You are on page 1of 31

Μεταπτυχιακή Εργασία

Έθνη και εθνικισμοί στη Νεότερη Ευρώπη (19ος και 20ος αιώνας)
Χ.Ε 2015 – 2016
επιβλέπων καθηγητής: Ιωάννης Δημάκης

Οι διανοητικές ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού.


Οι πηγές της εθνικιστικής ιδεολογίας του ναζιστικού κόμματος

Αλεξάντερ – Κρίστιαν Κάντζιας -Ρόντε


1561201315

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Πρόγραμμά Μεταπτυχιακών Σπουδών
Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου
157 84 Αθήνα
Τηλ 210 7277319
www.arch-uoa.gr
Περιεχόμενα

Εισαγωγή ............................................................................................................................... - 3 -
1. Οι ιδιαιτερότητες του γερμανικού κοινωνικού σχηματισμού ...................................... - 5 -
2. Το φαινόμενο του φασισμού ...................................................................................... - 10 -
3. Η αρχή της ανωτερότητας της φυλής ............................................................................. - 12 -
4. Η αρχή της εδαφικής επέκτασης και του «ζωτικού χώρου» .......................................... - 18 -
5. Η αρχή του ηγέτη ............................................................................................................ - 22 -
Επίλογος .............................................................................................................................. - 25 -
Παράρτημα .......................................................................................................................... - 27 -
Βιβλιογραφία ...................................................................................................................... - 30 -

-2-
Εισαγωγή

Η ανάδυση μαζικών φασιστικών ή συγγενών προς τον φασισμό, κινημάτων την


περίοδο του Μεσοπολέμου είναι ένα φαινόμενο που δεν αφορά μόνο την Ιταλία και την
Γερμανία. Η ανάπτυξη ή ακόμα και η άνοδος στην εξουσία τέτοιων κινημάτων
παρατηρείται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που διαθέτουν αντιπροσωπευτικούς
κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Όμως σε μια Ευρώπη που μαστιζόταν από οικονομικές
και πολιτικές κρίσεις, την μαζική ανεργία και την φτώχεια, σε συνδυασμό με την άνοδο
των κινημάτων της αριστεράς η αδυναμία των παραδοσιακών συντηρητικών πολιτικών
δυνάμεων να εγγυηθούν την πολιτική σταθερότητα οδηγούσε όλο και συχνότερα στην
αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων που θα παρέκαμπταν το κοινοβούλιο και άρα την
έκθεση στην λαϊκή ετυμηγορία Η ιδεολογία, η συγκρότηση και οι πρακτικές τους
διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ένα
«τυπικό» δείγμα φασιστικού κινήματος ή καθεστώτος. Οι διαφορές τους όμως αυτές,
που απορρέουν από την ιδιαίτερη πραγματικότητα του κάθε κοινωνικού σχηματισμού
στον οποίον αναπτύσσονται, δεν θα πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε τα κοινά
τους στοιχεία που επιτρέπουν την ένταξη τους σε ένα κοινό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα..

Ο φασισμός έρχεται να απαντήσει ακριβώς σε αυτήν την κρίση. Έχοντας την


υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος και παρουσιάζοντας μια ιδεολογία μαζών μπορεί
να εγκαθιδρύσει ένα «κράτος έκτακτης ανάγκης» το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει
βαθύτερες παρεμβάσεις και τομές επεκτείνοντας την κρατική παρέμβαση σε τομείς που
μέχρι την άνοδο του στην εξουσία δεν υπόκειντο στον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό. Σε
αυτήν την διαδικασία η φασιστική ιδεολογία παίζει έναν κεντρικό ρόλο καθώς παρέχει
συνοχή και κατεύθυνση στα αντιφατικά κοινωνικά στοιχεία που αποτελούν την
συμμαχία που διαμορφώνει το φασιστικό μπλοκ.

Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθώ με την ιδεολογία του ναζισμού


προσπαθώντας να εντοπίσω τις ρίζες της εθνικιστικής του ρητορικής. Σε αντίθεση με
ό,τι ίσως να πιστεύουν οι περισσότεροι, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν βασίζει την
εθνικιστική – ρατσιστική του κοσμοαντίληψη στις ιδέες του Χίτλερ και στο βιβλίο του «ο
Αγών μου». Η ιδεολογία του στην πραγματικότητα αποτελεί μια ένωση, ένα πολλές
φορές παράδοξο και αντιφατικό, εν τέλει όμως λειτουργικό, μείγμα από
προϋπάρχουσες θεωρίες και αντιλήψεις μεγαλογερμανισμού, αντισημιτισμού και
ρατσισμού. Ο 19ος αιώνας έχει άλλωστε να παρουσιάσει μια πλούσια βιβλιογραφία
φυλετικών θεωριών και ρατσιστικών αντιλήψεων, οι οποίες κυρίαρχα εκπορεύονται από
μη Γερμανούς στοχαστές, και οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την αιτιολόγηση της
ιμπεριαλιστικής αποικιακής πολιτικής των μεγάλων και των ωμοτήτων που θα

-3-
διαπραχθούν εις βάρος των γηγενών πληθυσμών. Πολλά στοιχεία επίσης της
γερμανικής (και πιο συγκεκριμένα της πρωσικής) κουλτούρας ευνοούσαν την ανάπτυξη
ενός αρχηγοκεντρικού αντιδημοκρατικού κινήματος. Η πολιτική πρόσδεση των μεσαίων
στρωμάτων με την αυτοκρατορία τα έκανε δεκτικά στην απολυταρχική ιδεολογία και
στην ανάγκη μιας αυταρχικής κρατικής δομής με επικεφαλής έναν δεσποτικό ηγέτη,
ενώ η επιδίωξη μιας «μεγάλης Γερμανίας» στην καρδιά της Ευρώπης υπήρξε το όνειρο
πολλών γενεών Γερμανών στοχαστών. Αυτό που βασικά θα κάνει ο ναζισμός είναι να
εκλαϊκεύσει τις ιδέες αυτές, να τις βγάλει από το στενό κύκλο των διανοουμένων και να
τις συνδυάσει με ένα κίνημα μαζών το οποίο είναι και αυτό που τον διαφοροποιεί από
τις υπόλοιπες συντηρητικές δυνάμεις και του προσδίδει την δυναμική του.

Η εθνικιστική του ιδεολογία αυτή συνίσταται από τρία βασικά στοιχεία: έναν
ακραίο εθνικισμό που πρεσβεύει την «αρχή του εδάφους» και το δικαίωμα ενός έθνους
για εδαφική επέκταση εις βάρος των γειτονικών λαών, την πίστη στην ανωτερότητα της
γερμανικής φυλής που συνδυάζεται με την επιθυμία για την κάθαρση της από τα
«ξένα» στοιχεία και τέλος την λατρεία του αρχηγού ως της μορφής εκείνης που
προσδίδει ενότητα και καθοδηγεί το κίνημα, στον οποίο πρέπει να υποτάσσονται όλα τα
μέλη του, και εν τέλει ολόκληρη η κοινωνία. Στη συνέχεια θα εξετάσω αναλυτικότερα
την προέλευση των τριών αυτών στοιχείων, αφού πρώτα αναφερθώ σε εκείνες τις
ιδιαιτερότητες του γερμανικού κοινωνικού σχηματισμού που κατά την περίοδο του
Μεσοπολέμου θα ευνοήσουν την ανάπτυξη ενός κινήματος με τέτοια χαρακτηριστικά.

-4-
1. Οι ιδιαιτερότητες του γερμανικού κοινωνικού
σχηματισμού

Για πολλούς αιώνες ο γερμανόφωνος χώρος υπήρξε κατακερματισμένος σε


βασίλεια και δουκάτα, τα οποία βρίσκονταν σε συνεχή ανταγωνισμό και σύγκρουση
μεταξύ τους, με την αυτοκρατορική εξουσία να είναι πολύ ασθενέστερη από ότι στις
απολυταρχικές συγκεντρωτικές μοναρχίες της πρώιμης Νεοτερικότητας. Το γεγονός
αυτό θα επηρεάσει καταλυτικά την γερμανική διανόηση που θα επιδιώξει την
υπέρβαση αυτού του κατακερματισμού και την συγκρότηση ενός ενιαίου γερμανικού
κράτους.

Ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της, ο Johann Gottlied Fichte,


που είναι ταυτόχρονα και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του
γερμανικού ιδεαλισμού και ο πρώτος κοσμήτορας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου,
στους «Λόγους προς το γερμανικό έθνος» θα παρουσιάσει ένα μανιφέστο για την
ειρηνική συνύπαρξη των λαών της Ευρώπης. Σε αυτό θα συνδυάσει την έκκληση του
για την εθνική ενότητα της Γερμανίας με έναν έντονο υπερθεματισμό της γερμανικής
«Volkseigentümlichkeit», της ιδιαιτερότητας δηλαδή του γερμανικού έθνους που
έπρεπε να προστατευτεί από τους κινδύνους που το απειλούσαν, και ειδικά από αυτόν
της επιμιξίας. Ο Fichte παραθέτει έτσι τα τρία βασικά στοιχεία που εφεξής θα
χαρακτηρίσουν το völkisch κίνημα της Γερμανίας1: την αναζήτηση των κριτηρίων
προσδιορισμού του γερμανικού έθνους στη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό και την
φυλή, την τάση προς τη σοβινιστική υπέρβαση της πραγματικότητας και τον φόβο για
το αδυνάτισμα της Volkskraft, της δύναμης του έθνους, εξαιτίας των ξένων επιρροών.
Προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο γεγονός ο Fichte αποζητούσε να αναλάβουν οι
Γερμανοί την ηγεσία του κόσμου πιστεύοντας ότι η επικράτηση άλλων λαών θα έφερνε
το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι πηγές αυτών των απόψεων θα πρέπει να
αναζητηθούν κατ’ αρχάς στην παράδοση μιας (σχετικά) ομογενούς αυτοκρατορίας
στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θεωρούσε τον εαυτό της ως συνέχεια της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μιας αντίληψης περί της εκ θεού δοσμένης ηγετικής θέσης
των Γερμανών, που όμως ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική πραγματικότητα του
εθνικού κατακερματισμού.1

1
«Το κίνημα αυτό στις διάφορες παραλλαγές του συνδύαζε τον «λαϊκό» χαρακτήρα του με τις
έννοιες του έθνους και της φυλής, τον μυστικισμό του εδάφους και του αίματος κλπ, για να
συγκροτήσει μια μάλλον ασαφή αλλά πάντως ιδιότυπη κατασκευή». Traverso Entzo: Οι ρίζες της
ναζιστικής βίας. Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Αθήνα: εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2013 Σ. 17

-5-
Ελλείψει εθνικού κράτους το βλέμμα των γερμανών καλλιτεχνών στρέφεται έτσι
2
προς το παρελθόν. Ο Ρομαντισμός θα επιδιώξει να αναζητήσει το γερμανικό ιδανικό
σε μια μυθική προϊστορία ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τον ονειρώδη χαρακτήρα
της γερμανικής αυτοεικόνας και συμβάλλοντας στην δημιουργία ενός ιδανικού που
ήταν περισσότερο ιδεαλιστικό και αποκομμένο από την πραγματικότητα από ότι το
αντίστοιχο σχεδόν οποιοδήποτε άλλου έθνους. Η φαντασίωση μιας ιδεατής Γερμανίας
τόσο εξυψωμένης στην ιδεαλιστική σφαίρα που βρισκόταν έξω από κάθε
πραγματικότητα ερχόταν σε αναντιστοιχία με την καθημερινή κοινωνική και πολιτική
ζωή σε βαθμό που την έκανε να φαντάζει αποκρουστική και άνευ νοήματος. Έτσι αυτό
απέκτησε έναν αδιάλλακτο, απόλυτο και αναπόδραστο χαρακτήρα που «δεν έκανε
καμία υποχώρηση απέναντι στις ανθρώπινες ατέλειες και αδυναμίες. Οι απαιτήσεις του
ήταν απόλυτες και αδιαπραγμάτευτες. Μονάχα η πλήρης συμμόρφωση με τα πρότυπα
του προσέφερε ικανοποίηση τίποτε λιγότερο»3.

Αυτή η απολυτότητα οδήγησε σε παράλυση της κριτικής σκέψης αλλά και σε


μια καχυποψία απέναντι σε ιδέες που έρχονταν από το εξωτερικό. Έτσι οι ιδέες της
γαλλικής επανάστασης μπορεί αρχικά να επηρέασαν πολλούς διανοούμενους, ο
πολιτικός φιλελευθερισμός όμως δεν μπόρεσε να ριζώσει στην Γερμανία και δεν
υπήρξε κανένα αντίστοιχο κίνημα που να μπορούμε να το εντάξουμε στην
αστικοφιλελεύθερη παράδοση των μαζικών κινημάτων που αναπτύσσονται την ίδια
περίοδο στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σε αυτή την εξέλιξη καταλυτικό ρόλο έπαιξε η
γαλλική κατοχή κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους που υπήρξε ιδιαίτερα επιζήμια
για την διάδοση και την αποδοχή των προοδευτικών ιδεών. Ο γερμανικός εθνικισμός
θα εκφραστεί έτσι μέσω του πρωσικού μιλιταριστικού πνεύματος, της λατρείας του
κρατικού δεσποτισμού και της αναζήτηση της προσωπικότητας εκείνης που θα
ξαναέκανε την Γερμανία ξανά μεγάλη.

2 ου
Ρομαντισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που αναπτύσσεται από τα τέλη του 18 ως τα μέσα περίπου του
ου
19 αιώνα, στην Αγγλία και την Γερμανία αρχικά, στην Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία μετέπειτα,
βασικά γνωρίσματα του οποίου ήταν η κυριαρχία του συναισθήματος πάνω στο λογικό και της
φαντασίας πάνω στην κριτική ανάλυση.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larousse, Britannica. Αθήνα: εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος 2007 τ. 45 Σ. 76
3
Ελιάς Νορμπέρτ: Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας. Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του
πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2015 Σ. 48

-6-
Η ενοποίηση της χώρας υπό πρωσική ηγεμονία το 1871 θα ενισχύσει τις
τάσεις αυτές. Αποτέλεσμα της πολιτικής ενός αυταρχικού καθεστώτος στο οποίο
κυριαρχούσε μια αριστοκρατική ολιγαρχία θα ολοκληρωθεί μέσω μιας σειράς πολέμων
που θα καλλιεργήσουν την αίσθηση ότι ένα έθνος δυναμώνει μέσω της βίας και των
κατακτήσεων, μιας «Raumbewältigung», για την οποία μόνο τα νεαρά και δυνατά έθνη
ήταν ικανά. Η πίστη αυτή στην «εθνική ποιότητα» θα μετασχηματιστεί σταδιακά σε
πίστη στη φυλετική ανωτερότητα και η ανθρωπότητα θα διαχωριστεί σε
Herrenmenschen και σε παρίες. Το χρόνιο αίσθημα κατωτερότητας που ένιωθαν οι
Γερμανοί απέναντι στα άλλα έθνη θα μετασχηματιστεί σε μια υπέρμετρη λατρεία του
κρατικού δεσποτισμού ως έκφραση του εθνικού μεγαλείου. Για τον γερμανικό εθνικισμό
αυτό που είχε σημασία ήταν το έθνος και όχι το άτομο, το οποίο έπρεπε να υποτάσσει
τις προσωπικές του επιθυμίες για το καλό του συνόλου ή για να το πούμε ορθότερα
του κράτους. Αυτό προφανώς συνεπάγεται και μια εναντίωση στο Διαφωτισμό και στην
Γαλλική Επανάσταση, και άρα στο κριτήριο της ισότητας και στα ατομικά δικαιώματα..
Έτσι σε αντίθεση με άλλες χώρες η γερμανική εθνική αφήγηση δεν θα συνδυαστεί με
επαναστατικά κινήματα ή προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, δεν θα περιλάβει ήρωες που
επιχειρούν να ανατρέψουν ένα δυνάστη, δεν θα συσπειρώσει τον πληθυσμό γύρω από
ένα προοδευτικό ιδανικό αλλά με τον μονάρχη και την υποταγή στην απολυταρχική του
εξουσία.

Οι διανοητικές ρίζες του ναζισμού δεν θα πρέπει άρα να αναζητηθούν σε


κάποιο μακρινό παρελθόν, αλλά σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, δηλαδή τον ύστερο
19ος αιώνα. Είναι η εποχή των καπνισμένων πόλεων, της μηχανοποιημένης
παραγωγής, των γρήγορων ρυθμών ζωής, της μαζικής μετανάστευσης και της
κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών της αγροτικής κοινότητας. Σε έναν κόσμο που
έμοιαζε απελπιστικά επικεντρωμένος στο άτομο η αναζήτηση κοινωνικής συνοχής
εκδηλωνόταν είτε με την προσχώρηση στη σοσιαλδημοκρατία που υποσχόταν να
καταργήσει την εκμετάλλευση στρέφοντας την τεχνολογική πρόοδο προς όφελος των
φτωχών, είτε με την εναντίωση στις κυρίαρχες αξίες του φιλελευθερισμού, στην ατομική
ελευθερία, στην πίστη στην φυσική ανθρώπινη αρμονία και πρόοδο. Στα τέλη του
αιώνα έχει πλέον διαμορφωθεί μια περίπλοκη κοσμοαντίληψη σύμφωνα με την οποία
το γερμανικό Volk αποτελούσε μια κοινότητα καταγωγής ή μια κοινότητα αίματος και
όχι μια κοινότητα που διαμορφωνόταν μέσω της ελεύθερης επιλογής των υποκειμένων
να ανήκουν σε αυτήν και που άρα τα όρια της ήταν πολιτικά.

-7-
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι αντιλήψεις αυτές θα γνωρίσουν μια δραματική
κλιμάκωση. Ο παγκόσμιος πόλεμος με τις μεθόδους άκριτης βίας και τους μαζικούς
θανάτους στα χαρακώματα θα προκαλέσει και μια βιαιοποίηση της καθημερινής ζωής
και της πολιτικής καθώς θα αναγάγει την βία ως τον βασικό τρόπο επίλυσης των
διενέξεων. Θα καλλιεργήσει επίσης σε πολλούς στρατιώτες μια βαθιά απέχθεια για την
δημοκρατία και τους πολιτικούς, για εκείνους δηλαδή τους άντρες που δεν είχαν
πολεμήσει. Ιδίως οι αγρότες και οι εργάτες γης οι οποίοι είχαν έτσι κι αλλιώς μικρή
εμπλοκή με την πολιτική, που για πρώτη ίσως φορά αποκτούσαν εθνική συνείδηση, θα
επηρεαστούν από τέτοιες αντιλήψεις. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι
παραστρατιωτικοί σύνδεσμοι (τα λεγόμενα Freikorps) που θα ιδρυθούν αμέσως μετά
από την λήξη του πολέμου δημιουργούνται στην επαρχία. Αυτές οι οργανώσεις
προσφέρουν καταφύγιο σε πολλούς από εκείνους τους στρατιώτες που επιστρέφοντας
από το μέτωπο αδυνατούν να προσαρμοστούν στην ζωή του πολίτη. Τα Freikorps
έρχονταν να τους υποσχεθούν την συνέχιση της «περιπετειώδους» ζωής του
μετώπου, προσφέρουν συντροφικότητα, αλλά και πηγές εισοδήματος. Την περίοδο
1918-23 θα χρησιμοποιηθούν επανειλημμένα από τις κυβερνήσεις στην καταστολή
μιας μεγάλης σειράς εργατικών εξεγέρσεων αλλά και εναντίων των Μπολσεβίκων στην
Βαλτική. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε στα μέλη των οργανώσεων αυτών την
εντύπωση ότι η πατρίδα συνέχιζε να χρειάζεται τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, ότι
εξακολουθούσαν να επιτελούν υψηλό έργο, σε αντίθεση με πολλούς παλιούς
συναδέλφους τους που ήταν βυθισμένοι στην ανεργία και την απελπισία. Με αυτόν τον
τρόπο δημιουργήθηκε ένα ακροδεξιό δυναμικό διαποτισμένο με ελιτίστικες
αντιλήψειςπου ναι μεν ήταν διασπασμένο σε πολλές μικρές ομάδες, ήταν όμως φορέας
ιδιαίτερα επικίνδυνων αντιλήψεων. Τον Μάρτιο του 1920 οι οργανώσεις αυτές μαζί με
τμήματα του στρατού και έχοντας και την υποστήριξη των συντηρητικών κύκλων θα
επιχειρήσουν πραξικόπημα με στόχο την κατάλυση της δημοκρατίας και την
εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Η προσπάθεια τους αυτή όμως θα
αποτύχει εξαιτίας του τεράστιου απεργιακού κύματος που θα ξεσπάσει αλλά και της
απροθυμίας του μεγαλύτερου μέρους του κρατικού μηχανισμού να συνεργαστεί μαζί
τους.

Οι αντιδημοκρατικές αντιλήψεις όμως δεν περιορίζονταν στους κύκλους της


άκρας δεξιάς. Τις ενστερνιζόταν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού το οποίο δεν
συμβιβαζόταν με την κατάλυση της μοναρχίας και την αλλαγή πολιτεύματος. Ο
αιφνίδιος τρόπος με τον οποίο αυτή πραγματοποιήθηκε, χωρίς την συμμετοχή ή
ακόμα και την ενημέρωση της κοινής γνώμης παρά μονάχα μετά από την ολοκλήρωση
της μετάβασης, σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι αυτή συνδυάστηκε με την

-8-
συνθηκολόγηση έκανε πολλούς να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, αν όχι και με
εχθρότητα το νέο πολίτευμα. Τα αντικοινοβουλευτικά αυτά αισθήματα θα ενισχύονταν
στην συνέχεια όταν θα κυκλοφορούσε ο λεγόμενος μύθος της «πισώπλατης
μαχαιριάς» (Dolchstoßßlegende) σύμφωνα με τον οποίο ο γερμανικός στρατός είχε
στην πραγματικότητα κερδίσει τον πόλεμο στα πεδία των μαχών, είχε προδοθεί όμως
από τους πολιτικούς που επιζητούσαν ήταν την ειρήνη. Η συνθήκη ειρήνης των
Βερσαλλιών που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1919 προέβλεπε πολλοί επαχθέστερους
όρους από ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να φανταστεί. Η Γερμανία έχανε το 1/7 του
εθνικού της εδάφους, 6,5 εκατομμύρια του πληθυσμού της, σημαντικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές ενώ της απαγορευόταν η κατοχή βαρέων όπλων και
αναγκαζόταν να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημειώσεις.4

Όλοι αυτοί οι παράγοντες έριχναν έτσι ένα πολύ μεγάλο βάρος στις πλάτες της
νεαρής δημοκρατίας, που η αστάθεια του μεταπολεμικού κόσμου το έκανε ακόμα
μεγαλύτερο. Αντιμετωπίζοντας, όπως όλη η Ευρώπη, ένα αβέβαιο μέλλον και ένα
παρόν που χαρακτηριζόταν από την μαζική ανεργία, τον πληθωρισμό και τις
κοινωνικές εντάσεις, με την διάρκεια ζωής των κυβερνητικών συνασπισμών να είναι
ιδιαίτερα σύντομη οι αμφιβολίες των Γερμανών για την λειτουργικότητα του
κοινοβουλευτισμού εντείνονταν. Παρά το γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή
ανακόπτει σχετικά γρήγορα, η μετατροπή της χώρας από πιστωτή σε οφειλέτη θα
καταστήσουν την γερμανική οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς εξελίξεις. Η
μεγάλη κρίση του 1929 θα έχει έτσι καταστροφικές της επιπτώσεις για την γερμανική
κοινωνία και είναι αυτή που έδωσε την ευκαιρία στο NSDAP να ξεφύγει από το
πολιτικό άκρο και να αναδειχτεί σε ισχυρότερο κόμμα.

Σε όλη την περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης επικρατούσε μια διάχυτη
αίσθηση παρακμής συνδυασμένη με τους φόβους για το μέλλον την Γερμανίας και την
δυνατότητα της να συνεχίσει να υπάρχει ως αυτοτελής κρατική οντότητα. Το έργο που
ίσως εκφράζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο αυτούς τους φόβους είναι το βιβλίο
του Oswald Sprengel “Der Untergang des Abendlandes” (Η παρακμή της Δύσεως)στο
οποίο ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ιστορία όλων των μεγάλων
πολιτισμών χωρίζεται σε τρία στάδια, την γέννηση, την άνθηση και την παρακμή,
στάδιο στο οποίο όπως πίστευε βρισκόταν η Γερμανία. Σύμφωνα με τον Sprengel
μόνο ένας «Γερμανός Μουσολίνι» μπορούσε να αποτρέψει την παρακμή αυτή.

.3

4
Raff Diether: Deutsche Geschichte. Vom alten Reich zur zweiten Republik. Max Hueber Verlag 1984
Σ. 239

-9-
2. Το φαινόμενο του φασισμού

Παρατηρώντας το φαινόμενο του φασισμού βλέπουμε ότι κάνει την εμφάνιση


του την περίοδο της μαζικής πολιτικής, γεννιέται δηλαδή σε χώρες που διαθέτουν
κοινοβουλευτικά συστήματα με καθολική ψηφοφορία, στις οποίες λειτουργούν πολιτικά
κόμματα και διαμορφώνονται πολιτικές εκπροσωπήσεις. Όπως αναφέρει και ο Νίκος
Πουλαντζάς «ο φασισμός ως ένα μαζικό κίνημα που εναντιωνόταν στην αριστερά δεν θα
μπορούσε να πραγματωθεί προτού το σύνολο των πολιτών αρχίσει να μετέχει στην
πολιτική».1

Στις δημοκρατίες αυτές τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα επί της ουσίας


δεν είναι τίποτα περισσότερο από ενώσεις γηραιών πολιτικών αντρών που δεν
διαθέτουν αξιόλογη κομματική βάση που να μπορεί μάλιστα και να κινητοποιείται.
Έχουν δημιουργηθεί για να την πολιτική αντιπαράθεση στο κοινοβούλιο και όχι στο
δρόμο. Διαθέτουν ένα παραδοσιακό ακροατήριο καθώς το καθένα απευθύνεται σε
συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και δείχνουν μικρό ενδιέφεραν να επεκτείνουν την
εκλογική τους βάση. Αδυνατούν έτσι να προσεγγίσουν τα εκατομμύρια των ανέργων
που θα δημιουργήσει η μεγάλη οικονομική κρίση και να ανταποκριθούν στις
καθημερινές ανάγκες της επιβίωσης που βιώνουν.

Αδυνατούν επίσης να προσεγγίσουν την νεολαία καθώς ούτε τις αντίστοιχες


οργανώσεις διαθέτουν, ούτε αποπνέουν την δυναμική που εκείνη επιζητούσε. Είναι
κόμματα που απευθύνονται στους γονείς της και όχι στην ίδια, εκπροσωπούν μια
μεσαία τάξη που είναι επικεντρωμένη στις εμπορικές και κοινωνικές δραστηριότητες και
όχι στην πολιτική. Οι γιοί και οι κόρες αυτής της μεσαίας (ιδιαίτερα της προτεσταντικής)
τάξης όμως θα εξελιχτούν στους πιο δραστήριους μαχητές του εθνικοσοσιαλιστικού
κινήματος. Από την μια οι αξίες της υπακοής και της αγάπης για τον ισχυρό, το μίσος
για τον αδύνατο και τον διαφορετικό, η πίστη στην φυλετική ανωτερότητα που κηρύττει
είναι αξίες με τις οποίες έχουν μεγαλώσει. Από την άλλη η συμμετοχή σε μια ορκισμένη,
σχεδόν μυστικιστική κοινότητα, ο ενθουσιασμός της ένταξης σε ένα τεράστιο συλλογικό
εγχείρημα, το αίσθημα της κυριαρχίας και της δύναμης που δημιουργούσε το πλήθος, η
προβολή ρομαντικών 4 ιδανικών όπως της θέλησης για αυτοθυσία για σκοπούς που η

4
Πουλαντζάς Νίκος: Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής απέναντι στον φασισμό. Αθήνα:
Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Θεμέλιο 2004 Σ. 23

- 10 -
γενιά των γονιών τους δεν μπορούσε να κατανοήσει αποτελούσαν μια «επανάσταση»
απέναντι στην οικογένεια και τις αυστηρές επιταγές του πρωσικού μεσοαστικού σπιτιού.

Ο φασισμός άλλωστε δεν προσπαθούσε να πείσει με επιχειρήματα αλλά


απευθυνόταν στο συναίσθημα. Κέρδιζε οπαδούς προβάλλοντας τον ίδιο του τον εαυτό,
την ίδια τη δυναμική του κινήματος του, την πίστη σε έναν συνειδητοποιημένο ηγέτη
που ξέρει που πρέπει να πάνε τα πράγματα, εκμεταλλευόταν την επιθυμία του
εξαθλιωμένου πληθυσμού για ξεκάθαρα συνθήματα και λύσεις.

Όπως θα δούμε και στην συνέχεια άλλωστε ο εθνικοσοσιαλισμός δεν βασίζεται


σε κάποιο περίπλοκο φιλοσοφικό σύστημα ούτε «εφευρίσκει» δικές του ιδέες αλλά
ενσωματώνει και εξελίσσει προϋπάρχουσες αντιλήψεις, ιδίως όταν αυτές έχουν μαζική
αποδοχή, που μπορούν να ενταχτούν στο σύστημα του. Σύμφωνα με τον Mark
Mazower «ο ναζισμός δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον ύστερο – αψβουργικό
εθνικισμό, αλλά δανείστηκε πολλά περισσότερα από τους Πρώσους, ιδίως όσον αφορά
την μεταχείριση των Πολωνών» 2. Σε αντίθεση όμως με τον παλιό συντηρητισμό οι δύο
πυλώνες της συντηρητικής σκέψης, δηλαδή ο βασιλιάς και η εκκλησία δεν βρίσκουν
καμία θέση στο εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα. Στην θέση τους στέκει ένα εντελώς μη
παραδοσιακό πρότυπο ηγεσίας ενσαρκωμένο από έναν αυτοδημιούργητο άντρα που
αντλεί την νομιμοποίηση του όχι από τον Θεό ή την καταγωγή του αλλά από την
υποστήριξη των μαζών που απολαμβάνει.

Γενικά πάντως ο ναζισμός, όπως άλλωστε και γενικότερα ο φασισμός, διατηρεί


μια παράξενη σχέση με την ιδεολογία του. Από την μία παίζει κεντρικό ρόλο, ιδίως στην
πολιτική του προπαγάνδα, από την άλλη όμως μπορεί να μετασχηματιστεί ή ακόμα και
να παραβιαστεί εφόσον έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί του. Έτσι δεν έχει κανένα
πρόβλημα να «δανειστεί» και στοιχεία από την αριστερά. Το κόκκινο στην σημαία του
δεν είναι μόνο ένα από τα τρία χρώματα του παλαιού Ράιχ, αλλά πολύ περισσότερο το
χρώμα της σοσιαλδημοκρατίας από την οποία αντιγράφει και το μοντέλο του κόμματος
με τις πολλές «ειδικές» οργανώσεις, ενώ μετά από την άνοδο του στην εξουσία θα
ενσωματώσει στο σύστημα του και τον εορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς.

5
Mazower Mark: Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη.
Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2009. Σ.19

- 11 -
3. Η αρχή της ανωτερότητας της φυλής

Η βάση της ρατσιστικής ιδεολογίας του ναζισμού είναι οι φυλετικές θεωρίες που
συνδέονται με τον κοινωνικό δαρβινισμό, την πρόοδο της ιατρικής και τις επιστημονικές
ανακαλύψεις του 19ου αιώνα. Ειδικότερα είναι οι έρευνες του Λουί Παστέρ πάνω στα
βακτήρια και του Γκρέγκορ Μέντελ πάνω στους μηχανισμούς της κληρονομικότητας, σε
συνδυασμό με τις νέες ερμηνείες των θεωριών του Κάρολου Δαρβίνου και της
εθνολογικές και γλωσσολογικές μελέτες σχετικά με την ινδοευρωπαϊκή φυλή που
γνωρίζουν μεγάλη δημοτικότητα και γίνονται η βάση του σύγχρονου ρατσισμού.

Πρωτοπόρο ρόλο στην διαμόρφωση των απαρχών της φυλετικής ιδεολογίας


παίζουν Γάλλοι και Άγγλοι συγγραφείς. Μέσω της ανάπτυξης της θεωρίας του
κοινωνικού δαρβινισμού η φυλή, που μέχρι τότε ήταν ένας μάλλον ουδέτερος όρος
προσδιορισμού για κάθε ομάδα ζώων ή ανθρώπων αποκτά κατά τα τέλη του 19ου
αιώνα έναν περισσότερο σαφή ορισμό σύμφωνο με τα κριτήρια της βιολογίας και της
κληρονομικότητας. Ταυτόχρονα επιχειρείται η μεταφορά των αντιλήψεων γύρω από
την ζωή και το θάνατο των ειδών και την επιβίωση των ικανότερων στο επίπεδο των
κρατών και των κοινωνιών.

Γενική πεποίθηση των κοινωνικών δαρβινιστών ήταν ότι ο άνθρωπος δεν


δημιουργήθηκε για την ειρήνη, η οποία αποτελούσε απλά μια αυταπάτη των αδύναμων
και στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό διάλλειμα στον διαρκή αγώνα που έδιναν τα
έθνη για την επιβίωση τους. Κοινωνικοί δαρβινιστές και φυλετικοί υγιεινιστές όπως ο
Francis Galton, o Ernst Haeckel, o Alfred Ploetz και ο Wilhelm Schallmayer
υποστήριζαν την ύπαρξη ανώτερων και κατώτερων φυλών, η επιμειξία των οποίων θα
έπρεπε να αποφεύγεται καθώς η νόθευση της καθαρότητας της φυλής και του αίματος
ήταν η αιτία της παρακμής των πολιτισμών.

Ένας από τους θεωρητικούς του πρώιμου επιστημονικού ρατσισμού υπήρξε


και ο προπάτορας της θεωρίας περί «Άριας φυλής» Arthur de Gobineau, ο οποίος
αμφισβητούσε ότι οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί άνηκαν στην ίδια ανθρώπινη φυλή με
τους λευκούς και ότι είχαν κοινούς προγόνους. Επηρεασμένος από το ινδικό σύστημα
των καστών πίστευε στην ύπαρξη ανώτερων και κατώτερων φυλών, αλλά και
κοινωνικών ομάδων τοποθετώντας την λευκή αριστοκρατία (της οποίας άλλωστε ήταν
και μέλος) στην ανώτερη θέση του σχήματος του. Κατηγορούσε ακόμα την γαλλική
επανάσταση και την τεχνολογική πρόοδο ότι κατέστρεψαν το ειδυλλιακό αγροτικό
παρελθόν της Ευρώπης και ότι επέτρεπαν στους φτωχούς να γίνουν πλούσιοι με την
εργασία και τις ικανότητες τους, κάτι που θεωρούσε απαράδεκτο.

- 12 -
Οι αντιλήψεις αυτές βρίσκονται φυσικά σε άμεση διασύνδεση με την εξωτερική
πολιτική που εφαρμόζουν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής και της ανάγκης
νομιμοποίησης της αποικιοκρατική τους πολιτική. Είναι για παράδειγμα μέσω των
μαλθουσιανών θεωριών που συνέδεαν την φτώχεια με τον ρυθμό αύξησης του
πληθυσμού επιχειρείται να αιτιολογηθούν οι λιμοί που πλήττουν την Ινδία. Σύμφωνα με
αυτήν την λογική η μη παρέμβαση στη λιμοκτονία των γηγενών θεωρούνταν ως
«αναγκαίο κακό» για την αντιμετώπιση του φαινομένου του υπερπληθυσμού

Την ίδια εποχή οι πρόοδοι που σημειώνονται στον τομέα της εκτροφής ζώων
και της βελτίωσης των χαρακτηριστικών τους μέσω της καθοδηγούμενης
αναπαραγωγής οδηγούν πολλούς ευγονιστές, όπως τον Francis Goldon στο
συμπέρασμα ότι παρόμοιες μέθοδοι μπορούσαν να εφαρμοστούν και στους
ανθρώπους. Ο Goldon από το 1880 υποστήριζε ότι με την βοήθεια της επιστήμης
μπορούσε να βελτιωθεί η ανθρώπινη φυλή, αν επιλέγονταν οι καλύτεροι για
αναπαραγωγή. Ένας άλλος ευγονιστής, ο Zorz Vast de Labouz, επεδίωκε με την
χρήση της τεχνητής γονιμοποίησης να κατασκευάσει μια νέα ανθρωπότητα που θα
ήταν αισθητικά και διανοητικά ανώτερη από την υπάρχουσα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η
φυλετική ανθρωπολογία και η ευγονική διδάσκονταν σε όλα τα δυτικά Πανεπιστήμια,
ιδίως των αγγλοσαξονικών και σκανδιναβικών χωρών. Κάποιες μάλιστα από αυτές
προχώρησαν και στην πρακτική εφαρμογή των θεωριών αυτών, προχωρώντας στην
στείρωση των διανοητικά ασθενών1. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, η ευγονική και οι
θεωρίες της φυσικής επιλογής θα χρησιμοποιηθούν επίσης στις αρχές του νέου αιώνα
για να δικαιώσουν την γενοκτονία των Ινδιάνων των Ηνωμένων Πολιτειών

Η ευγονική θα βρει ένθερμους υποστηρικτές μεταξύ των Γερμανών


επιστημόνων που μάλιστα θα εξελίξουν τις ιδέες της. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ernst
Hekel και ο Ludwig Woltman θα προτείνουν την ευθανασία ως κοινωνική θεραπεία
συνδυάζοντας για πρώτη φορά της θεωρίες της ευγονικής με τον νορδικό ρατσισμό,
ενώ το 1905 ο γιατρός Alfred Pletz θα ιδρύσει στο Βερολίνο την εταιρία φυλετικής
υγιεινής (Gesellschaft för Rassenhygiene).
6

1
Το 1907 οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι οι πρώτες που θα εφαρμόσουν τέτοια μέτρα, ενώ την
δεκαετία του ’20 η Ελβετία, η Νορβηγία η Σουηδία και η Δανία θα ακολουθήσουν το παράδειγμα
της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τέτοιες αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο από συντηρητικές
αλλά και από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Traverso Σ. 15

- 13 -
Μεγάλη ανάπτυξη θα γνωρίσει η ευγονική και κατά την περίοδο της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, χάρη κυρίως στην δραστηριότητα που αναπτύσσει το
ινστιτούτο για την ανθρωπολογία, την ανθρώπινη κληρονομιά και την ευγονική. Η
κοινωνική αποδοχή τέτοιων αντιλήψεων είναι μεγάλη με αποτέλεσμα έργα όπως τα
βιβλία του Josef Ludwig Reimer «Ein pangermanisches Deutschland» (μια
παγγερμανική Γερμανία) στο οποίο ο συγγραφέας προτείνει νομικά μέτρα ρατσιστικής
και ευγονικής έμπνευσης, όπως την απαγόρευση των μεικτών γάμων και τις
υποχρεωτικές στειρώσεις να γίνονται γρήγορα δημοφιλή. Έτσι ήδη πριν το 1914 οι
θεωρίες που έβλεπαν τους Γερμανούς, ως έναν λαό με ξεχωριστή αποστολή, ως μια
αριστοκρατική ελίτ που προορισμό της είχε να κυβερνήσει την ανθρωπότητα να έχουν
βρει μαζική απήχηση. Ο κάθε Γερμανός, ακόμα και ο πιο φτωχός και
περιθωριοποιημένος μπορούσε έτσι να εντάξει τον εαυτό του σε μια φυλετικά και
πολιτιστικά ανώτερη ομάδα, ξεφεύγοντας έτσι νοητικά από την κοινωνική του θέση,
προσχωρώντας στην ίδια κοινότητα με τον βιομήχανο και τον αριστοκράτη. Αυτή η
«κοινότητα του λαού» (Volksgemeinschaft) αποτελούσε την πραγμάτωση της ένωσης
όλων των Γερμανών και υπερβαίνοντας όλα τα ατομικά δικαιώματα και συμφέροντα
προστάτευε το έθνος από την παρακμή περιφρονώντας τους συμβιβασμούς καθώς
διεκδικούσε το δικαίωμα της ως ισχυρότερης φυλής να εξουσιάζει τον κόσμο. Οι
απόψεις αυτές εδράζονταν στην παράδοση ενός γερμανικού Sonderbewustsein, μιας
ιδιαίτερης συνείδησης στην καρδιά της Ευρώπης και στο όνειρο ενός μεγάλου, ενιαίου
και ισχυρού Ράιχ. Ο «λαός» για την γερμανική δεξιά ήταν βιολογικός, οριζόταν βάσει
του αίματος, έπρεπε άρα να προστατευτεί από τους κινδύνους της επιμειξίας, μια
αντίληψη που απομακρυνόταν από την παράδοση του ρομαντισμού, ο οποίος
αναζητούσε τα στοιχεία της κοινής ταυτότητας στην γλώσσα.

Μέσα σε αυτά τα στενά πλαίσια προσδιορισμού του έθνους δεν αφήνονταν


πολλά περιθώρια για υπήρχαν πολλά περιθώρια για την ύπαρξη πολυμορφίας και
αποκλίσεων, κάτι που άφηνε εκτός του εθνικού κορμού ομάδες με διαφορετική
πολιτιστική παράδοση και καταγωγή με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του Εβραίους.
Οι διακρίσεις και οι διώξεις εις βάρος των Εβραίων της Ευρώπης έχουν πίσω τους μια
σκοτεινή παράδοση αιώνων. Από τον Μεσαίωνα ακόμη είναι αποκλεισμένοι από την
κοινωνική και πολιτική ζωή, βιώνουν περιορισμούς που έχουν να κάνουν με την

- 14 -
άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων, τις μετακινήσεις και την εγκατάσταση τους, ενώ
συχνά εκδιώκονται από τα μέρη στα οποία κατοικούσαν επί αιώνες. Η εμπλοκή τους με
τομείς όπως η πίστωση και το εμπόριο συντηρούν και αυξάνουν τις προκαταλήψεις
που έτσι κι αλλιώς αντιμετώπιζαν εξαιτίας της θρησκείας τους, κάτι που οδηγεί στο να
τους αποδίδεται η ευθύνη για κάθε είδους φυσικών καταστροφών και δεινών που
πλήττουν τον προβιομηχανικό κόσμο.

Ο σύγχρονος αντισημιτισμός όμως, από τον οποίο θα αντλήσει τα στοιχεία της


και η ναζιστική θεωρία, διαμορφώνεται μετά το 1850, σε μια εποχή που η βιομηχανική
επανάσταση έχει ήδη επιφέρει βαθιές ανατροπές στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι νέες
σχέσεις παραγωγής, η εργασία με τις μηχανές, οι μουντές βιομηχανικές πόλεις και οι
συχνά άθλιες συνθήκες κατοικίας αυξάνουν την κοινωνική πίεση κάτω από την οποία
ζουν τα κατώτερα στρώματα και προκαλούν μια απόρριψη του βιομηχανοποιημένου
κόσμου. Χαρακτηριστικότερη έκφραση αυτών των φόβων αλλά και της αντίδρασης
απέναντι στον μοντερνισμό γίνεται το μίσος για τους Εβραίους οι οποίοι ταυτίζονται με
τον φιλελευθερισμό και την σοσιαλδημοκρατία, τον μαρξισμό και τον καπιταλισμό, την
μασονία και τον πασιφισμό. Οι Εβραίοι έτσι «έγιναν κατά κάποιο τρόπο το σύμβολο
μιας βιομηχανικής Νεοτερικότητας των πόλεων που βίωναν σαν απώλεια των
παραδοσιακών αξιών και σαν έλευση ενός κόσμου ανώνυμου, ψυχρού, ορθολογικού,
χωρίς σημείου αναφοράς και τελικά απάνθρωπου».3

Σε αντίθεση με τους παλαιούς αποκλεισμούς που δικαιολογούνταν βάσει της


θρησκείας οι νέες διακρίσεις αναζητείται να τεκμηριωθούν επιστημονικά. Η πεποίθηση
ότι τα κοινωνικά φαινόμενα εδράζονται σε βιολογικούς νόμους οδηγεί στην υιοθέτηση
ψευδό-επιστημονικών κριτηρίων περί της μη αναστρέψιμης φύσης. Ο Εβραίος στα
μάτια αυτών των θεωριών «παραμένει Εβραίος ό, τι και να κάνει», βρίσκεται στο
κατώτατο σκαλοπάτι στην σκάλα της ιεράρχησης της ανθρωπότητας και η ίδια του η
ύπαρξη προξενεί μόνο δεινά. Στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν ισχυροποιηθεί εκείνες η
φωνές που ζητούσαν την «λύση του ευρωπαϊκού ζητήματος» και την
«αποεβραιοποίηση» της Γερμανίας». Ο Paul de Lagarde μάλιστα θα συνδυάσει τον
αντισημιτισμό με το ζήτημα του «ζωτικού χώρου», μια αντίληψη που αργότερα θα
εφαρμοστεί στην πράξη από τους εθνικοσοσιαλιστές στις κατακτημένες περιοχές της
7

3
Traverso Σ.166

- 15 -
Ανατολικής Ευρώπης με την μαζική εκτόπιση και δολοφονία των Εβραίων κατά την
διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι το αίτημα της επαναφοράς μιας φυλετικής
τάξης που θα αντιστοιχούσε στην υποτιθέμενη φυσική ιεραρχία ανάμεσα στους λαούς
που εκφράζει ο Lagarde θα αποτελέσει έτσι την βάση του μοντέρνου επιθετικού
αντισημιτισμού.

Η αντιπάθεια για του Εβραίους δεν είναι βέβαια αποκλειστικά γερμανικά


φαινόμενο, θα λέγαμε μάλιστα ότι η Γερμανία έδειχνε πριν από το 1933 μεγαλύτερη
ανεκτικότητα απέναντι τους από ότι άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Την περίοδο αυτή η
κλασική χώρα του αντισημιτισμού είναι η Γαλλία όπου ακόμα και η σοσιαλιστική
αριστερά, τουλάχιστον ως την υπόθεση Ντρέιφους, διαπερνιόνταν από τέτοιες
τάσεις.Στην Ρωσία η δημοσίευση, των πλαστών όπως θα αποδειχτεί αργότερα,
πρωτόκολλων των σοφών της Σιών» είχε τέτοιο αντίχτυπο που αυτά να αποτελούν
ακόμα και σήμερα βασικό σημείο αναφοράς για τις περισσότερες θεωρίες συνομωσίας,
για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα χωρών στις οποίες ο αντισημιτισμός είχε
σημαντική επιρροή. Η ρωσική επανάσταση του 1917 θα οξύνει ακόμα περισσότερο
αυτόν τον κατεστημένο αντισημιτισμό των Ευρωπαίων εξαιτίας της εβραϊκής
καταγωγής μερικών εκ των πρωταγωνιστών της αλλά και του Καρλ Μαρξ. Ήδη το
1918 ο Τόμας Μαν είχε χαρακτηρίσει την σοσιαλιστική επανάσταση ως μια τερατώδης
συμμαχία ανάμεσα στην εβραϊκή διανόηση και την σλαβική υποφυλή.

Το στοιχείο που διαφοροποιεί τον αντισημιτισμό των εθνικοσοσιαλιστών από


τον αντισημιτισμό του 19ου αιώνα είναι ότι ο δεύτερος συνήθως συνοδευόταν από μια
απόρριψη της σύγχρονης τεχνολογίας, τάση η οποία παρατηρείται και εντός της
γερμανικής völkisch ιδεολογίας. Ο εθνικοσοσιαλισμός αντίθετα ζητούσε την
«απελευθέρωση της τεχνολογίας από την «εξουσία του χρήματος» και από τα δεσμά
του εβραϊκού υλισμού». 4

Πέρα από τους Εβραίους αντικείμενο μίσους γίνονται και μια σειρά άλλων
ομάδων που διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα πρότυπα. Οι τσιγγάνοι, οι
ομοφυλόφιλοι, οι διανοητικά και σωματικά ασθενείς και οι μετανάστες γίνονται παντού
στόχος διακρίσεων και αποκλεισμών, καθώς οι κοινωνίες τους αντιλαμβάνονται ως

4
Herf Jeffrey: Αντιδραστικός μοντερνισμός, τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και στο
Γ’ Ράιχ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1996 Σ. 233

- 16 -
«απειλή» για την συνοχή και την ευρωστία τους. Με αυτήν την έννοια η
«ιατρικοποίηση» της διαφορετικότητας και η εφαρμογή των επιστημονικών
ανακαλύψεων πάνω στα σώματα τέτοιων ανθρώπων δεν είναι ναζιστικό εφεύρημα,
παρά το ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί η τρομακτική κλίμακα στην
οποία οι ναζί εφάρμοσαν τις μεθόδους αυτές.

Παρ όλα αυτά θα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι τα προσφιλή θέματα του


εθνικοσοσιαλισμού, δηλαδή η αντίληψη για την ανωτερότητα της φυλής, η απόρριψη
των δικαιωμάτων του ατόμου, η πίστη στο δικαίωμα της ισχυρότερης φυλής να
διεκδικήσει τα πρωτεία, η θεώρηση περί της ομορφιάς και αρετής της βίας όταν αυτή
ασκείται από ένα έθνος, που συνήθως συνοδευόταν με τον φόβο της εθνικής
παρακμής και της φυλετικής επιμιξίας, την περιφρόνηση προς οποιουδήποτε είδους
συμβιβασμού και την απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση.

Το μέγεθος της απειλής που ένιωθαν οι Γερμανοί μπροστά στην επαφή τους με
μη ευρωπαϊκές φυλές θα φανεί μετά από την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν
βελγικά στρατεύματα αποτελούμενα και από Αφρικανούς των αποικιών θα βρεθούν
στα υπό συμμαχικό έλεγχο εδάφη ανατολικά του Ρήνου. Η αγανάκτηση με την οποία
αντιμετωπίστηκαν ξεπερνά κατά πολύ την αντίδραση στην ξένη κατοχή καθώς για
πολλούς συνιστούσε μια ευθεία προσβολή της γερμανικής φυλής και έναν κίνδυνο για
τον λευκό πληθυσμό. Οι αρχές κατοχής θα δεχτούν έτσι επανειλημμένα αιτήματα για
την απομάκρυνση των συγκεκριμένων ένστολων από την περιοχή «στο όνομα της
ανθρωπότητας».

- 17 -
4. Η αρχή της εδαφικής επέκτασης και του «ζωτικού χώρου»

Η τεράστια έκταση που κάλυπτε η παλαιά αυτοκρατορία, οι πληθυσμιακές


μετακινήσεις και η εμπορική δραστηριότητα κατά τον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα κατά την
πρώιμη Νεοτερικότητα είχαν οδηγήσει στην διασπορά των γερμανόφωνων
πληθυσμών σε μια τεράστια περιοχή της Ευρώπης. Από τον Βόλγα στα ανατολικά
μέχρι τον Ρήνο στα δυτικά απαντούσε κανείς μεγαλύτερες ή μακρότερες κοινότητες
που μιλούσαν Γερμανικά, ακόμα και σε περιοχές που βρίσκονταν πολλές εκατοντάδες
χιλιόμετρα από τα σύνορα του Ράιχ

Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης μιλούσαν


διαφορετικές διαλέκτους της γερμανικής γλώσσας και δεν μοιράζονταν την ίδια
αίσθηση «γερμανικότητας», είναι αμφίβολο μάλιστα εάν ενέτασσαν τον εαυτό τους
εντός μιας κοινής εθνικής ομάδας. Το παράδειγμα ενός Αυστριακού δημοσιογράφου
που παραθέτει ο ιστορικός Mark Mazower που το 1848 διαπίστωνε με πικρία ότι η
«πλειονότητα των Αυστριακών δεν ξέρει καν πως υπάρχει μια Γερμανία και πως είναι η
πατρίδα τους»1 είναι χαρακτηριστικό της πολυδιάσπασης όλων αυτών των κατά βάση
αγροτικών αυτών πληθυσμών.

Οι μορφωμένες ελίτ αντίθετα αντιλαμβάνονταν τα κοινά χαρακτηριστικά που


τους συνέδεαν και εξέφραζαν την βούληση για την ένταξη τους σε ένα κοινό κράτος. Το
όραμα μιας «μεγάλης Γερμανίας» θα είναι έτσι ανάμεσα στα βασικά αιτήματα της
εθνοσυνέλευσης της Φρανκφούρτης, του βραχύβιου αυτού πρώτου παγγερμανικού
κοινοβουλίου που είχε προκύψει από την επανάσταση του 1848. Οι βουλευτές του
έκαναν λόγο για μια ενιαία Γερμανία που θα ξεκινούσε από την Βαλτική και θα έφτανε
μέχρι και την νοτιοανατολική Ευρώπη και θα κυριαρχούσε στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Σε αντίθεση όμως με τα εθνικά οράματα άλλων ευρωπαϊκών λαών το όραμα


μιας ενωμένης Γερμανίας θα αργήσει να υλοποιηθεί. Μόλις το 1871 θα ιδρυθεί υπό
9

1
Mazower: 2009. Σ. 17

- 18 -
Πρωσική ηγεμονία ένα ενιαίο κράτος, με το οποίο όμως δεν θα επιλυθεί το γερμανικό
ζήτημα. Το γεγονός ότι η Αυστρία και οι γερμανόφωνοι πληθυσμοί της σλαβικής
Ανατολής δεν θα αποτελέσουν μέρος του θα θρέψει τον γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό και
τις επεκτατικές διαθέσεις ως και τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το όνειρο για μια μεγάλη
Γερμανία που θα κυριαρχούσε στην περιοχή ανάμεσα στον Ρήνο και τον Έλβα, την
Μαύρη Θάλασσα και τον Βόλγα θα στοιχειώσει έτσι πολλούς Γερμανούς και θα είναι
ένα από τα βασικότερα αίτια και των δύο παγκόσμιων πολέμων. Στόχος ήταν οι
κατακτημένες περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης να μετατραπούν
σε παραγωγούς φτηνών πρώτων υλών για την Αυτοκρατορία, αλλά και σε αγορές για
τα βιομηχανικά προϊόντα της. Μέσω του ελέγχου του Δούναβη και της σιδηροδρομικής
σύνδεσης του Βερολίνου με την Βαγδάτη σχεδιαζόταν η διείσδυση στον χώρο της
Μέσης Ανατολής, στον οποίο βέβαια ήδη κυριαρχούσαν άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις
εκμεταλλευόμενες την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ενώ όμως οι δυνάμεις αυτές επικεντρώνονται στον αποικισμό της Αφρικής και
της νοτιοανατολικής Ασίας, ο βασικός προσανατολισμός του γερμανικού αποικισμού
είναι οι περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Όμως τα εδάφη αυτά, ακόμα
και εκτεταμένες περιοχές που άνηκαν στο Ράιχ κατοικούνταν κυρίαρχα από μη
γερμανόφωνους πληθυσμούς. Ο εκγερμανισμός των ανατολικών εδαφών θα
αποτελέσει έναν από τους βασικούς στόχους της εσωτερικής πολιτικής ήδη από τα
πρώτα χρόνια του νέου κράτους. Με την Ostmarkenpolitik του 1871 θα επιχειρηθεί η
επιβολή της χρήσης της γερμανικής γλώσσας στους συμπαγείς πολωνόφωνους
πληθυσμούς της ανατολικής Πρωσίας, προσπάθεια που ενισχύεται με την
μετεγκατάσταση Γερμανών στην περιοχή. Παράλληλα προβάλλοντας το επιχείρημα
της προστασίας των γερμανικών μειονοτήτων εκτός του Ράιχ προωθείται η ιδέα της
«ανακατάληψης» της ανατολής ως χώρου γερμανικού πολιτισμού και ζωής
(Lebensraum) από του Σλάβους. Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού θα ιδρυθεί
στα τέλη του 19ου αιώνα η «πανγερμανική Λίγκα» που θα εκπονήσει ένα
αποικιοκρατικό σχέδιο για τον εκγερμανισμό του σλαβικού χώρου. Τα σχέδια όμως
αυτά θα αποτύχουν κυρίως εξαιτίας της μεγάλης μετανάστευσης των Γερμανών προς
τις Η.Π.Α κατά τα τέλη του 19ου αιώνα με αποτέλεσμα ο πολωνόφωνους πληθυσμός
της Πρωσίας να αυξηθεί και να εντείνει την αντίσταση του στην καταπίεση που βίωνε.

- 19 -
Ταυτόχρονα οι επιδιώξεις αυτές επιχειρείται να αποκτήσουν και επιστημονική
τεκμηρίωση. Ο ιδρυτής της γεωπολιτικής Friedrich Ratsel θα εισάγει έτσι το 1897 τον
όρο «Lebensraum» ως προσδιοριστικού για τον ζωτικό χώρο που όπως ένας
ζωντανός οργανισμός πίστευε ότι χρειαζόταν ένα έθνος για να επιβιώσει και να
αναπτυχθεί, εάν φυσικά κατάφερνε να επιβληθεί μέσα από την διαρκή πάλη για
επιβίωση πάνω στα υπόλοιπα. Ο Ratsel θεωρούσε αναγκαίο για την Γερμανία να
δημιουργήσει έναν τέτοιο χώρο πιστεύοντας ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σωζόταν
η γερμανική γεωργία από την μη αναστρέψιμη πλέον βιομηχανική ανάπτυξη. Εντός
αυτού του Lebensraum οι Γερμανοί θα αποκαθιστούσαν μια αρμονική σχέση με την
φύση και θα διατηρούσαν την έμφαση τους να είναι αγροτικός λαός. Οι συνεχιστές του
έργου του όπως ο Σουηδός Rudolf Kjellen, ο Βρετανός Helfrord Meckinder και ο
Γερμανός Karl Haushofer θα επικεντρώσουν τις μελέτες τους στην ανατολική Ευρώπη
θεωρώντας ότι όποιος κυριαρχούσε στην Ευρασία θα κυριαρχούσε και στον κόσμο.

Η θεωρία αυτή δεν είναι καθόλου ξένη προς το γενικότερο πνεύμα της
ευρωπαϊκής κουλτούρας της περιόδου που αντιλαμβανόταν τον εξωευρωπαϊκό κόσμο
ως αποικίσιμο χώρο για τις βιολογικά ανώτερες ευρωπαϊκές φυλές. Η αντίληψη ότι οι
γηγενής πληθυσμοί ήταν φυλετικά και διανοητικά κατώτεροι ήταν κοινή ανάμεσα στις
αποικιακές δυνάμεις, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν
την ζωή τους από την σκληρότητα ή απλά την αδιαφορία των αποικιοκρατών.

Η γερμανική αποικιακή λογική θα βρει την δική της ευκαιρία να δοκιμαστεί κατά
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εκτεταμένα τμήματα της Βαλτικής, της Λευκορωσίας
και της Ουκρανίας θα βρεθούν υπό γερμανική κατοχή. Ο καγκελάριος Bethmann
Hollweg είχε μάλιστα καλέσει του Γερμανούς στρατιώτες να «κυνηγήσουν την Ρωσία
πίσω στην Ανατολή», τερματίζοντας την κυριαρχία της πάνω στους μη σλαβικούς
λαούς. Μέσα σε αυτό το πνεύμα οι κατακτητές προσπάθησαν να παρουσιαστούν ως
ελευθερωτές, οργανώνοντας για πρώτη φορά δομές τοπικής αυτοδιοίκησης για τους
Πολωνούς Πολωνών και ενισχύοντας το εβραϊκό στοιχείο. Οι εδαφικές κατακτήσεις
αποκτούσαν έτσι μια Kulturmission, μια εκπολιτιστική αποστολή μέσω της οποίας οι
κάτοικοι των κατεκτημένων εδαφών θα πείθονταν για την ανωτερότητα της γερμανικής

- 20 -
οργάνωσης, πειθαρχίας και εργασίας. Βέβαια για πολλούς από τους κατοίκους αυτός ο
«εκπολιτισμός» συνεπαγόταν και τον εκτοπισμό τους καθώς τα γερμανικά σχέδια
προέβλεπαν την μετατροπή της περιοχής προέβλεπαν την μετατροπή της σε έναν
Siedlungsraum, έναν χώρο εποικισμού για Γερμανούς που θα έρχονταν από το Ράιχ.
Σύμφωνα με αυτήν την λογική το σκεπτικό αυτό εθνικό και πολιτιστικό έδαφος
μπορούσε να δημιουργηθεί σε οποιοδήποτε μέρος εργάζονταν Γερμανοί, είτε αυτό
ήταν ο ουκρανικός σιτοβολώνας, η ζούγκλα του Αμαζονίου ή οι στέπες της Αφρικής. Η
χρήση βίας για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου όχι μόνο δεν αντιμετωπιζόταν
ως πρόβλημα αλλά θεωρούνταν και επιθυμητή. Στη ρίζα αυτής της επονομαζόμενης
«Realpolitik» μπορεί να εντοπιστεί ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής
ιδεολογίας. Ρεαλιστική πολιτική σήμαινε την πίστη στην αποτελεσματικότητα της, εάν
απαιτούνταν και αχαλίνωτης, στρατιωτικής βίας ως του αποφασιστικότερου εργαλείου
άσκησης πολιτικής. Στα πλαίσια αυτής της Politik der Stärke, της πολιτικής της
δύναμης η διεθνής πολιτική δεν ήταν τίποτε άλλο από την συνέχιση του πολέμου με
άλλα μέσα, άρα και αυτή πόλεμος για επιβίωση, κυριαρχία και επέκταση.

Η πολεμική ήττα, παρά την έκταση και τις καταστροφικές της συνέπειες κάθε
άλλο παρά άμβλυνε τις τάσεις αυτές. Η νεαρή δημοκρατία συνέχιζε να αποδέχεται την
ανάγκη για «ζωτικό χώρο» και για μια Γερμανία που θα περιελάμβανε όλους τους
Γερμανούς, αν και όχι με έναν φανερό πάντα τρόπο. Η σταδιακή αντικατάσταση των
γεωγραφικών χαρτών από πληθυσμιακούς και φυλετικούς είναι δείγμα αυτής
αντίληψης που διαπερνούσε τους κρατικούς μηχανισμούς. Στο πνεύμα αυτό ο
γεωγράφος Karl Haushofer θα υποστηρίξει ότι «τα σύνορα ενός κράτους δεν έπρεπε
να περικλείουν ένα νομικά προσδιορισμένο χώρο, αλλά ένα «εθνοτικό έδαφος», προϊόν
μιας «βούλησης για ζωτικό χώρο» (lebendiger Raumwille), έκφραση μιας οργανικής
διαδικασίας που την σύγκρινε με την κυκλοφορία του αίματος σε ένα ζωντανό όν»2.

Οι εθνικοσοσιαλιστές θα πατήσουν πάνω σε αυτές τις ιδέες διαμορφώνοντας


ένα σχέδιο που προέβλεπε την ενσωμάτωση όλων των γειτονικών στο γερμανικό
κράτος περιοχών στις οποίες κατοικούσαν Γερμανοί, την εθνοκάθαρση περιοχών της
κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης παράλληλα με την υποδούλωση μεγάλου αριθμού
Σλάβων που θα εργάζονταν για την παραγωγή πρώτων υλών για τις ανάγκες του Ράιχ
και της πολεμικής του μηχανής.10

2
Traverso: Σ. 177

- 21 -
5. Η αρχή του ηγέτη

Ο τρίτος βασικός πυλώνας στον οποίο στηριζόταν η ναζιστική κοσμοαντίληψη


ήταν το λεγόμενο «Führerprinzip» που μπορεί να μεταφραστεί ως «αρχή του ηγέτη». Ο
όρος εκφράζει την πίστη πολλών Γερμανών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στην
ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού μονάρχη ή μιας προσωπικότητας που θα τις
ανατίθονταν συγκεντρωτικές εξουσίες ως του μόνου ικανού θεσμού που μπορούσε να
αντιμετωπίσει τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα αλλά και να ενώσει γύρω του το
έθνος.

Ο πόθος για ένα ενιαίο βασίλειο και για έναν ισχυρό συγκεντρωτικό μονάρχη θα
αποτελέσει από την πρώιμη Νεοτερικότητα το όραμα πολλών, κυρίως βέβαια
μορφωμένων Γερμανών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παρά το ότι η Γερμανία είχε
να επιδείξει μια μακραίωνη μοναρχική και απολυταρχική παράδοση ήταν ταυτόχρονα
και κατακερματισμένη σε πολλά αντιμαχόμενα βασίλεια και δουκάτα. Ο αυτοκράτορας
ήταν εξαιρετικά αδύναμος και καθώς εκλεγόταν από ένα σώμα εκλεκτόρων και δεν
κληρονομούσε τον θρόνο ασκώντας πραγματική εξουσία μόνο πάνω στις προσωπικές
του γαίες.

Με την ίδρυση του γερμανικού κράτους και την ανάδειξη του Όττο φον
Μπίσμαρκ στην θέση του καγκελάριου αυτά τα όνειρα έμοιαζαν να βρίσκουν την
εκπλήρωση τους. Χάρη κυρίως στην εξωτερική του πολιτική ο Μπίσμαρκ κατάφερε να
μετατρέψει το νεαρό κράτος σε μια από τις ισχυρές δυνάμεις του κόσμο με μια
δυναμικά αναπτυσσόμενη κοινωνία και οικονομία. Οι διάδοχοι του όμως δεν ήταν σε
καμία περίπτωση το ίδιο ισχυροί, ούτε διέθεταν τις ηγετικές και πολιτικές του
ικανότητες, αδυνατώντας να εκπληρώσουν τις προσδοκίες που ανέμενε από αυτούς
ιδίως η μεσαία τάξη. Οι ρίζες των αντιλήψεων για την ανάγκη μιας ηγεσίας με
«ηρωικές» ιδιότητες, που κατά την δεκαετία του ’20 θα ταυτιστούν με το πρόσωπο του
Χίτλερ, βρίσκονται στην περίοδο που μεσολάβησε από την πτώση του Μπίσμαρκ
μέχρι και την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην εθνικιστική πολιτική
κουλτούρα που διαμορφώνεται κατά τα χρόνια αυτά. Ο Oswald Spengler για
παράδειγμα θα εκφράσει την πεποίθηση ότι μόνο ένας «ηρωικός Καισαρισμός» θα
κατάφερνε να σώσει την Γερμανία από την παρακμή και από τους κινδύνους του
εκσυγχρονισμού.

- 22 -
Κατά την διάρκεια του πολέμου, και ιδίως από το 1916 και μετά όπου η
πολιτική εξουσία είχε περάσει επί της ουσίας στα χέρια της ανώτατης στρατιωτικής
διοίκησης και στους επικεφαλείς στρατιωτικούς Erich Ludendorff και Paul von
Hindenburg το ιδανικό αυτό έμοιαζε να βρίσκει εκ νέου την ενσάρκωση του. Όμως η
στρατιωτική ήττα και η κατάρρευση της μοναρχίας θα βυθίσουν την Γερμανία σε μια
βαθιά πολιτική κρίση που θα σοβεί για χρόνια καθώς το δημοκρατικό καθεστώς θα
αποδειχτεί ανίκανο να αντιμετωπίσει τα οξυμένα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα
με τα οποία ερχόταν αντιμέτωπο. Έτσι η αντίληψη ότι μόνο μια ηγετική μορφή που θα
άρπαζε στα χέρια της την εξουσία, θα πειθαρχούσε τον λαό εξαφανίζοντας τις έριδες
και τις εντάσεις καταργώντας το κομματικό σύστημα που διασπούσε την ενότητα του
έθνους, αλλά που πάνω απ’ όλα θα ακύρωνε την ταπεινωτική συνθήκη των
Βερσαλλιών είναι μια ιδέα που βρίσκει πλατιά απήχηση, ιδίως μετά το ξέσπασμα της
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της
Γερμανίαςθέλοντας να περιορίσουν την δύναμη του κοινοβουλίου θα στραφούν από
την αρχή της δεκαετίας του ΄30 προς την ενίσχυση των εξουσιών του καγκελάριου
ώστε αυτός να μπορεί να κυβερνά χωρίς να βασίζεται στο κοινοβούλιο. Την περίοδο
1930-33 θα σχηματιστούν έτσι βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος περί «έκτακτων
συνθηκών» (Notverordnungsartikel) τρεις «προεδρικές» κυβερνήσεις που δεν
διαθέτουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία και οι οποίες θα καταρρεύσουν η μία μετά την
άλλη1. Το διάστημα αυτό επίσης το κοινοβούλιο θα υπολειτουργεί συνεδριάζοντας
μόλις για 41 ημέρες κατά το 1933 και 13 κατά το 1932, χρονιά κατά την οποία θα
εκδοθούν 60 έκτακτα διατάγματα.2

Η εναπόθεση της λύσης των κοινωνικών προβλημάτων σε μια συγκεντρωτική


εξουσία, στην κορυφή της οποίας θα βρισκόταν ένας ισχυρός άντρας δεν είναι
αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο αλλά παρατηρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές
11

1
Η πρώτη τέτοια κυβέρνηση θα σχηματιστεί στις 30.3.1930 και θα έχει επικεφαλής της τον Heinrich
Brünning. Τον Ιούλιο ο Brünning θα διαλύσει το κοινοβούλιο προκηρύσσοντας εκλογές από τις
οποίες και πάλι όμως δεν θα προκύψει κυβερνητικός συνασπισμός με κοινοβουλευτική πλειοψηφία
κυρίως εξαιτίας της μεγάλης ενίσχυσης των εθνικοσοσιαλιστών που από το 2,63% των
προηγούμενων εκλογών θα λάβουν το 18,33% αναδεικνυόμενοι σε δεύτερη δύναμη. Από τον Ιούνιο
μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1932 καγκελάριος του Ράιχ θα είναι ο σχετικά άγνωστος πολιτικός του
καθολικού κέντρου Franz von Papen που θα παραδώσει την εξουσία του στον Kurt von Schleicher.
Τον Ιανουάριο του 1933 η εξουσία θα περάσει στα χέρια του Αδόλφου Χίτλερ και του NSDAP που
στις εκλογές του Νοεμβρίου είχε λάβει 33,1%. Kantzias-Rohde Alexander-Christian: Die Deutsche
Arbeiterbewegung in den Jahren der Weimarer Republik (1918 – 1933). Πτυχιακή εργασία. Αθήνα:
πανεπιστήμιο Αθηνών τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας 2012 Σ. 69-71
2
Harrer Jürgen, Roßmann Witsch: Gewerkschaften in der Weimarer Republik. Στο: Geschichte der
deutschen Gewerkschaftsbewegung. Εκδότες: von Deppe Frank, Fülberth Georg, Harrer Jürgen
4 έκδοση. Köln 1989 Σ. 294

- 23 -
χώρες κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σημαντικές μερίδες των ευρωπαϊκών
κοινωνιών, ιδίως εκείνων που ανήκουν στις μεσαίες τάξεις, αναζητούν με μια
πρωτοφανή ένταση εκείνο τον «μεγάλο άντρα» στον οποίο θα μπορούσαν να
αποδοθούν ηρωικές ιδιότητες και ο οποίος με τις «απλές λύσεις» που θα προσέφερε
θα έβγαζε την χώρα τους από την οικονομική και κοινωνική κρίση.

Η ανακήρυξη του Χίτλερ ως καγκελάριου τον Ιανουάριο του 1933 αποτέλεσε


έτσι την όπως αποδείχτηκε τελευταία, προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός απολυταρχικού
καθεστώτος στη Γερμανία. Έχοντας σε αντίθεση με τους προκατόχους του ένα μαζικό
κίνημα να τον στηρίζει ο Χίτλερ μπόρεσε εύκολα να ανταποκριθεί σε αυτόν τον στόχο,
αν και ίσως όχι ακριβώς με τον τρόπο που πολλοί θα επιθυμούσαν

Κι όμως η ανάδειξη του σε απόλυτο ηγέτη της χώρας άλλα ακόμα και του
κόμματος του δεν ακολούθησε μια ευθύγραμμη πορεία. Το NSDAP δεν ήταν από την
αρχή ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα και ο Χίτλερ αντιμετώπισε πολλές εσωτερικές
διαμάχες μέχρι να καταφέρει να επιβάλλει στις διάφορες τοπικές και περιφερειακές
οργανώσεις το Μόναχο ως το πολιτικό κέντρο του κινήματος. Παρά το γεγονός ότι
αναμφίβολα απολάμβανε τη μεγάλη εκτίμηση των περισσότερων συνοδοιπόρων του
θα αργήσει να αναδειχτεί σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη κινδυνεύοντας αρκετές φορές να
χάσει τον έλεγχο του κόμματος, ενώ ακόμα και μετά από την κατάληψη της εξουσίας
θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές εσωκομματικές εντάσεις. Θα ήταν άρα λάθος να
ερμηνεύσουμε τον εθνικοσοσιαλισμό αποκλειστικά βάσει της προσωπικότητας του
Χίτλερ παρότι αναμφίβολα άσκησε καθοριστική επιρροή στην διαμόρφωση του. Όπως
άλλωστε σωστά σημειώνει και ο Robert Paxton «η εικόνα του πανίσχυρου δικτάτορα
εξατομικεύει τον φασισμό και δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση πως μπορούμε να
τον κατανοήσουμε πλήρως εξετάζοντας προσεκτικά μόνο τον αρχηγό του».3 Το
φαινόμενο του ναζισμού. Η ναζιστική θηριωδία άλλωστε δεν θα μπορούσε να
επιτελεστεί χωρίς την έμμεση ή άμεση συμμετοχή του πλήθους εκείνων των ανώνυμων
ανθρώπων που μετέτρεψαν σε πράξη τις ιδέες ενός φαινομενικά παρανοϊκού άντρα.

12

3
Paxton O. Robert: Η ανατομία του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος 2006 Σ. 21

- 24 -
Επίλογος

Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε μελετώντας τις


διανοητικές ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού είναι ότι αυτές εντοπίζονται σε ένα πολύ
νεαρότερο παρελθόν από αυτό που οι διανοούμενοι του επιχείρησαν να τις
αποδώσουν. Επιπλέον όπως είδαμε αυτό το «παρελθόν» δεν ήταν ούτε τόσο
«ηρωικό» ούτε τόσο «γερμανικό». Αντίθετα οι βασικές ιδέες που υιοθετεί είναι προϊόν
της ευρύτερης ευρωπαϊκής κουλτούρας των τελευταίων αιώνων που απέδιδε την
αυξανόμενη δύναμη του χρήματος και των όπλων σε φυλετικούς και βιολογικούς
παράγοντες που καθορίζονταν από τους νόμους της φύσης. Ειδικά η αντιπάθεια για
τους Εβραίους είναι μια αντίληψη με μακρά παράδοση εντός των δυτικών κοινωνιών.

Ταυτόχρονα βέβαια οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν σε πολιτικό επίπεδο εκφραστές


μιας μακραίωνης παράδοσης υποταγής των Γερμανών σε αυταρχικά καθεστώτα που
έθεταν περιορισμούς στις προσωπικές ελευθερίες και υπέτασσαν το άτομο στο
σύνολο, αλλά πάνω απ’ όλα στις απαιτήσεις της ηγεσίας. Η περίοδος της δημοκρατίας
της Βαϊμάρης ήταν εξαιρετικά σύντομη ώστε να μπορέσουν οι δημοκρατικές ιδέες να
αποκτήσουν πλειοψηφική αποδοχή, από την στιγμή μάλιστα που συνταρασσόταν από
αλλεπάλληλες κρίσεις τις οποίες έμοιαζε αδύναμη να αντιμετωπίσει. Οι ψήφοι αυτού
του συντηρητικού δυναμικού που αναπολούσε τις ημέρες της παλιάς αυτοκρατορίας
που τόσο ξαφνικά είχε καταρρεύσει κατευθύνονταν σε κόμματα όπως τους
εθνολαικούς (Deutschnationale Volkspartei) που τάσσονταν ευθέως εναντίων της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και αποζητούσαν την ανατροπή της. Μέσα σε αυτό το
πολιτικό κλίμα η πολιτική θέση των εθνικοσοσιαλιστών μπορεί να βρισκόταν στον
χώρο της ακροδεξιάς, δεν αποτελούσε όμως σε καμία περίπτωση αντίληψη ξένη ως
προς την γενικότερη κοσμοθεώρηση των Γερμανών κατά τον Μεσοπόλεμο.

Η μετατροπή του εθνικοσοσιαλισμού σε μαζικό πολιτικό κίνημα βέβαια


οφείλεται κυρίαρχα στις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 που
εξαιτίας της ιδιαίτερα έντονης εισροής αμερικανικών κεφαλαίων στην γερμανική
οικονομία τα προηγούμενα χρόνια. Τα εκατομμύρια των ανέργων που μέσα σε
σύντομο διάστημα θα καταλήξουν να αποτελούν ένα τεράστιο πλήθος εξαθλιωμένων
ανθρώπων που ζούσαν με την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης. Παρ’ ότι δεν
αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης αυτής της εργασίας οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης
υπήρξαν καθοριστικές για την άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία.

- 25 -
Σε αυτήν την διαδικασία ο ρόλος της εθνικιστικής ιδεολογίας ήταν κομβικός. Για
τους Γερμανούς η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική μα και ταυτόχρονα και μια
συνολικότερη κρίση αξιών, μια κρίση ταυτότητας καθώς μετά τον πόλεμο, την συνθήκη
των Βερσαλλιών και την περίοδο του πληθωρισμού έβλεπαν για μια ακόμα φορά την
χώρα τους να βρίσκεται αντιμέτωπα με φαινόμενα που έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την
ύπαρξη της Γερμανίας ως κρατικής οντότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο
εθνικοσοσιαλισμός ανασημασιοδοτεί την γερμανική ταυτότητα επιχειρώντας να
δημιουργήσει μια νέα εθνική ενότητα βάσει των κριτηρίων της φυλής και του αίματος.
Δεν είναι άλλωστε το μόνο κίνημα που επιδιώκει κάτι παρόμοιο
στην Ευρώπη την ίδια περίοδο. Όπως άλλωστε παρατηρεί και ο Νορμπερτ Ελιας: «θα
ήταν εντελώς αδικαιολόγητο να συμπεράνει κανείς ότι η άνοδος του
εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος οφείλεται νομοτελειακά στην γερμανική εθνική
παράδοση. Ακόμη όμως και αν η άνοδος των ναζιστών δεν ήταν νομοτελειακή
αποτελούσε αναμφίβολα μια από τις πιθανές εξελίξεις που αυτή κυοφορούσε. Από
ορισμένες απόψεις ο Ναζισμός έφερε τη σφραγίδα της».1
13

1
Ελιάς Σ. 58

- 26 -
Παράρτημα

1. Τα κράτη του γερμανικού συνδέσμου (1815-1866)

- 27 -
2. Το γερμανικό κράτος κατά το έτος της ίδρυσης του

*με έντονο κόκκινο χρώμα διαφαίνεται η τεράστια έκταση που κάλυπτε το κρατίδιο της Πρωσίας

- 28 -
3. Η Γερμανία μετά την Συνθήκη των Βερσαλλιών

*με κόκκινο χρώμα παρουσιάζονται οι εδαφικές παραχωρήσεις που επιβλήθηκαν στην


Γερμανία με αυτήν την συνθήκη

- 29 -
Βιβλιογραφία
Bell P.M.H.: Τα αίτια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Αθήνα: εκδόσεις
Πατάκη 2002

Benz Wolfgang, Graml Hermann, Weiß Hermann (Hrsg): Enzyklopädie des


Nationalsozialismus. Stuttgart: Klett-Cotta Verlag 1997

Broszart Martin: Die Machtergreifung. Der Aufstieg der NSDAP und die Zerstörung der
Weimarer Republik. 3. Auflage München: Deutscher Taschenbuch Verlag 1990

Δημάκη Δ. Ιωάννη: Σύνοψη της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Από τη γαλλική


επανάσταση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. 1789-1970. Αθήνα: Πανεπιστημιακές
παραδόσεις 2013

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larousse, Britannica. Αθήνα: εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος


2007 τ. 45

Ελιάς Νόρμπερτ: Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας. Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του
πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2015

Harrer Jürgen, Roßmann Witsch: Gewerkschaften in der Weimarer Republik. Στο:


Geschichte der deutschen Gewerkschaftsbewegung. Εκδότες: von Deppe Frank, Fülberth
Georg, Harrer Jürgen 4 έκδοση. Köln: 1989

Herf Jeffrey: Αντιδραστικός μοντερνισμός, τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη
και στο Γ’ Ράιχ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1996

Hobsbawm Erik: The age of extremes. The short twentieth century 1914-1991. London:
Abacus 1994

Hobsbawm Erik: Nations and Nationalism since 1780. Programme, Myth, Reality. Cambridge:
Cambridge University Press 1990

From Erich: Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία. Ε’ Έκδοση. Αθήνα: εκδόσεις Μπουκουμάνη
1971

Kantzias-Rohde Alexander-Christian: Die deutsche Arbeiterbewegung in den Jahren der


Weimarer Republik (1918-1933). Πτυχιακή εργασία. Αθήνα: πανεπιστήμιο Αθηνών, τμήμα
Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας 2012

Kershaw Ian: Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η «τελική λύση». Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη 2011

Λακού – Λαμπάρτ Φιλίπ, Νανσύ Ζαν – Λυκ: Ο μύθος του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις
βιβλιοπωλείον τη Εστίας 2008

Losemann Volker: Nationalsozialismus und Antike. Studien zur Entwicklung des Faches Alte
Geschichte 1933-1945. Hamburg: Hoffmann und Campe 1977

Mazower Mark: Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη.
Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2009

- 30 -
Mazower Mark: Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας. 4η έκδοση. Αθήνα:
εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2004

Ούβε Τιμ: Τι είναι πραγματικά φασισμός; Αθήνα: εκδόσεις Τροπή 2003

Paxton O. Robert: Η ανατομία του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος 2006

Πουλαντζάς Νίκος: Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής απέναντι στον φασισμό.
Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Θεμέλιο 2004

Raff Diether: Deutsche Geschichte. Vom alten Reich zur zweiten Republik. Max Hueber
Verlag 1984

Ράιχ Βίλχελμ: Η μαζική ψυχολογία του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις Μπουκουμάνη 1975

Traverso Entzo: Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Αθήνα: εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2013

van Laak Dirk: Über alles in der Welt. Deutscher Imperialismus im 19. und 20. Jahrhundert.
München C.H. Beck Verlag 2005

- 31 -

You might also like