὸν ἐλεήμονα δωρητὴ πνευματικῶν χαρισμάτων, τὸν
ὄντως «μηδένα κενὸν ἀποστρέφοντα», ὥστε ἁπλόχερα νὰ τύχουν τῶν
δωρεῶν Του· «Δράμετε, ἀδελφοί, δράμετε. …», κατὰ τὸν λόγο του,
«Προσέλθετε πρὸς τὸν ἁπλῶς διδόντα Δεσπότη»186.
Ὁ ἅγιος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς συναισθάνεται τὴ σοβαρότητα ποὺ
προϋποθέτει ἡ συγγραφὴ τῶν μὲ ἀποδέκτες ἀγωνιζόμενους μοναχοὺς
Λόγων του, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι πραγματικὸς γνώστης ἰδιαίτερων,
ἀληθειῶν τῆς πίστης, ἀποκαλύπτει, κατὰ περίπτωση, μέρος ἑνὸς
πνευματικοῦ θησαυροῦ, κομμάτια τοῦ ὁποίου τοποθετεῖ διάσπαρτα μέσα
στὸ σῶμα τοῦ ἔργου. Τοῦτο εἶναι κάτι πού, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, τὸ
πράττει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ
ἀποκαλύψεις ἀληθειῶν ποὺ γίνονται μὲ γνώμονα τὴν ὠφέλεια τῶν
ψυχῶν τῶν ἀναγνωστῶν (τότε καὶ ἀκροατῶν) τῶν Λόγων, καθὼς
γνωρίζει ὅτι αὐτὲς συνεργοῦν στὴν εὐόδωση τῆς προσπάθειας φυγῆς τῆς
ψυχῆς ἀπὸ τὰ τοῦ κόσμου, τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὰ δεσμευτικὰ πάθη·
ἀλήθειες οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν τελεία ἀπάθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ187. Μέσα, δέ, στὰ κείμενα τῶν Κατηχήσεων ὁ ἅγιος φαίνεται νὰ
διατηρεῖ ἐξαιρετικὴ στάση ἀπέναντι στὶς ἀλήθειες ποὺ ἡ πεπερασμένη,
μεταπτωτική, ἀνθρώπινη φύση δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει στὴν
πληρότητά τους, ἐὰν πρῶτα δὲν προχωρήσει στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ
95
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
(καίτοι ὁ ἴδιος ἔχει κατακτήσει αὐτὴ τὴν πνευματικὴ πρόοδο) καί, γι’
αὐτό, ἀδυνατεῖ νὰ αἰσθανθεῖ πλατιά ἢ νὰ ἐφαρμόσει ὀρθὰ τὰ
κελεύσματά τους. Εἶναι εἰλικρινὴς ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενό τους,
διευκρινιστικὸς στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ ὁπωσδήποτε ταπεινός. Καί,
βέβαια, δὲν ἐξαιρεῖται ἀναφορᾶς ὅ,τι καὶ ὁ ἴδιος ἴσως ἀγνοεῖ, ὄντας
ἄνθρωπος παθητός188. Ὥστε γίνεται καλὸ παράδειγμα διδασκάλου μόνον
ἐὰν τοῦτα οὕτως καὶ καλῶς ἰσχύουν. Διαφορετικὰ τίθεται μὲ προθυμία
στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν καὶ ἀναγνωστῶν του: «Τοῦ γὰρ τοιούτου
διδασκάλου καὶ οἱ μαθηταὶ ἀκούοντες, μιμεῖσθαι αὐτὸν γίνονται πρόθυμοι
καὶ οὐ τοσοῦτον ἐκ τῶν ἐκείνου λόγων δέχονται τὴν ὠφέλειαν, ὅσον ἀπὸ
τῶν καλῶν αὐτοῦ πράξεων διεγείρονται καὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν ἀναγκάζονται,
ὅπερ αὐτὸς ἐγὼ ἐν ἐμαυτῷ οὐκ ἐπίσταμαι· οὐδὲν γὰρ ἀγαθὸν ἐμαυτῷ
σύνοιδα». Ὅμως ὑποθετικὰ μιλώντας ἐπάνω σὲ μιὰ προέκταση τῆς
σκέψης τοῦ ἁγίου, ἀκόμα καὶ ἂν θὰ προέκυπτε περίπτωση προσωπικῆς
ἀποτυχίας του ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ ἱκανὸς πνευματικὸς πατέρας ποὺ
ἀναμενόταν, δὲ δείχνει διατεθειμένος νὰ ἀφήσει ἕνα ποίμνιο νὰ
ὁδηγηθεῖ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στὴν ἀπώλεια. Προτείνει ἄμεσα τὴ λύση σὲ
ἕνα τέτοιο, πιθανὸ πρόβλημα ἀνικανότητας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν
ἐκ τῆς ἰδίας θέλησης ὑπακοὴ στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ
καταφυγὴ στὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων: «δέομαι καὶ παρακαλῶ
πάντας ὑμᾶς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, μὴ εἰς τὸν διακεχυμένον μου βίον
ὁρᾶν, ἀλλ’ εἰς τὰ τοῦ Κυρίου προστάγματα καὶ εἰς τὰς τῶν πατέρων ἡμῶν
τῶν ἁγίων διδασκαλίας. Οὐδὲν γὰρ οἱ φωστῆρες ἔγραψαν ἐκεῖνοι, ὅπερ
πρότερον οὐκ ἐποίησαν καὶ ποιήσαντες οὐ κατώρθωσαν»189.
Στὴ διδασκαλία του ὁ ἅγιος Συμεὼν θεολογεῖ μὲ ἀκρίβεια.
Καταπιάνεται μὲ τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν καὶ ὡς ἡγούμενος καὶ
ὡς ἀδελφός, χωρὶς νὰ γίνεται ἀσαφὴς κατὰ τὴν πορεία αὐτοῦ ποὺ
ἐπιχειρεῖ νὰ ἀναπτύξει μὲ λόγο. Ἐπίσης, δὲν παρασύρεται σὲ ἀνούσιους
ρητορισμούς, δὲν κυριεύεται ἀπὸ ἐπιπόλαια ἔπαρση ἴδιων συλλογισμῶν
καὶ τὰ γραφόμενά του δὲ χαρακτηρίζονται ἀπὸ διφορούμενη κατήχηση,
ἀλλὰ ἀντανακλοῦν στὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία του εἶναι ἀπολύτως ταυτισμένη μὲ τὴ
96
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
θεολογία καὶ τὰ νοήματα τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν ὁποίων εἶναι γνώστης
καὶ σ’ αὐτὰ παραπέμπουν συχνὰ οἱ Κατηχήσεις. Ἔτσι, ὅταν τονίζει τὴ
σπουδαιότητα τῆς ἐξόδου ὅλων ἀπὸ τοῦ βίου τούτου ἐνδεδυμένων καὶ
στολισμένων, εἰ γε καὶ βουλοίμεθα ἐν τῷ γάμῳ τῷ βασιλικῷ
συνανακλιθῆναι τοῖς φίλοις τοῦ βασιλέως καὶ στὴ συνέχεια ρωτᾶ (μὲ
μαιευτικὰ ρητορικὸ τρόπο) τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουν ὅλοι νὰ ἐνδυθοῦν
προκειμένου νὰ μὴ βρεθοῦν γυμνοί, γιὰ νὰ ἀπαντήσει εὐθαρσῶς «Ὁ
Χριστός, ἀδελφοί, καί Θεός!»190, εἶναι καταφανὲς σὲ τί ἁγιογραφικὰ
δάνεια καταφεύγει γιὰ νὰ διαμορφώσει τὸν λόγο του, ὅπως καὶ σὲ ποιούς
ἱεροὺς συγγραφεῖς παραπέμπει191. Ἀλλοῦ, πάλι, ὁ θεολόγος ἅγιος
Συμεὼν κατηχεῖ διδάσκοντας παράλληλα στὸ ποίμνιό του τὶς ἀλήθειες
τῆς πίστης. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, πρὶν μιλήσει περὶ τοῦ μεγέθους τῆς
φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, πρῶτα προσπαθεῖ νὰ καταστήσει κατανοητὴ
τὴν ἄρρηκτη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Υἱοῦ καὶ Πατρός, ἡ ὁποία
οὐδόλως ἄλλαξε ἢ ἀλλοιώθηκε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν κίνηση
καταλλαγῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο (πού, βέβαια, συνέβη ἐξαιτίας
τῆς θείας βούλησης) μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς
Ἁγίας Τριάδος: «Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς ὢν γνήσιος
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁμοούσιός τε καὶ ὁμοφυὴς καὶ ὁμόδοξος, σύνθρονός τε
καὶ ὁμόθρονος, ἐν τῷ Πατρὶ μένων καὶ ὁ Πατὴρ ἐν αὐτῷ, πρὸς τὴν ἡμετέραν
ταλαιπωρίαν καὶ κάκωσιν, ἀλλὰ μὴν καὶ αὐτὴν ἡμῶν τὴν δουλείαν ἣν διὰ
τῆς ἁμαρτίας τῷ ἀπατήσαντι ἡμᾶς ἐχθρῷ ἐδουλεύσαμεν ἀπιδὼν καὶ
κατελεήσας ἡμᾶς τῇ ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ αὐτοῦ καὶ βουληθεὶς ἐξελέσθαι
τῆς δουλείας καὶ αἰσχίστης πλάνης ἡμᾶς, κατῆλθεν ἐκεῖθεν ὅλως τοὺς
πατρῴους κόλπους μὴ λιπών, ὡς οἶδεν αὐτός»192. Ὅπου ὑφίσταται
97
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
ὀρθοδόξου θεολογίας, προέχουσαν θέσιν κατέχουν ὡσαύτως εἰς αὐτὴν ἡ ἱλαστήριος τοῦ
Κυρίου θυσία καὶ τὰ σεπτὰ πάθη Του, τὰ ὁποῖα ἑκουσίως ὑπήνεγκεν ὑπὲρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς» καὶ συνεχίζει: «Ἦτο ἡ θυσία τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἀθώου, ὁ ὁποῖος ὅλως
ἐλευθέρως καὶ ἐξ ἀγάπης ἀνέλαβεν ἀνθ’ ἡμῶν τὸ πάθος καὶ τὰς ἀλγηδόνας τοῦ
θανάτου».
193. Κατήχησις 33, SC 113, 256107-114.
98
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
ἕν ἐστι, τοῦτο καὶ τὰ δύο. Τὰ τρία γὰρ ἐν τῷ αὐτῷ εἰσι (βλ. Α΄ Ἰω. 5, 8) καὶ
εἰς μίαν νοοῦνται οὐσίαν καὶ φύσιν καὶ βασιλείαν. Εἴ τι οὖν τὸ ἓν
ὀνομάζεται, τοῦτο κατὰ φύσιν καὶ εἰς τὰ λοιπὰ θεωρεῖται χωρὶς τὸ
«Πατήρ» δηλαδὴ καὶ «Υἱός» καί «ἅγιον Πνεῦμα», ἤτοι τοῦ «γεννᾶν» ἐκτὸς
καί «γεννᾶσθαι» καί «ἐκπορεύεσθαι»· μόνα γὰρ ταῦτα τῇ ἁγίᾳ Τριάδᾳ
φυσικῶς τε καὶ κατ’ ἰδιότητα ἀναντιρρήτως παρέπεται»194. Ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ὁ ἅγιος δὲ ζητᾶ μόνο ἀλλὰ ἀξιώνει τὴν καλὴ γνώση τῶν ἀληθειῶν καὶ
τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Εἰδικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θ’
ἀποτολμήσουν νὰ κατηχήσουν ἄλλους, ἴσως λόγῳ κάποιας ἀξιωματικῆς
θέσης εὐθύνης ἤ, ἔστω, ἐπειδὴ νιώθουν κι αὐτοὶ τὴν ὤθηση ἑνὸς εἴδους
ἀποστολικῆς εὐθύνης. Μὲ ἐτῶν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου σὲ σκληρὴ
ἄσκηση, εὑρισκόμενος στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πολέμου μὲ τοὺς
πειρασμοὺς γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα, δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὅτι
κενόδοξοι καὶ παράλογοι ἐνδέχεται ν’ ἀναλάβουν νὰ ὁδηγήσουν ἑαυτοὺς
καὶ ἀθώους ἀλλήλους σὲ περιπέτειες καὶ ἐσφαλμένα συμπεράσματα.
Ὅμως, κατὰ τὴ συνήθειά του, δὲ μένει μόνο στὴ διατύπωση αὐτοῦ ποὺ
εἶναι σωστὸ νὰ πραχθεῖ. Προλαβαίνει προβλήματα ποὺ διαβλέπει ὅτι
ἴσως δημιουργηθοῦν, καὶ ὑποδεικνύει, ὅπως κάνει καὶ ἀλλοῦ,
συγκεκριμένα τὴ λύση: «Ἐρωτήσατε τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀρχιερεῖς
ὑμῶν, συναθροίσθητε ἅμα ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ· καὶ πρῶτον ζητήσατε ἔργῳ
ταῦτα μαθεῖν καὶ παθεῖν, ἔτι δὲ καὶ ἰδεῖν ποτε βουλήθητε καὶ τῇ πείρᾳ
θεοειδεῖς γενέσθαι. Ἀλλὰ μὴ τῇ σκηνῇ μόνῃ καὶ τῇ περιβολῇ προθυμήθητε
καὶ τηνικαῦτα τῶν ἀποστολικῶν ἀξιωμάτων ἐπιβῆτε, ἵνα μὴ ἀκούσητε, οἱ
πρὸ τῆς γνώσεως τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἀτελῶς ἐπιτρέχοντες ταῖς τῶν
ἄλλων ἀρχαῖς»195.
Σὲ σημεῖα μέσα στὸ κείμενό του ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀποφασίζει νὰ
γίνεται πιὸ ἀποκαλυπτικός. Μεταμορφώνεται διὰ τοῦ λόγου του σὲ
διδάσκαλο ποὺ προωθεῖ καὶ μεταβιβάζει ὑψηλὴ γνώση ναὶ μὲν σ’ ἕνα
ἰδιαίτερα προσφιλὲς γι’ αὐτὸν ἀκροατήριο, πλήν, ὅμως, ἀριθμητικὰ
μετρήσιμο. Ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὑπάρχει ἡ εὐχάριστη προοπτικὴ τὰ
μεγέθη νὰ ἀλλάξουν πρὸς τὸ πολὺ περισσότερο καί, ἀναμενόμενα, νὰ
ἐξελιχθοῦν οἱ ἀποδέκτες τῶν ἀποκαλύψεων αὐτῶν μέσα στὸν χρόνο σὲ
99
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
100
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του
200. Ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι «ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ὁ νηπτικὸς
ἀναζητητὴς τοῦ θείου ἔρωτα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἐποχή του καὶ προσημαίνει τὴν
ἡσυχαστικὴ πνευματικὴ ἔξαρση. Εἶναι ὁ ἅγιος, ποὺ στὴν ἔναρξη τῆς δεύτερης χιλιετίας
πορεύεται σταθερὰ προσανατολισμένος στὴν προγενέστερή του πατρικὴ πνευματικὴ
κληρονομιά, τὴν ὁποία ὄχι μόνο βιώνει ἐμπειρικά, ἀλλὰ καὶ συστηματικὰ καταγράφει
ὡς τὴν ἀληθῆ μεταμορφωτικὴ ὁδὸ τῆς ὀντολογικῆς καταξίωσης τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου. ΦΩΤΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, «Ἐλθὲ ὁ γενόμενος πόθος», ΓΠ 82 (1999) 439-440.
201. Κατήχησις 15, SC 104, 22868-70.
202. Κατήχησις 34, SC 113, 27898-280102.
101
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝΛΟΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
1. Μοναχικὸς βίος
1. Κατήχησις 26, SC 113, 689· 7014. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, «ὁ μοναχισμὸς εἶναι συνέχεια τῆς ἀποστολῆς ζωῆς καὶ τῆς ζωῆς τῆς πρώτης
Ἐκκλησίας. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρική. Αὐτὴ ἀποτε-
λεῖ μία προσπάθεια γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως, ἄλλωστε,
ἀποδεικνύει καὶ ἡ σταδιακὴ διαμόρφωσή του μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν τῆς
πρώτης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση ποὺ παρατηρήθηκε μέσα στοὺς κόλπους της.
Οἱ μοναχοὶ εἶναι οἱ “εὐαγγελικῶς ζῶντες”, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν μὲ
ἀκρίβεια τὶς θεῖες ἐντολές». Βλ. Ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Σ. ΒΛΑΧΟΥ, Μικρὰ Εἴσοδος, σσ. 135-136.
2. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Θεὸς καὶ ἱστορία κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον»,
Θεὸς καὶ Ἱστορία κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν, Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 106-107.
3. Κατήχησις 3, SC 96, 28899-103.
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
103
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
104
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
177, «ὑπενθυμίζει τὴν κλῆσιν καὶ ἔξοδον τοῦ Ἀβραάμ. ... Οὗτοι (οἱ μοναχοί) δὲν
ἀποφεύγουν τοὺς συνανθρώπους των, διότι περιφρονοῦν τὴν ἀξίαν των ἢ διότι οἱ
τελευταῖοι ἀποτελοῦν δι’ αὐτοὺς ἐμπόδιον σωτηρίας, ἀλλὰ διότι διὰ τῆς φυγῆς των
ὑψώνουν φωνὴν διαμαρτυρίας καὶ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς σατανοκρατουμένης
κοινωνίας. Ἡ διαμαρτυρία των στρέφεται οὐχὶ κατὰ τῆς κοινωνικῆς ἀνθρωπίνης
ὀργανώσεως, ἀλλὰ κατὰ τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀντιδρῶντες κατὰ τῆς ἁμαρτωλοῦ πολιτείας, δημιουργοῦν μίαν νέαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
τὴν μεγαλυτέραν προσπάθειαν πραγματώσεως ἐπὶ γῆς τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.
14. Κατήχησις 6, SC 104, 26151-153. Τὴν ἐφαρμογὴ τῆς τελείας ἀποταγῆς τοῦ μοναχοῦ
ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παρόντα ἐκφράζει τὸ ὁσιακὸ τέλος τοῦ ἀδελφοῦ Ἀντωνίου, τὸ
ὁποῖο μὲ τόσο γλαφυρὸ τρόπο περιγράφει ὁ ἅγιος Συμεών. Γνωρίζοντας καλὰ ὁ ἱερὸς
πατέρας ὅτι «πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸ νὰ
ἱκετεύει τὸν Θεὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸν πείσει τοῦ
ὑπενθυμίζει τὴ μέριμνά τους πρὸς ἐκεῖνον ὅταν πέρασε τὸ κατώφλι τῆς μονῆς,
θέλοντας νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Καὶ τώρα ποὺ ἐκεῖνος μετέβη ἐκ τῶν
προσκαίρων πρὸς τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια τὸν παρακαλεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, καθώς,
ὅπως λέγει, «χρήζομεν γάρ σου μᾶλλον ἄρτι τῆς συνεργείας ἡμεῖς ἢ τότε σύ, ὅτε τῶν τοῦ
κόσμου δικτύων ὑπεξελθεῖν ἐπεχείρισας». Βλ. Κατήχησις 21, SC 104, 350 κ.ἑξ., ἰδίως 362134-
135.
15. Κατήχησις 9, SC 104, 130331-333: «Οὐδὲ γὰρ ἀρκεῖ ἡμῖν εἰς σωτηρίαν καὶ τελειότητα
ἡ περιβολὴ μόνη τοῦ σχήματος καὶ ὁ ἔξω κόσμος τοῦ ἀνδριάντος».
16. Ματθ. 16, 24.
17. Κατήχησις 2, SC 96, 2407-10: «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, πᾶς ὅστις εὑρεῖν βούλεται τὸν
Θεόν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ τῆς ἰδίας μὴ φεισάσθω ψυχῆς, ἀλλ’ ἔχθραν θήτω
ἀναμέσον αὐτοῦ καὶ ἀναμέσον πάντων τῶν κατὰ σάρκα περιπατούντων».
105
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
106
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
Κυρίου, «ἐάν τις τὸν νόμον ὅλον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἑνί, γέγονε πάντων
ἔνοχος»23. Θεωρεῖ, δέ, ἐπιβεβλημένο τὸν αὐτοέλεγχο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
κάθε ἡλικίας καὶ πνευματικῆς κατάστασης· οἱ μὲν ἄπιστοι προκειμένου
νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, οἱ δε πιστοὶ θέλοντας μὲ ἔργα νὰ Τὸν
εὐαρεστήσουν, προκειμένου νὰ ἀκούσουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ὅτι «ἐφ’ ὅσον
ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. 25, 40)24.
Ὁ μοναχός, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, δὲ θὰ πρέπει νὰ δέχεται
ἀβασάνιστα κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός. Στηριζόμενος
στὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς»25, «ὅπως ἀκριβῶς ἐκ τῶν
θείων Γραφῶν ἐπιστάμενοι τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα»26, ὁ ἱερὸς πατέρας
ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἀδελφοὶ θὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουν μὲ πολλὴ προσοχὴ
καὶ ἐπιμέλεια τὸν κάθε λογισμό, προσπαθώντας νὰ ἐγκολπωθοῦν καὶ νὰ
ἐφαρμόσουν τοὺς καλοὺς λογισμούς, ποὺ εἶναι σύστοιχοι μὲ τὴ
διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν
ψυχή τους κάθε λογισμὸ ποὺ ἀντίκειται στὶς εὐαγγελικὲς ἐπιταγές27. Μὲ
γνώμονα τὶς θεῖες ἐντολὲς ὁ μοναχὸς ὀφείλει «τὸ προσέχειν καὶ ἑαυτὸν
ἐπισκέψασθαι» κάθε ἡμέρα, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή. Πρὸς
ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων του ὁ Συμεὼν ἀρύεται τὴν ἐπιχειρηματολογία
του ἀπὸ τὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖ τοὺς
ἀδελφοὺς τῆς μονῆς νὰ παραβάλλουν ἑαυτούς, καὶ ἐπεξηγεῖ πὼς ὁ
μοναχὸς ὀφείλει νὰ ἐξετάζει κάθε στιγμὴ ἑαυτόν ἂν βρίσκεται σὲ διαρκῆ
μετάνοια (στὴν ὁποία, βέβαια, καλεῖ ὅλους ὁ Κύριος28 καὶ διαρκῶς) ἢ
23. Ἰακ. 2, 10, ἐνῶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ἀναφέρεται: «ὁ λύσας μία
τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξας οὕτω ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους,
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Ματθ. 5, 19.
24. Κατήχησις SC 104, 10626-34.
25. Ἰω. 5, 39.
26. Λκ. 12, 47· «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ
ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς». Ρωμ. 2, 18· «καὶ
γινώσκεις τὸ θέλημα καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου».
27. Κατήχησις 3, SC 96, 302281-304286: «Ἐρευνᾶτε καὶ μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ
πίστεως κατέχετε τὰ λεγόμενα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκ τῶν θείων Γραφῶν ἐπιστάμενοι τὸ τοῦ
Θεοῦ θέλημα, δύνησθε τὸ καλὸν διακρίνειν ἀπταίστως ἀπὸ τοῦ χείρονος καὶ μὴ παντὶ
πνεύματι ὑπακούειν, μηδὲ τοῖς βλαβεροῖς συμπεριφέρεσθε λογισμοῖς».
28. Ματθ. 4, 17: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
107
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
29. Κατήχησις 31, SC 113, 22414-17: «Μή τί γε ἄρα τὸ οἱονοῦν πάθος κατέχῃ με; Καὶ γὰρ
ὡς ἐν ταῖς θείαις ἀκούω Γραφαῖς, ὅτι ὁ ἔχων ἓν μόνον πάθος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν οὐκ εἰσέρχεται».
30. Κατήχησις 26, SC 113, 7024-7233: «καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα εἰς τὴν δοξολογίαν μετὰ
πάντων ἐγείρεσθαι καὶ νουνεχῶς καὶ ἐγρηγόρως πᾶσαν αὐτὴν διεξέρχεσθαι... μὴ
χαυνούμενος τὸ σῶμα καὶ πόδα παρὰ πόδα ἱστάμενος ἢ ἐπακουμβίζων τοίχοις καὶ
κίοσιν, ἀλλὰ τὰς μὲν χεῖρας ἀσφαλῶς δεδεμένας ἔχειν ὀφείλει, τοὺς πόδας
ἐπιστηριζομένους ἴσους τῇ γῇ, τὴν δὲ κεφαλὴν ἀσάλευτον πρὸς τὰ ὧδε καὶ ἐκεῖ
νεύουσαν· μὴ μετεωριζόμενον τὸν νοῦν, ἀλλὰ μηδὲ περιεργαζόμενον τὸ φρόνημα».
31. Κατήχησις 4, SC 96, 326155-332207.
32. Κατήχησις 26, SC 113, 7467-7679. Ἀνάλογη στάση τηρεῖ ὁ ἱερὸς πατέρας καὶ στὸν
30ὸ Κατηχητικό Λόγο, ὅπου ἀναφέρει: «ἐξερχόμενοι τῆς ἐκκλησίας μὴ ἄρξησθαι
μετεωρίζεσθαι εἰς μάταια καὶ ἀνωφελῆ, ἵνα μὴ ἐλθὼν ὁ διάβολος καὶ ἐν τούτοις
ἐνασχολουμένους εὑρίσκων ὑμᾶς, ὥσπερ τις εὐθὺς κορώνη τὸν κόκκον τοῦ σίτου ἐκ τοῦ
πεδίου πρὶν ἢ ὑπὸ τὴν γῆν καλυφθῆναι αἴρουσα πέταται, οὕτω καὶ αὐτὸς ἄρῃ τὴν
μνήμην τῶν λόγων τούτων τῆς κατηχήσεως ἐκ τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ πάλιν διαμείνητε
κοῦφοι καὶ κενοὶ τῆς σωτηρίου διδασκαλίας». Βλ. Κατήχησις 30, SC 113, 19412-19619.
«Ἐάν οἱ μοναχοὶ ἀσκοῦν ἐνίοτε χειρωνακτικὰς ἐργασίας», σημειώνει ὁ LOSSKY,
Μυστικὴ Θεολογία, σσ. 15-16, «τοῦτο γίνεται κυρίως μὲ ἀσκητικὸν σκοπόν, διὰ νὰ
ἐπιτύχουν καλύτερον νὰ ταπεινώσουν τὴν ἀνυπότακτον φύσιν· διὰ νὰ ἀποφύγουν
ἐπίσης τὴν ἀπραγίαν, ἐχθρὰν τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Διὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν μετὰ τοῦ
Θεοῦ ἕνωσιν, κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν μέτρον, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται αὕτη
ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπαιτεῖται μία συνεχὴς προσπάθεια ἢ ἀκριβέστερον, μία ἀδιάκοπος
108
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ἐπαγρύπνησις ἐφ’ ὅλων τῶν προσβολῶν τοῦ ἐχθροῦ καὶ τῶν ἀτόπων κινήσεων τῆς
ἐκπτώτου φύσεως, πρὸς τὰς ὁποίας ἀνθίσταται ἡ ἀκεραιότης τοῦ ἐσωτερικοῦ
ἀνθρώπου, ἡ “ἕνωσις τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος”, διὰ νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν
ἔκφρασιν τοῦ ὀρθοδόξου ἀσκητισμοῦ».
33. Κατήχησις 26, SC 113, 84187-86190: «Ἐσθίοντός σου δὲ μὴ ὑπακούσῃς τῷ
ὑποβάλλοντί σοι λογισμῷ ἐκλέξασθαί τι τῶν προκειμένων κἀκείνου μεταλαβεῖν· ἀλλὰ
φύλαξον μὴ φαγεῖν τι ὅπερ καλόν σοι ἐφάνη, μόνα δὲ τὰ ἔμπροσθέν σου κείμενα
ἔσθιε».
34. Κατήχησις 26, SC 113, 84183-185· «Πρὸς τούτοις τύπωσον καὶ ψωμὸν τοσοῦτον
ἐσθίειν, ὅσον τοῦ μὴ χορτάζεσθαί σε, ἀλλὰ κατὰ πολὺ τῆς χρείας ἔλαττον καὶ ὅσον
δύνασαι βαστάσαι».
35. Κατήχησις 26, SC 113, 92268 -270.
36. Σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ ἱερὸς πατὴρ οἱ λόγοι του, οἱ ὁποῖοι ὁρίζονται
ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα, ὀφείλουν νὰ εἶναι λόγοι μετανοίας καὶ κατανύξεως
κατὰ τὴ δύναμιν καὶ τὴν ἀνδρείαν του. Βλ. Κατήχησις 26, SC 113, 92281-285.
109
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
2. Πνευματικὸς ἀγώνας
37. Κατήχησις 7, SC 104, 68272-278: «οὐκ ἐν ἡμέρᾳ δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς
νυξί, καὶ οὐδὲ ἐγρηγορότων μόνον ἀλλὰ καὶ καθευδόντων, ἡμῖν ἐπανίστανται, ποτὲ μὲν
γαργαλισμοῖς καὶ ἐκκρίσεσι, ποτὲ δὲ βρωμάτων ἀπηγορευμένων γεύσεσιν, ἄλλοτε δὲ
καὶ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων ὡσεὶ ξιφήρεις λῃσταὶ λῃστρικῶς ἐπερχόμενοι θάνατον
ἡμῖν ἐπισείουσιν, ἐκταράσσειν ἡμᾶς οἰόμενοι καὶ τῆς εὐθείας παρατρέψαι ὁδοῦ».
38. Κατήχησις 3, SC 96, 300247-249.
39. Κατήχησις 7, SC 104, 66253-68262.
40. Κατήχησις 3 SC 96, 290129-294165. Ἀναφορικὰ μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ὁ ἱερὸς πατέρας
σχετικὰ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴ θεραπεία τους βλ. Γ. ΚΑΨΑΛΗ, Τὰ πάθη καὶ ἡ θεραπεία τους
κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία),
Θεσσαλονίκη 2015.
110
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
111
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
112
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
στὸ Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν κατάνυξη. Δοκίμια Ὀρθοδόξου στοχασμοῦ, ἐκδ.
οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1965, σ. 69.
50. Κατήχησις 10, SC 104, 13811-12.
51. Κατήχησις 10, SC 104, 14029-31.
52. Κατήχησις 6, SC 104, 1424-25· 27-31.
53. Κατήχησις 2, SC 96, 24676-80.
113
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ γιὰ λίγο θά ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν
ἐντολῶν, «κατὰ ἀναλογίαν ἐκπίπτει τῆς ἁγιότητος»54.
Ὁ ἱερὸς πατέρας διακρίνει δύο κατηγορίες ἀνθρώπων. Στὴν πρώτη
κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν
τους ἀπογοητεύονται καὶ ἀπελπίζονται στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Ἀντίθετα, στὴν ἄλλη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν
ἀντικαταστήσει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, τὸ ὁποῖο διαπράττουν χωρὶς νὰ
αἰσθάνονται τὸ βλαπτικὸ τῶν πράξεών τους55. Διαφορετικό, ὅμως, γι’
αὐτοὺς εἶναι, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ ἅγιος, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα·
«Ὁ μὲν γὰρ πρότερος, εἰ περὶ μετανοίας καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας
διδαχθῇ καὶ μάθῃ ὅτι οὐκ ἔστι πλῆθος ἁμαρτιῶν, ὃ μὴ ἐξαλείφει ἡ μετάνοια
... ἴσως ἑαυτοῦ γενόμενος καὶ κατανυγείς, ἐπιθυμήσειέ ποτε τῶν πολλῶν
ἐκείνων ἀπαλλαγῆναι κακῶν καὶ τοῦ δυσβαστάκτου φορτίου κουφισθῆναι
τὸ αὐτοῦ συνειδός»56, «καὶ τῇ μετανοίᾳ θερμῶς προσέλθει»57. Στὸν
ἀντίποδα, ὁ δεύτερος, καθὼς δὲ γνωρίζει καὶ δὲν παραδέχεται τὴν
ἀσθένειά του, εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχει τὴ θεραπεία του58.
Ἀνάλογη εὐθύνη βαρύνει, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ πατέρα, κι ἐκείνους
ποὺ ἐργάζονται τὸ καλὸ ἀποβλέποντας στὴν ἀνθρώπινη δόξα, ἀλλὰ καὶ
ἐκείνους ποὺ τὴν ἀποδέχονται καὶ χαίρονται καὶ καμαρώνουν περὶ
αὐτοῦ. Παρομοιάζει τοὺς πρώτους μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, καθὼς
λατρεύουν «τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα», καὶ κατατάσσει τοὺς δεύτερους
μεταξὺ τῶν πορνῶν, διότι, καθὼς λέγει, «ὅμοιος γάρ ἐστιν ὁ τοιοῦτος
ἀνθρώπῳ παρθενεύειν προαιρουμένῳ καὶ τὴν τῶν γυναικῶν συνουσίαν
ἀπηρνημένῳ καὶ πρὸς μὲν αὐτὰς μὴ αὐτομολοῦντι, μήτε μετ’ αὐτῶν διάγειν
ἐπιθυμοῦντι, ἀπερχομένης δὲ πρὸς αὐτὸν μιᾶς τινος γυναικός, μεθ’ ἡδονῆς
εὐθὺς ἀποδεχομένῳ καὶ τὴν τῆς μίξεως ἡδονὴν ἐκπληροῦντι»59.
Ὁ Συμεὼν μιλᾶ διαρκῶς στοὺς μαθητές του γιὰ τὰ μελλοντικὰ
ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν
114
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
60. Κατήχησις 2, σ. SC 96, 274396-397: «Φύγωμεν οὖν τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ
ἀγαπητοὶ ἀδελφοί».
61. Κατήχησις, SC 96, 276416-278436.
62. Κατήχησις 2, SC 96, 278439-446: «Γένοιτο δὲ τὰς ἐντολὰς τηρήσαντας τοῦ Θεοῦ, διὰ
δακρύων καὶ μετανοίας καθαρθῆναι τὰς καρδίας ἡμῶν, ὡς ἂν καὶ τὸ θεῖον φῶς, αὐτὸν
τὸν Χριστὸν ἐντεῦθεν ὀψώμεθα καὶ μένοντα ἐν ἡμῖν κτησώμεθα, καὶ διὰ τοῦ Παναγίου
Πνεύματος τρέφοντα καὶ ζωογονοῦντα ἡμῶν τὰς ψυχάς, καὶ ἀπογεύοντα τῆς ἐνηδόνου
γλυκύτητος τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων τῆς βασιλείας αὐτοῦ».
63. Κατήχησις 4, SC 96, 332208-334246.
64. Κατήχησις 4, SC 96, 344360-376.
65. Κατήχησις 2, SC 96, 24237.
66. Κατήχησις 3, SC 96, 28678-290128. Βλ. ἀκόμη Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν
κατάνυξη, σ. 106: «Ὁ Θεὸς στεφανώνει ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται μὲ πίστη “τὸν καλὸν
ἀγῶνα”. Δὲν ἔχουν σημασία τὰ χρόνια ποὺ ἀγωνίζεται κανείς ... Σημασία ἔχουν ἡ
πίστη, τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ ἔνταση μὲ τὴν ὁποίαν ἀγωνιζόμαστε. Ἄλλος ἀγωνίζεται μιὰ
ζωὴ καὶ δὲν κατορθώνει νὰ κόψει τὸ παραμικρότερο πάθος σωματικὸ ἢ πνευματικό. Κι
ἄλλος ἀγωνίζεται ὅπως καὶ ὅσο πρέπει ἕνα πολὺ μικρότερο χρονικὸ διάστημα καὶ
πετυχαίνει τὴ σωτηρία του».
115
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
116
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
117
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ὅπως ἰσχυρίζεται, τὴν αἰτία τῆς διδαχῆς, καθὼς ὁ ἴδιος, παρὰ τὰ ὑψηλὰ
μέτρα τὰ ὁποῖα κατόρθωσε, ἐξαιτίας, βέβαια, τοῦ ἐναρέτου βίου του,
δείχνει νὰ ἐπιτιμᾶ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του, μὴ ἐπιτρέποντας τὴν σὲ
ὁποιαδήποτε μορφή της -καί, πάντως, καταστροφική- ἔπαρση νὰ τὸν
κυριεύσει. Τοὐναντίον, προβάλλει διαρκῶς τὴ δική του ἀναξιότητα· «Διὰ
τοῦτο γὰρ ἀεὶ σιωπᾶν ἐβουλόμην, ὡς οἶδεν ὁ Κύριος, καὶ μηδὲ ἀνανεύειν τὸ
σύνολον καὶ πρόσωπον ἀνθρώπου ὁρᾶν, κατακρίνουσαν ἔχων μου τὴν
συνείδησιν»79.
Στοὺς λόγους του ὁ ἅγιος ἐπισημαίνει κατ’ ἐπανάληψη ὅτι δὲν
κατηχεῖ ἐξαιτίας ἰδίων δυνάμεων, ἀλλά, ἴσα-ἴσα, δηλώνει ἀμαθὴς καὶ
ἐπικαλεῖται τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅπως «δώῃ ἀξίως εἰπεῖν τι,
οὐχὶ διὰ τὴν ἐμὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὑμετέραν ὠφέλειαν»80. Εἶναι, δέ,
συγκινητικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν παύει νὰ συγκαταλέγει ἑαυτὸν μετὰ τῶν
πνευματικῶν του τέκνων, καὶ ὅτι σὲ κάθε δυνατὴ εὐκαιρία,
ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές του, δὲ διστάζει νὰ ἐκφράσει τὴ θλίψη του
ὅταν ἀναφέρεται στὴ δική του ἁμαρτωλότητα. «Κλαίω», λέγει, «καὶ
θρηνῶ, ὡς ἤδη κατακρινόμενος, καί τοι παρακαλῶν ὑμᾶς οὐκ ἀκούομαι,
ἐπιτιμῶν ἀποπέμπομαι, ἐλέγχων μισοῦμαι καὶ παιδεύων ἀντιπαιδεύομαι
καὶ ὡς ἐχθρὸς ἐκδιώκομαι»81.
Ὁ ἱερὸς πατέρας ἐπισημαίνει πὼς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ
διάγει βίο ἐν εἰλικρινεῖ μετανοίᾳ, καὶ ἀποφασίζει νὰ τηρεῖ τὶς σωτήριες
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πρῶτα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ πρέπει νὰ βρεῖ τὸν
κατάλληλο πνευματικὸ ὁδηγό, «τεχνίτῃ ἐμπείρῳ καὶ ἀνδρί». Διότι αὐτὸς
εἶναι ποὺ θὰ τοῦ διδάξει μὲ σαφήνεια τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Ἡ
ἐπιλογὴ ἱκανοῦ πνευματικοῦ πατρός εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὸν μοναχό82,
εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ζητᾶ μὲ θέρμη ἀπὸ τὸν Θεό· «Καὶ εἰ μὲν εἰς
79. Κατήχησις 1, SC 96, 22411-13. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ λόγου του ἀναφέρεται στὴν
ἐκλογή του στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, προβάλλοντας καὶ πάλι τὴν ἀναξιότητά του·
«καὶ ὃν ᾑρετίσασθε εἰς τύπον ἔχειν πατρὸς πνευματικοῦ, εἰ καὶ τῆς ἀξίας πολὺ
ἀπολείπομαι». Αὐτόθι, SC 96, 238173-174.
80. Κατήχησις 7, SC 104, 56114-115.
81. Κατήχησις 3, SC 96, 28447-50.
82. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ
φωτός», Σύναξη 10 (1984) 9, «Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος δὲν ἔμενε ἱκανοποιημένος ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ
εἴδους τὴν μαζικὴ ἀγωγή· ἤθελε προσωπικὴ καθοδήγηση πρὸς τὸν δρόμο τῆς
τελειότητος -καὶ φυσικὰ ἐννοεῖ κατ’ ἀρχὴν τὸν μοναχικὸ δρόμο τῆς τελειότητος- ὅπως
στὰ παλαιὰ χρόνια τῆς Σκήτεως». Καὶ συνεχίζει: «Γιὰ νὰ φθάσει ὅμως κανεὶς στὸ δρόμο
τῆς τελειότητος κατὰ τὴν μέθοδό του, ἀπαιτεῖται κατάλληλη μέθοδος καὶ ἡ ἐφαρμογὴ
τῆς μεθόδου ἀπαιτεῖ διδάσκαλο, πνευματικὸ ὁδηγό».
118
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
119
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
87. Κατήχησις 18, SC 104, 286260-263. Ὁ ἅγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ μιὰ ὄμορφη εἰκόνα
προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν ἄποψή του, λέγοντας ὅτι ποτὲ κανένας δὲν παρουσιάζεται
σὲ ἕναν ἐπίγειο βασιλιά, τὸν ὁποῖο δὲ γνωρίζει ὁ ἴδιος, οὔτε ὅμως γνωρίζεται ἀπὸ αὐτόν,
προκειμένου νὰ αἰτηθεῖ τὰ πρὸς τὸ συμφέρον ἄλλων, παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ
δελεάσματά τους πρὸς αὐτὸν καὶ διερωτᾶται: «Εἰ τοίνυν ἀδυνάτως ἔχομεν ἐπὶ
ἀνθρωπίνων πραγμάτων τοιαῦτα ποιεῖν, οὐ φρικτόν σοι ἐστι καὶ δοκεῖ τὸ ἀναλαβέσθαι
ἀποστολικὸν ἀξίωμα προπετῶς ἀδελφέ;».
88. Κατήχησις 18, SC 104, 282222-224.
89. Κατήχησις 18, SC 104, 274122-276128.
120
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
121
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
στοργὴ πατρική του καρδιὰ καὶ ἡ θεόπνευστη παιδαγωγία του συνάντησαν ἀντίσταση
καὶ ὄχι λίγες φορὲς βίαιη ἀντίδραση ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἡγουμενίας του. Μόνο μὲ τὴν
ἄκρα ὑπομονὴ καὶ τὴ μεγάλη του ταπείνωση, δηλαδὴ μὲ τὴν ἔμπρακτη πρὸς Θεὸν καὶ
πλησίον ἀγάπη του, μπόρεσε νὰ βαστάξει τοὺς φρικτοὺς πόνους καὶ τὶς πικρὲς
ἀπογοητεύσεις ποὺ τοῦ προξενοῦσαν πολλὰ ἀχάριστα καὶ τυφλωμένα τέκνα του».
Ἀνάλογη θέση διατυπώνει καὶ ὁ ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι: «Αὐτὴ ἡ διάπυρος
στοργὴ καὶ ἀφοσίωσις τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου πρὸς τὰ πνευματικά του
τέκνα καθίστα αὐτὸν ἰδιαιτέρως εὐαίσθητον, ὁπότε δὲν εὕρισκε ὁμοίαν ἀμοιβαίαν
διάθεσιν ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν τοῦ μοναστηρίου του», ἐκφράζει ὅμως τὴν πεποίθησή
του λέγοντας: «Γενικῶς εἰπεῖν, ἡ πνευματικὴ καθοδήγησις καὶ διδασκαλία τοῦ ἁγίου
Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἀρκετὰ ἐπιτυχής». «Ζηλωτὴς
μανικώτατος», σ. 30.
94. Κατήχησις 18, SC 104, 2668-10.
95. Κατήχησις 18, SC 104, 300432-302464.
122
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
96. Κατήχησις 18, SC 104, 300450-302464: «Κανὼν εὐθὺς ὁ σὸς ἔστω βίος προκείμενος
μέσον τῶν ἀδελφῶν καὶ πατέρων σου, ἵνα τὰ τῶν ἄλλων σκαμβὰ ἐν αὐτῷ
ἀπευθύνωνται, μὴ φιλόϋλος, μὴ φιλόδοξος, μὴ φιλήδονος, μὴ φιλοτράπεζος, μὴ
φίλοινος, μὴ πέρπερος ἢ εὐτράπελος ἢ φιλάργυρος, μὴ θυμώδης, μὴ κενόδοξος, μὴ
ὑβριστής, μὴ μνησίκακος καὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδούς. Ἀλλ’ ἔστω μᾶλλον ἀκτήμων,
μισόδοξος, μισῶν ἡδονὴν πᾶσαν τοῦ βίου καὶ εὐπάθειαν τῆς σαρκός, ταπεινός, εὐτελής,
εὐκατάνυκτος, προσηνής, πρᾷος, ἀόργητος, ἀφιλάργυρος, ἀπράγμων, ἥσυχος,
εὐσταλής, ὑπομονητικός, πιστός, ἐγκρατής, ἐμμέριμνος, ἄγρυπνος, σπουδαῖος, ζηλωτής,
φροντίδα ποιούμενος τῶν καταπιστευθεισῶν σοι ψυχῶν ὡς οἰκείων μελῶν, εἰ δέοι δὲ
τιθεὶς καὶ τὴν ψυχήν σου καθ’ ἑκάστην ὑπὲρ αὐτῶν μὴ προτιμώμενος ἕτερόν τι τῶν τοῦ
κόσμου πραγμάτων τῆς ἀγάπης αὐτῶν».
97. Κατήχησις 18, SC 104, 292343-345. Κύριο γνώρισμα τῆς πατρικῆς ἀγάπης ἀποτελεῖ ἡ
θυσία, χάρη στὴν ὀποία βρίσκει τὴ δικαίωσή του ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς τίτλος τῆς πατρότητος.
Ἡ μέριμνα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν τέκνων ἀγγίζει ἑνίοτε τὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς καὶ
καθιστᾶ τὸν ποιμένα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Συμεών «ζηλωτὴν
μανικώτατον». Βλ. Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 107.
98. Κατήχησις 18, SC 104, 298414-416. Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 145.
Βλ. ἀκόμη τὴν παρατήρηση τοῦ Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΥ, Θεολογία καὶ Ὀρθόδοξο βίωμα, σσ. 279-280,
ὁ ὁποῖος διακρίνει τὸ χαρισματικὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καὶ τῆς ἄφεσης τῶν
ἁμαρτιῶν, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο τῆς λεγόμενης πνευματικῆς καθοδήγησης, τὸ ὁποῖο
«διαμορφώνεται ἀνάλογα καὶ διαφορετικὰ σὲ κάθε περίπτωση καὶ ἐξαρτᾶται πάντοτε
ἀπὸ τὶς προσωπικὲς πεποιθήσεις καὶ τὶς θεολογικοπνευματικὲς ἀντιλήψεις τοῦ κάθε
πνευματικοῦ ὁδηγοῦ».
123
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
99. Βλ. ΗΣΑΪΑ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος», σ. 41, ὅπου ὁ συγγραφέας
σχολιάζοντας τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀναφέρει σχετικά: «Ἡ ἀπαιτητικότητα
τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δὲν ἔχει ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ ἀνεβάζει τὸν μαθητὴ πρὸς τὴν
ποθητὴ σωτηρία. Προηγεῖται ἀσφαλῶς ἡ διάκριση τοῦ πατέρα ὡς πρὸς τὴν
χωρητικότητα τοῦ τέκνου. Τὸ ὅλο ζήτημα τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως ἐξάλλου
στρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἐλευθερία, ἐλευθερία αὐθεντικὴ καὶ ριζωμένη στὴν
ὁλοκληρωτικὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ».
100. Κατήχησις 20, SC 104, 33446-50· 60-62· «ᾧ καὶ ὀφείλεις ὡς αὐτῷ τῷ Θεῷ ὑπακοῦσαι
καὶ τὰ παρ’ αὐτοῦ σοι λεγόμενα ἀδιστάκτως ἐπιτελέσαι, εἰ καὶ ἐναντία σοι καὶ ἐπιβλαβῆ
κατὰ τὸ δοκοῦν σοι τὰ προσταττόμενα φαίνονται». Ἀλλὰ καὶ λίγο παρακάτω σημειώνει:
«Καὶ ὡς αὐτὸν τὸν Χριστὸν καὶ ὁρῶν καὶ λαλῶν, οὕτω σεβάσθητι αὐτὸν καὶ οὕτω
διδάχθητι παρ’ αὐτοῦ τὰ συμφέροντα».
101. Κατήχησις 26, SC 113, 94299-303: «Ἀλλὰ γὰρ καὶ τοὺς λογισμοὺς τῆς καρδίας σου τῷ
πνευματικῷ σου πατρὶ καθ’ ὥραν, εἰ δυνατόν, ἐξαγόρευε· εἰ δέ μή, τέως ἑσπέραν μὴ
παρέλθῃς ἀγαπητέ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν ὄρθρον τὰ συμβαίνοντά σοι πάντα, σεαυτὸν
ἀνακρίνων, ἐξαγόρευε». Ὁ λογισμός, σημειώνει ὁ ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Μικρὰ
Εἴσοδος, σσ. 121-123, «εἶναι ἡ πρόταση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὸν
λογισμὸ γίνεται ὁ συνδυασμός, δηλαδὴ ἡ πάλη μεταξὺ τοῦ λογισμοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας
τοῦ ἀνθρώπου, ἔπειτα ἔρχεται ἡ συγκατάθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ λογισμοῦ,
στὴ συνέχεια ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία, τὴν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν
δημιουργία τοῦ πάθους». Καὶ ἐπιλέγει λέγοντας: «Οἱ λογισμοὶ μᾶς σαπίζουν
κυριολεκτικά. Μολύνουν καὶ φαρμακώνουν τὴν ψυχή. Οἱ λογισμοὶ ἐκταράσσουν ὅλες
τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἤτοι τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ λογιστικὸ καὶ τὸ θυμικό. ... Πέρα ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος διακατεχόμενος ἀπὸ τοὺς λογισμούς, χάνει τὴν παρρησία μὲ τὸν
Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία μαζί του».
Συνωδὰ πρὸς τὰ προηγούμενα ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Β.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 146, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐξομολόγηση
ἀποτελεῖ βασικὸ μέσον γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο. «Αὕτη διακρίνεται εἰς τὴν
ἀναδοχὴν ἢ ἀποκάλυψιν τῶν λογισμῶν καὶ εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας -
ἐξομολογήσεως. Ἡ πρώτη, ἀποτελοῦσα παιδαγωγικὴν καὶ καθοδηγητικὴν πρᾶξιν,
γίνεται καθημερινῶς εἰς τὸ κοινόβιον, ἐνίοτε δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας, οὕτω δὲ
διατηρεῖται καθαρὰ ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ προφυλάσσεται ἐκ τῶν
νοσηρῶν ψυχικῶν καταστάσεων».
124
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ὁ ἅγιος ἐπέδειξε στὸν δικό του πνευματικὸ πατέρα, Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ),
ποὺ γίνεται πρόξενος μέγιστης ὠφέλειας γιὰ τὸν ἴδιο102.
Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ μὴν ἐξετάζει καταλεπτῶς τὴ συμπεριφορὰ τοῦ
πνευματικοῦ του πατέρα, καθὼς καὶ ἐκεῖνος, ὡς ἄνθρωπος, ὑπόκειται σὲ
πάθη. Ἀντίθετα, ὀφείλει ν’ ἀκολουθεῖ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἀποστόλου
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε»103, ἀκολουθώντας, κατὰ τὸ
αὐτὸ σκεπτικό, ὅσους θεωρεῖ ἀνώτερούς του. Ταυτόχρονα, ὅμως,
ἐπισημαίνεται ἀπὸ τὸν ἱερὸ πατέρα καὶ ὁ κίνδυνος νὰ προσκολληθεῖ ὁ
μοναχὸς σὲ διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι χειρότεροι ἀπ’ αὐτόν, καθώς,
ὅπως σημειώνει, «Νηστείαν γὰρ καὶ ἀγρυπνίαν καὶ σχῆμα εὐλαβείας
πολλοὶ ἴσως προσεποιήσαντο ἢ καὶ ἔργῳ ἐκτήσαντο καὶ τὸ πολλὰ
ἀποστηθίζειν καὶ διὰ λόγων διδάσκειν οἱ πλείονες εὐχερῶς ἔχουσιν, εἰς δὲ
τὸ κλαυθμῷ ἐκκόψαι τὰ πάθη καὶ τὰς περιεκτικὰς ἀρετὰς ἀναφαιρέτους
κτήσασθαι πάνυ ὀλίγοι εὑρίσκονται»104.
Τεκμηριώνοντας τὸν λόγο μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, προτρέπει τοὺς
ἀδελφοὺς μοναχούς, σὲ περίπτωση ποὺ δοῦν τὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ
θαυματουργεῖ καὶ νὰ τιμᾶται μεταξὺ τῶν πιστῶν, νὰ εὐχαριστοῦν τὸν
Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν ἕναν τέτοιον ὁδηγό στὸ
πηδάλιο105. Ἄλλοτε πάλι, ἂν συμβεῖ νὰ τὸν δοῦν σταυρούμενο ὡς κοινὸ
102. Κατήχησις 20, SC 104, 33679-80: «καὶ γὰρ ὠφεληθήσῃ τὰ μέγιστα, ἐὰν εἰς αὐτὸν
ἀποβλέπῃς καὶ μόνον». Ὅπως σημειώνει ὁ μοναχὸς ΗΣΑΪΑΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Συμεὼν ὁ
νέος θεολόγος», σ. 37, «Ὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ γενικότερα ὡς πρόσωπο ποὺ ἔπαιξε
ἕνα ρόλο τόσο σημαντικὸ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν θὰ ἦταν
αὐτὸς ποὺ ἦταν ἂν δὲν εἶχε χρηματίσει πρῶτα ὁ ἴδιος ἕνας “πνευματικὸς ὁδηγούμενος”,
ἕνας μαθητὴς τῆς καθόλου ἱστορικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας».
Στὴ στενὴ αὐτὴ πνευματικὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν, ἐπισημαίνει ὁ ἀρχιμ.
ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΓΟΥΕΑΡ, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν
Νέο Θεολόγο», Χριστιανικὸ Συμπόσιο, σ. 264, «μπορεῖ νὰ παρατηρήση κανεὶς ἕνα
κλασσικὸ καὶ ἐπαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ: τὸν
εἰδικὸ σύνδεσμο μεταξὺ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τοῦ παιδιοῦ του, τὴν μεταβίβαση τῆς
διδασκαλίας καὶ τῆς θεϊκῆς χάριτος διὰ μέσου τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μεταξὺ τοῦ
πνευματικοῦ καὶ τοῦ μαθητῆ. Παράλληλα μὲ τὴν κανονική, καὶ ἐπίσημη “ἀποστολικὴ
διαδοχή” τῆς ἐπισκοπικῆς ἱεραρχίας ὑπάρχει ἐπίσης μία ἐσωτερικὴ καὶ κρυμμένη
“ἀποστολικὴ διαδοχή” πνευματικῶν ἀνθρώπων» καὶ καταλήγει: «καὶ τὰ δύο εἴδη τῆς
διαδοχῆς εἶναι, τὸ καθένα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ἀπαραίτητα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ».
103. Ἑβρ. 13, 17.
104. Κατήχησις 20, SC 104, 346199-204.
105. Κατήχησις 20, SC 104, 340130-132: «Ἐὰν ἴδῃς τὸν ὁδηγοῦντά σε θαυματουργοῦντα
καὶ δοξαζόμενον, πίστευσον καὶ εὐφράνθητι καὶ τῷ Θεῷ εὐχαρίστησον ὅτι τοιούτου
διδασκάλου τετύχηκας».
125
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
4. Μετάνοια
126
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
προϋπόθεση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ
θέωση, ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἀναπροσανατολισμὸ τῆς ζωῆς καὶ
συνδυάζεται μὲ ἕνα νέο ἦθος της· ἦθος σεμνότητος καὶ ταπείνωσης, ποὺ
ἀντιδιαστέλλεται τὴ φαρισαϊκὴ ὑποκρισία καὶ τὴ νοοτροπία τῆς
ἰουδαϊκῆς πολιτείας111. Τὴν ὠφέλεια ποὺ προκύπτει ἀπ’ αὐτὴν βεβαίωσε
πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν»112. Ὁ ἱερὸς πατέρας, ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τῆς
Γραφῆς καὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων, χαρακτηρίζει τὴ μετάνοια, συνωδὰ
πρὸς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὡς βασικὸ στοιχεῖο καὶ ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ Θεός «τοὺς μὴ
μετανοοῦντας καὶ μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ φόβου πολλοῦ τηροῦντας τὰς
αὐτοῦ ἐντολάς, οὐδὲν ὠφελήσει, ἀλλὰ καὶ χείρων μᾶλλον τῶν ἀπίστων
ἐθνῶν καὶ ἀβαπτίστων αὐτοὺς τιμωρήσεται»113. Καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ
πιστὸς ὀφείλει νὰ ἐφαρμόσει αὐτὴν ἀπὸ τῆς παρούσης ζωῆς ἐποχή114,
ἀφοῦ μετὰ θάνατον δὲ δύναται νὰ τὴν ἐπιτύχει115.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὰ δύο βαπτίσματα ποὺ
λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος· τὸ διὰ τοῦ ὕδατος βάπτισμα καὶ τὸ ἐν Πνεύματι
βάπτισμα τῆς μετανοίας116. Ὑπογραμμίζει, λοιπόν, ὅτι δὲν εἶναι λίγοι
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἔλαβαν τὸ βάπτισμα σὲ μικρὴ ἡλικία,
παρέβλεψαν τὶς δωρεές του καί, παραβιάζοντας τὶς θεῖες ἐνέργειες,
ἐπεσώρευσαν στὸν ἑαυτό τους πλῆθος ἁμαρτιῶν. Ὥστε, ἀπευθυνόμενος
πρὸς αὐτούς, τοὺς καλεῖ νὰ μιμηθοῦν τὸν προφητάνακτα Δαβίδ,
ἐπιδεικνύοντας λόγους καὶ ἔργα ἄξια μετανοίας, προκειμένου νὰ
πλησιάσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐξομοιωθοῦν μαζί Του κατὰ χάριν, ἐφόσον
«οὐκ ἔστι τοῦτο ἀδύνατον, οὐκ ἔστιν. Ἀδύνατον μὲν γὰρ ἦν πρὸ τῆς αὐτοῦ
ἐπὶ γῆς παρουσίας· ἀφ’ οὗ δὲ εὐδόκησεν ἄνθρωπος γενέσθαι κατὰ πάντα
127
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
128
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
129
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
125. Κατήχησις 5, SC 96, σ. 404349-406352. Βλ. ἀκόμη ΒΑΣ. ΤΣΙΓΚΟΥ, «Δημιουργία καὶ ἐν
Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου», στὸ Ὁ ἀνακαινισμὸς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν
δογματικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 43-116.
126. Κατήχησις 5, SC 96, 406358-365. Ὡς παρατηρεῖ καὶ ὁ καθηγητὴς Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ
οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σσ. 77-78, «Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ κέκτηται ἄπειρον
δύναμιν καὶ ἀξίαν. Δὲν ἦτο θυσία ἁπλοῦ τινος δημιουργήματος, ἀλλ’ ἡ θυσία τοῦ
θεανθρώπου λυτρωτοῦ, ἡ θυσία τῆς ἀσπίλου σαρκὸς τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία, λόγῳ τῆς
ὑποστατικῆς ἑνώσεως, ἦτο ἀρρήκτως συνηνωμένη μετὰ τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου.
Ἦτο ἡ θυσία τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἀθώου, ὁ ὁποῖος ὅλως ἐλευθέρως καὶ ἐξ ἀγάπης
ἀνέλαβεν ἀνθ’ ἡμῶν τὸ πάθος καὶ τὰς ἀλγηδόνας τοῦ θανάτου. Ὡς τοιαύτη ἡ θυσία τοῦ
Κυρίου δοξάζει μὲν τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστᾶσα
καθέζεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως,
ἔχουσα τὰ πάντα ὑποτεταγμένα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς, ἐπεκτείνει δὲ τὰ σωτήρια αὐτῆς
ἀποτελέσματα καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους πασῶν τῶν ἐποχῶν, καθ’ ὅσον ὁ
Χριστός «ἱλασμός ἐστι τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ
περὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ ἐπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φύσιν, τὴν στενάζουσαν καὶ
καραδοκοῦσαν τὴν ἀπελευθέρωσιν αὐτῆς ἐκ τῆς δουλείας καὶ τῆς φθορᾶς».
127. Κατήχησις 5, SC 96, 382107-384121.
128. Κατήχησις 5, SC 96, 412448-414461: «Εἰ γὰρ πρὸ τοῦ νόμου καὶ τῆς Χριστοῦ
παρουσίας, τῶν βοηθημάτων τούτων ἁπάντων χωρίς, πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι τῷ Θεῷ
130
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
131
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
133. Κατήχησις 30, SC 113, 19841-48: «Τί οὖν με τούτων ἁπάντων ὠφέλησε μέχρι τοῦ
νῦν ἢ ἐν τῇ ἐξόδῳ τῆς ταλαιπώρου ψυχῆς μου ὠφελήσει με, εἰ αὔριον ὁ ἔχων ἐξουσίαν
πάσης πνοῆς ἀπὸ τοῦ κόσμου τούτου κελεύσει ἀρθῆναί με; Ὄντως οὐδέν! Λοιπὸν οὖν μὴ
μάτην κἂν τὰς ὑπολοίπους διάξω ἡμέρας τῆς ἐνταῦθα ζωῆς μου, ἀλλὰ βάλλω ἀπὸ τοῦ
παρόντος ἀρχὴ καὶ πάντα καταλιπὼν ἐκεῖνα, τὰ ἐναντία τούτοις ὡς οἱ ἅγιοι πατέρες
κἀγὼ διαπράξομαι».
134. Κατήχησις 23, SC 113, 1412-17: «Ὁ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ κρυπτὸς πόνος καλύψει
πάντα πόνον ἢ κνησμονήν, γινομένην ἐπὶ δερματίδα σώματος αὐτοῦ, καὶ ἐκ συνοχῆς
τῆς καρδίας αὐτοῦ οὐκ ἀφίεται διαβλέψαι καὶ ἰδεῖν τὰ ἐπὶ τῷ σώματι αὐτοῦ, ἀλλὰ πόνῳ
καὶ ὀδύνῃ ἀφορήτῳ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπιλανθάνεται τῶν πληγῶν, τῶν ἐν τῷ σώματι
αὐτοῦ».
135. Κατήχησις 23, SC 113, 1648-51.
132
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
133
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
καρδιᾶς -ἔρθει, δέ, και σὲ συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του-, ἀποκτᾶ τὴν
κατάνυξη. Ὁ Θεός «οὐ βλέπει εἰς πρόσωπον, οὐδὲ εἰς μόνην τὴν ἔξωθεν
καταστολὴν τῶν ἠθῶν, οὐδὲ εἰς τὰς κραυγὰς ἡμῶν, ἀδελφοί, ἀλλ’ εἰς
καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην καὶ ἥσυχον καὶ τὸν φόβον τοῦ
Θεοῦ ἐπιφερομένην»143. Ποτὲ κανεὶς δὲν κατόρθωσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ
χωρὶς τὴ μετάνοια (ἡ ὁποία φέρει τὴν κατάνυξη) καὶ χωρὶς νὰ
κατακλύζεται ἀπό «ὡς ἀπὸ πηγῆς ἀεὶ βρυόντων δακρύων διηνεκῶν»144. Καὶ
εἶναι ὅμοιος μὲ τοὺς ἄπιστους ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν
μπορεῖ κάποιος νὰ δακρύζει καθημερινά145. Ὁ ἱερὸς πατέρας, θέλοντας
νὰ προτρέψει τὸ ποίμνιό του σὲ ἐπιλογὴ μιᾶς συνειδητῆς πορείας ἀρετῆς
πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ λύτρωση, ὑπογραμμίζει ὅτι ἄν καθένας ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς ἐφαρμόζει τὰ προαναφερθέντα μὲ ταπείνωση καὶ
ἀκράδαντη πίστη, εἶναι βέβαιον ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ὥρα τῆς
προσευχῆς ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, θὰ αἰσθάνεται
πλημμυρισμένη τὴν ψυχή του ἀπὸ αὐτὴν τὴ θεία δωρεά.146.
Ἡ κατάνυξη γεννᾶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γεννᾶ τὰ
δάκρυα, τὰ ὁποῖα «καρπὸς γὰρ τῆς μετανοίας πρῶτος ταῦτά εἰσι»147. Ὁ
134
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ». Περισσότερα περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ. ZAKLINA
KOVACEVIC, Μετάνοια καὶ μακάριον πένθος κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο
(Μεταπτυχιακὴ ἐργασία), Θεσσαλονίκη 2008. Βλ. ἀκόμη HILARION ALFEYEV, St. Symeon the
New Theologian, σσ. 209-215.
148. Κατήχησις 4, σσ. 336-3381. Γιὰ τὰ σωτήρια δάκρυα τῆς κατανύξεως
χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν Δ. ΤΣΑΜΗ στὴ μελέτη του Ἁγιολογία τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σ. 169: «Τὰ δάκρυα τῶν τελειουμένων πιστῶν διακρίνονται
ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία ποὺ τὰ προκαλεῖ. Στὰ πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς προόδου
ἔχουμε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἀργότερα ὅμως καθὼς ὁ πιστὸς ἀνεβαίνει σὲ
ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀναφαίνονται ἀβίαστα καὶ φυσικὰ στὰ μάτια
του τὰ σωτήρια δάκρυα τῆς κατανύξεως. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ταιριάζουν στὴν
τάξη τῶν εἰσαγωγικῶν, θεωροῦνται σὰν δεύτερο βάπτισμα καὶ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ
ἔργο τῆς καθάρσεως. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν,
τὴ μεταμέλεια καὶ τὴν ταπείνωση, καθαρίζουν τὴν καρδιά. Τὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως
ἀφοροῦν τὶς ἀνώτερες βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὴ φωτιστικὴ καὶ τὴ
μυστική. Εἶναι δάκρυα χαρᾶς καὶ ἀναψυχῆς καὶ ἀναφαίνονται στοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ
πιστοῦ ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τὰ χαροποιὰ αὐτὰ
δάκρυα γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ γλυκύτατη καὶ ἄφατη ἡδονὴ καὶ σὰν θεία δροσιὰ
πηγάζουν ἀπὸ τὴ φωτοποιὸ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
149. Κατήχησις 4, SC 96, 358544-360574. Βλ. ἀκόμη Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ
πατρότης, σ. 73: «Ταῦτα (τὰ δάκρυα) δὲν ἀποτελοῦν ἔκφρασιν ἀπογνώσεως, ἀλλὰ
φυσικὴν ἐκδήλωσιν συντετριμμένης καρδίας. Δὲν ὁδηγοῦν εἰς τὸν ζόφον τῆς
ἀπελπισίας, ἀλλ’ εἰς τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας».
150. Κατήχησις 4, SC 96, 342347-352: «Τί οὖν, εἰπέ μοι, ὄφελος αὐτῷ ἐκ τῆς τοιαύτης καὶ
μόνον ἐργασίας, ἐὰν μὴ καὶ ὁ καρπὸς τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἀναγνώσεως ἐπανθήσῃ τῇ ψυχῇ
αὐτοῦ διὰ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, ὅς ἐστιν ἡ ἀπάθεια, ἡ ἐπίκτησις τῆς
ταπεινοφροσύνης ὁμοῦ καὶ πραότητος καὶ ἡ γνῶσις μετὰ σοφίας τοῦ πνεύματος;».
135
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
καλλιεργώντας στὴ θέση τους τὶς ἀρετές.151 Ἕνα καὶ μόνο πάθος, ὅπως
σημειώνει, εἶναι ἱκανὸ νὰ στερήσει τὴν οὐράνια βασιλεία στὸν ἄνθρωπο.
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως «πᾶς ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς ἐν τῇ φοβερᾷ
ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπεναντίας αὐτοῦ εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν καὶ εἰς τὸ
ἀνεκλάλητον ἐκεῖνο φῶς ὄψεται τὸν ὅμοιον αὐτοῦ καὶ κριθήσεται παρ’
αὐτοῦ»152, καὶ ὅπου «ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν ὑπὸ ἑκάστου τῶν
ἁγίων κατακριθήσεται, ὥσπερ οἱ ἄπιστοι ὑπὸ τῶν πιστῶν καὶ οἱ
ἁμαρτήσαντες μέν, μὴ μετανοήσαντες δέ, ὑπὸ τῶν πλείονα ἴσως
ἁμαρτησάντων καὶ θερμῶς μετανοησάντων κατακριθήσονται»153.
Τέλος, προτρεπτικὸς ὅπως πάντα, περαίνει τὴν ἀναφορά του στὸ
συγκεκριμένο θέμα λέγοντας καὶ τὸ ἑξῆς: «Διὰ τοῦτο παρακαλῶ πάντας
ὑμᾶς, πνευματικοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ παρακαλῶν οὐδέποτε
παύσομαι τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, μὴ ἀμελῆσαι ἕκαστον τῆς ἑαυτοῦ
σωτηρίας, ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ σπουδάσαι ἀρθῆναι μικρὸν ἀπὸ τῆς γῆς. Εἰ
γὰρ τοῦτο γενήσεται τὸ θαῦμα καταπλῆξαν ὑμᾶς... οὐκ ἔτι πρὸς τὴν γῆν
κατελθεῖν καὶ στῆναι κἂν ὅλως θελήσετε· ... οὐκ ἔτι καταδεξόμεθα πρὸς
τὴν προτέραν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος
κατελθεῖν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνὴν γρηγορεῖν καὶ προσεύχεσθαι
οὐ παυσόμεθα, ἕως ἂν πρὸς τὴν ἐκεῖθεν μεταβῶμεν μακαριότητα καὶ τῶν
ἐπηγγελμένων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν. ... Ἀμήν»154.
136
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
155. Κατήχησις 17, SC 104, 2547-11: «ἐκπληττόμενος εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφατον
ἀγαθότητα, οὕτω πως καταπληκτικόν, ἀνακράζω· “ὢ θαύματος ἔκπληξις καὶ ἐντολῶν
Θεοῦ δύναμις, οἵους ἀπεργάζονται τοὺς ποιοῦντας καὶ φυλάσσοντας αὐτάς”».
156. Ἰακ. 2, 17· 18· 26. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν δύο στάδια στήν πορεία
τῆς πνευματικῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία. Ὅπως σημειώνει
ὁ καθηγητὴς Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, Θεία καὶ ἀνθρώπινη σοφία, σ. 112, «Ἡ ἐπικράτησις δὲ τῶν
ὅρων τούτων εἰς τὸν μοναχισμὸν συνετέλεσε καὶ εἰς τὴν ἐν αὐτῷ διαμόρφωσιν δύο
τάσεων, ἤτοι τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ ἐπιδιδόμενοι μοναχοὶ εἰς
τὴν ἐργασίαν, τὸ φιλανθρωπικὸν ἔργον καὶ γενικώτερον εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν
πρακτικῶν ἀρετῶν ὠνομάζοντο πρακτικοί. Ἀντιθέτως οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς τοῦ
περιβάλλοντος τῆς ἀπολύτου ἡσυχίας ἐπεδίωκον τὴν ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ,
ἐκαλοῦντο θεωρητικοί. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ πρᾶξις καὶ ἡ θεωρία ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν ἐν
τῷ μοναχισμῷ δύο διάφορα μέν, ἀλλὰ στενῶς συνδεδεμένα πεδία. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ
διάφοροι ἀσκητικοὶ συγγραφεῖς υἱοθέτησαν ἐν γένει μία σύζευξιν καὶ
ἀλληλοσυμπλήρωσιν τῶν δύο ἀντιθέτων τάσεων, τονίζοντες ὅτι αἱ δύο αὗται ὁδοὶ
ὁδηγοῦν τελικῶς εἰς τὸ ἴδιον τέρμα». Πρβλ. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία, σσ. 163-164.
157. Κατήχησις 8, SC 104, 100170-175: «Ἐν γὰρ τῇ ἐργασίᾳ ταύτῃ ἀναφύεται ὥσπερ τις
πολύχους καρπὸς ἐντὸς ἡμῶν ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πρὸς τὸν πλησίον συμπάθεια,
ἡ πραότης, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονὴ τῶν πειρασμῶν, ἡ ἁγνεία, ἡ καθαρότης τῆς
καρδίας, δι’ ἧς καταξιούμεθα ὁρᾶν τὸν Θεόν».
158. Κατήχησις 29, SC 113, 190315-192325: «Μακάριος ὁ ταῦτα ἀκούων καὶ μὴ μόνον
στενάζων μηδέ, ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἀναβαλλόμενος, παρατρέχει τὸν χρόνον αὐτοῦ τῆς
ζωῆς ἀνωφελῶς, ἀλλ’ ὁ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τοῦ Κυρίου λέγοντος· “Μετανοεῖτε!”, εὐθὺς τοῦ
ἔργου ἀρχόμενος. Ὁ τοιοῦτος γὰρ ὡς ὑπήκοος καὶ εὐγνώμων δοῦλος ἐλεηθήσεται καὶ
οὐχὶ μετὰ τῶν ἀνηκόων κατακριθήσεται, καὶ νῦν μὲν ἐκ πάντων ἀπαλλαγήσεται τῶν
παθῶν, πασῶν δὲ τῶν ἀρετῶν ἐργάτης γενήσεται δόκιμος, ἐν δὲ τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι
137
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
κατατρυφήσει τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ μετὰ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος
εὐαρεστησάντων αὐτῷ».
159. ΣΤ. ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 171.
160. ΣΤ. ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 196.
161. Α΄ Κορ. 2, 16.
162. Κατήχησις 8, SC 104, 100181-185.
163. Κατήχησις 8, SC 104, 102203-206.
164. Κατήχησις 5, SC 96, 420526-529: «Ὑμεῖς τὰς ἑαυτῶν θεραπείας μόνας καὶ τὰ
θελήματα καὶ τὰς ἐπιθυμίας ἐξεπληρώσατε, πλεονεκτοῦντες, ἁρπάζοντες, ἀδικοῦντες
καὶ ἑαυτοὺς μόνους ἐθεραπεύσατε;».
165. Κατήχησις 28, SC 113, 154323.
138
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
139
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
169. Βλ. ΗΣΑΪΑ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος», σ. 39: «Γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ
κανείς, ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεών, θεϊκῶν χαρισμάτων, μονίμων καὶ ἀναφαιρέτων,
χρειάζεται ἡ ὑποταγὴ σὲ ἅγιο καὶ σοφὸ καθοδηγό, ἡ προκάθαρση τῶν δακρύων, ἡ
προκένωση τῆς μαρτυρικῆς αὐταπαρνήσεως, ἡ προλείανση τῆς ταπεινώσεως, γιατὶ μ’
αὐτὸ τὸν τρόπο καθίσταται κανεὶς δεκτικὸς τῶν θείων ἐνεργειῶν, ὥστε νὰ δροῦν ἐπάνω
του, νὰ ἀνακαλύπτονται μέσα του».
170. Κατήχησις 14, SC 104, 214125-126. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ παρουσίαση τῶν
πνευματικῶν μεθηλικιώσεων τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν μαθητὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, τὸν
Νικήτα Στηθάτο, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει ἀφ’ ἑνὸς τὶς τάξεις καὶ τοὺς βαθμοὺς τῆς
πνευματικῆς προόδου καὶ στὴ συνέχεια τὶς πνευματικὲς μεθηλικιώσεις τῶν πιστῶν
κατὰ ὁμάδες, οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Αἱ τάξεις καὶ οἱ βαθμοὶ τῆς πνευματικῆς προόδου:
Α. α) Καθαρτική. Β. α) Ἔμπρακτος ἄσκησις ἢ ἔμπρακτος φιλοσοφία
ἢ ἀπάθεια.
β) Φωτιστική. β) Φυσικὴ θεωρία ἢ θεωρία τῶν ὄντων.
γ) Μυστικὴ ἢ τελειοποιός. γ) Μυστικὴ τοῦ Λόγου θεωρία ἢ μυστικὴ
θεολογία.
2. Αἱ πνευματικαὶ μεθηλικιώσεις τῶν πιστῶν:
Α. α) Νήπιοι Β. α) Εἰσαγωγικοί. Γ. α) Οἱ φοβούμενοι τὰς κολάσεις.
β) Νεανίσκοι. β) Μέσοι. β) Οἱ ἀποβλέποντες εἰς ἀμοιβάς.
γ) Ἄνδρες τέλειοι. γ) Τέλειοι. γ) Οἱ ἀγαπῶντες τὸν Θεὸν καὶ
ἑνούμενοι μετ’ αὐτοῦ.
Βλ. ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 65.
171. VL. LOSSKY, Μυστικὴ Θεολογία, σ. 278.
140
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
141
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
142
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
φυλαξώμεθα, ἵνα καὶ ζωῆς καὶ βασιλείας ἐπιτευξώμεθα αἰωνίου καὶ... τῆς
εὐλογημένης ἑνωτισθῶμεν ἐκείνης φωνῆς, “δεῦτε”, λεγούσης “oἱ
εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν180”»181.
143
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
144
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
145
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μόνης τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ἀξιοῦνται καλῶν»193.
Σημειώνει, ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀποτρέψει τὴν
ἀναχώρηση ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ νὰ προτρέψει τοὺς μαθητὲς καὶ
ἀκροατές του σὲ ἀγῶνα μετάνοιας καὶ στὴν πιστὴ, ἀπαρέγκλιτη τήρηση
τῶν ἐντολῶν.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἦρθε στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ
ἐπιδίδεται στὶς διάφορες βιωτικὲς μέριμνες, παραμένοντας
ἀδικαιολόγητα προσκολλημένος σ’ αὐτές. Ἀντίθετα, πλάστηκε ὥστε,
ἀφοῦ πρῶτα καλῶς ἀγωνιστεῖ στὴν παροῦσα ζωή, νὰ καταφέρει στὴ
συνέχεια νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Κύριο (ὁ Ὁποῖος ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη γι’ αὐτόν,
κατὰ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, κατῆλθε στὴ γῆ, ἔζησε ἀνθρωπίνως
καὶ περπάτησε ἀνάμεσά μας) καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῶν οὐρανῶν. Ὅμως, ὅπως
ξεκάθαρα ὁμολογεῖ ὁ ἱερὸς πατέρας, θρηνεῖ, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι
διακατέχονται συχνὰ ἀπὸ τάση νὰ παραβλέψουν τὰ οὐράνια
θαυμαστά194. Βέβαιος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν λεγομένων
του, ὁ ἅγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ συγκεκριμένη γλῶσσα γιὰ ὅλους
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν παρουσία καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου
Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, καὶ δὲν πίστευαν πὼς μποροῦσε νὰ
ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ δέχτηκε στὴ ζωή του τὸν φωτισμὸ ποὺ τὸ ἅγιο
Πνεῦμα χαρίζει. Προκειμένου, δέ, νὰ τεκμηριώσει τὴν ἄποψή του
στηρίζεται ξανὰ σὲ εὐαγγελικὸ χωρίο, ὅπου ὁ Κύριος ἀνέφερε ὅτι «πᾶσα
ἁμαρτία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, τῷ δὲ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὔτε ἐν τῷ
μέλλοντι»195. Στὴ συνέχεια, βέβαια, σπεύδει ἀμέσως νὰ ἐξηγήσει ποιά
εἶναι ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ λόγο σαφῆ καὶ
κατανοητὸ ἀναφέρει ὅτι «πάντα τὰ ὑπὸ τῆς θείας Γραφῆς μαρτυρούμενα
193. Κατήχησις 22, SC 104, 380193-195. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ
φωτός», σ. 12, ὅπου ὁ καθηγητὴς σχολιάζει ὅτι «τὸ κήρυγμα τοῦ Συμεὼν εἶναι ὅτι ἡ
τελειότης μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι προνόμιο ὅλων
τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων· διότι τὸ πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ σήμερα, ὅπως
ἐνεργοῦσε χθές, θὰ ἐνεργεῖ ἐπίσης αὔριο, ὅπως ἐνεργεῖ σήμερα. Ὅσοι ἀρνοῦνται ὅτι τὸ
πνεῦμα ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρει τὴ χάρη του στοὺς ἀνθρώπους καὶ τώρα, ἀρνοῦνται
τὴν ὕπαρξη τοῦ Πνεύματος».
194. Κατήχησις 22, SC 104, 380209- 211· 382214-216: «Ἐμοὶ θρηνεῖν ἐπέρχεται καὶ τὴν
καρδίαν μου δαπανῶμαι καὶ δι’ ὑμᾶς τήκομαι, ὅταν ἐννοήσω ὅτι τοιοῦτον Δεσπότην
ἔχοντες μεγαλόδωρον καὶ φιλάνθρωπον ... ἡμεῖς ὥσπερ ἄλογα ζῷα προτιμῶμεν γῆν
μόνην καὶ τὰ ἀπὸ γῆς ἡμῖν διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν ἀναδιδόμενα».
195. Ματθ. 12, 32· Λουκ. 12, 10.
146
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
147
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
148
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
149
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
πού, ἐνῶ εἶναι ἄγευστοι αὐτῆς τῆς ἀγάπης, προσποιοῦνται ὅτι εἶναι
σεσωσμένοι καὶ συγκαταριθμοῦν ἑαυτοὺς μεταξὺ τῶν ἁγίων208.
Χαρακτηρίζει μακάριο καὶ εὐτυχισμένο τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ καρδιά του
πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, καθώς «ἔσται γὰρ ἐν ἀδοξίᾳ τῇ ὁρωμένῃ πάντων
ἐνδόξων ἐνδοξότερος καὶ τιμίων πάντων τιμιότερος καὶ σεμνότερος»· καὶ
συνεπαρμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης ἀφήνει ἐλεύθερο
τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ πνευματικὴ ἀλλὰ καὶ λόγια κορύφωση, θέλοντας
ἔτσι νὰ ἐκφράσει μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος της:
«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, ... ἐπαινετὸς ὁ καταδιώκων σε, ἐπαινετώτερος ὁ
εὑρών σε, μακαριώτερος ὁ ἀγαπηθεὶς ὑπὸ σοῦ, ὁ εἰσδεχθεὶς παρὰ σοῦ, ὁ
διδαχθεὶς ἀπὸ σοῦ, ὁ κατοικήσας ἐν σοί, ὁ τραφεὶς διὰ σοῦ τροφὴν Χριστὸν
τὸν ἀθάνατον, Χριστὸν τὸν Θεόν ἡμῶν»209.
Αὐτός, ἐπίσης, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐν μετανοίᾳ, ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ μέσα
του τὴν ταπείνωση. Εἶναι «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»210 καὶ εἶναι
δική τους ἡ οὐράνια βασιλεία. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς
δίκαιης μισθαποδοσίας λειτουργεῖ θεραπευτικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ
ὁποῖος, ἀφοῦ συντρίψει μὲ τὴν ἄσκηση τὸ ὑπερήφανο φρόνημα τῆς
σάρκας211, βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ καρποφορία τῆς ταπείνωσης, πού
«δάκρυσι ποταμηδὸν αὐτὴν καταντλήσασα τὸ ζῶν ὕδωρ ἐκβλύζειν ποιεῖ καὶ
τὰ ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων τραύματα ἰᾶται καὶ τὸν ἰχῶρα καὶ τὰ ἕλκη αὐτῶν
ἀποπλύνει καὶ χιόνος λαμπρότερον ὅλον ἐκεῖνον ἀποδεικνύει τὸν
ἄνθρωπον»212.
Συνωδὰ πρὸς τὴν ταπείνωση εἶναι τὸ πένθος καὶ τὰ δάκρυα213. Ἐκεῖνος
πού μετανοεῖ, πενθεῖ καὶ δακρύζει γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔχασε ζώντας μέσα
στὴν ἁμαρτία καί, κατὰ συνέπεια, ἀγωνίζεται ν’ ἀποβάλλει κάθε τι κακὸ
ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀποζητώντας νὰ ἐκπληρώσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ
Κύριος μακαρίζει τοὺς πραεῖς καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ αἰσθάνονται πείνα
καὶ δίψα πνευματικὴ γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία214.
150
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
151
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
221. Κατήχησις 11, SC 104, 15885: «Νηστεία γὰρ πάσης ἐργασίας πνευματικῆς ἀρχὴ
καὶ θεμέλιος».
222. Κατήχησις 11, SC 104, 15649-15870.
223. Κατήχησις 12, SC 104, 17693-96.
224. Κατήχησις 12, SC 104, 17699-100.
152
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
225. Κατήχησις 12, SC 104, 17682-84: «ἀγωνισώμεθα, παρακαλῶ, τηρῆσαι καὶ ἐν ταύτῃ
τῇ ἱερᾷ ἑβδομάδι τῆς καλλίστης νηστείας τὸν νόμον καὶ τὸν ἴσον θέσθαι ταῖς
προλαβούσαις ἀγῶνα». Καὶ λίγο παρακάτω, Κατήχησις 12, SC 104, 180158-182163,
συνεχίζει: «Ναί, παρακαλῶ, μὴ ἐπιλάθησθε τῆς παθοκτόνου νηστείας, τῆς καθαρτικῆς
ἐγκρατείας καὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν μὴ κατοκνήσητε, ἀδελφοί, ἀλλ’ εἰ καὶ βρωμάτων
ἐναλλαγὴ γενέσθαι πολλάκις συμβῇ καὶ πόθεν τύχοιτε παρακλήσεως, τὴν γνώμην ἦτε
ἀσάλευτοι καὶ τὴν κατάστασιν ἀμετάβλητοι».
226. Πρβλ. Α΄ Κορ. 8,8. Ματθ. 6, 25.
227. Κατήχησις 11, SC 104, 16094-109.
228. Κατήχησις 11, SC 104, 164156-159.
229. Κατήχησις 11, SC 104, 164161-162.
153
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
154
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
155
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
156
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
242. Κατήχησις 23, SC 113, 24143-144. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἅγιος
Συμεὼν μολονότι δὲν παύει σὲ ὅλα του τὰ ἔργα νὰ δηλώνει τὴν ἐνσυνείδητη
πραγματικότητα τῆς θεώσεως ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἐπιμένει ὅμως στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ
πληρότητα αὐτῆς ἀνήκει στὸ ἐσχατολογικὸ ἄπειρο. Βλ. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ
Χριστοῦ, σ. 497.
243. Ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος», σ. 543, «Τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Συμεὼν περικλείουν εἰς πᾶσαν σχεδὸν
σελίδα των τὰς λέξεις φῶς, ἔλλαμψις καὶ τὰς ὁμοίας. Ἀλλ’ οὗτος δὲν διδάσκει ὅτι
τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως εἶναι ἡ θεωρία τοῦ φωτός. Σκοπὸς εἶναι
κατ’ αὐτὸν ἡ συνάντησις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύμβολον εἶναι τὸ φῶς.
Ἡ ἕνωσις μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ τέρμα τῆς πνευματικῆς τελειώσεως».
Ὁ καθηγητὴς ΤΣΑΜΗΣ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 122, ἀναφερόμενος καὶ αὐτὸς
στὸ θέμα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, γράφει σχετικά: «Μολονότι ὅμως ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ
παρουσιάζεται ὡς καθῆκον, ἡ ἀπόκτησις αὐτῆς διαφεύγουσα τὰς ποικίλας ἱκανότητας
καὶ δυνατότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐκλαμβάνεται ὡς δωρεὰ Θεοῦ. Τὸ καθῆκον ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ζήτησιν αὐτῆς. Ὁ πιστὸς δὲν
κατακτᾶ ἐξ ἰδίων τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προετοιμάζεται διὰ νὰ δεχθῆ αὐτήν, ὅσον
κατὰ χάριν δοθῇ εἰς αὐτόν».
244. Κατήχησις 15, SC 104, 22211-15: «Ὁ δὲ Ἀδὰμ τῇ πίστει τῇ εἰς Θεὸν φρουρούμενος ἐν
τῇ ἀθανάτῳ ὑπῆρχε δόξῃ καὶ ἐν τῷ παραδείσῳ ἦν, ὑπὸ δὲ τοῦ ἐχθροῦ εἰς ἀπιστίαν
παρεκτραπεὶς θανάτῳ καταδικάζεται καὶ τοῦ παραδείσου ἐκβάλλεται καὶ ἀντὶ τῆς θείας
καὶ πνευματικῆς γνώσεως τὴν γνῶσιν τὴν σαρκικὴν ἐκομίσατο».
245. Ματθ. 25, 41.
157
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
δόξα ἀνώτερη τῆς δόξης τῆς οὐρανίου βασιλείας246. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ
ὑπεύθυνος καὶ ἀγωνιῶν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πνευματικῶν του τέκνων
ποιμένας Συμεὼν προτρέπει ἅπαντες νὰ ριχτοῦν στὸν καλὸ ἀγῶνα ἀπὸ
τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἀληθινὰ τέκνα φωτός (σύμφωνα
καὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο247), καθὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα μεγαλύτερο καὶ
τίποτα ὡραιότερο γιὰ κάποιον ἀπὸ τὸ νὰ καταστεῖ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ
καὶ συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ248 ἢ, ἔστω, ἕνας ἐκ τῶν δούλων Του ποὺ
θὰ κατέχει τὸ μοναδικὸ προνόμιο νὰ βρίσκεται κοντά Του.
Ἡ θέωση δέν ἀποτελεῖ προνόμιο κάποιων λίγων προαποφασισμένα
ἐκλεκτῶν. Ἀντίθετα, πρόκειται γιὰ κύριο σκοπὸ τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Παράλληλα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα απλό, τυπικό, ἠθικὸ ἐπίτευγμα
ἀλλὰ γιὰ μία ὀντολογικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ ἐκ βαθέων,
δηλαδή, συνολικὴ ἀνακαίνιση μετὰ τὴν ὁποία εἶναι σὲ θέση νὰ κοινωνεῖ
μὲ τὸν Θεὸ249 καὶ «ἐλεύθερος δὲ παντὸς σκοτισμοῦ καὶ πάσης ταραχῆς καὶ
πάσης νεκρώσεως, ἅτινα προεκάλουν εἰς αὐτὸν τὰ κατανικηθέντα ἤδη καὶ
ἀποδιωχθέντα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ πάθη, ἀπολαύει τοῦ φωτὸς καὶ τῆς
ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Πνεύματος»250.
Ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ ὕψους στὸ ὁποῖο εἶχε φθάσει μὲ
τὴν ἀδιάκοπη ἄσκηση καὶ τὴν χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια ὑπακοὴ στὸν
πνευματικό του πατέρα, ὅσιο Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ὁ ἅγιος Συμεὼν
ἀξιώθηκε τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τὴ θεωρία αὐτή, ὅπως
ἀναφέρθηκε καὶ στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, περιγράφει ὁ ἴδιος μὲ
πολλὴ ταπείνωση, χρησιμοποιώντας τὸ τρίτο πρόσωπο καὶ κρύβοντας
246. Κατήχησις 8, SC 104, 94116-96122: «Ὁ γὰρ λαβὼν ἐξουσίαν υἱὸς γενέσθαι Θεοῦ
βασιλείας τε οὐρανῶν καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν κληρονόμος, ὁ μαθὼν πολυτρόπως διὰ
ποίων ἔργων καὶ ἐντολῶν ὀφείλει εἰς ταύτην τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ἀναχθῆναι, καὶ
τούτων μὲν ἁπάντων καταφρονήσας, προτιμήσας δὲ τὰ ἐπίγεια καὶ φθειρόμενα καὶ τὸν
χοιρώδη βίον προκρίνας καὶ τὴν πρόσκαιρον δόξαν τῆς αἰωνίου δόξης κρείττονα
ἡγησάμενος».
247. Ἐφεσ. 5, 8. Πρβλ. καὶ Ἰω. 12, 36.
248. Ρωμ. 8, 17.
249. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία, σ. 181. Ὁ καθηγητὴς Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς
Ὀρθοδοξίας, σ. 73, γράφει ὅτι «εἰς τὰς περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἰδέας των οἱ ἱεροὶ
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤγοντο καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιαιτέρων μυστικῶν ἐνατενίσεων τοῦ
πνεύματος αὐτῶν, τὸ ὁποῖον σφόδρα ἠρέσκετο εἰς τὰς μυστικὰς θεολογικὰς πτήσεις καὶ
εἰς τὴν μυστικὴν τῶν θείων πραγμάτων ἐνατένισιν». Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὅπως
σημειώνει, «νὰ ἐξαίρουν τὴν θείαν φύση καὶ νὰ προβάλλουν πάντοτε τὸ ἀνθρώπινο
στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσαν ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς θείας φύσεως «περιβαλλόμενον ὑπὸ
τοῦ φωτὸς τῆς θείας δόξης καὶ μεταμορφώσεως».
250. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μυστικισμός, σ. 87.
158
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
159
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών
ἅπαν γήϊνον φρόνημα, τὸ ἀπελάσαν ἀπ’ ἐμοῦ ὕλην ὅση παχεῖα καὶ βάρος
σώματος, τὸ ἀκηδίαν καὶ νάρκωσιν ἐμποιῆσαν τοῖς ἐμοῖς μέλεσιν ... Οὐ
μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ χαρὰν εὐθέως πολλὴν νοεράν τε αἴσθησιν καὶ
γλυκύτητα ὑπὲρ πᾶσαν γεῦσιν τῶν ὁρωμένων ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀφράστως
ἐνέσταξεν, ἔτι δὲ ἐλευθερίαν καὶ λήθην πάντων λογισμῶν, τῶν ἐν τῷ βίῳ...
Πρὸς γὰρ μόνην τὴν ἐκείνου τοῦ φωτὸς ἄρρητον εὐφροσύνην πᾶσαι καὶ τοῦ
νοὸς καὶ τῆς ψυχῆς αἱ αἰσθήσεις μου ἐκολλήθησαν»255.
Τὴ δυσκολία του νὰ κατανοήσει τὸ ὕψος ὅπου εὑρέθη καὶ τὰ ἄρρητα
κάλλη τὰ ὁποῖα ἀντίκρυσε, ἦλθε νὰ ἐπιτείνει ἡ ἴδια ἡ ἀπάντηση τοῦ
πνευματικοῦ του πατρός256, ἡ ὁποία γέμισε τὸν ἅγιο Συμεὼν ἀπὸ ἀκόμα
μεγαλύτερο δέος, ὥστε, σχεδὸν ἔμφοβος, μιλώντας πλέον σὲ πρῶτο
πρόσωπο στὰ πνευματικά του παιδιὰ κάλεσε ἅπαντες νὰ ἐγκαταλείψουν
κάθε μέριμνα τῆς παρούσης ζωῆς, προκειμένου νὰ ἀξιωθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι
ἀναλόγων θείων ἐμπειριῶν, καθὼς εἶναι ἀπερίγραπτο, ὅπως δηλώνει
κατ’ ἐπανάληψη ὁ ἱερὸς πατέρας, τὸ κάλλος καὶ ἡ ὡραιότητα ποὺ γεύεται
ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ καταλάμπεται ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς
καὶ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος256.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχοντας ἀποβάλλει κάθε σαρκικὸ φρόνημα, ποὺ
τὸν κρατᾶ δεμένο στὴ γῆ, βρίσκεται ἐν κόσμῳ, ἀλλὰ ζεῖ ὑπὲρ τὸν κόσμον.
Ἀποκτᾶ τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, καθορᾶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους
καὶ βιώνει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς
ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ὁποίας εἴθε διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ
Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι.
255. Κατήχησις 16, SC 104, 24693-96· 100-107. Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς
φιλοσοφίας, σ. 283, ὅπου ὁ συγγραφέας διατυπώνει μὲ σαφήνεια τὴν ἔννοια τῆς
θεογνωσίας ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς: «Ἡ πρόσληψη τῆς ἀποκεκαλυμμένης καὶ
ἀποκαλυπτομένης ἀλήθειας λέγεται Θεογνωσία. Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ εἶναι τὸ
κεντρικὸ γεγονὸς ποὺ ἐννοεῖται ὅχι στατικά, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν δυναμικά. Μὲ ἄλλα
λόγια ἡ θεογνωσία εἶναι ἕνα ἐνεργούμενο συμβὰν καὶ συμβαῖνον. ... Ὁ Θεὸς ἀπρόσιτος
καὶ προσεγγιζόμενος, ὅπως φαίνεται καθαρὰ καὶ ξάστερα σ’ ὅλα τὰ βιβλικὰ κείμενα,
προσεγγίζεται μέσῳ θεοφανειῶν ... Ὁ Θεὸς φανερώνεται μὲ φῶς καὶ δόξα καὶ ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τοῦτο τὸ φῶς καὶ τούτη τὴ δόξα καὶ ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι
ἐφικτό, καὶ τοῦ θελήματός του. Ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι ἄμεση καὶ συντελεῖται μὲ τὴν
ὅραση. Ἄλλος τρόπος ἀποκάλυψης καὶ γνώσης δὲν ὑπάρχει, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή,
δηλαδή, καὶ κατὰ τοὺς Πατέρες παρὰ μονάχα μέσῳ τῶν Θεοφανειῶν».
256. Κατήχησις 16, SC 104, 248125-139.
160
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
162
Μέγα θαῦμα τῆς χάριτος, ἐπὶ σοὶ καὶ παράδοξον, Συμεὼν θεσπέσιε,
ἐκτετέλεσθαι, σὺ γὰρ ὑπάρχων ἀμύητος, σοφίας τῆς ἔξωθεν, ἀνεδείχθης
ἀληθῶς, θεολόγος θεόπνευστος καὶ διδάσκαλος, ἐγνωρίσθης θεόσοφος τῷ
κόσμῳ καὶ λαμπτὴρ τῆς οἰκουμένης, τοῖς ἱεροῖς σου συγγράμμασιν.
(Ἐκ τῆς ἀνεκδότου Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη ἔτος Γ΄, 1938-1939.)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Α΄ ΠΗΓΕΣ
Β΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
AALST, VAN DER, The place and the monastery: AALST, A. J. VAN DER, The place and
the monastery in Byzantine spiritual life c 1000, τόμ. Α΄, Cambridge
1995.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Ὁ κόσμος
τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ Βαλκάνια σήμερα, Θεσσαλονίκη 1992.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ μετάνοια: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ι., Ἡ μετάνοια κατὰ τὴν
ὀρθόδοξη καθολικὴ ἐκκλησία, Ἀθήνα 1995.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Μηνιαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καὶ Θρησκευτικὸν
Περιοδικόν, ἐκδιδομένη ὑπὸ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ, ἔτος Γ΄ (1938-
1939), Ἐκδοτικὸς Οἶκος Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, Ἐν Βόλῳ 1939.
ALFEYEV, St. Symeon the New Theologian: ALFEYEV, H., St. Symeon the New
Theologian and Orthodox Tradition, ἐκδ. Oxford University Press,
New York 2000.
ΒΛΑΧΟΣ, Μικρὰ Εἴσοδος: ΒΛΑΧΟΣ, ΙΕΡΟΘΕΟΣ (Ἀρχιμ.), Μικρὰ Εἴσοδος στὴν
Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,
Ἀθήνα 1992.
C. J. DE CATANZARO, GEORGE MALONEY S. J., Symeon the New Theologian: The
Discourses, Paulist Press, New Jersey, U.S. 1980, σ. 41.
ΓΟΥΕΑΡ, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου»: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΓΟΥΕΑΡ,
«Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Ἅγιο Συμεὼν
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες
165
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες
166
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες
167
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες
168
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες
169