You are on page 1of 160

1.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1. Nullum crimen sine processu
Η παραπάνω αρχή «κανένα έγκλημα χωρίς δίκη» συμπληρώνει τη θεμελιώδη
αρχή «Nullum crimen, nulla poena sine lege» στο βαθμό που αποτελεί δικονομική
έκφραση.
1.2. Ορισμός της Ποινικής Δικονομίας
Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο είναι σύνολο κανόνων δικαίου που διέπουν και
ρυθμίζουν την οργάνωση των ποινικών δικαστηρίων και τη διαδικασία απονομής της
ποινικής δικαιοσύνης1.
1.3. Η νομική φύση της ποινικής δίκης
Κατά την κρατούσα γνώμη η ποινική δίκη είναι έννομη σχέση μεταξύ του
δικαστή και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, από την οποία απορρέουν
δικαιώματα και υποχρεώσεις2.
1.4. Οι πηγές του ποινικού δικονομικού δικαίου
 Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν 1493/1950)
 Ο Ποινικός Κώδικας (Ν. 1492/1950)
 Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (Ν. 2287/1995)
 Το Σύνταγμα.
 Ο Ν. 3126/2003 ΦΕΚ Α 66/19.03.2003, για την ποινική ευθύνη των
Υπουργών (ο ν. 2509/1997 καταργήθηκε).
 Ο Ν. 265/76, για την ποινική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας.
 Ο ΠΔ 141/91 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του
προσωπικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως».
 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Σύμβαση της
Ρώμης 1950), ΝΔ 53/1974.
 Διάφοροι άλλοι ειδικοί νόμοι.
2. ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
2.1. Η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης
Η δίωξη του εγκλήματος γίνεται κατά κανόνα αυτεπαγγέλτως, δηλαδή με
πρωτοβουλία των κρατικών οργάνων και όχι του πολίτη. Κατ’ εξαίρεση, κάποια
εγκλήματα διώκονται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος.

1
Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, σελ. 31.
2
Ζησιάδη – Μαργαρίτη, Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, σελ. 3
1
Η αρχή αυτή απορρέει από τη γενικότερη αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής
της δίκης, κατ’ εφαρμογή της οποίας, όλες οι διαδικαστικές – ποινικές πράξεις ( π.χ.
κλήσεις, επιδόσεις κ.λ.π. ) γίνονται με πρωτοβουλία των κρατικών οργάνων.
2.2. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης
Η αρχή αυτή απορρέει από το άρθρο 20 του Συντάγματος. Κάθε πολίτης έχει
το δικαίωμα να απευθύνεται στις δικαστικές αρχές, πριν ληφθεί κάποια απόφαση ή
γενικότερα κάποιο μέτρο που τον αφορά. Αντίστοιχα δημιουργείται και υποχρέωση
των δικαστικών αρχών για ακρόαση του πολίτη.
Παραδείγματα: το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων στο
δικαστικό συμβούλιο για ανάπτυξη των θέσεών τους ( ΚΠΔ 309§2 ), το δικαίωμα των
διαδίκων για υποβολή παρατηρήσεων στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν στο
ακροατήριο και για υποβολή ερωτήσεων ( ΚΠΔ 358 ) κ.λ.π.
2.3. Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου
Η θεμελίωσή του γίνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου ( ΕΣΔΑ ) αλλά και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα. Έχει επομένως αυξημένη τυπική ισχύ και δεσμεύει όχι μόνο τους
δικαστές αλλά και τους υπόλοιπους κρατικούς λειτουργούς. Υποστηρίζεται ότι
αναπτύσσει τριτενέργεια και στον ιδιωτικό χώρο.
Το νόημά του είναι ότι κανείς δεν πρέπει να θεωρείται ένοχος, αν δεν έχει
προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως.
Συνέπεια του τεκμηρίου αυτού είναι ότι κανείς δεν υποχρεούται να αποδείξει
την αθωότητά του αλλά αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι η ενοχή του. Ακόμα και
σε περίπτωση αμφιβολίας θα πρέπει να επιλέγει η πιο ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο
λύση ( αρχή in dubio pro reo ).
2.4. Η αρχή «in dubio pro reo» ειδικότερα
Η αρχή αυτή αφορά στην αποδεικτική διαδικασία και μας υπαγορεύει ότι
οποιαδήποτε αμφιβολία θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτό
δε σημαίνει ότι οδηγεί πάντοτε στην απαλλαγή του κατηγορουμένου αλλά ότι θα
πρέπει να επιλέγει η πιο επιεικής γι’ αυτόν επιλογή. Αν για παράδειγμα το δικαστήριο
αμφιβάλλει για το αν ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας σε
ήρεμη ψυχική κατάσταση ή σε βρασμό ψυχικής ορμής, θα πρέπει να τον καταδικάσει
για ανθρωποκτονία σε βρασμό (ΠΚ 299§2) εφαρμόζοντας την αρχή in dubio pro reo.

2
Η αρχή αυτή ισχύει και σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για τη
συνδρομή των αρνητικών προϋποθέσεων του ποινικού κολασμού ( π.χ. λόγων άρσης
του αδίκου, του καταλογισμού ή του αξιόποινου ).
Η αρχή αυτή δεν ισχύει στη φάση της προδικασίας 3: ο εισαγγελέας, ακόμη και
αν αμφιβάλλει για την ενοχή του κατηγορουμένου ( δεν θα μπορούσε να συμβαίνει
άλλωστε και κάτι άλλο στη συγκεκριμένη φάση ) θα ασκήσει την ποινική δίωξη εις
βάρος του. Επίσης, η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο γίνεται με
βάση τις ενδείξεις που προέκυψαν από την ανάκριση, δηλαδή με πιθανολογήση και
όχι με βεβαιότητα ενοχής.
2.5. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης
Αντίδικοι στην ποινική δίκη θεωρούνται ο κατηγορούμενος ( αν τυχόν υπάρχει
αστικός υπεύθυνος και αυτός ) από τη μία πλευρά και ο πολιτικώς ενάγων από την
άλλη.
Η συγκεκριμένη αρχή επιβάλλει τη δυνατότητα όλων των αντιδίκων να
συμμετέχουν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ώστε να μπορούν να διατυπώνουν τις
απόψεις τους.
Η αρχή αυτή δεν αφορά στον εισαγγελέα, ο οποίος δεν αντιδικεί με κανέναν.
Ως δικαστικός λειτουργός διέπεται από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής
αλήθειας και βοηθά τον δικαστή προς αυτή την κατεύθυνση.
2.6. Η αρχή της ισότητας των όπλων
Συνέπεια της συνταγματικής αρχής της ισότητας ( Συντ. 4 ) αποτελεί η αρχή
της ισότητας των όπλων. Οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα στην
ποινική διαδικασία. Βεβαίως, επειδή η θέση του κατηγορουμένου είναι από τη φύση
της ιδιαίτερα δυσχερής, συχνά παρέχονται σ’ αυτόν κάποια δικαιώματα με
προνομιακό τρόπο σε σχέση με τους άλλους διαδίκους.
Γίνεται δεκτό ότι η αρχή αυτή διέπει και τη θέση του εισαγγελέα, ειδικά στην
επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η οποία προκαλεί την εντύπωση «φαινομενικής
αντιδικίας».
2.7. Η αρχή της αναλογικότητας

3
Πρέπει όμως να καλύπτει και τις αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ποινικής
δίκης. Αν για παράδειγμα το δικαστήριο δεν είναι βέβαιο για το αν έχει υποβληθεί η έγκληση ή για το
πότε ο παθών έλαβε γνώση του εγκλήματος, οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη.
3
Αποτελεί συνέπεια της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου. Το
περιεχόμενο της είναι ότι κάθε ενέργεια του κράτους που μπορεί να θίξει τον πολίτη
πρέπει να είναι αναγκαία. Η ενέργεια αυτή για να είναι αναγκαία, θα πρέπει να είναι
καταρχήν πρόσφορη να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, η κατ’
οίκον έρευνα είναι αναγκαία, όταν το αναζητούμενο πράγμα μπορεί να ευρεθεί εντός
της οικίας. Από τη στιγμή που η ενέργεια είναι πρόσφορη και αναγκαία, θα πρέπει να
είναι είτε η πιο ήπια είτε η μόνη δυνατή (αναλογικότητα σε στενή έννοια).
Παραδείγματος χάρη, εάν η κατ’ οίκον έρευνα μπορεί να γίνει με τα ίδια
αποτελέσματα τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και κατά τη νύχτα, θα πρέπει
να διενεργηθεί την ημέρα, γιατί αυτό θα σημαίνει μία μικρότερη επέμβαση στην
προσωπική σφαίρα του πολίτη.
2.8. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας
Επειδή η ποινική διαδικασία είναι μια κρατική διαδικασία άμεσα
συνυφασμένη με την αντεγκληματική πολιτική, επιβάλλεται να έχει σα στόχο της την
αναζήτηση τη ουσιαστικής και όχι της τυπικής αλήθειας. Όλα δηλαδή τα
εμπλεκόμενα δικαστικά όργανα (δικαστές, εισαγγελείς) πρέπει να μην αρκούνται στα
αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους (όπως συμβαίνει στην
πολιτική δίκη) αλλά θα πρέπει να αναζητούν πίσω και πέρα από αυτά τη βαθύτερη
ουσία της υποθέσεως.
Π.χ. το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ομολογεί, δε σημαίνει ότι ο δικαστής
δεν πρέπει να ελέγξει περαιτέρω την πράξη, για τον απλό λόγο, ότι ο πρώτος μπορεί
να είχε κάποιους λόγους να ομολογήσει μία πράξη που δεν τέλεσε. Στον ΚΠΔ
βλέπουμε πολλές εκδηλώσεις αυτής της αρχής: π.χ. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 239, ο
ανακριτής ελέγχει οτιδήποτε έχει σχέση με την ενοχή ή την αθωότητα του
κατηγορουμένου.
Η αρχή αυτή διέπει τόσο το δικαστή όσο και τον εισαγγελέα, ο οποίος, όπως
προκύπτει από πολλές διατάξεις, οφείλει να είναι αμερόληπτος (βλ. ενδεικτικά τα
ΚΠΔ 326, 327 από τα οποία προκύπτει ότι οφείλει να καλεί στο ακροατήριο τόσο
μάρτυρες κατηγορίας όσο και μάρτυρες υπεράσπισης).
Απόρροια της παραπάνω αρχής είναι και η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των
αποδείξεων (για την οποία βλ. παρακάτω).
2.9. Η αρχή της δίκαιης δίκης

4
Καθιερώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με αυτό ο κατηγορούμενος
έχει το δικαίωμα να δικαστεί δίκαια. Απόρροια της αρχής αυτής είναι μια σειρά από
δικαιώματα, όπως το δικαίωμα σε συνήγορο, το δικαίωμα της σιωπής και άλλα.
2.10. Η αρχή της αξίας του ανθρώπου
Προκύπτει αμέσως από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, από την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα. Σημαίνει ότι σε κάθε φάση της ποινική
διαδικασίας πρέπει να γίνεται σεβαστή η αξία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου (και
μάλιστα του κατηγορουμένου).
Μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων γίνονται δεκτοί
κάποιοι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων με απώτερο στόχο την προστασία
κάποιων άλλων (συνταγματικής επίσης περιωπής) που έχουν θιγεί.
Ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει τη θεωρία στο σημείο αυτό είναι το
εξής: Σε περίπτωση που κάποια αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί μετά από
καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, ακόμα και της αξίας του ανθρώπου, θα
μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το δικαστή όπως επιτάσσει η αρχή της «ηθικής
απόδειξης» ή θα πρέπει να αποκλειστούν4;
2.11. Η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης
Κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί να ενοχοποιήσει τον εαυτό του (nemo
tenetur se ipsum accusare). Η αρχή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ και
στον ΚΠΔ στο άρθρο 224§3. Δεν ισχύει μόνο για τον κατηγορούμενο αλλά για όλους
τους παράγοντες της ποινικής δίκης (πολιτικώς ενάγοντα, αστικώς υπεύθυνο,
μάρτυρες). Εκφάνσεις της αρχής αυτής μπορούμε να βρούμε σε διάφορες διατάξεις
του ΚΠΔ, όπως στην απαγόρευση διατύπωσης παραπειστικών ερωτήσεων στον
μάρτυρα (ΚΠΔ 223§5), το ΚΠΔ 223§4, όπως προαναφέρθηκε, το δικαίωμα σιωπής
του κατηγορουμένου (αν και αυτό καλύπτει και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να
μην καταθέσει ούτε περιστατικά που βελτιώνουν τη θέση του) κ.α.
Ειδικά για τον κατηγορούμενο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, πως με βάση
την αρχή αυτή δεν θα πρέπει να υποχρεώνεται να συμμετέχει ενεργητικά σε
ανακριτικές πράξεις που τον ενοχοποιούν (π.χ. δεν υποχρεούται να ανοίξει την πόρτα
του σπιτιού του να γίνει – νόμιμη – κατ’ οίκον έρευνα, δεν υποχρεούται να φυσήξει
στο όργανο ελέγχου του αλκοτέστ κλπ.). Αν δε συμμετέχει στις ανακριτικές πράξεις

4
Το θέμα αναπτύσσεται λεπτομερώς στο κεφάλαιο της «ηθικής απόδειξης».
5
αυτές δεν μπορεί να υπέχει ποινική ευθύνη για απείθεια. Υποχρεούται βέβαια να
ανέχεται τις νόμιμες ενέργειες των οργάνων κατά τη διενέργεια των ανακριτικών
πράξεων (αντίστοιχα θα πρέπει να ανεχθεί να παραβιάσουν την πόρτα του – αφού δεν
την ανοίγει – ή να του πάρουν αίμα για τη διενέργεια του αλκοτέστ).
2.12. Εξεταστικό ή κατηγορητικό σύστημα;
Σύμφωνα με το εξεταστικό σύστημα, ένα και το αυτό όργανο είναι
επιφορτισμένο με το σύνολο της ποινικής διαδικασίας, από την κίνηση της ποινικής
δίωξης έως και την οριστική κρίση της υπόθεσης.
Σύμφωνα με το κατηγορητικό σύστημα, άλλο κρατικό όργανο ασκεί την
ποινική δίωξη (εισαγγελέας) και άλλο έχει την τελική κρίση της υπόθεσης
(δικαστήριο).
Το εξεταστικό σύστημα έχει το μειονέκτημα, ότι το ίδιο πρόσωπο που ασκεί
την ποινική δίωξη καλείται να κρίνει τις ίδιες του τις πράξεις, εκδικάζοντας την
υπόθεση. Για να αποφευχθούν τα άτοπα αυτά, εισήχθη ο θεσμός της εισαγγελικής
αρχής, η οποία είναι επιφορτισμένη με την άσκηση της ποινικής δίωξης. Έτσι άλλος
κατηγορεί και άλλος κρίνει. Με το εξεταστικό σύστημα είναι συνυφασμένες οι αρχές
της μυστικότητας, της έγγραφης διαδικασίας, της έλλειψης αντιδικίας ενώ με το
κατηγορητικό αυτές της προφορικότητας, της δημοσιότητας και της αντιδικίας. Ο
ΚΠΔ στην προδικασία φαίνεται να ακολουθεί εξεταστικό, ενώ στην κύρια διαδικασία
κατηγορητικό σύστημα.
Ο ΚΠΔ ακολουθεί μικτό σύστημα, εφόσον στην προδικασία φαίνεται να
υπάρχει εξεταστικό, ενώ στην κύρια διαδικασία κατηγορητικό σύστημα.
2.13. Η αρχή της ισότητας των όπλων
Η αρχή αυτή προκύπτει από τη συνταγματικά θεμελιωμένη αρχή της ισότητας
(άρθρο 4 του Συντάγματος). Στην ποινική διαδικασία έχει το νόημα, ότι οι διάδικοι
(κατηγορούμενος – πολιτικώς ενάγων) πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα. Επειδή
όμως η θέση του κατηγορούμενου, προκειμένου να μπορέσει να διαχειριστεί τις
δυσκολίες της ποινικής διαδικασίας.
Η αρχή αυτή δεν ισχύει κατ’ αρχάς για τον εισαγγελέα, διότι αυτός δεν είναι
διάδικος στη δίκη. Από τις διατάξεις όμως του ΚΠΔ, ιδίως στη διαδικασία στο
ακροατήριο, φαίνεται πως σε γενικές γραμμές ακολουθείται αυτή η αρχή, και όταν

6
έχει ένα δικαίωμα ο εισαγγελέας, το έχουν και οι διάδικοι ή τουλάχιστον και ο
κατηγορούμενος, όπως π.χ. το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων (ΚΠΔ 333).
3. ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ
3.1. Τα ποινικά δικαστήρια
Ποινική δικαιοδοσία έχουν τα ακόλουθα δικαστήρια:
 Πταισματοδικείο
 Μονομελές Πλημμελειοδικείο
 Τριμελές Πλημμελειοδικείο
 Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων
 Τριμελές Εφετείο
 Πενταμελές Εφετείο
 Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο
 Μικτό Ορκωτό Εφετείο
 Μονομελές Ανηλίκων
 Τριμελές Ανηλίκων
 Εφετείο Ανηλίκων
 Στρατοδικεία, Ναυτοδικεία, Αεροδικεία
 Ο Άρειος Πάγος
 Όλα τα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια για εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα
στο ακροατήριο, με τις διακρίσεις των ΚΠΔ 116 και 117
 Το Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος
3.2. Οι δικαστικοί λειτουργοί
3.2.1. Οι δικαστές
Οι δικαστές επανδρώνουν κατ’ αποκλειστικότητα όλα τα δικαστήρια εκτός
από τα μικτά ορκωτά, όπου μετέχει και πλειοψηφία λαϊκών μελών, τα διοικητικά
όργανα και τις μοναστηριακές αρχές (π.χ. Άγιον Όρος), που δικάζουν ελαφρά
αδικήματα.
Οι δικαστές είναι ισόβιοι και απολαμβάνουν απόλυτη ανεξαρτησία. Οι
προαγωγές και οι μεταθέσεις αποφασίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο
και πραγματοποιούνται με προεδρικό διάταγμα. Ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επιλέγονται με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
3.2.1.α. Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή δικαστών
Για αποκλεισμό γίνεται λόγος, όταν υπάρχει κώλυμα που απαγορεύει στο
δικαστή να ασκήσει τα καθήκοντά του, ασχέτως από το αν προβάλλεται σχετική
αντίρρηση. Όταν συντρέχει λόγος αποκλεισμού του δικαστή, η συμμετοχή του στη
δίκη συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας (ΚΠΔ 171§1 εδ. α΄: κακή
σύνθεση του δικαστηρίου).
7
Για εξαίρεση γίνεται λόγος, όταν κάποιο κώλυμα εμποδίζει τον δικαστή να
ασκήσει τα καθήκοντά του, μετά από την υποβολή σχετικού αιτήματος από αυτόν που
έχει σχετικό δικαίωμα και έννομο συμφέρον. Σε αντίθεση με το λόγο αποκλεισμού, ο
λόγος εξαίρεσης πρέπει να προταθεί εγκαίρως από το δικαιούμενο, για να υπάρξει η
παραπάνω ακυρότητα, διαφορετικά καλύπτεται.
Για αποχή γίνεται λόγος, όταν ο δικαστής υποχρεούται να δηλώσει με
πρωτοβουλία δική του το λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης. Επί της δηλώσεως αποχής
αποφασίζει το δικαστικό συμβούλιο (ΚΠΔ 23).
3.2.1.β. Λόγοι αποκλεισμού (ΚΠΔ 14)
1. Δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη ίδια υπόθεση ασκώντας έργα δικαστή,
εισαγγελέα, ανακριτή, γραμματέα, όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς έως και
τον τρίτο βαθμό, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.
2. Με τις παραπάνω ιδιότητες δεν μπορεί να συμμετάσχει στην ποινική υπόθεση,
όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα ή ο σύζυγός του ή συγγενής του σε ευθεία
γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια έως τον τέταρτο βαθμό.
3. Ο σύζυγος κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου ή συγγενής του σε
ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια έως τον τέταρτο βαθμό.
4. Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, του πολιτικώς ενάγοντος και του αστικώς
υπευθύνου.
5. Όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας, πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος
στην ίδια υπόθεση.
6. Ο δικαστής που συνέπραξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης με έφεση ή
αναίρεση απόφασης δεν μπορεί να συμμετάσχει στη δίκη του ενδίκου μέσου.
3.2.1.γ. Λόγοι εξαίρεσης (ΚΠΔ 15) και αίτηση εξαίρεσης (ΚΠΔ 15 – 22)
Όλοι οι παραπάνω λόγοι αποκλεισμού συνιστούν και λόγους εξαίρεσης.
Επιπλέον, λόγο εξαίρεσης μπορεί να αποτελέσει, οποιαδήποτε γεγονός προκαλεί
υπόνοια μεροληψίας εις βάρος του δικαστή.
Ο τρόπος υποβολής ερωτήσεων από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δεν μπορεί
να αποτελέσει λόγο εξαίρεσης.
Αίτηση εξαίρεσης δικαιούνται να υποβάλλουν ο εισαγγελέας, ο
κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος (ΚΠΔ 16). Η αίτηση
συντάσσεται εγγράφως και παραδίδεται από τον αιτούντα στον εισαγγελέα του
δικαστηρίου, όπου υπηρετεί στο πρόσωπο, του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Το

8
κείμενο της αίτησης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους εξαίρεσης (ΚΠΔ
17).
Η παραπάνω αίτηση πρέπει να υποβληθεί, αν αφορά στο στάδιο της
ανάκρισης, μετά την τελευταία ανακριτική πράξη και μέχρι την παράδοση των
εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα. Αν αφορά στα δικαστικά συμβούλια
πριν από την έκδοση του βουλεύματος, και αν αφορά στη διαδικασία στο
ακροατήριο, πριν από την ουσιαστική έναρξη της συζήτησης (δηλαδή πριν από την
απαγγελία της κατηγορίας).
Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί και κατά μέλους του δικαστηρίου των
συνέδρων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα εφετών.
Η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο
μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση προσβάλλεται με έφεση
(συμπροσβάλλεται), μόνο αν και η οριστική απόφαση (ή το οριστικό βούλευμα)
προσβάλλεται με έφεση (εξαρτημένο ένδικο μέσο).
Οι διατάξεις για την εξαίρεση εφαρμόζονται αναλογικά και στην
προκαταρκτική εξέταση. Όχι όμως για ανακριτικούς υπαλλήλους των ΚΠΔ 33 και 34.
Οι τελευταίοι, αν συντρέχει στο πρόσωπό τους λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης
οφείλουν να το αναφέρουν στον προϊστάμενο τους εισαγγελέα και να συνεχίσουν τα
καθήκοντά τους (ΚΠΔ 25).

3.2.2. Οι εισαγγελείς
Είναι και αυτοί δικαστικοί λειτουργοί και ως τέτοιοι απολαμβάνουν την ίδια
με τους δικαστές ανεξαρτησία. Τον εισαγγελικό θεσμό όπως διέπουν επιμέρους τρεις
αρχές, άρρηκτα συνυφασμένες με το ρόλο και τη λειτουργία του:
1. Η αρχή της ιεραρχικής υποταγής: μεταξύ των μελών της εισαγγελίας
υπάρχει σχέση ιεραρχική. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται ο εισαγγελέας
του Αρείου Πάγου και ακολουθούν οι αντιεισαγγελείς του ΑΠ, οι εισαγγελείς
εφετών κλπ. Κάθε εισαγγελέας οφείλει να πειθαρχεί στον ανώτερό του.
2. Η αρχή της ανεξαρτησίας: σημαίνει, ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων
του ο εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος από κάθε άλλη αρχή. Εξαιρέσεις από την
αρχή αυτή καθιερώνουν ορισμένες διατάξεις, όπως ΚΠΔ 30, 48, 245, 322.
3. Η αρχή του αδιαίρετου: σημαίνει, ότι οποιαδήποτε πράξη διενεργείται από
κάποιο εισαγγελέα θεωρείται ότι γίνεται από την εισαγγελία γενικότερα.
9
Συνέπεια τούτου είναι ότι δεν μας ενδιαφέρει, αν μέσα στην ίδια ποινική
διαδικασία συμμετέχει ο ίδιος ο εισαγγελέας σε όλα τα στάδια ή και
διαφορετικός σε κάθε στάδιο.
Ο εισαγγελέας δεν είναι διάδικος. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής
αλήθειας καλύπτει και αυτόν. Επομένως πρέπει να υποστηρίζει όχι μόνο την ενοχή
αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Οι εισαγγελείς παρίστανται στα ποινικά δικαστήρια ως εξής:
 Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών: Στο μονομελές Πλημμελειοδικείο, στο
Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στο Μονομελές και στο Τριμελές Ανηλίκων
 Ο εισαγγελέας εφετών: στο Τριμελές Εφετείο, στο ΜΟΔ, στο Πενταμελές
Εφετείο και στο Εφετείο Ανηλίκων
 Ο εισαγγελέας ΑΠ: στα Τμήματα και στην Ολομέλεια του ΑΠ
3.2.3. Ο δημόσιος κατήγορος
Ο δημόσιος κατήγορος ασκεί την ποινική δίωξη στα πταίσματα. Οι δημόσιοι
κατήγοροι διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς.
Γενικοί είναι αυτοί που έχουν αρμοδιότητα για κάθε πταίσμα και είναι οι
ακόλουθοι:
 αξιωματικοί της αστυνομίας από το βαθμό του υπαστυνόμου και πάνω (αν δεν
έχουν στη συγκεκριμένη περιφέρεια αξιωματικοί, τα καθήκοντα αυτά μπορεί
να τα ασκήσει και αρχιφύλακας)
 το πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, που κατέχει πτυχία
ανώτατης σχολής
 Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και αρχικελευστές του λιμενικού σώματος για
την περιφέρεια αρμοδιότητας τους
Ειδικοί είναι αυτοί που έχουν αρμοδιότητα για πταίσματα της αρμοδιότητας τους
και είναι οι ακόλουθοι:
 οι δασάρχες για τα δασικά ή περί θήρας πταίσματα
 οι αξιωματικοί της πυροσβεστικής και υπαξιωματικοί από το βαθμό του
αρχιπυροσβέστη και πάνω
 οι προϊστάμενοι γραφείων αγροτικής ασφάλειας κλπ.
Οι γενικοί δημόσιοι κατήγοροι δεν μπορούν να ασκούν αρμοδιότητες των
ειδικών ούτε οι ειδικοί των γενικών. Η παράβαση του παραπάνω κανόνα συνεπάγεται
απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (ΚΠΔ 171§1 εδ. β΄).
3.3. Η σύνθεση των δικαστηρίων

10
Τρία είναι τα σχετικά ζητήματα που έχουν γίνει αντικείμενο συζήτησης και
προβληματισμού: αν η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να γίνεται από
τακτικούς ή λαϊκούς δικαστές, αν πρέπει να καθιερωθεί ειδικό σώμα ποινικών
δικαστών και αν είναι προτιμότερο να υπάρχουν μονομελή ή πολυμελή δικαστήρια.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα αμιγώς λαϊκά
δικαστήρια έχουν το πλεονέκτημα, ότι ενισχύεται η εμπιστοσύνη του λαού στη
δικαιοσύνη, ότι η απόφαση γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή από το δράστη, εφόσον την
επέβαλαν κάποιοι όμοιοί του (και όχι δικαστές) καθώς και ότι πραγματώνεται πιο
άμεσα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Έχουν όμως ταυτόχρονα και το μειονέκτημα
της έλλειψης νομικής κατάρτισης από τους ενόρκους, την ευκολία επηρεασμού τους
από τον τύπο, από συνηγόρους κλπ.
Ο ΚΠΔ επιλέγει μικτό σύστημα στην εκδίκαση των κακουργημάτων. Τα ΜΟΔ
συντίθεται από 3 τακτικούς δικαστές και 4 ενόρκους – πολίτες, οι οποίοι (και οι επτά)
αποφασίζουν με πλειοψηφία.
Όσον αφορά στην κατάρτιση σώματος ποινικών δικαστών η πλειοψηφία των
θεωρητικών είναι αντίθετη, γιατί η ενασχόληση μόνο με ένα κλάδο του δικαίου
οδηγεί σε μονομέρεια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν τα οφέλη
από την εξειδίκευση.
Τέλος, το μονομελές δικαστήριο προσφέρει το πλεονέκτημα, ότι ενισχύει την
ευθύνη του δικαστή και την προσοχή του, είναι δε και πιο οικονομικό και πιο
σύντομο σε χρόνο. Από την άλλη πλευρά το πολυμελές δικαστήριο προσφέρει μία
μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και ασφάλεια δικαίου, γιατί η απόφαση δεν εξαρτάται από
την κρίση ενός προσώπου, είναι όμως πιο χρονοβόρο και δαπανηρό.
Ο ΚΠΔ, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα πλεονέκτημα και να
ελαχιστοποιήσει τα μειονεκτήματα των παραπάνω συστημάτων καθιερώνει μικτό
σύστημα. Στα ελαφρότερα εγκλήματα μονομελή δικαστήρια, στα βαρύτερα
πολυμελή, με εξαίρεση το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων (ΚΠΔ 110).
4. ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Οι κυριότερες διαδικαστικές πράξεις που περιλαμβάνονται στον ΚΠΔ είναι:
1. Οι αποφάσεις (ΚΠΔ 138): είναι οι πράξεις του ποινικού δικαστηρίου στο
ακροατήριο, με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη ή ρυθμίζεται η πρόοδος
της. Κάθε απόφαση αποτελείται από τρία μέρη:

11
i. το ιστορικό, όπου αναγράφονται η σύνθεση του δικαστηρίου, ο
χρόνος της συνεδρίασης, το όνομα του κατηγορουμένου και των
άλλων διαδίκων, η αξιόποινη πράξη
ii. το αιτιολογικό, όπου αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το
δικαστήριο στη συγκεκριμένη απόφαση
iii. το διατακτικό, είναι το συμπέρασμα του νομικού συλλογισμού
2. Τα βουλεύματα (ΚΠΔ 138): είναι οι αποφάσεις του δικαστικού συμβουλίου,
που εκδίδονται μετά από μυστική διάσκεψη των μελών του
3. Οι διατάξεις (ΚΠΔ 138): είναι διαδικαστικές πράξεις του εισαγγελέα, του
δικαστή ή του ανακριτή.
4. Τα πρακτικά (ΚΠΔ 140): είναι έγγραφα που συντάσσονται από το
γραμματέα, με ευθύνη του διευθύνοντος. Αποδεικνύουν την τήρηση όλων των
δικονομικών τύπων αλλά χρησιμοποιούνται και για την υποβοήθηση της
μνήμης των δικαστών.
Ως έγγραφα, αποδεικνύουν πλήρως, όσα αναγράφονται σ’ αυτά, μέχρι να
προσβληθούν ως πλαστά.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 142Α σε δίκες κακουργημάτων μπορεί να εφαρμοστεί το
σύστημα της τήρησης των πρακτικών με φωνοληψία. Η φωνοληψία αποτελεί
τα πρόχειρα πρακτικά, ενώ το απομαγνητοφωνημένο κείμενο αποτελεί τα
επίσημα πρακτικά με την έννοια του ΚΠΔ 142.
5. Οι εκθέσεις (ΚΠΔ 148): είναι έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο
οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία, για να βεβαιώσει
πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος υπάλληλος, με τον οποίο συμπράττει ή
δηλώσεις τρίτων προσώπων, που απευθύνονταν σ’ αυτούς.
5. ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ( ΚΠΔ 33 ΚΑΙ 34 )
Οι ανακριτικοί υπάλληλοι διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς:
1. Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι αξιωματικοί της αστυνομίας και οι
υπαξιωματικοί από το βαθμό του αρχιφύλακα και πάνω, ο ειρηνοδίκης και ο
πταισματοδίκης, ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων. Σε περίπτωση κωλύματος των
παραπάνω, ανακριτικά καθήκοντα εκτελούν ο πρόεδρος ή ο γραμματέας της
Κοινότητας.
Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι επίσης σύμφωνα με τον ΚΔΝΔ
υπηρετούντες στο λιμενικό σώμα, από το βαθμό του αρχικευλευστή και πάνω.
2. Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι κυρίως οι ακόλουθοι:
 οι δασικοί υπάλληλοι για τα σχετικά με τα δάση εγκλήματα
 οι τελωνειακοί υπάλληλοι για το έγκλημα της λαθρεμπορίας

12
 η υπηρεσία ειδικών ελέγχων για οικονομικά εγκλήματα
 οι αγορανόμοι, κτηνίατροι, αστίατροι
 οι υπηρετούντες στο πυροσβεστικό σώμα, από το βαθμό του
αρχιπυροσβέστη και πάνω για τα εγκλήματα των άρθρων ΠΚ 264 –
267, που είναι σχετικά με τον εμπρησμό
 οι διευθυντές των φυλακών και λοιπών σωφρονιστικών ιδρυμάτων
 οι αντιπρόσωποι και έφοροι των δικαστικών αρχών κατά τη διενέργεια
των εκλογών, για εγκλήματα σχετικά με αυτές οι προξενικοί
υπάλληλοι για εγκλήματα που τελούνται σε ελληνικά πλοία
 οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων για
παραβάσεις του Ν 542/1960 για τα όπλα και άλλοι
Ενώ οι γενικοί υπάλληλοι μπορούν να διενεργήσουν προανάκριση για όλα τα
εγκλήματα, οι ειδικοί έχουν τέτοια αρμοδιότητα μόνο για συγκεκριμένα εγκλήματα.
6. NOTITIA CRIMINIS
6.1 Αρμοδιότητα για την κίνηση της ποινικής δίωξης
Από τις αρχές της κρατικής και της αυτεπάγγελτης δίωξης (ΚΠΔ 36)
προκύπτει ότι η πρωτοβουλία για τη δίωξη του εγκλήματος ανήκει στο αρμόδιο
κρατικό όργανο. Τα πρόσωπα αυτά είναι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τα
πλημμελήματα και τα κακουργήματα και για τα πταίσματα ο δημόσιος κατήγορος.
Για να ασκήσουν αυτά τα πρόσωπα όμως (έστω αυτεπαγγέλτως) την ποινική
δίωξη, πρέπει να τεθεί υπόψη τους η τέλεση του εγκλήματος.
Οι συνηθέστερη τρόποι ενημέρωσης των αρμοδίων αρχών για την τέλεση ενός
εγκλήματος είναι οι ακόλουθοι:
6.1.1. Η μήνυση (ΚΠΔ 42)
6.1.1.α. Γενικά
Μήνυση είναι η καταγγελία ενός εγκλήματος που διώκεται αυτεπαγγέλτως
στον εισαγγελέα από οποιονδήποτε, εκτός από τον παθόντα (γιατί αυτός υποβάλλει
έγκληση). Μήνυση μπορεί να υποβάλει και οποιοσδήποτε επιθυμεί να καταγγείλει
αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, έστω δεν αν είχε καμία σχέση με το έγκλημα.
Μηνυτής μπορεί είναι και ο άμεσα ζημιωθείς από το έγκλημα, εφόσον δεν
θίγεται δικό του έννομο αγαθό, ώστε να είναι παθών. Για παράδειγμα στο έγκλημα
της ψευδούς καταμήνυσης, ο καταμηνυθείς είναι άμεσα ζημιωθείς (γι’ αυτό μπορεί να
ασκήσει την πολιτική αγωγή) αλλά όχι και παθών, διότι αυτό που θίγεται από το

13
έγκλημα είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έννομο αγαθό που δεν είναι δικό
του. Έτσι υποβάλλει μήνυση και όχι έγκληση.
6.1.1.β. Τρόπος υποβολής
Η μήνυση υποβάλλεται απευθείας στον εισαγγελέα ή και στους άλλους
ανακριτικούς υπαλλήλους εγγράφως ή προφορικώς. Στην περίπτωση που
υποβάλλεται εγγράφως, συντάσσεται έκθεση εγχειρίσεως. Αν υποβάλλεται
προφορικώς συντάσσεται επίσης έκθεση προφορικής μήνυσης.
Μπορεί να υποβληθεί αυτοπροσώπως ή και από πληρεξούσιο, ο οποίος θα
πρέπει να εγχειρίζεται και το έγγραφο με την πληρεξουσιότητά του.
Στην πράξη η μήνυση μπορεί να υποβάλλεται και με το απολογητικό
υπόμνημα (π.χ. ο κατηγορούμενος με την απολογία του μηνύει το μηνυτή του για
ψευδή καταμήνυση).
Ο μηνυτής ορκίζεται για το περιεχόμενο της μήνυσής του. Καμία βέβαια
διάταξη του ΚΠΔ δεν προβλέπει την ανάγκη όρκισης του μηνυτή. Πρακτικά παρέχει
αφενός τη δυνατότητα να μην κληθεί ξανά ο μηνυτής για κατάθεση στη φάση της
ανακρίσεως – προανακρίσεως, αφετέρου να μπορεί να αναγνωσθεί το έγγραφο στη
διαδικασία στο ακροατήριο.
Στη θεωρία5 επικρίνεται ως αυθαίρετη η πρακτική της όρκισης του μηνυτή με
την υποβολή της μήνυσης, δεδομένου ότι ο μηνυτής μπορεί να είναι και πολιτικώς
ενάγων, ο οποίος σύμφωνα με το ΚΠΔ 221 δεν πρέπει να εξετάζεται ενόρκως 6.
Μετά την υποβολή της μήνυσης ο μηνυτής μπορεί να λάβει αντίγραφο της
μήνυσής του.
Για την υποβολή της μηνύσεως απαιτείται καταβολή παραβόλου υπέρ του
Δημοσίου (ΚΠΔ 42§4) το οποίο σύμφωνα με απόφαση των υπουργών Οικονομικών
και Δικαιοσύνης (υπ’ αριθμ. 123827/2010) ανέρχεται σε 100,00 ευρώ.
Η κατάθεση της μήνυσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον
φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3§1 του π.δ.
150/2001. Οι λεπτομέρειες και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να
πληρούνται για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης καθορίζονται με προεδρικό

5
Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση 1998, σελ. 290.
6
Κατά τη νομολογία όμως δεν απαγορεύεται η όρκιση του μηνυτή, ακόμα και αν έχει δηλώσει
παράσταση πολιτικής αγωγής με τη μήνυσή του, γιατί ακόμη δεν έχει αρχίσει η προδικασία στην οποία
ισχύει η απαγόρευση όρκισης του πολιτικώς ενάγοντος κατά το ΚΠΔ 221.
14
διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων7.
6.1.2. Η έγκληση (ΚΠΔ 46)
6.1.2.α. Γενικά
Έγκληση είναι η καταγγελία του εγκλήματος στον εισαγγελέα από τον
παθόντα εκ του εγκλήματος. Η καταγγελία ενός εγκλήματος από τον ίδιο τον παθόντα
θεωρείται έγκληση είτε το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση είτε αυτεπαγγέλτως. Αν
όμως διώκεται κατ’ έγκληση, η έγκληση είναι απαραίτητη για τη συνέχεια της
διαδικασίας, ενώ αν διώκεται αυτεπαγγέλτως δεν απαιτείται έγκληση αλλά αρκεί
οποιαδήποτε άλλη καταγγελία προς τον εισαγγελέα (π.χ. μήνυση, αναφορά κλπ.).
Στην έγκληση πρέπει να περιγράφεται η εγκληματική συμπεριφορά (δεν είναι
απαραίτητο να δίδεται και νομικός χαρακτηρισμός), να προκύπτει ότι υποβάλλεται
από κάποιον που δικαιούται να την υποβάλει και να γίνεται σαφές ότι ο παθών ζητά
την ποινική δίωξη του δράστη8.
Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση
διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του
Δημοσίου ποσού εκατό (100,00) ευρώ. Εξαιρούνται οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας,
όπως αυτοί προσδιορίζονται στο ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου
επίσης για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής
εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας και για
αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους. Αν δεν κατατεθεί παράβολο, η έγκληση
απορρίπτεται ως απαράδεκτη με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, κατά της
οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή με το ΚΠΔ 48.
Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε
αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτήν. Οι καταθέσεις
μαρτύρων υποβάλλονται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον
ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθ’ ού στρέφεται η έγκληση. Η μη
συμμόρφωση πάντως με αυτή την υποχρέωση, δεν καθιστά απαράδεκτη την έγκληση.
Ο εισαγγελέας οφείλει να συνεχίσει την ποινική διαδικασία.
6.1.2.β. Η νομική φύση της εγκλήσεως
7
Ν. 4055/2012.
8
Για την υποβολή της έγκλησης απαιτείται η καταβολή παραβόλου 10,00€ (Ν. 3346/2005).
15
Η παλαιότερη άποψη9 στη θεωρία και τη νομολογία ήταν, ότι η έγκληση
αποτελούσε δικονομική προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης και ως εκ
τούτου είχε αποκλειστικά δικονομικό χαρακτήρα.
Υποστηρίχθηκε επίσης10 και η ακριβώς αντίθετη άποψη, ότι η έγκληση έχει
ουσιαστικό χαρακτήρα, εφόσον η ανάκλησή της και η παραίτηση από αυτή, έχουν ως
συνέπεια την οριστική παύση της ποινικής δίωξης.
Εμφανίστηκε τέλος και μία ενδιάμεση θεωρία, η οποία γίνεται ολοένα και πιο
αποδεκτή από τη θεωρία 11 και τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, η οριστική
έλλειψη της έγκλησης αποτελεί λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και επομένως έχει
ουσιαστικό χαρακτήρα, ενώ η προσωρινή έλλειψη της είναι απλώς ένα δικονομικό
εμπόδιο και έχει δικονομικό χαρακτήρα.
Η διευκρίνιση της νομικής φύσης της έγκλησης έχει πρακτική σημασία:
1. Στη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων
εγκλήματος (ΠΚ 394), όταν το βασικό έγκλημα είναι η υφαίρεση. Αν γίνει
δεκτό, ότι η έγκληση είναι απλώς δικονομική προϋπόθεση, η έλλειψη της δεν
θα εμποδίσει την ποινική δίωξη για το έγκλημα του ΠΚ 394. Αν όμως
θεωρηθεί ως συστατικός όρος του αξιόποινου, η δίωξη δεν μπορεί να
προχωρήσει ούτε για το ΠΚ 39412.
2. Επιπλέον, εφόσον θεωρείται και θεσμός του ουσιαστικού δικαίου ισχύουν και
στην έγκληση οι οικείοι θεσμοί, όπως της απαγόρευσης της αναλογικότητας in
malam partem και της απαγόρευσης αναδρομικότητας.
6.1.2.γ. Προθεσμία
Η έγκληση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από τότε που ο
παθών έλαβε γνώση του εγκλήματος και ενός τουλάχιστον των υπαίτιων ή
συμμετόχων (ΠΚ 117). Η απλή υπόνοια ή μη αξιόπιστη πληροφορία δεν αρκεί. Η
παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ισοδυναμεί με σιωπηρή παραίτηση από το
δικαίωμα για έγκληση.

9
Βλ. Χωραφά, Κατσαντώνη, και ΑΠ 1269/79, ΑΠ 654/86
10
Βλ. Ανδρουλάκη «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης».
11
Βλ. Μαργαρίτη, «Η νομική φύση της εγκλήσεως», Μπάκα, «Η προδικασία της ποινικής δίκης»,
Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π. σελ. 314, ΑΠ 904/91, ΑΠ 1840/87.
12
Βλ. Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία
16
Αν η ποινική δίωξη ασκηθεί από παραδρομή, κατόπιν υποβολής μιας
εκπρόθεσμης έγκλησης, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, που θα επιληφθεί,
θα πρέπει να παύσουν οριστικά την ποινική δίωξη.
Χρόνος υποβολής της έγκλησης θεωρείται ο χρόνος κατάθεσής της στην
αρμόδια αρχή. Για το λόγο αυτό ημερομηνία υποβολής της θεωρείται αυτή που
σημειώνεται στην έκθεση εγχειρίσεως και όχι η τυχόν τεθείσα στο τέλος της
εγκλήσεως από τον εγκαλούντα. Αν η έγκληση υποβληθεί σε αναρμόδια αρχή, η
τελευταία υποχρεούται να τη διαβιβάσει στην αρμόδια. Στην περίπτωση αυτή όμως,
ως χρόνος υποβολής θεωρείται ο χρόνος που η έγκληση περιήλθε μετά τη διαβίβασή
της στην αρμόδια αρχή και όχι ο χρόνος υποβολής της στην αναρμόδια.
Η τρίμηνη προθεσμία λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που
αντιστοιχεί στην ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας (π.χ. 10 Μαρτίου – 10
Ιουνίου). Η προθεσμία μπορεί να παρεκταθεί, αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
Σε περίπτωση που περισσότεροι δικαιούται να υποβάλουν έγκληση, η
προθεσμία ξεκινά αυτοτελώς για τον καθένα, από τη στιγμή που αυτός έλαβε γνώση.
Για τους ανήλικους η προθεσμία ξεκινά από τότε που κάποιος από τους γονείς τους
έλαβε γνώση του εγκλήματος και κάποιου εκ των υπαιτίων.
Αν ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα γίνει κατ’ έγκληση, η προθεσμία
της εγκλήσεως (αν ο νέος νόμος δεν ορίζει άλλως) αρχίζει από τη δημοσίευση του
νόμου, αν ο παθών είχε ήδη λάβει γνώση της πράξης και του υπαιτίου, και αν δεν έχει
λάβει γνώση από τη στιγμή (μετά τη δημοσίευση του νόμου), που θα λάβει.
Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα κατά την άποψη της νομολογίας, η
προθεσμία ξεκινά από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της τελευταίας από τις
μερικότερες πράξεις.
6.1.2.δ. Ποιος δικαιούται να υποβάλει την έγκληση
Κατά το ΠΚ 118§1, δικαιούχος είναι ο άμεσα παθών από το έγκλημα. Ο ΚΠΔ
στο άρθρο 50 αναφέρεται συγκεκριμένα στην αδικηθέντα εκ του εγκλήματος αλλά ως
δικαιούμενος για έγκληση θα πρέπει να θεωρηθεί μόνο ο παθών, αυτός δηλαδή του
οποίου το έννομο αγαθό θίγεται από το έγκλημα και δεν ταυτίζεται πάντα μ’ αυτόν
που δικαιούται αποζημίωσης σύμφωνα με το ΑΚ 914.
Το δικαίωμα για έγκληση είναι καταρχήν προσωποπαγές. Αν δύο ή
περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα (αρχή

17
της αυτοτέλειας της εγκλήσεως). Αυτό το δικαίωμα είναι προσωποπαγές και
αμεταβίβαστο. Μεταβιβάζεται, μόνο αν ο νόμος το προβλέπει ρητά και ειδικά, όπως
στο ΠΚ 118§4: «Μετά το θάνατο του παθόντος το δικαίωμα της έγκλησης
μεταβιβάζεται στο σύζυγο που ζει και στα τέκνα, και αν δεν έχει σύζυγο ή τέκνα
στους γονείς του». Επομένως τα παραπάνω πρόσωπα έχουν δικαίωμα να υποβάλουν
την έγκληση, με την προϋπόθεση βεβαίως, ότι ο θανών δεν είχε παραιτηθεί του
δικαιώματος για έγκληση, και κατά το χρόνο του θανάτου του δεν είχε παρέλθει η
τρίμηνη προθεσμία. Η προθεσμία δηλαδή συνεχίζει να τρέχει και γι’ αυτούς, εφόσον
είχε αρχίσει να τρέχει για το θανόντα. Αν όμως ο θανών δεν είχε λάβει γνώση του
εγκλήματος και του υπαιτίου, η προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή που οι νέοι
δικαιούχοι (σύζυγος – τέκνα) λαμβάνουν γνώση.
Οι ανήλικοι κάτω των 12 ετών δεν έχουν δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση
αλλά μόνο μέσω του νόμιμου αντιπροσώπου τους. Για ανηλίκους οι οποίοι έχουν
συμπληρώσει το 12ο αλλά όχι και το 18ο έτος της ηλικίας τους, του δικαίωμα της
έγκλησης έχουν αυτοτελώς, τόσο ο ανήλικος, όσο και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα
(ΠΚ 118).
Αν οι ασκούντες τη γονική μέριμνα διαφωνούν, την έγκληση μπορεί να την
υποβάλει μόνο ο ένας13, ο άλλος όμως μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο (ΑΚ
1511, 1512) ή στον εισαγγελέα για να αποτρέψει τις συνέπειες της υποβολής της
έγκλησης, αν αυτές αποβαίνουν εις βάρος του τέκνου του (ΑΚ 1532)14.
Το νομικό πρόσωπο δικαιούται να υποβάλει έγκληση, δια των νομίμων
εκπροσώπων του. Γίνεται δεκτό πως δικαίωμα σε έγκληση έχουν και ενώσεις χωρίς
νομική προσωπικότητα (π.χ. πολιτικό κόμμα για διατάραξη οικιακής ειρήνης) 15 αρκεί
να είναι επιτρεπτή από τη φύση του εγκλήματος.
6.1.2.ε. Η αρχή του αδιαίρετου της εγκλήσεως
Σύμφωνα με την αρχή αυτή (ΠΚ 120), η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον
όλων των συμμετεχόντων στο έγκλημα, έστω και αν η έγκληση έχει υποβληθεί
εναντίον μόνο ενός από αυτούς16.

13
Η δυνατότητα υποβολής της εγκλήσεως από τον ένα μόνο γονέα στηρίζεται στο χαρακτήρα του
επείγοντος που έχει η κατάσταση, λόγω της τρίμηνης προθεσμίας και για την προστασία του
συμφέροντος του ανηλίκου. Βλ. ΑΠ 660/1998 (σε Συμβούλιο), ΠοινΧρ. ΜΘ΄/1999, σελ. 230 – 233.
14
Βλ. Κονταξή, ΕρμΠΚ σελ. 317.
15
Βλ. Καρρά, ό.π. σελ. 317.
16
Μπάκας, Η προδικασία της ποινικής δίκης, σελ. 211.
18
Συνέπεια της αρχής αυτής είναι, ότι η παραίτηση από τα δικαίωμα για
έγκληση για έναν από τους συμμέτοχους, ισοδυναμεί με παραίτηση για όλους τους
συμμετόχους.
Το ίδιο ισχύει και για την ανάκληση της έγκλησης. Ειδικά όσον αφορά στην
ανάκληση, η αρχή του αδιαίρετου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της
παραυτουργίας, οπότε μπορεί να ανακληθεί η έγκληση για μερικούς από τους
παραυτουργούς.
6.1.2.στ. Η ανάκληση της έγκλησης
Ο εγκαλών μπορεί να ανακαλέσει την έγκληση, μέχρις ότου δημοσιευτεί η
απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΚΠΔ 52).
Η ανάκληση γίνεται εγγράφως ενώπιον οποιουδήποτε ανακριτικού υπαλλήλου
ή συμβολαιογράφου (δεν είναι απαραίτητο να είναι κατά τόπον αρμόδιος) και
προφορικά στο ακροατήριο.
Η ανάκληση συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιοποίνου και η τυχόν ασκηθείσα
ποινική δίωξη θα πρέπει να παύσει οριστικά (ΚΠΔ 370).
Ανάκληση της ανάκλησης δεν έχει έννομες συνέπειες.
Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους έχει συνέπεια την
παύση της ποινικής δίωξης και για τους υπόλοιπους, αν και αυτοί διώκονται κατ’
έγκληση (αρχή του αδιαίρετου της εγκλήσεως, ΠΚ 120§2).
Αν το δικαίωμα για έγκληση υπεβλήθη από το νόμιμο αντιπρόσωπο του
ανηλίκου, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, μόνο ο ενήλικος πια μπορεί να την
ανακαλέσει, εφόσον στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο μόνο αυτός μπορεί να
υποβάλει έγκληση.
Επίσης, το δικαίωμα ανάκλησης της έγκλησης χάνεται μετά το θάνατο του
παθόντος. Έτσι, ο σύζυγος και τα τέκνα του δεν μπορούν να ανακαλέσουν έγκληση
που αυτός είχε υποβάλει. (Σύμφωνα με το ΠΚ 118 μεταβιβάζεται στο σύζυγος και τα
τέκνα το δικαίωμα υποβολής της έγκλησης, όχι και το δικαίωμα ανάκλησής της).
Για να ενεργήσει η ανάκληση της έγκλησης, πρέπει να την δεχθεί ο
κατηγορούμενος. Γίνεται δεκτή και η σιωπηρή αποδοχή του. Θεωρείται δε ως τέτοια
και η απουσία του κατηγορουμένου από το δικαστήριο, εφόσον γνώριζε την πρόθεση
του εγκαλούντος να προβεί σε ανάκληση. Μόνη η απουσία του κατηγορουμένου από
το ακροατήριο δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τη σιωπηρή αποδοχή της ανάκλησης

19
από τον κατηγορούμενο, εφόσον στην κλήση δεν αναφέρεται το γεγονός της
ανάκλησης. Αν λοιπόν δεν προκύπτει από μία τυχόν προδικαστική κατάθεση η γνώση
του κατηγορουμένου, η δίκη πρέπει να αναβληθεί και η νέα κλήση να αναγράφει ως
λόγο την αποδοχή της ανάκλησης17.
Αν ο κατηγορούμενος είναι άγνωστος, αρκεί η δήλωση ανακλήσεως και δεν
απαιτείται καμία αποδοχή.
Για την ανάκληση δεν απαιτείται η προκαταβολή των δικαστικών εξόδων 18, τα
οποία βαρύνουν αυτόν που την ανακαλεί. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 53, αντίγραφο της
έκθεσης ανάκλησης ή των πρακτικών, μαζί με την εκκαθάριση των δικαστικών
εξόδων αποστέλλεται για είσπραξη στον αρμόδιο ταμία.
Για την ανάκληση δεν απαιτείται η προκαταβολή των δικαστικών εξόδων, τα
οποία βαρύνουν αυτόν που την ανακαλεί. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 53, αντίγραφο της
έκθεσης ανάκλησης ή των πρακτικών, μαζί με την εκκαθάριση των δικαστικών
εξόδων αποστέλλεται για είσπραξη στον αρμόδιο ταμία.
6.1.2.ζ. Παραίτηση από το δικαίωμα στην έγκληση
Ο παθών μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα της έγκλησης με ειδική
δήλωση και σύνταξη έκθεσης. Η παραίτηση γίνεται είτε από τον ίδιο τον δικαιούμενο
είτε από ειδικό πληρεξούσιο σε συμβολαιογράφο, στον εισαγγελέα ή σε οποιονδήποτε
ανακριτικό υπάλληλο, συντασσόμενης εκθέσεως. Ανάκληση της παραίτησης δεν
επιτρέπεται (ΚΠΔ 51). Παραίτηση υπό όρο ή προθεσμία δεν έχει έννομα
αποτελέσματα.
Έχει κριθεί, ότι η δήλωση του παθόντος στον ανακριτικό υπάλληλο, κατά την
ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα, ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη
αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα για έγκληση. Όχι όμως και η ίδια δήλωση, η
οποία καταχωρίζεται στο δελτίο συμβάντων της Τροχαίας, διότι δεν έγινε με τον
προβλεπόμενο από το ΚΠΔ 51 τύπο.
6.1.3. Η ανακοίνωση εγκλήματος
Υποχρέωση για ανακοίνωση εγκλήματος έχουν οι ανακριτικοί υπάλληλοι, αν
πληροφορηθούν με οποιοδήποτε τρόπο κάτι για μια πράξη που διώκεται
αυτεπαγγέλτως (ΚΠΔ 37§1). Η ανακοίνωση υποβάλλεται γραπτώς και πρέπει να

17
Κονταξής, ΕρμΠΚ, άρθρο 120, σελ. 1367.
18
Αν και συχνά στην πρακτική των δικαστηρίων απαιτείται η προκαταβολή των εξόδων.
20
περιέχει τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν στην πράξη, τους δράστες και τις
αποδείξεις.
Υπάλληλος που δεν ανακοινώνει έγκλημα, υπέχει τόσο πειθαρχικές, όσο και
ποινικές κυρώσεις, για παράβαση καθήκοντος (ΠΚ 259).
Την υποχρέωση την έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, αν την αξιόποινη
πράξη την πληροφορήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (ΚΠΔ 37§2).
Οι δικαστές υποχρεούνται να ανακοινώσουν στον Εισαγγελέα μία αξιόποινη
πράξη που τελέστηκε στο ακροατήριο, η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως και δεν
μπορούν να τη δικάσουν οι ίδιοι (ΚΠΔ 116, 117).
Οι ιδιώτες οφείλουν να αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ότι
αντελήφθησαν οι ίδιοι μία αξιόποινη πράξη η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως, μόνο
εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο νόμο (π.χ. ΠΚ 232, παρασιώπηση εγκλημάτων).
Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν υπάρχει σχετική γενική υποχρέωση.
Εκπαιδευτικοί, οι οποίοι κατά την άσκηση του εκπαιδευτικού τους έργου
αντιλαμβάνονται ή πληροφορούνται με οποιοδήποτε τρόπο ότι κάποιος μαθητής έχει
πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούνται να το ανακοινώσουν στο διευθυντή
της σχολικής μονάδας. Ο τελευταίος το ανακοινώνει αμέσως στον εισαγγελέα ή στην
πλησιέστερη αστυνομική αρχή (άρθρο 23 ν. 3500/2006).
6.1.4. Η αίτηση
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος προβλέπει ότι για να ασκηθεί μία ποινική
δίωξη θα πρέπει να έχει προηγηθεί αίτηση της αρχής. Εγκλήματα για τα οποία
απαιτείται αίτηση της αρχής είναι κυρίως τα ακόλουθα:
 ΠΚ 153: προσβολή ξένου κράτους ή του αρχηγού του μετά από αίτηση της
ξένης κυβέρνησης
 ΠΚ 155: προσβολή συμβόλων ξένου κράτους, μετά από αίτηση της ξένης
κυβέρνησης
 ΠΚ 118: αξιόποινες πράξεις που έγιναν κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας
μετά από αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης
 ΠΚ 7: εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή μετά από αίτηση της κυβέρνησης
της χώρας που τελέστηκε το έγκλημα μετά από έγκληση του παθόντος κλπ.
6.1.5. Η άδεια
Υπάρχουν περιπτώσεις που η άσκηση της ποινικής δίωξης εξαρτάται από την
άδεια του αρμόδιου οργάνου. Η έλλειψη της συνιστά δικονομικό εμπόδιο για τη

21
δίωξη του συγκεκριμένου προσώπου. Δεν εμποδίζεται η άσκηση της ποινικής δίωξης
και η διενέργεια ανακριτικών πράξεων για άλλους κατηγορουμένους, αρκεί φυσικά
να μη θίγεται το πρόσωπο για το οποίο δεν έχει (ακόμη;) χορηγηθεί η άδεια δίωξης.
Παράδειγμα: Το Σύνταγμα στο άρθρο 10, καθιερώνοντας το δικαίωμα του
αναφέρεσθαι στις αρχές, ορίζει ότι η δίωξη κάποιου που υπέβαλε στις αρχές μία
αναφορά επιτρέπεται για τυχόν αξιόποινες πράξεις που περιέχονται σ’ αυτήν, μόνο
μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής, στην οποία απευθύνεται η
αναφορά και με την άδεια της αρχής αυτής. Για να έχει όμως ένα έγγραφο το
χαρακτήρα της «αναφοράς», κατά τη θέση της νομολογίας19 πρέπει:
i. να περιλαμβάνει αιτιάσεις20 κατά ενέργειας ή παραλείψεως κάποιας αρχής ή
οργάνου
ii. να περιέχει αμέσως ή εμμέσως αίτημα για επανόρθωση ή αποτροπή υλικής
ηθικής βλάβης αυτού που υποβάλλει το έγγραφο και
iii. να απευθύνεται σε αρχή, η οποία ασκεί διοικητική εξουσία και είναι από το
νόμο αρμόδια και υπόχρεη να επανορθώσει ή να αποτρέψει τις επιζήμιες
συνέπειες από την ενέργεια ή παράλειψη του οργάνου. Δεν θεωρούνται
αναφορές σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.Δ. 796/1971, οι απλές αιτήσεις για
παροχή πληροφοριών, τα ένδικα μέσα ή οι διαδικαστικές πράξεις ενώπιον
οποιουδήποτε δικαστηρίου και οι προβλεπόμενες από το νόμο ενδικοφανείς
προσφυγές21.
Το άρθρο 62 του Συντάγματος καθιερώνει το ακαταδίωκτο των βουλευτών, οι
οποίοι δε συλλαμβάνονται ούτε φυλακίζονται διαρκούσης της βουλευτικής περιόδου
χωρίς την άδεια του Σώματος (με την εξαίρεση των αυτοφώρων κακουργημάτων). Η
λεγόμενη «άρση του ακαταδίωκτου» (ή της «ασυλίας») του βουλευτή αποτελεί
περίπτωση άδειας για τη δίωξη.
6.1.6. Η παραγγελία του Υπουργού της Δικαιοσύνης
Κατά το ΚΠΔ 30 ο Υπουργός της Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Στα πολιτικά εγκλήματα καθώς και στα εγκλήματα, από τα οποία μπορεί να
διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί με
19
ΑΠ 785/2000, ΠοινΔικ 2001, σελ. 261, ΔιατΕισΕφΠατρ 15/2001, ΠοινΧρ 2001, σελ. 464.
20
Ως παραβάσεις νοούνται κατά τον Καρρά (ό.π. σελ. 324) διάφορες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες
στρέφονται εναντίον του ασκούντος ορισμένη αρχή ή εναντίον της αρχής και όχι οι απευθυνόμενες
κατά ιδιώτη.
21
Βλ. Καρρά, ό.π. σελ. 323.
22
σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της
ποινικής δίωξης ή να αναστείλει την ποινική δίωξη.
Σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να ζητήσει
από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει τη διενέργεια της ανάκρισης
κατά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
6.1.7. Η προσωπική γνώση του Εισαγγελέα
Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει την ποινική δίωξη, αν πληροφορηθεί με
οποιονδήποτε τρόπο ο ίδιος προσωπικά (π.χ. από την τηλεόραση, τις εφημερίδες
κλπ.) την τέλεση ενός εγκλήματος που διώκεται αυτεπαγγέλτως.
6.1.8. Αυτόφωρο έγκλημα
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 279, ο συλληφθείς οδηγείται στον Εισαγγελέα το
αργότερο μέσα σε 24 ώρες. Επομένως με αυτό τον τρόπο ο τελευταίος πληροφορείται
για την τέλεση του εγκλήματος. Στη συνέχεια ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία,
εκτός και αν ο Εισαγγελέας κρίνει σκόπιμο να ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 242 αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή
το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η απαρίθμηση περιπτώσεων αυτόφωρου
εγκλήματος του 242§1 εδ. 2 είναι ενδεικτική, και ως τέτοια αφήνει μεγάλα περιθώρια
αυτά αναλαμβάνει να στενέψει η §2 του ίδιου άρθρου ορίζοντας ότι αυτόφωρο δε
θεωρείται το έγκλημα, αν πέρασε όλη η επόμενη της τέλεσής του ημέρα.
Αν πρόκειται για αυτόφωρο πλημμέλημα ή κακούργημα, οποιοσδήποτε
ανακριτικός υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο υποχρεούται να συλλάβει το δράστη,
ενώ το ίδιο δικαιούται να κάνει και οποιοσδήποτε πολίτης (ΚΠΔ 275).
Το αυτόφωρο (ΚΠΔ 242) διακρίνεται στο γνήσιο αυτόφωρο (το «εν τω
πράττεσθαι», δηλαδή την ώρα που γίνεται ή που έγινε πρόσφατα) το οιονεί
αυτόφωρο, το οποίο διαρκεί ως το τέλος της επόμενης ημέρας από την τέλεση του
εγκλήματος (π.χ. αν το έγκλημα τελεστεί στις 15:00 της Τρίτης, το αυτόφωρο μπορεί
να επεκταθεί το πολύ ως τις 23:59 της Τετάρτης).
Αν πρόκειται για αυτόφωρο πταίσμα, επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη από
ανακριτικό ή αστυνομικό όργανο, μόνο για τη βεβαίωση της ταυτότητας του
αυτουργού ή για την άμεση εισαγωγή του σε δίκη (όχι και για τα δύο, διότι αυτό είναι
απαγορευμένη «διπλή προσαγωγή»).

23
Αν το έγκλημα διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, αυτή πρέπει να έχει υποβληθεί
έστω και προφορικά στα αρμόδια όργανα 22, προκειμένου αυτά να συλλάβουν το
δράστη επ’ αυτοφώρω. Αλλιώς δε γίνεται να συλληφθεί με τη διαδικασία του
αυτοφώρου (ΚΠΔ 418§3).
7. Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Μόλις το αρμόδιο όργανο (στο εξής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών)
ενημερωθεί για την τέλεση ενός εγκλήματος με τους τρόπους που περιγράφηκαν
παραπάνω υποχρεούται να κινήσει την ποινική δίωξη με έναν από τους ακόλουθους
τρόπους (ΚΠΔ 43):
 Με παραγγελία κύριας ανάκρισης (ΚΠΔ 246)
 Με παραγγελία προανάκρισης (ΚΠΔ 243, 244)
 Με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο
7.1. Κίνησης της ποινικής δίωξης από το συμβούλιο εφετών (ΚΠΔ 29)
Το συμβούλιο των εφετών έχει το δικαίωμα να διατάξει τον εισαγγελέα
εφετών να κινήσει δίωξη για κάθε έγκλημα και κάθε υπαίτιο. Στην περίπτωση αυτή
ένας εφέτης – ανακριτής που ορίζεται από την ολομέλεια ενεργεί κάθε ανακριτική
πράξη. Η ανάκριση περατώνεται από το συμβούλιο εφετών με βούλευμα.
Για κακουργήματα σχετικά με την υπηρεσία (ΠΚ 235-236α) αλλά και για
ξέπλυμα, εφόσον έχουν τελεστεί από δικαστικό λειτουργό, η προκαταρκτική εξέταση
διενεργείται από τον αντιεισαγγελέα του ΑΠ ο οποίος μετά τη διενέργεια της,
παραγγέλλει την κίνηση της ποινικής δίωξης στον εισαγγελέα εφετών. Η ολομέλεια
του συμβουλίου εφετών ορίζει ειδικό εφέτη – ανακριτή.
7.2. Δικονομικές συνέπειες από την άσκηση της ποινικής δίωξης
 Εκκρεμοδικία: σημαίνει ότι αφενός η υπόθεση ξεφεύγει από τον Εισαγγελέα,
ο οποίος δεν μπορεί πια να σταματήσει τη διαδικασία, αφετέρου ότι νέα δίωξη
για την ίδια πράξη είναι απαράδεκτη (ne bis in idem). Μπορεί όμως να
ανακαλέσει την παραγγελία π.χ. για προανάκριση και να παραγγείλει κύρια
ανάκριση ή να καλέσει απευθείας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, χωρίς
αυτή του η ενέργεια να σημαίνει παραβίαση της εκκρεμοδικίας, διότι στην
ουσία πρόκειται για την ίδια δίωξη23.
 Θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της ποινικής δίκης: Στην
εισαγγελική παραγγελία για κύρια ανάκριση (246§1 ΚΠΔ) και στο κλητήριο
22
Ενν. ανακριτικούς υπαλλήλους.
23
ΑΠ 1406/2003.
24
θέσπισμα που επιδίδεται στον κατηγορούμενο (321 ΚΠΔ) περιγράφεται
λεπτομερώς η αξιόποινη πράξη. Το ίδιο τεκμαίρεται, ότι ισχύει και για την
παραγγελία για προανάκριση, αν και δεν προβλέπεται ρητώς. Στην ποινική
δίωξη περιλαμβάνεται ο εισαγγελικός χαρακτηρισμός της πράξης, που θα
αποτελέσει το αντικείμενο της ποινικής δίκης.
 Αμετάβλητο της τοπικής αρμοδιότητας του ποινικού δικαστηρίου.
 Κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου: Η ιδιότητα του
κατηγορουμένου συνεπάγεται και τα δικαιώματα τα οποία ο ΚΠΔ εξασφαλίζει
στον κατηγορούμενο (ΚΠΔ 96, 97, 99, 100, 101, 102).
Μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης, μπορεί κάποιος να αποκτήσει την
ιδιότητα του κατηγορούμενου, αν ο ανακριτής κατά τη διάρκεια της κύριας
ανάκρισης επεκτείνει τη δίωξη και σ’ αυτόν με το ΚΠΔ 250.
Η ιδιότητα του κατηγορουμένου χάνεται είτε με την έκδοση αμετάκλητου
απαλλακτικού βουλεύματος είτε με την αμετάκλητη περάτωση της δίκης σύμφωνα με
το ΚΠΔ 370. Χάνεται επίσης με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης από τον εισαγγελέα
μετά από αστυνομική προανάκριση (ΚΠΔ 245§3).
Αυτή η ιδιότητα που χάθηκε μπορεί να ανακτηθεί στις περατώσεις των
άρθρων 81§2 και 58.
7.3. Η κίνηση της δίωξης είναι η μόνη δυνατότητα του εισαγγελέα;
Όπως είναι προφανές από μόνη την καταγγελία του εγκλήματος ο εισαγγελέας
δεν έχει κάποια βεβαιότητα για την αλήθεια των περιστατικών που του
καταγγέλλονται. Σύμφωνα όμως με την αρχή της νομιμότητας οφείλει έστω και εν
αμφιβολία να ασκήσει την ποινική δίωξη, προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια.
Πρόκειται στην ουσία για μία εξαίρεση από τη βασική δικονομική αρχή in dubio pro
reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου), εφόσον η αμφιβολία του εισαγγελέα
τον οδηγεί στη δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο επιλογή, στην κίνηση δηλαδή
της ποινικής δίωξης. Ο εισαγγελέας όμως έχει τη δυνατότητα σε περίπτωση που
επιθυμεί να ερευνήσει περισσότερο την καταγγελία, πριν κινήσει την ποινική δίωξη
να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Σε περίπτωση μάλιστα που πρόκειται για
κακούργημα, είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση, πριν
κινήσει την ποινική δίωξη.
7.4. Η προκαταρκτική εξέταση

25
Η προκαταρκτική εξέταση παραγγέλλεται από τον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών (ΚΠΔ 31) και διενεργείται συνήθως από τους ανακριτικούς
υπαλλήλους24. Τέτοια παραγγελία μπορεί να δώσει και ο εισαγγελέας εφετών (ΚΠΔ
35), ο αντιεισαγγελέας του ΑΠ (ΚΠΔ 29§4), ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (ΚΠΔ
35) και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης (ΚΠΔ 30).
Σκοπός της είναι να ελέγξει ο εισαγγελέας τη βασιμότητα μίας καταγγελίας
αλλά και χωρίς να έχει προηγηθεί καταγγελία, για να εξετάσει το ενδεχόμενο τέλεσης
αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, προκειμένου σε κάθε περίπτωση να κρίνει,
αν πρέπει να ασκήσει την ποινική δίωξη.
Στα κακουργήματα για να κινήσει ο εισαγγελέας την ποινική δίωξη θα πρέπει
να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση. Με τη ρύθμιση αυτή η προκαταρκτική
εξέταση είναι υποχρεωτική στην παραπάνω περίπτωση για τον εισαγγελέα,
προκειμένου να κινήσει τη δίωξη για σοβαρότερα εγκλήματα. Η προκαταρτική
εξέταση με το ΚΠΔ 243§2 (αστυνομική προανάκριση) καθώς εφόσον έχει προηγηθεί
ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού
Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου
των φορέων της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 και προκύπτουν επαρκείς
ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη.
Η προκαταρκτική δεν είναι υποχρεωτική, προκειμένου να κινηθεί η ποινική
δίωξη σε πλημμελήματα.
7.5. Η θέση των διαδίκων στην προκαταρκτική εξέταση
Ο πολιτικώς ενάγων πρέπει να εξετάζεται χωρίς όρκο κατ’ ανάλογη εφαρμογή
του ΚΠΔ 221, διότι οι σχετικές διατάξεις αναφέρονται στην ανάκριση και όχι στην
προκαταρκτική εξέταση.
Το ερώτημα, αν κάποιος έχει την ιδιότητα του κατηγορούμενου στην
προκαταρκτική εξέταση έχει απασχολήσει επί μακρόν τη θεωρία. Το θέμα αποκτά
μεγάλη σημασία διότι αφορά στο αν μπορεί το πρόσωπο αυτό να έχει συνήγορο, αν
μπορεί να ενημερωθεί για την κατηγορία, να ζητηθεί προθεσμία για να καταθέσει κ.α.
Η απάντηση απαιτεί συγκριτική μελέτη των ΚΠΔ 31§2 και 72.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 72, όπως αυτό ίσχυε πριν την ισχύ του ν. 3346/2005, την
ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτούσε και αυτός εναντίον του οποίου

24
Ο εισαγγελέας μπορεί βεβαίως, αν το επιθυμεί να τη διενεργήσει ο ίδιος προσωπικά (ΚΠΔ 31).
26
υποβλήθηκε μία μήνυση ή μία έγκληση. Η διατύπωση αυτή προκάλεσε έριδες, για το
αν υπερίσχυε το ΚΠΔ 72 ή το ΚΠΔ 31§2, το οποίο όριζε ότι στην προκαταρκτική
εξέταση δεν υπάρχει κατηγορούμενος αλλά αρχικώς τον χαρακτήριζε ως «ύποπτο»
και στην συνέχεια (μετά το ν. 3160/2003) ως «εξεταζόμενο πρόσωπο», εν πάση δε
περιπτώσει, όχι ως «κατηγορούμενο». Ο ν. 3346/2005, φαίνεται να λύνει το
πρόβλημα, ορίζοντας ότι την ιδιότητα του κατηγορουμένου αποκτά αυτός εις βάρος
του οποίου ασκείται η δίωξη ή του αποδίδεται σε κάποιο σημείο η αξιόποινη πράξη
(και όχι πια ο αναφερόμενος στη μήνυση ή την έγκληση).
Με την νομοθετική αλλαγή του ν. 3160/2003 και του 3346/2005,
διευκρινίζεται σαφέστερα η φύση της προκαταρκτικής εξέτασης. Αν γίνεται ύστερα
από μήνυση ή από έγκληση ή αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης αποδίδεται σε
κάποιον η αξιόποινη πράξη, αυτό το πρόσωπο εξετάζεται ανωμοτί, έχει δικαίωμα
σιωπής, έχει δικαίωμα να λάβει 48ωρη προθεσμία και να εμφανιστεί με το συνήγορό
του. Έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει και να λάβει αντίγραφα όλης της
δικογραφίας. Μπορεί επίσης να προτείνει μάρτυρες για την υπεράσπισή του και να
αντικρούσει τις εναντίον του καταγγελίες με οποιανδήποτε αποδεικτικό μέσο. Του
δίνονται δηλαδή τα βασικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς όμως να
χαρακτηρίζεται ρητά ως κατηγορούμενος. Αν ο ενδιαφερόμενος κληθεί και δεν
εμφανιστεί, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του.
Προηγούμενη εξέταση του προσώπου αυτού που διενεργήθηκε ενόρκως και χωρίς τη
δυνατότητα να παρασταθεί με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της
δικογραφίας (επί ποινή απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας).
Αν η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται αυτεπαγγέλτως, χωρίς
προηγούμενη υποβολή έγκλησης ή μήνυση, όποιος εξετάζεται στα πλαίσιά της, δεν
έχει παραπάνω δικαιώματα αλλά εξετάζεται σα μάρτυρας. Αν σε κάποιο στάδιο του
αποδοθεί η κατηγορία, η παραπάνω εξέταση δεν αποτελεί μέρος της δικογραφίας
αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας με ποινή απόλυτης ακυρότητας της
προδικασίας (ΚΠΔ 171§1 εδ. δ΄).
Η παραβίαση των δικαιωμάτων του 31§2 οδηγούν σε απόλυτη ακυρότητα της
προδικασίας, η οποία μπορεί να προταθεί είτε με την έφεση κατά του παραπεμπτικού
βουλεύματος είτε με την προσφυγή του ΚΠΔ 322 κατά του κλητηρίου θεσπίσματος.

27
Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπιστεί και η ένορκη κατάθεση που δίνει
ο μετέπειτα κατηγορούμενος σε Ε.Δ.Ε. Σ’ αυτό το συμπέρασμα πρέπει να
καταλήξουμε, βασιζόμενοι:
i. στην πρακτική εξομοίωση της Ε.Δ.Ε. με την προκαταρκτική εξέταση από το
ΚΠΔ 43 και
ii. από την απαγόρευση αυτοενοχοποίησης25, η οποία ισχύει για όλες τις φάσεις
της «εμπλοκής» του προσώπου με την ποινική διαδικασία.
Διαφωνίες και τυχόν προβλήματα που ανακύπτουν κατά την προκαταρκτική
εξέταση επιλύονται από τον εισαγγελέα που την έχει παραγγείλει (πλημμελειοδικών,
εφετών, Αρείου Πάγου). Τo άρθρο 35 ΚΠΔ, το οποίο προβλέπει ότι την ανώτατη
διεύθυνση στην ανάκριση έχει ο εισαγγελέας των εφετών ισχύει για την κύρια
ανάκριση και την προανάκριση και όχι για την προκαταρκτική εξέταση.
7.6. Η απόρριψη της έγκλησης
Αν ο Εισαγγελέας, κρίνει ότι η έγκληση είναι νομικά αστήρικτη ή ότι είναι
ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την
απορρίπτει (ΚΠΔ 47) με διάταξή του.
Νομικά αστήρικτη θεωρείται η έγκληση όταν:
 λείπει μία δικονομική προϋπόθεση απαραίτητη για την έναρξη της ποινικής
δίωξης, όπως η έγκληση, η άδεια κλπ
 όταν συντρέχει λόγος εξάλειψης του αξιόποινου, όπως η παραγραφή,
 όταν λείπει ο απαιτούμενος από το νόμο εξωτερικός όρος του αξιόποινου,
 όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη.
Μερίδα της θεωρίας26 υποστηρίζει πως νομικά αστήρικτη είναι η έγκληση,
ακόμη και αν λείπει στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, του αδίκου ή του
καταλογισμού. Όχι όμως και η ικανότητα προς καταλογισμό, διότι τότε η δίωξη
πρέπει να ασκηθεί, γιατί έστω και αν δεν επιβάλλονται ποινές σε κάποιον
ακαταλόγιστο ή ανήλικο ηλικίας από 8 έως 13 ετών, μπορούν να επιβληθούν
θεραπευτικά μέτρα, τα οποία πρέπει να κριθούν από το δικαστήριο.
Ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης είναι η έγκληση, όταν τα καταγγελλόμενα
γεγονότα εμφανίζονται ακατανόητα, ακατάληπτα και αντιφατικά, ώστε και αληθή να
ήταν δεν θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν κάποια αξιόποινη πράξη.

25
Βλ. ΕΣΔΑ και απόφαση του ΕΕΔΑ Marray κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ΠοινΧρον ΜΣΤ΄σελ. 1532).
26
Καρράς, ό.π. σελ. 296.
28
Αν διαπιστώσει ότι η έγκληση είναι προφανώς ψευδή στην ουσία της (δηλαδή
ότι ο εγκαλών ψεύδεται), την απορρίπτει και πάλι με διάταξη που επιδίδεται στον
εγκαλούντα.
Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της απορριπτικής
διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Μετά το ν. 4055/2012, η διάταξη δεν
επιδίδεται στον εγκαλούντα.
Κατά της διάταξης αυτής του εισαγγελέα πλημμελειοδικών μπορεί ο εγκαλών
να προσφύγει ενώπιον του εισαγγελέα εφετών μέσα σε 3 μήνες από την έκδοση της
(ΚΠΔ 48).
Για την προσφυγή κατατίθεται με ποινή απαραδέκτου της προσφυγής
παράβολο 300,00 ευρώ υπέρ του Δημοσίου.
Αν ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή, παραγγέλλει
προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα και δεν έχει ήδη διενεργηθεί
είτε διατάσσει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει την ποινική δίωξη. Τότε
ο τελευταίος έχει υποχρέωση να την ασκήσει (αρχή της ιεραρχικής υποταγής, που
ισχύει στην εισαγγελία). Επίσης διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον
προσφεύγοντα.
Η με οποιονδήποτε τρόπο απόρριψη της έγκλησης από τον εισαγγελέα δεν
περιβάλλεται με δύναμη κανενός είδους δεδικασμένου. Είναι επομένως δυνατό να
ασκηθεί η ποινική δίωξη μετά από νέα καταγγελία, εφ’ όσον βέβαια περιέχει η νέα
καταγγελία νέα στοιχεία. Αν όμως έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με την
προηγούμενη, τότε η προηγουμένη απόρριψη πρέπει να θεωρηθεί δεσμευτική.
7.7. Η αρχειοθέτηση της μήνυσης ή της αναφοράς
Αν ο Εισαγγελέας κρίνει ότι η μήνυση ή η αναφορά είναι νομικά αστήρικτη ή
ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, τη θέτει στο
αρχείο υποβάλλοντος ταυτόχρονα αντίγραφο της στον Εισαγγελέα Εφετών με τους
λόγους για τους οποίους δεν την έκανε δεκτή.
Ο εισαγγελέας εφετών έχει το δικαίωμα να διατάξει τον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών να ασκήσει τη δίωξη (ΚΠΔ 43).
Μήνυση (ή αναφορά) που υποβάλλεται ανωνύμως (ή με ανύπαρκτο όνομα)
αρχειοθετείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

29
Ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνο όταν αναφανούν
νέα περιστατικά ή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την
επανεξέταση της υπόθεσης.
7.8. Η αρχή της σκοπιμότητας στην κίνηση της ποινικής δίωξης (αναβολή,
αναστολή αποχή από την ποινική δίωξη)
Υπάρχουν περιπτώσεις που η αρχή της νομιμότητας κάμπτεται. Αυτό σημαίνει
επειδή συνεκτιμώνται οι συνέπειες (π.χ. κοινωνικές) μιας ποινικής δίωξης, κρίνεται
σκοπιμότερο να μην ασκηθεί. Τέτοιες είναι (εκτός από τις παραπάνω αναφερθείσες
περιπτώσεις της απόρριψης της έγκλησης ή αρχειοθέτησης της μήνυσης) και οι
ακόλουθες:
 Αναβολή της ποινικής δίωξης: γίνεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών
μετά από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, σε περίπτωση πλημμελήματος,
όταν η ποινή που πιθανολογείται είναι ασήμαντη σε σχέση με την ποινή που
επιβλήθηκε αμετάκλητα εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου και που την
εκτίει πραγματικά. Αν όμως η ποινική δίωξη έχει αρχίσει, αρμόδιο για την
αναστολή ποινικής δίωξης είναι το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, που
επιλαμβάνονται μετά από πρόταση του εισαγγελέα (ΚΠΔ 44).
Η ποινική δίωξη που αναβλήθηκε μπορεί να ξεκινήσει και αυτή που ανεστάλη
να συνεχίσει, με τις προϋποθέσεις του ΚΠΔ 44§3.
Στα εγκλήματα των άρθρων ΠΚ 224, 229, 362, 363, αν το γεγονός, για το
οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος,
ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μετά από
προκαταρκτική εξέταση αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια
έως το τέλος της ποινικής δίωξης, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών
(Ν. 3346/2005).
 Αποχή από την ποινική δίωξη (ΚΠΔ 45): σε αντίθεση με την αναστολή
πρόκειται για οριστική αποχή. Σε περίπτωση του εγκλήματος της εκβίασης για
την αποκάλυψη αξιόποινης πράξης ή της απάτης, την οποία, αν απεκάλυπτε ο
παθών πιθανόν να προέκυπτε ενοχή του για άλλη συναφή με την απάτη
αξιόποινη πράξη, μπορεί ο εισαγγελέας, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα
εφετών να απόσχει από την ποινική δίωξη αυτής της πράξης.
Ο εισαγγελέας μπορεί να απέχει από την ποινική δίωξη επίσης και στην
περίπτωση που κάποιος ανήλικος τελέσει πταίσμα ή πλημμέλημα και κρίνει,

30
αφού ερευνήσει τις περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος και την
προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η ποινική δίωξη δεν είναι απαραίτητη για
να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων (ΚΠΔ
45α)27.. Δυνατότητα αποχής με το ΚΠΔ 45α προβλέπει και ο ν. 3500/2006, σε
περίπτωση που ανήλικος κατηγορείται για πλημμέλημα ενδοοικογενειακής
βίας.
 Αναστολή της δίωξης πταισμάτων: όταν ο κατηγορούμενος είναι
στρατευμένος και διαμένει εκτός της έδρας του πταισματοδικείου (ΚΠΔ 49)
και μόνο γι’ αυτό το χρόνο.
 Στο έγκλημα του βιασμού (ΠΚ 336): ο εισαγγελέας μπορεί να απέχει
οριστικά από την ποινική δίωξη, μετά από δήλωση του θύματος ότι πιθανή
δημοσιότητα θα είχε ως συνέπεια περαιτέρω ψυχικό τραυματισμό του.
 Το ΚΠΔ 30§2 δίνει στον υπουργό της δικαιοσύνης το δικαίωμα, με
προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να αναβάλλει
την έναρξη ή να αναστέλλει την ποινική δίωξη για πολιτικά εγκλήματα ή
εγκλήματα από τα οποία θα μπορούσαν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις
του κράτους.
Σύμφωνα με τα ΠΚ 384 και 406Α, εάν ο υπαίτιος των ΠΚ 372 – 374, 375 –
377, 381, 382, 386 – 406, μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης, χωρίς
παράνομη βλάβη τρίτου αποδώσει το πράγμα και δηλώσει ο παθών ή οι
κληρονόμοι του ότι δεν έχουν άλλη αξίωση από την πράξη ή ικανοποιήσει
εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του
παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας,
δεν κινείται ποινική δίωξη και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη
πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών28.
 Ο Ν. 3849/2010 προβλέπει δυνατότητα αναστολής της ποινικής δίωξης ως
μέτρο επιείκειας προς αυτόν που καταγγέλλει πράξεις διαφθοράς δημοσίων
υπαλλήλων, δικαστικών λειτουργών αλλά και μελών της Κυβέρνησης, υπό
την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που παρέχονται είναι αρκετά, ώστε να
προχωρήσει η ποινική δίωξη του υπαίτιου.
Στον ίδιο νόμο προβλέπεται επίσης ότι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται
μήνυση ή έγκληση σε βάρος Ειδικών Επιθεωρητών ή Επιθεωρητών –
Ελεγκτών του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και όλων των
27
Ν. 3189/2003: Αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων (ΦΕΚ Α΄ 243).
28
Ν. 3904/2010.
31
Σωμάτων και Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων του ν.
3074/2002 για παράβαση των ΠΚ 224, 229, 242, 259, 362, 363, που τέλεσαν
με πόρισμα, έκθεση ή κατάθεση κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ή ελέγχου ή
εξαιτίας αυτών, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική
εξέταση (άρθρα 31 και 43 παρ. 1 εδάφιο β΄) ή την ένορκη διοικητική εξέταση,
αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής ή
πειθαρχικής δίωξης που ασκήθηκε κατά του υπαιτίου με βάση την έκθεση, το
πόρισμα ή την κατάθεση των ανωτέρω, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του
εισαγγελέα εφετών.
7.9. Η ποινική διαμεσολάβηση (ν. 3500/2006)
Με το ν. 3500/2006 εισήχθη ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης στα
πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Αρμόδιο όργανο για τη διαμεσολάβηση
είναι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών.
Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι
η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η
τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:
1. Να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη
ενδοοικογενειακής βίας (λόγω τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης,
δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα,
εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά
τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα για την
αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο
και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους
θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της
παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο
της δικογραφίας.
3. Να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες
που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική
ικανοποίηση στον παθόντα.
Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική
διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο
εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο
32
πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η
διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο
τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ’ αυτήν
και να ακούγεται.
Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη διενεργείται προκαταρκτική εξέταση,
ο εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα να διατάζει τη διενέργεια ιατρικής
πραγματογνωμοσύνης και να εξετάζει ως μάρτυρες (χωρίς όρκο) τα μέλη της
οικογενείας του φερόμενου ως δράστη. Καλεί επίσης το πρόσωπο στο οποίο
αποδίδεται τη τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό
υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31§2 του ΚΠΔ. Τον καλεί επίσης να
υποβάλει τη δήλωση αποδοχής της ποινικής διαμεσολάβησης ο ίδιος ή μέσω του
συνηγόρου του σε προθεσμία 3 ημερών. Αν αρνηθεί ρητά ή σιωπηρά, ο εισαγγελέας
προχωρεί με την άσκηση της ποινικής δίωξης (εφόσον χωρίς ομοφωνία 29 δεν υπάρχει
δυνατότητα διαμεσολάβησης).
Αν ο φερόμενος ως δράστης δεχθεί τη διαμεσολάβηση, ο εισαγγελέας
ενημερώνει τον παθόντα και ζητά και τη δική του σύμφωνη γνώμη για τη
διαμεσολάβηση. Αν ο παθών διαφωνεί, ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη. Αν
συμφωνεί, προχωρεί στη φάση της διαμεσολάβησης.
Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής
διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα και με σχετικό
πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους.
Η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης
καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου και τηρείται για
χρονικό διάστημα ίσο προς τον εκ του νόμου προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής του
εγκλήματος στο οποίο αφορά.
Αν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής
διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία
ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που
αφορά.
Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής
διαμεσολάβησης διακόπτει τη διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των

29
Ομοφωνία απαιτείται και στην περίπτωση που δράστες ή θύματα είναι περισσότεροι.
33
επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ανασύρει τη
δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία συνεχίζεται, χωρίς να επιτρέπεται
πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση.
Ενόσω διαρκεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία
η πράξη στην οποία αυτή αφορά. Η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία
εξαλείφθηκε η ποινική δίωξη της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας
ποινικής διαμεσολάβησης, είναι απαράδεκτη. Η παραγραφή της πράξης αναστέλλεται
μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης. Αν μάλιστα το
θύμα είναι ανήλικος, η έναρξη της προθεσμίας για την παραγραφή αναστέλλεται
μέχρι την ενηλικίωσή του.
Αν έχει ξεκινήσει αυτόφωρη διαδικασία, ποινική διαμεσολάβηση μπορεί να
γίνει μόνο, αν το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση κατά το ΚΠΔ 423.
7.10. Η εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας
Εφόσον λοιπόν δεν κρίνεται από τον εισαγγελέα ότι υπάρχει περίπτωση
απόρριψης της έγκλησης ή αρχειοθέτησης της μήνυσης ή αναστολής ή αποχής κλπ.,
ασκείται η ποινική δίωξη, όπως ήδη αναφέρθηκε με την παραγγελία κύριας
ανάκρισης, προανάκρισης ή με την απ’ ευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο (ΚΠΔ 43).

7.11. Η κύρια ανάκριση (ΚΠΔ 246)


Σύμφωνα με το ΚΠΔ 246§3 κύρια ανάκριση παραγγέλλεται από τον
Εισαγγελέα:
1. σε κακουργήματα (για τα οποία είναι και ο μοναδικός τρόπος κίνησης της
ποινικής δίωξης) και
2. σε πλημμελήματα, όταν κρίνει πως πρέπει να επιβληθούν περιοριστικοί όροι.
Διενεργείται μόνο από τον ανακριτή, μετά από γραπτή παραγγελία του
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (246 ΚΠΔ).
Με βάση του ν. 3849/2010, για κακουργήματα σχετικά με την Υπηρεσία, η
ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών και ενεργείται απευθείας
ανάκριση στο Εφετείο, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και ορισμό του εφέτη
ανακριτή από την Ολομέλεια του οικείου Εφετείου. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή
έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο εφετών σε πρώτο και

34
τελευταίο βαθμό. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων αυτών είναι το
τριμελές εφετείο σε πρώτο βαθμό και το πενταμελές εφετείο σε δεύτερο βαθμό.
7.12. Η προανάκριση (ΚΠΔ 243 και 244)
Η προανάκριση διενεργείται από (ΚΠΔ 243) οποιονδήποτε ανακριτικό
υπάλληλο, μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα. Η παραγγελία αυτή πρέπει
να περιέχει την αξιόποινη πράξη με το νομικό χαρακτηρισμό και το άρθρο του
ποινικού νόμου που προβλέπει το έγκλημα (επιχείρημα από το ΚΠΔ 243).
Προανάκριση παραγγέλλεται μόνο σε πλημμελήματα Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου (ή με κατηγορούμενο πρόσωπο ειδικής δωσιδικίας το οποίο
υπάγεται στο Τριμελές Εφετείο), σε δύο περιπτώσεις:
1. αν έχει προηγηθεί Ε.Δ.Ε. (ένορκη διοικητική εξέταση) ή
2. αν συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι στην παραγγελία του εισαγγελέα
εξαιρετικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών
πράξεων.
Επομένως, προανάκριση δεν μπορεί να διαταχθεί για πλημμελήματα αρμοδιότητας
του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.
Η προανάκριση διευθύνεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο διάδικος
δεν μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών σε περίπτωση διαφωνίας
του με τον Εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, κάτι που μπορεί να το
κάνει κατά τη κύρια ανάκριση (ΚΠΔ 307).
Ποτέ δεν διενεργείται προανάκριση για κακούργημα.
7.13. Η απ’ ευθείας κλήση (ΚΠΔ 43)
Απ’ ευθείας (δηλαδή χωρίς να προηγηθεί κύρια ανάκριση ή προανάκριση)
μπορεί να κληθεί κάποιος στο ακροατήριο ενός ποινικού δικαστηρίου με κλητήριο
θέσπισμα στις ακόλουθες περιπτώσεις:
 στα πταίσματα
 σε όλα τα πλημμελήματα
Ποτέ δεν επιτρέπεται η άσκηση της ποινικής δίωξης με απ’ ευθείας κλήση σε
κακούργημα.
Στα πλαίσια της επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας, ο ν. 3904/2010 επιλέγει
την απ’ ευθείας κλήση ως το βασικό τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης για
πταίσματα και πλημμελήματα με διατήρηση της δυνατότητας παραγγελίας

35
προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης για πλημμελήματα, ως εξαιρετικής δυνατότητας
του εισαγγελέα.
7.14. Η αστυνομική προανάκριση (ΚΠΔ 243§2)
Έχει την ιδιαιτερότητα, ότι προηγείται η διενέργεια ανακριτικών πράξεως και
έπεται η παραγγελία του εισαγγελέα.
Επιτρέπεται, μόνο αν απειλείται άμεσος κίνδυνος από την αναβολή ή αν
πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα.
Κάθε ανακριτικός υπάλληλος ενεργεί τις ανακριτικές πράξεις που είναι
αναγκαίες για τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη έστω και
χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, στον οποίο όμως υποβάλλει το
συντομότερο τις εκθέσεις που συντάσσει.
Η συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη διενέργεια
αστυνομικής προανάκρισης κρίνονται ανέλεγκτα από το ανακριτικό όργανο που
επιλαμβάνεται της υποθέσεως.
Άμεσος κίνδυνος από την αναβολή υπάρχει, όταν οι αποδείξεις είναι νωπές
και υπόκεινται στη φθορά του χρόνου (π.χ. ίχνη, αποτυπώματα). Κίνδυνος υπάρχει
επίσης, όταν υπάρχει πιθανότητα να χαθεί ένα αποδεικτικό μέσο (π.χ. εξέταση
ουσιώδους μάρτυρα, ο οποίος είναι σοβαρά τραυματισμένος ή άρρωστος και υπάρχει
σοβαρή πιθανότητα να μην επιζήσει).
Η αστυνομική προανάκριση αποτελεί μέρος της ποινικής προδικασίας υπό
διαλυτική αίρεση. Όταν ολοκληρώσουν τις ανακριτικές πράξεις οι ανακριτικοί
υπάλληλοι, αποστέλλουν τη δικογραφία στον εισαγγελέα με ένα παραπεμπτικό
έγγραφο, στο οποίο αναγράφονται οι αξιόποινες πράξεις, που κατά τη γνώμη τους
τελέστηκαν. Ο εισαγγελέας είτε θα ασκήσει και επίσημα κατά τη γνώμη τους
τελέστηκαν. Ο εισαγγελέας είτε θα ασκήσει και επίσημα την ποινική δίωξη
(παραγγέλοντας κύρια ανάκριση ή προανάκριση ή εκδίδοντας κλητήριο θέσπισμα) ή,
αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ΚΠΔ 43 θα τη θέσει στο αρχείο, γνωστοποιώντας
την απόφασή του στον εισαγγελέα εφετών.
Τα στοιχεία που συλλέγονται κατά την αστυνομική προανάκριση μπορούν να
αποτελέσουν (και αποτελούν) τμήμα της δικογραφίας. Το πρόσωπο όμως εις βάρος
του οποίου διενεργείται η αστυνομική προανάκριση έχει δικαιώματα
κατηγορούμενου, σύμφωνα με το ΚΠΔ 105, το οποίο προβλέπει ότι αφ’ ενός η

36
εξέτασή του γίνεται σύμφωνα με τα ΚΠΔ 273 και 274 (τα οποία αναφέρονται στον
κατηγορούμενο), αφ’ ετέρου ότι έχει τα δικαιώματα των 103 και 104, τα οποία
παραπέμπουν στα ΚΠΔ 100, 101 και 102. Τυχόν εξέταση του χωρίς να τηρηθούν οι
παραπάνω διατυπώσεις συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα με το ΚΠΔ 171§1 εδ. δ΄.
Αν εξεταστεί «ανωμοτί» σα μάρτυρας, και στη συνέχεια κινηθεί εις βάρος του
ποινική δίωξη, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (ΚΠΔ 171§1 δ΄), διότι θίγεται
υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου.
Αν στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης εξεταστεί ενόρκως πρόσωπο,
το οποίο στη συνέχεια αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφαρμόζεται η
διάταξη του ΚΠΔ 31§2 και η κατάθεση αυτή αφαιρείται από τη δικογραφία και
παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας.
7.15. Η ανακριτική διαδικασία ειδικότερα
7.15.1. Αρχές που διέπουν την ανάκριση
7.15.1.α. Αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού (ΚΠΔ 239)
Τα ανακριτικά όργανα είναι υποχρεωμένα να ενεργούν αυτεπαγγέλτως για να
συγκεντρώσουν το αποδεικτικό υλικό, ακόμα και χωρίς κάποια πρωτοβουλία των
διαδίκων.
7.15.1.β. Αρχή της έγγραφης διαδικασίας (ΚΠΔ 241)
Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως. Μετά από κάθε ανακριτική πράξη
συντάσσεται υποχρεωτικά έκθεση.
7.15.1.γ. Αρχή της μυστικότητας
Η ανάκριση διεξάγεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα. Αυτό
σημαίνει ότι η δικογραφία παραμένει «κλειστή», ακόμη και για τον κατηγορούμενο,
έως ότου ο τελευταίος κληθεί σε απολογία, οπότε του ανακοινώνεται το περιεχόμενο
της ανάκρισης. Κλειστή είναι η δικογραφία και για τον πολιτικώς ενάγοντα, μέχρις
ότου κληθεί ο κατηγορούμενος και απολογηθεί, (ή εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εις
βάρος του), οπότε μπορεί και αυτός να πληροφορηθεί το περιεχόμενο της ανάκρισης
(έστω και αν ο κατηγορούμενος που κλήθηκε, δεν προσήλθε για να απολογηθεί).
Συνέπεια της μυστικότητας είναι ότι δεν επιτρέπεται η παρουσία
οποιουδήποτε τρίτου κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων30.
7.15.1.δ. Αρχή της αναλογικότητας
30
Ο Ανδρουλάκης εξειδικεύει την αρχή ως «αρχή της εσωτερικής δημοσιότητας αλλά εξωτερικής
μυστικότητας στην ανάκριση», Θεμελειώδεις έννοιες της ποινικής δίκης.
37
Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η ανακριτική δραστηριότητα θα πρέπει να είναι
ανάλογη με τη βαρύτητα του ανακρινόμενου εγκλήματος και ότι από τις
περισσότερες δυνατές ανακριτικές επιλογές, θα πρέπει να προτιμάται και εκείνη που
έχει το λιγότερο «κόστος» για τον πολίτη.
Ο κατηγορούμενος όμως και ο πολιτικώς ενάγων έχουν κατά κανόνα το
δικαίωμα να παρίστανται σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των
μαρτύρων και των κατηγορουμένων (ΚΠΔ 97).
7.15.2. Οι ανακριτικές πράξεις
7.15.2.α. Έρευνες (ΚΠΔ 253 επ.)
Πρόκειται για ενέργειες των ανακριτικών οργάνων για ανεύρεση πραγμάτων,
ιχνών, για της σύλληψη προσώπων ή για τη διαλεύκανση κάποιας αξιόποινης πράξης.
Διεξάγονται από όλα τα ανακριτικά όργανα με σκοπό τη διαλεύκανση του
εγκλήματος.
7.15.2.β. Γενικές προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας
1. Να διεξάγεται ανάκριση ή προανάκριση (έστω και αστυνομική
προανάκριση του ΚΠΔ 243§2) για κακούργημα ή πλημμέλημα. Στα πλαίσια
προκαταρκτικής εξέτασης δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή έρευνας, και αν γίνει
θίγει δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και προκαλεί απόλυτη
ακυρότητα κατά το ΚΠΔ 171§1 εδ. δ΄. Επειδή οι διατάξεις για τις έρευνες
θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στη δραστηριότητα των ανακριτικών
οργάνων, υποστηρίζεται ότι το ΚΠΔ 253 δεν εφαρμόζεται για την αστυνομική
προανάκριση (ΚΠΔ 243§2), όπου λόγω του επείγοντος και εξαιρετικού
χαρακτήρα της απαιτεί κάποια μεγαλύτερη «ελευθερία» των ανακριτικών
οργάνων.
2. Αναγκαιότητα και προσφορότητα της έρευνας: Για να είναι σύννομη η
έρευνα πρέπει να πληρούται ο όρος της προσφορότητας και της
αναγκαιότητας. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω ενέργεια πρέπει να είναι: (α)
πρόσφορη να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα (π.χ. σωματική έρευνα
υπόπτου για διακίνηση ναρκωτικών) και (β) να είναι η μόνη δυνατή για την
επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος ή να επιφέρει την ηπιότερη
προσβολή για το πρόσωπο που πρόκειται να την υποστεί.
7.15.2.γ. Η κατ’ οίκον έρευνα (ΚΠΔ 253 – 256)

38
Κατοικία είναι κάθε περίκλειστος χώρος, μη προσιτός σε οποιονδήποτε, όπου
κατοικεί ή διαμένει κάποιος προσωρινά ή μόνιμα ή όπου αναπτύσσει την
επαγγελματική του δραστηριότητα (π.χ. διαμέρισμα, μονοκατοικία, δωμάτιο
ξενοδοχείου, τροχόσπιτο σε κάμπινγκ, καμπίνα σε πλοίο κλπ.).
Οι χώροι των καταστημάτων, θεάτρων κινηματογράφων, όσο αυτά είναι
ανοιχτά στο κοινό δεν αποτελούν κατοικία. Όταν το κατάστημα είναι κλειστό,
πληροί τις προϋποθέσεις της κατοικίας.
Το αυτοκίνητο δεν θεωρείται κατοικία 31. Βεβαίως, αν το «αυτοκίνητο» έχει
τροποποιηθεί σε κατοικία και είναι τοποθετημένο σε χώρο μη ελεύθερα προσβάσιμο
και εκεί διαμένει κάποιος, τότε είναι κατοικία.
Για να γίνει νομίμως έρευνα σε κατοικία πρέπει να συμπράξουν δύο
ανακριτικοί υπάλληλοι, εκ των οποίων ό ένας πρέπει να είναι δικαστικός λειτουργός
(συγκεκριμένα, εισαγγελέας, ανακριτής, πταισματοδίκης ή ειρηνοδίκης). Η
δυνατότητα που προσφέρει το ΚΠΔ 255 για τη διενέργεία της από μη δικαστικός
ανακριτικό υπάλληλο (π.χ. αστυνομικό) με τη σύμπραξη του προέδρου της
κοινότητας, ως αντικειμενική στο άρθρο 9 του Συντάγματος, που απαιτεί τη
διενέργεια της κατ’ οίκον έρευνας από δικαστικό λειτουργό, δεν μπορεί να τύχει
εφαρμογής. Οι παραβάτες αυτής της διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση οικιακού
ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας (ΠΚ 241, 239).
Η μόνη περίπτωση που επιτρέπεται να μην παρίσταται δικαστικός λειτουργός
κατά την έρευνα είναι αυτή της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή πρωτοκόλλου
διοικητικής αποβολής, όταν έχει διαταχθεί η βίαιη αποβολή αυτού που κατοικεί σε
δημόσιο κτήριο.
Για τη διενέργεια έρευνας σε κατοικία πρέπει να συντρέχουν οι γενικές
προϋποθέσεις της έρευνας:
1. αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα,
2. αν κάποιος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να διαπράττει κακούργημα ή
πλημμέλημα,
3. αν στην κατοικία κατ’ επάγγελμα παίζονται τυχερά παιχνίδια ή γίνονται
ακόλαστες πράξεις, αν ο χώρος είναι προσιτός σε όλους τη νύχτα.
7.15.2.γ.i. Απαγορευμένη κατ’ οίκον έρευνα

31
Η έρευνα σε αυτοκινητα ρυθμίζεται και από το ΠΔ 141/1991.
39
Η κατ’ οίκον έρευνα δεν επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 49 του «Κώδικα
περί δικηγόρων» να γίνεται σε γραφείο δικηγόρου, όπως και η κατάσχεση εγγράφων
στα χέρια του δικηγόρου, εφόσον αυτός είναι συνήγορος ή πληρεξούσιος του
κατηγορουμένου. Ανάλογα ισχύουν και για ιατρεία, όπου για να παραβιάσει η έρευνα
το ιατρικό απόρρητο, απαιτείται εισαγγελική παραγγελία.
Για να πραγματοποιηθεί έρευνα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι είναι
συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο ή και σε τοπικά δίκτυα, απαιτείται εισαγγελική
παραγγελία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Επίσης δεν μπορεί να γίνει κατ’ οίκον έρευνα για να πραγματοποιηθεί η βίαιη
προσαγωγή μάρτυρα, ο οποίος αρνείται να εμφανιστεί στον ανακριτή 32.
Τέλος, κατά την κρατούσα γνώμη 33, όταν η ποινική δίωξη αρχίζει με την
αστυνομική προανάκριση, αυτό δεν μπορεί να γίνει με την κατ’ οίκον έρευνα ως την
πρώτη και επείγουσα ανακριτική πράξη, εκτός κι αν οι επείγουσες ανακριτικές
πράξεις διενεργούνται από δικαστικό λειτουργό.
7.15.2.δ. Σωματική έρευνα
Επειδή συνεπάγονται βαρύτατη επέμβαση στην προσωπικότητα του ατόμου,
πρέπει να γίνονται με φειδώ και με γνώμονα την αρχή της αναγκαιότητας.
Επιτρέπονται μόνο για σπουδαίο λόγο και όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη
ανάγκη. Αν αναζητείται ορισμένο πράγμα ή έγγραφο, εκείνος που διενεργεί την
έρευνα καλεί προηγουμένως τον κάτοχό του να το παραδώσει. Αυτό αν και
προβλέπεται ρητά μόνο για τη σωματική έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρέπει να
γίνεται πριν από κάθε έρευνα.
7.15.2.ε. Η εξέταση των μαρτύρων (ΚΠΔ 209 επ.)
Ικανός για μαρτυρία είναι οποιοσδήποτε (και ο ανήλικος).
Ο μάρτυρας κλητεύεται εγγράφως με κλήση που του επιδίδεται τουλάχιστον
24 ώρες πριν από την ημέρα για την οποία καλείται, αν πρόκειται να καταθέσει
προδικαστικά (ΚΠΔ 213§1) και 15 ημέρες πριν, αν πρόκειται να καταθέσει στο
ακροατήριο (ΚΠΔ 166).
Κατά το ΚΠΔ 213§2 ο μάρτυρας μπορεί να κληθεί στην προδικασία και
προφορικά σε κατεπείγουσες περιπτώσεις. Επομένως, η κλήση μπορεί να γίνει
τηλεφωνικά.
32
Ζησιάδης, ό.π. Β΄ σελ. 206.
33
Κονταξής, Ερμ ΚΠΔ, άρθρο 253.
40
Η κλήση για την εξέταση του μάρτυρα πρέπει να αναφέρει την ανακριτική (ή
δικαστική) αρχή στην οποία καλείται, να εκθέσει συνοπτικά την υπόθεση, για την
οποία θα καταθέσει και να αναγράφει τις συνέπειες για την περίπτωση που ο
μάρτυρας δεν προσέλθει για να καταθέσει.
Στην προδικασία μπορεί κάποιος να προσέλθει αυθόρμητα να καταθέσει ως
μάρτυρας (213§3).
7.15.2.ε.i. Καθήκοντα του μάρτυρα
1. Καθήκον προσέλευσης: Η μη εκπλήρωση του παραπάνω καθήκοντος
απειλείται με κυρώσεις, για λιπομαρτυρίας (ΚΠΔ 229) η για απείθεια (ΠΚ
169).
Αν κάποιος μάρτυρας αρνείται από απείθεια να προσέλθει για να καταθέσει,
μπορεί να εκδοθεί εις βάρος του ένταλμα βίαιης προσαγωγής.
Μάρτυρες που δεν μπορούν λόγω ασθενείας ή γηρατειών να εμφανιστούν στο
δικαστήριο για να καταθέσουν, μπορούν να εξεταστούν στο νοσοκομείο ή
στην οικία τους αντιστοίχως (ΚΠΔ 215§2). Επίσης δεν υποχρεούνται να
προσέλθουν για κατάθεση (αλλά καταθέτουν στην κατοικία τους) ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί, οι
αρχιερείς, οι πρεσβευτές κ.α. (ΚΠΔ 214 – 216).
2. Καθήκον όρκου: στην προδικασία οι μάρτυρες δίνουν τον όρκο του ΚΠΔ
218. Οι κληρικοί διαβεβαιώνουν στην ιεροσύνη τους. Οι μοναχοί, αν είναι και
κληρικοί δεν ορκίζονται. Διαφορετικά ορκίζονται και αυτοί.
Αν κάποιος αρνείται να ορκιστεί, τιμωρείται με πρόστιμο κατά το ΚΠΔ 299
και μπορεί να υπέχει επίσης ποινική ευθύνη με το ΠΚ 225§2.
Χωρίς όρκο εξετάζονται (ΚΠΔ 221):
 όσοι δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας τους,
 όσοι έχουν προφανώς εξασθενημένη διάνοια,
 όσοι στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα εξαιτίας ποινικής
καταδίκης,
 όσοι επιδιώκουν ως πολιτικώς ενάγοντες απαιτήσεις στο ποινικό
δικαστήριο και
 όσοι δικαιούνται αμοιβή από την καταμήνυση.

41
3. Καθήκον μαρτυρίας: ο μάρτυρας υποχρεούνται να καταθέτει, απαντώντας
στις ερωτήσεις που του τίθενται.
7.15.2.ε.ii. Δικαίωμα αρνήσεως μαρτυρίας34
1. Τέτοιο δικαίωμα έχουν ο σύζυγος και οι συγγενείς εξ αίματος του
κατηγορουμένου ως και το δεύτερο βαθμό (ΚΠΔ 222).
2. Ο μάρτυρας δεν υποχρεούται να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα
μπορούσε να προκύψει ενοχή του για αξιόποινη πράξη (ΚΠΔ 223§4).
3. Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας απαγορεύεται η μαρτυρία προσώπων
που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο (ΚΠΔ 212 κληρικοί,
δικηγόροι, γιατροί κ.α.). Η απαγόρευση αυτή δεν αίρεται, έστω και αν αυτός
που εμπιστεύτηκε το γεγονός απαλλάξει τον κληρικό, το γιατρό, το δικηγόρο
από την υποχρέωση τήρησής του. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η
ύπαρξη του απορρήτου σκοπεί στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης προς τα εν
λόγω λειτουργήματα.
Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας (σχετικής), δεν εξετάζονται ως
μάρτυρες στο ακροατήριο, όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά
καθήκοντα ή καθήκοντα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση και
υπογράφουν τις σχετικές εκθέσεις (ΚΠΔ 211).
4. Καθήκον αληθείας: ο μάρτυρας υποχρεούται να καταθέσει την αλήθεια. Σε
αντίθετη περίπτωση υπέχει ποινική ευθύνη για ψευδορκία (ΠΚ 224).
7.15.2.ε.iii. Τρόπος εξέτασης των μαρτύρων στην προδικασία
Αρχικά ο ανακρίνων ζητά από το μάρτυρα τα στοιχεία του, αν έχει κάποια
σχέση με το μηνυτή ή τον κατηγορούμενο και στη συνέχεια του ζητά να εκθέσει τα
γεγονότα καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έλαβε γνώση αυτών.
Ο μάρτυρας εκθέτει κατ’ αρχήν τα περιστατικά με το δικό του τρόπο και στη
συνέχεια γίνονται οι ερωτήσεις από τον ανακρίνοντα. Οι ερωτήσεις που
απευθύνονται στο μάρτυρα πρέπει να αφορούν σε πραγματικά περιστατικά και όχι σε
νομικές κρίσεις.

34
Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, ο
οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος μαθητή στις αρμόδιες
αρχές, και ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες,
μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο (άρθρο 23, ν.
3500/2006).
42
Απαγορεύονται οι παραπειστικές ερωτήσεις προς τους μάρτυρες. Οι
απαντήσεις όμως που τυχόν έδωσαν αυτοί στην παραπειστική ερώτηση λαμβάνονται
υπόψη.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ο μάρτυρας δεν υποχρεούται να καταθέσει
περιστατικά, από τα οποία μπορεί να προκύψει ποινική του ευθύνη (ΚΠΔ 223§4).
7.15.2.στ. Λιπομαρτυρία στην προδικασία
Αυτός που καλεί το μάρτυρα για κατάθεση μπορεί να εκδώσει εις βάρος του
ένταλμα βίαιης προσαγωγής, αν από απείθεια δεν προσέρχεται για να καταθέσει. Αν
μάλιστα πρόκειται για εισαγγελέα, ανακριτή, πταισματοδίκη ή ειρηνοδίκη μπορεί να
καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια σε πρόστιμο (0,59 –
5,90€) και στην πληρωμή των τελών (ΚΠΔ 229).
Η καταδίκη σε πρόστιμο για λιπομαρτυρία είναι ελεύθερα ανακλητή από το
όργανο που την επέβαλε, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας δεν απουσίαζε από απείθεια αλλά
λόγω κάποιου ανυπέρβλητου κωλύματος.

7.15.2.ζ. Η πραγματογνωμοσύνη (ΚΠΔ 183 επ.)


Ο πραγματογνώμονας μπορεί να οριστεί, ως το πρόσωπο εκείνο που καλείται
στην ποινική διαδικασία για να προσφέρει κάποιες ειδικές γνώσεις επιστήμης ή
τέχνης.
Διορίζεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή κάποιου
διαδίκου, αν κατά την κρίση αυτού που διενεργεί την ανάκριση (ή του δικαστηρίου),
απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΚΠΔ 183).
Υπάρχουν τέσσερα είδη πραγματογνωμοσύνης: η ιδρυματική, η δυαδική, ή
κατ’ αντιδικία και η ελεγχόμενη. Ο ΚΠΔ προβλέπει την ιδρυματική και επικουρικά τη
δυαδική πραγματογνωμοσύνη (ΚΠΔ 184§1).
Οι πραγματογνώμονες επιλέγονται από το σχετικό πίνακα που καταρτίζει το
συμβούλιο των πλημμελειοδικών μετά από πρόταση του εισαγγελέα
πλημμελειοδικών. Ο πίνακας, αφού εγκριθεί από συμβούλιο εφετών,
οριστικοποιείται, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και το
Δεκέμβριο κάθε χρόνου ανακοινώνεται από τον εισαγγελέα στους ανακριτικούς
υπαλλήλους της περιφερείας του. Ο πίνακας ισχύει για ένα χρόνο.

43
Τα ονόματα των πραγματογνωμόνων ανακοινώνονται στους διαδίκους, οι
οποίοι έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης (ΚΠΔ 192). Για την
εξαίρεση αποφασίζει αυτός που διόρισε τον πραγματογνώμονα. Αν όμως αυτός ήταν
ανακριτικός υπάλληλος, για την εξαίρεση αποφασίζει ο εισαγγελέας.
Ως προς τον αριθμό των πραγματογνωμόνων δεν υπάρχει κατ’ αρχήν
περιορισμός. Σε κάθε όμως στάδιο της προδικασίας, ο εισαγγελέας εφετών μπορεί, να
κρίνει ότι οι πραγματογνώμονες είναι πολλοί να διατάξει τον περιορισμό σε τρεις.
Ποιοι θα διατηρηθούν, το αποφασίζει αυτός που τους διόρισε (ΚΠΔ 184§2). Αφού
δώσουν τον προβλεπόμενο όρκο, ασχολούνται με το ζήτημα που τους έθεσαν, αλλά
αν το κρίνουν αναγκαίο με βάση τους κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης τους,
μπορούν να επεκταθούν και σε άλλα ζητήματα (ΚΠΔ 195).
Η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι έγγραφη και
αιτιολογημένη, και να περιέχει και αιτιολογημένη τη γνώμη της μειοψηφίας, αν
υπάρχει. Παραδίδεται στον ανακριτικό υπάλληλο που διόρισε τον πραγματογνώμονα.

7.15.2.η. Η προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη


Σύμφωνα με το ΚΠΔ 187, σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις, και ιδίως αν
δεν είναι δυνατό να οριστεί τακτικός πραγματογνώμονας αυτός που ενεργεί την
ανάκριση μπορεί να μην τηρήσει τη διάταξη ΚΠΔ 186 και να αναθέσει σε ένα ειδικό
να διενεργήσει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Αυτός ο πραγματογνώμονας
προβαίνει σε μία πρώτη εκτίμηση, διατήρηση και συντήρηση του αντικειμένου της
πραγματογνωμοσύνης, μέχρι να διοριστεί οριστικός πραγματογνώμονας.
Η διάταξη εφαρμόζεται και στην προανάκριση. Άρα μπορεί και ο ανακριτικός
υπάλληλος να διατάξει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη.
Το αν υπάρχει αυτή η απόλυτη ανάγκη και ο χαρακτήρας του επείγοντος είναι
στην κρίση αυτού που διεξάγει την ανάκριση ή την προανάκριση.
7.15.2.θ.i. Ο τεχνικός σύμβουλος
Όταν γίνεται ανάκριση για κακούργημα και διορίζεται πραγματογνώμονας, οι
διάδικοι μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες τεχνικό σύμβουλο (ΚΠΔ 204
επ.). Ο τεχνικός σύμβουλος επιλέγεται από εκείνους που έχουν την ικανότητα να
διοριστούν κατά το νόμο ως πραγματογνώμονες.

44
Ο τεχνικός σύμβουλος έχει δικαίωμα να παρευρίσκεται κατά τις εργασίες των
πραγματογνωμόνων, να λαμβάνει υπόψη του τα έγγραφα που έχουν υπόψη τους οι
πραγματογνώμονες και να παίρνει αντίγραφα της έκθεσης των πραγματογνωμόνων.
Ο τεχνικός σύμβουλος δεν ορκίζεται και παραδίδει εγγράφως τις
παρατηρήσεις του για την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε.
7.15.2.θ. Η αυτοψία
Αυτοψία αποτελεί η εκτίμηση ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης με τις
αισθήσεις κάποιου ή με τη χρήση τεχνικών ή επιστημονικών μεθόδων.
Αυτοψία αποτελούν οι απεικονίσεις, τα πειράματα, ο έλεγχος των δακτυλικών
αποτυπωμάτων, τα ιχνογραφήματα, η αναπαραγωγή μιας ταινίας, η αναπαράσταση
του εγκλήματος κλπ.
7.15.2.ι. Η ανάλυση του D.N.A.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 200Α, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι κάποιο
πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή έγκλημα κατά της γενετήσιας
ελευθερίας ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (ΠΚ
187), το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του D.N.A. για τη
διαπίστωση του προσώπου του δράστη. Την ανάλυση αυτή δικαιούται να τη ζητήσει
και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, για να αποδείξει την αθωότητά του.
Αν η ανάλυση αποβεί θετική για τον κατηγορούμενο, του κοινοποιείται το
πόρισμα και αυτός έχει δικαίωμα να ζητήσει επανεξέταση, διορίζοντας ταυτόχρονα
και τεχνικό σύμβουλο. Την επανεξέταση μπορεί να τη ζητήσει σε κάθε περίπτωση και
ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής.
Αν το πόρισμα είναι αρνητικό, τόσο το γενετικό υλικό, όσο και τα γενετικά
αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως. Αν όμως είναι θετικό, καταστρέφεται αμέσως
το γενετικό υλικό αλλά τα αποτυπώματα διατηρούνται στη δικογραφία.
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει ασκώντας το
δικαίωμα της σιωπής (ΚΠΔ 273§2 εδ. β΄). Επίσης μπορεί να απολογηθεί εγγράφως
εγχειρίζοντας στον ανακρίνοντα απολογητικό υπόμνημα.
Μόλις ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στον ανακριτή ή τον ανακριτικό
υπάλληλο, για να απολογηθεί, δηλώνει τη διεύθυνση της κατοικίας του. Από το
σημείο αυτό και μετά αυτός έχει τα βάρος να ενημερώσει τις αρχές για κάθε

45
μεταγενέστερη αλλαγή της κατοικίας και ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αγνώστου
διαμονής».
Ο κατηγορούμενος καλείται στην ανάκριση για να απολογηθεί με κλήση.
Η κλήση πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρει την πράξη για την οποία
διεξάγεται η ανάκριση, να έχει τη σφραγίδα και την υπογραφή του ανακριτή και του
γραμματέα. Η κλήση πρέπει να επιδίδεται στον κατηγορούμενο τουλάχιστον 24 ώρες
πριν από την ημέρα που ορίζεται για εμφάνισή του (ΚΠΔ 271).
Στην κύρια ανάκριση, παρόλο που κλήθηκε, αν ο κατηγορούμενος δεν
εμφανίζεται από απείθεια, και ο ανακριτής εκτιμά ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις
ενοχής εις βάρος του, η κύρια ανάκριση περατώνεται με την έκδοση από τον
ανακριτή εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής του. Αν βέβαια ο
κατηγορούμενος δεν εμφανίζεται για άλλο λόγο (για παράδειγμα, αν του προέκυψε
ένα ανυπέρβλητο κώλυμα, το οποίο γνωστοποιεί με κάποιο τρόπο 35 στον ανακριτή), ο
ανακριτής δεν εκδίδει ένταλμα αλλά νέα κλήση και καλεί τον κατηγορούμενο για
απολογία σε άλλη ημέρα.
Αν πάλι ο κατηγορούμενος δεν προσέρχεται για να απολογηθεί, παρά τη
νόμιμη κλήση του, και δεν προκύπτουν ενδείξεις εις βάρος του, ο ανακριτής μπορεί
να θεωρήσει την ανάκριση τελειωμένη ακόμα και χωρίς την απολογία του
κατηγορουμένου36.
7.15.2.ια. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις της εκδόσεως εντάλματος σύλληψης από τον
ανακριτή
Οι προϋποθέσεις προκύπτουν από το συνδυασμό των άρθρων ΚΠΔ 270, 276,
282 και 283.
 Να διενεργείται κύρια ανάκριση για κακούργημα ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις
για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας κατά συρροή37.
 Να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου.
 Να υπάρχει απλή (όχι κατ’ ανάγκη σύμφωνη – εξ αντιδιαστολής από το ΚΠΔ
283, το οποίο απαιτεί σύμφωνη) γνώμη του εισαγγελέα.

35
Μέσω κάποιου συγγενούς του, του συνηγόρου του και τηλεφωνικώς.
36
Όπως θα γίνει στην πορεία, στην περίπτωση αυτή η υπόθεση θα εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο
με πρόταση για έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος, δεδομένου, ότι όπως φαίνεται ο κατηγορούμενος
είναι αθώος.
37
Ν. 3346/2005
46
 Ο κατηγορούμενος να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει
προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το
παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή να κρίθηκε ένοχος για απόδραση
κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή
των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα
ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από
προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να
διαπράξει και άλλα εγκλήματα38. Αν το έγκλημα προβλέπει ισόβια κάθειρξη ή
πρόσκαιρη με ανώτατο όριο τα 20 έτη, μπορεί να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης
και χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, μόνο με βάση τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης πράξης.
Αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει
απ’ ευθείας ένταλμα σύλληψης, χωρίς προηγούμενη κλήση (ΚΠΔ 271§1).
Ακόμη όμως και αν συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο ανακριτής
μπορεί να καλέσει τον κατηγορούμενο να απολογηθεί με κλήση και δεν υποχρεούται
να εκδώσει ένταλμα σύλληψης39.
Σε κάθε περίπτωση που δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης (π.χ.
πρόκειται για πλημμέλημα ή ο κατηγορούμενος δεν είναι φυγόδικος, επικίνδυνος
κλπ.), ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα βίαιης προσαγωγής.

ακολουθεί διάγραμμα
7.15.2.ιβ. Σύλληψη του κατηγορουμένου
Μετά τη σύλληψή του ο κατηγορούμενος προσάγεται στον αρμόδιο
εισαγγελέα (εντός 24 ωρών ή εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου). Ο εισαγγελέας,
αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή ή πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα
παραπέμπει το συλληφθέντα στον ανακριτή, για να απολογηθεί.
Αν πρόκειται για πλημμέλημα είτε εισάγει τον κατηγορούμενο με κλητήριο
θέσπισμα στο ακροατήριο με την τακτική την αυτόφωρη διαδικασία είτε παραπέμπει
τον συλληφθέντα στον ανακριτή, αν κρίνει ότι πρέπει η αστυνομική προανάκριση που
προηγήθηκε να συμπληρωθεί με κύρια ανάκριση. Φυσικά μπορεί να απολύσει το

38
Ν. 3811/2009
39
Υποστηρίζεται όμως στη θεωρία (Ανδρουλάκης, ό.π.), ότι ειδικά, αν ο κατηγορούμενος είναι
ύποπτος φυγής, ο ανακριτής υποχρεούται να εκδώσει απ’ ευθείας ένταλμα σύλληψης και όχι κλήση,
για τον απλούστατο λόγο, ότι αν του επιδώσει κλήση ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό να φύγει.
47
συλληφθέντα αν κρίνει ότι η αστυνομική προανάκριση διενεργήθηκε παράνομα ή αν
απορρίψει την έγκληση ή αρχειοθέτηση τη μήνυση που προηγήθηκε.
Στα πταίσματα, ο συλληφθείς είτε οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα, όπου
λαμβάνονται τα στοιχεία της ταυτότητάς του, για να οριστεί δικάσιμος και αφήνεται
ελεύθερος είτε οδηγείται στο δημόσιο κατήγορο, ο οποίος τον παραπέμπει αμέσως
στο αυτόφωρο πταισματοδικείο, αν υπάρχει και συνεδριάζει τη συγκεκριμένη στιγμή
στο συγκεκριμένο τόπο.

7.15.2.ιγ. Ποια τύχη του κατηγορουμένου μετά την απολογία του;


Από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος εμφανίζεται ενώπιον του ανακριτή (είτε
συμμορφούμενος στην κλήση που έλαβε είτε βιαίως προσαχθείς ή αφού εκτελέστηκε
ένταλμα σύλληψης) και απολογείται κρίνεται η τύχη του για το χρονικό διάστημα
μέχρι την έκδοση κάποιου βουλεύματος ή κάποιας απόφασης.
Τρεις είναι οι επιλογές που υπάρχουν: να κρατηθεί προσωρινά, να αφεθεί
ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και να αφεθεί ελεύθερος χωρίς όρους (πάντα με
τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα).

7.15.2.ιδ. Η προσωρινή κράτηση


Ο θεσμός της προσωρινής κράτησης έχει αντικαταστήσει τον παλαιότερο
θεσμό της προφυλάκισης. Με το νέο καθεστώς η προσωρινή κράτηση δεν θεωρείται
προκαταβολής ποινής.
Σκοπός της προσωρινής κράτησης είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του
κατηγορουμένου στη συνέχεια της διαδικασίας, η αποτροπή της τέλεσης άλλων
εγκλημάτων (από τον ίδιο και όχι από άλλους εις βάρος του, π.χ. για λόγους
αντεκδίκησης) και η εξουδετέρωση του κινδύνου που ενσαρκώνει ο ίδιος ο
κατηγορούμενος, όταν κρίνεται ως ιδιαίτερα επικίνδυνος.
7.15.2.ιε. Προϋποθέσεις προσωρινής κράτησης (ΚΠΔ 282)
 Να διενεργείται κύρια ανάκριση για κακούργημα ή για το πλημμέλημα της
ανθρωποκτονίας εξ αμελείας κατά συρροή σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ν.
3346/2005).
 Να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου.

48
 Να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα.
 Ο κατηγορούμενος να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει
προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του η κατά το
παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή να κρίθηκε ένοχος για απόδραση
κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή
των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα
ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από
προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να
διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Αν το έγκλημα προβλέπει ισόβια κάθειρξη ή
πρόσκαιρη με ανώτατο όριο τα 20 έτη, ή εάν τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή
στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος
αριθμός παθόντων από αυτό, μπορεί να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και χωρίς
τις παραπάνω προϋποθέσεις, μόνο με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της
συγκεκριμένης πράξης.
 Ειδική αιτιολογία περί της αναγκαιότητας της επιβολής προσωρινής κράτησης
(ΚΠΔ 139).
 Αν ο κατηγορούμενος είναι έφηβος, μπορεί να διαταχθεί προσωρινή κράτηση,
μόνο αν εκτός των παραπάνω προϋποθέσεων, το έγκλημα τιμωρείται με ποινή
κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών (ΚΠΔ§5).
Τόσο για την προσωρινή κράτηση όσο και για την απόλυση του
κατηγορουμένου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Ο ανακριτής δηλαδή,
όπως δεν μπορεί να κρατήσει προσωρινά τον κατηγορούμενο χωρίς συμφωνία του
εισαγγελέα, έτσι δεν μπορεί και να τον αφήσει ελεύθερο.
Η γνώμη του εισαγγελέα σημειώνεται επί της εκθέσεως απολογίας του
κατηγορουμένου, στο εξώφυλλο της οποίας υπάρχει ειδικός προς τούτο χώρος στο
αριστερό της μέρος. Για να διατυπώσει γνώμη ο εισαγγελέας, πρέπει πρώτα να
ακούσει τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του.
Αν υπάρχει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα για την έκδοση του εντάλματος
προσωρινής κράτησης, αυτή επιλύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Το
συμβούλιο συνεδριάζει υποχρεωτικά εντός 24 ωρών, και μέχρι να εκδοθεί το
βούλευμά του, ο κατηγορούμενος κρατείται με ένταλμα σύλληψης που εκδίδει

49
υποχρεωτικά ο ανακριτής. Το εν λόγω ένταλμα ισχύει μόνο μέχρι να αποφανθεί το
συμβούλιο (ΚΠΔ 283).
Το Σύνταγμα θέτει τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης ως εξής: 12
μήνες για κακούργημα και 6 μήνες για πλημμέλημα 40, που μπορεί να επεκταθούν σε
18 και 19 μήνες αντίστοιχα με απόφαση του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου.
Για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας κατά συρροή, το ανώτατο
όριο ορίζεται στους 6 μήνες με δυνατότητα παράτασης για άλλους 3 μήνες.
Με το Ν. 3727/2008 και το Ν. 4055/2012, τροποποιήθηκε το 287 ΚΠΔ και με
τη νέα του μορφή, δεν επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση να διαρκέσει παραπάνω
από 12 μήνες, παρά μόνο για εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και για εγκλήματα που
απειλούν ποινή ισόβιας κάθειρξης ή κάθειρξης με ανώτατο όριο τα 20 έτη.
Ο χρόνος της προσωρινής κράτησης αρχίζει από τότε που ο κατηγορούμενος
οδηγείται και παραδίδεται στις φυλακές των υποδίκων και συντάσσεται η σχετική
έκθεση. Αν όμως ο προσωρινά κρατούμενος κρατήθηκε πριν από αυτή την ημέρα είτε
γιατί συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα σύλληψης, η προσωρινή κράτηση
θεωρείται ότι αρχίζει από την ημέρα από την οποία κρατήθηκε, η οποία αναφέρεται
στο ένταλμα προσωρινής κράτησης41.
Σε περίπτωση κατ’ ιδέαν συρροή εγκλημάτων ή κατ’ εξακολούθηση
εγκλήματος, το όριο της προσωρινής κράτησης υπολογίζεται από τότε που για πρώτη
φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος για ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα (ΚΠΔ
288§1). Από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση οριστικής
απόφασης δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου
κατηγορουμένου για άλλη πράξη για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας,
ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία, ταυτόχρονα με
την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή
κράτηση ή μέσα σε εύλογο διάστημα από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί
νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική δίωξη γι’ αυτήν δεν μπορούσε
να ασκηθεί παρά μόνο στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του
χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή την τυχόν

40
Βέβαια, η προσωρινή κράτηση για πλημμελήματα έχει πια καταργηθεί (ΚΠΔ 282§3), εκτός από το
πλημμέλημα του ΚΠ 302 κατά συρροή (Ν. 3346/2005). Άλλη μια περίπτωση επιβολής προσωρινής
κράτησης για πλημμέλημα: όταν ο κατηγορούμενος παραβιάσει τους περιοριστικούς όρους και αυτοί
αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση.
41
Καρράς, ό.π. σελ. 521.
50
απόλυση του κρατουμένου. Στην περίπτωση αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δεν
μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται.
Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί σε ανήλικο, μόνο αν έχει
συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και εφόσον η πράξη για την οποία
κατηγορείται απειλείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Στην περίπτωση αυτή η
προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες και μπορεί να
παρατείνεται μόνο για τρεις μήνες από τα δικαστήριο, στην περίπτωση του δεύτερου
εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 291. Η παραβίαση των περιοριστικών όρων
που έχουν επιβληθεί στον ανήλικο δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε
προσωρινή κράτηση. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε
προσωρινή κράτηση του ανηλίκου.

7.15.2.ιστ. Οι περιοριστικοί όροι


Οι περιοριστικοί όροι επιβάλλονται από τον ανακριτή με σύμφωνη γνώμη του
εισαγγελέα, όταν κρίνεται ότι μέσω αυτών μπορεί να επιτευχθεί η παρουσία του
κατηγορουμένου στην ανάκριση και αργότερα στη δίκη και στην τυχόν εκτέλεση της
απόφασης (ΚΠΔ 296). Η κρίση για την επάρκεια των περιοριστικών όρων πρέπει να
προηγείται της επιβολής προσωρινής κράτησης. Αυτό σημαίνει ότι η προσωρινή
κράτηση πρέπει να επιβάλλεται μόνο αν ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω των
περιοριστικών ορών.
Κυριότεροι περιοριστικοί όροι είναι (ΚΠΔ 282§2) η παροχή εγγύησης, η
υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή
σε άλλη αρχή (π.χ. στο αστυνομικό τμήμα), η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να
διαμένει σε κάποιο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται με
ορισμένα πρόσωπα κλπ.
Με το ν. 3500/2006, σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος
ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν από συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται
απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να
επιβληθεί στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο
παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό
συμβούλιο και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, ο περιοριστικός όρος της

51
απομάκρυνσής του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση
να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών
συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των και ξενώνες φιλοξενίας. Η ισχύς του παραπάνω
περιοριστικού όρου παύει αυτοδικαίως μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως ή της
διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση λόγω ποινικής
διαμεσολάβησης.
Αναφορικά με την επιβολή περιοριστικών όρων σε ανηλίκους, διατυπώνονται
δύο απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη42, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων
της προσωρινής κράτησης, δηλαδή έγκλημα που να απειλεί ποινή με ελάχιστο όριο τα
10 χρόνια και να έχει ο δράστης συμπληρώσει τα 15 έτη. Κατ’ άλλη άποψη 43 (μάλλον
κρατούσα), οι αυστηρές προϋποθέσεις της προσωρινής κράτησης δεν ισχύουν για
τους περιοριστικούς όρους, για τους οποίους ισχύουν οι προϋποθέσεις του ΚΠΔ
282§1.
7.15.2.ιζ. Ειδικότερα η εγγύηση (ΚΠΔ 297 επ.)
Πρόκειται για έναν από τους συνηθέστερα επιβαλλόμενους περιοριστικούς
όρους. Το ύψος της εγγύησης, το είδος και το αξιόχρεό της ορίζονται με ελεύθερη
κρίση αυτού που την επιβάλλει, αφού ληφθεί υπόψη η βαρύτητα της πράξης και η
οικονομική και ηθική κατάσταση του κατηγορουμένου.
Η εγγύηση καταβάλλεται είτε με χρήματα, είτε με ενέχυρο, υποθήκη, με
εγγυητική επιστολή τράπεζας από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από τρίτο.
Η εγγύηση καταπίπτει (χάνεται δηλαδή για τον κατηγορούμενο), αν ο
κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, παρότι κλητεύθηκε νόμιμα. Τότε η εγγύηση ανήκει
αυτοδικαίως στο Δημόσιο, αφού αφαιρεθεί το ποσό που τυχόν έχει επιδικαστεί
(αμετακλήτως) στον πολιτικώς ενάγοντα. Αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι το
κατηγορούμενος θα καταδικαστεί, γιατί αν αθωωθεί, έστω και αν δεν εμφανίστηκε, η
εγγύηση θα του επιστραφεί. Φυσικά στην περίπτωση που εμφανιστεί, η εγγύηση
επιστρέφεται είτε αθωωθεί είτε καταδικαστεί.
Για την τύχη της εγγύησης αποφαίνεται το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ή το
δικαστικός συμβούλιο. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών
επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο ή τον τρίτο που κατέβαλε την εγγύηση.
7.15.2.ιστ. Άρση ή αντικατάσταση περιοριστικών όρων
42
Παπαδαμάκης, ό.π. 218.
43
Κονταξής, ό.π. σελ. 1825 αλλά και Καρράς.
52
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 285 ο κατηγορούμενος μπορεί μέσα σε πέντε ημέρες 44
να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών κατά της διάταξης του ανακριτή
που του θέτει περιοριστικούς όρους. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα, ο
οποίος την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται
αμετάκλητα. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.
Κατά το ΚΠΔ 286 ο ανακριτής μπορεί αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του
εισαγγελέα να άρει τους περιοριστικούς όρους.
Επίσης, αυτός εις βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι
μπορεί να υποβάλει αίτηση (ΚΠΔ 286§2) στον ανακριτή για άρση ή αντικατάσταση
των όρων αυτών. Η εξουσία του ανακριτή να άρει ή να αντικαταστήσει τους
περιοριστικούς όρους υπάρχει μέχρι να διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα –
όχι αργότερα. Κατά της απόρριψης της αιτήσεως μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Οι περιοριστικοί όροι μπορούν να αντικατασταθούν από τον ανακριτή και με
προσωρινή κράτηση στις εξής περιπτώσεις (ΚΠΔ 298 σε συνδ. Με 282§4):
1. αν, μολονότι προσκλήθηκε νόμιμα ο κατηγορούμενος, δεν εμφανίζεται στον
ανακριτή ή στο δικαστήριο για να δικαστεί,
2. αν φεύγει ή εκδηλώνει διάθεση φυγής,
3. αν παραβιάζει τους όρους που του επιβλήθηκαν ή δε δηλώνει τη μεταβολή της
κατοικίας του και
4. αν προκύψουν εις βάρος του σοβαρές υπόνοιες για άλλο κακούργημα, για το
οποίο επιτρέπεται προσωρινή κράτηση. Στην περίπτωση αυτή, εκτός από το
ένταλμα προσωρινής κράτησης, ο ανακριτής εκδίδει και ένταλμα σύλληψης.
7.15.2.ιζ. Η αντίδραση του κατηγορουμένου κατά της προσωρινής του κρατήσεως
Ο κατηγορούμενος μπορεί κατ’ αρχήν σύμφωνα με το ΚΠΔ 285 εντός πέντε
ημερών από την προσωρινή του κράτηση να προσφύγει στο συμβούλιο των
πλημμελειοδικών. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική δύναμη και προϋπόθεση του
παραδεκτού της είναι να κρατείται ο κατηγορούμενος. Η προσφυγή διαβιβάζεται
στον εισαγγελέα, ο οποίος την εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο, το οποίο
αποφαίνεται αμετάκλητα.

44
Κατ’ ανάλογη εφαρμογή του ΚΠΔ 285§1 εδ. β΄. Η προθεσμία αρχίζει κατά την κρατούσα γνώμη από
την επίδοση στον κατηγορούμενο της διάταξης.
53
Η προσφυγή είναι απαράδεκτη, αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης
εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο επέλυσε
διαφωνία με περιοριστικούς όρους.
Κατά το ΚΠΔ 286, αυτός που κρατείται προσωρινά μπορεί να ζητήσει με
αίτησή του από τον ανακριτή την άρση της προσωρινής κράτησης ή την
αντικατάσταση της με περιοριστικούς όρους, εντός πέντε ημερών από την επίδοση
της διάταξης του ανακριτή. Αν απορριφθεί η αίτηση, μπορεί να υποβληθεί νέα χωρίς
να απαιτείται να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα από την απόρριψη της
πρώτης. Εξαίρεση θέτει ο νόμος για τα ναρκωτικά (ν. 1729/1987), σύμφωνα με τον
οποίο, δεν επιτρέπεται αίτηση του κατηγορουμένου για άρση ή αντικατάσταση της
προσωρινής κράτησης, πριν παρέλθει δίμηνο από την έναρξή της. Επίσης, σε
περίπτωση απόρριψης αυτής της αίτησης, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα, αν δεν
παρέλθει διάστημα ενός μηνός.
7.16. Οι διάδικοι στην ποινική προδικασία
7.16.1. Ο κατηγορούμενος
Για να αντιληφθούμε, πως αποκτά την ιδιότητά του ο κατηγορούμενος κατά
τη προδικασία ως αφετηρία θα χρησιμοποιήσουμε το ΚΠΔ 72. Σύμφωνα με αυτό το
άρθρο, την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά αυτός εις βάρος του οποίου ο
εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε
στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. (Πριν την ισχύ του ν.
3346/2005 κατά το ΚΠΔ 72 κατηγορούμενος ήταν και εκείνος που αναφερόταν στη
μήνυση, την έγκληση, την αίτηση ή την έκθεση για αξιόποινη πράξη).
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι κάποιος μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα
του κατηγορουμένου σε δύο φάσεις: με την άσκηση της ποινικής δίωξης και μετά την
ποινική δίωξη.
1. Με την άσκηση της ποινικής δίωξης: Μόλις ο εισαγγελέας ασκήσει τη δίωξη
εις βάρος κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, αυτό το πρόσωπο αποκτά την
ιδιότητα και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για όλη την πορεία της
ανακρίσεως ή της προανακρίσεως. Εδώ πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση
της αστυνομικής προανάκρισης (ΚΠΔ 243§2), με την οποία, το πρόσωπο εις
βάρος του οποίου διενεργείται έχει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (ΚΠΔ
105).

54
2. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης: αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η δίωξη
ασκείται κατ’ αγνώστων και το πρόσωπο του κατηγορουμένου εξειδικεύεται
κατά την ανακριτική διαδικασία. Από το σημείο αυτό και μετά, αυτό το
πρόσωπο φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου.
Επίσης, όταν η δίωξη έχει ασκηθεί κατά συγκεκριμένου προσώπου από την
αρχή, αλλά κρίνει ο ανακριτής ότι πρέπει να επεκταθεί και σε άλλο πρόσωπο, που
συμμετείχε στην ίδια πράξη (ΚΠΔ 25045). Από τότε, αυτό το πρόσωπο γίνεται
κατηγορούμενος.
7.16.1.α. Διάρκεια της ιδιότητος του κατηγορουμένου
Η ιδιότητα του κατηγορουμένου διατηρείται μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη
απόφαση (απαλλακτική ή καταδικαστική) ή αμετάκλητο βούλευμα απαλλακτικό, που
παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή που κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Η
ιδιότητα του κατηγορουμένου μπορεί να χαθεί και χωρίς δικαστικής απόφαση ή
βούλευμα, στην περίπτωση της αρχειοθέτησης της αστυνομικής προανάκρισης του
ΚΠΔ 243§2.
Κάποιος που έχασε την ιδιότητα του κατηγορουμένου μπορεί να την
ανακτήσει: π.χ. ΚΠΔ 81§2, 525, 526.
7.16.2. Ο πολιτικώς ενάγων
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 63, η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την
αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους
δικαιούμενους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα.
7.16.2.α. Ποιοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν την πολιτική αγωγή
Ως πολιτικώς ενάγοντες νομιμοποιούνται να παρασταθούν οι παθόντες και οι
αμέσως ζημιωθέντες.
Παθών θεωρείται αυτός, του οποίου το έννομο αγαθό θίγεται από το έγκλημα.
Για παράδειγμα στην κλοπή, ο ιδιοκτήτης του κινητού πράγματος που εκλάπη είναι ο
παθών, στην απάτη αυτός του οποίου η περιουσία ζημιώθηκε, στη σωματική βλάβη
αυτός του οποίου η υγεία προσβλήθηκε κ.ο.κ.

45
Αρχή της in rem και όχι in personam δίωξης. Ο ανακριτής δεν μπορεί να επεκτείνει τη δίωξη και σε
άλλη πράξη έστω κι αν είναι συναφής μ’ αυτή για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Μπορεί όμως να
την επεκτείνει και σε όσους άλλους συμμετείχαν στην ίδια πράξη.
55
Αμέσως ζημιωθείς είναι αυτός που χωρίς είναι παθών, υφίσταται άμεσες
συνέπειες από το έγκλημα.
Παραδείγματα:
 στην κλοπή, αν άλλος είναι ο κύριος και άλλος ο κάτοχος του αντικειμένου (π.χ.
σε περίπτωση χρησιδανείου), ο κάτοχος είναι ο άμεσα ζημιωθείς, στη φθορά
ξένης περιουσίας ο ιδιοκτήτης είναι ο παθών, ο κάτοχος (π.χ. μισθωτής
ακινήτου) είναι ο άμεσα ζημιωθείς,
 στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης ο καταμηνυθείς είναι ο άμεσα ζημιωθείς
(δεν είναι παθών διότι δεν είναι φορέας του εννόμου αγαθού, δηλαδή της ορθής
απονομής της δικαιοσύνης),
 αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή στο έγκλημα της
πλαστογραφίας (δεν είναι παθών, γιατί το έννομο αγαθό, που είναι η πίστη στα
έγγραφα δεν είναι προσωπικό του έννομο αγαθό) κλπ.
Ως εμμέσως μόνο ζημιωθέντες που δεν μπορούν να παρασταθούν ως
πολιτικώς ενάγοντες πρέπει να θεωρηθούν τα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη ενός
νομικού προσώπου. Το νομικό πρόσωπο μπορεί να μπορεί να είναι παθόν από το
έγκλημα. Μπορεί να υφίσταται ακόμη και ηθική βλάβη, όταν το έγκλημα θίγει τη
φήμη του, τις εργασίες του και την πελατεία του. Η δήλωση όμως πρέπει να γίνει από
πρόσωπο που είναι ειδικά γι’ αυτό εξουσιοδοτημένο και για λογαριασμό του νομικού
προσώπου.
Δεν νομιμοποιούνται επίσης οι δανειστές, οι ασφαλιστικές εταιρείες ή οι
κληρονόμοι του παθόντος. Οι τελευταίοι μπορούν να ασκήσουν την πολιτική αγωγή
για ψυχική οδύνη σε περίπτωση θανάτου. Επίσης μπορούν να υπεισέλθουν στη θέση
του πολιτικώς ενάγοντος, αν ο παθών είχε δηλώσει νόμιμα παράσταση πολιτικής
αγωγής στην προδικασία πριν το θάνατό του.
Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον σε δίκες σχετικές με
φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις, για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο.
Σε δίκες χρεωκοπίας ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται ο σύνδικος
της πτώχευσης.
Σε περίπτωση που παθούσα είναι Ανώνυμη Εταιρεία, αυτή εκπροσωπείται από
το Δ.Σ. συλλογικώς. Επιτρέπεται όμως να μεταβιβάσει το δικαίωμα εκπροσώπησης
σε μέλη της ή και τρίτα πρόσωπα, αν αυτό προβλέπεται στο καταστατικό της. Στην
56
περίπτωση αυτή απαιτείται πρακτικό Δ.Σ. που εξουσιοδοτεί το τρίτο πρόσωπο, με
βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. που υπογράφουν.
Αν η παθούσα είναι ομόρρυθμη εταιρεία, μόνο το νομικό πρόσωπο δικαιούται
να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι. Αυτό ισχύει και
όταν ο δράστης είναι τρίτος και όταν είναι μέλος της ή ο διαχειριστής.
Αν παθούσα είναι Ε.Π.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 3190/55, μόνο αυτή
μπορεί να δηλώσει πολιτική αγωγή και όχι οι εταίροι, ακόμη και αν η αγωγή
στρέφεται κατά του διαχειριστή. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 26§2 του παραπάνω
νόμου, μπορούν οι εταίροι να ασκήσουν την πολιτική αγωγή για λογαριασμό της
εταιρείας, αν η συνέλευση των εταίρων απέρριψε πρόταση για άσκηση της πολιτικής
αγωγής. Αυτά ισχύουν ακόμη και αν η Ε.Π.Ε. τελεί υπό εκκαθάριση, γιατί διατηρεί τη
νομική της προσωπικότητα46.
Τα επαγγελματικά σωματεία των εργαζομένων και των εργοδοτών, μπορούν
να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντα, μόνο όταν δικάζονται αξιόποινες πράξεις που
παραβιάζουν τη λειτουργία τους ή πράξεις που θίγουν τα δικαιώματα ή τα
συμφέροντά τους και όχι όταν παραβιάζονται διατάξεις που θίγουν τα μέλη τους ή
διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας47.
Όταν από διάταξη νόμου, η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή
την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται σε τρίτο
αστικώς υπεύθυνο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δράστης είναι δημόσιος
υπάλληλος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο παθών ή ο ζημιωθείς
παρίστανται μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας.
Υπάρχουν και εγκλήματα, στα οποία δεν επιτρέπεται παράσταση πολιτικής
αγωγής, διότι κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παθών ή αμέσως ζημιωθείς. Τέτοια
είναι η κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος, η λαθρεμπορία, οι προσβολές του
θρησκεύματος κλπ.
Η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτή του
μηνυτή ή του εγκαλούντος (μπορεί όμως και να ταυτίζεται). Δεν είναι απαραίτητο να

46
Άρθρο 46 του Ν. 3150/1955, ΑΚ 72 και 777
47
Αυτό προκύπτει από το ΚΠολΔ 669, το οποίο αναφέρεται στη νομιμοποίηση των αναγνωρισμένων
σωματείων σε παρέμβαση σε δίκες εργατικών διαφορών.
Επίσης, ο ν. 1264/1982, προβλέπει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, για την επίτευξη των σκοπών
τους δικαιούνται να εγκαλούν στις αρχές τις παραβάσεις της εργατικής ή ασφαλιστικής νομοθεσίας,
που αφορούν στις ίδιες ή τα μέλη τους. (βλ. και ΑΠ 551/2004 Τμ.Ε΄)
57
έχει κάποιος μηνύσει την πράξη για αν παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων. Μπορεί η
δίωξη να ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως ή και μετά από μήνυση άλλου.
7.16.3. Τρόπος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία
Στην προδικασία η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί να
περιέρχεται στην έγκληση ή τη μήνυση. Συνήθως η μήνυση – έγκληση τελειώνει με
τη φράση «Δηλώνω ότι παρίσταμαι ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία και
ζητώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που ανέρχεται στο ποσό των
………€». Ο πολιτικώς ενάγων πρέπει να καταβάλει υπέρ του Δημοσίου παράβολο
50,00 ευρώ.
Αν δεν γίνει τότε, ο δικαιούμενος μπορεί να το κάνει με αυτοτελές έγγραφο
προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών πριν το πέρας της ανάκρισης. Επειδή το πέρας
της ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβ. Πλημ, (ΚΠΔ 308§1), η δήλωση πολιτικής
αγωγής που γίνεται με αυτό τον τρόπο, πρέπει να φθάσει στον εισαγγελέα, πριν αυτός
εισαγάγει την υπόθεση με την πρότασή του στο συμβούλιο.
Τέλος μπορεί να δηλώσει την παράστασή του στον ανακριτή ή τον ανακριτικό
υπάλληλο, όταν εξετάζεται ως μάρτυρας (ΚΠΔ 83).
Αν η δήλωση υποβάλλεται από αντιπρόσωπο, απαιτείται η συνυποβολή της
δέουσας εξουσιοδότησης, θεωρημένης για το γνήσιο της υπογραφής.
Αμφισβήτηση υπάρχει, για το αν ο πολιτικώς ενάγων πρέπει να παρίστανται
με συνήγορο ή μπορεί να προβεί στη δήλωση και μόνος του. Πιο ορθή φαίνεται η
άποψη που προκύπτει και από το άρθρο 50§3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ότι
ενώπιον του ΑΠ, του ΜΟΔ και του Εφετείου που δικάζει κακούργημα είναι
υποχρεωτική η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος με συνήγορο. Επομένως στα
πταίσματα και στα πλημμελήματα, μπορεί να νομιμοποιηθεί πολιτική αγωγή χωρίς
συνήγορο αλλά σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, το δικαστήριο μπορεί να
απαιτήσει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος με συνήγορο.
Επίσης διάσταση απόψεων υπάρχει αναφορικά με το αν η δήλωση της
πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει από πληρεξούσιο δικηγόρο, απόντος του
(εκπροσωπούμενου) πολιτικώς ενάγοντος. Στην προδικασία κάτι τέτοιο είναι δυνατό
και προβλέπεται στο ΚΠΔ 83. Για το ακροατήριο δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ΚΠΔ
αλλά ορθότερη φαίνεται η αναλογική εφαρμογή του ΚΠΔ 83. Έτσι πρέπει να

58
επιτραπεί η δήλωσή και εκπροσώπηση της πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο από το
συνήγορο.
Επίσης διάσταση απόψεων υπάρχει αναφορικά με το αν η δήλωση της
πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει από πληρεξούσιο δικηγόρο, απόντος του
(εκπροσωπούμενου) πολιτικώς ενάγοντος. Στην προδικασία κάτι τέτοιο είναι δυνατό
και προβλέπεται στο ΚΠΔ 83. Για το ακροατήριο δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ΚΠΔ
αλλά ορθότερη φαίνεται η αναλογική εφαρμογή του ΚΠΔ 83. Έτσι πρέπει να
επιτραπεί η δήλωση και εκπροσώπηση της πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο από το
συνήγορο.
7.16.4. Το αίτημα της πολιτικής αγωγής
Ο πολιτικώς ενάγων δικαιούται να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, δηλαδή για
θετική ζημία, διαφυγόντα κέρδη και ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Στη δήλωση θα
πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια το είδος της ζημίας που ζητά να αποκατασταθεί.
Το ύψος δεν είναι απαραίτητο να το προσδιορίζει. Μπορεί και να το αφήσει στην
κρίση του δικαστηρίου.
7.16.5. Ο μεικτός χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής
Η πολιτική αγωγή έχει μεικτό χαρακτήρα. Αφενός μεν πολιτικό, εφόσον ο
πολιτικώς ενάγων εισάγει στο ποινικό δικαστήριο πολιτικές απαιτήσεις, αφετέρου δε
ποινικό.
Το ότι η αγωγή αυτή έχει ποινικό χαρακτήρα φαίνεται:
1. από τα ασήμαντα ποσά που αξιώνονται από τους πολιτικώς ενάγοντες,
2. από τα σημαντικά δικαιώματα, με τα οποία εξοπλίζει ο νόμος τον πολιτικώς
ενάγοντα και τον φέρνει σε ισομοιρία με τον κατηγορούμενο (ΚΠΔ 96 – 99)
3. από την απλοποιημένη διαδικασία εισόδου του πολιτικώς ενάγοντα στην
ποινική προδικασία αλλά και στην ποινική κύρια διαδικασία, αφού μπορεί να
λάβει μέρος με μία απλή δήλωση πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία
4. από το γεγονός ότι ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται χωρίς να απαιτεί
κανένα ποσό, υποστηρίζοντας μόνο την κατηγορία, όταν ασκήσει την έφεση
κατά αθωωτικής απόφασης ο εισαγγελέας (ΚΠΔ 500), στην περίπτωση του
ΚΠΔ 64§2 και σε δίκες φορολογικών, τελωνειακών ή δασμολογικών
παραβάσεων.
7.16.6. Ο αστικώς υπεύθυνος

59
Αστικώς υπεύθυνος (ΚΠΔ 89 επ.) είναι εκείνος ο οποίος σε περίπτωση
καταδίκης του κατηγορουμένου θα πληρώσει την αποζημίωση ή τις χρηματικές
ποινές και τα έξοδα. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν το νομικό πρόσωπο
κατά το ΑΚ 71, ο προστήσας κατά το ΑΚ 922.
Στην προδικασία ο αστικώς υπεύθυνος μπορεί να λάβει μέρος μόνο στην
κύρια ανάκριση. Καλείται από τον ανακριτή μετά από αίτηση του εισαγγελέα ή και
εκουσίως με έγγραφη ή προφορική δήλωση ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα ή του
ανακριτή και αφού συνταχθεί η σχετική αίτηση.
7.16.7 Τα δικαιώματα των διαδίκων στην προδικασία (ΚΠΔ 96 επ.)
7.16.7.α. Δικαίωμα παράστασης με συνήγορο (ΚΠΔ 96)
Κάθε διάδικος μπορεί να παρίσταται με δύο το πολύ συνηγόρους στην
προδικασία και με τρεις στο ακροατήριο. Ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται είτε με
έγγραφη δήλωση που απευθύνεται στον εισαγγελέα είτε με προφορική δήλωση που
καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση που συντάσσεται κατά την απολογία του
κατηγορουμένου ή στη μαρτυρική κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.
7.16.7.β. Δικαίωμα παράστασης σε ανακριτικές πράξεις (ΚΠΔ 97)
Κάθε διάδικος μπορεί να παρίσταται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη,
με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και του κατηγορουμένου (ο τελευταίος
περιορισμός ισχύει φυσικά μόνο για τον πολιτικώς ενάγοντα – ο κατηγορούμενος
μπορεί να απολογείται με το συνήγορό του).
7.16.7.γ. Ερωτήσεις και παρατηρήσεις (ΚΠΔ 99)
Οι διάδικοι που παρίστανται σε κάθε ανακριτική πράξη και οι συνήγοροί τους,
δικαιούνται να υποβάλλουν ερωτήσεις και παρατηρήσεις, οι οποίες καταχωρίζονται
με αίτησή τους στην έκθεση.
7.16.7.δ. Παράσταση του κατηγορουμένου με συνήγορο (ΚΠΔ 100)
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να απολογείται παρουσία του συνηγόρου
του. Ο ανακριτής διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο στον κατηγορούμενο που δεν έχει
ζητάει έναν, ασχέτως από το αν η ανάκριση διεξάγεται για κακούργημα ή
πλημμέλημα. Το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο υπάρχει και στην προανάκριση
σύμφωνα με το ΚΠΔ 104. Στην προανάκριση όμως δεν υπάρχει υποχρέωση του
ανακριτικού υπαλλήλου για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου.

60
Για τον πολιτικώς ενάγοντα θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από τον
συνδυασμό των άρθρων 108 και 100 συνάγεται ότι δεν έχει τέτοιο δικαίωμα. Στη
θεωρία48 διατυπώνεται η άποψη ότι θα πρέπει κι αυτός να έχει αυτό το δικαίωμα, το
οποίο απορρέει από το άρθρο 20 του Συντάγματος.

7.16.7.ε. Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης (ΚΠΔ 101)


Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα, μόλις κληθεί από τον ανακριτή, για να
απολογηθεί και πριν απολογηθεί να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και των λοιπών
εγγράφων της ανακρίσεως με έγγραφη αίτησή του. Επίσης μπορεί να πάρει
αντίγραφα των εγγράφων αυτών με δίκες του δαπάνες.
Το ίδιο δικαίωμα έχει ο κατηγορούμενος, όταν κληθεί από τον ανακριτή για
συμπληρωματική απολογία. Πάντως μετά το τέλος της ανάκρισης, και προτού ο
ανακριτής διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, καλείται ο κατηγορούμενος να
μελετήσει όλη τη δικογραφία. Αν η ανάκριση εξακολούθησε περισσότερο από μήνα
μετά την πρώτη ή κάθε μεταγενέστερη απολογία, ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκεί
το δικαίωμά του αυτό μία φορά το μήνα.
Το δικαίωμα του ΚΠΔ 101, ο κατηγορούμενος το έχει και στην προανάκριση.
Σύμφωνα όμως με το ΚΠΔ 104, δεν είναι υποχρεωτικό στην προανάκριση να τηρηθεί
η διάταξη της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 2 του 101. Στη θεωρία έχει
προκύψει διχογνωμία, για το 104 αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της §2 (οπότε
στερεί από τον κατηγορούμενο στην προανάκριση το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση
των εγγράφων κάθε μήνα) ή στην τελευταία φράση του πρώτου εδαφίου §2 (οπότε
στερεί από τον κατηγορούμενο στην προανάκριση το δικαίωμα να καλείται να μελετά
τη δικογραφία πριν από τη διαβίβασή της στον εισαγγελέα).
Κατά τον Καρρά49, οποιαδήποτε ερμηνεία και αν ακολουθήσουμε, το ΚΠΔ
104§1 εδ. β΄ είναι αντισυνταγματικό ως αντίθετο με το άρθρο 20 του Συντάγματος.
7.16.7.στ. Προθεσμία για την απολογία
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ανακριτή 48ώρη
προθεσμία για να απολογηθεί.

48
Καρράς, ό.π. σελ. 427.
49
Καρράς, ό.π. σελ. 400 – 401.
61
Ο ανακριτής μπορεί να παρατείνει αυτή τη προθεσμία είτε αυτεπαγγέλτως είτε
μετά από σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, ιδίως αν μεσολαβεί σαββατοκύριακο
ή πρόκειται για ογκώδη δικογραφία.
Το δικαίωμα του ΚΠΔ 102 το έχει ο κατηγορούμενος είτε καλείται για πρώτη
φορά σε απολογία είτε για συμπληρωματική. Το δικαίωμα αυτό υπάρχει και στην
προανάκριση (ΚΠΔ 104).

7.16.8. Οι ακυρότητες και η πρότασή τους


Οι διατάξεις της ποινικής δικονομίας είναι γενικώς ατελείς διατάξεις. Αυτό
σημαίνει ότι η παραβίαση ότι η παραβίαση τους δεν επιφέρει άνευ άλλου δικονομικές
συνέπειες. Μάλιστα στη νομολογία των δικαστηρίων μας συχνά συναντούμε το
χαρακτηρισμό των δικονομικών διατάξεων ως οδηγιών, οι οποίες είναι δυνατό και να
μην τηρούνται, αν αυτό γίνεται προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Υπάρχουν όμως και διατάξεις η παράβαση των οποίων επιφέρει ακυρότητα
της διαδικασίας. Η ακυρότητα των δικονομικών πράξεων διακρίνεται σε απόλυτη και
σχετική.
Σχετική είναι η ακυρότητα (ΚΠΔ 170) επέρχεται, μόνο όταν αυτό ορίζεται
ρητά στο νόμο. Θα πρέπει δηλαδή η συγκεκριμένη δικονομική διάταξη να προβλέπει
ότι η παραβίαση της συνεπάγεται ακυρότητα (π.χ. ΚΠΔ 212, 211, 193 κλπ.).
Απόλυτη είναι η ακυρότητα στις περιπτώσεις που περιγράφονται περιοριστικά στο
ΚΠΔ 171 και συγκεκριμένα:
1. σε περίπτωση κακής σύνθεσης δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου,
2. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που ορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από
τον εισαγγελέα ή τη συμμετοχή του στην ποινική διαδικασία (π.χ.
διενεργήθηκε ανάκριση για έγκλημα, για το οποίο ο εισαγγελέας δεν άσκησε
ποινική δίωξη, ο ανακριτής εξέδωσε ένταλμα σύλληψης χωρίς να διατυπώσει
προηγουμένως γνώμη ο εισαγγελέας, μετεβλήθη ανεπίτρεπτα η κατηγορία
κλπ.),
3. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις για την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής
δίωξης (π.χ. ΚΠΔ 49, 60),
4. αν δεν τηρηθούν διατάξεις που ορίζουν την υπεράσπιση, εκπροσώπηση και
εμφάνιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του

62
παρέχονται από το νόμο (π.χ. παραβίαση των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου, όπως περιγράφονται αυτά στα ΚΠΔ 96 επ.), την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των
Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα,
5. παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής στη διαδικασία του ακροατηρίου
(έλλειψη νομιμοποίησης – όχι τυπικά ελαττώματα της δήλωσης).
Σε περίπτωση «συρροής» απόλυτης και σχετικής ακυρότητας, αν δηλαδή
συμβαίνει και περιγράφεται η ακυρότητα στο άρθρο αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και
περίπτωση του ΚΠΔ 171, τότε υπερισχύει η απόλυτη ακυρότητα. Για παράδειγμα, αν
εξεταστεί ως μάρτυρας ο συνήγορος του κατηγορουμένου, στο ΚΠΔ 212 προβλέπεται
αυτό ως σχετική ακυρότητα αλλά επειδή ταυτόχρονα παραβιάζονται και δικαιώματα
του κατηγορουμένου, θα υπερισχύει το ΚΠΔ 171§1 εδ, δ΄ και θα υπάρχει απόλυτη
ακυρότητα.
7.16.9. Πώς προτείνεται η ακυρότητα στην προδικασία (ΚΠΔ 173)
7.16.9.α. Η σχετικής ακυρότητα
Κάθε σχετική ακυρότητα προτείνεται από τον εισαγγελέα και από διάδικο που
έχει έννομο συμφέρον.
Εφόσον η σχετική ακυρότητα αφορά σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να
προταθεί μέχρι το τέλος της.
1. Αν η διαδικασία ακολούθησε την οδό του κλητηρίου θεσπίσματος η σχετική
ακυρότητα μπορεί να προταθεί και με την προσφυγή του ΚΠΔ 322.
2. Η σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί με αίτηση προς το δικαστικό
συμβούλιο σύμφωνα με το ΚΠΔ 176. Με την αίτηση ζητείται η κήρυξη της
ακυρότητας και η επανάληψη των ακύρων πράξεων. Η αίτηση αυτή δεν έχει
προθεσμία και μπορεί να υποβληθεί παράλληλα με την προσφυγή του ΚΠΔ
322.
Παρατήρηση: Αν η υπόθεση έχει ακολουθήσει την οδό των δικαστικών
συμβουλίων, η σχετική ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί με ένδικο μέσο, γιατί:
1. η αναίρεση κατά του βουλεύματος καταργήθηκε για τους διαδίκους αλλά δεν
αποτελεί και λόγο αναίρεσης ώστε να προταθεί από τον εισαγγελέα, γιατί

63
2. δεν περιλαμβάνεται στους (δύο) προβλεπόμενους λόγους έφεσης κατά του
βουλεύματος.
7.16.9.β. Η απόλυτη ακυρότητα
Η απόλυτη ακυρότητα εκτός του ότι λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη,
μπορεί να προτείνεται έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο.
Σύμφωνα με τις παραπάνω διακρίσεις επομένως, μπορεί να προταθεί με την
έφεση κατά του βουλεύματος (αποτελεί λόγο έφεσης κατά το ΚΠΔ 478) ή με την
προσφυγή του ΚΠΔ 322. Μπορεί βέβαια και με την αίτηση του ΚΠΔ 176.
Παρατήρηση: Αν η ακυρότητα (σχετική ή απόλυτη) δεν προταθεί με τον τρόπο
και στο χρόνο που προαναφέρθηκε, καλύπτεται.
Παρατήρηση: Μία ακυρότητα της προδικασίας δεν μπορεί ποτέ να προταθεί
στην κύρια διαδικασία ή στα ένδικα μέσα κατά της απόφασης.
7.16.10. Πέρας της ανακριτικής διαδικασίας
7.16.10.α. Πώς τελειώνει η προανάκριση (ΚΠΔ 245)
Μόλις ο ανακριτικός υπάλληλος ολοκληρώσει τις ανακριτικές πράξεις που
του παραγγέλθηκαν από τον εισαγγελέα, επιστρέφει τη δικογραφία στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών.
Ο τελευταίος είναι τώρα αρμόδιος να προωθήσει τη διαδικασία προς κάποιο
δικαιοδοτικό όργανο, και αυτό θα είναι είτε το δικαστήριο στο ακροατήριο είτε το
δικαστικό συμβούλιο. Αναλυτικά, οι επιλογές του εισαγγελέα είναι ο ακόλουθες:
Αφού μελετήσει το φάκελο της δικογραφίας, αν εκτιμά ότι υπάρχουν επαρκείας
ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο καλεί
τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Αν εκτιμά ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής, εισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, με πρόταση για την
απαλλαγή του κατηγορουμένου με βούλευμα.
 Αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του κατηγορουμένου (σε
περίπτωση που η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί κατ’ αγνώστων) η δικογραφία
τίθεται από τον εισαγγελέα στο αρχείο. Αν στη συνέχεια ανακαλυφθεί η
ταυτότητά του, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και η ποινική δίωξη
συνεχίζεται.
 Αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός κατηγορουμένους και προκύπτουν
ενδείξεις μόνο για έναν ή για μερικούς από αυτούς (και για τους υπόλοιπους

64
δεν προκύπτουν) ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση για τους μεν στο
δικαστικό συμβούλιο και για τους άλλους στο ακροατήριο. Επιτρέπεται
δηλαδή ο χωρισμός της υπόθεσης (ν. 3160/2003)50.

ακολουθεί διάγραμμα

 Αν η προανάκριση διενεργήθηκε για πρόσωπο ειδικής δωσιδικίας, η


δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν
υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ώστε να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο
ακροατήριο, παραγγέλλει την εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο συμβούλιο
(ν. 3189/2003). Στη δικονομική πράξη, ο εισαγγελέας εφετών παραγγέλλει την
εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και
ο τελευταίος είναι αυτός που την εισαγάγει στον συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Παρ’ όλο όμως που ο εισαγγελέας εφετών εκτιμά ότι δεν υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί (και συχνά το κάνει) να
εισαγάγει την υπόθεση με παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο
πλημμελειοδικών. Αυτό είναι βεβαίως δικαίωμα του τελευταίου, διότι δεν
μπορεί να «εξαναγκαστεί» σε απαλλακτική πρόταση, δεδομένης της αρχής της
ανεξαρτησίας των εισαγγελικών λειτουργικών. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως,
αποδεικνύεται τελικώς άνευ ουσίας η ανάμειξη με την υπόθεση των
προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας του (ανώτερου και κατά τεκμήριο πιο
έμπειρου) εισαγγελέα εφετών.
Ορθότερη κρίνεται μία νομοθετική παρέμβαση, με την οποία ο εισαγγελέας
εφετών θα εισάγει την υπόθεση ο ίδιος στο συμβούλιο εφετών.
 Αν ο εισαγγελέας εφετών εκτιμά ότι από την προανάκριση προέκυψαν
επαρκείς ενδείξεις ενοχής, καλεί το πρόσωπο ειδικής δωσιδικίας με κλητήριο
θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για πλημμελήματα).
7.16.10.β. Πώς τελειώνει η κύρια ανάκριση
Μόλις ο ανακριτής ολοκληρώσει τις ανακριτικές του πράξεις θα διαβιβάσει τη
δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Πριν γίνει όμως αυτό, υποχρεούται

50
Πριν την ισχύ του ν. 3160/2003, η υπόθεση δε χωριζόταν αλλά η υπόθεση εισαγόταν για όλους στο
δικαστικό συμβούλιο.
65
(ΚΠΔ 308§4) να γνωστοποιήσει το πέρας της ανακρίσεως στους διαδίκους για να
ασκήσουν αυτοί τα δικαιώματά τους, και κυρίως αυτό του ΚΠΔ 101. Έτσι λοιπόν
καλούνται οι διάδικοι να υπογράψουν και αυτοί το πέρας της ανακρίσεως. Πρόκειται
για το λεγόμενο «τυπικό πέρας» της ανακρίσεως, διότι η ουσιαστική της περάτωση
γίνεται (εκτός από τη περίπτωση της παραγράφου 3 του ΚΠΔ 308) από το συμβούλιο
των πλημμελειοδικών (ΚΠΔ 308§1).

7.16.10.β.i. Συνήθης διαδικασία μετά την κύρια ανάκριση


Από τη στιγμή που η δικογραφία θα φθάσει στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών, αυτός τη μελετά και ελέγχει, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής.
Αν δεν υπάρχουν, τότε εισάγει την υπόθεση με απαλλακτική πρόταση στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Αν εκτιμά ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, τότε:
1. αν πρόκειται για κακούργημα, εισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο
πλημμελειοδικών με πρότασή του να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος σε δίκη
(ΚΠΔ 308§1),
2. αν η κύρια ανάκριση είχε διενεργηθεί για πλημμέλημα, μπορεί να εκδώσει
κλητήριο θέσπισμα (ΚΠΔ 308§3), αφού πρώτα λάβει τη σύμφωνη επ’ αυτού
γνώμη του ανακριτή. Αν ο ανακριτής δε συμφωνεί, τότε ο εισαγγελέας εισάγει
την υπόθεση με παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 308§2, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να
γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα ότι επιθυμούν να λάβουν γνώση της
πρότασής του προς το συμβούλιο. Προ της παρόδου εντός 10ημέρου από την
ειδοποίηση του διαδίκου να λάβει γνώση της πρότασης, η δικογραφία δεν εισάγεται
στο συμβούλιο. Το σχετικό αίτημα του διαδίκου πρέπει να υποβληθεί προς τον
αρμόδιο εισαγγελέα και δεν μπορεί να διατυπώνεται αλλού, όπως π.χ. στο
απολογητικό υπόμνημα ή στην έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά του
βουλεύματος.
Στο αρχείο τίθεται η δικογραφία, αν μετά την ανακριτική διαδικασία (σε
δίωξη κατ’ αγνώστων), δεν προσδιορίστηκε, η ταυτότητα του κατηγορουμένου.

66
ακολουθεί διάγραμμα
7.16.10.β.ii. Ειδική διαδικασία για κακουργήματα ΚΠΔ 30851
Για ορισμένα κακουργήματα κατ’ εξαίρεση υπάρχει η δυνατότητα να
περατωθεί η κύρια ανάκριση με κλητήριο θέσπισμα. Πρόκειται για τα κακουργήματα
της κλοπής (ΠΚ 374), της ληστείας (ΠΚ 380), του εμπρησμού δασών, της
φοροδιαφυγής και μη καταβολής ΦΠΑ (ν. 2523/1997 52) της εμπορίας ναρκωτικών (ν.
3459/2006), των κακουργημάτων παραβάσεων του νόμου για τα όπλα (ν. 2168/1993)
των κακουργημάτων παραβάσεων του νόμου για τους αλλοδαπούς (ν. 3386/2005 53),
της λαθρεμπορίας (ν. 2960/2001).
Για τα κακουργήματα αυτά, μετά την τελευταία ανακριτική πράξη η
δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος με τη σειρά του
τη διαβιβάζει στον εισαγγελέα εφετών.
Ο τελευταίος, αν εκτιμά ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής54 καταρτίζει
τη σχετική πρόταση, την οποία υποβάλλει στον πρόεδρο εφετών. Πριν την υποβάλλει
όμως, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους,
εφόσον αυτοί υπέβαλαν εγγράφως σχετικό αίτημα, προκειμένου να λάβουν γνώση της
και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις
τους. Αφού παρέλθουν δέκα ημέρες από την ειδοποίηση, για την οποία συντάσσεται
έκθεση, η πρόταση του εισαγγελέα εφετών διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών.
Αν ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών καλεί τον κατηγορούμενο με
κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου (κακουργημάτων) μαζί
με τα τυχόν συναφή εγκλήματα. Στην περίπτωση αυτή, ο πρόεδρος εφετών
αποφαίνεται με διάταξη του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή, για τη διάρκεια
ισχύος του εντάλματος σύλληψης και για τη διατήρησή ή όχι της προσωρινής
κράτησης ή των περιοριστικών όρων. Κατά του κλητηρίου θεσπίσματος που εκδίδει ο
εισαγγελέας εφετών δεν επιτρέπεται προσφυγή του ΚΠΔ 322.
51
Ν. 3904/2010
52
Η φοροδιαφυγή είναι κακούργημα αν ο φόρος που δεν υπεβλήθη υπερβαίνει τα 150.000 ευρ΄ή αν ο
ΦΠΑ που δεν κατεβλήθη υπερβαίνει τα 75.000 ευρώ.
53
Κακουργηματική πράξη είναι η παράβαση του νόμου, αν γίνεται με σκοπό να προαχθεί στην πορνεία
ανήλικος αλλοδαπός, καθώς και για τον πλοίαρχο ή κυβερνήτη μεταφορικού μέσου, αν από τη
μεταφορά μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή αν επήλθε θάνατος.
54
Αν πιστεύει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, η δικογραφία θα πρέπει να επιστρέψει στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών και να ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία (ΚΠΔ 308 Α ).
67
Αν ο πρόεδρος εφετών δεν συμφωνεί, ο εισαγγελέας εφετών επιστρέφει τη
δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει με δική του
πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

ακολουθεί διάγραμμα

7.16.10.β.iii. Διαδικασία για τα κακουργήματα του Ν. 1608/50 (ΚΠΔ 308§1)


Πρόκειται για το νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου. Σύμφωνα με αυτόν,
«στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237,
242, 256, 258, 3720, 375, 386 ΠΚ …. Επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης …. ή της
ισόβιας κάθειρξης, αν η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 150.000€».
Το πέρας της ανακρίσεως για τα κακουργήματα αυτά κηρύσσεται από το
συμβούλιο των εφετών. Γι’ αυτό το λόγο, μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης η
δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα των εφετών, ο οποίος, μέσα σε δύο ή το
πολύ τρεις μήνες, αν εκτιμά ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, την εισάγει με
παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο εφετών. Αν πάλι δεν θεωρεί ότι οι ενδείξεις
είναι επαρκείς, την εισάγει με απαλλακτική πρόταση στο συμβούλιο των εφετών. Το
συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα55 ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή
κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι’ αυτά
προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Η ανάκριση
περατώνεται με αυτό τον τρόπο, ακόμα και όταν από την έρευνα της ουσίας της
υπόθεσης κρίνεται ότι δε θεμελιώνεται το προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν.
1608/50 έγκλημα.

ακολουθεί διάγραμμα

7.16.10.β.iv. Η διαδικασία ειδικά για το έγκλημα του ΠΚ 187 (εγκληματική οργάνωση)


Μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης, η δικογραφία διαβιβάζεται στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος τη διαβιβάζει στον εισαγγελέα εφετών. Ο
55
Κατά τη νομολογία του ΑΠ, επιτρέπεται αναίρεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος από
πλευράς του εισαγγελέα, διότι βασικός στόχος του νόμου ήταν να επιταχύνει την πορεία του
κατηγορουμένου προς το ακροατήριο, γι’ αυτά τα εγκλήματα και όχι την πορεία προς την απαλλαγή
του.
68
τελευταίος την εισάγει στο συμβούλιο εφετών με απαλλακτική πρόταση, αν πιστεύει
ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, και με παραπεμπτική πρόταση, αν
πιστεύει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις.

7.16.11. Η «ενδιάμεση» διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων


Η διαδικασία στα δικαστικά συμβούλια έχει ως αντικείμενο είτε:
1. την επίλυση δυσχερών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της
ανάκρισης ή στο τέλος της (π.χ. ΚΠΔ 283, διαφωνία ανακριτή – εισαγγελέα
για την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου) είτε
2. την εκτίμηση του ανακριτικού υλικού, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν ο
κατηγορούμενος πρέπει να απαλλαγεί με βούλευμα ή να παραπεμφθεί στο
δικαστήριο (ΚΠΔ 308).
Υπάρχουν δύο βαθμών συμβούλια, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και το
Συμβούλιο Εφετών. Το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου δεν αποτελεί συμβούλιο τρίτου
βαθμού αλλά ασκεί αναιρετικό έλεγχο.
Όπως ήδη αναπτύχθηκε, με την οποιαδήποτε ανακριτική διαδικασία η
υπόθεση εισάγεται από τον εισαγγελέα (πλημμελειοδικών ή εφετών) είτε στο
ακροατήριο είτε στο δικαστικό συμβούλιο.
Στο δικαστικό συμβούλιο εισάγεται η υπόθεση καταρχήν όταν δεν υπάρχουν
σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου. Τότε δεν κρίνεται σκόπιμο
να εμπλακεί με την ποινική επ’ ακροατηρίου διαδικασία κάποιος, ο οποίος είναι κατά
τα φαινόμενα αθώος.
Επίσης στο συμβούλιο εισάγεται το κακούργημα, δεδομένης της σοβαρότητας
της κατηγορίας, είτε με απαλλακτική είτε με παραπεμπτική πρόταση (με την εξαίρεση
της ειδικής διαδικασίας που καταλήγει σε κλητήριο θέσπισμα) αλλά και σοβαρά
πλημμελήματα, προκειμένου να ελεγχθούν για μία ακόμη φορά τα στοιχεία προτού ο
κατηγορούμενος οδηγηθεί στο ακροατήριο.
7.16.11.α. Η σύνθεση των συμβουλίων
Το συμβούλιο πλημμελειοδικών απαρτίζεται από τρία μέλη, τον Πρόεδρο
πλημμελειοδικών και δύο πλημμελειοδίκες.

69
Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου για να κρίνει αναίρεση κατά του
βουλεύματος συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση (ΚΠΔ 485).
Το ΚΠΔ 16§2 δίνει τη δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν αίτηση
εξαίρεσης κατά δικαστή που μετέχει στο δικαστικό συμβούλιο. Για το λόγο αυτό
πρέπει η σύνθεση του συμβουλίου να ανακοινώνεται στους διαδίκους, κατόπιν
αιτήσεώς τους (ΚΠΔ 16§2), μετά την υποβολή της εισαγγελικής πρότασης στου
συμβούλιο.
Με ρητή διάταξη του ΚΠΔ 305§2 απαγορεύεται η συμμετοχή του ανακριτή (ο
οποίος διενέργησε την ανάκριση) στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών, με ποινή
απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας λόγω κακής σύνθεσης (ΚΠΔ 171§1 εδ. α΄).
Ανάλογη απαγόρευση συμμετοχής του ανακριτή της υπόθεσης στο
ακροατήριο δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό είναι κατακριτέο, διότι ο ανακριτής έχει
ήδη σχηματίσει άποψη για την υπόθεση, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αρχή της
προφορικότητας και της αμεσότητας της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας.
7.16.12. Η διαδικασία στα δικαστικά συμβούλια
Οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων δεν είναι δημόσιες. Γίνεται
δεκτό ότι στα δικαστικά συμβούλια ισχύει η αρχή της «εξωτερικής μυστικότητας –
εσωτερικής δημοσιότητας». Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε τρίτος δεν έχει
δικαίωμα να παρευρεθεί στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου. Ούτε οι
διάδικοι έχουν τέτοιο δικαίωμα με την εφαρμογή του ν. 4055/2012 αλλά το
συμβούλιο διατηρεί το δικαίωμα να τους καλέσει ενώπιον του.
Το ίδιο ισχύει και για το συμβούλιο των εφετών (ΚΠΔ 315§2) αλλά και για το
συμβούλιο του Αρείου Πάγου (ΚΠΔ 485).
Στο συμβούλιο εμφανίζεται ο Εισαγγελέας (ΚΠΔ 32, 306), ο οποίος
υποβάλλει γραπτώς την πρότασή του και την αναπτύσσει και προφορικώς (ΚΠΔ
138§2). Στη συνέχεια αποχωρεί και η απόφαση του συμβουλίου λαμβάνεται κατά
πλειοψηφία (ΚΠΔ 306). Ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να μετάσχει στη διάσκεψη του
συμβουλίου ούτε και να ψηφίσει. Το συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη του
εισαγγελέα αλλά δεν υποχρεούται να ταυτιστεί μ’ αυτή.
Μετά τη λήψη της απόφασης του βούλευμα χρονολογείται και υπογράφεται
(γίνεται πάνω στην πρόταση του εισαγγελέα) από τους δικαστές που μετείχαν στο
συμβούλιο. Στη συνέχεια το βούλευμα καθαρογράφεται και υπογράφεται από τον

70
πρόεδρο του συμβουλίου και το γραμματέα, οπότε και θεωρείται ότι έχει εκδοθεί
οριστικά.
Τα βουλεύματα επιδίδονται στους διαδίκους και κοινοποιούνται στον
εισαγγελέα.

7.16.13. Αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών (ΚΠΔ 307)


1. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης: μετά από πρόταση του ανακριτή, του
εισαγγελέα ή κάποιου διαδίκου.
i. επιλύει κάθε διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ των παραπάνω πρόσωπων,
ii. αποφασίζει για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης,
iii. αποφασίζει για την προσφυγή του κατηγορούμενου κατά του
εντάλματος προσωρινής κράτησης (ΚΠΔ 307) ή για άλλα δύσκολα
ζητήματα, όπως η κατάσχεση.
2. Μετά το τέλος της κύριας ανάκρισης: εκτός από τις περατώσεις της απ’
ευθείας κλήτευσης του κατηγορούμενου στο ακροατήριο (ΚΠΔ 308§3), το
συμβούλιο πλημμελειοδικών περατώνει την κύρια ανάκριση με την
παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με την απαλλαγή του, με
την οριστική ή προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης και με την κήρυξη της
ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης.
7.16.14. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών
Το συμβούλιο εφετών ως δευτεροβάθμιο όργανο, κρίνει τις εφέσεις κατά
βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών και την προσφυγή του ΚΠΔ 322§3,
των προσώπων ειδικής δωσιδικίας κατά της απ’ ευθείας κλήσης τους στο τριμελές
εφετείο.
Ως πρωτοβάθμιο ενεργεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. Στην περίπτωση αναθεώρησης της κατηγορίας, που αναφέρει το ΚΠΔ 317§2:
όταν ο εισαγγελέας εφετών παραλάβει τα έγγραφα και διαπιστώσει, ότι δεν
ασκήθηκε έφεση, αν κρίνει, ότι δεν υπάρχει κακούργημα, ή ότι η κατηγορία
δεν είναι βάσιμη ή ότι δεν αποδείχθηκε επαρκώς κλπ., εισάγει την υπόθεση
στο συμβούλιο εφετών με αιτιολογημένη πρόταση.

71
2. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 308§1 εδ. γ΄ όταν αποφαίνεται αμετακλήτως για την
κατηγορία μετά την κύρια ανάκριση, στα κακουργήματα που προβλέπονται
στο ν. 1608/1950.
3. Στην περίπτωση της ειδικής ανακριτικής διαδικασίας για το έγκλημα του ΠΚ
187, η υπόθεση εισάγεται από τον εισαγγελέα εφετών με πρότασή του στο
συμβούλιο εφετών, το οποίο κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Κατά του
βουλεύματος δεν επιτρέπεται αναίρεση.

7.16.15. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου του ΑΠ


Ο ΑΠ κρίνει την αναίρεση με βάση τους λόγους που προτάθηκαν. Πρόσθετοι
λόγοι δεν προβλέπονται στην αναίρεση κατά των βουλευμάτων. Επειδή το ΚΠΔ 511
δεν εφαρμόζεται στην αναίρεση κατά των βουλευμάτων, αυτεπαγγέλτως δεν ελέγχει
τίποτα το Συμβ. ΑΠ. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναίρεσης κατά
της απόφασης στα ΚΠΔ 516 – 519, 522 – 524§1 (ΚΠΔ 485).
7.16.16. Τα βουλεύματα
Τα βουλεύματα των δικαστικών συμβουλίων διακρίνονται σε παρεπίπτοντα
και σε οριστικά.
 Παρεμπίπτοντα είναι τα βουλεύματα που δεν αποφαίνονται για την
κατηγορία αλλά ρυθμίζουν άλλα ζητήματα, όπως αυτό που διατάσσει
περαιτέρω ανάκριση (ΚΠΔ 312) ή αυτά του ΚΠΔ 307. Τα παρεμπίπτοντα
βουλεύματα ανήκουν στην κατηγορία των «προπαρασκευαστικών
αποφάσεων» οι οποίες κατά το ΚΠΔ 548 είναι ελεύθερα ανακλητές.
 Οριστικά είναι τα βουλεύματα που αποφαίνονται για την κατηγορία και
διακρίνονται σε παραπεμπτικά, απαλλακτικά («να μη γίνει η κατηγορία»),
αυτά που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη, αυτά που κηρύσσουν
απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αυτά που παύουν προσωρινά την ποινική
δίωξη.
 Παραπεμπτικό βούλευμα (ΚΠΔ 310) εκδίδεται, όταν το συμβούλιο κρίνει ότι
οι ενδείξεις είναι σοβαρές και επαρκείς για να υποστηριχθεί η κατηγορία στο
ακροατήριο.
 Βούλευμα που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, ΚΠΔ 310
(απαλλακτικό βούλευμα) εκδίδεται όταν:

72
i. δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ενοχής, αν αίρεται ο άδικος
χαρακτήρας της πράξης (π.χ. λόγω άμυνας) ή ο καταλογισμός (π.χ.
λόγω νομικής πλάνης) ή το αξιόποινο (π.χ. υπόθαλψη εγκληματία και
κάποιον οικείο του – ΠΚ 231) και
ii. όταν υπάρχουν μεν κάποιες ενδείξεις (απλές) αλλά όχι σοβαρές και
επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου (εκτός αν σ’ αυτή
την περίπτωση συντρέχει περίπτωση να εκδοθεί βούλευμα που παύει
προσωρινά την ποινική δίωξη).
 Βούλευμα που παύει προσωρινά την ποινική δίωξη (ΚΠΔ 309, 310, 311)
εκδίδεται όταν διαπιστώνονται απλές (όχι σοβαρές) ενδείξεις ενοχής για ένα
από τα εξής κακουργήματα: ανθρωποκτονία με πρόθεση, ληστεία, εκβίαση,
κλοπή, ζωοκλοπή και εμπρησμός. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας
συνεχίζει την αναζήτηση και συγκέντρωση νέων στοιχείων. Αν οι παλαιές
ενδείξεις ενισχυθούν με νέες, ο εισαγγελέας τις υποβάλλει στο συμβούλιο,
ζητώντας να του επιτραπεί η άσκηση νέας δίωξης εις βάρος του
κατηγορουμένου. Μέχρις ότου γίνει όμως κάτι τέτοιο (αν ποτέ γίνει), ο
κατηγορούμενος εξακολουθεί να απολαμβάνει τα προνόμια ενός
«απαλλακτικού» βουλεύματος.
 Βούλευμα που παύει οριστικά την ποινική δίωξη (ΚΠΔ 310) εκδίδεται στην
περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει, αν έχει παραγραφεί το
αξιόποινο, αν έχει ανακληθεί η έγκληση, αν λάβει χώρα παραίτηση από το
δικαίωμα στην έγκληση και σε περίπτωση που χορηγήθηκε αμνηστία.
 Βούλευμα που κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη (ΚΠΔ 310)
εκδίδεται, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει δεδικασμένο ή λείπει η απαιτούμενη
έγκληση, αίτηση ή άδεια για τη δίωξη.
7.16.17. Παρατηρήσεις
Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά, το συμβούλιο αποφασίζει
ταυτόχρονα και για την απόλυσή του ή για τη συνέχιση της προσωρινής του
κράτησης. Όταν το συμβούλιο εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα, διατάσσει, αν
συντρέχει νόμιμη περίπτωση τη σύλληψη και προσωρινή του κράτηση, ακόμη και αν
δεν είχε εκδοθεί κατά την ανάκριση ένταλμα σύλληψης ή/και προσωρινής κράτησης
(ΚΠΔ 315).

73
Το οριστικό βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και από την επίδοσή
του αρχίζει η προθεσμία για (τυχόν) ένδικα μέσα.

7.17. Ένδικα μέσα κατά των βουλευμάτων


7.17.1. Γενικά
Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται κατά των βουλευμάτων είναι η έφεση και η
αναίρεση.
7.17.2. Η έφεση κατά του βουλεύματος
7.17.2.α. Προϋποθέσεις του παραδεκτού
Προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως κατά του βουλεύματος είναι να
πρόκειται για βουλεύματα που επιτρέπεται να προσβληθεί με έφεση, να ασκείται από
πρόσωπο που νομιμοποιείται ενεργητικά να το ασκήσει, το πρόσωπο αυτό να έχει
έννομο συμφέρον και να ασκείται μέσα στην προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία.
7.17.2.α.i. Πότε επιτρέπεται η έφεση στον κατηγορούμενο (ΚΠΔ 478)
Το δικαίωμα έφεσης του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος (ΚΠΔ 478)
περιορίζεται μόνο σ’ αυτό που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα μόνο
για τους λόγους:
1. της απόλυτης ακυρότητας είναι
2. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής δίωξης.
7.17.2.α.ii. Πότε επιτρέπεται η έφεση στον εισαγγελέα εφετών (ΚΠΔ 479)
Κατά όλων των πρωτοβάθμιων βουλευμάτων μέσα σε ένα μήνα από την
έκδοση του βουλεύματος (μπορεί να προσβάλλει με έφεση και τα παρεμπίπτοντα
βουλεύματα).
Παρατήρηση: Με τα ν. 3904/2010 καταργήθηκε το δικαίωμα έφεσης κατά του
βουλεύματος που είχαν τόσο ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών όσο και ο πολιτικώς
ενάγων.
7.17.2.β. Προθεσμία
Η προθεσμία είναι για τον κατηγορούμενο 10 ημέρες από την επίδοση του
βουλεύματος (ΚΠΔ 473). Για τον Εισαγγελέα Εφετών η προθεσμία είναι κατ’
εξαίρεση ένας μήνας από την έκδοσή του (ΚΠΔ 479).
7.17.2.γ. Άλλες προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως κατά του βουλεύματος

74
Το ένδικο μέσο κατά του βουλεύματος ασκείται με έκθεση, η οποία
υποβάλλεται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο
βούλευμα (ΚΠΔ 474). Η έκθεση υπογράφεται από αυτόν που το υποβάλλει και από
το γραμματέα. Αν λείπει, ακόμη και η υπογραφή του γραμματέα, το ένδικο μέσο
απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
Σε περίπτωση που το ένδικο μέσο ασκείται μέσω αντιπροσώπου, το
πληρεξούσιο πρέπει να προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Υπάρχει όμως και η
δυνατότητα να προσκομιστεί το πληρεξούσιο στο γραμματέα ενώπιον του οποίου
ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε 20 ημέρες από την άσκησή του. Διαφορετικά το
ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΚΠΔ 465).
7.17.2.δ. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά του βουλεύματος
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 471 το ένδικο μέσο που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και
νομότυπα, καθώς και η προθεσμία του, ανατέλλουν την εκτέλεση του βουλεύματος
που προσβάλλεται.
Υπάρχουν όμως δύο εξαιρέσεις από αυτό τον κανόνα (ΚΠΔ 471):
1. δεν αναστέλλεται η διάταξη του βουλεύματος που διατάζει σύλληψη και
προσωρινή κράτηση
2. αν προσβάλλεται με έφεση απαλλακτικό βούλευμα, το οποίο εκδόθηκε με
σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, πότε δεν αναστέλλεται η απόλυση του
κατηγορουμένου από τις φυλακές. Αν όμως η πρόταση του εισαγγελέα ήταν
παραπεμπτική και το συμβούλιο εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα, σε
περίπτωση έφεσης από τον εισαγγελέα αναστέλλεται η αποφυλάκιση του
κατηγορουμένου. Η διάταξη του ΚΠΔ 479§2, που προβλέπει ότι η έφεση του
εισαγγελέα δεν αναστέλλει την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου είναι
γενικότερη από αυτή που ΚΠΔ 471 και πρέπει να υποχωρήσει.
7.17.2.ε. Η δικαιοδοσία του συμβουλίου των εφετών
Το συμβούλιο των εφετών που είναι αρμόδιο για να κρίνει την έφεση κατά του
βουλεύματος συντίθενται από έναν πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες (ΚΠΔ 9). Έχει
την εξουσία να διατάσσει ό,τι και τo συμβούλιο των πλημμελειοδικών κατά τα ΚΠΔ
309 και 315. Η εξουσία του αυτή δεν περιορίζεται σύμφωνα με το ΚΠΔ 318 καθόλου,
ακόμη και όταν κρίνει την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου. Αυτό

75
σημαίνει ότι έχει την εξουσία να χειροτερεύει τη θέση του κατηγορουμένου.
Επομένως στην έφεση κατά του βουλεύματος δεν ισχύει η αρχή του ΚΠΔ 470.

7.17.3. Η αναίρεση κατά του βουλεύματος


7.17.3.α. Προϋποθέσεις του παραδεκτού
Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναίρεσης κατά του βουλεύματος είναι να
πρόκειται για βούλευμα που επιτρέπεται να προσβληθεί με αναίρεση, να ασκείται από
πρόσωπο που νομιμοποιείται ενεργητικά να το ασκήσει, να ασκείται μέσα στην
προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία και να περιέχει ορισμένους λόγους.
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του
βουλεύματος, που αφορά κακούργημα, όταν αυτό παραπέμπει τον κατηγορούμενο ή
αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει προσωρινά ή οριστικά την
ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του
συμβουλίου εφετών.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση
οποιουδήποτε βουλεύματος (μπορεί να προσβάλλει με έφεση και τα παρεμπίπτοντα
βουλεύματα) με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην
προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου
εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο
εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για
οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να
βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
Παρατήρηση: Οι διάδικοι δεν έχουν δυνατότητα να προσβάλλουν με αναίρεση
τα βουλεύματα (ν. 3904/2010).
7.17.3.β. Προθεσμία
Για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών η προθεσμία είναι 10 ημέρες από την
πραγματική κοινοποίηση του βουλεύματος σ’ αυτόν και αν δεν έγινε κοινοποίηση,
ένας μήνας από την έκδοση.
Για τον εισαγγελέα του ΑΠ, η προθεσμία είναι ένας μήνας από την έκδοση
του βουλεύματος.

76
Παρατήρηση: Για την άσκηση του ένδικου μέσου με έκθεση και για την
υπογραφή της έκθεσης ισχύουν όσα εκτέθηκαν παραπάνω στην έφεση κατά του
βουλεύματος.

7.17.3.γ. Η συζήτηση της αναίρεσης


Για την αίτηση αναίρεσης αποφαίνεται το ποινικό τμήμα του ΑΠ σε τριμελή
σύνθεση. Τα άρθρα 308§2 και 318 εδ. β΄ εφαρμόζονται αναλόγως. Πρόσθετοι λόγοι
εκτός από αυτούς που περιλήφθησαν στην αίτηση αναίρεσης δεν μπορούν να
προταθούν.
7.17.3.δ. Λόγοι αναίρεσης (ΚΠΔ 484)
1. Απόλυτη ακυρότητα
2. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης
3. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας
4. Απόρριψη της έφεσης κατά του βουλεύματος κατά παράβαση του 476
5. Υπέρβαση εξουσίας: υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν
του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται
στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται στη
δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται στην
αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή παραβίασε τα άρθρα
ΚΠΔ 307, 309 και 318 ή τέλος παρέπεμψε για δίκη τον κατηγορούμενο για
έγκλημα, για το οποίο δεν υπεβλήθη νόμιμα ή απαιτούμενη για την ποινική
του δίωξη έγκληση ή αίτηση ή δεν δόθηκε η απαιτούμενη άδεια δίωξης.
6. Παραβίαση δεδικασμένου.
8. Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
8.1. Ορολογία - Δικαστήρια
Ο όρος ποινική δικαιοδοσία, αναφέρεται στην εξουσία των ποινικών
δικαστηρίων να επιλαμβάνονται ποινικών υποθέσεων. Αρμοδιότητα είναι η εξουσία
που έχει κάθε δικαστήριο χωριστά να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει για
συγκεκριμένες ποινικές υποθέσεις. Η αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου είναι ένα μέρος
της ( συνολικής ) ποινικής δικαιοδοσίας.
Ειδική δικαιοδοσία απονέμεται σε συγκεκριμένα δικαστήρια, για να δικάζουν
συγκεκριμένες κατηγορίες δραστών ( π.χ. ανηλίκους ).

77
Εξαιρετική δικαιοδοσία απονέμεται σε ποινικά δικαστήρια σύμφωνα με το
άρθρο 48 του Συντάγματος ( π.χ. σε περιπτώσεις πολέμου ).
Ποινική δικαιοδοσία έχουν τα ακόλουθα δικαστήρια :
8.1.1 Τακτικά Δικαστήρια
 Πταισματοδικείο
 Μονομελές Πλημμελειοδικείο
 Τριμελές Πλημμελειοδικείο
 Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων
 Τριμελές Εφετείο
 Πενταμελές Εφετείο
 Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο
 Μικτό Ορκωτό Εφετείο
8.1.2. Ειδικά Δικαστήρια
1. Δικαστήρια Ανηλίκων
 Μονομελές Ανηλίκων
 Τριμελές Ανηλίκων
 Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων
2. Στρατιωτικά δικαστήρια
 Τριμελές Στρατοδικείο ( Αεροδικείο ή Ναυτοδικείο )
 Πενταμελές Στρατοδικείο ( Αεροδικείο ή Ναυτοδικείο )
 Αναθεωρητικό Δικαστήριο
3. Το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος
4. Ο Άρειος Πάγος
8.2. Η καθ' ύλην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων
8.2.1 Τακτικά δικαστήρια
Βασικά δικαστήρια είναι το πταισματοδικείο για τα πταίσματα, το τριμελές
πλημμελειοδικείο για τα πλημμελήματα και το μικτό ορκωτό δικαστήριο για τα
κακουργήματα. Αυτό σημαίνει ότι το έγκλημα θα δικάζεται σ' αυτά τα δικαστήρια,
εκτός και αν εξαιρείται και δικάζεται σε κάποιο άλλο. Αναλυτικά:
8.2.1.α. Πταισματοδικείο ( ΚΠΔ 115 )
Δικάζει τα πταίσματα, εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα του
τριμελούς πλημμελειοδικείου ( δηλ. πταίσματα προσώπων ειδικής δωσιδικίας ) και

78
του δικαστηρίου των ανηλίκων. Δικάζει επίσης πταίσματα ανηλίκων, που τελούνται
εκτός της έδρας του πρωτοδικείου.
Κατ’ εξαίρεση, πταίσματα προσώπων ειδικής δωσιδικίας που βεβαιώνονται
από αστυνομικά όργανα σύμφωνα με το άρθρο 105 Κ.O.K. δικάζονται από το
πταισματοδικείο.

8.2.1.β. Μονομελές πλημμελειοδικείο ( ΚΠΔ 114 )


Το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει τα ακόλουθα εγκλήματα:
1. Ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται ποινή
φυλάκισης με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
Π.χ. πλημμελήματα που απειλούνται με ποινή φυλάκισης ( χωρίς άλλο
προσδιορισμό, δηλ. 10 ημέρες έως 5 χρόνια με βάση το ΠΚ 53 ) δικάζονται από
το μονομελές πλημμελειοδικείο, γιατί το ελάχιστο της ποινής είναι μικρότερο
από ένα έτος ( 10 ημέρες ). Σε περίπτωση απόπειρας ή απλής συνέργειας,
υπολογίζεται η ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος και όχι η ελαττωμένη με
το ΠΚ 83 ποινή, επειδή η απόπειρα και η συμμετοχή δεν αποτελούν αυτοτελή
εγκλήματα αλλά μορφές εμφάνισης του ιδίου εγκλήματος56.
Εξαιρούνται: (α) τα πολιτικά πλημμελήματα ( ΚΠΔ 109 ), που υπάγονται στο
μικτό ορκωτό δικαστήριο, (β) τα πλημμελήματα των ανηλίκων που υπάγονται
στο μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, (γ) η συκοφαντική δυσφήμηση δια του
τύπου ( ΠΚ 363 ), η ανθρωποκτονία από αμέλεια ( ΠΚ 302 ) και η παράβαση
καθήκοντος ( ΠΚ 259 ), τα οποία υπάγονται στο τριμελές πλημμελειοδικείο
2. Ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
πταισματοδικείου και αυτών που εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το
ΚΠΔ 116§1 ( εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο ).
8.2.1.γ. Τριμελές πλημμελειοδικείο ( ΚΠΔ 112 )
Το τριμελές πλημμελειοδικείο είναι το βασικό δικαστήριο πλημμελημάτων
και δικάζει όλα τα πλημμελήματα εκτός από αυτά που εξαιρετικώς υπάγονται σε
κάποιο άλλο δικαστήριο ( π.χ. μονομελές πλημμελειοδικείο, μονομελές ανηλίκων,
τριμελές εφετείο, μικτό ορκωτό δικαστήριο κ.λ.π. ).
Δικάζει σε πρώτο βαθμό τα πταίσματα των προσώπων ειδικής δωσιδικίας
( π.χ. δικαστές, δικηγόροι, μέλη του Ν.Σ.Κ. κ.λ.π. ).
56
Βλ. ΑΠ ( Ολομέλεια ) 18 / 2001
79
Επίσης δικάζει τα πλημμελήματα του νόμου για τη «...βία με αφορμή
αθλητικές εκδηλώσεις» ( Ν. 3057 / 2002 και Ν. 3262 / 2004 ) ασχέτως ποινής.
Τέλος, σε δεύτερο βαθμό, δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
μονομελούς πλημμελειοδικείου καθώς και την αίτηση αναστολής των άρθρων ΚΠΔ
497 § 7 και 471§2.

8.2.1.δ. Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων ( ΚΠΔ 110 )

Το μονομελές εφετείο δικάζει τα πιο κάτω εγκλήματα, εκτός αν στο νόμο


απειλείται κατ' αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης57:
1. Τα κακουργήματα που αναφέρονται στο ΚΠΔ 308Α§1 58, ως και τα
κακουργήματα του ΚΠΔ 308Β§1 ( υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή,
απιστία και τοκογλυφία ) εφόσον γι’ αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής.
2. Τα κακουργήματα των άρθρων 114 του Ν. 1892/1990 ( ανοικοδόμηση σε δασικές
εκτάσεις ), 66 του Ν. 2121/1993 ( πνευματικής ιδιοκτησίας ) και 52 του Ν. 4002 /
2011 ( περί τυχηρών παιγνίων ) και
3. Τα κακουργήματα του Ν. 2725/1999 ( περί αθλητισμού, π.χ. «στήσιμο» αγώνων )
και του Ν. 3028/2002 ( περί αρχαιοτήτων – πολιτιστικής κληρονομιάς, π.χ.
αρχαιοκαπηλία ).
8.2.1.ε. Τριμελές εφετείο ( ΚΠΔ 111 )
Τα τριμελή εφετεία δικάζουν :
1. ως δευτεροβάθμια, τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς
πλημμελειοδικείου, του Μονομελούς Εφετείου, του πρωτοδικείου ( ΚΠΔ
116§1 ) και του δικαστηρίου των εφετών ( ΚΠΔ 499 ).
2. ως πρωτοβάθμια, τα κακουργήματα τα σχετικά με το νόμισμα, τα
υπομνήματα, την ιδιοκτησία, την περιουσία, της ψευδούς βεβαίωσης
υπαλλήλου, της νόθευσης, απιστίας και υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, εκτός
από αυτά που υπάγονται στο μονομελές εφετείο κακουργημάτων ( ΚΠΔ
110§1 και 308Α - 308Β )
3. τα εγκλήματα της δόλιας χρεωκοπίας ανωνύμων εταιρειών και τραπεζών

57
Οπότε σ' αυτήν την περίπτωση δικάζονται από το τριμελές εφετείο κακουργημάτων.
58
1) Κλοπή, 2) ληστεία, 3) εμπρησμός δασών, 4) ναρκωτικά, 5) όπλα, 6) φορολογικές παραβάσεις, 7) τελωνεια-κές
παραβάσεις και 8) περί αλλοδαπών.
80
4. τα κακουργήματα της πειρατείας, κατά της ασφάλειας της αεροπορικής,
υδάτινης και σιδηροδρομικής συγκοινωνίας,
5. τα εγκλήματα ( κακουργήματα ) που προβλέπονται στα άρθρα ΠΚ 216, 218,
235, 236, 237, 242, 256, 258, 374, 375, 386 και στρέφονται κατά του
Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου που αναφέρεται στο ΠΚ 263Α, αν το
όφελος που επεδίωξε ή πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προκάλεσε ή
απειλήθηκε υπερβαίνει τα 150.000€. ( Ν. 1608 / 1950 για τους καταχραστές
του Δημοσίου ) καθώς και τα εγκλήματα ΠΚ 231, 232 και 394, εφόσον
σχετίζονται με τα παραπάνω εγκλήματα,
6. το κακούργημα του ΠΚ 187 ( σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική
οργάνωση ) και 187Α και τα συναφή με αυτά ( ακόμα και τα βαρύτερα ),
7. τα πλημμελήματα των προσώπων ειδικής δωσιδικίας59,
8. τα κακουργήματα του ΠΚ 173 § 2 και εκείνα που τελέσθηκαν από πρόσωπο
που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού και
προβλέπονται στα ΠΚ 189 § 3 και ΠΚ 380 καθώς και τα συναφή με αυτά
πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται
βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα60.
8.2.1.στ. Πενταμελές εφετείο ( ΚΠΔ 499 )
Το πενταμελές εφετείο δικάζει ως δευτεροβάθμιο τις εφέσεις κατά των
αποφάσεων του τριμελούς εφετείου για κακούργημα.
Δικάζει επίσης σε πρώτο βαθμό τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριό
του, σύμφωνα με τα ΚΠΔ 116 και 117.
8.2.1.ζ. Μικτό ορκωτό δικαστήριο ( ΚΠΔ 109 )
Το μικτό ορκωτό δικαστήριο ( ΜΟΔ ) απαρτίζεται από επτά ( 7 ) μέλη, τρεις
τακτικούς δικαστές ( έναν πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες ) και τέσσερις
ενόρκους. Δικάζει τα κακουργήματα, εκτός από αυτά που με νόμο εξαιρούνται ( και
υπάγονται στο τριμελές εφετείο ή στα δικαστήρια των ανηλίκων ) και τα πολιτικά
πλημμελήματα. Είναι το βασικό δικαστήριο κακουργημάτων κατά το Σύνταγμα. Για
το λόγο αυτόν, κάθε νόμος που μεταφέρει κακουργήματα στην αρμοδιότητα του
τριμελούς ( ή και μονομελούς ) εφετείου θα πρέπει να ελέγχεται από πλευράς

59
Εκτός από το πλημμέλημα της καθυστέρησης καταβολής εισφορών σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, για
το οποίο δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία ( άρθρο 5 του ν. 1738/87 )
60
Ν. 3772/2009.
81
συνταγματικότητας, αφ' ενός μεν σε σχέση με το άρθρο 97 του Συντάγματος,
αφετέρου δε σε σχέση με την αρχή του φυσικού δικαστή.
Πολιτικό έγκλημα, σύμφωνα με την κρατούσα αντικειμενική θεωρία, είναι
εκείνο, το οποίο στρέφεται κατά της Πολιτείας και τείνει στην ανατροπή της νόμιμης
κατά το πολίτευμα κοινωνικοοικονομικής τάξης.
8.2.1.η. Μικτό ορκωτό εφετείο ( ΚΠΔ 499 )
Δικάζει μόνο εφέσεις κατά των αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.
Απαρτίζεται και αυτό από επτά ( 7 ) μέλη, με τη διαφορά ότι οι δικαστές είναι εφέτες
και όχι πρωτοδίκες. Επίσης, οι ένορκοι πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 ετών και να
έχουν απολυτήριο Λυκείου ( ή παλαιού Γυμνασίου ).

8.2.2. Ειδικά δικαστήρια


8.2.2.α. Δικαστήρια ανηλίκων ( ΚΠΔ 113 )
Δικάζουν αξιόποινες πράξεις ανηλίκων ηλικίας από 13 έως 18 ετών
συμπληρωμένων, με τις ακόλουθες διακρίσεις :
8.2.2.α.i. Μονομελές δικαστήριο ανηλίκων
1. Δικάζει εγκλήματα ανηλίκων, για τα οποία η προβλεπόμενη ποινή από τον
ΠΚ έχει ως ανώτατο όριο μικρότερο από 20 χρόνια κάθειρξης ( όχι ίσο με 20
χρόνια - αυτά υπάγονται στο τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ) ή φυλάκιση
( συνδυασμός διατάξεων ΚΠΔ 113 και ΠΚ 54 ).
2. Δικάζει τα πταίσματα των ανηλίκων που τελούνται στην έδρα του
πρωτοδικείου.
3. Επίσης τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου για
ανηλίκους.
4. Τέλος, επιβάλλει αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που ορίζονται στον ΠΚ
εναντίον των παιδιών ( ηλικίας 8-13 ετών ) που τελούν αξιόποινες πράξεις.
8.2.2.α.ii. Τριμελές δικαστήριο ανηλίκων
Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που
τελούνται από ανηλίκους, για τις οποίες, αν τελούνταν από ενήλικα, απειλείται ισόβια
κάθειρξη ή πρόσκαιρη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη.

8.2.2.a.iii. Τριμελές εφετείο ανηλίκων

82
Δικάζει μόνο εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών
δικαστηρίων ανηλίκων ( ΚΠΔ 113 και 489 § 1δ ).
8.2.3. Στρατοδικεία
Στα στρατιωτικά δικαστήρια υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το
χρόνο τέλεσης της πράξης. Κατ' εξαίρεση οι στρατιωτικοί δικάζονται στα κοινά
δικαστήρια:
 κατά το ΣΠΚ 197 § 1, αν συρρέουν εγκλήματα που άλλα υπάγονται στα
στρατιωτικά και άλλα στα κοινά δικαστήρια, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που
δικάζει το βαρύτερο έγκλημα
 στις περιπτώσεις του ΣΠΚ 193 § 2
 σε περίπτωση κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αν άλλες πράξεις τελέστηκαν
όσο ο δράστης ήταν στρατιωτικός και άλλες όταν δεν ήταν πια, αρμόδια είναι
τα κοινά δικαστήρια ( το ίδιο ισχύει και για τα διαρκή εγκλήματα - ΣΠΚ 197 )
 αν κάποιος τελέσει αξιόποινη πράξη την ημέρα της απόλυσής του από το
στρατό, υπάγεται στα κοινά και όχι στα στρατιωτικά δικαστήρια, διότι
θεωρείται ότι απολύεται την επομένη της λήξης της θητείας του.
Στα τριμελή στρατοδικεία υπάγονται τα πταίσματα και τα πλημμελήματα με
ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους.
Στα πενταμελή στρατοδικεία υπάγονται όλα τα υπόλοιπα πλημμελήματα και
τα κακουργήματα.
Τα αναθεωρητικά δικαστήρια δικάζουν εφέσεις και αιτήσεις αναθεώρησης
κατά των αποφάσεων των τριμελών και πενταμελών στρατοδικείων.
8.2.4. Το Ειδικό Δικαστήριο του Συντάγματος ( Σ 86 )
Δικάζει τον Πρόεδρο της δημοκρατίας για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας
και για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος. Δικάζει επίσης Υπουργούς για
εγκλήματα που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ( Ν. 3126 / 2003 ).
8.3. Αρμοδιότητα για εγκλήματα τελεσθέντα στο ακροατήριο του δικαστηρίου
Αυτά τα εγκλήματα μπορεί να τα δικάσει το ίδιο το δικαστήριο ( ΚΠΔ 116 ),
αν είναι αρμόδιο. Διαφορετικά ο δικαστής πρέπει να συντάξει έκθεση προς τον
αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει την ποινική δίωξη.
Αν πρόκειται για εξύβριση ή δυσφήμηση του δικαστηρίου ( ΚΠΔ 117 )
μπορεί και πάλι να το δικάσει, με άλλη σύνθεση. Αν η διαφορετική σύνθεση δεν

83
είναι δυνατή, μπορεί και πάλι να το δικάσει, αρκεί να αναφέρει το λόγο για τον
οποίο η διαφορετική σύνθεση δεν ήταν δυνατή.
Αν στο έγκλημα της εξύβρισης ή δυσφήμησης του δικαστηρίου ο υπαίτιος
είναι δικηγόρος που ασκεί καθήκοντα συνηγόρου και πάλι μπορεί να δικαστεί από
το ίδιο δικαστήριο ( χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ειδική του δωσιδικία ) αλλά
αποκλειστικά με άλλη σύνθεση. Αν η αλλαγή της σύνθεσης δεν είναι εφικτή, η
πράξη βεβαιώνεται στα πρακτικά και εφαρμόζεται η διάταξη ΚΠΔ 38 ( δηλαδή ο
πρόεδρος συντάσσει έκθεση και τη διαβιβάζει μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά
έγγραφα στον αρμόδιο εισαγγελέα ).
8.4. Διαδικασία ελέγχου της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ( ΚΠΔ 120 )
Λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη και προτείνεται σε κάθε στάση της
δίκης ( ακόμη και για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο ).
Το δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αυτεπαγγέλτως με την έναρξη της
συνεδρίασης την αρμοδιότητά του. Αν διαπιστώσει εξ αρχής ότι δεν είναι αρμόδιο,
πρέπει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του και να παραπέμψει την υπόθεση στο
αρμόδιο δικαστήριο. Ακόμα και αν το έγκλημα είναι αρμοδιότητας κατώτερου
δικαστηρίου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο. Το
ΚΠΔ 119§2 επιτρέπει στο ανώτερο δικαστήριο να δικάσει, μόνο αν προκύψει από τη
συζήτηση ότι το έγκλημα είναι αρμοδιότητας κατώτερου δικαστηρίου και όχι όταν
εξ αρχής είναι εμφανές κάτι τέτοιο.
Π.Χ: Αν στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο εισαχθεί υπόθεση απλής κλοπής
( ΠΚ 372 §1 εδ α' ), η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο μονομελές
πλημμελειοδικείο, έστω κι αν το τριμελές είναι ανώτερο. Αν όμως η αρχική
κατηγορία ήταν για διακεκριμένη κλοπή ( ΠΚ 372§1 εδ β' ) και το τριμελές
πλημμελειοδικείο μετατρέψει επιτρεπτά, σύμφωνα με το ΚΠΔ 371§3, την κατηγορία
σε απλή κλοπή, τότε μπορεί να δικάσει, εφόσον «προκύπτει από τη συζήτηση» η
αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου.
Όταν το πολυμελές δικαστήριο κηρύσσει την αναρμοδιότητά του και
παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφασή του επέχει τη θέση
παραπεμπτικού βουλεύματος και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Η απόφαση αυτή
προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα κατά των βουλευμάτων. Η προθεσμία για την
άσκησή τους αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, αν είναι παρών ο

84
κατηγορούμενος, ή από την επίδοσή της, αν δικάστηκε ωσεί παρών. Μόλις αυτή η
απόφαση γίνει αμετάκλητη ( όταν δηλαδή εξαντληθούν τα ένδικα μέσα κατά του
βουλεύματος ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκησή τους ), επιδίδεται
στον κατηγορούμενο κλήση για το ακροατήριο του ( αρμοδίου πλέον ) δικαστηρίου.
Όταν το μονομελές δικαστήριο κηρύσσει την αναρμοδιότητά του, παραπέμπει
την υπόθεση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ( και όχι στο αρμόδιο δικαστήριο ).
Αυτός έχει 3 δυνατότητες: (α) να παραγγείλει κύρια ανάκριση, (β) να παραγγείλει
προανάκριση και (γ) να εισαγάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει ότι το πρωτοβάθμιο ήταν
αναρμόδιο είτε γιατί το έγκλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου είτε
σε κατώτερο από το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κρίνει την έφεση και
αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ακυρώνει την
πρωτοβάθμια απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο61 ( ΚΠΔ 502§3 ).
8.5. Η κατά τόπον αρμοδιότητα ( ΚΠΔ 122 )
Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο είναι διαδοχικά:
1. Το δικαστήριο του τόπου τελέσεως του εγκλήματος. Αν συντρέχουν πολλοί,
επειδή σε άλλο τόπο ενήργησε ο δράστης και σε άλλο επήλθε το αποτέλεσμα,
προτιμάται το δικαστήριο ή οι ανακριτικοί υπάλληλοι που επελήφθησαν πρώτοι.
Πάντοτε όμως το συμβούλιο εφετών ή ο Άρειος Πάγος έχουν τη δυνατότητα να
αναθέσουν την υπόθεση σε οποιοδήποτε από τα αρμόδια δικαστήρια ( έστω και
αν δεν είχε ακόμη επιληφθεί, βλ. και ΚΠΔ 125 ).
Είναι προφανές ότι η προτίμηση του τόπου τελέσεως, οφείλεται στη μεγαλύτερη
ευχέρεια συλλογής των αποδεικτικών μέσων.
2. Το δικαστήριο της κατοικίας του κατηγορουμένου. Λαμβάνεται υπόψη η
κατοικία του κατά την έναρξη της ποινικής δίωξης. Αν αλλάξει κατοικία
αργότερα, δεν επηρεάζεται η αρμοδιότητα του δικαστηρίου ( ΚΠΔ 122 ).
3. Το δικαστήριο της προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου, σε περίπτωση
που δεν μπορεί να εξακριβωθεί η μόνιμη κατοικία του.
4. Αν το έγκλημα τελέστηκε στην αλλοδαπή και τιμωρείται στην Ελλάδα, αρμόδιο
είναι διαδοχικά το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του κατηγορουμένου στην

61
Α. Τριανταφύλλου, Η καθ' ύλη αρμοδιότητα, σελ 181
85
Ελλάδα ή της προσωρινής διαμονής του στην Ελλάδα, ή της σύλληψης ή
παράδοσης του κατηγορουμένου στην Ελλάδα ( ΚΠΔ 123 ).
5. Αν το έγκλημα διαπράχθηκε με έντυπο, το δικαστήριο του τόπου δημοσίευσης
του εντύπου και της κατοικίας ή προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου. Αν
το έγκλημα ήταν η εξύβριση ή η δυσφήμηση, αρμόδιο είναι και το δικαστήριο
του τόπου κυκλοφορίας του εντύπου, αν εκεί κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο
παθών ( ΚΠΔ 122 ). Βεβαίως, η αρμοδιότητα του τόπου κυκλοφορίας του
εντύπου είναι συντρέχουσα, αφού προτεραιότητα δίνεται στον τόπο τέλεσης, ο
οποίος είναι και ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος.
6. Αν το έγκλημα έγινε σε πλοίο ( στο εξωτερικό ή στην ανοιχτή θάλασσα ), η
αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο του λιμανιού νηολόγησης του πλοίου ή του
λιμανιού που το πλοίο προσέγγισε για πρώτη φορά μετά την πράξη.
7. Αν το έγκλημα τελέστηκε σε αεροπλάνο, η αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον
τόπο προσγείωσης ή απογείωσης του αεροπλάνου.
8.6. Πρόταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας
Η κατά τόπον αναρμοδιότητα ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ( ΚΠΔ 126 ) από το
δικαστήριο ( κατά την κύρια διαδικασία ), το δικαστικό συμβούλιο ( κατά την κύρια
ανάκριση ) και τον εισαγγελέα ( κατά την προανάκριση ). Οι διάδικοι μπορούν να
προτείνουν την κατά τόπο αναρμοδιότητα, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας. Αν ο λόγος της αναρμοδιότητας προέκυψε αργότερα μπορεί να προταθεί
και αργότερα ( ακόμη και για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό ). Διαφορετικά ( αν
δηλαδή δεν προέκυψε αργότερα ), για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό η σχετική
ένσταση είναι απαράδεκτη.
Αν η σχετική ένσταση προταθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και
απορριφθεί και αφού επαναληφθεί στο δεύτερο βαθμό ως ειδικός λόγος έφεσης, το
δευτεροβάθμιο ακυρώνει την απόφαση και δικάζει στην ουσία την υπόθεση, εκτός
και αν το αρμόδιο δικαστήριο δεν ανήκε στην περιφέρειά του, οπότε την παραπέμπει
στο αρμόδιο κατά τόπον πρωτοβάθμιο δικαστήριο ( ΚΠΔ 126 ).
Αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο
διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο
μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να
προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Αν ο

86
κατηγορούμενος καταδικασθεί ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν
προβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης την κατά τόπον αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου, η αναρμοδιότητα αυτή καλύπτεται και δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος
αναιρέσεως.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παραβίαση της κατά τόπον αρμοδιότητας (που δεν καλύπτεται)
συνιστά υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου ( ΚΠΔ 510 ).
8.7. Αρμοδιότητα λόγω συνάφειας ( ΚΠΔ 128 129, 131 )
8.7.1. Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή
Συναφή θεωρούνται τα ακόλουθα εγκλήματα:
1. Όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως ( π.χ. κατ’ ιδέαν συρροή ) είτε
σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ( π.χ. πραγματική συρροή ).
2. Όσα γίνονται από πολλούς όχι συναιτίους στον ίδιο τόπο και χρόνο ( π.χ. η
παραυτουργία ), γ) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως
( π.χ. συμπλοκή ) είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ( π.χ. απάτη και
ψευδής καταμήνυση κατά του εγκαλέσαντος για την απάτη ).
3. Όσα γίνονται για να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να
αποκρύψουν ένα από αυτά ( π.χ. κλοπή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος ).
8.7.2. Η εκδίκαση των συναφών
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 128, αρμόδιο για να δικάσει όλα τα συναφή εγκλήματα
είναι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει το βαρύτερο από τα συναφή
εγκλήματα.
Π.χ. 1: Όταν συνεκδικάζονται τα συναφή εγκλήματα της εξύβρισης (ΠΚ 361)
και της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ( ΠΚ 386§1 εδ. 2 ). Ανάμεσα στην
εξύβριση και την απάτη, βαρύτερο είναι το έγκλημα της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης
αξίας ( φυλάκιση 2 – 5 έτη, ενώ η εξύβριση: φυλάκιση μέχρι 1 έτος ). Επομένως το
τριμελές πλημμελειοδικείο που είναι αρμόδιο για την απάτη ( ιδ. μεγ. αξίας ), θα
δικάσει και το συναφές έγκλημα της εξύβρισης.
Π.χ. 2: τα συναφή εγκλήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση ( ΠΚ 299 ) και
της ληστείας ( ΠΚ 380§1 ) θα δικαστούν από το Μ.Ο.Δ. γιατί η ανθρωποκτονία
είναι βαρύτερο έγκλημα από τη ληστεία.
Ομοίως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι τα συναφή εγκλήματα του
βιασμού ( ΠΚ 336 ) και της θανατηφόρου ληστείας ( ΠΚ 380§2 ), θα τα δικάσει το

87
τριμελές εφετείο κακουργημάτων και όχι το ΜΟΔ, γιατί το έγκλημα του ΠΚ 380§2
είναι βαρύτερο από το έγκλημα του ΠΚ 336.
Αν όμως τα συναφή εγκλήματα είναι της ίδιας βαρύτητας, εφόσον
προβλέπεται η ίδια ποινή και για τα δύο, τότε, αν πρόκειται περί πλημμελημάτων (
π.χ. απάτη ΠΚ 386§1,εδ.1 και συκοφαντική δυσφήμηση ΠΚ 363 ), αρμόδιο
δικαστήριο είναι το πρώτο επιληφθέν.
Αν πρόκειται για κακουργήματα ίσης βαρύτητας, εκ των οποίων άλλα
υπάγονται στο ΜΟΔ και άλλα στο τριμελές εφετείο, κατά την κρατούσα στη
νομολογία άποψη, θα πρέπει να εκδικαστούν από το ΜΟΔ, διότι αυτό πρέπει να
θεωρηθεί ανώτερο, κατ' ανάλογη εφαρμογή του ΚΠΔ 130. Κατά άλλη άποψη (
Καρράς ), η υπόθεση θα πρέπει να χωριστεί και το ένα έγκλημα να εκδικαστεί από
το ΜΟΔ και το άλλο από το τριμελές εφετείο.
Π.χ. Αν υπάρχει συνάφεια ανθρωποκτονίας με πρόθεση ( ΠΚ 299§1 ) και
θανατηφόρου ληστείας ( ΠΚ 380§2 ), επειδή τα εγκλήματα είναι της ίδιας βαρύτητας
και επειδή πρόκειται για κακουργήματα που υπάγονται σε διαφορετικά δικαστήρια
του ίδιου βαθμού ( ΜΟΔ – τριμελές εφετείο ), θα χωριστούν και το ΜΟΔ θα δικάσει
την ανθρωποκτονία ενώ το τριμελές εφετείο θα δικάσει τη ληστεία ( ή κατά την
κρατούσα άποψη θα δικαστούν και τα δύο από το ΜΟΔ ).
Αν τέλος τα συναφή εγκλήματα είναι της ίδιας βαρύτητας αλλά ένα από αυτά
υπάγεται σε ανώτερο δικαστήριο, λόγω εξαιρετικής αρμοδιότητας ή ειδικής
δωσιδικίας του δράστη ( π.χ. δικηγόρος ), το ανώτερο δικαστήριο θα δικάσει και τα
άλλα συναφή.
Π.χ. το τριμελές εφετείο που είναι αρμόδιο να δικάσει το πλημμέλημα της
βαριάς σωματικής βλάβης ( ΠΚ 380§1 ), που ένας δικηγόρος τέλεσε σε κάποιον
άλλο, θα είναι αρμόδιο να δικάσει και την ( επίσης βαριά ) σωματική βλάβη που ο
τελευταίος προκάλεσε στο δικηγόρο.
Αν κάποια στιγμή εκλείψουν οι λόγοι της συνάφειας ( π.χ. ανακληθεί η
έγκληση σε κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα, πεθάνει ο κατηγορούμενος κ.λ.π. ), το
δικαστήριο δικάζει τα υπόλοιπα εγκλήματα, μόνο αν είναι αρμόδιο γι' αυτά. Σε
διαφορετική περίπτωση τα παραπέμπει στο αρμόδιο ( ΚΠΔ 131 ).
Π.χ. το τριμελές εφετείο που δικάζει την εξύβριση του δικηγόρου Α κατά του
Β και λόγω συνάφειας την εξύβριση του Β κατά του δικηγόρου Α, αν πριν από την

88
έναρξη της διαδικασίας ο δικηγόρος Α πεθάνει, πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση
στο μονομελές πλημμελειοδικείο, γιατί δεν είναι αρμόδιο για την εξύβριση. Αν όμως
έχει τελειώσει η ουσιαστική συζήτηση στο ακροατήριο και μετά εκλείψει ο λόγος
συνάφειας, τότε το δικαστήριο θα δικάσει και το συναφές έγκλημα, έστω και χωρίς
να είναι αρμόδιο ( αναλογική εφαρμογή του ΚΠΔ 119§2 ).
Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο μπορούν για την ευχερέστερη
διακρίβωση της αλήθειας να χωρίσουν την υπόθεση ( ΚΠΔ 128§3 και 130§ 2 ).
Σε περίπτωση συνάφειας εγκλημάτων που υπάγονται στα στρατιωτικά
δικαστήρια και εγκλημάτων που υπάγονται στα κοινά, θα πρέπει να γίνει η
ακόλουθη διάκριση:
1. Αν τα εγκλήματα είναι συναφή λόγω συρροής, θα εκδικαστούν στο δικαστήριο
που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα ( άρα αν στρατιωτικός τέλεσε εγκλήματα που
υπάγονται άλλα στο κοινό δικαστήριο και άλλα στο στρατοδικείο είτε θα
δικαστεί για όλα στο κοινό είτε στο στρατοδικείο, αναλόγως ποιο είναι αρμόδιο
για το βαρύτερο έγκλημα )
2. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις συνάφειας όμως, όπου είναι συναφή μεταξύ τους
εγκλήματα που τελούνται από περισσότερα πρόσωπα ( και όχι από ένα, όπως
στην προηγούμενη περίπτωση ) θα γίνει χωρισμός της υπόθεσης και ο
στρατιωτικός να δικαστεί από τα στρατοδικεία και ο πολίτης να δικαστεί από τα
κοινά δικαστήρια62.
Αν κάποιο έγκλημα ( έστω και κακούργημα ) είναι συναφές με το ΠΚ 187,
αυτό δικάζεται μαζί με το ΠΚ 187 στο τριμελές εφετείο, ακόμη και αν είναι
βαρύτερο ( ΚΠΔ 111§5 ).
Για τα κακουργήματα του άρθρου ΠΚ 173§2 και εκείνα που τελέσθηκαν από
πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του και
προβλέπονται στα ΠΚ 189 § 3 και ΠΚ 380 καθώς και για τα συναφή με αυτά
πλημμελήματα και κακουργήματα, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο, έστω και αν
τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα63 από τα ως άνω κύρια κακουργήματα.
8.8. Η αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής ( ΚΠΔ 130 )
Όταν γίνεται λόγος για συμμετοχή αναφερόμαστε σε όλες τις μορφές
συμμετοχής του ΠΚ : συναυτουργία, ηθική αυτουργία, άμεση ή απλή συνέργεια.
62
Συμβ. ΑΠ 617 /2000 Στ' Τμήμα, Συμβ. ΑΠ 1373 / 2000
63
Ν. 3772/2009
89
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αρμοδιότητα της συμμετοχής δεν πρέπει να συγχέεται με αυτή
της συνάφειας, γιατί στη συνάφεια υπάρχουν περισσότερα του ενός εγκλήματα, ενώ
στη συμμετοχή υπάρχει ένα μόνο έγκλημα και πολλοί συμμέτοχοι.
Σε περίπτωση που υπάρχουν πολλοί συμμέτοχοι αρμόδιο δικαστήριο να
δικάσει όλους τους συμμέτοχους είναι αυτό που είναι αρμόδιο να δικάσει το
συμμέτοχο που επισύρει τη βαρύτερη ποινή.
Π.χ. το τριμελές πλημμελειοδικείο που είναι αρμόδιο να δικάσει το φυσικό
αυτουργό της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ( ΠΚ 386 §1 εδ. β' ) είναι αρμόδιο
για να δικάσει και τον απλό συνεργό στο ίδιο έγκλημα.
Αν οι συμμέτοχοι υπάγονται σε διαφορετικού βαθμού δικαστήρια, λόγω
ειδικής δωσιδικίας, το ανώτερο δικαστήριο είναι αρμόδιο για όλους.
Π.χ. Το τριμελές εφετείο που είναι αρμόδιο να δικάσει το δικηγόρο Α ως απλό
συνεργό στη βαριά σωματική βλάβη του Β εις βάρος του Γ, θα δικάσει και το φυσικό
αυτουργό Β.
Σε περίπτωση που στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και πολίτες, αν τη
βαρύτερη ποινή επισύρει η συμμετοχική δράση του πολίτη, όλοι θα συνεκδικαστούν
από το κοινό δικαστήριο. Αν τη βαρύτερη ποινή επισύρει η συμμετοχική δράση του
στρατιωτικού, η υπόθεση θα χωριστεί, με αυτόν να δικάζεται από το στρατοδικείο
και τον πολίτη από το κοινό δικαστήριο64.
Στην αρμοδιότητα της συμμετοχής, το ΜΟΔ θεωρείται ανώτερο από τα άλλα
δικαστήρια ( ΚΠΔ 130 ).
Αν κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στο έγκλημα είναι ανήλικος, η
ποινική δίωξη γι’ αυτόν χωρίζεται, και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστήριο
ανηλίκων. Στα πλημμελήματα, αν ο εισαγγελέας στην περίπτωση της εισαγωγής με
απευθείας κλήση και αιτιολογημένη απόφασή του στην οποία μνημονεύει τους
συγκεκριμένους λόγους ή το δικαστικό συμβούλιο, κρίνουν ότι δεν ενδείκνυται ο
χωρισμός για λόγους που αφορούν το συμφέρον της δικαιοσύνης, την υπόθεση τη
δικάζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο μετέχει αν είναι δυνατό σε κάθε βαθμό ο
ειδικός δικαστής ανηλίκων. Δεν εμποδίζεται πάντως το δικαστήριο να διατάξει το
χωρισμό. Η συνεκδίκαση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση, αν, κατά το χρόνο

64
ΑΠ 1287 / 2001
90
τέλεσης της πράξης, ο ανήλικος δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο ( 15 ο ) έτος
της ηλικίας του ( ΚΠΔ 130 § 3 ).
Αν εκλείψουν οι λόγοι της συνεκδίκασης λόγω συμμετοχής εφαρμόζονται
ακριβώς όσα προαναφέρθηκαν στη συνάφεια ( ΚΠΔ 131 ).
Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο μπορούν για την ευχερέστερη
διακρίβωση της αλήθειας να χωρίσουν την υπόθεση ( ΚΠΔ 130§2 ).
8.9. Η αρμοδιότητα κατά παραπομπή ( ΚΠΔ 136 )
Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να παραπέμψει σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές
στις ακόλουθες περιπτώσεις :
1. Αν αποφασίστηκε η εξαίρεση τόσων μελών του δικαστηρίου, ώστε να μην είναι
πια δυνατή η νόμιμη σύνθεσή του.
2. Αν δεν υπάρχει ο νόμιμος αριθμός δικαστών λόγω ασθένειας ή άλλου λόγου και
το κώλυμα αναμένεται να διαρκέσει για δύο μήνες μετά την αμετάκλητη
παραπομπή στο ακροατήριο.
3. Την παραπομπή επιβάλλουν λόγοι σχετικοί με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
4. Αν ο κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης εκτός της έδρας του δικαστηρίου
και το ανεκτέλεστο υπόλοιπο υπερβαίνει τα τρία έτη ή είναι ύποπτος να
αποδράσει.
5. Αν ο εγκαλών, ο ζημιωθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός και
υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο ( είναι προφανές ότι δεν πρέπει να δικάσει
ούτε αυτός τη δική του υπόθεση αλλά ούτε και κάποιος στενός του συνάδελφος
και αυτό δημιουργεί ανασφάλεια και υπόνοιες μεροληψίας ).
6. Αν υπαίτιος του εγκλήματος της εξύβρισης ή δυσφήμησης δικαστηρίου είναι
δικηγόρος, που ασκεί καθήκοντα συνηγόρου και η διαφορετική σύνθεση του
δικαστηρίου δεν είναι δυνατή, ώστε να δικαστεί αμέσως ( ΚΠΔ 136 και 117§2 ).
Η παραπομπή μπορεί να ζητηθεί από τον εισαγγελέα και τους διαδίκους,
σύμφωνα με τις διακρίσεις του ΚΠΔ 137.
Για την παραπομπή αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών, για
παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε ένα άλλο και μόνο για τις δύο πρώτες
περιπτώσεις παραπομπής, το συμβούλιο εφετών για παραπομπή από ένα
πλημμελειοδικείο σε ένα άλλο και ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο σε κάθε άλλη
περίπτωση.

91
9. Η ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
9.1. Η προπαρασκευαστική διαδικασία ( της κύριας )
Η κύρια διαδικασία διακρίνεται στην προπαρασκευαστική και την επ'
ακροατηρίου διαδικασία.
Η προπαρασκευαστική διαδικασία περιλαμβάνει:
 Τον ορισμό της δικασίμου ( κατά προτεραιότητα για τον κατηγορούμενο που
κρατείται προσωρινά - ΚΠΔ 320 ).
 Την κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με τη σύνταξη από τον
εισαγγελέα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης προς εμφάνιση.
 Την επίδοση της παραπάνω κλήσης ή κλητηρίου θεσπίσματος στον
κατηγορούμενο και τον αστικώς υπεύθυνο και αντίγραφο στον πολιτικώς
ενάγοντα.
 Σύνταξη και επίδοση από τον εισαγγελέα στον κατηγορούμενο καταλόγου
μαρτύρων.
 Κλήτευση όλων των ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης από
τον εισαγγελέα.
9.2. Η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο
Η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου
γίνεται είτε με την έκδοση και την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος είτε με την
έκδοση και την επίδοση κλήσης.
9.3. Το κλητήριο θέσπισμα
Υπάρχει δυνατότητα μία υπόθεση να μην διέλθει καθόλου από τη διαδικασία
των δικαστικών συμβουλίων, αλλά να εισαχθεί με κλητήριο θέσπισμα στο
ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Αυτό μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες
περιπτώσεις :
1. Χωρίς να έχει προηγηθεί προανάκριση ή κύρια ανάκριση ( ΚΠΔ 43, 244 ):
i. Στα πταίσματα
ii. Στα πλημμελήματα
iii. Στα αυτόφωρα

2. Αφού έχει διενεργηθεί προανάκριση ή κύρια ανάκριση:

92
i. Μετά την προανάκριση, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής ( ΚΠΔ
245 ).
ii. Μετά την κύρια ανάκριση για πλημμέλημα, αν υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις και υπάρχει σύμφωνη γνώμη ανακριτή - εισαγγελέα ( ΚΠΔ
308§3 ).
iii. Μετά την κύρια ανάκριση για ορισμένα κακουργήματα, με την ειδική
διαδικασία στο αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων ( ΚΠΔ 110
σε συνδ. με 308Α – 308Β ) ή και στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων
( ΚΠΔ 110 ) σε περίπτώση που ο νόμος απειλεί ισόβια κάθειρξη ).
Η κλήτευση του κατηγορουμένου στις παραπάνω περιπτώσεις γίνεται με
κλητήριο θέσπισμα, το οποίο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του ΚΠΔ 321: το
ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, τη χρονολογία και το δικαστήριο στο οποίο θα
δικαστεί, αριθμό, σφραγίδα και υπογραφή του Εισαγγελέα. Επίσης το κλητήριο
θέσπισμα πρέπει να προβαίνει σε ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία
κατηγορείται και να αναφέρει τα άρθρα του ποινικού νόμου που την προβλέπουν. Η
νομολογία έχει κρίνει ότι εάν δεν αναφέρεται ( ή αναφέρεται λανθασμένα ) το άρθρο
του γενικού μέρους του Π.Κ. ( π.χ. το ΠΚ 46 για την ηθική αυτουργία ), δεν υπάρχει
ακυρότητα.
Η μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών συνεπάγεται ακυρότητα του
κλητηρίου θεσπίσματος. Για τη φύση αυτής της ακυρότητας και πότε προβάλλεται,
θα αναφερθούμε παρακάτω στο κεφάλαιο των ακυροτήτων.
9.4. Η προσφυγή του ΚΠΔ 322
Τη δυνατότητα προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος παρέχει το ΚΠΔ
322.
Το ΚΠΔ 322 προβλέπει, ότι ο κατηγορούμενος που καλείται να δικαστεί με
κλητήριο θέσπισμα στο τριμελές πλημμελειοδικείο, μπορεί μέσα σε 10 ημέρες από
την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος να προσφύγει στον εισαγγελέα εφετών
«παραπονούμενος» γι’ αυτήν την απ' ευθείας κλήση.
Αν το κλητήριο θέσπισμα καλεί τον κατηγορούμενο σε άλλο δικαστήριο
( μονομελές πλημμελειοδικείο, τριμελές ή μονομελές ανηλίκων, τριμελές εφετείο )
δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή. Στη θεωρία65 διατυπώνεται και η άποψη ότι θα

65
Καρράς
93
έπρεπε να επιτρέπεται προσφυγή και για το κλητήριο θέσπισμα που καλεί τον
κατηγορούμενο στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων, λόγω της σοβαρότητας του
εγκλήματος αλλά και στο κλητήριο για το μονομελές πλημμελειοδικείο, εφόσον ο
νομοθέτης έχει πια υπαγάγει πολλά από τα εγκλήματα που παλαιότερα ανήκαν στην
αρμοδιότητα του τριμελούς στο μονομελές πλημμελειοδικείο.
Σε περίπτωση κλητηρίου θεσπίσματος που καλεί τον κατηγορούμενο στο
τριμελές ή στο μονομελές εφετείο κακουργημάτων ( με την ειδική διαδικασία ),
προσφυγή δεν επιτρέπεται. Μπορεί όμως ο κατηγορούμενος να υποβάλει υπόμνημα
στον εισαγγελέα εφετών ή και στον πρόεδρο εφετών εκθέτοντας τις απόψεις του.
Μπορεί επίσης να ζητήσει την έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα εφετών προς τον
πρόεδρο εφετών. Επίσης, με αναλογική εφαρμογή του ΚΠΔ 324, μπορεί να φέρει τις
αντιρρήσεις του στο ακροατήριο.
Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου
ποσού τριακοσίων ( 300 ) ευρώ. Αν δεν κατατεθεί το ως άνω παράβολο, η προσφυγή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο
εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του
παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό κατηγορούμενο.

Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό


που αφορά στην κατηγορία ( π.χ. η πράξη δεν είναι αξιόποινη, συντρέχει λόγος
άρσης του αδίκου χαρακτήρα ή του καταλογισμού, αναρμοδιότητα του δικαστηρίου,
επειδή είναι κατ' έγκληση διωκόμενο και δεν έχει υποβληθεί η έγκληση, ή και επειδή
δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις για την τέλεση του εγκλήματος κ.λ.π. ). Οι λόγοι
όμως της προσφυγής δεν μπορούν να αναφέρονται στο κύρος του κλητηρίου
θεσπίσματος. Αυτή η ακυρότητα του κλητηρίου θα πρέπει να προταθεί στην επ'
ακροατηρίου διαδικασία ( ΚΠΔ 174 § 2 ).
Η προσφυγή ΚΠΔ 322 είναι ( οιονεί ) ένδικο μέσο και ως τέτοιο έχει
επεκτατικό, μεταβιβαστικό και ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ως ένδικο μέσο ασκείται
μόνο μία φορά, μεταβιβάζει την υπόθεση σε όργανο ανώτερου βαθμού ( τον
εισαγγελέα εφετών ) και εκτείνεται και στα συναφή εγκλήματα με αναλογική
εφαρμογή του ΚΠΔ 493.
Ο εισαγγελέας εφετών υποχρεούται μέσα σε 10 ημέρες να αποφασίσει επί της
προσφυγής και να επιδώσει στον κατηγορούμενο τη διάταξή του.
94
Πριν αποφασίσει ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να διατάξει προανάκριση ή
συμπλήρωση της τυχόν προηγηθείσας προανάκρισης με περαιτέρω προανάκριση.
Τελικά, και μετά από την τυχόν διενέργεια των παραπάνω ανακριτικών πράξεων
( και αφού η δικογραφία βέβαια επιστρέψει σ' αυτόν ), θα πρέπει είτε να απορρίψει
την προσφυγή, οπότε ο κατηγορούμενος θα πρέπει να εμφανιστεί στο ακροατήριο,
υπό την προϋπόθεση, ότι μεταξύ της ημέρας που επιδίδεται η απορριπτική διάταξη
του εισαγγελέα εφετών και της δικασίμου μεσολαβούν τουλάχιστον 8 ημέρες,
δηλαδή το μισό της προθεσμίας κλητεύσεως του κατηγορουμένου ( ΚΠΔ 322 ) είτε
να κάνει δεκτή την προσφυγή, οπότε διατάσσει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να
εισαγάγει την υπόθεση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Η κρατούσα γνώμη στη θεωρία υποστηρίζει, ότι, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών υποχρεούται να εισαγάγει την υπόθεση στο συμβούλιο με
απαλλακτική πρόταση, αν ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή του
ΚΠΔ 322, επικαλούμενη το χαρακτήρα της προσφυγής ως ( οιονεί ) ενδίκου μέσου
και την αρχή της ιεραρχικής υποταγής, η οποία διέπει τον εισαγγελικό θεσμό. Στην
πράξη όμως οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών πολλές φορές επιμένουν στην
παραπεμπτική πρότασή τους, παρά την αποδοχή της προσφυγής, επικαλούμενοι την
ανεξαρτησία τους, ως δικαστικοί λειτουργοί.
Ο εισαγγελέας εφετών έχει επίσης τη δυνατότητα, αφού παραλάβει την
προσφυγή να παραγγείλει κύρια ανάκριση, μετά την περάτωση της οποίας,
εφαρμόζεται το ΚΠΔ 308§3 ( η δικογραφία δεν επιστρέφει σ’ αυτόν ), χωρίς όμως να
μπορεί να εκδοθεί νέο κλητήριο θέσπισμα, για να μην υπάρξει νέα προσφυγή. Στην
περίπτωση αυτή μπορεί να εκδοθεί κλήση.
Μετά την απόρριψη της προσφυγής του ΚΠΔ 322 ( ή την πάροδο άπρακτης
της 10ήμερης προθεσμίας ), η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο
γίνεται αμετάκλητη.
Όταν εκδίδεται κλητήριο θέσπισμα για πρόσωπο ειδικής δωσιδικίας, αν
πρόκειται για πταίσμα ( οπότε καλείται στο τριμελές πλημμελειοδικείο ), η
προσφυγή ασκείται στον εισαγγελέα εφετών ( ΚΠΔ 322§1 ) και αν πρόκειται για
πλημμέλημα ( οπότε καλείται στο τριμελές εφετείο ) στο συμβούλιο εφετών ( ΚΠΔ
322§3 ).

95
Αν από παραδρομή κληθεί πρόσωπο ειδικής δωσιδικίας για το πλημμέλημά
του στο τριμελές πλημμελειοδικείο, μπορεί να ασκήσει την προσφυγή του ΚΠΔ 322
στον εισαγγελέα εφετών και όχι στο συμβούλιο εφετών.
Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών ( ή το βούλευμα του συμβουλίου εφετών
στην περίπτωση του ΚΠΔ 322§3 ) είναι αμετάκλητη. Αν όμως απορριφθεί ως
απαράδεκτη η προσφυγή του ΚΠΔ 322, εκείνος που την άσκησε μπορεί να προβάλει
τις αντιρρήσεις του στο δικαστήριο που θα δικάσει την κατηγορία. Αν το δικαστήριο
δεχθεί τις αντιρρήσεις του, κηρύσσει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης,
ωσότου αποφανθεί για την προσφυγή ο εισαγγελέας εφετών ( ΚΠΔ 324 ).
9.5. Η κλήση προς τον κατηγορούμενο
Μόλις το παραπεμπτικό βούλευμα γίνει αμετάκλητο, ο κατηγορούμενος
γνωρίζει τόσο ότι θα οδηγηθεί σε δίκη όσο και την κατηγορία ( εφόσον το βούλευμα
του επιδίδεται ) αλλά δεν γνωρίζει ούτε πότε ούτε σε ποιο δικαστήριο. Γι’ αυτό το
λόγο είναι απαραίτητη η κλήτευση του. Αυτή γίνεται με την επίδοση σ’ αυτόν
κλήσης προς εμφάνιση ( ΚΠΔ 320 ). Η κλήση πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που
ορίζονται στο ΚΠΔ 321§1: το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, την ημερομηνία
και το δικαστήριο στο οποίο θα δικαστεί, αριθμό, σφραγίδα και υπογραφή του
Εισαγγελέα.
Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει την αξιόποινη πράξη αλλά αρκεί να
αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Στην πράξη, συχνά παραπεμπτικό
βούλευμα και κλήση επιδίδονται ταυτόχρονα στον κατηγορούμενο.
Προσφυγή κατά της κλήσης δεν επιτρέπεται.
Η μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών συνεπάγεται ακυρότητα της κλήσης (
ΠΡΟΣΟΧΗ: σχετική κατά τη νομολογία, απόλυτη κατά τη θεωρία ).
9.6. Επιδόσεις και προθεσμίες
9.6.1. Οι επιδόσεις
Επίδοση ενός εγγράφου σημαίνει παράδοση του εγγράφου στα χέρια του
ενδιαφερομένου. Διαφέρει από την κοινοποίηση, η οποία συνίσταται σε ανακοίνωση
του περιεχομένου του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο.
9.6.2. Επιδόσεις σε πρόσωπα γνωστής διαμονής ( ΚΠΔ 155 )
Η επίδοση γίνεται από δικαστικό ή ποινικό επιμελητή, από αστυνομικό ή
από τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας.

96
Η επίδοση γίνεται στην κατοικία ή στο χώρο προσωρινής διαμονής 66 του
προσώπου ή και στον επαγγελματικό του χώρο. Αν δεν βρεθεί εκείνη τη στιγμή
εκεί, το επιδίδει σε όσους διαμένουν ( έστω και προσωρινά ) μαζί του ή στους
συνεργάτες του αντιστοίχως.
Ως σύνοικοι θεωρούνται όσοι τη στιγμή της επίδοσης διαμένουν στην ίδια
οικία ή αν πρόκειται για πολυκατοικία, στο ίδιο διαμέρισμα. Δεν θεωρείται όμως
σύνοικος αυτός που κατοικεί στο διπλανό διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας.
Το όργανο της επίδοσης μπορεί να μην προβεί σ’ αυτή, αν κρίνει ότι τα
πρόσωπα αυτά είναι κάτω των 17 ετών, προφανώς μεθυσμένοι ή ψυχικά ασθενείς.
Η κρίση του αυτή είναι ανέλεγκτη.
Αν κρίνει για τους παραπάνω λόγους, ότι δεν μπορεί να τους επιδώσει το
έγγραφο καθώς και αν τα πρόσωπα αυτά αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο,
το όργανο το επικολλά στην πόρτα της κατοικίας ή του γραφείου ή του δωματίου
του ξενοδοχείου κ.λ.π. Το ίδιο κάνει και αν δεν βρεθεί κανείς στους παραπάνω
χώρους.
Αν ο ενδιαφερόμενος απουσιάζει κατά το χρόνο της επιδόσεως και έχει
αλλάξει διαμονή, η επίδοση δεν πρέπει να γίνει στα πρόσωπα που διέμεναν μαζί
του, όσο και αυτός διέμενε εκεί αλλά να γίνει στη νέα του κατοικία ή διαμονή.
Ούτε είναι επιτρεπτή η θυροκόλληση σ' αυτή την περίπτωση. Το πρόσωπο πρέπει
πια να θεωρείται αγνώστου διαμονής.
Στην περίπτωση που η επίδοση γίνεται στο χώρο εργασίας του
ενδιαφερομένου δεν επιτρέπεται να γίνεται με θυροκόλληση, αν ο ενδιαφερόμενος
δεν βρίσκεται στο χώρο αυτόν ή κανείς δεν το παραλαμβάνει 67, εφόσον αυτό
προκύπτει σαφώς από το κείμενο του ΚΠΔ 155, το οποίο προβλέπει τη
δυνατότητα θυροκόλλησης στην κατοικία, όχι όμως και στο χώρο εργασίας.
Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στη φυλακή, η επίδοση γίνεται από τους
υπαλλήλους της φυλακής. Στην περίπτωση αυτή σύνοικος θεωρείται ο διευθυντής
των φυλακών.
Τόσο η επίδοση στο σύνοικο, όσο και η θυροκόλληση και η επίδοση στο
διευθυντή των φυλακών είναι πλασματικές επιδόσεις και κατακρίνονται από τη

66
Χώρος διαμονής θεωρείται π.χ. και το δωμάτιο του ξενοδοχείου αλλά και το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται ο
κλητευμένος.
67
Καρράς, ό.π. σελ. 345
97
θεωρία ως προσβάλλουσες το δικαίωμα ακρόασης και αντικείμενες στο άρθρο 20
του Συντάγματος.68
Η επίδοση σε πρόσωπα γνωστής διαμονής μπορεί να γίνει και
ταχυδρομικώς ή τηλεγραφικώς ( ΚΠΔ 159 ).
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 273, ο κατηγορούμενος που προσέρχεται για να
απολογηθεί καλείται να δηλώσει την κατοικία του. Από το σημείο αυτό και μετά
οι επιδόσεις θα πρέπει να γίνονται στη συγκεκριμένη διεύθυνση και ποτέ δεν
μπορεί να θεωρηθεί ως αγνώστου διαμονής. Αν αλλάξει κατοικία, υποχρεούται
αυτός να ενημερώσει τις αρχές. Η γνωστοποίηση της νέας διεύθυνσης γίνεται με
δήλωση, μόνο εγγράφως, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί
κατά το χρόνο της δήλωσης η δικογραφία. Αν σε κάποια μεταγενέστερη
διαδικαστική πράξη δηλώσει νέα διεύθυνση κατοικίας ( π.χ. στην έκθεση ενός
ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος ), αυτή θα πρέπει να θεωρείται η νέα του
κατοικία, και εκεί να γίνει η επίδοση 69,70 και μόνο αν δεν βρεθεί εκεί, η επίδοση να
μπορεί να γίνει στην κατοικία που είχε δηλώσει αρχικά κατά την απολογία του.
9.6.3. Επιδόσεις προς τον αντίκλητο
Αντίκλητος είναι το πρόσωπο, στο οποίο επιδίδονται έγγραφα της ποινικής
διαδικασίας και αφορούν στον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα. Ο
πληρεξούσιος δικηγόρος, εκτός και αν κάτι άλλο έχει προβλεφθεί στην
πληρεξουσιότητά του είναι και αντίκλητος του εντολέα του.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 155 § 2, αν η θυροκόλληση γίνει επειδή τα πρόσωπα
της ΚΠΔ 155 § 1 αρνήθηκαν να παραλάβουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν
υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του
ενδιαφερομένου κατηγορουμένου ή αστικώς υπευθύνου. Δεν γίνεται όμως επίδοση
στον αντίκλητο, αν αυτός που αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο ήταν ο ίδιος ο
ενδιαφερόμενος ( π.χ. ο κατηγορούμενος ).
9.6.4. Επιδόσεις σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής ( ΚΠΔ 156 )
Αν ο ενδιαφερόμενος απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η
διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση γίνεται στο σύζυγο και αν δεν υπάρχει σύζυγος

68
Καρράς ό.π. σελ. 336-337
69
Σύμφωνη η ΑΠ 1115 / 2003
70
Αντίθετη η νομολογία του ΑΠ ( 393 / 2004 Τμ. Σ τ ΄ ) , η οποία δέχεται ότι η επίδοση πρέπει να γίνει στη
διεύθυνση που δήλωσε στην προανάκριση ή την κύρια ανάκριση και όχι σ' αυτήν που αναγράφεται στην έκθεση
για την άσκηση του ενδίκου μέσου, εφόσον δεν έχει δηλώσει την αλλαγή διεύθυνσης στην εισαγγελία.
98
σε συγγενή έως και τον τρίτο βαθμό. Όπως και στα πρόσωπα γνωστής διαμονής, έτσι
κι σε αυτήν την περίπτωση, το όργανο δεν προχωρά στην επίδοση, αν κρίνει, ότι το
συγγενικό πρόσωπο είναι ανήλικο ή μεθυσμένο κ.λ.π.
Αν δεν βρεθεί κανείς από τα παραπάνω πρόσωπα, η επίδοση γίνεται στο
δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας, οι οποίοι το τοιχοκολλούν σε κάποιο
εμφανές σημείο.
9.6.5. Γενικές παρατηρήσεις στις επιδόσεις
Όποιος επιδίδει, πρέπει να ανακοινώνει και το περιεχόμενο του εγγράφου
στον ενδιαφερόμενο και να αναφέρει το γεγονός, ότι το ανακοίνωσε στο επιδοτήριο
( ΚΠΔ 160 ).
Για την επίδοση συντάσσεται σχετικό έγγραφο αποδεικτικό ( ΚΠΔ 161 ) το
οποίο υπογράφεται και από το πρόσωπο που το παραλαμβάνει και στο οποίο, με
ποινή ακυρότητας της επίδοσης, αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος της επίδοσης, το
όνομα του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο, καθώς και, αν είναι
κλητήριο θέσπισμα ή κλήση, ο αριθμός τους και το όνομα του εισαγγελέα, του
δημοσίου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη.
Η επίδοση αποδεικνύεται μέσω του αποδεικτικού αυτού εγγράφου. Κατά τη
νομολογία του ΑΠ73, η αρχή ότι η επίδοση αποδεικνύεται με αποδεικτικά μέσα,
κάμπτεται αν, καίτοι στο αποδεικτικό λείπει κάποιο στοιχείο, που αναφέρεται στο
κύρος του, το δικαστήριο κρίνει, με αιτιολογημένη απόφαση του, ότι αυτός, στον
οποίο έγινε η επίδοση, πληροφορήθηκε εμπρόθεσμα το περιεχόμενο του επιδοθέντος
εγγράφου.
Αναγράφεται επίσης η περίπτωση που το πρόσωπο αρνήθηκε να παραλάβει το
έγγραφο ή αρνήθηκε να υπογράψει ή δήλωσε, ότι δεν γνωρίζει γράμματα. Στις
περιπτώσεις αυτές αυτός που ενεργεί την επίδοση προσλαμβάνει και ένα μάρτυρα, ο
οποίος υπογράφει το αποδεικτικό της επίδοσης.
Όποιος αρνείται να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται ή να υπογράψει
το επιδοτήριο υπέχει ποινική ευθύνη για απείθεια ( ΠΚ 169 ).
Η ημερομηνία επιδόσεως σημειώνεται και πάνω στο έγγραφο που επιδίδεται.
Σε περίπτωση που έχει αναγραφεί άλλη ημερομηνία στο αποδεικτικό επιδόσεως και
άλλη στο έγγραφο που επιδόθηκε, υπερισχύει αυτή του αποδεικτικού επιδόσεως 71.
71
ΑΠ 273/2002 σε Συμβούλιο «... για το εμπρόθεσμο ή μη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, λαμβάνεται
υπόψη η χρονολογία του αποδεικτικού επιδόσεως». ( ΠΟΙΝΛΟΓ 2002 / 220 )
99
Στη θεωρία ( Καρράς ) υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να υπερισχύει αυτή του
εγγράφου που επιδόθηκε.
9.7. Οι προθεσμίες ( ΚΠΔ 166 – 169 )
Η προθεσμία κλήτευσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου, των
μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων είναι δεκαπέντε ( 15 ) ημέρες, εκτός και αν ο
νόμος ορίζει κάπου διαφορετικά. Αν ο κλητευόμενος είναι αγνώστου διαμονής ή
διαμένει στην αλλοδαπή ( σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου ), η προθεσμία
είναι 30 ημέρες. Σε κάθε άλλη περίπτωση η προθεσμία είναι 60 ημέρες. Σε κάθε
περίπτωση η προθεσμία κλήτευσης στο ακροατήριο αρχίζει την επομένη της
επίδοσης και λήγει την προηγούμενη ημέρα από αυτή της δικασίμου.
Η επίδοση της πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο ή τον αστικώς
υπεύθυνο πρέπει να γίνει τουλάχιστον πέντε ( 5 ) ημέρες πριν από τη δικάσιμο
( ΚΠΔ 68 και 167 ).
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 168, όταν η προθεσμία υπολογίζεται σε ημέρες,
εννοούνται πλήρεις ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Αν
η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επόμενη
μη εξαιρετέα ημέρα. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 169, ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος
κατήγορος μπορούν, αν συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι στην παραγγελία για την
επίδοση εξαιρετικοί λόγοι, όπως η παραγραφή, να συντομεύσουν την προθεσμία
εμφάνισης των κατηγορουμένων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο,
έως τις 8 ημέρες πριν από τη δικάσιμο για πρόσωπα γνωστής διαμονής που διαμένουν
στην ημεδαπή ( αντί για 15 ημέρες ). Η μη τήρηση των προθεσμιών συνεπάγεται την
ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το ΚΠΔ 174 § 2. Κατά τη
νομολογία πρόκειται για σχετική ακυρότητα, ενώ κατά τη θεωρία για απόλυτη, αν
αφορά στον κατηγορούμενο, οπότε θίγεται το δικαίωμα εμφάνισης και προετοιμασίας
της υπεράσπισής του.
9.8. Κλήση των μαρτύρων
Ο εισαγγελέας καλεί τους μάρτυρες με κλήση στο ακροατήριο. Οφείλει να
καλεί τόσο μάρτυρες κατηγορίας όσο και μάρτυρες υπεράσπισης ( ΚΠΔ 327 ). Στην
κλήση θα πρέπει να αναφέρεται η ημέρα και η ώρα προσέλευσης, ο τόπος αλλά και

100
οι έννομες συνέπειες για την περίπτωση που ο μάρτυρας δεν προσέλθει. Θα πρέπει
βέβαια να υπάρχει το όνομα και η επίσημη σφραγίδα του εισαγγελέα.
Ο εισαγγελέας υποχρεούται ( ΚΠΔ 326 ) πέντε ( 5 ) τουλάχιστον ημέρες πριν
τη δημόσια συνεδρίαση να επιδώσει τον κατάλογο των μαρτύρων στον
κατηγορούμενο που κλητεύεται σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο εκτός από το
πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο. Σχεδόν πάντοτε ο κατάλογος
των μαρτύρων βρίσκεται στο σώμα ( συνήθως στο τέλος ) του κλητηρίου
θεσπίσματος ή της κλήσης. Αν δεν έχει επιδοθεί κατάλογος μαρτύρων στον
κατηγορούμενο ούτε υπάρχει στο σώμα του κλητηρίου θεσπίσματος, προκαλείται
απόλυτη ακυρότητα κατά το ΚΠΔ 171 § 1δ'.
Την ίδια υποχρέωση έχει και ο πολιτικώς ενάγων για τους μάρτυρες που
κλητεύει ο ίδιος.
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα, εκτός από τους μάρτυρες που καλεί
αυτός και με δικές του δαπάνες ( τους οποίους μάλιστα δεν υποχρεούται να
γνωστοποιήσει, εκτός από την εξαίρεση του ΚΠΔ 326§3 ), να ζητήσει από την
αρμόδια αρχή ( τον εισαγγελέα ) να καλέσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον
μάρτυρα, αν κατηγορείται για πλημμέλημα και δύο, αν κατηγορείται για κακούργημα
( ΚΠΔ 327§2 ). Η αίτηση υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο εντός
πέντε ( 5 ) ημερών από την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και
δεν επιτρέπεται, αν ο κατηγορούμενος δικάζεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο. Η
κλήτευση των μαρτύρων που προτείνονται από τον κατηγορούμενο μπορεί να γίνει
το αργότερο δύο ( 2 ) ημέρες πριν τη δικάσιμο, ακόμη και με τηλεγράφημα.
Η επιλογή των μαρτύρων που θα κληθούν με το ΚΠΔ 327§1 είναι στην
απόλυτη κρίση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η ΚΠΔ 327§2 όμως υποχρεώνει
τον εισαγγελέα να καλέσει τους μάρτυρες που ζητά ο κατηγορούμενος. Μπορεί να
απορρίψει το αίτημα, μόνο αν εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι μάρτυρες είναι άσχετοι με
την υπόθεση. Γενικώς πάντως, αν δεν καλέσει τους μάρτυρες που ζήτησε ο
κατηγορούμενος ( ή τους κλητεύσει εκπρόθεσμα ) έχουμε απόλυτη ακυρότητα ( ΚΠΔ
171§1δ' ).
Σε κάθε όμως περίπτωση πρέπει να δεχθούμε ότι με βάση το 6§3 της ΕΣΔΑ, ο
κατηγορούμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητάει χωρίς αριθμητικό
περιορισμό, όσους μάρτυρες χρειάζονται, εφόσον είναι ουσιώδεις. Σε καμία πάντως

101
περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί πως πρέπει να κλητευθεί ίσος αριθμός μαρτύρων
με αυτόν που καλεί ο εισαγγελέας, διότι ο εισαγγελέας δεν καλεί μόνο μάρτυρες
κατηγορίας αλλά και υπεράσπισης.
9.9. Ένορκη εξέταση μάρτυρα ( ΚΠΔ 328 )
Αν, από τη στιγμή που η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, ο
εισαγγελέας ή ένας διάδικος εκτιμούν ότι ένας μάρτυρας που δεν εξετάστηκε στην
ανάκριση, δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί στο ακροατήριο, μπορούν να ζητήσουν από
τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον πταισματοδίκη την ένορκη εξέτασή του. Αν η
αίτηση γίνει δεκτή, ο δικαστής ειδοποιεί τον εισαγγελέα και τους διαδίκους να
παραστούν κατά την εξέταση, οπότε συντάσσεται έκθεση, η οποία διαβάζεται στο
ακροατήριο, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας.
9.10. Η επ’ ακροατηρίου διαδικασία
9.10.1. Αρχές που διέπουν την επ’ ακροατηρίου διαδικασία
9.10.1.α. Η αρχή της δημοσιότητας
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 329, η συζήτηση στο ακροατήριο και η απαγγελία της
απόφασης γίνονται σε δημόσια συνεδρίαση. Αυτό σημαίνει, ότι μπορεί οποιοσδήποτε
να παρακολουθήσει τη συνεδρίαση. Βεβαίως υπάρχει η δυνατότητα να διεξαχθεί η
συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το ΚΠΔ 330:
αν η δημοσιότητα μπορεί να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί
λόγοι για να προστατευθεί ο ιδιωτικός βίος των διαδίκων ( ιδίως σε δίκη βιασμού ). Η
απόφαση όμως για τη διενέργεια της συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών
απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση ( ΚΠΔ 330 ).
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 3090 / 2003, η ολική ή μερική μετάδοση
από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και
μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου
απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές,
εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο
συμφέρον. Η δημοσιογραφική όμως κάλυψη, δηλαδή η απλή παρουσία εκπροσώπων
του τύπου για την καταγραφή των τεκταινομένων στη δίκη, δεν μπορεί ποτέ να
απαγορευτεί.
Η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της συνεδρίασης αποτελεί
λόγο αναίρεσης ( ΚΠΔ 510 ).

102
9.10.1.β. Η αρχή της προφορικότητας
Η αρχή της προφορικότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημοσιότητα
της συνεδρίασης.
Η αρχή αυτή σημαίνει, ότι όλη η επ' ακροατηρίου διαδικασία θα γίνει
προφορικά. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη, αν προηγουμένως δεν
«προφορικοποιηθεί» ( π.χ. τα έγγραφα πρέπει να αναγνωσθούν για να ληφθούν
υπόψη ). Λόγω της αρχής αυτής για παράδειγμα, οι μάρτυρες πρέπει να εμφανίζονται
στο ακροατήριο και να καταθέτουν «δια ζώσης» και όχι να διαβάζονται οι ήδη
ληφθείσες καταθέσεις τους, εκτός αν υπάρχει ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής τους.
Η παράβαση της αρχής της προφορικότητας δεν προβλέπεται απευθείας ως
λόγος αναίρεσης αλλά επειδή η παραβίαση της αρχής της προφορικότητας σημαίνει
παράλληλα και παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι
στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης72.
Βεβαίως, η προφορικότητα της διαδικασίας δεν σημαίνει ότι δεν τηρούνται
πρακτικά της συνεδρίασης, τα οποία είναι απαραίτητα, κυρίως διότι παρέχουν μία
ασφάλεια δικαίου.
9.10.1.γ. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης
Διάδικοι στην ποινική δίκη είναι ο κατηγορούμενος ( και, αν υπάρχει ο
αστικώς υπεύθυνος ) από τη μία και ο πολιτικώς ενάγων από την άλλη. Ο
εισαγγελέας ( ή ο δημόσιος κατήγορος ) δεν είναι διάδικος, αν και εκ πρώτης όψεως,
δείχνει να αντιδικεί με τον κατηγορούμενο.
Η κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης εξασφαλίζεται με την εμφάνιση όλων
των διαδίκων στο ακροατήριο με δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής στη δίκη.
Ενδεικτικές εκφάνσεις της αρχής αυτής είναι π.χ. ότι όλοι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα
να απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες ( ΚΠΔ 333 και 357 ), να διατυπώνουν
παρατηρήσεις, ενστάσεις ( ΚΠΔ 333 ), να λαμβάνουν το λόγο πριν από κάθε
απόφαση του δικαστηρίου ( ΚΠΔ 138 ) κ.λ.π.
9.10.1.δ. Η αρχή της ισότητας των όπλων
Κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης όλοι οι διάδικοι, καθώς και ο εισαγγελέας
έχουν δικαίωμα ισότιμης και ισομερούς συμμετοχής. Για το λόγο αυτό, όλοι έχουν το
δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, να ζητούν και να παίρνουν το

72
Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 558
103
λόγο, να αγορεύουν κ.λ.π. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πάντοτε
τελευταίος το λόγο, που δεν συνιστά παράβαση της εν λόγω αρχής, αλλά ένα μέτρο
αντιστάθμισης της ήδη δυσχερούς θέσης του.
9.10.1.ε. Η αρχή της ηθικής απόδειξης ή ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων
Καθήκον του δικαστηρίου είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, πέρα
και ίσως σε αντίθεση με αυτά που θέλουν να παρουσιάσουν οι διάδικοι. Άρρηκτα
συνδεδεμένη με την αρχή αυτή είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης ( ή σύστημα
ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων - ΚΠΔ 177 ). Σύμφωνα με αυτή την
αρχή, ο δικαστής εκτιμώντας τα αποδεικτικά μέσα ακούει μόνο τη φωνή της
συνείδησής του. Για το λόγο αυτό, τα διάφορα αποδεικτικά μέσα δεν έχουν
συγκεκριμένη βαρύτητα ( σύστημα νομικών κανόνων απόδειξης), δεσμευτική για το
δικαστή. Π.χ. ακόμα και η ομολογία ενός κατηγορουμένου δεν είναι δεσμευτική για
το δικαστήριο.
Το δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα,
προκειμένου να φθάσει στην αλήθεια.
Φραγμό σ’ αυτή την ελευθερία του δικαστηρίου θέτει το ΚΠΔ 177§2, το οποίο
ορίζει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με αξιόποινη
πράξη στην ποινική δίκη. Αυτό πρέπει να αποτελεί απαράβατο κανόνα και
αποδεικτική απαγόρευση, προκειμένου να καταδικαστεί κάποιος. Μπορούν να
χρησιμοποιηθούν παράνομα αποδεικτικά μέσα όμως, προκειμένου να αθωωθεί ο
κατηγορούμενος. Αυτό δεν προκύπτει από τη διατύπωση του ΚΠΔ 177 αλλά
προκύπτει από τη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου ( Συντ 2 ), η οποία δε
συμβιβάζεται με την καταδίκη ενός αθώου και από την οποία προκύπτουν σημαντικές
δικονομικές αρχές, όπως η αρχή in dubio pro reo. Βεβαίως θα πρέπει να εξαιρεθούν
αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με τρόπο που προσβάλλει θεμελιώδη και
συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα ( π.χ. με βασανιστήρια ), τα
οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, σύμφωνα με
το άρθρο 19§3 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από το
δικαστήριο, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αποδεικτικά μέσα που έχουν
αποκτηθεί με παραβίαση των άρθρων 19§1, 9 και 9Α του Συντάγματος. Μπορούν
όμως να χρησιμοποιούνται και αυτά, για την απόδειξη της αθωότητας του

104
κατηγορουμένου, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος απόδειξης της αλήθειας και
συνυπολογιζομένης της βαρύτητας της κατηγορίας.
9.10.1.στ. Η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας
Ως απόρροια της αρχής της προφορικότητας, η αρχή αυτή επιτάσσει την
άμεση αντίληψη του αποδεικτικού υλικού από τους δικαστές και την ανάγκη να
στηρίξουν την απόφασή τους μόνο σε αποδεικτικά μέσα, με τα οποία ήλθαν σε
άμεση επαφή. Σε σχέση με την αρχή της προφορικότητας πρέπει να αναφέρουμε, ότι
η αρχή της αμεσότητας καλύπτει μόνο την αποδεικτική διαδικασία, ενώ η πρώτη
καλύπτει όλη την κύρια διαδικασία.
Από την αρχή της αμεσότητας παρατηρούνται οι ακόλουθες εξαιρέσεις:
1. Αν και απαγορεύεται γενικώς η ανάγνωση των προδικαστικών καταθέσεων
των μαρτύρων στην κύρια διαδικασία ( ΚΠΔ 357 ), επιτρέπεται κατ’
εξαίρεση, όταν η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο καθίσταται
αδύνατη, λόγω γήρατος, θανάτου, ασθένειας κ.λ.π. Μάλιστα, αν υποβληθεί η
σχετική αίτηση από τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο υποχρεούται, με
ποινή απόλυτης ακυρότητας να αναγνώσει τη σχετική κατάθεση. Κατά τα
λοιπά, η ανάγνωση και λήψη υπόψη προδικαστικής κατάθεσης μάρτυρα
κατηγορίας, έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων,
που παρέχει το άρθρο 6 § 3 της ΕΣΔΑ και το 14§3 στοιχ. ε΄ του Διεθνούς
Συμφώνου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα και επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα ( ΚΠΔ 171§1 εδ. δ’ ).
2. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιτρέπεται ( ΚΠΔ 502§1 ) η ανάγνωση των
πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, όπου βέβαια περιέχονται και οι
καταθέσεις των μαρτύρων.
3. Το δικαστήριο μπορεί κατ' εξαίρεση να εξετάσει μάρτυρα εκτός του
δικαστηρίου, αν η εμφάνισή τους είναι αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής ( ΚΠΔ
354 ). Το ίδιο συμβαίνει αναλογικά και αν η πραγματογνωμοσύνη ή η
αυτοψία πρέπει να διενεργηθούν εκτός του δικαστηρίου ( ΚΠΔ 362, 363 ).
4. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 357§4 επιτρέπεται η ανάγνωση περικοπών της
προδικαστικής κατάθεσης του μάρτυρα, μόνο για να υποβοηθηθεί η μνήμη
του ή να επισημανθούν τυχόν αντιφάσεις του.
9.10.1.ζ. Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως

105
Η αρχή αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο ΚΠΔ 333.
Σημαίνει, ότι, αν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας εκ των
διαδίκων θα πρέπει να τον λάβουν και οι υπόλοιποι διάδικοι.
9.10.1.η. Η αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας
Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η διαδικασία πρέπει να διεξάγεται από την αρχή
της μέχρι την έκδοση της απόφασης αδιαλείπτως, φυσικά στο μέτρο που αυτό είναι
δυνατό και σκόπιμο για την εύρεση της ουσιαστικής αλήθειας ( ΚΠΔ 339 ). Βλέπε και
ΚΠΔ 352 § 1 για την υποχρεωτική διακοπή της δίκης.
9.10.1.θ. Η αρχή της συνεχούς παρουσίας των παραγόντων της δίκης
Η αρχή αυτή είναι γνωστή και ως «αρχή της ενότητας της εκδικάσεως». Η
αρχή αυτή αφορά κατά πρώτο λόγο στους δικαστές και τον εισαγγελέα και κατά
δεύτερο στον κατηγορούμενο ( ή τουλάχιστον το συνήγορο του ).
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παρίσταται στο ακροατήριο, το οποίο
δικαίωμα προκύπτει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ακρόασης ( Συντ
20 ).
Ο ΚΠΔ από την άλλη πλευρά καθιερώνει με μία σειρά διατάξεών του ( με
πρώτη την ΚΠΔ 340 ) την υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρίσταται
αυτοπροσώπως κατά κανόνα ( αλλά και με συνήγορο ).
9.11. Η έναρξη της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας
Η διαδικασία ξεκινά με την εκφώνηση της υπόθεσης, δηλαδή με την
ανάγνωση του ονόματος του κατηγορουμένου. Αυτή θεωρείται ως η τυπική έναρξη
της συζήτησης. Αμέσως λαμβάνουν τις θέσεις τους οι διάδικοι και οι μάρτυρες, των
οποίων αναγιγνώσκεται ο κατάλογος από το διευθύνοντα τη συζήτηση ( ΚΠΔ 339 ).
Στη συνέχεια ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος απαγγέλλει με συνοπτική
ακρίβεια την κατηγορία ( ΚΠΔ 343 ). Στο σημείο αυτό ( με την απαγγελία της
κατηγορίας ) θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα η ουσιαστική έναρξη της συζήτησης.

Από την τυπική έναρξη ( εκφώνηση ) και μέχρι την ουσιαστική ( απαγγελία
της κατηγορίας ) πρέπει να λάβουν χώρα τα ακόλουθα :
1. Να υποβληθεί τυχόν αίτηση εξαίρεσης δικαστή ( ΚΠΔ 16 ).
2. Να διοριστεί συνήγορος στον κατηγορούμενο. Ο συνήγορος μπορεί να
εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο σε όλα τα εγκλήματα. Ο διορισμός
συνηγόρου γίνεται με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή
106
με έγγραφη δήλωση με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια
αρχή ή δικηγόρο. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 340, το δικαστήριο διορίζει
υποχρεωτικά συνήγορο ( αυτεπαγγέλτως ), στα κακουργήματα. Και στα
πλημμελήματα όμως, αν ο κατηγορούμενος δηλώσει πως επιθυμεί συνήγορο
αλλά δεν έχει ( είτε διότι τον εγκατέλειψε είτε διότι δεν έχει χρήματα να
πληρώσει κάποιον ), το δικαστήριο υποχρεούται, να του διορίσει
αυτεπαγγέλτως συνήγορο. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την υπεράσπισή του
από το διορισμένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν
άλλο συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του
κατηγορουμένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης του
κακουργήματος χωρίς διορισμό συνηγόρου.
3. Να υποβληθεί η ένσταση της συνάφειας ( ΚΠΔ 128, 129 )
4. Να υποβληθεί αίτημα για αναβολή της δίκης. Αυτό συμβαίνει στις εξής
περιπτώσεις και με τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
I. Η αναβολή της δίκης στην παρούσα φάση γίνεται σύμφωνα με το ΚΠΔ
349 για σημαντικά αίτια. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του
εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την
αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από
τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους
ανώτερης βίας.
Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή
το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται
μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο
νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Η νέα εκδίκαση γίνεται σε
δικάσιμο που προεδρεύει ο ίδιος δικαστής που προήδρευσε στο δικαστήριο
που χορήγησε την αναβολή ( εκτός από τα μονομελή δικαστήρια και τα μικτά
ορκωτά )73.
Το δικαστήριο, πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να ερευνήσει τη
δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας
εμπεριστατωμένα ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με
διακοπή.

73
Ν. 4055 / 2012.
107
Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και
σύμφωνα με τους άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το
δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης της συνεδρίασης
για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές.
Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει
στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν
κλητεύονται μόνο οι απόντες.
Εάν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για
λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο,
η περί αναβολής απόφανση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
Η αποχή των δικηγορών αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή και
δεν περιλαμβάνεται στους άνω περιορισμούς.
II. Αναβολή μπορεί να δοθεί, αν υπάρχει εκκρεμής δίκη ενώπιον του πολιτικού
δικαστηρίου για θέμα που είναι σχετικό με την ποινική δίκη.
III. Όταν η απόφαση στην ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη ποινική δίκη και δεν
κρίνεται σκόπιμη η συνεκδίκαση, η πρώτη αναβάλλεται ( ΚΠΔ 59 ) έως ότου
εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη δεύτερη. Π.χ. η κατηγορία για
συκοφαντική δυσφήμηση που τελέστηκε με τη μήνυση εξαρτάται από την
τύχη της δίκης για την οποία υπεβλήθη η μήνυση. Επίσης, η δίκη για αποδοχή
προϊόντων εγκλήματος ( ΠΚ 394 ) αναβάλλεται υποχρεωτικά, μέχρι να
εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για το έγκλημα, από το οποίο προέρχεται το
αντικείμενο της αποδοχής ( π.χ. κλοπή ).
IV. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση και μετά την έναρξη της
αποδεικτικής διαδικασίας ( ΚΠΔ 352 ), προκειμένου να προσαχθούν νέες
αποδείξεις ( «αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις» ).
9.12. Η συνέχεια της διαδικασίας ( παρουσία του κατηγορουμένου )
Αν δεν αναβληθεί η δίκη, το δικαστήριο προχωρά στην αποδεικτική
διαδικασία με την εξέταση του πρώτου αποδεικτικού μέσου ( συνήθως με την
εξέταση του πρώτου μάρτυρα ).
Η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας είναι ένα χρονικό όριο, πριν από το
οποίο πρέπει να:

108
1. Έχει δηλωθεί η παράσταση πολιτικής αγωγής ( ΚΠΔ 68 ). Η δήλωση
παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο γίνεται με προφορική
δήλωση πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, μόνο όμως αν με
αυτή ζητά ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Αν επιθυμεί να
ζητήσει περαιτέρω αποζημίωση για θετική ζημία ή διαφυγόντα κέρδη, θα
πρέπει να έχει ακολουθήσει έγγραφη προδικασία. Πρέπει δηλαδή να έχει
επιδώσει στον κατηγορούμενο δικόγραφο τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν τη
δικάσιμο στο ποινικό δικαστήριο ( ΚΠΔ 68 ).
2. Έχει υποβληθεί η έγκληση, αν πρόκειται για κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα
( ΚΠΔ 50 ). Τονίζεται ότι η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής δεν
αναπληρώνει την έγκληση ούτε το αντίστροφο.
3. Έχει προταθεί η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο 74 ή του κλητηρίου
θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του
καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης
τους και της πολιτικής αγωγής και η ακυρότητα που προκαλείται από την
παραβίαση της προθεσμίας επιδόσεως του ΚΠΔ 166§3 ( ΚΠΔ 174§2 ).
Μετά την απαγγελία της κατηγορίας η ακυρότητα καλύπτεται και δεν μπορεί
πια να προταθεί75. Στο δεύτερο βαθμό μπορεί να προταθεί, μέχρις ότου ο
εισαγγελέας αναπτύξει συνοπτικά την έφεση.
Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και
δικασθεί ερήμην η ως άνω ακυρότητα του κλητηρίου ή της κλήσης, της
επιδόσεως της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος ως διαδικαστικής
πράξης, που κατ' ανάγκην επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο
και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί
να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της
αποφάσεως εκκαλείται. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με ειδικό λόγο
έφεσης, καλύπτεται, με συνέπεια η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου
θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κυρία
διαδικασία76.

74
Παπαδαμάκη, Ποινική δικονομία, σελ. 224 επ. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, η
ακυρότητα του ΚΠΔ 174§2 πρέπει να προτείνεται πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
75
Πρβλ. αντί πολλών Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες κλπ, σελ. 338, όπου υποστηρίζεται ότι η ακυρότητα του
ΚΠΔ 174 § 2 πρέπει να προταθεί πριν από την απαγγελία της κατηγορίας.
76
Βλ. ΑΠ 849 / 2010
109
4. Έχει προβληθεί η ένσταση της τοπικής αναρμοδιότητας ( διαφορετικά
καλύπτεται - ΚΠΔ 126 ).
9.13. Η αποδεικτική διαδικασία αναλυτικά
9.13.1. Η εξέταση των μαρτύρων
Ειδικά για την εξέταση των μαρτύρων στην προδικασία, θα πρέπει να
προστεθούν και τα εξής:
Ο εισαγγελέας υποχρεούται να επιδώσει στον κατηγορούμενο κατάλογο
εξεταστέων μαρτύρων, πέντε ( 5 ) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη του σε κάθε
ποινικό δικαστήριο εκτός από το Πταισματοδικείο και το Μονομελές
Πλημμελειοδικείο. Συνήθως βέβαια ο κατάλογος των μαρτύρων βρίσκεται
ενσωματωμένος στο κλητήριο θέσπισμα.
Την ίδια υποχρέωση έχει και ο πολιτικώς ενάγων ( ΚΠΔ 326 ). Αντιθέτως, ο
κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να γνωστοποιήσει σε κανέναν τους μάρτυρες που
θα καλέσει. Στην περίπτωση όμως που κατηγορείται για έγκλημα, στο οποίο
επιτρέπεται η απόδειξη της αλήθειας ( π.χ. συκοφαντική δυσφήμηση ), υποχρεούται
με ποινή αποκλεισμού του δικαιώματος του προς απόδειξη της αλήθειας του
γεγονότος που διέδωσε, να δηλώσει εγγράφως στον εγκαλούντα και τον εισαγγελέα,
ότι προτίθεται να αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος αυτού καθώς και τα ονόματα
των μαρτύρων που πρόκειται να καλέσει.
Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του στον εισαγγελέα μέσα σε
πέντε ( 5 ) ημέρες από την επίδοση σ' αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος να
κλητεύσει υποχρεωτικά έναν μάρτυρα, αν κατηγορείται για πλημμέλημα και δύο, αν
κατηγορείται για κακούργημα, αναφέροντας τα ακριβή στοιχεία των μαρτύρων που
προτείνει ( ΚΠΔ 327 ).
Αν το δικαστήριο κρίνει, ότι είναι ουσιώδης άλλος μάρτυρας, πέραν αυτών
που έχουν κλητευθεί, διατάσσει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του, αν αυτή είναι
δυνατή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν ο εν λόγω μάρτυρας δεν ευρεθεί κατά
τη διάρκεια της συνεδρίασης, το δικαστήριο μπορεί να διακόψει τη δίκη, καλώντας
τους συγκεκριμένους μάρτυρες υποχρεωτικά, σύμφωνα με το ΚΠΔ 327.
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να φέρει στο ακροατήριο όσους μάρτυρες
θέλει για την υπεράσπισή του. Σ’ αυτή την περίπτωση υποχρεούται να υποβάλει
κατάλογο μαρτύρων στον διευθύνοντα τη συζήτηση. Ο τελευταίος υποχρεούται να

110
εξετάσει όσους απ' αυτούς κρίνει ουσιώδεις. Βεβαίως δεν είναι δυνατό να
υποχρεωθεί ο πρόεδρος να τους εξετάσει όλους, γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει
τη διαδικασία σε αδιέξοδο ( π.χ. αν ο κατηγορούμενος ήθελε να εξεταστούν 50
μάρτυρες ).
Πάντως η μη εξέταση ουσιωδών μαρτύρων που καλούνται με αυτόν τον τρόπο
από τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί
στερείται ο τελευταίος προφανούς υπερασπιστικού του δικαιώματος. Κατά τη
νομολογία όμως, αν ο πρόεδρος δεν εξετάσει κάποιον από αυτούς τους μάρτυρες,
υπάρχει έλλειψη ακρόασης, βάσει των ΚΠΔ 327, 355 και 357§3 και ο
κατηγορούμενος πρέπει να προσφύγει αμέσως με το ΚΠΔ 335§2 σε ολόκληρο το
δικαστήριο, για να ισχυροποιήσει αυτήν τη σχετική ακυρότητα.
9.13.2. Ασυμβίβαστοι μάρτυρες
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 211 με ποινή ( σχετικής ) ακυρότητας δεν εξετάζονται
στο ακροατήριο:

1. Όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της


ανάκρισης στην ίδια υπόθεση.
Ο λόγος της σχετικής απαγόρευσης είναι η πρόκληση προκατάληψης μετά από
τη διενέργεια των παραπάνω πράξεων. Βεβαίως όμως απαιτείται από τα
παραπάνω όργανα να έχουν συμμετάσχει ουσιαστικά στη διαδικασία ( π.χ.
διενέργεια σύλληψης, λήψη απολογίας, εξέταση μαρτύρων, διενέργεια
προκαταρκτικής εξέτασης κ.λ.π. ) και όχι με μία απλή διαδικαστική ενέργεια
( π.χ. σύνταξη εκθέσεως εγχειρίσεως έγκλησης, διαβίβαση στον εισαγγελέα
προανακρίσεως που διενεργήθηκε από άλλον κ.λ.π. ).
Υποστηρίζεται ότι η εν λόγω απαγόρευση θα πρέπει να επεκταθεί και σ'
αυτούς που έχουν διενεργήσει διοικητική ή πειθαρχική ανάκριση, εφόσον και
γι' αυτούς γεννιέται η υπόνοια προκατάληψης.
Εξαίρεση στα παραπάνω συνιστά η διάταξη του ΚΠΔ 421§3, η οποία ορίζει,
ότι εκείνος που διενήργησε τη σύλληψη δεν εξετάζεται αλλά η έκθεση
σύλληψης και βεβαίωσης του εγκλήματος διαβάζεται, αν κριθεί αναγκαίο από
το δικαστήριο, το οποίο όμως μπορεί να επιτρέψει και την εξέτασή του ως
μάρτυρα.

111
2. Όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, ακόμη και αν δεν
τους επιβλήθηκε ποινή.
Αν το δικαστήριο εκτιμά, ότι η παρουσία του κατηγορουμένου εμποδίζει το
μάρτυρα στην κατάθεση της αλήθειας, μπορεί να διατάξει την ( προσωρινή )
απομάκρυνσή του από το ακροατήριο. Μόλις ο κατηγορούμενος επιστρέψει, ο
πρόεδρος και διευθύνων τη συζήτηση τον ενημερώνει λεπτομερώς ( με ποινή
απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας ) για όσα ειπωθηκαν. Η διάταξη αυτή
δεν εφαρμόζεται στο πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο
( ΚΠΔ 360 ).
9.13.2.α. Οι εξ ακοής μάρτυρες
Εξ ακοής77 λέγεται ο μάρτυρας, ο οποίος καταθέτει στο δικαστήριο στοιχεία
που έχει πληροφορηθεί από άλλους και δεν προέρχονται από προσωπική του γνώση.
Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να κατονομάσει και την πηγή των πληροφοριών
του78, έτσι ώστε το δικαστήριο, αν το κρίνει σκόπιμο, να καλέσει αυτούς τους
πληροφοριοδότες του μάρτυρα, προκειμένου να τους εξετάσει προσωπικά και να
ελέγξει και την αξιοπιστία τους.
Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή
του δεν λαμβάνεται υπόψη ( με δεδομένο ότι θίγεται η αρχή της προφορικότητας, της
δημοσιότητας και της αμεσότητας ) και αν ληφθεί προκαλείται απόλυτη ακυρότητα
της διαδικασίας, κατά το ΚΠΔ 171§1 εδ. δ, εφόσον θίγονται τα δικαιώματα του
κατηγορουμένου, με πρώτο το δικαίωμα να εξετάσει τον πραγματικό μάρτυρα ( ΚΠΔ
357, 358 ), ο οποίος δεν είναι στην ουσία ο εξ ακοής αλλά ο πληροφοριοδότης του.
Αν ο μάρτυρας επιμένει να μην κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του,
μπορεί να έχει και ποινική ευθύνη για ψευδή ανώμοτη κατάθεση ( ΠΚ 225§2 εδ. β' ).
9.13.2.β. Η εξέταση του μάρτυρα
Αφού κληθεί ο πρώτος μάρτυρας και ορκιστεί σύμφωνα με το ΚΠΔ 218,
λαμβάνει χώρα η κατάθεσή του. Ακυρότητα σχετική με την όρκιση του μάρτυρα δεν
προκαλείται. Οι κληρικοί ή οι ιερωμένοι, των οποίων η θρησκεία απαγορεύει τον
όρκο, διαβεβαιώνουν στην ιεροσύνη τους.

77
Διαφορετική είναι η έννοια του αυτήκοου μάρτυρα, ο οποίος είναι αυτός που άκουσε κάτι ο ίδιος.
78
Κωνσταντινίδη Α, Καθήκον μαρτυρίας και επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων στην ποινική δίκη,
Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών.
112
Αν ο μάρτυρας αρνείται να ορκιστεί, αν και υποχρεούται, έχει ποινική ευθύνη
για ψευδή ανώμοτη κατάθεση ( ΠΚ 225 § 2 εδ. β' ).
Κατά την κρατούσα γνώμη, η αποδεικτική διαδικασία δεν ξεκινά, αμέσως
μόλις ο μάρτυρας ερωτάται για τα στοιχεία της ταυτότητάς του αλλά μόλις αρχίσει
να απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν στην ουσία της υπόθεσης.
Ο διευθύνων τη συζήτηση προσδιορίζει τη σειρά στην εξέταση των μαρτύρων.
Αυτός υποβάλλει πρώτος τις ερωτήσεις του στο μάρτυρα ( ΚΠΔ 357 ). Στη συνέχεια
ακολουθούν οι υπόλοιποι σύνεδροι δικαστές και ο εισαγγελέας. Ο κατηγορούμενος
και οι άλλοι διάδικοι και οι συνήγοροι τους έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν
ερωτήσεις στο μάρτυρα απ' ευθείας.
Οι τυχόν προδικαστικές καταθέσεις του μάρτυρα που εξετάζεται στο
ακροατήριο δεν διαβάζονται. Επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών για να
βοηθηθεί η μνήμη του ή να επισημανθούν τυχόν αντιφάσεις ( ΚΠΔ 357 § 4 ).

Μετά την εξέταση του μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το


δικαίωμα να προβαίνουν σε παρατηρήσεις και επεξηγήσεις σχετικά με την κατάθεσή
του και την αξιοπιστία του ( ΚΠΔ 358 ).
Όταν τελειώσει η εξέταση του μάρτυρα, αυτός παραμένει στο ακροατήριο έως
το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, εκτός αν το δικαστήριο του επιτρέψει να
αποχωρήσει με τη συναίνεση του εισαγγελέα και των διαδίκων. Εκείνος που
διευθύνει τη συζήτηση έχει το δικαίωμα με αίτηση του εισαγγελέα, των διαδίκων ή
αυτεπαγγέλτως να διατάξει να αποχωρήσουν από το ακροατήριο μερικοί ή όλοι οι
μάρτυρες που εξετάστηκαν ή να εξεταστούν και πάλι μόνοι ή με την παρουσία
άλλων μαρτύρων.
Οι Ειδικοί Επιθεωρητές και οι Επιθεωρητές – Ελεγκτές του Γενικού
Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και όλων των Σωμάτων και Υπηρεσιών
Επιθεώρησης και Ελέγχου όταν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο,
αποχωρούν μόλις ολοκληρωθεί η εξέτασή τους, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά
αιτιολογημένη απόφασή του διατάξει να παραμείνουν μέχρι το τέλος της
αποδεικτικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 211α, μόνη η μαρτυρική κατάθεση προσώπου
συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του
κατηγορουμένου. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη αλλά δεν μπορεί μόνη
113
της να στηρίξει την καταδίκη. Βεβαίως δεν απαγορεύεται να είναι το μοναδικό μέσο
για να στηριχθεί η αθώωση του κατηγορουμένου.
9.13.2.γ. Λιπομαρτυρία
Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που νόμιμα
κλητεύθηκαν, δεν προσέρχεται για να καταθέσει, καταδικάζεται από το δικαστήριο
σε πρόστιμο λιπομαρτυρίας ( ΚΠΔ 231 ). Διατάσσεται συγχρόνως και η βίαιη
προσαγωγή του. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο σκοπός της μη προσέλευσής του ήταν
η αναβολή ή η ματαίωση της εκδίκασης, τον καταδικάζει, εκτός από τη
λιπομαρτυρία, και για απείθεια κατά το ΠΚ 169. Λιπομάρτυρες θεωρούνται και οι
μάρτυρες που, αν και προσήλθαν, αρνούνται να ορκιστούν ή να καταθέσουν, με την
επιφύλαξη και της ποινικής τους ευθύνης και για το ΠΚ 225 § 2.

Αυτός που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία μπορεί να ασκήσει ανακοπή


( ΚΠΔ 232 ). Η ανακοπή γίνεται με τη σύνταξη έκθεσης ενώπιον του γραμματέα του
δικαστηρίου που εξέδωσε τη απόφαση. Η έκθεση μπορεί να συνταχθεί και ενώπιον
του γραμματέα του πταισματοδικείου ή του ειρηνοδικείου της κατοικίας ή διαμονής
του λιπομάρτυρα. Η ανακοπή συζητείται στην ίδια δικάσιμο με την κύρια υπόθεση
και, αν κριθεί ότι ο μάρτυρας δεν προσήλθε για λόγους ανωτέρας βίας, η καταδίκη
για τη λιπομαρτυρία ανακαλείται. Το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί εν μέρει μόνο την
ανακοπή και να επιβάλει μόνο το πρόστιμο.
9.13.3. Πραγματογνωμοσύνη
Μετά την εξέταση των μαρτύρων διαβάζονται οι εκθέσεις των
πραγματογνωμόνων. Αν έχουν κληθεί από τον εισαγγελέα στο ακροατήριο,
αναπτύσσουν και προφορικά τις θέσεις που υποστηρίζουν στην έκθεσή τους ( ΚΠΔ
362 ). Πριν καταθέσουν οι πραγματογνώμονες δίνουν τον όρκο του ΚΠΔ 194.
9.13.4. Τα έγγραφα
Στη συνέχεια γίνεται η ανάγνωση των εγγράφων. Διαβάζονται οι εκθέσεις των
ανακριτικών υπαλλήλων και τα υπόλοιπα έγγραφα που συμπληρώνουν τη
δικογραφία και δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά. Διαβάζονται ακόμη τα πρακτικά
της αναβληθείσης δίκης και έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία
έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση είναι
χρήσιμη.

114
Για την ποινική δίκη έγγραφο είναι οτιδήποτε αναγιγνώσκεται ( ή
αναπαράγεται, π.χ. μαγνητοταινία ). Αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του έγγραφο που
δεν διαβάστηκε στο ακροατήριο, επέρχεται ( κατά την κρατούσα γνώμη ) απόλυτη
ακυρότητα σύμφωνα με το ΚΠΔ 171 § 1 εδ. δ'.
Η νομολογία όμως δέχεται, ότι η μη ανάγνωση εγγράφου δεν βλάπτει, αν το
περιεχόμενο του εγγράφου προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο ( π.χ. από την
κατάθεση ενός μάρτυρα ) ή αν το μη αναγνωσθέν έγγραφο δεν χρησιμοποιήθηκε.
Κατά τη θεωρία, η μη ανάγνωση εγγράφου που λήφθηκε υπόψη από το
δικαστήριο, θίγει την αρχή της προφορικότητας και εμμέσως την αρχή της
δημοσιότητας. Ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει λόγο αναίρεσης μία τέτοια
παραβίαση κατά το ΚΠΔ 510 § 1 Γ.
Επιπλέον, αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του έγγραφο που δεν ανεγνώσθη,
προκαλείται και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας με βάση το ΚΠΔ 171 § 1 εδ. δ,
εφόσον θίγεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να ελέγξει την
αξιοπιστία και την ακρίβεια του εγγράφου και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του
( ΚΠΔ 358 σε συνδυασμό με τα ΚΠΔ 329, 331, 333, 364 και 369 ). Επομένως
συντρέχει και δεύτερος λόγος αναίρεσης ( ΚΠΔ 510§1 εδ. α' ).
Κατά τη νομολογία του ΑΠ δεν διαβάζεται στο ακροατήριο το κλητήριο
θέσπισμα, η κλήση και το έγγραφο που αποτελεί το υλικό αντικείμενο ή το σώμα του
εγκλήματος ( π.χ. το πλαστό έγγραφο, σε δίκη πλαστογραφίας ), διότι αυτά δεν
αποτελούν έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας79.
Αν ένα έγγραφο της αποδεικτικής διαδικασίας προσβληθεί ως πλαστό, το
δικαστήριο ελέγχει με κάθε τρόπο τη γνησιότητά του. Αν κρίνει ότι υπάρχουν
βάσιμες ενδείξεις ότι πρόκειται για πλαστό έγγραφο και η πλαστογραφία αποδίδεται
σε κάποιον, συντάσσει έκθεση, την οποία διαβιβάζει στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς
να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας. Αναβάλλει δε τη δίκη με αιτιολογημένη
απόφασή του, έως την αποπεράτωση της διαδικασίας για την πλαστογραφία ( ΚΠΔ
338 ).
9.13.5. Ειδικότερα η ανάγνωση μαρτυρικών καταθέσεων
Η αρχή της αμεσότητας επιβάλλει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του μάρτυρα
και την κατάθεσή του στο ακροατήριο του δικαστηρίου.
79
Αντίθετη άποψη διατυπώνει ο Καρράς ( ό.π. σελ. 657-658 ), θεωρώντας ότι η μη ανάγνωση και αυτών των
εγγράφων προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
115
Αν κατά την προδικασία πιθανολογείται πως η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του
μάρτυρα δεν θα επιτευχθεί στο ακροατήριο λόγω σοβαρού προβλήματος ( π.χ. ο
μάρτυρας είναι σοβαρά άρρωστος ή ετοιμοθάνατος κ.λ.π. ), μπορεί να εξεταστεί
( ΚΠΔ 219§2 ) παρουσία όλων των διαδίκων ( οι οποίοι προσκαλούνται γι' αυτό το
σκοπό ). Η κατάθεσή του αυτή μπορεί να αναγνωσθεί στο ακροατήριο ( ΚΠΔ 365 ),
αν εξακολουθεί να υφίσταται ο λόγος που κατέστησε αναγκαία την προδικαστική του
εξέταση, και κατά το χρόνο της επ' ακροατηρίου διαδικασίας ( π.χ. να έχει εν τω
μεταξύ πεθάνει, να εξακολουθεί να είναι σοβαρά άρρωστος κ.λ.π. ). Αν ο μάρτυρας
είναι σε θέση να εμφανιστεί στο ακροατήριο, δεν μπορεί να αναγνωσθεί η
προδικαστική του κατάθεση.
Αν η αδυναμία του μάρτυρα ( που εξετάστηκε στην προδικασία ) να
εμφανιστεί στο ακροατήριο, παρουσιαστεί μετά την παραπομπή της υπόθεσης στο
ακροατήριο, μπορεί ο εισαγγελέας ή κάποιος διάδικος ( ΚΠΔ 328 ) να ζητήσει την
εξέταση του μάρτυρα, με την παρουσία των διαδίκων. Η κατάθεση αυτή μπορεί να
αναγνωσθεί στο ακροατήριο.
Αν τέλος πιθανολογείται αδυναμία κάποιου μάρτυρα ( που δεν εξετάστηκε
στην προδικασία ) να εμφανιστεί στο ακροατήριο, μπορεί να διαταχθεί η εξέτασή
του ( ΚΠΔ 354 ), παρουσία όλων των διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να
αναγνωσθεί η κατάθεσή του.
Η ανάγνωση προδικαστικής μαρτυρικής κατάθεσης χωρίς να τηρηθούν οι
παραπάνω διατυπώσεις επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το ΚΠΔ
171§1 εδ. δ, γιατί στερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος του ΚΠΔ 357§3
( εξέτασης του μάρτυρα ). Επ’ αυτού η νομολογία του ΑΠ αμφιταλαντεύεται 80
ανάμεσα στο αν απαιτείται η προβολή αντιρρήσεων από τον κατηγορούμενο σ' αυτή
την ανάγνωση ή όχι.
9.13.6. Η εξέταση του κατηγορουμένου
Μετά την εξέταση όλων των αποδεικτικών μέσων απολογείται ο
κατηγορούμενος ( ΚΠΔ 366 ).
Έχει το δικαίωμα να αναπτύξει ελεύθερα τις απόψεις του. Δεν πρέπει να
διακόπτεται και στο τέλος του γίνονται ερωτήσεις. Με τον όρο «διακόπτεται» δεν
εννοείται οποιαδήποτε διευκρινιστική διακοπή του λόγου του αλλά μία διακοπή που

80
Ενδεικτικά ΑΠ 181 / 2003 και ΑΠ 475 / 2003
116
εμποδίζει τον ειρμό της αφήγησής του. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του έχει
το δικαίωμα να συμβουλεύεται το συνήγορο του αλλά όχι για να απαντήσει σε
ερώτηση που του τέθηκε.
Έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις, όπως επίσης
έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απολογηθεί εν γένει ( δικαίωμα σιωπής ).
Μετά την απολογία του κατηγορουμένου εξετάζεται και ο αστικώς υπεύθυνος
και ο διευθύνων τη συζήτηση κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας ( ΚΠΔ
368 ).
Μετά την απολογία του κατηγορουμένου εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση
ρωτά τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, αν έχουν ανάγκη από κάποια
συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση ( ΚΠΔ 368 ). Αυτό είναι το τελευταίο,
χρονικά, σημείο για να προσκομιστεί ένα νέο αποδεικτικό μέσο.
Εφόσον κανείς δεν απαιτεί κάποια άλλη εξέταση αποδεικτικού μέσου ( π.χ.
εξέταση νέου μάρτυρα που εμφανίστηκε αργότερα ή ανάγνωση νέου εγγράφου κ.α. ),
κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας.

9.14. Οι ακυρότητες της κύριας διαδικασίας και η πρότασή τους


Όπως ήδη αναφέρθηκε, πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα, όταν η παράβαση
της διαδικασίας εμπίπτει σε μία από τις πέντε περιπτώσεις του ΚΠΔ 171, και για
σχετική, όταν δεν εμπίπτει στο ΚΠΔ 171 αλλά προβλέπεται ρητά στην ίδια τη
διάταξη που παραβιάστηκε. Ειδικά για τη διαδικασία στο ακροατήριο, απόλυτη
ακυρότητα προκαλείται και όταν παρασταθεί πολιτική αγωγή χωρίς να
νομιμοποιείται ενεργητικά ( ΚΠΔ 171§2 ).
Η απόλυτη ακυρότητα της κύριας διαδικασίας προτείνεται ακόμη και με την
αναίρεση κατά της απόφασης στον Άρειο Πάγο. Δε χρειάζεται να έχει προταθεί
νωρίτερα, γιατί δεν καλύπτεται. Μάλιστα, σύμφωνα με το ΚΠΔ 511 λαμβάνεται και
αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον ΑΠ, ακόμα και αν δεν προτάθηκε, αρκεί η αναίρεση
να είναι παραδεκτή.
Η σχετική ακυρότητα προτείνεται μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση σε
τελευταίο βαθμό - δηλαδή έως και την έφεση κατά της απόφασης. Αν όμως η σχετική
ακυρότητα προτάθηκε έγκαιρα και εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή, τότε μπορεί να
προταθεί και στην αναίρεση κατά της απόφασης ( ΚΠΔ 510§1β ).

117
Κατ’ εξαίρεση, η ακυρότητα της προπαρασκευαστικής διαδικασίας
( κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης, επίδοσης των παραπάνω, επίδοσης καταλόγου
μαρτύρων ), η οποία κατά τη νομολογία και κατά μεγάλο μέρος της θεωρίας είναι
σχετική81 ( εφόσον το προβλέπει ρητά ο νόμος ), πρέπει να προταθεί πριν από την
έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, διαφορετικά καλύπτεται, και δεν μπορεί να
προταθεί ως λόγος έφεσης. Αν όμως ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στο
δικαστήριο και δικάστηκε «ωσεί παρών», η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και
μπορεί να προταθεί με ειδικό λόγο έφεσης. Αν μάλιστα η πρωτοβάθμια ερήμην
απόφαση είναι ανέκκλητη, μπορεί να προταθεί και ως λόγος αναίρεσης.
Στη μετ’ αναβολή δίκη μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά, εφόσον η
αναβολή είχε χορηγηθεί με βάση το ΚΠΔ 349. Αν όμως πρόκειται για αναβολή για
«κρείσσονες» αποδείξεις με το ΚΠΔ 352, η οποία λαμβάνει χώρα, αφού έχει αρχίσει
η αποδεικτική διαδικασία, δεν μπορεί να προταθεί η ακυρότητα της
προπαρασκευαστικής διαδικασίας.
Τέλος, στη συζήτηση που διεξάγεται μετά από αίτηση ακύρωσης της
διαδικασίας ( ΚΠΔ 341 ) μπορεί να προταθεί η σχετική ακυρότητα, η οποία δεν
καλύφθηκε, εφόσον ο κατηγορούμενος δικάστηκε ερήμην.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΩΝ ΕΠ’ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ


Παράβαση δικονομικής διάταξης , ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

1 Μη κλήτευση μαρτύρων που ζήτησε κατηγορούμενος, βάσει του ΚΠΔ 327 ΑΠΟΛΥΤΗ
2 Το δικαστήριο δεν εξετάζει μάρτυρα που κλητεύθηκε από τον εισαγγελέα και ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΠΔ
εμφανίστηκε στο δικαστήριο. 171§1 δ (νμλγ. μόνο
αν ο κτγ υποβάλει
αίτηση εξέτασης)

3 Εξετάζεται μάρτυρας που δεν είχε γνωστοποιηθεί στον κατηγορούμενο ΣΧΕΤΙΚΗ

4 Το δικαστήριο εξετάζει μάρτυρα που δεν είχε γνωστοποιηθεί στον ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
κατηγορούμενο αλλά παρευρίσκεται στο ακροατήριο ( ΚΠΔ 353 )
5 Μη. ανάγνωση στο ακροατήριο προδικαστικής κατάθεσης μάρτυρα που λόγω ΣΧΕΤΙΚΗ
ασθένειας κ.λ.π. δεν προσήλθε στο δικαστήριο ( ΚΠΔ 328 ) ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
6 Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων ( ΚΠΔ 350 ) ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
7 Μη όρκιση μάρτυρα ( ΚΠΔ 218 ) ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

81
Βλ. όμως και τον Καρρά, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα και πρέπει να προταθεί
πριν την ουσιαστική έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, δηλαδή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας.
118
8 Ο διευθύνων δεν εξετάζει μάρτυρα που φέρνει μαζί του και ζητά την εξέτασή ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΚΡΟΑ-
του ο κατηγορούμενος ΣΗΣ ( κατά τη
νομολογία απαιτείται
προσφυγή του ΚΠΔ
335§2, διαφορετικά
καλύπτεται)

9 Όρκιση μάρτυρα που εξετάζεται χωρίς όρκο ( ΚΠΔ 221 ) ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
10 Λόγω απουσίας του μάρτυρα διαβάζεται προδικαστική κατάθεσή του, παρά τις ΑΠΟΛΥΤΗ
αντιρρήσεις του κατηγορουμένου ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
11 Λόγω απουσίας του μαρτύρα διαβάζεται προδικαστική κατάθεσή του, χωρίς ο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
κατηγορούμενος να υποβάλει αντιρρήσεις ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
12 Εξέταση μαρτύρων με επαγγελματικό απόρρητο ( ΚΠΔ 212 ) ΣΧΕΤΙΚΗ
13 Εξέταση ως μάρτυρα του συγκατηγορουμένου ( ΚΠΔ 211Α ) ΣΧΕΤΙΚΗ
14 Εξέταση μάρτυρα που άσκησε ανακριτικά καθήκοντα ΚΠΔ 211 ΣΧΕΤΙΚΗ
15 Δεν επετράπη στον κατηγορούμενο να υποβάλλει ερώτηση στο μάρτυρα ΑΠΟΛΥΤΗ
( ΚΠΔ 357§3 )
16 Ελήφθη υπόψη κατάθεση εξ ακοής μάρτυρα, που δεν κατονόμασε την πηγή ΑΠΟΛΥΤΗ
των πληροφοριών του ( ΚΠΔ 224 )
17 Ο διευθύνων δεν έδωσε το λόγο στον κατηγορούμενο για να απολογηθεί ΑΠΟΛΥΤΗ
( ΚΠΔ 366 )
18 Απορρίπτεται αίτημα του κατηγορουμένου για συμπληρωματική εξέταση ΕΛΛΕΙΨΗ
( ΚΠΔ 368 ) ΑΚΡΟΑΣΗΣ
19 Μετά την απολογία του κατηγορουμένου, εξετάζεται συμπληρωματικά ΑΠΟΛΥΤΗ
μάρτυρας ή αναγιγνώσκεται έγγραφο, χωρίς να δοθεί και πάλι ο λόγος στον
κατηγορούμενο ( ΚΠΔ 357§3 )
20 Διακοπή της απολογίας του κατηγορουμένου για να εξετασθεί αποδεικτικό ΑΠΟΛΥΤΗ
μέσο, χωρίς να του δοθεί και πάλι ο λόγος
21 Ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας ΑΠΟΛΥΤΗ
22 Αντικατάσταση εισαγγελέα με την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο ΑΠΟΛΥΤΗ
23 Αξιοποιήθηκε στο ακροατήριο μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου ΑΠΟΛΥΤΗ
στην αστυνομική προανάκριση

9.15. Η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων


Εφόσον το σύστημα που καθιερώνει το ΚΠΔ 177 είναι αυτό της ηθικής
απόδειξης, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει κατά συνείδηση τα αποδεικτικά
μέσα. Μπορεί να τα δέχεται ή να τα απορρίπτει ( ακόμη και την έκθεση της
πραγματογνωμοσύνης ή την ομολογία του κατηγορουμένου ), αρκεί να τα αιτιολογεί
ειδικά.
9.16. Οι αγορεύσεις ( ΚΠΔ 369 )
Πρώτος αγορεύει ο εισαγγελέας και μετά ο πολιτικώς ενάγων, ο οποίος πρέπει
να αναπτύξει και το θέμα που αφορά στις απαιτήσεις του αλλά δεν μπορεί να
επεκταθεί στην ποινή. Τελευταίος αγορεύει ο κατηγορούμενος.
Αν ο κατηγορούμενος παρίσταται με περισσότερους του ενός συνηγόρους, ο
πρόεδρος πρέπει να δώσει το λόγο σε όλους για να αγορεύσουν ακόμα και αν δεν το
ζήτησαν. Διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα ( ΚΠΔ 171 § 1 δ ).

119
Το ΚΠΔ 369 δίνει δικαίωμα δευτερολογίας στον εισαγγελέα και τον
κατηγορούμενο ή ένα συνήγορο του, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια
τη μισή ώρα. Ακόμα και αν υπερβεί όμως κάποιος από τους δύο το ημίωρο, δεν
υπάρχει καμία ακυρότητα.
Για να δώσει ο πρόεδρος το λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του για
να δευτερολογήσει, πρέπει να το ζητήσει. Αν δεν το ζητήσει και δεν δευτερολογήσει
δεν προκαλείται καμία ακυρότητα.
Ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει δικαίωμα δευτερολογίας.
Απάντηση στην παραπάνω δευτερολογία μπορούν να δώσουν ο εισαγγελέας, ο
πολιτικώς ενάγων και ο κατηγορούμενος.
Μετά το τέλος της παραπάνω διαδικασίας λαμβάνεται η απόφαση του
δικαστηρίου. Τα πολυμελή δικαστήρια αποφασίζουν σε μυστική διάσκεψη με
πλειοψηφία, σύμφωνα με όσα ορίζει το ΚΠΔ 371, με τη συμμετοχή γραμματέα και
όχι του εισαγγελέα. Η απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Σύμφωνα με
το ν. 184/75 υποχρεωτικά δημοσιεύεται και η άποψη της μειοψηφίας.
9.17. Η απουσία του κατηγορουμένου από το ακροατήριο
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 340, ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο αυτοπροσώπως και μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως
συνήγορο για την υπεράσπισή του.
Αν ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί ως αγνώστου διαμονής, το ΚΠΔ 429§2
προβλέπει, ότι είναι δυνατόν να εμφανιστεί στο ακροατήριο συγγενής του
κατηγορουμένου και να διορίσει συνήγορο, ο οποίος θα τον υπερασπιστεί σαν να
ήταν παρών.
Αν η υπεράσπιση αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή, η
δίκη αναβάλλεται σε ρητή δικάσιμο, στην οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να
εμφανιστεί χωρίς νέα κλήτευση.
Το ΚΠΔ 349 προσφέρει άλλη μία δυνατότητα αναβολής της δίκης σε
περίπτωση απουσίας του κατηγορουμένου, αν εμφανιστεί κάποιος ( συνήγορος ή
άλλος, καλούμενος «άγγελος» ) και ζητήσει για λογαριασμό του την αναβολή για
σημαντικά αίτια. Αν η δίκη αναβληθεί ορίζεται ρητή δικάσιμος, στην οποία ο
κατηγορούμενος θα πρέπει να εμφανιστεί χωρίς νέα κλήτευση.
9.18. Απουσία του κατηγορουμένου στο πλημμέλημα

120
Μόλις το δικαστήριο διαπιστώσει, ότι ο κατηγορούμενος απουσιάζει, ελέγχει
καταρχήν τη νομιμότητα της κλήτευσης. Αν η κλήτευση δεν έγινε νόμιμα, η
συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ελλείψει νομίμου κλητεύσεως ( αναλογική
εφαρμογή του ΚΠΔ 370 εδ. γ’ ) και κλητεύεται εκ νέου ο κατηγορούμενος σε νέα
δικάσιμο.

Αν η κλήτευση έγινε νόμιμα, το δικαστήριο κρίνει τυχόν υποβληθέν αίτημα


αναβολής της δίκης ( ΚΠΔ 349 ) ή διορίζει συνήγορο, ο οποίος θα εκπροσωπήσει
τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το ΚΠΔ 429 και 340§2.
Αν δεν υποβληθεί αίτημα αναβολής ή το δικαστήριο απορρίψει τυχόν
υποβληθέν ανάλογο αίτημα, δικάζει τον κατηγορούμενο, σαν να ήταν παρών ( ΚΠΔ
340 § 3 ). Αυτό σημαίνει, ότι προχωρά στην ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας και
αν κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο, θα τον καταδικάσει, αν τον κρίνει αθώο, θα τον
αθωώσει.
Το δικαστήριο δικάζει κανονικά και στην περίπτωση που σύμφωνα με το
ΚΠΔ 340§2, ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να εκπροσωπηθεί από το συνήγορο του.
Στα πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα ( σε όλα δηλαδή τα εγκλήματα,
σύμφωνα με το Ν. 3346 / 2005 ) επιτρέπεται η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου
από το συνήγορο του, τον οποίο διορίζει με ειδική έγγραφη δήλωση.
Επίσης επιτρέπεται η εκπροσώπηση από συνήγορο σε περίπτωση αποχώρησης
του κατηγορουμένου ή αιφνίδιας ασθένειάς του, μετά την έναρξη της διαδικασίας
( ΚΠΔ 344 ).
9.19. Η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ( ΚΠΔ 341 )
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος με τον παραπάνω τρόπο καταδικάστηκε ερήμην
για πλημμέλημα, μπορεί να υποβάλει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ( ΚΠΔ 341 ),
αρκεί να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις82.
 Ο κατηγορούμενος να έχει κλητευτεί ως γνωστής διαμονής.
 Για λόγους ανωτέρας βίας να μην μπόρεσε να εμφανιστεί στο ακροατήριο
( ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο
θεωρείται ότι υπάρχει επίσης, αν η κλήτευση ήταν άκυρη ή εκπρόθεσμη ή αν
ο κατηγορούμενος δεν έλαβε γνώση της κλήτευσης )

82
Με το Ν. 3346 / 2005 ( ΚΠΔ 340 § 4 ), καταργήθηκε η υποβολή του κατηγορουμένου στην εκτέλεση της
απόφασης, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας.
121
 Για λόγους ανωτέρας βίας να μην μπόρεσε να ειδοποιήσει, ότι δεν θα
μπορέσει να εμφανιστεί
 Η καταδικαστική απόφαση να είναι ανέκκλητη ( αν έχει το δικαίωμα να
ασκήσει έφεση ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της έφεσης, δεν μπορεί να
υποβάλει την αίτηση ακύρωσης του ΚΠΔ 341) .
 Να υποβάλει την αίτηση μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την έκδοση της
απόφασης, στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου ΚΠΔ, η εν λόγω αίτηση δεν
αποτελεί ένδικο μέσο αλλά «αντιρρήσεις» του κατηγορουμένου κατά της εκτέλεσης
της απόφασης. Γίνεται όμως δεκτό, ότι πρόκειται για ( «οιονεί» ) ένδικο μέσο 83,
δεδομένου ότι στρέφεται κατά αποφάσεως.
Γίνεται δεκτό, ότι η ερήμην εκδοθείσα απόφαση πρέπει να επιδίδεται στον
καταδικασθέντα και πως από την επίδοση πρέπει να αρχίζει η 15ήμερη προθεσμία
υποβολής της αίτησης ( με εφαρμογή του ΚΠΔ 473 και 429 § 2 ) και όχι από την
έκδοση της απόφασης, η οποία δεν συνεπάγεται καμία ενημέρωσή του για την εις
βάρος του καταδικαστική απόφαση.
Η υποβολή της αίτησης ακύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της
απόφασης. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την
απόφαση όμως έχει τη δυνατότητα να χορηγήσει αναστολή μετά την υποβολή της
αίτησης. Αν ο εισαγγελέας δεν χορηγεί την αναστολή ο καταδικασθείς μπορεί να
προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε δύο ημέρες ( ΚΠΔ 341 § 2 ).
Η αίτηση υποβάλλεται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την
ερήμην καταδικαστική απόφαση.
Εισάγεται χωρίς να κλητευθεί ο αιτών στην πρώτη δικάσιμο του δικάσαντος
δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Αν εισαχθεί σε άλλη δικάσιμο ( και
όχι στην πρώτη ) ο κατηγορούμενος πρέπει να κλητευθεί εκ νέου.
Αν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση
ακυρώνεται και ορίζεται ρητή δικάσιμος για την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.
Ο κατηγορούμενος δεν καλείται, οπότε δεν έχει και δυνατότητα προσφυγής με το
ΚΠΔ 322. Στη νέα αυτή συζήτηση το δικαστήριο δεσμεύεται από την απαγόρευση
του ΚΠΔ 470 ( μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου ), εφόσον η αίτηση

83
Ο Καρράς υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένδικο βοήθημα ( ο.π. σελ. 42 ).
122
του ΚΠΔ 341 λειτουργεί σαν «οιονεί ένδικο μέσο». Ως εκ τούτου δεν μπορεί για
παράδειγμα να δηλωθεί για πρώτη φορά πολιτική αγωγή στη δεύτερη ( μετά την
ακύρωση της ερήμην καταδικαστικής απόφασης ) συζήτηση.
Δεν αποκλείεται να δικαστεί ο κατηγορούμενος και στην ίδια δικάσιμο, που
κρίνει την αίτηση ακύρωσης ( και να μην ορισθεί ρητή ), αν είναι παρόντες οι
μάρτυρες ή αν δεν υπάρχουν μάρτυρες και η δίκη μπορεί να γίνει με τα υπόλοιπα
αποδεικτικά μέσα.
Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης, το ΚΠΔ 341
προβλέπει, ότι δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο. Γίνεται δεκτό ( Καρράς ), ότι η
διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα
ακρόασης ( Συντ 20 ).
9.21. Η αίτηση ακύρωσης της απόφασης ( ΚΠΔ 430 )
Πρόκειται για ένδικο μέσο ( κατά την κρατούσα άποψη ), με το οποίο ο
κατηγορούμενος που καταδικάστηκε ερήμην για πλημμέλημα μπορεί να ζητήσει την
ακύρωση της απόφασης, επειδή κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, αν και η
διαμονή του ήταν γνωστή.
Προϋποθέσεις για την αίτηση ακύρωσης της απόφασης είναι οι εξής:
 Ο καταδικασθείς για πλημμέλημα να είχε κλητευθεί ως αγνώστου διαμονής.
 Να μην έχει ασκηθεί ένδικο μέσο.
Σε αντίθεση με την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, στην αίτηση ακύρωσης
της απόφασης δεν είναι απαραίτητο, η απόφαση να είναι ανέκκλητη όπως εκδόθηκε.
Μπορεί να έγινε τελεσίδικη, επειδή ο καταδικασθείς άφησε να παρέλθει άπρακτη η
προθεσμία της εφέσεως. Ακόμα και σ' αυτή την' περίπτωση έχει δικαίωμα υποβολής
αίτησης ακύρωσης της απόφασης84. Επομένως, αυτό που είναι σημαντικό για το
παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης της απόφασης είναι να μην έχει ασκηθεί ένδικο
μέσο ( είτε γιατί εξ αρχής δεν ήταν δυνατό να ασκηθεί είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η
προθεσμία ασκήσεώς του ).
Ο κατηγορούμενος πρέπει απλώς να αποδείξει, ότι είχε πράγματι γνωστή
διαμονή.

84
Π.χ. Αν και μπορεί ο καταδικασθείς να ασκήσει έφεση, αφήνει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως
και υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης της απόφασης του ΚΠΔ 430. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει στην αίτηση
ακύρωσης της διαδικασίας ( ΚΠΔ 341 ).
123
Αν έχει υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, η αίτηση πρέπει να
υποβληθεί μέσα σε προθεσμία 8 ημερών. Μπορεί όμως να υποβάλει την αίτηση και
χωρίς να έχει υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, οπότε δεν υπάρχει προθεσμία
( προ πάσης επιδόσεως ).
Η παραπάνω αίτηση υποβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που
εξέδωσε την απόφαση και εισάγεται προς συζήτηση 3 ημέρες μετά την υποβολή της.
Αν ο αιτών δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, η αίτηση απορρίπτεται ως
ανυποστήρικτη85 και δεν επιτρέπεται νέα αίτηση ακύρωσης της αρχικής απόφασης.
Αν η αίτηση κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη
απόφαση, και, αν δεν είναι δυνατόν να δικάσει εκ νέου την υπόθεση, ορίζει νέα ρητή
δικάσιμο ( ΚΠΔ 431 ).
Εναντίον της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης της απόφασης
δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο. Αυτό ισχύει για κάθε είδους απορριπτική
απόφαση, δηλαδή άσχετα από το αν την απορρίπτει ως αβάσιμη ή απαράδεκτη ή
ανυποστήρικτη. Τη μόνη δυνατότητα αντίδρασης παρέχει το ΚΠΔ 341 ( αίτηση
ακύρωσης της διαδικασίας ), αν η αίτηση του ΚΠΔ 430 απορρίφθηκε ως
ανυποστήρικτη λόγω απουσίας του αιτούντος.
Σημείωση: Στην περίπτωση που κάποιος δεν κλητεύθηκε νόμιμα ως γνωστής
διαμονής αλλά παρόλα αυτά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η κρατούσα γνώμη
δέχεται, ότι μπορεί να αντιδράσει με την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας του ΚΠΔ
341. Ο Καρράς όμως υποστηρίζει, ότι ορθότερη είναι η εφαρμογή του ΚΠΔ 430 και η
υποβολή αίτησης ακύρωσης της απόφασης, με το επιχείρημα ότι τόσο στην
περίπτωση της εσφαλμένης κλήτευσης κάποιου ως αγνώστου διαμονής, όσο και στην
περίπτωση της μη κλητεύσεώς του, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή η μη παροχή
στον κατηγορούμενο της δυνατότητας να ετοιμάσει ευχερώς την απολογία του και εν
γένει την υπεράσπισή του. Αντιθέτως, στην αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, ο
κατηγορούμενος είχε κλητευθεί νομίμως αλλά λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος δεν
μπόρεσε να εμφανιστεί στη δίκη.
9.22. Απουσία του κατηγορουμένου στο κακούργημα

85
Προσοχή: Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας του ΚΠΔ 341.
124
Μετά τις αλλαγές που επέφερε στο ΚΠΔ 432 ο Ν. 3904 / 2010, σε περίπτωση
απουσίας από το ακροατήριο του κατηγορουμένου για κακούργημα, πρέπει να γίνει η
ακόλουθη διάκριση:
1. Αν έχει κλητευθεί ως αγνώστου διαμονής, αναστέλλεται η διαδικασία στο
ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου, ωσότου συλληφθεί ή
εμφανιστεί ο κατηγορούμενος.
2. Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής
διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα.
Επίσης ωσεί παρών δικάζεται και αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για
κακούργημα, αν δεν εμφανιστεί για να δικαστεί μετά από έφεση που άσκησε ο
εισαγγελέας και αποβλέπει στην καταδίκη του για κακούργημα.
9.21. Δυνατότητα αντίδρασης του ερήμην καταδικασθέντος για κακούργημα
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 435, παρέχεται στον κατηγορούμενο που
καταδικάστηκε ωσεί παρών στις παραπάνω δύο περιπτώσεις, δυνατότητα αίτησης
ακύρωσης της διαδικασίας, με τις εξής προϋποθέσεις :
 Καταδικαστική απόφαση για κακούργημα ( ερήμην )
 Από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε
εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο
ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή
της συζήτησης.
 Προθεσμία: 15 ημέρες από την έκδοση.
Η αίτηση αυτή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο
εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση
για ακύρωση, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης, έως ότου εκδικαστεί η
αίτηση. Σε περίπτωση μη χορήγησης της αναστολής, ο αιτών δύναται να προσφύγει
στο δικαστήριο ή, αν αυτό δεν συνεδριάζει, στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε δύο
ημέρες.
Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται και
διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο
κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί.

125
Η προθεσμία της έφεσης ή της αίτησης για αναίρεση της καταδικαστικής
απόφασης αρχίζει μετά την άπρακτη πάροδο της ως άνω 15ήμερης προθεσμίας ή, σε
περίπτωση υποβολής αίτησης ακύρωσης, από την απόρριψη της.
Παρατήρηση: Η ερήμην καταδικαστική απόφαση δεν απαιτείται να είναι
ανέκκλητη. Ο καταδικασθείς μπορεί να επιλέξει να υποβάλει αίτηση ακύρωσης της
διαδικασίας, επιδιώκοντας την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό ή ένδικο μέσο. Μπορεί
επίσης να επιλέξει την αίτηση ακύρωσης και αν αυτή δεν ευδοκιμήσει να ασκήσει
μετά ένδικο μέσο κατά της ερήμην. Εξυπακούεται ότι, αν η ερήμην απόφαση
ακυρωθεί, μπορεί να προσβάλει με ένδικα μέσα και την κατ' αντιμωλίαν απόφαση
που θα εκδοθεί εν συνεχεία.
9.22. Η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου
1. Αθωωτική: Είναι η απόφαση που εκδίδεται, όταν το δικαστήριο δεν
πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε την πράξη, όταν υπάρχει λόγος που
αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό, όταν υπάρχει
μεταγενέστερος λόγος που αίρει το αξιόποινο ( π.χ. έμπρακτη μετάνοια )
καθώς και αν αμφιβάλλει για την τέλεση της πράξης από τον κατηγορούμενο
ή για την ύπαρξη κάποιου από τους ανωτέρω λόγους ( in dubio pro reo ).
2. Καταδικαστική: Είναι η απόφαση που εκδίδεται, όταν το δικαστήριο
πείθεται, ότι η συγκεκριμένη άδικη πράξη τελέστηκε από τον κατηγορούμενο
και είναι καταλογιστή σ’ αυτόν και τιμωρητέα.
3. Αυτή που παύει οριστικά την ποινική δίωξη: Είναι η απόφαση που
εκδίδεται, όταν:
i. Γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή ανάκληση της
έγκλησης
ii. Έχει αμνηστευθεί η πράξη
iii. Έχει παραγραφεί το αξιόποινο ( εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε
στάση της διαδικασίας και στον Α.Π. )
iv. Ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει.
4. Αυτή που κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, όταν:
i. Υπάρχει δεδικασμένο.
ii. Δεν υπάρχει έγκληση, αίτηση ή άδεια για τη δίωξη, αν και απαιτείται.

126
Σημείωση: Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει, ότι δεν υπάρχει
έγκληση και πρόκειται για κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, αν έχει παρέλθει η
τρίμηνη προθεσμία της εγκλήσεως, θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, γιατί
θεωρείται πως ο παθών παραιτήθηκε σιωπηρά, εφόσον άφησε να παρέλθει άπρακτη η
προθεσμία εγκλήσεως.
Αν όμως «τρέχει» ακόμη η προθεσμία της εγκλήσεως, το δικαστήριο θα
κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, γιατί θεωρείται, ότι δεν υπάρχει έγκληση.
Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ασκηθεί νέα δίωξη, αν υποβληθεί η έγκληση εντός
της προβλεπόμενης προθεσμίας.
Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση. Το αιτιολογικό της
απόφασης δεν είναι απαραίτητο να δημοσιεύεται μαζί με την απόφαση. Μπορεί όμως
να γίνει μία σύντομη αναφορά σ’ αυτό.
Μετά την απόφαση για την ενοχή του κατηγορουμένου ακολουθεί η απόφαση
για την ποινή και τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος.
Δίνεται ο λόγος και πάλι σε όλους τους διαδίκους με τελευταίο τον
κατηγορούμενο. Ο πολιτικώς ενάγων στην αγόρευσή του δεν μπορεί να επεκταθεί
στην ποινή αλλά πρέπει να περιοριστεί στις απαιτήσεις του.
Εδώ κρίνεται και το ζήτημα της μετατροπής της ποινής ή η αναστολή
εκτέλεσης.
Από τη συνολική ποινή το δικαστήριο αφαιρεί το χρόνο προσωρινής
κράτησης. Εναντίον αυτής της απόφασης υπολογισμού του χρόνου επιτρέπεται στον
καταδικασθέντα αίτηση αναίρεσης ( ΚΠΔ 371§4 ).
Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, μπορεί να υποβάλει στο ποινικό δικαστήριο
ευθύς αμέσως τις απαιτήσεις του για αποζημίωση και τα έξοδα εναντίον του μηνυτή
ή εγκαλούντος, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ( ΚΠΔ
71 ). Αν ο μηνυτής ή αυτός που υπέβαλε την έγκληση δεν ήταν παρών, το δικαστήριο
παραπέμπει τις απαιτήσεις του αθωωθέντος κατηγορουμένου στα πολιτικά
δικαστήρια. Αν όμως ήταν παρών στην αρχή και μετά αποχώρησε, δικάζεται σαν να
ήταν παρών86. Τέλος κρίνεται η τύχη των κατασχεθέντων και τα έξοδα της δίκης.
Ο μηνυτής ή ο εγκαλών που καταδικάστηκε στα έξοδα έχει δικαίωμα
σύμφωνα με το ΚΠΔ 586 § 2 και 3 να προσφύγει στο δικαστήριο που τον
86
Ο Καρράς ( Ποιν.Δικ.Δίκαιο σελ.635 ) υποστηρίζει. ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική κωθώς θίγει το
δικαίωμα ακρόασης του μηνυτή.
127
καταδίκασε σε προθεσμία 3 ημερών από την απόφαση. Η απόφαση επί της
προσφυγής είναι αμετάκλητη. Τέτοιο δικαίωμα προσφυγής δεν υπάρχει, αν το
δικαστήριο, πριν λάβει την απόφασή του, είχε ακούσει τις σχετικές απόψεις του
καταδικασθέντος στα έξοδα μηνυτή.

11. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ


11.1. Γενικές αρχές που διέπουν τα ένδικα μέσα
11.1.1 Εισαγωγή
Ένδικα μέσα είναι κάποιες δικονομικές πράξεις, με τις οποίες αμφισβητείται η
ορθότητα κάποιας απόφασης ή κάποιου βουλεύματος και ζητείται από κάποιο άλλο
ανώτερο όργανο να το διορθώσει ή να το εξαφανίσει.
Έννοια συγγενική αλλά όχι ταυτόσημη με τα ένδικα μέσα είναι αυτή των
ενδίκων βοηθημάτων. Διαφέρουν στο ότι τα ένδικα μέσα προσβάλλουν αποφάσεις ή
βουλεύματα και στο ότι απευθύνονται σε ανώτερα όργανα, κάτι που δεν συμβαίνει
με τα ένδικα βοηθήματα, με τα οποία κάποιος ζητά δικαστική αρωγή.
Τα ένδικα μέσα είναι η έφεση και η αναίρεση.
Με την έφεση επιδιώκεται η μεταρρύθμιση ή η εξαφάνιση της
προσβαλλομένης απόφασης ή του βουλεύματος για οποιοδήποτε λόγο, πραγματικό
( π.χ. κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία
ουσιαστικής ποινικής διάταξης κ.λ.π. ) ή νομικό. Στην κατ’ έφεση δίκη δηλαδή
γίνεται μία δεύτερη ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης.
Με την αναίρεση επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης ή
του βουλεύματος, για νομικούς λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο νόμο. Στη
δίκη της αιτήσεως αναίρεσης δεν εξετάζεται κατ' ουσίαν η υπόθεση ούτε πρόκειται
για τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Εκτός από τα βασικά ένδικα μέσα προβλέπονται και ορισμένα ειδικά, όπως η
προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ( ΚΠΔ 285 ), η αίτηση άρσης
ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων και της προσωρινής κράτησης ( ΚΠΔ
286 ), η ανακοπή λιπομαρτυρίας ( ΚΠΔ 232 ).
11.2. Οι βασικές αρχές των ενδίκων μέσων
11.2.1. Η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων

128
Αν ένα ένδικο μέσο αφού ασκηθεί κατά μίας απόφασης, απορριφθεί ως
αβάσιμο, απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο, δεν μπορεί να ασκηθεί εκ νέου εναντίον της
ίδιας απόφασης.
Κατ’ εξαίρεση, αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, επειδή
έλλειπε κάποια διαδικαστική προϋπόθεση, αν συμπληρωθεί αυτή η έλλειψη, τότε
μπορεί να ασκηθεί εκ νέου από το ίδιο πρόσωπο. Π.χ., ο πληρεξούσιος ασκεί έφεση
χωρίς να αποδεικνύει την ( ειδική ) πληρεξουσιότητά του, οπότε η έφεση
απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Προσκομίζοντας όμως εν συνεχεία το έγγραφο της
πληρεξουσιότητας, ο πληρεξούσιος μπορεί να ασκήσει εκ νέου την έφεση.
11.2.2. Η ανάγκη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος
Για να νομιμοποιείται κάποιος να ασκήσει ένδικο μέσο πρέπει να υπάρχει
δυνατότητα βελτίωσης της θέσης του και επομένως ατομικό του συμφέρον ( αυτό
βέβαια δεν ισχύει για τον εισαγγελέα ). Ο κατηγορούμενος που αθωώνεται, γιατί το
δικαστήριο έκρινε, ότι δεν έγινε ποτέ η πράξη για την οποία κατηγορείτο, δεν έχει
δικαίωμα ενδίκου μέσου, γιατί δεν βλάπτεται από την απόφαση, ώστε να μπορεί να
βελτιώσει τη θέση του. Αν όμως αθωώθηκε γα παράδειγμα για λόγους έμπρακτης
μετάνοιας, μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσο, γιατί η παραπάνω αιτιολογία τον θίγει
και μπορεί να ελπίζει σε μία πιο ξεκάθαρη αθώωση.
11.2.3. Η αρχή της διαθέσεως
Το νόημα της εν λόγω αρχής είναι ότι η άσκηση ή μη του ενδίκου μέσου είναι
εξ ολοκλήρου στην κρίση του δικαιούχου.
11.3. Τα αποτελέσματα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων
11.3.1. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα
Ο ανασταλτικός χαρακτήρας του ενδίκου μέσου κατοχυρώνεται στο ΚΠΔ
471, όπου ορίζεται, ότι τόσο η άσκηση του ενδίκου μέσου, όσο και η προθεσμία του
αναστέλλουν ( καταρχήν ) την εκτέλεση της απόφασης. Η γενική αυτή διάταξη όμως
αναιρείται από άλλες ειδικότερες, οι οποίες θέτουν διάφορες προϋποθέσεις και
περιορισμούς στο ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αποτελεί ειδικότερη
έκφραση, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου μέχρι την έκδοση
αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης.
11.3.2. Το επεκτατικό αποτέλεσμα.

129
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 469, το ένδικο μέσο που άσκησε ένας από τους
κατηγορουμένους ωφελεί και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους, στις ακόλουθες
περιπτώσεις:
1. αν έχουν συμμετάσχει στο έγκλημα περισσότεροι ( π.χ. ο ένας μπορεί να είναι
αυτουργός, ο άλλος άμεσος συνεργός, ο άλλος πάλι ηθικός αυτουργός κλπ.) ή
2. αν η ποινική ευθύνη του ενός εξαρτάται από την ευθύνη του άλλου ( π.χ.
ενεργητική και παθητική δωροδοκία ) και
3. όταν οι λόγοι που αναφέρονται στο ένδικο μέσο δεν αφορούν αποκλειστικά
στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Π.χ. αν ο αυτουργός της κλοπής
αθωωθεί στο δεύτερο βαθμό, επειδή είχε αποδώσει το ιδιοποιημένο πράγμα,
αυτή η ωφέλεια δεν θα επεκταθεί και στον καταδικασθέντα ως άμεσο
συνεργό της κλοπής, γιατί η απόδοση του πράγματος είναι ένας λόγος που
αφορά μόνο αυτόν που την πραγματοποίησε. Αν όμως αθωωθεί επειδή
αποδείχθηκε, ότι δεν έγινε η κλοπή, τότε η ωφέλεια θα επεκταθεί και στο
συνεργό.
Το επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται τόσο όταν οι άλλοι καταδικασθέντες
δεν είχαν δικαίωμα άσκησης ένδικου μέσου είτε αν το άσκησαν και απορρίφθηκε ως
απαράδεκτο, ανυποστήρικτο κ.λ.π. Δεν εφαρμόζεται όμως, αν τα παραπάνω
πρόσωπα έχουν ακόμη τη χρονική δυνατότητα να το ασκήσουν ή αν το έχουν
ασκήσει ήδη, οπότε θα πρέπει να εκδικαστεί.
Όταν γίνεται λόγος για επεκτατικό αποτέλεσμα, πρέπει να εννοείται, ότι
επεκτείνεται μόνο η ωφέλεια από το ένδικο μέσο και όχι η βλάβη. Αν δηλαδή
ασκηθεί ένα ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει η
θέση του κατηγορουμένου, η χειροτέρευση αυτή δεν θα επεκταθεί και στους άλλους
συγκατηγορούμενους, οι οποίοι δεν έχουν ασκήσει ένδικο μέσο.
11.3.3. Η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 470, όταν ασκείται ένα ένδικο μέσο από τον
καταδικασθέντα ή υπέρ αυτού από τον εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται να χειροτερεύει
η θέση του.
Η θέση του κατηγορουμένου μπορεί να χειροτερέψει ιδίως με τους
ακόλουθους τρόπους:

130
1. όταν επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή: π.χ. αντί 3 μήνες φυλάκιση, 5 μήνες
φυλάκιση, αντί χρηματική ποινή 1.000 € , χρηματική ποινή 2.000 € κ.λ.π.
2. όταν μετατρέπεται η στερητική της ελευθερίας ποινή με τέτοιο τρόπο, ώστε ο
κατηγορούμενος να πρέπει να καταβάλει περισσότερα χρήματα, πχ. αντί
ποινής 40 ημερών μετατρέψιμης προς 10 € την ημέρα ( 40 Χ 10 = 400 € ),
επιβάλλεται ποινή 30 ημερών μετατρέψιμη προς 15 € την ημέρα ( 30 X 15 =
450 € )
3. όταν υποβιβάζει το είδος της ποινής αλλά αυξάνει τη διάρκεια, πχ. αντί για
φυλάκιση 20 ημερών, επιβάλλει κράτηση 30 ημερών.
4. όταν ανακαλούνται ευεργετήματα που είχε χορηγήσει η πρωτοβάθμια
απόφαση, ακόμα και αν τα είχε χορηγήσει παράνομα, π.χ. αντί για 4 χρόνια
φυλάκιση με αναστολή, 2 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή.
5. όταν ο κατηγορούμενος καταδικάζεται για έγκλημα που απειλεί μεγαλύτερη
ποινή ( π.χ. κακούργημα αντί για πλημμέλημα ), ακόμη και αν το δικαστήριο
του επέβαλε μικρότερη ποινή τελικά δεχόμενο κάποια ελαφρυντικά.
6. όταν ο κατηγορούμενος καταδικάζεται για έγκλημα που διώκεται
αυτεπαγγέλτως, ενώ στον πρώτο βαθμό είχε καταδικαστεί για έγκλημα που
διώκεται κατ' έγκληση και στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην έχει
υποβληθεί έγκληση.
7. όταν το δευτεροβάθμιο αυξάνει την αποζημίωση του πολιτικώς ενάγοντος ή
δέχεται παράσταση πολιτικής αγωγής, η οποία δεν είχε ασκηθεί στον πρώτο
βαθμό.
8. όταν διατηρεί την ίδια συνολική ποινή, αν και αθωώνει τον κατηγορούμενο
για ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα.
Κατ’ εξαίρεση, το δευτεροβάθμιο επιτρέπεται να χειροτερέψει τη θέση του
κατηγορουμένου στις ακόλουθες περιπτώσεις ( ΚΠΔ 470 ):
1. όταν πρέπει να επιβληθεί παρεπόμενη ποινή, την οποία από παραδρομή δεν
επέβαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και ήταν υποχρεωτικό να το κάνει
( όχι αν είχε διακριτική ευχέρεια και δεν το έκανε ούτε αν εσφαλμένα έκρινε
ότι δεν πρέπει να την επιβάλει ).
2. όταν πρόκειται να επιβληθεί μέτρο ασφαλείας που προβλέπεται στον ΠΚ.

131
3. όταν ασκείται ένδικο μέσο από τον πολιτικώς ενάγοντα ή τον εισαγγελέα εις
βάρος του κατηγορουμένου.
Η παραπάνω αρχή δεν ισχύει στα ένδικα μέσα κατά των βουλευμάτων
σύμφωνα με το ΚΠΔ 318 ( επιτρέπεται η χειροτέρευση της θέσης του
κατηγορουμένου ).
11.3.4. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα
Το ένδικο μέσο μεταβιβάζει την υπόθεση για να κριθεί από ένα ανώτερο
δικαστήριο ( ή δικαστικό συμβούλιο για τα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων ) ως
κάτωθι:

Εκδίκαση σε πρώτο βαθμό Εκδίκαση κατ’ έφεση

Πταισματοδικείο Μονομελές πλημμελειοδικείο


Μονομελές πλημμελειοδικείο Τριμελές πλημμελειοδικείο
Τριμελές πλημμελειοδικείο Τριμελές εφετείο
Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων
Τριμελές εφετείο Πενταμελές εφετείο
Μονομελές/ Τριμελές Ανηλίκων Εφετείο Ανηλίκων
Μ. Ο. Δ. Μικτό ορκωτό εφετείο ( Μ.Ο.Ε. )

Σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, στο δεύτερο βαθμό μεταβιβάζεται


το μέρος της απόφασης, το οποίο προσβάλλεται και τίποτα παραπάνω.
Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιληφθεί θέματος που δεν έχει προσβληθεί
με το ένδικο μέσο, υπερβαίνει την εξουσία του και αυτό συνιστά λόγο αναίρεσης της
απόφασης.
Σε περίπτωση που ασκήσει έφεση ο πολιτικώς ενάγων, στο δεύτερο βαθμό
μεταβιβάζονται μόνο οι πολιτικές του απαιτήσεις και όχι το ποινικό μέρος της
υπόθεσης ( ΚΠΔ 486, 488 και 505 ).
Σε περίπτωση που ασκήσει έφεση ο εισαγγελέας, στο δεύτερο βαθμό
μεταβιβάζεται μόνο το ποινικό μέρος της υπόθεσης και όχι οι απαιτήσεις του
πολιτικώς ενάγοντα.
11.4. Ένδικα μέσα κατά αποφάσεων
11.4.1. Η έφεση κατά αποφάσεων
11.4.1.α. Η έφεση κατά αθωωτικών αποφάσεων ( ΚΠΔ 486 )

132
 Από τον κατηγορούμενο: Ο κατηγορούμενος έχει αυτό το δικαίωμα, όταν
αθωωθεί για λόγους έμπρακτης μετάνοιας ή για άλλο λόγο που τον θίγει ( π.χ.
όταν αθωώνεται, επειδή το δικαστήριο δέχθηκε λόγο που αίρει το άδικο ή τον
καταλογισμό.
 Από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών: Αυτός μπορεί να προσβάλει τις
αποφάσεις των πταισματοδικείων, των μονομελών και τριμελών
πλημμελειοδικείων και του δικαστηρίου ανηλίκων, όπου υπηρετεί.
 Από τον εισαγγελέα εφετών: Μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις των
πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του, τις αποφάσεις του εφετείου που
υπηρετεί, του Μ.Ο.Δ, του μονομελούς και τριμελούς εφετείου της περιφέρειάς
του. Την απόφαση του τριμελούς εφετείου για κακούργημα και του ΜΟΔ μπορεί
να την προσβάλει με έφεση, όταν δεν είναι ομόφωνα αθωωτική και το μέλος ή τα
μέλη που μειοψήφησαν είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να
κηρυχθεί ένοχος σε βαθμό κακουργήματος ( ΚΠΔ 486§2 ).
Ο εισαγγελέας του ΑΠ δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα έφεσης. Μπορεί όμως να
παραγγείλει στον υφιστάμενό του εισαγγελέα την άσκηση της έφεσης.
 Από τον πολιτικώς ενάγοντα, τον μηνυτή ή τον εγκαλούντα: Αυτοί
μπορούν να ασκήσουν έφεση, αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση ή στα έξοδα
της δίκης κατά το ΚΠΔ 71 και μόνο γι’ αυτά τα κεφάλαια.
Ο Καρράς87 επικαλούμενος το συνταγματικό δικαίωμα ακρόασης υποστηρίζει
πως θα πρέπει να δεχθούμε δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντα να προσβάλει και το
ποινικό μέρος των αθωωτικών αποφάσεων.

11.4.1.β. Η έφεση κατά απόφασης που κηρύσσει καθ’ ύλην αναρμοδιότητα (ΚΠΔ
487)
Το δικαίωμα αυτό έχουν ο κατηγορούμενος και ο εισαγγελέας.

11.4.1.γ. Η έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης ( ΚΠΔ 489 )


 Από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών: Το
δικαίωμα έφεσης εξαρτάται από το είδος και το ύψος των ποινών σε

87
( Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο σελ. 772 )
133
συνάρτηση με το δικαστήριο που τις εξέδωσε και από την τυχόν χρηματική
ικανοποίηση στον πολιτικώς ενάγοντα. Ειδικότερα 88:
i. Του Πταισματοδικείου ( και του Ειρηνοδικείου κατ’ άρθρο 116 ), αν
επιβάλλουν ποινή κράτησης πάνω από 40 ημέρες, πρόστιμο πάνω από
1000€ ή αποζημίωση προς τον πολιτικώς ενάγοντα ανώτερη από 100€.
ii. Του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, αν επιβάλλουν ποινή φυλάκισης
πάνω από 3 μήνες, χρηματική ποινή πάνω από 2.000€ ή αποζημίωση προς
τον πολιτικώς ενάγοντα ανώτερη από 250€.
iii. Του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ( και του Τριμελούς Εφετείου για
πλημμελήματα κατ’ άρθρα 111§6 και 116 ΚΠΔ ), αν επιβάλλουν ποινή
φυλάκισης πάνω από 5 μήνες, χρηματική ποινή πάνω από 3.000€ ή
αποζημίωση προς τον πολιτικώς ενάγοντα ανώτερη από 500€. Επίσης αν η
καταδικαστική απόφαση συνεπάγεται κάποιες παρεπόμενες ποινές ή
στερήσεις ή αναβίωση τέτοιων αποφάσεων που είχαν ανασταλεί.
iv. Του Μονομελούς και Τριμελούς Δικαστηρίου ανηλίκων, αν επιβάλλουν
στον ανήλικο ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων
( ανεξαρτήτως διάρκειας ) ή αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
v. Του Μονομελούς και Τριμελούς Δικαστηρίου ανηλίκων, αν επιβάλλουν
στον ανήλικο που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το 13 ο
έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, ποινή
στερητική της ελευθερίας κατά το άρθρο 130 ΚΠΔ.
vi. Του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και του Τριμελούς ή Μονομελούς
Εφετείου, αν επιβάλλουν ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης τουλάχιστον 3
ετών, αν πρόκειται για κακούργημα και τουλάχιστον 2 ετών, αν πρόκειται
για πλημμέλημα.
Σε περίπτωση μετατροπής στερητικής ποινής σε χρηματική, για να υφίσταται
δικαίωμα έφεσης, αρκεί να είναι εφέσιμη είτε η στερητική είτε η χρηματική: Π.χ. εάν
το μονομελές πλημμελειοδικείο επιβάλλει ποινή φυλάκισης δύο ( 2 ) μηνών, την
οποία μετατρέπει σε χρηματική προς 40€ / ημέρα. Η ποινή είναι εφέσιμη, έστω και

88
Με το Ν. 3904 / 2010 διαμορφώθηκαν τα συγκεκριμένα όρια εφέσιμων ποινών, μετά από αύξηση των
προηγούμενων ορίων. Η αύξηση αυτή προσκρούει στο άρθρο 2§1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο οποίο η
Ελλάδα επιφυλάχθηκε μεν αλλά υπό τους όρους του ΚΠΔ 489, όπως ίσχυε τότε. Προφανώς η μετέπειτα
τροποποίηση του ΚΠΔ 489 προς την κατεύθυνση του περιορισμού του δικαιώματος έφεσης στον κατηγορούμενο
είναι αντίθετη με την ΕΣΔΑ και δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αλλά να ισχύουν τα προηγούμενα εφέσιμα όρια.
134
αν η στερητική της ελευθερίας ποινή δεν υπερβαίνει το όριο των 3 μηνών, εφόσον,
μετά τη μετατροπή της σε χρηματική φθάνει στο ύψος των 2.400€ ( 2 μήνες ή 60
ημέρες Χ 40€ ) και το όριο της χρηματικής ποινής για το μονομελές
πλημμελειοδικείο είναι 2.000€, το οποίο ξεπερνά.
Το ΚΠΔ 490 όμως επεκτείνει την ευχέρεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών
δίνοντάς του το δικαίωμα να προσβάλλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση
των πταισματοδικείων και των μονομελών πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του,
δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς που αναγράφονται στο ΚΠΔ 489 και στον
παραπάνω πίνακα. Οι περιορισμοί αυτοί όμως εξακολουθούν να ισχύουν για τον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου,
του Μ.Ο.Δ. και του τριμελούς εφετείου.
Ειδικοί νόμοι προβλέπουν διαφορετικά όρια εφέσιμων ποινών, όπως για
παράδειγμα, ο Α.Ν. 710/45, περί προστασίας εθνικού νομίσματος, ο οποίος
προβλέπει ελάχιστο όριο εφέσιμης ποινής τους 6 μήνες φυλάκιση.
Ο Ν. 1290 / 82 περί αγορανομικών αδικημάτων προβλέπει ελάχιστη εφέσιμη
ποινή τους 2 μήνες φυλάκιση, αν και εκδικάζονται στο μονομελές πλημμελειοδικείο.
 Η έφεση από τον εισαγγελέα εφετών: Μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε
καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων
καθώς και των δικαστηρίων ανηλίκων της περιφέρειάς του. Μάλιστα, μέσα σε
15ήμερη προθεσμία μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική
απόφαση του μονομελούς εφετείου, του τριμελούς εφετείου και του Μ.Ο.Δ.
είτε υπέρ είτε εναντίον του καταδικασθέντος. Επομένως, ο Εισαγγελέας
Εφετών δεν υπόκειται ποτέ στους περιορισμούς του ΚΠΔ 489.

 Η έφεση από τον πολιτικώς ενάγοντα ( ΚΠΔ 488 ): Μπορεί να ασκήσει


έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης αλλά μόνο για το μέρος της που
απορρίπτει την αγωγή του ως μη στηριζόμενη στο νόμο ή του επιδικάζει
αποζημίωση. Προϋπόθεση βέβαια είναι, το ζητούμενο ποσό να υπερβαίνει τα
100€ αν προσβάλλεται απόφαση του πταισματοδικείου, τα 250€ του
μονομελούς πλημμελειοδικείου ή του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων και
τα 500€ του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή του τριμελούς δικαστηρίου
ανηλίκων.

135
 Η έφεση από τον αστικώς υπεύθυνο ( ΚΠΔ 467 ): Το δικαίωμα έφεσης στον
αστικώς υπεύθυνο δίνεται από τις γενικές διατάξεις των ενδίκων μέσων.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 467, έχει όλα τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο
κατηγορούμενος, αρκεί να πήρε μέρος στη συζήτηση στο ακροατήριο. Το
ένδικο μέσο που ασκεί επεκτείνεται και ωφελεί ( δεν βλάπτει όμως ) και τον
κατηγορούμενο.
Προϋποθέσεις για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι: (α) να επιτρέπεται το
ένδικο μέσο και στον κατηγορούμενο, (β) να πρόκειται για καταδικαστική
απόφαση και (γ) να παραστάθηκε στη συζήτηση στο ακροατήριο.
Με την έφεση προσβάλλει αφενός μεν το κεφάλαιο της απόφασης που
αναγνωρίζει την αστική του ευθύνη αλλά και το μέρος της απόφασης που
αναγνωρίζει την ενοχή του κατηγορουμένου, γιατί από εκεί προκύπτει και η
ποινική του ευθύνη.
Τυχόν παραίτηση του κατηγορουμένου από το ένδικο μέσο δεν περιορίζει το
σχετικό δικαίωμα του αστικώς υπευθύνου.

11.4.1.γ. Η έφεση σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων ( ΚΠΔ 491 )


Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων που εκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση,
η δυνατότητα να ασκηθεί έφεση εξαρτάται από τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε.
Η έφεση σ’ αυτή την περίπτωση θεωρείται ότι προσβάλλει και εκείνες από τις επί
μέρους αποφάσεις που όπως είχαν εκδοθεί δεν προσβάλλονταν με έφεση.
Παράδειγμα: το τριμελές πλημμελειοδικείο που δικάζει τα εγκλήματα της
εξύβρισης ( ΠΚ 361 ) και της βαριάς σωματικής βλάβης ( ΠΚ 310§1 ), επιβάλλει για
μεν την εξύβριση ποινή φυλάκισης 2 μηνών, για δε τη σωματική βλάβη ποινή
φυλάκισης 6 μηνών με την αναγνώριση κάποιου ελαφρυντικού. Ορίζει δε ( κατά
συγχώνευση – ΠΚ 94 ) συνολική ποινή φυλάκισης 7 μηνών. Σύμφωνα με το 489
ΚΠΔ, η απόφαση του τριμελούς είναι εφέσιμη, αν υπερβαίνει τους 5 μήνες
φυλάκισης. Εφόσον εν προκειμένω υπάρχει συρροή εγκλημάτων, για να
εφαρμόσουμε το ΚΠΔ 489, θα πρέπει να εξετασθεί, σύμφωνα με το ΚΠΔ 491 η
συνολική ποινή, η οποία είναι 7 μήνες. Επομένως η εν λόγω απόφαση προσβάλλεται
με έφεση, εφόσον υπερβαίνει τους 5 μήνες. Θεωρείται δε ότι συμπροσβάλλονται και
οι δύο αποφάσεις, ακόμη και αυτή για την εξύβριση, η οποία, εφόσον επέβαλε 2

136
μήνες φυλάκιση δεν είναι αυτοτελώς εφέσιμη. Η επιμέρους απόφαση για τη
σωματική βλάβη είναι και αυτοτελώς εφέσιμη, εφόσον ξεπερνά τους 5 μήνες.
11.4.1.γ. Η προθεσμία της εφέσεως
Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης του κατηγορουμένου είναι δέκα (10)
ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, αν ήταν παρών και δέκα ημέρες από την
επίδοσή της, αν δικάστηκε ερήμην ( ΚΠΔ 473 ).
Αν όμως ήταν αγνώστου διαμονής ( ή διαμένει στην αλλοδαπή ) και
απουσιάζει, η προθεσμία η προθεσμία είναι τριάντα ( 30 ) ημέρες και αρχίζει από
την επίδοση της απόφασης. Κατά το ΚΠΔ 155§2, αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο
ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την
επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας και αντίγραφο αυτού
επιδίδεται στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου κατηγορουμένου.
Σ' αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο.
Κατά την κρατούσα γνώμη, όταν γίνεται λόγος για επίδοση εννοείται η
επίδοση του αποσπάσματος και όχι πλήρους αντιγράφου89.
Με το άρθρο μόνο παρ. 3 του Ν. 2243/1994, ορίσθηκε ότι στα εγκλήματα που
διαπράττονται δια του τύπου, οι προβλεπόμενες στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
με ποινή ακυρότητας ή απαραδέκτου, προθεσμίες που υπερβαίνουν τις 5 ημέρες
συντέμνονται στο ήμισυ. Η διάταξη αυτή που επιδιώκει τη λόγω ιδιομορφίας και
ιδιαιτερότητας των αδικημάτων του τύπου ταχεία περαίωση των εκκρεμών δικών,
συντέμνει στο ήμισυ γενικώς τις θεσπιζόμενες από τον ΚΠΔ προθεσμίες και έτσι η
από το άρθρο 473 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενη ως άνω δεκαήμερη
προθεσμία περιορίζεται σε πέντε ( 5 ) ημέρες90.
Μετά την τροποποίηση του ΠΚ 34091, και τη δυνατότητα εκπροσώπησης
του κατηγορουμένου από συνήγορο σε όλα τα εγκλήματα, η προθεσμία για την
άσκηση της έφεσης, αν ο κατηγορούμενος απουσίαζε αλλά εκπροσωπήθηκε από
συνήγορο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από τη δημοσίευση.
Με βάση την γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν
υποχρεούται στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή ή εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου
μέσου, όταν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Στην

89
Βλ. 3 / 2002 ΑΠ (ΟΛΟΜ)
90
Βλ. ΑΠ 44 / 2001
91
Ν. 3160 / 2003, Ν. 3346 / 2005
137
περίπτωση όμως αυτή, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει, κατά το άρθρο
474§2 του ΚΠΔ, να διαλάβει στη δήλωση ασκήσεώς του περιστατικά ανωτέρας βίας
ή ανυπερβλήτου κωλύματος καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τα
περιστατικά αυτά, διαφορετικά το ένδικο μέσο είναι εκπρόθεσμο και απορρίπτεται
ως απαράδεκτο. Εάν όμως ο ασκών το ένδικο μέσο αγνοούσε κατά την άσκησή του
το λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος μπορεί να προτείνει αυτόν και
μεταγενεστέρως ενώπιον του Συμβουλίου, αν εμφανισθεί σ ’ αυτό ή με υπόμνημα92.
Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός είτε αντικειμενικό
είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση
δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ανυπέρβλητο
δε κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν οφείλεται σε
υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να
υπερνικηθεί απ’ αυτόν με κανένα τόπο93.
Κατά την κρατούσα στη νομολογία γνώμη, ανωτέρα βία πρέπει να υπάρχει σε
όλη την διάρκεια της προθεσμίας. Τυχόν ύπαρξη αυτής μόνο τις τελευταίες ημέρες
δεν αναστέλλει την προθεσμία94.
11.4.1.δ. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης ( ΚΠΔ 497 )
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 497, ανασταλτικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει η έφεση
που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και όχι η προθεσμία άσκησής της.
Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών
ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση
έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης,
η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που
δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της
απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα
ασκήσει έφεση και κατά κανόνα χορηγεί αναστολή.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, που η χορήγηση του ανασταλτικού
αποτελέσματος είναι στην κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη

92
Βλ. ΑΠ 1016/96, 124/96, 580/92
93
Βλ. ΑΠ. 5/87, ΑΠ 763/87, ΑΠ 1592/95
94
Βλ. ΑΠ 1397/1998
138
απόφαση, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει να μην το χορηγήσει μόνο σε περίπτωση
που κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο
κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει
προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν
υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή
παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω
στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι, αν αφεθεί
ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για
αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να
διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν χορήγησε αναστολή, ο κατηγορούμενος
μπορεί να υποβάλει αίτηση αναστολής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΚΠΔ 497§7)
το οποίο μπορεί να μην τη χορηγήσει, μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθέντες
όροι.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μετά τη ρύθμιση του Ν. 3904 / 2010, η
χορήγηση της αναστολής θα πρέπει να είναι ο κανόνας και η μη χορήγησή της η
εξαίρεση, η οποία θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά.
11.4.2. Η διαδικασία στο εφετείο
11.4.2.α. Προπαρασκευαστική διαδικασία ( ΚΠΔ 500 )
Ορίζεται δικάσιμος από τον εισαγγελέα και μεταφέρεται ο κατηγορούμενος
στην έδρα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Ο εισαγγελέας κλητεύει σύμφωνα με το ΚΠΔ 166 τον εκκαλούντα, όλους
τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης ( π.χ. τον πολιτικώς ενάγοντα ), τον μηνυτή
και τον παθόντα. Η κλήτευση γίνεται με επίδοση κλήσης προς εμφάνιση.
Ο εισαγγελέας κλητεύει δύο τουλάχιστον από τους ουσιώδεις μάρτυρες της
δίκης στον πρώτο βαθμό, πέρα από τον παθόντα και τον μηνυτή, ενώ έχει το
δικαίωμα να κλητεύσει και νέους μάρτυρες.
Επιδίδει στον κατηγορούμενο τον κατάλογο των μαρτύρων, 5 ημέρες πριν τη
συζήτηση. Δεν είναι απαραίτητο όμως να τον ενημερώσει και για τυχόν ένορκες
καταθέσεις μαρτύρων που θα αναγνωσθούν, λόγω αδυναμίας των μαρτύρων να
καταθέσουν στο ακροατήριο.

139
Ο πολιτικώς ενάγων επιδίδει στον κατηγορούμενο κατάλογο μαρτύρων που θα
εξετάσει, 5 ημέρες πριν από τη συζήτηση.
Η διάταξη του ΚΠΔ 327 για την υποχρεωτική κλήτευση μαρτύρων
εφαρμόζεται και στο δεύτερο βαθμό.
11.4.2.β. Κύρια διαδικασία της έφεσης
11.4.2.β.i. Απουσία του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης
Αν ο εκκαλών απουσιάζει από τη συζήτηση, η έφεσή του απορρίπτεται ως
ανυποστήρικτη, διότι θεωρείται, ότι παραιτήθηκε σιωπηρώς από το ένδικο μέσο.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 501§2 εφαρμόζεται αναλογικά και η διάταξη ΚΠΔ 341
και ο διάδικος του οποίου η έφεση απερρίφθη ως ανυποστήρικτη μπορεί να
υποβάλει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας.
Γίνεται δεκτό από μέρος της θεωρίας 95, ότι πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά
και το ΚΠΔ 430, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε ως αγνώστου
διαμονής στο εφετείο ( π.χ. μετά από έφεση του εισαγγελέα ) να δικαιούται να
υποβάλει αίτηση ακύρωσης της απόφασης.

Η εκδίκαση στο εφετείο δεν κωλύεται και διεξάγεται κανονικά, αν και


απουσιάζει ο εκκαλών, αν υπάρχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης
ή κήρυξης της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης κατ' εφαρμογή του ΚΠΔ 370 εδ. β'
και γ' ( ΚΠΔ 501§3 ).
Επίσης η υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στο εφετείο και να μην απορρίπτεται
ως ανυποστήρικτη, αν και απουσιάζει ο εκκαλών, σε περίπτωση που η υπόθεση
εισάγεται στο δευτεροβάθμιο μετά από επιτυχή αναίρεση. Διαφορετικά θα επέλθει
απαγορευμένη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, εφόσον θα αναβίωνε η
πρωτόδικη απόφαση ( ΚΠΔ 524§2 ).
Αν η δίκη της έφεσης ξεκινήσει με την ανάγνωση από τον εισαγγελέα της
έφεσης και αργότερα αναβληθεί ή διακοπεί για κάποιο λόγο και κατά την
επανάληψή της απουσιάζει ο εκκαλών, η δίκη θα διεξαχθεί κανονικά με τον
εκκαλούντα ωσεί παρόντα, σύμφωνα με το ΚΠΔ 501§4, αλλά και κατ' ανάλογη
εφαρμογή του ΚΠΔ 340§3. Τούτο σημαίνει ότι, αν ο εκκαλών απουσιάζει από το
δευτεροβάθμιο στη μετ’ αναβολή συζήτηση της εφέσεως, δικάζεται σα να είναι
παρών ( ΚΠΔ 501§4 ).

95
Καρράς, ό.π. σελ. 785
140
Ο έλεγχος του υποστηρίξιμου είναι διαφορετικός από αυτόν του
παραδεκτού96 και κατά μία άποψη πρέπει να προηγείται χρονικά από αυτόν του
παραδεκτού, διότι αν απουσιάζει ο εκκαλών η έφεση δεν μπορεί να συζητηθεί,
ακόμη και αν είναι παραδεκτή.
Εναντίον αυτής της απόφασης ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει μόνο αναίρεση
( ΚΠΔ 501§1 ), η οποία μπορεί να περιέχει λόγους που αφορούν μόνο στην
προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου και όχι στην πρωτοβάθμια απόφαση
και συγκεκριμένα, μόνο σε πλημμέλειες σε σχέση με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη
κλήτευσή του στο ακροατήριο.
11.4.2.β.ii. Η διαδικασία, όταν ο εκκαλών είναι παρών ( ΚΠΔ 502 )
Η διαδικασία αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισαγγελέα της έκθεσης
έφεσης ( έχει κριθεί πάντως, ότι η μη ανάγνωση της έφεσης δεν επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα της διαδικασίας ούτε το γεγονός ότι δεν έλαβε το λόγο ο κατηγορούμενος
μετά την ανάγνωση αυτή, εφόσον δεν το ζήτησε ).
Εξετάζονται οι μάρτυρες που κλητεύθηκαν αλλά και άλλοι μάρτυρες, οι οποίοι
δεν είχαν κλητευθεί, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο και το δικαστήριο το κρίνει
σκόπιμο.
Σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη τα πρακτικά της
πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων και οι ένορκες
καταθέσεις που δόθηκαν στην προδικασία.
Κατά τα λοιπά η συζήτηση διεξάγεται όπως και στον πρώτο βαθμό.
11.4.2.β.iii. Η λειτουργική αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ( ΚΠΔ 502 )
Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κρίθηκε βάσιμη, το
δευτεροβάθμιο δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπήρχε ακυρότητα, το δευτεροβάθμιο την
ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της ανέκκλητα.
Αν έγινε δεκτή έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά απόφασης που απέρριψε
την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, το δευτεροβάθμιο την παραπέμπει
στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.
11.5. Η αναίρεση κατά αποφάσεων
11.5.1. Το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης97

96
Κατά την νομολογία ο έλεγχος του παραδεκτού προηγείται, και έπεται αυτός του υποστηρίξιμου.
141
11.5.1.α. Ποιες αποφάσεις προσβάλλονται με αναίρεση
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 504 με αίτηση αναίρεσης προσβάλλονται:
1. Αποφάσεις πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες αποφαίνονται τελειωτικά
για την κατηγορία ή παύουν οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσουν
απαράδεκτη και που όπως απαγγέλθηκαν δεν προσβάλλονται με έφεση. Η
απόφαση δηλαδή πρέπει να είναι ανέκκλητη, όπως εκδόθηκε ( π.χ. μία
απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου, που επιβάλλει ποινή φυλάκισης
2 μηνών, είναι σύμφωνα με το ΚΠΔ 489 ανέκκλητη ) και δεν αρκεί να έγινε
τελεσίδικη, επειδή παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως ή επειδή
έλαβε χώρα παραίτηση από το ένδικο μέσο της έφεσης. Αν, σε εφέσιμη
ποινή, παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως, αυτό ισοδυναμεί με
σιωπηρή παραίτηση από το ένδικο μέσο και η πρωτοβάθμια απόφαση
καθίσταται αμετάκλητη. Επίσης δεν προσβάλλεται με αναίρεση η απόφαση
ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αν προσβληθεί με έφεση και η έφεση
απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Όπως ήδη έγινε σαφές, οι παραπάνω αποφάσεις πρέπει να κρίνουν την ουσία
της υπόθεσης. Επομένως δεν προσβάλλεται με αίτηση αναίρεσης η απόφαση
του δικαστηρίου, που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ή
την αίτηση ακύρωσης της απόφασης, εφόσον δεν αποφαίνεται για την ουσία
της υπόθεσης.
2. Αποφάσεις δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν μετά από
άσκηση έφεσης και αποφαίνονται τελειωτικά για την κατηγορία, παύουν
οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσουν απαράδεκτη ( ΚΠΔ 504 ).
3. Αποφάσεις, με τις οποίες το δικαστήριο κηρύσσεται καθ' ύλην αναρμόδιο,
εφόσον, όπως απαγγέλθηκαν δεν προσβάλλονται με έφεση.
4. Επιτρέπεται αναίρεση εναντίον μέρους της απόφασης που αναφέρεται στην
αφαίρεση πειστηρίων ή διατάζει δήμευση.
5. Προσβάλλεται με αναίρεση η απόφαση του δικαστηρίου που προσδιορίζει
και επιβάλλει συνολική ποινή κατά το ΚΠΔ 551§3.

97
Με το Ν. 3346 / 2005 ( άρθρο 18§3 ), καταργήθηκε το ΚΠΔ 508 και μαζί του η υποβολή στην εκτέλεση της
προσβαλλόμενης απόφασης ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης. Έτσι το Δίκαιο μας
συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ( «Σκονδριάνος κατά Ελλάδας», 18.12.2003 ),
σύμφωνα με τις οποίες, η εξάρτηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης από προηγούμενη υποβολή στην εκτέλεση
αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της δίκαιης δίκης.
142
6. Επίσης με αναίρεση μπορεί να προσβληθεί κατά το ΚΠΔ 501 και η απόφαση
του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που απορρίπτει την έφεση ως
ανυποστήρικτη.
7. Με αναίρεση μπορεί να προσβληθεί και η απόφαση του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο
( ΚΠΔ 476§2 ).

11.5.1.β. Ποιοι δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση αναίρεσης


1. Ο κατηγορούμενος ( ΚΠΔ 505-506 ) εναντίον
i. καταδικαστικής απόφασης
ii. απόφασης που κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή την παύει
οριστικά
iii. απόφασης που κηρύσσει το δικαστήριο καθ' ύλην αναρμόδιο
iv. απόφασης που τον αθωώνει δεχόμενη έμπρακτη μετάνοια ή άλλο λόγο
που τον θίγει ( π.χ. δέχεται λόγο άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού )
v. μέρους της απόφασης που αναφέρεται στη δήμευση.
Επίσης μπορεί να προσβάλει απόφαση που απορρίπτει την έφεσή του ως
απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη ( ΚΠΔ 501 και 476§2 ).
2. Ο πολιτικώς ενάγων ( ΚΠΔ 505, 468 ) εναντίον
i. καταδικαστικής απόφασης, μόνο για το τμήμα της απόφασης που
αναφέρεται στην αποζημίωσή του ή που απορρίπτει την αγωγή του
επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ( ΚΠΔ 505 )
ii. αθωωτικής απόφασης, στην περίπτωση που τον καταδικάζει σε
αποζημίωση και στα έξοδα ( ΚΠΔ 71 ) ή αν η αγωγή του απορρίφθηκε,
επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο
iii. Απόφασης που απορρίπτει την έφεσή του ως απαράδεκτη ή ανυ-
ποστήρικτη ( ΚΠΔ 501 και 476 ).
Σημείωση: Ο Καρράς98 υποστηρίζει, ότι θα πρέπει να αναγνωρίζεται στον
πολιτικώς ενάγοντα το δικαίωμα να προσβάλλει με αίτηση αναίρεσης
αποφάσεις που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσουν
απαράδεκτη.

98
(ο.π. σελ. 821)
143
3. Ο εισαγγελέας ( ΚΠΔ 505-506 )
i. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών: όλες τις αποφάσεις του δικαστηρίου
στο οποίο υπηρετεί και των μονομελών πλημμελειοδικείων και
πταισματοδικείων της περιφέρειάς του
ii. Ο εισαγγελέας εφετών: όλες τις αποφάσεις του εφετείου, Μ.Ο.Δ,
τριμελούς και μονομελούς πλημμελειοδικείου της περιφέρειάς του.
Σημείωση: Για τους παραπάνω εισαγγελείς η αναίρεση κατά αθωωτικής
απόφασης επιτρέπεται, μόνο σε περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή
ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης ή υπέρβασης εξουσίας και όχι
για τους υπόλοιπους λόγους του ΚΠΔ 510§1.
iii. Ο εισαγγελέας Αρείου Πάγου: όλες τις αποφάσεις με δήλωσή του στον
γραμματέα του Α.Π. και σε προθεσμία 30 ημερών. Ο εισαγγελέας του ΑΠ
μπορεί να προσβάλει με αναίρεση τις αθωωτικές αποφάσεις για όλους
τους λόγους του ΚΠΔ 510.
4. Ο μηνυτής ή ο εγκαλών ( ΚΠΔ 506 εδ.γ' )
Έχει το δικαίωμα να προσβάλει με αναίρεση αθωωτική απόφαση, σε
περίπτωση που καταδικάστηκε σε αποζημίωση και στα έξοδα ( ΚΠΔ 71 ).
5. Ο αστικώς υπεύθυνος ( ΚΠΔ 505, 467 )
i. εναντίον της απόφασης που αναγνωρίζει την αστική του ευθύνη,
ii. εναντίον της απόφασης που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο, έστω και
αν δεν καταδικάστηκε και αυτός ως αστικώς υπεύθυνος.
6. Ο τρίτος ( ΚΠΔ 504 )
Κατά του μέρους της απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση.
11.5.1.β. Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 473§1, η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων κατά
αποφάσεων είναι δέκα ( 10 ) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Στην ΚΠΔ
473§3 όμως ορίζεται, ότι η προθεσμία για την αναίρεση αρχίζει από την
καθαρογράφηση της απόφασης και την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο που
τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Επειδή η §3 είναι
μεταγενέστερη της §1, υπερισχύει της τελευταίας. Κατ’ εξαίρεση το ΚΠΔ 507 ορίζει
διαφορετικές προθεσμίες:

144
1. για τον εισαγγελέα που δεν υπηρετεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη απόφαση, δεκαπέντε ( 15 ) ημέρες από την καθαρογράφηση,
2. για τις ανέκκλητες αποφάσεις του πταισματοδικείου που επιβάλλουν ποινή
προστίμου στον απόντα κατηγορούμενο, ένας ( 1 ) μήνας,
3. για τις ανέκκλητες αποφάσεις των πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν στον
απόντα κατηγορούμενο χρηματική ποινή, δύο ( 2 ) μήνες
4. σύμφωνα με το ΚΠΔ 473§2, η αναίρεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης
από εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί και με δήλωση που
επιδίδεται στον εισαγγελέα του ΑΠ, σε προθεσμία είκοσι ( 20 ) ημερών από
την καθαρογράφηση. Η επίδοση γίνεται μόνο με δικαστικό επιμελητή.
Η παραπάνω δυνατότητα παρέχεται μόνο στον κατηγορούμενο ( όχι στον
εισαγγελέα ή τον πολιτικώς ενάγοντα ) και μόνο για καταδικαστική απόφαση. Δεν
παρέχεται στον κατηγορούμενο που αθωώθηκε, ούτε εναντίον απόφασης που
έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, ούτε εναντίον απόφασης που απορρίπτει την
έφεση ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη. Σ' αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις η
αναίρεση θα πρέπει να ασκηθεί στη συνήθη 10ήμερη προθεσμία από την
καθαρογράφηση και στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
11.5.1.β. Η ύπαρξη λόγων αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι
Για να είναι παραδεκτό το ένδικο μέσο της αναίρεσης, πρέπει να περιέχει
τουλάχιστον έναν ( όχι απαραίτητα βάσιμο αλλά παραδεκτό ) λόγο αναίρεσης.
Οι λόγοι που περιέχονται στην αίτηση αναίρεσης μπορούν να συμπληρωθούν
με πρόσθετους λόγους. Πρόσθετοι λόγοι μπορούν να προταθούν με δήλωση που
επιδίδεται στον εισαγγελέα του ΑΠ, σε προθεσμία 20 ημερών από την
καθαρογράφηση της προσβαλλόμενης απόφασης ( ΚΠΔ 473§2 ).
Επίσης πρόσθετοι λόγοι μπορούν να προταθούν με έγγραφο που κατατίθεται
το αργότερο 15 ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στο γραμματέα
της εισαγγελίας του ΑΠ ( ΚΠΔ 509§2 ).
11.6. Οι λόγοι αναίρεσης ( ΚΠΔ 510 )
11.6.1. Η απόλυτη ακυρότητα
Απόλυτη ακυρότητα μπορεί σύμφωνα με το ΚΠΔ 171 να υπάρξει στις
ακόλουθες περιπτώσεις:

145
1. Κακή σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση
( π.χ. συμμετείχε ένας δικαστής περισσότερο ή ένας λιγότερο ή ένας δικαστής
κοιμόταν κατά τη συνεδρίαση ή στο εφετείο συμμετείχε δικαστής που είχε
συμμετάσχει και στον πρώτο βαθμό κ.λ.π. )
2. Η μη κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, όπως ορίζει ο νόμος.
Εδώ ανήκουν οι περιπτώσεις ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας. Δεν
υπάρχει μεταβολή της κατηγορίας ( αλλά επιτρεπτός ορθότερος νομικός
χαρακτηρισμός ), όταν προσδίδεται διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός στα
ίδια πραγματικά περιστατικά ( π.χ. αντί για απλή σωματική βλάβη,
επικίνδυνη, αντί για ψευδή βεβαίωση, νόθευση κ.λ.π. ).
Αντιθέτως αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή η τροποποίηση από υπεξαίρεση σε
κλοπή, από απάτη σε εκβίαση κ.λ.π., γιατί τα εγκλήματα αυτά προϋποθέτουν
διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΝ–ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΑΠΟ ΣΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ;

Πλαστογραφία (216§1α) Ηθική αυτουργία/συνεργεία σε216§1 α Επιτρεπτή


(κατάρτιση πλαστού)
Πλαστογραφία (216§1α) 217, 216§3 Επιτρεπτή
(κατάρτιση πλαστού)
Πλαστογραφία (216§1α) Νόθευση γνησίου Επιτρεπτή
(κατάρτιση πλαστού)
Πλαστογραφία (216§1β) 216 §2, 242 §2 Επιτρεπτή
Πλαστογραφία (216§1β) 386, αν το ψέμα της απάτης είναι η γνησιότητα Επιτρεπτής
του εγγράφου
Πλαστογραφία με νόθευση Κατάρτιση πλαστού Ανεπίτρεπτη
Πλαστογραφία 216 Κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας Ανεπίτρεπτη
Απάτη ΠΚ 386 ΠΚ 390, ΠΚ 389, ΠΚ 375 Επιτρεπτή
Ηθική αυτουργία σε απάτη ΠΚ Έμμεση αυτουργία, συνέργεια σε απάτη Επιτρεπτή
386
Απάτη ΠΚ 386 Κλοπή, εκβίαση, ληστεία Ανεπίτρεπτη

Ληστεία ΠΚ 380 ΠΚ 372, 330, 385§1α, 375, 374, 308 Επιτρεπτή

Ληστεία ΠΚ 380 § 2 Ανθρωποκτονία 299 σε συρροή με κλοπή Επιτρεπτή

Ληστεία ΠΚ 380 § 1 Ληστεία ΠΚ 380§3 Επιτρεπτή

Ληστεία ΠΚ 380 § 1 Αυτοδικία ΠΚ 331 Επιτρεπτή

Κλοπή ΠΚ 372 ΠΚ 377, 375, 374α, 331, 386 Επιτρεπτή

Κλοπή ΠΚ 372 Αποδοχή προϊόντων ΠΚ 394, ΠΚ 380, ΠΚ 385 Ανεπίτρεπτη


Υπεξαίρεση ΠΚ 375 Ηθική αυτουργία ΠΚ 375, καταδίκη με Επιτρεπτή
διαφορετική ιδιότητα στην §2, ΠΚ 394
Υπεξαίρεση ΠΚ 375 Απάτη ΠΚ 386, 372 Ανεπίτρεπτη

146
Ανθρωποκτονία ΠΚ 299 ΠΚ 399§2;303, 300, 301, 302, 311 Επιτρεπτή

Ανθρωποκτονία ΠΚ 299 ΠΚ 307 Ανεπίτρεπτη

Έκθεση ΠΚ 306 ΠΚ 359, 358 Επιτρεπτή

Απλή σωματική βλάβη ΠΚ 308 ΠΚ 309,310,314, 193 Επιτρεπτή

Εκβίαση ΠΚ 385 ΠΚ 333, 330 Επιτρεπτή

Εκβίαση ΠΚ 385 ΠΚ 331, 235 Ανεπίτρεπτη

Συκοφαντική δυσφήμηση ΠΚ 363 ΠΚ 362, 361, Επιτρεπτή

3. Η μη συμμετοχή του εισαγγελέα, εκεί που η συμμετοχή του ορίζεται ως


υποχρεωτική από το νόμο. Π.χ. από τα άρθρα ΚΠΔ 32 και 138 προκύπτει,
ότι καμία απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορεί να ληφθεί, αν δεν λάβει
πρώτα το λόγο ο εισαγγελέας. Αν το δικαστήριο λάβει οποιαδήποτε
απόφαση, χωρίς να ακουστεί πρώτα ο εισαγγελέας, επέρχεται απόλυτη
ακυρότητα του παραπάνω είδους.
4. Η μη αναστολή της ποινικής δίωξης, αν και την επιβάλλει υποχρεωτικά ο
νόμος και ειδικότερα: α) Αναστολή δίωξης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης
30 § 2 ΚΠΔ, β) επί πταισμάτων στρατευμένων ( ΚΠΔ 42 § 2 ), γ)
Προδικαστικά ποινικά ζητήματα 59 ΚΠΔ π.χ. από εκκρεμείς δίκες για
συκοφαντική δυσφήμηση ή ψευδή καταμήνυση, δ) προδικαστικό ζήτημα
από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου 60§2 ΚΠΔ, ε) Ψυχική ασθένεια του
κατηγορουμένου 80 ΚΠΔ και στ) Αναστολή εκδίκασης κακουργημάτων
432 ΚΠΔ.
5. Η παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που αφορούν στην
εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του ( π.χ. ο διευθύνων τη
συζήτηση δεν δίνει το λόγο στο συνήγορο του κατηγορουμένου, για να
αγορεύσει. Αυτό συνιστά παραβίαση του υπερασπιστικού δικαιώματος που
παρέχει το ΚΠΔ 369 στον κατηγορούμενο και ως εκ τούτου απόλυτη
ακυρότητα κατά το 171§1 εδ. δ' και το σχετικό λόγο αναίρεσης ).Τα
δικαιώματα αυτά προκύπτουν από το Νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για
την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα.
6. Η παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο. Παρανόμως
παρίσταται, αν δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ( π.χ. δεν προσδιορίζει το
147
είδος της ζημίας ) καθώς και όταν η παράσταση της πολιτικής αγωγής δεν
γίνεται στον τόπο και το χρόνο που ορίζει ο νόμος ( ΚΠΔ 68 και 82 ). Δεν
προκαλεί απόλυτη ακυρότητα άλλη έλλειψη της πολιτικής αγωγής, π.χ.
έλλειψη της εξουσιοδότησης από αυτόν που παρίσταται για λογαριασμό
του παθόντος φυσικού ή νομικού προσώπου99.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως λόγος αναίρεσης κατά απόφασης μπορεί να προταθεί η παραπάνω
απόλυτη ακυρότητα, εφόσον συνέβη από την έναρξη της διαδικασίας στον πρώτο
βαθμό και μετά. Αν είχε συμβεί κατά την προδικασία δεν μπορεί πια να προταθεί,
γιατί έχει καλυφθεί ( ΚΠΔ 173 § 2 ).
11.6.2. Η σχετική ακυρότητα
Σχετική ακυρότητα επέρχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις :
1. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 170 § 1, όταν το ορίζει ρητά ο νόμος.
Σχετική είναι η ακυρότητα σε κάθε περίπτωση, που υπάρχει ρητή πρόβλεψη
στο νόμο για ακυρότητα, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ΚΠΔ
171, οπότε η ακυρότητα είναι απόλυτη. Π.χ., αν καταθέσει στο δικαστήριο ως
μάρτυρας ο συνήγορος, σχετικά με όσα του είχε πει ο πελάτης του, επέρχεται
σχετική ακυρότητα, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο ΚΠΔ 212.
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 138§2, πριν από κάθε απόφαση, βούλευμα ή διάταξη
πρέπει να ακουστούν οι διάδικοι και ο εισαγγελέας. Αν δεν ακουστεί ο
κατηγορούμενος ή ο εισαγγελέας, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το ΚΠΔ
171. Αν όμως δεν ακουστεί ο πολιτικώς ενάγων υπάρχει σχετική ακυρότητα,
αφού η παραβίαση των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντα δεν προβλέπεται
ως απόλυτη ακυρότητα.
Τη σχετική ακυρότητα μπορεί να την επικαλεστεί, όποιος έχει έννομο
συμφέρον, όχι όμως αν η ακυρότητα επήλθε από δική του ενέργεια ή την
αποδέχθηκε ρητά ( ΚΠΔ 173§3 ).
Η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου
ή του αστικώς υπεύθυνου συνιστά κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία
σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν τα παραπάνω πρόσωπα
εμφανίζονται στη δίκη και δεν προβάλλουν αντιρρήσεις για την πρόοδο της.

99
Βλ. αντί πολλών: ΑΠ 1821,1825 / 2003
148
Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη όμως συνιστά απόλυτη ακυρότητα,
διότι θίγονται δικαιώματα εμφάνισης και υπεράσπισης του κατηγορουμένου.
2. Σύμφωνα με το ΚΠΔ 170§2, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ή ο
εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα, το οποίο τους παρέχεται από το
νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή απέφυγε να απαντήσει στο
αίτημά τους.
Η παραπάνω διάταξη κατατάσσει την έλλειψη ακρόασης στις σχετικές
ακυρότητες. Ζήτημα όμως δημιουργείται, αν δεν ασκηθεί δικαίωμα του
κατηγορουμένου. Η νομολογία το εντάσσει και αυτό στην έλλειψη ακρόασης
και ως εκ τούτου δέχεται σχετική ακυρότητα. Αντιθέτως το μεγαλύτερο μέρος
της θεωρίας (Ανδρουλάκης, Καρράς, Μπάκας κ.λ.π. ) υποστηρίζει, ότι
πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα, εφόσον θίγονται δικαιώματα που
αναφέρονται στην εμφάνιση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Αν για
παράδειγμα δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο για να εξετάσει τους
μάρτυρες, υπάρχει έλλειψη ακρόασης αλλά πρωτίστως υπάρχει απόλυτη
ακυρότητα λόγω της παραβίασης ενός υπερασπιστικού δικαιώματος του
κατηγορουμένου.
Αν βεβαίως η άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου προϋποθέτει
προηγούμενη αίτησή του αυτή πρέπει να υπάρχει, για να μπορεί να γίνει λόγος
για ακυρότητα. Π.χ, αν ο κατηγορούμενος επιθυμεί να εξετάσει μάρτυρες
υπερασπίσεως, πρέπει να το ζητήσει. Αν δεν το ζητήσει και δεν εξεταστούν,
δεν υπάρχει καμία ακυρότητα.
Για την περίπτωση εκδίκασης από πολυμελές δικαστήριο έχει δημιουργηθεί το
ακόλουθο θέμα: Η νομολογία δέχεται, ότι ο κατηγορούμενος, μετά από την
απόρριψη του αιτήματος του από τον διευθύνοντα, πρέπει να προσφύγει κατά
το ΚΠΔ 335§2 στο δικαστήριο και μόνο τότε μπορεί να γίνει λόγος για
ακυρότητα, διαφορετικά καλύπτεται.
Η άποψη αυτή επικρίνεται από τη θεωρία, διότι το ΚΠΔ 335 δίνει μία επιπλέον
δυνατότητα στον κατηγορούμενο για να διασφαλίσει την άσκηση των
δικαιωμάτων του και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος του, το γεγονός
ότι δεν την αξιοποίησε.
11.6.3. Παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα στο ακροατήριο

149
Όπως έχει και παραπάνω αναφερθεί εκτός από τη δημοσιότητα με τη στενή
της έννοια, η αρχή της δημοσιότητας με ευρεία έννοια μπορεί να περιλάβει και τις
αρχές της αμεσότητας, της προφορικότητας και της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της
δίκης. Επομένως και η παραβίαση των παραπάνω αρχών μπορεί να αποτελέσει λόγο
αναίρεσης μέσω της παραβίασης της αρχής της δημοσιότητας.
11.6.4. Η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας
Σύμφωνα με το άρθρο 93 του Συντάγματος και το ΚΠΔ 139 οι ποινικές
αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα.
Από την αιτιολογία πρέπει να καλύπτεται κατ' αρχήν η πλήρωση των
στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Απαιτείται επίσης
αναφορά των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, προκειμένου το
δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση.
Δεν συνιστά επομένως επαρκή αιτιολογία ( παρά τη σταθερά αντίθετη
νομολογία του ΑΠ ) η αναφορά, ότι εξετάστηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα ( π.χ.
«από το σύνολο των εξετασθέντων αποδεικτικών μέσων προκύπτει, ότι...» ) ούτε η
αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων ( π.χ. «από το σύνολο των μαρτυρικών
καταθέσεων προκύπτει, ότι...» ). Απαιτείται αντιθέτως μία τέτοια αναφορά του
αποδεικτικού υλικού και στάθμισή του, η οποία να στηρίζει το νομικό συλλογισμό
( μείζονα πρόταση - ελάσσονα πρόταση - συμπέρασμα ).
Αντιθέτως γίνεται δεκτό, ότι δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου,
εφόσον αυτός προκύπτει από την πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος.
Η εν γνώσει όμως τέλεση μιας πράξης και ο σκοπός επέλευσης κάποιου
αποτελέσματος, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά, όπως και ο ενδεχόμενος δόλος.
Ειδική αιτιολογία απαιτούν και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί.
Αυτοτελής ισχυρισμός κατά τη νομολογία του ΑΠ, είναι αυτός ο οποίος
συνεπάγεται άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης, άρση ή μείωση του
καταλογισμού, εξάλειψη του αξιοποίνου ή μείωση της ποινής (παραδείγματα: η
επίκληση άμυνας, κατάστασης ανάγκης, πλάνης, η απόδοση του ιδιοποιημένου
πράγματος ή η πλήρης ικανοποίηση του θύματος κατά το ΠΚ 384 κ.λ.π. ).
Αντίθετα κατά την ίδια νομολογία δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό η άρνηση
της ή η ουσιαστική αμφισβήτηση στοιχείων της κατηγορίας ( π.χ. το άλλοθι ).

150
Ως αυτοτελής επομένως γίνεται δεκτός ένας ισχυρισμός νομικός και όχι
ουσιαστικός - πραγματικός.
Ο αυτοτελής ισχυρισμός πρέπει να είναι ουσιώδης, να υποστηρίζεται από
πραγματικά περιστατικά και να αποδεικνύεται η πρότασή του από τα πρακτικά της
δίκης.
Η παραπάνω διάκριση των ισχυρισμών σε αυτοτελείς και πραγματικούς από
τη νομολογία έχει επικριθεί έντονα από τη θεωρία, γιατί παραβιάζει τη συνταγματική
επιταγή για πλήρη αιτιολόγηση των αποφάσεων και το δικαίωμα ακρόασης, που
επιβάλλει στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις του υποκειμένου του
εν λόγω δικαιώματος, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από το αιτιολογικό της
απόφασης.
Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου
συνεπάγεται ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης και ως εκ τούτου η απόφαση είναι
αναιρετέα βάσει του ΚΠΔ 171 παρ.1 εδ.δ'.
11.6.5. Η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης
Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το
δικαστήριο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στην
εφαρμοσθείσα διάταξη.
Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή τη διάταξη
διαφορετική έννοια από αυτή που πραγματικά έχει.
Οι παραπάνω περιπτώσεις αναφέρονται στην απ' ευθείας παράβαση της
ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Η παράβαση αυτή μπορεί να γίνει όμως και εκ πλαγίου, στην περίπτωση που
στην απόφαση του δικαστηρίου δεν αναφέρονται σαφώς τα πραγματικά περιστατικά
που έγιναν δεκτά ή υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά η ορθή εφαρμογή του νόμου.
Π.χ. στην απόφαση αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για
χρήση ναρκωτικών ουσιών, επειδή «συνελήφθη να κάνει χρήση ουσίας που
υπάγεται στο νόμο για τα ναρκωτικά». Πρόκειται για εκ πλαγίου παράβαση, γιατί θα
έπρεπε να αναφέρει ακριβώς ποια ουσία χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος.

151
Στην περίπτωση αυτή γίνεται δεκτό, ότι η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Ένα ανώτερο δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει την ορθότητα της υπαγωγής του
περιστατικού στον κανόνα δικαίου και θεωρείται κατά τεκμήριο εσφαλμένη.

11.6.6. Η παραβίαση του δεδικασμένου


Το δεδικασμένο παραβιάζεται, όταν κάποιος δικάζεται για δεύτερη φορά
για πράξη για την οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική
απόφαση, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Το ίδιο
συμβαίνει κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα.
Προϋποθέσεις του δεδικασμένου: α) αμετάκλητη απόφαση, β) ταυτότητα του
δράστη και γ) ταυτότητα εγκληματικής πράξης.
Σημειωτέον ότι στην περίπτωση που η ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη,
επειδή λείπει η έγκληση ( αίτηση ή άδεια ), δεν δημιουργείται δεδικασμένο και η
υπόθεση μπορεί να εισαχθεί ξανά, μόλις υποβληθεί η έγκληση ( αίτηση ή άδεια ).
11.6.7. Η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου
Υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δικάσει, παρόλο που ήταν
αναρμόδιο. Το δικαστήριο οφείλει να εξετάζει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του και
αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της δίκης ( ΚΠΔ 120 ). Ο ΑΠ όμως δεν εξετάζει
αυτεπαγγέλτως αυτό το λόγο, παρά μόνο αν προταθεί.
11.6.8. Η υπέρβαση εξουσίας
Σύμφωνα με το ΚΠΔ 510 υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο
άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο και ιδίως στις ακόλουθες
περιπτώσεις:
1. Αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του
2. Έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που κατά ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στη
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
3. Έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβιάζοντας τα ΚΠΔ 65§1 και 66§1 ( Π.χ.
ασχολείται με την πολιτική αγωγή, αν και αποφαίνεται, ότι δεν πρέπει να
γίνει δίωξη ή αν και απαλλάσσει τον κατηγορούμενο ή αποφασίζει για την
πολιτική αγωγή, αν και έχει εκδοθεί απόφαση από τα πολιτικά δικαστήρια ).

152
4. Καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, αν και δεν υποβλήθηκε νόμιμα
η έγκληση, η αίτηση, η άδεια για δίωξη ή δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση
( ΚΠΔ 438 ).
Η παραπάνω απαρίθμηση περιπτώσεων υπέρβασης εξουσίας ορίζεται ρητά
από το νόμο ως ενδεικτική.
Άλλες περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας:
I. Η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου κατά παράβαση του ΚΠΔ
470.
II. Η παρά το νόμο απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου ( θετική
υπέρβαση ) ή η παράνομη αποδοχή ένδικου μέσου, αν και συνέτρεχε
περίπτωση απόρριψής του ως απαράδεκτου ( αρνητική υπέρβαση ).
III. Η παράβαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου ( αν το
εφετείο έκρινε για ζητήματα που δεν περιλαμβάνονταν στην έφεση ΚΠΔ 502).
IV. Η παράβαση του επεκτατικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου ( ΚΠΔ 469 ).
V. Η τοπική αναρμοδιότητα, η οποία προτάθηκε στον πρώτο βαθμό εγκαίρως
χωρίς να γίνει δεκτή και επαναλήφθηκε στο δεύτερο βαθμό, επίσης χωρίς να
γίνει δεκτή.
VI. Η περάτωση της δίκης κατά παράβαση του ΚΠΔ 370 ( π.χ. αντί να παύσει
οριστικά την ποινική δίωξη, αθωώνει τον κατηγορούμενο και αντιστρόφως ή
αντί να αθωώσει τον κατηγορούμενο, κηρύσσει την ποινική δίωξη
απαράδεκτη και αντιστρόφως κ.λ.π. ).
VII. Αν το δικαστήριο παράνομα κηρύξει εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο ( αρνητική
υπέρβαση ). ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην αντίστροφη περίπτωση που το δικαστήριο
δικάζει, αν και ήταν αναρμόδιο υπάρχει ο ειδικός λόγος αναίρεσης και δεν
γίνεται λόγος για υπέρβαση εξουσίας.
11.6.9. Η διαδικασία στον Άρειο Πάγο ( ΚΠΔ 513 – 515 )
Ο εισαγγελέας του ΑΠ, κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους
διαδίκους που παρέστησαν στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση.

Αν την αναίρεση ζητά ο εισαγγελέας, αυτός δεν κλητεύεται αλλά


εκπροσωπείται από τον εισαγγελέα του ΑΠ.
Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο.
153
Αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται. Στην
περίπτωση αυτή δεν μπορεί να προσβάλει την απορριπτική απόφαση με κανένα
ένδικο μέσο. Γίνεται δεκτό όμως, ότι αν δεν είχε κλητευθεί νομίμως, μπορεί να
ανακληθεί η απόφαση είτε αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του εισαγγελέα ή με αίτηση
του διαδίκου.
Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων η συζήτηση διεξάγεται κανονικά, έστω και αν
δεν εμφανίστηκαν οι υπόλοιποι διάδικοι. Αμέσως αρχίζουν οι αγορεύσεις των
συνηγόρων με πρώτο το συνήγορο του αναιρεσείοντος, ενώ ακολουθούν οι λοιποί.
Τελευταίος αγορεύει ο εισαγγελέας του ΑΠ, εκτός και αν ζητά ο ίδιος την αναίρεση.
Στη συνέχεια εκδίδεται η απόφαση.
11.6.10. Αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης
απόφασης
1. Αν η απόφαση αναιρεθεί για αναρμοδιότητα, ο ΑΠ αποφασίζει και την
παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο ( ΚΠΔ 516 ).
2. Αν η απόφαση αναιρεθεί λόγω δεδικασμένου, ο ΑΠ ακυρώνει την απόφαση
και κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη ( ΚΠΔ 517 ).
3. Αν η απόφαση αναιρέθηκε λόγω μη παράθεσης του άρθρου του ποινικού
νόμου, ο ΑΠ δεν παραπέμπει αλλά παραθέτει το άρθρο ( ΚΠΔ 518 ).
4. Αν η απόφαση αναιρέθηκε λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας
ουσιαστικής ποινικής διάταξης, τότε:
i. αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, αθωώνει τον κατηγορούμενο,
ii. αν λείπει από την απόφαση κάποιος όρος του αξιόποινου χαρακτήρα της
πράξης, ο οποίος περιεχόταν στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό
βούλευμα, παραπέμπει την υπόθεση, για να συζητηθεί, με το ΚΠΔ 519.
5. Αν η απόφαση αναιρέθηκε για έναν από τους υπόλοιπους λόγους ( ΚΠΔ 510
στοιχ. Α', Β', Γ',Δ' και Η' ), ο ΑΠ παραπέμπει τη δίκη σε νέα συζήτηση σε
ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο με αυτό που είχε εκδώσει την αναιρεθείσα
απόφαση ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από
αυτούς που είχαν δικάσει την υπόθεση ( ΚΠΔ 519 ).
6. Αν η απόφαση αναιρέθηκε για λόγους που αφορούσαν στις απαιτήσεις του
πολιτικώς ενάγοντα, ο ΑΠ παραπέμπει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο
πολιτικό δικαστήριο ( ΚΠΔ 521 ).

154
Σημείωση 1: Το δικαστήριο στο οποίο ο ΑΠ παρέπεμψε την υπόθεση είναι
υποχρεωτικά αρμόδιο να την εκδικάσει.
Σημείωση 2: Στο δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να συμμετάσχει
ένορκος ή δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Σημείωση 3: Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε μετά από αναίρεση εκείνου που
καταδικάστηκε ή σε όφελος του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την
απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατά το ΚΠΔ 470 ( ΚΠΔ 524 ).
12. ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
12.1. Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος ( ΚΠΔ
525 )
Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβάλλεται υπέρ του καταδικασμένου με
αμετάκλητη απόφαση για κακούργημα ή πλημμέλημα.
Δικαίωμα υποβολής της αίτησης έχουν ο ίδιος ο καταδικασθείς, ο σύζυγος, οι
εξ αίματος συγγενείς έως και το δεύτερο βαθμό, ο συνήγορος του και ο εισαγγελέας,
ακόμη και μετά τον τυχόν θάνατο του, την τυχόν έκτιση ή παραγραφή της ποινής
( ΚΠΔ 527 ).
Η αίτηση υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, αν η καταδικαστική
απόφαση εκδόθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του ΑΠ, αν εκδόθηκε
από οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο.
Την αίτηση κρίνει το συμβούλιο εφετών ή του ΑΠ αντιστοίχως σε κάθε
περίπτωση ( ΚΠΔ 528 ).
12.1.1. Οι λόγοι επανάληψης της διαδικασίας ( ΚΠΔ 525-526 )
1. Αν δύο άνθρωποι καταδικάστηκαν με δύο διαφορετικές αποφάσεις και
φαίνεται από τη σύγκρισή τους, ότι ο ένας είναι αθώος.
2. Αν μετά την καταδίκη αποκαλυφθούν αποδεικτικά στοιχεία ( π.χ. έγγραφα,
καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π. ), άγνωστα στους δικαστές που καταδίκασαν, με
τα οποία να προκύπτει, ότι ο καταδικασθείς ήταν αθώος. Τα νέα αυτά στοιχεία
μπορεί να είναι είτε προγενέστερα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη ( επειδή δεν
υποβλήθηκαν ή δεν υποβλήθηκαν νομότυπα ή το δικαστήριο κακώς δεν τα
έλαβε υπόψη ) είτε μεταγενέστερα.
Παραδείγματα: η μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποκάλυψη, ότι ο δράστης
τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών, η έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής

155
απόφασης για τον υπάλληλο που κατηγορείτο, ότι πήρε το δώρο, ως προς τον
πολίτη που καταδικάστηκε, ότι το έδωσε.
3. Αν αποδειχθεί, ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη ψευδείς
καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, πλαστά έγγραφα ( κ.λ.π. βλ. ΚΠΔ
525 ).
4. Αν μετά την αμετάκλητη καταδίκη ο κατηγορούμενος αθωώθηκε με άλλη
αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα.
5. Αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο
χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που
εφαρμόσθηκε.
Επίσης, επανάληψη της διαδικασίας κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το
Δημόσιο δεν υπέχει υποχρέωση σε αποζημίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής
αποζημίωση στις περιπτώσεις του άρθρου ΚΠΔ 533 μπορεί να ζητήσει εκείνος που
ζημιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραβίαση, εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους, της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τη διαμόρφωση της
οικείας κρίση ( ΚΠΔ 525Α ).
Σημείωση 1: Αν η διαδικασία επαναληφθεί θα πρέπει να επαναληφθεί για
όλους τους καταδικασθέντες ( επεκτατικό αποτέλεσμα ).
Σημείωση 2: Στο δικαστήριο της επανάληψης απαγορεύεται να πάρουν μέρος
οι προηγούμενοι δικαστές ή ένορκοι ( ΚΠΔ 530 ).
Σημείωση 3: Η επανάληψη της διαδικασίας που ζητήθηκε προς όφελος του
καταδικασθέντος δεν επιτρέπεται να χειροτερεύσει τη θέση του. Κατά της νέας
απόφασης επιτρέπονται όλα τα ένδικα μέσα, σύμφωνα με τους όρους του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας ( ΚΠΔ 530 §1 ).
11.2. Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εις βάρος αυτού που αθωώθηκε
( ΚΠΔ 526 )
Η μόνη περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας εις βάρος εκείνου που
αθωώθηκε περιγράφεται στο ΚΠΔ 526: αν δεν έχει παραγραφεί το αξιόποινο της
πράξης και αποδειχθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ότι στην αθώωση
άσκησαν ουσιώδη επιρροή πλαστά έγγραφα, δωροδοκία δικαστή ή ενόρκου.

156
11.3. Αίτηση ανάκλησης της απόφασης
Το ιδιόρρυθμο αυτό ένδικο μέσο διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΑΠ.
Παρέχεται στις περιπτώσεις που το ένδικο μέσο της αναίρεσης απορρίπτεται
ως ανυποστήρικτο, επειδή ο ΑΠ κακώς εξέλαβε, ότι ο αναιρεσείων είχε κληθεί
νομίμως.
Παρέχεται επίσης και σε κάθε περίπτωση που απορρίπτεται ως απαράδεκτη η
αίτηση αναίρεσης, χωρίς υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος ( Π.χ. χάθηκε από το
φάκελο το πιστοποιητικό κρατήσεως στις φυλακές ).
13. Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
13.1. Για στερητικές της ελευθερίας ποινές
Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα
εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη.
Για την εκτέλεση της απόφασης φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο
δημόσιος κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει, ενώ σε όσα
πταισματοδικεία δεν υπάρχει δημόσιος κατήγορος ( ΚΠΔ 27 ) για την εκτέλεση
φροντίζει ο πταισματοδίκης.
Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες
αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν,
εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού κώδικα για τη συρροή ( ΚΠΔ 551§1 ). Αν οι
καταδίκες απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια, εφαρμόζεται το ΚΠΔ 551§2,
όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4139 / 20-3-2013.
Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161
και την προθεσμία του άρθρου 166 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο. Το δικαστήριο
αποφαίνεται, αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή το συνήγορο του, αν είναι
παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο. Κατά της απόφασης
επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα (ΚΠΔ 551).
Αν ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας δεν κρατείται
προσωρινά, είναι όμως παρών στην απαγγελία της απόφασης, εκείνος που φροντίζει
για την εκτέλεση της απόφασης ( ΚΠΔ 549 ) διατάσσει και προφορικά ακόμη την
εκτέλεσή της, όταν αυτή μπορεί να εκτελεστεί αμέσως διαφορετικά, μόλις η
απόφαση γίνει αμετάκλητη διαβιβάζει στην αρμόδια αστυνομική αρχή έγγραφη
εντολή για εκτέλεση, που περιέχει το ονοματεπώνυμο και κάθε άλλο στοιχείο

157
ταυτότητας του καταδικασμένου, τον αριθμό, την χρονολογία της απόφασης και την
ποινή που επιβλήθηκε ( ΚΠΔ 552 ).
Η αθωωτική απόφαση είναι εκτελεστή με τη δημοσίευσή της.

13.2. Για ποινές σε χρήμα


Σε περίπτωση που πρόκειται να εκτελεστεί ποινή σε χρήμα ( ΚΠΔ 553 ), οι
γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώσουν στο δημόσιο ταμείο
τα ποσά των ποινών, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, μέσα στον επόμενο μήνα
από τότε που έγιναν αμετάκλητες οι αποφάσεις που τις επέβαλαν. Η είσπραξη γίνεται
σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα «Περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».
Για να βεβαιωθούν η χρηματική ποινή και τα έξοδα της δίκης, με
πρωτοβουλία του καταδικασθέντος, πρέπει να ακολουθηθεί η εξής διαδικασία:
Ο καταδικασθείς πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στον εισαγγελέα
εκτελέσεως ποινών και ταυτόχρονα να προσκομίσει αντίγραφο της καταδικαστικής
απόφασης, νομίμως επικυρωμένο από τη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε
την απόφαση.
Μπορεί να προσκομίσει και το απόσπασμα, αρκεί σ' αυτό να αναφέρεται η
χρηματική ποινή αριθμητικά και ολογράφως. Απαιτείται επίσης υπεύθυνη δήλωση
του Ν. 1599 / 1986, στην οποία θα αναφέρει τη διεύθυνση κατοικίας του, το ΑΦΜ
και τη ΔΟΥ στην οποία ανήκει.
Αφού ο εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν άλλες εκκρεμούσες
καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος του, παραγγέλλει τη βεβαίωση, η οποία μέσω
του τμήματος εκκαθαρίσεως του οικείου δικαστηρίου, προωθείται στην αρμόδια ΔΟΥ
για είσπραξη100.
14. ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ( ΚΠΔ 573 επ. )
Μετά την αμετάκλητη καταδίκη κάποιου, ακολουθεί η εγγραφή της
καταδικαστικής απόφασης στο ποινικό του μητρώο.
Σε κάθε δελτίο ποινικού μητρώου αναγράφονται τα εξής:
1. τα στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου που είναι αναγκαία για την
εξατομίκευσή του. Αν πρόκειται για έγγαμο, αναγράφεται το πατρικό
επώνυμο και το όνομα και επώνυμο του συζύγου.
2. Οι ακόλουθές αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα:

100
βλ. και Σπ. Μουζακίτης, Ζητήματα εκτελέσεως ποινικών αποφάσεων, σελ. 42
158
i. Κάθε απόφαση για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο έχει
επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, με τις
παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφάλειας που έχουν επιβληθεί.
ii. κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται περιορισμός σε σωφρονιστικό
κατάστημα ή αναμορφωτικό μέτρο σε ανήλικο.
iii.Κάθε απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που ανακοινώθηκε επίσημα, αν
αφορά πράξη που χαρακτηρίζεται από την ελληνική ποινική νομοθεσία
ως κακούργημα ή πλημμέλημα.
iv. Κάθε απόφαση ή βούλευμα που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο ως
ανίκανο για καταλογισμό με τα αναπληρωματικά της κύριας ποινής μέτρα
ασφάλειας, καθώς και κάθε απόφαση ή βούλευμα που απαλλάσσει τον
κατηγορούμενο λόγω έμπρακτης μετάνοιας, εφ’ όσον και στις δύο
παραπάνω περιπτώσεις η απειλούμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον
τριών (3) μηνών.
v. Αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, γίνεται
σχετική μνεία.
Στα δελτία ποινικού μητρώου εγγράφονται επίσης τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Η χάρη με άρση των συνεπειών της καταδίκης, η παραγραφή της πράξης ή
της ποινής με ειδικό νόμο, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους με
ειδικό νόμο, η απόλυση από τις φυλακές υπό όρο και η μεταβολή ή η άρση
των μέτρων ασφάλειας ή των αναμορφωτικών μέτρων που έχουν επιβληθεί,
καθώς και οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 550 και 551.
2. Η χρονολογία και ο τρόπος απότισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής
που επιβλήθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, εφ' όσον είναι
ανώτερη από τρεις μήνες
Αποφάσεις που έχουν καταχωρηθεί διαγράφονται και διατάσσεται η
καταστροφή του σχετικού δελτίου :
i. αν ακυρώθηκαν ή εξαφανίστηκαν με μεταγενέστερη αμετάκλητη απόφαση,
ii. αν επιβλήθηκαν σε ανηλίκους αναμορφωτικά μέτρα, αυτοδικαίως μόλις
συμπληρωθεί το 17ο έτος της ηλικίας τους
iii. αν επιβλήθηκε σε ανηλίκους ποινικός σωφρονισμός, δύο έτη μετά από την
απόλυσή τους από το σωφρονιστικό κατάστημα,

159
iv. αν το πρόσωπο συμπληρώσει τα 90 χρόνια ή πεθάνει.

160

You might also like