Professional Documents
Culture Documents
Γιώτα Σεμπρίδου
ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ 2010
τη δέσποινα,
για λόγους φωτεινότητας.
1
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<.<<<<<<<.3
Παραλλάσσοντας το ποιητικό<<<<<<<<<<<<<.<<<<201
Επίλογος<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<..<<<.234
Βιβλιογραφία<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<...<<240
2
ΕΙΑΓΨΓΗ
1
Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ. 196.
3
ακατάληπτο»2, «Σο μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι
αν είσαι δούλος ή όχι· καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια
σε κάποιο «άρα» και να ’χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ
ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο
αυτό το «άρα» στομώνει;»3.
Η ποιητική παραγωγή του Ελύτη δεν είναι υπέρογκη –η
βαθύτητα και η φωτεινότητά της είναι τα στοιχεία που
ενδέχεται να προκαλέσουν το μελετητή της. Είναι αυτά, ίσως,
που χρόνια μετά το βιολογικό χαμό του ποιητή, καθιστούν
δυσπρόσιτα ορισμένα από τα ελύτεια εδάφη, τόσο τα ποιητικά
όσο και τα δοκιμιακά. Η προώθηση σε τούτα ακριβώς, όμως,
δεν μπορεί παρά να είναι, για τους εραστές του στοχαστικού
ποιητικού λόγου τουλάχιστον, άκρως προκλητική. Η επιθυμία
για μία τέτοια πορεία, προσωπική στην αρχή και αργότερα
καθολικότερη, αφενός, και η φιλοσοφική ανησυχία αφετέρου,
υπήρξαν κίνητρα αυτής της μελέτης: «Αξίζει τον κόπο ν’
ασχοληθεί κανείς με τη φιλοσοφία μιας ποίησης σαν του
Ελύτη. Αποκρυπτογραφώντας την ποίηση, ρέει, με την ίδια
διαφάνεια, και το φιλοσοφικό του όραμα»4.
Σα αισθητικά-οντολογικά ερωτήματα που προκύπτουν
εδώ -«γιατί η ποίηση;» και «γιατί η φιλοσοφία;»- επιχειρείται να
απαντηθούν στην πορεία μαζί με τη λύση του αινίγματος της
μετατροπής της έννοιας του ποιητικού υποκειμενικού, που
υπαινιχθήκαμε παραπάνω: δεν είναι μόνον ο ποιητής το
αναφερόμενο υποκείμενο, είναι κυρίως, μέσω αυτού, το ίδιο το
ποίημα. Η παράλληλη ενασχόληση με το υποκείμενο και το
αντικείμενο έχει ως αποτέλεσμα τη διατύπωση κρίσεων
σχετικά με πολλά ζεύγη εννοιών, όπως είναι τα ακόλουθα:
«ποιητής-ποίημα», «ποιητής-φιλόσοφος», «ποίημα-φιλόσοφος»,
ποιητής-φιλοσοφία», «ποίηση-φιλοσοφία» και βέβαια
«φιλόσοφος-φιλοσοφία». Σούτη η επαναληπτικότητα
επιστρατεύεται προκειμένου να καταδειχθεί από μιας αρχής ως
ένας ποιητικός τρόπος του Ελύτη5, αλλά και ως ένα μέσο
2
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 22.
3 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 165
4
Λαμπαδαρίδου Πόθου, Οδυσσέας Ελύτης Ένα όραμα του κόσμου, σ. 200.
5 Εδώ πρόκειται, βέβαια, περισσότερο για έναν απλό υπαινιγμό. Η τάση του
4
μετάβασης στον Martin Heidegger, στοχαστή πρωτίστως, αλλά
και ποιητή6, βάσει του οποίου: «Μόνο με την ποίηση βρίσκεται η
φιλοσοφία και η σκέψη της στην αυτή τάξη»7, «Γνωρίζουμε
πολλά για τη σχέση φιλοσοφίας και ποίησης, τίποτε όμως για
τον διάλογο ποιητών και στοχαστών, που ‚πλησίον οικούν στα
πιο ξέχωρα βουνά‛»8.
Μία τέτοια φιλοσοφική θεώρηση της ποίησης (και όχι
τόσο μία ποιητική ερμηνεία του φιλοσοφικού στοχασμού)
επιχειρήθηκε στη μελέτη μας Η λογική του φαντασικού και η
ποιητική αλήθεια9, στην οποία και παραπέμπουμε όπου είναι
απαραίτητο, παραθέτοντας ορισμένα σύντομα αποσπάσματα.
την πρώτη εκείνη απόπειρα προσεγγίσαμε τη θεωρία της
οραματικής φαντασίας του Henry Corbin και την ποιητική
έμπνευση του Οδυσσέα Ελύτη, με άξονα τη λειτουργία των
(φιλοσοφικο-ποιητικών) μορφών στο έργο τους. Αναζητήσαμε
το υψηλό, σύμφωνα με την κατεύθυνση του Corbin, και το
αληθινό, βάσει της σκέψης του Ελύτη, προσεγγίζοντας
αναπόφευκτα ένα τρίτο επίπεδο πραγματικότητας, πέρα από
εκείνα της αίσθησης και της νόησης.
την περίπτωση του Corbin καταλήξαμε να
στοχαζόμαστε γύρω από το φαντασικό (imaginal), ένα
οντολογικό επίπεδο που συνδυάζει χαρακτηριστικά των δύο
προαναφερομένων και τοποθετείται ανάμεσά τους. Όσον
αφορά τον Ελύτη, αυτός μας οδήγησε στο σύμπαν της ηλιακής
μεταφυσικής: το στοχαστικο-ποιητικό του αλλού, τον κόσμο της
μετα-φυσικής του φωτός. Σο θέμα προσεγγίστηκε με κέντρο
αναφοράς το ποίημα «Σρεις φορές η αλήθεια» από τη συλλογή
Σο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά. Οι στίχοι του εν
λόγω έργου, μας έδωσαν μια σειρά εναυσμάτων και αφορμών
να κατανοήσουμε, αρχικά, το ελύτειο ζητούμενο και να το
συνδέσουμε, στη συνέχεια, με την κορμπενιανή λογική. Σο
Hölderlin (ό.π. σ. 174, σημ. 97. Βλ. και Hölderlin, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα
ποιήματα, σ. 144-5).
9
Σεμπρίδου, Η λογική του φαντασικού και η ποιητική αλήθεια (Η φιλοσοφική
λειτουργία των μορφών στο «Σρεις φορές η αλήθεια» του Οδυσσέα Ελύτη).
5
κύριο πεδίο της προσοχής μας και στα δύο ερευνητικά στάδια
ήταν οι ποιητικές, στοχαστικές μορφές· με άλλα λόγια, οι
μορφές που, με το να αποδίδουν εσωτερικές παραστάσεις και
ποιητικές εικόνες, δομούν τόσο το φιλοσοφικό στοχασμό όσο
και την ποιητική έμπνευση. Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση,
μορφή αποτελεί και το ίδιο το ποίημα10, το οποίο όμως «σπάει»
και σε επιμέρους αισθητικές μορφές, τέτοιες που έχουν ζωή
τόσο στο περιβάλλον του ποιήματος όσο και έξω από αυτό,
όπως θα δειχθεί στη συνέχεια.
Σις ίδιες μορφές χρησιμοποιούμε ως κεντρικό υλικό
εργασίας στην παρούσα μελέτη. Μορφές απλές αλλά και
σύνθετες, αισθητές και ιδεατές· σε κάθε περίπτωση
εξιδανικευμένες και υποκειμενικές. Εν προκειμένω, το ποίημα
που θα αποτελέσει την αφετερία μας είναι το «Σα δύο του
κόσμου», επίσης ένα από τα είκοσιδύο ποιήματα της συλλογής
Σο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά -ίσως της
φιλοσοφικότερης ελύτειας σύνθεσης, με απώτερο σκοπό να
μελετηθούν το σύνολο των ποιημάτων που την απαρτίζουν και
η λειτουργία της ηλιακής μεταφυσικής σε κάθε ένα από αυτά.
Η συγκεκριμένη ποιητική μονάδα είναι αρκετά εκτενής και έχει
6
μια «διπλή φύση», δύο δηλαδή εκδοχές· πρόκειται στην ουσία
για δύο ποιήματα, αφού ο Ελύτης, χρησιμοποιώντας για
δεύτερη φορά μια τακτική που υιοθέτησε στη συλλογή Έξη και
μία Σύψεις για τον Ουρανό, γράφει δύο φορές το «ίδιο» ποίημα
παραλλάσσοντάς το, σαν να μην μπορεί να κατασταλάξει ως
προς την τελική του μορφή. Φρησιμοποιείται, δηλαδή, δις ο ίδιος
τίτλος και το δεύτερο ποίημα χαρακτηρίζεται –και είναι-
«παραλλαγή» του πρώτου.
Πέρα από το εν λόγω έργο, χρησιμοποιείται εδώ, με τον
ένα ή τον άλλο, το σύνολο της ποιητικής και δοκιμιακής
παραγωγής του Ελύτη, προκειμένου να κατανοηθεί κεντρικά η
στοχαστική του πορεία, εάν είναι δυνατό, και να μην
οδηγηθούμε σε μονοδιάστατα συμπεράσματα. Σο έργο του
ποιητή θα μελετηθεί σε συνάρτηση με τρεις, κυρίως,
φιλοσόφους: τον Πλωτίνο, τον Martin Heidegger και τον Henry
Corbin. Η επιλογή τους δεν είναι τυχαία, στο βαθμό που στην
έρευνά μας διακρίνεται η συνάφεια του έργου τους με την
ελύτεια παραγωγή. Έτσι, ο Ελύτης συνδέεται με κάθε έναν από
τους τρεις φιλοσόφους με ένα ίδιαίτερο τρόπο.
Ο Πλωτίνος, σε ό,τι αφορά την αισθητική του σκέψη, δεν
μπορεί παρά να συγγενεύει στα σημεία με τον Ελύτη. Ο
τελευταίος παραπέμπει συχνά στο νεοπλατωνικό φιλόσοφο
τόσο στο πλαίσιο των ποιημάτων του, όσο και στα δοκίμιά του.
Αυτό που κυρίως θα μας απασχολήσει εδώ, ως προς τον
Πλωτίνο, είναι η σχέση του με το φως και, μέσω αυτού, με τον
έρωτα. Αυτές οι δύο ποιότητες είναι που τον καθιστούν τόσο
κοντινό στον Ελύτη, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε. την
προσπάθειά μας αυτή, βέβαια, θα αναφερθούμε και σε άλλα
σημεία της πλωτινικής φιλοσοφίας.
Ο Martin Heidegger μνημονεύεται, επίσης, συχνά από
τον Ελύτη. Ο τελευταίος είχε μια οικειότητα με τη σκέψη του
Γερμανού φιλοσόφου, για αυτό παρέπεμπε σε αυτόν στο
πλαίσιο των δοκιμίων του. Είναι γνωστό πως ο Heidegger, εκτός
από οξυδερκής στοχαστής, υπήρξε και ποιητής11. Θα κάνουμε
κάποιες αναφορές στο ποιητικό του έργο, εκείνο όμως που μας
ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο
αντιμετωπίζει ο Heidegger το ποιητικό φαινόμενο. Υαίνεται ότι
11
Ιδιότητα του που, όπως ήδη επισημάνθηκε, θα σχολιαστεί παρακάτω.
7
η ιδιότητά του του ποιητή τον κατέστησε ικανό να σχολιάσει
επιτυχώς τη λειτουργία της ποίησης. Δε θα προσεγγίσουμε,
ωστόσο, το στοχαστή ως θεωρητικό της ποίησης, αλλά ως
φιλόσοφο –ως τέτοιον άλλωστε τον αναγνωρίζει και ο Ελύτης:
θα σχολιαστούν ζητήματα όπως η οντολογική διαφορά, ο
χρόνος και η τέχνη.
Όσον αφορά τον Henry Corbin, η σύνδεσή του με τον
Οδυσσέα Ελύτη (σύμφωνα και με όσα αναπτύξαμε στο Η
λογική του Φαντασικού και η ποιητική Αλήθεια) είναι
αναμφισβήτητη. Κεντρικό άξονα του μεταξύ τους συσχετισμού
θεωρούμε τη λειτουργία της φαντασίας. Πέρα από αυτό, όμως,
εντοπίζονται και άλλα κοινά στοιχεία των δύο στοχαστών.
Βασικό είναι το γεγονός ότι και ο Corbin προέβη σε κάποιες
λογοτεχνικές απόπειρες και διακρινόταν από μια αξιόλογη
ευαισθησία απέναντι στο ποιητικό12. Αυτός ο Γάλλος
στοχαστής υπήρξε ο θεμελιωτής μιας φιλοσοφικής θεωρίας της
οραματικής γνώσης (connaissance visionnaire) και κυρίως με
αυτή την ιδιότητά του θα μας απασχολήσει εδώ. Ο ίδιος είναι ο
πρώτος μεταφραστής του Martin Heidegger στα γαλλικά,
καθώς επίσης αυτός που εισήγαγε την ιρανική ισλαμική
φιλοσοφία στη Γαλλία.
Η πληθώρα των ιδιοτήτων που συγκέντρωνε ο Corbin
είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για το ότι «αναμιγνύει»
τον Heidegger με τους ανατολικούς. ύμφωνα, όμως, με τον
ίδιο, το να χρησιμοποιήσει κάποιος ένα κλειδί για να ανοίξει
μια κλειδαριά, δε σημαίνει ότι συγχέει το κλειδί με την
κλειδαριά13. Έτσι, ο Corbin αξιοποιεί την ερμηνευτική του
Heidegger *δηλαδή το προσωπικό και ιδιαίτερο πρίσμα μέσω
του οποίου ο τελευταίος επιχειρεί να εξετάσει το είναι, να το
νοηματοδοτήσει και να ιδιαιτεροποιήσει την καθαυτή
(παρ)ουσία+, προκειμένου να εντρυφήσει σε ένα διαφορετικό
φιλοσοφικό σύστημα. Εναπόκειται, μάλιστα, στον ίδιο να δώσει
στο εν λόγω κλειδί τη μορφή που αντιστοιχεί στη ζητούμενη
8
κλειδαριά14. Είναι δηλαδή, θέμα προσωπικότητας και
υποκειμενικότητας του Παραδείσου, όπως θα δούμε να εννοεί
και ο Ελύτης. Ο ίδιος ο Corbin, γράφοντας για ένα φιλόσοφο
της ανατολής, τον Ibn Arabi, εξηγεί ότι ο τρόπος που
εκλαμβάνουμε τη σκέψη του προσαρμόζεται στον «εσωτερικό
μας παράδεισο», έτσι ώστε ο Arabi να μπορεί να οδηγήσει κάθε
άνθρωπο μοναδικά σε αυτό που εκείνος είναι ικανός να δει15.
Κι όμως, ο Corbin θεωρεί πως η καλύτερη εξήγηση της
σοφίας του Ibn Arabi είναι ο ιδιος ο Arabi16. Κάτι ανάλογο
ισχύει, βέβαια, και για τον Ελύτη: θα χρησιμοποιήσουμε το
έργο του προκειμένου να τον κατανοήσουμε· η πορεία μας θα
είναι προσωπική και (άρα) υποκειμενική –προτείνεται μία
ανάγνωση χωρίς αξιώσεις καθολικισμού, τέτοια είναι άλλωστε
η φύση της ποίησης- και θα λάβουμε σε αυτήν, ως κλειδιά,
τρεις, κυρίως, στοχαστές· ανάμεσά τους, τον Henry Corbin.
Γιατί, όμως, επιχειρούμε, μέσω αυτών να «ανοίξουμε» τον
Οδυσσέα Ελύτη; Επειδή και ο ίδιος προσπάθησε να τους
προσεγγίσει. Επειδή, ως ποιητής, χρησιμοποίησε τη φαντασία
του με τέτοιο τρόπο ώστε να αγγίξει το φιλοσοφικό στοχασμό,
και, ως στοχαστής, βασίστηκε στην έμπνευσή του τόσο που
έφτασε να βλέπει, μέσα από το όραμα17, την ποίηση. Επειδή,
διαβλέποντας το νόημα της κρίσης του Corbin ότι η δυτική
φιλοσοφία, με το να δέχεται ως πηγές γνώσης την
αισθητηριακή αντίληψη και τη νόηση, αφήνει στους ποιητές
την ενεργητική φαντασία18, ανέλαβε δυναμικά το ρόλο του
ποιητή, χωρίς να πάψει να μιλά φιλοσοφία19. Επειδή, τέλος,
προσέγγισε το δυνατόν ποιητικά τους στοχαστές που τον
ενέπνευσαν: τον Πλωτίνο, τον Heidegger, τον Corbin και
άλλους.
Θεμελιώδη στοιχεία της τέχνης του Ελύτη είναι η
λειτουργία της φαντασίας, η μέριμνα για την επίτευξη της
διαφάνειας, η θεωρία των αναλογιών, η αναζήτηση του
17
Ο όρος χρησιμοποιείται (και) από τον ίδιο τον ποιητή. Θα συζητηθεί στο
κύριο μέρος της εργασίας.
18
Corbin, Spiritual body, σ. vii.
19
Ελύτης, Σρία ποιήματα, σ. 15.
9
αληθούς, ο έρωτας. Ο συνδυασμός τους δίνει την ηλιακή
μεταφυσική: τη λειτουργία της ελύτειας ποίησης. Είναι αυτή
που οδηγεί τον Ελύτη στο προσωπικό του όραμα, στον
παράδεισο, το κλειδί του οποίου αναζητείται και στις θεωρήσεις
των στοχαστών μας20. Κάπως έτσι, συνδέουμε την ποίηση με τη
φιλοσοφία και λαμβάνουμε το όραμα. Και, μολονότι η
κατεύθυνσή μας είναι φιλοσοφική και όχι φιλολογική, δεν
μπορούμε να αγνοήσουμε στο σημείο αυτό την αναφορά της
ελληνικής ποίησης στο οραματικό, που αξιοποίησε ασφαλώς ο
Ελύτης.
«Ο Βαγενάς φτάνει σε μια κορύφωση οραματικού τύπου
και στοιχειοθετεί την προσφορά του τεργιόπουλου ως
δασκάλου, αξιοποιώντας ένα μοτίβο ‚αποκάλυψης‛, το οποίο
επιφανώς αρθρώθηκε και στην πορεία της νεοελληνικής
ποίησης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη Φεγγαροντυμένη
του ολωμού (Κρητικός), από το ‚Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον‛
του Καβάφη, από την ‚Ιερά Οδό‛ και το ‚Άγραφον‛ του
ικελιανού, από την ‚Κίχλη‛ του εφέρη, από ορισμένες
Επαναλήψεις και Μαρτυρίες του Ρίτσου, από το ‚Άσημον‛ του
Ελύτη κ.α.»21. Σο απόσπασμα του Κόκορη είναι ενδεικτικό και
επισημαίνει μια ολόκληρη παράδοση που ασφαλώς επηρέασε
και τον Ελύτη. Καθώς, όμως, δεδομένης της κατεύθυνσης της
μελέτης δε θα κάνουμε τακτικές εκτενείς αναφορές σε άλλους
ποιητές, θα σταθούμε εδώ μόνο στον ολωμό22 και τον
20
Βλ. και τη διατύπωση του Ελύτη: «-Εσείς του κόσμου οι σοφοί/ για δώστε
απόκριση σωστή:/ Ποιος έχει το χρυσό κλειδί/ όπου ανοίγουν οι ουρανοί;»,
Ελύτης, Σα ρω του έρωτα, σ. 51.
21 Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός (Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση), σ. 243.
10
ικελιανό23, καθοριστικές μορφές της ελληνικής ποίησης, αλλά
και πολύ αγαπητούς δημιουργούς στον Ελύτη.
Φαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα του ίδιου του
ποιητή: «Η πιο σώφρων στάση μπορεί να ’ναι κι η πιο τολμηρή·
δεν ξέρεις. Αλλά πρέπει να δοκιμάσεις. Να δοκιμάσεις με τον
ίδιο τρόπο που δοκιμάζει ο ολωμός δεκαεννέα φορές τον ίδιο
στίχο. Επειδή –κοντά στ’ άλλα πρέπει να το υπενθυμίζει κανείς
αυτό- η ακριβολογία στη σκέψη δε συμπίπτει πάντοτε με την
ακριβολογία στα αισθήματα· πόσο μάλλον στα οράματα ή στους
διασκελισμούς που απαιτούνται για να κινηθείς σ’ ένα επίπεδο
υπεράνω πολύ της χρηστικής πραγματικότητας»24. «Όσο για
τον Άγγελο ικελιανό, αυτός ήτανε μια άλλη υπόθεση. Ήταν ο
τελευταίος που σήκωνε στην εποχή μας το βάρος του ρόλου
μιας θεότητας, χωρίς να παρουσιάζει την παραμικρή ρωγμή.
23
Βλ. Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σ. 336-342, Πολίτης, Ιστορία
της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σ. 235-244. όπως επίσης και τον τόμο της
Υράγκου-Κικίλια, Άγγελος ικελιανός Βαθμίδες μύησης. Ειδικά στην
περίπτωση του ικελιανού, δεν είναι μόνο το οραματικό στοιχείο που τον
συνδέει με τον Ελύτη. Δεν μπορούμε να προβούμε σε ανάλυση του θέματος
εδώ, παραθέτουμε όμως ορισμένους στίχους από τον Αλαφροΐσκιωτο του
ικελιανού, η συγγένεια των οποίων με το έργο του Ελύτη είναι προφανής:
«Πόσο φως εποτίστηκεν/ η κρυφή δύναμή μου!», «Σο πρόσωπό μου εφύλαγεν/
η προσωπίδα η διάφανη», «στον ήλιο δίπλα έχει σηκώσει/ την όψη του, από
μάτι βέβηλο/ και λογισμό να τήνε σώσει!», «το κορμί μου ήταν διάφωτο», «Μου
έδωκες φως να ζήσω» (ικελιανός, Λυρικός Βίος, σ. 90, 112, 124, 129 και 148,
αντίστοιχα). Για μια ανάπτυξη του ζητήματος της σχέσης μεταξύ του Ελύτη
και του ικελιανού, βλ. Υυλακτού, Άγγελος ικελιανός – Οδυσσέας Ελύτης
Λυρικές σχέσεις. Πέρα από τις ομοιότητες που συζητούνται σε αυτό τον τόμο,
αναφέρουμε απλώς δύο άλλες: αφενός τη γλωσσοπλαστική δεινότητα των δύο
ποιητών *βλ. ενδεικτικά τους όρους «λουλουδόφωτο», «ασημόχνουδος»,
«χρυσόφρυδη» του ικελιανού, (ικελιανός, Λυρικός βίος, σ. 123, 156, 161,
αντίστοιχα). Για τον Ελύτη θα γίνει εκτενής λόγος παρακάτω+. Αφετέρου, το
ζήτημα του (μη) θανάτου, δηλαδή της υπέρβασης του τελευταίου, η λειτουργία
του οποίου στο πλαίσιο της ελύτειας ποίησης θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα.
Από τον Αλαφροΐσκιωτο πάλι παραθέτουμε ενδεικτικά: «Νέα σάρκα ντύνει
σου τα κόκκαλα,/ περνάει σα φως», «μ’ έζωσε, ακράτητα, η πνοή/ της ζωής και
του θανάτου!», «Και μου εδιάβη τη διάφωτη σάρκα μου,/ πώς διαβαίνει ένα
θάμνο τ’ αγέρι,/ πώς διαβαίνει το πέλαον ασάλευτο/ και σπαθίζει ως τα βύθη
εν’ αστέρι», «εγώ τη σάρκα θα γδυθώ/ και θα ντυθώ μιαν άλλη», «Για σένα
εγώ ξανάζησα,/ κ’ έχω από σε το αθάνατο/ κορμί μου ξαναπλάσει», «Σο νέο
κορμί το ανάλαφρον/ ανέβαινεν, ανέβαινε» (ικελιανός, Λυρικός βίος, σ. 88,
106-9, 130, 138, 141 και 148, αντίστοιχα).
24
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 435.
11
Ασταμάτητα γέμιζε από Ελλάδα, και ασταμάτητα η Ελλάδα
γέμιζε απ’ αυτόν, ωσάν αυτός και ο τόπος του ν’ αποτελούσανε
δύο τέλεια συγκοινωνούντα δοχεία. (<). Αυτός ήταν. Ένας
αυθεντικός Έλληνας ποιητής που δεν αρνιότανε την αίσθηση,
απεναντίας, την προωθούσε ώσπου να την αναποδογυρίσει και
ν’ αναγνώσει μέσα της τα μυστικά σήματα»25.
Ανάλογα μυστικά σήματα, σχετικά με τον Ελύτη αυτή
τη φορά, αναζητούνται στο πλαίσιο αυτής της μελέτης. ήματα
που φωτίζουν την τέχνη του ποιητή και συναρτούν το λόγο του
με εκείνο των συγγενών του στοχαστών. Σο θέμα
αναπτύσσεται σε πέντε ενότητες. το πλαίσιο της πρώτης,
αναφερόμαστε στον Martin Heidegger και την τοποθέτησή του
γύρω από το ποιητικό φαινόμενο. Επιχειρούμε να
συσχετίσουμε το στοχαστή με τον Οδυσσέα Ελύτη, δίνοντας
έμφαση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο καθένας τους
την ποίηση, αλλά και στην τάση τους να επιζητούν το αληθές.
Έτσι, εισαγόμαστε σταδιακά και στην τέχνη του τελευταίου,
σχολιάζοντας ζητήματα όπως η ενθαδική παρουσία, ο θάνατος
του όντος, η ποιότητα του φωτός, και το θεϊκό.
τη δεύτερη ενότητα εισαγόμαστε στη συλλογή του
Ελύτη Σο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά.
Παράλληλα, παρουσιάζουμε όψεις της θεωρίας του Henry
Corbin. ε αυτό το πλαίσιο, δίνεται έμφαση στη λειτουργία της
φαντασίας και στην πορεία προς το οραματικό. Έννοιες όπως
το υπερβατικό, η διαφάνεια, το αισθησικό, εξετάζονται βάσει
της λογικής των δύο στοχαστών. Εντοπίζονται έτσι κοινά
σημεία της σκέψης τους, δομείται δηλαδή μια σχέση, η οποία
μελετάται προκειμένου να καταστεί σαφής η βάση της και η
σημασία της. Μέσα από αυτήν, φθάνουμε και στην εξέταση του
σύμπαντος του φαντασικού, το οποίο συναρτάται, όπως ήδη
είπαμε, με εκείνο της ηλιακής μεταφυσικής.
τη συνέχεια, στην τρίτη ενότητα, αφού σταθούμε σε
κάποιες κορμπενιανές προεκτάσεις (κυρίως στον προσωπικό
χαρακτήρα του παραδείσου, τον εθελοντικό του θανάτου και τη
σχέση του ανθρώπινου με το θεϊκό), εισερχόμαστε στη θεωρία
του Πλωτίνου: παρουσιάζουμε το κοσμολογικό του σύστημα
και, σύμφωνα με αυτό, ορισμένες πτυχές της φιλοσοφίας του,
25
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 373 και 375.
12
και προβαίνουμε στη συσχέτιση κάποιων θεμελιωδών ιδεών
του με τον ελύτειο κόσμο. Κεντρικές έννοιες του εν λόγω
τμήματος της μελέτης είναι ο παράδεισος, το φως και ο έρωτας:
μέσα από αυτές, θίγονται τα ζητήματα του θανάτου και του
θαύματος. Κινούμενοι προς αυτή την κατεύθυνση,
παρουσιάζουμε σχετικά αναλυτικά και μία άλλη συλλογή του
Ελύτη, το Μονόγραμμα, προκειμένου να καταστεί λιγότερο
μονοδιάστατη η προσέγγισή μας. Άλλωστε, ο παράδεισος και ο
έρωτας στον Ελύτη είναι θέματα που δεν μπορούν να
αναπτυχθούν ανεξάρτητα από την εν λόγω συλλογή με
αξιώσεις πληρότητας.
Η τέταρτη είναι μια ενότητα στην οποία παρουσιάζεται
αναλυτικά το ποίημα «Σα δύο του κόσμου». Μέσα από τις
ποιητικές μορφές που το πλαισιώνουν, προσεγγίζουμε την
ελύτεια έμπνευση. Η παρουσίαση των εικόνων του ποιήματος
αποτελεί την αφορμή της επεξήγησης της λειτουργίας της
ηλιακής μεταφυσικής. Εξετάζοντας την τελευταία,
επιστρέφουμε στον Corbin για να συζητήσουμε το ρόλο της
φαντασίας, τα σύμβολα, τις αναλογίες και τη διαφάνεια, σε
συνάρτηση πάντα και με τον Ελύτη. Σελικά, μελετούμε τη
σχέση των ποιητικών μορφών με τις φαντασικές.
την τελευταία μας ενότητα εξετάζεται η παραλλαγή
του «Σα δύο του κόσμου». Μας απασχολούν ζητήματα όπως το
γιατί γράφτηκε και ως προς τι διαφοροποιείται από το
πρωτότυπο. Μένουμε ιδιαίτερα και στη λειτουργία των μορφών
εντός αυτού του δεύτερου ποιήματος. Σέλος, με αφορμή μια
ποιητική φράση της παραλλαγής, σχολιάζεται σχετικά
εκτενώς, δηλαδή όσο αναλυτικά επιτρέπει το πλαίσιο της
παρούσας μελέτης, το ζήτημα του χρόνου στην τέχνη του
Οδυσσέα Ελύτη. Με αφορμή αυτό, προχωρούμε και σε
ορισμένες επιπλέον αναφορές στον Πλωτίνο, τον Heidegger και
τον Corbin.
ε αυτές τις ενότητες γίνεται προσπάθεια να
καταφανεί η λειτουργία της μεταφυσικής του φωτός στο «Σα
δύο του κόσμου», σε σχέση και με τα υπόλοιπα ποιήματα της
συλλογής Σο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά, να
μελετηθούν οι δομικοί όροι του έργου και να διερευνηθούν τα
«δύο» του ποιήματος. Η κατευθυνσή είναι φιλοσοφική, γι’ αυτό
και ενδέχεται να μη σταθούμε σε ζητήματα φιλολογικού
13
περιεχομένου, παρά μόνο όπου αυτό θεωρείται απαραίτητο.
Είναι βέβαιο ότι, σε σχέση με τη φιλοσοφική του διάσταση, το
θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Μένει να διερευνηθούν το σύνολο
της συλλογής του Ελύτη και η σχέση του με κάποιους ακόμα
στοχαστές στους οποίους ο ίδιος επιλέγει να αναφέρεται, όπως
είναι, παραδείγματος χάρη, ο Ηράκλειτος, ο Nietzsche και ο
Bachelard. Επεξηγηματικοί, για ακόμα μία φορά, μπορούν να
θεωρηθούν οι στίχοι του ίδιου του ποιητή:
Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω από
τον ήλιο26.
26
Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 86.
27
Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 27.
14
ΣΑ ΔΤΟ ΣΟΤ ΚΟΜΟΤ
Πάλαι ποτὲ φιλιὰ ξανὰ καὶ ξανὰ στὶς μύτες τῶν πο-
διῶν ὁ ἴδιος ὅρκος καὶ τὰ ἴδια ἐναντίον τῆς μοίρας
λόγια πικρὰ ἕως ὅτου
15
Οὐριὴλ Γαβριὴλ ἐσεῖς κρατούσατε τὰ ἡνία ὅταν
ἄκουσα τὸν καλπασμὸ καὶ ἀλήθεια ἦταν
16
ΣΑ ΔΤΟ ΣΟΤ ΚΟΜΟΤ
Παραλλαγὴ
17
ἀντίο ἀντίο παιδιὰ καὶ πάλι πάλι τίποτα ἕνα κύμα
τίποτα
18
Ι
19
Ι
20
Ι
κάποια συνάφεια με τη σκέψη του Heidegger. Βλ. πιο πάνω, σημ. 14 και πρβλ.
το έργο του Η Προέλευση του Έργου Σέχνης (Φάιντεγγερ 1986). Ο Ελύτης
απέφυγε να αναφερθεί εκτεταμένα στον Heidegger μάλλον εξαιτίας των
πολιτικών πεποιθήσεων του τελευταίου και της σχέσης του με το ναζιστικό
καθεστώς.» τη σημείωση 14, όπου παραπέμπει η Κουτριάνου, αναφέρεται το
δοκίμιο του Ελύτη, στο οποίο παρατίθενται δύο αποσπάσματα του Heidegger
(πρόκειται για το κείμενο «Η Μέθοδος του άρα», το οποίο θα σχολιαστεί
εκτενώς στη συνέχεια). Η Κουτριάνου, πάντως, δεν εξηγεί πού εντοπίζει τις
ομοιότητες ανάμεσα στην εν λόγω θεωρία του Ελύτη και στις ιδέες που
εμπεριέχονται στο συγκεκριμένο βιβλίο του Heidegger. Ψστόσο, θα φανεί πιο
κάτω πως η συνάφεια είναι υπαρκτή. Λιγότερο στηριγμένη δείχνει η άποψη
ότι ο Ελύτης δεν αναφέρθηκε περισσότερο στο γερμανό φιλόσοφο,
κατακρίνοντας τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Μολονότι ο ισχυρισμός
εμπεριέχει τον όρο «μάλλον», κρίνεται μάλλον υπερβολικός και αβάσιμος
αφού δε στηρίζεται σε συγκεκριμένο επιχείρημα. Εδώ, δεν κρίνεται σκόπιμη η
εκτενέστερη ενασχόληση με το πολιτικό στοιχείο στον Heidegger, στο βαθμό
που εξετάζονται οι θέσεις του αποκλειστικά βάσει της οντολογίας (και της) –
αισθητικής. Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ (των έργων) των δύο στοχαστών, η
οποία θα προβληθεί ενδελεχέστερα παρακάτω, ορισμένες λεπτομέρειες μεν,
οι οποίες αξίζει, όμως, να σημειωθούν είναι οι εξής: η επιλογή του
μεταφραστή του βιβλίου του Heidegger Διαμονές στα ελληνικά να
επιστρατεύσει στίχους του Ελύτη στην εισαγωγή του: Heidegger, Διαμονές, σ.
12, και η παρότρυνση σχετικά με τον Ελύτη από τη μεταφράστρια του
ποιητικού έργου του Trakl G., Ο Sebastian στο όνειρο – Δημοσιεύσεις στο
«Brenner» 1914/1915, όπου εμπεριέχεται και το κείμενο του Heidegger «Η
γλώσσα στην ποίηση» (σ. 249-298, σε μετάφραση του Κ. Γεμενετζή). τον
επίλογό της η Νούσια (σ. 311) σημειώνει: «Λογική, σύμφωνα με την οποία ένας
ποιητής που μιλάει για νεκρούς ή για τον θάνατο, όπως στην περίπτωση που
εξετάζουμε, ο Trakl, είναι ένας ‚απαισιόδοξος ποιητής‛· ενώ, αντίθετα, ένας
ποιητής που μιλάει για το φως ή τη χαρά είναι ‚αισιόδοξος‛. (Ας θυμηθούμε
σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη παρατήρηση, όλη τη γνωστή φιλολογία
γύρω από την πρώιμη ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη!)» (για την εν λόγω
«φιλολογία» βλ., παρακάτω, σημ. 233). Οι δύο στοχαστές συναντώνται
βεβαίως και πιο ουσιαστικά, για παράδειγμα, μέσω άλλων φιλοσόφων, της
αγάπης τους για τον Ηράκλειτο ή της σύνδεσής τους με τη σκέψη του Henry
Corbin, που θα σχολιαστεί στη συνέχεια. υγκεκριμένα, για την περίπτωση
του Ηράκλειτου, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Heidegger, πέρα από τις τακτικές
αναφορές του στον εφέσιο (οι οποίες είναι είτε απλώς ονομαστικές, είτε
ουσιαστικότερες), σε κείμενό του για την Ελλάδα, παραπέμπει στον
Ηράκλειτο, σημειώνοντας: «Ο ναός της Ἀθήνης Παρθένου, της γεννημένης από
το κεφάλι του Δία κόρης, μαρτυρεί την παρουσία του θεού για τον οποίο ισχύει
ότι πάντα γάρ οἰακίζει κεραυνός, ότι ‚ο κεραυνός του πλοηγεί τα πάντα‛
(Ηράκλειτος, απ. 60)» (Heidegger, Διαμονές, σ. 77-79). Για τη σχέση του
Heidegger με τον Ηράκλειτο, βλ. και Heidegger, Λόγος, μοίρα, αλήθεια.
Ενδεικτικά, στη σ. 49 διαβάζουμε: «Ο Ηράκλειτος λέει: Σὰ δὲ Πάντα οἰακίζει
Κεραυνὸς. ‚Όμως, το παν (του παρόντος όντος) το κυβερνά (κατευθύνοντάς το
στην παρουσία) ο κεραυνός‛ (Β 64)». Ο Ελύτης, επίσης, μνημονεύει τακτικά
21
Ι
τον πρόγονό του. Για την πλειοψηφία των αναφορών στον Ηράκλειτο (και όχι
απαραίτητα το σύνολό τους, αφού ο ποιητής συνέχισε να γράφει και μετά την
έκδοση του εν λόγω τόμου), βλ. Ιακώβ, Η αρχαιγνωσία του Οδυσσέα Ελύτη (και
άλλες νεοελληνικές δοκιμές), σ. 44-50. Αυτό που χρειάζεται να επισημανθεί
εδώ είναι οι ελύτειοι στίχοι: «στα παράλια της Μικρασίας/ κει που κάποτε ο
Ηράκλειτος/ οιάκισε τον κεραυνό/ (δεν πρόκειται για λάθος)» (Ελύτης, Σρία
ποιήματα, σ. 15), η σύνδεση των οποίων με το προαναφερθέν χαιντεγγεριανό
απόσπασμα είναι προφανής. ημειώνεται ακόμα η χρήση του στίχου
«κεραυνός οιακίζει» στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής Μαρία Νεφέλη
(Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 40). Βλ., σχετικά, και τα σχόλια του Αργυρίου στο:
Αργυρίου, Ανοιχτοί χολιασμοί στην Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 61-2, όπου
επιχειρείται και μία παράλληλη ανάγνωση με ορισμένους στίχους του
Γιώργου εφέρη. Σέλος, παραθέτουμε τη διαφωτιστική υποσημείωση της
Φατζηγιακουμή: «Σο ηρακλείτειο απόσπασμα: ‚τὰ δὲ πάντα οἰακίζει
κεραυνὸς‛ (Diels, ΙΒ’ 64) που χρησιμποποιήθηκε επίσης στη Μαρία Νεφέλη
*1974+, 40 και στα Ρω του έρωτα *1972+, 59/60, διακρίνεται ήδη στον εφέρη
(Σρία Κρυφά Ποιήματα [1966], Ποιήματα, 283) και στον Γκάτσο (Αμοργός [1943],
Αθήνα 61980, 16, 15, με motto του κειμένου το αποσπ. αρ. 107: ‚Κακοί μάρτυρες
ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοί καί ὦτα βαρβάρους ψυχάς ἐχόντων‛) και πολύ
νωρίτερα, στον Eliot, Σέσσερα Κουαρτέτα (<). Σο απόσπ. αρ. 107 χρησιμοποιεί
και ο Calas ως motto στο Α’ μέρος του βιβλιου του: Εστίες πυρκαγιάς (1938)»
(Φατζηγιακουμή Μ., Η «υπέρβαση» της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη,
σ. 198, σημ. 12). τον Ηράκλειτο, βεβαίως, θα επανέλθουμε.
32 Heidegger, Η προέλευση του έργου τέχνης, σ. 120.
33
Heidegger, Η προέλευση του έργου τέχνης, σ. 125.
34 Να οδηγεί, δηλαδή, από την άρνηση στην κατάφαση, από το τίποτα στο κάτι,
22
Ι
40 Heidegger, ‚What are poets for?‛, σ. 91-142, όπου σχολιάζονται όψεις της
ποίησης του Rainer Maria Rilke. Και βέβαια, η σχέση του Heidegger με τους
ποιητές δε σταματά εδώ. Βλ. και το -επίσης μεταφρασμένο στα ελληνικά-
σύντομο κείμενό του για τον Rimbaud: «Rimbaud Vivant».
41 Heidegger, Από την εμπειρία του στοχασμού. Φαρακτηριστικό είναι, μάλιστα,
ότι ο Heidegger παραπέμπει στο Hölderlin ακόμα και στα όρια μιας ποιητικής
του απόπειρας: βλ. σ. 55.
42 Heidegger, Εισαγωγή στη μεταφυσική. Κλείνει με τρίστιχο του Hölderlin.
43
Παραπομπή στον τόμο του Heidegger <Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος<.
Πρόκειται για στίχο του Hölderlin από το ποίημά του «’ ευφρόσυνο
γλαυκό<»: «Όσο η ευγένεια, η καθαρή, υπάρχει ακόμη στην καρδιά, όχι άδικα
ο άνθρωπος με τη θεότητα αναμετριέται. Είναι ο Θεός άραγε άγνωστος; Είναι
καταφανής όπως ο ουρανός; Αυτό μάλλον πιστεύω. Είναι το μέτρο του
ανθρώπου. Γεμάτος μόχθο, κι όμως ποιητικά, ο άνθρωπος κατοικεί τούτη τη
23
Ι
γη. Ψστόσο, αν θα μπορούσα έτσι να το πω, δεν είναι καθαρότερη η σκιά της
νύχτας με τ’ αστέρια απ’ ό,τι ο άνθρωπος, που εικόνα της θεότητος
αποκαλείται»: Hölderlin, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα, σ. 189. Για το εν
λόγω ποίημα, βλ. και το σχόλιο της μεταφράστριας, σ. 203.
44
Heidegger, «Η γλώσσα στην ποίηση». Βλ. παραπάνω, σημ. 31.
45 Heidegger, Εισαγωγή στη μεταφυσική, σ. 50.
49
Heidegger, Η προέλευση του έργου τέχνης, σ. 122.
50 Heidegger, Η προέλευση του έργου τέχνης, σ. 122, σχόλιο 181 και Ποιητικά
24
Ι
έννοια του ποιήματος όπως αυτή ισχύει για όλα τα ποιήματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας. ‚Σο ποίημα‛ μπορεί όμως και να σημαίνει το εξαιρετικό ποίημα,
το οποίο σημαδεύεται από το ότι μόνον αυτό μας αφορά με τρόπο μοιραίο,
γιατί ποιεί απευθυνόμενο σ’ εμάς τους ίδιους τη μοίρα εντός της οποίας
ιστάμεθα, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, είτε είμαστε έτοιμοι να υποταχθούμε σ’
αυτήν είτε όχι» (Heidegger, «Σο ποίημα», σ. 236).
51 Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό και το δικό του ανάλογο απόσπασμα περί
Ποίησης (από τον ίδιο το κεφαλαίο): «Δε μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει
κανένας στίχους αλλά για την άλλη – ν’ ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά
και μεταφορικά»: Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 36.
52
Σο ζήτημα έχει αναπτυχθεί στο Η λογική του φαντασικού, σ. 61-3 και 76-80,
όπου έγινε λόγος για τον όρο που πρότεινε ο ίδιος ο ποιητής –χωρίς να
εμμείνει σε αυτόν, βέβαια-, τη στάση των μελετητών σχετικά με το θέμα και
την ονομασία που προσδώσαμε εμείς σε τούτο το σύμπαν. Παραθέτουμε ένα
σχετικό απόσπασμα (σ. 61-3): «Ο Ελύτης καταφάσκει στην αληθινή ύπαρξη
των μορφών που παράγει στην ποίησή του. Δεν προβαίνει στη δημιουργία
μορφών άνευ αντικρίσματος πραγματικότητας, αλλά, αντίθετα, φέρει στο φως
αληθινά όντα, που υφίστανται σε έναν ιδιότυπο χώρο του πραγματικού. ε
ό,τι αφορά τη λογική της ύπαρξης ενός τρίτου κόσμου (πέρα από τον αισθητό
και το νοητό), όπου μπορούν να ενταχθούν και οι παραπάνω μορφές, φαίνεται
να τον βρίσκει σύμφωνο, καθώς αρκετές είναι οι αναφορές του καλλιτέχνη
στην πολλαπλότητα των κόσμων ή των επιπέδων πραγματικότητας. Σην
ελύτεια αποδοχή της κοσμικής πολλαπλότητας εντοπίζουμε, για παράδειγμα,
στη Μαρία Νεφέλη, όπου λαμβάνει χώρα ο εξής σαφής διαχωρισμός: ‚μια για
τον έξω κόσμο/ μια για τον μέσα/ την τρίτη για τον άλλο τον αόρατο‛
[Νεφέλη, ό.π. (σημ. 5), σ. 67+. Μια ανάλογη κατηγοριοποίηση διαφαίνεται και
στο ακόλουθο χωρίο: «της ζωής που ζούμε, της άλλης που μας διαφεύγει και
της τρίτης που φτάνει να γίνεται ‚μύθος‛» (Ελύτης Ο., Εν Λευκώ, Αθήνα,
Ίκαρος, 51999, σ. 172). Ο ποιητής μας, άλλωστε, υπερέβη το χωρισμό των δύο
κόσμων και εισήλθε σε έναν τρίτο, που ισοδυναμεί με τους άλλους δύο σε
πρωτογένεια και αλήθεια *βλ. Ανοιχτά, ό.π. (σημ. 25), σ. 545+: «κατοίκησα μια
χώρα που ’βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα
γεγονότα της ζωής μου» (Ελύτης Ο., Ο Μικρός Ναυτίλος, Αθήνα, Ίκαρος, 52000,
σ. 18). τον Ελύτη, λοιπόν, υπάρχει και ένας τρίτος κόσμος· κάποτε, ο ίδιος τον
ονομάζει «Λυρική Πραγματικότητα» *Ανοιχτά, ό.π. (σημ. 25), σ. 483+,
ταυτίζοντάς τον, έτσι, με τον κόσμο της τέχνης του, αν και δε φαίνεται να
εμμένει σε αυτόν τον όρο· άλλοτε, οι μελετητές του τον ονομάζουν κατά τη
δική τους κρίση. Ο Sherrard, για παράδειγμα, ομιλεί περί της τρίτης κοσμικής
κατάστασης του Ελύτη, υιοθετώντας τον όρο «ελληνικός κόσμος» *Χάρτης,
ό.π. (σημ. 29), σ. 512+». Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ο όρος που
25
Ι
26
Ι
γράφει: «την ποίηση του ποιητή και στη σκέψη του διανοητή
οικονομείται ένας τέτοιος κοσμικός χώρος, όπου εντός του όλα
τα πράγματα –ένα δένδρο, ένα βουνό, ένα σπίτι, μια κραυγή
πουλιού- χάνουν παντελώς τον αδιάφορο και συνηθισμένο
χαρακτήρα τους57». Επίσης: «Μόνο που ο ποιητής, αν είναι
ποιητής, δεν περιγράφει απλώς την εμφάνιση του ουρανού και
της γης. τις όψεις του ουρανού, ο ποιητής καλεί Εκείνο58 το
οποίο, αφού αποκαλυφθεί, φέρνει στην επιφάνεια το
καλυμμένο, και μάλιστα ως αφ’ εαυτού καλυμμένο59».
Κατά τον Heidegger, το δέντρο ενός ποιήματος δεν
ταυτίζεται με κανένα υλικό δέντρο, δηλαδή δεν οφείλει να
περιορίζεται στο επίπεδο της συνήθους, εξωτερικής
πραγματικότητας. Ο ποιητής ομιλεί περί του δέντρου και
αμέσως οικοδομεί το χώρο ενός νέου κόσμου, που, ακόμα και
όταν εκκινεί από μια απόπειρα περιγραφής μιας σκηνής της
ανθρώπινης καθημερινότητας, καταλήγει να αποτελεί
μαρτυρία ενός άλλου σύμπαντος. Σο ποίημα μηδενίζει ό,τι
«αδιάφορο» συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις και περατώνει τη
σύσταση του κατεξοχήν ποιητικού ουρανού. Ο τελευταίος δεν
είναι ποτέ ταυτόσημος με αυτό που αποκαλούμε, ομιλώντας
27
Ι
60
Βλ. το χαιντεγγεριανό διαχωρισμό που παραθέσαμε παραπάνω (σημ. 50).
61 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 11.
62 Πρόκειται στην ουσία για την ελύτεια θεωρία των αναλογιών, σύμφωνα με
την οποία το κάθετι έχει την αναλογία του στον κόσμο του πνεύματος. το Η
λογική του φαντασικού (σ. 13) επισημαίνεται σχετικά: «Πάντως χρησιμοποιεί
με ιδιαίτερο τρόπο και τα ‚υπέρ‛: τον ενδιαφέρουν πολύ οι αναλογίες. Σο απτό
ή αντιληπτό έχει την αναλογία του ‚στον κόσμο των πνευματικών αξιών‛, η
φύση έχει τις αναλογίες της στη γλώσσα, η αίσθηση στη νόηση και ο
άνθρωπος στο Θεό. Κάθε ον έχει το αντίστοιχό του ‚υπέρ‛, το οποίο είναι και η
αναλογία του στον ανώτερο κόσμο». Σο ζήτημα θα αναπτυχθεί περαιτέρω
στην τέταρτη ενότητα.
28
Ι
65
Κινούμενος προς την κατεύθυνση των αναλογιών (θεωρία που αφορά στην
αντιστοιχία που εντοπίζεται ανάμεσα στο εδώ και το επέκεινα και που θα
αναπτυχθεί λεπτομερώς παρακάτω), ο Ελύτης τείνει να αναγάγει το
σωματικό στο πνευματικό, το οντικό στο οντολογικό, το ειδικό στο αφηρημένο,
αλλά και το ανθρώπινο στο θεϊκό, από την άποψη μιας κατεύθυνσης
ειδίκευσης, συγκεκριμενοποίησης, ιδιαιτεροποίησης του αφαιρετικού γενικού,
29
Ι
η οποία, μέσα από την αναλογία του υλικού με το ιδεατό (που αποδίδεται
ελεύθερα ως συστοιχία του συγκεκριμένου με το αφηρημένο), συναρτά τον
άνθρωπο με το Θεό (του), δηλαδή, σύμφωνα με μια ορισμένη ανάγνωση, (και)
το ον με το είναι (του). Η έννοια της «θυσίας» εδώ αφορά στην ηθελημένη
άρνηση τμήματος μιας ποιότητας προκείμενου να επιτευχθεί η κατάφαση
μιας υψηλότερης: το ενθαδικό ον οδηγείται στο Θεό μέσα από μια πνευματική
ανα-γέννηση, αφαιρώντας τμήμα της αισθητότητάς του. Σο ζητούμενο
ορίζεται από τον ίδιο τον ποιητή ως εξής: «Η παράλληλη και ταυτόχρονη
ανύψωση του ταπεινού σε θεϊκό μέγεθος και η κατάβαση του θεϊκού στο απτό
και το καθημερινό, χωρίς να σημειώνεται η παραμικρότερη λαθροχειρία»
(Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 20). Η ανάβαση του αισθητού λαμβάνει χώρα
παράλληλα με την κατάβαση του πνευματικού στο όνομα μιας ανθρωπο-
θεϊκής ποιότητας.
66 Βλ. Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 426.
30
Ι
Ενδιαφέρουσα είναι και η σύνδεση μεταξύ του Θεού και του ουρανού, στην
οποία προβαίνει ο Heidegger, διαβάζοντας τον Hölderlin: «η εμφάνιση του
Θεού μέσω του ουρανού είναι εκκάλυψη, που μας επιτρέπει να δούμε αυτό που
συγκαλύπτεται, αλλά που μας επιτρέπει να το δούμε όχι επιδιώκοντας να
αποσπάσει το συγκαλυμμένο από τη συγκάλυψή του αλλά προστατεύοντας το
συγκαλυμμένο μέσα στην αυτοσυγκάλυψή του: έτσι, ο άγνωστος Θεός
εμφανίζεται ως άγνωστος μέσω της φανέρωσης του ουρανού. Αυτή η
εμφάνιση είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος μετρά τον εαυτό του»
(Heidegger, Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος, σ. 41).
68
Ελύτης, Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, σ. 18. το εν λόγω απόσπασμα ο
θάνατος κατορθώνει, τελικά, να οδηγήσει τον ποιητή στην ίδια του την πηγή:
στον ήλιο. Ο στίχος παραπέμπει, κατά μία έννοια, σε μία μαρτυρία
ανάστασης· η ανα-γέννηση προϋποθέτει το χαμό. Εδώ, πάντως, διόλου
παράταιρη δεν είναι η σύνδεση των όρων «καημός»-«θάνατος» και «λάμψη» -
«ήλιος».
69 Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 37. Πιο ιδιαίτερη είναι η σχέση των όρων «θάνατος» -
31
Ι
αμέσως προηγούμενο. Ο άνθρωπος, και εδώ, έχει φθάσει στον ήλιο, κινείται
στο πεδίο του και, όσο δυναμώνει το φως, μαυρίζει. Αν λάβουμε υπόψη το
στίχο που σχολιάσαμε αμέσως πριν, θα συνδέσουμε αυτό το μαύρισμα με το
θάνατο. Σούτο παραπέμπει σε ένα κεντρικό ελύτειο ζητούμενο: στην επαφή
με τη φωτεινότητα με κάθε τίμημα. τον Ελύτη το σημαντικό είναι να φθάσει
ο άνθρωπος στον ήλιο – η συνέχεια διαμορφώνεται μέσα από την ποίηση.
Αυτή η ανθρώπινη «θυσία» δίδεται πολλές φορές μέσα από το έργο του
ποιητή. Για παράδειγμα: «Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ’ τα μου/ παρ’
τα μου όλα κι άσε μου άσε μου την περηφά-/ νεια Να μη δείξω δάκρυ Να σ’
αγγίξω μόνο και/ ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι/ (<)/ Και ορθός πάλι
απόμεινα μ’ ένα καμένο χέρι εδώ/ στην άκρη που μ’ απώθησαν οι συμφορές
να πολεμώ/ το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου» (Φωτόδεντρο, σ. 69).
το Η λογική του φαντασικού (σ. 33-4) σχολιάζεται τούτο το απόσπασμα
32
Ι
παράλληλα με ορισμένες πτυχές της σκέψης του Henry Corbin. Ενδεικτικά: «Σι
ζητά, όμως, ο Ελύτης και προτείνει το χέρι του στον ήλιο, ενώ γνωρίζει ότι
αυτός θα τον κάψει; Επιζητεί την υπέρβαση αυτής της σχέσης: να γίνει ο ίδιος
το βάλσαμο της πληγής του, να μην καίγεται πια από τον ήλιο. Σο περιγράφει
ο Corbin λέγοντας: ‚Κρατάς το χέρι πάνω στον ήλιο, ώστε να περάσει μέσα
από το χέρι σου. Αν αποκτήσεις την ικανότητα γίνεσαι εσύ η σταγόνα του
βάλσαμου‛ (Corbin H., The Voyage and the Messenger, αγγλική μετάφραση του
Joseph Rowe, Berkeley, North Atlantic Books, 1998, σ. 158). Ο ίδιος μας εξηγεί
ότι, αν αγγίξει κανείς τον ήλιο ώσπου να καεί και μετά βάλει βάλσαμο στην
πληγή του, αυτό θα διαπεράσει το χέρι του από άκρη σε άκρη, χάρη στη
φυσική του αρετή. Αν, μάλιστα, ενεργοποιήσει ο άνθρωπος αυτή τη φυσική
αρετή στον εαυτό του, μπορεί να διασχίζει βουνά σε μια στιγμή χωρίς να
σκάψει (Voyage, ό.π., σ. 157)· πρόκειται για μια διάσταση διαφάνειας». Βλ.
ακόμα: Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π. (σημ. 25), σ. 215: «Πιωμένος φως – μονάχα μια
σκιά μαύρη ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα
προστατευμένη από την ίδια του τη θυσία».
72
Ελύτης, Σα ρω του έρωτα, σ. 47. Σο φως το δυνατό δεν αξίζει μόνο στον ήλιο –
το διεκδικεί και ο θάνατος. Σο ενδεχόμενο παράδοξο του στίχου παραγράφεται
με την παράλληλη ανάγνωση μιας άλλης ελύτειας δήλωσης: «το λευκό
αναζήτησα ως την ύστατη ένταση/ του μαύρου Σην ελπίδα ως τα δάκρυα/ Ση
χαρά ως την άκρα απόγνωση» (Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 20), η οποία επεξηγείται
μέσα από το επίσης ελύτειο: «Όταν μιλώ τόσο συχνά για διαφάνεια, υπονοώ
ακριβώς αυτό: τη δυνατότητα να βλέπεις μέσ’ από το αθώο το ένοχο και μεσ’
από το λευκό το μαύρο» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 179). Αναζητώντας μέσα από το
ένα το άλλο ο Ελύτης ενίοτε τείνει να ταυτίσει το φως με το σκοτάδι, τον ήλιο
με το θάνατο.
73 Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 91. Ο καιρός δεν είναι παρά ο χρόνος, η ροϊκότητα
33
Ι
Ελύτη με την ποίηση του Κάλβου, βλ. και Καρβέλης, Πολύτροπος αρμονία –Η
κατά Κάλβον πολύτροπος αρμονία της ποίησης του Ελύτη-.
75
Ελύτης, Σα ελεγεία της οξώπετρας, σ. 39. Ο θάνατος πια ορίζεται ρητά ως
ήλιος. Φωρίς βασιλέματα, βέβαια, δηλαδή ένας ιδιαίτερος ήλιος που υπακούει
σε διαφορετικούς νόμους ή που δε συμμορφώνεται με καμία επιταγή. Είναι
γεγονός ότι αυτός ο στίχος μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιο πεσιμιστικός από
τους υπόλοιπους που συνδέουν τις δύο ποιότητες. Αυτό οφείλεται στο
περιεχόμενο του συνόλου της συλλογής στην οποία εμπεριέχεται. Ας μην
ξεχνάμε ότι πρόκειται για «ελεγεία».
76 Ελύτης, ανοιχτά χαρτιά, σ. 640. την έμπνευση του Ελύτη ο ήλιος «έχει
θάνατο» *«Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;» (Ελύτης, Άσμα, σ. 16)+ και ο θάνατος
«έχει ήλιο»!
77 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 30. Η ταυτοσημία του ήλιου με το θάνατο μετατρέπει
στο σύμπαν της ηλιακής μεταφυσικής την εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου, που
μπορεί ο καθένας να συλλάβει αισθησικά, σε εκτυφλωτικό φως του θανάτου,
που προσλαμβάνεται εσωτερικά και υπό προϋποθέσεις.
78 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 215. Αν λάβουμε υπόψιν τα συμφραζόμενα αυτής της
πρότασης («ιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα.
Φωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς.
Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτείες, μήτε χώμα και
νερό. Άφαντα όλα.») και αποφασίσουμε να προβούμε σε μια κυριολεκτική
ανάγνωση, θα καταλήξουμε ενδεχομένως να στοχαζόμαστε την επίδραση του
ήλιου στο χρωματισμό του ανθρώπινου δέρματος κατά τους μήνες του
καλοκαιριού. Ενδιαφέρον, πάντως, παραμένει πως το φως «μαυρίζει» τον
άνθρωπο, καθιστώντας τον μια σκιά μέσα στο περιβάλλον της φωταύγειας.
Μόνο ο ήλιος φαίνεται· ό,τι άλλο υπάρχει, σκιάζεται.
79
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 245. Ο Ελύτης επιζητεί πάντα το αληθές. την πορεία
της αναζήτησής του, φθάνει να εξισώσει τον ήλιο με το θάνατο,
διαπιστώνοντας ότι από αυτό το μαγικό «ίσον» εξαρτάται η ένταξή του στη
θεϊκή κοινότητα. Ο ποιητής διακινδυνεύει να πεθάνει, προκειμένου να
αντικρίσει το Θεό. Ζητά να χαθεί για να βρεθεί αληθέστερα. Προκαλεί το
θάνατο για να κερδίσει τον παντοτινό ήλιο.
34
Ι
83
Αυτή που έπεται του θανάτου, ενεργοποιείται μέσω της Ανάστασης και
χαρακτηρίζεται από αιωνιότητα. Η άλλη ζωή αφορά σε μια ανώτερη ποιότητα
του όντος που προϋποθέτει τη συνένωση της ουσίας του ανθρώπου με εκείνη
του Θεού.
84
Βλ. και: Heidegger,«Rimbaud vivant».
85
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 251.
35
Ι
86
Ελύτης, Ημερολόγιο, σ. 39: «-ύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· αλλά προς
τι;/ (<) –ύμφωνοι, ναι· αλλ’ η ζωή αυτή δεν έχει τέλος».
36
Ι
87 Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 27. Βλ., επίσης, Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 262: «Δε
γίνεται να μη δακρύζει ο ήλιος· ακριβώς όπως δε γίνεται να μην είναι ο
θάνατος ένα υπερμεγέθες ηλιοτρόπιο στραμμένο κατά πάνω μας». Βλ. και την
ενδιαφέρουσα (μολονότι σύντομη) ανάλυση του Κοκόλη περί του ηλίανθου και
του ηλιοτροπίου: Κοκόλης, Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα
Ελύτη, σ. 59-62.
88
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 222. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο αναφερόμενος
στον άνθρωπο, εντοπίζοντας μια ουσιαστική αναλογία του με τα φυτά,
σύμφωνα με την οποία είναι βασική η πλήρωση φωτός: το ον ελύτεια κινείται,
σε κάθε περίπτωση, με άξονα το φως.
89 «Τψηλή» χάρη στην υψηλή της βλέψη. Ο Ελύτης δημιουργεί, αποβλέποντας
37
Ι
38
Ι
92 Για τη σχέση μεταξύ του Heidegger και του Corbin, όπως αυτή αναπτύσσεται
μέσα από τις θεωρίες τους για το θάνατο του όντος, βλ. τη συνέντευξη του
Corbin στον Nemo (‚From Heidegger to Suhravardī: an Interview with Philippe
Nemo‛) και παραπάνω, σημ. 90.
93 Heidegger, ΕκΧ2, σ. 447: «Ο θάνατος με το πιο ευρύ νόημα είναι φαινόμενο
της ζωής».
94 Δηλαδή μέσα από τη διαφοροποίηση του είναι από τα όντα, την παράλληλη
παραδοχή ότι τα όντα είναι, αλλά και ότι τα όντα είναι όντα, τη βεβαιότητα ότι
«είναι -όχι όντα- υπάρχει, μόνο στο μέτρο που υπάρχει αλήθεια» (Heidegger,
ΕκΧ1, σ. 356). Σο είναι, επισημαίνει ο Heidegger, «δεν είναι ένα ον, μια ιδιότητα
των όντων. Σο Είναι δεν μπορεί να παρασταθεί και να παραχθεί ως
αντικείμενο, όπως τα όντα» (Heidegger, Σι είναι μεταφυσική;, σ. 92).
Φαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Steiner: «Σο ‚Είναι‛ και τα ‚όντα‛
είναι οι άξονες της περιστροφής, η καρδιά του «φωτεινού σκότους» στην οποία
κάθε μονοπάτι οδηγεί, οποιοδήποτε κι αν είναι το σημείο εκκίνησης στην
ευρεία περιφέρεια του έργου του Φαίντεγκερ» (Steiner, σ. 79). Για την
οντολογική διαφορά, βλ. το έργο του Vail, Heidegger and ontological difference.
95
Heidegger, ΕκΧ2, σ. 435. Για το ίδιο θέμα, βλ. και Heidegger, Σι είναι
φιλοσοφία.
39
Ι
40
Ι
41
Ι
χτυπά η πόρτα· τώρα που – έχασα το βιβλίο μου, και τα όμοια» (ΕκΧ2, σ. 746).
Παραπέμπουμε και στο εξής: «Η παρελθοντικότητα είναι ο θεμελιώδης
φορέας της μελλοντικότητας, αυτής της προβολής προς το αυθεντικό Είναι
που αποτελεί τον υπαρκτικό σκοπό του Dasein. Η ορολογία του Heidegger
αγγίζει ξανά το όριο του απροσπέλαστου: ‚Ψς αυθεντικά μελλοντικό, το
Dasein είναι αυθεντικά ένα «υπάρξαν». Η αναμονή κάποιας υπέρτατης και
απόλυτα δικής του δυνατότητας είναι μια επιστροφή του όντος στο απόλυτα
δικό του «υπάρχειν». Μόνο στο βαθμό που είναι μελλοντικό μπορεί το Dasein
αυθεντικά να είναι ως «υπάρξαν». Η ιδιότητα του ‚υπάρξαντος‛ αναδύεται,
κατά κάποιο τρόπο, από το μέλλον‛» (Steiner, σ. 178).
98 Βλ. Heidegger, ΕκΧ2, σ. 555: «Οι έννοιες ‚μέλλον‛, ‚παρελθόν‛ και ‚παρόν‛
100 Heidegger, ΕκΧ2, σ. 452: «Ο θάνατος είναι η δυνατότητα της απόλυτης μη-
42
Ι
43
Ι
μέσω του θανάτου αθανασία ή για τον εθελοντικό θάνατο. Πρόκειται για τη
στροφή του ενδιαφέροντος του όντος στην κατάκτηση ενός ύψους. Η σύναψη
της σχέσης με το τελευταίο συνεπάγεται την αποδυνάμωση εκείνης με το
ενθαδικό, εξ ου και γίνεται λόγος περί μιας «ενθαδικής αυταπάρνησης»,
δηλαδή μιας θυσίας του εδώ στο όνομα ενός αλλού.
105
Για τη συναισθησία, βλ. παραπάνω, σημ. 63. Ακόμα, βλ. Η λογική του
φαντασικού, σ. 63, 71-2 και 82 (σημ. 296), όπου σχολιάζεται η συναισθησία με
άξονες τις θεωρήσεις των Οδυσσέα Ελύτη και Henry Corbin. Ενδεικτικά: «(<)
μολονότι οι αισθητηριακές μας λειτουργίες εξωτερικά είναι πέντε στον αριθμό
και έχουν η καθεμιά το όργανό της τοποθετημένο στο σώμα, μια εσωτερική
στροφή στις αισθήσεις αποκαλύπτει μία και μοναδική συναίσθηση με όργανο
την ψυχή (Corbin H., Swedenborg and esoteric Islam, αγγλική μετάφραση του L.
Fox, Pennsylvania, Swedenborg Foundation, 21999, σ. 15). Σέτοιου τύπου είναι και
η στροφή που πραγματοποιεί ο Ελύτης στον έξοχο στίχο «Έφτασα και
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ’ τη γλώσσα» *Φωτόδεντρο, ό.π. (σημ. 43),
σ. 19+, στον οποίο, εκτός από τη μετωνυμία της θάλασσας, παρατηρούμε και
την αρμονική λειτουργία μιας κοινής αίσθησης, που αποτελεί σύγκλιση της
44
Ι
όρασης, της ακοής, της αφής, της γεύσης και της όσφρησης στην
εσωτερικότητα ενός πνευματικού επιπέδου» (σ. 71-2).
106
Βλ. σημ. 62 και 65. Πρόκειται για μία ακόμα αναφορά στην περί των
αναλογιών θεωρία του Οδυσσέα Ελύτη, η οποία θα αναπτυχθεί παρακάτω.
ύμφωνα με αυτή, η ανθρώπινη ποιότητα είναι ανάλογη της θεϊκής, το
ενθαδικό ον είναι σύστοιχο με το υπερβατικό και η παράλληλη ανοδική και
καθοδική πορεία τους, καθιστά συζευκτική την εδώ επισημαινόμενη σχέση
αναλογίας.
107
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 427. Σα ζητήματα που απλώς θίγονται σε αυτή την
παράγραφο, θα αναλυθούν στην τρίτη ενότητα με αφορμή την παρουσίαση
της ποιότητας του Παραδείσου.
108 Ivanovici, «Ο Οδυσσέας Ελύτης και η παραδεισιακή ουτοπία του έρωτος», σ.
490.
109
Παραπομπή στους (εξυμνητικούς της διαφάνειας) στίχους του Ελύτη:
«(<)Σράβηξα έτσι/ όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο/ από
μέρος που να βλέπεις μέσα του» (Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 17).
110 Βλ. και το ελύτειο: «(<) πλάθοντας, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, από
45
Ι
111 Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ. 188: «Είναι φανερό πως ουδέποτε υπήρξα ένας
ορθόδοξος υπερρεαλιστής». Βλ., επίσης, (στο ίδιο) σ. 201: «Ουδέποτε ήμουν
οπαδός της υπερρεαλιστικής σχολής. Όπως σας είπα, εκεί, βρήκα ορισμένα
κατάλληλα στοιχεία, τα οποία προσάρμοσα στο ελληνικό φως».
112
Για τη σχέση του Ελύτη με τον υπερρεαλισμό, βλ., Μυκωνίου – Δρυμπέτα,
Ελύτης και σουρρεαλισμός, Κουτριάνου, Με άξονα το φως σ. 93-138, εισαγωγή
στην ποίηση του Ελύτη, σ. 43-51, τα σχόλια του Mario Vitti στο: Η γενιά του
τριάντα, σ. 122-152, και την επισήμανση του ίδιου στο: Vitti, Οδυσσέας Ελύτης,
σ. 44: «Η πιο χτυπητή αντίθεση με τον υπερρεαλισμό είναι η μορφική
αυστηρότητα, η οποία συνεπάγεται μια συμπυκνωμένη στο έπακρο
διατύπωση, κλεισμένη σε μια συστολή της έκφρασης και, παράλληλα, μια
απομάκρυνση από την υλική αίσθηση του κορμιού. Σο αποτέλεσμα είναι μια
καθαρότητα που τείνει στην εξαΰλωση». Βλ., ακόμα: Vitti, «Σρόποι μιας
Εξέγερσης: από τον Τπερρεαλισμό στον σημερινό Κόσμο», στο: Για τον Ο.Ε., σ.
33-50, και, ιδιαίτερα, σ. 48: «Ο διανοούμενος Ελύτης βρήκε στον υπερρεαλισμό
ένα ζωτικό στήριγμα· τον αφομοίωσε χρησιμοποιώντας τον ως
απελευθερωτική δύναμη. Ψστόσο, στην ποίησή του δεν χρειάστηκε να τον
εκμεταλλευτεί, παρά κατά ένα ελάχιστο μέτρο, όσο θεωρούσε σκόπιμο».
Σέλος, βλ. την ομάδα κειμένων υπό το γενικό τίτλο «Τπερρεαλιστική Γραφή
και διακειμενικές χέσεις», στο: Καψωμένος, σ. 121-164 και το Jouanny R.,
‚Aspects of surrealism in the works of Odysseus Elytis‛. Σο ζήτημα θίχτηκε και
στο Η λογική του φαντασικού, σ. 11-3, από όπου και το απόσπασμα: «Η
αλήθεια στο ποίημα είναι ένα υποκείμενο, αλλά όχι σε ένα καθεστώς
υπερρεαλισμού. Η κατάσταση στην οποία την παρακολουθούμε να
περιέρχεται ανταποκρίνεται στις συνθήκες ενός ανώτερου ρεαλισμού, δηλαδή
μιας πραγματικότητας υψηλότερου επιπέδου. Ο Ελύτης, άλλωστε, περνά μέσα
από το ρεαλισμό και τον σπάει με ποικίλους τρόπους, αλλά ποτέ δεν
αποβλέπει στην άνευ όρων υιοθέτηση του υπερρεαλισμού. Δεν επιδίδεται στην
ταχύτητα της αυτόματης γραφής, αλλά προτιμά τις επανειλημμένες
αναγνώσεις και διορθώσεις των γραπτών του και την υπηρέτηση της
αρχιτεκτονικής του ποιήματος, στην οποία δίνει μεγάλη βαρύτητα. Ανάλογα,
δεν προσεταιρίζεται το δυσνόητο υπερρεαλιστικό λόγο που αφήνεται σε
ατέρμονα, συχνά δίχως νόημα, πετάγματα της φαντασίας. Με το κριτικό του
πνεύμα, επιλέγει ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού,
όπως η καταπολέμηση της λογοκρατίας των δυτικών, οι πεποιθήσεις για την
46
Ι
παντοδυναμία της φαντασίας και την ελευθερία του έρωτα και η θέση ότι τα
φαινόμενα της ύλης είναι και αυτά φαινόμενα του πνεύματος *Ελύτης Ο.,
Αυτοπροσωπογραφία (σε λόγο προφορικό), Αθήνα, Ύψιλον, 2000, σ. 15+,
προσαρμόσιμα –επομένως- στη λογική του ποιητικού του οράματος. ‘Ετσι,
λοιπόν, ο ποιητής επιλέγει το επιθυμητό από το κίνημα αυτό και δεν
καθίσταται συνολικά υπερρεαλιστής· μένει στο πραγματικό, αν και το
υποκειμενοποιεί ακραία».
113 Ιακώβ, Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 44-5.
117
Ivanovici, «Ο Οδυσσέας Ελύτης και η παραδεισιακή ουτοπία του έρωτος», σ.
486.
118
Για τη σχέση του Ελύτη με τον Ηράκλειτο από μία φιλοσοφική άποψη, βλ. Η
λογική του φαντασικού, σ. 16-7, και ιδιαίτερα την σημ. 32: «Η συμφιλίωση των
αντιθέτων, που εντοπίζεται, πράγματι, στο έργο του Ελύτη, μαρτυρεί άλλη μια
αρχαιοελληνική του επιρροή· ηρακλείτεια αυτή τη φορά. Ο ποιητής κατέχει τις
47
Ι
120 Μια πρώτη παρουσίαση του ζητήματος έγινε στο Η λογική του φαντασικού,
48
Ι
122
Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 26. Παρακάτω, στην ίδια συλλογή διαβάζουμε: «Η
εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγάζει σε
Μάρτιν Φάιντεγγερ» (σ. 70). Αυτές είναι και οι μοναδικές αναφορές στον
Heidegger στα ποιητικά του Ελύτη.
123 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 528. Σο κείμενο έχει ως εξής: «Αλλά το ίδιο
49
Ι
50
Ι
Ελύτη, έγινε θέμα και στο Η λογική του φαντασικού, με αφορμή αποσπάσματα
των Ahmad Ahsā’ī, Quotbodine Shirazi, Blake και Shelley, που απαντούν
επεξεργασμένα σε τόμους του Ελύτη (σ. 58-60 και 73-4). Για το μεταφραστικό
πρόσωπο του ποιητή, βλ. ενδεικτικά, Μόσχου, «Σο μεταφραστικό έργο του
Οδυσσέα Ελύτη», όπου σχολιάζονται οι τόμοι του Ελύτη Δεύτερη Γραφή και
Αποκάλυψη, και Βαγενάς, «Προϋποθέσεις της ‚δεύτερης γραφής‛, στο:
Εισαγωγή στον Ελύτη, σ. 209-216, από όπου επισημαίνουμε το εξής: «Η
σύγκριση με το πρωτότυπο μας δείχνει πως οι προσθήκες και οι περιφράσεις
τους υπαγορεύονται λιγότερο από τις απαιτήσεις της ελληνικής έκφρασης και
περισσότερο από μιαν εσωτερική ανάγκη του ίδιου του μεταφραστή» (ό.π., σ.
212). Παραπέμπουμε, επίσης, στο εισαγωγικό σημείωμα που παραθέτει ο
Ελύτης στη Δεύτερη Γραφή, σ. 9-11. Είναι προφανές ότι τα τρία αυτά κείμενα
έχουν ως θεματικό άξονα τις μεταφράσεις που εμπεριέχονται στη Δεύτερη
Γραφή. Θεωρείται, ωστόσο, ότι παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες περί της
σχέσης του ποιητή με τη μετάφραση εν γένει. υγκριτικά, μπορούν να
μελετηθούν και δύο σχετικά κείμενα του Heidegger. Πρόκειται για τα: «Για τη
μετάφραση» και «Από έναν διάλογο για τη γλώσσα».
127
Για το «διάφωτο», βλ. και Heidegger, «Η Απουσία των Ιερών Ονομάτων».
Γράφεται χρακτηριστικά: «Η λέξη είναι αληθινά το όνομα του πεπρωμένου
του διάφωτου του Είναι, ενόσω αυτό μπορεί να γίνει φανερό μόνο ως
παρουσία και να προσδιορίσει όλα τα όντα, όταν το διάφωτο του Είναι (die
Lichtung des Seins), η Αλήθεια (ελληνικά στο κείμενο, σύμφωνα με το
μεταφραστή) αποσύρεται, παρακρατείται της σκέψης, αυτό που στην αρχή και
σαν αρχή της δυτικής σκέψης έλαβε χώρα και που έκτοτε, χαρακτηρίζει τις
εποχές της ιστορίας του Είναι ως τον σημερινό αιώνα της τεχνολογίας, που
χωρίς να γνωρίζει τίποτε γι’ αυτή τη λησμοσύνη του Είναι την έχει σαν αρχή
της. Η παρακράτηση ωστόσο του διάφωτου της παρουσίας ως τοιούτου
παρεμποδίζει να βιώσουμε την απουσία των ‚ιερών ονομάτων‛ ως απουσία».
Σο κείμενο κλείνει ως εξής: «Μόνο μία διαμονή στον ανοιχτό χώρο, όπου η
απουσία (είναι παρούσα) ως παρουσία, δίνει τη δυνατότητα να θεωρήσουμε
αυτό που σήμερα είναι, ενόσω απουσιάζει» (ό.π., σ. 152 και 153, αντίστοιχα).
128 Ο όρος άγγελος (δοσμένος στα ελληνικά) εντοπίζεται και σε άλλα σημεία
51
Ι
129 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 174-5. Για το δεύτερο μισό του αποσπάσματος, βλ. και
τo κείμενο του Heidegger για τους ποιητές ‚Wozu Dichter?‛ (‚What are poets
for?‛), και ιδιαίτερα τις σελίδες 140-1.
130 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 181. Η ελληνική απόδοση του Δ. Θ. Γκότση έχει ως
εξής: «Σο έσχατο, αλλά και το πιο δύσκολο βήμα κάθε ερμηνείας έγκειται στο
να εξαφανίζεται αυτή, μαζί με τις εξηγήσεις της, μπροστά στην καθαρή
παρουσία του ποιήματος. Και τότε το ποίημα, το οποίο στέκεται στον δικό του
νόμο, φωτίζει άμεσα και τα άλλα ποιήματα. Γι΄αυτό, ξαναδιαβάζοντας εδώ
την ομιλία μας, νομίζουμε πως έτσι πάντα κατανοήσαμε τα ποιήματα. Και
είναι καλό, αν το νομίζουμε» («Προσημείωση στην επανάληψη μιας ομιλίας»,
σ. 213). Για την απόδοση του Ελύτη, βλ. τη σημ. 126. Παραπέμπουμε, επίσης,
στο κείμενο του Heidegger «Σο Ποίημα» και στα ακόλουθα αποσπάσματα από
το δοκίμιο «Η Γλώσσα στην Ποίηση»: «Η ποίηση ενός ποιητή παραμένει
ανείπωτη. Κανένα από τα επιμέρους ποιήματα, ούτε και το σύνολό τους δεν τα
λέει όλα. Και όμως το κάθε ποίημα μιλά μέσα από το σύνολο μιας ποίησης,
και αυτήν λέει κάθε φορά. Από τον τόπο της ποίησης εκπηγάζει το κύμα το
οποίο κάθε φορά κινεί τον λόγο σαν ποιητικό. Όμως το κύμα όχι μόνον δεν
εγκαταλείπει τον τόπο της ποίησης, αλλά, πολύ περισσότερο, η εκροή του
κάνει κάθε κίνημα του λόγου να ρέει προς τα πίσω, προς την πάντα πιο
συγκαλλυμένη πηγή», «Ποίηση θα πει ομο-λογία, λόγος δηλαδή του σ’ αυτήν
καταλογισμένου εύηχου του πνεύματος της έκλειψης. Η ποίηση, πολύ πριν
αυτή γίνει λόγος με την έννοια της διατύπωσης, είναι καταρχήν άκουσμα. Η
έκλειψη προσλαμβάνει από πριν το άκουσμα στο εύηχό της, ώστε αυτό να
διαφωτίζει τον λόγο, μέσα από τον οποίο κατόπιν αρθρώνεται» (σ. 251-2 και
286, αντίστοιχα).
131
Για την ποιότητα του έρωτα στον Ελύτη θα γίνει λόγος στην τρίτη ενότητα.
52
Ι
135
Από το σύνολο των αναφορών του στο Heidegger, που σχολιάσαμε σε αυτή
την ενότητα.
136
Ο Ελύτης επιλέγει να κλείσει το εν λόγω δοκίμιο, αναφέροντας μια σειρά
ποιημάτων, ανάμεσα στα οποία απαντούν και τα «Ο Ρήνος» και «Πάτμος» του
Hölderlin (Hölderlin, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα, σ. 113 και 145,
αντίστοιχα). Με αυτή την αφορμή επισημαίνουμε και τη σχέση του με το
53
Ι
γερμανό ποιητή, που επηρέασε τόσο τον Heidegger. Βλ., σχετικά, Ιακώβ, Η
αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 99-102 («Ελύτης και Hölderlin»), όπου
παρατίθενται και οι περισσότερες αναφορές του Ελύτη στο γερμανό ομόλογό
του. Όχι όλες, για το λόγο που επισημάναμε και παραπάνω (σημ. 31).
54
ΙΙ
55
ΙΙ
(ενός θεού, πιο αφηρημένα) που έχει τη δύναμη να συνθέσει ένα σύμπαν, όσο
και από τη σύλληψη της δημιουργίας καθαυτής, δηλαδή της μετατροπής του
«τίποτα σε κάτι» (Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 27).
139 Βλ. σχετικά τις σημ. 89 και 90. Η υψηλή τέχνη του Ελύτη θα λέγαμε ότι
κορυφώνεται στο έργο του Σο άξιον εστί, όπου ο ποιητής αναμετριέται με την
ουσία του κόσμου, σε ένα πλαίσιο διαλόγου με το δημιουργό του *η αμφισημία
του υποκειμένου ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πρότασης: ο δημιουργός
του ποιητή είναι και δημιουργός του κόσμου (του)+.
56
ΙΙ
57
ΙΙ
58
ΙΙ
59
ΙΙ
144
Με βάση την ηλιακή μεταφυσική: «Σο ποίημα αποτελεί πια μια αυτοδύναμη
μονάδα, ένα αυτόνομο σύστημα (<) που, αν και γεννήθηκε από τον Ελύτη,
διατηρεί πλέον σχέση μόνο με τη συνείδηση του δημιουργού του· η τελευταία
ανεξαρτητοποιείται κατά τα άλλα από τον ποιητή, αφού αυθυπάρχει έχοντας
την ουσία του ποιήματος για ήλιο και τις ελύτειες μορφές ως επιμέρους
πλανήτες. Σο ποίημα εκτυλίσσεται παράλληλα με ‚μια συμβολική μεταγραφή
του σε ρυθμικής και στροφικής υφής γνωρίσματα‛ *Ανοιχτά, ό.π. (σημ. 25), σ.
450+, διατηρώντας τα τεχνικά μέσα (μεταφορές, προσωποποιήσεις,
παρομοιώσεις), με τα οποία το πλούτισε ο Ελύτης, αλλά υπερβαίνοντάς τα
ουσιακά. Ο ποιητής, που επικαλέστηκε τα προαναφερόμενα μέσα
προκειμένου να φέρει στο χώρο της δημιουργίας ‚τα μυστικά διδάγματα‛ της
πνευματικότητάς του *Ανοιχτά, ό.π. (σημ. 25), σ. 182+, γνωρίζει ότι η πρόοδος
του οράματός του δε στηρίζεται σε εκείνα (η αλήθεια δεν έγκειται σε ό,τι
προβάλλει μια μεταφορική εικόνα, αλλά στην κυριολεξία που υποθάλπεται
από αυτήν) και συμβάλλει συνειδησιακά στην επικράτηση της ηλιακής
μεταφυσικής (<).» (Η λογική του φαντασικού, σ. 44).
145 την πρώτη ενότητα, ορίσαμε τη διαφάνεια ως το υψηλό ζητούμενο «που
προκύπτει από μια επίμονη αναμέτρηση του εαυτού με την ουσία κάθε
πραγματικού στο όνομα μιας διάρκειας». Βλ., ακόμα τις σημ. 70-72 και 109.
146 Η επίτευξη της εν λόγω συστοιχίας αποτελεί ζητούμενο της ελύτειας
60
ΙΙ
για μία τρίτη τάξη πραγμάτων, που καλούμε εδώ «σύμπαν της ηλιακής
μεταφυσικής», και θα παρουσιάσουμε αναλυτικά παρακάτω.
61
ΙΙ
150Η ανάλυση του όρου, με έμφαση στην ποιότητα του φαντασικού, θα γίνει
στη συνέχεια. Επισημαίνουμε εδώ: ο Παναγιώτης Δόικος αποδίδει –εισάγοντάς
τον- στα ελληνικά τον όρο imaginal, αρχικά, ως «φαντασιολογικό»,
παραθέτοντας, ως μια δεύτερη πρόταση, και τον όρο «φαντασικό», ο οποίος,
τελικά, προτιμήθηκε (Δόικος, «Σο δίλημμα ‚μύθος ή ιστορία;‛ και η αμφισημία
της φαντασίας», σ. 153 και Δόικος, Θάνατος Θεού, σ. 206, σημ. 377). Ο Corbin
χρησιμοποιεί τον όρο imaginal για να διαχωρίσει την υπό εξέταση έννοια από
το φανταστικό, που, βέβαια, δεν αφορά σε πραγματικότητα, και από το
φαντασιακό, που αποτελεί αναφορά στο σχετικό με τη φαντασία. Ο όρος δε
χρησιμοποιείται στο έργο του L’ imagination créatrice dans le soufisme d’ Ibn Arabī
[Creative imagination in the sufism of Ibn Arabī+, όπου υιοθετείται το imaginatrix
(imaginatrice) *στο πρώτο μέρος του βιβλίου, το οποίο πρωτοείδε το φως της
δημοσιότητας το 1955: Creative imagination, σ. 153+, για να δηλωθεί η ισχύς του
αληθινού στη δημιουργική φαντασία. Ούτε στο Terre céleste et corps de
résurrection: de l’ Iran mazdéen à l’ Iran shî’ite [Spiritual body and celestial earth: from
Mazdean Iran to Shi’ite Iran+, που εκδόθηκε το 1961, χρησιμοποιείται ο όρος
αυτός καθαυτός, μολονότι γίνονται τακτικές αναφορές στον mundus
imaginalis. Η αναλυτικότερη παρουσίαση του όρου imaginal εμπεριέχεται στο
ιδιαίτερα κατατοπιστικό κείμενο ‚Mundus imaginalis ou l’imaginaire et
l’imaginal‛ *‚Mundus imaginalis or the imaginary and the imaginal‛+ (στο:
Swedenborg), το οποίο γράφεται το 1964. Για την έρευνα του Corbin,
προκειμένου να χρησιμοποιήσει το σωστό όρο, βλ. The voyage and the messenger,
σ. 165-166 και 224.
62
ΙΙ
151
Πρόκειται για το αισθητό, το νοητό και το φαντασικό.
Η καλύτερη εξήγηση του Ελύτη είναι ο ίδιος ο Ελύτης, με την έννοια ότι τα
152
δοκίμια του ποιητή αποτελούν άριστο δείκτη κατανόησης της ποιητικής του
και βαθύτερης εντρύφησης σε αυτή. το σημείο αυτό, παραφράζουμε,
63
ΙΙ
ουσιαστικά, τον Henry Corbin που, πρεσβεύοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει
καλύτερη εξήγηση της σοφίας του Ibn Arabī από τον ίδιο τον Arabī, μας καλεί
να ζήσουμε την πνευματικότητα του τελευταίου μαζί του, μέσα από τις ιδέες
του (Corbin, Creative imagination, σ. 5). Σο ζήτημα θίγεται στο Η λογική του
φαντασικού (σ. 6), όπου επισημαίνεται ακόμα: «ύμφωνα με τον Corbin, δεν
αντιλαμβανόμαστε με έναν κοινό τρόπο τη σοφία του Arabī, αλλά ο καθένας
σύμφωνα με την υποκειμενικότητά του εκλαμβάνει αυτό που είναι ικανός να
εκλάβει, αφού η σκέψη του Arabī προσαρμόζεται στον ‚εσωτερικό μας
παράδεισο‛ *Imagination, ό.π. (σημ. 93), σ. 75+».
64
ΙΙ
Η πλέον αξιοσημείωτη αναφορά του είναι, ίσως, η ακόλουθη: «(<) για μας,
154
όπως και για τους ρομαντικούς της Γερμανίας, όπως και για τους σοφούς της
Ανατολής, όπως και για τους Έλληνες της Ιωνίας, το όνειρο είναι μια
πραγματικότητα, το μυστήριο μια κατάσταση που μας συνοδεύει αδιάκοπα»
(Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 510). τη δήλωσή του αυτή ο Ελύτης επιχειρεί να
εξηγήσει τη σχέση που έχει (ως ποιητής) με το μυστήριο και το όνειρο. Είναι
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ίδιος συσχετίζει τον εαυτό του με τους σοφούς
της Ανατολής. Ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη, βέβαια, είναι η πεποίθησή του
σχετικά με την αλήθεια της ονειρικής κατάστασης και την αναγκαιότητα της
ύπαρξης του μυστηρίου.
65
ΙΙ
66
ΙΙ
résurrection: de l’ Iran mazdéen à l’ Iran shî’ite [Spiritual Body and Celestial Earth: From
Mazdean Iran to Shi’ite Iran]. Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν αποδίδει τα παραπάνω
λόγια (ακριβώς) στον Ahmad Ahsā’ī, αλλά, αόριστα, σε κάποιο μέλος της
σχολής Shaikhi, της οποίας ο τελευταίος ήταν ο αντιπροσωπευτικότερος
εκπρόσωπος (Για λεπτομέρειες, βλ. Corbin, History of Islamic Philosophy, σ. 352-
356). Ο ποιητής μοιάζει εδώ να αποσπά τα χωρία από κάποια πηγή
(ενδεχομένως από το έργο του Henry Corbin) και να τα διαχειρίζεται, όπως
πράττει και με άλλα κείμενα: αποδίδοντάς τα ελεύθερα στα ελληνικά,
φροντίζοντας να τα προσαρμόσει στο δικό του τρόπο γραφής, επιφέροντας με
τον τρόπο αυτό μικρές αλλαγές στο κάθε κείμενο, αφήνοντας έξω από την
απόδοσή του κάποιες φράσεις που φαίνεται πως δεν ανταποκρίνονται στην
προσωπική του ιδιοσυγκρασία και, παρεμβάλλοντας, αντίστοιχα, ορισμένους
όρους της προτίμησής του.
157
Σο όνομα αυτό (Quţbuddīn Shīrazī) παρατίθεται πολλές φορές από τον
Henry Corbin, ιδιαίτερα στο έργο του Terre Céleste et corps de résurrection: de l’ Iran
mazdéen à l’ Iran shî’ite [Spiritual Body and Celestial Earth: From Mazdean Iran to Shi’ite
Iran+. Πρόκειται για έναν ανατολικό φιλόσοφο που συλλαμβάνει την ύπαρξη
του ‘ālam al-mithāl, του φαντασικού κόσμου, τον οποίο θα γνωρίσουμε
παρακάτω, και αναπτύσσει τη θεωρία του περί αυτού. Βλ., ενδεικτικά, Corbin,
Spiritual body, σ. 126, 129.
158 Εδώ ο Ελύτης κινείται ακριβώς όπως και παραπάνω: αποδίδει το κείμενο
67
ΙΙ
68
ΙΙ
69
ΙΙ
70
ΙΙ
71
ΙΙ
166
Βλ. Corbin, Paradoja, σ. 30.
167 Corbin, Paradoja, σ. 29-31.
168
Corbin, Paradoja, σ. 38.
169
Corbin, Paradoja, σ. 41.
72
ΙΙ
73
ΙΙ
174
Ελύτης, Σα ετεροθαλή, σ. 18: «Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος – δε
μοιράζεται».
74
ΙΙ
175
Εν προκειμένω, όποιο και να είναι το αντίκρισμα του δύο, η ιδέα προηγείται
τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά. Μολονότι είναι δυνατό ο προσδιορισμός «δύο»
να μην αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό (εξωτερικά επιβεβαιώσιμο), η ιδέα των
(όποιων) δύο παραμένει, δίχως να απειλείται από εξωτερικές
75
ΙΙ
76
ΙΙ
συλλαμβάνει ο νους μας είναι τα πολλά και τα σχετικά των άλλων, φτασμένα
στην καθαρότητα της μονάδας», «Κι εγώ που ονειρευόμουν να
παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του
γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του
παρθενικού και του ηδυπαθούς!», «Μιλώ μ’ έναν φανατισμό που δεν είναι
παρά σωφροσύνη στον κύβο», «Αδειάζουν τ’ αντικείμενα κι απομένουν σκέτες
γραμμές με σοφία χαραγμένες, όπως εκείνα τα σχέδια της τριγωνομετρίας
όπου έσκυβα, μαθητής στο γυμνάσιο, και αδυνατούσα να τα καταλάβω»
(Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 172, 256, 371, 377 και 425, αντίστοιχα).
177 Δεν θα σχολιάσουμε εδώ περισσότερο τα σχετικά με Σο Άξιον Εστί. Για μια
180
Ελύτης, Σρία ποιήματα, σ. 22.
181 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 41.
182
Ελύτης, Προσανατολισμοί, σ. 122.
183 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 55.
184
Ελύτης, Προσανατολισμοί, σ. 71.
185
Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 35.
77
ΙΙ
του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο μια για τον μέσα· την τρίτη
για τον άλλον τον αόρατο187», και άλλοτε εννοείται: «Ανάμεσα
στο ζωντανό, πιθανόν, πρότυπο και στο τελικό αποτέλεσμα
συνέβη να παρεμβληθεί η φαντασία188». Ο Ελύτης συνηθίζει να
στοχάζεται πάνω σε δύο επίπεδα, ανάμεσα στα οποία
παρεμβάλλεται ένα τρίτο, που τείνει να καταστεί ουσιωδέστερο
των άλλων, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά τους και
αποκτώντας μία μοναδικότητα. Σο επίπεδο αυτό αποτελεί,
τελικά, έναν τρίτο κόσμο: «(<) όχι απλά και μόνο η ισορρόπηση
δύο κόσμων, αλλά ένας τρίτος κόσμος, ισοδύναμος με τους δύο
άλλους σε πρωτογένεια και αλήθεια189», ο οποίος δομείται με τη
δραστική συμβολή της (ποιητικής) φαντασίας190.
Ο Ελύτης συνενώνει τα αντίθετα ακριβώς για να φέρει
στο φως τον καρπό της ένωσής τους191. τοχεύει στο υλικο-
ιδεατό, στο υπερανθρώπινο, στο αθάνατο μέσα από το
θάνατο192. Επιζητεί το ανάμεσα και το χρησιμοποιεί στην
πορεία του προς το υπέρ193. Κινούμενος προς αυτήν την
κατεύθυνση, επιχειρεί να αισθανθεί την αλληλεπίδραση
αντιθέτων ποιοτήτων, προκειμένου να βιώσει τη μετάβαση σε
ένα άλλο, τρίτο επίπεδο, όπου «τα φυσικά και τα νοητά
συγχέονται και συνυπάρχουνε σε μια τρίτη, καθαρά ποιητική
κατάσταση (<)194».
όντος, προς την κατεύθυνση του ιδεατού, του θεϊκού, του αθανάτου.
Ακριβέστερα, η ιδανική συνθήκη πληρούται, μέσα από την –κατά έναν τρόπο-
συνολική ενίσχυση της ουσίας των όντων· το αισθητό δεν «καταργείται»,
προκειμένου να γεννηθεί το ιδεατό, αλλά προσαρμόζει την υφή του, έτσι ώστε
οι δύο ποιότητες να αποκτήσουν κοινά γνωρίσματα. Από τα δύο αντίθετα
προκύπτει, τελικά, μια υψηλότερη (ενιαία) συνθήκη.
193
Βλ. και σημ. 62.
194
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 299.
78
ΙΙ
79
ΙΙ
τους παρουσία εκδηλώνει οντολογική ισχύ». Βλ. και Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 250:
«Αν έχουμε μυαλό αλλά μόνον αυτό, χαθήκαμε. Προτού συλλάβουμε το
υπερβατικό, θα βλέπουμε να παρεμβάλλεται το ιστορικό γεγονός, πάει να πει
τ’ αυτιά μας θ’ αλληθωρίζουν».
199
Βλ. Carson, 49 σχόλια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 89. Ο μελετητής
γράφει με αφορμή το ποίημα «Σης ελήνης της Μυτιλήνης» (Ελύτης, Σα
ετεροθαλή, σ. 24-6).
200 Δηλαδή την ενότητα ποιημάτων που εμπεριέχεται στην ομότιτλη συλλογή
202
Βλ. σχετικά και Η λογική του φαντασικού, σ. 15-6, από όπου παραθέτουμε:
«Βάσει των πυθαγορείων, η φιλοσοφία των οποίων ήταν οικεία στον ποιητή,
και της μαθηματικής ερμηνείας των πραγμάτων που αυτοί προσδοκούν (Kahn
C.H., Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, μετάφραση της Μ. ταυροπούλου,
80
ΙΙ
Αθήνα, Ενάλιος, 2005, σ. 56) ο αριθμός αυτός είναι τέλειος, γιατί έχει αρχή,
μέση και τέλος (http:/www.ekivolos.gr/pithagorioi.htm). Σο τρία, σύμφωνα με τους
πυθαγόρειους, οι οποίοι συνήθιζαν να συνδέουν τους αριθμούς με έννοιες,
αλλά και να τους ορίζουν ως σημεία προς επεξεργασία (Lloyd G.E.R., Αρχαία
ελληνική επιστήμη, μετάφραση της Π. Καρλέτσα, Αθήνα, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2005, σ. 39-40), αποτελείται από τρία σημεία, τα οποία, εκτός
από την αρχή, τη μέση και το τέλος, τείνουμε να τα συνδέσουμε και με άλλες
ουσιώδεις τριάδες, όπως είναι το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα, που
παραπέμπουν άμεσα στην αίσθηση, τη φαντασία και τη νόηση *Swedenborg,
ό.π. (σημ. 150), σ. 8+, εκ των οποίων η αίσθηση αντιστοιχεί στα υλικά σώματα
(<), η νόηση στις ιδέες (<), και η φαντασία τοποθετείται ανάμεσά τους».
203
Η ενθαδικότητα του Ελύτη εντοπίζεται στο ενταύθα, το έργο του βασίζεται
στην ισχύ ενός ιδεατού κόσμου, και η κατανόηση του τελευταίου, που
συνεπάγεται και την ανάπτυξη του στοιχείου του διαλόγου ανάμεσα στον
αναγνώστη και τον ποιητή, προϋποθέτει τη μετάβασή μας σε ένα «αλλού»,
που με το να είναι ποιητικό, δεν ορίζεται ως αμιγώς ιδεατό, αλλά ως
μεταφυσικό· σύμφωνα με τον ποιητή: ως ηλιακά μεταφυσικό. Πρόκειται για
ένα σύμπαν σύμπραξης (μεταξύ) της αίσθησης και της νόησης, ικανό να
εγείρει τον εκάστοτε έρωτα του Ελύτη από το εδώ, να αποσπάσει την
έμπνευση του ίδιου από το εκεί και να τα συ-σχετίσει δημιουργικά σε ένα
αλλού: σε εναν «τόπο» έρωτα, ποίησης, μεταφυσικής. Όσον αφορά το όραμα,
βλ. Η λογική του φαντασικού, σ. 22, όπου, από τη διερεύνηση της σχέσης
θεϊκού-ανθρώπινου στον Ελύτη και τον Corbin, εξάγεται το συμπέρασμα: «Δεν
πρόκειται, λοιπόν, για υπερρεαλισμό αλλά για οραματισμό» και, ό.π., σ. 25:
«Όντας ελύτεια, η ποιητική αίσθηση παράγει συνθήκες επαφής με το
οραματικό στοιχείο, αντανακλώντας την ουσία του στα αισθητικά δρώμενα,
τα οποία εξελίσσονται σε στοχαστικές μορφές· η υφή και το νόημά τους
προκαλούν τη συνθήκη του φθαρτού». Ελύτεια, η σύνδεση της βασικής
λειτουργίας της αίσθησης με το όραμα είναι σαφής: «Βέβαια οι αισθήσεις δεν
έπαυαν να είναι τα όργανα που προσλαμβάνανε και αναεκπέμπανε το
όραμα» (Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 326). Περαιτέρω, το θέμα θα αναπτυχθεί
στη συνέχεια.
204
Ο ποιητής, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, πρεσβεύει ότι μόνο από την
αίσθηση φτάνει κανείς στην ιδέα. Παράλληλα, όμως, είναι δεδηλωμένη η τάση
του να ξεκινά από την αίσθηση για να καταλήξει, αφού περάσει από το
καθάριο της, πάλι σε αυτήν (βλ. σημ. 70 και 175). Εν προκειμένω, η ιδέα
81
ΙΙ
82
ΙΙ
209 Βάσει και της παρότρυνσης του ποιητή που επισημαίνεται στη σημ. 207.
210
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 169 και Ανοιχτά χαρτιά, σ. 260, αντίστοιχα.
211 Corbin, Swedenborg, σ. 16
212
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 357.
213
Corbin, The man of light in iranian sufism, σ. 80.
83
ΙΙ
214
Η ανάλυση του όρου εμπεριέχεται στην τέταρτη ενότητα. Πρόκειται,
πάντως, για ένα τρίτο επίπεδο πραγματικότητας, που τοποθετείται συμβατικά
ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό.
215 τον Corbin θα επανέλθουμε αναλυτικότερα.
216 Corbin, Swedenborg, σ. 15-16. Βλ, επίσης, Cheetham, The world turned inside out,
84
ΙΙ
219
Η εύρεση της αναλογίας τους με το πνεύμα, η διέλευση από το καθάριο
τους, προκειμένου να πληρωθούν. Βλ., παραπάνω, σημ. 36, αλλά και στη
συνέχεια της ενότητας.
220 Πρόκειται για την τάση ανοδικότητας που παρατηρείται στα ποιητικά
223
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 326.
224 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 574.
225
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 260.
226
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 207.
85
ΙΙ
δεχόμαστε το κενό ως την απουσία του κάτι, δηλαδή, από μία άποψη, ως μία
όψη του τίποτα. Ζητούμενο είναι η μετατροπή της απουσίας σε παρουσία και,
τελικά, στη γόνιμη συμ-παρουσία του όντος και του είναι/ του ανθρώπου και
του Θεού.
230
Βλ. το απόσπασμα που παρατέθηκε παραπάνω σε αντιστοιχία με τις σημ.
34 και 138.
86
ΙΙ
231 Η αμφισημία του υποκειμένου εδώ γίνεται κατ’ επιλογήν. Σόσο ο Ελύτης με
τις (καλλιτεχνικές) δυνατότητές του, όσο και η ποιότητα του τίποτα με τις
δικές της, έχουν λόγο στη δημιουργική διαδικασία.
232
Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 19.
233
Βλ. σχετικά, Vitti, «Η μοίρα του με την ελληνική κριτική» και «Η ποίηση του
Οδυσσέα Ελύτη και η ελληνική κριτική», στο: Για τον Ο.Ε., σ. 65-71 και 127-192,
αντίστοιχα, όπως επίσης και Vitti, Γενιά ’30, σ. 147-152. Σο θέμα της αισιοδοξίας
του Ελύτη είναι γνωστό και έχει σχολιαστεί πολλαπλώς από μια σειρά
μελετητών του. ε αυτό ακριβώς αναφέρεται και η μεταφράστρια του τόμου
του Trakl Ο Sebastian στο όνειρο (βλ., παραπάνω, σημ. 31), όταν παρενθετικά
αναφέρεται στη φιλολογία περί της ελύτειας αισιοδοξίας. Ο Ελύτης βεβαίως
δεν είναι (μόνο) ένας αισιόδοξος ποιητής. Σο γεγονός ότι ο αναγνώστης με μία
αναζήτηση θα μπορούσε να συλλέξει ορισμένους στίχους αισιοδοξίας από το
έργο του δεν αναιρεί την ύπαρξη του άλλου του προσώπου: αυτού που
αναμετριέται όχι πια με τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά με το θάνατο και το
τίποτα. Μπορεί ο Ελύτης να είναι ο (ιδανικός) ποιητής του Αιγαίου, αλλά
σίγουρα δεν είναι μόνον αυτό. Η τέχνη του στην πραγματικότητα εκκινεί από
εκεί για να καταλήξει πολύ μακριά, σε έναν ανεντόπιστο με γυμνό οφθαλμό
τόπο. Σα ψήγματα της ελύτειας αισιοδοξίας ολοκληρώνονται με όψεις
απαισιοδοξίας και η προκύπτουσα χαρμολύπη γεννά άλλον ένα
ταυτοχρονισμό αντιθέτων σύμφωνα με τα πρότυπα του ποιητή. Ο τελευταίος,
βέβαια, πρέπει να αντιμετωπίζεται ολόκληρος. Αν, ωστόσο, υποκύπταμε
παροδικά στον πειρασμό των ποιητικών προσωπείων-χαρακτηρισμών, θα
τείναμε να ομιλήσουμε περί ενός τραγικού (όχι αισιόδοξου) Ελύτη, σύμφωνα
και με την τοποθέτηση της Λαμπαδαρίδου-Πόθου (η οποία, βέβαια, έχει
επίγνωση ότι η δήλωσή της είναι αντι-συμβατική και ως τέτοια μάλλον
ανεπιθύμητη): «Γιατί, τολμώ να πω, πως η ποίηση του Ελύτη είναι τραγική.
Είναι η σύγχρονη τραγική ποίηση μιας συνείδησης βαθιά υπαρξιακής. Κι ας
87
ΙΙ
88
ΙΙ
241 Βλ. την πρώτη ενότητα και ιδιαίτερα τις σημ. 70, 72, 74.
242 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 357: «Όμως όταν μιλώ για αισθήσεις, δεν εννοώ το
89
ΙΙ
244
Ελύτης, Οξώπετρα, σ. 21.
245
Ελύτης, Σο μονόγραμμα, σ. 16.
246 Ελύτης, Ετεροθαλή, σ. 21.
248 Vitti, Γενιά ‘30, σ. 122-3: «Ο πιο γόνιμος τρόπος πραγμάτωσης της
90
ΙΙ
ανάμεσα στις άλλες.». Για περισσότερες λεπτομέρειες για τη σχέση του Ελύτη
με το κίνημα του υπερρεαλισμού, βλ., παραπάνω, σημ. 112.
249 ύμφωνα με το μοτίβο του ιδίου: φωτεινότητα, καθαρότητα, διαφάνεια. Και
91
ΙΙ
252
Επειδή: Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 68: «δεν είναι πάντα πιο μεγάλος απ’ το
λουλούδι ο άνθρωπος»
253 Βλ. και Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 13: «τα νύχια μου τα μωβ σαν τα
κυκλάμινα».
254 Ο όρος «Υωτόδεντρο» εμφανίζεται και στη συλλογή Μαρία Νεφέλη, σ. 19. Ο
92
ΙΙ
93
ΙΙ
σου δώσουν (με την ανυπεράσπιστη ύπαρξή τους; με την ανιδιοτελή δωρεά
που προσφέρουν στις αισθήσεις; με την παραδειγματικά μικρογραφική
μεγαλοπρέπειά τους - αυτήν που ο Ιησούς χρησιμοποίησε, για άλλον όμως
σκοπό, στην παραβολή του;) τη δύναμη που χρειάζεσαι για ν’ αντέξεις την
ειρήνη». Ο Ελύτης, μάλιστα, για να κάνουμε άλλη μία νύξη για το θάνατο,
γράφει: «Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η
εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 421). Βλ.,
ακόμα, Αγγελάκη – Ρουκ, «Ο φυσικοκεντρικός Ελύτης», σ. 476-7, και Υλόκα, Η
φαρμακογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη, όπου παρατίθεται χαρακτηριστικά: «το
έργο του Οδυσσέα Ελύτη ανθίζουν δεκάδες φυτά, από τα απλά θαλλόφυτα
μέχρι τα δικοτυλήδονα και τα μονοκοτυλήδονα. Είναι τόσο πολλές οι
αναφορές, ρεαλιστικές και υπερρεαλιστικές, ώστε ο ποιητής κινδυνεύει να
χαρακτηριστεί, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, και ποιητής των βοτάνων» (σ. 15).
258
Οι όροι, με τη σειρά που εμφανίζονται, είναι οι εξής: «άγιασε» (στο ποίημα
«Σων ΒαἸων»), «εκκλησάκι» («Η κόρη που ’φερνε ο βοριάς»), «θεϊκό» («Δήλος»),
«Αρχαγγέλου» («Σρεις Υορές η Αλήθεια»), «Θεός» («Διέξ το Μύρτον»),
«Αποκάλυψη» («Περί Πολιτείας»), «Φριστού» («Σο κόκκινο Άλογο»),
«Κυριελέησον» («Μικρή πράσινη Θάλασσα»), «Παναγίας» («Η Σοιχογραφία»),
«Δόξα να ’χει ο Θεός» («Η Οδύσσεια»), «εκκλησία» («Σο Υωτόδεντρο»), «Θεός»
(«Εκείνο που δε γίνεται»), «Φριστού» («Όσο διαρκούσε το Άστρο»),
«Ευαγγελίου» («Σα δυο του κόσμου – Παραλλαγή»), «Θεού» («Θεοκτίστη»).
259
«κορίτσι» («Σων ΒαἸων»), «κόρη» («Η κόρη που ’φερνε ο βοριάς»),
«κοριτσιού» («Γεγονός του Αυγούστου»), «κορίτσι» («Σρεις Υορές η Αλήθεια»),
«κοριτσιού» («Δίεξ το Μύρτον»), «γυναίκα» («Περί Πολιτείας»), «Γυναίκα» («Σο
Κόκκινο Άλογο»), «κοπέλα» («Η Οδύσσεια»), «Γυναίκα» («Αρχέτυπον»),
«κορίτσι» («Εκείνο που δε γίνεται»), «Ελένη» («Όσο διαρκούσε το άστρο»),
«κορίτσι» («Σα δυο του Κόσμου» και «Σα δυο του Κόσμου – Παραλλαγή»).
260 «πουλιά» («Σων ΒαἸων»), «πουλιών» («Η Κόρη που ’φερνε ο βοριάς»),
94
ΙΙ
μέσα από τα οποία προβάλλονται ορισμένα μοτίβα της έμπνευσής του και η
τάση του προς μία ιδιαίτερη επαναληπτικότητα, που κατορθώνει, δίχως να
καθίσταται πληκτική, να συνδέει δημιουργικά τμήματα της παραγωγής του.
Έτσι, ορισμένες φορές η επανάληψη είναι άμεση και διαφαίνεται, όχι απλώς
εντός ενός ποιήματος, αλλά, ακόμα στενότερα, στο όριο δύο συνεχόμενων
στίχων: «Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα/ Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή
του πάντα» (Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος, σ. 14). Άλλοτε η επανάληψη ενός
νοήματος (εν προκειμένω της «παραποίησης») προβάλλεται μέσα από δύο
ποιήματα που λειτουργούν πρισματικά, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του
τόμου Μαρία Νεφέλη: «οι πολλοί παραποιούν τον Ένα», «τους πολλούς
παραποιεί ο Ένας» (Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 106-7). Εδώ, βέβαια, η σύλληψη
παραμένει κοινή, αλλά το νόημα αντιστρέφεται, σύμφωνα με τα πρότυπα της
συλλογής, έτσι ώστε να προβληθεί η συμπληρωματικότητα των δύο
προσώπων: της Μαρίας Νεφέλη(ς) και του Αντιφωνητή. Αντίθετα, σε άλλες
περιπτώσεις τόσο η κεντρική ιδέα, όσο και ο τρόπος με τον οποίο αυτή
εκφράζεται, παρουσιάζουν κοινότητα. Έτσι έχουμε τους στίχους (πρόκειται
ουσιαστικά για ταυτοσημία): «Παραλαλούσα κι έτρεχα» και «παραμιλούσα κι
έτρεχα», που εμφανίζονται στο πλαίσιο της ίδιας συλλογής (Ελύτης,
Φωτόδεντρο, σ. 19 και 44, αντίστοιχα), ή στίχους όπως οι ακόλουθοι, που
λειτουργούν συνδετικά ανάμεσα σε δύο ποιητικές συλλογές: «Μα την πίστη
μου άγιασα να περιμένω» (Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 17) και «Γέρασα να
περιμένω, αλήθεια» (Ελύτης, Ημερολόγιο, σ. 19). Ο Ελύτης κάποιες φορές
συσχετίζει τα ποιήματά του με τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας αυτούσιους
στίχους του ενός στο άλλο· έτσι, το δίστιχο των Προσανατολισμών: «Μάντεψε,
κοπίασε, νιώσε/ Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος» (Ελύτης, Προσανατολισμοί,
σ. 122) μετατρέπεται στο motto του Μαρία Νεφέλη, στο ποίημα «Η Ελένη της
Κρήτης – Με το Πρόσωπο και με το πλάι» παρατίθενται παρενθετικά (σχεδόν
95
ΙΙ
τελευταία μας εισάγει η ίδια η γαζία, που είναι «σιμά πολύ και
αόρατη». Σο παράδοξο που πιθανόν εγείρεται από αυτό τον
χαρακτηρισμό εξαλείφεται μέσα από έναν άλλο ελύτειο στίχο:
«η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου/ η παλιά δοξασία ότι
πάντα υπάρχει/ το πολύ σιμά και όμως αόρατο» 267.
Η μορφή της γαζίας είναι θεμελιώδους σημασίας για
την εξέλιξη του κόσμου που γεννάται στο εξεταζόμενο ποίημα.
Εξίσου σημαντικό μέγεθος, βέβαια, είναι και η απελπισία. Αυτό
που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι το εξής: η έννοια της
απελπισίας, που μας εισήγαγε στην αισθησική
πραγματικότητα του Ελύτη, μέσα από τις σύνθετες λειτουργίες
της ποιητικής μεταφυσικής, καθίσταται μία επεξεργασμένη
όλοι οι) στίχοι του «Ελένη» (Ελύτης, Ετεροθαλή, σ. 35-36 και Σα ρω του έρωτα,
σ. 34-5) και ο στίχος «Υίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω» (Ελύτης, Σρία
ποιήματα, σ. 37) εμφανίζεται άλλη μία φορά, με διαφορετική όμως μορφή:
«Υιλη σεμε θαλας σαπρο τουσε χασω» (Ελύτης, Δυτικά, σ. 18). Επιπλέον, οι
τίτλοι των ποιητικών ή δοκιμιακών τόμων του Ελύτη κάποτε καθίστανται
στίχοι άλλων συλλογών· για παράδειγμα, ο τίτλος του έργου Ο Κήπος με τις
Αυταπάτες *εμπεριέχεται στον τόμο Εν λευκώ (σ. 443-481), αλλά κυκλοφορεί
και σε αυτόνομο τόμο από τις εκδόσεις Ύψιλον+ προκύπτει από Σα ετεροθαλή:
«τον κήπο με τις αυταπάτες που όμως ούτε που άγγιζες» (Ελύτης,
Ετεροθαλή, σ. 51), ενώ στον τόμο Εκ του πλησίον μνημονεύεται η συλλογή
Δυτικά της λύπης: «Μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα/ Δυτικά της Λύπης»
(Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 41). Η χρήση μοτίβων μαρτυρεί τη σύνδεση
ορισμένων ποιοτήτων, όπως προκύπτει από τους συγγενείς στίχους: «Από το
πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος» (Ελύτης,
Ημερολόγιο, σ. 18) και «Από τ’ αποτυπώματα του ανέμου πάνω σου
καταλαβαίνεις αν πέρασε Κόρη με δυνατούς γλουτούς και συνείδηση
διάφανη» (Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 27). Ανάλογου ενδιαφέροντος είναι οι
αποκαλυπτικές δηλώσεις: «Σο σώμα ξέρει» (Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 86),
«Ξέρει ο Άγγελος», «Ξέρει ο ήλιος» (Ελύτης, Οξώπετρα, σ. 19 και 34,
αντίστοιχα) και «Ξέρει ο εύθεος» (Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 9). Σέλος, μέσα
από την επαναληπτική χρήση όρων συμβαίνει η μία συλλογή να λειτουργεί
κατά περίσταση επεξηγηματικά για την άλλη: το διπλό «Νταγκ λάμψη αέρας»
του Φωτόδεντρου (Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 11), που σχετίζεται πολύ στενά
ηχητικά με το «ντιγκ/ λάμψη/ θρύψαλα» μιας επόμενης συλλογής (Ελύτης,
Σρία ποιήματα, σ. 24), αναγιγνώσκεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στον επίσης
ελύτειο στίχο: «Νταγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ» (Ελύτης, Εκ του
πλησίον, σ. 41). χετικός με τα τελευταία είναι και ο στίχος: «Λάμπει μέσα μου
κείνο που αγνοώ. / Μα ωστόσο λάμπει» (Ελύτης, Οξώπετρα, σ. 7), που
παραπέμπει και στο χαϊντεγγεριανό: «das fragen läbt, was dies sei, das in den
Dingen erlänzt und sich im Glanz verbingt?» (τι είναι επιτέλους εκείνο που
λάμπει στα πράγματα και κρύβεται στη λάμψη;) (Heidegger, Διαμονές, σ. 56).
267
Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 86.
96
ΙΙ
268Βλ. Η λογική του φαντασικού (σ. 39): «Σελικά, με την είσοδό μας στο ποιητικό
σύμπαν του «Σρεις Υορές η Αλήθεια», γινόμαστε μάρτυρες μιας εξαίσιας
διαδικασίας διαφάνειας και ουσιακού εμπλουτισμού του κοριτσιού και του
ήλιου. Δεν πρόκειται για μία κυριολεκτική μεταμόρφωση: το κορίτσι δε γίνεται
όρκος, αλλά ενσωματώνει στην ουσία του και εκείνη του όρκου. Παράγεται,
έτσι, η μορφή κορίτσι-όρκος, η οποία υφίσταται στην πραγματικότητα, αν και
η σύλληψή της απαιτεί τη μετάβασή μας σε ένα άλλο επίπεδο του είναι. Οι
υποκειμενικές μορφές του ποιήματος, που ιδιαιτεροποιούν τη φύση του
εσωτερικού κόσμου του Ελύτη, φέρουν αναγνωρίσιμα –στο πλαίσιο της
αισθητικής εμπειρίας- ίχνη μιας ικανότητας να μοναδικοποιούν σχέσεις
ουσιών, δηλαδή εν προκειμένω να προσδιορίζουν, πραγματοποιώντάς την, τη
σύμπλεξη του είναι τους με οικεία νοήματα εξύψωσης. Από τούτη την άποψη,
τείνουν να υπερβαίνουν τη συνθήκη της ετεροκαθοριζόμενης φυσικής –
(εντελώς) φθαρτής- ύπαρξης των μορφών, όπου ισχύει και αναγνωρίζεται η
περατότητα - του ποιητή, του αναγνώστη, των άλλων όντων».
97
ΙΙ
269
Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 13.
270 Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 17.
271
Αυτή η διάσταση της ελύτειας τέχνης θα αναπτυχθεί περαιτέρω στην
τέταρτη ενότητα, σε συνάρτηση με τη θεωρία του Henry Corbin για τη
δημιουργική φαντασία. Σα σημεία τομής, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε,
είναι σημαντικά.
98
ΙΙ
272
Η οποία μας παρέχει τη δυνατότητα να υπερβαίνουμε τα σχήματα λόγου
του ποιήματος, εν προκειμένω τη λανθάνουσα παρομοίωση απελπισία-γαζία,
και να θεωρούμε τις παραγόμενες εικόνες-έννοιες κυριολεκτικές. Βλ., σχετικά,
και παρακάτω.
99
ΙΙ
273 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 168: «Ο Δημόκριτος (<)· ο William Blake· ο Shelley
(<) – δε μιλούσανε όλοι τους, παρά για τη λειτουργία εκείνη που ξέρει ν’
αξιοποιεί τη μνήμη και να στρέφεται κατά το μέλλον. υνθετική στην
εσώτατη φύση της, όσο και στην ανελικτική της πορεία, κι αναγκάζοντας τα
στοιχεία του κόσμου των φαινομένων να παραιτηθούν από το ρόλο που τους
υπαγόρεψε μια συμβατική κι εφήμερη αξιολόγηση, έτσι που να υπακούσουνε
στη φωνή της, ίδια καθώς είχε –λίγο πριν- υπακούσει κι εκείνη στη φωνή της
συγκίνησης, η δημιουργική φαντασία, με το να έχει ιδρύσει μέσα στην ήπειρο
του Λυρισμού το πιο ισχυρό της κράτος, έπρεπε κιόλας να βρει ένα όργανο
εκφραστικό, προικισμένο πέρα για πέρα με τις ίδιες βασικές δυνατότητες, τις
ίδιες αδιαφιλονίκητες αρετές».
274
Για τη λυρική ενέργεια, βλ. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 450. Για τη λυρική
πραγματικότητα, βλ. παραπάνω, σημ. 52. Σέλος, βλ. και το ακόλουθο
απόσπασμα: «Σώρα, παρείσαχτος καθώς είμαι στα εδάφη της φιλοσοφίας και
της μεταφυσικής, νιώθω πως δε θα τα καταφέρω, αν (<) θελήσω με το ίδιο
μέτρο να πληρώσω το φόρο της απάντησης (<). Θα τα πάρω λοιπόν (<)
ξεγλιστρώντας με τη σειρά μου, και συστηματικά, στα εδάφη της τεχνικής, ή
το πολύ-πολύ, της Λυροσοφίας» (Ανοιχτά χαρτιά, σ. 483)+.
275 Η λειτουργία της ηλιακής μεταφυσικής θα εξηγηθεί λεπτομερώς στην
277 Αναφορά στην τριπλή συνθήκη των ποιητικών ποιοτήτων. Η επίτευξη της
100
ΙΙ
281 Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ. 201: «Σο μυστήριο του φωτός. Αυτό ακριβώς
υπέρβαση της ενθαδικής ουσίας και στη θέαση του θεϊκού αναλόγου, που
φυσικά δε λαμβάνουν χώρα στο ενταύθα.
283
Με την έννοια της θεϊκότητας που διακατέχει τον ήλιο στο περιβάλλον του
Ελύτη.
101
ΙΙ
284
Βλ., δείγματος χάριν, Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 450 και 483 και
Αυτοπροσωπογραφία, σ. 34-5. Σα σχετικά αποσπάσματα παρατίθενται στην
τέταρτη ενότητα.
285 Βλ. παραπάνω.
286
Βλ. σημ. 203.
287
Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 13.
102
ΙΙ
103
ΙΙ
292 Η ανάλυση και η επεξήγηση του όρου, όπως είπαμε, εμπεριέχεται στην
τέταρτη ενότητα.
293 Corbin, Creative imagination, σ. 3.
294
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 182-3.
295 Η λογική του φαντασικού, σ. 25: «ύμφωνα με τον Henry Corbin, το
104
ΙΙ
φανέρωσης του θεϊκού στοιχείου στο ανθρώπινο, μέσω της ανάπτυξης μιας
στενά προσωπικής σχέσης ανάμεσα στα δύο».
296 Δεν υπόκειται στη χρον(ολογ)ική ροϊκότητα, δεν καταγράφεται
ημερολογιακά, δε φθείρεται κατά το σύνηθες.
297 Για την ποιότητα του χώρου σε σχέση με το φαντασικό, βλ., ενδεικτικά,
Corbin, Swedenborg, σ. 6-7 και 14 και Corbin, Voyage, σ. xxi. Για εκείνη του
χρόνου, βλ. Corbin, Creative imagination, σ. 35, Corbin, Spiritual body, σ. xxvi, 52
και 80 και Corbin, Swedenborg, σ. 26.
298 Βλ., παραπάνω, σημ. 120.
299
Δείγματος χάριν, βλ. Corbin, Creative imagination, σ. 182 και 184 και Corbin,
Swedenborg, σ. 10.
105
ΙΙ
106
ΙΙ
επόμενη ενότητα.
304 Ενδεικτικά: «είμαι και παραμένω (<) θρήσκος όσον αφορά τις ροδιές και τα
κορίτσια (<). Παντού μας συνόδευαν – συνόδευαν τη σκέψη μας, πιο σωστά
τον τρόπο να σκεπτόμαστε – αυτό το δέντρο και αυτό το κορίτσι. Η δύναμη να
φυτρώνεις, ν’ ανθίζεις, να δίνεις καρπούς από τα μύχια των μυχίων» (Ελύτης,
Εν λευκώ, σ. 144-5).
107
ΙΙ
305 Ο Ελύτης και σε άλλο σημείο της ποίησης του αναφέρεται στον Γαβριήλ:
«Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα/ -ύμφωνοι, θα πεθάνουμε
όλοι μας· αλλά προς τι; (<)/ -ύμφωνοι, ναι· αλλ’ η ζωή αυτή δεν έχει τέλος»
(Ελύτης, Ημερολόγιο, σ. 39). Πρόκειται για ένα πολύ χαρακτηριστικό
απόσπασμα της ελύτειας ποίησης, όπου διαφαίνεται και η υφή της σχέσης της
ζωής με το θάνατο, όπως αυτή αναπτύσσεται στην τέχνη του Ελύτη.
306 χετικά με τις ποιότητες του παραδείσου και του φωτός θα γίνει εκτενής
108
ΙΙ
311
Corbin, Paradoja, σ. 218.
312 Βλ., ακόμα το σχόλιο που κάνει ο Corbin, ομιλώντας περί των σιιτών
109
ΙΙ
Δύση)» (Corbin, El Imam οculto, σ. 33-4), όπου διαφαίνεται και μια πικρία του
φιλοσόφου για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται ορισμένα ζητήματα στη
Δύση. Ένα ανάλογο απόσπασμα εκδήλωσης θλίψης από μέρους του στοχαστή
για μία παρεμφερή αιτία, είναι και το ακόλουθο: «Η δυτική φιλοσοφία δέχεται
μόνο δύο πηγές της γνώσης: την αισθητηριακή αντίληψη και τη νόηση, και
έτσι έχει παραγκωνίσει (έχει αφήσει στους ποιητές) την ενεργητική φαντασία
που τίθεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο πηγές» (Corbin, Spiritual body, σ. vii).
Όσον αφορά πάντως τους αγγέλους και ιδιαίτερα τους Γαβριήλ και Ουριήλ ,
τους οποίους επικαλείται εδώ ο Ελύτης, ο Corbin προβαίνει σε μια σειρά
σχετικών αναφορών. Βλ., ενδεικτικά, για τον Γαβριήλ: Corbin, Paradoja, σ. 74,
77, 97 και 120 και για τον Ουριήλ: ό.π., σ. 115, 141, 147 και 185.
313 Ελύτης, Ετεροθαλή, σ. 48.
314
Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 87.
315 Ελύτης, Ημερολόγιο, σ. 18. χετικό και το εξής: ««Πού ν’ άγγιξε άγγελος; Σι
317
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 625.
318
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 427-8.
110
ΙΙ
320
Ο ελύτειος παράδεισος είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα της τρίτης
ενότητας.
111
ΙΙΙ
Ω Έρωτα,
Λένε πως είσαι ανθρώπινος,
Λένε πως είσαι θεϊκός.
(Rumi T., Ο Αγαπημένος, σ. 81).
112
ΙΙΙ
113
ΙΙΙ
324
Βλ. και Φασάνδρα, «Για το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη», σ. 99-100.
325
Όπως προκύπτει από την ενασχόληση με την ποίησή του, ο Ελύτης είναι
ένας δημιουργός που αναφέρεται στον έρωτα τόσο συχνά και με τόσους
διαφορετικούς τρόπους, που μπορεί να ειπωθεί ότι αυτός είναι και το τέλος της
τέχνης του· η ποίησή του αποβλέπει στη θέαση του έρωτος, είτε αυτή
επέρχεται με την εξύμνηση του κοριτσιού και την παράδοση στον ήλιο, είτε με
την επιμονή του Παραδείσου και την ανζήτηση του θεϊκού. Όλες ανεξαιρέτως
οι συλλογές του Ελύτη περιέχουν ερωτικές αναφορές. Ακόμα και οι
δεδηλωμένα πένθιμες Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας *για παράδειγμα: «Ήταν γερό παιδί·/ Σις νύχτες αγκαλιά με τα
νεραντζοκόριτσα/ Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,/ Ήτανε τόσος ο
Έρωτας στα σπλάχνα του/ Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης»
(Ελύτης, Άσμα, σ. 18-9)+ και Σα ελεγεία της οξώπετρας *για παράδειγμα: «Αχ
ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ/ Κάτι κατάφερα να σου
υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτο-/ Εισέρχεται
στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει»
(Ελύτης, Οξώπετρα, σ. 7)+. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, όπως
διαφαίνεται μέσα από την παρατήρηση του συγκεντρωτικού τόμου του Ελύτη
Ποίηση, ο στίχος με τον οποίο ανοίγει η πρώτη του συλλογή, δηλαδή οι
Προσανατολισμοί, και συγκεκριμένα το ποίημα που τιτλοφορείται «Σου
Αιγαίου», αποτελείται από μία μόνο λέξη: «Ο έρωτας». Σο Εκ του πλησίον
τώρα, δηλαδή η τελευταία «συλλογή» του Ελύτη, που εκδόθηκε μετά το
θάνατό του, κλείνει ως εξής: «Ανθ’ ημών η αγάπη».(Βλ. Ελύτης, Ποίηση, σ. 11
και 630, αντίστοιχα). Η ποίηση του Ελύτη, λοιπόν, ξεκινά από τον έρωτα για
να καταλήξει στην αγάπη! Για τη σχέση των δύο όρων, όπως αυτή
114
ΙΙΙ
διαμορφώνεται μέσα από την ελύτεια σκέψη, ας λάβουμε υπόψιν και το εξής:
«Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο
πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και
άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους,
θέλω να πω, που –αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που
ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος
που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να
επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει» (Ελύτης, Ο
μικρός ναυτίλος, σ. 83), όπως επίσης και το: «Αχ αγάπη, πως καταφέρνεις ν’
αποχωρίζεσαι απ’ το στοιχείο του έρωτα!» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 450). Η
συνάφεια και η συμπληρωτικότητα των δύο όρων είναι, πάντως, προφανείς.
Αν μάλιστα, προσβλέποντας σε ένα υψηλό επίπεδο έρωτα, θεωρήσουμε το
ερωτικό στοιχείο ως τερματική εξέλιξη (με την έννοια του απώτατου σκοπού)
εκείνου της αγάπης, οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν και την εξής επισήμανση
του ποιητή: «(Λίγοι ξέρουν ότι) ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με
το φως (όχι με τη δύναμη)» (Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 84).
115
ΙΙΙ
326 «Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι/ (<) Και θα χτυπήσει τον
κόσμο η αθωότητα/ Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου». ε πείσμα του
θανάτου, προβάλλεται η επίμονη ανθρώπινη αγάπη.
327 «Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται/ (<)Πενθώ το ρούχο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά/ (<) Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που
το εξαργυρώνει».
116
ΙΙΙ
329 Καραντώνης, Για τον Οδυσσέα Ελύτη, σ. 238. Ο Μαρωνίτης γράφει: «ένα
ερωτικό τραγούδι που κατάγεται από τη απφώ» (Μαρωνίτης, Όροι του
Λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, σ. 125).
330
Ο προτελευταίος στίχος της τρίτης ενότητας «Είναι νωρίς ακόμη μες στον
κόσμο αυτόν αγάπη μου» είναι όμοιος με τον πρώτο της τέταρτης: «Είναι
νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς».
331 «Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς/ Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς/ (<) Ποιος
γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;/ Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ
που κλαίω, μ’ ακούς/ ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς». Είναι ενδιαφέρον ότι η
κεντρική ενότητα του Μονογράμματος μοιάζει ιδιαίτερα με ένα ποίημα του
Fakhroddîn Erâqî, που ο Henry Corbin απέδωσε στα γαλλικά. Παρατίθεται εδώ
η ισπανική μετάφραση που περιλαμβάνεται στον τόμο El Imam oculto και μία
απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά. Ακόμα και μετά από τόσες
(μεταφραστικές) μεταφορές είναι εμφανής η ομοιότητα των δύο ποιημάτων:
117
ΙΙΙ
Έξω από τις αισθήσεις μου είμαι, από έρωτα για σένα.
Πού
βρίσκεσαι;
Με την ψυχή σ’ αναζητώ, εσένα που είσαι η ψυχή μου.
Πού
βρίσκεσαι;
Προς εσένα τρέχω διαμέσου του κόσμου,
παντού σε ψάχνω. Πού βρίσκεσαι;
Ο κόσμος δεν μπορεί να χωρέσει την ομορφιά σου,
Μπορώ να μάθω τότε πώς είσαι και πού βρισκεσαι;
Εκεί που βρίσκεσαι κανείς δεν μπορεί να φθάσει,
ποιόν, λοιπόν, να ρωτήσω; Ποιος μπορεί να ξέρει
πού βρίσκεσαι;
Είσαι έκδηλος, κι ωστόσο κρυμμένος από όλους.
Κι εάν δεν είσαι κρυμμένος, πού φαίνεσαι;
την τρομαγμένη και συγχυσμένη μου καρδιά
Κάνε ένα σήμα στην Πορεία. Πού βρίσκεσαι;
Ο πτωχός Eraqî είναι εκτός εαυτού εξαιτίας σου,
δε θα του πεις τελικά: ω, τρελέ της αγάπης, εσύ, πού
βρίσκεσαι εσύ;
118
ΙΙΙ
119
ΙΙΙ
επιζητώντας τη γαλήνη της ένωσης των αντιθέτων στο πρόσωπο της αγάπης,
ακριβώς όπως προβάλλεται μέσα από το στίχο του Erâqî «είσαι έκδηλος κι
ωστόσο κρυμμένος από όλους» και στο ελύτειο «εμείς το φως κι η σκιά» (από
την τρίτη ενότητα). Αμφότερα τα ποιήματα διακατέχονται από μια
μυστικιστική διάθεση, μια τάση απομάκρυνσης από αυτό τον κόσμο, που δεν
είναι αρκετός, και προσέγγισης ενός υψηλότερου σύμπαντος. Η νοηματική
τους συνάφεια είναι, τελικά, και η ουσιωδέστερη. Σο δεδηλωμένο της θεϊκής
αναζήτησης του Erâqî συνδυάζεται περίφημα με τους στίχους του Ελύτη: «Κι
είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς/ Όπου κάποτε οι φιγούρες/ των
Αγίων/ Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς/ Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’
ακούς/ Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω/ Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και
νεκρώσιμους ψαλμούς/ Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς/ Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί,
μ’ ακούς». Ουσιαστικά η μοναξιά των δύο ποιητών, που εφορμά από τη θεϊκή
απουσία, αποτελεί εν προκειμένω την πηγή της ποίησής τους. το πλαίσιο
μιας σύντομης ενασχόλησης με τις ομοιότητες των δύο ποιημάτων,
επισημαίνονται ακόμα: η αμεσότητα τους· και τα δύο έργα είναι δοσμένα σε
πρώτο πρόσωπο και μιλούν σε ένα «εσύ», το δυνατό τους κλείσιμο («εσύ, που/
βρίσκεσαι εσύ;» / «’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς»), που προκαλεί μια σειρά
συναισθημάτων στον αναγνώστη, και η σύνδεση συγκεκριμένων στίχων τους,
όπως οι ακόλουθοι: «Ο κόσμος δεν μπορεί να χωρέσει την ομορφιά σου» /
«Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν», «Εκεί που βρίσκεσαι κανείς δεν
μπορεί να φτάσει,/ ποιόν, λοιπόν, θα ρωτήσω; ποιος μπορεί να ξέρει που
βρίσκεσαι;» / «Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς/ ου κρατεί το
χέρι(<)».
332 «Σο σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού/ Μάτια της
120
ΙΙΙ
334 «Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί/ Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί», «Πριν
από την αγάπη και μαζί», «Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί» «Ο ψαράς
που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο».
335
Η τόσο συνοπτική παρουσίαση των νοημάτων της εν λόγω συλλογής
κινδυνεύει να αδικήσει το περιεχόμενό της. Ψστόσο, μία αναλυτικότερη
ανάπτυξη του ζητήματος θεωρείται ότι δεν εντάσσεται στους στόχους αυτής
της μελέτης. Προτείνεται, σαφώς, η παράλληλη ανάγνωση του
Μονογράμματος, η οποία -όταν είναι αυθεντική (με την έννοια του ποιητικού
αφήματος, δηλαδή της προσωπικής αλληλεπίδρασης του υποκειμένου-
αναγνώστη με την ουσία του δημιουργήματος, της είναι προς είναι
αντιμετώπισης)- είναι η καταλληλότερη μαρτυρία και εξήγηση των εκάστοτε
νοημάτων.
336 Σο ποίημα που απαρτίζει τούτη την ενότητα είναι το μοναδικό της συλλογής
121
ΙΙΙ
337
Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ. 121.
338Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ του Παραδείσου και του νησιού ή,
γενικότερα, τη χρήση του όρου «νησί» στον Ελύτη, βλ. Φατζηγιακουμή Μ., «Σο
Περιεχόμενο του ‚Νησιωτισμού‛ στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη», σ. 7: «Η
122
ΙΙΙ
341 Για την ποιότητα του Παραδείσου, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από το
123
ΙΙΙ
Βλ., ακόμα: Κοσμόπουλος Δ., «Σο πένθος του παραδείσου», σ. 507-9, Μάνος Α.,
«Η ευδαιμονία του ελυτικού παραδείσου», στο: Φωτεινότης και διαφάνεια – Σο
εδώ και το επέκεινα στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 128-135.
342
Για τη λειτουργία του θανάτου στο έργο του Ελύτη έχουν γραφτεί πολλά
κείμενα. Παραπέμπουμε, ενδεικτικά, στα εξής: Μπερλής Α., «‚ύμφωνοι, θα
πεθάνουμε όλοι μας· αλλά προς τι;‛» και «Η ποίηση του Ελύτη καταντικρύ της
δεινής κυριολεξίας του θανάτου», στο: 5 (+2) δοκίμια για τον Ελύτη, σ. 27-39 και
47-53, αντίστοιχα, Μπελεζίνης Α., «‚Ο μίτος του θανάτου‛ και της αθανασίας
στο ‚Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου‛» και Παπαγεωργίου Κ., «Ο θάνατος
παγίδα. Οδυσσέα Ελύτη: «Σα Ελεγεία της οξώπετρας», στο Εισαγωγή στην
ποίηση του Ελύτη, σ. 321-341 και 411-423, αντίστοιχα, Vitti Για τον Ο.Ε.,
«Ευφημισμοί θανάτου στην ποίηση του Ελύτη», σ. 81-93 και Ροζάνης ., «Σο
νόμισμα του θανάτου και η περιπέτεια της ποιητικής μορφής – Με αφορμή μια
ανάγνωση της ‚Ελένης‛ του Οδυσσέα Ελύτη». Βλ. και τις επισημάνσεις της
Υιλοκύπρου, Παλαμάς, Καρυωτάκης, εφέρης, Ελύτης – Η διαρκής ανεπάρκεια
της ποίησης, σ. 313 και 328, αντίστοιχα: «Φώρος της αλήθειας είναι ο χώρος του
θανάτου ο οποίος συναντιέται με εκείνον της αγέννητης ύπαρξης, της
αφθαρσίας, της αρετής, της αθωότητας· εκεί μπορεί κανείς –τουλάχιστον οι
«γενναίοι»- να αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα» και «Έτσι, ο
ποιητικός λόγο του Ελύτη επιζητεί το θάνατο ως το αναγκαίο τέλος του, όπως
και ο ποιητικός λόγος του Καρυωτάκη. Οι προϋποθέσεις είναι, βέβαια,
διαμετρικά αντίθετες: στον Ελύτη, στην αναγκαιότητα αυτή υπόκειται μια
πίστη-κατάφαση στην αθανασία, η οποία απουσιάζει από τον Καρυωτάκη».
343
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 427.
344 Corbin, Spiritual body, σ. 265: «για να πας στον ενδιάμεσο κόσμο δε
124
ΙΙΙ
ένας εθελοντικός θάνατος. ημαίνει να πας εκεί ενώ παραμένεις σε αυτόν τον
κόσμο». Βλ. και Corbin, Voyage, σ. 167.
345
Corbin, Creative imagination, σ. 157.
346 Corbin, Paradoja, σ. 126: «Η σχέση ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο είναι
348
Βλ., παραπάνω, σημ. 90 και 156.
349
Corbin, Creative imagination, σ. 133.
125
ΙΙΙ
350
Βλ. www.amiscorbin.com, ‚From Heidegger to Suhravardī: an Interview with
Philippe Nemo‛ και Mahmoud S., σ. 12-13. Βλ. και παραπάνω, σημ. 90.
351 www.amiscorbin.com.
354
Corbin, El Imam oculto, σ. 37.
355 Corbin, Spiritual body, σ. 204.
356
Corbin, Creative imagination, σ. 13, 27 και El Imam oculto, σ. 154.
357 Corbin, Creative Imagination, σ. 13: «Σο σύμβολο αποτελεί το κλειδί ενός
126
ΙΙΙ
358 Corbin, El Imam oculto, σ. 154 και Corbin, Creative imagination, σ. 13.
359 Corbin, El Imam oculto, σ. 27-28, 142. Κυριολεκτικά, το ta’wīl σημαίνει να
επαναφέρεις κάτι στην πηγή του, να οδηγήσεις πίσω στην προέλευση, να
προκαλέσεις την επιστροφή, την άνοδο. Ο αντίθετος όρος είναι tanzil, που με
το να σημαίνει «προκαλώ πτώση», καθιστά δυνατό τον παραλληλισμό του
ta’wīl με την ανοδική πορεία προς το Εν και του tanzil με τη διαδικασία της
απορροής, σε ένα πλωτινικό περιβάλλον. Η θεωρία του Πλωτίνου, όμως, θα
αναλυθεί παρακάτω. Για την κυριολεκτική ερμηνεία του ta’wīl και το αντίθετό
του, βλ.: Corbin, Spiritual body, σ. xii και 53 και Corbin, Voyage, σ. xvii.
360
Corbin, Voyage, σ. xviii, Corbin, El Imam oculto, σ. 27-8 και Corbin, Creative
imagination, σ. 27, όπου γίνεται ο διαχωρισμός του νοήματος σε εξωτερικό και
εσωτερικό (zāhir και bātin, αντίστοιχα). Για μια προσέγγιση των δύο όρων, βλ.
και Heidegger και Sohravardî.
361
Για λεπτομέρειες βλ. παραπάνω, σημ. 156.
362
Βλ., σχετικά, παραπάνω (ιδιαίτερα, σημ. 156).
127
ΙΙΙ
363
Δηλαδή, του θεϊκού και του ανθρώπινου. Παράλληλη είναι και η συνένωση
δύο ουσιών (της υλικής-σωματικής και της νοητής πνευματικής) σε μία.
364
Σο ζήτημα αναπτύσσεται στη δεύτερη ενότητα. χολιάζεται, επίσης, και σε
σημεία της τέταρτης.
128
ΙΙΙ
365
Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, σ.116.
366 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 41.
367
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 45.
368
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 477.
129
ΙΙΙ
369
Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Ανάμεσα στο ζωντανό,
πιθανόν, πρότυπο και στο τελικό αποτέλεσμα συνέβη να παρεμβληθεί η
φαντασία. Και η φαντασία, εάν στα δέκα χάνει τα εννέα, κερδίζει πάντοτε το
δέκατο: ένα τίποτα, που είναι το παν», «Η φαντασία πλάθει έναν δικό της
κόσμο, που τοποθετείται άλλοτε πάνω κι άλλοτε κάτω από μας, ή και
ανάμεσα σ’ έναν συνεχή κύκλο ψυχών», «Σα πάντα είναι ζήτημα μυελού
οστέων της φαντασίας» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 258, 337 και 446, αντίστοιχα) και
«Κάθε πράγμα εξαρτάται από τη φαντασία, δηλαδή από τον τρόπο που βλέπει
ένας ποιητής το ίδιο φαινόμενο με σας μολονότι διαφορετικά από εσάς»
(Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ. 191).
370
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 326.
371
Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 61.
130
ΙΙΙ
7
777
77777
7777777
77777
777
7
372 «Παναή Παναή, (<) <σ’> αυτή τη φριχτή και ξεπαγιασμένη πολιτεία θέλεις
άλλη μια φορά με τον ίδιο τρόπο να δείξουμε στους ανθρώπους το αθάνατο
μέρος τους;» (Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 186).
373
Βλ. σχετικά: Υράιερ, Άξιον εστί το τίμημα, σ. 62-66.
374 Για τον αριθμό επτά στον Ελύτη, βλ. παραπάνω, σημ. 176.
375
Για τη σύνδεση των δύο όρων, βλ. και το ακόλουθο απόσπασμα: «Και από το
σπασμό του σκύλου ως το σκίρτημα του Αγγέλου στήθηκε, αληθινός άξονας
131
ΙΙΙ
της ζωής, ο Έρωτας να μετρά την απόκλισή μας από τη Γη, την έφεση και την
ικανότητά μας ν’ αναζητήσουμε τον Παράδεισο» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 203).
376 Όλες οι εδώ αναφερόμενες έννοιες θα αναλυθούν στην πορεία, μέσα από
132
ΙΙΙ
ερμηνεύει στο πιάνο. Κλειστά παντζούρια κι η ζωή όλη απ’ όξω. Πουθενά
παράπονο, πουθενά χαρά, παντού το θαύμα που δεν έσωσε να γνωρίσουμε.
Φαντασία δὲ πληγὴ ἀλόγου ἒξωθεν∙ δέχεται δὲ τὴν πληγὴν διὰ τοῦ οὐκ ἀμεροῦς,
που έλεγε κι ο Πλωτίνος» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 263). Πρόκειται για το Ι.8.15.18-
9. ύμφωνα με την απόδοση του Καλλιγά: «(Από την άλλη μεριά) οι
αισθητηριακές παραστάσεις οφείλονται στην κρούση από κάτι άλογο απ’ έξω·
και την κρούση αυτή η ψυχή την δέχεται μέσω αυτού που είναι αμερές».
378 Σούτο θα διαφανεί στη συνέχεια της ενότητας, όπου θα αποσαφηνιστούν
133
ΙΙΙ
381 Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα τακτικά από τον Πλωτίνο. Βλ., για
παράδειγμα, ΙΙΙ.5.3.29.
382 Φαρακτηριστικά: «Σο αόριστο είναι άσχημο και ανήκει στην άλλη
συστοιχία» (ΙΙΙ.5.1.22-3).
383
Για παράδειγμα, βλ. ΙΙ.9.17.55.
384 Ένα εκστατικό βίωμα περιγράφεται, για παράδειγμα, στο V.5.7-8. Σο εν
387
V.5.7.
388 Βλ. και το πολύ ενδιαφέρον και ποιητικό απόσπασμα του Αρανίτση: «Για να
λατρέψεις τον Ήλιο μαζί με τους άλλους ανθρώπους, όπως ο Ελύτης, δηλαδή
σαν κάτι που μας φωτίζει αλλά δεν μπορούμε να το κοιτάξουμε κατάματα,
πρέπει να ’χεις διαβάσει τον Πλωτίνο μονάχος και υπό το σεληνόφως».
(Αρανίτσης Ευ., «Ασήμι της ελήνης-Φρυσάφι του Ήλιου»). τη σύνδεση των
134
ΙΙΙ
δύο στοχαστών (του Ελύτη και του Πλωτίνου), με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,
προβαίνουν και άλλοι μελετητές. Δείγματος χάριν, ο Ανδρέας Μάνος,
γράφοντας για «τον έρωτα της ουτοπίας και την ουτοπία του έρωτα» στον
Ελύτη, επισημαίνει: «Ένα ρεύμα της ερωτικής ορμής, το πιο ζωντανό και το
πιο βιωματικό, στρέφεται προς τη γυναίκα ως συγκεκριμένη ένσαρκη
οντότητα που κυκλοφορεί στους δρόμους της γης, και ύστερα, ύστερα
απευθύνεται στην παιδούλα-θεότητα, στην Ίριδα Αγγελέουσα, στην γυναίκα-
άγγελο με φύλο, η οποία γίνεται αντικείμενο θέασης μετά το τελευταίο σκαλί
μιας κατά τον Πλωτίνο επιβάθρας, οδηγητικής σ’ ένα κάλλος απόλυτο το
οποίο η φαντασία θέλει να εδρεύει και να κινείται στους δρόμους του
ουρανού» (Μάνος, Φωτεινότης & διαφάνεια, σ. 152). Πολύ ενδιαφέρουσα είναι
και η εξής αναφορά: «Σην έμμονη ιδέα του Ελύτη για τις αναλογίες του φωτός,
βλέπουμε να τη θέτει σαν ερώτημα ο Πλωτίνος στο ‚Περί Καλοῦ‛: ‚Σίς οὖν
ὁμοιότης τοῖς τῇδε πρός τά ἐκεῖ καλά;‛ Και η απάντησή του είναι: ‚ἀπό θεῶν
ἐλθόντος κοινωνία‛ (Carson, 49 σχόλια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 97).
Σέλος, από τη μελέτη της Φατζηγιακουμή επισημαίνονται τα εξής: «Η M. P.
Minucci στο ‚Visione e metafora in Blake e in Elitis‛, Rivista di Studi Bizantini e
Neoellenici, 28 (1992) 223 συνδέει τη διάρκεια της ‚στιγμής‛ με την ιδέα του
Πλωτίνου για τον χρόνο ως δραστηριότητα της ψυχής· Εννεάδες IV.4.15.2-4»
και «Η επωδός αυτή (ενν.: ‚Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας‛) συγκρατεί
προφανώς τον απόηχο των Εννεάδων (VI.4.2.28-31): ‚τὸ δὲ ἐστὶ τοῦτο τὸ
λεγόμενον μέγα μικρόν· ὃ δὲ νομίζεται μικρόν, ἐκεῖνο μέγα‛, με τη
διαμεσολάβηση ίσως του ποιητή του 11ου αιώνα Φριστόφορου Μυτιληναίου: ‚ἐκ
τῶν μικρῶν ὑμνεῖν σε τολμῶ τὸν μέγαν‛, ‚ὃς κἀν μικροῖς τοιοῦτον ἰσχύει
μέγα‛» *Φατζηγιακουμή, Η «υπέρβαση» της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα
Ελύτη, σ. 113 (σημ. 25), και 205, αντίστοιχα+.
389 Ο έρωτας, κατά τον Πλωτίνο, αφορά κάθε βαθμίδα ύπαρξης· όχι μόνο τον
άνθρωπο, αλλά και την Χυχή, τον Νου, ακόμα και το Εν, που είναι το ίδιο ο
έρωτας του εαυτού του. Ενδεικτικά: «Όντας το εράσμιο και ο ίδιος ο έρως, το
υπέρτατο είναι επίσης έρως του εαυτού του ως προς το ότι δεν είναι εράσμιο
διαφορετικά παρά από τον εαυτό του και αφ’ εαυτού του.» (VI.8.15.1-3). την
περίπτωση του ανθρώπου, ο έρωτας κατευθύνεται είτε προς ένα άλλο
πρόσωπο, είτε προς μία υψηλότερη ποιότητα, με απώτερο στόχο το Εν. Όσον
αφορά τις υποστάσεις της Χυχής και του Νου, μέσω του έρωτος, θεώνται το
υπέρτατο.
135
ΙΙΙ
390
Η ένταξη αρκετών όψεων της φιλοσοφίας του Πλάτωνα στο φιλοσοφικό
πεδίο του Πλωτίνου καθίσταται εμφανής από τη μελέτη του έργου του
τελευταίου. Ο Πλωτίνος επηρεάστηκε σαφώς και από άλλος φιλοσόφους,
αλλά «δάσκαλός του» δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ο Πλάτωνας.
391 Λανθάνουσα, επειδή δεν επισημαίνεται η ακριβής πηγή του έργου: είναι
τον Πλωτίνο», που περιλαμβάνεται στη σειρά «Σα Μικρά Έψιλον»: Βλ. Ελύτης,
Εν λευκώ, σ. 311-312. Σο εν λόγω κείμενο αφορά σε μία εμπνευσμένη
ανάγνωση του Πλωτίνου από μέρους του Ελύτη. Δεν πρόκειται για μία
αναπαραγωγή του πλωτινικού λόγου, ούτε για μία λογοτεχνική μετάφραση. Ο
Ελύτης εδώ ακολουθεί μία τακτική που διέπει τη συλλογή «Σα Μικρά Έψιλον»
και της προσδίδει μία διφυή μαγεία. Ο μεταφραστικός του τρόπος ξεφεύγει
κατά πολύ από τους συνήθεις, ακριβώς επειδή στόχος του δεν είναι η απόδοση
του πρωτότυπου κειμένου καθαυτή. Ο Ελύτης μπορεί να αναφέρει το όνομα
της πηγής του (εν προκειμένω τον Πλωτίνο) στον τίτλο κάθε μιας απόπειράς
του, αλλά εναποτίθεται στον αναγνώστη-μελετητή ο ακριβής εντοπισμός της
εν λόγω πηγής και η κατανόηση της ουσίας κάθε κειμενικής απόδοσης. Γιατί ο
Ελύτης παραθέτει «το θεϊκό φως κατά τον Πλωτίνο»; Επειδή γοητεύεται από
την έμπνευση και τη φωτεινότητά του και νιώθει ότι πρόκειται κατ’ ουσίαν για
ένα κείμενο που θα μπορούσε και ο ίδιος να έχει παραγάγει κινούμενος σε ένα
ανάλογο πλαίσιο. Επειδή ο Πλωτίνος επικαλείται τους ποιητές σε αυτές τις
γραμμές του και ο Ελύτης το θεωρεί χρέος του να αποκριθεί. Επειδή, τέλος, ο
ποιητής μας παραπέμπει τακτικά, σε μία τάξη εμμεσότητας, στη μυστική
136
ΙΙΙ
εμπειρία, και όταν έχει τη δυνατότητα να το πράξει αυτό με την αναφορά του
σε άλλους, δράττεται της ευκαιρίας (βλ. τις αναφορές που προηγήθηκαν στους
ανατολικούς: Shaykh Ahmad Ashisi και Quotbodine Shîrâzî). Ο Ελύτης εδώ δεν
παραλλάσσει το κείμενο για να το καταστήσει πιο κοντινό στο νεοέλληνα
αναγνώστη, αλλά για να το προσαρμόσει στο προσωπικό του ζητούμενο και
να το εντάξει στην περιφέρεια της ιδιωτικής του οδού.
393
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 312 (από το προαναφερόμενο κείμενο «Σο Θεϊκό Υως
κατά τον Πλωτίνο», το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στη συνέχεια).
137
ΙΙΙ
138
ΙΙΙ
139
ΙΙΙ
ήρθε σαν κάποιον που δεν ήρθε: έγινε, δηλαδή, ορατός όχι σαν να ήρθε, αλλά
σαν να ήταν εκεί πριν από όλα τα πράγματα, πριν ακόμα κι από τον ερχομό
του νου. Είναι ο νους που έρχεται και πάλι ο νους που φεύγει, διότι δεν ξέρει
πού να μείνει και πού μένει εκείνος, αφού δεν μένει πουθενά. Και αν ήταν
δυνατόν ο ίδιος ο νους να μη μένει πουθενά –δεν εννοώ ότι ο νους είναι σε
τόπο· πράγματι, ούτε αυτός βρίσκεται σε τόπο αλλά απολύτως πουθενά-, θα
έβλεπε διαρκώς εκείνον· ωστόσο, δεν θα τον έβλεπε, αλλά θα ήταν ένα μ’
εκείνον και όχι δύο. Σώρα, όμως, εφόσον είναι νους, τον βλέπει, όταν πράγματι
τον βλέπει, με το στοιχείο του εκείνο το οποίο δεν ανήκει στον νου. Θαύμα,
λοιπόν, πώς είναι παρών χωρίς να έχει έρθει και πώς, μολονότι δεν είναι
πουθενά, δεν υπάρχει πουθενά όπου δεν είναι. Κάποιος, βέβαια, μπορεί να
νιώσει έτσι θαυμασμό μεμιάς, για όποιον γνωρίζει, όμως, το αξιοθαύμαστο θα
ήταν να συνέβαινε το αντίθετο· μάλλον, όμως, αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να
συμβεί, για να θαυμάσει κάποιος» (Εννεάς πέμπτη, σ. 167-171).
140
ΙΙΙ
141
ΙΙΙ
398 Για την ποιότητα του Ενός, βλ. Ι.7, ΙΙΙ.8, VI.8.7-21 και VI.9.
399
υγκεκριμένα, για την ποιότητα του Ενός, ως εκείνη του υπέρτατου αγαθού,
βλ. ΙΙΙ.8.11.
400 Βλ., σχετικά, V.2, V.4-5.
402
Ενδεικτικά, βλ. ΙΙΙ.4, ΙΙΙ.6.1-5, IV.7.
403 Δείγματος χάριν: «Ώστε δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε άλλες αρχές,
αλλά πρέπει να βάλουμε μπροστά Εκείνο, κατόπιν, μετά από αυτό, τον Νου
και αυτό που νοεί πρωταρχικά, έπειτα, μετά από τον Νου, την ψυχή –γιατί
τούτη είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων- χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε
στον χώρο του νοητού ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα απ’ αυτά. Γιατί αν
κάποιοι πουν ότι είναι λιγότερα, θα πρέπει να ισχυριστούν ότι ή η ψυχή και ο
Νους ή ο Νους και το Πρώτο ταυτίζονται· όμως έχουμε αποδείξει με πολλούς
τρόπους ότι αυτά είναι διαφορετικά μεταξύ τους» (ΙΙ.9.1.13-19).
404 Για την αλήθεια αυτού του επιπέδου σε αντιδιαστολή προς τα είδωλα του
142
ΙΙΙ
αληθινή· κάθε ζωή χωριστά απ’ αυτόν δεν είναι παρά μια σκιά, μια
απομίμηση» (VI.9.9.9-17).
405 Η έννοια αυτή θα σχολιαστεί παρακάτω.
406 Για τη νοητή φύση της ψυχής, βλ., ενδεικτικά: IV.2 και IV.4.25. Βλ., επίσης:
«Και η νόηση είναι δική μας με την έννοια ότι και η ψυχή είναι νοητική και η
νόηση είναι μια ανώτερη ζωή – είτε όταν νοεί η ψυχή, είτε όταν ο Νους
επενεργεί σ’ εμάς· διότι και αυτός είναι μέρος μας, και προς αυτόν
ανεβαίνουμε» (Ι.1.13.5-8).
407 Για μία κατατοπιστική σχηματοποίηση της ιεραρχίας του σύμπαντος που
143
ΙΙΙ
ένα πρώτο ερώτημα: Πώς και γιατί η αγαθή Χυχή του νοητού
κόσμου δίνει ζωή στην αισθητή ύλη; Προκειμένου να επιλύσει
τούτο το ζήτημα, ο Πλωτίνος προβαίνει σε έναν οξυδερκή
διαχωρισμό, σύμφωνα με τον οποίο, υπάρχουν δύο είδη
ψυχής413. Σο πρώτο αφορά στην Χυχή του κόσμου, την
καθολική Χυχή του σύμπαντος, και δεν είναι άλλο από την
τρίτη βαθμίδα της γενετικής πορείας που γνωρίσαμε αμέσως
παραπάνω, την τρίτη υπόσταση του πλωτινικού συστήματος.
Τπάρχει, ωστόσο, και μία άλλη κατηγορία: οι επιμέρους,
μερικές, ατομικές ψυχές, οι οποίες ως ψυχές έχουν μία
δημιουργική δύναμη και απορρέουν από το Εν, πλην όμως, ως
επιμέρους τείνουν προς τα κάτω· δεν επιζητούν, αλλά θα
λέγαμε ότι με τον τρόπο τους προκαλούν, τελικά, την ψυχική
πτώση. Αυτού του είδους η ψυχή σχετίζεται με τη
«δημιουργία»414 της ύλης415. Με αυτό τον τρόπο ο Πλωτίνος
διαχωρίζει τα δύο κοσμικά επίπεδα και αποδεσμεύει το Εν, το
απόλυτο αγαθό, από τη δημιουργία της ύλης, που δεν είναι
αγαθή: ο Πλωτίνος δε χαρακτηρίζει την ύλη κακή· την ορίζει ως
το κακό416.
Σο Εν, λοιπόν, αν και είναι αύταρκες, αποτελεί την πηγή
της απορροής για τις άλλες βαθμίδες, και η ψυχή, αν και είναι
αγαθή, δίνει πρόσωπο στην ύλη. το προκύπτον «γιατί;», η
απάντηση που δίνει ο Πλωτίνος είναι κάτι σαν: γιατί δεν
μπορεί παρά να είναι έτσι· γιατί ο κόσμος είναι αγαθός και η
αρχή του μία· γιατί το κακό δεν μπορεί ποτέ να υπερνικά το
καλό. Έτσι, έχουμε, αφενός, ένα οντολογικό επίπεδο που
αποτελείται από τρεις υποστάσεις (το Εν, τον νου και την
Χυχή), το νοητό, και, αφετέρου, την ενθαδικότητα, φανερωμένη
χάρη σε μια τυχαία, πλην όμως και αναγκαία, κίνηση της
412
Για αυτή την ιδιαιτερότητα της ύλης, δηλαδή το χαρακτηρισμό της ως μη
όντος, θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Για μια πρώτη παραπομπή, βλ. τη
διατύπωση του Πλωτίνου: «η ύλη δεν έχει καν είναι» (Ι.8.5.9-10).
413 Βλ., σχετικά, ΙΙΙ.8, ΙΙΙ.9.3, IV.3-5.
144
ΙΙΙ
417 Ο Πλωτίνος αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη κάποιας άλλης αρχής, ούτως
ώστε να καταλογίσει σε αυτή την προέλευση του κακού, η οποία είναι άμεσα
συνδεδεμένη με την ενεργό ύλη. Μία κακή αρχή δεν έχει θέση στο μονιστικό
του σύστημα. Ο Πλωτίνος διάκειται αρνητικά απέναντι στην πρόταση των
Γνωστικών περί μίας δεύτερης συμπαντικής αρχής: βλ. την πραγματεία του
«Πρὸς τοὺς Γνωστικούς» (ΙΙ.9), όπου είναι σαφής η αρνητική στάση που τον
διακατέχει απέναντί τους. Πρόκειται για τη μόνη πραγματεία του Πλωτίνου
που είναι γραμμένη με επιθετικό ύφος. Φαρακτηριστικό είναι μάλιστα το
γεγονός ότι φαίνεται να φέρει και ένα δεύτερο τίτλο: «Πρὸς τοὺς κακὸν τὸν
δημιουργὸν τοῦ κόσμου καὶ τὸν κόσμον κακὸν εἶναι λέγοντας». Βλ. σχετικά το
σχόλιο του Π. Καλλιγά στο ΠΒ σ. 151 (σχόλιο 16.10-1). Ο Πλωτίνος επιχειρεί να
καταρρίψει τη θεωρία των Γνωστικών, ποτέ δεν υποχωρεί στην παραδοχή της
ύπαρξης μιας ακόμα αρχής, αλλά ούτε ποτέ αρνείται την ύπαρξη του κακού.
Αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι να προσπαθεί να αποδείξει τη δυνατότητα
ταυτόχρονης ισχύος των βασικών του πεποιθήσεων: η αρχή είναι μία και
πανάγαθη – το κακό υπάρχει, και μάλιστα αιώνια. Έχουμε να κάνουμε εδώ με
μία ενδιαφέρουσα επισήμανση: το κακό στο σύστημα του Πλωτίνου δεν
υπάρχει απλώς (με έναν ιδιαίτερο, βέβαια, τρόπο που θα επισημάνουμε στη
συνέχεια, ο οποίος γεννά μία σειρά επιφυλάξεων ως προς την ορθή χρήση του
όρου «ύπαρξη» σε μία συζήτηση περί του κακού), αλλά είναι και αιώνιο: με το
να αποτελεί ένα ιδιαίτερο τμήμα του αιώνιου σύμπαντος δεν εξαλείφεται
ποτέ. Ο ρόλος του στον κόσμο θα γίνει προσπάθεια να καταστεί σαφής στη
συνέχεια της ανάπτυξής μας.
418 Βλ., ενδεικτικά: «Και εφόσον υπάρχουν τα καλύτερα, πρέπει να υπάρχουν
145
ΙΙΙ
419
Βλ. Ι.8.
420 Φρησιμοποιούμε τον όρο «ενεργός» προκειμένου να μπορούμε να ομιλούμε
περί «γεννήματος» της ψυχής. Η ύλη αυτή καθαυτή μπορεί να προϋπάρχει της
ψυχικής υπόστασης όντας σε μια παθητική κατάσταση, αλλά η ενεργός ύλη,
δηλαδή εκείνη η υλική ποιότητα που έχει υποστεί ενεργοποίηση και έχει
αποκτήσει τη δική της δυναμική στα όρια του αισθητού κόσμου, αποτελεί
προϊόν της δράσης της ψυχής.
421
«Μπορεί όμως να αντιληφθεί κανείς και με τον εξής τρόπο την
αναγκαιότητα του Κακού· εφόσον δεν υπάρχει μόνο το Αγαθό, αναγκαία
συνέπεια της εξόδου απ’ αυτό –ή, αν προτιμάει κανείς να την ονομάσει έτσι,
της συνεχούς έκπτωσης και απομάκρυνσης- είναι να υπάρχει το έσχατο, μετά
από το οποίο δεν μπορεί πια να προκύψει τίποτε· και τούτο είναι το Κακό.
Πρέπει όμως να υπάρχει το μετά το πρώτο, άρα και το έσχατο· και τούτο είναι
η ύλη, η οποία δεν έχει πια τίποτε από Εκείνο. Αυτή λοιπόν είναι η
αναγκαιότητα του Κακού» (Ι.8.7.16-23).
422 Για την ιδιαιτερότητα του Ενός ως αρχής αλλά και τέλους του κόσμου σε
σχέση και προς την αντιθετική του δύναμη, την ύλη, βλ. Μάνος, Η οντολογία
του πάθους στο έργο του Πλωτίνου: το πρόβλημα του κακού, σ. 58, και ιδιαίτερα
το ακόλουθο απόσπασμα: «την πλωτινική μεταφυσική λειτουργούν δύο
οριακές δυνάμεις: το Εν και η ύλη. Σο Εν δεν οφείλει τη γένεσή του σε
προγενέστερη αρχή. Ενώ δημιουργεί δεν δημιουργείται· αντιθέτως η ύλη
δημιουργείται χωρίς να έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε γενεσιακή
πορεία. το Εν οφείλεται η αρχή της καταπτωσιακής πορείας της απορροής·
στην τελειότητά του και την υπεραφθονία του. Εκ του Ενός αμέσως ή εμμέσως
146
ΙΙΙ
147
ΙΙΙ
«Η τέλεια ψυχή λοιπόν, η οποία ρέπει προς τον Νου, είναι πάντοτε καθαρή και
αποστρέφεται την ύλη· και καθετί το αόριστο, το άμετρο και κακό ούτε το
κοιτά ούτε το πλησιάζει· παραμένει έτσι καθαρή, έχοντας οριστεί πλήρως από
τον Νου. Αυτή όμως που δεν παραμένει έτσι, αλλά έχει βγει έξω από τον
εαυτό της, που δεν είναι τέλεια ούτε πρωταρχική αλλά κάτι σαν απείκασμα
εκείνης, έχοντας γεμίσει, εξαιτίας της έλλειψής της –στο βαθμό που είναι
ελλιπής- με αοριστία, βλέπει το σκοτάδι και έχει πια ύλη καθώς κοιτάζει προς
αυτό που δεν βλέπει –όπως λέμε ότι βλέπουμε και το σκοτάδι» (Ι.8.4.25-32) και
«(<) η αναχώρηση και ο χωρισμός δεν είναι μόνο από τούτο το σώμα, αλλά
και από όλα όσα της έχουν (ενν. της ψυχής) προστεθεί. Και η προσθήκη αυτή
επισυμβαίνει κατά την γένεση· ή μάλλον η γένεση αφορά το ‚άλλο είδος
ψυχής‛» (Ι.1.12.18-21). Μέσα από αυτά, καθίσταται σαφές ότι ο ρόλος της
ψυχής στο κοσμολογικό σύστημα του Πλωτίνου δεν είναι η ενεργοποίηση της
ύλης. Αντίθετα, η δράση της δείχνει να εκκινεί ακριβώς από τη στιγμή αυτής
της ενεργοποίησης. Η ατομική ψυχή, στη συνέχεια, εισέρχεται στο σώμα, κινεί
τις επιλογές του ατόμου, το στρέφει προς το λιγότερο ή περισσότερο αγαθό
και, στο βαθμό που είναι ισχυρή, του δείχνει και του ανοίγει το δρόμο για το
κατεξοχήν αγαθό· το τελευταίο (στην απολυτότητά του) δεν αφορά τη
συνθήκη της ενθαδικότητας, αλλά την υπόσταση του Ενός (ΙΙΙ.8.11). Ψστόσο, ο
148
ΙΙΙ
Πλωτίνος δεν το αποστερεί από το ον: αφού το αμιγώς καλό δεν υπάρχει σε
αυτό τον κόσμο, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να πάει σε έναν άλλο κόσμο,
σε ένα αλλού, για να το θεαθεί·άλλωστε, τα όντα φέρουν την ουσία του Ενός:
V.5.9.34-9 και VI.8.6.24-8.
427 Ο Hadot ονομάζει αυτήν ακριβώς την υπερβολική έγνοια του έμβιου όντος
για το σώμα «αληθινή πτώση της ψυχής»: Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του
βλέμματος, σ. 126.
428 Βλ., ανάμεσα και σε άλλες αναφορές, την παράγραφο Ι.7.3.
429 Εκείνο το οποίο καταδικάζεται από τον Πλωτίνο δεν είναι ο θάνατος,
του αυτεξούσιου της ανθρώπινης ψυχής. Βλ., σχετικά, Eliasson, The notion of
‚That which depend on us‛ in Plotinus and its background, σ. 204-6 και 215. χετικά
με αυτό, βλ. ακόμα: «Όμως και οι άνθρωποι αποτελούν αρχές. Επομένως
κινούνται προς τα καλά έργα από τη φύση τους, και τούτη αποτελεί μια
αυτεξούσια αρχή» (ΙΙΙ.2.10.18-19).
431
Βλ. τις αναφορές που έγιναν παραπάνω, στην τρίτη ενότητα. Η έννοια του
μυστικού βιώματος θα σχολιαστεί και παρακάτω.
149
ΙΙΙ
432 Δείγματος χάριν: «Καθένα από εκείνα τα όντα υπάρχει για τον εαυτό του,
αλλά γίνεται αντικείμενο επιθυμίας από το χρώμα που χύνει επάνω του το
καλό, δίνοντάς σ’ αυτά, θα ’λεγε κανείς, χάριτες, και έρωτα σ’ εκείνους που τα
επιθυμούν. Η ψυχή που δέχεται την από εκεί ερχόμενη ‚απορροή‛
ανακινείται, καταλαμβάνεται από βακχικό πάθος, οιστρηλατείται, γίνεται
έρως» (VI.7.22.5-10).
433 Βλ. VI.8.6.24-28 και V.5.9.34-39, όπου επισημαίνεται αρχικά η ύπαρξη του
435 Δείγματος χάριν: «Πρέπει λοιπόν να ανεβούμε πάλι προς το Αγαθό, που το
ποθεί κάθε ψυχή. Κι αν κανείς το έχει δει, ξέρει τι εννοώ, όταν λέω πως είναι
ωραίο! Γιατί, σαν αγαθό που είναι, είναι ποθητό και ο πόθος μας προς αυτό
στρέφεται· και το πετυχαίνουν όσοι ανεβαίνουν προς τα πάνω και έχουν
μεταστραφεί και αποβάλλουν όσα έχουμε φορέσει κατεβαίνοντας – όπως όσοι
ανεβαίνουν προς τα άγια των ιερών ναών υποβάλλονται σε καθάρσεις και
αποθέσεις των ενδυμάτων που φορούσαν προηγουμένως, και ανεβαίνουν
γυμνοί. Έως ότου κανείς, αφού περάσει στην ανάβαση του οτιδήποτε είναι
ξένο από τον Θεό, μόνος με τον εαυτό του αντικρίσει αυτό μόνο, γνήσιο, απλό,
καθαρό, απ’ όπου τα πάντα εξαρτώνται και προς το οποίο τα πάντα
αποβλέπουν και κατατείνουν με το είναι, τη ζωή και τη νόησή τους· γιατί
Αυτός είναι η αιτία της Ζωής και του Νου και του Είναι.» (Ι.6.7.1-12).
436
Κάλφας - Ζωγραφίδης, σ. 271.
150
ΙΙΙ
437
Βλ. και το σχόλιο του Καλλιγά στο ΠΒ, σ. 178: «(<) ο Πλωτίνος δείχνει πως
κατ’ αυτόν είναι εντελώς αδιάφορο αν κανείς βρίσκεται ή όχι μέσα σε σώμα,
προκειμένου να προχωρήσει στην επίγνωση του Όντος και, τέλος, στην ένωσή
του με το Θεό». Πολύ χαρακτηριστική είναι επίσης η καταγραφή του
Πορφύριου, σύμφωνα με την οποία ο Πλωτίνος πεθαίνοντας είπε:
«προσπαθήστε να αναγάγετε τον θεό μέσα σας στο θείο που ενυπάρχει στο
Όλο» (ΠΒ. 2.26-27).
438 ΙV.8.1.1-11.
439
Φαρακτηριστικά είναι και όσα παραθέτει ο Πορφύριος για το δάσκαλο του:
«Γιατί τέλος και σκοπός ήταν γι’ αυτόν το να ενωθεί και να πλησιάσει τον
πάνω απ’ τα πάντα Θεό. Και, όσο εγώ ήμουν κοντά του, πέτυχε τον σκοπό
αυτόν τέσσερις φορές περίπου μέσω μιας άρρητης ενεργοποίησης» (ΠΒ.23.15-
151
ΙΙΙ
στο απόσπασμα του Πλωτίνου που απέδωσε στα νέα ελληνικά ο Ελύτης. Με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο (ας έχουμε σταθερά υπόψη μας και τις αναφορές
του Πορφύριου στις οραματικές εμπειρίες του δασκάλου του), ο Πλωτίνος,
επιδιώκοντας να εγερθεί και να θεαθεί την υψηλότερη συνθήκη, αναφέρεται
στο οραματικό φαινόμενο. Εξ ου και επιθυμεί την απόσπαση από το σώμα και
την αναγωγή της ατομικής στην κοσμική Χυχή (δηλαδή, στην καθολική). Η
επιθυμία του για θέαση (του υπέρτατου) εκπληρώνεται μέσα από μία
διεργασία οράματος.
442 Βλ., για παράδειγμα Ι.6.8.24-27. Επίσης, βλ., σχετικά, Hadot, Πλωτίνος ή η
απλότητα του βλέμματος, σ. 214-220. Βλ., επίσης Ι.1.7.9-14, όπου γίνεται λόγος
για την αίσθηση της ψυχής (εσωτερική αίσθηση) σε αντιδιαστολή με την
εξωτερική.
443
V.5.12.34-36.
152
ΙΙΙ
444 Αυτή η σύντομη απόπειρα να διαβάσουμε τον Πλωτίνο μέσα από τον Hadot
θα βασιστεί στο έργο του τελευταίου Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος,
και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Παρουσία», με μία επιπλέον, ενδεχομένως,
έμφαση στις σελίδες 140-148 και 162. ε αυτές παρουσιάζεται με οξυδέρκεια
και ευστοχία η πτυχή της σκέψης του Πλωτίνου που μας ενδιαφέρει σε αυτό το
σημείο. Εκείνο που θα αναπτύξουμε εδώ δεν αποτελεί μία απλή περίληψη των
ισχυρισμών του Hadot. τόχος μας είναι η ερμηνεία, ουσιαστικά, των
τελευταίων, την οποία θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε έχοντας για
κυριότερο βοήθημα το ίδιο το πλωτινικό έργο.
445
Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος, σ. 140.
153
ΙΙΙ
446
Ενδεικτική είναι η Ι.6. Έπονται και άλλες αναφορές στην εν λόγω έννοια.
447
Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος, σ. 148.
154
ΙΙΙ
448
το σημείο αυτό βλ. και ένα απόσπασμα από ένα άλλο τμήμα της εργασίας
του Hadot: «(<) όλα είναι μέσα μας και είμαστε μέσα σε όλα. Σο εγώ μας
εκτείνεται από τον Θεό μέχρι την ύλη, αφού βρισκόμαστε εκεί ψηλά την ίδια
στιγμή που βρισκόμαστε εδώ κάτω». (Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του
βλέμματος, σ. 119-120).
449 Προφανώς ο Hadot αναφέρεται στο «Ἂφελε πάντα», με το οποίο ο Πλωτίνος
κλείνει την πραγματεία του «Περὶ τῶν γνωριστικῶν ὑποστάσεων καὶ τοῦ
Ἐπέκεινα» (V.3).
450 Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος, σ. 346.
451
Φάρη στον Πορφύριο, ο οποίος επιλέγει να ανοίξει τη βιογραφία του
Πλωτίνου αναφερόμενος στην ιδιαίτερη σχέση που είχε αυτός με το σώμα
(του). Βλ. και τις αναφορές που κάναμε παραπάνω.
452 Έμφανης η πλατωνική επιρροή (και) στο σημείο αυτό. Παραπέμπουμε,
Πλωτίνου. Καταρχάς, πρόκειται για ένα φιλόσοφο που δεν επιζητεί το υλικό
του τέλος, με την έννοια του φυσικού χαμού, αλλά την υπέρβαση της
ενθαδικής του συνθήκης. Πέρα από την καταδίκη της αυτοχειρίας, στην οποία
αναφερθήκαμε παραπάνω, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Πλωτίνος δεν
απορρίπτει την ύλη, αλλά τη θεωρεί αδιάσπαστο τμήμα του κοσμολογικού του
μοντέλου. Εντός του τελευταίου ισχυρή θέση κατέχει ο άνθρωπος, που, με το
155
ΙΙΙ
να έχει ψυχή, δύναται να βρει διέξοδο προς ένα αλλού. Κανένα από αυτά τα
στοιχεία δεν θα μπορούσε να σταθεί ως χαρακτηριστικό ενός μηδενιστή, ενός
αρνητή της ενθαδικότητας.
156
ΙΙΙ
454 Κατά τη διάρκεια της ζωής του, το ον προβαίνει σε πράξεις ανάλογες της
ποιότητας της ψυχής του, δηλαδή της εσωτερικής του προδιάθεσης, έχοντας
και τη δυνατότητα να προσαρμόσει, κατά περίσταση, τις επιλογές του. Βλ.,
ενδεικτικά, VI.8.2 και VΙ.8.14.
455
Για την κάθαρση, βλ. III.6.5 και για τη σχέση της με την αρετή, βλ. Ι.2.
456 Οι δύο όροι χρησιμοποιούνται κάπως καταχρηστικά εδώ, γι’ αυτό και τα
157
ΙΙΙ
158
ΙΙΙ
Εκτός από την πραγματεία για τον έρωτα που σχολιάσαμε σε προηγούμενη
458
υποσημείωση, βλ., σχετικά, και: VI.7, VI.9 και V.5. Επίσης: Hadot, Πλωτίνος ή η
απλότητα του βλέμματος, σ. 173-220.
159
ΙΙΙ
βλέμμα δεν αποσύρεται ούτε μια στιγμή από το όραμα, μέχρις ότου η ψυχή
σταματήσει πλέον να βλέπει και το όραμα, γιατί ψυχή και όραμα γίνονται ένα
μέσα στο Ένα. Αυτή είναι η μυστική έκσταση και αυτή είναι η ουσία της unio
mystica στον Πλωτίνο: Όραση του Θεού συνεχής και ακατάπαυστη». Βλ.,
σχετικά, και Thesleff, ‚Notes on ‚unio mystica‛ in Plotinus‛, σ. 101-114.
462
Αντωνίου, Ο Πλωτίνος θεάται το ον, σ. 99.
160
ΙΙΙ
την κάθαρση, βλ. ενδεικτικά ΙΙΙ.6.5.13, για το κάλλος Ι.6.9.7 και για την ηδονή
ΙΙΙ.5.3.9.
466
Η μόνη ένσταση του Πλωτίνου σχετικά αφορά τον έρωτα δασκάλου-
μαθητή, δηλαδή την πλατωνική παραδοχή του έρωτα. Ο Πλωτίνος δεχόταν
την ερωτική σχέση με τις γυναίκες και τη θεωρούσε μία κατώτερη μορφή του
θεϊκού έρωτος: «Όποιοι αγνοούν αυτό το αίσθημα, ας φανταστούν από τους
εδώ έρωτές τους τι πρέπει να είναι η συνάντηση με την ύπαρξη την πιο
αγαπημένη απ’ όλες τις άλλες» (VI.9.9.39). Βλ., επίσης, Hadot, Πλωτίνος ή η
απλότητα του βλέμματος, σ. 175: «μέσα στον παραμικρό έρωτα υπάρχει η
προαίσθηση του απείρου, του υπερβαίνοντος κάθε μορφή, δηλαδή του
απόλυτου Αγαθού». Για τις διαφορές του πλωτινικού έρωτα από τον
πλατωνικό, βλ. Hadot, Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος, σ. 185-197, για τη
σχέση του Πλωτίνου με τις γυναίκες, ΠΒ.15.6 και, τέλος, για την ποιότητα του
έρωτα εν γένει, VI.7.
161
ΙΙΙ
467 ΠΒ, σ. 23. Ο Πορφύριος περιγράφει ότι ο Πλωτίνος έμοιαζε να ντρέπεται για
το σώμα του. Βλ. σχετικά τη σημείωση του Καλλιγά, ό.π., σ. 85: «Ότι ο Π.
‚ντρεπόταν που βρισκόταν μέσα σε σώμα‛ αποτελεί εντύπωση του
Πορφύριου, χωρίς απαραίτητα τούτη να ανταποκρίνεται επακριβώς στην
θεωρητική τοποθέτηση του δασκάλου του». Βλ., επίσης, Hadot, Πλωτίνος ή η
απλότητα του βλέμματος, σ. 109-12.
468
ΠΒ.10.14-15.
469 ΠΒ. 23.15-18: «Γιατί τέλος και σκοπός ήταν γι’ αυτόν το να ενωθεί και να
πλησιάσει τον πάνω απ’ τα πάντα Θεό. Και, όσο εγώ ήμουν κοντά του, πέτυχε
τον σκοπό αυτόν τέσσερις φορές περίπου μέσω μιας άρρητης ενεργοποίησης».
162
ΙΙΙ
470 ΠΒ.2.26-27.
471
ΠΒ.10.35-36.
472
Ενδεικτικά: VI.7.22, VI.7.33, VI.9.9.
163
ΙΙΙ
473 Μάλιστα, ο Πλωτίνος προσβάλλεται όταν γίνεται λόγος περί του έρωτα δύο
ανδρών. Ο Πορφύριος αναφέρει ότι μια φορά του ανέθεσε να συγγράψει έναν
αντίλογο στο λόγο του Διοφάνη περί του ανδρικού έρωτα: ΠΒ.15.6-16.
474
Ο Πλωτίνος βασίστηκε σε πολλά σημεία της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Ιδιαίτερα στη θεωρία του για τον έρωτα είναι εμφανείς ορισμένες πλατωνικές
επιρροές, μολονότι εντοπίζονται και διαφορές στις δύο θεωρήσεις. Εκτός από
τον Φαίδρο, στον οποίο παραπέμψαμε ήδη, εντοπίζεται εδώ και το πλατωνικό
υμπόσιον. Ενδεικτικά: 210e-211b.
475
ΠΒ.23.4-5.
476 «Γιατί και ο έρως μια θαυματουργία είναι» (Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 61).
164
ΙΙΙ
477
Ι.6.9.30-32: «Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο αν δεν
ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ψραίο, αν δεν έχει πρώτα γίνει
ωραία η ίδια». ε σχέση με αυτό (τη φύση του ματιού και τη σχέση του με τον
ήλιο), βλ. και Corbin, El Imam oculto, σ. 147, όπου ο Corbin, εξηγώντας ότι η
πνευματική μας τύφλωση είναι υπαίτια της ανικανότητάς μας να θεαθούμε
τα όντα του φωτός, παραπέμπει στον Sohravardî, σύμφωνα με τον οποίο, «αν
δινόταν το φως σε κάποιον εκ γεννετής τυφλό και έβλεπε για πρώτη φορά τον
ήλιο, ίσως θα τον ρωτούσε: ‚γιατί δεν ήσουν πριν εκεί;‛».
478
Βλ. παραπάνω, το κείμενο του Πλωτίνου που μετέγραψε ο Ελύτης.
479 Ανοιχτά χαρτιά, σ. 153.
480
«Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα», Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, σ.
14.
165
ΙΙΙ
166
ΙΙΙ
486 Ι.6.8.24-27. Ακόμα: «Κάθε μορφή από μόνη της δεν είναι παρά αυτό που
είναι. Αλλά γίνεται ποθητή αφ’ ης στιγμής το Αγαθό την χρωματίζει με το
φως του προσφέροντάς της τη χάρη του και εμπνέοντας τον έρωτα σ’ αυτούς
που τον ποθούν» (VI.7.22.5-8 – χρησιμοποιούμε τη μετάφραση της ελληνικής
έκδοσης του βιβλίου του Hadot) και «Όσα λέμε και όσα γράφουμε μας οδηγούν
προς το Εν» (VI.9.4.13-4 – η μετάφραση είναι του Βελισσαρόπουλου).
487 Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 28. Σο απόσπασμα έχει ως εξής: «Και καλό και
κακό γίνεται να ’ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν γίνει. Ας γίνει. Σα
πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδήλατο για τρεις. Ή τρεις για τον
Βορρά του ανέγγιχτου». Φαρακτηριστικό μιας πλωτινικής κατεύθυνσης είναι
ένα ακόμα ελύτειο απόσπασμα: «Με την προϋπόθεση ότι και οι έννοιες έχουν
τη δική τους ύλη θα ’ταν επίτευγμα μέγα να φτάσει κανείς ως το Αγαθόν και
να επιτύχει τη διάσπαση του ατόμου του» (Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 13).
167
IV
168
IV
169
IV
170
IV
Φάρη στη σχέση της με την ποιότητα του ήλιου –κατά μία έννοια, στην
490
171
IV
491
Βλ. και Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 176: «Ο αληθινός ποιητής <κ>άνει ορατό
το αόρατο, αισθητό το νοούμενο, πραγματικό το μη-πραγματικό.»
172
IV
492
Δοκιμιακά πάλι, αλλά με μια σαφή ποιητική διάθεση, σχολιάζεται από τον
Ελύτη η ένωση των αντιθέτων και στο εξής: «Σα παραδοσιακά αντίθετα,
λεμόνι και ζάχαρη, όπως εδώ και αιώνες βρίσκουμε να συμβιούν ειρηνικά στο
βυθό ενός κυπέλλου με καυτό τσάι» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 450).
493
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 447.
494
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 343.
173
IV
495
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 182-3.
496 Ελληνική απόδοση του όρου imaginal. Βλ., σχετικά, στο δεύτερο κεφάλαιο.
497
Corbin, Spiritual body, σ. xxvii.
498
Corbin, Creative imagination, σ. 3.
174
IV
503
Θεϊκού με την έννοια του υψηλού –του υπερβατικού ως προς την ανθρώπινη
συνθήκη. Ο όρος δεν πρέπει να μας παραπέμπει εδώ σε ένα καθολικά
αναγνωρίσιμο θεϊκό, αλλά σε μία προσωπική διάσταση της θεϊκής ποιότητας.
504
Corbin, Creative imagination, σ. 139.
175
IV
505
Corbin, Creative imagination, σ. 93.
506
Corbin, Creative imagination, σ. 145.
507 Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 477.
φαντασία. Βλ. Corbin, Creative imagination, σ. 194, όπου ο Corbin εξηγεί πως η
υπό εξέταση φαντασία, απογυμνωμένη από τη διάφανη λειτουργία της, δεν
μπορεί να παραγάγει παρά το μη πραγματικό, παραλληλίζοντας, μάλιστα, το
ενδεχόμενο αυτό με το δημιουργηθέν από το τίποτα ον, που είναι
απομονωμένο από το δημιουργό του.
510
Corbin, Creative imagination, σ. 209.
511
Corbin, Spiritual body, σ. 12.
176
IV
177
IV
516 Ο Corbin σε (τουλάχιστον ένα) κείμενό του για τον κόσμο του φαντασικού
αναφέρεται στην οραματική φαντασία ως «(ανεξαρτητοποιήσιμη) από το
φυσικό οργανισμό και συνεπώς ικανή να επιβιώνει μετά τον αφανισμό του
τελευταίου» (Corbin, Swedenborg, σ. 15).
517 Για λεπτομέρειες σχετικά βλ.: Corbin, Swedenborg, σ. 15-6. Η ζωή της
519
Βλ. και Corbin, Creative imagination, σ. 189 : «Ένας διαμεσολαβητής, ένας
μεσάζων: αυτή είναι η ουσιαστική λειτουργία της ενεργητικής φαντασίας. Ο
μεσολαβητής ανάμεσα στον κόσμο του Μυστηρίου και στον κόσμο της
ορατότητας μπορεί μόνο να είναι η φαντασία, αφού το επίπεδο του είναι και
το επίπεδο της συνείδησης που αυτό ορίζει είναι αυτό στο οποίο τα μη
σωματικά όντα του κόσμου του Μυστηρίου ‚αποκτούν σώμα‛ (που ακόμα δε
178
IV
σημαίνει ένα υλικό, φυσικό σώμα), και στο οποίο, αντίστοιχα, τα φυσικά
αισθητά πράγματα πνευματικοποιούνται ή ‚απο-υλοποιούνται‛».
520 Corbin, Creative imagination, σ.14.
521
Corbin, Creative imagination, σ. 156.
522
Corbin, Creative imagination, σ. 226, όπου υποστηρίζεται ότι
νομιμοποιούμαστε να κάνουμε λόγο για την παράλληλη προβολή ενός όντος
στο εδώ και σε ένα αλλού, μέσω μιας αισθητής και μιας πνευματικής μορφής,
αντίστοιχα. Ενδεικτικά: «Ένα και το αυτό ον μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα σε
εξ ολοκλήρου διαφορετικά επίπεδα».
523
Corbin, Spiritual body, σ. 78: «(<) το σχήμα, οι διαστάσεις και η έκταση αυτού
του άλλου κόσμου δεν είναι ταυτόσημα με αυτά που συλλαμβάνουμε στον
κόσμο των αισθητών σωμάτων, μολονότι ό,τι υπάρχει στον αισθητό κόσμο
έχει την αναλογία του εκεί». Αναφερόμενοι στο επίπεδο του φαντασικού,
κάνουμε λόγο, παραδείγματος χάρη, για έκταση, δεν είναι όμως ίδια, αλλά
ανάλογη της έκτασης, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο της ενθαδικότητας.
179
IV
527
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 454.
528
Σο ζήτημα έχει ήδη σχολιαστεί και στο πλαίσιο των δύο πρώτων ενοτήτων.
180
IV
«Είναι μια αρχή (ενν. της διαφάνειας) που βασίζεται στο φως και στη θάλασσα
της Μεσογείου (<). Η αρχή αυτή αφορά την αναλογία που, πιστεύω, υπάρχει
ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και στα φαινόμενα του πνεύματος. Και που
επιτρέπει να διακρίνει κανείς, μεσ’ απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο
επίπεδο ενός δημιουργημένου αποτελέσματος, τους παράγοντες εκείνους –
κάποτε και αντιφατικούς- που έχουν συμπέσει επί το αυτό, ώστε να
δημιουργηθεί το αποτέλεσμα και ν’ αποκτήσει την οριστική του μορφή»
(Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 303). Για τη διαφάνεια, βλ. ακόμα: «Η ασηψία του ήλιου,
που ‚υλικά‛ την αισθανόμαστε και μες στον ασβέστη, όπως τον
χρησιμοποιούν οι γυναίκες των νησιών όταν χρίζουν τα σπίτια τους, είναι
άλλος ένας τρόπος ν’ αντιληφθεί κανείς την ανταπόκριση που υπάρχει
ανάμεσα στο ‚φυσικό‛ και στο ‚νοητό‛, ανάμεσα στο σώμα του ανθρώπου και
στις άπειρες προεκτάσεις του. Αντιποίηση στο Σερατώδες, από το ένα μέρος.
Και από το άλλο: Υύση με ανθρώπινη προσωπικότητα» (Ελύτης, Ανοιχτά
χαρτιά, σ. 453). «Πρόκειται για τη βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών
που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα, και
διαμορφώνει, κάτω από την κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια,
ένα πιο στερεό έδαφος, για να πατήσει το πόδι μου – παραλίγο να πω η ψυχή
μου.
»Μέσα σ’ ένα τέτοιο πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν
είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών
και υδάτων· είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη» (Ελύτης,
181
IV
182
IV
διαφάνεια εννοώ πάντοτε- από κει ψηλά και να την εφαρμόσουμε στα
αισθήματά μας, στις αισθήσεις μας, στις ιδέες μας· να βλέπουμε, άσχετα,
κάποτε κι εναντίον του κατασκευασμένου μας υπερεγώ, μεσ’ απ’ το πρώτο και
το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, ποιοι πραγματικά είμαστε, και κατ’
ακολουθίαν ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε. Πώς όμως να γίνει;», «Να γιατί
μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που
μεσ’ από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθά να σταθούμε όρθιοι πάνω σ’
αυτή τη γη» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 118 και 347, αντίστοιχα). Η διαφάνεια,
άλλοτε, απαντά στον Ελύτη και ως διαύγεια: «Σο Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν
απέκτησε ποτέ. Είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο
ουσιώδες. Σο παν για ό,τι πιθανόν το ακατάληπτο αντιπροσωπεύει – είναι η
διαύγεια: η δυνατότητα να βλέπεις μεσ’ απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το
τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιας και μόνης πραγματικότητας το
μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους
σημασιολογίας» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 23). Βλ. και πιο πάνω, σημ. 531.
534 Corbin, Spiritual body, σ. 127.
535
Βλ. την επεξήγηση του ίδιου του Corbin στο Spiritual body, σ. 128: «Είναι ένας
κόσμος στον οποίο υπάρχει η ολότητα των μορφών και των σχημάτων
(φιγούρες), διαστάσεων και σωμάτων, με ό,τι συνεπάγονται: κινήσεις, στάση,
θέσεις και άλλα (<)».
183
IV
536
Βλ. και White, Plato on knowledge and reality, σ. 89-115.
537Για την ακρίβεια, πρόκειται για όψεις της φιλοσοφίας του Henry Corbin που
δομήθηκαν έχοντας ως βάση τις θεωρίες του Sohravardi και του Shîrâzî. Βλ.,
σχετικά, Corbin, Spiritual body, σ. 127-131. Ενδεικτικά: «(<) το ατελές, τυχαίο
φως του ήλιου του αισθητού κόσμου είναι η εικόνα του τέλειου, ουσιώδους
φωτός που είναι ο ήλιος του Νοητού κόσμου, το Υως των Υώτων» (σ. 129).
538 Και, κατά μία έννοια, «μέσα» στην εικόνα. Πραγματικότητα ανάλογη
εκείνης της επιφάνειας του καθρέφτη και της εικόνας που αυτή προβάλλει:
Corbin, Spiritual body, σ. 128. Βλ. και Corbin, Voyage, σ. 134: «Η θεωρία της
οραματικής γνώσης κι εμπειρίας είναι τμήμα ενός μυστικού κατοπτρισμού ή
επιστήμης των καθρεφτών».
184
IV
539
Corbin, Spiritual body, σ. 128.
540 Βλ. και στη δεύτερη ενότητα.
541 Από την άποψη ότι παραπέμπει στην πλατωνική θεωρία των ιδεών, στην
ταυτόχρονη ύπαρξη δύο παράλληλων κόσμων: του ιδεατού και του αισθητού,
στους οποίους αναφερόμαστε και λίγο παραπάνω.
542 Corbin, Spiritual body, σ. 129.
543 Πιο πάνω έγινε λόγος τόσο για τη θεωρία του Ελύτη για τα ανάλογα (ή
ισόποσα), όσο και για την ελύτεια αντιμετώπιση του θανάτου, από όπου
προκύπτει και η σύνδεση του φωτός με το θάνατο.
544
Οι όροι εξηγούνται αμέσως παρακάτω.
545
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 37. Αναφορά στο μετεωρισμό έχουμε και στη σ. 260-1,
καθώς επίσης και στο Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ. 200, όπου ο Ελύτης εξηγεί
ότι ο αέρας είναι ένα σημαντικό στοιχείο στην τέχνη του, χάρη στη σχέση του
με το μετεωρισμό, που αφορά στην τάση προς το υψηλό. Η ελύτεια θεωρία
περί μετεωρισμού θα μπορούσε να συναρτηθεί και με ορισμένες όψεις της
πλατωνικής ανάπτυξης περί ψυχής: «(<) ο πλατωνικός λόγος, ως εσωτερικό
βλέμμα, δείχνει έντονα την κινητικότητά του, καθώς στρέφεται προς την
απεικονίσιμη φτερωτή ψυχή, παρακολουθώντας την να μετεωροπορεί (246c),
δηλαδή να περιδιαβαίνει τον ουρανό, υποκείμενη σε μορφικές μεταβολές (<),
που προσδιορίζουν ανάλογα τη θνητότητα ή την αθανασία του φορέα της.
Επιβεβαιώνεται η –κατά ένα τρόπο- φυσική ικανότητα αυτής καθεαυτής της
185
IV
186
IV
548 το εξής προτείνεται μια ορισμένη ανάγνωση του ποιήματος, δίχως να
υιοθετείται ο ρόλος του υπομνηματογράφου. χετικά, παραπέμπουμε και
στον Vitti: Για τον Ο.Ε., σ. 62-3.
549
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 343.
550 «Έφυγαν βαυκαλισμένες όπως βάρκες Ενετών από/ βιόλα ντ’ αμόρε οι
μέρες μου».
551 «(<) (ω παιδάκια/ Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο/
σηκώσατε και αντάμα πήγατε στο φούντο αλλ’ ευ-/ γένεια πήρε το χαμόγελό
σας από του πράσινου τη/ μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)».
187
IV
552
Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος, σ. 23.
Η αναφορά «βαρύ χρόνο σηκώσατε» αποτελεί μια θαυμάσια εισαγωγή στο
553
188
IV
554 Ας έχουμε υπόψιν και την επισήμανση του δημιουργού: «το νερό, κάλλιστα
μπορεί να είναι το αγαπημένο μου στοιχείο» (Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ.
200).
555 ύμφωνα με τους Κεφαλίδη – Παπάζογλου έως το 1982 (για την εν λόγω
189
IV
Για μία εκτενή αναφορά στο σχήμα του υπερβατού, με έμφαση στη συλλογή
556
του Ελύτη Δυτικά της Λύπης, από όπου παρατίθεται και μία σειρά
παραδειγμάτων, βλ. Κόκορης, «Δυτικά της λύπης: απόκλιση και κορύφωση»,
στο Ποιητικός ρυθμός. Παρατίθεται ενδεικτικά: «*το υπερβατό+ Ενδυναμώνει
τη σημασιολογική πυκνότητα και τη συναισθηματική ένταση του στίχου και
σημαδεύει ανεξίτηλα τη δομή της ποιητικής εικόνας, προικίζοντάς τη με
δραματικότητα, υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής ήχων, σημασιολογικών
φορτίων, οπτικών παραπομπών και συνδηλώσεων» (σ. 223).
190
IV
557
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 136. Σο απόσπασμα κλείνει με το ρητό: «και χωρίς
αυτήν, ποίηση δεν υπάρχει», δηλωτικό της σχέσης μεταξύ της φαντασίας, του
όντος, και της ποίησης. Μάλιστα, οι σειρές που προηγούνται του
αποσπάσματος που παραθέσαμε εδώ επισημαίνουν κάτι άλλο πολύ
σημαντικό: τη σύνδεση φαντασία-ποιητής-όραμα: «Και μείναμε, συνεχίζοντας
με τη φαντασία μας πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους το όραμα».
191
IV
558
Αναφορά στο στίχο «Αύγουστε μήνα και Θεέ» (Ελύτης, Σα ρω του έρωτα, σ.
54). Σο «Θεέ» μπορεί βεβαίως να εκληφθεί, εκτός από χαρακτηρισμός του
Αυγούστου, επίκληση στο Θεό, χάρη στην παρατακτική σύνδεση που μπορεί
να δηλώνεται από το «και». Αφενός η πρώτη ερμηνεία θεωρείται εμφανώς
πιθανότερη. Αφετέτου, ακόμα και στη δεύτερη περίπτωση η σύνδεση του
συγκεκριμένου μήνα με το θεϊκό στοιχείο κάθε άλλο παρά μηδενίζεται.
192
IV
559
Βλ., για παράδειγμα, τους στίχους: «ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα»
(Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, σ. 22), «Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες»
(Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 48), «τήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά» (Ελύτης, Ο
ήλιος ο ηλιάτορας, σ. 22), «Ανάμεσα ύρο και Σζιά/ μικρή φυτρώνει νεραντζιά»
(Ελύτης, Σα ρω του έρωτα, σ. 23). Εξαιρετικά κατατοπιστικό είναι και το εξής:
«Η θάλασσα είναι για μας (ενν. τους Έλληνες) κάτι πολύ οικείο και διόλου
άγριο· μοιάζει με μια δεύτερη γη που πρέπει να καλλιεργηθεί. Θα
παρατηρήσετε ίσως ότι στην ποίησή μου έχω συχνά αναφερθεί στη θάλασσα
σα σε κήπο. Σο κάνω γιατί η θάλασσα είναι κάτι τόσο οικείο όπως ένας κήπος,
και μας συντροφεύει όπου κι αν πηγαίνουμε» (Ελύτης, Εκλογή 1935-1977, σ.
192).
193
IV
560
Οι όροι στροφή και παράγραφος χρησιμοποιούνται εναλλακτικά εδώ.
194
IV
561
«(<) στην γέμιση την πλήρη».
195
IV
562
Βλ. και το σχόλιο του Carson: «Η ομορφιά των κοριτσιών δεν είναι μόνον
ένας υπαινιγμός στην αιώνια Ομορφιά, είναι η ίδια η Ομορφιά» (Carson, 49
σχόλια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 87). χετικά με αυτό είναι και τα
λόγια του ίδιου του Ελύτη: «Ένα κορίτσι ή πολλά κορίτσια< Να εξηγούμαστε:
δεν πρόκειται για το μέρος της τρέχουσας ομορφιάς, που τα ίδια φιλοδοξούν,
και κολακεύονται, πιστεύω, να έχουν· πρόκειται για το άλλο, το άγνωστο
εκείνο μέρος, που τα μεταβάλλει σε όργανα ενορχήστρωσης μιας πανγήινης
μουσικής, που τα κάνει σημεία συνάντησης πολλών αντίξοων γοητειών, που
τα μετατρέπει σε τόπους όπου η ανθρώπινη παρουσία βρίσκει την ευκαιρία να
εκφράσει όλη της την τρυφερότητα, να συμπονέσει ακόμη και το
παραμικρότερο πραγματάκι, ως τη φοβερή της σκληρότητα να προχωρεί
ολοένα μπροστά, νέα πάντοτε και δυνατή, αφομοιώνοντας μες στο αίμα της το
θάνατο» (Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 167). Φαρακτηριστικό είναι και το
(σχετικό με όσα προηγήθηκαν) απόσπασμα του Henry Corbin: «Η ομορφιά
είναι η υπέρτατη θεοφάνεια, αλλά αποκαλύπτεται ως τέτοια μόνο σε μια
αγάπη που τη μεταμορφώνει. Η μυστικ(ιστικ)ή αγάπη είναι η θρησκεία της
ομορφιάς, γιατί η ομορφιά είναι το μυστικό των θεοφανειών κι επειδή ως
τέτοια είναι η δύναμη που μεταμορφώνει» (Corbin, Creative imagination, σ. 98).
Σέλος, βλ. και το ακόλουθο απόσπασμα που αποδίδει ο Corbin στον ιρανό
φιλόσοφο Rûsbehân Baqlî de Shîrâz: «η ομορφιά δεν μπορεί να είναι κρυμμένη
στη μοναξιά· επιθυμία της είναι η ένωσή της με την αγάπη. Προαιώνια, η
ομορφιά και η αγάπη αντάλλαξαν όρκους να μη χωριστούν ποτέ» (Corbin, El
Imam oculto, σ. 96).
563
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 345.
196
IV
564
Ελύτης, Σρία ποιήματα, σ. 27: «ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός».
565
Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 70.
566
Για την πλατωνική περιγραφή της ψυχής, βλ. Πλάτων, Φαίδρος, σ. 249-55
(245c-246d). Πλατωνικά, η ψυχή αποδίδεται ως ένα άρμα με δύο άλογα και
έναν ηνίοχο, εικόνα που συμβολίζει την αντιθετική τάση της (προς τον κόσμο
των ιδεών και προς τον αισθητό): «την παλινωδία, η λογική δραματοποίησης
της αυτοκίνησης της ερωτευμένης ψυχής ενεργοποιεί την εσωτερικότητα του
έρωτα, εφόσον η σχέση του αισθησιασμού με την ορμή για την υπερβατική
ομορφιά αποδίδεται στη μεταφυσική ανάμνηση του ωραίου. Ο αγώνας
ανάμεσα στα μέρη της ψυχής (το λογιστικόν και το θυμοειδές εναντίον του
επιθυμητικού) για την επίτευξη της οντολογικής ανοδικότητας μορφοποιείται
(η ψυχή ομοιάζει με ένα ζεύγος φτερωτών αλόγων (το άγριο αισθησιακό και το
αγαθό βουλητικό), που ηνιοχείται -από τον νου), συνδέεται με τη
διαβαθμισμένη δυνατότητα να ελέγχεται η αισθησιακή έλξη από τη μανία για
το ιδεατό κάλλος και παρακολουθείται σε όλα τα επίπεδα έκφρασης του
προσωπικού έρωτα – από τον πόθο της μη ενσώματης ψυχής για τη θέαση του
ωραίου, ως την ερωτική σχέση στον αισθητό κόσμο» (Δόικος, Φαίδρος, σ. 13).
Βλ., επίσης, σ. 27-37, από όπου παραθέτουμε ενδεικτικά: «το επίπεδο της μη
υλικής ζωής της, η ψυχή, ζώντας υπό μια συνθήκη θεϊκότητας, διέπεται από
την αντίθεση δύο τάσεων (<), της ανοδικής (το ελαφρύ –οντολογικά- στοιχείο)
και της καθοδικής (το βαρύ στοιχείο). Η πρώτη δύναμη, παραγόμενη από μια
σύμπνοια μεταξύ του λόγου-νου (του ηνιόχου) και του θυμικού-βουλητικού
(του αγαθού αλόγου), δημιουργεί και ενισχύει την επιθυμία της ψυχής να
επικοινωνήσει με αυτό καθεαυτό το θεϊκό, να εγερθεί στην υπερουράνια
περιοχή, να θεαθεί εκεί την ιδεατή πραγματικότητα και, έτσι, κινούμενη στο
οντολογικά υψηλό περιβάλλον και αναπτύσσοντας διαρκώς την ικανότητά
της να ανέρχεται (την πτερωτή της φύση), να ασκεί το διευθυντικό ρόλο που
αναλογεί στην αθάνατη διάσταση της ατομικότητάς της» (σ. 27). ε κάθε
περίπτωση, ο Ελύτης αναφέρεται σε δύο ηνιόχους και, ίσως, σε ένα άλογο.
Σούτο δεν αποκλείει, βέβαια, το ενδεχόμενο μιας πλατωνικής αναφοράς: ο
ποιητής μνημονεύει τακτικά τον Πλάτωνα τόσο στο ποιητικό όσο και στο
δοκιμιακό του έργο, και η εικόνα του άρματος συνειρμικά οδηγεί εύκολα τον
197
IV
σ. 29: «το άρμα του προς την αιωνιότητα (ενν. του Ελύτη) δεν είναι ζεμένα τα
δύο ανόμοια άλογα του ωκράτη, αλλά μόνο το ένα, το προορισμένο να
οδηγήσει τον ποιητή ως τη θεϊκή ουσία». Πρόκειται για σαφή αναφορά στον
πλατωνικό Φαίδρο, όπου αναπτύσσεται, διά στόματος του ωκράτη, η θεωρία
για την ψυχή, μέσα από την παρομοίωση της τελευταίας με ένα άρμα που
οδηγείται από έναν ηνίοχο και δύο άλογα. Εν προκειμένω, βέβαια, ο μελετητής
θεωρεί πως, στην περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη, το ανυπότακτο άλογο, που
συμβολίζει το επιθυμητικό, αποδυναμώνεται από την ισχύ του θυμοειδούς και
την έντονη τάση του τελευταίου για ένωση με το Θεό. Ο Carson συνδέει
τακτικά τον Ελύτη με τον Πλάτωνα· δείγματος χάριν: «Ο Ελύτης γράφει για
παράδεισο – αλλά για έναν Παράδεισο που έχει και μια διάσταση ηθική (κάτι
που δεν καταργεί τη φυσική του υπόσταση) μια πλατωνική αναγωγή στην
ιδέα των αισθήσεων» (σ. 21).
198
IV
199
V
ΠΑΡΑΛΛΑΟΝΣΑ ΣΟ ΠΟΙΗΣΙΚΟ
τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη Έξη και μία τύψεις για
τον ουρανό, το ποίημα «Ο ύπνος των γενναίων» ακολουθείται
από την παραλλαγή του, δηλαδή από ένα όμοιο στην ουσία του
ποίημα που τιτλοφορείται «Ο ύπνος των γενναίων /
Παραλλαγή». Η τακτική αυτή ξενίζει, ενδεχομένως, τον
αναγνώστη, ο οποίος μετά την ανάγνωση του πρώτου
ποιήματος, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δεύτερο, που όχι
μόνο φέρει τον ίδιο τίτλο, αλλά, επιπλέον, στο μεγαλύτερο
μέρος του είναι πανομοιότυπο με το πρώτο. Πράγματι, ο
Ελύτης τη δεύτερη φορά μας δίνει το «ίδιο» έργο, επιλέγοντας
όμως να το «κλείσει» διαφορετικά. Έτσι, στην παραλλαγή, οι
δύο τελευταίες περίοδοι του «Ο ύπνος των γενναίων»
αντικαθίστανται από τέσσερις καινούργιες, με αποτέλεσμα το
σύνολο του ποιήματος να αλλάζει και το μέγεθός του να
διαφοροποιείται· ο ποιητής, φαίνεται, δε θέλησε να επιλέξει το
ένα κλείσιμο σε βάρος του άλλου και έτσι παρέδωσε και τα δύο
στον αναγνώστη.
Σούτη η τακτική της παραλλαγής χρησιμοποιείται άλλη
μία φορά από τον Ελύτη: στη συλλογή Σο φωτόδεντρο και η
δέκατη τέταρτη ομορφιά, όπου το ποίημα «Σα δύο του κόσμου»
δίδεται δύο φορές. Και σε αυτή την περίπτωση η παραλλαγή
είναι εκτενέστερη του πρωτοτύπου. Ο δημιουργός επανα-
επεξεργάζεται το θέμα του, διατηρώντας στοιχεία της
έμπνευσής του, πλαισιώνοντάς τα όμως με νέα δεδομένα που
200
V
προωθούν τελικά ένα δεύτερο ποιητικό σώμα, όμοιο στα σημεία
με το πρώτο, πλην όμως διαφορετικό στην ουσία του.
Αν η έκπληξη του αναγνώστη της παραλλαγής του «Ο
ύπνος των γενναίων» οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το
μεγαλύτερο μέρος της είναι πανομοιότυπο με το πρωτότυπο
ποίημα, η συνθήκη του «Σα δύο του κόσμου» είναι διαφορετική.
Και εδώ, το δεύτερο ποίημα εκκινεί όπως και το πρώτο,
γρήγορα όμως διαφοροποιείται δραστικά, αφού μετά τις τρεις
εναρκτήριες στροφές/παραγράφους το έργο είναι διαφορετικό.
ε αυτή την περίπτωση φαίνεται, μέσα από την παραλλαγή, ο
ποιητής επιχειρεί να μας δώσει την αίσθηση κάποιων επιπλέον
όψεων του θέματός του.
Όπως είπαμε, το άνοιγμα των δύο ποιημάτων είναι
κοινό. Σο βράδυ παραμένει μυστηριώδες (βράδυ αράχνης), η
απελπισία είναι παρούσα, η αίσθηση της γαζίας υπαρκτή, το
κορίτσι και οι αρχάγγελοι έχουν την ίδια ακριβώς θέση. Και
στην παραλλαγή η τρίτη παράγραφος κλείνει με την αναφορά
στη σελήνη, εδώ όμως ακολουθείται από μία εντελώς
διαφορετική συνέχεια. Αλλ’ εκείνη ξέρει, γράφει ο Ελύτης,
αψηφώντας το θαυμαστικό που διαχωρίζει τις δύο περιόδους572,
αναφερόμενος σε μια προσωποποιημένη, ιδιαίτερη σελήνη, σε
μία μη κατονομαζόμενη θηλυκή ύπαρξη ή ακόμα και στη
γυναίκα-σελήνη, όπως υπαγορεύεται από τη χρήση του όρου
γυναικωνίτης αμέσως μετά. Η σελήνη, πάντως, είτε ως ουράνιο
σώμα, είτε ως γυναίκα του ουρανού, δεν προσωποποιείται
απλώς, αλλά εμφανίζεται να ξέρει, να κατέχει τη γνωσιακή
δύναμη που την καθιστά ένα ισχυρό αισθητικό σώμα του
ποιήματος.
Σούτο το αλλ’ εκείνη ξέρει μένει μετέωρο ανάμεσα στο
σημείο στίξης που προηγείται και στο κεφαλαίο γράμμα του
συνδέσμου που έπεται. Διαχωρίζεται όμως και από τα δύο με
τυπογραφικά κενά. Ο γυναικωνίτης παραπέμπει σε χώρο
εκκλησιαστικό ή παραδείσιο, σύμφωνα και με τον
προσδιορισμό τ’ ουρανού573. Σο θλιμμένο χαμόγελο (χαμογελά
θλιμμένη) εντάσσεται στα οξύμωρα, στα αντιθετικά ζεύγη του
572 «(<)/ δρόμο της ελήνης!/ ΚΕΝΟ/ Αλλ’ εκείνη ξέρει Και από τον
γυναικωνίτη (<)».
573
«Και από τον γυναικωνίτη τ’ ου-/ ρανού».
201
V
ποιήματος και η γλάστρα (με μια γλάστρα δίπλα της/ βασιλικό)
ανήκει στις αναφορές στη φύση, ενώ η αλήθεια που απομένει
(κάτι ακόμη αλη-/ θινό μας απομένει) δεν είναι παρά η ελπίδα
που διαφαίνεται μέσα στη θλίψη.
την παραλλαγή, πάντως, η ενασχόληση με τη σελήνη
είναι αμεσότερη αφού γεννά και ποιητικές εικόνες (όπως αυτή
του γυναικωνίτη) που, μολονότι διακατέχονται από το στοιχείο
του αφηρημένου, μορφοποιούν όψεις του ποιητικού
αντικειμένου – εν προκειμένω της σελήνης. Σο χαμόγελο της
τελευταίας αποτελεί και το συνδετικό κρίκο αυτής της
παραγράφου με το πρώτο ποίημα: σε εκείνο ήταν τα παιδιά το
υποκείμενο που χαμογελούσε. Όσον αφορά στον (βασικό, αν
μη τι άλλο) όρο αληθινό: πρόκειται για τη συνδήλωση του
ζητουμένου της αλήθειας. Ο Ελύτης αναζητά, μέσα από το
θεϊκό και το υψηλό, το αληθινό. Δε διστάζει, μάλιστα, να
παραδεχτεί την απώλεια ενός μέρους της αλήθειας, γράφοντας
κάτι ακόμα αληθινό μας απομένει.
Σο εκκλησιαστικό σημαινόμενο του γυναικωνίτη
ενισχύεται από την αναφορά στο Ευαγγέλιο, το οποίο περνά,
δροσίζοντας και διαφανοποιώντας574, αναλαμβάνοντας,
δηλαδή, μία εξωτερική και μία εσωτερική λειτουργία, εκ των
οποίων η πρώτη αφορά την αίσθηση και η δεύτερη επηρεάζει
κάθε πτυχή του ποιητικού γίγνεσθαι, με το να αποτελεί δείκτη
αυξημένης βαρύτητας στο ελύτειο σύμπαν. Η διαφάνεια,
ελύτεια, σημαίνει ένα υψηλό οντολογικό επίπεδο· παράλληλα,
η δροσιά αποτελεί ένα σύνδεσμο με το πρωτότυπο ποίημα, στο
οποίο συναντήσαμε τη δροσιά μυριστική. Σο ίσως και το
πιθανόν, πάντως, αποτελούν έναν πλεονασμό στοιχείων
αβεβαιότητας, που έρχεται σε αντιδιαστολή προς την άμεση
δήλωση ναι στο άνοιγμα της παραγράφου. Πρόκειται για ένα
ακόμα παράξενο ζεύγος (ναι/ίσως, πιθανόν), ανάλογο της
άθραυστης τζαμαρίας που ακολουθεί με αφορμή την
περηφάνεια. Η τελευταία, δεδηλωμένα, δε σπάει, αν και
συνδέεται με τη τζαμαρία στη θάλασσα που, υπερβαίνοντας το
άθραυστο, σχετίζεται με το σπάσιμο και με τον αφρό575, που
σπάσιμο κι ο/ αφρός».
202
V
είναι μάλλον των κυμάτων. Οι αντιθέσεις ολοκληρώνονται με
το πολύ ελύτειο για τους πολλούς που ’ναι ο κανένας.
Με μία πολύ έντονη επανάληψη, σχεδόν παιδικής
επιμονής, μέσα από έναν ιδιαίτερο διασκελισμό576, ο Ελύτης
εκφράζει τη δυσκολία της ζωής, ορισμένα στοιχεία
ματαιότητας και απόγνωσης, με ρητορικά ερωτήματα που
υποδηλώνουν μοναξιά και διστακτικότητα, και αναφέρεται
άμεσα στον κόσμο της ψυχής - παραπέμποντας τον αναγνώστη
στον Πλάτωνα- και στο διαχωρισμό μεταξύ του σώματος και
της ψυχής. Να είναι αυτός το ένα από τα δύο του κόσμου, ο
κόσμος της ψυχής; Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε.
Άλλωστε ο Ελύτης ήταν εξοικειωμένος με τις πλατωνικές
θεωρίες577. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρωτότυπο ποίημα η εικόνα
του άρματος με τους δύο αρχαγγέλους μας παρέπεμψε και
πάλι στον Πλάτωνα578. Έτσι, το ενδεχόμενο πλατωνικό υπο-
νοούμενο αποτελεί και μία σύνδεση μεταξύ των δύο
ποιημάτων.
Σα δύο του κόσμου εντοπίζονται και στο, επίσης
ιδιαίτερα ελύτειο, αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το
αίμα, που ακολουθεί. Πρόκειται για έναν από τους τέσσερις
συντομότερους στίχους (της παραλλαγής) του ποιήματος. Οι
άλλοι τρεις είναι οι εξής: μεσ’ στην δέκατη τέταρτη ομορφιά,
εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε, ολόσωμοι πάνω στο φως και
μαύροι έως θανάτου. Φωρίζονται όλοι μεταξύ τους από την
παρεμβολή δύο παραγράφων μεγέθους δύο έως τεσσάρων
στίχων και, σύμφωνα με μία ορισμένη ανάγνωση, δίδουν ένα
τετράστιχο που μπορεί να αποτελέσει και μία δεύτερη
παραλλαγή, πολύ σύντομη βεβαίως, του ποιήματος «Σα δύο
του κόσμου» -επιγραμματικού χαρακτήρα αυτή τη φορά579:
576
«(<) Σόσο/ δύσκολο μα τόσο/ ΚΕΝΟ/ Δύσκολο να ζήσεις (<)»: ποια είναι η
αιτία που υπαγορεύει αυτό το ιδιαίτερο κενό ανάμεσα στο «τόσο» και το
«δυσκολο», αν όχι η στοχαστική αμεσότητα του ποιητικού συναισθήματος –και
το στίγμα του ποιητή; Ο τελευταίος δημιουργεί μία αναμφισβήτητη ένταση με
αυτό το διασκελισμό και διατηρεί το σύντομο των παραγράφων του.
Παράλληλα, φορτίζει δύο (όχι μόνο μία) παραφράφους με τον όρο «δύσκολο».
577 Βλ., σχετικά, Ιακώβ, Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη, σ. 59-63.
578
Βλ., παραπάνω, στην τέταρτη ενότητα. Και στην παραλλαγή υπάρχουν
αρχάγγελοι, αλλά δεν κρατούν ηνία.
579
Για το επιγραμματικό στοιχείο στην ελύτεια ποίηση, βλ., ενδεικτικά,
Καραντώνης, Για τον Οδυσσέα Ελύτη, σ. 39-40, όπου ο κριτικός, με αφορμή
203
V
Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα/ Μέσ’ στην
δέκατη τέταρτη ομορφιά/ Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε/
Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου.
Ο πρώτος στίχος, αυτού του δυνητικού επιγραμματικού
(μέσα στο ποίημα) ποιήματος, επισημαίνει την ύπαρξη δύο
επιπέδων: στο ένα σκίζεται η ζωή, στο άλλο στάζει το αίμα.
Πρόκειται για δύο επίπεδα που συγκοινωνούν μεταξύ τους,
όπως διαφαίνεται σε αυτή τη σκληρή εικόνα της σκισμένης και
ματωμένης ζωής. Σο ρήμα σκίζεται προσδίδει έναν ελαφρώς
βίαιο χαρακτήρα στο στίχο και μία αίσθηση πόνου -ή
τουλάχιστον συμπόνοιας- στον αναγνώστη. Η ζωή μπορεί να
είναι είτε αφηρημένη, οπότε το σκίζεται είναι μάλλον
μεταφορικό, είτε αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σώμα, οπότε το
σκίσιμο παραπέμπει στην αρκετά πεζή εικόνα μιας δερματικής
πληγής, η οποία στάζει σε ένα άλλο οντολογικό επίπεδο,
επιβεβαιώνοντας αφενός την ύπαρξή του και αφετέρου την
υπερβατικότητά της.
204
V
Ο δεύτερος στίχος, που μπορεί να θεωρηθεί ότι απαντά
στην ενδεχόμενη ερώτηση «που;», είναι δυνατόν να αποτελεί
τοπικό προσδιορισμό τόσο του πρώτου όσο και του τρίτου. Σι
συμβαίνει στη δέκατη τέταρτη ομορφιά; ύμφωνα με μία
ανάγνωση, στάζει το αίμα. ύμφωνα με μία άλλη, εκεί
βρισκόμαστε εμείς και, με το να βρισκόμαστε εκεί, ακούμε αυτό
που θέλουμε. Η εν λόγω ομορφιά, που με το να είναι η δέκατη
τέταρτη παραπέμπει στον αριθμό επτά, δεν είναι απαραίτητα
τοπικός προσδιορισμός: άλλωστε είναι πολύ αφηρημένη -παρά
τον ακριβή αριθμό δεκατέσσερα- για κάτι τέτοιο. Αποτελεί,
όμως, ένα θαυμάσιο προσδιορισμό ποιότητας.
ε κάθε περίπτωση, αυτή η ιδιάζουσα ομορφιά που
καλείται δέκατη τέταρτη όχι για να διαχωριστεί από τις
δεκατρείς πρώτες, αλλά για να παραπέμψει στο επτά και να
ηχήσει ακριβώς εύ-μορφα, καλύπτοντας τις ανάγκες του
στίχου, αποτελεί σύνδεση με το πρωτότυπο ποίημα (όπως
άλλωστε και με το γενικό τίτλο της συλλογής), όπου έχουμε
αναφορά στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά (πρόκειται
για χαρακτηρισμό που υποδηλώνει το ορισμένο της φύσης της
εν λόγω ομορφιάς). Αλλά η επεξήγηση του όρου, που μειώνει
την ποιητικότητα χάριν μιας (περι)ορισμένης
πραγματικότητας, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της
ανάγνωσής μας. Η ομορφιά είναι η δέκατη τέταρτη: είναι
συγκεκριμένη, αλλά όχι περισσότερο από ό,τι επιβάλλει η
ονομασία της. Δεν ισούται με ένα καθορισμένο σώμα, είτε αυτό
είναι η σελήνη, είτε η ομορφιά του φωτόδεντρου, είτε το
παραδείσιο στίγμα, ακριβώς επειδή σύμφωνα με τον Ελύτη, δεν
ίσον τίποτε580.
Ο τρίτος είναι ένας «ανθρώπινος» στίχος: αναφέρεται
σε εμάς, τα ενθαδικά όντα, τους αναγνώστες, τους ποιητές που,
580Ο λόγος στον ποιητή: «Θυμάμαι πόσο εξοργίστηκε κάποτε ο André Breton
όταν ένας ανόητος ανθολόγος έκρινε σκόπιμο να παραθέσει στο τέλος των
ποιημάτων που είχε σταχυολογήσει, μερικά επεξηγηματικά σχόλια: «επαύριον
χρυσαλλίδας με ένδυμα χορού» ίσον «πεταλούδα». «Μαστός κρυστάλλινος»
ίσον «καράφα». «Όχι Κύριε» φώναζε «δεν ίσον τίποτε!» Κείνο που ’χε να μας
πει ο ποιητής, μας το είπε, να είσαστε βέβαιος. Και (προσθέτω εγώ) μας το είπε
παρά ένα χιλιοστό από την τρέχουσα λογική. Σόση είναι στ’ αλήθεια η
ελάχιστη απόσταση που δυσκολευόμαστε να διατρέξουμε» (Ελύτης, Εν λευκώ,
σ. 167).
205
V
σε πείσμα των γνωρισμάτων των ακουσμάτων, ακούμε αυτό
που θέλουμε, επιλέγουμε δηλαδή τι θα ακούσουμε ακριβώς,
όπως επιλέγουμε με τι θα αλληλεπιδράσουμε. ύμφωνα με
αυτά, ένα ενδεχόμενο «όχι» φτάνει στα αυτιά μας ως «ναι» ή δε
φτάνει καθόλου. Κάτι μας διαφεύγει, αλλά ηθελημένα. ε ποια
συνθήκη, όμως, πρέπει να είμαστε προκειμένου να
ενεργοποιήσουμε αυτή μας τη δυνατότητα; Ο στίχος είναι
πλαισιωμένος από περιγραφές της ακόλουθης συνθήκης:
αφενός μεσ’ στην δέκατη τέταρτη ομορφιά και αφετέρου
ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι εώς θανάτου.
Ο τελευταίος στίχος του τετράστιχου περιλαμβάνει ένα
από τα παράξενα ζεύγη του ποιήματος: φως – μαύρο ή φως –
θάνατος. Σο φως, αφενός, είναι μία προσφιλής ποιότητα στον
Ελύτη. Ο θάνατος, αφετέρου, είναι μία λήξη που δεν ταιριάζει
στο ποιητικό γίγνεσθαι. Εδώ το μαύρο και το θανατερό
εκφράζουν μία υπερβολή, όπως ακριβώς και το ολόσωμοι πάνω
στο φως, που σχηματίζει την εικόνα ενός σώματος ξαπλωμένου
πάνω στην επιφάνεια του ήλιου. Ο τελευταίος, εκτός από πηγή
του φωτός, είναι και ένα συνώνυμό του, καθώς και ένα
αντίθετο του θανάτου, με το να αποτελεί την πηγή της ζωής.
Σο εώς δηλώνει μία κλιμάκωση με τέρμα το θάνατο. Πρόκειται
για έναν εξαίρετο στίχο που, χάριν του φωτός, παραπέμπει και
στον Πλωτίνο581.
τη συνέχεια της παραλλαγής, έχουμε μία (πρώτη)
αναφορά στη χρονική λειτουργία. Ο ποιητής δηλώνει ότι το
χρονικά περασμένο δεν είναι και ουσιαστικά περασμένο (με
την έννοια του παλιού που δεν έχει αντίκρισμα στο τώρα) αλλά
κατορθώνει να επιβιώσει σε μία παροντική συνθήκη582. Όσο
παλιά κι αν είναι τα πράγματα παραμένουν στα τωρινά. Σο
κτητικό «μας» στο σημείο αυτό δηλώνει μία στενή, προσωπική
σχέση με τα πράγματα, που καταρρίπτει το ενδεχόμενο του
απρόσωπου χαρακτήρα τους. Ο όρος σταθερά, πάντως, σε
σχέση με την επιβίωση των παρελθόντων καταστάσεων στις
581 Για τον Πλωτίνο, τη σχέση του με το φως και, μέσω αυτού, με τον Ελύτη, βλ.
την τρίτη ενότητα.
582
«ταθερά τα παμπάλαια πράγματα μεσ’ στα τωρινά/ μας επιβιούν».
206
V
παροντικές, μπορεί να θεωρηθεί και ως μνεία στη νιτσεϊκή
αιώνια επιστροφή583.
Ο σύνδεσμος και584 δίδεται και εδώ με κεφαλαίο αρχικό
γράμμα, σα να υπερβαίνει την παρατακτική του χρήση, και
αποτελεί το άνοιγμα μιας κατεξοχήν ποιητικής φράσης, εντός
της οποίας το υποκοριστικό μαλλάκι χαρακτηρίζεται από το -
ασυνήθιστο μάλλον- επίθετο νεόνυμφο, από το οποίο και
ακολουθείται. Η εν λόγω φράση τερματίζεται όχι με ένα σημείο
στίξης, αλλά μέσα από ένα τυπογραφικό κενό. Σην παρήχηση
του «γη» (κυνηγήθηκε η γητειά) ακολουθεί άλλη μία εμφάνιση
της θάλασσας, προσφιλούς στοιχείου του Ελύτη, με πολύ
έντονη παρουσία και σε αυτό το ποίημα585. Σο ποιητικό και το
αφηρημένο στο στίχο καθιστούν αδύνατη την επιλογή ενός
υποκειμένου: είναι το νεόνυμφο μαλλάκι που παίζει (το μέρος
της θαλάσσης) ή το μέρος της θαλάσσης που παίζει (το
μαλλάκι); Και στις δύο περιπτώσεις η αδυναμία σχηματισμού
μιας συγκεκριμένης εικόνας δεν επηρεάζει τη γέννηση
πολλαπλών αφηρημένων· αντίθετα, την ενισχύει.
Η αναφορά στην όχθη, μετά το άκρως ηχητικό ιιιι, μας
διατηρεί στο περιβάλλον της θάλασσας, ενώ το αντίπερα φέρει
στον νου την εικόνα ενός νησιού ή τη σύλληψη, πιο αφηρημένα,
δύο επιπέδων586. Σα αποσπασμένα κομμάτια γης μπορούν,
εκτός από ηπείρους, να αποτελούν και νησιά (που πλέουν)587,
ενώ τα αηδόνια πάνε τούφες-τούφες588, παραπέμποντας στο
πρωτότυπο, όπου εντοπίζεται η αναλόγως παράξενη επιλογή
όρου: συστάδες ανθρώπων. Ενδιαφέρουσα, μάλιστα, μπορεί να
είναι η παρατήρηση ότι στο σημείο που αναφέρονται οι εν λόγω
583 Σο ενδεχόμενο αυτό, όπως και το ζήτημα του χρόνου που, με το να μην είναι
ροϊκός, παραπέμπει και σε άλλους φιλοσόφους, θα αναπτυχθούν στη
συνέχεια της ενότητας.
584 «Και μαλλάκι νεόνυμφο που του κυ-/ νηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το
κραυγάζει.
586
«Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ’ την αντίπερα όχθη».
587 «αργά/ σαν ποταμόπλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν».
588
«και πάνε τούφες-τούφες τ’ αηδόνια». Παρουσία των αηδονιών, έχουμε και
μία δυνητική παραγωγή ήχου. Όσον αφορά στο τούφες-τούφες, αποτελεί μια
ιδιαίτερη επιλογή όρου, που παραπέμπει, μάλλον, σε έναν κατά σμήνη
σχηματισμό.
207
V
συστάδες γίνεται λόγος και για σπίτια που επιπλέουν,
αναλογικά με τα κομμάτια γης της παραλλαγής.
Ακολουθεί ένα αισιόδοξο μήνυμα του Ελύτη: μία
εξήγηση του μη χαμού των περασμένων ή μία
επαναδιατύπωση της επιβίωσης των παλαιών στα καινούργια·
σύμφωνα με τον ποιητή, ακόμα υπάρχουν όλα589. Ή, αλλιώς,
ακόμα υπάρχουν όλα μέσα στη δέκατη τέταρτη ομορφιά.
Πρόκειται για δύο δυνατότητες, απέναντι στις οποίες ο
αναγνώστης μένει, αρχικά, αναποφάσιστος. Ο ποιητής δε
χρησιμοποιεί παρά ελάχιστα σημεία στίξης στο ποίημα,
προτιμώντας τα τυπογραφικά κενά. Σα τελευταία άλλοτε
λειτουργούν ως διαχωριστικό στοιχείο των ποιητικών εικόνων-
φράσεων (π.χ. «γύριζε μακριά μου ο/ κόσμος/ ΚΕΝΟ/ Ουριήλ
Γαβριήλ και απόψε τι») και άλλοτε ως συνενωτικό (π.χ. «Σόσο/
δύσκολο μα τόσο/ ΚΕΝΟ/ Δύσκολο να ζήσεις»). Έτσι, σε πρώτη
φάση, δεν είναι σαφές αν εννοείται ότι όλα συνεχίζουν να
υπάρχουν «απλώς» ή ότι υπάρχουν όλα μέσα στη δέκατη
τέταρτη ομορφιά. Μία δεύτερη ανάγνωση, πάντως, καθιστά
πιθανότερο το τελευταίο ενδεχόμενο, καθώς ο μεμονωμένος
στίχος «Μεσ’ στην δέκατη τέταρτη ομορφιά» δε συνδέεται
νοηματικά με τον επόμενο. ε κάθε περίπτωση, το
συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος είναι καθοριστικό:
αποτελεί το πέρασμα από το δειλό κάτι ακόμη αληθινό μας
απομένει στο ισχυρό μια που ακόμα υπάρχουν όλα (/ Μεσ’ στην
δέκατη τέταρτη ομορφιά).
Ακολουθεί η αναφορά σε δύο πρόσωπα590, εκ των
οποίων το πρώτο ορίζεται ως άφωνο και το δεύτερο σχετίζεται
με το ξύλο του ναυαγίου –και όχι απαραίτητα με το ναυάγιο
καθαυτό, που βέβαια εκτός από θαλάσσια είναι και μία εικόνα
καταστροφής-, αφού το κακό δεν έπεσε ακόμα: είναι
παραμονές του κακού, σύμφωνα με την προοικονομική γραφή
του ποιητή591. Η παραφροσύνη είναι δηλωτική της κατάστασης
και, εκτός από τους ανθρώπους, των οποίων οι μορφές
παραμένουν αφηρημένες, αφορά και τα στοιχεία της φύσης, με
208
V
592
το να κινείται συνεχώς . Σα τελευταία είναι έντονα σε αυτό το
σημείο του ποιήματος και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους: «Πάει κι
έρχεται μεσ’ στο κυκλαμινί του αιθέρος βίαια/ τ’ αναρριχητικά
δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους/ από αυλές σα να
μυρίζονται ότι φτάνει μια έκλειψη/ ολική μαζί τα ζώα
φωνάζουν». Αίσθηση προκαλεί ο όρος βίαια, που θυμίζει και
την προηγηθείσα αναφορά στο αίμα593, καθώς και η ολικότητα
της έκλειψης (είτε του ηλίου, ως προσφιλούς ποιότητας, είτε της
σελήνης, ως κεντρικού όρου του ποιήματος) που, βάσει του
ενστίκτου τους594, προαισθάνονται τα ζώα. Η φωνή των
τελευταίων καθιστά, για ακόμα μία φορά, το ποίημα
παραγωγικό ήχου. Εμείς, ωστόσο, ακούμε αυτό που θέλουμε.
Η σύνδεση της γαλήνης με τον κεραυνό595 είναι,
μάλλον, ιδιάζουσα, δίδει όμως έναν όμορφο στίχο και μία
ενδιαφέρουσα παρήχηση του «λι». Ακολουθείται από μια
έντονη επαναληπτικότητα, άρτιων τούτη τη φορά όρων596
(αντίο, πάλι, τίποτα)597, χαρακτηριστική της τέχνης του Ελύτη,
που καταλήγει σε μια απελπιστική, σκοτεινή αίσθηση –ίσως
επίπλαστη και παρωδική: πρόκειται για ένα στίχο της
αισθητικής προτίμησης του Ελύτη, ο οποίος συνδυάζει
περίφημα το τίποτα με το κύμα. Ο ποιητής εμφανίζεται να
αποχαιρετά τα παιδιά598 και να αντικρίζει το τίποτα,
εξοικειώνεται, όμως, άμεσα με το τελευταίο, μέσα από το -
ιδιαίτερα προσφιλές στον ίδιο- θαλάσσιο στοιχείο. Η σύνδεση
της θάλασσας, που είναι τα πάντα για τον Ελύτη, με το τίποτα
μπορεί να εκληφθεί και ως ένα οξύμωρο σχήμα. Μέσα από
596 Λέξεων, δηλαδή, ποιητικών όρων, και όχι φθόγγων ή συλλαβών όπως στο
209
V
αυτήν, πάντως, το τίποτα ωραιοποιείται, και παρακάμπτεται το
ερώτημα: είναι ο ποιητής που φεύγει και αποχαιρετά ή τα
παιδιά599;
Και μετά το αντίο έρχεται (για δεύτερη φορά στο
πλαίσιο της παραλλαγής) το βράδυ αράχνης600. υνδέεται,
μάλιστα, και πάλι με μία αίσθηση αντίθεσης: νωρίτερα το
είδαμε δίπλα στην ωραία μυρωδιά της απελπισίας –εδώ έχουμε
την περιγραφή τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζήσαμε. τη
δεύτερη περίπτωση, ο αναγνώστης δε χρειάζεται καν να
αντιληφθεί μόνος την αντιθετικότητα, αφού αυτή
επισημαίνεται από το μα, εντείνεται με μία βροχερή και
αυγουστιάτικη εικόνα (βροχερή, αν και αυγουστιάτικη) και
κορυφώνεται με το χαρακτηριστικό στίχο: «Ολόσωμοι πάνω
στο φως και μαύροι έως θανάτου». Σούτη η συνεχής βροχή του
Αυγούστου παραπέμπει στον ποταμό του Αυγούστου του
πρώτου ποιήματος: και στις δύο περιπτώσεις ο μήνας συνδέεται
με το υγρό στοιχείο, η έμπνευση όμως αποδίδεται διαφορετικά.
Έτσι, στην παραλλαγή έχουμε μία σαφή αναφορά ενός
βροχερού μήνα, ενώ στο πρωτότυπο μία συνθετότερη και
ενδεχομένως δυσερμήνευτη έκφραση.
Σο τι πικρά μα τι μεθυστικά βρίσκει την αντιστοιχία του
στο άνοιγμα της επόμενης παραγράφου: Σι τραγούδι μα τι
κλάμα. Πέρα από την εμφανή εξωτερική σύνδεση των δύο
στίχων, εντοπίζεται και μία νοηματική σχέση ανάμεσά τους, η
οποία όμως προϋποθέτει μία χιαστί ανάγνωση: σύμφωνα με
αυτήν, προκύπτουν τα ζεύγη πικρά-κλάμα και μεθυστικά-
τραγούδι. Η εμφάνιση του τραγουδιού δίπλα στο κλάμα,
πάντως, προκαλεί μία αίσθηση χαρμολύπης ή κλαυσίγελου, αν
και η συνέχεια του στίχου (με κομμένη ανάσα) παραπέμπει,
μάλλον, σε μοιρολόι.
Η κομμένη ανάσα φέρνει τον αναγνώστη μπροστά σε
μια ελύτεια τριπλή αναφορά, μία τριπλή επανάληψη κίνησης,
προσδιοριστική του γυρίζεται και αδειάζει (το άδικο/ ο πόνος/ η
599
Περισσότερη έμφαση δίνεται δηλαδή στο γεγονός του αποχωρισμού και όχι
στο υποκείμενο της αποχώρησης.
600
Με τον όρο αυτό ανοίγουν και τα δύο ποιήματα. το πρώτο δεν απαντάται
δεύτερη φορά. Αντίθετα, στην παραλλαγή επαναλαμβάνεται σε αυτό το
σημείο: «Βράδυ αράχνης τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζή-/ σαμε κάτω από τη
συνεχή βροχή του Αυγούστου».
210
V
601
βοή των αρμάτων) . Οι τρεις ποιότητες (το άδικο, ο πόνος και η
βοή των αρμάτων), με το να γυρίζονται και με το να αδειάζουν,
δίνουν το αντίθετό τους: το άδειασμα του πόνου (μπορεί να)
σημαίνει το μη-πόνο, την απουσία του πόνου. Η βοή των
αρμάτων είναι ένα στοιχείο πολέμου –η κορύφωση των όρων
αίμα και βίαια που προηγήθηκαν. Η ίδια «γυρίζεται και/
αδειάζει από αιώνες», τείνοντας, σύμφωνα με μία ανάγνωση,
να προκαλέσει και τους αιώνες να απαλλαγούν από αυτήν, να
σβήσει, έτσι, το πολεμικό στοιχείο από την ιστορία, ώστε σε ένα
δίκαιο (σε αντιδιαστολή προς το άδικο) και ειρηνικό πια
περιβάλλον602, να αντανακλούν οι αρχάγγελοι την ψυχή μας,
όπως η ελήνη τον κόσμο μας, σαν να είναι αυτή η αιτία της
διπλής όψης του κόσμου: αυτή που τον δείχνει διπλό, είτε ως
πλάνη, είτε ως εμφάνιση του αληθούς.
Ενώ η ελήνη αποτελεί ένα πιθανό στοιχείο λύσης του
αινίγματος των δύο (όψεων) του κόσμου, η επίκληση στους
Ουριήλ και Γαβριήλ παραπέμπει τόσο στο πρωτότυπο (όπου
εμφανίζονται δύο φορές) όσο και στην τρίτη παράγραφο της
παραλλαγής603, και η αντανάκλαση των ψυχών εγείρει το
ερώτημα: φαίνονται οι ψυχές; Διότι πώς θα μπορούσε να έχει
αντανάκλαση κάτι που δεν έχει όψη; Ο λόγος βέβαια, εκτός
από ποιητικός –που είναι εκ των πραγμάτων-, είναι και
μεταφυσικά φορτισμένος604. Οι ψυχές αντανακλώνται, όχι όμως
εδώ, όχι, δηλαδή, στο ενθαδικό επίπεδο. το ποίημα
πλαισιώνονται από τους αγγέλους και τη ελήνη -υψηλές
μορφές που προκαλούν το σεβασμό του ποιητή, ο οποίος τις
δίνει, άλλωστε, με κεφαλαίο αρχικό. Οι Ουριήλ και Γαβριήλ
συνδέονται με την κατάσταση του παραδείσου. Από την άλλη
μεριά, η ελήνη είναι ένας κόσμος έξω από τον κόσμο, ένας
601
«γυρίζεται και αδειάζει το ά-/ δικο γυρίζεται και αδειάζει ο πόνος γυρίζεται
και/ αδειάζει από αιώνες η βοή των αρμάτων».
602 Σις δύο στροφές ενώνουν οι σύνδεσμοι ώστε πια: «αδειάζει από αιώνες η βοή
των αρμάτων ώστε πια/ ΚΕΝΟ/ Ουριήλ Γαβριήλ αντανάκλαση να’ ναι των
ψυχών». Επισημαίνεται ο συμπερασματικός χαρακτήρας του «ώστε» και ο
χρονικός του «πια».
603 Οι αρχάγγελοι απαντούν δύο φορές σε κάθε ποίημα. Η πρώτη τους
εμφάνιση είναι κοινή, ενώ η δεύτερη διαφοροποιείται. Και τις τέσσερις φορές,
πάντως, τους συναντάμε στο άνοιγμα κάποιας παραγράφου.
604
Ας μην ξεχνάμε ότι Σο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά είναι η
συλλογή της ηλιακής μεταφυσικής.
211
V
άλλος ήλιος, που έχει τη δύναμη να καθρεφτίζει τη γη, ως
κάτοπτρο605. Σο άλλο πρόσωπο του κόσμου, σύμφωνα με αυτή
την εξήγηση, δε φαίνεται σε αυτό, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο.
Σο ίδιο ισχύει και με τις ψυχές: υπάρχουν, ασφαλώς, αλλά είναι
ορατές εκεί όπου εξωτερικεύεται η εσωτερικότητα. Για αυτό, ο
ποιητής επικαλείται τους αγγέλους: για να φανερωθεί ο μέσα
κόσμος. Και αυτή ακριβώς τη διάκριση αποσαφηνίζει το
λεκτικό ζεύγος εδώ-εκεί που ακολουθεί606.
Ο Ελύτης αφιερώνει μία στροφή τριών στίχων στην
απόδοση του εδώ και μία τεσσάρων στο εκεί, περιγράφοντας
δύο διαφορετικούς κόσμους. Αφενός, έχουμε τις ανάστροφες
κλαίουσες, εικόνα που, με το να σχηματίζεται στην επιφάνεια
του νερού607, μπορεί να αποτελεί απλή αντανάκλαση του
αληθινού άλλου κόσμου. Σο εδώ περιλαμβάνει και τα λαμπερά
διαστήματα, τα οποία είναι ελκυστικά, ακριβώς επειδή είναι
φωτεινά, αλλά προσεγγίζονται μόνο μέσω του ύπνου608, άρα
και του ονείρου.
«Σα νερά» είναι άλλη μία εμφάνιση του υγρού στοιχείου, που παραπέμπει και
στο θαλάσσιο.
608
Ο όρος «στέαρ» δε χρησιμοποιείται αλλού από τον Ελύτη: Βλ. Κεφαλίδης –
Παπάζογλου, σ. 151. Βλ. και το ομώνυμο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, που
είναι αφιερωμένο στον Νίκο Εγγονόπουλο: «Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που
προτιμάμε/ Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε/ Κάθε φορά που
212
V
Από την άλλη πλευρά, το εκεί μπορεί να αναφέρεται
και να προσδιορίζει τοπικά τα διαστήματα (τα νερά είναι εδώ,
τα διαστήματα εκεί), μπορεί να αποτελεί τη λογική συνέχεια
του να περάσεις («αδύνα-/ τον χωρίς το στέαρ του ύπνου να
περάσεις/ ΚΕΝΟ/ Εκεί»), μπορεί ακόμα, με το να ανοίγει την
παράγραφο, να αντιδιαστέλλεται προς το εδώ. ε αυτή την
περίπτωση, η αντιστοιχία κλαίουσες-άγγελοι καθιστά μάλλον
ομορφότερο το εκεί. Εντός αυτού, οι άγγελοι δεν
κατονομάζονται, μπορεί να είναι οι Ουριήλ και Γαβριήλ, αλλά
και οποιεσδήποτε άλλες αγγελικές μορφές, που έχουν σγουρά
πρόσωπα609, αλλά δεν εκφράζονται. Πρόκειται για μία αντίθεση
προς τις μορφές του εδώ, που, με το να είναι κλαίουσες, έχουν
βρει διέξοδο στην έκφραση.
Η εκεί-παράγραφος δεν έχει ρήμα –μόνο δύο μετοχές:
κοιτάζοντας και ψάλλοντας. Σο νόημά τους μπορεί να αποδοθεί
είτε στους αγγέλους, είτε σε οποιονδήποτε παρατηρητή τους,
αυτό είναι στην ευχέρεια του αναγνώστη. Όποιος και αν είναι
αυτός που κοιτάζει και ψάλλει, συνοδεύεται από μία μουσική
που επισφραγίζει την έντονη ηχητικότητα-μουσικότητα του
ποιήματος. Η εμφάνιση της κιθάρας, στο σημείο αυτό,
λειτουργεί και ως σύνδεση με το πρώτο ποίημα610, ενώ τα
ουαλαλί ενισχύουν την πεποίθηση περί της τάσης του ποιητή
να επαναλαμβάνει μεμονωμένους όρους ή φράσεις611. Σα άνθη
που ξεράθηκαν612, τέλος, είναι μία από τις πολλές αντιθέσεις
των δύο ποιημάτων. Πλαισιωμένα από ουαλαλί, φαίνεται πως
κάτι θυμίζουν στον Ελύτη που στρέφεται στο άλλοτε: Όπως
τότε, γράφει, και επαναλαμβάνει τα ήδη ειπωμένα,
επιτυγχάνουμε στα ζάρια. / Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι/ Αφού τα
ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός/ Μιας γυναικός γυμνής και
κοιμωμένης/ Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο./ Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι
θρύλοι/ Είχε το θάρρος να περάση μοναχή της/ Γυμνή με στέαρ των
κολυμβητών στο σώμα/ Μια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη/ Από τους
στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων». (Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, σ. 43).
609 Μία πολύ ποιητική διατύπωση. Αν θεωρήσουμε το «σγουρά» συνώνυμο του
ζεύγη.
612
«τ’ άνθη τα/ ξερά στο υπέρθυρο».
213
V
επαναθέτοντας την ανάμνησή του. Σελικά, τι είναι αυτό που
του θυμίζει τον παράδεισο613;
Σο «Σα δύο του κόσμου Παραλλαγή» κλείνει με γνώριμο
τρόπο. Έτσι, αν ο ποιητής στο έργο του «Ο Ύπνος των
Γενναίων» έδωσε μια παραλλαγή για να διαφοροποιήσει το
κλείσιμο και να ξαφνιάσει τον αναγνώστη, εδώ σίγουρα δε
συμβαίνει το ίδιο. Σο ποίημα μπορεί να τελειώνει διαφορετικά
από το πρώτο, αλλά το κλείσιμό του είναι πολύ οικείο στον
αναγνώστη, αφού για τρίτη φορά προκύπτει εδώ, αν και για
πρώτη ως τέλος. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, το ποίημα
καταλήγει σε θαυμαστικό. Σο ίδιο σημείο στίξης υπάρχει και σε
ένα ακόμα σημείο («το δρόμο της ελήνης!»614). Κατά τα άλλα,
μόνο δύο ερωτηματικά εντοπίζονται στην παραλλαγή του
ποιήματος: Πού να μιλήσεις; Σι να πεις;
Βάσει των παραπάνω, τα δύο ποιήματα έχουν κάποια
κοινά στοιχεία, ακόμα και ορισμένες πανομοιότυπες
παραγράφους, διαφοροποιούνται όμως σε άλλα σημεία.
Καταρχάς, φέρουν τον ίδιο τίτλο και ανοίγουν με όμοιο τρόπο.
υγκεκριμένα, η αρχή και των δύο είναι η εξής: «Βράδυ
αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελ-/ πισία/ -ΚΕΝΟ-/
Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως/ τότε που
βάδιζα μ’ ένα κορίτσι ανύποπτος μεσ’/ στις περιοχές τις
άγνωστες του Παραδείσου και γε-/ μάτος γαβγίσματα
λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος/ -ΚΕΝΟ-/ Ουριήλ
Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και/ πάω
214
V
μεταμφιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της
ελήνης!».
Επιπλέον, όπως είδαμε, η παραλλαγή κλείνει με το:
«Όπως τότε που βάδιζα μ’ ένα κορίτσι ανύποπτος/ μεσ’ στις
περιοχές τις άγνωστες του Παραδείσου και/ γεμάτος
γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο/ κόσμος!», που
υπάρχει στη δεύτερη στροφή και των δύο ποιημάτων. Πέρα από
αυτό, κάποια στοιχεία του πρώτου ποιήματος εμφανίζονται με
διαφορετικό τρόπο στο δεύτερο. Δείγματος χάριν, το παράξενο
χαμόγελο των παιδιών συσχετίζεται με το θλιμμένο της
σελήνης615. Η δέκατη τέταρτη ομορφιά616 και οι Ουριήλ και
Γαβριήλ617 εμφανίζονται και στις δύο ποιητικές εκδοχές, σε
διαφορετικό όμως πλαίσιο.
Σο «Σα δύο του κόσμου Παραλλαγή», μολονότι
συνδέεται με το πρωτότυπο, σαφώς, βάσει του τίτλου που φέρει
και ορισμένων δομικών, και άλλων, γνωρισμάτων, μπορεί να
αντιμετωπιστεί και ως ένα διαφορετικό ποίημα, που εμπεριέχει
μία σειρά καινούργιων εικόνων, μορφών και μηνυμάτων.
Επιχειρήσαμε ήδη να το παρακολουθήσουμε από κοντά. Θα
σταθούμε τώρα σε ένα μόνο σημείο του: «ταθερά τα
παμπάλαια πράγματα μεσ’ στα τωρινά/ μας επιβιούν», γράφει
ο Ελύτης. Και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένας τρόπος για να
εισαχθούμε στο ζήτημα του χρόνου.
«Η τελική αγωνία του Ελύτη (όπως και όλων των
φιλοσόφων, θεολόγων και ποιητών) είναι η αγωνία του χρόνου,
με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται το ευμετάβλητο της
ατέλειας του ανθρώπου»618, γράφει ο Carson. Πράγματι, ο
χρόνος είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον Ελύτη. Ο
τελευταίος θεματικοποιεί επίμονα το χρόνο, ορίζοντάς τον *«ο
615
«ω παιδάκια/ ΚΕΝΟ/ Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο/
σηκώσατε και αντάμα πήγατε στο φούντο αλλ’ ευ-/ γένεια πήρε το χαμόγελό
σας από του πρασίνου τη/ μεριά Και από την άλλη πέτρωσε» - «δρόμο της
ελήνης/ ΚΕΝΟ/ Αλλ’ εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ’ ου-/ ρανού
χαμογελά θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της/ βασιλικό».
616
«έως ότου/ ΚΕΝΟ/ Υτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά/
και αργότερα στη γέμιση την πλήρη» - «μια που ακόμα/ υπάρχουν όλα/ ΚΕΝΟ/
Μεσ’ στην δέκατη τέταρτη ομορφιά».
617 «Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν/ άκουσα τον καλπασμό» -
215
V
619
χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών» , «κι είναι ο χρόνος
μια μεγάλη εκκλησία»620+, παρατηρώντας τον *«Αλλάζει κοίτη ο
χρόνος»621, «κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνια
που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα»622, «ίσια ναι πάει ο χρόνος
αλλ’ ο έρωτας κάθετα και ή κόβονται στα δύο ή που δεν
απαντήθηκαν ποτέ»623+, προκαλώντας τον *«θέλησα να
επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά»624, «Ξέρω δε θα
μου το συγχωρέσει ο χρόνος που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ
ή εκείνος»625+, και προτρέποντας και τον αναγνώστη να κάνει
το ίδιο *«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά»626, «Πιάσε την
αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε· δώσε της διάρκεια·
μπορείς!»627].
Ο Ελύτης βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με την
ποιότητα του χρόνου. Ενώ μαγεύεται από την ποιητική στιγμή,
δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να της προσδώσει διάρκεια·
για την ακρίβεια, διεγείρεται από αυτή την πρόκληση. Σο
παιχνίδι του με το χρόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφορά
στη μετατροπή του στιγμιαίου σε διαρκές, αλλά και
αντιστρόφως. Ο ποιητής θεματικοποιεί στα γραπτά του την
ιστορία, τη δέχεται ως τέτοια, την αντιλαμβάνεται όμως -όπως
και όλα τα παρελθοντικά περιστατικά- ως υπαρκτή (και) στο
τώρα. Ανάλογα, προκαλεί το μελλοντικό να εμφανισθεί στο
παροντικό.
Η ίδια η επιλογή του να επαναλαμβάνει παλαιότερους
στίχους του σε νεότερα έργα σχετίζεται με την τάση του να
αναμιγνύει μεταξύ τους διαφορετικές χρονικές περιόδους,
ποιητικής, εν προκειμένω, παραγωγής. Η τελευταία είναι
εκείνη που θα καθιστά, στο μέλλον, παρόντα τον ποιητή,
χαρίζοντάς του με δύο (τουλάχιστον) τρόπους το αύριο: αφενός,
ο εκάστοτε αναγνώστης θα έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί
622
Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 63.
623 Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 50.
624
Ελύτης, Φωτόδεντρο, σ. 47.
625 Ελύτης, Σρία ποιήματα, σ. 32.
626
Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 87.
627
Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 91.
216
V
με το δημιουργό, διαβάζοντας και εννοώντας τον· αφετέρου, η
παραγωγή του ποιητή σε αυτό το επίπεδο, θα τον προάγει σε
ένα άλλο, εντός του οποίου ο ίδιος θα αλληλεπιδρά με τις
μορφές του, στο πλαίσιο της ηλιακής μεταφυσικής του.
Η αγωνία του Ελύτη δεν αφορά τόσο την προσωπική
του επιβίωση, όσο την αντοχή του έργου του στο χρόνο και τη
συνέχιση του τελευταίου, ως μία ιδιαίτερη, μάλιστα,
χρονικότητα, που επιτρέπει την ύπαρξη του άλλοτε στο τώρα
και του παρόντος στο μέλλον. Σι είναι αυτό που του επιτρέπει
να αντιμετωπίζει το χρόνο άλλοτε ως στάσιμο, άλλοτε ως
αναστρέψιμο, γρήγορο ή αργό, ανάλογα με το ποιητικό του
όραμα; Είναι η ίδια η ποίηση και, μαζί με αυτήν, η εννόηση του
(ποιητικού) βίου. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στο έργο του
Ελύτη Ο μικρός ναυτίλος, ο Ιωάννου σημειώνει: «(<) στο παρόν
αυτό ενυπάρχουν, με τη μορφή πυκνών στιγμιαίων αισθήσεων,
τόσο το παρελθόν όσο και το όραμα του μέλλοντος»628.
«Κυριαρχεί έτσι μια ενεστωτική, μη περιοριστική διάρκεια και
έχουμε, πράγματι, μια έξοδο από το συμβατικό ιστορικό χρόνο.
Αφυπνίζεται μέσα μας μια συνείδηση ακαιρική. Σο βέλος του
χρόνου που κυριαρχεί είναι το ψυχολογικό»629.
Σα συμπεράσματα του Ιωάννου είναι ορθά· εξάγονται,
πράγματι, από τη μελέτη του ελύτειου έργου. Εκτός όμως από
την έμπνευση του ποιητή, είναι δυνατόν να παραπέμψουν και
σε μία ανάλογη θεώρηση του Henry Corbin. Ας δούμε την
αντιστοιχία, μέσα από δύο σύντομα αποσπάσματα. ύμφωνα
με τον Ελύτη: «τα μέτρα της ψυχής το λεγόμενο ‚παρόν‛ δεν
υπάρχει. Από μικρά κομμάτια του παρελθόντος συντίθεται σε
κάθε στιγμή εωσότου κι εκείνα πάλι διαφύγουνε προς το
μέλλον»630. Αντίστοιχα, ο Corbin σημειώνει: «Είναι ο ψυχικός
χρόνος που παίζει ρόλο κι όχι η χρονολόγηση. Ένας
217
V
συγχρονισμός αδύνατος στον ιστορικό κόσμο είναι δυνατός
στον κόσμο της ψυχής»631.
Αφενός, δηλαδή, αναγνωρίζεται ο ιστορικός χρόνος, ο
χρόνος των πράξεών μας, ο εξωτερικός, εντός του οποίου
κινούμαστε, ενόσω διανύουμε τον ενθαδικό βίο. Αφετέρου
όμως υπάρχει και ο χρόνος της ψυχής. Κορμπενιανά, δεν
πρόκειται για το χρόνο που αφορά την ψυχή μετά το θάνατο,
αλλά για μία άλλη ποιότητα μη γραμμικού χρόνου, σχετική με
τα οραματικά συμβάντα και το επίπεδο του φαντασικού.
Ενεργοποιώντας τη λογική του τελευταίου, ο άνθρωπος δεν
περιορίζεται από την πρώτη, εφόσον βιώνει και τη δεύτερη
διάσταση του χρόνου: το υποκείμενο εισέρχεται και σε έναν
διαφορετικής ποιότητας χρόνο: εκείνον της ψυχής, «(<) ένα
χρόνο στον οποίο το παρελθόν παραμένει παρόν στο μέλλον,
στον οποίο το μέλλον είναι ήδη παρόν στο παρελθόν, όπως οι
μουσικές νότες ενός κομματιού, που αν και παίζονται
διαδοχικά, ωστόσο ανήκουν όλες μαζί στο παρόν και έτσι
δίνουν το κομμάτι»632.
631
Corbin, Creative imagination, σ. 67. χετικά με τη θεώρηση του Corbin για το
χρόνο, βλ. και Creative imagination, σ. 35, όπου γίνεται λόγος για τον ιδιαίτερο,
μη συνεχή, ποιοτικό και καθαρό ψυχικό χρόνο, οι στιγμές του οποίου
εκτιμώνται βάσει ενός δικού τους μέτρου, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με την
έντασή τους. Ακόμα, Corbin, Spiritual body, σ. 52: «Σα πνευματικά γεγονότα
είναι ασυνεχή· δε διαδέχονται το ένα το άλλο σε έναν ομοιογενή χρόνο· είναι,
το καθένα από αυτά, ο χρόνος του». το ίδιο έργο (βλ., ενδεικτικά, σ. 71 και 79)
σχολιάζεται η γραμμική, μονοδιάστατη εξέλιξη, που αποδίδεται με την έννοια
της ιστορίας· σύμφωνα με τον Corbin η τελευταία θεωρείται δεδομένη,
μολονότι οι όροι της είναι υποθετικοί. Η ιστορική δεν είναι η μόνη υπαρκτή
διάσταση: μία ενδεχόμενη επιλογή ανάμεσα στους όρους του δυισμού, ύλη ή
πνεύμα, αντιστοιχεί και σε μία δεύτερη επιλογή: μύθος ή ιστορία. χετικά με
αυτό, βλ. και Δόικος, Δίλημμα, σ. 149-169, από όπου παρατίθεται το εξής: «(<)
από το ένα μέρος, η οραματική σκέψη προϋποθέτει πως η σχέση των μορφών
με το εννοιολογικό στοιχείο δυνητικοποιείται και συγχρόνως ενεργοποιείται,
δηλαδή καθίσταται αντικείμενο μίας πλήρους και ομοιογενούς οπτικοποίησης
διαμέσου της φαντασίας. Από το άλλο μέρος, η σκέψη που καταφάσκει στο
δίλημμα ‚μύθος ή ιστορία;‛ αποδυναμικοποιεί την εν λόγω σχέση και, κατά
συνέπεια, δεν την οπτικοποιεί. Αυτές οι δύο αρχές λειτουργίας της φαντασίας
υποδηλώνουν (<) τόσο την αμφισημία της τελευταίας όσο και την οντολογική
διαφορά μεταξύ των δύο τύπων εικόνων που παράγονται» (σ. 166). Σέλος, βλ.
και Corbin, Paradoja, σ. 189, όπου σχολιάζεται η «ιστορία του ουρανού», ο
κυκλικός χρόνος.
632
Corbin, Creative imagination, σ. 35.
218
V
Δε θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι ο Corbin,
παρουσιάζοντας αυτόν τον εσωτερικό χρόνο, αναφέρεται στη
μουσική, μία τέχνη όχι πολύ απομακρυσμένη από την
ποίηση633. Μέσα στην τελευταία634, ο Ελύτης πασχίζει να
ανακαλύψει το είναι του χρόνου, να καταλάβει «τι;» το
περασμένο και το μελλούμενο, να παγιδέψει το παροντικό. Η
αναζήτησή του αυτή αφορά συχνά το ίδιο το αιώνιο, το
παντοτινό. Πώς μπορούμε να αναγάγουμε κάτι (ή την ίδια την
ουσία μας) στο αιώνιο; Μπορεί να είναι η ύπαρξη παντοτινή;
Σα ερωτήματα μένουν αναπάντητα: «Σι σημαίνει στ’ αλήθεια ο
χρόνος θα το καταλάβουμε όταν ο ίδιος μας αποστερήσει απ’
τη δυνατότητα να τον προσμετρούμε. Αλλά εκεί ακριβώς κείται
το καθημερινόν αειθαλές»635.
Σο αειθαλές είναι το ποιητικό όνομα του αιώνιου, το για
πάντα φωτεινό που επιζητεί ο Ελύτης. Η επιθυμία του να
κατανοήσει το χρόνο ταυτίζεται εδώ με τη θέλησή του να τον
υπερβεί, να γίνει υπερ-χρονικός και αέναα φωτεινός. Σο
«καθημερινόν αειθαλές», με το οξύμωρο που περιέχει, λόγω
της συσχέτισης της καθημερινότητας με το αΐδιο, παραπέμπει
και στην ελύτεια κορύφωση του Άξιον Εστί. Εκεί, ο ποιητής
αναμετράται ευθέως με το «νυν» και το «αιέν» του κόσμου και,
μέσα από απαράμιλλες ποιητικές κραυγές636, δικαιώνεται και
636
Δείγματος χάριν: «Νυν το περίβλημα της Γης και η εξουσία/ Αιέν η βρώση
της Χυχής και η πεμπτουσία» (Ελύτης, Άξιον εστί, σ. 88).
219
V
637
αγαλλιάζει · «Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας» : ο κόσμος 638
642
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 464.
643 Δε θα μείνουμε πολύ στην επεξήγηση του όρου «αιώνια επιστροφή», καθώς
κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από το πλαίσιο της μελέτης μας. Η έννοια θα εξηγηθεί
στη συνέχεια μέσα από την παράθεση ορισμένων αποσπασμάτων του
Nietzsche.
644
Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 41.
220
V
Ο Ελύτης φαίνεται να γοητεύεται από τη θεωρία του
Nietzsche για την επιστροφή των πραγμάτων. Ούτως ή άλλως,
ο ποιητής δεν αναγνωρίζει παντοδυναμία στο θάνατο. Η σκέψη
ενός όντος που, με το να επιστρέφει αιωνίως, έχει όντως
γνωρίσει τη απφώ645, τον Όμηρο646, το ολωμό και τον
Παπαδιαμάντη647 και μπορεί όντως να χρησιμοποιεί τη μινωική
γραφή, είναι οικεία στον ποιητή. Ο ίδιος γράφει: «Έγινα
χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με τόση
άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα»648.
Η Κουτριάνου649 ερμηνεύει αυτή την ελύτεια δήλωση
ως μία τάση αντιστροφής της πορείας του ποιητή: «Η χιλιάδων
ετών ηλικία του ποιητικού υποκειμένου και η χρησιμοποίηση
της μινωικής γραφής υποδηλώνουν μία αντίστροφη πορεία
στον χρόνο (ένα είδος φλας-μπακ), το θαύμα για το οποίο
γίνεται λόγος». ύμφωνα, όμως με μία διαφορετική ανάγνωση,
ο Ελύτης δεν πορεύεται αντίστροφα, απλώς (συνεχίζει να)
πορεύεται αιωνίως. το πρόσωπό του, έτσι, συνδέεται το
παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, ως ένα δίχως όρια
σύνολο. ύμφωνα με αυτά, δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε
λόγο για μία και μοναδική αντίστροφη πορεία που επιλέγει ο
645 Βλ. απφώ και τις (πολλές) αναφορές του ποιητή στους τόμους Ανοιχτά
χαρτιά και Εν λευκώ. Παρατίθενται, ενδεικτικά, δύο από αυτές: «Ε, λοιπόν, κι
εγώ θα το εξομολογηθώ με μιαν ειλικρίνεια που δεν αξίζει να την ειρωνευθεί
κανείς: ένιωθα ένας αριστοκράτης που είχε –ο μόνος που είχε- το προνόμιο να
λέει τον ουρανό «ουρανό», και τη θάλασσα «θάλασσα», ακριβώς όπως η
απφώ, ακριβώς όπως ο Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μόνον έτσι να
βλέπω αλήθεια το γαλάζιο του αιθέρος ή ν’ ακούω το ρόχθο του πελάγους<»
(Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, σ. 448), «Όμως η σελήνη των ηλεκτρονικών
εγκεφάλων φοβούμαι ότι θα εξακολουθεί να είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι,
κατώτερη απ’ τη σελήνη της απφώς, που η αχτίδα της, έτσι καθώς μας
σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να
βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε -ὄττω τις ἔραται,
που έλεγε και η ποιήτρια» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 19-20).
646 «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου», Ελύτης, Άξιον
εστί, σ. 28.
647 «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί/ όπου και να θολώνει ο νους
221
V
Ελύτης σε βάρος της ευθύγραμμης χρονικότητας: μπορούμε να
αναγάγουμε τα δρώμενα στο αιώνιο της επιστροφής τους650.
Σι σημαίνει, όμως, αιώνια επιστροφή; Ενδεικτικά είναι τα
τρία αποσπάσματα του Σάδε έφη Ζαρατούστρα που
παρατίθενται στη συνέχεια. το πρώτο, ο Nietzsche
παρουσιάζει την έννοια της αιώνιας επιστροφής διά στόματος
του κεντρικού ήρωα του τόμου, του Ζαρατούστρα: «‛Κοίταξε
την πύλη αυτή! Νάνε! συνέχισα: έχει δύο όψεις. Δύο δρόμοι
συναντιούνται εδώ: κανένας δεν τους ακολούθησε ως το τέλος.
»Αυτό το μακρύ μονοπάτι προς τα πίσω διαρκεί μια
αιωνιότητα. Και τούτο το μακρύ μονοπάτι προς τα εμπρός
διαρκεί μια άλλη αιωνιότητα.
»Οι δρόμοι αυτοί είναι αντίθετοι μεταξύ τους·
συγκρούονται ακριβώς στο κεφάλι τους: -κι εδώ, σ’ αυτήν την
πύλη συναντιούνται. Σο όνομα της πύλης υπάρχει γραμμένο
επάνω: «τιγμή».
»Όποιος όμως θα ακολουθούσε έναν απ’ αυτούς τους
δρόμους –πηγαίνοντας ολοένα και πιο πέρα, ολοένα και πιο
μακριά: πιστεύεις, νάνε, ότι οι δρόμοι αυτοί θα είναι για πάντα
αντίθετοι μεταξύ τους;
»(<) Απ’ αυτήν την πύλη που λέγεται τιγμή ένα
μακρύ αιώνιο μονοπάτι πάει προς τα πίσω: πίσω μας
απλώνεται μια αιωνιότητα.
»Δεν πρέπει όλα τα πράγματα που μπορούν να τρέχουν,
να έχουν περάσει ήδη μια φορά τρέχοντας απ’ αυτό το
μονοπάτι; Δεν πρέπει όλα τα πράγματα που μπορούν να
συμβούν, να έχουν συμβεί, γίνει, περάσει ήδη μια φορά
τρέχοντας;
»Κι αν όλα υπήρξαν ήδη: τότε τι πιστεύεις, νάνε, γι’
αυτήν τη στιγμή; Δεν πρέπει κι αυτή η πύλη να έχει υπάρξει
ήδη;
»Και δεν είναι όλα τα πράγματα έτσι σφιχτά δεμένα,
ώστε αυτή η στιγμή να σέρνει πίσω της όλα τα πράγματα που
πρόκειται να έρθουν; Άρα –και τον ίδιο τον εαυτό της;»651.
Πρόκειται για τον προκλητικό λόγο του ήρωα προς τον νάνο. Ο
Ζαρατούστρα εδώ αναφέρεται, σε ένα παράλληλο πλαίσιο, στη
650
Σο «πώς;» θα διερευνηθεί αμέσως παρακάτω.
651
Nietzsche, Ζαρατούστρα, σ. 154.
222
V
στιγμή και την αιωνιότητα, παραπέμποντάς μας στον ελύτειο
λόγο για την ισόβια στιγμή652. ύμφωνα με το συγκεκριμένο
απόσπασμα του Nietzsche, έχουμε μία αιωνιότητα μπροστά
μας και μία πίσω μας, έτσι ώστε τα πράγματα να κατανοούνται
ως κυκλικά επαναλαμβανόμενα: ό,τι μπορεί να συμβεί, έχει
ήδη συμβεί μία φορά. το τέλος του αποσπάσματος, με το
«πρόκειται να έρθουν», ο στοχαστής θίγει και την όψη του
μέλλοντος.
Σα επόμενα δύο αποσπάσματα εμφανίζονται αργότερα
στον ίδιο τόμο. ε αυτά δεν έχει πια το λόγο ο κεντρικός ήρωας
του βιβλίου, αλλά τα ζώα του, το φίδι και ο αετός: «‛Ψ
Ζαρατούστρα, (<), για εκείνους που σκεφτονται σαν εμάς όλα
τα πράγματα χορεύουν από μόνα τους: όλα έρχονται και
απλώνουν το χέρι τους και γελούν και φεύγουν –και
ξανάρχονται.
»Όλα φεύγουν, όλα ξανάρχονται· αιωνίως γυρίζει ο
τροχός του Είναι. Όλα πεθαίνουν, όλα ξανανθίζουν, αιωνίως
τρέχει η χρονιά του Είναι.
»Όλα σπάνε, όλα συναρμόζονται εκ νέου· αιωνίως
χτίζεται το ίδιο σπίτι του Είναι. Όλα χωρίζονται, όλα
ξανασυναντιούνται· αιωνίως μένει πιστό στον εαυτό του το
δαχτυλίδι του Είναι.
»ε κάθε σύντομη στιγμή αρχίζει το Είναι· γύρω από
κάθε εδώ γυρίζει η σφαίρα του εκεί. Η μέση είναι παντού.
Καμπύλο είναι το μονοπάτι της αιωνιότητας‛»653. Σα ζώα έχουν
κατανοήσει τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής και, μιλώντας
στο Ζαρατούστρα, την παρουσιάζουν στον αναγνώστη. «Όλα
ξανάρχονται»654, αφού ο τροχός του Είναι δεν παύει να γυρίζει.
652
Βλ. Μαρία Νεφέλη, σ. 91, όπου παρατίθεται ένα ποίημα με τον τίτλο «Ισόβια
τιγμή» («όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου/ αστραπή για πάντα»), καθώς
επίσης και Ανοιχτά χαρτιά, σ. 162: «Σο βλέπω σήμερα: ήταν η απομόνωση της
αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μιαν ισόβια στιγμή· το τέλειο, που δεν
αξιωνόμαστε, παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του
χρειάζεται για ν’ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα. κληρό πράγμα, που
λένε, η Ομορφιά· να μια κοινοτοπία που δεν εφθάρηκε ακόμη. Και μεταξύ μας:
η μόνη».
653
Nietzsche, Ζαρατούστρα, σ. 213.
654 το σημείο αυτό, βλ. Deleuze, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία. υγκεκριμένα, για
την ηθική και επιλεκτική φύση της αιώνιας επιστροφής, όπως την
αντιλαμβάνεται o Deleuze, βλ. σ. 103-107. Δείγματος χάριν: «Όσο μακριά και
223
V
Η έννοια του «τροχού», σε συνδυασμό με τις εκφράσεις «η μέση
είναι παντού» και «καμπύλο είναι το μονοπάτι της
αιωνιότητας», ενισχύει την κυκλική απεικόνιση της αιώνιας
επιστροφής, περιγράφοντας-αποδίδοντας, ουσιαστικά, το
σχήμα του κύκλου.
Σέλος, το τρίτο απόσπασμα έχει ως εξής: «Γιατί τα ζώα
σου το ξέρουν καλά, ω Ζαρατούστρα, ποιος είσαι και πρέπει να
γίνεις: κοίτα, είσαι ο δάσκαλος της αιώνιας επιστροφής –αυτή
είναι τώρα η μοίρα σου!
»Σο ότι εσύ πρέπει να διδάξεις πρώτος αυτή τη
διδασκαλία –πώς να μην είναι αυτή η μεγάλη μοίρα και ο πιο
μεγάλος κίνδυνος και αρρώστια σου!
»Κοίτα, εμείς ξέρουμε τι διδάσκεις: ότι όλα τα πράγματα
αιωνίως επιστρέφουν και εμείς μαζί τους, και ότι εμείς ήδη
υπήρξαμε αιώνιες φορές και όλα τα πράγματα μαζί μας.
»Διδάσκεις ότι υπάρχει μια μεγάλη χρονιά του
γίγνεσθαι, ένα τέρας μεγάλης χρονιάς: όμοια με κλεψύδρα,
πρέπει να αναστρέφεται ακατάπαυστα για να χύνεται και να
αδειάζει εκ νέου:
»-έτσι ώστε όλες αυτές οι χρονιές να είναι όμοιες μεταξύ
τους, τόσο στο μεγαλύτερο όσο και στο μικρότερο –έτσι ώστε κι
εμείς οι ίδιοι να είμαστε σε κάθε μεγάλη χρονιά όμοιοι με τους
εαυτούς μας, τόσο στο μεγαλύτερο όσο και στο μικρότερο»655.
Σο λόγο έχουν και πάλι τα ζώα. Ο Ζαρατούστρα κατονομάζεται
πια ευθέως «δάσκαλος της αιώνιας επιστροφής», μας
παρουσιάζεται, μάλιστα, συνοπτικά και η ουσία της
διδασκαλίας του: τόσο εμείς όσο και τα πράγματα υπήρξαμε
ήδη άπειρες φορές και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε.
224
V
Ψς ερμήνευση του Nietzsche ή αποδοχή του
χαρακτηριστικού της επιστροφής μπορεί να θεωρηθεί και η
τοποθέτηση του Heidegger: «Ο κόσμος είναι κάτι ‚μες στο
οποίο‛ το εδωνά-Είναι ως ον πάντα ήδη ήταν, κι αν κατά
κάποιον τρόπο το Εδωνά-Είναι προσέλθει ρητά στον κόσμο, δε
θα είναι τούτο τίποτ’ άλλο από επιστροφή»656. Η εν λόγω
διατύπωση του Heidegger μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με
το ελύτειο: «Σο πριν απ’ όλα είναι το πάντοτε κατοπινό, προτού
του αλλάξουν τη σειρά μέσα στην ιστορία»657. Από τη μία, ο
Γερμανός φιλόσοφος πρεσβεύει ότι η ουσία του εδωνά-Είναι
στον κόσμο είναι παντοτινή, αφού αυτό ήταν και επιστρέφει, με
το να είναι πάλι: η επανάληψη αυτής της διαδικασίας είναι που
ενεργοποιεί την, κατά Nietzsche, αιώνια επιστροφή. Σελικά, στο
Heidegger, το (επιστρέφον) εδωνά-Είναι, με το να είναι, δίνει
τον κόσμο.
Ο Ελύτης, από την άλλη, μιλώντας για το πριν και το
κατοπινό, μπορεί εκ πρώτης όψεως να αναφέρεται σε κάτι
στενά κυριολεκτικό, σύμφωνα με το οποίο, αν αντιστρέψει
κανείς το χρόνο, το μετά θα είναι πριν (από) το πριν. Οι όροι
«απ’ όλα» και «πάντοτε» που χρησιμοποιεί, ωστόσο, καθιστούν
πιο σύνθετο το νόημα της φράσης του. Σο «πριν απ’ όλα» δεν
μπορεί παρά να είναι το αρχέγονο658 και το «πάντοτε κατοπινό»
656 Heidegger, ΕκΧ1, σ. 136. Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση του ζητήματος
από την οπτική του Heidegger, βλ. την πρώτη ενότητα.
657
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 481.
658 Έχουν προηγηθεί ορισμένες αναφορές στο αρχέγονο στο πλαίσιο των
225
V
δεν μπορεί παρά να αφορά μία ποιότητα που κατ’ επανάληψη
επιστρέφει. Έχουμε, λοιπόν, το συνεχώς επανερχόμενο
παντοτινό που ουσιακά προηγείται του πρωταρχικού (όχι ένα
άπαξ αρχικό, αλλά το επαναλαμβανόμενα μετά το πρώτο)659,
πράγμα το οποίο στην επανάληψη του, δίνει την αιώνια
επιστροφή.
Ανάλογης συνθετότητας μπορεί να θεωρηθεί και η,
απλή εκ πρώτης όψεως, ποιητική δήλωση του Ελύτη «αύριο/ θα’
ναι χθες για πάντα»660. Ο ποιητής δε λέει, απλώς, ότι το σήμερα
αύριο θα έχει περάσει, άρα θα είναι χθες, για να δηλώσει τη
διαδοχή του χθεσινού, του σημερινού και του αυριανού, και
επομένως, που παρελθοντικού, του παροντικού και του
μελλοντικού. Εισάγοντας τον όρο «για πάντα», αναφέρεται
παράλληλα και στο αιώνιο. Μπορεί να γίνει λόγος για το
παντοτινά χθεσινό, στο βαθμό που αναγνωρίζεται, επίσης, το
παντοτινά παροντικό και μελλοντικό.
Η τελευταία αυτή ρήση του Ελύτη αναφέρεται ρητά
μόνο στο χθες, το αύριο και το πάντα, παρακάμπτοντας το
σήμερα. Δεν είναι ότι ο Ελύτης αρνείται να ζήσει το τώρα, αλλά
ότι τείνει να το θυσιάσει στο βωμό του υψηλού ζητουμένου του
πάντα: «Σούτο σημαίνει ότι (ενν. ο Ελύτης) ‚σβήνει‛ το παρόν
στο βαθμό που ‚σβήνει‛ και την ιστορία, δηλαδή ταυτίζεται
τόσο με το παρόν ‚σε σημείο που είναι σα να μην υπάρχει‛.
Αυτό αποδεικνύεται από το ότι στο έργο του ποιητή (<) το
παρόν και μάλιστα η ‚στιγμή‛, υπερτονίζεται, γίνεται ‚ισόβια‛.
Ενσωματώνονται λοιπόν στο παρόν όχι μόνο το παρελθόν
αλλά –κυρίως με την ισόβια διάρκεια της στιγμής- και το
μέλλον»661. Πράγματι, ο Ελύτης γοητεύεται από την ιδέα μιας
ισόβιας στιγμής, δηλαδή μιας στιγμής που ποτέ δε χάνεται,
αφού ατέρμονα επιστρέφει. Σούτη η γοητεία αντλείται,
ασφαλώς, από την επιθυμία του αιώνιου. ε αυτό το σημείο,
μάλιστα, ο Ελύτης συναντά (για ακόμα μία φορά) τον Πλωτίνο:
««Δεῖ τοίνυν καὶ τοῦ ἀεῖ εἶναι. Δεῖ τοίνυν καὶ τοῦ μέλλοντος ἤδη
661
Φατζηγιακουμή, Η «υπέρβαση» της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, σ.
111.
226
V
παρόντος εἶναι. Οὐ δὴ ὕστερόν τι ἐν ἐκείνῳ, ἀλλὰ τὸ ἤδη ἐκεῖ
παρὸν ὕστερον ἐν ἄλλῳ γίνεται»662.
Ο Πλωτίνος πιστεύει στην ποιότητα του αιώνιου, στο
αιωνίως είναι, όπως άλλωστε προκύπτει και από τις
περιγραφές της βαθμίδας του Ενός. Σο τελευταίο είναι
ουσιαστικά άχρονο, δεν επηρεάζεται από την ενθαδική εξέλιξη
του χρόνου, δεν δημιουργήθηκε, ούτε θα τερματίσει η ύπαρξή
του μέσα στο χρόνο. το θείο663, κατά τον Πλωτίνο, δεν υπάρχει
ύστερο, όπως δεν υπάρχει και πρότερο. Η διατύπωση «το Εν
ήταν» ή «το Εν θα είναι» είναι ταυτόσημη με τη διατύπωση το
Εν είναι. Έτσι, στην ύψιστη μορφή ύπαρξης (στον Πλωτίνο), η
διαδοχικότητα καταργείται, στο όνομα της αιωνιότητας.
Σο ίδιο, όπως επιχειρήσαμε ήδη να δείξουμε, συμβαίνει
και στο ποιητικό πεδίο του Οδυσσέα Ελύτη. Ο δημιουργός
προβάλλει το σύμπαν της ηλιακής μεταφυσικής ως άχρονο και
τις ποιητικές μορφές του ως αιώνιες. Με τον τρόπο αυτό
καθίσταται δυνατό ο ποιητής να παρατείνει τη στιγμή με τόση
ένταση που την καθιστά τελικά αιώνια. Πρόκειται για ένα από
τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Ελύτης εναντίον του θανάτου: η
συμφιλίωση του παρόντος με το παρελθόν, η ένταξη του
μέλλοντος στο παρόν, η πίστη στο συνεχώς
επαναλαμβανόμενο, ενδυναμώνουν το είναι του ποιητή: «Ο
καθείς και τα όπλα του»!
Αφορμή για την εξέταση του ζητήματος του χρόνου
στον Ελύτη στάθηκε η ποιητική ρήση του: «ταθερά τα
662 VI.7.1.49-51. «Πρέπει λοιπόν να υπάρχει και το αιωνίως είναι. Πρέπει επίσης
και το μέλλον να είναι ήδη παρόν. ίγουρα δεν υπάρχει ύστερο στο θείο· ό,τι
είναι εκεί σαν παρόν είναι μέλλον για αλλού». χετικά με αυτό, βλ. και το
παρακάτω απόσπασμα του Deleuze, γραμμένο στο πλαίσιο της επεξήγησης
της έννοιας της αιώνιας επιστροφής: «Πώς μπορεί το παρόν να παρέλθει; Ποτέ
η στιγμή που περνά δεν θα μπορούσε να περάσει, εάν δεν ήταν ήδη παρελθόν
και ταυτόχρονα παρόν, μέλλον και ταυτόχρονα παρόν. Εάν το παρόν δεν
παρερχόταν αφ’ εαυτού, εάν έπρεπε να περιμένει ένα νέο παρόν για να
κατορθώσει να γίνει παρελθόν, ποτέ το παρελθόν, εν γένει, δεν θα μπορούσε
να συγκροτηθεί εντός του χρόνου, ούτε θα παρερχόταν αυτό το παρόν: δεν
μπορούμε να περιμένουμε, πρέπει η στιγμή να είναι ταυτόχρονα παρόν και
παρελθόν, παρόν και μέλλον, για να μπορέσει να παρέλθει (και να παρέλθει
προς χάριν άλλων στιγμών). Πρέπει το παρόν να συνυπάρχει με τον εαυτό του
ως παρελθόν και ως μέλλον» (Deleuze, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, σ. 75-6).
663
Βλ. στην τρίτη ενότητα, όπου σχολιάζεται η σύνδεση μεταξύ του θεϊκού και
του Ενός.
227
V
παμπάλαια πράγματα μεσ’ στα τωρινά/ μας επιβιούν» από την
παραλλαγή του ποιήματος «Σα δύο του κόσμου». Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ο χρόνος είναι ένα θέμα που απασχολεί σε κάθε
φάση της ποιητικής, τουλάχιστον, πορείας του τον Ελύτη.
Ενδεικτικοί είναι και οι ακόλουθοι στίχοι: «Σέλος και οι μνήμες
παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν όπου
τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια»664, «το
παρόν είναι ανύπαρκτο»665, «Κάπου ανάμεσα Σρίτη και Σετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα»666, «η φθορά του
χρόνου εν τέλει θα στραφεί εναντίον του»667, Η
πραγματικότητα/ Ψφελεί εάν έπεται. Όμως το πριν, το είδωλο,/
μόνον αυτό/ ημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει»668.
Όπως προκύπτει και από τα παραπάνω παραθέματα, ο
Ελύτης θεματικοποιεί το χρόνο, στην ποίησή του, με ποικίλες
αφορμές και για διάφορους λόγους. Παραδείγματος χάριν, ο
στίχος «Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά
του χρόνου»669 είναι ενδεικτικός του φόβου του ποιητή για το
πέρας της εδώ ζωής του και της αρνητικής φόρτισης που
προσδίδει στη διαδοχή του χρόνου, ενώ ο «όπως και να το
κάνεις, ένα κομμάτι ‚πάντοτε‛ στον άνθρωπο θα υπάρχει» 670
δηλώνει τη βεβαιότητα του Ελύτη για το ορθό της αίσθησής
του· ο ποιητής ξέρει πως το ανθρώπινο ον σχετίζεται με το
παντοτινό, δηλαδή τόσο με το αιώνιο ως ποιότητα, όσο και με
το αθάνατο ον, που είναι η άλλη όψη του θνητού, το θεϊκό ή το
ενδυναμωμένο ανθρώπινο.
Η δήλωση του ποιητή: «το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το
πρώτο πρώτο»671 είναι δυνατόν να συσχετιστεί με την έννοια
της αιώνιας επιστροφής, καθώς, αν θεωρήσουμε τον όρο
«μοιάζει» ως το αφηρημένο (ποιητικό) πρόσωπο του «είναι», η
ταύτιση του σημείου εκκίνησης με το σημείο τερματισμού
παραπέμπει σε μία κυκλική πορεία ταξιδιού: σε μία
668
Ελύτης, Οξώπετρα, σ. 28.
669 Ελύτης, Προσανατολισμοί, σ. 141.
670
Ελύτης, Εκ του πλησίον, σ. 32.
671
Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, σ. 16.
228
V
περιδιάβαση στον κύκλο της ηλιακής μεταφυσικής ή σε εκείνον
της αιώνιας επιστροφής, που, όπως είδαμε, είναι οικείος στον
Ελύτη. Σέλος, το απόσπασμα: «Εάν υπήρχε τρόπος να
βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ’ τα
πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που
καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του· όπως,
ακριβώς, μέσα σ’ ένα ποίημα»672, αποτελεί μία ενδιαφέρουσα
εξήγηση της σχέσης του Ελύτη με την ποίηση: εντός αυτής, ο
χρόνος υπερβαίνεται· υπάρχει, μάλιστα, η δυνατότητα αυτός
να υπερβαθεί και έξω από το ποιητικό πλαίσιο, αφού δυνητικά
ο χρόνος χάνει κάποτε τη σημασία του «όπως, ακριβώς, μέσα σ’
ένα ποίημα».
Υυσικά ο Ελύτης δεν αναφέρεται στο χρόνο μόνο στα
ποιήματά του. χετικά αποσπάσματα εντοπίζονται και στα
δοκίμιά του. Ενδεικτικά: «Ψ ναι, είναι δύσκολο να το εξηγήσει
κανένας. Πρόκειται για μια ‚μηχανή‛, με την παλιά σημασία,
που με κάθε κίνηση προς τα εμπρός διανοίγει μια παρθένα οδό:
για να μπορεί να βλέπει ο καθένας διαρκές το ακαριαίο και
ακαριαίο το διαρκές· να βλέπει ο,τι αγαπά σαν τον πυρήνα ενός
παραδείσου»673, «όλος ο χρόνος, ο πριν, ο μετά, εκμηδενισμένοι,
καμωμένοι αθανασία»674, «Κι όταν λέω ‚εγώ‛, εννοώ τον
ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος»675, «Μια εύστροφη
αντιστροφή που σου επιτρέπει να εντείνεις κατά βούλησιν το
στιγμιαίο και το διαρκές»676, «Για μια φούχτα ευ ζούμε όλοι μας,
κι ας όψεται η απροσεξία του χρόνου»677, «Πολύ μου αρέσει
αυτός ο περίπλους, που μπορεί να είναι ταυτόχρονα στο
μέλλον και στο παρελθόν»678.
Ο Ελύτης φαίνεται να απολαμβάνει τη μετάβαση από
τη μία χρονική βαθμίδα στην άλλη, εξ ου και θεματικοποιεί
συχνά ανάλογες διεργασίες. Για να επανέρθουμε στο «Σα δύο
του κόσμου», μάλιστα, παρατηρείται ότι το πρωτότυπο κλείνει
με την αναφορά σε μία καινούργια ζωή, που παρομοιάζεται με
675
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 416.
676 Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 447.
677
Ελύτης,Εν λευκώ, σ. 461.
678
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 474.
229
V
νεογέννητο μωρό, ενώ η παραλλαγή με μία αναμνησιακή
εικόνα του παραδείσου. την πρώτη περίπτωση, έχουμε την
«τρίτη» ζωή: αριθμητικός προσδιορισμός που μπορεί να
απαριθμεί τρεις συνεχόμενες ζωές, ή μία ζωή που ακολούθησε
το θάνατο-κατάληξη μιας πρώτης ζωής. Και στις δύο
περιπτώσεις το μήνυμα είναι αισιόδοξο: δεν υπάρχει τέλος,
αλλά εξακολουθητική αναγέννηση, διέξοδος φωτός. Σελευταία
λέξη του ποιήματος, άλλωστε, είναι το «άρχισε».
την παραλλαγή του «Σα δύο του κόσμου» το κλείσιμο
είναι διαφορετικό. Πρόκειται για μία φράση που υπάρχει στο
πρωτότυπο και έχει εμφανιστεί ήδη μία φορά στο δεύτερο
ποίημα. Ο Ελύτης επιλέγει να κλείσει, σε αυτή την περίπτωση,
με κάποιους στίχους που είναι ήδη γνωστοί στον αναγνώστη.
Ψστόσο, η λειτουργία τους είναι σαφώς διαφορετική στο τέλος
του ποιήματος. Ενώ, λοιπόν, το πρωτότυπο κλείνει με μία
αναφορά στο μελλοντικό, η παραλλαγή λειτουργεί
διαφορετικά, για την ακρίβεια αντιθετικά. ε αυτή την
περίπτωση, έχουμε την παράθεση μιας ανάμνησης: ο ποιητής
κοιτάει το παρελθόν και την τότε παρουσία του στον
Παράδεισο (αυτή η παρουσία στο παρελθόν είναι από μόνη της
μία ένωση του τότε με το τώρα). Σότε ο κόσμος γύριζε γύρω του,
τώρα, όμως, δηλαδή τη στιγμή της συγγραφής, ο ποιητής είναι
μέσα στον κόσμο. ύμφωνα με αυτό, ο ποιητής ήταν στον
παράδεισο πριν από τον ερχομό του στο ενταύθα, δηλαδή πριν
τη γέννησή του ή ανάμεσα στην προηγούμενη και σε αυτή τη
ζωή του. Οι πιθανότητες είναι εξίσου αισιόδοξες: υπάρχει η
δυνατότητα της επανα-μετάβασης στο αλλού, εν προκειμένω
στο παραδείσιο αλλού.
Πάντως, το κλείσιμο τόσο του πρωτοτύπου όσο και της
παραλλαγής είναι «διανοητικό»: δεν αποτελείται από μία
ποιητική εικόνα. το πρώτο, δύο ιδέες φέρνουν στο φως μία
τρίτη ζωή, στο δεύτερο κατονομάζεται (όπως τότε) η λειτουργία
της ανάμνησης: ένα ενθαδικό ερέθισμα ενεργοποιεί τη θύμηση
του ποιητή. Πριν από αυτό, ο ίδιος ταλαντεύεται ανάμεσα στο
εδώ και το εκεί: εδώ έχουμε τις κλαίουσες και τα λαμπερά
διαστήματα679, εκεί τους αγγέλους και τις ψαλμωδίες680.
λάμψεις διαστήματα»
230
V
υνδετικός κρίκος είναι ο ύπνος, δηλαδή η λειτουργία του
ονείρου και της τρόπον τινά απομάκρυνσης από το αυστηρό
εδώ και τώρα. Ψστόσο, το πρώτο ποίημα κλείνει με το άγνωστο,
άρα και μυστηριώδες, ενώ το δεύτερο με το γνώριμο, αλλά όχι
λιγότερο μυστηριώδες, αφού είναι εξω-κοσμικό, παραδείσιο.
Και στις δύο περιπτώσεις, άλλωστε, την τελευταία «λέξη» έχει
το θαυμαστικό, πράγμα σίγουρα όχι σύνηθες: στη συλλογή Σο
Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά κανένα άλλο
ποίημα δεν καταλήγει σε θαυμαστικό.
Ο χρόνος όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διεγείρει
τον ποιητή και προκαλεί την ενθουσιώδη του αντίδραση:
«τενεύεται ο χρόνος κι αναγκάζεται να εξαργυρώνει: να
κορίτσια! να γοβάκια! να γυαλί τετραγωνάκια! Είναι ανάγκη
στις εκατό στροφές στεναχώριας να παράγουμε και μία χαράς.
Δικαιοσύνη»681.
680
«Εκεί με τα σγουρά επιμήκη των αγγέλων πρόσωπα/ τ’ ανέκφραστα
κοιτάζοντας και ψάλλοντας με συνο-/ δεία κιθάρας ουαλαλί ουαλαλί κάτω
από τ’ άνθη τα/ ξερά στο υπέρθυρο»
681
Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 460.
231
232
ΕΠΙΛΟΓΟ
682Μία άλλη περίπτωση είναι ο Νικόλας Κάλας. Μιλώντας για τον τελευταίο,
που σκεφτόταν κριτικά, γιατί ήταν ποιητής και φιλόσοφος, η Αλεξάνδρα
Δεληγιώργη σημειώνει: «Αντίθετα με την ποίηση που δεν αναμετριέται με τα
δικά της όρια, αφού τα όρια που της ορίζει η φαντασία και η γλώσσα
αναμετριούνται μόνο με το σκοτάδι και τη σιωπή, η θεωρία μετατρέπεται η
ίδια σε πεδίο σύγκρουσης, όταν αναλαμβάνει να αναμετρηθεί με τα όρια που
της ορίζει η ratio απομακρύνοντάς την από το άσκεπτο, δηλαδή από το
σκεπτέο» (Δεληγιώργη, Ά-νοστον ήμαρ, σ. 51).
233
σχολιάστηκε το σύνολο της συλλογής Σο φωτόδεντρο, ώστε να
φανεί και το αισθητικό περιβάλλον του «Σα δύο του κόσμου», η
σχέση του τελευταίου με τα άλλα ποιήματα της συλλογής.
Παράλληλα, έγινε λόγος για τις χρονικά κοντινές στο
Φωτόδεντρο συλλογές του Ελύτη, ώστε να διαφανεί η μεταξύ
τους σχέση. Σελικά, σχολιάστηκαν όλες οι εκδοτικές του
απόπειρες, παρουσιάστηκε η πορεία του στο χώρο της
ελληνικής ποίησης, από τις οποίες δόθηκαν παραδείγματα
στίχων και έμπνευσης και διαφάνηκε ο τρόπος εργασίας του.
Παράλληλα, παραπέμψαμε συχνά στη δοκιμιακή του
παραγωγή, που είναι στενά συνδεδεμένη με την ποιητική. ε
αυτήν ο Ελύτης εξηγείται, σχολιάζει και εκφράζει τα
αισθήματά του για την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική
και άλλους τομείς του αισθητικού ενδιαφέροντός του.
τόχος μας, λοιπόν, ήταν να εξετάσουμε τη φιλοσοφία
μέσα από την ποίηση και την ποίηση μέσα από τη φιλοσοφία.
Για το λόγο αυτό, σταθήκαμε αφενός στον Οδυσσέα Ελύτη και
αφετέρου σε τρεις φιλοσόφους: στον Πλωτίνο, τον Martin
Heidegger και τον Henry Corbin. Οι δύο πρώτοι απαντούν με
μία τακτικότητα στα γραπτά του Ελύτη, πράγμα που δείχνει
ότι ο ίδιος συνδέει τη σκέψη τους με το ποιητικό του
εγχείρημα683. Όσον αφορά τον τρίτο, επιχειρήσαμε να
δείξουμε684 πως, παρόλο που το όνομά του δεν αναφέρεται από
τον ποιητή, ο τελευταίος όχι μόνο είχε διαβάσει αποσπάσματα
έργων του, αλλά επιπλέον είχε επηρεαστεί από αυτά.
Η ενασχόληση του δημιουργού με ορισμένους
φιλοσόφους (πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Ελύτης αναφέρεται
σε πολλούς ακόμα στα γραπτά του) δεν είναι, βέβαια, ο μόνος
λόγος που μας οδήγησε στη σύνδεση της ποίησης του Ελύτη με
τη φιλοσοφία. Εδώ ζητούνται μέσα επικοινωνίας των δύο
683 Οι αναφορές στον Πλωτίνο και τον Heidegger είναι συστηματικές και
ενδιαφέρουσες. Ο Ελύτης παραπέμπει σε αυτούς με τρόπο που αφενός
δηλώνει την ενασχόλησή του με τη σκέψη τους και αφετέρου αποτελεί την
μαρτυρία του ποιητή για τη σχέση του με αυτήν. Πράγματι, ο Ελύτης δεν
υποδηλώνει μία στοχαστική συγγένεια, αλλά κάνει καθαρά λόγο για αυτήν.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε τη φράση του «Κατά τον Martin Heidegger» (Ελύτης,
Εν λευκώ, σ. 174-5) και τον τίτλο κειμένου του: «Σα Θεϊκό Υως κατά τον
Πλωτίνο» (Ελύτης, Εν λευκώ, σ. 311-312).
684
ε ό,τι αφορά αυτή την περίπτωση, η συλλογιστική μας προσανατολίστηκε
με βάση εκείνη του Π. Δόικου (μεταξύ άλλων, βλ. πιο πάνω, σημ. 155).
234
πεδίων (της ποίησης και της φιλοσοφίας), έτσι ώστε να
κατανοηθεί διαμέσου του ενός ο άλλος, σύμφωνα και με την
παρότρυνση του ίδιου του ποιητή. Ο Ελύτης δεν μιλά απλώς για
την φιλοσοφία, αλλά ακόμα βαθύτερα μιλά φιλοσοφία685 και -
από μία ποιητικο-χρονική περίοδο και μετά- εμπνέεται βάσει
της ηλιακής του μεταφυσικής, παρουσιάζοντας στον
αναγνώστη μία φιλοσοφική κατεύθυνση δικής του σύλληψης.
Δεν είναι μόνο ο όρος «μεταφυσική» που παραπέμπει στη
φιλοσοφία εδώ, αλλά περισσότερο ο στοχαστικός τρόπος
αντιμετώπισης της τέχνης από μέρους του ποιητή.
Για να φθάσουμε στη μεταφυσική θεώρηση του
ποιήματος χρειάζεται ασφαλώς να προβούμε στην αισθητική
του αποτίμηση, προσεγγίζοντάς το κυρίως οντολογικά. Η
μορφή του ποιήματος πρώτα μας παρέχει μια σειρά στοιχείων
για το περιεχόμενό του, ακριβέστερα για τον τρόπο δομής και
ανάπτυξης του εν λόγω περιεχομένου. Σο τελευταίο, όταν
μελετάται προσεκτικά σε συνάρτηση και με το σύνολο της
έμπνευσης του ποιητή, καθίσταται μάρτυρας της ουσίας του
ποιήματος. Σο ποίημα δεν πρέπει να αποδομείται στα
επιμέρους του στοιχεία, στο πλαίσιο μιας επαγωγικής
διαδικασίας. Σο εκάστοτε στοιχείο μπορεί μεν να απομονωθεί,
αλλά μόνο όταν εννοηθεί η λειτουργία του ως δομικού
στοιχείου του ποιήματος ή του συνόλου της ποιητικής
παραγωγής του Ελύτη. Μπορούμε φερ’ ειπείν να αποσπάσουμε
τον ήλιο από ένα ελύτειο ποίημα, αλλά όχι και να του
στερήσουμε την ποιητική του ιδιότητα. Μπορούμε, επίσης, να
μελετήσουμε ένα ποίημα δίχως να σκεπτόμαστε ανά πάσα
στιγμή ότι είναι του Ελύτη, αλλά η συνείδηση του τελευταίου,
έχοντας γίνει ένα με τη συνείδηση του ποιήματος, δεν παύει να
ενυπάρχει σε αυτό.
Σις τελευταίες δεκαετίες έχουν γραφεί πολλές μελέτες
σχετικά με την τέχνη του Ελύτη, η τάση των μελετητών, όμως,
είναι σαφώς φιλολογική. Ο ίδιος ο ποιητής, ωστόσο, δήλωσε
αρκετές φορές τη δική του τάση προς τη φιλοσοφία, την οποία
θα ήταν γόνιμο να σεβαστούμε. Προκειμένου, λοιπόν, να
κατανοήσουμε την ελύτεια ηλιακή μεταφυσική και να
κοιτάξουμε τη φιλοσοφία μέσα από το ποιητικό βλέμμα (το
685
Ελύτης, Σρία ποιήματα, σ. 15.
235
βλέμμα του ποιητή αλλά και εκείνο του ποιήματος),
στρεφόμαστε στοχαστικά στον ποιητή. Ο ίδιος ο Ελύτης
χαρακτήρισε το Φωτόδεντρο ως συλλογή της ηλιακής
μεταφυσικής. Σι ήταν αυτό που τον οδήγησε σε αυτή την
πεποίθηση και πώς εξελίχθηκε η τέχνη του στην πορεία, είναι
ερωτήματα που μας απασχόλησαν εδώ, αν και θεωρούμε ότι
δεν απαντώνται οριστικά και απόλυτα.
Ο Ελύτης, πάντως, δεν πρέπει, όπως επιχειρήσαμε να
δείξουμε, να αντιμετωπίζεται ως ο Ποιητής, αλλά, για να
παραπέμψουμε πάλι στην οραματική παράδοση της ελληνικής
ποίησης, ως ο Ποιητής, ο τοχαστής, ο Μυστικός686. Ο Άγγελος
ικελιανός τοποθετεί δίπλα-δίπλα τις τρεις αυτές ιδιότητες,
ομολογώντας το προσωπικό του όραμα και δηλώνοντας την
ουσιακή εγγύτητά τους. αφώς επηρεασμένος από αυτόν, ο
Ελύτης επιχειρεί να ακολουθήσει το δικό του όραμα,
διανύοντας τα φιλοσοφικά και τα ποιητικά, όχι ως αντιθετικά,
όπως παραδείγματος χάριν μπορούν να είναι τα δημόσια και
τα ιδιωτικά687, αλλά ως συμπληρωματικά, γιατί και τέτοια
μπορεί να είναι τα δημόσια και τα ιδιωτικά.
686
ικελιανός, Λυρικός βίος, σ. 14 και 15: «Αλλ’ ο Ποιητής, ο τοχαστής, Ο
Μυστικός –με άλλα λόγια: αυτοί οι γνήσιοι, ‚αυτοδίδακτοι‛, πρωτόγονοι, και
καθαυτό ‚εδαφικοί‛, από την άποψη της ψυχικής τους ζωτικότητας,
οργανισμοί-, αναζητώντας μέσα τους γι’ αυτή τη ρίζα, ανακαλύπτουνε βαθιά
τους μια πρωταρχικά ενεργητική ιδιότητα που διακονεί με μια διπλήν
εκδήλωση την πιο αγνή εσωτερικήν υπόστασή τους (<)», «Σις λειτουργίες
λοιπόν αυτές, ο Ποιητής, ο τοχαστής, ο Μυστικός, τις διαπιστώνουν και τις
νιώθουν ριζωμένες στα βαθύτερα αυτοπλαστικά θεμέλια αυτού του ίδιου
οργανισμού τους».
687 «Σα δημόσια και τα ιδιωτικά» δεν είναι ένα τυχαίο ζεύγος αντιθετικών
236
Για τον Ελύτη είναι δυνατόν να φθάσουμε μέσα από το
δημόσιο στο ιδιωτικό και μέσα από το ιδιωτικό στο δημόσιο,
μέσα από το ποιητικό στο φιλοσοφικό και μέσα από το
φιλοσοφικό στο ποιητικό, μέσα από το άλλο βλέμμα στο οικείο
βλέμμα. Πρόκειται τελικά για το ύψιστο ζητούμενό του: την
επίτευξη της διαφάνειας. Ο ποιητής και ο φιλόσοφος δεν είναι
τυχαίο που -για τον Ελύτη- κοιτούν την ίδια πέτρα, αφού τελικά
καταλήγουν να κοιτάζονται μέσα από την (άλλοτε πυκνή)
πέτρα688.
το ελύτειο περιβάλλον, αυτή η πέτρα είναι άλλη μία
ποιητική-στοχαστική μορφή, με άλλα λόγια μία καλλιτεχνική
εικόνα επεξεργασμένη στοχαστικά689. Η ενασχόληση με το
μορφικό είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοηθεί η ουσία
–άλλωστε στον Ελύτη μορφή και περιεχόμενο είναι άρρηκτα
δεμένα. Αν πάρουμε λοιπόν, ως παράδειγμα, την πέτρα,
μπορούμε να εκκινήσουμε κοιτώντας την για να καταλήξουμε
να βλέπουμε κάτι άλλο μέσα από αυτήν. Ανάλογα, με τη
συστηματική ενασχόληση με το ποίημα, καταλήγουμε να
διακρίνουμε, μέσα από αυτό, όχι τον ίδιο τον ποιητή, αλλά τη
συνείδησή του που, βάσει μιας ιδιαίτερης ταύτισης οντολογικού
περιεχομένου, είναι και η συνείδηση του ποιήματος. Σότε
λοιπόν σε τι είναι χρήσιμη η επιμέρους ενασχόληση με τη
φιλοσοφία; Εδώ θα χρειαστεί να παραπέμψουμε στον
Αλεξανδρινό690. Είναι αδύνατο να φθάσουμε στον προορισμό
ένα πηγάδι χωρίς νερό κι αν δεν αποσαφηνισθεί ο ρόλος τους στη λειτουργία
του πνεύματος, το τελευταίο κινδυνεύει να θεωρηθεί ως όργανο
επιφορτισμένο με την παραγωγή αφηρημένων εννοιών που λειτουργούν
αποκομμένες από κείνη την αθέατη πλευρά του λόγου, τα ‚βάθη της ψυχής‛
απ’ όπου το πνεύμα αντλεί τη δημιουργικότητά του». (Δεληγιώργη, Ά-νοστον
ήμαρ, σ. 73).
690
Εκτός από την «Ιθάκη» του Κ. Π. Καβάφη (Καβάφης, Ποιήματα, σ. 29),
παραπέμπουμε και στο ομότιτλο ποίημα του Ντ. Φριστιανόπουλου από την
237
(αν θεωρήσουμε τη σχέση με το ποίημα ως τέτοιο),
υπερπηδώντας την πορεία. Σο ταξίδι είναι μακρύ και, σύμφωνα
με τον ποιητή, μεταφυσικό. Ευρύτερα, είναι σύνθετο και
στοχαστικό· ποιητικό και φιλοσοφικό.
238
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ
239
Αρανίτσης Ευ., «‚Μ’ ένα τίποτα έζησα<‛», Βιβλιοθήκη,
6/10/2006.
240
Δεληγιώργη Α., Ά-νοστον ήμαρ (Οδοιπορικό της σκέψης του
Νικόλα Κάλας), Αθήνα, Άγρα, 1997.
241
Ελύτης Ο., Δεύτερη γραφή, Αθήνα, Ίκαρος, 31996.
Ελύτης Ο., Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, Αθήνα, Ίκαρος,
81994.
242
Ελύτης Ο., Σο Άξιον εστί, Αθήνα, Ίκαρος, 181999.
243
Καψωμένος, «Η Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και το τοπικό
πολιτισμικό σύστημα», στο: Καψωμένος Ε. (επιμ.), Οδυσσέας
Ελύτης. Ο ποιητής και οι ελληνικές πολιτισμικές αξίες (Διεθνές
επιστημονικό συνέδριο στην Κω), Αθήνα, Γκοβόστης, 2000, σ.
53-70.
244
Μαλεβίτσης Φ., «Φάιντεγκερ και Φαίλντερλιν –Επιστροφή στην
αρχέγονη ενότητα ποίησης και φιλοσοφίας-», στο: Η τραγωδία
της ιστορίας, Αθήνα, Δωδώνη, 21974, σ. 157-180.
245
Νέτας Β., «‚τροφή, λοιπόν, και πρόσω καταπάνω στον
κίνδυνο‛», Βιβλιοθήκη, 13/10/2006.
Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου Βίου και της τάξεως των βιβλίων
αυτού, μετάφραση Π. Καλλιγά, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών,
1998.
246
Πρωίμου-Ερηνάκη Μ., Οδυσσέας Ελύτης (Η αθέατη πλευρά του
κόσμου και η καθαρότητα του φωτός), Αθήνα, Ελληνικά
Γράμματα, 1997.
247
Φατζηβασιλείου Β., «Η λυρική μοναξιά του Ελύτη, Βιβλιοθήκη,
12/03/2006.
Bruin J., ‚Heidegger and the world of art‛, The Journal of aesthetics
and art criticism, Vol. 50, No. 1, σ. 55-56.
Cheetham T., The world turned inside out (Henry Corbin and islamic
mysticism), Spring Journal, Connecticut, 2003.
248
Corbin H., Cuerpo espiritual y tierra celeste *Terre céleste et corps de
résurrection:de l’ Iran mazdéen a l’ Iran shîite+, ισπανική μετάφραση
A. C. Crespo, Μαδρίτη, Siruela, 22006.
Corbin H., Cyclical time and ismaili gnosis [Le temps cyclique dans le
mazdeisme et dans l’ ismaelisme+, αγγλική μετάφραση R. Manheim,
London, Kegan Paul, 1983.
Corbin H., Spiritual body and celestial earth: from Mazdean Iran to Shi’
ite Iran *Terre céleste et corps de résurrection:de l’ Iran mazdéen a l’ Iran
shîite+, αγγλική μετάφραση N. Pearson, Princeton, Princeton
University Press, 51986.
Corbin H., The man of light in iranian Sufism *L’ homme de lumière
dans le soufisme iranien], αγγλική μετάφραση N. Pearson, U.S.A,
Omega Publications, 1994.
249
Corbin H., The voyage and the messenger, αγγλική μετάφραση J.
Rowe, Berkeley, North Atlantic Books, 1998.
Eliasson E., The notion of ‚That which depend on us‛ in Plotinus and
its background, Boston, Brill, 2008.
250
Heidegger M., Είναι και χρόνος *Sein und Zeit], τόμοι 2,
μετάφραση Γ. Σζαβάρα, Αθήνα, Δωδώνη, 1978-1985
(συντομογραφία ΕκΧ).
Heidegger M., Η τέχνη και ο χώρος *Die Kunst und der Raum],
μετάφραση Γ. Σζαβάρα, Αθήνα, Ίνδικτος, 2006.
251
Heidegger M., «Προσημείωση στην επανάληψη μιας ομιλίας»,
στο: Hölderlin F., Ποιήματα (Μεγάλη εκλογή σε τρία Μέρη),
μετάφραση Δ.Θ. Γκότση, Αθήνα, Αρμός, 2002, σ. 211-213.
Heidegger M., ‚What are poets for?‛, στο: Poetry, language, thoyght,
αγγλική μετάφραση A. Hofstadter, New York, Harper & Row,
1975, σ. 91-142.
252
Kahn C.H., Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι [Pythagoras and the
Pythagoreans], μετάφραση Μ. ταυροπούλου, Αθήνα, Ενάλιος,
2005.
Nietzsche F., Πέρα από το καλό και το κακό *Jenseits von Gut und
Böse], μετάφραση Ζ. αρίκα, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 22004.
253
[Reading neoplatonism], μετάφραση Ν. Παπαδάκη και Μ. Κόφφα,
Αθήνα, Εναλιός, 2005.
Vitti M., Για τον Οδυσσέα Ελύτη (Ομιλίες και Άρθρα), Αθήνα,
Καστανιώτης, 1998.
254
Vitti M. (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999.
255
Περίληψη
256
Summary
257