Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ

You might also like

You are on page 1of 169

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ»


ΓΑΛΑΖΟΥΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ


ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΝ»

Μεταπτυχιακὴ Ἐργασία
ποὺ ὑποβλήθηκε στὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης

Σύμβουλος Καθηγητής: Σουλτάνα Λάμπρου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Στὴν οἰκογένειά μου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στὴ μέχρι τώρα πορεία τῆς ἁγιοτόκου τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου


Ἐκκλησίας μέσα στὸν χρόνο, σὲ τρία μόνο πρόσωπα ἔχει ἀποδοθεῖ τὸ
τιμητικὸ προσωνύμιο Θεολόγος, βάσει τῆς σπουδαίας προσφορᾶς τους
στὰ θεολογικὰ γράμματα. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἅγιο Ἀπόστολο καὶ
Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸν καὶ Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ
ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο· καὶ οἱ τρεῖς, ἄντρες φωτισμένοι,
ἐπιφανεῖς γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καὶ τὴ διαχρονικὴ ἀξία τοῦ
θεολογικοῦ τους ἔργου, προσωπικότητες πραγματικὰ πλημμυρισμένες
ἀπὸ τὴ θεία Χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Ἡ παροῦσα ἐργασία, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος βάσει
τῶν “Κατηχήσεων”», ἀποτελεῖ πόνημα τὸ ὁποῖο ἐξαρχῆς, ὅταν τὴν
ἀναλάβαμε ὡς θέμα, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τῆς συμβούλου
καθηγήτριας, κ. Σουλτάνας Λάμπρου, Ἐπίκουρης Καθηγήτριας τοῦ
Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ., φανέρωνε
καὶ τὸ εἶδος τῆς ἰδιαίτερης διαδρομῆς ποὺ ἔμελλε νὰ ἀκολουθηθεῖ μέχρι
τὴν ὁλοκλήρωσή της. Στὴν πράξη, δηλαδή, σήμαινε μιὰ ὁλοένα καὶ πιὸ
ἔντονη τριβὴ μὲ μιὰ σειρὰ σημαντικῶν -ἐκ τῶν πιὸ σημαντικῶν γιὰ τὴ
νηπτική, πατερικὴ σκέψη στὴν ἀλλαγὴ χρονικὰ ἀπὸ τὸν 10ο στὸν 11ο
αἰώνα- κειμένων· ἤτοι, Λόγων Κατηχητικῶν, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ὀ ἅγιος
Συμεὼν εἶχε συντάξει καὶ ἐκφωνήσει, ἀφορμώμενος ἐπὶ συγκεκριμένου
κάθε φορά, σὲ μιὰ εἰρηνικὴ περίοδο τῆς ζωῆς του. Στὴ συνέχεια, μετὰ τὴν
κοίμησή του, ἀνέλαβε νὰ συλλέξει συστηματικά, νὰ ἐπιμεληθεῖ καὶ νὰ
παραδώσει τὰ κείμενα αὐτὰ σὲ ἕνα πιὸ εὐρὺ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ὁ πιστὸς
μαθητής του, ὅσιος Νικήτας Στηθάτος.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μόνο του τὸ γεγονὸς αὐτῆς τῆς ἐρευνητικῆς
προσέγγισης στὸ συνολικὸ ἔργο τῶν Κατηχήσεων, ἐκ προοιμίου
προϋπέθετε καὶ τὴ γνωριμία τῶν προσωπικοτήτων καὶ τῆς σκέψης τῶν
δύο νηπτικῶν πατέρων, ποὺ σχετίζονται μ’ αὐτό, ὁσίων Συμεὼν καὶ
Νικήτα, οἱ ὁποῖοι σύντομα ἄρχισαν, ὡς ἀναμενόταν, νὰ ξεδιπλώνονται
καὶ νά ἀποκαλύπτονται, ἀφήνοντας ἰσχυρὸ τὸ στίγμα τους καὶ στὴ δική
μας σκέψη, ἐπηρεάζοντάς την ἀνάλογα. Ὥστε δὲν ἦταν καθόλου
παράξενο ποὺ ἀπὸ κάποιο σημεῖο καὶ μετά, λόγῳ τῆς σπουδαιότητας τῶν
κειμένων αὐτῶν, ἔκπληξη συνόδευε τὴ γενικότερη προσπάθεια, χωρὶς
συνάμα νὰ ἀπουσιάζει καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν πραγμάτωση ἑνὸς
ἐπιτυχοῦς, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον πάντοτε, ἀποτελέσματος στὸ
ἐπιχειρούμενο τόλμημα.
Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὴ σύμβουλό μου, κ.
Σουλτάνα Λάμπρου, γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ ἔδωσε, μετὰ τὴν εἰσαγωγή
μου στὸ πρόγραμμα μεταπτυχιακῶν σπουδῶν τοῦ Τμήματος, νὰ
ἀσχοληθῶ μὲ τὸ συγκεκριμένο θέμα, καθὼς καὶ γιὰ τὴν κάθε μορφῆς
βοήθεια ποὺ μοῦ προσέφερε καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς προσπάθειας ποὺ
ἐπιχειρήθηκε. Ἡ συνεργασία μου μαζί της μὲ τιμᾶ ἰδιαίτερα καὶ
ὁπωσδήποτε μὲ ἔκανε καλύτερο ἄνθρωπο. Εὐχαριστίες ἐπιθυμῶ νὰ
ἐκφράσω, ἐπίσης, στὸν Καθηγητὴ τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ
Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ., κ. Συμεὼν Πασχαλίδη, καθὼς καὶ
στὴν Ἐπίκουρη Καθηγήτρια τοῦ Τμήματος, κ. Ἄννα Καραμανίδου, γιὰ
τὴν εὐκαιρία τῆς συνεργασίας ποὺ εἶχα μαζί τους, ἀπὸ τὴν ὁποία
προέκυψε πρόσθετο ἐπιστημονικὸ ὄφελος. Εὐχαριστῶ, ἀκόμα, ὅλους
ἐκείνους τοὺς ὁποίους σκοπίμως θὰ ἀποφύγω νὰ ἀναφέρω, προκειμένου
νὰ μὴν ἀδικήσω κάποιον σὲ περίπτωση ποὺ μοῦ διαφύγει τὸ ὄνομα ἔστω
καὶ ἑνός, ὅμως τοὺς διαβεβαιώνω ὅλους ὅτι χωρὶς τὴ συμβολή τους,
ἄλλου μικρότερη καὶ ἄλλου μεγαλύτερη, τούτη ἡ ἐργασία δὲ θὰ εἶχε
ὁλοκληρωθεῖ εὔκολα.
Φυσικά, δὲ θὰ μποροῦσα νὰ παραλείψω νὰ εὐχαριστήσω καὶ τοὺς
οἰκείους μου, τὴ μητέρα μου Χρυσῆ-Μαρία καὶ τὴ σύζυγό μου Ἄννα, ὅμως
καὶ τὴ μικρή μου θυγατέρα Λουκία-Μαρία, τόσο γιὰ τὴν ἔμπρακτη
συμπαράσταση καὶ τὴν ἠθικὴ στήριξη ποὺ μοῦ παρεῖχαν ὅλο αὐτὸ τὸ
διάστημα ὅσο καὶ γιὰ τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ποὺ ἔκαναν, μὲ ὅ,τι
συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Ἀκόμα, κλείνοντας τὸ προλογικὸ αὐτὸ σημείωμα, θὰ ἤθελα νὰ
ἐκφράσω καὶ τὸν ἄπειρο θαυμασμό μου γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν
Νέο Θεολόγο, τὸν ἱερὸ πατέρα καὶ ποιμένα, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο καὶ
παράδειγμα εἶναι σὲ θέση νὰ προκαλέσουν σταδιακὰ τὴν καλὴ ἀλλοίωση
στὸν μελετητὴ ποὺ θὰ ἀποτολμήσει νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μαζί τους. Εἴθε ἡ
εὐλογία τοῦ ἁγίου νὰ μᾶς χαρίζεται ἁπλόχερα στὸ διηνεκὲς καὶ νὰ μᾶς
σκέπει ὅλους.

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2015 Νικόλαος Μ. Γαλαζούδης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................................................................................. 4
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ......................................................................................................... 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................ 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ» ΤΟΥ

1. Ὁ ἅγιος Συμεὼν καὶ ἡ ἐποχή του .............................................................. 14


α. Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ................................................................ 14
β. Βίος τοῦ ἁγίου Συμεὼν ................................................................................ 18
2. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Συμεὼν ............................................................... 32
α. Οἱ Κατηχήσεις καὶ τὸ περιεχόμενό τους .................................................. 32
β. Σχετικὰ μὲ τὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεων ................................................ 62
γ. Σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἁγίου Συμεὼν
μέσα ἀπὸ τὶς Κατηχήσεις του ..................................................................... 72

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1. Μοναχικὸς βίος ................................................................................................ 102


2. Πνευματικὸς ἀγώνας ...................................................................................... 110
3. Πνευματικὴ καθοδήγηση - Ὁ πνευματικὸς πατὴρ
καὶ ποιμένας ..................................................................................................... 117
4. Μετάνοια ........................................................................................................... 126
5. Τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ............................................................................ 137
6. Ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν ................................................................................... 143
7. Γνώση Θεοῦ - Θέωση ....................................................................................... 155

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ........................................................................................................... 161


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ............................................................. 164
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ

ΑΒ Ἀνάλεκτα Βλατάδων
ΓΠ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διμηνιαῖον Θεολογικὸν καὶ
Ἐκκλησιαστικὸν Περιοδικόν, Θεσσαλονίκη 1917 κ.ἑξ.
ΕΜΣ Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν
ΕΠΕ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Ἐκδοτικὸς Οἶκος Μερετάκη
«Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη.
Ἐφημέριος Ἐφημέριος, Δεκαπενθήμερον Περιοδικὸν τοῦ
Ὀρθοδόξου Ἐνοριακοῦ Κλήρου, Ἀθῆναι 1952 κ. ἑξ.
ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 1-12,
Ἀθῆναι 1962-1968.
ΙΜΧΑ Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου
ΜΕΕ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, 24 τόμ., ἐκδ. Π.
Δρανδάκης, Ἀθῆναι 1926-1934.
OC Orientalia Christiana, 12-45 Roma 1928
SC Sources Chretiennes
Σύναξη Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στὴν Ὀρθοδοξία,
1982 κ. ἑξ.
τόμ. τόμος
τεῦχ. τεῦχος
μτφρ. μετάφραση
σ. σελίδα
σσ. σελίδες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος, τὸ πέρασμα, δηλαδή, ἀπὸ τὸν 10ο στὸν 11ο αἰῶνα, ὑπῆρξε μιὰ
ἐποχὴ ἐξελίξεων γιὰ τὸ βυζαντινὸ κράτος. Ὁ συνδυασμὸς τῆς εὐτυχοῦς
συγκυρίας γιὰ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐπέκταση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς
διαδοχικῆς παρουσίας στὸν θρόνο ἰσχυρῶν προσωπικοτήτων, ὅπως οἱ
Νικηφόρος Φωκᾶς, Ἰωάννης Τσιμισκῆς καὶ Βασίλειος ὁ Β΄ (ξεκινώντας
χρονικὰ ἀπὸ τὸ 963 περίπου καὶ μέχρι, τουλάχιστον, τὸ 1025), μὲ τὸ
γεγονός, ἐπίσης, τῆς μιᾶς καθόλου μικρῆς σὲ ἐπίδραση γιὰ τὰ πολιτικὰ
καὶ ἐπιχειρησιακὰ πράγματα παρουσίας ἐντὸς κι ἐκτὸς τῆς αὐλῆς τοῦ
παλατιοῦ εὐγενῶν προερχόμενων ἀπὸ οἰκογένειες παφλαγονικῆς (ἀλλὰ
καί, γενικότερα, μικρασιατικῆς) καταγωγῆς, ἀποτέλεσε κορυφαῖο λόγο
γιὰ μιὰ σταδιακὴ ἐξάπλωση τῆς πολιτικοοικονομικῆς παντοδυναμίας.
Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς δύναμης δὲν παρέμεινε ἐγκλωβισμένη μέσα στὰ
στενὰ ὅρια τοῦ αὐτοκρατορικοῦ οἴκου. Παράλληλα, ὅμως, κατὰ τὴν
ἐποχὴ αὐτή, ἡ ἄνθηση τῶν γραμμάτων, μαζί, βέβαια, καὶ ἡ αὔξηση ἑνὸς
παραγόμενου συγγραφικοῦ ἔργου, καθὼς καὶ ἡ ἰσχυροποίηση τῶν κατὰ
τόπους ἱερῶν μονῶν ὡς πνευματικὰ κέντρα -μὲ τὶς ρίζες ὅλων αὐτῶν
εὑρισκόμενες στὴν κληρονομιὰ ποὺ ἄφησαν οἱ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (858-867, 877-886), αὐτοκράτωρ Λέων Στ΄ ὁ
Σοφὸς (886-912) καὶ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος
(945-959)-, χαρακτηρίζουν ἀνάλογα καὶ τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο ὁ ἱερὸς
πατέρας κινήθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπίγειου βίου του.
Ἀναφερόμενοι στὸν ἅγιο Συμεὼν, εἶναι ἐξαρχῆς δεδομένο ὅτι
ἑστιάζουμε σὲ ἕνα πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀπὸ νεαρὴ ἀκόμα ἡλικία ἔνιωσε τὴ
θέρμη γιὰ τὴν ἐπίδοση σ’ ἕναν δύσκολο, ὅμως λαμπρό, πνευματικὸ
ἀγῶνα. Καὶ τέτοιες μορφὲς πνευματικῆς ἄσκησης ἀνέκαθεν ἐπηρέαζαν
θετικὰ τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σὲ ἄμεση ἐπαφὴ
μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὶς ἐπιχειροῦσαν, ὅπως καὶ μὲ τὸ συγγραφικὸ ἔργο
τους (ἂν ὑπῆρχε τέτοιο), συσπειρώνοντάς τους γύρω ἀπ’ αὐτὰ καὶ
ὁδηγώντας τους σὲ μελέτη τοῦ συγκεκριμένου ἔργου. Ὁ ἱερὸς πατέρας,
ἂν καὶ ὑπῆρξε γόνος εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ συγκέντρωνε πάνω του
τὶς προϋποθέσεις ἐκεῖνες ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀκώλυτη ἀνέλιξη σὲ
ὑψηλά, κοσμικὰ ἀξιώματα, ἐπέλεξε ἀπὸ νωρίς, ἐξαιτίας τῆς ἔμπυρης
ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τῆς ἕλξης ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ μοναχισμός, νὰ
Εἰσαγωγὴ

ἀκολουθήσει τὴ γεμάτη ἀπαιτήσεις ἀσκητικὴ ὁδό, ἀπορρίπτοντας ἔτσι τὴ


σαγήνη τῆς ἀνθρώπινης δόξας.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἐμφάνιση τοῦ Νικήτα Στηθάτου σὲ δεδομένη στιγμὴ
στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Συμεὼν θὰ ἀποτελοῦσε, ὅπως ἀποδείχτηκε,
καταλυτικὸ γεγονὸς γιὰ τὴ διάδοση τοῦ ἔργου τοῦ δευτέρου σὲ ἕναν πιὸ
εὐρὺ κύκλο ἀναγνωστῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συνέχιση τῆς παράδοσής του
διαδοχικὰ στοὺς μεταγενέστερους, χωρὶς νὰ ἐξαιρεθοῦν αὐτῆς τῆς
θετικῆς ἐξέλιξης ὁ Βίος τοῦ ἁγίου καὶ οἱ Κατηχήσεις του. Ἡ συνάντηση
τῶν δύο ἀνδρῶν ἔδωσε καὶ τὴν εὐκαιρία τῆς καταγραφῆς τῶν σχετικῶν
μὲ τὰ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὸν Στηθᾶτο, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς ἀπὸ μαθητής
του ὑπῆρξε ἱκανὸς συγγραφέας καὶ ὁσιακὴ μορφή, γεγονὸς ποὺ καὶ αὐτὸ
ἔχει τὴ δική του ἀξία. Διότι ἐδῶ ὁ βιογράφος τοῦ Βίου τοῦ ἱεροῦ πατρὸς
καὶ ἐπιμελητὴς τῶν Κατηχήσεών του εἶναι πρόσωπο σύγχρονο αὐτοῦ,
εὑρισκόμενος σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μαζί του, καί, συνεπῶς, ὅ,τι φτάνει
σωσμένο μέχρι τὶς ἡμέρες μας χαίρει τοῦ προνομίου νὰ ἔχει καταγραφεῖ
ἐκ μάρτυρος αὐτήκοου καὶ αὐτόπτη. Ἡ ἀνάγκη γιὰ πληροφόρηση
σχετικὴ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπως καὶ γιὰ τὴν
προσωπικότητά του, καλύπτεται ἀπὸ τὸν Στηθᾶτο στὸν πλέον
ἱκανοποιητικὸ βαθμό, καίτοι, βέβαια, τὸ μεγαλύτερο ξεδίπλωμα αὐτῆς
τῆς προσωπικότητας καὶ ἀποκάλυψη τῆς σκέψης της θὰ τὰ παρατηρήσει
κανεὶς μέσα στὰ ἴδια τὰ κατηχητικά του κείμενα, τὰ ὁποῖα διεφύλαξε,
διέσωσε καὶ συστηματικὰ ἐπεξεργάστηκε ὁ Νικήτας στὴν πορεία.
Πράγματι, πρόκειται γιὰ σωζόμενους Λόγους τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς
δὲν ξεπερνάει τοὺς τριάντα τέσσερις, μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ἔχει καταλήξει ἡ
ἔρευνα νὰ θεωρεῖ πὼς εἶναι γνήσιο καί, κατὰ συνέπεια, ὡς ὀρθὰ
ἀποδιδόμενο στὸν ἅγιο Συμεών. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ ὁρισμένες
περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὑπάρχουσες ἐνδείξεις, τινὲς ἐκ τῶν Κατηχήσεων
εἶχαν ἀκόμα καὶ τὴ μορφὴ μακρῶν σημειώσεων – σχετιζόμενων, ὅμως, μὲ
κηρύγματα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἐκφωνήσει ὁ ἡγούμενος Συμεὼν στὰ μέλη
τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας, τῆς ὁποίας εἶχε τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη-,
προτοῦ ὁ Στηθᾶτος προβεῖ στὴ δική του φιλολογικὴ προσέγγιση καὶ τοὺς
προσδώσει μιὰ πιὸ ὁλοκληρωμένα διαμορφωμένη εἰκόνα.
Πάντως, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐπιθυμίας νὰ μελετηθεῖ ἀπὸ κάποιον τὸ
πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεών, σύντομα γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ
γραπτὰ ἐκπεφρασμένος πνευματικὸς πλοῦτος ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔζησε
συνειδητὰ τὸν κατὰ Χριστὸν βίο, ἀσπαζόμενος τὶς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴν
ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, καὶ διάνθησε μὲ τὸ συγγραφικό του ἔργο τὴν

9
Εἰσαγωγὴ

ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, δὲν ἐξαντλεῖται ἐντὸς τῶν ὁρίων


ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τῆς ἀντίστοιχα πλούσιας θεματολογίας ποὺ
ἀναπτύσσεται στοὺς Κατηχητικοὺς Λόγους. Ὁ ἱερὸς πατέρας ὑπῆρξε
δημιουργικὸς ὡς πνεῦμα καὶ θεολόγος δεινός. Ἐκτὸς τῶν Κατηχήσεων,
στὰ ἔργα του ἀνήκουν καὶ οἱ Εὐχαριστίες (Λόγοι ποὺ παρουσιάζονται
συνήθως νὰ συμπληρώνουν τὴ σειρὰ τῶν Κατηχητικῶν Λόγων), ἡ Βίβλος
τῶν Θεολογικῶν, ἡ Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, οἱ Ὕμνοι (τῶν θείων ἐρώτων) καὶ
οἱ Ἐπιστολές του.
Ἡ παροῦσα ἐργασία, μὲ τίτλο Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος βάσει
τῶν «Κατηχήσεων», χωρίζεται σὲ δύο κεφάλαια καὶ στὸ σύνολό της
ἀποτελεῖ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειάς μας ἀφενὸς νὰ
προσεγγίσουμε τὴν προσωπικότητα τοῦ ὁσίου ἐξετάζοντας πάντα τοὺς
Κατηχητικοὺς Λόγους του, καὶ ἀφετέρου, στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νὰ
ἐμβαθύνουμε ἔτι περισσότερο στὸ ποιμαντικὸ κομμάτι τῆς διδασκαλίας
του καὶ τὴν πατερικὴ σκέψη ποὺ ἀπορρέουν μέσα ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα
ἱερὰ κείμενα. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι οἱ κατηχητικοὶ λόγοι ὡς
λογοτεχνικὸ εἶδος δὲν εἶναι κάτι τὸ ἄγνωστο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
γραμματεία. Κατέχουν δικαιολογημένα τὴ δική τους σημαντικὴ θέση
ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἴδη της (π.χ. ἐπιστολές), ἀποτελώντας στὴν πράξη
ἕνα διαχρονικῆς ἀξίας ποιμαντικὸ ἐργαλεῖο στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ
διασφάλιση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ ἀλήθειας.
Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς ἐργασίας, μὲ τίτλο Ὁ ἅγιος
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του, χωρίζεται σὲ δύο
ὑποκεφάλαια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο τιτλοφορεῖται Ὁ ἅγιος Συμεὼν καὶ
ἡ ἐποχή του, καὶ χωρίζεται μὲ τὴ σειρά του σὲ δύο ἐπιμέρους ἑνότητες,
ἐνῶ τὸ δεύτερο τιτλοφορεῖται Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ
χωρίζεται σὲ τρεῖς. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ πρώτη ἑνότητα τοῦ πρώτου
ὑποκεφαλαίου φέρει τὸν τίτλο Τὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς
παρουσιάζεται ἐκεῖνο τὸ σταδιακά -μέχρι νὰ ἔρθει ὁ ἅγιος στὴ ζωή-
διαμορφωθὲν πλαίσιο στὸ ὁποῖο εἶχαν χωρέσει καὶ ἐνσωματωθεῖ κατὰ
τρόπο ἀλληλεπιδραστικό, παρὰ τὶς ὅποιες ἰσχύουσες ἰδιαιτερότητες, ἡ
πολιτική, ἡ οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐντὸς
αὐτοῦ τοῦ πλαισίου, ἀναπόφευκτα, ἔζησε καὶ κινήθηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ
ἅγιος. Τοῦτο, καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερὸς πατέρας εἶχε
ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπαφὴ μὲ τὸ πιὸ σημαντικὸ κέντρο ὅλων τῶν ἐξελίξεων
τῆς ἐποχῆς, ἤτοι τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους Κωνσταντινούπολη, ἤ,
ἀπὸ κάποιο χρονικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς του καὶ μετά, μὲ ἕτερους τόπους

10
Εἰσαγωγὴ

πλησίον αὐτῆς ἢ πιὸ μακριά, κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ καταδειχθεῖ ἔστω καὶ


ἀκροθιγῶς, προκειμένου στὴ συνέχεια ὀ ἀναγνώστης νὰ ἀντιληφθεῖ
πληρέστερα καὶ τὴν κοσμικῆς φύσης πραγματικότητα ποὺ βίωνε ὁ ἱερὸς
πατέρας. Ἡ δεύτερη ἑνότητα τιτλοφορεῖται Βίος τοῦ ἁγίου Συμεών. Στὴν
ἑνότητα αὐτὴ γίνεται ἀναφορὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου καὶ στὶς ἐκ συνειδητῆς
ἐπιλογῆς ἀποφάσεις ποὺ πῆρε προκειμένου νὰ δρομολογηθοῦν κάποιες
ἐπιθυμητὲς ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐξελίξεις, παραλλήλως δὲ καὶ στὰ κυριότερα,
ἐνίοτε ἀπρόβλεπτα, γεγονότα ποὺ ποικιλότροπα χαρακτήρισαν τὸν βίο
του. Συνεχίζοντας, ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς τρεῖς ἑνότητες τοῦ δευτέρου
ὑποκεφαλαίου φέρει τὸν τίτλο Οἱ Κατηχήσεις καὶ τὸ περιεχόμενό τους καὶ
ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ σὲ σειρά -ἔτσι ὅπως αὐτὴ ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἔρευνα-
παρουσίαση ὅλων τῶν πρὸς ἐξέταση Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ ἱεροῦ
πατρὸς στὴν παροῦσα ἐργασία, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν συντομίᾳ ἀναφορᾶς στὸ
πλούσιο περιεχόμενό τους. Ἡ δεύτερη ἑνότητα ἔχει τὸν τίτλο Σχετικὰ μὲ
τὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεων, ἀφορᾶ στὴν παράθεση συγκεκριμένων
πληροφοριῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεων καθαυτό,
τὴν ἱστορία τῆς διαδρομῆς τῆς μορφῆς του ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Λόγοι
βρίσκονταν στὰ χέρια τοῦ ἁγίου Συμεὼν ὡς κηρυκτικὰ κείμενα ποὺ θὰ
ἐκφωνοῦνταν στὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας, τῆς ὁποίας ὁ ἱερὸς πατέρας
ὑπῆρξε ἡγούμενος, μέχρι τὰ χρόνια ποὺ ἀνέλαβε τὴ συστηματική,
φιλολογικὴ προσέγγιση καὶ ἐπιμέλειά τους ὁ μαθητὴς τοῦ Συμεών,
Νικήτας Στηθᾶτος, ἀλλὰ καὶ τὴ μετὰ αὐτοῦ ἐποχή. Στὴν τρίτη ἑνότητα,
μὲ τίτλο Σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἁγίου Συμεὼν μέσα ἀπὸ
τὶς Κατηχήσεις του, ἐπιχειρεῖται προσπάθεια ἐξεύρεσης καὶ κατανόησης
τοῦ στίγματος τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴν προσωπικότητα καὶ τὴ
σκέψη τοῦ ἱεροῦ πατρός, ἔτσι ὅπως αὐτὲς ἀφήνονται νὰ διαφανοῦν ἀπὸ
ἕνα πρόσωπο ποὺ ζοῦσε καὶ ἔπραττε ὑπὸ τὶς συνθῆκες ἑνὸς ἀληθινὰ
ἁγιοπνευματικοῦ βίου.
Ἀκολούθως, ἡ ἐργασία συνεχίζεται μὲ τὸ δεύτερο κεφάλαιο, τὸ ὁποῖο
τιτλοφορεῖται Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ
ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Χωρίζεται σὲ ἑπτὰ ἑνότητες. Ἡ πρώτη
ἑνότητα ἔχει τὸν τίτλο Μοναχικὸς βίος καὶ ἀποτελεῖ μέρος τῆς
διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Συμεὼν ποὺ ἀποτυπώνεται στὶς Κατηχήσεις καὶ ἡ
ὁποία, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ἀφορᾶ στὰ περὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου
καὶ τὶς ἀρχὲς ποὺ τὸν διέπουν, καθὼς καὶ στὰ τῆς ὀρθῆς στάσης τινὸς
διάγοντα μοναχικὸ βίο· ἐπίσης καὶ στὶς δυσκολίες τῆς πορείας ποὺ
προϋποθέτει ἡ ἀπόφαση τῆς ἀπάρνησης τῶν ἐγκοσμίων, ἀλλὰ καὶ τῶν

11
Εἰσαγωγὴ

δεσμευτικῶν ὅρκων ποὺ τὴ συνοδεύουν. Ἡ δεύτερη ἑνότητα μὲ τίτλο


Πνευματικὸς ἀγώνας οὐσιαστικὰ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὴν πρώτη,
καθὼς ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἐπικεντρώνεται στὸν γεμάτο δυσκολίες
ἀγῶνα ποὺ δίνεται γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ στὸ
παράδειγμα ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι σὲ παρελθοῦσες ἐποχὲς
ἔδωσαν, ἀντίστοιχα, τὸν δικό τους ἀγῶνα. Ἡ τρίτη ἑνότητα τιτλοφορεῖται
Πνευματικὴ καθοδήγηση – Ὁ πνευματικὸς πατὴρ καὶ ποιμένας. Μὲ
δεδομένο τὸ γεγονὸς τῆς ἀνυπολόγιστης ἀξίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς,
τῆς μόνης ποὺ παραμένει αἰώνια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ φθαρτὰ ποὺ
ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου φανερώνει τὴν
ἀναλόγως μεγάλη σημασία ποὺ ἀποκτᾶ καὶ ἡ σωστὴ ἐπιλογὴ τοῦ
πνευματικοῦ πατρὸς στὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ (ἀλλὰ καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε
πιστοῦ), παρουσιάζοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ αὐτὸς θὰ
πρέπει νὰ ἔχει, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ὀρθὴ διαποίμανση καί, μέσῳ
αὐτῆς, ἡ ἀκώλυτη πορεία πρὸς τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς· ἀλλὰ καὶ τὸ
πῶς, μὲ τὴν ἀνυπόκριτη ὑπακοή, ὑποτάσσεται κανεὶς σ’ αὐτὴν τὴ
σωτήρια, πνευματικὴ καθοδήγηση. Στὴν τέταρτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου,
μὲ τίτλο Μετάνοια, παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρὸς γιὰ τὴ
μετάνοια· τὴ νηπτική, δηλαδή, κατάσταση ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ
περιέλθει κάποιος κατὰ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα στὴν ὁδὸ τῆς
σωτηρίας. Ἡ πέμπτη ἑνότητα μὲ τίτλο Τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν
συμπληρώνει τὴν προηγηθεῖσα τέταρτη ἑνότητα. Ἡ τήρηση τῶν ἀπὸ
Θεοῦ δοσμένων ἐντολῶν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Συμεὼν προϋπόθεση γιὰ τὴν
ἐπίτευξη τῆς ποθούμενης σωτηρίας. Κατὰ τὴ διαδρομή, λοιπόν, στὴν ὁδὸ
τῆς ἀρετῆς, αὐτὴ ποὺ καταλήγει στὴν τελείωση, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ
τηροῦνται σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐπιταγὲς ἐνέχουν λυτρωτικὴ προοπτικὴ
καὶ εἶναι ἐστεμμένα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν κατάνυξη. Ἡ ἕκτη
ἑνότητα ἔχει τίτλο Ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ συμπληρώνει μὲ τὴ σειρά
της τὴν ἀκριβῶς προηγούμενη ἑνότητα. Ὑφίσταται ἀλληλένδετη σχέση
ἀνάμεσα στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι ὁ σκοπὸς ἐκείνων ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς
ψυχῆς, καθὼς καὶ ἡ συγκαταρίθμησή τους μὲ ὅσους στὸ μέλλον θὰ
μετέχουν στὴν αἰώνια μακαριότητα. Τῆς προοπτικῆς αὐτῆς δὲν
παρουσιάζονται ὅλοι δεκτικοί, καίτοι ὅλοι ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ καλοῦ
ἀγώνα καὶ τῆς ἐλπίδας γιὰ ἕνα αἴσιο τέλος του. Ἡ κατὰ μίμηση Χριστοῦ
ἀγάπη θεωρεῖται καὶ εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν, ἡ ὁποία μπορεῖ καὶ
ἀλλοιώνει τὴν ὕπαρξη ἐκείνου ποὺ θὰ πλημμυριστεῖ ἀπ’ αὐτὴν καὶ, στὴ

12
Εἰσαγωγὴ

συνέχεια, ἐπιθυμεῖ νὰ τὴ χαρίσει ἁπλόχερα καὶ στὸν πλησίον. Ἀλλὰ καὶ ἡ


νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὡς ἀρετές, συντελοῦν στὴν ἐπίτευξη τοῦ
προαναφερθέντος σκοποῦ. Τὸ δεύτερο κεφάλαιο ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν
ἕβδομη ἑνότητα, ἡ ὁποία φέρει τὸν τίτλο Γνώση Θεοῦ - Θέωση. Ἀφορᾶ
στὴν ἐναγώνια καὶ ἐπίπονη προσπάθεια τῶν πιστῶν ποὺ ὡς σκοπό τους
ἔχουν τὸ νὰ ὁδηγηθεῖ καὶ πάλι ἡ ἀνθρώπινη φύση στὴν πρότερη,
μακαρία, προπτωτικὴ κατάστασή της, μὲ τὴ συνέργεια τῆς θείας Χάριτος
καὶ ἐξαιτίας τῆς φιλοστοργίας τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ
ἐπιστέγασμα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα τῶν καθαρῶν στὴν καρδία καὶ
στὸν νοῦ.
Ἡ ἐργασία κατακλείεται μὲ τὴν παράθεση τοῦ Ἐπιλόγου καὶ τῆς
σχετικῆς περὶ τοῦ θέματος βιβλιογραφίας.

13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ


ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΤΟΥ

1. Ὁ ἅγιος Συμεὼν καὶ ἡ ἐποχή του

α. Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπῆρξε πολίτης ἑνὸς κράτους αὐτοκρατορικοῦ1. Καὶ


τὸ γεγονὸς ὅτι ὡς μεμονωμένο, πνευματικὸ πρόσωπο κατάφερε νὰ
φτάσει σὲ ἐπίπεδα ἁγιότητος καὶ ἀνώτερης θεολογίας δὲν ἀκυρώνει
αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι πολίτες τῆς
Αὐτοκρατορίας, ἔτσι κι αὐτός, ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε κάτω ἀπὸ τὶς ὁρισμένες,
κοινωνικὲς καὶ πολιτικοοικονομικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς2, τὶς ὁποῖες,
εἰδικὰ ὁ ἅγιος, μὲ τὸ ἀνήσυχο πνεῦμα ποὺ τὸν διέκρινε, ὄχι μόνο δὲ θ’
ἀγνοοῦσε, ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ παρέμενε ἀπαθὴς μπροστὰ στὶς ἐξελικτικὲς
μεταλλάξεις τους3. Ὅπως σημειώνει ὁ Κριβοσέϊν, «Ὁ ἅγιος Συμεὼν ζοῦσε
σὲ μία ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου ὅπου ἡ πνευματικὴ ζωὴ σὰν νὰ κινδύνευε νὰ
τυποποιηθεῖ σὲ μία ρουτίνα καὶ στασιμότητα. Σὰν νὰ εἶχε ξεχασθεῖ ἡ
εὐαγγελική “καινότης”, ἡ πάντοτε νέα, δυναμικὴ καὶ κεχαριτωμένη ζωὴ ἐν

1. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Κριβοσέϊν, ὁ ἅγιος Συμεὼν γεννήθηκε κατὰ τὴν


ἐποχὴ ποὺ βασίλευε ἡ δυναστεία τῶν Μακεδόνων καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς
του συμπίπτει μὲ τὴ βασιλεία τοῦ περιφανέστερου ἐκπροσώπου τῆς δυναστείας αὐτῆς
τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Β΄ τοῦ Βουλγαροκτόνου, ὁ ὁποῖος βασίλευσε ἀπὸ τὸ 976
μέχρι τὸ 1025. ΒΑΣ. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 25.
2. Ὁ καθηγητὴς ΝΙΚΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2010, σ. 444, ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ
ὡς ἡ πρώτη, ἡ κορυφαία μορφὴ τῆς ἐποχῆς του, ἀνάμεσα σὲ μιὰ σειρὰ θεολογικὲς
φυσιογνωμίες, οἱ ὁποῖες μεσουράνησαν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ δεκάτου καὶ τοῦ
ἑνδεκάτου αἰώνα καὶ μὲ τὴ μυστική τους ἐμπειρία ἄφησαν ἔργο ἀξιοζήλευτο καὶ
κατεστάθησαν φῶτα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ της.
3. «Εἶναι χαρακτηριστικό», ἀναφέρει ὁ Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Θεολογία καὶ Ὀρθόδοξο βίωμα,
ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σ. 57, «ὅτι ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος πολεμήθηκε ὅσο κανεὶς
ἄλλος στὴν ἐποχή του καὶ μάλιστα ἀπὸ τούς “οἰκείους καὶ τοὺς ἐξ ἡμῶν” (Α΄ Ἰω. 2, 19).
Καὶ δὲν ἀμφισβητήθηκαν μόνο οἱ θεολογικές του θέσεις, ἀλλὰ καὶ τὸ ἦθος του καὶ ἡ
πνευματικότητά του. Οἱ σύγχρονοί του τὸν μέμφθηκαν σκληρὰ ὡς “νέο”, δηλαδὴ ὡς
“νεωτεριστή” καὶ ἀνώριμο θεολόγο. Καὶ ἡ ἱστορία ἀργότερα αὐτὸν τὸν τίτλο
περιφρόνησης καὶ χλεύης τὸν ἀνύψωσε σὲ τίτλο τιμῆς».
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Χριστῷ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐπίσης ἡ Θεολογία τότε
ἐμφανιζόταν ὡς μία στείρα τήρηση ἢ τυπικὴ ἐπανάληψη τῆς Παραδόσεως,
χωρὶς νὰ περνάει ἀπὸ ζωοποίηση τῆς προσωπικῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ πείρας καὶ
πνευματικῆς μαρτυρίας»4. Ὅμως, ἡ ἀπὸ πλευρᾶς του συναίσθηση τούτης
τῆς ἐξελισσόμενης πραγματικότητας ἐνῶ δὲ χάθηκε ποτέ, ὅπως
προκύπτει ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, μετουσιώθηκε σὲ
μέριμνα, μὲ τὶς δεδομένες προεκτάσεις τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας ποὺ τὴ
συνοδεύουν, γιὰ ἐμπειρία τοῦ ἀνεσπέρου φωτός. Στὸ Βυζάντιο τῆς δύσης
τῆς πρώτης καὶ τῆς αὐγῆς τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὁπότε ἔζησε ὁ ἅγιος,
πεποίθηση ὅλων παρέμενε ὅτι ἀποτελοῦν ὑπηκόους τῆς συνεχίζουσας
μέσα στὸν χρόνο τὴν πορεία της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Κι αὐτὴ εἶναι
μιὰ ἱστορικοκοινωνικὴ παράμετρος ποὺ ὀφείλει νὰ λάβει κανεὶς ὑπόψη
του, ὥστε νὰ ἀντιληφθεῖ ὀρθὰ τὸ ἀντίστοιχο πλαίσιο στὸ ὁποῖο
ἑστιάζουμε. Πάντως, καὶ γενικότερα, κάθε προσπάθεια νὰ ὑποστηριχθεῖ
ὅτι ὑπάρχει συγκεκριμένη ἐποχὴ ἵδρυσης τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας
θὰ ἦταν παρακινδυνευμένη, πολύ, δέ, περισσότερο ἐὰν ἀναζητοῦνταν
γεγονότα ποὺ νὰ μποροῦν νὰ πιστοποιήσουν τὸ τέλος ἑνὸς παλαιοῦ
ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου βυζαντινοῦ5.
Παράλληλα, τὸ οἰκουμενικὸ προφὶλ τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐξ’ ἀρχῆς
διαμορφωμένο ἔτσι, μπόρεσε τελικὰ καὶ ἐναρμονίστηκε μὲ τὶς ἀντίστοιχα
μεταφέρουσες τὴν οἰκουμενικὴ προοπτικὴ ἀπαιτήσεις τοῦ χριστιανικοῦ
μηνύματος, ὥστε στὸ μεταίχμιο τοῦ 10ου μὲ τὸν 11ο αἰώνα, ὁ ἅγιος
Συμεὼν νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ βιώνει ξεκάθαρα μιὰ τέτοια κατάσταση.
Βέβαια, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοῦτο δὲ συνέβη καὶ μὲ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο,
καθὼς ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔφτασε μέχρι τὶς μέρες τοῦ ἁγίου Συμεὼν χωρὶς
νὰ ἔχει περάσει μέσα ἀπὸ δυσκολίες ποὺ προκαλοῦσαν ἰσχυρές, ἐνίοτε
ἐπιδραστικὲς πιέσεις, ἀσκούμενες ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς
ὀπαδούς τους ἢ καὶ ἀπὸ ὁλόκληρους λαοὺς ποὺ ἦσαν μὲν ἀλλόδοξοι,
πλήν, ὅμως, ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ συνολικότερου πληθυσμοῦ τῆς
Αὐτοκρατορίας ἢ ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μ’ αὐτὴν γιὰ διάφορους λόγους:
δρόμοι τοῦ ἐμπορίου, μετακινήσεις, πολεμικὲς συγκρούσεις, ἄλλοι.
Συνεπῶς, ἕνα ἀπὸ διαφορετικὴ βάση προερχόμενο θρησκευτικὸ στίγμα

4. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 7.


5. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Βυζαντινὴ Ἱστορία, τύποις Ἀδελφῶν Μυρτίδη, ἐν Αθήναις
1972, σ. 20.

15
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τῶν παραπάνω θὰ μποροῦσε νὰ ἀφεθεῖ -ὅπως καὶ ἀφέθηκε- ὁπουδήποτε,


ἀκόμα καὶ μέσα στοὺς κύκλους τοῦ παλατιοῦ, καὶ νὰ δημιουργήσει
τεράστια προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ σκέψη, ἀλλὰ καὶ
ποιμαντική, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἀφήσει ἔτσι· ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη καὶ
μὲ κάθε δυνατὸ μέσο τὰ ἀντιμετώπισε.
Πρόκειται γιὰ τὸν Χριστιανισμό, «θρησκεία πεπαιδευμένων»6, ἀλλὰ
καὶ θρησκεία «λογία καὶ λαϊκὴ ἐν ταυτῷ»7· ὡς τέτοια θὰ προχωροῦσε σὲ
ἀφομοιώσεις, διαλόγους καὶ ἀπολογητικὴ μὲ τὶς πρὶν καὶ μετὰ τὴν
ἐμφάνισή του διάφορες φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς θέσεις καὶ τὰ
ὅποια δόγματά τους. Ἐπιπρόσθετα, οἱ ἅγιοι πατέρες εἶναι σίγουρο ὅτι
οὐδέποτε ἄφησαν τὴ σκέψη τους νὰ ἐγκλωβιστεῖ μέσα σὲ καθορισμένα,
στενά, γεωγραφικὰ ἢ ἐθνικὰ ὅρια, διότι κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε
ἀπόκλιση τῆς ὑπερτοπικῆς καὶ ὑπερεθνικῆς φύσης τοῦ Χριστιανισμοῦ
ποὺ διακονοῦσαν, ὁ ὁποῖος, ὡς θρησκεία, εἶναι ὁπωσδήποτε
ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε εἴδους περιορισμοὺς καταγωγῶν, γλωσσῶν καὶ
συνόρων. Τοῦτο, δέ, ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς
Ὀρθοδοξίας ἐνῶ γεννήθηκαν, ἔπραξαν κι ἐνήργησαν ὁ καθένας σὲ
συγκεκριμένο τόπο, τιμῶνται καὶ ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται ὁπουδήποτε
βρίσκονται πιστοὶ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας, χωρὶς, δηλαδὴ, ν’ ἀπωλεσθεῖ ὁ πανορθόδοξος χαρακτήρας
τῆς τιμῆς8.
Παράλληλα, στὴν Αὐτοκρατορία, λίγο πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἅγιος Συμεών,
συνέβη νὰ παραδοθεῖ ἡ σκυτάλη τῆς ἐξουσίας, καίτοι μὲ βίαιο τρόπο, ἀπὸ
τοὺς Ἀμορίους στοὺς βασιλεῖς τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας. Αὐτὴ ἡ
μεταβίβαση, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι παρουσιάζεται κάποιες φορὲς ἀπὸ τοὺς
ἱστοριογράφους κατὰ τρόπο ἐξευγενισμένο (ἐνῶ δὲν εἶναι), συνοδεύτηκε

6. H. I. MARROU, Ἱστορία τῆς Ἐκπαιδεύσεως κατὰ τὴν Ἀρχαιότητα (μτφρ. Θ.


Φωτεινόπουλου), Ἀθῆναι 1965, σ. 430.
7. H. I. MARROU, Ἱστορία τῆς Ἐκπαιδεύσεως, σ. 460.
8. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, Ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας,
[ΕΜΣ – ΙΜΧΑ 99], Θεσσαλονίκη 1968, σ. 14. Σ. Δ. ΛΑΜΠΡΟΥ, Ἡ ὁσία Παρασκευὴ ἡ
Ἐπιβατινή, ἐκδ. Ναῦς, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 140-141. Βλ. ἐπίσης Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ
κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ Βαλκάνια σήμερα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 317-319. ΖΗΣΗΣ, Ἡ
Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνὴ καὶ ἄγνωστος κανὼν τοῦ Μελετίου Συρίγου εἰς αὐτήν,
(ἀνάτυπον ἐκ τῆς Κληρονομίας, τόμ. ΙΑ΄, τεῦχ. Β΄, σσ. 317-339), Θεσσαλονίκη 1979
[Βιβλιοκρισία: Ν. Ἐφραιμίδης, ΘΕ 1 (1980) 440-441], σ. 5.

16
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀπὸ περίοδο διαμόρφωσης κλίματος δυναμικῶν ἀλλαγῶν μὲ ἐπιτυχίες σὲ


ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τοῦ πολιτικοῦ, οἰκονομικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ
πνευματικοῦ βίου, γεγονὸς ποὺ ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκρύψει τὴν
ἔξαρση αὐτή, ἀλλὰ προσέλκυσε, μὲ τὴ λάμψη ποὺ ἐξέπεμπε, πλῆθος
κόσμου ποὺ θαύμαζε τὸ ἰσχυρὸ κράτος καὶ ἔτρεξε νὰ λάβει θέσεις
συμπόρευσης μαζί του. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ:
«Θραύουσα τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀντιπάλων, ἀναχαιτίζουσα τὰς ἐπιθέσεις
αὐτῶν, ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία προσαρτᾶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ ἐν τῇ Δύσει
ἀπὸ αἰώνων ἀπολεσθέντα ἐδάφη καὶ ἐξικνεῖται εἰς τὸ ἀπόγειον τῆς
στρατιωτικῆς καὶ πολιτικῆς της ἰσχύος. Μεγάλη εἶναι ἡ ἀκτινοβολία καὶ ἡ
ροπὴ αὐτῆς ἐν τῇ διεθνεῖ κοινωνίᾳ καὶ πολιτικῇ. Λαοὶ συγκεκροτημένοι καὶ
λαοὶ ἀνοργάνωτοι ἕλκονται ἰσχυρῶς πρὸς τὴν πνευματικήν της ἑστίαν καὶ
λαμβάνουν ἐκεῖθεν τὰς ἀπαρχὰς τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ βίου ... Μὲ
τὴν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης ἡ Ἐκκλησία, ἀναγεννωμένη καὶ οἱονεὶ
παρεζευγμένη εἰς τὴν πολιτείαν, ἀναλαμβάνει ἐν τῷ ἐσωτερικῷ καὶ τῷ
ἐξωτερικῷ ἐξαίρετον δραστηριότητα. Καταπολεμοῦνται αἱ παντοίαι
αἱρέσεις, αἵτινες ὑπέσκαπτον τὰ θεμέλια τῆς κοινωνίας καὶ ἠπείλουν τὴν
ἑνότητα τοῦ Κράτους. Ἡ χώρα καλύπτεται ὑπὸ μοναχικῶν κέντρων καὶ
μεγαλοπρεπῶν ναῶν»9.
Ὅταν γεννήθηκε ὁ Συμεών, τὸ 949, τὸ πλαίσιο ἐκεῖνο ποὺ θὰ τοῦ
ἐπέτρεπε νὰ ἐπιλέξει τὸν ἰδιαίτερο δρόμο τῆς πορείας πρὸς τὴν ἀνάταση
καὶ τὴ μυστικὴ ἐμπειρία ἦταν σαφῶς ὑπαρκτὸ καὶ δεδομένο, βρισκόταν,
δέ, σὲ ἐξελισσόμενη συνέχεια. Ὥστε, δηλαδή, ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος ποὺ θὰ
γεφύρωνε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του τὴ νηπτικὴ
θεολογία (ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴ φιλοκαλία τῶν
προηγούμενων αἰώνων) μὲ τὸ κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ (τῶν ἀμέσως
ἑπόμενων), εἶχε τὴν εὐχάριστη πολυτέλεια νὰ ἐπιταχύνει τοῦτο τὸ
γεφύρωμα μέσα σὲ ἕνα γενικότερο κλίμα πού, ὅπως φαινόταν,
περισσότερο βοηθοῦσε καὶ λιγότερο ἐμπόδιζε. Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ
τέλους τοῦ 10ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα, ὡς ἀκτινοβολοῦν πνευματικὸ
κέντρο τοῦ πολιτισμοῦ, τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, γνώριζε
μέρες σπουδαίας αἴγλης, ἀποτελώντας τόπο προορισμοῦ γιὰ πολλούς.
Εἶναι ἡ ἐπιβλητικὴ πρωτεύουσα τοῦ κράτους∙ ἐκεῖ πέρα βρισκόταν τὸ

9. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας, σ. 242.

17
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

παλάτι ὅπου διέμενε ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὸν ὁποῖο, εἰδικὰ


κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας, ἐνισχυόταν βαθιὰ ἡ
πεποίθηση τοῦ λαοῦ ὅτι στὸ πρόσωπό του μποροῦσε νὰ ἐμπιστευτεῖ τὴν
τύχη του ἀπροβλημάτιστα. Μάλιστα, οἱ μεγάλες στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες
ἐνίσχυσαν ὡς ἀποδεκτὴ τὴν ἄποψη ὅτι δικαίως κατεῖχε τέτοια τεράστια,
πολιτικὴ καὶ διοικητικὴ δύναμη, καὶ ὅτι ἀναμφισβήτητα ἦταν αὐτὸς ποὺ
ἔφερε τὴν εὐθύνη τῆς στρατιωτικῆς προάσπισης γιὰ τὸ σύνολο τῆς
ἐπικράτειας, ὁ ἐγγυητὴς τῆς συνέχισης τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ,
ὅπως τὸν ἀντιλαμβάνονταν οἱ βυζαντινοί10. Ἦταν, ὅμως, καὶ ὁ ἰσχυρὸς
προστάτης τῆς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ κράτους, τὴν ὁποία ὑπηρετοῦσε
ἀπὸ κοινοῦ μαζὶ μὲ τὸ ἱερατεῖο, ἰδιαιτέρως, δέ, μὲ τὴ συμβολὴ καὶ τὶς
εὐλογίες τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

β. Βίος τοῦ ἁγίου Συμεών

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος11 Θεολόγος, μία ἐκ τῶν ἐξεχουσῶν


ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων, ὑπῆρξε διαμορφωτὴς τῆς
πνευματικῆς ἀτμόσφαιρας τῆς ἐποχῆς του . Τὸν ὄγκο τῶν πληροφοριῶν
12

10. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινὴ Ἱστορία, τόμ. Β’ 2, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσα-


λονίκη 1997, σ. 271.
11. Ἔλαβε τὴν προσωνυμία Νέος ἀπὸ τοὺς μαθητές του, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν
Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ. Βλ. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», στ. 348.
12. Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ φωτός», Σύναξη 10 (1984) 9. Βλ.
ἀκόμη Δ. ΖΑΓΟΡΑΙΟΥ, Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου Τὰ Εὑρισκόμενα, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 1998, σσ. ε΄-στ΄, ὅπου, μέσα σὲ μία παράγραφο, ἀναφέρεται ἐν συνόλῳ
στὸν βίο τοῦ ἁγίου, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Τοιοῦτος ἠξιώθη νὰ γένῃ μετὰ παρέλευσιν
χιλίων χρόνων ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν Ἀποστόλων, καὶ ὁ ἁγιώτατος οὗτος πατὴρ ἡμῶν
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος· ὁ ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος Ἄνθρωπος· τὸ κλέος τῶν
Πατέρων· τῶν Ἱερέων ἡ σεμνοπρέπεια· τοῦ Μονήρους βίου κανὼν ὁ εὐθύτατος· ἡ δόξα
τῶν Ἀσκητῶν, τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης τὸ
ἥδιστον ἀγαλλίαμα. Οὗτος καὶ γὰρ ὁ μακάριος, ἐπειδὴ ἐκαθάρισε τὸν νοῦν του καὶ τὴν
καρδίαν του ἀπὸ κάθε μολυσμὸν τῶν παθῶν ... κατέστησε τὸν ἑαυτόν του ἀληθινά, ἢ
ἕνα διαφανέστατον, καὶ νεόσμηκτον καθρέπτην ἢ ἕνα ἄλλον σαπφειροειδῆ, καὶ
κατάστερον οὐρανόν, ἢ προσφυέστερον εἰπεῖν, ἕνα βιβλίον καθαρώτατον, καὶ
λειότατον. Καὶ ἐντεῦθεν τί ἀκολούθησεν; ἐδέχθη πλουσιωτάτας τὰς ἐμφάσεις τοῦ
Παναγίου Πνεύματος· ἔλαβεν ὅλην αὐτήν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τοῦ Παρακλήτου τὴν
ἀπόρρητον ἔλλαμψιν», γιὰ νὰ προσθέσει στὴ συνέχεια: «Καὶ παρευθὺς ὁ ἄσοφος εὑρέθη
σοφός· ὁ ἀγράμματος, ἔγινε γραμματεύς· καὶ ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἔμαθε μαθήματα

18
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου ἡ ἔρευνα τὸν ἔχει ἀντλήσει μερικῶς ἀπὸ τὸ σύνολο
τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ κύρια ἀπὸ τὸ σπουδαῖο σὲ ἀξία
πόνημα τοῦ Νικήτα Στηθάτου μὲ τίτλο Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου13. Ὁ καθηγητὴς Π. Χρήστου στὴν
εἰσαγωγή του γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Στηθάτου, ποὺ εἶναι σύγχρονος τοῦ ἁγίου
Συμεὼν καὶ διετέλεσε μαθητής του ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα,
διακρίνει εἴκοσι τέσσερις ἑνότητες στὸ περιεχόμενο τοῦ βίου του, ποὺ
πραγματεύεται ὁ δεύτερος, οἱ ὁποῖες, μαζὶ μὲ τὸν πρόλογο, ἀφοροῦν στὰ
τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου καὶ σὲ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε μετὰ θάνατον14.

ῥητορικά, καὶ φιλόσοφα, ἐφάνη ἐν τῷ ἅμα ἕνας δεινότατος ῥήτωρ, καὶ τῶν φιλοσόφων
φιλοσοφώτατος ... συγγράφει καὶ λογογραφεῖ τόσους θεολογικοὺς λόγους ... καὶ τόσον
πληθύνεται εἰς αὐτὸν τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας, ὥστε ὁποῦ ὅλος ὁ κόσμος μὲ κοινὴν
συμφωνίαν ἔκρινε δίκαιον νὰ τοῦ δοθῇ τοῦτος ὁ ὑψηλὸς τίτλος, τὸ νὰ ὀνομάζεται Νέος
Θεολόγος».
«Στὰ ἐπίπεδα τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων», γράφει ὁ μοναχὸς ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Πνευματικὴ ζωὴ καὶ θεολογία», Σύναξη 10 (1984) 25, ἀναφερόμενος στὸν
ἱερὸ Πατέρα, «τοποθετῶ καὶ τὸν Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, ποὺ ἀκριβῶς γιὰ τὴ
μεγαλωσύνη του, τὴ φωτιζόμενη ἀπὸ πλούσια χάρι, τοῦ ἀπενεμήθη ὁ τίτλος τοῦ
Θεολόγου ἀπὸ τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οποία ἀπέδειξε μὲ τὴν πράξη της αὐτὴ
ὅτι δὲν θεωρεῖ τὴν παιδεία ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ νὰ δημιουργήσει ὄργανα τοῦ
Πνεύματος, προκειμένου νὰ ἐκφράσει τὸν πλοῦτο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ θεολογίας,
ἀρκουμένη σὲ ἕνα σκεῦος μεγάλο καὶ καθαρό».
13. Bλ. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν 19, ΕΠΕ, Πατερικαὶ ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1983. Στὶς ἐκδόσεις τοῦ ἔργου θὰ πρέπει νὰ
συμπεριλάβουμε τὴν ἔκδοση τοῦ γάλλου Ἰησουΐτη μοναχοῦ IRÉNÉE HAUSHERR, Un grand
mustique byzantin, Vie de Syméon le Nouveau Theologien (949-1022) par Nicétas Stethatos, στὴ
σειρὰ Orientalia Christiana 12, 45, Roma 1928, καὶ τὴν πρόσφατη ἐκδοτικὴ προσπάθεια
τοῦ Ἀρχιμ. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ (νῦν Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης), Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος. Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου, εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Σειρά Ἁγιολογικὴ
Βιβλιοθήκη 6, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21996, ὅπου στὶς σσ. 23-25 ὁ συγγραφέας μὲ
τεκμηριωμένες θέσεις χαρακτηρίζει τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Συμεών «ἔργο μεγάλης
θεολογικῆς, ἱστορικῆς καὶ φιλολογικῆς ἀξίας».
14. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 10-12, ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες: 1. Πρόλογος (§ 1). 2. Νεανικὴ
Ἡλικία (§§ 2-9). 3. Εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Στουδίου (§§ 10-21). 4. Εἰς τὴν Μονὴν Ἁγίου
Μάμαντος (§§ 22-28). 5. Ἀνάδειξις εἰς Ἡγούμενον (§§ 29-33). 6. Ἀναμόρφωσις τῆς Μονῆς
(§§ 34-37). 7. Στάσις Μοναχῶν (§§ 38-44). 8. Ἀρσένιος (§§ 45-51). 9. Ὁ Δυτικὸς Ἐπίσκοπος
(§§ 52-58). 10. Προχείρισις Ἀρσενίου εἰς Ἡγούμενον (§§ 59-67). 11. Ὀπτασίαι καὶ
Ἀποκαλύψεις (§§ 68-71). 12. Ἑορτασμὸς Μνήμης Εὐλαβοῦς Συμεών (§§ 72-73). 13.
Ἀντίδρασις τοῦ Στεφάνου Νικομηδείας (§§ 74-79). 14. Διωγμὸς κατὰ Συμεών (§§ 80-93).
15. Ἐξορία Συμεών (§§ 94-100). 16. Ἀπολογία Συμεὼν καὶ ἀθώωσις (§§ 101-108). 17.

19
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Ἐκ τοῦ κειμένου, λοιπόν, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ τὴν ἀρετὴν


περιβόητος Συμεὼν γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία, τὴ χώρα τῶν
Παφλαγόνων, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ πιὸ συγκεκριμένα σὲ κώμη, ποὺ οἱ
ντόπιοι ὀνόμαζαν Γαλατία, πιθανὸν τὸ 94915 καί, σύμφωνα μὲ τὴ δική του
μαρτυρία, ὀνομαζόταν Γεώργιος16. Οἱ γονεῖς του, Βασίλειος καὶ Θεοφανώ,
οἳ παρωνύμως καὶ Γαλάτωνες ὠνομάζοντο, ἦταν εὐγενεῖς καὶ οἰκονομικὰ
εὐκατάστατοι. Ἀναπόφευκτα, ἡ εὐγένεια αὐτὴ τῆς καταγωγῆς καὶ ἡ
οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια τῆς πατρικῆς οἰκογένειας, συνδυαζόμενη μὲ τὴν
παρουσία συγγενικῶν προσώπων μέσα στὴν παλατιανὴ αὐλή17, ἦταν ποὺ

Οἰκοδόμησις Ἁγίας Μαρίνης (§§ 109-112). 18. Τοιοῦτος ἦν ὁ Μέγας (§ 113). 19. Θαύματα
τινά (§§ 114-115). 20. Διήγησις Θαυμάτων ὑπὸ Νικηφόρου (§§ 116-127). 21. Τὸ τέλος τοῦ
Ἁγίου (§§ 128-129). 22. Τοιοῦτος ἦν ὁ τρισμακάριστος (§ 130). 23. Μέριμνα περὶ μνήμης
καὶ συγγραμμάτων αὐτοῦ (§§ 131-140) 24. Θαύματα μετὰ θάνατον (§§ 141-152).
15. ΒΑΣ. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, «Πτωχὸς Φιλάδελφος», στὸ Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐκδ. Τὸ
Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 25. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ
ἐπισημάνουμε τὴ διάσταση τῶν ἀπόψεων μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν ἀναφορικὰ μὲ τὴν
ἡμερομηνία γέννησης καὶ τὴν ἡμερομηνία θανάτου τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου. Ὁ βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος δὲν ἀναφέρει ἔτος γέννησης στὸ
ξεκίνημα τοῦ βίου, ἐνῶ τὴν ἴδια χρονολογία μὲ τὸν Κριβοσέϊν παραδίδουν ὁ ΔΗΜ.
ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 213, ὁ
ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, σ. 36 καὶ ὁ Ε. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», ΜΕΕ, τόμ. 22, σ.
521.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ στὰ εἰσαγωγικά του σχόλια στὸ ἔργο του
ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 12-20, 21, 333-346, οἱ σχετικὲς μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Συμεὼν χρονολογίες,
ποὺ ὑπῆρξαν πάντοτε ἀβέβαιες, δὲν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπολύτως ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ
ὑπάρχουν ἀκόμη «ὡρισμένα σημεῖα ἀσαφῆ καὶ ἀκατοχύρωτα». Ὁ ἴδιος, ἔπειτα ἀπὸ
ἐπισταμένη ἔρευνα καὶ τεκμηρίωση τῶν ἀπόψεών του, παραθέτει ὡς ἔτος γεννήσεως τὸ
956 καὶ ἔτος θανάτου του τὸ 1037.
16. Κατήχησις 22, SC 104, 36622-26: «Γεώργιός τις τοὔνομα, νέος τὴν ήλικίαν ὑπάρχων
καὶ αὐτὸς ὡσεὶ ἐτῶν εἴκοσιν, οἰκῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν τοῖς καθ᾽ ᾑμᾶς χρόνοις,
ὡραῖος τῷ εἴδει καὶ φαντασιῶδες τό τε σχῆμα καὶ τὸ ἦθος καὶ τὸ βάδισμα κεκτημένος,
ὡς ἐκ τούτων καὶ ὑπολήψεις πονηρὰς ἔχειν τινὰς εἰς αὐτόν».
17. Πρόκειται γιὰ τὸν θεῖο του Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συγγενὴς τοῦ ἁγίου ἀπὸ
τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του. Αὐτός, ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου, «πολλὴ
παρρησία εἰς τοὺς τότε τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας διακατέχοντας ἦν αὐτῷ ... τὰ τῶν
κοιτωνιτῶν διαπρέποντι». Βλ. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς
ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, σσ. 36-383. Ὁ κοιτωνίτης ἀποτελοῦσε κατ’ ἐκείνη τὴν
περίοδο ἀξίωμα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, κάτι ἀντίστοιχο τοῦ σημερινοῦ
θαλαμηπόλου. Αὐτός, δέ, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦτο βρίσκονταν σὲ θέση

20
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἐπέτρεψαν τὴν ἐπαφὴ τοῦ Συμεὼν μὲ ἰσχυροὺς κύκλους τῆς


Κωνσταντινούπολης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὅπου ἔτυχε οὐσιαστικῆς
ἐκπαίδευσης καὶ μόρφωσης18 καί, στὴ συνέχεια, ἀνέβηκε σὲ ἀξιώματα19,
καίτοι ὄχι ἰδιαίτερα ὑψηλά, ἐξαιτίας τῶν ἀντιρρήσεων ποὺ εἶχε, καὶ ποὺ
προέκυπταν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ σωφροσύνη του καὶ τὴν ἀδιαθεσία του
νὰ ἐμπλακεῖ ἔντονα μὲ τὰ τῆς κοσμικῆς βιωτῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς
ἀνέλιξης20. Ὅμως, τὸ 963, τὸ γεγονὸς τοῦ αἰφνίδιου χαμοῦ τοῦ θείου του
λόγῳ ἐξαισίου θανάτου, προσώπου πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παππού του,
ὑπῆρξε κοντὰ στὸν Συμεὼν ἀπὸ νωρὶς καὶ παρακολουθοῦσε στενὰ τὴν
ἐξέλιξή του, θὰ προκαλέσει ψυχολογικὴ ἀναστάτωση στὸν
δεκατετράχρονο νέο καί, προφανῶς, καὶ ὑπὸ τὸ καθεστὼς πένθους, θὰ
ἀποφασίσει νὰ μεταβεῖ στὴν περιώνυμη Μονὴ τοῦ Στουδίτου οἰκειοθελῶς,

ἐμπιστευτική, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεπε νὰ διαδραματίζει ἰδιαίτερα σημαντικὸ ρόλο σὲ


διάφορα θέματα. Βλ. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, σ. 52.
18. Ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του «Ἐλείπετο δὲ αὐτῷ ἐξελληνισθῆναι τὴν
γλῶτταν τῇ ἀναλήψει παιδείας τῆς θύραθεν καὶ λόγου εὐμοιρῆσαι ρητορικοῦ», γιὰ νὰ
σημειώσει στὴ συνέχεια: «Ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἐκ παιδὸς ὁ ἀνὴρ πολὺς τὴν σύνεσιν ὢν καὶ
τὸν μῶμον ἐκφεύγων, εἰ καὶ μὴ καθόλου, ὅμως εἵλετο, ἄκροις δὲ ψαύσας δακτύλοις τῆς
ἐκεῖθεν ὠφελείας καὶ μόνην τὴν οὕτω λεγομένην γραμματικήν, τὸν λοιπὸν ἢ καὶ τὸ πᾶν
ὡς εἰπεῖν τῆς ἔξωθεν ἀπεσείσατο παιδείας, καὶ τὴν ἐκ τῶν συμφοιτητῶν βλάβην
ἐξέφυγεν». Βλ. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 362. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ. Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗ, Θεία καὶ ἀνθρώπινη
σοφία, σ. 115, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «Ὁ ἅγιος, Συμεών, ἂν καὶ δὲν εἶχε φιλοσοφικὴν
παιδείαν, μὲ τὴν χαρισματικήν του ζωὴν καὶ μὲ τὰς ἀπαραμίλλους περιγραφὰς τῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μετ’ αὐτοῦ μυστικῆς κοινωνίας ἐσφράγισε τὴν πνευματικὴ
πορεία τῆς ἐποχῆς του», καθώς, ὅπως τόνιζε ὁ ἴδιος, «ἡ ἀληθὴς σοφία καὶ γνῶσις τοῦ
Θεοῦ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ θύραθεν παιδεία».
19. Ε. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», σ. 521: «τῇ προστασίᾳ ἑνὸς
πατρικίου ἐγένετο συγκλητικὸς καὶ σπαθαροκουβικουλάριος τῆς αὐλῆς».
20. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Ἡ πνευματικὴ τελειότητα στὰ
νηπτικοασκητικὰ ἔργα νηπτικῶν πατέρων συγγραφέων, ἰδίως στὶς Κατηχήσεις Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2007, σ. 82: «τὸ μόνο ποὺ
ἀποδέχθηκε ἦταν τὸ ἀξίωμα τοῦ σπαθαροκουβικουλαρίου καὶ τοῦ μέλους τῆς
συγκλήτου. Δέχθηκε δηλαδὴ νὰ γίνει κάτι σὰν ἀκόλουθος τῶν ἀνακτόρων καὶ ὄχι
ἐσωτερικός. Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀρχικὰ ἐσήμαινε φύλακας καὶ ὑπασπιστής, στὴν ἐποχή του
ἦταν μιὰ τιμητικὴ διάκριση μὲ ὁρισμένες ὑπηρεσιακὲς ὑποχρεώσεις σχετιζόμενες μὲ τὸ
βαθμὸ τοῦ συγκλητικοῦ, μὲ προοπτικὴ ἴσως νὰ διαδεχθῆ τὸν θεῖο του». Κατὰ τὸν Ἀρχιμ.
ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ, Βίος, σ. 53, σπαθαροκουβικουλάριοι ὀνομάζονταν οἱ ἀξιωματοῦχοι ποὺ
ἔφεραν τὸν τίτλο τοῦ σπαθαρίου καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ cubiculum (=κουβούκλιο), στὸ
διαμέρισμα, δηλαδή, τοῦ παλατιοῦ, ὅπου περιλαμβάνονταν οἱ κοιτῶνες τῶν βασιλέων.

21
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ὅπου θὰ ἔρθει γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν μέγα τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν
ἄκραν ἀπάθειαν Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, τὸν Στουδίτη21. Ἐκεῖ ὁ Συμεὼν θὰ
ἐπιθυμήσει ἔντονα νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ μοναστικὴ κοινότητα, νὰ
ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικά στὸν Θεό.
Ὅμως τὰ γεγονότα δὲ θὰ λάβουν τὴν τροπὴ ποὺ φαντάστηκε, ἀφοῦ ὁ
Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν ἀποφασίζει νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του γιὰ μιὰ
τέτοια ἐξέλιξη, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του22. Παρ’ ὅλα
αὐτά, ὁ νέος δὲν κάμφθηκε καί, ζητῶν ὠφέλειαν ἐπιμελούμενος τῆς
συνειδήσεως, συνέχισε νὰ ἐπιδίδεται καθημερινὰ σὲ προσευχὴ καὶ μελέτη
πνευματικῶν ἔργων, ὅπως τοῦ Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ τοῦ Διαδόχου23.
Πάντως, τὰ ὅσα προκύπτουν ἀπὸ τὰ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Συμεών, γιὰ ἕναν
ἀπὸ ἀρκετὰ ἐνωρὶς ἀγώνα ἀσπασμοῦ τῶν ἐπιταγῶν μιᾶς ἀληθινὰ
ἠθικοπνευματικῆς ζωῆς, ἀντιτίθενται μὲ ἐκεῖνα ποὺ ὑποστηρίζει ὁ
καθηγητὴς Ἀνατολικῆς Θεολογίας στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Nijmegen, A. J.
van der Aalst, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ διάστημα μεταξὺ 963 καὶ 976 ὁ
Συμεὼν ἔζησε μίαν ἄστατη ζωὴ μέσα στό πλαίσιο τῶν αὐλικῶν κύκλων24.
Πράγματι, περὶ τὸ 970 ὁ Συμεὼν θὰ βιώσει τὴν πρώτη του ὑπερβατικὴ
ἐμπειρία ἀνέσπερου φωτός, ἕνα ὁπωσδήποτε σημαντικὸ σὲ ἀξία γεγονός,
ἀφοῦ θὰ προκαλέσει τὴν ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀποστροφή του γιὰ τὰ ὁρώμενα,

21. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 34-40. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 544-5, ὅπου ὁ Νικήτας Στηθᾶτος ἀναφέρει τὰ
ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς: «Συμεὼν ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἀνήρ, ᾧ
τὴν ἐπώνυμον φερωνύμως ὁ Εὐλαβής, ὁ καὶ τοῦ θαυμαστοῦ τούτου Συμεὼν πατὴρ
χρηματίσας ὁμοῦ καὶ διδάσκαλος, ἐπεὶ πρὸς γῆρας ἦκεν ἤδη καλὸν τεσσαράκοντα πέντε
χρόνοις νομίμως τὸ τῆς συνειδήσεως ἀθλήσας μαρτύριον, χάριτος ἀποστολικῆς ἠξιώθη
ἰάσεις καὶ θαύματα πεποιηκὼς καὶ βίβλον ὅλην πάσης ὠφελείας οὖσαν πνευματικῆς
ἀγράμματος ὢν θείῳ Πνεύματι συνεγράψατο. Ἔδει δὲ αὐτὸν καταπαῦσαι τῶν μακρῶν
ἐκείνων τῆς ἀσκήσεως πόνων, περὶ ὧν ὁ μαθεῖν ζητῶν ἐκ τῶν κατὰ πλάτος
γεγραμμένων αὐτῷ εἴσεται ἀκριβῶς νενοσηκὼς τὰ τῆς λύσεως πρὸς Κύριον
ἐνεδήμησεν, ἐκδημήσας τοῦ πολυάθλου καὶ καρτερικοῦ αὐτοῦ σώματος». Ὁ Συμεὼν ὁ
Εὐλαβὴς ἢ Στουδίτης γεννήθηκε τὸ 917 καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου τὸ
942. Πέθανε τὸ 986-987. Περὶ αὐτοῦ βλ. σχετικά Π. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Συμεὼν Στουδίτης»,
ΘΗΕ 11 (1967) 536.
22. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 404. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σσ. 5410-5616.
23. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 404. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 5619-25.
24. A. J. VAN DER AALST, The place and the monastery, σσ. 314-325.

22
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τὴν ἐκδημία ἐξ αὐτῶν καί, ἀκολούθως, τὴν ἄκρατη ἐπιθυμία γιὰ τὰ νοητά,
πρὸς ὀπτασίαν καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου25. Ἕξι, δέ, χρόνια μετὰ τὴν
ἀλλοιωτικὴ γιὰ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ κατάσταση θεωρίας στὴν ὁποία
βρέθηκε, ὁ Συμεὼν θὰ ἐπιστρέψει γιὰ λίγο στὴ γενέτειρά του καὶ στὴ
συνέχεια θὰ μεταβεῖ ἐκ νέου στὴ μονὴ Στουδίου, ὅπου, πλέον, γίνεται
δεκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν Εὐλαβῆ, ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ πεῖ χαρακτηριστικὰ
ὑποδεχόμενος αὐτόν: «καιρὸς ἰδοὺ τέκνον, καθ’ ὅν, εἰ βούλει, τὸ σχῆμα καὶ
τὸν βίον ἀλλάξασθαι δεῖ»26.
Ἔτσι, ἐγκαταλείποντας πρόσωπα καὶ πράγματα27, καθὼς δριμύτερος
ἐστι παντὸς ἄλλου πράγματος καὶ αὐτῆς ἅμα τῆς φυσικῆς πρὸς τοὺς
τεκόντας στοργῆς ὁ διακαὴς ἔρως τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὁ Συμεὼν κείρεται
μοναχὸς σὲ ἡλικία 27 περίπου ἐτῶν καὶ ἕνα καινούριο κεφάλαιο τοῦ βίου
του ἀνοίγει28, μὲ τὴν πνευματική του ἀναμόρφωση νὰ ἀνατίθεται ἀπὸ
τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Πέτρο στὸν ἴδιο τὸν Συμεὼν Εὐλαβῆ29.
Ὁ Συμεών, καίτοι διῆγε βίο θαυμαστὸ ὡς μοναχός, μὲ πλήρη
ἀφοσίωση στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ συνεχῆ ἄσκηση δὲ γλύτωσε
ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ εἴτε διὰ τῶν συνασκητῶν μοναχῶν,
ἐξαιτίας τοῦ φθόνου ἀπὸ τὸν ὁποῖο κυριεύτηκαν, εἴτε διὰ τοῦ ἰδίου τοῦ
πονηροῦ ἀπευθείας· ὅπως συνέβη, γιὰ παράδειγμα, μὲ τὸν δαίμονα τῆς
ἀκηδίας30, τὸν δαίμονα τῆς δειλίας31 καὶ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας32.
Ὅμως, μὲ ὅπλα τὴν προσευχή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή, ἀλλὰ καὶ
μὲ βοήθεια τὰ σοφὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα -«φέρε, τέκνον,

25. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 424. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 4, σ. 5833.
26. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 44-466. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 6, σ. 6212-14.
27. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, (μτφρ. Π. Χρήστου), σ. 529. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 9, σ. 709-11.
28. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, σ. 336.
29. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 5411. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 11, σ. 745-9.
30. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 58-6013. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 13, σσ. 788-8035.
31. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 6014. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 14, σ. 801-14.
32. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 6215. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 15, σσ. 801-829.

23
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

γενναίως τοὺς ἐκ τῶν δαιμόνων ἐπεγειρομένους σοι πειρασμούς, ὅτι τὸ


δοκίμιον ἡμῶν ἐν τούτοις ἐστίν»-, κατάφερε νὰ διέλθει τὶς προσβολὲς τοῦ
πειρασμοῦ καὶ νὰ βγεῖ νικητὴς ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες δοκιμασίες33.
Δυστυχῶς, κάποια στιγμή, στράφηκε ἐναντίον τοῦ Συμεὼν ἀκόμα κι
αὐτὸς ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος, ἐπιθυμῶν ἴσως νὰ τὸν
ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα, μᾶλλον γιὰ νὰ τὸν θέσει
κάτω ἀπὸ τὴ δική του πνευματικὴ κηδεμονία, ὅμως μὴ καταφέρνοντας
τελικὰ τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, δὲ δίστασε νὰ προστάξει τὴν ἐκδίωξή
του ἀπὸ τὸ μοναστήρι34. Ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβής, σοβαρὸς καὶ ἀληθινὸς
πνευματικὸς πατήρ, θ’ ἀποδειχθεῖ σ’ αὐτὴν τὴν δύσκολη στιγμὴ
πραγματικό, γρανιτένιο στήριγμα γιὰ τὸν δοκιμαζόμενο Συμεών.
Ἀναλαμβάνει νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ γειτονικὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος,
ἡγούμενος τῆς ὁποίας ἦταν τότε ὁ Ἀντώνιος35. Ἐκεῖ ὁ Συμεὼν θὰ
ἐνταχθεῖ σ’ ἕνα νέο μοναχικὸ σῶμα καὶ δὲ θὰ πάψει τὴν ἐπίδοση στὴν
ἀδιάκοπη ἄσκηση σώματος καὶ νοῦ, τὸ μέσον (στάδιο τῆς ἄσκησης) καλῶς

33. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 6216-6618. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 16-18, σ. 8424-8626.
34. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 7221. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 21, σ. 92. Βλ. καὶ ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ἡ πνευματικὴ τελειότης,
σ. 83, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση τοῦ Συμεὼν στὸν πνευματικό του
γέροντα καὶ ἡ μέχρι ὑπερβολῆς εὐλάβειά του πρὸς αὐτόν, στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δὲ
συνάδουν καὶ δὲν εἶναι ἀποδεκτὰ σὲ ἕνα κοινόβιο, ὅπου οἱ δόκιμοι μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ
ἀναφέρονται μόνο στὸν ἡγούμενο ἢ στὸν ἐντεταλμένο ἐκπρόσωπό του, στάθηκαν ἡ
ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ μονή.
35. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 7222. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 22, σ. 94. Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος βρισκόταν στὸ
δυτικὸ μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλησίον τῆς πύλης Ξυλοκέρκου, κοντὰ στὴ
σημερινὴ Βελγράδ-Καπού. Ὅπως σημειώνει ὁ Ν. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Μάμαντος Ἁγίου,
Μονή», ΘΗΕ 8 (1966), στ. 544-545, «Μέχρι τῆς ἐμφανίσεως ἐν τῇ μονῇ τοῦ Συμεῶνος τοῦ
Νέου Θεολόγου, ἡ ἱστορία αὐτῆς ἦτο σχεδὸν ἄγνωστος. Ὁ Συμεὼν παρέμεινεν ἐκεῖ
ἡγουμενεύων μέχρι τοῦ 1005, ὅτε καὶ παρητήθῃ ἀφήσας διάδοχόν του μοναχόν τινα
ὀνόματι Εὐτύχιον Ἀρσένην. ... Μετὰ τὸν Συμεῶνα ἡ Μονὴ παρακμάζει, ὁπότε τὸ 1147 ὁ
Γεώργιος Καππαδόκης ἠσχολήθη μὲ τὴν ἀνόρθωσιν τῆς μονῆς τῇ παροτρύνσει τοῦ
πατριάρχου Κοσμᾶ Β΄ τοῦ Ἀττικοῦ». Στὴ συνέχεια, ὁ συγγραφέας παραδίδει περαιτέρω
πληροφορίες γιὰ τὴν πορεία τῆς μονῆς καὶ καταλήγει: «Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι καὶ μετὰ
τὴν ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων ἐπελθοῦσαν καταστροφήν, ἡ μονὴ δὲν ἐξηφανίσθη, ἀλλὰ
ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ μέχρι τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος. ... Ἔκτοτε δὲν ἔχομεν ἱστορικὰς εἰδήσεις
περὶ τῆς ἐν λόγῳ μονῆς καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι αὕτη ἐπέζησε μέχρι τῆς
καταλήψεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων».

24
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ὑπερκύψας ἐπὶ τὸ τέλειον διὰ σοφίας ἀνέδραμε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
ἡγουμένου Ἀντωνίου, ὁ Συμεὼν θὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας, ἐνῶ, συνάμα, θὰ
προκριθεῖ νὰ ἀναλάβει καὶ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου
Μάμαντος, θέση στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἔχοντας, ἐκτὸς τῶν ἀδελφῶν
μοναχῶν, καὶ τὴ σύμφωνη ψῆφο τοῦ Πατριάρχη Νικολάου Χρυσοβέργη.
Ὡς ἱερέας, δέ, ὑπηρέτησε ἀκούραστος τὸ λειτούργημα κατὰ
τεσσαράκοντα ὀκτὼ χρόνια36.
Ἀποτελώντας τὸ φωτεινὸ παράδειγμα μὲ τὴν ἀσκητική του ζωή,
σύντομα ὁ Συμεὼν κατάφερε νὰ ὀργανώσει ἕνα ποίμνιο μοναχῶν, τὸ
ὁποῖο ὁλοένα καὶ αὐξανόταν. Σ’ αὐτοὺς ἔλεγε τακτικά: «ἀπ’ ἐμοῦ ὄψεσθε
καὶ οὕτω ποιήσετε», προσπαθώντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑποδείξει
τὸν δρόμο τῆς ὀρθῆς ἄσκησης37. Ὁ ἴδιος, ἐπιδιώκοντας καθημερινὰ τὴν
ὅλο καὶ πιὸ αὐστηρὴ ἄσκηση, ἀποτελώντας, βέβαια, ὁρατὸ παράδειγμα
γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους, πληρώθηκε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη σὲ τέτοιο βαθμό,
ὥστε νὰ τύχει τῆς ἱκανότητας νὰ θεολογεῖ38.
Ὅμως, παρὰ τὰ ὅσα ἔπραξε ὁ Συμεὼν καὶ γιὰ τὴ μονὴ καὶ γιὰ τὸ
ποίμνιό του, δὲν κατάφερε ν’ ἀποφύγει μία νέα, σφοδρὴ δοκιμασία, ποὺ
τοῦ ἐπεφύλασσε ὁ πολυμήχανος ἐχθρός. Τριάντα μοναχοί, ἐπηρεασμένοι
ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὶς διαβολικὲς ἀπάτες, στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου,
ἐπιθυμώντας καὶ ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ μονή39. Ἡ ταραχὴ

36. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 8430. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 30, σσ. 106-108.
37. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9035. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 35, σ. 1188.
38. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 92-9436. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 36, σ. 120. Ὅπως σημειώνει ὁ ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,
«Ἀπὸ τὸν βίο Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου», Ἐφημέριος 7 (1958) 667, «Ὅλη τὴ ζωή του τὴν
πέρασε ἀφιερωμένος ὁλότελα στὸν Θεό, χωρὶς νὰ συλλογισθεῖ τίποτε ἄλλο. Ἔφτασε σὲ
μεγάλο ὕψος ἁγιωσύνης, καὶ τόση χάρη τοῦ δόθηκε ἄνωθεν, ὥστε νὰ μιλᾶ γιὰ τὰ
μυστήρια σὰν νὰ τὰ ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικά του μάτια. ... Ἔλαμπε ὅλος ἀπὸ οὐράνιο
φῶς, γιὰ τοῦτο αὐτὸς ὁ Ἅγιος, μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας, πὼς ἔγινε φανερὸ κατοικητήριο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
39. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9638: «...αἴφνης ὡσεὶ τριάκοντα ἄνδρες τῶν μοναχῶν τὰ ἑαυτῶν
διαρρήξαντες πάλλια, ὡς οἱ περὶ Ἄνναν ποτὲ καὶ Καϊάφαν, κραυγαῖς ἀσήμοις καὶ
ὁρμήματι φονικῷ κινηθέντες καὶ τὴν ἐκκλησίαν πᾶσαν διαταράξαντες χεῖρας ἀνόμους
τολμηρῶν ἦταν κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὥστε συλλαβεῖν καὶ ὡσεὶ θῆρες διασπαράξαι
αὐτόν». ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 8, σ. 12413-19.

25
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ποὺ δημιούργησαν οἱ συγκεκριμένοι μοναχοὶ ἦταν μεγάλη σὲ τέτοιο


βαθμό, ὥστε νὰ ἀναγκάσουν τὸν Πατριάχη Σισσίνιο νὰ καλέσει ἅπαντες
γιὰ ἐξηγήσεις ἐνώπιόν του, ὅταν αὐτὸς πληροφορήθηκε τὰ καθέκαστα.
Φαίνεται, ὅμως, ὅτι οἱ ἐξηγήσεις ποὺ δόθηκαν ἀπὸ πλευρᾶς τους ὄχι μόνο
δὲν ἔπεισαν γιὰ τὸ δῆθεν δίκαιο τῆς ἐπίθεσής τους, ἀλλὰ ἀπέβησαν καὶ
μοιραῖες γιὰ τὰ πραγματικὰ αἴτιά της (ὑπερήφανο φρόνημα) ἀφοῦ, στὸ
τέλος, καταδικάστηκαν μὲ τὴν ποινὴ τῆς ἐξορίας40. Καὶ πάλι, ὅμως, ὁ
Συμεών, ὡς ποιμένας καλὸς καὶ φωτισμένος, θὰ δείξει ἔμπρακτα ποιό
εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινῆς ψυχῆς καὶ θὰ παρακαλέσει τὸν Σισσίνιο
νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἀπόφασή του γιὰ ἐξορία τῶν μοναχῶν41. Ἔτσι, μετὰ
ἀπὸ ἔντονη προσπάθεια τοῦ ἡγουμένου, ἀφενὸς τὴν αὐλή «τοῖς ἡμέροις
καὶ πρὸ βροχέος ἀγριωθεῖσι προβάτοις ἐγέμισεν», ἀφετέρου κατάφερε μιὰ
σπουδαία νίκη κατὰ τοῦ μισοκάλου διαβόλου42.
Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Συμεὼν ξεχώρισε γιὰ τὶς δυνατότητες καὶ
τὸν ζῆλο του ἀνήρ τις καὶ αὐτὸς ἐκ Παφλαγόνων ὁρμώμενος, Ἀρσένιος
ὀνομασθεὶς μετὰ τὴν κουρά του ὡς μοναχός, τοῦ ὁποίου τὴν πνευματικὴ
πρὸς τὴν ἀρετὴ ἐκγύμναση ἀνέλαβε ὁ Συμεών, καὶ μὲ τὴν ὀρθὴ στάση
του ἀνέδειξε αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἐκκλησιαστή: «Ἐκ γὰρ τῶν υἱῶν
ἐπιγινώσκεται ὁ Πατήρ43»44. Ἕτερος σπουδαῖος μαθητὴς τοῦ Συμεὼν
ὑπῆρξε καὶ ἐπίσκοπος τις ἀπὸ τῶν δυτικῶν (Ρώμη), ὁ Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος
ἐπειδὴ εἶχε περιπέσει στὸ ἁμάρτημα τοῦ ἀκούσιου φόνου, τούτῳ ἔθος ἦν
τοῦ ἀεὶ ψάλλει καὶ πενθεῖν. Τέτοιων, δηλαδή, ποιοτικῶν ἀγρῶν ὑπῆρξε
γεωργὸς ὁ τρισόλβιος Συμεών45. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ καὶ οἱ λοιποὶ μαθητές

40. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 96-9839. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 39, σσ. 124-126.
41. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 9840: «Ἐπειδὴ γὰρ τοὺς ἐπάξοντας ἑτοίμους εἶδεν ἐπὶ τὸ τοὺς
ἀποστατήσαντας συλλαβέσθαι, πίπτει πρηνὴς καὶ τῶν πατριαρχικῶν ἐκείνων ἅπτεται
ποδῶν ὁ τὴν ψυχὴν συμπαθέστατος καὶ τιθεὶς αὐτὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων αὐτοῦ, καὶ
θρήνοις τὴν συγγνώμην αἰτεῖται». ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 40, σ. 1265-10.
42. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 10041. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 41, σ. 13023-25.
43. Ἐκκλ. 11, 30.
44. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 104-11045-47. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 45-47, σσ. 136-142.
45. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 11852-13058. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 52-58, σσ. 150-164. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ βιογράφος

26
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

του εἶχαν καταφέρει νὰ συγκροτήσουν ἕνα πνευματικὰ ἀξιόλογο


ποίμνιο, ὁ ἅγιος ἀποφάσισε, ἔπειτα ἀπὸ 25 ἔτη ἡγουμενίας, νὰ
παραδώσει τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς στὸν Ἀρσένιο, καθὼς ὅλες οἱ ὑποθέσεις
καὶ οἱ φροντίδες ποὺ ἀπασχολοῦν ἕναν ἡγούμενο θὰ τὸν ἀποσποῦσαν
ἀπὸ τὴν πολυπόθητη γι’ αὐτὸν ἡσυχία καὶ δὲ θὰ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ
ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴ θεωρία τῶν λόγων τῆς κτίσεως46.
Ἔτσι, ἀπαλλαγμένος πλέον ἀπὸ τὶς πολλὲς φροντίδες τῆς
ἡγουμενίας, ἀφέθηκε στὴν πύρωση ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ καὶ στὴν ἀπὸ τοῦ
κόσμου τούτου ἐμπειρία τῆς ἄϋλης κατάστασης στὴν ὁποία θὰ
βρίσκονται ὅλοι οἱ ἅγιοι μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἀκούγοντας τὸ ἐν αὐτῷ
λαλοῦν φῶς οὕτως νὰ ὁρίζει: «Τοιοῦτοι μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐν τῷ αἰῶνι τῷ
μέλλοντι ἔσονται πάντες οἱ ἅγιοι περιβεβλημένοι ἀσωμάτως πνευματικὰ
σώματα ἢ κουφότερα καὶ λεπτότερα καὶ ὑψιπέστερα ἢ παχύτερα καὶ
βαρύτερα καὶ χαμαιπετέστερα, ἐξ ὧν ἡ στάσις καὶ ἡ τάξις καὶ ἡ πρὸς τὸν
Θεὸν οἰκείωσις ἑκάστῳ τηνικαῦτα γενήσεται»47. Καὶ ἐν μέσῳ τέτοιων
ἐμπειριῶν καὶ ἀνάλογων ὀπτασιῶν καὶ πνευματικῶν καταστάσεων,
πλήρης ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ξεκίνησε νὰ συντάσσει τὰ
περὶ ἀρετῶν ἀσκητικὰ κεφάλαια48. Στὸ σύνολο, δέ, τῶν κειμένων ποὺ
συνέταξε ὁ Συμεών, περιλαμβάνονται οἱ ὕμνοι καὶ τὰ ἐγκώμια ποὺ
ἔγραψε εἰδικὰ γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ βίου τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα
Συμεὼν τοῦ Εὐλαβῆ (ἁγιογραφώντας, ἐπίσης, καὶ τὴν εἰκόνα του), τὴ
μνήμη τοῦ ὁποίου δὲν παρέλειπε νὰ τιμᾶ κάθε χρόνο49, καίτοι ἡ ἐπιθυμία

τοῦ ἁγίου ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ καὶ κατονομάζει καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μαθητὲς
τοῦ ἁγίου, χωρὶς νὰ παραθέτει περισσότερες λεπτομέρειες, καθώς, ὅπως ἀναφέρει ὁ
ἴδιος: «Εἰ γὰρ καὶ καθ’ ἕνα τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ μαθητῶν διαμνημονεῦσαι πειράσομαι
περί τε Λέοντος ἐκείνου τοῦ σοφωτάτου, ᾧ ἐπώνυμον ἦν ὁ Ξυλοκώδων, Ἀντωνίου τε καὶ
Ἰωαννικίου, Σωτηρίχου, Βασιλείου καὶ Συμεὼν καί τινων ἄλλων ἀνδρῶν ἐπιθυμιῶν τῶν
τοῦ πνεύματος, ἐπιλείψει με διηγούμενον, ἀποστολικῶς εἰπεῖν, ὁ χρόνος καὶ ὁ χάρτης
αὐτὸς εἰς τὴν ἐκείνων διήγησιν».
46. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 132-13459. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 59, σσ. 164-166.
47. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15270. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 70, σ. 19018-24.
48. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15471. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 71, σσ. 190-192.
49. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 15672. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 72, σσ. 194-196.

27
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

του αὐτή (νὰ ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς ὅπως ἁρμόζει σὲ
ἁγίους) ἀποτέλεσε αἰτία σύγκρουσής του μὲ τὸν Σύγκελλο Στέφανο,
πρόεδρο τῆς μητροπόλεως Νικομηδέων50. Ἡ σύγκρουση αὐτὴ τοῦ Συμεὼν
μὲ τὸν Στέφανο προκάλεσε τὴν κλήση τοῦ ἁγίου σὲ ἀπολογία μπροστὰ

50. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 158-16274. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 74, σσ. 198-200. «Περιελθὼν εἰς ρῆξιν», ὡς
σημειώνει ὁ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος», ΜΕΕ 22, 521, «τῷ 1003 πρὸς τὸν
μέγαν δυνάμενον ἐν τοῖς πατριαρχείοις καὶ τῇ αὐλῇ σύγκελλον Στέφανον, διότι
αὐτοβούλως ἀπέδιδε τιμὰς ἁγίου πρὸς τὸν τῷ 987 ἀποθανόντα διδάσκαλόν του Συμεὼν
τὸν εὐλαβῆ καὶ διότι ἴσως ἡ αὐστηρὰ μυστικὴ διδασκαλία του ἀπήρεσεν εἰς τὸν
Στέφανον, ἐξωρίσθη τῷ 1009 εἰς Χρυσούπολιν». Ὁ Στέφανος ὑπῆρξε ἕνας ἀξιόλογος
ἱεράρχης μὲ σοβαρὴ μόρφωση καὶ σημαντικὲς ἱκανότητες. Ἦταν ὅμως δεμένος μὲ μιὰ
συμπεριφορὰ ποὺ συνδύαζε τὴν κοσμικὴ συμβατικότητα καὶ τὴν παραδοσιακὴ
αὐστηρότητα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Συμεών. Βλ. και Π.
ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ὁ Θεολόγος τοῦ Φωτός», σ. 12.
Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Ἡ πνευματικὴ τελειότητα, σ. 89, «Κατὰ
τὸν Στέφανον καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας ἧταν θέμα τοῦ
παρελθόντος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἁγιότητα προσώπου
προβαλλομένου ἀπὸ τὸν Συμεών, τὴ συγγραφικὴ ἱκανότητα τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεγνώριζε,
ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Στέφανος μόνο στὸν προφορικὸ λόγο διακρινόταν. Καὶ ὡς πρόσθετο
ἐπιχείρημα ἐπεκαλεῖτο μιὰ φράση, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγει ἀπὸ λόγους ταπεινώσεως ὁ
Εὐλαβὴς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ Στέφανος κατηγοροῦσε τὸν Συμεὼν ὅτι ἤθελε νὰ
τιμήσει ὡς ἅγιο κάποιον ὁ ὁποῖος ἀπὸ μόνος του, ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν
ἁμαρτωλός!». Ἀντίθετα ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητος εἶναι
ἐφικτὴ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ θελήσει σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή. Εἴτε μέσα στὸν
κόσμο, εἴτε καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὴν ἀναχώρηση στὴν ἔρημο· «ἀξίως πολιτευόμενοι,
σῴζωνται καὶ μεγάλων παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μόνης τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ἀξιοῦνται
καλῶν». Βλ. Κατήχησις 22, SC 104, 380193- 195.
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Σ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, «Ἡ βαθμιαία ἐπικράτηση φορμαλιστικῶν
τάσεων κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἀλλὰ καὶ μιᾶς μελαγχολικῆς εἰκόνας “ὅτι ἡ ἐποχὴ τῶν
ἁγίων ἔφτανε ἀνεπιστρεπτὶ στὸ τέλος της”, ἀποτελοῦν ἴσως τὶς κύριες συνιστῶσες
αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, ποὺ συνέβαλαν ὣς ἕνα βαθμὸ στὴ διαμόρφωση ἑνὸς
σκεπτικισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀντιδιέστελλε τοὺς παλαιοὺς ἀπὸ τοὺς νέους ἁγίους,
ἀλλὰ εἶχε προχωρήσει καὶ σ’ ἕνα γενικὸ ἀφορισμό, θεωρώντας ἀδύνατη πλέον τὴν
ἀνάδειξη νέων ἁγίων», ἐνῶ «Τὴν ἴδια περίοδο ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της καὶ μία ἄλλη
τάση μὲ σαφὲς φιλοσοφικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν ὠφέλεια τῶν πιστῶν ἀπὸ
τοὺς ἁγίους καὶ κατὰ συνέπεια ἔκρινε ἄσκοπη τὴν τιμή τους». Περισσότερες
λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. στὴ μελέτη του, «Ὁ ἀνέκδοτος Λόγος τοῦ
Νικήτα Στηθάτου κατὰ Ἁγιοκατηγόρων καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἁγιότητας στὸ Βυζάντιο
κατὰ τὸν 11ο αἰώνα», στὸ Σ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Ἐν Ἁγίοις. Εἰδικὰ Θέματα Βυζαντινῆς καὶ
Μεταβυζαντινῆς Ἁγιολογίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 187-220,
ὅπου καὶ σχετικὴ περὶ τοῦ θέματος βιβλιογραφία.

28
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

στὸν Πατριάρχη καὶ τὰ μέλη τῆς Συνόδου, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὄχι μόνο δὲν
προσπάθησε ν’ ἀποφύγει ἀλλὰ, τοὐναντίον, παρουσιάστηκε ἐνώπιόν
τους χρησιμοποιώντας τὸ εὐαγγελικό «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται καὶ ὁ
ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. Καὶ
πάλιν· ὁ δεχόμενος ἅγιον εἰς ὄνομα ἁγίου μισθὸν ἁγίου λήψεται, καὶ ὁ
δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται»51,
ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀπολογία του ἐπικαλούμενος τὸν ἅγιο Γρηγόριο
τὸν Θεολόγο καὶ λέγοντας: «Οὐδὲ γὰρ ὅσιον οὐδὲ ἀσφαλὲς ἀσεβῶν μὲν
βίους τιμᾶσθαι ταῖς μνήμαις, τῶν δὲ ἐν εὐσεβείᾳ διενεγκόντων σιωπῇ
παραπέμπεσθαι»52. Τίποτα, ὅμως, δὲ στεκόταν ἱκανὸ νὰ περιορίσει τὸ
μένος τοῦ Στεφάνου53, κι ὁ Συμεὼν τὸ ἀντιλαμβανόταν αὐτό. Ἔτσι, ὅταν
κάποια στιγμὴ δέχτηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τὴ διαταγὴ νὰ πάψει τὴν τιμὴ
τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς ὡσὰν αὐτὸς νὰ ἦταν ἅγιος, μὲ τὴν παράλληλη
προειδοποίηση ὅτι, σὲ ἀντίθετη περίπτωση, θὰ ἀπομακρυνόταν διὰ
συγκεκριμένης ἐντολῆς ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ τὴν πόλη, δὲν αἰφνιδιάστηκε54.
Τελικά, ἡ Σύνοδος, παρὰ τὴ σοφία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου, τὸν καταδίκασε
σὲ ἐξορία, ὁρίζοντας ὡς τόπο αὐτῆς πολίχνη τινά, ὀνομαζομένη
Παλουκιτῶν55. Στὸν τόπο αὐτό, μαζὶ μὲ ἕναν μαθητή του, ποὺ εἶχε πάρει

50. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 176-17883. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 83, σσ. 216-218.
52. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 18286. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 86, σ. 224.
53. Ὅπως σημειώνει ὁ Β. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 69, «Ἐπειδὴ δὲν
μποροῦσε νὰ κατηγορήσει τὸν Συμεὼν οὔτε στὸ δογματικὸ πεδίο, οὔτε στὸ ἠθικό, ὁ
σύγκελλος Στέφανος προφασίστηκε, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὶς δικές του παρεμβάσεις, τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁ Συμεὼν ἀπὸ δική του πρωτοβουλία τιμοῦσε στὸ μοναστήρι του μὲ
ἰδιαίτερη ἐπισημότητα τὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Συμεὼν
τοῦ Εὐλαβοῦς..., ποὺ ὅμως ἀκόμα δὲν ἦταν ἐπίσημα ἀναγνωρισμένος ἅγιος ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία».
54. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 196-19894. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 94, σ. 242.
55. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 19895. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 95, σ. 244: «Ἐπεὶ δὲ τὴν Προποντίδα τῆς πρὸς ἡμᾶς
Χρυσοπόλεως», ὅπως τόσο γλαφυρὰ διηγεῖται ὁ Νικήτας Στηθάτος «διαπεράσαντες τὸν
μακάριον ἐπί τι πολίχνιον οἱ ἀπάγοντες αὐτὸν προσώκειλαν τὸ πλοιάριον, ὃ
Παλουκιτῶν ὀνομάζεται, ἄσκευον πάντη χειμῶνος ὥρᾳ, καὶ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἐν ᾧ καὶ
τοῦ κατακρίτου δελφῖνος ἵσταται κίων, τὸν ἅγιον ἔστησαν μονώτατον αὐτὸν
καταλείψαντες καὶ μηδὲ τῆς ἐφημέρου τροφῆς οἱ ἀσυμπαθεῖς ἀξιώσαντες».

29
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἀκολουθήσει, ὁ Συμεὼν ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα


μισοερειπωμένο παρεκκλήσιο, ἀφιερωμένο στὴν ἁγία Μαρίνα56. Καὶ πρὸς
ἀπόδειξη τῆς ἀθωότητάς του καὶ ἐπεξήγηση τῶν αἰτίων τῆς ἐξορίας δὲν
ἄργησε νὰ συντάξει βιβλιάριο μὲ τὰ γενόμενα57, τὸ ὁποῖο ἀπέστειλε μετὰ
τὴν ὁλοκλήρωσή του στὸν Πατριάρχη Σέργιο.
Ὁ Σέργιος, φοβούμενος ἴσως μιὰ γενικευμένη ἀντίδραση τῶν
ἀρχόντων γιὰ τὰ ὅσα ἄδικα εἶχαν γίνει κατὰ τοῦ Συμεὼν καὶ μιὰ εὐθεία
ὑποστήριξη πρὸς τὸ πρόσωπό του ἀπὸ πλευρᾶς τους, ἀποφάσισε νὰ
προσκαλέσει τὸν Συμεὼν νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του καὶ
νὰ γυρίσει πίσω στὴν μονή, προτείνοντάς του, παράλληλα, νὰ προβεῖ σὲ
χειροτονία ἀρχιερέα σὲ μιὰ σημαντικὴ μητρόπολη, καί, κυρίως,
ἐπιτρέποντάς του νὰ τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς μὲ ἑορτή58.
Ἀρνήθηκε, ὡστόσο, τὴν πρόταση γιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιστροφή του στὴ
μονή, ἐπισημαίνοντας ὅτι δὲν ἐπιδιώκει στὴ ζωὴ κατάκτηση στόχων
ὅμοιων μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι
(ἀναφερόμενος στὴ δόξα, τὶς τιμὲς καὶ τὸν πλοῦτο) κι ὅτι προτιμᾶ τὴν
αὐτοεξορία59.

56. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 20096. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 96, σ. 2461-4.
57. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 210-212102. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 102, σ. 258.
58. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 212-214103, ὅπου μὲ λόγια ἐπαινετικά, ποὺ ἀναδεικνύουν γιὰ μίαν ἀκόμη
φορὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἱεροῦ πατρός, ὁ πατριάρχης ἐπεξηγεῖ τὴν αἰτία ποὺ τὸν ὁδήγησε
στὴν προτέρα ἀπόφασή του, ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς: «Ἐγὼ μέν, ἐνδοξότατοι, οὐδεμίαν
ἔλαβον πώποτε πονηρὰν ὑπόληψιν κατὰ τοῦ κυροῦ Συμεών, ἀλλὰ καὶ ἀναγνοὺς κατ’
ἀρχὰς τὰ εἰς τὸν πατέρα τούτου ὑπ’ αὐτοῦ γεγραμμένα, ἥσθην ἐπ’ αὐτοῖς τὸν ἐκείνου
βίον εἰδώς, καὶ ψάλλειν ἐπέτρεψα ἐπ’ ἐκκλησίας αὐτὰ ὑπερεπαινέσας τὴν πίστιν
αὐτοῦ». Καὶ λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Ἃ δὲ πέπονθε παρ’ ἡμῶν, οὐχ ὡς παρασφαλεὶς
ἐν τοῖς τῆς ἐκκλησίας δόγμασι, δι’ ὧν ἡ ὀρθὴ καὶ ἀμώμητος πίστις ὠχύρωται, πέπονθεν,
ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν τοῦ ἰδίου ἀμεταθέτως εἶχε σκοποῦ, καὶ τιμῶν τὸν πατέρα τοῦ
λαμπρῶς ἑορτάζειν οὐκ ἐπαύετο, οἱ κατήγοροι δὲ αὐτοῦ ἐταράσσοντο καὶ δι’ ὄχλου καθ’
ἑκάστην ἡμῖν ἐγίνοντο, διὰ τοῦτο τῆς μονῆς αὐτοῦ καὶ τῆς πόλεως αὐτὸν παρεκίνησα».
59. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 220-222107. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 107, σσ. 268-270.

30
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Μετὰ ἀπὸ 13 ὁλόκληρα χρόνια παραμονῆς στὴ δύσκολη ἐξορία60, ὁ


ἅγιος Συμεὼν ἐκοιμήθη σὲ προχωρημένη ἡλικία, στὶς 12 Μαρτίου 102261.
Μὲ τὴν παρέλευση τριάντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Συμεὼν
πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του, κατὰ τὸ ἔτος

60. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 268128. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 128, σ. 322.
61. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σσ. 270-272128. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 128, σσ. 322-324. Εἶναι ἰδιαιτέρως συγκινητικὴ ἡ
περιγραφὴ τοῦ ἱεροῦ βιογράφου τοῦ ἁγίου ὅσον ἀφορᾶ στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπὶ
γῆς παρουσίας του, τὴν ὁποία παραθέτουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ αὐτολεξί, προκειμένου νὰ
μὴν ἀλλοιωθεῖ κάτι ἀπὸ τὸ νόημά της: «ἡ δὲ ψυχὴ ἐκείνου δι’ ὅλου κεκολλημένη Θεῷ
ὑπῆρχεν, ᾧ καὶ πρὸ τῆς λύσεως ἔζη καὶ ἐθεολόγει καὶ συνεγίνετο. Διὸ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ
σώματος λύσιν ἐδεῖτο ταχεῖαν γενέσθαι, ἵνα πρὸς οὐρανοὺς κουφισθῇ τῷ τῶν ἀρετῶν
ἅρματι, καὶ εἰς ἀκηράτους σκηνώσεις ἐπαναπαύσηται. Ὅθεν αὐτὸς ἑαυτὸν καὶ τοὺς
ἰδίους στηρίζων μαθητὰς τῇ παρακλήσει τοῦ λόγου παρεμυθεῖτο, ὁμοῦ τε τὴν ὥραν καὶ
τὴν ἡμέραν τῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἐκδημίας προλέγων αὐτοῖς, ... “τί με λείποντα
ὀδύρεσθε;” εἶπεν, “τετάρτην ἰνδικτιῶνα τάφῳ καλύπτετε θνήσκοντα, εἰς πέμπτην με
πάλιν ὄψεσθε ἰνδικτιῶνα καὶ ἐξιόντα τοῦ τάφου καὶ ὑμῖν συνεσόμενον τοῖς ποθοῦσιν”.
Ταῦτ’ εἰπών, ἐπεὶ καὶ ἡ ὡρισμένη, κατὰ τὴν δωδεκάτην τοῦ Μαρτίου ἐνειστήκει, ἐν
μεθέξει τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων ὥσπερ ἔθος αὐτῷ καθ’ ἑκάστην ὁ
ἀοίδιμος γεγονὼς καὶ τὸ ἀμὴν εἰπών, ᾄδειν τὰ ἐπιτάφια τοῖς ἑαυτοῦ προετρέπετο
μαθηταῖς.
Οἱ μὲν οὖν ᾖδον ἡμμέναις λαμπάσι καὶ δεδακρυμένοις τοῖς ὄμμασι, ὁ δὲ ὑψοῦ τὰς
ἱερὰς αὐτοῦ χεῖρας ἐπάρας καὶ κατὰ τὴν ἐνοῦσαν ἔτι δύναμιν μικρὸν προσευξάμενος,
εἶτα ἐπὶ σχῆμα τυπώσας αὐτὰς καὶ ὅλον ἑαυτὸν ἐντίμως συστείλας, κατὰ τὸ μέσον τῆς
ὑμνῳδίας, “εἰς χεῖράς σου, Χριστὲ βασιλεῦ, τὸ πνεῦμά μου παρατίθημι” ἠρέμα καὶ
γαληνὸν ἐπειπών, χαίρων ὁ περιβόητος καὶ πολύαθλος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ
καρτερικοῦ καὶ πολυάθλου σώματος αὐτοῦ ἐξεδήμησεν, ἐν φαιδροῖς τοῖς ἄθλοις
ἐκδημήσας πρὸς Κύριον καὶ ὁλοκαυτωθεὶς ὑπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ παμφάγου ἐν τῷ καιρῷ
τοῦ θανάτου ὡς ἱερεῖον ἄμωμον καὶ εὐπρόσδεκτον τῷ Θεῷ». Βλ. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος
καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, σσ. 271128-273129.
ΚΟΥΤΣΑΣ, 128-129, σσ. 322-324.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ σημειώσουμε ὅτι διάσταση μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν
ὑπάρχει καὶ ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἡμερομηνία θανάτου τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἔτσι, ὁ
βιογράφος του ἀναφέρει ἁπλὰ ὅτι ὁ θάνατός του συνέβη κατὰ τὴν πέμπτη ἰνδικτιῶνα:
«Πέμπτην ἰνδικτιῶνα τάφῳ καλύπτετε θνήσκοντα, εἰς πέμπτην με πάλιν ὄψεσθε
ἰνδικτιῶνα καὶ ἐξιόντα τοῦ τάφου καὶ ὑμῖν συνεσόμενον τοῖς ποθοῦσι» τοῦ ἔτους 1022.
Βλ. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 129. Ὁ καθηγητὴς ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, σ.
214, ἀναφέρει ὡς ἔτος θανάτου τὸ 1035, ἐνῶ ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, σ. 22, τὸ ἔτος 1036,
καὶ συγκεκριμένα τὴν τετάρτη ἰνδικτιῶνα αὐτοῦ.

31
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

1052, τὰ ὁποῖα, θαυμαστῶς, ἀπέπνεαν εὐωδία62. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία


τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου στὶς 12 Μαρτίου63.

2. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Συμεὼν

α. Οἱ Κατηχήσεις καὶ τὸ περιεχόμενό τους

Οἱ Κατηχητικοὶ Λόγοι τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου


ἀποτελοῦν μέρος τοῦ μεγάλου σὲ πνευματικὴ ἀξία συνολικοῦ
συγγραφικοῦ ἔργου του, ἐκ τῶν σημαντικότερων ὁλόκληρης τῆς
ὀρθόδοξης πατερικῆς σκέψης καὶ νηπτικῆς θεολογίας, ἰδιαιτέρως, δέ, τῆς
περιόδου ἀπὸ τὸν 10ο ἕως τὸν 11ο αἰῶνα. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολυμερὲς
ἔργο ποὺ ἁπλώνεται σὲ μῆκος τριάντα τεσσάρων σωζόμενων Λόγων,
καθένας ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ πραγμάτευση συγκεκριμένου θέματος,
σχετικοῦ μὲ τὰ τῆς ἠθικοπνευματικῆς ζωῆς καὶ τοῦ ιεροῦ καθήκοντος
τῶν μοναχῶν (ἀλλὰ καὶ, γενικότερα, ὅλων τῶν πιστῶν), παραλλήλως, δέ,
καὶ τῆς ποιμαντικῆς, τῆς ἁγιολογίας, τῆς δογματικῆς κ.λπ.
Εἰδικότερα, ἡ θεματολογία καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν Κατηχήσεων
διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς:

62. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, σ. 272129. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος 129, σ. 326.
63. Βλ. Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Γ΄ (Μὴν Μάρτιος),
ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθῆναι 51979, σ. 253 κ. ἑξ., ὅπου στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας
ἀναφέρεται ὅτι: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται». Τιμήθηκε, δέ, ὑπερβαλλόντως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ
μεταφορὰ τῆς μνήμης του κατὰ τὴν 12η Ὀκτωβρίου ἀντὶ τῆς 12ης Μαρτίου, ἡμέρας τῆς
κοιμήσεώς του, λόγῳ τοῦ κατανυκτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Βλ. «Ὅσιος
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἀφιέρωμα», Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, σ. 23.

32
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Α΄: Περὶ ἀγάπης. Καὶ ποῖαί εἰσι τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν αἱ
ὁδοὶ καὶ αἱ πράξεις. Καὶ μακαρισμὸς πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν ἀγάπην
ἐγκάρδιον64

Πρόκειται γιὰ Κατήχηση κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐπιθυμεῖ νὰ


μιλήσει στὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ ταπεινὸς
καθὼς εἶναι στὸ φρόνημα, δείχνει νὰ διστάζει νὰ τὸ πράξει αὐτό,
θεωρώντας τὶς μέχρι τώρα πράξεις του δεσμευτικὲς στὸ νὰ αἰσθάνεται
πὼς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προχωρήσει σὲ μιὰ διδασκαλία μὲ τέτοιο εἰδικὸ
βάρος. Ὅμως, ξεπερνώντας τελικὰ τοὺς ἀρχικούς του δισταγμούς,
διδάσκει γιὰ τὴ χωρὶς πρὸς τὰ πίσω βηματισμὸ πορεία στὸν δρόμο τοῦ
Θεοῦ. Ὁδηγούμενος κανεὶς ἀπὸ τὶς τρεῖς μεγαλύτερες ἀρετές, τὴν πίστη,
τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη, ὀφείλει νὰ συνεχίσει αὐτὴν τὴν πορεία ὣς τὸ
τέλος. Ὁ ἱερὸς πατέρας θεωρεῖ μακάριο ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἐπιτύχει τὴν
καλὴ ἀλλοίωση ἀπὸ ἀγάπη, καθὼς μέσῳ αὐτῆς θὰ μπορέσει νὰ βγεῖ ἀπὸ
τὸ σκοτάδι καὶ νὰ λουστεῖ τὸ ἀνέσπερο φῶς. Μάλιστα, εὔχεται ἡ ἀγάπη
νὰ εἶναι ὁ ἀρωγὸς καὶ τῆς δικῆς του πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς
διδασκαλίας, ἐνῶ ξεκαθαρίζει πὼς καμιὰ πράξη ἢ ἄσκηση δὲν εἶναι
ὠφέλιμη ἐὰν δὲν ἐμπλουτιστεῖ ἀπ’ αὐτήν. Προβάλει, δέ, ὡς σχετικὰ
παραδείγματα τὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καὶ τῶν
μεγάλων Πατέρων. Ὁ Λόγος κλείνει ἔτσι ὅπως ξεκίνησε, μὲ τὸν ἅγιο νὰ
κάνει νέα ἀναφορὰ στὴν ἀναξιότητα ποὺ ὁ ἴδιος αἰσθάνεται ἀπέναντι
στὸν Θεό.

64. SC 96, 222-238.

33
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος B΄: Περὶ τοῦ φεύγειν τοὺς λοιμοὺς καὶ φθοροποιοὺς τῶν
ἀνθρώπων καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν ἀποπέμπεσθαι καὶ πρὸς τὴν
ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς ἀναστῆναι. Ἔτι δὲ καὶ περὶ τοῦ δεῖν σκοπεῖν εἰ τὰ
τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἔχομεν. Καὶ περὶ δακρύων καὶ
κατανύξεως65.

Εἶναι Κατήχηση τῆς ὁποίας ἡ διδασκαλία ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ σθένος


καὶ τὴ δύναμη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ μοναχοί, μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς
σκέψης τους ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν κανόνα, τὶς
δοκιμασίες καὶ τὴν κακοπάθεια. Κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα οἱ μοναχοὶ δὲν
πρέπει νὰ ὀλιγοψυχοῦν ἐάν, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων,
νιώθουν ὅτι δὲ φτάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ὅσα χρόνια κι ἂν ἔχουν
περάσει. Προσκαλεῖ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ σφραγισθοῦν ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ
θανάτου ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκ νέου ἔνδυση μὲ τὰ ἱμάτια τῆς ἁγιότητας, ποὺ
χάθηκε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ θείου βαπτίσματος. Ὁ ἅγιος διαχωρίζει τὸ
πένθος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴ μὴ ἀπόκτηση ὅσων ὁρίζουν οἱ ἐπιθυμίες
τῆς σάρκας καὶ τοῦ ἄνοος πνεύματος ἀπὸ τὸ πένθος ποὺ προκαλεῖ ἡ
συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ ὑψηλά. Ὡς ἐκ τούτου,
συμβουλεύει τὸ μὲν πρῶτο πένθος ν’ ἀποτρέπεται τὸ δὲ ἄλλο νὰ
ἐπιδιώκεται, διότι ἔτσι προκύπτει καλὴ καρποφορία στὴν ψυχή. Θεμέλιο
ὅλων εἶναι ἡ ταπείνωση. Εἶναι ἡ σφραγίδα ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία μόλυσμα
ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ ἐγκόσμια δὲ γίνεται δεκτό. Ἐχθροὶ τῆς
ταπείνωσης εἶναι ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία, ἡ δόξα, ὁ πλοῦτος, ἡ
ἀλαζονεία καὶ οἱ ἡδονές, ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο μακριὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἡ
Κατήχηση ὁλοκληρώνεται μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν νὰ προσκαλεῖ ἅπαντες σὲ
συνεχῆ ἀγῶνα γιὰ φυγὴ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, καὶ νὰ εὔχεται γιὰ ἱκάνωση
θέας τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπ’ αὐτὴν τὴ ζωή.

65. SC 96, 240-278.

34
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Γ΄: Περὶ τοῦ ὅτι χρὴ καλῶς ὑποτάσσεσθαι καὶ μὴ


ἐπιλανθάνεσθαι τῶν συνθηκῶν, ὧν πρὸς Θεὸν συνεθέμεθα. Καὶ ὅτι οὐ
δεῖ γογγύζειν ἐπὶ ταῖς παννύχοις ἀγρυπνίαις τῶν ὄρθρων66.

Κατήχηση τῆς ὁποίας ἡ διδασκαλία ἀρχίζει νὰ ξεδιπλώνεται μὲ τὴν


παράθεση τοῦ ἐνάντιου στὴν κατάκριση κηρύγματος τοῦ Κυρίου, τὴν
προτροπὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ὀκνηρίας, τῆς νωθρότητας καὶ τῆς
ὀλιγοψυχίας ἀλλὰ καὶ τὴν εὐχὴ γιὰ γεύση τῆς γλυκύτητας ποὺ χαρίζει ἡ
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀφήνει νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ
τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι καταλαμβάνεται ἀπὸ βαθιὰ λύπη, ὁμοιάζουσα μὲ
κόλαση, ὅταν ἐκεῖνοι πέφτουν σὲ πνευματικὴ τύφλωση. Θέτει ἀπανωτὰ
ἐρωτήματα τῶν ὁποίων οἱ ἀπαντήσεις καταδεικνύουν τί ἐκ τῆς κοσμικῆς
ζωῆς ἀπαρνήθηκαν οἱ μοναχοὶ ὅταν ἐπέλεξαν τὴ μοναχικὴ ὁδό ἀλλά,
ταυτόχρονα, ἐπισημαίνει καὶ τὸ πόσο δεμένοι παραμένουν μερικοὶ μὲ τὴ
ζωὴ αὐτή. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἡ ἔμπονη πορεία πρὸς τὴν ἕνωση μὲ τὸν
Δημιουργό. Καὶ ὁ ἱερὸς πατέρας -προτρέποντας τὰ πνευματικά του τέκνα
νὰ ζοῦν, ἀκόμα καὶ νὰ κακοπαθοῦν, χωρὶς νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὰ τῆς
αὐριανῆς ἡμέρας, καθὼς εἶπε καὶ ὁ Κύριος- θεωρεῖ αὐτὸν τὸν λόγο ὣς τὸν
πραγματικὰ δικαιολογητικὸ μιᾶς τόσο δύσκολης ἐπιλογῆς. Στὸν
ὑπαρκτό, δέ, κίνδυνο τοῦ ν’ ἀπαρνηθοῦν κάποιοι, κυριευμένοι ἀπὸ τὴν
ἐπιθυμία τῶν πρότερων ἀνέσεων, τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ὅταν, γιὰ
παράδειγμα, ὁ ἡγούμενος τοὺς ὑποβάλει σὲ δοκιμασία, ὁ ἅγιος
ἀντιπαραβάλλει τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ τὴ συνετὴ
ἀποδοχὴ κάθε κακουχίας καὶ ἀτίμωσης. Οἱ δαίμονες φρίττουν μὲ τοὺς
μοναχούς, γι’ αὐτὸ καὶ πυκνώνουν τὶς ἐπιθέσεις τους κατὰ αὐτῶν,
προσπαθώντας ἐντονότερα γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ ἔλεγχος
καὶ ὁ κανόνας, ὡς ἐκ τούτου, θὰ πρέπει νὰ ἰσχύουν τόσο στὰ ἔργα ὅσο
καὶ στὶς σκέψεις. Ἡ κατάταξη καὶ ἡ ἀξιολόγηση τῶν ἁμαρτημάτων σὲ
μικρὰ ἢ μεγάλα εἶναι πλάνη. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ εἶναι
ἀσταμάτητος, ὁλοήμερος καὶ ὁλονύκτιος. Δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται τοὺς
τραυματισμοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀφοῦ, ἔχοντας ὡς ὅπλο τὴν
ἐξομολόγηση, μπορεῖ νὰ ξανασηκώνεται καὶ νὰ βγαίνει ὁλοένα πιὸ
δυνατὸς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀδιάκοπη μάχη.

66. SC 96, 280-310.

35
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Δ΄: Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως. Καὶ ἐκ ποίων ταύτην


ἔργων κτήσασθαι δυνατόν. Καὶ ὅτι ἄνευ δακρύων ἀδύνατον εἰς
καθαρότητα καὶ ἀπάθειαν ἐλάσαι τινά67.

Στὴ συγκεκριμένη Κατήχηση γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν ἀναφορὰ


στὰ συγγράμματα τοῦ πνευματικοῦ του πατρός. Ἡ τοποθέτηση τοῦ
Συμεὼν Εὐλαβοῦς γιὰ προσοχὴ στὴν περίπτωση μετάληψης τῆς θείας
Κοινωνίας ἄνευ δακρύων μετανοίας, ὁδηγεῖ στὴν ἀπὸ πολλοὺς παραδοχὴ
τῆς ἀναξιότητάς τους. Στὴν οὐσία, ὅμως, ἡ παραδοχὴ αὐτὴ φαίνεται πὼς
τοὺς ὁδηγεῖ καὶ σὲ λανθασμένο συμπέρασμα, γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατέρας
δείχνει νὰ πικραίνεται ὅταν ἀναρωτιέται ἐὰν αὐτοὶ ποὺ παραδέχονται
κάτι τέτοιο συναισθάνονται τὴν πραγματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία
βρίσκονται ἢ ὅ,τι παραδέχονται δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἐμπαιγμός,
ἀφοῦ δὲν καταλαβαίνουν πὼς πρέπει νὰ χύνουν δάκρυα γιὰ τὸν Χριστὸ
μέρα καὶ νύχτα καὶ ὅτι δὲν ἀρκοῦν μόνο τὰ δάκρυα κατὰ τὴ φρικτὴ
στιγμὴ τῆς θείας μετάληψης. Ὡς παραδείγματα πονηροῦ λογισμοῦ
παρατίθενται στὴν Κατήχηση ἐκεῖνα τοῦ Ἑωσφόρου, τοῦ Κάϊν, τοῦ Σαοὺλ
ἀλλὰ καὶ τοῦ ληστὴ ἐπάνω στὸν σταυρό. Τονίζεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ἐλεύθερος κατὰ τὴν κίνηση τοῦ λογισμοῦ του, μὲ τὴ διαφορά, ὅμως, ὅτι
ὅταν αὐτὸς εἶναι καλὸς τὸν καθιστᾶ ταπεινό, ἐνῶ, στὴν ἀντίθετη
περίπτωση, ὅταν εἶναι κακός, τὸν καθιστᾶ ὑπερήφανο. Μεγάλη
βαρύτητα δίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν καὶ στὴν ἀργολογία, ἡ ὁποία μὲ
πονηρὸ τρόπο μπορεῖ νὰ προσβάλει τὸν μοναχό, ποὺ θεωρεῖ ὅτι τηρεῖ
σωστὰ τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἀκολουθίες ἐπειδὴ προσέρχεται σ’ αὐτά, μὴ
ἀντιλαμβανόμενος, ὅμως, ὅτι συχνὰ ἀργολογεῖ. Ἐξίσου μεγάλα πάθη
εἶναι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀμέλεια, ἐνῶ ἐφιστᾶται
ἀκόμα ἡ προσοχὴ στὴν κολακία· πλῆγμα ποὺ δὲν ἀφορᾶ μόνο στὸν
κόλακα ἀλλὰ καὶ στὸν κολακευόμενο, εἰδικά ὅταν ὁ δεύτερος δὲν εἶναι σὲ
θέση νὰ ἀντικρούσει μιὰ τέτοια προσβολή. Ἐπανέρχεται κατ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο ὁ ἱερὸς πατέρας στὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης, τὰ ὁποῖα θεωρεῖ ἀρχὴ
κάθε ἀρετῆς. Στὰ λεγόμενά του χρησιμοποιεῖ κομμάτια τῆς διδασκαλίας
τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Καμία ἀρετὴ δὲν πρόκειται νὰ

67. SC 96, 312-372.

36
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

κατακτηθεῖ ἐὰν δὲν εἶναι ἡ προσπάθεια κατάκτησής της λουσμένη ἀπὸ


τὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης.

Λόγος Ε΄: Περὶ μετανοίας. Καὶ ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡμῖν ἡ τῶν ἐνόντων
μόνον διάδοσις καὶ ἡ ἀπογύμνωσις αὐτὴ τῶν πραγμάτων εἰς κάθαρσιν
ψυχῆς, ἐὰν μὴ καὶ τὸ πένθος κτησώμεθα. Καὶ περὶ τῆς τοῦ Ἀδάμ ἐξορίας.
Καὶ ὅτι εἰ μετενόησε παραβάς, οὐκ ἂν τοῦ παραδείσου ἐξέπεσε. Καὶ οἷον
ἀγαθὸν εἰργάσατο αὐτοῦ ἡ μετὰ τὴν ἔκπτωσιν μετάνοια. Καὶ περὶ τῆς
δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας καὶ τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν κατακρίσεως.
Καὶ πρὸς τὸ τέλος, ἔλεγχος τῶν ἐν κακίᾳ καὶ ὑποκρίσει ζώντων68.

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἑστιάζει στὸν μεγάλο ἀγῶνα ποὺ


δίνουν καθημερινὰ οἱ μοναχοὶ κατὰ τῶν δεσμῶν τῆς σαρκός, ὅμως αὐτὸς
ὁ ἀγώνας μπορεῖ ἀκόμα καὶ ἀνώφελος νὰ καταντᾶ ἐὰν δὲ συνοδεύεται
ἀπὸ τὸν ἀνάλογο πνευματικὸ ἀγῶνα, τὸν ἐνάντιο στοὺς λογισμούς.
Τονίζεται ὅτι στὴν προσπάθεια γιὰ τὴ νέκρωση τῶν ἐπιθυμιῶν εἶναι
σπουδαῖο νὰ τηροῦνται οἱ θεῖες ἐντολές. Ζώντας ὁ μοναχὸς μὲ τοῦτες τὶς
ἐντολὲς συνεχῶς διαφυλαγμένες, σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπει μέσα του νὰ ζεῖ
καὶ ὁ Χριστός. Ἀκόμα, ὁ ἱερὸς πατέρας κάνει ἀναφορὰ στὴ ματαιότητα
τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἐξουσίας. Ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ὅλοι ὀφείλουν νὰ μὴν
ἀποκρύπτουν κανένα ἁμάρτημα, διότι ὁ Κύριος τὰ πάντα γνωρίζει, ὅπως
ἀκριβῶς γνώριζε καὶ τὰ περὶ τοῦ διαπραχθέντος ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ
ἁμαρτήματος, καὶ τὸν προσκαλοῦσε νὰ ἔρθει σὲ συναίσθηση τῆς πράξης
του. Τὸ παράδειγμα μὲ τὴ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀνθρώπου στάση τοῦ
Θεοῦ εἶναι χαρακτηριστικό· φανερώνει τὴ συγχωρητικὴ διάθεση ἀπὸ τὴν
ὁποία Ἐκεῖνος διακατέχεται, ἀφοῦ δὲν τιμώρησε ἄμεσα τὸν παραβάτη
παρὰ τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς παραδοχῆς τοῦ σφάλματος καὶ τῆς
μετάνοιας. Ὁ ἅγιος τονίζει στὸν Λόγο του ὅτι τό ν’ ἀντιληφθεῖ κανεὶς τί
σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι κάτι ποὺ προκαλεῖ δάκρυα
μετανοίας ἴδια μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχυσε καὶ ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν
ἀντίληψη τοῦ μεγέθους τῆς καταστροφῆς ποὺ εἶχε συμβεῖ. Ὁ Κύριος,
ὡστόσο, μὲ τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ προσφέρει στὸν Ἄνθρωπο τὴ μεγάλη

68. SC 96, 374-468.

37
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

δυνατότητα νὰ πάψει νὰ ἐξουσιάζεται ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν θάνατο·


ἐλεύθερος νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὴ μετάνοια καὶ στὸν ἀγῶνα τῆς
ἐπιστροφῆς στὴν πρότερη, προπτωτική κατάσταση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ
Συμεὼν θέτει καὶ πάλι ἐρωτήματα. Τούτη τὴ φορὰ γιὰ τὸ ποιά
δικαιολογία θὰ ἔχουν νὰ προτάξουν οἱ μοναχοὶ ὅταν, ἔχοντας ἔρθει ἡ
ὥρα τῆς Κρίσεως καὶ τῆς εἰσόδου στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἢ ὄχι, αὐτοὶ
θὰ καταταγοῦν μαζὶ μὲ τοὺς κοσμικούς· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ
δικαιολογήσουν τὸ γεγονὸς ὅτι, παρόλο ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα πίσω,
προκειμένου νὰ βαδίσουν τὸν δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ, κατέληξαν νὰ
συγκαταλέγονται μ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν μέσα στὰ πλούτη, τὰ πάθη καὶ
τὴν ἁμαρτία. Ἡ Κατήχηση κλείνει μὲ τὶς προτροπὲς τοῦ ἱεροῦ πατρὸς γιὰ
καθημερινὴ ἐργασία στὴν προσπάθεια πάταξης τοῦ σαρκικοῦ
φρονήματος καὶ ἐπίτευξης τῆς πνευματικῆς προόδου.

Λόγος ΣΤ΄: Περὶ ἐργασίας πνευματικῆς. Καὶ τίς ἦν ἡ ἐργασία τῶν


παλαιῶν ἁγίων. Καὶ πῶς ταύτην κατορθῶσαι δυνάμεθα, ἵνα καὶ μέτοχοι,
ὥσπερ ἐκεῖνοι, τοῦ Παναγίου γενώμεθα Πνεύματος69.

Κατηχητικὸς Λόγος στὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναπτύσσει τὴ


διδασκαλία του γύρω ἀπὸ τὴν περίπτωση ὅσων αὐθαιρέτως πιστεύουν
ὅτι ζοῦν ἐν ἁγιότητι καὶ παρομοιάζουν ἑαυτοὺς μὲ ἁγίους. Μὲ ἀφετηρία
τὸ παράδειγμα τῶν ἐνάρετων βίων ἀληθινὰ ἁγίων προσώπων, ποὺ
ταπείνωσαν σῶμα καὶ πνεῦμα σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν νὰ
πλησιάσουν τὸν Κύριο, ὁ ἱερὸς πατέρας προσπαθεῖ νὰ τοποθετήσει τοὺς
μὲ πλανεμένη σκέψη συνανθρώπους του ἀπέναντι ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη
καὶ τοὺς ἐλλιπεῖς ἀγῶνες τους, μὲ σκοπό, βέβαια, νὰ τοὺς ἀφυπνίσει. Ὁ
ἴδιος ἀναρωτιέται πῶς γίνεται κάποιοι νὰ μποροῦν νὰ πιστεύουν ὅτι
ἔχουν δεῖ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ὅταν οἱ ἀγῶνες τους εἶναι ἐλάχιστοι. Τονίζει
δέ, ὅτι μεγάλες πνευματικὲς ἀναβάσεις ἀξιώνονται νὰ βιώσουν μόνον
ὅσοι διάγουν βίο ὁμοιάζοντα μὲ ἐκεῖνον τῶν ἁγίων. Ἀνώτερο, δέ,
παράδειγμα ὅλων ὁ Συμεὼν θεωρεῖ αὐτὸ τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος
διώχτηκε, μαρτύρησε καὶ σταυρώθηκε καίτοι εἶναι ὁ βασιλέας τῶν ὅλων·

69. SC 104, 12-46.

38
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τὸ μαρτύριό Του πρέπει νὰ κάνει τοὺς πάντες νὰ συλλογιστοῦν πὼς


πραγματικὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ δικός τους βίος, σταυρικός.

Λόγος Ζ΄: Περὶ προσπαθείας τῆς εἰς τοὺς συγγενεῖς. Καὶ τίς ἡ ἀπάτη
αὐτῆς καὶ εἰς οἷον βόθρον καὶ δεσμὸν κατάγει τοὺς κρατουμένους ὑπ’
αὐτῆς. Καὶ περὶ ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἐν ταύτῃ διαφορᾶς. Καὶ τί ἐστι τό
«Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας
κατακριθήσεται»70.

Στὴν Κατήχηση αὐτὴ ὁ ἅγιος Συμεὼν ἑστιάζει ἀφενὸς στὴ θεία


ἐντολὴ γιὰ μετάνοια καὶ ἑτοιμότητα λόγῳ τῆς ἐγγύτητας τοῦ ἐρχομοῦ
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφετέρου στὴ θεία προτροπὴ γιὰ οἰκειοθελὴ
ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων, σήκωμα ἀπὸ τὸν καθένα τοῦ σταυροῦ ποὺ τοῦ
ἀναλογεῖ καὶ στὴ συνέχεια συμπόρευση μὲ τὸν Κύριο. Ὁ ἱερὸς πατέρας
καὶ ἐδῶ ἐμφανίζεται ταπεινός, ἀφοῦ δὲ δέχεται πὼς ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ
καλὸ παράδειγμα πρὸς μίμηση. Στοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς προτείνει νὰ
βαδίζουν ἀκριβῶς τὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Παράλληλα, τοὺς ζητᾶ νὰ
διαβάζουν τὶς Γραφὲς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔτσι ὥστε ἀκόμα καὶ σὲ
περίπτωση πλάνης νὰ μὴν πάψει νὰ ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀντίληψης τοῦ
λάθους καί, κατ’ ἐπέκταση, μιᾶς ἐκ νέου προσπάθειας γιὰ μετάνοια. Γιὰ
τὸν ἅγιο ὡς πίστη νοεῖται ἡ πίστη στὴν ἀλήθεια ὅλων ὅσων δίδαξε ὁ
Κύριος. Κατὰ τοῦτο, χρησιμοποιεῖ πολλὲς φράσεις Του καὶ στὴ δική του
διδασκαλία. Κάνει ἀκόμα λόγο καὶ γιὰ τὸ σχέδιο τοῦ πονηροῦ νὰ ἐπιτεθεῖ
στοὺς μοναχοὺς στὴ βάση μιᾶς πίεσης ποὺ σχετίζεται μὲ τοὺς οἰκείους
τους, ζητώντας τους νὰ εἶναι προσεχτικοὶ μὲ τὴ συγκεκριμένη προσβολή.
Τὸ κήρυγμά του κλείνει μὲ τὸν ἴδιο νὰ παρακαλεῖ τοὺς ἀδελφοὺς
μοναχοὺς νὰ μὴ δελεαστοῦν ἀπὸ τίποτα βλαπτικό ἀλλὰ νὰ παραμένουν
σταθεροὶ στὴν ἀπόφαση ποὺ πῆραν νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἐφήμερα τοῦ
κόσμου καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.

70. SC 104, 48-84.

39
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Η΄: Περὶ τελείας ἀγάπης καὶ τίς ἡ ταύτης ἐνέργεια. Καὶ ὅτι ἐὰν
μὴ διὰ σπουδῆς ἐντεῦθεν ἤδη τῆς τοῦ Πνεύματος μεθέξεως γενώμεθα
μέτοχοι, οὐδὲ πιστοὶ καὶ χριστιανοὶ δυνάμεθα εἶναι, ἀλλ’ οὐδὲ υἱοὶ καὶ
τέκνα Θεοῦ χρηματίσομεν71.

Ὁ ἱερὸς πατέρας διακρίνει τὶς ἀληθινὲς αἰτίες ποὺ χαρακτηρίζουν μιὰ


πράξη ἢ σχέση. Ἔτσι, ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ὑφίσταται συναναστροφὴ
μεταξὺ προσώπων μὲ σκοπὸ τὴν ἄδολη προσφορὰ βοήθειας, στὴν
προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, τότε αὐτὸ θεωρεῖται
θεάρεστο. Στὸν ἀντίποδα, ἐὰν ἡ συναναστροφὴ ὑποκρύπτει διάθεση γιὰ
κατάκριση, τότε αὐτὸ θεωρεῖται μεμπτό. Στὴν Κατήχηση αὐτὴ γίνεται
ἀναφορὰ καὶ πάλι στὰ νηπτικὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ
φορὰ ἀκόμα ὁ ἅγιος προσκαλεῖ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἀπαρνηθοῦν κάθε τι
ποὺ τοὺς ἑνώνει μὲ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐπιδοθοῦν στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν
ἕνωσή τους μὲ τὸν Δημιουργό, ἐργαζόμενοι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κανόνες, καὶ
τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.

Λόγος Θ΄: Περὶ ἐλεημοσύνης. Καὶ τίς ἐστιν ὁ πεινῶντα τὸν Θεὸν
τρέφων καὶ διψῶντα ποτίζων καὶ καθεξῆς. Καὶ πῶς τοῦτό τινι
κατορθωθήσεται. Καὶ ὅτι εἰ μή τις καὶ ἐν ἑαυτῷ ταῦτα πάντα ποιήσει καὶ
θρέψει καὶ ποτίσει Χριστόν, οὐδὲν ὠφεληθήσεται ἐκ τοῦ ταῦτα μόνον
ποιεῖν εἰς τοὺς πένητας, ἑαυτὸν δὲ ἄτροφον παρορᾶν καὶ γυμνὸν τῆς
δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ72.

Μὲ ἔκδηλη τὴν ταπεινοφροσύνη του ὁ ἅγιος Συμεών, παρακαλώντας


τοὺς μοναχοὺς τῆς ἀδελφότητας νὰ μὴν τὸν κρίνουν ἐπειδὴ τολμᾶ νὰ
τοὺς ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὰ θέματα -ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, δὲν αἰσθάνεται
ἄξιος γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι ἀποτελεῖ ἁπλὰ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ
Θεὸς ἀπευθύνεται στὰ πλάσματά Του-, ξεκινᾶ τὸν συγκεκριμένο
Κατηχητικὸ Λόγο. Σημειώνει, λοιπόν, ὅτι ὅλοι πρέπει νὰ ἐπιδίδονται σὲ
ἀγαθοεργίες, τονίζοντας, παράλληλα, ὅτι οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπὸ τὶς

71. SC 104, 86-102.


72. SC 104, 104-136.

40
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. Ἀναφέρεται στὸν ὑλικὸ πλοῦτο. Ξεκαθαρίζει


ὅτι τὸ μοίρασμα τοῦ πλεονάζοντος πλούτου δὲν ἀποτελεῖ πειστήριο
πορείας σὲ ὁδὸ σωτηρίας, παρὰ μᾶλλον σὲ ὁδὸ ἀπωλείας· διότι ἀπὸ τὸν
Κύριο μοιράστηκαν τὰ πάντα σὲ ὅλους καὶ ἐξίσου. Ἐφόσον, λοιπόν,
παρατηρεῖται κάποιοι νὰ διαθέτουν πλεόνασμα ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦτο
σημαίνει ὅτι ἐκλάπη πλοῦτος ποὺ ἀνῆκε σὲ ἄλλους. Ἰδανικὴ κατάσταση
εἶναι ἐκείνη τῆς πτωχείας σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τοῦ πλουτισμοῦ σὲ ἀρετὲς
καὶ ἀγάπη Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ τὸν πλοῦτο, ὅμως, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν
μετατρέψει σὲ κάτι τὸ ὠφέλιμο. Ἔτσι, ἐὰν δεχθεῖ κανεὶς πὼς τίποτα δὲν
εἶναι δικό του ἀλλὰ ὅλα τοῦ παρεδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ στὴ συνέχεια
διαχειριστεῖ τὸν πλοῦτο μὲ σύνεση, μοιράζοντας τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖ ποὺ
ὑπάρχει ἀνάγκη, τότε μέχρι καὶ θεάρεστο ἔργο ἐπιτελεῖ. Ὅμως, κι αὐτὸ
ἀπὸ μόνο του δὲν ἀποτελεῖ σίγουρη πορεία σὲ ὁδὸ σωτηρίας, καθὼς
χρειάζεται νὰ γίνει καὶ σωστὸς πνευματικὸς ἀγώνας, μὲ ἀποκοπὴ τοῦ
σαρκικοῦ φρονήματος. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ Λόγου του ὁ ἱερὸς πατέρας
καλεῖ τοὺς μοναχοὺς σὲ εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση τῶν λογισμῶν, ἔτσι ὥστε
νὰ φτάσουν κάποια στιγμὴ στὸ σημεῖο θέασης τοῦ Θεοῦ.

Λόγος Ι΄: Περὶ μετοχῆς Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἁγιωσύνης καὶ τελείας
ἀπαθείας. Καὶ ὅτι ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐξ ἀνθρώπων δόξαν οὐδὲν ἐκ τῶν
λοιπῶν ἀρετῶν ὠφελεῖται, κἂν πάσας κατώρθωσε73.

Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πρόκειται νὰ


γευτοῦν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πόσω μᾶλλον αὐτοὶ ποὺ ἤδη μποροῦν
καὶ θεῶνται τὸν Κύριο. Παραδείγματα ἀξιέπαινου βίου ἀποτελοῦν οἱ βίοι
τῶν ἁγίων, ἐνῶ σὲ μεγάλα ἐπίπεδα ἁγιότητας φτάνει κάποιος ποὺ πρῶτα
καταφέρνει νὰ γίνει ἄνθρωπος πνευματικός. Ὁ ἱερὸς πατέρας διδάσκει
ὅτι γιὰ νὰ φτάσουν οἱ μοναχοὶ στὸ σημεῖο νὰ γευτοῦν τὸν Θεό, πρέπει νὰ
περάσουν ἀπὸ ἐπίπεδα πνευματικῆς ἀνάβασης, τὰ ὁποῖα κατακτῶνται
σταδιακὰ καὶ μὲ ἀγώνα (μοναχός-πνευματικός-ἅγιος). Τοῦ ἀπαιτητικοῦ
αὐτοῦ ἀγώνα καταστροφὴ εἶναι ἡ ἀργία, ἀφοῦ σὲ μιὰ μόνο στιγμή, καὶ
ἐξαιτίας της, μπορεῖ νὰ χαθεῖ ὅλη ἡ προσπάθεια ποὺ ἔγινε γιὰ τὴν

73. SC 104, 138-150.

41
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας. Τῆς ἀλήθειας αὐτῆς δὲν ἐξαιροῦνται, βέβαια,


οὔτε καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ κρύβονται πίσω καὶ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα
ἁμαρτήματα.

Λόγος ΙΑ΄: Περὶ νηστείας. Καὶ ὅτι οὐ χρὴ τὸ τῆς νηστείας ὠφέλιμον
ἐν τῇ πρώτῃ καὶ μόνῃ τῶν νηστειῶν ἑβδομάδι σπουδαίως τηρεῖν καὶ
ἀσπάζεσθαι, ἀλλὰ τὴν ἴσην καὶ τὴν αὐτὴν σπουδὴν ἐν πάσαις ταῖς
ἑβδομάσι τῶν νηστειῶν ἀναγκαῖον τοῖς σπουδαῖοις διατηρεῖν74.

Πρόκειται γιὰ Κατήχηση στὴν ὁποία γίνεται λόγος γιὰ τὰ περὶ τῆς
νηστείας καὶ τῆς ἴασης ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μέσῳ αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται. Ὁ
ἅγιος ἐπιλέγει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ θέμα κατὰ τὴ Δεύτερη ἑβδομάδα τῶν
νηστειῶν τοῦ Πάσχα, τότε ποὺ παρατηρεῖται κάμψη τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὴ
συνέχιση αὐτῆς τῆς μορφῆς ἀγώνα. Ὅμως, ὡς καλὸς πνευματικὸς
καθοδηγητὴς ποὺ εἶναι, ἐνισχύει τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν,
τονίζοντας ὅτι ἡ νηστεία ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ κάθε ἀρετὴ ποὺ
κατακτιέται. Καὶ προσθέτει ὅτι ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται πρέπει νὰ
συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Ὁ Λόγος ὁλοκληρώνεται μὲ
προτροπὲς τοῦ ἱεροῦ πατρὸς πρὸς τοὺς μοναχοὺς γιὰ παρουσία τους στὴν
τράπεζα μὲ τὴν προσοχὴ στραμμένη στὰ ἀναγνώσματα ἀλλὰ καὶ
ἐπίδειξη ἀκόμα μεγαλύτερου ζήλου γιὰ τὰ πνευματικά.

Λόγος ΙΒ΄: Περὶ ἐγκρατείας καὶ ὑπομονῆς εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν
ἀρετῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας. Καὶ περὶ σιωπῆς. Καὶ ὅπως δεῖ ἐν πάσῃ
τῇ νηστείᾳ διάγειν τοὺς ἀγωνιζομένους ἐν ἀληθείᾳ75.

Ὁ ἅγιος ἀπευθύνεται στὸ ποίμνιό του καὶ πάλι μὲ ταπείνωση,


παρακαλώντας τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ προσεύχονται γι’ αὐτόν. Τὸ
κήρυγμα τῆς συγκεκριμένης Κατήχησης ἔγινε κατὰ τὴν Τρίτη ἑβδομάδα
τῶν νηστειῶν. Τονίζεται ἡ σπουδαιότητα τῆς ἐντολῆς γι’ ἀγάπη πρὸς τὸν

74. SC 104, 152-166.


75. SC 104, 168-188.

42
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, παραλλήλως, δέ, καὶ τὸ πόσο οὐσιαστικὴ
βοήθεια προκύπτει γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴ συνέχιση
τῆς νηστείας. Δὲν παραλείπει, ὅμως, ὁ ἱερὸς πατέρας νὰ ἐπιβραβεύσει
τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς γιὰ τὸν νηστευτικὸ ἀγῶνα τους καθὼς καὶ γιὰ
τὴν ἐγκράτεια ποὺ κάνουν. Ἀλλὰ ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς γαστριμαργίας
πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάλειπτος. Ἄλλωστε, ὅπως τοὺς ὑπενθυμίζει, κι ὁ Ἴδιος
ὁ Κύριος ζήτησε νὰ μὴ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν τροφὴ τῆς
ἐπαύριον παρὰ γιὰ τὸ πῶς θὰ κερδίσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὸ
πρόβλημα τῆς ἀργολογίας φαίνεται πὼς ἀπασχολεῖ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν
Λόγο τὸν ἱερὸ πατέρα. Ἐπιστρέφει ξανὰ στὸ θέμα, φέρνοντας ὡς
παράδειγμα τὴν ἀναφορὰ τοῦ μακαρίου Ζωσιμᾶ στὴν περίπτωση τινῶν
μοναχῶν ἐκ τῆς μονῆς στὴν ὁποία ἡσύχαζε καὶ αὐτός. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν
τὴν ἀναφορά, οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς
Τεσσαρακοστῆς, ἀποσύρονταν στὴν ἔρημο, ἀποφεύγοντας τὶς ἐπιζήμιες
συναναστροφές, προκειμένου νὰ μὴν πέσουν στὴν παγίδα τῆς
ἀργολογίας. Ὁ Συμεὼν ὁλοκληρώνει τὸν Λόγο του μὲ προτροπὲς πρὸς
τοὺς μοναχοὺς γιὰ συνέχιση τῆς νηστείας μὲ θέρμη.

Λόγος ΙΓ΄: Περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ ὁποία τίς ἐστιν ἢ
πῶς ἐν ἡμῖν γίνεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν αὐτῇ ἡ ἀνάστασις
τῆς ψυχῆς. Καὶ τί τὸ μυστήριον ταύτης τῆς ἀναστάσεως. Ἐλέχθη μετὰ τὸ
Πάσχα τῇ δευτέρᾳ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα76.

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἐδῶ ἀγγίζει τὸ θέμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ


Κυρίου. Τὸν εὐχαριστεῖ ποὺ κάθε χρόνο οἱ πιστοὶ μὲ τὴ νηστεία
ὁδηγοῦνται ἕως αὐτὸ τὸ κορυφαῖο γεγονός. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
ἀνασταίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες
τους ἀκριβῶς ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἀναμάρτητος. Ὅπως τὸ σῶμα
χρειάζεται τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ ζεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ χρειάζεται τὸν Δημιουργό
της, ὁ Ὁποῖος -καὶ μόνον Αὐτός- χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή. Ἀνάσταση
Χριστοῦ θεασάμενοι, σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνασταίνεται μέσα στὸν
καθένα ξεχωριστά. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, κανένας δὲ θὰ ἦταν σὲ

76. SC 104, 190-202.

43
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

θέση νὰ δεῖ τὴν Ἀνάστασή Του, ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ χίλια ἔτη περίπου
(σὲ σχέση μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε τὸ ἐν λόγῳ κατηχητικὸ κείμενο).
Ἡ ἐντὸς τοῦ καθενὸς Ἀνάσταση ἐπιτρέπει τὴν ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη
τῆς πίστης καὶ τὴ διάθεση γιὰ πνευματικὴ προκοπή· τέτοια ὥστε τὰ ἔργα
νὰ γίνουν ἀντάξια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαύματος, ἔργα θεάρεστα (ὅπως
εἶναι ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν). Ἄλλωστε, χωρὶς ἔργα πιστεύουν καὶ
οἱ δαίμονες, ποὺ ὁμολογοῦν πὼς καὶ γνωρίζουν καὶ ἀναγνωρίζουν τὸν
Θεό.

Λόγος ΙΔ΄: Περὶ μετανοίας καὶ ἀρχῆς βίου μοναδικοῦ. Καὶ πῶς τις
ὁδῷ καὶ τάξει προβαίνων εἰς ἀρετὴν ἐν τῇ τῶν ἐντολῶν ἐργασίᾳ εἰς
τελειότητα ἔρχεται77.

Γίνεται λόγος γιὰ τὴ μετάνοια, τῆς ὁποίας ἡ σπουδαιότητα ἐνισχύεται


ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν στὴ διδασκαλία του μὲ τὴ χρήση ἁγιογραφικῶν
ἀποσπασμάτων. Ἀπὸ αὐτὰ γίνεται ἀντιληπτὸ πὼς ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ τὴ
μετάνοια ὅλων ἀνεξαιρέτως. Εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ
θύμηση τοῦ κόσμου ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σταδιακὴ ὑποχώρηση τῶν λογισμῶν
καί, στὴ συνέχεια, στὴν ταπεινοφροσύνη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ μοναχὸς
μπορεῖ ν’ ἀναγνωρίσει τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀφήσει τὴ χάρη τοῦ ἁγίου
Πνεύματος νὰ λειτουργήσει νηπτικά. Ἔτσι, ὅπως διδάσκει ὁ ἱερὸς
πατέρας, μπορεῖ νὰ φτάσει κανεὶς στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ
στὴν ἐνηλικίωση σὲ θέματα πνευματικά, στὴν προσπάθεια νὰ
συγκαταλεχθεῖ μὲ τοὺς τελείους. Φτάνοντας ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴν τὴν
κατάσταση τῆς τελειότητας, μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ κατοικήσει μέσα του
καί, ἀκολούθως, νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ βάθος τῆς θείας σοφίας καὶ τοῦ
πλούτου τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ
κατανοήσει τόσο τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς σοφίας ὅσο καὶ τοῦ πλούτου, ὁ
Συμεὼν προτρέπει τοὺς μοναχοὺς νὰ μὴν ἐπιζητοῦν διαρκῶς μόνο τὴ
γνώση ἀνέκφραστων, θείων πραγμάτων ἀλλὰ νὰ προσπαθοῦν μὲ
πράξεις, κόπο καὶ πόνο νὰ φτάσουν στὴ γνώση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

77. SC 104, 204-220.

44
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΙΕ΄: Περὶ ἐμπαθοῦς καὶ ἀπίστου καὶ πονηρᾶς διαθέσεως. Καὶ
τίς ἡ ἕνωσις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς καὶ τίνα τρόπον ἐν
αὐτοῖς αὕτη γίνεται. Καὶ πρὸς τὸ τέλος, καταδρομὴ τῶν ἀναξίως
κατατολμώντων τῆς ἀρχιερωσύνης78.

Κατηχητικὸς Λόγος ποὺ θίγει τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς τυφλότητας.


Ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἐξαιτίας τῆς ἄρνησής τους νὰ πιστέψουν στὸ
καταλάμπον θεῖο φῶς, λόγῳ τῆς συνεχιζόμενης παραμονῆς τους σ’
αὐτὴν τὴν κατάσταση τύφλωσης, καταλήγουν σὲ βαθιὰ θόλωση τοῦ νοῦ.
Ὁ ἅγιος, μάλιστα, τοὺς παρομοιάζει μὲ ἀληθινὰ τυφλούς, ποὺ ἀδυνατοῦν
νὰ πιστέψουν πραγματικότητες ποὺ ἀντιλαμβάνονται ὅσοι βλέπουν καὶ
γιὰ τὶς ὁποῖες τοὺς πληροφοροῦν σχετικά. Κατὰ ἀντιστοιχία, λοιπόν,
ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ θεωρεῖ παράλογο ἐκεῖνον ποὺ διαθέτει νοῦ
καὶ πιστεύει, καὶ ἀρνεῖται νὰ παραδεχτεῖ τὸ πρόβλημα. Τὸ φῶς τοῦ
Κυρίου, ὅμως, προκαλεῖ πόνο σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν πιστεύει, ἀκόμα κι ἂν
δηλώνει ὅτι δὲν τὸν ἐνδιαφέρει. Ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα στοὺς
διψῶντες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους ἀνθρώπους μόνον ὅταν καὶ οἱ
ἴδιοι εἶναι ἕτοιμοι, καὶ μ’ αὐτὴν τὴν ἕνωση γίνονται τρισυπόστατοι κατὰ
χάρη. Προσκαλεῖ, λοιπόν, ὁ ἱερὸς πατέρας τοὺς ἀδελφοὺς νὰ τηρήσουν
τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐπιδοθοῦν σὲ ἕναν ἀδιάκοπο ἀγώνα, ποὺ
θὰ τοὺς φτάσει στὸ σημεῖο ἐκεῖνο κατὰ τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ
κατοικήσει μέσα τους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Λόγος ΙΣΤ΄: Περὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Καὶ τίς ἡ
θεωρία τῶν μυστηρίων αὐτοῦ. Καὶ ὅπως τοῖς καθαροῖς τὴν καρδίαν
ἀποκαλύπτονται. Καὶ διήγησις ἐκ προοιμίων ἐπωφελὴς περί τινος
ὑποτακτικοῦ, λαβόντος Πνεῦμα Ἅγιον ταῖς εὐχαῖς τοῦ πνευματικοῦ
αὐτοῦ πατρός79.

Στὴν Κατήχηση αὐτὴ γίνεται ἀναφορὰ σὲ γεγονότα ποὺ ἔζησε ὁ


Συμεὼν κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ τελοῦσε ὑποτακτικὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ

78. SC 104, 222-234.


79. SC 104, 236-252.

45
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Εὐλαβοῦς. Τώρα, πλέον ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἡγουμένου, δείχνει νὰ


αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ περιγράψει στὰ δικά του πνευματικὰ τέκνα
κάποιες στιγμὲς ἀπὸ τὴν κοινή του ζωὴ μὲ τὸν πνευματικό του πατέρα,
μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξει πτυχὲς τῆς ἁγιότητάς του.
Ὡστόσο, ἀναφέρεται καὶ στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ βίωσε ὁ
ἴδιος ὅταν, ὅπως περιγράφει, ἐνοίκησε μέσα του, ἔστω καὶ γιὰ λίγο χρόνο,
τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ὅσα θαυμάσια εἶδε καὶ γεύτηκε ὅσο
διήρκησε αὐτὴ ἡ ἀλλοιωτικὴ ἐνοίκηση, καὶ συμπληρώνει τὸν
ἀποκαλυπτικό του λόγο μὲ ἀναφορὰ στὰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου
προερχόμενα, τὰ ὁποῖα, συγκρινόμενα μὲ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ
Πνεύματος, φαντάζουν ἐξαιρετικὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Γι’ ἀκόμα μιὰ
φορὰ προσκαλεῖ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς σὲ ἀγῶνα τήρησης τῶν θείων
ἐντολῶν, οὕτως ὥστε ὅλοι νὰ μπορέσουν νὰ λάβουν Πνεῦμα ἅγιο.

Λόγος ΙΖ΄: Περὶ θεωρίας καὶ ἀποκαλύψεως καὶ πεφωτισμένης εὐχῆς.


Καὶ ὅπως ὁ ὑπὸ τῆς ἀγάπης κατασχεθεὶς τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς βάθος
ταπεινοφροσύνης ἐλάσας, ἐνεργεῖται ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου80.

Κατηχητικὸς Λόγος μὲ συνέχεια τῆς διδασκαλίας περὶ τῶν εὐεργεσιῶν


ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἐνοίκηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸ πλημμύρισμα αὐτοῦ ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς. Τὸ πρότερα
ἐπικρατοῦν στὴν ψυχὴ σκότος ὑποχωρεῖ σταδιακά, ὥσπου, τελικά, τὴ
θέση του καταλαμβάνει τὸ θεῖο φῶς. Τούτη, δέ, ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη
ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ ἔχει, καθὼς φῶς καὶ σκοτάδι εἶναι ἀδύνατο νὰ
συνυπάρξουν. Παράλληλα, ὅμως, ἡ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου
συναίσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ θείου φωτὸς ἐπιφέρει καὶ τὴν ἀντίληψη
τῆς δικῆς του ἀναξιότητας. Ἀνάξιος νιώθει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, γεγονὸς,
ὅμως, ποὺ εἶναι ἀποδεικτικὸ τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ τὸν διακρίνει. Ὁ
ἱερὸς πατέρας, πηγαίνοντας ἀκόμα παραπέρα σημειώνει ὅτι τόσο
μεγάλο εἶναι τὸ δῶρο τῆς ἀναπλάσεως σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, πού,
ὅταν φτάσει κανεὶς στὸ σημεῖο νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ, λαμβάνει καὶ

80. SC 104, 254-264.

46
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

πολλαπλάσια ἀξιώματα, εὐεργετώντας μὲ τὴ σειρά του ὅλους καὶ πρὸς


ὅλους ἐπιδεικνύοντας ἀγάπη.

Λόγος ΙΗ΄: Περὶ μεθόδων τοῦ πονηροῦ, ὧν ὑποβάλλει τοῖς


κουφοτέροις καὶ φιλοπρωτεύουσιν, ὁπόταν ὁ ποιμὴν ἐξ ἀνθρώπων
γένηται. Καὶ ὅτι χρὴ τοὺς μὲν ἀναξίως ἐπιπηδῶντας τῇ ἀρχῇ πάσῃ
κωλύειν σπουδῇ, τοὺς δὲ πνευματικοὺς καὶ ἁγίους συνωθεῖν ἐπὶ τοῦτο
καὶ συνεργεῖν. Καὶ πρὸς τῷ τέλει, πρὸς τὸν ποιμένα81.

Πρόκειται γιὰ Κατήχηση στὴν ὁποία γίνεται ἀναφορὰ στὰ


ἀνατρεπτικὰ γιὰ μιὰ ὁμαλὴ καὶ συνετὴ ἐκλογὴ ἡγουμένου μονῆς σχέδια
ποὺ καταστρώνει ὁ πονηρός, καθὼς καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον
ἐπιλέγει νὰ χτυπᾶ τοὺς μοναχούς. Ὁ τρόπος εἶναι διαφορετικὸς κατὰ
περίπτωση καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία
βρίσκεται ὁ καθένας. Ἔτσι, πρὶν ἀκόμα θέσει κάποιος ὑποψηφιότητα γιὰ
νὰ γίνει ἡγούμενος ἀρχίζει ὁ πειρασμὸς τῶν λογισμῶν. Ὅπως τονίζει ὁ
ἱερὸς πατέρας, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ πονηρὸς προκαλεῖ διχόνοιες καὶ
κινήματα μέσα στὴ μονή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ζητᾶ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ
εἶναι προσεκτικοί, ἀφήνοντας νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
παραμερίζοντας τὶς ὅποιες προσωπικὲς ἐπιθυμίες ἔχουν γιὰ ἰσχὺ δικῶν
τους σχεδίων. Ὄχι σπάνια, συνεχίζει, οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν τὴ βασιλεία
τοῦ Χριστοῦ καὶ κοιτάζουν τὴ δική τους. Ἀκόμα κι ἂν κάποιοι ἐπιτύχουν
τὴν ἀπόλυτη ταπείνωση, ἀγαθότητα, ἀκακία καὶ ἀγάπη, ἡ ὑπακοὴ στὸν
πνευματικὸ πατέρα εἶναι καταλυτικῆς σημασίας στὴν προσπάθεια νὰ
ἐπιλεγεῖ τὸ καταλληλότερο πρόσωπο γιὰ τὴν ἡγουμενία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ὁ ἅγιος συμβουλεύει αὐτὸν ποὺ πρόκειται ν’ ἀναλάβει τὸ πηδάλιο μιᾶς
μονῆς νὰ εἶναι ὁμοίως προσεκτικός. Ἐπειδὴ πρόκειται ν’ ἀποτελέσει τὴν
κεφαλὴ τῆς ἀδελφότητας, δηλαδὴ τὴν ἀρχὴ ποὺ συντονίζει ὅλα ὅσα
συμβαίνουν σ’ αὐτήν. Ὁ ἡγούμενος, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεών, δὲν
ἀναπαύεται ποτέ. Ἀποτελεῖ φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ κάθε μοναχό,
δείχνοντας ἀκόμα καὶ μὲ τὴ γενικότερη στάση του πῶς ἔχει ἡ κανονικὴ
τάξη. Τὸ μέγεθος τῆς εὐθύνης ποὺ ἀναλαμβάνει ὁ ἐκλεγμένος

81. SC 104, 266-312.

47
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἡγούμενος μιᾶς μονῆς προϋποθέτει μίμηση Χριστοῦ, προκειμένου ἔτσι νὰ


καταστεῖ εὐάρεστος τῷ Θεῷ ἐξαιτίας τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν ἔργων του
καὶ ὄχι νὰ προκαλέσει τὴν ὀργή Του.

Λόγος ΙΘ΄: Ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ μόνοις τοῖς λόγοις καὶ ταῖς ὑποσχέσεσι
θαρρεῖν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἔργων τὸ πιστὸν βεβαιοῦσθαι τῶν
λόγων αὐτῶν. Καὶ οἵα τίς ἐστιν ἡ τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων διάθεσις
καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς μαθητευομένους αὐτοῖς. Καὶ ὁποῖα τὰ σπλάγχνα
καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν. Καὶ ὅπως ὑπὲρ αὐτῶν ἐντυγχάνουσι τῷ Θεῷ82.

Ὁ ἅγιος ἀπευθύνεται στοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ ξεκαθαρίζει ὅτι


δὲ χρειάζεται κανεὶς νὰ μένει στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὶς
πράξεις τους. Ἔτσι, μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ ὑποστηρίζει κάποιος ὅτι
φλέγεται η καρδιά του γιὰ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ στὴν πράξη ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς νὰ μὴ χύνει δάκρυα μετανοίας καὶ νὰ μὴ λυπᾶται γιὰ τὴν
ἁμαρτωλότητά του. Αὐτὸ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲ συνιστᾶ πραγματικὴ
ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, οὔτε καὶ προκαλεῖ πύρωση τῆς καρδιᾶς, ὡς ὄφειλε
νὰ συμβαίνει, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Τὰ λέγει αὐτὰ ὁ ἱερὸς πατέρας
στοὺς ἀδελφοὺς ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ σφοδρὰ νὰ κερδίσει μαζί τους τὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοὺς προσκαλεῖ, μὲ ἔργα ποὺ μαρτυροῦν τὸν
πόθο τους γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ἐντείνουν τὴν προσπάθειά τους νὰ
κερδίσουν τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὴ μένοντας μόνο στὰ λόγια. Κι
ἀκόμα, σὲ περίπτωση ποὺ δὲν τοὺς ἀρκοῦν τὰ δικά του λεγόμενα περὶ
τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός, τοὺς προτρέπει νὰ ρωτήσουν τοὺς ἴδιους
τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι πολὺ καλὰ γνωρίζουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ
ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων.

82. SC 104, 314-328.

48
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Κ΄: Περὶ ἀποταγῆς καὶ ἐκκοπῆς θελήματος, πρὸς τοὺς


αἰτήσαντας γράψαι αὐτοῖς πῶς ὀφείλει τις τὸν ἀσκητικὸν διανύσαι βίον.
Καὶ ὅτι καλὸν ἐπὶ τούτῳ καὶ ἐπωφελὲς ἐμπείρῳ χρήσασθαι ὁδηγῷ ἤγουν
πνευματικῷ πατρὶ εἰς τὸ μαθεῖν τὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀσκητικῆς τέχνης
τὴν δυσκατόρθωτον ἐργασίαν. Καὶ περὶ πίστεως τῆς εἰς τοὺς
πνευματικοὺς πατέρας καὶ θεωρίας φωτός, ὑφ’ οὗ πᾶσα φωτιζομένη
ψυχὴ προκόπτει εἰς ἀγάπην Θεοῦ83.

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρὸς στρέφεται στὸν συγκεκριμένο Λόγο


γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ τὴν ὑπακοὴ στὴν
καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, καὶ
πάλι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι
μαζί Του ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς Τὸν ἀκολουθήσει, καθιστᾶ
σαφὲς ὅτι μὲ τὴ λέξη «σταυρός» ἐννοεῖ ἀκριβῶς τὴ νέκρωση τοῦ ἰδίου
θελήματος. Ἀρχὴ ὅλων αὐτῶν, βέβαια, εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ
πατέρα, ἀκόμα κι ἄν, κάποιες φορές, τὰ πνευματικὰ τέκνα νομίζουν ὅτι
ἐκεῖνα ποὺ ὁρίζει εἶναι παράξενα. Ὁ ἅγιος Συμεὼν διδάσκει ποιός εἶναι ὁ
ἐνδεδειγμένος τρόπος ὑπακοῆς καὶ συμβουλεύει τοὺς μοναχοὺς νὰ μὴν
πιστεύουν ἀκόμα καὶ στὰ ἴδια τους τὰ μάτια, σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἐὰν
εἶναι νὰ προκύψει κατάκριση γιὰ κάποιον. Ἀντίθετα, νὰ στρέφονται μόνο
στὰ δικά τους θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ
πνευματικοῦ δὲ χάνεται οὔτε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ὥστε, ἐὰν συμβεῖ
κάτι τέτοιο λυπηρὸ καί, μετὰ θάνατον τοῦ πνευματικοῦ, προκύψει
κάποιοι νὰ τὸν κατακρίνουν καὶ τὸν χλευάσουν, τὰ πνευματικά του
τέκνα δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀρνηθοῦν, παρὰ νὰ δώσουν μάχη γιὰ τὴν
ἀποκατάσταση τοῦ ὀνόματός του. Ἡ ὑποταγὴ στὸν πνευματικὸ πατέρα
ἐπιφέρει κέρδος πολλῶν ἀρετῶν. Ἡ Κατήχηση κλείνει μὲ τὸν ἅγιο νὰ
εὔχεται στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ νὰ
παραδώσουν τὸν ἑαυτό τους στὸν πνευματικό τους πατέρα, καθὼς ἔτσι -
ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου- θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πολυπόθητη
σωτηρία.

83. SC 104, 330-348.

49
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΑ΄: Περὶ μνήμης θανάτου. Καὶ οἷον ἀγαθὸν τέλος δέδωκεν ὁ
τρισόλβιος αὐτοῦ ἀδελφὸς Ἀντώνιος. Καὶ πρὸς τῷ τέλει ἐπιτάφιος πρὸς
αὐτόν84.

Λόγος στὸν ὁποῖον ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται στὴν περίπτωση τοῦ


μοναχοῦ Ἀντωνίου. Λέγει, λοιπόν, στοὺς ἀδελφοὺς πὼς ὁ Ἀντώνιος
κατάφερε μὲ τοὺς ἀγῶνες του νὰ φτάσει σὲ τέτοιο στάδιο τελειότητας,
ὥστε ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἦταν παρθένος τόσο
στὴ σάρκα ὅσο καὶ στοὺς λογισμούς, ἐνῶ ὅσο ζοῦσε θεωροῦσε ἁμαρτία
πράγματα ποὺ οἱ ὑπόλοιποι δὲν ὑπολογίζουν κἄν. Ἐπισημαίνει, δέ, ὅτι
παρόλο ποὺ χρονικὰ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους,
καὶ ἔφυγε πρῶτος, αὐτὸ δὲν ἀποτέλεσε γιὰ τὸν ἴδιο ἐμπόδιο νὰ
συμπεριληφθεῖ στοὺς δίκαιους. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἱερὸς πατέρας παρακαλεῖ
τὰ μέλη τοῦ ποιμνίου του νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τοῦ
Ἀντωνίου καί, κατὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Λόγου του, παρακαλεῖ καὶ τὸν
ἴδιο τὸν Ἀντώνιο νὰ μὴ λησμονεῖ νὰ μεσιτεύει γιὰ τοὺς μοναχοὺς
ἀδελφοὺς στὸν Κύριο, ζητώντας του νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ εἰσέλθουν στὸν
παράδεισο.

Λόγος ΚΒ΄: Περὶ πίστεως. Καὶ διδασκαλία περὶ τῶν λεγόντων μὴ


εἶναι δυνατὸν ἐν μέσῳ τῶν βιωτικῶν τὸ τέλειον φθάσαι τῶν ἀρετῶν.
Καὶ διήγησις ἐκ προοιμίων ἐπωφελής85.

Κατήχηση στὴν ὁποία ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν πίστη. Ἡ πίστη,
ὅπως τονίζει, εἶναι ἀπὸ μόνη της ἱκανὴ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, καὶ ὡς
σχετικὸ παράδειγμα φέρνει τὸν βίο τοῦ προφητάνακτος Δαυίδ.
Ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ταπείνωση, σπεύδει,
ὅμως, νὰ συμπληρώσει πὼς δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ πιστέψει
κάποιος στὸν Χριστό. Ἐπ’ αὐτοῦ, καταθέτει, ὡς ἕτερο παράδειγμα, τὴν
περίπτωση τοῦ βίου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸ ὄνομα Γεώργιος, ζοῦσε
στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε ὡραῖο ντύσιμο καὶ ἦθος. Αὐτὸς

84. SC 104, 350-362.


85. SC 104, 364-392.

50
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

διδάχτηκε τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν ἀπὸ κάποιο βιβλίο τοῦ Μάρκου τοῦ
μοναχοῦ (πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Ἐρημίτη καὶ γιὰ τὸ βιβλίο
του ποὺ ἐδόθη στὸν νεαρὸ τότε Συμεὼν ἀπὸ τὸν μετέπειτα πνευματικό
του πατέρα, τὸν ὅσιο Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ – ὁ Γεώργιος ποὺ ἀναφέρεται
ἐδῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Συμεών), τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶχε νὰ
κάνει μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὁ Γεώργιος, ἔχοντας αὐτὸ τὸ βιβλίο ὡς
πηγὴ θείας γνώσης, ἔζησε τὴ ζωή του μέσα σὲ δάκρυα κατάνυξης καὶ
θερμῆς πίστης, φτάνοντας στὸ σημεῖο ἀκόμα καὶ νὰ βιώσει ἐμπειρίες
ἀνέσπερου φωτός. Ἡ πίστη, κατὰ τὸν ἅγιο, δὲν ἀποτελεῖ ἀξίωμα μόνον
ὅσων ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια. Κάποιος ποὺ ἔχει ἀληθινὴ
πίστη μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ ἐπίπεδα πού, ἐνδεχομένως, ἕνας μοναχὸς δὲ
θὰ καταφέρει νὰ φτάσει. Σοφὸς εἶναι ὅποιος διαθέτει φόβο Κυρίου καὶ
τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλη. Ὁ Ἴδιος
φανερώνεται καὶ δέχεται κοντά Του ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτόν. Ὁ ἱερὸς
πατέρας ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναλογιστοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ὅτι ἀφοῦ τὸ θεῖο φῶς
φανερώθηκε σὲ κάποιον ποὺ πίστεψε πραγματικὰ στὸν Χριστό, τότε
πόσα περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ βιώσουν κι
ἐκεῖνοι ἐὰν ἔχουν πίστη, ἀπὸ τὴ στιγμή, μάλιστα ἀπαρνήθηκαν κάθε τι
τὸ κοσμικό.

Λόγος ΚΓ΄: Περὶ μετανοίας καὶ φόβου Θεοῦυ. Καὶ ὁποῖον ἀγῶνα ἔχει
ψυχῆς καὶ πόνον καρδίας ὁ μετὰ συντετριμμένου τοῦ πνεύματος
μετανοῶν. Καὶ τίνα εἰσὶν ἃ λέγει καὶ πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον
εὔχεται86.

Ἡ μετάνοια ὡς θέμα ἐπανεμφανίζεται στὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ


πατρὸς μέσα ἀπὸ παραδείγματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀπάρνηση τῶν
πάντων, ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ φτάσουν οἱ μοναχοί.
Ξεκαθαρίζει, λοιπόν, ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τους πρέπει νὰ γίνει
τόσο ἰδιαίτερος καὶ ἀσυμβίβαστος, ποὺ ἀκόμα κι ἂν οἱ συγγενεῖς τους
θεωρήσουν ὅτι ἔχουν χάσει τὰ λογικά τους, καὶ γι’ αὐτὸ ἴσως τοὺς
γυρίσουν τὴν πλάτη, ἐκεῖνοι νὰ μὴν πάψουν νὰ παρακαλοῦν τὸν Κύριο

86. SC 113, 12-32.

51
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

γιὰ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος


ἀναμάρτητος ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἐπίγνωση κάθε ἁμαρτίας ποὺ
διεπράχθη. Ὅταν, λοιπόν, φτάσει κάποιος σὲ τέτοια ἐπίπεδα μετάνοιας
γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, τότε καὶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἀγαπάει τὰ πλάσματά
Του, θὰ τοῦ χαρίσει γλυκύτητα καὶ ἀμνησία γιὰ ὅλον τὸν πόνο ποὺ
ἔνιωσε καὶ τὸν κόπο ποὺ ἔκανε στὴν προσπάθειά του νὰ ἐγκαταλείψει τὰ
πάντα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ πιστὸς νιώθει
τὸ θεῖο φῶς νὰ διαπερνᾶ κάθε μέλος τοῦ σώματός του καί, μὲ φόβο
Κυρίου, βιώνει τὸ ψυχοσωματικὸ λιώσιμο τῆς νίψης ὥσπου, στὸ τέλος,
ἀναβλύζει τὸ καθαρὸ ὕδωρ τῆς ψυχῆς· ἔτσι ὅπως τὸ κρασὶ βγαίνει ἀπὸ τὴ
σύνθλιψη τῶν σταφυλιῶν.

Λόγος ΚΔ΄: Περὶ γνώσεως πνευματικῆς. Καὶ ὅτι ὁ ἐγκεκρυμμένος τοῦ


Πνεύματος θησαυρὸς ἐν τῷ γράμματι τῆς θείας Γραφῆς οὐ πᾶσιν
εὔδηλός ἐστι καὶ τοῖς βουλομένοις, ἀλλὰ μόνοις τοῖς τὸν διανοίγοντα τὸν
νοῦν κτησαμένοις εἰς τὸ συνιέναι τὰς Γραφάς87.

Στὴν Κατήχηση αὐτὴ ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται στὴ γνώση τῶν


Γραφῶν καὶ τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Λέγει, λοιπόν, ὅτι ἀκόμα κι ἂν
γνωρίζουν οἱ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἀπὸ στήθους ὅλα ὅσα γράφονται μέσα σὲ
αὐτὰ τὰ ἱερὰ κείμενα, ὅμως δὲν τηροῦν τὶς θεῖες ἐντολές, δὲ θὰ
καταφέρουν ποτὲ νὰ συλλάβουν τὸ πραγματικὸ νόημά τους. Ἐκεῖνοι ποὺ
θὰ καταφέρουν νὰ κυριαρχήσουν στὴ σάρκα καὶ νὰ τὴ νεκρώσουν,
τηρώντας τὶς θεῖες ἐντολές, θὰ καταφέρουν καὶ νὰ ἀναγνώσουν μὲ
καθαροὺς ὀφθαλμοὺς τὰ κεκρυμμένα στὶς Γραφές. Ἀντίθετα, ὅσοι δὲν
προβοῦν σὲ πνευματικὸ ἀγῶνα, παρὰ μόνο προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν
τὰ ὅσα εἶναι γραμμένα ἁπλὰ καὶ μόνο διὰ τῆς ἀναγνώσεως, δὲν
πρόκειται νὰ καταφέρουν νὰ γνωρίσουν τὸ νόημα τῶν ὅσων
ἀναγινώσκουν καὶ κινδυνεύουν νὰ πέσουν σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη
τύφλωση.

87. SC 113, 34-48.

52
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΕ΄: Περὶ ἀλλοιώσεως ψυχῆς τε καὶ σώματος, τῶν ἐξ ἀέρος,


τῶν ἐκ στοιχείων, τῶν ἐκ βρωμάτων καὶ τῶν δαιμόνων ἐπιγινομένων
ἡμῖν88.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν κάνει λόγο γιὰ τὶς ἀλλοιώσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ,
ἀναφερόμενος στὶς διακυμάνσεις ποὺ τυγχάνουν περνώντας, γιὰ
παράδειγμα, ἀπὸ τὴ λήθη στὴν ἐγρήγορση, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὴ λύπη ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ ἄλλες διακυμάνσεις κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Ὡστόσο, ὑπάρχουν, ἐπίσης, καὶ οἱ ἀλλοιώσεις ποὺ συμβαίνουν στὸ σῶμα,
οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς προηγούμενες διότι τὸ σῶμα εἶναι
φτιαγμένο ἀπὸ φθαρτὴ ὕλη. Οἱ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ξεγελιοῦνται ἀπὸ
αὐτὸ τὸ γεγονός, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ἕλκεται τὸ σῶμα, στὴ σύστασή του. Διότι οἱ ἐπιθυμίες τοῦ σαρκικοῦ
φρονήματος κινοῦνται ἀπὸ τὴν ψυχή. Ὥστε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, τὰ πάθη
τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ Θεός, ὅμως, στὸ
πρόσωπο τοῦ Ἀδὰμ ἐμφύσησε ψυχὴ ζῶσα. Μεταβολές τοῦ σώματος,
πάλι, δὲν ἐπέρχονται μόνο ἀπὸ τρυφηλὸ ἢ ἐπιπόλαιο βίο ἀλλὰ κι ἀπὸ
πολλὴ ἀγρυπνία ἢ ἀσιτία· καὶ τοῦτο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ σῶμα εἶναι
φθαρτὸ καί, συνεπῶς, ἐπιδεκτικὸ μεταβολῶν. Πάντως, οἱ ἀλλοιώσεις
αὐτές, σώματος καὶ νοῦ, γίνονται ἀντιληπτὲς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
βρίσκονται σὲ στάδιο ἀρετῆς. Ἡ Κατήχηση τελειώνει μὲ τὸν ἱερὸ πατέρα
νὰ ἐπισημαίνει ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς ὅταν μεταβάλλεται ἕνα ἀπὸ
τὰ τρία -ψυχή, νοῦς ἢ σῶμα- ὑφίσταται μεταβολὴ καὶ στὰ ἄλλα δύο.
Ὡστόσο, δὲν ἀποκλείεται ἡ δύναμη τοῦ θείου φωτὸς νὰ ἐπιτρέψει στὴν
ψυχὴ καὶ στὸν νοῦ νὰ δοῦν τὸ σωστό, ἔτσι ὥστε ὁ πάσχων ἄνθρωπος νὰ
ξεφύγει τῆς πνευματικῆς τύφλωσης.

88. SC 113, 50-66.

53
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΣΤ΄: Περὶ ἀρχῆς βίου λίαν ἐπωφελοῦς καὶ σωτηρίου,


ἁρμοζούσης τοῖς ἄρτι τῷ κόσμῳ καὶ τοῖς ἐν κόσμῳ ἀποτασσομένοις καὶ
πρὸς τὸν μοναδικὸν ἀποτρέχουσι βίον. Καὶ διδασκαλία εἰς ἀρχαρίους
λυσιτελεστάτη89.

Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση ἑνὸς μοναχοῦ ἐπιβάλλει, μεταξὺ ἄλλων, τὴν


παρουσία του στὴ θεία Λειτουργία, στὶς ἀκολουθίες καὶ στὴν τράπεζα μὲ
τρόπο ταπεινό, χωρὶς νὰ πέφτει στὸ παράπτωμα τῆς ἀργολογίας ἢ νὰ
ἐπιτρέπει νὰ νικιέται ἀπὸ τὴν κούραση τοῦ σώματος ἐὰν ἐπιθυμεῖ καὶ
ἐπιζητᾶ τὴν πνευματικὴ προκοπή. Στὶς παραπάνω καθημερινὲς
ὑποχρεώσεις τοῦ μοναστικοῦ τυπικοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀργεῖ κατὰ τὴν
προσέλευσή του οὔτε, βέβαια, νὰ ἀναχωρεῖ νωρίτερα τῆς περάτωσής
τους. Γιὰ τὰ ἐνδιάμεσα μεταξὺ τῶν ἀκολουθιῶν διαστήματα ὁ ἱερὸς
πατέρας ἐπισημαίνει ὅτι οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ τὰ περνοῦν στὸ κελλί
τους σὲ ἡσυχία. Ἡ ἀργολογία πρέπει νὰ ἀποφεύγεται καὶ κατὰ τὴν ὥρα
τῆς τράπεζας, δὲν ἐπιτρέπεται ἡ λήψη τροφῆς σὲ σημεῖο ποὺ ν’ ἀγγίζει ἤ,
χειρότερα, νὰ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ χορτασμοῦ, ἐνῶ ἡ προσοχὴ καθ’ ὅλη
τὴ διάρκειά της πρέπει νὰ εἶναι στραμμένη στὸ ἀνάγνωσμα ποὺ
ἀκούγεται. Γενικά, ἡ ἡμέρα γιὰ τὸν μοναχὸ ξεκινᾶ μὲ τὴ θεία Λειτουργία,
συνεχίζει μὲ τὴν παραμονὴ μέσα στὸ κελί του, προκειμένου νὰ κάνει τὴν
ἄσκησή του ἢ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἐργόχειρό του, ἀκολουθοῦν ἡ τράπεζα
καὶ ὁ ἑσπερινὸς καί, ὁλοκληρώνεται μὲ νέα ἀπόσυρση στὸ κελλὶ γιὰ
προσευχή. Μιὰ τέτοια στάση, χωρὶς παρεκκλίσεις, εἶναι ἀρεστὴ ὄχι μόνο
στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς ἀλλὰ καὶ στὸν Θεό.

89. SC 113, 68-96.

54
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΖ΄: Περὶ τοῦ μὴ ἀμελῶς ἔχειν περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν τοῦ
Θεοῦ ἐντολῶν, μηδὲ καταφρονεῖν μιᾶς καὶ μόνης αὐτῶν, ἀλλ’
ἀγωνίζεσθαι τηρεῖν ὁμοῦ πάσας, ἵνα μὴ ὡς καταφρονηταὶ ἔξω τοῦ
νυμφῶνος ἀποκλεισθῶμεν. Καὶ περὶ τοῦ ὑπομένειν γενναίως τοὺς
πειρασμούς90.

Γιὰ τὸν ἱερὸ πατέρα ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὸν ἀγῶνα τῶν
μοναχῶν γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἀποτελοῦν ἀπαράβατες
προϋποθέσεις. Παρομοιάζει κάθε κερδισμένη ἀρετὴ μὲ πολύτιμο
μέταλλο (χρυσό, ἀσήμι, χαλκό), ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι φτιαγμένο τὸ
σκεῦος τῆς χάριτος ποὺ πρόκειται νὰ γεμίσει ὁ Θεός. Ἑπομένως, καὶ οἱ
ἀδελφοὶ τῆς μονῆς, οἱ ἀποδέκτες αὐτοῦ τοῦ κηρύγματος, πρέπει νὰ
προσπαθοῦν συνεχῶς γι’ αὐτὸ τὸ σκεῦος, νὰ μὴν ἔχει τρύπες· διότι
ἀλλιῶς ὁ Κύριος δὲ θὰ ρίξει μέσα τὰ πολύτιμα χαρίσματά Του. Τοὺς
ὑπενθυμίζει, μάλιστα, τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θέλοντας μ’
αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κάνει γνωστὸ ὅτι τὸ φῶς προϋπάρχει μέσα στὸν
ἄνθρωπο ἀλλὰ αὐτός, μὲ τὶς πράξεις του, τὸ κρατᾶ στὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ,
ἐπίσης, καὶ ὅτι ἂν τελικὰ τὸ φῶς λάμψει μέσῳ αὐτοῦ, δὲ θὰ πρόκειται γιὰ
δικιά του κατάκτηση ἀλλὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ
βρισκόταν μέσα του. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐνοίκησης τοῦ Πνεύματος στὸ
σῶμα πρέπει νὰ φροντίζει κανεὶς γιὰ τὴν καθαρότητά του, καθὼς
μολύνεται ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὁ Κύριος, καίτοι
ἀναμάρτητος, ραπίσθηκε καὶ δέχτηκε ἐξευτελισμοὺς γιὰ χάρη τῶν
ἀνθρώπων. Συνεπῶς, μὲ μεγάλη χαρὰ ὀφείλουν καὶ αὐτοὶ νὰ δέχονται
κάθε ὕβρη καὶ ταπείνωση, ἐφόσον κουβαλοῦν πάνω τους καὶ τόσες
ἁμαρτίες. Ὥστε, κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα, οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ
νιώθουν ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε, παρὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ
ὑπομένουν ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ ὑπακούουν στὶς ἐντολὲς τοῦ
Κυρίου.

90. SC 113, 98-126.

55
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΗ΄: Περὶ τῆς ἐκ τοῦ Πνεύματος ἐγγινομένης τοῖς


ἀγωνιζομένοις καὶ πρὸ τοῦ θανάτου ζωοποιοῦ νεκρώσεως. Καὶ ὅτι οἱ ἐν
τῇ χάριτι ὑπὲρ τὸν νόμον γενόμενοι τὴν τοῦ θείου φωτὸς χάριν γνωστῶς
ἐν ἑαυτοῖς λαμβάνουσιν· οἱ γὰρ μὴ λαβόντες ἤδη τοῦτο τὸ φῶς κατὰ τὴν
παροῦσαν ζωήν, μηδὲ καθορῶντες αὐτό, ἔτι ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ νόμου εἰσὶ
καὶ κριθήσονται ὑπ’ αὐτοῦ. Καὶ ὁποῖον δεῖ εἶναι τόν τε προηγούμενον καὶ
τὸν ἱερέα, τὸν δεσμεῖν καὶ λύειν ἄνωθεν λαβόντα τὴν ἐξουσίαν. Καὶ ὅτι
τῷ ἀληθῶς ἱερουργοῦντι καὶ ὑπὸ τοῦ θείου καταλαμπομένῳ φωτὸς
πάντες κατάδηλοι, αὐτοί τε οἱ Πνεύματι περιπατοῦντες Θεοῦ καὶ οἱ μήπω
τὸν χοϊκὸν ἐκδυσάμενοι ἄνθρωπον91.

Ὁ Λόγος στηρίζεται σὲ μέρος τῆς Παύλειας θεολογίας περὶ τοῦ


δρόμου τῆς σωτηρίας μὲ σταύρωση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ
σταύρωση τοῦ κόσμου μέσα σ’ αὐτόν. Ἡ νέκρωση ὅλων ἐκείνων ποὺ
συνδέουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση κάθε
πειρασμοῦ ποὺ τὸν πλήττει, ἀποτελοῦν προϋποθέσεις γιὰ τὴ σωτηρία.
Εἶναι ἡ νέκρωση τῶν παθῶν καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ μετάνοια ποὺ ἀφήνουν
τὸ θεῖο φῶς νὰ καταλάμψει. Κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα, οἱ μοναχοὶ τῆς
ἀδελφότητας, γνωρίζοντας τὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα, τοὺς βίους τῶν
ἁγίων καὶ τὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν, ἀποκαλυπτικὰ ὅλα τῆς ἀλήθειας,
δύσκολα στὸ μέλλον θὰ σταθοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἰσχυριζόμενοι
ἄγνοια αὐτῆς. Ἡ γνώση δὲν εἶναι τὸ φῶς ἀλλὰ τὸ φῶς εἶναι ἡ γνώση, καὶ
ἡ συνεχιζόμενη παραμονὴ στὸ σκοτάδι ἀποτελεῖ ὀλέθριο λάθος. Ἀπὸ τὴν
ἄλλη, τόσο ἡ ἡγουμενία ὅσο καὶ ἡ ἱεροσύνη δὲ σημαίνει γιὰ κάποιον ὅτι
σίγουρα θὰ ἐνδυθεῖ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου. Ἡ σωστὴ ἱεροσύνη καὶ ἡ
διδασκαλία συνοδεύονται ἀπὸ δάκρυα μετάνοιας καὶ προσευχή, ὁ δὲ
ἡγούμενος ἔχει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη ὅλων στὴ μονή. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος
ἀναφέρεται καὶ στὸ παράδοξον τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους
ὅποιου φλυαρεῖ καὶ ἀστειεύεται ἀντὶ ἐκεῖνου ποὺ ζεῖ μὲ εὐλάβεια καὶ
ἀφελότητα καρδίας. Καὶ χαρακτηρίζει τυφλοὺς καὶ κωφοὺς στὴν ψυχὴ
καὶ στὸ σῶμα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲ βλέπουν καθαρὰ καὶ ἀπέχουν ἀπὸ
τὴ θεωρία· αὐτοὶ παραμένουν αἷμα καὶ σάρκα, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ
λάβουν τὴν πνευματικὴ δόξα.

91. SC 113, 128-162.

56
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΚΘ΄: Περὶ τοῦ μὴ δεῖν λέγειν, ὅτι ἀδύνατον νῦν εἰς ἄκρον
ἐλθεῖν ἀρετῆς τὸν βουλόμενον καὶ τοῖς πάλαι ἁμιλληθῆναι ἁγίοις. Καὶ
ὅτι πᾶς ὁ τὰ ἐναντία διδάσκων τῶν θείων Γραφῶν νέαν αἵρεσιν τοῖς
πειθομένοις αὐτῷ δογματίζει. Καὶ περὶ δακρύων, ὅτι ἐκ φύσεως ἡμῖν τὰ
δάκρυα πρόσεστι92.

Ἡ Κατήχηση στοχεύει σ’ ἐκείνους ποὺ ὑποστηρίζουν διάφορα,


προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν τὴ ραθυμία τους γιὰ πνευματικὸ ἀγῶνα.
Ἔτσι, σὲ ὅσους διατείνονται ὅτι θὰ ἦταν σωστότεροι ἐὰν ζοῦσαν τὰ
χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ, διδασκόμενοι ἀπευθείας ἀπὸ
Ἐκεῖνον καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα, θὰ ἦταν ὅμοιοι μὲ τοὺς
Ἀποστόλους, ὁ ἱερὸς πατέρας ἐρωτᾶ πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ πιστέψουν
στὸν Κύριο ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπαν νὰ συντρώγει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς
φαρισαίους, καὶ ὄχι τώρα ποὺ γνωρίζουν ὅλο Του τὸ μεγαλεῖο. Σὲ ὅσους
ἰσχυρίζονται ὅτι θὰ διῆγαν καλύτερο βίο ἐὰν ζοῦσαν στὰ χρόνια τῶν
ἁγίων Πατέρων, διότι θὰ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν, θυμίζει τὰ
βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τοὺς ὑπέβαλαν οἱ αἱρετικοί, λέγοντάς τους ὅτι
μπορεῖ ἀκόμα καὶ τώρα νὰ ὑπάρχουν αἱρετικοί (καὶ μὲ τὸν ὅρο
«αἱρετικοί» στὴν ἐποχή του ἐννοεῖ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν ὅτι δὲν
ὑπάρχει πλέον κάποιος ποὺ νὰ φυλάσσει τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές), ἀλλὰ
δὲν ἔχουν καμία ἐξουσία πάνω τους· διότι τότε οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν καὶ διὰ
νόμου τὴν ἐξουσία νὰ βασανίζουν καὶ νὰ ἐξευτελίζουν. Σὲ ὅλους αὐτούς,
λοιπόν, ὁ ἅγιος συστήνει νὰ μὴν ψάχνουν δικαιολογίες. Ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ
πραγματικὰ χρειάζονται εἶναι τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ἡ προθυμία, ἡ
ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ λέγουν ὅτι τὸ νὰ χύνουν δάκρυα
εἶναι ἀκατόρθωτο, ὅταν ἀκόμα κι ἕνα νεογέννητο βρέφος, μὲ τὸ ποὺ θὰ
ἔρθει στὸν κόσμο, κλαίει, καὶ διὰ τοῦτο θεωρεῖται ζωντανό. Ὁ
Κατηχητικὸς Λόγος ὁλοκληρώνεται μὲ τὸν ἅγιο νὰ μακαρίζει ὅσους
κλαῖνε καὶ πενθοῦν ἐπιζητώντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

92. SC 113, 164-192.

57
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος Λ΄: Περὶ μετανοίας καὶ ἀρχῆς ἐπαινετοῦ βίου, ὅπως δεῖ τὸν
μετανοοῦντα καθ’ ἑκάστην ποιεῖν. Ἐν ᾧ καὶ περὶ δακρύων ἅμα καὶ
κατανύξεως93.

Λόγος ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὴ μετάνοια. Ὁ ἅγιος Συμεὼν λέγει


στοὺς μοναχοὺς ὅτι ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἑνὸς ἡ ζωὴ ὅλη
στὸν Κύριο. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ χαθοῦν πολλὰ χρόνια ζώντας κανεὶς
ἔκλυτο βίο, βουτηγμένος στὰ πάθη. Διότι ὁ χρόνος περνάει σύντομα, καὶ
θὰ ἔρθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ καταλάβει ὅτι πέρασαν τόσα χρόνια κατὰ τὰ
ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ζήσει τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἐνώ
τώρα, καθὼς πλησιάζει ἡ στιγμὴ τῆς ἀναχώρησης, κινδυνεύει νὰ φύγει
ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ ἔχει προλάβει νὰ χύσει δάκρυα μετάνοιας,
μὴ ἔχοντας ζήσει βίο ἐπαινετό. Κατ’ αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ
παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ τοὺς βοηθήσει στὸν ἀγῶνα τους γιὰ τὴ
σωτηρία καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσει νὰ περιπαίζονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὁ
ἱερὸς πατέρας δὲν παραλείπει νὰ ἀπευθυνθεῖ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ μόλυναν
τὸν οἶκο τοῦ Κυρίου (τὸ σῶμα τους), δίχως νὰ ἔχουν κρατήσει καθαρὸ τὸ
κατ’ εἰκόνα. Τοὺς προτρέπει νὰ σκεφτοῦν πόσο μολυσμένα εἶναι τὰ χέρια
ποὺ τολμοῦν, προσευχόμενοι, νὰ ὑψώνουν πρὸς τὸν Κύριο καί, κατ’
ἐπέκταση, μὲ πόσα δάκρυα πρέπει νὰ τὰ πλύνουν. Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη,
δισταγμὸς τῆς καρδιᾶς γιὰ ξεκίνημα καὶ κλιμάκωση τοῦ πνευματικοῦ
ἀγώνα δὲ χωράει. Ζητᾶ, λοιπόν, ὁ ἅγιος ἀπὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ
νὰ μὴ σκέφτονται ἐάν, ἐνεργώντας κατὰ τὶς θεῖες ἐντολές, θὰ ἐλεηθοῦν
ἀπὸ τὸν Θεό, περιμένοντας τὴν ἀνταπόδοση τῶν πράξεών τους. Καί,
ἀκόμα περισσότερο, νὰ μὴν πιστέψει κανεὶς ὅτι θὰ κερδίσει τὸν
παράδεισο μὲ τὸ νὰ μοιράσει τὴν περιουσία του καὶ ἐλεήσει τοὺς
φτωχούς, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ μόνο τὸν σπόρο· ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ
καρποφορήσει χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς προσευχῆς.

93. SC 113, 194-222.

58
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Λόγος ΛΑ΄: Περὶ τοῦ πῶς δεῖ ἕκαστον ἑαυτὸν ἐπισκέπτεσθαι καὶ τὰ
καθ’ ἑαυτὸν ἐπιμελῶς ἐρευνᾶν. Καὶ πῶς τὰ ἑαυτοῦ ἀντιπαρατιθέναι χρὴ
ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Χριστοῦ94.

Λόγος ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴν κατήχηση ποὺ δέχεται κανεὶς καὶ


γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἅγιος τονίζει ὅτι οἱ
μοναχοὶ μετὰ τὴν ἀκρόαση κάποιου ψυχωφελοῦς ἀναγνώσματος (στὴ
θεία Λειτουργία, σὲ κάποια ἀκολουθία, στὴν τράπεζα) ὀφείλουν νὰ
ἐξετάζουν ἐὰν καὶ οἱ ἴδιοι πράττουν σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἄκουσαν, καὶ φέρνει
παραδείγματα σχετικὰ μὲ τὴν κατὰ τὸν Κύριο μακαριότητα τῶν πράων,
τῶν πενθούντων, τῶν πνευματικὰ πτωχῶν, τῶν ἐλεημόνων, τῶν
καθαρῶν στὴν καρδιά, τῶν εἰρηνοποιῶν ἀλλὰ κι ἐκείνων ποὺ διώχθηκαν
γιὰ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἐξέταση, λοιπόν, τοῦ καλῶς πράττειν καὶ
θεαρέστως ἐνεργεῖν εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴ μοναστικὴ πολιτεία· καὶ σὲ
περίπτωση ποὺ ἔτσι συμβαίνει, οἱ ἀδελφοὶ ἂς εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸ γι’
αὐτό· ἐάν, ὅμως ἰσχύει τὸ ἀντίθετο, τότε νὰ ἐπιδίδονται μὲ θέρμη στὴν
προσπάθεια τῆς ἀνάβασης τῶν βαθμίδων τῆς πνευματικῆς κλίμακας,
στὴν κορυφὴ τῆς ὁποίας στέκεται ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ ἀνοιχτὴ τὴν
ἀγκαλιά Του.

Λόγος ΛΒ΄: Περὶ βλασφημίας. Καὶ ὅτι ὁ λέγων μὴ δύνασθαί τινα


κατὰ τὴν παροῦσαν γενεὰν ἐν μετοχῇ τοῦ Ἁγίου γενέσθαι Πνεύματος,
ἀλλὰ καὶ ὁ διαβάλλων τὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος καὶ τῷ ἐναντίῳ
ταύτας ἐπιφημίζων, αἵρεσιν νέαν εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν
ἀνακαινίζειν95.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν καταπιάνεται μὲ τὸ θέμα τῆς βλασφημίας,


ἐπιθυμώντας νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ ὅλους ἐκείνους πού, ὅταν βλέπουν
κάποιον νὰ προκόβει πνευματικὰ καὶ νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα
νομίζουν ὅτι πλανᾶται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Δὲν ἀντιλαμβάνονται, ὅμως,
ὅτι εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ πλανῶνται καὶ βλασφημοῦν, ἀφοῦ δὲν εἶναι σὲ θέση

94. SC 113, 223-236.


95. SC 113, 238-246.

59
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

νὰ πιστέψουν ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ φτάσει στὴν ἀνακαίνιση τοῦ κατ’


εἰκόνα, λαμβάνοντας Πνεῦμα ἅγιο. Ὥστε ὁ ἱερὸς πατέρας προσκαλεῖ
αὐτοὺς ποὺ μόλυναν τὸ πρῶτο βάπτισμα νὰ μιμηθοῦν τοὺς ἁγίους, γιὰ
νὰ λάβουν, τελικά, τὴ χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος. Κλείνει τὴν
Κατήχησή του λέγοντας στοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴ θεωροῦν ἀδύνατη τὴν
προσωπικὴ ἀναγέννηση, διότι καὶ αὐτὸ κατέστη δυνατὸ ἀπὸ τὸν Κύριο
μετὰ τὴ σύναψη τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Λόγος ΛΓ΄: Περὶ μετοχῆς Πνεύματος Ἁγίου. Καὶ ὅτι ἀδύνατον ἄλλως
βεβαιωθῆναι τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, εἰ μὴ δι’ ἐπιδημίας τοῦ Πνεύματος, οὗ
χωρὶς οὐδεὶς πρὸς ἀρετὴν κατευθύνεται, οὐδὲ ἄλλους ὠφελεῖν δύναται
ἢ ἀλλοτρίους δέχεσθαι λογισμούς. Καὶ περὶ τὸ ἴσον κατὰ πάντα καὶ
ὡσαύτως ὂν τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος96.

Τὸ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τοῦ βαπτίσματος ἐντὸς τοῦ καθενὸς προϋπάρχον


θεῖο φῶς ἀποτελεῖ τὴν αἰτία τοῦ συγκεκριμένου Κατηχητικοῦ Λόγου τοῦ
ἱεροῦ πατρός. Οἱ πάντες, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεών, πρέπει νὰ καταστοῦν
ἄξιοι σὲ τέτοιο βαθμό ὥστε νὰ ἀφήσουν τὸ φῶς αὐτὸ νὰ ἀνάψει. Στὴν
ἀντίθετη περίπτωση, κι ἐφόσον δὲν πραχθοῦν τὰ σωστὰ καὶ τὸ φῶς
παραμένει σβηστό, καμιὰ ὠφέλεια δὲν πρόκειται νὰ προκύψει, παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι τὸ φῶς προϋπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὸ κράτημα
κάποιας σβησμένης λυχνίας στὸ σκοτάδι. Πολὺ περισσότερο, εἶναι
τραγικὸ ὅσοι μὲ σβησμένο τὸ φῶς προσπαθοῦν νὰ καθοδηγήσουν καὶ
ἄλλους, ἀποτελώντας ἔτσι τὴν αἰτία νὰ μὴν μποροῦν οὔτε κι ἐκεῖνοι νὰ
ἀνάψουν μέσα τους τὸ θεῖο φῶς. Τοῦτο, μάλιστα, θὰ ἀποτελέσει αἰτία
ἀπολογίας κατὰ τὴν Κρίση, διότι ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι παρέμειναν ἔξω ἀπὸ
τὸν οἶκο στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Κύριος, ἀλλὰ ἐμπόδισαν καὶ τοὺς
ὑπόλοιπους νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χάνοντας
ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν Ἐκεῖνον ποὺ κατοικεῖ μέσα.
Παραλλήλως, διὰ τῆς νηπτικῆς ἄσκησης τοῦ σώματος διανοίγεται ὁ νοῦς
καὶ ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ τὰ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος μέσῳ συγκεκριμένων
σχημάτων τοῦ λόγου προσπαθεῖ νὰ φέρει τοὺς μοναχοὺς τῆς

96. SC 113, 248-268.

60
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀδελφότητας σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς σχετικὲς μὲ τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ


ἔννοιες τοῦ γεννᾶν, τοῦ γεννᾶσθαι καὶ τοῦ ἐκπορεύεσθαι. Τοὺς
παρακαλεῖ, ὡστόσο, τὰ δυσκολονόητα γι’ αὐτούς νοήματα νὰ μὴν
προσπαθήσουν ἀκρίτως νὰ τὰ ἑρμηνεύσουν, ἀλλὰ νὰ τὰ δεχθοῦν μὲ
πίστη. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ νὰ Τὸν δοῦν καὶ τότε
ἀποκτοῦν τὴν κατὰ χάριν δυνατότητα νὰ διδάξουν στὸν πλησίον τὰ
ἀνώτερα.

Λόγος ΛΔ΄: Ὅτι οὐκ ἀκίνδυνον τὸ διδόμενον ἡμῖν παρὰ Θεοῦ


τάλαντον κατορύττειν· χρὴ γὰρ δημοσιεύειν αὐτὸ καὶ τοῖς πᾶσιν
ὑποδεικνύειν καὶ τὰς εὐεργεσίας Θεοῦ εὐγνωμόνως ἀνακηρύττειν εἰς
τὴν τῶν ἀκουόντων ὠφέλειαν, κἄν τινες ἀπαρέσκωνται97.

Στὸν τελευταῖο τῆς σειρᾶς τῶν Κατηχητικῶν Λόγων του ὁ ἅγιος


Συμεὼν ζητᾶ συγγνώμη ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς, σὲ περίπτωση
ποὺ κάποιοι θεώρησαν ὅτι εἶπε πολλὰ ἢ μεγάλα λόγια. Ὅπως καὶ ἀλλοῦ
ἔτσι κι ἐδῶ, τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος νιώθει ἀνάξιος γιὰ νὰ ὁμιλεῖ, ὅμως ὅ,τι καὶ
ἂν εἰπώθηκε στὰ πλαίσια τῆς διδασκαλίας του δὲν εἰπώθηκε ἐξαιτίας
κάποιας προσωπικῆς ἐπίδειξης ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ εὐχαριστήσει
τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ ὡραῖα δῶρα Του. Σημειώνει πὼς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ
κρύψει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μὴν τοὺς
προτρέψει νὰ τρέξουν πρὸς αὐτήν. Καὶ ἀλήθεια εἶναι ὁ ἕνας, τριαδικὸς
Θεός. Ὁ Κύριος χάρισε στὸν ἱερὸ πατέρα τὸ τάλαντο νὰ ὁμιλεῖ, δὲ θέλει,
λοιπόν, νὰ προκαλέσει τὴν ὀργή Του μὴ ἀξιοποιώντας το. Μέσῳ αὐτοῦ ὁ
Θεὸς ἀπευθύνεται στοὺς ἀδελφούς· ἀλλὰ κι ἂν αὐτὸ δὲ συμβαίνει, τότε ὁ
ἡγούμενος Συμεὼν ἂς δικαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ
μὴν ἀδικήσει τὸ ποίμνιό του ἀποκρύβοντάς του τὴν ἀλήθεια. Ὥστε, ἐὰν
οἱ ἀδελφοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ μποροῦν, διότι ἡ ἀλήθεια
ἔχει παραδοθεῖ καὶ σ’ αὐτούς. Ἐάν, πάλι, ὅσα λέγει ὁ ἅγιος
παρουσιάζονται διαφορετικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὰ θεῖα
ἀναγνώσματα καὶ τὶς Γραφές, προτρέπει τοὺς μοναχοὺς νὰ κλείσουν τὰ
ἀφτιά τους. Καὶ λέγοντας αὐτά, ὁλοκληρώνει τὴν Κατήχηση, ζητώντας

97. SC 113, 270-302.

61
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τους, ὅμως, νὰ ἀνοίξουν τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ νὰ δοῦν τὸ μέγα, θεῖο
φῶς, τὸ ὁποῖο λάμπει ἀενάως. Κι αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ θὰ τὸ καταφέρουν μὲ
τὸ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ σώματος, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα γιὰ
τὸν Θεό.

β. Σχετικὰ μὲ τὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεων

Οἱ Κατηχήσεις98 τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀποτελοῦν ὁμιλίες ποὺ ἀπηύθυνε


ὁ ἱερὸς πατέρας πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς τῆς ἱερᾶς μονῆς ἁγίου
Μάμαντος. Κατὰ μία ἄποψη κάποιες ἐκ τῶν Κατηχήσεων δὲν ἀποκλείεται
νὰ εἶναι ἐπιστολὲς γραμμένες ἐπὶ προσωπικοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ
παραλῆπτες ὑπῆρξαν μεμονωμένα πρόσωπα, ἀλλά, σὲ κάθε περίπτωση,
ἄτομα ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἀδελφότητα τῆς μονῆς. Τὰ συγκεκριμένα
πρόσωπα φαίνεται νὰ λαμβάνουν διὰ τῶν ἐπιστολῶν καθορισμένες
κατευθυντήριες γραμμὲς, τὶς ὁποῖες, γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ καὶ τὸ
ὄφελός τους, προτρέπονταν νὰ ἀκολουθήσουν99. Ἡ ἐν λόγῳ μονή,
ἐγκαθιδρυμένη ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ Στουδίου, στὴν ὁποία ὁ Συμεὼν
εἶχε πρωτοξεκινήσει μιὰ πιὸ στενὴ ἐπαφὴ καὶ τριβὴ μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ
μοναχικοῦ βίου, καίτοι δὲν ἐκάρη ἐκεῖ μοναχός, ἦταν ἕνα ἱερὸ ἀσκητήριο
στὸ ὁποῖο μετακινήθηκε σεβόμενος καὶ ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τοῦ
πνευματικοῦ του καθοδηγητή, ἁγίου Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, καὶ σὲ
διάστημα τριῶν ἐτῶν παραμονῆς του ἐκεῖ ἐξελέγη, σὲ ἡλικία μόλις
τριάντα ἐτῶν100, ἡγούμενος· τιθέμενος ἔτσι ἐπικεφαλῆς τῆς

98. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος Κριβοσέιν προέβη σὲ κριτικὴ ἔκδοση τῶν


Κατηχήσεων. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια ὁπωσδήποτε δὲν ὑπῆρξε μιὰ εὔκολη ὑπόθεση καθὼς
ἀπαιτήθηκε, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐπιχειρήθηκε νὰ συλλεχθοῦν καὶ νὰ ἐξεταστοῦν
χειρόγραφα τῶν ὁποίων ἡ χρονολόγηση ἔφτανε μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσε ὁ
Νικήτας Στηθάτος. Ἀλλὰ ὡς ἀποτέλεσμα τούτου, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ σχετικὸ
εἰσαγωγικὸ σημείωμα τῆς κριτικῆς ἔκδοσης, «ἡ συγκριτικὴ μελέτη τῶν χειρογράφων καὶ
τῶν ἱστορικῶν δεδομένων τοῦ Νικήτα γιὰ τὰ γραπτὰ τοῦ Συμεὼν ἐπέτρεψε νὰ
ἀποκατασταθοῦν μὲ τρόπο ἀρκετὰ πιθανὸ ἡ ἱστορία τοῦ κειμένου καὶ τῆς χειρόγραφης
παράδοσης». KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte» στὸ Symeon le
Nouveau Theologién Catéchèses 1- 5, Les Éditions du Cerf, Paris 1963 σ. 165.
99. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 165.
100. Βλ. καὶ C. J. DE CATANZARO, GEORGE MALONEY S. J., Symeon the New Theologian: The
Discourses, Paulist Press, New Jersey, U.S. 1980, σ. 41.

62
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

συγκεκριμένης μοναστικῆς κοινότητας καὶ ἀποδεχόμενος τὴν εὐθύνη τῆς


ποιμαντικῆς μέριμνας ποὺ προέκυπτε ἐκ τοῦ γεγονότος.
Στὸ σημεῖο αὐτό, πάντως, ἂς κατατεθεῖ ὅτι ἡ θέση τοῦ H. J. M. Turner,
σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία βλέπει βίαιο ἐξαναγκασμὸ ἐξαιτίας τῶν
καταστάσεων ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς τῆς μετακίνησης τοῦ Συμεὼν ἀπὸ τὴ
μονὴ Στουδίου στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ
ὑπερβολικὴ στὴ βάση ποὺ τὸν ἀποδέχεται. Ἐπειδὴ ἔτσι παραβλέπεται τὸ
ὅτι ἀνεπιθύμητη παύση μιᾶς ἰσχύουσας πραγματικότητας, ἔτσι ὅπως θὰ
τὴν ἤθελε ὁ νεαρὸς τότε Συμεών, ἦταν μόνο τὸ ὅτι δὲ θὰ παρέμενε πλέον
κοντὰ στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ ὄχι τόσο αὐτὴ καθαυτὴ τῆς
ἀναχώρησης ἀπὸ τὴ μονή. Ἀκόμα, ἂν καὶ ὁ Turner ἀποδίδει αὐτὸ ποὺ
ὑποστηρίζει ὡς ἔτσι ἀναφερθὲν στὸ ἀπὸ τὸν Στηθᾶτο παραδοθὲν κείμενο
τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Συμεών, στὴν οὐσία ἡ θέση του αὐτὴ μᾶλλον εἶναι τὸ
ἀποτέλεσμα μιᾶς περισσότερο λανθασμένης μεταφραστικῆς ἀντίληψης
(ἤτοι, τῆς κατὰ γράμμα ἀπόδοσης) ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ στὴν
Ἀγγλική, παρὰ κάτι ποὺ ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὸν Στηθᾶτο στὸ
σχετικὸ κεφάλαιο. Ἡ στάση τοῦ ἁγίου Συμεὼν πρίν -ἔχοντας, ὅμως,
γνωρίσει τὸν πνευματικό του πατέρα- καὶ μετὰ τὴ μετάβασή του ἀπὸ τὴ
μονὴ Στουδίου στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος δὲν ἀφήνει ἀμφιβολίες γιὰ
τὸ ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς ἄντρα, ὁ ὁποῖος στὸ πρόσωπο, στὶς συμβουλές,
στὶς παραινέσεις καὶ στὶς προτροπὲς τοῦ πνευματικοῦ του δὲ θὰ
μποροῦσε ποτὲ νὰ ἀντιπροτάξει ἴδιο θέλημα, παρὰ μόνο νὰ κάνει
ὑπακοή· ἀπόρροια ὁπωσδήποτε καὶ τῆς ἀντίληψής του περὶ τοῦ πόσο
σωτήριο ἦταν κάτι τέτοιο, συμφώνως, δέ, καὶ μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ
τὸν διακατεῖχε ἀλλὰ καὶ τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῆς μαθητείας πλάϊ σὲ
ἕναν πεφωτισμένο ἄνθρωπο ἐπὶ χρόνο ἀρκετό. Αὐτὰ πάλι, ἂν καὶ
φαίνεται ἐνδεχομένως νὰ διαφεύγουν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν Ἄγγλο
μεταφραστὴ καὶ μελετητή, δὲν παύουν νὰ εἶναι μείζονος σημασίας γιὰ
τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ τί συνέβη τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὴ μονὴ
Στουδίου101.
Μὲ δεδομένο ὅτι στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος προέκυψαν σὲ κάποια
χρονικὴ στιγμὴ ἀνατρεπτικὰ τῆς ὁμαλῆς σχέσης ἀνάμεσα στὸν

101. Βλ. σχετικὰ St. Symeon the New Theologian and Spiritual Fatherhood, Brill, Leiden, The
Netherlands 1990, σ. 29.

63
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἡγούμενο καὶ κάποιους ἐκ τῶν μοναχῶν γεγονότα (περὶ τὸ 995-998)102, ἡ


ἔρευνα καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ περισσότερες ἐκ τῶν
Κατηχήσεων συντάχθηκαν σὲ μιὰ προηγηθεῖσα αὐτῶν τῶν ἐκτρόπων
περίοδο, τότε ποὺ δὲν προμηνύονταν ὅσα ἀρνητικὰ ἔμελλε νὰ
ἐπακολουθήσουν. Τὴ συγκεκριμένη περίοδο ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐπιδιδόταν
στὶς λογοτεχνικὲς καὶ συγγραφικές του δραστηριότητες χωρίς,
προφανῶς, νὰ γνωρίζει γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ πλησίαζαν. Μοναδικὴ
ἐξαίρεση στὰ παραπάνω ἴσως θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἀποτελεῖ ὁ
τελευταῖος ἀπὸ τὴν παραδοθεῖσα σειρὰ Κατηχητικὸς Λόγος, ὁ ὁποῖος
φαίνεται «νὰ ἐκφωνήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἐξέγερσης τῶν καλογέρων,
μὲ τὴν ἔνταση ἀνάμεσα στὸν ἡγούμενο καὶ τὴ συγκεκριμένη μερίδα τῶν
μοναχῶν νὰ βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμά της. Ὁ Συμεὼν προφανῶς
ἔβλεπε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικά, «ἦταν ἀναγκασμένος νὰ
ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του»103. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἕτερες περιπτώσεις, ἐκ τοῦ
κειμένου γίνεται φανερὸ ὅτι κάποιες Κατηχήσεις συντάχθηκαν καὶ
ἐκφωνήθηκαν εἴτε πρὶν εἴτε μετὰ ἀπὸ κάποιο σημαντικὸ γιὰ τὸν ἅγιο
γεγονός, ὅπως εἶναι, γιὰ παράδειγμα, πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ
του πατρός (986-987, Κατηχητικός Λόγος 21) ἢ μετὰ ἀπ’ αὐτὴν
(Κατηχητικοί Λόγοι 4 καὶ 10) ἤ, σὲ ἄλλη περίπτωση, σὲ φάση τῆς ζωῆς του
ποὺ ἐμφανίζεται νὰ παραδέχεται τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του
(Κατηχητικός Λόγος 17)104.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, περὶ τῆς πορείας μιᾶς ὅσο πιὸ πιστὰ καὶ σωστὰ
καταγεγραμμένης, συστηματικὰ ὀργανωμένης ἐκδοτικῆς προσπάθειας
τοῦ συνόλου τοῦ ἔργου τῶν Κατηχήσεων κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε καὶ
ἔδρασε ὁ ἅγιος Συμεών, ἰδιαίτερα, ὅμως, μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του -
πορεία ποὺ θὰ βασιζόταν κύρια καὶ βέβαια, καὶ ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ,
στὴν τεράστιας σημασίας γιὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία φιλολογικὴ
προσέγγιση τοῦ Νικήτα Στηθάτου-, ἡ ἔρευνα ἔχει ἐνδεικτικὰ νὰ
παρουσιάσει στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὸν ἐντοπισμὸ τεσσάρων περιόδων

102. Περισσότερα βλ. στὶς σελ. 25-26 τῆς παρούσας ἐργασίας.


103. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 166. Βλ. καὶ
ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, 92-9436-37 .
104. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 167.

64
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

συλλογῆς χειρογράφων καὶ στὴ συνέχεια διαμόρφωσης τῆς σχετικῆς


εἰκόνας τοῦ παραδοθέντος κειμένου.
Ὁ Κριβοσέιν θεωρεῖ πὼς ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐνδείξεις, τὶς
ἀναδυόμενες μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἀρχαίων σωζομένων χειρογράφων
καὶ τὸ γενικότερο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Νικήτα Στηθάτου ποὺ ἀφορᾶ
στὶς Κατηχήσεις, προκύπτει πὼς οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶχαν ἤδη
ἀποτελέσει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του μιὰ καθορισμένη τόσο γιὰ τὸ
περιεχόμενο ὅσο καὶ γιὰ τὴ σειρὰ τῶν ἔργων ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν
συλλογή, ἡ ὁποία ἤδη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή, καὶ μέσα ἀπὸ μιὰ ἀρκετὰ
εὐρεία διάδοσή της (ἀναμενόμενη ἐξέλιξη ἐὰν λάβει κανεὶς ὑπόψη του
τὸν κατηχητικὸ καὶ κηρυκτικὸ πλοῦτο τους ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ
λάμψη τοῦ συντάκτη τους) κατέστησαν ἀπὸ τότε τὸν ἅγιο γνωστὸ στὸν
κόσμο105. Ὥστε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τούτης τῆς
ἐποχῆς, τότε ποὺ ἀκόμα ὁ ἅγιος Συμεὼν εὑρισκόταν ἐν ζωῇ, ἔχουμε νὰ
κάνουμε μὲ μιὰ ὁπωσδήποτε πρώτη μορφὴ ἔκδοσης τῶν Κατηχητικῶν
Λόγων, βασισμένης ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὶς χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ
ἴδιου τοῦ ἁγίου, τῶν ὁποίων ἡ συστηματικὴ συλλογὴ καὶ ἐπιμέλεια μόλις
ξεκινοῦσε τὴ διαδρομή της, καθὼς ἔμελλε νὰ γνωρίσει κι αὐτὴ τὴ δική
της σταδιακὴ ἐξέλιξη.
Μιὰ δεύτερη χρονικὴ περίοδος φιλολογικῶν ἐργασιῶν τοῦ Στηθάτου,
ἐντοπίζεται μετὰ θάνατον τοῦ ἁγίου Συμεὼν καί, πιὸ συγκεκριμένα,
δεκατρία ἔτη μετὰ τὴν κοίμησή του (τὸ 1022 ἤ, κατὰ μίαν ἄλλη
τοποθέτηση, τὸ 1035 ἢ 1036)106. Τὰ σωζόμενα, ἐκδοθέντα ἀντίγραφα τῶν
κατηχητικῶν λόγων σὲ χειρόγραφα τοῦ 11ου αἰώνα (μὲ ἕτερα, δέ,
ἀντίγραφα νὰ προκύπτουν καὶ στὴ συνέχεια), μαζὶ μὲ τὰ πρόχειρα,
συγγραφικὰ σχέδια τοῦ ἰδίου τοῦ Συμεών, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποτέλεσαν
τὸν ἄξονα στήριξης τῆς ἐκδοτικῆς προσπάθειας τοῦ Στηθάτου, ὁ ὁποῖος
δείχνει νὰ ἐργάστηκε στὰ πλαίσια ἑνὸς σαφῶς ἀνώτερου τῶν
προηγουμένων προσπαθειῶν ἐπιπέδου, ἐπιδεικνύοντας ἐπιμέλεια καὶ
συνέπεια καθ’ ὅλη τὴν πορεία. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποκαταστάθηκαν κενὰ σὲ
κάποια ἀποσπάσματα τῶν Λόγων, συμπληρώθηκαν παραλείψεις
νοημάτων ποὺ ἀπαντῶνται στὸ ἀρχικὸ κείμενο, ἐπιχειρήθηκαν

105. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 166.


106. Βλ. καὶ τὴ σχετικὴ στὸ κεφάλαιο μὲ τὰ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Συμεὼν παρατήρηση
ἐπ’ αὐτοῦ, στὴν παροῦσα ἐργασία, σ. 31.

65
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀκριβέστερες ἀποδόσεις σὲ συγκεκριμένα σημεῖα, ποὺ σχετίζονται μὲ


τοὺς θεολογικοὺς καὶ ἀσκητικοὺς ὅρους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιήθηκαν
ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεών107 καὶ πού, σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἡ λάθος
ἀντίληψη τῶν ἐννοιῶν τῶν ὁποίων ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἢ τὸν μελλοντικὸ
ἀναγνώστη θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει ἐπικίνδυνους συνδυασμοὺς
σκέψεων σὲ πρῶτο ἢ δεύτερο χρόνο, ἱκανῶν γιὰ τὴν πρόκληση στροφῆς
πρὸς μιὰ πιὸ αἱρετικὴ θεώρηση τῶν ἰσχυόντων στὰ τοῦ δόγματος (ξένης,
σὲ κάθε περίπτωση, μὲ ὅ,τι ἀποσαφηνίστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες
πὼς ἰσχύει ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ ἀκριβοῦς πλαισίου τῆς ὀρθόδοξης
δογματικῆς) 108.
Στὴ βάση τῆς γλώσσας ποὺ διαμορφώνει καὶ ἀποδίδει τὸ ἔργο τῶν
Κατηχήσεων, εἶναι σημαντικὸ ν’ ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ Κριβοσέϊν στὴν
εἰσαγωγή του γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ἀποκατάστασης τοῦ κειμένου, στὴν
κριτικὴ ἔκδοσή του ποὺ ἀφορᾶ σ’ αὐτό (πάνω στὴν ὁποία βασίζεται
μεγάλος ἀριθμὸς σύγχρονων ἐρευνητῶν), ἐπιτρέπει τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς
ὁλόκληρου προβληματισμοῦ περὶ τοῦ τί ἴσως ὀφείλουμε νὰ δεχτοῦμε γιὰ
τὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο εἴτε τοῦ Συμεὼν εἴτε τοῦ Στηθάτου. Καί πράγματι,
μὲ ἀφορμὴ τὴ μορφὴ τῆς γλώσσας ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ ἐκδοθὲν ἀπὸ
τὸν Στηθᾶτο κείμενο, ὁ Κριβοσέϊν, ἀφοῦ πρῶτα προβαίνει στὴ
διαπίστωση ὅτι ἡ συγκεκριμένη γλώσσα γίνεται τακτικὰ ἀρκούντως
συγγενικὴ μὲ τὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιόταν ἀπὸ τὰ λαϊκὰ στρώματα
τῆς ἐποχῆς στὴν καθημερινή τους ἐπαφὴ καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς
συνεννόησης, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιλογῆς μιᾶς πιό «δημοτικῆς» μορφῆς
της, κλιμακώνει, στὴ συνέχεια, τὸν προβληματισμό του σχετικά μὲ τὸ τί
μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸ ὡς γεγονός, καίτοι στὸ τέλος ἀρνεῖται

107. Βλ., γιὰ παράδειγμα, τὴν ἐπιλογὴ τῆς λέξης προσβολὴ ἀντὶ τῆς εἰσβολὴ στὸ
Κατήχησις 3, SC 96, 302278.
108. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, σ. 169. Πάντως, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Στηθάτος προτιμᾶ κάποτε τὴν ὄχι
καὶ τόσο πιστὴ ἀπόδοση ἐκφράσεων ἢ λέξεων, ποὺ ἀφοροῦν στὴ μυστικὴ θεολογία καὶ
τὶς ἔννοιες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνέσπερου φωτός, δὲν
εἶναι τυχαῖο καὶ οὔτε θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀστοχία ἀπὸ πλευρᾶς του, ἐπειδή,
τάχα, δὲν ἀκολουθεῖ μιὰ μέχρι τέλους προαποφασισμένη κατὰ ὁρισμένο τρόπο
προσέγγιση τοῦ κειμένου. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἐπὶ συγκεκριμένου ἐπιλέγεται τό
«εὐαισθήτως» ἀντὶ τοῦ «αἰσθητῶς» σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποδοθεῖ τό «πῶς», αὐτὸ δὲ
γίνεται γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ γιὰ νὰ προσπεραστεῖ ἐνδεχόμενη παγίδα πρόσληψης τοῦ
νοήματος μεσσαλιανιστικά. Σχετικὰ μὲ τὸ Μεσσαλιανισμὸ βλ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ,
«Μασσαλιανοί», ΘΗΕ 8 (1966) 814-815.

66
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τεχνηέντως νὰ τοποθετηθεῖ ὁριστικά. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ βασίζεται,


θεωροῦμε, περισσότερο σὲ ἐπὶ μέρους ἐνδείξεις, ποὺ προκύπτουν μέσα
ἀπὸ τὰ πρὸς ἐξέταση ἀπὸ τὸν ἴδιο κείμενα, παρὰ σὲ ἰδιαίτερα ξεκάθαρες
ἀποδείξεις, ἀφήνοντας τὰ περισσότερα νὰ προκύψουν ἀπὸ τὶς
μελλοντικές, ἐρευνητικὲς ἐργασίες ἄλλων.
Τὸ θέμα ποὺ προκύπτει μὲ ἀφορμὴ τὰ παραπάνω ἴσως δὲ θὰ πρέπει
νὰ προσπεραστεῖ καὶ τόσο εὔκολα, καθὼς ἡ τοποθέτηση τοῦ Κριβοσέιν,
ἀκόμα καὶ ὡς πλάγια νύξη, δημιουργεῖ πιθανὰ ἐγκλωβισμὸ τῆς σκέψης
σὲ λάθος πλαίσιο συμπερασμάτων. Διότι τὸ νὰ διακρίνεται μιὰ σαφὴς
ἐπίδραση τῆς ὁμιλούμενης γλώσσας τῆς ἐποχῆς στὸ τελικὸ παραδοθὲν
κείμενο ἢ νὰ γίνονται ἀπὸ τὸν Συμεὼν ἢ τὸν Στηθᾶτο συντακτικὲς
ἐπιλογὲς λιγότερο κλασσικές -ὁ Κριβοσέιν δὲ διστάζει νὰ κάνει λόγο γιά
«παράξενα πράγματα» καί «λάθη»109- ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ δεχτοῦμε
μὲ ἄνεση ὅτι βρισκόμαστε ἐνώπιον μιᾶς φτωχῆς εἰκόνας τοῦ μορφωτικοῦ
ἐπιπέδου εἴτε τοῦ ἑνὸς εἴτε τοῦ ἄλλου ἀνδρός. Ἀκόμα καὶ ἂν οἱ
συγκεκριμένες γλωσσικὲς καὶ συντακτικὲς ἐπιλογὲς ἔγιναν ἐπὶ τούτου
καὶ ἐκ προθέσεως. Γιὰ παράδειγμα, αὐτὲς νὰ ἔγιναν πρὸς ὄφελος τῆς
προσαρμογῆς τοῦ κηρύγματος στὶς ἀπαιτήσεις ἑνὸς εὐρύτερου, πιὸ
λαϊκοῦ κοινοῦ, προκειμένου νὰ ἐπιτραπεῖ στὸ οὕτως ἢ ἄλλως βαρὺ
ἐξαιτίας τῶν νοημάτων κείμενο νὰ καταστεῖ καὶ ἐξαιτίας τῆς
«δημοτικῆς» ἀναγνωστικὰ πιὸ προσιτὸ στὸ κοινὸ αὐτό, μὲ ὅλα τὰ θετικὰ
ἑπόμενα110. Πιὸ εἰδικά, ἔστω ὅτι δεχόμαστε πὼς ἰσχύει τὸ ἐνδεχόμενο
αὐτὰ τά «λάθη» ποὺ ἐντοπίζονται ἀπὸ τὸν Κριβοσέιν νὰ εἶναι ἁπλά ὅ,τι
βρῆκε ὁ Στηθᾶτος στὶς γνήσιες σημειώσεις τοῦ δασκάλου του καὶ πὼς ὁ
πρῶτος δὲν ἔκανε τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ν’ ἀντιγράψει πιστὰ ὅ,τι
τοῦ δεύτερου ἀποφάσισε νὰ ἐκδώσει. Ἀποτελεῖ, ἄραγε, τὸ γεγονὸς αὐτὸ
αἰτία ἐξαγωγῆς συμπερασμάτων σχετικῶν μὲ τὴν ἰσχὺ ἑνὸς χαμηλοῦ
μορφωτικοῦ του ἐπιπέδου ἐπειδὴ δὲ φρόντισε ἡ δεύτερη ἀναθεωρημένη
ἔκδοση νὰ προκύψει σύμφωνη σὲ διορθώσεις μέσα στὸ κείμενό του μὲ
ἕνα ὅμοια χαμηλό, μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ τοῦ ἁγίου Συμεών; Καὶ ἂν ναί,
γιὰ πόσο χαμηλό, μορφωτικὸ ἐπίπεδο μποροῦμε νὰ μιλᾶμε ὅταν ὁ μὲν
Συμεών, εὐγενὴς στὴν καταγωγὴ ὤν, ἔτυχε, προφανῶς, ἀναλόγων

109. βλ., ἐπὶ παραδείγματι, Κατήχησις 28, SC 113, 150277-278.


110. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte» σ. 170.

67
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

σπουδῶν καὶ μόρφωσης, ὁ δὲ Στηθᾶτος ἐντάχτηκε στὴ δύναμη τῆς


μοναστικῆς πολιτείας ἀπὸ νεαρὴ ἠλικία, καὶ ἄρα εἶχε τὴ μοναδικὴ
εὐκαιρία νὰ ζεῖ καὶ νὰ κινεῖται μέσα σ’ ἕνα κλίμα προαγωγῆς τῶν
γραμμάτων, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ μονὲς τοῦ 10ου πρὸς 11ο αἰῶνα εἶναι
βεβαιωμένα ἀπὸ τὰ πλέον ἰσχυρὰ κέντρα διαφύλαξης πολιτισμοῦ
ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (μὲ τὴν Ἱ. Μ. Στουδίου, φυσικά, νὰ μὴν ἀποτελεῖ
ἐξαίρεση);
Ὁμολογουμένως, ἡ στήριξη τῆς θέσης τοῦ Κριβοσέιν καὶ σὲ
συγκεκριμένα σημεῖα ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Συμεών (ὅπως τὰ
«Θεολογήσας ἀγράμματος ὤν»111, «Οὐ γὰρ ἔφθασα τῇ θύραθεν γνώσει
καταπυκνωθῆναι καλῶς καὶ στομωθῆναι τοῖς λόγοις... καὶ τὴν διατριβὴν
τῶν μαθημάτων ἀπολιπών»112, «Μόνην μεμαθηκὼς τὴν οὕτω λεγομένην
γραμματικήν»113, καί «Ἐλείπετο δὲ αὐτῷ ἐξελληνισθῆναι τὴν γλῶτταν τῇ
ἀναλήψει παιδείας τῆς θύραθεν καὶ λόγου εὐμοιρήσαι ρητορικοῦ»114)
δεικνύει ἕνα εἶδος γραπτῆς ὁμολογίας περὶ ἑνὸς ὄχι καὶ τόσο σαφῶς
περιγεγραμμένου, κατακτημένου, μορφωτικοῦ ἐπιπέδου. Κι αὐτό,
ἀρχικά, ἴσως προβληματίζει τὸν ἐρευνητή, πού, ὡστόσο, ὅταν ἐντρυφήσει
στὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου τῶν Κατηχήσεων, ἀντιλαμβάνεται πὼς τὰ
συγκεκριμένα σημεῖα ἀπὸ τὸν Βίο δὲν ἀποτελοῦν τρανταχτὰ
ἐπιχειρήματα ἤ, ἔστω, δύσκολα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν τέτοια. Καὶ
τοῦτο γιὰ τοὺς ἑξῆς δύο λόγους:
α) Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν περίπτωση δύο
ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προχωρήσει σὲ ἀνώτατα πνευματικὰ ἐπίπεδα καὶ
ἐμβάθυνσης στὰ τῆς πίστεως. Ὁ ἅγιος Συμεών, ὡς μέγα δοχεῖο τῆς θείας
χάριτος, ὁμολογουμένως βίωνε ἀπὸ κάποιο χρονικὸ σημεῖο καὶ πλέον τὴ
χαρισματικὴ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεωρίας. Τελοῦσε, μὲ
ἄλλα λόγια, κοινωνὸς ἁγιοπνευματικῶν βιωμάτων, ποὺ τοῦ παρεῖχε ἡ
πλήρωσή του ἀπὸ τὴ θεία χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος. Αὐτὸ πάλι ἀπὸ

111. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 274130. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 130, σ. 328.
112. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 288135. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 135, σ. 344.
113. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 362. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 2, σ. 50.
114. ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ
Νέου Θεολόγου, σ. 362. ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος, 2, σ. 48-50.

68
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

μόνο του, εἴτε ὡς πνευματικὴ κατάσταση εἴτε ὡς γενικευμένη συνθήκη


τῆς καθημερινότητάς του, ὑπερβαίνει κάθε ἀκαδημαϊκὸ ἢ ἄλλο ἐπίπεδο
μόρφωσης. Ὥστε ὅ,τι γράφεται ἀπὸ τὸν Στηθᾶτο περὶ τοῦ θέματος δὲν
εἶναι τόσο μιὰ ἀκριβὴς ὁμολογία γιὰ ἕνα πιθανὰ ἰσχῦον πρόβλημα, ὅσο ἡ
μὲ ταπεινὴ τὴ στάση περιγραφὴ τῶν συνθηκῶν πορείας καὶ τῶν δύο
ἀνδρῶν μέσα στὸν χρόνο καὶ ἡ ἐντρύφηση μὲ τὴν ὄντως ζῶσα θεολογία.
Χωρὶς αἴσθηση κάποιας δικῆς ἀνωτερότητας ἔναντι τῶν ἄλλων, πού, σὲ
μιὰ τέτοια περίπτωση, θὰ γκρέμιζε κατευθείαν κάθε πεποίθηση τοῦ
ἀναγνώστη γιὰ ἐπαφή του μὲ ἕνα θεόπνευστο, πατερικό έργο.
β) Ἀκόμα καὶ ἂν δεχτοῦμε κατὰ λέξη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ὁ
Κριβοσέιν παραδέχεται ἀλλοῦ «Ὁ Συμεών, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα λέει ὁ
Νικήτας, γνώριζε γραμματικὴ ἀλλὰ δὲν εἶχε τελειοποιήσει τὴ χρήση τῆς
ἀττικῆς γλώσσας τῆς προερχομένης ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κουλτούρα ὅπως
ἐπίσης καὶ τῆς ρητορικῆς τέχνης. Ἐξάλλου, τὸ σύνολο τῶν γραπτῶν τοῦ
Συμεών, αὐτὴ ἡ ἰδιαίτερη γνώση τῶν κανόνων ρυθμικῆς, βυζαντινῆς
πρόζας, ποὺ ἀντανακλοῦν πολλὲς ἀπὸ τὶς Κατηχήσεις, δείχνουν ὅτι χωρὶς
νὰ εἶναι λόγιος ἢ ἀττικιστής, κατεῖχε πολὺ καλὰ τὴν καλαίσθητη
(γλαφυρή, κομψή) γραπτὴ καὶ προφορικὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του.
Ἀπέφευγε, γενικῶς, νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς ἐκφράσεις τῆς ‘δημοτικῆς’
γλώσσας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς διαλόγους»115 ἀφενὸς ἐλάχιστα μένουν γιὰ νὰ
συνηγορήσουν ὑπὲρ ἑνὸς χαμηλοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἁγίου -
τοὐναντίον, ἐντελῶς ἄλλα δείχνουν νὰ προκύπτουν συμπερασματικὰ καὶ
μάλιστα θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται σίγουρο ὅτι κληρονομεῖ ἕναν προφανῆ
πνευματικὸ πλοῦτο ὁ μαθητὴς τοῦ Συμεών, Στηθᾶτος, μὲ τὸν ὁποῖο ἦρθε
σὲ στενὴ ἐπαφὴ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔμελλε νὰ ἐπηρεαστεῖ καὶ νὰ
ἐκμεταλλευτεῖ αὐτὸν τὸν πλοῦτο πιὸ μετά, κατὰ τὶς ἐκδοτικές του
προσπάθειες-, ἀφετέρου τίποτα δὲν ἀποκλείει τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀγαθῇ
τῇ προαιρέσει καὶ ἠθελημένη προσαρμογὴ τοῦ Στηθάτου σὲ φόρμες μιᾶς
λιγότερο λόγιας γλώσσας, προκειμένου ἔτσι νὰ ἐξυπηρετήσει καλύτερα
ἕνα παραδεδομένο, κηρυκτικὸ ἔργο, ποὺ ξεκίνησε μὲν στὸ παρελθὸν
ἀλλὰ θὰ συνεχιζόταν καὶ στὸ μέλλον. Αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Νικήτας, στὴ

115. KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 171.

69
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

μεγαλύτερη ἔκτασή του, θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ὁπωσδήποτε τὸ


προσέγγισε ἀξιόπιστα116.
Κανεὶς θὰ περίμενε ὅτι ὁ Στηθάτος, μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν
ἐργασιῶν αὐτῆς τῆς περιόδου, θὰ πρέπει νὰ αἰσθάνθηκε ἱκανοποιημένος.
Τόσο, ἔστω, ὅσο νὰ θεωρήσει τελειωμένο τὸν κύκλο ἐργασιῶν
προσέγγισης, ἐπεξεργασίας καὶ ἔκδοσης τοῦ κειμένου, καθόσον αὐτὸ θὰ
ἦταν σὲ θέση νὰ ἐκτιμᾶ ὅτι εἶχε λάβει μιὰ σαφῆ εἰκόνα γιὰ τοὺς
σύγχρονους καὶ μελλοντικοὺς ἀναγνῶστες. Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲ συνέβη
ἀφοῦ αὐτὸς ὁ ἀκούραστος καὶ πολυγραφότατος, ἐκκλησιαστικὸς
συγγραφέας117 σύντομα προχώρησε σὲ μιὰ τρίτη προσέγγιση, μιὰ ἐκ νέου
ἐπιμέλεια τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ ἁγίου διδασκάλου του. Ὡς
πιθανοὺς λόγους αὐτῆς τῆς κίνησης, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτὴν
τὴν τρίτη περίοδο ἐπεξεργασίας, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τοὺς ἑξῆς
δύο:
α) Τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ θὰ αἰσθανόταν καὶ θὰ τὸν πίεζε (ἀπόρροια,
ἴσως, καὶ ἑνὸς χαρακτήρα ποὺ τὸν συγκινοῦσε ἡ τελειότητα) σχετικὰ μὲ
τὴν ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Λόγων ἀναψηλάφηση κάποιων κομματιῶν, τὰ ὁποῖα
σαφῶς εἶχε ὑπ’ ὄψιν.
β) Ἕνα εἶδος εὐγενοῦς ἀγωνίας, ποὺ δικαιολογημένα θὰ τὸν
διακατεῖχε καὶ ποὺ θὰ σχετιζόταν μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνουν σὲ

116. Πάντως, κι ὁ ἴδιος ὁ Κριβοσέιν, ἐνῶ ἐπιτρέπει τὴν ἀνάπτυξη τοῦ συγκεκριμένου
προβληματισμοῦ του, δὲν παραλείπει ἀπὸ τὴν ἄλλη, νὰ διαφυλάξει τὰ νῶτα του καὶ τὴν
ἀσφάλεια τοῦ κύρους τῆς κριτικῆς ἔκδοσης, ἀφήνοντας σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἔρευνάς
του νὰ προκύψει καὶ ἕνα εἶδος πλάγιας ἀμφιβολίας, ὄχι τόσο ξεκάθαρης σὲ πρῶτο
χρόνο, ποὺ τὴν ἀφήνει, ὅμως, νὰ αἰωρεῖται καί, θὰ λέγαμε, δίνει λαβὲς γιὰ τὴν ἀναίρεση
μελλοντικά (ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε) τῆς θέσης ποὺ ἀρχικὰ φαίνεται νὰ υἱοθετεῖ. Ὥστε
γράφει, λοιπόν: «ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ ζήτημα τῆς αὐθεντικότητας τῶν λαϊκῶν καὶ
ἀνώμαλων γραμματικῶν στὰ ἔργα τοῦ Συμεών, μένει ἀνοιχτὸ μέχρι νὰ γίνει μιὰ μελέτη
πιὸ συστηματικὴ τοῦ συνόλου τῶν γραπτῶν του. Εἶναι, λοιπόν, πιὸ συνετὸ νὰ
ἀκολουθήσουμε ἐδῶ τὶς μαρτυρίες τῶν χειρογράφων χωρὶς προτίμηση ἐκ τῶν προτέρων,
οὔτε γιὰ τήν ‘κλασική’ τάση οὔτε γιὰ τή ‘δημοτική’ τάση. Διαπιστώνουμε ἁπλὰ ὅτι στὴν
ἔκδοση τοῦ Νικήτα ἡ ‘δημοτική’ τάση εἶναι πιὸ ἐμφανής, ἀλλὰ χωρὶς τίποτα τὸ
συστηματικό, καὶ ἀνέχονται πολλὲς ἀντίθετες περιπτώσεις (σ.σ. μὲ τὴν ἔννοια, δηλαδή,
τῆς λόγιας μορφῆς γλώσσας). KRIVOCHÉINE, «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du
Texte», σ. 171.
117. Τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Νικήτας ὁ Στηθᾶτος»,
ΘΗΕ 9 (1966) 466-470.

70
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀκόμα πιὸ εὐρὺ κύκλο γνωστὰ τὰ σπουδαῖα αὐτὰ κατηχητικὰ κείμενα


τοῦ ἁγίου.
Τὰ παραπάνω, προφανῶς, εὐνοοῦσαν τὴν ἀνάπτυξη μιᾶς νέας,
κλιμακούμενης προσπάθειας πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ συγκεκριμένου
στόχου. Ὡς ἐκ τούτου, βασιζόμενος, θεωρητικὰ τουλάχιστον, στὴν πιὸ
πρόσφατη δεύτερη ἔκδοσή του τῶν Κατηχήσεων, ἐκτὸς αὐτὴν τὴ φορὰ
ἀπὸ τὴ χρήση καὶ τὴν ἐνίσχυση μέσα στὸ κείμενο μιᾶς πιὸ ἁπλῆς, ἱκανῆς
νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο, μορφῆς γραπτῆς γλώσσας -πιὸ
κοντὰ στή «δημοτική» τῆς ἐποχῆς-, προχώρησε σὲ μιὰ σειρὰ
συγκεκριμένων ἀλλαγῶν στὸ σῶμα τοῦ κειμένου. Οἱ ἀλλαγὲς αὐτές,
σύμφωνα μὲ τὸν Κριβοσέιν, ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν προσθαφαίρεση
κάποιων φράσεων ἀπὸ καὶ σὲ συγκεκριμένους Λόγους, μὲ γραμματικὲς
καὶ συντακτικὲς προσαρμογὲς καὶ μὲ τὴ λεπτὴ τακτοποίηση τῶν οὕτως ἢ
ἄλλως προκυπτόντων, κατηχητικῶν θεματικῶν τοῦ κειμένου. Τὸ
τελευταῖο, δέ, θὰ συνέβη μετὰ ἀπὸ συλλογὴ καὶ φιλολογικὴ διαχείριση
τμημάτων παρμένων ἀπὸ ὅ,τι ὑλικὸ διέθετε ἕως τότε στὴν κατοχή του ὁ
Στηθᾶτος, ἤτοι χωρισμὸς καὶ ἐπανασυγκόλληση αὐτῶν στὴ βάση ἑνὸς
πιὸ φιλικοῦ γιὰ τὸν ἀναγνώστη, ὅμως ἀναθεωρητικοῦ, σκεπτικοῦ.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Κριβοσέιν γι’ αὐτὴν τὴν τρίτη
ἔκδοση «Ἐν συντομίᾳ, ὁ Νικήτας βελτίωσε τὶς Κατηχήσεις, ποὺ ἦταν οἱ
πολὺ προσωπικὲς ἀγορεύσεις ἑνὸς πνευματικοῦ ὁδηγοῦ στοὺς
καλόγερούς του, μὲ ὅ,τι αὐτὲς περιεῖχαν τὸ προσωπικό, τὸ αἰχμηρό, καὶ
τὸ μυστικὸ σὲ πραγματεῖες μὲ χαρακτῆρα ἀφηρημένο καὶ θεωρητικό,
ἀπογυμνωμένες ἀπ’ ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ ἀσυνήθιστο (καὶ
προσωπικό), προορισμένες γιὰ ἕναν κύκλο ἀναγνωστῶν πιὸ εὐρὺ καὶ μὲ
λιγότερες ἀνησυχίες γιὰ τὰ μοναστικὰ πράγματα»118.
Ἡ τέταρτη καί, ὅπως φαίνεται, τελευταία περίοδος προσέγγισης καί,
συνεκδοχικά, μεταβολῆς τῆς εἰκόνας τῶν Κατηχήσεων, εἶναι
μεταγενέστερη καὶ πιὸ μακρὰ σὲ διάρκεια. Ἔλαβε χώρα -κι αὐτὸ ἦταν
κάτι ποὺ ἀναμενόταν νὰ συμβεῖ- μέσα σ’ ἕνα πλαίσιο συνεχιζόμενων,
καὶ πάντως ἀμοιβαίων, μικρῶν ἢ μεγαλύτερων δανείων καὶ
μετακινήσεων τμημάτων (μέχρι ποὺ αὐτές δείχνουν νὰ σταματοῦν)
ἀρυομένων ἀπὸ ὅλες τὶς μέχρι τότε μορφές τους καθὼς κι ἀπὸ μέρη τῶν

118. «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 174.

71
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

πνευματικῶν συλλογῶν τοῦ Στηθάτου. Πονήματα, δηλαδή, τὰ ὁποῖα


εἶχαν προκύψει κατὰ τὶς προηγούμενες φιλολογικὲς ἐπιμέλειες. Ἂς
σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κριβοσέιν ὁμιλεῖ περὶ ἑνὸς εἴδους «μολύνσεως» τῆς
μορφῆς τοῦ κειμένου ἀναφερόμενος στὶς ἐν λόγῳ ἐπιμέλειες αὐτοῦ119.

γ. Σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου Συμεὼν μέσα ἀπὸ τὶς


Κατηχήσεις του

Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀρχικὰ


προκύπτει ἡ ἐντύπωση, ποὺ σταδιακὰ γίνεται βαθιὰ πεποίθηση, ὅτι αὐτοὶ
ἀποτελοῦν κείμενα συνταγμένα ἀπὸ ἀληθινὸ γνώστη τῶν ἐπιταγῶν τῆς
ἀπὸ τὸν Κύριο παραδεδομένης στοὺς ἀνθρώπους χριστιανικῆς πίστης,
ἀπὸ πρόσωπο ἱκανὸ νὰ κουβαλήσει στοὺς ὤμους του τὴν ποιμαντικὴ
εὐθύνη τῆς πνευματικῆς πορείας συγκροτημένου ποιμνίου στὴν ὁδὸ τῆς
ἐν Χριστῷ ἀνδρείας τῶν τελείων καὶ τὴ σωτήρια προοπτικὴ ποὺ τὴ
συνοδεύει120. Καὶ ἐνῶ, ἀρχικὰ, θὰ πίστευε κανεὶς ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ
συμβαίνει μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ξεδιπλώματος ἑνὸς ὑπεύθυνου, ὅμως
αὐστηρὰ ἡγεμονικοῦ χαρακτήρα, ἀφοῦ ἡ συγκεκριμένη εὐθύνη εἶναι
τεράστια, καὶ ὅταν ἀναλαμβάνεται ἀπὸ ἕνα πρόσωπο ἀποτελεῖ τὴν αἰτία
μετοχῆς κάποιων στὴ μακαρία ζωή, ἤ, στὴν περίπτωση ἀποτυχίας, τῆς
καταδίκης τους σὲ κολασμό121, ἀποδεικνύεται σταδιακὰ ὅτι ὁ ἅγιος δὲν

119. «Essai de Reconstitution de l’ Histoire du Texte», σ. 174.


120. Κατήχησις 14, σ. 1181. Βλ. ἀκόμη Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν κατάνυξη, σσ.
38-43, ὅπου ὁ συγγραφέας στοχαζόμενος ὁρίζει τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὡς περιεχόμενο
«μιᾶς πλούσιας καὶ καλλιεργημένης προσωπικότητας, ποὺ σκέφτεται καὶ ζῆ ἔντονα τὴ
διαρκῶς μεταβαλλόμενη προβληματικότητα τῆς ἀνθρώπινης μοίρας» καὶ ἐπισημαίνει:
«Πρέπει καὶ πάλι νὰ τονίσουμε, πὼς χρειάζεται μιὰ πολὺ ζωντανὴ καὶ πολὺ δυνατὴ
προσωπικότητα γιὰ νὰ ζήσει ἀληθινὰ τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος. Ἀλλιώτικα θὰ τὴ στενέψει,
θὰ τὴν ἀκρωτηριάσει, κόβοντας τά, κατὰ τὴ γνώμη του, περιττὰ ἢ δύσκολα καὶ θὰ γίνει
ὁ ἄνθρωπός μας ἕνας ὑπάλληλος -ἂν ὄχι δοῦλος- σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ πολλὰ συστήματα».
Ἄλλωστε, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Ἡ πνευματικὴ τελειότητα, σ.
112, «τὸ εἶδος αὐτὸ τῶν Κατηχήσεων ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμένου πρὸς τὴν ἀδελφότητα
τῶν μοναχῶν ἦταν μέσα στὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ ἡγουμένου ἐκείνη τὴν
ἐποχὴ καὶ γινόταν ἄλλοτε κάθε ἡμέρα καὶ ἄλλοτε κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα».
121. Κατήχησις 19, SC 104, 326158-165: «ἔσται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀχώρητος ἐν ἀχωρή-
τοις καὶ ἀκατάληπτος ἐν ἀκαταλήπτοις, μόνοις φαινόμενος τοῖς ἀξίοις κατὰ τὸ μέτρον
τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως, οἱ δέ γε ἁμαρτωλοὶ ἔσονται ὡς ἐν φωτὶ καλυπτόμενοι σκότει, ἐν

72
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀντιλαμβάνεται ἀκριβῶς ἔτσι τούτη τὴν εὐθύνη. Ὥστε, ξεκινώντας,


λοιπόν, τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν πρῶτο Κατηχητικὸ Λόγο, καὶ μέχρι τὸν
τελευταῖο, στὸν ἀναγνώστη πρόκειται νὰ δοθοῦν ὅλες ἐκεῖνες οἱ
εὐκαιρίες ποὺ ἀπαιτοῦνται προκειμένου αὐτός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
ἀφομοίωση τοῦ περιεχομένου τους, νὰ στοιχειοθετήσει μέσα στὴ σκέψη
του ποιός ἀκριβῶς εἶναι ὁ συγγραφέας τῶν Κατηχήσεων, ποιά, δηλαδή,
εἶναι τὰ ἀκριβῆ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου
Συμεών.
Ἡ σειρὰ τῶν Κατηχήσεων ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας γραμμὲς μὲ
τὸν πολύπειρο σὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀποδεδειγμένα ἱκανὸ στὴν
ἄσκηση ἅγιο Συμεὼν νὰ ἐμφανίζεται ὡς ὁ ἀγωνιῶν γιὰ τὸ ποίμνιό του (ὁ
κύριος λόγος, ἄλλωστε, τῆς σύνταξής τους, μαζὶ μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ
παρακίνηση τῶν ἀδελφῶν μοναχῶν γιὰ ἐντρύφηση σὲ ἕνα εἶδος
εὐγενοῦς ἅμιλλας στὴν ἀνάβαση τῆς πνευματικῆς κλίμακας)122, ἀλλὰ
ἐξαιρετικὰ ταπεινὸς γιὰ νὰ νιώθει ὅτι ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο δικαίωμα νὰ
ὁμιλεῖ, συμβουλεύοντας καὶ παραινώντας μὲ ἀβίαστη ἄνεση. Σὲ τέτοιο
σημεῖο πού, ἐξαιτίας τῆς ταπεινοφροσύνης του, νὰ νιώθει ὅτι χρειάζεται
νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς μάρτυρα γιὰ νὰ προβεῖ στὸ
συγκεκριμένο ἐγχείρημα, ἀφοῦ γινώσκων τὸ ἀνάξιον, λόγῳ τῆς
ἀνθρώπινης φύσης του, φρονεῖ ὅτι Τὸν ἔχει ἀνάγκη γιὰ ὅ,τι ἀποτολμήσει
κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκπόνησης τοῦ συνόλου τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου
του. Καίτοι, δηλαδή, ἐπιστάμενος, ἡγούμενος τιμιότατων -ὅπως τοὺς
ἀποκαλεῖ- μοναχῶν, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ τὸν
διακρίνει, ἐὰν μποροῦσε νὰ ἐπιλέξει ξεκαθαρίζει ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ
παραμείνει σιωπηλὸς παρὰ νὰ προβεῖ στὴν ἐκτεταμένη ἀναφορά του στὰ

χαρᾷ αἰσχυνόμενοι καὶ ἐν εὐφροσύνῃ αὐτοὶ τηκόμενοι καὶ δεινῶς καιόμενοι καὶ
διαφόροις εἴδεσι τῶν ἰδίων παθῶν κολαζόμενοι, καθὰ δὴ καὶ οἱ δίκαιοι ταῖς διαφόροις
ἀρεταῖς στεφανούμενοι».
122. Κατήχησις 6, SC 94, 36270. Ἡ ἄσκηση, παρὰ τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα ποὺ τὴν
ἀπαρτίζουν, ἀποτελεῖ ἕνα ἐσωτερικὸ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁμοιάζει μὲ τὴν
προσπάθεια ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως, καὶ ὁρίζεται
ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ὑπερνικᾶ κάθε ἐμπόδιο, καθὼς ὁ
πιστὸς ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴ δὲν παρεμποδίζεται ἀπὸ τὶς δυσκολίες, δὲ φοβᾶται τοὺς
κόπους, ἀλλὰ ὑποβάλλεται σὲ κάθε δοκιμασία καὶ σὲ κάθε στέρηση προκειμένου νὰ
ἐπιτύχει τὴν κάθαρση, τὴν ἀπάθεια καὶ νὰ βρεθεῖ ἐγγύτερον πρὸς τὸν Κύριον. Βλ.
σχετικά ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σσ. 168-171.

73
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ὅσα πρόκειται νὰ ἀπασχολήσουν στὴ συνέχεια τοὺς ἀποδέκτες τῶν


Λόγων. «Τοίνυν καὶ λύπη με διὰ τοῦτο οὐ μικρὰ καὶ ἡ τυχοῦσα κατέχει, ὅτι
ὁδηγεῖν ὑμᾶς τοὺς τιμιωτάτους ὁ ταπεινὸς προκριθείς, οὓς ἔχειν αὐτὸς
ὁδηγοὺς μᾶλλον ὤφειλον, ὡς πάντων ἔσχατος ὑπάρχων καὶ χρόνῳ καὶ
ἡλικία»123.
Ἡ συγκεκριμένη ἐπιλογὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς μάρτυρος124 μόνο τυχαία δὲν
εἶναι, καὶ προσφέρει στὸν ἅγιο δύο μεγάλα πλεονεκτήματα: ἀφενὸς
χαρίζει ἀναμφισβήτητο καὶ μόνιμο κύρος στὰ λόγια του ποὺ θὰ
ἐπακολουθήσουν (ἀφοῦ, ἀλοίμονο, ὁ Κύριος ὡς μάρτυρας δὲ θὰ
μποροῦσε ποτὲ ν’ ἀμφισβητηθεῖ), καθ’ ὅσον ἔτσι προϋποτίθεται ἀπὸ πρὶν
ἡ φανέρωση τῆς ταπείνωσης τοῦ συντάκτη τῶν Κατηχήσεων καὶ ἄρα
ἐξαλείφεται κάθε πιθανότητα μετεωρισμοῦ ἢ παραλογισμοῦ τοῦ νοῦ,
ἀφετέρου τὸν ἐνισχύει ψυχικὰ καθὼς ἡ ταπείνωση προέρχεται κυρίως
ἀπὸ τὴν πιστοποίηση μιᾶς κορυφαίας μαρτυρίας -ἀνώτερη δὲ γίνεται-
καί, ὡς ἐκ τούτου, καθιστᾶ τὸν συντάκτη περισσότερο συμπαθῆ στοὺς
ἀποδέκτες τοῦ ἔργου του (γεγονὸς ποὺ ἔχει τὴ σημασία του, σὲ σχέση μὲ
τὰ τῆς ἀφομοίωσης τοῦ περιεχομένου του). Ἄλλωστε, τὸ γεγονὸς τῆς
στροφῆς τοῦ ἁγίου πρὸς τὸν Κύριο γιὰ μαρτυρία δὲν εἶναι κάτι ποὺ
περιγράφεται ἢ ἀναφέρεται μία φορὰ μέσα στὸ σῶμα τῶν Κατηχητικῶν
Λόγων. Μάλιστα γιὰ τὸν ἴδιο, καταλαβαίνει κανείς, ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖον τακτικὰ Τὸν περιγράφει καὶ Tὸν ἀποκαλεῖ, τὸ Πρόσωπό Του δὲν

123. Κατήχησις 1, SC 96, 22416-20.


124. «Τὸ πρῶτο ποὺ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε», κατὰ τὸν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ, «Γνωρίσματα τῆς θεολογικῆς
διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Συμεών», Πειραϊκὴ Ἐκκλησία 230 (Ὀκτώβριος 2011), σ. 28, «εἶναι
ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἐμποτισμένη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ θεμελιώνεται ἐπάνω στὴν προγενέστερη θεολογικὴ καὶ ἀσκητικὴ
παράδοση. Ἕνα δεύτερο γνώρισμα τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Συμεὼν εἶναι ὁ
χριστοκεντρισμός του. Εἶναι ἐμφανὴς σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο τῆς
σκέψεώς του, ὅπως ἐπίσης καὶ τῆς ζωῆς του. Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ὅλα
καταλήγουν σ’ Αὐτόν.
Ἡ χριστολογικὴ εὐσέβεια τοῦ Ἁγίου Συμεών», σημειώνει «ἔχει κάτι τὸ μοναδικό,
διότι αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ μία προσωπικὴ θεωρία - ὅραση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὶς
ἐμφανίσεις Του στὸν Ἅγιο. Εἶναι ἀκόμη ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Σωτῆρα. Ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ θεῖος Λόγος, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁμοούσιος πρὸς τὸν
Πατέρα, καὶ παραμένει ὁμοούσιος στὴν κένωσή Του, στὴν ἐνανθρώπησή Του, στὸ πάθος
Του, στὸ θάνατο καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Γιὰ τὸν Συμεὼν ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι
ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ πραγματικότητες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπειρίας».

74
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀποτελεῖ κάποιο σημεῖο τῶν καιρῶν ἀμφιλεγόμενο, ὅπως, βέβαια,


φρονοῦν ἀλλόπιστοι, ἄθρησκοι ἤ, ἔστω, χλιαροὶ τῇ πίστει· ἀλλὰ Ἐκεῖνον
στὸν Ὁποῖον ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ κτίση, ὁ χρόνος, ἡ Ἱστορία καὶ τὸ
τέλος αὐτῆς.
Ἔτσι, ἀναφέρεται, γιὰ παράδειγμα, περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ὁ
ἅγιος Συμεὼν βλέπει τὸν ἄχραντον, ἀόρατον καὶ τοῖς πάσιν ἀπρόσιτον
Κύριο προσιτὸν καὶ γλυκὺ καὶ φαινόμενον ὡραιότατον διὰ τῆς
ἀπαστραπτούσης δόξης καὶ χάριτός Του νὰ τὸν προσεγγίζει πρῶτος
Αὐτός, καὶ ν’ ἀναπτύσσει κορυφαῖο γιὰ τὶς πληροφορίες ποὺ παρέχονται
διάλογο μαζί του, ἀφοῦ, ὅμως, ἔχει προηγηθεῖ ἄνωθεν παραχώρηση
δικαιώματος στὸν ἅγιο σοβαρῆς, πνευματικῆς ἐμπειρίας ἀνεσπέρου
φωτός, καί, συνεπῶς, χαριτωμένος ἀπὸ τὸ πανάγιο Πνεῦμα, καθίσταται
ἱκανὸς νὰ δεχθεῖ ἕναν τέτοιο διάλογο125. Κατὰ τὴν κορύφωση, δέ, τοῦ
συγκεκριμένου διαλόγου, ὁ Κύριος ὑπενθυμίζει στὸν Συμεὼν ὅτι
ὁπωσδήποτε Αὐτὸς εἶναι πού «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» τὸν ἔφερε στὸ εἶναι, καὶ ὁ
ἅγιος, τόσο μὲ τρόμο ὅσο καὶ μὲ χαρά (τὰ ἀντικρουόμενα συναισθήματα
κρίνεται λογικὸ νὰ προκύπτουν σὲ σχεδὸν ἄμεσο χρόνο, εἰδικὰ ἂν
ἀναλογιστοῦμε τὸ ἔντονο τῆς θεωρίας στὴν ὁποία εἶναι παραδομένος),
εὔλογα, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση καὶ πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς
του θὰ ἀναρωτηθεῖ: «Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριε, ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος, ὅτι
δὴ καὶ ὅλως ἐπέβλεψας ἐπ’ ἐμὲ καὶ ὁμιλίας ἠξίωσας»126;
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὄχι σπάνια, ὁ ἅγιος Συμεὼν στὶς Κατηχήσεις του θέτει
ἑαυτὸν ἐνώπιον ὁρισμένων ὑποθετικῶν ἐρωτημάτων, σὰν αὐτὰ νὰ εἶχαν
δῆθεν τεθεῖ ἀπὸ κάποιον ἢ κάποιους ἀπὸ τοὺς συνομιλητές του, ποὺ
βέβαια, δὲν πρόκειται γιὰ ἄλλον ἢ ἄλλους, παρὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο, ὁ
ὁποῖος, ἀναλαμβάνοντας τὴν ἐνσάρκωση καὶ αὐτοῦ τοῦ ρόλου, δηλαδὴ

125. Ὁ καθηγητὴς ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Περιστέρα,


Ἀθῆναι 1961, σ. 73, ἀναφερόμενος στὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
σημειώνει χαρακτηριστικὰ τὰ ἑξῆς: «Εἰς τὰς περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἰδέας των οἱ
ἱεροὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤγοντο καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιαιτέρων μυστικῶν ἐνατενίσεων τοῦ
πνεύματος αὐτῶν, τὸ ὁποῖον σφόδρα ἠρέσκετο εἰς τὰς μυστικὰς θεολογικὰς πτήσεις καὶ
εἰς τὴν μυστικὴν τῶν θείων πραγμάτων ἐνατένισιν. ... Τοσοῦτον δὲ βεβαία εἶναι δι’
αὐτοὺς ἡ τῆς θεώσεως ἰδέα καὶ τοσοῦτον ἰσχυρῶς βιοῦται παρ’ αὐτοῖς, ὥστε ἡ τοῦ
ἀνθρώπου θέωσις τυγχάνει ἀδιάσειστον ἐπιχείρημα εἰς χεῖρας αὐτῶν περὶ τῆς θεότητος
τοῦ Λόγου».
126. Κατήχησις 17, SC 104, 25850-51.

75
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τῶν ἐρωτώντων ἀποδεκτῶν τοῦ περιεχομένου τοῦ ἔργου του, ἔμπειρος


ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὤν, αἰσθάνεται ὅτι ὀφείλει νὰ τοποθετηθεῖ καὶ
νὰ ἀπαντήσει. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ διὰ τῶν ὅποιων διασαφηνίσεων ἢ
ἀπαντήσεων δοθοῦν τὸ προκύπτον ὄφελος θὰ εἶναι σημαντικό. Δὲν
προτρέχει, ὅμως, καὶ δὲ φαίνεται νὰ θέλει ν’ ἀπαντᾶ ἄκριτα ἢ ὑπὸ τὸ
καθεστὼς μιᾶς ζημιογόνας γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τόν/τοὺς συνομιλητή/-ές
του ἔπαρσης. Ἀντίθετα, γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ συναίσθηση τῆς
ταπεινότητας καὶ τῆς ἀναξιότητας, ὅπως ἀναφέρει, ποὺ διέπει τὸν ἴδιο
καὶ τὰ ἔργα του. Ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι ἕνας ταπεινὸς διδάσκαλος, ὁ
ὁποῖος δὲν παραλείπει σὲ κάθε εὐκαιρία νὰ ἐπισημαίνει στὰ πνευματικά
του παιδιά ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ τοὺς ὁμιλεῖ127.
Ὁ ἅγιος Θεός, πρὸς τὸν Ὁποῖον στρέφεται καὶ ἀπὸ τὸν Ὁποῖον
δέχεται τὴ χάρη καὶ ἀντλεῖ τὴ δύναμη καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ
συγγράφει, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν παραγωγικὸ λόγο
του128. Ὁ ἴδιος παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ μουσικό ὄργανο, τὸ ὁποῖο
ὑπὸ τὸν χειρισμὸ ἐπιδέξιου τεχνίτου παράγει μιὰ ἐξαίσια μελωδία καὶ
τοὺς καλεῖ, παραβλέποντας τὴν ἀναξιότητά του, νὰ στρέψουν τὴν
προσοχή τους πρὸς τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δεχόμενοι τοὺς λόγους
του ὡς λόγους Θεοῦ129. Μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνου θὰ προβεῖ στὶς ἀπαντήσεις
καὶ τὴ διδασκαλία ποὺ ἕπεται αὐτῶν. Διότι Ἐκεῖνος εἶναι καὶ ἡ αἰτία καὶ
τὸ ἀποτέλεσμα. Ὥστε γράφει: «Ἴσως δέ τις ἐρεῖ ὅτι· “Τοσούτων ὄντων καὶ
ἀναριθμήτων παρὰ μικρὸν τῶν εἰρημένων παθῶν, τίς δύναται ταῦτα
ἐρευνᾶν πάντα καὶ ἐκ τούτων πάντων ἀπέχεσθαι, ἵνα μὴ ὑπ’ οὐδενὸς
τούτων κυριευθῇ τις;» Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ χάριτι Χριστοῦ διδάξω ὑμᾶς».
Διευκρινίζει, δηλαδή, ὅτι τίποτα ἀπὸ τὰ τῆς διδασκαλίας του δὲν εἶναι

127. Κατήχησις 9, SC 104, 1049-10: «Ἔδει μὲν μὴ τολμᾶν με πρὸς ὑμᾶς ὅλως
φθέγγεσθαι, μηδὲ διδασκάλου τάξιν ἐπέχειν ἐνώπιον τῆς ἀγάπης ὑμῶν».
128. Ἡ θεολογία, καθὼς σημειώνει ὁ ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ (Νῦν Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου), Μικρὰ Εἴσοδος, σ. 112, «στὴν αὐθεντική της ἔκφραση
εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἡ θεολογία εἶναι ἀληθινή, καὶ μάλιστα εἶναι θεοπτία
τόσο καὶ ὁ λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει πραγματικὸ καὶ
ἀληθινὸ θεολόγο».
129. Κατήχησις 9, SC 104, 10411-10624: «ὥσπερ τὸ ὑπὸ τοῦ τεχνίτου κατασκευασθὲν
ὄργανον ὑπὸ τῶν δακτύλων τοῦ τεχνίτου εὐρύθμως κρούηται ... τὰς ἀκοὰς τῶν πάντων
ἡδυτάτου μέλους ἀποπληροῖ, οὕτω δὲ καὶ ἐπ’ ἐμοὶ συμβαίνειν... αὐτὸν τὸν δάκτυλον τοῦ
Θεοῦ, τὸν τὰς νευρὰς τοῦ νοὸς κρούοντα καὶ πρὸς τὸ λαλεῖν ἡμᾶς διεγείροντα ... ἢ
ἀληθέστερον εἰπεῖν, τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων ὡς δι’ ὀργάνου λαλοῦντος ἡμῖν».

76
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

προϊὸν τῆς δικῆς του σκέψης. Συντάσσει τὸ κείμενό του κατέχοντας


πιστοποιημένα τὸ προνόμιο τῆς θείας Χάριτος ὡς σύμμαχο. Ὁ γραπτός
του λόγος μεταμορφώνεται, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, σὲ ὅπλο, τὸ ὁποῖο,
προτείνοντάς το, βάλλει ἐναντίον τοῦ αἰώνιου ἐχθροῦ, μαχόμενος
σθεναρὰ γιὰ τὴ σωτηρία ἑνὸς ποιμνίου τοῦ ὁποίου ἔχει τὴν εὐθύνη130.
Ὁ ἅγιος δὲν ξεφεύγει ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς διδασκαλίας,
δηλαδὴ τῆς παραδοχῆς ὅτι τὰ διδασκόμενα ἐκ Θεοῦ πηγάζουν καὶ διὰ τῆς
Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος δωρίζονται στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν
παρεκκλίνει στιγμὴ ἀπ’ τὴ συγκεκριμένη γραμμὴ κατήχησης, βλέποντας
ἐνδεχόμενα κάποιες δικές του ἱκανότητες καὶ γι’ αὐτὸ κάποιο
φανταστικὸ δικαίωμα νὰ ἡγεῖται μιᾶς ποιμαντικῆς προσπάθειας οὕτως ἢ
ἄλλως. Ἀντίθετα, αἰσθάνεται κάθε στιγμὴ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ὅσο ἀνεβαίνει τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς τελειώσεως τόσο
περισσότερο αἰσθάνεται ἀνάξιος γιὰ τὴ διαποίμανση τῶν μαθητῶν του131.
Τὸ φορτίο τῆς εὐθύνης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι μεγάλο, τὸν ἀναγκάζει
νὰ παραμένει ταπεινός, ἀντιλαμβανόμενος, ἄλλωστε, καὶ τὸ
πεπερασμένον καὶ τὸ παθητὸν τῆς ἀνθρώπινης φύσης του. Ὁμιλεῖ γιὰ
θέματα πνευματικὰ γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἄνθρωπος θνητὸς καὶ
ἀπευθύνεται ὁμοίως σὲ θνητούς. Οἱ ὁποῖοι, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὡς πλάσματα
καὶ εἰκόνες Θεοῦ, κατέχουν τὸ στιβαρὸ δικαίωμα τοῦ νὰ ἀπευθυνθοῦν
διὰ τῆς ἐγκάρδιας προσευχῆς τους στὸν Δημιουργὸ καὶ νὰ αἰτηθοῦν τὴ
δωρεὰ τῆς Χάριτος ἀπὸ τὸν Παράκλητο γιὰ τὸν ἡγούμενο Συμεών, ὥστε ὁ
τελευταῖος νὰ ὁμιλεῖ μὲ φωτισμένο τὸν νοῦ καὶ καθαρὴ τὴ διάνοια. Εἶναι
καταπληκτικὸς καὶ ἰδιαίτερα εὐφυὴς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἅγιος, σὲ
δεδομένο σημεῖο, μετατρέπει ἄμεσα καὶ ἁπλὰ σὲ συμμετόχους στὴ
διαδικασία αὐτῆς τῆς συμπόρευσης τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς στὴν ὁποία
ζοῦν κοινοβιακά: θερμὰ παρακαλώντας, ζητᾶ τὴ συμπροσευχή τους σ’
αὐτό, καθιστώντας τους ἔτσι μονομιᾶς συνυπεύθυνους γιὰ τὸ ἐπιτυχὲς
τῆς ἔκβασης ἑνὸς δύσκολου καὶ γενναίου ἀγώνα, ὅμως μὲ κατάληξη τὴν
αἰώνια ζωή. Καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι θεωρεῖ πὼς οἱ ὅποιες νίκες ἐπάνω
στὸ καταστροφικὸ ἔργο τοῦ μισόκαλου διαβόλου πρόκειται νὰ ἔρθουν πιὸ

130. Κατήχησις 5, SC 96, 4661050-1054.


131. Κατήχησις 7, SC 104, 487-10: «ὡς ὤφελόν γε ἀεὶ σιωπᾶν, ἠδυνάμην καὶ τὰ ἐμαυτοῦ
κακὰ ἀποκλαίεσθαι καὶ μηδέποτε διδασκάλου ἔργῳ ἐπιχειρεῖν ἢ κατηχεῖν τὴν ὑμετέραν
ἀγάπην ἢ κἂν ὅλως ἄλλοις ὑποδεικνύειν τὰς τῆς σωτηρίας ὁδούς».

77
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

εὔκολα μὲ τὴ σύμπραξη τῶν πολλῶν παρὰ μὲ τὸν ἐναγώνιο πόλεμο ἑνὸς


μόνο· «Μέλλοντί μοι δὲ πρὸς τὰς ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων ἐλθεῖν καὶ
τὸν ἀγῶνα τοῦ λόγου τῷ ἀλόγῳ καὶ ἀμαθεῖ ἐπειγομένῳ ἀναδέξασθαι,
συνεύξασθαι δέομαι πάντων ὑμῶν, ἵνα ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος
φαιδρότερον ἐπιλάμψασα ὅλην μου καταφωτίσῃ τὴν διάνοιαν καὶ τὸν νοῦν
καὶ δῴη ἀξίως εἰπεῖν τι, οὐχὶ διὰ τὴν ἐμὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὑμετέραν
ὠφέλειαν, ἐνηχοῦσα οἷον αὐτὴ τοὺς λόγους ἅμα τε τῷ ταύτης φωτὶ
φαίνουσα καὶ ὑποδεικνύουσα πάντα ἅπερ προείπομεν, καὶ οἱονεὶ πως
λέγουσα πρὸς ἡμᾶς· “Ἴδε ἡ ὁδός, ἴδε ἡ ἔκπτωσις αὐτῆς, ἴδε ὁ ἐχθρός, τὸ
σχοινίον. Ἴδε ὁ ἀδελφός, πῶς μετὰ χαρᾶς τὸν δεσμὸν καταδέχεται. Ἴδε ποῦ
σύρων ὁ διάβολος αὐτὸν ἀποφέρει”, καὶ πάντα καθεξῆς ἀνελλιπῶς
ὑποδείξασα καὶ πῶς τοὺς ἐκείνου βρόγχους δυνηθῶμεν διαφυγεῖν
ἐκδιδάξασα, πρὸς τοὺς οὐρανοὺς ἐλευθέρους ἡμᾶς συμπαραλαβοῦσα
ἀνέλθη»132.
Ἡ διακριτικότητα μὲ τὴν ὁποίαν ἀποδέχεται καὶ διαχειρίζεται ὁ ἅγιος
Συμεὼν τὶς εὐθύνες ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἡγουμενία μιᾶς μονῆς,
δύσκολα θὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ μελετητῆ, καθὼς αὐτή, ἐκτὸς
ἀπὸ ἀξιοπρόσεκτη, εἶναι καὶ συγκινητική. Δὲν ἐπιβάλλεται ὡς ἡγούμενος
ἀδελφότητας μοναχῶν μὲ κάποιον κάθετο τρόπο διατύπωσης
προσωπικῆς γνώμης ἢ μὲ τὴν υἱοθέτηση δεικτικῶν ἐκφράσεων κατὰ τὴ
διδασκαλία του. Δὲ νιώθει ἀνώτερος, γιὰ κάποιους δικούς του -καὶ
ὁπωσδήποτε λάθος σὲ περίπτωση ποὺ συνέβαινε ἔτσι- λόγους,
διαφορετικὸς ἴσως ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους μοναχοὺς ἢ
ἀποστασιοποιημένος. Ἀντίθετα, ἡ μὲ ἀπαλότητα ἀποτυπωμένη στὸν
κατηχητικό του λόγο ποιμαντικὴ μέριμνα, μὲ τὴν ὁποία προσεγγίζει καὶ
ἀγκαλιάζει τὸ ποίμνιό του, ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ μὴ ἀναμενόμενου. Δὲν
προσβάλλει καὶ δὲ θίγει. Μάλιστα, σὲ συγκεκριμένη ἀναφορά του περὶ
τοῦ ποιά στάση ὀφείλουν νὰ διατηροῦν ὅσοι μοναχοὶ καλῶς
ὑποτάσσονται καὶ σέβονται τὶς συνθῆκες ποὺ συνῆψαν μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ,
γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὴ μιὰ προσκαλεῖ ὅλους νὰ τηρήσουν μὲ ἀκρίβεια
καὶ χωρὶς γογγυσμὸ τὸ τυπικὸ τῶν συνάξεων, προλαβαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη
νὰ ἐπιδείξει ἀφάνταστη ταπείνωση, χαρακτηρίζοντας πρῶτο τὸν ἑαυτό
του ἀνάξιο καὶ ὀλιγόψυχο καὶ νωθρό, ζητώντας σχεδὸν συγνώμη γιὰ μιὰ

132. Κατήχησις 7, SC 104, 56109-123.

78
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

δῆθεν ἔλλειψη (πού, βέβαια, δὲν ὑφίσταται) καίτοι ἡγούμενος αὐτῶν


στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται. Καὶ δὲ στέκεται μόνον ἐκεῖ. Ἀφοῦ
ξεκαθαρίσει ἀρχικὰ ὅτι ἕνας ποὺ εἶναι ὅλος σάρκα «καὶ σαρκικὸν ἔχων τὸ
φρόνημα», ὁπωσδήποτε «τοῦτο μὴ ἐναργῶς ἐπιστάμενος, τῆς ἀγάπης καὶ
τῆς γλυκύτητος τοῦ Χριστοῦ ἐναργῶς ἠλλοτρίωται», ἀλλὰ καὶ ὅτι «ὁ δὲ
τούτων ἄγευστος καὶ ἀλλότριος ἐχθρός ἐστι τοῦ Θεοῦ καὶ ξένος τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν», φτάνει στὸ σημεῖο ν’ ἀποδέχεται ἀκόμα καὶ τὴν
ἴδια τὴν ἀποτυχία αὐτοῦ τοῦ ἑνὸς ὡς ἀτύχημα δικό του· ἐπειδὴ ἔτσι ὁρίζει
τὸ πρόσταγμα τῆς ἀνάληψης τῆς εὐθύνης καὶ δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ: «φεῦ
μοι, ἐμὸν τὸ ἀτύχημα, ἰδιοποιεῖσθαι γὰρ προστέταγμαι τὰ ἀλλότρια»133.
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐκφράζει τὴν ἀγωνία του γιὰ τὴν
πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ποιμνίου του δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ὡς ποιμένας
μόνον ἀλλὰ καὶ ὡς ἀδελφός. Συνηθίζει, δέ, γράφοντας νὰ προβάλλει
συχνὰ τὸ σύνολο τῶν προσώπων τῶν ἀποδεκτῶν τῶν Λόγων του πάνω
στὸ πρόσωπο κάποιου ὑποθετικοῦ συνομιλητή του, μὲ τὸν ὁποῖο ἀφενὸς
διαλέγεται μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ἀφετέρου μὲ τὴν προσήκουσα
ποιμαντικὴ ἀγωνία. Ἴσως τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ ἐλαφρύνει τὸ βάρος τῆς
κατήχησης καὶ νὰ μὴν παρασυρθεῖ τὸ ποίμνιό του σὲ πιθανὴ ἀπόγνωση,
στὴν περίπτωση ποὺ ἀναφορά του σὲ γενικευμένη ἀποτυχία
τρομοκρατήσει ἤ, ἀκόμα χειρότερα, ὀργίσει τὸ σύνολο. Ἀλλὰ γνωρίζει καὶ
τὴ σοβαρότητα τῆς συνθήκης καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνησυχεῖ
δικαιολογημένα· εἴτε ἡ σωτηρία εἴτε ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τῶν ἀδελφῶν
μοναχῶν ὡς ἰσχύουσες καταστάσεις θὰ εἶναι αἰώνιες. Καὶ δὲν τοῦ
ἐπιτρέπεται νὰ ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια μὲ λόγο ἀσαφῆ. Ἐπιλύει, λοιπόν,
τοῦτο τὸ πρόβλημα καὶ πάλι μὲ τρόπο ἔξυπνο, υἱοθετώντας εἰκόνες καὶ
παραστάσεις. Ὥστε ρωτᾶ τὸν συνομιλητή του, γιὰ παράδειγμα,
ἀναφερόμενος στὴν ἀγάπη τῆς μετάνοιας καὶ τῆς κατάνυξης: «Εἰ δὲ
ἀγνοεῖς καὶ αὐτὰ τὰ παρ’ ἐμοῦ σοι λεγόμενα καὶ οὐδὲ εἰ ἐσπάρη ἐν τῇ γῇ
σού τι τῶν κρειττόνων καρπῶν -λέγω δὴ ἐν τῷ χωρίῳ τῆς καρδίας σου-
ἔγνωκας, τί ὠφέλησας, εἰπέ μοι, περικυκλεύσας τὰ πέρατα καὶ εἰς τὰ
ἔσχατα τῆς θαλάσσης γενόμενος»; Γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσει ἀμέσως μὲ
εἰλικρίνεια: «Πάντως οὐδέν!»134.

133. Κατήχησις 3, SC 96, 28233-34.


134. Κατήχησις 30, SC 113, 218303-307.

79
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Ἡ ἀγωνία τοῦ ἡγουμένου καὶ ποιμένος Συμεὼν εἶναι χαρακτηριστικὸ


γνώρισμα, ποὺ συναντᾶται ἀρκετὲς φορὲς μέσα στοὺς Κατηχητικοὺς
Λόγους. Καὶ ἐνῶ δὲν ἐκτοξεύει κάποιο, θὰ λέγαμε, εἶδος κατηγορητηρίου
πρὸς τοὺς ἀμελεῖς (τὸ ἀντίθετο, προσπαθεῖ νὰ παραμένει
συγκρατημένος στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἐκφράζεται, ὁπωσδήποτε γιὰ
τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω), ὁ συνδυασμὸς τῆς
σοβαρότητας τῆς εὐθύνης ποὺ αἰσθάνεται καὶ ἔχει ἀναλάβει μὲ τὸ
ἐπεῖγον τῆς κατάστασης ποὺ ζεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους μοναχούς, δὲν
τοῦ ἐπιτρέπει κανέναν ἐφησυχασμό, οὔτε κἂν πρόσκαιρο. Διότι εἶναι
σαφὲς ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν παραμονὴ στὴ ζωὴ αὐτὴ
ἐπὶ μακρόν. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὑποσχεθεῖ εὐκαιρίες πολλὲς καὶ
συνεχόμενες γιὰ ὁλοκληρωτικὴ μετάνοια καὶ μεταστροφὴ ἑνὸς
ἐφάμαρτου, ἤ, ἔστω, ἀμελοῦς βίου πρὸς ἕναν πιὸ πνευματικό, οὔτε καὶ
μπορεῖ νὰ πληροφορήσει γιὰ τὸ πότε ἀκριβῶς καὶ πῶς θ’ ἀναχωρήσει
κάποιος ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο135. Τὸ μόνο βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ ξαφνικὴ
ἀναχώρηση ἑνός, πού, δυστυχῶς, θὰ εἶναι ἀνέτοιμος γιὰ ἕνα τέτοιο
γεγονός, θὰ σημάνει αὐτόματα καὶ τὸν τερματισμὸ μιᾶς πορείας ποὺ θὰ
ἔχει ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια, μὲ ἀμφίβολο τὸ ἂν θὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ
σοβαρὴ ἀπολογία τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς κρίσης, τότε ποὺ ὅλοι θὰ
παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ λάβουν τὸν
ἀνάλογο μισθό136. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀπευθυνόμενος, ἐνίοτε, μὲ
συνεχόμενες ἐρωτήσεις στοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς, πού, ὅμως, καὶ αὐτὲς
κυριολεκτικὰ κατακλύζονται ἀπὸ πνεῦμα ταπείνωσης, ἀγάπης καὶ
ἀγωνίας γιὰ τὸν πλησίον, ἐπιχειρεῖ μιὰ προσπάθεια καὶ νὰ ἀφυπνίσει καὶ
νὰ ἀποσπάσει τὴ συγκατάθεση, καὶ σὲ δεύτερο χρόνο τὴν ὑπόσχεση, γιὰ
ἕναν ἀδιάκοπο, πνευματικὸ ἀγώνα δίχως τέλος μέχρι τὸ τέλος. Τοὺς
ἀποκαλεῖ, λοιπόν, ἀδελφοὺς ἀγαπητούς, τοὺς ἐρωτᾶ ἐναγώνιος, ὅπως ὁ
δάσκαλος τοὺς μαθητές του, ἐὰν ὄντως γίνεται ὁ λόγος του ἀντιληπτός.
Δὲν ἀρνεῖται νὰ ὁμιλήσει ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ τὰ ἴδια, ἀρκεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν

135. Πρβλ. Α΄ Θεσ. 5, 1-3: «Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν
ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν
νυκτὶ οὕτως ἔρχεται. ὅταν γὰρ λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς
ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν».
136. Πρβλ. Β΄ Κορ. 5, 10: «τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ
βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε
ἀγαθὸν εἴτε κακόν».

80
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

κοινότητα νὰ μὴ βρεθεῖ ἐλλιπὴς καὶ θεωρηθεῖ ξένος τῆς ὠφέλειας τῶν


πνευματικῶν ἐπιταγῶν καὶ τῶν πράξεων ποὺ τὶς ἀκολουθοῦν, καθώς, σὲ
ἀντίθετη περίπτωση, ἡ αὐστηρὴ κρίση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἐκ δεξιῶν
Του ἐνδόξως ἱσταμένους θὰ εἶναι βεβαία κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία,
κάτι, φυσικά, ποὺ ὁ καλὸς ἡγούμενος καὶ ποιμένας ἀπεύχεται νὰ συμβεῖ·
«Ἆρα οὖν, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔγνωτε τί εἶπον; Ἆρα οἴδατε ὁποία
αἰσχύνη τότε ἡμῖν ἔσται; Ἆρα ἐλάβετε εἰς νοῦν; Ἤλθετε εἰς αἴσθησιν τῆς
ὥρας ἐκείνης, ἢ ἵνα τὰ αὐτὰ καὶ πάλιν ἐρῶ εἰς ὠφέλειαν ἐμοῦ καὶ τῶν
ὁμοίων μου ἀμελῶν; Τοιγαροῦν καὶ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς οὕτως ἔσται ἐν τῇ φοβερᾷ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων ἀδελφῶν εὑρεθῶσιν ἐν δεξιᾷ
ἱστάμενοι τοῦ Θεοῦ μετὰ δόξης, πολλοὶ δὲ ἐξ εὐωνύμων κατακρινόμενοι ὑπ’
αὐτῶν»137.
Πάλι, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία ὁ ἅγιος δὲν τὸν θεωρεῖ εὔκολο, καί,
πράγματι, αὐτὸς δὲν εἶναι. Στὴ διάρκεια μιᾶς δύσκολης καὶ ὁπωσδήποτε
μακρᾶς σὲ χρόνο πνευματικῆς καὶ σωματικῆς προσπάθειας
ἐπιτυγχάνονται νίκες καὶ προκύπτουν ἧττες γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ
ἐναλλαγὴ τῶν ὁποίων, κάποιες φορές, ἐνδέχεται νὰ κάμψει τὸ
ἀγωνιστικό φρόνημα ἐξαιτίας, ἀντίστοιχα, τῆς κόπωσης τοῦ πνεύματος ἢ
τῆς ἐγκατάλειψης δυνάμεων τοῦ σώματος ἢ καὶ τῶν δύο μαζί. Τὰ
γνωρίζει αὐτὰ ὁ πολύπειρος ἀγωνιστὴς Συμεών. Θεωρεῖ, λοιπόν, στὴν
περίπτωση ποὺ συμβεῖ μιὰ τέτοια πτωτικὴ παρέκκλιση, ὅτι δὲν μπορεῖ ὡς
πνευματικὸς πατέρας νὰ δεχτεῖ τὴ συνέχιση τῆς πορείας ἑνὸς ἢ
περισσότερων σὲ μιὰ ὁδὸ ποὺ προαναγγέλλει κίνδυνο καὶ ὁδηγεῖ σὲ
ψυχικὸ θάνατο. Ἄλλωστε ἡ εὐθύνη τῆς πνευματικῆς πατρότητας
βαραίνει καὶ ἐπιτάσσει τὴ μὲ κάθε τρόπο παρέμβαση, ἐφ’ ὅσον καὶ ἡ
φόρτιση τῶν συναισθημάτων, ποὺ δοκιμάζει συνακόλουθα, εἶναι μεγάλη.
Γράφει: «Ὅταν ταῦτα ἀκούσω ἢ καὶ θεάσωμαί τινα ἐξ ὑμῶν διὰ ταῦτα
δεινοπαθοῦντα, τοιαύτῃ θλίψει συνέχομαι καὶ τὴν καρδίαν μου δάκνομαι,
ὡς αὐτῇ τῇ κολάσει δοκεῖν παραδίδοσθαι, καὶ χαρᾶς οὐκ ἐπαισθάνομαι
οὐδεμιᾶς ἄλλης τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἀπολέγομαι τὴν ζωήν»138.
Ἀλλὰ οἱ συμβουλές, οἱ παραινέσεις, οἱ παρεμβάσεις καὶ τὰ ἐπιτίμια τοῦ
πνευματικοῦ πατρὸς δὲν ἐγγυῶνται πάντα τὴν ἐπαναφορὰ τῶν

137. Κατήχησις 5, SC 96, 450854-861.


138. Κατήχησις 3, SC 96, 28443-47.

81
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

πνευματικῶν του παιδιῶν σὲ μιὰ πρότερη, πνευματικὰ καλύτερη


κατάσταση μὲ ὀρθὸ ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ στόχου ἀπὸ πλευρᾶς τους.
Ἐπειδὴ ἡ ἀδύναμη, ἀνθρώπινη φύση συχνὰ ἀντιστέκεται, καί,
ἀποδεικνυόμενη τυφλή, φρονεῖ παραλόγως καὶ δείχνει νὰ προτιμᾶ τὰ
λίγα ἀπὸ τὰ πολλά, τὰ φθαρτὰ ἀπὸ τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ πρόσκαιρα ἀπὸ
τὰ αἰώνια. Τοὺς λέγει ὡς ἐκ τούτου: «Κλαίω καὶ θρηνῶ, ὡς ἤδη
κατακρινόμενος, καί τοι παρακαλῶν ὑμᾶς οὐκ ἀκούομαι, ἐπιτιμῶν
ἀποπέμπομαι, ἐλέγχων μισοῦμαι καὶ παιδεύων ἀντιπαιδεύομαι καὶ ὡς
ἐχθρὸς ἐκδιώκομαι, καὶ ταῦτα ποιῶν ἀνάπαυσιν οὐ δύναμαι κτήσασθαι»139.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, εἶναι αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ μοναχοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους
φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀγωνία. Δὲν τοῦ διαφεύγει ἡ κρισιμότητα τῆς
εὐθύνης οὔτε καὶ τῆς κατάστασης, ἀρνεῖται νὰ στρέψει τὴν προσοχή του
ἀλλοῦ. Παρὰ τὸ ὅτι ἀπορεῖ μὲ τὴν εὐκολία ποὺ συμβαίνουν κάποιες
πτώσεις, ὅπως καὶ μὲ τὸ μέγεθός τους, «πῶς εἰς τοιαύτην κατήλθομεν
σκότωσιν καὶ κατὰ τῶν ἰδίων ψυχῶν πάντα πράττομεν»140, ἡ ἐπιθυμία του
νὰ ἰσχύσει ἡ πνευματικὴ τάξη εἶναι σφοδρή. Ἐπιζητᾶ νὰ ἐξαλείψει τὸ
κακὸ ὅταν δημιουργεῖται, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲ λείπει ὁ φόβος ὅτι αὐτὸ μπορεῖ
νὰ ξεκινήσει νὰ παγιώνεται σὲ κάθε στιγμὴ καὶ περίπτωση. Καὶ τοῦτο
ἔχει νὰ κάνει καὶ μὲ τὴν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὑπενθύμιση τῶν ἀποφάσεων,
ποὺ πῆραν κάποτε ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀστόχως τώρα ἀμελοῦν τὸν καλὸ
ἀγῶνα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν τὸ κορυφαῖο προνόμιο νὰ ἔχουν δώσει
μοναδικὲς ὑποσχέσεις, νὰ ἐγκαταβιοῦν σὲ μονὴ ἔχοντας ἐνδυθεῖ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα, νὰ δικαιοῦνται νὰ διακονοῦν καὶ νὰ διακονοῦνται, νὰ
μάχονται γιὰ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές· «Εἰ μὲν οὖν παρεγένου δοῦλος
γενέσθαι Χριστοῦ καὶ ἡμέτερος ἀδελφός, φύλασσε, παρακαλῶ, καὶ τὰς
αὐτοῦ ἐντολάς, καὶ θερμῶς δουλεύειν αὐτῷ προθυμήθητι, ἵνα φανῇς
χριστιανὸς ἀληθὴς ἐκ τῶν ἔργων καὶ ἀδελφὸς ἡμῶν φιλόθεος χρηματίσῃς,
ἡμῖν ἐν πᾶσιν ἐξομοιούμενος· συγκακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης, ἵνα
καὶ στεφανωθῇς καὶ συνδοξασθῇς, αἰωνίῳ δόξῃ ἐπευφραινόμενος»141.
Ἡ θέση του ὡς ἡγουμένου μονῆς, στὴν ὁποία ἔχει βρεθεῖ ὁ ἅγιος μετὰ
ἀπὸ ἐκλογὴ καὶ ἀνάδειξή του ἀπὸ ὅσους ἀπαρτίζουν τὸ κοινοβιακό σῶμα
της, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Συμεών τι τὸ προβάλλον τὸν ἴδιο ὡς πιὸ ἄξιο

139. Κατήχησις 3, SC 96, 28447-51.


140. Κατήχησις 3, SC 96, 28458- 59.
141. Κατήχησις 3, SC 96, 28688-28894.

82
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους μοναχοὺς ἤ, δῆθεν, ὡς ἄνθρωπο σεσωσμένο, ὅμως,


ἀναπόφευκτα καὶ δυστυχῶς, εὑρισκόμενο μεταξὺ ἄλλων, ἀπολλυμένων.
Ὁ θησαυρὸς τῆς ἀγαθῆς ταπεινοφροσύνης λάμπει μέσα στὰ κατηχητικὰ
κείμενά του, καὶ δὲ χάνει ποτὲ τούτη τὴ λάμψη του, οὔτε, βέβαια, ἐξαιτίας
τοῦ ἀξιώματος. Ἀλλὰ καὶ δὲ δειλιάζει ἐπειδὴ βρίσκεται ἐκεῖ, στὴ θέση
εὐθύνης τῆς ἡγουμενίας μιᾶς μονῆς, ποὺ τοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκαν οἱ
ἀγαπητοί του, ὅπως ἀσταμάτητα τοὺς ἀποκαλεῖ, ἀδελφοί. Εἶναι ὁ
ἡγούμενός τους, διότι οἱ ἴδιοι ἀποφάσισαν ἔτσι, καὶ δικαιοῦται νὰ τοὺς τὸ
ὑπενθυμίζει ὅποτε θεωρεῖ πὼς κατ’ αὐτὸ θὰ προκύψει αἴτιον ὠφέλειας:
«εἰς κεφαλὴν τοῦ σώματος ὑμῶν τοῦ ἁγίου παρ’ ὑμῶν ἐξελέγην»142. Στὶς
πλάτες του σηκώνει ἀγόγγυστα τὸ βάρος αὐτῆς τῆς μεγάλης εὐθύνης,
ὀφείλει καθημερινὰ νὰ τὸ ἐπωμίζεται (καὶ τὸ πράττει), καίτοι, κάποιες
φορές, ἡλικία καὶ κακοπάθεια τὸν δυσκολεύουν πραγματικά· «Τοίνυν καὶ
μὴ διᾶραι στόμα οἷός τε ὤν, μόλις κἂν γράψαι τὸν λόγον ἴσχυσα καὶ
προϋπομνῆσαι τὴν ὑμῶν ἀδελφότητα, ἐν παρακλήσει πολλῇ τῆς ὑμετέρας
ἀγάπης δεόμενος, ἵνα, ὡς ἀληθινοὶ δοῦλοι Χριστοῦ καὶ φιλάδελφοι,
εὔχησθε ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀθλιότητος, ὡς ἂν καὶ αὐτὸς ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν
σῴζωμαι»143. Διδάσκει, ὅμως, ὡς ἡγούμενος μέ τὴ στάση του· «παρακαλεῖν
τὴν ἀγάπην ὑμῶν, ἐπειδὴ ἡ σωτηρία τῆς ὑμῶν ἀδελφότητος παραμυθεῖταί
μοι»144 καὶ «ὑμᾶς μέγα βοήσας τῆς παγίδος ἐξήρπασα»145. Ὡς ἄριστος
πνευματικὸς πατέρας καὶ ἡγούμενος ποὺ εἶναι, ἀγαπᾶ ἐγκάρδια τὸ
ποίμνιό του, νοιάζεται, ἀγωνιᾶ καὶ ὑποφέρει γι’ αὐτό. Καὶ δὲ δείχνει
πουθενὰ νὰ εἶναι διατεθειμένος νὰ πάψει νὰ παλεύει καὶ νὰ προσεύχεται
γιὰ τὴ σωτηρία του: «Ἀπόδοτε, ἀδελφοί, ἴσην καὶ ὑμεῖς τὴν ἀγάπην ἐμοί, τῷ
ἐξ ἀγάπης τυραννουμένῳ. ... Γνῶ κἀγὼ μὴ μόνον τοῖς λόγοις, ἀλλὰ ταῖς
πράξεσιν, ὅτι ὁ Θεὸς μεθ’ ὑμῶν γέγονε καὶ οὐ εἰς κενὸν ἐκοπίασα. … Ὑπὲρ
ὑμῶν εὔχομαι καὶ εὐφραίνομαι ἐλπίζων ἀπολαβεῖν ὑμᾶς»146.
Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Συμεὼν στὸ ἔργο τῶν Κατηχήσεων δὲν εἶναι
μονοδιάστατος καὶ περιορισμένος στὰ βασικά, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς δὲν
παρουσιάζεται ὡς πρόσωπο μὲ ἀντίστοιχα περιορισμένες ἱκανότητες.

142. Κατήχησις 12, SC 104, 17014.


143. Κατήχησις 12, SC 104, 17018-23.
144. Κατήχησις 12, SC 104, 17015-16.
145. Κατήχησις 12, SC 104, 17233-34.
146. Κατήχησις 19, SC 104, 32080-90.

83
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Ἐπεκτείνεται, ἀνάλογα καὶ μὲ τὸ θέμα ποὺ ἅπτεται, παραπέρα. Μπορεῖ


κάποια στιγμὴ νὰ γίνεται λόγος κηρυκτικός, ὅταν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἅγιος
ἀποφασίζει νὰ μιλήσει καὶ ὡς κήρυκας τῆς ὀρθοτομημένης ἀλήθειας147.
Ἢ μετατρέπεται σὲ λόγο ποὺ ἀγγίζει θέματα σχετικὰ μὲ μιὰ πιὸ
ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς καθημερινότητας τῶν μοναχῶν καί, ἔμμεσα ἢ
ἄμεσα, περιγράφει σκηνὲς καὶ χαρακτῆρες. Αὐτά, ὁπωσδήποτε, δὲν
προκύπτουν τυχαῖα. Μὲ σκοπὸ τὴν ἀφύπνιση καὶ τὴν πρόοδο τῆς
μοναστηριακῆς κοινότητας ὁ ἡγούμενος καταπιάνεται μαζί τους,
ἔχοντας κατὰ νοῦ τὸ ὄφελος τοῦ συνόλου. Ἐπίσης, ἀναπόφευκτα,
προσφέρει πληροφορίες, ὄχι πάντα κολακευτικές, γιὰ τὰ ὀργανωμένα
μοναχικὰ κοινόβια στὸ μεταίχμιο τῆς ἀλλαγῆς χρονικὰ ἀπὸ τὸν 10ο στὸν
11ο αἰῶνα. Ἔτσι, ὅταν, γιὰ παράδειγμα, προσπαθεῖ νὰ καταδείξει τὸ
ὀλισθηρὸν τῆς σκέψης τινὸς μοναχοῦ, ποὺ χωρὶς φόβο συμπεριφέρεται
μὲ κενοδοξία καὶ καταντᾶ ἀνυπότακτος καὶ ἀπειθής, μέσα ἀπὸ τὴν
ἀκριβὴ ἀναφορὰ τῶν ἀπανωτῶν λαθῶν ποὺ συμβαίνουν, προκύπτουν
εἰκόνες συγκεκριμένες καὶ ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρουσες148. Ἀκόμα, μέσα στὶς
Κατηχήσεις ἀναφέρεται ἡ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία καθίσταται
διακριτὴ ἡ ἀναξιότητα ὑποβολῆς αἰτημάτων μοναχῶν πρὸς τοὺς
προεστῶτες, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ζητεῖται, μέσῳ μιᾶς ἐξωτερικευμένης,
μέν, ψευδοῦς, δὲ, εὐλάβειας, ἡ κατὰ ὅπως ἐκεῖνοι θεωροῦν ὀρθὸ ἀνάθεση

147. Κατήχησις 34, SC 113, 282126-129: «Ἐμὲ δὲ τὸν λέγοντα ὑμῖν ἐν τῷ λόγῳ τῆς
χάριτος τὰς δωρεάς, ἃς λαμβάνουσιν ἀπὸ Θεοῦ οἱ ἐν πίστει θερμῇ προστρέχοντες αὐτῷ
καὶ ποιοῦντες αὐτοῦ τὰς ἐντολάς».
148. Κατήχησις 5, SC 96, 452886-456938: «Ἰδοὺ δὴ ἔπεμψέ μοι ὁ Θεὸς οἶκον, ἄρτον καὶ
οἶνον καὶ ἀφθόνους τροφάς. Ἐγενόμην συναρίθμιος τοῖς πρώτοις, καὶ πρῶτος τοῖς μετ’
ἐμὲ ἐρχομένοις, καὶ ἀδελφός εἰμι τούτων πάντων, θελόντων καὶ μὴ θελόντων αὐτῶν.
Τοῦ λοιποῦ φάγομαι καὶ πίομαι καὶ ὑπνώσω εἰς κόρον. Τί γάρ μοι καὶ χρεία τοῦ
ἐργάζεσθαι ἀπὸ τοῦ νῦν, ἵνα ἐγὼ κοπιῶ καὶ τὸν κόπον μου ἀποκερδαίνωσιν ἄλλοι; Ἐὰν
γὰρ καὶ εἰς δουλείας τινάς μοι ἐπιτάξωσι, προβαλοῦμαι πρῶτον ἀδυναμίαν· ... Εἰ δὲ καὶ
δώσουσί μοι ἔργα τινὰ εὐτελῆ καὶ διακονίαν ὡσαύτως ποτέ, καταφρονήσω αὐτῆς. Οἷον,
εἰ μὲν τοῖς ἡμιόνοις προστάξουσί μοι δουλεύειν, προφασίσομαι μὴ εἰδέναι τὴν δουλείαν
αὐτῶν καὶ ἐάσω αὐτὰ ἀφιλοκάλητα καὶ ἀνεπιμέλητα μετὰ πάντων τῶν στρωμάτων
αὐτῶν· ... Εἰ δὲ ἀρτοποιὸν προστάξουσί με γενέσθαι, προμαρτύρομαι μεθ’ ὑποκρίσεως,
ὡς ἂν μὴ καταγνωσθῶ ὡς παρήκοος· ... Εἰ δὲ καὶ εἰς τὸ μαγειρεῖον διακονεῖν τάξουσιν
αὐτόν, οὐκ οἶδε ταπεινωθῆναι τῷ προεστῶτι αὐτοῦ καὶ βαλεῖν μετάνοιαν· ... Ἐὰν δὲ εἴπῃ
αὐτῷ ἀδελφὸς ἢ καὶ ἀποστείλῃ τι πρὸς τὸ ἐψῆσαι καὶ εὐτρεπίσαι αὐτό, λέγει
ἀναισχύντως· “Οὐ φείδεται; Ἐκέλευσε τίνα κῦρι τὸν δοῦλον αὐτοῦ! Οὐά, ἕως τότε μὴ
φάγη, ἕως οὗ ἐγὼ ἐγγίσω ἢ εὐτρεπίσω αὐτά!”-.

84
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

σ’ αὐτοὺς διακονήματος στὴ μονή, ὅμως μὲ τὸ φρόνημά τους ἀκόμα νὰ


παραμένει γήινο καὶ ὑποταγμένο στὸ ἀνούσιο κέρδος τῆς ἀνθρώπινης
δόξας (ἄρα καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ αἰτήματος νὰ εἶναι προβληματικὸς ἀπὸ τὴ
γέννησή του ἀκόμα)149. Ἢ ἀναφέρεται σὲ περίπτωση ἀμελῶν καὶ
ράθυμων μοναχῶν, τῶν ὁποίων οἱ ἐνέργειες, παρὰ τὴν ὑπόσχεση τῆς
ἀποταγῆς, εἶναι ἑνὸς ἀνάλογου σκεπτικοῦ καὶ διάθεσης, ἐκθέτοντας,
κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἑαυτοὺς καὶ δοκιμάζοντας ἀλλήλους150. Ἀλλὰ ἡ
σειρὰ τῶν εἰκόνων ποὺ σκιαγραφοῦνται σ’ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς τοῦ
συγγραφέα, στὴν οὐσία μετατρέπονται σὲ ξεκάθαρες πληροφορίες γιὰ
μιὰ καθημερινότητα ποὺ ἴσχυε αἰῶνες πρὶν καὶ δὲν χάνουν ποτὲ τὸ
ἐνδιαφέρον τους οὔτε καὶ παύουν νὰ εἶναι ἀρκούντως πολύτιμες. Ὥστε ὁ
Συμεών, θὰ λέγαμε, δὲ διακατέχεται ἀπὸ κάποιου εἴδους ἀτολμία ἢ
μυστικοπάθεια, ὅταν ὁμιλεῖ καὶ γράφει γιὰ κάποια κακῶς ἰσχύοντα, στὴν
περίπτωση ποὺ δεχτοῦμε ὅτι τὰ κατηχητικά του κείμενα, ἀπὸ ἕνα σημεῖο
καὶ μετά, γνώριζε ἢ ἔστω ὑποπτευόταν ὅτι ἐνδεχομένως θὰ ξέφευγαν
τῶν στενῶν ὁρίων τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τοῦ κύκλου τῶν ἀδελφῶν
μοναχῶν καί, ἄρα, θὰ κυκλοφοροῦσαν πιὸ εὐρέως τὰ ὅσα ἐκεῖ μέσα
καταγράφονται καὶ ἀναφέρονται.

149. Κατήχησις 4, SC 96, 332208-212: «Τί δὲ καὶ περὶ τῶν ἀναξίως προσερχομένων καὶ
αἰτήσεις ποιουμένων εἰς τοὺς προεστῶτας αὐτῶν εἴπω; Καὶ οἱ μὲν ὅσοι εὐλαβείας δῆθεν
τῆς ἔξωθεν ἐπιμελόμενοι μόνον ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, ὅσοι πρὸς τὰ κέρδη καὶ τὴν δόξαν καὶ
τὰ παρόντα μόνον κεχήνασιν».
150. Κατήχησις 4, SC 96, 332218-334239: «Οἱ δὲ ὅσοι τῇ ἀμελείᾳ καὶ ῥαθυμίᾳ ἐξ αὐτῆς
αὐτῶν τῆς ἀποταγῆς ἐκδότους δεδώκασιν ἑαυτούς, ἀδυναμίαν σώματος
προβαλλόμενοι, οἱ ἀπὸ τοῦ κόσμου χθὲς καὶ πρώην ἐλθόντες καὶ μυρίων κακῶν
γέμοντες, πρὸ τοῦ ὑποταγῆναι καὶ ἱδρῶσαι καὶ κοπιάσαι αὐτοὺς εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ,
ἀπερχόμενοι ἵστανται, ὡς εἴρηται, μετὰ τῶν πολλὰ κεκοπιασάντων ἐπακουμβίζοντες.
Καὶ ἐὰν εἴπῃ ὁ πλησίον αὐτοῦ πρὸς ἕνα τούτων· “Εἴσελθε, ἀδελφέ, εἰς τὸν συνήθη σου
τόπον καὶ στῆθι ψάλλων ἐκεῖ μετὰ τῶν ἀδελφῶν· δύνασαι γάρ”, ἀποκρίνεται λέγων·
“Ἀπὸ τῶν ὧδε μᾶλλον προσεχέστερον ἀκούων, κάλλιον ψάλλω ἤπερ ἀφ’ οὗ ἐκ
συνηθείας ἵσταμαι τόπου”. Ἐὰν δὲ πάλιν προσθεὶς ὁ ἀδελφὸς εἴπῃ αὐτῷ “Οὐ δύνασαι
ὧδε ἵστασθαι, ἀδελφέ, ἄνευ προστάξεως τοῦ προεστῶτος ἡμῶν”, ἀκούσας ἐκεῖνος εὐθὺς
ἀπελθὼν αἰτεῖται τὸν προεστῶτα, σώματος ἀδυναμίαν προφασιζόμενος καὶ ἀσθένειαν,
ἕως οὗ ἐπιτύχῃ τοῦ ἰδίου σκοποῦ· “Καὶ ἵνα, φησί, πάτερ, ἀκούω τὸν πρῶτον κανόναρχον
καὶ ἵσταμαι εἰς τὸ πρῶτον στηθέον ἢ εἰς τὸ δεύτερον τοῦ δεῖνος ἐγγύς”, παρισάζων
ἑαυτὸν τῷ κεκοπιακότι πολλά· καὶ ὁπηνίκα τοῦ σκοποῦ τύχῃ, ἔκτοτε οὐδέποτε δύναται
στῆναι ἐν τῷ χορῷ».

85
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

Ὁ ἅγιος Συμεών, ἀνεξάρτητα μὲ τὸ θέμα ποὺ πραγματεύεται κάθε


φορὰ σὲ κάποια ἀπὸ τὶς Κατηχήσεις του, ἀπευθύνεται στοὺς ἀδελφοὺς
μοναχοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ζεῖ μαζί, μεριμνᾶ γι’ αὐτοὺς ὡς ἡγούμενος,
νοιάζεται ὡς ἀδελφὸς καὶ τοὺς ἀγαπᾶ βαθιὰ ὡς πνευματικὸς πατέρας151,
αἰσθανόμενος φανερὰ τὴ ζέση αὐτῆς τῆς ἀγάπης στὴν καρδιά του. Ἐκτὸς
ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ἀρχίζει πάντα τὴ συγγραφὴ τῶν Λόγων
προσφωνώντας τους ἀδελφοὺς καὶ πατέρες152. Συμβαίνει, λοιπόν, κατὰ
τὴν ἀνάγνωση τῶν Κατηχήσεων, νὰ γίνεται σὲ ἄμεσο χρόνο ἀντιληπτὴ
ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ἡ ἀγωνία ποὺ συνοδεύει τὸ μέγεθος τῆς
πολυδιάστατης προσπάθειας ποὺ καταβάλλει ὁ Συμεὼν γιὰ τὴ
διασφάλιση τῆς ὀρθῆς καθοδήγησης τοῦ ποιμνίου του ἢ τὸ ξεδίπλωμα
μέσα στὸ κείμενο ὅλων ἐκείνων τῶν ἀρετῶν ἑνὸς χαρισματικοῦ
ἡγουμένου, τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας τοῦ ὁποίου ἔχουν οἱ ἀδελφοί του
μοναχοί. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος παρουσιάζεται ὡς ὁ
ἀναμφίβολος πνευματικὸς πατέρας τους, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ τοὺς
παρακαλεῖ ταπεινὰ νὰ σεβαστοῦν συγκεκριμένες παραινέσεις του πού,
ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη, αὐτὲς ἐτέθησαν ὡς σωτήριος νόμος γιὰ τὴν
ἀκώλυτη σπουδὴ τοῦ ἔργου τῆς ἀρετῆς, δηλαδὴ τοῦ ἔργου τοῦ φιλαγάθου
καὶ μισθαποδίδοντος Θεοῦ· «Παρακαλῶ οὖν ὡς ἕνα πάντας ὑμᾶς, πατέρες
μου καὶ ἀδελφοί μου καὶ τέκνα, καὶ ταῦτα ὡς νόμον σωτήριον ὑποτίθημι,
ἵνα σπουδάσητε ἕκαστος ὑμῶν βαλεῖν τοιαύτην ἀρχὴν εἰς τὸ ἔργον τῆς

151. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ φωτός», σ. 10, ὅπου ἀναφέρονται τὰ
ἑξῆς: «Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση στὴ χριστιανικὴ κοινωνία πλέκεται γύρω ἀπὸ δύο
πολὺ σημαντικοὺς γιὰ τὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὅρους: Πατὴρ καὶ γέρων.
... Πατέρες εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατηχοῦν καὶ εἰσάγουν στὶς τάξεις τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι
βέβαια οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ πρεσβύτεροι. Αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶναι σὰν τοὺς φυσικοὺς
γονεῖς καὶ σὰν τοὺς διδασκάλους. Ἀλλ’ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ κάτι πέραν αὐτῶν, διότι
ἔχουν δεχθεῖ κάτι ἀπὸ τὸν θεῖο, τὸν οὐράνιο Πατέρα».
152. Παρατηρεῖται διαφοροποίηση στὸν τρόπο προσφώνησης τῶν μοναχῶν στὴν
ἀρχὴ τῶν Κατηχητικῶν Λόγων· λ.χ.: στὴν Κατήχηση 4, SC 96, 3125, ὅπου ὁ ἅγιος
προσφωνεῖ τοὺς μοναχοὺς Πατέρες καὶ ἀδελφούς. Στὶς Κατηχήσεις 16, καὶ 19, SC 104,
2367 καὶ SC 104, 3148 ἀντίστοιχα, ξεκινᾶ λέγοντας Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες καὶ τέκνα. Στὴν
Κατήχηση 18, SC 104, 2668, παρὰ τὴ χρήση ἑνικοῦ ἀριθμοῦ μὲ τὴν προσφώνηση Ἀδελφέ,
ἀποδέκτες τῶν συμβουλῶν εἶναι ὅλοι οἱ ἔχοντες τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Στὴν Κατήχηση 20,
SC 104, 33010, προσφωνεῖ Ἀγαπητοί μου καὶ περιπόθητοι ἀδελφοί. Στὴν Κατήχηση 23, SC
113, 126, ὅπου ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξει τὴν πατρική του ἀγάπη, ὁνομάζει τὸ ποίμνιό του
Υἱοί μου ἔσχατοι, ἀγαπητοί μου, περιποίητοί μου. Καὶ στὴν Κατήχηση 30, SC 113, 1945, ἡ
προσφώνηση εἶναι σύντομη, Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.

86
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀρετῆς ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τοῦ Θεοῦ, δι’ οὗ καὶ τοὺς μισθοὺς ἀναλόγως τῶν
πόνων ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ φιλαγάθως λαμβάνομεν»153. Παρουσιάζεται ὡς
νουθετῶν τὸν γλυκύτατο ἀδελφό του (ἐκεῖνον ποὺ στὸ πρόσωπό του
βλέπει καὶ τὴν προβολὴ ὅλων τῶν ὑπολοίπων), ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ἀλλὰ
τοῦ διασαφηνίζει πώς, σὲ κάθε περίπτωση, ὅ,τι καὶ ἂν ἔπραξε τὸ ἔπραξε
μὲ κύριο γνώμονα τὴν ἄδολη, σφοδρὴ ἀγάπη του γι’ αὐτὸν καὶ τὴν
ἐπιθυμία του γιὰ τὴν ἐπαναπρόσληψη τῆς θεοειδοῦς εἰκόνας ποὺ χαρίζει
τὸ ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν· «Ἔγνως γὰρ πάντως ἄρτι τὰ τῆς ἐμῆς πρὸς σὲ
διαθέσεως, καὶ ὡς οὐ μισῶν σέ ποτε ἢ βδελυσσόμενος ἐπέπληττον καὶ
παντὶ τρόπῳ ταῖς νουθεσίαις ἠσφαλιζόμην, ἀλλὰ σφόδρα φιλῶν σε καὶ τῷ
περὶ σε πόθῳ ἀνενδότως φλεγόμενος. ... Θεοειδὴς γὰρ γενόμενος,
θεοειδέστερον βλέπεις καὶ πάντα τὰ καθ’ ἡμᾶς»154. Παρουσιάζεται ὡς ὁ
ἐπιθυμῶν τὴ δωρεὰ πνευματικῶν ἀγαθῶν σὲ καθοδηγούμενο
χριστιανικὸ ποίμνιο -καὶ εἶναι ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία του πρὸς τὴ σωτηρία
(μεταδοῦναι ποθοῦμεν ἐξ ὧν εἰλήφαμεν τοῖς συνδούλοις ἡμῶν, οἵτινές ἐστε
ὑμεῖς, οἱ Χριστοῦ λαὸς καὶ ποίμνιον ἱερὸν καὶ βασίλειον ἱεράτευμα ἀκούειν
καὶ καλεῖσθαι ἠξιωμένοι155)- ἔχει ὅμως καὶ τὴν ἐμπειρία, μαζὶ καὶ τὴ
γνώση τῆς ποιμαντικῆς· ἀξιωμένης σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ εἶναι σὲ
θέση, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνιους, κοπιώδεις ἀγῶνες, νὰ τὴν ἀσκεῖ μὲ τὴν
ἀπαιτούμενη ἱκανότητα καὶ διάκριση ἀλλὰ καὶ νὰ συμβουλεύει τοὺς
ἀδελφούς πάντα μὲ ταπεινότητα: «Εἰ δὲ ἡ πρόβλησις τοιαύτη καὶ οὕτω
δύσκολος καὶ εἰς τὸ γενέσθαι ταύτην κατὰ Θεὸν δυσνόητος, πολλῷ μᾶλλον
ἡ τῶν πραγμάτων αὐτῶν ἐγχείρησις καὶ διοίκησις, καὶ ἡ πρὸς τοὺς πειρα-
σμοὺς ὑπομονή, καὶ ἡ πρὸς τοὺς πολέμους λεπτότατη διάκρισις. Διὰ δὴ
τοῦτο ὀλίγα ταῦτα, ἐξ ὧν μαθεῖν καὶ γνῶναι κατηξιώθημεν, δῆλα τῇ ἀγάπῃ
ὑμῶν διὰ τῆς κατηχήσεως ταύτης ποιήσαι ᾠήθημεν δεῖν»156. Ὥστε, ἐὰν ἐκ
τῶν περιστάσεων ἀπαιτεῖται νὰ παρέμβει ὁ ἅγιος, πρὸς ὄφελος τῶν
μοναχῶν, ἀκόμα καὶ ψέγοντας τὸ σφάλμα, δὲν ἀρνεῖται νὰ τὸ πράξει. Γι’
αὐτὸ καὶ σὲ συγκεκριμένη του ἀναφορά του στὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως,
καὶ προκειμένου νὰ προλάβει πολλαπλὸ κακὸ ποὺ θὰ προέκυπτε ἐὰν
ἐπέτρεπε τὴν ἑδραίωση παράλογων σκέψεων ἐξαιτίας μιᾶς ἴσως λάθους

153. Κατήχησις 26, SC 113, 7242-7447.


154. Κατήχησις 21, SC 104, 362140-144· 147-148.
155. Κατήχησις 34, SC 113, 27432-35.
156. Κατήχησις 18, SC 104, 292329-335.

87
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

θεώρησης τῶν πραγμάτων ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, βλέπουμε τὸν ἅγιο νὰ


σηκώνει μονομιᾶς τὸ βάρος τῆς εὐθύνης καὶ νὰ ἀποδεικνύεται γιὰ
πολλοστὴ φορὰ στιβαρὸς ποιμένας, ποὺ δὲν ἀποδέχεται τὸν συμβιβασμὸ
μὲ τὴν προβληματικὴ κατάσταση. Ρωτᾶ εὐθέως τοὺς μοναχούς: «Μή, ὡς
ὑμεῖς φατε ἀσυνέτως -ἵνα καὶ ἀξίως καθάψωμαι ὑμῶν, ἀπερίτμητοι ταῖς
καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν-, ὅτι τινὲς ἔλαχον φύσεως σκληρᾶς καὶ οὐκ ἄν ποτε
δυνηθεῖεν κατανυγῆναι καὶ κλαῦσαι, τοῦτο καὶ ὁ μέγας Γρηγόριος εἴρηκε;».
Καὶ ἀπαντᾶ μὲ σοβαρότητα: «Μὴ γένοιτο! Οὔτε φύσις ἀνθρώπου ἐστὶ μὴ
φυσικῶς ἔχουσα μᾶλλον τὰ δάκρυα καὶ τὸ κλαίειν καὶ τὸ πενθεῖν, οὔτε ὁ
ἅγιος οὗτος, οὔτε ἕτερός τις τῶν ἁγίων, τοῦτο εἶπεν ἢ ἔγραψεν»157. Καὶ
ὁπωσδήποτε ἡ καταφυγὴ τοῦ ἁγίου Συμεὼν στὴ μέθοδο τῶν ἐπὶ τούτῳ
τιθέμενων ἐρωτημάτων πρὸς τὸ ποίμνιο καὶ τῆς προσφορᾶς, ἀκολούθως,
ἄμεσων ἀπαντήσεων, εἶναι μιὰ μέθοδος τὴν ὁποίαν ἀρκετὲς φορὲς θὰ
συναντήσει ὁ ἀναγνώστης μέσα στὶς Κατηχήσεις νὰ υἱοθετεῖται ἀπὸ τὸν
ἱερὸ πατέρα. Μάλιστα, σὲ κάποιες περιπτώσεις, παρατηρεῖται τὰ
ἐρωτήματα νὰ τίθενται ἀπανωτὰ μέσα σὲ μιὰ παράγραφο, οἱ δὲ
ἀπαντήσεις νὰ εἶναι ἀντίστοιχα πολλές· ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ ἐξιστορήσεις,
οἱ ἐπεξηγήσεις τῶν ὑψηλῶν νοημάτων καὶ οἱ ἀποσαφηνίσεις ποὺ
συνοδεύουν ἐρωτήματα καὶ ἀπαντήσεις ἐνέχουν σημαντικὴ, πνευματικὴ
ἀξία158.
Γενικότερα, γίνεται ἀντιληπτό πὼς δὲν ὑπάρχει ἱκανὸς τρόπος, ὁ
ὁποῖος μπορεῖ νὰ προωθήσει τὸ κατηχητικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου καὶ νὰ τὸ
φτάσει ἀτόφιο μέχρι τὶς καρδιὲς τῶν ἀναγνωστῶν ἢ ἀκροατῶν τῶν
Λόγων, τὸν ὁποῖο νὰ μὴν ἐκμεταλλεύεται ὁ Ἅγιος καὶ τὸν ἀπορρίπτει.
Τόσο τὸ ὀξὺ πνεῦμα του ὅσο καὶ ἡ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν
ἐξαναγκάζουν σχεδὸν νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ εὐκαιρία γιὰ διδαχὴ
νὰ μείνει ἀνεκμετάλλευτη. Ἔτσι, σὲ συγκεκριμένο Κατηχητικὸ Λόγο
παρατηροῦμε τὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ καταφεύγει σὲ γραπτὴ
διαμόρφωση ἀνθρωπομορφικῶν εἰκόνων προκειμένου νὰ διαρθρώσει τὸν
λόγο του, σὲ μιὰ προσπάθειά του νὰ καταστήσει σαφὲς ὅτι ὁ ἀγώνας
ἑνὸς μοναχοῦ νὰ παραμείνει ἐντὸς τῆς ὁδοῦ τῆς ἀρετῆς, ὁδοῦ, ποὺ
περπατοῦν οἱ ἅγιοι καὶ ποὺ ὁδηγεῖ διὰ τῆς ἄσκησης στὴν κάθαρση ἀπὸ

157. Κατήχησις 29, SC 113, 182211-184218.


158. Κατήχησις 5, SC 96, 37411-38064· 29, SC 113, 188271-190308.

88
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τὰ πάθη, εἶναι μεγάλος καὶ ὁπωσδήποτε καθόλου ἀπαλλαγμένος ἀπὸ


κινδύνους παρεκκλίσεων ποὺ μποροῦν νὰ ξεκινήσουν ἐξαιτίας
διαφορετικῶν ἀφορμῶν, ὅμως ἡ αἰτία βρίσκεται στὶς ποικίλες ἐπιθέσεις
τοῦ διαβόλου καὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων159. Σὲ ἄλλη Κατήχηση ὁ λόγος
του γίνεται ἄμεσα συμβουλευτικός, καθὼς διακρίνει αὐτὸς πρῶτος ὅτι
περιθώρια πλάνης ἢ παρερμηνειῶν στὰ τῆς πίστης δὲ χωροῦν καὶ οὔτε
ποτὲ θὰ ἐπιτραπεῖ νὰ ἰσχύσουν. Λέγει, λοιπόν, συμβουλεύοντας τοὺς
μοναχούς: «Μὴ οὖν πλανᾶσθε, ἀδελφοί, ὁ ἐν σκότει διάγων ἔξω τῆς θύρας
ἐστίν, ὁ δὲ δοκῶν εἰσελθεῖν καὶ οὐ διὰ τοῦ φωτὸς εἰσῆλθεν, ἔξω καὶ αὐτὸς
τῆς μάνδρας ἐστίν». Καὶ συνεχίζει ἐπεξηγῶν: «Εἰ γὰρ φῶς τοῦ κόσμου καὶ
θύρα ὁ Χριστός, φωτοειδὴς πάντως θύρα ἐστὶ καὶ οὐχὶ θύρα μόνον ἁπλῶς,
καὶ ὁ ἐν ταύτῃ γεγονὼς ἐν τῷ τοῦ κόσμου φωτὶ γέγονε. Φῶς δὲ τοῦ κόσμου
ἐστὶν οὐχ ὡς αἰσθητῶς ὁρώμενος, ἀλλ’ ὡς νοερῶς θεωρούμενος»160. Ἀλλοῦ,
γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς ὀρθῆς στάσης ποὺ ὀφείλουν νὰ κρατοῦν οἱ
μοναχοὶ μέσα στὴ μονή, βλέπουμε τὸν Συμεὼν νὰ μὴν ἀρκεῖται μόνο σὲ
δικά του λόγια, ἀλλὰ νὰ καταφεύγει καὶ σὲ ρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του
πατρός, τοῦ Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου, σὲ πιὸ νεαρὴ
ἡλικία, εἶχε ἀποθέσει τὴν ἀνάγκη του γιὰ πνευματικὴ φροντίδα καὶ
καθοδήγηση161. Τοῦτον τὸν ἄνδρα δὲ διστάζει νὰ τὸν ἀποκαλέσει ἅγιο καὶ
μακαριώτατο καὶ λάμψαντα δίκην ἡλίου μέσον τῆς περιωνύμου μονῆς τῶν
Στουδίου, προτοῦ προβεῖ σὲ μιὰ ἐκ νέου ἀνάσυρση στὴν ἐπιφάνεια
παλαιότερων παραινέσεών του: «Ὀφείλει εἶναι ὁ μοναχὸς ἐν τῷ
μοναστηρίῳ ὡς ὢν καὶ μὴ ὢν καὶ μὴ φαινόμενος, μᾶλλον δὲ μηδὲ
γνωριζόμενος»· προσθέτοντας στὴ συνέχεια καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς φράσης
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Συμεὼν (Εὐλαβῆ): «Ὡς ὢν μὲν τῷ σώματι, μὴ ὢν δὲ τῷ
πνεύματι, μὴ φαινόμενος δὲ εἰ μὴ μόνοις διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῖς

159. Κατήχησις 7, σσ. 532-53412.


160. Κατήχησις 28, SC 113, 152301-307.
161. Βλ. HILARION ALFEYEV, St Symeon the New Theologian and Orthodox Tradition, Oxford
University Press, New York 2000, p. 13: «The monastery of Stoudios played a decisive role in
the life of Symeon the New Theologian. Here he met his spiritual father Symeon the Studite,
whose influence on him was enormous. Here he began his own monastic path. ... The
Stoudion was Symeon the New Theologian’s spiritual homeland, and we shall not come to
understand his monastic achievements without first looking at what this monastery meant
for him and for Byzantine monasticism in general».

89
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

καθαροῖς τῇ καρδίᾳ, μὴ γνωριζόμενος δὲ διὰ τὸ μὴ ἔχειν μετά τινος τι»162.


Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ διὰ τῶν Κατηχητικῶν Λόγων ἀναφορὰ τοῦ Συμεὼν
σὲ πρόσωπα δικαίων δὲν ἐξαντλεῖται μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸν πνευματικό
του πατέρα. Λόγου χάρη, ἀναφέρεται σὲ παράδειγμα τινῶν ἀνθρώπων,
καίτοι ἀνωνύμων (ἀφοῦ δὲν ὑπεισέρχεται σὲ λεπτομέρειες περὶ τῆς
ταυτότητάς τους), προκειμένου, στὴ μιὰ περίπτωση νὰ προβάλλει τὸ
ἄδολο καὶ συγκινητικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πρώτου γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς
μοναχούς, στὴν ἄλλη νὰ ἐξάρει τὸ μεγαλεῖο τοῦ δεσμοῦ ἀγάπης ποὺ
ἀναπτύσσεται στὶς καρδιὲς τῶν ἀληθινῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν, τὶς ὁποῖες
αὐτὴ φλέγει καὶ κινεῖ163.
Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Συμεὼν σὲ πρόσωπα, τὸ παράδειγμα ἢ τὸν λόγο τῶν
ὁποίων χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν οἰκοδόμηση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς
διδασκαλίας του, ἐπεκτείνεται καὶ σὲ πρόσωπα ἁγίων164, πού, εἴτε
κατονομάζει, ὅπως τὸν ἅγιο Εὐθύμιο, τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, τὸν ὅσιο Σάββα,
τὸν ἅγιο Στέφανο τὸν Νέο, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο (τὸν
ὁποῖο συνηθίζει ν’ ἀποκαλεῖ μέγα) ἢ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο (στὸν
ὁποῖο, χαρακτηριστικά, ἀποδίδει τὸ ἐπίθετο χρυσορρήμονα) εἴτε
ἀναφέρεται πιὸ ἀόριστα, κάνοντας λόγο γιὰ τοὺς καθεξῆς πατέρες
ἅγιους165. Ὅμως, καὶ πρόσωπα ποὺ δροῦν καὶ πρωταγωνιστοῦν σὲ βιβλία
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲ μένουν ἐκτός, ἀφοῦ δὲ λείπουν εὐθεῖες
ἀναφορὲς σὲ αὐτά. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, γιὰ τὶς ἀπαιτήσεις Κατήχησης,
ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀποσαφήνιση τῶν διαφορῶν ἀνάμεσα στὴν κακὴ καὶ
τὴν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν ὑποταγὴ ἢ ὄχι στοὺς ἀνάλογους λογισμοὺς
ποὺ συνεπάγονται αὐτῶν, ὁ ἅγιος ὑπενθυμίζει τὶς περιπτώσεις τοῦ
ἐκπεσόντος Ἑωσφόρου, τοῦ ἀδελφοκτόνου Κάϊν καὶ τοῦ τυφλωμένου ἀπὸ
φθόνο γιὰ τὸν Δαβίδ βασιλιᾶ Σαούλ166. Γιὰ τὴ διδακτικὴ ἐπεξήγηση τῶν
συνεπειῶν τῆς παράβασης τῆς δοθείσης ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς
πρωτόπλαστους ἐντολῆς, ἀναφέρεται ἐκτεταμένα στὰ πρόσωπα καὶ τὰ
φρικτὰ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος γεγονότα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς πρῶτες
στιγμὲς μετὰ τὴν πτώση τῶν Ἀδὰμ καὶ Εὔας, ἐνῶ παράλληλα, ἀφήνει

162. Κατήχησις 6, SC 104, 28172-178.


163. Κατήχησις 8, SC 96, 9042-67.
164. Βλ. HILARION ALFEYEV, St Symeon the New Theologian, pp. 132-136.
165. Κατήχησις 29, SC 113, 17075-17298.
166. Κατήχησις 4, SC 96, 32069- 77.

90
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

μέσα στὸ κείμενό του νὰ διαφανεῖ διαδοχικὰ ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία, ἡ


φιλανθρωπία, ἡ παντογνωσία, ἡ δικαιοκρισία, τὸ ἔλεος, ἡ εὐσπλαγχνία
καὶ ἡ σοφία τοῦ Ποιητῆ Δεσπότη167. Ὥστε ὁ μελετητὴς τῶν Κατηχητικῶν
Λόγων συμπεραίνει ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ
φαίνεται νὰ γνωρίζει καλὰ τὸ περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ
τῆς πατερικῆς σκέψης, ἐκεῖ ποὺ τὸ σωτήριο μήνυμα τῆς παραδεδομένης
ἀλήθειας ξεδιπλώνεται στὴ γραπτή του μορφὴ καὶ στέκεται ὡς ἕνα εἶδος
αἰώνιας, πνευματικῆς κληρονομιᾶς χαρισμένης σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Εἶναι
αὐτό, δηλαδή, τὸ περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο ὡς παράδειγμα καὶ ἀφορμὴ
συχνὰ ἐκκινεῖ τὴν κατήχησή του, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐμπιστεύεται τὴ
θεοπνευστία ποὺ τὸ διακρίνει καὶ ἀνάλογα τὸ χρησιμοποιεῖ πρὸς ὄφελος
τόσο τῶν ἀδελφῶν του μοναχῶν ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο.
Ἀναφερόμενοι στὸν ἅγιο Συμεὼν μιλοῦμε ὁπωσδήποτε γιὰ ἕναν
πατέρα, ποὺ μὲ τὴ ζωή του καὶ τὶς πράξεις του ἕπεται ἐπακριβῶς τοῦ
ἀποκεκαλυμμένου λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ διδασκαλικοῦ ἔργου τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν τῆς
δικῆς του ἐποχῆς. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος, σεβόμενος τὴ διασφάλιση ποὺ
παρέχει ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ διαδοχὴ μέσα στὸν χρόνο, καθιστᾶ σαφὲς
στὸ ποίμνιό του ὅτι καὶ αὐτὸς τὶς ἴδιες ἀλήθειες πιστεύει. Καὶ δὲ φοβᾶται
νὰ ἀνακηρύξει ἑαυτὸν ἀκόμα καὶ ἄξιο ἀναθεματισμοῦ, ἐὰν κάτι τέτοιο
δὲν ἰσχύει: «Καὶ εἰ μὴ τὰ αὐτὰ τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ θεοφό-
ροις πατράσι φρονοῦμεν καὶ λέγομεν κατὰ τὰ εἰρημένα, καὶ τὰ τῶν ἁγίων
Εὐαγγελίων ρηθέντα παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡμεῖς δευτεροῦμεν, ... ἔστω μὲν
ἐμοὶ τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ Πνεύματος ἁγίου
ὡς διδάσκοντι παρ’ ὃ οἱ θεῖοι ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καὶ εὐηγγελίσαντο»168.
Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἕναν πατέρα, ὁ ὁποῖος δὲν ἐννοεῖ νὰ ἐπιτρέψει τὴ
δημιουργία λάθος ἐντυπώσεων γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι γνήσιος
συνεχιστὴς ἑνὸς ποιμαντικοῦ ἔργου, ποὺ χρονικὰ ἀνάγεται μέχρι τὶς
μέρες τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Καὶ τὸ ὁμολογεῖ αὐτὸ
κατηγορηματικά: «Ὁρᾶτε πῶς καὶ αὐτὸς ὁ Δεσπότης ἴσως ἡμῖν τοῖς αὐτοῦ
δούλοις πρὸς ὑμᾶς διαλέγεται. ... Ὁρᾶτε ὅτι τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς τῷ Δεσπότῃ
πρὸς τοὺς ὁμoδούλους ὑμᾶς φθεγγόμεθα καὶ οὐδὲν διεστραμμένον ἢ

167. Κατήχησις 5, SC 96, 398160-408394.


168. Κατήχησις 34, SC 113, 290248-292259.

91
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

φαῦλον λέγομεν»169. Εὐθαρσῶς ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ἔργο του ἐκτὸς ἀπὸ


διδασκαλικὸ («ἐκδιδάσκομεν ... ἀποδείξαι καὶ βεβαιώσαι προτεθυμήμεθα170)
εἶναι ἐπίσης καὶ κατηχητικό, οἱ Κατηχητικοὶ Λόγοι του μὲ τὴν ἀγάπη ὡς
κριτήριο συντάσσονται καὶ διαμορφώνονται171. Ἡ αἰτία τῆς συγγραφῆς
τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει,
συμβουλευτική172. Ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς μαθητές του, ὄχι ἐπειδὴ θέλει
μόνο νὰ νουθετήσει -θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ ἕνα τέτοιο
ἐγχείρημα-, ἀλλά «ὡς ἀγαπῶντες λίαν ὑμᾶς, καὶ ὅσα γινώσκομεν
ὠφελοῦντα καὶ συνεργοῦντα ψυχὴν πρός τε τὴν ἐκ τοῦ κόσμου φυγήν καὶ
τὴν τῶν παθῶν ἀλλοτρίωσιν καὶ Θεοῦ ἀγάπην καὶ τελείαν ἀπάθειαν»173.
Ἀρχὴ καὶ τέλος αὐτῆς τῆς προσπάθειας, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς
πατέρας, εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσκάλεσε πρῶτος τοὺς μαθητές,
ἀλλὰ καὶ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν μιμηθοῦν νὰ λάβουν τὸν σταυρό τους καὶ
νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν174. Ὁ ἱερὸς πατέρας διερμηνεύοντας τὴ θεία
πρόσκληση ἀναφέρεται στὸν συμβολισμὸ ποὺ κρύβεται μέσα της
λέγοντας: «Δι’ οὐδὲν οὖν ἕτερον τὸν σταυρὸν ἐσχάτως τεθεῖναι καὶ παρὰ
τῆς Γραφῆς ἐδιδάχθην καὶ δι’ αὐτῆς τῆς πείρας μεμάθηκα, εἰ μὴ διὰ τὴν
τῶν θλίψεων καὶ πειρασμῶν ὑπομονὴν καὶ τελευταῖον διὰ τὸν θάνατον
αὐτὸν τὸν ἑκούσιον, ὅνπερ καὶ τοῖς τότε καιροῖς, ἐπικρατουσῶν τῶν
αἱρέσεων, πολλοὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ τῶν ποικίλων βασάνων
προείλοντο, νυνὶ δὲ Χριστοῦ χάριτι ἐν καιρῷ βαθείας καὶ τελείας εἰρήνης
οὐδὲν ἕτερον ἐπληροφορήθημεν εἶναι σταυρὸν καὶ θάνατον, εἰ μὴ τὴν
παντελῆ τοῦ ἰδίου θελήματος νέκρωσιν»175. Καὶ ὁ ἴδιος εἶναι αὐτὸς ποὺ

169. Κατήχησις 33, SC 113, 25263-64· 66-25468.


170. Κατήχησις 34, SC 113, 292270-272.
171. Κατήχησις 1, SC 96, 234135-236145.
172. Κατήχησις 20, SC 104, 33016: «τὰ πρὸς συμβουλὴν καὶ ὑπόμνησιν».
173. Κατήχησις 20, SC 104, 33017-33220.
174. Ματθ. 10, 37-38· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ
φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Ματθ. 16, 24· «Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
175. Κατήχησις 20, SC 104, 33233-41. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Δ. ΤΣΑΜΗΣ,
Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 104-105,
«Μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καὶ πραγματικὴ μετοχὴ σ’ αὐτὸ θεωρήθηκε ὁ θάνατος
τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ Ἐκκλησία χαρακτήρισε τὸ μαρ-

92
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀναλαμβάνει τὴν πρόσθετη εὐθύνη νὰ κατηχήσει τὸ ποίμνιό του


ὀρθόδοξα καὶ μὲ ταπεινοφροσύνη176. Πράγματι, τὸ νὰ παρουσιάζεται
ὁμιλῶν, παραμένοντας πρωτίστως ἀληθινὰ ταπεινὸς, καὶ κατόπιν νὰ
ἀποτολμᾶ τὴν κατήχηση τῶν ἀδελφῶν του μοναχῶν εἶναι μιὰ
ἀξιοσημείωτη συνήθειά του: «πείσθητέ μοι ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, τῷ ἀναξίῳ,
καὶ τὴν ἐμὴν ὀλιγοψυχίαν καὶ ῥαθυμίαν ἐάσαντες, φροντίσατε, παρακαλῶ,
τῶν ψυχῶν ὑμῶν καὶ ἀόκνως τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ ποιεῖν σπεύσατε· καὶ
κατ’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ μὴ γογγύζητε»177. Ἀντικειμενικὰ ἑστιάζει στὶς
ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὸ πρόσωπο τοῦ Συμεὼν φανερώνεται μία
πολυδιάστατη προσωπικότητα μὲ ἀνήσυχο πνεῦμα, ὅπου ἡ αυστηρότητα
τῆς ποιμαντικῆς εὑθύνης του ὡς ἡγουμένου δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ
ἐκφράζει τὰ βαθιά του συναισθήματα, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς
συμπεριφορὲς τῶν μοναχῶν καὶ τὰ συμβαίνοντα γεγονότα. Γιὰ
παράδειγμα, ὁ ἅγιος ὑποφέρει ἀπὸ ξεστομισμένα λόγια ἀγαπημένου
ἀδελφοῦ, τὰ ὁποῖα, ὅπως ὁμολογεῖ «καὶ τὴν ἐμὴν καρδίαν ὡς βέλος
ἔτρωσαν», καὶ ὄχι μόνον αὐτό, «ἀλλὰ καὶ πῦρ γενόμενα ἐν αὐτῇ
διαπαντός» τὸν «δαπανῶσι καὶ καταφλέγουσιν», καί ταῦτα τὸν ἱερὸ
πατέρα «ἡμέραν καὶ νύκτα ἴσον ἀλγεῖν πεποιήκασι, ταῦτα καὶ γλυκύτητα
ὕπνου ἀποδιώκουσι καὶ τροφὴν ἀποσείεσθαι ἀναγκάζουσι»178. Ταράσσεται
φανερὰ καὶ στενοχωρεῖται ὅταν φέρνει στὴ μνήμη του τὰ πρόσωπα τινῶν
ἀκροατῶν λαϊκῶν καὶ μοναχῶν τοῦ λόγου τοῦ Συμεὼν Εὐλαβοῦς περὶ
προβλήματος στὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων χωρὶς
πραγματικὴ συντριβὴ καὶ δάκρυα, οἱ ὁποῖοι ἐκτιμοῦν στὴ συνέχεια τὸ
νόημα ἐσφαλμένα καὶ δυστυχῶς καταλήγουν σὲ ὁμοίως ἐσφαλμένη,

τύριο ὡς “βάπτισμα αἵματος” καὶ τὸ συνέδεσε μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀποκάλε-
σε βάπτισμα τὸν σταυρικὸ του θάνατο» καὶ συνεχίζει: «Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ζωὴ τοῦ
Χριστιανοῦ δὲν νοεῖται χωρὶς τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ στὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ
καὶ ἡ μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου εἶναι ἀναφαίρετο χαρακτηριστικὸ τῆς χριστιανικῆς
ζωῆς, ὁ κάθε πιστὸς εἶναι ἕνας “ἐν δυνάμει” Μάρτυρας. Καὶ ἐὰν τὸ ἀπαιτήσουν οἱ
περιστάσεις, ὅπως στοὺς διωγμούς, ὁ πιστὸς ὑπομένει μὲ προθυμία καὶ χαρὰ τὸ
μαρτύριον τοῦ αἵματος»· στοὺς εἰρηνικοὺς ὅμως χρόνους ὑφίσταται καθημερινά τὸ
ἐξίσου ἐπώδυνο “μαρτύριον τῆς συνειδήσεως”», τὸ ὁποῖο βιώνουν ἰδιαιτέρως οἱ μοναχοί.
176. Κατήχησις 34, SC 113, 2707-27435.
177. Κατήχησις 3, SC 96, 28010-14.
178. Κατήχησις 19, SC 104, 31853-58.

93
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

καταστροφικὴ ἀπόφαση ἀποχῆς ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία ἐπ’ ἀόριστον, ἂν


ὄχι γιὰ πάντα: «Τούτων ἀκούσας ὁ ἄθλιος ἐγὼ καὶ ταλαίπωρος, κατ’ ἰδίαν
τε μνησθεὶς ἐκείνων αὐτῶν τῶν ταῦτα εἰπόντων καὶ τῶν ῥημάτων αὐτῶν
καὶ διαπονηθείς, ἔκλαυσα πικρῶς»179. Ὡς ὑπεύθυνος ποιμένας ποὺ εἶναι,
λυπᾶται καὶ ἀνησυχεῖ ὅποτε διακρίνει χλιαρὴ διάθεση καὶ ἀπουσία
ἰσχυροῦ πόθου τῶν ἀδελφῶν του νὰ πληροφορηθοῦν γιά «τῆς χειρὸς τοῦ
Χριστοῦ τὰ θαυμάσια καὶ τὸ ἄφραστον κάλλος αὐτῆς», ἐπιλέγοντας,
οὐσιαστικὰ νὰ ἀπολέσουν τὴν ἀπόλαυση μιᾶς δόξας γιὰ τὴν ὁποία, ἐνῶ ὁ
ἴδιος ἀκόμα καὶ παντάπασιν μένει ἄφωνος, στὴν προσπάθειά του νὰ
ὁμιλήσει γιὰ τὰ περὶ αὐτῆς, ὁ Κύριος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, «τοῖς ἐξ ὅλης ζητοῦσι
ψυχῆς χαρίζεται»180. Εἶναι, ἄλλωστε, αὐτὸς ποὺ πρῶτος συναισθάνεται τὴ
δική του ἁμαρτωλότητα, θρηνώντας γιὰ τὶς πτώσεις ποὺ προκάλεσαν τὰ
ἁμαρτήματά του καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἄξιο περισσότερο νὰ
σωπαίνει, παρὰ νὰ προβάλλεται ὡς ὁ ὁμιλῶν διδάσκαλος, ποὺ ὁδηγεῖ ἕνα
ὁλόκληρο ποίμνιο στὴν πορεία του γιὰ τὴ σωτηρία181. Μάλιστα,
συγκεκριμενοποιώντας ἀκόμα περισσότερο τὴν κατάσταση στὴν ὁποία
νιώθει ὅτι βρίσκεται, τὸν βλέπουμε ταπεινοφρονοῦντα νὰ θέτει ἑαυτὸν
πρὸ τῶν δικῶν του εὐθυνῶν καὶ μετὰ νὰ προσκαλεῖ ἅπαντες νὰ
πορευθοῦν τήν «εὐθεῖαν ὁδόν, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός»182. Ἀπὸ κάποιο σημεῖο
καὶ μετά, δὲν προκαλεῖται στὸν ἀναγνώστη τῶν Κατηχήσεων ἡ
παραμικρὴ ἔκπληξη, ποὺ βλέπει τὸν χαρισματικὸ ἡγούμενο νὰ
μεταβάλλεται σὲ ὁλοένα καὶ πιὸ ζωντανὸ παράδειγμα ἀποδεδειγμένα
παραδεκτῆς, χριστιανικῆς στάσης, ἐξαιτίας καὶ τῆς ἀνεπιτήδευτης
αὐτομεμψίας πού, φυσικά, τὸν χαρακτηρίζει183.
Ὥστε ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι ἕνας διδάσκαλος μὲ ἐξαιρετικὰ πλούσιο
συναισθηματικὸ κόσμο, ὁ ὁποῖος δὲν κρύβεται, ὅταν μὲ σθένος ἀνησυχεῖ
γιὰ τὸν πλησίον καὶ τὸν προτρέπει καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ πλησιάσει τὸν
γεμάτο ἀπὸ ἀγάπη Θεὸ ὅλων, προκειμένου νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ

179. Κατήχησις 4, SC 96, 31618-21.


180. Κατήχησις 2, SC 96, 224895-96· 101-102.
181. Κατήχησις 7, SC 96, 487-19.
182. Κατήχησις 7, SC 104, 5247-49: «ἐν λάκκῳ βορβόρου κείμενος καὶ ἐν αἰσθήσει
ὑπάρχων τῶν ἰδίων κακῶν».
183. Κατήχησις 5, σ. 4283: «ἐμὸν γὰρ τὸ πάθος ἐστίν!» ἀλλὰ καὶ Κατήχησις 30, σ.
43014: «Μὴ οὖν ἀποστῆς ἕως τῆς ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς, μηδὲ ἐπιλάθη τῆς καλῆς
συμβουλῆς ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ».

94
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ στεφθεῖ στὴ συνέχεια τὸν στέφανο τῆς υἱοθεσίας καὶ
τῆς ἐξομοίωσης μὲ Αὐτόν, διότι κατὰ τὸν ἅγιο «Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀδύνατον,
οὐκ ἔστιν»184. Εἶναι, ἀκόμα, ὁ πνευματικὸς πατέρας ποὺ διὰ τῶν
κατηχητικῶν κειμένων του προτρέπει στὸ καταγίνεσθε μὲ τὴν ἀγαθὴ
ἐργασία τοῦ καλοῦ. Προτρέπει, γιὰ παράδειγμα, ἕκαστον ἀπὸ τὸ ποίμνιό
του ν’ ἀντιληφθεῖ τὴν ἀξία τῆς ἀληθινὰ ἀγαπητικῆς συμφιλίωσης μὲ τὸν
πλησίον· τὸν ἀδελφὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δικαιώνει, καί, συνεπῶς, δὲν εἶναι
ἀποδεκτὴ ἡ ὁποιαδήποτε κατάκριση, ἀλλὰ καὶ ἐν γένει ἐξουθένωσή του
ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπο· «Ἀλλὰ σπουδάσωμεν ἰδεῖν καὶ καταλλαγῆναι καὶ
ἀγαπῆσαι αὐτόν, ἀδελφοί,», λέγει ὁ Συμεών, «ὡς αὐτὸς ἐνετείλατο, ἐξ
ὅλης ψυχῆς»185. Προτρέπει μὲ ἐνθουσιασμὸ ὅλους νὰ προστρέξουν στὸν
δίδοντα Δεσπότη, τὸν ἐλεήμονα δωρητὴ πνευματικῶν χαρισμάτων, τὸν
ὄντως «μηδένα κενὸν ἀποστρέφοντα», ὥστε ἁπλόχερα νὰ τύχουν τῶν
δωρεῶν Του· «Δράμετε, ἀδελφοί, δράμετε. …», κατὰ τὸν λόγο του,
«Προσέλθετε πρὸς τὸν ἁπλῶς διδόντα Δεσπότη»186.
Ὁ ἅγιος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς συναισθάνεται τὴ σοβαρότητα ποὺ
προϋποθέτει ἡ συγγραφὴ τῶν μὲ ἀποδέκτες ἀγωνιζόμενους μοναχοὺς
Λόγων του, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι πραγματικὸς γνώστης ἰδιαίτερων,
ἀληθειῶν τῆς πίστης, ἀποκαλύπτει, κατὰ περίπτωση, μέρος ἑνὸς
πνευματικοῦ θησαυροῦ, κομμάτια τοῦ ὁποίου τοποθετεῖ διάσπαρτα μέσα
στὸ σῶμα τοῦ ἔργου. Τοῦτο εἶναι κάτι πού, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, τὸ
πράττει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ
ἀποκαλύψεις ἀληθειῶν ποὺ γίνονται μὲ γνώμονα τὴν ὠφέλεια τῶν
ψυχῶν τῶν ἀναγνωστῶν (τότε καὶ ἀκροατῶν) τῶν Λόγων, καθὼς
γνωρίζει ὅτι αὐτὲς συνεργοῦν στὴν εὐόδωση τῆς προσπάθειας φυγῆς τῆς
ψυχῆς ἀπὸ τὰ τοῦ κόσμου, τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὰ δεσμευτικὰ πάθη·
ἀλήθειες οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν τελεία ἀπάθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ187. Μέσα, δέ, στὰ κείμενα τῶν Κατηχήσεων ὁ ἅγιος φαίνεται νὰ
διατηρεῖ ἐξαιρετικὴ στάση ἀπέναντι στὶς ἀλήθειες ποὺ ἡ πεπερασμένη,
μεταπτωτική, ἀνθρώπινη φύση δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει στὴν
πληρότητά τους, ἐὰν πρῶτα δὲν προχωρήσει στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ

184. Κατήχησις 32, SC 113, 246108.


185. Κατήχησις 31, SC 113, 232113-115.
186. Κατήχησις 34, SC 113, 27655· 63-64.
187. Κατήχησις 20, SC 104, 33014-33220.

95
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

(καίτοι ὁ ἴδιος ἔχει κατακτήσει αὐτὴ τὴν πνευματικὴ πρόοδο) καί, γι’
αὐτό, ἀδυνατεῖ νὰ αἰσθανθεῖ πλατιά ἢ νὰ ἐφαρμόσει ὀρθὰ τὰ
κελεύσματά τους. Εἶναι εἰλικρινὴς ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενό τους,
διευκρινιστικὸς στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ ὁπωσδήποτε ταπεινός. Καί,
βέβαια, δὲν ἐξαιρεῖται ἀναφορᾶς ὅ,τι καὶ ὁ ἴδιος ἴσως ἀγνοεῖ, ὄντας
ἄνθρωπος παθητός188. Ὥστε γίνεται καλὸ παράδειγμα διδασκάλου μόνον
ἐὰν τοῦτα οὕτως καὶ καλῶς ἰσχύουν. Διαφορετικὰ τίθεται μὲ προθυμία
στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν καὶ ἀναγνωστῶν του: «Τοῦ γὰρ τοιούτου
διδασκάλου καὶ οἱ μαθηταὶ ἀκούοντες, μιμεῖσθαι αὐτὸν γίνονται πρόθυμοι
καὶ οὐ τοσοῦτον ἐκ τῶν ἐκείνου λόγων δέχονται τὴν ὠφέλειαν, ὅσον ἀπὸ
τῶν καλῶν αὐτοῦ πράξεων διεγείρονται καὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν ἀναγκάζονται,
ὅπερ αὐτὸς ἐγὼ ἐν ἐμαυτῷ οὐκ ἐπίσταμαι· οὐδὲν γὰρ ἀγαθὸν ἐμαυτῷ
σύνοιδα». Ὅμως ὑποθετικὰ μιλώντας ἐπάνω σὲ μιὰ προέκταση τῆς
σκέψης τοῦ ἁγίου, ἀκόμα καὶ ἂν θὰ προέκυπτε περίπτωση προσωπικῆς
ἀποτυχίας του ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ ἱκανὸς πνευματικὸς πατέρας ποὺ
ἀναμενόταν, δὲ δείχνει διατεθειμένος νὰ ἀφήσει ἕνα ποίμνιο νὰ
ὁδηγηθεῖ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στὴν ἀπώλεια. Προτείνει ἄμεσα τὴ λύση σὲ
ἕνα τέτοιο, πιθανὸ πρόβλημα ἀνικανότητας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν
ἐκ τῆς ἰδίας θέλησης ὑπακοὴ στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ
καταφυγὴ στὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων: «δέομαι καὶ παρακαλῶ
πάντας ὑμᾶς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, μὴ εἰς τὸν διακεχυμένον μου βίον
ὁρᾶν, ἀλλ’ εἰς τὰ τοῦ Κυρίου προστάγματα καὶ εἰς τὰς τῶν πατέρων ἡμῶν
τῶν ἁγίων διδασκαλίας. Οὐδὲν γὰρ οἱ φωστῆρες ἔγραψαν ἐκεῖνοι, ὅπερ
πρότερον οὐκ ἐποίησαν καὶ ποιήσαντες οὐ κατώρθωσαν»189.
Στὴ διδασκαλία του ὁ ἅγιος Συμεὼν θεολογεῖ μὲ ἀκρίβεια.
Καταπιάνεται μὲ τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν καὶ ὡς ἡγούμενος καὶ
ὡς ἀδελφός, χωρὶς νὰ γίνεται ἀσαφὴς κατὰ τὴν πορεία αὐτοῦ ποὺ
ἐπιχειρεῖ νὰ ἀναπτύξει μὲ λόγο. Ἐπίσης, δὲν παρασύρεται σὲ ἀνούσιους
ρητορισμούς, δὲν κυριεύεται ἀπὸ ἐπιπόλαια ἔπαρση ἴδιων συλλογισμῶν
καὶ τὰ γραφόμενά του δὲ χαρακτηρίζονται ἀπὸ διφορούμενη κατήχηση,
ἀλλὰ ἀντανακλοῦν στὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία του εἶναι ἀπολύτως ταυτισμένη μὲ τὴ

188. Κατήχησις 1, SC 96, 2248-22638.


189. Κατήχησις 1, SC 96, 22628-38.

96
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

θεολογία καὶ τὰ νοήματα τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν ὁποίων εἶναι γνώστης
καὶ σ’ αὐτὰ παραπέμπουν συχνὰ οἱ Κατηχήσεις. Ἔτσι, ὅταν τονίζει τὴ
σπουδαιότητα τῆς ἐξόδου ὅλων ἀπὸ τοῦ βίου τούτου ἐνδεδυμένων καὶ
στολισμένων, εἰ γε καὶ βουλοίμεθα ἐν τῷ γάμῳ τῷ βασιλικῷ
συνανακλιθῆναι τοῖς φίλοις τοῦ βασιλέως καὶ στὴ συνέχεια ρωτᾶ (μὲ
μαιευτικὰ ρητορικὸ τρόπο) τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουν ὅλοι νὰ ἐνδυθοῦν
προκειμένου νὰ μὴ βρεθοῦν γυμνοί, γιὰ νὰ ἀπαντήσει εὐθαρσῶς «Ὁ
Χριστός, ἀδελφοί, καί Θεός!»190, εἶναι καταφανὲς σὲ τί ἁγιογραφικὰ
δάνεια καταφεύγει γιὰ νὰ διαμορφώσει τὸν λόγο του, ὅπως καὶ σὲ ποιούς
ἱεροὺς συγγραφεῖς παραπέμπει191. Ἀλλοῦ, πάλι, ὁ θεολόγος ἅγιος
Συμεὼν κατηχεῖ διδάσκοντας παράλληλα στὸ ποίμνιό του τὶς ἀλήθειες
τῆς πίστης. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, πρὶν μιλήσει περὶ τοῦ μεγέθους τῆς
φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, πρῶτα προσπαθεῖ νὰ καταστήσει κατανοητὴ
τὴν ἄρρηκτη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Υἱοῦ καὶ Πατρός, ἡ ὁποία
οὐδόλως ἄλλαξε ἢ ἀλλοιώθηκε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν κίνηση
καταλλαγῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο (πού, βέβαια, συνέβη ἐξαιτίας
τῆς θείας βούλησης) μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς
Ἁγίας Τριάδος: «Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς ὢν γνήσιος
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁμοούσιός τε καὶ ὁμοφυὴς καὶ ὁμόδοξος, σύνθρονός τε
καὶ ὁμόθρονος, ἐν τῷ Πατρὶ μένων καὶ ὁ Πατὴρ ἐν αὐτῷ, πρὸς τὴν ἡμετέραν
ταλαιπωρίαν καὶ κάκωσιν, ἀλλὰ μὴν καὶ αὐτὴν ἡμῶν τὴν δουλείαν ἣν διὰ
τῆς ἁμαρτίας τῷ ἀπατήσαντι ἡμᾶς ἐχθρῷ ἐδουλεύσαμεν ἀπιδὼν καὶ
κατελεήσας ἡμᾶς τῇ ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ αὐτοῦ καὶ βουληθεὶς ἐξελέσθαι
τῆς δουλείας καὶ αἰσχίστης πλάνης ἡμᾶς, κατῆλθεν ἐκεῖθεν ὅλως τοὺς
πατρῴους κόλπους μὴ λιπών, ὡς οἶδεν αὐτός»192. Ὅπου ὑφίσταται

190. Κατήχησις 30, SC 113, 218314-220317.


191. Ματθ. 22, 11-13· «εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν
ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες
ὦδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη». Ματθ. 8, 11· «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ
ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ
ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Β’ Κορ. 5, 2-3· «καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ
οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ
γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα» καὶ Ρωμ. 13, 14· «ἀλλ’ ἐνδύσασθαι τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθαι εἰς ἐπιθυμίας».
192. Κατήχησις 7, SC 104, 58133-142. «Παραλλήλως πρὸς τὴν θείαν ἐνσάρκωσιν»,
σημειώνει ὁ καθηγητὴς Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σσ. 77-78, «ἡ ὁποία
ἀπαρτίζει τὴν κεντρικωτέραν στιγμὴν τῆς ἀπολυτρώσεως εἰς τὴν σωτηριολογίαν τῆς

97
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἀνάπτυξη δόγματος στὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεων, ὁ ἅγιος τὴ διατυπώνει


μὲ ἀκρίβεια. Μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἀφήνονται περιθώρια γιὰ κατοπινὴ
ἔγερση αἱρετικῶν τοποθετήσεων, ἱκανῶν νὰ μπερδέψουν καὶ νὰ
ἀποπροσανατολίσουν τὸν ὁποιονδήποτε. Δὲν ὑπάρχει, γιὰ παράδειγμα,
καμιὰ ἀσάφεια στὴ δογματικὴ ἀλήθεια ποὺ ἰσχύει περὶ τῆς ἐκπόρευσης
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνο ἐκ τοῦ Πατρὸς -καὶ ὄχι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ- ἀλλὰ
καὶ περὶ τῆς ἐπίγνωσης ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ,
ἀχωρίστως καὶ διὰ τοῦ Πνεύματος, ὅταν ὁ Συμεών σημειώνει «Ὅτι δὲ τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον πρότερον διανοίγει τὸν νοῦν ἡμῶν και διδάσκει ἡμᾶς τὰ
περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, αὐτὸς (σ.σ. ὁ Χριστός) πάλιν ἔφη “ὅταν δὲ
ἔλθη ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας (Ἰω. 16, 13), ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς
ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ καὶ ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν
τὴν ἀλήθειαν” (Ἰω. 15, 26) καὶ κατόπιν ρωτᾶ: «ὁρᾶς πῶς διὰ τοῦ Πνεύματος
μᾶλλον δέ ἐν τῷ Πνεύματι, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἀχωρίστως
ἐπιγινώσκονται;». Διότι ὅ,τι γράφεται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ πατέρα,
προέρχεται βεβαιωμένα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία μὲ τὴ
σειρά της βρίσκεται ὁμοίως μὲ σαφήνεια διατυπωμένη στὰ βιβλία τῆς
Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς193.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀγγίζει ἔννοιες λέξεων καὶ ὅρων δύσκολα
κατανοητῶν, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς πιστούς χριστιανούς, ἀφοῦ προχωρεῖ
θεολογικὰ σὲ ὑψηλὰ ἐπίπεδα. Ἀκόμα κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἀπευθυνόταν
σὲ μορφωμένο κοινὸ (ἄτομα ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἐν προκειμένῳ) οἱ
ἔννοιες ποὺ σὲ κάποιες περιπτώσεις πραγματεύεται προϋποθέτουν
ἀδιαμφισβήτητα τὴν ἄριστη γνώση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης, διότι σὲ
ἀντίθετη περίπτωση ἡ διατύπωση αἱρετικῶν θέσεων θὰ προκύψει βεβαία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς πατέρας φροντίζει γιὰ τὴν ἀποφυγὴ αὐτῶν τῶν
θέσεων, κυρίως μὲ ὅπλα του τὴν ὀρθὴ γνώση τῆς χριστιανικῆς πίστης,
τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὸν προσεκτικὸ στὶς ἐκφράσεις
συγγραφικό του λόγο. Γράφει: «Καὶ εἰ χρὴ ἀκριβέστερόν τι εἰπεῖν, ὅπερ τὸ

ὀρθοδόξου θεολογίας, προέχουσαν θέσιν κατέχουν ὡσαύτως εἰς αὐτὴν ἡ ἱλαστήριος τοῦ
Κυρίου θυσία καὶ τὰ σεπτὰ πάθη Του, τὰ ὁποῖα ἑκουσίως ὑπήνεγκεν ὑπὲρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς» καὶ συνεχίζει: «Ἦτο ἡ θυσία τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἀθώου, ὁ ὁποῖος ὅλως
ἐλευθέρως καὶ ἐξ ἀγάπης ἀνέλαβεν ἀνθ’ ἡμῶν τὸ πάθος καὶ τὰς ἀλγηδόνας τοῦ
θανάτου».
193. Κατήχησις 33, SC 113, 256107-114.

98
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἕν ἐστι, τοῦτο καὶ τὰ δύο. Τὰ τρία γὰρ ἐν τῷ αὐτῷ εἰσι (βλ. Α΄ Ἰω. 5, 8) καὶ
εἰς μίαν νοοῦνται οὐσίαν καὶ φύσιν καὶ βασιλείαν. Εἴ τι οὖν τὸ ἓν
ὀνομάζεται, τοῦτο κατὰ φύσιν καὶ εἰς τὰ λοιπὰ θεωρεῖται χωρὶς τὸ
«Πατήρ» δηλαδὴ καὶ «Υἱός» καί «ἅγιον Πνεῦμα», ἤτοι τοῦ «γεννᾶν» ἐκτὸς
καί «γεννᾶσθαι» καί «ἐκπορεύεσθαι»· μόνα γὰρ ταῦτα τῇ ἁγίᾳ Τριάδᾳ
φυσικῶς τε καὶ κατ’ ἰδιότητα ἀναντιρρήτως παρέπεται»194. Ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ὁ ἅγιος δὲ ζητᾶ μόνο ἀλλὰ ἀξιώνει τὴν καλὴ γνώση τῶν ἀληθειῶν καὶ
τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Εἰδικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θ’
ἀποτολμήσουν νὰ κατηχήσουν ἄλλους, ἴσως λόγῳ κάποιας ἀξιωματικῆς
θέσης εὐθύνης ἤ, ἔστω, ἐπειδὴ νιώθουν κι αὐτοὶ τὴν ὤθηση ἑνὸς εἴδους
ἀποστολικῆς εὐθύνης. Μὲ ἐτῶν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου σὲ σκληρὴ
ἄσκηση, εὑρισκόμενος στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πολέμου μὲ τοὺς
πειρασμοὺς γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα, δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὅτι
κενόδοξοι καὶ παράλογοι ἐνδέχεται ν’ ἀναλάβουν νὰ ὁδηγήσουν ἑαυτοὺς
καὶ ἀθώους ἀλλήλους σὲ περιπέτειες καὶ ἐσφαλμένα συμπεράσματα.
Ὅμως, κατὰ τὴ συνήθειά του, δὲ μένει μόνο στὴ διατύπωση αὐτοῦ ποὺ
εἶναι σωστὸ νὰ πραχθεῖ. Προλαβαίνει προβλήματα ποὺ διαβλέπει ὅτι
ἴσως δημιουργηθοῦν, καὶ ὑποδεικνύει, ὅπως κάνει καὶ ἀλλοῦ,
συγκεκριμένα τὴ λύση: «Ἐρωτήσατε τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀρχιερεῖς
ὑμῶν, συναθροίσθητε ἅμα ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ· καὶ πρῶτον ζητήσατε ἔργῳ
ταῦτα μαθεῖν καὶ παθεῖν, ἔτι δὲ καὶ ἰδεῖν ποτε βουλήθητε καὶ τῇ πείρᾳ
θεοειδεῖς γενέσθαι. Ἀλλὰ μὴ τῇ σκηνῇ μόνῃ καὶ τῇ περιβολῇ προθυμήθητε
καὶ τηνικαῦτα τῶν ἀποστολικῶν ἀξιωμάτων ἐπιβῆτε, ἵνα μὴ ἀκούσητε, οἱ
πρὸ τῆς γνώσεως τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἀτελῶς ἐπιτρέχοντες ταῖς τῶν
ἄλλων ἀρχαῖς»195.
Σὲ σημεῖα μέσα στὸ κείμενό του ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀποφασίζει νὰ
γίνεται πιὸ ἀποκαλυπτικός. Μεταμορφώνεται διὰ τοῦ λόγου του σὲ
διδάσκαλο ποὺ προωθεῖ καὶ μεταβιβάζει ὑψηλὴ γνώση ναὶ μὲν σ’ ἕνα
ἰδιαίτερα προσφιλὲς γι’ αὐτὸν ἀκροατήριο, πλήν, ὅμως, ἀριθμητικὰ
μετρήσιμο. Ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὑπάρχει ἡ εὐχάριστη προοπτικὴ τὰ
μεγέθη νὰ ἀλλάξουν πρὸς τὸ πολὺ περισσότερο καί, ἀναμενόμενα, νὰ
ἐξελιχθοῦν οἱ ἀποδέκτες τῶν ἀποκαλύψεων αὐτῶν μέσα στὸν χρόνο σὲ

194. Κατήχησις 33, SC 113, 262177-184.


195. Κατήχησις 33, SC 113, 264218-266225.

99
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ἕνα αὐξημένο, ἀναγνωστικὸ κοινό (ὅπως καὶ συνέβη τελικά). Σὲ ὅλους


αὐτοὺς τοὺς δυνητικοὺς ἀποδέκτες ὁ Συμεὼν ὁπωσδήποτε δὲ θ’
ἀπευθυνθεῖ ἀσαφῶς, ἀφήνοντας τὴν ἀλήθεια νὰ παραμένει κρυπτὴ ἢ
ἐλαχίστως ἀποκαλυπτόμενη. Ἔτσι, μὲ ἀφετηρία, γιὰ παράδειγμα, τὸ
γεγονὸς τῆς ἀνακαίνισης ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸν
ἐπιζητοῦντα σφοδρὰ τὴ σωτηρία καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀγωνιζόμενο
νυχθημερὸν ἄνθρωπο, προκειμένου νὰ πετύχει τὴν καλὴ ἀλλοίωση, ποὺ
συνεπάγεται κατάργηση τοῦ νηπιώδους φρονήματος καὶ εἰσαγωγὴ στὰ
ἀνώτερα, ὅπως καὶ τὴν Παύλεια ἀναφορὰ περὶ τοῦ ὅτι «τὸ ἡμῶν
πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»196, «μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα,
ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα»197, ὁ ἅγιος μεταμορφώνεται σὲ ἕναν πραγματικὸ
ποταμὸ πληροφοριῶν περὶ μιᾶς κατάστασης στὴν ὁποία ἐλάχιστοι ἔχουν
καταφέρει νὰ περιέλθουν, καὶ σίγουρα ἡ ἐπίτευξή της δὲν εἶναι εὔκολη,
παρὰ μόνο γιὰ τοὺς ἀνδρείους. Ὅμως, μέσα ἀπὸ ἐκπληκτικὲς γιὰ τοὺς
ἀτελεῖς ἀναφορὲς καὶ ἐπεξηγήσεις κατορθώνει καὶ σκιαγραφεῖ τὴν οὐσία
τῆς μυστηριακῆς κατάστασης τοῦ μετὰ χάριτος ἁγιοπνευματικοῦ
ἀνακαινισμοῦ· μὲ ξεκάθαρη κατάδειξη τοῦ πῶς καὶ ἀπὸ ποιόν, καὶ ὄχι μὲ
γενικότητες, ποὺ περισσότερες ἀπορίες θὰ γεννοῦσαν, παρὰ
καταφατικὲς συμφωνίες μεταξὺ τοῦ διδάσκοντος καὶ τῶν
διδασκομένων198. Ἐπίσης, ὅταν ὁ ἅγιος ἀναφέρεται ἀπὸ τὴ μιὰ στὸν
ἀνακαινισμένο, θεοειδῆ ἄνθρωπο, τὸν λάμποντα «ὡς φῶς ἐπὶ γῆς», καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη καθιστᾶ σαφὲς ὅτι «ἐγὼ μὲν οὖν οὕτως οἵομαι τὴν ἀλήθειαν
ἔχειν καὶ εἶναι τὸ βούλημα τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς», ὑπενθυμίζοντας
παράλληλα στὸ ποίμνιό του ὅτι «ὑμεῖς δὲ ἴδετε καὶ δοκιμάσατε τὰ
λεγόμενα παρ’ ἡμῶν (ἀπὸ τὸν ἴδιο, δηλαδή), καθὼς καὶ ὅτι «τὰ αὐτὰ τοῖς
ἀποστόλοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ θεοφόροις πατράσι φρονοῦμεν καὶ λέγομεν»
εἶναι ἀντιληπτὸ σὲ ποιό φῶς ἀναφέρεται καὶ κατὰ πόσο ἔχει προσωπικὴ
θέα αὐτοῦ τοῦ φωτός199.
Συμπερασματικὰ, ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν Κατηχήσεων θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι ἕνας πραγματικός,
γνήσιος θεολόγος τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, ἡ δὲ θεολογία του εἶναι

196. Φιλ. 3, 20.


197. Β΄ Κορ. 4, 18.
198. Κατήχησις 14, SC 104, 20854-214141.
199. Κατήχησις 34, SC 113, 290244-249.

100
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ οἱ Κατηχήσεις του

ταυτόχρονα περιγραφικὴ ὑπερβατικῶν, πνευματικῶν καταστάσεων,


κλιμακωτὰ ἀποκαλυπτικὴ καὶ παντοιοτρόπως διασαφηνιστική200. Τοῦτο,
πάλι, δὲ συμβαίνει τυχαία. Δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε, δηλαδή, μὲ θεολογικὸ
λόγο ποὺ διαρθρώνεται ἀντανακλαστικά, ἐπειδὴ γεγονότα τινὰ
δημιουργοῦν σκέψη ποὺ ἀπὸ μόνη της πιέζει νὰ καταγραφεῖ. Γεγονότα
καὶ ἀφορμὲς γιὰ τὴ σύνταξη τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ ἁγίου
ὁπωσδήποτε θὰ ἔλαβαν χώρα καὶ θὰ δόθηκαν ἀντίστοιχα, ὅμως ὁ
κυριώτερος λόγος, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου προέκυψαν, δὲν πρέπει νὰ
παραβλέπεται ὅτι εἶναι ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα ποὺ μόνιμα διακρίνει τὶς
ἐνέργειες τοῦ ἱεροῦ πατρός. Αἴτιο, δέ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀνακεφαλαιώνονται
τὰ πάντα, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄλλωστε ὁ
ἅγιος, χωρὶς κανέναν ὑπαινιγμό, ὁμολογεῖ εὐθαρσῶς ὅτι αὐτὸς ὁ
τριαδικὸς Θεὸς εἶναι τὸ φῶς: «Μηδεὶς οὖν ὑμᾶς πλανάτω. Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι
καί, οἷς συναφθῇ, μεταδίδωσιν αὐτοῖς κατὰ ἀναλογίαν τῆς καθάρσεως τῆς
ἰδίας λαμπρότητος»201. Ὅ,τι, δέ, καταγράφεται ἀναφερόμενο,
ἐπεξηγούμενο καὶ ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν,
καταγράφεται κατόπιν σαφοῦς παρακινήσεως ἄνωθεν, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
Κύριο· περὶ τῆς ἀκωλύτου διάχυσης καὶ διασπορᾶς τῶν σωτηρίων
διδασκαλιῶν τοῦ Ὁποίου ὁ κατηχητὴς Συμεὼν ἐργάζεται: «Οὕτω με ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κινεῖ πρὸς ὑμᾶς τοὺς ἐμοὺς πατέρας καὶ ἀδελφοὺς
ἀποκαλύψαι τὴν ἄφατον πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην, δι’ ἣν
οὕτω καὶ ἐν τηλικούτοις δοξάζει τοὺς ἐν εἰς αὐτὸν ἠλπικότας
ἀνεπιφθόνως»202.

200. Ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι «ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ὁ νηπτικὸς
ἀναζητητὴς τοῦ θείου ἔρωτα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἐποχή του καὶ προσημαίνει τὴν
ἡσυχαστικὴ πνευματικὴ ἔξαρση. Εἶναι ὁ ἅγιος, ποὺ στὴν ἔναρξη τῆς δεύτερης χιλιετίας
πορεύεται σταθερὰ προσανατολισμένος στὴν προγενέστερή του πατρικὴ πνευματικὴ
κληρονομιά, τὴν ὁποία ὄχι μόνο βιώνει ἐμπειρικά, ἀλλὰ καὶ συστηματικὰ καταγράφει
ὡς τὴν ἀληθῆ μεταμορφωτικὴ ὁδὸ τῆς ὀντολογικῆς καταξίωσης τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου. ΦΩΤΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, «Ἐλθὲ ὁ γενόμενος πόθος», ΓΠ 82 (1999) 439-440.
201. Κατήχησις 15, SC 104, 22868-70.
202. Κατήχησις 34, SC 113, 27898-280102.

101
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝΛΟΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1. Μοναχικὸς βίος

«Τέχνη τῶν τεχνῶν» καί «ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν»1 χαρακτηρίζει τὸν


μοναχικὸ βίο ὁ ἅγιος Συμεών. Αὐτὸς ἀποτελεῖ μιὰ νέα χριστιανικὴ
κοινωνία, σῶμα μὲ κεφαλὴ τὸν προεστῶτα καὶ μέλη του τοὺς περὶ αὐτὸν
μοναχούς, μία ἰδανικὴ κοινωνία, ἡ ὁποία μιμεῖται τὴν ἰσάγγελη πολιτεία
καὶ τὸν ἐπὶ γῆς βίο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ2.
Ὁ ἱερὸς πατέρας ἀναφέρεται στὸ θέμα δίνοντας ἰδιαίτερη βαρύτητα
στοὺς λόγους ποὺ ὁδηγοῦν κάποιον νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο
καὶ νὰ συγκαταριθμηθεῖ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. Ὑπογραμμίζει
ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀποφασίζει νὰ λάβει τὸ μοναχικὸ σχῆμα δὲ θὰ πρέπει νὰ
ὁδηγεῖται ἐξαιτίας τοῦ συμφέροντος, ἀλλά, ἀντίθετα, θὰ πρέπει νὰ εἶναι
ἀποφασισμένος νὰ ἐφαρμόσει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὑπόσχεται κατὰ τὴν ὥρα
τῆς κουρᾶς ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Διαφορετικά, καθὼς ἀναφέρει,
«ἴσθι ὡς οὐ κατηλλάγης οὐδὲ προσῳκειώθης Θεῷ, ἀλλὰ ἐχθρὸς λελόγισαι
αὐτοῦ καὶ ἐπίβουλος· ... καὶ δοκῶν τὸν ἀλάθητον λανθάνειν Θεόν;»3.
Μὲ λόγο ἀγαπητικό, ταυτόχρονα, ὅμως, ποιμαντικό, ἀπευθύνεται
στοὺς ἀρχαρίους μοναχοὺς ποὺ ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ
ἀκολούθησαν τὴ μοναχικὴ ὁδό, παρουσιάζοντας, ἐν εἴδει κανονισμοῦ,
ἐκεῖνα ποὺ κατὰ τὴ λογικὴ συνέπεια τῆς ἐπιλογῆς τους ὀφείλουν νὰ

1. Κατήχησις 26, SC 113, 689· 7014. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, «ὁ μοναχισμὸς εἶναι συνέχεια τῆς ἀποστολῆς ζωῆς καὶ τῆς ζωῆς τῆς πρώτης
Ἐκκλησίας. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρική. Αὐτὴ ἀποτε-
λεῖ μία προσπάθεια γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως, ἄλλωστε,
ἀποδεικνύει καὶ ἡ σταδιακὴ διαμόρφωσή του μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν τῆς
πρώτης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση ποὺ παρατηρήθηκε μέσα στοὺς κόλπους της.
Οἱ μοναχοὶ εἶναι οἱ “εὐαγγελικῶς ζῶντες”, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν μὲ
ἀκρίβεια τὶς θεῖες ἐντολές». Βλ. Ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Σ. ΒΛΑΧΟΥ, Μικρὰ Εἴσοδος, σσ. 135-136.
2. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Θεὸς καὶ ἱστορία κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον»,
Θεὸς καὶ Ἱστορία κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν, Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 106-107.
3. Κατήχησις 3, SC 96, 28899-103.
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

πράττουν4. Ὥστε, χρησιμοποιώντας πλῆθος ἁγιογραφικῶν παραπομπῶν,


καθορίζει τὴν ὑποχρέωση παραμονῆς τους μέσα στὰ ὁριοθετημένα
πλαίσια τοῦ ἀγαθοῦ βίου· καὶ παρουσιάζει τὴν τελικὴ κρίση, ποὺ θὰ
ἐπέλθει μετὰ τὸ πέρας τοῦ βίου αὐτοῦ, ὡς τὸ καταλυτικῆς σημασίας
ἐπακόλουθο5. Θυμίζει σ’ αὐτοὺς τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσαν
ὅταν ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τοὺς θέτει πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους6.
Ὑπογραμμίζει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα
ὄφειλαν νὰ ἑτοιμαστοῦν καταλλήλως γιὰ τὴν ὑπομονὴ τῶν θλίψεων, τῶν
δοκιμασιῶν καὶ τῶν πειρασμῶν7. Καθώς «ἅπας γὰρ ὁ πόλεμος τῶν
δαιμόνων διὰ τοῦτο καθ’ ἡμῶν φέρεται, ὅπως, ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καὶ

4. Σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, «Οἱ Κατηχήσεις του (τοῦ ἁγίου


Συμεών) εἶναι γεμάτες ἀπὸ περιγραφὲς τῶν ἠθῶν τῶν μοναχῶν, ἀπὸ τὶς ἀπειθαρχίες
τους, τὶς ραδιουργίες τους, τὴν ἀπουσία πνευματικῆς βαθύτητας, τὴν ἀνυπακοή τους
κ.λπ. Ἀπὸ ἄποψη καθαρὰ φιλολογικὴ ... εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιτυχημένες σελίδες τοῦ
Συμεὼν καὶ γενικὰ ἀνήκουν στὰ καλύτερα ἔργα τῆς βυζαντινῆς φιλολογίας. Βλ. Μέσα
στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 200.
5. Κατήχησις 3, SC 96, 298226-300246. Ὅπως σημειώνει ὁ Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Θεολογία καὶ
ὀρθόδοξο βίωμα, ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σ. 53, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου
Συμεών «ἡ μυστικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ζωὴ δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς
ἐρημίτες, ἀλλὰ εἶναι προσιτὴ σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς πιστούς».
6. Κατήχησις 3, SC 96, 28668-77. «Μοναχοὶ ἐπηγγειλάμεθα εἶναι καὶ πλεῖον τῶν
κοσμικῶν ἐκακώθημεν. Πεινᾶσαι καὶ διψῆσαι καὶ κακοπαθῆσαι συνεταξάμεθα, καὶ
ὑπὲρ ἑνὸς κλάσματος ἄρτου λογομαχεῖν καὶ βλασφημεῖν οὐκ αἰσχυνόμεθα... Πᾶσι τοῖς
ἐν τῷ κόσμῳ γονεῦσι, λέγω, καὶ ἀδελφοῖς καὶ φίλοις, ἤλθομεν ἀποτάξασθαι, καὶ
τρέφειν μᾶλλον αὐτοὺς ἐκ τῶν τῆς μονῆς ἄρτων οὐ διαλιμπάνομεν. Ὡς ἐχθρὸν τὸν
κόσμον ἐφύγομεν, καὶ τοὺς τοῦ κόσμου καὶ τὰ τοῦ κόσμου πλέον ἢ αὐτὸν τὸν Χριστόν
ἀγαπῶμεν».
Ὅπως ἀναφέρει ὁ VLADIMIR LOSSKY, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας, (μτφρ. Στέλλας Κ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964, σ. 15, «Ἀντιθέτως πρὸς τὸν
δυτικὸν μοναχισμόν, ὁ μοναχισμὸς τῆς Ἀνατολῆς δὲν περιλαμβάνει μίαν ποικιλίαν
διαφόρων ταγμάτων. Τοῦτο ἐξηγεῖται ὑπὸ αὐτῆς ταύτης τῆς ἐννοίας τῆς μοναχικῆς
ζωῆς, τῆς ὁποίας ὁ σκοπὸς δὲν δύναται νὰ εἶναι ἄλλος, ἢ ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἕνωσις ἐν τῇ
τελείᾳ ἀπαρνήσει τῆς ζωῆς τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἐὰν ὁ κοσμικὸς κλῆρος (ἔγγαμοι ἱερεῖς
καὶ διάκονοι) ἢ αἱ λαϊκαὶ ἀδελφότητες δύνανται νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ἔργα κοινωνικά, ἢ
νὰ ἀφοσιώνωνται εἰς ἄλλας ἐξωτερικὰς δραστηριότητας, ἄλλως ἔχουν τὰ τῶν μοναχῶν.
Οἱ μοναχοὶ λαμβάνουν τὸ σχῆμα, διὰ νὰ ἐντρυφήσουν εἰς τὴν προσευχήν, εἰς τὸ
ἐσωτερικὸν ἔργον, ἐντὸς ἑνὸς κοινοβίου ἢ ἐρημητηρίου. Μεταξὺ ἑνὸς κοινοβίου καὶ τοῦ
ἐρημητηρίου ἑνὸς ἀναχωρητοῦ, ὁ ὁποῖος συνεχίζει τὰς παραδόσεις τῶν Πατέρων τῆς
ἐρήμου, ὑπάρχουν πολλοὶ ἐνδιάμεσοι τύποι μοναστικῶν καθιδρυμάτων».
7. Κατήχησις 3, SC 96, 292148-151.· «Δεῖ οὖν ὑμᾶς καὶ πεινᾶσαι καὶ διψῆσαι καὶ ῥιγᾶσαι,
ἀτιμασθῆναί τε καὶ πάντα τὰ κατὰ Θεὸν λυπηρὰ ὑπομεῖναι».

103
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλλοτριώσωσι χάριτος τοὺς πειθομένους


αὐτοῖς»8.
Ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀντιπαραβάλλει ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἀδικαιολογήτως ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο θέλημα καὶ παραλόγως
ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Διὸ καὶ διερωτᾶται: «Εἰ
οὖν σὺ ταπεινωθῆναι καὶ ὑποταγῆναι, θλιβῆναί τε καὶ ἀτιμασθῆναι,
ἐξουδενωθῆναι καὶ λοιδορηθῆναι καὶ ὡς εἷς τῶν ἀφανῶν καὶ ἀφρόνων καὶ
εὐτελῶν καὶ παραπεσόντων, ἀδελφέ, οὐ καταδέχῃ γενέσθαι, ἀλλ’ οὐδὲ
καταφρονηθῆναι παρὰ παντὸς ἀνθρώπου καὶ ὡς εἷς τῶν ἐπιλήπτων καὶ
προσαιτούντων εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως λογισθῆναι, πῶς,
εἰπέ, γένῃ ξένος τοῦ ἰδίου θελήματος;»9. Ἐκφράζει, δέ, τὴν ἀπορία καὶ τὴν
ἔκπληξή του, καθὼς ἀκούει τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι «δευτέραν
ὁμολογίαν καὶ συνθήκην μετὰ τοῦ Θεοῦ ποιησάμενοι, οἱ τὴν στολὴν ὡς
ἀρετὴν καὶ τὸ ὄνομα ἀντὶ ἁγιότητος περιφέροντες, οἱ κόσμον καὶ τὰ ἐν
κόσμῳ ἀποβαλέσθαι Χριστῷ συνταξάμενοι... οἱ τὴν ἀκρίβειαν καὶ ἄσκησιν
ἐπαγγειλάμενοι»10, νὰ παραπλανοῦν ἑαυτούς (προφανῶς καὶ ἀλλήλους)
διακρίνοντας τὰ ἁμαρτήματα σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα καὶ ὑποστηρίζοντας
ὅτι γιὰ τὰ μικρὰ δὲ θὰ ὑποστοῦν τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου,
ἐπιλέγει νὰ ἀντιτάξει τὸ ἑξῆς ἀληθὲς καὶ ἰσχύον: «Μὴ πλανᾶσθε, ὦ
ἀδελφοί. Μικροῦ γὰρ καὶ μεγάλου ἁμαρτήματος διαφορὰν οὐκ ἐπίστανται
οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι, ἀλλὰ κἂν μέχρι βλέμματος ἢ ἐννοίας ἢ λόγου
πταίσωσιν, ὡς ἐκπεπτωκότες τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης διάκεινται»11.
Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ κατακτήσει κάποιος τὴ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσει τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας (τὴν καὶ προετοιμασμένη
καὶ προορισμένη νὰ παραδοθεῖ στοὺς δικαίους ἀγωνιστές), εἶναι ἡ φυγὴ
ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ὁτιδήποτε κοσμικό12. Ἔτσι,
οἱ μοναχοὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν κόσμο ἀκολουθώντας καὶ τηρώντας
τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, προσπαθώντας ἀκριβῶς νὰ πετύχουν τὴν
ἀπροσπάθεια ἀπέναντι σὲ κάθε τι κοσμικὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν ἐκείνην
τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς οὐρανούς13. Ἡ φυγὴ αὐτή, καὶ γιὰ ὅσο θὰ

8. Κατήχησις 3, SC 96, 294172-175.


9. Κατήχησις 6, SC 104, 38282-288.
10. Κατήχησις 3, SC 96, 296211-298218.
11. Κατήχησις 3, SC 96, 300253· 256-259.
12. Κατήχησις 6, SC 104, 36271-38273: «Ἀδελφέ, ταύτην ἡγοῦ λέγεσθαι ἀναχώρησιν
τελείαν τοῦ κόσμου, τὴν παντελῆ τοῦ ἰδίου θελήματος ἀπονέκρωσιν».
13. Κατήχησις 7, σσ. 530-53211. «Ἡ ἔξοδος τῶν μοναχῶν εἰς τὴν ἔρημον», σημειώνει ὁ
καθηγητὴς Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Μοναχισμὸς καὶ Πολιτισμός», στὸ Θεὸς καὶ Ἱστορία, σ.

104
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

διαρκέσει ἡ ἐπίγεια πορεία τῆς ζωῆς ἑνός, θὰ πρέπει νὰ συνδυάζεται μὲ


τὴν αὐτομεμψία, τὴν ταπείνωση, τὴ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ αἰσθανθεῖ βαθιὰ τὴν ἐνοχή του, ἐξαιτίας
τῆς παράβασης τῶν θείων ἐντολῶν «στυγνοὶ καὶ λελυπημένοι διάγουσιν,
ἐπιποθοῦντες μαθεῖν τὸ τί ἂν δέοι αὐτοὺς διαπράξασθαι πρὸς τὸ
καταλλαγῆναι τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ»14.
Ὁ μοναχός ὀφείλει, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, ταυτόχρονα μὲ
τὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου νὰ ἐπιτύχει καὶ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σαρκικοῦ
φρονήματος, καθὼς, διαφορετικά, καθίσταται ἀνώφελη γι’ αὐτὸν ἡ
περιβολή τοῦ μοναχικοῦ σχήματος15. Σύστοιχος στὴν εὐαγγελικὴ
προτροπή «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»16, ὁ ἱερὸς διδάσκαλος παροτρύνει
τὰ πνευματικά του παιδιά -καὶ δι’ αὐτῶν τοὺς πιστοὺς κάθε γενεᾶς- νὰ
ἀπαρνηθοῦν ἑαυτόν, νὰ φτάσουν ἀκόμα καὶ στὸ σημεῖο νὰ ξεσηκώσουν
ἔχθρα καὶ ἀδιάκοπη πάλη ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό τους καὶ σὲ ὅλους
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διακατέχονται ἀπὸ καταστροφικό, σαρκικὸ φρόνημα17.
Παιδαγωγώντας τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐγκαρτέρηση τῶν θλίψεων καὶ

177, «ὑπενθυμίζει τὴν κλῆσιν καὶ ἔξοδον τοῦ Ἀβραάμ. ... Οὗτοι (οἱ μοναχοί) δὲν
ἀποφεύγουν τοὺς συνανθρώπους των, διότι περιφρονοῦν τὴν ἀξίαν των ἢ διότι οἱ
τελευταῖοι ἀποτελοῦν δι’ αὐτοὺς ἐμπόδιον σωτηρίας, ἀλλὰ διότι διὰ τῆς φυγῆς των
ὑψώνουν φωνὴν διαμαρτυρίας καὶ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς σατανοκρατουμένης
κοινωνίας. Ἡ διαμαρτυρία των στρέφεται οὐχὶ κατὰ τῆς κοινωνικῆς ἀνθρωπίνης
ὀργανώσεως, ἀλλὰ κατὰ τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀντιδρῶντες κατὰ τῆς ἁμαρτωλοῦ πολιτείας, δημιουργοῦν μίαν νέαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
τὴν μεγαλυτέραν προσπάθειαν πραγματώσεως ἐπὶ γῆς τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.
14. Κατήχησις 6, SC 104, 26151-153. Τὴν ἐφαρμογὴ τῆς τελείας ἀποταγῆς τοῦ μοναχοῦ
ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παρόντα ἐκφράζει τὸ ὁσιακὸ τέλος τοῦ ἀδελφοῦ Ἀντωνίου, τὸ
ὁποῖο μὲ τόσο γλαφυρὸ τρόπο περιγράφει ὁ ἅγιος Συμεών. Γνωρίζοντας καλὰ ὁ ἱερὸς
πατέρας ὅτι «πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸ νὰ
ἱκετεύει τὸν Θεὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Στὴν προσπάθειά του νὰ τὸν πείσει τοῦ
ὑπενθυμίζει τὴ μέριμνά τους πρὸς ἐκεῖνον ὅταν πέρασε τὸ κατώφλι τῆς μονῆς,
θέλοντας νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Καὶ τώρα ποὺ ἐκεῖνος μετέβη ἐκ τῶν
προσκαίρων πρὸς τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια τὸν παρακαλεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, καθώς,
ὅπως λέγει, «χρήζομεν γάρ σου μᾶλλον ἄρτι τῆς συνεργείας ἡμεῖς ἢ τότε σύ, ὅτε τῶν τοῦ
κόσμου δικτύων ὑπεξελθεῖν ἐπεχείρισας». Βλ. Κατήχησις 21, SC 104, 350 κ.ἑξ., ἰδίως 362134-
135.

15. Κατήχησις 9, SC 104, 130331-333: «Οὐδὲ γὰρ ἀρκεῖ ἡμῖν εἰς σωτηρίαν καὶ τελειότητα
ἡ περιβολὴ μόνη τοῦ σχήματος καὶ ὁ ἔξω κόσμος τοῦ ἀνδριάντος».
16. Ματθ. 16, 24.
17. Κατήχησις 2, SC 96, 2407-10: «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, πᾶς ὅστις εὑρεῖν βούλεται τὸν
Θεόν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ τῆς ἰδίας μὴ φεισάσθω ψυχῆς, ἀλλ’ ἔχθραν θήτω
ἀναμέσον αὐτοῦ καὶ ἀναμέσον πάντων τῶν κατὰ σάρκα περιπατούντων».

105
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

καθαρίζοντας τὴν ψυχή του μὲ τὴ συνεχῆ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν -


ποὺ προκαλεῖ τὴ μετάνοια, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα
καθαρίζουν τὴν καρδιὰ καὶ ἐξαφανίζουν μεγάλες ἁμαρτίες-, ἡ ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου «οἰκειοῦται Θεῷ καὶ γίνεται οἶκος Τριάδος Θείας καὶ ἐνδιαίτημα
... καὶ γίνεται ἐν ἀπείρῳ καὶ θείῳ φωτί, ἔνθα τῶν ἀποστόλων Χριστοῦ, τῶν
μαρτύρων, τῶν ὁσίων καὶ πασῶν τῶν ἄνω δυνάμεων τὰ τάγματα
συγχορεύουσι»18.
Ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος, θέλοντας νὰ
παρασύρει τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια, εἶναι καὶ
ἡ συμπάθεια πρὸς τοὺς συγγενεῖς. Αὐτήν «ὡς σχοινίῳ χρώμενος, ὁ ἐχθρὸς
ἐφ’ ἑνὸς ἑκάστου τραχήλῳ ἀποδεσμῶν ἄγει καὶ συμπεριάγει πάντας τοὺς
τὸν τοιοῦτον καταδεξαμένους δεσμόν, εἰς κρημνοὺς φρικτούς τε καὶ
βάραθρα ἁμαρτημάτων χαλεπὰ καὶ ἀσύγγνωστα καὶ εἰς αὐτὸν
καταποντίζει τὸν τῆς ἀπογνώσεως λάκκον»19. Διότι ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ
τὴ χρήση ἁγιογραφικῶν χωρίων, τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς
Διαθήκης, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴν τιμὴ πρὸς τοὺς συγγενεῖς, ὁ
πονηρὸς ἐχθρὸς ἐπιδιώκει νὰ παραπλανήσει τοὺς ἀγωνιζόμενους
πολίτες τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Ὅμως, δὲν πρέπει νὰ παραγνωρίζεται
καὶ ἡ σκοπιμότητα στό «ἵνα ὑπακοὴν παιδευθῶμεν καὶ μάθωμεν ὅτι, εἰ
πρὸς τοὺς γεννήσαντας ἡμᾶς ἀναγκαία ἐστὶν ἡ ὑποταγὴ καὶ τιμή, πόσῳ
μᾶλλον ἡ πρὸς αὐτόν, τὸν αὐτοὺς καὶ ἡμᾶς πεποιηκότα Θεόν»20. Ὅταν
καταφέρει ὁ διάβολος νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν πιστὸ ἀγωνιζόμενο μὲ τὸ
σχοινὶ τῆς πρὸς τοὺς συγγενεῖς συμπαθείας ἐγκαταλείπει αὐτὸν στὴ
συνέχεια, καθὼς φέρεται πιὰ αἰχμάλωτος ὑπ’ ἐκείνων21.
Τὸ ζητούμενο γιὰ τὸν Συμεών, τὸν καλὸ ποιμένα τῶν λογικῶν
προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, καθὼς λέγει, «σκοπεῖν ὀφείλομεν καὶ
ἑαυτοὺς ἀκριβῶς ἐξετάζειν, εἰ τοιοῦτοι ἀληθῶς πτωχοί ἐσμεν, ὥστε καὶ
ἡμετέραν εἶναι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»22. Ὁ ἱερὸς πατέρας δίνει
ἰδιαίτερη βαρύτητα στὸν συνεχῆ αὐτοέλεγχο καὶ τὴν αὐτοεξέταση τῶν
αδελφῶν, προκειμένου νὰ ἐφαρμόζουν πιστὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ, καθώς, ὅπως βεβαιώνεται διὰ τοῦ ἀψευδοῦς στόματος τοῦ

18. Κατήχησις 9, SC 104, 134383-384· 389-392.


19. Κατήχησις 7, SC 104, 5260-64.
20. Κατήχησις 7, SC 104, 72331-74334.
21. Κατήχησις 7, SC 104, 76381-78396
22. Κατήχησις 2, SC 96, 254157-159.

106
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Κυρίου, «ἐάν τις τὸν νόμον ὅλον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἑνί, γέγονε πάντων
ἔνοχος»23. Θεωρεῖ, δέ, ἐπιβεβλημένο τὸν αὐτοέλεγχο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
κάθε ἡλικίας καὶ πνευματικῆς κατάστασης· οἱ μὲν ἄπιστοι προκειμένου
νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, οἱ δε πιστοὶ θέλοντας μὲ ἔργα νὰ Τὸν
εὐαρεστήσουν, προκειμένου νὰ ἀκούσουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ὅτι «ἐφ’ ὅσον
ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. 25, 40)24.
Ὁ μοναχός, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, δὲ θὰ πρέπει νὰ δέχεται
ἀβασάνιστα κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός. Στηριζόμενος
στὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς»25, «ὅπως ἀκριβῶς ἐκ τῶν
θείων Γραφῶν ἐπιστάμενοι τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα»26, ὁ ἱερὸς πατέρας
ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἀδελφοὶ θὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουν μὲ πολλὴ προσοχὴ
καὶ ἐπιμέλεια τὸν κάθε λογισμό, προσπαθώντας νὰ ἐγκολπωθοῦν καὶ νὰ
ἐφαρμόσουν τοὺς καλοὺς λογισμούς, ποὺ εἶναι σύστοιχοι μὲ τὴ
διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν
ψυχή τους κάθε λογισμὸ ποὺ ἀντίκειται στὶς εὐαγγελικὲς ἐπιταγές27. Μὲ
γνώμονα τὶς θεῖες ἐντολὲς ὁ μοναχὸς ὀφείλει «τὸ προσέχειν καὶ ἑαυτὸν
ἐπισκέψασθαι» κάθε ἡμέρα, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή. Πρὸς
ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων του ὁ Συμεὼν ἀρύεται τὴν ἐπιχειρηματολογία
του ἀπὸ τὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖ τοὺς
ἀδελφοὺς τῆς μονῆς νὰ παραβάλλουν ἑαυτούς, καὶ ἐπεξηγεῖ πὼς ὁ
μοναχὸς ὀφείλει νὰ ἐξετάζει κάθε στιγμὴ ἑαυτόν ἂν βρίσκεται σὲ διαρκῆ
μετάνοια (στὴν ὁποία, βέβαια, καλεῖ ὅλους ὁ Κύριος28 καὶ διαρκῶς) ἢ

23. Ἰακ. 2, 10, ἐνῶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ἀναφέρεται: «ὁ λύσας μία
τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξας οὕτω ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους,
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Ματθ. 5, 19.
24. Κατήχησις SC 104, 10626-34.
25. Ἰω. 5, 39.
26. Λκ. 12, 47· «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ
ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς». Ρωμ. 2, 18· «καὶ
γινώσκεις τὸ θέλημα καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου».
27. Κατήχησις 3, SC 96, 302281-304286: «Ἐρευνᾶτε καὶ μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ
πίστεως κατέχετε τὰ λεγόμενα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκ τῶν θείων Γραφῶν ἐπιστάμενοι τὸ τοῦ
Θεοῦ θέλημα, δύνησθε τὸ καλὸν διακρίνειν ἀπταίστως ἀπὸ τοῦ χείρονος καὶ μὴ παντὶ
πνεύματι ὑπακούειν, μηδὲ τοῖς βλαβεροῖς συμπεριφέρεσθε λογισμοῖς».
28. Ματθ. 4, 17: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

107
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

διακατέχεται ἀπὸ πάθος ἱκανὸ νὰ τοῦ στερήσει τὴ βασιλεία τῶν


οὐρανῶν29.
Ἐπιβεβλημένη θεωρεῖται ἀκόμη ἡ παρουσία τῶν μοναχῶν στὶς ἱερὲς
ἀκολουθίες, παρουσία σωματικῶς τε καὶ ψυχικῶς, ὅπου, μὲ ἀπόλυτη
προσήλωση, θὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Θεό, τρεφόμενοι ἀπὸ τὰ θεῖα
νοήματα τῆς ἱερᾶς ψαλμωδίας30 καί, μάλιστα, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια
αὐτῶν (ἂν δὲν ὑφίσταται σωματικὴ ἀνάγκη). Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
προσέρχεται ἀδιάφορα στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις δὲν ἀποκομίζει
καμμιὰ ὠφέλεια, δὲν συντελεῖται μέσα του καμμία ἀλλαγὴ ποὺ θὰ τὸν
ὁδηγήσει στὴν ἀρετή31.
Ἀφοῦ πρῶτα πραγματοποιήσει καθένας ἐξ’ αὐτῶν στὸ κελλί του τὴν
κεκανονισμένη κατ’ ἰδίαν προσευχή, στὴ συνέχεια συγκεντρώνονται ὅλοι
στὸν ναὸ γιὰ τὴν πρωϊνὴ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἢ τὴν βραδυνὴ τοῦ
λυχνικοῦ. Ἀνάλογη στάση ὀφείλει νὰ κρατήσει καὶ μετὰ τὸ πέρας τῶν
ἀκολουθιῶν. Φυλάσσοντας τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ξενιτεία, χωρὶς νὰ
ἐπιδίδεται σὲ φλυαρίες καὶ ἀργολογίες, μὴ ἐλέγχοντας τοὺς ἀδελφοὺς
καὶ μὴ παρασυρόμενος ὑπ’ αὐτῶν, ὀφείλει νὰ βαδίζει σιωπηλὸς στὸ
διακόνημά του32.

29. Κατήχησις 31, SC 113, 22414-17: «Μή τί γε ἄρα τὸ οἱονοῦν πάθος κατέχῃ με; Καὶ γὰρ
ὡς ἐν ταῖς θείαις ἀκούω Γραφαῖς, ὅτι ὁ ἔχων ἓν μόνον πάθος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν οὐκ εἰσέρχεται».
30. Κατήχησις 26, SC 113, 7024-7233: «καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα εἰς τὴν δοξολογίαν μετὰ
πάντων ἐγείρεσθαι καὶ νουνεχῶς καὶ ἐγρηγόρως πᾶσαν αὐτὴν διεξέρχεσθαι... μὴ
χαυνούμενος τὸ σῶμα καὶ πόδα παρὰ πόδα ἱστάμενος ἢ ἐπακουμβίζων τοίχοις καὶ
κίοσιν, ἀλλὰ τὰς μὲν χεῖρας ἀσφαλῶς δεδεμένας ἔχειν ὀφείλει, τοὺς πόδας
ἐπιστηριζομένους ἴσους τῇ γῇ, τὴν δὲ κεφαλὴν ἀσάλευτον πρὸς τὰ ὧδε καὶ ἐκεῖ
νεύουσαν· μὴ μετεωριζόμενον τὸν νοῦν, ἀλλὰ μηδὲ περιεργαζόμενον τὸ φρόνημα».
31. Κατήχησις 4, SC 96, 326155-332207.
32. Κατήχησις 26, SC 113, 7467-7679. Ἀνάλογη στάση τηρεῖ ὁ ἱερὸς πατέρας καὶ στὸν
30ὸ Κατηχητικό Λόγο, ὅπου ἀναφέρει: «ἐξερχόμενοι τῆς ἐκκλησίας μὴ ἄρξησθαι
μετεωρίζεσθαι εἰς μάταια καὶ ἀνωφελῆ, ἵνα μὴ ἐλθὼν ὁ διάβολος καὶ ἐν τούτοις
ἐνασχολουμένους εὑρίσκων ὑμᾶς, ὥσπερ τις εὐθὺς κορώνη τὸν κόκκον τοῦ σίτου ἐκ τοῦ
πεδίου πρὶν ἢ ὑπὸ τὴν γῆν καλυφθῆναι αἴρουσα πέταται, οὕτω καὶ αὐτὸς ἄρῃ τὴν
μνήμην τῶν λόγων τούτων τῆς κατηχήσεως ἐκ τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ πάλιν διαμείνητε
κοῦφοι καὶ κενοὶ τῆς σωτηρίου διδασκαλίας». Βλ. Κατήχησις 30, SC 113, 19412-19619.
«Ἐάν οἱ μοναχοὶ ἀσκοῦν ἐνίοτε χειρωνακτικὰς ἐργασίας», σημειώνει ὁ LOSSKY,
Μυστικὴ Θεολογία, σσ. 15-16, «τοῦτο γίνεται κυρίως μὲ ἀσκητικὸν σκοπόν, διὰ νὰ
ἐπιτύχουν καλύτερον νὰ ταπεινώσουν τὴν ἀνυπότακτον φύσιν· διὰ νὰ ἀποφύγουν
ἐπίσης τὴν ἀπραγίαν, ἐχθρὰν τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Διὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν μετὰ τοῦ
Θεοῦ ἕνωσιν, κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν μέτρον, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται αὕτη
ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπαιτεῖται μία συνεχὴς προσπάθεια ἢ ἀκριβέστερον, μία ἀδιάκοπος

108
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ἱερὸς πατέρας θεωρεῖ ἐπιβεβλημένο καθῆκον τῶν μοναχῶν καὶ τὴν


μετοχή τους στὴν κοινὴ τράπεζα, καὶ περιγράφει μὲ κάθε λεπτομέρεια
ποιά θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τῶν ἀδελφῶν σ’ αὐτή. Ἀρχικὰ ὁρίζει τὴν
τήρηση τῆς ἐνάτης καὶ τὴ λήψη φαγητοῦ ἅπαξ τὴν ἡμέρα. Ὁ μοναχὸς
ὀφείλει νὰ προσέρχεται στὴν τράπεζα χωρὶς νὰ ἐπιζητεῖ πρωτοκαθεδρίες
«ἀνάξιον ἑαυτὸν λογιζόμενος τῆς κοινῆς τραπέζης τῶν ἀδελφῶν ... καὶ
λέγων πρὸς ἑαυτόν “τίς εἰμι ἐγώ, ὁ εὐτελὴς καὶ ἀνάξιος, ὅτι μετὰ τῶν
ἁγίων τούτων συγκάθεδρος καὶ συνέστιος γέγονα;”, οὔτε νὰ θέλει νὰ λάβει
ἀπὸ ὅλα ἢ ἀπὸ τὰ καλύτερα ἐδέσματα33. Ὀφείλει νὰ τρώγει μὲ ἐγκράτεια,
λαμβάνοντας τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ σώματος,
ἀποφεύγοντας τὸν κορεσμὸ ποὺ ἐπιβαρύνει τὸ σῶμα καὶ δυσκολεύει τὰ
τῶν πνευματικῶν του καθηκόντων34, ἔχοντας τὸν νοῦ στὸ ἀνάγνωσμα,
ὥστε ταυτόχρονα μὲ τὸ σῶμα νὰ τρέφει καὶ τὴν ψυχή.
Ἀνάλογη στάση ὀφείλει νὰ ἐπιδεικνύει ὁ μοναχὸς καὶ κατὰ τὴν
ἑσπερινὴ ἀκολουθία καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, «βαλὼν μετάνοιαν εἰς τοὺς
πόδας τοῦ προεστῶτος ὡς εἰς αὐτοὺς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, καὶ εὐχὴν
ἐκεῖθεν λαβών»35, ν’ ἀποσύρεται στὸ κελλί του καὶ ἐκεῖ μὲ περισσὴ
προσήλωση νὰ παρίσταται μόνος τῷ μόνῳ Θεῷ «μετὰ δακρύων καὶ
στεναγμῶν τὸν ἔλεον ἐκκαλούμενος»36.

ἐπαγρύπνησις ἐφ’ ὅλων τῶν προσβολῶν τοῦ ἐχθροῦ καὶ τῶν ἀτόπων κινήσεων τῆς
ἐκπτώτου φύσεως, πρὸς τὰς ὁποίας ἀνθίσταται ἡ ἀκεραιότης τοῦ ἐσωτερικοῦ
ἀνθρώπου, ἡ “ἕνωσις τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος”, διὰ νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν
ἔκφρασιν τοῦ ὀρθοδόξου ἀσκητισμοῦ».
33. Κατήχησις 26, SC 113, 84187-86190: «Ἐσθίοντός σου δὲ μὴ ὑπακούσῃς τῷ
ὑποβάλλοντί σοι λογισμῷ ἐκλέξασθαί τι τῶν προκειμένων κἀκείνου μεταλαβεῖν· ἀλλὰ
φύλαξον μὴ φαγεῖν τι ὅπερ καλόν σοι ἐφάνη, μόνα δὲ τὰ ἔμπροσθέν σου κείμενα
ἔσθιε».
34. Κατήχησις 26, SC 113, 84183-185· «Πρὸς τούτοις τύπωσον καὶ ψωμὸν τοσοῦτον
ἐσθίειν, ὅσον τοῦ μὴ χορτάζεσθαί σε, ἀλλὰ κατὰ πολὺ τῆς χρείας ἔλαττον καὶ ὅσον
δύνασαι βαστάσαι».
35. Κατήχησις 26, SC 113, 92268 -270.
36. Σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ ἱερὸς πατὴρ οἱ λόγοι του, οἱ ὁποῖοι ὁρίζονται
ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα, ὀφείλουν νὰ εἶναι λόγοι μετανοίας καὶ κατανύξεως
κατὰ τὴ δύναμιν καὶ τὴν ἀνδρείαν του. Βλ. Κατήχησις 26, SC 113, 92281-285.

109
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

2. Πνευματικὸς ἀγώνας

Ἀτελείωτα εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, τὰ τεχνάσματα τοῦ


διαβόλου, «ἀριθμῷ μὴ καθυποβαλλόμενα». Ὁ αἰώνιος ἐχθρὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐπιτίθεται ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μέρα καὶ νύχτα, ἄλλοτε μὲ
ἀπειλὲς καὶ ἄλλοτε μὲ δελεάσματα, προκειμένου νὰ παρασύρει τοὺς
πιστούς37.
Ὁ ἱερὸς πατέρας, φιλόστοργος ποιμένας καθὼς εἶναι, στὴν
προσπάθειά του νὰ διεγείρει τὸν ζῆλο τῶν ἀδελφῶν μοναχῶν γιὰ
πνευματικὸ ἀγώνα, ἀναφέρεται στὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν εὐσπλαγχνία
τοῦ Θεοῦ, θέλοντας νὰ κρατήσει ἄσβεστη τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας: «Μὴ
πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου, φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεὸς καὶ ἐλεήμων καὶ
εὔσπλαγχνος, κἀγὼ μαρτυρῶν ὁμολογῶ καὶ τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ θαρρῶ
σώζεσθαι»38. Καί, χρησιμοποιώντας μία θαυμάσια εἰκόνα τῆς φύσης,
καλεῖ τοὺς ἀκροατές του νὰ φανταστοῦν ὅτι βρίσκονται σὲ ὄμορφη ὁδό,
«τετριμμένην ὅλην τοῖς ποσὶ τῶν προλαβόντων καλῶς», ἡ ὁποία, ὅμως,
περιβάλλεται ἀπὸ βράχους καὶ ἀπότομα φαράγγια. Στὸ πέρασμά της
συναντᾶ κανεὶς δέντρα κατάφυτα, γεμάτα ἀπό ὡραίους καρποὺς ἀλλὰ
καὶ ληστὲς καὶ ἐγκληματίες κρυμμένους κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου. Ὅπως,
ὅμως, ἐπισημαίνει «οὐδὲν ἡμᾶς ἐκ τῶν εἰρημένων ἢ δελεᾶσαι καὶ τὴν
αἴσθησιν ἡμῶν κατασεῖσαι ἢ παραβλάψαι δυνήσεται, ἑπομένους τοῖς προ-
λαβοῦσιν ἁγίοις καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν πορευομένους ἣν κἀκεῖνοι ἐβάδισαν ...
ἐὰν ὁδηγῷ ἐπακολουθῶμεν καὶ συνοδοιπόροις συμπορευώμεθα ἀγαθοῖς»39.
Ὁ μοναχός, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ πατέρα, συστρατεύεται μὲ τὸν
Χριστό, ἔτσι ὥστε, ἀποφεύγοντας τὴν τρυφὴ καὶ τὴν πολυτέλεια, ν’
ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας40. Ἀπόγονοι καὶ ἐμεῖς
τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ γίναμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἐξαιτίας τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ Χριστός, ὅμως, λόγῳ τῆς ὑπέρμετρης

37. Κατήχησις 7, SC 104, 68272-278: «οὐκ ἐν ἡμέρᾳ δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς
νυξί, καὶ οὐδὲ ἐγρηγορότων μόνον ἀλλὰ καὶ καθευδόντων, ἡμῖν ἐπανίστανται, ποτὲ μὲν
γαργαλισμοῖς καὶ ἐκκρίσεσι, ποτὲ δὲ βρωμάτων ἀπηγορευμένων γεύσεσιν, ἄλλοτε δὲ
καὶ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων ὡσεὶ ξιφήρεις λῃσταὶ λῃστρικῶς ἐπερχόμενοι θάνατον
ἡμῖν ἐπισείουσιν, ἐκταράσσειν ἡμᾶς οἰόμενοι καὶ τῆς εὐθείας παρατρέψαι ὁδοῦ».
38. Κατήχησις 3, SC 96, 300247-249.
39. Κατήχησις 7, SC 104, 66253-68262.
40. Κατήχησις 3 SC 96, 290129-294165. Ἀναφορικὰ μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ὁ ἱερὸς πατέρας
σχετικὰ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴ θεραπεία τους βλ. Γ. ΚΑΨΑΛΗ, Τὰ πάθη καὶ ἡ θεραπεία τους
κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία),
Θεσσαλονίκη 2015.

110
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἀγάπης Του γιὰ τὸ πιὸ ἐξαίσιο ἀπὸ τὰ πλάσματά Του, προσέλαβε κι


αὐτὴν τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅμοια κατὰ πάντα πλὴν τῆς ἁμαρτίας, καὶ
διελθὼν ὅλα τὰ στάδια τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας ἁγίασε αὐτά. Στὴ
συνέχεια, ὑπομένοντας τὸν ἀτιμωτικὸ σταυρικὸ θάνατο, ἀπελευθέρωσε
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία41.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐπιλέγει νὰ παρομοιάζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ
βρίσκεται ὑπὸ τὸ καθεστὼς στρεβλωτικῆς γιὰ τὸν ἴδιο κυρίευσης ἀπὸ τὰ
πάθη, μὲ ἄνθρωπο τυφλό· εὔκολα περιπέφτει στὴν παγίδα τῆς
ἀμφισβήτησης τῶν λεγομένων, καθὼς δὲ δύναται νὰ κατανοήσει τὴν
ἀλήθεια τῶν πραγμάτων42. Ὁ σωματικὰ τυφλός, μὴ μπορώντας νὰ δεῖ τὸ
φῶς καί, κατὰ συνέπεια, νὰ τὸ διακρίνει ἀπ’ τὸ σκοτάδι, ἀδυνατεῖ νὰ
πιστέψει τοὺς λόγους τῶν γύρω του, ἂν εἶναι μέρα ἢ νύχτα, καὶ γιὰ τὸν
λόγο αὐτὸ τοὺς ἀποφεύγει. Κατὰ τρόπο ἀνάλογο, καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ
βρίσκονται κυριευμένοι ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῶν παθῶν καὶ δὲν ἔχουν,
σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, νοῦν Χριστοῦ43, οὕτως ἰσχύει: «ὡς μὲν ἄνουν
τὸν ἔχοντα τὸν νοῦν τοῦ Χριστοῦ, ὡς δὲ ἔννουν τὸν μὴ τοῦτον ἔχοντα
λογίζονται»44. Ἡ τύφλωση τοῦ σώματος στερεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ
δυνατότητα νὰ δεῖ καὶ νὰ μελετήσει ὅσα βρίσκονται στὸ φῶς. Ἀνάλογα
καὶ ἡ πνευματικὴ τύφλωση ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ κατανοήσει τὰ
βαθύτερα νοήματα τῶν λεγομένων45.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁμιλεῖ μὲ αὐστηρὴ γλώσσα ἀπέναντι σ’ ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πνευματικῆς τύφλωσης ἀπὸ τὴν
ὁποία διακατέχονται τολμοῦν νὰ παρουσιάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους
ἀξίους, πολὺ, δέ, περισσότερο νὰ προσεγγίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ τῆς
ἱερωσύνης ἀξίωμα· γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφωνεῖ: «Ὢ τῆς φρικτῆς τόλμης, ὡς ἐπὶ
βάθραν ὑψηλὴν ἐπιβαίνειν αὐτοὺς ποιεῖ καὶ ἵστασθαι ἐπ’ αὐτήν, ἵν’ ἕκαστος

41. Κατήχησις 5, SC 96, 408395-414466.


42. Κατήχησις 15, SC 104, 22441-22648: «ὁ τυφλὸς τυφλὸν ἡγεῖται τὸν βλέποντα καὶ ὁ
τῷ ὄντι λῆρος λῆρον ἡγεῖται τοὺς λόγους αὐτοῦ. Καὶ καθάπερ ἐν νυκτὶ πολλάκις
λεγόντων τινῶν μὴ λάμπειν τὸν ἥλιον, ἀκούων ὁ τυφλὸς οὐ πιστεύει αὐτοῖς, καὶ ἐν
ἡμέρᾳ μέσῃ ὢν νύκτα εἶναι πάλιν ἀπιστεῖ, πλανᾶσθαι οἰόμενος ὑπὸ ἀμφοτέρων, καὶ
κἂν φῶς εἶναι ἐν ἡμέρᾳ ἀκούῃ, κἂν σκότος ἐν νυκτί, ἀμφιβάλλων τοὺς λέγοντας
ἀποσείεται».
43. Α΄ Κορ. 2, 16: «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν
Χριστοῦ ἔχομεν».
44. Κατήχησις 15, SC 104, 22650-51.
45. Κατήχησις 15, SC 104, 22664-22867: «Κἂν μυριάκις τοῖς σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς
γεγραμμένα ὄντα αἰσθητῶς αὐτὰ ἀναγνῷ, οὐκ ἄν, οἶμαι, ποτὲ δυνηθῇ τὰ πνευματικά τε
καὶ ἄϋλα καὶ φωτοειδῆ ἐν ὑλικῷ καὶ σκοτεινῷ χώρῳ θεάσασθαι ὁ τοιοῦτος».

111
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

τούτων τοῖς πολλοῖς ὑπερέχων δείκνυται καὶ περίβλεπτος. Χριστιανοὺς


οὖν τοὺς τοιούτους, ποῖος ἄρα Χριστιανὸς ὀνομάσει;»46.
Ὁ ἱερὸς πατέρας γνωρίζει τὸ δύσκολο τοῦ κατορθώματος, νὰ ἐπιτύχει
κανείς, δηλαδή, τὴν ἀπρόσκοπτη σωτηρία τῆς ψυχῆς. Kαὶ παρουσιάζει
στοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς, μέσα ἀπὸ θαυμάσιες ἐναλλαγές, τὰ
πεπραγμένα καὶ τὰ ὀφειλόμενα47. Ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πάλη τῶν πιστῶν δὲν εἶναι κατὰ
αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ κατὰ «τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας τοῦ κόσμου, πρὸς
τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου»48. Παραλληλίζει τὸν πνευματικὸ
ἀγώνα μὲ ἕναν πόλεμο ἀδιάλειπτο καὶ συνεχή, καὶ ἀναφέρει ὅτι ὅταν οἱ
ἄνθρωποι πολεμοῦν μεταξύ τους, ἄλλοτε πολεμοῦν μὲ ὅπλα καὶ ἄλλοτε
ὑποχωροῦν. Χτίζουν ὀχυρώματα γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν καὶ ἂν, κάποτε,
κουραστοῦν, παραδίδουν στοὺς συναγωνιστές τους τὴ σκυτάλη, ὥστε
ἐκεῖνοι μὲ τὴ σειρά τους νὰ φυλάξουν τὸ ὀχυρό. Θέλοντας νὰ σωθοῦν
ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ τραποῦν σὲ φυγή, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη
συλληφθοῦν μποροῦν νὰ ἀποφεύγουν τὸ θάνατο προτιμώντας τήν
ὑποδούλωση στὸν ἐχθρό.
Στὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ εἰκόνα ἀντιπαραβάλλει τὸν πνευματικὸ πόλεμο,
ὁ ὁποῖος «οὐχ ὁμοίως τῶν ἔξω πολέμων καὶ ὅπλων καὶ ὁ ἐν ἡμῖν πόλεμος
ἀλλὰ πολὺ ἐκείνου φρικωδέστερος». Ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ πνευματικοῦ
ἀγώνα ὀφείλει νὰ βρίσκεται ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ σὲ ἐγρήγορση καὶ ἴσως,
κάποιες φορὲς, νὰ πολεμᾶ χωρὶς κάπου νὰ μπορεῖ νὰ προφυλαχθεῖ,
«ἀλλὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἀνάγκη πᾶσα ἐπίκειται τοῦ πολεμῆσαι τοῦτον τὸν
πόλεμον, καὶ ἢ νικήσαντά τινα ζῆσαι ἢ πληγέντα ἀποθανεῖν
ἀναμφιβόλως»49.

46. Κατήχησις 15, SC 104, 230113-117.


47. Κατήχησις 3, SC 96, 28678-82: «Εἰπέ μοι, ἐρωτῶ σε, ἀδελφέ, πιστεύων εἶναι κρίσιν
καὶ ἀνάστασιν καὶ ἀνταπόδοσιν τῶν βεβιωμένων, ἦλθες ἐν τῇ μονῇ, ὁμολογῶν εἶναι
Θεὸν μέλλοντα ἀποδοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἢ οὐδέ τινα τούτων διέθου
ἐν τῇ καρδίᾳ σου;». Καὶ λίγο παρακάτω, στὴν ἴδια Κατήχηση, 290130-132 συνεχίζει: «Δι’ ἣν
δὲ τὴν αἰτίαν στρατευθῆναι καὶ τοῖς Χριστοῦ στρατιώταις καταταγῆναι ἠθέλησας;».
48. Ἐφεσ. 6, 12. Κατήχησις 3, SC 96, 290129-130· «Οὐκ ἦλθες κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν
ἀγωνίσασθαι, οὐκ ἐλήλυθας ἀναλαβέσθαι τὸν κατὰ τὸν παθῶν πόλεμον;».
49. Κατήχησις 3, SC 96, 308344-346. «Ἡ ἐλευθερία ἡ ἐξωτερική», σημειώνει ὁ Παντελῆς
Πρεβελάκης, «ὄχι πὼς εἶναι ἄχρηστη, μὰ εἶναι λιγώτερο σημαντικὴ ἀπ’ τὴν ἐσωτερική.
Ἂν εἶμαι σκλάβος σὲ κάποιο κακὸ ἀφεντικό, μὰ εἶμαι ὡστόσο λεύτερος μέσα μου, θ’
ἀγωνιστῶ νὰ λευτερωθῶ. Μά, σὰν εἶμαι δέσμιος τῶν κακῶν παθῶν καὶ θελημάτων μου,
ποιός θά ‘ναι κεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ λευτερώσει;». Βλ. Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ, Γεύση Οὐρανοῦ,

112
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ἅγιος Συμεὼν παραβάλλει τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς


στρατιῶτες ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως. Ἀναλύοντας σχετικά τὸν
συλλογισμό του ἀναφέρει πόσο τιμημένοι καὶ ὑπερήφανοι αἰσθάνονται
ὅσοι ἀξιώθηκαν νὰ βρίσκονται στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως.
Διευρύνοντας, δέ, τὴ σκέψη του, ὁμολογεῖ πόσο περισσότερο χαρούμενοι
ὀφείλουν νὰ εἶναι ἐκεῖνοι, «οἱ τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ στρατευθέντες καὶ
τὴν ἐκείνου δουλείαν ἀναδεξάμενοι»50. Καὶ ἡ χαρά τους θὰ πρέπει νὰ εἶναι
μεγαλύτερη στὴν περίπτωση ποὺ ἀξιωθοῦν νὰ παρασταθοῦν ἐνώπιόν
του καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί του, καθώς «ὑπὲρ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἑτοιμασθέντα
αὐτοῖς παρὰ Θεοῦ πάντως γεγόνασιν, ὡς τὸν ἑτοιμάσαντα μᾶλλον αὐτὸν τὰ
ἀγαθὰ Κύριον κληρωσάμενοι»51. Διακρίνει τὸν ἀγῶνα τους στὴ σωματικὴ
ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Στὴν πρώτη συγκαταλέγει «τὴν
ἀκτημοσύνην, τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ἐγκράτειαν, τὴν ὑπομονὴν
καὶ καθεξῆς τὰ λοιπά», ἐνῶ, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἐργασία, ὁ
ἅγιος ξεκαθαρίζει πώς «μικρόν τε καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διὰ τῶν τοιούτων
ἐδήλωσαν, ἵνα οἱ τοὺς κόπους ἐκείνων καὶ τὴν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων
ἐπιδεικνύμενοι, ἔργοις αὐτοῖς καὶ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων αὐτῶν ἐν
γνώσει καὶ μετοχῇ γένωνται»52. Χρησιμοποιώντας, κατά τοῦτο, ἕναν
τέτοιο παραλληλισμὸ ἀναφέρει πὼς πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι,
προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ἀγαθά, δὲ
διστάζουν νὰ ὑποβάλλουν τὸν ἑαυτό τους σὲ κόπους καὶ ταλαιπωρίες.
Διερωτᾶται: «εἰ διὰ πρόσκαιρα καὶ φθαρτὰ τὸν ὅλον ἀγῶνα καὶ αὐτὴν
τίθενται τὴν ψυχὴν τῶν ἀνθρώπων τινές, ἡμεῖς ὑπὲρ τοῦ Βασιλέως τῶν
βασιλευόντων καὶ Κυρίου τῶν κυριευόντων καὶ κτίστου καὶ ἐξουσιαστοῦ
τῶν ἁπάντων τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ τὰ σώματα εἰς θάνατον οὐ
προδώσωμεν;»53.
Προκειμένου νὰ κάνει περισσότερο κατανοητὸ τὸν λόγο του
χρησιμοποιεῖ γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα παράδειγμα ἀπὸ τὴ φύση: παρομοιάζει
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐργάζονται τὰ πνευματικὰ μὲ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει
δροσερὸ καὶ γάργαρο νερό. Ἀναφέρει, λοιπόν, πὼς ὅπως ἡ πηγὴ ἐὰν
πάψει νὰ ἀναβλύζει μετατρέπεται σὲ λάκκο καὶ χάνει τὴν ὀμορφιά της,

στὸ Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν κατάνυξη. Δοκίμια Ὀρθοδόξου στοχασμοῦ, ἐκδ.
οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1965, σ. 69.
50. Κατήχησις 10, SC 104, 13811-12.
51. Κατήχησις 10, SC 104, 14029-31.
52. Κατήχησις 6, SC 104, 1424-25· 27-31.
53. Κατήχησις 2, SC 96, 24676-80.

113
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ γιὰ λίγο θά ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν
ἐντολῶν, «κατὰ ἀναλογίαν ἐκπίπτει τῆς ἁγιότητος»54.
Ὁ ἱερὸς πατέρας διακρίνει δύο κατηγορίες ἀνθρώπων. Στὴν πρώτη
κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν
τους ἀπογοητεύονται καὶ ἀπελπίζονται στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Ἀντίθετα, στὴν ἄλλη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν
ἀντικαταστήσει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, τὸ ὁποῖο διαπράττουν χωρὶς νὰ
αἰσθάνονται τὸ βλαπτικὸ τῶν πράξεών τους55. Διαφορετικό, ὅμως, γι’
αὐτοὺς εἶναι, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα σημειώνει ὁ ἅγιος, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα·
«Ὁ μὲν γὰρ πρότερος, εἰ περὶ μετανοίας καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας
διδαχθῇ καὶ μάθῃ ὅτι οὐκ ἔστι πλῆθος ἁμαρτιῶν, ὃ μὴ ἐξαλείφει ἡ μετάνοια
... ἴσως ἑαυτοῦ γενόμενος καὶ κατανυγείς, ἐπιθυμήσειέ ποτε τῶν πολλῶν
ἐκείνων ἀπαλλαγῆναι κακῶν καὶ τοῦ δυσβαστάκτου φορτίου κουφισθῆναι
τὸ αὐτοῦ συνειδός»56, «καὶ τῇ μετανοίᾳ θερμῶς προσέλθει»57. Στὸν
ἀντίποδα, ὁ δεύτερος, καθὼς δὲ γνωρίζει καὶ δὲν παραδέχεται τὴν
ἀσθένειά του, εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχει τὴ θεραπεία του58.
Ἀνάλογη εὐθύνη βαρύνει, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ πατέρα, κι ἐκείνους
ποὺ ἐργάζονται τὸ καλὸ ἀποβλέποντας στὴν ἀνθρώπινη δόξα, ἀλλὰ καὶ
ἐκείνους ποὺ τὴν ἀποδέχονται καὶ χαίρονται καὶ καμαρώνουν περὶ
αὐτοῦ. Παρομοιάζει τοὺς πρώτους μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, καθὼς
λατρεύουν «τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα», καὶ κατατάσσει τοὺς δεύτερους
μεταξὺ τῶν πορνῶν, διότι, καθὼς λέγει, «ὅμοιος γάρ ἐστιν ὁ τοιοῦτος
ἀνθρώπῳ παρθενεύειν προαιρουμένῳ καὶ τὴν τῶν γυναικῶν συνουσίαν
ἀπηρνημένῳ καὶ πρὸς μὲν αὐτὰς μὴ αὐτομολοῦντι, μήτε μετ’ αὐτῶν διάγειν
ἐπιθυμοῦντι, ἀπερχομένης δὲ πρὸς αὐτὸν μιᾶς τινος γυναικός, μεθ’ ἡδονῆς
εὐθὺς ἀποδεχομένῳ καὶ τὴν τῆς μίξεως ἡδονὴν ἐκπληροῦντι»59.
Ὁ Συμεὼν μιλᾶ διαρκῶς στοὺς μαθητές του γιὰ τὰ μελλοντικὰ
ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν

54. Κατήχησις 10, SC 104, 146111-112.


55. Κατήχησις 7, SC 104, 5267-5491.
56. Κατήχησις 7, SC 104, 5477-80· 82-85.
57. Κατήχησις 7, SC 104, 5487.
58. Κατήχησις 7, SC 104, 5487-91: «ὁ δὲ δεύτερος δυσανακλητότερος ὤν, εἰς ἅπαν ἀπα-
ναίνεται τοῖς τοιούτοις φαρμάκοις ἰατρευθῆναι. Πῶς γὰρ καὶ ἰατρευθῆναι κατεδέξεται, ὁ
μηδὲ ὅτι ἐν νόσῳ ἢ πτώματι κεῖται ὅλως πειθόμενος;».
59. Κατήχησις 10, SC 104, 148129-134. Ἀνάλογη εὐθύνη, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα λέγει ὁ
θεοφώτιστος πατήρ, φέρουν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους «εἴ τι διὰ σαρκὸς πάθος
ἀπόπτυστον καθ’ ἡδονὴν ἐκτελεῖται καὶ κοινοῖ τὸν ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπον κατὰ τὴν τοῦ
Κυρίου φωνήν». SC 104, 150147-150.

114
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἀγαποῦν. Προτρεπτικὸς στὴν ἀρχή60, ἐπιτακτικὸς στὴ συνέχεια61, τοὺς


παροτρύνει νὰ ἐπιδιώκουν τὰ μόνιμα καὶ σταθερὰ ἀγαθὰ τῆς οὐρανίου
βασιλείας62, ἐνῶ δὲν ἀφήνει στὸ ἀπυρόβλητο ὅλους ἐκείνους πού, ἂν καὶ
ἀποτάχθηκαν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴ μιὰ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὴν
ἀμέλεια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, προσπαθοῦν νὰ
συγκριθοῦν μ’ ἐκείνους ποὺ κοπιάζουν63, πλανώντας, ὅμως, ἑαυτοὺς
μάταια64. Προτρέπει, λοιπόν, τοὺς μαθητές του νὰ ἀγαπήσουν τὴ θλίψη
τοῦ σώματος65, καθὼς αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μέσο γιὰ ν’ ἀπολαύσουν τὰ
ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. «Ἀγάπησον, ἀδελφέ, θλῖψιν σώματος, ἄσπασον
κακοπάθεια», λέγει, γιὰ νὰ γίνει στὴ συνέχεια ὁ λόγος του πολὺ πιὸ
ἔντονος, ὅταν ἀπευθύνεται στοὺς μαθητές του σχετικὰ μὲ τὸ τί τοὺς
ὁδήγησε ν’ ἀκολουθήσουν τὸν μοναχικὸ βίο, ὅπου, μιλώντας τους μὲ
συγκεκριμένη γλώσσα, τοὺς θυμίζει τὴ διδαχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου:
«συγκακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης, ἵνα καὶ στεφανωθῇς καὶ
συνδοξασθῇς, αἰωνίῳ δόξῃ εὐφραινόμενος»66.
Ἀναφερόμενος σὲ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς πράξεις τους
εὐαρέστησαν τὸν Θεό, παρουσιάζει ὡς παράδειγμα πρὸς μίμηση τὸν
μέγα Ἀντώνιο. Περιγράφει στιγμὲς ἀπὸ τὸν βίο τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ
ἁγίου καὶ ἐπικεντρώνει τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν ὁλόψυχη ἀφιέρωση τοῦ
μεγάλου πατρὸς στὸν Θεό, στὴν καρδιακὴ ἐπιθυμία του νὰ ἀγωνιστεῖ
πνευματικὰ καὶ νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτό του στόν «θάνατο»,

60. Κατήχησις 2, σ. SC 96, 274396-397: «Φύγωμεν οὖν τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ
ἀγαπητοὶ ἀδελφοί».
61. Κατήχησις, SC 96, 276416-278436.
62. Κατήχησις 2, SC 96, 278439-446: «Γένοιτο δὲ τὰς ἐντολὰς τηρήσαντας τοῦ Θεοῦ, διὰ
δακρύων καὶ μετανοίας καθαρθῆναι τὰς καρδίας ἡμῶν, ὡς ἂν καὶ τὸ θεῖον φῶς, αὐτὸν
τὸν Χριστὸν ἐντεῦθεν ὀψώμεθα καὶ μένοντα ἐν ἡμῖν κτησώμεθα, καὶ διὰ τοῦ Παναγίου
Πνεύματος τρέφοντα καὶ ζωογονοῦντα ἡμῶν τὰς ψυχάς, καὶ ἀπογεύοντα τῆς ἐνηδόνου
γλυκύτητος τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων τῆς βασιλείας αὐτοῦ».
63. Κατήχησις 4, SC 96, 332208-334246.
64. Κατήχησις 4, SC 96, 344360-376.
65. Κατήχησις 2, SC 96, 24237.
66. Κατήχησις 3, SC 96, 28678-290128. Βλ. ἀκόμη Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν
κατάνυξη, σ. 106: «Ὁ Θεὸς στεφανώνει ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται μὲ πίστη “τὸν καλὸν
ἀγῶνα”. Δὲν ἔχουν σημασία τὰ χρόνια ποὺ ἀγωνίζεται κανείς ... Σημασία ἔχουν ἡ
πίστη, τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ ἔνταση μὲ τὴν ὁποίαν ἀγωνιζόμαστε. Ἄλλος ἀγωνίζεται μιὰ
ζωὴ καὶ δὲν κατορθώνει νὰ κόψει τὸ παραμικρότερο πάθος σωματικὸ ἢ πνευματικό. Κι
ἄλλος ἀγωνίζεται ὅπως καὶ ὅσο πρέπει ἕνα πολὺ μικρότερο χρονικὸ διάστημα καὶ
πετυχαίνει τὴ σωτηρία του».

115
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

προκειμένου νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἴδει τὴ θέα τοῦ Θεοῦ67. Ἀνάλογα


κατορθώματα πέτυχε, ὅπως περιγράφει, καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος68, ὁ ὁποῖος
ἔτυχε ἀνάλογης πνευματικῆς ἀνταμοιβῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ,
ἐπιπρόσθετα, δὲν παραλείπει ν’ ἀναφερθεῖ καὶ εἰς «τὰς ὑπὲρ ἄνθρωπον»
πράξεις τῶν ἁγίων Εὐθυμίου καὶ Σάββα ὑπογραμμίζοντας: «Ὁ οὖν
αὐτοὺς ἐκμιμούμενος ἔργῳ καὶ πόνοις τῆς αὐτῆς ὄντως καταξιωθήσεται
χάριτος»69.
Παράλληλα, ὡς φωτεινὸ παράδειγμα πρὸς μίμηση, ὁ ἱερὸς πατέρας
παρουσιάζει τὸν ὅσιο Συμεὼν Στουδιώτη· τὸν δικό του, δηλαδή,
πνευματικὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ ξεπέρασε τοὺς συγχρόνους του
ἀλλὰ καὶ προγενεστέρους αὐτοῦ «τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν καὶ τοῖς ὑπὲρ
δύναμιν κατορθώμασι ... καὶ ἐπαίνων καὶ ἐγκωμίων πολλῶν ἀναφανεὶς ἡμῖν
ἄξιος, ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται καὶ ἐγκωμιάζεται ἡμῖν κατὰ δύναμιν»70.
Ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ μὲ μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ
τὸ πνευματικὸ ὕδωρ μὲ τὸ ὁποῖο πότισε καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους,
ἀπὸ τὸ ὁποῖο «ὅστις πίῃ», σύμφωνα καὶ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, «οὐ μὴ
διψήσῃ πώποτε, ἀλλὰ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν
αἰώνιον»71. Περιγράφει τὰ πνευματικά του ἀγωνίσματα καὶ τοὺς κόπους
στοὺς ὁποίους ὑπεβλήθη «ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου ποτὲ ὢν καὶ τοῖς τοῦ κόσμου
πράγμασι καὶ φίλοις καὶ συγγενέσιν ἀποταξάμενος, ... ὡς μηδὲ τὴν μνήμην
ὅλως ἔχειν αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ταύτην ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐξορίσαι μακράν»72 καὶ
«διὰ ταῦτα οὖν ἐδοξάσθη ἀπὸ Θεοῦ καὶ ἐγένετο ἀπαθὴς καὶ ἅγιος, λαβὼν
ἐν ἑαυτῷ ὅλον, ὡς εἰπεῖν, τὸν Παράκλητον»73. Μὴ μπορώντας, δέ, νὰ
κρατήσει κρυφὴ τὴ μεγάλη εὐεργεσία «καὶ τὴν γινομένην εἰς ἡμᾶς τοῦ

67. Κατήχησις 6, SC 104, 1655-60: «Ἀλλὰ ἐζήτησεν ὁλοψύχως, ἔκρουσεν ἀόκνως,


ὑπέμεινεν εἰς τέλος καὶ ἔλαβεν ἐπάξιον τὸν μισθόν. Ἀποθανὼν γάρ, ὡς εἴρηται, τῇ
προαιρέσει ὑπὲρ Χριστοῦ, ἔκειτο ὡσεὶ νεκρός, ἕως οὗ ἦλθεν ὁ ζωογονῶν τοὺς νεκροὺς
καὶ ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ τοῦ ᾅδου, τοῦ σκότους φημὶ τοῦ ψυχικοῦ, καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν
εἰς τὸ θαυμαστὸν φῶς τοῦ προσώπου αὐτοῦ».
68. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τὰ πλούτη καὶ τὶς τιμὲς
τῶν ἀνακτόρων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι, ὅπου «οὐδὲ ὡς εὐτελὴς μετὰ εὐτελῶν
ἀνθρώπων ἑαυτὸν κατατάξαι ἠνέσχετο, ἀλλ’ ὡς κύνα ἐλογίσατο ἑαυτόν»..., γιὰ νὰ
συμπληρώσει λίγο παρακάτω: «καὶ τῇ πτωχείᾳ καὶ εὐτελείᾳ μέχρι τέλους
ἐνεκαρτέρησε». Βλ. Κατήχησις 6, SC 104, 1870-2089.
69. Κατήχησις 6, SC 104, 2299-100.
70. Κατήχησις 10, SC 104, 14244-47.
71. Ἰω. 4, 13-14.
72. Κατήχησις 6, SC 104, 28166-167· 169-170.
73. Κατήχησις 6, SC 104, 36262-264.

116
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Θεοῦ δωρεὰν μὴ ἀναγγέλειν, φανερῶς ὁμολογοῦμεν», παραδέχεται πὼς τὸ


ἔλεος τοῦ Θεοῦ «ἐνεπλήσθημεν ἀπλήστως οἱ ἀνάξιοι ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ
ἐλάβομεν διὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν»74.
Ταυτόχρονα, ὅμως, καὶ τοὺς μαθητές του προτρέπει νὰ διαφυλάξουν
τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ «ἵνα καὶ τῶν παρόντων καὶ τῶν μελλόντων
ἀγαθῶν, λέγω δὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ θέας, ἐπαπολαύσωμεν»75· καὶ σὲ
ἄλλο σημεῖο: «δεῦτε, ἀναλαβώμεθα πίστιν εἰλικρινῆ πρὸς τὸν Θεόν... ἵνα
καὶ ἡμεῖς ἀξιωθῶμεν ἐλάσαι ποτὲ εἰς μέτρα συντόμως τοιαῦτα καὶ ἰδεῖν
καὶ ἀπολαῦσαι τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν ἔνθεν ἤδη τοῦ θείου φωτός, εἰ καὶ
μὴ τελείως, ἀλλ’ ἐκ μέρους καὶ ὅσον χωροῦμεν κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς
καθάρσεως ἡμῶν»76.

3. Πνευματική καθοδήγηση - Ὁ πνευματικὸς πατὴρ καὶ ποιμένας

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὡς πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας στάθηκε


δίπλα στὰ πνευματικά του τέκνα ὡς ὁ γνήσια καὶ δικαιολογημένα
ἀγωνιῶν καὶ μεριμνῶν γιὰ τὰ δέοντα τῆς σωτηρίας τους πατέρας, ἀφοῦ
εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ τὴν ἀπὸ Θεοῦ ἀνάθεση τῆς πνευματικῆς
πατρότητας ἀποδέχτηκε, ἀλλὰ καὶ τὴ μέχρι τέλους ἀνάληψη τῆς
τεράστιας εὐθύνης ποὺ τὴ συνόδευε ἀνέλαβε77. «Ὑμεῖς γάρ ἐστε», λέγει
πρὸς τοὺς μοναχούς, «τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἅ μοι δέδωκεν ὁ Θεὸς ὡς παιδία,
τὰ ἐμὰ σπλάχνα, οἱ ἐμοὶ ὀφθαλμοί. Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἐμόν, ἀποστολικῶς
εἰπεῖν, καύχημα καὶ ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς διδασκαλίας»78. Αὐτὴ ἡ
διακρινόμενη ἀνησυχία του γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιὰ ἀποτελεῖ,

74. Κατήχησις 6, SC 104, 32223-227.


75. Κατήχησις 13, SC 104, 202160-162.
76. Κατήχησις 16, SC 104, 250156-157· 161-252165.
77. Ἀναφορικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος βλ. τὴν ἰδιαίτερα
ἐμπεριστατωμένη διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ τοῦ Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ Πνευματικὴ
Πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977. Ὁ
συγγραφέας, ἔχοντας γνώση τῆς ὅλης διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρὸς, παρουσιάζει τὶς
θέσεις του σὲ πέντε κεφάλαια. Ξεκινᾶ δίνοντας τὸν ὁρισμὸ τῆς πνευματικῆς
πατρότητας, ἀναφέρεται, ἐν συνεχείᾳ, στὴν ἐκκλησιαστικὴ περὶ τοῦ θέματος τάξη, καί,
στὰ κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν, ἀναλύει (μὲ γνώμονα πάντοτε τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ
πατρός) τὰ προσόντα ποὺ πρέπει νὰ κοσμοῦν τὸν πνευματικὸ πατέρα· περιγράφει
ἀφενὸς τὴν πρὸς αὐτὰ συμπεριφορά του καὶ ἀφετέρου τὴ συμπεριφορὰ τῶν τέκνων
πρὸς τὸν πατέρα τους.
78. Κατήχησις 1, SC 96, 236167-238170.

117
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ὅπως ἰσχυρίζεται, τὴν αἰτία τῆς διδαχῆς, καθὼς ὁ ἴδιος, παρὰ τὰ ὑψηλὰ
μέτρα τὰ ὁποῖα κατόρθωσε, ἐξαιτίας, βέβαια, τοῦ ἐναρέτου βίου του,
δείχνει νὰ ἐπιτιμᾶ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του, μὴ ἐπιτρέποντας τὴν σὲ
ὁποιαδήποτε μορφή της -καί, πάντως, καταστροφική- ἔπαρση νὰ τὸν
κυριεύσει. Τοὐναντίον, προβάλλει διαρκῶς τὴ δική του ἀναξιότητα· «Διὰ
τοῦτο γὰρ ἀεὶ σιωπᾶν ἐβουλόμην, ὡς οἶδεν ὁ Κύριος, καὶ μηδὲ ἀνανεύειν τὸ
σύνολον καὶ πρόσωπον ἀνθρώπου ὁρᾶν, κατακρίνουσαν ἔχων μου τὴν
συνείδησιν»79.
Στοὺς λόγους του ὁ ἅγιος ἐπισημαίνει κατ’ ἐπανάληψη ὅτι δὲν
κατηχεῖ ἐξαιτίας ἰδίων δυνάμεων, ἀλλά, ἴσα-ἴσα, δηλώνει ἀμαθὴς καὶ
ἐπικαλεῖται τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅπως «δώῃ ἀξίως εἰπεῖν τι,
οὐχὶ διὰ τὴν ἐμὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὑμετέραν ὠφέλειαν»80. Εἶναι, δέ,
συγκινητικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν παύει νὰ συγκαταλέγει ἑαυτὸν μετὰ τῶν
πνευματικῶν του τέκνων, καὶ ὅτι σὲ κάθε δυνατὴ εὐκαιρία,
ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές του, δὲ διστάζει νὰ ἐκφράσει τὴ θλίψη του
ὅταν ἀναφέρεται στὴ δική του ἁμαρτωλότητα. «Κλαίω», λέγει, «καὶ
θρηνῶ, ὡς ἤδη κατακρινόμενος, καί τοι παρακαλῶν ὑμᾶς οὐκ ἀκούομαι,
ἐπιτιμῶν ἀποπέμπομαι, ἐλέγχων μισοῦμαι καὶ παιδεύων ἀντιπαιδεύομαι
καὶ ὡς ἐχθρὸς ἐκδιώκομαι»81.
Ὁ ἱερὸς πατέρας ἐπισημαίνει πὼς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ
διάγει βίο ἐν εἰλικρινεῖ μετανοίᾳ, καὶ ἀποφασίζει νὰ τηρεῖ τὶς σωτήριες
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πρῶτα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ πρέπει νὰ βρεῖ τὸν
κατάλληλο πνευματικὸ ὁδηγό, «τεχνίτῃ ἐμπείρῳ καὶ ἀνδρί». Διότι αὐτὸς
εἶναι ποὺ θὰ τοῦ διδάξει μὲ σαφήνεια τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Ἡ
ἐπιλογὴ ἱκανοῦ πνευματικοῦ πατρός εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὸν μοναχό82,
εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ζητᾶ μὲ θέρμη ἀπὸ τὸν Θεό· «Καὶ εἰ μὲν εἰς

79. Κατήχησις 1, SC 96, 22411-13. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ λόγου του ἀναφέρεται στὴν
ἐκλογή του στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, προβάλλοντας καὶ πάλι τὴν ἀναξιότητά του·
«καὶ ὃν ᾑρετίσασθε εἰς τύπον ἔχειν πατρὸς πνευματικοῦ, εἰ καὶ τῆς ἀξίας πολὺ
ἀπολείπομαι». Αὐτόθι, SC 96, 238173-174.
80. Κατήχησις 7, SC 104, 56114-115.
81. Κατήχησις 3, SC 96, 28447-50.
82. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ
φωτός», Σύναξη 10 (1984) 9, «Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος δὲν ἔμενε ἱκανοποιημένος ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ
εἴδους τὴν μαζικὴ ἀγωγή· ἤθελε προσωπικὴ καθοδήγηση πρὸς τὸν δρόμο τῆς
τελειότητος -καὶ φυσικὰ ἐννοεῖ κατ’ ἀρχὴν τὸν μοναχικὸ δρόμο τῆς τελειότητος- ὅπως
στὰ παλαιὰ χρόνια τῆς Σκήτεως». Καὶ συνεχίζει: «Γιὰ νὰ φθάσει ὅμως κανεὶς στὸ δρόμο
τῆς τελειότητος κατὰ τὴν μέθοδό του, ἀπαιτεῖται κατάλληλη μέθοδος καὶ ἡ ἐφαρμογὴ
τῆς μεθόδου ἀπαιτεῖ διδάσκαλο, πνευματικὸ ὁδηγό».

118
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ὃν ἤδη ἔσχες πατέρα πνευματικὸν περισσοτέρως πληροφορεῖται παρὰ τῆς


χάριτος ἡ καρδία σου ποίει ἅ σοι λέγει καὶ σώζῃ· ... Εἰ δὲ πρὸς ἄλλον τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπέμψει σε, μὴ διστάσῃς τὸ σύνολον· ἀκούομεν γὰρ καὶ
Παῦλον φυτεύσαντα καὶ Ἀπολλῶ ἀρδεύσαντα καὶ Χριστὸν αὐξάνοντα» καὶ
προτρέπει: «Ποίησον οὖν ἀδελφέ, καὶ σὺ καθὼς εἴπομεν, καὶ ἄπελθε πρὸς
ἄνθρωπον, ὃν ὁ Θεὸς ἢ μυστικῶς δι’ ἑαυτοῦ ἢ φανερῶς διὰ δούλου αὐτοῦ
ὑποδείξει σοι»83.
Σημασία γιὰ τὸν ἱερὸ πατέρα ἔχει μόνον ἡ ἀθάνατη ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου, ἐνῶ ὅλα τ’ ἄλλα, ὡς ἐφήμερα, παρέρχονται. Ὅσο ἡ ψυχὴ
βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα, καθὼς λέγει, βλέπει τὸν περιβάλλοντα κόσμο.
Ὅταν, ὅμως, ἀποχωρισθεῖ ἀπ’ αὐτὸ συγκαταλέγεται στὰ ἄϋλα καὶ τότε
«Εἰ μὲν οὖν τῷ φωτὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καταλάμπεται, καὶ ἐν φωτὶ
γίνεται ἀπείρῳ τῆς αὐτοῦ εὐσπλάγχνου Θεότητος, ἄρρητον εὑροῦσα τὴν
εὐφροσύνην καὶ ἀτελεύτητον· εἰ δὲ σκότει τῶν ἁμαρτιῶν περιέρχεται, ἐν
ἀτελευτήτῳ σκότει, φεῦ, ὁμοίως γίνεται, πυρὶ καυστικῷ ὄντι συμμίκτῳ»84.
Πρὸς ἀπόδειξη τῶν λεγομένων ὁ ἱερὸς πατέρας παρουσιάζει τὸ
σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀναφέρει,
λοιπόν, πὼς ὁ Θεός, κινούμενος ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ἀγάπη γιὰ τὸν
ἄνθρωπο, κατῆλθε στὴ γῆ, ἔγινε κατὰ πάντα ὅμοιος μ’ αὐτόν -ἐκτός,
βέβαια, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία-, συναναστράφηκε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἄφησε ὑπογραμμὸ τὶς θεῖες Του ἐντολές, ξεκαθαρίζοντας πὼς θὰ
σωθεῖ ἐκεῖνος πού, μέσα στὸ γενικὸ πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἀπὸ τὸν
Θεὸ τοῦ δόθηκε καὶ τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κινεῖται, θὰ επιλέξει νὰ πιστέψει
σ’ αὐτές85. Ἀλλὰ διερωτᾶται στὴ συνέχεια: «καὶ οἴεται γελῶν καὶ
αἰσχρολογῶν καὶ ματαιολογῶν σωθῆναι, ταλανίζοντος ἐκείνου τοὺς
γελῶντας καὶ μακαρίζοντος τοὺς πενθοῦντας· ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν μὴ
ἀπαρνούμενος, μηδὲ τὸν σταυρὸν βαστάζων, ἀκολουθεῖν νομίζει τῷ δι’
αὐτὸν σταυρωθέντι Χριστῷ»86.
Ἔχοντας ὁ ἴδιος ἐπωμισθεῖ τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς ἡγουμενίας, βίωσε ἐκ
τοῦ σύνεγγυς τὸ πολυεύθυνον τῆς θέσης. Ἔτσι, θέλοντας νὰ διαφυλάξει
αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα τῆς ἀδελφότητας, ἀπευθύνεται στὰ

83. Κατήχησις 20, SC 104, 33450-52·54-57.


84. Κατήχησις 19, SC 104, 322116-324121.
85. Μᾶρκ. 16, 16: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακρι-
θήσεται». Ἑρμηνεύοντας ὁ ἱερὸς πατέρας τὸν λόγο αὐτὸ ἀναφέρει πώς «πάντα ἕως ἑνὸς
ἰῶτα ζωὴ καὶ ζωῆς αἰωνίου πρόξενα». Κατήχησις 7, SC 104, 58133-152. Πρβλ. Ἰω. 6, 63· 68· 12,
50.
86. Κατήχησις 7, SC 104, 62201-64206.

119
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

πνευματικά του παιδιὰ παρουσιάζοντας τὶς εὐλαβεῖς σκέψεις ποὺ θὰ


πρέπει νὰ διακατέχουν τὰ μέλη της σὲ περίπτωση θανάτου τοῦ
ἡγουμένου καί, συνεπῶς, ἐπείγουσας ἀνάγκης ἐκλογῆς νέου. Ὥστε δίνει
ἐκεῖνες τὶς ποιμαντικὲς κατευθύνσεις ποὺ θὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ
ἐπιλέξουν τὸν νέο, κατάλληλο, πνευματικὸ ὁδηγό, ὁ οποῖος θὰ συνεχίσει
μετὰ τὴν ἐκλογή του να συντελεῖ, ὁμοίως μὲ τὸν προηγούμενο, τὰ
μέγιστα στὰ περὶ τῆς σωτηρίας τους.
Ὁ ἱερὸς πατέρας προτρέπει τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας, ὅταν αὐτὴ
δοκιμάζεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, νὰ θρηνοῦν
βλέποντας ὁρισμένους ἐξ αὐτῶν νὰ ὁδηγοῦνται ἐξαιτίας τῆς ἡδονῆς καὶ
τοῦ συμφέροντος σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἀξιώματα87. Αὐτοί, μὲ ἔμπονη
ἀγωνία, ἂς ἱκετεύουν τὸν Θεὸ «ἀπὸ καρδίας μετὰ πόνου καὶ δακρύων ...
στῆσαι τῆς τοσαύτης κακίας τὴν ῥύμην καὶ πρὸς τὸ κρεῖττον μεταστρέψαι
τὰς καρδίας τῶν ἀδελφῶν»88. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὴ
σφοδρότητα μὲ τὴν ὁποία τοὺς ἐπιτίθεται σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ
διάβολος, ὁ ὁποῖος, γνωρίζοντας τὸ εὐαίσθητο σημεῖο καθ’ ἑνὸς ἐξ
αὐτῶν, τοὺς πολιορκεῖ μὲ παραπλανητικοὺς λογισμούς, πότε ἐπαινώντας
καὶ πότε δυσφημίζοντας τοὺς ἀδελφούς, ἐμβάλλοντας μέσα τους τὴν
ἐπιθυμία τοῦ ἡγουμενικοῦ ἀξιώματος, μὲ ἀποτέλεσμα «ἐκ τούτων οὖν καὶ
ἑτέρων πολλῶν σχίσματα, διχόνιαι καὶ στάσεις γίνονται ἐν τῷ μοναστηρίῳ
πολλαί, τῶν μὲν εὐλαβεστέρων πρὸς τὸ καὶ ἑαυτοὺς καὶ ἄλλους ὠφελῆσαι
σπευδόντων, τῶν δὲ σαρκικοτέρων τὴν ἑαυτῶν μόνον δόξαν ζητούντων, τὸ
πρόσκαιρον κέρδος καὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδονάς, τοῦ δὲ λοιποῦ πλήθους
ζητοῦντος κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας τὸν ἄγοντα καὶ τῷ ὁμοίῳ
προστρέχοντος»89. Καὶ δὲν παραλείπει νὰ ἐπισημάνει τὸν κίνδυνο τοῦ
ἐνδεχόμενου νὰ λανθάνουν στὶς ἐπιλογές τους, κάποιες φορές, ἀρκετοὶ
ἐκ τῶν ἀδελφῶν. Ταυτόχρονα, ὑπογραμμίζει τὸν πρόσθετο κίνδυνο ποὺ
πηγάζει στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐξαιτίας τῆς φιλοδοξίας, ἰδίως ὅσον
ἀφορᾶ στὴν ἐκλογὴ ἀξίου προσώπου, τὸ ὁποῖο θὰ κληθεῖ στὴ συνέχεια

87. Κατήχησις 18, SC 104, 286260-263. Ὁ ἅγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ μιὰ ὄμορφη εἰκόνα
προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν ἄποψή του, λέγοντας ὅτι ποτὲ κανένας δὲν παρουσιάζεται
σὲ ἕναν ἐπίγειο βασιλιά, τὸν ὁποῖο δὲ γνωρίζει ὁ ἴδιος, οὔτε ὅμως γνωρίζεται ἀπὸ αὐτόν,
προκειμένου νὰ αἰτηθεῖ τὰ πρὸς τὸ συμφέρον ἄλλων, παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ
δελεάσματά τους πρὸς αὐτὸν καὶ διερωτᾶται: «Εἰ τοίνυν ἀδυνάτως ἔχομεν ἐπὶ
ἀνθρωπίνων πραγμάτων τοιαῦτα ποιεῖν, οὐ φρικτόν σοι ἐστι καὶ δοκεῖ τὸ ἀναλαβέσθαι
ἀποστολικὸν ἀξίωμα προπετῶς ἀδελφέ;».
88. Κατήχησις 18, SC 104, 282222-224.
89. Κατήχησις 18, SC 104, 274122-276128.

120
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

νὰ ποιμάνει τὴν ἀδελφότητα. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὅτι ὁρισμένοι


κρυπτόμενοι ὑπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς μετριοφροσύνης καὶ τῆς ταπείνωσης
ὠθοῦν τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀξία τους90. Σ’ αὐτοὺς ὁ
ἱερὸς πατέρας ὑποδεικνύει νὰ προσέχουν τὴ συνείδησή τους καί,
ἀναγνωρίζοντας ὅτι κάποιος ἄλλος ἀδελφὸς εἶναι καλύτερός τους, νὰ
μοιράζονται τὴ σκέψη τους μὲ τοὺς ὑπόλοιπους τῆς ἀδελφότητας. Ὥστε,
λοιπόν, «Εἰ μὲν οὖν ἔχει ταπείνωσιν ὁ ἀδελφὸς καὶ τὴν ψυχὴν
ἀπηλλαγμένην φιλοδοξίας, χωρὶς δὲ πάσης προσπαθείας τῆς εἰς τὸν
ἕτερον, λέγει καὶ αὐτὸς αὐτῷ ταῦτα, καὶ πάσης ἄλλης πονηρᾶς ὑπονοίας
πληροφορεῖ αὐτὸν ὁ Θεός· καὶ δέξεται πάντως τοὺς λόγους σου καὶ εὐθὺς
ὑπακούσει σου. Καὶ τηνικαῦτα οἱ ἀμφότεροι λαλεῖτε πάσῃ τῇ ἀδελφότητι,
καὶ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ»91. Ἐπισημαίνει, δέ, ὅτι στὴν περίπτωση
αὐτὴ οἱ λοιποὶ ἀδελφοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ σιωποῦν ἀλλά «εἰ μὲν τῶν
προκριτοτέρων ᾖς, ἐρωτώμενος μετὰ παρρησίας εἶπον τὴν ἀλήθειαν καὶ
τοὺς ἀστηρίκτους εἰς τὸ καλὸν στήριξον· εἰ δὲ τῶν ἐσχάτων καὶ τῶν μὴ
καλῶς εἰδότων διακρίνειν τοῦ δικαίου τὸν ἄδικον, τοῖς εὐλαβεστέροις καὶ
πνευματικωτέροις ἐξακολούθησον»92.
Ὁ ἴδιος, λαμβάνοντας τὴ σχετικὴ ἀφορμὴ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ
στασίασαν ἐναντίον του, ἐκφράζει τὴν ἀγωνία του ὡς πνευματικὸς
καθοδηγητὴς καὶ περιγράφει ἀφενὸς τὴ χαρὰ ποὺ πλημμύρισε τὴν ψυχή
του μὲ τὴν ἔλευση ὅλων ἐκείνων ποὺ θέλησαν ν’ ἀκολουθήσουν τὸν βίο
καὶ τὴν ὁδὸ τῆς ἄσκησης. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἐξιστορεῖ καὶ τὴ λύπη ποὺ
διακατέχει τὴν ψυχὴ του ἐξαιτίας τῆς ἀναχώρησής τους93. Ὑπογραμμίζει

90. Κατήχησις 18, SC 104, 27053-27271.


91. Κατήχησις 18, SC 104, 278169-176 καὶ 280177-183, ὅπου τὸ αὐτὸ ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος
Συμεὼν λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Εἰ δὲ σὺ μὲν λέγεις ἀπροσπαθῶς ὑπὲρ τοῦ πνευματικωτέρου
ἀδελφοῦ, ὁ δὲ ἀδελφὸς οὐχ ὑπακούει σου, ἀλλὰ πρὸς δικαιολογίας κινηθῇ συνιστῶν
ἑαυτόν, γίνωσκε ὅτι ἀπὸ φιλοδοξίας κατέχεται καὶ σπούδασον παντὶ τρόπῳ ὡς Χριστοῦ
διάκονος ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς σῆς συνειδήσεως τὸν πνευματικώτερον ἀδελφὸν
γενέσθαι ἡγούμενον».
92. Κατήχησις 18, SC 104, 280193-198.
93. Κατήχησις 19, SC 104, 31635· 38-41-31849-51: «Ἤλθετε πρὸς ἡμᾶς μετ’ ἐμπύρου ἀγάπης
καὶ πίστεως ... οὕτως οὖν ὑμᾶς θεασάμενος καὶ τοιαῦτα φιλόχριστα παρ’ ὑμῶν ἀκηκοὼς
ῥήματα ἀπεδεξάμην καὶ τὴν πίστιν καὶ τὴν προαίρεσιν καὶ ὑπὲρ ἅπαντας προσεπάθησα
ἀπαθῶς εἰς ὑμᾶς» καὶ παρακάτω προσθέτει: «τῆς ἐμῆς ψυχῆς φυσικῶς κινουμένης καί,
ἵν’ οὕτως εἴπω, ἐκκαιομένης τῷ ἔρωτι, λόγους εἶπε ... καὶ τὴν ἐμὴν καρδίαν ὡς βέλος
ἔτρωσαν, οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ πῦρ γενόμενα ἐν αὐτῇ διαπαντός με καὶ δαπανῶσι καὶ
καταφλέγουσιν». Ἀναφερόμενος στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ μοναχὸς ΗΣΑΪΑΣ
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος», σ. 40, σχολιάζει: «Ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν
ἦταν καθόλου ξένος στὶς ὠδῖνες καὶ ὀδύνες τῶν πνευματικῶν τοκετῶν. Ἡ γεμάτη

121
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἀκόμα τὸ ἀναγκαῖον τῆς μὲ εἰλικρίνεια ἐπιλογῆς τοῦ εὐλαβέστερου ἐκ


τῶν ἀδελφῶν, προκειμένου ἐκεῖνος, ὡς ὁ πραγματικὰ κατάλληλος, νὰ
ἀναλάβει τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς. Ὁ ἅγιος Συμεὼν προτρέπει αὐτὸν ποὺ
ἀξιώθηκε νὰ καταστεῖ διὰ τῆς σχετικῆς ἐκλογῆς ἡγούμενος καὶ τοῦ
ἀνατέθηκε ἡ διαποίμανση τῶν ψυχῶν, νὰ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του πρῶτα
προκειμένου ν’ ἀνακαλύψει τὴν αἰτία ποὺ τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα τέτοιο
ἀξίωμα94· καθὼς γνωρίζει καλὰ πόσο δύσκολη καί, ταυτόχρονα, πόσο
ἐπίπονη εἶναι ἡ διαποίμανση τῶν ψυχῶν. Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν
ποιμένα παρουσιάζει σ’ αὐτὸν ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα
θὰ πρέπει νὰ κοσμοῦν τὴν προσωπικότητά του. Μὲ τὸν λόγο του, ἀλλὰ,
πρωτίστως, μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα ὀφείλει να ὁδηγήσει στὴν
ἀρετὴ καὶ τὴ σωτηρία ὅλες τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός.
Ὁ ἱερὸς πατέρας παρομοιάζει τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ
ἀνθρώπινο σῶμα· κατὰ τοῦτο οἱ ἀδελφοὶ ἀποτελοῦν τὰ μέλη καὶ ὁ
ποιμένας τὴν κεφαλή. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὅτι ὁ ποιμένας ὀφείλει νὰ εἶναι
κεκοσμημένος μὲ κάθε ἀρετὴ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ προκειμένου ν’
ἀποτελεῖ τὸ καλὸ παράδειγμα τῆς ἀδελφότητας. Δίνει ἰδιαίτερη προσοχὴ
στὴν ἀποφυγὴ τῶν ἀνέσεων καὶ τῆς πολυτέλειας, καὶ δὲν παύει νὰ
ὑπενθυμίζει πὼς εἶναι στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐφιστᾶ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ τὴν προσοχὴ τῶν
ποιμένων, ἀναφέροντας ὅτι κύριος σκοπός εἶναι ἡ αὔξηση τοῦ ποιμνίου
τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μὴν ἐπιδιώκουν τὴν τρυφὴ ἢ
τὴν πολυτέλεια, ὥστε ἀπερίσπαστοι ν’ ἀφοσιώνονται στὴν προσευχή,
στὴ διακονία τοῦ λόγου καὶ στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν
ἀδελφῶν95.

στοργὴ πατρική του καρδιὰ καὶ ἡ θεόπνευστη παιδαγωγία του συνάντησαν ἀντίσταση
καὶ ὄχι λίγες φορὲς βίαιη ἀντίδραση ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἡγουμενίας του. Μόνο μὲ τὴν
ἄκρα ὑπομονὴ καὶ τὴ μεγάλη του ταπείνωση, δηλαδὴ μὲ τὴν ἔμπρακτη πρὸς Θεὸν καὶ
πλησίον ἀγάπη του, μπόρεσε νὰ βαστάξει τοὺς φρικτοὺς πόνους καὶ τὶς πικρὲς
ἀπογοητεύσεις ποὺ τοῦ προξενοῦσαν πολλὰ ἀχάριστα καὶ τυφλωμένα τέκνα του».
Ἀνάλογη θέση διατυπώνει καὶ ὁ ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι: «Αὐτὴ ἡ διάπυρος
στοργὴ καὶ ἀφοσίωσις τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου πρὸς τὰ πνευματικά του
τέκνα καθίστα αὐτὸν ἰδιαιτέρως εὐαίσθητον, ὁπότε δὲν εὕρισκε ὁμοίαν ἀμοιβαίαν
διάθεσιν ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν τοῦ μοναστηρίου του», ἐκφράζει ὅμως τὴν πεποίθησή
του λέγοντας: «Γενικῶς εἰπεῖν, ἡ πνευματικὴ καθοδήγησις καὶ διδασκαλία τοῦ ἁγίου
Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἀρκετὰ ἐπιτυχής». «Ζηλωτὴς
μανικώτατος», σ. 30.
94. Κατήχησις 18, SC 104, 2668-10.
95. Κατήχησις 18, SC 104, 300432-302464.

122
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ποιμένας, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, δὲ θὰ πρέπει νὰ


ἐφησυχάζει ποτέ. Κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμὴ θὰ πρέπει νὰ μεριμνᾶ γιὰ
τὸ ποίμνιό του, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος θὰ πρέπει ἐπίσης ν’ ἀποτελεῖ
πρότυπο96. Ἐπιθυμώντας νὰ ποιμάνει τοὺς ἀδελφοὺς ὀφείλει νὰ ἐξετάζει
καὶ νὰ ἐφαρμόζει μὲ ἀκρίβεια τοὺς κανόνες ποὺ διετύπωσαν οἱ θεῖοι
ἀπόστολοι. Ὀφείλει νὰ ἔχει ἄγρυπνους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ φροντίζει
«τὰ τῶν ἐγχειρισθέντων προβάτων, μᾶλλον δὲ πατέρων καὶ ἀδελφῶν,
διαγινώσκειν καλῶς καὶ πρεπόντως οἰκονομεῖν»97. Ὁ λόγος του θὰ πρέπει
νὰ εἶναι πρᾶος καὶ ἀνάλογος μὲ τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο
βρίσκεται κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς. Ἔτσι, ἄλλους ἀπὸ τοὺς
ἀδελφοὺς θὰ πρέπει νὰ τοὺς νουθετεῖ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει, ἄλλους νὰ
τοὺς παρηγορεῖ. Καὶ ἀκόμα, νὰ ἐλέγχει τοὺς ἀπειθεῖς, προκειμένου νὰ
ἐπαναφέρει αὐτοὺς στὸν ὀρθὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Προτρέπει, μάλιστα,
ἀπευθυνόμενος στὸν μέλλοντα ἡγούμενο, «καὶ τὴν μὲν ἀγάπην ἴσην ἕξεις
ἐπὶ πάσῃ τῇ ἐν σοὶ ἀδελφότητι, τὴν δὲ τιμὴ ἑνὶ ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ
τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς ἀπονέμεις ἀξίως»98.
Ὁ ἴδιος, στηριζόμενος στὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου,
σκιαγραφεῖ στὴ συνέχεια τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς τοῦ τέκνου πρὸς τὸν

96. Κατήχησις 18, SC 104, 300450-302464: «Κανὼν εὐθὺς ὁ σὸς ἔστω βίος προκείμενος
μέσον τῶν ἀδελφῶν καὶ πατέρων σου, ἵνα τὰ τῶν ἄλλων σκαμβὰ ἐν αὐτῷ
ἀπευθύνωνται, μὴ φιλόϋλος, μὴ φιλόδοξος, μὴ φιλήδονος, μὴ φιλοτράπεζος, μὴ
φίλοινος, μὴ πέρπερος ἢ εὐτράπελος ἢ φιλάργυρος, μὴ θυμώδης, μὴ κενόδοξος, μὴ
ὑβριστής, μὴ μνησίκακος καὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδούς. Ἀλλ’ ἔστω μᾶλλον ἀκτήμων,
μισόδοξος, μισῶν ἡδονὴν πᾶσαν τοῦ βίου καὶ εὐπάθειαν τῆς σαρκός, ταπεινός, εὐτελής,
εὐκατάνυκτος, προσηνής, πρᾷος, ἀόργητος, ἀφιλάργυρος, ἀπράγμων, ἥσυχος,
εὐσταλής, ὑπομονητικός, πιστός, ἐγκρατής, ἐμμέριμνος, ἄγρυπνος, σπουδαῖος, ζηλωτής,
φροντίδα ποιούμενος τῶν καταπιστευθεισῶν σοι ψυχῶν ὡς οἰκείων μελῶν, εἰ δέοι δὲ
τιθεὶς καὶ τὴν ψυχήν σου καθ’ ἑκάστην ὑπὲρ αὐτῶν μὴ προτιμώμενος ἕτερόν τι τῶν τοῦ
κόσμου πραγμάτων τῆς ἀγάπης αὐτῶν».
97. Κατήχησις 18, SC 104, 292343-345. Κύριο γνώρισμα τῆς πατρικῆς ἀγάπης ἀποτελεῖ ἡ
θυσία, χάρη στὴν ὀποία βρίσκει τὴ δικαίωσή του ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς τίτλος τῆς πατρότητος.
Ἡ μέριμνα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν τέκνων ἀγγίζει ἑνίοτε τὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς καὶ
καθιστᾶ τὸν ποιμένα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Συμεών «ζηλωτὴν
μανικώτατον». Βλ. Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 107.
98. Κατήχησις 18, SC 104, 298414-416. Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 145.
Βλ. ἀκόμη τὴν παρατήρηση τοῦ Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΥ, Θεολογία καὶ Ὀρθόδοξο βίωμα, σσ. 279-280,
ὁ ὁποῖος διακρίνει τὸ χαρισματικὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καὶ τῆς ἄφεσης τῶν
ἁμαρτιῶν, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο τῆς λεγόμενης πνευματικῆς καθοδήγησης, τὸ ὁποῖο
«διαμορφώνεται ἀνάλογα καὶ διαφορετικὰ σὲ κάθε περίπτωση καὶ ἐξαρτᾶται πάντοτε
ἀπὸ τὶς προσωπικὲς πεποιθήσεις καὶ τὶς θεολογικοπνευματικὲς ἀντιλήψεις τοῦ κάθε
πνευματικοῦ ὁδηγοῦ».

123
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

πνευματικὸ πατέρα. Ἀφοῦ, λοιπόν, βρεῖ τὸν κατάλληλο πνευματικὸ


ὁδηγό, πρέπει νὰ ὑποτάσσεται σ’ αὐτὸν μὲ ἀπόλυτη ὑπακοή, «ὡς γὰρ ἐκ
στόματος Θεοῦ τοὺς ἐκείνου λόγους ἐξερχομένους λογιζόμενος». Διότι ἔτσι
ὁ ἄνθρωπος καὶ προκόβει καθημερινὰ καὶ αὐξάνει πνευματικά99.
Ἀρχὴ καὶ κανόνα ἀποτελεῖ κατ’ αὐτὸν ἡ ἀπόλυτη, ἡ χωρὶς ὅρους καὶ
ὅρια100, ἡ σωτήριος ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ στὸν πνευματικό του πατέρα,
ἀλλά καὶ ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν. Αὐτοὺς ὀφείλει νὰ τοὺς ἐξετάζει
κάθε στιγμὴ καὶ νὰ ἀναφέρει τὰ ἐξαιτίας τους προκύπτοντα,
ἐπιδεικνύοντας συνέσεως ὑπακοή101 (ὑπακοὴ τὴν ὁποίαν ἀναμφισβήτητα

99. Βλ. ΗΣΑΪΑ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος», σ. 41, ὅπου ὁ συγγραφέας
σχολιάζοντας τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀναφέρει σχετικά: «Ἡ ἀπαιτητικότητα
τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δὲν ἔχει ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ ἀνεβάζει τὸν μαθητὴ πρὸς τὴν
ποθητὴ σωτηρία. Προηγεῖται ἀσφαλῶς ἡ διάκριση τοῦ πατέρα ὡς πρὸς τὴν
χωρητικότητα τοῦ τέκνου. Τὸ ὅλο ζήτημα τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως ἐξάλλου
στρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἐλευθερία, ἐλευθερία αὐθεντικὴ καὶ ριζωμένη στὴν
ὁλοκληρωτικὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ».
100. Κατήχησις 20, SC 104, 33446-50· 60-62· «ᾧ καὶ ὀφείλεις ὡς αὐτῷ τῷ Θεῷ ὑπακοῦσαι
καὶ τὰ παρ’ αὐτοῦ σοι λεγόμενα ἀδιστάκτως ἐπιτελέσαι, εἰ καὶ ἐναντία σοι καὶ ἐπιβλαβῆ
κατὰ τὸ δοκοῦν σοι τὰ προσταττόμενα φαίνονται». Ἀλλὰ καὶ λίγο παρακάτω σημειώνει:
«Καὶ ὡς αὐτὸν τὸν Χριστὸν καὶ ὁρῶν καὶ λαλῶν, οὕτω σεβάσθητι αὐτὸν καὶ οὕτω
διδάχθητι παρ’ αὐτοῦ τὰ συμφέροντα».
101. Κατήχησις 26, SC 113, 94299-303: «Ἀλλὰ γὰρ καὶ τοὺς λογισμοὺς τῆς καρδίας σου τῷ
πνευματικῷ σου πατρὶ καθ’ ὥραν, εἰ δυνατόν, ἐξαγόρευε· εἰ δέ μή, τέως ἑσπέραν μὴ
παρέλθῃς ἀγαπητέ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν ὄρθρον τὰ συμβαίνοντά σοι πάντα, σεαυτὸν
ἀνακρίνων, ἐξαγόρευε». Ὁ λογισμός, σημειώνει ὁ ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Μικρὰ
Εἴσοδος, σσ. 121-123, «εἶναι ἡ πρόταση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὸν
λογισμὸ γίνεται ὁ συνδυασμός, δηλαδὴ ἡ πάλη μεταξὺ τοῦ λογισμοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας
τοῦ ἀνθρώπου, ἔπειτα ἔρχεται ἡ συγκατάθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ λογισμοῦ,
στὴ συνέχεια ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία, τὴν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν
δημιουργία τοῦ πάθους». Καὶ ἐπιλέγει λέγοντας: «Οἱ λογισμοὶ μᾶς σαπίζουν
κυριολεκτικά. Μολύνουν καὶ φαρμακώνουν τὴν ψυχή. Οἱ λογισμοὶ ἐκταράσσουν ὅλες
τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἤτοι τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ λογιστικὸ καὶ τὸ θυμικό. ... Πέρα ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος διακατεχόμενος ἀπὸ τοὺς λογισμούς, χάνει τὴν παρρησία μὲ τὸν
Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία μαζί του».
Συνωδὰ πρὸς τὰ προηγούμενα ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Β.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης, σ. 146, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐξομολόγηση
ἀποτελεῖ βασικὸ μέσον γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο. «Αὕτη διακρίνεται εἰς τὴν
ἀναδοχὴν ἢ ἀποκάλυψιν τῶν λογισμῶν καὶ εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας -
ἐξομολογήσεως. Ἡ πρώτη, ἀποτελοῦσα παιδαγωγικὴν καὶ καθοδηγητικὴν πρᾶξιν,
γίνεται καθημερινῶς εἰς τὸ κοινόβιον, ἐνίοτε δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας, οὕτω δὲ
διατηρεῖται καθαρὰ ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ προφυλάσσεται ἐκ τῶν
νοσηρῶν ψυχικῶν καταστάσεων».

124
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ὁ ἅγιος ἐπέδειξε στὸν δικό του πνευματικὸ πατέρα, Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ),
ποὺ γίνεται πρόξενος μέγιστης ὠφέλειας γιὰ τὸν ἴδιο102.
Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ μὴν ἐξετάζει καταλεπτῶς τὴ συμπεριφορὰ τοῦ
πνευματικοῦ του πατέρα, καθὼς καὶ ἐκεῖνος, ὡς ἄνθρωπος, ὑπόκειται σὲ
πάθη. Ἀντίθετα, ὀφείλει ν’ ἀκολουθεῖ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἀποστόλου
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε»103, ἀκολουθώντας, κατὰ τὸ
αὐτὸ σκεπτικό, ὅσους θεωρεῖ ἀνώτερούς του. Ταυτόχρονα, ὅμως,
ἐπισημαίνεται ἀπὸ τὸν ἱερὸ πατέρα καὶ ὁ κίνδυνος νὰ προσκολληθεῖ ὁ
μοναχὸς σὲ διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι χειρότεροι ἀπ’ αὐτόν, καθώς,
ὅπως σημειώνει, «Νηστείαν γὰρ καὶ ἀγρυπνίαν καὶ σχῆμα εὐλαβείας
πολλοὶ ἴσως προσεποιήσαντο ἢ καὶ ἔργῳ ἐκτήσαντο καὶ τὸ πολλὰ
ἀποστηθίζειν καὶ διὰ λόγων διδάσκειν οἱ πλείονες εὐχερῶς ἔχουσιν, εἰς δὲ
τὸ κλαυθμῷ ἐκκόψαι τὰ πάθη καὶ τὰς περιεκτικὰς ἀρετὰς ἀναφαιρέτους
κτήσασθαι πάνυ ὀλίγοι εὑρίσκονται»104.
Τεκμηριώνοντας τὸν λόγο μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, προτρέπει τοὺς
ἀδελφοὺς μοναχούς, σὲ περίπτωση ποὺ δοῦν τὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ
θαυματουργεῖ καὶ νὰ τιμᾶται μεταξὺ τῶν πιστῶν, νὰ εὐχαριστοῦν τὸν
Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν ἕναν τέτοιον ὁδηγό στὸ
πηδάλιο105. Ἄλλοτε πάλι, ἂν συμβεῖ νὰ τὸν δοῦν σταυρούμενο ὡς κοινὸ

102. Κατήχησις 20, SC 104, 33679-80: «καὶ γὰρ ὠφεληθήσῃ τὰ μέγιστα, ἐὰν εἰς αὐτὸν
ἀποβλέπῃς καὶ μόνον». Ὅπως σημειώνει ὁ μοναχὸς ΗΣΑΪΑΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Συμεὼν ὁ
νέος θεολόγος», σ. 37, «Ὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ γενικότερα ὡς πρόσωπο ποὺ ἔπαιξε
ἕνα ρόλο τόσο σημαντικὸ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν θὰ ἦταν
αὐτὸς ποὺ ἦταν ἂν δὲν εἶχε χρηματίσει πρῶτα ὁ ἴδιος ἕνας “πνευματικὸς ὁδηγούμενος”,
ἕνας μαθητὴς τῆς καθόλου ἱστορικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας».
Στὴ στενὴ αὐτὴ πνευματικὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν, ἐπισημαίνει ὁ ἀρχιμ.
ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΓΟΥΕΑΡ, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν
Νέο Θεολόγο», Χριστιανικὸ Συμπόσιο, σ. 264, «μπορεῖ νὰ παρατηρήση κανεὶς ἕνα
κλασσικὸ καὶ ἐπαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ: τὸν
εἰδικὸ σύνδεσμο μεταξὺ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τοῦ παιδιοῦ του, τὴν μεταβίβαση τῆς
διδασκαλίας καὶ τῆς θεϊκῆς χάριτος διὰ μέσου τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μεταξὺ τοῦ
πνευματικοῦ καὶ τοῦ μαθητῆ. Παράλληλα μὲ τὴν κανονική, καὶ ἐπίσημη “ἀποστολικὴ
διαδοχή” τῆς ἐπισκοπικῆς ἱεραρχίας ὑπάρχει ἐπίσης μία ἐσωτερικὴ καὶ κρυμμένη
“ἀποστολικὴ διαδοχή” πνευματικῶν ἀνθρώπων» καὶ καταλήγει: «καὶ τὰ δύο εἴδη τῆς
διαδοχῆς εἶναι, τὸ καθένα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ἀπαραίτητα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ».
103. Ἑβρ. 13, 17.
104. Κατήχησις 20, SC 104, 346199-204.
105. Κατήχησις 20, SC 104, 340130-132: «Ἐὰν ἴδῃς τὸν ὁδηγοῦντά σε θαυματουργοῦντα
καὶ δοξαζόμενον, πίστευσον καὶ εὐφράνθητι καὶ τῷ Θεῷ εὐχαρίστησον ὅτι τοιούτου
διδασκάλου τετύχηκας».

125
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

κακοῦργο καὶ ἔνοχο, νὰ μὴν προσθέσουν στὸ πρόσωπο περισσότερο πόνο


στὸν πόνο του, ἀλλὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν, καί, εἰ
δυνατόν, ἀκόμα καὶ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ πεθάνουν μαζί του106.
Κατακλείοντας, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ πνευματικὸς
πατέρας ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών, μία
χαρισματική, προφητικὴ μορφή, ποὺ λαμβάνει τὸ ἀξίωμα αὐτὸ ὄχι ἐξ
ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο μὲ τὴν ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου
Πνεύματος107. Ὅπως συγκεκριμένα συνοψίζει ὁ Κριβοσέϊν, ἀναφερόμενος
στὸ θέμα αὐτό, «ὁ πνευματικὸς πατέρας εἶναι ἕνας χαρισματοῦχος, ἡ
ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός· τὸ νὰ τὸν ὑπακούεις εἶναι
σὰν νὰ μιμεῖσαι τὸν Χριστὸ σὲ ὅλο τὸν ἐπίγειο βίο Του, εἶναι σὰν νὰ ζεῖς τὶς
μεγάλες στιγμὲς τοῦ Εὐαγγελίου: τὴ μεταμόρφωση, τὸ πάθος, τὸ θάνατο
καὶ τὴν ἀνάσταση. ... εἶναι σὰν νὰ ζεῖς τὴν Πεντηκοστή, ποὺ
ἐπαναλαμβάνεται ἐσωτερικὰ στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε αὐθεντικοῦ πιστοῦ ... Ὁ
πνευματικὸς πατέρας μᾶς γεννᾶ στὴν πνευματικὴ ζωή, χωρὶς αὐτὸν εἶναι
σὰν νὰ μὴν γεννηθήκαμε στὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ
μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Χριστό. Στὴν ἐκλογή του καὶ στὴν ἀφοσίωση σ’ αὐτὸν
πραγματώνεται ἡ συνάντηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς χωρὶς
ὅρους ἀνταποκρίσεως στὴ θεία κλήση»108.

4. Μετάνοια

Ὁ ἅγιος Συμεὼν δίνοντας τὸν ὁρισμὸ τῆς μετανοίας ἀναφέρει ὅτι


«μετάνοια γὰρ ἐπίγνωσις ἐστιν ἁμαρτίας»109. Πρόκειται γιὰ τήν «ἐκ
πίστεως καὶ ἀγάπης πηγάζουσα ἐσωτερικὴ θλίψη καὶ συντριβὴ τῆς ψυχῆς
ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις ἁμαρτήμασι, συνδεδεμένη μετὰ σταθερᾶς
ἀποφάσεως πρὸς βελτίωσιν καὶ διόρθωσιν»110, τὴ βασική, δηλαδή,

106. Κατήχησις 20, SC 104, 340132-342160.


107. Πρβλ. Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΥ, Θεολογία καὶ Ὀρθόδοξο βίωμα, σσ. 278-279, ὅπου
ἐπισημαίνεται ὅτι «Ὁ καθοδηγητικὸς λόγος τοῦ Πνευματικοῦ ταυτίζεται συνήθως μὲ τὴ
θεία θέληση καὶ ἑπομένως δὲν ἐπιδέχεται κανένα σχολιασμὸ καὶ ἀμφισβήτηση. Στὸν
καθοδηγούμενο πιστὸ καλλιεργεῖται ἔντεχνα ἡ πεποίθηση ὅτι ὅλα ποὺ διαμείβονται σ’
αὐτὴ τὴ σχέση ἔχουν τὸ στοιχεῖο τοῦ “ἀλάθητου”, ἀφοῦ ὅλη ἡ ὑπόθεση στηρίζεται στὸ
μυστηριακὸ γεγονὸς καὶ στὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
108. Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, σ. 136.
109. Κατήχησις 23, SC 113, 1884.
110. Ι. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ μετάνοια κατὰ τὴν ὀρθόδοξη καθολικὴ ἐκκλησία, Ἀθήνα
1995, σ. 13.

126
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

προϋπόθεση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ
θέωση, ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἀναπροσανατολισμὸ τῆς ζωῆς καὶ
συνδυάζεται μὲ ἕνα νέο ἦθος της· ἦθος σεμνότητος καὶ ταπείνωσης, ποὺ
ἀντιδιαστέλλεται τὴ φαρισαϊκὴ ὑποκρισία καὶ τὴ νοοτροπία τῆς
ἰουδαϊκῆς πολιτείας111. Τὴν ὠφέλεια ποὺ προκύπτει ἀπ’ αὐτὴν βεβαίωσε
πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν»112. Ὁ ἱερὸς πατέρας, ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τῆς
Γραφῆς καὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων, χαρακτηρίζει τὴ μετάνοια, συνωδὰ
πρὸς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὡς βασικὸ στοιχεῖο καὶ ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ Θεός «τοὺς μὴ
μετανοοῦντας καὶ μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ φόβου πολλοῦ τηροῦντας τὰς
αὐτοῦ ἐντολάς, οὐδὲν ὠφελήσει, ἀλλὰ καὶ χείρων μᾶλλον τῶν ἀπίστων
ἐθνῶν καὶ ἀβαπτίστων αὐτοὺς τιμωρήσεται»113. Καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ
πιστὸς ὀφείλει νὰ ἐφαρμόσει αὐτὴν ἀπὸ τῆς παρούσης ζωῆς ἐποχή114,
ἀφοῦ μετὰ θάνατον δὲ δύναται νὰ τὴν ἐπιτύχει115.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὰ δύο βαπτίσματα ποὺ
λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος· τὸ διὰ τοῦ ὕδατος βάπτισμα καὶ τὸ ἐν Πνεύματι
βάπτισμα τῆς μετανοίας116. Ὑπογραμμίζει, λοιπόν, ὅτι δὲν εἶναι λίγοι
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἔλαβαν τὸ βάπτισμα σὲ μικρὴ ἡλικία,
παρέβλεψαν τὶς δωρεές του καί, παραβιάζοντας τὶς θεῖες ἐνέργειες,
ἐπεσώρευσαν στὸν ἑαυτό τους πλῆθος ἁμαρτιῶν. Ὥστε, ἀπευθυνόμενος
πρὸς αὐτούς, τοὺς καλεῖ νὰ μιμηθοῦν τὸν προφητάνακτα Δαβίδ,
ἐπιδεικνύοντας λόγους καὶ ἔργα ἄξια μετανοίας, προκειμένου νὰ
πλησιάσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐξομοιωθοῦν μαζί Του κατὰ χάριν, ἐφόσον
«οὐκ ἔστι τοῦτο ἀδύνατον, οὐκ ἔστιν. Ἀδύνατον μὲν γὰρ ἦν πρὸ τῆς αὐτοῦ
ἐπὶ γῆς παρουσίας· ἀφ’ οὗ δὲ εὐδόκησεν ἄνθρωπος γενέσθαι κατὰ πάντα

111. Γ. ΠΑΤΡΩΝΟΥ, Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 180.


112. Ματθ. 4, 17.
113. Κατήχησις 3, SC 96, 300250-253.
114. Κατήχησις 15, SC 104, 232127-129: «Τρέχετε διὰ μετανοίας ἐν τῇ ὁδῷ τῶν ἐντολῶν
αὐτοῦ, τρέχετε, τρέχετε ἕως ὁ καιρὸς τῆς ἐπιλάμψεως αὐτοῦ, πρὶν ἢ ἡ τοῦ θανάτου νὺξ
καταλάβῃ ὑμᾶς».
115. Κατήχησις 15, SC 104, 232140-234147: «οὐχὶ ἀπελθόντες ἐκεῖ δικαίως ἀκούσομεν
λέγοντος αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς, “Tί ζητεῖτε νῦν, ἣν διδομένην ὑμῖν παρ’ ἐμοῦ λαβεῖν
παρῃτήσασθε; Οὐχὶ πολλὰ παρακαλοῦντός μου ὑμᾶς κοπιᾶσαι καὶ λαβεῖν αὐτὴν παρ’
ἐμοῦ, οὐκ ἠβουλήθητε, ἀλλὰ κατεφρονήσατε ταύτης καὶ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν γηΐνων
προετιμήσασθε; Ποίοις οὖν ἔργοις ἢ λόγοις ταύτην εὑρεῖν ἀπό γε τοῦ νῦν ἐξισχύσητε;».
116. Ἰω. 3, 5: «... ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν».

127
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

χωρὶς ἁμαρτίας ἐξομοιωθῆναι ἡμῖν ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων Θεός, δυνατὰ


ἡμῖν ταῦτα καὶ ῥάδια ἀπειργάσατο, δεδωκὼς ἡμῖν ἐξουσίαν υἱοὺς γενέσθαι
Θεοῦ καὶ συγκληρονόμους αὐτοῦ» (Ρωμ. 8, 17)117.
Ὁ ἱερὸς πατέρας ἀναγνωρίζει ὡς αἰτία γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ κάθε
ἀνθρώπου τὴν προαίρεσή του, ἀπὸ τὴν ὁποία φέρεται. Διακρίνει, ὡς ἐκ
τούτου, δύο κατηγορίες ἀνθρώπων: ἀφενὸς ἐκείνους ποὺ φέρονται ἀπὸ
ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ὁδηγοῦνται σὲ ἀγαθὰ ἔργα, καὶ ἀφετέρου ἐκείνους
ποὺ ἐξαιτίας τῆς κακῆς τους προαίρεσης ὁδηγοῦνται σὲ πράξεις
ἀξιόμεμπτες118. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀκριβῶς διακρίνει συμπεριφορὰ ἀνάλογη καὶ
μεταξὺ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτάσσονται τὸν κόσμο λαμβάνοντας
τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἐνῶ ὁ ἕνας κατορθώνει μὲ τὴ
σταδιακὴ ἀποβολὴ τῶν παθῶν νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀρετή, ὁ ἄλλος
ὁδηγεῖται σὲ βάθος κακίας119.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὀρθὰ δὲν παραλείπει νὰ στηλιτεύσει τὴ στάση τῶν
μοναχῶν ἐκείνων, πού, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ τὴ
φιλοδοξία, κρυπτόμενοι πίσω ἀπὸ τὴν ἐπίπλαστη ἐξωτερικὴ εὐλάβεια,
καταβάλλουν κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν προσωπική τους ἱκανοποίηση120.
Πέραν τούτου, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ μετάνοια δὲν ἀφορᾶ μόνο στοὺς
μοναχοὺς καὶ στοὺς ἀγάμους, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἐγγάμους.
Θεωρεῖ, δέ, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐφικτὴ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Μάρτυρα αὐτῶν
τῶν λόγων του φέρει τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου,

117. Κατήχησις 32, SC 113, 246108-114.


118. Κατήχησις 4, SC 96, 31847-32291. Μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγει τὸν Ἑωσφόρο, τὸν
ἀδελφοκτόνο Κάϊν, ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα Σαούλ, ἐνῶ, στὸν ἀντίποδα, παρουσιάζει τὸν
μετανοημένο ληστὴ τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν
τῇ βασιλείᾳ σου» κατέστη ὁ πρῶτος οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου.
119. Κατήχησις 4, SC 96, 324106-122, ὅπου ὁ ἱερὸς πατέρας περιγράφει τὴν αἰτία τοῦ
γεγονότος λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Οὐχὶ ὅτι ὁ μὲν προθέσει ψυχῆς ἀγαθῆς πάντα τὰ κατὰ
Θεὸν ὑπέμεινε λυπηρά, καὶ πρὸς τούτοις προσέχων ἦν ἐξ αὐτῆς εἰσόδου καὶ ἀποταγῆς
νουνεχῶς ταῖς θείαις Γραφαῖς καὶ οἴκοθεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τὸ ἀγαθὸν ποιεῖν ἐξελέξατο,
μιμούμενος τοὺς τῶν εὐλαβεστέρων ἀνδρῶν βίους καὶ συναμιλλώμενος αὐτοῖς ἐν
νηστείαις καὶ προσευχαῖς, ἐν δεήσεσιν, ἐν σιωπῇ τῶν χειλέων, ἐν κατανύξει καὶ
δάκρυσιν, ἐν ἀποχῇ βρωμάτων ἡδέων καὶ ἀκαίρων ὁμιλιῶν, ἐν ἐποχῇ θυμοῦ καὶ ὀργῆς
καὶ κραυγῆς, ὑπομένων ἐμπόνως ὕβρεις καὶ θλίψεις καὶ στενοχωρίας, καὶ τὰ εὐτελῆ καὶ
ἀτιμότερα ἐκλεγόμενος τῶν ἔργων, μὴ ἀντιλέγων ἢ γογγύζων ἐπιτασσόμενος, ἀλλὰ
προθύμως ἐπιτελῶς πάντα καὶ τὸν ἔσχατον ἀεὶ μεταδιώκων τόπον καὶ ἑαυτὸν
εὐτελέστερον λογιζόμενος πάντων καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα ποιῶν μετὰ γνώσεως, ὅσα
ἡμᾶς αἱ θεῖαι Γραφαὶ σαφῶς ἐκδιδάσκουσιν, ἵνα τυχὼν ἐλέους καὶ συγχωρήσεως τῶν
προτέρων κακῶν, εὕρῃ παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;».
120. Κατήχησις 4, SC 96, 332208-334246.

128
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

παρουσιάζοντας πλῆθος ἀνθρώπων «ὑπὲρ σταγόνας ὄντας τῶν ὑετῶν καὶ


ὑπὲρ τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ», οἱ ὁποῖοι ἀπεδείχθησαν ἄξιοι
διαχειριστὲς τῶν θείων, καὶ δοξάστηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσαν ἀλλὰ καὶ μετὰ
τὸν θάνατό τους121. Θέλοντας, ἐπιπλέον, νὰ τεκμηριώσει τοὺς λόγους του
καταφεύγει καὶ στὸν πλοῦτο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προχωρώντας σὲ
ἀναφορὰ στὰ περὶ τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων. Ἀφοῦ πρῶτα
περιγράφει τὴ ζωή τους στὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, στὴ συνέχεια,
μετὰ τὴν ἀπὸ πλευρᾶς τους διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, παραδίδει τὸν
συγκινητικὸ διάλογό τους μὲ τὸν Κύριο, κατὰ τὸν ὁποῖο γίνεται φανερὸ
ὅτι ὁ γεμάτος φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη Θεὸς προσπαθεῖ νὰ τοὺς ὁδηγήσει
στὴ μετάνοια. Ἀναφέρεται, λοιπόν, στὸ πῶς ὁ Δημιουργός, κινούμενος
ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀκατανόητη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀγάπη Του, δὲν
ἀποφεύγει νὰ τὸν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὸν καλέσει, δίνοντάς του τὸ
δικαίωμα νὰ παραδεχθεῖ τὸ σφάλμα ὁμολογώντας: «Ναί, ἀλήθεια,
Δέσποτα, παρέβην τὴν ἐντολήν σου, ἔπταισα ἀκούσας τῆς συμβουλῆς τῆς
γυναικός, ἐσφάλην μεγάλως ποιήσας τὸν ἐκείνης λόγον καὶ παρακούσας
τὸν σόν, ἐλέησόν με!»122. Ὅμως ἐκεῖνος, ὄχι μόνο δὲ συναισθάνεται τὸ
λάθος του καὶ δὲν ἀποδέχεται τὴν καθάρσεως ταπείνωση, παρά,
ἀντίθετα, ἀποδίδει τὴν αἰτία του παραλόγως στὸν ἴδιο τὸν Θεό123. Καὶ ὁ
ἅγιος ἐπιλέγει: «Ἤδη οὖν ἔγνως ὅτι μετὰ τὴν παράβασιν διὰ τὸ μὴ
μετανοῆσαι καὶ εἰπεῖν “Ἥμαρτον”, καὶ ἐξορίζεται καὶ ἐν κόπῳ καὶ ἱδρῶτι
διάγειν κελεύεται καὶ εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη, διὰ τοῦτο κατεκρίθη;»124.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐκδιώχθησαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, καὶ κατάλαβαν τὴν
ἔκπτωσή τους, οἱ πρωτόπλαστοι θρηνοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν καὶ
ἐπικαλοῦνταν τὸ ἔλεος καὶ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ φιλάνθρωπος
Θεός, ὅμως, παρουσιάζεται ὄχι μόνον ὡς ὁ μακρόθυμος καὶ συγχωρῶν
ἀλλὰ καὶ ὡς Ἐκεῖνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει ἀκόμα παραπέρα
ἀφοῦ, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, «κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην
καὶ ἀναστήσας αὐτούς, οὐχὶ εἰς τὸν παράδεισον, ὅθεν ἐξέπεσον,
ἀποκατέστησε πάλιν αὐτούς, ἀλλ’ εἰς ἐκεῖνον αὐτὸν ἀνήγαγε τὸν οὐρανὸν

121. Κατήχησις 5, SC 96, 388141-155.


122. Κατήχησις 5, SC 96, 394213-216.
123. Κατήχησις 5, SC 96, 396235-236· 242-244. «Ὢ ψυχῆς ἀπροσέκτου», σημειώνει μὲ πόνο ὁ
ἱερὸς πατέρας, «οἱονεὶ τῷ Θεῷ λεγούσης· ... ὢ ἀθλίας ψυχῆς προϊεμένης ρήματα
ἁμαρτίας μεστά! ὢ ψυχῆς ἀναιδοῦς καὶ μιαρᾶς ἀναιδέστεροι λόγοι καὶ μιαροί».
124. Κατήχησις 5, SC 96, 398252-255.

129
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

τοῦ οὐρανοῦ»125. Ὁ ἱερὸς πατέρας προχωρεῖ περαιτέρω: «Ὢ μετανοίας


ἰσχὺς καὶ δακρύων! Ὢ φιλανθρωπίας ἀφάτου καὶ ἀνεξιχνιάστου ἐλέους
πέλαγος, ἀδελφοί! Ὅτι οὐ μόνον ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ ἅπαν τὸ σπέρμα αὐτοῦ,
ἡμᾶς δηλονότι τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ... οὕτως ὡς ἐκεῖνον καὶ ἐτίμησε καὶ
ἐδόξασε καὶ τοὺς οὕτω ποιοῦντας ἕως τοῦ νῦν καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν ποιήσοντας,
εἴτε κοσμικοὶ εἶεν εἴτε μονάζοντες»126.
Ὁ Χριστὸς ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὴ διδασκαλία τοῦ Νόμου καὶ τὸ
κήρυγμα τῶν Προφητῶν, νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὶς ψυχὲς τὶς ρίζες τῶν
ἁμαρτημάτων127. Κατὰ συνέπεια, ἀναπολόγητοι θὰ βρεθοῦν, ὅπως
ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν δρόμο τῆς
ἁμαρτίας καὶ ἀμελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους. Εἶναι αὐτό, δέ, κάτι ποὺ
δικαιολογεῖται ἠθικὰ νὰ ἰσχύει καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς: ἐφόσον πρόσωπα τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονταν ὑπὸ τὸν Νόμο, κατάφεραν νὰ
ἐπιτύχουν τὸν ἁγιασμό, τότε, πολὺ περισσότερο, ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν καὶ
ζοῦν καὶ πορεύονται ἐντὸς τῶν πνευματικῶν καὶ χωροχρονικῶν
πλαισίων τῆς Καινῆς μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου συναφθείσας Διαθήκης
εἶναι δεδομένο ὅτι ὀφείλουν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἁγιότητα ὁμοίως,
λαμβανομένης, δέ, ὑπόψη καὶ τῆς διαπνεόμενης ἀπὸ ὑπέρμετρη ἀγάπη
κίνησης προσέγγισης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ διὰ τοῦ ἐρχομοῦ
τοῦ Υἱοῦ Του ὁμοῦ μετὰ τῆς Αὐτοῦ χάριτος128.

125. Κατήχησις 5, SC 96, σ. 404349-406352. Βλ. ἀκόμη ΒΑΣ. ΤΣΙΓΚΟΥ, «Δημιουργία καὶ ἐν
Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου», στὸ Ὁ ἀνακαινισμὸς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν
δογματικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 43-116.
126. Κατήχησις 5, SC 96, 406358-365. Ὡς παρατηρεῖ καὶ ὁ καθηγητὴς Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ
οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σσ. 77-78, «Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ κέκτηται ἄπειρον
δύναμιν καὶ ἀξίαν. Δὲν ἦτο θυσία ἁπλοῦ τινος δημιουργήματος, ἀλλ’ ἡ θυσία τοῦ
θεανθρώπου λυτρωτοῦ, ἡ θυσία τῆς ἀσπίλου σαρκὸς τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία, λόγῳ τῆς
ὑποστατικῆς ἑνώσεως, ἦτο ἀρρήκτως συνηνωμένη μετὰ τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου.
Ἦτο ἡ θυσία τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἀθώου, ὁ ὁποῖος ὅλως ἐλευθέρως καὶ ἐξ ἀγάπης
ἀνέλαβεν ἀνθ’ ἡμῶν τὸ πάθος καὶ τὰς ἀλγηδόνας τοῦ θανάτου. Ὡς τοιαύτη ἡ θυσία τοῦ
Κυρίου δοξάζει μὲν τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστᾶσα
καθέζεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως,
ἔχουσα τὰ πάντα ὑποτεταγμένα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς, ἐπεκτείνει δὲ τὰ σωτήρια αὐτῆς
ἀποτελέσματα καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους πασῶν τῶν ἐποχῶν, καθ’ ὅσον ὁ
Χριστός «ἱλασμός ἐστι τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ
περὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ ἐπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φύσιν, τὴν στενάζουσαν καὶ
καραδοκοῦσαν τὴν ἀπελευθέρωσιν αὐτῆς ἐκ τῆς δουλείας καὶ τῆς φθορᾶς».
127. Κατήχησις 5, SC 96, 382107-384121.
128. Κατήχησις 5, SC 96, 412448-414461: «Εἰ γὰρ πρὸ τοῦ νόμου καὶ τῆς Χριστοῦ
παρουσίας, τῶν βοηθημάτων τούτων ἁπάντων χωρίς, πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι τῷ Θεῷ

130
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ἱερὸς πατέρας ἀναπτύσσει ἐπαγωγικὰ τὴ σκέψη του,


προτρέποντας τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς νὰ ἐπιδείξουν ἀρχικὰ ὁλόψυχη
μετάνοια, ἡ ὁποία νὰ μὴν περιοριστεῖ στὴν ἀποβολὴ μόνο τῶν ἐξωτερικὰ
ἰσχυόντων ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ προχωρήσουν καὶ βαθύτερα, στὴν
ἀπομάκρυνση τῶν πονηρῶν λογισμῶν129. Λέγει: «Οὐ γὰρ ἀρκεῖ μόνον ἡμῖν
ἡ τῶν ὑπαρχόντων διάδοσις εἰς κάθαρσιν τῆς ψυχῆς, ἐὰν μὴ καὶ κλαύσωμεν
καὶ θρηνήσωμεν ἀπὸ ψυχῆς, ἀδελφοί. Οἶμαι γὰρ ὅτι ἐὰν μὴ πάσῃ σπουδῇ
αὐτὸς ἑαυτὸν διὰ δακρύων τοῦ μολυσμοῦ τῶν ἁμαρτημάτων μου ἐκκαθάρω,
ἀλλὰ μεμολυσμένος τοῦ βίου ἐξέλθω, δικαίως καὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παρὰ
τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ καταγελασθήσομαι καὶ σὺν τοῖς δαίμοσιν εἰς τὸ πῦρ τὸ
αἰώνιον ἐκβληθήσομαι»130. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τοὺς λόγους τοῦ
Κυρίου, σπεύδει νὰ προλάβει ἐκείνους πού, ὑπεραμυνόμενοι τῆς
καθαρότητας τοῦ σώματος, παρουσιάζονταν βέβαιοι γιὰ τὴ σωτηρία
τους. Γι’ αὐτούς, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος, ὁ Κύριος παρουσιάζει τὴν
παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων, καὶ τονίζει πώς «δείκνυσι πᾶσιν ἡμῖν καὶ
ἀποφαίνεται μηδὲν ὠφελεῖσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς τοῦ σώματος καθαρότητος μὴ
προσουσῶν ἡμῖν καὶ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν»131. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βάζει ἀρχὴ
μετανοίας, ἐξετάζει στὴ συνέχεια τὸν ἑαυτό του ἀπαριθμώντας ἕνα πρὸς
ἕνα ὅλα ὅσα φαιδρὰ διέπραξε, τὰ ὁποῖα πλέον μέμφεται καὶ τὰ
καταδικάζει ὡς ἀνώφελα καὶ μάταια132. Καὶ ἔχοντας ἀποφασίσει νὰ κάνει
νέο ξεκίνημα, θὰ προσπαθήσει ν’ ἀντισταθμίσει τὴν προηγούμενη

εὐηρέστησαν καὶ ἄμεμπτοι ἀπεδείχθησαν, ... τί ἀπολογησόμεθα ἡμεῖς, οἱ μετὰ τὴν


χάριν καὶ τὴν τοσαύτην καὶ τηλικαύτην εὐεργεσίαν, μετὰ τὴν τοῦ θανάτου καὶ τῆς
ἁμαρτίας ἀναίρεσιν, μετὰ τὴν τοῦ βαπτίσματος ἀναγέννησιν καὶ τὴν τῶν ἁγίων
ἀγγέλων παραφυλακὴν καὶ αὐτὴν τὴν ἐπισκίασιν καὶ ἐπέλευσιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
μηδὲ ἴσοι τοῖς πρὸ τῆς χάριτος εὑρισκόμενοι, ἀλλὰ ῥαθυμοῦντες καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ
Θεοῦ καταφρονοῦντες καὶ αὐτὰς παραβαίνοντες;».
129. Κατήχησις 5, SC 96, 3784238064.
130. Κατήχησις 5, SC 96, 38299-107.
131. Κατήχησις 5, SC 96, 37628-30.
132. Κατήχησις 30, SC 113, 19623-28: «Ὢ πόσας ἡμέρας παρῆλθον καὶ χρόνους τῆς ζωῆς
μου μετεωριζόμενος ὁ ἄθλιος καὶ γελῶν! ... Τί με ὠφέλησεν ἡ παροῦσα ζωή; Ἰδοὺ
παρῆλθον ἔτη τῆς ζωῆς μου τόσα καὶ τόσα. Τίς οὖν οἶδεν, εἰ ζήσομαι ἕως τῆς αὔριον»;
Ὅπως σημειώνει ὁ μοναχὸς ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Πνευματικὴ ζωὴ καὶ θεολογία»,
σ. 18, οἱ μοναχοί «εἶχαν τὴν ἀδιάλειπτη κατάγνωση τῶν προημαρτημένων καὶ τὸν
φλογίζοντα τὴν ψυχή τους πόθο τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς, ποὺ ποτὲ δὲν ἔσβυνε, παρὰ
τὴ συνειδητὴ πνευματικὴ ἄνοδό του στὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος. Καὶ ἡ
μετάνοιά τους ἐνεργεῖτο μὲ κλαυθμοὺς καὶ ἀείρρυτα δάκρυα, μὲ πένθος καὶ ταπείνωση,
μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ ἀδιάλειπτες προσευχὲς καὶ μὲ ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς
ἐντολὲς μὲ τὴ μορφὴ ἀσκητικῶν καὶ πνευματικῶν πράξεων.

131
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἁμαρτωλὴ ζωή μὲ τὸν παρόντα ἐνάρετο βίο, ἐπιδιδόμενος, ἀναμενόμενα,


σὲ τέτοιο βαθμὸ στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, ποὺ νὰ
προσπερνᾶ τὸν ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο πρωτύτερα ἐργαζόταν τὴν ἀνομία133.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ, αἰσθάνεται βαθειὰ συντριβή.
Αἰσθάνεται ντροπή καὶ λυπᾶται γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θείου Νόμου.
Μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πληγωθεῖ βαθιὰ στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἡ
πληγὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ τὸν κάνει νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ
ἐξωτερικὰ τραύματα τοῦ σώματος134. Κυριευμένος ἀπὸ τὸ βάρος τῶν
διαπραχθεισῶν ἁμαρτιῶν, λησμονεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα ἐξαιτίας
τῆς ὀδύνης ποὺ αἰσθάνεται. Λησμονεῖ τοὺς οἰκείους του, ἐγκαταλείπει τὰ
περιουσιακά του στοιχεῖα καί «οὗτος μόνος χωρίζεται ἀπὸ πάσης τῆς
κτίσεως τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ἐπὶ κοπρίας ἀμυθήτων κάθηται ἁμαρτιῶν
καὶ σκότει ἀγνοίας καὶ λύπης περιέχεται τέλος οὐκ ἔχοντι»135.
Ἐγκαταλελειμένος ἀπὸ ὅλους «καὶ τὴν περιέχουσαν αὐτὸν ἐρημίαν καὶ
ἀπορίαν καὶ θλῖψιν καὶ ὀδύνην θεασάμενος» μπορεῖ μόνο πρὸς τὸν
φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του καί, μὲ ὀδύνη ψυχῆς, ν’
ἀναφέρει τὸ πρόβλημά του. Ὥστε γράφει γι’ αὐτὸν ὁ Συμεών: «Ἰδοὺ ὁρᾷς,
Κύριε, καὶ ἔστιν οὐδὲν ὃ οὐ βλέπεις, ἐγὼ δὲ σῶν χειρῶν ἔργον, ἔργα δὲ σῶν
προσταγμάτων οὐκ ἔπραξα, πᾶσαν δὲ κακίαν μετῆλθον ἐν ἀφροσύνῃ». Καὶ
συνεχίζει: «Καὶ νῦν βλέπεις, παντεπόπτα Κύριε, ὅτι οὐδὲν ἔχω πλὴν τοῦ
σώματος, ἀλλ’ οὐδέν μοι ὄφελος ἐκ τῆς τοῦ πλούτου στερήσεως. Ὅλος γάρ
εἰμι τραῦμα ἓν καὶ οὐδαμοῦ μοι περιλέλειπται ἀφορμὴ σωτηρίας, ὅτι
κατελείφθην μόνος καὶ ζῶντά με ᾅδης κατέπιε. Καὶ σύ, Κύριε, βλέπεις,
μόνος δύνασαί με ἀναγαγεῖν καὶ τὸν πόνον τῆς ἐμῆς καρδίας ἰάσασθαι, ὅτι
δυνατὴ ἡ χείρ σου εἰς ἅπαντα καὶ τὰ τέλη φθάνυσα τῶν ἀβύσσων,

133. Κατήχησις 30, SC 113, 19841-48: «Τί οὖν με τούτων ἁπάντων ὠφέλησε μέχρι τοῦ
νῦν ἢ ἐν τῇ ἐξόδῳ τῆς ταλαιπώρου ψυχῆς μου ὠφελήσει με, εἰ αὔριον ὁ ἔχων ἐξουσίαν
πάσης πνοῆς ἀπὸ τοῦ κόσμου τούτου κελεύσει ἀρθῆναί με; Ὄντως οὐδέν! Λοιπὸν οὖν μὴ
μάτην κἂν τὰς ὑπολοίπους διάξω ἡμέρας τῆς ἐνταῦθα ζωῆς μου, ἀλλὰ βάλλω ἀπὸ τοῦ
παρόντος ἀρχὴ καὶ πάντα καταλιπὼν ἐκεῖνα, τὰ ἐναντία τούτοις ὡς οἱ ἅγιοι πατέρες
κἀγὼ διαπράξομαι».
134. Κατήχησις 23, SC 113, 1412-17: «Ὁ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ κρυπτὸς πόνος καλύψει
πάντα πόνον ἢ κνησμονήν, γινομένην ἐπὶ δερματίδα σώματος αὐτοῦ, καὶ ἐκ συνοχῆς
τῆς καρδίας αὐτοῦ οὐκ ἀφίεται διαβλέψαι καὶ ἰδεῖν τὰ ἐπὶ τῷ σώματι αὐτοῦ, ἀλλὰ πόνῳ
καὶ ὀδύνῃ ἀφορήτῳ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπιλανθάνεται τῶν πληγῶν, τῶν ἐν τῷ σώματι
αὐτοῦ».
135. Κατήχησις 23, SC 113, 1648-51.

132
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἐνεργοῦσα πάντα τῷ νεύματί σου. Εἰπεῖν “ἐλέησόν με” οὐ τολμῶ, ἀνάξιος


γάρ εἰμι· σὺ δέ, Κύριε, βλέπεις»136.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ διδάξει στὰ
πνευματικά του τέκνα τὴ μεγάλη προσοχὴ ποὺ θὰ πρέπει νὰ
ἐπιδεικνύουν καθώς, ὅπως λέγει, ὅλος ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου
συνίσταται στὸ νὰ ἀποξενώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ137.
Τοὺς προτρέπει ν’ ἀγωνιστοῦν μὲ θαρραλέο φρόνημα, νὰ ἐγκολπωθοῦν
τὴ μετάνοια καὶ κατὰ τέτοιο τρόπο ν’ ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ
πονηροῦ138. Ὑπογραμίζει ὅτι ὁ ἀγώνας θὰ πρέπει νὰ εἶναι διαρκὴς, τὰ δὲ
πάθη νὰ μὴν παραγνωρίζονται διακρίνοντάς τα σὲ μικρὰ ἢ μεγαλύτερα·
νὰ ὁμολογοῦν τὰ σφάλματά τους μέχρις ὅτου ὁ πόλεμος τοῦ ἐχθροῦ
σταματήσει.139
Ἡ κατάνυξη κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα εἶναι ἡ «βασιλίδα τῶν ἀρετῶν»,
ἐκείνη ποὺ καθαρίζει τὴν ψυχὴ, ὁ πρόξενος ὅλων τῶν ἀρετῶν140. Αὐτὴ
δημιουργεῖ ἀρχικὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐπιθυμία νὰ
ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια μεταβάλλεται σὲ
ἐπιθυμία γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν141.
Ὁδηγὸς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατάνυξης ἀπὸ κάποιον εἶναι ἡ ἀγαθή του
προαίρεση, καθὼς κανένας ἄνθρωπος δὲ γεννιέται ἐκ φύσεως κακός142.
Μόνον ὅταν ὁ πιστὸς στραφεῖ στὸ βάθος, καὶ ἐξετάσει τὰ κρυπτὰ τῆς

136. Κατήχησις 23, SC 113, 1884-94.


137. Κατήχησις 3, SC 96, 290129-296200.
138. Κατήχησις 3, SC 96, 304303-308346.
139. Κατήχησις 5, SC 96, 4621013-4661049.
140. Κατήχησις 4, SC 96, 346403-348417.
141. Κατήχησις 4, SC 96, 348418-350438.
142. Βλ. Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν κατάνυξη, σσ. 155-158: «Σὰν προϋποθέσεις
ἢ αἰτίες ποὺ προκαλοῦν τὴν κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχή, θὰ μποροῦσε
κανεὶς ν’ ἀναφέρει τὶς ἀκόλουθες πέντε. α) Τὸ φόβο ἀπ’ τὴ συναίσθηση τῆς παρουσίας
τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννιέται ὅταν στοχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, πὼς ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ
προσεύχεται ὁ Θεὸς εἶναι παρών, τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει· ... β) Τὴν ταπεινοφροσύνη
ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σοβαρὴ σκέψη καὶ ἡ συνείδηση τοῦ προσευχομένου, πώς, μπρὸς στὰ
μάτια τοῦ ἀπειροδυνάμου Θεοῦ, δὲν εἶναι μόνο ἕνα τιποτένιο σκουλήκι, μὰ κι ἕνας
παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν μὲ τὴ δική του προαίρεση καὶ θέληση, ἕνας ἐχθρὸς τοῦ
Θεοῦ, ἁμαρτωλότερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν εἶν’ ἄξιος οὔτε νὰ
παρουσιαστεῖ, οὔτε ν’ ἀνοίξει τὸ στόμα του κι οὔτε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεό. ... γ) Ἀπὸ
τὴ σύνεση ποὺ ἔχει ὁ προσευχόμενος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἄλλα στὸ νοῦ του καὶ ἄλλα στὸ
«προσευχόμενο» στόμα του, ἀλλὰ προσέχει ὁλοκληρωτικὰ σ’ ὅ,τι λέγει στὴν προσευχή
του καὶ συλλογίζεται βαθιὰ καὶ γεύεται σχεδὸν τὰ λεγόμενα καὶ ζητούμενα ... δ) Ἀπὸ
τὴν προσωπικὴ μέθεξη στὰ λεγόμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἢ ἄλλης Πατερικῆς
προσευχῆς ... καὶ ε) Ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση καὶ τὸ «σχῆμα» τοῦ σώματος.

133
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

καρδιᾶς -ἔρθει, δέ, και σὲ συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του-, ἀποκτᾶ τὴν
κατάνυξη. Ὁ Θεός «οὐ βλέπει εἰς πρόσωπον, οὐδὲ εἰς μόνην τὴν ἔξωθεν
καταστολὴν τῶν ἠθῶν, οὐδὲ εἰς τὰς κραυγὰς ἡμῶν, ἀδελφοί, ἀλλ’ εἰς
καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην καὶ ἥσυχον καὶ τὸν φόβον τοῦ
Θεοῦ ἐπιφερομένην»143. Ποτὲ κανεὶς δὲν κατόρθωσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ
χωρὶς τὴ μετάνοια (ἡ ὁποία φέρει τὴν κατάνυξη) καὶ χωρὶς νὰ
κατακλύζεται ἀπό «ὡς ἀπὸ πηγῆς ἀεὶ βρυόντων δακρύων διηνεκῶν»144. Καὶ
εἶναι ὅμοιος μὲ τοὺς ἄπιστους ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν
μπορεῖ κάποιος νὰ δακρύζει καθημερινά145. Ὁ ἱερὸς πατέρας, θέλοντας
νὰ προτρέψει τὸ ποίμνιό του σὲ ἐπιλογὴ μιᾶς συνειδητῆς πορείας ἀρετῆς
πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ λύτρωση, ὑπογραμμίζει ὅτι ἄν καθένας ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς ἐφαρμόζει τὰ προαναφερθέντα μὲ ταπείνωση καὶ
ἀκράδαντη πίστη, εἶναι βέβαιον ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ὥρα τῆς
προσευχῆς ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, θὰ αἰσθάνεται
πλημμυρισμένη τὴν ψυχή του ἀπὸ αὐτὴν τὴ θεία δωρεά.146.
Ἡ κατάνυξη γεννᾶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γεννᾶ τὰ
δάκρυα, τὰ ὁποῖα «καρπὸς γὰρ τῆς μετανοίας πρῶτος ταῦτά εἰσι»147. Ὁ

143. Κατήχησις 4, SC 96, 330202-332206.


144. Κατήχησις 4, SC 96, 350448-449. Βλ. καὶ Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου κατὰ
Νικήταν τὸν Στηθᾶτον, ΑΒ 11, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 80: «Τὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως ἐν
ἀντιθέσει πρὸς τὰ τῆς μετανοίας εἶναι δάκρυα χαρᾶς καὶ ἀναψυχῆς, ἀναφαίνονται δὲ
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ διὰ δακρύων τῆς μετανοίας καθαρθέντος καὶ ἐκ τῶν παθῶν
ἐλευθερωθέντος πιστοῦ, ὡς συνέπεια τῆς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γαληνευσάσης
καρδίας. Τὰ χαροποιὰ ταῦτα δάκρυα πληροῦν τὴν καρδίαν διὰ γλυκυτάτης καὶ ἀφάτου
ἡδονῆς, ὡς θεία δὲ δρόσος πηγάζουσα ἐκ τῆς φωτοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος κατέρχονται ἄνωθεν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγεύθη τὴν
θεωρίαν τοῦ ἀπροσίτου φωτός».
145. Κατήχησις 4, SC 96, 354498-501·356511-516: «Μὴ οὖν λέγῃ τις ἀδύνατον εἶναι τὸ καθ’
ἑκάστην κλαίειν· ὁ γὰρ τοῦτο λέγων, ἀδύνατον εἶναι λέγει καὶ τὸ καθ’ ἑκάστην
μετανοεῖν καὶ ἀνατρέπει πάσας τὰς θείας Γραφάς. ... καὶ οὕτω γενήσεταί σοι τὸ μετὰ
ἀπίστων καταταγῆναι καὶ οὐ πιστῶν. Εἰ μὲν γὰρ ὁ Θεὸς πάντα ταῦτα ὡς δυνατὰ παρ’
ἡμῖν γίνεσθαι καὶ εἶπε καὶ λέγει καὶ καθ’ ἑκάστην βοᾷ, σὺ δὲ ἀντιλέγεις ἀπ’ ἐναντίας
ἐκείνῳ, ἀδύνατα λέγων εἶναι ἡμῖν καὶ οὐ δυνατά, πάντως τῶν ἀπίστων διαφέρεις
οὐδέν».
146. Κατήχησις 4, SC 96, 358558-360562· «ἡ θεία δωρεὰ καὶ ἀνεκλάλητος αὕτη ἐλθοῦσα
καταδιώξει σε πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ συνοδεύσει σοι ἐν ὁδῷ καὶ
συγκαταλύσει σοι καταλύοντι καὶ διακονοῦντι συνδιακονήσει σοι, παραμυθουμένη καὶ
παρακαλοῦσα τὰς ἐκ τοῦ κόπου ὀδύνας σου».
147. Κατήχησις 4, SC 96, 366638. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ,
Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 125, «Τὸ πένθος εἶναι
δημιουργικὴ καὶ χαροποιὸς κατάσταση, ἐνῶ τὰ δάκρυα δὲν ἐκφράζουν συναισθηματικὲς
εὐαισθησίες, ἀλλὰ βαθύτερες ὑπαρξιακὲς μεταβολὲς ποὺ προκαλεῖ ἡ μετάνοια τοῦ

134
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἅγιος Συμεὼν θεωρεῖ ἐπιβεβλημένο καθῆκον τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ φτάσει


στὴν κατάσταση τῶν μέρα καὶ νύχτα ἐκχεόμενων δακρύων148. Ὅσοι τὸ
συνειδητοποιοῦν αὐτό, δὲ θὰ κλαίγουν μόνον ὅταν προσεγγίζουν τὰ
ἄχραντα μυστήρια ἀλλὰ καθημερινά. Ὁ ἱερὸς πατέρας ἐπισημαίνει ὅτι
πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀδύνατον νὰ περάσει κανεὶς ἔστω καὶ μιὰ μέρα
χωρὶς ν’ ἀναβλύσουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, καθὼς δὲν ἔχει τρόπο
ἄλλο γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὴν καρδιά149. Ἐπισημαίνει ἀκόμα ὅτι δὲν μπορεῖ
νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀρετὴ τῶν δακρύων ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐργάζεται τὸ
καλὸ θέλοντας μόνο νὰ εἶναι ἀρεστὸς στοὺς ἀνθρώπους, δίχως νὰ
ἐπιζητεῖ τὴν πνευματική ὠφέλεια. Ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου οἱ μετάνοιες
ἀποβαίνουν ἄκαρπες, ὅπως καὶ ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, ἀλλὰ καί
αὐτὴ ἀκόμα ἡ προσευχή150. Ἀντίθετα, ὁ ἱερὸς πατέρας ἐπαινεῖ τὸν
ταπεινὸ ἄνθρωπο, ἐκεῖνον, δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἀναλογίζεται τὶς πράξεις
του ἔχοντας συντετριμμένο τὸ φρόνημα τῆς καρδιᾶς καί, μὲ τὴ βοήθεια
τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ, ξεριζώνει σταδιακὰ ἀπὸ τὴν ψυχή τὰ πάθη,

ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ». Περισσότερα περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ. ZAKLINA
KOVACEVIC, Μετάνοια καὶ μακάριον πένθος κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο
(Μεταπτυχιακὴ ἐργασία), Θεσσαλονίκη 2008. Βλ. ἀκόμη HILARION ALFEYEV, St. Symeon the
New Theologian, σσ. 209-215.
148. Κατήχησις 4, σσ. 336-3381. Γιὰ τὰ σωτήρια δάκρυα τῆς κατανύξεως
χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν Δ. ΤΣΑΜΗ στὴ μελέτη του Ἁγιολογία τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σ. 169: «Τὰ δάκρυα τῶν τελειουμένων πιστῶν διακρίνονται
ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία ποὺ τὰ προκαλεῖ. Στὰ πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς προόδου
ἔχουμε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἀργότερα ὅμως καθὼς ὁ πιστὸς ἀνεβαίνει σὲ
ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀναφαίνονται ἀβίαστα καὶ φυσικὰ στὰ μάτια
του τὰ σωτήρια δάκρυα τῆς κατανύξεως. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ταιριάζουν στὴν
τάξη τῶν εἰσαγωγικῶν, θεωροῦνται σὰν δεύτερο βάπτισμα καὶ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ
ἔργο τῆς καθάρσεως. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν,
τὴ μεταμέλεια καὶ τὴν ταπείνωση, καθαρίζουν τὴν καρδιά. Τὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως
ἀφοροῦν τὶς ἀνώτερες βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὴ φωτιστικὴ καὶ τὴ
μυστική. Εἶναι δάκρυα χαρᾶς καὶ ἀναψυχῆς καὶ ἀναφαίνονται στοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ
πιστοῦ ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τὰ χαροποιὰ αὐτὰ
δάκρυα γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ γλυκύτατη καὶ ἄφατη ἡδονὴ καὶ σὰν θεία δροσιὰ
πηγάζουν ἀπὸ τὴ φωτοποιὸ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
149. Κατήχησις 4, SC 96, 358544-360574. Βλ. ἀκόμη Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Ἡ πνευματικὴ
πατρότης, σ. 73: «Ταῦτα (τὰ δάκρυα) δὲν ἀποτελοῦν ἔκφρασιν ἀπογνώσεως, ἀλλὰ
φυσικὴν ἐκδήλωσιν συντετριμμένης καρδίας. Δὲν ὁδηγοῦν εἰς τὸν ζόφον τῆς
ἀπελπισίας, ἀλλ’ εἰς τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας».
150. Κατήχησις 4, SC 96, 342347-352: «Τί οὖν, εἰπέ μοι, ὄφελος αὐτῷ ἐκ τῆς τοιαύτης καὶ
μόνον ἐργασίας, ἐὰν μὴ καὶ ὁ καρπὸς τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἀναγνώσεως ἐπανθήσῃ τῇ ψυχῇ
αὐτοῦ διὰ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, ὅς ἐστιν ἡ ἀπάθεια, ἡ ἐπίκτησις τῆς
ταπεινοφροσύνης ὁμοῦ καὶ πραότητος καὶ ἡ γνῶσις μετὰ σοφίας τοῦ πνεύματος;».

135
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

καλλιεργώντας στὴ θέση τους τὶς ἀρετές.151 Ἕνα καὶ μόνο πάθος, ὅπως
σημειώνει, εἶναι ἱκανὸ νὰ στερήσει τὴν οὐράνια βασιλεία στὸν ἄνθρωπο.
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως «πᾶς ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς ἐν τῇ φοβερᾷ
ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπεναντίας αὐτοῦ εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν καὶ εἰς τὸ
ἀνεκλάλητον ἐκεῖνο φῶς ὄψεται τὸν ὅμοιον αὐτοῦ καὶ κριθήσεται παρ’
αὐτοῦ»152, καὶ ὅπου «ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν ὑπὸ ἑκάστου τῶν
ἁγίων κατακριθήσεται, ὥσπερ οἱ ἄπιστοι ὑπὸ τῶν πιστῶν καὶ οἱ
ἁμαρτήσαντες μέν, μὴ μετανοήσαντες δέ, ὑπὸ τῶν πλείονα ἴσως
ἁμαρτησάντων καὶ θερμῶς μετανοησάντων κατακριθήσονται»153.
Τέλος, προτρεπτικὸς ὅπως πάντα, περαίνει τὴν ἀναφορά του στὸ
συγκεκριμένο θέμα λέγοντας καὶ τὸ ἑξῆς: «Διὰ τοῦτο παρακαλῶ πάντας
ὑμᾶς, πνευματικοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ παρακαλῶν οὐδέποτε
παύσομαι τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, μὴ ἀμελῆσαι ἕκαστον τῆς ἑαυτοῦ
σωτηρίας, ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ σπουδάσαι ἀρθῆναι μικρὸν ἀπὸ τῆς γῆς. Εἰ
γὰρ τοῦτο γενήσεται τὸ θαῦμα καταπλῆξαν ὑμᾶς... οὐκ ἔτι πρὸς τὴν γῆν
κατελθεῖν καὶ στῆναι κἂν ὅλως θελήσετε· ... οὐκ ἔτι καταδεξόμεθα πρὸς
τὴν προτέραν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος
κατελθεῖν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνὴν γρηγορεῖν καὶ προσεύχεσθαι
οὐ παυσόμεθα, ἕως ἂν πρὸς τὴν ἐκεῖθεν μεταβῶμεν μακαριότητα καὶ τῶν
ἐπηγγελμένων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν. ... Ἀμήν»154.

151. Κατήχησις 4, SC 96, 344360-346402.


152. Κατήχησις 5, SC 96, 434664436689.
153. Κατήχησις 5, SC 96, 458967-971. Στὴ συνάφεια αὐτὴ ὁ ἅγιος Συμεὼν μεταφέρει
τοὺς ἀκροατές τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου στὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅτε ὁ Κύριος θὰ
κατέλθει ἐν πλήρει δόξῃ νὰ κρίνει τὸν κόσμο. Περιγράφει τὸ θέμα ἐκτενῶς (§§ 18-24) καὶ
ἀναφέρει ὅτι δὲ θὰ ξεφύγει κανεὶς τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ· φέροντας ὡς πρότυπα
τοὺς ἁγίους καὶ τὶς ἁγίες ποὺ ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ κατά τὸν πρότερο βίο τους ἀλλά, ἐν
συνεχείᾳ, μετανόησαν καὶ ἁγίασαν, καθιστᾶ κατανοητὸ ὅτι θὰ κριθοῦν ἄνδρες καὶ
γυναῖκες. Ὁ ἔλεγχος θὰ συνεχιστεῖ καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχες καὶ τοὺς μητροπολίτες,
ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θὰ καταδικαστοῦν ἀπὸ
ἀντίστοιχους ποὺ ἐπέδειξαν μεγίστη διάθεση στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς
καὶ ἔφτασαν στὴν ἁγιότητα.
154. Κατήχησις, 5, SC 96, 4661068-4681085.

136
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

5. Τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν

Μαζὶ μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ὁποία παρουσιάζει ὡς ἀπαραίτητη


προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία, ὁ ἅγιος Συμεὼν συγκαταριθμεῖ καὶ τὴν
τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν155. Ὁ ἱερὸς πατέρας δανείζεται τοὺς λόγους
τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου γιὰ νὰ διδάξει στοὺς μαθητές του ὅτι
ὅταν ἡ πίστη δὲ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα εἶναι ἀνώφελη, νεκρή156. Εἶναι ἡ
τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ποὺ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, καρποφορεῖ
μέσα στὴν ψυχή του τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν καθιστᾶ
ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ κληρονόμο τῶν ἐπουρανίων ἀγαθῶν157. Καὶ ἐπειδὴ
ὁ ἱερὸς πατέρας ἀπευθύνεται σὲ μοναχούς, ὀρθὰ προχωρεῖ ἔτι περαιτέρω
ἐπισημαίνοντας ὅτι ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο καίτοι οἱ
ἀδελφοὶ ἐνεδύθησαν μὲ ὅρκους φοβερούς, δὲν εἶναι ἱκανὸ ἀπὸ μόνο του
νὰ σταθεῖ ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας τους φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἐὰν
δὲν ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἀπὸ πλευρᾶς τους πιστὴ τήρηση τῶν θείων
ἐντολῶν158.

155. Κατήχησις 17, SC 104, 2547-11: «ἐκπληττόμενος εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφατον
ἀγαθότητα, οὕτω πως καταπληκτικόν, ἀνακράζω· “ὢ θαύματος ἔκπληξις καὶ ἐντολῶν
Θεοῦ δύναμις, οἵους ἀπεργάζονται τοὺς ποιοῦντας καὶ φυλάσσοντας αὐτάς”».
156. Ἰακ. 2, 17· 18· 26. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν δύο στάδια στήν πορεία
τῆς πνευματικῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία. Ὅπως σημειώνει
ὁ καθηγητὴς Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, Θεία καὶ ἀνθρώπινη σοφία, σ. 112, «Ἡ ἐπικράτησις δὲ τῶν
ὅρων τούτων εἰς τὸν μοναχισμὸν συνετέλεσε καὶ εἰς τὴν ἐν αὐτῷ διαμόρφωσιν δύο
τάσεων, ἤτοι τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ ἐπιδιδόμενοι μοναχοὶ εἰς
τὴν ἐργασίαν, τὸ φιλανθρωπικὸν ἔργον καὶ γενικώτερον εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν
πρακτικῶν ἀρετῶν ὠνομάζοντο πρακτικοί. Ἀντιθέτως οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς τοῦ
περιβάλλοντος τῆς ἀπολύτου ἡσυχίας ἐπεδίωκον τὴν ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ,
ἐκαλοῦντο θεωρητικοί. Κατ’ οὐσίαν ὅμως ἡ πρᾶξις καὶ ἡ θεωρία ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν ἐν
τῷ μοναχισμῷ δύο διάφορα μέν, ἀλλὰ στενῶς συνδεδεμένα πεδία. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ
διάφοροι ἀσκητικοὶ συγγραφεῖς υἱοθέτησαν ἐν γένει μία σύζευξιν καὶ
ἀλληλοσυμπλήρωσιν τῶν δύο ἀντιθέτων τάσεων, τονίζοντες ὅτι αἱ δύο αὗται ὁδοὶ
ὁδηγοῦν τελικῶς εἰς τὸ ἴδιον τέρμα». Πρβλ. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία, σσ. 163-164.
157. Κατήχησις 8, SC 104, 100170-175: «Ἐν γὰρ τῇ ἐργασίᾳ ταύτῃ ἀναφύεται ὥσπερ τις
πολύχους καρπὸς ἐντὸς ἡμῶν ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πρὸς τὸν πλησίον συμπάθεια,
ἡ πραότης, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονὴ τῶν πειρασμῶν, ἡ ἁγνεία, ἡ καθαρότης τῆς
καρδίας, δι’ ἧς καταξιούμεθα ὁρᾶν τὸν Θεόν».
158. Κατήχησις 29, SC 113, 190315-192325: «Μακάριος ὁ ταῦτα ἀκούων καὶ μὴ μόνον
στενάζων μηδέ, ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἀναβαλλόμενος, παρατρέχει τὸν χρόνον αὐτοῦ τῆς
ζωῆς ἀνωφελῶς, ἀλλ’ ὁ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τοῦ Κυρίου λέγοντος· “Μετανοεῖτε!”, εὐθὺς τοῦ
ἔργου ἀρχόμενος. Ὁ τοιοῦτος γὰρ ὡς ὑπήκοος καὶ εὐγνώμων δοῦλος ἐλεηθήσεται καὶ
οὐχὶ μετὰ τῶν ἀνηκόων κατακριθήσεται, καὶ νῦν μὲν ἐκ πάντων ἀπαλλαγήσεται τῶν
παθῶν, πασῶν δὲ τῶν ἀρετῶν ἐργάτης γενήσεται δόκιμος, ἐν δὲ τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι

137
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Στὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρὸς προηγεῖται ἡ πρακτικὴ τῶν


ἐντολῶν γιὰ ν’ ἀκολουθήσουν, ἐν συνεχείᾳ, τὰ σπέρματα τῶν ἀρετῶν κι
ἔτσι νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὴν τελείωση159. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ
ἀποτελοῦν τροφὴ πνευματικὴ καὶ ἄφθαρτη, ἡ ὁποία κρίνεται καὶ εἶναι
πολὺ πιὸ ἀναγκαία ἀπὸ τὴ σωματική, «καθόσον ἡ ψυχὴ εἶναι τιμιότερη
τοῦ σώματος καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἀρετὲς γίνονται ἀναστολέας τῆς ἁμαρτίας καὶ
πρόξενοι τῆς σωτηρίας»160. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει γιὰ ὅσους
πιστεύουν καὶ τηροῦν τὶς θεῖες ἐντολὲς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Μόνη
προϋπόθεση νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό, νὰ λάμψει μέσα τους τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιο καὶ νὰ ἀποκτήσουν «νοῦν Χριστοῦ», καθὼς λέγει καὶ ὁ θεῖος
Ἀπόστολος161. Προτρέπει, λοιπόν, τοὺς μαθητές του νὰ μὴν καταφρονοῦν
αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἐργασία, «μὴ οὖν ἐπὶ μόναις ἄλλαις τισὶν ἐργασίαις
καὶ ἀρεταῖς θαρρήσαντες, νηστείαις λέγω ἢ ἀγρυπνίαις ἢ χαμευνίαις καὶ
ποικίλαις ἄλλαις κακοπαθείαις ... ὡς δι’ ἐκείνων καὶ χωρὶς ταύτης σωθῆναι
δυνάμενοι»162, ἀλλὰ μὲ περισσὴ δύναμη νὰ αγωνίζονται «ἵνα μέτοχοι
ἔνθεν ἤδη τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς καταξιωθῶμεν γενέσθαι, ὅπως
καὶ τῶν παρόντων καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν»163.
Μέσα ἀπὸ μία ὡραία περιγραφή, γεμάτη ἐναλλαγές, ὁ ἅγιος
παρουσιάζει ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη
ἀντιπαραβάλλει τὴ διαφορετικὴ ὁδὸ ποὺ ἀκολούθησαν ὅσοι δὲ θέλησαν
νὰ ὑποταχθοῦν στὸ θέλημά Του. Σ’ αὐτοὺς συμπεριλαμβάνει καὶ ὅσους
φροντίζουν μὲ ἀδικίες νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ προσωπικό τους συμφέρον164.
Ὥστε θεωρεῖ ὅλους αὐτοὺς ἀναπολόγητους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ,
δίκαιος ἐπειδὴ εἶναι, «τοῖς πᾶσαν ἀδικίαν μισήσασι δικαιοσύνη ἐστί»165,
καθὼς ἐνῶ εἶχαν ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμα τοὺς Προφῆτες ποὺ
τοὺς συμβούλευαν, καὶ στὴ συνέχεια τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἐκεῖνοι
δὲν πείσθηκαν. Σ’ αὐτοὺς παρουσιάζει ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν
Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἦρθε σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του, βρισκόταν

κατατρυφήσει τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ μετὰ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος
εὐαρεστησάντων αὐτῷ».
159. ΣΤ. ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 171.
160. ΣΤ. ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 196.
161. Α΄ Κορ. 2, 16.
162. Κατήχησις 8, SC 104, 100181-185.
163. Κατήχησις 8, SC 104, 102203-206.
164. Κατήχησις 5, SC 96, 420526-529: «Ὑμεῖς τὰς ἑαυτῶν θεραπείας μόνας καὶ τὰ
θελήματα καὶ τὰς ἐπιθυμίας ἐξεπληρώσατε, πλεονεκτοῦντες, ἁρπάζοντες, ἀδικοῦντες
καὶ ἑαυτοὺς μόνους ἐθεραπεύσατε;».
165. Κατήχησις 28, SC 113, 154323.

138
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

σὲ συνεχῆ μετάνοια καὶ ἔλεγε: «εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου, εἰ


ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν
μου κενός»166.
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Συμεών, πάλι, κατεχόμενος ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, καὶ
μέσα ἀπὸ ἐναλλασσόμενα συναισθήματα φόβου καὶ χαρᾶς, μὲ τὴ
χαρμολύπη νὰ πλημμυρίζει τὴν ψυχή του, περιγράφει τὴν ἐμπειρία του,
καὶ τὴν κλιμακούμενη πρόοδο ποὺ τὴ συνόδευε, ὅταν ἄρχισε νὰ
ἐργάζεται τὶς θεῖες ἐντολές· «φόβῳ μὲν συνειχόμην, τοῖς κακοῖς μου
σφιγγόμενος, ἀγάπη δὲ ὡς ἀληθῶς καὶ τοῦ καλοῦ με ἡ ἔφεσις πρὸς αὐτὸ τὸ
πλεῖστον ἐπέστρεφεν»167. Ἔτσι, ἀναβαίνοντας σταδιακὰ τὴν κλίμακα τῶν
ἀρετῶν, δέχτηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς θεῖες εὐεργεσίες Του. Λέγει, ὡς
ἐκ τούτου, χαρακτηριστικά: «Ἔλαβον δὲ τῇ χάριτι χάριν καὶ τῇ εὐεργεσίᾳ
εὐεργεσίαν καὶ τῷ πυρὶ πῦρ, φλόγα δὲ τῇ φλογὶ καὶ τῇ ἀναβάσει
προσετέθησαν ἀναβάσεις μοι, τῷ δὲ τέλει τῆς ἀναβάσεως φῶς καὶ φωτὶ
φῶς τρανότερον. Καὶ μέσον τούτου πάλιν φαιδρὸς ἔλαμψεν ἥλιος καὶ ἐξ
αὐτοῦ ἐφάνη ἀκτὶς καὶ αὕτη τὰ πάντα ἐπλήρωσεν καὶ τὸ νοούμενον
ἀκατάληπτον»168.
Ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὁδηγεῖ τὸν
μοναχό, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεών, στὴ σταδιακὴ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ
βιοτικὰ πράγματα. Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὁδηγεῖ στὴν
ταπείνωση, καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ κατάνυξη,
ὁπότε ἡ ψυχή «πλέον ταπεινουμένη, περισσότερον κατανύσσεται». Ἔτσι, ὁ
ἄνθρωπος καθίσταται μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἄσκηση σταδιακὰ ἐλεύθερος
ἀπὸ κάθε σωματικὴ ἀλλὰ καὶ βιωτικὴ ἐπιθυμία. Τότε ἀνοίγουν τὰ
πνευματικὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ βλέπει ξεκάθαρα τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα τὸν

166. Κατήχησις 5, SC 96, 426588-590.


167. Κατήχησις 17, SC 104, 25413-15.
168. Κατήχησις 17, SC 104, 25641-25848: «Ἔγνως οἷόν σε ἡ ἐμὴ δύναμις ἀπετέλεσε
φιλανθρώπως διὰ πίστιν καὶ ὑπομονὴν μικρὰν τὴν ἀγάπην σου βεβαιοῦσαν; Ἰδοὺ ὑπὸ
θάνατον ὤν, ἐγένου ἀθάνατος, καὶ κρατούμενος τῇ φθορᾷ, εὑρίσκῃ ταύτης ἐπάνω.
Κόσμον οἰκεῖς καὶ σὺν ἐμοὶ ὑπάρχεις, σῶμα ἐνδέδυσαι καὶ οὐδεμιᾷ τῶν τοῦ σώματος
ἡδονῶν ὑποσύρῃ. Μικρὸς εἶ τὸ ὁρώμενον καὶ νοερῶς ὁρᾷς. Πάντως ἐγὼ σὲ ἐκ τοῦ μὴ
ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήγαγον» καὶ Κατήχησις 17, SC 104, 26087-90, 26296-105, «οὐχ ὡς δόξαν
θηρᾶσαι βουλόμενος, ἀλλ’ ὅπως εἰδότες ἔσεσθε τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ ...
ἔτι δὲ καὶ τὸ ἐμπόρευμα τῆς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως γνώσεσθε καὶ τὸ δῶρο τῆς
μεγάλης αὐτοῦ καὶ ἀκενώτου πρὸς ἡμᾶς κενώσεως εἴσεσθε καὶ τὸν φρικτὸν τρόπον τῆς
χοϊκῆς ἀναπλάσεως καταμάθετε, ὅπως τε ζῶσιν οἱ πιστεῦσαι θελήσαντες τῷ
σταυρωθέντι Χριστῷ ... καὶ ὅπως ἀλλοιοῦνται οἱ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἡμᾶς ἀγαπήσαντος
πάντα καταλιμπάνοντες».

139
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

βασανίζουν. Τότε βιώνει ξεκάθαρα τὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος169, ἡ


ὁποία ἀποσπᾶ ἕνα πρὸς ἕνα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, καθιστώντας την σὺν τῷ
χρόνῳ πλήρως καθαρή. Ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος ψυχικὰ καὶ
σωματικά, καί «οὐ τοῦτο δὲ μόνον ἐργάζεται ἐν αὐτῷ ἡ τοῦ Πνεύματος
χάρις, ἀλλὰ οὐδὲ ὁρᾶν τί τῶν αἰσθητῶν συγχωρεῖ τῷ τοιούτῳ, ποιεῖ δὲ
μᾶλλον αὐτὸν ἐν τῷ ὁρᾶν ὡς μὴ ὁρῶντα τῇ αἰσθήσει διατελεῖ». Ὥστε
ἐκπληρώνοντας, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὶς θεῖες ἐντολές, ἐπιτυγχάνει,
ἀνάλογα καὶ μὲ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς του ἐργασίας, τὴν κάθαρση
καὶ ἀξιώνεται νὰ δεῖ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε «ὡς ὑπὲρ ἄνθρωπον
γεγονώς, τὰ αἰσθητὰ πνευματικῶς καθορᾷ καὶ ὡς εἰκόνας τῶν ἀοράτων»170.
«Τὸ θεῖον φῶς γίνεται ἡ ἀρχὴ τῆς γνώσεως ἡμῶν· ἐν αὐτῷ γνωρίζομεν τὸν
Θεὸν καὶ ἡμεῖς γιγνωσκόμεθα ὑπ’ Αὐτοῦ»171. Ὁ ἄνθρωπος δέχεται, κατὰ
τοῦτο, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ἀφοῦ ἀνοίξει σ’ αὐτὸν τὰ
πνευματικά του μάτια, διδάσκει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποβλέπουν στὸ
πνευματικό του συμφέρον. Ὁρᾶ τὸν Θεὸ καὶ ὁρᾶται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ,
γεύεται τὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Σ’ αὐτὴν τὴν
κατάσταση ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ καὶ ἀκούει τοὺς λόγους τῶν

169. Βλ. ΗΣΑΪΑ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος», σ. 39: «Γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ
κανείς, ἐπιμένει ὁ ἅγιος Συμεών, θεϊκῶν χαρισμάτων, μονίμων καὶ ἀναφαιρέτων,
χρειάζεται ἡ ὑποταγὴ σὲ ἅγιο καὶ σοφὸ καθοδηγό, ἡ προκάθαρση τῶν δακρύων, ἡ
προκένωση τῆς μαρτυρικῆς αὐταπαρνήσεως, ἡ προλείανση τῆς ταπεινώσεως, γιατὶ μ’
αὐτὸ τὸν τρόπο καθίσταται κανεὶς δεκτικὸς τῶν θείων ἐνεργειῶν, ὥστε νὰ δροῦν ἐπάνω
του, νὰ ἀνακαλύπτονται μέσα του».
170. Κατήχησις 14, SC 104, 214125-126. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ παρουσίαση τῶν
πνευματικῶν μεθηλικιώσεων τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν μαθητὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, τὸν
Νικήτα Στηθάτο, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει ἀφ’ ἑνὸς τὶς τάξεις καὶ τοὺς βαθμοὺς τῆς
πνευματικῆς προόδου καὶ στὴ συνέχεια τὶς πνευματικὲς μεθηλικιώσεις τῶν πιστῶν
κατὰ ὁμάδες, οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Αἱ τάξεις καὶ οἱ βαθμοὶ τῆς πνευματικῆς προόδου:
Α. α) Καθαρτική. Β. α) Ἔμπρακτος ἄσκησις ἢ ἔμπρακτος φιλοσοφία
ἢ ἀπάθεια.
β) Φωτιστική. β) Φυσικὴ θεωρία ἢ θεωρία τῶν ὄντων.
γ) Μυστικὴ ἢ τελειοποιός. γ) Μυστικὴ τοῦ Λόγου θεωρία ἢ μυστικὴ
θεολογία.
2. Αἱ πνευματικαὶ μεθηλικιώσεις τῶν πιστῶν:
Α. α) Νήπιοι Β. α) Εἰσαγωγικοί. Γ. α) Οἱ φοβούμενοι τὰς κολάσεις.
β) Νεανίσκοι. β) Μέσοι. β) Οἱ ἀποβλέποντες εἰς ἀμοιβάς.
γ) Ἄνδρες τέλειοι. γ) Τέλειοι. γ) Οἱ ἀγαπῶντες τὸν Θεὸν καὶ
ἑνούμενοι μετ’ αὐτοῦ.
Βλ. ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 65.
171. VL. LOSSKY, Μυστικὴ Θεολογία, σ. 278.

140
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἄλλων, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει νὰ εἰσέλθουν σ’ αὐτὴν τὰ μάταια καὶ


ἀνώφελα ρήματα, παρὰ ἀνταποκρίνεται μονάχα στὴ φωνὴ τοῦ Λόγου
τοῦ Θεοῦ. Πεπληρωμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ ἔμπλεος ἀπὸ τὴν
ὑπερβάλλουσα δόξα τοῦ Θεοῦ ἀδιαφορεῖ γιὰ κάθε ἀνθρώπινη τιμή172. Ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μὲν μέσα στὸν κόσμο, οὐσιαστικά, ὅμως, βρίσκεται
ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ αὐτόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου «ἡμῶν δὲ τὸ
πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ
τὰ μὴ βλεπόμενα»173.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατέρας δὲν παραλείπει νὰ ἐλέγξει ἐκείνους,
ποὺ οἰκειοποιήθηκαν ἐξαιτίας τῆς πλεονεξίας τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὁ Θεὸς
χάρισε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξίσου, καὶ μετατράπηκαν σὲ δούλους
αὐτῶν. Ἐπισημαίνει: «Πῶς οὖν, ἐλεήμονες λογισθήσονται, ἢ ὡς Χριστὸν
θρέψαντες, ἢ ὡς ποιήσαντες ἔργον μισθοῦ ἄξιον; Οὐδαμῶς, ἀλλ’ ὡς ἐγώ
φημι, καὶ μετάνοιαν χρεωστοῦσι μέχρι θανάτου, ὑπὲρ ὧν ἐπὶ χρόνοις ταῦτα
κατέσχον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἀπεστέρησαν»174. Πρὸς
ἀπόδειξη τῶν λεγομένων του ἐπικαλεῖται ὡς παράδειγμα τοὺς ἁγίους
τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι πέρασαν τὴ ζωή τους ἀσκούμενοι στὰ ὄρη καὶ τὶς
ὀπὲς τῆς γῆς, εὐαρεστοῦντες τὸν Θεὸ μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀρετή
τους175. Μεταξὺ αὐτῶν κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὸν βίο τῆς Ὁσίας
Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία, ὅσο βρισκόταν μέσα στὸν κόσμο, δὲν
τηροῦσε ἐξαιτίας τῆς ἐφάμαρτης ζωῆς της τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς
ἐπιλογές της ὁδήγησε πλῆθος ἀνθρώπων ὁμοίως στὴν ἁμαρτία. Λέγει ὁ
ἅγιος σχετικά: «Ὁρᾷς πῶς, ἐὰν διὰ χρημάτων καὶ σωματικῆς τροφῆς μόνης
τὴν ἐλεημοσύνην εἴπωμεν γίνεσθαι καὶ μόνους τοὺς οὕτω τρέφοντας αὐτὸν
καὶ ποτίζοντας καὶ ἁπλῶς θεραπεύοντας σῴζεσθαι, τοὺς δὲ μὴ τοῦτο
ποιοῦντας ἀπόλλυσθαι, ἄτοπον εἶναι δόξει τοῦτο, ὡς καὶ πολλοὺς τῶν
ἁγίων τῆς βασιλείας ἐκβάλλεσθαι»;176

172. Κατήχησις 14, SC 104, 218188-197.


173. Φιλ. 3, 20. Β΄ Κορ. 4, 18. Βλ. VL. LOSSKY, Μυστικὴ Θεολογία, σ. 18, ὅπου
σημειώνεται: «Ἡ ὁδὸς τῆς μυστικῆς ἑνώσεως εἶναι σχεδὸν πάντοτε ἓν μυστικὸν Θεοῦ
καὶ ψυχῆς, ἡ ὁποία δὲν ἐκμυστηρεύεται, εἰ μὴ κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν ἢ εἰς ὡρισμένους
μαθητάς. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δημοσιεύεται, εἶναι οἱ καρποὶ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως: ἡ
φρόνησις, ἡ γνῶσις τῶν θείων μυστηρίων ἐκφραζομένη διὰ μιᾶς θεολογικῆς ἢ ἠθικῆς
διδασκαλίας, διὰ προτρεπτικῶν συμβουλῶν πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ εἰς
τὴν βαθεῖαν καὶ προσωπικὴν μυστικὴν ἐμπειρίαν, αὕτη παραμένει κεκρυμμένη διὰ τὰ
ὄμματα πάντων».
174. Κατήχησις 9, SC 104, 112112-116.
175. Κατήχησις 9, SC 104, 116138-145.
176. Κατήχησις 9, SC 104, 11084-90.

141
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ἱερὸς πατέρας διδάσκει ὅτι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν


τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὀφείλει νὰ γνωρίζει τὶς ἀλλαγὲς ποὺ
προκαλοῦνται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, τὶς ἰσχύουσες ὡς αἰτία τῆς
μεταπτωτικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα ἀπὸ τὶς
ἐρωταποκρίσεις, ποὺ τεχνηέντως τοποθετεῖ στὸ κείμενο, ἀποφαίνεται ὅτι
κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κανένα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα, τόσο τὸ
σῶμα ὅσο καὶ ἡ ψυχή, δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ προξενήσουν κάποια μεταβολή.
Καὶ συμπεραίνει ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήσει πραγματικὰ τὸν Θεό, θὰ
μπορεῖ νὰ μένει ἀπρόσβλητος ἀπὸ τὰ πάθη, ἐνῶ καὶ οἱ ἀδυναμίες τοῦ
σώματος θὰ εἶναι ἀνίσχυρες πρὸς αὐτόν, καθὼς ἡ ροπὴ τοῦ ἴδιου
θελήματος θὰ συγκρατεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ177. Διαχωρίζει αὐτά,
δέ, λέγοντας πὼς τὸ σῶμα «αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ ἐστέρηται καὶ προαιρέσεως
καὶ θελήσεως», ἐνῶ ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου «μόνῃ τῇ προαιρέσει
ἀγόμενα καὶ τῷ ἰδίῳ θελήματι ἀρετῆς ἢ κακίας ἐπιλαμβανόμενα, τοὐτέστι
φωτὸς ἢ σκότους συγκοινωνοὶ αἰωνίως καὶ κληρονόμοι καθίστανται»178.
Ὁ μοναχός, καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁ κάθε πιστός, ὀφείλει νὰ ὁριοθετήσει
τὴν καθημερινή του πορεία, ἔτσι ὥστε σταδιακὰ ἀνερχόμενος ἀπὸ τὰ
μικρότερα στὰ μεγαλύτερα, στὰ ὑψηλότερα καὶ τελειότερα, νὰ ἐπιτύχει
τὴν προσωπική του ὁλοκλήρωση καὶ στὴ συνέχεια νὰ καταστεῖ
καθοδηγητὴς καὶ τῶν γύρω του179. Πρὸς τούτοις εὐχετικός, ὅπως πάντα,
προτρέπει τοὺς ἀδελφοὺς ὅπως «πάσῃ σπουδῇ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν

177. Κατήχησις 25, SC 113, 58109-120.


178. Κατήχησις 25, SC 104, 5457- 60. Ἐπισημαίνεται, μάλιστα, ἀπὸ τὸν ἀρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟ
ΒΛΑΧΟ, Μικρὰ Εἴσοδος, σσ. 59-60, «ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ στάδια ποὺ εἶναι ἀποτελέσματα
ἀνθρωπίνης προσπαθείας, ἀλλὰ γιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ
μέτρα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐξωτερικὴ γυμναστικὴ τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ γιὰ ἐνεργήματα τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φυσικά, ἀναπτύσσονται
στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ συνεργοῦν καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν ἐνέργεια τῆς
θείας Χάριτος».
179. Κατήχησις 25, SC 104, 66209-224. Πρβλ. μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ,
«Πνευματικὴ ζωὴ καὶ θεολογία», σ. 19, ὅπου κατατίθενται ἀπὸ ἀνώνυμο ἡσυχαστὴ τὰ
ἑξῆς· «Τὰ ἀσκητικὰ αὐτὰ παλαίσματα σὰν ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἰσόβια, ὅμως
ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα τῶν Ἁγίων καὶ μὲ τὶς ἐπίσης ἀνάλογες ἐνέργειες τοῦ ἁγίου
Πνεύματος, ἄλλαζαν χαρακτήρα καὶ ποιότητα. ... Ἔτσι, λοιπόν, προοδευτικὰ καὶ
σταδιακά, «ἀπὸ δυνάμεως εἰς δύναμιν», μέσα στὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τους, οἱ
θεῖοι Πατέρες, ἐνεργούμενοι ἀντίστοιχα ἀπὸ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, προσελάμβαναν ἀγάπη
καὶ θεῖον φῶς καὶ ἁγία ταπείνωση καὶ θεῖον ἔρωτα, «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς
δόξαν», γινόμενοι «κατὰ χάριν θεοί», «λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι,
πάσχοντες ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην», «γινώσκοντες τὸν Θεὸν καὶ ὑπὸ Θεοῦ
γινωσκόμενοι».

142
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

φυλαξώμεθα, ἵνα καὶ ζωῆς καὶ βασιλείας ἐπιτευξώμεθα αἰωνίου καὶ... τῆς
εὐλογημένης ἑνωτισθῶμεν ἐκείνης φωνῆς, “δεῦτε”, λεγούσης “oἱ
εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν180”»181.

6. Ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρεται στὴν ἀλληλένδετη σχέση ποὺ ὑφίσταται


ἀνάμεσα στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν πρὸς
ἐπίτευξη ἀκριβῶς τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ὡς ἐκ τούτου, ἐνῶ ἀρχικὰ
ἐμφανίζεται μέσα στὸ σχετικὸ κείμενο ἔμπλεος ἀπὸ χαρά, μακαρίζοντας
ἀπὸ τὴ μιὰ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ἐφαρμόζοντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ,
θὰ ἐπιτύχουν τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, στὴ συνέχεια οἰκτείρει
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ἐξαιτίας ἄγνοιας καὶ ἀπειρίας, θὰ
καταφέρουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, προκαλώντας ἔτσι τὴν
καταδίκη τοῦ Θεοῦ182. Ὥστε, καὶ πρὸς ἀποφυγὴ μιᾶς τέτοιας προοπτικῆς
δυστυχοῦς κατάληξης, καὶ μέσα σὲ πλαίσια μιᾶς ἐκ διαμέτρου ἀντίθετης
μὲ τὴν προηγηθεῖσα χαρὰ συναισθηματικῆς ὑφαρπαγῆς, δηλαδὴ μὲ
ψυχὴ ὀδυνωμένη σχεδὸν ἀπὸ ἀγωνιώδη πόνο γιὰ τὴ σωτηρία κάθε
πνευματικοῦ του τέκνου, δὲ διστάζει ἀκόμα καὶ ταπεινὰ νὰ παρακαλέσει:
«Μή, ἀδελφέ μου, μὴ ἐμπαγῇς τῇ παγίδι ταύτῃ, μηδὲ προδῷς τὴν σεαυτοῦ
σωτηρίαν, ἀλλὰ χρῆσαι μᾶλλον εὐτονωτέρᾳ σπουδῇ καὶ ἀνδρείᾳ εἰς τὴν
ἐργασίαν τῶν ἀρετῶν»183.

180. Ματθ. 25, 34.


181. Κατήχησις 15, SC 104, 234149- 156.
182. Κατήχησις 24, SC 104, 42108-118: «Πῶς ἐν καταλήψει γένονται τῶν τοιούτων
μυστηρίων οἱ μηδόλως ποτὲ ἐν ἑαυτοῖς ἐπεγνωκότες γενομένην τὴν ὑπ’ αὐτοῦ
ἀναχώνευσιν, τὴν ἀνακαίνισιν, τὴν ἀλλοίωσιν, τὴν ἀνάπλασιν, τὴν ἀναγέννησιν; Οἱ δὲ
μήπω βαπτισθέντες ἐν Πνεύματι ἁγίῳ... οἱ μὴ γεννηθέντες ἄνωθεν... οἱ μὴ τούτῳ
παθεῖν ἐθελήσαντες, ἀλλὰ δι’ ἀμελείας ταύτην προσαπολέσαντες».
183. Κατήχησις 2, SC 96, 24226-29. Παρατηροῦμε ὅτι καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Συμεὼν
Νικήτας Στηθᾶτος διακρίνει σὲ δύο φάσεις τὴν πρόοδο τοῦ πιστοῦ, ἀφενὸς στὴν
ἐπιστροφή του στὴν κατὰ φύσιν τῆς παραδείσου ζωῆς καὶ ἀφετέρου στὴν προοδευτικὰ
πραγματοποιούμενη ἕνωση μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ τὴ θέωση. Βλ. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς
Ὀρθοδοξίας, σ. 255, ὅπου σημειώνεται ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «ὁ
ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὁ εἰς ἕνωσιν μετὰ τοῦ Θεοῦ ὁδηγῶν, εἶναι διττός, ἤτοι ἀφ’ ἑνὸς μὲν
κάθαρσις τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου ἐξ ὅλων τῶν ἠθικῶν ρύπων
τῶν ἀμαυρούντων τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ κατακόσμησις τῆς ψυχῆς διὰ τῶν
οὐρανοδρόμων ἀρετῶν». Βλ. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 16.

143
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὁ ἱερὸς πατέρας παρομοιάζει μὲ ἀνθρώπους ἀγραμμάτους ἐκείνους


ποὺ δὲ θὰ μπορέσουν νὰ κατανοήσουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καθώς
«τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν πάσας εἰς τὴν τοῦ κόσμου ματαιότητα προσήλωσαν
καὶ τοῖς τερπνοῖς τοῦ βίου καὶ ταῖς ὡραιότησι τῶν σωμάτων προσπάσχουσι,
σκοτεινὸν τὸ τῆς ψυχῆς ὀπτικὸν περιφέροντες»184· ἀλλὰ καὶ μὲ ἀνθρώπους
ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲ δύνανται νὰ κατανοήσουν τὴ δική τους
ἀσθένεια, καθὼς αὐτὸ θὰ τοὺς χάριζε τὴν ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦν, ἀλλά,
ἀντίθετα, ἐξισώνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους
ἀνθρώπους, γιὰ τοὺς ὁποίους θεωροῦν ὅτι διακατέχονται ἀπὸ τὰ ἴδια
πάθη, μὴ θέλοντας ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν πίεση καὶ τὸ βάρος τῆς
ἀσθένειας185. Εὐχετικός, ὅμως, καὶ προτρεπτικός καθὼς εἶναι, παρακαλεῖ
καὶ πάλι ταπεινά. Τώρα, ὅμως, γιὰ νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ συμβεῖ
ἕνα τέτοιο κακὸ στὴν ἀδελφότητα παρά, ἀντιθέτως, οἱ μοναχοὶ νὰ
τυγχάνουν πάντοτε τῆς σωτήριας πνευματικῆς κάθαρσης διὰ τῆς
μετανοίας, ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου.
Μὲ παρρησία, ταυτόχρονα, ὅμως καὶ μὲ λόγο ἐλεγκτικό, ἀπευθύνεται
ὁ ἅγιος Συμεὼν καὶ πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι στὶς μέρες
τους δὲ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπίτευξη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς
ἁγιότητας, διακήρυσσοντας ὅτι «εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν Ἀποστόλων
καὶ τὸν Χριστὸν ὡς ἐκεῖνοι κατιδεῖν ἠξιώθημεν ἅγιοι ἂν ἐγενόμεθα καὶ
ἡμεῖς, ὡς ἐκεῖνοι»186. Κάνοντας, λοιπόν, μιὰ ἀναδρομὴ στὸ παρελθόν, ἀπὸ
ἐποχῆς τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου μέχρι τῶν ἡμερῶν του,
ἀντικρούει τὰ στερούμενα σχετικοῦ ἐρίσματος ἐπιχειρήματά τους ἕνα
πρὸς ἕνα. Ἔτσι, τοὺς καταλογίζει μὲ βεβαιότητα ὅτι ἀκόμα κι ἂν οἱ ἴδιοι
ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ πάλι θὰ ἀπιστοῦσαν, καθώς «τότε ὡς εἷς τῶν λοιπῶν
ἀνθρώπων φθαρτὸς καὶ θνητὸς ἐνομίζετο ... μηδὲν πλέον τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων ἐν τοῖς ὁρωμένοις ἔχοντα, ἀλλ’ ἐσθίοντα καὶ πίνοντα καὶ
κοιμώμενον, ἱδροῦντά τε καὶ κοπιῶντα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάντα πλὴν
ἁμαρτίας ποιοῦντα τὸν τοιοῦτον ἐπιγνῶναι καὶ πιστεῦσαι εἶναι Θεόν»187.
Στὴ συνέχεια, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ ζοῦν στὴν ἐποχὴ
τῶν Πατέρων, προκειμένου, μιμούμενοι τὸν ἐνάρετο βίο τους, νὰ
ὁδηγηθοῦν στὴ σωτηρία, ἀναφέρει ὅτι θ’ ἀντιμετώπιζαν ἀνάλογες
δυσκολίες, καθώς «πολλοὶ ἦσαν ψευδοδιδάσκαλοι, παρρησίᾳ τὰ τοῦ

184. Κατήχησις 24, SC 113, 46149- 152.


185. Κατήχησις 24, SC 113, 110154- 176.
186. Κατήχησις 29, SC 113, 1648- 10.
187. Κατήχησις 29, SC 113, 16638-16845.

144
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

πονηροῦ ζιζάνια περιϊόντες καὶ σπείροντες καὶ πολλοὺς τοῖς ἑαυτῶν


συνήρπασαν λόγοις, ἐξαπατήσαντες αὐτούς, καὶ αὐτῶν τὰς ψυχὰς
ἀπωλείᾳ παρέπεμψαν»188. Στὸν ἀντίποδα, δέ, αὐτῶν ἀναφέρει τοὺς
μεγάλους ἀθλητές τῆς κατὰ Χριστὸν πολιτείας, τὸν Μέγα Ἀντώνιο, τὸν
Ὅσιο Εὐθύμιο, τὸν Ἅγιο Σάββα τὸν Ἡγιασμένο, ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγάλους
ἐκκλησιαστικοὺς διδασκάλους καὶ ἁγίους Βασίλειο τὸν Μέγα, Γρηγόριο
τὸν Θεολόγο καὶ Ιωάννη τὸν Χρυσόστομο189. Καὶ φτάνοντας αὐτὸ τὸ
εἰκονικὸ ταξίδι ἀπὸ τοὺς παρελθοντικοὺς χρόνους στὴ δική του ἐποχὴ
κάνει λόγο γιὰ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι διέτριβαν μεταξύ τους,
σπεύδοντας νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι μὲ τὸν ὅρο αἱρετικοί δὲν ἀναφέρεται σ’
ἐκείνους ποὺ προσέβαλλαν κάποιο ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς ὀρθόδοξης
πίστης, ἀλλὰ στοὺς «λέγοντας μὴ εἶναί τινα ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις καὶ
ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸν δυνάμενον φυλάξαι τὰς εὐαγγελικὰς ἐντολὰς καὶ κατὰ
τοὺς ἁγίους γενέσθαι πατέρας», καὶ διερωτᾶται: «διὰ τίνος δὲ ἄλλου οἱ
ἅγιοι ἐπὶ τῆς γῆς ἔλαμψαν καὶ φωστῆρες ἐν τῷ κόσμῳ γεγόνασι»190.
Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ πατέρες, ἄνθρωποι καὶ ἐκεῖνοι ὅπως ὅλοι, ἀφοῦ γι’
αὐτοὺς τὸ Εὐαγγέλιο ἔγινε πρῶτα βίωμα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς, καί,
ὡς ἐκ τούτου, ἔκαναν πράξη τὶς ἐπιταγές του, κατόπιν ἄφησαν τὴν
πλούσια ἐμπειρία τους καὶ τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν ὡς πολύτιμη
παρακαταθήκη γιὰ τὶς ἑπόμενες γενεές. Κατὰ συνέπεια, «οἱ ταῦτα
λέγοντες τὸν οὐρανὸν ὃν ὁ Χριστὸς ἡμῖν ἤνοιξε κλείουσι καὶ τὴν πρὸς
Ἐκεῖνον ἄνοδον, ἣν αὐτὸς ἐκεῖνος ἡμῖν ἐνεκαίνισε, διακόπτουσιν», καθώς «εἰ
οὖν ἃ ὁ Θεὸς λέγει καὶ πάντες οἱ ἅγιοι πρῶτον μὲν ἅπαντα ἔπραξαν, εἶτα
καὶ γράψαντες εἰς νουθεσίαν ἡμῶν κατέλιπον, ἀδύνατον ἡμῖν ἔργῳ ταῦτα
ποιῆσαι καὶ ἀπαραλείπτως φυλάξαι, τί ὅτι καὶ τότε ἐκεῖνοι κοπιάσαντες
ἔγραψαν»191.
Ὁ ἱερὸς πατέρας ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας εἶναι
ἐφικτὴ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν ἐπιθυμήσει, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε
στιγμή192. Εἴτε μέσα στὸν κόσμο, εἴτε καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτὸν, ἀκόμα μὲ τὴν
ἀναχώρηση στὴν ἔρημο· «ἀξίως πολιτευόμενοι, σῴζωνται καὶ μεγάλων

188. Κατήχησις 29, SC 113, 17071-74.


189. Κατήχησις 29, SC 113, 17075-17298.
190. Κατήχησις 29, SC 113, 176137-140· 180181-182.
191. Κατήχησις 29, SC 113, 178154-161.
192. Βλ. ΣΤ. ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΥ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, σ. 499 κ. ἑξ., ὅπου
μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρὸς τεκμηριώνεται εὔστοχα ἡ ἀπόκτηση τῆς
ἁγιότητας καὶ τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.

145
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μόνης τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ἀξιοῦνται καλῶν»193.
Σημειώνει, ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀποτρέψει τὴν
ἀναχώρηση ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ νὰ προτρέψει τοὺς μαθητὲς καὶ
ἀκροατές του σὲ ἀγῶνα μετάνοιας καὶ στὴν πιστὴ, ἀπαρέγκλιτη τήρηση
τῶν ἐντολῶν.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἦρθε στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ
ἐπιδίδεται στὶς διάφορες βιωτικὲς μέριμνες, παραμένοντας
ἀδικαιολόγητα προσκολλημένος σ’ αὐτές. Ἀντίθετα, πλάστηκε ὥστε,
ἀφοῦ πρῶτα καλῶς ἀγωνιστεῖ στὴν παροῦσα ζωή, νὰ καταφέρει στὴ
συνέχεια νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Κύριο (ὁ Ὁποῖος ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη γι’ αὐτόν,
κατὰ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, κατῆλθε στὴ γῆ, ἔζησε ἀνθρωπίνως
καὶ περπάτησε ἀνάμεσά μας) καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῶν οὐρανῶν. Ὅμως, ὅπως
ξεκάθαρα ὁμολογεῖ ὁ ἱερὸς πατέρας, θρηνεῖ, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι
διακατέχονται συχνὰ ἀπὸ τάση νὰ παραβλέψουν τὰ οὐράνια
θαυμαστά194. Βέβαιος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν λεγομένων
του, ὁ ἅγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ συγκεκριμένη γλῶσσα γιὰ ὅλους
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν παρουσία καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου
Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, καὶ δὲν πίστευαν πὼς μποροῦσε νὰ
ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ δέχτηκε στὴ ζωή του τὸν φωτισμὸ ποὺ τὸ ἅγιο
Πνεῦμα χαρίζει. Προκειμένου, δέ, νὰ τεκμηριώσει τὴν ἄποψή του
στηρίζεται ξανὰ σὲ εὐαγγελικὸ χωρίο, ὅπου ὁ Κύριος ἀνέφερε ὅτι «πᾶσα
ἁμαρτία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, τῷ δὲ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὔτε ἐν τῷ
μέλλοντι»195. Στὴ συνέχεια, βέβαια, σπεύδει ἀμέσως νὰ ἐξηγήσει ποιά
εἶναι ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ λόγο σαφῆ καὶ
κατανοητὸ ἀναφέρει ὅτι «πάντα τὰ ὑπὸ τῆς θείας Γραφῆς μαρτυρούμενα

193. Κατήχησις 22, SC 104, 380193-195. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἅγιος Συμεὼν ὁ θεολόγος τοῦ
φωτός», σ. 12, ὅπου ὁ καθηγητὴς σχολιάζει ὅτι «τὸ κήρυγμα τοῦ Συμεὼν εἶναι ὅτι ἡ
τελειότης μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι προνόμιο ὅλων
τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων· διότι τὸ πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ σήμερα, ὅπως
ἐνεργοῦσε χθές, θὰ ἐνεργεῖ ἐπίσης αὔριο, ὅπως ἐνεργεῖ σήμερα. Ὅσοι ἀρνοῦνται ὅτι τὸ
πνεῦμα ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρει τὴ χάρη του στοὺς ἀνθρώπους καὶ τώρα, ἀρνοῦνται
τὴν ὕπαρξη τοῦ Πνεύματος».
194. Κατήχησις 22, SC 104, 380209- 211· 382214-216: «Ἐμοὶ θρηνεῖν ἐπέρχεται καὶ τὴν
καρδίαν μου δαπανῶμαι καὶ δι’ ὑμᾶς τήκομαι, ὅταν ἐννοήσω ὅτι τοιοῦτον Δεσπότην
ἔχοντες μεγαλόδωρον καὶ φιλάνθρωπον ... ἡμεῖς ὥσπερ ἄλογα ζῷα προτιμῶμεν γῆν
μόνην καὶ τὰ ἀπὸ γῆς ἡμῖν διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν ἀναδιδόμενα».
195. Ματθ. 12, 32· Λουκ. 12, 10.

146
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἔργα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἐνεργείας θείας γίνεσθαι»196 ἐπιπλήττοντας


ὅλους ὅσους, ἔχοντες σκοτισμένα τὰ ὄμματα τῆς διανοίας, παραποιοῦν
τὰ γεγονότα καὶ ἀποδίδουν κάθε τι θαυμαστὸ στὸ ἀντίθετο, πονηρὸ
πνεῦμα197. Αὐτοί, ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν ἱερὸ
πατέρα, δυσανασχετοῦν στὸ ἄκουσμα θαυμαστῶν σημείων -τὰ ὁποῖα,
βέβαια, πραγματοποιοῦνται μὲ τὴν ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος-,
καὶ δίχως ντροπὴ ἀποφαίνονται ὅτι ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ
δαιμονικὴ πλάνη, ἀνατρέποντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο σχέδιο τῆς
θείας οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων198.
Καὶ πάλι ὁ Συμεὼν ἀναφέρει ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι ἐφικτὴ σὲ κάθε
ἕναν ποὺ θὰ θελήσει καὶ θὰ τὴν ἐπιδιώξει, ὅπως, μέσῳ τοῦ
προφητάνακτος Δαβίδ, βεβαιώνει και ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «εἰ θέλετε θεοί
ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου» καὶ ἀλλοῦ πάλι «γίνεσθε ἅγιοι ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί».
Ὑπογραμμίζει, ἐπίσης, πὼς ἂν ἡ ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας ἦταν κατορθωτὴ
στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σὲ ἐποχή, δηλαδή, ποὺ οἱ δίκαιοι
καὶ ὁ ἐν σκότει καθήμενος λαὸς προσδοκοῦσαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία
ἀκριβῶς γιὰ νὰ φωτίσει Αὐτὸς τὸ σκότος, εἶναι πολὺ περισσότερο
κατορθωτὴ στὴ σύγχρονη ἐποχή (σύγχρονη ὡς ἐποχὴ ποὺ ἐγράφη τὸ
κείμενο), ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς,
ἐγκαινιάζοντας τὴν Ἐκκλησία, ἐξέχεε πλούσια τὸ Πνεῦμα στοὺς
Ἀποστόλους, καὶ μέσῳ αὐτῶν διαδοχικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἑπόμενους ποὺ θὰ
ἀποφάσιζαν νὰ ἀκολουθήσουν καὶ νὰ τηρήσουν τὶς θεῖες ἐντολές199. Ὁ
ἱερὸς πατέρας, βέβαια, δὲν παραλείπει νὰ σημειώσει ὅτι ἂν καὶ ἐφικτή ἡ
ἁγιότητα, δὲ θεωρεῖ αὐτὴν εὔκολα κατορθωτὴ καὶ τονίζει πὼς δὲν μπορεῖ

196. Κατήχησις 32, SC 113, 24030-32.


197. Κατήχησις 32, SC 113, 23815-24025: «Ὁπόταν ἢ γινόμενα θαύματα τῷ ἁγίῳ
Πνεύματι ἢ ἕτερόν τις ὁρῶν θεῖον χάρισμα εἰς ἕνα τῶν αὐτοῦ ἀδελφῶν ... λέγει εἶναι
τοῦτο ἀπὸ τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου· ἀλλὰ καὶ ὁ τοὺς ὑπὸ θείου Πνεύματος ἀγομένους
ὡς υἱοὺς Θεοῦ, τοὺς τὰ προστάγματα ποιοῦντας τοῦ Πατρὸς αὐτῶν καὶ Θεοῦ, λέγων
ὑπὸ δαιμόνων πλανᾶσθαι, καὶ αὐτὸς εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον βλασφημεῖ τὸ ἐνεργοῦν ἐν
αὐτοῖς, καθὰ δὴ καὶ Ἰουδαῖοί ποτε εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ».
198. Κατήχησις 32, SC 113, 24251-58: «τό δὲ λέγειν μὴ εἶναι ἀρτίως τινὰς τοὺς τὸν Θεὸν
ἀγαπῶντας, μηδὲ Πνεύματος ἁγίου τούτους καταξιοῦσθαι καὶ ὑπ’ αὐτοῦ βαπτιζομένους
υἱοὺς Θεοῦ καὶ θεοὺς ἐν γνώσει καὶ πείρᾳ καὶ θεωρίᾳ γίνεσθαι, πᾶσαν ἀνατρέπει τοῦ
Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν οἰκονομίαν φανερῶς ἀπαρνεῖται τὴν
ἀνακαίνισιν τῆς φθαρείσης εἰκόνος καὶ θανατωθείσης, τὴν ἐπὶ ἀφθαρσίαν αὐτῆς
γενομένην καὶ ἀθανασίαν ἀνάκλησιν».
199. Κατήχησις 34, SC 113, 290229-232: «Εἰ γὰρ ἐπὶ τοῦ Ἠλίου ἑπτακισχιλίους εἶχεν ὁ
Θεὸς τοὺς μὴ κάμψαντας γόνυ τῇ Βάαλ, πολλῷ μᾶλλον νῦν, ὅτε τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ τὸ
ἅγιον πλουσίως ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς».

147
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

κάποιος νὰ ὑποστηρίξει ὅτι γίνεται ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη νὰ


καταστεῖ ἅγιος, καθὼς «δεῖ γὰρ ἀπὸ μικρῶν ἀρξαμένους κατὰ προκοπὴν
ἀναχθῆναι εἰς ἁγιωσύνην καὶ καθαρότητα»200. Ταυτόχρονα, ὅμως, μὲ τὰ
λόγια του δὲν ἀποκαρδιώνει καὶ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὸ ἀρχικὸ
στάδιο τοῦ καλοῦ ἀγώνα. Τοὐναντίον, θεωρεῖ πὼς εἶναι ἀξιέπαινοι, ἀφοῦ
ἔλαβαν τὴν ἰσχυρὴ καὶ παράλληλα δύσκολη ἀπόφαση νὰ ξεκινήσουν μιὰ
νέα πορεία ζωῆς201.
Ὁ ἅγιος Συμεών, ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε μυστήρια Θεοῦ, δὲν
παραλείπει ν’ ἀναφερθεῖ καὶ στὴν ὠφέλεια τῆς μελέτης τῶν θείων
Γραφῶν, συνεπῶς καὶ στὴν πνευματικὴ γνώση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ ἱερὰ
κείμενα. Χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἐπιλογὴ
ὄχι παράξενη ἀφοῦ ἀπαντᾶται καὶ ἀλλοῦ στὶς Κατηχήσεις, παρομοιάζει
τὴ γνώση τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν μὲ ἕνα καλὰ σφραγισμένο κιβώτιο,
στὸ ὁποῖο εἰκάζει ἢ πληροφορεῖται κανεὶς ὅτι κρύπτεται πολύτιμος
θησαυρός, καὶ σπεύδει νὰ τὸν κάνει δικό του. Ὥστε σημειώνει: «Τί οὖν σοι
ἔσται, εἰπέ μοι, τὸ ὄφελος, ἐὰν ἐσφραγισμένον αὐτὸ καὶ κεκλεισμένο ἀεὶ
περιφέρῃς καὶ οὐκ ἀνοίξῃς; Οὐ θεάσαι ποτέ, ἔτι ζῶν, τὸν ἑαυτῷ θησαυρόν».
Καὶ συνεχίζει: «Τί σοι τὸ ὄφελος, ἐὰν ἐξ αὐτῶν οὐ καταξιωθήσῃ λαβεῖν κἂν
ὀλίγον καὶ ὠνήσασθαί τι τῶν πρὸς διατροφὴν ἢ ἔνδυσιν, ἀλλὰ περιφέρεις
μέν, ὡς εἴπομεν, ἐσφραγισμένον τὸ κιβώτιον δι’ ὅλου, πολλοῦ καὶ
πολυτίμου πεπλησμένον τοῦ θησαυροῦ, αὐτὸς δὲ σὺ λιμῷ καὶ δίψῃ καὶ
γυμνότητι κατατρύχῃ»;202. Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου δὲν παραμένει στάσιμος,
ἀφοῦ ἐπεκτείνεται καὶ στὰ μυστήρια ποὺ κρύβονται μέσα στὶς θεῖες
Γραφὲς. Ἀναφέρει, λοιπόν, πὼς εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ μελετοῦν καὶ
γνωρίζουν ἀπὸ στήθους τὶς θεῖες Γραφές, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦν τὸ
πραγματικὸ νόημα ποὺ κρύβεται ἐντός. Οἱ συγκεκριμένοι ἄνθρωποι
ἀκολουθοῦν μὲν τὸ εὐαγγελικὸ πρόσταγμα «ἐρευνᾶτε τὰς Γραφὰς ὅτι ἐν
αὐταῖς ἐστιν ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος»203, εἶναι, ὅμως, ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν
ἀνακαινιστικὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ καὶ διανοῖγον τοὺς
πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀνθρώπου ὥστε αὐτὸς, ἀκολούθως, νὰ
εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοεῖ τὰ κεκρυμμένα μυστήρια. Μόνον ὅταν, καθὼς

200. Κατήχησις 5, SC 96, 37835-36.


201. Κατήχησις 4, SC 96, 362606-364611: «Τί οὖν; Ὁ μὴ ἅγιος καὶ ἀνάξιος; Οὔ, ἀλλ’ ὁ μὴ
καθ’ ἑκάστην τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐξαγγέλων, ὁ μὴ μετάνοιαν ἀξίαν ὑπὲρ
τούτων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐν ἀγνοίᾳ ἐπιδεικνύμενος, ὁ μὴ πενθῶν ἀεὶ καὶ σκυθρωπάζων
πορευόμενος καὶ τὰ προειρημένα μὴ μετερχόμενος ἐν σπουδῇ, οὗτος οὐκ ἄξιος».
202. Κατήχησις 24 SC 113, 3629-38.
203. Ἰω. 5, 39.

148
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

λέγει, «ἐνοικήσῃ καὶ ἐμπεριπατήσῃ ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν καὶ ἐμφανίσῃ αὐτὸς


ἑαυτὸν αἰσθητῶς ἡμῖν, τότε καὶ γνωστῶς καθορῶμεν τὰ ἐν τῷ κιβωτίῳ
ἤγουν τὰ ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ ἐγκεκρυμμένα θεῖα μυστήρια»204.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ
τῶν πρὸ αὐτοῦ θεοφόρων Πατέρων, θεωρεῖ τὴν ἀγάπη κορωνίδα τῶν
ἀρετῶν, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει μέσα της ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές·
«Ἀκατάληπτος τὸν λόγον, τῇ δόξῃ ἀπρόσιτος, ἀνεξιχνίαστος τοῖς
βουλεύμασιν, αἰώνιος ὅτι καὶ ἄχρονος, ἀθεώρητος ὅτι νοεῖται μέν, οὐ
καταλαμβάνεται δέ»205. Αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μέτρα ὑψηλά,
ἀποκλειστική, δέ, μέριμνά του, μὲ τὴν ψυχή του νὰ εἶναι πλημμυρισμένη
ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον, εἶναι τὸ πῶς θὰ καταφέρει νὰ
ὁδηγήσει καὶ τοὺς γύρω του στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἕνας τέτοιος
ἄνθρωπος χαίρεται μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἀδελφῶν του καὶ τὴ βιώνει κι ὡς δική
του χαρά206. Ἄλλοτε πάλι, βλέποντας τοὺς ἀδελφούς του νὰ μένουν
δέσμιοι τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, θλίβεται καὶ θρηνεῖ, ὡσὰν καὶ ὁ
ἴδιος νὰ διέπραξε τὰ ἐκείνων ἁμαρτήματα· καί «πολλάκις μετὰ δακρύων
θερμῶν ἐξ ὅλης ψυχῆς δέεσθαι τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἢ κἀκείνους
σωθῆναι ἢ καὶ αὐτὸν σὺν ἐκείνοις κατακριθῆναι, ἀπὸ διαθέσεως θεομιμήτου
καὶ Μωσαϊκῆς ὅλως σωθῆναι μόνον ἑαυτὸν μὴ θέλοντα»207. Ἐξαιτίας αὐτῆς
τῆς ἀγάπης, λοιπόν, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ
προοίμιο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου του, «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν
ἐν ἡμῖν». Καὶ πρὸς αὐτὴν ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁδηγεῖ τὰ πνευματικά του
τέκνα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, θεωρεῖ ὅμοιους μὲ τυφλοπόντικες ἐκείνους

204. Κατήχησις 24, SC 113, 3863-66.


205. Κατήχησις 1, SC 96, 22864-67. Ὅπως σημειώνει ὁ ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ
Χριστοῦ, σ. 477, «Ὅλη ἡ πνευματικότητα τοῦ Συμεὼν χαρακτηρίζεται, κυριαρχεῖται καὶ
ἀκόμα κατακλύζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος της λίθος.
Κάνει γι’ αὐτὴν πολὺ λόγο στὰ κείμενά του, ... τὴν περιγράφει σὰν μιὰ θεϊκὴ ἰδιότητα,
σὰν τὸν Χριστὸ ἢ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἡ πρώτη
καὶ ἡ τελευταία». Ἐκτενὴς ἀναφορὰ περὶ τοῦ θέματος γίνεται στὴ μελέτη τῆς
ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ, «Ἀγάπη καὶ ἔρως κατὰ τὸν Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον»,
Θεολογία 70 (1999) 521-564, ὅπου ἡ συγγραφέας ἀφοῦ πρῶτα παραθέτει σύντομο
βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ ἁγίου, στὴ συνέχεια παρουσιάζει ἀρχικὰ τὴν ἀγάπη ὑπὸ τὴν
γενικωτέρα αὐτῆς ἔννοια καὶ ἑστιάζει κατόπιν στὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης εἰδικῶς ὡς
περιγράφει αὐτὴν ὁ ἱερὸς πατέρας εἰς τὰ ἔργα του.
206. Κατήχησις 8, SC 104, 9049-52: «Καὶ εἶδον ἕτερον ἐπὶ τοῖς κατορθοῦσι καὶ
ἀγωνιζομένοις τοσοῦτον χαίροντα καὶ τὴν ἐκείνων προκοπὴν ἀποδεχόμενον, ὡς δοκεῖν
ἐκεῖνον αὐτὸν μᾶλλον ἢ ἐκείνους τῶν ἀρετῶν καὶ πόνων μέλλειν ἀπολήψεσθαι τοὺς
μισθούς».
207. Κατήχησις 8, SC 104, 9058-61.

149
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

πού, ἐνῶ εἶναι ἄγευστοι αὐτῆς τῆς ἀγάπης, προσποιοῦνται ὅτι εἶναι
σεσωσμένοι καὶ συγκαταριθμοῦν ἑαυτοὺς μεταξὺ τῶν ἁγίων208.
Χαρακτηρίζει μακάριο καὶ εὐτυχισμένο τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ καρδιά του
πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, καθώς «ἔσται γὰρ ἐν ἀδοξίᾳ τῇ ὁρωμένῃ πάντων
ἐνδόξων ἐνδοξότερος καὶ τιμίων πάντων τιμιότερος καὶ σεμνότερος»· καὶ
συνεπαρμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης ἀφήνει ἐλεύθερο
τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ πνευματικὴ ἀλλὰ καὶ λόγια κορύφωση, θέλοντας
ἔτσι νὰ ἐκφράσει μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος της:
«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, ... ἐπαινετὸς ὁ καταδιώκων σε, ἐπαινετώτερος ὁ
εὑρών σε, μακαριώτερος ὁ ἀγαπηθεὶς ὑπὸ σοῦ, ὁ εἰσδεχθεὶς παρὰ σοῦ, ὁ
διδαχθεὶς ἀπὸ σοῦ, ὁ κατοικήσας ἐν σοί, ὁ τραφεὶς διὰ σοῦ τροφὴν Χριστὸν
τὸν ἀθάνατον, Χριστὸν τὸν Θεόν ἡμῶν»209.
Αὐτός, ἐπίσης, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐν μετανοίᾳ, ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ μέσα
του τὴν ταπείνωση. Εἶναι «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»210 καὶ εἶναι
δική τους ἡ οὐράνια βασιλεία. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς
δίκαιης μισθαποδοσίας λειτουργεῖ θεραπευτικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ
ὁποῖος, ἀφοῦ συντρίψει μὲ τὴν ἄσκηση τὸ ὑπερήφανο φρόνημα τῆς
σάρκας211, βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ καρποφορία τῆς ταπείνωσης, πού
«δάκρυσι ποταμηδὸν αὐτὴν καταντλήσασα τὸ ζῶν ὕδωρ ἐκβλύζειν ποιεῖ καὶ
τὰ ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων τραύματα ἰᾶται καὶ τὸν ἰχῶρα καὶ τὰ ἕλκη αὐτῶν
ἀποπλύνει καὶ χιόνος λαμπρότερον ὅλον ἐκεῖνον ἀποδεικνύει τὸν
ἄνθρωπον»212.
Συνωδὰ πρὸς τὴν ταπείνωση εἶναι τὸ πένθος καὶ τὰ δάκρυα213. Ἐκεῖνος
πού μετανοεῖ, πενθεῖ καὶ δακρύζει γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔχασε ζώντας μέσα
στὴν ἁμαρτία καί, κατὰ συνέπεια, ἀγωνίζεται ν’ ἀποβάλλει κάθε τι κακὸ
ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀποζητώντας νὰ ἐκπληρώσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ
Κύριος μακαρίζει τοὺς πραεῖς καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ αἰσθάνονται πείνα
καὶ δίψα πνευματικὴ γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία214.

208. Κατήχησις 8, SC 104, 9268-89.


209. Κατήχησις 1, SC 96, 23078-79· 94-23298.
210. Ματθ. 5, 3.
211. Ρωμ. 8, 6.
212. Κατήχησις 23, SC 113, 30219-223. Πρβλ. Ψαλμ. 50, 9: «ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ
καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι».
213. Περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῶν δακρύων βλ. Α. ΦΥΤΡΑΚΗ,
Ταῖς τῶν δακρύων ροαῖς, ὁ κλαυθμὸς τῶν μοναχῶν, Ἀθῆναι 1945.
214. Βλ. Ματθ. 5, 5-6.

150
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

Ὅμως ὁ γεμάτος ἔλεος καὶ ἀγάπη Θεὸς δὲν παραλείπει νὰ μακαρίσει


καὶ τοὺς ἐλεήμονες, ὅλους ἐκείνους πού, μηδὲν ἔχοντες δοῦναι,
προσφέρουν ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς τους, ὅλους ἐκείνους ποὺ
ἀγαποῦν τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, τὸν πλησίον δηλαδή, καὶ
συμπάσχουν κάθε στιγμὴ μαζί του καὶ μαζί Του215. Ὁ ἅγιος Συμεὼν
παρουσιάζει τὴν ἐλεημοσύνη ὡς ἕνα παιδευτικὸ μέσο ποὺ δόθηκε στοὺς
ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπαντώντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅσοι ὑποστήριζαν
πὼς εἶναι ἀνώφελη ἡ ἐλεημοσύνη, ἐφόσον δὲν ἀποβλέπει σὲ
ἀνταμοιβή216. Ὅπως ἐπισημαίνει ἀκόμα, ἡ ἐλεημοσύνη δόθηκε καὶ ὡς
ἀντίδοτο στὴ διαβολικὴ πλεονεξία, προκειμένου οἱ ἄνθρωποι νὰ
ἐπιτύχουν τὴ σωτηρία τους, καὶ ὄχι ἐπειδὴ «ἀπορεῖ ὁ Θεὸς καὶ οὐ δύναται
θρέψαι τοὺς πένητας καὶ διὰ τοῦτο προστάσσει ἡμῖν ἐλεεῖν αὐτούς»217.
Ἄλλωστε, πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε μὲ τὴ διδασκαλία Του ὅτι δὲ
θὰ ὠφελήσει σὲ τίποτα τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν
κόσμο, χάσει, ὅμως, τὴν ψυχή του. Προέτρεψε, δέ, τὸν πλούσιο νέο τοῦ
Εὐαγγελίου νὰ πουλήσει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ τὰ διαμοιράσει
στοὺς πτωχοὺς καί, λαμβάνοντας στὴ συνέχεια τὸν σταυρό του, νὰ Τὸν
ἀκολουθήσει, φανερώνοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὑπομονὴ στὶς
θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς218 ὡς ἀναγκαῖο μέσο τῆς σωτηρίας.
Κάνοντας, συνάμα, ἀναφορὰ στὴ μεγάλη ἀνταμοιβὴ ποὺ περιμένει
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, ὑπομένοντας τὶς θλίψεις, μιμεῖται τὸ πάθος τοῦ
Χριστοῦ219.
Μεταξὺ τῶν ἀρετῶν ὁ ἱερὸς πατέρας συγκαταλέγει καὶ τὴ νηστεία καὶ
τὴν ἐγκράτεια· «ἐν τῷ μὴ κορέννυσθαι μὴ μόνον βρωμάτων καὶ ἐδεσμάτων,
ἀλλ’ εἰ δυνατὸν μήτε ὕδατος, καὶ μᾶλλον ἐν ταῖς παρούσαις ἡμέραις τῶν
νηστειῶν»220. Δίνοντας ὁρισμὸ τῆς νηστείας ὁ Συμεὼν ἀναφέρει ὅτι αὐτὴ

215. Κατήχησις 31, SC 113, 23077-88.


216. Κατήχησις 9, SC 104, 118171-120189.
217. Κατήχησις 9, SC 104, 120190-192.
218. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πολλὲς φορὲς γιὰ
τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ θὰ δεχθοῦν ὅσοι θελήσουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν.
Ἀναφέρει, λοιπόν, χαρακτηριστικά: «ἀγωνίζεσθαι διὰ τῆς στενῆς πύλης εἰσελθεῖν
(Λουκ. 13, 24) καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο «ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ
νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33) καὶ ἀλλοῦ: «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς
ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21, 19).
219. Κατήχησις 9, SC 104, 128296-302.
220. Κατήχησις 12, SC 104, 17247-49.

151
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἀποτελεῖ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο κάθε πνευματικῆς ἐργασίας221. Ἀκολούθως,


ὅμως, χωρὶς νὰ ἐπεκτείνεται σὲ λεπτομέρειες ἀναφορικὰ μὲ τὴν
καθιέρωση ἢ τὸ τυπικὸ τῆς νηστείας, ὁμιλεῖ ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὴν πνευματικὴ
σημασία της, ὑπογραμμίζοντας τὴν εὐεργετικὴ ὠφέλεια ποὺ προκύπτει
ἐξαιτίας της γιὰ κάθε πιστό. Λέγει: «Καὶ γὰρ εἴωθεν ἡ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν
ἡμῶν αὕτη τοῦ μὲν τῆς σαρκὸς τὰς πυρώσεις καὶ τὰς κινήσεις συστέλλειν,
τοῦ δὲ τὸ θυμῶδες καταπραΰνειν, τοῦ δὲ τὸν ὕπνον ἀποδιώκειν, τοῦ μὲν τὸ
πρόθυμον διεγείρειν, τοῦ δὲ τὸν νοῦν ἀποκαθαίρειν καὶ τῶν πονηρῶν
λογισμῶν ἐλεύθερον αὐτὸν ἀποκαθιστᾶν, ἄλλου τὴν ἀδάμαστον γλῶσσαν
δαμάζειν καὶ οἱονεὶ χαλινῷ τινι τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ ταύτην ἐπέχειν καὶ μὴ
ἐᾶν ὅλως ἀργοὺς ἢ σαπροὺς λόγους φθέγγεσθαι· ἑτέρου τοὺς μετεώρους
σκεπάζει ἀφανῶς καὶ ἱστᾷ ὀφθαλμοὺς καὶ περιέργως αὐτοὺς οὐκ ἐᾷ ὧδέ τε
κἀκεῖσε φέρεσθαι, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἕκαστον παρασκευάζει σκοπεῖν καὶ τῶν
ἰδίων ἁμαρτημάτων τε καὶ ἐλαττωμάτων μεμνῆσθαι διδάσκει. Νηστεία τὸν
νοητὸν ζόφον καὶ τὸ ἐπικείμενον τῇ ψυχῇ κάλυμμα τῆς ἁμαρτίας κατὰ
μικρὸν ἐκλεπτύνει καὶ ἀπελαύνει, καθάπερ τὴν ὁμίχλην ὁ ἥλιος. Νηστεία
τὸν πνευματικὸν ἀέρα νοερῶς ἡμῖν καθορᾶν ἐμποιεῖ, ἐν ᾧ οὐκ ἀνατέλλει,
ἀλλὰ ἀεὶ λάμπει ὁ ἄδυτος ἥλιος Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Νηστεία, συνεργὸν
λαβοῦσα τὴν ἀγρυπνίαν, τὸ σκληρὸν ὑπεισελθοῦσα τῆς καρδίας μαλάσσει
καὶ ἀντὶ τῆς πρῴην κραιπάλης κατανύξεως πηγὰς βλυστάνειν
παρασκευάζει, ὅπερ καὶ ἐν ἡμῖν γενέσθαι σπουδάσωμεν ἕκαστος ἡμῶν,
παρακαλῶ, ἀδελφοί»222.
Ἀπευθυνόμενος στοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς ὁ ἅγιος ὑπενθυμίζει ὅτι
γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου γιὰ
χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ «οὐ μόνον ὁ παρὼν καιρὸς εἰς ἐγκρατείας
νόμον ἐδόθη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος τῆς παρούσης ἡμῶν ζωῆς»223, καὶ
ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ τήρηση τῆς νηστείας θεωρεῖται ὑποχρέωση καὶ
καθῆκον, καθὼς ὑποσχέθηκαν «πεινᾶσαι καὶ διψῆσαι καὶ γυμνητεῦσαι καὶ
πάντα παθεῖν καὶ ἐν χαρᾷ ὑπενεγκεῖν»224. Τοὺς προτρέπει ἐπίσης νὰ μὴ
συμπεριφερθοῦν σὰν τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ διανύσουν τὴν
πρώτη ἑβδομάδα τῶν ἁγίων νηστειῶν θεωροῦν ὅτι ἔπραξαν τὸ καθῆκον

221. Κατήχησις 11, SC 104, 15885: «Νηστεία γὰρ πάσης ἐργασίας πνευματικῆς ἀρχὴ
καὶ θεμέλιος».
222. Κατήχησις 11, SC 104, 15649-15870.
223. Κατήχησις 12, SC 104, 17693-96.
224. Κατήχησις 12, SC 104, 17699-100.

152
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

τους, ἀλλὰ νὰ ἐπιδοθοῦν μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἀγώνισμα225.


Πρὸς ἐπιβεβαίωση, δέ, τῶν δικῶν του λόγων παρουσιάζει τοὺς ἀψευδεῖς
λόγους τοῦ Κυρίου ὅπως ἐκφράζονται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια226, καὶ ὡς
πρότυπο καὶ παράδειγμα πρὸς μίμηση τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοὺς ἄλλους
ἁγίους Πατέρες ποὺ ἐγκαταβίωναν στὸ ἴδιο κοινόβιο, οἱ ὁποῖοι
περνοῦσαν ὅλη τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς μὲ σκληρὴ ἄσκηση
στὴν ἔρημο. Γνωρίζοντας, ὅμως, ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀπὸ τὴν πνευματική του
ἐξέλιξη ὅτι ἡ νηστεία ἀπαιτεῖ κόπο καὶ ἀγῶνα, ἐπισημαίνει στὰ
πνευματικά του παιδιὰ ὅτι οἱ καρποὶ τῆς νηστείας δὲν ἐπιτυγχάνονται σὲ
μία μέρα ἢ ἀκόμη σὲ μία ἑβδομάδα, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, εἶναι
ἀποτέλεσμα μιᾶς συνεχοῦς προσπάθειας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ πιστὸς
ὀφείλει νὰ ἀσκηθεῖ μὲ τὴ θέλησή του στὸ πνευματικὸ αὐτὸ ἀγώνισμα,
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ ὁδηγηθεῖ στὴ
λαθροφαγία, διότι κι ἂν ἀκόμα ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τῶν
πνευματικῶν του προϊσταμένων, εἶναι ἀδύνατον, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς
πατέρας, νὰ ἀποφύγει τὴν προσοχὴ τοῦ Χριστοῦ227.
Θέλοντας, παράλληλα, νὰ κάνει περισσότερο παραστατικὴ τὴ
διδασκαλία του, ὁ ἅγιος παραβάλλει στὸν Κατηχητικό Λόγο του τὴν
αἰσθητὴ καὶ τὴν πνευματικὴ τράπεζα. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὅτι ὅσον ἀφορᾶ
στὴν αἰσθητὴ οἱ μετέχοντες πράγματι φροντίζουν νὰ τρώγουν, πολλὲς
φορές μάλιστα περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοὺς ἀναλογεῖ, ἐνῶ ἄλλοι πάλι
φροντίζουν νὰ προμηθευτοῦν καὶ γιὰ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα228. Ἀντίστοιχη
καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο, εἶναι ἡ προσοχὴ ποὺ
πρέπει νὰ δείχνουν οἱ ἀδελφοὶ στὴν πνευματικὴ τράπεζα, «ἔνθα δὲ λόγοι
ζωῆς πρόκεινται καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν τρεφομένους ἀθανάτους
ἀποτελοῦσι»229, προσέχοντας στὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου.
Ἐπισημαίνει, δέ, ὅτι ἂν κάποιος ἀμελήσει καὶ προτρέψει τὸν φίλο νὰ
φάγει στὴν αἰσθητὴ τράπεζα τοῦ προξενεῖ πολλὲς φορὲς, ἀντὶ τῆς

225. Κατήχησις 12, SC 104, 17682-84: «ἀγωνισώμεθα, παρακαλῶ, τηρῆσαι καὶ ἐν ταύτῃ
τῇ ἱερᾷ ἑβδομάδι τῆς καλλίστης νηστείας τὸν νόμον καὶ τὸν ἴσον θέσθαι ταῖς
προλαβούσαις ἀγῶνα». Καὶ λίγο παρακάτω, Κατήχησις 12, SC 104, 180158-182163,
συνεχίζει: «Ναί, παρακαλῶ, μὴ ἐπιλάθησθε τῆς παθοκτόνου νηστείας, τῆς καθαρτικῆς
ἐγκρατείας καὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν μὴ κατοκνήσητε, ἀδελφοί, ἀλλ’ εἰ καὶ βρωμάτων
ἐναλλαγὴ γενέσθαι πολλάκις συμβῇ καὶ πόθεν τύχοιτε παρακλήσεως, τὴν γνώμην ἦτε
ἀσάλευτοι καὶ τὴν κατάστασιν ἀμετάβλητοι».
226. Πρβλ. Α΄ Κορ. 8,8. Ματθ. 6, 25.
227. Κατήχησις 11, SC 104, 16094-109.
228. Κατήχησις 11, SC 104, 164156-159.
229. Κατήχησις 11, SC 104, 164161-162.

153
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

βλάβης, ὠφέλεια. Δὲ συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀμελεῖ νὰ


προτρέψει τὸν φίλο νὰ φάγει ἀπὸ τὰ τῆς πνευματικῆς τράπεζας, καθὼς
αὐτὸς «οὐ τὴν τυχοῦσαν ζημίαν τοῖς αὐτῷ πλησιάζουσι προξενεῖ».
Προτρεπτικὸς ὅπως πάντα στὴν κατακλείδα τῶν Λόγων του,
ὑπογραμμίζει καὶ ἐδῶ ὅτι πρέπει πάντες νὰ προτρέπουν καὶ νὰ
νουθετοῦν τοὺς ἀδελφούς «οὐχ ἵνα τούτους λυπήσητε... οὐδ’ ἵνα βλάψητε,
ἀλλ’ ἵνα τὰ μέγιστα αὐτοὺς ὠφελήσητε, τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς αὐτῶν
θελήματα παρασκευάζοντες αὐτοὺς ἐκπληροῦν», ὥστε ὅλοι μαζί, ἀφοῦ
πραγματοποιήσουν τὴν ἐκπλήρωση τῶν θείων ἐντολῶν, νὰ πετύχουν τὴν
οὐράνια βασιλεία230. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς κεκαθαρμένους πνευματικὰ
μακαρίζει ὁ Κύριος λέγοντας πώς «αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»231, καθώς, ἐὰν
ἡ ψυχὴ δὲν καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Θεό, δὲν
μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει Αὐτόν232 στὸ μέτρο ποὺ κάτι τέτοιο εἶναι δυνατό.
Τελευταίους κατὰ σειρά, ὄχι, ὅμως, και κατ’ ἀξία, μακαρίζει ὁ ἱερὸς
πατέρας τοὺς δεδιωγμένους ἕνεκεν δικαιοσύνης, προτρέποντάς τους νὰ
χαίρονται καὶ νὰ εὐφραίνονται καθὼς τοὺς περιμένει μεγάλη ἀνταμοιβὴ
στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν ἐξήγηση γι’ αὐτὸ δίνει ὁ ἅγιος Συμεὼν
λέγοντας «ὁ γοῦν τοιοῦτος δύναται καὶ διωκόμενος καὶ τυπτόμενος καὶ
ὀνειδιζόμενος, λοιδορούμενός τε καὶ ὑβριζόμενος καὶ πᾶν πονηρὸ ῥῆμα κατ’
αὐτοῦ λεγόμενον ἀκούων, ὑπομένειν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀφράστους
ἀγαλλιάσεως, καὶ τοῦτο εἰδὼς ὁ Δεσπότης Θεὸς μετ’ ἀποφάσεως εἴρηκε
“χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε”», καὶ μὲ ἀγαλλίαση πνευματικὴ προτρέπει
«οὕτω γὰρ μίαν μίαν κατὰ μικρὸν ὡς βαθμίδα κλίμακος ἀνερχόμενοι εὖ
οἶδα, φθάσομεν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν τοῦ οὐρανοῦ ἐν ᾗ ἵσταται διακύπτων ὁ
Δεσπότης ἡμῶν λέγων πᾶσιν ἡμῖν· “δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», κἀκεῖσε γενόμενοι καὶ αὐτὸν ὡς
δυνατὸν ἀνθρώπῳ ἰδόντες καὶ τὴν βασιλείαν παρ’ ἐκεῖνον λαβόντες τῶν
οὐρανῶν, ἥτις ἐστὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον»233.

230. Κατήχησις 11, SC 104, 166184-188.


231. Ματθ. 5, 8.
232. Κατήχησις 31, SC 113, 23089-232115.
233. Κατήχησις 31, SC 113, 236154-162. Εὔστοχα ὁ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Μικρὰ Εἴσοδος, σσ.
71-72, ἀναφερόμενος στοὺς Μακαρισμοὺς παρατηρεῖ: «Οἱ Μακαρισμοὶ δείχνουν τὴν
πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
ἐπιτυγχάνεται ἡ θεραπεία του. ... Δείχνουν τὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τὸν
τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἄνθρωπος σφραγίζεται μὲ τὴν
σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ναὸς
τοῦ Παναγίου Πνεύματος».

154
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

7. Γνώση Θεοῦ - Θέωση

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζουν τὴ θέωση ὡς «ἀνακαίνισιν


καὶ ἐκλάμπρυνσιν τῆς φύσεως, ἐπαναγωγὴν αὐτῆς εἰς τὴν μακαρίαν
προπτωτικὴν κατάστασιν, ἀνάπλασιν τῆς θείας ἐν τῷ ἀνθρώπῳ εἰκόνος,
τῆς ἀμαυρωθείσης ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐπιτυχίαν τῆς θείας ὁμοιώσεως,
ἀφθαρσίαν καὶ ἀθανασίαν, γνωρίσματα ἰδιάζοντα κυρίως τῇ ἀφθάρτῳ καὶ
ἀθανάτῳ θείᾳ φύσει»234. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας δικῆς του
προαίρεσης παρεξέκλινε ἀπὸ τὸ ἀγαθό, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ
ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἀποκτᾶ καὶ πάλι τὴ δυνατότητα μὲ τὴ
συνέργεια τῆς θείας χάριτος νὰ ἐπιστρέψει σ’ αὐτόν235. Ὁ ἅγιος Συμεὼν
μακαρίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἑνώθηκαν μὲ τὸν Θεό· «τῶν ἰσαγγέλων, τῶν
τελείως τῷ Θεῷ ἑνωθέντων καὶ ὅλον Χριστὸν ἐν ἑαυτοῖς ὁλοτελῶς
κτησαμένων ἔργῳ καὶ πείρᾳ, αἰσθήσει καὶ γνώσει καὶ θεωρίᾳ»236. Αὐτοί, σὲ
κάποιες περιπτώσεις, ἔχοντας ὑπερβεῖ τὰ πάθη, ἐμφανίζονται ἀκόμα καὶ
ὡς, δῆθεν, ἐμπαθεῖς, προκειμένου νὰ ὁδηγήσουν ὅλους ἐκείνους ποὺ
ἁμαρτάνουν στὴ μετάνοια237.
Ὁ ἀναγεννημένος πνευματικὰ ἄνθρωπος κατανοεῖ τὴ μεγάλη δωρεὰ
τὴν ὁποία γεύεται καί, ἀφήνοντας κάποια στιγμὴ πίσω τὴ ματαιότητα
τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ κόσμου, καταφέρνει νὰ φτάσει σὲ ἐπίπεδο
ἐμπειρίας τοῦ οὐράνιου, τοῦ ἀνέσπερου φωτός. Τότε, πλημμυρισμένος
ἀπὸ ἀνεκλάλητη χαρά, ἀφήνει νὰ ξεχυθοῦν ἀπὸ τὴν ψυχή του δάκρυα
εὐχαριστίας. Μοιάζει, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο, ὅπως τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖο

234. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σ. 69.


235. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σ. 75. Σύμφωνα μὲ τὸν Νικήτα Στηθάτο
ἡ θέωση «δὲν ἀφορᾶ εἰς ὀλίγα ἐκλεκτὰ καὶ προνομιοῦχα ἄτομα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸν
φυσικὸν καὶ μοναδικὸν σκοπὸν παντὸς εἰς Χριστὸν βαπτισθέντος ἀνθρώπου. ... Δὲν
νοεῖται ὡς ἁπλοῦν ἠθικὸν ἐπίτευγμα, ἀλλὰ πρωτίστως ὡς ὀντολογικὴ μεταμόρφωσις
τοῦ ὅλου ἀνθρώπου συντελουμένη διὰ τῆς ἐν χάριτι κοινωνίας αὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ».
Βλ. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 109.
236. Κατήχησις 8, SC 104, 8826-29.
237. Κατήχησις 8, SC 104, 869-11. Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μιὰ τέτοια
στάση, ποὺ ὁπωσδήποτε ἀπὸ πίσω κρύβεται ἡ γενναία ἀπόφαση ὁρισμένων
πνευματικῶν ἀνθρώπων νὰ προχωρήσουν σὲ μιὰ εἴδους πλάγια σύγκρουση μὲ τὸν
διάβολο (ἐνεργώντας φαινομενικὰ ἐμπαθῶς ἀλλὰ στὴν οὐσία μαθαίνοντας ἀπὸ τὰ
τεχνάσματά του καὶ ἀναγνωρίζοντας αὐτὰ στὴ συνέχεια), ἀξίζει νὰ θεωρεῖται ἐπαινετή.
Τοῦτο, μάλιστα, ἔρχεται νὰ ταυτιστεῖ καὶ μὲ τὸ ἀντίστοιχο ἔπαινο ποὺ ἀποδίδουν σὲ
τέτοιους ἀγῶνες καὶ οἱ πρὸ τοῦ Συμεὼν διαλάμψαντες ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

155
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

«ὅταν τῆς μητρικῆς νηδύος προέλθοι, τοῦ ἀέρος τούτου ἀνεπαισθήτως


αἰσθάνεται καὶ εὐθέως πρὸς κλαυθμὸν καὶ θρῆνον αὐτομάτως κινεῖται»238.
Στὴν ἔμπονη κραυγὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἄμεση, σύμφωνα μὲ τὸν
ἅγιο Συμεών, ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὡς φιλόστοργος
Πατέρας, «οὐ φέρει ἐν ἀνάγκῃ τοιαύτῃ καὶ ἀφορήτῳ ὀδύνῃ τὸ τῶν χειρῶν
αὐτοῦ ποίημα καθορᾷν», ἀλλὰ σπεύδει ἀμέσως νὰ τὸν παρηγορήσει «καὶ
ἐκχέει τὴν αὐτοῦ καὶ ἐπ’ αὐτὸν ἀγαθότητα καὶ μεταβαλεῖ εἰς χαρὰν (Ψαλμ.
29, 12) τὸν πόνον αὐτοῦ καὶ τὴν πικρίαν τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γλυκύ»239.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση πλημμυρίζει ἀπὸ
χαρὰ πνευματική, πρόξενος τῆς ὁποίας δὲν εἶναι κάποιο ἀπὸ τὰ φθαρτὰ
πράγματα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ἀλλὰ ἡ συνάντηση καὶ ἡ κοινωνία του μὲ
τὸν Θεό240. Καί ἐνῶ οἱ γύρω του ἴσως ἀναστενάζουν καὶ ἀναφέρονται μὲ
οἶκτο στὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει, ἐκεῖνος εἶναι σὲ θέση νὰ
γνωρίζει ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τὸν βλάψει. Κι αὐτὸς ἀκόμα ὁ
αἰώνιος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, ἀδυνατώντας νὰ κάνει
διαφορετικά, θὰ στέκεται ἀνίκανος μπροστά του, μὴ καταφέρνοντας νὰ
τὸν βλάψει· «ἡ γὰρ πόσις αὐτοῦ τροφὴ καὶ κάθαρσις ρύπου σεσηπότων
σαρκῶν αὐτοῦ, καὶ ἡ κάθαρσις ὑγεία ὁλόκληρος αὐτῷ καὶ ἡ ὑγεία οὐκ ἐᾷ
αὐτὸν ἕτερόν τι νοσοποιὸν βρῶμα τραφῆναι, ἀλλὰ ἄπειρον καὶ διακαῆ
ἐπιθυμίαν παρέχει αὐτῷ πίνειν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἑαυτὸν καθαίρειν μᾶλλον
καὶ ὑγείαν ποιεῖσθαι τὴν πόσιν. Τὸ γὰρ κάλλος τῆς ὑγείας προσγινομένης,
κόρον οὐκ ἔχει»241. Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, πάλι, ὑγιὴς πνευματικά, εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν προκύπτουσα, ζωογόνο, πνευματικὴ χαρὰ
πολλαπλάσια μέσα στὴν ψυχή του καί, κατὰ τοῦτο, ὑπερνικᾶ τὶς

238. Κατήχησις 8, SC 104, 9290-92.


239. Κατήχησις 23, SC 113, 2097-105. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Δ. ΤΣΑΜΗΣ, Ἡ
τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 84, «καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ ἀσκητὴς περιπέσῃ εἰς βάθη κακίας, δὲν
πρέπει νὰ ἀπωλέσῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνακλήσεως, διότι ἐὰν ὑπάρχῃ τὸ προκαταβληθὲν
θεμέλιον τῆς εὐσεβείας διὰ τῶν πόνων τῆς ἀσκήσεως, ὁ Θεὸς δύναται νὰ ἀνοικοδομήσῃ
τὸ μέχρις ἐδάφους τῆς γῆς τῶν κακῶν καταπεσὸν οἴκημα. Οὔτε πάλιν ὁ Θεὸς λησμονεῖ
τοὺς παλαιοὺς πνευματικοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτας τοῦ πεπτωκότος ἀσκητοῦ, ἀλλὰ
παρέχει εἰς αὐτὸν ἔτι μεγαλυτέραν ἰσχύν, προκειμένου νὰ ἀνεγείρῃ ἐν πνεύματι
ταπεινώσεως πνευματικὴν οἰκοδομὴν λαμπροτέραν τῆς προηγουμένης».
240. Κατήχησις 23, SC 113, 24145-150: «Οὔτε γὰρ ἀπὸ δόξης αὐτῷ γέγονεν αὕτη, οὐδὲ
ἀπὸ πολλοῦ πλούτου, οὔτε ἀπὸ ὑγείας σώματος αὐτοῦ, οὔτε ἀπὸ ἐπαίνου ἀνθρώπων,
οὔτε ἀπὸ ἄλλου τινὸς πράγματος τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν, ἀλλὰ ἀπὸ πόνου καὶ πικρίας
ψυχῆς αὐτοῦ ἐσκεύασται καὶ ἀπὸ συναντήσεως Πνεύματος Θεοῦ».
241. Κατήχησις 23, SC 113, 26193-28201.

156
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

δυσκολίες, γνωρίζοντας ὅτι «ἡ χαρά, ἡ ἐκ τῆς ὑγείας περιποιηθεῖσα τῇ


ψυχῇ αὐτοῦ, ὑπ’ οὐδενὸς τούτων δύναται κρατηθῆναι»242.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν χρησιμοποιεῖ εὔστοχα παραδείγματα θέλοντας νὰ
παρουσιάσει τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ γνώση καὶ στὴν
ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ. Τὶς παρομοιάζει μὲ τὴν ἀντίθεση μεταξὺ φωτὸς καὶ
σκότους243, πίστεως καὶ ἀπιστίας (Β΄ Κορ. 6, 14), μίσους καὶ ἀγάπης, τὰ
ὁποῖα «ἀεὶ μὲν ἀλλήλοις ἀντίκειται». Πρὸς ἐπικύρωση τῶν λόγων του
ἀντλεῖ καὶ ἐδῶ τὰ παραδείγματά του ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Φέρει ὡς παράδειγμα τὸν Ἀδάμ, καὶ ἀντιδιαστέλλει τὴν προπτωτικὴ
παραδείσια μακαριότητα μὲ τὴν μεταπτωτική του κατάσταση244· ἀλλὰ καὶ
τὸν Κάϊν, ὁ ὁποῖος, ὁδηγούμενος ἀπὸ φθόνο καὶ ἀλλοτριωτικὸ μίσος,
ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ φονεύσει τὸν ἴδιο του τὸν ἀδελφό. Λέγοντας αὐτά,
ὅμως, ὁ ἱερὸς πατέρας δὲν παραλείπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ
δὲν κατάφεραν νὰ γίνουν μέτοχοι μιᾶς τέτοιας ἀγάπης. Αὐτοί, σύμφωνα
μὲ ὅσα καταθέτει ὁ ἅγιος, πρόκειται να καταδικασθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς
ἄπιστους -ἀλλὰ καὶ μ’ αὐτὸν ἀκόμα τὸν διάβολο- καὶ θὰ παραπεμφθοῦν
στὸ αἰώνιο πῦρ «τῷ ἡτοιμασμένῳ τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»245,
καθὼς προτίμησαν τὰ ἐπίγεια ἀπὸ τὰ οὐράνια, θεώρησαν τὴν ἀνθρώπινη

242. Κατήχησις 23, SC 113, 24143-144. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἅγιος
Συμεὼν μολονότι δὲν παύει σὲ ὅλα του τὰ ἔργα νὰ δηλώνει τὴν ἐνσυνείδητη
πραγματικότητα τῆς θεώσεως ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἐπιμένει ὅμως στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ
πληρότητα αὐτῆς ἀνήκει στὸ ἐσχατολογικὸ ἄπειρο. Βλ. ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ
Χριστοῦ, σ. 497.
243. Ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ καθηγητὴς Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος», σ. 543, «Τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Συμεὼν περικλείουν εἰς πᾶσαν σχεδὸν
σελίδα των τὰς λέξεις φῶς, ἔλλαμψις καὶ τὰς ὁμοίας. Ἀλλ’ οὗτος δὲν διδάσκει ὅτι
τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως εἶναι ἡ θεωρία τοῦ φωτός. Σκοπὸς εἶναι
κατ’ αὐτὸν ἡ συνάντησις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύμβολον εἶναι τὸ φῶς.
Ἡ ἕνωσις μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ τέρμα τῆς πνευματικῆς τελειώσεως».
Ὁ καθηγητὴς ΤΣΑΜΗΣ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου, σ. 122, ἀναφερόμενος καὶ αὐτὸς
στὸ θέμα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, γράφει σχετικά: «Μολονότι ὅμως ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ
παρουσιάζεται ὡς καθῆκον, ἡ ἀπόκτησις αὐτῆς διαφεύγουσα τὰς ποικίλας ἱκανότητας
καὶ δυνατότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐκλαμβάνεται ὡς δωρεὰ Θεοῦ. Τὸ καθῆκον ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ζήτησιν αὐτῆς. Ὁ πιστὸς δὲν
κατακτᾶ ἐξ ἰδίων τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προετοιμάζεται διὰ νὰ δεχθῆ αὐτήν, ὅσον
κατὰ χάριν δοθῇ εἰς αὐτόν».
244. Κατήχησις 15, SC 104, 22211-15: «Ὁ δὲ Ἀδὰμ τῇ πίστει τῇ εἰς Θεὸν φρουρούμενος ἐν
τῇ ἀθανάτῳ ὑπῆρχε δόξῃ καὶ ἐν τῷ παραδείσῳ ἦν, ὑπὸ δὲ τοῦ ἐχθροῦ εἰς ἀπιστίαν
παρεκτραπεὶς θανάτῳ καταδικάζεται καὶ τοῦ παραδείσου ἐκβάλλεται καὶ ἀντὶ τῆς θείας
καὶ πνευματικῆς γνώσεως τὴν γνῶσιν τὴν σαρκικὴν ἐκομίσατο».
245. Ματθ. 25, 41.

157
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

δόξα ἀνώτερη τῆς δόξης τῆς οὐρανίου βασιλείας246. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ
ὑπεύθυνος καὶ ἀγωνιῶν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πνευματικῶν του τέκνων
ποιμένας Συμεὼν προτρέπει ἅπαντες νὰ ριχτοῦν στὸν καλὸ ἀγῶνα ἀπὸ
τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἀληθινὰ τέκνα φωτός (σύμφωνα
καὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο247), καθὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα μεγαλύτερο καὶ
τίποτα ὡραιότερο γιὰ κάποιον ἀπὸ τὸ νὰ καταστεῖ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ
καὶ συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ248 ἢ, ἔστω, ἕνας ἐκ τῶν δούλων Του ποὺ
θὰ κατέχει τὸ μοναδικὸ προνόμιο νὰ βρίσκεται κοντά Του.
Ἡ θέωση δέν ἀποτελεῖ προνόμιο κάποιων λίγων προαποφασισμένα
ἐκλεκτῶν. Ἀντίθετα, πρόκειται γιὰ κύριο σκοπὸ τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Παράλληλα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα απλό, τυπικό, ἠθικὸ ἐπίτευγμα
ἀλλὰ γιὰ μία ὀντολογικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ ἐκ βαθέων,
δηλαδή, συνολικὴ ἀνακαίνιση μετὰ τὴν ὁποία εἶναι σὲ θέση νὰ κοινωνεῖ
μὲ τὸν Θεὸ249 καὶ «ἐλεύθερος δὲ παντὸς σκοτισμοῦ καὶ πάσης ταραχῆς καὶ
πάσης νεκρώσεως, ἅτινα προεκάλουν εἰς αὐτὸν τὰ κατανικηθέντα ἤδη καὶ
ἀποδιωχθέντα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ πάθη, ἀπολαύει τοῦ φωτὸς καὶ τῆς
ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Πνεύματος»250.
Ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ ὕψους στὸ ὁποῖο εἶχε φθάσει μὲ
τὴν ἀδιάκοπη ἄσκηση καὶ τὴν χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια ὑπακοὴ στὸν
πνευματικό του πατέρα, ὅσιο Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ὁ ἅγιος Συμεὼν
ἀξιώθηκε τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τὴ θεωρία αὐτή, ὅπως
ἀναφέρθηκε καὶ στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, περιγράφει ὁ ἴδιος μὲ
πολλὴ ταπείνωση, χρησιμοποιώντας τὸ τρίτο πρόσωπο καὶ κρύβοντας

246. Κατήχησις 8, SC 104, 94116-96122: «Ὁ γὰρ λαβὼν ἐξουσίαν υἱὸς γενέσθαι Θεοῦ
βασιλείας τε οὐρανῶν καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν κληρονόμος, ὁ μαθὼν πολυτρόπως διὰ
ποίων ἔργων καὶ ἐντολῶν ὀφείλει εἰς ταύτην τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ἀναχθῆναι, καὶ
τούτων μὲν ἁπάντων καταφρονήσας, προτιμήσας δὲ τὰ ἐπίγεια καὶ φθειρόμενα καὶ τὸν
χοιρώδη βίον προκρίνας καὶ τὴν πρόσκαιρον δόξαν τῆς αἰωνίου δόξης κρείττονα
ἡγησάμενος».
247. Ἐφεσ. 5, 8. Πρβλ. καὶ Ἰω. 12, 36.
248. Ρωμ. 8, 17.
249. Δ. ΤΣΑΜΗ, Ἁγιολογία, σ. 181. Ὁ καθηγητὴς Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς
Ὀρθοδοξίας, σ. 73, γράφει ὅτι «εἰς τὰς περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἰδέας των οἱ ἱεροὶ
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤγοντο καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιαιτέρων μυστικῶν ἐνατενίσεων τοῦ
πνεύματος αὐτῶν, τὸ ὁποῖον σφόδρα ἠρέσκετο εἰς τὰς μυστικὰς θεολογικὰς πτήσεις καὶ
εἰς τὴν μυστικὴν τῶν θείων πραγμάτων ἐνατένισιν». Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὅπως
σημειώνει, «νὰ ἐξαίρουν τὴν θείαν φύση καὶ νὰ προβάλλουν πάντοτε τὸ ἀνθρώπινο
στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσαν ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς θείας φύσεως «περιβαλλόμενον ὑπὸ
τοῦ φωτὸς τῆς θείας δόξης καὶ μεταμορφώσεως».
250. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μυστικισμός, σ. 87.

158
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

τὴν ἀρετή, μιμούμενος τὸ παράδειγμα τοῦ Παύλου251. Στὴ συνέχεια,


ὅμως, ὁ ἱερὸς πατέρας, φλεγόμενος προφανῶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ
καταστήσει ἀντιληπτὸ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς δωρεᾶς,
καταθέτει τινὰ ἐκ τῶν προσωπικῶν αὐτῶν ἐμπειριῶν252. Διηγεῖται,
λοιπόν, ὅτι χάρη στὰ ὅσα εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα
γιὰ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ θείου φωτός, ποὺ πραγματοποιοῦνται στοὺς
ἀξίους, ἡ ψυχή του φλογιζόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτή. Τοῦτο εἶχε ὡς
ἀποτέλεσμα τὴν ἀποχὴ ἀπὸ κάθε σωματικὴ τροφὴ καὶ πόση, καθὼς
πίστευε ὅτι αὐτὴ τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τοῦ ποθουμένου μέσῳ
τῆς προσευχῆς253. Στὴν ἀγωνία του ἔδωσαν ἀπάντηση οἱ λόγοι τοῦ
πνευματικοῦ· «Γίνωσκε, τέκνον, ὅτι οὔτε νηστείᾳ, οὔτε ἀγρυπνίᾳ, οὔτε
κόπῳ σωματικῷ, οὔτε τινὶ ἑτέρῳ τῶν δεξιῶν πράξεων χαίρει ὁ Θεὸς καὶ
ἐμφανίζεται, εἰ μὴ ταπεινῇ τε καὶ μόνῃ ἀπεριέργῳ καὶ ἀγαθῇ ψυχῇ καὶ
καρδίᾳ»254. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ ἅγιος Συμεὼν θαύμασε καί,
πλημμυρισμένος ἀπό δάκρυα κατανύξεως, ζήτησε τὶς εὐχὲς τοῦ
πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ, ὥστε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀξιωθεῖ καὶ ὁ
ἴδιος μιᾶς ἀνάλογης ἐμπειρίας. Καὶ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ περιγράφει ἐν
συνεχείᾳ: «Ἀλλὰ γὰρ εὐθὺς πρηνὴς πεσὼν ἐπὶ γῆς εἶδον, καὶ ἰδοὺ φῶς
πολὺ νοερῶς ἐπιλάμψαν μοι καὶ προσλαβόμενόν μου τὸν νοῦν ὅλον ἅμα
πρὸς ἑαυτὸ καὶ τὴν ψυχήν, ὥστε τῷ ἀθρόῳ τοῦ θαύματος ἐκπλαγῆναί με
καὶ ὡς ἐν ἐκστάσει γενέσθαι. Οὐ μὴν ἀλλὰ γὰρ καὶ ἐπελαθόμην τοῦ τε
τόπου, ἐν ᾧ ἱστάμην καὶ ὅστις ὑπῆρχον καὶ ποῦ, μόνον κράζων τὸ “Κύριε
ἐλέησον”». Τὸ ἄπλετο αὐτὸ φῶς, ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ ἅγιος Συμεὼν, μὴ
βρίσκοντας καταλληλότερο χαρακτηρισμό, πλήρωσε τὴν καρδιά του καὶ
λέγει ὅτι τὸ φῶς τό «ἀποδιῶξαν ὅσον ἀχλυῶδες ὑπῆρχεν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ

251. Β΄ Κορ. 12, 2-10.


252. Κατήχησις 17, SC 104, 262117-264127: «Ἰδοὺ οὖν ἀνεκάλυψα ὑμῖν τοῖς φίλοις καὶ
ἀδελφοῖς μου τὰ ἐμοὶ κεκρυμμένα μυστήρια... ἵνα εἰδῆτε καὶ μετανοίας τρόπους, ἀρχῆς
τε καὶ μεσότητος ἀναβάσεις καὶ προκοπὰς καὶ τελειότητος μέτρα καὶ σπουδάσητε
μιμήσασθαι, εἰ μή τινα ἄλλον, τὸν γοῦν γεγεννηκότα πάντως ὑμᾶς καὶ ἐκ ψυχῆς
ἀγαπήσαντα, γαλακτοτροφήσαντά τε τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ καὶ τῷ ζωογονοῦντι θρέψαντα
ἄρτῳ καὶ βαδίζειν ὑποδείξαντα ἐν τῇ ὁδῷ τῶν σωτηρίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὧ πρέπει
πᾶσα δόξα νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
253. Κατήχησις 16, SC 104, 24041-43· 22-23: «Ἐλογιζόμην γὰρ ὅτι, εἰ μεταλάβω τροφῆς καὶ
πόσεως, οὐ μὴ δυνηθῶ ἐν τῇ εὐχῇ μου στῆναι τὸ σύνολον πρὸς τὴν τοῦ ποθουμένου
ζήτησιν», γιὰ νὰ προσθέσει ὁ ἴδιος ὅτι ἔτρωγε μόνο γιὰ χάρη τῆς ὑπακοῆς κατὰ τὴν
προσταγὴ τοῦ πνευματικοῦ του: «προσέταττέ μοι μετ’ ἐπιτιμίου καὶ μὴ βουλόμενος
ἤσθιον· ἐφοβούμην γὰρ φησί, τὸ κρίμα τῆς παρακοῆς».
254. Κατήχησις 16, SC 104, 24254-57.

159
Ἡ ποιμαντικὴ διδασκαλία τῶν Κατηχητικῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου Συμεών

ἅπαν γήϊνον φρόνημα, τὸ ἀπελάσαν ἀπ’ ἐμοῦ ὕλην ὅση παχεῖα καὶ βάρος
σώματος, τὸ ἀκηδίαν καὶ νάρκωσιν ἐμποιῆσαν τοῖς ἐμοῖς μέλεσιν ... Οὐ
μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ χαρὰν εὐθέως πολλὴν νοεράν τε αἴσθησιν καὶ
γλυκύτητα ὑπὲρ πᾶσαν γεῦσιν τῶν ὁρωμένων ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀφράστως
ἐνέσταξεν, ἔτι δὲ ἐλευθερίαν καὶ λήθην πάντων λογισμῶν, τῶν ἐν τῷ βίῳ...
Πρὸς γὰρ μόνην τὴν ἐκείνου τοῦ φωτὸς ἄρρητον εὐφροσύνην πᾶσαι καὶ τοῦ
νοὸς καὶ τῆς ψυχῆς αἱ αἰσθήσεις μου ἐκολλήθησαν»255.
Τὴ δυσκολία του νὰ κατανοήσει τὸ ὕψος ὅπου εὑρέθη καὶ τὰ ἄρρητα
κάλλη τὰ ὁποῖα ἀντίκρυσε, ἦλθε νὰ ἐπιτείνει ἡ ἴδια ἡ ἀπάντηση τοῦ
πνευματικοῦ του πατρός256, ἡ ὁποία γέμισε τὸν ἅγιο Συμεὼν ἀπὸ ἀκόμα
μεγαλύτερο δέος, ὥστε, σχεδὸν ἔμφοβος, μιλώντας πλέον σὲ πρῶτο
πρόσωπο στὰ πνευματικά του παιδιὰ κάλεσε ἅπαντες νὰ ἐγκαταλείψουν
κάθε μέριμνα τῆς παρούσης ζωῆς, προκειμένου νὰ ἀξιωθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι
ἀναλόγων θείων ἐμπειριῶν, καθὼς εἶναι ἀπερίγραπτο, ὅπως δηλώνει
κατ’ ἐπανάληψη ὁ ἱερὸς πατέρας, τὸ κάλλος καὶ ἡ ὡραιότητα ποὺ γεύεται
ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ καταλάμπεται ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς
καὶ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος256.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχοντας ἀποβάλλει κάθε σαρκικὸ φρόνημα, ποὺ
τὸν κρατᾶ δεμένο στὴ γῆ, βρίσκεται ἐν κόσμῳ, ἀλλὰ ζεῖ ὑπὲρ τὸν κόσμον.
Ἀποκτᾶ τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, καθορᾶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους
καὶ βιώνει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς
ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ὁποίας εἴθε διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ
Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι.

255. Κατήχησις 16, SC 104, 24693-96· 100-107. Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς
φιλοσοφίας, σ. 283, ὅπου ὁ συγγραφέας διατυπώνει μὲ σαφήνεια τὴν ἔννοια τῆς
θεογνωσίας ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς: «Ἡ πρόσληψη τῆς ἀποκεκαλυμμένης καὶ
ἀποκαλυπτομένης ἀλήθειας λέγεται Θεογνωσία. Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ εἶναι τὸ
κεντρικὸ γεγονὸς ποὺ ἐννοεῖται ὅχι στατικά, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν δυναμικά. Μὲ ἄλλα
λόγια ἡ θεογνωσία εἶναι ἕνα ἐνεργούμενο συμβὰν καὶ συμβαῖνον. ... Ὁ Θεὸς ἀπρόσιτος
καὶ προσεγγιζόμενος, ὅπως φαίνεται καθαρὰ καὶ ξάστερα σ’ ὅλα τὰ βιβλικὰ κείμενα,
προσεγγίζεται μέσῳ θεοφανειῶν ... Ὁ Θεὸς φανερώνεται μὲ φῶς καὶ δόξα καὶ ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τοῦτο τὸ φῶς καὶ τούτη τὴ δόξα καὶ ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι
ἐφικτό, καὶ τοῦ θελήματός του. Ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι ἄμεση καὶ συντελεῖται μὲ τὴν
ὅραση. Ἄλλος τρόπος ἀποκάλυψης καὶ γνώσης δὲν ὑπάρχει, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή,
δηλαδή, καὶ κατὰ τοὺς Πατέρες παρὰ μονάχα μέσῳ τῶν Θεοφανειῶν».
256. Κατήχησις 16, SC 104, 248125-139.

160
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στὶς σελίδες ποὺ προηγήθηκαν, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν πνευματικὴ


παρακαταθήκη τῶν Κατηχήσεων τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
ἔγινε προσπάθεια νὰ σκιαγραφηθεῖ ἡ θεοφώτιστη προσωπικότητα τοῦ
ἱεροῦ πατρὸς καὶ νὰ παρουσιαστοῦν οἱ θέσεις τῆς ποιμαντικῆς του
διδασκαλίας.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπῆρξε καθ’ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του ὁ ἀκάματος
ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, ὁ βιαστής κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ ρήση τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν. Ὑπῆρξε ταυτόχρονα, ὅμως, καὶ ὁ φιλόστοργος πατέρας, ὁ
καλὸς ποιμένας, ὁ ὁποῖος μεριμνοῦσε καὶ φρόντιζε μὲ ἀγάπη γιὰ τὴ
σωτηρία τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν.
Βιώνοντας ὁ ἴδιος καθημερινὰ τὸ τοῦ Ἀποστόλου «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ,
ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἐπιχείρησε νὰ δείξει στὰ πνευματικά του τέκνα
τὸν τρόπο καὶ τὸν δρόμο διὰ τῶν ὁποίων μπορεῖ κάποιος νὰ εἰσέλθει στὴ
μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀπὸ τὴν άλλη, βαθιὰ ταπεινὸς
ἄνθρωπος καθὼς ὑπῆρξε, προσπαθοῦσε συνεχῶς καὶ τεχνηέντως νὰ
ἀποκρύβει τὶς ἀρετὲς ποὺ συγκέντρωνε πάνω του, ἐξαιτίας τῆς ἁγιότητάς
του, μὴ παύοντας νὰ καταλογίζει στὸν ἑαυτό του ἀναξιότητα,
χαρακτηρίζοντάς τον ἀκόμα καὶ ὡς παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή. Σὲ κάθε
περίπτωση, ὅμως, πρόκειται γιὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ διακατεχόταν ἀπὸ
βαθιὰ συναίσθηση τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης ποὺ προϋπέθετε ἡ θέση του
ὡς ἡγουμένου μοναστικῆς ἀδελφότητας καὶ πνευματικοῦ πατρός, μὴ
ἀποφεύγοντας, κατ’ αὐτό, νὰ διδάξει καὶ νὰ νουθετήσει ὅποτε οἱ
καταστάσεις τὸ ἐπέβαλλαν.
Μέσα ἀπὸ τὸ συνολικὸ κείμενο τῶν Κατηχήσεών του γίνεται φανερὸ
ὅτι ὁ ἅγιος ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ ἁπλούστερα γιὰ νὰ φθάσει στὰ ὑψηλότερα.
Ἔτσι, ἀναφέρεται στὸ ἰδεῶδες τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ παρουσιάζει
ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θὰ πρέπει νὰ κοσμοῦν τὸν μοναχὸ καὶ νὰ
συνθέτουν τὴν καθ’ ἡμέραν συμπεριφορά του. Ἡ παρουσία καὶ ἡ στάση
του στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, ἡ ἐπιτέλεση τῶν διακονημάτων καὶ ἡ ἐν γένει
συμπεριφορά του καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶναι μερικὰ ἀπὸ τά
θέματα ποὺ πραγματεύεται.
Παράλληλα, προχωρεῖ περισσότερο καὶ παρουσιάζει τὶς πνευματικὲς
κατευθύνσεις ποὺ πρέπει νὰ διέπουν τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.
Πλημμυρισμένος ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸ ὁποῖο
ἀξιώθηκε νὰ δεῖ κατ’ ἐπανάληψη, ἀπὸ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, προτρέπει
Ἐπίλογος

τοὺς ἀδελφούς νὰ ἀγωνίζονται τὸν καλὸ ἀγῶνα, ἐπιλέγοντας νὰ


ἀκολουθήσουν τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ, τὴ μόνη, ὅμως, ποὺ ὁδηγεῖ
στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ ἴδιος αναγνωρίζει ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτὴ δὲν εἶναι εὔκολα
κατορθωτή, γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἐπισημαίνει ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι συνεχὴς
καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς, καθὼς ὁ αἰώνιος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ
διάβολος, δὲν ἔπαψε ποτέ -καὶ οὔτε θὰ πάψει- νὰ τὸν πολεμᾶ,
προσπαθώντας νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἁμαρτία. Ἀρκεῖ, δέ, ἔστω καὶ μία
στιγμὴ προκειμένου νὰ ἀστοχήσει κάποιος καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν
ἀπώλεια.
Γνωρίζει ὁ ἱερὸς πατέρας πὼς κάθε ἀγώνας ἔχει νίκες· ὅπως καὶ
ἧττες, ποὺ καταβάλλουν τὸ φρόνημα τοῦ ἀγωνιστῆ. Παράλληλα, ὅμως,
βεβαιώνει τοὺς μοναχοὺς ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν
μπορεῖ νὰ ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια. Γι’ αὐτὸ
δὲ σταματᾶ νὰ ἐνθαρρύνει τὰ τέκνα του, προκειμένου νὰ μὴ χάνουν τὴν
ἐλπίδα τους καὶ νὰ μὴ σταματοῦν τὶς προσπάθειές τους.
Διδάσκει ἀκόμα πὼς μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀδιάλειπτη
προσευχὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, τὴν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν σὲ
ἔμπειρο πνευματικὸ πατέρα καὶ ὁδηγό, τὸν ὁποῖο θὰ ἐπιλέξουν γιὰ νὰ
τοὺς καθοδηγεῖ στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ σωτηρία, μποροῦν νὰ καθαρίζουν
συνεχῶς τὸν ἑαυτό τους, ἔτσι ὥστε νὰ κατορθώσουν κάποτε νὰ
ἀποβάλλουν ἐντελῶς τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ νὰ ἀποκτήσουν ἐκεῖνο
τοῦ Πνεύματος. Καὶ προτρέπει αὐτοὺς στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν
καὶ στὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ποὺ καθαρίζουν τὴν ψυχὴ καὶ
ἀναβιβάζουν τὸν ἄνθρωπο σὲ ὕψη πνευματικά. Τότε, λοιπόν, ἡ ψυχή του
περιλάμπεται ἀπὸ οὐράνιο καὶ θεῖο φῶς καὶ ἐκεῖνος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ
τὰ πάθη, καθίσταται θεοφόρος, χριστοφόρος, μέτοχος ἀπὸ τὴν παροῦσα
ζωὴ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

162
Μέγα θαῦμα τῆς χάριτος, ἐπὶ σοὶ καὶ παράδοξον, Συμεὼν θεσπέσιε,
ἐκτετέλεσθαι, σὺ γὰρ ὑπάρχων ἀμύητος, σοφίας τῆς ἔξωθεν, ἀνεδείχθης
ἀληθῶς, θεολόγος θεόπνευστος καὶ διδάσκαλος, ἐγνωρίσθης θεόσοφος τῷ
κόσμῳ καὶ λαμπτὴρ τῆς οἰκουμένης, τοῖς ἱεροῖς σου συγγράμμασιν.

(Ἐκ τῆς ἀνεκδότου Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη ἔτος Γ΄, 1938-1939.)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Α΄ ΠΗΓΕΣ

Κατήχησις: B. KRIVOCHÉINE – J. PARAMELLE, Catéchèses, I, II, II Sources


Chretiennes 96, 104, 113, Les Édition du Cerf, Paris 1963-1965.
ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου: ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ, Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν
ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ΕΠΕ
Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν 19, Πατερικαὶ
Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1983.

Β΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

AALST, VAN DER, The place and the monastery: AALST, A. J. VAN DER, The place and
the monastery in Byzantine spiritual life c 1000, τόμ. Α΄, Cambridge
1995.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Ὁ κόσμος
τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ Βαλκάνια σήμερα, Θεσσαλονίκη 1992.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ μετάνοια: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ι., Ἡ μετάνοια κατὰ τὴν
ὀρθόδοξη καθολικὴ ἐκκλησία, Ἀθήνα 1995.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Μηνιαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καὶ Θρησκευτικὸν
Περιοδικόν, ἐκδιδομένη ὑπὸ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ, ἔτος Γ΄ (1938-
1939), Ἐκδοτικὸς Οἶκος Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, Ἐν Βόλῳ 1939.
ALFEYEV, St. Symeon the New Theologian: ALFEYEV, H., St. Symeon the New
Theologian and Orthodox Tradition, ἐκδ. Oxford University Press,
New York 2000.
ΒΛΑΧΟΣ, Μικρὰ Εἴσοδος: ΒΛΑΧΟΣ, ΙΕΡΟΘΕΟΣ (Ἀρχιμ.), Μικρὰ Εἴσοδος στὴν
Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,
Ἀθήνα 1992.
C. J. DE CATANZARO, GEORGE MALONEY S. J., Symeon the New Theologian: The
Discourses, Paulist Press, New Jersey, U.S. 1980, σ. 41.
ΓΟΥΕΑΡ, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου»: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΓΟΥΕΑΡ,
«Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Ἅγιο Συμεὼν
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες

τὸν Νέο Θεολόγο», Χριστιανικὸ Συμπόσιο, τόμ. ΣΤ΄(1972) σσ.


263-269.
ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὰ εὑρισκόμενα: ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, Δ.
(Ἀρχιμ.), Τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου, τὰ εὑρισκόμενα διηρημένα εἰς δύο κείμενα
μεταφρασθέντα εἰς τὴν κοινὴν διάλεκτον, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 21998.
ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Βυζαντινὴ Ἱστορία: ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Βυζαντινὴ
Ἱστορία, τύποις Ἀδελφῶν Μυρτίδη, ἐν Ἀθήναις 1972.
ΖΗΣΗΣ Θ., Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνὴ καὶ ἄγνωστος κανὼν τοῦ
Μελετίου Συρίγου εἰς αὐτήν, (ἀνάτυπον ἐκ τῆς Κληρονομίας,
τόμ. ΙΑ΄, τεῦχ. Β΄, σσ. 317-339), Θεσσαλονίκη 1979.
ΗΣΑΪΑΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος»: ΗΣΑΪΑΣ
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος ὡς
πνευματικὸς ὁδηγός», Σύναξη 10 (1984) 37-42.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας: ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Ἡ οὐσία τῆς
Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Περιστέρα, Ἀθῆναι 1961.
ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, Θεία καὶ ἀνθρώπινη σοφία: ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ Γ., Θεία καὶ
ἀνθρώπινη σοφία κατὰ τὴν πατερικὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1998.
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Πνευματικὴ ζωὴ καὶ Θεολογία»: ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Πνευματικὴ ζωὴ καὶ Θεολογία κατὰ τὸν Ἅγιο
Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο», Σύναξη 10 (1984) 17-26.
HAUSHERR I., “Un grand mystique byzantin, Vie de Symeon le Nouveau
Theologien par Nicetas Stethatos”, OC 12, 45, Roma 1928.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, «Ἐλθὲ ὁ γενόμενος πόθος»: ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Φ., «Ἐλθὲ ὁ γενόμενος
πόθος αὐτὸς ἐν ἐμοὶ καὶ ποθεῖν σε ποιήσας με, τὸν ἀπρόσιτον
παντελῶς. Σχόλιο στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο», ΓΠ 82
(1999) 439-444.
ΚΑΨΑΛΗΣ, Τὰ πάθη καὶ ἡ θεραπεία τους: ΚΑΨΑΛΗΣ, Γ., Τὰ πάθη καὶ ἡ
θεραπεία τους κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου
Θεολόγου (διπλωματικὴ ἐργασία), Θεσσαλονίκη 2015.
KOVACEVIC, Μετάνοια καὶ μακάριον πένθος: KOVACEVIC, ZAKLINA,
Μετάνοια καὶ μακάριον πένθος κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο
Θεολόγο (διπλωματικὴ ἐργασία), Θεσσαλονίκη 2008.

165
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, «Ἀπὸ τὸ Βίο Συμεών»: ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Φ., «Ἀπὸ τὸ Βίο Συμεὼν


τοῦ Νέου Θεολόγου», Ἐφημέριος 7 (1958) 667-670.
ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ, «Ἀγάπη καὶ Ἔρως»: ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ Δ., «Ἀγάπη καὶ Ἔρως
κατὰ τὸν Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον», Θεολογία 70 (1999) 521-
564.
ΚΟΥΤΣΑΣ, Βίος καὶ Πολιτεία: ΚΟΥΤΣΑΣ, ΣΥΜΕΩΝ (Ἀρχιμ.), Νικήτα τοῦ
Στηθάτου, Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου. Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια
[Ἁγιολογικὴ Βιβλιοθήκη 6], ἐκδ. Ἀκρίτας, α΄ ἀνατύπωση, Ἀθήνα
Φεβρουάριος 1996.
ΚΟΥΤΣΑΣ, «Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος»: ΚΟΥΤΣΑΣ, ΣΥΜΕΩΝ
(Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης), «Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος. Γνωρίσματα τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου
Συμεών», Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ. 230 (2011) 26-28.
ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ: ΚΡΙΒΟΣΕΪΝ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
(Ἀρχιεπίσκοπος), Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιος Συμεὼν ὁ
Νέος Θεολόγος 949-1022. Βίος – Πνευματικότητα – Διδασκαλία,
μτφρ. Πίτσα Σκουτέρη, ἐκδ. «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 1983.
ΚΡΙΚΩΝΗΣ, Ἡ πνευματικὴ τελειότητα: ΚΡΙΚΩΝΗΣ, ΧΡ., Ἡ πνευματικὴ
τελειότητα στὰ νηπτικοασκητικὰ ἔργα νηπτικῶν πατέρων
συγγραφέων, ἰδίως στὶς Κατηχήσεις Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Σειρά Θεωρία καὶ Πράξη 24, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα
2007.
ΛΑΜΠΡΟΥ, Ἡ ὁσία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνή: ΛΑΜΠΡΟΥ, Σ., Ἡ ὁσία
Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνή. Ἱστορία καὶ γραμματεία, ἐκδ. Ναῦς,
Θεσσαλονίκη 2007.
LOSSKY, Μυστικὴ Θεολογία: LOSSKY, VLADIMIR, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Πρεσβυτέρας Στέλλας
Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1964.
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Μασσαλιανοί»: ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ Γ., «Μασσαλιανοί», ΘΗΕ 8
(1966) 814-815.
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανικὴ Ἠθική: ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Γ., Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ,
ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003.

166
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες

MARROU, Ἱστορία τῆς Ἐκπαιδεύσεως: MARROU, H., Ἱστορία τῆς


Ἐκπαιδεύσεως κατὰ τὴν Ἀρχαιότητα (μτφρ. Θ. Φωτεινόπουλου),
Ἀθῆναι 1965.
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας: ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ΝΙΚΟΣ,
Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας. Μὲ παράρτημα τὸ
σχολαστικισμὸ τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα, ἐκδ. Βάνιας, α΄
ἀνατύπωση, Θεσσαλονίκη 1998.
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας: ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ ΝΙΚΟΣ, Ἱστορία τῆς
Φιλοσοφίας. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς – Βυζαντινῆς –
Δυτικοευρωπαϊκῆς. Μὲ σύντομη εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία, ἐκδ.
Π. Πουρναρᾶ, Ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 2010.
Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Γ΄ (μὴν Μάρτιος),
ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθῆναι 51979.
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Συμεὼν Στουδίτης»: ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Π., «Συμεὼν
Στουδίτης», ΘΗΕ 11 (1967) 536.
Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (Ἀφιέρωμα)», Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ.
230 (Ὀκτώβριος 2011), σ. 20 κ. ἑξ.
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος»: ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, Ε., «Συμεὼν ὁ
Νέος Θεολόγος», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 22 (1957)
521.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Μοναχισμὸς καὶ Πολιτισμός»: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Α.,
«Μοναχισμὸς καὶ Πολιτισμός», στὸ Θεὸς καὶ Ἱστορία κατὰ τὴν
Ὀρθόδοξον παράδοσιν», Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1966.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Ἐν Ἁγίοις: ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Σ., Ἐν Ἁγίοις. Εἰδικὰ Θέματα
Βυζαντινῆς καὶ Μεταβυζαντινῆς Ἁγιολογίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π.
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2011.
ΠΑΣΧΟΣ, Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν κατάνυξη: ΠΑΣΧΟΣ, Π., Ἀπὸ τὴν ἀγωνία στὴν
κατάνυξη. Δοκίμια Ὀρθοδόξου Στοχασμοῦ, ἐκδ. «Ἀστήρ»,
Ἀθῆναι 1965.
ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Θεολογία καὶ Ὀρθόδοξο Βίωμα: ΠΑΤΡΩΝΟΣ Γ., Θεολογία καὶ
Ὀρθόδοξο Βίωμα. Θέματα θεολογικοῦ προβληματισμοῦ καὶ
Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994.

167
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες

ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου: ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Γ., Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου


ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἐσχατολογικῶν ἀντιλήψεων τῆς Ὀρθόδοξης
θεολογίας, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1995.
ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, Ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου: ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ, ΣΤ., Ἡ
πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Στάδια πνευματικῶν
μεθηλικιώσεων κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Π.
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998.
ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Μυστικισμός: ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Π., Μυστικισμός - Ἀποφατισμός -
Καταφατικὴ Θεολογία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1974.
ΤΣΑΜΗΣ, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου: ΤΣΑΜΗΣ, Δ., Ἡ τελείωσις τοῦ
ἀνθρώπου κατὰ Νικήταν τὸν Στηθᾶτον, ΑΒ 11, ἔκδ.
Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη
1971.
ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία: ΤΣΑΜΗΣ, Δ., Ἐκκλησιαστικὴ
Γραμματολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996.
ΤΣΑΜΗΣ, Ἁγιολογία: ΤΣΑΜΗΣ, Δ., Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ.
Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010.
ΤΣΙΓΚΟΣ, Ὁ ἀνακαινισμὸς τοῦ ἀνθρώπου: ΤΣΙΓΚΟΣ Β., Ὁ ἀνακαινισμὸς τοῦ
ἀνθρώπου κατὰ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009.
TURNER H. J. M., St. Symeon the New Theologian and Spiritual Fatherhood, Brill, Leiden,
The Netherlands 1990
ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Μάμαντος Μονή»: ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ Ν., «Μάμαντος Ἁγίου,
Μονή», ΘΗΕ 8 (1966) 544-545.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, «Θεὸς καὶ Ἱστορία»: ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, ΙΩ., «Θεὸς καὶ Ἱστορία
κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον», στὸ Θεὸς καὶ Ἱστορία κατὰ
τὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν», Σεμινάριον Θεολόγων
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1966.
ΦΥΤΡΑΚΗΣ, Ταῖς τῶν δακρύων ροαῖς: ΦΥΤΡΑΚΗΣ, Α., Ταῖς τῶν δακρύων
ροαῖς, ὁ κλαυθμὸς τῶν μοναχῶν, Ἀθῆναι 1945.
ΧΡΗΣΤΟΥ, «Νικήτας ὁ Στηθᾶτος»: ΧΡΗΣΤΟΥ, Π. «Νικήτας ὁ Στηθᾶτος»,
ΘΗΕ 9 (1966) 466-470.
ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος»: ΧΡΗΣΤΟΥ, Π. «Συμεὼν ὁ Νέος
Θεολόγος», ΘΗΕ 11 (1967) 537-545.

168
Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες

ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία: ΧΡΗΣΤΟΥ, Π., Ἡ Ὀρθόδοξος


Καθολικὴ Ἐκκλησία, ὁ κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας, [ΕΜΣ-ΙΜΧΑ 99],
Θεσσαλονίκη 1968.
ΧΡΗΣΤΟΥ, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: ΧΡΗΣΤΟΥ, Π. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος,
Εἰσαγωγή – Κείμενον – Μετάφρασις – Σχόλια [ΕΠΕ - Φιλοκαλία
19Α], Θεσσαλονίκη 1983.
ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ὁ θεολόγος τοῦ Φωτός»: ΧΡΗΣΤΟΥ, Π., «Ἅγιος Συμεὼν ὁ
θεολόγος τοῦ Φωτός», Σύναξη 10 (1984) 9-16.
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινὴ Ἱστορία: ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΙΚ.,
Βυζαντινὴ Ἱστορία, τόμ. Β΄, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Ἡ πνευματικὴ πατρότης: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Β., Ἡ πνευματικὴ
πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Διατριβὴ ἐπὶ
Διδακτορίᾳ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977.

169

You might also like