Professional Documents
Culture Documents
Lecture Notes
Lecture Notes
ΟΡΓΑΝΟΜΕΤΑΛΛΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
1. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Αντικείμενο της οργανομεταλλικής χημείας, η οποία εκτείνεται στα όρια μεταξύ της
κλασσικής ανόργανης και οργανικής χημείας, είναι η μελέτη ενώσεων που περιέχουν δεσμό
M−C ή, σύμφωνα με ένα περισσότερο διευρυμένο ορισμό, ομοιοπολικό δεσμό M−H.
Σύμφωνα με την American Chemical Society, εκδότρια του περιοδικού «Organometallics”,
«ως οργανομεταλλική ένωση ορίζεται εκείνη στην οποία υπάρχει δεσμική αλληλεπίδραση
(ιοντική ή ομοιοπολική, εντοπισμένη ή απεντοπισμένη) μεταξύ ενός ή περισσοτέρων ατόμων
άνθρακα ενός οργανικού μορίου ή ομάδας και ενός μετάλλου κύριας ή μεταβατικής ομάδας,
λανθανιδών, ή ακτινίδων. Ακολουθώντας μια μακρά παράδοση, οργανικά παράγωγα των
μεταλλοειδών (βόριο, πυρίτιο, γερμάνιο, αρσενικό, και τελούριο) θα περιλαμβάνονται επίσης
στον ορισμό αυτό...».
Ο κλάδος της Οργανομεταλλικής Χημείας ξεκίνησε από οργανικούς χημικούς και στη
συνέχεια ασχολήθηκαν μ' αυτόν και οι ανόργανοι ερευνητές. Σύμφωνα με μια άποψη, όταν οι
φυσικοχημικές ιδιότητες μιας οργανομεταλλικής ένωσης επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό
από το μέταλλο που περιέχεται σ’ αυτήν, τότε η ένωση ανήκει περισσότερο στην Ανόργανη
Χημεία, ενώ σε αντίθετη περίπτωση στην Οργανική. Η διάκριση αυτή οδήγησε στη διάρκεια
των τελευταίων δεκαετιών στην ανάπτυξη δύο παράλληλων υπο-πεδίων της επιστήμης αυτής,
ένα με προσανατολισμό την οργανική σύνθεση και ένα δεύτερο με κύριο άξονα τα
οργανομεταλλικά σύμπλοκα και τις εφαρμογές τους, όπου δραστηριοποιούνται ερευνητικά
οργανικοί και ανόργανοι χημικοί αντίστοιχα.
Η εξέλιξη της οργανομεταλλικής χημείας τις τελευταίες δεκαετίες είχε άμεση επίδραση
σε πολλούς τομείς έρευνας και τεχνολογίας αιχμής. Ενδεικτικά αναφέρονται οι καταλυτικές
ιδιότητες πολλών οργανομεταλλικών ενώσεων με εφαρμογές τόσο σε διεργασίες κατάλυσης
βιομηχανικού ενδιαφέροντος, όσο και βιοχημικές διεργασίες (ένζυμα).
Στα πλαίσια του πρώτου μέρους του μαθήματος «Οργανομεταλλική Χημεία και
Κατάλυση», θα ασχοληθούμε επιλεκτικά και σε περιορισμένη έκταση, με τις βασικές αρχές
της οργανομεταλλικής χημείας των μεταβατικών μετάλλων, η οποία διαφέρει σε σημαντικό
βαθμό από την οργανομεταλλική χημεία των στοιχείων των κύριων ομάδων. Ειδικότερα, θα
δοθεί έμφαση στη Χημεία των οργανομεταλλικών συμπλόκων και πιο συγκεκριμένα σε
ορισμένες κατηγορίες συμπλόκων με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Προηγουμένως όμως, είναι
σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά στις σημαντικότερες έννοιες από το πεδίο της
κλασσικής χημείας ενώσεων συναρμογής, τα γνωστά μας σύμπλοκα κατά Werner.
2
Ο δεσμός στα σύμπλοκα: Ο απλούστερος τρόπος περιγραφής του δεσμού μεταξύ μετάλλου
και ligand στα σύμπλοκα γίνεται με τη βοήθεια της έννοιας οξύ-βάση κατά Lewis. Τα ligands
είναι πυρηνόφιλα, καθώς διαθέτουν αδεσμικά ζεύγη ηλεκτρονίων σε τροχιακά υψηλής
ενέργειας, ενώ το μεταλλικό κέντρο είναι ηλεκτρονιόφιλο, επειδή διαθέτει κενά d τροχιακά
χαμηλής ενέργειας. Έτσι, ο δεσμός στο σύμπλοκο απαρτίζεται από ένα ζεύγος ηλεκτρονίων,
το οποίο χορηγείται από το ligand (βάση κατά Lewis) στο μέταλλο (οξύ κατά Lewis).
Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, ένα ή περισσότερα άτομα στο ligand θα πρέπει να έχουν ένα
τουλάχιστον αδεσμικό ζεύγος ηλεκτρονίων, ενώ στο μέταλλο θα πρέπει να υπάρχουν κενά
τροχιακά κατάλληλης ενέργειας για την πρόσληψη των ηλεκτρονίων αυτών. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η δημιουργία του δεσμού δεν προϋποθέτει απαραίτητα την πλήρη μεταφορά
ενός ζεύγους ηλεκτρονίων, η αλληλεπίδραση δότη-δέκτη μπορεί να συνίσταται και σε απλή
(μερική) μεταφορά ηλεκτρονιακού φορτίου.
Αριθμός συναρμογής και γεωμετρία: Ορίζεται ως το πλήθος των ligands που ενώνεται με
το κεντρικό μέταλλο. Κυμαίνεται μεταξύ 2 και 10, αλλά οι συνηθέστεροι αριθμοί είναι 6, 4, 3
και 2. Η γνώση του αριθμού συναρμογής βοηθά στον προσδιορισμό του τρόπου διάταξης των
ligands γύρω από το κεντρικό μέταλλο, δηλαδή στην εύρεση της γεωμετρίας και της
στερεοχημικής δομής του μορίου.
Τρόποι συναρμογής των ligands: Άτομα, ιόντα ή μόρια που είναι σε θέση να δρουν ως
δότες ενός ζεύγους ηλεκτρονίων σχηματίζουν ένα δεσμό και θεωρούνται μονοδότες. Μόρια
που είναι σε θέση να δρουν ως δότες δύο ζευγών ηλεκτρονίων, χαρακτηρίζονται ως διδότες
και μπορούν να συναρμόζονται είτε με δύο διαφορετικά μέταλλα σχηματίζοντας ένα
διπυρηνικό σύμπλοκο, είτε με ένα και το αυτό μέταλλο, σχηματίζοντας χηλικό σύμπλοκο. Η
ύπαρξη ligands-γέφυρας μεταξύ δύο ή περισσότερων μετάλλων παριστάνεται με το σύμβολο
μx, όπου x ο αριθμός των μετάλλων που γεφυροποιούνται από ένα άτομο-δότη.
Ph2P PPh2
H2N NH2 Ph2P PPh2
M M M M
Ειδικότερα στα οργανομεταλλικά σύμπλοκα, όπως θα αναλυθεί εκτενέστερα σε επόμενα
κεφάλαια, χρησιμοποιείται ένας επιπλέον σημαντικός όρος, προκειμένου να παρασταθεί ο
x
τρόπος συναρμογής ενός μορίου στο μέταλλο μέσω συστήματος π-ηλεκτρονίων. Ο όρος η
3
συμβολίζει το πλήθος των ατόμων άνθρακα ενός π-συστήματος που ενώνονται απευθείας με
το μεταλλικό κέντρο. Για παράδειγμα, η συναρμογή του ανιόντος του κυκλοπενταδιενίου
μέσω πέντε ατόμων άνθρακα συμβολίζεται με η5-cp- (ή η5-C5H5-), του βενζολίου μέσω έξι
ατόμων άνθρακα με η6-C6H6, κλπ. Συνήθως, όταν το x είναι περιττός αριθμός, ο ακόρεστος
υδρογονάνθρακας βρίσκεται σε ανιονική μορφή και ο αριθμός των ηλεκτρονίων που
συνεισφέρει στη δημιουργία δεσμών είναι περιττός, θεωρείται όμως συμβατικά ότι είναι ίσος
με x +1. Άρτιο x είναι ένδειξη ύπαρξης ουδέτερου ακόρεστου υδρογονάνθρακα και ο αριθμός
των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν σε δεσμούς με το μέταλλο είναι ίσος με το x.
Η παραπάνω ονοματολογία έχει επεκταθεί και στα μη-οργανομεταλλικά σύμπλοκα,
προκειμένου να διευκολυνθεί η περιγραφή του τρόπου συναρμογής ενός ligand, όταν υπάρχει
ανάγκη για διάκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων εναλλακτικών τρόπων συναρμογής. Για
παράδειγμα, η διφωσφίνη Ph2PCH2CH2PPh2 (dppe) είναι ένα κλασσικό χηλικό ligand, όμως
είναι γνωστά ορισμένα σύμπλοκα, όπου μόνον ένα από τα άτομα φωσφόρου είναι
συναρμοσμένο, οπότε η συναρμογή αυτή συμβολίζεται ως M(η1-dppe)
M
Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των διδοτών ligands σε σχέση με το σχηματισμό
χηλικών συμπλόκων είναι η bite angle. Ποιοτικά πρόκειται για τη γωνία που ορίζεται από το
μεταλλικό κέντρο και τα δύο άτομα-δότες του ligand και είναι χρήσιμη για τον προσδιορισμό
των διαταραχών και των στερικών τάσεων στο χηλικό δακτύλιο σε σχέση με την ιδανική
γεωμετρία στο πολύεδρο συναρμογής.
P βn P
M
Αμφιδραστικό ligand: Σ’ένα αμφιδραστικό ligand υπάρχει δυνατότητα μονοδραστικής
συναρμογής στο μεταλλικό κέντρο μέσω δύο ή περισσότερων διαφορετικών ατόμων,
σχηματίζοντας σύμπλοκα στα οποία παρατηρείται το φαινόμενο της ισομέρειας συναρμογής.
Κλασσικά παραδείγματα αμφιδραστικού ligand είναι τα ιόντα ΝΟ2- και SCN-.
4
Χηλικό αποτέλεσμα: Πολλά σύμπλοκα χαρακτηρίζονται από αυξημένη κινητική αστάθεια,
παρουσιάζουν δηλαδή τάση διάσπασης του δεσμού M–L στο διάλυμα. Στις δύο αντιδράσεις
ισορροπίας του παρακάτω σχήματος παριστάνεται η διάσπαση ενός τέτοιου δεσμού σε ένα
απλό και ένα χηλικό σύμπλοκο αντίστοιχα.
L L
+ L
M L M
L L
L
M L M
n+ n+
[Μ(ΝΗ3)6] + 3 en [Μ(en)3] + 6 ΝΗ3
Παρατηρείται ότι, κατά κανόνα, η διάσπαση γίνεται πολύ δυσκολότερα στο χηλικό
σύμπλοκο. Από κινητική άποψη, αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το άτομο-δότης, μετά την
απόσπασή του παραμένει κοντά στο μεταλλικό κέντρο με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη
πιθανότητα για επανασυναρμογή του, πριν δοθεί η δυνατότητα σε κάποιο άλλο ligand (π.χ.
μόριο διαλύτη) για συναρμογή. Από θερμοδυναμική άποψη, η απόσπαση ενός χηλικού ligand
και αντικατάστασή του από δύο μονοδότες θα είχε ως αποτέλεσμα μια αρνητική μεταβολή
της εντροπίας (μείωση του αριθμού των σωματιδίων στο διάλυμα), επομένως δεν ευνοείται.
Αντίθετα ευνοείται θερμοδυναμικά ο σχηματισμός χηλικών συμπλόκων. Για παράδειγμα,
κατά την αντίδραση
απελευθερώνονται έξι μόρια αμμωνίας και ο συνολικός αριθμός σωματιδίων αυξάνει από 4
σε 7. Η αύξηση της εντροπίας συνοδεύεται πάντα από μια δραματική αύξηση της σταθεράς
ισορροπίας της αντίδρασης, της τάξεως 105 για κάθε χηλικό δακτύλιο. Στην περίπτωση των
συμπλόκων οι σταθερές ισορροπίας αντικαθίστανται από τις σταθερές σχηματισμού. Υψηλές
τιμές σταθερών σχηματισμού αντιστοιχούν σε σταθερά σύμπλοκα.
5
Φαινόμενο trans: Εμφανίζεται στα σύμπλοκα με επίπεδη τετραγωνική δομή, όπου έχει
παρατηρηθεί ότι ορισμένα ligands διευκολύνουν την απομάκρυνση του ligand που είναι σε
θέση trans προς αυτό και την αντικατάστασή του από άλλο ligand. Αυτό είναι αποτέλεσμα
της εξασθένισης του συγκεκριμένου δεσμού (αύξηση του μήκος δεσμού). Όσο μεγαλύτερη
είναι η ικανότητα του ligand να προκαλεί τέτοιου είδους αστάθεια, τόσο υψηλότερο το trans-
αποτέλεσμα που εισάγει. Μια πολύ σημαντική εφαρμογή του trans-φαινομένου με πρακτικό
ενδιαφέρον είναι η δυνατότητα επιλεκτικής σύνθεσης ενός συγκεκριμένου ισομερούς μιας
σύμπλοκης ένωσης.
Μαλακά και σκληρά οξέα και βάσεις: Έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει τάση από ορισμένα
ligands να σχηματίζουν ιδιαίτερα σταθερά σύμπλοκα (ισχυρός δεσμός M–L) με
συγκεκριμένα μεταλλοϊόντα. Έτσι, ορισμένα ligands προτιμούν μεταλλοϊόντα όπως Cu+, Ag+,
Hg2+, Pt2+ και άλλα προτιμούν τα Al3+, Co3+ κλπ. Με τον τρόπο αυτό τα ligands και τα
μέταλλα διακρίνονται μεταξύ τους ως προς την προτίμησή τους για δεσμό, η οποία
ερμηνεύεται με τη θεώρηση του Pearson περί σκληρών και μαλακών οξέων και βάσεων. Οι
έννοιες αυτές σχετίζονται άμεσα με τις ιδιότητες των ατόμων ως ακολούθως: Ένα οξύ κατά
Lewis χαρακτηρίζεται ως «σκληρό» όταν έχει μικρή ακτίνα, υψηλό θετικό φορτίο, χαμηλή
ηλεκτρονιοσυγγένεια και υψηλής ενέργειας LUMO, ενώ αντίθετα είναι «μαλακό» όταν έχει
μεγάλη ακτίνα, χαμηλό ή μερικό θετικό φορτίο, ελεύθερα ζεύγη ηλεκτρονίων και είναι είναι
εύκολο να υποστεί πόλωση και οξείδωση. Αντίστοιχα, μια βάση κατά Lewis χαρακτηρίζεται ως
«σκληρή» όταν έχει μικρό μέγεθος και υψηλή ηλεκτραρνητικότητα (3,0 - 4,0), οξειδώνεται και
πολώνεται δύσκολα και διαθέτει υψηλής ενέργειας ΗΟΜΟ, ενώ αντίθετα είναι «μαλακή» όταν
έχει μεγάλο μέγεθος (εύκολα πολώσιμο), μεσαία ηλεκτραρνητικότητα (2,5 - 3), ΗΟΜΟ χαμηλής
ενέργειας και είναι εύκολο να υποστεί οξείδωση. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα ιόντα των
βαρέων μεταβατικών μετάλλων σε χαμηλή οξειδωτική βαθμίδα κατατάσσονται στα μαλακά
οξέα, ενώ τα ελαφρύτερα μεταβατικά μέταλλα σε υψηλές βαθμίδες είναι σκληρά οξέα.
Σύμφωνα με την αρχή του Pearson, τα σκληρά οξέα έχουν την τάση να ενώνονται με σκληρές
βάσεις και τα μαλακά οξέα με μαλακές βάσεις.
6
ηλεκτρονίων σθένους και/ή διάχυση του ηλεκτρονιακού νέφους (απεντοπισμένα τροχιακά),
χαρακτηρίζονται από χαμηλή ηλεκτρονιακή πυκνότητα. Να σημειωθεί ότι η ηλεκτρονιακή
πυκνότητα δεν πρέπει να συγχέεται με την ηλεκτραρνητικότητα.
Το κρυσταλλικό πεδίο: Η θεωρία του κρυσταλλικού πεδίου είναι χρήσιμη για την
κατανόηση της δομής, των φασματοσκοπικών δεδομένων και των μαγνητικών ιδιοτήτων των
συμπλόκων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωτερικά d τροχιακά του κεντρικού μετάλλου
αλληλεπιδρούν ηλεκτροστατικά με τα ligands, τα οποία θεωρούνται σημειακές μάζες
συμμετρικά διατεταγμένες γύρων από το μέταλλο (σφαίρα συναρμογής).
Αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτής είναι η ενεργειακή σχάση των αρχικά εκφυλισμένων
τροχιακών. Στις απλές περιπτώσες ενός οκταεδρικού ενός τετραεδρικού και ενός επίπεδου
τετραγωνικού συμπλόκου η σχάση αυτή έχει τις παρακάτω μορφές:
__
dx2-y2
__
__ __
dxy
dx2-y2, dz2
__ __ __ __ __ __ __ __
dxy, dxz, dyz
__ __ __ __ __ __ __ __ __ __
__
__ __ dz2
__ __ __
dxy, dxz, dyz dx2-y2, dz2 __ __
dxz, dyz
OKTAEΔΡΟ ΤΕΤΡAEΔΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ
Σύμπλοκα υψηλού (high) και χαμηλού (low) spin: Στα σύμπλοκα του Co3+ παρατηρείται
μια ιδιαίτερη προτίμηση για οκταεδρική γεωμετρία, γεγονός το οποίο εξηγείται σύμφωνα με
τα παρακάτω: Το Co έχει διαμόρφωση [Ar]4s23d7, το δε Co3+ είναι ένα d6 ιόν. Στο σύμπλοκο,
η κατανομή των 6 ηλεκτρονίων στα διαφοροποιημένα d τροχιακά μπορεί να γίνει με δύο
τρόπους.
__ __
__ __
6 Dq
Δ
10 Dq __ __ __ __ __ Δ
__ __ __ __ __
__ __ __
4 Dq
__ __ __
Στα σύμπλοκα του Co3+ τα d ηλεκτρόνια σχηματίζουν τρία ζεύγη και καταλαμβάνουν τα
χαμηλής ενέργειας dπ τροχιακά, ενώ τα υψηλής ενέργειας dσ τροχιακά παραμένουν κενά
(συνολική σταθεροποίηση του ιόντος κατά 24 Dq). Η ίδια έντονη τάση για σχηματισμό
οκταεδρικών συμπλόκων χαμηλού σπιν με διαμόρφωση t2g6,eg0 παρατηρείται και σε άλλα
ιόντα με d6 διαμόρφωση, όπως Fe2+, Re+, Ir3+. Ο σχηματισμός συμπλόκων υψηλού σπιν
(t2g4,eg2) ευνοείται για μικρές τιμές Δ. Να σημειωθεί ότι τα οργανομεταλλικά σύμπλοκα
είναι στην πλειοψηφία τους χαμηλού σπιν.
− − − −
I < Br < Cl < F < H2O < NH3 < PPh3 < CO, H
Η θέση ενός ligand σε μια τέτοια σειρά εξαρτάται από την σ-δοτικότητα και π-δεκτικότητα
αλλά και την ισχύ του δεσμού M – L που σχηματίζεται. Ο τελευταίος παράγοντας εξηγεί τις
πολύ υψηλές τιμές Δ που εισάγουν τα υδρίδια και τα καρβονύλια.
8
Για ορισμένη γεωμετρία και είδος ligand, τα σύμπλοκα με διαφορετικό κεντρικό μεταλλικό
ιόν εμφανίζουν διαφορετική τιμή Δ. Αυτό οδηγεί στη δημιουργία αντίστοιχων
φασματοχημικών σειρών και για τα μεταλλιόντα, π.χ.:
2+ 2+ 2+ 2+ 3+ 3+ 3+
Mn < Co < Fe < Ni < Fe < Co < Mn
Η αμμωνία, ΝΗ3, είναι πολύ καλός σ-δότης, όχι όμως π-δέκτης, σε αντίθεση με το μονοξείδιο
του άνθρακα (CO) και το αιθυλένιο (C2H4), δύο από τα σπουδαιότερα ligands στην
οργανομεταλλική χημεία, τα οποία αποτελούν κλασσικά παραδείγματα εξαιρετικών π-δεκτών
(π-οξέα) και είναι σε θέση να σχηματίζουν πολύ ισχυρούς δεσμούς M–C.
Ο δεσμός M–C στα σύμπλοκα των δύο αυτών ligands μπορεί να περιγραφεί (ενδεικτικά για
την περίπτωση του αιθυλενίου) με τη βοήθεια του παρακάτω σχήματος:
Ο σ-δεσμός με το μέταλλο σχηματίζεται μέσω ενός
ζεύγους ηλεκτρονίων από ένα π-μοριακό του διπλού
δεσμού C=C του αιθυλενίου αντίστοιχα. Η π
επαναφορά προκύπτει με μεταφορά φορτίου από ένα
πλήρες d-τροχιακό του μετάλλου προς ένα κενό
αντιδεσμικό τροχιακό του C2H4. Ο δεσμός αυτός
αντισταθμίζει μερικώς τον σ-δεσμό και επιτρέπει
στο μέταλλο, με την επιστροφή μέρους της
περίσσειας του ηλεκτρονιακού φορτίου, να διατηρείται σε χαμηλή οξειδωτική βαθμίδα. Με
άλλα λόγια, επιτρέπει στα μέταλλα σε χαμηλή ή μηδενική οξειδωτική βαθμίδα (υψηλή
ηλεκτρονιακή πυκνότητα, επομένως έντονος βασικός χαρακτήρας και άρα αδυναμία για
πρόσληψη επιπλέον ηλεκτρονίων από ligands καθαρούς σ-δότες), να σχηματίζουν
σύμπλοκα.
9
Ο δεσμός π επαναφοράς ευθύνεται για τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ανόργανων και
οργανομεταλλικών συμπλόκων. Στα περισσότερα από τα ανόργανα σύμπλοκα δεν μπορεί να
υπάρξει π-δεσμός επαναφοράς επειδή τα αντιδεσμικά τροχιακά των ατόμων δότη του ligand
(π.χ. του Ν και του Ο) έχουν πολύ υψηλή ενέργεια. Ασθενής δεσμός π επαναφοράς μπορεί να
υπάρξει στον Ρ και στο S. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν σύμπλοκα του τύπου
[M(H2O)6] ή [M(ΝH3)6] (Μ=Cr, Mo, W), όπου το μέταλλο, στην οξειδωτική βαθμίδα μηδέν,
θα αποκτούσε πολύ υψηλή ηλεκτρονιακή πυκνότητα λόγω αδυναμίας π επαναφοράς. Η μόνη
δυνατότητα εκ μέρους του μετάλλου για αντιστάθμιση του αρνητικού φορτίου που
προσφέρουν τα ligands είναι η ύπαρξη οξειδωτικής κατάστασης +2 τουλάχιστον. Πράγματι,
τα σύμπλοκα [Fe(H2O)6]2+ και [Fe(ΝH3)6]2+ είναι σταθερά. Κατ’ αναλογία, το
οργανομεταλλικό σύμπλοκο [Fe(CO)6]2+ είναι πολύ ασταθές, επειδή η π επαναφορά από το
οξειδωμένο μέταλλο (Fe2+) προς τα ligands είναι σημαντικά μειωμένη, σε σχέση με την π
επαναφορά στο αντίστοιχο σύμπλοκο του μηδενοσθενούς Fe.
Όταν ο δεσμός π επαναφοράς είναι πολύ ισχυρός, η επιμήκυνση του δεσμού C–C παίρνει
τέτοιες διαστάσεις που μπορεί να πλησιάσει το μήκος ενός απλού δεσμού. Στην ακραία αυτή
περίπτωση το σύστημα παύει πια να θεωρείται ως ολεφινικό σύμπλοκο, αλλά ως
μεταλλακυκλοπροπάνιο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη δεσμού π επαναφοράς είναι εφικτή μόνον όταν το
μεταβατικό μέταλλο στο σύμπλοκο διαθέτει ηλεκτρόνια στα εξωτερικά d τροχιακά του. Στα
10
σύμπλοκα των μετάλλων με d0 διαμόρφωση, δεν υπάρχει δυνατότητα π επαναφοράς, συνεπώς
ο δεσμός στα σύμπλοκα αυτά είναι πολύ ασθενής και στην πράξη παρατηρείται σπάνια.
Actor/Spectator Ligands: Ένας πολύ χρήσιμος τρόπος διάκρισης των ligands σχετίζεται με
τη συμπεριφόρά τους κατά τη διάρκεια μιας χημικής διεργασίας. Τα ligands τύπου ‘actor’
λαμβάνουν ενεργά μέρος σε μια χημική αντίδραση και στη διάρκειά της αποσπώνται από τη
σφαίρα συναρμογής ή υφίστανται κάποιου είδους μεταβολή, π.χ. διάσπαση, ηλεκτρονιόφιλη
ή πυρηνόφιλη προσβολή κλπ. Αντίθετα, τα ligands τύπου ‘spectator’ παραμένουν
αμετάβλητα και αδρανή. Παρ΄όλα αυτά ο ρόλος τους στον καθορισμό των επιθυμητών
11
ιδιοτήτων του συμπλόκου (διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες, ηλεκτρονιακή και
στεροχημική συμπεριφορά) μπορεί να είναι πολύ σημαντικός. Ειδικότερα στα
οργανομεταλλικά σύμπλοκα, η επιλογή κατάλληλων spectator ligands είναι καθοριστική για
τη διεξαγωγή αντιδράσεων συγκεκριμένου τύπου. Οι ιδιότητες των ligands αυτού του τύπου
είναι συνάρτηση τόσο του ατόμου-δότη όσο και των υποκαταστατών που συνδέονται μ’
αυτό. Συνήθως πρόκειται για πολυδοτικά μόρια με συγκεκριμένη διάταξη των ατόμων-δότη
και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται για να δεσμεύσουν («μπλοκάρουν»)
καθορισμένες θέσεις γύρω από το μεταλλικό κέντρο, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για
στοχευμένη καθοδήγηση μιας επιθυμητής αντίδρασης.
Κατά κανόνα τα οργανομεταλλικά σύμπλοκα είναι περισσότερο ομοιοπολικά από τις κοινές
ενώσεις συναρμογής, ενώ το μέταλλο εμφανίζει συνήθως χαμηλότερη βαθμίδα οξείδωσης.
Χαρακτηριστικά ligands που ενώνονται με μέταλλα στις χαμηλότερες οξειδωτικές τους
καταστάσεις είναι το CO, τα αλκένια και τα αρένια, π.χ. Mo(CO)6, Pt(C2H4)3, (C6H6)Cr(CO)3.
12
Απόρροια του ομοιοπολικού χαρακτήρα των δεσμών στις ενώσεις αυτές είναι τα σχετικά
χαμηλά σημεία τήξεως και η διαλυτότητα σε μη πολικούς διαλύτες. Οι ενώσεις με έντονο
ομοιοπολικό χαρακτήρα στο δεσμό M–C είναι συνήθως πτητικές και αρκετά σταθερές.
Στα οργανομεταλλικά σύμπλοκα υπάρχουν σ-, π- και μερικές φορές δ-δεσμοί. Το τελευταίο
είδος δεσμών δημιουργείται με συμμετοχή ηλεκτρονίων από d τροχιακά του μετάλλου και η
ικανότητα των μεταβατικών μετάλλων να σχηματίζουν πολλαπλούς δεσμούς σχετίζεται με
την ύπαρξη τέτοιων ηλεκτρονίων.
13
Ως αποτέλεσμα της σύνδεσης στο μέταλλο, οι χημικές ιδιότητες ενός ligand Χ μπορεί να
υποστούν δραστικές μεταβολές. Το είδος και το μέγεθος των μεταβολών αυτών εξαρτάται
από τις ηλεκτρονιακές ιδιότητες (ισχυρός ή ασθενής σ ή π δότης/δέκτης) του μετάλλου και
του συνόλου των υποκαταστατών του (LnM). Όταν το θραύσμα LnM είναι ισχυρός σ-δέκτης,
προκαλεί μείωση των ηλεκτρονιακών φορτίων στο ligand Χ, το οποίο αποκτά έτσι αυξημένο
ηλεκτρονιόφιλο χαρακτήρα για προσβολή από ένα θραύσμα LnM με έντονη π-βασικότητα.
Για παράδειγμα, η πυρηνόφιλη προσβολή ενός αρωματικού υδρογονάνθρακα όπως το
βενζόλιο δεν είναι εύκολη, ενώ είναι δυνατή η αντίδρασή του με ηλεκτρονιόφιλα. Αντίθετα,
όταν το μόριο είναι συναρμοσμένο, ο πυρηνόφιλος/ηλεκτρονιόφιλος χαρακτήρας του
μεταβάλλεται. Στο σύμπλοκο (CO)3Cr(C6H6) για παράδειγμα, το θραύσμα (CO)3Cr είναι
πολύ καλός σ-δέκτης, με αποτέλεσμα να προκαλείται μείωση της ηλεκτρονιακής πυκνότητας
στον αρωματικό δακτύλιο, ο οποίος τώρα γίνεται επιδεκτικός σε πυρηνόφιλη και ανθεκτικός
σε ηλεκτρονιόφιλη προσβολή.
Για τον ίδιο λόγο, η ύπαρξη θετικού ή αρνητικού φορτίου στο μεταλλικό κέντρο επηρεάζει
τον ηλεκτρονιόφιλο ή πυρηνόφιλο χαρακτήρα του. Ένας επιπλέον παράγοντας με σημαντικές
επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά του ligand είναι η πόλωση που μπορεί να προκληθεί λόγω
συναρμογής. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, ένα θραύσμα LnM με εξ’ ίσου καλή
σ-δεκτικότητα και π-δοτικότητα, αναμένεται να παρουσιάζει ενδιάμεσες ηλεκτρονιακές
ιδιότητες, κατά συνέπεια η χημική συμπεριφορά του συναρμοσμένου ligand X δεν θα έπρεπε
να είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη του ligand σε ελεύθερη μορφή. Στην πραγματικότητα
όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει απαραίτητα πάντα. Συγκεκριμένα, η μεταφορά φορτίου από
το ligand προς το μέταλλο (σ-δεσμός) προκαλεί μεν μείωση της ηλεκτρονιακής πυκνότητας
σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων του, όμως ταυτόχρονα η μεταφορά φορτίου από μέταλλο
προς το ligand (π-επαναφορά) μπορεί να αυξάνει την πυκνότητα σε κάποια διαφορετική
ομάδα ατόμων του ligand, οπότε παρατηρείται ανισοκατανομή φορτίων σε δύο διαφορετικές
περιοχές του μορίου (πόλωση). Η πόλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση ενός
κατά τα άλλα αδρανούς ligand και επιτρέπει τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένες χημικές
αντιδράσεις.
Κατά τη συμπλοκοποίηση μεταβάλλονται επίσης και οι ιδιότητες του μεταλλικού ιόντος. Για
παράδειγμα το μεταλλικό μολυβδαίνιο, το οποίο είναι γνωστό για τις ισχυρές αναγωγικές του
ιδιότητες, καθίσταται σχεδόν αδρανές στη μορφή του εξακαρβονυλίου Mo(CO)6 (σύμπλοκο
του μετάλλου στη βαθμίδα μηδέν), απώλειας μεγάλου μέρος του ηλεκτρονιακού του φορτίου
14
μέσω π-επαναφοράς προς τα καρβονυλικά ligands. Κατ’ αντιστοιχία, η έντονη οξειδωτική
δράση των αλάτων του Co3+ περιορίζεται δραστικά στα σύμπλοκά του λόγω μεταφοράς
φορτίου από τα ligands προς το κεντρικό μεταλλοϊόν.
Ονοματολογία δυαδικού τύπου: Ιστορικά έχει καθιερωθεί για την ονομασία ανόργανων
ενώσεων και χρησιμοποιείται κυρίως για απλά άλατα που αποτελούνται από ανιόντα και
κατιόντα, μπορεί όμως να επεκταθεί και σε πολυπλοκότερες ενώσεις. Το σύστημα αυτό
επεκτάθηκε επίσης και στις απλούστερες οργανομεταλλικές ενώσεις, εφόσον μπορούν να
-
θεωρηθούν ως παράγωγα ανόργανων αλάτων ή μορίων. Παραδείγματα: (C2Η5)2Al+Br ,
βρωμιούχο διαιθυλοαργίλιο (diethylaluminium bromide), CH3MgCl, χλωριούχο
15
μεθυλομαγνήσιο (methylmagnesium chloride), KC6H5, κυκλοπενταδιενίδιο του καλίου
(potassium cyclopentadienide).
N
H M
H
μορφολιν-2-υλο ινδεν-1-υλο
Όταν το οργανικό μόριο σχηματίζει περισσότερους του ενός δεσμούς M–C, η κατάληξη του
ονόματός του γίνεται αντίστοιχα -διυλο, -τριυλο κλπ, και προτίθενται οι αριθμήσεις των
συναρμοζόμενων ατόμων. Σε περίπτωση σχηματισμού γέφυρας χρησιμοποιείται το πρόθεμα
μ-:
16
H2
C
H H H2C CH2
C C
M M M M
μ-αιθεν-1,2-διυλο μ-προπαν-1,3-διυλο
MLn
MLn MLn
η1 η3 η5
Παραδείγματα:
Mn CO
OC
CO
(η5-C5H5)Mn(CO)3
πενταπτοκυκλοπενταδιενυλο-τρικαρβονυλομαγγάνιο(Ι)
H
Fe
OC
OC
(η5-C5H5)(η1-C5H5)Fe(CO)2
Δικαρβονυλο(κυκλοπεντα-2,4-διεν-1-υλο)(πενταπτοκυκλοπενταδιενυλο)σίδηρος(ΙΙ)
17
4. ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ 18 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΩΝ
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς, ή ακόμη και να προβλέψει τη χημική συμπεριφορά μιας
συγκεκριμένης οργανομεταλλικής ένωσης, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει αν και κατά
πόσο αυτή είναι κινητικά και θερμοδυναμικά ευσταθής, δηλαδή αδρανής, ή αντίθετα, είναι
ασταθής, δηλαδή πολύ δραστική. Ένας έμπειρος χημικός που ασχολείται με οργανομεταλλική
χημεία, διαθέτει συνήθως ένα σχετικά καλό αισθητήριο για το είδος και το βαθμό
δραστικότητας που αναμένεται να εμφανίζει ένα οργανομεταλλικό μόριο, όμως ένας μη-
ειδικός σίγουρα θα έχει σοβαρό πρόβλημα στον τομέα αυτό.
Ένας σχετικά καλός και εύχρηστος τρόπος για να έχει κανείς μια πρώτη εικόνα αναφορικά με
τη σταθερότητα ενός οργανομεταλλικού μορίου είναι η εφαρμογή του κανόνα των 18
ηλεκτρονίων. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, οι διαμαγνητικές οργανομεταλλικές ενώσεις
είναι σταθερές όταν διαθέτουν 18 ηλεκτρόνια σθένους. Πρόκειται δηλαδή για επέκταση της
εφαρμογής του γνωστού κανόνα των 8 ηλεκτρονίων, ο οποίος ισχύει για οργανικά μόρια,
όπου εδώ ο αριθμός των 18 ηλεκτρονίων ταυτίζεται με ευσταθή στοιβάδα σθένους λόγω της
ύπαρξης των d τροχιακών, τα οποία μπορούν να προσλάβουν συνολικά δέκα επιπλέον
ηλεκτρόνια σε σύγκριση με τα άτομα των στοιχείων C, N, O κλπ.
Η χρησιμότητα του κανόνα αυτού είναι ότι παρέχει μια πρώτης τάξης αξιολόγηση αναφορικά
με το κατά πόσο ένα σύμπλοκο περιέχει κενά τροχιακά στο μέταλλο (<18 e) ή κατειλημμένα
αντιδεσμικά τροχιακά (>18 e). Στην ουσία, ο κανόνας αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως το
αποτέλεσμα της χρήσης από ένα μεταβατικό μέταλλο του συνόλου των 9 τροχιακών σθένους
με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα δεσμικά και αντιδεσμικά τροχιακά να είναι πλήρη. Η
18
διαμόρφωση που προκύπτει με τον τρόπο αυτό αντιστοιχεί στην κλειστή στοιβάδα των
στοιχείων της ομάδας 18 και για το λόγο αυτό ονομάζεται στοιβάδα ευγενούς αερίου. Τα
σύμπλοκα με 18 e χαρακτηρίζονται ως κορεσμένα, καθώς δεν διαθέτουν χαμηλής ενέργειας
κενά τροχιακά και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να δεχθούν επιπλέον ligands για
συναρμογή (αδράνεια). Αντίθετα, τα σύμπλοκα με λιγότερα από 18 e χαρακτηρίζονται ως
ακόρεστα, καθώς διαθέτουν ασυμπλήρωτα τροχιακά σθένους, γεγονός που τα καθιστά
ηλεκτρονιόφιλα (επιδεκτικά πυρηνόφιλης προσβολής) και είναι σε θέση να δεχθούν επιπλέον
ligands για συναρμογή (ασταθή).
Αρχικά ας δούμε με ποιο τρόπο τα καρβονυλικά σύμπλοκα των στοιχείων μετάπτωσης της
πρώτης σειράς υπακούουν στον κανόνα των 18 ηλεκτρονίων. Κάθε μέταλλο συνεισφέρει
αριθμό ηλεκτρονίων ίσο με τον αριθμό της ομάδας στην οποία ανήκει (Πίνακας), ενώ κάθε
καρβονυλικό ligand συνεισφέρει ένα ζεύγος ηλεκτρονίων. Η συμμετοχή ηλεκτρονίων του
μετάλλου σε δεσμούς π επαναφοράς δεν παίζει κάποιο ρόλο, δεδομένου ότι τα ηλεκτρόνια
αυτά εξακολουθούν να προσμετρώνται στο μέταλλο, απλά υπάρχει σε κάποιο βαθμό
απεντοπισμός τους, δηλαδή διάχυση μεταξύ μετάλλου και ligands.
d3 d4 d5 d6 d7 d8 d9 d10 d10s1
21 22 23 24 25 26 27 28 29
Sc Ti V Cr Mn Fe Co Ni Cu
39 40 41 42 43 44 45 46 47
19
Y Zr Nb Mo Tc Ru Rh Pd Ag
57 72 73 74 75 76 77 78 79
La Hf Ta W Re Os Ir Pt Au
Είναι ευνόητo ότι, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει περιττός αριθμός ηλεκτρονίων στο
μέταλλο, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο άρτιος αριθμός 18 με προσθήκη ligands δοτών 2e όπως
το CO. Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα λύνει το πρόβλημα αυτό, με διαφορετικό κάθε φορά
τρόπο:
α) Στο σύμπλοκο V(CO)6, το σύμπλοκο έχει 17e, μπορεί όμως εύκολα, με αναγωγή να δώσει
το ανιονικό σύμπλοκο 18e [V(CO)6]-.
20
λαμβάνονται υπ’ όψη τα τυχόν φορτία που αναλογούν τόσο στο μέταλλο όσο και στα ligands,
ενώ στη δεύτερη τα συστατικά του συμπλόκου θεωρούνται ουδέτερα. Το πλεονέκτημα της
ιοντικής μεθόδου είναι ότι εμφανίζει άρτιο αριθμό ηλεκτρονίων στα ανιονικά ligands και η
χρήση του προτείνεται από την συντριπτική πλειοψηφία των ανόργανων και
οργανομεταλλικών χημικών.
Στον παρακάτω Πίνακα δίνονται ορισμένες κατηγορίες ligand και η απτικότητά τους
(περιλαμβάνονται μόνον οι απλούστερες περιπτώσεις).
Μοριακό υδρογόνο: H2 H H 0 2
M
Υδρίδιο: Η- H -1 2
M H
M M
2
Αλογονίδια: Χ- X X -1
M X 4 (μ2-γέφυρα)
M 6 (μ3-γέφυρα)
M M M
M
καρβονύλιο: C≡O M C O 0 2
O 0 2
καρβονύλιο: C≡O
(1 προς κάθε
(μ2-γέφυρα) C
Μ)
M M
Αλκένια: R2C=CR2 R R 0 2
R C C R
(η2 απτικότητα)
M
Βενζόλιο: C6H6 0 6
η6 απτικότητα
M
21
Πενταδιενύλιο: C5H7-
-1 6 (η5)
4 (η3)
M M
Κυκλοπενταδιενύλιο: C5H5- -1 6
η5 απτικότητα
M
Παράδειγμα 1:
Το μόριο είναι ουδέτερο και περιέχει ένα ανιονικό ligand (CH3-), επομένως η οξειδωτική
βαθμίδα του μετάλλου είναι +1. Το σύμπλοκο υπακούει στον κανόνα των 18 ηλεκτρονίων.
Παράδειγμα 2:
Το μόριο είναι ουδέτερο και περιέχει τέσσερα ανιονικά ligands, επομένως η οξειδωτική
βαθμίδα του μετάλλου είναι +4. Πρόκειται για σύμπλοκο 16 ηλεκτρονίων (δεν υπακούει στον
κανόνα των 18 ηλεκτρονίων).
Παράδειγμα 3:
22
6
42Mo (d ) Mo(0) =6e
6
η -C6H6 =6e
Mo CH 2
(MeO3)P η -C2H2 =2e
(MeO)3)P HC 2x (MeO)3P =5e
2 6
[Mo(η -C2H2){(MeO)3P}2(η -C6H6)] 18 e
Το μόριο είναι ουδέτερο και περιέχει μόνο ουδέτερα ligands, επομένως η οξειδωτική βαθμίδα
του μετάλλου είναι μηδέν. Το σύμπλοκο υπακούει στον κανόνα των 18 ηλεκτρονίων.
Η ιδέα του κανόνα των 18 ηλεκτρονίων και η ερμηνεία της σταθερότητας των συμπλόκων
που υπακούουν στον κανόνα αυτό ως αποτέλεσμα της συμπλήρωσης της τροχιάς σθένους του
μετάλλου (s2p6d10), αν και πολύ χρήσιμη, στην πραγματικότητα είναι μια υπεραπλουστευμένη
προσέγγιση καθώς δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το γεγονός ότι πάρα πολλά σύμπλοκα
παραβιάζουν τον κανόνα αυτό χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη ασταθή. Συγκεκριμένα, κατά την
εφαρμογή του κανόνα δεν λαμβάνεται υπόψη το είδος της αλληλεπίδρασης μεταξύ των
τροχιακών του μετάλλου και των ligands. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να γίνει με
διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον προσανατολισμό των τροχιακών που συμμετέχουν.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη τον ρόλο του ligand, γίνεται διάκριση μεταξύ τριών κύριων ειδών
αλληλεπίδρασης:
α) Ligands σ-δότες: Περιέχουν ένα ή περισσότερα αδεσμικά ζεύγη ηλεκτρονίων διαθέσιμα
για κατάλληψη κενού τροχιακού του μετάλλου. Ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτής,
το ζεύγος ηλεκτρονίων του L κατέχει ένα δεσμικό μοριακό τροχιακό και εμφανίζεται
σταθεροποιημένο, ενώ το d τροχιακό του μετάλλου αποσταθεροποιείται συμμετέχοντας σε
ένα αντιδεσμικό τροχιακό του συμπλόκου.
L
M L
23
β) Ligands π-δότες: Στην περίπτωση αυτή ο προσανατολισμός των τροχιακών του μετάλλου
και του ligand οδηγεί σε αλληλεπίδραση τύπου π, το αποτέλεσμα όμως είναι παρόμοιο με
αυτό της προηγούμενης αλληλεπίδρασης τύπου σ.
β) Ligands π-δέκτες: Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε πολλές περιπτώσεις η σ-δοτικότητα ενός
ligand συνοδεύεται από την ικανότητά του να δρα και ως δέκτης ηλεκτρονικής πυκνότητας εκ
μέρους του μετάλλου κάνοντας χρήση κατάλληλων κενών τροχιακών. Προκύπτουν
σύμπλοκα από αλληλεπιδράσεις μεταξύ των d τροχιακών του μετάλλου και των τροχιακών σ-
δότη (HOMO) και π-δέκτη (LUMO) του ligand. Στην περίπτωση του γνωστού μας σταθερού
συμπλόκου 18 ηλεκτρονίων [Cr(CO)6] τα μοριακά τροχιακά που αντιστοιχούν στις
αλληλεπιδράσεις αυτές είναι:
π*
eg *
d
σ
t2g
Cr [Cr(CO)6] 6xCO
Σύμφωνα με την κλασσική θεώρηση έχουμε ένα σύμπλοκο 18 ηλεκτρονίων, 12 από τα οποία
προέρχονται από τα έξι ligands CO και εμφανίζονται ως σ-δεσμικά ηλεκτρόνια
σταθεροποιημένα λόγω της αλληλεπίδρασης με τα τροχιακά του μετάλλου, ενώ τα υπόλοιπα
έξι είναι ηλεκτρόνια του μετάλλου, καταλαμβάνουν τα τροχιακά t2g και είναι τα δεσμικά προς
τα ligands. Στο σύμπλοκο αυτό η διαμόρφωση 18 ηλεκτρονίων είναι η πλέον σταθερή.
Πράγματι, προσθήκη επιπλέον ηλεκτρονίων θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση (κατάληψη
τροχιακών συμμετρίας eg, τα οποία είναι αντιδεσμικά), ενώ η αφαίρεση ηλεκτρονίων από τα
υψηλότερης ενέργειας κατηλημένα τροχιακά θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς τα ηλεκτρόνια
αυτά βρίσκονται σε δεσμικά (t2g) τροχιακά και συμμετέχουν στο δεσμό π-επαναφοράς.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι το CO, ως ισχυρός σ-δότης, προκαλεί αύξηση της ενέργειας των eg
τροχιακών καθυστώντας-τα έντονα αντιδεσμικά, ενώ ταυτόχρονα η αποτελεσματική π-
24
δεκτικότητά του μειώνει την ενέργεια των δεσμικών t2g τροχιακών. Γενικά, στα οκταεδρικά
σύμπλοκα με αριθμό συναρμογής 6, ο κανόνας των 18 ηλεκτρονίων ακολουθείται όταν τα
ligands είναι ισχυροί σ-δότες και ταυτόχρονα ισχυροί π-δέκτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν τα
ligands δεν διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά, ενδέχεται να μην ακολουθείται ο κανόνας.
eg *
d
t2g
σ
Zn [Zn(en)3]2+ 3 en
Αντίστοιχα, το σύμπλοκο [TiF6]2- αποτελεί εξαίρεση του κανόνα καθώς είναι σταθερό με
λιγότερα από 18 ηλεκτρόνια. Στην περίπτωση αυτή, όπου το φθοριούχο ανιόν είναι ισχυρός σ-
δότης και ταυτόχρονα πολύ ισχυρός π-δότης, η π-δοτικότητα αποσταθεροποιεί τα t2g τροχιακά
καθιστώντας τα ελαφρώς αντιδεσμικά. Τα 12 ηλεκτρόνια κατέχουν τα σ-δεσμικά τροχιακά
και το σύμπλοκο είναι σταθερό.i
eg *
t2g
d
σ
Ti [TiF6]2- 6 F-
i
P. R. Mitchell and R. V. Parish, J. Chem. Ed., 1969, 46 , 311.
25
Μια άλλη, πολύ σημαντική κατηγορία συμπλόκων με ιδιότητες που τα καθιστούν χρήσιμα για
εφαρμογές στην κατάλυση, είναι τα επίπεδα τετραγωνικά σύμπλοκα των μεταλλοϊόντων με
διαμόρφωση d8 (Ni2+, Pd2+, Pt2+, Rh+, Ir+). Τα σύμπλοκα αυτά, όταν περιέχουν ligands που
συνδιάζουν s-δοτικότητα και π-δεκτικότητα, μπορούν να είναι ιδιαίτερα σταθερά ως σύμπλοκα
16 ηλεκτρονίων. Τα μοριακά τροχιακά ενός συμπλόκου της κατηγορίας αυτής απεικονίζονται
στο παρακάτω σχήμα:
π*
dx2-y2
dz2
d
σ
dxz dyz
dxy
M [ML4] 4L
Τέσσερα από τα τροχιακά αυτά έχουν ως κύρια προέλευση τα s-τροχιακά των ατόμων-δότη
των ligands και κατέχονται από ζεύγη δεσμικών ηλεκτρονίων. Τα επόμενα τρία τροχιακά
προέρχονται κυρίως από τα dxy, dxz και dyz τροχιακά του μετάλλου και ο χαρακτήρας τους
είναι ελαφρώς δεσμικός, ενώ ένα επιπλέον τροχιακό με κύρια προέλευση το dz2 του μετάλλου
είναι αντιδεσμικό. Η πλήρωση των οκτώ αυτών τροχιακών δίνει σύμπλοκο 16 ηλεκτρονίων.
Μεγαλύτερος αριθμός ηλεκτρονίων θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση, καθώς αυτά θα
καταλάμβαναν υψηλής ενέργειας αντιδεσμικά τροχιακά με προέλευση τα dx2-y2 του μετάλλου.
Από τη σκοπιά της Ανόργανης Χημείας, ένας σχετικά απλός τρόπος ταξινόμησης των
μεθόδων που χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό δεσμού M–C μπορεί να γίνει με βάση την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μέταλλο που θα χρησιμοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη
αντίδραση σύνθεσης. Γίνεται διάκριση μεταξύ δύο μεγάλων κατηγοριών:
Προκειμένου να γίνει επιλογή της ευνοϊκότερης μεθόδου για μια συγκεκριμένη σύνθεση, θα
πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη παράγοντες όπως το κόστος των πρώτων υλών, η
δραστικότητα των αντιδρώντων, οι συνθήκες της αντίδρασης (αναγκαιότητα χρήσης
πολύπλοκων συσκευών) κλπ.
M + nRX → RnMXn
Οι ταχύτητες και οι αποδόσεις των αντιδράσεων αυτών εξαρτώνται από το είδος του
μετάλλου, το είδος του αλκυλαλογονιδίου και τις συνθήκες της αντίδρασης. Η μέθοδος αυτή
χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την παρασκευή οργανομεταλλικών ενώσεων των
μετάλλων των κύριων ομάδων, ιδίως των αλκαλιμετάλλων και των αλκαλικών γαιών.
27
Επίδραση του μετάλλου: Όσο περισσότερο ηλεκτροθετικό είναι το μέταλλο τόσο
ευκολότερα αντιδρά κάτω από ήπιες συνθήκες. Τα αλκαλιμέταλλα αντιδρούν πολύ εύκολα,
τα μεταλλοειδή απαιτούν δραστικές συνθήκες προκειμένου να σπάσουν οι ομοιοπολικοί
δεσμοί μεταξύ των ατόμων.
2 R C H + 2 Na 2 R C Na + H2
R R
Ωστόσο, η πολύ μικρή οξύτητα των αλκυλο- και αρυλο-ενώσεων επιτρέπει την αντίδρασή
τους μόνον με τα πολύ δραστικά μέταλλα των ομάδων ΙΑ και ΙΙΑ. Η αντίδραση ευνοείται
ιδιαίτερα, όταν το ανιόν που σχηματίζεται με τον τρόπο αυτό έχει δυνατότητα
σταθεροποίησης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο κυκλοπενταδιενικό ανιόν λόγω
διάχυσης του φορτίου στα άτομα άνθρακα του πενταμελούς δακτυλίου (συντονισμός):
+
+K K + 1/2 H2
28
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το κυκλοπενταδιένιο είναι ένας από τους πλέον όξινους
υδρογονάνθρακες (pKa=16).
Η βασική αρχή της μεθόδου στηρίζεται στη συ-συμπύκνωση ατόμων μετάλλου και μορίων
του ligand προς σχηματισμό οργανομεταλλικού συμπλόκου με το μέταλλο στην οξειδωτική
βαθμίδα μηδέν. Στην αέρια φάση, τα περισσότερα μεταβατικά μέταλλα βρίσκονται σε
ατομική μορφή. Η εξαέρωση μπορεί να επιτευχθεί με θέρμανση πάνω σε ηλεκτρική
αντίσταση, με θέρμανση μέσω δέσμης laser, με ακτινοβολία δέσμης ηλεκτρονίων, καθώς και
με άλλες εξειδικευμένες τεχνικές, ενώ η συμπύκνωση γίνεται πάνω στα τοιχώματα γυάλινου
δοχείου υπό κενό.
Η χρήση του μετάλλου με τον τρόπο αυτό έχει πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με
τις συνηθισμένες τεχνικές σύνθεσης σε διάλυμα, τόσο από θερμοδυναμική, όσο και από
κινητική άποψη. Θερμοδυναμικά, το πλεονέκτημα έγκειται στην μεγάλη αρνητική τιμή της
ενέργειας σχηματισμού του προϊόντος και η διαφορά από την κλασσική μέθοδο αντιστοιχεί
στην ενέργεια εξάχνωσης του μετάλλου. Κινητικά, το πλεονέκτημα συνίσταται στην μείωση
του ενεργειακού φράγματος για το σχηματισμό της μεταβατικής κατάστασης, δεδομένου ότι
το μέταλλο δεν περιβάλλεται από συναρμοσμένα μόρια διαλύτη που θα παρεμπόδιζαν την
προσέγγιση των ligands. Να σημειωθεί ότι η δραστικότητα των μετάλλων στη ατομική μορφή
δεν αποδίδεται στο θερμικό περιεχόμενό τους, το οποίο αντιστοιχεί κυρίως σε κινητική
ενέργεια, της οποίας η συνεισφορά στο συνολικό ενεργειακό προφίλ της αντίδρασης είναι
σχετικά μικρό.
29
4.2. Συνθέσεις με πρώτη ύλη ένωση του μετάλλου
Η μέθοδος αυτή έχει περιορισμένη πρακτική εφαρμογή και χρησιμοποιείται κυρίως για τη
σύνθεση αλκυλοενώσεων των πολύ ηλεκτροθετικών μετάλλων, κυρίως του Li. Ουσιαστικά
πρόκειται για αντικατάσταση μιας αλκυλοομάδας R’ από μια άλλη ομάδα R:
Πρόκειται για μια αντίδραση ισορροπίας και είναι επιτυχής μόνο όταν στο προϊόν το Li είναι
ενωμένο με σταθερότερο καρβανιόν απ’ ότι στο αρχικό αντιδραστήριο, με άλλα λόγια, το
μέταλλα προτιμά το βασικότερο άτομο άνθρακα. Η σταθερότητα του καρβανιόντος
σχετίζεται με τη δυνατότητα σταθεροποίησης του αρνητικού φορτίου στο μόριο και αυξάνει
στη σειρά αλκάνια<αρύλια<αλκύνια, καθώς αυξάνεται ο s-χαρακτήρας του τροχιακού του
ηλεκτρονίου, δηλαδή CH3- (sp3) <C6H5- (sp2) < RCC- (sp). Στην ίδια σειρά αυξάνεται και η
οξύτητα των αντίστοιχων οργανικών ενώσεων, δηλαδή αυξάνεται η βασικότητα της συζυγούς
βάσης [CH4 (pKa~50), C6H6 (pKa~43), RCCH (pKa~25)].
Η μέθοδος χρησιμοποιείται κυρίως για τη σύνθεση βινυλο- και αρυλοπαραγώγων του Li,
ιδιαίτερα ότα επιθυμείται η αποφυή χρήσης του πολύ δραστικού μεταλλικού Li.
+ Br + Li
Li Br
Πρόκειται για μέθοδο με ευρύ πεδίο εφαρμογών για τη σύνθεση οργανομεταλλικών ενώσεων.
Γενικά μπορεί να θεωρηθεί ως αντίδραση μεταξύ ενός οξέος και ενός άλατος άλλου οξέως,
όπου το ισχυρότερο οξύ αντικαθιστά το λιγότερο ισχυρό στο άλας του. Πράγματι, στο
παράδειγμα της παρακάτω αντίδρασης το φαινυλακετυλένιο είναι πολύ ισχυρότερο οξύ απ’
ότι το βενζόλιο και παίρνει τη θέση του στο άλας του με το λίθιο.
Li + HC C C + C CLi
31
Ο όξινος χαρακτήρας του υδρογόνου στο δεσμό C–H των υδρογονανθράκων είναι εξαιρετικά
περιορισμένος, ωστόσο, η οξύτητα των ενώσεων αυτών είναι μετρήσιμη. Όπως αναφέρθηκε
πιο πάνω, η οξύτητα αυξάνει στα αρύλια και ακόμη περισσότερο στα ακετυλένια, ενώ στα
αλκάνια μειώνεται με την αύξηση του μεγέθους της ευθείας ανθρακικής αλυσίδας του
μορίου. Ακόμη, επειδή η οξύτητα είναι αυξημένη όταν υπάρχει δυνατότητα σταθεροποίησης
του ανιόντος (συζυγής βάση) που προκύπτει μετά την αποπρωτονίωση, π.χ. με διάχυση του
φορτίου σε περισσότερα κέντρα, ενώσεις όπως το κυκλοπενταδιένιο, το ινδένιο ή το
φλουορένιο περιέχουν όξινα μεθυλενικά υδρογόνα.
H
H H H
H H
+ RONa Na + ROH
R C C H + NaH R C C Na + H2
Li Li
32
Πρόκειται για αντίδραση αντικατάστασης, όπου το λιγότερο δραστικό μέταλλο
αντικαθίσταται στην ένωσή του από άλλο, πιο δραστικό μέταλλο. Η αντίδραση ισορροπίας
ευνοεί τη στοιχειακή μορφή του μετάλλου με το μικρότερο αρνητικό δυναμικό αναγωγής.
3 Hg + 2 Al 2 Al + 3 Hg
Ιδανική αντίδραση για σύνθεση οργανομεταλλικών ενώσεων που δεν περιέχουν αλογόνο.
Πολλά μέταλλα, όπως το Β, Si, Sn, Pb ή Hg, αντικαθίστανται από το πολύ δραστικό Li.
4.2.5. Υδρομετάλλωση
Κινητήρια δύναμη της αντίδρασης είναι η υψηλή τιμή της ενέργειας του δεσμού C–H
(δημιουργείται ένας τέτοιος δεσμός) σε σχέση με τους περισσότερους δεσμούς Μ–Η. Η
αντίδραση ξεκινά ως πυρηνόφιλη προσβολή του π-συστήματος της ολεφίνης στο μέταλλο.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση του δεσμού Μ–Η και σχηματισμό ενός ενεργού
ενδιάμεσου με χαλαρούς δεσμούς:
R R
R R M
M H M
M
H
H
R' R' H
R' R'
33
Ειδική περίπτωση του συγκεκριμένου τύπου αντίδρασης είναι η υδροβορίωση, κατά την
οποία γίνεται προσθήκη ενός αλκυλοβορανίου σε πολλαπλό δεσμό:
4.2.6. Οργανομετάλλωση
CH2 CH2
Σε μια αντίδραση οξειδωτικής προσθήκης, ένα ουδέτερο ligand προστίθεται σε ένα μέταλλο
και κατά τη διαδικασία αυτή το μέταλλο οξειδώνεται αποβάλλοντας συνήθως δύο
ηλεκτρόνια. Η μεταφορά των δύο ηλεκτρονίων προς το ligand προκαλεί διάσπαση ενός
δεσμού προς σχηματισμό δύο νέων ανιονικών ligands, από τα οποία τουλάχιστον το ένα
καταλήγει σε δεσμό με το μέταλλο.
Οξειδωτική προσθήκη A
__
LnM + A B LnM
Αναγωγική απόσπαση
B 34
Ειδική περίπτωση αποτελεί η διπυρηνική οξειδωτική προσθήκη. Αφορά σύμπλοκα 17
ηλεκτρονίων στα οποία το μέταλλο μπορεί να σταθεροποιείται σε μια επιπλέον οξειδωτική
κατάσταση υψηλότερη κατά ένα ηλεκτρόνιο:
Στην πρώτη γενική αντίδραση, η μεταβολή της οξειδωτικής βαθμίδας για κάθε ένα μεταλλικό
κέντρο είναι +1. Στη δεύτερη αντίδραση, όπου η διπυρηνική οξειδωτική προσθήκη γίνεται σε
διπυρηνικά σύμπλοκα 18 ηλεκτρονίων με δεσμό μετάλλου-μετάλλου, η μεταβολή τηε
οξειδωτικής βαθμίδας είναι και πάλι +1 για κάθε μεταλλικό κέντρο.
Σε όλες τις περιπτώσεις γίνεται ολική μεταφορά δύο ηλεκτρονίων από το μέταλλο προς το σ*
τροχιακό του δεσμού Α–Β. Τα ηλεκτρόνια διαμοιράζονται μεταξύ Α και Β, οπότε
προκαλείται διάσπαση του δεσμού και ακολουθεί η δημιουργία ενός δεσμού Μ–Α και ενός
δεσμού Μ–Β.
Διακρίνουμε τρεις κύριες κατηγορίες μορίων τα οποία είναι σε θέση να λαμβάνουν μέρος σε
αντιδράσεις οξειδωτικής προσθήκης σε μεταλλικά κέντρα: ηλεκτρονιόφιλα, μη-
ηλεκτρονιόφιλα και «ενεργά» μη-ηλεκτρονιόφιλα.
H3C I CH3
H3C L +CH3I H3C L H3C L
Pt Pt Pt
L Cl L Cl L I
Cl
Pt(+2) Pt(+4)
35
στάδιο της χαλαρής συναρμογής, πριν από το τελικό στάδιο της οξειδωτικής προσθήκης.
Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται μόρια με δεσμό C–H, C–C, Si–H, S–H, N–H, S–H,
καθώς και το Η2, το οποίο είναι και το σημαντικότερο, λόγω των εφαρμογών στην κατάλυση.
H H H
OC PPh3 H2 OC PPh3 OC H
Ir Ir Ir
Ph3P Cl Ph3P Cl Ph3P PPh3
Cl
Ir(+1) 16e Ir(+3) 18e
Στο παραπάνω παράδειγμα, το αρχικό σύμπλοκο περιέχει το μέταλλο στη βαθμίδα +1 και
είναι σύμπλοκο 16 ηλεκτρονίων (βλέπε κεφ. 7), ενώ στο προϊόν το μέταλλο έχει οξειδωθεί
στη βαθμίδα +3 και το σύμπλοκο είναι 18 ηλεκτρονίων. Ο μηχανισμός της αντίδρασης ευνοεί
το σχηματισμό συμπλόκου με τα δύο συναρμοσμένα Η σε διάταξη cis. Η διάσπαση του
δεσμού Η–Η στο ενδιάμεσο σύμπλοκο ευνοείται από την π επαναφορά προς το κενό σ*
τροχιακό του Η2.
R
R R PMe3
PMe3
Me3P Pt Pt
PMe3 -PMe3
PMe3
R
Μεταλλακυκλοπροπένιο
Στην περίπτωση του παραδείγματος, το μέταλλο οξειδώνεται από τη βαθμίδα 0 (d10) στην +2
(d8), ενώ το αλκύνιο προσλαμβάνει τα δύο ηλεκτρόνια και μετατρέπεται σε διανιόν.
Πρόκειται για αντιδράσεις ισορροπίας, ωστόσο ευνοείται συνήθως είτε η κατεύθυνση της
οξειδωτικής προσθήκης είτε η αναγωγική απόσπαση και η πορεία της αντίδρασης ελέγχεται
θερμοδυναμικά. Παράγοντες που επηρεάζουν τη φορά της αντίδρασης είναι:
36
1. Σχετική σταθερότητα της εκάστοτε οξειδωτικής βαθμίδας του μετάλλου.
2. Ενέργεια (ισχύς) των δεσμών Μ–Α και Μ–Β σε σχέση με το δεσμό Α–Β.
37
(NH4)2(MoOCl5) + CO → Mo(CO)6
WCl6 + CO → W(CO)6
38
5. ΜΕΤΑΛΛΟΚΑΡΒΟΝΥΛΙΑ
Τα μεταλλοκαρβονύλια είναι σύμπλοκες ενώσεις που περιέχουν μονοξείδιο του άνθρακα ως
ligand. Τo μονοξείδιο του άνθρακα είναι ένα αρκετά συνηθισμένο ligand, σε αντίθεση όμως
με τα απλά αλκύλια, τα οποία είναι σ δότες και θεωρούνται ‘σκληρά’ ligands, είναι ένα
ακόρεστο ligand, εξ αιτίας του πολλαπλού δεσμού. Μόρια αυτού του τύπου είναι ‘μαλακά’
ligands καθώς είναι σε θέση να δεχθούν ηλεκτρόνια από τα d τροχιακά του μετάλλου, δρουν
δηλαδή ως π δέκτες.
39
ατόμου του Ο σχηματίζοντας σ δεσμό, ενώ ένας π δεσμός σχηματίζεται με αλληλεπικάλυψη
των απλά κατειλημμένων pz τροχιακών των δύο ατόμων. Το py τροχιακό του C είναι κενό,
ενώ το py τροχιακό του Ο είναι διπλά κατειλημμένο, έτσι ώστε ο δεύτερος π δεσμός
δημιουργείται με μεταφορά του ζεύγους ηλεκτρονίων του Ο στο κενό τροχιακό py του C. Η
μεταφορά αυτή προκαλεί πόλωση στο μόριο του τύπου C-—O+, η οποία όμως ακυρώνεται
σχεδόν εξ ολοκλήρου από μια αντίστροφη πόλωση C+—O- στα τρία δεσμικά τροχιακά του
μορίου, επειδή το οξυγόνο είναι πολύ ηλεκτραρνητικό. Έτσι, η διπολική ροπή στο μόριο είναι
σχεδόν μηδενική.
50-60 oC
Ni(s) + 4 CO(g) Ni(CO)4 (g)
To Fe(CO)5 σχηματίζεται επίσης απ’ ευθείας από τα συστατικά του, αλλά υπό δραστικές
συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες και πίεση):
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η ύπαρξη ισχυρού δεσμού π-παναφοράς είναι προϋπόθεση για
την ύπαρξη σταθερότητας στο προϊόν. Επειδή όμως ένας δεσμός αυτού του είδους είναι
εφικτός μόνο στα μέταλλα με έντονη π-βασικότητα, είναι προφανές ότι η μέθοδος αυτή
μπορεί να εφαρμοσθεί με επιτυχία μόνον όταν το μέταλλο βρίσκεται σε χαμηλή οξειδωτική
βαθμίδα, διαφορετικά είναι απαραίτητη η αναγωγή ενός παραγώγου του μετάλλου. Ως
αναγωγικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποιο κοινό αναγωγικό όπως το Η2, το Na, Mg, Al,
αλλά πολλές φορές και αυτό το ίδιο το CO (αναγωγική καρβονυλίωση):
40
5.3. Ο δεσμός M–C στα μεταλλοκαρβονύλια
Διαπιστώνεται πειραματικά ότι ο δεσμός του CO με ένα μέταλλο είναι αρκετά ισχυρός, παρά
το γεγονός ότι η βασικότητά του κατά Lewis δεν είναι ιδιαίτερα έντονη. Η ιδιαιτερότητα του
δεσμού αυτού χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς και μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από δύο
συνιστώσες. Η πρώτη περιλαμβάνει την εισφορά ζεύγους ηλεκτρονίων από το άτομο του
άνθρακα προς ένα κενό τροχιακό του μετάλλου (συναρμογή αποκλειστικά μέσω του ατόμου
του άνθρακα). Αυτό καθιστά το μέταλλο πλουσιότερο σε ηλεκτρόνια, οπότε, προκειμένου να
ισορροπηθεί η αυξημένη ηλεκτρονιακή πυκνότητα, ένα πλήρες τροχιακό του μετάλλου
αλληλεπιδρά με ένα κενό π* τροχιακό του καρβονυλικού ligand, προκειμένου να αποβάλλει
ένα μέρος από την προστεθείσα ηλεκτρονιακή πυκνότητα. Αυτή η δεύτερη συνιστώσα
ονομάζεται δεσμός π-επαναφοράς.
σ*
π*
C O
M C O
41
Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι ευνόητο ότι η συναρμογή γίνεται μέσω του ατόμου του
C, στο οποίο εντοπίζεται το ΗΟΜΟ και όχι μέσω του Ο, το οποίο είναι ηλεκτραρνητικό και
επομένως το αδεσμικό του ζεύγος βρίσκεται σε τροχιακό χαμηλότερης ενέργειας. Επιπλέον,
το LUMO στο CO είναι ένα π* τροχιακό το οποίο είναι μετατοπισμένο προς το άτομο του C,
έτσι ώστε η π αλληλεπικάλυψη με το μέταλλο να είναι ιδανική για τον άνθρακα και όχι για το
οξυγόνο. Ενώ η πρώτη συνιστώσα του δεσμού μειώνει την ηλεκτρονιακή πυκνότητα του
άνθρακα, η δεύτερη αυξάνει την πυκνότητα τόσο στον άνθρακα όσο και στο οξυγόνο, δηλαδή
το οξυγόνο φορτίζεται αρνητικά σε σχέση με τον άνθρακα, με αποτέλεσμα το μόριο να
πολώνεται κατά τη συναρμογή.
C C C
M M
M M M M
Στο παρακάτω σχήμα απεικονίζεται το φάσμα υπερύθρου του συμπλόκου Fe2(CO)9 το οποίο
περιέχει ligands CO συναρμοσμένα με δύο διαφορετικούς τρόπους.
42
Στο φάσμα ΙR, η δόνηση
τάσης του ισχυρού ακραίου
CO (τάξη δεσμού >2) δίνει
δύο ταινίες σε υψηλές τιμές
ενέργειας, για τη συμμετρική
(~2080 cm-1) και την
ασύμμετρη (~2020 cm-1)
δόνηση τάσης αντίστοιχα. Η
ένταση της ασύμμετρης είναι μεγάλη επειδή τα ανύσματα των επιμέρους τάσεων
αλληλοσυμπληρώνονται. Η δόνηση τάσης του CO της διμεταλλικής γέφυρας είναι πολύ
χαμηλότερα (1840), καθώς αντιστοιχεί σε δόνηση διπλού δεσμού.
της δόνησης τάσης νCO. Στη σειρά των συμπλόκων του Mo [Mo(CO)3(PCl3)3] 2040 cm-1
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη δεσμού π επαναφοράς είναι εφικτή μόνον όταν το
μεταβατικό μέταλλο στο σύμπλοκο διαθέτει ηλεκτρόνια στα εξωτερικά d τροχιακά του. Στα
σύμπλοκα των μετάλλων με d0 διαμόρφωση, δεν υπάρχει δυνατότητα π επαναφοράς, συνεπώς
ο δεσμός στα σύμπλοκα αυτά είναι πολύ ασθενής και στην πράξη παρατηρείται σπάνια.
43
Τέλος, το φαινόμενο της π επαναφοράς προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από πλήρη p
τροχιακά ενός ετεροατόμου του ligand (π-δότης) προς το μέταλλο, είναι επίσης γνωστό. Η
αλληλεπίδραση αυτή προϋποθέτει γεωμετρική αλληλεπικάλυψη μεταξύ του p τροχιακού του
ligand και των κενών d τροχιακών του μετάλλου που συμμετέχει στον π-δεσμό, δηλαδή το
συγκεκριμένο p τροχιακό θα πρέπει να είναι κάθετο προς εκείνο που συμμετέχει στη
δημιουργία του σ-δεσμού με το μέταλλο. Αλληλεπιδράσεις του τύπου αυτού υλοποιούνται σε
ligands που περιέχουν οξυγόνο, αλογόνο, αλκοξυ- και αμινομάδες, σε συνδυασμό με μέταλλα
σε d0 διαμόρφωση, π.χ. Sc3+ ή Ti4+.
Στο παρακάτω παράδειγμα αντίδρασης υποκατάστασης η διάσπαση του δεσμού Μ–C στο
αρχικό μεταλλοκαρβονύλιο μπορεί να γίνει θερμικά:
Δ
"[Mo(CO)4]" + 2 CO +2L
Mo(CO)6 Mo(CO)4(L)2
h.ν +L
Mo(CO)6 "[Mo(CO)5]" Mo(CO)5(L)
44
Fe(CO)5 + Br2 [Fe(CO)4Br2] + CO
45
6. ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΑΛΚΕΝΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΚΙΝΙΩΝ
Το 1827 ο Δανός χημικός Zeise παρασκεύασε μια νέα ένωση στην οποία αποδόθηκε ο τύπος
KCl·PtCl2·EtOH, καθώς αυτή προέκυψε ως προϊόν της αντίδρασης του K2PtCl4 με EtOH.
Πολύ αργότερα, μόλις το 1950, διαπιστώθηκε ότι το άλας του Zeise ήταν στην
πραγματικότητα το σύμπλοκο K[PtCl3(C2H4)]·H2O και περιείχε συναρμοσμένο μόριο
αιθυλενίου, το οποίο σχηματίσθηκα από την αφυδάτωση ενός μορίου αιθανόλης. Το μέταλλο
είναι συναρμοσμένο με τα δύο άτομα άνθρακα του διπλού δεσμού, ενώ οι τέσσερεις δεσμοί
C-H εμφανίζουν μικρή κάμψη εξωτερικά του μετάλλου, γεγονός που επιτρέπει στο μέταλλο
μια αποτελεσματικότερη συναρμογή με τα π ηλεκτρόνια του αλκενίου.
Στο συναρμοσμένο αιθυλένιο παρατηρείται επιμήκυνση του διπλού δεσμού C=C που μπορεί
να αποδοθεί σε μεταφορά φορτίου από το π σύστημα προς το μέταλλο, η οποία προκαλεί
μικρή εξασθένισή της ισχύος του. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι η κύρια αιτία της επιμήκυνσης
του δεσμού C=C είναι η π επαναφορά από το μέταλλο προς το ligand. Η επαναφορά αυτή
αντιστοιχεί σε ροή φορτίου προς τα κενά π* τροχιακά της ομάδας C=C, που έχει ως
αποτέλεσμα μια αισθητή μείωση της τάξης δεσμού στο αλκένιο. Η μείωση αυτή μπορεί να
είναι σχετικά μικρή για μέταλλα με μικρή π βασικότητα, όμως σε μέταλλα με έντονη π
βασικότητα το μήκος του δεσμού μπορεί να πλησιάσει αυτό ενός απλό δεσμού C–C. Στο
άλας του Zeise η επιμήκυνση είναι πολύ μικρή (1,375 Ǻ έναντι 1,335 Ǻ στο ελεύθερο μόριο),
καθώς το ιόν του Pt(II) είναι πολύ ασθενής π βάση με μικρή τάση για π επαναφορά και ο
δεσμός M–L είναι σχεδόν αποκλειστικά τύπου σ. Αντίθετα, στο σύμπλοκο [Pt(PPh3)2C2H4]
παρατηρείται πολύ μεγαλύτερο μήκος δεσμού (1,43 Ǻ), επειδή ο Pt(0) είναι πολύ
ισχυρότερος π δότης. Στην περίπτωση αυτή το μήκος του δεσμού είναι πολύ κοντά στο μήκος
ενός απλού δεσμού C–C και το σύστημα αλκενίου-μετάλλου μπορεί να θεωρηθεί οριακά ως
ένα μεταλλακυκλοπροπάνιο.
46
Στο μεταλλακυκλοπροπάνιο, το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως ένα κυκλοπροπάνιο με το
μέταλλο στη θέση μιας μεθυλενικής ομάδας, οι υποκαταστάτες στα άτομα του άνθρακα είναι
αισθητά απομακρυσμένοι από το αρχικό επίπεδο του sp2 συστήματος, καθώς ο υβριδισμός
στα άτομα του άνθρακα είναι τώρα αρκετά κοντά στο sp3. Η παρουσία ηλεκτραρνητικών
υποκαταστατών με –Ι φαινόμενο, που είναι ασθενείς σ δότες και ισχυροί π δέκτες, ενισχύουν
την π επαναφορά και ισχυροποιούν το δεσμό μετάλλου-αλκενίου, επιμηκύνοντας ακόμη
περισσότερο το δεσμό C–C. Για παράδειγμα, στο σύμπλοκο [Pt(PPh3)2C2CN4]. Το μήκος του
δεσμού C–C στο μόριο του τετρακυανοαιθυλενίου είναι 1,49 Ǻ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από τον τρόπο περιγραφής του συμπλόκου με τους
δύο παραπάνω οριακούς τύπους, το ligand θεωρείται ότι δρα ως δότης 2 e, με τη διαφορά ότι
στην περίπτωση της διατύπωσης του δεσμού μέσω του π συστήματος, η βαθμίδα οξείδωσης
του μετάλλου παραμένει αμετάβλητη, ενώ αντίθετα στο μεταλλακυκλοπροπάνιο το τυπικό
θετικό φορτίο του μετάλλου έχει αυξηθεί κατά δύο μονάδες.
-
Cl
Cl Pt
Cl
Ο δεσμός στα σύμπλοκα αυτά περιγράφεται με το πρότυπο των Dewar-Chatt και είναι
ανάλογος με αυτόν που παρατηρείται στα μεταλλοκαρβονύλια. Έτσι, οι παράγοντες που
προκαλούν μείωση της συχνότητας δόνησης του ν(CO), δηλαδή η παρουσία ligands με
έντονη δοτικότητα, το αυξημένο συνολικό αρνητικό φορτίο στο σύμπλοκο ιόν και ιδιαίτερα η
ύπαρξη χαμηλής οξειδωτικής κατάστασης στο μέταλλο, οδηγούν σε αύξηση του χαρακτήρα
μεταλλακυκλοπροπανίου στα σύμπλοκα των αλκενίων. Συγκεκριμένα, τα αλκενικά σύμπλοκα
47
του Pd(II), του Hg(II), του Ag(I) και του Cu(I) είναι σύμπλοκα τύπου Dewar-Chatt, ενώ αυτά
του Ni(0), του Pd(0) και του Pt(0) έχουν περισσότερο μορφή μεταλλακυκλοπροπανίου.
M
Στα σύμπλοκα αυτά, τα διένια μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα από άλλους
ισχυρότερους σ δότες.
M M M
48
7. ΣΥΜΠΛΟΚΑ ΑΡΕΝΙΩΝ
7.1. Κυκλοπενταδιένιο – Φερροκένιο
H H H
Mg FeCl3 -2H
Br MgBr H
Φουλβαλένιο
Fe
Αργότερα, οι Wilkinson και Woodward αμφισβήτησαν την ορθότητα του τύπου αυτού και
πρότειναν μια επαναστατική για τα δεδομένα της εποχής εκείνης δομή “sandwich”:
Fe
Η δομή αυτή είναι σε πλήρη συμφωνία με μια σειρά από χαρακτηριστικές ιδιότητες αυτής της
ασυνήθιστα σταθερής οργανομεταλλικής ένωσης, όπως:
• Στο φάσμα υπερύθρου παρατηρείται μόνο μία δόνηση τάσης ν(C–H) στα 3077 cm-1.
• Στο φάσμα 1H-NMR παρατηρείται μόνο μία κορυφή, γεγονός που επιβεβαιώνει την
ύπαρξη δομικά και μαγνητικά ισοδύναμων ατόμων C και Η.
• Η διπολική ροπή του μορίου είναι ίση με μηδέν.
• Η χημική αδράνεια των πενταμελών δακτυλίων (αδυναμία καταλυτικής υδρογόνωσης ή
αντίδρασης Diels-Alder) υποδειλώνει ύπαρξη αρωματικότητας.
49
Το φερροκένιο παρασκευάζεται με άμεση αντίδραση άλατος κυκλοπενταδιενίου–νατρίου με
διχλωριούχο σίδηρο σε αιθερικό διάλυμα και απουσία υγρασίας και οξυγόνου:
H
NaOH + FeCl2
Na Fe
H
7.2. Μεταλλοκένια
Η ανακάλυψη του φερροκενίου σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας, μοντέρνας εποχής για
την οργανομεταλλική χημεία, καθώς ακολούθησε η σύνθεση μεγάλου αριθμού ανάλογων
νέων ενώσεων με σημαντικές εφαρμογές, κυρίως στον τομέα της κατάλυσης. Ο αριθμός των
ενώσεων αυτών (γνωστές ως μεταλλοκένια) ανέρχεται πλέον σε μερικές χιλιάδες. Τα
κυριότερα μεταβατικά μέταλλα που σχηματίζουν μεταλλοκένια είναι: Fe, Mn, Ni, Cr, V, Mo,
Ti, Zr, Hf, W, Ru, Os και Rh.
V Cr Mn Co Ni
50
Σε πολλά σύμπλοκα το ιόν του κυκλοπενταδιενίου εμφανίζει απτικότητα διαφορετική από
την σταθερή η5.
η5 η5
Fe Fe H
OC η1
η5
OC
H H
η5 η4
H
Re
H Fe
OC η2
OC CO
OC
OC
γ β
H
Fe
OC α
OC
β α
Στο σύμπλοκο που απεικονίζεται παραπάνω, ένας από τους δακτυλίους έχει απτικότητα η5,
ενώ ο δεύτερος η1. Στον δεύτερο αυτό δακτύλιο, ο δεσμός Fe–C σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος είναι ρευστός, υπάρχει δηλαδή ταχύτατη εναλλαγή, με αποτέλεσμα τα πέντε
άτομα Η του δακτυλίου στο φάσμα NMR σε θερμοκρασία περιβάλλοντος να εμφανίζονται
μαγνητικά ισοδύναμα, δίνοντας ένα κοινό σήμα συντονισμού. Εάν δεν υπήρχε η ρευστότητα
αυτή, το φάσμα θα έπρεπε να δείχνει τρία διαφορετικά σήματα για τις τρεις ομάδες
μαγνητικά μη-ισοδύναμων υδρογόνων, κάτι που πράγματι παρατηρείται σε χαμηλές
θερμοκρασίες (-85ο C), όπου η περιστροφή (εναλλαγή δεσμών) είναι πολή αργή.
51
7.5. Σύμπλοκα με η6 και η7 απτικότητα
1. AlCl3 1. Na2S2O4
3 CrCl3 + 2 Al + 6 C6H6 3 [Cr(η6-C6H6)2]+ Cr
2. H2O 2. KOH
Η απόδοση της αντίδρασης είναι χαμηλή και η απομόνωση του προϊόντος πολύ δύσκολη. Η
ένωση παρασκευάσθηκε και με απευθείας αντίδραση του εξαερωμένου μετάλλου για πρώτη
φορά το 1969.
Μια σειρά από μέταλλα, όπως Ti, V, Nb, Μο, Mn, Fe, Ru, Co, σχηματίζουν ανάλογα
οργανομεταλλικά σύμπλοκα με βενζόλιο και διάφορα παράγωγά του. Πρόκειται στην
πλειοψηφία τους για πολύ ευαίσθητα έγχρωμα στερεά.
Cr
CO
OC CO
52
8. ΟΜΟΓΕΝΗΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗ
8.1. Γενικά
Η ομογενής κατάλυση αφορά χημικές διεργασίες στις οποίες όλα τα αντιδρώντα βρίσκονται
σε διάλυμα και η καταλυτική δράση λαμβάνει χώρα στην υγρή φάση. Στη χημική βιομηχανία ο
όγκος παραγωγής προϊόντων με χρήση εφαρμογών ομογενούς κατάλυσης είναι σημαντικά
περιορισμένος σε σχέση με εκείνο της ετερογενούς κατάλυσης. Αυτό έχει να κάνει με το
γεγονός ότι στη βιομηχανία πετροχημικών το μεγαλύτερο μέρος (∼90%) των πρώτων υλών
με μορφή υδρογονανθράκων, κυρίως αργό πετρέλαιο και σε μικρότερο βαθμό φυσικό αέριο,
μετατρέπεται σε προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας. Στις
διεργασίες αυτές εφαρμόζεται η ετερογενής κατάλυση, συγκεκριμένα, τα αντιδρώντα (σε
αέρια ή υγρή μορφή) έρχονται σε επαφή με την επιφάνεια ενός στερεού καταλύτη. Ωστόσο, η
ομογενής κατάλυση δεν υστερεί σε σημασία, καθώς εφαρμόζεται στην παραγωγή τεράστιου
αριθμού πολύ σημαντικών πρώτων υλών της χημικής βιομηχανίας αλλά και προϊόντων
καθημερινής χρήσης, φαρμάκων κλπ.
53
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός καταλύτη είναι η δραστικότητα και η
εκλεκτικότητα. Η δραστικότητα εκφράζεται σε αριθμό κύκλων ή συχνότητα και υποδηλώνει
τον αριθμό των επαναλήψεων της καταλυτικής διεργασίας για κάθε μόριο καταλύτη στη
μονάδα του χρόνου. Η εκλεκτικότητα διακρίνεται σε διάφορες μορφές όπως
χημειοεκλεκτικότητα (επιλεκτική αντίδραση ενός χημικού αντιδραστηρίου με μια
χαρακτηριστική ομάδα, παρουσία άλλων παρόμοιων χαρακτηριστικών ομάδων, π.χ. ένα
χημειοεκλεκτικό αναγωγικό αντιδραστήριο ανάγει μια αλδεϋδη, όχι όμως μια κετόνη),
τοποεκλεκτικότητα (επιλεκτική δημιουργία ή διάσπαση ενός δεσμού σε μόριο με
αποτέλεσμα τον κατά προτίμηση σχηματισμό ενός από τα πιθανά προϊόντα της αντίδρασης),
εναντιοεκλεκτικότητα, κλπ. Κατά κανόνα, στις αντιδράσεις ομογενούς κατάλυσης, η χρήση
του κατάλληλου καταλύτη, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές για την αντίδραση συνθήκες,
οδηγεί σε υψηλή εκλεκτικότητα. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο έχουν αναπτυχθεί
μέθοδοι ομογενούς κατάλυσης για την παραγωγή πολλών προϊόντων σε βιομηχανική
κλίμακα.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος μιας καταλυτικής διεργασίες είναι η ευκολία διαχωρισμού
των προϊόντων από τον καταλύτη. Ενώ στην περίπτωση ετερογενούς κατάλυσης αυτό δεν
αποτελεί πρόβλημα, καθώς ο διαχωρισμός του στερεού καταλύτη από το υγρό ή
επιδιαλυτωμένο προϊόν είναι εύκολος, στις περισσότερες διεργασίας ομογενούς κατάλυσης η
διαδικασία επανάκτησης του καταλύτη, ιδιαίτερα αν πρόκειται για ευγενή μέταλλα όπως ο
λευκόχρυσος, το παλλάδιο ή το ρόδιο, μπορεί να είναι εξαιρετικά επίπονη.
54
Οι παραπάνω παράγοντες, δηλαδή η δραστικότητα, η εκλεκτικότητα και η δυνατότητα
επανάκτησης, είναι καθοριστικοί για την επιλογή μεταξύ ομογενούς και ετερογενούς
κατάλυσης, δεν είναι όμως οι μοναδικοί. Συμπληρωματικά λαμβάνεται υπ’ όψη η διάρκεια
ζωής του καταλύτη, η μηχανική αντοχή, η ευαισθησία έναντι δηλητηρίων κ.ά. Η διάρκεια
ζωής ενός ετερογενούς καταλύτη είναι συνήθως μεγαλύτερη από εκείνη ενός ομογενούς,
γεγονός που του δίνει το προβάδισμα, καθώς αποτελεί πλεονέκτημα από άποψη κόστους.
Αντίθετα, οι ομογενείς καταλύτες, αν και είναι θερμικά ασταθέστεροι, είναι λιγότερο
επιρρεπείς προς δηλητηριάσεις από θειούχες ενώσεις. Τέλος, ένα από τα μεγάλα
πλεονεκτήματα της ομογενούς κατάλυσης σχετίζεται με τη δυνατότητα κατανόησης της
δράσης του καταλύτη, επειδή είναι ευκολότερη η μελέτη του μηχανισμού σε μοριακό επίπεδο
με τη βοήθεια απλών φασματοσκοπικών και άλλων μεθόδων. Αυτό δίνει τη δυνατότητα
βελτιστοποίησης ενός ομογενούς καταλύτη με κατάλληλη επιλογή του μετάλλου, των ligands
και των συνθηκών αντίδρασης.
Το μέταλλο: Το τυπικό φορτίο του μετάλλου και η ικανότητά του να σχηματίζει δεσμούς με
ιδανική ισχύ, σχετίζονται άμεσα με την καταλυτική δράση ενός οργανομεταλλικού
συμπλόκου. Το τυπικό φορτίου του μετάλλου σε ένα σύμπλοκο αντιστοιχεί στην οξειδωτική
του βαθμίδα και υπολογίζεται με βάση τις σχετικές ηλεκτραρνητικότητες του μετάλλου και
των ατόμων-δότη των ligands, δηλαδή λαμβάνεται υπ’ όψη η ομοιοπολικότητα των δεσμών
στην κατανομή των ηλεκτρονίων. Το ζητούμενο είναι το πλήθος των ηλεκτρονίων στα
εξωτερικά τροχιακά του μετάλλου, επειδή αυτό σχετίζεται με την κινητική σταθερότητα ή
αστάθεια του συμπλόκου.
55
χαρακτηρίζεται ως ακόρεστο και εμφανίζει δραστικότητα, τείνοντας να σχηματίσει επιπλέον
δεσμούς μέχρι τη συμπλήρωση 18 ηλεκτρονίων. Πολλά από τα σύμπλοκα που εμφανίζουν
καταλυτικές ιδιότητες, κυρίως των μετάλλων της πρώτης μεταβατικής σειράς σε υψηλές
οξειδωτικές βαθμίδες, έχουν λιγότερα από 16 ηλεκτρόνια.
Στη διάρκεια μιας ομογενούς κατάλυσης λαμβάνουν χώρα μια σειρά από απλές αντιδράσεις,
στις οποίες συμμετέχουν κάποια ligands του οργανομεταλλικού συμπλόκου/καταλύτη.
Προκειμένου να γίνει κατανοητός ο ρόλος των ligands στη διαμόρφωση της καταλυτικής
ικανότητας ενός οργανομεταλλικού συμπλόκου, θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψη ότι η
56
συναρμογή συνοδεύεται από δραματικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά του συναρμοζόμενου
μορίου, μεταξύ άλλων και στη δραστικότητά του.
Οξειδωτική προσθήκη και αναγωγική απόσπαση: Όπως είναι γνωστό, σε μια αντίδραση
οξειδωτικής προσθήκης, ένα ligand προστίθεται σε ένα μέταλλο και κατά τη διαδικασία αυτή
το μέταλλο οξειδώνεται κατά δύο ηλεκτρόνια. Η μεταφορά των δύο ηλεκτρονίων προς το
ligand προκαλεί διάσπαση ενός δεσμού προς σχηματισμό δύο νέων ανιονικών ligands, από τα
οποία τουλάχιστον το ένα καταλήγει σε δεσμό με το μέταλλο. Η αντίδραση του παρακάτω
παραδείγματος αποτελεί ένα σημαντικό στάδιο της καταλυτικής υδρογόνωσης ορισμένων
αλκενίων:
H
R3P H2 R3P H
Rh Rh
R3P R R3P
R
R
R
M
M
O
R
R
CO
M M
57
τους αυξάνει σημαντικά και τα οργανομεταλλικά σύμπλοκα των παραπάνω μορίων παρέχουν
δυνατότητες για νέες συνθετικές μεθόδους. Συγκεκριμένα, σύμπλοκα που περιέχουν ως
ligands μόρια με έντονο χαρακτήρα π-δέκτη, εμφανίζουν επίσης και έντονο ηλεκτρονιόφιλο
χαρακτήρα. Σε διεργασίες ομογενούς κατάλυσης απαντάται συχνά η περίπτωση αύξησης του
ηλεκτρονιόφιλου χαρακτήρα των ligands, τα οποία υφίστανται, σε κάποιο στάδιο του
καταλυτικού κύκλου, πυρηνόφιλη προσβολή.
58
Η αντίδραση προσθήκης μοριακού υδρογόνου σε πολλαπλό δεσμό (C=C, C≡C, C=O, C=N,
C≡N, N=O, N=N, N≡N) ονομάζεται υδρογόνωση. Η απλούστερη περίπτωση αφορά στην
αντίδραση του διπλού δεσμού ενός αλκενίου προς σχηματισμό του αντίστοιχου αλκανίου:
R + H2 R
Αν υποτεθεί ότι η αντίδραση καταλύεται από ένα σύμπλοκο ΜLn, η πορεία της αντίδρασης
μπορεί να περιγραφεί με τη βοήθεια επιμέρους σταδίων:
ΜLn + Η2 → Η2ΜLn
H2ΜLn + αλκένιο → Η2ΜLn(αλκένιο)
Η2ΜLn(αλκένιο)→ ΗΜLn(αλκύλιο)
ΗΜLn(αλκύλιο)→ ΜLn + αλκάνιο
Το πρώτο στάδιο είναι μια οξειδωτική προσθήκη μοριακού υδρογόνου στο σύμπλοκο και
ακολουθεί μια σειρά από αντιδράσεις, ενώ στο τελικό στάδιο ο καταλύτης αποδεσμεύεται. Τα
στάδια αυτά, τα οποία αθροιστικά αποδίδουν την ολική αντίδραση, απαρτίζουν τον
«καταλυτικό κύκλο». Παρακάτω δίνεται ένας τέτοιος καταλυτικός κύκλος με χρήση του
καταλύτη Wilkinson, που είναι ο πρώτος καταλύτης που χρησιμοποιήθηκε σε παρόμοιες
αντιδράσεις υδρογόνωσης:
59
Ph3P PPh3
Rh
Ph3P Cl
- PPh3
PPh3
R Rh
Cl + H2
Ph3P
R H
H H H PPh3
PPh3 Rh
Rh Ph3P Cl
Ph3P Cl
H
H PPh3
Rh R
Ph3P Cl
Ένας πλήρης καταλυτικός κύκλος ξεκινά από ένα μόριο καταλύτη και παράγει ένα μόριο
προϊόντος, ενώ τα σύμπλοκα που εμφανίζονται στα διάφορα στάδια αυτής της κυκλικής
αλληλουχίας αντιδράσεων, είναι τα «καταλυτικά ενδιάμεσα». Η αποτελεσματικότητα του
καταλύτη αποδίδεται μέσω του όρου «ενεργότητα». Η καταλυτική ενεργότητα εκφράζει τον
ρυθμό με τον οποίο ο καταλύτης οδηγεί στο σχηματισμό μορίων προϊόντος (συχνότητα
καταλυτικού κέντρου, Turn Over Frequency, TOF) και αντιστοιχεί στον αριθμό των
παραγόμενων μορίων ανά καταλυτικό κέντρο και ανά μονάδα χρόνου, είναι δηλαδή ο αριθμός
των ολοκληρωμένων καταλυτικών κύκλων στη μονάδα του χρόνου.
Είναι προφανές ότι η ταχύτητα μιας τέτοιας αντίδρασης εξαρτάται από την ικανότητα
συναρμογής στο σύμπλοκο/καταλύτη και αυτή με τη σειρά της εξαρτάται από την πολικότητα
του ακόρεστου υδρογονάνθρακα. Επομένως, η αντίδραση καταλυτικής υδρογόνωσης είναι
ταχύτερη σε μόρια με πολικούς υποκαταστάτες:
Ακόμη, σημαντικός είναι ο ρόλος της θέσης του ακόρεστου δεσμού στο μόριο (ακραίοι
ακόρεστοι δεσμοί δίνουν μεγαλύτερες ταχύτητες λόγω καλύτερης συναρμογής):
60
R
R> > R R > R R>
R R
Ph3P PPh3
Rh
O Ph3P Cl O
H2 25°C
95%
Η καρβονυλίωση της μεθανόλης σύμφωνα με την παρακάτω αντίδραση, παράγει οξικό οξύ:
O
H3C OH + CO
H3 C OH
Με τη μέθοδο αυτή παράγονται αιτησίως περίπου 4 εκατομύρια τόνοι οξικού οξέος. Στην
αρχική της μορφή, όπως χρησιμοποιήθηκε από την BASF στη Γερμανία μέχρι το 1970, η
αντίδραση καταλύεται από κοβάλτιο και διεξάγεται κάτω από σχετικά δραστικές συνθήκες
(230 οC, 500-700 atm). Η νεότερη μέθοδος που αναπτύχθηκε από την Monsanto και αργότερα
πουλήθηκε στην BP, ως καταλύτης χρησιμοποιείται το ρόδιο, που είναι κατά 1000-10000
φορές δραστικότερο, με αποτέλεσμα η αντίδραση να διεξάγεται κάτω από πολύ ηπιότερες
συνθήκες (180 οC, 30-40 atm).
61
O CH3OH H2O
+ HI
H3C OH
HI
+ H2O
OC CO
O CH3I
Rh
I I
H3C I
CH3
CO O OC CO
OC Rh
Rh CH3 I I
I I I
I
O
OC
+ CO Rh CH3
I I
I
Ο μηχανισμός της αντίδρασης έχει μελετηθεί διεξοδικά και περιλαμβάνει δύο καταλύτες που
συμμετέχουν σε δύο κύκλους. Ο ένας καταλύτης, το HI, καταλύει τη μετατροπή της MeOH
προς MeI και H2O, ενώ ο δεύτερος, το σύμπλοκο [RhI2(CO)2]-, την καρβονυλίωση του MeI
προς ακυλο-ιωδίδιο, το οποίο στο τέλος του καταλυτικού κύκλου υδρολύεται προς οξικό οξύ.
Η αντίδραση είναι πρώτης τάξης ως προς το [RhI2(CO)2]- και το MeI και ανεξάρτητη της
πίεσης του CO, ενώ το στάδιο που καθορίζει την ταχύτητα είναι αυτό της οξειδωτικής
προσθήκης του MeI, στην οποία κρίσιμος είναι ο υποβοηθητικός ρόλος του αρνητικού
φορτίου στο μεταλλικό κέντρο. Τέλος, εξαιρετικά υψηλή φαίνεται να είναι η δραστικότητα
του αλκυλιωμένου παραγώγου [RhI3(CO)2(Μe)]- στην προσθήκη του CO στο στάδιο
σχηματισμού του ακυλο-συμπλόκου.
Ένα σημαντικό πρόβλημα της αρχική μορφής της μεθόδου Monsanto, όπως περιγράφεται πιο
πάνω, είναι η ανάγκη παρουσίας ύδατος, απαραίτητου για την παραγωγή Η2, το οποίο
αντιδρά με το RhΙ3 και το ανενεργό [RhΙ4(CO)2]- που σχηματίζεται ως παραπροϊόν,
προκειμένου να επανασχηματισθεί ο ενεργός καταλύτης [RhΙ2(CO)2]-:
H H
O H H
O 2- O
I I H
OC I
- H+
O I - I- O I - CO2 I - HI I I
Rh Rh Rh Rh Rh
OC I OC I OC I OC I + CO OC CO
I I I I
62
Οι μεγάλες ποσότητες Η2Ο, σε συνδυασμό με το διαβρωτικό ΗΙ, προκαλούν σοβαρά τεχνικά
προβλήματα στους αντιδραστήρες. Ένα σημαντικό βήμα βελτίωσης της μεθόδου προς την
κατεύθυνση μείωσης των απαιτούμενων ποσοτήτων Η2Ο και ΗΙ, συνίσταται στην προσθήκη
LiI, το οποίο σταθεροποιεί τον καταλύτη και ελαχιστοποιεί τις παράπλευρες αντιδράσεις, ενώ
παράλληλα αυξάνει την ποσότητα του δραστικού διανιονικού συμπλόκου.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
2. J. Tsuji, “Transition Metal Reagents and Catalysts”, John Wiley & Sons, New York,
2002.
63