You are on page 1of 30

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟ

Με προβλημάτισε αρκετά το περιεχόμενο που θα έπρεπε να παρουσιάσω σχετικά με τον


διαλογισμό. Η προσωπική εμπειρία είναι ελλιπής και μεταβάλλεται ανάλογα με τις
εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται ο καθένας. Δυστυχώς δεν έχω την
δυνατότητα να εισδύσω σε μεγάλο βάθος στην ουσία του διαλογισμού, θα γίνει όμως μια
προσπάθεια να αποσαφηνιστούν κάποια βασικά στοιχεία. Θα ήθελα να προειδοποιήσω τον
αναγνώστη ότι τα αναγραφόμενα απηχούν μόνο προσωπικές απόψεις, δεν αποτελούν
διδασκαλία, ούτε έχουν το κύρος κάποιας αλήθειας, ούτε καν είναι κάτι το σταθερό, αλλά
μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Ενδεχομένως να περιέχουν σφάλματα και
ατέλειες, αλλά είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να διατεθεί από μέρους μου αυτή την στιγμή. Ας
υπάρχει λοιπόν η μέγιστη επιφυλακτικότητα. Από τις διάφορες πιθανές προσεγγίσεις του
διαλογισμού ας θεωρηθεί ότι αυτή είναι μια ακόμα.

Έχω την αίσθηση, η οποία μου δημιουργήθηκε άμεσα, από την πρώτη επαφή με το θέμα αυτό,
ότι το βασικό κλειδί του διαλογισμού είναι η κατάσταση της εσωτερικής σιγής, το σταμάτημα
των σκέψεων. Η εσωτερική σιγή συνδυάζεται με την κατάσταση της προσοχής. Δεν έχει νόημα
σε κατάσταση μειωμένης επίγνωσης. Αυτό θα σήμαινε ύπνο και πιθανώς αποβλάκωση. Η
εσωτερική σιγή πρέπει να συνοδεύεται από αυξημένη επίγνωση, από προσοχή γενικώς.
Ασφαλώς μπορούμε να είμαστε αρκετά προσεκτικοί σκεφτόμενοι ταυτόχρονα διάφορα.
Κάποιος μπορεί να οδηγεί προσεκτικά ένα αυτοκίνητο και στο «υπόβαθρο» του νου του να
δουλεύει κάποια παράλληλη φαντασίωση. Αυτός βέβαια είναι ο κανόνας και ασφαλώς δεν
μιλάμε τότε για διαλογιστική κατάσταση. Αυτή υπάρχει όταν έχουμε εσωτερική σιγή και
αυξημένη επίγνωση ταυτόχρονα.

Μια πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι δεν είναι δυνατόν να
σταματήσουμε τις σκέψεις μας με άμεση προσπάθεια. Όσο τις «παλεύουμε» τόσο μας
ξεφεύγουν. Πρέπει να κινηθούμε διαφορετικά. Χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί. Δεν είναι
αναγκαίο να επιλέξουμε κάτι ώστε να συγκεντρωθούμε σε αυτό, αλλά μπορούμε να έχουμε
ένα είδος γενικής προσοχής, που να μην κατευθύνεται κάπου συγκεκριμένα, παρατηρώντας
οτιδήποτε εμφανίζεται στο «οπτικό» πεδίο του νου μας, μέσα στην ροή των γεγονότων της
καθημερινότητάς μας. Ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή μας, πρέπει να του αφιερώνουμε την
απόλυτη επίγνωσή μας. Είτε αυτό είναι σκέψη, συναίσθημα, ομιλία, αισθητηριακή εντύπωση,
κίνηση, ή συνδυασμός αυτών, ή και όλα μαζί. Όταν π.χ. βαδίζουμε να έχουμε επίγνωση του
βαδίσματός μας, του περιβάλλοντός μας, των αισθημάτων που γεννιούνται μέσα μας, των
φαντασιώσεών μας… Δεν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάτι, αλλά και αν το κάνουμε, τότε να
παρακολουθούμε την προσπάθειά μας αυτή, μαζί με όλα τα άλλα. Δεν πιεζόμαστε για να
προσέξουμε τα πάντα, αλλά παρατηρούμε ό,τι βρεθεί «μπροστά» μας, χωρίς να μας
απασχολεί το αν μας ξεφεύγει κάτι, είτε εσωτερικό, είτε εξωτερικό.

Η διάχυτη αυτή γενική επίγνωση έχει μια καταλυτική επίδραση στην διαδικασία της σκέψης
μας. Την σταματάει αβίαστα. Σαν να μην της αφήνει «χώρο», σαν να μην την δίνει ενέργεια.
Η χωρίς έλεγχο σκέψη τρέφεται με ενέργεια μέσω της αφηρημάδας μας. Όταν είμαστε
προσεκτικοί, η ενέργεια ρέει προς την επίγνωση και όχι προς την σκέψη. Δημιουργείται έτσι η
κατάσταση της εσωτερικής σιγής, χωρίς να χρειαστεί να παλέψουμε με τον νου μας.

Έχει διαπιστωθεί από πολλούς ότι η παρακολούθηση της αναπνοής είναι κάτι που ίσως
βοηθήσει στην διαδικασία αυτή. Μας τροφοδοτεί με κάποια ενέργεια και δημιουργεί νοητική
διαύγεια. Αλλά αυτό δεν χρειάζεται να γίνει ψυχαναγκαστικά, υπό μορφή κάποιας
«τεχνικής», δηλαδή να καθίσουμε κάπου ακίνητοι και για ένα χρονικό διάστημα να
ζοριζόμαστε για να συγκεντρωθούμε αποκλειστικά στην αναπνοή μας. Την παρακολουθούμε
για όσο νοιώθουμε χαλαρά. Όταν αρχίσει η μάχη με τον εαυτό μας η ουσία του πράγματος
χάνεται αμέσως.

Ο οξυδερκής παρατηρητής αντιλαμβάνεται σύντομα ότι η προσπάθεια λειτουργεί


ανασταλτικά στον διαλογισμό. Δημιουργεί ένταση και δυσφορία. Τις σκέψεις μας θα τις

1
«νικήσουμε» μόνο όταν δεν τους επιτεθούμε κατά μέτωπο, αλλά αφαιρώντας τους τα
ερείσματα. Αυτό το επιτυγχάνει η διάχυτη, χαλαρή, αλλά πλήρης προσοχή, ίσως γιατί στρέφει
το ενδιαφέρον μας στην παρατηρούμενη πραγματικότητα (εσωτερική και εξωτερική) η οποία
γεμίζει το πεδίο της αντίληψής μας, μη αφήνοντας περιθώριο στον νου μας να σκέφτεται
χωρίς κανένα έλεγχο. Με άλλα λόγια ο νους πρέπει να χαλαρώσει και να γεμίσει από
επίγνωση, ώστε να αδειάσει από σκέψεις, με φυσικό τρόπο.

Συνοψίζουμε λοιπόν λέγοντας ότι η εσωτερική σιγή είναι βασικό στοιχείο της διαλογιστικής
κατάστασης και επιτυγχάνεται μέσω της συνειδητής, διάχυτης, χαλαρής επίγνωσης. Αυτή η
επίγνωση είναι μια κατάσταση προσεκτικής, συγκεντρωμένης παρατηρητικότητας, με την
οποία παρατηρούμε οτιδήποτε υποπέσει στο πεδίο της αντίληψής μας. Τις κινήσεις μας, το
περιβάλλον, τις σκέψεις μας, τα αισθήματά μας, τα κίνητρά μας, τους ήχους, την ομιλία μας
κ.λ.π. χωρίς όμως να πιεζόμαστε να συγκεντρωθούμε σε κάτι συγκεκριμένο δια της βίας, ή να
συγκεντρωθούμε στα πάντα. Ο καταναγκασμός είναι και αυτός μια ακόμη σκέψη και μάλιστα
πολύ διασπαστική και ανισόρροπη.

Θα ρωτήσει κανείς το πως μπορούμε να προσέχουμε με αυτό τον τρόπο. Δεν νομίζω ότι
υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τεχνική. Διότι η τεχνική, ιδωμένη από αυτή την οπτική γωνία,
είναι μια εμμονή με την οποία θα καταναγκάσουμε τον εαυτό μας. Ίσως η απλή αλλά
συνειδητή και σοβαρή πρόθεση να είναι αρκετή. Πως κινούμε το χέρι μας για να πιάσουμε
κάποιο αντικείμενο; Έχουμε την πρόθεση να το κάνουμε και όταν η πρόθεση αυτή υπερβεί σε
ειλικρινή σοβαρότητα και αποφασιστικότητα ένα ανεπαίσθητο αόρατο όριο, τότε το χέρι μας
κινείται. Όσο η πρόθεσή μας είναι κάτω από αυτό το όριο, σημαίνει ότι δεν το έχουμε πάρει
πραγματικά απόφαση, το χέρι μας δεν κινείται και εμείς αναλωνόμαστε σε συζητήσεις και
εσωτερικές συγκρούσεις, ρωτώντας για τεχνικές και οικτίροντας τον εαυτό μας.

Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΡΔΙΑΣ

Αυτό το οποίο έρχεται σαν πρώτη εικόνα στο άκουσμα της λέξης διαλογισμός, τουλάχιστον σε
αυτούς που εντρυφούν στο θέμα, είναι η έννοια του ελέγχου του νου. Μια νοητική
διαδικασία, πραγματοποιούμενη με την δύναμη της θέλησης. Ίσως αυτό να είναι η μια όψη
του νομίσματος. Η όψη αυτή έχει επικρατήσει, ίσως γιατί ολόκληρος ο πολιτισμός μας
επιδιώκει το επίτευγμα, τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις. Έτσι και ο διαλογισμός γίνεται
μια ενεργητική διαδικασία επιβολής στον εαυτό μας. Αναμφισβήτητα είναι και ενεργητικός
και επιβολή. Έχουν όμως οι λέξεις αυτές την νοηματική χροιά που τους δίνουμε στο πρώτο
άκουσμα;

Όσοι έχουν παιδιά γνωρίζουν εκ πείρας ότι υπάρχουν φαινομενικά δύο τρόποι να
επιβληθείς. Η απειλή και το ενδιαφέρον. Με την απειλή θέτει κανείς απαγορεύσεις στο παιδί,
όπως θα μπορούσε αναλογικά να απαγορεύσει στον νου του να σκεφτεί κάτι, ιδίως όταν αυτό
το κάτι είναι επικίνδυνο και ψυχοπαθολογικό. Τότε απαιτούνται άμεσα και σκληρά μέτρα
έκτακτης ανάγκης. Δεν έχουμε καιρό για λεπτότητες. Έναν άνθρωπο που κινδυνεύει να τον
χτυπήσει αυτοκίνητο, τον σπρώχνουμε βίαια, για να τον σώσουμε. Από εκεί και πέρα όμως, η
συμπεριφορά μας πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική. Το ενδιαφέρον είναι πολύ καλύτερος
τρόπος γιατί έλκουμε το παιδί σε κάτι που του αρέσει, αποτρέποντάς το από κάτι άλλο,
επικίνδυνο, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε βία. Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τρόπος, ο οποίος
ίσως δεν έχει αμέσως θεαματικά αποτελέσματα, αλλά δρα βαθύτερα, στα αίτια των
προβλημάτων και οι αλλαγές που προκύπτουν έτσι είναι ριζικές. Ο τρίτος αυτός τρόπος είναι
η αποδοχή. Είναι μεγάλη υπόθεση να αποδεχόμαστε τον άλλο έτσι όπως είναι. Σημαίνει ότι
τον αγαπάμε, τον θέλουμε, τον σεβόμαστε, ακόμα και μέσα στις αδυναμίες του, που ίσως δεν
μας αρέσουν καθόλου, αλλά υπάρχει βαθύτερη αποδοχή του ίδιου του ατόμου, άσχετα με την
συμπεριφορά του. Εμείς θέτουμε τα όριά μας, για την δική μας προστασία και για την
αποτροπή της αποθράσυνσης, αλλά η αίσθηση της αποδοχής, μαλακώνει τον άλλο και δεν
τον θέτει σε θέση άμυνας ή επίθεσης (που είναι το ίδιο) απέναντί μας. Αντιλαμβανόμαστε
όλοι μας τι ευεργετική επίδραση έχει αυτό στα παιδιά και στους ανθρώπους γενικώς. Δεν
υπάρχει κατάκριση, δεν υπάρχει δημιουργία ενοχών και της αίσθησης της απαξίας.

2
Φαντασθείτε τώρα ότι, με το ίδιο βάθος αισθημάτων, αντιμετωπίζουμε τον νου μας κατά την
διάρκεια του διαλογισμού. Θα πάψει να μας πολεμάει, γιατί σταματήσαμε να τον πολεμάμε
και εμείς. Αν στην ζωή μας έχουμε «μαλακώσει» λίγο, ή αν η ίδια η ζωή μας το έχει κάνει
αυτό, τότε η νοοτροπία αυτή, που είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση των πραγμάτων,
εφαρμοζόμενη στον διαλογισμό, θα επιτρέψει στον νου να σιγήσει.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα συγκεκριμένο εργαλείο. Δεν είναι η δύναμη της θέλησης,
αλλά κάτι μάλλον «θηλυκό», τουλάχιστον σε αρκετό βαθμό. Είναι μια «αίσθηση». Το
πρόβλημα με τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι ότι επειδή δεν αναφέρονται σε νοητικές
καταστάσεις, δεν μπορούν εύκολα να περιγραφούν με τον λόγο. Θυμίζουν τις δυσκολίες που
έχουν οι καλλιτέχνες για να περιγράψουν την έννοια της αρμονίας. Η αίσθηση όμως αυτή
δημιουργείται με την καλλιέργεια της καρδιάς, της ευαισθησίας, της ικανότητας να
«αφουγκραζόμαστε» τους ανθρώπους, αισθανόμενοι τις ανάγκες τους και τον πόνο τους.
Όταν αφυπνιστεί η καρδιά μας και η νοημοσύνη της, τότε με το εργαλείο αυτό μπορούμε να
μπούμε στην κατάσταση του διαλογισμού.

Όταν λέμε καρδιά δεν εννοούμε τον συναισθηματισμό, αλλά έναν ξεκάθαρο και
«πραγματιστικό» τρόπο αντίληψης και δράσης, μέσω της αίσθησης των πραγμάτων, χωρίς
τίποτα το ομιχλώδες και το μυστικιστικό. Εδώ το ζήτημα επιδέχεται πολλών παρεξηγήσεων
γιατί πολλοί λένε ότι δρουν με την καρδιά τους, αλλά στην πραγματικότητα είναι έρμαια
κάποιων ομιχλωδών συναισθημάτων, επιρροών και εξαρτήσεων, κυρίως από το άλλο φύλο, ή
ακόμη και του ίδιου του μυαλού τους, που έχει μεταμφιεστεί σε καρδιά.

Αν υποθέσουμε ότι έχουμε κάπως σε λειτουργία την λεγόμενη καρδιά μας, την φωνή της
βαθύτερης συνείδησής μας, τι μπορούμε να κάνουμε; Η απάντηση είναι τίποτα. Απλώς να
παρακολουθήσουμε τον νου μας ολοκληρωτικά, χωρίς να επεμβαίνουμε. Η παρατήρηση
μέσω της αίσθησης και μέσω της αποδοχής, θα τον ηρεμήσει. Θα αναπνεύσουμε τον καθαρό
αέρα της κατάστασης χωρίς σύγκρουση με τον εαυτό μας, χωρίς ενοχές και χωρίς επιδιώξεις.
Αφουγκραζόμαστε προσεκτικά. Δεν ονειροπολούμε, προσέχουμε. Και εδώ έρχεται το
ενεργητικό στοιχείο, που είναι το απαραίτητο αντιστάθμισμα της δεκτικότητας και προσφέρει
την προστασία από το βούλιαγμα σε μια αισθησιακή ονειρώδη κατάσταση, αντί της διαυγούς
επίγνωσης του διαλογισμού.

Η κατάσταση της αποδοχής, δημιουργεί ελευθερία σε εμάς τους ίδιους. Γιατί δεν
αποδεχόμαστε κάποιον άνθρωπο; Γιατί κάτι θέλουμε από αυτόν που δεν μπορεί να μας το
δώσει, έτσι όπως είναι. Βάζουμε μπροστά την επιθυμία μας και περνούμε στην επίθεση μέσω
της απόρριψης, προκειμένου να τον εκβιάσουμε να προσαρμοστεί σε αυτό που θέλουμε. Άρα
είμαστε δέσμιοί του. Αν τον αποδεχθούμε, τον αφήνουμε στην ησυχία του και ταυτόχρονα
ησυχάζουμε και εμείς. Αν τώρα παρατηρούμε τον εαυτό μας, θέλοντας κάτι από αυτόν, θα
συγκρουστούμε μαζί του. Αν τον αποδεχθούμε με την καρδιά μας, ακόμα και αν το μυαλό
μας δεν εγκρίνει πολλά χαρακτηριστικά μας, τότε είμαστε ελεύθεροι από αυτόν. Και αυτός
δεν έχει λόγο να μας αντιστέκεται. Κερδίζουμε την εμπιστοσύνη του και την συνεργασία του.
Και τότε αλλάζουμε, χωρίς καταναγκασμούς.

Η ολοκληρωτική προσοχή είναι δυνατή μόνο όταν αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους
άλλους. Τότε ο νους αδειάζει με φυσικό τρόπο, γιατί δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να
σκέφτεται προκειμένου να μας πολεμήσει. Η ολοκληρωτική προσοχή μέσω της «ευαισθησίας»
οδηγεί στην κατάσταση του διαλογισμού.

ΠΟΣΟ ΝΑ ΑΔΕΙΑΣΟΥΜΕ;
Έχουμε καταλήξει έως τώρα ότι ο διαλογισμός είναι ζήτημα χειρισμού της προσοχής και της
επίγνωσης γενικότερα. Παρακολουθούμε προσεκτικά ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή μας,
χωρίς να απορρίπτουμε, να επιλέγουμε, ή να κρίνουμε. Αν κάτι από αυτά υπάρχει λόγος να
γίνει, τότε παρακολουθούμε επίσης την διαδικασία της επιλογής μας ή της κρίσης μας. Δεν
πιεζόμαστε να επιτύχουμε κάποιον στόχο, απλώς παρατηρούμε αυτά που συμβαίνουν μέσα
μας και γύρω μας, δίνοντας όλη μας την προσοχή, χωρίς ένταση όμως. Γίνεται αντιληπτό ότι

3
αυτή η αυξημένη προσοχή είναι κάτι που μπορεί να γίνεται ολόκληρη την ημέρα, παράλληλα
με κάθε άλλη δραστηριότητα. Δεν απαιτεί ιδιαίτερο χρόνο. Απαιτεί μόνο την επιθυμία μας να
το κάνουμε.

Τι συμβαίνει τώρα όταν το κάνουμε αυτό. Κατ΄ αρχήν αδειάζει ο νους μας με φυσικό τρόπο
και δημιουργείται μέσα μας μια κατάσταση αυξημένης προσοχής και εσωτερικής σιωπής. Ας
δούμε όμως κάτι άλλο. Να υποθέσουμε ότι μας ενδιαφέρει κάτι. Πιστεύουμε σε μια ιδεολογία,
σε κάποια πολιτική παράταξη έστω. Τι σημαίνει αυτή η πίστη; Χωρίς να θέλουμε να γίνουμε
ωμοί, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά το τι υπάρχει μέσα μας, θα διαπιστώσουμε ότι η
προτίμησή μας αποτελείται από κάποιες εικόνες στον μυαλό μας. Την εικόνα του αρχηγού
της παράταξης, την εικόνα του συμβόλου της, το πως κουνάει τα χέρια του, τον τόνο της
φωνής του, κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων, τις παιδικές μας αναμνήσεις (πιθανώς από
τους γονείς μας που είχαν τις ίδιες προτιμήσεις) και από κάποιες φαντασιώσεις ότι συζητάμε
με πολιτικούς αντιπάλους, ίσως σε κάποιο καφενείο και με επιχειρήματα τους
κατατροπώνουμε. Όλες αυτές οι ασήμαντες εικονίτσες στο μυαλό μας έχουν κερδίσει ας
πούμε την συμπάθειά μας και μας δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας, ότι ανήκουμε κάπου,
ότι είμαστε κάτι. Είναι όμως απλώς οι σκέψεις μας. Ερωτευτήκαμε τις σκέψεις μας! Το
φαινόμενο αυτό είναι ναρκισσιστικό και δεν έχει καμία σχέση με την εξωτερική
πραγματικότητα.

Τι συμβαίνει τώρα όταν διαλογιζόμαστε; Οι σκέψεις μας αποδυναμώνονται και ίσως τελικά
σταματήσουν. Τι θα απογίνει η πίστη μας στον αρχηγό μας και στην παράταξή μας;
Φυσιολογικά θα σβήσει και αυτή γιατί αποτελείται από σκέψεις, από νοητικές εικόνες. Αν
όμως η συναισθηματική προσκόλληση στις εσωτερικές μας εικόνες είναι μεγάλη, θα
σταματήσει εκεί ο διαλογισμός και δεν θα προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος, γιατί θα
προσκρούσει στο φράγμα των συναισθημάτων μας και των ανασφαλειών μας. Βρισκόμαστε
λοιπόν μπροστά σε ένα, ίσως αστείο, δίλημμα. Ή ο διαλογισμός, ή το κόμμα μας. Αν
προτιμήσουμε τον διαλογισμό (και η επιλογή αυτή δεν γίνεται με την επιφανειακή μας
σκέψη, είναι μια πολύ βαθύτερη διαδικασία) τότε μοιραία θα χάσουμε την πολιτική μας
τοποθέτηση, την αίσθηση της ασφάλειας και του αυτοπροσδιορισμού που παρέχει. Θα
αδειάσουμε και θα μείνουμε γυμνοί. Το κενό αυτό είναι ο πραγματικός διαλογισμός. Είναι
μια κάθαρση.

Αναφέραμε την πολιτική τοποθέτηση ως ένα παράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει όταν


ερωτευόμαστε μια γυναίκα. Ερωτευόμαστε την νοητική μας προβολή, την ίδια μας την σκέψη
γι αυτή την γυναίκα, ή οποία συνήθως είναι φαντασιώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα. Και αυτός είναι ο λόγος που πολύ συχνά οι σχέσεις διαλύονται, όταν με
αυτό το άτομο ζήσουμε λίγο χρόνο και δούμε την πραγματικότητα, η οποία διαφέρει πολύ
από τα αρχικά μας ονειροπολήματα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την θρησκευτική μας
πίστη. Συνηθίζουμε να ταυτίζουμε την πίστη με τις οργανωμένες θρησκείες, γιατί αυτές
παρέχουν τις απαραίτητες εικόνες και εντυπώσεις για να τις αποθηκεύσουμε στην μνήμη μας
και να τις μετατρέψουμε σε νοητικές προβολές. Μια εξωθεσμική πίστη δεν μας δίνει τίποτα.
Μας αφήνει μόνους μας, για να επικοινωνήσουμε με τον Θεό, χωρίς μεσολαβητές και άλλους
επιτήδειους.

Όλα αυτά ακούγονται σκληρά. Αν η ίδια λογική εφαρμοστεί στις έννοιες της πατρίδας, των
εθίμων, της κοινωνίας, της οικογένειας και άλλων πολλών, στο τέλος τις θα μας απομείνει; Θα
καταρρεύσουν οι πλάνες και τα τείχη και θα μας μείνει η πραγματικότητα. Ο αληθινός
διαλογισμός, αργά ή γρήγορα θα συγκρουστεί με όλα αυτά. Θα τα σβήσει με μια κίνηση και
θα μας αφήσει, άδειους και απογυμνωμένους, μόνους μας με την πραγματικότητα του
κόσμου και του εαυτού μας.

Ο διαλογισμός δεν είναι μια τεχνική, την οποία μαθαίνουμε για να αποκτήσουμε την
ικανότητα της συγκέντρωσης και της χαλάρωσης, ώστε να ανακτούμε δυνάμεις και να
συνεχίζουμε ακούραστοι το έργο της εκμετάλλευσης των άλλων και της καταστροφής του
εαυτού μας. Όταν αδειάσει ο νους μας, θα αδειάσει και από όλες τις εξαρτήσεις μας, τις

4
ανόητες πίστεις μας, τις προκαταλήψεις μας και τις φιλοδοξίες μας. Δεν θα αδειάσει μόνο από
το τρέχον και ίσως επιφανειακό ονειροπόλημα.

Το ερώτημα όμως που πρέπει να απευθύνουμε στον εαυτό μας είναι: Αντέχω να αδειάσω, ή
προτιμάω να κρατήσω τα παιχνίδια μου;

ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ

Η πρώτη ερώτηση που κάνει κανείς όσον αφορά την πρακτική εξάσκηση του διαλογισμού,
είναι για τις τεχνικές. Πως δηλαδή γίνεται ο διαλογισμός στην πράξη. Εδώ έχουν γραφτεί και
ειπωθεί πολλά, αυτό που έχει όμως την μεγαλύτερη σημασία, είναι το τι λειτουργεί στην δική
μας περίπτωση. Αυτό που είναι αποτελεσματικό για μας. Όχι για τους άλλους. Λογικό όμως
είναι κάτι που θα φέρει αποτελέσματα σε μας, να μην βοηθήσει κάποιους άλλους και
αντίστροφα. Οι απόψεις που θα αναπτύξω στην συνέχεια είναι απολύτως προσωπικές, δεν θα
ήθελα να απορρίψω καμία τεχνική, το μόνο όμως που μπορώ να κάνω είναι να περιγράψω
το τι λειτούργησε στην δική μου περίπτωση, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθήσει και ορισμένους
άλλους. Αν εκφραστώ αρνητικά για κάποιες τεχνικές, αυτό σημαίνει απλώς ότι δεν
λειτούργησαν σε μένα, ίσως και να με εμπόδισαν, όχι όμως ότι δεν θα ήταν χρήσιμες σε
άλλους ανθρώπους, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας.

Για να ξεκινήσουμε μπορούμε να πούμε ότι ο καλύτερος διαλογισμός είναι αυτός που γίνεται
χωρίς την χρήση καμίας τεχνικής. Μόνο η ουσία του διαλογισμού, που είναι η συνειδητή,
συγκεντρωμένη και δεκτική παρατήρηση. Μια χαλάρωση όλων των λειτουργιών του
ανθρώπου, σώμα, συναίσθημα, νους, χωρίς ύπνο και η ταυτόχρονη δημιουργία κατάστασης
συνειδητής εσωτερικής σιωπής. Δεν χρειάζεται ούτε καν να καθίσουμε κάπου ακίνητοι, με
κλειστά τα μάτια. Αν όμως αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, έχουμε μια απλή τεχνική
με κάποια αξία, μόνο όταν μετά αναλαμβάνουμε όλες μας τις καθημερινές δραστηριότητες,
συνεχίζοντας να διαλογιζόμαστε εν κινήσει.

Κάτι άλλο το οποίο είναι χρήσιμο και ίσως αποτελεί την μοναδική πραγματικά αξιόλογη
τεχνική διαλογισμού, είναι η συνειδητή αναπνοή. Η αβίαστη συγκέντρωση της προσοχής μας
στην αναπνοή, χωρίς όμως εξαναγκασμούς με βάση κάποια πρότυπα όσον αφορά το πόση
ώρα θα κρατήσει αυτό, το ποιος θα είναι ο ρυθμός της και το αν θα παρατηρούμε άλλα
πράγματα ταυτόχρονα. Κατά έναν άγνωστο και αδιόρατο τρόπο η συνειδητή επίγνωση της
αναπνοής, ρυθμίζει την κυκλοφορία της ενέργειας μέσα μας, πράγμα το οποίο προκαλεί μια
γενική χαλάρωση και μια σαφή νοητική διαύγεια. Τα αποτελέσματα της συνειδητής
αναπνοής, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι άμεσα και πολλές φορές εξαιρετικά
αποτελεσματικά. Δεν χρειάζεται να εκτελέσουμε ασκήσεις με συγκεκριμένο ρυθμό και
κρατήματα, όπως στην Γιόγκα. Αρκεί η συνειδητή παρατήρηση.

Αυτή η κατάσταση ίσως τελικά να μην είναι καν κάποια τεχνική, διότι όταν διαλογιζόμαστε,
παρατηρώντας διάφορα πράγματα, μεταξύ των οποίων και το σώμα μας,
συμπεριλαμβάνουμε στην επίγνωσή μας και την αναπνοή. Και έτσι το αποτέλεσμα παράγεται
εντελώς αβίαστα.

Τι γίνεται τώρα με την πληθώρα των τεχνικών οραματισμού που υπάρχουν; Είναι
πραγματικά πάρα πολλές. Τις βρίσκουμε σε διάφορες σχολές, σε σεμινάρια, σε βιβλία, στο
ίντερνετ. Ένας οραματισμός κατ΄ αρχήν είναι μια ψευδής εικόνα. Κάτι που υπάρχει μέσα στο
μυαλό μας. Ας υποθέσουμε ότι οραματιζόμαστε, με κάποια μορφή (σαν φως, σαν άνθρωπο, ή
σαν σύμβολο), τον ανώτερο εαυτό μας. Αυτό που οραματιζόμαστε δεν είναι ο πραγματικός
ανώτερος εαυτός μας, αλλά μια νοητική εικόνα, δικής μας κατασκευής. Αυτό αποσκοπεί στο
να δημιουργήσει μια τέτοια νοητική και συναισθηματική κατάσταση μέσα μας, ώστε να
επικοινωνήσουμε με τον πραγματικό ανώτερο εαυτό μας, ξεπερνώντας τελικά τις δικές μας
νοητικές εικόνες. Ένας οραματισμός όμως, για να γίνει, χρειάζεται κατανάλωση ενέργειας και

5
πρέπει επίσης να πιέσουμε τον εαυτό μας. Αυτή η πίεση λειτουργεί αρνητικά. Κατόπιν, πως
θα μεταπηδήσουμε από την ψεύτικη εικόνα, στον πραγματικό ανώτερο εαυτό μας; Ίσως αυτός
να έχει κάποια άλλα σχέδια. Ίσως θέλει να ασκήσει επάνω μας μια εντελώς διαφορετική
επίδραση από αυτή που εμείς, μέσω της τεχνικής, προσπαθούμε να τον εξαναγκάσουμε να
κάνει. Τότε η τεχνική δεν θα μας βοηθήσει, όχι μόνο λόγω της ενέργειας που θα καταναλώσει,
αλλά και γιατί προσπαθεί να επιβάλλει στο ανώτερο, την θέληση του κατώτερου, δηλαδή την
δική μας. Και ποιος γνωρίζει τι υποσυνείδητες και καταπιεσμένες επιθυμίες κρύβει η δική μας
θέληση;

Με αυτό το σκεπτικό η τεχνική καθίσταται εμπόδιο. Ο οραματισμός του ανώτερου εαυτού


μας, όχι μόνο δεν μας βοηθάει να ενωθούμε μαζί του, αλλά είναι αυτό που μας χωρίζει από
αυτόν, γιατί είναι μια προβολή δική μας, με όλα μας τα προβλήματα. Είναι σαν να του
υποδεικνύουμε τι να κάνει, σαν ο στρατιώτης, με όλη του την άγνοια, να δίνει διαταγές στον
στρατηγό. Θεωρούμε ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι να μπούμε σε μια
κατάσταση ακρόασης, χωρίς να θέλουμε να επιβάλλουμε κάτι στον εαυτό μας, είτε τον
ανώτερο, είτε τον κατώτερο (αν δεχθούμε πως ο διαχωρισμός σε ανώτερο και κατώτερο δεν
είναι ένα απλώς ένα παιχνίδι του νου μας). Μπαίνουμε στην κατάσταση της εσωτερικής
σιωπής, η ενέργειά μας κυκλοφορεί ελεύθερα πλέον μέσα σε όλες μας τις λειτουργίες και έτσι
επιτρέπουμε στο άνω να κάνει αυτό που θέλει. Αυτό που το ίδιο γνωρίζει ότι είναι καλύτερο
για μας. Θα δράσει μέσα μας με τον δικό του τρόπο και θα μας βοηθήσει με την δική του την
σοφία. Αν εμείς προβάλλουμε με τεχνικές, τις δικές μας επιθυμίες, η διαδικασία θα
σταματήσει. Ο τεμπέλης θα ζητήσει χρήματα. Ο σοφός όμως θα του προσφέρει εργασία. Αν ο
τεμπέλης επιμένει να ζητάει χρήματα, αρνούμενος την εργασία, ο σοφός δεν πρόκειται να
αλλάξει γνώμη. Θα τον αφήσει να πεινάσει ώστε να πάρει το μάθημά του. Δεν θα του χαλάσει
περισσότερο τον χαρακτήρα με παροχές. Αυτό είναι ένα αναλογικό παράδειγμα.

Όπως το χρήμα πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα στην κοινωνία, ώστε να έχουμε μια υγιή
οικονομία, ή όπως το αίμα πρέπει να κυκλοφορεί στον οργανισμό μας, έτσι και η ενέργεια
πρέπει να κινείται μέσα μας ελεύθερα. Αυτό το εξασφαλίζει ο διαλογισμός. Η διακοπή της
δημιουργίας νοητικών εικόνων, συναισθηματισμών και εντάσεων επιτρέπει την ελεύθερη
ροή. Τότε κάτι μέσα μας, που δεν το γνωρίζουμε, κάνει ορισμένες ρυθμίσεις. Όχι αυτές που θα
θέλαμε εμείς και που θα ικανοποιούσαν τις επιθυμίες μας. Φυσικά δεν είναι κακό να
προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, δεν χρειάζεται όμως να νομίζουμε ότι
αυτό το κάτι μέσα μας, επιθυμεί ακριβώς τα ίδια, ή με τον ίδιο τρόπο. Ίσως ναι, ίσως και όχι.
Υπάρχει εξ΄ άλλου ο μεγάλος κίνδυνος να προκαλέσουμε μέσα μας εικονικές εμπειρίες. Η
τεχνική έχει την δυνατότητα να κατασκευάσει ψεύτικες, αλλά γοητευτικές εμπειρίες, που δεν
είναι παρά προβολές του υποσυνείδητού μας. Η επιθυμία για απόκτηση εμπειριών, είναι
αυτή που οδηγεί πολλούς στο να εκτελούν τεχνικές, με την χρήση οραματισμών, γιατί σε
κάποια στιγμή αφηρημάδας μέσα στην άσκηση αναλαμβάνει η φαντασία και βλέπουμε ένα
όνειρο. Αυτό το εκλαμβάνουμε ως ανώτερη εμπειρία, προς τέρψιν του πάντα πεινασμένου
για δόξα εγώ μας.

Όλα αυτά είναι ιδωμένα από μια καθαρά προσωπική οπτική γωνία και δεν σημαίνει ότι
οπωσδήποτε ισχύουν για όλους. Ούτε σημαίνει ότι μια τεχνική δεν μπορεί να λειτουργήσει
θετικά. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι που μου έχει συμβεί προσωπικά, οι τεχνικές τέτοιου είδους
(εκτός από την συνειδητή αναπνοή) μάλλον με εμπόδισαν, υποθέτω όμως ότι μπορούν να
προσφέρουν σε άλλους. Δεν είναι καλό να πιστεύουμε ότι η δική μας προοπτική είναι η μόνη
που έχει κάποια αξία. Η ζωή κρύβει εκπλήξεις και κάτι που δεν μπορούμε να το καταλάβουμε
καθόλου και να το λειτουργήσουμε, ίσως το χρησιμοποιεί αποτελεσματικά κάποιος άλλος.
Από την άλλη μεριά όμως, μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για λογαριασμό του εαυτού μας και
να πούμε ό,τι έχουμε καταλάβει εμείς, όσο περιορισμένο και αν είναι. Επίσης δεν πρέπει ποτέ
να ξεχνούμε ότι ο Θεός δεν έχει δώσει μυαλό μόνο σε μας, μόνο στην δική μας οικογένεια,
μόνο στην δική μας πατρίδα, μόνο στην δική μας θρησκεία. Το έχει δώσει και σε άλλους.
Αυτή η προοπτική ίσως είναι ενοχλητική για το εγώ μας, καλό θα ήταν όμως να μάθουμε
πλέον να ζούμε με αυτήν. Η αποκλειστικότητα και ο φανατισμός δεν ωφέλησαν ποτέ
κανέναν.

6
Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Ας υποθέσουμε ότι εκτελέσαμε κάποια άσκηση διαλογισμού και μετά σηκωνόμαστε για να
συνεχίσουμε τις δουλειές μας. Σε τι κατάσταση θα βρεθεί ο νους μας; Μοιραίο είναι σταδιακά
να επανέλθει στην πρότερη χαοτική του κατάσταση, χάνοντας σχεδόν όλα τα πλεονεκτήματα
του διαλογισμού. Προσέξτε όμως: Αν εμείς θεωρούμε ότι ο διαλογισμός είναι κάτι σαν όλες τις
υπόλοιπες δραστηριότητές μας, κάτι που το κάνουμε ή χρησιμοποιούμε, περνώντας μετά σε
κάτι άλλο, τότε θα εγκαταλείψουμε την διαλογιστική κατάσταση για να την
αντικαταστήσουμε με εκείνη την κατάσταση του νου, που όπως νομίζουμε μας εξυπηρετεί στις
επόμενές μας δραστηριότητες. Έτσι δεν θα έχουμε σταθερά αποτελέσματα διότι δεν θα
υπάρχει συνέχεια. Όταν είμαι καθιστός με κλειστά τα μάτια με συμφέρει να διαλογίζομαι,
όταν όμως προσπαθώ να βγάλω χρήματα, ή να απολαύσω το φαγητό μου, ο διαλογισμός
είναι ανεπιθύμητος. Η έννοια του ανεπιθύμητου σημαίνει ότι θα ξεριζώσω από μέσα μου κάθε
κατάλοιπο από την άσκησή μου και τελικά δεν θα καταφέρω ποτέ να διαλογιστώ.

Όταν όμως μέσα μας υπάρχει η πραγματική επιθυμία για διαλογισμό τότε αυτή εξακολουθεί
να ισχύει, άσχετα με το τι κάνουμε εκείνη στην στιγμή στην ζωή μας. Κανείς δεν μπορεί να
μας εξασφαλίσει αυτή την επιθυμία. Αν όμως υπάρχει, τότε ο διαλογισμός καθίσταται μια
συνεχής ενασχόληση και όχι κάτι το περιστασιακό. Η πραγματική διαλογιστική κατάσταση
έχει σχέση με την εσωτερική σιγή, την αυξημένη επίγνωση, την εσωτερική χαλάρωση και την
ευαισθησία της καρδιάς. Συνεπώς είναι κάτι που μπορούμε να το ασκούμε συνεχώς και όχι
μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Κάτι το οποίο γίνεται εν κινήσει θα λέγαμε και εμποτίζει
έτσι όλες μας τις καθημερινές δραστηριότητες, εσωτερικές και εξωτερικές, μεταμορφώνοντας
με αυτόν τον τρόπο την ζωή και τον εαυτό μας.

Για τους περισσότερους αυτό ακούγεται ως κάτι το υπερβολικό, ή τουλάχιστον κουραστικό.


Αφού λοιπόν δεν τους ελκύει, ας το αφήσουν στην άκρη και ας κάνουν αυτό που επιθυμούν.
Ούτως ή άλλως ούτε αυτό θα κρατήσει πολύ. Συνήθως με αυτά τα πράγματα ασχολούνται
άτομα νεαρής ηλικίας. Μόλις βρουν γυναίκα, ή άνδρα αντίστοιχα και κάποια δουλειά,
σταματούν τον διαλογισμό που τον χρησιμοποιούσαν στην πραγματικότητα σαν θλιβερό
υποκατάστατο την έλλειψης καλής ψυχικής επικοινωνίας με κάποιον άνθρωπο του άλλου
φύλλου. Δεν θέλουμε να γίνουμε κυνικοί, αλλά η ηλικιακή και κοινωνική σύσταση των μελών
πολλών σχολών μεταφυσικής αυτό μας δείχνει. Πάνε εκεί για να καλύψουν ψυχολογικά
κενά. Καμία σχέση με εσωτερισμό. Το ίδιο μας δείχνει και η ηλικιακή σύσταση και η
κοινωνική κατάσταση των μανιωδώς ασχολούμενων π.χ. με τους υπολογιστές. Κάποιος μου
είχε πει κάποτε ότι αν θέλουμε να διαπιστώσουμε την γνησιότητα των μεταφυσικών
ενδιαφερόντων μιας γυναίκας, θα πρέπει να περιμένουμε πρώτα να παντρευτεί και να κάνει
παιδιά. Αν λοιπόν γίνει μητέρα και διατηρήσει τα ενδιαφέροντά της, σημαίνει ότι αυτά ήταν
γνήσια. Αυτό συμβαίνει σπάνια. Φυσικά τα ανάλογα ισχύουν και για τους άνδρες, μόνο που
εκεί υπεισέρχεται η επιτυχία στην ζωή και ορισμένοι ανόητοι παράγοντες, όπως αγορά
αυτοκινήτου, κινητού τηλεφώνου και κάτι τέτοια. Τέτοιου είδους πράγματα πρέπει να τα
γνωρίζουμε για τον εαυτό μας. Σημασία έχει λοιπόν να είμαστε όσο μπορούμε περισσότερο
ξεκαθαρισμένοι, έχοντας αυτογνωσία. Η επιθυμία μας για διαλογισμό είναι επιθυμία για
διαλογισμό, ή απλώς δεν έχουμε γυναίκα;

Ας γυρίσουμε τώρα στο θέμα μας. Όταν φροντίζουμε να διαλογιζόμαστε κατά την διάρκεια
της ημέρας, αυτό σημαίνει ότι ο εσωτερικός μας κόσμος βρίσκεται σε μια κατάσταση
ιδιαίτερης αντιληπτικής ευαισθησίας. Προσλαμβάνει τις εντυπώσεις με τέτοιο τρόπο, που τις
αποτρέπει να γίνουν βορά του εγώ μας. Αν κάποιος, για παράδειγμα, μας επαινέσει, ή μας
κατηγορήσει, εμείς αντιδρούμε με υπερηφάνεια, ή με οργή και απογοήτευση. Αυτή είναι
πάντα η αντίδραση του εγώ. Όταν ο νους βρίσκεται σε διαλογιστική κατάσταση, η αυξημένη
επίγνωση μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε επί τόπου τις αντιδράσεις του εγώ, γιατί δεν
είμαστε αφηρημένοι και τις εξαλείφει (γιατί αυτές ξεκινάνε από την σκέψη της προσβολής και
του ότι είμαστε κάποιοι σπουδαίοι), χωρίς εμείς να αναγκαστούμε να τις καταπιέσουμε,
πράγμα το οποίο θα δημιουργούσε παραμορφώσεις μέσα μας. Όταν δεν σκεφτόμαστε, δεν
μπορούμε φυσικά να τροφοδοτήσουμε την οργή μας με σκέψεις... Αλλάζει έτσι η
συμπεριφορά μας και η στάση μας απέναντι στην ζωή και στον εαυτό μας. Κάτι τέτοιο

7
ενδέχεται να μην μας είναι ιδιαίτερα επιθυμητό. Ίσως να βολευόμαστε με έναν δεκάλεπτο
διαλογισμό ημερησίως, ώστε μετά να έχουμε όλη την μέρα δική μας, προκειμένου να
ικανοποιήσουμε τα παιχνίδια του εγώ μας. Ο διαλογισμός όμως διαλύει τις διάφορες
εμπλοκές πριν ακόμα αυτές καλά καλά δημιουργηθούν, με αποτέλεσμα την άμεση
απελευθέρωση του ψυχικού μας κόσμου από τις ξένες επιρροές, τα κατακλυσμικά
συναισθήματα, τις ανισόρροπες σκέψεις και τις ανεξέλεγκτες πράξεις. Αν την στιγμή ενός
επίμαχου περιστατικού, παρουσιάσουμε κάποιες ανεξήγητες αντιδράσεις, αμέσως καθίσταται
φανερή η αιτία τους, διότι αυτό που την έκρυβε ήταν η διαδικασία της σκέψης, την οποία το
εγώ χρησιμοποιεί, όχι μόνο για να πετυχαίνει τους στόχους του, αλλά και για αυτοάμυνα από
την ίδια μας την συνείδηση. Αυτό κάνει την διαδικασία της αυτοανάλυσης περιττή, διότι η
αλήθεια βρίσκεται μπροστά μας ολοφάνερη.

Ενώ λοιπόν ομιλούμε, τρώμε, εργαζόμαστε, ξεκουραζόμαστε, διασκεδάζουμε,


παρακολουθούμε προσεκτικά, με συγκέντρωση της προσοχής, τι κάνουμε, τι συμβαίνει έξω
μας και μέσα μας. Δηλαδή διαλογιζόμαστε. Αν έχουμε αντιληφθεί την σπουδαιότητα αυτής
της κατάστασης τότε δεν θα μας πολεμήσει ο ίδιος μας ο εαυτός και θα σημειώσουμε γρήγορη
πρόοδο. Αυτό όμως είναι αρκετά σπάνιο φαινόμενο και αφορά ανθρώπους ιδιαίτερα
ξεκαθαρισμένους με τον εαυτό τους. Η συνεχής αυτή αυτοπαρατήρηση διαλύει επί τόπου
οτιδήποτε δεν είναι προϊόν της δικής μας συνείδησης. Έμμονες ιδέες, φοβίες, αρνητικά
συναισθήματα, ιδεολογίες, συνήθειες κ.λ.π. προσφέροντάς μας έτσι μια ζωή περισσότερο
συνειδητή. Η προσοχή δρα μέσα μας με έναν καταλυτικό τρόπο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η κατάσταση είναι το να ζούμε στο εδώ και τώρα. Είναι
μια διαδικασία συνειδητής παρουσίας στον εαυτό μας και στην ζωή μας. Αυτές οι εκφράσεις
έχουν κακοποιηθεί αρκετά, διότι χρησιμοποιούνται συνεχώς, από ανθρώπους που δεν
καταλαβαίνουν την βαθύτερη σημασία τους. Ζω στο εδώ και τώρα όχι μόνο όταν είμαι
προσγειωμένος στην πραγματικότητα, όπως συνήθως λέμε, αλλά όταν ο νους μου δεν
σχηματίζει καθόλου σκέψεις και εικόνες (ασφαλώς εκείνες που είναι περιττές και όχι αυτές
που μας βοηθούν π.χ. να συνομιλήσουμε, να εργαστούμε, ή να επιλέξουμε το μεσημεριανό
μας γεύμα). Οι σκέψεις είναι πράγματα που συνέβησαν ή που υπολογίζουμε ότι θα συμβούν,
αφορούν δηλαδή το παρελθόν ή το μέλλον, ή είναι πράγματα που δεν συμβαίνουν εδώ, γιατί
για παράδειγμα σκεφτόμαστε κάποιον άλλον άνθρωπο, που δεν είναι παρών. Όταν
συνομιλούμε με κάποιον πρέπει να δίνουμε όλη μας την προσοχή σε αυτά που λέει και σε
αυτά που αισθανόμαστε εμείς. Αυτή είναι η παρούσα πραγματικότητα. Αν όμως εμείς
σκεφτόμαστε τις απόψεις μας γι αυτόν τον άνθρωπο, που τις σχηματίσαμε από παρελθούσες
εμπειρίες, τότε έχουμε μέσα μας κάτι που δεν διαδραματίζεται στο εδώ και τώρα. Ζούμε με
μια φαντασίωση, άσχετα με το ότι όλα αυτά κάποτε συνέβησαν και ενδεχομένως έχουν την
χρησιμότητά τους. Δεν προσλαμβάνουμε την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά την
αναμιγνύουμε με τις δικές μας προβολές και προκύπτει έτσι ένα υβρίδιο της
πραγματικότητας. Ζούμε σε μια πραγματικότητα δικής μας κατασκευής.

ΠΑΡΟΥΣΙΑ – Η ΑΣΚΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ


Έχουμε αναρωτηθεί άραγε αν υπάρχουν διαφορετικά είδη συγκέντρωσης; Όταν για
παράδειγμα ασχολούμαστε με ένα θέμα, ή μια δραστηριότητα που μας ενδιαφέρει
πολύ. Όταν βλέπουμε κάτι στην τηλεόραση, που απορροφά την προσοχή μας. Τότε
είμαστε προσηλωμένοι, δεν απασχολούμαστε με τίποτε άλλο και ο χρόνος κυλάει
χωρίς καν να το καταλάβουμε. Αναμφισβήτητα είναι μια κατάσταση συγκέντρωσης.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά της; Στην πραγματικότητα η προσοχή μας είναι
εστιασμένη στο αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας, όπως όταν τα παιδιά παίζουν
κάποιο παιχνίδι, αλλά ταυτόχρονα έχουμε απορροφηθεί από αυτό. Έχουμε χάσει την
επίγνωση του ίδιου μας του εαυτού. Και αυτό δεν είναι, κατά την γνώμη μου πάντοτε,
το ζητούμενο. Ενώ είμαστε προσηλωμένοι, έχουμε ξεχαστεί.
Φαίνεται όμως, πως υπάρχει και ένα δεύτερο είδος προσήλωσης, που χαρακτηρίζεται
από την διπλή προσοχή. Είμαστε εστιασμένοι στο αντικείμενο που μας απασχολεί,
αλλά ταυτόχρονα ένα μέρος της επίγνωσής μας, στρέφεται προς τον ίδιο μας τον

8
εαυτό. Προς την αίσθηση του εγώ είμαι. Δεν έχουμε απορροφηθεί, δεν έχουμε
ξεχαστεί, αλλά είμαστε συνειδητοί. Στην προηγούμενη όμως κατάσταση η
συνειδητότητά μας ήταν ελαττωμένη. Το δεύτερο είδος συγκέντρωσης, που είναι και
το ζητούμενο, συνοδεύεται από την ταυτόχρονη επίγνωση του εαυτού μας, από μια
άφωνη αίσθηση, από ένα σιωπηλό, χωρίς σκέψεις: εγώ προσέχω. Νομίζω ότι αυτό
είναι το κλειδί του διαλογισμού, αυτό το οποίο κάνει την διαφορά μεταξύ της κοινής
συγκέντρωσης και της διαλογιστικής συγκέντρωσης. Η διπλή προσοχή. Ένα μέρος
επίγνωσης στο αντικείμενο, ή στην δραστηριότητα της συγκέντρωσής μας και το
άλλο μέρος στραμμένο στο σιωπηλό, χωρίς μορφές, εγώ προσέχω. Συγκεντρωμένος
είναι και ένας μαθητής όταν μελετάει. Δεν υπάρχει όμως η σιωπηλή επίγνωση στο
υπόβαθρο του νου του, η επίγνωση του εγώ προσέχω, εγώ μελετάω. Εγώ, όχι σαν την
γνώση του ονόματός μας, της καταγωγής μας, του φύλλου μας, αλλά εγώ σαν
συνολική αίσθηση του εαυτού μας, σαν αίσθηση του παρατηρητή. Πρέπει λοιπόν να
έχουμε την αίσθηση του σιωπη-λού παρατηρητή, του μάρτυρα.
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ συνείδησης και ασυνειδησίας, συνειδητότητας και
νυσταλέας εγρήγορσης, δεν είναι το κατά πόσο είμαστε συγκεντρωμένοι, αλλά κατά
πόσο είναι ενεργοποιημένος ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής. Αυτός είναι μια
καινούργια παράμετρος μέσα μας. Η ύπαρξη αυτού του παράγοντα δημιουργεί την
κατάσταση της συνειδητής παρουσίας στο εδώ και τώρα και είναι ο αληθινός
διαλογισμός. Όταν λέμε αυτά οι περισσότεροι θα νομίσουν ότι πρόκειται για την
συνειδητοποίηση του ποιοι είμαστε, με την κοινή έννοια. Είμαστε ο Κος Τάδε, με
αυτό το επάγγελμα, με την συγκεκριμένη οικογενειακή κατάσταση, τόσα λεφτά, τόσα
πτυχία... κ.λ.π. Ο παρατηρητής όμως δεν είναι όλο αυτό το συνοθύλευμα κοινωνικών
και επίκτητων χαρακτηριστικών, αλλά μια εσωτερική επίγνωση της συνολικής
αίσθησης του όντος μας, χωρίς όλα τα προηγούμενα, που είναι και λιγάκι ανώριμο να
αυτοπροσδιοριζόμαστε βάσει αυτών, γιατί οδηγούμαστε έτσι σε περιπέτειες
εξάρτησης από την κοινωνική μας εικόνα.
Μπορεί λοιπόν εμείς να νομίζουμε ότι διαλογιζόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα να
είμαστε απορροφημένοι, ταυτισμένοι, χωρίς να λειτουργεί μέσα μας η κατάσταση της
συνειδητής παρουσίας. Μπορεί να έχουμε και εμπειρίες μάλιστα. Είναι όμως
εμπειρίες ύπνου. Κάτι σαν τα όνειρα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να
έχουν κάποια αξία. Δεν είναι όμως η κατάσταση της αυξημένης συνείδησης, που
επιδιώκουμε. Υπάρχει όμως και μια μετεξέλιξη της κατάστασης της συνειδητής
παρουσίας. Αρχικά υπάρχει η χωρίς σκέψεις αίσθηση του εγώ προσέχω, η οποία σε
κάποια στιγμή μπορεί να υποστεί μια μεταμόρφωση σε προσοχή χωρίς το εγώ. Το εγώ
προσέχω, μετατρέπεται σε σκέτη προσοχή. Ποιος όμως προσέχει; Πάντως όχι αυτός
που ήμασταν πριν από λίγο... Σαν να μην υπάρχει πλέον εκεί κανείς. Δεν υπάρχει
αφηρημάδα και απορρόφηση, αλλά εισερχόμαστε σε μια κατάσταση με μειωμένο
εγώ. Ενωνόμαστε με το περιβάλλον μας, είτε το εσωτερικό, είτε το εξωτερικό και η
αρετές της δεκτικότητας, της ανοχής και της συμπόνιας λόγω του γεγονότος αυτού,
αυξάνουν.
Η κατάσταση της παρουσίας είναι μια διαφορετική κατάσταση συνειδητότητας. Δεν
μπορεί να την προκαλέσει κάποιος μέσα του, εκ του μη όντος. Χρειάζεται
προεργασία και ωριμότητα. Πρέπει να έχει προηγηθεί δουλειά με τον εαυτό μας σε
ζητήματα αποταύτισης και αυτοσυνειδησίας. Κάποιος οπαδός, οποιουδήποτε
πράγματος, κόμματος, ομάδας, ιδεολογίας, είναι πολύ δύσκολο να βιώσει αυτή την
κατάσταση. Δεν θα μπορέσει γιατί μέσα του είναι ζωντανή και ενεργή η τάση της
απορρόφησης από εξωτερικές καταστάσεις. Πως ο οπαδός, με την σημαιούλα στο
χέρι, ή ο φίλαθλος με το χυδαίο λεξιλόγιο του όχλου του, ή η μητέρα που είναι
βυθισμένη στα πραγματικά ή φανταστικά οικογενειακά της προβλήματα, θα

9
μπορέσουν να ενεργοποιήσουν μέσα τους τον παρατηρητή; Μια πραγματικότητα
βαθιάς αποταύτισης, ελευθερίας και ηθικότητας. Η αποστασιοποίηση αυτή θα τους
έκανε αυτομάτως να αποβάλλουν την προηγούμενή τους ανωριμότητα. Το θέλουν
όμως; Αυτός είναι και ο λόγος που σε αυτή την ιστοσελίδα του διαλογισμού, υπάρχει
μια σειρά μελετών, πάνω σε διάφορα θέματα που α-φορούν την επεξεργασία του
εσωτερικού μας κόσμου. Πολλοί ίσως αναρωτηθούν ποια είναι η σχέση τους με τον
διαλογισμό, όμως χωρίς αυτά ο διαλογι-σμός είναι μάλλον αδύνατος. Όταν είμαι
συνειδητά παρών μέσα στον εαυτό μου, πως είναι δυνατόν να τρέχω πίσω από τις
διάφορες υπνωτικές υποβολές της σημερινής μας κοινωνίας;
Η ειδοποιός διαφορά λοιπόν μεταξύ της συνήθους συγκέντρωσης της προσοχής μας
και του διαλογισμού είναι κατά την γνώμη μου, η συνειδητή παρουσία μέ-σα στον
εαυτό μας, αλλά και του εαυτού μας στο περιβάλλον μας. Η παρουσία αυτή είναι μια
κατάσταση της συνειδητότητάς μας. Είναι το να παρατηρούμε και το έξω και το
μέσα. Να μην είμαστε απορροφημένοι, αλλά σε επαγρύπνηση. Όχι απλώς κοιτάζω,
αλλά εγώ κοιτάζω, χωρίς όμως την σκέψη περί του εγώ, αλλά με μια άφωνη αίσθηση,
χωρίς λέξεις. Αυτό το εγώ σταδιακά αλλάξει την μορφή του, δεν είναι πλέον: εγώ ο
Τάδε, αλλά ο παρατηρητής. Ανυψώνεται και μετα-στοιχειώνεται σε μια όλο και
ανώτερη οπτική γωνία που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας. Δεν είναι μια
διανοητική εξήγηση ή φιλοσοφία ζωής, αλλά μια κατάσταση της αντιληπτικότητάς
μας. Ανώτερη οπτική γωνία όμως σημαίνει και ανώτερη ηθική. Ανοχή, αγάπη,
δεκτικότητα, κατανόηση, διάκριση, προσφορά, εσωτερική ελευθερία, να μπορούμε να
μπαίνουμε στην θέση του άλλου. Έξω από τύπους, δόγματα και μακριά από την κοινή
γνώμη.
Πρέπει να ξεφύγουμε από την μονομανία του εγώ. Αυτό είναι βέβαια ένας χρήσιμος
παράγοντας προκειμένου να μπορέσουμε να ζήσουμε την ζωή μας. Να γνωρίζουμε
ποιοι είμαστε, πως να εργαστούμε, πως να σκεφτούμε, πως να θυμόμαστε που είναι
το σπίτι μας και ποιοι είναι οι φίλοι μας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτός ο
παράγοντας μέσα μας, που δημιουργείται από τις καθημερινές μας εμπειρίες και τις
ανάγκες μας, έχει υπερβολικά διογκωθεί. Έχει κυριαρχήσει στην ζωή μας, στις
σκέψεις μας και στα συναισθήματά μας. Το εγώ είναι ένα σύνολο από σκέψεις,
αναμνήσεις (πολύ συχνά διασκευασμένες κατά πως μας βολεύει) και αισθήματα,
χρωματισμένο από την εντύπωση του διαχωρισμού μας από τους άλλους και από το
περιβάλλον μας. Πρέπει να μπει στην θέση του. Εί-ναι ένα εργαλείο, όχι το παν. Ίσως
το εγώ να είναι τελικά μια σκέψη. Η σκέψη ότι είμαστε χωριστά άτομα. Κάποια
πρωτογενής διανοητική αντίληψη. Αυτή όμως είναι μόνο η μια πλευρά της
πραγματικότητας, ένα επίπεδο του ανθρώπινου όντος. Η άλλη πλευρά είναι η
πνευματική, που χαρακτηρίζεται από την ενότητα, από το μη-εγώ. Ο παρατηρητής για
τον οποίον μιλήσαμε δεν είναι το εγώ. Δεν παρατηρούμε ως εγώ, αλλά και το ίδιο το
εγώ είναι αντικείμενο παρα-τήρησης. Όταν η σκέψη σιγήσει, σιωπάει και το εγώ.
Παίρνει τις σωστές του διαστάσεις και όλα πλέον είναι στην θέση τους.

"ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ"

Όταν αρχίσουμε να ασχολούμαστε με τον διαλογισμό, πάντοτε διαπιστώνουμε ένα


ασυγκράτητο χείμαρρο σκέψεων να μας κατακλύζει. Είναι αδύνατον να τον σταματήσουμε
και όσο περισσότερο πιεζόμαστε, τόσο αυτός ενδυναμώνεται και μάλιστα πολλές φορές
συμβαίνει να έχουμε την σκέψη ότι δεν σκεφτόμαστε, να ονειροπολούμε ότι είμαστε
συγκεντρωμένοι. Σκεφτόμαστε ότι διαλογιζόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα μας έχουν
κατακλύσει οι άσχετες σκέψεις. Η πίεση και η κατά μέτωπο επίθεση με την δύναμη της
θέλησής μας, δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Ο ανυπάκουος νους μας τρέφεται κατά κάποιο
τρόπο από τις προσπάθειές μας και ενισχύει την πεισματική του αντίσταση.

10
Τι πρέπει να κάνουμε; Φαίνεται πως είναι αδύνατον να σταματήσουμε τις σκέψεις μας.
Μπορούμε όμως να τις αφήσουμε να σταματήσουν μόνες τους, όταν πάψουμε να
τροφοδοτούμε με ενέργεια την πηγή τους; Αυτό είναι μια καλή ιδέα, αρκεί να ανακαλύψουμε
την πηγή των ανεξέλεγκτων σκέψεων και το είδος της ενέργειας που καταναλώνουν. Ας
δούμε λοιπόν σε πρώτη φάση γιατί σκεφτόμαστε. Ασφαλώς δεν εννοούμε το χρήσιμο είδος
διανοητικής δραστηριότητας, όπως το πως θα δουλέψουμε, τι θα φάμε το μεσημέρι, πως θα
συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους, ποιόν δρόμο θα ακολουθήσουμε για να πάμε κάπου.
Αυτές οι σκέψεις είναι χρήσιμες. Αποτελούν όμως ίσως ένα δέκα τοις εκατό της
δραστηριότητας του νου μας. Και οι ίδιες ακόμα δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένες. Όσο π.χ.
σκεφτόμαστε το τι θα φάμε το μεσημέρι, ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, εισχωρούν άλλες
άχρηστες. Κάποια παράλληλη φαντασίωση, άσχετη με το θέμα, τραγουδάκια, ασύνδετες
λέξεις, ονειροπολήματα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχουν και οι σκέψεις που θα μας
χρειαστούν. Δεν είναι μόνο οι περιττές σκέψεις, αλλά και η έλλειψη εστιασμού κατά την
διάρκεια των χρήσιμων σκέψεων.

Τι προκαλεί όμως αυτές τις συνεχείς παρεμβολές, που καταναλώνουν τόσο πολύ ενέργεια και
που αν αυξηθούν σε ένταση δημιουργούν παθολογικές καταστάσεις; Τι σκεφτόμαστε; Η
άχρηστη σκέψη είναι πολλά ασύνδετα κομμάτια, όπως εκ πρώτης όψης φαίνεται, ή έχει
κάποιο κεντρικό πυρήνα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται; Είναι πολλά θέματα, που
γεννιούνται μέσα μας, με αναρχικό τρόπο, ή υπάρχει κεντρική ιδέα, πίσω από το
φαινομενικό χάος; Και αν υπάρχει, ποια είναι αυτή; Αν την ανακαλύψουμε θα μάθουμε τον
λόγο για τον οποίο σκεφτόμαστε συνεχώς με πυρετώδη τρόπο και θα μάθουμε επίσης γιατί
δεν μπορούμε να εστιάσουμε κάπου την προσοχή μας, γιατί μας απορροφούν τόσα πολλά
πράγματα και ξεχνάμε τον εαυτό μας.

Μόνο η αυτοπαρατήρηση μπορεί να μας βοηθήσει. Πρέπει όμως να είναι διεισδυτική και
ακριβής, χωρίς πολύπλοκες διανοητικές εξηγήσεις. Κατά την γνώμη μου σκεφτόμαστε
ασταμάτητα γιατί έτσι συντηρούμε μέσα μας, την αίσθηση του "εγώ". Σκεφτόμαστε τι θα
πούμε, τι θα κάνουμε, τι θα μας πούνε, πλάθουμε φανταστικές ιστορίες, με εμάς
πρωταγωνιστές, όταν σκεφτόμαστε τους άλλους είναι πάντοτε σε συνάρτηση με τους εαυτούς
μας, με τις ανάγκες μας, με τα απωθημένα μας. Στην ουσία περιγράφουμε συνεχώς στον
εαυτό μας, τον ίδιο μας τον εαυτό και την ζωή μας, παρελθούσα, παρούσα και μέλλουσα.
Μέσα μας αντηχεί ένα ασταμάτητο "εγώ… εγώ… εγώ…". Κάνουμε επίσης συχνά τις
απαραίτητες τροποποιήσεις, έτσι ώστε να έχουμε πάντοτε δίκιο και να δείχνουμε στους
άλλους σπουδαίοι, ή άχρηστοι, ανάλογα με το τι είδους απωθημένα έχουμε. Σκεφτόμαστε και
στο υπόβαθρο, βαθιά μέσα μας, "τρέχει" κάποια παράλληλη φαντασίωση, όπως μπορεί να
"τρέχει" κάποιο πρόγραμμα σε έναν υπολογιστή, χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό από
τον χρήστη. Αυτό το υπόγειο "πρόγραμμα" του μυαλού μας, κάνει τις απαραίτητες
διορθώσεις, έτσι ώστε να συντηρηθεί μια ικανοποιητική για μας αυτοεικόνα. Είναι ένα είδος
υποσυνείδητης αυτοψυχοθεραπείας, (ή πρόκλησης ψυχασθένειας).

Έχουμε έστω ζήσει κάποια αποτυχία στην ζωή μας, μας εγκατέλειψε μια γυναίκα. Κάνουμε
"αποσόβηση" του πλήγματος, ενεργοποιώντας κάποιο είδος εσωτερικού "αμορτισέρ".
Κατασκευάζουμε φανταστικές ιστορίες στο μυαλό μας, όπου τα γεγονότα είναι διαφορετικά
από αυτά που συνέβησαν στην πραγματικότητα. Στην παραποιημένη απόδοση των
γεγονότων, εμείς είμαστε που έχουμε όλο το δίκιο και εμείς είμαστε που ταπεινώνουμε αυτή
την γυναίκα, που μας εγκατέλειψε. Έτσι περισώζουμε την αυτοεικόνα μας και θεραπεύουμε
το εσωτερικό τραύμα, αλλάζοντας τα συναισθήματά μας. Οι πυρετώδεις φαντασιώσεις
σταματούν είτε όταν εξαντληθούν τα ενεργειακά αποθέματα του νευρικού μας συστήματος,
είτε όταν κατορθώσουμε να αλλάξουμε τα συναισθήματά μας, αποκαθιστώντας τον χαμένο
αυτοσεβασμό μας, ή ικανοποιώντας μια μας επιθυμία, έστω και με έναν μυθολογικό θα
λέγαμε τρόπο.

Εξ' άλλου η παραποίηση της ιστορίας ενός έθνους εξυπηρετεί έναν ανάλογο στόχο, σε επίπεδο
κοινωνίας. Να δημιουργήσει μια φανταστική εθνική οντότητα, άξια σεβασμού. Δημοτικά
τραγούδια, έπη, ήρωες, χαμένες πατρίδες, "πάλι με χρόνια και καιρούς…", ακόμα και το "οι
Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα στρατιωτικά, οι Έλληνες όμως κατέκτησαν τους Ρωμαίους

11
με τον πολιτισμό τους", εξυπηρετούν τον συλλογικό μας μύθο, με σκοπό να απαλυνθούν οι
εθνικές μας ταπεινώσεις, που δεν μπορούμε να αντέξουμε. Υποθέτω ότι πολλές τέτοιες
διαδικασίες είναι, για το δικό μας επίπεδο, αρκετά χρήσιμες, για κάποιο υψηλότερο όμως
επίπεδο είναι εμπόδιο. Μας προστατεύουν από την αλήθεια που δεν μπορούμε να
αντικρίσουμε και να χειριστούμε, μας δίνουν όμως, στην θετική τους όψη, ελπίδα για το
μέλλον. Ψεύτικη μεν, αλλά προσωρινά ανακουφιστική. Όλα αυτά φαίνονται σαν να γίνονται
από μόνα τους, γιατί είναι υποσυνείδητα, όμως κατά βάθος θέλουμε να συμβαίνουν.
Προσπαθούμε να διαλογιστούμε, αλλά θέλουμε ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε,
γιατί νοιώθουμε ότι αυτό είναι κάτι το πολύ ζωτικό για μας.

Η πυρετώδης και ανεξέλεγκτη σκέψη είναι λοιπόν μια διαδικασία "υποστύλωσης" του υπό
κατάρρευση εγώ μας. Και είναι υπό κατάρρευση γιατί η ζωή δεν είναι εαυτοκεντρική. Δεν
είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου, ούτε κάποιος άλλος. Ούτε ο εαυτός μας αποτελείται μόνο
από το εγώ. Υπάρχει και το Πνεύμα. Σκεφτόμαστε συνεχώς, εκτός βέβαια από τις απαραίτητες
σκέψεις, θέλοντας να συντηρήσουμε την αίσθηση του "εγώ" και την εικόνα που έχουμε για
την ζωή μας και κάθε διακοπή της διαδικασίας αυτής, αποτελεί μεγάλη απειλή για την
αυτοεικόνα μας. Η ζωή που δεν είναι εαυτοκεντρική, θα γκρεμίσει την πλαστή αυτοεικόνα
μας και θα βάλει το διογκωμένο εγώ μας στην θέση του, που είναι μια από τις πολλές
λειτουργίες του ανθρώπου, χρήσιμη για ορισμένα πράγματα, πρέπει όμως να κάνει πίσω, σε
πολλά άλλα. Γι αυτό και ο νους αντιδρά τόσο πεισματικά και επιδέξια σε κάθε προσπάθεια
ελέγχου του.

Αν καταργήσουμε την περιττή σκέψη τότε το ψεύτικο εγώ, που με τόσο κόπο έχουμε
δημιουργήσει και από το οποίο έχουμε γαντζωθεί, θα καταρρεύσει. Και τότε είναι που
προβάλλει ο φόβος του αγνώστου και του θανάτου. Αν εγώ δεν είμαι το εγώ, τότε ποιος είμαι;
Μήπως θα χαθώ; Όλη αυτή η εσωτερική φλυαρία, αυτή η αδιάκοπη συζήτηση με τον εαυτό
μας, μπορεί να έχει τον τίτλο "Εγώ και η ζωή μου, όπως με βολεύει". Είναι ένα αληθοφανές
μυθιστόρημα. Δεν είναι η πραγματικότητα. Φτιάχνουμε έναν φανταστικό κόσμο, έναν
φανταστικό εαυτό και γαντζωνόμαστε από αυτόν, γιατί μας τρομοκρατεί η πιθανότητα του
αγνώστου, όπου η ζωή είναι διαφορετική και ο εαυτός μας δεν είναι πλέον αυτό που
νομίζουμε ότι είναι. Υπάρχει όμως κάτι άλλο, εκτός από το τεχνητά διογκωμένο εγώ μας, που
να είναι ο πραγματικός μας εαυτός; Μήπως το μικρό φοβισμένο, νευρωτικό και μεγαλομανές
δωματιάκι, που έχουμε με τόσο κόπο διακοσμήσει, δεν είναι όλος ο κόσμος; Μήπως αν
βγούμε από εκεί δεν θα βυθιστούμε στην ανυπαρξία, αλλά θα ζήσουμε μια ζωή καλύτερη,
γιατί υπάρχουν και άλλα δωμάτια στο σπίτι;

Αυτή η ασταμάτητη λοιπόν εσωτερική συζήτηση με τον εαυτό μας, περιγράφει τον εαυτό μας,
την ιστορία μας και την ζωή μας, έτσι όπως μας εξυπηρετούν, με όλες τις απαραίτητες
εξιδανικεύσεις, ή υποβαθμίσεις, ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή μας. Ένα κράμα αλήθειας και
ψεύδους, που φτιάχνει όμως έναν εαυτό και έναν κόσμο, γνωστό, λογικοφανώς
ταξινομημένο, που μας προστατεύει από την αλήθεια για τον εαυτό μας. Με την βοήθεια της
περιγραφής της προσωπικής ιστορίας μας, παραχώνουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί.
Μιλάμε συνεχώς με τον εαυτό μας, για να μην βγουν στην επιφάνεια οι αδυναμίες μας και
ότι άλλο μας τρομάζει, ή αλλάζει ριζικά την ζωή μας. Αν καταρρεύσει η εικόνα που
κατασκευάσαμε για το άτομό μας, τότε θα αναδυθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν
αντέχουμε να αντικρίσουμε κατά πρόσωπο. Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας δεν θα
μπορέσει να αντέξει την επίθεση αυτή και θα διαλυθεί. Τι θα είμαστε τότε; Προφανώς ο
αληθινός μας εαυτός, αλλά τολμούμε να κάνουμε αυτό το τρομακτικό άλμα στο άγνωστο;
Μάλλον όχι. Για να είμαστε και δίκαιοι με τον εαυτό μας, ίσως να είναι μετρημένοι στα
δάχτυλα οι άνθρωποι που είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Για τους υπόλοιπους, το ένα και
μοναδικό άλμα πρέπει να διασπαστεί σε πολλά μικρότερα και πιο "εύπεπτα" πηδηματάκια.
Λιγότερο ριζοσπαστικά, λιγότερο αφανιστικά για το εγώ μας.

Θα ρωτούσε τώρα κανείς, τι πρέπει να κάνουμε για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση.
Μακάρι να γνώριζα την απάντηση. Υπάρχει όμως μια πιθανότητα να μπορεί να μας
βοηθήσει η παρατήρηση, η βιωματική γνώση και διαπίστωση αυτών των λειτουργιών μέσα
μας. Οι μηχανισμοί που περιγράψαμε φαίνεται πως λειτουργούν μόνο στην κατάσταση της

12
ταύτισης. Όταν είμαστε αφηρημένοι ως προς αυτούς, ταυτισμένοι μαζί τους, ή με κάτι άλλο,
συμμετέχοντας με έναν μηχανικό τρόπο, τότε οι μηχανισμοί αυτοί λειτουργούν, γιατί έχουν
καταφέρει να μας κάνουν να ξεχαστούμε και μας έχουν παρασύρει. Σαν να μας έχουν
υπνωτίσει.

Όταν όμως τοποθετούμαστε στην οπτική γωνία του παρατηρητή, τους παρακολουθούμε από
έξω και χάνουν τότε την δύναμή τους επάνω μας. Για να μας εξουσιάσουν πρέπει να μας
έχουν πείσει για την χρησιμότητά τους, ή να μας έχουν κατά κάποιο τρόπο εκφοβίσει. Αν
τους παρατηρούμε από την θέση του αποστασιοποιημένου παρατηρητή, τότε ήδη έχουμε
κάνει το πρώτο βήμα. Ίσως λοιπόν η παρατηρητική επίγνωση, να μας αποταυτίζει από
αυτούς. Βλέπουμε τι συμβαίνει μέσα μας, "ξεσκεπάζουμε" τους μηχανισμούς της ύπνωσής μας
και τότε αυτοί διακόπτουν την λειτουργία τους, γιατί δεν τους τρέφουμε εμείς με το ίδιο μας
το ενδιαφέρον. Μόλις "βγούμε" έξω από αυτούς, τότε αυτοί σταματούν. Φαίνεται πως η
μηχανική σκέψη λειτουργεί όταν μας έχει απορροφήσει και έχουμε ταυτιστεί μαζί της. Όταν
την παρατηρούμε, σημαίνει πως έχουμε αποταυτιστεί. Βλέπουμε το παιχνίδι που μας παίζει.
Καθώς δεν την τρέφουμε πλέον με το ενδιαφέρον μας, αυτή ατροφεί και σταματάει, γιατί το
ενδιαφέρον είναι ενέργεια.

Υπάρχουν κάτι ασκήσεις, μάλλον ανατολικής προέλευσης, που λένε να παρατηρήσουμε τον
νου μας και την λειτουργία της ανεξέλεγκτης σκέψης μας, όπως αυτή εκτυλίσσεται μέσα μας,
χωρίς να επεμβαίνουμε. Μου φαίνεται πως είναι μάλλον αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί
μόλις στρέψουμε την προσοχή μας στις σκέψεις μας, αυτές εξαφανίζονται, πράγματι χωρίς
την επέμβαση της θέλησής μας. Δεν τις σταματάμε με την πίεση που ασκούμε επάνω τους,
αλλά μόλις "ξεκολλήσουμε" από τον νου μας, γινόμενοι μάρτυρες της δραστηριότητάς του,
τότε σαν να πατάμε ένα κουμπί, η εσωτερική φλυαρία διακόπτεται. Ίσως αυτός να είναι ο
σκοπός των ασκήσεων αυτών. Οι μηχανικές φαντασιώσεις μας υπάρχουν μόνο όταν δεν τις
κοιτάμε κατά πρόσωπο, μόνο όταν είμαστε λιγότερο συνειδητοί και προσεκτικοί. Θυμίζουν
τις λεγόμενες υπναγωγικές εικόνες, που εμφανίζονται όταν αρχίζουμε να βυθιζόμαστε στον
ύπνο. Αν αποκτήσουμε επίγνωση του εαυτού μας και των ονειροπολημάτων μας, τότε οι
εικόνες αυτές εξαφανίζονται, γιατί έχουμε ξυπνήσει. Μάλλον κάτι ανάλογο συμβαίνει και με
τις σκέψεις μας.

Οι φαντασιώσεις λειτουργούν σε επίπεδο μειωμένης συνειδητότητας. Μόλις μπούμε στην


κατάσταση της προσοχής, της αυξημένης αυτεπίγνωσης, τότε αυτές διακόπτονται. Προσοχή
όμως δεν σημαίνει απορρόφηση, αλλά αποταύτιση. Αποταυτιζόμαστε από αυτές, χάνουμε το
ενδιαφέρον μας, βλέπουμε ότι αποσκοπούν στο να διηγηθούν στον εαυτό μας τα παραμύθια
περί του εαυτού μας, βλέπουμε ότι είναι η έκφραση του πανικού του εγώ, που αγωνίζεται να
διατηρήσει τα κεκτημένα και η αποστασιοποίησή μας από αυτές, τους στερεί την απαραίτητη
ενέργεια για να λειτουργήσουν. Η αποδεσμευμένη ενέργεια χρησιμοποιείται τώρα από την
αυξημένη συνειδητότητά μας, που λειτουργεί πλέον σε κατάσταση εσωτερικής σιωπής. Μέσα
μας λοιπόν πρέπει να κάνουμε δύο εσωτερικές "κινήσεις". Την προσοχή και την αποταύτιση,
σε ταυτόχρονο συνδυασμό. Είναι θέμα εκμάθησης. Παρατηρούμε, χωρίς να εμπλεκόμαστε
στις φανταστικές υποθέσεις που γεννά ο νους μας. Αυτό μας οδηγεί στην προσγείωσή στο εδώ
και τώρα. Ο νους μας δεν μας τυλίγει πλέον με το δίχτυ των υπνωτικών ονειροπολημάτων και
τότε η επίγνωσή μας, οξυμένη πάντοτε, παρακολουθεί το τι συμβαίνει στο τώρα, μέσα μας και
έξω μας.

Όλα αυτά ακούγονται εύκολα, στην πράξη όμως οι δυσκολίες είναι σχεδόν ανυπέρβλητες.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενδόμυχα δεν θέλουμε να μπούμε σε κατάσταση εσωτερικής
σιωπής, γιατί είμαστε πολύ ταυτισμένοι με το εγώ μας. Φοβόμαστε ότι θα χάσουμε τον εαυτό
μας και αυτός ο φόβος είναι που μας γυρίζει πίσω στην ταύτιση. Εκεί οι φαντασιώσεις
ενεργοποιούνται και συνεχίζουμε να κατασκευάζουμε και να στηρίζουμε το γνωστό και
καθησυχαστικό μας εγώ. Το εγώ όμως είναι ένα μικρό μόνο τμήμα του ανθρώπου, χρήσιμο
για τις καθημερινές μας ασχολίες. Οι συζητήσεις με τον εαυτό μας το διογκώνουν υπερβολικά
και έτσι το καθιστούν απόλυτο κυρίαρχο μέσα μας. Οι άλλες πλευρές του όντος μας
απενεργοποιούνται και αποκρύπτονται από την συνειδητότητά μας.

13
Όταν μπούμε στην κατάσταση του διαλογισμού, τότε αποσπόμαστε από το εγώ μας και
γίνεται πλέον αυτό μια από τις πολλές λειτουργίες που υπάρχουν μέσα μας. Η συνειδητότητά
μας δεν εκφράζεται μόνο μέσω αυτού. Μπορεί να διευρυνθεί, να συμπεριλάβει και άλλες
εσωτερικές "περιοχές" του όντος μας και να λειτουργήσει χωρίς απαραίτητα να έχει ως κέντρο
το εγώ. Η κατάσταση της συνειδητής εσωτερικής σιωπής, μας αποσπά από το εγώ και η
αντίληψή μας λειτουργεί σαν παρατηρητής των γεγονότων και του εαυτού μας και όχι
ταυτισμένη συνεχώς με το εγώ. Ίσως τελικά να φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και τις ίδιες
μας τις δυνατότητες. Το εγώ πανικοβάλλεται στην σκέψη της απώλειας του πρωτείου του. Και
έτσι οι σκέψεις και τα αισθήματά μας δεν λένε να ηρεμήσουν.

ΜΕΡΙΚΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ

Παρ' ότι ο διαλογισμός δεν είναι κάποια τεχνική, αλλά η άμεση κατάσταση της εσωτερικής
σιγής, που προκαλείται από την αυξημένη επίγνωσή μας, έχω διαπιστώσει πως κάποια απλά
μέσα μπορεί να μας διευκολύνουν. Προσωπικά τα χρησιμοποιώ περιστασιακά και με πολύ
επιφύλαξη, γιατί αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία του διαλογισμού και με κανένα
τρόπο δεν μπορούν να την υποκαταστήσουν.

Η πίεση βέβαια όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά είναι η ίδια ένας παράγων διαταραχής. Σημαίνει
ότι ο εαυτός μας για κάποιους λόγους δεν συνεργάζεται. Αν όμως εμείς τον πιέσουμε βίαια με
την θέλησή μας, αυτός θα επαναστατήσει. Η καλύτερη τακτική είναι να τον "πείσουμε", μέσω
της ώριμης αντιμετώπισης των γεγονότων και του εαυτού μας. Έτσι τα συναισθήματά μας
σταδιακά θα μεταβληθούν και θα ηρεμήσουν και τις αλλαγές που φοβόμασταν, θα αρχίσουμε
να τις επιθυμούμε.

Όταν κάποιος ρωτάει για τεχνικές, συνήθως υπονοεί ενδόμυχα κάτι που θα τον διευκολύνει
να πετύχει αποτελέσματα, χωρίς να δώσει τα απαραίτητα ανταλλάγματα, που είναι η βαθιά
εσωτερική αλλαγή. Θέλουμε τα αποτελέσματα μιας αλλαγής, χωρίς όμως να αλλάξουμε εμείς.
Να αποκτήσουμε το νέο, χωρίς να θυσιάσουμε το παλιό. Να ευτυχήσουμε, χωρίς να πάψουμε
να είμαστε μίζεροι, μισαλλόδοξοι, τσιγκούνηδες, εγωκεντρικοί. Αυτό δεν γίνεται.

Μιλάμε λοιπόν για βοηθήματα εντελώς δευτερεύοντα, που δεν έχουν κανένα νόημα αν δεν
εργαζόμαστε με ειλικρινές ενδιαφέρον για την μεταμόρφωσή μας. Θα τα περιγράψω
λέγοντας πάλι ότι δεν πρέπει να ελπίζουμε πολύ σε αυτά.

Η στάση του σώματος. Καλό είναι η σπονδυλική στήλη να βρίσκεται σε κάθετη, ή σχετικά
κάθετη θέση. Ξαπλωμένοι ή καμπουριασμένοι έχουμε μια επιπλέον μικρή δυσκολία. Ίσως
λόγω της παρεμπόδισης της κυκλοφορίας του αίματος. Από την άλλη πλευρά η ύπτια θέση δεν
παρεμποδίζει την κυκλοφορία, το σώμα όμως μπαίνει στο "σκεπτικό" του ύπνου. Δεν
χρειάζονται στάσεις της γιόγκα. Αρκεί μια καρέκλα, ή όπως αλλιώς μας βολεύει. Εγώ μερικές
φορές κάθομαι σε έναν καναπέ, μαζεύω τα πόδια μπροστά στο στήθος και στην κοιλιά μου
και ακουμπάω τα χέρια μου επάνω τους, για περισσότερη άνεση. Η πλάτη όμως είναι ορθή.

Κινήσεις του κεφαλιού. Έχοντας κλειστά τα μάτια περιστρέφουμε το κεφάλι μας αργά, δεξιά
και αριστερά, ή το γέρνουμε στην μια και στην άλλη πλευρά, ή κάνουμε περιστροφικές
κινήσεις, όπως μας αρέσει. Πάντοτε όμως αργά και για πολύ λίγη ώρα. Εστιάζουμε την
προσοχή μέσα στο κεφάλι μας, με κλειστά τα μάτια. Αυτό δημιουργεί μια λεπτή αίσθηση
διάκρισης της συνείδησης από το σώμα.

Συνειδητή αναπνοή. Παρακολουθούμε την αναπνοή μας, χωρίς να επεμβαίνουμε. Ιδιαίτερα


ευαίσθητο είναι ένα σημείο, λίγο πιο πάνω από την περιοχή ανάμεσα στα μάτια, πίσω από το
μέτωπο. Μια εστίαση της προσοχής μας σε αυτό για λίγη ώρα, καθώς αισθανόμαστε τον αέρα
να διέρχεται από εκεί, ενδέχεται να βοηθήσει. (Μην μπερδεύεστε από αυτά που γράφουν τα
βιβλία. Η ουσία είναι να έχουμε την αίσθηση. Αν δεν την έχουμε ή δεν μας εξυπηρετεί, τότε
υποκειμενικά για μας είναι μια βαρετή θεωρία)

14
Ανοιχτά, μισάνοιχτα, ή κλειστά μάτια, ανάλογα με το πόσο είμαστε κουρασμένοι. Επίσης η
ένταση του φωτισμού μπορεί να ποικίλει. Αν νυστάζουμε ας έχουμε τα μάτια μας μισάνοιχτα
και το φως αναμμένο. Αυτό διευκολύνει την αντιμετώπιση της σωματικής κόπωσης.

Ακοή. Παρακολουθούμε τους ήχους με κλειστά μάτια, χωρίς να εστιάζουμε ιδιαίτερα σε


κάποιον. Έχουμε ένα είδος "ευρείας" ακοής. Όλα μαζί, ήχοι, σώμα, αίσθηση της αναπνοής αν
βολεύει, αλλά χωρίς καταναγκασμούς. Αυτό βοηθάει στην δημιουργία της συνειδητής
αίσθησης ενός "σιωπηλού χώρου".

Μόλις αισθανθούμε ότι χρειάζεται να προσπαθήσουμε για να εκτελέσουμε κάποιο από αυτά
τα τεχνάσματα, αμέσως ας το εγκαταλείψουμε. Σημασία έχει το αποτέλεσμα και όχι να το
πάρουμε "πατριωτικά". Αν πάψει να μας προσφέρει βοήθεια και μάλιστα με ευχάριστο τρόπο,
δεν έχει νόημα η εκτέλεσή του.

Αν είμαστε τυχεροί θα υπερβούμε το όριο όπου χρειάζεται προσπάθεια για τον διαλογισμό.
Ίσως τελικά η ύπαρξη προσπάθειας να σημαίνει απλά ότι δεν μπήκαμε σε κατάσταση
διαλογισμού. Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλα τα προαναφερθέντα δεν είναι παρά
δευτερεύοντα προσωρινά τεχνάσματα και ο καθένας από εμάς μπορεί μόνος του να
ανακαλύψει τα δικά του.

Η πραγματική βοήθεια στον διαλογισμό είναι τα θέματα που πραγματευόμαστε σε άλλα


κεφάλαια της ιστοσελίδας, όπως τα περί προσωπικής ανάπτυξης και εφαρμογής στην
κοινωνία. Με λίγα λόγια η προσφορά και το να είμαστε ο εαυτός μας. Η ωρίμανση που
προκαλείται, συνοδευόμενη από τον περιορισμό της ακραίας εξωστρέφειας των περισσοτέρων
ανθρώπων, αλλάζει τον ψυχικό μας κόσμο. Οι ανόητες ελπίδες διαψεύδονται, οι μηχανισμοί
της ζωής καθίστανται ορατοί, η άρνηση της πραγματικότητας παύει. Τότε μπορούμε να
επιτύχουμε στον διαλογισμό.

Ένα άλλο θέμα το οποίο με απασχόλησε τον τελευταίο καιρό, διαβάζοντας ξανά αυτά που
έγραψα, είναι το πως μπορεί να ξεκινήσει ένας αρχάριος, σε περίπτωση που δυσκολευτεί με
την άμεση αντιμετώπιση που προτείνω. Προσωπικά είχα ξεκινήσει και άμεσα, αλλά και
χρησιμοποιώντας τεχνικές, γιατί η άμεση εφαρμογή δεν απέφερε αποτελέσματα τότε. Στην
προσπάθειά μου να τα "βολέψω" οδηγήθηκα σε τεχνικές, χωρίς την κατάλληλη νοοτροπία.
Δεν κατόρθωσα ακόμα να αξιολογήσω αν με βοήθησαν, ή αν με εμπόδισαν στην πρώτη φάση.
Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε αν επέμενα στον άμεσο τρόπο.

Έχω την εντύπωση ότι μετά από καιρό, οι τεχνικές μάλλον με εμπόδισαν, κυρίως οι
οραματισμοί, γιατί αντιμετώπισα την όλη υπόθεση με λάθος κίνητρα. Η δυσφορία που
αισθανόμουνα από την ασυμφωνία κινήτρων και τεχνικών με την βαθύτερη επιθυμία του
εαυτού μου, με ανάγκασε να τις εγκαταλείψω. Υπάρχει όμως η περίπτωση κάποιες απλές
τεχνικές να βοηθήσουν στο ξεκίνημα, αν βέβαια δεν γίνουν αυτοσκοπός και δεν αρχίσει να
ελπίζει κανείς σε αυτές για πολλά πράγματα, κυρίως για εκείνα που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για επίδειξη στους φίλους μας.

Αντιλαμβάνεστε ότι η επιφύλαξή μου είναι μεγάλη, αλλά ίσως κάποιος που βρίσκεται σε
αρχικό στάδιο "πελαγώσει" και δεν μπορεί να καταλάβει τι πρέπει να κάνει. Για να
ξεπεραστεί αυτό το αρχικό εμπόδιο θα προτείνω κάποιους τρόπους, παρεκκλίνοντας από την
υιοθετημένη αυστηρή γραμμή, που μπορούν να θεωρηθούν απλές τεχνικές.

Ο πρώτος και άμεσος στόχος είναι ο έλεγχος του νου, η δημιουργία κατάστασης εσωτερικής
σιωπής και όχι οι εμπειρίες, η διαίσθηση και άλλα φαινόμενα, που κατά βάθος τα επιθυμούμε
είτε για να σπάσουμε την μονοτονία της καθημερινότητας, είτε για να κάνουμε την επίδειξή
μας στους άλλους. Συνεπώς οι απλές και γνωστές σε όλους τεχνικές πρέπει να γίνουν με το
σωστό πνεύμα. Οι τεχνικές είναι μεν συνηθισμένες και πασίγνωστες, η νοοτροπία όμως από
την οποία πρέπει να συνοδεύονται χρειάζεται αρκετή συζήτηση με τον εαυτό μας.

15
Τοποθετούμε μπροστά μας ένα αναμμένο κερί και το κοιτάζουμε επίμονα. Χαλαρώνουμε και
συνοδεύουμε την συγκέντρωση της προσοχής μας στο κερί, με την αντίστοιχη στροφή της
προσοχής μας στον νου μας, φροντίζοντας να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε. Δεν
πιεζόμαστε, ούτε ανοίγουμε "μέτωπο" με τον εαυτό μας, αλλά η αυξημένη επίγνωση της
εικόνας του κεριού που παρατηρούμε αντικαθιστά τις σκέψεις μας. Δεν αρκεί μόνο η
συγκέντρωση στο κερί, ή σε κάποιο άλλο απλό αντικείμενο, αλλά και η επίγνωση του ίδιου
μας του νου. Οι σκέψεις σταματάνε από την αυξημένη επίγνωση, ταυτόχρονα του κεριού και
του ίδιου μας του νου. Η προσοχή κατευθύνεται σε διπλό στόχο. Κερί και νους. Το τμήμα της
προσοχής που κατευθύνεται στον νου εξασφαλίζει την αυτοσυνείδησή και την εγρήγορσή μας.

Το ανάλογο μπορεί να συμβεί αν χρησιμοποιήσουμε κάποιον ήχο. Ας ακούμε ένα ρολόι, τον
ήχο των αυτοκινήτων, οτιδήποτε άλλο δεν είναι ενοχλητικό, ή δεν μας φορτίζει με
συναισθηματισμό, όπως η μουσική, ή κάποιες συζητήσεις που μας ενδιαφέρουν σαν θέμα. Ο
ήχος καλό είναι να μην έλκει το ενδιαφέρον μας. Η προσοχή μας είναι πάλι διπλή. Στον ήχο
και στον νου, δηλαδή στις σκέψεις μας. Όταν συγκεντρωθούμε ο νους αδειάζει και έτσι
παρατηρούμε τον ήχο μέσα σε συνειδητή εσωτερική σιωπή.

Χρησιμοποιούμε κατευθυνόμενη σκέψη. Μετράμε από μέσα μας αργά και με κλειστά τα
μάτια, από το ένα έως το δέκα και μετά αντίστροφα, από το δέκα έως το ένα, ή τέλος πάντως
όπως μας αρέσει. Συγκεντρωνόμαστε στον "ήχο" της σκέψης, σαν να είναι ένα αντικείμενο που
το παρατηρούμε. Δημιουργείται μια "απόσταση" της αντίληψής μας από την σκέψη μας.
Σταματάμε την αρίθμηση και παρατηρούμε το κενό που απομένει.

Ανάλογο αποτέλεσμα παράγεται και με την χρήση της συνειδητής αναπνοής. Έχουμε ήδη
εξετάσει τα σχετικά.

Ελπίζω αυτές να είναι κάπως πιο χειροπιαστές οδηγίες. Δεν νομίζω ότι μπορεί να εξηγηθεί
περισσότερο μια διαδικασία που μαθαίνεται στην πράξη, με πολύ προσπάθεια και πολλούς
πειραματισμούς. Σταδιακά βρίσκει κανείς τους τρόπους μόνος του. Τελικά αυτό που φέρνει
αποτέλεσμα δεν είναι τόσο ο τρόπος, όσο το ότι η επίγνωσή μας, καθώς την ασκούμε,
"συσσωρεύεται" μέσα μας και αρχίζουμε να κατανοούμε και να πετυχαίνουμε κάτι που πριν
ήταν ακατόρθωτο. Αυτό το αθροιστικό φαινόμενο υπερβαίνει τελικά όλες τις τεχνικές.

Ο σκοπός είναι η δημιουργία της συνειδητής εσωτερικής σιγής του διαλογισμού. Αυτή θα μας
βοηθήσει να έρθουμε σε επικοινωνία με τον εαυτό μας. Τα άλλα, όπως τεχνικές, εμπειρίες,
διαισθήσεις, οραματισμοί, ίσως μας αποσπάσουν. Προσοχή στις υπόγειες φαντασιώσεις που
ενδέχεται να "τρέχουν" παράλληλα με την άσκηση. Από εκεί μπορεί να εισβάλει η
μεγαλομανία και η παραφροσύνη. Ένα κερί κοιτάμε, δεν σώζουμε τον κόσμο, ούτε γινόμαστε
διαισθητικοί για να εντυπωσιάζουμε τους φίλους μας. Δεν χρειάζεται να νομίζουμε διάφορα
για τον εαυτό μας.

Αν παίρνουμε ψυχοφάρμακα, ναρκωτικά, αν είμαστε αλκοολικοί, κυκλοθυμικοί, βίαιοι,


μοχθηροί, ας πάμε σε έναν ψυχίατρο. Δεν είναι για μας ο διαλογισμός. Αν νομίζουμε ότι
είμαστε ψυχικά υγιείς, αλλά το περιβάλλον μας, με διακριτικότητα, επαναλαμβάνει συνεχώς
ότι έχουμε πρόβλημα και αυτή η στάση του μας ΕΝΟΧΛΕΙ, τότε ας σκεφτούμε μήπως έχουν
πράγματι δίκιο. Αν δεν έχουν δίκιο, τότε προς τι η ενόχληση; Προσοχή λοιπόν! Αν κάποιος
μας πει ότι χρειαζόμαστε ψυχιατρική βοήθεια και εμείς ενοχληθούμε, τότε αυτό είναι ένδειξη
υποβόσκουσας ψυχοπάθειας, που δεν την ομολογούμε ούτε στον εαυτό μας. Σε περίπτωση
που υπάρχει αυτή η ενόχληση, ας μην ασχοληθούμε με τον διαλογισμό, πριν ρωτήσουμε τον
γιατρό μας. Δεν θα ήθελα να πάθει κανείς κακό.

Καλή επιτυχία σε όλους μας.

ΕΠΙΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

16
Κάπου διάβασα αυτόν τον όρο, ο οποίος μάλλον σημαίνει την παρατήρηση της λειτουργίας
της συνείδησής μας, από ένα άλλο σημείο. Συνειδητοποίηση της συνείδησης. Με άλλα λόγια
το να παρατηρούμε το περιεχόμενο του εσωτερικού μας κόσμου, από μια αντιληπτική θέση,
έξω από τις σκέψεις μας και από τα συναισθήματά μας. Να τα παρατηρούμε όλα αυτά σαν
αντικείμενα που εμφανίζονται μπροστά στο μάτι της αντίληψής μας.

Αυτή η κατάσταση επιτυγχάνεται όταν κατορθώσουμε να πάψουμε να ταυτιζόμαστε με τις


παρατηρούμενες διαδικασίες, της σκέψης, του συναισθήματος και των αισθήσεων του
σώματος. Τοποθετούμαστε στην θέση ενός παρατηρητή όλων αυτών των περιεχομένων της
συνείδησής μας. Παρατηρούμε δηλαδή όλα αυτά που αποτελούν το άτομό μας "βγάζοντας"
την συνειδητότητά μας έξω από αυτά.

Δεν αρκεί να συγκεντρωθούμε μέσα μας, αλλά απαιτείται να μην απορροφηθεί η


συνειδητότητά μας, από τις παρατηρούμενες δραστηριότητες. Αυτή είναι η θέση του
παρατηρητή. Ο παρατηρητής δεν είναι κάποια σκέψη, ούτε το εγώ που συναρμολογείται από
τις διάφορες σκέψεις μας, αλλά η καθαρή επίγνωση. Δεν είναι κάτι που το παρατηρούμε,
αλλά κάτι το οποίο είμαστε.

Η απουσία της ταύτισης με τα στοιχεία του εσωτερικού μας κόσμου, επιτρέπει να τα


αξιολογήσουμε με ένα πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Βλέπουμε τον εαυτό μας και την ζωή μας,
χωρίς τα φίλτρα π.χ. των συναισθημάτων μας, αντιλαμβανόμενοι ξεκάθαρα τους μέχρι τώρα
αθέατους μηχανισμούς της ζωής μας και τα πραγματικά μας κίνητρα.

Φανταστείτε κάποιον άνθρωπο ο οποίος φοβάται. Ο φόβος είναι ένα φίλτρο με το οποίο
"χρωματίζει" την ζωή. Ακριβώς λόγω του φόβου του φαντάζεται ότι ο κόσμος στον οποίο ζει,
είναι πιο επικίνδυνος από ότι είναι στην πραγματικότητα. Λαμβάνει τότε μέτρα προφύλαξης
απέναντι σε ανύπαρκτους κινδύνους, σπαταλώντας χρόνο, ενέργεια, αποφεύγοντας
ανθρώπους, αποφεύγοντας την ζωή, χάνοντας ευκαιρίες και βασανίζοντας τον εαυτό του.

Αν τοποθετηθεί στην θέση του παρατηρητή, θα "δει" τον φόβο, όπως βλέπει ένα εξωτερικό
αντικείμενο, χωρίς να ταυτίζεται μαζί του. Μέσα του θα υπάρχει κάτι που αισθάνεται φόβο,
αυτός όμως θα είναι έξω από αυτό το κάτι και ως μη εγώ θα παρατηρεί το φοβισμένο εγώ του.
Τότε σε μια αναλαμπή έμπνευσης θα διακρίνει τους μηχανισμούς του φόβου του και θα
εξηγηθεί η συμπεριφορά του στην ζωή. Αυτό θα το επιτύχει επειδή ακριβώς έπαψε να
ταυτίζεται με τα συναισθήματά του και τα παρατήρησε σαν να ανήκουν σε κάποιον άλλο. Η
εξήγηση αυτή δεν θα είναι ένα διανοητικό ψυχαναλυτικό συμπέρασμα αλλά ένα συνολικό
συνειδησιακό άλμα.

Ένα άλλο παράδειγμα θα ήταν η εθνική, η πολιτική και η θρησκευτική μας τοποθέτηση. Αυτά
είναι πολύ ισχυρά φίλτρα τα οποία κατευθύνουν την συμπεριφορά και τα αισθήματά μας,
απέναντι σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων, με τέτοιο τρόπο ώστε να χάνουμε την επαφή με
την πραγματικότητα. Η κατάσταση της διαλογιστικής επισυνείδησης επιτρέπει την αποταύτισή
μας και την άμεση βίωση της αλήθειας για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Δεν έχει
πλέον καμία σημασία τι κάνουν οι "εχθροί" της πατρίδας μας και ποιος έχει το δίκιο με το
μέρος του, αλλά ουσιώδες είναι το γεγονός ότι κατηγοριοποιούμε ανθρώπους βάσει της
εθνικότητάς τους και αλλάζουμε προς το χειρότερο τα αισθήματά μας.

Όσο βρισκόμαστε παγιδευμένοι στην δίνη των προκαταλήψεών μας, ζούμε σε έναν
φανταστικό κόσμο, όπως σε ένα παραμύθι το οποίο τα παιδιά το βιώνουν σαν
πραγματικότητα. Υψούμενοι πάνω από το επίπεδο των συμβάντων μέσα μας και αποκτώντας
την επισυνείδηση του εαυτού μας, τότε συνεκτιμούμε ψύχραιμα το δικό μας περιεχόμενο με
την πραγματική κατάσταση. Βλέπουμε ότι ο αλλοεθνής δεν είναι απειλητικά διαφορετικός
από εμάς, αλλά είναι οι προκαταλήψεις μας που τον παρουσιάζουν έτσι. Βλέπουμε την
προκατάληψή μας, γιατί δεν έχουμε απορροφηθεί, δηλαδή υπνωτιστεί από αυτήν.

17
Είναι σχεδόν απίστευτη η ευκολία με την οποία τότε αναγνωρίζουμε τα διάφορα πρότυπα
συμπεριφοράς, που έχουμε μέσα μας και με πόση διαύγεια και απλότητα ερμηνεύουμε την
σημασία των γεγονότων της ζωής μας, καθώς και τα κίνητρα των δικών μας αποφάσεων!

Η είσοδός μας σε αυτού του είδους διαλογιστική κατάσταση απαιτεί να δίνουμε την
συνειδητή προσοχή μας, στο εξωτερικό γεγονός και στην δική μας αντίδραση, την στιγμή που
συμβαίνουν. Να αισθανόμαστε τον εσωτερικό μας κόσμο, όχι σαν κάτι που το ζούμε,
συμμετέχοντας σε αυτό, αλλά σαν κάτι που το παρατηρούμε με απάθεια.

Νομίζω επίσης ότι για την επίτευξη αυτής της ουδετερότητας χρειάζεται να εισέλθουμε στην
κατάσταση της εσωτερικής σιωπής, ταυτόχρονα με την εσωτερική και εξωτερική παρατήρηση.
Τότε διακόπτεται ο συνεχής "σχολιασμός" και η "επιδιόρθωση" από τον νου μας, των
γεγονότων και του εαυτού μας, επιτυγχάνοντας έτσι την αποταύτισή μας από αυτά. Δεν είναι
κάτι που χρειάζεται να ερμηνευτεί διανοητικά, αλλά είναι μια κατάσταση που πρέπει να την
ζήσουμε.

Αυτό θεωρώ ότι είναι ο αληθινός διαλογισμός. Η επισυνείδηση σε συνδυασμό με την


εσωτερική σιωπή. Από την κατάσταση αυτή ο κόσμος, ο εαυτός μας και η ζωή μας, φαίνονται
πολύ διαφορετικά. Τα αισθήματά μας αλλάζουν και η απλότητα και η αμεσότητα της
αντίληψής μας είναι κάτι το εξαιρετικό.

Ο εσωτερικός κόσμος ασκεί επάνω στην συνείδησή μας μια επίδραση που θυμίζει τον μύθο
του Οδυσσέα με τις Σειρήνες. Η γοητεία είναι πολύ μεγάλη και εμείς αντί να
αποστασιοποιηθούμε, προσπαθούμε να βρούμε "λύσεις" χρησιμοποιώντας τους περιορισμούς
που μας θέτει το ίδιο το πρόβλημα. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι εφικτό, αλλά ασκεί μεγάλη
έλξη. Έχει συμβεί στους περισσότερούς μας, τουλάχιστον στην περίοδο της εφηβείας να
ψάχνουμε πυρετωδώς να βρούμε λύση σε κάποια ερωτική απογοήτευση, πείθοντας το άτομο
που μας ενδιαφέρει (αλλά που δεν μας θέλει) να μας αγαπήσει, ενώ η πραγματική λύση είναι
να απεξαρτηθούμε εμείς.

Η δική μας απεξάρτηση από το άσκοπο πάθος είναι μια σκέψη που δεν περνά καν από τον
νου μας, ενώ μηχανευόμαστε τα πάντα και καταναλώνουμε τεράστια ποσά ενέργειας σε
φαντασιώσεις καταστρώνοντας σχέδια, πιστεύοντας ότι η πυρετώδης σκέψη θα μας δώσει την
λύση. Στην πραγματικότητα όμως είμαστε ταυτισμένοι με το πρόβλημα, μάταια παλεύουμε
εγκλωβισμένοι, ενώ η προφανής λύση είναι η αλλαγή των αισθημάτων μας και όχι η
ανέφικτη εκπλήρωση των εγωκεντρικών επιθυμιών μας, μέσω της ατέρμονης ανακύκλωσης
του πάθους μας.

Αυτού του είδους τα φαινόμενα της γοητείας που ασκεί ο εσωτερικός κόσμος μας, είναι που
μας εμποδίζουν και μας πείθουν να μην θελήσουμε να μπούμε στην θέση του παρατηρητή,
δηλαδή να μην θελήσουμε την ελευθερία μας. Προσέξτε την λογική του παραλόγου. Αν γίνω
ο παρατηρητής, δεν θα με ενδιαφέρει πλέον η γυναίκα που έχω ερωτευτεί, συνεπώς δεν θα
την πολιορκώ και έτσι θα χάσω την όποια, έστω μακρινή, πιθανότητα να την αποκτήσω. Ο
συλλογισμός αυτός είναι παράλογος, γιατί αν κάποιος άνθρωπος πάψει να με ενδιαφέρει, τι
σημασία έχει με ποιον άλλον θα δημιουργήσει σχέση; Και όμως αυτός είναι ο μηχανισμός της
εξάρτησής μας. Ένας παράλογος φόβος. Ο φόβος της ελευθερίας.

Η γέννηση μέσα μας της επισυνείδησης παρεμποδίζεται από μηχανισμούς ταύτισης με τα


αισθήματά μας, με ανθρώπους, με "απόψεις", με φιλοδοξίες, με τρόπους ζωής, με ανασφάλειες
και άλλα πολλά. Έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι πρέπει να αποβάλλουμε τα πάθη και τις
προκαταλήψεις μας. Το πάθος είναι κάτι από το οποίο φοβόμαστε να απελευθερωθούμε.

Η πνευματική μας εξέλιξη εξαρτάται από το που γέρνει η ζυγαριά. Ο διαλογισμός είναι
εφικτός μόνο όταν δεν φοβόμαστε την απεξάρτηση από τον εαυτό μας. Αν πιστεύουμε ότι
κάτι έχουμε να κερδίσουμε από την σκλαβιά μας, τότε είναι μάταιη η ενασχόλησή μας με

18
αυτά τα πράγματα. Κάποτε όμως ο πόνος και η αίσθηση της ματαιότητας ίσως μας
αφυπνίσουν.

Συνοψίζοντας λοιπόν την παρουσίαση του θέματος, μπορούμε να καταλήξουμε στο


συμπέρασμα ότι αυτό που βαφτίσαμε ως επισυνείδηση (παρατηρητής), είναι μια μορφή
συνειδητότητας, το αμέσως επόμενο στάδιο από την συνήθη συνείδηση της εγρήγορσης. Είναι
ένας συνδυασμός αυτοπαρατήρησης, παρατήρησης των εξωτερικών γεγονότων, εσωτερικής
σιωπής (ή ελεγχόμενης σκέψης, ανάλογα με τις απαιτήσεις της στιγμής) και αποταύτισης από
τον εσωτερικό μας κόσμο, ο οποίος καθίσταται για μας αντικειμενικός, όπως περίπου και τα
εξωτερικά αντικείμενα. Το μέσα και το έξω το βλέπουμε από μια άλλη "θέση" και όχι από την
οπτική γωνία του εγώ. Βλέπουμε το σύνολο, χωρίς να υπερτονίζουμε κάποιο στοιχείο του,
δηλαδή το εγώ μας, όπως κάναμε πρώτα.

Αυτό μας δίνει την δυνατότητα να συνεκτιμούμε την φύση τόσο των εσωτερικών
καταστάσεων όσο και των εξωτερικών, των προσωπικών μας και αυτών των συνανθρώπων
μας, χωρίς να μεροληπτούμε τοποθετούμενοι αποκλειστικά στην δική μας οπτική γωνία. Ο
κύκλος της αντίληψής μας υπερβαίνει το άτομό μας και όλα όσα μας είναι πολύ κοντινά και
συμπεριλαμβάνει όλο και περισσότερα στοιχεία, έτσι ώστε η εικόνα να καθίσταται
πληρέστερη.

Δεν κοιτάμε πλέον μόνο το ατομικό μας συμφέρον, αλλά το γενικό καλό. Δεν τονίζουμε μόνο
αυτό που είναι μπροστά μας, αλλά λαμβάνουμε υπ' όψη και παράγοντες που πρώτα
θεωρούσαμε άσχετους. Η βροχή δεν είναι για μας ένα δυσάρεστο φαινόμενο, που μας χαλάει
την εκδρομή του Σαββατοκύριακου, αλλά ένα γεγονός ωφέλιμο στην ισορροπία της φύσης.

Για να οδηγηθούμε σε τέτοια συμπεράσματα και συναισθήματα σημαίνει ότι έχουμε υπερβεί
τα στενά όρια του ατόμου μας. Εμείς δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, αλλά ένας
παράγοντας ανάμεσα σε πολλούς άλλους, που απαρτίζουμε όλοι μαζί κάποιο ευρύτερο
σύνολο.

Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι ένα συμπέρασμα, προϊόν
φιλοσοφικού ή επιστημονικού στοχασμού, αλλά μια κατάσταση της αντίληψής μας.
Γινόμαστε ικανοί να έχουμε ευρεία επίγνωση (κυριολεκτικά, όχι διανοητικά), χωρίς το εγώ
μας να είναι στο κέντρο και να βλέπει ότι του συμφέρει. Δεν πρόκειται για άλλη θεώρηση των
πραγμάτων, για άλλη φιλοσοφία, αλλά για διαφορετική κατάσταση συνειδητότητας, για
διαφορετική αίσθηση και δεν απομένει παρά να αρχίσουμε να ασκούμαστε για την επίτευξή
της.

ΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Δεν υπάρχει εγχειρίδιο ή διδασκαλία διαλογισμού που να μην κάνει λόγο για τις
απαραίτητες εξωτερικές συνθήκες που απαιτούνται ή που αποτελούν υποβοήθημα στην
άσκηση του διαλογισμού. Από διάφορες πηγές θα μάθουμε για τις στάσεις του σώματος, των
ματιών, των χεριών, για την διακόσμηση του δωματίου, για τον φωτισμό, για τους θορύβους,
για καύση θυμιάματος, για σύμβολα, για ειδικό ντύσιμο, για ειδικές δίαιτες, για ψαλμωδίες,
για μουσική και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε.

Κάποιοι συγγραφείς ελαχιστοποιούν αυτού του είδους τις ρυθμίσεις και υπάρχουν ορισμένοι
που τις καταργούν σχεδόν παντελώς. Δεν θα πάρω θέση για το πόσο απαραίτητα είναι όλα
αυτά, ίσως οι ανάγκες διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά θα παρουσιάσω το θέμα
σύμφωνα με το πως το βίωσα εγώ προσωπικά. Ούτως ή άλλως η προσωπική εμπειρία είναι το
μόνο που μπορεί να πραγματευτεί κανείς. Τις γνώμες των άλλων μπορείτε να τις βρείτε στις
δικές τους εργασίες, δεν υπάρχει λόγος να τις ξαναδιαβάσετε εδώ. Θα ήταν πλεονασμός.

Αυτό που λέω δεν κρύβει την παραμικρή υπόνοια υποτίμησης διάφορων πηγών, απλώς θέλω
να πω ότι πρέπει να είμαστε ο εαυτός μας, να έχουμε τα δικά μας βιώματα και όχι να είμαστε

19
η επανάληψη κάποιου άλλου, έστω πολύ καλύτερού μας, διότι τότε δεν θα έχουμε καμία
πραγματική προσωπική αξία. Το "μυστικό" της εξέλιξης είναι να εκδηλώσουμε τον δικό μας
εαυτό και όχι να μιμούμαστε τους εαυτούς των άλλων, ακόμα και αν είναι πολύ πιο μπροστά
από εμάς. Αυτοί έδωσαν στην ζωή αυτό που διέθεταν. Εμείς τι θα πράξουμε; Θα αρχίσουμε να
τους αντιγράφουμε για να δώσουμε στην φύση το ίδιο πράγμα, ένα κλεψίτυπο; Η φύση δεν
χρειάζεται επαναλήψεις. Μια φορά από κάτι της είναι αρκετό. Διαφορετικά δεν υπάρχει
εξέλιξη.

Η προσωπική μου εμπειρία είναι ότι υπάρχει αντίστροφη αναλογία μεταξύ της ρύθμισης των
εξωτερικών συνθηκών του διαλογισμού και της πραγματικής προόδου του διαλογιζόμενου.
Όταν όμως μιλάμε για πρόοδο δεν αναφερόμαστε μόνο στο θέμα της συγκέντρωσης της
προσοχής. Ασφαλώς είναι φανερό ότι αυτός που συγκεντρώνεται καλύτερα, αποσπάται
λιγότερο από τις εξωτερικές ενοχλήσεις.

Όμως το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο εδώ, αλλά έγκειται και στην γενικότερη στάση ζωής
του διαλογιζόμενου. Πόσο αποδεχόμαστε τις συνθήκες της ζωής μας, που ενδεχομένως εμείς
οι ίδιοι επιλέξαμε; Ερχόμαστε σε σύγκρουση με το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και το οποίο
εμείς δημιουργήσαμε;

Υποθέστε ότι δημιουργείτε οικογένεια με παιδιά και όλα όσα συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή.
Αν κατά την διάρκεια του διαλογισμού σας, ενοχλείστε από τους θορύβους, τότε οδηγηθήκατε
σε σύγκρουση με τον ίδιο σας τον εαυτό. Δεν σας παρενοχλούν οι φωνές των παιδιών σας,
αλλά οι ίδιες σας οι επιλογές στην ζωή, που συνεπάγονται και την σχετική "ηχορύπανση". Σε
ένα βαθύτερο επίπεδο δεν αποδέχεστε την προσωπική σας βούληση, που εκδηλούμενη
προκάλεσε την εμφάνιση των συγκεκριμένων συνθηκών ζωής. Κάνατε οικογένεια επειδή έτσι
αποφασίσατε και τώρα δεν σας αρέσει. Εκτός βέβαια αν για τους όποιους λόγους "συρθήκατε"
σε αυτή την ζωή. Αλλά και εδώ πάλι θα πρέπει να αναρωτηθείτε γιατί συνέβη κάτι τέτοιο.

Αν συμφιλιωθείτε με τον εαυτό σας, δηλαδή αν αναλάβετε την ΕΥΘΥΝΗ των επιλογών σας,
τότε οι θόρυβοι και οι άλλοι περισπασμοί που προκαλούνται από την ίδια σας την ζωή, δεν
θα αποτελούν πλέον ενόχληση για σας. Είναι μέρος της ζωής σας, όπως και ο διαλογισμός,
που επίσης είναι μια επιλογή της ελεύθερης βούλησής σας. Αυτά τα δύο θα ενωθούν και δεν
θα υπάρχει πλέον αντίφαση μεταξύ τους.

Τότε θα διαπιστώσετε ότι, κατά ένα πολύ παράδοξο τρόπο, μπορείτε να διαλογίζεστε και στις
πιο αντίξοες συνθήκες, γιατί έχετε αποδεχθεί ουσιαστικά την ζωή και τον εαυτό σας. Η
ικανότητα διαλογισμού στις οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν είναι μόνο θέμα εξάσκησης της
προσοχής, αλλά και ανάληψης της ευθύνης για τις πράξεις μας. Την στιγμή που εσείς
επιλέξατε να κάνετε παιδιά, γιατί να ενοχληθείτε από τις φωνές τους; Αν η ενόχληση
υφίσταται, αυτό σημαίνει ότι κάπου έχετε έρθει σε σύγκρουση με τον ίδιο σας τον εαυτό. Εμείς
δεν επιλέξαμε την οικογένεια, στο συγκεκριμένο παράδειγμα; Αν αυτή η οικογένεια μας
"εμποδίζει" σε κάτι, τότε συγκρουόμαστε με την επιλογή μας, δηλαδή με την βούλησή μας,
που είναι λειτουργία του πνευματικού εαυτού μας.

Αν λοιπόν συμφιλιωθούμε σε ένα πολύ ουσιαστικό και βαθύ επίπεδο με τις αποφάσεις μας, αν
αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας και των συνεπειών των πράξεών μας, τότε παύουν όλες
οι ενοχλήσεις και δεν μας χρειάζονται πλέον ούτε ειδικοί χώροι, ούτε ειδικές συνθήκες, ούτε
τίποτα απολύτως. Η ζωή, το τρέχον παρόν μας και ο διαλογισμός γίνονται ένα. Με άλλα
λόγια, ταυτόχρονα γίνονται ένα η βούλησή μας με τις αποφάσεις μας. Επίσης πολλοί άλλοι
παράγοντες ενοποιούνται με θαυμαστό τρόπο και δεν απομένει παρά να τους ανακαλύψουμε
και να τους ζήσουμε στην πράξη, όχι μόνο στα λόγια.

Αυτό που μας ενοχλεί στην πραγματικότητα είναι οι δικές μας συναισθηματικές αντιδράσεις,
όχι οι ίδιες οι συνθήκες. Η αποδοχή και η ανάληψη ευθυνών απενεργοποιούν τους
μηχανισμούς της αντίδρασής μας στην πραγματικότητα της ζωής και του εαυτού μας.

20
Κατευνάζουν την σύγκρουση και αυτό το συνεχές ενδόμυχο: "ας ήμουν κάπου αλλού, ας ήταν
τα πράγματα διαφορετικά".

Και όμως το εδώ και τώρα είναι η ζωή και ο εαυτός μας. Με αυτό τον τρόπο ο διαλογισμός
παύει να είναι μια προσπάθεια φυγής, αλλά καθίσταται ένωση με την πραγματικότητά μας
και τελικά οι ενοχλήσεις που τόσο μας διατάραζαν, "ενσωματώνονται" στην άσκησή μας. Τότε
ανακαλύπτουμε και την πραγματική φύση αυτών των "ενοχλήσεων" διεισδύοντας στα
"μυστικά" τους. Μας αποκαλύπτεται το βαθύτερο νόημά τους, γιατί δεν τις επικαλύπτουμε
πια με στρώματα άρνησης και δυσφορίας. Η αυτογνωσία απαιτεί την απουσία κάθε
εσωτερικής αντίδρασης προς αυτό που θέλουμε να γνωρίσουμε. Απαιτεί αλλαγή συχνότητας.

Καλό θα ήταν να αποφύγουμε την παρεξήγηση της μοιρολατρίας. Η αποδοχή και η ανάληψη
της ευθύνης για τις πράξεις μας, δεν σημαίνει παθητική και οριστική αποδοχή της τρέχουσας
κατάστασης, αλλά απουσία δυσφορίας και φαντασιώσεων φυγής. Όταν όλα αυτά εκλείψουν,
τότε μπορούμε με καθαρό μυαλό να αποφασίσουμε για το πώς πρέπει να ενεργήσουμε
προκειμένου να αλλάξουμε τις συνθήκες προς το καλύτερο, χωρίς να αγόμαστε από
ανεξέλεγκτες συναισθηματικές καταστάσεις.

Παρ' όλα αυτά καλό θα είναι να μην εμμένουμε σε απόλυτες απόψεις. Αν το βρίσκουμε
προσωπικά χρήσιμο να δημιουργούμε ιδιαίτερες συνθήκες προκειμένου να διαλογιστούμε, θα
πρέπει να προσέχουμε πολύ, ώστε να μην οδηγηθούμε σε κάποιο είδος εξάρτησης από αυτές.
Να μην "επενδύουμε" σε εξωτερικές ρυθμίσεις, φανταζόμενοι ότι αυτές θα υποκαταστήσουν
την πραγματική εργασία με τον εαυτό μας. Εφ' όσον τελικά επιζητούμε κάποιες συνθήκες,
διότι αυτές είναι υποβοηθητικές, στην παρούσα περίοδο της ζωής μας, τότε καλό είναι να μην
το επιδιώκουμε συνεχώς, για να μάθουμε να διαλογιζόμαστε σε κάθε περίσταση, χωρίς να μας
καταδιώκει το άγχος της προετοιμασίας και χωρίς να καταλήγουμε σε σύγκρουση με το
περιβάλλον και τον εαυτό μας.

ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

Θα κάνουμε μια σύντομη έρευνα ορισμένων μηχανισμών, που σχετίζονται με την δημιουργία, την
λειτουργία και την μετατροπή του ασυνείδητού μας σε συνειδητό. Το ασυνείδητο είναι όλα όσα
υπάρχουν μέσα μας και δεν τα αντιλαμβανόμαστε, ή ακόμα δεν θέλουμε να αντιληφθούμε.
Οι παράγοντες που μετατρέπουν ένα γεγονός, ή ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας σε
ασυνείδητο, μπορεί να ποικίλουν, ξεκινώντας από την απλή αφηρημάδα, ή την αδιαφορία,
έως τον φόβο και τις ενοχές. Στο σημείο επαφής μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου
υπάρχει ένα θα λέγαμε όριο, ένα «σύνορο». Ίσως θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε
μηχανισμό εικονικής πραγματικότητας. Ένας παραμορφωτικός φακός από σκέψεις, ο οποίος
παραλλάσσει, ή αποκρύπτει από την αντίληψή μας, το περιεχόμενο του ασυνείδητου χώρου
μέσα μας.
Πως κάτι, ένα γεγονός, μια ιδιότητά μας, καταβυθίζεται στο ασυνείδητο; Γιατί έχει πλέον
χαθεί από το οπτικό μας πεδίο και δεν μπορούμε να την διακρίνουμε; Εξακολουθεί όμως να
υφίσταται και να επιδρά επάνω μας και στην ζωή μας, μόνο που αυτή η επίδραση δεν μπορεί
να ελεγχθεί.
Υποθέστε ότι κάποια στιγμή συμπεριφέρεστε άσχημα στους γονείς σας. Αυτό είναι ένα
δυσάρεστο πλήγμα για την αυτοεικόνα σας, διότι πως είναι δυνατόν «ένας καλός άνθρωπος
όπως εγώ, να κάνω κάτι τέτοιο;». Έχετε λοιπόν στην συνέχεια δύο επιλογές: Να αλλάξετε την
άποψη που έχετε για τον εαυτό σας, παραδεχόμενοι ότι δεν είστε το ιδεώδες άτομο, όπως
θέλατε έως τώρα να πιστεύετε, ή να εξαφανίσετε εντελώς από το συνειδητό σας το περιστατικό
που υποσκάπτει την αυτοεικόνα σας, ή έστω να το αλλοιώσετε, διατηρώντας τις προσωπικές
σας αυταπάτες.
Να το επεξεργαστείτε με έναν ανάλογο τρόπο με τον οποίο οι εθνικώς αυτοπροσδιοριζόμενοι
ιστορικοί, παρουσιάζουν μια δική τους εκδοχή των ιστορικών γεγονότων, κατά την οποία το
δικό τους έθνος είναι συνεχώς το θύμα, ποτέ ο θύτης, και πάντοτε έχει το δίκιο με το μέρος
του. Πως τώρα είναι δυνατόν, όλη αυτή η «τελειότητα», όλο αυτό το δίκιο, να έχει
συγκεντρωθεί σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, σε έναν και μόνο λαό, μένει να μας το

21
εξηγήσουν οι ως επί το πλείστον ημιμαθείς αναγνώστες αυτών των συγγραμμάτων, οι οποίοι
με περισσή όρεξη καταπίνουν αμάσητο ότι τους σερβίρουν, αρκεί να τους κολακεύει.
Επιλέγετε λοιπόν να ξεχάσετε το περιστατικό, ή να το δικαιολογήσετε με κατάλληλα
επιχειρήματα, ξεχνώντας ταυτόχρονα ορισμένες δυσάρεστες για το άτομό σας λεπτομέρειες.
Η πρώτη ενέργεια καταβυθίζει ολοκληρωτικά το περιστατικό στο ασυνείδητο, η δεύτερη
κάνει επίσης το ίδιο, κρατάει όμως στο συνειδητό μια βολική διασκευή των γεγονότων, που
δεν έχει παρά μόνο μακρινή σχέση με την αλήθεια, κυρίως την εξωτερική. Η πραγματικότητα
όμως έχει ξεχαστεί.
Στο όριο μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου εγκαθίσταται τότε ένας «φύλακας», ο οποίος
εμποδίζει την ανάδυση του γεγονότος και την συνειδητοποίησή του από εμάς. Αυτό είναι ένα
τείχος από σκέψεις. Είναι η δημιουργική (αλλά και πονηρή επίσης) πλευρά της φαντασίας μας.
Η συνεχής εσωτερική μυθοπλασία.
Κάθε φορά λοιπόν που ένα οποιοδήποτε ερέθισμα ανακαλεί στην μνήμη μας το απωθημένο
γεγονός, ο «φύλακας» ενεργοποιείται και παράγει τις απαραίτητες μυθοπλασίες, προκειμένου
να αλλοιώσει τις αναμνήσεις μας, αναμιγνύοντάς την φαντασία με την πραγματικότητα, ή
απλώς επιχειρεί να στρέψει την προσοχή μας αλλού. Αρχίζουμε δηλαδή μια ατέρμονη και
ουσιαστικά εκτός ελέγχου, συζήτηση με τον εαυτό μας, που ως σκοπό έχει την αποκοίμιση της
συνειδητότητάς μας, ώστε αυτή να μην ανακαλέσει το επίμαχο περιστατικό.
Έχετε ποτέ προσέξει το περιεχόμενο των σκέψεών σας; Όχι των συλλογισμών που αφορούν τα
τεχνικά θα λέγαμε ζητήματα, όπως τι θα φάμε το μεσημέρι, από ποιο δρόμο θα επιστρέψουμε
στο σπίτι μας και τέτοια, αλλά όλων των υπόλοιπων σκέψεων, που αποτελούν το 90% της
διανοητικής μας δραστηριότητας. Δηλαδή των φαντασιώσεών μας. Θα δείτε ότι αυτές δεν
κάνουν τίποτα άλλο παρά να ανασκευάζουν το παρελθόν μας, να προβάλλουν τις επιθυμίες
μας στο μέλλον και γενικώς να συντηρούν το εγώ μας. Σκεφτόμαστε δηλαδή για τον εαυτό
μας, ακόμα και όταν απασχολούμε την σκέψη μας με άλλους. Εμείς είμαστε κάπου εκεί, στο
παρασκήνιο, κάπου στο βάθος.
Οι μυθοπλασίες αυτές είναι το υλικό με το οποίο κατασκευάζουμε τον εικονικό μας εαυτό, τον
ψεύτικο εαυτό μας και επίσης αποτελούν την δραστηριότητα υποστύλωσης και
αναπαλαίωσης του υπό κατάρρευση εγώ μας.
Πως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν όλα αυτά στο προαναφερθέν παράδειγμα; Θα
επινοήσουμε κατ’ αρχήν μια δικαιολογία για την άσχημη συμπεριφορά μας. Η δικαιολογία
αυτή ενδεχομένως να είναι βάσιμη και όσο πιο βάσιμη είναι τόσο μεγαλύτερη είναι και η
ικανότητά της να παραπλανά την κρίση μας. Αφού έχουμε το «δίκιο» με το μέρος μας καλά
κάναμε λοιπόν και συμπεριφερθήκαμε έτσι. Πως είναι όμως αυτό το «έτσι»; Εδώ η φαντασία
μας αναπλάθει το περιστατικό ξανά και ξανά, κάνοντας τις απαραίτητες διορθώσεις. Π.χ. η
έκφραση του προσώπου μας είναι ενδεχομένως ένα στοιχείο που απουσιάζει από την
ανάπλαση του γεγονότος. Δεν θυμόμαστε καθόλου το πόσο είχαμε ασχημύνει, ή το πόσο
δυσαρμονική και δυνατή είχε γίνει η φωνή μας, το πως χειρονομούσαμε χωρίς κανένα
έλεγχο.
Εγκαθιστούμε λοιπόν την «διορθωμένη» αυτή εκδοχή των γεγονότων στο συνειδητό μας,
υποστηρίζοντάς την με τις απαραίτητες δικαιολογήσεις, προστατεύοντας την εικόνα που
θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας. Τι συμβαίνει όμως με το πραγματικό περιστατικό και
το νόημά του; Αυτό βρίσκεται στο ασυνείδητο πλέον. Η διορθωμένη αυτή εκδοχή είναι ο
φύλακας, στον οποίο έχουμε αναθέσει την αποστολή να κρατήσει την αλήθεια καλά
κρυμμένη από τα μάτια μας. Κάθε φορά που κάτι την ανακαλεί, αυτός ενεργοποιείται, (είναι
ένας παγιωμένος μηχανισμός) και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε. Σκεφτόμαστε για τον εαυτό
μας, για το τι κάναμε, το τι μας είπαν, το τι θα μπορούσαμε να είχαμε πει, πως θα έπρεπε να
ήταν τα πράγματα, γινόμαστε ήρωες, θύτες ή θύματα. Θα κατηγορήσουμε τους γονείς μας,
την κυβέρνηση, το σύστημα, ή τον εαυτό μας.
Σκεφτόμαστε όμως για τα γεγονότα, δεν τα θυμόμαστε. Ούτε παρατηρούμε τις αντιδράσεις μας.
Αν αυτές τις σκέψεις προσπαθήσουμε να τις σταματήσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι ο νους μας
δεν έχει καμία διάθεση να μας υπακούσει. Δεν έχουμε κανένα απολύτως έλεγχο. Σε
περίπτωση όμως που αυτές οι σκέψεις σταματήσουν, θα μας αρέσει η αλήθεια η οποία θα
ξεπροβάλλει από πίσω τους;
Προσπαθούμε να διαλογιστούμε. Οι σκέψεις δεν λένε να σταματήσουν. Έχουμε την αίσθηση
ότι πρέπει οπωσδήποτε να τις σκεφτούμε, ότι έχουν για μας ζωτική σημασία. Με αυτό τον
τρόπο συντηρούμε το εικονικό μας εγώ. Την ψευδή αίσθηση του εαυτού μας, που αποτελείται

22
από το σύνολο των φαντασιώσεών μας. Αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Αν σταματήσουν οι σκέψεις μας, τότε η εικονική πραγματικότητα που έχουμε κατασκευάσει
για τον εαυτό μας, θα καταρρεύσει και θα αρχίσουμε να βλέπουμε, αμερόληπτα, την αλήθεια
για το άτομό μας. Τα γεγονότα ξερά, έτσι όπως είναι, χωρίς επιδέξιους σχολιασμούς και
μυθοπλασίες. Χωρίς επιβραβεύσεις ή αυτοκατάκριση.
Για να μπορέσουμε να διαλογιστούμε πρέπει να εξουδετερωθούν αυτοί οι «φύλακες», όπως
τους ονομάσαμε. Πρέπει να τους δούμε σε λειτουργία, να τους κοιτάξουμε κατά πρόσωπο, να
τους ξεμπροστιάσουμε, χωρίς να μιλάμε και πολύ στον εαυτό μας. Να τους δούμε, όχι να τους
συμπεράνουμε με την βοήθεια βιβλίων που διαβάσαμε. Τότε θα δούμε τον ρόλο τους, καθώς
και τι προσπαθούν να καλύψουν, ή να συντηρήσουν. Θα αρχίσουμε να διακρίνουμε τι
συμβαίνει μέσα μας.
Η τεχνική είναι απλή. Ενώ ζούμε ένα γεγονός, οτιδήποτε, σημαντικό ή καθημερινό, πρέπει να
παρακολουθούμε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ τις προσωπικές μας αντιδράσεις. Τι σκεφτόμαστε, τι
αισθανόμαστε και πως κινούμαστε. Μας λέει κάποιος κάτι. Εμείς παρακολουθούμε τι μας λέει,
αλλά και τι σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε, την ώρα που αυτός μας μιλάει. Αν ενεργοποιηθεί
μέσα μας κάποιος μηχανισμός αυτοπροστασίας του ασυνείδητού μας, θα τον εντοπίσουμε και
θα διαπιστώσουμε τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του. Από την εσωτερική μας ανταπόκριση
θα καταλάβουμε αν κρύβεται κάτι στο ασυνείδητό μας. Θα έχουμε, τέλος πάντων, μια
συνεχόμενη εποπτεία του εαυτού μας.
Κατόπιν θα πρέπει να αναρωτηθούμε το ΓΙΑΤΙ; Γιατί αντέδρασα έτσι, γιατί αισθάνθηκα έτσι;
Η απάντηση που θα δώσουμε δεν πρέπει να είναι βεβιασμένη, ή να την αντλήσουμε από
βιβλία. Δεν αρκεί να είναι λογική, πρέπει να είναι πραγματική. Τόσο πραγματική, ώστε να
δείχνει ακόμα και κοινότυπη. Μίλησα άσχημα; Άρα είμαι αγενής. Εδώ δεν χρειάζεται μεγάλη
φιλοσοφία. Η ανακάλυψη της αιτίας της αγένειας είναι ένα δεύτερο στάδιο, όμως θα πρέπει
να χαρακτηρίζεται από την ίδια αφοπλιστική αμεσότητα. Και προπαντός λιτότητα σκέψης. Η
παρατεταμένη συζήτηση με τον εαυτό μας πιστεύω ότι είναι ύποπτη.
Αυτή η διαρκής αυτοσυγκέντρωση απαιτεί να διαθέτουμε πολλή ενέργεια, γιατί οι εν λόγω
μηχανισμοί είναι ισχυρότατοι και διακυβεύονται πολλά. Για τον πλαστό εαυτό μας είναι
ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι όλη αυτή η προσπάθεια
είναι κουραστική. Είναι όμως ένας θεωρητικός ισχυρισμός, από ανθρώπους που δεν έχουν
προσωπική εμπειρία του ζητήματος. Αν εκτελεστεί σωστά, χωρίς πιέσεις προς τον εαυτό μας
και χωρίς διανοητικοποίηση, θα διαπιστώσετε ότι μάλλον ξεκουράζει και μας φορτίζει με
ενέργεια.
Ας δούμε τώρα κάτι άλλο. Ένα μικρό παιδί έχει χαμηλότερο βαθμό αυτοσυνειδησίας. Είναι
λιγότερο συνειδητό από έναν ενήλικα. Θα λέγαμε ότι λειτουργεί υποσυνείδητα. Το ανώτερο
στάδιο της συνειδητότητάς του, βρίσκεται κάπου μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Είναι
ονειρώδες, πράγμα που εξηγεί και την ζωηρότατη φαντασία, που εκδηλώνουν τα παιδιά στα
παιχνίδια τους. Με την πάροδο του χρόνου, το επίπεδο αυτό εξελίσσεται και έτσι
εμφανίζονται και συνειδητές στιγμές.
Όταν ένα περιστατικό υποπέσει στην αντίληψή μας, αυτό καταγράφεται στο τρέχον επίπεδο
της συνειδητότητάς μας. Στην περίπτωση ενός μικρού παιδιού, αν το γεγονός αυτό
καταγραφεί, με την πάροδο του χρόνου και με την ταυτόχρονη ανύψωση του επιπέδου της
συνειδητότητας, προστίθενται διάφορα καινούργια «στρώματα» συνειδητότητας. Έτσι το
περιστατικό βρίσκεται πλέον στο ασυνείδητο του ενήλικα, σε κάποια βαθύτερα στρώματα.
Αυτό εξηγεί το γιατί τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας σφραγίζουν την ζωή μας, με έναν
τρόπο που δύσκολα γίνεται αντιληπτός. Καθώς μεγαλώνουμε νέα γεγονότα έρχονται να
προστεθούν στην αντίληψή μας, έτσι ώστε τα παλαιότερα, που έχουν εγγραφεί σε στρώματα
χαμηλότερης συνειδητότητας, «καθιζάνουν» στο ασυνείδητό μας. Υπάρχουν όμως και δρουν.
Το ίδιο συμβαίνει αν όταν δεχόμαστε μια εντύπωση είμαστε αφηρημένοι. Το επίπεδο της
συνειδητότητάς μας είναι ήδη χαμηλό, και η νέα εντύπωση καταγράφεται σε αυτό το χαμηλό
επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει απουσία λογικής επεξεργασίας, απουσία κρίσης και
αυτοελέγχου. Περνάει μέσα μας χωρίς κανένα έλεγχο. Δηλαδή το καταπίνουμε αμάσητο,
όπως λέμε.
Δεν πρέπει να αυταπατόμαστε ότι είμαστε συνειδητοί, επειδή λειτουργούν τα αισθητήριά μας
και επειδή σκεφτόμαστε. Μην νομίζετε ότι οι συνειρμοί μας ακολουθούν πάντα τους κανόνες
της λογικής. Τα αυθαίρετα άλματα και συμπεράσματα είναι πολύ περισσότερα από όσα
νομίζουμε και οι παραποιήσεις της πραγματικότητας είναι ο κανόνας. Οι πραγματικά

23
συνειδητές στιγμές ίσως είναι πολύ λίγες. Με την αυτοπαρατήρηση όμως και με την
επεξεργασία του εσωτερικού περιεχομένου μας αρχίζουμε να δημιουργούμε συνειδητά
κομμάτια του ψυχισμού μας, και τότε το πραγματικό μας συνειδητό διευρύνεται. Το χτίζουμε
κομμάτι κομμάτι, με την προσωπική μας εργασία. Δεν θα «φυτρώσει» από μόνο του. Το
συνειδητό μας δεν αναπτύσσεται με ευχολόγια, ούτε με αποστήθιση γνώσεων (που
δημιουργούν ψευδαίσθηση συνειδητότητας, την αίσθηση του «εγώ ξέρω»), αλλά με την
αυτοπαρατήρηση και με το να θέτουμε στον εαυτό μας, απλά αλλά καίρια ερωτήματα.
Καλό είναι να προσέξουμε το εξής: Πολλοί από εμάς έχουμε λάβει μια παιδεία που στρέφει
την κρίση μας προς την αυτοκατάκριση. Προέρχεται από την θρησκευτική νοοτροπία της
αμαρτωλότητας του ανθρώπου και από κακούς χειρισμούς εκείνων των γονιών που δεν
διστάζουν να πληγώσουν τα παιδιά τους, λέγοντας ότι δεν αξίζουν, ότι είναι κακά και άλλα
τέτοια. Όταν λοιπόν παρατηρούμε τον εαυτό μας, ΔΕΝ ψάχνουμε οπωσδήποτε για κάτι το
κακό, ούτε για κάτι το καλό. Παρατηρούμε τα γεγονότα, χωρίς να τους κολλήσουμε τις
ετικέτες του καλού – κακού, ηθικού – ανήθικου και άλλες πολλές.
Μας ενδιαφέρουν τα γεγονότα και όχι η κρίση μας, που μπορεί να είναι καθοδηγούμενη από
τους παράγοντες που ήδη αναφέραμε. Το συμπέρασμα μπορεί να επακολουθήσει, αλλά θα
πρέπει να είναι συναισθηματικά ουδέτερο. Αν διακρίνουμε μέσα μας κάποια αδυναμία, δεν
θα πρέπει να αισθανθούμε απογοήτευση, θυμό, ενθουσιασμό, ή οτιδήποτε άλλο. Ο στόχος μας
είναι να γνωρίσουμε και αν μπορέσουμε να βελτιώσουμε τα πράγματα, όχι να επιβαρύνουμε
την θέση μας με κάποιες ενοχικές συμπεριφορές.
Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό σημείο. Παρατήρηση σημαίνει παρατήρηση. Δεν ψάχνουμε για
αμαρτίες, ώστε να καταδικάσουμε τον εαυτό μας. Αυτό εξ’ άλλου είναι μια ασυνείδητη τάση,
που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να μην της επιτρέψουμε να παρεισφρήσει μέσα μας,
αλλοιώνοντας έτσι τις προσπάθειές μας.

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ – Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ

Εδώ θα πραγματευθούμε μια προσέγγιση του διαλογισμού, που θυμίζει αρκετά την
παραδοσιακή μέθοδο εξάσκησης. Είναι μια αγωγή αυστηρής πειθαρχίας, απαιτεί θέληση, την
αναπτύσσει επίσης, και πιστεύω πως έχει καλά αποτελέσματα, αρκεί να προσέξουμε ορισμένα
σημεία. Όλα αυτά θα τα εξετάσουμε στην συνέχεια.
Προκειμένου να ξεκινήσουμε χρειάζεται να έχουμε ξεκαθαρίσει ορισμένες βασικές έννοιες και
κάποιες εκκρεμότητες με τον εαυτό μας. Ξεκινάμε από την εκμάθηση της συγκέντρωσης του
νου και καταλήγουμε, σαν φυσική συνέχεια στον διαλογισμό.
1. Να ξέρουμε γιατί θέλουμε να μάθουμε να διαλογιζόμαστε. Καλή όμως βάση γι αυτό
είναι να μην γνωρίζουμε διανοητικά τους λόγους, αλλά να αισθανόμαστε μια
εσωτερική, ακατανίκητη, διαισθητική τάση να το κάνουμε. Αυτό σημαίνει ότι
ακολουθούμε κάποια βαθύτερη, αν και υποσυνείδητη παρόρμηση. Αν δεν λειτουργεί
μέσα μας η «μαγνητική» έλξη του πνεύματος, πολύ φοβάμαι ότι ματαιοπονούμε,
γιατί δεν είναι δυνατόν να βρεθούν επαρκή διανοητικά επιχειρήματα για την
«ωφέλεια» ενός τέτοιου εγχειρήματος.
2. Πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι «μέχρι θανάτου». Και εδώ κυριολεκτούμε.
Χρειάζεται να αποφασίσουμε ότι θα αρχίσουμε τώρα τις προσπάθειές μας και θα τις
συνεχίσουμε μέχρι το τέλος της ζωής μας, ακόμα και αν δεν έχουμε κανένα από τα
προσδοκώμενα αποτελέσματα. Θα έχουμε αναπτύξει όμως την επιμονή, την υπομονή
και την δύναμη της βούλησης. Αυτό ακούγεται εξωπραγματικό, όμως μια τέτοια
«υπεράνθρωπη» αποφασιστικότητα είναι απολύτως αναγκαία.
3. Να εργαζόμαστε χωρίς να αγχωνόμαστε πολύ για τα αποτελέσματα. Ασφαλώς θα
πρέπει να ελέγχουμε την πρόοδό μας, αλλά καλό είναι να απολαμβάνουμε τις
προσπάθειές μας. Υπάρχουν άγονες περίοδοι κατά την διάρκεια των οποίων
παραμένουμε «στάσιμοι» και εκεί χρειάζεται αποφασιστικότητα, υπομονή και πίστη.
Αν τις ξεπεράσουμε, χωρίς να εγκαταλείψουμε, θα ανταμειφθούμε πλουσιοπάροχα.
Η γαλήνια αποφασιστικότητα επιταχύνει την πρόοδο.
4. Οι ασκήσεις που κάνουμε πρέπει να είναι για μας διασκέδαση. Πρέπει να περνάμε
καλά κατά την εκτέλεσή τους. Αν τις αισθανόμαστε ως βάρος, τότε αργά ή γρήγορα
θα κουραστούμε από την αυτοκαταπίεση και θα τα παρατήσουμε. Η εργασία με τον

24
εαυτό μας πρέπει να είναι απόλαυση. Διαφορετικά κάτι δεν κάνουμε σωστά, ή δεν
είμαστε ακόμα ώριμοι γι αυτό τον δρόμο. Η εξέλιξή μας θα ακολουθήσει διαφορετικά
μονοπάτια.
5. Αν πιστεύουμε ότι η αδιάκοπη, πυρετώδης σκέψη μάς είναι απολύτως απαραίτητη,
και ότι αν δεν σκεφτόμαστε φρενιασμένα θα χάσουμε κάτι «σημαντικό», όπως
διάφορες ευκαιρίες ή ιδέες για να πραγματοποιήσουμε τα «όνειρά» μας, η αποτυχία
είναι εξασφαλισμένη. Δεν θα μπορέσουμε να ελέγξουμε ποτέ τον νου μας, γιατί
πιστεύουμε στην «χρησιμότητα» της έλλειψης ελέγχου.
6. Αυτό που θα μας βοηθήσει δεν είναι τόσο η συντριπτική επιβολή της θέλησής μας
επάνω στο νου μας, αυτό μάλιστα μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστες αντιδράσεις,
αλλά το να θέλουμε τον έλεγχο. Όταν χρησιμοποιούμε την θέλησή μας, χωρίς
πραγματικά να επιθυμούμε σε βάθος αυτό που επιδιώκουμε, τότε καταδυναστεύουμε
τον εαυτό μας. Όταν όμως το θέλουμε, η επιβολή έρχεται ευκολότερα, χωρίς εντάσεις
και καταπίεση.
7. Αν πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε ο νους μας, ή τα συναισθήματά μας, τότε ας
ξανασκεφτούμε αν αξίζει τον κόπο να ξεκινήσουμε μια προσπάθεια και να
αποδυναμώσουμε τον αυτοσεβασμό μας, με μια βέβαιη αποτυχία. Ο διαλογισμός
έρχεται όταν όχι μόνο πιστέψουμε, αλλά βιώσουμε το γεγονός ότι δεν είμαστε ο νους
μας και ότι αυτός ο νους είναι ένα «όργανο», το οποίο έχουμε εμείς (δηλαδή η
προσοχή μας, η συνειδητότητα), στην διάθεσή μας. Αν είμαστε ταυτισμένοι με τον
νου μας, ο έλεγχός του είναι ανέφικτος, διότι αυτός δεν τον επιθυμεί. Και σε αυτή την
περίπτωση αν δεν τον θέλει ο νους, τότε δεν θα τον θελήσουμε και εμείς.
8. Δεν είναι απαραίτητη κανενός είδους θρησκευτική, ή φιλοσοφική πίστη. Παρ’ όλο
που η θρησκεία με τα σύμβολα και τις μεθόδους της, μπορεί να υποβοηθήσει τον
έλεγχο του νου, είναι αμφίβολα τα αποτελέσματα όσον αφορά την διεύρυνση της
συνειδητότητάς μας, λόγω ακριβώς της παρουσίας των δογμάτων. Στις θρησκείες
όμως υπάρχουν υποβοηθητικές νοοτροπίες, όπως η πίστη προς το Θείο (η
εμπιστοσύνη, όχι τα δόγματα), η ταπεινοφροσύνη, η ευγνωμοσύνη και η
φιλανθρωπία. Αυτοί είναι παράγοντες εξευγενισμού των συναισθημάτων μας.
Ασφαλώς μπορούν να αναπτυχθούν και εκτός πάσης θρησκείας.
9. Η φυσική και με μέτρο ικανοποίηση όλων μας των αναγκών, δημιουργεί κατάσταση
εσωτερικής ισορροπίας. Αν όμως είμαστε δούλοι των απολαύσεων, τότε η θέλησή μας
είναι κοντά στο μηδέν. Δεν πρέπει να επιτρέπουμε στην ζωή μας να μας «κάνουν ό,τι
θέλουν», είτε οι άνθρωποι, είτε ο εαυτός μας, είτε οι αισθήσεις και οι τυχαίες ορέξεις
μας. Έτσι θα γεμίσουμε με διαθέσιμη ενέργεια, την οποία έως τώρα απερίσκεπτα
καταναλώναμε σε ένα ατελείωτο κυνήγι απολαύσεων και παθών.
10. Το να λειτουργούμε με βάση την περιέργεια και την νοητική ακαταστασία, μας
αποδυναμώνει ενεργειακά. Δεν χρειάζεται να «αναζητούμε» ασταμάτητα. Πρέπει να
μάθουμε και να βρίσκουμε. Το να «πετάμε» από ιδέα σε ιδέα σαν «πεταλούδες», από
το ένα θεωρητικό σύστημα στο άλλο, σπαταλά την δύναμη της βούλησής μας σε
προσδοκίες που ποτέ δεν θα πραγματοποιηθούν με αυτή τη τσαπατσουλιά. Η σκέψη
μας πρέπει να είναι συγκροτημένη και εστιασμένη. Για την εξάσκηση της
συγκέντρωσης δεν μας είναι απαραίτητες οι θεωρητικές γνώσεις και τα μεταφυσικά
συστήματα, αλλά η προσήλωσή μας στην πρακτική εξάσκηση. Μας χρειάζεται η
σταθερή εκτέλεση ασκήσεων, όχι μελέτες και «πιστεύω».
11. Κάποια ευγένεια του χαρακτήρα είναι απαραίτητη. Ο σεβασμός, η ευγνωμοσύνη, η
καλοσύνη, η εντιμότητα, η προσφορά. Η ανιδιοτελής αγάπη. Θέλετε να δείτε τι
άνθρωπος είστε; Εξετάστε την σχέση σας με τα χρήματα, τι αγοράζετε με αυτά, ιδίως
πως αξιοποιείτε το όποιο περίσσευμά σας. «Τσιγκούνης στα λεφτά, τσιγκούνης και
στα αισθήματα», όπως λέγεται. Άνθρωποι που σέβονται το «ανώτερο», κάθε είδους,
όπου και αν το συναντούν και δεν κρίνουν αδιάκοπα τους άλλους, την κοινωνία, ή
την ίδια τη ζωή, έχουν το σωστό υπόβαθρο για να αναπτύξουν πολλές αναγκαίες
«ποιότητες» μέσα τους, γιατί δεν είναι μίζεροι. Το καλό υπάρχει και στους
χειρότερους ανθρώπους και πρέπει να είμαστε σε θέση να το σεβόμαστε. Αυτά τα
ευγενή αισθήματα διανοίγουν μέσα μας έναν «αγωγό», μέσω του οποίου δεχόμαστε
ενέργεια και καθοδήγηση.

25
Σταματώ εδώ, διότι δεν θα υπάρξει τέλος στις διάφορες προϋποθέσεις της συγκέντρωσης και
του διαλογισμού.
Τα απαιτούμενα και προβλεπόμενα στάδια, σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση του
θέματος είναι:
ΧΑΛΑΡΩΣΗ
ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – ΑΝΑΠΝΟΗ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ

ΧΑΛΑΡΩΣΗ
Καθόμαστε σε μια σταθερή και άνετη θέση. Σε μια καρέκλα π.χ. Αν μπορούμε ας είναι η
πλάτη μας ίσια, γιατί αυτό βοηθάει την καλύτερη κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο.
Αν είμαστε ξαπλωμένοι ασφαλώς μπορούμε να χαλαρώσουμε καλύτερα, όμως το σώμα
μπαίνει σε «σκεπτικό» ύπνου και αυτό εμποδίζει την συγκέντρωση του νου. Καλό είναι η
στάση να μην μας γίνεται εμμονή, ας βολευτούμε όπως μπορούμε καλύτερα. Θα
ανακαλύψουμε το σωστό μέτρο.
Διατρέχουμε με την προσοχή μας το σώμα μας και διαλύουμε τις εντάσεις, όπου τις
εντοπίσουμε. Δεν αφιερώνουμε πολύ χρόνο σε αυτή την διαδικασία. Αρκεί να το θελήσουμε
και να κάνουμε μια σύντομη επιθεώρηση, ενός λεπτού π.χ. στο σώμα μας.

ΑΝΑΠΝΟΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ


Εκτελούμε μερικές βαθιές, αργές και ισόχρονες αναπνοές. Εισπνέουμε αργά και βαθιά από
την μύτη και εκπνέουμε αργά, είτε από την μύτη, είτε από το στόμα. Δεν πιεζόμαστε, ούτε
επιδιώκουμε την επίτευξη κάποιου «ρεκόρ». Αυτά είναι για τους φακίρηδες.
Παρακολουθούμε την αναπνοή μας, και αν θέλουμε εστιαζόμαστε για λίγο σε ένα σημείο στο
βάθος της ρινικής κοιλότητας, πίσω από το μέτωπο, αισθανόμενοι ότι ο αέρας περνάει από
εκεί (πράγμα που αληθεύει). Δεν το παρακάνουμε γιατί μπορεί να «υπερφορτίσουμε» τον
εγκέφαλό μας.
Παραμένουμε χωρίς σκέψεις. Μια αιτία που μας δυσκολεύει στον έλεγχο του νου είναι η
ταραχή του νευρικού συστήματος. Γι αυτό χαλαρώνουμε και κάνουμε την αναπνευστική
άσκηση. Μετά το τέλος της συγκέντρωσής μας, μπορούμε να «κλείσουμε» την άσκησή μας,
κάνοντας λίγες αναπνοές, με τον ίδιο τρόπο.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ


Η κυρίως άσκηση καλό είναι να κρατήσει περίπου ένα δεκάλεπτο. Δεν χρειάζεται να το
παρακάνουμε, γιατί αν η προσοχή μας χαλαρώσει, θα δημιουργήσουμε μέσα μας μια
αρνητική συνήθεια. Να περιφέρεται ο νους μας δεξιά και αριστερά, ιδίως όταν καθόμαστε να
ασκηθούμε.
Ξεκαθαρίζουμε την κατάσταση με τον εαυτό μας, τελειώνουμε τις «απαραίτητες» σκέψεις,
ολοκληρώνουμε τις φαντασιώσεις μας, τα επαγγελματικά, ή τα ερωτικά μας σχέδια.
Κλείνουμε τις φανταστικές συζητήσεις που αρχίσαμε στο μυαλό μας, με εκείνους που δεν
είχαμε το θάρρος να τους πούμε αυτό που θέλαμε. Τελειώνουμε γενικώς με όλες αυτές τις
ανοησίες.
Παίρνουμε ένα ρολόι το τοποθετούμε μπροστά μας και απολύτως αποφασισμένοι αρχίζουμε
να παρακολουθούμε σιωπηλά την κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη. Την παρακολουθούμε για
δέκα λεπτά, χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα. Δεν επιτρέπουμε στο νου μας να σχηματίζει
σκέψεις και εικόνες. Το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάμε προσεκτικά, σε κατάσταση
εσωτερικής σιωπής, (όσο μπορούμε τουλάχιστον). Δεν αφαιρούμαστε, είμαστε σιωπηλά
προσεκτικοί και δεν «διαπραγματευόμαστε» με την επιθυμία να αρχίσουμε τις φαντασιώσεις
μας. Είμαστε απόλυτοι σε αυτό. Δεν σκεφτόμαστε ούτε τον δείκτη του ρολογιού, απλώς τον
κοιτάμε, σε πλήρη εγρήγορση.
Άλλη άσκηση θα μπορούσε να είναι η εξής: Κοιτάμε για λίγο το κεφάλι μιας καρφίτσας. Μετά
κλείνουμε τα μάτια και το απεικονίζουμε στον νου μας. Κρατάμε σταθερή την εικόνα, επίσης
χωρίς σκέψεις και αν την «χάσουμε» κοιτάμε για λίγο ξανά, την πραγματική βελόνα και
επανερχόμαστε στην νοητική απεικόνιση με κλειστά τα μάτια. Το κάνουμε για δέκα λεπτά.
Πρόκειται για δυσκολότερη εφαρμογή.

26
Μπορούμε με τον ίδιο τρόπο να διαλέξουμε και άλλα εξωτερικά αντικείμενα, ρυθμικούς
ήχους, να οραματιστούμε κάτι, οτιδήποτε μπορεί να χρησιμεύσει σαν αντικείμενο της
συγκέντρωσης. Καλό είναι αυτά τα θέματα να είναι όσο γίνεται πιο απλά, ώστε να μη μας
δυσκολεύει η πολυπλοκότητά τους.
Καθορίζουμε όμως ένα πρόγραμμα. Κάνουμε κάποιες ασκήσεις σύμφωνα με το
χρονοδιάγραμμά μας. Π.χ. Το «ρολόι» κάθε πρωί, το απόγευμα την άσκηση με την καρφίτσα.
Δεν μεταπηδούμε από τη μια άσκηση στην άλλη, σαν να προσπαθούμε να βρούμε την πιο
βολική, ή την πιο εντυπωσιακή, γιατί αυτή η ακαταστασία, που καλλιεργείται από το πνεύμα
της προσδοκίας και της βιασύνης, μάς αποδυναμώνει ενεργειακά. Τις εκτελούμε έως ότου
αποκτήσουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα και η πρόοδός μας γίνει εμφανής. Μετά μπορούμε
να τις αλλάξουμε, πάντοτε όμως χωρίς ακαταστασία.
Δεν χρειάζονται σύνθετοι οραματισμοί και άλλες παρόμοιες «φανταχτερές» ασκήσεις, με
θρησκευτικό ή συμβολικό περιεχόμενο. Εδώ ο στόχος είναι η πειθαρχία του νου, όχι κάτι
άλλο. Και γι αυτό το σκοπό είναι απαραίτητη η απλότητα και η σταθερότητα.
Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα θα είναι η ικανότητα συγκέντρωσης του νου μας και το
εκούσιο σταμάτημα των σκέψεών μας.
Αν αισθανόμαστε εντάσεις, πονοκεφάλους, εκνευρισμούς και άλλα αρνητικά συμπτώματα,
τότε σίγουρα κάτι κάνουμε λάθος. Ας ψάξουμε να το βρούμε, γιατί δεν πρέπει να πιέζουμε
τον εαυτό μας.

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Αν επιμείνουμε, κάποια στιγμή η ικανότητα της συγκέντρωσης του νου θα αρχίσει να
παρουσιάζεται. Τότε είμαστε στο κατώφλι του διαλογισμού, αλλά κανείς δεν μπορεί να
προβλέψει το απαιτούμενο χρονικό διάστημα. Αυτό εξαρτάται από την εργατικότητά μας και
από την βαθύτερη προδιάθεσή μας, δηλαδή από το ταλέντο μας. Συνήθως όλοι μας κάνουμε
λιγότερα πράγματα από αυτά που μπορούμε και αυτό σημαίνει ότι με τις απαραίτητες
ρυθμίσεις και αποφάσεις, μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα. Η υπομονή μας πρέπει να
είναι «άπειρη», το ίδιο και η επιμονή. Αυτά είναι μαθήματα ζωής και χωρίς αυτές τις αρετές
δεν θα πάμε μακριά. Η εκμάθηση της συγκέντρωσης είναι έργο ολόκληρης ζωής. Οτιδήποτε
λιγότερο θα οδηγήσει στην θλιβερή αποτυχία.
Διαλογισμός είναι να παραμένουμε σε κατάσταση συνειδητής εσωτερικής σιωπής. Κλείνουμε
τα μάτια μας (ή δεν τα κλείνουμε) και απλώς σταματάμε να σκεφτόμαστε. Αυτό τώρα
φαίνεται κάτι το αδύνατο, κάποια στιγμή όμως θα γίνει δυνατό. Η συγκέντρωση στο κενό.
Δεν το φανταζόμαστε, το αισθανόμαστε, συγκεντρωνόμαστε στον ίδιο μας τον νου, που έχει
σταματήσει.
Εξωτερικά η προσοχή μας μπορεί να περιφέρεται όπου θέλουμε (αποσυγκέντρωση), ή να
εστιαστεί κάπου, ή απλώς να παραμείνει συνειδητή της εσωτερικής σιωπής και του κενού,
υπάρχει όμως γιατί την αναπτύξαμε με τις προηγούμενες ασκήσεις. Η συνειδητή
συγκέντρωση του νου είναι απαραίτητη συνθήκη για τον διαλογισμό.
Θα αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι το νόημα της μη-σκέψης. Είναι μια διαφορετική κατάσταση
συνειδητότητας, η οποία μας αποταυτίζει από το νου και το συναίσθημα, όπου ερχόμαστε σε
άμεση επαφή με το Πνεύμα.
Ο διαλογισμός μας φέρνει σε επαφή με το ΤΩΡΑ. Η εξαιρετική σημασία αυτού του γεγονότος
θα γίνει σταδιακά αντιληπτή.

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ!


Δεχόμαστε ότι δύο με τρεις φορές ημερησίως θα ασκηθούμε στην συγκέντρωση. Τι θα γίνει
όλη την υπόλοιπη ώρα; Θα αφήσουμε το νου μας αχαλίνωτο, να καταστρέψει ό,τι με κόπο
δημιουργήσαμε;
Όχι! Γι αυτό τον λόγο υπάρχει η λεγόμενη συνεχόμενη συγκέντρωση. Καθ’ όλη την διάρκεια
της ημέρας, ό,τι και αν κάνουμε, το κάνουμε συγκεντρωμένοι. Περπατάμε π.χ. και η προσοχή
μας είναι στο περπάτημα. Το μετατρέπουμε σε αντικείμενο συγκέντρωσης, όπως τον δείκτη
του ρολογιού, ή την καρφίτσα. Είναι ακριβώς το ίδιο, γίνεται όμως «εν κινήσει». Το ίδιο
κάνουμε για το φαγητό, την ομιλία, το διάβασμα, την οδήγηση, την διασκέδαση, την εργασία
μας, το ανέβασμα μιας σκάλας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, οτιδήποτε.
Ταυτόχρονα φροντίζουμε να παρατηρούμε και τον εαυτό μας, τις προσωπικές μας
αντιδράσεις, πράγμα που είναι η διπλή προσοχή, προς τα έξω και προς τα μέσα.

27
Δεν επιχειρούμε να τα παρακολουθούμε όλα ταυτόχρονα, αλλά να είμαστε συγκεντρωμένοι
σε κάτι που κάνουμε, ή σε κάτι που συμβαίνει μέσα μας, ανάλογα με τις ανάγκες της
περίστασης. Σταδιακά, με την προσπάθεια θα βρούμε μόνοι μας το σωστό μέτρο, που δεν θα
μας κουράζει και δεν θα μας προκαλεί άγχος. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, η συνεχής
αυτή προσπάθεια ανανεώνει την ενέργειά μας και μας ξεκουράζει. Η αίσθηση αυτή είναι
ένδειξη ότι έχουμε βρει την απαραίτητη ισορροπία, χωρίς να απορυθμίζουμε τη φυσιολογική
ροή των δραστηριοτήτων μας.
Γνωρίζω ότι κάτι παρόμοιο ακούγεται υπερβολικό, όμως αν είμαστε αποφασισμένοι και
προπαντός αν απολαμβάνουμε τις ασκήσεις μας, θα το προσπαθήσουμε. Εξ’ άλλου είναι κάτι
το ευχάριστο για μας. Προσπαθούμε να ασκούμαστε συνεχώς, χωρίς να διαταράσσουμε την
καθημερινότητά μας.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Αν βάλουμε σε τάξη ορισμένα πράγματα μέσα μας και στην ζωή μας, που εκτενώς έχω
πραγματευτεί σε άλλα κεφάλαια της ιστοσελίδας, θα δυναμώσουμε την θέλησή μας και οι
«μπαταρίες» μας θα γεμίσουν με ενέργεια. Αυτό κυριολεκτικά θα το νοιώσουμε, όταν θα
αρχίσουμε να αισθανόμαστε την εσωτερική μας δύναμη να αυξάνει. Θα την διαπιστώνουμε
ασφαλώς και στον τρόπο που ενεργούμε στην ζωή, αλλά θα υπάρχει μέσα μας και η αίσθηση
της «φόρτισης» με ενέργεια, της ισχυρής βούλησης. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την
υπερκινητικότητα, τον εκνευρισμό, ή την σωματική αντοχή, αλλά είναι υπόθεση
ενεργοποίησης της βούλησής μας.
Και τώρα το κρίσιμο ερώτημα. Τι έχουμε να κερδίσουμε από όλη αυτή την εκμάθηση της
συγκέντρωσης; Αυτό ας το ανακαλύψει ο καθένας μόνος του. Αν σκεφτόμαστε με όρους
κέρδους, ας κοιτάξουμε να κερδίσουμε χρήματα, δόξα και γυναίκες, τον διαλογισμό δεν τον
χρειαζόμαστε σε τίποτα. Ο διαλογισμός είναι μια διαισθητική εργασία. Διαισθανόμαστε ότι
πίσω του υπάρχει ο αληθινός εαυτός μας, το πνεύμα, ό,τι και αν είναι αυτό και για να είμαστε
ειλικρινείς, ο οποιοσδήποτε φιλοσοφικός, ή μεταφυσικός ορισμός και η διανοητική μελέτη
αυτών των πραγμάτων, μας προκαλούν αφόρητη πλήξη. Εμάς μας ενδιαφέρει η σιωπηλή
πρακτική εξάσκηση και η βαθύτερη μεταμόρφωση, όχι η φιλοσοφία. Η κύρια εργασία που
κάνουμε στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι διανοητική, αλλά βουλητική.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται να δώσουμε στην επιθυμία για «εμπειρίες». Αν τις επιδιώξουμε,
ενδεχομένως να τις αποκτήσουμε, με την προϋπόθεση ότι έχουμε ατσάλινη θέληση, γιατί ο
μέσος «χλιαρός» άνθρωπος του «δε βαριέσαι», στον οποίο ενδεχομένως να ανήκουμε και
εμείς, δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο. Ας γνωρίζουμε όμως, ότι αυτές οι εμπειρίες θα είναι
μάλλον αυταπάτες του υποσυνείδητού μας, με τελικό αποτέλεσμα να «καβαλήσουμε το
καλάμι». Ο συνετός άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για εμπειρίες, αλλά για τις ασκήσεις του και
είναι προσγειωμένος στην πραγματικότητα, όχι σε αυθυποβολές.
Για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε κάπου με τις ασκήσεις μας, πρέπει να διαθέτουμε
ορισμένες αρετές, όπως υπομονή, επιμονή και ατσάλινη θέληση. Αν μας ενδιαφέρουν τα
«εύκολα» και η νοοτροπία του «φαστ φουντ», τότε δεν είμαστε οι κατάλληλοι άνθρωποι γι
αυτό το έργο. Μιλάμε για έργο ζωής και όχι για χάμπουργκερ που το τρώμε στο πόδι, χωρίς
να το έχουμε παρασκευάσει οι ίδιοι με κόπο και σε βάθος χρόνου. Απαιτείται απόλυτη
σταθερότητα και δύναμη χαρακτήρα. Πρέπει να βάλουμε την ζωή μας σε τάξη, να
διαχειριστούμε σωστά τον χρόνο μας και να μην τρέχουμε ασταμάτητα δεξιά και αριστερά, σε
δήθεν υποχρεώσεις. Πρέπει να γίνουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, κύριοι της ζωής μας, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι η αδράνεια είναι καλύτερη. Οι ευθύνες, η εργασία, η συμμετοχή στην
κοινωνία, προσφέρουν πολλά. Το «παράδοξο» είναι ότι όσο λιγότερο προσδοκούμε γρήγορα
αποτελέσματα και όσο περισσότερο απολαμβάνουμε τις ίδιες τις ασκήσεις, χωρίς να
αγχωνόμαστε για την πρόοδό μας, τόσο γρηγορότερα προχωράμε, ακριβώς επειδή δεν
σπαταλούμε την ενέργειά μας στην βιασύνη.
Δεν χρειάζεται να κοινοποιούμε σε όλους τις προσπάθειές μας. Αυτό υποκρύπτει μια επιθυμία
αναγνώρισης της αξίας μας από τους άλλους, όπου είτε θέλουμε να κάνουμε τους σπουδαίους,
είτε επιζητούμε με ανασφάλεια την έγκρισή τους. Αν μας την δώσουν θα νοιώσουμε
σπουδαίοι, αν δεν μας την δώσουν, που είναι το πιθανότερο, θα βρεθούμε απολογούμενοι, θα
χάσουμε ενέργεια και θα γίνουμε έρμαιο του οποιουδήποτε θέλει να ανακατευτεί στην ψυχή
μας. Εδώ καλύτερη είναι η μυστικότητα. Το σημείο αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δεν

28
χρειαζόμαστε την άδεια των άλλων, ούτε την αποδοχή τους, για να ασκηθούμε στον
διαλογισμό. Αυτό είναι κάτι προσωπικό, που το κάνουμε για τον εαυτό μας.
Μπορούμε να μιλήσουμε γι αυτά τα θέματα μόνο όταν έχουμε ξεπεράσει τις εξαρτήσεις μας
από την γνώμη και την αποδοχή των άλλων. Να είμαστε όμως πραγματικά αδιάφοροι και να
μη μας αγγίζει τίποτα. Το να κρατάμε κάποια πράγματα για τον εαυτό μας δεν είναι νοσηρή
μυστικοπάθεια, υπάρχει και η θετική πλευρά. Δεν εκτιθέμεθα σε επιθέσεις και διαφυλάσσουμε
την ενέργειά μας. Μην ακούτε αυτούς που σας λένε ότι πρέπει να κοινοποιείτε σε όλους τα
«εσώψυχά σας» και κάθε λεπτομέρεια της ζωής σας, γιατί αυτό που θέλουν είναι να μάθουν
τα «μυστικά» σας, για να μπορούν να επεμβαίνουν στην ζωή σας. Θεωρώ ότι δεν πρέπει να
εκθέτουμε διαρκώς ό,τι μας αφορά στους άλλους. Κάποια πράγματα είναι για να τα λέμε,
κάποια όμως είναι μόνο για μας. Αυτή η διάκριση «κλείνει» ορισμένα «ανοίγματα» από τα
οποία η ενέργειά μας διαρρέει προς τα έξω.
Αν έχετε φίλους με τα ίδια (αποδεδειγμένα όμως) ενδιαφέροντα, μπορείτε να μοιραστείτε τις
προσπάθειές σας. Μόνο όμως με αυτούς, γατί και πάλι μπορεί να βρεθείτε προ εκπλήξεων.
Κάποιοι φίλοι σας μπορεί να μην ενδιαφέρονται καθόλου γι αυτά τα θέματα, και ας
διατείνονται το αντίθετο. Όσον αφορά αυτά τα ζητήματα η ζωή θα σάς εκπλήξει, θα δείτε
πολλές περίεργες αντιδράσεις από τους ανθρώπους. Δεν αποκλείεται να ενοχληθεί και να σας
επιτεθεί, ακριβώς αυτός από τον οποίο περιμένατε υποστήριξη. Οι άνθρωποι δεν είναι
πάντοτε αυτό το οποίο ισχυρίζονται και την «ταμπέλα» της πνευματικότητας ορισμένοι
εύκολα την βάζουν στον εαυτό τους, όταν όμως βρεθούν μπροστά σε κάποιον που
πραγματικά εξελίσσεται, αντιδρούν με απροσδόκητα αρνητικό τρόπο και προσπαθούν να τον
σαμποτάρουν, να τον αναστατώσουν, να τον ειρωνευτούν, να τον απογοητεύσουν, να τον
εκβιάσουν (ιδίως αν είναι οι γονείς ή κάποια σχέση του), ή να τον εμπλέξουν σε ψυχοφθόρες
ασχολίες και διαμάχες. Αν δεν είστε αρκούντως ισχυροί για να αντέξετε όλα αυτά, τότε
«Σφίγγα». Για ποιο λόγο άραγε να μιλήσετε σε ανθρώπους που δεν έχουν τα ίδια
ενδιαφέροντα με σας; Τι επιδιώκετε; Να τους προσηλυτίσετε; Να σας θαυμάσουν;
Βρείτε τρόπους για να διαφυλάξετε την ενέργειά σας. Θα σας χρειαστεί. Μην σπαταλιέστε σε
ανούσιους διαπληκτισμούς, μην υποστηρίζετε τόσο πολύ τον τρόπο ζωής σας και τα
«πιστεύω» σας (αν τα έχετε, γιατί και αυτά ίσως να είναι περιττά μπροστά στα ζωντανά
βιώματα), μην εκτίθεστε σε όλους, μην σας κάνουν ότι θέλουν οι άλλοι, ή το τσιγάρο, ο καφές,
το φαγητό και το αλκοόλ.
Μην εμπλέκεστε αδιάκοπα σε διαδικασίες υπεράσπισης, ή προβολής του «εγώ» σας. Κάντε το
λίγο στην άκρη, διαφορετικά θα απομυζήσει την ενέργειά σας, σαν βδέλλα. Το «εγώ» μας
είναι ένα πολύ ευάλωτο σημείο μέσα μας, θίγεται συνεχώς, αμύνεται, επιτίθεται, είναι γεμάτο
ανόητες φιλοδοξίες, φοβάται. Είναι η προσωποποίηση της ανασφάλειας, ή της επιθετικότητας
(που κατά βάθος είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα). Καλό είναι να μάθουμε να μην το
παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά, γιατί είναι σαν ένα κακομαθημένο παιδί.
Μην δίνετε λογαριασμό σε όλους για τις αποφάσεις και για την ζωή σας. Μην αναλώνεστε σε
ονειροπολήματα και σε εξαντλητικούς συναισθηματισμούς. Καλός είναι και ο έρωτας, αν
όμως «σας σέρνει από τη μύτη» μια γυναίκα ή το καλομαθημένο παιδί σας, πόση είναι η
ενέργειά σας; Και πόση είναι η δύναμη του χαρακτήρα σας;
Μην φλυαρείτε ασταμάτητα, μην εμπλέκεστε σε συζητήσεις που δεν σας ενδιαφέρουν, μην
αναλώνεστε σε ψυχοφθόρες σχέσεις. Η φλυαρία, τα πάθη, τα αρνητικά συναισθήματα, οι
εξαντλητικές φαντασιώσεις και οι ατέρμονοι διάλογοι με τον εαυτό μας, ο ακατάστατος
τρόπος ζωής, το αδιάκοπο «τρέξιμο», που ίσως και να είναι μια φυγή από κάτι και όχι
πραγματική ανάγκη, είναι διαδικασίες που χρειάζεται να ελεγχθούν, γιατί εξαντλούν την
ενέργεια της βούλησής μας. Ο έλεγχος αυτών των παραγόντων θα γεμίσει τις «μπαταρίες»
μας με ενέργεια και θα το νοιώσουμε ξεκάθαρα, μιας και η ενέργεια αυτή θα μας χρησιμεύσει
πολύ στην απόκτηση της δύναμης της συγκέντρωσης.
Χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την εσωτερική γαλήνη, την αυτοσυγκράτηση, τα ευγενή
συναισθήματα, την μεγαλοψυχία, τον σεβασμό της ελευθερίας (δικής μας και των άλλων), την
αποδοχή, την καλοσύνη, την ψυχραιμία, την αισιοδοξία, την υπομονή, την ευγνωμοσύνη και
άλλα πολλά. Απαιτείται όμως και κάποια αυστηρότητα, ώστε να μην μπορούν να μας κάνουν
ό,τι θέλουν οι άλλοι, εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη μας.
Όλοι αυτοί είναι παράγοντες που εξευγενίζουν τον χαρακτήρα μας και αυξάνουν
κατακόρυφα την ενέργειά μας. Οι κακίες, η ζήλια, τα πάθη, η κριτική, η έλλειψη
αυτοσυγκράτησης, η φλυαρία, οι συναισθηματικές αναστατώσεις, η κατάθλιψη και όλα τα

29
παρόμοια αρνητικά συναισθήματα, πρέπει σταδιακά να απομακρυνθούν από την ζωή μας.
Και μπορούν να απομακρυνθούν αρκεί να το θελήσουμε, διότι υποψιάζομαι ότι ένας λόγος
για τον οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον συναισθηματικό μας κόσμο, είναι γιατί κατά
βάθος δεν το θέλουμε. Έχουμε ταυτιστεί με τα αρνητικά μας συναισθήματα και τρέφουμε το
εγώ μας από αυτά, έχοντας δημιουργήσει μια «ταυτότητα» για μας, με τη βοήθειά τους. Π.χ.
«Υποφέρω, άρα υπάρχω».
Η εκπαίδευση στην συγκέντρωση του νου δεν είναι φιλοσοφία, ούτε σύστημα πεποιθήσεων,
για να χρειάζεται την υποστήριξή μας. Ούτε είναι «ηθικολογία», για να γίνουμε «καλοί»
άνθρωποι. Είναι τεχνική διαχείρισης της ενέργειας και της δύναμης της βούλησής μας. Είναι
«γυμναστική». Την κάνουμε αρχικά, γιατί η ζωή είναι καλύτερη όταν έχουμε αυτοέλεγχο,
μετά όμως ίσως να υπάρξει και η εσωτερική έλξη που ασκεί επάνω μας κάποιος «άλλος»
παράγοντας. Το Πνεύμα! Αυτό δεν χρειάζεται καμία εξήγηση. Είναι ένα βαθύτατα
«μυστικιστικό» έργο.

30

You might also like