You are on page 1of 255

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΜΑΪΟΣ 2009
©EKΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ

ΔΙΑΤΗΡΗΘΗΚΕ Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ,


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1977.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Α Ν Τ Ι Π Ρ ΟΛΟ Γ Ο Υ
ΤΗΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

Μ
έ τή συμπλήρωση δύο χρόνων ἀπό τήν αἰφνίδια ἀπώλεια
τοῦ Εὐάγγελου Μαντουλίδη, τήν ἄνοιξη τοῦ 2007, τά
Ἐκπαιδευτήρια Μαντουλίδη ἀποφάσισαν νά προχωρήσουν
στήν ἐπανέκδοση τοῦ ἐτυμολογικοῦ λεξικοῦ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ὡς
ἐλάχιστο φόρο τιμῆς καί μνήμης.
Ὁ Εὐάγγελος Μαντουλίδης, ἕνας σπουδαῖος δάσκαλος καί κλασικός
φιλόλογος, ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τή γλώσσα καί κυρίως
μέ τίς ρίζες της, τήν ἐτυμολογία. Τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅπως
καί τά λατινικά, ἀποτελοῦσαν τά μαθήματα πού ξεχώριζε ἀλλά
καί τόν «ξεχώριζαν» ὡς δάσκαλο.
Τή δεκαετία τοῦ ἑβδομήντα, ὅταν διηύθυνε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα
φροντιστήρια τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, πού ἔφθασε τούς 2500 μαθητές,
εἶχε ἐκδώσει μία σειρά ἀπό βιβλία μέ θέμα τή γλώσσα, τήν ἐτυμολογία,
τή γραμματική καί τή γραμματολογία.
Ἤθελε νά κάνει τό μάθημα τῆς γλώσσας πιό προσιτό, πιό κατανοητό, πιό
ἐνδιαφέρον. Δίδασκε τήν ἐτυμολογία τῶν λέξεων σάν παιχνίδι.
Τό μάθημα ἔτσι γινόταν ζωή.
Στόχος του καί ὅραμά του τά Ἑλληνόπουλα νά «βαπτιστοῦν»
στά νάματα τῆς γλώσσας καί τῆς παράδοσης.
Ἡ ἵδρυση τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, ἔργο ζωῆς γιά τόν ἴδιο καί
τήν οἰκογένειά του, ἔδωσε σάρκα καί ὀστά στό ὅραμα, ἔκανε τό ὄνειρο
πράξη, τό βίωμα προσφορά, εὐθύνη καί καθῆκον.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Π Ε ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
010

Λ Η Μ Μ ΑΤΑ

Αα 030 Νν 146

Ββ 056 Ξξ 154

Γγ 062 Οο 156

Δδ 066 Ππ 168

Εε 074 Ρρ 190

Ζζ 092 Σσ 194

Ηη 094 Ττ 214

Θθ 096 Υυ 224

Ιι 102 Φφ 228

Κκ 108 Χχ 236

Λλ 126 Ψψ 244

Μμ 134 Ωω 248
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τυμολογία ἤ Ἐτυμολογικό λέγεται τό μέρος
τῆς Γραμματικῆς πού ασχολεῖται μέ
τήν ἀνάλυση μιᾶς λέξης στά συστατικά της
μέρη, προκειμένου νά βρεῖ τήν προέλευση καί
τήν πραγματική σημασία της. Ἡ λέξη Ἐτυμολογία
ἤ Ἐτυμολογικό προέρχεται ἀπ’ τό ἐπίθετο ἔτυμος
(=ἀληθινός, πραγματικός, βέβαιος) καί
τό οὐσιαστικό λόγος. Τό ἔτυμος προέρχεται,
ἀπ’ τό ἐτεός κι αὐτό ἀπ’ τό εἰμί.
Οἱ λέξεις σχηματίζονται μέ παραγωγή ἤ σύνθεση
ἤ καί μέ τά δύο. Ἔτσι τό Ἐτυμολογικό ὑποδιαιρεῖται
1) στήν παραγωγή: Κατ’ αὐτήν παράγονται λέξεις
ἀπ’ ἄλλες λέξεις μέ τήν προσθήκη παραγωγικῆς
κατάληξης καί 2) στή Σύνθεση: μέ τήν ἕνωση τῶν
θεμάτων δυό ἤ περισσότερων λέξεων κάτω ἀπό ἕναν
τόνο σχηματίζεται ἄλλη λέξη.

Μία λέξη λοιπόν θά εἶναι:


1) Πρωτογενής ἤ πρωτότυπη ἤ ἁπλή ἤ ριζική, ὅταν
προέρχεται ἀπό μία ρίζα μέ τήν προσθήκη μιᾶς ἁπλῆς
κατάληξης ἤ καί χωρίς κατάληξη. Π.χ. λέγ+ω, λαός.
2) Παράγωγη, ὅταν προέρχεται ἀπ’ ἄλλη λέξη
μέ τήν προσθήκη στό θέμα τῆς παραγωγικῆς
κατάληξης. Π.χ. τρέπω - τρόπος.
3) Σύνθετη, ὅταν προέρχεται ἀπ’ τήν ἕνωση
τῶν θεμάτων δυό λέξεων. Π.χ. κρυφιογνώστης
(=αὐτός πού γνωρίζει τά κρυφά).
4) Παρασύνθετη, ὅταν προέρχεται ἀπό σύνθετη λέξη
μέ τήν προσθήκη παραγωγικῆς κατάληξης.
Π.χ. εὐδαιμονίζω <εὐδαίμων<εὖ+δαίμων.
Ἡ παραγωγική κατάληξη εἶναι -ιζω.
5) Πολυσύνθετη, ὅταν προέρχεται ἀπ’ τήν ἕνωση
περισσότερων ἀπό δυό λέξεις. Π.χ. ἐπ-είσ-ακτος
(=ξένος) (ἐπί+εἰς+ἄγω).

Συστατικά μέρη τῆς λέξης


Αὐτά εἶναι:
1) Ρίζα. Εἶναι τό βασικό κι ἀμετάβλητο στοιχεῖο μιᾶς
ὁμάδας συγγενῶν λέξεων καί ὑποδηλώνει τήν κύρια
σημασία τους. Π.χ. στρέφ-ω, στροφ-ή, στρέφ-μα
(στρέμμα).
Ἡ βασική κι ἀμετάβλητη μορφή τῆς ρίζας βρίσκεται,
εἴτε σέ ὁμάδα συγγενῶν ἐτυμολογικά λέξεων
εἴτε στό β’ ἀόριστο τῶν ρημάτων. Π.χ. τί-θη-μι,

10 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ἔ-θη-κα, ἔ-θε-μεν, βάλ-λω, ἔ-βαλ-ον κ.λπ. Γλωσσικά φαινόμενα
Πολλῶν ρημάτων ἡ ρίζα παρουσιάζεται μέ δυό Γιά νά προχωρήσουμε στά ἰδιαίτερα κεφάλαια
ἤ καί τρεῖς μορφές, π.χ. λείπ-ω / ἔ-λιπ-ον / του ἐτυμολογικοῦ, πρέπει ν’ ἀναφέρουμε ὁρισμένες
λέ-λοιπ-α, τείν-ω / τεν-ῶ / τά-σις / ἀ-λοιφ-ή / βασικές ἔννοιες πού ἀφοροῦν τίς διάφορες
ἄλειφ-μα (ἄλειμμα) / πείθ-ω / ἔ-πιθ-ον κ.λπ. ἀλλοιώσεις πού παθαίνουν τά φωνήεντα,
τά σύμφωνα καί τά ἡμίφωνα μέσα στίς λέξεις κατά
2) Θέμα. Λέγεται τό ἀμετάβλητο μέρος μιᾶς λέξης τή δημιουργία τους.
πού μένει μετά τήν ἀφαίρεση τῆς κατάληξης.
Π.χ. λιμήν, λιμένος, ἀψίς, ἀ-ψίδ-ος κ.λπ. Πάθη φωνηέντων, συμφώνων καί ἡμιφώνων
Τό θέμα δημιουργεῖται συνήθως ἀπ’ τή ρίζα μέ τήν 1) Ἀφομοίωση. Κατ’ αὐτήν κάποιο φωνῆεν
προσθήκη στοιχείων πού λέγονται προσφύματα. ἤ σύμφωνο, πού ἐπηρεάζεται, ἀπ’ ἄλλο
Π.χ. φροντ-ιδ-ς (φαίνεται στή γενική μετά προηγούμενο ἤ ἑπόμενο, μεταβάλλεται ὥστε
τήν ἀφαίρεση τῆς κατάληξης), φροντίδ-ος, νά γίνει ἴδιο ἤ ὁμοειδές μ’ αὐτό. Ὑπάρχουν δηλ. δύο
ὅπου τό -ιδ- εἶναι τό πρόσφυμα παραγωγῆς. εἴδη ἀφομοίωσης:
Σέ μερικές περιπτώσεις τό θέμα εἶναι τό ἴδιο μέ α) Προληπτική ἤ ὑποχωρητική, ὅταν ἀφομοιώνεται
τή ρίζα, δηλ. συμπίπτει μ’ αὐτήν, ὅπως π.χ. στά τό α’ φωνῆεν ἤ σύμφωνο πρός τό β’, π.χ. ὀστακός>
πρωτόκλιτα ὀνόματα: τιμ-ή, ποιν-ή, φων-ή κ.λπ. ἀστακός, ὀστράγαλος > ἀστράγαλος, γράφ-μα >
Τά ρήματα ἔχουν δυό θέματα: α) τό ρηματικό, γράμμα, ζώσ-νυ-μι > ζώννυμι κ.λπ.
μέ τό ὁποῖο σχηματίζονται ὅλοι οἱ τύποι τοῦ αὐτοῦ β) Προχωρητική ἤ ἐξακολουθητική, ὅταν
χρόνου, π.χ. ρίπτ-ω, τρέπ-ω, τρέπ-ειν κ.λπ. καί ἀφομοιώνεται τό β’ φωνῆεν ἤ σύμφωνο πρός
β) τό χρονικό, μέ τό ὁποῖο σχηματίζονται οἱ τό α’, π.χ. μέγαθος (μέγας) μέγεθος, βάρεθρον >
ἀρχικοί χρόνοι του, π.χ. ρίπ-σ-ω (ρίψω), τέ-τρο-φα βάραθρον, Σίβυλλα > Σίβιλλα κ.λπ.
καί τέ-τρα-φα.
Τῶν ρημάτων τό θέμα βρίσκεται ἀπ’ τό πρῶτο 2) Ἀνομοίωση. Κατ’ αὐτήν κάποιος φθόγγος,
πρόσωπο τοῦ ἐνεστώτα ἤ τοῦ ἀόριστου, ἐνῶ τῶν ἐξαιτίας ὁμοιότητας ἤ συγγένειας πρός
ὀνομάτων ἀπ’ τή γεν. τοῦ ἑνικ. ἤ δοτ. τοῦ πληθυντ. ἄλλο φθόγγο πού βρίσκεται στήν ἴδια λέξη,
μεταβάλλεται, π.χ. φέ-φυκα-πέφυκα, θίθημι-τίθημι,
3) Χαρακτήρας. Εἶναι τό τελευταῖο γράμμα κ.λπ. Κι ἐδῶ ὑπάρχουν δυό εἴδη ἀνομοίωσης:
τοῦ θέματος κι ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικό α) Προληπτική ἤ ὑποχωρητική, ὅταν μεταβάλλεται
γνώρισμα τῆς κλίσης τοῦ ὀνόματος ἤ τοῦ ρήματος, τό α’ σύμφωνο, π.χ. ἀλγαλέος-ἀργαλέος,
π.χ. τρέφ-ω. ἄροτρον-ἄλετρον
β) Προχωρητική, ὅταν μεταβάλλεται τό β’ σύμφωνο,
4) Κατάληξη. Εἶναι, σ’ ἀντίθεση μέ τό θέμα, π.χ. ἀνεμώνια-ἀνεμώλια (=μάταια, ἀνωφελή,
τό μεταβλητό μέρος τῆς λέξης. Οἱ καταλήξεις ἀφανή, ἄσημα).
τῶν ὀνομάτων λέγονται πτωτικές, ἐνῶ τῶν ρημάτων
προσωπικές. 3) Ἁπλολογία ἤ συλλαβική ἀνομοίωση.
Κατ’ αὐτήν μιά ὁλόκληρη συλλαβή, πού ἔχει ὅμοιο
5) Προσφύματα. Εἶναι διάφορα μορφολογικά σύμφωνο μ’ ἄλλη διπλανή συλλαβή, ἀποβάλλεται,
στοιχεῖα πού προσκολλῶνται ἀνάμεσα στή ρίζα καί π.χ. ὁμόμιλος > ὅμιλος, ἀμφιφορεύς > ἀμφορεύς,
στήν κατάληξη ἤ σ’ ἄλλα σημεῖα τῆς λέξης. Ἄν τό κελαινονεφής > κελαινεφής.
πρόσφυμα μπαίνει στήν ἀρχή, λέγεται πρόθημα Σημ. Ὑπάρχει περίπτωση σπάνια νά ἐξαφανίζεται
ἤ προθεματικό, π.χ. ἄ-λοχος (=σύζυγος). Ἄν μπαίνει τό ἕνα ἀπό τά δυό ὅμοια σύμφωνα ἤ ἕνα ἀπ’ τά
στή μέση, λέγεται ἐπένθημα, π.χ. κηλ-ῖδ-ος. δυό ὅμοια βραχέα φωνήεντα (ε, ο). Π.χ. φρατρία >
Ἄν μπαίνει στό τέλος, λέγεται επίθημα, π.χ. δο-τήρ. φατρία, πέλεθρον > πλέθρον κ.λπ.

11
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

4) Ἀφαίρεση. Κατ’ αὐτήν τό ἀρχικό βραχύ φωνῆεν 8) Μετάπτωση. Κατ’ αὐτήν ἕνα θεματικό φωνῆεν
μιᾶς λέξης ἀποβάλλεται, ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη λέξης μεταβάλλεται στίς διάφορες μορφές τῆς ἴδιας
λήγει σέ μακρό φωνῆεν ἤ δίφθογγο. Στή θέση τῆς λέξης, π.χ. τρέπω, τροπή, τρόπος κ.λπ.
τοῦ φωνήεντος πού χάνεται, μπαίνει ἀπόστροφος. Ἡ μεταβολή αὐτή τοῦ φωνήεντος μπορεῖ νά εἶναι
Π.χ. ἀνάγκη ἐστί - ἀνάγκη ’στί, Ἐγώ ’φάνην κ.λπ. α) ποσοτική καί β) ποιοτική.
α) Ποσοτική. Κατ’ αὐτήν γίνεται ἀλλαγή χρόνου
5) Ἔκθλιψη. Κατ’ αὐτήν ἀποβάλλεται τό τελικό ἀπό βραχύ σέ μακρό κι ἀντίθετα ἤ σ’ ὁρισμένο τύπο
βραχύ φωνῆεν μιᾶς λέξης, ὅταν ἡ ἑπόμενη λέξη τῆς αὐτῆς λέξης ἐξαφανίζεται. Ὑπάρχουν τά ἑξῆς
ἀρχίζει ἀπό φωνῆεν ἤ δίφθογγο. Στή θέση τρία στάδια τῆς ποσοτ. μεταβ.:
τοῦ φωνήεντος πού χάνεται μπαίνει ἀπόστροφος, 1) Ἀφανισμός ἤ συγκοπή. Στήν περίπτωση αὐτή,
π.χ. ὑπό αὐτοῦ - ὑπ’ αὐτοῦ. ἐνῶ τό φωνῆεν ὑπάρχει σ’ ἕναν τύπο λέξης, σ’ ἄλλο
Ἄν ἡ δεύτερη λέξη ἀρχίζει ἀπό δασυνόμενο χάνεται, π.χ. μητέρ-ος, μητρός, πέτομαι, ἔπτ-ην. Το
φωνῆεν, τό μετά τήν ἔκθλιψη ψιλό τῆς πρώτης ἴδιο ἰσχύει καί γιά διφθόγγους, π.χ. πείθω, ἔπιθ-ον.
λέξης μετατρέπεται στό ἀντίστοιχο δασύ, π.χ. κατά 2) Ἔκταση. Κατ’ αὐτήν τό βραχύ φωνῆεν γίνεται
ἑκάστην - καθ’ ἑκάστην κ.λπ. μακρό (ε>η, α>η, ο>ω). Π.χ. δόμος-δῶμα, ἔδομαι -
Ἄν ἡ λέξη πού παθαίνει ἔκθλιψη εἶναι κλιτή ἐδωδή κ.λπ.
καί τονίζεται στή λήγουσα, ἀνεβάζει τόν τόνο στήν β) Ποιοτική. Κατ’ αὐτήν τό φωνῆεν γίνεται ἄλλο
προηγούμενη συλλαβή. Π.χ. πολλά εἶχον - πόλλ τοῦ ἴδιου χρόνου, δηλ. τό ε γίνεται ο καί τό η γίνεται
’εἶχον. Ἄν εἶναι ἄκλιτη χάνει τόν τόνο της μετά τήν ω. Γι’ αὐτό λέγεται καί ἑτεροίωση, π.χ. μένω-μόνος,
ἔκθλιψη. Π.χ. ἀλλά ἔλεγον - ἀλλ’ ἔλεγον. Ἐξαιρεῖται ἀμείβω-ἀμοιβή, ἀλείφω-ἀλοιφή, σπεύδω-σπουδή,
μόνο τό «ἑπτά» ἀπ’ τίς ἄκλιτες λέξεις καί ἀνεβάζει κέλευθος (=δρόμος)-κόλουθος+α ἀθροιστ. ἀκό-
τόν τόνο μετά τήν ἔκθλιψη, π.χ. ἑπτά ἦσαν - λουθος, λείπω-λέλοιπα, ρήγνυμι-ρωγμή, ἀρήγω-
ἕπτ’ ἦσαν. ἀρωγή, πτήσσω (=ζαρώνω)- πτωχός, χῆρος-χωρίς
κ.λπ.
6) Κράση. Κατ’ αὐτήν τό τελικό βραχύ φωνῆεν
ἤ δίφθογγος τῆς α’ λέξης συγχωνεύεται μέ τό ἀρχικό 9) Μετάθεση. Κατ’ αὐτήν ἕνα βραχύ φωνῆεν μέσα
φωνῆεν ἤ δίφθογγο τῆς β’ λέξης, π.χ. καί εἶτα - κᾆτα, στήν ἴδια λέξη ἀλλάζει θέση μπροστά ἀπ’ τά ὑγρά
ἐγώ οἶδα - ἐγῷδα, ὁ ἄνθρωπος - ἄνθρωπος κ.λπ. (λ, ρ) καί τά ἔρρινα (μ,ν), π.χ. στελγγίς > στλεγγίς
Κατά τήν κράση διατηρεῖται τό πνεῦμα (=ξύστρα), κάρτος > κράτος, θάρσος > θράσος κ.λπ.
τῆς α’ λέξης καί ὁ τόνος τῆς β’, π.χ. ἅ ἄν - ἅν.
Ἄν ἡ πρώτη λέξη δέν ἔχει πνεῦμα, τότε μπαίνει 10) Ἀντιμεταχώρηση. Κατ’ αὐτήν, ὅταν συναντηθοῦν
ἡ κορωνίδα, π.χ. καί ἐγώ-κἀγώ. μέσα στήν ἴδια λέξη δυό διαφορετικά ποσοτικῶς
φωνήεντα (δηλ. μακρό-βραχύ), ἀνταλλάσσουν
7) Συναίρεση. Κατ’ αὐτήν δυό συνεχόμενα φωνήεντα μεταξύ τους χρονική διάρκεια (δηλ. τό μακρό γίνεται
ἤ φωνῆεν καί δίφθογγος μέσα στήν ἴδια λέξη βραχύ καί τό βραχύ μακρό) χωρίς ν’ ἀλλοιώνεται
ἑνώνονται σ’ ἕνα μακρό φωνῆεν ἤ δίφθογγο, ἡ προφορά τους, π.χ. πόληος - πόλεως, νηός - νεώς,
π.χ. δέω-δῶ, βασιλέες-βασιλεῖς κ.λπ. ἡόρταζον - ἑώρταζον, γηομέτρης - γεωμέτρης,
Σημ. Ἡ ἀφαίρεση, ἔκθλιψη, κράση καί συναίρεση βασιλῆος - βασιλέως κ.λπ.
γίνονται γι’ ἀποφυγή τῆς χασμωδίας. Κι οἱ τέσσερις
παραπάνω περιπτώσεις ἀνήκουν σ’ ἕνα γενικότερο 11) Ἀναπληρωματική ἔκταση ἤ ἀντέκταση.
γλωσσικό φαινόμενο, τή συναλοιφή, πού, ὅταν γίνεται Κατ’ αὐτήν ἕνα βραχύ φωνῆεν γίνεται μακρό ἤ
μεταξύ δυό λέξεων (ἀφαίρεση, ἔκθλιψη, κράση), δίφθογγος, ὅταν τό σύμπλεγμα συμφώνων πού
λέγεται προαιρετική, ὅταν ὅμως γίνεται στήν ἴδια βρίσκεται ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό χάσει ἕνα ἤ καί τά δυό
λέξη (συναίρεση), λέγεται ὑποχρεωτική. σύμφωνά του, π.χ. γέροντ-σι-, τό ντ πρό τοῦ -ς

12 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τῆς ὀνομ. ἑνικ. χάθηκε καί τό ο ἔγινε ου (γέρουσι), δημιουργοῦνται τά διπλά σύμφωνα. Π.χ. (φύλακ+ς)
μέλαν-ς, τό ν χάθηκε πρό τοῦ -ς καί τό βραχύ α - φύλαξ, (ἐλπίδ- jω) - ἐλπίζω κ.λπ.
ἔγινε μακρό (μέλας), λυθέντ-ς (λυθείς), ἀνδριάντ-σι,
(ἀνδριᾶ-σι), χαρίεντ-ς (χαρίεις) κ.λπ. 18) Συμπνευματισμός ἤ μεταβολή. Κατ’ αὐτήν ἕνα
σύμφωνο τρέπεται γιά λόγους εὐφωνίας στό ὁμόηχό
12) Βράχυνση. Εἶναι διαφορετική ἀπ’ αὐτή πού του. Π.χ. ἐφυλάκ-θην-ἐφυλά-χθην, ἐλείπ-θην-
συμβαίνει στή μετάπτωση. Κατ’ αὐτήν ἕνα μακρό ἐλείφθην κ.λπ.
φωνῆεν βραχύνεται στίς ἑξῆς περιπτώσεις: α) Ὅταν
βρίσκεται μπροστά ἀπό δυό σύμφωνα, ἀπ’ τά ὁποῖα 19) Ἀνάπτυξη. Κατ’ αὐτήν, γιά λόγους εὐφωνίας,
τό πρῶτο ἔρρινο (μ, ν) ἤ ὑγρό (λ, ρ) π.χ. γνω- (ρίζα ἀναπτύσσεται ἕνα σύμφωνο μέσα στό θέμα λέξης,
τοῦ γι-γνώσκω) - διέγνοντ -διέγνον (ἀπ’ ὅπου π.χ. (ἀνήρ, ἀν-ρός) - ἀν-δ-ρός κ.λπ.
ἡ ρίζα -γνο στό γ’ πληθ. προστ. ἀορ. β’ γνόντων
κ.λπ.). β) Ὅταν βρίσκεται μπροστά ἀπ’ ἄλλο μακρό Προθεματικά
φωνῆεν π.χ. βασιλήων - βασιλέων κ.λπ. Εἶναι τά φωνήεντα α, ε, ο πού μπαίνουν μπροστά
ἀπό θέματα πού αρχίζουν ἀπ’ τά ὑγρά λ, ρ, τά ἔρρινα
13) Ὑφαίρεση. Κατ’ αὐτήν ἀποβάλλεται ἕνα μ, ν καί τό F.
ἀπ’ τά δυό ὅμοια διαδοχικά βραχέα φωνήεντα μιᾶς
λέξης ἤ ἀποβάλλεται το ι των διφθόγγων (αι, οι, ει) Τό F (δίγαμα)
μπροστά ἀπό φωνῆεν, π.χ. βοηθόος > βοηθός, ἐλαία Προφέρεται βαῦ ἤ φαῦ (β ἤ φ). Μέ τόν καιρό
> ἐλάα, ποιέω >ποέω, ἱέρεια > ἱέρεα κ.λπ. ἀποσιωπήθηκε.
1) Στήν ἀρχή λέξης, π.χ. Fέργον - ἔργον κ.λπ. Σπάνια
14) Ἀποκοπή. Κατ’ αὐτήν τό τελικό φωνῆεν τῶν στήν περίπτωση αὐτή ἔγινε δασεία, π.χ. Fέσπερος >
προθέσεων ἀνά, κατά, παρά καί τοῦ συνδέσμου ἄρα ἕσπερος κ.λπ.
ἐκπίπτει πρό φωνήεντος, ἀκόμη καί πρό συμφώνου. 2) Μέσα στή λέξη μεταξύ δύο φωνηέντων χάθηκε.
Π.χ. παρέθεσαν - πάρθεσαν, κατάθανε - κάτθανε, Π.χ. νέFος > νέος, ὄFις > οἴς > οἶς κ.λπ.
ἀναστάς - ἀνστάς κ.λπ. Τό ἄρα χάνει σπάνια καί 3) Μετά ἀπό λ, ν, ρ χάθηκε μέ ἀντέκταση ἤ
τό ἀρχικό α μαζί καί τό τελικό α καί παρουσιάζεται ἀναπληρωματική ἔκταση, π.χ. ξένFος > ξεῖνος κ.λπ.
ὡς -ῥ-. Μετά τήν ἀποκοπή τοῦ -α ἀπ’ τήν πρόθεση 4) Μετά τό τ ἔγινε σσ(ττ), π.χ. τέτFαρες > τέσσ(ττ)
κατά τό -τ- ἀφομοιώνεται ἀπ’ τό ἀρχικό σύμφωνο αρες κ.λπ.
τῆς ἀμέσως ἑπόμενης λέξης, π.χ. κα-τάβαλε- 5) Στή μέση τῆς λέξης μπροστά ἀπ’ τό ρ ἤ χάθηκε
κάτβαλε-κάββαλε κ.λπ. μέ ἀντέκταση τοῦ προηγουμένου φωνήεντος
ἤ ἀφομοιώθηκε πρός τό ρ, π.χ. FεFρημένος >
15) Ἐπένθεση. Κατ’αὐτήν το j μετακινεῖται στήν εἰρημένος, ἄFρηκτος > ἄρρηκτος.
ἀμέσως προηγούμενη συλλαβή κι ἀποτελεῖ μέ
τό φωνῆεν αὐτῆς δίφθογγο. Π.χ. σπέρ- jω - σπείρω Τό j (γιώτ)
κ.λπ. 1) Μεταξύ φωνηέντων χάθηκε, π.χ. τρέjες > τρέες
> τρεῖς, τιμάjω > τιμάω > τιμῶ. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ
16) Ἀποβολή. Κατ’ αὐτήν σύμφωνο πρό συμφώνου τά εjω, οjω, π.χ. φιλέjω) > φιλέω > φιλῶ, δουλόjω >
ἤ τό σ μεταξύ φωνηέντων ἀποβάλλεται, π.χ. ὄρνις δουλόω > δουλῶ κ.λπ.
(ὄρνιθ-ς), τάπης (τάπητ-ς) ἐλ-πίς (ἐλπίδ-ς), δάσους 2) Μετά ἀπό λ ἀφομοιώθηκε πρός αὐτό,
> δάσεος > δάσεσ-ος κ.λπ. π.χ. βάλjω>βάλλω κ.λπ.
3) Μετά ἀπό ν ἤ ρ, ἄν δέν ὑπάρχει μπροστά
17) Συγχώνευση. Κατ’ αὐτήν σύμφωνα, τά ἄφωνα ἀπ’ αὐτά α ἤ ο, ἀφομοιώνεται, ἁπλοποιεῖται καί
κυρίως, μέ τό σ ἤ τό j συγχωνεύονται κι ἔτσι ἀντεκτείνεται. Π.χ. τένjω > τέννω (ἀφομοίωση)

13
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

>τείνω (μέ ἁπλοποίηση τῶν νν καί ἀντέκταση τοῦ ε Ἡ παραγωγή μπορεῖ νά γίνει μέ δυό τρόπους:
ἔγινε τείνω) ἤ ἔπαθε ἐπένθεση, π.χ. φάνjω > φαίνω 1) Σέ μιά ρίζα ἤ ἀρχικό θέμα προστίθεται ἀμέσως
κ.λπ. μιά πτωτική ἤ προσωπική κατάληξη κι ἔτσι
4) Μετά ἀπό οὐρανικό κ, γ, χ (καί πιό σπάνια ἀπό δημιουργεῖται μιά λέξη (ὄνομα – ρῆμα), π.χ. θ. ἀρχ-
τ, δ, θ) συγχωνεύτηκε σέ σσ ἤ ττ ἤ ζ. Π.χ. φυλάκjω κατάλ. -ω δίνει ρῆμα ἄρχω, ἀλλά θ. ἀρχ- κατάλ. οὐσ.
> φυλάσσ(ττ)ω, πλάθjω > πλάττ(σσ)ω, πράτjω > -η (α) δίνει οὐσιαστικό ἀρχ-ή.
πράσσ(ττ)ω, ταράχjω > ταράττ(σσ)ω, κράγjω > Κατά τό σχηματισμό αὐτό ἡ λέξη πού στέκεται
>κράζω, παίδjω > παίζω κ.λπ. σάν βάση γιά τήν παραγωγή μιᾶς ἄλλης λέξης
5) Μετά τό ντ συγχωνεύτηκε μέ τό τ σέ σ καί λέγεται πρωτότυπη ἤ ριζική καί προέρχεται κυρίως
σέ συνέχεια ἀποβλήθηκε τό ν μέ ἀντέκταση τοῦ ἀπό ρηματικά θέματα.
προηγούμενου βραχέος φωνήεντος, π.χ. λυθέντjα > 2) Σέ μιά ρίζα προστίθεται ἕνα πρόσφυμα
λυθένσα > λυθεῖσα κ.λπ. καί κατόπιν ἡ κατάληξη (πτωτική ἤ προσωπική),
π.χ. ἀρχ-ή(α), ἀρχα-ιος, ἀρχαῖος, ἀρχαιότης κ.λπ.
Τό συριστικό σ ἤ ς Ἡ λέξη πού παράγεται ἀπ’ τήν πρωτότυπη λέγεται
1) Στήν ἀρχή τῆς λέξης μπροστά ἀπό φωνῆεν ἔγινε παράγωγη καί προέρχεται κυρίως ἀπό ὀνοματικά
δασεία, π.χ. σέπομαι > ἕπομαι (sequor), σέχω > ἕχω θέματα (οὐσ. - ἐπίθ.).
και μέ ἀνομοίωση ἔχω κ.λπ. Μιά λέξη παράγωγη ὡς πρός τήν προηγούμενή της
2) Μεταξύ δύο φωνηέντων ἤ δύο συμφώνων εἶναι ριζική ἤ πρωτότυπη ὡς πρός τήν ἑπόμένη της,
ἀποβλήθηκε. Π.χ. γένεσος > γένεος > γένους, κόλακ-ς, κόλαξ , κολακ-εύ-ω, κολακ-εία κ.λπ.
ἐσφάλσθαι > ἐσφάλθαι, κ.λπ. Διατηρεῖται στό Συνηθέστερα συναντοῦμε λέξεις παράγωγες παρά
β’ ἀόρ. ἀναλογικά, π.χ. ἔπεσον. ριζικές. Μιά παράγωγη λέξη μπορεῖ νά εἶναι:
3) Μετά τό ρ ἔγινε ρ, π.χ. ἄρσεν > ἄρρεν, θάρσος > α) Ρῆμα β) Ὄνομα οὐσιαστικό γ) Ὄνομα ἐπίθετο
θάρρος. Στόν ἀόρ. τῶν ρημάτων μετά ἀπό ἔρρινο δ) Ἀντωνυμία καί ε) Ἐπίρρημα.
ἤ ὑγρό ἀποσιωπήθηκε κι ἔγινε ἀναπληρωματική
ἔκταση, π.χ. ἔφαν-σ-α > ἔφηνα (ἀπ’ τό ἔφαν-ν-α Α. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΡΗΜΑΤΩΝ
> ἔφανα > ἔφηνα), ἤγγελ-σ-α > ἤγγειλα (ἀπ’ τό Ρήματα παράγωγα σχηματίζονται ἀπό ὀνόματα
ἤγγελ-λ-α > ἤγγειλα) κ.λπ. (οὐσιαστικά ἤ ἐπίθετα), ρήματα, ἐπιρρήματα
4) Διατηρεῖται σέ μερικές λέξεις πού ἀρχίζουν καί ἐπιφωνήματα.
ἀπό μ, π.χ. σμικρός κ.λπ. Ρήματα ἀπό ὀνόματα (οὐσιαστικά ἤ ἐπίθετα):
5) Συγχωνεύτηκε μέ τό κ σέ ξ, μέ τό β σέ ψ, Κυριότερο πρόσφυμα τῶν ρημάτων αὐτῶν
μέ τό δ σέ ζ, π.χ. Ἀθήνασδε > Ἀθήναζε. εἶναι το -jω πού ἴσως σημαίνει ποιῶ, δρῶ.
Αὐτό προσκολλᾶται στό θέμα τοῦ ὀνόματος καί
Τό ῥ δίνει ἕνα ρήμα πού σημαίνει πώς τό ὑποκείμενο δρᾶ.
Οἱ λέξεις πού ἀρχίζουν ἀπό ῥ εἶχαν ἀρχικά μπροστά Κανονικά προσκολλᾶται σ’ ὀνόματα μέ θεματικό
ἀπ’ αὐτό F ἤ σ. Τά συμπλέγματα Fρ καί σρ ἔδωσαν φωνῆεν τό -α(η), π.χ. τιμά, τιμά-jω > τιμάω > τιμῶ.
δασυνόμενο ρ (ῥ) στήν ἀρχή τῆς λέξης, π.χ. σράπτω Ἀναλογικά προσκολλήθηκε καί σ’ ὀνόματα μέ
> ῥάπτω, Fρίπτω > ῥίπτω κ.λπ. Μέσα στή λέξη τό F ἤ θεματικά φωνήεντα -ο, -ε, -υ, -ευ, -αδ, -ιδ, -ωγ, -ακ,
σ ἀφομοιώθηκε πρός τό ρ, π.χ. ἔσρεον > ἔρρεον κ.λπ. καί -αν, -αλ,-αρ, π.χ. δοῦλος, δουλό-jω > δουλόω
> δουλῶ˙ ἀριθμός, ἀριθμέ-jω > ἀριθμέω > ἀριθμῶ˙
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ἡδύς, ἡδύνω˙ βασιλεύς, βασιλεύω˙ πεμπάς (ἀπ’
Παραγωγή λέγεται τό γλωσσοπλαστικό φαινόμενο τό πεμπάδος), πεμπάδ-jω > πεμπάζω˙ ἐλπίδ-ς
κατά τό ὁποῖο οἱ λέξεις δημιουργοῦνται ἀπό ρίζες (ἐλπίς), ἐλπίδ-jω > ἐλπίζω˙ κρογ-μός, κρώγ-jω >
ἤ ἀρχικά θέματα μέ τήν προσθήκη προσφυμάτων κρώζω˙ φύλακ-ς (φύλαξ), φυλακ-jω > φυλάσσω, (τό
ἤ καταλήξεων. ὀδοντικό δ μέ τό j δίδουν ζ, τά οὐρανικά κ,γ,χ, μέ τό

14 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


j δίνουν -σσ). Π.χ. ὀνομάν-jω > ὀνομάζω 3) -σειω: π.χ. πολεμῶ - πολεμησείω (=ἐπιθυμῶ
ἤ μέ ἐπένθεση τοῦ j > ὀνομαίνω. νά πολεμήσω) κ.λπ. Εἶναι ρήματα παραγόμενα
Ἀργότερα ἀποσπάστηκε τό πρόσφυμα -jω ἀπό ρήματα. Δηλώνουν σφοδρή ἐπιθυμία.
παρασέρνοντας μαζί του καί τό θεματικό φωνῆεν 4) -αζω,-ιζω,-υζω: π.χ. στένω - στενάζω, αἰτῶ -
ἤ σύμπλεγμα τῶν ὀνομάτων στά ὁποῖα εἶχε αἰτίζω, ἕρπω - ἑρπύζω κ.λπ. Φανερώνουν τή συχνή
προσκολληθεῖ κι ἔτσι δημιουργήθηκαν νέα, ἐνέργεια τοῦ ὑποκ. Λέγονται θαμιστικά.
αὐτοτελή προσφύματα, πού χρησιμοποιήθηκαν Εἶναι ρήματα παραγόμενα ἀπό ρήματα.
γιά παραγωγή ρημάτων ἀπό ὀνόματα πού δέν εἶχαν 5) -ιζω, π.χ. ἐγγύς - ἐγγίζω. Εἶναι ρήματα
ὡς θεματικό φωνῆεν κανένα ἀπ’ τά προηγούμενα παραγόμενα ἀπό ἐπιρρήματα. Δηλώνουν ὅ,τι
πού ἀναφέραμε. καί τό ἐπίρρημα.
Ἔτσι ἔχομε τά ἑξῆς νέα, αὐτοτελή προσφύματα: 6) -αιρω: π.χ. χαίρω (μέ ἐπένθεση).
1) -αω: τιμάω, ἀπ’ τό ὄνομα τιμή (πρωτόκλιτο σέ η). 7) -σκω: π.χ. ἀρέσκω, πάθ-σκω-πάσχω.
2) -οω: δοῦλος, δουλόω. Τά ρήματα αὐτά δηλώνουν Δηλώνουν πώς τό ὑποκ. ἀρχίζει νά κάνει ὅ,τι
προτίμηση. σημαίνει τό πρωτότυπο. Λέγονται ἐναρκτικά.
3) –εω: ἀριθμός, ἀριθμέω. Δηλώνουν κατάσταση. 8) -ισκ: π.χ. εὑρίσκω - στερίσκω.
4) -υνω: (τό ν παρεμβάλλεται ἀναλογικά μεταξύ 9) -η: π.χ. ἄημι (=φυσῶ, πνέω) (ἄFημι).
-υ καί jω), π.χ. παχύς - παχύνω. Ἀλλά αἶσχος – 10) -τ: π.χ. κόπτω κ.λπ.
αἰσχύνω κ.λπ. Δηλώνουν αἰτιώδη σχέση. 11) -ειρω: (θ. -ερ καί j -ειρ βλ. ἐπένθεση),
5) -ευω: βασιλεύς - βασιλεύω. Ἀλλά βουλή - π.χ. ἐγείρω κ.λπ.
βουλεύω. Δηλώνουν ἐπαγγελματική ἐνέργεια 12) -θω: π.χ. βρίθω, τελέθω κ.λπ.
καθιερωμένη. 13) -νω: π.χ. δάκ-νω, λαμ-βά-νω, λαν-θά-νω,
6) -αζω: (προῆλθε ἀπό θέμα -αδ καί -jω), λαγ-χά-νω, τέμ-νω, ὀφέλ-νω (ὀφείλω).
π.χ. μονάδ-jω - μονάζω. Ἀλλά δίκη - δικάζω. Σημ. Εἶναι δυνατό ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα
Δηλώνουν δράση. νά παραχθοῦν διαφορετικά ρήματα μέ διαφορετικά
7) -ωζω: (προῆλθε ἀπό θέμα -ωγ καί -jω), προσφύματα, π.χ. εὐδαιμονέω (=εὐτυχῶ),
π.χ. οἰμώγ-jω > οἰμώζω κ.λπ. εὐδαιμονίζω (=καλοτυχίζω κάποιον), πολεμέω
8) -ιζω: (προῆλθε ἀπό θέμα -ιδ καί -jω), π.χ. ἐλπίδ- (πολεμῶ), πολεμόω (=βάζω κάποιον νά πολεμήσει).
jω > ἐλ-πίζω κ.λπ. Ἀλλά φενάκη – φενακίζω, μάκαρ- Παραγωγή τῶν σέ -μι ρημάτων
μακαρίζω κ.λπ. Δηλώνουν μίμηση, ἀλλά καμιά Τά ρήματα σέ -μι παράγονται ὡς ἑξῆς:
φορά φανερώνουν καί τήν αἰτία τῆς ἐνέργειας Τό πρόσφυμα (ἐπίθημα) -μι προσκολλᾶται ἀμέσως
τοῦ ρήματος. στή ρίζα, χωρίς τήν παρεμβολή φωνηέντων ο, ε,
9) -αινω: (ἀπό θέμα -αν καί -jω μέ ἐπένθεση), π.χ. δίδω-μι κ.λπ.
π.χ. μανία -μαν-jω - μαίνω κ.λπ. Ἀλλά θερμός- Ἀργότερα ὅμως ἀναπτύχθηκε τό ἐπένθημα -νυ,
θερμαίνω κ.λπ. -να, -νη ἀνάμεσα στή ρίζα καί στήν προσωπική
10) -υω: δακρύ-jω>δακρύω κ.λπ. παραγωγική κατάληξη -μι, ὅταν τό τελευταῖο
γράμμα τῆς ρίζας (χαρακτήρας τοῦ θέματος) ἦταν
Προσφύματα ἄλλα ἐκτός ἀπ’ τό -jω πού σύμφωνο, π.χ. ὄμ-νυ-μι, ὄλ-νυ-μι (καί μέ ἀφομοίωση
προσκολλῶνται, σ’ ὀνόματα, ρήματα ἤ ἀρχικές τοῦ ν πρός τό λ ὄλλυμι), δάμ-να-μι καί δάμνημι κ.λπ.
ρίζες εἶναι τά παρακάτω:
1) -αω: π.χ. θάνατος - θανατάω (=ἐπιθυμῶ σφοδρά Προσφύματα γιά τήν παραγωγή οὐσιαστικῶν
νά πεθάνω). Δηλώνουν σφοδρή ἐπιθυμία. Τά οὐσιαστικά πού παράγονται μέ προσφύματα
2) -ιαω: π.χ. στρατηγός - στρατηγιάω κ.λπ. φανερώνουν: 1) τό δράστη, δηλ. τό ὑποκ. πού
Δηλώνουν πώς τό ὑποκ. ἔχει κάποια πάθηση, ἐνεργεῖ, 2) τή δράση ἤ τό ἀποτέλεσμα τῆς δράσης.
π.χ. λιθιάω (=πάσχω ἀπό λιθίαση). 3) τό ὄργανο ἤ τό μέσο δράσεως, 4) τόν τόπο ὅπου

15
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

ἔγινε κάτι 5) ἀφηρημένες ἔννοιες 6) σμίκρυνση β) Ἀρσενικά


ἤ ὑποκορισμό 7) μεγέθυνση 8) περιεκτικότητα, 1) -ο (ὀνομ. -ος.), π.χ. τρόμος κ.λπ.
9) γένος καταγωγῆς καί 10) ἐθνική καταγωγή. (κι ἐδῶ μέ ἑτεροίωση).
2) -μος (ὀνομ. -μος), π.χ. διωγ-μός κ.λπ.
α) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν τό δράστη (κι ἐδῶ μπροστά ἀπ’ τό -μος ἀναπτύσσεται -σ ἤ -τ
σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: ἤ -θ, π.χ. πειρα-σ-μός, ἐρε-τ-μόν, στα-θ-μός κ.λπ.
1) -ευ (ὀνομ. -ευς, θηλ. -εια), π.χ. βασιλεύς, ἱερεύς, 3) -ατο, π.χ. θάνατος.
ἱέρεια κ.λπ. 4) -ετό, π.χ. παγετός.
2) -τηρ (ὀνομ. -τηρ, θηλ. -τειρα), π.χ. σωτήρ, 5) -το, π.χ. οἶκτος.
σώτειρα, κλητήρ κ.λπ.
3) -τη (ὀνομ. της, θηλ. τιδ-(τις) - τρια, τριδ-(τρις), γ) Θηλυκά
π.χ. θύ-της, ποιη-τής, ποιήτρια, προφή-της, 1)-α, π.χ. ἀγορά (κι ἐδῶ μέ ἑτεροίωση).
προφῆ-τις, αὐλητής, αὐλητρίς. 2) -η, π.χ. ἀρχή.
4) -ο (ὀνομ. -ος, θηλ. -ος). Τά οὐσιαστικά πού 3) -ια, π.χ. σωτηρ-ία, εὐεργεσ-ία.
δημιουργοῦνται μέ τό πρόσφυμα αὐτό ἔχουν θέμα 4) -σια, π.χ. δοκιμασία, ἀκολασία.
πού ἔπαθε ἑτεροίωση, π.χ. τροφός (τρέφω), 5) -σις, π.χ. κρίσις, (πρᾶγ-σι(τι)-ς) πρᾶξις.
τροχός (τρέχω). 6) -τα ἤ -τη, π.χ. βροντή (κι ἐδῶ μέ ἑτεροίωση
5) -τορ (ὀνομ. -τωρ, θηλ. -τρια),π.χ. ἀπ’ τό βρέμω).
συλλήπτωρ,συλλήπτρια, πράκτωρ κ.λπ. 7) -τις, π.χ. πίθ-τις, πίστις (πείθω), φάτις (φημί) κ.λπ.
(τό ο τοῦ -τορ ἐκτείνεται στήν ὀνομ. ἀρσεν.). 8) -μη, π.χ. φήμη.
6) -τρο (ὀνομ. -τρος), π.χ. ἰατρός (ἰά-ομαι). 9) -νη, π.χ. φωνή.
7) -εν, -ον (ὀνομ. -ην, -ων, θηλ. -αινα), π.χ. δράκων, 10) -ονη, π.χ. ἡδονή.
δράκαινα (μέ ἔκταση στήν ὀνομ.). 11) -ρα, π.χ. ἄγρα.
8) -μεν, -μον (ὀνομ. -μην, -μων), π.χ. ποι-μήν, 12) -τρα, π.χ. ρήτρα.
ἡγε-μών, δαίμων. 13) -δων, π.χ. σηπεδών (=σάπισμα).
9) -ηρ, π.χ. αἰθήρ. 14) -εδών, π.χ. τυφεδών (φλόγωση).
10) -ιας, π.χ. ταμίας, παρίας. 15) -ηδών, π.χ. ἀχθηδών (=ἀγανάκτηση, θλίψη).
11) -των (θηλ. -αινα), π.χ. τέκτων, τέκταινα. 16) -λα, π.χ. παῦλα.
12) -αλος, π.χ. διδάσκαλος 17) -λη, π.χ. στήλη.
13) -τις, π.χ. μάντις. 18) -λή, π.χ. φυλή.
14) -ωτης, π.χ. μισθωτής. 19) –ων, π.χ. σταγών.
15) -στης, π.χ. δικαστής. 20) -μή, π.χ. γραμμή.
γ) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν τό μέσο
β) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν δράση ἤ τό ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο γίνεται κάτι
ἤ ἀποτέλεσμα δράσεως σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
προσφύματα: 1) –τρον, π.χ. ἄροτρον.
2) -θρον, π.χ. ἄρθρον.
α) Ουδέτερα 3) -τηρ, π.χ. ραιστήρ (=σφυρί).
1) -ματ (ὀνομ. –μα). Τό τ ἀποβάλλεται ὡς μή 4) -τηριον, π.χ. ποτήριον.
καταληκτικό, π.χ. ποί-η-μα κ.λπ. Συχνά μπροστά 5) -τρα, π.χ. χύτρα.
ἀπ’ τό -μα ἀναπτύσσεται -σ ἤ -τ ἤ -θ, π.χ.νόμι-σ-μα. 6) -εύς, π.χ. τομεύς (=μαχαίρι ὑποδηματοποιοῦ).
2) -εσ (ὀνομ. -ος), π.χ. ψεῦδος κ.λπ. 7) -σον, π.χ. (τόγ-σον) τόξον.
(στήν ὀνομ. τό ε μέ ἑτεροίωση ἔγινε ο). 8)-λός, π.χ. αὐλός.
3) -λον, π.χ. φῦλον. 9)-λος, π.χ. στῦλος.

16 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


10) -jαλος, π.χ. πάσσαλος. 1) –μνη, π.χ. στρωμνή 2) -μνον, π.χ. δέμνον
11) -ωλον, π.χ. εἴδωλον. 3) -μνος, π.χ. στάμνος 4) -θλον, π.χ. χύθλον > χύτλον
12) -λον, π.χ. ὅπλον. (=ζουμί) 5) -λός, π.χ. χυλός 6) -φνα, π.χ. δάφνη
13) -ελος, π.χ. σκόπελος. 7) -φνη π.χ. πάθνη > φάτνη (πατέομαι=τρέφομαι)
14) -άνη, π.χ. δρεπάνη. 8) -σνη π.χ. πάγσνη > πάχνη (πήγνυμι).
15) -ανον, π.χ. δρέπανον. Σημ. Οἱ καταλήξεις -μνος, -μνη, -μνον προῆλθαν
16) -ανος, π.χ. στέφανος. μέ ἀφανισμό ἀπ’ τήν κατάληξη τῶν μτχ. -μένος, -μένη,
17) -όνη, π.χ. ἀγχόνη. -μενον.
18) -μός, π.χ. φορμός.
19) -ίς, π.χ. γραφίς. θ) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν ἀφηρημένη
20) -εῖον, π.χ. δοχεῖον. ἔννοια, ἰδιότητα, σχηματίζονται ἀπό ἐπίθετα,
21) -νός, π.χ. φανός. μετοχές καί σπάνια ρήματα μέ τά ἑξῆς προσφύματα:
22) -τρος, π.χ. χύτρος. 1) -ία, π.χ. σοφία (σοφός) οὐσία<ὀνσία<ὀντία,
23) -σων, π.χ. (ἄγ-σων) ἄξων. ὤν (<ὄντ>), 2) -jα, π.χ. ἀλήθεια < ἀληθέσια <
ἀλήθεσjα (ἀληθής), 3) - jα π.χ. εὔνοια < εὔνοιFα
δ) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν τόν τόπο < εὔνοFjα (εὔνους) < εὔνοFος>, 4) -ος< -εσ-> π.χ.
ὅπου γίνεται ἡ ἐνέργεια σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς εὖρος (εὐρύς), 5) -σύνη, π.χ. δικαιοσύνη (δίκαιος),
προσφύματα: 6)-οσύνη, π.χ. σωφροσύνη (σώφρων), 7) -της, π.χ.
1) -τρον, π.χ. θέατρον. ταχύτης (ταχύς), 8) -τής, π.χ. βραδύτης (βραδύς),
2) -θρον, π.χ. βάθρον. 9) -ας, π.χ. μονάς (μόνος <μόν-Fος>).
3) -ιον,π.χ. τροπαῖον.
4) -τρα, π.χ. παλαίστρα (παλαίσ-τρα) κ.λπ. Σημ. α) Μερικά ἀφηρημένα οὐσιαστικά ἔγιναν
5) -στρα, π.χ. ὀρχήστρα. ἀπ’ τό θηλυκό τῶν ἐπιθέτων, ἤ ὅπως ἦταν ἤ μέ
6) -ός, π.χ. νομός (=τόπος βοσκῆς). ἀνέβασμα τοῦ τόνου, π.χ. (ἄξιος, ἀξία)-ἀξία,
(ἀνδρεῖος, ἀνδρεία) - ἀνδρεία, (ἐχθρός, ἐχθρά) - ἔχθρα.
ε) Παράγωγα οὐσιαστικά πού δηλώνουν τήν ἀμοιβή
Ἄλλα πάλι, ἀπ’ τ’ ἀρσενικό μ’ ἀνέβασμα
γιά τή σχετική ἐνέργεια σχηματίζονται ἀπ’ τό
τοῦ τόνου, π.χ. ποτός-πότος (=φαγοπότι, γλέντι).
πρόσφυμα -τρα (-τρον στόν ἑνικό), π.χ. λύτρα (τά)
β) Τό συγκεκριμένο οὐσιαστικό μερικῶν μετοχῶν
(λύω) -θρέπτρα (τά) (τρέφω)- σῶστρα (τά) (σῴζω).
παράγεται μέ κατέβασμα τοῦ τόνου στή λήγουσα,
στ) Παράγωγα ὀνόματα ποταμῶν μέ βάση μιά κύρια π.χ. Ἀκουμενός (=μυθολογικός θεός τῆς ἰατρικῆς στήν
ἰδιότητά τους σχηματίζονται ἀπ’ τήν παραγωγική Ἀθήνα) <ἀκούμενος < ἀκοῦμαι, δεξαμενή < δεξαμένη
κατάληξη –ειός. Π.χ. Σπερχειός (σπέρχομαι= < δέχομαι.
βιάζομαι), Ἀλφειός (ἀλφάνω=μεταφέρω). γ) Ἀρκετά συγκεκριμένα κύρια ὀνόματα παράγονται
Κατ’ ἄλλους παράγεται ἀπ’ τό οὐσιαστικό ἀλφός ἀπό ἐπίθετα μέ μετακίνηση τοῦ τόνου ἀπ’ τή λήγουσα
(=ἀσπρούλιασμα), ὁπότε Ἀλφειός (=Ἀσπροπόταμος). στήν προπαραλήγουσα. Π.χ. γλαφυρός-Γλάφυρος,
δεξιός-Δέξιος, Θετταλός-Θέτταλος, ἐπαινετός-
ζ) Ἀφηρημένα οὐσιαστικά πού σχηματίζονται Ἐπαίνετος.
μέ τήν παραγωγική κατάληξη -τύς καί συναντιοῦνται δ) Ἀφηρημένα οὐσιαστικά εἶναι καί τά ὀνόματα
σέ ποιητική χρήση. Π.χ. ἀγορητύς (ἡ) (=εὐγλωττία) οὐδέτερου γένους πού δηλώνουν ἆθλα ἤ βραβεῖα.
(ἀγοράομαι), δαιτύς (ἡ) (=φαγητό) (δαίομαι). Παράγονται ἀπό ἐπίθετα μέ τήν κατάληξη –εῖον.
Συναντιοῦνται συνήθως στόν πληθυντικό ἀριθμό,
η) Ἀφηρημένα οὐσιαστικά μέ λιγότερο γνωστή π.χ. πρωτεῖα (πρῶτος), δευτερεῖα (δεύτερος),
καί σίγουρη σημασία σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς τριτεῖα (τρίτος), καλλιστεῖα (κάλλιστος), ἀριστεῖον
προσφύματα: (ἄριστος) κ.λπ.

17
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

ι) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά ἀπ’ ἀγάπη εἴτε ἀπό περιφρόνηση τά παρασταίνουν
πού δηλώνουν ἐκεῖνον πού ἔχει σχέση μέ τό σάν τέτοια.
πρωτότυπο σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: Ὁ συναισθηματικός ὑποκορισμός δηλώνεται
1) -εύς (θηλ. -εια), π.χ. ἱερεύς, ἱέρεια > ἱερευ-jα > συνήθως μέ τό ἐπίθετο φίλος, φίλη, φίλον,
ἱερεFια (ἱερόν). πού ἔχει παράλληλα καί κτητική σημασία, π.χ. φίλον
2) -ίς, π.χ. φαρμακίς, ἡ (=μάγισσα) (φάρμακον). ἦτορ (=ἡ καρδούλα μου), φίλα μέλεα (= τά χεράκια
3) -της (θηλ. -τις),π.χ. πολίτης, πολῖτις, ἡ (πόλις). μου, τά ποδαράκια μου).
4-) -έτης (θηλ. -έτις),π.χ. φυλέτης, φυλέτις, Ὑποκοριστική σημασία φαίνεται πώς εἶχε κάποτε
ἡ (φυλή). κι ἡ κατάληξη –αχος, π.χ. νήπιος - νηπίαχος,
5) -ίτης,π.χ. ὁπλίτης (ὅπλον). στόμα - στόμαχος.
6) -ώτης (θηλ. -ῶτις), π.χ. θιασώτης (θίασος),
δεσμῶτις, ἡ (δεσμός). ιβ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
δηλώνουν μεγέθυνση σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
ια) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού προσφύματα.
δηλώνουν σμίκρυνση, ὑποκορισμό, λέγονται 1) -ων, π.χ. γάστρων (γαστήρ) (=κοιλαράς),
ὑποκοριστικά καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς χείλων (χεῖλος)(=αὐτός πού ἔχει μεγάλα χείλη).
προσφύματα: 2) -ις, π.χ. γάστρις, ὁ, ἡ (γαστήρ) (=αὐτός (ή)
1) -ιον, π.χ. παιδίον (παῖς), θηρίον (θήρ), μειράκιον πού ἔχει μεγάλη κοιλιά).
(μεῖραξ), βιβλίον (βίβλος) κ.λπ. 3) -ίας, π.χ. μετωπίας (μέτωπον) (=αὐτός
2) -διον, π.χ. πολίδιον (πόλις) κ.λπ. πού ἔχει μεγάλο μέτωπο).
3) -ιδιον, π.χ. ξιφίδιον (ξίφος), ὀφίδιον (ὄφις). Σημ. Ἡ κατάληξη -ίας χρησιμοποιεῖται σέ
4) -αριον>π.χ. ἐσχάριον (ἐσχάρα), λυχνάριον παρασύνθετα μεγεθυντικά οὐσιαστικά.
(λύχνος).
5) -αφιον,π.χ. ξυράφιον (ξυρός). ιγ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
6) -υφιον, π.χ. ζῳύφιον (ζῷον). πού δηλώνουν τόν τόπο (τοπικά), ὅπου μένει
7) -υδιον, π.χ. ὀφρύδιον (ὄφρυς). καί δρᾶ τό πρωτότυπο, ἤ τόν τόπο, ὅπου μπορεῖ
8) -υδριον, π.χ. νεφρίδιον (νεφρός). νά βρεῖ κανείς τό πρωτότυπο, σχηματίζονται ἀπ’ τά
9) -χνη, π.χ. πολίχνη (πόλις). ἑξῆς προσφύματα:
10) -υλλιον, π.χ. ἐπύλλιον (ἔπος). 1) -ον, π.χ. ἀνάκτορον (ἀνάκτωρ=βασιλιάς).
11) -ις, π.χ. νησίς (νῆσος), πυλίς (πύλη). 2) -υον, π.χ. στρατήγιον (στρατηγός),
12) -σκος, π.χ. νεανίσκος (νεανίας), ἡγεμονίσκος χαλκεῖον < <χαλκεύιον < χαλκέFιον (χαλκεύς).
(ἡγεμονία). 3) -εῖον, π.χ. στρατηγεῖον (στρατηγός),
13) -ισκος, -ισκη, π.χ. οἰκίσκος (οἶκος), θαλαμίσκος σχολεῖον (σχολή=εὐκαιρία).
(θάλαμος), παιδίσκη (παῖς). Τό πρόσφυμα -σκο
ἀπέσπασε τό ι πού ἦταν μπροστά ἀπ’ αὐτό ιδ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
κι ἀποτέλεσε αὐτοτελές πρόσφυμα -ισκος. δηλώνουν τόν τόπο πού περιέχει πολλά ἀπό ἐκεῖνα
Σημ. α) Ὑπάρχουν ὑποκοριστικά στά ὁποῖα πού σημαίνει τό πρωτότυπο λέγονται περιεκτικά
συναντιέται διπλό πρόσφυμα ὑποκορισμοῦ καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
π.χ. μειρακύλλιον, μειρακυλλίδιον, παιδισκάριον 1) -ων, π.χ. παρθενών (παρθένος).
κ.λπ. Συμβαίνει κυρίως στούς κωμικούς 2) -εων, π.χ. περιστερεών (περιστερά).
γιά δημιουργία φαιδρότητας. 3) -ιά, π.χ. μυρμηκιά (μύρμηξ).
β) Τά ὑποκοριστικά διακρίνονται: 4) -ωνιά, π.χ. ροδωνιά (ρόδον).
1) σέ λογικά, πού δηλώνουν στήν πραγματικότητα 5) -ωνῖτις, π.χ. γυναικωνῖτις, ἡ (γυνή).
μικρά ὄντα καί 2) σέ συναισθηματικά, πού εἴτε ιε) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού

18 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


δηλώνουν τήν οἰκογενειακή καταγωγή λέγονται 14) -ιώτης (θηλ. ιῶτις), π.χ. νησιώτης (νῆσος).
πατρωνυμικά καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς 15) -σιος (θηλ. -σία), π.χ. Ἰθακήσιος (Ἰθάκη).
προσφύματα τά ἀρσενικά: 16) -ήσιος (θηλ. -ησία), π.χ. Φιλιππήσιος (Φίλιπποι).
1) -δης, π.χ. Βορεάδης (Βορέας).
2) -άδης, π.χ. Ἀσκληπιάδης (Ἀσκληπιός). ιη) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
3) -ιάδης, π.χ. Λαερτιάδης (Λαέρτης). δηλώνουν πράγματα συγκεκριμένα σχηματίζονται
4) -ίδης, π.χ. Πελοπίδης (Πέλοψ). Ἀτρείδης < ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
ΆτρεFίδης < Ἀτρευίδης (Ἀτρεύς), Λητοίδης < 1) -ανή, π.χ. μηχανή (μῆχος = τρόπος θεραπείας).
ΛητοFίδης (Λητώ <ΛητόF>). 2) -όνη, π.χ. βελόνη (βέλος).
5) -ίων, π.χ. Κρονίων (Κρόνος). 3) -ιον, π.χ. διδασκάλιον (=μάθημα) (διδάσκαλος).
6) -ιος, π.χ. Τελαμώνιος (Τελαμών). 4) -εα, π.χ. μηλέα (μῆλον).

Τά θηλυκά: ιθ) Οὐσιαστικά ἀφηρημένων ἐννοιῶν παράγωγα ἀπό


1) -άς, π.χ. Θεστιάς (Θέστιος). οὐσιαστικά σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
2) –ίς, π.χ. Δαναΐς (Δαναός), Οἰνηίς (Οἰνεύς). 1) -σύνη, π.χ. ἱπποσύνη (ἵππος).
Σημ. Τά σέ -ιος χρησιμοποιοῦνται καί σάν ἐπίθετα. 2) -της, π.χ. ἀνεψιότης (ἀνεψιός = α’ ξάδελφος).

ιστ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού κ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
δηλώνουν τό νεογνό κάποιου ζώου λέγονται πού δηλώνουν τόν ἀπόγονο - γιό ἤ θυγατέρα -
γονεωνυμικά καί σχηματίζονται ἀπ’ τήν παραγωγική συγγενοῦς ἀπό αἷμα σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
κατάληξη -ιδεύς, π.χ. ἀετιδεύς (ἀετός), λυκιδεύς προσφύματα:
(λύκος), λεοντιδεύς (λέων <λέοντ>). 1) -ιδοῦς (θηλ. –ιδῆ), π.χ. ἀδελφιδοῦς, ἀδελφιδῆ
(=γιός ἤ κόρη τοῦ ἀδελφοῦ) (ἀδελφός).
ιζ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού 2) -αδοῦς (θηλ. –αδῆ), π.χ. ἀνεψιαδοῦς, ἀνεψιαδῆ
δηλώνουν τόν κάτοικο μιᾶς πόλης, μιᾶς χώρας (=γιός ἤ κόρη τοῦ α’ ξαδέρφου) (ἀνεψιός).
ἤ μιᾶς περιοχῆς λέγονται ἐθνικά ἤ πατριδωνυμικά
καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: κα) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
1) -ος, π.χ. Σικελός (Σικελία). πού δηλώνουν τό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο δρᾶ
2) –ιος (θηλ. -ιος, -ία, -ιάς), π.χ. Νάξιος, Ναξία τό πρωτότυπο, ἤ τό μέτρο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο
(Νάξος). ἐνεργεῖ, παράγονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
3) -εύς (θηλ. -ίς), π.χ. Μεγαρεύς, Μεγαρίς 1) -ιον, π.χ. ποτήριον (ποτήρ), πορθμεῖον <
(Μέγαρα). πορθμέFιον < πορθμεύιον (πορθμεύς).
4) -νός (θηλ. -νή), π.χ. Ἀσιανός (Ἀσία). 2) -ία, π.χ. βακτηρία (βακτήρ, ἀναλογικά πρός
5) -ανός, π.χ. Σαρδιανός (Σάρδεις <Σάρδι-ες>). τό πρακτήρ).
6) -ηνός, π.χ. Λαμψακηνός (Λάμψακος). Σημ. Πορθμεῖον, ἐκτός ἀπό ὄργανο (πλοῖο), σημαίνει
7) -ῖνος, π.χ. Ἀμοργῖνος (Ἀμοργός). καί ἀμοιβή, ναῦλο, συνήθως στόν πληθυντικό ἀριθμό.
8) -της (θηλ. -τις), π.χ. Τεγεάτης, Τεγεᾶτις (Τεγέα).
9) -άτης (θηλ. -ᾶτις), π.χ. Γυθεάτης, Γυθεᾶτις κβ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
(Γύθειον). πού δηλώνουν γιορτές σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
10) -ιάτης (θηλ, -ιᾶτις), π.χ. Κροτωνιάτης (Κρότων). προσφύματα:
11) -ήτης (θηλ. ῆτις), π.χ. Αἰγινήτης (Αἴγινα). 1) -ια, π.χ. Ἐλευσίνια
12) -ίτης (θηλ. ῖτις), π.χ. Σταγειρίτης (Στάγειρα). (Ἐλευσίς), Θήσεια < ΘησεFια <Θησευια
13) -ώτης (θηλ. -ῶτις), π.χ. Σικελιώτης (=Ἕλληνας 2) -εια, π.χ. Ἡφαίστεια ( Ἥφαιστος).
της Σικελίας). 3) -αια, π.χ. Ἕρμαια ( Ἑρμῆς).

19
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Β. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΙΘΕΤΩΝ πού μοιάζει μέ θεό), ἀλλά ἀνέφελος.


Παράγωγα ἐπίθετα προέρχονται ἀπό ρήματα, γ) -ηλός, π.χ. ἀπατηλός, ἀλλά ὕψος-ὑψηλός.
ὀνόματα (οὐσιαστικά καί ἐπίθετα) καί ἐπιρρήματα. δ) -υλος, π.χ. παχυλός, στωμύλος (=εὔγλωττος,
α) Παράγωγα ἐπίθετα ἀπό ρήματα πού σημαίνουν πολυλόγος).
ὅ,τι κι ἡ μτχ. παθητικοῦ πρκ., ἀπ’ ὅπου προέρχονται, ε) -ωλός, π.χ. φειδωλός (φειδώ), ἀλλά ἁμαρτωλός.
ἤ αὐτόν πού μπορεῖ ἤ ἀξίζει νά πάθει αὐτό πού 3) -ωδεσ(-δης). Ἀρχικά προῆλθε ἀπό πράγματα
φανερώνει τό ρῆμα, σχηματίζονται ἀπ’ τό πρόσφυμα πού σημαίνουν μυρωδιά, π.χ. μυρώδης (μύρον),
-τος. Π.χ. ἀνάμεικτος (ἀναμεμειγμένος), ἀγαπητός βορβορώδης (βόρβορος). Κατ’ ἀναλογία πρός
(=ὁ ἄξιος ἤ αὐτός πού εἶναι δυνατό ν’ ἀγαπηθεῖ). αὐτά σχηματίζονται τά δυσώδης, εὐώδης. Ἀργότερα
Σημ. Μέ τήν ἴδια σημασία εἶναι καί τά ἐπίθετα πού πέρασε ἀναλογικά σ’ ἄλλες ἔννοιες καί σημαίνει τό
σχηματίζονται μέ τήν κατάληξη -ιμος (-σιμος, -ψιμος, νά ‘χει κανείς κάποια σχέση μέ κάτι, π.χ. αἱματώδης,
-ξιμος), π.χ. φύξιμος, παλιότερος καί ποιητικός ἀκανθώδης, οὐσιώδης.
τύπος τοῦ φεύξιμος (=αὐτόν πού μπορεῖ ν’ ἀποφύγει 4) -Fος, π.χ. κενFός - κεινός - κενός, ἀγλαFός -
κάποιος). ἀγλαός.
5) -λεος, π.χ. πεινα-λέος, ρωμαλέος. Μέ ἀπόσπαση
β) Παράγωγα ἐπίθετα πού σημαίνουν ὅτι πρέπει τοῦ θέματος -α ἔδωσε τό -αλεος πού θεωρήθηκε
νά πάθει κάποιος αὐτό πού φανερώνει τό ρῆμα αὐτοτελές καί πέρασε ἀναλογικά καί σέ θέματα πού
σχηματίζονται ἀπ’ τό πρόσφυμα -τέος, π.χ. δέ δικαιολογοῦν τό -α, π.χ. θαρραλέος (θάρρος),
ἐπαινετέος (=αὐτός πού πρέπει νά ἐπαινεθεῖ). ἀργαλέος (ἀπ’ τό ἀλγαλέος <ἄλγος> μέ ἀνομοίωση),
ὑπναλέος.
γ) Παράγωγα ἐπίθετα μέ ποικίλες σημασίες, 6) -δανός (οὐτιδανός=μηδαμινός) καί μέ συγκοπή
ὅπως πλησμονῆς, ὁμοιότητας κ.λπ. σχηματίζονται τοῦ α, -δνος, π.χ. ῥιγεδανός (=τρομαχτικός) (ρῖγος),
ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: ἀλλά μακεδνός (μᾶκος-μῆκος, Μακεδών), πελιδνός
1)-ρός, θηλ. ρα π.χ. πονηρός, πονηρά (πονῶ). κ.λπ.
Αὐτό ἀπέσπασε διάφορα θεματικά φωνήεντα
(α, ε, η) κι ἔδωσε νέα προσφύματα πού θεωρήθηκαν δ) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν καταγωγή ἤ
αὐτοτελή κι ἀναλογικά πέρασαν κι ἐκεῖ πού δέ ἐκεῖνον πού ἀνήκει σέ κάποιον ἤ ἔχει σχέση μ’ αὐτό
δικαιολογεῖται τό ἀντίστοιχο θεματικό φωνῆεν. πού δηλώνει τό πρωτότυπο κ.λπ. σχηματίζονται
Ἔτσι ἔχουμε νέα προσφύματα, ὅπως: ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
α) -αρός, π.χ. ἀνιαρός (ἀνια-ρός, ἀνι-αρός). Ἀλλά 1) -ιος, θηλ. -ια, π.χ. πάτριος (πατήρ), Ἀθηναῖος
νέος - νεαρός, λίπος - λιπαρός, στίβος - στιβαρός. (Ἀθῆναι). Τό πρόσφυμα -ιο εἶναι ἀπ’ τά πιό βασικά
β) -ερός. Σχηματίζει ἐπίθετα κυρίως ἀπό ρηματικά προσφύματα παραγωγῆς ἐπιθέτων. Αὐτό ἑνώθηκε μέ
θέματα, π.χ. βλαβερός (βλάβη), κατ’ ἀναλογία καί τό προηγούμενο φωνῆεν τοῦ θέματος καί ἔδωσε νέα
τό σκιερός (σκιά). προσφύματα, ἀπ’ τά ὁποῖα προέκυψαν ἐπίθετα τῆς
γ) -ηρός, π.χ. λυπηρός. Ἀλλά ὄγκος - ὀγκηρός, ἴδιας σημασιολογικῆς κατηγορίας.
ἀνθηρός, μοχθηρός. α) -α - ιος - αιος, π.χ. ἀγορά-ιος, ἀγοραῖος,
2) -λος, π.χ. δειλός, φαῦλος. Κι αὐτό (ὅπως καί τό ἀλλά χερσαῖος, κηπαῖος, πυγμαῖος.
-ρο) μέ ἀπόσπαση θεματικοῦ φωνήεντος (α, ε, η, β) -ιαιος. Ἀπ’ τό προηγούμενο μέ ἀπόσπαση τοῦ
ο, υ, ω) ἔδωσε νέα προσφύματα πού θεωρήθηκαν θεματικοῦ -ι-, π.χ. βια-ιος (βία-ιος), ράχις – ραχιαῖος.
αὐτοτελή: γ) -ειος. Μέ ἀπόσπαση τοῦ θεματικοῦ -ε, π.χ.
α) -αλος, π.χ. ὁμαλός (ὁμαλής), λάλος (ἀπό ρίζα οἰκέ-ω, οἰκέ-ιος, οἰκεῖος, ἀστεῖος, ἀλλά Εὐριπίδειος,
λαλ - ἠχοποίητη λέξη), μεγάλος (μέγας), ἀλλά Ἀχίλλειος, ἵππειος, ὕειος (=χοίριος), ἀνδρεῖος,
χθαμαλός. Πυθαγόρειος.
β) -ελος, π.χ. θεείκελος (θεός+εἴκελος =αὐτός Τά ἐπίθετα τῆς κατηγορίας αὐτῆς προέρχονται

20 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


κυρίως ἀπό ὀνόματα οὐσιαστικά προσώπων μέ ρηματικά θέματα, π.χ. παύω - παυστήριος (μέ
ἤ ζώων (ἐμψύχων). ἀνάπτυξη τοῦ -σ), θέλγω - θελκτήριος (μυστήριος).
δ) -οιος. Μέ ἀπόσπαση τοῦ θεματικοῦ -ο, 8) -μων, π.χ. ἐπιλήσμων (ἐπιλανθάνομαι), πείσμων
π.χ. ὁμό-ιος (ὅμοιος), γελοῖος. (πείθ-μων μέ μετατροπή τοῦ θ σέ -σ, ὅπως στό πίθ-
ε) -ῳος, π.χ. ἡρώ-ιος, ἡρῷος, ἀλλά πατρῷος, τις, πίστις) βλ. πρκ. πέ-πειθ-μαι - πέπεισ-μαι.
μητρῷος, προικῷος, κερδῷος.
2) -εος, π.χ. κύνεος (καταγόμενος ἀπό·σκύλο). στ) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν ἀνατροφή,
3) -ηνος. Δηλώνει καταγωγή. Ζακυνθηνός. ἀγωγή, χρώματα, ὕλη κ.λπ. σχηματίζονται ἀπ’ τά
ἑξῆς προσφύματα:
ε) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν ἱκανότητα, 1) -ειος, π.χ. δούλειος (ἀνατροφή).
ἰδιότητα, ὁμοιότητα, ἐπιτηδειότητα σχηματίζονται 2) -εος, π.χ. χρύσεος (ὕλη), κύνεος (ἰδιότητα).
ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: 3) -νος, π.χ. σεβ-νός (σέβω) (ἀγωγή). Τό πρόσφυμα
1) -κος. Ὅπως ἀπ’ τό πρόσφυμα -ιο, ἔτσι κι ἀπ’ τό αὐτό σημαίνει ὅ,τι κι ἡ μτχ. ἐνεστώτα καί
-κο προκύπτουν τά παρακάτω προσφύματα μέ παρακειμένου τοῦ ρήματος ἀπ’ ὅπου προέρχεται
τή σειρά πού θ’ ἀναφερθοῦν, π.χ. μαλα-κός, ἡλί-κος. τό ἐπίθετο.
2) -ικος. Προέρχεται ἀπ’ τό προηγούμενο -κο 4) -ινος. Ἀπ’ τό προηγούμενο -νο, μέ ἀπόσπαση
τό ὁποῖο ἀπέσπασε τό θεματικό -ικο, πού πάλι θεματικοῦ -ι προφανῶς, π.χ. λίθινος (ὕλη),
μέ τή σειρά του θεωρήθηκε αὐτοτελές πρόσφυμα κοράκινος (χρῶμα).
καί πέρασε σέ θέματα πού δέ δικαιολογοῦν το –ι, 5) -ατης. Παρόμοια πρός τά προηγούμενα εἶναι
π.χ. μάντ-ις, μαντ-ικός. Ἀλλά λόγ-ος - λογικός, καί ἡ κατάληξη αὐτή, π.χ. κογχυλιάτης.
νύμφη-νυμφικός, βασιλεύς - βασιλικός.
3) -τικος. Κ αὐτό προῆλθε ἀπ’ τό προηγούμενο ζ) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν μέτρο
-ικο μέ ἀπόσπαση τοῦ θεματικοῦ -τ (κυρίως ἀπό ἰσοδυναμοῦν μ’ ὅ,τι σημαίνει τό πρωτότυπο
ρηματικά θέματα). Ἔτσι, τό -τικος τό βρίσκουμε καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
καί σ’ ἐπίθετα προερχόμενα ἀπό θέματα στά ὁποῖα 1) –αῖος, π.χ. σταδι-αῖος.
δέ δικαιολογεῖται τό -τ, π.χ. μαντ-εύω - μαντικός, 2) -ιαιος. Προέρχεται ἀπ’ τό προηγούμενο -αιο
ἀλλά καί πρακ-τικός, ἀκροαματικός. μ’ ἀπόσπαση θεματικοῦ -ι. Κατόπιν ἀναλογικά
4) -στικός. Κι αὐτό τό πρόσφυμα τό βρίσκουμε πέρασε καί σ’ ἄλλα θέματα πού δέν δικαιολογοῦν
σ’ ἐπίθετα ἀπό ρηματικά θέματα. Ἴσως τό τό -ο, π.χ. σπιθαμιαῖος, πλεθριαῖος.
προηγούμενο πρόσφυμα -τικο, ὅταν βρέθηκε
σέ θέμα ρημάτων -ιζω καί -αζω (μέ μεταβολή τοῦ ζ η) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν χρόνο
σέ -σ-), ἔδωσε τό πρόσφυμα -στικος, καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
τό ὁποῖο ἀναλογικά πέρασε καί σέ θέματα πού δέ 1) -υνος, π.χ. ἐαρινός (=ἀνοιξιάτικος), ἐωθινός
δικαιολογοῦν τό -σ, π.χ. θαμ-ίζω - θαμιστικός. Ἀλλά (=πρωινός).
ἀκούω - ἀκουστικός, ἀναπνέω - ἀναπνευστικός. 2) -ησιος, -ασιος, π.χ. ἐτήσιος, ἐνιαύσιος.
5) -εικός. Τά ἐπίθετα αὐτά εἶναι ἐλάχιστα: βοεικός, 3) –αῖος, π.χ. σκοταῖος (=αὐτός πού εἶναι
ὑεικός (=χοιρινός), κεραμεικός, δανεικός, δαρεικός, στό σκοτάδι, πού ενεργεῖ, κινεῖται ἤ γίνεται
δεκελεικός, ἀκαδημεικός. στό σκοτάδι), ἀκαριαῖος (=στιγμιαῖος).
6) -ακός. Τό βασικό -κο προσκολλήθηκε σέ θέματα
-α, μετά τήν ἀπόσπαση τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε θ) Παράγωγα ἐπίθετα πού φανερώνουν κάτι,
τό πρόσφυμα -ακο, πού ἀναλογικά πέρασε καί σέ κατάλληλο γιά κεῖνο που δηλώνει τό πρωτότυπο
θέματα πού δέ δικαιολογοῦν τό -α, π.χ. μαλα-κός, σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα
μαλ-ακός, ἀλλά Κορινθιακός. (βλ. ρημ. ἐπίθ. σελ. …):
7) -τήριος, θηλ. τηρία. Σχηματίζει κυρίως ἐπίθετα 1) -μος, π.χ. θερμός.

21
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

2) -ιμος. Προέρχεται ἀπ’ τό προηγούμενο -μο 4) -ινός, π.χ. χθεσινός (χθές).


μ’ ἀπόσπαση θεματικοῦ -ι-. Κατόπιν πέρασε 5) -αῖος, π.χ. ραγδαῖος (ῥάγδην=σφοδρά), χυδαῖος
ἀναλογικά σέ θέματα πού δέ δικαιολογοῦν τό -ι (=πολυπληθής) (χύδην).
π.χ. καύσ-ιμος (καῦσις), ἀλλά πένθιμος, ἄλκιμος, 6) -ικός, π.χ. καθολικός (καθόλου).
μάχιμος.
3) -σιμος. Προέρχεται ἀπ’ τό προηγούμενο Γ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
-ιμο ἀποσπώντας τό θεματικό -σ- ἀπό θέματα Τά ἐπιρρήματα σχηματίζονται από παραγωγικά
ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν κι ἔδωσε τό -σιμος. προσφύματα πού προσκολλῶνται στά θέματα
Κατόπιν θεωρήθηκε αὐτοτελές πρόσφυμα καί κάθε κλιτοῦ μέρους τοῦ λόγου ἤ στά θέματα
προσκολλήθηκε ἀναλογικά σέ θέματα πού ἐπιρρημάτων ἤ προθέσεων μέ ἐπιρρηματική
δέ δικαιολογοῦν τό -σ π.χ. χρῆσις - χρήσιμος, σημασία ἤ ἀριθμητικῶν. Δηλώνουν τόπο, χρόνο,
ἀλλά ἱππάσιμος, ἑορτάσιμος. τρόπο καί ποσό. Τά προσφύματα εἶναι τά ἑξῆς:
1) -σι, π.χ. Ὀλυμπίασι, ( Ὀλυμπία). Στάση σέ τόπο.
ι) Παράγωγα ἐπίθετα πού δηλώνουν αὐτόν πού 2) -ᾶσι ,π.χ Πλατιᾶσι (Πλαταιαί). Στάση σέ τόπο.
εἶναι πλούσιος, ἔχει σ’ ἀφθονία ὅ,τι σημαίνει 3) -ησι,π.χ Ἀθήνησι (Ἀθῆναι). Στάση σέ τόπο.
τό πρωτότυπο, λέγονται περιεκτικά 4) -ι-,π.χ. οἴκοι (οἶκος). Στάση σέ τόπο.
καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: 5) -οῖ, π.χ. Μεγαροῖ (Μέγαρα). Στάση σέ τόπο.
1) -εντ. (ὀνομ. -εις, θηλ. -εσσα, μέ ἀντέκταση τοῦ 6) -θι, π.χ. ἄλλοθι (ἄλλος). Στάση σέ τόπο.
θεματικοῦ -ε σέ -ευ μετά τήν ἀποβολή τοῦ -ντ- πρό 7) -τός,π.χ ἐντός (ἐν), ἐκτός (ἐκ). Στάση σέ τόπο.
τοῦ τελικοῦ -ς τῆς ὀνομ. τῆς γ’ κλίσ., π.χ. τιθέντ-ς - 8) -θα, π.χ. ἐνταῦθα. Στάση σέ τόπο.
τιθείς, χαρί-εντ-ς - χαρίεις (γεμάτος χάρη). 9) -υς, π.χ. ἐγγύς Στάση σέ τόπο.
2) -οει (ὀνομ. -οεις, θηλ. -οεσσα). Μᾶλλον προῆλθε 10 -αι ,π.χ. χαμαί. (=κατά γῆς) Στάση σέ τόπο.
ἀπ’ τό προηγούμενο -ει μ’ ἀπόσπαση θεματικοῦ -ο, 11) -δις, π.χ χαμάδις. (=κατά γῆς) Στάση σέ τόπο.
π.χ. σκιόεις, νιφόεις (=χιονοσκεπής). 12) -ου, π.χ. πανταχοῦ. Στάση σέ τόπο.
3) -εινός, π.χ. δεινός (δεί-δω, δέ-ος). 13) -εῖ, π.χ. ἐκεῖ .Στάση σέ τόπο.
14) -ω, π.χ. ἄνω. Στάση σέ τόπο.
Προσφύματα παραθετικῶν 15) -θεν π.χ οἴκοθεν (οἶκος). Ἀπό τόπο κίνηση.
Ἐκτός ἀπ’ τά προσφύματα πού ἀναφέραμε γιά 16) -οθεν, π.χ. πάντοθεν (πᾶς <πάντ-ς>). Ἀπό τόπο
σχηματισμό ἐπιθέτων, ὑπάρχουν καί προσφύματα κίνηση.
ἀπ’ τά ὁποῖα σχηματίζονται οἱ βαθμοί τοῦ ἐπιθέτου, 17) -όθεν, π.χ. Πλαταιόθεν (Πλάταια). Ἀπό τόπο
τά παραθετικά (φυσικά καί τῶν ἐπιρρημάτων). κίνηση.
1) Συγκριτικοῦ, -τερος, -εστερος, -ουστερος, 18) -ηθεν, π.χ. Ἀθήνηθεν (Ἀθῆναι). Ἀπό τόπο
-αίτερος, -ίστερος, -ιων (-ιον). κίνηση.
2) Ὑπερθετικοῦ, -τατος, -εστατος, -ουστατος, 19) -δε, π.χ. Μέγαράδε (Μέγαρα), Ἀθήναζε
-αιτατος, -ιστατος, -ιστος. (Ἀθήνασδε). Σέ τόπο κίνηση.
20) -σε, π.χ. ἄλλοσε (ἄλλος). Σέ τόπο κίνηση.
Ἐπίθετα παράγωγα ἀπό ἐπιρρήματα 21) -ζε, π.χ. Ὀλυμπίαζε ( Ὀλυμπία). Σέ τόπο κίνηση.
Αὐτά δηλώνουν διάφορες ἐπιρρηματικές ἔννοιες. 22) -τε, π.χ. ἑκάστοτε (ἕκαστος), τότε (τό+τε)
Παράγονται κυρίως ἀπό τοπικά, χρονικά, Χρονικά.
τροπικά καί ποσοτικά ἐπιρρήματα. Ἔχουν τίς ἑξῆς 23) -ον, π.χ. τήμερον. Χρονικά.
παραγωγικές καταλήξεις. 24) -ως, π.χ. βραδέως (βραδύς), ἄλλως (ἄλλος).
1) -ιος, π.χ. πρόσθιος (πρόσθεν), ὄψιος (ὀψέ=ἀργά). Τροπικά.
2) -ιμος, π.χ. πρώιμος (πρωί). 25) -ως, π.χ. κακῶς (κακός), αληθῶς (ἀληθής).
3) -νός, π.χ. περυσινός (πέρυσι). Τροπικά.

22 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


26) -τι, π.χ. ὀνομαστί (ὀνομαδτί) (ὀνομάζω). Τροπικά. α) Κλιτές
27) -δην, π.χ. βάδην (βαίνω). Τροπικά. 1) Οὐσιαστικά, π.χ. φωτοδότης.
28) -ην, π.χ. λογάδην (=ἐκλεκτικά) (λογάς). 2) Ἐπίθετα, π.χ. κακόβουλος.
Τροπικά. 3) Ἀντωνυμία, π.χ. ὁστισδήποτε (ὅστις-δήποτε).
29) -ινδην, π.χ ἀριστίνδην (ἄριστος). Τροπικά. 4) Ρῆμα, π.χ. λιποστρατία.
30)-αδην, π.χ. τροχάδην (τρέχω). Τροπικά. 5) Ἀριθμητικό, π.χ. δεκάπηχυς.
31) -δόν, π.χ. ἀγεληδόν (ἀγέλη) .Τροπικά.
32) -ηδόν, π.χ. ταυρηδόν (ταῦρος). Τροπικά. β) Ἄκλιτες
33)-α, π.χ. τάχα (ταχύς). Τροπικά. 1) Ἐπίρρημα, π.χ. χαμερπής (χαμαί+ἕρπω)
34) -δα, π.χ. κρύβδα (κρύπτω). Τροπικά. (=τιποτένιος).
35) -εί, π.χ. ἐθελοντεί (ἐθέλων) .Τροπικά. 2) Πρόθεση, π.χ. φροῦδος (πρόοδος)(=μάταιος,
36) -ί, π.χ. ἀμαχητί (ἄμαχος). Τροπικά. ἀσταθής).
37) -ς, π.χ. ἐναλλάξ (ἐναλλάγς) (ἀλλάσσω). Τροπικά. 3) Ἀχώριστα μόρια ὅπως εἶναι τά παρακάτω:
38) -δε, π.χ. ὧδε. Τροπικά. -α. Στερητικό ἤ ἀποφατικό ἤ ἀρνητικό. Ἰσοδυναμεῖ
39) -φι, π.χ. ἶφι (=δυνατά) (ἴς=μῦς τοῦ σώματος). μέ τό ἄνευ ἤ τό -νή- καί δηλώνει στέρηση ἤ έλλειψη.
Τροπικά. Προέρχεται ἀπ’ τόν τύπο αναF πού ἔχει τήν ἔννοια
40) -ις, π.χ. δίς (δύο). Ποσοτικά. τοῦ ἄνευ. Παίρνει πάντοτε ψιλή, ἐκτός ἀπ’ τό ᾋδης
41) -κις, π.χ. ἑξάκις (ἕξ). Ποσοτικά. (α-ιδης = ὁ μή φαινόμενος. Τό β’συνθετικό εἶναι
42) -άκις, π.χ. ποσάκις (πόσος). Ποσοτικά. ἀπ’ τόν ἀόρ. β’ τοῦ ὁρῶ, εἶδον. Τή δασεία τήν πῆρε
43) -υ, π.χ. πολύ (πολύς). Ποσοτικά. ἀπ’ άναλογία πρός τόν ἐνεστώτα) ἅλυσις.
Σημ. 1) Πολλά ἀπ’ τά παραπάνω ἐπιρρήματα Μπροστά ἀπ’ τό β γίνεται αμ-, π.χ. βροτός,
προέρχονται ἀπό πτώσεις καί λέγονται πτωτικά, π.χ. ἄμ-βροτος. Μπροστά ἀπό λέξη πού ἀρχίζει ἀπό
ἐναλλάξ (ὀνομαστική), πανταχοῦ (γενική), πανδημεί φωνῆεν παίρνει ν (γι’ ἀποφυγή χασμωδίας) καί
(δοτική), τήμερον (αἰτιατική). γίνεται αν-, π.χ. ἀν-αιδής. Μπροστά ἀπό λέξεις πού
2) Ἐκτός ἀπ’ τά ἐπιρρήματα αὐτά ὑπάρχουν κι αὐτά ἀρχίζουν ἀπό F ἤ σ ἔμεινε α (χωρίς -ν), π.χ. αFαπτος
πού προῆλθαν ἀπό ἐλλιπείς ὑποθετικούς λόγους (=ἀπροσπέλαστος), αFατος (=ἀχόρταγος), ασυπνος
(ὅπως ἐπιρρηματικές ἐκφράσεις), π.χ. ὡσανεί (ὡς-αν- (=ἄυπνος). (Το σ ἔγινε δασεία καί μετά τή σύνθεση
ει), ὡσπερεί, οἱονεί, ὡσάν κ.λπ. ἀποβλήθηκε). Ἔτσι ἔχουμε ἄεθλος-ἆθλος κ.λπ. Συχνά
βρίσκονται δύο τύποι, δηλ. -α και -αν. Οἱ δεύτεροι
ΣΥΝΘΕΣΗ -αν πρέπει νά εἶναι μεταγενέστεροι κι ὀφείλονται
Κατ’ αὐτήν ἑνώνονται μεταξύ τους δύο σ’ ἀναλογία, π.χ. ἄοικος καί ἄνοικος κ.λπ.
ἤ περισσότερες λέξεις γνωστές κι αὐτοτελείς Τό -α αὐτό, πέρα ἀπ’ τή στερητική του σημασία,
καί δίνουν μιά νέα λέξη. Ἐξωτερικό γνώρισμα σπάνια, σημαίνει κάτι κακό, δύσκολο κ.λπ. ἄγαμος,
τῆς σύνθεσης εἶναι ἡ ἕνωση τῶν λέξεων μ’ ἕνα τόνο, ἀβουλία, ἄνυμφος, ἄπαις, ἄφιλος. Κατά τό γερμανό
π.χ. ἀγρός - φύλαξ, ἀγροφύλαξ. φιλόλογο ΚΡΕΤΣΜΕΡ, ὁ ἀρχικός τύπος τοῦ στερητ.
Οἱ λέξεις πού ἑνώνονται μεταξύ τους, γιά νά -α ἦταν ανα, ὅπως, π.χ. ἀνάελπτος κ.λπ.
δώσουν μιά νέα λέξη σύνθετη λέγονται συνθετικά
καί διακρίνονται σέ Α’ καί Β’. -α. Ἀθροιστικό. Ἰσοδυναμεῖ μέ τό ἐπίρρημα ἅμα
Τό ἕνα ἤ καί τά δύο συνθετικά μπορεῖ νά εἶναι καί δηλώνει ἑνότητα, ὁμοιότητα. Παίρνει δασεία,
σύνθετες λέξεις, ὁπότε ἡ λέξη λέγεται πολυσύνθετη. ἐκτός ἀπ’ τίς περιπτώσεις πού στήν ἴδια λέξη
ὑπάρχει κι ἄλλο δασύ σύμφωνο, ὁπότε τό -α παίρνει
ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ψιλή ἀπό ἀνομοίωση τῆς δασείας, π.χ. ἀδελφός
Λέξεις πού μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν σάν (α+δελφύς=μήτρα), ἄλοχος (α+λέχος=κρεβάτι),
α’ συνθετικό εἶναι: ἀκόλουθος (α+κέλευθος=δρόμος). Ὁ κανόνας

23
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

αὐτός δέν ἰσχύει πάντα γιά τή λέξη ἁθρόος. Κατ’ ἡμι-. Σημαίνει δυσκολία ἤ κακότητα ἤ μείωση, π.χ.
ἀναλογία πρός τό ἁθρόος δασύνονται καί τά ἅπας, ἡμίθεος, ἡμιτάλαντον (=τό μισό τοῦ ταλάντου).
ἁπλοῦς. Ψιλή ἐπίσης παίρνει στίς λέξεις ἀτάλαντος
(=ἰσοδύναμος, ὅμοιος), ἄπεδος (=πεδινός), ἄκοιτις δα-. Τό μόριο αὐτό συναντιέται μονάχα στή λέξη
(=σύζυγος), ἀγάλακτος (=στεῖρος), ἄβρομος δάπεδον (=ἔδαφος). Εἶναι ἄλλος τύπος τοῦ γᾶ
(α+βρόμος=θορυβώδης), ἀγανός (α+γάνος=ἤπιος, (=γῆ). Ἄλλοι ὅμως ὑποστηρίζουν πώς προῆλθε ἀπ’
γλυκός), ἀγάστωρ (α+γαστήρ=συγγενής), τό θέμα τοῦ ὀνόματος δόμος (δέμω).
ἀβληχρός (=ἀσθενής, ἁπαλός).
δα-. Χρησιμεύει σάν ἐπιτατικό μόριο. Ἴσως νά
-α. Ἐπιτατικό. Ἔχει τή σημασία τοῦ ἄγαν, λίαν κι προῆλθε ἀπ’ τή μορφή δjα τῆς πρόθεσης διά, μ’
ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ σύνθετου, π.χ. ἀ-τενής, ἀποβολή τοῦ j, π.χ. δαψιλής (=ἄφθονος), δάσκιος
ἀχανής, ἀσπερχής (=ὁρμητικός), ἀσκελής (=δασώδης, πολύσκιος), δαφοινός (δα-φόνος =
(=σκελετωμένος), ἀνάριθμος (=ἀναρίθμητος, κόκκινος, δυσμενής).
ἄπειρος).
ζα-. Εἶναι κι αὐτό ἐπιτατικό μόριο. Σημασιολογικά
-α. Προθεματικό ἤ εὐφωνικό ἤ πλεοναστικό. Δέν ταυτίζεται μέ τό μόριο δα-, π.χ. ζάθεος (=πολύ
ἀλλάζει τήν ἔννοια τοῦ σύνθετου καί μπαίνει ἱερός), ζατρεφής (=χοντρός), ζαφλεγής (=γεμάτος
συνήθως μπροστά ἀπό δυό σύμφωνα, π.χ. σπαίρω φλόγες, ζωηρός), ζάπλουτος (=πολύ πλούσιος).
(=σπαρταρῶ)- ἀσπαίρω κ.λπ.
αρι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἀριπρεπής (=διαπρεπής,
-α. Ἀρκτικό. (Συναντιέται στή νέα ἑλληνική). λαμπρός), ἀρίζηλος (=σαφής, ὁλόλαμπρος).
Μπαίνει στήν ἀρχή τῆς λέξης καί σ’ ἀντικατάσταση
ἄλλου φωνήεντος, π.χ. ἀλαφρός (ἐλαφρός), ἀψηλός ερι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἐρίγδουπος
(ὑψηλός), ἄντερο (ἔντερο), ἀγγόνι (ἐγγόνι, ἐκ- (=βροντώδης), ἐρίτιμος (=ἐντιμότατος), ἐριβῶλαξ
γονος), ἀγγίζω (ἐγγίζω) κ.λπ. (=εὔφορος).

ευ-, π.χ. εὐκλεής (=ἔνδοξος), εὐώψ (=ὡραῖος) κ.λπ. λα-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. λάμαχος (κύρ. ὄνομα
δυσ-, π.χ. δυσμενής (=ἐχθρός), δυσάλγητος Λάμαχος) (=πρόθυμος σέ μάχη). Ἄλλοι τό
(=σκληρόκαρδος) κ.λπ. ἐτυμολογοῦν ἀπ’ τό λαός+μάχη.
Μπροστά ἀπ ‘τά συμπλέγματα στ, σθ, σπ, σχ,
ἀποβάλλει, ἐξαιτίας ἁπλοποίησης, τό -σ, π.χ. δυσ- λαι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. λαίμαργος
στροφή, δύστροφος (=δύσκολα τρεφόμενος ἤ (λαι-μάργος=τρελός) (=ἄπληστος στό φαγητό).
ἀνατρεφόμενος). (Ἄλλοι πιστεύουν πώς προῆλθε μέ ἁπλολογία ἀπ’
τό λαιμόμαργος (λαιμός+μάργος) =ὁρμητικός,
νη-. Σημαίνει στέρηση. Προέρχεται ἀπ’ τό νε- ἀχόρταγος, αἰσχρός).
κατά συγχώνευση μέ τά ε, α, ο, ἀρχικά λέξεων, π.χ.
νήπιος (νε-επος), νήλεος (νε-ελεος) (=ἄσπλαχνος), λι- Ἐπιτατικό μόριο, π.χ, λιπόνηρος (=πολύ
νηνεμία (νε-ανεμος) (=γαλήνη, ἄπνοια), νη-μερτής πονηρός).
(=ἀληθής, ἀψευδής). Ἀναλογικά πέρασε καί σ’
ἄλλες λέξεις πού δέν ἔχουν τά παραπάνω ἀρχικά αγα-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἀγακλυτός (=περίφημος)
(α,ε,ο), π.χ. νηποινής (νή-ποινή) (=ἀτιμώρητος),
νηκηδής (νή-κῆδος) (=ἀμέριμνος), νηπενθής (=ὁ ε-. Χρησιμοποιεῖται στήν αὔξηση τῶν ρημάτων.
ἀπαλλαγμένος ἀπό πένθος), νωδός (νή-ὀδούς) Ἀρχικά ἦταν ἐπίρρημα χρονικό καί σήμαινε τότε. Τό
(=χωρίς δόντια). «ε» ὡς συλλαβική αὔξηση ἔμπαινε σ’ ὅλα τά ρήματα.

24 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Σ’ ὅσα ὅμως ἄρχιζαν ἀπό φωνῆεν συναιρέθηκε Κατά τή σύνθεση τά δυό συνθετικά ἄλλοτε μένουν
μ’ αὐτό καί δημιούργησε τή χρονική αὔξηση, πού ἀναλλοίωτα, ὅπως δηλ. ἦταν πρίν ἀπ’ τή σύνθεση,
εἶναι «η». Ὅσα ὅμως ρήματα ἄρχιζαν ἀπό ε, μπροστά κι ἄλλοτε ἀλλοιώνονται, κυρίως στό σημεῖο
στό ὁποῖο ὑπῆρχε ἡμίφωνο j, F ἤ σ πού χάθηκε, σύνθεσης.
ἔχουν αὔξηση «ε» ἀντί «η», π.χ. Fελίττω - ἐFέλιττον Ὀνόματα ἀφηρημένης ἔννοιας μόνον ὅταν
- εελιττον – εἵλιττον, σελκω - εσελκον - εελκον – συντίθενται μέ πρόθεση μένουν ἀναλλοίωτα, ἐνῶ
εἷλκον, σεπομαι, - εσεπόμην -εεπόμην – εἱπόμην. μ’ ὁποιαδήποτε ἄλλη λέξη ἀλλοιώνονται, π.χ. δίκη-
Ὁ κανόνας ὅμως αὐτός ἔχει καί τίς ἐξαιρέσεις καταδίκη ἀλλά ἀδικία, βουλή-συμβουλή ἀλλά
του πού ὀφείλονται σ’ ἀναλογία, π.χ. Fελπίζω ἀβουλία κ.λπ.
-εFελπιζον - ἤλπιζον ἀντί εἴλπιζον. Οἱ ἀλλοιώσεις συμβαίνουν ἄλλοτε στό α΄ κι ἄλλοτε
Σημ. Ὅλα τά παραπάνω σύνθετα πού ἔχουν στό β΄ συνθετικό.
σάν πρῶτο συνθετικό ἕνα ἀχώριστο μόριο
χαρακτηρίζονται Σκοτεινά Σύνθετα. Πρῶτο συνθετικό
1) Ὅταν τό α΄ συνθετικό εἶναι ὄνομα β΄ κλίσ. καί
Γενικά, σκοτεινά σύνθετα λέγονται: τό β΄ συνθετ. ἀρχίζει ἀπό σύμφωνο, τότε τό
α) Ὅσα ἔχουν ὡς α΄ συνθετικό ἕνα ἀχώριστο μόριο, α΄ συνθετ. μένει ἀναλλοίωτο, π.χ. λογο-γράφος.
β) Ὅσα ἔχουν ὡς β΄ συνθετικό λέξη πού ἔπαψε νά Τό φαινόμενο ἐκτείνεται καί σέ περιπτώσεις πού τό
ὑπάρχει αὐτοτελῶς καί α’ συνθετ. δέν εἶναι β’κλίσ., ἀλλά α’ ἤ γ’, π.χ. ἀγορα-
γ) ὅσα φαίνονται σάν μή σύνθετα. νόμος, σκιαμαχώ.
Σκοτεινά σύνθετα β΄ κατηγορίας Ἐξαιροῦνται οἱ λέξεις λαός καί ναός πού ὡς α’
-δον (δομ. τοῦ δόμος), π.χ. ἔνδον. συνθετ. μεταβάλλουν τό ο σέ ω, π.χ. λεωφορεῖον,
-βη (βοῦς), π.χ. ἑκατόμβη. νεωκόρος (ἴσως σχηματίζονται κατ’ ἀναλογία πρός
-δε (δεικτικό μόριο), π.χ. ὅδε. τά ἀττικόκλιτα β’ κλίσ.).
-απος, π.χ. ἀλλοδαπός. 2) Ὅταν ὅμως τό α’ συνθετ. λήγει, σέ -α, -ο, -ε
Σκοτεινά σύνθετα γ΄ κατηγορίας: καί τό β’ συνθετ. ἀρχίζει ἀπό φωνῆεν, τότε γίνεται
τράπεζα < τετράπεδ-jα < τέτταρες+ποδ-: θέμα συναίρεση, π.χ. φιλο-ανθρωπος, φιλάνθρωπος,
τοῦ πούς, ἄλλα-ἄλλων, ἀλλήλων κ.λπ.
ἄριστον (=πρωινό φαγητό) < ἀρι(=κατά τό 3) Πολλά σύνθετα στό σημεῖο σύνθεσης ἔχουν -ο-
πρωί)+ἐστόν τοῦ ἔδω (=ἐσθίω): ἀρι-εδ-τον: ἄριστον, , ἄν καί το α΄ συνθετ. δέ λήγει σέ ο, δηλ. δέν εἶναι
ἅμαξα < ἅμα+ἄξων τοῦ ἄγω κ.λπ. β’ κλίσ. π.χ. ἡμέρα-δρόμος, ἡμεροδρόμος, σπέρμα-
λόγος, σπερμολόγος, νίκη-μάχη, νικόμαχος κ.λπ.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ Τό φαινόμενο αὐτό συμβαίνει κατ’ ἀναλογία πρός
Λέξεις πού μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν σά τήν περίπτωση (1) τῶν -ο.
β΄ συνθετικό εἶναι: 4) Ἀντίθετα, ὑπάρχουν σύνθετα πού στό σημεῖο
α) Κλιτές σύνθεσης ἀντί -ο- (ὅπως θά ’πρεπε) ἔχουν -η
1) Οὐσιαστικά, π.χ. ὑπ-ακοή (-α), π.χ. θάλαμος-πέλω, θαλαμηπό-λος. Αὐτό
2) Ἐπίθετα, π.χ. ἄφιλος συμβαίνει, γιατί τά Α’ συνθετικά ἔχουν δυό τύπους
3) Ρῆμα, π.χ. συρ-ράπτω -ο καί -η, θάλαμος-η. Κατ’ ἀναλογία πέρασε κι
4) Ἀντωνυμία, π.χ. ὑπάλληλος ἐκεῖ πού δέν ἔχουν δυό τύπους, π.χ. θανατηφόρος,
β) Ἄκλιτες (Μένουν ἀμετάβλητες) λαμπαδηδρομία κ.λπ.
1) Ἐπίρρ., π.χ. ὑπο-κάτω 5) α) Ὅταν τό α’ συνθετ. εἶναι ρηματικό θέμα καί
2) Μόρια -δον (ἔνδον) κ.λπ. (Σκοτεινά σύνθετα) τό β΄ συνθετ. ἀρχίζει ἀπό σύμφωνο, στό σημεῖο
3) Ἀριθμητ., π.χ. ἑπτακισχίλιοι, δυώδεκα κ.λπ. σύνθεσης ἔχουμε -ε ἤ -σι, ἤ -ο ἤ -ι, π.χ. ἀρχέκακος,
Τί συμβαίνει κατά τή σύνθεση φερέγγυος, ἑλκεσίπεπλος (=αὐτός πού ἔχει

25
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

μακρόσυρτο πέπλο), Στησίχορος, Τεισιφόνη. ἀφομοιώνεται πρός τό σ τοῦ β΄ συνθετ., ὅταν αὐτό
β) Ὅταν ὅμως τό β’ συνθετ. ἀρχίζει ἀπό φωνῆεν, δέν συνοδεύεται ἀπ’ ἄλλο σύμφωνο, π.χ. σύσσωμος.
τό α΄ συνθετ. μένει ἀμετάβλητο ἤ ἀποβάλλει Ἀποβάλλεται, ὅταν τό σ τοῦ β’ συνθετικοῦ
τό τελικό φωνῆεν τοῦ θέματος, π.χ. ἐχέγγυος, συνοδεύεται ἀπ’ ἄλλο σύμφωνο, π.χ. συστρατεία,
φθινόπωρον, πειθαρχῶ, ρίψασπις κ.λπ. σύζυγος.
6) Ὅταν τό α΄ συνθετ. εἶναι ἀριθμητικό 6) Τό -ν τῆς πρόθεσης ἐν πρό τοῦ σ ἤ ζ τοῦ
(βλέπε σύνθεση ἀριθμητικών). β’ συνθετ. δεν ἀφομοιώνεται, π.χ. ἐνσάρκωσις,
7) Τό ἐπίθ. καλός ὡς α΄ συνθετ. γίνεται καλλι-, ἔνζυμος κ.λπ.
π.χ. καλλίφωνος, καλλιθέα.
8) Τό οὐσιαστικό ὕδωρ ὡς α΄ συνθετ. γίνεται ὑδρο- Δεύτερο συνθετικό
ἤ ὑδ, π.χ. ὑδροφόρος, ὑδρορρόη, ὑδατοστεγής α) Μένει ἀναλλοίωτο
(=ἀδιαπέραστος ἀπό νερό). 1) Ὅταν εἶναι ἐπίθετο, π.χ. ἄ-γνωστος, πολυ-
9) Τό ἐπίρρημα ὁμοῦ ὡς α’ συνθετ. γίνεται ὁμο- ποίκιλος κ.λπ.
(προερχόμενο ἀπ’ τό ὁμός = ἕνας καί ὁ αὐτός), 2) Ὅταν εἶναι οὐσιαστικό καί μέ τό α΄ συνθετ.
π.χ. ὁμότιμος, ὁμοειδής. (ἀνεξάρτητα τί εἶναι αὐτό) δίνουν σύνθετο
10) Ἡ λέξη γῆ σάν α΄ συνθετ. μένει ἀναλλοίωτη, οὐσιαστικό, π.χ. ἅρμα-ἅμαξα, ἁρμάμαξα κ.λπ.
π.χ. γήλοφος, γηγενής, γήπεδον. Ἐξαιροῦνται: Ἐξαιροῦνται μερικά οὐσιαστικά πού ἀλλοιώνονται
α) Τά: γεωτρησία, γεωδαισία, γεωμέτρης, γεωργός, ὡς πρός τίς καταλήξεις, μετασχηματίζοντας αὐτές
γεώμηλα, γεωρύχος, γεωτρυσία, γαιωδαισία, σέ -ον ἤ -ιον, π.χ. πρό-θύρα, πρόθυρον, ἥμισυς-
γεωπόνος, γεωπονία (ἴσως ἀπ’ τή γεν. πληθ. γεῶν ὀβολός (μέ ἔκταση τοῦ ἀρχικοῦ -ο σέ ω) ἡμιωβόλιον
μέ ἀποκοπή τοῦ -ν). β) Τά σύνθετα μέ α’ συνθετ. κ.λπ.
τό ὁμηρικό γαῖα, π.χ. γαιοτρεφής. 3) Ὅταν εἶναι ρῆμα τό β΄ συνθετ. καί τό α’ πρόθεση,
11) Τό τελικό ν τῶν πάλιν καί πᾶν ἀφομοιώνεται π.χ. συγγράφω, ἐξεργάζομαι.
μέ τό λ ἤ μ (ἀρχικά) τοῦ β΄συνθετ. π.χ. παλιλλογία, 4) Ὅταν εἶναι ὄνομα ἀφηρημένης ἔννοιας καί
παμμέγας. Μπροστά ἀπ’ τά κ,γ,χ γίνεται γ, τό α΄ συνθετ. πρόθεση, π.χ. βουλή, συμβουλή κ.λπ.
π.χ. παγκόσμιος. Μπροστά ἀπ’ τά π,β,φ γίνεται μ, 5) Ὅταν εἶναι λέξη ἄκλιτη, π.χ. ἔκ-παλαι, ὑπερ-άνω
π.χ. παλίμβολος (=ἄστατος, ὕπουλος), παλίμπαις κ.λπ.
(=πάλι παιδί). 6) Ὅταν εἶναι οὐσιαστ. καί μέ τό πρῶτο συνθετ.
12) Ὅταν τό α΄ συνθετ. εἶναι πρόθεση ἤ ἐπίρρημα, δίνουν ἐπί-θετο, π.χ. εὐδαίμων.
μένει αναλλοίωτο, π.χ. διανομή. Συμβαίνουν μόνο
φωνητικές ἀλλοιώσεις κατά περίπτωση: συναίρεση, β) Ἀλλοιώνεται
ἀφομοίωση, ἔκθλιψη. 1) Ὅταν ἀρχίζει ἀπ’ τά φωνήεντα ο, ε, α (ει),
Οἱ προθέσεις σύν καί ἐν σάν πρῶτα συνθετικά τά ὁποῖα ἑνώνονται μέ τό τελικό τοῦ α΄ συνθετ. καί
1) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά π,β,φ καί τό ψ γίνεται μ, δίνουν -ω ἤ -η, π.χ. νη-ονυμος, νώνυμος, ὑπό-ὅρος,
π.χ. συμπίπτω, συμβάλλω, ἔμφασις, συμψήφισις. ὑπώρεια, ὑπό-ἐρέσσω, ὑπηρέτης, ὁρκώμοτος κ.λπ.
2) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά τ,δ,θ μένει ἀναλλοίωτο 2) Τό φαινόμενο τῆς ἔκτασης τοῦ ἀρχικοῦ
π.χ. ἐντρίβω. φωνήεντος τοῦ β΄ συνθετ. ἀναλογικά πέρασε
3) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά κ, γ, χ καί τό ξ τοῦ β’συνθετ. καί σέ περιπτώσεις πού δέ δικαιολογεῖται ἱστορικά,
γίνεται γ, π.χ. ἐγκύπτω, συγγενής, συγχωρῶ. γιατί τό πρῶτο συνθετ. ἤ δέν λήγει σέ φωνῆεν ἤ
4) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά λ, μ, ρ ἀφομοιώνεται λήγει σέ φωνῆεν πού συναιρεῖται, π.χ. δυσώνυμος
π.χ. συλλήπτωρ (=βοηθός, συνεργός), συμμαθητής, (=μισητός, καταραμένος), ὑπερήνωρ (=περήφανος),
συρροή. Μπροστά ἀπ’ τό ρ δέν ἀφομοιώνεται ἀνήκεστος (=ἀθεράπευτος), διῶρυξ κ.λπ.
πάντα, π.χ. ἔνριζος. Ἐξαιρέσεις : α) Τά οὐσιαστικά ὄλεθρος καί ὄροφος,
5) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τήν πρόθεση σύν ἄν ἡ τελευταία συλλαβή τοῦ α΄ συνθετ. εἶναι

26 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ἀπό τή φύση ἤ τή θέση της μακρά, δέ μεταβάλλουν α) Συντίθενται πάντοτε μόνο μέ προθέσεις
τό ἀρχικό -ο- σέ -ω, ἀλλά τό διατηροῦν, π.χ. ψυχή- ὡς α΄ συνθετικό, π.χ. ἀποπέμπω.
ὄλεθρος - ψυχόλεθρος, ὑψόροφος. Ὁ κανόνας ἔχει ὁρισμένες ἐξαιρέσεις μέ βάση
β) Ἐπίσης ὅσα β΄ συνθετ. λήγουν σέ -σις, -ξις, -η, -μα, τίς ὁποῖες σχηματίζονται τά λεγόμενα verba
-της, -τος διατηροῦν τό ἀρχικό -ο- κατά τή σύνθεση, κακοσύνθετα, π.χ. κακοποιῶ κ.λπ.
π.χ. διόρυξις, διόρυγμα κ.λπ. β) Ὅταν συντίθενται μ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος
3) Ὅταν εἶναι οὐσιαστικό καί μέ τό πρῶτο συνθετ. τοῦ λόγου, λέγονται παρασύνθετα, γιατί στήν
δίνει ἐπίθετο, τότε τό νέο σύνθετο ἔχει καταλήξεις: πραγματικότητα δέν εἶναι σύνθετα ἀλλά παράγωγα
-ος, -ιος,-ης,-ων, π.χ. σπονδή, ὁμόσπονδος, τέλος, σύνθετων ὀνομάτων πού δηλώνουν τό πρόσωπο
ἀτελής, θάλασσα, παραθαλάσσιος, κτῆμα, ἀκτήμων πού ἐνεργεῖ, π.χ. στρατηγός (ἀπ’ τό στρατόν ἄγω),
κ.λπ. ἀλλά στρατηγέω -ῶ. Αὐτά συνήθως λήγουν σέ -εω
4) Ὅταν τό β΄συνθετ. ἀρχίζει ἀπό -ρ καί τό α΄ συνθετ. (χρυσός κανόνας τοῦ SCALIGER), πού πρῶτος
λήγει σέ βραχύ φωνῆεν, τό ρ διπλασιάζεται, π.χ. παρατήρησε τό φαινόμενο. Ὑπάρχουν ὅμως καί
ἄρρωστος, κατάρρευσις, ἐπίρρημα, ἄρρητος κ.λπ. παρασύνθετα πού λήγουν σέ -αζω, -ιζω, -εύω, -αίνω,
5) Τά ὀνόματα πατήρ, μήτηρ, γαστήρ, ὡς β΄ συνθετ. π.χ. ἀτιμάζω < ἄτιμος <α στερητ. + τιμή, ἀφανίζω
δίνουν ἐπίθετα σέ -ωρ, π.χ. ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, <ἀφανής < α στερητ. φαίνομαι, ὑποπτεύω < ὕποπτος
προγάστωρ. < ὑπό + ὀπτός τοῦ ὁρῶ, δυσχεραίνω < δυσχερής <
Μέ πρώτο συνθετ. τή λέξη ὁμός δίνουν ἐπίθετα -ιος, δυς + χείρ.
π.χ. ὁμομήτριος, ὁμοπάτριος, ὁμογάστριος Τά παρασύνθετα παίρνουν συνήθως ἐξωτερική
(καί ὑπογάστριον ἀναλογικά). αὔξηση, π.χ. τιμωρῶ - ἐτιμώρουν, ναυπηγῶ-
6) Τό οὐσιαστικό γῆ ὡς β΄ συνθετ. δίνει κατάληξη ἐναυπήγουν κ.λπ.
σέ -γεως, -γαιος, ἤ -γειος, π.χ. εὔγεως (=αὐτός
πού ἔχει εὔφορη γῆ), μεσόγαιος, ἀνώγειον κ.λπ. Σύνθεση ἀριθμητικῶν
7) Ἡ λέξη νῆσος ὡς β’ συνθετ. σέ σύνθεση μέ Τ’ ἀριθμητικά μπαίνουν συνήθως ὡς α΄ συνθετ.
τριτόκλιτα διπλασιάζει τό ἀρχικό -ν, καί σπαν. ὡς β΄, π.χ. τρίπους, τετράπηχυς, ἀλλά δύω-
π.χ. Πελοπόννησος. Ἀλλά ἐλαφόνησος, μακρόνησος, δέκα, δώδεκα, ἑκατόν - μύριον κ.λπ.
γιατί τά ἔλαφος καί μακρά δέν εἶναι τριτόκλιτα. Κατά τή σύνθεση παρουσιάζουν τά ἑξῆς.
8) Οἱ λέξεις χρέος, κρέας, κέρας ὡς β΄ συνθετ. 1) Τά τέσσερα πρῶτα κλιτά ἀπόλυτα (εἷς, δύο, τρία,
μετατρέπουν τίς καταλήξεις σέ -ως, π.χ. ἀξιόχρεως τέσσαρα) παίρνουν ἀντίστοιχα τίς μορφές μονό -
(=ἀξιόλογος, ἀξιόπιστος), γλυκύκρεως (=αὐτός δι - τρι - τετρα- , π .χ. μονοετής, δίπους, τρίμηνον,
πού ἔχει γλυκό κρέας), λιπόκρεως (=ἀδύνατος), τετράμηνον.
ρινόκερως κ.λπ. 2) Ἀναλογικά πρός αὐτά πού λήγουν σέ -α
9) Ἡ λέξη ἀγορά ὡς β΄ συνθετ. γίνεται -ηγυρις, (ἑπτά, ἐννέα, δέκα) τό -α πέρασε κατά τή σύνθεση
π.χ. πανήγυρις, ὁμήγυρις. καί σ’ ἄλλα πού δέ λήγουν σε -α, ἑπταετής,
10) Ὅταν εἶναι ρηματικό θέμα πού μαζί μέ τό δεκάδραχμον, ἀλλά ἑξαετής, πεντάδραχμον.
α΄ συνθετ. δίνουν οὐσιαστ. ἤ ἐπίθ., τότε τό ρηματικό 3) Ἡ λέξη δυάς (καί τά παράγωγά της) κατά
θέμα παίρνει καταλήξεις -ε, -ης -ος, -της, -τωρ, τή σύνθεση (εἴτε ὡς α΄ εἴτε ὡς β΄ συνθετ.) διατηρεῖ
π.χ. ἀγνώς (=ἀνεξακρίβωτος, ἀφανής), ἀβλαβής, το -υ- δυαδικός, συνδυάζω, συνδυασμός.
ζωγράφος, συλλήπτωρ (=συνεργός), ἀμύντωρ
(=βοηθός). Παράξενα σύνθετα
1) Παρασύνθετα. Ὅπως ὑπάρχουν παρασύνθετα
Σύνθεση ρημάτων ρήματα, ἔτσι ἔχουμε κι οὐσιαστικά ἤ ἐπίθετα
Τά ρήματα στή σύνθεσή τους παρουσιάζουν παρασύνθετα, π.χ. εὐδαίμων - εὐδαιμονικός,
μία ἰδιαιτερότητα. εὐτυχής-εὐτυχία, ἄναρχος-ἀναρχία κ.λπ.

27
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

2) Νόθα σύνθετα. Εἶναι ὅσα προέρχονται ἀπ’ τήν ἑρμαφρόδιτος (=ἀρσενικοθήλυκος).


ἕνωση δύο ἀκέραιων τύπων λέξεων καί θεμάτων, 3) Ὑπάρχουν σύνθετα ρήματα παρατακτικά πού
π.χ. νεα-πολις, ὠραιο-καστρον. φανερώνουν διπλή ἐνέργεια ἤ πάθος, π.χ. αὐξομειῶ
3) Σύνθετα πού δέ φαίνονται σύνθετα. κ.λπ.
Τό φαινόμενο ἔχει σχέση μέ τήν ἁπλολογία, π.χ.
τράπεζα ἀπ’ τό τε-τραπεδ-jα, τετράπεζα, ἀμφορεύς β) Ὑποτακτικά
ἀπ’τό ἀμφι-φορεύς, ἄποινα ἀπ’ τό ἀπόποινα, Τά συνθετικά τους δέν εἶναι αὐτοτελεῖς λέξεις,
κελαινεφής < κελαινο-νεφής, ἔνι < ἔνεστι, ἀλλά τό ἕνα ὑποτελές στό ἄλλο. Διακρίνονται
ἡμέδιμνος < ἡμι-μέδιμνος, αἱμόφυρτος < αἱματό- ἀνάλογα μέ τήν εἰδική σημασία τους σέ:
φυρτος, παστάς < παραστάς, ἀνέκαθεν <ἀν-εκάς 1) Ἀντικειμενικά. Τό ἕνα συνθετ. εἶναι ἀντικείμενο
<ἄνω+ἑκάς, Πλεισθένης < Πλειστοσθένης, ὠλέ- τοῦ ἄλλου. Ἀπ’ τά δυό συνθετ. τό ἕνα θά εἶναι ρῆμα
κρανον < ὠλενόκρανον, ξύλοχος < ξυλόλοχος ἤ ρηματικό θέμα, π.χ. δεισιδαίμων.
(=δασώδης περιοχή), ἄντιτα < ἀντί-τιτα (=ἔργα 2) Προσδιοριστικά. Τό ἕνα συνθετ., κυρίως
ἐκδικητικά), ἀνεξίκακος (ἀνέχομαι-κακόν), τό α΄, ἔχει θέση ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ
τέτραχμον < τετράδραχμον. ἤ ἐπιρρηματικοῦ καί τό προσδιοριζόμενο
4) Πτωτικά σύνθετα. Αὐτῶν τό α΄ συνθετ. μπαίνει πληρέστερα εἶναι τό β΄ συνθετ., π.χ. στρατόπεδον.
σέ πτώση πού ἁρμόζει πρός τό β΄ συνθετ. π.χ. Ἀρχικά τό προσδιοριζόμενο εἶχε θέση α’ συνθετ.,
ὁδοιπόρος, Διόσκουρος, ὀρεσίτροφος, νουνεχής, π.χ. ὠκύπτερος.
φωσφόρος. 3) Κτητικά. Φανερώνουν ἰδιότητα ἤ κατάσταση
5) Ἀριθμητικά. Πέντε-καί-δέκα, ἑκκαίδεκα κάποιου. Μέσα του τό σύνθετο ἔχει τήν ἔννοια
(ἕξ καί δέκα) κ.λπ. τῆς κτήσης. Λογικά ἀποδίδονται μέ τή μτχ. ἔχων
κι ἀναλυμένα τά δυό συνθετ., ἀπ’ τά ὁποῖα
Σημασία καί διαίρεση σύνθετων τό ἕνα ἔχει θέση ἐπιθετ. προσδιορισμοῦ τοῦ β΄.
Ἡ σημασία τῶν σύνθετων προσδιορίζεται κυρίως Ὡς πρός αὐτό μοιάζουν πρός τά προσδιοριστικά,
ἀπ’ τή σημασία τῶν συνθετικῶν κι ἀνάλογα πρός π.χ. γλαυκῶπις (=αὐτή πού ἔχει ἀστραφτερά μάτια).
τή λογική σχέση πού ἔχουν μεταξύ τους. Καμιά Κτητικά σύνθετα εἶναι καί μερικά ἀπ’ αὐτά πού
φορά ἡ σημασία τοῦ σύνθετου προσδιορίζεται ἔχουν α΄ συνθετ. τό μόριο δυσ- ἤ τό στερητ. α,
κι ἀπ’ τή θέση τοῦ τόνου. π.χ. ἄπαις, δύσνους.
Τά σύνθετα, ἀνάλογα πρός τή σημασία τους,
χωρίζονται στίς ἑξῆς κατηγορίες. Σημασία σύνθετων μέ α’ συνθετ. πρόθεση
α) Συζευκτικά ἤ παρατακτικά (ἐμπρόθετα)
β) Ὑποτακτικά 1) Ἡ πρόθεση κρατάει την ἀρχική ἐπιρρηματική
γ) Ἐπαναληπτικά σημασία της, π.χ. ἀμφιθέατρον, ἄποικος.
2) Τό β΄ συνθετ. ἐξαρτιέται ἀπ’ τό α’ (τήν πρόθεση),
α) Συζευκτικά ἤ Παρατακτικά π.χ. ἔντιμος (ὁ ἐν τιμῇ), παράφρων.
Τά συνθετικά τους μπαίνουν τό ἕνα κοντά Σέ μερικά σύνθετα τό α΄ συνθετ. πῆρε ὅλο τό
στό ἄλλο. Οἱ δυό λέξεις εἶναι αὐτοτελεῖς μεταξύ ἐννοιολογικό βάρος, π.χ. καλοκάγαθος-καλός κ.λπ.
τους νοηματικά. Αὐτά ἀνάλογα μέ τήν εἰδική Σημασία σύνθετων μέ βάση τόν τόνο
σημασία τους εἶναι: 1) Τά -ος μέ β΄ συνθετ. ρημ. θέμα, ἄν ἔχουν τόν τόνο
1) Ὅσα φανερώνουν δυό πράγματα πού στή ζωή στό β΄ συνθετ., εἶναι ἐνεργητικά, π.χ. πατροκτόνος
παρουσιάζονται μαζί, π.χ. νυχθημερόν, ἔνδεκα κ.λπ. (=ὁ κτείνων τόν πατέρα). Ἄν ὁ τόνος βρίσκεται
2) Ὅσα φανερώνουν πρόσωπο ἤ πράγμα πού κλείνει στό α΄ συνθετ., τότε ἔχουν παθητική σημασία,
μέσα του ἰδιότητες δυό προσώπων ἤ πραγμάτων, π.χ. θηρότροφος (=ὁ τρεφόμενος μέ θηρία).
π.χ. ἰατρόμαντις, ἀνδρόγυνος (=θηλυπρεπής), Τά σύνθετα μέ β΄ συνθετ. ρηματ. ἐπίθ. -τος, ὅταν

28 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τονίζονται στή λήγουσα, σημαίνουν τό δυνατό,
π.χ. διαλυτός, αἱρετός. Ὅταν ἀνεβάζουν τόν τόνο,
ἔχουν σημασία μτχ. παθητ. πρκ. τοῦ ἀντίστοιχου
ρήματος, π.χ. ἐξαίρετος (=αὐτός πού ἔχει διαλεχτεῖ).

Ἐξαιροῦνται καί εἶναι ἐνεργητικά παρά τόν


παραπάνω κανόνα
1) Ὅσα λήγουν σέ -οχος (ἔχω), -άρχος (ἄρχω)
-συλος (συλάω) -πορθος (πέρθω), π.χ. ἡνίοχος,
ἵππαρχος, ἱερόσυλος, πτολίπορθος. Οἱ λέξεις
ραβδοῦχος, λεμβοῦχος, ὀξυγονοῦχος, πανοῦργος,
κακοῦργος προέρχονται ἀπό συναίρεση.
2) Ὅσα ἀπ’ τά -ος ἔχουν α΄ συνθετ. πρόθεση ἤ ἐπίρρ.
εὖ ἤ τά ἀχώριστα μόρια -α καί -δυσ-, π.χ. πρόμαχος,
εὔφορος, δύστροπος.

Τονισμός σύνθετων
Τά σύνθετα βασικά ἔχουν τήν τάση ν’ ἀνεβάζουν
τόν (μοναδικό) τόνο τους ὅσο γίνεται μακρύτερα
ἀπ’ τή λήγουσα καί μάλιστα στό α΄ συνθετικό τους,
ἔστω κι ἄν ὁ τόνος ἀνῆκε στό β΄. Ὁπωσδήποτε ὅμως
δέν παραβιάζεται ὁ νόμος τῆς τρισυλλαβίας.
Δηλ. ὁ τόνος, ὅσο κι ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τή
λήγουσα, δέν ξεπερνᾶ τήν προπαραλήγουσα
τοῦ σύνθετου, π.χ. κεραυνόπληκτος.

Ὁ κανόνας τοῦ τονισμοῦ ἔχει καί τίς ἐξαιρέσεις του.


Ἔτσι ἔχουμε:
α) Σύνθετα ὀξύτονα. Διατηροῦν δηλ. τόν τόνο
στό β΄ συνθετ. οὐσιαστικό πού δηλώνει:
1) Δράστη: -της, -ευς, -ων, -τηρ, π.χ. συνδρομητής,
ἀρχιερεύς, φιλομακεδών, ποδονιπτήρ.
2) Δράση: -η, -μος, π.χ. προσβολή, ἐπισιτισμός.
3) Ἀφηρημένη ἔννοια: -ις, π.χ. καταιγίς.
4) Τόπο: -ειον, π.χ. νεκρομαντεῖον.
β) Ἐπίσης ὅσα ἔχουν β΄ συνθετ. ρηματ. ἐπίθ.
(βλέπε παραπάνω).
γ) Ἐπίθετα -ικος, -ισκος, -ης, -αιος, -πλοος, -ας,
π.χ. συμβουλευτικός, ἀνταγωνιστικός, ἐπιεικής,
ἡμιμναῖος, παράπλοος (=αὐτός πού πλέει κοντά),
ἐπιεικής, ἀνταγωνιστικός κ.λπ.
δ) Ἀπ’ τά -ος σύνθετα, ὅσα ἔχουν μακρά
παραλήγουσα τοῦ α’ συνθετ. κι ἐνεργητική σημασία
εἶναι παροξύτονα, π.χ. λαιμητόμος, πλουτοφόρος.

29
A Ἄλφα

Ἄβατος (=ἀπάτητος). Ἀπό τό α στερητ. + βαίνω, δές Τό βροτός ἀπ’ τό βιβρώσκω, ὅπου δές γιά περισ-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω. σότερα παράγωγα.
Ἀβελτερία (=ἀνοησία, ἁπλοϊκότητα). Παρασύν- Ἁβρύνω (=κάνω κάποιον μαλακό, μεταχειρίζομαι
θετο ἀπό τό ἀβέλτερος (α + βέλτερος = μηδαμι- κάποιον μέ λεπτότητα, ἐξαπατῶ κάποιον μέ λε-
νός, ἀνόητος, βλάκας). πτούς τρόπους, καλλωπίζω). Τό μέσο ἁβρύνομαι
Ἀβίωτος (=ἀφόρητος, ἀνυπόφορος). Ἀπό τό α στε- (=ζῶ μέ ἁβρότητα, περηφανεύομαι). Τό ρῆμα πα-
ρητ. + βιωτός, τοῦ βιόω. Δές γιά περισσότερα πα- ράγεται ἀπό τό ἐπίθ. ἁβρός μέ κατάληξη -ύνω,
ράγωγα στό ρῆμα βιόω-ῶ. σάν τά ρήμ. πού σχηματίζονται ἀπό ἐπίθ. σέ -ύς
Ἄβουλος (=ἀσύνετος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκε- (π.χ. ὀξύς-ὀξύνω) καί με τό πρόσφυμα j > ἁβρυν-
πτος, στόν Πλάτωνα αὐτός πού δέ θέλει). Ἀπό τό jω, τό j γίνεται μέ ἀφομοίωση ν ἁβρῠννω μέ ἀπο-
α στερητ. + βουλή, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀβουλέ- βολή τοῦ ἑνός ν καί ἀντέκταση ἁβρῡνω. Παρά-
ω-ῶ (=δέ θέλω, ἐναντιοῦμαι), ἀβούλητος (=ἀκού- γωγα τοῦ ἁβρύνω εἶναι τό ἁβρυντής-οῦ (=θηλυ-
σιος, ἀσύμφωνος πρός τήν ἐπιθυμία κάποιου, πρεπής) καί ἁβρυντικός.
δυσάρεστος), ἀβουλήτως (=ἀκουσίως), ἀβου- Ἄβυσσος (=αὐτός πού δέν ἔχει βυθό, ἀμέτρη-
λία (=ἀπερισκεψία), ἀβούλημα (=αὐτό πού ἔχει τος, ἀνεξιχνίαστος). Ἀπό τό α στερητ. + βυσ-
γίνει ἀπερίσκεπτα). σός (=ἀρχαιότερος τύπος τοῦ βυθός, ὁ πυθμέ-
Ἁβροδίαιτος (=αὐτός πού ζεῖ μέ πολυτέλεια). Ἀπό νας τῆς θάλασσας).
τό ἁβρός (=κομψός, λεπτός, τρυφερός) + δίαιτα Ἀγαθοεργός (=αὐτός πού πράττει τό ἀγαθό). Σύν-
(=τρόπος ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη ζωή), θετη λέξη ἀπό τό ἐπίθ. ἀγαθός + ἔργον.
ἁβροδιαιτάομαι-ῶμαι (=ζῶ μέ πολυτέλεια). Ἀγαθός (=καλός, ἀνδρεῖος, ἄξιος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
Ἁβρός (ἐπίχαρις, κομψός, ὡραῖος, λεπτός, τρυφε- μολογία του.
ρός, μαλακός). Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης εἶναι Ἀγάλλω (=μεγαλύνω, τιμῶ, στολίζω). Ἴσως προῆλθε
ἀβέβαιη, ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἥβη. ἀπό τό ἐπίθ. ἀγλαός (=στιλπνός, ὡραῖος) μέ με-
Ἀπό τό ἁβρός παράγονται οἱ λέξεις: ἁβρότης τάθεση φθόγγου-ἀγαλός μέ τό πρόσφυμα j 
(=λαμπρότητα), ἁβρύνω (δές παρακάτω). ἀγάλ-j-ω καί ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ  ἀγάλ-
Ἄβροτος (=ἀθάνατος). Ἀπό τό α στερητ. + βροτός. λω. Ἴσως ἀκόμη παράγεται ἀπό τό ρημ. ἀγάω-ῶ

30 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


(=τιμῶ), ἤ ἀπό τό ἄγω, ἤ ἀπό τό ἄγαν (=πολύ). τος (=προδομένος), αὐτεπαγγέλτως (=μέ τή θέ-
Ἀπό τό ἀγάλλω παράγονται οἱ λέξεις: ἄγαλμα, λησή του), εὐαγγέλιον (=καλή εἴδηση).
ἀγαλματίας (=ὄμορφος σάν ἄγαλμα), ἀγαλμάτιον Ἀγείρω (=συγκεντρώνω). Ἀπ’ τή ρίζα γερ- μέ τό
(ὑποκορ. του ἄγαλμα), ἀγαλματοποιός, ἀγαλμα- ἀθροιστικό α καί τό πρόσφυμα j ἔχουμε τό ἀ-γέρ-
τοποιία, ἀγαλματουργός, ἀγαλματουργία, ἀγαλ- j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ρ τό ἀγέρρω, μέ
ματόω (=μεταμορφώνω σέ ἄγαλμα), ἀγαλμοει- τήν ἀποβολή δέ τοῦ ἑνός ρ καί ἀντέκταση ἔχουμε
δής (=ὡραῖος σάν ἄγαλμα) τό ἀγέρωἀγεἰρω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγορά
Ἄγαλμα (=καθετί πού προκαλεῖ εὐχαρίστηση, ὁμοί- (=συνάθροιση, κυρίως τοῦ λαοῦ), ἀγύρτης (=ἱε-
ωμα θεοῦ, ἀνδριάς). Ἀπό τό ρήμα ἀγάλλω. ρεύς τῆς Κυβέλης πού ζητιάνευε, ζητιάνος, ἀπα-
Ἄγαμαι (=θαυμάζω, παραξενεύομαι καί γιά κακή τεώνας), ἀγυρτικός (=ἀλήτης), ἄγερσις, πανή-
σημ. = ὀργίζομαι γιά κάτι). Ἀπό ρίζα γα- μέ τό γυρις (ἀπό τό ποιητ. ἄγυρις), ἀγερμός (=συγκέ-
πρόθεμα α καί κατάλ. -μαι  ἄ-γα-μαι. Ἔχει ἴδια ντρωση χρημάτων γιά τήν ὑπηρεσία τῶν θεῶν),
ρίζα μέ τό οὐσ. ἄγη (=θαυμασμός, ἔκπληξη, κακία, συναγερμός, μητραγύρτης, ὁμήγυρις, ἀγρέτης,
μίσος) καί το ἐπίρρ.ἄγαν. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: πυλαγόρας.
ἀγαστός (=ἄξιος θαυμασμοῦ), ἀξιάγαστος (ἀξι- Ἀγελάς (=αὐτή πού ἀνήκει στήν ἀγέλη). Ἀπ’ τό ἀγέ-
οθαύμαστος), ἄγασμα (=ἀντικείμενο λατρείας), λη (=κοπάδι) πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἄγω.
τό ἐπίρρημα ἀγαμένως (=μέ θαυμασμό), ἀγαυός Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ἄγω.
(=εὐγενής). [λατιν. gaudeo]. Ἀγέλη (=κοπάδι). Ἀπό τό ρήμα ἄγω. Δές γιά πε-
Ἄγαν (=πάρα πολύ). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα ρισσότερα παράγωγα στό ἄγω.
ἄγαμαι καί οὐσ. ἄγη. Ἴσως σχηματίζεται μέ τή ρί- Ἀγένειος (=αὐτός πού δέν ἔχει γένι). Ἀπό τό α στε-
ζα ἀγ τοῦ ἄγω. ρητ. + γένειον.
Ἀγανακτέω-ῶ (=νοιώθω δυνατό ἐρεθισμό, ὀργίζο- Ἀγενής (=αὐτός πού δέ γεννήθηκε, αὐτός πού κα-
μαι, ἀγανακτῶ). Ἡ πιό πιθανή ἐτυμολογία του ἀπό τάγεται ἀπό ἄσημη οἰκογένεια, ταπεινός, τιποτέ-
τό ἄγαν + ἐνεγκεῖν (ἀόρ. β’ τοῦ φἐρω). Παράγ. νιος). Ἀπό τό α στερητ. + γένος, τοῦ γίγνομαι. Δές
ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγανάκτησις-εως (δυσαρέστηση), γιά περισσότερα παράγωγα στό γίγνομαι.
ἀγανακτητικός (=πού εὔκολα δυσαρεστεῖται, εὐε- Ἀγέρωχος (=μεγαλοπρεπής, μέ κακή σημασία ὑπε-
ρέθιστος), ἀγανακτητός (=ἐνοχλητικός), ἀγανα- ρήφανος, ὑπεροπτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
κτητέον, ἀγανακτικός, ἀγανακτικῶς. του. Ἴσως ἀπ’ τό α ἐπιτατικό + γέρα + οχος. Ἴσως
Ἀγαπάω-ῶ (=μεταχειρίζομαι μέ στοργή, ἐπιθυμῶ). ἀκόμη ἀπ’ τό ἄγερ + ἄχος (=αὐτός που συγκε-
Ἴσως ἀπό τό ἄγαν καί τή ρίζα πα (=λαμβάνω, φυ- ντρώνει ἅρματα). Ἤ ἀπ’ τό ἀγείρω + ὀχή (=αὐτός
λάττω). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγάπη, ἀγάπημα, που συγκεντρώνει τή συγκομιδή). Οὐσιαστικό:
ἀγαπήνωρ (=ἀνδρεῖος), ἀγάπησις, ἀγαπησμός, ἀγερωχία (=περηφάνια, ὑπεροψία).
ἀγαπητέος, ἀγαπητικός, αγαπητός, ἀγαπητῶς. Ἀγιστεύω (=ἐπιτελῶ ἱερές τελετές, ζῶ μέ εὐσέβεια,
Ἀγαστός (=θαυμαστός). Ἀπό τό ρῆμα ἄγαμαι. Δές ἐξαγνίζω). Ἀπ’ τό ἅγιος. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέ-
στό ἄγαμαι γιά περισσότερα παράγωγα. ξεις: ἁγίζω (=ἀφιερώνω), ἄγος (=μίασμα, ἐξάγνι-
Ἀγάστωρ (=αὐτός που γεννήθηκε ἀπ’ τήν ἴδια κοιλιά, ση), ἅζομαι (=σέβομαι), ἁγνός, ἁγνίζω (=ἐξαγνί-
συγγενής). Ἀπό τό α ἀθροιστικό + γαστήρ. ζω), ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἁγνιστέος, ἁγνιστήρι-
Ἀγγέλλω (=φέρνω παραγγελία, ἀναγγέλλω, ἀνακοι- ον, ἁγνιστής, ἁγνιστικός, Ἀγνίτας (ἐπώνυμο τοῦ
νώνω κάτι). Ἀπ’ τό οὐσ. ἄγγελος, λέξη συγγενι- Ἀσκληπιοῦ), ἁγνίτης, ἁγνεύω (=εἶμαι ἁγνός, κα-
κή μέ τήν περσική ἄγγαρος (=ἔφιππος ταχυδρό- θαρίζω), ἁγνεών (=τόπος ἁγνότητας). Ἀπ’ τό ἀγι-
μος). Μέ τήν προσθήκη τοῦ j στό ἄγγελος ἔχου- στεύω παράγεται τό οὐσ. ἀγιστεία (στόν πληθ.
με τό ἀγγέλ-j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ τό =ἅγιες τελετές).
ἀγγέλλω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγγελία, ἀγγελι- Ἀγκάλη (=λυγισμένος βραχίονας). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα
αφόρος, ἄγγελμα (=μήνυμα), ἀγγελτήρ, ἀγγελ- μέ τη λέξη ἀγκών. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγκάζο-
τικός, αὐτεπάγγελτος (=αὐτός πού κάνει κάτι μαι (=παίρνω στήν ἀγκαλιά μου), ἀγκάς (ἐπίρρ.
αὐθόρμητα), ἐξάγγελτος (=φανερός), κατάγγελ- =στήν ἀγκαλιά), ἀγκαλίς (=δέμα ὅσο χωράει ἡ

31
ἀγκαλιά), ἀγκάλιασμα (=ὅ,τι ἀγκαλιάζει κάποιος), ἀκτή (=ὅπου σπάζουν τά κύματα), ἀκταῖος, ναυ-
ἄγκαλος (=δέμα πού γεμίζει μιά ἀγκαλιά). αγός (=καραβοτσακισμένος), ναυάγιον, Ἀττι-
Ἄγκιστρον (=ἀγκίστρι γιά ψάρεμα). Συγγενικό κή (ἀπό τό Ἀκτική μέ ἀφομοίωση τοῦ κ σέ τ),
μέ τό ἄγκος (=καμπύλο). Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- κατακτός, κάταξις, κυματαγωγή (=ὅπου σπά-
ζα: ἀγκιστρόω (=πιάνω μέ τό ἀγκίστρι ψάρι), ζουν τά κύματα, ἀκτή), καρυοκατάκτης (=κα-
ἀγκιστρεύω, ἀγκιστρεία (=ψάρεμα μέ ἀγκίστρι), ρυοθραύστης).
ἀγκιστρευτικός, ἀγκιστροειδής, ἀγκιστροειδῶς, Ἀγνωμονῶ (=εἶμαι ἀχάριστος). Παρασύνθετο ἀπ’
ἀγκιστρωτός. τό ἀγνώμων (α στερητ. + γνώμη) = ἀλόγιστος,
Ἄγκος (=κάτι καμπύλο, φαράγγι, κοιλάδα). Ἀπ’ ανόητος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ἡ ἀγνωμο-
τή ρίζα αγκ- ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: σύνη (=ἀπερισκεψία, ἀναισθησία).
ἀγκή, ἀγκών, ἀγκοίνη, ἀγκύλη, ἀγκύλος, ἄγκι- Ἀγνώς-ῶτος (=ἄγνωστος, ἀσαφής). Ἀπ’ τό α στερητ.
στρον, ἄγκυρα, ὄγκος. + γνῶναι. Δές γιά παράγωγα στό γιγνώσκω.
Ἀγκύλη (=ὁ λυγισμένος βραχίονας, θηλειά σχοι- Ἀγορά (=συγκέντρωσις, τόπος συγκεντρώσεως).
νιοῦ, τό λουρί τοῦ ἀκοντίου, ἀκόντιο). Ἀπ’ τήν Ἀπ’ τό ἀγείρω. Δές γιά περισσότερα παράγω-
ἴδια ρίζα αγκ- μέ τό ἄγκος. Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- γα στό ἀγείρω.
ζα: ἀγκυλέομαι (=ἐξακοντίζω κάτι σάν ἀκόντιο), Ἀγοράζω (=εἶμαι στήν ἀγορά, συχνάζω ἐκεῖ, κατα-
ἀγκυλητός, ἀγκύλιον, ἀγκύλος (=κυρτός), ἀγκυ- λαμβάνω τόν τόπο τῆς ἀγορᾶς, ἀγοράζω, ὅπως
λόω (=λυγίζω). καί τώρα). Ἀπ’ τή λέξη ἀγορά. Παράγ. ἀπό ἴδια
Ἄγκυρα Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἄγκος. ρίζα: ἀγόρασμα, ἀγόρασις, ἀγορασμός (=ψού-
Ἀγκών (=καμπή τοῦ βραχίονα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρί- νισμα), ἀγοραστής (=ψωνιστής), ἀγοραστικός
ζα μέ τό ἄγκος. (=ἐμπορικός), ἀγοραστός, ἀγοράστρια, ἀγορα-
Ἀγλαός (=λαμπρός, ὡραῖος, μεγαλοπρεπής). Ἴσως σία, ἀγοραῖος.
συγγενικό μέ τό γλαυκός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- Ἀγορεύω (=μιλῶ στή συνέλευση, διακηρύττω).
ζα: ἀγλαΐα (=λαμπρότητα, δόξα), ἀγλαΐζω (=δο- Ἀπ’ τό οὐσ. ἀγορά. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ῥη-
ξάζω, τιμῶ), ἀγλάϊσμα (=κόσμημα, τιμή), ἀγλαϊ- τός, ἄρρητος, ἀπόρρητος (=μυστικός), προσαγο-
σμός (=λαμπρότητα). ρευτέος, προσρητέος, ἀπορρητέον, ἀνάρρησις
Ἁγνεύω (=εἶμαι ἁγνός, καθαρός). Ἀπ’ τό ἁγνός, κι (=ἀνακήρυξη), ἀναγόρευσις, πρόσρησις (=χαι-
αὐτό ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἅγιος. Παράγωγα ἀπό ρετισμός), πρόσρημα (=προσαγόρευμα), διαρ-
ἴδια ρίζα: ἁγνεία (=καθαρότητα), ἅγνευμα, ἁγνευ- ρήδην ἐπίρρ. (=σαφῶς), κατήγορος, συνήγορος,
τήριον, ἁγνευτικός, ἁγνεύτρια, ἁγνεών (=τόπος προσήγορος, μεγαληγόρος, ἀγορητής, ἀγόρευ-
ἁγνότητος, οἶκος δύσφημος), ἁγνότης σις, προσαγόρευμα, προσαγορευτός, ἀγορευ-
Ἁγνίζω (=καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπ’ τή λέξη ἁγνός. στός, ἀγορευτήριον (=τόπος ἀγορεύσεων), ἀπα-
Παράγωγα: ἅγνισμα (=ἐξάγνισις), ἁγνιστέος, γορευτέος, δικηγόρος, ἐτυμηγόρος, ἐτυμηγο-
ἁγνιστήριον, ἁγνιστής, ἁγνιστικός, Ἀγνίτας ρία (=ἀπόφαση δικαστηρίου), ἀγορητής (=ρή-
(=ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), ἁγνότης. τωρ), ἀγορητύς -ύος (=εὐγλωττία), εὐπροσή-
Ἀγνοῶ (=δέ γνωρίζω). Ἀπ’ τό α στερητ. + ρίζα γνο- γορος, κακηγόρος (=πού κακολογεῖ), μακρή-
τοῦ γιγνώσκω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγνοια γορος, παρήγορος.
(=ἀμάθεια), ἀγνόημα (=σφάλμα ἀπό ἄγνοια), Ἄγος (=μίασμα, ἀνοσιούργημα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα
ἀγνοούντως, ἀγνοητικός (=πού ταιριάζει στήν μέ τή λέξη ἅγιος. Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα
ἄγνοια), ἀγνοητέον (μέ ἄρνηση). ἀγιστεύω.
Ἁγνός (=ἱερός, καθαρός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό Ἄγρα (=τό κυνήγι, ὅ,τι πιάστηκε στό κυνήγι, τό θή-
ἅγιος. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ραμα). Ἀπ’ τό ρῆμα ἄγω. Δές γιά περισσότερα πα-
ἁγνεύω. ράγωγα στό ρῆμα ἄγω καί στό ἀγρεύω.
Ἄγνυμι (=σπάζω, συντρίβω). Ἀπ’ τή ρίζα Fαγ+νυ+μι Ἄγραυλος (=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύν-
ἀπ’ ὅπου κι οἱ λέξεις: ἡ ἀγή (=διάρρηξη, σύντριμ- θετη λέξη  ἀγρός+αὐλή. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα:
μα), τό ἆγμα (=σπάσιμο), κάταγμα, ἀαγής, ἀγμός, ἀγραυλέω (=ζῶ στούς ἀγρούς), ἀγραυλία (=ἡ κα-

32 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τάσταση τοῦ ἄγραυλου). Ἡ Ἄγραυλος ἤ Ἄγλαυ- Ἀγχιστεύω (=συγγενεύω, εἶμαι κληρονόμος σύμ-
ρος ἦταν κόρη τοῦ Ἀκταίου, τοῦ πρώτου βασι- φωνα μέ τό νόμο). Ἀπ’ τό ἀγχιστεύς πού προέρ-
λιά τῆς Ἀττικῆς καί γυναίκα τοῦ Κέκροπα. Ἀπό- χεται ἀπό τό ἄγχιστος (=ἐγγύτατος) τοῦ ἐπιρρ.
χτησε μαζί του τόν Ἐρυσίχθονα καί κόρες τήν ἄγχι. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγχιστεία, ἀγχιστήρ
Ἄγλαυρο, Ἔρση καί Πάνδροσο. (=πού πλησιάζει), ἀγχιστῖνος (=πυκνός), ἀγχι-
Ἀγρεύω (=κυνηγῶ). Ἀπ’ τό ἄγρα (τοῦ ἄγω). Παρά- στευτής, ἀγχιστίνδην (=κατά τό βαθμό τῆς συγ-
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγρευμα (=λάφυρο), ἀγρεύς γένειας).
(=κυνηγός), ἀγρευτής (=κυνηγός), ἀγρεύσιμος, Ἀγχόνη (=κρέμασμα, πνίξιμο, θηλειά). Ἀπ’ τό ρῆμα
ἄγρευσις, ἀγρευτήρ, ἀγρευτικός, (=ἔμπειρος στό ἄγχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
κυνήγι). ἄγχω.
Ἀγριαίνω (=εἶμαι ἤ γίνομαι ἄγριος, ἐρεθίζομαι, Ἄγχω (=πνίγω). Ἀπ’ τή ρίζα αχ- καί αγχ- ἀπό ὅπου
ὀργίζομαι). Ἀπ’ τό ἄγριος (πού παράγεται ἀπ’ τό παράγονται καί οἱ λέξεις ἄγχι (=πλησίον), ἀγχί-
ἀγρός τοῦ ἄγω). Ἄγριος (=αὐτός πού ζεῖ στούς αλος (=κοντά στή θάλασσα, περιτριγυρισμένος
ἀγρούς, σκληρός). ἀπό θάλασσα), ἀγχέμαχος (=αὐτός πού μάχε-
Ἄγριος (=αὐτός πού ζεῖ στούς ἀγρούς, τραχύς). Ἀπ’ ται ἀπό κοντά), ἀγχίμολος (=αὐτός πού ἔρχεται
τή ρίζα αγρ- τοῦ ἀγρός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: κοντά), ἀγχίνους (=ἔξυπνος), ἀγχίνοια (=ἐξυ-
ἀγριόω (=ἐξαγριώνω, ἐρεθίζω), ἀγριότης. πνάδα), ἀγχιστεύω (=συγγενεύω), ἀγχιστεία,
Ἀγριωπός (=αὐτός πού ἔχει ἄγρια ὄψη). Σύνθετη ἀγχόθεν, ἀγχόθι, ἀγχοῦ, ἀγχόνη (=κρέμασμα),
ἀπό ἄγριος + ὤψ. Δές γιά περισσότερα παράγω- ἀγχονάω, ἀγχονίζω, ἀγχόνιος (=κατάλληλος
γα στό ρῆμα ὁράω-ῶ. γιά ἀπαγχόνιση), ἀγχονιστής (=δήμιος), ἀγχώ-
Ἄγροικος (=αὐτός πού ζεῖ στούς ἀγρούς). Σύνθετη μαλος (=ὁ σχεδόν ἴσος), ἄγχων - οντος (=δήμι-
ἀπ’ τό ἀγρός + οἰκῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ος), ἀγκτήρ (=ἐργαλεῖο πού ράβουν πληγή), κυ-
ἀγροικίζομαι (=φέρομαι μέ τραχύτητα), ἀγροικία νάγχη, συνάγχη (=συνάχι), στηθάγχη (=στενο-
(=ὁ ἄγροικος χαρακτήρας), ἀγροικικός (=ἄξε- καρδία). Ἐπίσης ἀπ’ τή ρίζα αχ- οἱ λέξεις: ἀχέω,
στος), ἀγροικιστί. ἀχεύω (=δυσαρεστῶ), ἄχθος, ἄχθομαι.
Ἀγρυπνῶ (=μένω ξύπνιος). Παρασύνθετο ἀπ’ τό Ἄγω (=ὁδηγῶ, μεταφέρω). Ἀπ’ τή ρίζα αγ- ἀπό ὅπου
ἄγρυπνος (ἀγρέω + ὕπνος). Παράγωγα ἀπό ἴδια καί οἱ λέξεις: ἀγυιά (=ὁδός), ἀγωγή, ἀπαγωγή,
ρίζα: ἀγρυπνία (=ξαγρύπνημα), ἀγρυπνητήρ (=νυ- συναγωγή, ἐπαγωγή, παραγωγή, διαγωγή, μετα-
χτοφύλακας), ἀγρυπνητικός, ἀγρύπνως, ἀγρυ- γωγή, ἀγωγός, λαφυραγωγός, παιδαγωγός, ὀχη-
πνητέον. ματαγωγόν, ὑδραγωγεῖον, ἀγώγιον (=φορτίο),
Ἀγυιά (=ὁδός). Ἀπ’ τό ἄγω. Δές γιά περισσότερα καταγώγιον, ἀγώγιμος, ἀγωγεύς, ἄγημα, ἀγέλη,
παράγωγα στό ἄγω. ἀνάγωγος, ἀγών (=συνέλευση), ἀγωνία (=ἅμιλ-
Ἀγύρτης (=ζητιάνος, ἀπατεώνας). Ἀπ’ τό ἀγείρω. λα για τή νίκη), ἀγωνιῶ (=παλεύω), ἀγωνίζομαι
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀγείρω. (=μάχομαι), ἀγώνιος, ἀγώνισμα, ἀγωνιστής, ἀγω-
Ἀγχέμαχος (=αὐτός πού μάχεται ἀπό κοντά). Σύν- νοθέτης, ἀγωνοθετῶ, κυνηγός, λοχαγός, στρα-
θετη λέξη ἀπ’ τό ἐπίρρ. ἄγχι + μάχομαι. τηγός, χορηγός, οὐραγός, ξεναγός, ἐπείσακτος,
Ἄγχι (=κοντά). Μαζί μέ τίς λέξεις: ἀγχοῦ, ἀγχό- ἐπακτός, ἅμαξα, ἄξων, ἄξιος, ἄγρα. Ἀκόμη οἱ λέ-
θι, ἆσσον, ἀνήκουν στήν ίδια ρίζα αγχ-, ἰαπε- ξεις: ἀγός (=ἀρχηγός), ἄκτωρ (=ὁδηγός), ἀγινέω
τικῆς προέλευσης. Γιά περισσότερα παράγωγα (=ὁδηγῶ), ἡγοῦμαι, ἡγεμών, ἴσως καί τό ἐπίρρ.
δές στό ρῆμα ἄγχω. ἄγαν. [λατιν. ago (=φέρω), agmen-inis (=ἄγημα)],
Ἀγχίνους (=ἔξυπνος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπίρρ. ἄγχι εὐαγής ἀκτίς, ὄγμος, ὀγμεύω, ὁδηγός, ὁπλιταγω-
+ νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γός, ὀχλαγωγία, παιδαγωγός, παρείσακτος, προ-
ἄγχω. αγωγός, σιταγωγός, φορτηγός, φωταγωγός, χα-
Ἀγχιστεία (=συγγένεια). Παράγωγο τοῦ ἀγχιστεύω. λιναγωγῶ, χειραγωγῶ, ψυχαγωγός, ψυχαγωγῶ,
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγχι- ἀγρός, ἄγροικος.
στεύω. Ἀγωγή (=βάρος, ἀφαίρεση, ὁδηγία, ἀνατροφή).

33
Ἀπ’ τό ἄγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδηφαγῶ (=εἶμαι λαίμαργος),
ρῆμα ἄγω. ἀδηφαγία (=λαιμαργία).
Ἀγών (=συνέλευση, ἀγώνας, δίκη). Ἀπ’ τό ἄγω. Δές Ἄδικος (=αὐτός πού δέν εἶναι δίκαιος). Ἀπό τό α
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω. στερητ. + δίκη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδικῶ,
Ἀγωνιῶ (=βρίσκομαι σέ ἀγωνία). Ἀπ’ τό ἀγωνία ἀδίκημα, ἀδικητέον, ἀδίκησις, ἀδικητής, ἀδικία.
πού παράγεται ἀπό τό ἀγών τοῦ ἄγω. Δές γιά Ἀδόκιμος (=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά ὑποστῆ δο-
περισσότερα παράγωγα στό ἄγω. κιμή, κίβδηλος). Ἀπό τό α στερητ. + δόκιμος τοῦ
Ἀγωνοθετῶ (=διευθύνω τούς ἀγῶνες). Παρασύν- δέκομαι ἀντί δέχομαι. Δἐς γιά περισσότερα πα-
θετο ἀπ’ τό ἀγωνοθέτης (ἀγών + τίθημι). Παρά- ράγωγα στό ρῆμα δέχομαι.
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγωνοθεσία (=διεύθυνση τῶν Ἀδολεσχῶ (=φλυαρῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀδο-
ἀγώνων) ἀγωνοθετήρ, ἀγωνοθετικός. λέσχης (=φλύαρος), (ἄδην =πολύ + λέσχη τοῦ
Ἀδαής (=αὐτός πού δέ γνωρίζει). Ἀπό τό α στερητ. λέγω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδολέσχημα,
+ δαῆναι, ἀπό παλιά ρίζα δάω (=μαθαίνω). ἀδολεσχία, ἀδολεσχητέον, ἀδολεσχικός.
Ἀδάμας (=τό πιό σκληρό ἀπ’ τά μέταλλα, σκλη- Ἄδοξος (=αὐτός πού δέν ἔχει δόξα, ἀφανής, ἄση-
ρό μέταλλο). Ἀπό τό α στερητ. + δαμάω (=κα- μος). Ἀπό τό α στερητ. + δόξα (=γνώμη, ὑπόλη-
ταβάλλω). ψη) τοῦ δοκῶ. Ἀπό τό ἄδοξος τό ρῆμα ἀδοξέω
Ἀδάμαστος (=ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + δα- (=δέν ἔχω καλή φήμη), ἀδοξία, ἀδόξημα.
μάω. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀδρανής (=ἀργός, ὀκνηρός). Ἀπό τό α στερητ. +
δαμάω. δραίνω (=εἶμαι ἕτοιμος γιά δράση). Ἀπό τό ἀδρα-
Ἀδεής (=ἄφοβος, ἀσφαλής). Ἀπό τό α στερητ. + νής τό ρῆμα ἀδρανῶ, ἀδράνεια. Γιά ἄλλα παρά-
δέος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γωγα δές στό ρῆμα δράω-ῶ.
δείδω. Ἁδρομερής (=αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό
Ἄδεια (=ἀσφάλεια). Ἀπό τό ἀδεής (α στερητ. + δέ- μεγάλα μέρη). Ἀπό τό ἁδρός (=ὀγκώδης) + μέ-
ος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
δείδω. ἁδροῦμαι.
Ἀδέκαστος (=ἀδωροδόκητος, αὐτός πού δέ δωρο- Ἁδρόομαι-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός).
δοκεῖται). Ἀπό τό α στερητ. + δεκάζομαι (=δέ- Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτής-
χομαι δῶρα). ῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).
Ἀδελφός (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀπ’ τήν ἴδια μή- Ἁδρύνω (=ὡριμάζω). Ἀπό τό ἁδρός πού ἡ ἐτυμο-
τρα). Ἀπό τό α ἀθροιστ. + δελφύς (=μήτρα γυ- λογία του εἶναι ἀβέβαιη. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα:
ναίκας). Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: ἀδελφί- ἅδρυνσις (=ὡρίμαση), ἁδρυντικός.
ζω (=καλῶ κάποιον ἀδελφό μου), ἀδελφότης (=ἡ Ἄδυτος (=τόπος ὅπου δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους νά
ἀδελφική ἀγάπη), ἀδελφικός, ἀδελφικῶς. μποῦν). Ἀπό τό α στερητ. + δύω (=μπαίνω). Δές
Ἀδημονῶ (=βρίσκομαι σέ στενοχώρια). Ἀπό τό γιά περισσότερα παράγωγα στό δύω.
ἀδήμων πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη. Ἄιδω ἀντί ἀείδω (=ψάλλω). Ἀπ’ τό α προθεματι-
Ἀπ’ ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀδημονία (=ἀνησυχία) καί κό + Fείδω, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ᾆσμα, ἀηδών,
ἀδημοσύνη. ἀοιδός, ἀοιδή, ᾠδή, ᾠδεῖον, ᾠδικός, ἐπῳδή, ἀοί-
Ἀδήριτος (=ἀκαταμάχητος). Ἀπό τό α στερητ. + διμος, ἐπῳδός, τραγῳδός, τραγῳδία, μελῳδία,
δηρίομαι (=μάχομαι). μελῳδός, χρησμῳδός, συνῳδός, κιθαρῳδός,
ᾌδης (=ὁ θεός τοῦ κάτω κόσμου, ὁ τόπος ὃπου κωμῳδός, κωμῳδία, μονῳδός, μονῳδία, πα-
πήγαιναν οἱ νεκροί). Ἀπό τό α στερητ.+Fιδ τοῦ λινῳδία, παρῳδός, παρῳδία, παρῳδῶ, προσῳδία,
ἰδεῖν ἀπό τό ὁρῶ. Δές γιά περισσότερα παράγω- ραψῳδός, ραψῳδία, ὑμνῳδός, ὑμνῳδία.
γα στό ρῆμα ὁρῶ. Ἀεικής (=ἀνάρμοστος, ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ.
Ἀδηφάγος (=πού τρώει πολύ, λαίμαργος). Ἀπό τό + εἰκός. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀεικία (=ὕβρις) καί
ἄδην (=πολύ) + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω. Δές γιά πε- ἀεικίζω (=βλάπτω). Δές γιά περισσότερα παρά-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐσθίω. Παράγω- γωγα στό ρῆμα εἴκω (=μοιάζω).

34 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἄελλα (=ανεμοστρόβιλος). Ἀπό τό α στερητ. + θυμός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρί-
Ἀέναος (=πού τρέχει συνέχεια). Ἀπό τό ἀεί + νάω ζα: ἀθυμέω-ῶ (=δέν ἔχω θάρρος), ἀθυμία (=λι-
(=ρέω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γοψυχία), ἀθυμητέον.
ρῆμα νάω. Ἄθυρμα (=παιχνίδι, χαρά). Ἀπό τό ἀθύρω (=παίζω)
Ἀεροβατῶ (=περπατῶ στόν ἀέρα). Παρασύνθετο πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη.
ἀπό τό ἀεροβάτης (ἀήρ+βαίνω). Ἀθῶος (=ἀτιμώρητος, ὁ μή ἔνοχος). Ἀπό τό α στε-
Ἀηδής (=δυσάρεστος). Ἀπό τό α στερητ. + ἧδος- ρητ. + θωή (=ποινή) τοῦ τίθημι.
ἡδονή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρή- Αἴγαγρος (=ἀγριοκάτσικο). Σύνθετη λέξη ἀπό τό
μα ἥδομαι. αἴξ + ἀγρός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
Ἀηδών (=τό ἀηδόνι), ἀπό το ἀείδω. Δές γιά περισ- στό ἀΐσσω.
σότερα παράγωγα στό ἄιδω. Αἴγειρος (=ἡ λεύκα, τό καβάκι). Ἴσως ἀπό τή ρίζα
Ἀήρ (=ἀέρας). Ἀπό τό ἄημι (ρίζα αF) ἀπό ὅπου πα- αιγ- τοῦ ρήμ. ἀΐσσω (=πηδῶ, κινοῦμαι ὁρμητικά).
ράγονται καί οἱ λέξεις: ἄημα (=φύσημα), ἄησις, Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀΐσσω.
ἀήτης (=θύελλα), αὔρα, αὔω (=φωνάζω), ἀάζω Αἰγιαλός (=παραλία, ἀκροθαλασσιά). Ἀπό τή ρί-
(=βγάζω ζεστή πνοή), ἄω (=πνέω). ζα τοῦ ἀΐσσω (=ὁρμῶ) +ἅλς - ἁλός (=θάλασσα),
Ἀθέμιτος (=ἄνομος, ἀσεβής, ἀνόσιος). Ἀπό τό α δηλ. τό μέρος ὅπου ἡ θάλασσα ὁρμᾶ.
στερητ. + θέμις (=νόμος, θεσμός), τοῦ τίθημι. Δές Αἰγίοχος (=αὐτός πού φέρει τήν αἰγίδα, ἐπώνυμο
γιά περισσότερα παράγωγα στό τίθημι. τοῦ Δία καί κατόπιν τῆς Ἀθηνᾶς). Σύνθετο ἀπό
Ἀθετῶ (=ἀμελῶ, περιφρονῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό αἰγίς + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
τό ἄθετος (α + τίθημι). Δές γιά περισσότερα πα- στά ρήματα ἀΐσσω καί ἔχω.
ράγωγα στό τίθημι. Αἰγίς (=ἡ τρομερή ἀσπίδα τοῦ Δία). Ἴσως προέρχε-
Ἄθικτος (=αὐτός πού δέν τόν ἄγγιξε κανείς, ἀνέπα- ται ἀπό τή λέξη αἴξ καί θά σημαίνει ἀσπίδα ἀπό
φος, ἁγνός), ἀπό τό α στερητ. + θιγγάνω (=ἀγγί- δέρμα κατσίκας. Ἤ ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἀΐσ-
ζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό θιγ- σω. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τή ρίζα αἴγ(λη) καί θά ση-
γάνω. μαίνει λαμπερή.
Ἆθλον (=βραβεῖο ἀγώνων). Ἀπό τό ἄFεθλον  Αἴγλη (=δόνηση, σπινθηροβολία, φῶς, λάμψη).
ἆθλον, ἀπό ρίζα Fεθ μέ προθεματικό α. Ἀπό τήν Ἀπό ρίζα αιγ- ἴδια μέ τοῦ ρήμ. αΐσσω.
ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἆθλος, ἀθλεύω, ἀθλέω (=ἀγω- Αἰγόκερως (=αὐτός πού ἔχει κέρατα κατσίκας).
νίζομαι), ἄθλημα, ἄθλησις, ἀθλητής, ἀθλητικός, Σύνθετη λέξη ἀπό τίς αἴξ + κέρας.
ἄθλιος (=αὐτός πού ἀγωνίζεται γιά τό ἆθλον, δυ- Αἰγυπιός (=γυπαετός). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς αἴξ
στυχής), ἀθλιότης, ἀθλοθετῶ, ἀθλοθεσία, ἀθλο- + γύψ.
θέτης, ἀθλοφορῶ, ἀθλοφόρος (=νικητής). Αἰδοῦμαι (=ντρέπομαι, σέβομαι). Πιθανόν ἀπό ρί-
Ἀθρέω (=βλέπω μέ προσοχή, διακρίνω). Ἀπό ρί- ζα αγ- ἴδια μέ τῆς λέξης ἅγιος (ἅζομαι). Ἀπό τή
ζα θερ + προθεματικό α = ἀθερ καί μέ μετάθεση ρίζα αισδ- προῆλθε τό ρῆμα. Παράγ. ἀπό ἴδια
γίνεται αθρε. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀθρήματα ρίζα: ἡ αἰδώς, αἴδεσις, αἰδέσιμος, αἰδεστέον,
(=δῶρα πού στέλνονται στίς νύφες), ἀθρητικός αἰδεστικός, αἰδεστός, αἰδεσιμώτατος (γιά ἱε-
(=αὐτός πού μπορεῖ νά βλέπει), ἀθρητέον. ρεῖς), αἰδοῖος, αἰδήμων, αἰδημοσύνη, ἀναιδής, καί
Ἀθροίζω (=συγκεντρώνω). Παρασύνθετο ἀπό τό αἶσχος (αἶδχος), αἰσχρός, αἰσχύνω, αἰσχύνη,
ἀθρόος (α ἀθροιστ. + θρόος – οῡς = θόρυβος). αἰσχροκερδής, ἀναίσχυντος, αἰσχυντηλός.
Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἄθροισμα, ἀθροισμός, Αἰδοῖος (=σεβαστός). Ἀπό τό αἰδοῦμαι, ὅπου δές
ἀθροιστήριον, ἀθροιστικός, ἀθροιστέον, ἀθροί- γιά περισσότερα παράγωγα.
σιμος ἡμέρα (=ἡμέρα συνάθροισης). Αἰδώς (=ντροπή, σεβασμός). Ἀπό τή ρίζα αισδ-
Ἀθρόος (=συμπυκνωμένος, συγκεντρωμένος). Ἀπό τοῦ αἰδοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
τό α ἀθροιστ. + θρόος-οῦς (=θόρυβος). Δές γιά στό ρῆμα αἰδοῦμαι.
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀθροίζω. Αἰθάλη (=ἡ καπνιά). Ἀπό τό ρῆμα αἴθω, ὅπου δές
Ἄθυμος (=αὐτός πού δέν ἔχει θάρρος, λιπόψυχος). γιά περισσότερα παράγωγα.

35
Αἰθήρ (=τό ἀνώτατο καί καθαρότατο στρῶμα τοῦ Αἴνιγμα (=λόγος ἀσαφής). Ἀπό τό αἰνίσσομαι, ὅπου
ἀέρα, ὁ οὐρανός). Ἀπό τό αἴθω, ὅπου δές γιά πε- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρισσότερα παράγωγα. Αἰνίσσομαι (=μιλῶ σκοτεινά, αἰνιγματικά).
Αἰθίοψ (=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Ἀπό τή λέξη αἶνος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά αἴνιγμα, αἰνιγματίας, αἰνιγματικῶς, αἰνιγμα-
περισσότερα παράγωγα στό αἴθω. τώδης (=σκοτεινός), αἰνιγμός, αἰνικτήρ (=πού
Αἴθουσα (=ἡ στοά μπροστά ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπι- μιλάει μέ ἀσάφεια), αἰνιγματιστής, αἰνικτός.
τιοῦ πού ἦταν ἀνατολική, γεμάτη ἥλιο). Ἀπό Αἶνος (=λόγος σημαντικός, ἀφήγηση, ἐγκώμιο,
τό ρῆμα αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἔπαινος). Λέξη πρωτότυπη. Παράγωγα ἀπό ἴδια
ράγωγα. ρίζα: αἰνῶ (=ἐπαινῶ), αἴνεσις, αἰνέτης, αἰνετός,
Αἴθριος (=καθαρός, λαμπρός, ἀνέφελος). Ἀπό τό αἰνετέον, αἴνη (=ἔπαινος), αἰνίσσομαι.
αἴθρα-αἰθήρ-αἴθω. Δές γιά περισσότερα παρά- Αἴξ (=κατσίκα). Ἀπό τό ἀΐσσω, ὅπου δές γιά περισ-
γωγα στό ρῆμα αἴθω. σότερα παράγωγα.
Αἴθω (=ἀνάβω, φλέγομαι). Ἀπό ρίζα αιθ-, ἀπό ὅπου Αἰόλος (=εὐκίνητος). Ἴσως ἀπό τό ἄημι (=πνέω).
καί οἱ λέξεις: τό αἶθος (=θερμότητα), ὁ αἰθός Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: αἰόλλω (=στρέ-
(=ὁ καμένος), αἴθων (=φλέγων), αἴθουσα, αἰθής φω ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ποικίλλω), αἰόλησις
(=καίων), αἰθάλη, αἰθαλόεις (=γεμάτος καπνιά), (=γρήγορη κίνηση).
αἰθαλόω, αἶθοψ (=πού ἔχει ὄψη φωτιᾶς), Αἰθί- Αἰπόλος (=βοσκός κατσικιῶν ). Ἀπό τίς λέξεις: αἴξ
οψ, Αἰθιοπικός, αἰθήρ, αἰθέριος, αἴθρη (=καθαρός + πολέω (=περιπλανιέμαι). Δές γιά περισσότερα
οὐρανός), αἰθρία, αἴθριος, αἰθριάζω (=κάνω τόν παράγωγα στό ρῆμα πολεύω.
οὐρανό ἀνέφελο), αἶθρος (=ὁ καθαρός καί ψυχρός Αἱρέω-ῶ (=συλλαμβάνω [ἐπί ἐμψύχων], κυριεύω
ἀέρας τοῦ πρωινοῦ), ὕπαιθρος, ὑπαίθριος. [ἐπί ἀψύχων], τό αἱροῦμαι σημαίνει ἐκλέγω, προ-
Αἰκία (=κακομεταχείριση, προσβολή). Ἀπό τό αἰκής τιμῶ). Ἀπό ρίζα Fαρ  Fαρ-j = Fαιρ = αἱρ-έω. Πα-
ἤ ἀεικής (α στερητ. + θ. Fεικ τοῦ ἔοικα). Δές γιά ράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἵρεσις (=κατάληψη, ἐκλογή,
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἰκίζω. σκοπός, φιλοσοφική ἀρχή, θρησκευτική μερίδα
Αἰκίζω καί πιό κοινό σάν ἀποθ. αἰκίζομαι (=βλά- πού πρεσβεύει δικά της δόγματα, πρόταση), προ-
πτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό αίρεσις, ὑφαίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, καθαί-
τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. Fεικ τοῦ ἔοικα) ρεσις, ἀναίρεσις (=τό σήκωμα τῶν νεκρῶν, θα-
(=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέ- νάτωση), συναίρεσις, αἱρετέος, αἱρετικός, αἱρετι-
ξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκι- σμός, αἱρετός, αὐθαίρετος, ἐξαίρετος, ἀναφαίρε-
στικός, αἰκίστρια. τος, περιαιρετός (=πού μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέ-
Αἴλουρος (=γάτα). Ἀπό τό αἰόλος (=εὐκίνητος) σει), παλιναίρετος (=πού παύθηκε καί πάλι ἐκλέ-
+ οὐρά. χτηκε), ἀρχαιρεσίαι (=ἐκλογές ἀρχόντων), πα-
Αἷμα. Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη, ρίζα ασ ραίρημα (=λουρίδα), τό ἕλωρ καί ἑλώρια (=λεία,
 ἅσιμα  αἷσμα  αἷμα. Ἀπό ἐδῶ οἱ λέξεις: λάφυρα), ἑλετός.
αἱματόω (=ματώνω, φονεύω), αἱματόεις, αἱμα- Αἴρω (=σηκώνω, ὑψώνω, μεγαλύνω). Ἀπό ρί-
τώδης, αἱμάτωσις, αἱμάσσω (=πληγώνω), αἱμα- ζα Fαρ + πρόσφυμα j  ἀρ-j-ω  αἴρω καί
κτός (=πού ἀποτελεῖται ἀπό αἷμα), ἀναίμακτος, ἀείρω καί ρίζα Fερ. Ὁ παρατατικός ᾖρον-
αἵμαξις (=ἀφαίμαξη), αἱματηρός. ᾐρόμην μέ ὑπογεγραμμένη, γιατί προέρχε-
Αἱμασιά (=ξηρότοιχος). Ἡ ἐτυμολογία του ἀβέβαιη, ται ἀπ' τό θέμα τοῦ ἐνεστώτα, οἱ ἄλλοι χρό-
ἴσως ἀπό τό αἱμάσσω (=πληγώνω). νοι χωρίς ὑπογεγραμμένη ἀπό τή ρίζα Fέρ.
Αἰνῶ (=ἐπαινῶ, συγκατανεύω). Ἀπό τό αἶνος (= Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄρσις (=σήκωμα), ἔπαρ-
λόγος, μύθος). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνεσις σις (=περηφάνια), ἔξαρσις (=ἔγερση), ἄπαρσις
(=ὕμνηση), αἰνετέον, ἐπαινετέον, ἐπαινετής, ἐπαι- (=ἀναχώρηση), ἀντάρτης, ἀνταρσία, ἀρτήρ -
νετός, παραίνεσις, παραινετικός (=συμβουλευ- ῆρος (=ἀναφορέας, μανέλλα), ἀρτηρία ἀορτή,
τικός). ἀορτήρ-ῆρος (=ζώνη ξίφους), ἄρδην (=σηκω-

36 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τά), μετέωρος, αἰώρα (=κούνια), συνωρίς (=ζευ- ἀΐσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γάρι ἀλόγων), τό ἄορ ἤ ἆορ (=ξίφος), ἀρσίπους Ἀΐω (=ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ). Ἀπό ρίζα αF-. Πα-
(=ζωηρός), τό ἄρμα-ατος (=τροφή, βάρος πού ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἐπάιστος (=φανερός),
σηκώνεται), ἀρτέον, μετάρσιος, ἔρανος (=συνει- ἀνεπάιστος (=ὁ μή ἀκουστός), ἐπαΐων (=αὐτός
σφορά), ἔριθος (=μισθωτός ἐργάτης), μίσθαρ- πού γνωρίζει).
νος (μισθός + ἄρνυμαι, ἐκτετ. τύπ. τοῦ αἴρο- Αἰών (=ζωή, μεγάλη περίοδος χρόνου). Ἀπό τή λέ-
μαι, ἄρνυμαι=ἀποκτῶ) (=αὐτός πού ἐργάζεται ξη αἰεί  ἀεί (=πάντα), ρίζα αιF-.
μέ μισθό). Αἰώρα (=κρεμάστρα, κούνια). Ἀπό τό ἀείρω (αἴρω)
Αἰσθάνομαι (=ἀντιλαμβάνομαι). Ἀπό τή ρίζα (=ὑψώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
αισ- πού εἶναι ἐκτετ. τύπ. τῆς αι- τοῦ ρήμ. ἀΐω ρῆμα αἴρω.
(=ἀκούω). Θέμα αἰσθ+αν+ομαι. Παράγ. ἀπό Ἀκαδήμεια ἤ Ἀκαδημία (=τοποθεσία τῶν Ἀθηνῶν,
ἴδια ρίζα: αἴσθησις, αἴσθημα, αἰσθητικός, αἰσθη- ὅπου δίδασκε ὁ Πλάτων). Ἀπό τόν ἥρωα Ἀκά-
τήριον, αἰσθητής, ἀναίσθητος, εὐαίσθητος, δημο.
συναίσθησις, διαίσθησις. Ἀκάθεκτος (=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. +
Αἴσιος (=εὐοίωνος, ὀρθός, κατάλληλος). Ἀπ’ τή λέ- καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισ-
ξη αἶσα (=μοῖρα). Ἀπό τήν ἴδια λέξη καί τά πα- σότερα παράγωγα στό ἔχω.
ράγωγα: αἴσιμος (=προωρισμένος), αἰσιοῦμαι Ἀκαρής (=σύντομος, μικρός, σάν τήν κόμη πού εἶναι
(=παίρνω κάτι σάν καλό οἰωνό), αἰσυητήρ (=εὐτυ- μικρή καί δέν μπορεῖ νά κοπεῖ). Ἀπό τό α στερητ.
χής), αἰσυμνήτης (αἶσα + μνήσασθαι) (=ἄρχο- + καρῆναι τοῦ κείρω (=κουρεύω). Δές γιά περισ-
ντας), αἴνυμαι (=παίρνω), ἐναίσιμος (=πεπρω- σότερα παράγωγα στό ρῆμα κείρω.
μένος), ἐξαίσιος. Ἀκαριαῖος (=στιγμιαῖος). Ἀπό τό ἀκαρής τοῦ κεί-
Ἀΐσω ἤ ᾄσσω (=ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι). Ἀπό ρίζα ρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
αικ-. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἴσως νά προέρχονται καί κείρω.
οἱ λέξεις: αἴξ, αἴγαγρος, αἴγειρος, αἰγιαλός, αἰγί- Ἀκατάσχετος (=ἀσυγκράτητος). Ἀπό τό α στε-
οχος, αἴγλη, αἰγόκερως, αἰγυπιός, αἰχμή, αἰχμά- ρητ. + κατέχω. Δές γιά περισσότερα παράγω-
λωτος, αἰχμαλωτίζω, αἰχμαλωσία, αἰόλος. γα στό ἔχω.
Ἄιστος (=ἀόρατος, ἄγνωστος). Ἀπό τό α στερητ. + Ἀκέομαι-οῦμαι (=θεραπεύω). Ἀπό τή λέξη ἄκος
ἰδεῖν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα (=θεραπεία). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἄκεσις
ὁρῶ. (=θεραπεία), ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκέσμιος, ἀκεστήρ
Αἶσχος (=ντροπή). Ἴσως ἀπό τό ρῆμα αἰδοῦμαι (=θεραπευτής), ἀκεστήριον, ἀκεστής, ἀκεστικός,
(αἶδ+χος-αἶσχος). Δές γιά περισσότερα παρά- ἀκεστός (=θεραπευτός), ἀνήκεστος (=ἀθερά-
γωγα στό αἰδοῦμαι. πευτος), ἄκεστρον (=φάρμακο), ἀκέστωρ (=σω-
Αἰτέω-ῶ (=ζητῶ). Ἰσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό αἶσα τήρ), ἀκεσώδυνος (=αὐτός πού παύει τίς ὀδύνες),
(=μοῖρα). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴτησις, αἴτημα, πανακής (=θεραπεύει τά πάντα), πανάκεια (=φάρ-
παραίτησις, διαιτητής, αἰτητικός, ἀπαιτητικός, μακο πού θεραπεύει τά πάντα), ἐξακέομαι (=θε-
αἰτητός, ἀπαραίτητος, αἰτήσιος, ἐπαίτης, αἰτία ραπεύω ἐντελῶς), ἐξάκεσις, Ἀκουμενός (=μυθο-
(=κατηγορία), αἰτιάζομαι, αἰτίαμα (=κατηγο- λογικός θεός τῆς Ἀθήνας).
ρία), αἰτιῶμαι, αἰτίασις, αἰτίζω (=ζητῶ ἐπίμονα), Ἀκέραιος (=καθαρός, ὁλόκληρος, σῶος). Ἀπό τό
αἴτιος, αἰτιολογία, αἰτιολογικός. α στερητ. + κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα πα-
Αἰτία (=κατηγορία). Συγγενική μέ τό αἴνυμι (=λαμ- ράγωγα στό ρῆμα κεράννυμι.
βάνω). Ἤ ἔχει τήν ἴδια ρίζα μέ τό αἰτῶ. Δές γιά Ἀκλεής (=ἄδοξος). Ἀπό τό α στερητ. + κλέος.
περισσότερα παράγωγα στό αἰτῶ. Ἄκλητος (=ἀκάλεστος). Ἀπό τό α στερητ. + κλη-
Αἰχμάλωτος (=αὐτός πού πιάστηκε στή μάχη). τός τοῦ καλῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
Σύνθετη λέξη ἀπό τό αἰχμή + ἁλωτός (τοῦ ἁλί- στό ρῆμα καλῶ.
σκομαι). Ἄκλυστος (=ἀκλυδώνιστος = πού δέν κλυδωνίζε-
Αἰχμή (=ἡ ἄκρη τοῦ δόρατος). Πιθανόν ἀπό τό ται ἀπ’ τά κύματα, ἀσφαλισμένος ἀπ’ τήν τρικυ-

37
μία). Ἀπό τό α στερητ. + κλύζω. Δές γιά περισ- ἔχει ἀκονισμένο τό αὐτί, δηλ. στραμμένο πρός
σότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύζω. κάτι μέ προσοχή). Κατ’ ἄλλους ὅμως ἀπό ρίζα
Ἄκλυτος (=αὐτός πού δέν ἀκούστηκε). Ἀπό το α κοF- μέ προθεματικό α  ἀ-κοF-ω  ἀκού-ω.
στερητ. + κλυτός τοῦ κλύω (=ἀκούω). Δές γιά Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκοή, ἄκουσμα, ἀκουστός
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύω. (=τόν ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νά ἀκούσει), ἀξιά-
Ἀκμή (=τό κοφτερό μέρος τοῦ μαχαιριοῦ). Ἀπό ρί- κουστος, ἀνήκουστος, ἀκουστής, ὠτακουστής,
ζα ακ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀκμάζω, ἀκμαῖος, ὠτακουστῶ, ἀκουστικός, ἀκουστέον, αὐτήκοος,
ἀκμήν (=ἀκόμη). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα προέρχονται ἐπήκοος, ἀνήκοος (=κωφός), κατήκοος (=ἀκροα-
καί οἱ λέξεις: ἄκανθα, ἀκή, ἀκίς, ἀκόνη, ἄκρον, τής), εὐήκοος, ὑπήκοος, βαρήκοος (=παρανοῶν),
ἀκρίς, ἀκωκή, αἰχμή, ἄκων (=ἀκόντιο), ἀκοντί- βαρυήκοος (=αὐτός πού ἀκούει βαριά), βαρυ-
ζω, ὀξύς. ηκοέω-ῶ, ἀκουσείω ἐφετικό τοῦ ἀκούω (=θέ-
Ἄκμητος (=ἀκούραστος). Ἀπό τό α στερητ. + κά- λω ν' ἀκούσω).
μνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀκραιφνής (=ἀκέραιος, καθαρός). Συγκοπτόμενος
κάμνω. τύπος τοῡ ἀκεραιοφανής. Πιθανόν ἀπό τό ἄκρος +
Ἀκοίτης (=σύζυγος). Ἀπό τό α άθροιστ. + κοίτη αἴφνης. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό α στερητ. + κραῖφνος
(τοῦ κεῖμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα (=τραῦμα). Τό ἀκέραιος ἀπ’ τό α στερητ. + κείρω
στό ρήμα κεῖμαι. (=κουρεύω) ἤ + κεράννυμι ἤ + κέρας.
Ἀκόλαστος (=αὐτός πού δέν τιμωρήθηκε, ἀχαλί- Ἀκρατής (=ἀνίσχυρος). Ἀπό τό α στερητ. + κρά-
νωτος). Ἀπό τό α στερητ. + κολάζω. Δές γιά πε- τος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κολάζω. κρατῶ.
Ἀκόλουθος (=αὐτός πού ἀκολουθεῖ κάτι). Ἀπό τό Ἄκρατος (=καθαρός, ἀνόθευτος). Ἀπό τό α στε-
α άθροιστ. + κέλευθος (ἀπό συμφυρμό τῶν θεμ. ρητ. + κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παρά-
κελευ- καί τοῦ ἐλεύθ-). Ἀπό τή λέξη ἀκόλουθος γωγα στό ρῆμα κεράννυμι.
παράγονται οἱ λέξεις: ἀκολουθῶ, ἀκολούθησις, Ἀκράχολος (=αὐτός πού γρήγορα ὀργίζεται, εὐερέ-
ἀκολουθητικός, ἀκολουθία, ἀκολουθητέον. θιστος). Ἲσως συνθέτη λέξη ἀπ’ τίς λέξεις: ἄκρα-
Ἀκόνη (=πέτρα πρός ἀκόνηση). Ἀπό τή λέξη ἀκή. τος + χόλος. Ἀπό δῶ τά παράγωγα: ἀκραχολέω
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀκμή. (=εἶμαι ὀξύθυμος), ἀκραχολία.
Ἀπό τή λέξη ἀκόνη οἱ λέξεις: ἀκονῶ, ἀκόνησις, Ἀκριβής (=αὐτός πού κρίνει μέ προσοχή, προσεχτι-
ἀκονητής. κός, αὐστηρός). Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη.
Ἀκονιτί (=χωρίς τή σκόνη τῆς κονίστρας, χωρίς κό- Ἴσως ἀπό τό ἀκροκριβής (ἄκρος+κρίνω). Ἀπό δῶ
πο). Ἀπό το α στερητ. + κονίω (=σκονίζω). Δές καί τά παράγωγα: ἀκριβόω (=κάνω κάτι μέ ἀκρί-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κονίω. βεια), ἀκρίβεια, ἀκρίβωμα, ἐξακρίβωσις, ἀκριβο-
Ἀκόντιον (=δόρυ). Ὑποκοριστικό τοῦ ἄκων ἀπ’ τή λογοῡμαι, ἀκριβολόγησις,ἀκριβολόγος.
λέξη ἀκή (=αἰχμή). Δές γιά περισσότερα παρά- Ἀκροάομαι-ῶμαι (=ἀκούω με προσοχή). Πιθανόν
γωγα στή λέξη ἀκμή. Ἀπό τη λέξη ἀκόντιον πα- ἀπό ρίζα ακρ + οὖς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
ράγονται οἱ λέξεις: ἀκοντίζω, ἀκόντισις, ἀκόντι- ἀκρόαμα, ἀκροαματικός, ἀκρόασις, ἀκροατέ-
σμα, ἀκοντισμός, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστικός, ἀκο- ον, ἀκροατήριον, ἀκροατής, ἀκροάμων, ἀκρο-
ντιστύς-ύος (=ἀγώνας ἀκοντίου). ατικός.
Ἀκόρεστος (=ἀχόρταγος). Ἀπό τό α στερητ. + κο- Ἀκροβατῶ (=προχωρῶ στίς ἄκρες τῶν ποδιῶν μου).
ρέννυμι. Δές για περισσότερα παράγωγα στό Παρασύνθετο ἀπό τό ἀκροβάτης (ἄκρος + βαίνω).
ρῆμα κορέννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό βαίνω.
Ἄκος (=θεραπεία). Δές γιά περισσότερα παράγω- Ἀκροβολίζομαι (=μάχομαι ἀπό μακριά). Παρα-
γα στό ρῆμα ἀκέομαι. σύνθετο ἀπό τό ἀκροβόλος (ἄκρος + βάλλω). Πα-
Ἀκούσιος (=αὐτός πού δέ θέλει). Συνῃρημένος τύ- ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκροβολία, ἀκροβόλισις,
πος ἀντί ἀεκούσιος, α στερητ. + ἐκούσιος. ἀκροβόλισμα, ἀκροβολισμός, ἀκροβολιστής.
Ἀκούω Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα ἀκ- + οὖς (=αὐτός πού Ἀκροθιγής (=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύν-

38 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


θετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά στερητ. + λαθεῖν. Δές γιά περισσότερα παράγω-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω. γα στό ρῆμα λανθάνω.
Ἀκροθίνιον (=τό πιό καλό μέρος ἑνός σωροῦ, ἡ κο- Ἀλάστωρ (=ἡ θεότητα πού τιμωρεῖ τό ἔγκλημα,
ρυφή τοῦ σωροῦ). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις ἄκρος ἐκδικητικός). Ἀπό τό α στερητ. + λανθάνομαι. Δές
+ θίς (=σωρός). γιά περισσότερα παράγωγα στό λανθάνω.
Ἀκρόπολις (=τό ψηλότερο τμῆμα τῆς πόλης). Σύν- Ἀλγηδών (=πόνος, ὀδύνη). Ἀπό τό ἀλγῶ πού πα-
θετη λέξη ἀπό τίς΄λέξεις: ἄκρος + πόλις. ράγεται ἀπό τό ἄλγος, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις:
Ἀκροχειρίζομαι (=ἀγωνίζομαι ἀπό κοντά, μέ συ- ἀλγεινός, ἄλγημα, ἀλγηρός, ἄλγησις, ἀλγινόεις,
μπλοκή τῶν χεριῶν μόνο). Σύνθετο ρῆμα ἀπό ἄλγυνσις, ἀλγύνω, ἀναλγησία (=ἀναισθησία),
τίς λέξεις: ἄκρος + χείρ. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναλγής, ἀνάλγητος, κεφαλαλγία.
ἀκροχείρισις, ἀκροχειρισμός (=ἡ πάλη μέ τά χέ- Ἄλγος (=πόνος). Ἀπό τό ρῆμα ἀλέγω (=βασανί-
ρια), ἀκροχειριστής, ἀκρόχειρον (=ἡ ἄκρη τοῦ ζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
χεριοῦ). ξη ἀλγηδών.
Ἀκρώρεια (=κορυφή τοῦ βουνοῦ). Σύνθετη λέξη Ἀλέγω (=φροντίζω, βασανίζω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + ὄρος. μολογία του. Ἴσως ἀπό τό α ἀθροιστ. ἤ προθεμ.
Ἀκρωτήριον (=κάθε μέρος πού προεξέχει). Ἀπό τή + λέγω. Ἀπό τό ἀλέγω παράγεται τό ἄλγος καί
λέξη ἄκρος. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκρωτηριά- τά παράγωγά του, καθώς καί οἱ λέξεις ἀλεγύ-
ζω (=κόβω τά ἀκρωτήρια πλοίων, κόβω τά ἄκρα νω, ἀλεγεινός.
ἀνθρώπων), ἀκρωτηρίασμα, ἀκρωτηριασμός. Ἀλείφω (=ἐπιχρίω). Ἀπό τό α προθεματικό + ρίζα
Ἀκτέριστος (=αὐτός πού δέν ἔτυχε νεκρικῶν τιμῶν). λιπ- τοῦ λίπος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄλειμ-
Ἀπό τό α στερητ. + κτερίζω (=θάβω μέ τιμές). μα (=καθετί γιά ἄλειψη), ἀλειπτήρ, ἀλειπτή-
Ἀκτή (=τό μέρος ὅπου σπάζουν τά κύματα). Ἀπό ριον (=τό μέρος ὅπου ἀλείφονταν), ἀλείπτης,
τό ἄγνυμι (=σπάζω). Δές γιά περισσότερα παρά- ἀλειπτικός, ἀλειπτός, ἀλειπτέον, ἄλειφαρ -ατος
γωγα στό ρῆμα ἄγνυμι. (=λάδι, λίπος), ἄλειψις, ἐξάλειπτρον (=μυροθή-
Ἀκωκή (=αἰχμή, ἄκρη). Ἀπό τή λέξη ἀκή (=αἰχμή). κη), εὐεξάλειπτος (=πού εὔκολα ἐξαλείφεται),
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀλοιφή (μέ μετάπτωση), ἀλοιφεῖον (=ἐργαλεῖο
ἀκμή. γιά τήν ἐπάλειψη), ἀνεξάλειπτος (=πού δέν ἐξα-
Ἀλαζών (=αὐτός πού πλανιέται, ἀπατεώνας). Ἀπό λείφεται).
τή λέξη ἄλη (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- Ἀλέκτωρ (=πετεινός). Πιθανόν ἀπό τό α ἀθροιστ.
ζα: ἀλαζονεύομαι (=κομπάζω), ἀλαζονίας, ἀλα- + λέκτρον, ἤ ἀκόμη ἀπό τό ρῆμα ἀλέξω (=ἀπο-
ζονικός, ἀλαζονεία, ἀλαζόνευμα. Δές γιά ἄλλα μακρύνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
παράγωγα στό ἀλῶμαι. ἀλέξω.
Ἀλαλάζω (=κραυγάζω δυνατά). Ἀπό τήν πολεμική Ἀλέξανδρος (=αὐτός πού προφυλάγει τούς ἄντρες).
κραυγή ἀλαλά. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλάλαγ- Ἀπό τό ἀλέξω + ἀνήρ. Δές γιά περισσότερα πα-
μα, ἀλαλαγμός, ἀλαλαγή, ἀλαλαί, ἀλαλή (=δυνα- ράγωγα στό ρῆμα ἀλέξω.
τή κραυγή), ὁ ἀλαλητός (=δυνατή κραυγή). Ἀλέξω (=ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, βοηθῶ). Ἀπό ἰα-
Ἀλάομαι-ῶμαι (=περιπλανιέμαι). Ἀπό τή λέξη ἄλη πετική ρίζα αλκ-, τό θέμα εἶναι αλεκ+σ+ω  ἀλέ-
(=περιπλάνηση). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλή- ξω, μέ συγκοπή τοῦ ε. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
της, ἀλητεία (=περιπλάνηση), ἀλητεύω, ἀλήτι- ἀλέξημα (=προστασία), ἀλέξησις (=ὑπεράσπισις),
μος, ἀλήμων, ἀλημοσύνη. ἀλεξήνωρ (=αὐτός πού βοηθᾶ), ἀλεξητήρ (=αὐτός
Ἀλαός (=τυφλός). Ἀπό τό στερητ. α+λάω (=βλέπω). πού ἀποκρούει κάποιον), ἀλεξητήριος (=ἱκανός
Ἀλαπάζω (=ἀδειάζω, κατανικῶ). Προθεματικό α + νά ἀπομακρύνει κάτι), ἀλεξητήριον (=γιατρικό),
λαπάζω (=ἀδειάζω), ἀπό τή ρίζα λαπ-. Ἀπό την ἄλεξις (=βοήθεια), ἀλέκτωρ, ἀλέξανδρος, Ἀλέ-
ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἀλαπαδνός (=αὐτός πού εὔκο- ξανδρος, ἀλεξίκακος (=αὐτός πού ἀπομακρύνει
λα καταβάλλεται), ἀλαπαδνοσύνη. κάτι κακό), ἀλεξίμβροτος (=αὐτός πού προστα-
Ἄλαστος (=ἀλησμόνητος, ἀφόρητος). Ἀπό τό α τεύει τούς θνητούς), ἀλεξίμορος (=πού ἀπωθεῑ

39
τό θάνατο), ἀλεξιφάρμακον (=ἀντίδοτο), ἔπαλξις ἀπό ἴδια ρίζα: ἅλωσις (=κατάκτηση), ἁλώσιμος
(=προμαχώνας), ἄλαλκε (ἀόρ. β' ), ἀλκή (=δύνα- (=αὐτόν πού μπορεῖ κάποιος εὔκολα νά συλλά-
μη), ἄλκιμος (=ρωμαλέος), ἀλκτήρ (=ἀποκρού- βει), ἁλωτός, δορυάλωτος, εὐάλωτος, αἰχμάλω-
ων), καί τά σημερινά ἀλεξίπτωτον, ἀλεξιβρόχιον τος, δυσάλωτος, εἵλως (=ὁ εἵλωτας), ἀνάλωτος
(=ὀμπρέλα), ἀλεξίσφαιρον, ἀλεξικέραυνον. (=πού δέν μπορεῖ κανείς νά κυριεύσει).
Ἄλευρον. Παράγωγο τοῦ ἀλέω, ὅπου δές γιά πε- Ἀλιταίνω (=βλάπτω, σφάλλω). Ἀπ’ τή λέξη ἄλη
ρισσότερα παράγωγα. (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίτημα
Ἀλέω (=ἀλέθω, κοπανίζω). Ἀπό ρίζα αλ πού σχη- (=ἁμάρτημα), ἀλιτήμερος (=πού γεννήθηκε πρό-
ματίζεται μέ τή ρίζα Fελ τοῦ εἴλω (=ἑλίσσω). Πα- ωρα), ἀλιτημοσύνη, ἀλιτήμων, ἀλιτήριος (=ἁμαρ-
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄλευρον, ἄλεσις, ἄλεσμα, τωλός), ἀλιτηρός, ἀλιτρία (=βλάβη), ἀλιτρός
ἀλέτης + ὄνος (=ἡ ἐπάνω πέτρα τοῦ μύλου πού (=ἁμαρτωλός).
περιστρέφεται), ἄλειαρ (=ἄλευρον), ἀλετός (=τό Ἀλιτήριος (=ἁμαρτωλός, ἔνοχος). Ἀπό τό ἀλιταί-
ἄλεσμα), ἀλεστέον, ἀλετρίς (=μυλωνοῦ), ἄλη- νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα (=λεπτό ἀλεύρι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: οὐλαί Ἀλκή (=δύναμη, ἀνδρεία). Ἀπό τό ἀλαλκεῖν, ἀόρ.
(=χοντραλεσμένο κριθάρι). β’ τοῦ ἀλέξω (=ἀπομακρύνω). Δές γιά περισσό-
Ἀληθής (=αὐτός πού δέν κρύβεται, πραγματικός, τερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλέξω.
εἰλικρινής). Ἀπό τό α στερητ. + λαθεῖν τοῦ λαν- Ἄλκιμος (=ἰσχυρός, ρωμαλέος). Ἀπό τή λέξη ἀλκή.
θάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλέ-
λανθάνω. ξω.
Ἄληκτος (=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό α Ἀλκυών (=θαλασσοπούλι). Ἡ ἐτυμολογία της εἶναι
στερητ. + λήγω. Δές γιά περισσότερα παράγω- ἀβέβαιη. Πιθανόν ἀπό τό ἅλς (=θάλασσα) + κυ-
γα στό ρῆμα λήγω. έω (=φουσκώνω).
Ἀλήτης (=περιφερόμενος, ἀγύρτης). Παράγωγο τοῦ Ἀλλάσσω (=μεταβάλλω). Ἀπό ρίζα αλλ- ἀπ’ ὅπου
ἀλῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. παράγονται καί οἱ λέξεις: ἄλλος, ἀλλά, ἀλλότρι-
Ἁλιεύς (=ψαράς). Ἀπό τό ἅλς-ἁλός (=θάλασσα). ος, ἀλλοῖος (=διάφορος), ἀλλήλων. Παράγωγα
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁλιεύω, ἁλίευμα, ἁλι- ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή,
ευτής, ἁλιευτικός. ἀλλάγιον (=ἀνταλλαγή αἰχμαλώτων), ἄλλαγμα,
Ἁλίζω (=συναθροίζω). Ἀπό τό ἁλής-οῦς (=ἀθρό- ἀλλακτέον, ἀλλακτικός, διαλλακτικός, ἄλλαξις,
ος). Ἡ ρἰζα αλ- εἶναι συγγενής μέ τήν Fελ- τοῦ διάλλαξις, ἀνταλλάξιμος, ἐναλλάξ, συνάλλαγ-
εἴλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁλία (=συνάθροι- μα, συναλλαγή.
ση λαοῦ), ἅλις (=ἀρκετά), ἁλιαία = ἡλιαία (=τό Ἀλληγορία (=εἰκονική ἔκφραση, περιγραφή ἑνός
δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν). Δές γιά περισσότερα πράγματος μέ τήν εἰκόνα ἄλλου). Ἀπό τό ἀλλη-
παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα στό ρῆμα εἴλω. γορέω (ἄλλος + ἀγορεύω), (=μιλῶ ἔτσι, ὥστε νά
Ἁλίκτυπος (=θαλασσοδαρμένος). Σύνθετη λέξη ὑπονοῶ κάτι ἄλλο).
ἀπ’ τίς ἅλς (=θάλασσα) + κτυπῶ. Δές γιά περισ- Ἄλλομαι (=ἀναπηδῶ). Ἀπό ρίζα σαλ- (λατιν. salio
σότερα παράγωγα στό ρῆμα κτυπῶ. καί τό σημερ. σάλτο), τό σ γίνεται δασεία  ἁλ-j-
Ἀλίνδω ἤ ἀλινδῶ (=κυλίω, περιπλανιέμαι). Ἡ ρί- ομαι  ἅλλομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἅλμα,
ζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ ἀλέω. Παράγω- ἅλσις (=πήδημα), οἱ ἁλτῆρες (=βάρη πού κρα-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίνδησις, ἀλινδήθρα (=κυ- τοῦσαν στά χέρια τους αὐτοί πού πηδοῦσαν, γιά
λίστρα). νά ἀποκτήσουν ὁρμή στό πήδημα), ἁλτηρεία (=ἡ
Ἁλίπεδον (=τό πεδίο κοντά στή θάλασσα, παραθα- ἀφή τοῦ χεριοῦ), ἁλτικός (=ἱκανός στό πήδημα),
λάσσιο). Σύνθετη λέξη ἀπ’ τίς ἅλς + πεδίον. ἅλτης, ἁλτήρ, ἁλτηροβολία, ἐφαλτήριον (=ὄργα-
Ἅλις (=ἀρκετά). Ἀπό τό ἁλής (=ἀθρόος). Δές γιά νο γυμναστικῆς).
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἁλίζω. Ἀλλότριος (=αὐτός πού ἀνήκει σ’ ἄλλον). Ἀπό τό
Ἁλίσκομαι (=συλλαμβάνομαι, αἰχμαλωτίζομαι, ἄλλος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλοτριῶ (=ἀπο-
κυριεύομαι). Ρίζα Fαλ+ισκ+ομαι. Παράγωγα ξενώνω), ἀλλοτρίωσις (=ἀποξένωση).

40 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἀλλόφρων (=αὐτός πού ἔχει ἄλλη γνώμη). Σύν- Ἅμαξα (ἅμα + ἄξων). Παράγωγο τοῦ ἄγω, ὅπου
θετη ἀπ’ τίς ἄλλος + φρήν. Παράγωγα ἀπό ἴδια δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίζα: ἀλλοφροσύνη, ἀλλοφρονῶ. Ἀμάραντος (=αὐτός πού δέ φθείρεται). Ἀπό τό α
Ἅλμα (=πήδημα). Ἀπό τό ἅλλομαι, ὅπου δές γιά στερητ. + μαραίνω.
περισσότερα παράγωγα. Ἁμαρτάνω (=ἀποτυγχάνω, σφάλλω). Ἀπό τό α
Ἅλμη (=ἁλμύρα, ἅρμη). Ἀπό το ἅλς (=θάλασσα). στερητ. + ρίζα σμαρ- (εἵμαρται) ἤ μερ- (μείρω,
Ἀλοάω-ῶ (ἁλωνίζω, ραβδίζω ). Ἀπό τό ἀλωή, δωρ. μέρος)+τ+αν+ω ἁμαρτάνω. (τό σ ἔγινε δασεία).
ἀλωά καί ἀττ. ἅλως (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁμάρτημα, ἁμάρτησις,
τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ ἀλέω (=ἀλέθω). Παράγω- ἁμαρτία, ἁμαρτοεπής (=αὐτός πού μιλᾶ ἀπερί-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλόησις (=ἁλώνισμα), ἀλοητέ- σκεπτα), ἁμαρτωλός, ἀναμάρτητος, νημερτής
ος, ἀλοητής (=ἁλωνιστής), ὁ ἀλοητός (=ἁλώνι- (=ἀλάνθαστος).
σμα), ἀλοιάω (ἐπικ. τοῦ ἀλοάω), ἀλοίησις, ἀλοι- Ἀμαρύσσω (=λάμπω, σπινθηροβολῶ). Ἀπό ρίζα
ητήρ, ἐπαλώστης (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια μαρ+α εὐφων. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμαρυγή
κατά τό ἁλώνισμα), πατραλοίας - μητραλοίας (=ἀκτινοβόληση), ἀμάρυγμα (=λάμψη). Ἀπ’ τήν
(=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα - τή ἴδια ρίζα καί οἱ λέξεις: μαρμαίρω (=λάμπω), μαρ-
μητέρα του). μαρυγή, μάρμαρος (=ἀστραφτερή πέτρα).
Ἄλογος (=παράλογος). Ἀπό τό α στερητ. + λόγος. Ἀμαυρός (=σκοτεινός, ἀσαφής). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
Παράγωγα ἀπό ίδια ρίζα: ἀλογῶ, ἀλογία, ἀλογί- μολογία του. Πιθανόν ἀπό το α στερητ. + μαρ
ζομαι, ἀλόγιστος, ἀλογιστία, ἀλογόω (=κάμνω (τοῦ μαρμαίρω), ἀλλά ἔτσι δέν ἑρμηνεύεται τό
κάποιον παράλογο). μαῦρος - μαυρῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμαυ-
Ἀλοιφή. Παράγωγο τοῦ ἀλείφω ὕστερα ἀπό ἑτε- ρόω (=κάμνω κάτι σκοτεινό, ἀσαφές), ἀμαυρό-
ροίωση τοῦ ει σέ οι. Δές γιά περισσότερα παρά- της, ἀμαύρωμα, ἀμαύρωσις.
γωγα στό ρῆμα ἀλείφω. Ἀμάω-ῶ (=θερίζω). Ἀπό ρίζα αμ ἀπ’ ὅπου καί οἱ
Ἁλουργός (=ὁ βαμμένος μέ γνήσια θαλάσσια πορ- λέξεις: ἄμητος (=θερισμός, ὁ καιρός τοῦ θερι-
φύρα). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς ἅλς (=θάλασσα) σμοῦ), ἀμητός (=ἡ συγκομιδή ἀπ’ τό θερισμό),
+ ἔργω. ἀμητέον, ἀμητήρ (=θεριστής), ἀμητήριον (=δρε-
Ἄλοχος (=ἡ σύζυγος). Ἀπό τό α ἀθρ. + λέχος (=κρε- πάνι), ἀμητικός, ἡ ἄμαλλα (=δεμάτι ἀπό στά-
βάτι) τοῦ λέγω (=κοιμίζω), ὅπου δές γιά περισ- χυα), ἀμαλλοδετήρ (=αὐτός πού δένει δεμάτια
σότερα παράγωγα. ἀπό στάχυα).
Ἅλς -ἁλός, ὁ (=ἁλάτι). Ἀπό ρίζα αλ- ἀπό ὅπου καί Ἀμβλίσκω (=προξενῶ ἐξάμβλωση, ἀποβολή) &
οἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός. Τό θηλυκό ἀμβλόω. Ἀπό τό ἀμβλύς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
 ἡ ἅλς-ἁλός (=θάλασσα). ζα: ἄμβλωσις (=ἀποβολή), ἄμβλωμα.
Ἄλσος (=δάσος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πι- Ἀμβλύς (=ὁ μή ὀξύς, ἀδύνατος). Πιθανόν ἀπ’ τή
θανόν ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἀλδαίνω (=αὐξά- ρίζα μαλ- ἀπ’ ὅπου προέρχεται καί τό μαλακός.
νω). Πιθανόν ἀπό ρίζα αρδ (ἀρδεύω). Πιθανόν Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμβλύνω, ἀμβλύτης,
ἀπ’ τό αλτ-jος (=ἄλσος). ἀμβλυντήρ.
Ἅλυσις (=ἁλυσίδα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία. Ἄμβλωσις (=ἀποβολή). Παράγωγον τοῦ ἀμβλόω
Ἄλφιτον (=ἀλεύρι ἀπό χοντροκοπανισμένο κρι- καί ἀμβλίσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
θάρι). Ἀπό τή ρίζα αλφ- ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ράγωγα.
ἀλφός (=λευκός). Ἀμβροσία (=τροφή τῶν θεῶν). Ἀπό τό ἄμβροτος
Ἅλως (=ἁλώνι, δίσκος τοῦ ἣλιου ἤ τῆς σελήνης). (α στερητ. + βροτός).
Ἀττ. τοῦ ἀλωή ἀπ’ ὅπου καί τό ἀλοάω, ὅπου δές Ἀμείβω (=ἀνταλλάσσω). Ἀπό τή ρίζα μεF- μέ προ-
γιά περισσότερα παράγωγα. θεματικό α καί τό πρόσφυμα j ἀ-μεF-j–ω 
Ἀμαθής (=ἀγράμματος). Ἀπό τό α στερητ. + μα- ἀμείβω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμοιβή (μέ
θεῖν τοῦ μανθάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἑτεροίωση τοῦ ει σέ οι), ἀμοιβαῖος, ἀμοιβαδίς
παράγωγα. (=κατά σειράν), ὁ ἀμοιβός (=αὐτός πού διαδέ-

41
χεται κάποιον), διάμειπτος (=εὐμετάβλητος), τό: βλάξ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπλακία,
ἀντάμειψις, ἀργυραμοιβός (=αὐτός πού ἀνταλ- ἀμπλάκημα (=σφάλμα), ἀναμπλάκητος (=ἀνα-
λάσσει νομίσματα). μάρτητος).
Ἀμείλικτος (=σκληρός, τραχύς). Ἀπό τό α στε- Ἄμπωτις (=ἀναρρόφηση, τράβηγμα τοῦ νεροῦ τῆς
ρητ. + μειλίσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- θάλασσας πρός τά μέσα). Συντετμημένος τύπος
ράγωγα. τοῦ: ἀνάπωτις τοῦ ἀναπίνω, ὅπου δές γιά περισ-
Ἀμελῶ (=δέ φροντίζω, εἶμαι ἀδιάφορος). Παρασύν- σότερα παράγωγα.
θετο ἀπό τό ἀμελής (α στερητ. + ἀπρόσ. μέλει Ἀμυδρός (=σκοτεινός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
μοι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμέλεια, ἀμέλημα, Συγγενές μέ τό ἀμαυρός.
ἀμελητέον, ἀμελητής, ἀμελητικός, ἀμελητί. Ἀμύμων (=ἄμωμος, ἄψογος, ἔξοχος). Ἀπό τό α στε-
Ἄμεμπτος (=ἄψογος). Ἀπό τό α στερητ. + μέμφο- ρητ. + μῶμος τοῦ μέμφομαι, ὅπου δές γιά περισ-
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σότερα παράγωγα.
Ἀμήχανος (=αὐτός πού δέν ἔχει πόρους, δύσκο- Ἀμύνω (=ἀπομακρύνω, ἀπωθῶ, ὑπερασπίζω). Ἀπό
λος, ἀνίκανος). Ἀπό τό α στερητ. + μηχανή τοῦ τό α προθεματ. + μύνη (=πρόφαση γιά ἀναβο-
μηχανῶμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμηχα- λή). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄμυνα (=ὑπερά-
νέω, ἀμηχανία. σπιση), ἀμυνητί (=μέ ἄμυνα), Ἀμυνίας, ἀμυντέ-
Ἅμιλλα (=ἀνταγωνισμός). Θέμα ἅμιλ + j +α  ον, ἀμυντήρ - ἀμύντειρα, ἀμυντήριος, ἀμυντής,
ἅμιλλα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁμιλλῶμαι ἀμυντικός, ἀμύντωρ (=ὑπερασπιστής), Ἀμύ-
(=ἀγωνίζομαι), ἁμίλλημα, ἁμιλλητέον, ἁμιλλη- ντας, Ἀμύνταιον.
τήρ (=ἀνταγωνιστής), ἁμιλλητήριος, ἁμιλλητι- Ἀμύσσω (=ξεσχίζω, τραυματίζω, τσουγκρανίζω).
κός, ἐφάμιλλος. Ἀπό το προθεματικό α + ρίζα μυκ- ἀπ’ ὅπου καί
Ἀμνήμων (=αὐτός πού λησμονεῖ, ἀχάριστος). Ἀπό οἱ λέξεις: ἄμυξις (=τσουγκράνισμα), ἀμύξ (=τσου-
το α στερητ. + μνήμη τοῦ μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά γκρανιστά), ἀμυχή (=τσουγκρανιά), ἀμυχηδόν,
περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό ἀμνήμων τά πα- ἀμυχιαῖος (=τσουγκρανισμένος), ἀμυκτέον, ἀμυ-
ράγωγα: ἀμνημονῶ, ἀμνημοσύνη, ἀμνησία. κτικός.
Ἀμνηστία (=τό ξέχασμα ἑνός ἀδικήματος, συγ- Ἀμφίεσις (=ἐνδυμασία). Παράγωγο τοῦ ἀμφιέν-
χώρεση τοῦ ἀδικήματος). Παρασύνθετο ἀπό τό νυμι (ἀμφί+Fεσ+νυ+μι), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
ἄμνηστος (α στερητ. + μνάομαι). Δές γιά περισ- ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός, ἀμφιεστρίς ἤ ἐφεστρίς
σότερα παράγωγα στό μνάομαι. Ἀπό τό ἄμνη- (=μανδύας), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμ-
στος και τό ρῆμα ἀμνηστεύω. φίεσις, εἷμα (=ἔνδυμα), μελανείμων (=ὁ ντυμέ-
Ἀμνός (=ἀρνί). Ἀπό τό ἀFνός  ἀβνός  ἀμνός. νος στά μαῦρα), ἷμα, ἱμάτιον, ἱματίδιον, ἱματίζο-
Ἀμοιβή (=ἀνταπόδοση). Ἀπό τό ἀμείβω μέ ἑτεροί- μαι (=ντύνομαι), ἱματισμός, ἐσθής, λευχείμων
ωση τοῦ ει σέ οι. Δές γιά περισσότερα παράγω- (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).
γα στό ρῆμα ἀμείβω. Ἀμφικτίονες (=αὐτοί πού κατοικοῦν γύρω, οἱ κο-
Ἄμοιρος (=αὐτός πού δέν ἔχει μερίδιο, ἄτυχος). ντινοί γείτονες). Ἀπό τό ἀμφί + κτίζω, ὅπου δές
Ἀπό τό α στερητ. + μοῖρα. Παράγωγο ρῆμα εἶναι γιά περισσότερα παράγωγα.
τό ἀμοιρῶ (=εἶμαι ἀμέτοχος). Ἀμφιρρεπής (=αὐτός πού γέρνει καί στά δυό μέ-
Ἄμπελος (=κλῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ρη). Ἀπό το ἀμφί + ρέπω, ὅπου δές γιά περισ-
Πιθανόν ἀπό τήν πρόθεση ἀμφί + ρίζα ελ- τοῦ σότερα παράγωγα.
ἑλίσσω. Ἀμφισβητῶ (=προχωρῶ χωριστά, διαφωνῶ, φιλο-
Ἀμπεχόνη (=λεπτό ἐπανωφόρι, ἔνδυμα). Ἀπό τό νεικῶ). Ἀπό τό ἀμφίς + βῆναι τοῦ βαίνω, ὅπου
ἀμπέχω ἤ ἀμπίσχω (ἀμφί + ἔχω). Ἄλλα παράγω- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπεχόνιον (ὑποκορ.), ἀμπέ- ἀμφισβητῶ: ἀμφισβήτημα, ἀμφισβητήσιμος, ἀμφι-
χονον. σβήτησις, ἀμφισβητητέον, ἀμφισβητικός, ἀναμ-
Ἀμπλακίσκω (=ἀποτυχαίνω, ἁμαρτάνω). Ἀβέβαιη φισβήτητος, ἀναμφισβητήτως.
ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ Ἀμφορεύς (=εἶδος ὑδρίας μέ στενό λαιμό καί δυό

42 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


λαβές). Ἀπ’ τό ἀμφί + φέρω  ἀμφιφορεύς, μέ (=καινούριος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνα-
συγκοπή ἀμφορεύς. Δές γιά περισσότερα παρά- καίνισις, ἀνακαινισμός.
γωγα στό ρῆμα φέρω. Ἀνάκτορον (=παλάτι, ἡ κατοικία τοῦ βασιλιά). Ἀπό
Ἄμωμος (=ἄμεμπτος, ἄψογος). Ἀπό τό α στερητ. τό ἀνάκτωρ (=βασιλιάς) τοῦ ἀνάσσω. Δές γιά πε-
+ μῶμος (=ψόγος). Δές γιά περισσότερα παρά- ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνάσσω.
γωγα στό ρῆμα μωμάομαι. Ἀνακωχή (=παύση, ἀνάπαυλα, πρόσκαιρη κατά-
Ἀναβιόω-ῶ (=ξανάρχομαι στή ζωή). Ἀπό τό ἀνά + παυση τοῦ πολέμου). Τό σωστό εἶναι ἀνοκω-
βίος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χή πού σχηματίστηκε ἀπό ἀναδιπλασιασμό τοῦ
βιόω. ἀνοχή τοῦ ἀνέχω. Δές γιά περισσότερα παράγω-
Ἀνάγκη (=βία, εξαναγκασμός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο- γα στό ρῆμα ἔχω.
γία του. Πιθανόν ἀπό τό α ἐπιτατ. + ἄγχω (ρίζα Ἀνάλγητος (=αὐτός πού δέν αἰσθάνεται πόνο,
αγκ-). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναγκάζω, ἀνα- ἀναίσθητος, σκληρόκαρδος). Ἀπ’ τό α στερητ.
γκαῖος, ἀναγκαῖον (=φυλακή καί σημ. ἀπόπατος), + ἀλγῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
ἀνάγκασμα, ἀναγκασμός, ἀναγκαστέος, ἀναγκα- λέξη ἀλγηδών.
στήρ, ἀναγκαστικός, ἀναγκαστός. Ἀνάληψις (=ἀνάκτηση). Ἀπ’ τό ἀναλαμβάνω (ἀνά
Ἀνάγλυφος (=σκαλιστός). Ἀνά + γλύφω (=σκαλί- + λαμβάνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρῆμα λαμβάνω.
Ἀνάγωγος (=κακοαναθρεμμένος). Ἀπό τό α στε- Ἀναλίσκω (=ξοδεύω). Ἀπ’ τήν πρόθ. ἀνά + Fαλ +
ρητ. + ἀγωγή (=μόρφωση). Δές γιά περισσότε- ισκ + ω  ἀναλίσκω. Δέν ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα
ρα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω. ἁλίσκομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνάλωσις
Ἀναδασμός (=ξαναμοίρασμα). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀνά (κατανάλωσις), ἀνάλωμα (παρανάλωμα), ἀναλω-
+ δατέομαι (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσό- τής (καταναλωτής), ἀναλωτέος, ἀναλωτικός.
τερα παράγωγα. Ἀνάλωτος (=ἀπόρθητος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ἁλί-
Ἀνάδοχος (=ἐγγυητής, αὐτός πού παίρνει στά χέ- σκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρια του ἀπ’ τήν κολυμπήθρα τό βαφτισμένο μω- Ἀναμφισβήτητος (=ἀδιαφιλονείκητος). Σύνθετη
ρό, σημερ. νουνός). Ἀπό το ἀναδέχομαι, ἀπ’ ὅπου λέξη ἀπ’ τό α στερητ. + ἀμφισβήτητος (ἀμφίς
καί ἡ λέξη ἀναδοχή. Δές γιά περισσότερα παρά- + βαίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
γωγα στό ρῆμα δέχομαι. ρῆμα ἀμφισβητῶ.
Ἀναδύομαι (=ἐκπηγάζω, βγαίνω στήν ἐπιφάνεια). Ἀνανέωσις (=ἀνακαίνιση). Ἀπ’ τό ἀνανεοῦμαι (ἀνά
Ἀπό τό ἀνά + δύω, ὅπου δές γιά περισσότερα + νέος).
παράγωγα. Ἀνάντης (=ἀνηφορικός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀνά +
Ἀνάθεμα καί ἀνάθημα (=καθετί πού ἀφιερώνεται, ἀντάω (=συναντῶ κάποιον). Συνήθως τό ἀντάω
καταραμένο, κατάρα). Παράγωγο τοῦ ἀνατίθημι σύνθετο  ἀπαντῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα
(ἀνά + τίθημι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα παράγωγα.
στό ρῆμα τίθημι. Παράγωγα ἀπ’ τό ἀνάθεμα: ἀνα- Ἀναντίρρητος (=αὐτός πού δέ δέχεται ἀντίρρηση).
θεματίζω, ἀναθεματισμός, ἀναθεματικός. Ἀπ’ τό α στερητ. + ἀντερῶ (ἀντιλέγω). Δές γιά
Ἀναθρώσκω (=ἀναπηδῶ). Ἀπό τό ἀνά + θρώσκω περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.
(=πηδῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἄναξ (=βασιλιάς). Ἀπ’ τό ρῆμα ἀνάσσω, ὅπου δές
Ἀναιδής (=ἀναίσχυντος, αὐθάδης). Ἀπό τό α στε- γιά περισσότερα παράγωγα.
ρητ. + αἰδώς τοῦ αἰδοῦμαι, ὅπου δές γιά περισ- Ἀνάπαιστος (=ἀναπαλλόμενος, ἀναπηδών). Ἀπ’
σότερα παράγωγα. τό ἀνά + παίω (=κτυπῶ). Δές γιά περισσότερα
Ἀναίνομαι (=ἀρνοῦμαι, καταφρονῶ). Γιά τό πρῶτο παράγωγα στό ρῆμα παίω.
συνθετικό εἶναι ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως Ἀνάπαυλα (=ἀνάπαυση, διακοπή). Άπ’ τό ἀναπαύω
εἶναι ἡ πρόθ. ἀνά ἤ το στερητ. α. Τό δεύτερο συν- (ἀνά + παύω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
θετικό εἶναι ἡ λέξη αἶνος. στό ρῆμα παύω.
Ἀνακαινίζω (=ἀνανεώνω). Ἀπ’ τό ἀνά + καινός Ἀνάπηρος (=σακάτης). Ἀπ’ τό ἀνά + πηρός (=ἀκρω-

43
τηριασμένος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπη- αὐδή (=φωνή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ροῦμαι, ἀναπηρία. στή λέξη αὐδή.
Ἀναποδίζω (=κάνω κάποιον νά ὀπισθοδρομήσει, Ἀναφανδόν (=φανερά). Ἀπ’ τό ἀναφαίνω (=φανε-
ὀπισθοδρομῶ). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀνά + πούς. Πα- ρώνω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα ἀνάφανσις,
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπόδισις (=ὀπισθο- ἀναφανδά (=φανερά). Δές γιά περισσότερα πα-
δρόμηση), ἀναποδισμός (=ἐπιστροφή), ἀναπο- ράγωγα στό ρῆμα φαίνω.
διστής. Ἀναφορικός (=αὐτός πού ἔχει σχέση μέ κάτι). Ἀπ’
Ἀναπολῶ (=ἀναστρέφω τό χῶμα, ἐπαναφέρω στή τό ἀναφορέω ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις ἀναφορεύς,
μνήμη). Ἀπ’ τό ἀνά + πολέω (πού προέρχεται ἀπ’ ἀνάφορον (=ξύλο μακρύ γιά μεταφορά φορτί-
τό πέλω = κινοῦμαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ων). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ἀναπόλησις, ἀναπολητέον, ἀναπολητικός. φέρω.
Ἄναρθρος (=ἀσυνάρτητος). Ἀπ’ τό α στερητ. + Ἀναχαιτίζω (=ρίχνω πρός τά πίσω τή χαίτη
ἄρθρον. καί σηκώνομαι στά δυό πισινά πόδια, γιά ἄλο-
Ἀνάρρησις (=ἀνακήρυξη). Ἀπ’ τό ἀναγορεύω. γα, ἐμποδίζω, ἀνακόπτω). Άπ’ τό ἀνά + χαίτη.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγο- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναχαίτισις, ἀναχαίτι-
ρεύω. σμα, ἀναχαιτισμός.
Ἀνάρρωσις (=ἡ ἐπάνοδος στήν ὑγεία ὕστερα ἀπ’ Ἀναψύχω (=δροσίζω). Ἀπ’ τό ἀνά + ψῦχος. Παρά-
ἀρρώστια, ἀνάκτηση δυνάμεων). Ἀπ’ τό ἀναρ- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνάψυξις (=ἀνακούφιση),
ρώννυμι (ἀνά + ῥώννυμι). ἀναψυχή, ἀναψυκτήρ, ἀναψυκτήριον, ἀναψυ-
Ἀνασκολοπίζω (=παλουκώνω). Ἀπ’ τό ἀνά + σκο- κτικός (=δροσιστικός).
λοπίζω (σκόλοψ=πάσσαλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια Ἁνδάνω (=ἀρέσω, εὐχαριστῶ). Ἀπό ρίζα σFαδ 
ρίζα: ἀνασκολόπισις, ἀνασκολοπισμός. ἁδ καί ἐπένθεση ἑνός ν ἁνδ  ἁνδ + αν + ω. Ἀπό
Ἀνάσσω (=βασιλεύω). Εἶχε στήν ἀρχή τό Fανάσ- τήν ἴδια ρίζα σFαδ- παράγονται καί τά: ἥδομαι,
σω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄναξ, ἄνασσα, ἀνά- ἡδύς, ἦδος, ἡδονή, ἄσμενος ἴσως καί τό ἑδανός
κτωρ, ἀνάκτορον, ἀνακτορία, ἀνακτόριος, χει- (=γλυκός).
ρώναξ. Ἀνδραγαθῶ (=φέρομαι σάν γενναῖος ἄνδρας).
Ἀναστατόω-ῶ (=ἀναστατώνω). Ἀπ’ τό ἀνάστατος Ἀπ’ τό ἀνήρ + ἀγαθός. Μεταγενέστερος τύπος
τοῦ ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τοῦ ἀνδραγαθίζομαι ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα:
στό ρῆμα ἵστημι. Ἀπ’ τό ἀναστατῶ τά οὐσιαστ. ἀνδραγαθία, ἀνδραγάθημα, ἀνδραγαθικός.
ἀναστάτωσις, ἀναστατήρ. Ἀνδράποδον (=αὐτός πού αἰχμαλωτίστηκε στόν πό-
Ἀναστομόω-ῶ (=ἀνοίγω, καθαρίζω). Ἀπ’ τό ἀνά + λεμο καί πουλήθηκε γιά δοῦλος, δοῦλος ἁπλῶς).
στομῶ (=φράζω) ἀπ’ τό στόμα. Παράγωγα ἀπό Πιθανόν ἀπ’ το ἀνήρ + πέδη (χειροπέδη) ἤ ἀπ’
ἴδια ρίζα: ἀναστόμωσις, ἀναστομωτήριος, ἀνα- τό ἀνήρ + ἀποδόσθαι (=πωλεῖν) ἤ ἀκόμη ἀπ’ τό
στομωτικός. ἀνήρ + πούς.
Ἀνάσχεσις (=ἀνοχή, καρτέρηση). Ἀπ’ τό ἀνέχω Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνδραποδίζω, ἀνδρα-
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις ἀνοχή, ἀνοχεύς, ἀνεκτός πόδισις, ἀνδραποδισμός (=ὑποδούλωση), ἀνδρα-
(=ὑποφερτός), ἀνεκτέος, ἀνεκτικός, ἀνασχετός ποδιστής (=σωματέμπορος), ἀνδραποδιστήρι-
(=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ος, ἀνδραποδιστικός, ἀνδραποδώδης (=δου-
στό ρῆμα ἔχω. λοπρεπής).
Ἀνατέλλω (=φέρω στό φῶς, ἀμετάβ. ἔρχομαι στό Ἀνδριάς (=ὁμοίωμα ἀνδρός, ἄγαλμα). Ἀπ’ τό ἀνήρ
φῶς). Ἀπ’ τό ἀνά + τέλλω (=κάνω κάτι νά ση- - ἀνδρός. Σύνθετες λέξεις: ἀνδριαντοποιῶ, ἀνδρι-
κωθεῖ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνατολή, ανα- αντοποιός, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριάντιον (ὑπο-
τολικός, ἐπιτολή (γιά ἄστρα). κορ. τοῦ ἀνδριάς), ἀνδριαντοειδής, ἀνδριαντο-
Ἀνατολή (τοῦ ἡλίου). Ἀπ’ τό ἀνατέλλω, ὅπου δές πλάστης, ἀνδριαντοπλαστική.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀνεκτός (=ὑποφερτός). Ἀπ’ τό ἀνέχομαι. Δές γιά
Ἄναυδος (=ἄφωνος, ἄλαλος). Ἀπ’ τό α στερητ. + περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.

44 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἀνέλπιστος (=ἀπροσδόκητος). Ἀπ’ τό α στερητ. δης, ἡ μέλισσα), ἀνθηρός, ἀνθηρότης, Ἀνθεστη-
+ ἐλπίς. ρίων, Ἀνθεστήρια, ἀνθίζω, ἄνθινος, ἀνθίον (ὑποκ.
Ἄνεμος. Ἀπό ρίζα αν σανσκριτική. Παράγωγα ἀπό τοῦ ἄνθος), ἄνθισμα, ἐξάνθημα, ἐξάνθησις.
ἴδια ρίζα: ἀνεμόω (=ἐκθέτω στόν ἄνεμο), ἀνε- Ἄνθρωπος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν
μώδης, ἀνεμόδαρτος, ἀνεμώνη, νήνεμος (=ἥσυ- ἀπ’ τό ἀνήρ-ἀνδρός+ὤψ-ὠπός.
χος), νηνεμία (=γαλήνη), προσήνεμος, ὑπήνε- Ἀνιαρός (=ἐνοχλητικός, θλιβερός). Ἀπ’ τό ἀνία
μος, ὑπηνέμιος. (=πόνος, θλίψη), ἀπ’ ὅπου καί τό ρῆμα ἀνιάω
Ἀνεμώνη (=τό ἄνθος τοῦ ἀνέμου). Ἀπ’ τό ἄνεμος, (=λυπῶ) καί τό ἀνιάζω (=λυπῶ). Ἡ ρίζα του δέν
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. εἶναι φανερή. Ἴσως ἀπ’ τό α στερητ. + ἰάομαι ἤ
Ἀνένδοτος (=ἀνυποχώρητος) Σύνθετο ἀπ’ τό α α στερητ. + ἰέναι.
στερητ. + ἐνδίδωμι (=ὑποχωρῶ). Δές γιά περισ- Ἀνίατος (=ἀθεράπευτος, ἀδιόρθωτος). Ἀπ’ τό α
σότερα παράγωγα στό ρῆμα δίδωμι. στερητ.+ ἰῶμαι (=θεραπεύω). Δές γιά περισσό-
Ἀνεξίκακος (=ὑπομονετικός). Ἀπ’ τό ἀνέχομαι τερα παράγωγα στό ρῆμα ἰάομαι-ἰῶμαι.
+ κακός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Ἀνιδίω (=ἱδρώνω πολύ). Ἀπ’ τό ἀνά + ἰδίω (=ἱδρώ-
ρῆμα ἔχω. νω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνιδιτί (=χωρίς
Ἀνέπαφος (=ἄθικτος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ἐπαφή ἱδρώτα, χωρίς κόπο).
τοῦ ἐφάπτω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Ἀνιμάω-ῶ (=ἀνασύρω, ἀντλῶ νερό μέ δερμάτινα
στό ρήμα ἅπτω. λουριά). Ἀπ’ τό ἀνά + ἱμάω (=ἀντλῶ νερό), πού
Ἀνερμάτιστος (=μετέωρος, ἄστατος, χωρίς βάση). παράγεται ἀπ’ τό ἱμάς (=λουρί). Παράγωγα ἀπό
Ἀπ’ τό α στερητ. + ἑρματίζω (=στηρίζω). Δές γιά ἴδια ρίζα: ἀνίμησις (=ἀνέλκυσις).
περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἕρμα. Ἀνόδους (=ὁ χωρίς δόντια). Ἀπ’ τό α στερητ. +
Ἀνέφικτος (=ἄφταστος, ἀπρόσιτος). Ἀπ’ τό α στε- ὀδούς.
ρητ. + ἐφικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παρά- Ἀνοίγω καί ἀνοίγνυμι. Ἀπ’ τό ἀνά + οἴγω. (Τό ρῆμα
γωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι. δέχεται χρονική καί συλλαβική αὔξηση ἐξαιτίας
Ἀνεψιός (=ὁ πρῶτος ξάδερφος). Ἀπ’ τό α ἀθροιστ. τοῦ F πού εἶναι στήν ἀρχή: παρατ. ἀνέῳγον ἀπό
+ ρίζα νεπ (nepos). ἀνήFοιγον, ἀόρ. ἀνέῳξα ἀπό ἀνήFοιξα). Παρά-
Ἀνήκεστος (=ἀθεράπευτος). Σύνθετο ἀπ’ τό α στε- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄνοιγμα, ἄνοιξις, ἀνοιγή
ρητ. + ἀκοῦμαι (=θεραπεύω). Δές γιά περισσότε- (=ἄνοιγμα), ἀνοιγεύς, ἀνοικτήριον (=κλειδί),
ρα παράγωγα στό ρῆμα ἀκέομαι-οῦμαι. ἀνοίκτης, ἀνοικτικός, ἀνοικτός, ἀνοικτέον.
Ἀνήκω (=ἀνέρχομαι, φτάνω ψηλά). Ἀπ’ τό ἀνά Ἀνοίκειος (=ὁ μή φιλικός, ἀσύμφωνος, ἀκατάλλη-
+ ἥκω. λος). Ἀπ’ τό α στερητ.+ οἰκεῖος τοῦ οἶκος, ὅπου
Ἀνήνυστος καί ἀνήνυτος (=ἀνεκτέλεστος, ἀκατόρ- δές γιά ἄλλα παράγωγα.
θωτος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ἀνύω (=τελειώνω). Δές Ἀνοκωχή (=διακοπή τῶν ἐχθροπραξιῶν). Ἀπ’ τό ἀν
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνύω. + ὀκωχή (ὁ παρακ. τοῦ ἔχω εἶναι ὄκωχα, ἑπομέ-
Ἀνθεκτικός (=αὐτός πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά πιά- νως ἀνέχω  ἀνόκωχα  ἀνοκωχή. Μέ παρε-
νεται ἀπό κάτι). Ἀπ’ τό ἀντί + ἑκτικός τοῦ ἔχω, τυμολογία ἀπ' τό ἀνά ἔγινε ἀνακωχή, ὅπου δές.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγο ρῆμα = ἀνοκωχεύω.
Ἀνθολογία (=συλλογή λουλουδιῶν, συλλογή ποι- Ἀνομβρία (=ξηρασία). Ἀπ’ τό α στερητ. + ὄμβρος
ημάτων σάν ἀνθοδέσμη). Ἀπ’ τό ἄνθος + λέ- (=βροχή).
γω (=συγκεντρώνω), ὅπου δές γιά περισσότε- Ἀνορθιάζω (=φωνάζω δυνατά, ξεσηκώνω). Πα-
ρα παράγωγα. ρασύνθετο άπ’ τό ἄνορθος (ἀνά + ὀρθός) ἀπό
Ἄνθος. Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη. Πιθανόν ρίζα ορ.
ἀπό ρίζα αθ μέ παρένθεση ἑνός ν  ανθ. Ἴσως Ἄνοστος (=ὁ χωρίς ἐπιστροφή, ὁ χωρίς νοστιμά-
ἔχει σχέση μέ τίς λέξεις: ἀθήρ (=στάχυ), Ἀθῆναι. δα). Άπ’ τό α στερητ. + νόστος (=ἐπιστροφή) καί
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνθεών (=ἀνθόκηπος), νόστος ἀπ’ τό νέομαι καί ναίω.
ἡ ἄνθη (=ἄνθισμα), ἄνθησις, ἀνθηδών (=ἀνθώ- Ἀντηρίς, ἡ (=ὑποστήριγμα). Ἀπ’ τό ἀντερείδω (ἀντί

45
+ ἐρείδω = στηρίζω). Δές γιά περισσότερα πα- Ἀνυπόδητος (=ξυπόλυτος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ὑπο-
ράγωγα στό ἐρείδω. δέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνυποδητέω, ἀνυ-
Ἀντιάζω (=συναντῶ, ἱκετεύω). Ἀπ’ τό ἀντίος (=ὁ ποδησία. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ἀπέναντι) καί αὐτό ἀπ’ τήν πρόθεση ἀντί. ρῆμα δέω.
Ἀντίβιος (=αὐτός πού ἀντιτάσσει βία ἐνάντια στή Ἀνύποπτος (=ὁ χωρίς ὑποψία). Ἀπ’ τό α στερητ. +
βία). Ἀπ’ τό ἀντί + βία. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. ὕποπτος (ὑπό + ὁρῶ). Δές γιά περισσότερα παρά-
ἀντιβίην (=ἐνάντια, κατά πρόσωπο). γωγα στό ρῆμα ὁρῶ.
Ἀντιβολέω-ῶ (=συναντῶ ἱκετεύω). Παρασύνθετο Ἀνύω ἤ ἀνύτω (=ἐπιτελῶ, τελειώνω). Ἀπό θέμα ανυ-
ἀπ’ τό ἀντιβολή τοῦ ἀντιβάλλω (=ρίχνω ἐναντί- ἤ ανυτ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄνυσις (=τελεί-
ον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιβόλησις, ἀντι- ωση), ἄνυσμα (=κατόρθωμα), ἀνύσιμος (=ἀπο-
βολία (=δέηση). τελεσματικός), ἀνυστέον, ἀνυστικός (=ἀποτε-
Ἀντιδικῶ (=ἔχω δίκη ἐναντίον κάποιου). Παρασύν- λεσματικός), ἀνυστός (=κατορθωτός), ἀνήνυ-
θετο ἀπ’ τό ἀντίδικος (ἀντί + δίκη). Παράγωγα στος (=ἀκατόρθωτος), αὐθέντης ἀντί αὐτοέντης
ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιδίκησις, ἀντιδικία. (=ἀπόλυτος κύριος, αὐτός πού σκοτώνει μέ τά
Ἀντικρύ (=ἀπέναντι). Ἀπ’ τό ἄντα ἤ ἀντί + κρυ. ἴδια του τά χέρια).
Ἀντίληψις. Ἀπ’ τό ἀντιλαμβάνομαι. Δές γιά περισ- Ἀνώγαιον ἤ ἀνώγεων (=αὐτό πού εἶναι πάνω ἀπ’ τή
σότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω. γῆ, τό ὑπερῶον τοῦ σπιτιοῦ). Ἀπ’ τό ἄνω + γαῖα.
Ἀντίξοος (=ὁ ἀντίθετα ξυσμένος, ἐχθρικός). Ἀπ’ Ἀνώδυνος (=πού δέν προκαλεῖ πόνο, καταπραϋντι-
τό ἀντί + ξέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- κός). Ἀπ’ τό α στερητ. + ὀδύνη.
γωγα. Ἀνώμαλος. Ἀπ’ τό α στερητ. + ομαλός.
Ἀντίος (=ὁ ἀπέναντι, ἀντίθετος, ἐχθρικός). Ἀπ’ Ἀνώνυμος (=ὁ χωρίς ὄνομα). Ἀπ’ τό α στερητ. +
τό ἀντί. ὄνομα.
Ἀντίπαλος (=ἀνταγωνιστής, ἀντίζηλος, ἰσόπα- Ἀνωφερής (=ἀνηφορικός). Ἀπ’ τό ἄνω + φέρω, ὅπου
λος). Ἀπ’ τό ἀντί + πάλη. Παράγωγα ἀπό ἴδια δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίζα: ἀντιπαλαίω, ἀντιπαλαιστής, ἀντιπάλαισμα, Ἀξίνη (=τσεκούρι γιά τό σκίσιμο ξύλων). Ἀπ’ τό
ἀντιπάλαισις (=ἀντίσταση). ἄγνυμι (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Ἀντιπλήξ (=αὐτός πού κτυπιέται κατά μέτωπο). ράγωγα.
Ἀπ’ τό ἀντί + πλήσσω (=κτυπῶ). Παράγωγα Ἄξιος (=αὐτός πού έχει τόσο βάρος, ἀξιόλογος). Ἀπ’
ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιπληκτίζω (=μαλώνω), ἀντι- τό ἄγω, μέ τή σημασία τοῦ ζυγίζω. Δές γιά περισ-
πλήκτης, ἀντίπληξις. Δές γιά περισσότερα πα- σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.
ράγωγα στό ρῆμα πλήσσω. Ἄξων. Ἀπ’ τό ἄγω ὕστερα ἀπό ἐπίταση τῆς ρίζας
Ἀντίρροπος (ἰσοβαρής). Ἀπ’ τό ἀντί + ρέπω (=κλί- αγ- σέ αξ-. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
νω, γέρνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.
ρῆμα ρέπω. Ἀοίδιμος (=ὁ φημισμένος). Ἀπ’ τό ᾄδω ἤ ἀείδω, ὅπου
Ἀντίτυπος ἤ ἀντιτυπής (=ἀντικρουόμενος, ἐλα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στικός). Ἀπ’ τό ἀντί + τυπῆναι τοῦ τύπτω, ὅπου Ἀοιδός (=τραγουδιστής). Ἀπ’ τό ᾄδω ἤ ἀείδω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀντίφασις. Ἀπ’ τό ἀντί + φημί, ὅπου δές γιά περισ- Ἀόριστος (=ὁ δίχως ὅρια, ἀπροσδιόριστος). Ἀπ’
σότερα παράγωγα. τό α στερητ. + ὁρίζω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ἀντλέω-ῶ (=βγάζω νερό). Ἀπ’ τό: ἄντλος, ὁ (=τό ρα παράγωγα.
βρώμικο νερό πού μαζεύεται στό βάθος τοῦ πλοί- Ἀορτή (=μεγάλη ἀρτηρία, στρατιωτικός γυλιός).
ου). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄντλημα (=κου- Ἀπ’ τό ἀείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
βάς), ἄντλησις, ἐξάντλησις, ἀντλητήρ, ἀντλητή- στό ρῆμα αἴρω.
ριος, ἀντλητής, ἀντλία, ἀνεξάντλητος. Ἀορτήρ (=λουρί, ζώνη). Ἀπ’ τό ἀείρω. Δές γιά πε-
Ἀντωνυμία (=λέξη πού χρησιμοποιεῖται ἀντί γιά ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω.
ὄνομα). Ἀπ’ τό ἀντί + ὄνομα. Ἀπαλλοτριῶ (=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπ’ τό ἀπαλλό-

46 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τριος (ἀπό + ἀλλότριος - ἄλλος). Παράγωγα ἀπό Ἀπέριττος (=ἁπλός, φτωχικός). Ἀπό τό α στερητ.
ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα). + περιττός.
Ἁπαλός (=τρυφερός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἄπεφθος (=καλοβρασμένος). Ἀντί ἄφεφθος ἀπ’
Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό ἁβρός ἤ μέ τό ἅπτω. τό ἀφέψω (=βράζω καλά). Δες γιά περισσότερα
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁπαλότης, ἁπαλύνω παράγωγα στό ρῆμα ἕψω.
(=μαλακώνω). Ἀπεχθάνομαι (=μισοῦμαι, εἶμαι μισητός). Ἀπ’ τήν
Ἀπαντάω-ῶ (=συναντῶ, ἀντιμετωπίζω). Σύνθετο πρόθ. ἀπό + ρίζα εχθ- (ἐχθρός) καί τό πρόσφυ-
ἀπ’ τό ἀπό + ἀντάω ἀπ’ τό ἄντα (=ἀπέναντι). μα αν  ἀπό+εχθ+αν+ομαι  ἀπεχθάνομαι.
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπάντημα, ἀπάντη- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπέχθεια (=μίσος),
σις, ἀπαντητέον, ἀναπάντητος. ἀπεχθής (=μισητός), ἀπεχθήεις (=βλαβερός),
Ἀπαρτί (=ἐντελῶς, ἀκριβῶς). Ἀπ’ τό ἀπό + ἄρτιος. ἀπέχθημα, ἀπεχθημοσύνη, ἀπεχθήμων, ἀπεχθη-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαρτίζω (=ἑτοιμάζω, τικός, φιλαπεχθήμων (=αὐτός πού ἀγαπᾶ νά
συμπληρώνω), ἀπαρτία, ἀπαρτικός, ἀπάρτισις κάνει ἐχθρούς).
(=συμπλήρωση), ἀπαρτισμός, ἀπαρτίως. Ἀπηλιώτης (= ὁ ἀνατολικός ἄνεμος). Ἀπ’ τό ἀπό
Ἀπαρτία (=πλήρης ὀμάδα). Ἀπ’ τό ἀπαρτί, ὅπου + ἥλιος.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπήμων (=ἀβλαβής). Ἀπ’ τό α στερητ. + πῆμα τοῦ
Ἀπάτη (=δόλος, πονηριά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία πάσχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
του. Ἴσως ἀπ’ τό ἀπαφίσκω (=ἐξαπατῶ) ἤ ἀπό Ἀπήνη (=τετράτροχος ἅμαξα). Ἄγνωστη ἡ ετυ-
θέμα απατ. Ἤ ἀκόμη νά εἶναι ἁπλοποίηση τοῦ μολογία του.
ἀποπατάω, ἤ ἀπ’ τή λέξη ἄτη (=πλάνη). Παρά- Ἄπιστος (=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος,
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπατῶ, ἀπατεών, ἀπατη- δύσπιστος). Ἀπ’ τό α στερητ. + πιστός τοῦ πεί-
λός, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀπατητής, ἀπατητι- θω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πα-
κός, δυσεξαπάτητος, εὐεξαπάτητος, εὐαπάτη- ράγωγα τοῦ ἄπιστος: ἀπιστέω, ἀπιστία, ἀπιστη-
τος, ἐξαπατητέον. τέον, ἀπιστητικός, ἀπίστως.
Ἀπατούρια (=γιορτή τῶν Ἀθηναίων κατά τήν ὁποία Ἄπλετος (=πολύ μεγάλος). Ἀπό ρίζα πλε- τοῦ πί-
τά παιδιά γράφονταν στούς καταλόγους τῶν μπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πολιτῶν). Πιθανόν ἀπ’ τό α ἀθροιστ. + πατήρ Ἄπληστος (=ἀχόρταγος). Ἀπ’ τό α στερητ. + πίμπλη-
ἤ φατρία. μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπαφίσκω (=ἐξαπατῶ). Ἀπ’ τό ἅπτω (ἁφή)  ἀφα- Ἁπλοῦς (=ἀπέριττος, ἁπλοϊκός). Ἔχει σχέση μέ τό
φίσκω  ἀπαφίσκω. ἅμα, κυρίως ὅμως: α ἀθροιστ. + πλόος. Παράγωγα
Ἀπειλή (=φοβέρα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πι- ἀπό ἴδια ρίζα: ἁπλοΐζομαι (=φέρομαι ἁπλά), ἁπλο-
θανόν ἀπό ρίζα ελ- τοῦ εἴλω (=ἀποκλείω). Ἴσως ϊκός, ἁπλότης, ἁπλόω (=κάνω κάτι ἁπλό).
νά σχετίζεται μέ τό δωρ. ἀπέλλα (=ἐκκλησία Ἄπνοια (=ἔλλειψη πνοῆς ἀνέμου, γαλήνη, νηνε-
τοῦ δήμου στή Σπάρτη) καί ἔτσι τό ἀπειλῶ ση- μία). Ἀπ’ τό ἄπνους (α στερητ. + πνέω). Δές γιά
μαίνει φωνάζω δυνατά. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πνέω.
ζα: ἀπειλῶ, ἀπείλημα, ἀπειλητήρ, ἀπειλητήριος, Ἀποβάθρα (=σκάλα γιά ἀποβίβαση). Ἀπ’ τό ἀπο-
ἀπειλητικός, ἀπειλητής. βαίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
Ἀπειρόκαλος (=ἀκαλαίσθητος). Ἀπ’ τό ἄπειρος βαίνω.
+ καλόν. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπειροκαλία Ἀπόβλητος (=ἄξιος νά διωχτεῖ, ἀνάξιος). Άπ’ τό
(=ἄγνοια τοῦ ὡραίου), ἀπειροκαλέομαι (=δέν ἀποβάλλω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ἔχω καλαισθησία). ρῆμα βάλλω.
Ἄπειρος: 1) α στερητ. + πεῖρα (=αὐτός πού δέν Ἀπόγονος ἤ ἀπόγειος (=ὁ ἄνεμος πού πνέει ἀπ’
ἔχει πεῖρα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπειρία τήν ξηρά). Ἀπ’ τό ἀπό + γῆ.
(=ἄγνοια). 2) α στερητ. + πέρας (=ἀπέραντος). Ἀπόγονος. Ἀπ’ τό ἀπογίγνομαι. Δές γιά περισσό-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπειρία (=τό ἄπειρο), τερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι.
ἀπείρων (=ἀτέλειωτος). Ἀπόδημος (=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπ’ τήν πατρί-

47
δα του). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + δῆμος (ρίζα δα ἀπ’ τό ἀπόλλυμι. Ἀκόμη ἴσως νά ἔχει σχέση μέ
τοῦ δαίω = μοιράζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- τό: ἀπειλή ἤ τό: ἀπέλλα (=ἐκκλησία).
ζα: ἀποδημέω-ῶ, ἀποδημητής, ἀποδημητικός, Ἀπολογοῦμαι (=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυ-
ἀποδημία. τό μου). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἀπόλογος (=διή-
Ἀποδιοπομποῦμαι (=ἀποτρέπω ἐπικείμενα κακά γηση)  ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότε-
μέ παρακλητικές θυσίες στο Δία). Σύνθετο ἀπ’ ρα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολό-
τήν πρόθεση ἀπό + Διός (Ζεύς) + πομπή. Πα- γημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητι-
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποδιοπόμπησις (=προ- κός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀνα-
σφορά ἐξιλαστικῆς θυσίας), ἀποδιοπομπητέ- πολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).
ον (=πρέπει κάποιος νά ἀπορρίψει μέ βδελυγμό Ἀπολυμαίνομαι (=καθαρίζομαι μέ λουτρό). Σύνθε-
καί ἀποστροφή). το ἀπ’ τό ἀπό + λῦμα (=ἀκαθαρσία). Παράγω-
Ἀποδυτήριον (=τόπος ὅπου ξεντύνονται). Ἀπ’ τό γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλυμα (=ἀκαθαρσία), ἀπο-
ἀποδύω (=ξεγυμνώνω), ἀπ’ ὅπου καί τά παρά- λυμαντήρ, ἀπολυμαντήριος.
γωγα: ἀπόδυσις, ἀποδυτέον. Δές γιά περισσότε- Ἀπόμαγμα (=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος
ρα παράγωγα στό ρῆμα δύω. γιά καθάρισμα, ἀκαθαρσία). Ἀπ’ τό ἀπομάσσω
Ἄποθεν (=ἀπό μακριά). Ἀπ’ τήν πρόθεση ἀπό. (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπομα-
Ἀποθήκη (=τόπος γιά ἀπόθεση πραγμάτων). Ἀπ’ γδαλία (=τό μαλακό μέρος τοῦ ψωμιοῦ μέ τό
τό ἀποτίθημι (=βάζω στήν ἄκρη). Δές γιά περισ- ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους μετά
σότερα παράγωγα στό ρῆμα τίθημι. τό δεῖπνο), ἀπομάκτης (=αὐτός πού καθαρίζει),
Ἄποικος (=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπ’ τήν πατρίδα ἀπόμακτρον (=μ’ αὐτό ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν
του). Ἀπ’ τό ἀπό + οἶκος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- παραπάνω), ἀπόμαξις.
ζα: ἀποικέω (=μεταναστεύω), ἀποίκησις, ἀποι- Ἀπόμαχος (=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπ’
κία, ἀποικίζω (=στέλνω ἀπ’ τήν πατρίδα ἀποι- τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα πα-
κία), ἀποίκισις (=σχηματισμός ἀποικίας), ἀποι- ράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.
κιστής (=ἀρχηγός ἀποικίας). Ἀποπατῶ (=ἀπομακρύνομαι ἀπ’ τό δρόμο γιά φυσι-
Ἄποινα (=αὐτά πού κρατοῦν μακριά τήν ποινή, τά κή ἀνάγκη). Ἀπ’ τό ἀπό + πατῶ. Παράγωγα: ἀπο-
λύτρα). Σύνθετο ἀπ’ τό α εὐφων. + ποινή. Προῆλθε πάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.
ὕστερα ἀπό ἁπλοποίηση τοῦ ἀπόποινα. Παρά- Ἀποπληξία (=ἀνικανότητα ἐξαιτίας πληγμάτων, πά-
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποινάω-ῶ (=ζητῶ τό πρό- θος ψυχῆς, θλίψη). Ἀπ’ τό ἀπό + πλήττω, ὅπου
στιμο πού μοῦ χρωστᾶ ὁ φονιάς). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπόκομμα (=κομμάτι). Ἀπ’ τό ἀποκόπτω (ἀπο- Ἄπορος (=ὁ χωρίς πόρους, πτωχός). Σύνθετο ἀπ’
κοπμα  μμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα τό α στερητ. + πόρος τοῦ περάω-ῶ. Παράγωγα:
στό ρῆμα κόπτω. ἀπορία, ἀπορέω, ἀπόρημα, ἀπορηματικός, ἀπο-
Ἀποκύησις (=γέννηση). Ἀπ’ τό ἀποκυῶ (ἀπό + ρητικός, ἀπόρησις.
κυῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀπόρρητος (=ἀπαγορευμένος, μυστικός). Σύνθετο
κυέω-ῶ. ἀπ’ τό ἀπό + ἐρῶ τοῦ λέγω. Δές γιά περισσότερα
Ἀπολαύω (=καρποῦμαι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω καί στό λέγω.
λαύω (ρίζα λαF- ἤ λαβ-). Τό ἁπλό λαύω ἦταν Ἀποσοβέω-ῶ (=σκιάζω, φοβίζω, ἀπομακρύνω). Ἀπ’
πιθανόν: λάω ἤ λάFω ἀπ’ ὅπου καί ἡ λεία, λη- τό ἀπό + σοβῶ (=διώχνω). Παράγωγα: ἀποσό-
ΐς καί λάτρις. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλαυ- βησις (=τρόμαγμα), ἀποσοβητής, ἀποσοβητήρι-
σις, ἀπόλαυσμα, ἀπολαυστήρια, ἀπολαυστικός, ος, ἀποσοβητικός.
ἀπολαυστός. Ἀπόστασις (=ἐπανάσταση, ἀπόσταση). Ἀπ’ τό ρῆμα
Ἀπόληψις (=παραλαβή, ἀνάκτηση). Ἀπ’ τό ἀπο- ἀφίσταμαι (ἀπό + ἵσταμαι). Δές γιά περισσότε-
λαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. Ἡ λέξη: ἀπόστα-
ρῆμα λαμβάνω. σις παράγεται ἀπ’ τό: ἀποστάτης ἀπ’ ὅπου καί οἱ
Ἀπόλλων. Ἂγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν λέξεις: ἀποστασία, ἀποστατέω, ἀποστατέον,

48 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ἀποστατήρ, ἀποστάτησις, ἀποστατικός. α στερητ. + πρᾶγμα τοῦ πράττω, ὅπου δές γιά
Ἀποστλεγγίζω (=καθαρίζω μέ τήν ξύστρα). Πα- περισσότερα παράγωγα.
ρασύνθετο ἀπ’ το ἀπό + στλεγγίς (=ξύστρα μέ Ἀπρίξ (=μέ σφιγμένα δόντια, σφιχτά). Ἀπ’ τό α
τήν ὁποία ἔξυναν ἀπ’ τό σῶμα τό λάδι μαζί μέ ἀθροιστ. + πρίω (=πριονίζω). Δές γιά περισσό-
τή σκόνη ὕστερα ἀπό ἀγῶνες). Παράγωγα: ἀπο- τερα παράγωγα στό ρῆμα πρίω.
στλέγγισμα. Ἀπρόοπτος (=ἀπρόβλεπτος). Ἀπ’ τό α στερητ. +
Ἀποστομόω-ῶ (=κλείνω τό στόμα κάποιου). Πα- προόψομαι (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα
ρασύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + στόμα. Παράγωγα: ἀπο- παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.
στόμωσις, ἀποστομίζω, ἀποστοματίζω (=ἀπο- Ἀπρόσικτος (=ἀπλησίαστος, ἀνέφικτος). Ἀπ’ τό
στηθίζω), ἀποστομάτισμα. α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότε-
Ἀποστρακίζω (=ἐξορίζω μέ ὀστρακισμό). Ἀπ’ τό ρα παράγωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι.
ἀπό + ὄστρακον. Ἅπτω (=προσδένω, ἐγγίζω). Ρίζα αφ- με πρόσφυμα
Ἀποτίνω (=πληρώνω κάτι σάν πρόστιμο). Ἀπ’ τό τ  ἅφ-τ-ω  ἅπτω. Παράγωγα: ἁφή (=ἄναμ-
ἀπό + τίνω (=πληρώνω). Παράγωγα: ἀπότισις μα, ψηλάφηση), ἐπαφή (καί ὄχι ἐφαφή, γιατί στήν
(=πληρωμή χρέους ἤ ποινῆς), ἀποτιστέον (=πρέ- ἀρχή ἡ λέξη ἁφή ἔπαιρνε ψιλή), Ἔπαφος (=ὁ γιός
πει κάποιος νά πληρώσει). Δές γιά περισσότερα τοῦ Διός καί τῆς Ἰοῦς), ἁπτός, ἅπτρα καί ἅπτρι-
παράγωγα στό ρῆμα τίνω. ον (=τό φυτίλι τοῦ λύχνου), ἁπτέον, προσαπτέον,
Ἀποτρόπαιος (=αὐτός πού διώχνει τό κακό, ὅποιος ἁπτικός, περίαπτον (=φυλαχτό), ἄαπτος (=ἀνίκη-
πρέπει νά ἀποκρουστεῖ). Ἀπ’ τό: ἀποτροπή (ἀπό τος), ἅψις (=ψηλάφηση, διατάραξη), ἁψίς (=σύν-
+ τρέπω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ἀπότρεψις, δεση, θόλος), ἁψίκορος (=αὐτός πού χορταίνει
ἀποτρεπτέον, ἀποτρεπτικός, ἀπότρεπτος (=ἄξι- μόλις ἀγγίξει τά φαγητά, δύσκολος), ἁψιμαχέω,
ος ἀποστροφῆς), ἀποτροπάδην, ἀποτροπῶμαι, ἁψιμαχία (=ἀκροβολισμός), ἁψίθυμος, ἁψικάρδι-
ἀποτροπιάζω (=διώχνω), ἀπότροπος (=ἐξόρι- ος, ἅψος, τό (=ἄρθρωση), ἅμμα (=σχοινί), ἁφάω
στος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα (=ψηλαφῶ), ἀφάσσω (=ψηλαφῶ).
τρέπω. Ἄπωσις (=ἀπώθηση). Ἀπ’ τό ἀπωθέω-ῶ. Δές γιά
Ἀπόφασις ἀντί ἀπόφανσις (=κρίση, ἔκφραση γνώ- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὠθῶ.
μης). Ἀπ’ τό ἀποφαίνω (ἀπό + φαίνω). Παράγωγα: Ἀπώτερος (=μακρινότερος). Ἀπ’ τήν πρόθεση
ἀποφαντικός, ἀποφαντέον, ἀποφαντός. Δές γιά ἀπό.
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φαίνω. Ἀράομαι-ῶμαι (=προσεύχομαι, εὔχομαι, καταριέ-
Ἀπόφθεγμα (=σοφή γνώμη σάν γνωμικό, εὔστο- μαι. Ἀπ’ τό οὐσιαστ. ἀρά (=εὐχή, κατάρα) πού
χη ἀπάντηση). Ἀπ’ τό ρῆμα ἀποφθέγγομαι (ἀπό προῆλθε ἀπ’ τό ρῆμα αἴρω, γιατί ὁ προσευχόμε-
+ φθέγγομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- νος ὑψώνει τά χέρια στόν οὐρανό. Παράγωγα:
ράγωγα. ἀρατός (=καταραμένος), Ἄρατος (=αὐτός γιά
Ἀποφράς (=δυσοίωνη, κακή). Ἀπ’ τό ἀπό + φρά- τόν ὁποῖο εὐχήθηκε κάποιος), ἐπάρατος (=κα-
ζω. ταραμένος), πολυάρατος, τρισκατάρατος, ἀρά-
Ἀποφώλιος (=μάταιος, ἀνώφελος). Ἀβέβαιη ἡ σιμος (=ἄξιος κατάρας), ἀρητήρ (=ἱερέας), ἀρη-
ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό ἀπό + φωλεός τήριον (=τόπος προσευχῆς), ἀρητεύω (=εἶμαι ἱε-
(=αὐτός πού ρίχνεται ἔξω ἀπ’ τή φωλιά). Ἴσως ρέας), ἐπικατάρατος, κατάρα.
ἀκόμη ἀπ’ τό ἀπό + ὄφελος (=ἀνώφελος) ἤ ἀπ’ Ἀράσσω (=χτυπῶ δυνατά, συντρίβω). Ἀπ’ τό προ-
τό ἀπό + φηλός (=ἀπατεώνας). θεματ. α + θέμα Fραγ = αFραγ+j+ω  ἀράσσω με
Ἀποχρώντως (=ἱκανοποιητικά). Ἀπ’ τό ἀποχρῶ συγχώνευση τοῦ γ καί j σέ δυό ττ ἤ σσ. Παράγω-
(=ἐπαρκῶ). γα: ἄραξις (=σύγκρουση), προσάραξις, ἄραγμα,
Ἄποψις (=θέα). Ἀπ’ τό ἀπόψομαι τοῦ ἀφορῶ (ἀπό ἀραγμός (=πάταγος), ἀράγδην (=μέ κρότο).
+ ὁρῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Ἀράχνη (=δίχτυ). Ἴσως ἔχει σχέση μέ τή ρίζα αρκ-
ρῆμα ὁρῶ. τοῦ οὐσ. ἄρκυς (=δίχτυ). Παράγωγα: ἀραχναῖος,
Ἀπράγμων (=ὁ χωρίς ἀσχολίες, φιλήσυχος). Ἀπ’ τό ἀραχνῶμαι (=ὑφαίνω ἱστό ἀράχνης), ἀράχνιον

49
(=τό ὕφασμα τῆς ἀράχνης), ἀραχνιόω, ἀραχνι- Ἄρης (=ὁ θεός του πολέμου). Ἀπό ρίζα αρ- ἴδια μέ
ώδης, ἀραχνοειδής, ἀραχνοϋφής (=λεπτός σάν τοῦ ἀρέσκω. Συγγενεύει μέ τό ἄρρην  ἄρσην.
ὕφασμα ἀράχνης). Ἄρθρον (=ἄρθρωση, κλείδωση). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ
Ἀργός (=αὐτός πού δέν ἐργάζεται, ὀκνηρός). Ἀπ’ ἀραρίσκω (=ἑνώνω). Παράγωγα: ἀρθρόω (=στε-
το α στερητ. + ἔργον, συνηρημένο ἀντί ἄεργος. ρεώνω, προφέρω καθαρά), ἄρθρωσις (=σύνδεση),
Παράγωγα: ἀργῶ (=δέν κάνω τίποτα), ἀργία, διάρθρωσις, ἐξάρθρωσις, ἀρθροπέδη (=δεσμός
ἀργότης (=βραδύτητα). τῶν ἄρθρων), ἀρθριτικός, ἀρθρίτις, ἄναρθρος.
Ἄργυρος (=λευκό μέταλλο, ἀσήμι). Ἀπό ρίζα αργ- Ἀριθμός. Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω. Ριζικό στοι-
τοῦ ἀργός (=λευκός) ἀπ’ ὅπου καί τά ἑξῆς: ἀργής χεῖο ἀρι + πρόσφυμα θμο + ς  ἀριθμός.
(=λαμπρός), ἀργήεις (=λευκός), ἀργυνόεις (=λα- Παράγωγα: ἀριθμέω-ῶ, ἀρίθμημα (=ἀρίθμηση),
μπρός), ἀργεννός (=λευκός), ἀργύγεος (=λαμπρός ἀρίθμησις, ἀριθμητέος, ἀριθμητέον, ἀριθμητής
σάν ἀσήμι), ἄργιλλος (=λευκό χῶμα). (=λογιστής), ἀριθμητικός, ἀριθμητός, εὐαρίθ-
Ἄρδην (=σηκωτά, ἐξολοκλήρου). Συνηρημένο ἀντί μητος, ἀναρίθμητος, ἀνάριθμος καί ἀνήριθμος
ἀέρδην ἀπ’ τό ρῆμα αἴρω-ἀείρω (=σηκώνω). Δές (=ἀλογάριαστος), εὐάριθμος, νήριθμος, νήρι-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω. τος (=ἄπειρος).
Ἄρδω (=ποτίζω). Ἀπό ρίζα αρδ- ἀπ’ ὅπου καί οἱ Ἀριστερός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Δέν ἔχει
λέξεις: ἄρδα (=ἀκαθαρσία), ἄρδαλος, ἀρδαλόω σχέση μέ τό ἄριστος.
(=μολύνω), ἀρδάνιον, ἀρδεία (=πότισμα), ἀρδεύω, Ἄριστον, τό (=πρόγευμα, πρωινό φαγητό). [Ἐνῶ
ἄρδευσις, ἀρδεύσιμος, ἀρδευτέον, ἀρδευτής (=πο- δεῖπνον = γεῦμα, δόρπος = βραδινό φαγητό,
τιστής), ἀρδευτός, ἀρδμός (=μέρος γιά πότισμα πρόγευμα, ἄριστον = γεῦμα, δεῖπνον = βραδινό
τῶν ζώων). φαγητό]. Ἠ λέξη ἄριστον εἶναι σύνθετη ἀπό τό:
Ἀρειμάνιος (=γεμάτος πολεμική μανία, πολεμόχα- ἀρι (ἦρι) = πρωί + στον (τοῦ ἔδω-ἐδτόν-ἐστόν
ρος). Ἀπ’ τό Ἄρης + μαίνομαι, ὅπου δές γιά πε- = τρώγω) ἀρι-εδ-τον ἄριστον. Δές γιά ἄλλα πα-
ρισσότερα παράγωγα. ράγωγα στό ἐσθίω. Παράγωγα: ἀριστάω-ῶ, ἀρι-
Ἀρέσκω (=ἀρέσω, εὐχαριστῶ). Ἀπ’ τή ρίζα αρ- ἀπ’ στήριον (=τραπεζαρία), ἀριστητής (=αὐτός πού
ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: ἀραρίσκω, ἄρθρον, τρώει πολύ), ἀριστητικός, ἀριστίζω (=δίνω σέ κά-
ἀρθμός, ἁρμός, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἀριθμός, ἄρτι, ποιον πρόγευμα), ἀριστοποιοῦμαι (=προγευματί-
ἄρτιος, ἀρτίζω, ἀρτύω, ἀρτύς, ἀρείων, ἄριστος, ζω), ἀριστοποιία, ἀνάριστος (=ἀπρογευμάτιστος),
ἀρι-, καί ἴσως Ἄρης, ἀρέσκω, ἀρετή, ἐρίηρος. Ρί- ἀναρίστητος, ἀναριστία, ἀναριστῶ.
ζα αρ + προσφ. ε καί σκ  ἀρ-έ-σκ-ω. Παράγω- Ἀριστοποιοῦμαι (=προγευματίζω). Σύνθετο ἀπ’ τό
γα: ἀρεσκόντως, ἄρεσκος (=αὐτός πού προσπα- ἄριστον + ποιοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παρά-
θεῖ νά φανεῖ ἀρεστός), ἀρεσκεύομαι (=κάνω κα- γωγα στή λέξη ἄριστον.
θετί, γιά νά φανῶ ἀρεστός), ἀρέσκεια, ἀρέσκευ- Ἀρκέω-ῶ (=ἀποκρούω, ὑπερασπίζω, ἱκανοποιῶ,
μα, ἀρεστέον, ἀρεστήρ (=εἶδος πλακοῦντος πού εἶμαι ἀρκετός). Ἀπό ρίζα αρκ- τοῦ οὐσ. ἄρκος
προσφερόταν στούς θεούς σάν ἐξιλαστήρια προ- (=ἀμυντήριο). Θέμα: ἀρκ+εσ+ω = ἀρκέσω =
σφορά), ἀρεστός, εὐάρεστος, δυσάρεστος, ἀρε- ἀρκέω. (λατιν. arceo). Παράγωγα: ἄρκεσις (=βοή-
στήριος (=ἐξιλαστήριος), ἀνθρωπάρεσκος, αὐτά- θεια), ἀρκέσιμος, ἀρκετός, ἄρκεσμα, ἀρκούντως,
ρεσκος, αὐταρέσκεια. ἐξαρκούντως, ἐπαρκούντως, ἄρκιος (=ἀσφαλής,
Ἀρετή. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ ἀρέσκω αρ-. ἐπαρκής), αὐτάρκης, αὐτάρκεια, αὐταρκέω, διαρ-
Ἀρήγω (=βοηθῶ, ἀποκρούω). Ἀπό ρίζα αρκ- τοῦ κής (=συνεχής), ποδάρκης (=ὁ γρήγορος στά πό-
ἀρκέω πού συγγενεύει μέ τή ρίζα αλκ- τοῦ ἄλαλ- δια), ἐπαρκής, ὀλιγαρκής.
κε. Ὁ τύπος αρκ- ἔχει θετική σημασία, ἐνῶ ὁ τύ- Ἄρκυς (=δίχτυ). Πιθανόν ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀρα-
πος αλκ- ἀρνητική. Στά παράγωγα τό η ἔγινε ρίσκω μέ ἐπέκταση σέ αρκ-. Παράγωγα: ἀρκυ-
ω. Παράγωγα: ἀρηγοσύνη (=βοήθεια), ἀρηγών ωρῶ (=παραμονεύω), ἀρκυωρός (=ὁ φύλακας δι-
(=βοηθός), ἀρωγή (=βοήθεια), ἀρωγός (=βοη- χτυῶν), ἀρκύστατος (=αὐτός πού στήθηκε σάν
θός), ἀρωγοναύτης. δίχτυ), ἀρκυστασία.

50 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἅρμα (=δίτροχο ἁμάξι). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω. Ἄροτρον (=ἀλέτρι). Παράγωγο τοῦ ἀρόω, ὅπου δές
Τό ἅρμα παίρνει δασεία, ἐπειδή μετά τό α ὑπάρ- γιά περισσότερα παράγωγα.
χουν ρμ καί κατ’ ἀναλογία μέ παράγωγα ἀπ’ τή Ἄρουρα (=καλλιεργημένη γῆ, χωράφι). Παράγω-
ρίζα ser- (ὅρμος-ἕρμα). Παράγωγα: ἁρμάτειος, γο τοῦ ἀρόω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
ἁρματεύω, ἁρματηλατῶ (=ὁδηγῶ ἅρμα), ἁρμα- γωγα.
τηλάτης, ἀρματοδρομῶ, ἁρματοπηγός (=αὐτός Ἀρόω-ῶ (=ὀργώνω, καλλιεργῶ). Ἀπό ρίζα αροF-
πού κατασκευάζει ἅρματα), ἁρματοτροφῶ (=τρέ- (λατ. aro, arvum, aratrum) μέ θέμα αρο- πού
φω ἄλογα γιά ἁρματηλασία), ἁρματοτρόφος, προῆλθε κατά μετάσταση ἀπ’ τά εἰς μι ρημ. (ἄρο-
ἁρματοτροφία. μι), γι’ αὐτό καί ὁ χαρακτήρας ο δέν ἐκτείνεται
Ἁρματηλάτης (=αὐτός πού ὁδηγεῖ ἅρμα). Σύνθε- μπροστά ἀπό καταλήξεις πού ἀρχίζουν ἀπό σύμ-
το ἀπ’ τό ἅρμα + ἐλαύνω. Δές γιά περισσότερα φωνο στούς λοιπούς χρόνους καί στά παράγωγα.
παράγωγα στή λέξη ἅρμα. Παράγωγα: ἄροσις (=γῆ καλλιεργήσιμη), ἀροτήρ,
Ἁρμόδιος (=κατάλληλος, ἀρεστός). Παράγωγο τοῦ ἀρότης, ἄρουρα (=χωράφι), ἀρουραῖος (=ἀγροτι-
ἁρμόζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κός), ἄχθος ἀρούρης (=βάρος τῆς γῆς, στόν Ὅμη-
Ἁρμόζω ἤ συνηθ. ἁρμόττω (=συνδέω, ταιριάζω). ρο), ἄροτος (=ὄργωμα), ἀροτικός (=ἀγροτικός),
Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω, μέ θέμα ἁρμόδ- ἤ ἀροτός (=πού μπορεῖ κάποιος νά ὀργώσει), ἀρο-
ἁρμόγ-j-ω  ἁρμόττω μέ τροπή τοῦ δ σέ τ καί τέον, ἀρόσιμος (=καρποφόρος), ἂροτρον (=ἀλέ-
ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί ἁρμόζω μέ τροπή τοῦ τρι), ἀρότρευμα (=ὄργωμα), ἀροτρεύς, ἀροτρεύω
γ + j σέ ζ. Παράγωγα: ἁρμή, ἁρμογή, συναρμογή, (=ὀργώνω), ἀνήροτος (=ἀκαλλιέργητος), ἄρω-
προσαρμογή, ἀναπροσαρμογή, ἐφαρμογή, ἁρμό- μα (=χωράφι).
διος, ἁρμοδίως, ἁρμοζόντως, ἁρμονία, ἁρμονι- Ἁρπάζω. Ἀπό ρίζα αρπ- (λατιν. rapio, rapax). Ἡ δα-
κός, ἅρμοσις, ἅρμοσμα, ἁρμοστέον, ἁρμοστήρ, σεία λόγω τοῦ σ. Τό θέμα ἁρπαγ+j+ω  ἁρπά-
ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρ- ζω. Παράγωγα: ἁρπαγή, ἁρπάγη (=γάντζος, τσι-
τη σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), ἁρμοστικός, ἁρμο- γκέλι), ἁρπαγεύς, ἅρπαξ, ἁρπάγδην (=ἁρπαχτά),
στός, εὐάρμοστος, ἀνάρμοστος, ἀνεφάρμοστος, ἅρπαγμα (=λεία), ἁρπαγμός, ἁρπακτήρ, ἁρπα-
ἐφαρμοστής, συναρμοστέον, ἁρμόστωρ (=κυ- κτήριος, ἁρπακτί, ἁπακτικός, ἁρπακτός, ἁρπα-
βερνήτης). λέος (=ἄπληστος), ἅρπασμα, ἁρπαστόν, ἁρπα-
Ἁρμονία (=σύνδεση, συμφωνία). Παράγωγο στικός, ἁρπαστός, ἁρπεδόνη (=σχοινί γιά κυνή-
τοῦ ἁρμόζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- γι), ἅρπη (=ἁρπακτικό πουλί), Ἅρπυιαι (στή μυ-
γωγα. θολογία ἦταν δαιμόνια φτερωτά, καί ἀλληγορι-
Ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρτη σέ κά ἄνεμοι μέ καταιγίδα), ἀνάρπαστος.
μιά πόλη ὑπήκοό της). Παράγωγο τοῦ ἁρμόζω, Ἅρπυιαι (=ἁρπάχτες, θύελλες, ἀνεμοστρόβιλοι).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ἁρπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Ἀρνέομαι-οῦμαι. Ἀπό ρίζα αρ- (τοῦ ἀρjω-αἴρω) μέ ράγωγα.
πρόσφ. νε  ἀρ-νέ-ομαι-οῦμαι. Παράγωγα: ἄρνη- Ἀρραβών (=καπάρο, ἐγγύηση, μνηστεία). Ἄγνωστη
σις, ἀρνήσιμος, ἀρνητέον, ἀρνητικός, ἄπαρνος ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως σχετίζεται μέ τό ἀραρί-
(=αὐτός πού ἐντελῶς ἀρνιέται), ἔξαρνος. σκω. Εἶναι καθαρά σημιτική λέξη.
Ἀρνός (=ἀρνί). Ἔχει σχέση μέ τό ἀρήν, ὀνομαστ. Ἀρραγής (=ἄθραυστος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ρήγνυ-
τῆς γεν. ἀρνός. Πιθανόν ἀπό ρίζα Fαρ. μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἄρνυμαι (=καρποῦμαι, κερδίζω). Ἀπό ρίζα αρ + Ἀρρενωπός (=πού ἔχει ὄψη ἀντρική, ἀνδροπρεπής).
πρόσφ. νυ  ἄρ-νυ-μαι. Ἐκτεταμένος τύπος Σύνθετο ἀπ’ τό ἄρρην + ὤψ.
τοῦ αἴρομαι. Παράγωγα: μισθαρνῶ (=ἐργάζο- Ἄρρητος (=μυστικός, ἀπαγορευμένος). Ἀπ’ τό α
μαι μέ μισθό), μίσθαρνος (=μισθωτός ἐργάτης), στερητ. + ῥηθῆναι τοῦ λέγω. Δές γιά περισσότε-
μίσθαρνον ὄργανον (=αὐτός πού κάνει κάτι χά- ρα παράγωγα στά ρημ. ἀγορεύω καί λέγω.
ριν μισθοῦ ἀδιαφορώντας γιά τήν ἠθική βάση Ἄρρωστος (=ἀσθενής). Ἀπ’ τό α στερητ. + ῥῶσις τοῦ
τῆς δουλειᾶς). ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

51
Ἄρσις (σήκωμα, ὕψωση). Ἀπ’ τό αἴρω (=σηκώνω), γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἄρχω
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. καί ἡγοῦμαι.
Ἀρτάνη (=ἀγχόνη, βρόγχος). Ἀπ’ τό ἀρτάω Ἄρχω (=ἀρχίζω, κυβερνῶ). Ἀπό ρίζα αρχ-. Παρά-
(=κρεμῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- γωγα: ἀρχή, ἀπαρχή, ἀρχῆθεν, ἀρχήν (=ἀπ’ τήν
γα. ἀρχή), ἀρχαῖος, ἀρχεῖον, ἀρχεῖα (=τά δημόσια
Ἀρτάω-ῶ (=κρεμῶ κάτι). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ αἴρω μέ ἔγγραφα), ἀρχέτας (=ἀρχηγός), ἀρχεύω (=εἶμαι
παρεμβολή ἑνός τ. Παράγωγα: ἀρτάνη (=βρόγ- ἀρχηγός), ἀρχικός, ἀρχός (=ἀρχηγός), ἵππαρχος,
χος), ἀρτέμων (=μικρό ἱστίο), ἄρτημα (=κρεμα- ταξίαρχος, γυμνασιάρχης, ὕπαρχος, ἔπαρχος, ναύ-
σμένο βάρος, σκουλαρίκι), ἐξάρτημα, παράρτη- αρχος, ἄρχων, ἀρχοντικός, ἀρκτός, ὑπαρκτός,
μα, ἄρτησις, συνάρτησις, ἀρτησμός (=κρέμασμα), ἀρκτέον, ἄναρκτος (=αὐτός πού δέν ὑποτάσσε-
ἀρτητός (=κρεμαστός), ἐξάρτησις. ται), ἄναρχος, ὄρχαμος (=ἀρχηγός), κωμάρχης,
Ἄρτι (=πρίν ἀπό λίγο). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρί- ἀρχιτέκτων, ἀρχῳδός (=χοροστάτης), ἀρχηγός,
σκω. ἀρχηγέτης, ἀρχηγικός, μονάρχης, ὀλιγαρχία, πα-
Ἀρτιάζω (=λογαριάζω, μετρῶ). Ἀπ’ τό ἐπίθ. ἄρτι- τριάρχης, πειθαρχῶ, τριήραρχος.
ος. Παράγωγα: ἀρτιασμός (=τό παιχνίδι «μο- Ἀρωγή (=βοήθεια). Παράγωγο τοῦ ἀρήγω, ὅπου
νά ζυγά»). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἄρτιος (=πλήρης, τέλειος). Ἔχει σχέση μέ τό ἀρα- Ἄρωμα. Ἡ ρίζα εἶναι ἀβέβαιη. Ἴσως εἶναι συγγενι-
ρίσκω καί τό ἄρτι. κό μέ τά ἀρτύω, ἀραρίσκω.
Ἄρτος (=καρβέλι, ψωμί ἀπό σιτάρι). Ἀμφίβολη ἡ Ἀσελγής (=ἀκόλαστος, αἰσχρός). Ἀπ’ τό α στε-
ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ἀρτύω, ρητ. + θέλγω μέ μετατροπή τοῦ θ σέ σ. Παρά-
ἀρτίζω. γωγα: ἀσελγαίνω (=φέρομαι ἀκόλαστα), ἀσέλ-
Ἀρτύω (=ἑτοιμάζω, καρυκεύω). Ἀπ’τό οὐσ. ἀρτύς γεια, ἀσέλγημα.
(=φιλία, σύμβαση, σύνδεση), ἀπό ρίζα αρ- τοῦ Ἄσεπτος (=ἀσεβής, ἀνίερος). Ἀπ’ τό α στερητ. + σέ-
ἀραρίσκω. Παράγωγα: ἄρτυμα (=καρύκευμα, βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μπαχαρικό), ἀρτυματικός, ἀρτύνας (=ὁ ἄρχο- Ἄσημος (=ὁ δίχως σημείο, ἀφανής, ἀσήμαντος).
ντας στό Ἄργος καί στήν Ἐπίδαυρο), ἄρτυσις, Ἀπ’ τό α στερ. + σῆμα τοῦ σημαίνω, ὅπου δές
ἀρτυτήρ (=ὁ ἄρχοντας στή Θήρα), ἀρτυτικός, γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀρτυτός (=καρυκευτός), ἀρτύνω (=καρυκεύω Ἀσθενής (=ὁ δίχως δύναμη, ἀδύνατος, ἄρρωστος).
φαγητό), ἴσως καί τό ἄρτος (=ψωμί), ἀρτίζω, Ἀπ’ τό α στερ. + σθένω. Παράγωγα: ἀσθενῶ, ἀσθέ-
ἄρτισις, κατάρτυσις, κατάρτισις (=παίδευση, νεια, ἀσθένημα, ἀσθενικός, ἀσθενῶ (=κάνω κά-
ἀγωγή), ἐξάρτυσις (τέλειος ἐφοδιασμός), κα- ποιον ἀνίσχυρο), ἀσθένωσις, ἐξασθένησις.
τάρτισμα, καταρτισμός, καταρτιστήρ. Ἆσθμα (=δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ἀπ’ τό ρήμα ἄω
Ἀρύω (=ἀντλῶ νερό, κερδίζω). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμο- (=πνέω), ἄημι. Παράγωγα: ἀσθμαίνω (=λαχανιά-
λογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα αρ- (τοῦ ἄρδω). Θέμα ζω), ἀσθματικός, ἀσθματώδης.
ἀρυ+ω = ἀρύω. Παράγωγα: ἀρύταινα (=δοχεῖο Ἀσκαρδαμυκτί (=χωρίς νά κλείνει κανείς τά βλέ-
λαδιοῦ), ἀρυταινοειδής, ἀρυτήρ (=κουτάλα), ἀρυ- φαρα, ἀτενῶς). Ἀπ’ τό ἐπίθετο ἀσκαρδάμυκτος
τήσιμος (=πόσιμος), ζωμάρυστρον ἤ ζωμήρυσις (α στερητ. + σκαρδαμύσκω = κλείνω τά βλέφα-
(=κουτάλα ζωμοῦ), οἰνήρυσις (=δοχεῖο γιά κρα- ρα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
σί), ἐτνήρυσις (=κουταλάκι σούπας). σκαρδαμύσσω.
Ἀρχαῖος (=παλιός). Ἀπ’ τό οὐσ. ἀρχή τοῦ ἄρχω, Ἀσκελής (=ὁ πολύ κουρασμένος, κατασκελετωμέ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νος). Ἀπ’ τό α ἐπιτ. + σκέλλω (=ξηραίνω, στεγνώ-
Ἀρχαιρεσία (=ἐκλογή ἀρχόντων). Σύνθετο ἀπ’ τό νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀρχή + αἴρεσις. Παράγωγα: ἀρχαιρεσιάζω (=κά- Ἀσκέω-ῶ (=κατεργάζομαι, ἑτοιμάζω, γυμνάζω, ἀσχο-
νω συνέλευση γιά ἐκλογή ἀρχόντων), ἀρχαι- λοῦμαι). Ἡ ρίζα ἀμφίβολη. Θέμα ασκ + προσφύ-
ρεσιακός. ματα ε καί j  ἀσκ-έ-j-ω  ἀσκῶ. Παράγωγα:
Ἀρχηγός. Σύνθετο ἀπ’ τό ἀρχή + ἡγοῦμαι. Δές ἄσκησις, ἄσκημα, ἀσκητέος, ἀσκητήριον, ἀσκη-

52 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τής, ἀσκητικός, ἀσκητός, ἀσκήτρια, ἀνάσκη- ρήμ. ἀστράπτω πού παράγεται ἀπ’ τό α προ-
τος (=ἀγύμναστος), σωμασκῶ, σωμασκία, φω- θεμ. + ρίζα σταρ- καί μέ μετάθεση τοῦ φθόγγου
νασκῶ, φωνασκία. στρα καί τό πρόσφυμα τ  ἀστράπ-τ-ω. Ἄλλα
Ἀσκός (=δερμάτινος σάκος, ἀσκί, τουλούμι). Ἡ ρίζα παράγωγα: ἀστραπαῖος (=αὐτός πού προξενεῖ
του ἀβέβαιη. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ἀσκῶ. ἀστραπές), ἀστραπηδόν, ἀστραπηφόρος (=ἀστρα-
Ἄισμα (=τραγούδι). Παράγωγο τοῦ ᾄδω, ὅπου δές φτερός).
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀστυάναξ (=ὁ ἀρχηγός τοῦ ἄστεως). Σύνθετο ἀπ’
Ἄσμενος (=πολύ εὐχαριστημένος, εὐτυχισμένος). τίς λέξεις: ἄστυ + ἄναξ.
Ἀπό τη ρίζα σFαδ- τοῦ ἁνδάνω ἀπ’ ὅπου καί οἱ Ἀστυνόμος (=αὐτός πού ἐπιβλέπει τήν πόλη). Σύν-
λέξεις: ἥδομαι, ἡδύς, ἧδος, ἡδονή. Τό ἄσμενος θετο ἀπ’ τίς λέξεις: ἄστυ + νέμω. Παράγωγα:
εἶναι μετ. μέσ. ἀόρ. α΄ ἀντί ἡσμένος (μετ. παθητ. ἀστυνομέω-ῶ, ἀστυνομία, ἀστυνομικός, ἀστυ-
παρακ. τοῦ ἥδομαι). Παράγωγα: ἀσμενίζω (=δέ- νόμιον (=τό μέρος ὅπου συνεδρίαζαν οἱ ἀστυ-
χομαι κάτι εὐχάριστα), ἀσμένισις, ἀσμενισμός, νόμοι).
ἀσμενιστός, ἀσμενιστέον, ἀσμένως. Ἄσυλος (=ἀπαραβίαστος, ἀσφαλής). Σύνθετο ἀπό α
Ἀσπάζομαι (=καλωσορίζω, φιλῶ, χαιρετίζω). Ἀπ’ στερητ. + σύλη (=τό δικαίωμα τῆς κατάσχεσης).
το προθεμ. α + ρίζα σπα- τοῦ σπάω (=σέρνω κο- Παράγωγα: ἀσυλεί (=ἀπαραβίαστα), ἀσυλία.
ντά μου), μέ θέμα ἀσπαδ καί τό πρόσφυμα j  Ἀσφαλής (=ἀσάλευτος, ἀκίνδυνος, ἐξασφαλισμέ-
ἀσπάδ-j-ομαι  ἀσπάζομαι. Παράγωγα: ἄσπα- νος). Ἀπ’ το α στερητ. + σφαλῆναι τοῦ σφάλλω,
σμα, ἀσπασμός, ἀσπάσιος, ἀσπαστέον, ἀσπαστι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κός, ἀσπαστός, ἀσπασίως, Ἀσπασία. Ἀσφόδελος (=εἶδος φυτοῦ σφερδούκλι). Ἀβέβαιη
Ἀσπαίρω (=σπαρταρῶ). Ἀπ’ τό α προθεμ. + σπαί- ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό σφοδρός ἤ ἀπ’
ρω (=σπαρταρῶ). τό σφόνδυλος.
Ἄσπειστος (=ἀδιάλλακτος, ἀμείλικτος). Ἀπ’ τό Ἄσχετος (=ἀσυγκράτητος, ἀκατανίκητος). Ἀπ’ τό
α στερητ. + σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότε- α στερητ. + σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισ-
ρα παράγωγα. σότερα παράγωγα.
Ἄσπετος (=ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος). Ἀπ’ τό Ἀσχολία (=ἐνασχόληση, ἐργασία). Ἀπ’ τό ἄσχολος
α στερητ. + εἰπεῖν τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισ-  α στερητ. + σχολή (=ἀπραξία) τοῦ ἔχω, ὅπου
σότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπ'
Ἄσπιλος (=ἀκηλίδωτος, καθαρός). Ἀπ’ τό α στε- τό ἄσχολος: ἀσχολέω-ῶ, ἀσχόλημα.
ρητ. + σπίλος (=κηλίδα). Δές γιά περισσότερα Ἀτασθαλία (=ἀφροσύνη, ἀσέβεια, ἀλαζονεία). Ἀπ’
παράγωγα στό ρῆμα σπιλόω-ῶ. τό ἀτάσθαλος, πού εἶναι σύνθετο ἀπ’ τό οὐσ. ἄτη
Ἄσπονδος (=ἀδιάλλακτος). Ἀπ’ τό α στερητ. + (=ὕβρις, συμφορά) + θάλλω (=ἀκμάζω).
σπονδή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Ἄτεγκτος (=αὐτός πού δέν μπορεῖς νά τόν μαλα-
ρῆμα σπένδω. κώσεις, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος). Ἀπ’ τό α στε-
Ἀστεῖος (=αὐτός πού εἶναι ἀπ’ τήν πόλη, αὐτός πού ρητ. + τέγγω (=βρέχω), ὅπου δές γιά περισσό-
ἔχει καλούς τρόπους, εὐτράπελος, κομψός). Ἀπ’ τερα παράγωγα.
τή λέξη ἄστυ (=πόλη). Ἀτέκμαρτος (=ἀπροσδιόριστος, ἀβέβαιος). Ἀπ’ τό
Ἀστράγαλος (=ἕνας ἀπό τούς σπονδύλους τοῦ τρά- α στερητ. + τεκμαίρομαι (=συμπεραίνω). Δές γιά
χηλου, κόκκαλο τῶν σφυρῶν, κύβος γιά παιχνί- περισσότερα παράγωγα στή λέξη τεκμήριον.
δι, κότσια). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα με τήν λέξη ὀστοῦν. Ἀτενής (τεντωμένος, ἐπίμονος). Ἀπ’ τό α ἀθροιστ.
Προῆλθε ἀπό ἀφομοίωση τοῦ ὀστράγαλος σέ + τείνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀστράγαλος. Παράγωγα: ἀστραγαλίζω (=παί- Ἀτέρμων (=ἀδιέξοδος, ἀτέλειωτος). Ἀπ’ τό α στε-
ζω τό παιχνίδι τῶν ἀστραγάλων), ἀστραγάλι- ρητ. + τέρμα.
σις, ἀστραγαλίσκος, ἀστραγαλιστής, ἀστραγα- Ἄτη (=σύγχυση τῆς ψυχῆς, βλάβη, καταστροφή)
λιστικός. Ἀπ’ τό ρῆμα ἀάω (=βλάπτω, τυφλώνω τό μυα-
Ἀστραπή (=λάμψη ἀστραπῆς). Παράγωγο τοῦ λό, μωραίνω).

53
Ἀτημέλητος (=παραμελημένος). Ἀπ’ τό ρῆμα ἀτη- τος). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + αἱρῶ, ὅπου δές γιά
μελέω-ῶ (α στερητ. + τημελής = ἐπιμελής). Δές περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα στό τημελής. Αὐθέντης (=αὐτός πού φονεύει μέ τά ἴδια τά χέ-
Ἄτιμος (=περιφρονημένος, αὐτός πού στερήθηκε ρια του, δεσπότης, ἀπόλυτος κύριος). Ἀντί τοῦ
τά πολιτικά του δικαιώματα). Ἀπ’ τό α στερητ. αὐτοέντης (αὐτός + ἕντης), τοῦ ἄνυμι (=φθά-
+ τιμή. Παράγωγα: ἀτιμάζω ἀτιμασμός, ἀτιμα- νω στό τέλος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
στέος, ἀτιμαστέον, ἀτιμαστής, ἀτιμαστήρ, ἀτι- στό ρῆμα ἀνύω.
μαστός, ἀτιμάω-ῶ (=περιφρονῶ), ἀτιμητέον, Αὔρα (=δροσερή πνοή τοῦ ἀνέμου). Ἀπ’ τό ἄη-
ἀτίμητος, ἀτιμία, ἀτιμόω-ῶ (=τιμωρῶ κάποιον μι (=φυσῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ-
μέ στέρηση τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων), ξη ἀήρ.
ἀτίμωσις. Αὔριον. Ἀπό ρίζα αF- ἀπ’ ὅπου ἡ λἐξη αὐώς  ἠώς.
Ἀτμός (=ἀναθυμίαση, ἀχνός). Ἀπ’ τό ἄημι, ἄω Ἀπ' τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυ-
(=πνέω). Παράγωγα: ἀτμίζω (=καπνίζω), ἀτμι- ρος.
στός, ἀτμοειδής, ἀτμώδης, ἐξατμίζω, ἐξάτμισις. Αὐστηρός (=τραχύς, δριμύς). Ἀπ’ τό αὔω (=ξηραί-
Ἄτομος (=ἄκοπος, ἀδιαίρετος). Ἀπ’ τό α στε- νω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ρητ.+τομή τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε- αὔω.
ρα παράγωγα. Αὔτανδρος (=μαζί μέ τούς ἀνθρώπους). Σύνθετο
Ἄτρακτος (=ἀδράχτι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ἀπ’ τίς λέξεις αὐτός + ἀνήρ.
Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα τραπ- τοῦ τρέπω. Αὐτίκα (=ἀμέσως). Ἀπ’ τήν ἀντωνυμία αὐτός.
Ἀτραπός (=μονοπάτι). Ἀπ’ τό α εὐφων. ἤ στερ. + Αὐτόματος (=αὐτός πού ἐνεργεῖ ἀπό μὀνος του).
τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + μέμαα τοῦ μάω (=ἐπι-
Ἀτρέμα (=ἀσάλευτα, ἥσυχα). Ἀπ’ τό α στε- θυμῶ).
ρητ.+τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- Αὐτόμολος (=αὐτός πού ἔρχεται μόνος του, αὐθόρ-
γωγα. Παράγωγα τοῦ ἀτρέμα: ἀτρεμέω-ῶ, ἀτρε- μητα). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + μολεῖν τοῦ βλώ-
μής, ἀτρεμία, ἀτρεμίζω καί ἀτρέμας ἐμπρός ἀπό σκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φωνῆεν. Αὐτόπτης (=αὐτός πού βλέπει μέ τά ἴδια του τά μά-
Ἀττική (=χώρα γεμάτη ἀκτές, ὅπου σπάζουν τά κύ- τια). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ,
ματα). Ἀντί Ἀκτική ἀπ’ τό ἄγνυμι, ὅπου δές γιά ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ἀττικίζω Αὐτοτελής (=αὐτός πού εἶναι τέλειος γιά τόν ἑαυτό
(=μιλῶ τήν ἀττική διάλεκτο), ἀττικισμός, ἀττι- του, ἀπόλυτος). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + τέλος.
κιστής, ἀττικιστί, ἀττίκισις. Αὐτουργός (=αὐτός πού κάνει κάτι μόνος του).
Αὐαίνω (=ξεραίνω, μαραίνω). Ἀπ’ τή λέξη αὖος Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + ἔργον ἀπό ρίζα εργ- τοῦ
(=ξερός) τοῦ αὔω (=ἀνάβω) ἀπό ρίζα αF- ὅπου ἔργω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
καί οἱ λέξεις: αὐστηρός, αὐσταλέος, αὐχμός. Πα- ἐργάζομαι.
ράγωγα: αὔανσις (=μαρασμός), αὐαλέος (=ξε- Αὐτόφωρος (=αὐτός πού πιάστηκε τήν ὥρα τῆς
ρός), αὐασμός (=ξηρασία), αὐαντή (νόσος) = κλοπῆς). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + φώρ (=κλέ-
μαρασμός. φτης).
Αὐδή (=φωνή, λαλιά). Συγγενικό μέ τό ᾄδω-ἀείδω. Αὐτόχθων (=ἐγχώριος, ντόπιος). Σύνθετο ἀπ’ τό
Παράγωγα: αὐδάω-ῶ, αὐδήεις, ἀναύδητος (=ἀνέκ- αὐτός + χθών (=γῆ).
φραστος), ἄναυδος (=ἄφωνος). Αὐτόχρημα (=πράγματι, ἀκριβῶς). Σύνθετο ἀπ’ τό
Αὐθάδης (=θρασύς, ὑπερόπτης, σκληρός). Σύν- αὐτός + χρῆμα.
θετο ἀπ’ τίς λέξεις: αὐτός + ρίζα αδ- τοῦ ἁνδά- Αὐχέω-ῶ (=ὑπερηφανεύομαι). Ἀπ’ τό αὔχη καί αὐχή
νω - ἥδομαι. Παράγωγα: αὐθαδίζομαι (=φέρο- (=ὑπερηφάνεια). Παράγωγα: αὔχημα, αὐχηματίας,
μαι ὑπερήφανα), αὐθάδεια, αὐθαδικός, αὐθάδι- αὔχησις, αὐχητής, αὐχήεις (=ὑπεροπτικός).
σμα, αὐθαδιάζομαι. Αὐχμός (=ξηρασία). Ἀπ’ τό αὔω (=ξηραίνω), ὅπου
Αὐθαίρετος (=αὐτοχειροτόνητος, αὐτοπροαίρε- δές γιά περισσότερα παράγωγα.

54 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Αὔω (=ξηραίνω). Ρίζα αὔ+ω  αὔω. Ἀπ’ τήν ἴδια χανεῖν τοῦ χάσκω, (=ἀπέραντος). Ἀπ’ τό α εὐφων.
ρίζα οἱ λέξεις: αὖος, αὐαίνω, αὐσταλέος, αὐστη- + χάσκω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ρός, αὐχμός, αὐχμῶ, αὐχμηρός, ἔναυσμα. ρῆμα χάσκω.
Ἀφανδάνω (=δέν ἀρέσω, δυσαρεστῶ). Σύνθετο ἀπ’ Ἀχήν (=φτωχός, ἄπορος). Ἀπ’ τό ἀχηνία (=ἔλλει-
τό ἀπό + ἁνδάνω. ψη).
Ἀφανής (=ἀόρατος). Ἀπ’ τό α στερητ. + φανῆναι Ἀχθηδών (=βάρος, λύπη, ἀθλιότητα). Ἀπ’ τό ἄχθο-
τοῦ φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- μαι πού παράγεται ἀπ’ τό ἄχθος, ὅπου δές γιά πε-
γα. Παράγωγα τοῦ ἀφανής: ἀφάνεια, ἀφανίζω, ρισσότερα παράγωγα.
ἀφάνισις, ἀφανισμός, ἀφανιστής. Ἄχθος (=βάρος, φορτίο, λύπη). Ἀπό ρίζα αχ- ἀπ’
Ἄφατος (=ἀπερίγραπτος). Ἀπ’ τό α στερ. + φα- ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: ἄγχι, ἄγχω, ἀγχό-
τός τοῦ φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- νη. Παράγωγα τοῦ ἄχθος: ἄχθομαι, ἀχθηδών,
γωγα. ἀχθεινός (=καταθλιπτικός), ἀχθοφόρος, ἐπαχθής
Ἀφειδής (=σπάταλος, γενναιόδωρος). Ἀπ’ τό α (=βαρύς), σεισάχθεια (=ἀπόσειση τοῦ βάρους).
στερητ. + φείδομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Ἀχθοφόρος (=χαμάλης). Σύνθετο ἀπ’ τό ἄχθος
ρα παράγωγα. + φέρω.
Ἀφελής (=ὁ χωρίς πέτρες, ὁμαλός, ἁπλοϊκός). Ἀπ’ Ἀχλύς (=ὁμίχλη, καταχνιά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
τό α στερητ. + φελλεύς (=πετρῶδες ἔδαφος). γία του.
Ἄφθοτος (=ἄφθαρτος). Ἀπ’ το α στερητ. + φθιτός Ἄχνη (=χνούδι). Ἴσως συγγενικό μέ τό ἄχυρο. Ρί-
τοῦ φθίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- ζα ακ-.
γα. Ἄχραντος (=ἀμόλυντος, ἄσπιλος). Σύνθετο ἀπ’ τό
Ἄφθονος (=αὐτός πού δέν φθονεῖ, πλουσιοπάρο- α στερ. + χραίνω (=μολύνω), ὅπου δές γιά πε-
χος). Ἀπ’ τό α στερητ. + φθόνος. ρισσότερα παράγωγα.
Ἀφορία (=ἀκαρπία). Ἀπ’ τό ἄφορος (α στερητ.+ φέ- Ἀχρεῖος (=ἄχρηστος, ἀνώφελος). Σύνθετο ἀπ’ τό
ρω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα α στερητ. + χρεία. Δές γιά περισσότερα παρά-
φέρω. γωγα στό ρῆμα χρήομαι-ῶμαι.
Ἀφορμή (=τό μέρος ἀπ’ ὅπου ὁρμᾶ κανείς, ὁρμη- Ἄχυρον. Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἄχνη.
τήριο, αἰτία). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + ὁρμή. Πα- Ἁψίκορος (=αὐτός πού γρήγορα χορταίνει, δύ-
ράγωγα: ἀφορμάω (=ξεκινῶ). σκολος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἅπτομαι + κόρος. Δές
Ἀφοσιόω-ῶ (=ἐξαγνίζω, ἀφιερώνω). Σύνθετο ἀπ’ γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἅπτω καί
τό ἀπό + ὅσιος. Παράγωγα: ἀφοσίωμα, ἀφοσί- στό κορέννυμι.
ωσις, ἀφοσιωτέον. Ἁψιμαχία (=ἀκροβολισμός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἅπτο-
Ἀφραδής (=ἀνόητος, ἀσύνετος). Σύνθετο ἀπ’ τό α μαι + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
στερ. + φράζομαι. Δές γιά περισσότερα παράγω- ρῆμα ἅπτω.
γα στό ρῆμα φράζω. Ἁψίς (=ραφή, καμάρα, θόλος). Ἀπ’ τό ἅπτω, ὅπου
Ἄφραστος (=ἀνέκφραστος, θαυμαστός). Σύνθετο δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀπ’ τό α στερ. + φράζω, ὅπου δές γιά περισσό- Ἄωρος (=ὁ παρά τήν ὥρα, ἄκαιρος, ἄγουρος). Ἀπ’
τερα παράγωγα. τό α στερητ. + ὥρα. Παράγωγα: ἀωρία, ἀωρί (=ὄχι
Ἀφροδίτη (=αὐτή πού γεννήθηκε ἀπ’ τόν ἀφρό, ἡ στήν κατάλληλη ὥρα).
θεά τοῦ ἔρωτα καί τῆς ὀμορφιᾶς). Σύνθετο ἀπ’ Ἄωτον (=τό ἄριστο, τό πιό ἐκλεκτό). Ἴσως ἀπ’ τό
τίς λέξεις ἀφρός + δύομαι. ἄημι (=φυσῶ) ἤ ἀπ’ τό α στερητ. + οὖς-ὠτός.
Ἄφρων (=ἀνόητος). Σύνθετο ἀπ’ τό α στερ. +
φρήν.
Ἄφυκτος (=ἀναπόφευκτος). Σύνθετο ἀπ’ τό α στερ.
+ φυκτός τοῦ φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Ἀχανής (=ἄλαλος, ἄφωνος). Ἀπ’ τό α στερ. +

55
B Βῆτα

Βάδην (=βῆμα πρός βῆμα). Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές διάβημα, βωμός, βωμολόχος (=αὐτός πού στέ-
γιά περισσότερα παράγωγα. κεται γύρω ἀπ’ τό βωμό γιά ν’ ἁρπάξει κανένα
Βαδίζω (=πηγαίνω πεζός). Ἀπό ρίζα βα- τοῦ βαίνω κομμάτι κρέας, ἀναίσχυντος), ἐμβάς (=παπού-
ἀπ’ ὅπου τό ποιητ. ὁ βάδος (=περίπατος)  βα- τσι), ἐμβατήριον, κιλλίβας (=ὑπόβαθρο), ναυβά-
δίδ-j-ω  βαδίζω. Παράγωγα: βάδισις, βάδισμα, της, παραβάτης, παράβασις, σχοινοβάτης, ὑπερ-
βαδιστής, βαδιστέον, βαδιστικός, βαδιστός. βασία, ὑπόβαθρον, διαβήτης.
Βαθμός (=σκαλοπάτι, κατώφλι, βαθμός προόδου). Βακτηρία (=ράβδος, μπαστούνι). Ἀπό ρίζα βα- τοῦ
Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γωγα. Βάκχος (=τό ὄνομα τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν
Βάθρον (=μέρος ὅπου στέκεται κανείς). Συντε- συγγενικό μέ τό ἠχῶ, ἰαχή. Ρίζα: Fαχ  Fι + Fακ
τμημένο ἀπ’ τό: βατήριον βα+θ+ ρον  βά- + χος Βάκχος. Παράγωγα: βακχεύω (=γιορτά-
θρον, ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα ζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό μανία),
παράγωγα. Βάκχειος, βακχεία, βάκχευμα, βάκχευσις, βακχευ-
Βαθύς. Ἀπό ρίζα βαθ- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: βά- τής, Βάκχη (=μαινάδα), βακχευτικός.
θος, βένθος, βυθός, βυσσός, βῆσσα. Παράγωγα: Βαλαντιοτομῶ (=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορ-
βαθύνω, βάθυνσις. τοφόλια). Παρασύνθετο ἀπ’ τό βαλαντιοτόμος
Βαίνω (=προχωρῶ). Ἡ ἀρχική ρίζα βαμ + προσφ. (βαλάντιον + τέμνω). Τό βαλάντιον (=πορτο-
j  βαμ-j-ω  βαν-j-ω  βαίνω. Θέμα βα- καί φόλι, σακούλι) ἴσως ἀπ’ τό βάλλω.
μέ μετάπτωση βη- καί βω-. Παράγωγα: βακτηρία Βαλάντιον (=σακούλι, πορτοφόλι). Γράφεται καί
(=μπαστούνι), βάκτρον, βάσις, διάβασις, ἀνάβα- μέ δύο λ  βαλλάντιον. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
σις, κατάβασις, ἀπόβασις, βάσιμος, βαθμίς, βαθ- του. Ἴσως ἀπ’ τό βάλλω (=ρίχνω σ’ αὐτό χρήμα-
μός, βάθρον, βάδην, βάδος, βαδίζω, βαθμηδόν, τα γιά φύλαξη, πουγγί).
ἀποβάθρα, βατός, διαβατός, καταβατός, ἄβατος, Βαλβίς (=τό σημεῖο ἀπ’ ὅπου ξεκινοῦσαν καί ὅπου
πρόβατον, διαβατέος, διαβατήρια (=θυσίες πρίν ἐπέστρεφαν οἱ δρομεῖς, τέρμα). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
ἀπ’ τήν ἀναχώρηση), βατήρ, βάτης, διαβάτης, μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό βαίνω.
ἐμβάτης, ὀρειβάτης, ἐπιβάτης, βέβαιος (=στερε- Βαλιός (=στικτός, παρδαλός). Συγγενικό μέ τό
ός), βεβαιῶ, βηλός (=κατώφλι), βέβηλος (=ὅπου ρῆμα βάλλω.
ἐπιτρέπεται νά πατήσει κανείς), βεβηλόω-ῶ, βῆμα, Βάλλω (=ρίχνω, ἐξακοντίζω). Ἀπό ρίζα βαλ +

56 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


πρόσφυμα j  βαλ-j-ω  βάλλω. Μέ μετάπτω- ρικά σημαίνει ἔλεγχος, ψυχική ὀδύνη). Ἡ λέξη
ση  βελ. Μέ ἑτεροίωση βολ καί μέ μετάθεση εἶναι ξενική. Παράγωγα: βασανίζω, βασανισμός,
καί ἔκταση  βλη. Παράγωγα: βάλανος (=βα- βασανιστής, βασανιστήριον, βασανιστέος, βα-
λανίδι), βαλάντιον, βαλβίς, βέλος, βελόνη, βολή, σανιστέον, ἀβασάνιστος.
ἐμβολή, παραβολή, ἀποβολή, διαβολή, ἀναβολή, Βασιλεύς (=ἀρχηγός τοῦ λαοῦ). Πιθανόν ἀπό ρί-
ὑποβολή, βολίς (=ἀκόντιο), βόλος, ἐπήβολος, πε- ζα βα- (τοῦ βαίνω) + λεύς (=λεώς-λαός). Πα-
ρίβολος, ἰοβόλος, ἀστραπηβόλος, δισκοβόλος, ράγωγα: βασιλεύω, βασιλεία, βασίλεια (=βασί-
ἐμβόλιον, ἐμβόλιμος, βολεύς, ἀναβολεύς, βλή- λισσα), βασίλειον, βασιλευτός, βασιλικός, βασι-
δην, βλῆμα, ἔμβλημα, πρόβλημα, βλητέον, ὑπο- λίς -ίδος (=βασίλισσα), βασιλίζω.
βλητέος, βλητός, ἀπόβλητος, ἀνυπέρβλητος, με- Βάσις (=βάδισμα, ἔδαφος). Παράγωγο τοῦ βαίνω,
ταβλητός, ἀμετάβλητος, ἀδιάβλητος (=ἀκατηγό- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρητος), βλητικός, βλωμός (ἀντί βολμός  κομ- Βάσκανος (=κακολόγος, φθονερός). Ἀπό ρίζα
μάτι ψωμί), βέλεμνον (ποιητ. του βέλος), πα- βαF- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: βάζω (=μιλῶ), βά-
λίμβολος (=ἄστατος), πετροβολία, προβλής- ξις (=λόγος). Παράγωγα: βασκαίνω, βασκανία,
ῆτος, συμβόλαιον, σύμβολον, τρίβολος, ὑπερ- βασκάνιον (=φυλαχτό), βασκαντικός.
βολή, ὑποβολιμαῖος. Βαστάζω (=σηκώνω, κουβαλῶ, στηρίζω). Ἀπό ρί-
Βάναυσος (=αὐτός πού ἐργάζεται μέ τή φωτιά, μη- ζα βα- τοῦ βαίνω, μέ πρόσφυμα j  βαστάγ-j-
χανικός, χυδαῖος). Ἀντί βαύναυσος ἀπ’ τό βαῦνος ω βαστάζω. Παράγωγα: βάσταγμα, βαστα-
(=καμίνι) + αὔω (=ξηραίνω). γή, βαστακτής, βαστακτέον, βαστακτός, βα-
Βαπτίζω (=βυθίζω πολλές φορές). Θαμιστικός τύ- στακτικός.
πος τοῦ βάπτω. Παράγωγα: βάπτισις, βάπτι- Βατταρίζω (=ψελλίζω, τραυλίζω). Ἡ λέξη εἶναι ἠχο-
σμα, βαπτισμός, βαπτιστήριον, βαπτιστής, βα- ποιημένη ἀπ’ τόν βασιλιά τῆς Κυρήνης, Βάττο,
πτιστικός. πού τραύλιζε. Θέμα: βατταρίδ-j-ω=βατταρίζω.
Βάπτω (=βυθίζω στό νερό, στή βαφή, βάφω). Ἀπό Ἀπό ἐδῶ: βατταρισμός (=τραύλισμα).
ρίζα βαφ + πρόσφυμα τ καί μέ τροπή τοῦ φ σε π Βαυκαλίζω (=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω.
 βάφ+τ+ω βάπ+τ+ω. Ἴσως ἡ ρίζα βαφ εἶναι Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπ’ τό βαυ-βαυ, φωνή
συγγενική μέ τή ρίζα βαθ τοῦ βαθύς. Παράγω- τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό
γα: βαφή, βαφικός, βαφεύς, βαφεῖον, βάψις, βά- ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).
ψιμος, βάπτης, βαπτέον, βαπτός, βάπτρια, βα- Βαφή (=τό βούτηγμα καυτοῦ σιδήρου στό νερό,
πτίζω, βάμμα, ἔμβαμμα (=σάλτσα). βάψιμο). Παράγωγο τοῦ βάπτω, ὅπου δές γιά
Βάραθρον (=βαθύ χάσμα τῆς γῆς). Ἰων. βέρεθρον περισσότερα παράγωγα.
καί συντετμ. βέθρον. Συγγενικό μέ τό βάθρον - Βδέλλα. Παράγωγο τοῦ βδάλλω (=βυζαίνω, ἀρμέ-
βόθρος. Ἡ ρίζα του μᾶλλον ἡ ἴδια μέ τοῦ βιβρώ- γω), ἀπ’ ὅπου καί τό παράγωγο βδάλσις (=ἄρμεγ-
σκω  βορ-. μα).
Βάρβαρος (=ὄχι Ἑλληνικός). Ἡ λέξη εἶναι ἠχο- Βδελυρός (=σιχαμερός). Εἶναι συγγενικό μέ τό
ποιημένη ἀπ’ τή γλώσσα τῶν ξενόγλωσσων, θέ- βδύλλω (=ἐξευτελίζω) καί μέ τό βδέω (=κλά-
λοντας νά δηλώσει τό ἀκατάληπτο τῆς ὁμιλίας νω)  βδόλος (=δυσοσμία).
τους (βαρ-βαρ-βαρ). Βδελύσσομαι (=ἀποστρέφομαι). Ἀπ’ τό βδελυρός.
Βαρύγδουπος (=αὐτός πού βροντᾶ δυνατά). Σύνθε- Παράγωγα: βδέλυγμα, βδελυγμία (=ἀηδία), βδε-
το ἀπ’ τίς λέξεις βαρύς + γδοῦπος (=κρότος). λυκτέος, βδελυκτός.
Βαρύς (=φορτικός, δυνατός, θλιβερός). Ἀπό ρί- Βέβαιος (=στερεός, ἀκλόνητος, ἀξιόπιστος). Ἀπό
ζα βαρ- συγγενική μέ τή βρι- (βριαρός, βρίθω, ρίζα βα- τοῦ βαίνω μέ ἀναδιπλασιασμό γίνεται:
βριθύς). Παράγωγα: βαρύνω, βάρυνσις, βαρυ- βε-βά+ιος  βέβαιος. Παράγωγα: βεβαιόω, βε-
ντικός. βαιότης, βεβαίωσις, βεβαίωμα, βεβαιωτέον, βε-
Βάσανος (=ἡ Λυδία πέτρα πού χρησιμεύει γιά ἐξα- βαιωτής, βεβαιωτικός, βεβαίως. Δές γιά περισ-
κρίβωση τῆς γνησιότητας τοῦ χρυσοῦ, μεταφο- σότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.

57
Βέβηλος (=ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά πα- τό), ἐλλέβορος (=βοτάνι γιά τήν παραφροσύνη),
τήσει, κανείς, ἀνόσιος). Ἀπ’ τό βηλός (=κατώ- σκωληκόβρωτος.
φλι) τοῦ βαίνω μέ ἀναδιπλασιασμό  βε+βηλος Βιός (=τόξο). Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό βία ἤ με
 βέβηλος. Παράγωγα: βεβηλόω (=μολύνω), τό βίος, γιατί τό τόξο ἦταν μέσο ζωῆς.
βεβήλωσις. Βιόω-ῶ (=διέρχομαι τή ζωή μου). Ἀπ’ τή λέξη βί-
Βελόνη (=αἰχμή). Ἀπ’ τό βέλος τοῦ βάλλω, ὅπου ος (=τρόπος ζωῆς). Παράγωγα: βίωσις, διαβίω-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. σις, ἐπιβίωσις, βιώσιμος, βιωτέον, βιωτικός καί
Βέλος. Ἀπ’ τό βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- καλύτερα βιοτικός, βιωτός, ἀβίωτος, βιοτή, βί-
ρα παράγωγα. οτος, βιοτεύω.
Βηλός (=κατώφλι). Ἀπ’ τό ρῆμα βαίνω, ὅπου δές Βλάβη (=καταστροφή). Ἀπό ρίζα βλαβ- τοῦ βλά-
γιά περισσότερα παράγωγα. πτω. Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: βλάπτω, βλά-
Βῆμα. Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα βος, βλάμμα, βλαπτικός, βλαψίφρων, φρενοβλα-
παράγωγα. βής, βλάψις, ἀβλαβής, ἐπιβλαβής, βλαπτήριος,
Βήξ. Ἀπ’ τό βήσσω (=βήχω) πού εἶναι ἠχοποιημέ- βλάσφημος, βλασφημῶ, βλαβερός.
νη λέξη. Παράγωγο τοῦ βήσσω: βῆγμα (=φλέγ- Βλάξ (=μαλθακός, ἠλίθιος). Ἀπό ρίζα μαλακ- μέ
μα). συγκοπή: μλακ  μέ ἐπένθεση τοῦ εὐφωνικοῦ
Βῆσσα (=φαράγγι, δασωμένη κοιλάδα). Ἀπ’ τό βαί- β: μβλακ  μέ ἔκπτωση τοῦ μ: βλακ  + ς 
νω ἤ ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ βαθύς. βλακ+ς  βλάξ. Παράγωγα: βλακεύω, βλακεία,
Βήσσω (=βήχω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι βλάκευμα, βλακικός, βλακώδης.
μᾶλλον ἠχοποιημένη λέξη. Θέμα βηχ-j-ω  βήσ- Βλαστάνω (=φυτρώνω). Ἀπό ρίζα βλ-. Θέμα βλαστ
σω. Παράγωγο: βῆγμα (=φλέγμα). + πρόσφυμα αν + κατάληξη ω  βλαστ+άν+ω.
Βία (=σωματική δύναμη, βίαιος τρόπος). Ἀπό ρί- Παράγωγα: βλάστη, βλαστός, βλάστημα, βλάστη-
ζα βι-. Παράγωγα: βιάζω, βιάζομαι, βίαιος, βιαι- σις, βλαστικός, ἀβλάστητος, ἄβλαστος (=ἄγονος),
ότης, βιασμός, βιαστέον, βιαστής, βιαστικός, βι- ἀβλαστής, βλαστολογῶ (=μαζεύω βλαστάρια).
αστός, ἀπαραβίαστος. Βλάσφημος (=κακολόγος, ὑβριστικός). Ἀπ’ τό βλά-
Βίαιος (=αὐτός πού ἐνεργεῖ βίαια, ἀναγκαστικός). πτω + φήμη, ἀντί βλαψίφημος. Παράγωγα: βλα-
Ἀπ’ το βία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- σφημῶ, βλασφημία, βλασφημητέος, ἀβλασφή-
γα. μητος.
Βιβάζω (=ἀνεβάζω, ἐξυψώνω). Ἀπό ρίζα βα- (τοῦ Βλέμμα (=κοίταγμα, ματιά, τό μάτι). Ἀπ’ τό βλέπω,
βαίνω) μέ ἐνεστωτικό ἀναδιπλασιασμό  βι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
βα+πρόσφυμα j  βι-βαδ-j-ω  βιβάζω. Παράγω- Βλέπω (=κοιτάζω). Ἀπό ρίζα FλεF-. Θέμα
γα: βίβασις, διαβίβασις, συμβιβασμός, βιβαστής, βλέπ+ω=βλέπω. Παράγωγα: βλέμμα, βλέπος,
διαβιβαστής, ἀναβιβαστέον, καταβιβαστέος. βλεπτέον, βλεπτικός, βλεπτός, περίβλεπτος,
Βίβλος (=βιβλίο κατασκευασμένο ἀπό φλούδα πα- ἀπρόβλεπτος, βλέφαρον, βλεφαρίς, βλέψις,
πύρου). Ἀπ’ τή λέξη βύβλος (=Αἰγυπτιακός πά- ἐπίβλεψις, ἴσως καί τό βλοσυρός (=αὐτός πού
πυρος). Ἀπό ἐδῶ παράγεται ἡ λέξη βιβλίον (ὑπο- ἔχει διαπεραστικό βλέμμα).
κοριστικό τοῦ βίβλος). Βλέφαρον. Ἀπ’ τό βλέπω, ὅπου δές γιά περισσό-
Βιβρώσκω (=τρώω). Ἀπό ρίζα βορ-, μέ μετάθεση: τερα παράγωγα.
βρο καί μέ ἔκταση: βρω + ἐνεστωτικό ἀναδιπλασι- Βλῆμα (=ρίξιμο, τραῦμα). Άπ’ τό βάλλω, ὅπου δές
ασμό καί τό πρόσφυμα σκ  βι-βρώ-σκ-ω. Παρά- γιά περισσότερα παράγωγα.
γωγα: βορά (=τροφή), βορός (=ἀχόρταγος), αἱμο- Βληχή (=βέλασμα, τό κλάψιμο τῶν μωρῶν). Ἡ λέ-
βόρος, θυμοβόρος, δημοβόρος, βρῶμα (=φαγη- ξη εἶναι ὀνοματοποιημένη ἀπ’ τό βέλασμα τῶν
τό), βρώμη (=τροφή), βρῶμος (=δυσωδία), βρώ- ἀρνιῶν, ὅπως μυκάομαι γιά τούς ταύρους, βρυ-
σιμος (=φαγώσιμος), βρῶσις (=φαγητό), βρωτέ- χάομαι γιά τά λιοντάρια. Παράγωγα: βληχῶμαι,
ος, βρωτήρ (=αὐτός πού τρώει), βρωτικός, δια- βλήχημα, βληχάς, βληχηθμός, τά βληχητά (=πρό-
βρωτικός, βρωτός, ἡμίβρωτος, βρωτύς (=φαγη- βατα).

58 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Βλίττω (=τρυγῶ τό μέλι). Ἀπ’ τή λέξη μέλι. Θέμα: Βορά (=τροφή, κυρίως τῶν σαρκοβόρων θηρί-
μελιτ- μέ ἀποκοπή τοῦ ε  μλιτ, μέ παρένθεση ων). Ἀπ’ το βιβρώσκω, ὅπου δές γιά περισσό-
τοῦ εὐφωνικοῦ β  μβλιτ καί ἀποβολή τοῦ μ = τερα παράγωγα.
βλιτ+jω = βλίττω. Βόρβορος (=ἀκαθαρσία, λάσπη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
Βλοσυρός (=ἀγριωπός, βάναυσος). Σκοτεινή ἡ ἐτυ- μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό βιβρώσκω (βορός 
μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα βόρβορος).
βλέπω. Βόσκω (=ὁδηγῶ στή βοσκή, τρέφομαι). Ἀπό ρίζα
Βλύζω (=ἀναβλύζω, κοχλάζω, ἐκρέω). Ἀβέβαιη βοτ. Θέμα: βο + πρόσφυμα σκ + κατάληξη ω 
ἡ ἐτυμολογία του. Ἡ ρίζα βλυ-, θέμα: βλυ-j-ω βό+σκ+ω  βόσκω. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω.
 βλύζω. Παράγωγα: βλύσις, ἀνάβλυσις, βλύ- Παράγωγα: βοσκή, βόσκημα, βοσκήματα (=θρε-
σμα, βλυσμός. φτάρια), βόσκησις, βοσκός, βοσκητέον, βοσκάς
Βλώσκω (=ἔρχομαι). Ἡ ρίζα εἶναι μολ-  μέ μετά- (=αὐτή πού τρέφεται), βοσκηματώδης (=κτηνώ-
θεση φθόγγων: μλο  μέ ἐπένθεση τοῦ εὐφωνι- δης), βοτάνη (=χορτάρι), τά βοτάμια (=βοσκές),
κοῦ β: μβλο  μέ μετάπτωση: μβλω  μέ ἔκπτω- βοτήρ (=βοσκός), βοτόν (=κτῆνος), βόσις (=τρο-
ση τοῦ μ: βλω + καί μέ τό πρόσφυμα σκ: βλώσκω. φή), αἰγίβοσις, αἰγίβοσκος, εὔβοτος, μηλόβοτος,
Παράγωγα: βλῶσις (=ἄφιξη), βλωθρός (=μεγα- αἰγίβοτος, ἄβοτος (=χωρίς βοσκή), συβώτης (=χοι-
λοπρεπής), αὐτόμολος (=λιποτάκτης), αὐτομολῶ ροβοσκός), βώτωρ (=βοσκός), βωτιάνειρα (=αὐτή
(=λιποτακτῶ), ἀγχίμολος (=αὐτός πού ἔρχεται πού τρέφει ἄντρες), ἱππόβοτος.
κοντά), ἀντιμολία ἤ ἀντιμωλία (=δίκη ὅπου εἶναι Βόσπορος (=πέρασμα βοδιοῦ, πορθμός). Σύνθετο
παρόντες καί οἱ δύο διάδικοι), ἀγχιβλώς (=πού ἀπ’ τίς λέξεις: βοός (βοῦς) + πόρος.
πρίν λίγο ἔφτασε). Βοτάνη (=χόρτο). Ἀπ’ τό βόσκω, ὅπου δές γιά πε-
Βοάω-ῶ (=φωνάζω δυνατά). Ἀπ’ τή λέξη βοή ἀπό ρισσότερα παράγωγα.
ρίζα βοF-. Παράγωγα: βόησις (=δυνατή φωνή), Βότρυς (=τσαμπί σταφυλιοῦ). Σκοτεινή ἡ ἐτυμο-
βοητής, βοητικός (=θορυβώδης), βοητός, δια- λογία του.
βόητος, περιβόητος, τηλεβόας. Βούβαλος (=ἄγριο βόδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό
Βοηθός (=αὐτός πού τρέχει πρός τή βοή τῆς μάχης, βοῦς.
αὐτός πού βοηθεῖ) καί ποιητ. βοηθόος. Σύνθετο Βουθυτῶ (=θυσιάζω βόδια). Παρασύνθετο ἀπ’ τό
ἀπ’ τίς λέξεις: βοή + θέω (=τρέχω). Παράγωγα: βούθυτος (βοῦς + θύω), (=θυσιαστικός). Παρά-
βοηθέω-ῶ, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητέον, βοη- γωγα: βουθυσία, βουθύτης.
θητικός, ἀβοήθητος. Βουκόλος (=βοσκός βοδιῶν, γελαδάρης). Σύνθετο
Βοηλάτης (=αὐτός πού κλέβει τά βόδια). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βοῦς + κολέω (λατ. colo = καλλι-
ἀπ’ τίς λέξεις: βοῦς + ἐλαύνω. Παράγωγα: βοη- εργῶ, φροντίζω). Παράγωγα: βουκολέω-ῶ (=βό-
λατέω, βοηλασία, βοηλατικός. σκω βόδια), βουκόλησις, βουκολία (=κοπάδι βο-
Βόθρος (=λάκκος, ὄρυγμα). Εἶναι ἰαπετικῆς προ- διῶν), βουκολικός, βουκόλιον (=κοπάδι βοδιῶν),
ελεύσεως καί πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τή ρί- βουκόλημα (=ἐξαπάτηση), ἀβουκόλητος, ἀπο-
ζα τοῦ βαθύς. βουκόλημα (=ἀποπλάνηση).
Βοιωτία (=χώρα πού ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπ’ τά λι- Βουλεύω (=σκέπτομαι, ἀποφασίζω). Ἀπ’ τό βουλή
βάδια πού ἔχει γιά βοσκή βοδιῶν). Ἀπ’ τή λέξη ἀπό ρίζα βολ- τοῦ βούλομαι. Παράγωγα: βούλευ-
βοῦς. Παράγωγα: Βοιωτός, Βοιωτικός, Βοιωτάρ- μα (=ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου), προ-
χης (=ἄρχοντας στή Θήβα), Βοιωταρχέω-ῶ, Βοιω- βούλευμα (=σχέδιο νόμου πού τό παρουσίαζε ἡ
ταρχία, Βοιωτιάζω (=φέρομαι σάν Βοιωτός). βουλή, γιά νά ἐγκριθεῖ ἀπ’ τήν ἐκκλησία τοῦ δή-
Βολίς (=βλῆμα, ἀκόντιο). Ἀπ’ τό βάλλω, ὅπου δές μου), βούλευσις, βουλευτής, βουλευτήριον, βου-
γιά περισσότερα παράγωγα. λευτικός, βουλευτός, ἀπροβούλευτος, βουλευτέ-
Βόμβος (=βαθύς καί ὑπόκωφος ἦχος). Λέξη ἠχο- ον, συμβουλευτέον, βουλεία (=τό ὑπούργημα τοῦ
ποιημένη. Παράγωγα: βομβέω-ῶ, βόμβησις, βομ- βουλευτοῦ), βουλεῖον (=βουλευτήριο).
βηδόν, βομβητής, βομβητικός. Βουλή (=θέληση, ἀπόφαση, γνώμη, συμβούλιο γε-

59
ρόντων). Ἀπό ρίζα βολ τοῦ βούλομαι, ὅπου δές χέρια), βριαρότης (=δύναμη), βριάω (=κάνω κά-
γιά περισσότερα παράγωγα. ποιον δυνατό), βρῖθος (=βάρος), βριθύς (=βα-
Βουλιμία (=μεγάλη πείνα). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: ρύς), ἐμβριθής, ἐμβρίθεια, ὄβριμος (=δυνατός),
βοῦς (γιά νά δηλωθεῖ κάτι πολύ μεγάλο) + λιμός ἡ ὀβριμοπάτρη (=κόρη ἰσχυροῦ πατέρα).
(=πείνα). Παράγωγα: βουλιμιάω-ῶ, βουλιμίασις, Βριμόομαι-οῦμαι καί βριμάομαι-ῶμαι. (=εἶμαι γε-
βουλιμιακός, βούλιμος, βουλιμώδης. μάτος ὀργή). Ἀπ’ τή λέξη βρίμη (=δύναμη, ὄγκος,
Βούλομαι (=ἐπιθυμῶ). Ἀπό ρίζα βολ + πρόσφυ- ἀπειλή). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπ’ τόν ἦχο. Πα-
μα ν  βολ-ν-ομαι, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ + ράγωγα: ἐμβρίμημα καί ἐμβρίμησις (=ἀγανάκτη-
βολ-λ-ομαι, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ση), βριμώδης (=αὐστηρός), βρίμωσις (=ἀγα-
ἀντέκταση  βόλομαι  βούλομαι. Παράγωγα: νάκτηση).
βουλή, βούλησις (=θέληση), βούλημα, βουλητός, Βρόμος (=δυνατός θόρυβος, πάταγος). Ἀπ’ τό βρέ-
ἀβούλητος, βουλητέος, βουλητέον, βουληφόρος μω ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: βρόμιος (=θορυ-
(=αὐτός πού συμβουλεύει), βουλεύω, κακόβου- βώδης), ὑψιβρεμέτης.
λος, κακοβουλία. Βροντή (=δυνατός κρότος). Ἀπ’ τό βρέμω. Παρά-
Βουστροφηδόν (=κατά τόν τρόπο πού στρέφονται γωγα τοῦ βροντή: βροντῶ, βρόντημα, βροντη-
τά βόδια, ὅταν ὀργώνουν. Ἀρχαιότερος τρόπος δόν, βροντεῖον, βροντώδης, ἐμβρόντητος.
ἑλλην. γραφῆς, πού πήγαινε ἀπ’ ἀριστερά πρός Βροτός (=θνητός, ἄνθρωπος). Συγγενικό μέ τό
τά δεξιά καί ἀπ’ τά δεξιά πρός τ’ ἀριστερά). Σύν- βιβρώσκω.
θετο ἀπ’ τίς λέξεις βοῦς + στροφή. Βρυχῶμαι (=μουγκρίζω, οὐρλιάζω). Ἀπ’ τό: βρυχή
Βοῶπις, ἡ (=αὐτή πού ἔχει μεγάλα καί στρογγυ- (=τρίξιμο, βρυχηθμός). Παράγωγα: βρύχημα, βρυ-
λά μάτια σάν τοῦ βοδιοῦ). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέ- χηθμός, βρυχητής, βρυχητικός, βρυχηδόν.
ξεις: βοῦς + ὤψ. Βρύω (=εἶμαι γεμάτος, ἀναβλύζω). Ἀπό ρίζα Fρυ-.
Βραβεῖον (=ἔπαθλο ἀγώνων). Ἀπ’ τό βραβεύω πού Παράγωγα: τό βρύον (=εἶδος λεπτοῦ φυτοῦ πού
παράγεται ἀπ’ τό: βραβεύς (=ὁ κριτής πού δίνει φυτρώνει στίς πέτρες μές στή θάλασσα.), βρυό-
τά βραβεῖα). Παράγωγα τοῦ βραβεύω: ἡ βραβεία εις, βρύσις (=ἀνάβλυση), ἀναβρυτήριον, βρυώ-
(=κρίση), βραβευτής. δης, ἔμβρυον, ἐμβρυουλκός.
Βράγχος (=βραχνάδα, κρυολόγημα τοῦ λαιμοῦ). Βρῶσις (=φαγητό). Ἀπ’ τό βιβρώσκω, ὅπου δές γιά
Συγγενικό μέ τό: βρόγχος. Παράγωγα: βραγχάω, περισσότερα παράγωγα.
βραγχός (=βραχνός), βραγχώδης. Βύβλος καί βίβλος (=Αἰγυπτιακός πάπυρος). Πα-
Βράσσω ἤ βράττω (=βράζω, κοχλάζω). Ἀβέβαιη ἡ ράγωγα: βύβλινος, βυβλίον (καί βιβλίον).
ἐτυμολογία του. Παράγωγα: βράσις, βρασμός, Βυθός (=ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας). Ἀπό ρίζα βαθ-
βρασμώδης, βράσμα, βρασματώδης, βράστης, τοῦ βαθύς. Παράγωγα: βυθίζω, βύθιος, βυθι-
βραστικός, βραστέον. σμός.
Βραχίων (=τό μέρος τοῦ χεριοῦ ἀπ’ τόν ὦμο μέχρι Βύρσα (=δέρμα πού ἀφαιρέθηκε). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
τόν ἀγκώνα). Ἀπ’ τό βραχύς (βραχύτερος καί μολογία του. Παράγωγα: βυρσεύς, βυρσεύω, βυρ-
βραχίων - βραχύτατος καί βράχιστος). σοδέψης, βυρσόω (=σκεπάζω μέ δέρμα).
Βρέχω (=μουσκεύω, ραντίζω). Ἀπό ρίζα βρεχ- καί Βυρσοδέψης (=αὐτός πού κατεργάζεται τά δέρ-
μέ μετάπτωση βροχ (βροχή) καί βραχ (ἐβράχην). ματα). Σύνθετο ἀπό: βύρσα + δέψω (=κατερ-
Παράγωγα: βρέξις (=βρέξιμο), βρεκτέον, βρέγμα, γάζομαι).
ἀπόβρεγμα (=διάλυση ἑνός σώματος σέ ὑγρό), Βυσσοδομῶ (=κτίζω στό βάθος, σχεδιάζω κάτι
βροχή, βροχετός (=βροχή), ἄβρεκτος, ἄβροχος, κρυφά). Σύνθετο ἀπ’ τό: βυσσός (=βυθός, βά-
ἀδιάβροχος, διάβροχος. θος) + δομέω.
Βρίθω (=εἶμαι βαρύς, εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα Βυσσός (=ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας). Ἀρχαιότε-
βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ ρος τύπος τοῦ βυθός.
+ ω  βρίθω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: βρια- Βύσσος, ή (=λεπτό ὑποκίτρινο λινό ὕφασμα). Ση-
ρός (=δυνατός), Βριάρεως (=γίγαντας μέ ἑκατό μιτικῆς προελεύσεως.

60 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Βωμολόχος (=αὐτός πού παραμονεύει στούς βω-
μούς γιά νά κλέψει κομμάτια κρέας, ζητιάνος,
ἀδιάντροπος). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: βωμός +
λοχάω (=ἐνεδρεύω) Δές γιά περισσότερα παρά-
γωγα στό βαίνω.
Βωμός (=ὑψηλή θέση κατάλληλη γιά θυσία). Ἀπ’ τό
βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

61
Γ Γάμμα

Γάγγραινα (=πληγή πού καταλήγει σέ σάπισμα καί ζα γαυ- οἱ λέξεις: ἀγαυνός, ἀγαυρός, ἄγαμαι,
πέσιμο τῶν γύρω μερῶν). Ἀπ’ τό ρῆμα γράω ἤ γαῦρος, γαυριῶ, γηθέω.
γραίνω (=ροκανίζω). Γαργαλίζω (=ἐρεθίζω). Ἀπό ρίζα γαρ- καί μέ ἀνα-
Γαλήνη (=νηνεμία, ἡσυχία). Εἶναι συγγενικό μέ διπλασιασμό  γαρ-γαρ-ιζω καί μέ τροπή τοῦ
τό γελάω-ῶ. ρ σέ λ γίνεται γαργαλίζω. Παράγωγα: γαργάλι-
Γαμβρός. Ἀπό ρίζα γαμ- τοῦ γάμος, ὅπου δές γιά σμα, γαργαλισμός.
περισσότερα παράγωγα. Γαστήρ, ή (=κοιλιά). Ἔχει σχέση μέ τό γέμος (=βά-
Γάμος. Εἶναι σανσκριτικῆς προελεύσεως (σανσκρι- ρος) τοῦ γέμω (=εἶμαι γεμάτος), καί μέ τό γέ-
τική ρίζα gam, λατ. gener καί αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ντα (=ἔντερα).
ρίζα εἶναι γεν- τοῦ γίγνομαι). Παράγωγα: γαμέ- Γαστρίμαργος (=λαίμαργος). Σύνθετο ἀπ’ τό γαστήρ
ω-ῶ, ἡ γαμετή (=ἔγγαμος γυναίκα), ὁ γαμέτης + μάργος (=μανιασμένος, ἀχόρταγος).
(=ὁ σύζυγος), γαμητέον, γαμήλιος (=νυφικός), Γαῦρος (=ὑπερήφανος, ἀγέρωχος). Ἀπό ρίζα γαυ-
Γαμηλιών (=ὁ μήνας πού γίνονταν οἱ γάμοι στήν γαF- τοῦ γαίω. Παράγωγα: γαυρότης, γαυρόω,
Ἀττική), γαμίζω (=δίνω θυγατέρα σέ γάμο), γα- γαύρωμα, γαυριάω (=φέρομαι ὑπερήφανα), γαυ-
μικός, γαμβρός. ρίαμα.
Γαμψός (=καμπύλος, κυρτός). Ἀπ’ τό κάμπτω. Συγ- Γέγωνα (=φωνάζω δυνατά). Παρακείμενος μέ σημα-
γενική λέξη μέ τό γνάμπτω (=κυρτώνω). Παρά- σία ἐνεστώτα. Εἶναι συγγενικό μέ τό γιγνώσκω.
γωγα: γαμψότης, γαμψόω, γαμψῶνυξ. Παράγωγα: γεγώνησις, γεγωνός (=ἠχηρός).
Γανόω-ῶ (=κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω, γανώνω). Γείνομαι (=γεννιέμαι). Ἀπό ρίζα γεν+j+ομαι 
Ἀπ’ τό γάνος (=λαμπρότητα, γυαλάδα) ἀπό ρί- γείνομαι.
ζα γαF  γαυ + πρόσφυμα j  γαF-j-ω  γαίω Γεῖσον (=τό ἀνώτατο μέρος τοῦ τοίχου πού προεξέ-
(=χαίρω), καί μέ τό πρόσφυμα νο  γα-νό-ω  χει, κράσπεδο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
γανῶ. Παράγωγα: γάνωσις (=γυάλισμα), γάνω- Γείτων. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγ-
μα, γανωτός (=κασσιτερωμένος), γάνυμαι (=χαί- γενικό μέ τή γῆ. Παράγωγα: γειτονεύω, γειτόνη-
ρω), γάνυσμα, γανάω (=λάμπω) καί ἀπ’ τή ρί- μα (=γειτονιά), γειτονία, γειτνιάω (=συνορεύω),

62 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


γειτνίασις, γειτνιακός (=γειτονικός). τίζεται μέ τό γαμφή (=σαγόνι, ρύγχος). Παρά-
Γελωτοποιός (=αὐτός πού προκαλεῖ τό γέλιο). Σύν- γωγα: γεφυρόω-ῶ, γεφύρωσις, γεφυρωτής, γε-
θετο ἀπ’ τό γέλως + ποιῶ. φύρωμα.
Γέμω (=εἶμαι γεμάτος). Ἀπ’ τό γέμος (=βάρος) ἀπό Γεωργός (=αὐτός πού ἐργάζεται τή γῆ). Σύνθετο
ρίζα γεμ- καί μέ ἑτεροίωση γομ-. Παράγωγα: γε- ἀπ’ τό γῆ + ἔργον (τοῦ ἔργω-ἐργάζομαι)  γη-
μίζω, γεμιστός, γόμος (=φορτίο), γομόω (=φορ- Fοργός  μέ ἀντιμεταχώρηση  γεωργός. Πα-
τώνω). ράγωγα: γεωργέω-ῶ, γεώργημα, γεωργήσιμος,
Γενεά (=γέννηση, καταγωγή). Ἀπ’ τό γενέσθαι, ἀγεώργητος, ἀγεωργήτως, γεωργία, γεωργικός,
τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- γεώργιον (=χωράφι).
γωγα. Γῆ. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό ρίζα
Γένειον (=τό πηγούνι). Ἀπ’ τό γένυς (=τό σαγόνι). γα - γεν (γίγνομαι).
Παράγωγα: γενειάω-ῶ (=ἔχω γένι), γενειάς, γε- Γηγενής (=ντόπιος). Ἀπ’ τό γῆ + γίγνομαι, ὅπου
νειάτης (=γενειοφόρος), γενειάζω, καί μέ μετά- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θεση: γναθμός καί γνάθος (=σαγόνι). Γήθω ἤ γηθέω (=χαίρομαι, ἀγάλλομαι). Ἀπό ρίζα
Γενέτειρα (=γεννήτρια). Ἀπ’ τό γίγνομαι, ὅπου δές γα- (γαν-γαF). Θέμα γήθ+ω. Παράγωγα: γῆθος,
γιά περισσότερα παράγωγα. γηθοσύνη, γηθόσυνος, γηθοσύνως.
Γενναῖος (=αὐτός πού ταιριάζει στή γενιά κάποιου, Γήπεδον (=κομμάτι γῆς). Σύνθετο ἀπ’ τό γῆ + πέ-
εὐγενής). Ἀπ’ τό γέννα τοῦ γεννάω, ὅπου δές γιά δον.
περισσότερα παράγωγα. Γηράσκω. Ἀπ’ τό γῆρας. Ἀπό ρίζα γερ- καί μέ ἑτε-
Γεννάω-ῶ. Ἀπό ρίζα γεν- τοῦ γίγνομαι. Τό γεννῶ ροίωση γηρ-. Θέμα γηρα + πρόσφυμα σκ+ω 
εἶναι ἐνεργητικό τοῦ γίγνομαι. Παράγωγα: γέν- γηράσκω. Παράγωγα: γηραιός, γηραλέος, γήραν-
να (=γέννηση, καταγωγή), γενναῖος, γεννάδας σις, ἀγήρατος. Ἐπίσης: γραῦς, γραῖα, γέρων, γερο-
(=εὐγενής), γενναιότης, γέννημα, γέννησις, γεν- ντάκος, γερουσία, τυμβογέρων, ὑπέργηρως.
νητής, γεννητικός, γεννητός, γεννήτωρ, γεννή- Γίγας (=πελώριος στό μέγεθος καί τή δύναμη, ἰσχυ-
τρια, ἀγέννητος. ρός). Πιθανόν νά παράγεται ἀπ’ τό γαῖα, γῆ. Ἴσως
Γένος (=καταγωγή, γενιά, ἀπόγονοι). Ἀπ’ τό γίγνο- ἀκόμη ἔχει σχέση μέ τό γίγνομαι.
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Γίγνομαι (=γεννιέμαι, συμβαίνω). Ρίζα γεν- καί μέ
Γεραιός. Ἀπ’ τό γέρων (γῆρας). Δές γιά περισσό- ἐνεστ. ἀναδιπλασιασμό: γι  γι-γεν-ομαι καί μέ
τερα παράγωγα στό γηράσκω. συγκοπή του ε  γίγνομαι. Παράγωγα: γενεά,
Γεραίρω (=τιμῶ, βραβεύω). Ἀπ’ τό γέρας (=βρα- γενεαλογία, γενάρχης, ἡ γενέθλη (=φυλή, ἀπό-
βεῖο). Ρίζα γερ-. Παράγωγα: γεραρός (=μεγαλο- γονοι), γενέθλιος, τό γένεθλον (=καταγωγή),
πρεπής), γεραροί (=ἱερεῖς), γεραραί (=ἱέρειες), γενέσιος, τά γενέσια (=ἡμέρα σέ ἀνάμνηση τῶν
ἀγέραστος (=ἀτίμητος). νεκρῶν), γένεσις, γενεσιουργός (=δημιουργός),
Γερανός (=εἶδος πτηνοῦ, μηχανή γιά ἀνύψωση βά- γενέτειρα (=μητέρα), γενετήρ, γενέτης (=πατέ-
ρους). Ἀπό ρίζα γερ-. ρας), γενετή, γενετήριος, γενέτωρ, γενητός, ἀγέ-
Γέρας (=βραβεῖο). Σχετίζεται μέ τό γέρων. Ρίζα γερ-. νητος, γενικός, γένος (=καταγωγή), μονογενής,
Δές γιά παράγωγα στό γεραίρω. εὐγενής (=ἀπό καλό γένος), ἀγενής, ἰθαγενής,
Γερουσία (=συνέδριο τῶν γερόντων, ἰδίως στή συγγενής, γηγενής (=ντόπιος), ὁμογενής, γνήσι-
Σπάρτη). Ἀπ’ τό γέρων. Δές γιά περισσότερα πα- ος, γνησιότης, νεογνόν, κασίγνητος, γονεύς, γο-
ράγωγα στό ρῆμα γηράσκω. νή, γόνιμος (=εὔφορος), γόνος (=τό παιδί, γέν-
Γεύω (=δίνω γεῦμα, δοκιμάζω, τρώγω). Ἀπό ρί- νηση), ἀπόγονος, ἐπίγονος, ἐγγονός, ὀψίγονος
ζα γευσ + πρόσφυμα j+ω  γευσ+j+ω  καί μέ (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀργά), ζωογόνος, μετα-
ἐξαφάνιση τοῦ σj  γεύω. Παράγωγα: γεῦμα, γενέστερος (ἀπ’ τό μεταγενής), προγενέστερος
γεῦσις, γευστέον, γευστήριον, γεύστης, γευστι- (ἀπ’ τό προγενής), δευτερογενής, γυνή-γυναικός,
κός, γευστός, ἄγευστος. γυναικεῖος, Ἰφιγένεια, παλιγγενεσία, πρωτόγο-
Γέφυρα. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχε- νος, πώγων (τό πω προθεματ. Σημαίνει τό πη-

63
γούνι, μπροστά ἀπ’ τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρί- τοῦ τ σε θ, ἀποβολή τοῦ σ καί ἐξαφάνιση τοῦ θ
ζα γεν- καί οἱ λέξεις: γάμος, γαμβρός. + γλίθσκομαι  γλίθκομαι  γλίχομαι. Δές γιά
Γιγνώσκω (=γνωρίζω, καταλαβαίνω, φρονῶ). Ἀπό ἄλλα παράγωγα στό γλίσχρος.
ρίζα νο- (νοῦς, νοέω), μέ ἕνα γ στήν ἀρχή γνο Γλοιός, ὁ (=κόλλα). Ὡς ἐπίθετο σημαίνει (=γλιστε-
(ἀγνοῶ). Μέ μετάπτωση  γνω, μέ ἐνεστ. ἀναδ. ρός, πανοῦργος). Ἀπό ρίζα γλιτ-. τοῦ γλίσχρος,
γι καί πρόσφ. σκ  γι-γνώ-σκ-ω. Παράγωγα: γνώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μη (=σκέψη, κρίση, διάθεση, ἀπόφαση), συγγνώ- Γλυκύς. Ἔχει σχέση με τό γλεῦκος (=μοῦστος). Πα-
μη, γνῶμα, τό (=ἀπόδειξη), γνωμηδόν, γνωμικός, ράγωγα: γλυκαίνω, γλύκασμα, γλύκανσις, γλυ-
γνώμων (=κριτής, κανόνας), ἀγνώμων (=ἀλόγι- καντικός, γλυκασμός, γλύκειος, γλυκερός, γλυ-
στος), εὐγνώμων, βαθυγνώμων (=βαθυστόχα- κύτης.
στος), ἀνεπιγνώμων (=αὐτός πού ἀγνοεῖ κάτι), Γλύπτης (=αὐτός πού σκαλίζει μέ τή σμίλη, ἀγαλ-
γνωρίζω, γνώριμος, γνώρισμα, γνῶσις, ἀνάγνω- ματοποιός). Ἀπ’ τό γλύφω, ὅπου δές γιά περισ-
σις, ἐπίγνωσις, ἀπόγνωσις, διάγνωσις, γνωστέον, σότερα παράγωγα.
γνωστήρ, γνώστης, γνωστικός, γνωστός, γνωτός, Γλύφω (=σκαλίζω, χαράζω με γλυφίδα). Ἀπό ρίζα
ἄγνωστος, ἀνεπίγνωστος, ἀνάγνωσμα, ἀναγνω- γλυφ-. Ἔχει σχέση μέ τό γλάφω (=σκάβω). Πα-
στικόν. Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα νο- καί ἡ λέξη ὄνομα (λατ. ράγωγα: γλύμμα (=σκαλισμένη εἰκόνα), γλύ-
nomen) μέ ο προθεματ. καί κατάληξη -μα. πτης, γλυπτήρ (=σμίλη), γλυπτός, γλυπτικός,
Γλαυκός (=ἀσραφτερός, γαλαζοπράσινος). Ρίζα: γλύφανος (=σμίλη), γλυφεῖον (=σμίλη), γλυ-
γλα-. Συγγενεύει μέ τό γλαύσσω (=λάμπω). Ἴσως φεύς (=γλύπτης), ἡ γλυφή (=σκάλισμα), γλυφι-
σχετίζεται μέ τό γελῶ. Παράγωγα: γλαυκιάω (=ρί- κός, γλυφίς-ίδος (=σμίλη), ἀνάγλυφα (=παρα-
χνω ἄγρια βλέμματα), γλαυκόμματος, γλαυκότης, στάσεις σκαλισμένες πάνω σέ μάρμαρα), ἑρμο-
γλαυκῶπις (=αὐτή πού ἔχει ἀκτινοβόλα μάτια), γλύφος (=ἀγαλματοποιός), τοκογλύφος (=αὐτός
γλαῦξ-κός (=κουκουβάγια ). πού δανείζει μέ παράνομο καί μεγάλο τόκο), ἱε-
Γλαῦξ-γλαυκός (=κουκουβάγια, ἐπειδή ἔχει ἀστρα- ρογλυφικός, τρίγλυφος.
ποβόλα μάτια). Ἀπ’ τό γλαυκός, ὅπου δές γιά πε- Γλῶσσα. Ἀμφίβολη ἡ παραγωγή της. Ἴσως ἰαπε-
ρισσότερα παράγωγα. τικῆς προελεύσεως.
Γλάφω (=σκάβω, λαξεύω). Ἀπό ρίζα γλαφ-. Πα- Γνάθος, ἡ (=σαγόνι, στόμα). Ἀπ’ τό γένυς (=κάτω
ράγωγα: τό γλάφυ (=κοιλότης, σπηλιά), γλαφυ- σαγόνι). Παράγωγα: γναθόω (=ραπίζω), γνά-
ρός (=βαθουλός, στιλπνός, κομψός), γλαφυρία θων (=αὐτός πού ἔχει ἐξογκωμένα μάγουλα),
(=στιλπνότης), γλαφυρότης. γναθώνειος.
Γλεῦκος, τό (=μοῦστος, καινούριο κρασί). Ἀπ’ τό Γνήσιος (=πραγματικός, ἀληθής). Ἀπ’ τό γίγνομαι,
γλυκύς. Παράγωγα: γλεύκη (=γλυκύτης), γλεύ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κινος, ἀγλευκής (=ξινός). Γνώμη. Ἀπ’ τό γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσό-
Γλήνη, ἡ (=κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ). Ἔχει σχέση μέ τερα παράγωγα.
τό γελάω καί τό γλαυκός. Παράγωγα: γλῆνος, Γοάω-ῶ (=θρηνῶ δυνατά). Ἀπ’ τό γόος (=θρῆνος).
τό (=ἀξιοθέατο), γληνοειδής, γληνός (=ἀξιο- Ρίζα γο- συγγενική μέ τή ρίζα βο- τοῦ βοάω. Πα-
θέατος). ράγωγα: γοερός (=θλιβερός), ὁ γόης (=αὐτός
Γληνός (=ἀξιοθέατος). Ἀπ’ τό γλήνη. πού θρηνεῖ, μάγος, ἀπατεών), γοητής (=αὐτός
Γλίσχρος (=γλιστερός, τσιγγούνης, ἀνάξιος λό- πού κραυγάζει).
γου). Ρίζα: γλιτ- καί κατόπιν λιτ- (λίς, λιτός, λυσ- Γογγύζω (=μουρμουρίζω, ἀγανακτῶ). Εἶναι ἠχο-
σός=λεῖος). Παράγωγα: γλίχομαι (=ἐπιθυμῶ πά- ποίητο ρῆμα. Παράγωγα: γογγυσμός, γόγγυ-
ρα πολύ), γλισχρότης (=μικροπρέπεια, ἀθλιότης), σις, γογγυστής.
γλισχρώδης (=κολλώδης), γλίσχρον (=φιλάργυ- Γόης (=αὐτός πού θρηνεῖ, μάγος πού μέ δυνατές
ρος), γλοιός (=γλιστερός). φωνές ξεστόμιζε μαγεῖες, ψεύτης, ἀπατεώνας).
Γλίχομαι (=ἐπιθυμῶ πάρα πολύ). Ἀπ’ τό γλίσχρος. Ἀπ’ τό γοάω.
Θέμα: γλιτ + πρόσφ. σκ  γλίτσκομαι, μέ τροπή Γοητεύω (=μαγεύω, ἐξαπατώ). Άπ’ τό γόης, ἀπ’ ὅπου

64 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


καί τά παράγωγα: γοητεία (=μαγεία), γοήτευσις Γρύζω (=γρυλίζω, μουρμουρίζω). Εἶναι ἠχοποίητο
(=ἀπάτη), γοήτευμα (=μαγικό τέχνασμα), γοη- ἀπ’ τόν ἦχο τῶν γουρουνιῶν (γρυ). Παράγωγα:
τευτικός, γοητεύτρια, γοητικός (=ἔμπειρος σέ γρυκτός (=πού μπορεῖ νά εἰπωθεῖ), ἄγρυκτος
μαγικά τεχνάσματα), δυσγοήτευτος. (πού δέν λέει οὔτε γρῦ), ἀγρυξία (=ἄκρα σιγή),
Γόνιμος (=εὔφορος, παραγωγικός). Ἀπ’ τό γόνος γρυσμός (=γρύλισμα).
τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- Γρυπός (=αὐτός πού ἔχει καμπυλωτή μύτη). Ἀβέ-
γωγα. βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: γρυπόομαι,
Γόνος (=αὐτό πού παράγεται, ἀπόγονος). Ἀπ’ το γί- γρυπότης, γρύπωσις.
γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Γυλιός (=εἶδος στρατιωτικοῦ σάκου). Σχετίζεται μέ
Γόνυ, το (=γόνατο). Ἰαπετική προέλευση. Παρά- τή λέξη γύαλον (=κοιλότης).
γωγα: γονατίζω (=πέφτω στά γόνατα), γονάτι- Γυμνός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ἀνο-
ον (ὑποκορ. τοῦ γόνυ), γονυκλινής, γονυπετής μοίωση καί μετάθεση τοῦ νυγμός  μυγνός 
(=γονατιστός). γυμνός. Ἤ ἀπό ρίζα δυ  ἐκδυμνός  γδυμνός 
Γονυπετής (=γονατιστός). Σύνθετο ἀπ’ τό γόνυ + γυμνός. Παράγωγα: γυμνόω-ῶ, γυμνότης, γύμνω-
πεσεῖν (πίπτω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα σις, γυμνωτέος, γυμνικός, γυμνικοί ἀγῶνες, Γυ-
στό γόνυ καί στό ρῆμα πίπτω. μνοσοφισταί (=οἱ γυμνοί φιλόσοφοι τῆς Ἰνδικῆς),
Γόος (=θρῆνος, στεναγμός). Ἀπό σανσκριτική ρί- γυμνής-ῆτος (=ἐλαφρά ὁπλισμένος), γυμνῆτες
ζα gu=ἠχεῖν. Ἀπ’ ἐδῶ παράγεται τό γοάω, ὅπου (=δοῦλοι στό Ἄργος), γυμνήτης, γυμνητεύω,
δές γιά ἄλλα παράγωγα. γυμνητεία, γυμνάζω, γυμνασία (=ἄσκηση), το
Γοργός (=φοβερός, ἄγριος, αὐστηρός). Ἀπό ἰαπε- γυμνάσιον (=γύμνασμα, τόπος ὅπου γίνονταν
τική ρίζα. Παράγωγα: γοργόομαι-οῦμαι (=γίνο- οἱ ἀσκήσεις), γυμναστής, γυμναστικός, γυμνα-
μαι θερμός), γοργότης (=ταχύτητα). στήριον, γυμναστέον, ἀγύμναστος, γύμνασις,
Γοῦν (=τουλάχιστον, ἐπιτέλους). Σύνθετο ἀπ’ τό γύμνασμα, γυμνασιαρχέω (γυμνάσιον + ἄρχω),
γε + οὖν. γυμνασίαρχος, γυμνασιαρχία.
Γράμμα. Ἀπ’ τό γράφω, ὅπου δές γιά περισσότε- Γυνή. Ἀπ’ τό γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα. ρα παράγωγα.
Γράφω (=χαράσσω). Ἀπό ρίζα γραφ, ἠχοποιημέ- Γύψος (=εἶδος ἀσβεστώδους γῆς).
νη δηλ. ἀπ’ τόν ἦχο πού γίνεται, ὅταν χαράσσε- Γωνία. Ἴσως ἀπ’ τό γόνυ.
ται κάτι πάνω σέ στερεά ὕλη (γρ-γρ). Παράγω-
γα: γράμμα, γραμματεία, γραμματεῖον, γραμμα-
τεύς, γραμματεύω, γραμματικός, γραμματική,
γραμματιστής, γραμμή, γραμμικός, γραμμικόν
(=σύστημα γραφῆς), γραπτός, γραπτέον, γρα-
πτύς (=τσουγκράνισμα), γραφή, γραφεύς, γρα-
φεῖον, γραφικός (=ἐπιτήδειος στό σχεδίασμα),
περιγραφικός, γραφίς, ἀνάγραπτος (=αὐτοῦ πού
τό ὄνομα εἶναι δημόσια ἐκτεθειμένο σέ ἐπιγρα-
φή), παρέγγραπτος (=νόθος), ἀντίγραφος (=ὁ
δυό φορές γραμμένος), ἀπερίγραπτος, ἀναγρα-
πτέον, ἀπογραφή, δυσπερίγραπτος, ὑπογραμμός
(=ὑπόδειγμα), ἴσως καί τό γρομφάς (=γουρού-
να), προγράφω, πρόγραμμα, σκιαγραφῶ, χειρό-
γραφος, χειρόγραφον.
Γρίφος (=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγ-
μα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια
ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).

65
Δ Δέλτα

Δᾳδοῦχος (=αὐτός πού κρατάει δαδί). Σύνθετο (=διανομή), ἀναδασμός, δαίμων (=μοίρα), δαιτύς
ἀπ’ τό δᾴς + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=φαγητό), δάσμα (=μερίδιο), ἀνάδαστος (=ξα-
ράγωγα. ναμοιρασμένος), δῆμος (=διαμέρισμα), εὐδαί-
Δαίδαλος (=περίτεχνος). Ἀπό ρίζα δαλ + ἐπιτα- μων (=εὐτυχισμένος), κακοδαίμων (=δυστυχι-
τική ἀναδίπλωση τοῦ δ μέ αι  δαίδαλ-ος  σμένος), κακοδαιμονία (=δυστυχία), πανδαισία,
δαίδαλος. πάνδημος, πανδημεί, δεισιδαίμων.
Δαίμων (=θεός, μοίρα). Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δα- Δάκνω (=δαγκάνω). Ἀπό ρίζα δακ + πρόσφυμα
(δαίω=μοιράζω), ὁπότε δαίμων (=μοιραστής). ν  δάκ-ν-ω καί μέ μετάπτωση δηκ. Παράγω-
Πιθανόν ἀπό ρίζα διF- (Ζεύς-Διός). Παράγωγα: γα: τό δάκος (=ζῶο βλαβερό, δάγκαμα), τό δα-
δαιμονάω (=κατέχομαι ἀπό δαίμονα), δαιμονίζο- κετόν (τό ἴδιο μέ τό προηγούμενο), δακέθυμος
μαι, δαιμονικός, τό δαιμόνιον, δαιμόνιος. (πού ἐνοχλεῖ τήν καρδιά), δακνηρός, δακνιστήρ,
Δαΐς = δᾴς-δᾳδός (=δαυλός, πόλεμος). Ἀπό ρίζα δακνώδης, ὠμοδάκης (=πού δαγκάνει ἄγρια), τό
δαF- (τοῦ δαίω=καίω). Δές γιά περισσότερα πα- δῆγμα (=δάγκαμα, κεντρί), δηγμός, δήκτης, δη-
ράγωγα στό ρῆμα δαίω (α) κτικός, ἡ δῆξις (δάγκαμα), δηξίθυμος, δηκτήρι-
Δαίς - δαιτός (=μερίδα ἀπό κρέας, συμπόσιο). Ἀπ’ ος, ὀφιόδηκτος, ὀδάξ (=με τά δόντια), ὀδάζω
τό δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότε- (=νοιώθω ενόχληση).
ρα παράγωγα. Δάκος (=βλαβερό ζῶο). Ἀπ’ τό δακεῖν τοῦ δάκνω,
Δαιτυμών (=σύνδειπνος). Ἀπ’ τό δαίς-δαιτός (=με- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίδα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Δάκρυ. Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δακ- τοῦ δάκνω, γιατί τά
δαίω (=μοιράζω). δάκρυα ἐρεθίζουν. Παράγωγα: δακρύω, δακρυόεις,
Δαίω 1) (=καίω). Ἀπό ρίζα δαF-. Παράγωγα: δᾴς- τό δάκρυμα (=ἀντικείμενο δακρύων), δακρύρρο-
δᾳδός, δαλός (=ἀναμμένο ξύλο), καί ἴσως τό δα- ος, δακρυτός, ἀξιοδάκρυτος, ἀδάκρυτος.
ΐς (=μάχη), δάιος (=ἐχθρικός). Δάκτυλος. Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δακ- τοῦ δάκνω. Ἤ
2) (=μοιράζω). Ἀπό ρίζα δα-. Παράγωγα: δαίς- ἀκόμη ἀπ’ τή ρίζα δεκ- τοῦ δέχομαι ἤ καί ἀπ’ τό
δαιτός, δαίνυμι (=τρώω), δαιταλεύς (=συμπό- δείκνυμι. Παράγωγα: δακτύλιος (=δακτυλίδι μέ
της), δαιτρός (μοιραστής), δαιτρεύω (=μοιρά- σφραγίδα), δακτυλικός, δακτυλήθρα, δακτυλο-
ζω), δαιτυμών, δατέομαι (=μοιράζομαι), δασμός δεικτέω, δακτυλόδεικτος, δακτυλωτός.

66 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Δάμαλις (=νεαρή ἀγελάδα). Ἀπ’ τό δαμάω, ὅπου Δάω. Ρίζα παλιά πού σημαίνει μαθαίνω καί ἐνερ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γητικό διδάσκω. Παράγωγα: ἀδαής (=ἄπειρος),
Δαμάω καί δαμάζω (=τιθασεύω, ἡμερώνω, ὑποτάσ- δαήμων (=ἔμπειρος), ἀδαήμων.
σω). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω  δαμά- Δείδω (=φοβοῦμαι). Ἔχει δύο θέματα: τό ἰσχυρό
ζω. Παράγωγα: ὁ δαμάλης (=μοσχαράκι), ἡ δά- δει- καί τό ἀσθενές δι-. Ἀπ’ τό θέμα δει- μέ ἀνα-
μαλις, ἡ δάμαρ (=σύζυγος), πανδαμάτωρ (=πού διπλασιασμό καί ἑτεροίωση προκύπτει τό δέδει-
δαμάζει τά πάντα), δάμασις, δαμασμός, δαμα- κα  δέδοικα, πού εἶναι πιό εὔχρηστο. Παράγω-
στής, δαμαστέος, ἀδάμαστος, ἡ δμῆσις, δμητήρ, γα: δέος (=φόβος), δειλός (=φοβιτσιάρης), δει-
δμωή (=δούλα ἀπό αἰχμαλωσία), ὁ δμώς (=δοῦλος λία, δείλαιος, δεῖμα (=φόβος), δειμαίνω, δειμα-
αἰχμάλωτος), ἀδμής-ῆτος (=ἀδάμαστος, ἀνύπα- λέος, δειματόω (=φοβίζω), δεῖμος (=φόβος), δει-
ντρος), ἄδμητος (=ἀδάμαστος), Ἄδμητος, Ἱππό- νός, δεινότης, δεισιδαίμων, ἀδεής, ἀδεῶς, ἄδεια
δαμος, Λαοδάμας. (=ἀφοβία), ψοφοδεής (=πού τρέμει καί τόν πα-
Δανείζω (=δίνω χρήματα μέ τόκο). Ἀπό ρίζα δα- ραμικρό θόρυβο), περιδεής.
(συνεσταλμένου τύπου τοῦ do=δίνω) ἤ ἀπό ρί- Δείκνυμι (=δείχνω, φανερώνω). Πιθανόν νά σχε-
ζα δα- τοῦ δαίω (=μοιράζω). Τό ρῆμα ἀπ’ τό ποι- τίζεται μέ τό δέχομαι. Ρίζα δεικ + πρόσφυμα νυ
ητ.τό δάνος (=δῶρο, χρέος) μέ θέμα δανεσ + ίζω + μι  δείκ-νυ-μι.
 δανεσ-ιδ-j-ω  δανείζω. Παράγωγα: δάνει- Παράγωγα: δεῖγμα, παράδειγμα, ὑπόδειγμα, δεικτέ-
ον, δάνεισμα, δανεισμός, δανειστής, δανειστέ- ος, δεικτικός, δεῖξις, ἀπόδειξις, ἔνδειξις, δείκτης,
ον, δανειστικός. δεικτός, δυσαπόδεικτος, ἀναπόδεικτος, δακτυ-
Δάνος, τό (=δῶρο, χρέος). Ἀπ’ τό δαίω (=μοιράζω). λοδεικτέω. Ἀπό μετάπτωση τῆς ρίζας δεικ σέ δικ
Δές γιά τά παράγωγά του στό ρῆμα δανείζω. παράγεται ἡ δίκη.
Δαπάνη (=ἔξοδο). Ἀπό ρίζα δαπ- τοῦ δάπτω (=κα- Δείλη (=δειλινό). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
ταβροχθίζω). Παράγωγα: δαπανάω-ῶ, δαπάνη- νά εἶναι τύπος τοῦ εἴλη (=ἡ πιό θερμή ὥρα τῆς
μα, δαπάνησις, δαπανηρός, δαπανητικός, πολυ- ἡμέρας).
δάπανος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Δειλός (=φοβιτσιάρης). Ἀπ’ τό δείδω, ὅπου δές γιά
ρῆμα δάπτω. περισσότερα παράγωγα.
Δάπεδον (=πάτωμα δωματίου, ἔδαφος). Ἐπιτατι- Δειμαίνω (=εἶμαι φοβισμένος). Ἀπ’ τό δεῖμα τοῦ
κό προθεματικό μόριο δα (ζα) + πέδον. Ἴσως τό δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πρῶτο συνθετικό νά εἶναι ἡ λέξη δᾶ-γᾶ = γῆ. Δεινοπαθῶ (=ὑποφέρω). Σύνθετο ἀπ’ τό δεινός +
Δάπτω (=καταβροχθίζω, κατατρώω). Ἀπό ρίζα δαπ- παθεῖν τοῦ πάσχω.
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: δαπάνη, δαρδάπτω, δαμι- Δεινός (=φοβερός). Ἀπ’ το δείδω, ὅπου δές γιά πε-
λής (=ἄφθονος), δεῖπνον, δάπτης, δάπτειρα. ρισσότερα παράγωγα.
Δαρθάνω (=κοιμοῦμαι). Ἀπό ρίζα δαρθ- + πρόσφυ- Δεῖπνον. Ἀπ’ τό δάπτω (καταβροχθίζω), ὅπου δές
μα αν + ω = δαρθάνω. γιά περισσότερα παράγωγα.
Δασμός (=ὁ φόρος πού ἀναλογεῖ στόν καθένα). Ἀπ’ Δειράς (=ἡ ράχη βουνοῦ). Ἀπ’ τό δειρή (=τρά-
τό δάσασθαι τοῦ δατέομαι (=μοιράζω). Δές γιά χηλος).
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαίω (=μοι- Δεισιδαίμων (=αὐτός πού φοβᾶται τό Θεό, θρῆσκος).
ράζω). Σύνθετο ἀπ’ τό δείδω + δαίμων. Δές γιά περισ-
Δασύς (=γεμάτος τρίχες, πυκνός). Ἀπ’ τό προθε- σότερα παράγωγα στό ρῆμα δείδω.
ματικό ἐπιτατικό πρόθημα δα. Παράγωγα: δά- Δεκάζω (=δωροδοκῶ, διαφθείρω μέ δῶρα). Πιθα-
σος, δασύνω, δασύτης, δασύμαλλος. νόν νά σχετίζεται μέ τή ρίζα δεκ- τοῦ δέχομαι ἤ
Δατέομαι (=διαμοιράζομαι). Άπό ρίζα δα- τοῦ δαίω μέ τό δέκα. Παράγωγα: δεκασμός (=δωροδοκία),
(=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- ἀδέκαστος (=ἀδωροδόκητος).
γωγα. Δεκατεύω (=ζητῶ τό ἕνα δέκατο τῆς λείας ἤ τοῦ
Δαμιλής (=ἄφθονος). Ἀπ’ τή ρίζα δαπ- τοῦ δάπτω, φόρου). Ἀπ’ τό δεκάτη (ἐνν. μοίρα = τό δέκατο
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. μέρος). Παράγωγα: δεκατευτήριον (=τελωνεῖο),

67
δεκάτευμα, δεκάτευσις, δεκατευτής, ἀδεκάτευτος μα, ἡ δέρρις (=βύρσινο κάλυμμα, δέρμα ἀκατέρ-
(=ἀφορολόγητος). γαστο), δέρη (=τράχηλος), το δέρτρον (=μεμ-
Δεκτός. Παράγωγο τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά πε- βράνη πού περιβάλλει τά εντόσθια), τό δέρος
ρισσότερα παράγωγα. καί δέρας, δορά (=δέρμα), ἐκδορά.
Δέλεαρ (=δόλωμα). Ἔχει σχέση μέ τό δόλος. Πα- Δεσμός (=ταινία, σχοινί, φυλακή). Ἀπ’ τό δέω (=δέ-
ράγωγα: δελεάζω (=ἐξαπατῶ), δελέασμα, δελε- νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ασμός, δελεαστικός, δελεάστρα (=παγίδα), δε- Δεσπότης (=ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ, κυρίαρχος). Ἀπό
λέαστρον (=παγίδα). ρίζα δεμ- τοῦ δέμω + πόσις (=ὁ σύζυγος). Δές γιά
Δέλτος (=πινακίδα γιά γραφή). Ἀπό τό γράμμα Δ περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω.
πού ἦταν τό σχῆμα τῶν παλιῶν πινακίδων. Παρά- Δέχομαι. Ἀπό ρίζα δεκ-. Παράγωγα: δέκτης, δε-
γωγα: δελτάριον, δελτίον, δελτοῦμαι, δελτωτός. κτικός., δεκτός, δεκτήρ, δέκτρια, δεκτέον, πα-
Δελφύς (=ἡ μήτρα γυναικός). Ἰαπετική ἡ προέλευ- ραδεκτέος, δέκτωρ, δεξιός, δεξιοῦμαι, δεξαμε-
σή του. Ἀπό ἐδῶ παράγεται ὁ ἀδελφός (=αὐτός νή, δοχή, ὑποδοχή, διαδοχή, δοκός, δόκιμος,
πού γεννήθηκε ἀπ’ τήν ἴδια μήτρα). ἡ δοκάνη (=θήκη), δοχεῖον, δοχμή (=παλάμη),
Δέμας, τό (=σῶμα ζωντανό). Ἀπ’ τό δέμω (=κα- διάδοχος, δωροδόκος, δωροδοκία, δωροδοκῶ,
τασκευάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- εὐπρόσδεκτος, ξενοδόχος, ξενοδοχεῖον, πάνδο-
γωγα. κος ἤ πανδόκος, πανδοκεύς, πανδοκεῖον, παν-
Δέμω (=χτίζω, κατασκευάζω). Ἀπό ρίζα δεμ- ἀπ’ δοκεύω, ἀπανδόκευτος (=χωρίς ξενοδοχεῖο),
ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: δέμας, δέμνιον προσδοκάω-ῶ, προσδοκία.
(=στόν πληθ. στρώματα), δεσπότης, δόμος, δομέ- Δέω-ῶ (=δένω). Ἀπό ρίζα δε-. Παράγωγα: δεσμός,
ω-ῶ, δομή, δομαῖος, δῶμα, δομόνδε (=στόν οἶκο), δέσμιος, δεσμέω, δεσμοφύλαξ, δέσμωμα, δε-
δωμάτιον, νεόδμητος (=νεόχτιστος), οἰκοδόμος, σμωτήριον, δεσμώτης, σύνδεσμος, κατάδεσμος
οἰκοδομῶ, ὀπισθόδομος, πρόδομος. (=μαγικός δεσμός), δέσις, ὑπόδεσις, δέσμα, δε-
Δένδρον. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. τός, ἄδετος, ἀσύνδετος, σύνδετος, δετέον, συν-
Δεξαμενή (=δοχεῖο γιά νερό, στέρνα). Εἶναι μετοχή δετέος, δέσμη, δεσμός, δέμα, δεμάτιον, δετή,
ἀόρ. τοῦ δέχομαι μέ μεταβλημένο τόν τόνο. Δές συνδέτης, συνδετικός, ἀλληλένδετος, διάδη-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι. μα, ὑπόδημα, ἀνυπόδητος, κρήδεμνον (=κεφα-
Δεξιός. Ἀπό ρίζα δεκ τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά πε- λόδεσμος), δοῦλος (<δέσυλος> δόσυ-λος > δό-
ρισσότερα παράγωγα. υλος > δοῦλος).
Δεξίωσις (=ἡ προσφορά τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ γιά χαι- Δέω (=ἔχω ἀνάγκη, στεροῦμαι, χρειάζομαι). Ἀπό
ρετισμό). Ἀπ’ τό ρῆμα δεξιοῦμαι (=χαιρετῶ) πού ρίζα δεF συγγενική μέ τή ρίζα τοῦ δέω-ῶ. Παρά-
παράγεται ἀπ’ τό δεξιός τοῦ δέχομαι. Ἐπίσης πα- γωγα: δέημα, δέησις, δεητικός, ἀδέητος, ἐνδεής,
ράγωγο τοῦ δεξιοῦμαι εἶναι τό δεξίωμα (=εὐπρόσ- ἀνενδεής (=αὐτός πού δέν ἔχει ἀνάγκη), ἔνδεια
δεκτο πρᾶγμα). Δές γιά περισσότερα παράγω- (=φτώχεια), σιτοδεία (=πείνα).
γα στό δέχομαι. Δῆγμα (=δάγκαμα). Ἀπ’ τό δάκνω, ὅπου δές γιά
Δέος (=φόβος, τρόμος). Ἀπ’ τό δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Δηλέομαι (=βλάπτω, καταστρέφω). Ἀπό ρίζα δαF-
Δέρκομαι (=βλέπω καλά). Ἀπό ρίζα δερκ-. Παρά- τοῦ δαίω (=καίω). Παράγωγα: δήλημα (=φθο-
γωγα: δέργμα (=βλέμμα), δορκάς (=ζαρκάδι), ρά), δηλήμων (=βλαβερός), δήλησις (=κατα-
δράκων, ὀξυδερκής, ὀξυδέρκεια. στροφή), δηλητήριος (=βλαπτικός), δηλητήρι-
Δέρμα. Ἀπ’ τό δέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα ον (=τό φαρμάκι), δηλητηριώδης.
παράγωγα. Δῆλος (=φανερός). Ἀπό ρίζα διF- τοῦ δῖος (=θεῖος,
Δέρω (=ἀφαιρῶ τό δέρμα, γδέρνω, δέρνω). Ἀπό εὐγενής ). Ἀρχικά ἦταν δεjηλος  δῆλος. Πα-
ρίζα δερ- καί μέ μετάπτωση δαρ- καί δορ-. Πα- ράγωγα: δηλόω-ῶ (=φανερώνω), δήλωμα, δή-
ράγωγα: δάρσις (=γδάρσιμο), δαρτός (=γδαρμέ- λωσις, δηλωτέον, δηλωτικός, δηλωτός, ἀδήλω-
νος), νεόδαρτος, δειράς (=ἡ ράχη βουνών), δέρ- τος, δηλαδή (δῆλα + δή).

68 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Δημαγωγός (=αὐτός πού παρασύρει τό λαό). Σύν- ον, διαιτήσιμος, διαιτητής (=αὐτός πού κρίνει),
θετο ἀπ’ τό δῆμος + ἄγω. Παράγωγα: δημαγω- διαιτητικός, διαιτησία.
γέω-ῶ, δημαγωγία, δημαγωγικός. Διαιτητής (=μεσολαβητής, κριτής). Ἀπ’ τό διαιτῶ,
Δημεύω (=κάνω κάτι δημόσιο ). Ἀπ’ τό δῆμος. Πα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγό του εἶναι ἡ δήμευσις. Διάκονος (=ὑπηρέτης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Δημηγορία (=ἀγόρευση). Ἀπ’ τό δημηγόρος (δῆμος Πιθανόν ἀπ’ τό διά + κονέω (=σπεύδω). Παρά-
+ ἀγορεύω), ἀπ’ ὅπου καί τά: δημηγορέω-ῶ, δη- γωγα: διακονέω, διακόνημα, διακόνησις, διακο-
μηγορικός. νητέον, διακονία, διακονικός, διακονητής.
Δῆμος (=διαμέρισμα γῆς, ὁ λαός). Ἀπ’ τή ρίζα δα- Διακυβεύω (=παίζω κύβους, ριψοκινδυνεύω). Σύν-
τοῦ δατέομαι (=μοιράζω) ἤ, σύμφωνα μέ ἄλλους, θετο ἀπ’ τό διά + κύβος.
ἀπ’ τή ρίζα δαμ τοῦ δαμάζω. Ἐκτός ἀπό τά παρα- Διάλεκτος (=συνομιλία, τοπική γλώσσα). Ἀπ’ τό
πάνω σύνθετα παράγωγά του, ἄλλα παράγωγα διαλέγομαι (=συνομιλῶ), ἀπ’ ὅπου καί τά πα-
εἶναι τά: δήμιος, δημότης, δημοτικός, δημώδης, ράγωγα: διαλεκτικός, διαλεκτέον, διάλεξις, δι-
δημωφελής, δημοῦμαι, δημιουργῶ, δημιουργός, άλογος, διαλογή. Δές γιά περισσότερα παρά-
δημιουργικός, δημιουργία, δημιούργημα, δημο- γωγα στό ρῆμα λέγω.
κρατοῦμαι, δημοκρατικός, δημοκρατία, δημοσι- Διαμπερές (=πέρα γιά πέρα). Ἐπίρρημα ἀπ’ τό δια-
εύω, δημόσιος, δημοσίευσις, ἀδημοσίευτος, δημο- μπείρω  διαναπείρω  διά + ἀνά + πείρω (=δι-
σιόω (=κάνω κάτι δημόσιο), νεοδαμώδης. ατρυπῶ). Ἐπίθετο παράγωγο: διαμπερής (=δια-
Δῃόω-ῶ αντί δηϊόω (=καταστρέφω, λεηλατῶ). περαστικός).
Ἀπό ἀρχική ρίζα δαF-. Τό ρῆμα παράγεται ἀπ’ τό Διάνοια (=σκέψη, σκοπός, διανόηση, ἔννοια). Ἀπ’
ἐπίθετο δήϊος ἀντί δάϊος πού παράγεται ἀπ’ τό τό ρῆμα διανόομαι – οῦμαι (=σκέπτομαι) (διά
ρῆμα δαίω (=καίω). Παράγωγα: δῄωσις, ἀδῄω- + νοῦς), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: διανόημα,
τος (=ἀλεηλάτητος). διανόησις, διανοητέον, διανοητός, ἀδιανόητος,
Διαβήτης. Ἀπ’ τό διαβαίνω. Δές γιά περισσότερα διανοητικός.
παράγωγα στό ρῆμα βαίνω. Διανύω (=τελειώνω, τερματίζω). Σύνθετο ἀπ’ τό
Διάβολος (=συκοφάντης). Ἀπ’ τό διαβάλλω. Δές διά + ἀνύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω. ρῆμα ἀνύω.
Διαγωγή. Ἀπ’ τό διάγω. Δές γιά περισσότερα πα- Διαπρύσιος (=διαπεραστικός, ὀξύς). Ἀπ’ τό δια-
ράγωγα στό ρῆμα ἄγω. περῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό πε-
Διάδημα (=ταινία γύρω ἀπ’ τά μαλλιά). Ἀπ’ τό δι- ράω-ῶ.
αδέω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Διαρρήδην (=ρητά καί κατηγορηματικά). Ἐπίρ-
δέω-ῶ (=δένω). ρημα ἀπ’ το διαρρηθῆναι  διά + ῥηθῆναι τοῦ
Διάδοχος. Ἀπ’ τό διαδέχομαι. Δές γιά περισσότε- λέγομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ρα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι. ρῆμα λέγω.
Διάδρομος (περιπλανώμενος). Ἀπ’ τό διαδραμεῖν Διάρροια. Ἀπ’ τό διαρρέω (διά + ρέω). Δές γιά πε-
τοῦ διατρέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέω.
στό ρῆμα τρέχω. Διάτορος (=διαπεραστικός, ὀξύς). Ἀπ’ τό διά +
Διαθήκη. Ἀπ’ τό διατίθημι. Δές γιά περισσότερα τείρω (=περνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
παράγωγα στό ρῆμα τίθημι. ράγωγα.
Δίαιτα (=τρόπος ζωῆς, κατοικία). Ἀπ’ τό διάω (=πνέ- Διαυγής (=καθαρός, ἀκτινοβόλος). Ἀπ’ τό διά +
ω)ζάω -ῶ. Ἤ ἀπ’ τό διά + αἰτ-j-α  διά+αἶσα αὐγή.
(=μοίρα, ἀπόφαση). Δίαυλος (=διπλός δρόμος). Ἀπ’ τό δίς+αὐλός (=στά-
Διαιτῶ (=ἐπιβάλλω δίαιτα, ζῶ μέ ἕναν ὁρισμένο διο).
τρόπο, κρίνω, ὁρίζω). Ἀπ’ τή λέξη δίαιτα. Πα- Διδάσκω. Ἀπό ρίζα δακ + ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δι-
ράγωγα: διαίτημα (=τρόπος ζωῆς), ἐνδιαίτημα δακ. Με τό πρόσφυμα σκ γίνεται  διδακ-σκ-ω,
(=κατοικία), διαίτησις, διαιτητήριον, διαιτητέ- καί μέ ἀποβολή τοῦ κ  διδάσκω. Παράγωγα:

69
δίδαγμα, διδακτέον, διδακτήριος, διδακτικός, δι- Διμοιρία (=διπλή μερίδα). Ἀπ’ τό δίμοιρος (δύο
δακτός, ἀδίδακτος, αὐτοδίδακτος, διδακτήριον, + μοῖραι).
δίδακτρα, δίδαξις, διδασκαλεῖον, διδασκαλία, δι- Δίνη, ἡ καί δῖνος, ὁ (=στροβιλισμός νεροῦ, ἀνεμο-
δάσκαλος, διδασκαλικός, διδαχή. στρόβιλος). Ἀπό ρίζα δι τοῦ δίω (=φεύγω γρήγο-
Δίδυμος (=διπλός). Ἀπό ἀναδιπλασιασμό τοῦ ρα). Παράγωγα: δινεύω (=περιστρέφω), δίνευ-
δύο. μα, δινήεις (=στροβιλώδης), δίνησις, περιδίνη-
Δίδωμι. Ἀπό ἀρχική ρίζα δα- προῆλθαν δυό θέ- σις, δίνω, δινητός, σκοτοδινία.
ματα: α) δω (ἰσχυρό) καί β) δο (ἀσθενές). Μέ Δίολκος (=τό μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, ἀπ’
ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δω + μι  δί-δωμι. Παρά- ὅπου τά πλοία σύρονταν ἀπ’ τή μιά στήν ἄλλη
γωγα: δῶρον, δωρεά, δώρημα, δωρητός, δωρο- θάλασσα). Ἀπ’ τό διέλκω (=σύρω διαμέσου). Δές
δοκέω, δωροφόρος, δωσίδικος (=αὐτός πού πα- γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἕλκω.
ραδίνει τόν ἑαυτό του στό νόμο), δωσιδικία, δω- Δίοπος (=κυβερνήτης, φορτωτής). Ἀπ’ τό διέπω
τήρ, δωτίνη (=δῶρο), δόσις (καί συνθ. ἀντί, κα- (διά + ἕπω), ἀπ’ ὅπου καί τό ὅπλον.
τά, διά, μετά, πρό, ἀπό, ἐπί, παρά, ἔκ, ἀνταπό)δο- Διόσκουροι (=οἱ γιοί τοῦ Δία, ὁ Κάστορας καί ὁ
σις, δοτέος, δοτήρ, δότης, προδότης, προδοσία, Πολυδεύκης). Σύνθετη λέξη ἀπ’ τίς λέξεις: Διός
αἱμοδότης, καταδότης, τροφοδότης, φωτοδό- (Ζεύς) + κοῦρος.
της, πληροφοριοδότης, ἐκδότης, δοτικός, ἐκδο- Δίσκος (=στρόγγυλη πλάκα γιά ἐκσφενδόνιση). Ἀπ’
τικός, ἀποδοτικός, μεταδοτικός, δοτέον, διαδο- τό δικεῖν, ἀπαρ. τοῦ ἀόρ. β’ ἔδικον (=ἐκσφενδο-
τέος, δοτός, παραδοτός, ἔκδοτος (=πού παρα- νίζω), ἀπ’ ὅπου καί τό δίκτυον.
δίδεται ἐξολοκλήρου σέ κάτι), ἀνέκδοτος (γιά Διφάω-ῶ (=ἐρευνῶ). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
κόρη πού δέν παντρεύτηκε), ἀνάδοτος (=πού Ἀπό ἐδῶ τά σύνθετα: ἱστοριοδίφης, φυσιοδί-
δέν δίνεται πίσω), ἀνδράποδον < ἀνδραπόδο- φης.
τον, πατροπαράδοτος. Διφθέρα (=δέρμα κατεργασμένο). Ἀπ’ τό δέφω
Διετής. Σύνθετο ἀπ’ τό δίς + ἔτος. (=μαλακώνω κάτι μέ τήν τριβή).
Διηνεκής (=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό δι- Διχοτομῶ (=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπ’
ήνεγκα τοῦ διαφέρω. Δές γιά περισσότερα πα- τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα +
ράγωγα στό ρῆμα φέρω. τέμνω). Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, δι-
Διθύραμβος (=λυρικό ἄσμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία χοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό
του. Πιθανόν ἀπ’ τίς λέξεις: δίς+θύραζε+βαίνειν. ρῆμα τέμνω.
Ἤ μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό θρίαμβος. Ἤ ἀπ’ τίς: Δίψα. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: δι-
δίθυρο + ἄμβος (ἴαμβος - θρίαμβος κ.λπ.). ψάω-ῶ, διψαλέος, διψηρός, δίψησις, διψητικός,
Δίκελλα (=σκαπάνη μέ δυό δόντια). Σύνθετο ἀπ’ δίψιος, διψώδης.
τό δύο + κέλλω (=κατευθύνομαι, φτάνω). Διώκω. Πιθανή ρίζα δι τοῦ δίω (=φεύγω). Παρά-
Δίκη (=τό ὀρθό, τό δίκαιο). Ἀπό ρίζα δικ- τοῦ δεί- γωγα: δίωγμα, διωγμός, δίωξις, διωκτέος, διω-
κνυμι. Παράγωγα: δικάζω, δίκαιος, δικαιοσύνη, κτός, διώκτης, διωκτήρ.
δικαιόω (=διορθώνω), δικαίωσις, δικανικός, δι- Διώνυμος (=αὐτός πού ἔχει δύο ὀνόματα). Σύνθε-
καστήριον, δικαστής, δικαστικός, δικάσιμος, ἀδί- το ἀπ’ τό δύο + ὄνυμα (=ὄνομα) κι αὐτό ἀπ’ τήν
καστος, διαδικασία, δικαστήρ, δικάστρια, δικα- ἀσθενή ρίζα τοῦ γνω- (γνο) (τοῦ γιγνώσκω) +
σμός, δικαιολογοῦμαι, δικαιολογία, σύνδικος, προθεματικό ὄ + κατάληξη -μα. Κατ’ ἄλλους τό
φυγοδικῶ, χειροδίκης, χειροδικῶ. ὄνομα ἀπό ο προθεματ. + νέμω (=κατέχω).
Δικλίς-ίδος (=δίφυλλη πόρτα). Σύνθετο ἀπ’ τό δίς Διῶρυξ (=αὐλάκι, τάφρος). Ἀπ’ τό διορύσσω. Γιά
+ κλίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ὀρύσσω.
ρῆμα κλίνω. Δόγμα (=γνώμη, δοξασία, ἀπόφαση). Ἀπ’ τό δοκέ-
Δίκτυον (=κάθε δικτυωτό πλέγμα). Ἀπό ρίζα δικ- ω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ δικεῖν, ἀπαρ. τοῦ ἀόρ. β’ ἔδικον (=ρίχνω, Δοκέω-ῶ (=νομίζω, φαντάζομαι, ἀποφασίζω). Ἀπό
ἐκσφενδονίζω), χωρίς ἐνεστώτα. ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό δέχομαι. Παράγωγα:

70 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


δόγμα, δογματικός, δόκησις (=δοξασία), δοκη- Δορκάς (=εἶδος ἐλαφιοῦ μέ μεγάλα καί ἀστραφτε-
σίσοφος (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σο- ρά μάτια, ζαρκάδι). Ἀπ’ τό δέρκομαι, ὅπου δές
φό), ἀδόκητος (=ἀπροσδόκητος), ἀδοκήτως, δό- γιά ἄλλα παράγωγα.
κιμος, δοκίμως (=ἀληθινά), δοκιμή, δοκιμάζω, Δόρπον (=ἐσπερινό φαγητό). Ἲσως ἀπ’ τό δρέπω
δοκίμιον (=κριτήριο), δόκημα (=δράμα), δόξα μεταφορικά. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ-
(προσδοκία, γνώμη, λαμπρότης), δοξάζω, δο- ξη δρέπανον.
ξαστής, δοξαστικός, ἄδοξος, εὐδόκιμος, εὐδο- Δόρυ (=κορμός δένδρου, ξύλου, τό ξύλο λόγχης).
ξία (=καλή φήμη), κακοδοξία (=κακή φήμη), κα- Πρωτότυπη λέξη.
κόδοξος, κενόδοξος, ὁμόδοξος, ὁμοδοξία, παρά- Δορυφόρος (=αὐτός πού φέρει δόρυ, σωματοφύ-
δοξος, προσδοκία. λακας). Σύνθετο ἀπ’ τό δόρυ + φέρω, ὅπου δές
Δόκιμος (=δοκιμασμένος, γνήσιος). Ἀπ’ τό δέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
κομαι (δέχομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Δοῦλος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό
ράγωγα. δέω (=δένω). Δοῦλος ἀπ’ τό δέσυλος, μέ μετά-
Δοκός (=δοκάρι). Ἀπ’ τό δέκομαι (δέχομαι), ὅπου πτωση δόσυλος καί μέ ἀποβολή τοῦ σ  δόυ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. λος  δοῦλος. Παράγωγα: δουλεύω, δουλεία,
Δολιχοδρόμος (=αὐτός πού τρέχει μακρύ δρόμο). δούλειος, δούλευμα, δούλευσις, δουλευτέον,
Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: δόλιχος (=μακρύς δρό- ἀδούλευτος, δουλοπρεπής, δουλόω (=ὑποδου-
μος) + δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισ- λώνω), δούλωσις.
σότερα παράγωγα. Δοῦπος (=γδοῦπος, ὑπόκωφος ἦχος). Ὀνοματοποιη-
Δολιχός (=μακρύς). Ἰαπετική ἡ προέλευσή του. Ἀπ’ μένη λέξη. Παράγωγα: δουπέω-ῶ, δούπημα (=κρό-
τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις ἐνδελεχής (=ἀσυνεχής), τος), δουπήτωρ (=αὐτός πού προξενεῖ κρότο,
ἐνδελέχεια (=μακρότητα), Δουλίχιον (=Μακρο- χαλκός), ἐρίγδουπος (=δυνατός ὑπόκωφος
νήσι), δολιχόουρος, δολιχόσκιος. ἦχος).
Δόλος (=δόλωμα, τέχνασμα, ἀπάτη). Ἀπό ρίζα Δούρειος (=ξύλινος). Ἀπ’ τό δόρυ.
δελ (δέλεαρ=δόλωμα), λατιν. dolus. Παράγω- Δοχεῖον. Ἀπ’ τό δέχομαι, ὅπου δές γιά περισσότε-
γα: δολόω (=ἐξαπατῶ), δόλωμα, δόλωσις, δο- ρα παράγωγα.
λοφόνος. Δράγμα (=ὅσο χωράει μία φούχτα, δέμα). Ἀπ’ τό
Δολοφόνος (=αὐτός πού φονεύει μέ δόλο). Σύνθε- δράττομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
το ἀπ’ τό δόλος + φένω (=σκοτώνω). γα.
Δόμος (=σπίτι, δωμάτιο). Ἀπ’ τό δέμω (=κτίζω), Δράκων (=φίδι). Ἀπ’ τό δρακεῖν τοῦ δέρκομαι (=βλέ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δόναξ (=καλάμι, πού σαλεύει ἀπ’ τόν ἄνεμο). Ἀπ’ Δρᾶμα, τό (=πράξη, τραγωδία). Ἀπ’ τό δράω-ῶ
τό δονέω-ῶ (=σείω), ὅπου δές γιά περισσότε- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: δραματικός, δρᾶνος, τό
ρα παράγωγα. (=ἔργο), δρᾶσις, δράσιμος, δρασείω (ἐφετικό),
Δονέω-ῶ (=σείω, ταράζω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία δραστέος, δραστέον, δραστήριος, δραστικός,
του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό δίεμαι (=διώκω). δρηστήρ (θηλ. δρήστειρα), δρήστης καί δρά-
Παράγωγα: δόναξ, δονακεύς (=καλαμώνας), δο- στης, δρηστοσύνη, δραίνω (=εἶμαι ἕτοιμος νά
νακόεις, δόνημα (=ταραχή), δονητός. δράσω), ἀδρανής.
Δόξα (=γνώμη). Ἀπ’ τό δοκῶ, ὅπου δές γιά περισ- Δραπέτης (=αὐτός πού φεύγει κρυφά). Ἀπό ρίζα
σότερα παράγωγα. δρα- τοῦ διδράσκω + πέτομαι. Ἀπ’ τή ρίζα δρα-
Δορά (=δέρμα ζώου). Ἀπ’ το δέρω (=γδέρνω), ὅπου παράγονται οἱ λέξεις: διδράσκω (μέ ἐνεστ. ἀνα-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. διπλ. δι), ἀπόδρασις, δρασμός, ἀναπόδραστος,
Δορυάλωτος, λανθασμένη γραφή, ἀντί δοριάλω- ἄδραστος, δραπετεύω, δραπέτευσις.
τος (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύν- Δράττομαι (=πιάνω μέ τό χέρι). Ἀπό ρίζα δρακ
θετο ἀπ’ τό δόρυ + ἁλῶναι τοῦ ἁλίσκομαι, ὅπου + πρόσφυμα j + ομαι  δράττομαι. Παράγω-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα: δράγμα (=ὅσο χωράει μιά φούχτα), δραγ-

71
μός (=πιάσιμο), δράγδην (=ἁρπαχτά), δράξ-κός μολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό δυσ + στένω, ἤ ἀπ’
(=φούχτα), δραχμή (=ὅσο μπορεῖ νά κρατήσει κα- τό δυσ + στα (τοῦ ἵστημι).
νείς μέσα στό χέρι του, ἀττικό νόμισμα). Δυσχερής (=δυσκολομεταχείριστος). Ἀπ’ τό δυσ +
Δράστης. Ἀπ’ τό δράω-ῶ. Δές γιά ἄλλα παράγω- χείρ. Παράγωγα: δυσχεραίνω, δυσχέρεια, δυσχε-
γα στή λέξη δρᾶμα. ραινόντως, δυσχέρανσις, δυσχεραντέον, δυσχε-
Δραχμή (=ὅσο χωράει το χέρι, νόμισμα). Ἀπ’ το ραντικός, δυσχέρασμα.
δράττομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- Δυσώδης (=βρωμερός). Ἀπ’ τό δυσ+ὄζω (=μυρίζω),
γα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δρέπανον. Ἀπ’ τό ρῆμα δρέπω (=κόβω), ἀπ’ ὅπου Δυσωπέω (=κάνω κάποιον νά κατεβάσει τά μάτια μέ
καί τά παράγωγα: δρεπτός, ἄδρεπτος, ἡ δρεπάνη, ἐπίμονες παρακλήσεις, παρακαλῶ ἐπίμονα). Ἀπ’
δρεπανηφόρος, δρεπανοειδής, δόρπον. τό δυσ+ὄψ-ὀπός τοῦ ὁράω-ῶ. Παράγωγα: δυσώ-
Δριμύς (=διαπεραστικός, ὀξύς, αὐστηρός). Πρω- πημα (=μέσο διόρθωσης), δυσώπησις (=ἐπίμονη
τότυπη λέξη. παράκληση), δυσωπητικός, δυσωπία (=ντρόπια-
Δρομαῖος (=γρήγορος). Ἀπ’ το δρόμος τοῦ τρέχω, σμα), ἀδυσώπητος (=ἄκαμπτος).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δύω (=βυθίζω, εἰσέρχομαι, βυθίζομαι, ντύνομαι).
Δρόμος (=τρέξιμο). Ἀπ’ τό δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου Ἀπό ρίζα δυ-. Παράγωγα: δύσις (καί μέ πρόθε-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ση ἀνά, κατά, ἐν, ἐκ, εἰς, διείσ)δυσις, ἡ δυσμή
Δρυάς, ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπ’ τό δρῦς (=βα- (=δύση), δυσμαί, δύτης, δυτικός, ἄδυτος, ἄδυ-
λανιδιά). Παράγωγα τοῦ δρῦς: δρύινος, δρυμός τον (=τό πιό ἱερό μέρος τοῦ ναοῦ), ἀποδυτέον,
(=δάσος ἀπό βαλανιδιές), δρυμώδης, δρυοκο- ἀποδυτήριον, ἐνδυτός, ἔνδυμα, ἐπενδυτής, λω-
λάπτης (=ξυλοφάγος), δρυοτόμος. ποδύτης, τρωγλοδύτης.
Δρυμός (=δάσος ἀπό βαλανιδιές). Ἀπ’ τό δρῦς. Δές Δώδεκα ἀντί δυώδεκα (δύο καί δέκα).
γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη Δρυάς. Δωμάτιον (=μικρή κατοικία). Ὑποκοριστικό τοῦ
Δρυοκολάπτης (=ξυλοφάγος). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέ- δῶμα ἀπ’ τό δέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ξεις: δρῦς + κολάπτω (=σκαλίζω). Γιά ἄλλα πα- παράγωγα.
ράγωγα δές στή λέξη Δρυάς. Δωροδοκῶ (=δέχομαι δῶρα). Ἀπ’ τό δωροδόκος
Δρύφακτον ἀντί δρύφρακτον (=κιγκλίδωμα). Ἀπ’ (δῶρον+δέχομαι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
τό δρῦς + φράττω, ὅπου δές γιά περισσότερα ρῆμα δέχομαι καί στό δίδωμι.
παράγωγα. Δῶρον. Ἀπ’ τό ρῆμα δίδωμι, ὅπου δές γιά περισ-
Δύναμαι. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: σότερα παράγωγα.
δύναμις, δυναμικός, δυναμόω (=ἐνισχύω), δύνα-
σις, δυνατός, ἀδύνατος, ἀδυναμία, δυνάστης, δυ-
ναστεύω, δυναστεία, δυναστικός.
Δυσάρεστος. Ἀπ’ τό δυσ + ἀρεστός τοῦ ἀρέσκω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δύσθυμος (=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπ’ τό
δυσ + θυμός.
Δύσις. Ἀπ’ τό δύω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Δύσκολος (=αὐτός πού δύσκολα εὐχαριστιέται μέ
τροφή, δύστροπος). Ἀπ’ τό δυς + κόλον (=τό κάτω
μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Παράγωγα: δυσκο-
λαίνω, δυσκολία, καί τό ἀντίθετο: εὔκολος.
Δυσμενής (=ἐχθρικός). Ἀπ’ τό δυσ+μένος. Παρά-
γωγα: δυσμεναίνω, δυσμένεια.
Δύστηνος (=δυστυχής, ἄθλιος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυ-

72 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


73
Ε Ἔψιλον

Ἐάν . Εἰ + ἄν. τοῦ σώματος, χέρι) (=ἐγγύηση, ἐνέχυρο). Πα-


Ἔαρ, τό (=ἄνοιξη). Ἀρχικά ἦταν Fέσ-αρ  Fέαρ  ράγωγα: ἐγγύησις, ἐγγυητής, ἐγγυητός, ἐγγυ-
ἔαρ. Παράγωγα: ἐαρινός, ἐαρίζω (=περνῶ τήν ητή γυνή (=νόμιμη σύζυγος), ἔγγυος (=ἐγγυη-
ἄνοιξη). μένος), ἐχέγγυος (=ἀσφαλής), μεσέγγυος (=τρί-
Ἐάω-ῶ (=ἀφήνω). Ἀπό ἀρχικό θέμα: σεFά-ω χω- το πρόσωπο σάν ἐγγύηση), ὑπέγγυος (=ὑπεύθυ-
ρίς μεταβολή τοῦ σ σέ δασεία στήν ἀρχή τῆς νος), φερέγγυος (=ἀξιόπιστος).
λέξης καί μέ ἀποσιώπηση τοῦ F προῆλθε τό ἐά- Ἐγγύη (=ἐνέχυρο, ἀσφάλεια). Ἀπ’ τό ἐν + γυῖον ἤ
ω-ῶ. Παρατατικός: ἐ-σέFα-ον  μέ ἀποβολή τοῦ γύαλον (=μέρος τοῦ σώματος). Δές γιά παρά-
σ, ἀποσιώπηση τοῦ F καί συναίρεση τῶν δύο ε γωγα στό ρῆμα ἐγγυῶ.
σέ ει καί τοῦ α+ο σέ ω  ἐ-έα-ον  εἴων. Πα- Ἐγείρω (=σηκώνω, ξυπνῶ κάποιον). Ἀπό θέμα ἐγερ-
ράγωγον εἶναι τό ρημ. ἐπίθετο ἐατέος, ἐατέον + j +ω  μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ρ  ἐγέρρω καί
(=ἐπιτρεπτέον). ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση  ἐγέρω
Ἑβδομάς. Ἀπ’ τό ἕβδομος (ἑπτά). Παράγωγα: ἑβδο-  ἐγείρω. Παράγωγα: ἔγερσις, ἐγέρσιμος, ἐγερ-
μαῖος, ἑβδομεύομαι (=παίρνω ὄνομα τήν ἕβδομη τικός, διεγερτικός, ἐγερτέον, ἐγερτήριον, ἐγερ-
μέρα μετά τήν γέννηση, γιά τά νήπια). τί (=πρόθυμα), ἐγερτός, καί ἀπ’ τόν παρακείμε-
Ἔβενος (=εἶδος δένδρου). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία νο ἐγρήγορα: ἡ ἐγρήγορσις, ἐγρηγόρως, Γρηγό-
του. Παράγωγο: ἐβένινος. ριος (κυρ. ὄνομα).
Ἔγγαιος καί πιό συχνά ἔγγειος (=ἐγχώριος, ντό- Ἐγκάθετος (=βαλτός, τοποθετημένος, κατάσκο-
πιος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + γῆ. πος). Ἀπ’ τό ἐγκαθίημι. Δές γιά περισσότερα πα-
Ἐγγίζω (=πλησιάζω). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. ἐγγύς (=κο- ράγωγα στό ρῆμα ἵημι.
ντά, πλησίον). Ἐγκαίνια, τά (=γιορτή ἀνανέωσης). Ἀπ’ τό ἐν + και-
Ἐγγονός. Ἀπ’ τό ἐν + γόνος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές νός. Παράγωγα: ἐγκαινίζω, ἐγκαινισμός, ἐγκαί-
γιά περισσότερα παράγωγα. νισις, ἐγκαίνισμα.
Ἐγγυάω-ῶ (=δίνω ἐνέχυρο, ἐγγύηση, ὑπόσχομαι). Ἐγκάρσιος (=πλάγιος, λοξός, σταυρωτός). Ἀπ’ τό ἐν
Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐγγύη (ἐν + γυῖον = μέλος + κάρσιος. Τό κάρσιος ἀπό ρίζα καρ- τοῦ κάρα.

74 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἐγκέφαλος. Ἀπ’ τό ἐν + κεφαλή. (=κάθισμα), ἕδρα, ἐνέδρα, ἐξέδρα, καθέδρα, ἔφε-
Ἐγκρατής (=δυνατός, κύριος ἑαυτοῦ). Ἀπ’ τό ἐν + δρος, ἑδράζω (=τοποθετῶ), ἑδράζομαι (=στηρί-
κράτος (=δύναμη). Παράγωγα: ἐγκρατέω, ἐγκρά- ζομαι), ἑδραῖος, ἑδραιῶ (=θεμελιώνω), ἑδραίωσις,
τεια, ἐγκράτευμα. ἕδρανον (=κάθισμα), ἑδώλιον, ἑσμός (=πλῆθος),
Ἐγκυμονέω-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Θεοῦ ἕδος (=ναός, ἄγαλμα θεοῦ), ἱδρύω, ἵζω, ἱζά-
Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐγκύμων (ἐν + κῦμα = φού- νω, ἑστία, Ἑστία (=ἡ προστάτισσα θεά τοῦ σπιτι-
σκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό κῦμα ἀπ’ τό κύω. οῦ), ἑστιάω (=φιλοξενῶ), ἐφέστιος, ἐφέστιοι θε-
Παράγωγο: ἐγκυμόνησις. οί, πάρεδρος, πρόεδρος, προεδρία, προεδρεύω,
Ἐγκώμιον (=ὠδή πρός τιμή τοῦ νικητοῦ). Ἀπ’ τό προσεδρεύω, σύνεδρος, συνέδριον.
ἐν + κῶμος (=ἐπινίκειο τραγούδι). Παράγωγα: Ἐθέλω (=θέλω, ἐπιθυμῶ). Ἀπό θέμα θελ + προ-
ἐγκωμιάζω, ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός, ἐγκω- θεματικό: ε  ἐ-θέλ-ω. Παράγωγα: ἐθελοντής,
μιαστός, ἀνεγκωμίαστος. ἐθελοντήρ, ἐθελοντί, ἐθελοντηδόν, ἐθελήμων,
Ἐγχειρέω-ῶ (=παίρνω κάτι στά χέρια μου, ἀναλαμ- ἐθελητός, ἐθελούσιος, ἐθελουσίως, ἐθελοντήν
βάνω). Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τήν πρό- (ἐπίρρ. Ἡροδ.), θέλημα, θέλησις, θελητός, ἐθε-
θεση ἐν + χείρ χωρίς τή μεσολάβηση σύνθετου λοκακῶ (=θεληματικά δείχνω δειλία), ἐθελοκω-
ὀνόματος. Παράγωγα: ἐγχείρημα (=προσπά- φεύω (=κάνω τόν κουφό), ἐθελόδουλος (=μέ τή
θεια), ἐγχειρηματικός, ἐγχείρησις (=ἐπιχείρηση, θέλησή του δοῦλος).
χειρουργική ἐπέμβαση), ἐγχειρητέον, ἐγχειρη- Ἐθίζω (=συνηθίζω κάποιον ). Ἀπ’ τό οὐσ. ἔθος μέ
τής, ἐγχειρητικός (=ριψοκίνδυνος). κατάληξη -ιζω ἐθ-ίδ-j-ω  ἐθίζω. Παράγωγα:
Ἐγχειρίζω (=βάζω κάτι στό χέρι ἄλλου, παραδίνω). ἔθισμα, ἐθικός, ἔθιμος (=συνηθισμένος), ἐθισμός,
Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τήν πρόθεση ἐν + ἐθιστέον, ἐθιστός.
χειρί ἤ χερσί μέ κατάληξη -ίζω. Παράγωγα: ἐγχει- Ἔθος (=συνήθεια). Ἀπό ρίζα σFεθ- τοῦ ἔθω (=συ-
ρία, ἐγχείρισις, ἐγχειριστής, ἐγχειρισμός, ἐγχει- νηθίζω). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα καί οἱ λέξεις: ἐθίζω,
ριστέον, ἐγχειρίδιον (=μαχαίρι). ἐθάς (=συνηθισμένος), ἦθος, ἠθεῖος.
Ἔγχος, τό (=δόρυ, λόγχη). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολο- Εἰδήμων (=ἔμπειρος). Ἀπ’ τό εἴδω (=γνωρίζω),
γία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά: ἀκή, ἄκων, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
αἰχμή. Εἶδος (=ὅ,τι φαίνεται, μορφή, σχῆμα). Ἀπ’ τό εἴδω
Ἐγχώριος (=ντόπιος). Ἀπ’ τό ἐν + χώρα. (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
Ἔδαφος (=πυθμένας, βάση, θεμέλιο, δάπεδο). Ἀπ’ γα.
τό ἕζομαι. Παίρνει ψιλή, ἐπειδή γίνεται ἀνομοί- Εἰδύλλιον (=μικρό περιγραφικό ποίημα μέ ποιμενι-
ωση τοῦ δασέος φθόγγου χ (χεδ) πρός τόν ἑπό- κή ὑπόθεση). Ὑποκοριστικό τοῦ εἶδος ἀπ’ τό εἴδω,
μενο δασύ φ (φος)=ἔδαφος. Δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα στό ρῆμα ἕζομαι. Εἴδω 1) (=βλέπω), 2) (=γνωρίζω). Ἀπό ρίζα Fιδ- ἀπ’
Ἔδεσμα (=φαγητό, τροφή, προσφάγι). Ἀπ’ τή ρίζα ὅπου καί τά παράγωγα: εἶδος, εἰδύλλιον, εἴδωλον
ἐδ τοῦ ἔδω πού εἶναι ἀρχαῖος ἐπ. ἐνεστώς τοῦ ἀττ. (=εἰκόνα), εἰδωλολάτρης, εἰδωλοποιός, εἰδήμων,
ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. εἴδησις (=γνώση), εὐειδής (=ὄμορφος). Γιά ἄλλα
Ἕδρα (=κάθισμα, βάσις). Ἀπ’ τό ἕζομαι, ὅπου δές παράγωγα δές στό ρῆμα ὁράω-ῶ καί στό οἶδα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Εἰδωλολάτρης (=πού λατρεύει τά εἴδωλα). Σύνθε-
Ἐδώδιμος (=φαγώσιμος). Ἀπ’ τό ἐδωδή τοῦ ἔδω. το ἀπ’ τό εἴδωλον + λάτρις.
Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἐσθίω. Εἴδωλον (=ὁμοίωμα). Ἀπ’ τό εἶδος τοῦ εἴδω, ὅπου
Ἐδώλιον (=κάθισμα, κάθισμα κατηγορούμενου στό δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δικαστήριο). Ὑποκοριστικό τοῦ ἕδος ἀπ’ τό ἕζο- Εἰκάζω (=ἀπεικονίζω, συμπεραίνω). Ἀπό ρίζα Fικ-
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. μέ προθεματικό ε  εFικ  εἰκ καί μέ κατάλη-
Ἕζομαι (=κάθομαι) Ἀπό ρίζα σεδ + j + ομαι μέ τρο- ξη -άζω  εἰκάζω. Τό εἰκάζω εἶναι θαμιστικό τοῦ
πή τοῦ σ σέ δασεία καί τοῦ δj σέ ζ  ἕ-ζ-ο-μαι. εἴκω (=μοιάζω). Παράγωγα: εἰκασία (=ὁμοίωμα,
Παράγωγα: ἔδαφος (=πυθμένας, βάση), τό ἕδος σύγκριση, συμπέρασμα), εἴκασμα, εἰκασμός, εἰκα-

75
στής, εἰκαστικός (=ἱκανός γιά παράσταση), εἰκα- (=συνέλευση Σπαρτιατῶν), εἶλαρ, τό (=φραγμός),
στικαί τέχναι (ἡ ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτο- οὐλαμός (=στίφος πολεμιστῶν), ἴλη (=πλῆθος),
νική), εἰκαστός, εἰκαστέος, ἀπεικασία (=ἀπεικό- ἰληδόν, ὅμιλος, ἴλιγγος (ζάλη), ἰλιγγιάω-ῶ, ἰλλάς
νιση), ἀπείκασμα (=ὁμοίωμα). (=σχοινί ἀπό λουριά), ἶλιγξ (=συστροφή), ἴλλος
Εἰκασία (=ὁμοίωμα, συμπέρασμα). Ἀπ’ τό εἰκάζω, (=μάτι), ἰλλός (=ἀλλήθωρος), ἀπειλέω-ῶ ἤ ἀπείλ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λω, ἀπειλή, ὄλμος.
Εἰκῇ (=χωρίς σχέδιο, ἄσκοπα). Ἀπ’ τό εἴκω (=ὑπο- Εἵλως, ὁ (=δοῦλος στή Σπάρτη). Ἐ-Fελ-ως  Εἵλως.
χωρῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἴσως ἀπ’ τό Ἕλος (=πόλις Λακωνική). Πιό σίγου-
Εἰκότως (=κατά πᾶσα πιθανότητα, εὔλογα). Ἀπ’ ρα ὅμως ἀπ’ τό ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισ-
τό εἰκώς, μετοχή τοῦ εἴκω (=μοιάζω), ὅπου δές σότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό ἄχρηστο
γιά περισσότερα παράγωγα. ἕλω (=κυριεύω, πιάνω).
Εἲκω 1) (=μοιάζω). Τό εἴκω εἶναι ἄχρηστο, πιό συ- Εἶμα, τό (=ἔνδυμα, ροῦχο). Ἀπ’ τό ἕννυμι (=ντύ-
νηθισμένος εἶναι ὁ β’ παρακ. μέ σημασία ἐνεστ. νομαι). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη ἀμφί-
ἔοικα. Ἀπό ρίζα Fικ-. Θέμα ἀσθ. Fικ-, ἰσχυρό Fεικ- εσις.
καί μέ μετάπτωση Fοικ-. Ὁ παρακ. ἔοικα σχημα- Εἰμί (=εἶμαι, ὑπάρχω). Ἀπό ρίζα ἐσ + κατάληξη -μί 
τίζεται ἀπ’ τό θέμα Fοικ + ἀναδιπλ. FεFοικ-α  μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ μ  ἐμμί καί μέ ἁπλοποί-
ἔοικα. Ὁ ὑπερσ. ἐῴκειν < ἀπ’ τό ἠ-Fε-Fοικ-ειν ηση τῶν δύο μ καί ἀντέκταση  ἐμί  εἰμί. Πα-
> ἠεοίκειν > ἠοίκειν > ἐῴκειν. Παράγωγα: ἐοι- ράγωγα: ἐσθλός, ἐτεός (=ἀληθινός), ἐτεόν (=ἀλη-
κότως ἤ εἰκότως (=φυσικά), ἀπεικότως (=ἄλο- θινά), Ἐτεόκρητες (=γνήσιοι Κρῆτες), ἔτυμος καί
γα), εἰκός (=λογικό), εἴκελος (=ὅμοιος), ἐπιεικής ἐτήτυμος (=ἀληθινός), ἐτυμολογία (=ἀνάλυση
(=ἁρμόδιος, λογικός), ἐπιείκεια, ἐπιείκελος, ἀει- λέξης γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀρχή της), εὐεστώ (=κα-
κής (=ἄπρεπος). λή κατάσταση), συνεστώ (=συναναστροφή), συ-
2) (=ὑποχωρῶ). Ἀπό ρίζα Fικ + προθεματικό ε  νεστέον (=πρέπει νά συναναστρέφεται κανείς),
εFικ-ω  εἴκω. Παράγωγα: εἰκτέον (=πρέπει νά ἴσως τό ἑτοῖμος ἤ ἕτοιμος, ἐύς, ὁ (=γενναῖος),
ὑποχωρεῖ κανείς), ὑπεικτέον, εἰκτικός (=ὑποχω- ὄντως (=ἀληθινά), τό παρόν, οὐσία (=περιου-
ρητικός), εἰκτός, ὕπειξις (=ὑποχώρηση), εἰκαῖος σία, πραγματικότητα, φύση), ἀπουσία, παρου-
(=μάταιος), εἰκῇ (=ἄσκοπα). σία, ἐξουσία, συνουσία, οὐσιαστικός, οὐσιώδης,
Εἵλη, ἡ (=ἡ ζέστη τοῦ ἥλιου). Πρωτότυπη λέξη. περιούσιος (=ἐξαίρετος), περιουσία.
Εἰλικρινής (=αὐτός πού ἐξετάστηκε κάτω ἀπ’ τό Εἶμι (=προχωρῶ, πηγαίνω). Δύο θέματα: α) εἰ (εἶμι,
φῶς τοῦ ἥλιου, καθαρός). Ἴσως ἀπ’ τίς λέξεις εἵλη εἶ, εἶσι), καί β) ἰ (ἴμεν, ἴτε, ἴασι). Παράγωγα: ἰταμός
+ κρίνω. Ἤ τό πρῶτο συνθετικό εἰλι- νά παρά- (=ὁρμητικός), ἰταμῶς (=ὁρμητικά), ἰταμότης,
γεται ἀπ’ τή ρίζα ελ- τοῦ εἱλίσσω. ἰτέον, ἀπιτέον, ἴτηλος, ἐξίτηλος (=ξεθωριασμέ-
Εἰλύω (=τυλίγω, περιτυλίγω). Ἀπό ρίζα Fελ + πρό- νος), ἀνεξίτηλος (=πού δέν χάνει τό χρῶμα
σφυμα νυ + ω  Fελ-νύ-ω  εἰλύω. του), ἴτης (=τολμηρός, ριψοκίνδυνος), ἰτητέον,
Εἴλω ἤ εἴλλω ἤ ἴλλω ἤ εἰλέω-ῶ (=τυλίγω, συνωθῶ). ἰτητικός, ἰτός (=διαβατός), προσιτός, ἀπρόσιτος
Ἀπό ρίζα Fελ + προσφύματα ν καί ε  Fελ-ν-έ-ω, (=ἀπλησίαστος), ἁμαξιτός, δυσπάριτον (=δυσκο-
μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ  Fελλέω καί μέ ἁπλο- λοπέραστο), ἐξιτήριος (=ἀποχαιρετιστικός λό-
ποίηση τῶν δύο λ καί ἀντέκταση καί συναίρεση γος), ἐξιτήριον, εἰσιτήριον, κατιτήρια (=θυσία
εἰλέω-ῶ. Τό εἴλω ἀπ’ τή ρίζα Fελ+ν+ω, μέ ἀφο- γιά κάθοδο), ἰσθμός (=λαιμός γῆς ἀνάμεσα σέ
μοίωση τοῦ ν σέ λ, μέ ἁπλοποίηση καί ἀντέκτα- δυό θάλασσες), ἴθμα (=βάδισμα), εἰσίθμη (=δί-
ση (Fελλω  εἴλω). Παράγωγα: εἰλεός ἤ ἰλεός οδος), ἰθύς (κατευθείαν), οἶμος (=δρόμος), οἶμα
(=ἀρρώστια τῶν ἐντέρων, φωλιά θηρίου), εἰλη- (=ὁρμή), οἴμη (=ᾠδή), προοίμιον (=πρόλογος),
δόν (=μπλεγμένα), εἴλημα (=σκέπασμα), εἴλη- πάροιμος, παροιμία, ἐπιοῦσα (=ἡ ἑπομένη μέ-
σις (=περιστροφή), εἰλητός (=τυλιγμένος), τό ρα), ἀπ’ ὅπου καί τό ἐπιούσιος, ἰθύς - ἰθεῖα - ἰθύ
εἰλητόν καί εἰλητάριον (=βιβλίο ἤ χειρόγραφο σέ καί εὐθύς – εῖα - ύ.
σχῆμα κυλίνδρου), ἀνείλησις (=κόψιμο), Ἀπέλλα Εἵργνυμι ἤ εἱργνύω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο, φυλα-

76 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


κίζω). Ἀπό ρίζα Fεργ + προθεματικό ε  ἐ-Fέργ- Εἴρων (=κρυψίνους, αὐτός πού ἄλλα λέει καί ἄλλα
ω ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση εἵργω. Μέ τό πρό- σκέπτεται). Ἀπό ρίζα Fερ- (τοῦ εἴρω=λέγω) +
σφυμα νυ  εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι  j +ων  Fερ-j-ων-εἴρων. Παράγωγα: εἰρωνεία
εἵργνυμι. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς (=προσποίηση), εἰρωνεύομαι, εἰρωνικός, εἰρω-
σωστό ὅτι: εἴργω =ἐμποδίζω τήν εἴσοδο, ἐνῶ νευτικός, εἰρωνευτής.
εἵργω–εἵργνυμι =ἐμποδίζω την ἔξοδο, φυλακί- Ἕκαστος (=καθένας). Ἀπ’ τό ἐπίρρημα ἑκάς (=μα-
ζω. Μᾶλλον ἡ ἐναλλαγή τοῦ ψιλοῦ καί δασέος κριά). Παράγωγα: ἑκαστάκις (=κάθε φορά), ἑκα-
πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί σταχόθεν (=ἀπό κάθε μέρος), ἑκασταχοῦ (=πα-
ἐξαρτιέται ἀπ’ τούς γειτονικούς φθόγγους. Παρά- ντοῦ), ἑκασταχόσε (=πρός κάθε μέρος), ἑκάστο-
γωγα: εἱργμός καί εἰργμός (=δεσμός, φυλάκιση), τε (=κάθε φορά).
εἰργμοφύλαξ (=δεσμοφύλακας), εἱρκτή (=φυλα- Ἑκατόμβη (=θυσία ἀπό ἑκατό βόδια). Σύνθετο ἀπ’
κή), εἱρκτέον, ἕρκος (=περίφραγμα), κάθειρξις, τό ἑκατόν + βοῦς.
ἑρκίον (=περίβολος), ἑρκοῦρος (=ὁ φύλακας πε- Ἑκατόμπεδος (=αὐτός πού ἔχει μῆκος ἑκατό πο-
ριβόλου), Λυκοῦργος, ὅρκος (=ὅ,τι ἐμποδίζει κά- διῶν). Σύνθετο ἀπ’ τό ἑκατόν + πούς.
ποιον νά κάνει κάτι), ἑρκάνη (=φραγμός), εὐερ- Ἐκεχειρία (=διακοπή στίς ἐχθροπραξίες). Σύνθετο
κής (=καλά φραγμένος), πολιορκῶ. ἀπ’ τό ἔχω + χείρ. Δές γιά περισσότερα παράγω-
Εἴργνυμι ἤ εἰργνύω (=ἐμποδίζω τήν εἴσοδο). Ἀπ’ γα στό ρῆμα ἔχω.
τήν ἴδια ρίζα μέ τό εἵργνυμι, ὅπου δές. Παράγω- Ἐκθειάζω (=θεοποιῶ, ἀποθεώνω, ἐγκωμιάζω). Σύν-
γο: ἄερκτος (=ἄφρακτος). θετο ἀπ’ τό ἐκ + θεῖον. Παράγωγο: ἐκθειασμός
Εἰρεσία (=κωπηλασία). Ἀπ’ τό ἐρέσσω. Γιά ἄλλα (=θεομανία).
παράγωγα δές στή λέξη ἐρέτης. Ἐκκλησία (=συνέλευση πολιτῶν). Ἀπ’ τό ἔκκλητος
Εἰρεσιώνη, ἡ (=κλαδί ἐλιᾶς ἤ δάφνης περιτυλιγ- τοῦ ἐκκαλῶ (=προσκαλῶ). Παράγωγα: ἐκκλησιά-
μένο μέ μαλλί καί ἔχοντας κρεμασμένους καρ- ζω (=συνέρχομαι σέ συνέλευση), ἐκκλησιασμός
πούς). Ἀπ’ τό εἶρος (=μαλλί). (=συνέλευση), ἐκκλησιαστήριον, ἐκκλησιαστής,
Εἰρήνη. Εἶναι ἀμφίβολο ἄν παράγεται ἀπ’ τό εἴρω ἐκκλησιαστικός, ἀνεκκλησίαστος.
(=λέγω) ἤ ἀπ’ τό εἴρω (=συνδέω). Ἐκκρεμής (=μετέωρος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ + κρε-
Εἰρκτή (=δεσμωτήριο, φυλακή). Ἀπ’ τό εἵργνυμι, μάννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἐκκρίνω (=ξεχωρίζω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ + κρίνω.
Εἶρος, τό (=μαλλί). Άπ’ τή ρίζα ερ- τοῦ: ἔριον. Ἴσως Παράγωγα: ἔκκριμα, ἔκκρισις (=ἀποχωρισμός),
νά συγγενεύει μέ τό ἔριφος (=κατσίκα) ἐκκριτέον, ἐκκριτικός, ἔκκριτος (=διαλεχτός),
Εἴρω (=δένω, ἁρμαθιάζω). Ἀπό ρίζα σερ- τοῦ ἀεί- ἔκκριτον (ἐπιρρ. =ἔξοχα).
ρω (=ὑψώνω). Θέμα: σερ+j+ω μέ ἀφομοίωση Ἐκκυνέω (=δέν ἀκολουθῶ τά ἴχνη τοῦ θηράμα-
τοῦ j σε ρ  σέρρω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο τος, ἀλλά περιπλανιέμαι ἐρευνώντας πολλά μέ-
ρ καί ἀντέκταση  σέρω  εἴρω. Παράγωγα: ρη). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἔκκυνος (ἐκ + κύων)
ἕρμα (=δεσμός) [ἐάν εἶναι ἀπ’ το ἐρείδω, τότε (=σκυλί πού δέν ἀκολουθεῖ ὁρισμένα ἴχνη, ἀλλά
ἕρμα = στήριγμα], ἕρματα (=σκουλαρίκια), κά- περιπλανιέται παντοῦ).
θερμα (=σκουλαρίκι), εἰρμός καί εἱρμός (=σει- Ἔκλειψις (=ἐξαφάνιση). Ἀπ’ τό ἐκλείπω (ἐκ + λεί-
ρά), ἔρσις (=πλοκή), συνειρμός (=ἀλληλουχία), πω). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα
ὅρμος (=σχοινί, ἁλυσίδα, περιδέραιο, ἀγκυρο- λείπω.
βόλι, καταφύγιο), ὁρμαθός (=ἁρμαθιά), ὁρμάθι- Ἔκπαγλος ἀντί ἔκπλαγος (=τρομερός, θαυμαστός).
ον, ὁρμιά (=πετονιά), πάνορμος (=λιμάνι), σει- Ἀπ’ τό ἐκπλαγῆναι τοῦ ἐκπλήττομαι. Δές γιά πε-
ρά (=σχοινί, ἁλυσίδα, λουρί). ρισσότερα παράγωγα στή λέξη ἔκπληξις.
Εἴρω (=λέω, μιλῶ, διηγοῦμαι). Ἀπό ρἰζα Fερ+j+ω Ἔκπληξις (=φόβος, πανικός). Ἀπ’ τό ἐκπλήσσω,
 εἴρω. Ἀπ’ ἐδῶ τό εἴρων (Fερ-j-ων) (=αὐτός ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ἐκπλήγδην, ἐκπλη-
πού λέει κάτι χωρίς πράγματι νά σκέπτεται). Γιά κτικός, ἔκπληκτος. Γιά περισσότερα παράγωγα
παράγωγα δές στό ρῆμα λέγω. δές στό ρῆμα πλήττω.

77
Ἐκποδών (ἐπιρρ.=μακριά, ἔξω ἀπ’ τά πόδια). Σύν- Ἐλεγεία (=εἶδος ποιήματος, τό μέτρο τοῦ ὁποίου
θετο ἀπ’ τό ἐκ + ποδῶν + ὤν. Ἀντίθετο τό ἐμπο- ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα ἐξάμετρο καί ἀπό ἕνα πε-
δών (=μέσα στά πόδια). Δές γιά ἄλλα παράγω- ντάμετρο στίχο). Ἀπ’ τό ἔλεγος, ὁ (=θρηνητικό
γα στή λέξη πούς. Ἡ ὀξεία κατ’ ἀναλογία πρός τραγούδι), πού παράγεται ἀπ’ τό ἐλέγειν.
τό ἐμποδών (ἐν + ποσί + ὤν). Ἐλεεινός (=ἀξιολύπητος). Ἀπ’ τό ἔλεος, ὁ (=οἶκτος,
Ἔκστασις (=ἀπομάκρυνση, ἔκπληξη). Ἀπ’ τό λύπη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ἐξίστημι. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό Ἐλελίζω (=φωνάζω ἐλελεῦ, σηκώνω πολεμική κραυ-
ρῆμα ἵστημι. γή). Ἀπ’ τό ἐλελεῦ (=πολεμική κραυγή).
Ἐκτάδην (=ἁπλωτά). Άπ’ τό ἐκτείνω. Δές γιά πε- Ἔλεος, ὁ (=οἶκτος, συμπάθεια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω. γία του, ἴσως ἀπ’ τό ἐλεFος  ἔλεος. Παράγωγα:
Ἐκτενής (=τεντωμένος). Ἀπ’ τό ἐκτείνω. Δές γιά ἐλεῶ (=λυπᾶμαι κάποιον), ἐλεεινός, ἐλεινός, νη-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω. λεής - ἀνηλεής (=χωρίς λύπη), ἐλεήμων (=σπλα-
Ἐλαία. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ἐλαι- χνικός), ἐλεημοσύνη, ἐλεητύς (=εὐσπλαχνία),
ήεις (=ἀπό ἐλιά), ἐλαιηρός, ἐλαιοειδής, ἔλαιον, ἀνελεήμων, ἀνελεημόνως, ἀνελέητος (=ἄσπλα-
ἐλαιόω (=λαδώνω), ἐλαιών, ἐλαιώδης. χνος).
Ἐλατήριος (=αὐτός πού ἀπομακρύνει). Ἀπ’ τό ἐλα- Ἐλεύθερος. Ἔχει σχέση μέ τό μέλλοντα ἐλεύσο-
τήρ τοῦ ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- μαι τοῦ ἄχρηστου ἐνεστ. ἐλεύθω (=ἔρχομαι).
ράγωγα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἔρχο-
Ἐλαύνω (=βάζω κάτι σέ κίνηση, ὁδηγῶ, προχωρῶ μαι. Κατά τόν Κούρτιο προέρχεται ἀπ’ τό ἐλεύ-
πάνω σ’ ἁμάξι, καταδιώκω). Ἀπό ἀρχική ρίζα ελ- θω ὅπου ἐρῶ (=ἀγαπῶ). Παράγωγα τοῦ ἐλεύθε-
ἤ καλύτερα λαF  λαυ- μέ ε προθεματικό. Θέμα: ρος: ἐλευθερία, ἐλευθεριάζω, ἐλευθέριος, ἐλευ-
ελα- καί ἐλαυ- μέ τό πρόσφυμα νυ  ἐλα-νύ-ω θερόω-ῶ, ἐλευθέρωσις, ἐλευθερωτής, ἐλευθερω-
καί μέ ἀντιμετάθεση τῶν γραμμάτων ν καί υ  τέον. (Λατιν. liber).
ἐλαύνω. Ὁ μέλλοντας ἐλά-σ-ω  μέ ἀποβολή Ἔλευσις (=ἐρχομός). Ἀπ’ τό ἐλεύσομαι τοῦ ἔρχομαι,
τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἐλάω-ῶ. Ὁ παρακείμενος παίρνει ἀττικό ἀναδι- Ἕλιξ, ἡ. Ἀπό ρίζα Fελ. τοῦ ἑλίσσω, ὅπου δές γιά πε-
πλασιασμό ἐλ-έλα-κα  ἐλήλακα. Παράγωγα: ρισσότερα παράγωγα.
ἔλασις (=ἐξορία, ἐκστρατεία), ἀπέλασις, προέλα- Ἑλίσσω (=περιστρέφω). Ἀπό ρίζα Fελ- τοῦ εἴλω.
σις, ἔλασμα, ἐλατέον, ἐλατήρ (=αὐτός πού διώ- Θέμα: Fελικ+j+ω ἑλίττ(σσ)ω. Ἡ δασεία ὀφείλε-
χνει), ἐλάτης, ἐλάτειρα (θηλ. τοῦ ἐλατήρ), ἐλα- ται στό F. Παράγωγα: ἕλιγμα (=τύλιγμα), ἑλιγ-
τήριος, ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον=καθαρτικό), μός (=περιστροφή), ἑλίγδην (=περιστροφικά), ἡ
ἐλασείω (=θέλω νά ἱππεύσω), ἐλατός, βοηλά- ἑλίκη (=ἰτιά), ἑλικοβλέφαρος, ἑλικοδρόμος, ἑλι-
της, ἁρματηλάτης, ὀνηλάτης (=πού ὁδηγεῖ γαϊ- κτήρ-ῆρος (=σκουλαρίκι), ἑλικτός (=γυριστός),
δούρια), διφρηλάτης, ἀπελάτης (=ζωοκλέφτης), εὐέλικτος (=εὔκαμπτος), ἀνείλιξις, ἑλίκωψ-ωπος
ἁμαξηλάτης, κωπηλάτης, ἰχνηλάτης, στρατηλά- καί θηλ. ἑλικῶπις (=αὐτή πού ἔχει ζωηρά μάτια),
της, εὐήλατος (=αὐτός ὅπου μπορεῖ κανείς εὔκο- Ἑλικών (=τό βουνό τῶν Μουσῶν στή Βοιωτία),
λα νά ἱππεύει), νεήλατος (=καινούργιος), σφυρή- ἕλιξις (=συστροφή), συνέλιξις (=συνδυασμός),
λατος, ἐξήλατος, θεήλατος, ζευγηλάτης, ἱππηλά- ἑλίτροχος, ἑλίχρυσος.
της, ξενηλασία, τροχήλατος, (νεοελλ. παρέλαση, Ἕλκος, τό (=πληγή, τραῦμα). Ἀπ’ τό ἕλκω (=ἑλκύω),
βοϊδολάτης, ἐλαστικός, ποδήλατο). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους
Ἐλαφρός. Θέμα: λαφ + προθεματικό ε  ἐλαφ+ρός ἀπ’ ἄλλη ρίζα. Λατιν. ulcus>elcos. Ἡ δασεία κατ’
 ἐλαφρός. Ἔχει σχέση μέ τό ἐπίθετο ἐλαχύς ἀναλογία πρός τό ἕλκω.
(=μικρός), ἐλάσσων, ἐλάχιστος. Παράγωγα: ἐλα- Ἕλκω (=σέρνω). Ἀπό ρίζα ελκ-. Θέμα σελκ-, μέ
φρίζω (=ἀνυψώνω, εἶμαι ἐλαφρός), ἐλαφρότης, τροπή τοῦ σ σέ δασεία  ἕλκω. Μέ μετάπτω-
ἐλαφρύνω, ἐλάφρυνσις, ἐλαφρυντικός, ἐλάφρω- ση ὁλκ. Παράγωγα: ἑλκηδόν (=συρτά), ἑλκηθ-
σις. μός (=ἀπαγωγή), ἕλκηθρον, ἑλκτέον, ἑλκτικός

78 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


(=ἑλκυστικός), ἑλκτός, ἕλκυσις, (ἀν, καθ)έλκυ- τό ἐμβάτης τοῦ ἐμβαίνω. Δές γιά περισσότερα
σις, ἕλκυσμα, ἑλκυσμός, ἑλκυστέον, ἑλκυστήρ- παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.
ῆρος, ἀνελκυστήρ, ἑλκυστικός (=θελκτικός), Ἐμβριθής (=βαρυσήμαντος, σπουδαῖος). Ἀπ’ τό
(δι)ελκυστίνδα (=εἶδος παιχνιδιοῦ, ὅπου τό κά- ἐμβρίθω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
θε μέρος τῶν παικτῶν προσπαθεῖ νά σύρει πρός ρῆμα βρίθω.
τό μέρος του τό ἄλλο, πέρα ἀπ’ τή γραμμή πού Ἔμβρυον (=αὐτό πού δέ γεννήθηκε ἀκόμη, νεογέν-
ἔβαλαν στή μέση σά σύνορο), ἑλκυστός, ἑλκε- νητο). Ἀπ’ τό ἐν + βρύω (=εἶμαι γεμάτος). Γιά πε-
χίτων (=αὐτός πού σέρνει τό χιτώνα), ἑλκεσί- ρισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα βρύω.
πεπλος, ἕλξις, ὁλκή (=δύναμη τραβήγματος), Ἐμέω-ῶ (=ξερνῶ). Ἀπό ρίζα Fεμ-. Θέμα: ἐμέσ-ω
ὁλκός (=μηχανή γιά τράβηγμα), ἐμβρυουλκός, ἐμέσω  ἐμέ-ω ἐμῶ. Παράγωγα: ἔμεσις, ἔμε-
ρυμουλκός, δίολκος, ὁλκάς-άδος (=ἐμπορικό σμα, ἐμεσία, ἐμετικός, ἐμετιάω (=ἀναγουλιά-
πλοῖο), ὁλκεῖον (=πηδάλιο), ὁλκεύς (=πού σέρ- ζω), ἐμετός.
νει δίχτυα), ὅλκιμος, νεωλκός. Τό ἕλκος (=πλη- Ἐμμέλεια (=ἁρμονία, εἶδος χοροῦ μεγαλοπρεποῦς).
γή) ἀπ’ ἄλλη ρίζα. Ἐπίσης ἀπ’ τό ἕλκω τό: ἅλοξ Ἀπ’ τό ἐμμελής (=ἁρμονικός) (ἐν + μέλος).
(=αὐλάκι), αὖλαξ. Ἔμπαλιν (=πίσω, ξανά, ἐνάντια σέ κάτι). Σύνθετο
Ἑλλανοδίκαι (=κριτές τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων). ἀπ’ τό ἐν + πάλιν.
Σύνθετο ἀπ’ τό Ἕλλην + δίκη. Ἔμπεδος (=ἀκίνητος, σταθερός). Σύνθετο ἀπ’ τό
Ἑλλάς. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανές ἐτυμο- ἐν + πέδον (=ἔδαφος, γῆ). Παράγωγα: ἐμπεδό-
λογίες: 1) Ἀπ’ τό σέλας (=φῶς) (σελήνη - ἥλιος ω-ῶ (=στερεώνω), ἐμπέδορκος (=αὐτός πού μέ-
κ.λπ.), καί θά σημαίνει χώρα τοῦ φωτός, 2) Ἀπ’ νει σταθερός στόν ὅρκο του), ἐμπεδορκέω-ῶ,
τό ψελλίζω=σελλίζω (=μιλῶ βαρβαρικά), ὁπό- ἔμπεδον (ἐπίρρ. = σταθερά).
τε Ἕλληνες (=βαρβαρόφωνοι), 3) Ἀπ’ τό Σελλοί Ἐμπόδιον. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + πούς. Παράγωγα:
(=ἱερεῖς τῆς Δωδώνης), 4) Ἀπ’ τό Ἑλλοπία (=ὄνο- ἐμποδίζω, ἐμπόδισμα, ἐμποδισμός, ἐμποδιστής,
μα χώρας), 5) Ἀπ’ τό ἕλλα (=καθέδρα) καί Ἑλλάς ἐμποδιστικός, ἐμποδιζομένως καί γιά ἄλλα πα-
(=χώρα τῶν αὐτόχθονων ἀνθρώπων). Ἡ τελευ- ράγωγα δές στή λέξη πούς.
ταία ἐτυμολογία πλησιάζει, περισσότερο στήν Ἐμποδών (=μέσα στά πόδια). Σύνθετο: ἐν + πο-
ἀλήθεια. Παράγωγα: Ἕλλην, Ἑλληνίζω (=μιλῶ σίν+ὤν. Ἀντίθετο τοῦ ἐκποδών.
ἑλληνικά), Ἑλληνικός, Ἑλληνισμός, Ἑλληνιστί, Ἐμπολή (=ἐμπόρευμα, φορτίο, ἐμπορικό κέρδος).
Ἑλληνοταμίαι, Ἑλλανοδίκαι. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + θεμ. πελ- τοῦ ρ. πέλω -ομαι
Ἐλλέβορος (=βότανο γιά θεραπεία τῆς παραφρο- (=ὑπάρχω). Παράγωγα: ἐμπολάω-ῶ (=κερδίζω),
σύνης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως πρῶτο ἐμπόλημα (=ἐμπόρευμα), ἐμπόλησις, ἐμπολητός
συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ (=ἀγοραστός).
βιβρώσκω. Παράγωγα: ἐλλεβορίζω (=δίνω σέ κά- Ἔμπορος (=ἐπιβάτης πλοίου, ταξιδιώτης). Σύνθε-
ποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρε- το ἀπ’ το ἐν + πόρος τοῦ περάω-ῶ, ὅπου δές γιά
λός), ἐλλεβορισμός (=θεραπεία μέ ἐλλέβορο). Γιά περισσότερα παράγωγα.
ἄλλα παράγωγα δές στο ρῆμα βιβρώσκω. Παράγωγα τοῦ ἔμπορος: ἐμπόρευμα, ἐμπορεύο-
Ἑλλήσποντος (=ὁ πόντος τῆς Ἕλλης, κόρης τοῦ μαι, ἐμπορευτέα, ἐμπορευτικός, ἐμπορία, ἐμπο-
Ἀθάμαντα, πού πνίγηκε ἐκεῖ). Σύνθετο ἀπ’ τό ρικός, ἐμπόριον.
ὄνομα Ἕλλη + πόντος. Ἐμφύλιος. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + φῦλον.
Ἐλλοχίζω (=παραμονεύω). Ἀπ’ τό ἐν + λόχος (=ἐνέ- Ἐναγής (=καταραμένος, βέβηλος). Σύνθετο ἀπ’
δρα). Ἴδια σημασία μέ τό ἐλλοχάω. Παράγωγα: τό ἐν + ἄγος (=κατάρα). Παράγωγα: ἐναγίζω
ἐλλόχησις, ἐλλοχητής. (=προσφέρω θυσίες), ἐνάγισμα, ἐναγισμός, ἐνα-
Ἐμβάς, ἡ (=εἶδος παπουτσιῶν ἀπό μάλλινο ὕφα- γιστήριον.
σμα, κετσέ). Ἀπ’ τό ἐμβαίνω. Δές γιά περισσό- Ἐναίσιμος (=πεπρωμένος, κατάλληλος, δίκαιος).
τερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + αἶσα (=μοίρα). Γιά ἄλλα πα-
Ἐμβατήριον (=πολεμικό τραγούδι γιά πορεία). Ἀπ’ ράγωγα δές στή λέξη αἴσιος.

79
Ἐνάλιος (=θαλασσινός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἅλς τήρ, ἐνετός (=βαλμένος). Γιά ἄλλα παράγωγα
(=θάλασσα). δές στό ρῆμα ἵημι.
Ἐναργής (=φανερός, καθαρός, λαμπρός). Σύνθε- Ἔνιοι, αι, α (=μερικοί). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔνι (ἔνεστι)
το ἀπ’ τό ἐν + ἀργός (=λαμπερός). Παράγωγο: + οἵ = ἔστιν + οἵ.
ἐνάργεια (=καθαρότητα). Ἐνίοτε (=μερικές φορές, κάποτε-κάποτε). Σύνθετο
Ἐνδεής (=φτωχός). Σύνθετο ἀπ’ τό: ἐν + δέω (=ἔχω ἀπ’ τό ἔνι (ἔνεστι) + ὅτε = ἔστιν + ὅτε.
ἀνάγκη, στεροῦμαι), ὅπου δές γιά περισσότε- Ἔννοια (=σκέψη, ἰδέα). Ἀπ’ τό ἐννοῶ πού παρά-
ρα παράγωγα. γεται ἀπ’ τό ἔννους (ἐν + νοῦς). Παράγωγα τοῦ
Ἐνδελεχής (=συνεχής, σταθερός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐννοῶ: ἐννόησις, ἐννοητής, ἐννοητικός, ἐννοη-
ἐν + δολιχός (=μακρύς). Γιά ἄλλα παράγωγα δές τέον, ἐννόημα, ἐννοηματικός.
στή λέξη δολιχός. Ἐνοχλῶ. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ὀχλῶ ἀπ’ τό ὄχλος
Ἐνδοιάζω (=διστάζω). Παρασύνθετο κατευθείαν (=θόρυβος, πλῆθος). Τό ὄχλος ἴσως νά παράγε-
ἀπ’ τό ἐν δοιῇ εἰμί ἤ σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + δοιά- ται ἀπ’ τό ἔχω. Παράγωγα: ἐνόχλημα, ἐνόχλησις,
ζω (=σκέπτομαι μέ δύο τρόπους), πού παράγε- ἐνοχλητέον, παρενόχλησις, ἀνενόχλητος.
ται ἀπ’ τό δοιή (=ἀμφιβολία). Παράγωγα, ἐνδοι- Ἔνοχος (=ὑπεύθυνος). Ἀπ’ τό ἔχω, ὅπου δές γιά
άσιμος (=ἀμφίβολος), ἐνδοίασις, ἐνδοιαστής, περισσότερα παράγωγα.
ἐνδοιαστικός, ἐνδοιαστός, ἐνδοιαστῶς, ἀνεν- Ἐνσκήπτω (=ρίχνω, ἐξακοντίζω, πέφτω πάνω σέ
δοιάστως. κάτι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + σκήπτω (=στηρίζω,
Ἐνέδρα (=καρτέρι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἕδρα τοῦ ὁρμῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σκήπτω.
Ἐνεός ἤ ἐννεός (=ἄλαλος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- Ἔντερον (=ἐντόσθιο). Ἀπ’ τό ἐντός σάν συγκρι-
λογία του. τικός βαθμός.
Ἐνεργός (=αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ κάτι). Σύνθε- Ἔντομον. Ἀπ’ τό ἐν + τέμνω. Δές γιά περισσότερα
το ἀπ’ τό ἐν + ἔργον. Παράγωγα: ἐνεργῶ, ἐνέρ- παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.
γεια, ἐνέργημα, ἐνεργής (=δραστήριος), ἐνερ- Ἔντονος (=δυνατός, ἄκαμπτος). Ἀπ’ τό ἐν + τείνω,
γητέος, ἐνεργητικός, ἐνεργητικῶς. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἐνέχυρον (=ἐγγύηση). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἐχυρόν Ἐντός (=μέσα). Ἀπ’ τήν πρόθεση ἐν.
(=ἀσφαλές) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα Ἐντροπή. Ἀπ’ τό ἐντρέπομαι (ἐν + τρέπομαι). Δές
παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἐνέχυρον: ἐνεχυράζω γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρέπω.
(=παίρνω σάν ἐνέχυρο), ἐνεχυρασία, ἐνεχυρα- Ἐντρυφῶ (=γλεντῶ μέ κάτι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν +
σμός, ἐνεχύρασμα (=ἐνέχυρο), ἐνεχυραστός. τρυφάω-ῶ πού παράγεται ἀπ’ τό τρυφή (=ἁβρό-
Ἐνθουσιάζω - ἐνθουσιάω (=βρίσκομαι σέ ἔκστα- τητα) τοῦ θρύπτω. Παράγωγα: ἐντρύφημα
ση, ἐμπνέω κάποιον). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἔνθε- (=ἀπόλαυση), ἐντρύφησις.
ος-ους (=θεόπνευστος), σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + Ἐνυάλιος (πολεμοχαρής, ἐπώνυμο τοῦ Ἄρη). Ἀπ’
θεός. Παράγωγα: ἐνθουσιασμός, ἐνθουσίασις, τό Ἐνυώ-οῦς (=ἡ θεά τοῦ πολέμου).
ἐνθουσιαστής, ἐνθουσιαστικός, ἐνθουσιώδης, Ἐνωμοτία (=ὁμάδα στρατιωτῶν πού εἶναι δεμένοι
ἐνθουσιωδῶς. μέ ὅρκο). Ἀπ’ τό ἐνώμοτος (ἐν + ὅμνυμι). Δές γιά
Ἐνθυμοῦμαι. Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τό ἐν περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὅμνυμι.
+ θυμῷ τίθημι (θυμός ἀπ’ τό θύω καί σημαίνει: Ἐνωπή (=πρόσωπο, ὄψη). Ἀπ’ τό ἐν + ὤψ (ἀπ’ τό
ψυχή, πνεῦμα, σκοπός κ.λπ.). Παράγωγα: ἐνθύ- ὄψομαι) τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότε-
μημα, ἐνθυμηματικός, ἐνθυμηματώδης, ἐνθύμη- ρα παράγωγα.
σις, ἐνθυμητέον. Ἐνώπιον (=μπροστά). Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐνώ-
Ἐνιαυτός (=ἔτος). Ἀπ’ τό ἔνος ἤ ἕνος (=ἔτος), (λατιν. πιος, παράγωγου τοῦ ἐνωπή. Δές γιά περισσότε-
annus). Παράγωγο: ἐνιαύσιος (=ἑνός χρόνου). ρα παράγωγα στό ρῆμα ὁράω-ῶ.
Ἐνίημι (=στέλνω μέσα, ρίχνω μέσα). Σύνθετο ἀπ’ Ἐνωτίζομαι (=ἀκούω, προσέχω). Σύνθετο ἀπ’ τό
τό ἐν + ἵημι. Παράγωγα: ἔνεσις, ἐνετέον, ἐνε- ἐν + οὖς-ὠτός.

80 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἐξαγίζω (=διώχνω κάποιον σάν μίασμα). Παρα- Ἔξοχος (=ἐξαίρετος). Ἀπ’ τό ἐξέχω. Δές γιά περισ-
σύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τό ἐξ + ἄγος. Παράγω- σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
γα: ἐξάγιστος (=καταραμένος). Ἐξώλης (=ὀλέθριος, διεφθαρμένος). Ἀπ’ τό ἐξόλω-
Ἐξαιρῶ (=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ + λα τοῦ ἐξόλλυμι (=καταστρέφω). Δές γιά περισ-
αἱρῶ. Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαι- σότερα παράγωγα στό ρῆμα ὄλλυμι.
ρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος. Ἐωνέομαι-οῦμαι (=ἐξαγοράζω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ +
Ἐξαίρω (=σηκώνω, ξεχωρίζω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ ὠνοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
+ αἴρω (=ὑψώνω). Δές γιά περισσότερα παρά- Ἔπαινος. Σύνθετο ἀπ’ το ἐπί + αἶνος (=διήγημα,
γωγα στό ρῆμα αἴρω. μῦθος). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα αἰνέω-ῶ.
Ἐξαίσιος (=ἄδικος, παράνομος, μεγάλος, δυνατός). Ἐπαΐω (=καταλαβαίνω, ἔχω γνώση). Σύνθετο ἀπ’
Σύνθετο ἀπ’ τό ἐξ + αἶσα. Δές γιά περισσότερα τό ἐπί + ἀΐω (=καταλαβαίνω). Δές γιά παράγω-
παράγωγα στή λέξη αἴσιος. γα στό ρῆμα ἀΐω.
Ἐξακοῦμαι (=θεραπεύω ἐντελῶς). Ἀπ’ τό ἐκ + ἀκέ- Ἐπαμφοτερίζω (=ἀμφιταλαντεύομαι). Σύνθετο ἀπ’
ομαι-οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- τό ἐπί + ἀμφότερος. Παράγωγα: ἐπαμφοτεριζό-
γωγα. ντως, ἐπαμφοτερισμός, ἐπαμφοτεριστής.
Ἐξαπίνης (=ξαφνικά). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία Ἐπάνω. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + ἄνω.
του. Ἐπαυρίσκομαι (=ἀπολαμβάνω μερίδιο, καρπώνο-
Ἐξαρτάω-ῶ (=κρεμῶ ἀπό κάτι κάτι). Σύνθετο ἀπ’ μαι κάτι). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Σύνθετο
τό ἐκ + ἀρτάω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀπ’ τήν πρόθεση ἐπί + ρίζα αυρ (αFρ)+πρόσφυμα
ράγωγα. ισκ+ομαι  ἐπαυρίσκομαι. Παράγωγο: ἐπαύρε-
Ἐξαρτύω (=ἑτοιμάζω, ἐφοδιάζω). Σύνθετο ἀπ’ τό σις (=ἀπόλαυση).
ἐκ + ἀρτύω (=καρυκεύω), ὅπου δές γιά περισ- Ἐπαφή. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + ἀφή τοῦ ἅπτομαι
σότερα παράγωγα. (=ἐγγίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
Ἐξεναρίζω (=ἀφαιρῶ τά ὅπλα ἀπό νεκρό ἐχθρό, ρῆμα ἅπτω.
σκοτώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐκ + ἔναρα (=ὅπλα Ἐπαχθής (=βαρύς, δυσάρεστος). Σύνθετο ἀπ’ τό
νεκροῦ, λάφυρα). ἐπί + ἄχθος (=βάρος). Δές γιά περισσότερα πα-
Ἑξῆς (=στή σειρά). Ἀπ’ τό ἕξω, μέλλοντα τοῦ ἔχω, ράγωγα στή λέξη ἄχθος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἐπείγω (=ἐπισπεύδω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + ρίζα
Ἕξις (=συνήθεια). Ἀπ’ τό ἕξω τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά ἐγ+πρόσφυμα j+ω  ἐπ-εγ-j-ω  ἐπείγω. Παρά-
περισσότερα παράγωγα. γωγα: ἐπεικτέος, ἐπεικτέον, ἐπείκτης, ἐπεικτικός,
Ἐξίτηλος (=ξεθωριασμένος). Ἀπ’ τό ἐξιέναι τοῦ ἔπειξις (=βιασύνη), ἠπειγμένως (=βιαστικά).
ἔξειμι. (ἐκ + εἶμι). Δές γιά περισσότερα παρά- Ἐπειδάν. Ἀπ’ τό ἐπειδή + ἄν.
γωγα στό ρῆμα εἶμι. Ἐπειδή. Ἀπ’ τό ἐπεί + δή.
Ἐξοκείλω ἤ ἐξοκέλλω (=ρίχνω τό πλοῖο στήν ξη- Ἐπεισόδιον. Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπεισόδιος
ρά). Ἀπ’ τό ἐκ + ὀκέλλω. (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπ’ ἔξω καί προστίθεται),
Ἐξουθενέω-ῶ=ἐξουδενόω (=ἐκμηδενίζω, ἐξευτελί- πού παράγεται ἀπ’ τό ἐπείσοδος (=ἐπιπρόσθε-
ζω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐξ + οὐδενῶ (ἀπ’ τό οὐδέν). τη εἴσοδος). Παράγωγα: ἐπεισοδιόω-ῶ (=κάνω
Ἡ ἐναλλαγή δ καί θ ὀφείλεται στόν ἄλλο τύ- τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), ἐπεισοδι-
πο τοῦ οὐδείς  οὐθείς. Παράγωγα: ἐξουδε- ώδης, ἐπεισοδιάζω.
νι-σμός, ἐξουδένωσις, ἐξουδένωμα, ἐξουδενω- Ἔπειτα. Ἀπ’ τό ἐπί + εἶτα.
τής, ἐξουδένημα, ἐξουθένησις (=περιφρόνηση), Ἐπήβολος (=κάτοχος, ἁρμόδιος). Ἀπ’ τό ἐπί + βάλ-
ἐξουθενητικός. λω μέ τήν ἐπένθεση ἑνός η. Δές γιά περισσότερα
Ἐξουσία. Ἀπ’ τό ἔξεστι (=εἶναι δυνατό) τοῦ εἰμί, παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- Ἐπήκοος (=αὐτός πού ἀκούει). Ἀπ’ τό ἐπακούω
γα τοῦ ἐξουσία: ἐξουσιάζω, ἐξουσιαστής, ἐξου- (ἐπί + ἀκούω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
σιαστικός. στό ρῆμα ἀκούω.

81
Ἐπηλυγάζω (=ἐπισκιάζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐπί τερα παράγωγα στό ρῆμα λανθάνω.
+ ἠλύγη (=σκοτάδι, σκιά) καί τό ἠλύγη ἀπ’ τό α Ἐπιμελής. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + μέλει (=ὑπάρχει
προθεμ. στερητ. + λύγη. Παράγωγα: ἐπηλύγαι- φροντίδα). Παράγωγα: ἐπιμελοῦμαι ἤ ἐπιμέ-
ος (=σκοτεινός), ἐπηλυγισμός, ἐπῆλυξ (=σκέπα- λομαι (=φροντίζω), ἐπιμέλεια, ἐπιμέλημα, ἐπι-
σμα), ἐπηλυγίζομαι. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: μελητέον, ἐπιμελητής, ἐπιμελητεύω, ἐπιμελητι-
λύκη, λυκόφως, λύχνος, λευκός κ.λπ. κός, ἐπιμελήτρια.
Ἔπηλυς (=ξενοφερμένος). Ἀπ’ τό ἐπί + ἐλεύθω τοῦ Ἐπιμηθεύς (=αὐτός πού σκέπτεται ἐκ τῶν ὑστέ-
ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρων). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + μῆδος (=σκέψη).
Ἐπηρεάζω (=βρίζω, ἐνοχλῶ κάποιον). Παρασύν- Ἀντίθετο τοῦ Προμηθεύς (=αὐτός πού σκέπτε-
θετο ἀπ’ τό οὐσιαστικό: ἡ ἐπήρεια (ἐπί + ἀρειή ται ἀπό πρίν). Ἀπ’ τό ἴδιο θέμα: ἐπιμηθής, ἐπιμη-
= κατάρα, ἀπειλή). Ἐπηρεάδ-j-ω  ἐπηρεάζω. θικῶς, ἐπιμηθεύομαι (=σκέπτομαι γιά κάτι, ὅταν
Παράγωγα: ἐπηρεασμός (=κακομεταχείριση, πιά εἶναι πολύ ἀργά).
ἐπίδραση), ἐπηρεαστής, ἐπηρεαστικός, ἐπηρε- Ἐπίμομφος (=ἀξιοκατάκριτος) Ἀπ’ τό ἐπιμέμφο-
αστικῶς, ἐπηρέαστος, ἀνεπηρέαστος. μαι (ἐπί + μέμφομαι). Δές γιά περισσότερα πα-
Ἐπιδημία (=ἡ παραμονή σ’ ἕνα τόπο, ἡ ἐπικράτη- ράγωγα στό ρῆμα μέμφομαι.
ση ἀρρώστιας σ’ ἕνα τόπο). Ἀπ’ τό ἐπιδήμιος = Ἐπίνειον, τό (=ναύσταθμος, λιμάνι). Σύνθετο ἀπ’
ἐπίδημος (ἐπί + δῆμος). Παράγωγα τοῦ ἐπιδή- τό ἐπί + ναῦς-νεώς. Γιά περισσότερα παράγωγα
μιος: ἐπιδημέω-ῶ (=μένω στήν πατρίδα μου, σ’ δές στό ρῆμα νέω (=κολυμπῶ).
ἕνα τόπο). Ἐπιδήμησις, ἐπιδημητικός. Ἐπιορκέω-ῶ (=ὁρκίζομαι ψεύτικα). Παρασύνθετο
Ἐπιεικής (=κατάλληλος, δίκαιος, λογικός, μετριο- ἀπ’ τό ἐπίορκος (ἐπί + ὅρκος τοῦ εἵργνυμι), ἀπ’
παθής). Ἀπ’ τό ἐπί + εἰκώς τοῦ ἔοικα. Δές γιά πε- ὅπου καί ἡ λέξη ἐπιορκία. Γιά περισσότερα πα-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἴκω (1). ράγωγα δές στό ρῆμα εἵργνυμι.
Ἐπικήδειος. Ἀπ’ τό ἐπί + κῆδος (=φροντίδα). Γιά Ἐπιοῦσα (ἐνν. ἡμέρα = ἡ ἑπόμενη μέρα). Ἀπ’ τό
περισσότερα παράγωγα δές στή λέξη κηδεία. ἔπειμι (ἐπί + εἶμι = ἔρχομαι). Δές γιά περισσότε-
Ἐπίκλησις (=ἐπώνυμο). Ἀπ’ τό ἐπικαλέω-ῶ (ἐπί ρα παράγωγα στό ρῆμα εἶμι.
+ καλῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Ἐπιούσιος (=τό ψωμί τῆς ἑπόμενης μέρας). Ἀπ’ τό
ρῆμα καλέω-ῶ. ἐπιοῦσα τοῦ ἔπειμι. Σύμφωνα μέ ἄλλους τό ἐπι-
Ἐπικός (=πού ἀνήκει στό ἔπος). Ἀπ’ τή λέξη ἔπος, ούσιος ἀπ’ τό ἔπειμι (ἐπί + εἰμί) καί σημαίνει τό
τοῦ ἀόρ. β’ εἶπον, τοῦ ρημ. λέγω, ὅπου δές γιά ψωμί πού ἀρκεῖ γιά τή μέρα.
περισσότερα παράγωγα. Ἐπίπεδος. Ἀπ’ τό ἐπί + πέδον (=ἔδαφος). Παρά-
Ἐπίκουρος (=βοηθός, σύμμαχος). Σύνθετο ἀπ’ τό γωγα: ἐπιπεδόω-ῶ, ἐπιπέδωσις.
ἐπί + κοῦρος (=παλικάρι, δρομαῖος) ἀπ’ τό κεί- Ἔπιπλα (=ἐργαλεῖα, περιουσία κινητή). Ἀπ’ τό ἐπι-
ρω (=κουρεύω, γιατί στόν καιρό τῆς ἥβης ἔκο- πέλω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
βαν τά μαλλιά). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. curro πολεύω.
(=τρέχω). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό Ἐπιπολάζω (=μένω στήν ἐπιφάνεια, ἐπικρατῶ).
ρῆμα κείρω. Παράγωγα τοῦ ἐπίκουρος: ἐπικου- Παρασύνθετο ἀπ τό ἐπιπολή (=ἐπιφάνεια) (ἐπί
ρέω-ῶ (=βοηθῶ), ἐπίκουροι (=μισθωτοί στρα- + πέλομαι=πλησιάζω). Παράγωγα: ἐπιπόλαι-
τιῶτες), ἐπικουρία (=βοήθεια), ἐπικούρημα (=βο- ος, ἐπιπόλασις, ἐπιπολασμός (=αὐθάδεια), ἐπι-
ήθημα), ἐπικούρησις (=βοήθεια), ἐπικουρητέον, πολαστικός.
ἐπικουρικός, δυσεπικούρητος (=δυσκολοβοήθη- Ἐπιπόλαιος (=αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγ-
τος), ἀνεπικούρητος. ματα ἐπιφανειακά). Ἀπ’ τό ἐπιπολή. Δές γιά ἄλλα
Ἐπικυρόω-ῶ (=ἐπιβεβαιώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί παράγωγα στό ρῆμα ἐπιπολάζω.
+ κῦρος. Παράγωγο: ἐπικύρωσις (=ἐπιβεβαί- Ἐπιπολή (=ἐπιφάνεια). Ἀπ’ τό ἐπί + πέλομαι (=πλη-
ωση). σιάζω). Δές γιά παράγωγα τοῦ ἐπιπολή στό ρῆμα
Ἐπιλήσμων (=ξεχασιάρης). Ἀπ’ τό ἐπιλανθάνο- ἐπιπολάζω.
μαι (ἐπί + ἔλαθον-λαθ-ληθ). Δές γιά περισσό- Ἐπιρρεπής (=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπ’

82 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά πε- τά τόν τρύγο, μηδαμινότης). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω. + φύλλον.
Ἐπίσημος (=χαραγμένος, ἀξιοσημείωτος). Ἀπ’ τό Ἐπιχειρέω-ῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + χείρ χωρίς
ἐπί + σῆμα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἐνδιάμεση λέξη. Παράγωγα: ἐπιχείρημα, ἐπιχει-
ρῆμα σημαίνω. ρηματικός, ἐπιχείρησις, ἐπιχειρητέον, ἐπιχειρητής,
Ἐπίσης Άπ’ τό ἐπί + ἴσης (ἐνν. μοίρας) τοῦ ἴσος. ἐπιχειρητικός, ἐπίχειρα (=πληρωμή).
Ἐπίσκοπος (=ἐπιτηρητής). Ἀπ’ τό ἐπί + σκοπός τοῦ Ἐπιχωριάζω (=συχνάζω κάπου). Παρασύνθετο ἀπ’
σκοπῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τό ἐπιχώριος (=ἐγχώριος)  ἐπί + χωρίον.
Ἐπίσταμαι (=γνωρίζω καλά). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + Ἕπομαι (=ἀκολουθῶ). Ἐνεργητικό: ἕπω. Ἀπό θέμα
ἵσταμαι (ἀντί: ἐφίσταμαι, γιατί ἔπαιρνε ψιλή στήν σεπ μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία  ἕπομαι. (Λατιν.
ἰων. διαλ., ὅταν ἔγινε ἡ σύνθεση. Ἤ ἀπ’ τό ἐπί + sequor). Παράγωγα: ὅπλον, ὀπάζω (ἡ δασεία
στα + μαι = ἐπίσταμαι). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό: ἔπεσε), (=κυνηγῶ), ὀπάων (=ἀκόλουθος), ὀπα-
επιστη-, β) ἀσθενές: επιστα-. Παράγωγα: ἐπιστή- δός, ἑπέτης (=ἀκόλουθος), ἑπομένως (=σύμφω-
μη, ἐπιστημοσύνη, ἀνεπιστημοσύνη, ἐπιστημονι- να μέ κάτι), συνεπής.
κός, ἐπιστήμων, ἐπιστημονέστερος, ἐπιστημόνως Ἐποπτεύω (=ἐπιβλέπω, ἐπιτηρῶ). Παρασύνθε-
(=ἔμπειρα), ἀνεπιστήμων, ἐπιστητέον, ἐπιστητι- το ἀπ’ τό ἑπόπτης (ἐπί+ρίζα ὀπ- τοῦ ὁράω-ῶ),
κός, ἐπιστητός (=πού μπορεῖ κάποιος νά μάθει), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
ἐπισταμένως (=ἔμπειρα). γα τοῦ ἐποπτεύω: ἐπόπτευσις, ἐποπτεία, ἐποπτι-
Ἐπιστάτης (=αὐτός πού στέκεται κοντά, ὁ ἐπικε- κός, ἀνεπόπτευτος.
φαλῆς). Ἀπ’ τό ἐφίσταμαι (ἐπί + ἵσταμαι). Δές γιά Ἔπος (=διήγηση, λόγος). Ἀπ’ τό εἰπεῖν τοῦ λέγω,
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἐπιστήμη. Ἀπ’ τό ἐπίσταμαι (=γνωρίζω), ὅπου δές Ἐπουρίζω (=σπρώχνω πρός τά μπρός, βοηθῶ). Σύν-
γιά περισσότερα παράγωγα. θετο ἀπ’ τό ἐπί + οὐρίζω πού παράγετα ἀπ’ τό
Ἐπιστολή (=παραγγελία, γράμμα). Ἀπ’ τό ἐπιστέλ- οὖρος (=οὔριος ἄνεμος).
λω (=παραγγέλλω), σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + στέλλω, Ἐπῳδός (=μάγος. Μέρος λυρικῆς ᾠδῆς πού ψάλ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λεται μετά τή στροφή καί τήν ἀντιστροφή). Ἀπ’
Ἐπιτήδειος (=κατάλληλος, χρήσιμος, φιλικός). Ἀπ’ τό ἐπαοιδός (ἐπί + ἄδω). Δές γιά περισσότερα
τό ἐπιρρ. ἐπιτηδές (στόν Ἡροδ. καί στούς Ἀττ. παράγωγα στό ρῆμα ἄιδω-ᾄδω.
γράφεται ἐπίτηδες). Τό ἐπίτηδες ἴσως ἀπ’ τό ἐπί Ἐπώνυμος. Ἀπ’ τό ἐπί + ὄνυμα (αἰολ. τύπος τοῦ
+ τάδε ἤ τῇδε+ς (=γι’ αὐτό τό σκοπό) ἤ ἀπ’ τό ὄνομα).
ἐπί τό ᾖδος (=πρός τό εὐχάριστο) ἤ ἀπ’ τήν ἴδια Ἔρανος (=δεῖπνο μέ συνεισφορά, κάθε συνεισφορά).
ρίζα τοῦ τείνω. Ἄλλα παράγωγα: ἐπιτηδείως, ἐπι- Ἀρχικά: Fέρανος. Παράγωγα: ἐρανίζω, ἐρανικός,
τηδειότης, ἐπιτήδευμα (=ἀσχολία), ἐπιτήδευσις, ἐράνισις, ἐρανιστέον, ἐρανισμός, ἐρανιστής, συνε-
ἐπιτηδευτέον, ἐπιτηδευτός, ἐπιτηδεύω (=κατα- ρανισμός. (Ὁ ἔρανος εἶναι φτωχικό δεῖπνο ἀντί-
γίνομαι σέ κάτι), ἐπιτετηδευμένως (=μέ ἐπιμέ- θετα πρός τό εἰλαπίνη = πλούσιο γεῦμα).
λεια), ἀνεπιτήδευτος. Ἐράω καί ἔραμαι. (=ἀγαπῶ, ἐπιθυμῶ). Δυό θέματα:
Ἐπιτήδευμα (=ἐπάγγελμα, ἀσχολία). Ἀπ’ τό α) ερασ- μπροστά ἀπ’ τίς καταλήξεις πού ἀρχί-
ἐπιτηδεύω τοῦ ἐπιτήδειος, ὅπου δές γιά ἄλλα ζουν ἀπό μ, τ, θ καί β) ερα- μπροστά ἀπό φω-
παράγωγα. νήεντα, ἐπειδή ἀποβάλλεται τό σ. Παράγωγα:
Ἐπιτολή (=ἀνατολή). Ἀπ’ τό ἐπιτέλλω (=ἀνατέλ- ἔρασις (=ἐπιθυμία), ἐρασιχρήματος, ἐρασιπλό-
λω). καμος, ἐρασίμολπος, ἐραννός (=εὐχάριστος),
Ἐπιτύμβιος (=ἐπιτάφιος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + ἐράσμιος, ἐραστής, ἐράστρια, ἐραστός, ἀξιέρα-
τύμβος (=τάφος). στος, πολυέραστος, ἐρατεινός, ἐρατός ἀγαπη-
Ἐπιφάνεια. Ἀπ’ τό ἐπιφαίνω (=δείχνω). Δές γιά πε- τός), Ἐρατώ (=μία ἀπό τίς ἐννιά Μούσες), ἐρα-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φαίνω. τώνυμος, ἐρατώπις, ἐπέραστος, ἔρος και ἔρως,
Ἐπιφυλλίς, ἡ (πληθ.=τά σταφύλια πού μένουν με- παιδεραστής.

83
Ἐργάζομαι (=δουλεύω). Ἀπ’ τό οὐσιαστικό ἔργον  Ἐρείπιον. Ἀπ’ τό ἐρείπω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Fέργον πού προῆρθε ἀπ’ τή ρίζα Fεργ. τοῦ ἔργω ρα παράγωγα.
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ὄργανον, ὄργια, ἐνεργῶ, Ἐρείπω (=γκρεμίζω, καταστρέφω). Θέματα:
ἄεργος, εὐεργέτης. Μέ θέμα ἐργάδ+j+ομαι ριπ- καί ρειπ + πρόσφυμα ε = ἐριπ καί ἐρειπ+ω
 ἐργάζομαι. Παρατατικός: ἐ-Fεργαζόμην   ἐρίπω καί ἐρείπω. Παράγωγα: ἐρείπιον, ἐρει-
ἐ-εργαζόμην καί μέ συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει πιῶ (=καταστρέφω), ἐρειπιών-ῶνος (=σωρός
εἰργαζόμην. Παρακείμενος: Fε-Fέργασμαι ἀπό ἐρείπια), ἔρειψις (=καταστροφή), ἐρείψι-
 ἐ-έργασμαι εἴργασμαι. Παράγωγα: ἐργα- μος, ἐρειψιπύλας (=αὐτός πού γκρεμίζει πύλες),
λεῖον, ἐργάνη (=ἐργάτρια), ἐργασείω (=θέλω νά ἐρειψίλαος (=αὐτός πού καταστρέφει λαούς), ἐρει-
ἐργαστῶ), ἐργασία, ἐργάσιμος, ἐργαστέον, ἐργα- ψίτοιχος (=αὐτός πού καταστρέφει τοίχους).
στήρ, ἐργαστήριον, ἐργαστικός, ἐργάτης, ἐργά- Ἔρεισμα (=στήριγμα). Παράγωγο τοῦ ἐρείδω, ὅπου
τις, ἐργατικός, ἐργατίνης (=ἐργάτης), δυσκατέρ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γαστος, εὐκατέργαστος, ἐργοδότης, ἐργολάβος, Ἐρεμνός (=κατάμαυρος, σκοτεινός). Ἀντί ἐρεβεν-
αὐτουργός, γεωργός, ἄεργος, ἀργός, ἐριουργός νός, ἀπ’ τό ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=σκοτεινιάζω), ὅπου
(=πού κατεργάζεται μαλλιά), εὐεργής, εὐεργέτης, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
εὐεργός, θαυματουργός, ἱερουργός, κακοῦργος, Ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=στεγάζω, σκοτεινιάζω). Ρίζα
λειτουργός, λεπτουργός, μουσουργός, ξυλουρ- ρεφ- ἤ ρεπ + προθεματικό ε  ἐρέφω ἤ μέ τό
γός, πανοῦργος, πανουργία, πάρεργος, πάρερ- πρόσφυμα τ: ἐρέφτω  ἐρέπτω. Παράγωγα: ἔρε-
γον, περίεργος, ραδιουργός, συνεργός, ὑπουρ- βος, ἐρεμνός ἤ ἐρεβεννός, καί ἀπ’ τήν ἴδια ρί-
γός, χαλκουργός, χειρουργός. ζα: ὄρφνη (=σκοτάδι), ὀρφναῖος (=σκοτεινός),
Ἐργολάβος (=αὐτός πού ἀναλαμβάνει τήν ἐκτέ- ὀρφνός, Ὀρφεύς, ὀροφή, ὄροφος.
λεση ἔργου). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔργον + ρίζα λαβ- Ἐρέτης (=κωπηλάτης). Πρωτότυπη λέξη, ἀπ’ ὅπου
τοῦ λαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τά παράγωγα: ἐρέσσω (=κωπηλατῶ), ἐρετικός, τό
στά ρήματα ἐργάζομαι καί λαμβάνω. ἐρετμόν (=κουπί), εἰρεσία (=κωπηλασία), ὑπη-
Ἔρδω (=κάμνω). Ἄλλος τύπος τοῦ ἔργω μέ τήν ρέτης, ὑπηρετῶ, ὑπηρεσία, τριήρης, ἀμφήρης,
ἴδια σημασία, ὅπως καί τό ῥέζω. πεντηκόντορος, ἐρετμόω (=ἐφοδιάζω μέ κου-
Ἔρεβος, τό (=σκοτάδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα πιά), Ἐρέτρια, παρεξειρεσία (=ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύ-
ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=στεγάζω, σκοτεινιάζω), ὅπου μνη τοῦ πλοίου).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἐρεύγομαι (=βγάζω ἀπ’ τό στόμα ἀέρα, ἀπ’ τό στο-
Ἐρεθίζω (=ξεσηκώνω). Ἀπ’ τό ρῆμα ἐρέθω (ἀπ’ τό μάχι, ρεύγομαι). Ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα ἐράω (μό-
ἔρις) ἤ ἀπ’ τό ὄρνυμι μέ κατάληξη -ίζω (ἐρεθίδ-j- νο σύνθετο: ἐξερῶ = ξερνῶ). Παράγωγα: ἔρευγ-
ω ἐρεθίζω). Παράγωγα: ἐρέθισμα, ἐρεθισμός, μα, ἐρευγματώδης, ἐρευγμός (=ρέψιμο) καί ἀπ’
ἐρεθιστέον, ἐρεθιστής, ἐρεθιστικός. τήν ἴδια ρίζα ἐρυγ οἱ λέξεις: ἐρυγή, ἐρυγγάνω, μέ
Ἐρείδω (=στηρίζω, σπρώχνω). Ἡ ρίζα εριδ- καί μέ τήν ἴδια σημασία.
μετάπτωση ερειδ- χωρίς πρόσφυμα  ἐρείδω. Ἔρευνα (=ἀναζήτηση). Ἀπ’ τό ἐρέω-ῶ (=ἐρωτῶ)
Παράγωγα: ἔρευσις (=μέ δύναμη σπρώξιμο), συνώνυμο μέ τά ρήματα: ἐρεείνω, ἔρομαι,
ἔρεισμα (=στήριγμα), ἀντηρίς-ίδος (=ὑποστή- ἐρωτῶ. Παράγωγα τοῦ ἔρευνα: ἐρευνάω-ῶ,
ριγμα), ἕρμα (=ὑποστήριγμα). Κατ’ ἄλλους τό ἐρευνητέον, διερευνητέον, ἐρευνητήρ, ἐρευνητής,
ἕρμα ἀπ’ τό εἴρω (=συνδέω). Κατ’ ἄλλους συγ- ἐρευνητικός, ἐρευνήτρια, διερεύνησις, ἐξερεύνησις,
γενεύει μέ τό ὁρμή (=ἔφοδος). ἀδιερεύνητος, ἀνερεύνητος, ἀνεξερεύνητος.
Ἐρείκω (=σκίζω, χωρίζω, κοπανίζω). Θέμα ρεκ- μέ Ἐρέφω ἤ ἐρέπτω (=στεγάζω). Ρίζα ρεφ- ἤ ρεπ- +
προθεματικό ε + πρόσφυ-μα j ἐρεκ-j-ω μέ ἐπέν- προθεματικό ε + ω ἐρέφ-ω καί ἐρέπτ-ω. Παρά-
θεση τοῦ j: ἐρεί-κω. γωγα: ὀροφή (=στέγη σπιτιοῦ), ὄροφος (=στέ-
Παράγωγα: ἐρεικτός (=κοπανισμένος), ἔρει- γη), (τά σύνθετα τοῦ ὄροφος γράφονται μέ ω,
ξις (=σκισμένη γῆ), ἔρεγμα ἤ ἔριγμα (=κοπανι- ὅταν ἡ προηγουμένη συλλαβή εἶναι βραχεία,
σμένα κουκιά). ἐνῶ ὅταν εἶναι μακρά γράφονται μέ ο), διώρο-

84 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


φος, ὑψόροφος, χρυσόροφος, ὑψηρεφής (μέ ψη- τό Ἑρμῆς (σάν θεός τῶν δώρων). Δές για ἄλλα
λή στέγη), κατηρεφής, τριώροφος. παράγωγα στή λέξη Ἑρμῆς.
Ἐρέω-ῶ (=ἐρωτῶ). Συνώνυμο μέ τό ἔρομαι. Διαφο- Ἑρμαφρόδιτος (=ἄνθρωπος πού παίρνει μέρος
ρετικό ἀπ’ τό ἐρέω-ῶ (μέλλοντα τοῦ λέγω). καί στό ἀντρικό καί στό γυναικεῖο φύλο). Ἀπ’
Ἐρῆμος καί ἀττ. ἔρημος (=μοναχικός). Ἴσως ἀπό ρί- τόν Ἑρμαφρόδιτο, γιό τοῦ Ἑρμῆ καί τῆς Ἀφρο-
ζα ραμ -ἤ ρεμ- μέ προθεμ. ε πού ἔγινε η  ἠρέμα- δίτης.
ἠρεμίζω καί ἔχει συγγένεια μέ τό ἀραιός. Παράγω- Ἑρμηνεύω (=ἐξηγῶ). Ἀπ’ τό ἑρμηνεύς (πού προέρ-
γα: ἐρημία (=μοναξιά), ἐρημικός, ἐρημίτης, ἐρη- χεται ἀπ’ τό Ἑρμῆς = θεός τοῦ λόγου καί ἀγγελια-
μητήριον, ἐρημαῖος, ἐρημάζω, ἐρήμη δίκη (=δίκη φόρος τῶν Θεῶν). Παράγωγα: ἑρμηνεία, ἑρμήνευ-
πού γίνεται μέ ἀπουσία τοῦ ἀντιδίκου), ἐρήμην μα, ἑρμήνευσις, ἑρμηνευτέον, ἑρμηνευτής, ἑρμη-
(ἐπίρρ.), ἐρημόω-ῶ, ἐρήμωσις, ἐρημωτής, ἐρημω- νευτικός, ἑρμηνεύτρια, διερμήνευσις.
τικός, ἐρημοδικῶ (=κάνω δίκη ἐρήμην), ἐρημό- Ἑρμῆς. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι
πολις (=πού στερήθηκε τήν πόλη του). συγγενικό μέ τό ἕρμα, ἕρμαξ (=σωρός πέτρες)
Ἐρι- (=πολύ μεγάλο, δυνατό). Προθηματικό μόριο ἀπ’ τό σωρό πέτρες πού στοίβαζαν γύρω ἀπ’
γιἀ ἐνίσχυση τῆς ἔννοιας μιᾶς λέξης π.χ. ἐριβρε- το ἄγαλμα τοῦ Ἑρμῆ στούς δρόμους. Παράγω-
μέτης (=αὐτός πού βροντᾶ δυνατά), ἐριβῶλαξ γα: Ἑρμαϊκός, ἕρμαιον, Ἑρμαῖος, Ἑρμάριον (ὑπο-
(=μέ μεγάλους βώλους, εὔφορος), ἐρίγδουπος κορ. τοῦ Ἑρμῆς), Ἑρμίδιον (ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς),
(=πού ἀντηχεῖ βροντερά), ἐρικυδής (=μέ μεγά- καί ἑρμοκοπίδαι (=αὐτοί πού ἔκοψαν τίς Ἑρμές
λη δόξα), κ.λπ. στήν Ἀθήνα).
Ἐρίζω (=μαλώνω). Ἡ ρίζα ερ- ἤ συγγενικό μέ τό ἐρε- Ἔρνος, τό (=βλαστός, κλωνάρι). Ἴσως ἀπ’ τό ὄρνυ-
θίζω καί τό ἀρή (=κατάρα). Ἐρίδ-j-ωἐρίζω. Πα- μι (=σηκώνομαι). Ἤ ἀπ’ τό ἔρνια-ἔρινα-ἐρινεός
ράγωγα: ἔρις (=φιλονεικία), ἔρισμα, ἐρισμός, ἐρι- (=ἀγριοσυκιά).
στής, ἐριστικός (=μαχητικός), ἐριστός, ἀναμφή- Ἑρπετόν. Ἀπ’ τό ρῆμα ἕρπω (=σέρνομαι), ὅπου δές
ριστος (=ἀδιαφιλονίκητος), ἀναμφηρίστως. γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἐριουργός (=πού κατεργάζεται μαλλιά). Σύνθετο Ἕρπω καί ἑρπύζω (=σέρνομαι). Ἡ ρίζα σερπ- μέ τρο-
ἀπ’ τό ἔριον (=μαλλί) + ἔργω (ἐργάζομαι). Δές γιά πή τοῦ σ σέ δασεία καί κατάληξη-ω  ἕρπω. (λα-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι. τιν. serpo, serpens = φίδι). Παρατατικός: ἔ-σερπον
Ἔρις (=φιλονεικία). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό ἀρή μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί
(=κατάρα) ἤ μέ τό ἐρεθίζω ὅπως καί τό ρῆμα ἐρί- συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει  ἐ-ερπον  εἷρπον.
ζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὁ τύπος ἑρπύζω μεταγενέστερος, ὁ Ὅμηρος χρη-
Ἐρίτιμος (=μεγάλης ἀξίας, πολύτιμος). Σύνθετο σιμοποιεῖ τόν ἐνεστ. οἱ ἀττικοί τόν ἀόριστο. Πα-
ἀπ’ τό προθεματ. μόριο ερι + τιμή. ράγωγα: ἑρπετόν, ἕρπης-ητος, ὁ (=δερματικό νό-
Ἕρκος (=φράκτης, περίβολος). Ἀπ’ τό εἵργνυμι ἤ σημα πού ἐξαπλώνεται), ἑρπήν-ῆνος, ἕρπυσις,
εἵργω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο), ὅπου δές γιά πε- ἑρπυσμός, ἑρπυστής, ἑρπυστικός, ἑρπυστήρ (νε-
ρισσότερα παράγωγα. οελλ. ἑρπύστρια (= ἁλυσίδα στά τάνκς, τρακτέρ
Ἕρμα (=ὑποστήριγμα, ὕφαλος, ὕψωμα, (πληθ. σκου- κ.λπ.), ἕρπιλλα (=ὄνομα θαλάσσιου ζώου), ἕρψις
λαρίκια, δεσμός, σαβούρα πλοίου). Ἄν εἶναι ἀπ’ (=σύρσιμο), χαμερπής (=ποταπός).
τό εἴρω (=δένω), σημαίνει δεσμός. Ἄν εἶναι ἀπ’ Ἔρρυθμος. Ἀπ’ τό ἐν + ρυθμός τοῦ ρέω, ὅπου δές
τό ἐρίδω (=στηρίζω), σημαίνει ὑποστήριγμα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατ’ ἄλλους συγγενεύει μέ τό ὁρμή (=ἔφοδος). Ἔρρω (=προχωρῶ ἀργά, πάω κατά διαόλου, χάνο-
Γιά παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα δές στά ρήματα μαι. Προστακτική: ἔρρε = χάσου, γκρεμίσου).
εἴρω καί ἐρίδω. Παράγωγα του ἕρμα: ἑρματίζω Ἀπ’ τή ρίζα Fερσ- καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ρ
(=ὑποστηρίζω), ἕρμασμα, ἑμασμός, ἀνερμάτιστα  Fερρ ἔρρω.
(πλοῖα) (=χωρίς σαβούρα), ἕρμαξ (=σωρός πέ- Ἐρρωμένος (=δυνατός, ρωμαλέος). Μετοχή παθ.
τρες), ἑρμάζω, ἕρμασις. παρακείμενου τοῦ ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισ-
Ἕρμαιον (=ἀπροσδόκητο εὔρημα, κελεπούρι). Ἀπ’ σότερα παράγωγα.

85
Ἔρση (=δροσιά), ἐπικ. ἐέρση καί ἐερσήεις (=δρο- Παράγωγα: ἐρώτημα, ἐρωτηματικός, ἐρώτησις,
σερός). Ἴσως ἀπ’ τό ἄρδω. ἐρωτητικός, ἐρωτητέον, ἀνερωτητέον.
Ἐρυθρός (=κόκκινος). Ἀπό ρίζα ἐρυθ- ἀπ’ ὅπου καί Ἐσθής (=ροῦχο). Ἀπ’ τό ἔννυμι. Δές γιά περισσό-
τά παράγωγα ἐρυθαίνω (=κάνω κάτι κόκκινο), τερα παράγωγα στή λέξη ἀμφίεσις.
ἐρύθημα (=κοκκινάδα), ἐρυθραίνω, ἐρύθρημα, Ἐσθίω (=τρώω). Ἔχει τά θέματα: 1) εδ- τοῦ ἔδω: μέ
ἐρυθριάω (=κοκκινίζω), ἐρυθρότης, ἐρυθρίας, το πρόσφυμα ε  ἐδ-ε (παρακ. ἐδ-έδε-κα: ἐδή-
ἐρεύθω (=κάνω κάτι κόκκινο), ἔρευθος (=κοκκι- δοκα), 2) εδεσ- (παρακ. ἐδή-δεσμαι), 3) εσθι-
νάδα), ἐρυσίβη (=ἀρρώστια τῶν φυτῶν). (ἀπ’ τό ἐδ + θ ἐσθ), 4) φαγ- (ἀόρ. β’ ἔφαγον).
Ἐρύκω (=ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, συγκρατώ). Συγγε- Παράγωγα: ἐδεστής, ἐδεστός, ἐδεστέον, ἔδεσμα,
νικό μέ τό ρῆμα ἐρύω (=σώζω) μέ τό κ γίνεται  θριπήδεστος (=πού τρώει σκουλήκια), ὠμηστής
ἐρύ-κ-ω. Γιά παράγωγα δές στό ἐρύω. (=ὠμοφάγος), ἐδητύς (=τροφή), εἶδαρ, ἐδωδή,
Ἔρυμα, τό (=προφυλακτήριο, φρούριο). Ἀπ’ τό ἐδώδιμος, ὀδούς (ἐκτός ἄν τό ο εἶναι προθεμα-
ἐρύομαι, μέσο τοῦ ἐρύω, ὅπου δές γιά περισσό- τικό καί τότε θά εἶναι ἡ ρίζα δα- τοῦ δαίνυμαι),
τερα παράγωγα. ἄριστον (=ἀρι-ἦρι=πρωί+ἐδτον) (=πρωινό φαγη-
Ἐρυσίπελας, τό (=δυνατή φλόγωση τοῦ δέρμα- τό), νῆστις, νηστεύω, φαγάς, φάγησις, φαγεῖον,
τος, ἀνεμοπύρωμα). Ἀπ’ τό ἐρεύθω (=κοκκινί- φάγημα, φαγητόν, φάγος, φαγέδαινα (=ἕλκος),
ζω) + πέλας (=κοντά). προσφάγιον, λωτοφάγος, ἀδηφάγος, ὠμοφά-
Ἐρύω (=σέρνω, ἕλκω). Μέσο: ἐρύομαι (=σέρνω γιά γος, σαρκοφάγος.
τόν ἑαυτό μου, προστατεύω). Ἀπ’ τή ρίζα Fρυ + Ἑσμός (=πλῆθος). Ἀπ’ τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά πε-
προθεμ. ε + Fερύ-ω  ἐρύω. Συγγενικό μέ τό ἐρύ- ρισσότερα παράγωγα.
κω. Παράγωγα: ἔρυμα (=φυλακτήριο), ἐρυμνός Ἑσπέρα (ἐνν. ὥρα = βράδυ, ἐνν. χώρα =ἡ χώρα
(=ὀχυρωμένος), ἐρυμνότης, ἐρυσίπτολις (=ἐπί- πρός τή δύση). Ἀπ’ τό ἕσπερος, ὅπου δές γιά
θετο τῆς Ἀθηνᾶς πού εἶναι προστάτισσα τῆς πό- ἄλλα παράγωγα.
λης), ἔρυσις (=τράβηγμα), ἐρυσμός (=φυλακτή- Ἕσπερος (=ἑσπερινός, δυτικός). (Λατινικό: vesper).
ριο γιά τά μάγια), ἐρυστός (=συρμένος). Συγγε- Ἴσως ἀπ’ τό σπαίρω (=σπαρταρῶ) ἀπ’ τούς κρα-
νικό εἶναι καί τό ρύομαι (=σώζω). δασμούς τῶν τελευταίων ἀκτίνων τοῦ ἥλιου. Εἶχε
Ἔρχομαι. Ἀπό ρίζα ερ- πρόσφυμα σκ  ἔρ-σκ-ομαι δίγαμα F. Παράγωγα: ἑσπέρα, Ἑσπερία, ἑσπερι-
καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό σύμφωνα νός, ἑσπέριος, ἕσπερος.
καί δάσυνση τοῦ κ  ἔρχομαι. Ἄλλα θέματα: 1) Ἔστε (=μέχρις ὅτου). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐς + τε.
Ἀπό ει- καί ι- τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά παράγωγα, Ἑστία (=τζάκι, βωμός, κατοικία). Ἀπ’ τό ἕζομαι,
2) Ἀπό ρίζα ελευθ- καί ελυθ-. Ὁ Παρακείμενος ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἔχει ἀττικό ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα: ὁδός Ἑστίασις (=συμπόσιο, τραπέζωμα). Ἀπ’ τό ἑστιάω,
καί τά συνθ. (εἴσ, ἔφ, πάρ, μέθ, πρό, πρόσ, σύν) ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
οδος, ἐλεύθω, ἐλεύθερος, Ἐλευθώ = Εἰλείθυια Ἑστιάω-ῶ (=φιλοξενῶ). Ἀπ’ τό ἑστία τοῦ ἕζομαι
(=ἡ θεά πού βοηθᾶ στόν τοκετό), ἔλευσις καί τά (λατιν. vesta). Παρατ.: ἐ-Fεστία-ον  με ἀπο-
σύνθ. (δι, ἐπ, προ, παρ, συν)έλευσις, ἐλευστέον, βολή τοῦ F καί συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει καί
Ἐλευσίς, ἔπηλυς-υδος (=ξενοφερμένος), νέηλυς- τοῦ αο σέ ω  εἱστίων. Παρακ. : Fε-Fεστία-κ-α
υδος (=αὐτός πού μόλις ἔφτασε), ἐξήλυσις (=ἔξο-  ἐ-εστία-κ-α  εἱστίακα. Παράγωγα: ἑστίαμα
δος), Ἠλύσια (πεδία), ἤλυσις (=ἐρχομός), προ- (=φίλευμα), ἑστιαρχῶ, ἑστίασις (συνεστίασις),
σήλυτος (=ὁ ξένος πού ἦρθε σ’ ἕνα τόπο, αὐτός ἑστιάτωρ, ἑστιατόριον, ἑστιοῦχος (=πού προ-
πού ἀσπάστηκε ἕνα νέο θρησκευτικό δόγμα), στατεύει τήν ἑστία).
προσηλυτεύω, κέλευθος, ἐφόδιος, ὁδοιπόρος, Ἑστιόω-ῶ (=θεμελιώνω σπίτι). Ἀπ’ τό ἑστία τοῦ
συνοδοιπόρος, φροῦδος (πρό + ὁδοῦ). ἕζομαι.
Ἔρως. Ἀπ’ τό ἐράω, ἔραμαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Ἔσχατος (=ὁ τελευταῖος, ὕψιστος). Ἀπ’ τήν πρό-
ρα παράγωγα. Ποιητικός τύπος εἶναι ὁ ἔρος. θεση ἐκ-ἐξ. Παράγωγα: ἐσχατάω (=μένω τελευ-
Ἐρωτῶ. Συγγενικό μέ τό ἔρομαι ἤ ἐρέω (=ἐρωτῶ). ταῖος), ἐσχατιά (=ἄκρη, σύνορο), ἐσχατογήρως,

86 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ὁ (=αὐτός πού βρίσκεται στήν ἔσχατη γεροντι- μπρός, περιφανής). Ἀπ’ τό εὖ + αὐγή.
κή ἡλικία). Εὐάλωτος (=αὐτός πού εὔκολα πιάνεται). Ἀπ’ τό
Ἑταῖρος καί ἐπικ. ἕταρος (=σύντροφος, φίλος). Ἀπ’ εὖ + ἁλῶναι τοῦ ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισ-
τό ἔτης (=συγγενής). Παράγωγα: ἑταίρα (=σύ- σότερα παράγωγα.
ντροφος, παλλακή, κοινή γυναίκα), ἑταιρῶ, ἑται- Εὐάρεστος. Ἀπ’ τό εὖ + ἀρέσκω, ὅπου δές γιά πε-
ρεία, ἑταίρησις, ἑταιρίζω, ἑταιρικός, ἑταιρισμός, ρισσότερα παράγωγα.
ἑταιριστής, προσεταιρίζομαι, προσεταιριστός. Εὐγενής. Ἀπ’ τό εὖ + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές
Ἐτάζω (=δοκιμάζω, ἐξετάζω). Πιό συχνό τό σύν- γιά περισσότερα παράγωγα.
θετο: ἐξετάζω. Ἀπό ρίζα ετ- τοῦ ἐτεός (=ἀληθι- Εὔγλωττος. Ἀπ’ τό εὖ + γλῶττα. Παράγωγα: εὐγλωτ-
νός), (ἀπ’ τό ρῆμα εἰμί). Παράγωγα: Πιό συνηθι- τία (=εὐφράδεια), εὐγλωττέω, εὐγλωτίζω.
σμένοι οἱ τύποι: ἐξέτασις, ἐξετασμός, ἐξεταστέ- Εὐγνωμονῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὐγνώμων (εὖ +
ον, ἐξεταστής, ἐξεταστικός. γνώμη) τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
Ἐτεός (=ἀληθινός, γνήσιος). Ἀπ’ τό εἰμί, ὅπου δές ράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐγνώμων: εὐγνωμο-
γιά περισσότερα παράγωγα. σύνη, εὐγνωμόνως.
Ἑτεροιόω-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπ’ τό ἑτεροῖος Εὐδαίμων (=αὐτός πού ἔχει γιά προστάτη καλό θεό,
(=διαφορετικός), πού προέρχεται ἀπ’ τό ἕτερος. εὐτυχισμένος). Ἀπ’ τό εὖ + δαίμων (=μοίρα) πού
Παράγωγα: ἑτεροιότης, ἑτεροίωσις (=μεταβο- παράγεται, ἀπ’ τό δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά
λή), ἑτεροιωτικός. περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐδαί-
Ἔτης (=συγγενής, συμπολίτης). Ἀπ’ τό Fέτης (ὁμη- μων: εὐδαιμονῶ, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίζω (=κα-
ρικό). Συγγενικό μέ τά: ἕταρος - ἑταῖρος. λοτυχίζω), εὐδαιμονικός, εὐδαιμόνισμα, εὐδαι-
Ἐτήτυμος (=ἀληθινός, πραγματικός). Ἐκτεταμέ- μονισμός, εὐδαιμονιστέος.
νος τύπος τοῦ ἔτυμος ἀπ’ τό εἰμί, ὅπου δές γιά Εὔδιος (=γαλήνιος, καθαρός). Ἀπ’ τό εὖ + Διός
περισσότερα παράγωγα. (γεν. τοῦ Ζεύς) πού ἔχει σχέση μέ τό δῖος (=πού
Ἕτοιμος ἤ ἑτοῖμος (πρόχειρος, δραστήριος, πρόθυ- ἀνήκει στό Δία) ἀπό ρίζα διF-. Παράγωγα: εὐδία
μος). Ἴσως ἀπ’ τό ἔτυμος τοῦ εἰμί, ὅπου δές γιά (=καλοκαιρία, γαλήνη), εὐδιάω (=εἶμαι γαλήνι-
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἕτοιμος: ος), εὐδιάζομαι (=εἶμαι γαλήνιος).
ἐτοιμότης, ἑτοιμάζω, ἑτοιμασία, ἑτοιμαστής, ἑτοι- Εὐδοκῶ (=εἶμαι εὐχαριστημένος, συμφωνῶ). Ἀπ’ τό
μαστικός, ἑτοιμαστέον. εὖ + δοκέω-ῶ. Παράγωγα: εὐδοκία (=ἔγκριση),
Ἔτος. Ἀρχικά ἦταν Fέτος  ἔτος. Παράγωγα: ἐτή- εὐδόκησις, εὐδοκητής, εὐδοκητός (=ἀρεστός).
σιος, ἐτησίαι, οἱ (=μελτέμια), διετής. Εὐδοκιμῶ (=ἔχω καλή φήμη). Ἀπ’ τό εὐδόκιμος
Ἐτυμολογία (=ἀνάλυση λέξης, γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀρχή (εὖ + δόκιμος) τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα
της). Ἀπ’ τό ἔτυμος (=ἀληθινός) + λόγος. Δές γιά παράγωγα. Παράγωγα: εὐδοκίμησις (=καλή φή-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἰμί. μη), εὐδοκιμία, εὐδοκουμένως (=σύμφωνα μέ
Ἔτυμος (=ἀληθινός, γνήσιος). Ἔχει σχέση μέ τό τήν εὐχή κάποιου).
ἐτεός. Ἀπ’ τό εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα Εὕδω (=κοιμοῦμαι, πλαγιάζω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
παράγωγα. μολογία του. Ἀπό θέμα σευδ-ω μέ τροπή τοῦ σ
Εὐαγγέλιον (=καλή εἴδηση). Ἀπ’ τό εὐάγγελος σέ δασεία: εὕδω. Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό εὐνή
(εὖ + ἄγγελος) ἀπ’ ὅπου τό ἀγγέλλω, ὅπου δές (=κρεβάτι). Παράγωγα: Ἀπ’ τό σύνθετο καθεύ-
γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐάγγε- δω τό καθευδητέον.
λος: εὐαγγελίζομαι (=φέρνω εὐχάριστη εἴδη- Εὐειδής (=ὄμορφος). Ἀπ’ τό εὖ + εἶδος (=μορ-
ση), εὐαγγελικός, εὐαγγελισμός, εὐαγγελιστής, φή) τοῦ εἴδω (=βλέπω), ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
εὐαγγελίστρια. ράγωγα.
Εὐαγής. 1) (=καθαρός, ἁγνός). Ἀπ’ τό εὖ + ἄγος Εὐεξία (=καλή σωματική κατάσταση). Ἀπ’ τό εὖ
(=ἐξάγνιση). Παράγωγα: εὐάγεια (=ἁγνότης), + ἕξις τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
εὐαγέω (=εἶμαι καθαρός). 2) (=εὐκίνητος) Ἀπ’ τό ράγωγα.
εὖ + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. 3) (=λα- Εὐεργέτης. Ἀπ’ τό εὖ + ἔργω - ἐργάζομαι, ὅπου δές

87
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐερ- ράγωγα: εὐκόλως, εὐκολία.
γέτης: εὐεργεσία, εὐεργετῶ, εὐεργέτημα, εὐερ- Εὔκρατος (=καλά ἀνακατεμένος, ἤπιος). Ἀπ’ τό
γητέον, εὐεργετικός. εὖ + κεράννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Εὔζωνος (=καλά ζωσμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος). ράγωγα.
Ἀπ’ τό εὖ + ζώνη τοῦ ζώννυμι, ὅπου δές γιά πε- Εὐκρινής (=σαφής, χωρισμένος) Ἀπ’ τό εὖ + κρίνω,
ρισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα
Εὐήθης (=αὐτός πού ἔχει καλό ἦθος, ἀγαθιάρης, τοῦ εὐκρινής: εὐκρίνεια (=σαφήνεια), εὐκρινῶς,
ἀνόητος). Ἀπ’ τό εὖ + ἦθος. Παράγωγα: εὐήθεια εὐκρινέω–ῶ (=διαλέγω καλά), διευκρίνησις.
(=ἁπλοϊκότητα, ἀνοησία), εὐηθία, εὐηθίζομαι Εὐκταῖος (=ποθητός). Ἀπ’ το εὔχομαι, ὅπου δές
(=φέρνομαι ἀνίκητα), εὐηθικός, εὐήθως. γιά περισσότερα παράγωγα.
Εὐήκοος (=αὐτός πού πρόθυμα ἀκούει. Ἀπ’ τό εὖ + Εὐλαβής (=προσεχτικός, θεοσεβής). Ἀπ’ τό εὖ + λα-
ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. βεῖν τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω-
Εὐήλιος (=προσηλιακός). Ἀπ’ τό εὖ + ἥλιος. γα. Παράγωγα τοῦ εὐλαβής: εὐλάβεια, εὐλαβῶς,
Εὐημερῶ (=εὐτυχῶ). Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὐή- εὐλαβέομαι-οῦμαι (=φυλάγομαι, προσέχω, σέβο-
μερος (εὖ + ἡμέρα). Παράγωγα: εὐημερία, εὐη- μαι), εὐλαβητέον, εὐλαβητικός.
μέρημα. Εὔληπτος (=εὐκολονόητος). Ἀπ’ τό εὖ + ληπτός
Εὐθαρσής (=τολμηρός). Ἀπ’ τό εὖ + θάρσος - θάρ- τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρος. Παράγωγα: εὐθαρσέω-ῶ (=εἶμαι τολμηρός), ράγωγα.
εὐθαρσία ἤ εὐθάρσεια (=τόλμη). Εὔλογος (=λογικός). Ἀπ’ τό εὖ + λόγος τοῦ λέγω,
Εὐθενέω καί εὐθηνέω (=εὐημερῶ, ἔχω ἀφθονία). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὐθενής ἤ εὐθηνός (νεοελλ. Εὐμάρεια (=εὐκολία, ἄνεση). Ἀπ’ τό εὐμαρής
φτηνός) (εὖ + θεμ. θενεσ) (=ἄφθονος). Παράγω- (=εὔκολος), (εὖ + μάρη = χέρι).
γα: εὐθένεια ἤ εὐθηνία (=ἀφθονία). Εὐμενής (=εὐνοϊκός). Ἀπ’ τό εὖ + μένος (=διάθε-
Εὐθηνία (=ἀφθονία, φτήνια). Ἀπ’ τό εὐθηνῶ. ση). Παράγωγα: εὐμένεια, εὐμενῶς, εὐμενέω-ῶ,
Εὔθυμος. Ἀπ’ τό εὖ + θυμός. Παράγωγα: εὐθυμία, εὐμενικός, Εὐμενίδες (κατ’ εὐφημισμό οἱ Ἐρινύ-
εὐθυμέω, εὐθυμητέον. ες), εὐμενίζομαι, ἐξευμενίζω.
Εὐθύνη καί πιό σωστά εὔθυνα (=λογοδοσία). Ἀπ’ Εὐνή (=κρεβάτι, στρῶμα, φωλιά). Ἴσως ἀπ’ τό εὔδω
τό εὐθύνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. (=κοιμοῦμαι). Παράγωγα: εὐνάζω (=βάζω κά-
Εὐθύνω (=ὁδηγῶ εὐθεία, διευθύνω). Ἀπ’ τό ἐπί- ποιον νά κοιμηθεῖ), εὐναῖος, εὐνάσιμος, εὐνα-
θετο εὐθύς (ἀπ’ τό ἰων. ἐπιρρ. ἰθύς = κατευθείαν τήριον (=κοιτώνας), εὐνάω (=πλαγιάζω), εὐνέ-
ἀπό ρίζα ι τοῦ εἶμι). Παράγωγα: εὔθυνα ἤ εὐθύ- της (=σύζυγος), εὐνέτις (θηλ. ἡ σύζυγος), εὔνη-
νη, εὔθυνσις, διεύθυνσις, κατεύθυνσις, εὐθυντέ- μα (=συγκοίμηση), εὐνητήρ-εὐνατήρ = εὐνα-
ον, εὐθυντήρ, εὐθυντήριος, εὐθυντής, διευθυ- στήρ (=σύζυγος), εὐνάτειρα = εὐνήτρια (=ἡ σύ-
ντής, εὐθυντικός, εὐθυντός. ζυγος), εὐνῆθεν, κατευνασμός, κατευναστικός,
Εὐθύς (=ἴσιος). Ἰων. καί ἐπικός τύπος ἰθύς. Ἀπ’ εὐνοῦχος, σύνευνος.
τό ἐπίρρ. ἰθύς ἀπό ρίζα ι τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά Εὔνους (=φιλικός). Ἀπ’ το εὖ + νόος-νοῦς. Παρά-
ἄλλα παράγωγα. γωγα: εὐνοῶ, εὐνόησις, εὐνόημα, εὐνοητικῶς,
Εὔκαιρος (=πού ἔγινε στήν κατάλληλη στιγμή). Ἀπ’ εὔνοια, εὐνοϊκός, εὐνόως.
τό εὖ + καιρός. Παράγωγα: εὐκαιρία, εὐκαίρως, Εὔξεινος (=φιλόξενος). Ἀπ’ τό εὖ + ξένος. (Εὔξεινος
εὐκαιρῶ, εὐκαίρημα. Πόντος, ἀντί ἄξενος ἀπ’ τίς ἄγριες φυλές πού κα-
Εὐκλεής (=δοξασμένος). Ἀπ’ τό εὖ + κλέος (=δό- τοικοῦσαν στά παράλιά του, κατ’ εὐφημισμό).
ξα). Παράγωγα: εὔκλεια (=δόξα), εὐκλείζω (=δο- Εὐοδέω καί εὐοδόω-ῶ (=πηγαίνω καλά, κάνω τήν
ξάζω), εὐκλεῶς. πορεία κάποιου καλή). Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὔο-
Εὔκολος (=πού εὔκολα εὐχαριστιέται μέ τήν τρο- δος (=εὐδιάβατος), (εὖ + ὁδός τοῦ εἶμι). Παρά-
φή του, καλόκαρδος, πρόθυμος). Ἀπ’ τό εὖ + κό- γωγα: εὐοδία (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευό-
λον (=τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Πα- δωση = ἐπιτυχία).

88 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Εὔορκος (=πιστός στόν ὅρκο του). Ἀπ’ τό εὖ + Εὐσύνοπτος (=πού φαίνεται εὔκολα μ’ ἕνα βλέμ-
ὅρκος τοῦ εἵργνυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- μα). Ἀπ’ τό εὖ + συν + ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισ-
γωγα. Παράγωγα τοῦ εὔορκος: εὐορκέω (=ὁρκί- σότερα παράγωγα.
ζομαι ἀληθινά), εὐορκία = εὐορκησία (=τήρηση Εὐτελής (=φτηνός, μηδαμινός, τιποτένιος). Ἀπ’
ὅρ-κου), εὐόρκως. τό εὖ + τέλος (=πληρωμή). Παράγωγα: εὐτέ-
Εὐπαθής. Ἀπ’ τό εὖ + παθεῖν τοῦ πάσχω, ὅπου δές λεια (=φτήνια, οἰκονομία), εὐτελίζω (=ταπει-
γιά περισσότερα παράγωγα. νώνω), εὐτελισμός.
Εὐπετής (=πού πέφτει εὔκολα, εὔκολος). Ἀπ’ τό Εὐτράπελος (=εὐκίνητος, ζωηρός). Ἀπ’ τό εὖ + τρέ-
εὖ + πεσεῖν τοῦ πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- πω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Εὐτρεπίζω (=ἑτοιμάζω, τακτοποιῶ). Παρασύνθε-
Εὔπορος (=εὐκολοπέραστος, πλούσιος). Ἀπ’ τό το ἀπ’ τό εὐτρεπής (=ἕτοιμος) σύνθετο ἀπ’ τό εὖ
εὖ + πόρος τοῦ περῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- + τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὔπορος: εὐπορῶ, Παράγωγα τοῦ εὐτρεπίζω: εὐτρεπισμός, εὐτρε-
εὐπορία, εὐπόρημα. πιστέον, εὐτρεπιστής.
Εὐπρόσδεκτος. Ἀπ’ τό εὖ + προσδέχομαι (πρός + δέ- Εὐτυχής. Ἀπ’ τό εὖ + τυχεῖν τοῦ τυγχάνω, ὅπου δές
χομαι). Δές στό δέχομαι γιά ἄλλα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐτυ-
Εὐπροσήγορος (=ὁμιλητικός). Ἀπ’ τό εὖ + προ- χής: εὐτυχῶ, εὐτύχημα, εὐτυχία, εὐτυχῶς.
σηγορέω-ῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα Εὐφημῶ (=μεταχειρίζομαι καλά λόγια, σωπαίνω).
ἀγορεύω. Ἀπ’ τό εὔφημος (εὖ + φήμη) τοῦ φημί. Παρά-
Εὔριπος (=στενό θάλασσας ὅπου ἡ παλίρροια εἶναι γωγα: εὐφημία, εὐφήμως, εὐφημητέον, εὐφημη-
πολύ ὁρμητική, ὁ πορθμός τῆς Εὔβοιας). Ἀπ’ τό τικός, εὐφημίζω, εὐφημισμός (=ἡ μεταχείριση
εὖ + ῥιπή τοῦ ῥίπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- καλῆς λέξης ἀντί κακῆς).
ρα παράγωγα. Εὔφορος. Ἀπ’ τό εὖ + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό-
Εὑρίσκω. Ἀπό ρίζα FεFρευρ + πρόσφυμα ισκ + ω τερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὔφορος: εὐφο-
 εὑρίσκω. Παράγωγα: εὕρεσις, ἐφεύρεσις, εὑρη- ρία, εὐφορέω-ῶ, εὐφόρως.
τέος, εὑρετής, ἐφευρέτης, εὑρετικός, εὑρετός, δυ- Εὐφραδής (=εὔγλωττος). Ἀπ’ τό εὖ + φράζω (=λέω),
σεύρετος, εὕρημα, εὑρησιεπής (=πού ἀνακαλύ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πτει λέξεις), εὑρεσιέπεια, εὑρησίλογος ἤ εὑρεσί- Εὐφραίνω (=καλοκαρδίζω, εὐχαριστῶ). Παρασύνθε-
λογος, εὑρεσιλογία, εὑρεσιλογῶ. το ἀπ’ τό εὔφρων (εὖ + φρήν), μέ θέμα ευφραν +
Εὐρύς (=πλατύς, εὐρύχωρος). Ἀπό ρίζα εFρ  εὐρύς. πρόσφυμα j καί μέ ἐπένθεση τοῦ j  εὐφράν-j-ω
Παράγωγα: τό εὖρος (=πλάτος), εὐρύνω.  εὐφραίνω. Παράγωγα: εὐφραντικός, εὐφρα-
Εὔρωστος (=δυνατός). Ἀπ’ τό εὖ + ῥώννυμι, ὅπου ντός (=εὐχάριστος), εὐφροσύνη (=χαρά), εὐφρό-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. συνος, εὐφρόνη (=ἡ καλή ὥρα, νύχτα).
Εὐσεβής. Ἀπ’ τό εὖ + σέβω, ὅπου δές γιά περισσό- Εὐφρόνη (=ἡ καλή ὥρα, κατ’ εὐφημισμό ἀντί νύ-
τερα παράγωγα. χτα). Ἀπ’ τό εὔφρων (=εὐχάριστος, ἀγαθός)
Εὔσπλαγχνος. Ἀπ’ τό εὖ + σπλάγχνον. Παράγω- (εὖ + φρήν). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα
γα: εὐσπλαγχνίζομαι, εὐσπλαγχνία. εὐφραίνω.
Εὐσταθής (=σταθερός). Ἀπ’ τό εὖ + ἵσταμαι, ὅπου Εὐφυής (=καλοθρεμμένος, ἔξυπνος). Ἀπ’ τό εὖ +
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ φυή (=φυσική διάπλαση) τοῦ φύω, ὅπου δές γιά
εὐσταθής: εὐστάθεια, εὐσταθῶ, εὐσταθῶς. περισσότερα παράγωγα.
Εὐσταλής (=καλά ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμέ- Εὐχάριστος. Ἀπ’ τό εὖ + χαρίζομαι (ἀπ’ τό χάρις τοῦ
νος, μέ ὡραία ἐμφάνιση). Ἀπ’ τό εὖ + σταλῆναι ρημ. χαίρω). Παράγωγα: εὐχαριστῶ, εὐχαριστή-
τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- ριος, εὐχαριστία, εὐχαρίστως, εὐχαριστέον. Γιά
γωγα. ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα χαίρω.
Εὔστροφος (=εὐκίνητος). Ἀπ’ τό εὖ + στρέφω, ὅπου Εὐχερής (=εὔκολος, ἐπιδέξιος). Ἀπ’ τό εὖ + χείρ. Πα-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ράγωγα: εὐχέρεια ἤ εὐχειρία (=ἐπιδεξιότητα).

89
Εὔχομαι (=προσεύχομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι). Ἀπό ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵημι.
ρίζα Fαυ- ἤ Fευ-. Θέμα: ευχ + ομαι = εὔχομαι. Πα- Ἐφόδιος (=ἀναγκαῖος γιά ταξίδι). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁδός
ράγωγα: εὐχή, εὖχος, εὐχέτης, εὐχετῶμαι (ἐπικ.), τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
εὐκταῖος (=ἀναθηματικός), εὐκτήριος, εὐκτικός, Παράγωγα τοῦ ἐφόδιος: ἐφόδιον, ἐφοδιάζω.
εὐκτός (=ἐπιθυμητός), εὐκτέον, ἀπευκτός, πολύ- Ἔφοδος, ἡ (=ἐπίθεση, ἐπιδρομή). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁδός
ευκτος, ἀπευκταῖον (=τό μή ἐπιθυμητό), εὐχωλή τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
(ποιητ. = προσευχή). γωγα.
Εὐχωλή (=προσευχή, τάξιμο). Ἀπ’ τό εὔχομαι, ὅπου Ἐφορεία (=ἐπιτήρηση, ἐπίβλεψη, ἀξίωμα ἐφόρου).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ἐφορεύω = ἐφοράω (ἐπί + ὁράω-ῶ) ἀπ’
Εὔψυχος (=γενναῖος). Ἀπ’ το εὖ + ψυχή τοῦ ψύχω, ὅπου καί οἱ λέξεις: ἐφορεῖον, ἐφορικός.
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. Παράγω- Ἔφορος (=ἐπόπτης). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁράω-ῶ, ὅπου
γα τοῦ εὔψυχος: εὐψυχία, εὐψυχέω. δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ἔφορος:
Εὐώδης (=εὐωδιαστός). Ἀπ’ το εὖ + ὄδωδα τοῦ τό ἐφορεύω.
ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Ἐχέγγυος (=ἀξιόπιστος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔχω +
ράγωγα. ἐγγύη (=ἐνέχυρο). Δές γιά περισσότερα παρά-
Εὐώνυμος (=πού ἔχει καλό ὄνομα, κατ’ εὐφημισμό γωγα στό ρῆμα ἐγγυάω-ῶ καί στό ἔχω.
ἀντί ἀριστερός). Ἀπ’ τό εὖ + ὄνομα-ὄνυμα. Ἐχέμυθος (=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπ’
Εὐωχία (=καλή διάθεση, συμπόσιο). Ἀπ’ τό εὐωχῶ τό ἔχω + μῦθος. Δές γιά περισσότερα παράγω-
(εὖ + ἔχω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παρά- γα στό ρῆμα ἔχω.
γωγα τοῦ εὐωχῶ: εὐωχητήριον, εὐωχητής, εὐω- Ἐχέφρων (=συνετός). Ἀπ’ το ἔχω + φρήν. Δές γιά
χητικός, εὐωχιαστικός. περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Ἔφεδρος (=αὐτός πού κάθεται πάνω σέ ἕδρα, αὐτός Ἐχθρός. Ἀπ’ τό ἔχθος (=μίσος) ἀπ’ ὅπου καί τά
πού περιμένει νά πιάσει τή θέση ἄλλου στρατι- παράγωγα: ἐχθαίρω (=μισῶ), ἔχθρα, ἐχθραίνω,
ώτη). Ἀπ’ τό ἐπί + ἕδρα τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι), ἐχθραντέος, ἐχθραντικός, ἔχθρασμα, ἐχθρεύω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- ἐχθρικός, ἔχθω (=μισῶ).
γα τοῦ ἔφεδρος: ἐφεδρεύω, ἐφεδρία. Ἔχω. Θέμα: σεχ- μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία γίνεται
Ἐφεξῆς (=στή σειρά). Ἀπ’ τό ἐπί + ἑξῆς τοῦ ἔχω, ἕχ καί μέ ἀνομοίωση τῆς δασείας σέ ψιλή, ἐπει-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δή ἀκολουθεῖ τό δασύ χ, γίνεται ἔχω. Παρατ.:
Ἔφεσις (=τό νά ρίχνεις κάτι ἐναντίον κάποιου, ἡ ἐ-σεχ-ον  ἔ-εχ-ον  μέ συναίρεση: εἶχον. Μέλ-
προσφυγή σ’ ἄλλο δικαστήριο ). Ἀπ’ τό ἐφίημι λοντας: σεχ-σ-ω  ἕξω (διατηρεῖται ἡ δασεία, δι-
= ἐπί + ἵημι (=ρίχνω), ὅπου δές γιά περισσότε- ότι δέν ἀκολουθεῖ τό δασύ χ ὅπως στόν ἐνεστ.)
ρα παράγωγα. Ἀόρ.: ἔ-σεχ-ον  ἔσχον. Παρακ. ἀπό θέμα σεχ
Ἐφέστιος (=πού ἀνήκει στήν ἑστία, οἰκογενεια-  σχε  σχη  ἔσχηκα (ἀπ’ ἐδῶ καί ό μέλλο-
κός). Ἀπ’ τό ἐπί + ἑστία τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι), ντας: σχήσω). Παράγωγα: ἐχυρός (=ἀσφαλισμέ-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. νος), ὀχυρός, ἐνέχυρον, ἐκεχειρία, ἐχῖνος (=ἀχι-
Ἔφηβος (ἀπό 18-20 χρονῶν). Ἀπ’ τό ἐπί + ἥβη νός, σκαντζόχοιρος), ὄχος (=ὄχημα), ὀχή (=στή-
(=νιότη). Παράγωγα: ἐφηβεία, ἐφηβεύω, ἐφη- ριγμα), ἔνοχος, ἔξοχος, κάτοχος, μέτοχος, ὑπέρο-
βικός, ἐφήβαρχος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό χος, ἡνίοχος, ἀνοχή, ἀντοχή, ἀποχή, ἐνοχή, ἐξο-
ρῆμα ἡβῶ. χή, κατοχή, μετοχή, παροχή, περιοχή, ὑπεροχή,
Ἑφθημιμερίς (=τό πρῶτο μέρος τοῦ ἑξαμέτρου, ὅταν συνοχή, ἀνακωχή (=διακοπή στίς ἐχθροπραξί-
περιέχει ἑπτά μισά μέρη, δηλ. 3 πόδες καί μισό). ες), εὐωχῶ, εὐωχία, ὀχεύς, ἕστωρ (=πάσσαλος),
Σύνθετο ἀπ’ τό ἑπτά + ἥμισυς+μέρος. Ἕκτωρ, ἐχέτωρ (=αὐτός πού κρατάει), ὄχανον
Ἑφθός (=βραστός, μαγειρεμένος). Ἀπ’ τό ἕψω (=λαβή ἀσπίδας), ὄχα (ἐπιρρ. = ἔξοχα), ἐχέθυμος
(=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- = ἐχέφρων (=συνετός), ἐχέμυθος (=πού κρατάει
γα. τό μυστικό), ἐχέγγυος (=ἀξιόπιστος), ἐχομένως
Ἐφίεμαι (=ἐπιθυμῶ). Ἀπ’ τό ἐπί + ἵεμαι. Δές γιά πε- (=στή σειρά), ἐχόντως, συνεχής, νουνεχής, κλη-

90 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ροῦχος, δαδοῦχος., πολιοῦχος, ραβδοῦχος, σκη-
πτοῦχος, εὐνοῦχος, ἑκτέος,-ον, ἀφεκτέον, ἀνθε-
κτέον, μεθεκτέον, παρεκτέον, προσεκτέον, συνε-
κτέον, ὑφεκτέον, ἀνεκτέος,-ον, ἑκτικός (=συνη-
θισμένος), ἀνεκτικός, ἀνθεκτικός, ἐφεκτικός, πε-
ριεκτικός, συνεκτικός, καχεκτικός (=ἀσθενικός),
ἑκτός, ἀνεκτός, δυσάνεκτος, καθεκτός, εὐκάθε-
κτος, δυσκάθεκτος, ἕξις (=συνήθεια), κάθεξις
(=κατοχή), μέθεξις (=συμμετοχή), εὐεξία (=κα-
λή κατάσταση τοῦ σώματος), καχεξία, ἑξῆς καί
ὁμηρ. ἑξείης (=στή σειρά), καθεξῆς, ἐφεξῆς (=ὁ
ἕνας μετά τόν ἄλλο), πλεονεκτῶ, σχέσις, ἐπί-
σχεσις (=σταμάτημα), ἀνάσχεσις, κατάσχεσις,
σχεδόν, σχέδιος (=κοντινός, πρόχειρος), σχεδία,
σχεδιάζω, σχέτλιος (=δυστυχισμένος), σχῆμα,
σχηματίζω, σχολή (=ἀπραξία), σχολάζω, σχετι-
κός, σχετίζομαι, ἐπισχετέος, ἀνασχετός, ἀκατά-
σχετος, ἄσχετος, κατάσχετος, κακουχία, κλει-
δοῦχος, κληροῦχος, μειονεξία, πλεονεξία, πλε-
ονέκτης, πρόσχημα, ταλαντοῦχος.
Ἕψω (=βράζω). Ἀπό ρίζα πεπ- τοῦ πέσσω (=μα-
λακώνω). Το θέμα επ+σ+ω  ἕπ-σ-ω  ἕψω.
Παράγωγα: ἑφθός (=βραστός), ἑψανός (=βρα-
στός), ἕψημα, ἕψησις (=βράση), ἑψητέον, ἑψη-
τήρ (=χύτρα), ἑψητήριον (=μαγειρεῖο), ἑψητής,
ἑψητικός, ἑψητός, ἀφέψημα, μυρεψός (=αὐτός
πού φτιάχνει μύρα μέ βράσιμο), ὀπτός (=ψητός),
ὄψον (=βραστό κρέας, τροφή) (ἀπό τό ὄψον 
ὑποκ. ὀψάριον  καί τό νεοελλ. ψάρι.), ὀψοποι-
ός (=μάγειρος), ὀψοποιία (=μαγειρική), ὀψωνῶ
(=ἀγοράζω).
Ἑωλοκρασία (=μεῖγμα ἀπό κατακάθια κρασιοῦ).
Σύνθετο ἀπ’ τό ἕωλος (=χθεσινός, παλιός) +
κρᾶσις τοῦ κεράννυμι, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Ἕωλος (=χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος). Ἀπ’ τό
ἕως ἤ ἠώς (=αὐγή).
Ἕως, ἡ, ἀττ. ἀντί τοῦ ἰων. ἠώς (=αὐγή). Ἀπό ρί-
ζα αF-, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: αὔριον, ἦρι, ἠέρι-
ος, ἄγχαυρος. Παράγωγα τοῦ ἕως: ἕωθεν (=ἀπό
νωρίς), ἑωθινός (=πρωινός), ἑώιος ἀντί ἑῷος
(=πρωινός).
Ἑωσφόρος (=τό ἄστρο τῆς αὐγῆς, Αὐγερινός). Ἀπ’
τό Ἕως (=αὐγή) + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό-
τερα παράγωγα.

91
Ζ Ζῆτα

Ζα- ἀντί διά. Προθεματικό μεγεθυντικό μόριο ζύγιος, σύζυγος, ὁμόζυγος, ζυγομαχῶ (=ἀγωνί-
ὅπως τά: ἀρι-, ἐρι-, π.χ. ζαμενής (=ὁρμητικός), ζομαι), ζυγοστατῶ (=ζυγίζω), ζυγῶ, ζυγωτός, ζύ-
ζάπλουτος. γωμα, ζύγωσις, ὑποζύγιον.
Ζάθεος (=πολύ θεῖος, πανίερος). Ἀπ’ τό μεγεθυ- Ζέφυρος (=βορειοδυτικός ἄνεμος). Ἀπ’ τό ζόφος
ντικό μόριο ζα + θεός. (=σκοτάδι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Ζάλη (=τρικυμία). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ζέω Ζέω (=βράζω). Ἀπό ρίζα ζεσ  ζέσ-ω καί μέ ἀπο-
(=βράζω). βολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα  ζέω.
Ζάπλουτος (=βαθύπλουτος). Άπ’ τό μεγεθυντικό Παράγωγα: ζέμα (=ἀπόβρασμα), ζέσις (=βράσι-
μόριο ζα + πλοῦτος. μο), ζεστός (=βραστός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέ-
Ζειά, ἡ (=χοντράλευρο, τροφή γιά ἄλογα). Πρω- ξεις: ζάλη, ζῆλος, ζύμη, ζῦθος.
τότυπη λέξη. Ζῆλος (=δυνατή ἐπιθυμία, πάθος). Ἴσως ἀπ’ τό ζέω
Ζείδωρος (=γόνιμος, καρποφόρος). Ἀπ’ τό ζειά + (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δωροῦμαι. Μερικοί παράγουν τή λέξη ἀπ’ τό ζή- Παράγωγα τοῦ ζῆλος: ζηλῶ, ζήλωμα (=ἀνταγω-
ω-ζῶ (βιόδωρος) (=πού δίνει ζωή). νισμός), ζήλωσις, ζηλωτής (=θαυμαστής), ζηλω-
Ζευγηλάτης (=ὁδηγός ζεύγους βοδιῶν). Ἀπ’ τό τός (=ἀξιοζήλευτος), ἀζήλωτος, ζηλωτέος, ζηλή-
ζεῦγος τοῦ ζεύγνυμι + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα πα- μων, ζηλότυπος (=ζηλιάρης), ζηλοτυπέω (=ζη-
ράγωγα στά ρημ. ἐλαύνω καί ζεύγνυμι. λεύω), ζηλοτυπία (=ζήλια), ζηλοτύπως, χαμαί-
Ζεύγνυμι (=βάζω κάτω ἀπ’ τό ζυγό). Θέματα: α) ζηλος (=ταπεινός).
ζευγ (ἰσχυρό) + πρόσφυμα νυ + μι  ζεύγνυμι, Ζηλότυπος (=ζηλιάρης). Ἀπ’ τό ζῆλος (τοῦ ζέω) +
β) ζυγ (ἀσθενές) (ἐζύγην παθ. ἀόρ.). Παράγωγα: τύπτω (=χτυπῶ). Δές γιά περισσότερα παράγω-
ζεῦγμα, ζευγίτης (=αὐτός πού μποροῦσε νά συ- γα στή λέξη ζῆλος καί στό ρῆμα τύπτω.
ντηρήσει ζεῦγος βοδιῶν), ζεύγλη (=τό καμπύλο Ζημία (=βλάβη, πρόστιμο, τιμωρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μέρος τοῦ ζυγοῦ, ὅπου μπαίνει ὁ τράχηλος τοῦ μολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται. μέ τή λέξη ζῆλος
ζώου), ζευγηλάτης, ζεῦγος, ζευκτός (=ζεμένος), ἤ μέ τό ρῆμα δαμάω (=τιμωρῶ). Παράγωγα: ζη-
ζεῦξις (=ζέψιμο), σύζευξις, διάζευξις, ζεύκτης, ζευ- μιόω-ῶ (=τιμωρῶ), ζημίωμα (=ποινή), ζημίωσις,
κτήρ, ζευκτικός, διαζευκτικός, ζευκτήριος, ζυγός, ζημιωτής, ἀζημίωτος, ζημιώδης (=βλαβερός).

92 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ζητέω-ῶ. Πιθανόν ἀπό ρίζα δα- ἤ δι-. Εἶναι συγ- ζώννυμι. Παράγωγα: ζώνη, ζωνάριον (ὑποκορ.),
γενικό μέ το ρῆμα δίζημαι (=ζητῶ, ἐπιδιώκω). ζῶμα (=ἐσωτερικό ροῦχο τῶν ὁμηρικῶν πολε-
Παράγωγα: ζήτημα, ζήτησις, συζήτησις, ζητή- μιστῶν), διάζωμα, περίζωμα, ὑπόζωμα, ζῶσις, ζω-
σιμος, συζητήσιμος, ζητητέος, ζητητέον, ζητη- σμός, ζωστήρ, ζωστήριος, ζώστης, ζωστός, ἄζω-
τής, συζητητής, ζητητικός, ζητητός, ἀζήτητος, στος, ζῶστρον, ἀνυπόζωστος, εὔζωνος.
δυσζήτητος. Ζωογόνος (=γόνιμος). Ἀπ’ τό ζωή + γενέσθαι τοῦ
Ζιζάνιον (=παράσιτο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. γίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
Πιθανόν εἶναι ξένη λέξη. ρῆμα γίγνομαι καί στή λέξη ζωή.
Ζοφερός (=σκοτεινός). Ἀπ’ τό ζόφος (=σκοτάδι), Ζωπυρέω-ῶ (=ἀνάβω, ἐρεθίζω). Παρασύνθετο
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ζοφόω, ζοφώδης, ζόφωμα, ἀπ’ τό ζώπυρον (=σπινθήρας) (ζωός+πῦρ). Πα-
ζόφωσις (=σκοτάδι) και τό Ζέφυρος. ράγωγα: ζωπύρησις, ζωπύρημα, ἀναζωπύρησις,
Ζυγός. Παράγωγο τοῦ ζεύγνυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα ἀναζωπύρημα.
παράγωγα. Ζωστήρ (=ζώνη). Ἀπ’ τό ζώννυμι, ὅπου δές γιά πε-
Ζύμη (=προζύμι). Πιθανόν άπ’ τό ζέω (=βράζω), ρισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ζωτικός (=γεμάτος ζωή). Ἀπ’ τό ρῆμα ζήω-ζῶ. Δές
Ζυμόω-ῶ (=ζυμώνω). Ἀπ’ το ζύμη. Παράγωγα: ζυ- γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή.
μίτης (=ζυμωτό ψωμί), ζύμωμα, ζύμωσις, ζυμω- Ζωύφιον. Ὑποκοριστικό τοῦ ζῷον ἀπ’ τό ζήω-ζῶ.
τικός, ζυμωτός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή.
Ζωάγρια, τά (=λύτρα γιά διάσωση τῆς ζωῆς). Σύν-
θετο ἀπ’ τό ζωός (=ζωντανός) + ἀγρέω (=πιάνω).
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ζωγρέω.
Ζωγράφος (=αὐτός πού ἀπεικονίζει τή ζωντανή
φύση). Σύνθετο ἀπ’ τό ζωή + γράφω. Παράγω-
γα: ζωγραφῶ, ζωγράφημα, ζωγραφία, ζωγρα-
φεῖον, ζωγραφικός, ζωγραφητός.
Ζωγρέω-ῶ (=πιάνω κάποιον ζωντανό, αἰχμαλω-
τίζω). Ἀπ’ το ζωός (=ζωντανός) + ἀγρέω (=πιά-
νω). Παράγωγα: ζωγρία (=αἰχμαλωσία), ζωγρίας
(=πού πιάστηκε ζωντανός), ζώγρημα, ζωγρεύς,
ζώγριον ἤ ζωγρεῖον (=θηριοτροφεῖο), ζωάγρια
(=λύτρα γιά τή διάσωση τῆς ζωῆς.
Ζῳδιακός (=πού ἀνήκει στά ζῷα) Ἀπ’ τό ζῴδιον
(ὑποκορ. τοῦ ζῷον  μικρό ζώο). Δές γιά ἄλλα
παράγωγα στή λέξη ζωή.
Ζῴδιον (=μικρό ζῶο). Ὑποκοριστικό τοῦ ζῷον τοῦ
ζήω-ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
ξη ζωή.
Ζωή. Ἀπ’ τό ζήω-ῶ ἀπ’ ὅπου και τά παράγωγα: ζω-
ηρός, ζωικός, ζωότης, ζῷον, ζωός (=ζωντανός),
ζωοφόρος, ζωτικός, ζωύφιον και ζῴδιον (ὑποκορ.
τοῦ ζῷον), ζῳδιακός, ζωγραφῶ, ζωγρῶ, ζωογονῶ,
ζωογόνος, ζωογόνησις, ζωπυρῶ.
Ζωμός. Ἴσως ἀπ’ το ζέω (=βράζω), ὅπου δές γιά πε-
ρισσότερα παράγωγα.
Ζώννυμι (=δένω). Ἀπό θέμα: ζωσ + πρόσφυμα νυ +
μι  ζώσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν 

93
Η
Ἡβάσκω (=ἀρχίζω νά γίνομαι ἔφηβος). Ἐναρκτικό
Ἦτα

ἀποβολή τοῦ F καί μετατροπή τοῦ σ σέ δασεία:


τοῦ ἡβάω. Ἀπ’ τό ἥβη + πρόσφυμα σκ  ἡβάσκω. ἁδ καί μέ μετάπτωση τοῦ α σέ η  ἥδομαι. Εἶναι
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἡβάω-ῶ. ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα ἁνδάνω, ἀπ’ ὅπου
Ἡβάω-ῶ (=εἶμαι ἔφηβος, ἀκμάζω). Ἀπ’ τό ἥβη (=νε- καί οἱ λέξεις: ἡδύς, ἡδέως, ἡδύνω (=γλυκαίνω),
ότητα), (δωρ. ἥβα). Παράγωγα: ἡβάσκω, ἔφηβος, ἡδύτης, ἄσμενος, ἀσμένως. Παράγωγα: ἡδονή
ἄνηβος (=πού δέν ἔφτασε στήν ἐφηβική ἡλικία), (=εὐχαρίστηση), ἡδονικός, ἡδομένως (=μέ χα-
ἡβηδόν (=ἀπ’ τή νεανική ἡλικία καί πάνω), ἡβη- ρά), ἧδος (=ἀπόλαυση).
τήρ = ἡβητής (=νέος), ἡβητήριον (=τόπος ὅπου Ἡδονή (=εὐχαρίστηση). Ἀπ’ τό ἥδομαι, ὅπου δές
μαζεύονταν οἱ νέοι), ἡβητικός (=νεανικός), ἡβή- γιά ἄλλα παράγωγα.
τωρ (=νέος). Ἡδύνω (=γλυκαίνω). Ἀπ’ τό ἡδύς τῆς ρίζας σFαδ-
Ἥβη (=νεότητα). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια τοῦ ἁνδάνω. Παράγωγα: ἥδυσμα (=σάλτσα),
ρίζα μέ τό ἁβρός, ἁπαλός. (Λατ. juvenis). ἡδυντός, ἡδυντικός, ἡδυντήρ, ἡδυντήριος, ἡδυ-
Ἡγεμών (=ὁδηγός, ἀρχηγός). Ἀπ’ τό ἡγοῦμαι, ὅπου ντέον, ἡδυσμός.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἡδυπαθέω-ῶ (=ζῶ ἡδονικά). Παρασύνθετο ἀπ’ τό
Ἡγέομαι-ἡγοῦμαι. (=ὁδηγῶ, εἶμαι ἀρχηγός, νομί- ἡδυπαθής (=ἡδύς + παθεῖν τοῦ πάσχω), (=φι-
ζω, θεωρῶ). Ἀπό ρίζα αγ- τοῦ ἄγω. Ἀπό σαγ- ἔγι- λήδονος). Παράγωγα: ἡδυπάθεια (=ἀπόλαυ-
νε μέ μετάπτωση σηγ- καί ἀφοῦ τό σ ἔγινε δα- ση), ἡδυπάθημα. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
σεία  ἡγ + πρόσφυμα ε + ομαι  ἡγ-έ-ομαι  ρῆμα πάσχω.
ἡγοῦμαι. Παράγωγα: ἡγεμών, ἡγεμονία, ἡγεμο- Ἠθεῖος (=σεβαστός). Ἀπ’ τό ἦθος, ἔθος, ὅπου δές
νεύω, ἡγεμόνευμα, ἡγεμονικός, ἡγεσία, ἡγέτης, γιά ἄλλα παράγωγα.
ἥγημα, διήγημα, ἀφήγημα, ἀφηγηματικός, διηγη- Ἠθέω-ῶ (=στραγγίζω, διυλίζω). Ἀπό ρίζα σε- (σή-
ματικός, ἡγησίπολις, ἥγησις, διήγησις, ἀφήγησις, θω = κοσκινίζω, σῆστρον = ἡ σήτα = ψιλό κό-
εἰσήγησις, ἐξήγησις, ὑφήγησις, ἡγητέον, ἡγητήρ, σκινο) καί κατόπιν σα-: ση-θ-έ-ω  ἠθέω-ῶ.
ἡγήτειρα, ἡγήτωρ, ἡγητής, ἀφηγητής, καθηγητής, Παράγωγα: ἠθμός (=στραγγιστήρι), ἠθμοειδής,
ὑφηγητής, εἰσηγητής, ἀδιήγητος, ἀνεξήγητος, ἤθημα, ἠθητήρ, ἠθητήριον, διήθησις (=στράγγι-
εὐδιήγητος, ἀπεριήγητος, Ἀγησίλαος, Ἀγεσίχο- σμα), διηθητέον.
ρος, Ἆγις, Ἀγησίπολις, Ἀγίας, ἡγούμενος (=ἀρχη- Ἠθικός. Ἀπ’ τό ἦθος, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
γός μοναστηριοῦ), ἡγουμένη, ἡγουμενία. γωγα.
Ἤδη (=μέχρι τώρα, πιά). Άπ’ τό ἦ + δή. Ἦθος (=τόπος διαμονῆς, ἔθιμο, χαρακτήρας). Ἀπ’
Ἥδομαι (=εὐχαριστιέμαι). Ἀπό ρίζα σFαδ  μέ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἔθος, ἐκτεταμένος τύπος.

94 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Παράγωγα: ἠθάς (=ἔμπειρος), ἠθεῖος (=σεβα- γιον, νυχθημερόν. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
στός), ἠθικός, ἠθογράφος, εὐήθης, κακοήθης, ρῆμα σκοπέω-ῶ.
συνήθης, συνήθεια. Ἠμί (=λέω). Θέμα: η + μι  ἠμί. Εἶναι ἄσχετο πρός
Ἥκιστος (=ἐλάχιστος). Ὑπερθετικός βαθμός ἀπ’ τό τό φημί. (Λατιν. aio).
ἐπίρρ. ἧκα (=σιγά, λίγο). Τό ἧκα εἶναι θετικός τοῦ Ἥμισυς (=μισός). Ἀπ’ τό ἀχώριστο πρῶτο συνθε-
ἥκιστος καί ἀντικαθίσταται ἀπ’ τό μικρός. τικό ἡμι + τυς. Παράγωγα: ἡμισεύω, ἡμίσευμα,
Ἥκω (=ἔχω ἔρθει, ἔχω φθάσει). Πιθανόν ἀπό ρίζα καί τό σύνθετο: ἡμίονος (=μουλάρι).
σικ- τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι, ἱκάνω. Παράγωγα: κα- Ἤν (=ἄν). Συνηρημένος τύπος τοῦ ἐάν.
θηκόντως (=πρέποντα), προσηκόντως (=ὅπως Ἡνίκα (=ὅταν). Ἔχει σχέση μέ τό πηνίκα, τηνίκα.
ταιριάζει), οἱ προσήκοντες (=οἱ συγγενείς). Ἡνίοχος (=ἁμαξηλάτης). Ἀπ’ τό ἡνία (=χαλινάρι) +
Ἠλακάτη (=ρόκα). Πιθανόν ξενική ἡ προέλευ- ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πα-
σή της. ράγωγα τοῦ ἡνίοχος: ἡνιοχεύω, ἡνιοχῶ, ἡνιοχεία,
Ἤλεκτρον (=κεχριμπάρι). Ἀπ’ τό ἠλέκτωρ (=ὁ λα- ἡνιοχεύς, ἡνιοχευτικός, ἡνιόχησις, ἡνιοχικός.
μπερός Ἥλιος). Ἀπ’ ἐδῶ καί οἱ λέξεις: Ἠλέκτρα, Ἤπειρος (=στεριά, ξηρά). Ἐνν. Γῆ, ἀντί ἄπειρος. Ἴσως
Ἠλεκτρυώνη. ἀπ’ τό α στερητ. + πέρας. Παράγωγα: ἠπειρόω-ῶ
Ἡλιαία, ἡ (=τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἀθηναί- (=μεταβάλλω σέ ἤπειρο), ἠπειρώτης, ἠπειρῶτις,
ων). Ἀπ’ τό: ἁλής (=ἀθρόος)-ἁλία (=συνάθροι- ἠπειρωτικός.
ση) τῆς ρίζας αλ- πού εἶναι συγγενική μέ τή ρί- Ἤπιος (=μαλακός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
ζα Fελ- τοῦ εἴλω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό Παράγωγα: ἠπιότης, ἠπιόω, ἠπιόφρων.
ρῆμα ἁλίζω καί στό εἴλω. Παράγωγα τοῦ ἡλι- Ἡρακλῆς (=γιός τοῦ Δία καί τῆς Ἀλκμήνης). Σύν-
αία: ἡλιάζομαι (=εἶμαι Ἡλιαστής), ἡλίασις (=τό θετο ἀπ’ τό Ἥρα + κλέος (=δόξα).
δικαίωμα νά δικάζει κανείς στήν Ἡλιαία), ἡλια- Ἠρέμα καί ἠρέμας μπροστά ἀπό φωνήεντο (=ἥσυχα,
στής, ἡλιαστικός. σιγά). Ἀπό ρίζα Fραμ + προθεματικό α  αFραμ
Ἠλίθιος (=ἀνόητος, τιποτένιος). Ἀπ’ τό ἠλεός (=πα-  ἀραμ καί μέ μετάπτωση  ἠρεμ+α  ἠρέμα.
ράφρων) πού παράγεται ἀπ’ τό ἄλη (=περιπλά- Παράγωγα: ἠρεμαῖος, ἠρεμῶ, ἠρέμησις, κατηρέ-
νηση). Παράγωγα: ἠλιθιόω (=τρελαίνω), ἠλιθιό- μησις, ἠρεμία, ἠρεμίζω καί τό ἐπίθ. ἤρεμος.
της, ἠλιθιώδης, ἠλιθιάζω, ἠλιθίως. Ἤρεμος (=ἥσυχος). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. ἠρέμα (=ἥσυχα),
Ἡλικία. Ἀπ’ τό ἧλιξ-ικος (=συνομήλικος) ἀπ’ ὅπου ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
καί τό ἡλικιώτης (=συνομήλικος). Ἥρως. Ἴσως σχετίζεται μέ τό Ἥρα (=θεά πολιοῦχος)
Ἥλιος. Δωρ. ἀέλιος-ἅλιος καί Ἐπικ. ἠέλιος, συγγε- καί μέ τό λατιν. servo (=φυλάγω). Παράγωγα:
νικό μέ τό σέλας (=φῶς). Παράγωγα: ἡλιοῦμαι ἡρωικός, ἡρωίνη (=ἡρωίδα) = ἡρωίς, ἡρῷον.
(=ζῶ ἐκτεθειμένος στόν ἥλιο), ἡλίασις, ἡλιακός, Ἥσυχος. Ἀπό ρίζα ησ- τοῦ ἧμαι, ἀπ’ ὅπου τά ὁμηρ.
ἡλιάζω, ἡλιοτρόπιον. ἦκα (=λίγο), ἀκήν (=σιωπηλά), ἥκιστος. Παράγω-
Ἠλύσιος. Τά Ἠλύσια Πεδία, ὅπου φτάνουν οἱ ψυχές γα: ἡσυχία, ἡσυχαῖος, ἡσυχῇ, ἡσυχάζω, ἡσυχαστέ-
τῶν ἡρώων. Ἀπ’ τό ἤλυθον τοῦ ἐλεύθω. Δές γιά ον, ἡσυχαστής (=μοναχός), ἡσυχαστήριον (=μο-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔρχομαι. ναστήρι), ἡσυχαστικός, καθησυχαστικός.
Ἡμεδαπός (=ντόπιος). Ἀπ’ τό ἡμεῖς + κατάλη- Ἡττάομαι-ῶμαι καί ἡσσάομαι-ῶμαι. (=εἶμαι κατώ-
ξη -δαπος. τερος, νικιέμαι, καταβάλλομαι). Ἀπ’ τό συγκριτι-
Ἥμερος (=ἡμερωμένος). Ἀπό πρωταρχικό ἡ (τοῦ κό ἐπίθ. ἥττ(σσ)ων πού παράγεται, ἀπ’ τό ἐπίρρ.
ἧμαι), ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ ἥμερος (=ἥσυ- ἦκα (ἠκ-j-ων > ἥττ(σσ)-ων). Παράγωγα: ἧττα καί
χος): Παράγωγα: ἡμερώω-ῶ (=ἐξημερώνω), ἡμε- ἧσσα, ἡσσητέος, ἥττημα, ἥττησις, ἀήττητος.
ρότης, ἡμέρωσις, ἡμερωτής, ἡμέρωμα, ἡμερω- Ἦχος. Μεταγενέστερος τύπος τοῦ ἠχή. Ἀβέβαιη ἡ
μός, ἐξημέρωσις. ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ἠχέω-ῶ (=βροντῶ),
Ἡμεροσκόπος (=φρουρός τῆς ἡμέρας). Ἀπ’ τό ἡμέ- ἠχεῖον, ἠχέτης, καί ἠχητής (=ὀξύφωνος), ἠχήεις,
ρα + σκοπῶ. Ἀπ’ τό ἡμέρα: ἡμερεύω (=περνῶ τήν ἤχημα, ἤχησις, παρήχησις, ἀπήχησις, κατήχησις,
ἡμέρα), ἡμερήσιος, ἡμερινός, ἡμέριος, ἡμερολό- ἠχητικός, ἠχικός, ἠχώ, ἠχώδης.

95
Θ Θῆτα

Θᾶκος, ὁ καί ἰων. θῶκος (=ἕδρα, κάθισμα). Ἀπ’ τό Θάλπω (=ζεσταίνω, περιποιοῦμαι). Πιθανόν ἀπό
ρῆμα θάσσω (=κάθομαι). ρίζα θερ- τοῦ θέρω (=ζεσταίνω). Παράγωγα: τό
Θάλαμος (=ἐσωτερικός χῶρος, κοιτώνας). Συγγενι- θάλπος (=ζέστη), θαλπτέον, θαλπωρή, θαλπτή-
κό μέ τό θόλος. Παράγωγα: θαλαμεύω (=ὁδηγῶ ριος, θάλψις, περίθαλψις, δυσθαλπής, θαλπιάω
στό θάλαμο), θαλάμη (=τρύπα), θαλάμιος, θα- (=γίνομαι θερμός).
λαμίτης, θαλαμηπόλος, θαλαμηγός. Θαλπωρή (=ζεστασιά). Ἀπ’ τό θάλπω, ὅπου δές
Θάλασσα. Ἀπό ρίζα ταραχ- (τοῦ ταράσ-σω)  τα- γιά περισσότερα παράγωγα.
ραχ-j-α  θαλαχ-j-α  θάλασσα (=αὐτή πού τα- Θαμά (=συχνά). Συγγενικό μέ τό ἅμα. Παράγω-
ράζει). Ἤ ἀκόμα ἀπ’ τό ἅλς-ἁλός (θάλασσα). Πα- γα: θαμέες (=πολλοί), θαμίζω (=συχνάζω), θα-
ράγωγα: θαλασσεύω (=ταξιδεύω στή θάλασσα), μινός, θάμνος, θαμυρός, θάμυρις (=πανηγύρι),
θαλάσσιος, ἐπιθαλάσσιος (παραθαλάσσιος), θα- θαμυρίζω (=μαζεύω).
λασσοκρατῶ (=εἶμαι κύριος τῆς θάλασσας), θα- Θάμβος, τό (=ἔκπληξη, θαυμασμός). Ἀπό ρίζα θαF-
λασσοκράτωρ, θαλασσόπληκτος. τοῦ θαυμάζω ἤ θαπ- τοῦ ἐπικ. παρακ. τέθηπα ἀπ’
Θαλερός (=ἀκμαῖος, ζωηρός). Ἀπ’ τό θαλεῖν, ἀόρ. ὅπου καί τό ὁμηρ. τό τάφος (=ἔκπληξη). Παρά-
β΄ τοῦ θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γωγα: θαμβέω-ῶ (=εἶμαι ἔκθαμβος), θάμβημα,
ράγωγα. θάμβησις, θαμβητός, ἔκθαμβος.
Θαλλός (=βλαστάρι, κλωνάρι). Ἀπ’ τό θάλλω, ὅπου Θαμίζω (=συχνάζω). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. θαμά, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Θάλλω (=ἀκμάζω). Ἀπό ρίζα θα- θαλ-. Με θέμα Θάνατος. Ἀπ’ τό θανεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ θνῄσκω, ὅπου
θαλ + πρόσφυμα j  θάλ-j-ω  μέ ἀφομοίωση δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ j σέ λθάλλω. Παράγωγα: θαλλός (=βλα- Θάπτω. Ἀπό θέμα θαφ + πρόσφυμα τ + ω  θάφτω
στάρι), θαλλίον (ὑποκορ.), θαλερός, θαλερότης,  θάπτω. Παράγωγα: θαπτέον, ἄθαπτος, τάφος,
θάλεια (=ὡραία), Θάλεια (=μία ἀπ’ τίς Μοῦσες), ταφή, ἄταφος, ἐπιτάφιος, ταφεύς, κενοτάφιον, τά-
ἡ θαλία (=εὐτυχία), τό θάλος (=παιδί, βλαστά- φρος, ταφρεύω (=ἀνοίγω τάφρο), ταφρεία.
ρι), ἀειθαλής, εὐθαλής, Θαλύσια, τά (=οἱ ἀπαρ- Θάρσος ἤ θράσος ἤ θάρρος, τό (=τόλμη, μέ κα-
χές τοῦ θερισμοῦ), θαλέθω (=ἀκμάζω), θηλή, κή σημασία αὐθάδεια). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ-
θῆλυς, νεηθαλής. ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: θαρσέω-ῶ,

96 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


θαρσαλέος καί θαρραλέος, θάρσησις, θαρσητέ- μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ον, θαρσητικός, θαρσούντως καί θαρρούντως, Θεμιστεύω (=ἀπονέμω τό δίκαιο). Ἀπ’ τό θεμι-
θάρσυνος, θαρσύνω καί θρασύνω, θρασύς, θρα- στός (θέμις) τοῦ τίθημι, ὅπου δές γιά περισσό-
σύτης, Θερσίτης. τερα παράγωγα.
Θαῦμα. Ἀπό ρίζα θαF  θαυ τοῦ θεάομαι-θεῶμαι. Θεοπρόπος (=προφήτης, μάντης). Ἀπ’ τό θεός +
Παράγωγα: θαυμάζω, θαυμάσιος, θαυμασμός, πρέπω. Δές στό θεός γιά ἄλλα παράγωγα, κα-
θαυμαστέον, θαυμαστικός, θαυμαστής, θαυμα- θώς καί στό ρῆμα πρέπω.
στός, ἀξιοθαύμαστος, θαυμαστόω (=κάνω κάτι Θεός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Κατά τόν Πλά-
θαυμαστό), θαυματοποιός, θαυματουργός. τωνα ἀπ’ τό θέω. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τή ρίζα θεσ-
Θαυματουργός. Ἀπ’ τό θαῦμα + ἔργω. Δές στό ἤ τίθημι. Παράγωγα: θεότης, θεῖος, θεοειδής,
ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη θαῦμα γιά περισ- θεόθεν, θεολόγος, θεομανής, θεομαχῶ, θεόπε-
σότερα παράγωγα. μπτος, θεοπρεπής, θεοπρόπος (=μάντης), θεο-
Θέα (=ὄψη). Ἀπό ρίζα θαF- τοῦ θάομαι ποιητ. θεά- προπία (=χρησμός), θεοπρόπιον (=προφητεία),
ομαι-θεῶμαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. θεοσεβής (=θρῆσκος), θεουδής (=θεοφοβούμε-
Θεάομαι-ῶμαι (=βλέπω, παρατηρῶ). Ἄλλος τύ- νος), θεοφιλής (=ἀγαπητός στούς θεούς), θε-
πος τοῦ θάομαι (=ἐκπλήσσομαι). Ἀπ’ τή λέξη όφρων (=εὐσεβής), θεοφάνεια (=ἐμφάνιση θε-
θέα καί κατάληξη -ομαι  θεάομαι-θεῶμαι. Πα- οῦ), θεσπέσιος (=ἔξοχος), θέσπις (=θεόπνευ-
ράγωγα: θέαμα, θεάμων (=θεατής), φιλοθεά- στος) θέσφατος.
μων, θεατής, θεατέος, θεατέον, θεατικός, θεα- Θεοσεβής (=θρῆσκος). Σύνθετο ἀπ’ τό θεός + σέ-
τός, ἀθέατος, ἀξιοθέατος, θέατρον, θεατρικός, βομαι. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σέβο-
θεατρίζω (=ξευτελίζω), θεατρίζομαι (=ντροπιά- μαι καί στή λέξη θεός.
ζομαι), θεατρώνης. Θεοφάνεια, ἡ (=ἐμφάνιση θεοῦ). Σύνθετο ἀπ’ τό
Θέατρον. Ἀπ’ τό θεάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά πε- θεός + φαίνομαι. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
ρισσότερα παράγωγα. ρῆμα φαίνομαι καί στή λέξη θεός.
Θειάζω (=λατρεύω κάποιον σάν θεό, ἀποθεώνω). Θεράπων (=ὑπηρέτης, ἀκόλουθος). Συγγενικό με
Ἀπ’ τό θεῖος (=θεϊκός, ἔξοχος) πού παράγεται τό θρῆσκος. Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα: θε-
ἀπ’ τό θεός. Παράγωγα: θειασμός (=ἐνθουσια- ραπεύω.
σμός), θειαστής (=λατρευτής), θειαστικός, ἐπι- Θεραπεύω (=ὑπηρετῶ, περιποιοῦμαι, φροντίζω).
θειασμός (=ἱκεσία, ἔμπνευση), ἐπιθείασις (=ἐπί- Ἀπ’ τό θεράπων. Παράγωγα: θεραπεία (=ὑπη-
κληση θεῶν). ρεσία), θεράπαινα καί θεραπαινίς (=ὑπηρέτρια),
Θεῖον, τό (=θειάφι). Στήν ἀρχή ἦταν θFεσ- θεράπευμα, θεραπευτέον, θεραπευτής, θεραπευ-
ειον=θεέσειον=θεέειον=θεῖον. Ἔχει σχέση μέ τό τικός, θεραπευτός, ἀθεράπευτος, δυσθεράπευ-
ρῆμα θύω (=θυσιάζω). Παράγωγο ρῆμα: θειό- τος, εὐθεράπευτος.
ω-ῶ (=ἐξαγνίζω μέ θειάφι). Θερίζω. Ἀπ’ τό θέρος (=καλοκαίρι), πού παράγε-
Θέλγητρον. Ἀπ’ τό θέλγω, ὅπου δές γιά περισσό- ται ἀπ’ τό θέρω (=ζεσταίνω). Παράγωγα: θερι-
τερα παράγωγα. σμός, θεριστέον, θεριστήρ καί θεριστής, θερι-
Θέλγω (=μαγεύω, γοητεύω, ξεγελῶ). Ἀβέβαιη ἡ στήριον (=δρεπάνι), θεριστικός, θεριστός, ἀθέ-
ἐτυμολογία του. Παράγωγα: θέλγημα, θέλγη- ριστος, θέρισις, θερίστριον, καί θέριστρον (=ἐλα-
τρον, θέλγμα, θελκτήρ (=αὐτός πού μαγεύει), φρό θερινό ροῦχο).
θελκτήριον, θελκτήριος, θελκτικός, θέλκτρον, Θερμός. Ἀπ’ τό θέρω (=ζεσταίνω) ὅπου δές γιά
θέλξις (=μαγεία), θελξίνους (=πού μαγεύει τήν περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θερ-
καρδιά), θελξιεπής, θελξίφρων, ἄθελκτος. μός: θερμαίνω, θέρμανσις, θερμαντέος, θερμα-
Θεμέλιος. Ἀπ’ τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα ντήρ, θερμαντήριος, θερμαντικός, θερμαντός,
παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θεμέλιος: θεμελιόω-ῶ, θερμασία (=ζέστη), θερμάστρα (=καμίνι), θερ-
θεμελίωσις, θεμελιωτής, ἀθεμελίωτος. μαστρίς (=τσιμπίδα γιά τή φωτιά), θέρμη (=πυ-
Θέμις, ἡ (=δίκαιο, νόμος, δικαιοσύνη). Ἀπ’ τό τίθη- ρετός), θερμότης.

97
Θέρος (=καλοκαίρι). Ἀπ’ τό θέρω, ὅπου δές γιά πε- σβευτής, θεατής). Παράγωγα: θεωρία, θεωρικός,
ρισσότερα παράγωγα. θεωρικά (χρήματα = τά λεφτά πού ἔδιναν στούς
Θέρω (=ζεσταίνω). Ἀπό ρίζα θερ-, ἀπ’ ὅπου καί φτωχούς, γιά νά παρακολουθοῦν κι αὐτοί τό θέ-
τά παράγωγα: θέρος, θέρειος, θέρετρον, θερινός ατρο), θεώρημα, θεωρηματικός, θεώρησις, θεω-
(=καλοκαιρινός), θερίζω, θερμός, θερμαίνω, θέρ- ρητέον, θεωρητής, θεωρητικός, θεωρητός, ἀθε-
μω καί τό μέσο θέρομαι (=ζεσταίνομαι). ώρητος, δυσθεώρητος.
Θέσις (=τοποθέτηση, κατάσταση). Ἀπ’ τό τίθημι, Θεωρικά (=λεφτά τοῦ δημόσιου πού δίνονταν
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στούς φτωχούς γιά τό εἰσιτήριο στό θέατρο).
Θέσμιος (=νόμιμος). Ἀπ’ τό θεσμός τοῦ τίθημι, Ἀπ’ τό θεωρός. Δές γιά περισσότερα παράγω-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στό θεωρῶ.
Θεσμοθέτης (=νομοθέτης). Σύνθετο ἀπ’ τό θεσμός Θεωρός (=θεατής, πρεσβευτής σταλμένος σέ μα-
+ τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ντεῖο). Ἀπ’ τό θεός + ὥρα (=φροντίδα), ὅπως
Θεσμός (=νόμος). Ἀπ’ τό τίθημι, ὅπου δές γιά πε- τά θυρωρός, τιμωρός κ.λπ. Δές γιά παράγωγα
ρισσότερα παράγωγα. στό ρῆμα θεωρῶ.
Θεσμοφοριάζω (=γιορτάζω τή γιορτή τῶν Θεσμο- Θήγω (=ἀκονίζω, ξεσηκώνω), θέμα θηγ + ω 
φορίων). Παρασύνθετο ἀπ’ τό οὐσ. θεσμοφόρια θήγω. Παράγωγα: θηγάνη (=ἀκόνη), θηγαλέος
(=γιορτή τῶν γυναικῶν τῆς Ἀθήνας πρός τιμή (=κοφτερός), θηκτός (=ἀκονισμένος), ἄθηκτος
τῆς Δήμητρας) (θεσμοφόρια ἀπ’ τό θεσμοφόρος (=ἀκόνιστος), θῆξις (=ἀκόνισμα).
 θεσμός + φέρω, ἐπειδή ἡ Δήμητρα ἔφερε τήν Θήκη. Ἀπ’ τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα
καλλιέργεια τῆς γῆς καί τούς κανονισμούς πο- παράγωγα.
λιτισμένης ζωῆς). Θηλάζω (=βυζαίνω). Ἀπ’ τό θηλή (=ρώγα μαστοῦ).
Θεσπέσιος (=θαυμάσιος, ἔξοχος). Σύνθετο ἀπ’ τό Παράγωγα: θηλασμός, θηλάστρια, θηλαμών, θη-
θεός + ἔσπον = εἶπον. Δές γιά περισσότερα πα- λαμινός, θηλαστικός.
ράγωγα στό ρῆμα λέγω καί στή λέξη θεός. Θηλή (=ρώγα μαστοῦ). Ἀπ’ τόν παρακ. τέθηλα τοῦ
Θεσπίζω (=προφητεύω). Ἀπ’ τό θέσπις (=θεόπνευ- θάλλω, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: θῆλυς, τιθήνη, θη-
στος) (θεός + ἔπος). Παράγωγα: θέσπισμα, θε- λύνω, θάω (=θηλάζω), τιτθός, τίτθη.
σπιστής. Θηλυπρεπής (=πού ταιριάζει σέ γυναίκα). Σύνθε-
Θέσπις (=θεόπνευστος). Ἀπ’ τό θεός + ἔπος τοῦ το ἀπ’ τό θῆλυς + πρέπω.
λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- Θῆλυς, θήλεια, θῆλυ (=θηλυκός). Ἀπ’ τό θηλή. Πα-
θώς καί στή λέξη θεός. ράγωγα τοῦ θῆλυς: θηλύνω, ἐκθήλυνσις (=χα-
Θέσφατος (=αὐτός πού τόν ὅρισε ὁ θεός). Σάν οὐσ. λάρωση).
τά θέσφατα (=οἱ χρησμοί). Σύνθετο ἀπ’ τό θεός Θήρα, ἡ (=κυνήγι). Ἀπ’ τό θηρρός (=ἄγριο ζῶο). Δές
+ φημί. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα φημί γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θηρεύω.
και στή λέξη θεός. Θηρεύω (=κυνηγῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. θήρ-θηρός (=ἄγριο
Θετός (=τοποθετημένος, υἱοθετημένος). Ἀπ’ τό τί- ζῶο) ἀπ’ ὅπου τά παράγωγα: θήρα, θηραγρέτης
θημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=κυνηγός), θηράω, θήραμα, θηράσιμος, θηρατήρ
Θέω (=τρέχω). Ἀπό θέμα θεF = θέ+ω θέω. Τό = θηράτωρ = θηρατής (=κυνηγός), θηράτειρα,
θε- ἔγινε θο- μέ μετάπτωση. Παράγωγα: θοός θηρατέος, θηρατέον, θηρατικός, θηρατός, θήρα-
(=γρήγορος), θοάζω (=σπεύδω), θοόω (=κά- τρον (=παγίδα), θήρειος, θήρευμα, θήρευσις, θη-
νω κάτι ὀξύ), καί τά σύνθετα: βοηθόος καί βοη- ρευτέον, θηρευτήρ = θηρευτής, θηρευτικός, θη-
θός, Ναυσίθοος, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ρευτός, θηρεύτρια, θηρίον, θηριακός, θηριότης,
ράγωγα. θηριώδης, θηριοῦμαι (=γίνομαι ἄγριος).
Θεωρῶ (=βλέπω, παρατηρῶ, εἶμαι πρεσβευτής σέ Θηρίον (=ἄγριο ζῶο). Σάν ὑποκοριστικό τοῦ θήρ.
μαντείο). Ἀπ τό θεωρός δωρ. θεαρός (θεαορός) Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θη-
ἀπό ρίζα θαF = θαυ + Fορ τοῦ ὁρῶ ἤ καλύτερα ρεύω.
ἀπ’ τό θεός + ὥρα (=φροντίδα) (θεωρός= πρε- Θησαυρός. Ἀπό ρίζα θησ- τοῦ τίθημι + κατάληξη

98 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


-αυρός. Παράγωγα: θησαυρίζω (=ἀποθηκεύω), Θοινάζω ἀντί θοινάω (=τρώω κάνω συμπόσιο). Ἀπ’
θησαύρισμα, θησαυρισμός, θησαυριστής, θησαυ- τό οὐσ. θοίνη (=φαγητό, συμπόσιο), πού τό σχε-
ριστικός, ἀθησαύριστος, θησαυροφύλαξ, καί γιά τίζουν μέ τό θύω (γιατί πρίν ἀπό κάθε συμπόσιο
ἄλλα παράγωγα δές στό τίθημι. γινόταν θυσία). Παράγωγα: θοίναμα καί θοίνη-
Θησεύς. Πιθανόν ἀπό ρίζα θε- τοῦ τίθημι. μα (=συμπόσιο), θοινατήρ – θοινάτωρ -θοινή-
Θητεία (=ὑπηρεσία μέ μισθό). Ἀπ’ τό θητεύω, ὅπου τωρ (=αὐτός πού κάνει συμπόσιο), θοινατήρι-
δές γιά ἄλλα παράγωγα. ον, θοινατικός.
Θητεύω (=δουλεύω μέ μισθό). Ἀπ’ τό οὐσ. θής- Θόλος (=στρόγγυλο οἰκοδόμημα μέ κωνική στέ-
θητός (=δουλοπάροικος), ἀπ’ ὅπου οἱ λέξεις: γη). Συγγενικό μέ τά: θάλαμος, θαλάμη.
θῆσσα (θηλ.=φτωχή κόρη πού δουλεύει μέ μι- Θολός (=ἀκαθαρσία, ὑγρό σουπιᾶς). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
σθό), θητικός, θητεία. μολογία του. Παράγωγα: θολόω, θολερός (=λα-
Θίασος (=ὅμιλος χορευτῶν). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία σπώδης), θολερότης, θολότης.
του. Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τή ρίζα θυ- τοῦ θυιάς Θοός (=γρήγορος). Ἀπ’ τό θέω (=τρέχω), ὅπου δές
(=γυναίκα μαινόμενη) μέ μετατροπή τοῦ υ σέ ι. γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: θιασάρχης, θιασώτης, θιασεύω. Θόρυβος (=ταραχή). Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι
Θιασώτης (=μέλος τοῦ θιάσου, ὀπαδός). Ἀπ’ τό θί- (=ξεφωνίζω), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: θρόος (=θό-
ασος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. ρυβος), θρῆνος, θρῦλος, ὑποτονθορύζω (=ψυθυ-
Θιγγάνω (=ἀγγίζω). Ἀπό ρίζα θιγ + πρόσφυμα ν ρίζω χαμηλόφωνα). Παράγωγα τοῦ θόρυβος: θο-
πού γίνεται γ + αν  θιγγάνω. Παράγωγα: θίγμα ρυβῶ, θορυβητικός, θορυβώδης, ἀθορύβητος.
(=ἄγγιγμα), θίξις, θίγημα, ἄθικτος, εὔθικτος. Θοῦρος (=ὁρμητικός). Ἀπ’ τό θορεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ
Θίς-θινός ὁ, ἡ (=σωρός, ἀμμουδιά, παράλια). Σκο- θρώσκω (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω-
τεινή ἡ ἐτυμολογία του. γα.
Θλάω-ῶ (=σπάνω, τσακίζω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολο- Θρανίον (=κάθισμα). Ὑποκοριστικό τοῦ θρᾶνος.
γία του. Συγγενικό τό φλάω. Παράγωγα: θλάσμα Θρᾶνος (=κάθισμα, ἡ ἐπάνω σειρά τῶν κουπιῶν
(=σπάσιμο), θλάσις (=σπάσιμο), θλάστης, θλα- τριήρους). Ἀπό ρίζα τοῦ θράω (=καθίζω) ἀπ’
στικός, θλαστός, ἄθλαστος, εὔθλαστος, θλαδί- ὅπου καί οἱ λέξεις: θρανίον, θρανίτης, θρόνος,
ας (=εὐνοῦχος), θλάσπις (=βοτάνι). θρῆνυς (=θρανίο).
Θλίβω (=πιέζω, στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ, λυπῶ). Ἀπό Θράσος (=τόλμη, ὑπερβολικό θάρρος). Ἀντί τοῦ
συμφυρμό τοῦ θλάω καί τοῦ φλίβω. Παράγωγα: θάρσος ἤ θάρρος, ὅπου δές γιά παράγωγα.
θλῖψις, κατάθλιψις, σύνθλιψις, θλιβερός, θλίβη Θράσσω (=ἐνοχλῶ, ταράζω). Εἶναι συντετμημένος
(=τρίψιμο), θλιβίας (=εὐνοῦχος), θλιβώδης, θλι- τύπος τοῦ ταράσσω με συγκοπή τοῦ α καί τρο-
πτικός, θλιμμός. πή τοῦ τ σέ θ  τράττω  θράττ(σσ)ω. Δές γιά
Θλῖψις (=πίεση, στενοχώρια). Ἀπ’ τό ρῆμα θλίβω, παράγωγα στό ταράσσω.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Θρασύς (=τολμηρός, ριψοκίνδυνος). Ἀπ’ τό θρά-
Θνῄσκω. Ἀπό ρίζα θαν-. Θέματα: α) θανα, β) μέ σος ἤ θάρσος ἤ θάρρος, ὅπου δές γιά περισσό-
συγκοπή τοῦ α  θαν καί γ) μέ μετάθεση τοῦ α τερα παράγωγα.
καί ἔκταση σέ η  θνα-θνη. Τό θνῄσκω ἀπό θέ- Θραύω (=σπάνω, συντρίβω). Ἀπό ρίζα θραF- ἤ ρί-
μα θνη + πρόσφυμα ισκ  θνη-ίσκ-ω  θνῄ- ζα θρυ- τοῦ θρύπτω (=συντρίβω). Θέμα θραυσ-
σκω (ὅσοι δέ βάζουν ὑπογεγραμμένη παίρνουν j-ω μέ ἐξαφάνιση τοῦ j καί ἀποβολή τοῦ σ ἀνά-
ὡς πρόσφυμα τό σκ-  θνη-σκ-ω  θνήσκω. μεσα σέ δυό φωνήεντα  θραύω. Παράγωγα:
Ἀλλά πιό σωστό εἶναι τό πρόσφυμα ισκ-). Πα- θραῦμα ἤ θραῦσμα, θραῦσις (=τσάκισμα), θραυ-
ράγωγα: θάνατος, θανάσιμος, θανατηφόρος, θα- σμός, θραυστός, ἄθραυστος, εὔθραυστος, ἡμί-
νατικός, θανατικόν (=πανώλης), θανατῶ, θανά- θραυστος.
τωσις, ἀθάνατος, ἡμιθανής, ἀρτιθανής, θνητός, Θρέμμα. Παράγωγο τοῦ τρέφω, ὅπου δές γιά πε-
θνητότης, θνητοειδής, θνητογενής, θνησιμαῖος, ρισσότερα παράγωγα.
ἡμιθνής-ῆτος, ἀποθνητέον. Θρῆνος. Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=ξεφωνίζω).

99
Παράγωγα: θρηνῶ, θρήνημα, θρηνητέος, θρη- ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ τείρω (=τρί-
νητήρ, θρηνητής, θρηνήτωρ, θρηνητήριος, θρη- βω, ταλαιπωρῶ) καί ἀπό ρίζα τρυ-, ἀπ’ ὅπου καί
νητικός, θρηνήτρια, θρηνητός, ἀθρήνητος, θρη- τό τρύχω, τρύω, τρυφή. Θέμα: τρυφ + πρόσφυ-
νώδης. μα τ + ω  τρύφ-τ-ω καί μέ τροπή τοῦ φ σέ π
Θρησκεία. Ἀπ’ τό θρησκεύω πού παράγεται ἀπ’ τό καί τοῦ τ σε θ  τρύπτω  θρύπτω. Παράγω-
θρῆσκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα: θρύμμα (=συντρίμμι), θρυπτικός (=εὔθραυ-
Θρῆσκος (=θεοφοβούμενος). Ἴσως ἀπό ρίζα θρε- στος), ἔνθρυπτος, ἄθρυπτος, εὔθρυπτος, θρύψις,
τοῦ θρέομαι (=ψιθυρίζω προσευχές). Εἶναι συγ- τρυφή (=τρυφερότητα, πολυτέλεια), τρυφῶ (=ζῶ
γενικό μέ τό θεράπων. Παράγωγα: θρησκεύω, μέ πολυτέλεια), τρύφημα, ἐντρύφημα, τρυφητής
θρησκεία, θρήσκευμα, θρησκεύσιμος, θρησκευ- (=ἀκόλαστος), τρυφερός, τρυφερότης, τρυφη-
τής, θρησκευτήριον. λός, τρύφος, τό (=κομμάτι).
Θρίαμβος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά Θρώσκω (=πηδῶ, ὁρμῶ). Ἀπό ρίζα θορ- μέ μετά-
σχετίζεται μέ τίς λέξεις: τρίσαμβος (=χορός σέ θεση θρο- καί μέ ἔκταση θρω + προσφυμα ισκ
τρεῖς χρόνους) ἤ διθύραμβος. Παράγωγα: θρι-  θρω-ίσκ-ω  θρῴσκω καί θρώσκω. Ἀπ’ τή ρί-
αμβεύω, θριαμβεία, θριαμβευτής, θριαμβευτι- ζα θορ- παράγονται τά: θορός (=σπέρμα ἀρσενι-
κός, θριαμβικός. κοῦ), θορή, θοῦρος (=ὁρμητικός), θούριος, θου-
Θριγκός (=γείσωμα, κορνίζα). Μᾶλλον ξενική ἡ ραῖος (=βίαιος).
προέλευσή του. Παράγωγα: θριγκίον (ὑποκορ.), Θυγάτηρ. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
θριγκόω, θριγκώδης, θρίγκωμα (=γεῖσο). Θύελλα (=καταιγίδα). Ἀπ’ τό θύω (=ὁρμῶ), ὅπου
Θρίξ-τριχός (=τρίχα). Εἶναι συγγενικό μέ τό τρι- δές γιά ἄλλα παράγωγα.
χίς-ίδος (=ψάρι μέ μικρά ἀγκάθια σάν τρίχες). Θυηπόλος (=αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ θυσίες, ἱε-
Παράγωγα τοῦ θρίξ: τρίχινος, τριχόβρως (=βώ- ρέας). Σύνθετο ἀπ’ τό θύω + πολέω (=περιφέρο-
τριδα, σκόρος), τριχώδης, τρίχωμα, τρίχωσις, μαι, συχνάζω). Δές στό θύω καί στό πολέω γιά
τριχωτός, πυρρόθριξ (=κοκκινομάλλης), ὕστριξ περισσότερα παράγωγα.
(=σκαντζόχοιρος). Θύλακος, ὁ (=σακούλα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
Θροέω-ῶ (=ψιθυρίζω, διαδίνω). Ἀπ’ τό θρόος-θροῦς του. Παράγωγα: θυλάκιον (ὑποκορ.), θυλακοει-
(=θόρυβος, ψίθυρος) πού παράγεται ἀπό ρίζα θρε δής, θυλακοφόρος.
τοῦ θρέομαι (=φωνάζω). Μέ θέμα θρο + προσφυ- Θῦμα (=σφάγιο). Παράγωγα τοῦ θύω (=θυσιάζω),
μα ε + σ  θρο-έ-σ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ  ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θροέω-θροῶ. Παράγωγο: θρόησις (=φόβος). Θυμέλη (=βωμός). Παράγωγο τοῦ θύω (=θυσιάζω),
Θρόμβος (=σβῶλος, ὄγκος ἀπό πηγμένο αἷμα). Συγ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γενεύει μέ τό τρέφω (παρακ. τέτροφα). Θυμιάω (=θυμιατίζω). Άπ’ τό θῦμα τοῦ θύω, ὅπου
Θρόνος (=κάθισμα, ἕδρα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
θράω, ἀπ’ ὅπου καί ἡ λέξη θρᾶνος, ὅπου δές γιά θυμιάω-ῶ: θυμίαμα, θυμίασις, θυμιατέον, θυμια-
ἄλλα παράγωγα. τήριον, θυμιατικός, θυμιατός.
Θρόος-θροῦς, ὁ (=θόρυβος ἀπό πολλές φωνές). Θυμοειδής (=θαρραλέος, γενναιόκαρδος). Σύνθε-
Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=φωνάζω), ἀπ’ ὅπου το ἀπ’ τό θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ) + εἶδος. Δές
καί οἱ λέξεις: θρῆνος, θρῦλος, θόρυβος. Παράγω- γιά περισσότερα παράγωγα στό θυμόω καθώς
γα τοῦ θροῦς: θροέω καί θρόησις. καί στό θύω (=ὁρμῶ).
Θρυαλλίς-ίδος (=φυτίλι. Ἀπ’ τό θρύον (=βοῦρ- Θυμός (=ψυχή, πνεῦμα, ζωή, ὀργή). Ἀπ’ τό θύω
λο). (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
Θρῦλος (=κραυγή, βοή). Ἀπό ρίζα θρε τοῦ θρέο- καθώς καί στό ρήμα: θυμόω.
μαι (=φωνάζω). Παράγωγα: θρυλέω-ῶ (=μιλῶ Θυμόω (=ἐξοργίζω). Ἀπ’ τό θυμός τοῦ θύω
συχνά γιά κάτι), θρύλημα, θρυλικός, θρυλητός, (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Πα-
πολυθρύλητος. ράγωγα τοῦ θυμόω: θύμωμα, θύμωσις, θυμω-
Θρύπτω (=σπάνω, θρυματίζω, παθητ.: κάνω νάζια, τικός καί τά σύνθετα: θυμοβόρος, θυμοδαχής,

100 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


θυμοειδής, θυμομαχῶ (=μάχομαι μέ πεῖσμα), πρώτο θύω. Παράγωγα: θυάς ἤ θυιάς (=μαινά-
θυμόσοφος, θυμοφθόρος, ὀξύθυμος, ῥάθυμος δα), θύελλα, θυελλώδης, θυνέω = θύνω (=σπεύ-
(=τεμπέλης). δω, ὁρμῶ), θύσις (=ταραχή, μανία), θυμός, Θυ-
Θύρα. Ἀπό ρίζα θυρ-, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: θύραζε ώνη (ἐπιθ. τῆς Σεμέλης).
(=ἔξω ἀπ’ τήν πόρτα), θύραθεν (=ἔξω), θυραῖος, Θῶκος (=κάθισμα) ἰων. ἀντί θᾶκος τοῦ θάσσω
θύρασι (ἐπιρρ. ἔξω), θυραυλέω (=ζῶ στό ὕπαιθρο), (=κάθομαι).
θυραυλία, θύραυλος, θυρεός (=πέτρα πού κρατάει Θωπεύω (=χαϊδεύω, κολακεύω). Ἀπ’ τό οὐσ. θώψ-
κλειστή τήν πόρτα, μεγάλη ἀσπίδα), θυρεοειδής, ωπός (=κόλακας), ἀπό ρίζα θωπ- πού ὑπάρχει
θύριον (ὑποκορ.), θυρίς-ίδος (ὑποκορ.), θυρόω-ῶ στόν παρακ. τέθηπα. Παράγωγα: θωπεία (=κο-
(=κλείνω μέ πόρτα), θύρωμα (=παράθυρο), θυ- λακεία), θώπευμα, θωπευτικός, θωπεῖαι λόγων
ρωτός, θυρωρός (=φύλακας τῆς πόρτας). (=κολακεῖες).
Θύραζε (=πρός τά ἔξω). Ἀπ’ τό θύρα + σδε  θύ- Θωρακίζω (=ὁπλίζω μέ θώρακα). Ἀπ’ τό οὐσ. θώ-
ρα-σδε  θύραζε. Δές γιά περισσότερα παρά- ραξ τοῦ θωρήσσω ποιητ. τύπου τοῦ θωρακίζω.
γωγα στή λέξη θύρα. Παράγωγα: θωράκιον (ὑποκορ. = προτείχισμα,
Θύραθεν (=ἔξω). Ἀπ’ τό θύρα + θεν. Δές γιά πε- προφυλακτήριο), θωρακισμός, ἀθωράκιστος,
ρισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα. θωρακοφόρος, θωρηκτής, θώρηξις.
Θύραυλος (=πού ζεῖ στό ὕπαιθρο). Σύνθετο ἀπ’ Θώς-θωός, ὁ (=τσακάλι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
τό θύρα + αὐλή. Δές γιά περισσότερα παράγω- του. Ἴσως συγγενικό μέ τό θωύσσω (=κραυγά-
γα στή λέξη θύρα. ζω), ἀπ’ τή συνήθεια πού ἔχουν τά τσακάλια νά
Θυρεός (=πέτρα πού κρατάει κλειστή τήν πόρτα, φωνάζουν θρηνητικά τή νύχτα. Κατ’ ἄλλους ἀπ’
μεγάλη ἀσπίδα). Ἀπ’ τό θύρα, ὅπου δές γιά πε- τό θέω (=τρέχω) καί κατ’ ἄλλους ἀπό ρίζα dhoi
ρισσότερα παράγωγα. (=αὐτός πού καταβροχθίζει).
Θύρσος (=ἡ βακχική ράβδος, πού ἦταν στεφανω- Θώψ-θωπός, ὁ (=κόλακας). Ἀπό ρίζα θωπ- πού βρί-
μένη μέ κισσό καί φύλλα ἀμπέλου, στήν κορυ- σκεται στόν παρακ. τέθηπα. Ἔχει σχέση μέ τή λέ-
φή εἶχε κουκουνάρι πεύκου καί τήν κρατοῦσαν ξη θάμβος. Ἀπό δῶ παράγεται τό θωπεύω, ὅπου
οἱ λατρευτές τοῦ Βάκχου). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- δές γιά ἄλλα παράγωγα.
λογία του.
Θυρωρός (=φύλακας τῆς πόρτας). Σύνθετο ἀπ’
τό θύρα + ὤρα (=φροντίδα) ἤ οὖρος (=φρου-
ρός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
ξη θύρα.
Θύσανος (=φούντα). Μᾶλλον ἀπ’ τό θύω (=κι-
νοῦμαι ὁρμητικά). Παράγωγα: θυσανόεις, θυ-
σανωτός.
Θυσία. Παράγωγο τοῦ θύω (=θυσιάζω), ὅπου δές
γιά περισσότερα παράγωγα.
Θύω. 1) (=προσφέρω θυσία). Θέμα: θύ+ω  θύω.
Παράγωγα: θυσία, θυσιάζω, θυσιαστής, θυσια-
στήριον, θῦμα, θυμέλη (=βωμός), θυηλή (=πρώ-
τη προσφορά), θυηπόλος (=ἱερέας), θυηπολέω,
θυηπολία, θυμιάω, τό θύμον (=θυμάρι), τό θύ-
ος-εος (=προσφορά), θυόεις (=εὐωδιαστός), θυ-
τήρ (=θυσιαστής), θυτέον, θύτης, θυτικός, θύ-
σιμος, ἄθυτος, θύσις, θυτήριον, θυστάς καί τό
θεῖον (=θειάφι).
2) (=κινοῦμαι ὁρμητικά). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό

101
Ι Ἰῶτα

Ἰαίνω (=ζεσταίνω, εὐχαριστῶ). Ἄγνωστη ἡ ἀρχή Ἰάχω (=φωνάζω). Ἀπ’ τό ἰά (=κραυγή). Στήν ἀρχή
της. I+σ+αν+jω=ἰανjω=ἰαίνω. ἦταν FιFαχω. Παράγωγα: ἰαχή, ἰαχέω-ῶ, Ἴακχος,
Ἴακχος (=ὄνομα τοῦ Βάκχου). Ἀπ’ τό ἰάχω ἰάκχιος.
(=κραυγάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἰδέα (=μορφή). Ἀπ’τό ἰδεῖν τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές
Ἴαμα (=γιατρικό). Ἀπ’ τό ἰάομαι-ἰῶμαι (=θεραπεύω), γιά περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἰδιάζω (=ζῶ χωριστά ἀπ’ τούς ἄλλους). Ἀπ’ τό
Ἴαμβος (=μετρικός πόδας ἀπό μία βραχεία καί ἴδιος. Παράγωγα: ἰδιαζόντως (=ἰδιαίτερα), ἰδίασις
μιά μακρά συλλαβή). Πιθανόν ἀπ’ τό ἰάπτω (=μοναξιά), ἰδιασμός (=ἰδιοτροπία), ἰδιαστής
(=προσβάλλω μέ λόγια), ἐπειδή πρῶτοι οἱ σατυ- (=ἡσυχαστής), ἰδιαστικός.
ρικοί μεταχειρίστηκαν τόν ἴαμβο. Ἡ κατάληξη Ἰδιοσυγκρασία (=ἰδιαίτερη κράση τοῦ σώματος).
-αμβος βρίσκεται καί στίς λέξεις διθύραμβος, Σύνθετο ἀπ’ τό ἴδιος + συν + κρᾶσις τοῦ
θρίαμβος. κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
Ἰάομαι-ῶμαι (=γιατρεύω). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. λέξη ἰδιώτης καί στό ρῆμα κεράννυμι.
Ἴσως ἀπό ρίζα Fι Θέμα ἰά + ομαι-ἰῶμαι. Ἴσως Ἰδίω (=ἱδρώνω). Ἀπ’ το ἶδος, τό (=ἱδρώτας), ἀπό
νά ἔχει σχέση μέ τό ἰός (=δηλητήριο). Παράγωγα: ρίζα σFιδ, ἀπ’ ὅπου καί τό ἱδρόω, ὅπου δές γιά
ἴαμα (=γιατρικό), ἰαματικός, ἰάσιμος, ἴασις, Ἰασώ- ἄλλα παράγωγα.
οῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), ἰατήρ, Ἰδιώτης. Ἀπ’ τό ἴδιος, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
ἰάτειρα, ἰατήριον (=γιατρειά), ἰατής, ἰατικός, ἰδιάζω, ἰδιότης, ἰδιόομαι-οῦμαι (=κάνω κάτι δικό
ἰατορία (=γιατρική), ἰατός, εὐίατος, δυσίατος, μου), ἰδίωμα, ἰδιωματικός, ἰδίωσις (=διάκριση),
ἀνίατος (=ἀγιάτρευτος), ἰατρεία (=γιατρειά), ἰδιωτεύω, ἰδιωτεία, ἰδιωτικός, ἰδιωτισμός καί τά
ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἰατρευτέον, ἰατρεύω, σύνθετα: ἰδεολόγος (=ἰδιαίτερος κυβερνητικός
ἰατρός, ἰατρικός, ἰατρίσκος (ὑποκορ.), ἰάτωρ ὑπάλληλος), ἰδιολογοῦμαι (=μιλῶ μέ κάποιον
(=γιατρός). ἰδιαίτερα), ἰδιοσυγκρασία.
Ἰατρός. Ἀπ’ τό ἰάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά Ἶδος (=ἱδρώτας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
περισσότερα παράγωγα. ἀπό ρίζα σFιδ τοῦ ἱδρόω. Παράγωγά του τά ἰδίω
Ἰαχή (=κραυγή, φωνή). Ἀπ’ τό ἰάχω, ὅπου δές γιά (=ἱδρώνω), ἀνιδίω, ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα).
περισσότερα παράγωγα. Ἱδρόω-ῶ (=ἱδρώνω). Ἀπ’ τό ἱδρώς-ῶτος. Ἀρχική

102 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ρίζα: σFιδ-, Fιδ-, ἀπ’ ὅπου καί τό ἰδίω, ἶδος, ὕδωρ, Ἱερώνυμος (=πού ἔχει ἱερό ὄνομα). Ἀπ’ τό ἱερός +
ὕω. (Λατιν. sudo, τό s ἔγινε δασεία). Παράγωγα: ὄνομα. Δές στό ἱερός γιά ἄλλα παράγωγα.
ἴδρωμα, ἵδρωσις, ἐφίδρωσις, ἵδρωα ἤ ἱδρῶα, τά Ἱζάνω (=τοποθετῶ, καθίζω). Ἀπό ἀρχική ρίζα
(=καλοκαιρινά ἐξανθήματα), ἱδρώεις, ἱδρωτήριον, σεδ- τοῦ ἕζομαι, πού γίνεται σιδ+πρόσφυμα j +
ἱδρωτικός, ἀνίδρωτος, ἀνιδρωτί. πρόσφυμα αν + ω  συδ- j -αν-ω καί μέ τροπή
Ἱδρύω (=ἐγκαθιστῶ, στερεώνω). Εἶναι μεταβατικό τοῦ σ σέ δασεία καί τοῦ δj σε ζ  ἱζάνω. Δές
τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι) ὅπως τά: ἵζω καί ἱζάνω. Ἀπό γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἕζομαι
ρίζα σεδ-, eδ-. Θέμα σιδρύ-ω  ἱδρύω. Παράγωγα: καί στό ἵζω.
ἵδρυμα, ἵδρυσις, ἱδρυτέον, ἀνίδρυτος. Ἵζω (=βάζω κάποιον νά καθίσει. Ἀμεταβ. κάθομαι).
Ἱδρώς-ῶτος. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἶδος, σFιδ. Δές Ἀπό ἀρχική ρίζα σεδ- τοῦ ἕζομαι. Μέ συγκοπή
γιά παράγωγα στό ρῆμα ἱδρόω-ῶ. τοῦ ε: σδ καί μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ.  σί-σδ-ω καί
Ἱερεύς. Ἀπ’ τό ἱερός, ὅπου δές γιά περισσότερα μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία καί τοῦ σδ σε ζ  ἵζω.
παράγωγα. Παράγωγα: ἵζημα (=βύθιση), καθίζησις, συνίζησις,
Ἱερογλυφικός (ἱερογλυφικά γράμματα, τά γράμματα καί γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα
τῶν Αἰγυπτίων πού γράφονταν μέ διάφορα ἕζομαι.
σημάδια). Ἀπ’ τό ἱερός + γλύφω. Δές γιά ἄλλα Ἵημι (=ρίχνω, στέλνω). Δύο θέματα: jη- καί jε-. Ἀπ’
παράγωγα στό ρῆμα γλύφω καί στή λέξη ἱερός. τό jη μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. jι- -jη καί κατάληξη -μι
Ἱερομνήμων (=ἱερογραμματέας, ἀρχειοφύλακας).  jι-jη-μι  μέ τροπή τοῦ πρώτου j σέ δασεία
Ἀπ’ τό ἱερός + μνήμων τοῦ μιμνήσκω. Δές γιά καί μέ ἀποβολή τοῦ δευτέρου ἀνάμεσα στά δύο
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μιμνήσκω καί φωνήεντα  ἵημι. Παράγωγα: ἵεσις (=ρίξιμο),
στή λέξη ἱερός. ἄνεσις, ἄφεσις, ἔνεσις, ἔφεσις (=ἐπιθυμία),
Ἱερός (=ἰσχυρός, θεϊκός, ἁγιασμένος). Ἔχει σχέση πάρεσις (=χαλάρωση), σύνεσις, δίεσις, ὕφεσις
μέ τό ἳεμαι (=ρίχνομαι), ἱέραξ. Fιερός  ἱερός. (=χαλάρωση), ἐφέτης (ἐφέται: ἦταν στήν Ἀθήνα
Παράγωγα: ἱεράομαι-ῶμαι (=εἶμαι ἱερέας), οἱ δικαστές γιά φονικές ὑποθέσεις), ἐφετεῖον,
ἱερατεία, ἱερατεῖον, ἱεράτευμα, ἱερατευματικός, ἄφετος (=ἐλεύθερος), κάθετος, ἐγκάθετος
ἱερατεύω, ἱερατικός, ἱέρεια, ἱερεῖον (=σφάγιο), (=κατάσκοπος), ἐνετός (=ψεύτικος), συνετός,
ἱερεύς, ἱερεύσιμος, ἱερεύω (=θυσιάζω), ἱερότης, δυσξύνετος (=δυσκολονόητος) ἐφετός
ἱερῶ (=ἀφιερώνω), ἱέρωμα (=προσφορά), (=ἐπιθυμητός), ἄνετος (=χαλαρός), ἀνετέον,
ἱερωσύνη καί τά σύνθετα: ἱερογλυφικός, ἀφετέον, μεθετέον, παρετέον, προετέον, ἀνέδην
ἱερόδουλος, ἱεροθετῶ, ἱεροκήρυξ, ἱερομηνία (=χαλαρά), ἀνειμένως (=ἐλεύθερα), ἀνέτως,
(=ἱερή περίοδος κάθε μήνα), ἱερομνήμων, ἱεροποιῶ ἐφετμή (=ἐπιθυμία), καθετήρ, ἀφέτης ἤ ἀφετήρ
(=προσφέρω θυσίες), ἱεροποιός, ἱεροπρεπής, (=αὐτός πού ρίχνει, δοῦλος ἀπελεύθερος στή
ἱεροσκόπος (=μάντης), ἱεροσυλῶ, ἱερόσυλος, Σπάρτη), ἀφετήριος, ἀφετηρία, ἔνεμα (=κλύσμα),
ἱερουργῶ, ἱεροφάντης, ἱερώνυμος. ἐφετικός, ἐφετικά (ρημ. = πού δηλώνουν
Ἱερόσυλος (=ληστής ναοῦ). Ἀπ’ τό ἱερός + συλάω-ῶ. ἐπιθυμία), ἰότης (=θέληση), ἰός (=βέλος).
Παράγωγα: ἱεροσυλῶ, ἱεροσύλημα, ἱεροσύλησις Ἰθαγενής (=νόμιμος, γνήσιος). Ἀπ’ τό ἰθύς +
καί γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα συλάω καί γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα
στή λέξη ἱερός. παράγωγα.
Ἱερουργῶ (=κάνω ἱερή τελετή). Ἀπ’ τό ἱερουργός Ἰθύνω (=ἰσιάζω, κυβερνῶ). Ἀπ’ τό ἰθύς πού εἶναι
(ἱερός + ἔργον). Παράγωγα: ἱερουργία, ἰων. τύπος τοῦ ἀττ. εὐθύς. Τό ἰθύς ἀπό ρίζα ἰ-
ἱερουργικός, ἱερούργημα. Γιά ἄλλα παράγωγα τοῦ εἶμι. Ἀπό θέμα ἰθύ + πρόσφυμα j  ἰθύν-j-ω
δές στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη ἱερός. ἰθύννω  ἰθύνω. Παράγωγα: ἰθυντήρ, ἰθυντής,
Ἱεροφάντης (=αὐτός πού διδάσκει τά σχετικά μέ ἰθυντήριος, ἰθύντωρ, ἴθυνσις (=διεύθυνση), ἰθύω
τή λατρεία, μυσταγωγός). Ἀπ’ το ἱερός + φαίνω, (=ὁρμῶ ἴσια μπροστά).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί Ἰθύς (=ἴσιος, εὐθύς). Ἀπό ρίζα ι- τοῦ ρήμ. εἶμι.
στή λέξη ἱερός. Παράγωγα: ἰθέως, ἰθύτης, ἰθυτενής (=ἴσιος),

103
ἰθύνω, ὅπου δές καί γιά ἄλλα παράγωγα. Ἱμάς-άντος (=δερμάτινο λουρί). Ἀπ’ τό ἄχρηστο
Ἱκανός. Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι, ὅπου δές ρῆμα ἱμαίνω (=δένω). Παράγωγα: ἱμάντινος,
γιά περισσότερα παράγωγα. ἱμάντωσις, ἱμαντώδης, ἱμάσθλη (=μαστίγιο),
Ἱκέτης. Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι, ὅπου δές ἱμάσσω (=μαστιγώνω).
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἱμάσθλη (=μαστίγιο). Ἀπ’ τό ἱμάς, ὅπου δές γιά
Ἰκμάς-άδος (=ὑγρασία). Ἀπό ρίζα σικ-. Ἡ λέξη περισσότερα παράγωγα.
παίρνει ψιλή ἀντί νά δασυνθεῖ, ὅπως ἔπρεπε. Ἱμάσσω (=μαστιγώνω). Ἀπ’ τό ἱμάς, ὅπου δές γιά
Παράγωγα: ἱκμάζω (=ὑγραίνω), ἐξικμάζω περισσότερα παράγωγα.
(=ξεραίνω), ἱκμαίνω, ἰκμαῖος (=ὑγρός), ἰκμαλέος, Ἱμάτιον. Ὑποκοριστικό τοῦ ἷμα = εἷμα τοῦ ἀμφι-
ἴκμη (=φυτό πού φυτρώνει σέ ὑγρά μέρη). έννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη
Ἱκνέομαι-οῦμαι (=ἔρχομαι, φτάνω). Εἶναι ἐκτεταμένος ἀμφίεσις.
τύπος τῶν ποιητικῶν ρημ. ἳκω και ἱκάνω, μέ Ἱμείρω καί Ἱμείρομαι (=ἐπιθυμῶ, ποθῶ). Ἀπ’ τό
ρίζα Fικ + πρόσφυμα νε + ομαι  Fικ-νέ-ομαι ἵμερος (=πόθος) πού εἶναι ἵσμερος ἀπό ρίζα ισ-
 ἱκ-νέ-ομαι  ἱκνοῦμαι. Παράγωγα: ἱκανός, μᾶλλον τοῦ ἵημι. Παράγωγα: ἱερόεις (=θελκτικός),
ἱκανότης, ἱκανῶς, ἱκέτης, ἱκετεύω, ἱκετεία καί ἱμερόφωνος (=μέ θελκτική φωνή), ἱμερτός
ἱκεσία, ἱκέτευμα, ἱκετευτικός, ἱκετεύσιμος, (=ποθητός).
ἱκετευτέος, ἱκέτευσις, ἱκετήριος, ἱκετικός, Ἵμερος (=πόθος, ἐπιθυμία). Ἴσως ἀπό ρίζα ισ τοῦ
ἴκμενος (=ἄνεμος εὐνοϊκός), ἵκτωρ (=ἱκέτης), ἵημι. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ἱμείρω.
ἄφιξις, προίξ (προίκ-ς) (=τά δῶρα τοῦ γάμου Ἰνδάλλομαι (=μοιάζω, φαίνομαι). Ἀπ’ τό ἐπικό
πού φτάνουν ἀπό πρίν), ἴχνος, ἰχνεύω, ἰχνευτής, εἰδάλιμος (=ὄμορφος) (τοῦ εἴδομαι = φαίνομαι
προΐκτης (=ζητιάνος), ἐφικτός (=κατορθωτός), καί εἴδω = βλέπω). Μέ ρίζα: Fιδ + ἐπένθεση
ἀπρόσικτος (=ἀπλησίαστος), ἀνέφικτος ἑνός ν καί τό πρόσφυμα j  ἴ-ν-δάλ-j-ομαι 
(=ἀκατόρθωτος), ἄικτος (=ἀπλησίαστος), ἰνδάλλομαι. Παράγωγα: ἴνδαλμα (=μορφή,
ἰχνηλατῶ, ἰχνηλάτης. ὁμοίωμα), ἰνδαλματικός, ἰνδαλμός.
Ἵκω (=ἔρχομαι, φτάνω). Ἀπό ρίζα  Fικ τοῦ ἱκνοῦμαι. Ἰνίον (=τό πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπ’ τό ἴς-
Εἶναι ποιητικός τύπος τοῦ ἱκνοῦμαι, ὅπου δές γιά ἰνός (=μῦς, δύναμις, τράχηλος), ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα. ἄλλα παράγωγα.
Ἱλαρός (=φαιδρός, εὔθυμος). Ἀπ’ τό ἵλαος καί ἀττ. Ἰνώδης (=γεμάτος νεῦρα). Σύνθετο ἀπ’ τό ἴς + εἶδος.
ἵλεως (=εὐμενής). Δές γιά περισσότερα παράγωγα Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ἴς.
στό ρῆμα ἱλάσκομαι. Ἰοβόλος (=αὐτός πού ρίχνει βέλη, δηλητηριώδης).
Ἱλάσκομαι (=ἐξιλεώνω, ἐξαγνίζω). Ἀπό ἀρχικό Ἀπ’ τό ἰός (=βέλος, δηλητήριο) + βάλλω. Δές γιά
θέμα σι-σλα + πρόσφυμα σκ + ομαι  σι-σλα- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.
σκ-ομαι καί μέ τροπή τοῦ πρώτου σ σέ δασεία Ἰόνιος (=ἡ θάλασσα ἀνάμεσα στήν Ἤπειρο καί
καί ἐξαφάνιση τοῦ δευτέρου  ἱλάσκομαι. στήν Ἰταλία, πού τήν πέρασε κολυμπώντας ἡ
Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: ἵλαος (=εὐμενής), Ἰώ). Ἀπ’ τή λέξη Ἰώ.
καί ἵλεως, ἐξιλέωσις, ἱλαρός, ἱλαρότης, ἱλαρῶ, Ἰός, ὁ 1) (=βέλος). Ἀπ’ τό εἶμι ἤ ἵημι (=ρίχνω).
ἵλασμα, ἱλασμός, ἐξίλασμα, ἐξιλασμός, ἱλαστήριος, 2) (=σκουριά), 3) (=δηλητήριο).
ἱλαστήριον, ἐξιλαστήριον, ἱλαστής, ἱλάσι-μος, Ἴουλος·(=τό πρῶτο γένι). Ἀπ’ τό οὖλος (=μάλλινος)
ἐξιλαστέον. + προθεματικό ι  ἴουλος.
Ἵλεως ἀττικ. τοῦ ἵλαος (=εὐμενής). Ἀπ’ τό ἱλάσκομαι, Ἱππαγρέται, οἱ (=τρεῖς ἄρχοντες τῆς Σπάρτης). Ἀπ’
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα τό ἵππος + ἀγρέτης (=ἄρχοντας) τοῦ ἀγείρω, ὅπου
Ἴλη, ἡ (=πλῆθος). Ἀπ’ τό ρῆμα εἴλω ἤ ἴλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἵππαρχος (=διοικητής ἱππικοῦ). Ἀπ’ τό ἵππος + ἄρχω,
Ἴλιγγος, ὁ (=ζάλη). Ἀπ’ τό εἴλω ἤ ἴλλω, ὅπου δές ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἱππηλάτης (=ὁδηγός ἵππων, ἱππότης). Ἀπ’ τό ἵππος +
Ἰλύς-ύος (=λάσπη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

104 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἱππόβοτος (=πλούσιος σέ κτηνοτροφία). Ἀπ’ ἴσος + ροπή τοῦ ρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα
τό ἵππος + βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
παράγωγα. Ἴσος. Ἀπ’ τό FισFοςἴσος. Παράγωγα: ἰσόω,
Ἱππόδρομος (=ἱπποδρόμιο). Ἀπ’ τό ἵππος + ἰσότης, ἀνισότης, ἴσως, ἰσάκις, ἀνίσωσις,
δρόμος τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἐξίσωσις, ἐξισωτέον καί τά σύνθετα: ἰσόθεος,
παράγωγα. ἰσόμοιρος, ἰσομοιρῶ, ἰσομοιρία, ἰσονομία,
Ἱπποκόμος (=αὐτός πού περιποιεῖται τούς ἵππους). ἰσόνομος, ἰσοπαλής, ἰσοπολιτεία (=ἴσα πολιτικά
Ἀπ’ τό ἵππος + κομέω-ῶ (=περιποιοῦμαι), ὅπου δικαιώματα), ἰσόρροπος, ἰσοτελής (=πού πληρώνει
δές γιά παράγωγα. τά ἴδια), ἰσότιμος (=μέ τά ἴδια προνόμια),
Ἱπποκορυστής (=ἔφιππος πολεμιστής). Ἀπ’ τό ἵππος ἰσοσκελής, ἰσοφαρίζω, ἰσόχρονος (=σύγχρονος),
+ κορύσσω (=ἐξοπλίζω). ἰσόψηφος.
Ἵππος. Αίολ. ἴκκος καί λατιν. equus. Παράγωγα: Ἰσοσκελής (=μέ ἴσα σκέλη). Άπ’ τό ἴσος +σκέλος.
ἱππότης, ἱπποσύνη, ἱππικός, ἵππιος καί ἵππειος, Ἰσοφαρίζω (=ἐξισώνω). Ἀντί ἰσοφερίζω (ἴσος +
ἱππεύς, ἱππεύω, ἱππεία, ἵππευμα, ἱππευτήρ, φέρω).
ἱππευτής, ἵππευσις, ἱππάζομαι (=ὁδηγῶ ἅρμα), Ἵστημι (=στήνω). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό στη-, β)
ἱππασία, ἱππάσιμος, ἵππασμα, ἱππαστήρ, ἱππαστής, ἀσθενές στα-. Μέ θέμα στη + ἐνεστ. ἀναδιπλ. +
ἱππαστί, ἱππαστικός, ἱππαστός καί τά σύνθετα: κατάληξη –μι  σί-στη-μι καί μέ τροπή τοῦ σ σέ
ἵππαρχος, ἱππαρχία, ἱππαρχέω, ἱππαρχικός, δασεία  ἵστημι. Μέσο: σί-στα-μαι  ἵσταμαι.
ἵππερος (=ἱππομανία), ἱππηλάτης, ἱππόβοτος, Παράγωγα: ἱστός (=κατάρτι, ἀργαλειός), ἱστίον
ἱππόδαμος, ἱππόδρομος, ἱπποδρομία, ἱπποκόμος, (=πανί πλοίου), στῆθος, στήλη, στηλιτεύω
ἱπποκορυστής, ἱπποκρατῶ (=νικῶ μέ ἱππικό), (=σημειώνω, στιγματίζω), στηλίτης, διάστημα καί
ἱππομανής, ἱππομαχῶ, ἱππομαχία, ἱπποτροφῶ, τά σύνθετα (ἀνά, κατά, σύν, παρά, ἀπό, ὑποκατά)
ἱπποτροφία, ἱπποτρόφος, ἵππουρις, ἱπποφορβός, στημα, στήμων (=στημόνι), στηρίζω, στήριγμα,
ἱππιοχάρμης, ἱππωνία (=ἀγορά ἀλόγων), στησίχορος, στάδιον (=μέτρο μήκους, μέρος γιά
τέθριππον. ἀθλητικούς ἀγῶνες), στάθμη, ὑποστάθμη, σταθμός,
Ἵππουρις-ιδος (=περικεφαλαία μέ λοφίο ἀπό τρίχες σταθερός, στάμνος (=πήλινο αγγεῖο), σταμνίον,
οὐρᾶς ἀλόγου). Ἀπ’ τό ἵππος + οὐρά. στάσις (τοποθέτηση, ἐπανάσταση) καί τά σύνθετα
Ἱπποφορβός (=αὐτός πού τρέφει ἄλογα). Ἀπ’ (ἀνά, κατά, διά, μετά, παρά, ἀντί, μετανά, περί,
το ἵππος + φέρβω (=τρέφω), ὅπου δές γιά ἀπό, ὑπό, σύ, ἔν, ἔκ, ἐπανά, ἀντιπαρά, ἀντικατά)
περισσότερα παράγωγα. στασις, στάσιμος, στασιάζω (=ἐπαναστατῶ),
Ἵπταμαι (=πετῶ). Ἄλλος τύπος τοῦ πέτομαι, ὅπου στασιώτης, στατήρ (=νόμισμα), (συ)στατικός,
δές γιά παράγωγα. στατός καί τά σύνθετα (ἀνά, ἀκατά, δυσκατά,
Ἶρις-ἴριδος, ἡ (=οὐράνιο τόξο). Ἀκόμη ἡ Ἶρις ἦταν ἀδιά, ἀμετά, άνυπό)στατος, περίστατος (=αὐτός
ὁ ἄγγελος τῶν θεῶν. Εἶχε F Fἰρις  ἶρις. πού θαυμάζεται ἀπ’ τό πλῆθος), μεταστατός,
Ἴς-ἰνός, ἡ (=μῦς, δύναμη, νεῦρο). Ἀπό ρίζα Fισ-ἴς ἀντικαταστατός, ἀναντικατάστατος, στατέον
(Λατιν. vis). Παράγωγα: ἰνίον (=αὐχένας), ἰνώδης καί (ἀπό, κατά, μετά, ὑπανα)στατέον, στῦλος,
(=νευρώδης), ἰσχίον. σταυρός (=πάσσαλος), σταυρῶ (=φράζω μέ
Ἰσθμός (=στενή διάβαση, πέρασμα). Ἀπ’ τό εἶμι, πασσάλους), ἐπιστάτης, ἀποστάτης, παραστάτης,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἐπαναστάτης, ἐπιστητός, ἀσταθής, εὐσταθής,
Ἰσόμοιρος (=αὐτός πού ἔχει ἴσο μερίδιο μέ τούς συστάδην καί συσταδόν (=ἀπό κοντά), διασταδόν
ἄλλους). Ἀπ’ τό ἴσος + μοίρα. (=χωριστά), ἱστιοφόρος, ναύσταθμος, παραστάς,
Ἰσοπαλής (=ἰσοδύναμος). Ἀπ’ τό ἴσος + πάλη παστάς (=νυφικός θάλαμος), πλησίστιος (=μέ
πού παράγεται ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές γιά φουσκωμένα τά πανιά), προστάτης, προστασία,
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα σταδιοδρομῶ, σταδιοδρομία.
παλαίω. Ἱστίον (=πανί πλοίου). Ἀπ’ τό ἱστός τοῦ ἵστημι,
Ἰσόρροπος (=πού βρίσκεται σέ ἰσορροπία). Ἀπ’ τό ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

105
Ἱστιοφόρος. Ἀπ’ τό ἱστίον + φέρω. Δές γιά περισ- ρισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἐλαύνω καί
σότερα παράγωγα στά ρήμ. ἵστημι καί φέρω. ἱκνοῦμαι.
Ἱστορία. Ἀπ’ τό ἵστωρ (=σοφός, ἔμπειρος) τοῦ οἶδα, Ἴχνος (=χνάρι). Ἀπ’ τό ἱκνοῦμαι, ὅπου δές γιά
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Ἱστός (=κατάρτι). Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά Ἰχώρ-ῶρος, ὁ (=χυμός πού τρέχει στίς φλέβες τῶν
περισσότερα παράγωγα. θεῶν, αἷμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Ἵστωρ ἤ ἴστωρ (=σοφός, ἔμπειρος). Ἀπ’ τό οἶδα (θέμα
Fιδ-), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχίον, τό (=κλείδωση τοῦ γόμφου, πληθ. μηροί,
νεφρά). Ἀπ’ τό ἴς (=μῦς), ὅπου δές γιά ἄλλα
παράγωγα.
Ἰσχνός (=ἄπαχος, ἀδύνατος). Ἀπ’ τό ἴσχω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχυρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό ἰσχύς, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχύς (=δύναμη). Fισχύς = ἰσχύς. Ἔχει σχέση
μέ τό ἴσχω = ἔχω. Ἀμφίβολο ἄν παράγεται
ἀπ’ τό Fις = ἴς. Παράγωγα: ἰσχύω, ἐνίσχυσις,
κατίσχυσις, ἰσχυτήριος (=δυναμωτικός), ἰσχυρός,
ἰσχυρότης, ἰσχυρῶ (=στεριώνω), ἰσχυροποιῶ
(=δυναμώνω), ἰσχυρίζομαι, ἰσχύρησις, ἰσχυριστέον,
ἰσχυριείω (ἐφετ. = ἐπιθυμῶ νά ἰσχυριστῶ),
ἰσχυρογνώμων.
Ἴσχω. Ἄλλος τύπος τοῦ ἔχω. Παράγωγα: ἰσχνός,
ἰσχνότης, ἰσχναίνω, ἴσχνανσις, ἰσχναντικός,
ἰσχνασία, ἰσχνασμός, ἀπισχαντέον, ἰσχάνω
(=ἐμποδίζω), ἰσχάς-άδος (=ξερό σύκο), ἰσχαλέος
(=λεπτός), ἴσχαιμος (=αὐτός πού μπορεῖ νά
σταματήσει τό αἷμα), ἰσχύς, ἰσχυρός καί γιά ἄλλα
παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Ἴσως (=μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅμοια, πιθανόν). Ἀπ’
τό ἴσος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰτέα, ἡ (=ἰτιά). Ἔχει σχέση μέ τό ἴτυς-υος (=κύ-
κλος).
Ἴτυς-υος, ἤ (=κύκλος φτιαγμένος ἀπό ἰτιά,
κύκλος τροχοῦ, στρόγγυλη ἀσπίδα). Ἀβέβαιη ἡ
ἐτυμολογία του.
Ἰφιγένεια (ἡ κόρη τοῦ Ἀγαμέμνονα). Ἀπ’ τό ἶφι
(=ἰσχυρά, ἐπίρρ. ἴσως ἀρχ. δοτ. τοῦ ἴς) + γίγνομαι,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰχθύς-ύος (=ψάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία.
Παράγωγα: ἰχθυόεις (=γεμάτος ψάρια),
ἰχθυοειδής, ἰχθυηρός, ἰχθύδιον (=ψαράκι),
ἰχθιάω-ῶ (=ψαρεύω).
Ἰχνηλατῶ (=ἀναζητῶ τά ἴχνη). Ἀπ’ τό ἰχνηλάτης,
σύνθετο ἀπ’ τό ἴχνος + ἐλαύνω. Δές γιά πε-

106 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


107
Κ
Καγχάζω (=γελῶ δυνατά). Ὀνοματοποιημένη λέξη
ἀπ’ τόν ἦχο: χά-χά-χά, ὅταν γελᾶμε. Παράγωγα:
καγχασμός (=δυνατό γέλιο), καγχαστής.
Καθαγίζω (=ἀφιερώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό κατά + ἁγί-
τερα παράγωγα.
Κάππα
+ εἵργνυμι (=ἐμποδίζω), ὅπου δές γιά περισσό-

Καθείς (=ὁ καθένας). Ἀπ’ τό κατά (καθ’) + εἷς.


Καθεξῆς. Ἀπ’ τό κατά + ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω, ὅπου
ζω (=ἀφιερώνω) ἀπ’ τό ἅγιος. Παράγωγα: καθα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γισμός (=καθιέρωση). Καθεύδω (=κοιμᾶμαι). Σύνθετο ἀπ’ τό κατά + εὕδω.
Καθαιρῶ (=κατεβάζω, κατεδαφίζω). Ἀπ’ τό κατά Παράγωγο: καθευδητέον (ρημ. ἐπιθ.).
+ αἱρέω-ῶ. Παράγωγα: καθαίρεσις (=καταστρο- Καθηγητής. Ἀπ’ τό καθηγοῦμαι  κατά + ἡγοῦμαι,
φή), καθαιρετέος, καθαιρέτης, καθαιρετικός, κα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θαιρετός καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα Καθηδυπαθῶ (=κάνω ἀσωτεῖες). Ἀπ’ τό κατά + ἡδυ-
αἱρέω-ῶ. παθῶ (ἡδύς + πάσχω). Δές γιά παράγωγα στό
Καθαίρω (=καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπ’ τό καθαρός μέ ρῆμα ἡδυπαθῶ.
θέμα καθαρ + πρόσφυμα j + ω  καθαρ-j-ω  Καθηλόω-ῶ (=καρφώνω). Ἀπ’ τό κατά + ἡλόω-ῶ
καθαίρω μέ ἐπένθεση τοῦ j. Παράγωγα: καθάρει- (ἀπ’ το ἧλος = καρφί). Παράγωγα: καθήλωσις =
ος, καθαρεύω (=εἶμαι ἁγνός), καθαρίζω, κάθαρμα καθήλωμα (=κάρφωμα), ἀποκαθήλωσις (=ξεκάρ-
(=ἀκαθαρσία, ἀπόβλητος), καθαρμός, κάθαρσις, φωμα), καθηλωτής, καθηλωτός.
καθάρσιος, καθαρτής, καθαρτήριος, καθαρτικός, Κάθημαι (=κάθομαι). Ἀπ’ τό κατά + ἧμαι. Τό ἧμαι
καθαρτέον, ἀκάθαρτος. ἀπό ρίζα ἡσ- ἀπ’ ὅπου καί τά ἕζομαι, ἥσυχος καί
Κάθαρμα (=ἀκαθαρσία· ἀπόβλητος: στήν Ἀθήνα κα- ἀπό ρίζα ἡ- ἀπ’ ὅπου τά: ἥμερος καί οἱ ἄσιγμοι
ταδίκους τούς ἔριχναν στή θάλασσα σέ περίπτω- τύποι τοῦ ἧμαι.
ση συμφορᾶς τῆς πόλης καί ἔτσι πίστευαν ὅτι κα- Καθίζω. Ἀπ’ τό κατά + ἵζω, ὅπου δές γιά παράγωγα.
θαριζόταν ἡ πόλη ἀπ’ τό μίασμα). Ἀπ’ τό καθαίρω, Καθώς. Ἀπ’ τό κατά + ὡς.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Καινός (=καινούργιος, νέος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
Καθαρός. Στήν ἀρχή ἦταν κFοθαρός καί μέ ἀφομοί- γία του. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό καιδνός. Παράγω-
ωση τοῦ πρώτου φωνήεντος ἀπ’ τό δεύτερο γίνεται γα: καινῶς, καινότης, καίνωσις (=νεωτερισμός),
καθαρός. Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα καθαίρω. καινίζω, καίνισις, καινισμός, καινιστής καί τά σύν-
Κάθαρσις (=ἐξαγνισμός). Ἀπ’ τό καθαίρω, ὅπου δές θετα καινοποιῶ (=ἀνανεώνω), καινοτομῶ (=κά-
γιά περισσότερα παράγωγα. νω κάτι νέο), καινοτομία, καινοτόμος (=νεωτε-
Καθέδρα (=κάθισμα). Ἀπ’ τό κατά + ἕδρα τοῦ ἕζο- ριστής), καινοτόμημα, καινουργῶ (=νεωτερίζω).
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Καινοτομία (=νεωτερισμός). Ἀπ’ τό καινοτόμος (και-
Καθέζομαι. Ἀπ’ τό κατά + ἕζομαι, ὅπου δές γιά πε- νός + τέμνω). Δές γιά παράγωγα στή λέξη καινός
ρισσότερα παράγωγα. καί στό ρῆμα τέμνω.
Κάθειρξις (=φυλάκιση). Ἀπ’ τό καθείργνυμι κατά Καινουργῶ (=νεωτερίζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό και-

108 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


νουργός (καινός + ἔργω). Παράγωγα: καινουρ- Κακοήθης (=μοχθηρός). Ἀπ’ τό κακός + ἦθος. Πα-
γία, καινούργημα, καινούργησις, καινουργίζω, ράγωγα: κακοήθεια, κακοήθως, κακοηθίζομαι =
καινουργισμός, καινουργής. κακοηθεύομαι, κακοήθευμα.
Καίνυμαι (=ὑπερέχω). Ἀπό ρίζα καδ-. Θέμα: καν Κακολόγος (=βριστικός). Ἀπ’ τό κακός + λόγος
+j+ομαι μέ ἐπένθεση τοῦ j  καίνομαι καί καί- τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
νυμαι. γα. Ἀπ’ τό κακολόγος: κακολογία, κακολογῶ,
Καίριος. Ἀπ’ τό καιρός, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- κακολογικός.
γωγα. Κακοπραγέω-ῶ (=ἀποτυχαίνω, δυστυχῶ). Παρα-
Καιρός. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό κρίσις ἤ νά σύνθετο ἀπ’ τό κακοπραγής (=κακοποιός)  κα-
παράγεται ἀπ’ τό κραιρός μέ ἀνομοίωση. Ἀκόμη κός + πρᾶγος (=πρᾶγμα) τοῦ πράττω, ὅπου δές
ἴσως ἀπό ἐπιρρ. καρι+jος=καιρός. Πιθανόν νά ἔχει γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπ’ τό κακοπραγῶ: κακο-
σχέση μέ τό κείρω. Παράγωγα: καίριος (=ἐπικίν- πραγία (=ἀποτυχία), κακοπράγημα, κακοπράγ-
δυνο μέρος τοῦ σώματος, κατάλληλος), καιρίως μων (=βλαβερός).
(=κατάλληλα, θανάσιμα), καιροφυλακέω-ῶ καί Κακός (=ἄσχημος, ἄσημος, δειλός, ἀνάξιος,
καιροφυλακτῶ (=παραμονεύω). κακός). Ἀπ’ τό κάκη (=μοχθηρία) (ἀπό ρίζα
Καιροφυλακτέω-ῶ καί καιροφυλακέω-ῶ (=παρα- κακ-). Ἴσως συγγενικό μέ τό κάκκη (=λέξη τῆς
μονεύω). Ἀπ’ τό καιρός + φυλακή. νηπιακῆς ἡλικίας πού σημαίνει τήν ἀνθρώπι-
Καίω (=ἀνάβω, καίω). Ἀπό ρίζα καF = καυ. Θέμα νη κόπρο, τά κακκά). Ἀκόμη συγγενεύει μέ τό
καF+j+ω μέ ἐπένθεση τοῦ j  κα-j-F-ω καί μέ ἀπο- κηκάς (=βλαβερός) καί τό καῦρος (=κακός).
βολή τοῦ F  καίω. Παράγωγα: καῦμα (=θερμότη- Παράγωγα: κακία, κακίζω (=κατηγορῶ), κακι-
τα), καυματηρός, καυματώδης, ἔγκαυμα, καῦσις, σμός (=ὄνειδος), κακιστέος, κακιστέον, κακῶς,
ἔγκαυσις, καύσιμος, καῦσος, καύστειρα (=φλο- κακότης, κακόω (=κακοποιῶ), κάκωσις (=βλάβη),
γερή), καύστης, καυστικός, ἐγκαυστική (τέχνη = κακωτής, κακωτικός, ἀκάκωτος καί τά σύνθετα:
ζωγραφική μέ κάψιμο), καυστός ἤ καυτός, ἄκαυ- κακάγγελος (=ἄγγελος κακῶν), κακηγόρος, κα-
στος, πυρίκαυστος, ἐπίκαυτος, καύστρα (=μέρος κόβουλος, κακογείτων, κακόγλωσσος, κακοδαί-
ὅπου καίγονταν πτώματα), καυσώδης, καύσων, μων, κακόδοξος, κακοήθης, κακολόγος, κακόνους
καυτήρ, καυτηριάζω, καυτήριον (=καμένο σίδερο), (=δυσμενής), κακοπαθῶ (=ὑποφέρω), κακοποι-
καύτης, καυστηρός, καυσαλίς (=φουσκάλα), κή- ός, κακοπραγῶ, κακοτεχνῶ (=ἐξαπατῶ), κακό-
λεος (=καυστικός), κηώδης (=εὐωδιαστός), πυρ- τεχνος, κακοῦργος, κακοτυχής, κακουχία, κακό-
καϊά, διακαής, διακαυτέον, τά κᾶλα (=ξύλα για κά- φρων (=ἐχθρικός), κακοψυχία (=δειλία).
ψιμο), καλάπους ἤ καλόπους (=καλαπόδι), κάμι- Κακοῦργος. Ἀπ’ τό κακός + ἔργον (κακοFεργός) τοῦ
νος, ὁλόκαυτος, ὁλοκαύτωμα. ἔργω-ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Κακηγόρος (=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπ’ τό γωγα. Ἀπ’ τό κακοῦργος: κακουργία, κακούργως,
κακῶς + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- κακουργῶ, κακούργημα, κακουργικός.
ράγωγα. Παράγωγα τοῦ κακηγόρος: κακηγορία Κακουχία (=ταλαιπωρία). Ἀπ’ τό κακουχέω-ῶ (κα-
(=κακολογία), κακηγορίας δίκη (=ἀγωγή γιά δυ- κός + ἔχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
σφήμιση), κακηγορῶ (=κακολογῶ). ρῆμα ἔχω.
Κακόβουλος (=ἀσύνετος). Ἀπ’ τό κακός + βου- Κάλαθος, ὁ (=καλάθι). Πιθανόν συγγενικό μέ
λή τοῦ βούλομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τό κλώθω. Περισσότερο πιθανόν ἀπ’ τό κάλως
ράγωγα. (=σχοινί).
Κακοδαίμων (=δυστυχισμένος, κακότυχος). Ἀπ’ τό Κάλαμος, ὁ (=καλάμι, αὐλός). Πρωτότυπη λέξη.
κακός + δαίμων τοῦ δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές Παράγωγα: καλάμη, καλαμαῖος, καλαμεύς, κα-
γιά περισσότερα παράγωγα. λάμινος, καλάμιον (ὑποκορ.), καλαμίτης, καλα-
Κακόδοξος (=μέ κακή φήμη, ἐπονείδιστος). Ἀπ’ τό μώδης, καλαμών, καλαμῶμαι (=μαζεύω καλάμια
κακός + δόξα τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές για περισ- μετά τό θερισμό).
σότερα παράγωγα. Καλέω-ῶ (=φωνάζω, προσκαλῶ). Ἀπό ρίζα καλ-,

109
μέ μετάθεση κλα- καί μέ ἔκταση κλη-. Παράγω- καλλιέπεια, καλλιεπής (=εὐφραδής), καλλιερῶ,
γα: κλῆσις καί σύνθετα (ἀνά, ἒκ, παρά, πρό, πρόσ, καλλίζωνος, καλλίκομος, καλλίνικος, Καλλιό-
ἒγ, μετά, ἐπί, σύγ)κλησις, ἔγκλημα (=κατηγορία), πη, καλλιπάρῃος (=μέ ὡραῖα μάγουλα), καλλι-
ἐπίκλημα (=κατηγορία), ἐπίκλην (=κατ’ ἐπωνυ- πλόκαμος, καλλίρροος, καλλιστεῖον, καλλωπί-
μία), ἐκκλησία (=συνέλευση πολιτῶν), κλητέος, ζω, καλοκάγαθος.
παρακλητέον, κλητήρ, κλητεύω, κλητικός, κλη- Κάλπις, ἡ (=ὑδρία, κάλπη γιά ψηφοφορία). Ξενι-
τός (=προσκαλεσμένος, ἐκλεκτός), ἔκκλητος κή ἡ προέλευσή του.
(=διαιτητής), ἔκκλητοι (=στή Σπάρτη ἐπιτρο- Καλύβη. Ἀπ’ τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσό-
πή ἀπό πολίτες γιά νά ἀποφασίζουν γιά διάφο- τερα παράγωγα.
ρα ζητήματα), ἐπίκλητος (=σύμμαχος), κατάκλη- Κάλυμμα. Ἀπ’ τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσό-
τος, σύγκλητος, ἄκλητος, ἀπαράκλητος, εὐπα- τερα παράγωγα.
ράκλητος, αὐτόκλητος, ἀνέγκλητος, παράκλη- Κάλυξ-υκος (=κάλυμμα τοῦ λουλουδιοῦ). Ἀπ’ τό κα-
τος, εὐανάκλητος, κλήτωρ, κάλεσις, καλεστής. λύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα ἴσως καί τά: κέλομαι, κελεύω, Καλύπτω (=σκεπάζω). Ἀπό ρίζα καλυβ- ἤ καλυφ-.
ὁμοκλή (=κραυγή), κέλαδος. Μέ θέμα καλυβ + πρόσφυμα τ + ω  καλυβ-
Καλινδοῦμαι (=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ τ-ω καί μέ τροπή τοῦ β σέ π  καλύπτω. Πα-
κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά πε- ράγωγα: καλύβη, καλύβιον (ὑποκορ.), κάλυμ-
ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: καλινδήθρα μα, κάλυξ, καλύπτρα, καλυπτήρ (=θήκη), κα-
(=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύ- λυπτός, ἀκάλυπτος, συγκαλυπτέον, ἀπαρακα-
μναση), καλίνδησις. λύπτως (=φανερά), κάλυψις καί σύνθετα (ἀνα,
Καλλιερέω-ῶ (=παίρνω καλούς οἰωνούς, θυσιάζω ἀπο, συγ, προ)κάλυψις, Καλυψώ (ἐπειδή ἔκρυ-
μέ καλούς οἰωνούς). Ἀπ’ τό καλός + ἱερόν. Πα- ψε τόν Ὁδυσσέα), ἴσως καί τό κέλυφος, καλιά
ράγωγα: καλλιέρημα, ἀκαλλιέρητος. (=καλύβα), προκάλυμμα.
Καλλίνικος (=πού νίκησε ἔνδοξα). Ἀπ’ τό καλή Καλώδιον (=σχοινί). Ὑποκοριστικό τοῦ κάλως
+ νίκη. (=σχοινί).
Καλλιόπη (=μία ἀπ’ τίς ἐννιά Μοῦσες, μέ ὡραία Καμάρα (=καθετί πού ἔχει θολωτό σκέπασμα). Ἀβέ-
μορφή). Ἀπ’ τό καλλι + ὄψ-ὀπός. βαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Καλλιστεῖον (=βραβεῖο ὀμορφιᾶς). Ἀπ’ τό καλλι- Κάματος (=κόπος, κούραση). Ἀπ’ τό κάμνω, ὅπου
στεύω πού παράγεται ἀπ’ τό κάλλιστος. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κάλλος, τό (=ὀμορφιά). Ἀπ’ τό καλός, ὅπου δές Καματώδης (=κοπιαστικός, κουραστικός). Ἀπ’ τό
γιά περισσότερα παράγωγα. κάματος + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγω-
Καλλύνω (=ἐξωραΐζω). Ἀπ’ τό κάλλος τοῦ καλός. γα στό ρῆμα κάμνω.
Παράγωγα: κάλλυσμα (=σάρωμα), καλλυντής, Κάμηλος, ὁ καί ἡ (=καμήλα). Ἑβραϊκή ἡ προέλευ-
καλλυντήριος, κάλλυντρον. σή του.
Καλλωπίζω (=ἐξωραΐζω, στολίζω). Ἀπ’ τό κάλλος + Κάμινος, ἡ (=καμίνι, φοῦρνος). Ἀπ’ τό καίω, ὅπου
ὤψ (=μάτι, ὄψη). Παράγωγα: καλλώπισμα, καλ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λωπισμός, καλλωπιστής, καλλωπιστέος, καλλω- Κάμνω (=κουράζομαι, κοπιάζω). Θέμα καμ-, μέ με-
πιστικός, καλλωπίστρια, ἀκαλλώπιστος. τάθεση κμα καί μέ ἔκταση κμη. Θέμα καμ + πρό-
Καλοκάγαθος. Σύνθετο ἀπ’ τό καλός καί ἀγαθός. σφυμα ν + ω  κάμνω. Μέλλων: καμ + πρόσφυ-
Κᾶλον, τό (=ξύλο ξερό γιά κάψιμο). ( Ἔρρει τά κᾶλλα μα ε + σομαι  μέ ἀποβολή τοῦ σ καί συναίρε-
= χάθηκαν τά πλοῖα). Ἀπ’ τό καίω, ὅπου δές γιά ση καμοῦμαι. Παράγωγα: κάματος (=κόπος),
περισσότερα παράγωγα. καματώδης, καματηρός, καματηρῶς, ἀκάματος
Καλός (=ὡραῖος, ἔντιμος). Πρωτότυπη λέξη. (=ἀκούραστος), ἀκάμας-αντος καί ἀκμής-ῆτος
ΚαλFός  καλός. Παράγωγα: κάλλος, καλλύ- (=ἀκούραστος), κμητός, πολύκμητος, χειρόκμη-
νω, καλῶς καί τά σύνθετα μέ πρῶτο συνθετι- τος (=χειροποίητος), ἀποκμητέον (=πρέπει κά-
κό τό καλλι- (πού ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου): ποιος νά ἀποκάμει).

110 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Καμπή. Ἀπ’ τό κάμπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου καί τά: κάπη, κάπηλος, τό καπητόν (=τρο-
ρα παράγωγα. φή ζώων).
Κάμπτω (=κυρτώνω, λυγίζω). Θέμα καμπ + πρό- Καπυρός (=ξερός, εὐδιάκριτος). Ἀπ’ τό καπύω
σφυμα τ + ω  κάμπτω. Παράγωγα: καμπή, κά- (=ἐκπνέω) ἀπ’ ὅπου τό καπνός, ὅπου δές γιά
μπιμος, καμπτήρ-ῆρος (=γωνία), καμπτός, ἄκα- ἄλλα παράγωγα.
μπτος, ἀκαμψία, δύσκαμπτος, δυσκαμψία, εὔκα- Καραδοκῶ (=περιμένω μέ ἀγωνία καί προσοχή). Ἀπ’
μπτος, καμπτικός, καμπύλη, καμπύλος (=κυρτός), τό κάρα, τό (=κεφάλι) + δοκεύω (παραμονεύω).
καμπυλότης, κάμψις, ἀνάκαμψις, ἐπίκαμψις καί Καρατόμος (=αὐτός πού κόβει τό κεφάλι). Άπ’ τό
ἴσως τό κάμπη (=κάμπια), πιτυοκάμπτης. κάρα + τεμεῖν τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσό-
Καμπύλος. Ἀπ’ τό κάμπτω, ὅπου δές γιά περισσό- τερα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Κάρδαμον, τό (=σινάπι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Κανηφόρος. Ἀπ’ τό κάνεον, κανοῦν, τό (=πανέρι) + Καρηκομόων καί πιό συνηθισμένο στόν πληθυντι-
φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ κό: καρηκομόωντες ἤ κάρη (=μέ μακριά μαλλιά).
τό κανηφόρος: κανηφορία, κανηφορῶ. Ἀπ’ τό κάρη (=κεφάλι) + κομάω, ὅπου δές γιά πε-
Κάνθαρος, ὁ (=γυναικεῖο κόσμημα, ψάρι, εἶδος πο- ρισσότερα παράγωγα.
τηριοῦ, σκαθάρι πού λατρευόταν στήν Αἴγυπτο). Καρποφόρος. Ἀπό καρπός + φέρω, ὅπου δές γιά πε-
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τό καρπός:
Κάννα ἥ κάννη, ἡ (=καλάμι, καλαμένιο πλέγμα). κάρπιμος, καρπεύω, καρπεία (=κάρπωση), καρπί-
Πρωτότυπη λέξη. Ἀπ’ ἐδῶ τά: κάναθρον (=ἁμάξι ζω, καρπισμός, καρποῦμαι (=ἀπολαύω), κάρπω-
ἀπό καλάμια), κάναστρον καί κάνιστρον (=καλά- μα, κάρπωσις, καρπώσιμος, καρπωτός, ἀκάρπω-
θι), τό κανοῦν (=πανέρι), ὁ κάνης-ητος (=ψάθα), τος, κρώπιον (=δρεπάνι).
κανών (=κάθε ἴσια ράβδος, χαράκι). Καρτερία (=ὑπομονή). Ἀπ’ το καρτερός πού παρά-
Κάνναβις, ἡ (=στουπί). Ξενική ἡ προέλευσή του. γεται ἀπ’ τό κρατερός καί αὐτός ἀπ’ τό κράτος.
Κανών (=κάθε ἴσια ράβδος, χαράκι). Σχετίζεται Παράγωγα ἀπ’ τό καρτερός: καρτερῶς, καρτερι-
μέ τό κάννη (=καλάμι). Παράγωγα: κανονίζω κός, καρτερικῶς, καρτερῶ (=ὑπομένω), καρτέρη-
(=ρυθμίζω), κανονικός, κανόνισμα, κανονισμός, μα, καρτέρησις, καρτερητός, καρτερούντως, καρ-
κανονάρχης. τερόψυχος, καρτερόθυμος.
Κάπη, ἡ (=φάτνη ὅπου τρῶνε τά ζώα). Ἀπό ρίζα Καρυάτιδες (=ἱέρειες τῆς Ἄρτεμης στίς Καρυές τῆς
καπ- τοῦ κάπτω (=χάφτω), ὅπου δές γιά ἄλλα Λακωνίας). Ἀπ’ τό Καρύαι.
παράγωγα. Καρυκεύω (=νοστιμεύω). Ἀπ’τό καρύκη (=πλού-
Καπηλεύω (=εἶμαι μικροπωλητής). Ἀπ’ τό κάπη- σια λυδική σάλτσα). Παράγωγα: καρύκευμα, κα-
λος (=μικροέμπορος) πού ἔχει τήν ἴδια ρίζα καπ ρυκεία, καρυκευτής, καρυκευτός.
με τό κάπη). Παράγωγα: καπηλεία, καπηλεῖον, Κάρφος, τό (=ἄχυρο καί κάθε λεπτό ξερό ξυλαράκι).
καπήλευμα (=νοθεία), καπηλευτής, καπηλευτι- Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό κάρφω (=ξεραίνω, μαραί-
κός, καπηλικός [νεοελλ. κάπελας (=ταβερνιά- νω) ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: καρφαλέος (=ξερός),
ρης), καπηλιό]. καρφηρός, κάρφη (=ξερό χορτάρι,), καρφολογῶ
Κάπηλος (=μικροπωλητής, γυρολόγος). Ἀπό ρί- (=μαζεύω ξερά κλαδιά). Ἔχει σχέση μέ τή λέξη
ζα καπ- τοῦ κάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα κράμβος (=ξερός).
παράγωγα. Κασίγνητος (=ἀδερφός). Ἀπ’ τό κάσις (=ἀδερφός)
Καπνός. Ἀπό ρίζα κFαπ- τοῦ καπύω (=ἐκπνέω). + γενέσθαι, τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσό-
Παράγωγα: κάπος (=ψυχή), Καπανεύς, καπυρός τερα παράγωγα.
(=ξερός) και ἀπ’ τό καπνός τά: καπνίζω, κάπνι- Κασσίτερος (=τό καλάι). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
σις, κάπνισμα, καπνικός, καπνίας (=γεμάτος κα- του.
πνό), καπνιστέον, καπνιστήριον, καπνιστός, κα- Κατάγαιος (ἰων. τοῦ κατάγειος), (=ὑπόγειος). Ἀπ’
πνιστικός, καπνώδης. τό κατά + γαῖα-γέα-γῆ.
Κάπτω (=χάφτω, καταβροχθίζω). Ἀπό ρίζα καπ- ἀπ’ Κάταγμα (=σπάσιμο). Ἀπ’ τό κατάγνυμι (=κομμα-

111
τιάζω) σύνθετο ἀπ’ τό κατά + ἄγνυμι, ὅπου δές Κατάρα. Ἀπ’ τό καταρῶμαι  κατά + ἀράομαι-ῶμαι,
γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τό ἀρῶμαι
Καταγώγιον (=πανδοχεῖο). Ἀπ’ τό κατάγω  κατά ἀπ’ τό ἀρά καί τό ἀρά ἀπ’ τό αἴρω.
+ ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Καταργέω-ῶ (=ἀφήνω κάτι ἄχρηστο). Ἀπ’ τό κατά +
Καταδρομή (=εἰσβολή). Ἀπ’ το καταδραμεῖν τοῦ ἀργός. Παράγωγα: κατάργησις, καταργητέον.
κατατρέχω  κατά + τρέχω, ὅπου δές γιά περισ- Καταρράκτης. Ἀπ’ τό καταρρήγνυμι (=σπάζω) 
σότερα παράγωγα. κατά + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Κατάδυσις (=βύθιση). Ἀπ’ το καταδύω  κατά + ράγωγα.
δύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάρρους (=καταρροή τῆς μύτης, συνάχι). Ἀπ’ τό
Κατάθεσις. Ἀπ’ τό κατατίθημι  κατά + τίθημι, καταρρέω  κατά + ρέω, ὅπου δές γιά περισσό-
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. τερα παράγωγα.
Καταιβατός. Ποιητ. ἀντί τοῦ καταβατός τοῦ κα- Καταρτίζω (=τακτοποιῶ, ἑτοιμάζω, διορθώνω).
ταβαίνω  κατά + βαίνω, ὅπου δές γιά περισ- Ἀπ’ τό κατά + ἀρτίζω πού παράγεται ἀπ’ τό ἄρτι-
σότερα παράγωγα. ος πού ἔχει σχέση μέ τό ἀραρίσκω, ὅπου δές γιά
Κατάκλισις. Ἀπ’ τό κατακλίνω (=πλαγιάζω κά- περισσότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους σχετίζε-
ποιον)  κατά + κλίνω, ὅπου δές γιά περισσό- ται καί μέ τό ἄρτι.
τερα παράγωγα. Καταρτύω (=ἑτοιμάζω, μαγειρεύω). Ἀπ’ τό κατά +
Κατακλυσμός (=πλημμύρα). Ἀπ’ τό κατακλύζω ἀρτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=πλημμυρίζω)  κατά + κλύζω, ὅπου δές γιά Κατασκευάζω. Παρασύνθετο ἀπ’ τό παρασκευή +
περισσότερα παράγωγα. κατάληξη -αζω. Παράγωγα: κατασκεύασμα, κα-
Καταληπτός. Ἀπ’ τό καταλαμβάνω (=κυριεύω) τασκεύασμα, κατασκεύασις, κατασκευασμός, κα-
 κατά + λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότε- τασκευαστέος, κατασκευαστής, κατασκευαστι-
ρα παράγωγα. κός, κατασκευαστός, κατασκευαστῶς, κατασκευ-
Κατάλογος. Ἀπ’ τό καταλέγω (=καταριθμῶ)  άστρια, κατασκευασείω (ἐφετικό).
κατά + λέγω (=μαζεύω), ὅπου δές γιά περισσό- Κατάστασις. Ἀπ’ τό καθίστημι  κατά + ἵστημι,
τερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατάλυμα (=πανδοχεῖο). Άπ’ τό καταλύω  κατά Κατάστικτος (=γεμάτος στίγματα). Ἀπ’ το κατα-
+ λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στίζω (=κηλιδώνω)  κατά + στίζω, ὅπου δές
Καταντάω (=φτάνω, ξεπέφτω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. κατά- γιά περισσότερα παράγωγα.
ντης (=κατηφορικός)  κατά + ἄντα (=ἀπένα- Καταστροφή. Ἀπ’ τό καταστρέφω  κατά + στρέ-
ντι). Παράγωγο: κατάντημα (=τέρμα). φω. Παράγωγα: καταστροφεύς, καταστροφικῶς,
Κατάνυξις (=νάρκη, λήθαργος). Ἀπ’ τό κατανύσσω καταστρεπτικός, καταστρεπτικῶς. Γιά περισσό-
(=κεντῶ, συγκινῶ)  κατά + νύσσω (=κεντῶ), τερα παράγωγα δές στό ρῆμα στρέφω.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάστρωμα. Ἀπ’ τό καταστρώννυμι  κατά +
Καταπέτασμα (=σκέπασμα, παραπέτασμα). Ἀπ’ τό στρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
καταπετάννυμι (=ἁπλώνω)  κατά + πετάννυμι, γα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάσχεσις. Ἀπ’ τό κατασχεῖν τοῦ κατέχω  κα-
Κατάπλασμα (=ἔμπλαστρο). Ἀπ’ τό καταπλάσσω τά + ἔχω.
(=ἀλείφω)  κατά + πλάττω, ὅπου δές γιά πε- Κατατομή (=ἐγχάραξη). Ἀπ’ τό κατατέμνω  κατά
ρισσότερα παράγωγα. + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατάπληξις (=ἔκπληξη). Ἀπ’ τό καταπλήσσω  Καταυγάζω (=λάμπω, φωτίζω ). Ἀπ’ τό κατά + αὐγή
κατά + πλήσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=φῶς). Παράγωγα: καταύγασμα, καταυγασμός,
ράγωγα. καταυγαστήρ, καταυγάστειρα, καταύγεια.
Κατάπτυστος (=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπ’ τό Καταυλισμός. Ἀπ’ τό καταυλίζομαι (=στρατοπε-
καταπτύω  κατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισ- δεύω)  κατά + αὐλή, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
σότερα παράγωγα. ράγωγα.

112 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Κατάφυτος. Ἀπ’ τό κατά + φυτόν τοῦ φύω, ὅπου Κειμήλιον (=καθετί πού βρίσκεται κατά μέρος σάν
δές γιά περισσότερα παράγωγα. πολύτιμο). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσό-
Κατήγορος. Ἀπ’ τό κατά + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά τερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κατήγο- Κείρω (=κουρεύω). Ἀπό ρίζα κερ + πρόσφυμα j 
ρος: κατηγορία, κατηγορῶ, κατηγόρημα, κατη- κερ-j-ω  κέρρω  κέρω  μέ ἀντέκταση κείρω.
γορητέον, κατηγορητικός, κατηγορικός. Ἀρχικά ὅμως ἦταν κερσ = κορσ = κορρ = κουρ
Κατηρεφής (=καλά στεγασμένος). Ἀπ’ τό κατά καί μέ μετάπτωση καρ. Παράγωγα: κέρμα (=κομ-
+ ἐρέφω (=στεγάζω), ὅπου δές γιά περισσότε- μάτι), κατακερματίζω (=κόβω σέ μικρά κομμά-
ρα παράγωγα. τια), κορμός, ἴσως τό καιρός, ἀκαρής (=πολύ μι-
Κατηφής (=θλιμμένος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία κρά μαλλιά πού δέν μποροῦν νά κοποῦν), ἀκα-
του. Ἴσως ἀπ’ τό κατά + φάος (=αὐτός πού βλέ- ριαῖος (=στιγμιαῖος), ἀκαριαίως, καρτός, ἄκαρ-
πει πρός τά κάτω). Ἤ ἀπ’ τό κατά + ἀφ τοῦ ἅπτο- τος (=ἀκούρευτος), κουρά (=κούρεμα), κουρεῖον,
μαι. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό κατά + φάεα (=μάτια). κουρεύς, κούρευμα, κουρεύω, κόρση (=κρότα-
Παράγωγα: κατήφεια (=λύπη), κατηφῶ, κατη- φος), κοῦρος (=ἔφηβος), κόρη ἤ κούρη (=παρ-
φών (=πού προκαλεῖ ντροπή). θένα), κούρητες (=νέοι, πολεμιστές), κουρίδιος
Κατηχῶ (=σαλπίζω στ’ αὐτιά κάποιου, διδάσκω). (=νόμιμος σύζυγος), κούριμος, κουρίς (=ξυρά-
Ἀπ’ τό κατά + ἦχος, ὅπου δές γιά περισσότερα φι), κουροτρόφος. Ἴσως καί τό κειρία (=σχοινί),
παράγωγα. ἀκραιφνής (=ἀμιγής) < ἀκεραιοφανής < ἀκέραι-
Κάτοικος. Ἀπ’ τό κατά + οἶκος, ὅπου δές γιά πε- ος + φαίνομαι. Τό ἀκέραιος ἀπ’ τό α στερητ. +
ρισσότερα παράγωγα. κείρω. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό α στερητ. + κεράννυ-
Κάτοπτρον (=καθρέφτης). Ἀπ’ το κάτοπτος τοῦ μι ἤ α στερητ. + κέρας.
καθορῶ  κατά + ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσό- Κεκρύφαλος, ὁ (=γυναικεῖος κεφαλόδεσμος). Ἀπ’ τό
τερα παράγωγα. κρύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατοχή. Ἀπ’ τό κατέχω  κατά + ἔχω, ὅπου δές Κελαινός (=μαῦρος). Ἴσως ἀπό ρίζα καλ-, ἀπ’ ὅπου
γιά περισσότερα παράγωγα. καί τό: κηλίς.
Κάττυμα ἀττ. τοῦ κάσσυμα (=σόλα παπουτσιοῦ). Κέλευθος, ἡ (=δρόμος). Συμφυρμός τοῦ θέματος
Ἀπ’ τό κασσύω (=συρράπτω), ἀπ’ ὅπου καί τά κελευ (κελεύω) καί τοῦ ἐλευθ (ἐλεύσομαι) τοῦ
κάσας ἤ κασᾶς ἤ κασῆς (=δέρμα πού τό ρίχνουν ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στή ράχη τοῦ ἀλόγου), τό κῶας (=δέρμα). Κελευστής (=αὐτός πού διατάζει). Ἀπ’ τό κελεύω,
Κατωφερής. Ἀπ’ τό κατά + φέρομαι. Δές γιά πε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω. Κελεύω (=διατάζω). Εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τοῦ
Καυχῶμαι (=κομπάζω, ὑπερηφανεύομαι). Ἀπ’ τό κέλομαι (=παρακινῶ), ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ
καύχη (=αὐτοέπαινος). Εἶναι συγγενικό μέ τό τό καλέω-ῶ. Θέμα κελευσ- καί κελευ+ω. Παρά-
αὐχέω-ῶ. Παράγωγα: καύχημα, καυχηματίας, γωγα: κέλευσις, κέλευμα καί κέλευσμα, ἐγκέ-
καύχησης, καυχητής, καυχήμων. λευμα, διακέλευμα, κελευσματικῶς, κελευσμός,
Κεῖμαι (=εἶμαι ξαπλωμένος, βρίσκομαι καταγῆς). διακελευσμός, παρακελευσμός, παρακέλευσις,
Ἀπό ρίζα κει-, καί μέ μετάπτωση κοι-, κω- καί παρακελευσματικός, κελευστής, παρακελευ-
κυ-. Παράγωγα: κειμήλιον, κείω (=θέλω νά πλα- στής, κελευστικός, παρακελευστικός, κελευστός,
γιάσω), κοίτη, κοιταῖος, κοιτάζω (=βάζω στό κρε- παρακελευστός, ἐγκέλευστος, αὐτοκέλευστος,
βάτι), κοιτίς, κοῖτος (κρεβάτι), κοιτών (=κρεβα- ἀκέλευστος, κελευστέον, κελεύστωρ, κελευτιάω
τοκάμαρα), ὁ παράκοιτης καί ἡ παράκοιτις (=ὁ, (=συνέχεια παροτρύνω), (θαμιστικό).
ἡ σύζυγος), ἀπόκοιτος (=πού κοιμᾶται μακριά), Κέλης (=ἄλογο γιά ἱππασία, μικρό πλοῖο γρήγορο
κώμη (=χωριό), κωμήτης (=χωρικός), κῶμος μέ μιά σειρά κουπιά). Άπ’ τό κέλλω (=φτάνω στό
(=πανηγύρι), κωμικός, κῶμα (=ἐπιθανάτιος λή- λιμάνι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
θαργος), κοιμάω-ῶ (=ἀποκοιμίζω, καταπραΰνω), Κέλλω (=ὁδηγῶ πλοῖο στήν ξηρά, φτάνω στό λι-
κῶας (=δέρμα), Κύμη. μάνι). Ἔχει σχέση μέ τό ἀκέλλω, κέλης.

113
Κέλυφος (=τσόφλι, φλούδα). Ἴσως ἀπ’ τό καλύπτω, ἀκέραστος, κεραννυτέον, ἀκήρατος (=καθα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρός, ἀμόλευτος), ἀκηράσιος (=ἀκέραιος), ἀκέ-
Κενόδοξος (=ματαιόδοξος). Ἀπ’ τό κενός + δό- ραιος, ἀκραιφνής, ἀκεραιοφανής, κρᾶμα (=μίγ-
ξα τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- μα), κρᾶσις (=συνένωση δύο πραγμάτων, χημι-
ράγωγα. κή ἕνωση, ἐνῶ ἡ μείξη εἶναι μηχανική ἕνωση),
Κενοτάφιον (=τάφος χωρίς νεκρό). Ἀπ’ τό κενός σύγκρασις, ἑωλοκρασία, ἰδιοσυγκρασία, κρα-
+ τάφος τοῦ θάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- τήρ, ἄκρατος (=ἀνόθευτος), εὐκρατος (=ἤπιος),
ρα παράγωγα. εὐκρασία, συγκρατέον.
Κενόω-ῶ (=ἀδειάζω). Ἀπ’ τό κενός - ἰων. κεινός Κεραυνός (=ἀστροπελέκι). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως
(=ἄδειος). Παράγωγα: κενότης, κένωσις, κε- σχετίζεται μέ τή ρίζα. KeraF + πρβλ. κεραΐζω
νώσιμος, κένωμα, κενωτικός, κενωτέον καί τά (=καταστρέφω). Παράγωγα: κεραυνῶ, κεραύ-
σύνθετα: κενόδοξος, κενολογία (=φλυαρία), κε- νωσις, κατακεραύνωσις, κεραύνιος.
νοτάφιον. Κέρδος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα
Κένταυρος (οἱ Κένταυροι ἦταν ἄγρια φυλή τοῦ κερ- τοῦ κείρω ἤ ἀπ’ τό ἔρδω. Παράγωγα: κερδαί-
Πηλίου, ἔφιπποι βουκόλοι). Ἀπ’ τό κεντῶ + ταύ- νω, κερδαλέος (=πανοῦργος), κερδαντήρ (=φι-
ρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λάργυρος), κερδαντός, κερδαντέον, κερδοσύ-
κεντῶ. νη (=πανουργία).
Κεντέω-ῶ. Ἀπό ρίζα κεν + πρόσφυμα ε  κεντέ- Κερκίς (=χτένι τοῦ ἀργαλειοῦ. Λεπτή καί ἴσια ρά-
ω-ῶ. Παράγωγα: κέντρον (=κεντρί), κεντρίζω, βδος). Ἀπ’ τό κέρκω  κρέκω (=ὑφαίνω). Πα-
κέντημα, κέντησις, κεντητής, κεντητήριον, κε- ράγωγα: κερκίζω, κέρκισις, κερκιστική (=ὑφα-
ντητικός, κεντητός, διακεντητέον, Κένταυρος, ντική), κερκίδιον.
κεστός (=κεντημένος), κέστρα, ἤκεστος (=ἀκέ- Κέρμα (=κομμάτι, μικρό νόμισμα). Ἀπ’ τό κείρω
ντητος), κέστρον (=ἐργαλεῖο γλυπτικό), κεντρῶ, (=κουρεύω, ψαλιδίζω). Παράγωγα: κερματίζω,
κέντρωσις, συγκέντρωσις, ἀποκέντρωσις, κε- κερματισμός (=ἀλλαγή μεγάλου νομίσματος
ντρωτός. μέ μικρά), κατακερματισμός (=κατατεμάχιση),
Κέντρον (=κεντρί, σημεῖο γύρω ἀπ’ τό ὁποῖο πε- κερματιστής. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ριγράφεται κύκλος). Ἀπ’ το κεντῶ, ὅπου δές γιά στό κείρω.
περισσότερα παράγωγα. Κερματίζω (=κομματιάζω). Ἀπ’ τό κέρμα, ὅπου δές
Κεραία (=καθετί πού μοιάζει μέ κέρατο). Ἀπ’ τό κέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
ρας ἀπ’ ὅπου καί τά: κεραός, κερασφόρος, κερα- Κευθμών (=κρυψώνα). Ἀπ’ τό κεύθω (=κρύβω),
τίνης, κεράτινος, κεράτιον, κερατοειδής, κριός. ὅπου δές γιά παράγωγα.
Κεραμεικός ἀντί Κεραμικός (=συνοικία τῶν κε- Κεύθω (=κρύβω). Ἀπό ρίζα κυθ- ἀπ’ ὅπου καί τά
ραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό παράγωγα κευθμών, κεῦθος (=κρυψώνα), κευθ-
τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν τούς νεκρούς τοῦ μός.
πολέμου). Ἀπ’ τό: κέραμος, ὅπου δές γιά ἄλλα Κεφαλαλγία (=κεφαλόπονος). Ἀπ’ τό κεφαλή +
παράγωγα. ἀλγέω-ῶ. Παράγωγα: κεφαλαλγῶ, κεφαλάλγη-
Κέραμος (=πηλός, κεραμίδι). Ἴσως άπ’ τό κεράν- μα, κεφαλαλγής, κεφαλαλγικός καί γιά ἄλλα
νυμι (=ἀνακατεύω). Παράγωγα: Κεραμεικός, κε- παράγωγα τοῦ ἀλγέω-ῶ δές στή λέξη ἀλγηδών.
ραμεία, κεραμεοῦς (=πήλινος), κεραμεύς, κερα- Κεφαλή. Μᾶλλον πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα: κε-
μευτικός, κεραμεύω, κεράμιον (=πήλινο ἄγγεῖο), φάλαιος, κεφαλαιόω-ῶ (=συγκεφαλαιώνω), κε-
κεραμίς (=κεραμίδι), κεραμωτός. φαλαιώδης, κεφαλαίωμα (=σύνολο), συγκεφα-
Κεράννυμι (=ἀνακατεύω). Δυό θέματα: α) κέρα λαίωμα, κεφαλαίωσις, συγκεφαλαίωσις, ἀνακε-
 κερασ + πρόσφυμα νυ + μι  κεράσ-νυ-μι  φαλαίωσις, κεφαλαιωτής, κεφαλαιωτής, συγκε-
μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν = κεράννυμι. β) κρα- φαλαιωτέον, κεφαλικός, κεφαλίς (ὑποκορ. κεφα-
μέ μετάπτωση, ἐξαφάνιση δηλ. τοῦ ε. Παράγω- λάκι), κεφαλισμός.
γα: κεραστής, κεραστικός, κέρασμα, κεραστός, Κηδεία (=φροντίδα γιά τό νεκρό, ταφή, συμπεθε-

114 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ριό). Ἀπ’ τό κῆδος (ρίζα καδ-) ἀπ’ ὅπου καί τά πα- βδης (=κακοῦργος), κιβδηλεία (=νόθευση), κι-
ράγωγα: κήδειος (=ἀγαπητός), ἐπικήδειος, κηδε- βδήλευμα, κιβδηλεύω.
στής (=συγγενής), κηδεστία, ἀκηδής (=ἄταφος), Κιβωτός. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τόν
κηδεύω (=φροντίζω, θάφτω, συμπεθερεύω), κή- ἀρχικό τύπο κίβος (=κιβώτιο). Πιθανόν νά ἔχει
δευμα, κηδευτής, κηδεύτρια, κηδεύσιμος, κήδω σχέση μέ τό θίβη (=πλεχτό καλάθι).
καί κήδομαι (=ταράζω μεσ. φροντίζω), κηδεμών, Κιγκλίς, ἡ (=περίφραγμα, πληθ. ἡ κιγκλιδωτή πύ-
κηδεμονία, κηδεμονικός, κηδεμονεύω. λη τοῦ δικαστηρίου ἤ βουλευτηρίου). Ἀβέβαιη
Κηδεστής (=συγγενής ἀπό ἐπιγαμία). Ἀπ’ τό κῆδος, ἡ ἐτυμολογία του.
ἀπ’ ὅπου καί τό κηδεία, ὅπου δές γιά περισσό- Κιθάρα (=εἶδος λύρας). Πιθανόν νά προέρχεται
τερα παράγωγα. ἀπό ξένη γλώσσα. Παράγωγα: κιθαρίζω, κιθά-
Κηδεμών (=προστάτης). Ἀπ’ τό κήδομαι. Δές γιά ρισις, κιθάρισμα, κιθαρισμός, κιθαριστέον, κιθα-
περισσότερα παράγωγα στή λέξη κηδεία. ριστής, κιθαριστήριος, κιθαριστικός, κιθαριστύς
Κηκίω (=ἐκρέω, ἀναβλύζω). Ἀπ’ τό κηκίς (=ὑγρα- (=ἡ τέχνη νά παίζεις τήν κιθάρα), κιθαρῳδός, κι-
σία). θαρῳδῶ, κιθαρῴδησις.
Κηλέω-ῶ (=θέλγω, μαγεύω). Ἀπό ρίζα καλ- καί μέ Κιθαρῳδός. Ἀπ’ τό κιθάρα + ἀοιδός τοῦ ᾄδω-ἀείδω,
μετάπτωση κηλ-. Θέμα: κηλ+έ+ω  κηλέω-ῶ. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί
Παράγωγα: κηληθμός, κήλημα, κήλησις, κηλη- στή λέξη κιθάρα.
τής, κηλητήριος, κηλήτειρα, κηλητικός, κήλη- Κιλλίβας-βαντος, ὁ (=τρίποδας γιά ὑποστήρι-
τρον, ἀκήλητος, Κηληδόνες (=ὠδικά δαιμόνια, ξη ἑνός πράγματος, ὑπόβαθρο). Ἀπ’ το κίλλος
ὅπως οἱ Σειρῆνες). (=γαϊδούρι) + βαίνω, ὅπου δές για περισσότε-
Κηλίς, ἡ (=μόλυσμα, λεκές). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα ρα παράγωγα.
καλ-, ἀπ’ ὅπου καί το κελαινός. Παράγωγα: κη- Κιμωλία (ἐνν. γῆ=χῶμα ἄσπρο ἀπ’ τό νησί Κίμωλο).
λιδῶ (=λερώνω), κηλίδωμα, κηλίδωσις, κηλι- Κίναδος, τό (=ἀλεπού, πανοῦργος). Σικελική λέξη.
δωτός. Κίνδυνος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως σχε-
Κηπουρός (=ὁ φύλακας τοῦ κήπου). Ἀπ’ τό κῆπος + τίζεται μέ τό κινῶ. Παράγωγα: κινδυνεύω, κιν-
οὖρος (=φύλακας). Ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τό κῆπος: δύνευμα, κινδυνευτέον, διακινδυνευτέον, κινδυ-
κηπεύω, κηπαῖος, κήπευμα, κηπευτής, κηπευτι- νευτής, κινδυνευτικός, ριψοκίνδυνος.
κός, κηπευτός, κηπουργία, κηπουρικός. Κινέω-ῶ. Ἀπό ρίζα κι- τοῦ κίω (=προχωρῶ). Θέ-
Κηρός (=κερί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παρά- μα κι + πρόσφυμα νε + ω  κινέω-κινῶ. Παρά-
γωγα: κήρινος, κηρίον (=κηρήθρα), κηριοῦμαι γωγα: κίνημα, μετακίνημα, κίνησις, μετακίνη-
(=γίνομαι σάν τό κερί), κηρώδης, κήρωμα, κη- σις, κινητέος, κινητέον, μετακινητέον, κινητήρ,
ρωτός. κινητήριος, κινητής, κινητικός, κινητός, ἀκίνη-
Κήρυξ (=ἀγγελιαφόρος). Ἀπ’ τό ποιητ. ρῆμα καρκαί- τος, δυσκίνητος, εὐκίνητος, ἀεικίνητος, μετακι-
ρω (=ἀντηχῶ) πού εἶναι ἠχοποίητο. Παράγωγα: νητός, κίνητρον.
κηρυκεύω, κηρυκεία, κηρύκειον (=ἡ ράβδος τοῦ Κιννάμωμον, τό (=κανέλα). Ἡ καταγωγή τῆς λέ-
κήρυκος), κηρύκευμα, κηρύκευσις, κηρύττω. ξης εἶναι φοινικική.
Κηρύττω (=ἀναγγέλλω). Ἀπ’ τό κήρυξ. Θέμα κηρυκ- Κινύρομαι (=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἀπ’ τό κινυρός
+ πρόσφυμα j + ω  κηρυκ- j-ω καί μέ τροπή τοῦ (=γοερός) πού εἶναι ἠχοποιημένη λέξη καί ἡ ἐτυ-
κj σέ ττ ἤ σσ  κηρύττω ἤ -σσω. Παράγωγα: κή- μολογία της εἶναι σκοτεινή.
ρυγμα, κηρυκτέος, κηρυκτός, ἀκήρυκτος, κήρυξις Κίχρημι (=δανείζω). Μέσ. κίχραμαι (=δανείζομαι).
καί σύνθετα: (ἀνα, δια, ἐπι, προ)κήρυξις. Θέμα χρη- + ἐνεστ. ἀναδιπλ. χι  χί-χρη-μι = κί-
Κῆτος (=μεγάλο θαλασσινό θηρίο, πελώριο ψάρι). χρημι. Παράγωγα: χρήστης (=αὐτός πού δανεί-
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ζει, γεν. πληθ. τῶν χρήστων ὅπως: τῶν ἐτησίων),
Κίβδηλος (=νοθευμένος, ἀπατηλός). Ἀπ’ τό κί- κίχρησις (=δάνεισμα).
βδος (=σκουριά μέ τήν ὁποία νόθευαν τό χρυ- Κίω (=πορεύομαι). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: κινῶ,
σό). Παράγωγα: κίβδωνες (=μεταλλωρύχοι), κί- κίνδυνος. Θέμα κιF+ω = κίω.

115
Κίων-ονος, ὁ (=στύλος, κολώνα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ- μα j + ω  κλαFjω, μέ ἐπένθεση τοῦ j καί ἀπο-
μολογία του. βολή τοῦ F  κλαjFω  κλά-ι-ω  κλήιω καί
Κλαγγή (=κάθε δυνατός ἦχος). Ἀπ’ τό κλάζω (=κά- κλείω. Παράγωγα: κλείς καί κλῄς (=κλειδί),
νω δυνατό ἦχο), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- κλεῖσις ἤ κλῇσις, ἀπόκλεισις, σύγκλεισις,
ράγωγα. κλεισοῦρα, κλειστός καί κλῃστός, ἄκλῃστος,
Κλάδος (=κλαδί). Ἀπ’ τό κλάω-ῶ (=σπάζω), ὅπου κλεῖθρον ἤ κλῇθρον, κλεῖστρον, ἀπόκλεισμα,
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἀποκλεισμός, ἀποκλειστικός, ἐγκλιστέος, κλει-
Κλάζω (=κάνω δυνατό ἦχο). Ἀπό ρίζα κλαγ- ἐκτε- δίον (ὑποκορ. τοῦ κλείς), κλειδοῦχος, κλειδῶ,
ταμένη τοῦ καλῶ. Θέμα κλαγ+j+ω  κλάγ-j-ω κλείδωμα, κλοιός.
 κλάζω. Παράγωγα: κλαγγή, κλαγγάνω, κλαγ- Κλειώ (=μία ἀπ’ τίς Μοῦσες). Ἀπ’ τό κλέος (=δό-
γηδόν, κλαγγώδης. ξα), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Κλαίω. Θέμα κλαF = κλαυ + πρόσφυμα j+ω  Κλέος (=φήμη, δόξα). Θέμα κλεF+ος  κλέος, ἀπ’
κλαF-j-ω  μέ ἐπένθεση τοῦ j καί ἀποβολή τοῦ F τό ρῆμα κλέω (=δοξάζω). Παράγωγα: κλεινός,
κλάjFω = κλαίω. Παράγωγα: κλαυθμονή, κλαυθ- Κλειώ, κλειτός, κλῄζω, κληδών (=φήμη, δόξα),
μός, κλαυθμηρός, κλαυθμυρίζω, κλαυθμύρισμα, περικλειτός, Σοφοκλῆς.
κλαυθμυρισμός, κλαυθμώδης, κλαυθμών, κλαῦμα Κλέπτω. Ἀπό θέμα κλεπ + πρόσφυμα τ + ω  κλέ-
(=θρῆνος), κλαυσιάω (ἐφετ. ἐπιθυμῶ νά κλάψω), πτω καί μέ ἑτεροίωση κλοπ-, καί μέ μετάπτωση
κλαυσίγελως (=γέλια μαζί μέ δάκρυα), κλαυ- κλαπ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό καλύπτω. Πα-
σίμαχος (=πού ἐπιθυμεῖ πολύ νά πολεμήσει), ράγωγα: κλέμμα (=κλεμμένο), κλέπος, κλεπτέ-
κλαυστικός (=κλαψιάρης), κλαυστός ἤ κλαυ- ον, κλέπτης, κλεπτικός, κλεπτήρ, κλεψίγαμος,
τός (=ἀξιοθρήνητος), ἄκλαυστος ἤ ἄκλαυτος, κλεψίσοφος, κλεψίρρυτος, κλεψιτόκος, κλεψί-
ἀκλαυστί ἤ ἀκλαυτί. φαγος, κλεψίφρων, κλεψύδρα, κλοπή, κλοπεύς,
Κλάσις (=σπάσιμο). Ἀπ’ το κλάω (=σπάζω), ὅπου κλοπαῖος, κλόπιος, κλώψ (=κλέφτης), κλωπεία,
δές γιά περισσότερα παράγωγα. κλωπεύω.
Κλάσμα (=κομμάτι). Ἀπ’ τό κλάω (=σπάζω), ὅπου Κλεψύδρα (=ἀγγεῖο μέ στενό στόμιο καί πλατειά
δές γιά περισσότερα παράγωγα. βάση τρυπημένη μέ μικρές τρύπες, ἀπ’ ὅπου ἔστα-
Κλαυθμός. Ἀπ’ τό κλαίω, ὅπου δές γιά περισσό- ζε ἀργά τό νερό καί χρησίμευε σάν ρολόι). Ἀπ’
τερα παράγωγα. τό κλέπτω + ὕδωρ. Δές γιά περισσότερα παρά-
Κλάω-ῶ (=σπάζω, κομματιάζω). Ἀπό θέμα κλα + γωγα στό κλέπτω.
ω  κλάω. Παράγωγα: κλάδος, κλαδεύω, κλά- Κλῄζω (=φημίζω, ἐγκωμιάζω). Ἀπ’ τό κλέος πού πα-
σις, κλάσμα, κλασμός, κλάστης, εἰκονοκλάστης ράγεται ἀπ’ τό ποιητ. κλέω καί κλείω (=δοξάζω).
(=εἰκονομάχος), κλαστήριον, κλαστός (=τσακι- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κλέος.
σμένος), ἄκλαστος, ἀρτοκλασία, κλῆμα, κλών- Κλῆμα (=κλαδί ἀμπελιοῦ). Ἀπ’ τό κλάω (=σπάζω),
κλωνός (=κλωνάρι), κλῆρος (=λαχνός). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κλειδοῦχος. Άπ’ τό κλείς (τοῦ κλείω) + ἔχω. Δές Κληρονόμος. Ἀπ’ τό κλήρος + νέμομαι. Παράγωγα:
γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἔχω καί κληρονομῶ, κληρονόμημα, κληρονομιά, κληρο-
κλείω. νομικός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα νέ-
Κλεῖθρον. Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου δές γιά περισσότε- μω καί στή λέξη κλῆρος.
ρα παράγωγα. Κλῆρος (=λαχνός). Ἀπ’ το κλάω-ῶ. Παράγωγα:
Κλεινός (=ἔνδοξος). Ἀπ’ τό κλέος (=δόξα), ὅπου κληρῶ, κληρωτί, κληρικός, κλήρωσις, κλήρωμα,
δές γιά παράγωγα. κληρωτήριον, κληρωτρίς, κληρωτής, κληρωτικός,
Κλείς καί ἰων. κληίς (=κλειδί). Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου κληρωτός, καί τά σύνθετα: κληροδότης, κληρο-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νόμος, κληροῦχος, ναύκληρος, ὁλόκληρος.
Κλεῖστρον = κλεῖθρον. Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου δές γιά Κληροῦχος. Ἀπ’ τό κλῆρος + ἔχω. Παράγωγα: κλη-
περισσότερα παράγωγα. ρουχία (=ἡ ἀπονομή μέ κλῆρο γῆς σέ ξένη χώ-
Κλείω (=κλειδώνω). Ἀπό θέμα κλαF + πρόσφυ- ρα ἀνάμεσα στούς πολῖτες), κληρουχῶ, κληρού-

116 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


χημα, κληρουχικός, καί γιά ἄλλα παράγωγα στό στήρ, κλυστήριον, κατάκλυσμα, κατάκλυσις.
ρῆμα ἔχω καί στή λέξη κλῆρος. Κλύσμα (=καθαρτήριο ὑγρό). Ἀπ’ τό κλύζω, ὅπου
Κλῆσις. Ἀπ’ τό καλέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσό- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Κλυτός (=ξακουστός). Ἀπ’ τό κλύω (=ἀκούω, ἐγκω-
Κλῖμα (=κατηφόρα, ζώνη τῆς γῆς, διάθεση). Ἀπ’ τό μιάζομαι).
κλίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κλύω (=ἀκούω, ἐγκωμιάζομαι). Ἔχει σχέση μέ τό
Κλῖμαξ, ἡ (=σκάλα). Ἀπ’ τό κλίνω, ὅπου δές γιά κλείω-κλέω (=ἐγκωμιάζω). Παράγωγα: κλυτός
περισσότερα παράγωγα. (=ξακουστός), περικλυτός.
Κλίνη (=κρεβάτι). Ἀπ’ τό κλίνω, ὅπου δές γιά πε- Κλωβός (=κλουβί). Ἴσως συγγενικό μέ τίς: κλοιός,
ρισσότερα παράγωγα. κλείς τοῦ κλείω. Ὑποκοριστικό κλωβίον.
Κλίνω (=κάνω κάτι νά γείρει). Ἀπό ρίζα κλι-. Θέμα- Κλώθω (=γνέθω). Ἀπό θέμα κολ-, μέ μετάθεση
τα: α) κλι καί β) κλιν+j+ω  κλίνω. Παράγωγα: φθόγγου κλο καί μέ ἔκταση κλω+θ+ω  κλώθω.
κλῖμα (=κατηφοριά, ζώνη γῆς, διάθεση), κλῖμαξ Παράγωγα: Κλωθώ (=ἡ μία ἀπ’ τίς τρεῖς Μοῖρες),
(=σκάλα), κλιμακίζω, κλιμάκιον (ὑποκορ.), κλι- κλῶσμα (=νῆμα), κλωστήρ, κλωστήριον, κλω-
μακτήρ, κλιμακωτός, κλίνη, ἐπικλινής (=κατη- στής, κλωστός, ἄκλωστος, κλῶστρον, κλῶθες
φορικός), κλίνειος, κλινάς (=προσκεφάλι), κλι- (=κλώστριες).
νήρης (=κατάκοιτος), κλινικός, κλιντήρ (=ἀνά- Κλών-κλωνός, ὁ (=κλωνάρι). Ἀπ’ τό κλάω (=σπά-
κλιντρο), κλιντήριον, ἀνάκλιντρον ἤ ἀνακλιντή- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ριον (=καναπές), κλισία (=καλύβα, σκηνή), κλι- Κλώψ-πός (=κλέφτης). Ἀπ’ τό κλέπτω, ὅπου δές
σιάδες (=πόρτες συμπτυσσόμενες), κλισίηνδε, γιά περισσότερα παράγωγα.
κλίσιον (=περίπτερο), κλισίον, κλισμός (=ἀνά- Κναίω καί κνάω (=ξύνω, τρίβω, προξενῶ φαγού-
κλιντρο), κλιτικός, ἀποκλιτέον, κλίτος = κλῖτος ρα). Ἀπό ρίζα κεν- πού γίνεται κνε- μέ μετάθεση
= κλιτύς (=κατηφοριά, πλευρά βουνοῦ), κλίσις φθόγγων καί κνη- μέ ἔκταση. Παράγωγα: κνά-
(=λύγισμα, κάμψη) καί σύνθετα: (κατά, ἀπό, ὑπό, πτω (=λαναρίζω), κναφεύς, κνάφος (=ἀγκαθωτό
συγ, παρέκ)κλισις. φυτό), κνέφαλλον (=ἀπομεινάρι μαλλιοῦ), κνή-
Κλίσις. Ἀπ’ τό κλίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα θω (=γαργαλίζω), κνηθμός (=φαγούρα), κνῆμα,
παράγωγα. κνήω-ῶ, κνῆσις (=ξύσιμο), κνῆσμα (=κέντη-
Κλιτύς (=πλαγιά βουνοῦ). Άπ’ τό κλίνω, ὅπου δές μα), κνησμός, κνησμώδης, κνηστήρ, κνηστι-
γιά περισσότερα παράγωγα. κός, κνῆστις (=μαχαίρι γιά ξύσιμο τοῦ τυριοῦ),
Κλοιός. Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου δές γιά περισσότε- κνηστός (=ξυμένος), κνῆστρον, κνησμονή, κνί-
ρα παράγωγα. ζω (=ξύνω).
Κλονέω-ῶ (=ταράζω). Ἀπ’ τό κλόνος (=ταραχή). Κνάπτω ἤ γνάπτω (=ξύνω, λαναρίζω). Ἀπ’ τό κναί-
Παράγωγα: κλόνησις, κλονίζω, κλονώδης. ω-κνάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κλοπή (=κλεψιά). Ἀπ’ τό κλέπτω, ὅπου δές γιά πε- Παράγωγα τοῦ κνάπτω: κνάπτωρ ἤ γνάπτωρ,
ρισσότερα παράγωγα. κνάφαλλον ἤ κνέφαλλον (=ἀπομεινάρι μαλ-
Κλύδων (=κῦμα, θαλασσοταραχή). Ἀπ’ τό κλύζω λιοῦ), κναφεῖον, κναφεύς, κναφευτικός, κναφι-
(=σκεπάζω μέ τά κύματα), ὅπου δές γιά περισ- κός, ὁ κνάφος (=ἀγκαθωτό φυτό), κνάψις (=κα-
σότερα παράγωγα. τεργασία ὑφασμάτων).
Κλυδωνίζομαι (=ταράζομαι). Ἀπ’ τό κλύδων τοῦ Κνέφας, τό (=σκοτάδι). Ἄλλος τύπος τοῦ νέφος. Πα-
κλύζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ράγωγα: κνεφάζω (=σκοτίζω), κνεφαῖος (=σκο-
Κλύζω (=περιβρέχω, σκεπάζω μέ κύματα). Θέμα τεινός).
κλυδ + πρόσφυμα j + ω κλύδ-j-ω  κλύζω. Κνήθω (=ξύνω, γαργαλίζω). Ἀπ τό κναίω-κνάω,
Παράγωγα: κλύδων (=θαλασσοταραχή), κλυ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δωνίζομαι, κλυδώνιον (ὑποκορ. = μικρή κύμαν- Κνήμη (=τό μέρος μεταξύ τοῦ γόνατος καί τῶν
ση), κλυδωνισμός, κλύσμα (=καθαρτήριο ὑγρό), σφυρῶν). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγω-
κλυσμός, κατακλυσμός, κατακλύζω, κλύσις, κλυ- γα: κνημίς (=πού ἀνήκει στήν πανοπλία πολεμι-

117
στή), κνημαῖος, κνημιδωτός, κνημόω-ῶ (=ὁπλί- Κοίτη (=κρεβάτι, φωλιά). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές
ζω μέ περικνημίδες). γιά περισσότερα παράγωγα.
Κνίδη (=τσουκνίδα). Ἀπ’ τό κνίζω πού παράγεται Κοιτών (=δωμάτιο ὕπνου). Ἀπ’ τό κοίτη τοῦ κεῖμαι,
ἀπ’ τό κνάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γα, ὅπως καί στό κνίζω. Κόκκυξ-υγος (=κοῦκος). Ἀπ’ τό κόκκυ (=κούκου,
Κνίζω (=ξύνω, γαργαλίζω). Ἀπ’ τό κνάω, ὅπου δές κραυγή τοῦ κούκου). Παράγωγο: κοκκύζω.
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: κνίδη, Κολάζω (=κλαδεύω, τιμωρῶ). Μᾶλλον ἀπ’ τό ποι-
κνίσμα (=ξύσμα), κνισμός (=φαγούρα), κνίδω- ητ. ἐπίθ. κόλος (=κοντός) καί κολοβός (=περιο-
σις, κνίψ-σκνίψ (=σκνίπα). ρισμένος) ἀπ’ ὅπου και τό κολούω καί κόλουρος.
Κνῖσα (=μυρουδιά ψημένου κρέατος, τσίκνα). Ἀβέ- Θέμα κο-λάδ-j-ω  κολάζω. Παράγωγα: κόλα-
βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά εἶναι συγ- σις (=τιμωρία), κόλασμα, κολασμός, κολαστέ-
γενικό μέ τό κνίζω. Παράγωγα: κνισάω-ῶ, κνι- ος, κολαστήρ καί κολαστής (=τιμωρός), κολα-
σήεις. στικός, κολάστρια καί κολάστειρα, κολαστήρι-
Κνισμός (=φαγούρα). Ἀπ’ τό κνίζω, ὅπου δές γιά ον, ἀκόλαστος.
περισσότερα παράγωγα. Κόλαξ (=αὐτός πού καλοπιάνει). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
Κνώδαλον (=θηρίο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. μολογία του. Ἴσως συγγενεύει μέ τό λατ. colo
Σχετίζεται μέ τό κνώδων (=ξίφος). (=περιποιοῦμαι). Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό κηλέω-ῶ
Κόβαλα (=πανοῦργα παιχνίδια, ἀπάτες). Εἶναι οὐδ. (=θέλγω). Παράγωγα: κολακεύω, κολακεία, κο-
πληθ. τοῦ κόβαλος (=πανοῦργος). λάκευμα, κολακευτέος, κολακευτής, κολακευτι-
Κογχύλιον (=εἶδος ἀχιβάδας). Ὑποκοριστικό τοῦ κός, ἀκολάκευτος.
κογχύλη=κόγχη (=κοχύλι). Κόλαφος (=ράπισμα, μπάτσος). Ἀπ’ τό κολάπτω
Κόθορνος (=ψηλό παπούτσι, ἔμβλημα τῆς τραγω- (=χτυπῶ, χαράζω), (συγγενικό μέ τό κλάω). Πα-
δίας). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ράγωγα τοῦ κολάπτω: κολαπτήρ, κολαπτός, ἐκκο-
Κοῖλος (=μέ κοιλότητα). Ἀρχικά κοFjλος  κοῖλος. λάπτω (=ξύνω, ξεκλωσῶ), ἐκκόλαψις (=ξεκλώσι-
Παράγωγα: κοιλαίνω, κοίλανσις, κοιλαντικός, σμα), ἐκκολαπτικός, κολαφίζω (=χτυπῶ στό πρό-
κοίλασμα, κοιλάς, κοιλία, κοιλιακός, κοιλότης, σωπο), δρυοκολάπτης (=ξυλοφαγάς).
κοίλωμα, κοίλωσις, κοιλόω. Κολαφίζω (=χτυπῶ στό πρόσωπο). Ἀπ’ τό κόλα-
Κοιμάω-ῶ (=ἀποκοιμίζω, καταπραΰνω). Ἀπό ρί- φος τοῦ κολάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ζα κει- τοῦ κεῖμαι, μέ μετάπτωση ἔγινε κοι-. Δές ράγωγα. Παράγωγα τοῦ κολαφίζω: κολάφισμα,
στό κεῖμαι γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα: κοί- κολαφισμός, κολαφιστικῶς.
μημα, κοίμησις, κοιμητήριον, κοιμήτωρ, ἀκοί- Κολεός (=θήκη ξίφους). Πιθανόν νά σχετίζεται
μητος, κοιμίζω, κοιμισμός, κοίμισις, κοιμιστής, μέ τό κοῖλος.
κοιμιστικός. Κολλάω-ῶ. Ἀπ’ τό κόλλα (=ψαρόκολλα), (λατιν.
Κοινολογέομαι-οῦμαι (=συνομιλῶ). Ἀπ’ τό κοι- gliten). Παράγωγα: κόλλημα, κόλλησις, κολλη-
νός + λόγος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τής, κολλητικός, κολλητός, κολλήεις, συγκόλλη-
στό λέγω. σις, προσκόλλησις, κολλεψός (=αὐτός πού βρά-
Κοινότης. Ἀπ’ τό ἐπιθ. κοινός ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέ- ζει κόλλα), κολλοπώλης.
ξεις: κοινῶ (=διαδίνω), κοίνωμα, κοίνωσις, ἀνα- Κολοβός (=ἀκρωτηριασμένος). Ἀπ’ τό κόλος (=κο-
κοίνωσις, διακοίνωσις, ἀνακοινωθέν, κοινωνός, ντός). ΚολοFός  κολοβός. Παράγωγα: κολούω
κοινωνία, κοινωνῶ, κοινώνημα, κοινώνησις, κοι- (=κολοβώνω), κόλουσις, κόλουρος (=μέ κομμένη
νωνητέον, κοινωνικός, ἀκοινώνητος, ἀξιοκοι- οὐρά), κολοβῶ (=ἀκρωτηριάζω), κολόβωμα, κο-
νώνητος, καί σύνθετα: κοινοβούλιον, κοινολο- λόβωσις (=ἀκρωτηριασμός), κολοβώδης.
γοῦμαι, κοινωφελής, πάγκοινος. Κολοιός, ὁ (=καλιακούδα, πουλί πού κάνει πολύ
Κοινωνία. Ἀπ’ τό κοινωνός πού παράγεται ἀπ’ τό θόρυβο). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι ἴσως
κοινός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- συγγενικό μέ τό κολῳός (=κραυγή) καί κολῳάω
ξη κοινότης. (=φωνάζω).

118 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Κολοκύνθη (=κολοκύθι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία μα κομιδ + πρόσφυμα j + ω  κομίδ-j-ω  κο-
του. μίζω. Παράγωγα: κομέω (=φροντίζω), κομψός,
Κόλον, τό (=φαγητό, τό κάτω μέρος τοῦ παχέος κομιδή, κομιδῇ (=σωστά, ὁλότελα, ἀκριβῶς),
ἐντέρου). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία. συγκομιδή, κομιστήρ καί κομιστής, κομιστέ-
Κόλος (=κοντός). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις κολοβός, ος, κομιστέον, κομιστικός, κομιστός, ἀσυγκό-
κολάζω, ὅπου δές γιά παράγωγα. μιστος, κομίστρια, κόμιστρον, (πληθ.) κόμιστρα
Κολούω (=κολοβώνω). Ἀπ’ τό κόλος (κοντός). Θέ- (=πληρωμή μεταφορᾶς), εὐμετακόμιστος, δυ-
μα κολοF+ω = κολούω. Παράγωγα: κόλουσις, σμετακόμιστος.
κόλουσμα, κολουστέος, κολουστός. Κόμιστρα (=ἀμοιβή μεταφορᾶς). Ἀπ’ τό κομίζω,
Κολοφών (=κορυφή, τό ὕψιστο σημεῖο). Ἔχει σχέ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ση μέ τό κολωνός (=λόφος). Κόμμα (=χάραξη νομίσματος, νόμισμα, κομμά-
Κόλπος (=στῆθος, κοιλιά, πτυχή ρούχου, μυχός). τι). Ἀπ’ τό κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Παράγωγα: κολπῶ, κολπώδης, κόλπωμα, κόλ- παράγωγα.
πωσις, κολπωτός, κολπίας, κολπίζω (=σχημα- Κομμός (=στηθοκτύπημα, θρῆνος). Ἀπ’ τό κόπτω,
τίζω κόλπο). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κολπώδης (=γεμάτος κόλπους). Ἀπ’ τό κόλπος + Κομπάζω (=καυχιέμαι). Ἀπ’ τό κόμπος (θόρυβος,
εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- καύχηση), πού ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κόπτω.
ξη κόλπος. Παράγωγα: κομπασμός, κόμπασμα, κομπαστής,
Κολυμβήθρα. Ἀπ’ τό κολυμβῶ. Δές γιά περισσό- κομπαστικός, κομπῶ, κομπώδης.
τερα παράγωγα στή λέξη κόλυμβος. Κόμπος (=θόρυβος, καύχηση). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο-
Κόλυμβος (=κολυμπητής, δύτης). Ἔχει σχέση μέ γία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κόπτω (=χτυπῶ).
τό λατιν. columba (=περιστέρι) πού σχετίζεται Γιά παράγωγα δές στό κομπάζω.
μέ τό κελαινός (=σκοτεινός). Παράγωγα: κο- Κομψός. Ἀπ’ τό κομέω (=φροντίζω) - κομίζω, ὅπου
λυμβῶ (=βουτῶ, κολυμπῶ), κολύμβησις, κολυμ- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
βητέον, κολυμβητήρ καί κολυμβητής, κολυμβητι- κομψός: κομψεύω (λεπτολογῶ), κομψεύομαι
κός, κολυμβήθρα, κολυμβίς (=πουλί), κολυμβάς (=φέρνομαι μέ λεπτότητα), κομψεία (=λεπτότη-
(=ἐλιά πού ἐπιπλέει στήν ἁλμύρα). τα), κόμψευμα, κομψευτός, κομψευτικός, ἀκόμ-
Κολωνός (=λόφος, δῆμος τῆς Ἀττικῆς, δύο Κολω- ψευτος, κομψῶς.
νοί: ἵππειος καί ἀγοραῖος). Σχετίζεται μέ τά: κο- Κόνδυλος (=ὁ ἁρμός τῶν δακτύλων, κλείδωση).
λοφών (=κορυφή), κολώνη (=ὕψωμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: κονδυ-
Κομάω-ῶ (=ἀφήνω μακριά μαλλιά). Ἀπ’ τό κόμη, λίζω (=δίνω γροθιά), κονδυλισμός (=γροθοκτύ-
πού ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κομέω (=φροντί- πημα), κονδυλοῦμαι (=ἐξογκώνομαι), κονδύλωμα
ζω). Ὑπάρχουν καί οἱ τύποι κομόω καί κομέω. (=ὄγκος), κονδύλωσις, κατακονδύλιστος (=χτυ-
Παράγωγα: κομήτης (=μέ μακριά μαλλιά), κα- πημένος με μπουνιές).
ρηκομόωντες (Ἀχαιοί). Κονία (=σκόνη, ἀσβέστη). Ἀπ’ τό κόνις. Δές γιά
Κομέω-ῶ (=φροντίζω, περιποιοῦμαι). Ἐπικό ρῆμα, περισσότερα παράγωγα στό κονιάω.
ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό κομίζω (=φροντίζω), ὅπου Κονιάω-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπ’ τό κονία
δές γιά περισσότερα παράγωγα. πού παράγεται ἀπ’ τό κόνις.
Κόμη (=μαλλιά τοῦ κεφαλιοῦ). Πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα τοῦ κόνις: κονίω (=σκονίζω), κόνι-
Ἴσως σχετίζεται μέ τό κομέω (=φροντίζω), κομί- σις (=ἄσκηση στήν κονίστρα), κονίστρα, κονι-
ζω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα κομάω. στήριον, κονιστικός, ἀκονιτί (=χωρίς σκόνη, χω-
Κομήτης (=πού ἔχει μακριά μαλλιά). Ἀπ’ τό κο- ρίς κόπο), κονία, κονιάω, κονίαμα (=ἀσβέστω-
μάω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. μα), ἀμμοκονίαμα, κονίασις (=ἄσπρισμα), κο-
Κομιδή (=φροντίδα, περιποίηση, μεταφορά). Ἀπ’ τό νιατής, κονιατός, ἀκονίατος, κονιορτός (=σύν-
κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νεφο σκόνης, κουρνιαχτό), κονίσαλος (=σύν-
Κομίζω (=φροντίζω, μεταφέρω). Ἀπό ρίζα κομ-. Θέ- νεφο σκόνης).

119
Κονιορτός (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό). Ἀπ’ καί ἐπιμελητής τοῦ ναοῦ), κόρημα (=σκουπίδι,
τό κόνις + ὄρνυμι (=σηκώνω). Δές γιά περισσό- σκούπα), κόρηθρον (=σκούπα).
τερα παράγωγα στό κονιάω. Κόρη καί ἰων. κούρη (=παρθένα). Θηλυκό τοῦ κό-
Κονίσαλος (=σύννεφο σκόνης). Ἀπ’ τό κόνις + σά- ρος-κοῦρος (=παλικάρι) ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές
λος (=ταραχή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα γιά περισσότερα παράγωγα.
στά ρήμ. κονιάω καί σαλεύω. Κορμός. Ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Κοντός, ὁ (=κοντάρι). Ἴσως ἀπ’ τό κεντῶ. παράγωγα.
Κοπάζω (=ἀποκάμνω, ἡσυχάζω). Ἀπ’ τό κόπος τοῦ Κόρος. 1) (=χορτασμός) ἀπ’ τό κορέννυμι, ὅπου δές
κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα. 2) (=παλικάρι) ἀπ’ τό
Κόπανον (=γουδοχέρι). Ἀπ’ τό κόπτω (=χτυπῶ), κείρω (=κουρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ράγωγα. 3) (=σκούπα) ἀπ’ τό κορέω-ῶ (=σκουπί-
Κοπετός (=θρῆνος, στηθοκτύπημα). Ἀπ’ τό κόπτο- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μαι (=χτυπιέμαι). Δές γιά περισσότερα παράγω- Κορυβαντιάω-ῶ (=τελῶ τίς τελετές τῶν Κορυβάντων,
γα στό ρῆμα κόπτω. εἶμαι γεμάτος ἀπό μανία Κορυβαντική. Ἀπ’ τό Κο-
Κοπιάω-ῶ (=κουράζομαι). Ἀπ’ τό κόπος τοῦ κόπτω, ρύβας (ἴσως ἀπ’ τό κόρυς-υθος = περικεφαλαία).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Οἱ Κορύβαντες ἦσαν ἱερεῖς τῆς Ῥέας-Κυβέλης στή
Κόπος (=χτύπημα, ἐξάντληση). Ἀπ’ τό κόπτω (= Φρυγία, πού γιόρταζαν μέ τρελό ἐνθουσιασμό καί
χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χορούς κάτω ἀπό ἄγρια μουσική.
Κόπτω (=χτυπῶ, ἀποκόπτω). Ἠχοποιημένη λέ- Κορυζάω-ῶ (=τρέχει ἡ μύξα μου). Ἀπ’ τό κόρυζα
ξη. Θέμα κοπ + πρόσφυμα τ + ω = κόπτω. Πα- (=μύξα). Παράγωγα: κορυζᾶς (=μυξιάρης), κο-
ράγωγα: κοπή (=χτύπημα) καί συνθ. (ἀνα, ἀπο, ρυζώδης.
δια, περι, συγ, προ, ἐγ)κοπή, κόπος, ὑπέρκοπος Κόρυς-υθος, ἡ (=περικεφαλαία, κράνος). Σχετίζε-
(=θρασύς), παράκοπος (=παράφρονας), ξυλοκό- ται μέ τό κάρα (=κεφάλι). Παράγωγα: κορυδός
πος, κοπάζω, κόπασις, κόπασμα (=χαλάρωση), (=πουλί πού ἔχει στό κεφάλι τσουλούφι), κορυ-
κόπανον, κοπανίζω, κοπανισμός, κοπανιστήριον, θαίολος (=πού κινεῖ γρήγορα τήν περικεφαλαία),
κοπανιστός, κοπάς (=κλαδεμένη ἐλιά), κοπεύς κόρυμβος (=κορφή), κορύνη (=ρόπαλο), κορυ-
(=κοπίδι), κοπιάω-ῶ, κοπίαμα (=κοπίασμα), κο- στής (=ἔνοπλος), κορυφή, κορυφῶ.
πιώδης, κοπόω-ῶ (=κουράζω), κοπιάζω, κοπίς Κορυφή. Ἀπ’ τό κόρυς, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
(=μαχαίρι), κοπτός, κοπτικός, κοπτέον, κοπετός γωγα.
(=θρῆνος), κόπαιον (=κομμάτι), κοπάδιον, κόμ- Κορωνίς (=καμπύλη, στεφάνι). Ἀπ’ τό κορώνη (=κά-
μα, κομματικός, κομμάτιον, ἀπόκομμα, κομμός, θε κυρτό), πού ἔχει σχέση μέ τό κόραξ. Ἀπ’ τήν
κωφός, προσκόπτω (=σκοντάφτω). ἴδια ρίζα κορωνός (=καμπύλος).
Κόραξ (=κοράκι). Συγγενικό με τά κορώνη (=κου- Κοσμέω-ῶ (=τακτοποιῶ, στολίζω). Άπ’ τό κόσμος
ρούνα), κράζω, κρώζω. (=τάξη, στολισμός). Παράγωγα: κόσμημα, κόσμη-
Κόρδαξ (=ἄσεμνος χορός). Σχετίζεται μέ τό κρα- σις, δοακόσμησις, κοσμητέος, κοσμητής καί κοσμη-
δαίνω (=πάλλω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τήρ, κοσμητικός, διακοσμητικός, κοσμητός, ἀκό-
ράγωγα. σμητος, κοσμήτρια, κοσμήτωρ (=ἀρχηγός), κοσμι-
Κορέννυμι (=χορταίνω, ἱκανοποιῶ). Ἀπό ρίζα κορ-. κός, κόσμιος, κοσμιότης, κοσμοκράτωρ.
Θέμα κορεσ + πρόσφυμα νυ  κορέσ-νυ-μι καί Κοσμήτωρ (=ἀρχηγός). Ἀπ’ τό κοσμῶ, ὅπου δές γιά
μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν  κορέννυμι. Παρά- περισσότερα παράγωγα.
γωγα: κόρος (=χορτασμός), ἀψίκορος (=αὐτός Κοσμοκράτωρ (=ἐξουσιαστής τοῦ κόσμου).
πού γρήγορα χορταίνει), κορεστός, ἀκόρεστος Ἀπ’ τό κόσμος + κρατῶ. Δές γιά περισσότερα πα-
(=ἀχόρταγος), κορεστικός, ἀκόρητος (=ἀχόρ- ράγωγα στή λέξη κόσμος καί στό κρατῶ.
ταστος). Κότινος (=ἀγριελιά· ἀπ’ αὐτή γίνονταν τά στεφά-
Κορέω-ῶ (=σκουπίζω, καθαρίζω). Ἀπ’ τό κόρος νια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
(=σκούπα). Παράγωγα: νεωκόρος (=φύλακας μολογία του.

120 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Κοτυληδών, ἡ (=κάθε κοιλότητα σέ σχῆμα ποτηρι- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κρανίον. Ἴσως
οῦ, κοίλωμα κλειδώσεως, θηλές τοῦ χταποδιοῦ). νά συγγενεύει μέ τό κραναός (=σκληρός).
Ἀπ’ τό κοτύλη (=κοιλότητα, κοίλωμα ἀρθρώσε- Κρᾶσις (=συνένωση δύο πραγμάτων, εἶναι χημική
ως, μικρό ποτήρι). ἕνωση, ἐνῶ ἡ μείξη εἶναι μηχανική ἕνωση). Ἀπ’
Κουρά, ἡ (=κούρεμα). Ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές γιά τό κεράννυμι (=ἀνακατεύω), ὅπου δές γιά πε-
περισσότερα παράγωγα. ρισσότερα παράγωγα.
Κουρεύς. Ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές γιά περισσότε- Κράσπεδον (=ἄκρη, περιθώριο). Ἀπ’ τό κράς (κά-
ρα παράγωγα. ρα) + πέδον (=ἔδαφος) (πέζα = πόδι, ἡ ἄκρη κά-
Κουφίζω (=ἐλαφρώνω, ἀνακουφίζω). Ἀπ’ τό κοῦφος θε πράγματος).
(=ἐλαφρός, ἄδειος, μάταιος). Παράγωγα: κού- Κραταιός (=δυνατός). Ἀπ’ τό κράτος (=δύναμη).
φως (=εὔκολα), κουφότης, κούφισις, κούφισμα, Ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός. Παράγωγα: κραται-
κουφισμός, κουφιστήρ, κουφιστικός, ἀνακούφι- οῦμαι (=γίνομαι δυνατός), κραταιότης, κραταίω-
σις, ἀνακουφιστικός, ἀνακουφιστήριον. μα, κραταίωσις. Γιά περισσότερα παράγωγα δές
Κοῦφος (=ἐλαφρός, εὔκολος, ἄδειος, μάταιος, μι- στό ρῆμα κρατέω-ῶ.
κρός). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά πα- Κρατέω-ῶ (=βασιλεύω, εἶμαι ἄρχοντας, νικῶ, ὑπερι-
ράγωγα στό ρῆμα κουφίζω. σχύω). Ἀπ’ τό κράτος (=δύναμη). Ρίζα κρα-. Ἀπ’
Κοχλίας (=σαλιγκάρι). Ἀπ’ τό κόχλος (=ὀστρα- τή ρίζα αὐτή παράγονται τά: κραίνω (=κυβερνῶ),
κόδερμο), πού εἶναι συγγενικό μέ τά: κόγχη- κραντήρ, κράντωρ, κρείσσων, κρείων (=κυβερνή-
κόγχος (=κοχύλι). της), κράτιστος, κρατιστεύω, κρατύνω (=δυνα-
Κραδαίνω (=πάλλω, τραντάζω). Ἀπ’ τό κραδάω μώνω), κρατύς (=δυνατός), κραταιός-καρτερός,
πού παράγεται ἀπ’ τό κράδη (=τά ἀκραῖα μέ- κράτημα, παρακράτημα, κράτησις, ἐπικράτησις,
ρη τῶν κλαδιῶν πού σείονται). Ρίζα κραδ-. Θέ- κατακράτησις, κρατητής, κρατητήριον, ἀκράτη-
μα κραδαν-j-ω  μέ ἐπένθεση τοῦ j = κραδαί- τος, ἐπικρατητέον, αὐτοκράτωρ, κοσμοκράτωρ,
νω. Σχετίζεται μέ τά κόρδαξ, καρδία. Παράγω- ναυκράτωρ, παγκρατής, παγκράτιον.
γα: κράδανσις, κραδασμός. Κρατήρ (=ἀγγεῖο γιά ἀνακάτεμα). Ἀπ’ τό κεράν-
Κράζω (=κραυγάζω, φωνάζω). Ἀπό ρίζα κραFγ-. νυμι (=ἀνακατεύω), ὅπου δές γιά περισσότε-
Θέμα κραFγ + πρόσφυμα j + ω  κραFγ-j-ω, με ρα παράγωγα.
ἀποβολή του F καί τροπή τοῦ γj σέ j  κράγ-j-ω Κρατιστεύω (=ὑπερέχω, διακρίνομαι). Ἀπ’ τό κρά-
 κράζω. Παράγωγα: κραυγή, κατακραυγή, κραυ- τιστος πού παράγεται ἀπ’ τό κράτος. Δές γιά πε-
γάζω, κραυγαστής, κραυγαστικός, κέκραγμα, κε- ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ.
κραγμός, κεκράκτης, κρώζω, κρωγμός. Κρατύνω (=δυναμώνω). Ἀπ’ τό κρατύς (=δυνατός)
Κραιπάλη (=πόνος τοῦ κεφαλιοῦ, μεθύσι). Πιθανόν πού παράγεται ἀπ’ τό κράτος. Δές γιά περισσό-
νά συγγενεύει μέ τό κραιπνός (ὁρμητικός). Ἀπ’ τερα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ.
τήν ἴδια ρίζα: κραιπαλῶ, καρπάλιμος (=γρήγο- Κραυγή. Ἀπ’ τό ἠχοποιημένο ρῆμα κράζω, ὅπου
ρος). Ἀλλοῦ δέχονται τό κραιπάλη ἀπό το κράς δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=κεφάλι) + πάλη. Κρέας-κρέως, τό. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πα-
Κραιπνός (=ὁρμητικός). Ἔχει σχέση με τά: κραιπά- ράγωγα: κρεῖον (=μαγειρικό τραπέζι), κρεώδης
λη (=μεθύσι), καρπάλιμος (=γρήγορος). (=σαρκώδης), κρεανομῶ (=μοιράζω κρέας), κρε-
Κρανίον. Ἀπ’ τό κάρα (=κεφάλι) ἀπ’ ὅπου καί οἱ ουργῶ (=κόβω κρέας).
λέξεις: κράνος, κάρ (=κεφάλι), κράς (=κεφάλι), Κρείσσων (=ἰσχυρότερος). Συγκριτικός τοῦ ἀγα-
κάρηνον, κάρανος (=ἄρχοντας), πιθανόν και οἱ: θός. Ἀπ’ τό κράτος (=δύναμη). Δές γιά περισσό-
κόρση (=κρόταφος), κόρυς (=περικεφαλαία), κο- τερα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ.
ρυφή, κόρυμβος (=κορφή) καί τά σύνθετα: κα- Κρέκω (=χτυπῶ τό ὕφασμα μέ τήν κερκίδα, χτέ-
ραδοκῶ, καρατόμος, καρηκομόων, κρήδεμνον νι. Ὑφαίνω). Εἶναι λέξη ὀνοματοποιημένη ἀπ’
(=κεφαλόδεσμος). τόν ἦχο μιᾶς χορδῆς πού χτυπιέται. Παράγωγα:
Κράνος (=περικεφαλαία). Ἀπ’ τό κάρα (=κεφάλι). κερκίς (=χτένι τοῦ ἀργαλειοῦ), κρεγμός (=ἦχος

121
ἔγχορδων ὀργάνων), κρέξ-κρεκός, ἡ (=πουλί μέ (=ἀπό πρίν κρίση), κρίσις (=χωρισμός, διάλεγμα,
μυτερό καί ὀδοντωτό ράμφος), κρεκτός (=κρου- φιλονεικία, ἀποτέλεσμα), τά σύνθετα (ἀνά, κατά,
στός), κρόκη (=ὑφάδι). διά, ἐπί, ὑπό, ἔγ, ἔκ, σύγ, πρό)κρισις, ἀπόκρισις
Κρεμάννυμι (=κρεμνῶ). Ἀπό ρίζα κρεμ- καί μέ με- (=ἀπολογία, ἀπάντηση), ἀποκρίνομαι, κρίσιμος,
τάπτωση κρημ-. Θέμα κρεμασ + προσφυμα νυ + κριτέος, κριτέον, ἀποκριτέον, ἐγκριτέον, ἐκκρι-
μι  κρεμάσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν τέον, διακριτέα, κριτήριον, κριτής, κριτικός, κρι-
 κρεμάννυμι. Μεταγενέστερος τύπος εἶναι τό τός (=ξεχωριστός, ἐκλεκτός), ἄκριτος, ἀκρισία
κρεμάω-ῶ καί κρεμῶμαι. Παράγωγα: κρεμάθρα (=σύγχυση), ἔγκριτος, πρόκριτος, δύσκριτος,
(ἀττ.) καί κρεμάστρα (=καλάθι κρεμαστό ὅπου εὔκριτος, ἀνυπόκριτος, ἀνυποκρίτως, εὐκρινής,
ἔβαζαν τά φαγητά πού περίσσευαν, φανάρι), κρε- εὐκρινῶς καί ἴσως τά: κρησέρα (=κόσκινο), κρί-
μάς-άδος (ἐπίθ. = κρεμαστή), κρέμασις, κρέμα- μνον (=χοντροαλεσμένο κριθάρι).
σμα, κρεμασμός, κρεμαστέον, κρεμαστήρ, κρε- Κριός (=κριάρι, πολιορκητική μηχανή). Ἔχει σχέ-
μαστήριον (=μικρό κόσμημα πού κρεμιέται ἀπό ση μέ τό κέρας καί κεραός. Δές γιά ἄλλα παρά-
περιδέραιο), κρεμαστός (=κρεμασμένος), κρη- γωγα στή λέξη κεραία.
μνός (=γκρεμός), κρημνίζω, κρήμνισις, κρημνι- Κρίσις (=χωρισμός, διάλεγμα, φιλονεικία, ἀποτέ-
σμός, κρημνιστός, ἐκκρεμής. λεσμα). Ἀπ’ τό κρίνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Κρεουργῶ (=κόβω κρέατα). Ἀπ’ τό κρεουργός ρα παράγωγα.
(κρέας + ἔργον). Κρόκη (=ὑφάδι). Ἀπ’ τό κρέκω (=χτυπῶ), ὅπου δές
Κρήδεμνον, τό (=κεφαλόδεσμος, γυναικεῖο κάλυμμα γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπ’ τό κράς ἤ κάρα + δέω (=δέ- Κροκόδειλος (=μεγάλη σαύρα πού ζεσταίνεται
νω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα στόν ἥλιο πάνω σέ γυαλιστερές πέτρες). Ἀπ’
δέω καί στή λέξη κρανίον. τό κρόκη = κροκάλη (=χαλίκι) + δειλός, ἀντί:
Κρημνός (=γκρεμός). Ἀπ’ τό κρεμάννυμι, ὅπου δές δρῖλος (=σκουλήκι).
γιά περισσότερα παράγωγα. Κρόκος (=εἶδος κόκκινου φυτοῦ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
Κρήνη (=πηγή, βρύση). Συνώνυμο μέ τό κρουνός. μολογία του. Παράγωγα: κροκόω-ῶ, κρόκινος,
Ἴσως να σχετίζεται μέ τό κάρα (=κεφαλή). Πα- κροκοβαφής, κροκόεις, κροκόπεπλος, κροκώ-
ράγωγα: κρηναῖος, κρηνίς (ὑποκορ.), Κρηνιά- δης, κροκωτός
δες Νύμφαι. Κρόταλον. Ἀπ’ τό κροτῶ (=χτυπῶ), πού παράγεται
Κρηπίς (=εἶδος παπουτσιοῦ, θεμέλια). Ἀβέβαιη ἡ ἀπ’ τό κρότος κι’ αὐτό ἀπ’ τό κρούω. Παράγω-
ἐτυμολογία του. Παράγωγα: κρηπιδῶ (=ἐφοδιά- γα τού κροτῶ: κροταλίζω, κροτάλισμα, κρότα-
ζω μέ παπούτσια), κρηπίδωμα (=θεμέλιο). φος (=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου), κρότημα,
Κρησφύγετον, τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο χειροκρότημα, ποδοκρότημα, κρότησις, συγκρό-
μέρος τῆς λέξης: κρησ- εἶναι ἄγνωστο. Τό δεύ- τησις (=σχηματισμός), ἐπικρότησις (=ἐπίπληξη,
τερο ἀπ’ τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἐπιδοκιμασία), κροτησμός, κροτητός, ἀξυγκρότη-
παράγωγα. τος (=ὁ μή ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ τούς
Κρίκος (=κρικέλι, δαχτυλίδι). Ἀντί κίρκος (=δα- ἄλλους, ὁ χαλαρός καί ἀσυνάρτητος).
χτυλίδι). Παράγωγα: κιρκόω (=ἀσφαλίζω μέ κρί- Κρόταφος (=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου). Ἀπ’
κους), κρικοῦμαι (=ἀσφαλίζομαι μέ κρίκο), κρί- τό κροτῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
κωμα, κρίκωσις, κρικωτός. λέξη κρόταλον.
Κρίμα (=ἀπόφαση, κρίση, μομφή). Ἀπ’ τό κρίνω, Κρότος (=ξερός ἦχος). Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ρῆμα κρούω (=χτυπῶ) ἀπ’ ὅπου καί τά
Κρίνω (=ξεχωρίζω, διαλέγω, ἀποφασίζω). Θέμα κρυ παράγωγα: κροῦμα καί κροῦσμα (=χτύπημα),
+ πρόσφυμα ν + j + ω κρί-ν-j-ω, μέ ἀφομοίωση κρουματικός καί κρουσματικός, κροῦσις, ἀνά-
τοῦ j σέ ν  κρίννω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο κρουσις, παράκρουσις, ὑπόκρουσις, ἀπόκρου-
ν καί ἀντέκταση  κρίνω μέ τό ι μακρό. Παρά- σις, σύγκρουσις, κρουσμός, κρουστέον, ἀνα-
γωγα: κρῖμα, κατάκριμα (=καταδίκη), πρόκριμα κρουστέον, κρουστικός, ἀποκρουστικός, καί τά

122 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


σύνθ.: κρουσιδημῶ (=ἐξαπατῶ τό δῆμο), κρου- βω μέ τιμές), κτερίσματα, κτῆμα, κτηματικός,
σίθυρος, κρουσιλύρης, κρουσιμετρῶ (=ἐξαπατῶ κτῆνος, κτῆσις (=ἀπόκτηση, περιουσία), (ἀνά,
μετρώντας λειψά τό σιτάρι), παρακρουσιχοίνι- κατά, πρόσ)κτησις, κτήσιος, κτητέος, κτητέον,
κος, πολύκροτος. κτητικός, κτητός, ἄκτητος, ἀξιόκτητος, ἐπίκτη-
Κρουνός (=πηγή). Συνώνυμο μέ τό κρήνη. Παρά- τος, κτήτωρ, πολυκτήμων, ἀκτήμων.
γωγα: κρουναῖος, κρουνηδόν, κρουνίζω (=χύνω Κτείνω (=σκοτώνω). Ἀπό ρίζα καν- (τοῦ καίνω
νερό), κρουνίσκος, κρούνισμα, κρουνισμός. =φονεύω) και κταν - κτεν. Θέμα κτεν + πρόσφυ-
Κρύος, τό (=τό κρύο). Ἀρχικά ἦταν κρύσος. Ἀπ’ μα j + ω  κτέν-j-ω καί μέ ἀφομοίωση του j σε ν
ἐδῶ τά: κρυερός (=ψυχρός), κρυμός (παγετός),  κτέννω  κτείνω, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ν
κρυμαίνω (=παγώνω κάτι), κρυμαλέος (=ψυ- καί ἀντέκταση. Παράγωγα: κτάντης (=φονιάς),
χρός), κρυμώδης (=παγωμένος), κρυόεις (=πα- κτόνος (=φόνος), μητροκτόνος, πατροκτόνος,
γερός), κρυσταίνομαι (=παγώνω), κρύσταλλος ἀνδροκτόνος, αὐτοκτόνος, αὐτοκτονῶ, ἀλλη-
(=πάγος), κρυστάλλινος, κρυσταλλοῦμαι (=κρυ- λοκτονῶ, ἀνδροκτασία.
σταλλώνω), κρυώδης. Κτερίζω (=θάβω μέ τιμές). Ἀπ’ τό κτέρεα (=ἐπική-
Κρύπτω (=κρύβω, σκεπάζω). Ἀπό ρίζα κρυβ- καί δειες τιμές) τοῦ κτῶμαι, ὅπου δές γιά περισσό-
κρυφ-. Θέμα κρυφ + πρόσφυμα τ  κρύφ-τ-ω τερα παράγωγα.
 μέ τροπή τοῦ φ ἤ β σέ π  κρύπτω. Παράγω- Κτερίσματα. Ἀπ’ τό κτερίζω. Δές γιά περισσότερα
γα: κρύβδα, κρύβδην (=κρυφά), κρυπτός (=κρυ- παράγωγα στό ρῆμα κτῶμαι.
φός), κρυπτικός, κρυπτήριος, κρύπτη (=κρυ- Κτῆμα. Ἀπ’ τό κτάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά περισ-
ψώνα), κρυπτέον, κρυπτεύω, κρυπτεία (=κρυ- σότερα παράγωγα.
φή ἀποστολή στήν ὁποία ὑποβάλλονταν οἱ νέ- Κτῆνος, πληθ. κτήνη (=κοπάδια ζώων). Ἀπ’ τό
οι τῆς Σπάρτης καί ἦταν πολύ κοπιαστική), κρυ- κτάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
πτάδιος, κρύφα (ἐπίρρ.), κρυφαῖος (=κρυμμένος), ράγωγα.
κρυφαίως, κρύφιος (=λαθραῖος), κρυφίως, ἀπό- Κτήτωρ. Ἀπ’ τό κτάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά περισ-
κρυφος, κατακρυφή (=ὑπεκφυγή), ἐγκρυφίας σότερα παράγωγα.
(=ψωμί πού ψήνεται στά κάρβουνα), κρυπτίν- Κτίζω. Ἀπό ρίζα κτι-. Θέμα κτίδ+j+ω  κτίζω. Πα-
δα (=τό παιχνίδι: «κρυφτό»), κρύψις (=κρύψι- ράγωγα: κτίσις, κτίσμα, κτίστης (=ἱδρυτής), κτι-
μο), (ἀπό, ὑπό)κρυψις, κρυψίβουλος, κρυψίνους, στός, ἄκτιστος, νεόκτιστος, κτίστωρ, κτίτης,
κρυψίνοια, κρυψίποθος, κρυψίπτερος, κεκρύφα- εὐκτίμενος, ἀμφικτίονες, περικτίονες, αὐτόκτι-
λος (=γυναικεῖος κεφαλόδεσμος, δυκτυωτός γιά τος, κτίλος (=ἥμερος).
νά συγκρατεῖ τά μαλλιά). Κτυπέω-ῶ (=χτυπῶ). Ἀπ’ τό κτύπος πού παράγε-
Κρύσταλλος, ὁ (=πάγος). Ἔχει σχέση μέ τό κρύος, ται ἀπ’ τό τύπτω μέ προθεματικό κ. Παράγωγα:
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κτύπημα, κτυπητής.
Κρυψίνους (=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς Κτύπος (=κρότος). Ἴσως ἀπ’ τό τύπτω μέ προθε-
του). Ἀπ’ τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότε- ματικό κ-, εἶναι συγγενικό μέ τό γδοῦπος. Δές
ρα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω. γιά παράγωγα στό ρῆμα κτυπέω-ῶ.
Κρώζω (=φωνάζω σάν κοράκι). Λέξη ὀνοματοποι- Κύαμος, ὁ (=κουκί. Κλῆρος στήν Ἀθήνα). Ἔχει σχέ-
ημένη ἀπ’ τόν ἦχο κρά. Ἔχει σχέση μέ τό κράζω, ση μέ τό κύω (=φουσκώνω). Παράγωγα: κυαμεύω
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἔχει ἀκόμη σχέ- (=ἐκλέγω μέ κλῆρο), κυαμευτός, κυαμιαῖος, κυ-
ση καί μέ τό κόραξ. αμίζω (=εἶμαι σέ ἡλικία γάμου), κυαμών (=χω-
Κτάομαι-ῶμαι (=ἀποκτῶ). Ἡ ρίζα κτα- πού γίνε- ράφι γεμάτο κουκιά), κυαμεία (=πολύτιμος λί-
ται κτε- καί κτη- Παράγωγα: κτέανον, (πληθ.) θος ὅμοιος μέ κουκί).
κτέανα (=περιουσία), κτέαρ (=χτῆμα), κτεατί- Κύανος, ὁ (=ὕλη μέ βαθύ γαλάζιο χρῶμα). Παράγω-
ζω (=κερδίζω), κτεατήρ (=κάτοχος), κτεάτειρα, γα: κυανοῦς, κυανόπρῳρος, κυανόχρους, κυανώ-
κτεατιστός, κτέρας (=χτῆμα), κτέρεα, τά (=νε- πης, κυάνωσις. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
κρικά δῶρα, ἐπικήδειες τιμές), κτερίζω (=θά- Κυβεία (=παιχνίδι τῶν κύβων, χαρτοπαίγνιο, ζάρια).

123
Ἀπ’ τό κυβεύω (=παίζω τούς κύβους, ριψοκινδυ- σις (=περιστροφή), ἀνακύκλησις, κυκλάς (=κυ-
νεύω) πού παράγεται ἀπ’ τό κύβος (=ζάρι), τό κλική), κυκλικός, κύκλιος, κυκλόω-ῶ (=περικυ-
ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ το κύβη (κεφάλι). κλώνω), κύκλωμα, κύκλωσις, περικύκλωσις, κυ-
Παράγωγα: κυβευτής, κυβευτικός, κύβευμα, κυ- κλωτός, κυκλοτερής, κυκλοφοροῦμαι (=στρέ-
βευτήριον, κυβεῖον, κυβίζω (=κάνω κάτι σέ σχῆμα φομαι κυκλικά).
κύβου), κυβικός, κυβισμός, κυβοειδής. Κύκλωψ (=πού ἔχει στρυγγυλό μάτι). Ἀπ’ τό κύ-
Κυβερνῶ. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τὀ κλος + ὤψ (ὄψομαι). Δές γιά περισσότερα παρά-
οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης. γωγα στή λέξη κύκλος καί στο ὁράω-ῶ.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνη- Κύκνος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
τέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήρι- Κυλίνδω ἤ κυλίω (=κυλῶ, διαδίδομαι). Ἔχει σχέ-
ος, κυβερνητικός. ση μέ τις λέξεις κύκλος, κίρκος, κυλλός (=στρα-
Κυβιστάω-ῶ (=κάνω τοῦμπες). Ἀπ’ τό κύβη (=κε- βοκάνης) κ.λπ. Εἶναι ἀκόμα συγγενικό μέ τό κα-
φάλι) πού σχετίζεται μέ τό κύπτω. Παράγωγα: λινδῶ καί καλινδοῦμαι. Παράγωγα: κυλινδήθρα,
κυβίστησις, κυβίστημα, κυβιστητήρ, κυβιστίν- κυλίνδησις, κύλινδρος, κυλινδρικός, κύλισις, κύ-
δα ἤ κυβισίνδα. λισμα, κυλιστός, κυλιστικός, κυλίστρα.
Κύβος (=ζάρι). Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό κύβη (=κε- Κύλιξ, ἡ (=κρασοπότηρο). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό
φάλι) τοῦ κύπτω. Λατιν. cubus. Δές γιά παράγω- κυέω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀκόμα
γα στή λέξη κυβεία. ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κάλυξ (=μπουμπούκι)
Κυέω-ῶ (=εἶμαι ἔγκυος). Ἀπό ρίζα κυ-έω  κυῶ, τοῦ καλύπτω.
πού εἶναι ἀρχαιότερο καί πιό ἀττικό τοῦ κύω. Πα- Κῦμα. Ἀπ’ τό κύω (=φουσκώνω) - κυέω-ῶ, ὅπου
ράγωγα: κύημα (=ἔμβρυο), κύησις, κυητήριος, κυ- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
ητικός, κυμάς-άδος, ἡ (=ἔγκυος), κύστις (=φού- κῦμα: κυμαίνω (=ἐξογκώνομαι), κύμανσις, διακύ-
σκα), ἀποκύησις, ἀποκύημα (=γέννημα), ἐγκύ- μανσις, ἀκύμαντος, κυματόεις, κυματοπλήξ, κυ-
μων, ἔγκυος, καί ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά κυΐσκομαι ματῶ (=σκεπάζω μέ κύματα), κυματωγή (=ἀκτή,
(=γίνομαι ἔγκυος), κύω, κῦμα, κύος (=ἔμβρυο), ὅπου σπάνουν τά κύματα), κυματώδης, κυμάτω-
κύαρ-αρος, ὁ (=τρύπα), κύαθος (=ποτήρι), κύλιξ σις, τρικυμία.
(=κρασοπότηρο), τά κύλα (=τά μῆλα τοῦ προσώ- Κύμβαλον (=εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, ἀπό δύο με-
που), τό κύτος (=κοίλωμα), ἐπικυλίδες (=τά πά- ταλλικά κοῖλα ἡμισφαίρια πού τά χτυποῦσαν με-
νω βλέφαρα), κοῖλος, κοιλία, καυλός, κύτταρον ταξύ τους στίς γιορτές τοῦ Βάκχου καί τῆς Κυβέ-
(=κοίλωμα), κῦφος, τό (=καμπούρα). λης). Ἀπ’ τό κύμβη (=κοῖλο ἀγγεῖο) τοῦ κύπτω,
Κυκάω (=ἀνακατώνω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: κυκεών (=ἀνακατεμένο πιοτό, γε- Κύμβη (=κοῖλο ἀγγεῖο, ποτήρι, μικρό πλοῖο). Σχε-
νικά ἀνακάτωμα), κυκεία (=ταραχή), κύκηθρον τίζεται μέ το κύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα
(=μεγάλη κουτάλα, ἄνθρωπος ταραξίας), κύκη- παράγωγα.
μα, κύκησις, κυκητής (ταραχοποιός). Κυνάγχη, ἡ (=συνάχι). Ἀπ’ το κύων + ἄγχω, ὅπου
Κυκεών (=ἀνακατεμένο πιοτό, γενικά ἀνακάτω- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα). Ἀπ’ τό κυκάω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- Κυνέω-ῶ (=φιλῶ, προσκυνῶ). Ἀπό ρίζα: κυ+νέ+ω 
ρα παράγωγα. κυνῶ. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα προσκυνῶ.
Κύκλος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τήν Κυνηγός ἀντί κυναγός. Ἀπ’ τό κύων + ἄγω, ὅπου
ἴδια ρίζα μέ τά: κίρκος (=γεράκι, πού ὀνομάστη- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κε ἔτσι ἀπ’ τούς κύκλους πού κάνει ὅταν πετᾶ), Κυπάρισσος, ἡ (=κυπαρίσσι). Ξενική ἡ προέλευ-
κυρτός, κυλίνδω, κυλίω, κυλλός (=κουτσός), σή του.
Κύκλωπες, Κυκλάδες, Κυρήνη, Κέρκυρα, κέρ- Κύπελλον (=ποτήρι). Ἔχει σχέση μέ τό κύμβη (=πο-
κος, κορώνη. Παράγωγα τοῦ κύκλος: κύκλῳ, κυ- τήρι) τοῦ κύπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
κληδόν, κυκλόθεν, κυκλόσε, κυκλότης, κυκλέ- Κύπτω (=σκύβω). Ἀπ’ τό: κύβη (=κεφάλι). Θέμα
ω-ῶ (=κινῶ ὁλόγυρα, ἐπαναλαμβάνω), κύκλη- κυβ ἤ κυφ + τ + ω  κύπτω. Παράγωγα: κυφός

124 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


(=καμπούρης), κυφοῦμαι, κῦφος, τό (=καμπούρα), Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τά: κολούω (κολοβώ-
κυφότης (=καμπούρα), κύφωμα, κύφων (=κυρτό νω) - κόλος (=κολοβός). Παράγωγα: κώλυμα
ξύλο), κύφωσις, κυφαγωγός, κυπτάζω (θαμιστ.). (=ἐμπόδιο), κωλύμη, κώλυσις, κωλυτέον, κωλυ-
Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: κύμβος (=ποτήρι), κύμβη, τήρ, κωλυτήριος, κωλυτής, κωλυτικός, κωλυτός,
κύμβαλον, κύπη (=κοίλωμα), κύπελλον. ἀκώλυτος, ἀκωλύτως, διακωλυτέον.
Κυρέω-ῶ ἤ κύρω (=συναντῶ, πετυχαίνω τό σκο- Κῶμα (=λήθαργος, βαθύς ὕπνος). Ἀπ’ τό κεῖμαι,
πό μου). Ἀπό ρίζα κυρ-. Παράγωγα: κύρμα ἤ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κύρημα (=εὕρημα, λάφυρο), συγκυρῶ, συγκυ- Κωμάζω (=εὐθυμῶ, γιορτάζω). Ἀπ’ τό κῶμος πού
ρία, συγκύρησις. παράγεται ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσό-
Κύριος. Ἀπ’ τό κῦρος (=δύναμη), ὅπου δές γιά πε- τερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωμάζω: κω-
ρισσότερα παράγωγα. μασία (=παρέλαση τῶν εἰδώλων τῶν θεῶν στήν
Κυρίττω (=χτυπῶ μέ τά κέρατα). Ἀπό ρίζα κυρ. Αἴγυπτο), κωμαστής, κωμαστικός.
Θέμα κυρικ+j+ω  κυρίττω. Ἔχει σχέση μέ τό Κώμη (=χωριό). Ἀπ’ το κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισ-
κέρας. σότερα παράγωγα.
Κῦρος (=δύναμη). Ἀπό ρίζα κυρ-. Παράγωγα: κυ- Κωμικός. Ἀπ’ τό κῶμος τοῦ κεῖμαι, ὅπου δές γιά
ρόω-ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), κύρωμα, κύρωσις, περισσότερα παράγωγα.
(κατά, ἐπι)κύρωσις, κυρωτέον, κυρωτικός, ἀκό- Κῶμος (=πανηγύρι, γλέντι). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου
μη τά: κύριος, κυριεύω, κυριεία, κυρίευσις, κυ- δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στο
ριακός, κυρία (=ἐξουσία), κυρίως, κυριότης, κυ- κωμάζω.
ρέω-ῶ, κοίρανος (=ἀρχηγός). Κωμῳδία. Ἀπ’ τό κωμῳδός (=κωμικός, ὑποκριτής),
Κυρτός. Ἔχει σχέση μέ τό κύκλος, κορωνός (=καμπύ- σύνθετο ἀπ’ τό κῶμος ἤ ἀπ’ τό κώμη + ᾠδός
λος). Παράγωγα: κυρτότης, κυρτόω-ῶ (=κυρτώ- (ἀοιδός). Παράγωγα: κωμῳδῶ (=κοροϊδεύω),
νω), κύρτωμα, κύρτωσις (=καμπούριασμα), κυρ- κωμῴδημα, κωμῳδητέον, κωμῳδικός.
τών (=καμπούρης), κυρτιάω (=καμπουριάζω). Κώνειον, τό (=βρωμόχορτο, δηλητήριο). Ἴσως νά
Κύρωσις. Ἀπ’ τό κυρόω, πού παράγεται ἀπ’ τό σχετίζεται μέ τό κῶνος (=καρπός τοῦ πεύκου,
κῦρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κουκουνάρα) ἀπ’ τό σχῆμα τοῦ φυτοῦ πού μοιά-
Κύστις (=φούσκα). Ἀπ’ τό κύω (=φουσκώνω) - κυ- ζει με κουκουνάρα.
έω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κῶνος (=καρπός πεύκου, κουκουνάρα). Ἀβέβαιη
Κύτος (=κοίλωμα). Ἀπ’ τό κύω, κυέω-ῶ, ὅπου δές ἡ ἐτυμολογία του.
γιά περισσότερα παράγωγα. Κώπη (=κουπί, λαβή ξίφους). Ἀπό ρίζα καπ- τοῦ κά-
Κύτταρον (=κάθε κοίλωμα). Ἀπ’ τό κύτος τοῦ κυέ- πτω (=χάφτω). Παράγωγα: κώπαιον (=τό πάνω
ω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. μέρος τοῦ κουπιοῦ), κωπεύω, κωπήρης (=μέ κου-
Κυφός (=καμπούρης). Ἀπ’ το κέκυφα, παρακειμ. τοῦ πιά), κωπίον καί τό σύνθετο κωπηλατῶ (=τραβῶ
κύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κουπί).
Κυψέλη (=θήκη). Ἴσως ἀπ’ το κύπτω, συγγενικό Κωπηλατῶ (=τραβῶ κουπί). Ἀπ’ τό κωπηλάτης,
ἀκόμη μέ τό κυφός. σύνθετο ἀπ’ τό κώπη + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά
Κύων-κυνός (=σκυλί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωπη-
Παράγωγα: κυνέη (=δέρμα σκυλιοῦ), κύνειος λατῶ: κωπηλασία, κωπηλατικός.
(=σκυλίσιος), κυνικός, κυνισμός καί τά σύνθετα: Κωτίλος (=φλύαρος, ἀνόητος, ζωηρός). Σκοτεινή
κυναγός, κυνάγχη, κυνηγέτης, κυνηγῶ, κυνόδους, ἡ ἐτυμολογία του.
κύντερος (=ἀναιδέστατος), κυνώπης. Κωφός (=ἀνίσχυρος, ἄλαλος, κουφός). Ἀπ’ τό κό-
Κωδωνίζω (=δοκιμάζω με κουδουνισμό). Ἀπ’ τό πτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πα-
κώδων (=κουδούνι). ράγωγα τοῦ κωφός: κωφότης, κωφάω, κωφεύω
Κῶλον (=μέλος τοῦ σώματος, σκέλος). Ἔχει σχέση (=εἶμαι βουβός), κώφησις, κωφόω, κώφωσις.
μέ τά: σκέλος - κυλλός (=στραβοκάνης).
Κωλύω (=ἐμποδίζω). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του.

125
Λ Λάμδα

Λαβή (=χερούλι, εὐκαιρία). Ἀπ’ τό λαβεῖν, ἀπαρ. ληξις (=ἔφεση για ἀναθεώρηση δίκης), λόγχη
ἀόρ β’ τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότε- (=λαχνός, κλῆρος).
ρα παράγωγα. Λαγωός, ἐπικ. ἀντί τοῦ λαγώς (=λαγός). Ἀπό ρί-
Λάβρος (=ὁρμητικός, βίαιος). Πιθανόν ἀπό ρίζα ζα λαγ-, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις λαγαρός, λάγνος,
λαF (λαῦρος, ἀπολαύω). λαγών (=λαγγόνι).
Λαβύρινθος. Μᾶλλον ξένη λέξη. Ἀπ’ τό λάβρυς Λαθραῖος (=κρυφός). Ἀπ’ το ἐπίρρ. λάθρᾳ τοῦ λαν-
(=τσεκούρι), πού εἶναι λυδική λέξη καί γιατί στό θάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λαβύρινθο τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρχαν ζωγραφισμένα Λαῖλαψ-απος, ἡ (=ἀνεμοστρόβιλος). Εἶναι τύπος
τσεκούρια - σύμβολα. ἐπιτεταμένος μέ ἀναδιπλασιασμό τοῦ προθεμα-
Λαγαρός (=χαλαρός, λεπτός). Ἀπό ρίζα λαγ- (ἀπ’ τικοῦ μορίου λαι πού δηλώνει ἐπίταση.
τήν ἴδια ρίζα τά: λαγών-όνος (=κάθε κοίλωμα) - Λαίμαργος (=ἀχόρταγος). Ἀπ’ τό ἐπιτατικό μόριο
λάγνος - λαγώς -λήγω. Παράγωγα: λαγαρότης, λαι + μάργος (=τρελός, ἀχόρταγος). Παράγωγα:
λαγαρίζομαι, λαγαροῦμαι. λαιμάργως, λαιμαργία.
Λαγχάνω (=παίρνω μέ κλῆρο, τυχαίνω). Ἀπό ρί- Λαιμητόμος, ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπ’ τό λαιμός +
ζα λαχ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαχ + πρόσφυμα τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγω-
ν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα καί αν μετά  λα-ν-χ- γα στό ρῆμα τέμνω.
αν-ω λαγχάνω μέ τροπή τοῦ ν σέ γ, β) ἰσχυ- Λακτίζω (=κλωτσῶ). Ἀπό ρίζα καλκ- μέ ἀποβο-
ρό ληχ (μελλ. λήχ-σομαι λήξομαι). Ἀκόμα τό θέ- λή τοῦ κ: αλκ καί μέ μετάθεση τοῦ λ  λακ +
μα λέγχ- (μέ μετάπτωση ἀπ' τό λαχ: λεχ - λενχ - πρόσφυμα τ + ίζω  λακτίζω. Παράγωγα: λάξ
λεγχ) πού γίνεται λογχ- μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ (=μέ τίς κλωτσιές), λάκτισμα (=κλωτσιά), λακτι-
ο. Παράγωγα: λάχος, τό (=μερίδιο πού ὁρίζεται στής, λακτικός, λακτισμός, λακπάτητος, (=τσα-
μέ κλῆρο), Λάχεσις (=μία ἀπ' τίς τρεῖς Μοῖρες), λαπατημένος).
λαχμός, λάξις (=μέρος γῆς), ληκτέον, λῆξις (=δι- Λακωνίζω (=μιμοῦμαι τούς Λάκωνες). Ἀπ’ τό Λά-
ορισμός μέ κλῆρο), ληξιαρχικός, ληξιαρχικόν κων. Παράγωγα: λακωνικός, λακωνισμός, λα-
γραμματεῖον (=δημόσιος κατάλογος κάθε Ἀθη- κωνιστής.
ναϊκοῦ δήμου, ὅπου γράφονταν τά ὀνόματα τῶν Λαλέω-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρί-
δημοτῶν, ὅταν ἔρχονταν σέ νόμιμη ἡλικία), ἀντί- ζα λαλ- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: λάλος (=φλύ-

126 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


αρος), λάλημα (=φλυαρία), λάλησις, λαλητέ- σο: λησμονῶ). Ἀπό ρίζα λαθ-. Θέματα: α) ἰσχυ-
ος, λαλητικός, λαλητός, ἀλάλητος (=ἀνέκφρα- ρό ληθ- καί β) ἀσθενές λαθ-. Ἐνεστώς: Θέμα
στος), περιλάλητος (=περιβόητος), ἀπεριλάλη- λαθ + πρόσφυμα ν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα καί
τος (=πολυλογάς), ἀνεκλάλητος (=ἀπερίγρα- αν μετά τό χαρακτήρα  λα-ν-θ-άν-ω  λαν-
φτος), λαλητρίς (=γυναίκα φλύαρη), λαλιά, λά- θάνω. Μέλλοντας: λήθ-σ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ
ληθρος (=φλύαρος), λάλαξ (=φωνακλάς), λα- ὀδοντικοῦ θ μπροστά ἀπ' τό σ  λήσω. Παρά-
λαγῶ (=φλυαρῶ). γωγα: λήθη (=λησμονιά), λήθαιος (=λησμονητι-
Λαμβάνω (=παίρνω). Ἀρχικό θέμα σλαβ- καί σληβ-. κός), λήθαργος, ἀληθής, ἀλήθεια, ἀληθεύω, λή-
Ρίζα λαβ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαβ + πρόσφυ- σμων, ἐπιλήσμων, λησμοσύνη, ἄληστος (=ἀλη-
μα ν μπροστά ἀπ’ τό χαρακτήρα καί αν μετά τό σμόνητος), ἀνεπίληστος (=ἀλησμόνητος), ἐπι-
χαρακτήρα  λα-ν-β-άν-ω καί μέ τροπή τοῦ ν ληστικός, εὐεπίληστος, ἐπίλησις (=λησμονιά),
σέ μ  λαμβάνω, β) ἰσχυρό: ληβ (μελλ. λήβ-σ- λάθος, λάθρᾳ, λαθραῖος, λάθριος, λάθησις, λα-
ο-μαι  λήψομαι). Παρακείμενος: σε-σλαφ-α θικηδής (=παυσίπονος), λαθίπονος, ἀλάθητος,
 σε-σληφ-α, μέ ἀφομοίωση τοῦ δευτέρου σ  βιβλιολάθας (=ἐπώνυμο τοῦ Δίδυμου του Γραμ-
σέ-λληφ-α καί μέ ἁ-πλοποίηση τῶν δύο λ, ἀντέ- ματικοῦ πού λησμόνησε τά βιβλία πού ἔγραψε,
κταση καί ἀποβολή τοῦ σ  εἴληφα. Μέσος πα- ἐπειδή ἦταν πολλά), ἄλαστος (=ἀλησμόνητος),
ρακ.: σέ-σλαβ-μαι  σέ-σληβ-μαι  σέ-σλημ- ἀλάστωρ (=ἡ θεότητα πού τιμωρεῖ τό ἔγκλη-
μαι  σέ-λλημ-μαι  εἴλημμαι. Παράγωγα: λα- μα), λεληθότως.
βή, συλλαβή, παραλαβή, ἀπολαβή, ἀντιλαβή, Λαξεύω (=πελεκῶ πέτρες). Ἀπ’ τό λᾶς (λᾶας = πέ-
χειρολαβή, εὐλαβής, λαβίς (=χερούλι), λάφυ- τρα) + ξέω (=λειαίνω). Παράγωγα: λάξευμα (=
ρον (=λεία τοῦ πολέμου, πλιάτσικο), ἀμφιλαφής σκάλισμα), λάξευσις, λαξευτήριον, λαξευτής, λα-
(=κατάφυτος), ἐργολάβος, ἐργολαβῶ, ἐργολαβία, ξευτικός, λαξευτός.
λῆμμα (=κέρδος), λημματικός, λημμάτιον (ὑπο- Λαοδάμας (=πού δαμάζει τούς ἄντρες). Ἀπ τό λα-
κορ.), λῆψις καί τά σύνθ. (ἀνά, κατά, περί, ἀντί, ός + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
ἀπό, ἐπί, μετά, πρόσ, σύλ, ὑπό)ληψις, ἀνδρολη- γωγα.
ψία (=σύλληψη ἀνδρῶν ἐνόχων), ληπτέος, λη- Λαός. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀπ’ τήν ἴδια ρί-
πτέον, (δια, ἀντι, ἀνα, ἀπο, παρα, μετα, ὑπο)λη- ζα τά: λεῖτος (=δημόσιος), λειτουργία, λαϊκός καί
πτέον, λήπτης, παραλήπτης, ἐργολήπτης, ληπτι- τά σύνθετα: λαοδάμας, λαοσσόος (=πού ξεση-
κός, ἐπιληπτικός, ληπτός, (ἄ, ἀνεπί, ἐπί, εὔ, νυμ- κώνει τά ἔθνη, πού σώζει τό λαό), λαοφόρος καί
φό)ληπτος, (κατα, παρα, περι)ληπτός, ἀσύλλη- λεωφόρος, Λεωσθένης, Λεωτυχίδης.
πτος, δυσανάληπτος, θρησκόληπτος, ἀντιλή- Λάρναξ, ἡ (=κιβώτιο, τεφροδόχος). Ἄγνωστη ἡ
πτωρ (=βοηθός), συλλήβδην (=σύντομα, περι- ἐτυμολογία του.
ληπτικά), καταλαμπτέος. Λάρυγξ, ὁ (=λαιμός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
Λαμπαδηδρομία. Λεγόταν και λαμπάς. Σύνθετο ἀπ’ Παράγωγα: λαρυγγικός, λαρυγγίζω (=φωνάζω
τό λαμπάς (λάμπω) + δρόμος τοῦ τρέχω. Δές γιά δυνατά), λαρυγγισμός, λαρυγγᾶς - λαρυγγός
παράγωγα στό λάμπω καί στό τρέχω. (=φωνακλάς), λαρυγγόφωνος.
Λάμπω. Ἀπό ρίζα λαF-. Θέμα λαμπ+ω = λάμπω. Πα- Λᾶς, ὁ, ἀντί: ὁ λᾶας (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶFας.
ράγωγα: λαμπάς (=πυρσός, δαδί, λαμπαδηδρο- Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας),
μία), λαμπαδηδρομία, λαμπαδεύω (=καίω), λα- λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπ’ τό λᾶας πα-
μπαδηφορῶ, λαμπάδιον (ὑποκορ.), λαμπαδοῦχος, ράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος),
λάμπη (=πυρσός), λαμπέτης (=λαμπρός), λαμπη- λατόμος.
δών, λαμπηρός, πυγολαμπίς, λαμπρός, λαμπρό- Λάσιος (=πυκνόμαλλος). Ἀρχικά: Fλατιος = λάτιος
της, λαμπρύνω, λάμπρυσμα, Λάμπρος, λαμπτήρ, = λάσιος.Παράγωγα: λασιαύχην, λάσιον (=πυκνό
λαμπυρίς (=κωλοφωτιά), Λάμπουρος (=μέ λα- λινό ὕφασμα), λασιότης, λασιόφρυς.
μπερή οὐρά), ἴσως καί τό Ὄλυμπος. Λάσκω (=ἠχῶ, φωνάζω). Ἀπό ρίζα λακ-. Θέμα
Λανθάνω (=ξεφεύγω τήν προσοχή κάποιου· μέ- λακ+σκ+ω = λάσκω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: λακίς

127
(=σχίσμα), λακίζω (=σπαράζω), λακερός, λακέ- ζυγος), λέκτρον (=κρεβάτι). 2) (=μαζεύω, ἀπα-
ρυζα (=αὐτή πού κραυγάζει), λάκος, ὁ (=θόρυ- ριθμῶ). Ἀπό ρίζα λεγ- ὅμοια μέ τοῦ λέγω (3).
βος), λακάζω (=φωνάζω). Παράγωγα: λογάς-άδος (=ἐκλεκτός), λογάδην
Λατόμος (=αὐτός πού κόβει πέτρες). Ἀπ’ τό λᾶς (=μέ ἐκλογή), συλλογή, ἐκλογή, ἐπιλογή, δια-
(=πέτρα) + τέμνω. Παράγωγα: λατομῶ, λατο- λογή, σύλλογος, κατάλογος, ἐκλογεύς, συλλο-
μεῖον, λατόμημα, λατομητός, λατομικός. γεύς (=εἰσπράκτορας φόρων), ἐκλεκτός, ἀπό-
Λατρεύω (=ὑπηρετῶ, λατρεύω τούς θεούς). Ἀπ’ τό λεκτος (=διαλεκτός), ἐπίλεκτος, λεκτός, δύ-
λάτρις-ιος (=μισθωτός ἐργάτης) πού παράγεται σλεκτος, σύλλεκτος, νεοσύλλεκτος, ἐκλεκτέ-
ἀπ’ τό λάτρον (=μισθός) ἀπό ρίζα λαF-. Παρά- ος, καταλεκτέος, Λέλεγες (=ἐκλεκτοί), σπερ-
γωγα: λατρεία (=δουλειά), λατρεύς (=ὑπηρέτης), μολόγος. 3) (=μιλῶ). Ἀπό ρίζα λεγ- πού γίνεται
λάτρευμα (=ὑπηρεσία), λατρευτέον, λατρευτής, λογ- μέ ἑτεροίωση. Μέλλοντας: ἀπό ρίζα Fερ 
λατρευτικός, λατρευτός. Fερ+έ+σω, μέ ἐξαφάνιση τοῦ F, ἀποβολή τοῦ σ
Λάτρον (=μισθός, πληρωμή). Ἀπό ρίζα λαF-. Δές ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα καί συναίρεση ἐρέ-
γιά παράγωγα στό ρῆμα λατρεύω. ω-ῶ. Ἀόριστος: Fειπ  ἔ-Fειπ-ον μέ ἀποβολή
Λαύρα (=διάδρομος, στενωπός). Σχετίζεται μέ τό τοῦ F  ἔ-ειπ-ον  εἶπον. Παρακείμενος: Fρε
λᾶας (=πέτρα) Λαῦρον (=μέταλλο ἀργύρου).  Fε-Fρε-κα καί FεF-ρη-κα, μέ πτώση τῶν δύο
Λαύρειον (=τό μέρος τῆς Ἀττικῆς, ὅπου ἦταν τά F καί ἀντέκταση  εἴρηκα. Μέσος παρακείμε-
περίφημα μεταλλεῖα). νος: Fε-Fρε-μαι  Fε-Fρη-μαι = εἴρημαι. Παρά-
Λάφυρα, τά (=λεία τοῦ πολέμου, πλιάτσικα). Ἀπό γωγα: λέξις, λεξικόν, λεκτέος, λεκτικός, λεκτός,
ρίζα λαβ- λαφ- τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά πε- ἀντίλεκτος, μυριόλεκτος, ἀναντίλεκτος, ἀναντι-
ρισσότερα παράγωγα. λέκτως (=ἀναμφίβολα), λόγος, εὔλογος, θεολό-
Λαφυραγωγῶ (=λεηλατῶ). Ἀπ’ τό λαφυραγωγός γος, κακολόγος, πολυλόγος, σπερμολόγος, λο-
= λάφυρα + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γάριον (ὑποκορ.), λογαριάζω, λογεῖον (=μέρος
ράγωγα. ὅπου κάποιος μιλάει), λογίζομαι, λογίδιον (ὑπο-
Λάχανον. Ἀπ’ τό λαχαίνω (=σκάβω). Παράγωγα: κορ.), λογικός, λογικεύομαι, λόγιμος (=ἀξιόλο-
λαχανεία (=καλλιέργεια λάχανων), λαχανεύς, γος), ἀντιλογικός, λόγιος, λογιότης (=εὐγλωτ-
λαχανίζομαι (=μαζεύω λάχανα), λαχανικός, λα- τία), (συλ)λογισμός, λογιστέον, λογιστής, λογι-
χανοπώλης (=μανάβης). στήριον, λογιστικός, λογογράφος, λογοποιός,
Λάχεσις (=μία ἀπ’ τίς τρεῖς Μοῖρες). Ἀπ’ τό λαχεῖν, ἀπολογοῦμαι, κοινολογοῦμαι, ἔπος, ὄψ (-ὀπός),
ἀπαρ. ἀορ. β’ τοῦ λαγχάνω, ὅπου δες γιά περισ- ἐπικός, καλλιεπής, καλλιέπεια, εὐεπής, ὀρθοε-
σότερα παράγωγα. πής, ἄσπετος, νήπιος, θέσπις, θεσπέσιος, εἰρή-
Λάχνη, ἡ (=χνούδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. νη, ῥῆσις, ῥῆμα, ῥήτωρ, ῥητορικός, ἀντίρρησις,
Παράγωγα: λαχνήεις (=μαλλιαρός), λαχνοῦμαι πρόρρησις, ῥήτρα, ῥῆτραι (=νόμοι τοῦ Λυκούρ-
(=γίνομαι χνουδωτός), λάχνωσις. γου στή Σπάρτη), ῥητός, ἄρρητος, ἀπόρρητος,
Λεαίνω καί λειαίνω (=στιλβώνω). Ἀπ’ τό λεῖος πού ἀπρόρρητος, ἐπίρρητος (=δύσφημος), ῥητέ-
παράγεται ἀπ’ τή ρίζα λεF- ἤ λειF-. Θέμα λειαν- ον, ἀντιρρητέον, προρρητέον, διαρρήδην, παρ-
j-ω  λειαίνω καί λεαίνω. Παράγωγα: λέανσις ἤ ρησία καί ἴσως τά: λέσχη (=μέρος ὁμιλίας), ἄν
λείανσις, λεαντέον, λεαντήρ (=γουδοχέρι), λεά- δέν εἶναι ἀπ' τό λέγω (=συγκεντρώνω), λεσχη-
ντειρα, λεαντικός (=μαλακτικός), καί ἀπ' τήν ἴδια νεύω (=μιλῶ), ἀδολεσχής (=αὐτός πού μιλάει
ρίζα τά: λευρός (=λεῖος), λείαξ (=νεογέννητο). πολύ), λεπτολόγος, μετεωρολόγος, ὁμόλογος,
Λέβης-ητος, ὁ (=καζάνι). Ἴσως ἀπ’ τό λείβω (=στά- ὁμολογῶ, πρόλογος, τερατολόγος, φιλόλογος,
ζω, χύνω) ἤ ἀκόμη ἀπ’ τό λαβεῖν τοῦ λαμβάνω. χρησμολόγος.
Λέγω. 1) (=ἀποκοιμίζω). Ἀπό ρίζα λεχ- ἀπ’ ὅπου Λεηλατῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ το ἐνν. λεηλάτης (λεία
καί οἱ λέξεις: λέχος (=κρεβάτι), λεχαῖος, λεχώ + ἐλαύνω). Παράγωγα: λεηλασία, λεηλάτησις,
(=λεχώνα), λόχος (=ἐνέδρα), λοχεία (=γέννα), λεηλατικός.
λόχμη (=δάσος πυκνό γιά ἐνέδρα), ἄλοχος (=σύ- Λεία (=λάφυρα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως

128 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


νά σχετίζεται μέ τό ἀπολαύω. Ἐπικός τύπος τοῦ Λεκάνη. Ἀπ’ τό λέχος (=πιάτο).
λεία εἶναι ληΐς. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα λη- Λεκτικός (=ἱκανός στό νά μιλάει). Ἀπ’ τό λέγω
ΐζομαι. (=μιλῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Λείβω (=χύνω, στάζω). Ἀπό ρίζα λιβ-, μέ ἐπέκτα- Λέκτρον (=κρεβάτι). Ἀπ’ το λέγω (1.=κοιμίζω),
ση λειβ- και λοιβ-. Παράγωγα: λιβάς (=πηγή), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λιβάδιον (=νερό, λιβάδι), λιβάζω (=σταλάζω), Λέμβος (=βάρκα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία της.
λίβος (=πηγή), λιβρός (=ὑγρός), Λιβύη, λιμήν, Λεπίς (=λέπι, φλούδα). Ἀπ’ το λέπω (=ξεφλουδίζω),
λίμνη, λίψ (=ἄνεμος πού ἔφερνε ὑγρασία), λει- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μών (=λιβάδι), λειμώνιος, λείβηθρον (=ἔφυδρο Λέπρα (=ἀρρώστια πού κάνει τήν ἐπιδερμίδα γε-
χωριό), λοιβή (=ἡ θυσία μέ ὑγρά). μάτη λέπια). Ἀπ’ τό λεπρός τοῦ λέπω, ὅπου δές
Λειμών, ὁ (=λιβάδι). Ἀπ’ τό λείβω, ὅπου δές γιά γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Λεπτολόγος (=μικρολόγος). Ἀπ’ τό λεπτός τοῦ λέ-
Λείπω (=ἀφήνω, ἐγκαταλείπω). Ἀρχικό θέμα λειπ-, πω + λέγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά
μέ μετάπτωση τό ἀσθενές θέμα λιπ- καί πάλι μέ ρήματα λέγω καί λεπτύνω.
μετάπτωση λοιπ-. Παράγωγα: λεῖμμα, τό (=ὑπό- Λεπτός (=ξεφλουδισμένος, λεπτός, ἀδύνατος). Ἀπ’
λοιπο), διάλειμμα, ἔλλειμμα, ὑπόλειμμα, ἐγκα- τό λέπω (=ξεφλουδίζω), ὅπου δές γιά περισσότε-
τάλειμμα, λεῖψις, ἔλλειψις, ἀπόλειψις, ἔκλειψις, ρα παράγωγα καθώς καί στό λεπτύνω.
ἐπίλειψις, λείψανον, λειψανδρία, λειψυδρία, λει- Λεπτουργός. Ἀπ’ τό λεπτός τοῦ λέπω + ἔργον τοῦ
πτέον, ἀπολειπτέον, παραλειπτέον, ἀδιάλειπτος, ἐργάζομαι. Παράγωγα: λεπτουργῶ, λεπτουρ-
ἀδιαλείπτως (=ἀδιάκοπα), ἀνέκλειπτος, λοιπός, γία.
λοίσθιος ἤ λοῖσθος (=τελευταῖος, ἔσχατος, λι- Λεπτύνω. Ἀπ’ τό λεπτός τοῦ λέπω. Παράγωγα: λε-
πόνεως = λιπόναυς, ὁ (=αὐτός πού ἐγκαταλεί- πτότης, λέπτυνσις, ἐκλέπτυνσις, λεπτυντέον, λε-
πει τό στόλο), λιποταξία (=ἀπόδραση), λίφαιμος πτυντικός, λεπτυσμός, καί τά σύνθετα: λεπτολό-
(=ὠχρός), λιποψυχία. γος, λεπτολογία, λεπτομερής, λεπτουργός.
Λείριον (=ἄσπρο κρίνο). Ἴσως νά ἦταν ῥείριον καί Λέπω (=ξεφλουδίζω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
μέ ἀνομοίωση ἔγινε λείριον. Παράγωγο: λειριό- Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: λεπίς (=φλούδα), λέ-
εις (=ἴδιος μέ κρίνο). πος (=λέπι), λέπας, τό (=ἀπόκρημνη πέτρα), λε-
Λεῖτος ἤ λέιτος (=δημόσιος). Σχετίζεται μέ τό λαός- παῖος, λεπίδιον, λεπιδωτός, λέπυρον (=τσόφλι),
λεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός λεπρός, λέπρα, λεπτός, λεβηρίς (=τό δέρμα τοῦ
(=δημόσιος ὑπηρέτης). Ἀπ’ τό λεῖτος (=δημόσι- φιδιοῦ), λοπός (=φλούδα), λοπάω (=ξεφλουδίζο-
ος) + ἔργω - ἐργάζομαι. Παράγωγα: λειτουργῶ μαι), λοπίζω (=ξεφλουδίζω), λοπίς, λοπάς (=γα-
(=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), λειτουργία (=δη- βάθα), λοβός (=φλοιός τῶν ὀσπρίων), λῶπος καί
μόσιο καθῆκον πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσι- λώπη (=ροῦχο), λωπίζω (=ξεγυμνώνω), λώπιον
οι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), λειτουργικός, (ὑποκ.), λωποδύτης, λωποδυτῶ.
λειτούργημα. Λέσχη (=τόπος συζητήσεων). Ἀπ’ τό λέγω, ὅπου
Λείχω (=γλείφω). Ἀπό ρίζα λιχ- καί μέ μετάπτωση δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λείχ-ω = λείχω. Παράγωγα: λιχανός (=τό δάχτυλο Λευκός (=καθαρός, λαμπρός, ἄσπρος). Ἀπ’ τό λύ-
μέ τό ὁποῖο γλείφει κάποιος, ὁ δείκτης), λιχμάο- κη (=φῶς), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
μαι (=γλείφω), λιχμάζω (=γλείφω), λίχνος (=λαί- γα. Ρίζα λυκ- καί μέ μετάπτωση λευκ- (λεύσσω =
μαργος, λιχούδης), λιχνεία (=λιχουδιά, λαιμαρ- βλέπω). Παράγωγα τοῦ λευκός: λευκότης, λευ-
γία), λιχνεύω (=γλείφω, εἶμαι λαίμαργος). καίνω, λεύκανσις, διαλεύκανσις, λευκαντής, λευ-
Λείψανον. Ἀπ’ τό λείπω, ὅπου δές γιά περισσότε- καντικός, λευκαντέον, λευκῶ (=ἀσπρίζω), λεύκω-
ρα παράγωγα. μα, λεύκωσις καί τά σύνθετα: λευκανθής, λευκό-
Λειψυδρία (=ἔλλειψη νεροῦ). Ἀπ’ τό λείπω + ὕδωρ. θριξ, λευκοθώραξ, λευκόπηχυς, λευκόπους, λευ-
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λεί- κόχρους, λευκώλενος, λευχείμων (=μέ ἄσπρα
πω. ροῦχα), λευχειμονῶ, λεύκη (=καβάκι).

129
Λεύσσω (=βλέπω). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό λευκός. Λῆμμα (=καθετί πού παίρνεται, εἰσόδημα, κέρδος).
Θέμα λευκ+j+ω = λεύσσω. Παράγωγο: λευστός Ἀπ’ το λαβεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ λαμβάνω. Λαβ
(=ὁρατός). + μα = λάβμα = λάμμα = λῆμμα.
Λεύω (=πετροβολῶ, σκοτώνω μέ πέτρες). Ἀπ’ τό Λῆξις (=παύση). Ἀπ’ τό λήγω (=παύω), ὅπου δές
λεύς (δωρ. τύπος) ἀντί λᾶας-λᾶς. Ρίζα λαF- καί γιά περισσότερα παράγωγα.
λεF-. Θέμα λεF-ω = λεύω. Παράγωγα: λεύσιμος, Ληρέω-ῶ (=εἶμαι ἀνόητος, φλυαρῶ). Ἀπ’ τό λῆρος
λευσμός (=πετροβόλημα), λευστήρ (=φονιάς), (=ἀνοησία, φλυαρία. Σάν ἐπίθ. ἀνόητος). Τό λῆρος
λευστός (=πετροβόλητος), λιθόλευστος, κατά- ἔχει σχέση μέ τό λάλος - λάσκω. Παράγωγα: λή-
λευσις, κατάλευσμα, καταλεύσιμος. ρημα, λήρησις, παραλήρημα, παραλήρησις, ληρο-
Λέχος (=κρεβάτι). Ἀπ’ τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου λόγος (=φλύαρος), ληρώδης (=ἀνόητος).
δές για περισσότερα παράγωγα. Λῃστής. Ἀπ’ τό ληΐζομαι, ὅπου δές γιά περισσό-
Λεχώ, ἡ (=λεχώνα). Ἀπ’ τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου τερα παράγωγα.
δές για περισσότερα παράγωγα. Λῆψις. Ἀπ’ τό λήψομαι, μέλλοντα τοῦ λαμβάνω,
Λεωφόρος καί λαοφόρος (=δρόμος μέ μεγάλη ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κυκλοφορία). Ἀπ’ τό λεώς (=λαός) + φέρω. Δές Λιβάς, ἡ (=πηγή, ρυάκι). Ἀπ’ τό λείβω (=στάζω),
γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη λαός καί ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
στό ρῆμα φέρω. Λιγύς (=ὀξύς, διαπεραστικός). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυ-
Λήγω (=τελειώνω). Ἀπό ρίζα λαγ- τοῦ λαγαρός μολογία του. Ἀπό ἴδια ρίζα: λιγυρός (=καθαρός,
(=χαλαρός). Παράγωγα: λῆξις (=παύση), κατά- ὀξύς), λιγύτης, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.
ληξις, ληκτέον, ληκτήριος, ληκτικός, ἄληκτος, Λιθοξόος. Ἀπ’ τό λίθος + ξέω, ὅπου δές γιά περισ-
ἀκατάληκτος. σότερα παράγωγα.
Λήθαργος (ἐπίθ.=νωθρός, οὐσ.=βαθύς ὕπνος). Ἀπ’ Λιθόστρωτος. Ἀπ’ τό λίθος + στρώννυμι, ὅπου δές
τό λήθη + ἀργός. Δές γιά περισσότερα παράγω- γιά περισσότερα παράγωγα.
γα στό ρῆμα λανθάνω. Λικμάω (=λιχνίζω). Ἀπ’ το λικμός = λίκνον (=φαρ-
Λήθη (=λησμονιά). Ἀπ’ τό λήθομαι = λανθάνω, δύ καλάθι ὅπου ἔβαζαν τό σιτάρι καί τό πετοῦσαν
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ψηλά γιά νά πάρει ὁ ἄνεμος τό ἄχυρο). Ἀπό ρί-
Ληίζομαι (=λεηλατῶ, ληστεύω), καί λῄζομαι. Ἀπό ζα λικ-. Παράγωγα: λίκμησις (=λίχνισμα), λικμη-
ρίζα λαF-, ἀπ’ ὅπου καί ἡ λέξη λεία-ληίς. Παράγω- τήρ, λικμητήριον (=λιχνιστήρι), λικμητής, λικμη-
γα: λῃστής, λῃστεία, λῃστεύω, λῃστήρ, λῃστήρι- τικός, λικμητός, λικμήτωρ, λικμάς.
ον, λῃστικός καί λῃστρικός, λῃστρικῶς, λῃστρίς- Λίκνον (=πλεχτό καλάθι, κούνια). Ἀρχικά ἦταν
ίδος (=πειρατικό πλοῖο). νίκνον και μέ ἀνομοίωση λίκνον. Εἶναι συνώνυ-
Λήιον, τό (=ἀθέριστο χωράφι). Ἀπό ρίζα λαF- τοῦ μο μέ τό λικμός.
ἀπολαύω. Λιμήν (=λιμάνι). Ἀπό ρίζα λιβ- τοῦ λείβω (=στάζω),
Ληίς, ἐπικός τύπος τοῦ λεία. Ἔχει σχέση μέ τό ἀπο- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λαύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Λίμνη. Ἀπ’ τό λείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ληίζομαι. ράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τό λίμνη: λιμνάζω (=μέ-
Λήκυθος (=ἀγγεῖο λαδιοῦ, στό λόγο εἶναι τά ρητο- νω στάσιμος), λιμναῖος, λιμνίτης (=αὐτός πού ζεῖ
ρικά σχήματα). Πιθανόν ἀπ’ τό ληχέω (=ἠχῶ) ἤ στίς λίμνες), λιμνώδης.
ἀπ’ τό ἔλαιον + κεύθω (=κρύβω). Παράγωγα: λη- Λιμός, ὁ (=πείνα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
κύθειος (=πομπώδης), ληκυθίζω (=μεγαλοποιῶ), ἀπό ρίζα λιφ- (λιφμός =λιμός) τοῦ λίπτομαι (=ἐπι-
ληκύθιον, ληκυθισμός, ληκυθιστής. θυμῶ πολύ). Παράγωγα: λιμώσσω (=εἶμαι πεινα-
Λήμη (=τσίμπλα). Πιθανόν ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ σμένος), λιμώδης (=πεινασμένος), λιμοκτονῶ
γλαμάω, συνωνύμου μέ τό λημάω (=εἶμαι τσι- (=σκοτώνω μέ τήν πείνα), λιμοκτονία, λιμοκτό-
μπλιάρης). Παράγωγα: λημαλέος (=τσιμπλιά- νησις, λιμοθνής (=πού πεθαίνει ἀπ’ τήν πείνα).
ρης), γλαμυρός (=τσιμπλιάρης), γλάμων (=τσι- Λιμώττω ἤ -σσω (=πεθαίνω ἀπ’ τήν πείνα). Ἀπ’ τό
μπλιάρης). λιμός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

130 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Λιπαρός (=παχύς, ζωηρός, πλούσιος, ἔξοχος, Εἶναι ὁμόηχη λέξη μέ τή λέξη λιμός. Ἴσως νά σχε-
γόνιμος). Ἀπ’ το λίπος (=λίγδα) ἀπό ρίζα λιπ-, τίζεται μέ τίς λέξεις λύμη, λοιγός (=καταστρο-
ἀπ’ ὅπου οἱ λέξεις: λιπαρέω-ῶ (=ἐπιμένω, πα- φή). Παράγωγα: λοιμικός, λοιμότης, λοιμώδης,
ρακαλῶ), λιπαρής (=ἐνοχλητικός), λιπαρία λοιμώσσω.
(=ἐπιμονή), λιπαρία (=πάχος), λιπαρητέον, Λοιπός. Ἀπ’ τό λείπω, ὅπου δές γιά περισσότε-
λιπάρησις (=ἱκεσία), λιπαρότης (=πάχος), λι- ρα παράγωγα.
παρῶς (=ἄφθονα), λίπασμα, λιπάω (=εἶμαι πα- Λοίσθιος (=ἔσχατος, τελευταῖος). Ἀπ’ τό λείπω,
χύς), ἀλείφω, ἀλοιφή. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Λιποταξία (=ἀπόδραση). Ἀπ’ τό λιπεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. Λουτρόν. Ἀπ’ τό λούω, ὅπου δές γιά περισσότε-
β’ τοῦ λείπω + τάξις τοῦ τάσσω. Δές γιά περισσό- ρα παράγωγα.
τερα παράγωγα στά ρήματα λείπω καί τάσσω. Λούω (=λούζω). Ἀντί λόω. Ἀπό ρίζα λοF-. Ἐνεστώ-
Λίσσομαι (=παρακαλῶ, ἱκετεύω). Ἀπό ρίζα λιτ + τας: λόF-σ-ω  μέ τροπή τοῦ F σέ υ λού-σ-ω
j + ομαι  λίσσομαι. Ἀπ τήν ἴδια ρίζα τά: λιτή καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήε-
(=παράκληση), λιταίνω, λιτανεύω (=παρακαλῶ), ντα λούω. Παράγωγα: λουτρόν, λουτροφόρος,
λιτανεία (=δέηση), λιτανός (=ἱκετευτικός), λιτός λουτροχόος, λουτρών, λουτήρ, λουτρίς, λουτή-
(=ἱκετευτικός), λιστός, τρίλλιστος (=αὐτός πού ριον, λοῦσις (=λούσιμο), λῦμα (=ξέπλυμα), λύ-
παρακλήθηκε τρεῖς φορές, δηλ. πολλές φορές, θρον (=ἀκαθαρσία ἀπό αἷμα), λύμη (=βλάβη)
αὐτός πού καταϊκετεύτηκε, πολύ ποθητός), πο- (ἀπό ἐκτετ. τύπο λυ).
λύλλιστος (=αὐτός πού ἱκετεύεται πολύ). Λόφος (=χαίτη, αὐχένας, ράχη βουνοῦ, λοφίο).
Λιτανεύω (=παρακαλῶ). Ἀπ’ τό λιτανός, πού πα- Ἀγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
ράγεται ἀπ’ τό λίσσομαι, ὅπου δές γιά περισσό- Λοχαγός. Απ’ τό λόχος (τοῦ λέγω = κοιμίζω) + ἄγω.
τερα παράγωγα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἄγω.
Λιτή (=δέηση, παράκληση). Ἀπ’ τό λίσσομαι, ὅπου Λόχμη (=δάσος πυκνό, ὅπου κρύβονται θηρία). Ἀπ’
δές γιά περισσότερα παράγωγα. τό λόχος (=ἐνέδρα) τοῦ λέγω (1.=ἀποκοιμίζω),
Λίχνος (=λαίμαργος). Ἀπ’ το λείχω (=γλύφω), ὅπου ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές για περισσότερα παράγωγα. Λόχος (=ἐνέδρα, ἔνοπλο σῶμα ἀπό ἄντρες, συνή-
Λίψ-λιβός, ὁ (=ὁ Ν.Δ. ἄνεμος πού φέρνει ὑγρα- θως 100). Ἀπ’ τό λέγω (1. = πλαγιάζω, κοιμίζω),
σία). Ἀπ’ το λείβω (=ὑγραίνω), ὅπου δές γιά πε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρισσότερα παράγωγα. Λυγίζω (=κάμπτω, κυριεύω). Ἀπ’ τό λύγος (=λυγα-
Λογίζομαι (=σκέφτομαι, λογαριάζω). Ἀπ’ τό λό- ριά). Παράγωγα: λύγισμα, λυγισμός, λυγιστής, λυ-
γος τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γιστικός, λυγιστός, λυγηρός (=εὐλύγιστος).
ράγωγα. Λύθρον (=ἀκάθαρτο αἷμα). Ἀπό ρίζα λυ- ἐκτετα-
Λόγος. Ἀπ’ τό λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα μένη τῆς λοF- τοῦ λούω, ὅπου δές γιά περισσό-
παράγωγα. τερα παράγωγα.
Λόγχη (=ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος). Πιθανόν στήν ἀρχή Λυκαυγής (οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπ’ τό
νά ἦταν λάχη (λαχαίνω = σκάβω). Ἴσως ἀκόμα λύκη (=φῶς) + αὐγή. Δές γιά ἄλλα παράγωγα
νά συγγενεύει μέ τό δόλιχος (=μακρύς). Παρά- στή λέξη λύκη.
γωγα: λογχεύω, λογχήρης, λόγχιμος, λογχίτης, Λύκη (=φῶς). Λέξη ριζική πού συναντᾶμε στίς λέ-
λογχοφόρος, λογχῶ, λογχωτός. ξεις λυκάβας (=ἔτος), λυκαυγές, λυκόφως, λευ-
Λοιβή (=θυσία μέ ὑγρά, σπονδή). Ἀπ’ τό λείβω (=χύ- κός, λύχνος, λύγδος (=τό ἄσπρο μάρμαρο), ἀμφι-
νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λύκη (=χαράματα).
Λοιδορέω-ῶ (=βρίζω, κακολογῶ). Ἀπ’ τό λοίδορος Λυκόφως, τό (=τό ἀμυδρό φῶς ὕστερα ἀπ’ τή δύ-
(=κακολόγος), πού εἶναι ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία ση τοῦ ἤλιου). Ἀπ’ τό λύκη (φῶς) + φῶς. Δές γιά
του. Παράγωγα: λοιδορία, λοιδόρημα, λοιδόρησις, ἄλλα παράγωγα στό λύκη.
λοιδορησμός, λοιδορητέον, λοιδορητικός. Λῦμα, τό (=ξέπλυμα, ἀκαθαρσία). Ἀπ’ τό λούω,
Λοιμός (=πανούκλα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

131
Λυμαίνομαι (=βλάπτω). Ἀπ’ τό λύμη, πού παράγε- νος), ἀλώβητος (=ἄβλαπτος), λωβήτωρ, λελω-
ται ἀπό ἐκτεταμένο τύπο λυ- τῆς ρίζας λοF- τοῦ βημένος (=λεπρός).
λούω. Παράγωγα: λυμεών (=καταστροφέας), λυ- Λώπη (=ροῦχο ἀπό δέρμα). Ἀπ’ τό λέπω (=ξεφλου-
μαντήρ (=καταστροφέας), λυμαντήριος (=κατα- δίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στρεπτικός), λυμαντής, λυμαντικός, ἀπολυμα- Λωποδύτης (=αὐτός πού βουτάει στά ροῦχα ἄλλου
ντήρ, ἀπολυμαντικός, ἀπολυμαντήριον. γιά νά κλέψει, κλέφτης). Σύνθετο ἀπ’ τό λώπη
Λυπέω-ῶ (=προξενῶ λύπη). Ἀπ’ τό λύπη. Ρίζα λυπ-. (=ροῦχο) + δύω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά
Θέμα λυπέ+ω = λυπέω-ῶ. Παράγωγα: λύπημα, ρήματα δύω καί λέπω.
λυπηρός, λυπηρῶς, λυπητέον, λυπητήριος, λυπη- Λωτός (=εἶδος τριφυλλιοῦ, εἶδος δέντρου στήν Αἴγυ-
τικός, λυπρός (=ἄθλιος), λυπρότης, ἀλύπητος, πτο). Ἡ καταγωγή της εἶναι σημιτική. Παράγωγα:
ἀλυπήτως, ἄλυπος, συλλυπητήριος. λώτινος, λωτοειδής, λωτόεις, λωτοφάγος.
Λυρικός. Ἀπ’ τό λύρα (=μουσικό ὄργανο). Λωτοφάγος (Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυ-
Λυσιτελῶ (=ὠφελῶ). Ἀπ’ τό λυσιτελής (αὐτός πού ρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώ-
πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπ’ τό γω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί
λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος). Παράγωγα: στή λέξη λωτός.
λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέ- Λωφάω (=ξεκουράζομαι, ἡσυχάζω, κοπάζω). Ἔχει
λιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος). σχέση μέ τό λόφος (=τράχηλος). Παράγωγα: λώ-
Λύτρον, τό (=χρήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση κά- φημα (=ἡσυχία), λώφησις, λωφήιος.
ποιου). Ἀπ τό λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα
παράγωγα.
Λύτρωσις. Ἀπ’ τό λυτρόω-ῶ (=ἀφήνω κάποιον ἐλεύ-
θερο), πού παράγεται ἀπ’ τό λύτρον τοῦ λύω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
λυτρόω-ῶ: ἀπολύτρωσις, λυτρώσιμος, λυτρωτέ-
ον, λυτρωτής, λυτρωτήριος, λυτρωτικός, ἀπολυ-
τρωτικός, λυτρών (=ἀποχωρητήριο).
Λύχνος (=λυχνάρι). Ἀπό ρίζα λυκ- τοῦ λύκη (=φῶς),
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Λύω (=λύνω, ἐλευθερώνω, χαλαρώνω, ἐπανορ-
θώνω, πληρώνω). Θέμα λύ + ω = λύω. Παράγω-
γα: λύσις (=ἀπελευθέρωση), καί σύνθετα (ἀνά,
ἀπό, διά, κατά, ἔχ)λυσις, λύσιος, λύσιμος, λυσί-
ζωνος (=ἄοπλος), λυσιμελής, λυσίπονος, λυσιτε-
λής (=ὠφέλιμος), λυτέον, (ἀπο, παρα)λυτέον, λυ-
τήρ, λύτειρα, λυτήριος, λυτικός, (ἀνα, κατα, δια,
παρα, ἀπο, ἐκ)λυτικός, λυτός, ἄλυτος, εὔλυτος,
εὐκατάλυτος, διαλυτός, ἀδιάλυτος, λύτρον, δια-
λύτης, καταλύτης, ἀναλύτης (=σωτήρας), κατα-
λυτής (=καταστροφέας), προλύτης (=ἀπόφοιτος
Πανεπιστημίου), ἀναλυτήρ, ἀπολυτήριον, κατα-
λυτέος, ἀπολυτίκιον, λῦμα (=ἐνέχυρο), κατάλυ-
μα (=πανδοχεῖο), βουλυτός (=βράδυ).
Λωβάομαι-ῶμαι (=βλάπτω). Ἀπ’ τό λώβη (=βρι-
σιά, βλάβη). Παράγωγα: λωβητήρ (=καταστρε-
πτικός), λωβήτειρα, λωβήεις (=βλαβερός), λώ-
βημα, λώβησις, λωβητής, λωβητός (=βλαμμέ-

132 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


133
Μ Μῦ

Μαγγανεύω (=ἐξαπατῶ μέ μαγικά τεχνάσματα). τμημένος τύπος τοῦ μάτηρ = μήτηρ πού τό λένε
Ἀπ’ τό μάγγανον (=μέσο μαγείας) ἀπό ρίζα μαγ-. τά μωρά. Ἀπ’ τό μαῖα παράγωγα τά: μαιεύομαι
Παράγωγα: μαγγανεία (=μαγεία), μαγγάνευμα (=ξεγεννῶ), μαιεία, μαίευμα, μαίευσις, μαιευτι-
(=μαγεία, ἀπάτη), μαγγανευτήριον, μαγγανευ- κός, μαίευτρα (=ἀμοιβή τῆς μαίας), μαιεύτρια, μαι-
τής, μαγγανευτικός, μαγγανεύτρια. ευτική (=ἡ τέχνη τοῦ Σωκράτη), μαιοῦμαι (=ξε-
Μάγγανον (=μέσο ἀπάτης). Ἀπό ρίζα μαγ- καί γεννῶ), μαίωτρα, τά (=ἀμοιβή μαίας).
εἶναι συγγενικό μέ τό μαγεύω, μάσσω (=ζυμώ- Μαινάς, ἡ. Ἀπ’ τό μαίνομαι, ὅπου δές γιά περισσό-
νω), μαγεύς, μάγειρος. Δές γιά παράγωγα στό τερα παράγωγα.
ρῆμα μαγγανεύω. Μαίνομαι (=εἶμαι τρελός). Ἀπό ρίζα μα-. Ἔχει σχέ-
Μάγειρος. Ἀπ’ τό μάσσω (=ζυμώνω), ἀπό ρίζα μαγ-. ση μέ τό μάω (=ἐπιθυμῶ πολύ), μέμαα, μενεαίνω
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάσ- (=εἶμαι πρόθυμος). Ρίζα μα+ν+j+ομαι =μαίνομαι.
σω. Παράγωγα: μαινάς, μαινόλης, ὁ (=τρελός), μανία
Μαγεύς (=ζυμωτής). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές γιά (=παραφροσύνη, ἐνθουσιασμός), μανιάς (=μα-
περισσότερα παράγωγα. νικός), μανιάω, μανικός (=τρελός), μανιώδης,
Μάγμα (=πηχτή ἀλοιφή). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές ἐμμανής, ἐκμανής, μάντις, μαντεύομαι.
γιά περισσότερα παράγωγα. Μάκαρ-αρος, ὁ (=ευτυχισμένος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
Μάγος. Ξένη ἡ προέλευσή του. Παράγωγα: μα- μολογία του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό μακρός.
γεύω, μαγεία, μαγικός, μαγευτικός, μάγευμα, Παράγωγα: μάκαρες (=θεοί), μακαρία (=εὐτυ-
μαγευτής. χία), μακάριος, μακαριότης, μακαρίζω (=καλο-
Μᾶζα, ἡ (=κρίθινο ψωμί). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές τυχίζω), μακαρισμός, μακαριστέον, μακαριστός,
γιά περισσότερα παράγωγα. ἀξιομακάριστος, μακαρίστρια, μακαρτός, μακα-
Μαζός (=βυζί). Ἰωνικός καί ἐπικός τύπος τοῦ μα- ρίτης (=πεθαμένος).
στός. Ἀπ’ τό μαδάω (=εἶμαι μαλακός, μαδῶ), Μακαρίζω (=καλοτυχίζω). Ἀπ’ τό μάκαρ (=εὐτυχι-
(μασδός = μαζός). σμένος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μαθητής. Ἀπ’ τό μαθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β’ τοῦ μανθά- Μακεδονία. Ἀπ’ τό Μακεδόνιος πού παράγεται ἀπ’
νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τό Μακεδών καί αὐτό ἀπ’ τό μακεδνός (=ψηλός)
Μαῖα, ἡ (=τροφός, παραμάνα). Ἀπ’ τό μᾶ, συντε- - μηκεδανός (μῆκος).

134 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Μακέλλα-ης, ἡ (=τσάπα μέ μεγάλη ἐπιφάνεια). Ἀπ’ Μανθάνω (=μαθαίνω, καταλαβαίνω). Ἀπό ρίζα
τό μία + κέλλω (=φτάνω). Μακιστήρ, ὁ (=μακρύς), μαθ- πού εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς ρίζας
ἀπό ἴδια ρίζα μέ τό μακρός. μα- τοῦ μάω (=ἐπιθυμῶ). Θέμα μαθ + προσφύ-
Μακραίων-ωνος, ὁ (=μακροχρόνιος). Σύνθετο ἀπ’ ματα ν καί αν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα καί μετά
τό μακρός + αἰών. ἀπ’ αὐτόν  μανθ+άν+ω=μανθάνω. Παράγωγα:
Μακρηγορῶ (=μιλῶ διεξοδικά, πολυλογῶ). Παρα- μάθημα, μαθηματικός (=αὐτός πού ἀγαπάει τή
σύνθετο ἀπ’ τό μακρήγορος (=μακρός + ἀγορεύω). μάθηση), μάθησις, μαθητής, μαθητεία, μαθητέ-
Παράγωγα: μακρηγορία καί γιά περισσότερα πα- ος, μαθητεύω, μαθητιάω (ἐφετικό), μαθητικός,
ράγωγα δές στό ρῆμα ἀγορεύω. μαθητός, μαθητιῶσα (νεολαία), τό μάθος (=μά-
Μακρός (=μακρύς, πολύς). Ἀπ’ τό μᾶκος, δωρ. ἀντί θηση), δυσκαταμάθητος, δυσκαταμαθήτως, μα-
μῆκος. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά μακεδνός, μακρότης, μα- θητέον, προσμαθητέον, ἀμαθής, ὀψιμαθής, πο-
κρύνω, μακιστήρ (=μακρύς), μακράν (=μακριά), καί λυμαθής, ἀρτιμαθής.
τά σύνθετα μακραίων, μακρηγορῶ, μακρόβιος, μα- Μανιώδης (=τρελός). Ἀπ’ τό μανία + εἶδος. Δές γιά
κροθυμία (=ὑπομονή), μακρολογία, μαχρόχειρ. περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μαίνομαι.
Μάκτρον (=προσόψι, πετσέτα). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου Μάντις-εως καί -ιος, ὁ (=προφήτης). Ἀπό ρίζα
δές γιά περισσότερα παράγωγα. μαν- τοῦ μαίνομαι, γιατί οἱ μάντεις ἔλεγαν τούς
Μαλακίζομαι (=γίνομαι μαλθακός, ἀποχαυνοῦμαι). χρησμούς ἐνῶ βρίσκονταν σέ κατάσταση θεί-
Ἀπ’ τό μαλακός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. ας μανίας. Ἴσως νά ἔχει σχέση καί μέ τό ματεύω
Μαλακός. Ἔχει σχέση μέ τίς λέξεις: μαλθακός, ἀμα- (=ἀναζητῶ). (Ὁ προφήτης ἦταν ὁ ἑρμηνευτής τῶν
λός, μαλάσσω, βλάξ (μαλάκς). (Λατιν. mollis). Πα- χρησμῶν τῶν μάντεων). Παράγωγα: μαντεύομαι,
ράγωγα: μαλακία, μαλακίζομαι, μαλακισμός, μα- μαντεία, μαντεῖον, μάντευμα, μαντευτέον, μαντευ-
λακότης, μαλακύνω, μαλάσσω. τής, μαντευτικός, μαντευτός, μαντικός.
Μαλάσσω (=μαλακώνω, ἀνακουφίζω). Ἀπ’ τό μαλα- Μάραθρον ἤ μάραθον (=μάραθο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
κός. Θέμα μαλακ+j+ω = μαλάσσω. Παράγωγα: μά- μολογία του.
λαγμα (=μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα), μα- Μαραθών (=δῆμος στήν ἀνατολική παραλία τῆς
λακτήρ, μαλακτικός, μαλακτός, μάλαξις (=μαλά- Ἀττικῆς πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα, ἐπειδή ἦταν κα-
κωμα), ἴσως καί τό μαλάχη. τάφυτος ἀπό μάραθα). Ἀπ’ τό μάραθον.
Μαλάχη (=τό φυτό μολόχα). Ἴσως ἀπ’ τό μαλάσσω, Μαραίνω (=σβήνω, ξεραίνω). Ἀπό ρίζα: μερ- μορ-
ἐπειδή τό φυτό αὐτό ἔχει μαλακτικές ἰδιότητες. Δές μαρ- τοῦ μορτός (=θνητός). Θέμα μαραν+j+ω
γιά ἄλλα παράγωγα στό μαλάσσω.  μαραίνω. Παράγωγα μάρανσις, μαραντικός,
Μάλη. Πιθανόν ἀντί τοῦ μασχάλη, στή φράση ὑπό μαρασμός, ἀμάραντος.
μάλης. Μάργαρον, τό (=μαργαριτάρι). Ἡ προέλευσή του
Μαλθακός. Ἀπ’ τό μαλακός μέ ἐπένθεση ἑνός θ. Πα- εἶναι ἀνατολική. Μαργίτης, ὁ (=μανιακός), ἀπ’
ράγωγα: μαλθακία, μαλθακίζομαι, μαλθακιστέον, τό μάργος (=χαζός).
μαλθακότης, μαλθακτήριον, μαλθακτικός, μαλθα- Μάργος (=μανιασμένος, ὁρμητικός, ἀχόρταγος).
κώδης, μάλθαξις, μαλθάσσω. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: μαργαί-
Μάλκη, ἡ (=νάρκωση ἀπό κρύο, κρυοπάγημα). Ἀβέ- νω (=εἶμαι τρελός), μαργάω, Μαργίτης (=μανι-
βαιη ἡ ἐτυμολογία της. ακός), μαργότης.
Μαλλός, ὁ (=μαλλί). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό μα- Μαργότης, ἡ (=μανία), ἀπ’ τό μάργος (=χαζός).
λακός. Μαρμαίρω (=λάμπω, ἀκτινοβολῶ). Ἀπ’ τή ρίζα μαρ-
Μάμμη (=μαμά). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπ’ τίς ἄναρθρες μέ ἀναδιπλασιασμό, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: μάρ-
συλλαβές τῶν μωρῶν. μαρος (=πέτρα λαμπερή, μάρμαρο), μαρμάρεος
Μάνδρα (=τόπος περιφραγμένος, μαντρί). Ἔχει σχέ- (=λαμπερός), μαρμαρόω-ῶ, μαρμαρυγή (=λάμ-
ση μέ τό μάνδαλος. ψη), μαρμαρύσσω.
Μανδραγόρας (=φυτό ναρκωτικό). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ- Μάρμαρος (=πέτρα λαμπερή, μάρμαρο). Άπ’ τό μαρ-
μολογία του. μαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

135
Μαρμαρυγή (=ἀκτινοβολία). Ἀπ’ τό μάρμαρος (=μάταιος κόπος, σφάλμα). Παράγωγα: μάτην
τοῦ μαρμαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (ἐπίρρ.=μάταια), ματαίως, ματαιότης, ματαιοῦμαι,
ράγωγα. ματάζω καί ματάω (=λέω ἀνοησίες), ματαίωμα,
Μάρτυς. Λέγεται καί μάρτυρας. Ἔχει σχέση μέ τά: ματαίωσις, ἴσως καί τό μάψ (=στά χαμένα).
μέριμνα-μέρμερος (=ὀλέθριος). Ἀπό ρίζα μερ- Ματάω (=λέω ἀνοησίες), ἀπ’ τό μάτη, ἡ (=μάται-
μαρ-. Παράγωγα: μαρτυρῶ, μαρτύρημα, μαρτυ- ος κόπος, σφάλμα).
ρητέον, μαρτυρία (=κατάθεση), μαρτυρικός, μαρ- Μάχαιρα. Σχετίζεται μέ τό μάχομαι.
τύριον (=ἀπόδειξη, βασανιστήριο), μαρτύρομαι Μάχομαι. Ἀπό ρίζα μάχ. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ
(=ἐπικαλοῦμαι), ψευδομάρτυς, ψευδομαρτυρία, τό μαίομαι (=ἐπιδιώκω, ἀγωνίζομαι). Παράγωγα:
ψευδομαρτυρῶ. μάχη, μαχητέον καί μαχετέον, μαχητής, μαχητικός,
Μάσσω (=ψηλαφῶ, κατεργάζομαι, ζυμώνω). μαχητός, ἀμάχητος, ἀκαταμάχητος, ἀπροσμάχη-
Θέμα μαγ+j+ω = μάσσω ἤ μάττω. Παράγωγα: τος, περιμάχητος (=περιζήτητος), μάχιμος, μαχο-
μαγεῖον, ἐκμαγεῖον (=πετσέτα, ἀποτύπωμα, πρό- μένως, διαμαχετέον - διαμαχητέον, ἀγχέμαχος,
πλασμα), μάγειρος, μαγειρεῖον, μαγειρεύω, μα- τηλέμαχος, Τηλέμαχος (κύριο ὄνομα), ἀγχέμαχα
γειρικός, μαγίς-ίδος (=ζυμαρικό, πίττα), μαγεύς (ὅπλα), μονομάχος, πρόμαχος, προμαχῶ, πυγμά-
(=ζυμωτής), μάγμα (=πηχτή ἀλοιφή), ἔκμαγ- χος, σκιαμαχῶ, σύμμαχος, ψυχομαχῶ.
μα (=αὐτό πού τυπώνεται πάνω σέ κερί), μᾶζα Μάω (=ποθῶ, σπεύδω, ἔχω σκοπό). Ρίζα μα- πού
(=κρίθινο ψωμί), μάκτης (=ζυμωτής), μακτός ἔχει πολλές ἔννοιες: 1) (=πόθος, ἐπιθυμία), ὅπως
(=ζυμωμένος), μάκτρα (=σκάφη γιά ζύμωμα), στίς λέξεις: μέμαα, μαίομαι, μένος, μέμονα, μα-
μάκτρον (=προσόψι), χειρόμακτρον, ῥινόμα- στεύω, μαστροπός, 2) (=διατάραξη τοῦ νοῦ), ὅπως
κτρον, μακτήριος. στίς λέξεις: μαίνομαι, μάντις, μανία, 3) (=σκέψη)
Μάσταξ-ακος, ἡ (=στόμα, σαγόνια, μπουκιά). Ἀπ’ ὅπως στίς λέξεις: μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνή-
τό μασάομαι-ῶμαι (=μασσῶ, τρώω) πού ἔχει συγ- μη. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα πού ἀναφέ-
γένεια μέ τό μάσσω. Παράγωγα τοῦ μασῶμαι: μά- ρονται παραπάνω.
σημα, μάσησις, μασητέον, μασητήρ, μασητικός. Μεγαίρω (=βλέπω σέ κάτι σάν πάρα πολύ μεγάλο,
Μαστεύω (=ἐρευνῶ, ἐπιθυμῶ) καί ματεύω (συνώνυ- φθονῶ, ἐναντιώνομαι). Ἀπ’ το μέγας.
μο). Ἀπό ρίζα μα- καί μέ ἐπέκταση μαστ + εύω = Μεγαλαυχέω-ῶ (=καυχιέμαι). Ἀπ’ τό μεγάλαυ-
μαστεύω. Παράγωγα: μαστευτής, μαστήρ (=ἐρευ- χος ἤ μεγαλαυχής (=μέγας + αὐχῶ). Παράγω-
νητής), μάστειρα, μαστήριος, μάστευσις. γα: μεγαλαυχία, μεγαλαύχημα, μεγαλαύχησις,
Μαστίζω (=μαστιγώνω). Ἀπ’ τό μάστιξ πού ἔχει μεγαλαύχητος.
σχέση μέ τά μάω, μάσσω. Δές γιά ἄλλα παρά- Μεγαληγορέω-ῶ (=λέω μεγάλα λόγια). Ἀπ’ τό με-
γωγα στή λέξη μάστιξ. γαληγόρος (=μέγας + ἀγορεύω). Παράγωγα: με-
Μάστιξ-ιγος, ἡ (=μαστίγιο, καμουτσίκι). Ἀπό ρί- γαληγορία, μεγαληγόρως, μεγαληγορητέον καί
ζα μα- τοῦ μάω (=ποθῶ, σπεύδω), μάσσω (=κα- γιά ἄλλα παράγωγα στό ἀγορεύω.
τεργάζομαι). Ἔχει σχέση καί μέ τό ἱμάς (ἱμάστιξ). Μεγαλοπρεπής. Ἀπ’ τό μέγας + πρέπω, ὅπου δές
Παράγωγα: μαστιγόω-ῶ, μαστίγωσις, μαστιγώσι- γιά περισσότερα παράγωγα.
μος, μαστιγωτέος, μαστιγίας (=δοῦλος), μαστι- Μέγαρον. Ἀντί μεγάραρον. Ἀπ’ τό μέγας.
γιάω (=ἐπιθυμῶ νά μαστιγωθῶ), μαστίζω. Μέδιμνος, ὁ (=μέτρο σιτηρῶν). Ἀπό ρίζα μεδ- τοῦ
Μαστός, ἐπικ. μαζός (=βυζί, ὕψωμα, λόφος). Ἀπ’ μέδω (=κυβερνῶ, φροντίζω, ὑπολογίζω).
τό μαδῶ (=εἶμαι ὑγρός). Μέδουσα (=ὄνομα Γοργόνας). Εἶναι θηλυκό τῆς
Μαστροπός (=προαγωγός). Άπ’ τό ρῆμα μάω (ρίζα μετοχῆς μεδέων τοῦ μέδω (=ἄρχω) ἀντί μεδέ-
μα- μαστ.) (=ἐπιδιώκω). Παράγωγα: μαστροπεύω, ουσα.
μαστροπεία, μαστροπεῖον, μαστροπικός. Μεθίημι (=ἀφήνω, χαλαρώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό μετά
Μασχάλη. Ἀντί μάλη (ὑπό μάλης). Πιθανόν ἀπό ρί- + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ζα μα- τοῦ μαλη + σχαλ (σχαλίς=περόνη). Μέθοδος. Σύνθετο ἀπ’ τό μετά + ὁδός τοῦ εἶμι,
Μάταλος (=ἀνώφελος, κενός). Ἀπ’ τό μάτη, ἡ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

136 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Μεθόριος (=τόπος πού ἀποτελεῖ τό σύνορο δυό μένος), μόρα (=τάγμα στρατιωτικό στή Σπάρτη),
χωρῶν). Σύνθετο ἀπ’ τό μετά + ὅρος (=σύνο- μορίαι (ἐλαῖαι =ἱερές ἐλιές), μόριον, μόρος (=ἡ
ρο). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τύχη, τό πεπρωμένο), μόρσιμος ἤ μόριμος (=πε-
ὁρίζω. πρωμένος), μορτή (=μερίδιο), ἐπίμορτος (γῆ πού
Μεθύω (=εἶμαι μεθυσμένος). Ἀπ’ τό μέθυ-μέθυος, μοιράζεται ἀνάμεσα στόν καλλιεργητή καί στόν
τό (=κρασί) ἀπό ρίζα μεθ. Παράγωγα: μέθη (=με- ἰδιοκτήτη), ἔμμορος (=πού παίρνει μέρος σέ κά-
θύσι), μέθυσις, μεθύσκω (=μεθῶ), μέθυσμα, μέ- τι), εἰμαρμένη (=ἡ μοῖρα), συμμορία.
θυσος, μεθυστής, μεθυστικός. Μελαγχολῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό μελάγχολος:
Μειδιάω (=χαμογελῶ). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. μέλας + χολή. Παράγωγα: μελαγχολία, μελαγ-
Παράγωγα: μειδίαμα, μειδίασμα, μειδίασις, μει- χολικός.
διασμός, μειδιαστικός, μείδημα, φιλομειδής. Μέλαθρον (=τό μαυρισμένο κύριο δοκάρι τῆς στέ-
Μειλίσσω (=καταπραΰνω). Ἀπό ρίζα μειλ-. Ἴσως γης, στέγη, κατοικία). Πιθανόν ἀπ’ τό μέλας.
νά ἔχει σχέση μέ τό μέλι. Παράγωγα: τά μείλια Μελανείμων (=μαυροφορεμένος) Σύνθετο ἀπ’ τό
(=αὐτά πού ἐξευμενίζουν κάποιον), μείλιγμα, μει- μέλας + εἷμα τοῦ ἕννυμι. Δές γιά ἄλλα παράγω-
λικτήριος, μειλικτικός, μειλικτός, ἀμείλικτος, δυ- γα στή λέξη ἀμφίεσις.
σμείλικτος, μείλιξις, μειλιχία (=πραότητα), μει- Μελέδημα (=φροντίδα). Ἀπ’ τό μελεδαίνω (=φρο-
λίχιος (=πράος), μείλιχος (=ἤπιος). ντίζω) κι’ αὐτό ἀπ’ τό μέλος.
Μειλίχιος (=πράος, ἤπιος). Ἀπ’ τό μειλίσσω, ὅπου Μελεδώνη (=φροντίδα). Ἀπ’ τό μελεδαίνω (=φρο-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ντίζω) κι αὐτό ἀπ’ τό μέλος.
Μειονεκτῶ (=ὑστερῶ σέ κάτι). Σύνθετο ἀπ’ τό Μελεϊστί, ἐπίρ. (=κατά μέλη, κομματιαστός). Ἀπ’
μεῖον + ἔχω. Παράγωγα: μειονέκτης, μειονεκτι- τό μελεΐζω κι αὐτό ἀπ’ τό μέλος, ὅπου δές γιά
κός, μειονεξία καί γιά περισσότερα παράγωγα περισσότερα παράγωγα.
δές στό ἔχω. Μελέτη (=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπ’ τό μέλομαι
Μειρακιώδης (=νεανικός, παιδαριώδης). Σύνθετο (=φροντίζω), μέσ. τοῦ μέλω (=φροντίζω καί πιό
ἀπ’ τό μειράκιον (=παλικαράκι) + εἶδος. Δές γιά συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: μέλει μοί τινος - με-
ἄλλα παράγωγα στή λέξη μεῖραξ -ακος. ταμέλει μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό
Μεῖραξ-ακος, ἡ (=κοράσι, παλικάρι). Ἀπό ἀρχική μερ- τῆς λέξης μέριμνα. Παράγωγα τοῦ μέλω: μέ-
ρίζα μεριακ = μειρακ+ς = μεῖραξ. Παράγωγα: μει- λημα, μελητέον, μελέτη, μελετῶ, μελέτημα, μελε-
ρακιεύομαι, (=παιδιαρίζω), μειρακίζομαι, μειράκι- τηρός, μελετητέον, μελετητήριον, μελετητικός,
ον, μειρακιοῦμαι, μειρακίσκος, μειρακιώδης. μελετητός, μελέτωρ (=τιμωρός), μέλησις, ἐπιμε-
Μείρομαι (=παίρνω τό μερίδιό μου, τυχαίνω, παθ. λής, ἐπιμελοῦμαι, ἀμεταμέλητος, ἀμελετησία, με-
παρακ. εἵμαρται = εἶναι πεπρωμένο). Ἀπό ρίζα τάμελος, μεταμέλεια, μεμελημένως, μεταμελητί,
σμερ-. Θέμα α): σμερ=μερ+πρόσφυμα j  μερ- μεταμελητός, μελεδαίνω (=φροντίζω), μελέδημα
j-ομαι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ρ  μέρ-ρομαι (=φροντίδα), μελεδώνη (=φροντίδα).
καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση  Μεληδόν (=κατά μέλη). Ἀπ’ τό μέλος, ὅπου δές γιά
μείρομαι. Θέμα β): μέ μετάπτωση σμαρ- ἀπ’ ὅπου περισσότερα παράγωγα.
ὁ παρακείμενος μέ ἀναδιπλασιασμό σέ-σμαρ-ται, Μέλι-ιτος, τό. Θέμα μελιτ (μελίτ = μλιτ = μβλιτ =
μέ δάσυνση τοῦ σ ἕσμαρται καί μέ ἀφομοίωση βλιτ + ιζω = βλίττω = τρυγῶ μέλι). ( Ἔχει σχέση
τοῦ σ σέ μ καί ἁπλοποίηση τῶν δύο μ καί ἀντέ- μέ τό μειλίχιος). Λατιν.mel-mellis. Παράγωγα: μέ-
κταση ἕμμαρται  εἵμαρται. Θέμα γ): μέ μετά- λισσα, μελιτόεις (=γλυκός σάν μέλι), μελιτοῦμαι
πτωση ἀπ’ τό μερ- καί μειρ- καί μορ- ἤ μοιρ-. Πα- (=γλυκαίνομαι), μελίτωμα, μελίτωσις, μελίγλωσ-
ράγωγα: μέρος, μερίς, μερίδιον, μερίζω, μέρισμα, σος, μελιηδής, μελίφρων (=εὐχάριστος).
μερισμός, μεριστέον, μεριστής, μεριστικός, μερι- Μελιηδής (=εὐχάριστος). Ἀπ’ τό μέλι + ἡδύς, ὅπου
στός, μερικός, μέροψ (=αὐτός πού διαιρεῖ τή φω- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
νή, πού εἶναι προικισμένος μέ ἔναρθρη φωνή), Μελικτής (=αὐλητής). Ἀπ’ τό μελίζω κι’ αὐτό ἀπό
μοῖρα, μοιραῖος, μοιράω-ῶ, μοιρίδιος (=πεπρω- τό μέλος.

137
Μέλισμα (=τραγούδι). Ἀπ’ τό μελίζω κι’ αὐτό ἀπ’ Μεμψίμοιρος (=παραπονιάρης). Σύνθετο ἀπ’ τό
τό μέλος. μέμφομαι + μοῖρα. Δές γιά περισσότερα παρά-
Μέλισσα. Ἀπ’ τό μέλι, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- γωγα στό ρῆμα μέμφομαι.
γωγα. Μεναίχμης (=καρτερικός). Ἀπ’ τό μένος + αἰχμή.
Μελίφρων (=εὐχάριστος). Ἀπ’ τό μέλι + φρήν Μενεδήιος (=γενναῖος). Ἀπ’ τό μένος + δήιος ἤ
(=νοῦς), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπ’ τό δαίω
Μέλλησις (=καθυστέρηση, ἀναβολή). Ἀπ’ τό μέλ- (=καίω).
λω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μενέλαος καί ἀττ. Μενέλεως-εω. Σύνθετο ἀπ’ τό
Μέλλω (=σκοπεύω νά κάνω κάτι, βραδύνω). Εἶναι μένω + λαός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ἐπιτεταμένος τύπος ἀπ’ τή ρίζα μελ- τοῦ μέλω. στό ρῆμα μένω.
Θέμα μελ + πρόσφυμα j  μέλjω, μέ ἀφομοίωση Μενεχάρμης (=καρτερικός στή μάχη). Ἀπ’ τό μένω
τοῦ j σέ λ  μέλλω. Παράγωγα: μέλλησις (=κα- + χάρμη (=μάχη) καί χάρμη ἀπ’ τό χαίρω.
θυστέρηση), μέλλημα (=ἀργοπορία), μελλησμός, Μένος (=δύναμη, ὁρμή, φρόνημα). Ἔχει σχέση μέ
μελλητέον, μελλητής, μελλητικός, ἀμέλλητος, τό μάω (=ποθῶ), (ρίζα μεν), καί μέ το μέμονα
ἀμελλητί, ἀμελλήτως. (=ποθῶ).
Μελοποιός (=λυρικός ποιητής). Ἀπ’ τό μέλος (=μελω- Μένω. Θέμα μεν + ω = μένω. Με μετάπτωση μον-.
δία) + ποιῶ. Παράγωγα: μελοποιῶ, μελοποιία. (Λατιν. maneo). Παράγωγα: μενετέον, μενετός,
Μέλος. 1) (=μέλος τοῦ σώματος), 2) (=μελωδία, (ὑπο, ἐμ)μενετέον, ὑπομενετός, μενετέος, μο-
τραγούδι). Παράγωγα: μελεϊστί-μεληδόν (=κατά νή (=παραμονή, βραδύτητα), (δια, ἐπ, ἐμ, παρα,
μέλη), μελίζω (=ἠχῶ μελωδικά), μελικός (=λυρι- ὑπο)μονή, μόνος, μονάζω, μονάς, μοναστής, μο-
κός), μελικτής (=αὐλητής), μέλισμα (=τραγούδι), ναστήριον, μοναχικός, μοναχός, μονήρης, μονία
μελισμός (=διαίρεση), μέλπω (=τραγουδῶ), μελο- (=μοναξιά), μόνιμος, μονίμως, μονομάχος, μονόω
ποιός, μελύδριον (ὑποκορ.), μελῳδός, μελῳδία, (=ἀπομονώνω), μόνωσις, μονάρχης, μοναρχία, καί
πλημμελής (=παράφωνος). ὅσα ἔχουν σάν α΄ συνθετικό τό μενε: Μενέλαος,
Μέλπω (=τραγουδῶ). Ἀπ’ τό μέλος, θέμα μελ + π μενεδήιος (=γενναῖος), μενεπτόλεμος (=καρτε-
= μέλπ + ω = μέλπω. Μέ μετάπτωση μολπ-. Πα- ρικός σέ μάχη), μενεχάρμης (=καρτερικός στή
ράγωγα: μέλπηθρον (=τραγούδι μέ χορό), μελ- μάχη), μεναίχμης (=καρτερικός).
πήτωρ (τραγουδιστής), Μελπομένη, μολπή (τρα- Μεριμνῶ (=φροντίζω). Ἀπ’ τό ποιητ. μέρμηρα =
γούδι), μολπηδόν καί γιά ἄλλα παράγωγα δές μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρ-
στή λέξη μέλος. νω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-. Παράγωγα: μερί-
Μελύδριον (=τραγουδάκι) ὑποκοριστικό τοῦ μέ- μνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνη-
λος. τικός.
Μελῳδία. Ἀπ’ τό μελῳδός = μέλος + ᾠδή, ἀπ’ ὅπου Μέρος. Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότε-
καί τά: μελῳδῶ, μελῴδημα, μελῳδητός, μελῳδι- ρα παράγωγα.
κός. Μεσηγύ, ἐπίρρ. (=ἀνάμεσα), ἀπ’ τό μέσος.
Μεμβράνη. Ἀπ’ τό λατινικό membrana. Μεσημβρία ἀντί μεσημερία (=μεσημέρι). Σύνθετο
Μέμφομαι (=κατηγορῶ, κατακρίνω). Θέμα μέμφ + ἀπ’ τό μέσος + ἡμέρα. Παράγωγα: μεσημβριάζω
ομαι = μέμφομαι. Μέ μετάπτωση μομφ-. Παράγω- (=περνῶ τό μεσημέρι), μεσημβρινός.
γα: μέμψις, κατάμεμψις, μεμψίμοιρος (=παραπο- Μεσίτης. Ἀπ’ τό μέσος ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
νιάρης), μεμψιμοιρῶ, μεμψιμοιρία, μεμπτέος, με- μεσαῖος, μεσεύω (=εἶμαι στό μέσο), μεσηγύ
μπτέον, μεμπτικός, μεμπτός, μεμπτῶς, ἄμεμπτος, (ἐπίρρ.=ἀνάμεσα), μεσιτεύω, μεσιτεία, μεσότης,
ἐπίμεμπτος, μομφή (=κατηγορία, παράπονο), μόμ- μεσόω-ῶ, μεσωτήρ καί τά σύνθετα: μέσαυλος, με-
φος, ἐπίμομφος, ἄμομφος, ἀμεμφής, ἐπιμεμφής, σεγγυάω (=καταθέτω σάν ἐγγύηση στά χέρια τρί-
μεμφωλή, συγγενικά καί τό μῶμος, ἄν δεν παρά- του), μεσημβρία, μεσόγαιος, μεσολαβῶ, μεσονύ-
γεται, ἀπ’ τό μύω (=κλείνω, ἡσυχάζω) καί τό ἀμύ- κτιος, μεσοτομῶ (=κόβω σέ δυό ἴσα μέρη).
μων (=ἄψογος). Μεσόγαιος ἤ μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται

138 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπ’ τό μέ- σις, μετεωρισμός, μετεωριστής, μετεώρισμα (με-
σος + γῆ. τήορος = ἐπικ. τύπος τοῦ μετέωρος).
Μετάθεσις. Ἀπ’ τό μετατίθημι = μετά + τίθημι, Μέτοικος. Ἀπ’ τό μετά + οἶκος. Παράγωγα: μετοικῶ
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=πηγαίνω σ’ ἄλλο μέρος), μετοίκησις, μετοικία,
Μεταίχμιος (=αὐτός πού εἶναι ἀνάμεσα σέ δυό μετοικίζω (=ὁδηγῶ κάποιον σ’ ἄλλη χώρα), με-
στρατούς). Τό οὐδ. μεταίχμιον (=τό διάστημα τοικικός, μετοίκιον (=ὁ φόρος πού πλήρωναν οἱ
ἀνάμεσα σέ δυό ἐχθρικούς στρατούς). Σύνθετο μέτοικοι στήν Ἀθήνα), μετοικισμός, μετοικιστέ-
ἀπ’ τό μετά + αἰχμή. ον, μετοικιστής.
Μέταλλον (=μεταλλεῖο, λατομεῖο). Ἀπ’ τό μετ’ Μετοχή. Ἀπ’ τό μετέχω = μετά + ἔχω, ὅπου δές γιά
ἄλλα (=σ’ ἀναζήτηση ἄλλων πραγμάτων). Ἴσως περισσότερα παράγωγα.
νά συγγενεύει μέ τό ματεύω (=ζητῶ) καί τότε ἡ Μέτρον. Παράγωγα: μετρέω-ῶ, μέτρημα, μέτρησις,
λέξη μέταλλον σημαίνει (=τόπος γιά ἀναζήτη- μετρητέον, μετρητής, μετρητικός, μετρητός, ἀμέ-
ση, γιά ἔρευνα). Ὑπάρχει καί τό ὁμηρ. μεταλλάω τρητος, ἰσομέτρητος, δυσμέτρητος, μετριάζω, με-
(=ἐρευνῶ). Παράγωγα: μεταλλεύω (=σκάβω με- τρίασις, μετρικός, μέτριος, μετριότης, μετριόω-ῶ,
ταλλεῖα), μεταλλεία (=ἡ ἐκμετάλλευση μεταλλεί- μετρίως, μετριοπαθής (=ἐπιεικής).
ου), μεταλλεῖον, μεταλλεύς, μετάλλευσις, ἐκμε- Μέτωπον (=τό διάστημα ἀνάμεσα στά μάτια, πρό-
τάλλευσις, μεταλλευτής, μεταλλευτικός, μεταλ- σοψη). Ἀπ το μετά + ὤψ (=ὄψη) τοῦ ὁράω-ῶ,
λευτός, μεταλλευτήρ. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
Μεταμέλεια (=μετάνοια). Ἀπ’ τό: μεταμέλει τινί τί- γα τοῦ μέτωπον: μετωπηδόν, μετωπιαῖος, μετω-
νος (=μετανοιώνει κάποιος γιά κάτι). Δές γιά πε- πίας, μετώπιον.
ρισσότερα παράγωγα στή λέξη μελέτη. Μηδίζω (=εἶμαι μέ τό μέρος τῶν Μήδων) Ἀπ’ τό
Μετανάστασις (=μετοίκηση). Ἀπ’ τό μετά + ἀνί- Μῆδος μέ κατάληξη ίζω. Θέμα μηδίδ+j+ω  μη-
σταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δίζω. Παράγωγα: μηδικός, μηδισμός, μηδηστί
ἵστημι. (=μέ μηδικό τρόπο).
Μετανάστης. Ἀπ’ τό μετά + ρίζα νασ τοῦ ναίω Μήδομαι (=σκέφτομαι, σχεδιάζω). Ἀπ’ τό μῆδος
(=κατοικῶ). Παράγωγα: μεταναστεύω, μετανά- (=σχέδιο, ἐπινόηση) πού παράγεται ἀπ’ τό μἐδω
στευσις, μεταναστευτέον. (=ἄρχω, κυβερνῶ) ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: μέδων
Μεταξύ (=ἀνάμεσα). Σύνθετο ἀπ’ τό μετά + ξύν. (=κύριος, ἄρχοντας), Μέδουσα, μέδιμνος, μή-
Μετάρσιος (=κρεμασμένος, ὑψωμένος). Ἀπ’ τό στωρ (=προνοητής).
μεταίρω = μετά + αἴρω, ὅπου δές γιά περισσό- Μηκάομαι-ῶμαι (=βελάζω). Ὀνοματοποιημένη λέ-
τερα παράγωγα. ξη ἀπ’ τό βέλασμα τῶν ζώων. Παράγωγα: μηκάς-
Μετάστασις (=μετατόπιση, μεταβολή). Ἀπ’ τό με- άδος, μηκασμός, μηκηθμός.
θίστημι = μετά + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσό- Μῆκος (=τό μάκρος). Δωρ. μᾶκος. Ἀπό ρίζα μακ-,
τερα παράγωγα. ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις μάκρος, μακρός, μακεδ-
Μεταχειρίζομαι (=χρησιμοποιῶ, διευθύνω). Ἀπ’ τό νός, Μακεδόνες. Παράγωγα τοῦ μῆκος: μήκι-
μετά + χεῖρας. Θέμα μεταχειριδ+j+ω  μεταχει- στος, μηκύνω, μήκυνσις, ἐπιμήκυνσις, μηκυντέ-
ρίζω καί μεταχειρίζομαι. Παράγωγα: μεταχείρισις, ον, μηκυντικός, μηκυσμός.
μεταχειρισμός, μεταχειριστέον, ἀμεταχείριστος, Μήκων-ωνος (=παπαρούνα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο-
δυσμεταχείριστος, εὐμεταχείριστος. λογία της.
Μετεωρολόγος (=ἀστρονόμος). Ἀπ’ τό μετέωρος + Μήλειος (=πρόβειος), ἀπ’ τό μῆλον (=πρόβατο).
λέγω. Παράγωγα: μετεωρολογία, μετεωρολογι- Μῆλον. 1) (=πρόβατο). Πιθανόν ὀνοματοποιημέ-
κός, μετεωρολογῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά νη λέξη ἀπ’ τόν ἦχο τῶν προβάτων μεεε! Παρά-
ρήματα αἴρω καί λέγω. γωγα: μήλειος (=πρόβειος), μηλόβοτος (=χώρα
Μετέωρος (=κρεμασμένος). Άπ’ τό μετά + αἴρω, μέ βοσκοτόπια), μηλοτρόφος (=πού τρέφει πρό-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- βατα), μηλωτή (=δέρμα προβάτου). 2) (=καρπός
γα τοῦ μετέωρος: μετεωρίζω (=ὑψώνω), μετεώρι- μηλιᾶς). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα:

139
μηλέα, μήλειος, Μηλιάδες (=νύμφες τῶν ὀπωρο- Μήτρα. Ἀπ’ τό μήτηρ ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
φόρων δέντρων), μήλινος, μηλίτης (=κρασί ἀπό γωγα.
μῆλα), μηλοφόρος, μηλόχρους, μήλοψ (=μέ ὄψη Μητροκτόνος. Σύνθετο ἀπ’ τό μήτηρ + κτείνω. Δές
μήλου, κίτρινος), μηλώδης, μηλών-ῶνος. γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη μήτηρ καί
Μηλωτή (=δέρμα προβάτου), ἀπ’ τό μῆλον (=πρό- στό ρῆμα κτείνω.
βατο). Μητρυιά (=θετή μητέρα). Ἀπ’ τό μήτηρ, ὅπου δές
Μήν-μηνός (=μήνας). Ἡ ρίζα εἶναι μα- τοῦ μέτρον γιά περισσότερα παράγωγα.
γιατί ἡ σελήνη ἦταν τό μέτρο τοῦ μηνός. Ἀρχι- Μητρῷον (=ναός τῆς Δήμητρας ἤ τῆς Κυβέλης,
κά ἦταν μενς = μηνς = μήν. (Λατιν. mensis-is). ἀρχεῖο). Ἀπ’ τό μήτηρ, ὅπου δές γιά περισσότε-
Αἰολ. τύπος μείς. Παράγωγα: μήνη (=φεγγάρι), ρα παράγωγα.
μηνιαῖος, μηνοειδής (=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελή- Μήτρως, ὁ (=θεῖος ἀπ’ τή μητέρα), ἀπ’ τό μήτηρ,
νου), μηνίσκος (ὑποκορ. τοῦ μήνη), νουμηνία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
σκοτομήνη (=ἀσέληνη νύχτα). Μηχανή (=μηχάνημα, τρόπος, τέχνασμα). Ἀπ’ τό
Μήνη (=σελήνη, φεγγάρι). Ἀπ’ τό μήν, ὅπου δές μῆχος καί μῆχαρ (=μέσο θεραπείας). Παράγω-
γιά ἄλλα παράγωγα. γα: μηχανῶμαι (=τεχνάζομαι), μηχάνημα, μη-
Μηνιαῖος. Ἀπ’ τό μήν, ὅπου δές γιά περισσότε- χάνησις, μηχανητέον, μηχανητής, μηχανητικός,
ρα παράγωγα. μηχανικός, ἀμήχανος, πολυμήχανος.
Μηνιθμός, ὁ (=ὀργή), ἀπ’ το μηνίω. Μιαίνω (=λερώνω, μολύνω). Πιθανόν ἀπό ὑποθε-
Μήνιμα, τό (=αἰτία ὀργῆς, ἐνοχή), ἀπ’ τό μηνίω. τικό οὐσιαστ. μιFα (=βρωμιά). Θέμα: μιαν+ω καί
Μῆνις-ιος ἤ -ιδος, ἡ (=ὀργή). Δωρ. μᾶνις. Ἴσως νά μέ ἐπένθεση τοῦ j  μιαίνω. Παράγωγα: μίαν-
ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα μαίνομαι. Δές γιά παρά- σις, μιαντήριον, μιάντης, μιαντικός, μιαντός, ἀμί-
γωγα στό ρῆμα μηνίω. αντος (=καθαρός), μιαρός (=λερωμένος), μιαρία,
Μηνίτης, ὁ (=ὀργισμένος), ἀπ’ τό μηνίω. μίασμα (=μόλυσμα), μιασμός, μιάστωρ (=ἄθλιος
Μηνίω (=ὀργίζομαι). Ἀπ’ τό μῆνις (=ὀργή). Παρά- ἄνθρωπος), μιαιφόνος (=αἱμοχαρής).
γωγα: μήνιμα (=αἰτία ὀργῆς, ἐνοχή), μηνιθμός Μιαιφόνος (=φονιάς). Ἀπ’ τό μιαίνω (=μολύνω) +
(=ὀργή), μηνίτης (=ὀργισμένος), ἀμήνιτος, μη- φένω (=φονεύω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
νιάω (=ὀργίζομαι), μηνίαμα, μηνιαστής. ρῆμα μιαίνω.
Μηνοειδής (=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελήνου). Ἀπ’ Μιαρός (=λερωμένος). Ἀπ’ τό μιαίνω, ὅπου δές γιά
τό μήνη + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή περισσότερα παράγωγα.
λέξη μήν. Μίασμα (=μόλυσμα). Ἀπ’ τό μιαίνω, ὅπου δές γιά
Μήνυτρον, τό (=ἀμοιβή γιά μήνυση), ἀπ’ τό μηνύω, περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μιγάς (=ἀνακατωμένος). Ἀπ’ τό μείγνυμι καί μίγνυ-
Μηνύω (=φανερώνω, καταγγέλλω). Σκοτεινή ἡ ἐτυ- μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μολογία του. Παράγωγα: μήνυμα (=κατηγορία), Μίγνυμι καί μείγνυμι-μιγνύω καί μειγνύω (=ἀνα-
μήνυσις, μηνυτέον, μηνυτήρ, μηνυτής, μηνυτικός, κατώνω). Θέματα: 1) ἰσχυρό μειγ + πρόσφυμα
μήνυτρον (=ἀμοιβή γιά μήνυση), μηνύτωρ. νυ + μι  μείγνυμι καί μειγνύω, 2) ἀσθενές μιγ +
Μηρυκάομαι-ῶμαι (=ἀναμασῶ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ- νυ + μι  μίγνυμι καί μιγνύω. Παράγωγα: μεῖξις,
μολογία του. πρόσμειξις, σύμμειξις, μεικτός, σύμμεικτος, ἄμει-
Μήτηρ, δωρ. μάτηρ. Ἡ ρίζα εἶναι μα- ἀπ’ τή συλλα- κτος, δύσμεικτος, μεικτέον, συμμεικτέον, ἀναμείξ,
βή τῶν μωρῶν μα-. Ἔχει σχέση μέ τό μαῖα. Παρά- μειξοβάρβαρος ἤ μιξοβάρβαρος, μεῖγμα. Ἀπ’ τό
γωγα: μήτρα, μητραλοίας (=μητροκτόνος), μη- θέμα μιγ- τά μίγα, μιγάς, μίγδα, μίγδην, μῖγμα, μι-
τρίζω (=λατρεύω τή μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλη), κτέον, μικτός, μῖξις, ἀμιγής, συμμιγής.
μητρικός, μητρόθεν (=ἀπ’ τή μητέρα), μητροκτό- Μικρός καί σμικρός καί δωρ. μικκός. Παράγω-
νος, μητρόπολις, μητρότης, μητρυιά, μητρῷος, μή- γα: μικρότης, μικρολόγος, μικρολογία, μικρο-
τρως (=θεῖος ἀπ’ τή μητέρα), μητρῷον (=ὁ ναός λογοῦμαι (=ἐξετάζω μέ λεπτομέρεια), μικρόψυ-
τῆς Δήμητρας ἤ τῆς Κυβέλης, ἀρχεῖο). χος, μικροψυχία.

140 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Μίλτος, ἡ (=κοκκινόχωμα). Ἴσως συγγενικό μέ τά: Μισθόω-ῶ (=νοικιάζω). Ἀπ’ τό μισθός. Παράγω-
μέλας, μολύνω, μώλωψ. Παράγωγα: μίλτινος, μιλ- γα: μίσθιος, μίσθωμα, μίσθωσις, μισθώσιμος,
τόω, μιλτοπάρῃος (=με κόκκινα μάγουλα). μισθωτήριο, μισθωτής, μισθωτικός, μισθωτός,
Μιμοῦμαι. Ἀπ’ τό μῖμος πού παράγεται ἀπό ρίζα ιμ ἀμίσθωτος.
= σιμ (Λατιν. imitor, similis, =ὅμοιος). Παράγω- Μισοπόνηρος (=αὐτός πού μισεῖ τήν πονηριά).
γα: μίμημα, μίμησις, μιμητέος, μιμητέον, μιμητής, Ἀπ’ τό μῖσος + πονηρός. Δές γιά ἄλλα παράγω-
μιμητικός, μιμητός, μιμικός, ἀμίμητος, εὐμίμητος, γα στή λέξη μῖσος.
μιμηλός (=μιμητικός). Μῖσος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα:
Μιμνῄσκω (=ὑπενθυμίζω), μιμνῄσκομαι (=θυμᾶμαι). μισέω-ῶ, μίσημα, μίσηθρον (=μαγικό μέσο πού
Ἀπό ρίζα μα- τοῦ μάω πού δηλώνει σκέψη. Ρί- ξεσήκωνε τό μῖσος γιά κάποιον), μισητά, μιση-
ζα μα = μαν καί μέ μετάπτωση μεν, μέ μετάθε- τής, μισητικός, μισητός, εὐμίσητος, καί τά σύν-
ση φθόγγου μνα- καί μέ ἔκταση μνη-. Θέμα μνη θετα μισάνθρωπος, μισογύνης, μισόλογος, μι-
+ πρόσφυμα ισκ καί ἀναδιπλασιασμό μιμνηί- σοπόνηρος.
σκω=μιμνῄσκω. Παράγωγα: μνῆμα, ὑπόμνημα, Μίσχος (=τσουνί). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
μνημεῖον, μνήμη, μνημονεύω, μνημόνευμα, μνη- Μίτος, ὁ (=κλωστή, νῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
μόνευσις, μνημονευτέον, μνημονευτικός, μνημο- γία του.
νευτός, ἀξιομνημόνευτος, ἀμνημόνευτος, μνημο- Μίτρα (=ζώνη, ταινία γιά τά μαλλιά). Ἴσως νά συγ-
νικός, μνημοσύνη, μνημόσυνον, μνήμων, ἀμνή- γενεύει με τό μίτος (=κλωστή).
μων, ἀμνημονῶ, ἱερομνήμων, ἀείμνηστος, ἀνά- Μνᾶ, ἡ (100 Ἀττικές δραχμές). Ἡ προέλευσή της
μνησις, ὑπόμνησις, ἀναμνηστός, μνεία (=ἀνά- εἶναι σημιτική.
μνηση), μνησίκακος. Μνάομαι-ῶμαι. 1) (=μνηστεύομαι). Ἀπό ρίζα μνα
Μῖμος (=ὑποκριτής θεάτρου). Ἀπό ρίζα ιμ = σιμ. Δές = βνα = βανά (=γυναίκα). 2) (=σκέφτομαι). Ἀπό
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μιμοῦμαι. ρίζα μνα- τοῦ μιμνῄσκω. Παράγωγα: μνῆστις (=
Μινυρίζω (=παραπονιέμαι μέ χαμηλή φωνή, σιγο- ἀνάμνηση), μνήστωρ, μνηστέον, μνηστήρ, μνή-
κλαίω, κλαυθμηρίζω). Ἀπ’ τό μινυρός (=αὐτός στειρα, μνηστεία, μνηστεύω, μνήστευμα, μνη-
πού θρηνεῖ μέ χαμηλή φωνή). Εἶναι ὀνοματοποι- στήριος, μνηστός (=σύζυγος νόμιμος), μνήστρια,
ημένη λέξη. Παράγωγα: μινύρισμα, μινυρισμός, προμνήστρια (=προξενήτρα), μνηστύς-ύος (=μνή-
μινύρομαι (=κελαϊδῶ ἤρεμα). στευση), μνῆστρον, (πληθ.) μνῆστρα (=δαχτυλί-
Μιξοβάρβαρος (=μισός βάρβαρος καί μισός Ἕλλη- δια τῶν ἀρραβώνων).
νας). Ἀπ’ τό μίγνυμι + βάρβαρος. Δές γιά περισ- Μνεία (=ἀνάμνηση). Ἀπ’ τό μιμνῄσκω, ὅπου δές
σότερα παράγωγα στό ρῆμα μίγνυμι. γιά περισσότερα παράγωγα.
Μισάνθρωπος (=αὐτός πού μισεῖ τούς ἀνθρώπους). Μνημεῖον. Ἀπ’ τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισ-
Σύνθετο ἀπ’ τό μισῶ + ἄνθρωπος. Δές γιά ἄλλα σότερα παράγωγα.
παράγωγα στή λέξη μῖσος. Μνήμη. Ἀπ’ τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσό-
Μίσθαρνος ἤ μισθάρνης (=μισθωτός ἐργάτης). Ἀπ’ τερα παράγωγα.
τό μισθός + ἄρνυμαι (=παίρνω, κερδίζω). Παρά- Μνημόσυνον. Ἀπ’ τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά πε-
γωγα: μισθαρνέω-ῶ, μισθαρνητικός, μισθαρνία, ρισσότερα παράγωγα.
μισθαρνικός. Μνησίκακος (=ἐκδικητικός). Ἀπ’ τό μιμνῄσκομαι
Μισθοδότης (=ὁ πληρωτής τῶν μισθῶν). Ἀπ’ τό + κακός. Παράγωγα: μνησικακῶ, μνησικακία,
μισθός + δίδωμι. Παράγωγα: μισθοδοσία, μι- ἀμνησίκακος, καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό
σθοδοτῶ. ρῆμα μιμνῄσκω.
Μισθοφόρος. Ἀπ’ τό μισθός + φόρος τοῦ φέ- Μνηστεύω (=ἀρραβωνιάζομαι). Ἀπ’ τό μνηστήρ
ρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τοῦ μνάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα
Παράγωγα τοῦ μισθοφόρος: μισθοφορῶ (=ὑπη- παράγωγα.
ρετῶ μέ μισθό), μισθοφορητέον, μισθοφορία, μι- Μογέω-ῶ (=κοπιάζω, πονῶ). Ἀπ’ τό μόγος ἤ μό-
σθοφορικός. χθος (=κόπος), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: μό-

141
γις και μόλις (=μέ δυσκολία), μογερός (=δυστυ- νομαχικός καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα
χισμένος), μόγημα. μάχομαι καί στή λέξη μόνος.
Μοῖρα. Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Μόνος. Ἀπ’ τό μένω. Εἶναι συγγενικό μέ τό μανός
ρα παράγωγα. (=λεπτός, μικρός, λίγος). Παράγωγα: μονάζω,
Μοιχός (=αὐτός πού μολύνει τό ξένο κρεβάτι, ξε- μονάς, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μονή-
λογιαστής). Πιθανόν ἀπ τό ὀμιχέω (ρίζα μιχ- καί ρης, μονία, μονόω, μόνωσις, μονώτης, μονωτι-
τό ο, εὐφωνικό πρόθεμα, σημαίνει οὐρῶ). Παρά- κός, ἀπομόνωσις, ἀπομονωτικός, μονωτί καί τά
γωγα: μοιχαλίς, μοιχάω, μοιχεία, μοιχεύω, μοιχευ- σύνθετα μόναρχος ἤ μονάρχης, μοναρχία, μο-
τής, μοιχευτήρ, μοιχεύτρια, μοιχευτός, μοιχίδιος, ναρχῶ, μοναρχικός, μονήρης, μονογενής, μονο-
μοιχικός, μοίχιος, μοιχάγρια, τά (=πρόστιμο πού μάχος, μονόξυλος, μονοφυής, μονῳδία, μονώψ
ἐπιβάλλεται σ’ αὐτόν πού ἔκανε μοιχεία), μοιχει- (=μονόφθαλμος), μῶνυξ.
ακός, μοιχειανικός, μοιχότροπος, ον (=αὐτός πού Μονῳδία (=τραγούδι ἑνός ἀνθρωπου). Ἀπ’ τό
ἔχει τή διάθεση μοιχοῦ). μονῳδῶ (=μόνος + ᾠδή). Παράγωγα: μονῳδός,
Μόλις (=μέ δυσκολία, μέ κόπο). Εἶναι μεθομηρι- μονῳδικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη μό-
κός τύπος τοῦ μόγις. Δές γιά παράγωγα τοῦ μό- νος καί στό ρῆμα ἄιδω=ᾄδω.
γις στό ρῆμα μογέω. Μόρα (=τάγμα στρατιωτικό στή Σπάρτη). Ἀπ’ τό
Μολπή (=τραγούδι). Ἀπ’ τό μέλπω (=ψάλλω), ὅπου μείρομαι (=συμμετέχω), ὅπου δές γιά περισσό-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. τερα παράγωγα.
Μόλυβδος (=μολύβι). Ἀρχαιότερος τύπος εἶναι Μόριον. Ὑποκορ. τοῦ μόρος (=πεπρωμένο) τοῦ μεί-
τό μόλιβος καί μόλυβος. Παράγωγα: μολύβδαι- ρομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
να (=κομμάτι μολυβιοῦ), μολύβδινος, μολυβδίς Μορμολύκειον (=φόβητρο). Ἀπ’ το μορμολύττο-
(=τό μολυβένιος βάρος πού βυθίζει το δίχτυ), μαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπ’ τό μόρμορος
μολυβδοῦμαι (=λιώνω σά μολύβι), μολύβδωσις, (=φόβος) (ρίζα μυρ- ἠχοποίητη  μορμύρω, μορ-
μολυβδωτός, μολυβρός (=πού ἔχει τό χρῶμα μυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπ’ τό Μορ-
τοῦ μολυβιοῦ). μώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ πα-
Μολύνω (=λερώνω, ἀτιμάζω). Ἀπό ρίζα μελ- τοῦ μέ- ραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.
λας καί μέ μετάπτωση μολ-. Θέμα, σύμφωνα μέ τά Μορμύρω (=βράζω). Ἀπό ρίζα μυρ- ἀπ’ ὅπου καί τά
ρημ. σέ ύνω, μολυν + j + ω  μολύνω. Παράγωγα: μύρω (=ρέω), μύρομαι, (=θρηνῶ) καί μέ ἀναδι-
μόλυνσις, μόλυσμα καί μόλυμμα, μολυσματικός, πλασιασμό μορμύρω. Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη.
μολυσματώδης, μολυσμός, ἀμόλυντος. Μορμώ-οῦς (=φοβερό θηλυκό τέρας, μέ τό ὁποῖο
Μομφή (=κατηγορία, παράπονο). Ἀπ’ τό μέμφομαι, οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά μικρά παιδιά).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μόρος (=πεπρωμένο). Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές
Μονάρχης ἤ μόναρχος (=ἀπόλυτος κύριος). Ἀπ’ τό γιά περισσότερα παράγωγα.
μόνος + ἄρχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Μόρσιμος (=πεπρωμένος). Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου
στό ρῆμα ἄρχω καί στή λέξη μόνος. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μονάς. Ἀπ’ τό μένω, ὅπου δές γιά περισσότερα Μορφή- (=σχῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Σχε-
παράγωγα. τίζεται μέ τό μόρφνος (=μαῦρος). Λατιν. forma.
Μονήρης (=αὐτός πού συνηθίζει νά μένει μόνος Παράγωγα: μορφάζω, μόρφασμα (=ἀπεικόνι-
του). Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + ἀραρεῖν (τοῦ ἀρα- σμα), μορφασμός, μορφάω (=παριστάνω), μορ-
ρίσκω = προσαρμόζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα φήεις, ἄμορφος, εὔμορφος, μορφόω-ῶ (=δια-
στή λέξη μόνος. μορφώνω), μόρφωμα, μόρφωσις, (ἀνα, πάρα,
Μονογενής. Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + γένος τοῦ γί- ἐπι, μετα)μόρφωσις, μορφωτικός, μορφώτρια,
γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- Μορφώ (=ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης).
θώς καί στή λέξη μόνος. Μόρφνος (=μαῦρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Μονομάχος. Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + μάχομαι. Πα- Πιθανόν ἀπ’ τό ὄρφνη (=σκοτάδι τῆς νύχτας),
ράγωγα: μονομαχῶ, μονομάχημα, μονομαχία, μο- ὀρφνός (=σκοτεινός) μέ προθεμ. μ.

142 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Μόσχος. 1) (=βλαστός, κλωνάρι). Ἔχει σχέση μέ τά (=στεναγμός), μυχθίζω (=φυσῶ μέ τή μύτη ἔχο-
ὄσχος (=νεαρό κλῆμα), ὄζος (=βλαστάρι). Πα- ντας κλεισμένα τά χείλια). 2) (=ρουφῶ, βυζαίνω).
ράγωγα: μοσχεύω (=μεταφυτεύω παραφυάδες), Ἀπ’ τό μύδος (=ὑγρασία, μούχλα) ἀπ’ ὅπου καί
μόσχευμα, μεταμόσχευμα, μόσχευσις, μεταμό- οἱ λέξεις μυδών (=σάπιο κρέας), μυδάω (=στά-
σχευσις. 2) (=μοσχαράκι). Παράγωγα: μόσχειος ζω), μυδαλέος (=ὑγρός), μυδαίνω (=ὑγραίνω),
(=μοσχαρίσιος), μοσχάριον (ὑποκορ.), μοσχοποιῶ μυζάω (=βυζαίνω), μύσος (=βρωμιά).
(=φτιάχνω μοσχάρι), μοσχοποιία, μοσχοποίησις, Μῦθος (=λόγος, διήγημα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
μοσχοποιός (=πού γεννάει μοσχάρι). του. Παράγωγα: μυθέομαι-οῦμαι, (=μιλῶ), μυ-
Μοῦσα (=θεά τῶν καλῶν τεχνῶν). Σχετίζεται μέ θεύω, μύθευμα, μυθικός, μυθώδης, μυθολογῶ,
τό ρῆμα μανθάνω. (Ρίζα μαθ-). Θέμα μοθ + jα μυθολογία, μυθολογικός, μυθοποιία, ἀμύθητος
μοῦσα. Παράγωγα: Μουσεῖον (=ναός τῶν (=ἀνέκφραστος).
Μουσῶν), μουσική, μουσικός, ἄμουσος, μου- Μυῖα καί ἀττ. μῦα (=μύγα). Λέξη ἠχοποιημένη ἀπ’
σοῦμαι (=εἶμαι μορφωμένος), μουσοποιός, μου- τό βόμβο τῶν μυγῶν.
σουργός, μουσουργία. Μυκάομαι-ῶμαι (=μουγκρίζω). Λέξη ἠχοποιημέ-
Μουσεῖον (=ναός τῶν Μουσῶν, σχολεῖο τεχνῶν). νη ἀπ’ τή φωνή τῶν βοδιῶν μυ. Παράγωγα: μυ-
Ἀπ’ τό Μοῦσα, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. κηθμός (=μούγγρισμα), μύκημα, μυκητής ἤ μυ-
Μουσουργός ἀντί μουσοεργός. Ἀπ’ τό Μοῦσα + κήτωρ.
ἔργον. Δές για ἄλλα παράγωγα στή λέξη Μοῦσα Μυκηθμός (μούγγρισμα). Ἀπ’ τό μυκῶμαι, ὅπου
καί στό ρῆμα ἐργάζομαι. δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Μοχθηρός (=κοπιαστικός, πανοῦργος). Ἀπ’ τό μό- Μύκης, ὁ (=μανιτάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
χθος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μερικοί τό συνάπτουν πρός τά μύσσομαι, μῦς
Μόχθος (=κόπος, ταλαιπωρία). Εἶναι συνώνυμο καί λατ. mucus = μύξα. Παράγωγα: μυκήτινος,
μέ τό μόγος τοῦ μογέω-ῶ. (Μόγος  Μόγ-θ-ος η, ον, (=ἀπό μανιτάρι).
 μόχθος ὅπως ἄχος- ἄχθος). Παράγωγα: μο- Μυκῆναι (=πόλις Ἀχαϊκή). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
χθέω-ῶ, μόχθημα, μοχθηρός, μοχθηρία, μοχθη- της. Ἡ λέξη θεωρεῖται προελλην. Ὅσοι τή θεω-
τέον, ἀμοχθεί. ροῦν ἰνδογερμ. τήν ἐτυμολογοῦν ἀπ’ τό μύκων
Μοχλός (=μανέλλα, λοστός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο- (=σωρός) ἤ μύκης.
γία του. Μερικοί τό συνάπτουν πρός τά μόγος, Μυκτηρίζω (=χλευάζω). Ἀπ’ τό μυκτήρ (=ρουθού-
μόγις, μόχθος, μόλις, μῶλος καί τά λατ. molior, νι, μύτη), πού παράγεται ἀπό ρίζα μυκ- τοῦ μύτ-
moles. Παράγωγα: μόχλευσις, μοχλευτής, μο- τω-μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Παράγωγα:
χλεύω, μοχλόω (=ἀμπαρώνω). μυκτηρισμός (=ἐμπαιγμός), μυκτηριστής, μυ-
Μυάγρα (=ποντικοπαγίδα). Σύνθετο ἀπ’ τό μῦς κτηριστικός.
(=ποντικός) + ἄγρα (=κυνήγι). Μύλη, ἡ (=μύλος). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἀλέω.
Μυελός (=μυαλό). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: μύλαξ (=μυλόπετρα), μυλιαῖος, μυλι-
Παράγωγα: μυελόεις (=παχύς), μυελῶ (=παχαί- κός, μύλος, μυλών, μυλωθρός (=μυλωνάς).
νω), μυελώδης. Μύξα Ἀπ’ τό μύττω ἤ μύσσω (μύσσομαι), ὅπου δές
Μυέω-ῶ (=κατηχῶ, διδάσκω). Ἀπό ρίζα μυ- τοῦ γιά περισσότερα παράγωγα.
μύω (=κλείνω τά μάτια, μυ εἶναι ἦχος πού βγαί- Μυρίζω (=ἀλείφω μέ ἄρωμα). Ἀπ’ τό μύρον (=ἄρω-
νει μέ κλεισμένα χείλη). Παράγωγα: μύημα, μύ- μα), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ησις, μυητής, μύστης, μυστήριον, μυστικός, μυ- Μύρον (=ἄρωμα). Σχετίζεται με τό σμύρις (=σκόνη
σταγωγός, μυσταγωγία, ἀμύητος, μύστις (θηλ.), ἀπό σκληρή πέτρα γιά λιθοξόους), ἀκόμη μέ τό
μυστοδόκος. μορύσσω (=μολύνω). Ἴσως ἀπ’ τό μύρω (=στά-
Μύζω. 1) (=κάνω τόν ἦχο, μύ μύ, μουρμουρίζω). ζω), ἤ ἀπ’ τό μύρρα (=εὐωδιαστός χυμός). Ἡ
Ἠχοποιημένη λέξη ἀπ’ τό μυ- μυ- πού εἶναι ὁ ἀρχή τῆς λέξης εἶναι ξενική. Παράγωγα: μυρίζω,
ἦχος πού βγαίνει μέ κλεισμένα τά χείλη. Παρά- μυρισμός, μύρισμα, μυριστικός, μυρόω, μυρεψός
γωγα: μυγμός (=μούγκρισμα), ἐπίμυκτος, ἐπίμυξις (=αὐτός πού παρασκευάζει μύρα).

143
Μῦς. 1) (=ποντικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. κοντόφθαλμος). Ἀπ’ τό μύω (=κλείνω) + ὤψ
Λατ. mus. Παράγωγα: μυωνία (=ποντικοφωλιά), (=μάτι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρή-
μυόχοδον, τό (=ποντικοκούραδο), μυγαλῆ, ἡ ματα μύω καί ὁρῶ.
(<γαλέη) (=ἀρουραῖος), μυοκτόνος, ον (=αὐτός Μῶλος (=μόχθος τοῦ πολέμου, κόπος, ἀγώνας).
πού σκοτώνει τά ποντίκια), μυάγρα (<ἀγρέω) Συγγεν. μέ τά μόλις, λατ. moles, molestus.
(=ποντικοπαγίδα). 2) (=μῦς τοῦ σώματος). Παρά- Μώλωψ-ωπος (=πληγή, σημάδι ἀπό τραῦμα, πρή-
γωγα: μυώδης (=ρωμαλέος), μυών-ῶνος (=ἄθροι- ξιμο). Σχετίζεται με τό μέλας. Παράγωγα: μωλω-
σμα μυῶν τοῦ σώματος). πίζω, μωλωπισμός.
Μυσαρός (=ἀκάθαρτος, μιαρός, μισητός). Ἀπ’ τό Μωμάομαι-ῶμαι (=ψέγω, κατηγορῶ). Ἀπ’ τό μῶμος
μύσος (=βρωμιά), ἀπ’ ὅπου παράγεται τό μυσάτ- (=ψόγος), πού παράγεται, ἀπ’ τό μέμφομαι ἤ ἀπ’
τομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τό μύω (=κλείνω). Παράγωγα: μώμημα, μώμησις,
Μυσάττομαι (=σιχαίνομαι, ἀποστρέφομαι). Ἀπ’ τό μωμητέος, μωμητέον, μωμητής, μωμητικός, μω-
μύσος (=βρωμιά)-μυδ+σ+ος ἀπ’ τό μύζω (2. βυ- μητός, ἀμώμητος, παναμώμητος (=πάναγνος),
ζαίνω). Θέμα μυσάγ + j + ο-μαι = μυσάττομαι. ἄμωμος, πανάμωμος, Μῶμος (=θεός τῆς μομφῆς,
Παράγωγα: μύσαγμα, μυσακτέον, μυσαρός - μυ- γιός τῆς Νύχτας).
σερός - μυσαχθής, μυσαρότης. Μῶμος (=ψόγος, κατηγορία). Πιθανόν ἀπ’ τό μέμ-
Μύσος (=μίασμα, βρωμιά). Ἀπ’ τό μύδος (=ὑγρα- φομαι ἤ ἀπ’ τό μύω. Σχετίζεται μέ τίς λέξεις ἀμύ-
σία, μούχλα) τοῦ μύζω (=ρουφῶ, βυζαίνω). Θέ- μων (=ἄψογος) καί μιαίνω (=μολύνω). Δές γιά
μα μυδ+σ+ος = μύσος. Δές γιά παράγωγα στό παράγωγα στό ρῆμα μωμῶμαι.
ρῆμα μυσάττομαι. Μῶν (=μήπως). Ἀπ’ τό μή+οὖν.
Μύττω ἤ μύσσω-μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Μῶνυξ-υχος (=μέ μιά ὁπλή, ἕνα ἀδιαίρετο νύχι).
Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσ- Ἀντί μονώνυξ ἀπ’ τό μόνος + ὄνυξ, ὅπου δές γιά
σομαι. Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέ- ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη μόνος.
ον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη). Μωραίνω (=εἶμαι ἀνόητος). Ἀπ’ τό μωρός καί ἀττ.
Μύσταξ-ακος, ὁ (=μουστάκι). Ἔχει σχέση μέ τό μά- μῶρος (=ἀνόητος), ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
σταξ (=σαγόνι). Ἴσως προέρχεται ἀπό συμφυρμό γωγα.
τῶν μάσταξ-βύσταξ. Μωρός ἤ μῶρος (=ἠλίθιος, ἀνόητος). Παράγωγα:
Μυστήριον. Ἀπ’ τό μυέω, ὅπου δές γιά περισσό- μωρία (=ἀνοησία), μωραίνω, μώρανσις, μωρολο-
τερα παράγωγα. γία, μωρόομαι-οῦμαι, (=γίνομαι νωθρός), ὀξύμω-
Μυστικός. Ἀπ τό μυέω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρος, μωρόσοφος (=ὁ ἀνόητα σοφός).
ρα παράγωγα.
Μύχιος (=πολύ βαθύς). Ἀπ’ το μυχός (=βάθος) τοῦ
μύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μυχός (=βάθος, γυναικωνίτης). Ἀπ’ τό μύω (=κλεί-
νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μύω (=κλείνω). Ἀπό ρίζα μυ-, πού εἶναι ὁ ἦχος πού
γίνεται μέ κλεισμένα χείλη. Παράγωγα: μυχός
(=βάθος), μύχιος, μυχόθεν, μύσις (=τό κλείσιμο
τῶν ματιῶν, τῶν χειλιῶν), μύωψ (=αὐτός πού
κλείνει τά βλέφαρα γιά νά δεῖ), μυέω, μύστης,
μύζω (=μουρμουρίζω), μυκάομαι.
Μωκός (=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημα-
σία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ
ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).
Μύωψ (=αὐτός πού κλείνει τά βλέφαρα γιά νά δεῖ,

144 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


145
N Νῦ

Νάβλα, ἡ (=δεκάχορδο ἤ δωδεκάχορδο μουσικό Ναός, (ἰων.) νηός, (ἀττ.) νεώς (=κατοικία τοῦ θε-
ὄργανο). Δάνειο ἀπό σημιτ. ρίζα. οῦ). Ἀπ’ τό ναίω (=κατοικῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα
Ναί (=βέβαια, πράγματι). Ἔχει ἰαπετ. ἀρχή. Πρβλ. παράγωγα.
λατ. nae. Νάπη (=φαράγγι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ.
Ναϊάς-άδος καί ἰων. Νηιάς-άδος (=νύμφη ποτα- συγγ. μέ τό λατ. nemus ἤ εἶναι λέξη προελλ.
μοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπ’ τό νάω (=ρέω), ὅπου δές γιά Νᾶπυ ἤ νάπυ (-κος) (=συνάπι). Αἰγυπτ. ἤ ἀσιατ.
περισσότερα παράγωγα. καταγωγῆς.
Ναίω. 1) (=κατοικῶ, ἐγκαθιστῶ κάποιον). Ἀπό ρί- Νάρθηξ (=ψηλό καλαμῶδες φυτό, νάρθηκας). Πιθ.
ζα νας + πρόσφυμα j  νασ-j-ω  ναίω. Εἶναι ἰαπετ. ἀρχῆς. Παράγωγα: ναρθηκοπλήρωτος, ον
συγγενικό μέ τό νέομαι, (=ἐπιστρέφω). Παρά- (=αὐτός πού κρύφτηκε σέ νάρθηκα, ὁ σπινθήρας
γωγα: ναός -(ἰων.) νηός- (ἀττ.) νεώς, νάστης τοῦ Προμηθέα), ναρθηκοφόρος, ον (=αὐτός πού
(=οἰκιστής), μετανάστης, ναιετάω (=κατοικῶ), φέρνει ραβδί ἀπό νάρθηκα).
νεωκόρος (=φύλακας τοῦ ναοῦ). 2) (=εἶμαι γε- Νάρκη (=νέκρωση, ἀναισθησία). Παράγωγα: ναρκά-
μάτος, ξεχειλίζω, ρέω). Ἀντί τοῦ νάω ἐπικ. τύπος. ω-ῶ (=ναρκώνομαι), νάρκημα, νάρκησις, ναρκό-
Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα νάω. ω-ῶ (=ναρκώνω), νάρκωσις, ἀπονάρκωσις, ναρ-
Νάκη, ἡ καί νάκος, τό (=δέρμα). Ἀπό ἰαπετ. ρίζα. κωτικός, ναρκωτικά (=καταπραϋντικά φάρμακα),
Παράγωγα: νακτός (=πυκνός, στερεός). ναρκώδης (=μουδιασμένος), νάρκισσος.
Νᾶμα (=καθετί πού τρέχει, πηγή, ρυάκι). Ἀπ’ τό νάω, Νάρκισσος (=τό ἄνθος νάρκισσος μέ ναρκωτικές
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἰδιότητες). Ἀπ’ τό νάρκη, ὅπου δές γιά περισσό-
Νᾶνος. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ. λέξη πού τερα παράγωγα.
δηλώνει ψελλισμό ἤ ἀπ’ τό νέος, νεανός. Λατ. Ναρός, -ά, -όν (=ρευστός). Ἀπ’ τό νάω.
nanus ὑστερογ. Σημαίνει ὑπερβολικά μικρόσω- Νασμός (=ρεῦμα, ρυάκι, πηγή). Ἀπ’ τό νάω.
μος. Νάσσω (=καταπατῶ). Συνάπτεται μέ τό νάκος πιθα-
Νάξος (=μία ἀπ’ τίς Κυκλάδες). Βρίσκεται σ’ ἐπι- νόν. Παράγωγα: ναστός, -ή, -όν (=στερεός).
γράμματα νάξος ἤ ναξός (=σφυρήλατος). Παρά- Ναυαγός. Ἀπ’ τό ναῦς + ἄγνυμι (=σπάνω), ὅπου
γωγα: Νάξιος, -α, -ον, Ναξιουργής, -ές (=Ναξί- δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
ας κατασκευῆς). λέξη ναῦς.

146 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ναύαρχος (=διοικητής στόλου). Ἀπ’ τό ναῦς + ναυσίπλοος, ναυσίπορος (=πλωτός), ναύσταθ-
ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- μος (=λιμάνι), ναυστολῶ (=μεταφέρω στή θάλασ-
θώς καί στή λέξη ναῦς. σα), ναύφρακτος (=ζωσμένος μέ πλοῖα), νεωλκῶ,
Ναυβάτης (=ἐπιβάτης πλοίου). Ἀπ’ τό ναῦς + βαί- νεωλκός, νεωρός, νεώριον, νεώσοικος, ναύφθο-
νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς ρος, ον (=αὐτός πού ναυάγησε).
καί στή λέξη ναῦς. Ναυσίπορος (=πλωτός). Ἀπ’ το ναῦς + πόρος.
Ναύκληρος (=ἰδιοκτήτης πλοίου, πλοίαρχος). Ἀπ’ Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ναῦς καί στό
τό ναῦς + κλῆρος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς ρῆμα περάω.
λέξεις ναῦς καί κλῆρος. Ναύσταθμος (=λιμάνι, ἀγκυροβόλι). Ἀπ’ τό ναῦς +
Ναύκραρος (=αὐτός πού ἀνῆκε σέ μιά ναυκραρία, σταθμός τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα παρά-
δηλ. οἰκονομική διαίρεση τῶν Ἀθηναίων πρίν γωγα στό ρῆμα ἵστημι καί στή λέξη ναῦς.
ἀπ’ τό Σόλωνα). Πιθανόν τό πρῶτο συνθετικό Ναυτίλλομαι (=ταξιδεύω στή θάλασσα). Ἀπ’ τό
νά εἶναι τό ναίω (=κατοικῶ), γιατί οἱ ναύκραροι ναυτίλος πού παράγεται ἀπ’ τό ναῦς, ὅπου δές
ἦταν οἱ πρῶτοι κτηματικοί, ἐνῶ δέν εἶχαν σχέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
ση μέ τό ναυτικό. Ναύφρακτος (=ζωσμένος ἀπό πλοῖα). Ἀπ’ τό ναῦς
Ναυκρατέω-ῶ (=εἶμαι θαλασσοκράτορας). Παρα- + φράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
σύνθετο ἀπ’ τό ναυκράτης καί ναυκράτωρ (ναῦς γα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
+ κρατῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα Νάω (=ρέω). Θέμα ναF+j+ω=νάω. Ἐπικ. τύπος
κρατῶ καί στή λέξη ναῦς. τοῦ νάω, ναίω (=ρέω, ξεχειλίζω), καί αἰολ. τύπος
Ναῦλος καί ναῦλον (=εἰσιτήριο γιά πλοῖο ἤ γιά με- ναύω. Παράγωγα: Ναϊάς καί ἰων. Νηιάς (=νύμ-
ταφορά ἐμπορευμάτων). Ἀπ’ τό ναῦς, ὅπου δές φη ποταμοῦ ἤ πηγῆς), νᾶμα (=πηγή, ρυάκι), να-
γιά περισσότερα παράγωγα. ρός (=ρευστός) [ἀπ’ τό ναρός παράγεται τό νε-
Ναυλοχέω-ῶ (=ἐνεδρεύω μέσα σέ λιμάνι). Παρα- οελλ. νερό, ἤ ἀπ’ τό νηρός, συνηρημένο τοῦ νε-
σύνθετο ἀπ’ τό ναύλοχος = ναῦς + λόχος (=ἐνέ- αρός (=πρόσφατος)-νεαρόν ὕδωρ - νηρόν ὕδωρ
δρα) τοῦ λέγω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα (=πρόσφατο νερό)], νασμός (=πηγή, ρυάκι), ἀέ-
λέγω καί στή λέξη ναῦς. ναος (=αἰώνιος), Νηρηίς - Νηρηίδες (=νύμφες
Ναυμαχέω-ῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό ναύμαχος ἤ ναυ- τῆς θάλασσας), Νηρεύς (=ἀρχαῖος θαλάσσιος
μάχος = ναῦς + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- θεός). Συγγενικά καί τά νότος, νοτίζω.
ρα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς. Νεάζω (=φέρομαι σάν νέος). Ἀπ’ τό νέος, ὅπου δές
Ναυπηγέω-ῶ (=κατασκευάζω πλοῖα). Παρασύν- γιά περισσότερα παράγωγα.
θετο ἀπ’ τό ναυπηγός,  ναῦς + πήγνυμι, ὅπου Νεαλής (=νεαρός, ρωμαλέος, πρόσφατος). Ἀπ’ τό
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή νέος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λέξη ναῦς. Νεβρός (=ἐλαφάκι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Ναῦς-νεώς (=πλοῖο). Ἀπό ρίζα ναυ- ἤ ναF-, ἴσως Ἴσως νά παράγεται ἀπ’ τή ρίζα νεF- τοῦ νέος
συγγενική μέ τό νέω (=κολυμπῶ) ἤ μέ τό νήχω (νέF-ος) ἤ ἀπ’ τό ἀρνητ. νε + βορά.
(=κολυμπῶ). Λατιν. navis-is. Παράγωγα: ναῦλος Νεηθαλής = νεοθαλής = νεοθηλής (=αὐτός πού μό-
καί ναῦλον, ναυλόω-ῶ, ναύτης, ναυτία, ναυτιάω, λις ἄρχισε να βλαστάνει, νεογέννητος). Ἀπ’ το
ναυτικός, ναυτίλλομαι (=ταξιδεύω στή θάλασ- νέος + θαλεῖν τοῦ θάλλω, ὅπου δές γιά περισσό-
σα), ναυτίλος, ναυτιλία καί τά σύνθετα: ναυαγός, τερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.
ναυαγῶ, ναυαγία, ναυάγιον, ναύαρχος, ναυαρχῶ, Νέηλυς-υδος (=νεοφερμένος). Ἀπ’ τό νέος + ἤλυ-
ναυαρχία, ναυαρχίς, ναυβάτης, ναύκληρος, ναυ- θον τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
κληρία, ναυκληρῶ, ναύκραρος, ναυκρατῶ, ναυ- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη νέος.
κράτης, ναυλοχῶ, ναύλοχος, ναυμαχῶ, ναύμα- Νεῖκος (=ἔρις, καυγάς). Ξένη ἡ προέλευσή του.
χος, ναυμαχία, ναυμαχικός, ναυμαχητέον, ναυ- Παράγωγα: νεικέω-ῶ (=λογομαχῶ), νεικεστήρ
μαχησείω (ἐφετικό), ναυπηγῶ, ναυπηγός, ναυ- (=φιλόνικος), πολυνεικής.
πηγία, ναυπηγήσιμος, ναυπηγικός, Ναύπακτος, Νειοποιέω-ῶ (=ἀφήνω ἕνα χωράφι ἀκαλλιέργη-

147
το, γιά νά προετοιμαστεῖ γιά νἐα σπορά). Ἀπ’ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
τό νειός (=καινούριο χωράφι) τοῦ νέος + ποιῶ. καθώς καί στή λέξη νέος.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη νέος Νεοδαμώδης (=αὐτός πού πρίν λίγο ἀπόχτησε πο-
καί στό ρῆμα ποιῶ. λιτικά δικαιώματα, νέος πολίτης). Σπαρτιατι-
Νειός (=καινούριο χωράφι). Ἀπ’ τό νέος, ὅπου δές κή λέξη άπ’ τό νέος + δᾶμος = δῆμος τοῦ δαίω
γιά περισσότερα παράγωγα. (=μοιράζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα
Νεκρός. Κοινός τύπος τοῦ ποιητικοῦ νέκυς. Λατ. δαίω καί στίς λέξεις δῆμος καί νέος.
neco. Παράγωγα: νεκρικός, νεκρόω-ῶ (=νεκρώ- Νεόδμητος (=νεόχτιστος). Ἀπ’ τό νέος + δέμω
νω), νέκρωμα, νέκρωσις, ἀπονέκρωσις, νεκρώ- (=χτίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
σιμος, νεκρωτικός. καθώς καί στή λέξη νέος.
Νέκταρ-αρος, τό (=πιοτό τῶν θεῶν). Πιθανόν νά Νεοθαλής ἀντί νεοθηλής (=αὐτός πού μόλις ἄρχι-
σχετίζεται μέ τό νέκυς (=νεκρός), γιατί προκα- σε νά βλαστάνει). Συνώνυμο μέ τό νεηθαλής. Ἀπ’
λεῖ μιά ληθαργική κατάσταση. Παράγωγα: νε- τό νέος + θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
κτάρεος (=εὐωδιαστός), νεκταριώδης καί νε- ράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.
κταρώδης. Νεολαία. Ἀπ’ τό νέος + λεώς - λαός. Δές γιά ἄλλα
Νέκυς-υος (=νεκρό σῶμα ἀνθρώπου). Συνώνυμο παράγωγα στή λέξη νέος.
με τό νεκρός. Παράγωγα: νέκυια (=μαγική τελε- Νέομαι (=ἐπιστρέφω). Θέμα νέσ+ομαι = νέομαι.
τή, ὅπου τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀνεβαίνουν Ἐνεργ. τύπος νέω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις:
στή γῆ καί λένε τό μέλλον), νεκυομαντεῖον, νε- νόστος (=γυρισμός στην πατρίδα), νοστέω-ῶ
κύσια (=προσφορές στούς νεκρούς). (=ἐπιστρέφω), νόστιμος, ἄνοστος, εὔνοστος,
Νέμεσις (=δίκαια ἀγανάκτηση, ἐκδίκηση). Νέμε- νίσσομαι (=ἐπιστρέφω).
σις, σάν κύριο ὄνομα, εἶναι ἡ προσωποποίηση Νεοπαγής (=νεόχτιστος). Ἀπ’ τό νέος + πήγνυ-
τῆς θείας ὀργῆς. Ἔχει σχέση μέ το νέμω, ὅπου μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς
δές γιά περισσότερα παράγωγα. καί στή λέξη ναῦς.
Νέμω (=διανέμω, μοιράζω, διοικῶ, κυβερνῶ, ὁδηγῶ Νέος. Ἀπό ρίζα νεFνέF-ος (Λατιν. novus). Παρά-
στή βοσκή, βόσκω). Ἀπό ρίζα νεμ+ω=νέμω. Μέ γωγα: νεάζω, νεαλής, νεανίας, νεανιεύομαι (=φέρ-
μετάπτωση νομ- καί νωμ-. Παράγωγα: νέμησις νομαι νεανικά), νεανικός, νεᾶνις-ιδος (=παρθέ-
(=διανομή), ἐπινέμησις (=ἐπέκταση), διανέμη- να), νεανίσκος (=παλληκαράκι), νεαρός, νέατος
σις, κατανέμησις, νεμητός, ἀδιανέμητος, νεμέ- (=τελευταῖος), νεάω (=ὀργώνω καινούργιο χω-
τωρ (=ἐκδικητής), ἀνέμητος (=ἀδιαίρετος), νέ- ράφι), νεατός (=χωράφι πού μόλις καλλιεργή-
μος (=μέρος γιά βοσκή), διανεμητέος, ἐπινεμη- θηκε), νειός (=νέα γῆ), νειοποιῶ, νεοσσός, νε-
τέον, Νεμέα, νέμεσις, Νέμεσις, νεμεσητός (=ἄξιος οσσιά, νεότης, νεοχμός, νεοχμῶ (=νεωτερίζω),
ἀγανακτήσεως), ἀνεμέσητος, νεμεσητικός, νεμε- νεόω (=ἀνανεώνω), νεωστί, νεώτερος, νεωτε-
σητέος, νεμεσητής, νομάς-άδος (=αὐτός πού πε- ρίζω, νεωτερισμός, καί τά σύνθετα νεηθαλής -
ριπλανιέται), νομαδικός, νομάδην, νομεύς (=βο- νεοθηλής - νεοθαλής, νέηλυς, νεοδαμώδης, νε-
σκός), νομεύω, νομευτικός, νομή (=βοσκή), δι- όδμητος, νεολαία, νεοπαγής, Νεοπτόλεμος (=ὁ
ανομή, κατανομή, συννομή, χορτονομή, νομός γιός τοῦ Ἀχιλλέα, νέος πολεμιστής, ἐπειδή ἦρθε
(=βοσκή), νόμος (=συνήθεια, ἔθιμο, θεσμός), ἀργά στήν Τροία), νεότευκτος, νουμηνία. Ἴσως
νομίζω (=θεωρῶ, συνηθίζω), νομικός, νόμιμος, καί τό νεβρός (=ἐλαφάκι) (ἀπ’ τό νεαρός, συνηρ.
νομίμως, νόμιος (=ποιμενικός), νόμισις, νόμι- νηρός, τό νηρόν ὕδωρ, τό νερό, ἄν δέν παράγε-
σμα (=ἔθιμο), νομιστέος, νομιστός, νομοθέτης, ται ἀπ’ τό νάω), νεαίρετος, -ον (=αὐτός πού μό-
ἐπινομία, διανομεύς, παιδονόμος, κληρονόμος, λις πιάστηκε, κυριεύτηκε), νεηκονής, -ές (ἀκό-
σύννομος (=σύντροφος), νωμάω (=μοιράζω, δι- νη) (=κοφτερός), νεήλατος, -ον (ἐλαύνω) (=νε-
ευθύνω), οἰκονόμος, παράνομος, ὑπόνομος, χει- οαλεσμένος), νεήφατος, -ον (=αὐτός πού μόλις
ρονόμος, χειρονομῶ. ἐκφωνήθηκε), νεοαρδής, -ές (=αὐτός πού μό-
Νεογνόν. Ἀντί νεόγονον (=νέος + γενέσθαι) τοῦ λις ποτίστηκε), νεόγυιος, -ον (γυῖον) (=νέος),

148 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


νεόδροπος, -ον καί νεοζυγής καί νεόζυγος καί Νέφος (=σύννεφο). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κνέ-
νεόζυξ (=αὐτός πού μόλις παντρεύτηκε), νεο- φας (=σκοτάδι). Παράγωγα: νεφέλη, νεφεληγε-
θήξ (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού μόλις ἀκονίστη- ρέτα, ὁ (ἐπίθ. τοῦ Δία), νέφωμα, νέφωσις, νεφώ-
κε), νέοικος, -ον (=νέος πολίτης), νεοκηδής, -ές δης, σύννεφον.
(κῆδος) (=αὐτός πού ἔχει πρόσφατο πένθος), νε- Νεφρός (πληθ. τά νεφρά). Παράγωγα: νεφρίδι-
όκμητος, -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), ος, νεφρῖτις (=ἀρρώστεια τῶν νεφρῶν), νεφρο-
νεόκοτος, -ον (παράδοξος), νεοκράς (-ᾶτος), ὁ, ειδής.
ἡ (κεράννυμι) (=αὐτός πού μόλις ἀναμείχτηκε), Νέω. 1) (=πηγαίνω). Συνώνυμο μέ τό νέομαι, ὅπου
νεόπριστος, -ον (=αὐτός πού μόλις πριονίστη- δές γιά ἄλλα παράγωγα. 2) (=κολυμπῶ, πλέω).
κε) νεόρραντος, -ον (ραίνω) (=αὐτός πού πρό- Ἀπό ρίζα σνεF-  νεF-  νεF-ω (μέλλ. νεύσο-
σφατα χύθηκε), νεοσπαδής, -ές (σπάω) καί νε- μαι)  νέω. Ἀπ' τήν ἴδια ρίζα τά νάω (=ρέω) καί
οσπάς (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού μόλις ἀποκό- νήχομαι (=κολυμπῶ). Λατ. nο. Παράγωγα: νεῦσις
πηκε), νεόρρυτος, -ον (ρύω) (=αὐτός πού μόλις (=κολύμπι), νευστέον, νευστήρ (=κολυμπητής),
σύρθηκε), νεοτελής, -ές (=αὐτός πού μόλις μυ- νευστικός, νευστός, νῆσος (=γῆ πού ἐπιπλέει, λα-
ήθηκε), νεότευκτος, -ον καί νεοτευχής, -ές (τεύ- τιν. insula), χερσόνησος. 3) (=κλώθω). Ἀπό θέμα
χω), (=αὐτός πού μόλις κατασκευάστηκε), νεό- νε- ἤ νη-. Συγγ. μέ τό νεῦρον. Ἀπό ἴδια ρίζα τά
τοκος, -ον (τίκτω) (=πού μόλις γεννήθηκε), νε- λατ. neo, netus, necto. Παράγωγα: νῆμα (=κλω-
οτόκος, ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), νεώ- στή), νῆσις (=κλώσιμο), νηστικός (=κλωστικός),
νητος, -ον (ὠνέομαι) (=πού μόλις ἀγοράστηκε), νηστική τέχνη (=κλωστική), νῆτρον (=ἀδράχτι),
νεώρης, -ες (ὥρα) (=νέος, πρόσφατος), νέωτα, νητός (=κλωσμένος), νήθω (=γνέθω). 4) (=συσ-
ἐπίρρ. (ἔτος) (=τόν ἑπόμενο χρόνο). σωρεύω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά
Νεοσσός (=νεογέννητο). Ἀπ’ τό νέος, ὅπου δές γιά σχετίζεται μέ τό ναῦς ἤ μέ τό ναίω (=εἶμαι γε-
ἄλλα παράγωγα. μάτος). Παράγωγα: νῆσις (=ἐπισώρευση), νητός
Νεότευκτος (=νεοκατασκευασμένος). Ἀπ’ τό νέ- χρυσός (=συσσωρευμένο χρυσάφι).
ος + τεύχω (=κατασκευάζω) τοῦ τυγχάνω, ὅπου Νεωκόρος (=φύλακας καί ἐπιμελητής τοῦ ναοῦ).
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή Ἀπ’ τό νεώς = ναός + κορέω (=σκουπίζω), ὅπου
λέξη νέος. δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ναίω
Νεοχμός (=πρόσφατος, καινούργιος). Ἀπ’ τό νέ- (=κατοικῶ), ἀπ’ ὅπου παράγεται ἡ λέξη ναός.
ος+χμ+όςνεοχμός. Δές γιά περισσότερα πα- Νεωλκέω-ῶ (=σέρνω πλοῖο ἀπ’ τή θάλασσα στήν
ράγωγα στή λέξη νέος. ξηρά ἤ τό ἀντίθετο). Ἀπ’ τό νεωλκός (ναF-ολκός)
Νεόω-ῶ (=ἀνανεώνω). Ἀπ’ τό νέος, ὄπου δές γιά ἀπ’ τό ναῦς + ἕλκω, ὅπου δές γιά περισσότερα
περισσότερα παράγωγα. παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
Νευρορραφέω-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρα- Νεώριον, τό (=ναύσταθμος, ναυπηγεῖο). Ἀπ’ τό
σύνθετο ἀπ’ τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί νεωρός (=φύλακας ναυπηγείου) πού εἶναι σύν-
δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- θετο ἀπ’ τά ναῦς + οὖρος (=φρουρός) - ὥρα
γωγα. Παράγωγα ἀπ’ τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, (=φροντίδα).
δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρι- Νεώσοικος, ὁ (=ναύσταθμος). Ἀπ’ τό ναῦς-νεώς
κός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυ- + οἶκος τοῦ οἰκέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω-
ναμώνω), νεύρωσις. γα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
Νευρόσπαστος (=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπ’ τό Νεωτερίζω (=κάνω καινοτομίες, χρησιμοποιῶ βί-
νεῦρον + σπάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- αια μέτρα, κάνω ἐπανάσταση). Ἀπ’ τό νεώτε-
ράγωγα. ρος, συγκριτ. τοῦ νέος, ὅπου δές γιά περισσό-
Νεύω (=γέρνω, κάνω νεῦμα). Ἀπό ρίζα νευ-. Θέ- τερα παράγωγα.
μα νεύσ-j-ωνεύω. Παράγωγα: νεῦμα (=νόημα), Νήθω (=γνέθω). Σχηματίζεται ἀπ’ τό νέω (=κλώ-
νεῦσις, ἐπίνευσις, νευστάζω (=γέρνω τό κεφάλι, θω) (θέμα: νε-, νη-). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα
ποιητ. ἀπ’ ὅπου τό σημερινό νυστάζω). νέω (3).

149
Νῆμα (=κλωστή). Ἀπ’ τό νήθω = νέω (=κλώθω), (=νερό γιά νίψιμο τῶν ποδιῶν), νιπτρίς (=πλύ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ντρια), νίψιμον (=νερό γιά νίψιμο), νίψις, ἄνι-
Νηνεμία (=γαλήνη). Ἀπ’ τό νήνεμος (=ἥσυχος)  πτος, δυσέκνιπτος, χέρνιψ (=νερό γιά τό πλύσι-
νη (ἀρνητικό προθεματικό μόριο) + ἄνεμος, ὅπου μο τῶν χεριῶν πρίν ἀπ' τό φαγητό, ἁγιασμένο νε-
δές γιά ἄλλα παράγωγα. ρό πρίν ἀπ' τή θυσία), χέρνιβες (πληθ.=καθαρμοί
Νήπιος (=αὐτός πού δέ μιλάει, βρέφος). Ἀπ’ τό μέ ἁγιασμένο νερό), νίμμα (=νερό γιά νίψιμο),
νη (ἀρνητικό προθεματικό μόριο) + ἔπος (=λό- νιμμός (=καθάρισμα).
γος) τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Νικηφόρος. Ἀπ’ τό νίκη + φέρω, ὅπου δές γιά ἄλλα
ράγωγα. παράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τή νίκη: νικάω-ῶ, νῖκος
Νήποινος (=ἀτιμώρητος). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό προ- (=νίκη), νικητής ἤ νικητήρ, νικητήριος, νικητι-
θεματικό μόριο + ποινή (=τιμωρία). κός, νικήτρια, νικητέον, νίκημα, νίκησις, ἀνίκη-
Νῆσος (=γῆ πού ἐπιπλέει). Ἀπ’ τό νέω (2. =κο- τος, πολυνίκης, φιλόνικος.
λυμπῶ) συγγενικό μέ τό νήχομαι (=κολυμπῶ). Νιπτήρ (=λεκάνη). Ἀπ’ τό νίζω (=πλένω), ὄπου δές
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήματα νέω (2) γιά περισσότερα παράγωγα.
καί νήχομαι. Νίτρον (=ποτάσα). Ἀπ’ τό λίτρον μέ ἀνομοίωση.
Νῆσσα (=πάπια). Ἀπ’ τό νήχομαι, συνώνυμο μέ τό Νιφάς (=τουλούπα χιονιοῦ, νιφάδα χιονιοῦ). Ἀπ’
νέω (=κολυμπῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό τό νίφω (=χιονίζω) ὅπου δές γιά περισσότερα
ρῆμα νήχομαι. παράγωγα.
Νηστεύω (=δέν τρώω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό νῆστις- Νίφω (=χιονίζω˙ ἀπρόσ. νίφει = χιονίζει). Ἀπό ρί-
ιος ἤ -ιδοςνη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ ἐσθίω ζα νιφ-. Λατιν. nix-vis. Παράγωγα: νιφάς-άδος,
(=τρώω) (ἀπ’ τό νή-εδ-τις). Παράγωγα: νηστεία, νιφετός (=χιονοθύελλα), νιφόεις (=γεμάτος χιό-
νήστευμα, νηστευτέον, νηστευτής, νηστευτι- νια), νιφόβολος, νιφόκτυπος, νιφοστιβής (=γε-
κός, νηστικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα μάτος χιόνια), ἀγάννιφος (ἄγαν + νίφω = σκεπα-
ἐσθίω. σμένος μέ χιόνια˙ ἐπίθ. τοῦ Ὀλύμπου).
Νῆστις-ιος ἤ -ιδος (=αὐτός πού δέν τρώει). Σύνθε- Νόθος (=ὁ μή γνήσιος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία
το ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ ἐσθίω  του. Πιθ. συγγ. μέ τά νυθός, νυθώδης (=μυστι-
νή-εδ-τις νῆστις. Δές γιά παράγωγα στά ρή- κός, σκοτεινός). Παράγωγα: νοθεύω, νοθεία, νό-
ματα ἐσθίω καί νηστεύω. θειος, νόθευσις, νοθευτής.
Νηφάλιος (=ἤρεμος). Ἀπ’ το νήφω, ὅπου δές γιά Νομάς (=αὐτός πού περιπλανιέται γιά βοσκή).
περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό νομός τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσό-
Νήφω (=δέν πίνω κρασί, εἶμαι ἤρεμος). Ἀβέβαιη τερα παράγωγα.
ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: νηφάλιος (=ἤρε- Νομεύς (=βοσκός). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου δές γιά πε-
μος), νηφαλίως, νηφαλιότης, νηφαλισμός, νη- ρισσότερα παράγωγα.
φαντικός, νηφόντως (=μέ σωφροσύνη), νήφων Νομεύω (=ὁδηγῶ στή βοσκή). Ἀπ’ τό νομεύς τοῦ
(=φρόνιμος), νῆψις (=σωφροσύνη). νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νήχομαι (=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) Νομή (=βοσκοτόπι, διαίρεση). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου
καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ). Παράγωγα: νηκτήρ δές γιά περισσότερα παράγωγα.
- νήκτης - νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), Νομίζω (=θεωρῶ, συνηθίζω). Ἀπ’ τό νόμος τοῦ νέ-
νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια). μω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νίζω (=πλένω, καθαρίζω˙ τό ρῆμα χρησιμοποι- Νομικός. Ἀπ’ τό νόμος τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά πε-
εῖται γιά πλύσιμο μέρους μόνον τοῦ σώματος). ρισσότερα παράγωγα.
Ἀπό ρίζα νιβ- ἤ νιπ-. Θέμα νιβ+j+ωνίζω μέ Νόμιμος (=σύμφωνος μέ τό νόμο). Ἀπ’ τό νόμος τοῦ
τροπή τοῦ βj σε ζ. Ἀπ' τό θέμα νιβ + πρόσφυμα νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τ+ω  νίβτω  νίπτω. Παράγωγα: νιπτήρ (=λε- Νόμισμα (=ἔθιμο, νόμισμα). Ἀπ’ τό νομίζω τοῦ νέ-
κάνη), νίπτρον (=νερό γιά νίψιμο), ἀπόνιπτρον μω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=τό βρώμικο νερό ἀπ' τό νίψιμο), ποδάνιπτρον Νομοθέτης. Σύνθετο ἀπ’ τό νόμος + τίθημι. Παρά-

150 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


γωγα: νομοθετῶ, νομοθέτημα, νομοθέτησις, νο- νοσφισμός, νοσφιστής, νοσφιδόν (=κρυφά).
μοθετητέος, νομοθετικός, ἀνομοθέτητος. Γιά ἄλλα Νοσώδης. Ἀπ’ τό νόσος + εἶδος. Δές γιά ἄλλα πα-
παράγωγα δές στά ρήματα νέμω καί τίθημι. ράγωγα στή λέξη νόσος.
Νόμος (=συνήθεια, θεσμός). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου δές Νότος. Εἶναι συγγενικό μέ τό νάω (=ρέω, ὑγραίνω).
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: νοτερός (=ὑγρός), νότιος (=ὑγρός,
Νομός (=βοσκή, ἐπαρχία). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου δές νότιος), νοτία (=ὑγρασία), νοτίζω (=ὑγραίνω,
γιά περισσότερα παράγωγα. βρέχω), νοτίς-ίδος (=ὑγρασία), νοτισμός.
Νόος-νοῦς (=μυαλό, κρίση, ἀντίληψη, σκέψη, σκο- Νουθετῶ (=συμβουλεύω). Ἀπ’ τό νοῦς + τίθημι. Πα-
πός, σχέδιο, σημασία λέξης). Σκοτεινή ἡ ἐτυμο- ράγωγα: νουθέτημα, νουθέτησις, νουθετητέος,
λογία του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό νεύω ἤ νουθετητέον, νουθετητής, νουθετητικός, ἀνου-
μέ τό νέω (=κολυμπῶ), (τότε: νοῦς = ρεῦμα σκέ- θέτητος, νουθεσία. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή
ψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα λέξη νόος-νοῦς καί στό ρῆμα τίθημι.
γνο- τοῦ γιγνώσκω (ρίζα νο). Παράγωγα: νοε- Νουμηνία (=νέο φεγγάρι, ἡ πρώτη τοῦ μήνα). Συ-
ρός, νοέω-ῶ (καταλαβαίνω, μηχανεύομαι), νόη- νηρ. ἀντί νεομηνία. Ἀπ’ τό νέος + μήν. Δές γιά
μα (=ἰδέα, σκοπός), ἐπινόημα, κατανόημα, νοή- ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις μήν καί νέος.
μων, νόησις, (δια, ἐπι, ἐν, κατα, παρα, συνεν)νόη- Νουνεχής (=συνετός). Ἀπ’ το νοῦς + ἔχω, ὅπου
σις, νοητέον, νοητικός (=ἔξυπνος), νοητός, ἀνό- δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή
ητος, ἀπρονόητος, ἀνυπονόητος, δυσνόητος, (ἐν, λέξη νόος-νοῦς.
κατα, προ)νοητέον, ἄνοια (=ἀνοησία), ἀπόνοια Νυκτερίς (=νυχτερίδα). Ἀπ’ τό νύξ, ὅπου δές γιά
(=ἀπόγνωση), διάνοια (=σκέψη), ἐπίνοια (=σχέ- περισσότερα παράγωγα.
διο), μετάνοια, παράνοια (=παραφροσύνη), πρό- Νυκτοφύλαξ. (=σκοπός). Ἀπ’ τό νύξ + φύλαξ. Δές
νοια, σύννοια (=ἀνησυχία), ὑπόνοια (=ὑποψία), γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη νύξ καί στό
ὁμόνοια, νουθετῶ (=συμβουλεύω), νουνεχής ρῆμα φυλάττω.
(=συνετός), νοοποιός, -όν (ποιέω) (=αὐτός πού Νύκτωρ (ἐπίρρ.=κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας). Ἀπ’
δίνει μυαλό), νουβυστικός, -ή, -όν (βύω), (=συ- τό νύξ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
νετός, εὐφυής). Νύμφη. Ἔχει σχέση μέ τό νυός (=νύφη). Ἡ ρίζα τῆς
Νόσος, ἡ (=ἀρρώστεια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία λέξης βρίσκεται στό λατινικό nubo (=καλύπτω,
του. Παράγωγα: νοσέω-ῶ (=εἶμαι ἄρρωστος), ἐπειδή ἡ νύφη ἦταν σκεπασμένη, ὅταν πήγαι-
νόσημα, νοσηλεύω (=περιποιοῦμαι ἄρρωστο), νε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ), nurus (=νύφη). Πα-
νοσηλεία, νοσήλιος, νοσηλός (=ἄρρωστος), νο- ράγωγα: νυμφαῖος, νυμφεῖος (=νυφικός), νυμ-
σηρός, νοσώδης. φεῖον (=νυφικός θάλαμος), νυμφεύω, νύμφευ-
Νοστέω (=γυρίζω στήν πατρίδα). Ἀπ’ τό νόστος τοῦ μα (=γάμος), νύμφευσις, νυμφευτής - νυμφευ-
νέομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τήρ, νυμφευτήριος, νυμφεύτρια (=παράνυφος),
Νόστιμος. (Νόστιμον ἦμαρ = ἡ μέρα τοῦ γυρι- νυμφίδιος, νυμφίδιον (ὑποκορ.), νυμφικός, νυμ-
σμοῦ στήν πατρίδα, εὐχάριστος, νόστιμος, γιά φίος (=γαμπρός), νυμφών (=νυφικός θάλαμος),
φαγητά). Ἀπ’ τό νόστος τοῦ νέομαι, ὅπου δές νυμφαγωγῶ, νυμφοκομῶ (=στολίζω τή νύφη),
γιά ἄλλα παράγωγα. νυμφοστολῶ (=ὁδηγῶ νύφη), νυμφόληπτος,
Νόστος (=γυρισμός στήν πατρίδα). Ἀπ’ τό νέομαι -ον (λαμβάνω) (=αὐτός πού κατέχεται ἀπ’ τίς
(=ἐπιστρέφω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. νύφες), νυμφότιμος, -ον (=αὐτός πού τιμᾶ τή
Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό ναίω (=κατοικῶ). νύφη, γαμήλιος).
Νοσφίζω καί νοσφίζομαι (=ἀποχωρίζω - ἀπομακρύ- Νύξ-νυκτός (=νύχτα). (Λατιν. nοx - nοctis). Παρά-
νομαι). Ἀπ’ τό τοπικό ἐπίρρ. νόσφι (=μακριά) πού γωγα: νυκτερινός, νύκτερος, νυκτερεύω (=περνῶ
ἔχει γιά α´ συνθετ. τό νοσνοτ νωτ (=πίσω, τή νύχτα), νυκτερεία (=καρτέρι), νυκτέρευμα,
ἀπ’ ὅπου τό νῶτο, τά νῶτα) + κατάληξη -φι (γεν. νυκτερευτής (=αὐτός πού κυνηγᾶ, ἐνῶ εἶναι νύ-
ἤ δοτ., ὥστε νόσφι σήμαινε στήν ἀρχή πίσω καί χτα), νυκτερευτικός, νυκτερίς, νύκτωρ, νυχεύω
νοσφίζομαι = στρέφω τά νῶτα μου). Παράγωγα: (=ξαγρυπνῶ), ἐννυχεύω, νύχευμα, νύχιος (=νυ-

151
χτερινός), παννύχιος, νυχίς, παννυχίς (=ἀγρυ- γα: νώμησις (=παρατήρηση, σκέψη), νωμήσιμος,
πνία) καί τά σύνθ.: νυκτοφύλαξ, νυκτοφυλακῶ, νωμητής (=ὁδηγός), νωμήτωρ.
νυκτοπορῶ, νυχθήμερος (=πού διαρκεῖ μιά μέ- Νωτιαῖος (=αὐτός πού ἀνήκει στά νῶτα). Ἀπ’ τό
ρα καί μιά νύχτα), νυχθημερόν (=νύχτα καί μέ- νῶτον (=πλάτη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ρα), νυκτάλωψ -ωπος, ὁ, ἡ (ὤψ), (ἀρχικά αὐτός Νῶτον (=πλάτη, ράχη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
πού δέ βλέπει κατά τή νύκτα. Μπροστά στό ὤψ Παράγωγα: νωτιαῖος, νωτίζω (=στρέφω τά νῶτα),
ἐννοεῖται α στερητ. ἄνωψ, ἄλωψ. Ἀργότερα ἔγι- νώτισμα.
νε αὐτός πού βλέπει μόνο τή νύχτα), νυκτηγο- Νωχελής (=δυσκίνητος, βραδύς). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
ρέω (ἀγορά, αγορεύω) (=μιλῶ κατά τή διάρκεια μολογία του.
νύχτας), νυκτηρεφής, -ές (ἐρέφω) (=σκοτεινός),
νυκτίβρομος, -ον (βρέμω) (=αὐτός πού βροντᾶ
τή νύχτα), νυκτιλαμπής, -ές (=σκοτεινός), νυ-
κτίπλαγκτος, -ον (=ἀνήσυχος), νυκτίφοιτος, -ον
(φοιτάω) (=ὁ περιφερόμενος κατά τή νύκτα), νυ-
κτοθήρας, -ου (=νυχτερινός κυνηγός).
Νύσσα (=στήλη σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρμα-
τοδρόμοι, στήλη ἀφετηρίας). Ἀπ’ τό νύσσω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νύσσω (=κεντῶ, τρυπῶ). Ἀπό ρίζα νυγ- ἤ νυχ-,
νυγ-j-ω=νύσσω. Παράγωγα: νύσσα (=στήλη στα-
δίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι), νύγμα
(=κέντημα), νυγμή, νυγμός (=κέντημα), νυγμα-
τώδης, νύγδην (=μέ κέντημα), νύξις (=κέντημα),
κατάνυξις (=βαθιά συγκίνηση), ἴσως ὄνυξ. (Νε-
οελλ.: νυστέρι).
Νυστάζω (=θέλω νά κοιμηθῶ). Ἀπ’ τό νευστάζω
(=γέρνω τό κεφάλι) πού παράγεται ἀπ’ τό νεύω
(=γέρνω). Παράγωγα: νύσταγμα, νυσταγμός,
νυστακτής, νύσταξις, νυστακτικῶς, νυσταλέος,
νύσταλος, νυσταλογερόντιον.
Νυχθημερόν (=νύχτα καί μέρα). Ἀπ’ τό νυχθήμε-
ρος = νύξ + ἡμέρα. Δές γιά περισσότερα παρά-
γωγα στίς λέξεις: ἡμεροσκόπος καί νύξ.
Νωδός (=χωρίς δόντια). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο)
+ ὀδούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Νώδυνος (=ἀνώδυνος). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο)
+ ὀδύνη, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Νωθρός (=ὀκνηρός, χαλαρός). Συνώνυμο καί τό
νωθής. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγ-
γενεύει μέ τό νοσῶ. Παράγωγα: νώθεια (=βραδύ-
τητα), νωθρεία, νωθρεύομαι, νωθρότης.
Νωλεμές (=χωρίς διακοπή, συνέχεια). Καί νωλεμέως
(=καρτερικά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Νωμάω (=μοιράζω, διευθύνω, κινῶ). Ἀπό ρίζα νεμ-
τοῦ νέμω καί εἶναι ἐκτεταμένος θαμιστικός τύ-
πος. Θέμα νεμ-, μέ μετάπτωση νωμ-. Παράγω-

152 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


153
Ξ Ξῦ

Ξαίνω (=χτενίζω, λαναρίζω). Ἔχει σχέση μέ τά ξέω, ξενιτεία, ξενόω (=φιλοξενῶ) καί μέσο ξενοῦμαι,
ξύω. Θέμα ξαν+j+ω μέ ἐπένθεση τοῦ j ξαίνω. ξένωσις (παράξενο), ἀποξένωσις καί τά σύνθε-
Παράγωγα: ξάνσις (=λανάρισμα), ξάντης, ξαντι- τα: ξεναγός, ξενηλασία, ξενοδόχος, ξενοδαΐκτης,
κός, ξαντική (τέχνη), ξάντρια, ξάσμα (=λαναρι- ου (δαΐζω), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φι-
σμένο μαλλί), ξάμμα (=μαλλί λαναρισμένο), ξά- λοξενούμενους), ξενοδαίτης, -ου (δαίςω, δαίς)
νιον, ξανάω (=κουράζομαι), ξάνησις. (=αὐτός πού κατατρώει τούς ξένους).
Ξεναγός. Ἀπ’ τό ξένος + ἄγω ἤ ἡγοῦμαι. Παράγω- Ξέω (=ξύνω, γυαλίζω μέ τό ξύσιμο). Εἶναι συγγενι-
γα: ξεναγῶ, ξεναγέτης, ξενάγησις, ξεναγησμός, κό μέ τά ξαίνω, ξύω. Θέμα ξεσ+ω καί μέ ἀποβολή
ξεναγία. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω, τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα ξέω. Παράγω-
καθώς καί στή λέξη ξένος. γα: ξέσις, ξέσμα, ξεστήρ, ξέστης, ξεστικός, ξεστός
Ξενηλασία (=τό διώξιμο τῶν ξένων ἀπ’ τή χώ- (=στιλπνός), ἄξεστος (=ἀπελέκητος), ἀκατάξε-
ρα, στή Σπάρτη). Ἀπ’ τό ξενηλατέω-ῶ (=διώ- στος, ξέστρον, ξόανον (=εἴδωλο), ξόος ἤ ξοός, λι-
χνω τούς ξένους), σύνθ. ἀπ’ τό ξένος + ἐλαύνω, θοξόος, ξοΐς -ίδος (=ἐργαλεῖο), ἀντίξοος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί Ξηρός. Πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα: ξηραίνω (=στε-
στή λέξη ξένος. γνώνω), ξήρανσις, ξηραντέον, ξηραντικός, ἀπο-
Ξενοδόχος καί ξενοδόκος. Ἀπ’ τό ξένος + δέχο- ξηραντικά (ἔργα), ξηρασία, ξηρότης.
μαι. Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενο- Ξιφήρης (=ὁπλισμένος μέ ξίφος). Σύνθετο ἀπ’ τό
δοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. ξίφος + ἀραρεῖν τοῦ ἀραρίσκω.
Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, κα- Ξίφος. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ξι-
θώς καί στή λέξη ξένος. φήρης, ξιφηφόρος, ξιφίας, ξιφίζω, ξιφίον (ὑπο-
Ξένος. Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενFο-ς = ξένος). ἰων. κορ.), ξίφισμα, ξιφισμός, ξιφιστήρ, ξιφιστής, ξι-
τύπος ξεῖνος. Παράγωγα: ξενία (=φιλοξενία), ξε- φουλκός.
νίζω (=φιλεύω), ξενικός, ξένιος, ξένισις, ξένισμα, Ξόανον (=εἴδωλο, ἄγαλμα ἀπό ξύλο). Ἀπ’ τό ξέω,
ξενισμός, ξενιστέον, ξενιστής, ξενών, ξενιτεύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

154 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ξύλον. Ἴσως ἀπ’ τό ξύω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Ξυλουργός. Ἀπ’ τό ξύλον + ἔργω (ἐργάζομαι). Δές
γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἐργά-
ζομαι καί ξύω.
Ξυρόν, τό (=ξυράφι). Ἀπ’ το ξύω, ὅπου δές γιά πε-
ρισσότερα παράγωγα.
Ξύσμα (=ροκανίδι). Ἀπ’ τό ξύω, ὅπου δές γιά πε-
ρισσότερα παράγωγα.
Ξυστήρ (=ξύστρα). Ἀπ’ τό ξύω, ὅπου δές γιά πε-
ρισσότερα παράγωγα.
Ξύω (=ξύνω, λειαίνω). Εἶναι συγγενικό μέ τά ξαί-
νω, ξέω. Θέμα ξύσ-ω, μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα
σέ δυό φωνήεντα ξύω. Παράγωγα: ξύλον, ξυ-
λεία, ξυλικός, ξύλινος, ξυλοκόπος, ξυλουργός, ξυ-
λουργία, ξυλουργῶ, ξυλουργικός, ξυήλη (=ἐργα-
λεῖο γιά τό ξύσιμο ξύλου, ροκάνι), ξυρόν (=ξυ-
ράφι), ξυρέω-ῶ (=ξυρίζω), ξυρήκης (=κοφτερός
σάν ξυράφι), ξύρησις, ξύσις ἤ ξῦσις, ξῦσμα ἤ ξύ-
σμα, ξυσμός, ξυστήρ (=ξύστρα), ξυστικός, ξυστίς
(=λεπτό γυναικεῖο φόρεμα, στολισμένο, πού φο-
ροῦσαν ἐπίσημες γυναῖκες), ξυστός (=ξυμένος),
τό ξυστόν (=δόρυ), ὁ ξυστός (=ὑπόστεγη στοά,
ὅπου γυμνάζονταν οἱ ἀθλητές), ξύστρα.

155
O Ὄμικρον

Ὀβελίσκος. Ὑποκοριστικό τοῦ ὀβελός (=σού- πόνο, δαγκάνω), ὀδαξησμός, ὀδαξητικός, ὀδαγ-
βλα). μός (=φαγούρα).
Ὀβελός (=σούβλα). Ἴσως ἀπό ο προθεματικό + βέ- Ὁδηγός. Ἀπ’ τό ὁδός + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
λος τοῦ βάλλω. Παράγωγα: ὀβελίσκος, ὀβελίας, ράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὁδηγός: ὁδηγῶ, ὁδήγη-
ὀβελίζω (=ἀθετῶ), ὀβελιστέον. σις, ὁδηγητήρ, ὁδηγήτρια, ὁδηγητής, ὁδηγητι-
Ὀβολός (=ἀθηναϊκό νόμισμα). Παράλληλος τύπος κός, ὁδηγία, ὁδηγέτης.
τοῦ ὀβελός, μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο. Παράγω- Ὁδοιπόρος. Ἀπ’ τό ὁδός (εἶμι) + πόρος τοῦ περάω.
γα: ὀβολοστατῶ (=ζυγίζω ὀβολούς), ὀβολοστά- Παράγωγα: ὁδοιπορῶ, ὁδοιπορία, ὁδοιπορικός,
της (=τοκογλύφος), τριώβολον. ὁδοιπόριον, ὁδοιπορητός. Δές γιά ἄλλα παράγω-
Ὄγκος. 1) (=καμπύλη, ἀγκίστρι). Ἀπό ρίζα αγκ- γα στά ρήματα εἶμι καί περάω.
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ἄγκος, ἀγκών, ἄγκυρα, Ὀδός (=κατώφλι). Ἀντί οὐδός. Συγγ. μέ τά ὁδός,
ἄγκιστρον, ἀγκύλη. 2) (=τό μέγεθος ἑνός πράγμα- ἔδαφος.
τος σέ ἔκταση καί βάρος, κόπος, δυσκολία). Πιθα- Ὁδός (=δρόμος). Ἀπ’ τό ἔρχομαι, ὅπου δές γιά
νόν ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ ἐνεγκεῖν (ἤνεγκον-φέρω). περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ὁδάω-ῶ
Παράγωγα: ὀγκηρός (=πρησμένος), ὀγκόω-ῶ (=πουλῶ), ὁδεία, ὁδεύω, ὅδευμα, ὁδεύσιμος,
(=ἱδρύω, μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), ὀγκώ- ὁδευτέον, ὁδευτής, ὅδιος, ὁδίτης (=ταξιδιώτης)
δης, ὄγκωμα (=πρήξιμο), ὄγκωσις, ὀγκωτός. καί τά σύνθ. ὁδηγός, ὁδοιπόρος.
Ὀγμεύω (=προχωρῶ σέ εὐθεῖα γραμμή, βαδίζω μέ Ὀδούς-ὀδόντος (=δόντι). Πιθανόν ἀπό ρίζα εδ- τοῦ
δυσκολία). Ἀπ’ τό ὄγμος πού παράγεται ἀπ’ τό ἐσθίω (=τρώω) μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο, δηλ. αἰολ.
ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἔδοντες  ὀδόντες. Ἐκτός ἄν τό ο εἶναι, προθεμ.
Ὄγμος (=αὐλάκι, σειρά, τροχιά). Ἀπ’ τό ἄγω, ὅπου + ρίζα δα τοῦ δαίνυμαι (=μοιράζω) (Λατ. dens).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ὀδοντικός, ὀδοντοφυῶ (=βγάζω δό-
Ὀδάξ (=μέ τά δόντια). Ἀπό ο ἀθροιστικό + δάκνω, ντια), ὀδοντοφυής, ὀδοντοφυΐα, ὀδοντοφύησις,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- νωδός (=χωρίς δόντια), χαυλιόδους.
γα ἀπ’ τό ὀδάξ: ὀδάξω καί ὀδάξομαι (=νοιώθω Ὀδύνη (=σωματικός ἤ ψυχικός πόνος). Ἴσως ἡ ρίζα

156 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


νά εἶναι ἐδ τοῦ ἐσθίω ἤ νά εἶναι σύνθετη ἀπ’ τό Οἰδίπους (=μέ πρησμένα πόδια). Ἀπ’ τό οἰδέω
προθεμ. ο + δύη (=πόνος). Παράγωγα: ὀδυνάω (=πρήζομαι) + πούς. Δές γιά περισσότερα πα-
(=προξενῶ λύπη), ὀδυνῶμαι, (=ἔχω πόνο), ὀδύ- ράγωγα στό ρῆμα οἰδέω.
νημα, ὀδυνηρός, νώδυνος (=ἀνώδυνος). Οἰκεῖος (=σπιτικός, συγγενής). Ἀπ’ τό οἶκος, ὅπου
Ὀδύρομαι (=θρηνῶ, κλαίω). Ἰσως ἀπ’ τό προθεμ. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ο + δύρομαι, (=θρηνῶ) ἤ ἀκόμα ἀπό συμφυρ- Οἰκέτης (=δοῦλος, ὑπηρέτης). Ἀπ’ τό οἰκέω-ῶ πού
μό τοῦ ὀδύνη + μύρομαι, (=κλαίω). Παράγωγα: παράγεται ἀπ’ τό οἶκος, ὅπου δές γιά περισσό-
ὄδυρμα (=θρῆνος), ὀδυρμός, ὀδύρτης, ὀδυρτι- τερα παράγωγα.
κός, ὀδυρτός (=ἀξιοθρήνητος). Οἰκίζω (=χτίζω, ἱδρύω ἀποικία). Ἀπ’ τό οἶκος. Πα-
Ὀδυσσεύς (=ὁ βασιλιάς τῆς Ἰθάκης). Ἀπ’ τό ὀδύσ- ράγωγα: οἴκισις, (ἀπ, δι, ἐξ, κατ, μετ)οίκησις, οἰκι-
σομαι (=ὀργίζομαι, μισῶ κάποιον), ἐπειδή τόν μι- σμός, κατοικισμός, οἰκιστήρ, οἰκιστής (=ἱδρυτής
σοῦσαν θεοί καί ἄνθρωποι. πόλεως), ἐξοικιστέον καί γιά ἄλλα παράγωγα δές
Ὄζω (=μυρίζω). Θέμα ὀδ+j+ω  ὄζω. (Λατιν. odor). στή λέξη οἶκος.
Παράγωγα: ὀδμή καί ὀσμή (=μυρωδιά), ὀδμήεις, Οἰκοδόμος (=χτίστης). Ἀπ’ τό οἶκος + δέμω (=χτί-
ὀδωδή (=μυρωδιά), ὀσμήρης ἤ ὀσμηρός, ὄζαι- ζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί
να (=ἀρρώστια τῆς μύτης πού ἀφήνει δυσῶδες στή λέξη οἶκος.
ὑγρό), εὐώδης, εὐωδία, εὔοσμος, δύσοσμος, δυ- Οἰκονόμος. Ἀπ’ τό οἶκος + νέμω, ὅπου δές γιά ἄλλα
σώδης, δυσωδία, κάκοσμος, κακοσμία. παράγωγα καθώς καί στή λέξη οἶκος.
Ὀθνεῖος (=ξένος, παράδοξος). Σκοτεινή ἡ ἐτυ- Οἰκόπεδον. Ἀπ’ τό οἶκος + πέδον (=ἔδαφος). Δές
μολογία του. γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη οἶκος.
Ὀθόνη (=λεπτό λινό ὕφασμα, πανί, ἱστίο). Ἀβέ- Οἶκος (=σπίτι). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν
βαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἀρχικά ἦταν Fεθόνη = Fοῖκος. Παράγωγα: οἴκαδε (=στήν πατρίδα), οἴκοι
ὀθόνη. (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), οἰκεῖος,
Οἰακοστρόφος (=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπ’ τό οἴαξ οἰκείως, οἰκειότης, οἰκειόω-ῶ (=κάνω κάποιον
(=πηδάλι) + στρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- φίλο), οἰκείωμα, οἰκείωσις, οἰκειωτέον, οἰκει-
ράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τό οἴαξ: οἰακίζω (=κυ- ωτικός, οἰκέω-ῶ (=κατοικῶ), οἰκέτης και θηλ.
βερνῶ), οἰάκισις, οἰάκισμα, οἰακιστής, οἰάκιον οἰκέτις, οἴκημα, οἰκηματικός, οἰκημάτιον (ὑπο-
(ὑποκορ.), οἰακονόμος (=κυβερνήτης), οἰακο- κορ.), οἴκησις, (δι, ἐν, ἐξ, κατ, μετ, παρ, συν)οί-
στροφῶ (=διευθύνω). κησις, οἰκήσιμος, οἰκητήρ, οἰκητήριον, κατοικη-
Οἴγνυμι - οἰγνύω - οἴγω (=ἀνοίγω) καί σύνθ. ἀνοί- τήριον, οἰκητής, διοικητής, οἰκητικός, διοικητι-
γνυμι - ἀνοίγω, πιό συνηθισμένο. Δές γιά παρά- κός, οἰκητός, ἀδιοίκητος, ἀοίκητος, δυσοίκητος,
γωγα στό ρῆμα ἀνοίγω. οἰκήτωρ (=κάτοικος), οἰκία, κατοικία, συνοικία,
Οἶδα. (=γνωρίζω). Θέματα: α) ἰσχυρό: Fειδ- (τοῦ οἰκιακός, οἰκίζω, κατοικίδιος, μέτοικος, νεώσοι-
ἄχρηστου ρήμ. εἴδω=βλέπω) καί μέ μετάπτωση κος, οἰκοδόμος, οἰκοδομῶ, οἰκοδόμημα, οἰκοδό-
Fοιδ-. β) ἀσθενές Fιδ- (ὁ ἐνεστ. ἴσμεν). Παράγωγα: μησις, οἰκοδομητέον, οἰκοδομητικός, οἰκοδομη-
ἵστωρ (=σοφός), ἱστορέω-ῶ, ἱστόρημα, ἱστορία, τός, οἰκοδομικός, οἴκοθεν (=ἀπ’ τήν πατρίδα),
ἱστορικός, φιλίστωρ (=φιλομαθής), φιλιστορία, οἰκονόμος, οἰκονομῶ (=διευθύνω), οἰκονόμη-
πολυΐστωρ (=πολυμαθής), ἰστέος, ἰστέον, ἴδρις μα, οἰκονομητέον, οἰκονομία, οἰκονομικός, ἀνοι-
(=πεπειραμένος), εἰδότως, εἰδήμων, συνείδησις. κονόμητος, οἰκόπεδον, οἰκότριψ (-ιβος) (=οἰκο-
Δές καί στό εἴδω γιά ἄλλα παράγωγα. γενής δοῦλος), οἰκοφθόρος (=ἄσωτος), οἰκο-
Οἰδέω-ῶ (=φουσκώνω, πρήζομαι). Ἀπ’ τό οἶδος φθορία, οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν περιουσία),
(=πρήξιμο), ἀπό ρίζα οιδ-. Παράγωγα: οἰδαλέ- πρόσοικος (=γειτονικός), οἰκουρός, -όν (οὖρος),
ος (=ἐξογκωμένος), οἴδημα (=πρήξιμο), οἴδη- (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, οἰκιακός), οἰκου-
σις (=φούσκωμα), οἶδμα (=φούσκωμα), οἴδαξ ρός, ἡ (=νοικοκυρά), οἰκωφελής, -ές (=αὐτός
(=ἄγουρο σῦκο), Οἰδίπους (=μέ πρησμένα πό- πού ὠφελεῖ τό σπίτι).
δια  οἰδέω + πούς). Οἰκουρέω-ῶ (=μένω στό σπίτι). Παρασύνθετο ἀπ’

157
τό οἰκουρός (=ὁ φρουρός τοῦ σπιτιοῦ), ἀπ’ τό χόη, οἰνοχοέω-ῶ, οἰνοχόημα, οἶνοψ (=σκοτει-
οἶκος + οὖρος (=φύλακας). Παράγωγα: οἰκού- νός ὅπως τό κρασί), οἰνόω-ῶ (=μεθῶ κάποιον),
ρημα (=φρουρά, ἡ παραμονή στό σπίτι), οἰκου- οἰνών-ῶνος (=κελλάρι), οἴνωσις (=κέφι), παροι-
ρία, οἰκουρικός, οἰκούριος. νία (=συμπεριφορά μεθυσμένου).
Οἰκοφθόρος (=ἄσωτος). Ἀπ’ τό οἶκος + φθείρω, Οἰνόφλυξ (=μέθυσος). Ἀπ τό οἶνος + φλύω (=ξεχει-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λίζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη οἶνος.
λέξη οἶκος. Οἰνοχόος (=κεραστής). Ἀπ’ τό οἶνος + χέω, ὅπου
Οἰκτείρω καί οἰκτίρω (=λυπᾶμαι, συμπονῶ). Ἀπ’ δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή
τό οἰκτρός (=ἀξιοθρήνητος) πού παράγεται ἀπ’ λέξη οἶνος.
τό οἶκτος (=λύπη, συμπόνια), ἀπ’ τό ἐπιφώνημα Οἴνοψ-ωπος (=σκοτεινός σάν τό κρασί). Ἀπ’ τό
λύπης οἴ μέ ἐπέκταση ἑνός γ. Θέμα οἰκτ-ιρ-jω μέ οἶνος + ὤψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
ἐπένθεση ἑνός ι καί τό πρόσφυμα j  οἰκτίρρω λέξη οἶνος καί στό ρῆμα ὁράω-ῶ.
 οἰκτίρω. Ὁ τύπος οἰκτίρω εἶναι ὁ πιό σωστός. Οἴομαι - ὀΐομαι - οἶμαι (=νομίζω). Ἐνεργ. τύπος
Παράγωγα: οἰκτιρμός, οἰκτίρμων, οἰκτιρμοσύνη, οἴω-ὀΐω. Ἀπό θέμα οι. Παράγωγα: οἴημα (=γνώμη,
ἀνοικτιρμοσύνη. ὑπερηφάνεια), οἰηματίας (=αὐτός πού ἔχει ψηλή
Οἶκτος (=λύπη, συμπόνια). Ἀπ’ τό ἐπιφώνημα λύπης ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του), οἴησις (=γνώμη), οἰητέον,
οἴ (=ἄχ) μέ ἐπέκταση ἑνός γ  οιγ-τος  οἶκτος. οἰητός (=δυνατός μόνο μέ τή φαντασία).
Παράγωγα: οἰκτείρω-οἰκτίρω, οἰκτίζω, οἰκτικός, Οἱονεί (=ὡσάν). Ἀπ’ τό οἶον (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων.
οἴκτισμα (=πένθος), οἰκτισμός (=θρῆνος), οἴκτι- οἷος, σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. σύνδεσμος).
στος (ὑπερθ. του οἰκτρός), οἰκτρός, οἰκτρότης, Οἶος - οἴη - οἶον (=μόνος). Ἀρχικά ἦταν οἰFος=οἶος.
ἀνοικτίστως (=χωρίς οἶκτο), οἰκτρογόος, -ον (γό- Σχετίζεται μέ τό οἰνός (=ὁ ἀριθμός 1 τῶν κύ-
ος) (=αὐτός πού δηλώνει οἰκτρό θρῆνο), οἰκτρο- βων, μονάδα). Σύνθετα: οἰοβώτης (=πού τρέφε-
χοέω (χέω), (=λέω θλιβερό τραγούδι). ται μόνος του), οἰόζωνος, οἰόκερως (=μονόκε-
Οἶμα, (-ατος), τό (πιθ. οἶσμα: ὁμόρρ. τοῦ οἶστρος. ρως), οἰονόμος (=ἐρημικός), οἰόφρων (=ἐρημι-
Κατά μερικούς συγγενεύει μέ τά οἴμη, οἶμος) κός), οἰοχίτων, οἰόβιος, -ον (=μονόβιος), οἰοβου-
(=ἔφοδος, ἐξόρμηση). κόλος, -ον (=ὁ βοσκός ἑνός μοσχαριοῦ, δηλ. τῆς
Οἶμος (=δρόμος, μονοπάτι, πορεία τοῦ τραγου- Ἰοῦς), οἰόβατος, -ον (ἐρημικός), οἰωνός (=που-
διοῦ). Σχετίζεται μέ τά: οἶμα, οἴμη. Ἀπ’ τό εἶμι, λί μαντικό).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Οἰστρήλατος (=μανιακός). Ἀπ’ τό οἶστρος (=βοϊ-
Οἴμοι (=ἀλίμονό μου). Ἀπ’ τό οἴ (=ἄχ) + μοι (=σέ δόμυγα) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα
μένα). παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.
Οἰμωγή (=θρῆνος). Ἀπ’ τό οἰμώζω, ὅπου δές γιά Οἰστροπλήξ (=μανιακός, ἄγριος). Ἀπ’ τό οἶστρος
περισσότερα παράγωγα. + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Οἰμώζω (=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἀπ’ τό ἐπιφώνημα καθώς καί στή λέξη οἶστρος.
οἴμοι (οἴ + μοι = ἀλίμονό μου). Θέμα οἰμωγ + j + Οἶστρος (=βοϊδόμυγα, κεντρί, ἐπιθυμία). Συγγε-
ω  οἰμώζω. Παράγωγα: οἰμωγή, οἴμωγμα, οἰμωγ- νεύει μέ τά οἶμα καί λατ. ira (=ὀργή). Παράγω-
μός, οἰμωκτεί (=μέ θρῆνο), οἰμωκτικός, οἰμωκτός γα: οἰστράω-ῶ (=τσιμπῶ, κυριεύομαι ἀπό μα-
(=ἀξιολύπητος), ἀνοίμωκτος, οἴμωξις. νία), οἰστρηδόν, οἰστρήεις, οἴστρημα, οἴστρησις,
Οἰνοβαρής (=πιωμένος, μεθυσμένος). Ἀπ’ τό οἰστρώδης, οἰστρήλατος, οἰστρηλατῶ, οἰστρο-
οἶνος + βαρύς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ- πλήξ (=μανιακός), οἰστροδίνητος, -ον (=μανια-
ξη οἶνος. κά περιστρεφόμενος).
Οἶνος (=κρασί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά Οἴχομαι (=ἔχω φύγει, χάνομαι, φεύγω). Ἴσως ἀπό
ἦταν Fοῖνος (Λατιν. vinum). Παράγωγα: οἰνάν- ρίζα οι- τοῦ εἶμι (=οἶμος = δρόμος). Θέμα οιχ +
θη (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάς- ομαι  οἴχομαι. Παράγωγα: οἰχητέον, οἰχνέω
άδος (=ἀμπέλι, κρασί), οἴνη (=ἀμπέλι), οἰνηρός, (ποιητ. =ἔρχομαι).
οἰνοβαρής, οἰνόφλυξ (=μέθυσος), οἰνοχόος, οἰνο- Οἰωνός (=ὄρνεο, πουλί μαντικό, σημάδι, μαντεία).

158 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ἀπ’ τό οἶος (=μόνος) γιατί τά ὄρνεα ζοῦν μόνα συνθετ. νά εἶναι τό λίζον - λιζόν (=ἔλαττον) ἀπ’
τους. Παράγωγα: οἰωνίζομαι (=μαντεύω ἀπ’ τό τό λίζω (=χαράσσω, τσουγκρανίζω). Παράγω-
πέταγμα καί τίς κραυγές τῶν πουλιῶν), οἰώνι- γα: ὀλιγάκις, ὀλιγόω-ῶ (=ἐλαττώνω), ὀλιγότης,
σμα, οἰωνισμός, οἰωνιστήριον, οἰωνιστής, οἰω- σύνθετα: ὀλιγανθρωπία, ὀλιγαρκής, ὀλιγαρχία,
νιστικός, καί τά σύνθ. οἰωνοπόλος (=μάντις), ὀλιγόψυχος, ὀλιγοψυχία, ὀλίγωρος, ὀλιγωρία
οἰωνοσκοπῶ, οἰωνοσκόπος, οἰωνοσκοπία, οἰω- (=ἀδιαφορία).
νοθέτης (=αὐτός πού ἑρμηνεύει τούς οἰωνούς), Ὀλιγωρία (=ἀμέλεια, ἀδιαφορία). Ἀπ’ τό ὀλιγωρῶ
οἰωνόθροος (=αὐτός πού ἀνήκει στήν κραυγή (παραμελῶ)  ἀπ' τό ὀλίγωρος  ὀλίγος + ὤρα
τῶν πουλιῶν), οἰωνοκτόνος, ον (=αὐτός πού (=φροντίδα). Παράγωγα: ὀλιγώρημα, ὀλιγώρη-
σκοτώνει πουλιά). σις, ὀλιγωρητέον καί γιά ἄλλα παράγωγα δές
Οἰωνοσκόπος (=μάντις). Ἀπ’ τό οἰωνός + σκοπῶ, στή λέξη ὀλίγος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὀλισθαίνω (=γλιστρῶ). Ἀπ’ τό ο προθεματικό +
Ὀκέλλω (=ρίχνω τό πλοῖο στή στεριά). Ἀπ’ τό ο λισσός (=λεῖος). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=λεῖος,
προθεματικό + κέλλω (=κατευθύνω τό πλοῖο στήν φαλακρός), γλίσχρος. Θέμα λισθ- μέ προθεμα-
ἀκτή). Ἀπ’ τό κέλλω παράγεται τό κέλης. τικό ο καί τό πρόσφυμα αν ὀλισθάνω καί ὀλι-
Ὀκλάζω (=γονατίζω). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σθάν-j-ω ὀλισθαίνω. Παράγωγα: ὀλίσθημα
κλάω-ῶ (=σπάνω) καί μέ τά ἄγκος-ἀγκύλη μέ (=γλίστρημα), ὀλισθηρός (=γλιστερός), ὀλίσθη-
προθεματικό ο. Θέμα οκλαδ+jω  ὀκλάζω. Πα- σις, ὀλισθητικός, ὄλισθος, εὐολίσθητος.
ράγωγα: ὀκλαδίας (=κάθισμα πού κλείνει καί Ὁλκάς - άδος (=πλοῖο ἐμπορικό). Ἀπ’ τό ἕλκω,
ανοίγει), ὀκλαδιστί - ὀκλαδόν - ὀκλάξ (=γονα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τιστά), ὄκλασις, ὄκλασμα. Ὄλλυμι (=καταστρέφω· μέσ. χάνομαι). Ἀπό ρίζα ολ
Ὀκνηρός (=διστακτικός, δειλός). Ἀπ’ τό ὄκνος, + πρόσφυμα νυ + μι  ὄλνυμι καί μέ ἀφομοίωση
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τοῦ ν σέ λ  ὄλλυμι. Παράγωγα: ὄλεθρος, ὀλέ-
Ὄκνος (=δισταγμός, φόβος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο- θριος, ὀλεθρίως, ἀνώλεθρος, πανώλεθρος, πα-
γία του. Πιθανόν συγγενεύει μέ τό λατ. cunctor νωλεθρία, ὀλετήρ (=καταστροφέας), ὀλέτειρα
(= διστάζω, ὀκνῶ). Παράγωγα: ὀκνέω-ῶ (=δι- (θηλ.), ὀλοός (=φονικός, χαμένος), ἀπώλεια, ἐξώ-
στάζω), ὀκνηρός, ὀκνηρία, ὀκνητέον, ἀποκνη- λης (=ἐντελῶς καταστραμμένος), ἐξώλεια, προ-
τέον, ἄοκνος. ώλης, πανώλης, πανώλεια (=πανούκλα).
Ὄλβιος (=εὐτυχισμένος). Ἀπ’ τό ὄλβος (=εὐτυχία, Ὅλμος (=στρόγγυλη πέτρα, γουδί). Ἀπό ρίζα Fελ
πλοῦτος), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τοῦ εἴλω (=συστρέφω) καί εἰλύω (=τυλίγω). Δές
Ὄλβος (=εὐτυχία, πλοῦτος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο- γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα εἴλω.
γία του. Πιθανόν ἀπ’ τό ὅλος + βίος. Ἴσως ἀκό- Ὀλοθρεύω (=καταστρέφω). Ἀπ’ τό ὄλεθρος τοῦ
μα συγγενεύει μέ τό οὔλω (=εἶμαι ἀκέραιος) ὄλλυμι. Παράγωγα: ὀλόθρευσις, ἐξολόθρευσις,
τοῦ οὖλος = ὅλος. Παράγωγα: ὀλβίζω (=καλο- ὀλοθρευτής, ὀλοθρεύτρια, ὀλοθρευτικός, ἐξολο-
τυχίζω), ὄλβιος, ὀλβίως, ὀλβιόδωρος, ὀλβιοδαί- θρευτικός, ἐξολόθρευμα καί γιά ἄλλα παράγω-
μων (=μακάριος), ὀλβιόφρων (=αὐτός πού προ- γα δές στό ὄλλυμι.
σκολλᾶται στούς πλουσίους), ὀλβοδότης (=αὐτός Ὁλοκαύτωμα. Ἀπ’ τό ὁλοκαυτόω-ῶ καί ὁλοκαυ-
πού φέρνει πλοῦτο). τέω-ῶ πού παράγεται, ἀπ’ τό ὁλόκαυτος (ὅλος
Ὄλεθρος (=καταστροφή, θάνατος). Ἀπ’ τό ὄλλυμι, + καίω). Παράγωγο: ὁλοκαύτωσις. Γιά ἄλλα πα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ράγωγα δές στό ρῆμα καίω.
Ὀλιγαρχία (=πολίτευμα ὅπου ἡ κυβέρνηση εἶναι Ὁλόκληρος (=ἀκέραιος). Ἀπ’ τό ὅλος + κλῆρος.
στά χέρια λίγων). Ἀπ’ τό ὀλιγαρχοῦμαι (ὀλίγος Παράγωγα: ὁλοκληρία, ὁλοκληρῶ καί γιά ἄλλα
+ ἄρχομαι), ἀπ’ ὅπου καί τά ὀλιγαρχικός, ὀλιγαρ- παράγωγα δές στίς λέξεις κλῆρος καί ὅλος.
χικῶς. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἄρχω Ὀλολύζω (=βγάζω δυνατή κραυγή). Λέξη ὀνομα-
καί στή λέξη ὀλίγος. τοποιημένη ἀπ’ τή ρίζα ολ μέ ἀναδιπλασιασμό:
Ὀλίγος. Τό ο εἶναι προθεματικό καί ἴσως τό β´ ολ-ολύγ-j-ω  ὀλολύζω. Παράγωγα: ὀλολυγή

159
(=δυνατή κραυγή), ὀλόλυγμα, ὀλολυγμός, ὀλο- Ὁμίχλη. Ἀπό ρίζα μιχ- μέ προθεματικό ο. Κατ’ ἄλλους
λυγών (=κραυγή τοῦ ἀρσενικοῦ βατράχου, γιά συγγενεύει μέ τά ὀμίχω, μοιχός, λατ. mingo.
νά φανέρωσει τήν ἀγάπη του στό θηλυκό), ὀλο- Ὄμμα (=μάτι). Ἀπό ρίζα οπ τοῦ ὄπωπα (ὄπμα=ὄμμα)
λυγαία (=νυχτερίδα). τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Ὅλος καί ἰων. οὖλος. Ἀρχικά ἦταν ὅλFος. Παρά- γωγα.
γωγα: ὁλοκαυτῶ, ὁλόκληρος, ὁλοσχερής, ὁλό- Ὄμνυμι (=ὁρκίζομαι). Ἀπό θέμα ομ + πρόσφυμα νυ
της, ὁλόχρυσος. + μι = ὄμνυμι. Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω -
Ὁλοσχερής (=ὁλόκληρος). Ἀπ’ τό ὅλος + σχερός ὁμοῦμαι, θέμα ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀό-
(=συνεχής παραλία, γραμμή). Δές γιά ἄλλα πα- ριστο. Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό
ράγωγα στή λέξη ὅλος. ἀναδιπλασιασμό (ὀμώμοκα - ὠμωμόκειν). Παρά-
Ὀλοφύρομαι (=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἴσως ἀπ’ τήν γωγα: ἀντωμοσία (=ὅρκος ὅτι θά λεχθῆ ἡ ἀλήθεια
ἴδια ρίζα ολ- τοῦ ὀλολύζω. Παράγωγα: ὀλοφυρ- καί ἀπ’ τόν κατήγορο καί ἀπ’ τόν κατηγορούμε-
μός (=θρῆνος), ὀλόφυρσις, ὀλοφυρτέος, ὀλο- νο), ἀνώμοτος (=πού δέν ὁρκίστηκε), ἀπώμοτος
φυρτικός. (=ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν ἔκανε), διω-
Ὅμαδος (=θόρυβος, ὄχλος, πάταγος). Ἀπ’ τό ὁμός μοσία, ἐνωμοσία, ἐνώμοτος, ἐνωμοτάρχης, ξυνώ-
(=ὁ αὐτός), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. μοτον (=ἔνορκη συμφωνία), συνωμοσία, συνω-
Ὁμαλός (=ἴσιος, συνηθισμένος). Ἀπ’ τό ὁμός. Πα- μότης, ὑπωμοσία, ὁρκωμοσία.
ράγωγα: ὁμαλίζω (=ἰσοπεδώνω), ὁμαλισμός, Ὁμογενής. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου
ὁμαλιστέον, ὁμαλιστήρ, ὁμαλής, ὁμαλῶς, ὁμα- δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
λότης, ὁμαλύνω, ἐξομάλυνσις, καί γιά ἄλλα πα- λέξη ὁμός.
ράγωγα δές στό ὁμός. Ὁμόδοξος (πού ἔχει τήν ἴδια γνώμη, δόξα). Ἀπ’ τό
Ὄμβρος (=βροχή, καταιγίδα). Ἴσως ἔχει σχέση μέ ὁμοῦ + δόξα τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσό-
τό ἀφρός, νέφος. Παράγωγα: ὀμβρέω (=βρέχω), τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.
ὄμβριος (=βρόχινος), ὀμβροφόρος. Ὅμοιος. Ἀπ’ τό ὁμός, ὅπου δές γιά περισσότερα
Ὁμήγυρις (=συγκέντρωση, συντροφιά). Ἀπ’ τό παράγωγα.
ὁμοῦ (=μαζί) + ἄγυρις (=συγκέντρωση) τοῦ ἀγεί- Ὁμοκλή (=κραυγή πολλῶν μαζί). Ἀπ’ τό ὁμοῦ +
ρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
καί στή λέξη ὁμός. θώς καί στή λέξη ὁμός.
Ὁμῆλιξ (=συνομήλικος). Ἀπ’ τό ὁμοῦ (=μαζί) τοῦ Ὁμολογέω-ῶ (=συμφωνῶ). Παρασύνθετο ἀπ’ τό
ὁμός + ἧλιξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. ὁμόλογος (=σύμφωνος)  ὁμοῦ + λέγω, ὅπου δές
Ὅμηρος (=συναρμοσμένος, ἐγγύηση). Ἀπ’ τό ὁμοῦ γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.
+ ἀραρεῖν τοῦ ἀραρίσκω (=ἑνώνω). Παράγωγα: Παράγωγα τοῦ ὁμολογῶ: ὁμολογία, ὁμολόγημα,
ὁμηρεύω, ὁμηρεία, ὁμηρέω, ὁμήρευμα. Στή διάλε- ὁμολόγησις, ἐξομολόγησις, ὁμολογητέον (ἀν, δι)
κτο τῶν Κυμαίων, ὅμηρος = τυφλός. Ἀπ’ τό Ὅμη- ομολογητέον, ὁμολογητής, ὁμολογήτρια, ὁμολο-
ρος τά: ὁμηρίζω (=μιμοῦμαι τόν Ὅμηρο), ὁμηρι- γητικός, εὐομολόγητος, ὁμολογουμένως.
κός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. Ὁμόνοια. Ἀπ’ τό ὁμόνους  ὁμοῦ + νόος-νοῦς,
Ὁμιλέω-ῶ (=συναναστρέφομαι μέ κάποιον). Παρα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
σύνθετο ἀπ’ το ὅμιλος  ὁμοῦ + ἴλη (=πλῆθος). στή λέξη ὁμός.
(Τό ἀρχαῖο ὁμιλῶ δέν ἔχει πουθενά τή σημερι- Ὀμόργνυμι (=σκουπίζω, στεγνώνω). Ἀπ’ τή ρί-
νή σημασία). Παράγωγα: ὁμιλία, ὁμίλημα, ὁμι- ζα μέργ- τοῦ ἀμέργω (=κόβω). Θέμα μεργ-, μέ
λητέον, ὁμιλητής, ὁμιλήτρια, ὁμιλητικός, ὁμιλη- προθεματικό ο =ὀμεργ., μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ
τός, ἀνομίλητος (=ἀκοινώνητος). Δές γιά ἄλλα ο  ὀμόργ+νυ+μι  ὀμόργνυμι. Παράγωγο, τό
παράγωγα στή λέξη ὁμός. ὄμοργμα (=λέρα).
Ὅμιλος (=συγκεντρωμένο πλῆθος). Ἀπ’ τό ὁμοῦ + Ὅμορος (=πού ἔχει τά ἴδια σύνορα, γειτονικός). Ἀπ’
ἴλη (=πλῆθος) τοῦ εἴλω, ὅπου δές γιά περισσό- τό ὁμοῦ + ὅρος (=σύνορο). Δές γιά ἄλλα παρά-
τερα παράγωγα καθώς και στό ὁμός. γωγα στή λέξη ὁμός.

160 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ὁμορροθέω-ῶ (=κωπηλατῶ μαζί, συμφωνῶ). Ἀπ’ Ὀνίνημι (=ὠφελῶ, ὑποστηρίζω). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
τό ὁμόρροθος  ὁμοῦ + ροθῶ (=κάνω θόρυβο). μολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα να + προθεματικό ο
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. + ἐνεστ. ἀναδιπλ. νι  ὀνίνα = ὀνίνημι καί μέσο
Ὁμός (=ὁ ἴδιος, ὅμοιος, κοινός). Ἀπό ρίζα αμ- ἤ ὀνίναμαι. Παράγωγα: ὄνησις (=ὠφέλεια), ὀνή-
ομ- τοῦ ἅμα (=μαζί). Παράγωγα: ὅμαδος, ὁμα- σιμος (=ὠφέλιμος), ὀνησίπολις, ὀνησίμως, ὀνη-
δόν, ὁμαλός, ὁμῆ ἤ ὁμῇ (=μαζί), ὁμόθεν (=ἀπ’ τό τικός, ὀνητός, ἀνόνητος (=ἀνωφελής), ὀνήτωρ,
ἴδιο μέρος), ὅμοιος, ὁμοιότης, ὁμοιόω-ῶ, ὁμοίω- ὀνίνησις, ἐριούνης καί ἐριούνιος (=πολύ ὠφέ-
μα, ὁμοιωματικός, ὁμοίωσις, ἀνομοίωσις, ἀφομοί- λιμος, σωτήριος, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμῆ), ὄνειαρ -ατος
ωσις, ἐξομοίωσις, παρομοίωσις, ὁμοιωτής, ὁμοι- (=ὠφέλεια).
ωτικός, ὁμόσε (=στόν ἴδιο τόπο), ὁμοῦ (=μαζί), Ὄνομα. Ἀρχική ρίζα φαίνεται ὅτι ἦταν τό γνο- (νο)
ὁμόω (=ἑνώνω), ὁμῶς (=ὅμοια), ὅμως (σύνδ.) τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
καί τά σύνθετα: ὅμαιμος (=συγγενής), ὁμήγυρις, ράγωγα. (Λατιν. nomen). Παράγωγα τοῦ ὄνο-
ὁμῆλιξ, ὅμηρος, ὅμιλος, ὁμιλῶ, ὁμογενής, ὁμόδο- μα: ὀνομάζω, ὀνομασία, παρονομασία (=ἀλλα-
ξος, ὁμοκλέω (=φωνάζω μαζί), ὁμοκλή, ὁμόλο- γή τῆς λέξης πού δίνει ἄλλη ἀπόχρωση στή ση-
γος, ὁμολογῶ, ὁμόνους, ὁμόνοια, ὁμονοῶ, ὅμο- μασία της), ὀνομαστέον, ὀνομαστής, παρονομα-
ρος, ὁμορροθῶ, ὁμόρροθος, ὁμόσπονδος, ὁμό- στής, ὀνόμασις, ὀνομαστί, ὀνομαστικός, ὀνομα-
σπορος, ὁμότεχνος, ὁμότιμος, ὁμόφρων (=σύμ- στός, πατρώνυμον, πολυώνυμος, συνώνυμος, συ-
φωνος), ὁμόφυλος, ὁμόφωνος, ὁμώνυμος. νωνυμία, ψευδώνυμον.
Ὁμόσπονδος. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + σπονδή τοῦ σπέν- Ὄνος (=γάιδαρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πα-
δω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- ράγωγα: ὀνίσκος (ὑποκορ.), ὀνικός, ὀνοβατῶ.
θώς καί στό ὁμός. Ὄντως (=πραγματικά). Ἐπίρρημα ἀπ’ τή μετοχή ὄν
Ὁμόφυλος. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + φυλή τοῦ φύω, ὅπου δές τοῦ εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός. Ὄνυξ -υχος (=νύχι). Ἴσως να συγγενεύει μέ τό νύσ-
Ὄμφαξ (=ἄγουρο σταφύλι, ἀγουρίδα, ἀνώριμος). σω  νυχ + jω (=τρυπῶ). Παράγωγα: ὀνυχίζω,
Ἀπό ρίζα ομφα-. Παράγωγα: ὀμφακίζω (=εἶμαι ἐξονυχίζω (=ἐξετάζω προσεκτικά), ὀνύχινος, ὀνυ-
ἄγουρος), ὀμφακίας (=κρασί ἀπό ἄγουρα στα- χισμός, γαμψῶνυξ, μῶνυξ.
φύλια, αὐστηρός), ὀμφάκινος, ὀμφάκιον (=χυ- Ὀξυδερκής. Ἀπ’ τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω),
μός ἄγουρων σταφυλιῶν). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς
Ὁμώνυμος. Ἀπ’ τό ὁμός + ὄνομα τοῦ γιγνώσκω, καί στή λέξη ὀξύς.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί Ὀξύθυμος. Ἀπ’ τό ὀξύς + θυμός. Δές γιά ἄλλα πα-
στή λέξη ὁμός. ράγωγα στό θυμός.
Ὄναρ (=ὄνειρο). Πρωτότυπη λέξη. Μόνον ἡ ὀνομ. Ὀξύμωρος. Ἀπ’ τό ὀξύς + μωρός, ὅπου δές γιά ἄλλα
καί αἰτ. ἐν. χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ τίς ἄλλες πτώ- παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.
σεις τίς παίρνει ἀπ’ τό ὄνειρος, ὁ (=τό ὄνειρο). Ὀξύς (=μυτερός, διαπεραστικός). Ἀπό ρίζα ακ- ἀπ’
Ἀντίθετο εἶναι τό ὕπαρ (=ὄραμα πού βλέπει κα- ὅπου καί οἱ λέξεις ἀκμή, ἀκή, ἀκωκή. Παράγω-
νείς ξύπνιος). γα: ὀξύνω, ὀξυόεις, ὀξυντέον, ὀξύτης, παροξυ-
Ὄνειδος (=ψόγος, κατηγορία). Τό ο εἶναι προθε- σμός, ὀξυδερκής, ὀξύθυμος, ὀξύμωρος, ὀξύτο-
ματικό. Ἡ κατάληξη nid δηλώνει χλευασμό καί νος, ὀξύφωνος, ὀξύχολος.
συναντιέται σέ πολλές ἰαπετ. γλῶσσες. Παρά- Ὀπαδός. Ἀπ’ τό ὀπάζω (=συνοδεύω) πού παρά-
γωγα: ὀνειδίζω (=κατηγορῶ), ὀνείδισις, ὀνείδι- γεται ἀπ’ τό ἕπομαι, ὅπου δές γιά περισσότε-
σμα, ὀνειδισμός, ὀνειδιστέον, ὀνειδιστής, ὀνει- ρα παράγωγα.
διστικός, ὀνείδιστος, ἐπονείδιστος (=ἀξιοκα- Ὀπή (=τρύπα). Ἀπό ρίζα οπ- τοῦ ὄπωπα τοῦ ὁράω
τάκριτος). -ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Ὀνειροπόλος. Ἀπ’ τό ὄνειρος + πολέω (=περιπλα- Ὄπισθεν (=στό πίσω μέρος, ἀπό πίσω). Πιθανόν
νιέμαι). Παράγωγα: ὀνειροπολῶ, ὀνειροπόλημα, ἀπ’ τό ὄπις (=προσοχή) πού εἶναι συγγενικό μέ
ὀνειροπόλησις, ὀνειροπολία, ὀνειροπολικός. τά κατόπιν, μετόπιν, ὀπίσω. Παράγωγα: ὀπίσθι-

161
ος, ὀπισθόδομος, ὀπίστατος (=τελευταῖος), ὀπι- ὅρασις, ὁρατέον (περί, ὑφ)ορατέον, ὁρατής,
σθοφύλαξ, ὀπισθοφυλακία. ὁρατικός, ὁρατός, ἀόρατος, δυσόρατος, προο-
Ὀπισθόδομος. Ἀπ’ τό ὄπισθεν + δόμος. Δές γιά ρατός, ὀπή (=τρύπα), ὀπιπτεύω (=βλέπω γύρω),
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω καί στή ὀπτέον, ὀπτήρ (=κατάσκοπος), ὀπτός, ἄοπτος,
λέξη ὄπισθεν. ἀπερίοπτος, ἀσύνοπτος, ἀνύποπτος, εὐσύνο-
Ὁπλιταγωγός. Ἀπ’ τό ὁπλίτης + ἄγω, ὅπου δές πτος, εἴσοπτος (=ὁρατός), κάτοπτος, περίοπτος,
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- προῦπτος (=φανερός), ὕποπτος, (παρ, κατ, πε-
ξη ὅπλον. ρι, ὑπερ)οπτέον, αὐτόπτης, ἐπόπτης, ὑπερόπτης,
Ὅπλον. Πιθανόν ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἕπομαι, ὄμμα, κάτοπτρον, κατοπτρίζω, ὀπωπή (=θέα),
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα: ὁπλή, ὀφθαλμός, ὄψ-ὀπός (=μάτι, πρόσωπο), ὄψις,
ὁπλίζω (=ἑτοιμάζω), ὅπλισις, ἐξόπλισις, ἐξοπλι- (δί, κάτ, πρό, πρόσ)οψις, προσόψιος, ἐπόψιος,
σία, καθόπλισις, ὅπλισμα, ὁπλισμός, ὁπλιστέ- ὤψ-ὠπός (=μάτι, πρόσωπο), πρόσωπον, ἐνωπή
ον, ὁπλιστής, ὁπλιστικός, ὁπλίτης, ὁπλιτεύω, (=ὄψη), ἐνώπιος, μέτωπον, στενωπός, Κύκλωψ,
ὁπλιτεία, ὁπλιτικός, ὁπλιταγωγός, ὁπλομάχος, μύωψ, Πέλοψ, οἶνοψ, ἔφορος, περιωπή, σκυθρω-
ὁπλοφόρος, ὑπέροπλος, ὑπεροπλία, ὑπεροπλί- πός, χαρωπός ἤ χαροπός, ὤπιον (ὑποκορ. τοῦ ὤψ
ζομαι (=νικῶ). = φρύδι), ὀπτήρ (=κατάσκοπος), ὠπάζομαι (=βλέ-
Ὀπός (=εἶναι τό γαλακτῶδες ὑγρό πού παίρνει κα- πω). Ἀπ’ τό θέμα Fιδ- τά: εἴδω (=βλέπω), εἶδος,
νείς χαράζοντας τό φυτό). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία εἰδύλλιον, εἴδωλον, ἰδέα. Ἀπ’ τή ρίζα Fορ- ἀκόμα
του. Παράγωγα: ὀπίζω (=μαζεύω χυμό μέ χάραξη τά: οὖρος, ἐπίουρος, φρουρός, ὤρα (=φροντίδα),
τοῦ φυτοῦ), ὄπιον (ὑποκορ. = ἀφιόνι), ὀπίας - τυ- θυρωρός, τιμωρός, ὀλιγωρῶ, οἰκουρῶ.
ρός (=τυρί πού πήχτηκε μέ τό χυμό συκιᾶς). Ὄργανον. Ἀπ’ τό ἔργω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα
Ὀπτάω (=ψήνω). Ἀπ’ τό ὀπτός (=ψητός) πού πα- στό ρῆμα ἐργάζομαι.
ράγεται ἀπ’ τό ἕψω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω- Ὀργάω-ῶ (=εἶμαι γεμάτος χυμούς, καρπούς, πα-
γα. Παράγωγα τοῦ ὀπτῶ: ὀπταλέος (=ψητός), ράφορη ἐπιθυμία, εἶμαι πρόθυμος). Ἀπ’ τό ὀργή
ὀπτανός, ὀπτάνιον (=μαγειρεῖο) καί ὀπτανεῖον, (=ὁρμή, θυμός). Παράγωγα: ὀργάς (-άδος)
ὀπτήσιμος, ὄπτησις (=ψήσιμο), ὀπτήτειρα, ὀπτη- (=εὔφορη γῆ, ἱερό μέρος γιά τούς θεούς, παρ-
τέον, ὀπτητός, ὀπτανεύς (=μάγειρος), ἔξοπτος θένα σέ ἡλικία γάμου).
(=καλοψημένος). Ὀργή (=ὁρμή, θυμός). Πιθανόν ἀπ’ τό ὀρέγω· ἄλλοι
Ὀπτός (=ψητός). Ἀπ’ τό ἕψω (=βράζω), ὅπου δές τό συνάπτουν πρός τό λατ. urgeo, τό ὀρθός ἤ
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τό ὑγρός. Παράγωγα: ὀργάζω (=μαλακώνω),
ὀπτάω. ὀργασμός, ὀργάω-ῶ, ὀργίζω (παθ.=θυμώνω),
Ὀπώρα (=ἡ περίοδος ἀπ’ τά μέσα τοῦ Ἰούλη, ὅλος ὀργίλος (=εὐερέθιστος), ὀργιστέον, ὀργιστικός,
ὁ Αὒγουστος καί μέρος τοῦ Σεπτέμβρη, ἐποχή ὀργαίνω (=ἐξοργίζω κάποιον), εὐόργητος.
τῶν καρπῶν, καρπός). Ἴσως σύνθετη ἀπ’ τή ρίζα Ὄργια (=μυστικές τελετές, μυστήρια). Ἀπ’ τό ἔργω.
οπ- τοῦ ὄπισθεν + ὥρα (=ἡ ἐποχή μετά τό θέ- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι. Πα-
ρος). Ἴσως ἀκόμα ἀπ’ τό ὀπός (=χυμός) + ὥρα ράγωγα τοῦ ὄργια: ὀργιάζω, ὀργιασμός, ὀργια-
(=καιρός τοῦ χυμοῦ). Παράγωγα: ὀπωρίζω (=μα- στής, ὀργιαστικός, ἀνοργίαστος, ὀργιαστήριον,
ζεύω καρπούς), ὀπωρινός, ὀπωρικός, ὀπωροφό- ὀργεών (=εἶδος ἱερέως).
ρος, φθινόπωρον. Ὀργυιά ἤ ὄργυια (=μῆκος τῶν βραχιόνων ἁπλωμέ-
Ὀπωροφόρος (=καρποφόρος). Σύνθετο ἀπ’ τό νων ὀριζόντια). Ἀπ τό ὀρέγω (=ἁπλώνω), ὅπου
ὀπώρα + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀπώρα. Ὀρέγω (=ἁπλώνω). Ἀπ’ τό προθεματικό ο + ρί-
Ὁράω-ῶ (=βλέπω). Θέματα: α) Fορά ὁρά + ω ζα ρεγ-  ὀρέγω. Παράγωγα: ὀργυιά ἤ ὄργυια,
ὁράω - ῶ, β) οπ- (ὄψομαι, ὄπωπα), γ) Fιδ  ὄρεγμα (=ἅπλωμα), ὀρεκτός, ὀρεκτόν (=ἐπιθυ-
ἀόρ.: ἔ-Fιδ-ον = εἶδον καί ὑποτ. ἴδω. Παράγωγα: μητό), ὀρεκτικός, ὄρεξις, ἀνόρεκτος.
ὅραμα, ὁραματίζομαι, ὁραματισμός, ὁραματιστής, Ὀρειβάτης. Σύνθετο ἀπ’ τό ὄρος + βαίνω, ὅπου

162 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή ἀπ’ τό ὁρκωμότης  ὅρκος + ὄμνυμι, ὅπου δές
λέξη ὄρος. γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
Ὀρεινός. Ἀπ’ τό ὄρος (=βουνό), ὅπου δές γιά πε- ξη ὅρκος.
ρισσότερα παράγωγα. Ὁρμαθός (=ἁρμαθιά). Ἀπ’ τό ὅρμος (=περιδέραιο)
Ὀρείχαλκος (=μπροῦντζος). Ἀπ’ τό ὄρος + χαλ- πού παράγεται ἀπ’ τό εἴρω (=ἑνώνω, ἁρμαθιάζω),
κός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θώς καί στή λέξη ὄρος. Ὁρμάω-ῶ (=μεταβ. προτρέπω, ἀμετ. ὁρμῶ). Ἀπ’ τό
Ὄρεξις. Ἀπ’ τό ὀρέγω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὁρμή πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τό ὄρνυμι. Παρά-
ρα παράγωγα. γωγα: ὅρμημα, ὅρμησις, ἐξόρμησις, παρόρμησις,
Ὀρθιάζω (=ὑψώνω τόν τόνο τῆς φωνῆς μου, φωνά- ὁρμητήριον, ὁρμητικός, ὁρμητίας, ὁρμηδόν, ὁρμη-
ζω). Ἀπ’ τό ὄρθιος πού παράγεται ἀπ’ τό ὀρθός, τός, ἀφορμή (=αἰτία), ἐφορμή (=ἐπίθεση).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὁρμέω-ῶ (=εἶμαι ἀγκυροβολημένος). Ἀπ’ τό ὅρμος
Ὄρθιος (=ἀνηφορικός, ὄρθιος, ὀξύφωνος). Ἀπ’ τό (=περιδέραιο, τόπος γιά ἀγκυροβόλημα, λιμάνι)
ὀρθός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τοῦ εἴρω (=ἑνώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω-
Ὀρθοποδῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό ὀρθόπους  γα, καθώς καί στή λέξη ὅρμος.
ὀρθός + πούς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Ὁρμητήριον (=μέσο διεγερτικό, στρατιωτική θέ-
στή λέξη ὀρθός. ση ἀπ’ ὅπου ξεκινᾶ κανείς). Ἀπ’ τό ὁρμάω, ὅπου
Ὀρθός. Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν Fορθός. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: ὄρθιος, ὀρθιάζω, ὀρθίασμα, ὀρθία- Ὅρμος (=σχοινί, περιδέραιο, ἀραξοβόλι, λιμάνι
σις, ὀρθῶς, ὀρθότης, ὀρθόω (=σηκώνω, χτίζω), σωτηρίας, καταφύγιο). Ἀπ’ τό εἴρω (=ἑνώνω),
ὄρθωμα, (δι, κατ)όρθωμα, ὄρθωσις (=ἀνόρθω- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παρά-
ση, διόρθωση), ὀρθωτήρ, ὀρθωτής, ἀνορθωτής, γωγα τοῦ ὅρμος: ὁρμέω-ῶ (=εἶμαι ἀγκυροβο-
διορθωτής, ἀδιόρθωτος, ἐπανορθῶ καί τά σύν- λημένος), ἐφόρμησις (=ἀγκυροβόλημα γιά τήν
θετα: ὀρθόπους, ὀρθοποδῶ, ὀρθοτόμος, ὀρθο- ἐπιτήρηση τοῦ ἐχθροῦ), ὁρμίζω (=προσορμί-
τομῶ, ὀρθοτομία, ὀρθοτόμως. ζω, μέσο ἀγκυροβολῶ) > ὅρμισις > προσόρμι-
Ὀρθοτομῶ. Ἀπ’ τό ὀρθοτόμος  ὀρθός + τέμνω, σις > ὁρμιστέον.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί Ὄρνις - ὄρνιθος. Πιθανόν ἀπ’ τό ὄρνυμι (=σηκώ-
στή λέξη ὀρθός. νω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα
Ὄρθρος (=λίγο πρίν τήν αὐγή, ξημέρωμα). Ἀρχικά τοῦ ὄρνις: ὀρνίθειος, ὀρνιθεύω (=πιάνω που-
ἦταν Fορθρος. Σχετίζεται μέ τό ὀρθός. Παράγω- λιά), ὀρνιθεία (=παρατήρηση πουλιῶν), ὀρνι-
γα: ὀρθρεύω (=ξυπνῶ νωρίς), ὀρθρινός, ὄρθριος θευτής, ὀρνιθευτικός, ὀρνιθευτική τέχνη (=ἡ
(=πρωινός), ὀρθρίζω (=ξυπνῶ πρωΐ). τέχνη τῆς σύλληψης πουλιῶν), ὀρνιθίας, ὀρνι-
Ὁρίζω (=χωρίζω, βάζω σύνορα, διορίζω). Ἀπ’ τό θικός, ὀρνίθιον (ὑποκορ.) καί τά σύνθ. ὀρνιθο-
ὅρος (=σύνορο), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- σκόπος, ὀρνιθοθήρας.
ράγωγα. Ὄρνυμι (=σηκώνω, ὑψώνω). Ρίζα ὀρ + νυ + μι 
Ὅριον (=σύνορο). Ἀπ’ τό ὅρος, ὅπου δές γιά πε- ὄρνυμι. Ἀπ’ τή ρίζα ορ-: ὀρούω (=ὁρμῶ), ὀρίνω,
ρισσότερα παράγωγα. ὀροθύνω, ὄρνις, ὄρος (=βουνό).
Ὅρκος (=φραγμός, ἐμπόδιο νά κάνει κάποιος κά- Ὁροθεσία. Ἀπ’ τό ὅρος (=σύνορο) + τίθημι, ὅπου
τι, ὅρκος). Ἰσοδύναμο μέ τό ἕρκος τοῦ εἵργω- δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή
εἵργνυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω- λέξη ὅρος.
γα τοῦ ὅρκος: ὁρκίζω, ὅρκιος, ὅρκιον (=ὅρκος), Ὀρός ἤ ὀρρός (=τό ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος,
ὁρκισμός, ἐξορκισμός, ὁρκιστής, ἐξορκιστής, τοῦ αἵματος, τυρόγαλο).
ὁρκόω - ῶ, ὅρκωμα, ἐξόρκωσις, ὁρκωτής, ὁρκω- Ὄρος καί ἰων. οὖρος, τό (=βουνό). Ἀπ’ τό ὄρνυμι
τός, ὁρκωτά (δικαστήρια), ἐπίορκος, πολιορκῶ, (=ὑψώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Πα-
ὁρκωμότης, ὁρκωμοτῶ, ὁρκωμοσία. ράγωγα τοῦ ὄρος: ὀρειάς (=νύφη τῶν βουνῶν),
Ὁρκωμοσία. Ἀπ’ τό ὁρκωμοτῶ πού παράγεται, ὀρειβάτης, ὀρεινός, ὄρειος, ὀρείχαλκος, ὀρείτης,

163
ὀρεύς (=μουλάρι), ὀρικός, Ὀρέστης, παρωρείτης ὀρφανά), ὀρφανία, ὀρφανίζω, ὀρφανικός, ὀρφα-
(=ὀρεινός), ὑπώρεια. νιστής (=ἐπίτροπος ὀρφανοῦ).
Ὅρος (=σύνορο) καί ἰων. οὗρος. Πρωτότυπη λέξη. Ὄρφνη (=νύχτα, σκοτάδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό
Παράγωγα: ὁρίζω, ὁρίζων, ὁρικός, ὅριος, ὅριον ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=σκοτεινιάζω), ὅπου δές γιά
(=σύνορο), μεθόριος, ὅρισμα, ὁρισμός, ἀφορι- ἄλλα παράγωγα.
σμός, διορισμός, προσδιορισμός, ὁριστέον, διο- Ὀρχέομαι-οῦμαι (=χορεύω, σκιρτῶ). Ἴσως ἀπ’ τό
ριστέον, ὁριστής, ὁριστικός, ὁριστός, ἀόριστος, οὐσ. ὄρχος (=σειρά ἀπό κλήματα ἤ δέντρα). Μπο-
ἐξόριστος, ὅρισις, διόρισις, ὡρισμένως, Κυνου- ρεῖ ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό ὄρνυμι (=σηκώνω)
ρία, σύνορον. ἤ μέ τό ὀρούω (=σπεύδω). Παράγωγα: ὀρχηδόν
Ὀροφή (=ταβάνι). Ἀπ’ τό ἐρέφω (=σκεπάζω), ὅπου (=κατ’ ἄντρα), ὀρχηθμός (=χορός), ὄρχημα, ὑπόρ-
δές γιά ἄλλα παράγωγα. χημα, ὄρχησις (=χορός), ὀρχησμός, ὀρχηστήρ,
Ὀρρός (=τυρόγαλο). Ἀντί ὀρός. ὀρχήστρια (=χορεύτρια), ὀρχηστής, ὀρχηστικός,
Ὀρρωδέω-ῶ (=φοβᾶμαι, τρέμω, ζαρώνω). Ἀβέβαιη ὀρχήστρα, ὀρχηστύς (-ύος) (=χορός), ὀρχηστο-
ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά ἦταν ἀρρωδέω (ἰων.) μανέω (=εἶμαι μανιώδης χορευτής).
καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ἄτονου α μέ τό ω ἔγινε Ὀρχήστρα (=μεγάλο ἡμικύκλιο στό ἀττικό θέατρο
ὀρρωδέω. (Λατιν. horreo-horresco). Παλιά ἐτυ- ὅπου χόρευε ὁ χορός). Ἀπ’ τό ὀρχέομαι-οῦμαι,
μολογία: ὄρρος (=οὐρά) + δέος ἤ ἰδίω (=ἱδρώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
νω). Ἴσως ἀκόμη ἀπ’ τό ὀρρωδής (=δειλός) ἤ Ὄρχος (=σειρά ἀπό κλήματα ἤ δέντρα, κῆπος, ἀμπε-
ἀπ’ τό α στερητ. + ρῶδος (=δύναμη). Παράγω- λώνας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Συγγενεύει
γα: ὀρρωδία, ὀρρωδέως. μέ τίς λέξεις ὄρχαμος (=ἀρχηγός) τοῦ ἄρχω καί
Ὄρυγμα (=λάκκος, ὑπόνομος). Ἀπ’ τό ὀρύσσω ὄρχατος (=σειρά δέντρων, κῆπος).
(=σκάβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- Ὅσιος (=ἁγιασμένος, εὐσεβής). Ἴσως νά εἶναι συγ-
γα. γενικό μέ τά ἔθος - ἦθος (σFοθι-ος = σόθιος =
Ὄρυζα (=ρύζι). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἀνατολική. ὅθιος = ὅσιος). Παράγωγα: ὁσίως, ὁσία (=ὁ θεῖος
Ὀρυκτός. Ἀπ’ τό ὀρύσσω, ὅπου δές γιά περισσό- νόμος), ὁσιόω, ὁσίωμα, ἀφοσίωμα, ὁσίωσις, ἀφο-
τερα παράγωγα. σίωσις, καθοσίωσις, ἀφοσιωτέον.
Ὀρυμαγδός (=δυνατός κρότος, θόρυβος). Σκο- Ὀσμή (=μυρουδιά). Ἀπ’ τό ὄζω (=μυρίζω), ὅπου
τεινή ἡ προέλευσή της. Πιθανόν νά συγγενεύει δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μέ τίς λέξεις ὠρυγή (=οὔρλιαγμα) καί ὠρύομαι Ὀστέον - ὀστοῦν, τό (=κόκαλο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
(=οὐρλιάζω). Κι αὐτές συνδέονται ἴσως μέ τό ρύ- μολογία του. Συγγενεύει μέ τίς λέξεις ὄστρα-
ζω (=οὐρλιάζω, ὅπως τό ἐξοργισμένο σκυλί). κον, ὄστρεον, ὀστακός (=ἀστακός), ἀστράγα-
Ὀρύσσω (=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + λος. Παράγωγα: ὀστέινος, ὀστεώδης, ὀστέω-
jω  ὀρύσσω καί ἀττ. ὀρύττω. Γιά τά σύνθετα: σις, ὄστινος, ὀστάγρα (=λαβίδα γιά τήν ἐξαγω-
γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο γή συντριμμάτων κοκάλων), ὀστολόγος, ὀστο-
ὅταν λήγουν σέ ύκτης. Παράγωγα: ὄρυγμα, δι- λογία, ὀστολογῶ.
όρυγμα, ὀρυκτέον, ὀρυκτήρ, ὀρύκτης, ὀρυκτι- Ὀστρακισμός (=ἐξορία μέ ὄστρακα). Ἀπ’ τό ὀστρα-
κός, ὀρυκτός, ὄρυξις (=σκάψιμο), ἀνόρυξις, δι- κίζω (=ἐξορίζω) πού παράγεται ἀπ’ τό ὄστρακον,
όρυξις, κατόρυξις (=θάψιμο μέσα στή γῆ), ὀρυ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
χή ἤ ὀρυγή, διορυχή, διῶρυξ-υχος ἤ -υγος, τοι- Ὄστρακον (=κεραμίδι, πήλινο πινακίδι πού χρησι-
χωρύχος, τοιχωρύχημα, τυμβωρύχος, φρεωρύ- μοποιεῖται σάν ψῆφος, τό περίβλημα τῶν ὀστρα-
χος, κατῶρυξ, τοιχορύκτης, τυμβορύκτης, τα- κοδέρμων, κέλυφος αὐγοῦ). Συγγενικό μέ τό
φρορύκτης, νεκρορύκτης. ὀστοῦν. Παράγωγα: ὀστρακίνδα (=παιχνίδι πού
Ὀρφανός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως συγγε- παίζεται μέ ὄστρακα), ὀστράκινος (=πήλινος),
νεύει μέ τή ρίζα ορφο-. Ἀπ’ αὐτό βγαίνει τό ὀρφόω ὀστρακίτης, ὀστρακίζω (=ἐξορίζω μέ ὄστρακα),
(=ὀρφανίζω) καί ὀρφοβότης (=ὀρφανοτρόφος), ὀστρακισμός, ἐξοστρακισμός, ὀστρακῶ (=σπά-
λατ. orbus. Παράγωγα: ὀρφανεύω (=ἀνατρέφω ζω σέ κομμάτια), ὀστρακώδης.

164 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ὄστρεον (=στρείδι). Συγγενεύει μέ τά: ὀστοῦν, τό οὐρά + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ὄστρακον. Οὐραῖος (=αὐτός πού ἀνήκει στήν οὐρά). Ἀπ’ τό
Ὀσφραίνομαι (=παίρνω μυρωδιά). Ἀπό ἀρχικό οδσ- οὐσ. οὐρά.
τοῦ ὄζω + φρήν (=καρδιά, νοῦς, αἰσθήσεις). Θέ- Οὐρανός. Ἀρχικά ἦταν ὀFορανός = οὐρανός. Πα-
μα ὀδσφράν-j-ομαι  ὀσφραίνομαι. Παράγωγα: ράγωγα: οὐράνιος, οὐρανίσκος (ὑποκορ.), Οὐρα-
ὄσφρανσις, ὀφραντέον, ὀσφραντήριος, ὀσφρα- νίωνες (=οὐράνιοι, θεοί), Οὐρανία (=ἡ Μούσα
ντήριον (φάρμακο = δυνατή μυρωδιά πού ἀνα- τῆς ἀστρονομίας), οὐρανόθεν, οὐρανομήκης
ζωογονεῖ λιποθυμισμένο), ὀσφραντικός, ὀσφρα- (=ψηλός ὅσο ὁ οὐρανός).
ντός, ὄσφρησις, ὀσφρητικός. Οὐρέω - ῶ (=κατουρῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. οὖρον. Πα-
Ὀσφύς-ύος (=τά νεφρά, ἡ μέση). Πιθανόν ἀπ’ τό ράγωγα: οὐρήθρα, οὔρημα, οὔρησις, οὐρητήρ,
οστ- (ὀστοῦν) + φυ ἤ ἀπ’ τό ὀ + σφύς (=ἐξό- οὐρητικός, οὐράνη (=οὐροδοχεῖο).
γκωμα). Οὐρίζω (=φέρνω μέ οὔριο ἄνεμο). Ἀπ’ τό οὖρος
Ὅταν. Χρονικό ἐπίρρ. μέ ὑποθετική δύναμη. Ἀπ’ (1.=εὐνοϊκός ἄνεμος) πού πιθανόν νά παράγε-
τό ὅτε + ἄν. ται ἀπ’ τό ὄρνυμι ἤ πιό σωστά νά εἶναι συγγενι-
Ὀτρηρός (=γοργός, εὐκίνητος, πρόθυμος). Ἀπ’ τό κό μέ τά ἄημι – αὔρα. Δές γιά ἄλλα παράγωγα
ὀτρύνω (=παρακινῶ), ὅπου δές γιά περισσότε- στό οὐσ. οὖρος (1).
ρα παράγωγα. Οὔριος (=εὐνοϊκός, εὐτυχισμένος). Ἀπ’ τό οὖρος
Ὀτρύνω (=παρακινῶ). Ἀπ’ το προθεματικό ο + ρίζα (1), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τρυ- (=σπεύδω) + ν + jω ὀτρύνjω  ὀτρύννω  Οὖρον. 1) (=κάτουρο). Δές γιά παράγωγα στό
ὀτρύνω. Παράγωγα: ὀτρηρός (=γρήγορος, πρό- οὐρέω - ῶ. 2) (=σύνορο). Ἀντί τοῦ οὖρος-ὅρος
θυμος), ὀτρυντήρ, ὀτρυντικός, ὀτρυντύς (=προ- (=σύνορο).
τροπή), παρότρυνσις, ὀτραλέος, ὀτραλέως (=γρή- Οὖρος. 1) (=οὔριος, εὐνοϊκός ἄνεμος). Πιθανόν
γορα, πρόθυμα). ἀπ’ τό ὄρνυμι ἤ ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά ἄημι
Οὐδός, ἀττικ. ὀδός (=κατώφλι). Συγγενικό μέ τό – αὔρα. Παράγωγα: οὐρίζω, οὔριος. 2) (=φύλα-
ὁδός, ἕδος. κας). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τά: ὁράω, ὤρα, φρου-
Οὐλαί (=χοντραλεσμένο κριθάρι πού ρίχνονταν ρός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
πάνω στό κεφάλι τοῦ θύματος πρίν ἀπ’ τή θυ- ὁράω-ῶ. 3) Ἀντί τοῦ ὅρος (=σύνορο), ὅπου δές
σία. Ἴσως ἀπ’ τό ὅλος, ἀντί ὀλαί (=ἀκέραιοι κόκ- γιά ἄλλα παράγωγα. 4) Ἀντί τοῦ ὄρος (=βουνό),
κοι κριθαριοῦ) ἤ ἀκόμα ἀπ’ τό ἀλέω (=ἀλέθω). ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἀλέω. Οὖς-ὠτός, τό (=αὐτί). Ἀρχικά ἦταν ὀός  οὖς.
Οὐλαμός (=στίφος πολεμιστῶν). Ἀντί ὀλαμός. Ἀπ’ Σχετίζεται μέ τό ἀκούω (ἀκ + οὖς). Δές γιά πα-
τό εἴλω ἤ εἴλω ἤ εἰλέω, ὅπου δές γιά περισσό- ράγωγα στό ρῆμα ἀκούω.
τερα παράγωγα. Οὐσία. Ἀπ’ τή μετοχή οὖσα τοῦ εἰμί, ὅπου δές γιά
Οὐλή (=πληγή ἐπουλωμένη, σημάδι ἀπό τραῦμα). περισσότερα παράγωγα.
Πιθανόν νά συγγενεύει μέ τό οὖλος (=ὅλος). Οὐτιδανός (=μηδαμινός). Ἀπ’ τό οὔτις (=κανείς)
Οὖλον (πληθ. =σάρκες γύρω ἀπ’ τά δόντια, τά  οὐ + τίς.
οὖλα). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό εἰλύω (=πε- Ὀφείλω (=χρωστῶ). Ἀπ’ τό ὄφελος (=κέρδος, βο-
ριτυλίγω). ήθεια) ἀπό ρίζα οφελ-. Θέμα ὀφελ + πρόσφυμα
Οὖλος. 1) Ἐπικ. καί ἰων. τύπος τοῦ ὅλος (=ὁλόκλη- ν  ὀφέλνω, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν  ὀφέλλω καί
ρος). 2) (=μάλλινος, σγουρός). Ἀρχικά ἦταν Fολ- μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ἀντέκταση
νος=οὖλος. Σχετίζεται μέ τό ἔριον καί τό λῆνος ὀφείλω. Παράγωγα: ὀφειλή (=χρέος), ὀφειλέτης,
(=μαλλί). 3) (=καταστρεπτικός). Ἀντί ὀλοός τοῦ ὀφειλέτις, ὀφείλημα, ὀφειλομένως (=ὅπως πρέ-
ὄλλυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πει), ὀφειλόντως.
Οὐρά. Σχετίζεται μέ τό ὄρρος (=ἡ ἄκρη τοῦ ἱεροῦ Ὀφέλλω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οφελ- τοῦ ὀφείλω. 1)
ὀστοῦ, οὐρά). Ἀπ’ ἐδῶ τά: οὐραῖος, οὐραγός. Ἐπικ. ἀντί ὀφείλω. 2)(=αὐξάνω, μεγαλώνω). 3)
Οὐραγός (=ὁ ἀρχηγός τῆς ὀπισθοφυλακῆς). Ἀπ’ (=ἐπισωρεύω, σαρώνω).

165
Ὄφελος (=ὠφέλεια, κέρδος, βοήθεια). Ἀπό ρίζα ὀχετός, ὄχησις (=μεταφορά), ὄχημα (=ἁμάξι).
οφελ-  προθεματικό ο (=κοντά) + φέλο (=καρ- Ὄχημα (=ἁμάξι). Ἀπ’ τό ὀχέω-ῶ, ὅπου δές γιά πε-
πός, κέρδος). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀφεί- ρισσότερα παράγωγα.
λω. Ὄχθη (=ὕψωμα, λόφος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία
Ὀφθαλμός (=μάτι). Ἀπό θέμα οπ- τοῦ ὁράω -ῶ του. Πιθανόν ἀπ’ τό ἔχω.
+ θαλμός (θάλαμος). Ἀρχικά ἦταν ὀπθαλμός Ὀχθέω-ῶ (=στεναχωριέμαι, δεινοπαθῶ). Ἀπ’ τό
 ὀφθαλμός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα ἄχθομαι.
στό ρῆμα ὁράω-ῶ. Παράγωγα τοῦ ὀφθαλμός: Ὀχλαγωγία (=ἀταξία τοῦ λαοῦ). Ἀπ’ τό ὄχλος +
ὀφθαλμία (=πονόματος), ὀφθαλμίας (ὀξυδερκής), ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
ὀφθαλμιάω (=πάσχω ἀπό πονόματο, βλέπω μέ θώς καί στή λέξη ὀχλέω-ῶ.
φθόνο), ὀφθαλμικός, ὀφθαλμοφανής, ὀφθαλμω- Ὀχλέω-ῶ (=ταράζω, ἐνοχλῶ). Ἀπ’ τό ὄχλος
ρύχος (=αὐτός πού βγάζει τά μάτια), ὀφθαλμότε- (=πλῆθος), πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τό ἔχω. Πα-
γκτος (τέγγω) (=αὐτός πού βρέχει τά μάτια). ράγωγα: ὄχλημα, ὀχληρός (=ἐνοχλητικός, βαρε-
Ὄφις-εως (=φίδι). Στήν ἀρχή ἦταν ὄπφις, ἴσως νά τός), ὀχληρία, ὄχλησις, ὀχλητικός, ὀχλικός, ὀχλί-
ἔχει σχέση μέ τό θέμα οπ- τοῦ ὁράω-ῶ. ζω (=κινῶ μέ μοχλό), ὀχλώδης καί τά σύνθ. ὀχλα-
Ὄφλημα (=χρέος, πρόστιμο). Ἀπ’ τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. γωγία, ὀχλοκρατία.
ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσό- Ὄχλος (=πλῆθος, μπουλούκι, συρφετός). Σκοτει-
τερα παράγωγα. νή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα εχ- τοῦ ἔχω.
Ὀφλισκάνω (=χρωστῶ). Ἀπό ἀρχικό θέμα ὀφελ Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀχλέω-ῶ.
(τοῦ ὀφείλω) μέ συγκοπή τοῦ ε  ὀφλ + προ- Ὄχμα-ατος, τό (=στήριγμα, δεσμός). Ἀπ’ τό ἔχω,
σφυμα ισκ + πρόσφυμα αν  ὀφλ-ισκ-άν-ω  ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὀφλισκάνω. Παράγωγα: ὄφλημα, ὄφλησις, ἐξό- Ὄχος (=ἁμάξι). Ἀπ’ τό ἔχω. Ἀρχικά ἦταν Fέος 
φλησις, ὀφλητής. ἔχος  ὄχος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
Ὀφρύς-ύος, ἡ (=φρύδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία στό ρῆμα ἔχω καί στό ρῆμα ὀχέω-ῶ.
του. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει ὄχθη, Ὀχυρός (=δυνατός, ἀσφαλισμένος). Ἀπ’ τό ἔχω,
χεῖλος μέ τό ὀ προθεματικό, πρβ. ἀγγλ. brow = ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὀφρύς. Παράγωγα: ὀφρυάζω (=κάνω νεῦμα μέ Ὄψ-ὀπός. 1) (=φωνή, λόγος). Ἀπ’ τό εἰπεῖν τοῦ λέγω,
τά φρύδια), ὀφρυόεις (=ἀπόκρημνος), ὀφρυώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. 2) (=μάτι,
δης, ὀφρύη (=βράχος). ὄψη, πρόσωπο). Ἀπό ρίζα οπ- τοῦ ὁράω (ὄψομαι),
Ὄχα (=ἔξοχα). Ἀπ’ τό ἔχω. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὀχάνη (=λαβή ἀσπίδας). Ἀπ’ τό ἔχω. Ὀψαμάτης (ἀμάω) (=αὐτός πού θερίζει ὡς ἀργά,
Ὄχανον (=λαβή ἀσπίδας). Ἀπ’ τό ἔχω. κακοπαθεῖ). Ἀπό ἴδια ρίζα μέ τό ὀψέ, ὅπου δές
Ὀχετός (=σωλήνας, αὐλάκι). Ἀπ’ τό ὀχέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀχετός: ὀχε- Ὀψάριον. Ὑποκοριστικό τοῦ ὄψον (=φαγητό) (ἀπό
τεία, ὀχέτευμα, ὀχετεύω (=μεταφέρω νερό μέσα δῶ τό νεοελλ. ψάρι) πού παράγεται ἀπ’ τό ἕψω,
ἀπό σωλήνα), διοχέτευσις, παροχέτευσις. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὀχεύς (=λουρί πού σφίγγει τήν περικεφαλαία). Ὀψαρότης-ου (ἀρόω) (=αὐτός πού ὀργώνει ἀργά).
Ἀπ’ τό ἔχω. Ἀπ’ τό ὀψέ + ἀρόω-ῶ.
Ὀχεύω (=βατεύω, συνουσιάζομαι). Ἀπ’ τό ὄχος τοῦ Ὀψέ (=ὕστερα ἀπό ἀρκετό καιρό, ἀργά). Σχετίζεται
ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς μέ τά ὄπισθεν - ὀπώρα. Παράγωγα: ὀψία (=βρά-
καί στό ρῆμα ὀχέω. Παράγωγα τοῦ ὀχεύω: ὀχεία δυ), ὀψίζω (=κάνω κάτι ἀργά), ὀψιμαθής, ὄψιμος,
(=συνουσία), ὀχεῖον, ὄχευμα, ὄχευσις, ὀχευτής, ὄψιος, ὀψίγονος, ὀψίνοος, ὀψιτέλεστος, ὀψαμα-
ὀχευτικός, ὀχευτός. ρής, ὀψαρότης.
Ὀχέω-ῶ (=φέρνω πάνω σέ ὄχημα, βαστῶ, ὑπομέ- Ὀψίγονος (=μεταγενέστερος). Ἀπ’ τό ὀψέ + γενέ-
νω). Ἀπ’ τό ὄχος (=ἁμάξι) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά σθαι τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀχῶ: ράγωγα καθώς καί στή λέξη ὀψέ.

166 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ὀψίκοιτος (=αὐτός πού ἀγρυπνᾶ πολύ τή νύχτα).
Ἀπ’ τό ὀψέ + κοίτη τοῦ κεῖμαι.
Ὀψιμαθής. Ἀπ’ τό ὀψέ + μαθεῖν τοῦ μανθάνω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στό
ρῆμα μανθάνω.
Ὄψιμος. Ἀπ’ τό ὀψέ (=ἀργά), ὅπου δές γιά ἄλλα
παράγωγα.
Ὀψίνοος (=αὐτός πού σκέφτεται ἀργά, ἀμελής,
ἀπρόσεχτος). Ἀπ’ τό ὀψέ + νοῦς, ὅπου δές γιά
ἄλλα παράγωγα.
Ὄψις. Ἀπ’ τό ὄψομαι τοῦ ὁράω - ῶ, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ὀψιτέλεστος (=αὐτός πού πρόκειται ἀργά νά ἐκπλη-
ρωθεῖ). Ἀπ’ τό ὀψέ + τελῶ, ὅπου δές γιά περισ-
σότερα παράγωγα.
Ὄψον (=φαγητό, βραστό κρέας, ψάρι.). Ἀπ’ τό
ἕψω (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Ὀψοποιός (=μάγειρος). Ἀπ’ τό ὄψον (τοῦ ἕψω) +
ποιῶ. Παράγωγα: ὀψοποιῶ (=μαγειρεύω), ὀψο-
ποιοῦμαι (=τρώω), ὀψοποίημα, ὀψοποιητικός,
ὀψοποιητική τέχνη (=μαγειρική), ὀψοποιία, ὀψο-
ποιικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα
ἕψω καί ποιῶ.
Ὀψώνιον (=προμήθεια, πληθ. ψώνια). Ἀπ’ τό
ρῆμα ὀψωνέω-ῶ (=ψωνίζω) ὄψον (=προσφά-
γι) + ὠνοῦμαι (=ἀγοράζω). Παράγωγα: ὀψώ-
νης, ὀψωνητικός, ὀψωνία, ὀψωνιάζω, ὀψωνια-
σμός. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στά ρή-
ματα ἕψω καί ὠνοῦμαι.

167
Π Πῖ

Παγετός. Ἀπ’ τό πάγος τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά Παίγνιον (=παιχνιδάκι). Ἀπ’ τό παίζω, ὅπου δές
περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Πάγιος (=στερεός, ἀμετάβλητος). Ἀπ’ τό παγῆναι, Παιδαγωγός. Ἀπ’ τό παῖς + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα
ἀπαρ. παθητ. ἀόρ. β´ τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδαγωγός: παιδα-
περισσότερα παράγωγα. γωγῶ (=ἀνατρέφω παιδί), παιδαγώγημα, παιδα-
Παγίς. Ἀπ’ τό παγῆναι τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά γώγησις, παιδαγωγητέον, παιδαγωγία, παιδαγω-
περισσότερα παράγωγα. γεῖον, παιδαγωγικός.
Πάγκοινος. Ἀπ’ τό πᾶς + κοινός. Δές γιά ἄλλα πα- Παιδεραστής (=ἐραστής τῶν παιδιῶν). Ἀπ’ τό παῖς
ράγωγα στή λέξη κοινότης. + ἐράω-ῶ (=ἀγαπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα
Παγκράτιον (=ἀγώνισμα πάλης καί πυγμαχίας). παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδεραστής: παιδε-
Ἀπ’ τό παγκρατής (=παντοδύναμος) πᾶς + κρά- ραστῶ, παιδεραστία, παιδεραστικός.
τος. Παράγωγα: παγκρατιάζω, παγκρατιαστής, Παιδεύω (=ἀνατρέφω, διδάσκω). Ἀπ’ τό παῖς, παι-
παγκρατιαστικός, παγκρατευτής καί γιά ἄλλα δός, καί ὁμηρ. πάις. (Λατιν. puer). Παράγωγα:
παράγωγα δές στό ρῆμα κρατέω-ῶ. παιδάριον (ὑποκορ.), παιδαριώδης, παιδικός,
Πάγος (=στερεό, ἀπόκρημνος λόφος, κρύσταλλο· παιδίον (ὑποκορ.), παιδίσκος, παιδίσκη, παιδεία,
Ἄρειος πάγος = ὁ λόφος τῶν Ἀθηνῶν). Ἀπ’ τό πή- παίδευμα, παιδευτέος, παιδευτέον, παιδευτήρι-
γνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ον, παιδευτής, παιδευτικός, παιδευτός, παίδευ-
Πάθος. Ἀπ’ τό παθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ πάσχω, σις, ἀπαίδευτος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παιδιά (=παιχνίδι). Ἀπ’ τό παίζω, ὅπου δές γιά πε-
Παιάν-ᾶνος, ἐπικ. παιηών, ἀττ. παιών-ῶνος (=για- ρισσότερα παράγωγα.
τρός, πολεμικό τραγούδι). Ἔχει σχέση μέ τό παίω Παιδονόμος (=ἄρχοντας στίς Δωρικές πόλεις πού
(=χτυπῶ). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα παια- εἶχε ὡς ἔργο του τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν).
νίζω. Ἀπ’ τό παῖς + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Παιανίζω καί παιωνίζω (=ψάλλω τόν παιάνα). Ἀπ’ ρα παράγωγα.
τό παιάν καί παιών. Παράγωγα: παιανισμός καί Παιδοτρίβης (=δάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, προπο-
παιωνισμός, παιανικός, παιανιστής, Παιώνιος νητής). Ἀπ’ τό παῖς + τρίβω, ὅπου δές γιά περισ-
(=ἰαματικός). σότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδοτρίβης:

168 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


παιδοτριβέω-ῶ, παιδοτριβία, παιδοτριβικός. της. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει χέρι, πρβλ.
Παίζω. Ἀπ’ τό παῖς. Θέμα παιδ + j + ω  παίζω μέ λατ. palma, palmus καί τά ὁμόρρ. ἤ παράγ. πα-
τροπή τοῦ δj σέ ζ. Παράγωγα: παῖγμα, παίγνι- λαμναῖος, παλαστή, ἀπάλαμνος, ἀπάλαμος, δυ-
ον, παιδιά, παικτέον, παίκτης, συμπαίκτης, παι- σπάλαμος· ἐτυμολογικά συγγενεύουν μ’ αὐτή καί
κτικῶς, παικτός, παίκτειρα, συμπαίκτωρ, παι- τά παλάθη, παλαμίς, πέλανος, πέλαγος. Παρά-
στέον, συμπαίστης, συμπαίστωρ, φιλοπαίσμων γωγα: παλαμάομαι (=κάμνω, μηχανεύομαι), Πα-
(=παιχνιδιάρης), φιλοπαίγμων. λαμήδης, παλαμναῖος (=αὐτός πού σκότωσε κά-
Παῖς-παιδός ὁ, ἡ (=παιδί). Ἀσυναίρ. πάις. Ἀπό ἴδια ποιον μέ τό ἴδιο του τό χέρι).
ρίζα μέ τό λατ. puer, putus (=παιδί) καί τά πῶλος, Πάλη. Ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα
παῦρος. Παράγωγα τοῦ παῖς: παιδάριον (=μικρό παράγωγα, καθώς καί στή λέξη παλαίω.
παιδί, νεαρός δοῦλος), παίδειος ἤ παιδεῖος, -ον Παλιγγενεσία (=ἀναγέννηση, ἀνακαίνιση). Ἀπ’
(=παιδικός), παιδοβόρος (βιβρώσκω), (=αὐτός τό ἐπίρρ. πάλιν (=πίσω) + γένεσις τοῦ γίγνομαι,
πού κατατρώει τά παιδιά), παιδογόνος, -ον (=πα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
τέρας παιδιοῦ), παιδοκτόνος, -ον (=αὐτός πού στή λέξη πάλιν.
σκοτώνει τά παιδιά του), παιδολέτωρ καί παιδο- Παλιγκάπηλος (=μεταπωλητής, μικρέμπορος).
λετήρ, θηλ. παιδολέτειρα (=παιδοκτόνος), παι- Ἀπ’ τό πάλιν + κάπηλος. Παράγωγο ρῆμα παλι-
δολύμας (λύμη) (=αὐτός πού κακοποιεῖ τά παι- γκαπηλεύω (=πουλάω λιανικά). Γιά περισσότε-
διά), παιδοποιός, -όν (=γεννητικός), παιδοσπό- ρα παράγωγα δές στό ρῆμα καπηλεύω καί στή
ρος, -ον (=αὐτός πού σπέρνει παιδιά), παιδοτρί- λέξη πάλιν.
βης (=δάσκαλος γυμναστικῆς), παιδοτρόφος Παλίμβολος (=ἄστατος, ὕπουλος, πανοῦργος). Ἀπ’
(=αὐτός πού ἀνατρέφει παιδιά), ὡς οὐσιαστ. παι- τό πάλιν + βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
δοτρόφος (=μητέρα), παιδότρωτος, -ον (=αὐτός ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πάλιν.
πού τραυματίσθηκε ἀπό παιδιά), παιδουργός, -ον Πάλιν καί πάλι (=πίσω, πρός τά πίσω). Εἶναι αἰτι-
(=παιδοποιός), παιδοφίλης (=παιδεραστής), παι- ατική μιᾶς ὀνομαστικῆς πάλις πού κατάντησε
δοφόνος (φένω), (=αὐτός πού σκοτώνει παιδιά), ἐπίρρημα. Σύνθετα παράγωγα: παλιγγενεσία, πα-
παιδεραστής (ἐράω), (=ἐραστής τῶν παιδιῶν, συ- λιγκάπηλος, παλίμβολος, παλίμψηστος (=ξυμέ-
νήθως μέ κακή σημασία). νη μεμβράνη γιά νά γραφοῦν καινούργια γράμ-
Παίω (=χτυπῶ, πληγώνω). Θέμα παF + j + ω  ματα), παλινῳδία, παλίρροια, παλίγκοτος, -ον
παFjω  παjFω  παίω. Παράγωγο: ἀνάπαι- (=ἐπίμονος, ἐχθρικός), παλίλλογος, -ον (=αὐτός
στος. πού πάλι λέει ἤ ἀναιρεῖ ὅσα λέχτηκαν), παλίμβα-
Παιών-ῶνος (=θεός τῆς ἰατρικῆς, γιατρός, τραγού- μος, -ον (=αὐτός πού πηγαίνει μπρός - πίσω), πα-
δι πολεμικό). Ἀντί τοῦ παιάν. λιμβλαστής, -ές (=αὐτός πού βλασταίνει ξανά),
Παλαιός. Ἀπ’ τό ἐπίρρ. πάλαι (=πρίν ἀπό πολύ χρό- παλιμμήκης, -ες (=διπλάσιος στό μάκρος), πα-
νο). Παράγωγα: παλαιότης, παλαιόω (=παλιώ- λίμπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (=πάλι παιδί), παλιμπετής,
νω), παλαίωσις, παλαίωμα, παλαιογενής. -ές (=αὐτός πού ἔπεσε πίσω), σάν ἐπίρρ. παλιμπε-
Παλαίστρα (=σχολή παλαιστῶν). Ἀπ’ τό παλαίω, τές (=πίσω πάλι), παλίμπηξις (πήγνυμι), (=μπά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λωμα παπουτσιῶν), παλιμπλάζομαι (=πλανιέμαι
Παλαίω (=παλεύω). Ἀπ’ τό πάλη πού εἶναι συγγε- πάλι), παλίμφημος, -ον (=ἀσύμφωνος, παράφω-
νικό μέ τό πάλλω. Θέμα παλαίσ + ω  μέ ἀπο- νος), παλινάγρετος, -ον (=ἀνακλητός), παλιναί-
βολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο σύμφωνα παλαίω. ρετος, -ον (=αὐτός πού ἐκλέχτηκε ξανά), παλίν-
Παράγωγα: πάλαισμα, παλαισμός, παλαισμοσύ- δρομος, -ον (=περιοδικός), παλινόρμενος, -η, -ον
νη, παλαιστέον, παλαιστής, παλαιστικός, παλαί- (ὄρνυμι), (=αὐτός πού ἐπιστρέφει), παλίνορσος,
στρα, παλαιστή = παλαστή (=παλάμη, μέτρο μή- -ον (ὄρνυμι), (=αὐτός πού τινάζεται πρός τά πί-
κους), ἀντίπαλος. σω), παλίνορτος, -ον (ὄρνυμι), (=αὐτός πού ξε-
Παλάμη (=ἡ ἐσωτερική ἐπιφάνεια τοῦ χεριοῦ, τό κινᾶ μετά), παλίνσκιος, -ον (=σκοτεινός), πα-
χέρι, σχέδιο, ἐπινόημα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία λινσκοπία (=τό νά βλέπει κανείς στήν ἀντίθετη

169
διεύθυνση), παλινστομέω (=λέω δυσοίωνα λό- Παλτόν (=ἀκόντιο, δόρυ). Ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές
για), παλίντιτος, -ον (τίνω), (=αὐτός πού ἀργό- γιά περισσότερα παράγωγα.
τερα τιμωρεῖται), παλιντράπελος, -ον καί παλί- Παμψηφεί. Ἀπ’ τό πᾶς + ψῆφος ἀπ’ ὅπου παρά-
ντροπος, -ον (τρέπω) (=ἐπανερχόμενος), παλι- γεται τό ψηφίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ντυχής, -ές (=δυστυχισμένος), παλιρρόθιος, -ον ράγωγα.
(=αὐτός πού κυλάει πρός τά πίσω), παλίρροπος, Παναθήναια (=γιορτές στήν Ἀθήνα). Ἀπ’ τό πᾶς
-ον (=κλονιζόμενος), παλίρροχθος, -ον (=πού + Ἀθήνη (=ἡ θεά Ἀθηνᾶ).
ἠχεῖ ἀπ’ τό θόρυβο τῶν παλιρροιῶν), παλίσσυ- Πανάκεια (=φάρμακο πού γιατρεύει κάθε ἀρρώ-
τος, -ον (σεύω) (=αὐτός πού φεύγει), παλίωξις στια). Ἀπ’ τό πᾶν + ἄκος τοῦ ἀκέομαι - οῦμαι
(=ἐπίθεση ἀπό μέρους τῶν διωκομένων). (=γιατρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Παλινῳδία (=ἀνάκληση, ἀναίρεση λόγων πού εἰπώ- γωγα.
θηκαν). Ἀπ’ τό παλινῳδῶ  πάλιν + ᾠδή τοῦ Πανδαισία (=συμπόσιο πού τά ἔχει ὅλα ἄφθονα). Ἀπ’
ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- τό πᾶς + δαΐς (=μερίδα, συμπόσιο) τοῦ δαίω (=μοι-
θώς καί στή λέξη πάλιν. ράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παλίρροια (=τό τρέξιμο τοῦ νεροῦ πρός τά πί- Πανδαμάτωρ-ορος (=πού τά πάντα δαμάζει). Ἀπ’
σω). Ἀπ’ τό παλίρρους  πάλιν + ρέω, ὅπου τό πᾶς + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή ράγωγα.
λέξη πάλιν. Πανδημεί (=ὅλοι μαζί). Εἶναι ἐπίρρημα τοῦ πάνδη-
Παλλάδιον (=ἄγαλμα τῆς Παλλάδας Ἀθηνᾶς). Ἀπ’ μος πᾶς + δῆμος (=λαός) τοῦ δαίω (=μοιράζω),
τό Παλλάς πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πανδοκεῖον (=ξενοδοχεῖο, χάνι). Ἀπ’ τό πάνδο-
Παλλακίς-ίδος (=ἐρωμένη, φιλενάδα) ἀντίθετα κος ἤ πανδόκος καί πανδοκεύς (=ξενοδόχος)
μέ τή νόμιμη σύζυγο (ἄκοιτις). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-  πᾶς + δέχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
μολογία της. Ἴσως ἀπό ἀρχαιότ. καί πιθ. προελ- ράγωγα.
λην. ἤ ἀσιατ. ρίζα πού σημαίνει νεανίας, νεᾶνις, Πανήγυρις. Ἀπ’ τό πᾶς + ἄγυρις τοῦ ἀγείρω, ὅπου
νεαρά γυνή· ὁμόρρ. πάλληξ (=νεαρός), παλ- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
λάκιον (=νεαρός), πάλλας (=νέος), παλλακός πανήγυρις: πανηγυρίζω, πανηγυρικός, πανηγύ-
(=ἐρώμενος). ρισμα, πανηγυρισμός, πανηγυριστέον, πανηγυ-
Παλλάς-άδος. Εἶναι ἐπίθετο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. ριστής, πανηγυρίστρια.
Ἴσως παράγεται ἀπ’ τό πάλλω, γιατί ἔσειε τό δό- Παννυχίς (=γιορτή πού κρατάει ὅλη τή νύκτα).
ρυ. Ἀλλά πιό πιθανό εἶναι ὅτι ἡ λέξη εἶναι ἀρχαία Ἀπ’ τό πᾶς + νύξ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
καί σημαίνει παρθένος, κόρη καί σχετίζεται μέ τό ράγωγα.
πάλλαξ (=νέος). Πάνορμος (=λιμάνι ὅπου τά πλοῖα μποροῦν νά
Πάλλω (=κραδαίνω, σείω, τινάζω). Ἀπό ρίζα παλ. προσορμιστοῦν μέ ὅ,τι καιρό κι ἄν κάνει). Ἀπ’
Θέμα παλ + j + ω  πάλλω. Παράγωγα: πάλη, τό πᾶς + ὅρμος (=ἀραξοβόλι), ὅπου δές γιά πε-
παλαίω, πάλος (=κλῆρος πού πηδάει μέσα ἀπ' τήν ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα εἴρω
περικεφαλαία καθώς τήν κουνάει κάποιος), πάλ- (=ἑνώνω).
μα, παλμός, παλμικός, πάλσις, ἀνάπαλσις, παλ- Πανοῦργος (=ἱκανός γιά ὅλα, πονηρός). Ἀπ’ τό
τός (=αὐτός πού πάλλεται), παλτόν, τό (=ἀκό- πᾶς + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισ-
ντιο), παλύνω (=πασπαλίζω), ἴσως τό Παλλάς σότερα παράγωγα.
(ἐπειδή σείει τό δόρυ) ἤ ἴσως εἶναι ἀρχαία λέ- Πανσέληνος. Ἀπ’ τό πᾶς + σελήνη.
ξη καί σημαίνει κόρη, ἰσοπαλής (=ἰσοδύναμος), Πανωλεθρία (=ὁλοκληρωτική κατάστροφή). Ἀπ’
παιπάλη καί πασπάλη, ἴσως καί τό πήληξ (=κρά- τό πανώλεθρος  πᾶς + ὄλεθρος τοῦ ὄλλυμι,
νος), ἀντίπαλος. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παλμός (=τίναγμα, χτύπος). Ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου Πανώλης (=πανούκλα). Ἀπ’ το πᾶς + ὄλλυμι, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.

170 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Πάππας (=πατέρας). Ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τή συλ- μυθέομαι-οῦμαι (=παρηγορῶ)  παρά + μῦθος
λαβή τῶν μωρῶν πά, πά. (=λόγος). Παράγωγα: παραμύθημα, παραμυ-
Πάπυρος (=φυτό πού φυτρώνει στήν Αἴγυπτο καί θητέον, παραμυθητής, παραμυθητικός, παρα-
ἡ φλούδα του γινόταν χαρτί γιά γράψιμο). Σκο- μυθητός, παραμυθήτωρ, παραμύθιον, ἀπαρα-
τεινή ἡ ἐτυμολογία του. μύθητος (=ἀδυσώπητος, ἀπαρηγόρητος), ἀπα-
Παραβάτης (=αὐτός πού στέκεται κοντά, πολεμι- ραμυθήτως (=ἀδιόρθωτα), δυσπαραμύθητος,
στής, ἁμαρτωλός). Ἀπ’ τό παραβαίνω  παρά + εὐπαραμύθητος.
βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράνοια (=παραφροσύνη, μανία). Ἀπ’ τό παρανο-
Παραβολή (=σύγκριση). Ἀπ’ τό παραβάλλω  έω-ῶ (=εἶμαι παράφρων)  παρά + νόος-νοῦς,
παρά + βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα. Παράνομος. Ἀπ’ τό παρά + νόμος τοῦ νέμω, ὅπου
Παράδειγμα. Ἀπ’ τό παραδείκνυμι  παρά + δεί- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
κνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πα- παράνομος: παρανομῶ, παρανόμημα, παρανο-
ράγωγα ἀπ' τό παράδειγμα: παραδειγματίζω, πα- μία.
ραδειγματικός, παραδειγματισμός, παραδειγμα- Παραπαίω (=χτυπῶ πλάγια, ἐσφαλμένα, παραπλα-
τιστέον, παραδειγματιστής. νιέμαι, γλιστρῶ). Ἀπ’ τό παρά + παίω (=χτυπῶ).
Παράδεισος (=κατάφυτος τόπος γιά ἀναψυχή). Παράγωγα: παράπαισμα (=ἀφροσύνη), παράπαι-
Εἶναι ἀσιατική λέξη. στος, παραπαιόντως.
Παράδοξος (=ἀπίστευτος, ἀλλόκοτος). Ἀπ’ τό πα- Παράπαν (=ἐντελῶς). Ἀπ’ τό παρά + πᾶν.
ρά + δόξα (=γνώμη) τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά Παραπέτασμα (=κουρτίνα, πέπλο, προκάλυμμα).
περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό παραπετάννυμαι (=σέρνομαι σάν κουρ-
Παραθήκη (καθετί πού τοποθετεῖται κοντά σέ κάτι τίνα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ἄλλο, παράρτημα). Ἀπ’ τό παρατίθημι  παρά + πετάννυμι.
τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράπτωμα (=σφάλμα, ἁμάρτημα). Ἀπ’ τό παρα-
Παραίνεσις (=συμβουλή). Ἀπ’ τό παραινέω-ῶ πίπτω (=συμπίπτω, συναντῶ)  παρά + πίπτω,
(=συμβουλεύω)  παρά + αἰνέω-ῶ, ὅπου δές ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράρτημα (=κρεμασμένο κοντά, φυλακτήριο,
Παρακαταθήκη (=κατάθεση χρημάτων στά χέρια πρόσθετο πρᾶγμα). Ἀπ’ τό παραρτάω-ῶ  πα-
κάποιου γιά φύλαξη). Ἀπ’ τό παρακατατίθημι  ρά + ἀρτάω-ῶ (=κρεμῶ), ὅπου δές γιά περισσό-
παρά + κατά + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότε- τερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Παράσημον (=σημάδι διακριτικό). Ἀπ’ τό παρά
Παράκλησις (=δέηση, προτροπή). Ἀπ’ τό παρα- + σῆμα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
καλῶ  παρά + καλῶ, ὅπου δές γιά περισσό- ρῆμα σημαίνω.
τερα παράγωγα. Παράσιτος (=αὐτός πού ζεῖ καί τρώει εἰς βάρος
Παρακολουθῶ. Ἀπ’ τό παρά + ἀκολουθῶ πού πα- ἄλλου). Ἀπ’ τό παρά + σῖτος, ὅπου δές γιά πε-
ράγεται ἀπ’ τό ἀκόλουθος  α ἀθροιστ. + κέ- ρισσότερα παράγωγα.
λευθος (=δρόμος). Παράγωγα: παρακολούθη- Παρασκευάζω (=ἑτοιμάζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό
σις, παρακολούθημα, παρακολουθητέον, παρα- παρασκευή (=ἑτοιμασία)  παρά + σκευή. Δές γιά
κολουθητικός. περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκευάζω.
Παράκρουσις (=παραφωνία, ἀπάτη). Ἀπ’ τό παρα- Παρασκήνια (=τά πλάγια τῆς σκηνῆς). Ἀπ’ τό παρά
κρούω (=χτυπῶ ἐσφαλμένα, ἐξαπατῶ)  παρά + + σκηνή, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κρούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παρασπονδέω-ῶ (=παραβαίνω τίς συμφωνίες).
Παραλία (=ἀκτή). Θηλυκό τοῦ ἐπίθ. παράλιος πα- Παρασύνθετο ἀπ’ τό παράσπονδος  παρά +
ρά + ἅλς-ἁλός (=θάλασσα). σπονδαί (=ἀνακωχή) τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά
Παράλληλος. Ἀπ’ τό παρά + ἀλλήλων. περισσότερα παράγωγα.
Παραμυθία (=προτροπή, παρηγοριά). Ἀπ’ τό παρα- Παραστάς-άδος (=ὅ,τι στέκεται κοντά). Πληθ. πα-

171
ραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθε- + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
τημένα ἀπ’ τή μιά κι ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρ- γα. Παράγωγα τοῦ παρηγορῶ: παρηγόρημα, πα-
τας). Ἀπ’ τό παρίσταμαι  παρά + ἵσταμαι. Δές ρηγόρησις, παρηγορητέον, παρηγορητικός, πα-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. ρηγοριά, παρηγορικός, ἀπαρηγόρητος.
Παράστασις. Ἀπ’ τό παρίστημι  παρά + ἵστημι, Παρθένος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Κατά μερι-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κούς συγγενεύει μέ τά πόρις, πόρτις (=μοσχαρά-
Παραστάτης (=αὐτός πού στέκεται κοντά σέ κά- κι) καί τά εὐθενέω (=θάλλω, ἀκμάζω), εὐθένεια.
ποιον, στρατιώτης, σύντροφος). Ἀπ’ τό παρίστα- Παράγωγα: παρθενεία, παρθενεύω, παρθένευμα,
μαι  παρά + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα πα- παρθένια (=τραγούδια παρθένων μέ συνοδεία
ράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. αὐλοῦ), παρθενικός, παρθένιος, παρθενών.
Παρατήρησις. Ἀπ’ τό παρατηρέω-ῶ  παρά + τηρῶ, Πάροδος. Ἀπ’ τό παρά + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Παράτυπος (=παρατυπωμένος, παραχαραγμέ- Παροιμία. Ἀπ’ τό πάροιμος  παρά + οἶμος (=δρό-
νος, κίβδηλος). Ἀπ’ τό παρά + τύπος τοῦ τύ- μος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγω-
πτω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γα τοῦ παροιμία: παροιμιάζομαι, παροιμιακός,
ράγωγα. παροιμιαστής, παροιμιώδης.
Πάραυτα (=ἀμέσως). Ἀπ’ τό παρά + αὐτά (τά πράγ- Παροίνια (=συμπεριφορά μεθυσμένου). Ἀπ’ τό πά-
ματα). ροινος (=μέθυσος)  παρά + οἶνος, ὅπου δές γιά
Παραφορά. Ἀπ’ τό παραφέρομαι. Δές γιά περισ- περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πάροι-
σότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω. νος: παροινέω-ῶ (=φέρνομαι ἄσχημα), παροί-
Παράφρων (=τρελός). Ἀπ’ τό παρά + φρήν - φρε- νημα (=ἐκεῖνο στό ὁποῖο ξεσπᾶ ὁ μέθυσος), πα-
νός (=μυαλό). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ροινικός, παροίνιος.
στό ρῆμα φρονέω-ῶ. Παρόν, τό. Μετοχή οὐδ. γένους τοῦ πάρειμι  παρά
Πάρεδρος (=αὐτός πού κάθεται κοντά σέ κάποιον, + εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
βοηθός). Ἀπ’ τό παρά + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου Παρουσία. Ἀπ’ τό πάρειμι  παρά + εἰμί, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ γιά περισσότερα παράγωγα.
πάρεδρος: παρεδρία, παρεδρεύω, παρεδρευτής, Παροχή. Ἀπ’ τό παρέχω  παρά + ἔχω, ὅπου δές
παρεδρευτικός. γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρειά (=μάγουλο). Ἀπ’ τήν πρόθεση παρά, δηλ. Παρρησία (=ἐλευθεροστομία). Ἀπ’ τό παρά + ρῆσις
παρειά (=τά πλάγια τοῦ προσώπου), μέ πιθ. β´ τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
σύνθ. τό οὖς. γα. Παράγωγα τοῦ παρρησία: παρρησιάζομαι
Παρείσακτος (=αὐτός πού μπῆκε κρυφά). Ἀπ τό (=μιλῶ ἐλεύθερα), παρρησιαστής, παρρησιαστι-
παρεισάγω  παρά + εἰς + ἄγω, ὅπου δές γιά πε- κός, ἀπαρρησίαστος.
ρισσότερα παράγωγα. Παρῳδία (=διαστροφή σοβαρῶν λόγων, διακωμώ-
Παρέλασις. Ἀπ’ τό παρελαύνω  παρά + ἐλαύνω, δηση). Ἀπ’ τό παρῳδός  παρά + ᾠδή τοῦ ἄιδω
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἤ ἀείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρεξειρεσία (=τό μέρος τοῦ πλοίου ὅπου δέν Παρωρείτης (=ὀρεινός, κάτοικος πλαγιᾶς βου-
εἶναι οἱ κωπηλάτες, ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύμνη). Σύν- νοῦ). Ἀπ’ τό παρά + ὄρος, ὅπου δές γιά περισ-
θετο ἀπ’ τά: παρά + ἐκ + εἰρεσία (=κωπηλασία) σότερα παράγωγα.
τοῦ ἐρέσσω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Πασπάλη (=πολύ λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί παιπάλη πού
στή λέξη ἐρέτης. παράγεται ἀπ’ τό πάλη μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ
Πάρεργος (=αὐτός πού δέν ἀνήκει στό κύριο ἔργο, πάλλω (=χτυπῶ, κουνῶ), ὅπου δές γιά περισσό-
δευτερεύων). Ἀπ’ τό παρά + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, τερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πάσσαλος. Ἀπ’ τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισ-
Παρηγορέω-ῶ (=συμβουλεύω, παρηγορῶ, καθησυ- σότερα παράγωγα.
χάζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό παρήγορος  παρά Πάσσω (=πασπαλίζω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.

172 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Συγγενεύει μέ τό λατ. quatio (=σείω, τραντάζω) πατρονόμος, πατρονομία, πατροπαράδοτος, πα-
καί πιθ. τό πίτυρον. Παράγωγα: παστέος, παστός τρότης, πατροφόνος, πατρώνυμον, πατρωνυμι-
(=ἁλατισμένος) καί τά σύνθ. ἐμπάσσω, ἐπιπάσ- κός, πατρῷος, προπάτωρ.
σω, ὑποπάσσω. Πατροπαράδοτος (=κληρονομικός). Ἀπ’ τό πατήρ
Παστάς-άδος (=εἶδος προπύλαιου μπρός ἀπ’ τό + παραδίδωμι  παρά + δίδωμι. Δές γιά περισ-
σπίτι, νυφικός θάλαμος). Συντετμημένος τύπος σότερα παράγωγα στό ρῆμα δίδωμι καί στή λέ-
τοῦ παραστάς  παρίστημι  παρά + ἵστημι, ξη πατρίς.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πατρώνυμον. Ἀπ’ τό πατήρ + ὄνομα, ὅπου δές
Παστός (=ἁλατισμένος). Ἀπ’ τό πάσσω (=πασπαλί- γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ξη πατρίς.
Πάσχα. Ἑβραϊκή λέξη. Παῦλα (=παύση, διακοπή). Ἀπ’ τό παύω, ὅπου δές
Πάσχω. Ἀπ’ τό θέμα πενθ- καί μέ μετάπτωση παθ- γιά περισσότερα παράγωγα.
(ἀόρ. β´ ἔπαθον). Θέμα παθ + πρόσφυμα σκ + Παῦρος (=μικρός, λιγοστός). Εἶναι συγγενικό μέ
ω πάθ-σκω πάσκω  πάσχω. Ἀπ’ τό θέμα τό παῖς. (Λατιν. parvus, paulus, paucus). Ἀκόμη
πενθ- ὁ μέλλοντας  πένθ-σομαι  πέσομαι  εἶναι συγγενικό μέ τό παύω.
πείσομαι. Ὁ Παρακείμενος πέπενθα  πέπον- Παύω (=σταματῶ). Θέμα παυ + σ  παύσ + j + ω =
θα. (Λατιν. patio). Παράγωγα: πάθημα, πάθη- παύω. Εἶναι συγγενικό μέ τό παῦρος (=μικρός).
σις, παθητικός, παθητός, πάθη (=παθητική κα- Παράγωγα: παῦλα, ἀνάπαυλα, παῦσις, ἀνάπαυ-
τάσταση), εὐπαθής, ἡδυπαθής, πολυπαθής, πά- σις, κατάπαυσις, παυσίπονος, παυστέον, παυ-
θος, πένθος, πενθῶ, πένθιμος, ἀπενθής, νηπεν- στήρ, παυστήριος, παυστικός, διάπαυμα, ἀνα-
θής, πενθαλέος, πενθήμων, πενθήρης, πενθη- παυστήριος ἤ ἀναπαυτήριος, ἄπαυστος, δυσκα-
ρός, πένθησις, πενθητέον, πενθητήρ, πενθικός, τάπαυστος, παυσωλή.
πῆμα, πήμων, ἀπήμων, πημονή, πημαίνω, πημα- Παφλάζω (=κοχλάζω, ἀφρίζω). Ἠχοποιημένη λέ-
ντέον, ἀπήμαντος, πεῖσις (=πάθος). ξη. Ἀπό ρίζα φλα- τοῦ φλέω. Παράγωγα: πάφλα-
Πάταγος (=κρότος δυνατός). Ἠχοποίητη λέξη. Δές σμα (=ἀναβρασμός). Παφλαγών (=ὁ δημαγωγός
γιά παράγωγα στό ρῆμα πατάσσω. Κλέων, περιπαικτικό ἀπ’ τό φλα - φλα πού ἔκα-
Πατάσσω (=χτυπῶ δυνατά). Ἀπ’ τήν ἠχοποίητη λέ- νε καθώς μιλοῦσε).
ξη πάταγος. Θέμα παταγ + j + ω = πατάσσω. Πα- Πάχνη (=πρωινή δροσιά). Ἀπ’ τό πήγνυμι, ὅπου
ράγωγα: παταγῶ (=κάνω κρότο), παταγή, πατά- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γημα, παταγητικός, παταγμός. Παχύνω. Ἀπ’ τό ἐπίθ. παχύς πού παράγεται ἀπό ρί-
Πατέω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. πάτος (=ἡ πεπατημένη ὁδός). ζα παγ- τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα
Παράγωγα: πάτημα, πάτησις, καταπάτησις, πε- παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παχύνω: πάχυνσις,
ριπάτησις, πατησμός, πατητής, περιπατητής, παχυντικός, παχυσμός (=δυνάμωμα).
περιπατητικός, πατητήριον, πατητός, ἀπάτη- Πέδη (=δεσμός). Ἀπ’ τό πέζα (=πόδι, ἡ ἄκρη κά-
τος, περίπατος. θε πράγματος), πού παράγεται ἀπό ρίζα πεδ-
Πατραλοίας (=πατροκτόνος). Ἀπ’ τό πατήρ-τρός τοῦ πούς, ποδός, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
+ ἀλοιάω-ἀλοάω (=ἁλωνίζω, ραβδίζω), ὅπου δές ράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Πεδιάς. Ἀπ’ τό πεδίον πού παράγεται ἀπό ρίζα
Πατριάρχης (=ἀρχηγός μιᾶς πατριᾶς, μιᾶς οἰκογέ- πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
νειας). Ἀπ’ τό πατριά (=γενιά) + ἀρχή τοῦ ἄρχω, ράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί Πέδιλον. Ἀπ’ τό πέδη πού παράγεται ἀπό ρίζα
στή λέξη πατρίς. πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Πατρίς. Ἀπ’ τό πάτριος πού παράγεται ἀπ’ τό πα- ράγωγα.
τήρ. Παράγωγα τοῦ πατήρ: πάτρα, πατραλοί- Πεδινός. Ἀπ’ τό πεδίον (=κάμπος) πού παράγεται
ας, πατριά (=γενιά), πατριάρχης, πατρικός, πα- ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσό-
τριώτης, πατριωτικός, πατρόθεν, πατροκτόνος, τερα παράγωγα.

173
Πεδίον (=κάμπος). Ἀπ’ τό πέδον (=ἔδαφος) πού οὐσ. πεῖρα (=δοκιμή) πού παράγεται ἀπ’ τό πε-
παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά ράω-ῶ. Παράγωγα: πείραμα, πείρασις (=ἀπόπει-
περισσότερα παράγωγα. ρα γιά ἀποπλάνηση), πειρατέον, ἀποπειρα-τέον,
Πέδον (=ἔδαφος, τόπος). Ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ἀπείρατος, πειράζω, πειρασμός, πειραστής (=διά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. βολος), πειραστικός (=δοκιμαστικός), πειρατής,
Πέζα (=πόδι, ἡ ἄκρη κάθε πράγματος). Ἀπ’ τό πέ- πειρατεύω, πειρατεία, πειρατικός, πειρατικῶς.
δον. Θέμα πεδ- (ρίζα τοῦ πούς, ποδός) + jα  Πέλαγος (=ἀνοιχτή θάλασσα). Ἴσως ἀπό ρίζα πλαγ-
πέζα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- τοῦ πλήττω ἤ ἀπό ρίζα πλακ τῆς λέξης πλάξ-κός.
ξη πούς. Παράγωγα: πελαγίζω (=πλημμυρίζω), πελάγιος,
Πεζοπόρος. Ἀπ’ τό πεζός + πορεύω. Δές γιά πε- πελάγισμα (=πλημμύρα), πελαγισμός.
ρισσότερα παράγωγα στή λέξη πούς καί στό Πελάζω (=πλησιάζω). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. πέλας (=κο-
ρῆμα πορεύω. ντά), ἀντίθ. ἑκάς (=μακριά). Παράγωγα: οἱ πέ-
Πεζός. Ἀπ’ τό πέζα (=πόδι) πού παράγεται ἀπό λας (=γείτονες), πέλασις, προσπέλασις, πελάτης,
ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα ἀπροσπέλαστος (=ἀπλησίαστος), καί τά πλησί-
παράγωγα. ος -ον (μέ συγκοπή ἀπ’ τό πελάσιον).
Πειθαρχῶ (=ὑπακούω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό πεί- Πελαργός (=λέλεκας μέ τό ἀσπρόμαυρο χρῶμα
θαρχος  πείθομαι + ἀρχή. Παράγωγα: πειθαρ- του). Σύνθετο ἀπ’ τό πελλός ἤ πελός (=μαῦρος)
χία, πειθαρχικός, πειθάρχησις. Γιά ἄλλα παράγω- + ἀργός (=ἄσπρος).
γα δές στά ρήματα ἄρχω καί πείθω. Πέλας (=κοντά). Ἀντίθετο τό ἑκάς (=μακριά). Γιά
Πείθω. Θέματα: α) πειθ-, β) μέ μετάπτωση πιθ- παράγωγα δές στό ρῆμα πελάζω.
καί γ) ποιθ-. Παράγωγα: πειθώ, πεῖσμα (=σχοι- Πελασγοί. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν
νί πλοίου, πεποίθηση), πεισματικός, πεισμονή, ἀπό ρίζα πελ- τοῦ πελός (=μαῦρος, δηλ. οἱ με-
πειστέον, πειστήρ, πειστήριος, πειστικός, πεπει- λαψοί ποῦ ἦρθαν ἀπ’ τήν Ἀνατολή), ἴσως ἀκόμη
σμένως, ἀμετάπειστος, δύσπειστος, δυσανάπει- ἀπό ρίζα περ- τοῦ περάω (ἐπειδή μετανάστευ-
στος, εὔπειστος, μεταπειστός, πιθανός, πιθανό- σαν). Ἤ μπορεῖ νά σχετίζεται μέ τό πλάζω
της, πιθανολογία, πίστις, πιστικός, πιστεύω, πι- (=περιπλανῶ).
στευτέον, πιστευτικός, πιστός, πιστῶ (=κάνω ἀξι- Πελάτης (=γείτονας, μισθωτός). Ἀπ’ τό πελάζω,
όπιστο), πίστωμα, πίστωσις, πιστωτής, πιστωτι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κός, πίσυνος, πεποίθησις, πεποιθότως, πειθαρχῶ, Πέλεια, ἡ (=ἀγριοπερίστερο) καί πελειάς. Ἀπ’ τό
πεισιθάνατος, ἴσως καί πίθηκος, πού κατά νεώ- πελός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος) ἀπ’ ὅπου καί οἱ
τερους ἐτυμολόγους βγαίνει ἀπό ἰαπ. ρίζα πιθ- λέξεις πελαργός, πελιός (=μελανοκίτρινος), πελιδ-
πού σημαίνει τόν ἄσχημο. νός (=μαυροκίτρινος), πολιός, Πέλοψ, Πελίας.
Πεῖνα. Ἀπ’ τό πένομαι (=εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν+jα Πελεκάν-ᾶνος, ὁ (=πουλί μέ πλατύ, σάν κουτά-
 πέννα  πένα  πεῖνα. Δές γιά περισσότερα λια, ράμφος). Ἀπ’ τό πελεκάω-ῶ πού παράγε-
παράγωγα στό ρῆμα πένομαι. ται ἀπ’ τό πέλεκυς (=τσεκούρι). Ἄλλα παρά-
Πεῖρα (=δοκιμή, ἀπόπειρα). Ἀπ’ τό περάω. Θέμα γωγα: πελέκημα, πελέκησις, πελεκητός, πελε-
περ+jα = πέρρα = πέρα = πεῖρα. Δές γιά περισ- κίζω, πελεκισμός.
σότερα παράγωγα στό ρῆμα περάω. Πελιδνός (=μαυροκίτρινος, μελανιασμένος). Ἀπ’
Πειράζω (=δοκιμάζω). Ἀπ’ τό πεῖρα. Δές γιά περισ- τό πελιός πού παράγεται ἀπ’ τό πελός. Δές γιά
σότερα παράγωγα στό ρῆμα πειράω. ἄλλα παράγωγα στή λέξη πέλεια.
Πειρασμός. Ἀπ’ τό πειράζω πού παράγεται ἀπ’ Πελοπόννησος. Σύνθετο ἀπ’ τό Πέλοψ, Πέλο-
τό πεῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό πος + νῆσος.
ρῆμα πειράω. Πέλοψ-οπος (=μέ σκοτεινή ὄψη, μελαψός γιός
Πειρατής (=ληστής τῆς θάλασσας). Ἀπ’ τό πειράω, τοῦ Ταντάλου πού ἦρθε ἀπ’ τή Λυδία στήν Πε-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λοπόννησο). Ἀπ’ τό Πελός (=μαυρόχρωμος) +
Πειράω-ῶ (=δοκιμάζω, ἀποκτῶ ἐμπειρία). Ἀπ’ τό ὄψ (=ὄψη). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη

174 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


πέλεια καί στό ρῆμα ὁράω-ῶ. Πέπλος. Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του.
Πελταστής (=στρατιώτης μέ μικρή ἀσπίδα). Ἀπ’ τό Πεποίθησις (=ἐμπιστοσύνη). Ἀπ’ τό πέποιθα τοῦ
πελτάζω (=ὑπηρετῶ σάν πελταστής) πού παράγε- πείθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ται ἀπ’ τό πέλτη. Παράγωγα: πελταστικός. Πέπρωται (=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ.
Πέλτη (=μικρή ἐλαφριά ἀσπίδα). Ἴσως νά σχετίζε- παρακ. τοῦ ρήμ. πόρω - ἀόρ. β´ ἔπορον – πο-
ται μέ τό πέλμα (=σόλα). Δές γιά παράγωγα στή ρεῖν (=δίνω). Ρίζα πορ- τοῦ πόρος. Θέμα πορ-,
λέξη πελταστής. μέ ἀναδιπλ. πεπορ  πέπρω  πέπρω + ται 
Πελώριος. Ἀπ’ τό πέλωρ (=τέρας). πέπρωται. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρω-
Πέμπω (=στέλνω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Θέ- μένον ἐστί, ἡ πεπρωμένη (μοῖρα), τό πεπρωμέ-
μα πέμπ-ω. Μέλλοντας: πέμπ-σ-ω  πέμψω καί νον (=τό γραφτό).
ἀόρ. ἔπεμπ-σα  ἔπεμψα. Παρακ.: πέπομφα μέ Πέπων (=ὥριμος, μαλακός). Ἀπ’ τό πέσσω (=μα-
ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο. Παθ. παρακ. πέ-πεμπ-μαι λακώνω, χωνεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα
 πέπεμ-μ-μαι  πέπεμμαι. Παράγωγα: πέμψις παράγωγα.
(=ἀποστολή), πεμπτός, μετάπεμπτος, ὑπόπε- Περαίνω (=τελειώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. πέρας (=τέλος)
μπτος, πεμπτέος, μεταπεμπτέος, πεμπτέον, πο- καί ποιητ. πεῖραρ. Θέμα πέραν + j + ω  περαί-
μπή (=συνοδεία), πομπαῖος, πομπεύω, πομπεία, νω μέ ἐπένθεση τοῦ j. Παράγωγα: περαντέον, πε-
πόμπευσις, πόμπιμος, πομπός, νεκροπομπός, προ- ραντικός (=λογικός), ἀπέραντος, διαπεραντέον,
πομπός, ψυχοπομπός, τηλέπομπος. συμπεραίνω, συμπέρασμα, συμπερασμός.
Πενέστης (=ἐργάτης, δουλοπάροικος). Ἀπ’ τό πέ- Πέρας-ατος, τό (=τέλος). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. πέρα (=πιό
νομαι (=εἶμαι φτωχός), ὅπου δές γιά περισσότε- μακριά, ἀπέναντι). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα
ρα παράγωγα. περάω-ῶ.
Πένης (=φτωχός, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τά- Περάω-ῶ (=διαπερνῶ, μεταφέρω). Ἀπό ρίζα περ-.
ξης). Ἀπ’ τό πένομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: πέρα (=πιό μακριά,
ρα παράγωγα. λατιν. ultra), πέραν (=ἀπέναντι, λατιν. trans), πέ-
Πενθερός (=ὁ πατέρας τοῦ συζύγου ἤ τῆς συζύγου). ρας, περαίνω, περαῖος, περαία (=ἡ γῆ πέρα ἀπ’
Ἔχει σχέση μέ ξένη ρίζα πού σημαίνει δένω. Ἔχει τή θάλασσα), περαιόω-ῶ (=μεταφέρω), περαιτέ-
ἐπίδραση ἀπ’ τό ἑκυρός (=πεθερός). ρω (=παρέκει), περαίωσις, πέραμα (=πέρασμα),
Πένθος (=λύπη). Ἀπ’ τό παθεῖν τοῦ πάσχω, ὅπου πέρασις (=διάβαση), περάσιμος, περασμός, πε-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρατής, περατικός (=ξένος), πέρατος (=ὁ ἀπένα-
Πενιχρός (=φτωχικός). Ἀπ’ τό πένομαι, ὅπου δές ντι), περατός, περατόω-ῶ (=τελειώνω), πεῖρα
γιά περισσότερα παράγωγα. (=δοκιμή), πειράζω, πειράω, πεῖραρ (ποιητ. τοῦ
Πένομαι (=μοχθῶ, εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν + ομαι. πέρας), πόρος (=πέρασμα), ἔμπορος, ναυσίπο-
Ἀρχικό θέμα σπαν- (σπάνις = ἔλλειψη) μέ ἀπο- ρος, ὁδοιπόρος, πορεύω, πορίζω, πορθμός, πε-
βολή του σ  παν-, πεν- και πον-. Παράγωγα: ρητήριον (=τρυπάνι), ποντοπόρος, στενόπορος,
πεῖνα, πειναλέος, πεινῶ, πένης, πενέστης, πενία συνοδοιπόρος.
(=φτώχεια), πενιχρός, πενιχρότης, πόνος (=κό- Πέρδιξ-ικος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν
πος) > πονῶ (=κοπιάζω) > πονηρός. νά εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπ’ τόν ἦχο τῆς πέρ-
Πεντηκοντούτης. Ἀπ’ τό πεντήκοντα + ἔτος. δικας, ὅταν ὁρμᾶ.
Πέος (=ἀντρικό αἰδοῖο). Ἴσως συγγενεύει μέ τό Πέρδομαι (=κλάνω). Ἠχοποιημένη λέξη.
πτίσσω (ξεφλουδίζω). Ἀκόμη ἔχει σχέση μέ τό Πέρθω (=ἐκπορθῶ, ἐρημώνω, καταστρέφω). Ἀβέ-
πόσθη (=ἀντρικό αἰδοῖο). βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα περθ + ω=πέρθω.
Πεπαίνω (=ὡριμάζω κάτι, μαλακώνω). Ἀπ’ τό Μέ ἑτεροίωση γίνεται πορθ-, ἀπ’ ὅπου τό πορθῶ,
πέπων (=ὥριμος) πού παράγεται ἀπ’ τό ρῆμα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
πέσσω (=μαλακώνω). Παράγωγα: πέπανσις (=ὡρί- γο τοῦ πέρθω, τό πέρσις (=ἅλωση), Ἰλίου πέρ-
μασμα), πεπαντικός, πεπασμός καί γιά ἄλλα πα- σις (ἔργο τοῦ Ἐπικοῦ κύκλου).
ράγωγα δές στό ρῆμα πέσσω. Περιδεής (=γεμάτος φόβο). Ἀπ’ τό περί (πρόθεση)

175
+ δέος (=φόβος) τοῦ δείδω (=φοβᾶμαι), ὅπου δές ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Περόνη (=πρᾶγμα ὀξύ γιά τρύπημα). Ἀπ’ τό πείρω
Περίεργος. Ἀπ’ τό περί + ἔργον. Δές γιά περισσό- (=διαπερνῶ, τρυπῶ) ἀπό ρίζα περ- (ἡ συγγένειά
τερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι. της μέ τή ρίζα περ- τοῦ περάω εἶναι ἀμφίβολη).
Περικλειτός (=περίφημος, ξακουστός). Ἀπ’ τό περί Ἀπ’ τό πείρω, ἡ πόρπη.
+ κλειτός πού παράγεται ἀπ’ τό κλέος (=δόξα), Πέρυσι. Ἀπ’ τό περ (πέραν) + Fετ (ἔτος). Παρά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα: περυσινός.
Περικλυτός (=ξακουσμένος). Ἀπ’ τό περί + κλύω Πεσσός (=ζάρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι
(=ἀκούω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- συγγενικό μέ τό λατινικό tessera. Παράγωγα: πεσ-
γα. σεύω, πεσσευτής, πεσσευτήριον, πεσσευτικός.
Περίοδος. Ἀπ’ τό περί + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές Πέσσω καί ἀττικ. πέττω (=μαλακώνω, μαγειρεύω,
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πε- χωνεύω). Ἀπό ρίζα πεπ- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγω-
ρίοδος: περιοδεύω, περιόδευσις, περιοδεύσιμος, γα: πέμμα (=γλύκισμα), πέπτω, πεπτός, δύσπε-
περιοδευτής, περιοδευτικός, περιοδικός. πτος (=δυσκολοχώνευτος), εὔπεπτος (=εὐκο-
Περίοπτος (=περίβλεπτος, σπουδαῖος). Ἀπ’ τό πε- λοχώνευτος), πεπτικός, πέπων (=ὥριμος), πέ-
ρί + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- πειρος (=ὥριμος), πέψις (=χώνεμα), πόπανον
ρα παράγωγα. (=εἶδος γλυκίσματος, πίτα).
Περιουσία. Ἀπ’ τό περίειμι  περί + εἰμί, ὅπου δές Πέταλον (=φύλλο). Ἀπ’ τό πετάννυμι (=ἁπλώνω),
γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Περιοχή. Ἀπ’ τό περιέχω  περί + ἔχω, ὅπου δές Πετάννυμι (=ἁπλώνω). Ἀπό ρίζα πετ-. Θέματα:
γιά περισσότερα παράγωγα. α) πετ-α καί β) πετασ. θέμα πετάσ + πρόσφυμα
Περιπέτεια (=ξαφνική μεταβολή τῆς τύχης). Ἀπ’ τό νυ  πετάσνυμι = πετάννυμι. Παράγωγα: πέ-
περιπετής (=αὐτός πού πέφτει γύρω, αὐτός πού ταλος (=πλατύς), πέταλον (=φύλλο), πέτασμα
πέφτει στή δυστυχία), πού παράγεται ἀπ’ τό πε- (=ἄνοιγμα), παραπέτασμα (=κουρτίνα), σιδη-
ριπίπτω  περί + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσό- ροῦν παραπέτασμα (=νοητή γραμμή ἀνάμεσα
τερα παράγωγα. στή Ρωσία καί στίς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου),
Περίπλοκος. Ἀπ’ τό περιπλέκω  περί + πλέκω, καταπέτασμα (=σκέπασμα), πέτασος (=καπέλο
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πλατύγυρο), πέταχνον (=φαρδύ ποτήρι), πατά-
Περίπολος (=κινητή φρουρά). Ἀπ’ τό περί + πο- νη (=γαβάθα) πίτνημι (ποιητ.) καί ἴσως καί τό
λέω ἤ πολεύω (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά πε- πτελέα (=φτελιά).
ρισσότερα παράγωγα. Πετεινός καί πετηνός. Ἀπ’ τό πέτομαι (=πετῶ),
Περισκελίς (=βρακί, παντελόνι). Ἀπ’ τό περί + ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
σκέλος. Πέτομαι (=πετῶ). Ἀπό ρίζα πετ-. Θέματα: α)πετ,
Περιστερά. Ξένη ἡ προέλευσή της. Πιθ. σημιτ. β) πτ-, γ) πέτα, δ) πτα, ε) πτε καί μέ ἔκταση πτη.
ἀρχῆς. Μερικοί τή συνάπτουν μέ τά πελιός, πέ- Παράγωγα: πετεινός καί πετηνός, πετηλίς (=ἀκρί-
λεια (=ἄγριο περιστέρι). δα), πτερόν, πτέρινος, πτερόεις (=φτερωτός),
Περιτομή. Ἀπ’ τό περιτέμνω  περί + τέμνω, ὅπου (ἔπεα πτερόεντα), πτεροφόρος, πτερόω (=βάζω
δές γιά περισσότερα παράγωγα. φτερά), πτερίς ἤ πτέρις (=φτέρη), πτέρυξ (=φτε-
Περιφάνεια. Ἀπ’ τό περιφανής (=φανερός) πού ρούγα), πτερυγίζω, πτερύγιον (ὑποκ.), πτερυ-
παράγεται ἀπ’ τό περιφαίνομαι  περί + φαίνω, γώδης, πτερυγωτός, πτέρωμα, πτέρωσις, πτε-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρωτής, πτερωτός, ἀπτέρωτος, πτηνός, πτηνόν,
Περιφέρεια. Ἀπ’ τό περιφερής (=κυκλικός) τοῦ πε- ἀπτήν (=ἄφτερος), πτῆσις, πτητικός, πτῆμα, πο-
ριφέρω  περί + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό- τή (=πτήση), ὑψιπέτης (=πού πετᾶ ψηλά), πτί-
τερα παράγωγα. λον (=πούπουλο).
Περιωπή (=μέρος ἀπ’ ὅπου βλέπει κανείς σέ μακρι- Πέτρα (=βράχος), ἐνῶ πέτρος (=πέτρα, λιθάρι).
νή ἀπόσταση). Ἀπ’ τό περί + ὤψ (=ὄψη, θέα) τοῦ Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: πετραῖος,

176 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


πετρήρης, πέτρινος, πετροβολῶ, πετροβόλος, Πῆμα (=δυστύχημα). Ἀπ’ τό πάσχω, ὅπου δές γιά
πετροβολία, πετρόω-ῶ (=ἀπολιθώνω), πετρώ- περισσότερα παράγωγα.
δης, πέτρωμα. Πήνη (=μασούρι). Ἀπ’ τό πῆνος (=ὕφασμα). Ἀπ’
Πετροβολία. Ἀπ’ τό πετροβόλος  πέτρα + βα- τό ἴδιο θέμα: πηνίζομαι (=μασουρίζω), πηνίον
λεῖν τοῦ βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=ἀδράχτι), πήνισμα (=ὕφασμα), Πηνελόπη.
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πέτρα. Πηνίον (=ἀδράχτι). Ὑποκοριστικό τοῦ πήνη, ὅπου
Πέψις (=χώνεμα). Ἀπ’ τό πέσσω, ὅπου δές γιά πε- δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ρισσότερα παράγωγα. Πῆνος (=νῆμα τυλιγμένο, πανί). Ἴσως ἀπ’ τό Πάν
Πηγή. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία της. Συνάπτεται χω- ἤ τό πένομαι.
ρίς βεβαιότητα πρός τό πήγνυμι. Παράγωγα: πη- Πήρα (=δερμάτινος σάκος, δισάκι). Ἄγνωστη ἡ
γάζω (=ἀναβλύζω), πηγαῖος, πηγίδιον ἤ πηγάδι- ἐτυμολογία του.
ον (ὑποκορ.), Πήγασος (=τό ἄλογο πού ξεπήδη- Πηρός (=αὐτός πού ἔχει βλάβη σ’ ἕνα μέλος τοῦ
ξε ἀπ’ τό αἷμα τῆς Μέδουσας). σώματός του, σακάτης). Ἀπ’ τό πῆμα (=πάθημα)
Πήγνυμι (=μπήγω, στερεώνω, κάνω κάτι να πα- τοῦ πάσχω. Παράγωγα: πηρόω (=κάνω κάποιον
γώσει). Ἀπό ρίζα παγ-. Θέματα: α) ἰσχυρό πηγ + ἀνάπηρο), πήρωμα, πήρωσις (=βλάβη), ἀνάπη-
πρόσφυμα νυ  πήγνυμι, β) παγ- (ἐπάγην ἀόρ. β' ρος, ἀναπηρία.
παθ.). Παράγωγα: πῆγμα, πηγός (=παχύς), πηγυ- Πιαίνω (=παχαίνω κάτι, αὐξάνω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. πί-
λίς (=παγωμένη νύχτα), πηγεσίμαλλος (=πυκνό- ων, πίονος (=παχύς) θηλ. πίειρα. Ἄλλα παράγω-
μαλλος), εὔπηγης (=συμπαγής, δυνατός), ναυ- γα τοῦ πίων: πῖαρ (=λῖπος), πιαρός (=παχύς), πι-
πηγός, ναυπηγῶ, σκηνοπηγῶ, πηκτός, κρυσταλ- αλέος, πίανσις, πιαντήριος, πιαντικός, πίασμα,
λόπηκτος ἤ κρυσταλλόπηξ, -πῆξις (=συναρμογή πιασμός, πιμελή (=πάχος).
ξύλων, πάγωμα), παγετός, παγερός, παγετώδης, Πῖδαξ-ακος (=πηγή). Ἀπ’ τό πιδύω (=ἀναβλύζω).
πάγος, πάγη ἤ παγίς (=παγίδα), πάγιος (=στε- Πιέζω. Θέμα σεδ (ἕζομαι=κάθομαι) + πρόθ. ἐπί χω-
ρεός), νεοπαγής, συμπαγής, Ναύπακτος, πάχνη, ρίς τό ε  πισεδ-jω  μέ ἀποβολή τοῦ σ καί τρο-
πάχος, παχύς, παχύνω, παχύτης. πή τοῦ δj σέ ζ  πιέδjω  πιέζω. Παράγωγα: πί-
Πηδάλιον (=τιμόνι). Ἀπ’ τό πηδός (=τό πλατύ εσις καί πίεξις, πίεσμα, πιεσμός, πιεστέος, ον, πι-
μέρος τοῦ κουπιοῦ), πού ἔχει σχέση μέ τά πέ- εστήρ, πιεστήριος, πιεστήριον (=μηχανή γιά πί-
δη - πέζα - πούς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή εση), πιεστός, πίεστρον.
λέξη πούς. Πικρός (=διαπεραστικός, μισητός, θλιμμένος).
Πηδάω-ῶ. Ἀπ’ τό πηδός (=τό πλατύ μέρος τοῦ Παράγωγα: πικρῶς, πικρία, πικραίνω, πικραντι-
κουπιοῦ). Θέμα πηδά + ω = πηδάω-ῶ. Παρά- κός, πικρότης.
γωγα: πήδημα, πήδησις (=σκίρτημα τῆς καρ- Πιλέω (=στριμώχνω). Ἀπ’ τό οὐσ. πῖλος (=μάλλι-
διᾶς), πηδητής (=χορευτής), πηδητικός, πηδηθ- νο κάλυμμα ἀπό συμπιεσμένα μαλλιά). Παρά-
μός (=παλμός). γωγα: πίλημα (=συμπιεσμένα μαλλιά), συμπί-
Πηκτός. Ἀπ’ τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότε- λημα, πίλησις (=συμπύκνωση μαλλιῶν), συμπί-
ρα παράγωγα. λησις, πιλητής, πιλητικός, συμπιλητικός, πιλη-
Πήληξ-ηκος, (=κράνος, περικεφαλαία). Πιθανόν τός, πίλινος,πιλωτός, πιλόω.
ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Πῖλος (=μάλλινο κάλυμμα ἀπό συμπιεσμένα μαλ-
ράγωγα. λιά). Ἀρχικά ἦταν πίλσος  πῖλος. Δές γιά πα-
Πηλός (=λάσπη). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. ράγωγα στό ρῆμα πιλέω.
Ἴσως ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τόν κρότο «πλάτς» πού Πιλόω (=συμπιέζω μαλλιά, συστέλλω). Ἀπ’ τό πῖλος.
ἀκούεται, ὅταν πατοῦμε στή λάσπη ἤ στό λιω- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πιλέω.
μένο χιόνι. Παράγωγα: πηλαῖος, πηλαμύς (=πα- Πίμπλημι (=γεμίζω). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλη- μέ
λαμύδα), Πηλεύς-έως, πήλινος, Πήλιον, πηλώ- ἐνεστ. ἀναδιπλ. πι- καί εὐφωνικό μ  πί-μ-πλη-
δης (=λασπώδης), προπηλακίζω (=πασαλείβω μι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: ἔπλη-
μέ λάσπη, ντροπιάζω κάποιον). σα), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλε- μέ μετάπτωση,

177
δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολ- μέ συγκοπή τοῦ ε. Θέμα πρα + ἐνεστ. ἀναδ. πι
καί ε) πληθ. ἀπ’ ὅπου ὁ παθ. μέλλ. (πλησθήσο-  πιπρα + πρόσφυμα σκ  πιπράσκω. Παράγω-
μαι) καί παθ. ἀόρ. (ἐπλήσθην). γα: πρᾶσις (=πώληση), πράσιμος (=γιά πώλη-
Παράγωγα: πλῆθος, πληθυντικός, πληθύνω, πλη- ση), ἀπρασία (=ἔλλειψη ἀγοραστῶν), (νεοελλ.
θύς (-ύος), πληθυσμός, πληθύω (=εἶμαι γεμά- δημοπρασία), πρατέος, πρατήρ -ῆρος (=πωλη-
τος ἀπό κάτι), πλήθω (=εἶμαι γεμάτος), πληθώ- τής), πρατήριον, πρατίας (=αὐτός πού πουλάει
ρη, πληθωρικός, πλημμυρίς, πλημμυρῶ, πλήρης δημόσια πράγματα), πρατός, ἄπρατος (=ἀπού-
(=γεμάτος), πληρῶ, πλήρωμα, πλήρωσις, πληρω- λητος), πράτωρ, πράτης, μεταπράτης, παλιμπρά-
τέον, πληρωτής, πληρούντως (=ἐντελῶς), ἀπλή- της (=αὐτός πού ἀγοράζει καί τά μεταπουλάει),
ρωτος (=ἀχόρταγος), πλῆσμα, πλήσμη, πλησμο- δημιόπρατα (=πράγματα πού τά παίρνει ὁ δῆμος
νή (=χορτασμός), ἄπληστος, ἐμπληστέος, πλέ- καί τά πουλάει).
θρον (=ἔκταση γεμάτη), πλέως-α-ων (=γεμάτος), Πίπτω. Ἀπό ρίζα πετ- πού ταυτίζεται μέ τήν πετ-
(ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, ἄπλετος (=αὐτός πού ξε- τοῦ πέτομαι. Θέματα: α) πετ-, μέ ἐνεστ. ἀναδι-
περνᾶ τό μέτρο), ἀπέλεθρος (=ἀμέτρητος), πο- πλασ. καί συγκοπή τοῦ ε  πιπέτ-ω  πίπτω,
λύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος, πλουτῶ, πλού- (ποιητικό: πίτνω). (Μέλλ. πετ-έ-σ-ομαι  πετέ-
σιος, πλουτίζω, πλουτηρός, Πλούτων, πλεονά- ομαι πεσέο-μαι μέ τροπή τοῦ τ σέ σ καί μέ συναί-
ζω, πληροφορῶ, πλησίστιος (=μέ φουσκωμέ- ρεση  πεσοῦμαι). β) θέμα μέ ἑτεροίωση ποτ-,
να τά πανιά). γ) πτε μέ μετάθεση τοῦ ε  μέ ἔκταση πτη- καί
Πίμπρημι καί πρήθω (=καίω). Θέματα: α) ἰσχυ- μέ ἑτεροίωση πτω-. Παράγωγα: πτῶμα (=πέσι-
ρό: πρη- μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πι καί τό εὐφωνικό μο, ἀτυχία, νεκρό σῶμα), παράπτωμα, περίπτω-
μ  πίμπρημι, β) ἀσθενές: πρα μέ μετάπτωση. μα (=δυστύχημα), σύμπτωμα, πτῶσις (=πέσιμο),
Παράγωγα: πρηστήρ (=θύελλα μέ κεραυνούς), παράπτωσις, περίπτωσις, σύμπτωσις, πτωτικός
πρηστῆρες (=οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ πού ἐξογκώ- (=κλιτός), πτωτός, ἀμετάπτωτος (=ἀμετάβλη-
νονται ἀπ' τό θυμό), πρηστήριος, πρήθω (=φου- τος), ἀπτώς-ῶτος (=πού δέν πέφτει), ἀδιάπτω-
σκώνω), πρηδών (=φλόγωση), πρῆσις (=πρήξι- τος (=ἀναμάρτητος, συνεχής), ἄπτωτος, πέσημα,
μο), πρῆσμα, πρησμονή, ἐμπίμπρημι, ἔμπρησις, πέσος (=πέσιμο), εὐπετής (=εὔκολος), εὐπετῶς,
ἐμπρηστής, ἐμπρηστικός, ἐμπρησμός. γονυπετής, δυσπετής (=δύσκολος), δυσπετῶς,
Πίναξ (=σανίδα, ξύλινη πλάκα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο- περιπετής, περιπέτεια, προπετής (=αὐτός πού
λογία της. Πιθανόν ἀπ’ τό pinus (=πεῦκο). Ἴσως πέφτει πρός τά μπρός), οὐρανοπετής, ὑψιπε-
νά συγγενεύει μέ τό πλάξ. τής, πότμος (=μοίρα, τύχη κακιά). (Τά παράγω-
Πίννα καί πίννη (=εἶδος ὀστρακόδερμου). Μεσο- γα σέ -πετης, ἄν ἔχουν τό β´ συνθετ. ἀπό ρῆμα
γειακή λέξη. πίπτω, εἶναι ὀξύτονα τριτόκλιτα -προπετής-οῦς,
Πίνω. Θέματα: α) ἰσχυρό: πω-, β) ἀσθενές: πι- καί ἐνῶ ἀπό ρῆμα πέτομαι εἶναι βαρύτονα πρωτό-
πο-. Θέμα: πι + πρόσφυμα ν + ω  πίνω. Παρά- κλιτα ὑψιπέτης-ου).
γωγα: πῶμα (=πιοτό), ἔκπωμα (=ποτήρι), ἄμπω- Πίσσα, ἀττ. πίττα (=ἡ πίσσα). Εἶναι συγγενικό μέ τό
τις, πιπίσκω (=ποτίζω κάποιον), πιστικός (=ρευ- πῖαρ καί τό πίτυς (=πεῦκο) καί πεύκη. Παράγω-
στός), πιστός, πίστρα (=ποτίστρα γιά ζῶα), πῖσος γα: πισσήεις (=γεμάτος πίσσα), πισσόω (=ἀλεί-
(=λιβάδι), Πῖσα (=πηγή στήν Ὀλυμπία τῆς Ἤλι- φω μέ πίσσα), πισσώδης, πισσωτός, πίσσωσις,
δας), ποτήριον, ποτής (ῆτος), ἡ (=πόση), πό- πισσωτής, ἀπίσσωτος.
της, οἰνοπότης, συμπότης, φιλοπότης, πότος Πίστις (=ἐμπιστοσύνη). Ἀπ’ τό πείθω, ὅπου δές γιά
(=φαγοπότι), ποτίζω, ποτικός, πότιμος, ποτα- περισσότερα παράγωγα.
μός, ποτάμιος, ποτέος, ποτέον, ποτός, ποτόν Πιτυοκάμπτης (=αὐτός πού λυγίζει τά πεῦκα, ὁ λη-
(=πιοτό), ἄποτος, συμποτικός, συμπόσιον, πό- στής Σίνις στόν Ἰσθμό τῆς Κορίνθου). Ἀπ’ τό πί-
σις -ιος, πρόποσις. τυς-υος (=πεῦκο, λατιν. pinus) + κάμπτω, ὅπου
Πιπράσκω (=πουλῶ). Ἀπό ρίζα περα- τοῦ περάω - δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πέρνημι (=στέλνω ἔξω ἀπ’ τή χώρα). Θέμα πρα- Πίτυρον (=πίτουρο, σκουπίδι). Ἀπ’ τό πτίσσω (=ξε-

178 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


φλουδίζω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα πτίσις (=ξε- πλασμός, πλαστέον, πλάστης, πλαστήριον, πλα-
φλούδισμα), πτισμός, πτιστέον, πτιστικός. στικός, πλαστός, ἀδιάπλαστος, εὔπλαστος, κα-
Πίων-πίονος (=παχύς, λιπαρός). Ἔχει σχέση μέ τό ταπλαστός, ἔμπλαστρον, κοροπλάθος (=αὐτός
πιαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πού φτιάχνει κοῦκλες), πηλοπλάθος.
Πλαγίαυλος (=ὁ πλάγιος αὐλός, φλάουτο). Ἀπ’ τό Πλάστιγξ-ιγγος (=ζυγαριά, μαστίγιο). Πιθανόν
πλάγιος + αὐλός, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀπ’ τό πλήσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πλάγιος. ράγωγα.
Πλάγιος (=ἁπλωμένος σέ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια). Σχε- Πλαταγέω-ῶ (=χτυπῶ, κάνω θόρυβο: πλατ). Λέ-
τίζεται μέ τό πέλαγος. Τό πλάγιος ἐτυμολογεῖται ξη ἠχοποιημένη ἀπ τόν ἦχο πλατ. Παράγωγα:
ἀπ’ τήν ἀρχαία δωρ. λέξη πλάγος (=πλάγιο μέ- πλαταγή (=θόρυβος), πλατάγημα, πλαταγώνι-
ρος). Παράγωγα: πλαγιῶ (=παραπλανῶ), πλαγί- ον (=φύλλο ἀνεμώνης ἤ παπαρούνας).
ωσις, πλαγιάζω, πλαγιασμός, πλαγίαυλος. Πλαταμών (=φαρδύς γιαλός). Ἀπ’ τό πλατύς. Δές
Πλάθανον (=πλατιά σανίδα ἐπάνω στήν ὁποία πλά- γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πλάτος.
θουν, πλαστήρι). Ἀπ’ τό ἐπίθ. πλατύς, πού πα- Πλάτανος, ἡ (=πλατάνι). Ἀπ’ τό πλατύς. Δές γιά
ράγεται ἀπ’ τό πλάτος, ὅπου δές γιά περισσότε- περισσότερα παράγωγα στή λέξη πλάτος.
ρα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό πλάσσω πού Πλάτος. Ἀπ’ τό πλατύς ἀπ’ ὅπου καί τά παράγω-
εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τό «πλάτς - πλάτς» πού γα: πλαταμών, πλάτανος, πλάτη (=πλατιά ἐπιφά-
ἀκούεται στό πλάσιμο μαλακῶν ὑλῶν, ὅπως πη- νεια), πλάθανον ἤ πλαθάνη (=πλαστήρι), πλαί-
λοῦ, κεριοῦ, ψωμιοῦ. σιον, πλατύνω, πλάτυνσις, πλάτυσμα, πλατυντέ-
Πλαίσιον (=μακρόστενο τετράπλευρο σχῆμα, τε- ον, πλατυσμός, Πλάτων, Πλάταια.
τράγωνο). Πιθανόν ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τά πλατύς, Πλέθρον (=μέτρο μήκους). Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου
πλάτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους ἀπ’
Πλακοῦς-οῦντος (=πλατύ ζυμαρικό, πίττα). Ἀπό τό πέλω ἤ πληρόω - ῶ.
ρίζα πλακ- τῆς λέξης πλάξ, ὅπου δές γιά περισ- Πλειάδες (=ἀστερισμός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
σότερα παράγωγα. της. Πιθανόν ἀπ’ τό πλέω, γιατί ἡ ἐπιτολή τους
Πλανάω-ῶ (=παραπλανῶ, παρασύρω). Ἀπ’ τό οὐσ. ἔπεφτε πάνω στήν ἐποχή πού γίνονταν τά ταξί-
πλάνη (=περιπλάνηση, ἀπάτη) καί εἶναι πεζο- δια. Ἴσως ὅμως νά παράγεται ἀπ’ τό πέλειαι (=πε-
γραφικός τύπος τοῦ πλάζω. Παράγωγα: πλάνη- ριστέρια)  Πελειάδες (=Πλειάδες).
μα, πλάνης -ητος (=ἀλήτης), πλάνησις, πλανη- Πλεκτάνη. Ἀπ’ τό πλέκω, ὅπου δές γιά περισσό-
τέον, πλανήτης, πλανητικός, πλανητός, ἀπλανής τερα παράγωγα.
(=σταθερός), πλανόδιος, πλάνος, πεπλανημένως, Πλέκω. Ἀπό ρίζα πλεκ- πού σχετίζεται μέ τό λα-
πλανοστιβής (=ὁ καταπατούμενος ἀπό ἀλῆτες), τιν. plico. Θέμα: πλέκ + ω  πλέκω. Μέ ἑτεροί-
καί τό ἀερόπλανον. ωση τοῦ ε σέ ο  πλοκ καί μέ τροπή τοῦ ε σέ
Πλάξ-κός (=κάθε πλατύ καί ἁπλωμένο πρᾶγμα, πε- α  πλακ-. Παράγωγα: πλέγμα, σύμπλεγμα,
διάδα, πλάκα). Ἀπό ρίζα πλακ-. Σχετίζεται μέ τίς πλέκος, πλεκτάνη, πλεκτός, πλεκτικός, πλεκτή
λέξεις: πέλαγος, πλατύς, πλάζω. Παράγωγα: πλα- (=σχοινί), πλέξις, πλόκαμος (=πλεξούδα), πλο-
κερός, πλάκινος, πλακοῦς, πλακούντιον. καμίς (=πλεξούδα), πλόκανον (=ἔργο πλεκτικῆς),
Πλάσμα (=εἰκόνα, ὁμοίωμα). Ἀπ’ τό πλάσσω, ὅπου πλοκεύς, πλοκή (=πλέξιμο, περιπλοκή τῆς δρα-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ματικῆς ὑπόθεσης), (ἐπι, περι, ἐμ)πλοκή, πλόκος
Πλάσσω καί ἀττ. πλάττω (=δίνω σέ κάτι μορφή, δι- (=μπούκλα), δολοπλόκος, περίπλοκος, δίπλαξ
απλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παρά- (=διπλωμένη χλαίνη), πολύπλοκος.
γεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = πλάττω. Ἴσως ἀκόμη Πλεονάζω. Ἀπ’ τό ἐπίθ. πλέον πού παράγεται ἀπ’ τό
ἀπό ρίζα πλατ- (πλατύς) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-. Παρά- πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γωγα: πλάσις (=μόρφωση), κατάπλασις, πλάσμα Παράγωγα τοῦ πλεονάζω: πλεόνασις, πλεόνασμα,
(=ὁμοίωμα), κατάπλασμα, πρόπλασμα, πλασμα- πλεονασμός, πλεοναστός, πλεοναζόντως.
τίας (=ψεύτικος), πλασματικός, πλασμός, μετα- Πλεονέκτης (=ἀχόρταγος). Ἀπ’ τό πλέον + ἑκτός

179
τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στά: ἔμπλην, πλησίον, πέλας, ἤ συνηρ. μορφή
Παράγωγα τοῦ πλεονέκτης: πλεονεκτῶ (=εἶμαι τοῦ πλέον.
ἀνώτερος), πλεονέκτημα, πλεονεκτητέον, πλε- Πληροφορῶ (=ἱκανοποιῶ ἐντελῶς). Ἀπ’ τό πλή-
ονεκτικός, πλεονεξία. ρης + φέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
Πλευρόν. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγω- ρῆμα πίμπλημι καί στό φέρω.
γα: πλευρά, πλευρικός, πλευρῖτις (=πλευρίτι- Πλήρης (=γεμάτος). Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά
δα), πλευρόθεν, πλεύρωμα. περισσότερα παράγωγα.
Πλέω. Ἀπό ρίζα πλεF-, ἴδια μέ τή ρίζα τοῦ πλύ- Πλησίος, -α καί οὐδ. πλησίον. Ἀπ’ τό πέλας (=κο-
νω. Θέμα πλεF+ω καί μέ ἀποβολή τοῦ F ἀνάμε- ντά). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πελά-
σα σέ δυό φωνήεντα  πλέω. Παρατ. ἔπλεF-ον ζω. Παράγωγα τοῦ πλησίος: πλησιάζω, πλησία-
 ἔπλεον. Μέλλ. πλέFσομαι  πλεύσομαι καί σις, πλησίασμα, πλησιασμός, πλησιαστής, πλη-
ἀόρ. ἔπλεFσα  ἔπλευσα (δηλ. τό F γίνεται υ). σιαστής, ἀπλησίαστος, πλησιέστερος, πλησι-
Ἀπ' τό θέμα πλεF- μέ ἀποβολή τοῦ F καί ἑτεροί- εστέρως.
ωση τοῦ ε σέ ο παράγεται τό θέμα πλο- (πλοῦς, Πλησίστιος (=μέ φουσκωμένα τά πανιά). Ἀπ’ τό πί-
πλοῖον) καί μέ ἔκταση πλω (πλωτός). Παράγω- μπλημι + ἱστίον τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα
γα: πλεῦσις, πλεύσιμος, πλευστέον, πλευστι- παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί πίμπλημι.
κός, ἄπλευστος, πλοῖον, πλοιάριον (ὑποκορ.) Πλησμονή (=χορτασμός). Ἀπ’ τό πίμπλημι (=γεμί-
πλόος-πλοῦς, ἅπλους (=ἀκατάλληλος γιά ταξί- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δι), ἄπλοια, ἀνάπλους, διάπλους, ἔκπλους, ἐπέκ- Πλήσσω καί ἀττ. πλήττω (=χτυπῶ). Θέμα πληγ+j+
πλους (=ἐπίθεση κατά θάλασσα), ἐπίπλους, πα- ω  πλήσσω - ττω, καί πλαγ. Σχετίζεται μέ τό
ράπλους (=ταξίδι κοντά στήν ἀκτή), πρωτό- πλάζω (=χτυπῶ καί ἀπομακρύνω).
πλους (=πρωτοτάξιδος), πλώω, πλωίζω (=ταξι- Παράγωγα: πληγή καί δωρ. πλαγά, συμπληγάς,
δεύω στή θάλασσα), πλώιμος ἤ πλόιμος, πλώ- Συμπληγάδες, πλῆγμα, πληγμός (=ἀποπληξία),
σιμος, πλωτήρ (=ναύτης, θαλασσοπόρος), συ- πληκτέον, καταπληκτέον, πληκτήρ, πλήκτης,
μπλωτήρ, πλωτικός, πλωτός. πληκτίζομαι, πληκτικός, ἐκπληκτικός, καταπλη-
Πληγή, δωρ. πλαγά (=χτύπημα). Ἀπ’ τό πλήσ- κτικός, πληκτισμός, πλῆκτρον, ἀνέκπληκτος,
σω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀνεπίπληκτος, ἄπληκτος, ἀπόπληκτος, ἔμπλη-
ράγωγα. κτος, κατάπληκτος, πλῆξις, ἀπόπληξις, ἀποπλη-
Πλῆθος. Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσό- ξία, ἔκπληξις, ἐπίπληξις, κατάπληξις, ἀντιπλήξ,
τερα παράγωγα. ἀμφιπλήξ (=δίστομος), βουπλήξ (=βουκέντρα),
Πλήθω (=εἶμαι γεμάτος). Ἀπό θέμα πλη- τοῦ πί- καταπλήξ -ῆγος (=κατάπληκτος), οἰστροπλήξ
μπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=μανιακός), παραπλήξ (=παράφρων), ἴσως καί
Πληκτίζομαι (=διαπληκτίζομαι, ἀγωνίζομαι ἐνα- τό πλάστιγξ.
ντίον κάποιου). Ἀπ’ τό πλήσσω (=χτυπῶ), ὅπου Πλίνθος (=τοῦβλο). Ξένη ἡ προέλευσή του. Παρά-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα: πλινθεύω (=κάνω τοῦβλα), πλινθεἰα (=κα-
Πλῆκτρον (=ὄργανο γιά χτύπημα). Ἀπ’ τό πλήσσω, τασκευή τούβλων), πλινθεῖον, πλίνθευμα, πλίν-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. θευσις, πλινθευτής, πλινθιδόν, πλίνθινος, πλιν-
Πλημμελής (=παράφωνος, ἐλαττωματικός). Ἀπ’ θίον (ὑποκορ.), πλινθοποιῶ, πλινθουργός.
τό πλήν + μέλος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Πλοῖον. Ἀπ’ τό πλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Παράγωγα τοῦ πλημμελής: πλημμέλεια (=παρα- παράγωγα.
φωνία, ἁμάρτημα), πλημμελῶ (=κάνω σφάλμα), Πλόκαμος (=πλεξούδα). Ἀπ’ τό πλέκω, ὅπου δές
πλημμέλημα (=παράπτωμα), πλημμέλησις. γιά περισσότερα παράγωγα.
Πλημμυρίς (=φούσκωμα τοῦ νεροῦ, κατακλυσμός). Πλοκή (=πλέξιμο, περιπλοκή τῆς δραματικῆς ὑπό-
Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- θεσης). Ἀπ’ τό πλέκω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ράγωγα. ρα παράγωγα.
Πλήν. Αἰτιατ. μιᾶς ὀνομ. πλα-, πού τή βρίσκουν Πλουθυγίεια. Ἀπ’ τό πλοῦτος + ὑγεία. Δές γιά

180 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πίμπλημι καί Ἀθηνῶν ὅπου γίνονταν οἱ συνελεύσεις τοῦ λα-
στή λέξη ὑγιῆς. οῦ). Ἔχει σχέση μέ τό ἐπίθ. πυκνός (γιατί ἐκεῖ
Πλοῦτος. Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσό- ἦταν πυκνές οἱ πέτρες ἤ γιατί μαζεύονταν πολ-
τερα παράγωγα. λοί ἄνθρωποι στή συγκέντρωση).
Πλύνω (=πλένω). Ἀπό ρίζα πλεF- ἴδια μέ τό πλέω. Ποδάγρα (=παγίδα γιά τά πόδια, ἀρθρίτιδα τῶν
Θέμα πλυν+j+ω  πλύννω  πλύνω. Παράγω- ποδιῶν). Ἀπ’ τό πούς + ἄγρα (=κυνήγι) τοῦ ἄγω,
γα: πλύμα (=νερό ὅπου ἔχει πλυθεῖ κάποιος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ἀπόπλυμα, πλυνεύς, πλυνός (=σκάφη γιά πλύ- στή λέξη πούς.
σιμο ρούχων), πλυντήρ, πλυντήριος, Πλυντή- Ποδήρης (=αὐτός πού φτάνει ὡς τά πόδια). Ἀπ’
ρια (ἐνν. ἱερά = γιορτή στήν Ἀθήνα), πλύντης, τό πούς + κατάληξη -ηρης τοῦ ἀραρεῖν (ἀρα-
πλυντικός, πλύντρια καί πλυντρίς (=πλύστρα), ρίσκω = ἑνώνω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή
πλύντρον, πλύντρα, τά (=ἀμοιβή γιά πλύσιμο), λέξη πούς.
τά πλύσιμα (=λεφτά γιά πλύσιμο), πλύσις, πλυ- Ποδίζω (=δένω τά πόδια. Εἶμαι δεμένος ἀπ’ τά
σμός, πλύσιμον, πλυτέος, πλυτός, ἄπλυτος, ἀνέκ- πόδια). Ἀπ’ τό πούς, ὅπου δές γιά περισσότε-
πλυτος (=ἀνεξίτηλος), ἔκπλυτος. ρα παράγωγα.
Πλώιμος ἤ πλόιμος (=κατάλληλος γιά πλεύσιμο). Πόθος. Ἀρχικά ἦταν φόθος. Ἀπό ρίζα θεσσ- (θέσ-
Ἀπ’ τό πλώω, ἰων. τοῦ πλέω, ὅπου δές γιά περισ- σασθαι = ζητῶ μέ προσευχή, εἶναι ἐλλειπτικός
σότερα παράγωγα. ποιητ. τύπος). Παράγωγα: ποθέω -ῶ, ποθεινός,
Πλωτός. Ἀπ’ τό πλώω, ἰων. τοῦ πλέω, ὅπου δές γιά ποθή (=ἐπιθυμία), πόθημα, πόθησις, ποθητός,
περισσότερα παράγωγα. πο-θητικός, ἐπιπόθητος, περιπόθητος.
Πλώω. Ἰων. ἀντί τοῦ πλέω μέ μετάπτωση τοῦ ε σέ Ποιέω-ῶ. Ρίζα πο- καί ποι-. Θέμα ποι-έ-ω  ποιῶ.
ω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα πλέω. Παράγωγα: ποίημα, ποιηματικός, ποίησις (=δη-
Πνεύμων ἤ πλεύμων -όνος (=πνεύμονας). Ὁ τύπος μιουργία) καί τά σύνθ. (ἀντι, ἀπο, εἰσ, ἐκ, μετα,
πλεύμων παράγεται ἀπ’ τό πλέω, ἐπειδή τά πνε- παρα, περι, προσ)ποίησις, ποιητέος, ποιητέον,
μόνια εἶναι ἐλαφρά. Ἐνῶ ὁ τύπος πνεύμων πα- ποιητής, ποιητικός, ποιητός, ἀχειροποίητος, δη-
ράγεται ἀπό ρίζα πνυ- τοῦ πνέω, ὅπου δές γιά μοποίητος, εἰσποιητός (=υἱοθετημένος), ἐκποίη-
ἄλλα παράγωγα. τος, θεοποίητος, προσποιητός, χεροποίητος, νει-
Πνέω. Θέμα πνευF + ω  πνέω (στούς ἄλλους χρό- οποιῶ, ὀψοποιός (=μάγειρας).
νους τό F γίνεται υ  πνεύσομαι - ἔπνευσα). Ἀπ' Ποίησις. Ἀπ’ τό ποιέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσό-
τό θέμα πνεF- μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο  πνοF- τερα παράγωγα.
(πνοή). Ἀπ’ τή ρίζα τοῦ πνέω, πνυ (=ἔχω σωστά τά Ποικίλλω (=κεντῶ μέ διάφορα χρώματα, κάνω κά-
μυαλά μου) παράγεται τό πεπνυμένος (=σοφός), τι ὡραῖο). Ἀπ’ τό ποικίλος (=πολύχρωμος, παρ-
πέπνυμαι. Παράγωγα: πνεῦμα (=φύσημα), πνευ- δαλός, ἄστατος, πολύπλοκος, δολερός) ἀπό ρί-
ματικός, πνεύμων ἤ πλεύμων, πνεῦσις, ἔμπνευσις, ζα πικ. Θέμα ποικίλ + jω  ποικίλλω. Παρά-
πνευστικός, ἀναπνευστικός, ἄπνευστος, ἀπνευ- γωγα: ποικιλία, ποίκιλμα, ποικιλμός, ποίκιλ-
στί, ἐμπνευστός, πνοή, ἄπνους, ἄπνοια, ἀνα- σις, ποικιλτέον, ποικιλτής, ποικιλτικός, ποικιλ-
πνοή, πέπνυμαι (ἐπικ. παθητ. παρακ. τοῦ πνέω, τός (=κεντημένος), ποικίλτρια, ποικιλεύς, ποι-
σημ. = εἶμαι συνετός), πινυτός (=φρόνιμος), πι- κιλείμων (=μέ κεντητό ροῦχο), ποικιλομήτης
νύσκω (=σωφρονίζω), ποιπνύω. (=πολυμήχανος).
Πνίγω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα πνυ- τοῦ πνέω. Θέμα πνιγ Ποιμαίνω (=βόσκω, περιποιοῦμαι). Ἀπ’ τό οὐσ.
+ ω  πνίγω. Παράγωγα: πνιγεύς (=φοῦρνος), ποιμήν -μένος πού παράγεται ἀπό ρίζα πα- (πα-
πνιγηρός, πνῖγμα, πνιγμονή, πνιγετός, πνιγμός, τέομαι = τρέφομαι, τρώω). Παράγωγα: ποιμα-
πνιγμώδης, πνῖγος, τό (=δυνατή ζέστη), πνι- νόριον (=στρατός), ποίμανσις, ποιμαντήρ, ποι-
γώδης, πνικτήρ, πνικτικός, πνικτός, πνίξ -ιγός, μαντικός, ποιμαντορικός, ποιμάνωρ (=ἀρχηγός
πνῖξις, ἀποπνικτικός. λαοῦ), ποιμασία, ποιμαντέον.
Πνύξ-πυκνός καί ὄχι Πνυκός (=τοποθεσία τῶν Ποιμήν-μένος (=βοσκός). Ἀπό ρίζα πα- καί συγ-

181
γενεύει μέ τό πατέομαι (=τρέφομαι). Παράγωγα: ζω (=χτίζω πόλη), πόλισμα, πολισμός, πολιστής
ποίμνη (=κοπάδι), ποίμνιον, ποιμενικός καί ποι- (=θεμελιωτής πόλης), πολίτης, πολιτικός, πολι-
μαίνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τεύω, πολιτεία, πολίτευμα, συμπολιτεία, ἀντιπο-
Ποινή (=πρόστιμο, τιμωρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία λιτεία (=ἀντιπολήτευση), πολιτευτέον, πολιτευ-
της. Ἴσως ἀπό ρίζα φεν- (φόνος). Παράγωγα: ποι- τής (=δημαγωγός), πολιτευτικός, πολίχνη (=μι-
ναῖος, ποινάτωρ (=τιμωρός), ποινάω (=τιμωρῶ), κρή πόλη), Πολιάς -άδος (=ἡ προστάτισσα τῆς
ποίνημα, ποινητήρ, ποινήτωρ, ποίνιμος. πόλης) καί τά σύνθετα πολιορκῶ, πολιοῦχος,
Ποιότης. Ἀπ’ τό ποῖος (=τί λογῆς). πολιτογραφῶ.
Πόκος (=ἀκατέργαστο μαλλί προβάτου). Ἀπ’ τό Πολίτης καί ἰων. πολιήτης. Ἀπ’ τό πόλις, ὅπου δές
πέκω (=χτενίζω, ξαίνω μαλλί) ἀπ’ ὅπου καί οἱ γιά περισσότερα παράγωγα.
λέξεις πεκτήρ, πεκτέω (=κουρεύω ζῶο), ποκάς Πολίχνη (=μικρή πόλη). Ὑποκοριστικό τοῦ οὐσ. πό-
(=χτενισμένες τρίχες). λις, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πόλεμος καί ἐπικ. πτόλεμος. Ἀπό ρίζα πελ- τοῦ πε- Πόλος (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξονας). Ἀπ’ τό πέ-
λομίζω (=πάλλω, τινάζω). Παράγωγα: πολεμῶ, λομαι (=περιστρέφομαι). Δές γιά παράγωγα στό
πολεμητέον, πολεμητήριον (=ἀρχηγεῖο), πολε- ρῆμα πολεύω.
μήτωρ, πολεμίζω, πολεμικός, πολέμιος, δυσπο- Πολύευκτος (=πολυπόθητος). Ἀπ’ τό πολύς + εὔχο-
λέμητος, πολεμιστήριος, πολεμιστής, φιλοπό- μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς
λεμος, πολεμησείω (ἐφετικό), πολεμόω (=κά- καί στή λέξη πολύς.
νω κάποιον ἐχθρό), πολέμαρχος, πολεμαρχῶ, Πολύκροτος (=πού κάνει δυνατό θόρυβο). Ἀπ’ τό
Πτολεμαῖος. πολύς + κροτέω-ῶ πού παράγεται ἀπ’ τό οὐσ.
Πολεύω καί πολέω (=περιπλανιέμαι, ὀργώνω). κρότος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Ἀπ’ τό οὐσ. πόλος (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξο- καθώς καί στή λέξη πολύς.
νας) πού παράγεται ἀπ’ τό πέλω καί πέλομαι ἀπ’ Πολυνείκης (=πού τοῦ ἀρέσουν οἱ καυγάδες). Ἀπ’
ὅπου καί τά παράγωγα αἰπόλος, βουκόλος, θα- τό πολύς + νεῖκος, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
λαμηπόλος, περίπολος, ἔπιπλα, ἐμπολάω, πόλη- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.
σις (=στροφή), ἀναπόλησις, πρόσπολος, πυρπό- Πολυνίκης (=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπ’ τό πο-
λος, πυρπολῶ. λύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς
Πολιορκέω-ῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό πόλις + ἕρκος λέξεις νικηφόρος καί πολύς.
(=φράχτης) τοῦ εἵργνυμι, ὅπου δές γιά περισσό- Πολύπλοκος. Ἀπ’ τό πολύς + πλέκω, ὅπου δές
τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πόλος. Πα- γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
ράγωγα τοῦ πολιορκῶ: πολιορκητέος, α, ον, πο- ξη πολύς.
λιορκητής, πολιορκητικός, πολιορκία, ἀπολιόρ- Πολυπράγμων (=πολυάσχολος). Ἀπ’ τό πολύς +
κητος, δυσπολιόρκητος. πράττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Πολιός (=γκριζωπός, ψαρομάλλης). Ἀπ’ τό πε- καθώς καί στή λέξη πολύς.
λός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος). Δές γιά περισ- Πολύς - πολλή - πολύ. Ἀπό θέμα πολ- τοῦ πίμπλη-
σότερα παράγωγα στή λέξη πέλεια (=ἀγριοπε- μι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
ρίστερο). πολύς: πολλάκις, πολλαπλάσιος, πολλαπλασιῶ,
Πολιομυελῖτις (=ἀρρώστια πού προσβάλλει τή φαιά πολλαπλοῦς, πολλαχῆ, πολλαχόθεν, πολλαχόθι,
οὐσία τοῦ μυελοῦ). Ἀπ’ τό πολιός + μυελῖτις τοῦ πολλαχόσε (=σέ πολλά μέρη), πολλαχοῦ, πολ-
οὐσ. μυελός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. λαχῶς (=μέ πολλούς τρόπους), πολλοστός καί
Πολιοῦχος (=ὁ προστάτης θεός μιᾶς πόλης). Ἀπ’ τά σύνθετα: πολύευκτος, πολύκλαυστος, πολύ-
τό πόλις + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- κροτος, πολυμαθής, πολυμήχανος, πολυνείκης,
ράγωγα καθώς καί στή λέξη πόλις. πολυνίκης, πολυπληθής, πολύπλοκος, πολυπράγ-
Πόλις καί ἐπικ. πτόλις. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. μων, πολυτελής, πολύτροπος (=πανοῦργος), πο-
Ἴσως ἀπ’ τό πέλομαι (=εἶμαι σέ κίνηση) ἤ μπο- λυώνυμος.
ρεῖ νά συγγενεύει μέ τό πύλη. Παράγωγα: πολί- Πολυώνυμος. Ἀπ’ τό πολύς + ὄνομα, ὅπου δές

182 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- Πόρρω, ἀττ. τύπος ἀντί τοῦ πρόσω (=μακριά). Ἀπ’
ξη πολύς. τήν πρόθεση πρό. Ἀπ’ τήν πρόθεση πρό παράγο-
Πομφόλυξ - υγος (=φουσκαλίδα). Ἀπ’ τό οὐσ. πομ- νται οἱ λέξεις: πρότερος, πρῶτος, πρωί, πρῴην,
φός (=φούσκα στό δέρμα), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέ- πρώιος, πρώιμος, πρώιζος, πρόμος, πρύτανις,
ξεις: πομφολυγῶ, πομφολύζω. πρός, πρῷρα, πρανής καί πρηνής, προπρηνής,
Πονηρός. (=κακός, ἐλεεινός, δειλός). Ἀπ’ τό πονῶ προτεραῖος. Άπ’ τό πόρρω- πόρσω παράγεται
πού παράγεται ἀπ’ τό πένομαι. Δές γιά ἄλλα πα- τό πορσύνω.
ράγωγα στή λέξη πόνος. Πορσύνω (=δίνω, ἑτοιμάζω, ταχτοποιῶ). Ἀπ’ τό
Πόνος (=κόπος). Ἀπ’ τό πένομαι. Παράγωγα: πο- ἐπίρρ. πόρσω  πόρρω. Ἔχει συγγένεια μέ τό
νέω-ῶ, πόνημα (=ἔργο), διαπόνημα, πονηρός, πόρω (=δίνω).
πονηρία, πονηρεύομαι, πονήρευμα, ἀπονήρευ- Πορφύρα (=κογχύλι πού βγάζει τήν πορφύρα). Ἀπ’
τος, πόνησις, διαπόνησις, καταπόνησις, πονη- τό πορφύρω (=σκουραίνω, κοκκινίζω), ὅπου δές
τέον, πονητικός, πονικός (=ἐργατικός), πεπο- γιά ἄλλα παράγωγα.
νημένως. Πορφύρω (=σκουραίνω, σκοτεινιάζω, κοκκινίζω).
Πόντιος (=θαλασσινός). Ἀπ’ τό πόντος ἀπ’ ὅπου Εἶναι ἀναδιπλασιασμένος τύπος τοῦ φύρω (=ἀνα-
καί οἱ λέξεις ποντίζω (=βυθίζω), πόντισμα, κατα- κατώνω). Ρίζα φυρ + ἀναδιπλ. φο  φορφυρ 
ποντίζω, καταποντιστής, ποντοπόρος. πορφύρω. Παράγωγα: πορφύρα, πορφύρεος καί
Ποντοπόρος. Ἀπ’ τό πόντος + περάω-ῶ, ὅπου δές πορφυροῦς, πορφυρίς (=κόκκινο ροῦχο), πορ-
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- φυρίτης, πορφυρίων (=πουλί μέ κόκκινο ρύγ-
ξη πόντιος. χος), πορφυρώδης.
Πορδή. Ἀπ’ τό πέρδομαι. Πόρω (=δίνω, χαρίζω). Σάν ἐνεστ. τοῦ ἀόρ. ἔπο-
Πορεύω. Ἀπ’ τό πόρος πού παράγεται ἀπό ρίζα περ- ρον καί τοῦ παρακ. πέπρωμαι. Ἀπ’ τό πόρος τοῦ
τοῦ περάω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- περάω-ῶ.
γωγα. Παράγωγα τοῦ πορεύω: πορεία, πορεῖον Πόσθη (=ἀντρικό αἰδοῖο). Εἶναι συγγενικό μέ τό
(=ἁμάξι), πόρευμα, πόρευσις, πορεύσιμος, πο- πέος.
ρευτέος, πορευτέον, πορευτικός, πορευτός, δυ- Πόσις, ὁ (=ὁ σύζυγος). Ἀρχικά ἦταν πότις, ὅπως
σπόρευτος, πεζοπόρος. φαίνεται ἀπ’ τίς λέξεις πότνια, δεσπότης.
Πορθέω-ῶ (=καταστρέφω, ἐκπορθῶ). Εἶναι ἰσοδύ- Πόσις- ιος, ἡ. Ἀπ’ τό πίνω, ὅπου δές γιά περισσό-
ναμο μέ τό πέρθω. Παράγωγα: πόρθημα, πόρθη- τερα παράγωγα.
σις, ἐκπόρθησις, πορθητής, πορθητήριος, πορθη- Ποταμός. Ἀπ’ τό πίνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
τικός, πορθήτωρ, πορθητός, ἀπόρθητος. ρα παράγωγα.
Πορθμός (=στενό πέρασμα). Ἀπό ρίζα περ- τοῦ Ποτήριον. Άπ’ τό πίνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
περάω. Παράγωγα: πορθμεύω, πορθμεία, πορ- ρα παράγωγα.
θμεῖον, πόρθμευμα, πορθμεύς, πορθμευτής, πορ- Ποτίζω. Ἀπ’ τό πότος τοῦ πίνω, ὅπου δές γιά πε-
θμευτικός, πορθμίς, διαπόρθμευσις. ρισσότερα παράγωγα.
Πορίζω (=δένω). Ἀπ’ τό πόρος πού παράγεται, ἀπ’ Πούς, ποδός, ὁ (=ποδάρι). Ρίζα πεδ- ἀπ’ ὅπου καί
τό περάω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- τά παράγωγα: πέδη (=δεσμά), πεδάω (=δεσμεύω),
γα. Παράγωγα τοῦ πορίζω: πόρισμα, πορισμός, πέδον, πεδίον, πεδιάς, πεδινός, πέδιλον, πέζα, πε-
πόριμος, ποριστέον, ποριστής, ποριστικός, πο- ζός, πεζικός, πεζεύω, πέζευμα, πέζευσις, πεζευτι-
ριστός, βιοποριστικός. κός, πεζευτός, πεζοπόρος, τράπεζα (τετράπεζα),
Πόρνη. Ἀπ’ τό πέρνημι. (=πουλῶ) ἀπ’ τήν ἴδια ρί- ἐμπόδιον, ἐμποδίζω, ἐμποδών, ἐκποδών, ἔμπε-
ζα μέ τό περάω. δος, πηδός, πηδάλιον, ποδάγρα, ποδήρης, πο-
Πόρος (=πέρασμα, ἐπινόημα). Ἀπ’ τό περάω-ῶ, δίζω, ποδισμός, στρατόπεδον, τρίπους, ὑποπό-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. διον, ὑψίπεδος.
Πόρπη (=καρφίτσα). Ἀπ’ τό πείρω (=τρυπῶ) ἀπ’ Πρᾶγμα. Ἀπ’ τό πράσσω, ὅπου δές γιά περισσό-
ὅπου καί ἡ περόνη. τερα παράγωγα.

183
Πραγματεία (=ἀσχολία, ἐπιμελημένη δουλειά). Πρηστήρ - ῆρος, ὁ (=θύελλα μέ κεραυνούς, ἀστρα-
Ἀπ’ τό πραγματεύομαι πού παράγεται ἀπ’ τό πόβροντο). Ἀπ’ τό πρήθω  πίμπρημι, ὅπου δές
πρᾶγμα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γιά περισσότερα παράγωγα.
ρῆμα πράσσω. Πρῖνος (=πουρνάρι, ἀειθαλής βαλανιδιά). Σκοτει-
Πράκτωρ. Ἀπ’ τό πράσσω, ὅπου δές γιά περισσό- νή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό
τερα παράγωγα. πρίω (=πριονίζω).
Πρασιά (=χώρισμα κήπου, ὅπου φυτεύονταν λα- Πριστήρ (=πριόνι). Ἀπ’ τό πρίω (=πριονίζω), ὅπου
χανικά, κυρίως πράσα). Ἀπ’ τό πράσον. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πράσσω. Θέμα πραγ+j+ω  πράσσω καί ἀττ. πράτ- Πρίω (=πριονίζω, χωρίζω). Θέμα πρι+ω = πρίω. Ἀρχι-
τω. Μέλλ. πράγ-σ-ω = πράξω, παθ. ἀόρ. ἐπράγθην κή ρίζα περ- (πείρω=τρυπῶ, περόνη). Παράγωγα:
 ἐπρά-χθην, πρκ πεπραγ-σθαι = πεπρᾶγθαι = πρῖσις (=πριόνισμα), πριονωτός (=ὀδοντωτός),
πεπρᾶχθαι. Παράγωγα: πρᾶγμα, ἀπράγμων, πο- πρῖσμα (=πριονίδι), πρισμός, πριστήρ (=πριόνι),
λυπράγμων, πραγματεύομαι, πραγματεία, πραγ- πριστός, ἄπριστος, ἀπρίωτος, πρίων - όνος (=πρι-
μάτευμα, πραγματευτέον, πραγματευτής, πραγ- όνι), ἀπρίξ (=μέ κλειστά δόντια).
ματευτικός, πραγματικός, πρᾶγος, κακοπραγής, Πρίων-ονος (=πριόνι). Ἀπ’ τό πρίω, ὅπου δές γιά
πρακτέος, πρακτέον, πρακτικός, πρακτός, ἄπρα- περισσότερα παράγωγα.
κτος, δυσκατάπρακτος, εὔπρακτος, πρακτήρ, Προαγωγός (=αὐτός πού προάγει στήν πορνεία,
πράκτωρ, πράκτης, πρᾶξις. μαστροπός). Ἀπ’ τό προάγω  πρό + ἄγω, ὅπου
Πρατήριον. Ἀπ’ τό πιπράσκω (=πουλῶ), ὅπου δές δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Προάστειον. Ἀπ’ τό πρό + ἄστυ.
Πραΰνω (=καθησυχάζω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. πρᾶος ἤ πρα- Πρόβατον. Ἀπ’ τό προβαίνω  πρό + βαίνω, ὅπου
ΰς (=ἤπιος, μαλακός). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: πραότης, πράως, πραόνως, πραέ- Πρόβλημα. Ἀπ’ τό προβάλλω  πρό + βάλλω, ὅπου
ως, πράυνσις, καταπράυνσις, πραϋντέον, πραϋ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ντής, πραϋντικός. Προβλής-ῆτος (=ἀκρωτήριο πού εἰσχωρεῖ μέσα
Πρέμνον (=τό πιό χαμηλό μέρος τοῦ κορμοῦ δέ- στή θάλασσα). Ἀπ’ τό προβάλλω πρό + βάλλω.
ντρου, κορμός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι Προγάστωρ-ορος (=κοιλαράς). Ἀπ’ τό πρό + γα-
συγγενικό μέ τό πρυμνός (=τελευταῖος). Παρά- στήρ (=κοιλιά).
γωγα: πρεμνίζω (=ξεριζώνω), πρέμνοθεν (=ἀπ’ Πρόγραμμα. Ἀπ’ τό προγράφω  πρό + γράφω,
τή ρίζα). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρέπω (=διαπρέπω, ταιριάζω). Λέξη πρωτότυπη. Πρόδομος (=ὁ χῶρος μπροστά ἀπ’ τό σπίτι μετά
Παράγωγα: πρεπόντως, πρεπτός (=περίφημος), τήν αὐλή). Ἀπ’ τό πρό + δόμος τοῦ δέμω (=χτί-
εὔπρεπτος, πρεπώδης (=κατάλληλος), θεοπρό- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πος (=προφητικός), μεγαλοπρεπής, (ἀρι, δια, ἐκ, Πρόδρομος. Ἀπ’ τό προδραμεῖν  πρό + ἔδρα-
εὐ, μετα, ἀ)πρεπής. μον τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Πρεσβεία. Ἀπ’ τό ρῆμα πρεσβεύω πού παράγε- ράγωγα.
ται ἀπ’ τό πρέσβυς. Ἄλλα παράγωγα τοῦ πρε- Πρόεδρος. Ἀπ’ τό πρό + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου δές
σβεύω: πρεσβεῖον (=βραβεῖο) πρέσβειρα, πρέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
σβευμα, παραπρεσβεία (=παράνομη καί δόλια Προέλασις. Ἀπ’ τό προελαύνω  πρό + ἐλαύνω,
πρεσβεία), πρέσβευσις, πρεσβευτής (πληθ. οἱ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πρέσβεις), πρεσβευτικός. Πρόθεσις. Ἀπ’ τό προτίθημι  πρό + τίθημι, ὅπου
Πρήθω (=φουσκώνω, καίω). Ἔχει σχέση μέ τό πί- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μπρημι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Πρόθυμος. Ἀπ’ τό πρό + θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ).
Πρηνής καί πρανής (=κατηφορικός). Σχετίζεται μέ Παράγωγα: προθυμία, προθύμως, προθυμοῦμαι,
τήν πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα τῆς προθυμητέον.
πρόθεσης πρό στή λέξη πόρρω. Προίξ-προικός. Ἀπ’ τό προ+ ικ (τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι)

184 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


+ ς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Προσεδρεύω (=παραφυλάγω). Παρασύνθετο ἀπ’
Προκάλυμμα. Ἀπ’ τό προκαλύπτω  πρό + καλύ- τό πρόσεδρος  πρός + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου
πτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρόκλησις. Ἀπ’ τό προκαλῶ  πρό + καλέω - ῶ, Προσεταιρίζομαι (=παίρνω σάν φίλο μου κάποιον).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό πρός + ἑταιρίζομαι πού παράγεται ἀπ’
Προκοπή (=πρόοδος). Ἀπ’ τό προκόπτω (=προ- τό ἑταῖρος (=φίλος), ὅπου δές γιά περισσότε-
χωρῶ)  πρό + κόπτω, ὅπου δές γιά περισσό- ρα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Προσηλόω (=καρφώνω). Ἀπ’ τό πρός + ἡλόω-ῶ
Πρόλογος. Ἀπ’ τό προλέγω  πρό + λέγω, ὅπου πού παράγεται ἀπ’ τό ἧλος (=καρφί). Παράγω-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα: προσήλωσις (=σταύρωση, ἀφοσίωση). (Τό
Πρόμαχος. Ἀπ’ τό πρό + μάχομαι, ὅπου δές γιά πε- ρῆμα δέ βρίσκεται ἁπλό ἀλλά μόνο σύνθετο:
ρισσότερα παράγωγα. καθηλῶ καί προσηλῶ).
Προμήθεια. Ἀπ’ τό προμηθής (=προνοητικός)  Προσήλυτος (=ξενοφερμένος, πού μόλις ἦρθε). Ἀπ’
πρό + μῆτις (=σοφία, σχέδιο). Ἔχει σχέση καί μέ τό προσήλυθον  πρός + ἤλυθον = ἦλθον τοῦ
τή ρίζα μαθ- τοῦ μανθάνω. Παράγωγα τοῦ προ- ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μηθής: Προμηθεύς, προμηθέομαι-οῦμαι (=προ- Προσήνεμος (=στραμμένος πρός τόν ἄνεμο). Ἀπ’ τό
νοῶ), προμηθευτικός, προμηθητέον, προμηθικῶς, πρός + ἄνεμος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ἀπρομήθητος. Προσηνής (=πρᾶος, ἤρεμος). Ἀπ’ τό πρός + κατάλ.
Πρόνοια. Ἀπ’ τό πρόνους  πρό + νοῦς, ὅπου δές -ηνής, πού δέν εἶναι γνωστή ἡ ἐτυμολογία της.
γιά περισσότερα παράγωγα. Τό ἀντίθετο εἶναι τό ἀπηνής (=σκληρός).
Προοίμιον. Ἀπ’ τό πρό + οἶμος (=δρόμος) τοῦ εἶμι, Πρόσθεσις. Ἀπ’ τό προστίθημι  πρός + τίθημι,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προπάτωρ (=γενάρχης). Ἀπ’ τό πρό + πατήρ. Δές γιά Προσθήκη. Ἀπ’ τό προστίθημι  πρός + τίθημι,
ἄλλα παράγωγα τοῦ πατήρ στή λέξη πατρίς. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προπετής (=αὐτός πού σκύβει πρός τά μπρός). Πρόσθιος (=μπροστινός). Ἀπ’ τό πρόσθεν (=μπρο-
Ἀπ’ τό προπίπτω  πρό + πίπτω, ὅπου δές γιά στά, πρίν).
περισσότερα παράγωγα. Προσιτός (=αὐτός πού μπορεῖ νά τόν πλησίασει
Προπηλακίζω (=πασαλείβω μέ λάσπη, προσβάλ- κάποιος). Ἀπ’ τό πρόσειμι  πρός + εἶμι, ὅπου
λω, βρίζω). Ἀπ’ τό πρό + πηλός (=λάσπη). Πα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα: προπηλάκισις, προπηλακισμός, προ- Πρόσκοπος (=προνοητής, αὐτός πού προπορεύε-
πηλακιστικός. ται γιά ἀνίχνευση). Ἀπ’ τό προσκοπέω-ῶ (=πα-
Πρόποσις. Ἀπ’ τό πρό + πόσις τοῦ πίνω, ὅπου δές ρατηρῶ, φυλάω)  πρό + σκοπέω-ῶ, ὅπου δές
γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Προπύλαια (=πρόθυρα). Ἀπ’ τό πρό + πύλη, ὅπου Προσκόπτω (=σκοντάφτω). Ἀπ’ τό πρός + κόπτω,
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρόρρησις. Ἀπ’ τό πρό + ρῆσις τοῦ λέγω, ὅπου δές Προσκυνέω-ῶ (=λατρεύω, τιμῶ). Ἀπ’ τό πρός +
γιά περισσότερα παράγωγα. κυνῶ (=φιλῶ), πού παράγεται ἀπό ρίζα κυ-. Πα-
Προσάντης (=ἀνηφορικός, δύσκολος, ἐχθρικός). ράγωγα: προσκύνημα, προσκύνησις, προσκυνή-
Ἀπ’ τήν πρόθ. πρός + ἄντην (=ἀπέναντι) πού σιμος, προσκυνητάριον, προσκυνητέος, προσκυ-
παράγεται ἀπ’ τήν πρόθ. ἀντί. νητέον, προσκυνητήριον, προσκυνητής, προσκυ-
Προσδοκία. Ἀπ’ τό προσδοκάω-ῶ (=περιμένω) νητός, ἀπροσκύνητος.
πρός + ρίζα δοκ  δεκ- τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά Πρόσληψις. Ἀπ’ τό προσλαμβάνω  πρός + λαμ-
περισσότερα παράγωγα. (Διαφορετικό εἶναι τό βάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
προσδοκέω-ῶ). Παράγωγα τοῦ προσδοκῶ: προσ- Πρόσοικος (=γειτονικός). Ἀπ’ τό προσοικέω-ῶ
δόκημα, προσδοκητέον, προσδοκητός, προσδό-  πρός + οἰκέω-ῶ, πού παράγεται ἀπ' τό οἶκος,
κιμος, ἀπροσδόκητος. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

185
Πρόσοψις (=ἐμφάνιση, θέα). Ἀπ’ τό προσόψομαι, Πρότασις. Ἀπ’ τό προτείνω  πρό + τείνω, ὅπου
μέλλ. τοῦ προσορῶ  πρός + ὁράω-ῶ, ὅπου δές δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Προτεραῖος. Ἀπ’ τό πρότερος πού παράγεται ἀπό
Προσπελάζω (=προσεγγίζω). Ἀπ’ τό πρός + πελά- πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τήν
ζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πρόθ. πρό στή λέξη πόρρω.
Προσποιητός (=ψεύτικος). Ἀπ’ τό προσποιῶ (=ὑπο- Προτομή (=τό ἐπάνω μέρος ἑνός πράγματος, τό
κρίνομαι)  πρός + ποιέω-ῶ, ὅπου δές γιά πε- κεφάλι ἀγάλματος). Ἀπ’ τό προτέμνω  πρό
ρισσότερα παράγωγα. + τέμνω.
Πρόσπολος (=ὑπηρέτης). Ἀπ’ τό πρός + πολέω, Προτροπάδην (=μέ τό πρόσωπο μπροστά, γρήγο-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρα). Ἀπ’ τό προτρέπω  πρό + τρέπω, ὅπου δές
Πρόσρησις (=προσφώνηση, χαιρετισμός). Ἀπ’ τό γιά περισσότερα παράγωγα.
προσαγορεύω  πρός + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά Προφανής (=φανερός). Ἀπ’ τό προφαίνω  πρό +
περισσότερα παράγωγα. φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρόσταγμα. Ἀπ’ τό προστάττω  πρός + τάσσω, Πρόφασις (=δικαιολογία). Ἀπ’ τό πρό + φημί, ὅπου
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προστασία. Ἀπ’ τό προΐστημι  πρό + ἵστημι, ὅπου Προφήτης. Ἀπ’ τό πρόφημι  πρό + φημί, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προστάτης (=ἀρχηγός, ὑπερασπιστής). Ἀπ’ τό προ- Πρόφρων (=πρόθυμος). Ἀπ’ τό πρό + φρήν ἀπ’
ΐσταμαι  πρό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα ὅπου τό φρονέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα
παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. παράγωγα.
Προσφάγιον. Ἀπ’ τό πρός + φαγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. Πρόχειρος. Ἀπ’ τό πρό + χείρ, ὅπου δές γιά περισ-
β´ τοῦ ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- σότερα παράγωγα.
γωγα. Πρόχους (=κανάτι). Ἀπ’ τό προχέω  πρό + χέω,
Πρόσφατος (=αὐτός πού πρίν λίγο σκοτώθηκε, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
καινούριος). Ἀπ’ τό πρός + πέφαται, παθ. πα- Πρόωρος. Ἀπ’ τό πρό + ὥρα, ὅπου δές γιά περισ-
ρακ. τοῦ φένω (=φονεύω). σότερα παράγωγα.
Προσφιλής (=ἀγαπητός). Ἀπ’ τό προσφιλέω-ῶ  Πρύμνα (=τό πίσω μέρος τοῦ πλοίου). Ἀπ’ τό πρυ-
πρός + φιλέω (=ἀγαπῶ), ὅπου δές γιά περισσό- μνός (=τελευταῖος). Παράγωγα: πρύμνηθεν, πρυ-
τερα παράγωγα. μνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνόθεν.
Πρόσφορος (=χρήσιμος, κατάλληλος). Ἀπ’ τό προ- Πρύτανις. Ἀντί πρότανις, ἀπ’ τήν πρόθ. πρό. Δές
σφέρω  πρός + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό- γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή λέξη πόρρω.
τερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πρύτανις: πρυτανεύω, πρυτα-
Προσφυής (=προσκολλημένος, ἁρμόδιος). Ἀπ’ τό νεία, πρυτανεῖον, πρυτανικός.
προσφύω (=κάνω κάτι νά φυτρώσει)  πρός + Πρῴην. Ἀπ’ τό πρωίην, ἑνικ. αἰτ. θηλ. τοῦ πρώι-
φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ος (πρό). Δές γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή
Πρόσχημα (=πρόφαση). Ἀπ’ τό προέχω (πρό + σεχ λέξη πόρρω.
 σχε  σχημα). Προέχω  πρό + ἔχω, ὅπου Πρωία (ἐνν. ἡμέρα). Ἀπ’ τό πρώιος (πρωί-πρό). Δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή λέξη πόρρω.
Πρόσχωσις. Ἀπ’ τό προσχώννυμι  πρός + χώννυ- Πρώιμος. Ἀπ’ τό πρωί πού παράγεται ἀπ’ τήν πρόθ.
μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πρό. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
Προσῳδία (=τραγούδι μέ συνοδεία μουσικῶν ὀργά- ξη πρό.
νων, χρονική ποσότητα συλλαβῶν). Ἀπ’ τό πρός Πρωκτός (=κῶλος). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό προ-
+ ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- άγω.
ράγωγα. Πρῷρα (=τό μπροστινό μέρος τοῦ πλοίου, ἡ πλώ-
Πρόσωπον. Ἀπ’ τό πρός + ὤψ-ὠπός τοῦ ὁράω-ῶ, ρη). Ἀπ’ τήν πρόθ. πρό. Δές γιά ἄλλα παράγω-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στή λέξη πόρρω.

186 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Πρωτόγονος. Ἀπ’ τό πρῶτος + γενέσθαι τοῦ γί- πτόησις ἤ πτοίησις (=ταραχή), πτοητός ἤ πτοι-
γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, ητός, ἀπτόητος.
καθώς καί στή λέξη πρῶτος. Πτολίεθρον. Ὑποκοριστικό τοῦ πτόλις, ἐπικ. τύ-
Πρωτόλεια, τά (=τά πρῶτα λάφυρα τοῦ πολέμου, πος ἀντί πόλις, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
οἱ πρῶτοι καρποί). Ἀπ’ τό πρῶτος + λεία. Δές γιά ράγωγα.
ἄλλα παράγωγα στή λέξη πρῶτος. Πτύον (=φτυάρι). Ἀπ’ τό πτύω (=βγάζω ἔξω), ὅπου
Πρῶτος. Ὑπερθετικός τοῦ πρότερος πού παράγε- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ται ἀπ’ τήν πρόθεση πρό. Τό πρῶτος ἀπ’ τό πρό- Πτύσσω (=διπλώνω, μαζεύω). Ἀπό ρίζα πυκ- (πυ-
ατος  πρῶτος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή κινός, πυκνός) μέ ἐπένθεση ἑνός τ  πτυκ καί μέ
λέξη πόρρω. Παράγωγα τοῦ πρῶτος: πρωτεύω, δάσυνση τοῦ κ γίνεται πτυχ. Παράγωγα: πτύγ-
πρωτεῖον, τά πρωτεῖα, πρώτιστος καί τά σύνθ.: μα (=δίπλωμα), πτυκτός (=διπλωμένος), πτύξ-
πρωταγωνιστής, πρωτόγονος, πρωτόλεια, πρω- πτυχός (=πτυχή, δίπλωμα), πτύξις, (πρό, σύμ,
τοτόκος, πρωτότοκος. ἀνά)πτυξις, πτυχή, πτύχιον, δίπτυχον, τρίπτυ-
Πρωτότοκος (=αὐτός πού γεννήθηκε πρῶτος). Ἀπ’ χος, πολύπτυχος, συμπτύσσω.
τό πρῶτος + τεκεῖν τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά πε- Πτυχή. Ἀπ’ τό πτύσσω (=διπλώνω), ὅπου δές γιά
ρισσότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Πταῖσμα (=σφάλμα). Ἀπ’ τό πταίω, ὅπου δές γιά Πτύω (=φτύνω, βγάζω ἔξω). Εἶναι ἠχοποιημένη λέ-
περισσότερα παράγωγα. ξη. Θέμα πτυ+ω  πτύω. Παράγωγα: πτύαλον
Πταίω (=σκοντάφτω, φταίω). Θέμα πταF + j + ω ἤ πτύελον (=φλέγμα), πτύον (=φτυάρι), πτύσις,
 πτάjω  πταίω. Παράγωγα: πταῖσμα, πται- πτύσμα, ἔμπτυσμα, πτυσμός, ἐμπτυσμός, ἀπό-
στός, ἄπταιστος. πτυστος (=σιχαμερός), κατάπτυστος (=ἄξιος γιά
Πταρμός (=φτάρνισμα). Ἀπ’ τό πταίρω - πτάρ- φτύσιμο), κατάπτυσμα, καταπτυστέος.
νυμαι (=φταρνίζομαι), πού παράγεται ἀπό ρί- Πτῶμα. Ἀπ’ τό πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ζα πταρ-. παράγωγα.
Πτερίς (=φτέρα) καί πτέρις. Ἀπ’ τό πτερόν τοῦ πέ- Πτώσσω (=ζαρώνω ἀπό φόβο). Παράλληλος τύπος
τομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τοῦ πτήσσω, πού χρησιμοποιεῖται μόνο στόν ἐνε-
Πτερόν. Ἀπ’ τό πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- στώτα. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα πτήσσω.
ρα παράγωγα. Πτωχός. Ἀπ’ τό πτήσσω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Πτέρυξ-υγος. Ἀπ’ τό πτερόν τοῦ πέτομαι, ὅπου δές ρα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Πυγή (=πρωκτός, κῶλος). Λέξη πρωτότυπη. Ἀπό
Πτηνόν. Ἀπ’ τό πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- δῶ τά πυγολαμπίς (=κωλοφωτιά), σεισοπυγίς.
ρα παράγωγα. Πυγμάχος. Ἀπ’ τό πυγμή (=γροθιά) + μάχομαι,
Πτῆσις. Ἀπ’ τό πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς
ρα παράγωγα. καί στή λέξη πύξ.
Πτήσσω (=ζαρώνω ἀπό φόβο). Ἀπό ρίζα πτα – πτακ Πυγμή (=γροθιά). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. πύξ (=μέ τίς γρο-
 πτηκ+j+ω = πτήσσω. Ἀπ' τό πτηκ- μέ ἑτεροίω- θιές), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ση τοῦ η σέ ω  πτωκ- καί τό ρῆμα πτώσσω. Πα- Πυθμήν (=ὁ πάτος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
ράγωγα: πτῆξις (=φόβος), πτώξ - πτωκός (=λα- Ἀρχικά ἦταν φυθμήν. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ
γός), πτωχός, πτωχεύω, πτωχεία, πτωχικός, πτω- τό βυθός (Λατιν. fundus).
κάς-άδος (=φοβισμένη). Πυκνός καί ἐπικ. πυκινός. Ἀπό ρίζα πυκ ἴδια μέ τό
Πτίλον (=πούπουλο). Ἀπ’ τό πτέσθαι, ἀπαρ. ἀόρ. πτύσσω. Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: πύκα (=στε-
β´ τοῦ πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ρεά), πυκνῶς, πυκνότης, πυκνόω-ῶ, πύκνωμα,
ράγωγα. πύκνωσις, συμπύκνωσις, πυκνωτικός.
Πτοέω-ῶ (=φοβίζω, ταράζω). Ἀπό ρίζα πτα- (=κι- Πυκτεύω (=πυγμαχῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. πύκτης πού πα-
νοῦμαι πρός τά κάτω) ἴδια μέ τό πτήσσω. Τό ρῆμα ράγεται, ἀπ’ τό ἐπίρρ. πύξ, ὅπου δές γιά περισ-
ἀπ’ τό οὐσ. πτόα ἤ πτοία (=φόβος). Παράγωγα: σότερα παράγωγα.

187
Πυλαγόρας (=ἀντιπρόσωπος στό Ἀμφικτυονικό Πυραμίς. Αἰγυπτιακή λέξη.
συνέδριο στίς Πύλες). Ἀπ’ τό Πύλαι (=Θερμο- Πύργος. Ἀσιατική ἡ προέλευσή της. Συγγενεύει μέ
πύλες) + ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τή λέξη Πέργαμος. Παράγωγα: πυργηδόν, πύρ-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πύλη. γινος, πυργομαχῶ, πυργόω-ῶ (=ὀχυρώνω, ἀνυ-
Πύλη. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως νά σχετί- ψώνω), πύργωμα, πύργωσις, πυργωτός, ἀπύρ-
ζεται μέ τή λέξη πόλις ἤ νά συγγενεύει μέ τή λέ- γωτος.
ξη πόλος. Παράγωγα: πυλεών ἤ πυλών, πυλίς Πυρετός. Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα
(ὑποκορ.), πυλόω-ῶ (=ἀσφαλίζω μέ πύλες), πύ- παράγωγα.
λωμα (=εἴσοδος), ἀπύλωτος, πυλωρός (=φρου- Πυρίκαυστος. Ἀπ’ τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά πε-
ρός τῆς πύλης), Πυλαγόρας, Πυλαία (=ἡ φθινο- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
πωρινή συνεδρία τῶν Ἀμφικτυόνων στίς Θερμο- Πυρίτης. 1) (=σιδηρουργός). Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου
πύλες), πυλαϊκός. δές γιά ἄλλα παράγωγα. 2) (=σιταρένιος). Ἀπ’
Πυνθάνομαι (=ζητῶ νά μάθω, πληροφοροῦμαι)Ἀπό τό πυρός (=σιτάρι), ὅπου δές γιά περισσότε-
ρίζα πυθ + προσφύματα ν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα ρα παράγωγα.
καί αν μετά  πυ-ν-θ-άν-ομαι = πυνθάνομαι. Ὁ Πυριφλεγής. Ἀπ’ τό πῦρ + φλέγω, ὅπου δές γιά πε-
μέλλ. πεύσομαι ἀπ' τό ποιητ. πεύθομαι,  πεύθ-σ- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
ομαι  πεύσομαι. Παράγωγα: πύσμα (=ἐρώτηση Πυρκαϊά. Ἀπ’ τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά περισσό-
πού θέλει σύντομη καί ἁπλή ἀπάντηση), πυσμα- τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τικός (=ἐρωτηματικός), πύστις, πυστός (=ξακου- Πυρός (=σιτάρι). Δωρ. σπυρός. Παράγωγα: πύρινος
στός), ἄπυστος, ἔκπυστος (=γνωστός), ἀνάπυ- (=σιταρένιος), πυρίτης (=σιταρένιος), τό πύρνον
στος (=ξακουστός), περίπυστος (=ξακουστός), κι (=σιταρένιο ψωμί), πυροφόρος (=σιτοφόρος),
ἀπ' τό ποιητ. πεύθομαι: πευθώ (=ἀγγελία), πεῦσις πυραμητός (=θερισμός σιταριοῦ).
(=ἐρώτημα), πευστέον, πευστήριος, πευστικός, Πυρπολῶ. Ἀπ’ τό πυρπόλος  πῦρ + πολέω-ῶ
πευθήν (=ἐρευνητής, κατάσκοπος). (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Πύξ (=μέ τίς γροθιές). Εἶναι ὀνομαστική πού κα- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τάντησε ἐπίρρημα. Παράγωγα: πυγμή, πυγμαῖος Πυρρίχιος (ἐνν. χορός) (=εἶδος ἐνόπλιου πολεμι-
(=νάνος), πυγμάχος, πύκτης, πυκτεύω, πύκτευ- κοῦ χοροῦ, ἀπ’ τόν ἐφευρέτη Πύρριχο).
σις, πυκτευτής, πυκτεῖον, πυκτικός (=ἔμπειρος Πυρρόθριξ (=κοκκινομάλλης). Ἀπ’ τό πυρρός
στήν πυγμαχία), πυκτοσύνη. (=κόκκινος, ξανθός) + θρίξ, ὅπου δές γιά ἄλλα
Πύον, τό (=τό πύον πού τρέχει ἀπό μιά πληγή). Ἀπ’ παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τό ρῆμα πύθω (=σαπίζω), (ρίζα πυ-). Πυρρός (=αὐτός πού ἔχει τό χρῶμα τῆς φωτιᾶς,
Πῦρ-πυρός, τό (=φωτιά) (πληθ. τά πυρά). Παρά- κοκκινομάλλης, ξανθός). Ἀντί τοῦ δωρ. πυρ-
γωγα: τά πυρά, ἡ πυρά, πυράγρα (=μασιά), πυ- σός, ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρακτῶ (=καίω), πυραύστης (=ἡ πεταλούδα πού ράγωγα.
πετάει γύρω ἀπ’ τό φῶς), πυρεῖα, πυρετός, πυ- Πυρσός (=δαυλός). Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά πε-
ρέσσω, πυρετώδης, ἡ πυρία (=λουτρό μέ ἀτμό), ρισσότερα παράγωγα.
πυρίκαυστος, πύρινος, πυρίτης (=σιδηρουργός), Πώγων-ωνος, ὁ (=γενειάδα). Ἀπό προθεματικό πω
πυριφλεγής, πυρκαϊά, πυρόεις, πυρόω-ῶ (=καίω), + γων (γένος) τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισ-
πύρπνοος (ἀντί πυρίπνοος), πυρπολῶ, πυρρός σότερα παράγωγα.
(=κοκκινομάλλης, ξανθός), πυρρίας (=κοκκινο- Πωλεύω (=δαμάζω, μερώνω πουλαράκι). Ἀπ’ τό
τρίχης), πυρσός, πυρσεύω, πυρφόρος, πυρώδης, πῶλος (=πουλάρι) πού ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τή
πύρωσις (=κάψιμο), ἐκπύρωσις, ἀπύρωτος, ἀνεκ- λέξη παῖς. Παράγωγα: πωλεία, πώλευμα, πώ-
πύρωτος, εὐπύρωτος, ἡμιπύρωτος. λευσις, πωλευτής, πωλευτικός, πωλικός, πωλί-
Πυράγρα (=τσιμπίδα, μασιά). Ἀπ’ τό πῦρ + ἄγρα ον (ὑποκορ.), πωλοδαμνῶ.
τοῦ ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς Πωλέω-ῶ (=πουλάω). Ἀπό ρίζα πελ- πού βρίσκεται
καί στή λέξη πῦρ. στίς λέξεις: πέλω, πέλομαι (=περιφέρομαι), πε-

188 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


λάζω, ἐμπολάω, πολέω, πόλος. Παράγωγα: πώ-
λημα, πώλησις, πωλητήρ, πωλητήριον, πωλητής,
πωλητικός, πωλήτρια.
Πῶλος (=πουλάρι). Σχετίζεται μέ τό παῖς. Δές γιά
παράγωγα στό ρῆμα πωλεύω.
Πῶμα. 1) (=σκέπασμα, καπάκι). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
μολογία του. 2) (=πιοτό). Ἀπ’ τό πίνω, ὅπου δές
για περισσότερα παράγωγα.
Πῶρος (=εἶδος μαρμάρου, πουρί). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
μολογία του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό πόρος.
Παράγωγα: πώρινος, πωρόω-ῶ (=ἀπολιθώνω,
σκληραίνω), πωρώδης, πώρωμα, πώρωσις.
Πώρωσις (=ἀπολίθωση, σκλήρυνση). Ἀπ’ τό πω-
ρόω-ῶ, πού παράγεται ἀπ’ τό πῶρος, ὅπου δές
γιά περισσότερα παράγωγα.

189
Ρ Ρῶ

Ράβδος. Ἀπό ρίζα ρα- ἤ Fρεπ- τοῦ ρέπω, τό δο Ραδιουργός (=αὐτός πού κάνει κάτι εὔκολα, πα-
εἶναι πρόσφυμα. Παράγωγα: ραβδίζω (=δέρνω νοῦργος). Ἀπ’ τό ράδιος + ἔργω - ἐργάζομαι,
μέ τό ραβδί, ράβδινος, ραβδίον (ὑποκορ.), ρά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
βδισμα, ραβδισμός, ραβδιστής, ραβδοῦχος, ρα- στή λέξη ράδιος.
βδοῦμαι, ράβδωμα, ράβδωσις, ραβδωτός, ἀρρά- Ράθυμος (=ἀμέριμνος, νωθρός). Ἀπ’ τό ράδιος +
βδωτος. θυμός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις θυ-
Ραβδοῦχος (=ὑπηρέτης ἄρχοντα). Ἀπ’ τό ράβδος μόω καί ράδιος.
+ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- Ραιβός (=κυρτός, στραβός, στραβοκάνης). Ἀμφί-
θώς καί στή λέξη ράβδος. βολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ὁ ἀρχικός τύπος νά
Ραγάς-άδος (=χαραμάδα). Ἀπ’ τό ραγῆναι, ἀπαρ. ἦταν Fραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται ἀπό ρί-
παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισ- ζα ραγ- τοῦ ρήγνυμι καί τοῦ ραίω (=συντρίβω),
σότερα παράγωγα. πού ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρήγνυμι.
Ραγίζω (=μαζεύω ρῶγες). Ἀπ’ τό ράξ - ραγός (=ρώ- Ραΐζω (=γίνομαι ὑποφερτός, ἀναλαμβάνω ὕστερα
γα) τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀπ’ ἀρρώστια). Ἀπ’ τό ράδιος, ὅπου δές γιά πε-
ράγωγα. ρισσότερα παράγωγα.
Ρᾴδιος (=εὔκολος). Ἀπ’ τό ῥᾷ (ποιητ. τυπ. ἀντί ρά- Ραίνω (=ραντίζω, δροσίζω). Ἀπό ρίζα ραν 
διον) + ἴδιος = ραΐδιος = ράδιος καί ἰων. ρῄδι- ραν+j+ω  ραίνω. Ἄλλοι δέχονται ρίζα ραδ-
ος (ρηίδιος). ἤ αρδ-, ἀλλά δέν εἶναι σωστή. Παράγωγα: ρα-
Παράγωγα: ραδίως, ραδιουργός, ραδιουργία, νίς (=σταλαγματιά), ραντήρ, ραντήριος, περίρ-
ραδιουργῶ (=κάνω κάτι ἀσυλλόγιστα, φέρνο- ρανσις, περιρραντήριον, ραντός, ραντίζω, ρα-
μαι μέ δόλο), ραδιούργημα, ράθυμος (=ἀμέρι- ντισμός, ἄρραντος.
μνος, νωθρός), ραθυμία, ραθυμῶ, ραθυμητέον, Ράκος (=κουρέλι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
ραΐζω (=γίνομαι ὑποφερτός, ἀναλαμβάνω ὕστε- ἀπ’ τό ρήγνυμι.
ρα ἀπ’ ἀρρώστια), τά παραθετικά τοῦ ρᾴδιος: Ράμνος (=ἀγκαθωτός θάμνος, παλιούρι). Ἀβέβαιη
ράων, ρᾶστος, ἀπ’ ὅπου ἡ ραστώνη (=εὐχέρεια, ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τή λέ-
εὐκολία), ραστωνεύω. ξη ράβδος (ράβνος  ράμνος).

190 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ράμφος. Ἴσως ἀπό συμφυρμό τῆς ρίζας ρέμφ- (ρέμ- Ρεῖθρον, τό (=τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ). Ἀπ’ τό ρέω,
φος=στόμα) + ρίζα ραφ- (ραφή). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ρανίς-ίδος, ἡ (=σταλαγματιά). Ἀπ’ τό ραίνω (=ρα- Ρέκτης (=δραστήριος). Ἀπ’ τό ρέζω, ὅπου δές γιά
ντίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἄλλα παράγωγα.
Ράξ-ραγός, ἤ καί ἰων. ρώξ-ρωγός (=ρώγα σταφυ- Ρέμβομαι (=περιπλανιέμαι). Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα ρεπ-
λιοῦ). Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότε- τοῦ ρέπω. Παράγωγα: ρέμβη (=πλάνη), ρέμβος,
ρα παράγωγα. ρεμβώδης, ρόμβος (=σβούρα), ρομβῶ (=περι-
Ραπίζω (=δέρνω). Ἀπ’ τό οὐσ. ραπίς-ίδος (=ραβδί) στρέφω), ρομβοειδής, ρύμβος (ἀντί ρόμβος),
ἀπό ρίζα ρα- ἤ Fρεπ- τοῦ ρέπω. Παράγωγα: ρά- ρυμβών, ρυμβονάω (=περιστρέφω).
πισμα, ραπισμός. Ρέπω (=γέρνω, κλίνω). Ἀρχική ρίζα Fρεπ. Παράγω-
Ράπτω (=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ- ῥαφ ἤ γα: ραπίς, ραπίζω, ρεπτέον, ρέψις, ροπή (=κλίση
ραφ + πρόσφυμα τ  ράφτω  ράπτω. Παρά- πρός τά κάτω), ἀμφιρρεπής, ἐπιρρεπής, ἀμφίρ-
γωγα: ράμμα, ράπτης, ραπτικός, προσραπτέον, ροπος, ἀντίρροπος, ἰσόρροπος, ρόπτρον, ρόπα-
ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ρα- λον, καλαῦροψ (=ποιμενικό ραβδί).
φεύς, ραφή, ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορ- Ρεῦμα. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ραφῶ, ραψῳδός, ραψῳδία, ραψῳδῶ. ράγωγα.
Ράσσω καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, συντρί- Ρέω (=κυλῶ, τρέχω ὁρμητικά). Ἀρχική ρίζα σρεF.
βω). Ἀπό ρίζα Fραγ  ράγ + j + ω = ράσσω, (ἔχει Θέματα: α) ρέ+ω  ρέω, β) ρευ-, γ) ρυ-, δ) ρυε
σχέση μέ τό ρήγνυμι). Παράγωγα: ράγδην (=βί- - ρυη (ρυήσομαι). Παράγωγα: ρεῖθρον, ρέος,
αια), ραγδαῖος (=ὁρμητικός), ρακτήριος, ρακτός τό (=ρυάκι), ρεῦμα, ρευματίζομαι (=κυλῶ σάν
(=τραχύς), σύρραξις (=σύγκρουση), καί γιά ἄλλα ρεῦμα), ρευματικός, ρευματόω (=μεταβάλλω
παράγωγα δές στό ρῆμα ρήγνυμι. σέ ρεῦμα), ρεῦσις, ρευσταλέος, ρευστικός, ρευ-
Ραστώνη (=εὐχέρεια, εὐκολία). Ἀπ’ τό ρᾶστος, στός, ροή, ἀπορροή, καταρροή, ροία, ἀπόρροια,
ὑπερθετικό τοῦ ράδιος, ὅπου δές γιά περισσό- διάρροια, παλίρροια, ρόος-ροῦς, κατάρρους, πα-
τερα παράγωγα. λίρρους, χειμάρρους, ρύαξ, ρυάς-άδος (=ὑγρός),
Ραφή. Ἀπ’ τό ράπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα ρύδην, ρυθμός, ρυθμίζω, ρυθμικός, ἔρρυθμος,
παράγωγα. ἀπόρρυμα, ρύμη (=ὁρμή), ρύσις, περίρρυσις, ρυ-
Ραχία (=τό σπάσιμο τῶν κυμάτων πάνω στήν ἀκτή, τός (=ρευστός), ρυτόν (=ποτήρι μέ μυτερή ἄκρη
φουσκωνεριά, ράχη). Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές ὅπου ὑπῆρχε τρύπα ἀπ' ὅπου ἔπεφτε τό κρασί),
γιά περισσότερα παράγωγα. ἀπόρρυτος, ἐπίρρυτος, κατάρρυτος, περίρρυ-
Ράχις-εως (=ράχη). Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά τος, ὑδρορρόη, φυλλορροῶ. Ἀπ' τήν ἴδια ρίζα
περισσότερα παράγωγα. τά Εὐρώτας, ἐρωή (=ὁρμή), ἐρωέω (=χύνομαι)
Ραψῳδός. Ἀπ’ τό ράπτω + ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές καί ὁ ποταμός Στρυμών.
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα Ρῆγμα. Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότε-
ράπτω. ρα παράγωγα.
Ρέγκω ἤ ρέγχω (=ροχαλίζω). Λέξη ἠχοποίητη ἀπ’ Ρήγνυμι (=σπάνω, σχίζω). Ἀρχική ρίζα Fραγ-. Θέ-
τό ρόγχο αὐτῶν πού κοιμοῦνται. Παράγωγα: ματα: α) ρηγ  ρηγ + πρόσφυμα νυ + μι  ρή-
ρέγκος ἤ ρέγχος (=ροχάλισμα), ρέγξις, ρόγχος, γνυμι, β) ραγ- (ἐρράγην), γ) μέ μετάπτωση ρωγ-.
ρογχάζω, ρογχασμός. (Λατιν. frango). Παράγωγα: ρῆγμα, ρηγμίν ἤ ρηγ-
Ρέζω (=κάνω κάτι). Ἀπό ρίζα Fρεγ=Fεργ τοῦ ἔργω, μίς (=ἡ ἀκτή, ἡ ἀκροθαλασσιά), ρηκτός, ἄρρη-
ὥστε εἶναι τό ρέζω ποιητ. τύπος τοῦ ἔργω. Θέ- κτος, ἀδιάρρηκτος, ρήκτης, διαρρήκτης, ρῆξις
μα εργ  μέ μετάθεση τοῦ φθόγγου  ρεγ+jω (=σπάσιμο), διάρρηξις, ρηξικέλευθος (=αὐτός πού
 ρέζω. Παράγωγα: ρεκτήρ, ρέκτειρα, ρέκτης ἀνοίγει δρόμο), ραγάς, ραγή, ἀρραγής (=ἄθραυ-
(=δραστήριος), ρεκτήριος. στος), ράξ – ραγός (=ρώγα σταφυλιοῦ), ραγί-
Ρέθο-εος, τό (=μέλος τοῦ σώματος, τό πρόσωπο). ζω, ράσσω, ράγδην, ραγδαῖος, καταρράκτης, ρα-
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. χία, ράχις, ραχιαῖος, ραχίζω (=κόβω στά δύο),

191
ραχίτης, ράχετρον, ρώξ-ρωγός (=σχίσιμο), ρω- ριπτάζω (θαμιστικό), (=ρίχνω ἐδῶ κι ἐκεῖ), ρι-
γάς-άδος (=ξεσχισμένος), ρωγαλέος (=ξεσχι- πτέω-ῶ, ριπτός, Εὔριπος, ρίψ-ριπός (=ψάθα),
σμένος), ρωγμή, ἀπορρώξ (=ἀπότομος), ἀρρώξ ρῖψις, ρίψασπις (=αὐτός πού ρίχνει τήν ἀσπίδα
(=χωρίς ρωγμές), ἀμφιρρώξ (=γεμάτος ρωγμές), του στή μάχη, δειλός), ριψοκίνδυνος, ριψοκιν-
διαρρώξ (=σπασμένος), περιρρώξ (=ἀπότομος δυνῶ, ρίψοπλος, ρῖμμα (=τίναγμα), καί τό νεο-
ἀπό παντοῦ), ρωχμός (=σχισμάδα), ἴσως τό ρά- ελλ. ἀπορρίμματα.
κος (=κουρέλι). Ρίς-ρινός, ἡ (=μύτη). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
Ρῆγος-εος, τό (=σκέπασμα, πάπλωμα). Ἀπ’ τό της.
ρῆμα ρέζω (=βάφω), διαφορετικό ἀπ’ τό ρέζω Ρίψασπις- ιδος (=αὐτός πού ρίχνει τήν ἀσπίδα του
(=κάνω). στή μάχη, δειλός). Ἀπ’ τό ρίπτω + ἀσπίς. Δές γιά
Ρῆμα (=λόγος). Ἀπ’ τό λέγω (3) ὅπου δές γιά πε- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρίπτω.
ρισσότερα παράγωγα. Ριψοκίνδυνος. Ἀπ’ τό ρίπτω + κίνδυνος, ὅπου δές
Ρηξικέλευθος (=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προ- γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα
οδευτικός). Ἀπ’ τό ρήγνυμι + κέλευθος (=δρό- ρίπτω.
μος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρήγνυμι. Ροδανός (=τρυφερός, ἁπαλός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρί-
Ρῆξις (=σπάσιμο). Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά ζα ραδ- μέ τίς λέξεις: ροδάνη (=κλωστή), ρα-
περισσότερα παράγωγα. δάνη, ραδινός (=ἁπαλός), ροδαλός, ράδαμνος
Ρῆσις (=λόγος). Ἀπ’ τό λέγω (3), ὅπου δές γιά πε- (=ἁπαλό βλαστάρι), ράδιξ (=κλαδί), ρίζα, ἴσως
ρισσότερα παράγωγα. καί τό ρόδον.
Ρήτωρ-ορος. Ἀπ’ τό λέγω (3), ὅπου δές γιά περισ- Ρόδον (=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδα-
σότερα παράγωγα. νός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια
Ριγέω-ῶ (=κρυώνω, ἀνατριχιάζω). (Λατιν. frigeo). ρίζα. Ἀρχικά ἦταν Fρόδον. Παράγωγα: ροδίζω,
Πιθανόν ἀπό ρίζα Fριγ-. Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τρι-
ρίζα: ρῖγος, ριγηλός, ριγεδανός, ρίγιον (=πιό πα- αντάφυλλα).
γερό), ρίγιστος (=πάρα πολύ τρομερός), ριγόω-ῶ Ροδόχρως-ωτος. Ἀπ’ τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συ-
(=κρυώνω), ρίγωσις (=τρεμούλιασμα). νώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παρά-
Ριζόω-ῶ (=ριζώνω, στερεώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. ρίζα, γωγα στή λέξη ρόδον.
αἰολ. βρίσδα ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ραδινός (=λε- Ροή. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
πτός καί μακρύς, ἁπαλός). (Λατιν. radix καί ἑλλ. ράγωγα.
ράδιξ (=κλαδί)). Παράγωγα: ριζικός, ρίζιον (ὑπο- Ροθέω-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπ’ τό ρόθος (=πάτα-
κορ.), ρίζωμα, ρίζωσις, ριζωτής, ριζωτός, ἀρρίζω- γος) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπ’ τό θόρυβο
τος, ριζοτόμος. τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπ’ τό ρόθος: ροθιά-
Ρικνός (=ζαρωμένος ἀπ’ τό κρύο, ξερός, μαραμέ- ζω (=κωπηλατῶ), ρόθιος (=ὁρμητικός), τά ρόθια
νος). Πιθανόν ἀντί ριγνός ἀπ’ τό ρῖγος. (=κύματα), ροθιάς (=αὐτή πού κάνει πάταγο).
Ρινός (=δέρμα). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: δέρω, δέρ- Ρόθος (=πάταγος, πλατάγισμα τῶν κυμάτων). Ἠχο-
μα, κείρω. ποιημένη λέξη ἀπ’ τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Δές
Ρίον, τό (=κορυφή βουνοῦ, ἀκρωτήριο). Ἀρχικά ἦταν γιά παράγωγα στό ρῆμα ροθέω-ῶ.
Fρίσον. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρίς - ρινός. Ροῖβδος (=ὁρμητικός θόρυβος, σφύριγμα τοῦ ἀνέ-
Ριπή (=ὁρμή, φορά). Ἀπ’ τό ρίπτω, ὅπου δές γιά μου). Ἠχοποιημένη λέξη. Παράγωγα: ροιβδέ-
περισσότερα παράγωγα. ω-ῶ (=ρουφῶ μέ θόρυβο), ροίβδησις. Συνώνυμα
Ριπίς (=φυσερό, βεντάλια). Ἀπ’ τό ρίπτω, ὅπου δές εἶναι καί τά: ροιζέω (=σφυρίζω), ροῖζος (=σφύ-
γιά περισσότερα παράγωγα. ριγμα, ὁρμή).
Ρίπτω. Ἀπό ρίζα ριπ-. Θέμα ριπ + πρόσφυμα τ + ω Ρόμβος (=σβούρα, γεωμετρικό σχῆμα). Ἀπ’ τό ρέμ-
 ρίπτω. Παράγωγα: ριπή, ρίπημα, ριπίς-ίδος, βομαι (=περιπλανιέμαι), ὅπου δές γιά περισσό-
ριπίζω (=φυσῶ, ἀνε-μίζω), ρίπισις, ρίπισμα, ριπι- τερα παράγωγα.
στήρ, ριπιστήριον, ριπιστός, ριπίδιον (ὑποκορ.), Ρομφαία (=μάχαιρα). Ξενική λέξη.

192 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Ρόος-ροῦς. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότε- πανσις, ρύπασμα, ρυπαρία, ρυπάω (=εἶμαι βρό-
ρα παράγωγα. μικος), ρυπόω (=λερώνω), ρύπτω (=καθαρίζω).
Ρόπαλον. Ἀπ’ τό ρέπω (=κλίνω), ὅπου δές γιά πε- Ρύπτω (=καθαρίζω, πλένω). Ἀπ’ τό ρύπος. Παρά-
ρισσότερα παράγωγα. γωγα: ρύμμα (=αὐτό πού χρησιμεύει γιά πλύσιμο
Ροπή (=κλίση πρός τά κάτω, τάση). Ἀπ’ τό ρέπω, τῶν ρούχων, ἀκαθαρσία), ρυπτικός, ρυπτήρ, ρύ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πτειρα, ρύψις (=καθαρισμός), ἀπόρρυψις.
Ρόπτρον. Ἀπ’ τό ρέπω, ὅπου δές γιά περισσότε- Ρύσιον (=λάφυρο, ἐνέχυρο). Ἀπ’ τό ρύομαι, ὅπου
ρα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ροφέω-ῶ. Ἀρχική ρίζα σροφ-. Θέμα ροφ + πρόσφυ- Ρύσιος (=αὐτός πού σώζει). Ἀπ’ τό ρύομαι, ὅπου
μα ε + ω  ροφέω-ῶ. Παράγωγα: ρόμμα (=ρό- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φημα), ροπτός, ρόφημα, ρόφησις, ροφητικός, Ρυτήρ (=λουρί, σωτήρας). Ἀπ’ τό ρύομαι, ὅπου δές
ροφητός, άπορροφητικός. γιά περισσότερα παράγωγα.
Ρόχθος (=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπ’ τόν ἦχο Ρυτίς (=ζαρωματιά). Ἀπ’ τό ρύομαι, ὅπου δές γιά
τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ. περισσότερα παράγωγα.
Ρύαξ-ακος. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότε- Ρύτωρ (=λυτρωτής). Ἀπ’ τό ρύομαι, ὅπου δές γιά
ρα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Ρύγχος (=μούρη, ράμφος). Ἴσως ἀπ’ τό ρύζω (=γλυλ- Ρύω (=σέρνω). Ἀντί ἑρύω, γιατί τό ρύω δέν ὑπάρ-
λίζω), πού μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό ρέγχω. χει, ἀλλά μόνο τό μέσο ρύομαι, ὅπου δές γιά
Ρύζω (=γρυλίζω). Ἠχοποιημένη λέξη. παράγωγα.
Ρυθμός. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα Ρώμη (=δύναμη). Ἀπ’ τό ρώομαι (=ὁρμῶ) ἀπ’ ὅπου
παράγωγα. καί τό ρώννυμι, ὅπου δές γιά παράγωγα.
Ρυκάνη (=ροκάνι, πλάνη). Πιθανόν ἀπό ρίζα ορυ- Ρώννυμι (=δυναμώνω, ἐνισχύω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμο-
τοῦ ὀρύσσω μέ πτώση τοῦ ο. Δές γιά ἄλλα πα- λογία του. Ἴσως ἀπ’ τό ρώομαι (=ὁρμῶ). Ἴσως ἀκό-
ράγωγα στό ὀρύσσω. μη νά σχετίζεται μέ τά: ράδαμνος (=βλαστός), ρά-
Ρύμη (=ὁρμή, φορά, σοκάκι). Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές διος. Θέματα: ρω- καί ρωσ-. Θέμα ρως + πρόσφυ-
γιά περισσότερα παράγωγα. μα νυ + μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν  ρών-
Ρυμός (=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπ’ τό μέσο τοῦ ἄξονα νυμι. Παράγωγα: ρώμη, ρωμαλέος, ρῶσις (=δυ-
ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). νάμωμα), (ἀνάρ, ἐπίρ)ρωσις, ἄρρωστος, ἀρρω-
Ἀπ’ τό ρύω (ἐρύω) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ ρύ- στία, ἀρρωστῶ, εὔρωστος, εὐρωστία, εὐρωστῶ,
ομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἐρρωμένος (ἐρρωμενέστερος, ἐρρωμενέστατος),
Ρύομαι (=σέρνω πρός τόν ἑαυτό μου, τραβῶ ἀπ’ ἐρρωμένως (ἐπίρρ.) (ἐρρωμενέστερον καί ἐρρω-
τόν κίνδυνο, σώζω, προφυλάγω). Ἀπό ρίζα Fρυ- μενεστέρως, ἐρρωμενέστατα).
καί Fρυσ-. Θέμα ρύ+ομαι  ρύομαι. Τό ἐνεργητ. Ρώξ-ρωγός (=ἄνοιγμα, στενό πέρασμα). Ἀπ’ τό ρή-
ρύω δέν ὑπάρχει, ἀλλά ἀντί γι’ αὐτό χρησιμοποι- γνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
εῖται τό ρῆμα ἐρύω (=σέρνω), ὅπου δές γιά παρά- Ρώομαι (=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: ὁρμή,
γωγα. Παράγωγα τοῦ ρύομαι: ρῦμα (=προστα- ἐρύω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ρώννυμι.
σία), ρυμός, ρύσιον (=λάφυρο, ἀσφάλεια), ρυ- Ρῶπος (=φτηνά ἐμπορεύματα, ματαιολογία). Σκο-
σιάζω (=ἁρπάζω σάν λάφυρο), ρύσιος (=αὐτός τεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ρωπίζω, ρω-
πού σώζει), ρυσίπολις, ρῦσις (=ἀπελευθέρω- πικός, ρωπογράφος (=αὐτός πού ζωγραφίζει μη-
ση), ρυσός (=ζαρωμένος, ρυτιδωμένος), ρυστά- δαμινά πράγματα).
ζω (θαμιστ. = περιφέρω βίαια), ρυστήρ (=σωτή- Ρώψ-ρωπός (=χαμόδεντρο, χαμόκλαδο). Ἴσως ἀπ’
ρας), ρύστης (λυτρωτής), ρυτήρ (=λουρί, σωτή- τό ραπίς (=ραβδί). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα ριπ- τοῦ
ρας), ρυτίς-ίδος (=ζαρωματιά), ρυτυδόω-ῶ, ρυ- ρίψ-ριπός (=ψάθα ἀπό καλάμια).
τός (=ἑλκυστός), ρύτωρ (=λυτρωτής).
Ρυπαρός (=ἀκάθαρτος). Ἀπ’ τό ρύπος (ἀκαθαρ-
σία), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ρυπαίνω, ρύ-

193
Σ Σῖγμα

Σάγη, ἡ (=ἀποσκευές, σαμάρι). Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου Σάκος ἤ σάκος, ὁ (=σακούλι). Ἡ προέλευσή της
δές γιά περισσότερα παράγωγα. εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπ’ τό σάττω, ὅπου δές γιά
Σαγηνεύω (=ψαρεύω μέ δίχτυ, πιάνω μέ δίχτυ). ἄλλα παράγωγα.
Ἀπ’ τό σαγήνη (=δίχτυ), πού παράγεται ἀπ’ τό Σάκος - εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς).
σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω- Ἔχει σχέση μέ τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
γα τοῦ σαγηνεύω: σαγηνεία, σαγηνεύς, σαγη- ράγωγα.
νευτήρ, σαγηνευτής. Σαλαμάνδρα (=εἶδος σαύρας, γουστερίτσα). Πιθα-
Σαγήνη (=δίχτυ γιά ψάρεμα). Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου νόν ὡς πρῶτο συνθετικό ἡ λέξη σάλη (=οὐρά ζώ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ων), τό δεύτερο συνθετικό εἶναι ἄγνωστο.
ρῆμα σαγηνεύω. Σαλεύω (=κουνῶ, κλονίζω). Ἀπ’ τό οὐσ.
Σάγμα (=σκέπασμα, σαμάρι) Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου σάλος (=κίνηση, ταραχή) ἀπό ρίζα σαλ-.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: σάλαξ (=κόσκινο τῶν μεταλ-
Σαθρός (=σάπιος, ἄρρωστος). Ἀντί σαπρός τοῦ λουργῶν), σαλάκων (=ξιπασμένος), σαλάσσω
σήπω. Παράγωγα: σαθρότης, σαθρόω-ῶ (=ἐξα- (=κουνῶ), σάλη, σαλεία (=ταραχή), σάλευμα,
σθενῶ), σάθρωμα, σάθρωσις. σάλευσις, διασάλευσις, σαλευτός, ἀσάλευτος,
Σαίνω (=κουνῶ τήν οὐρά, κολακεύω). Συγγενικό ἀπαρασάλευτος, ἀπαρασαλεύτως, κονίσαλος
μέ τά σείω, σαίρω. Θέμα σαν + j + ω  σαίνω. (=σύννεφο σκόνης).
Παράγωγα: σαινίδωρος (=αὐτός πού κολακεύ- Σάλος (=ταραχή, φουσκοθαλασσιά, κλυδωνισμός).
ει μέ δῶρα), σαινολόγος (=αὐτός πού κολακεύ- Πιθανόν ἠχοποιημένη λέξη. Δές γιά παράγωγα
ει μέ λόγια), σαίνουρος, σαινουρίς. στό ρῆμα σαλεύω.
Σαίρω (=δείχνω τά δόντια μου, σκουπίζω). Ἄγνω- Σάλπιγξ - ιγγος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθα-
στη ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα σαρ + j + ω  σαί- νόν ἀπό ρίζα σFαλπ-. Ἴσως συγγενεύει μέ τό σύ-
ρω. Παράγωγα: σάρμα (=σχισμάδα, σκουπίδι), ριγξ. Παράγωγα: σαλπίζω, σαλπιγκτής - σαλπι-
σάρον, τό (=σκούπα), σαρόω-ῶ (=σαρώνω), σε- κτής – σαλπιστής, σάλπισμα, σαλπισμός.
σηρότως (=μέ τραβηγμένα τά χείλη), σάρωμα, Σαμβύκη (=τριγωνικό μουσικό ὄργανο μέ τέσσερις
σάρωσις, σάρωτρον. χορδές). Εἶναι ἀσιατική ἡ προέλευσή του.

194 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Σάνδαλον, τό (=σανδάλι, πέδιλο). Ἀσιατική ἡ προ- ἀπό ρίζα σα (σάθη = ἀντρικό αἰδοῖο) + τυρός
έλευσή του ἀπ’ τό περσικό sandal. (ἐξογκωμένος) ἤ τύλος, τύλη, τύμβος, ταῦρος,
Σανίς-ίδος (=σανίδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. πού δηλώνουν διόγκωση˙ ἄλλοι τό ἀνάγουν σ’
Παράγωγα: σανίδιον, σανιδόω, σανιδώδης, σα- ἄλλη ἰαπετ. ρίζα, ἀπ’ ὅπου τό λατ. sator (=σπο-
νίδωμα, σανιδωτός. ρέας, γεννήτορας) ἤ satur (=χορτάτος), ζωῶδες
Σαπρός (=σάπιος). Ἀπ’ τό σήπω, ὅπου δές γιά πε- πλάσμα μέ μακριά αὐτιά, οὐρά τράγου καί μι-
ρισσότερα παράγωγα. κρά κέρατα, σύντροφος τοῦ Βάκχου (ὅμοιος μέ
Σάπφειρος (=πολύτιμος λίθος, ζαφείρι). Ἡ λέξη τό Σειληνό, ἀπ’ τόν ὁποῖο ἦταν ἀρχαιότερος, δι-
εἶναι φοινικική. αφορετικός ἀπ’ τόν Πάνα καί τό Φαῦνο).
Σαρδάνιος (=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί Σαφήνεια. Ἀπ’ τό ἐπίθ. σαφηνής (=σαφής). Ἄλλα
χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό ρῆμα γελῶ  γελῶ παράγωγα: σαφηνίζω, σαφηνισμός, σαφηνιστής,
σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά σαφηνεστικός, σαφηνεστέον.
παράγεται ἀπ' τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, Σβέννυμι (=σβήνω, καθησυχάζω). Θέμα σβεσ +
πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγ- πρόσφυμα νυ + μι = σβέννυμι. Παράγωγα: σβέ-
γενεύει μέ τό σεσηρώς (=μέ τραβηγμένα χείλη) σις, σβεστήρ, σβεστήριος, σβεστικός, σβεστός,
ἀπ' τό σαίρω (=δείχνω τά δόντια μου). ἄσβεστος.
Σαρκάζω (=ξεσκίζω σάρκες σάν τά σκυλιά, χλευά- Σέβας. Ἀπ’ τό σέβομαι. Δές γιά περισσότερα πα-
ζω). Ἀπ’ τό οὐσ. σάρξ-σαρκός, πού ἡ ἐτυμολογία ράγωγα στό ρῆμα σέβω.
του εἶναι ἀμφίβολη. Δές γιά περισσότερα παρά- Σέβω καί πιό συνηθισμένο σέβομαι (=τιμῶ, νοιώ-
γωγα στή λέξη σάρξ. θω εὐλάβεια καί φόβο). Ἀπό ρίζα σεβ-. Παράγω-
Σαρκοφάγος. Ἀπ’ τό σάρξ + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω. γα: σέβας (=φόβος μαζί μέ σεβασμό), σέβασις,
Σαρκώδης. Ἀπ’ τό σάρξ + εἶδος. Δές γιά ἄλλα πα- σέβασμα, σεβάσμιος, σεβασμός, σεβαστικός, σε-
ράγωγα στή λέξη σάρξ. βάζομαι (=ντρέπομαι), σεβαστός, σεβίζω (=λα-
Σάρξ - ρκός. Ἡ ἐτυμολογία της εἶναι ἀμφίβολη. τρεύω), ἀσεβής, ἀσέβεια, ἀσεβῶ, δυσσεβής, δυσ-
Ἀρχική ρίζα ἴσως ἡ τFαρκ-. Παράγωγα: σαρκά- σέβεια, δυσσέβημα, εὐσεβής, εὐσέβεια, εὐσεβῶ,
ζω, σαρκασμός, σαρκικός, σάρκινος, σαρκοβό- θεοσεβής, σεμνός (ἀπ’ τό σεβνός), σεμνότης, σε-
ρος, σαρκοειδής, σαρκοφάγος, σαρκόω (=δυνα- μνύνω (=ἐπαινῶ), σεμνόω (=τιμῶ), σέμνωμα, σε-
μώνω), σαρκώδης, σάρκωσις, ἄσαρκος. μνολόγος, σεπτός, ἀσεπτῶ, σεπτέος.
Σαρόω (=σκουπίζω). Ἄλλος τύπος τοῦ σαίρω, ὅπου Σειληνός καί Σιληνός (=ἀχώριστος σύντροφος
δές γιά παράγωγα. τοῦ Βάκχου, ἀρχηγός τῶν Σατύρων). Ἀβέβαιη
Σατράπης. Περσική λέξη. Παράγωγα: σατραπεύω, ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό: σιλά (ἐνν. ρίς)
σατραπεία, σατραπεῖον, σατραπικός. πού σημαίνει (μύτη πλακωτή) + πρόσφ. ανος 
Σάττω (=φορτώνω, σαμαρώνω). Ἀπό ἀρχική ρίζα Σιλανός  Σιληνός. Ἴσως ἀπ’ τό θρακικό ζῖλα
σFακ- ἤ σFαγ-. Θέμα σαγ + j + ω  σάττω. Πα- (=κρασί).
ράγωγα: σάγη (=φορτίο, σαμάρι), πανσαγία (=μ' Σειρά (=σχοινί, ἁλυσίδα, λουρί). Ἀπ’ τό εἴρω (=ἑνώ-
ὅλες τίς ἀποσκευές), σαγήνη (=δίχτυ γιά ψάρε- νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα), σάγμα, σαγμάριον, σάγος (=χοντρός μαν- Σείριος (=θερμός, καυστικός). Ἀπ’ τό σειρός (=θερ-
δύας), σάκος ἤ σάκος, ὁ (=σακούλι), σάκος, τό μός). Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό εἵλη (=ζέστη
(=ἀσπίδα), σακός ἤ σηκός (=μάντρα, ἱερός πε- τοῦ ἥλιου).
ρίβολος), σάκτος, ὁ (=σάκος), σακτήρ, σακτός Σεισάχθεια (=ἡ ἐλάττωση τῶν χρεῶν). Ἀπ’ τό σείω
(=παραγεμισμένος), σάκτρα (=ζεμπίλι), σάκτωρ + ἄχθος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
(=φορτωτής), σακχυφάντης (=αὐτός πού ὑφαί- καθώς καί στό ρῆμα σείω.
νει σακκιά), σάξις (=παραγέμισμα), ἄσακτος (ἐνν. Σεισμός. Ἀπ’ τό σείω, ὅπου δές γιά περισσότερα
γῆ = ἀπάτητο χῶμα). παράγωγα.
Σάτυρος (=σύντροφος τοῦ θεοῦ Βάκχου, λάγνος Σείω (=κουνῶ, κλονίζω). Θέμα σεισ + ω = σείσω καί
ἄνθρωπος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα 

195
σείω. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τά σάλος, σαλεύω, ἤ μέ Σήμαντρον (=σφραγίδα). Ἀπ’ τό σημαίνω, ὅπου
τά σαίνω, σεύω. Παράγωγα: σεῖσις (=κούνημα), δές γιά περισσότερα παράγωγα.
διάσεισις, σεισάχθεια, σεῖσμα, σεισμός, σεισοπυ- Σημειόω-ῶ. Ἀπ’ τό σημεῖον πού παράγεται ἀπ’ τό
γίς (=σουσουράδα), σείστης, σειστός, ἄσειστος, οὐσ. σῆμα. Παράγωγα: σημείωσις, ὑποσημείω-
ἀδιάσειστος, διάσειστος, σεῖστρον (=ὄργανο πού σις, σημείωμα, σημειωτέος, σημειωτέον, σημει-
κάνει κρότο), σείσων (=καβουρντιστήρι). ωτικός, σημειωτός.
Σελαγέω-ῶ (=φωτίζω, φεγγοβολῶ). Ἀπ’ τό σέλας Σήμερον καί ἀττ. τήμερον. Ἀπό προθεματικό σ +
(=φῶς, λάμψη) πού εἶναι συγγενικό μέ τό ἥλιος. ἡμέρα. Ἀπό δῶ τό σημερινός.
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σέλας. Σηπεδών (=σαπίλα). Ἀπ’ το σήπω, ὅπου δές γιά πε-
Σέλας (=φῶς, λάμψη). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σε- ρισσότερα παράγωγα.
λήνη, εἵλη (=ἡ θερμότητα τοῦ ἥλιου), ἥλιος. Πα- Σήπω (=σαπίζω) καί μέσο σήπομαι, παρακ. σέση-
ράγωγα: σελαγῶ, σελαγίζω, σελάγισμα, σέλασμα, πα. Ἀπό ρίζα σFαπ. Θέμα σήπ + ω  σήπω. Πα-
σελασφόρος (=φεγγοβόλος), σελάω (=λάμπω) ράγωγα: σαθρός (=αὐτός πού φθείρεται ἀπ’ τήν
καί ἴσως τό σέλαχος (=σαλάχι), ἐπειδή βγάζει πολύχρονη χρήση), σαθρότης, σαθρόω, σαπρός
φωσφορική λάμψη. (=σάπιος, παλιός), σαπρία (=σαπίλα), σαπρίζω,
Σελήνη. Συγγενεύει μέ τό σέλας (=λάμψη). Παρά- σηπεδών, σηπτικός, ἀντισηπτικός, σηπτός, ἄση-
γωγα: σεληναῖος, σεληνιάζομαι (=παθαίνω ἐπι- πτος, σήψ (σηπός) (=ἕλκος), σῆψις.
ληψία), σεληνιασμός, σεληνιακός. Σῆραγξ - γγος (=κοῖλος βράχος, σπήλαιο, ρωγμή,
Σελίς-ίδος (=σανίδα, φύλλο παπύρου). Πιθανόν κοιλότης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
συγγενική μέ τό σέλμα (=σανίδωμα). Σής-σεός καί σητός (=σκόρος, βώτριδα). Ἀβέ-
Σέλμα, τό (=σανίδωμα τοῦ πλοίου, κατάστρωμα). βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ
Πιθανόν συγγενικό μέ τό σελίς. τό σίνομαι.
Σεμνός (=σεβαστός). Ἀπ’ τό σεβ + νός  σεμνός. Δές Σθεναρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό σθένος, ὅπου δές γιά
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβω. περισσότερα παράγωγα.
Σεπτός. Ἀπ’ τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισ- Σθένος (=δύναμη). Παράγωγα: σθένεια, σθεναρός,
σότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι. σθένιος, σθένω (=εἶμαι δυνατός).
Σηκάζω (=μαντρώνω, περικλείω). Ἀπ’ τό σηκός Σίαλον ἤ σίελον, τό (=σάλιο). Πιθανόν ἀπ’ τό ἄχρη-
(=μάντρα, ἱερός περίβολος) πού παράγεται ἀπ’ στο ρῆμα σίω (=φτύνω). Ἴσως νά συγγενεύει μέ
τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τό σίαλος (=πάχος).
Σηκός καί σακός (=μάντρα, ἱερός περίβολος). Ἀπ’ Σίβυλλα (=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της.
τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευ-
Παράγωγα του σηκός: σηκάζω, σηκίς, ἡ (=δού- σή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλ-
λα τοῦ σπιτιοῦ), σηκοκόρος, σηκόω (=ζυγίζω), λα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλ-
σηκώδης, σήκωμα (=βαρίδι). λει τή θέληση τοῦ θεοῦ.
Σηκόω-ῶ (=ζυγίζω). Ἀπ’ τό σηκός, ὅπου δές γιά Σιγαλόεις (=γυαλιστερός, μεγαλοπρεπής). Σκο-
ἄλλα παράγωγα. τεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό σίαλος
Σημαίνω (=φανερώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. σῆμα (=ση- (=λίπος). Κατ’ ἄλλους συνάπτεται μέ πιθανότ.
μάδι, τάφος), πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀμφί- πρός τό ἀγλαός, γελάω, γλήνη, γαλήνη.
βολη. Ἴσως ἀπό ρίζα θη- τοῦ τίθημι μέ ἐναλλαγή Σιγή (=σιωπή). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τό ρῆμα
τοῦ θ καί σ. Θέμα σημαν + j + ω  σημαίνω. Πα- σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμέ-
ράγωγα: σῆμα, σημαία, σημαλέος, σημεῖον, ση- νο σίδερο στό νερό). Παράγωγα τοῦ σιγή: σῖγα
μειόω, σήμανσις, σημαντέος, σημαντέον, σημα- (=σιωπηλά), σιγάζω, σιγαλέος, σιγάω-ῶ, σιγη-
ντήρ, σημαντήριον, σημαντικός, σημαντός, σή- λός, σιγηρός, σιγητέον.
μαντρον (=σφραγίδα), σημάντωρ, σημασία, ἀσή- Σιγηλός (=σιωπηλός). Ἀπ’ τό σιγή, ὅπου δές γιά
μαντος, ἄσημος, ἐπίσημος, παράσημον, παράση- ἄλλα παράγωγα.
μος, παρασημαντική. Σίγλος ἤ σίκλος (=βάρος καί νόμισμα, σίγλαι = νο-

196 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


μίσματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά κοσμήματα). Σίσυφος (=βασιλιάς τῆς Κορίνθου, ξακουστός γιά
Ἑβραϊκή λέξη. τήν πανουργία του). Πιθανόν ἀπ’ τό σοφός μέ
Σίγμα ἤ σῖγμα. Ἀπ’ τό σίζω (=συρίζω), ὅπου δές ἀναδιπλ. τοῦ σ μέ ἕνα ι  σι-σοφος  Σίσυ-
γιά ἄλλα παράγωγα. φος.
Σίδηρος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγω- Σιταγωγός. Ἀπ’ τό σῖτος + ἄγω, ὅπου δές γιά περισ-
γα: σιδήρεος καί σιδηροῦς, σιδήριον, σιδηρί- σότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σῖτος.
της, σιδηροφόρος, σιδηρόω, σιδήρωμα, σιδή- Σιτευτός (=παχύς). Ἀπ’ τό σιτεύω (=παχαίνω), πού
ρωσις, σιδηρωτός. παράγεται ἀπ’ τό σῖτος, ὅπου δές γιά περισσό-
Σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμέ- τερα παράγωγα.
νο σίδηρο στό νερό). Ἠχοποιημένη λέξη. Πα- Σιτοδεία (=ἔλλειψη σιτηρῶν, πεῖνα). Ἀπ’ τό σῖτος
ράγωγα: σιγή, σίγμα ἤ σῖγμα, σιγμός (=σφύρι- + δέομαι. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα δέω
σμα), σῖξις, σισμός. καί στή λέξη σῖτος.
Σίκινις ἤ σίκιννις (=χορός τῶν σατύρων, πού πῆρε Σῖτος (=σιτάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
τό ὄνομά του ἀπό κάποιο Σίκιννο). Σχετίζεται μέ Ἴσως ἀπ’ τό ψίω (=τρίβω, κοπανίζω), (ψίξ = ψίχου-
τό κηκίω (=ἐκρέω). λο) ἀντί ψῖτος. Παράγωγα: σιτάριον (ὑποκορ.),
Σικχαίνω (=σιχαίνομαι, ἀποστρέφομαι). Ἀπ’ τό σικ- σιτεύω, σιτεία, σίτευσις, σιτεύσιμος, σιτευτής,
χός (=σιχασιάρης, δύστροπος). Παράγωγα: σικ- σιτευτός, σιτέω-ῶ (=τρέφω), σιτηρέσιον
χασία, σικχαντός. (=ζωοτροφές), σιτηρός, σίτησις (=τροφή),
Σίμβλος (=κυψέλη μελισσῶν, ἀποθήκη, θησαυρός). σιτίζω, σιτικός, σιτίον, σίτισις, ἐπισίτισις,
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. σίτισμα, ἐπισίτισμα, σιτιστής, σιτιστός, ἐπισιτι-
Σιμός (=πλατσομύτης, γυρτός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- σμός, σιτών (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.:
λογία του. Παράγωγα: σιμότης, σιμόω (=ζαρώνω σιταγωγός, σιτοδεία, σιτοδοτῶ, σιτοποιός,
τή μύτη μου), σίμωμα, ἀποσίμωσις. σιτοποιῶ, παράσιτος, παρασιτῶ, σύσσιτος,
Σινάμωρος (=βλαβερός, αἰσχρός). Ἀπό ρίζα σιν- συσσιτῶ, συσσίτιον.
τοῦ σίνομαι, ἡ ἐτυμολογία τοῦ β´ συνθετικοῦ Σιφλός (=σακάτης, ἀνάπηρος). Σχετίζεται μέ τό
εἶναι ἄγνωστη (ἴσως ἀπό ρίζα μερ- μέριμνα). σίνομαι (=βλάφτω). Παράγωγο: σιφλόω (=σα-
Παράγωγα τοῦ σινάμωρος: σιναμωρία, σινα- κατεύω, κολοβώνω).
μωρῶ (=βλάπτω). Σίφων-ωνος (=σωλήνας ἀπορροφητικός, ἀντλία).
Σίναπι-εως καί σίναπυ-υος (=σινάπι). Καί ἁπλό Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό σιφνός=σιφλός (=βλαμ-
νάπυ. Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του. μένος).
Σινδών-όνος (=σεντόνι). Ἀνατολική ἡ προέλευ- Σιωπή. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως νά συγγε-
σή του. νεύει μέ τό σιγή (ρίζα σι- τοῦ σίζω = κάνω τσίζ).
Σινίον, τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: σιωπάω-ῶ, σιωπηλός, σιωπηρός, σιω-
Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά σήθω (=κοσκινίζω), πηλῶς, σιωπηρῶς, σιώπησις, (ἀπο, παρα) σιώπη-
σάω (=κοσκινίζω). Παράγωγα: σινιάζω (=κοσκι- σις, σιωπητέος, σιωπητέον, κατασιωπητέον.
νίζω), σινίασμα (=τό ἄχυρο). Σκάζω (=κουτσαίνω). Ἀπό ρίζα σκαγ-.
Σίνομαι (=βλάπτω, ληστεύω, ἐρημώνω, βασανί- Σκαιός (=ἀριστερός, δυτικός, ἀπαίσιος, ἐπιβλα-
ζω). Ἀπό ρίζα σιν-. Θέμα σιν + j + ομαι  σίν- βής, ἀδέξιος, στραβός). Ἀρχικά ἦταν σκαιFός.
νομαι  σίνομαι. Συγγενεύει μέ τό σής (=σκό- Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό σκοῦρος. Παράγωγα:
ρος). Παράγωγα: σίνις - ιδος (=καταστροφέας), σκαιοσύνη, σκαιότης (=ἀδεξιότητα).
Σίνις (=ληστής τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ Πιτυοκάμπτης), Σκαίρω (=πηδῶ, χορεύω). Συγγενικό μέ τό σκιρ-
σίνος-εος, τό (=βλάβη, συμφορά), σινότης, ἀσι- τάω-ῶ πού εἶναι θαμιστικός του τύπος. Ἀπ’ τό
νής (=ἀκέραιος), σιντής (=ἁρπακτικός), Σίντιες σκαίρω τά: σκαρθμός (=πήδημα, τρέξιμο), σκα-
(=οἱ κάτοικοι τῆς Λήμνου πού ἦταν πειραταί), ρίζω (=ἀναπηδῶ), ἀσκαρίζω (=πηδῶ), ἀσκαρίς
σίνων (=βλαφτικός), σινάμωρος (=βλαφτικός), (=σκουλήκι τῶν ἐντέρων).
σίντωρ, σινόδους. Σκαληνός (=ἄνισος, ἀνώμαλος). Σκαληνόν τρίγω-

197
νον (=πού ἔχει ἄνισες πλευρές). Πιθανόν ἀπ’ τό Σκέλλω (=ξεραίνω, στεγνώνω). Θέμα σκελ + j + ω
σκολιός (=λοξός, στραβός). Ἴσως ἔχει σχέση μέ  σκέλλω. Μέ μετάθεση σκελ  σκλε  σκλη.
τό σκάζω (=κουτσαίνω). Παράγωγα: ἀσκελής (=κουρασμένος ἀπ’ τίς τα-
Σκάλλω (=σκάβω, σκαλίζω, τσαπίζω). Ἀπ’ τή ρί- λαιπωρίες), περισκελής (=σκληρός, ἰσχυρογνώ-
ζα σκαλ-, ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: μων), σκελετός, σκελιφρός (=ξερός, ἀδύνατος),
σκαλμός, σκάλοψ, σκάλσις, σκάλμη, σκαλαθύ- σκληρός, σκληφρός (=κοκκαλιάρης).
ρω (=σκάβω), σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίς (=σκα- Σκέλος. Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σκολιός, σκαλη-
λιστήρι), σκαλίζω, σκαλιδεύω. νός.
Σκαλμός (=σκαρμός, δηλ. πάσσαλος, ὅπου δενό- Σκεπάζω. Ἀπ’ τό ρῆμα σκέπω. Παράγωγα: σκέπα-
ταν τό κουπί, γιά νά κινεῖται). Ἀπ’ τό σκάλλω, σμα, σκέπανον, σκεπανός, σκεπαστέον, σκεπα-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. στήριος, σκεπαστής, σκεπαστικός, σκεπαστός,
Σκάλοψ-οπος (=τυφλοπόντικας). Ἀπ’ τό σκάλλω, εὐσκέπαστος, σκέπαστρα (=χειρουργικός ἐπί-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. δεσμος), σκέπαστρον.
Σκάνδαλον (=παγίδα, πειρασμός). Παράγωγα: σκαν- Σκέπαρνον ἤ σκέπαρνος. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές
δάληθρον (=τό ἐλατήριο τῆς παγίδας), σκανδα- γιά περισσότερα παράγωγα.
λίζω, σκανδαλισμός. Σκέπας (=σκέπασμα). Ἀπ’ τό σκέπω, ὅπου δές γιά
Σκαπάνη (=τσάπα). Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Σκέπασμα. Ἀπ’ τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισ-
Σκάπτω. Θέμα σκαπ + πρόσφυμα τ  σκάπ + τ + ω σότερα παράγωγα.
 σκάπτω. Παράγωγα: σκάμμα, σκαπάνη, σκα- Σκέπτομαι (=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Θέμα σκεπ- (τοῦ
πανεύς, σκάπετος ἤ κάπετος (=λάκκος), καί σκα- σκοπῶ) + πρόσφυμα τ + ομαι  σκέπτομαι. Δές
φετός ἤ σκαφητός, σκαπτέον, σκαπτήρ, σκάπτει- γιά παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω-ῶ.
ρα, σκαπτός, σκάφη, σκαφεία, σκαφεῖον, σκαφεύς, Σκέπω. Ριζικός τύπος τοῦ σκεπάζω. Ἀπ’ τήν ἴδια
σκαφεύω, σκάφη, κατασκαφή (=τάφος), σκάφυ- ρίζα τά: σκέπας, σκέπη. Δές γιά παράγωγα στό
ον, σκαφίς (ὑποκορ.), σκάφος (=σκάψιμο), σκά- σκεπάζω.
φος (=πρᾶγμα κοῖλο ὅπως ἡ λεκάνη), σκέμπαρ- Σκέρβολος (=κακολόγος). Πιθανόν ἀπ’ τό σκῶρ
νον ἤ σκέπαρνος (=σκεπάρνι). (=σκατό) + βάλλω.
Σκαρδαμύσσω (=ἀνοιγοκλείνω τά μάτια, βλεφα- Σκευάζω (=ἑτοιμάζω). Ἀπ’ τό οὐσ. σκευή (=ἑτοιμα-
ρίζω). Ἀπ’ τό σκαίρω (=πηδῶ) + μύω (=κλεί- σία, ροῦχα) πού παράγεται ἀπ’ τό σκεῦος. Παρά-
νω). Θέμα σκαρδαμύχ +j + ω  σκαρδαμύττω γωγα: σκευασία, συσκευασία, σκεύασις, παρα-
καί -σσω. Παράγωγα: σκαρδαμυκτής, σκαρδα- σκεύασις, σκεύασμα, παρασκεύασμα, σκευαστέ-
μυκτικός, ἀσκαρδάμυκτος (=αὐτός πού δέν κι- ον, σκευαστής, παρασκευαστής, ἐπισκευαστής,
νεῖ τά βλέφαρα), ἀσκαρδαμυκτί, ἀσκαρδαμυκτῶ, σκευαστός, ἀσυσκεύαστος, ἐπισκευαστός, πα-
ἀσκαρδαμύκτης. ρασκευαστός, παρασκευαστικός.
Σκαριφισμός (=ἐπίξεση, χάραξη). Ἀπ’ τό σκάριφος Σκευοθήκη. Ἀπ’ τό σκεῦος + θήκη τοῦ τίθημι, ὅπου
= κάρφος (=κοντύλι). δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
Σκατός. Γενική τοῦ σχῶρ (=περίττωμα, σκατό). λέξη σκεῦος.
Σκάφη. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- Σκεῦος (=ἀγγεῖο, ἐργαλεῖο, πρᾶγμα). Ἀπό ρίζα σκυ.
ρα παράγωγα. Πιθανόν συγγενικό μέ τά σκῦτος, κύτος (=δέρ-
Σκάφος. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- μα). Παράγωγα: σκευάριον (ὑποκορ.), σκευή καί
ρα παράγωγα. τά σύνθ.: (ἀνα, κατα, δια, μετα, παρα, ἀπο, ἐν, συ)
Σκεδάννυμι (=διασκορπίζω). Σχετίζεται μέ τό σχί- σκευή, σκευάζω καί τά σύνθ.: σκευοθήκη, σκευ-
ζω. Θέμα σκεδασ + πρόσφυμα νυ + μι = σκεδά- οφόρος, σκευοφύλαξ, σκευωρία.
σνυμι = σκεδάννυμι. Παράλληλοι τύποι: σκύδνη- Σκευοφόρος. Ἀπ’ τό σκεῦος + φέρω, ὅπου δές
μι-σκύδναμαι. Παράγωγα: σκέδασις, σκεδασμός, γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
διασκεδασμός, σκεδαστής, σκεδαστός. ξη σκεῦος.

198 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Σκευοφύλαξ. Ἀπ’ τό σκεῦος + φύλαξ. Δές γιά πε- Παράγωγα: σκιάδειον (=καπέλο), σκιάζω, σκια-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φυλάττω καί ρός, σκιάς - άδος, ἡ (=τέντα), σκίασμα, ἐπισκί-
στή λέξη σκεῦος. ασμα, σκιασμός, σκιαστής, σκιαστικός, σκία-
Σκευωρία (=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, σις, ἐπισκίασις, σκιερός, καί τά σύνθετα: σκια-
μεγάλη φροντίδα, πανουργία). Ἀπ’ τό ἐπίθ. σκευ- γράφος, σκιαγραφία, σκιαγραφῶ, σκιαγράφη-
ωρός  σκεῦος + ὤρα (=φροντίδα), ἀπ' ὅπου καί μα, σκιαγραφικός, σκιαμαχῶ, σκιαμαχία, σκια-
οἱ λέξεις: σκευωρῶ, σκευώρημα (=ἀπάτη). τροφῶ, σκίουρος.
Σκέψις (=παρατήρηση, ἔρευνα). Ἀπ’ τό σκέπτο- Σκιαγραφῶ (=ζωγραφίζω μέ ἀποχρώσεις φωτός
μαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα καί σκιᾶς, σκιτσάρω). Ἀπ’ τό σκιαγράφος  σκιά
σκοπέω-ῶ. +γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Σκηνή (=καλύβα, παράπηγμα). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια καθώς καί στή λέξη σκιά.
ρίζα μέ τά σκιά, σκότος. Εἶναι συγγενικό καί μέ Σκιαμαχῶ (=ἀγωνίζομαι μέ τή σκιά, ἀγωνίζομαι
τό σκέπω. Παράγωγα: σκηνάω καί σκηνέω (=κα- μάταια, ματαιοπονῶ). Ἀπ’ τό σκιά + μάχη τοῦ
τοικῶ σέ σκηνή), σκήνημα (=κατοικία), σκηνί- μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
της, σκηνικός, σκῆνος, σκηνόω (=στήνω σκηνές, καθώς καί στή λέξη σκιά.
στρατοπεδεύω), σκήνωμα, σκήνωσις, κατασκή- Σκιατροφῶ (=ἀνατρέφω στή σκιά, ἀνατρέφω μαλ-
νωσις, σκηνωτής, κατασκηνωτής, σκηνωτός, δι- θακά, ζῶ μαλθακά). Ἀπ’ τό σκιά + τρέφω, ὅπου δές
ασκηνωτέον, παρασκήνια. γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη σκιά.
Σκῆνος (=καλύβα, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὡς κα- Σκιμαλίζω (=περιγελῶ, μουτζώνω, φασκελώνω).
τοικία τῆς ψυχῆς). Ἀπ’ τό σκηνή, ὅπου δές γιά Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
ἄλλα παράγωγα. Σκίμπους - οδος (=σκαμνί διπλωτό). Ἀπ’ τό σκί-
Σκήνωμα. Ἄλλος τύπος τοῦ σκῆνος. Δές γιά ἄλλα μπτω, πού παράγεται ἀπ’ τό σκήπτω, ὅπου δές
παράγωγα στή λέξη σκηνή. γιά περισσότερα παράγωγα.
Σκηπτός (=ἄγριος ἄνεμος, κεραυνός). Ἀπ’ τό σκή- Σκίουρος (=βερβερίτσα). Ἀπ’ τό σκιά + οὐρά. Δές
πτω (=στηρίζω, ἐκσφενδονίζω), ὅπου δές γιά πε- γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σκιά.
ρισσότερα παράγωγα. Σκίπων (=ραβδί) καί σκίμπων. Ἀπ’ τό σκίμπτω, πού
Σκηπτοῦχος. Ἀπ’ τό σκῆπτρον (=ραβδί) τοῦ σκή- παράγεται ἀπ’ τό σκήπτω, ὅπου δές γιά περισ-
πτω + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό σότερα παράγωγα.
ρῆμα ἔχω καί στό σκήπτω. Σκίρον, τό (=λευκό καπέλο πού ἔφερναν ἀπ’ τήν
Σκῆπτρον (=ραβδί γιά νά στηρίζεται κανείς ἤ ὡς Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν στή γιορτή τῆς Ἀθηνᾶς
σύμβολο ἐξουσίας). Ἀπ’ τό σκήπτω, ὅπου δές γιά Σκιράδας). Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό σκιά. Πιθανόν
περισσότερα παράγωγα. νά παράγεται ἀπ’ τό ὄνομα Σκίρος (=πού ἦταν
Σκήπτω (=στηρίζω, δικαιολογῶ, ἐκσφενδονίζω). μάντις καί ἔκτισε ναό τῆς Ἀθηνᾶς).
Ἀπό ρίζα σκαπ-. Θέμα σκηπ + πρόσφυμα τ + ω Σκῖρος ἤ σκίρρος, ὁ (=γύψος). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
 σκήπτω. Τό θέμα μέ μετάπτωση γίνεται σκιπ-. μολογία του.
Παράγωγα: σκηπτός (=κεραυνός), σκῆπτρον ἤ Σκιρτάω-ῶ (=πηδῶ, τινάζομαι). Εἶναι θαμιστικός
σκῆπτον, σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπάνη, τύπος τοῦ σκαίρω. Παράγωγα: σκιρτηδόν, σκίρ-
σκηπάνιον, σκήπων (=ραβδί), σκῆψις (=δικαιο- τημα, σκίρτησις, ἀποσκίρτησις, σκιρτηθμός, σκιρ-
λογία, πρόσχημα), ἐπίσκηψις (=ἐντολή), ἐνσκή- τητής, σκιρτητικός.
πτω. Ἀπ' τό θέμα σκιπ τό ρῆμα σκίμπτω (=μπή- Σκληρός. Ἀπ’ τό σκλῆναι, ἀπαρ. ἀόρ. β´ ἀμετάβ. τοῦ
γω, καρφώνω) καί οἱ λέξεις: σκίμπους (=σκαμνί), σκέλλω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω-
σκίπων (=ραβδί). γα τοῦ σκληρός: σκληρία, σκληρότης, σκληρύνω,
Σκῆψις (=πρόφαση, δικαιολογία). Ἀπ’ τό σκήπτω σκληρυσμός, σκλήρωσις, σκληρυντικός.
(=δικαιολογῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Σκνίψ-σκνιπός (=σκνίπα). Ἀντί κνίψ τοῦ κνίζω
ράγωγα. (=ξύνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Σκιά. Σχετίζεται μέ τά: σκηνή, σκότος, σκέπας. Σκολιός (=στραβός, λοξός, μπερδεμένος, σκοτει-

199
νός). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: σκαληνός καί σκέ- ταῖος, σκοτεία ἤ σκοτία, σκοτασμός, συσκοτα-
λος. Παράγωγα: σκόλιον, τό (=τραγούδι τῶν συ- σμός, σκοτίζω, σκότιος, σκοτισμός, σκοτέω, σκο-
μποσίων), σκολιοῦμαι (=λυγίζω), σκολιότης, σκο- τόεις, σκοτόω (=τυφλώνω), σκοτώδης, σκότω-
λίωμα, σκολίωσις. μα, σκότωσις καί τά σύνθ.: σκοτοδινιῶ (=ζαλί-
Σκολόπαξ-ακος, ὁ (=ξυλόκοτα, εἶδος μπεκάτσας). ζομαι), σκοτοδινία (=ζάλη), σκοτοδινίασις, σκο-
Ἴσως ἀπ’ τό σκόλοψ (=παλούκι). τομήνη (=νύχτα χωρίς φεγγάρι).
Σκολοπίζω (=παλουκώνω). Ἀπ’ τό σκόλοψ (=πα- Σκοτοδινία (=ἴλιγγος, ζάλη). Ἀπ’ τό σκοτοδινιάω
λούκι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. = σκοτοδινέω  σκότος + δῖνος (=στρόβιλος).
Σκόλοψ-οπος (=παλούκι). Ἴσως συγγενικό μέ τό Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις δί-
σκάλοψ (=τυφλοπόντικας), τοῦ σκάλλω (=τσα- νη – δῖνος καί στό σκοτεινός.
πίζω). Παράγωγα: σκολοπίζω, σκολοπισμός, σκο- Σκοτομήνη (=νύχτα χωρίς φεγγάρι). Ἀπ’ τό σκό-
λοπώδης καί ἴσως τό σκολόπαξ. τος + μήνη (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπ’ τό
Σκόπελος (=τόπος γιά σκοπιά, ψηλός καί ἀπόκρη- μήν - μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, κα-
μνος βράχος, ἀκρωτήρι). Πιθανόν ἀπ’ τό σκοπέ- θώς καί στή λέξη σκοτεινός.
ω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σκύβαλον, τό (=κοπριά, ἀπόρριμμα, σκουπίδι). Πι-
Σκοπέω-ῶ (=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Ρίζα σκοF- καί θανόν ἀπ’ τή φράση ἐς κύνας βαλεῖν. Παράγω-
σκαF-. Θέματα: 1) σκεπ + πρόσφυμα τ + ομαι γα: σκυβαλίζω (=ρίχνω μέ περιφρόνηση), σκυ-
 σκέπτομαι, 2) μέ ἑτεροίωση σκοπ + πρόσφυ- βαλικτός (=βρόμικος, ἄτιμος), σκυβάλισμα, σκυ-
μα ε + ω  σκοπέω-ῶ. Τό σκοπεύω εἶναι μετα- βαλισμός.
γενέστερος τύπος τοῦ σκοπῶ. Οἱ ἄλλοι χρόνοι Σκύζομαι (=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πι-
τοῦ σκοπῶ συμπληρώνονται ἀπ' τό σκέπτομαι. θανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθ- μπροστά
Παράγωγα: σκοπή, σκοπιά, σκοπιάζω (=παρα- ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη σκυθρός (σκυδ-θρός). Θέ-
τηρῶ), σκόπιμος, σκόπησις, ἀνασκόπησις, ἐπι- μα σκυδ- (σκυδ-θρός  σκυθρός) + jομαι σκύ-
σκόπησις, σκοπητέον, σκοπός, ἐπίσκοπος, ἡμε- ζομαι. Παράγωγα: σκυθρός (=ὀργισμένος), σκυ-
ροσκόπος, θυοσκόπος, οἰωνοσκόπος, πρόσκο- σμός (=θυμός).
πος, σκόπελος, σκώψ - σκωπός (=κουκουβάγια, Σκυθρός (=ὀργισμένος). Ἀπ’ τό σκύζομαι, σκυδ +
μικρός μποῦφος), σκοπεύω, σκόπευσις, κατασκό- θρό + ς  σκυθρός.
πευσις, σκοπευτής, σκοπευτήριον, σκοπευτικός, Σκυθρωπός (=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπ’ τό
σκέμμα, σκεπτέον, σκεπτιχός, σκέψις, (ἐπι, δια, σκυθρός + ὤψ τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα
συ)σκεπτέον, σκεπτέος, ἄσκεπτος, ἀσκέπτως, παράγωγα. Παράγωγα: σκυθρωπάζω (=κατσου-
ἀνεπίσκεπτος, ἀξιόσκεπτος, ἀπρόσκεπτος, εὔσκε- φιάζω), σκυθρωπασμός, σκυθρωπότης.
πτος καί τό σύνθ. σκοπιωρός. Σκύλαξ-ακος (=σκυλάκι). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυλ-
Σκοπός (=φύλακας, σημάδι ὅπου ἀποβλέπει κά- τοῦ σκύλλω (=ξεσχίζω, μαδῶ), ἐπειδή τά μικρά
ποιος). Ἀπ’ τό σκοπέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισ- σκυλάκια μοιάζουν σάν μαδημένα. Παράγωγα:
σότερα παράγωγα. σκυλακεύω, σκυλάκευμα, σκυλακευτής, σκυλα-
Σκοπιωρός (=φύλακας). Ἀπ’ τό σκοπιά + ὤρα κευτικός, σκυλάκιον, σκυλακώδης.
(=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα Σκυλεύω (=ἀφαιρῶ τά ὅπλα νεκροῦ ἐχθροῦ). Ἀπ’
σκοπέω-ῶ. τό οὐσ. σκῦλον καί πληθ. σκῦλα (=λάφυρα) ἀπό
Σκορακίζω (=στέλνω κάποιον στόν κόρακα, στό ρίζα σκυλ- τοῦ σκύλλω. Παράγωγα: σκυλεία
διάολο). Ἀπ’ τή φράση ἐς κόρακας (πέμπω). (=λαφυραγωγία), σκύλευμα, σκύλευσις, σκυ-
Παράγωγα: σκορακισμός (=περιφρόνηση), λευτής, σκυλευτικός.
ἀποσκορακισμός (=διώξιμο). Σκύλλα (=μυθικό τέρας, πού γαύγιζε σάν σκυλί).
Σκορπίζω. Ἀπ’ τό σκορπίος (=σκορπιός, πολεμική Ἀπ’ τό σκύλλω (=σπαράζω), ὅπου δές γιά ἄλλα
μηχανή γιά ἐκτόξευση βελῶν). παράγωγα.
Σκοτεινός. Ἀπ’ τό σκότος (=σκοτάδι), ἀπ’ ὅπου Σκύλλω (=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ-
καί τά παράγωγα: σκοτάζω (=σκοτεινιάζω), σκο- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: σκῦλον (=λάφυρο),

200 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


σκυλμός (=ξέσχισμα), σκύλμα (=μαδημένα μαλ- σκῶμμα, σκωμματικός, σκωμμάτιον, σκώπτης, φι-
λιά), κοσκυλμάτια (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερ- λοσκώπτης, σκοπτικός, σκώπτρια, σκῶψις (=χλευ-
μάτων), Σκύλλα, σκύλαξ. ασμός), φιλοσκώμμων, φιλοσκωμμοσύνη.
Σκῦλον καί πληθ. σκῦλα (=λάφυρα). Ἀπ’ τό σκύλλω, Σκῶρ, σκατός καί σκάτους (=ἀποπάτημα).
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα Σκωρία (=ἀπόβλημα μετάλλου, σκουριά). Ἀπ’ τό
σκυλεύω. Εἶναι συγγενικό μέ τά: σκεῦος-σκῦτος σκῶρ.
- σκύλος (=δέρμα ζώου), σύλη ἤ σῦλον. Σμάραγδος, ἡ (=πολύτιμος λίθος ἀνοικτοπράσι-
Σκύμνος, ὁ (=τό μικρό λιοντάρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυ- νος). Πιθανόν νά εἶναι ξενική λέξη. Ἀρχικά ἦταν
μολογία του. σμαμάραγδος. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό σμάω
Σκύρος, ὁ (=κομμάτια ἀπ’ τό πελέκημα πέτρας). (=ἀλείφω), ἤ μέ τό σμαραγῶ (=βουΐζω).
Παράγωγα: σκυροῦμαι (=στρώνομαι μέ πέτρες), Σμαραγέω-ῶ (=κάνω θόρυβο, βουΐζω). Εἶναι ἠχο-
σκυρώδης, Σκῦρος (=νησί τῶν Σποράδων, μέ ποίητη λέξη.
πετρῶδες ἔδαφος). Σμαρίς-ίδος (=μαρίδα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
Σκυτάλη (=ραβδί). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία της. της.
Παράγωγα: σκυτάλον (=ρόπαλο), σκυτάλιον Σμάω (=σκουπίζω, καθαρίζω, ἀλείφω). Παράγω-
(ὑποκορ.), σκυταλίς (ὑποκορ. τοῦ σκυτάλη), γα: σμῆγμα ἤ σμῆμα (=ὅ,τι χρησιμεύει γιά καθα-
σκυταλίζω (=ξυλοκοπῶ), σκυταλισμός (=ξυλο- ρισμό, σαπούνι, ἀλοιφή), σμηκτικός, ἄσμηκτος,
φόρτωμα). νεόσμηκτος, σμήχω (ἐκτεταμ. τυπ. τοῦ σμάω),
Σκῦτος, τό (=δέρμα, πετσί, τομάρι). Καί κύτος σμῆξις (=πάστρεμα).
(=δέρμα). Ἀπό ρίζα σκυ-, ἴδια μέ τοῦ σκεῦος. Πα- Σμῆνος (=κυψέλη γιά μέλισσες, μεγάλο πλῆθος).
ράγωγα: σκυτάριον (ὑποκορ.), σκυτεύω (=εἶμαι Ἀπ’ τό ἑσμός (=πλῆθος), πού παράγεται ἀπ’ τό
τσαγγάρης), σκυτεύς, σκυτεία, σκυτεῖον (=ὑπο- ἕζομαι.
δηματοποιεῖον), σκύτευσις, σκυτικός, σκύτινος Σμιλεύω (=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπ’ τό οὐσ. σμίλη
(=δερμάτινος), σκυτοτόμος (=τσαγγάρης), σκυ- (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη). Παράγωγα: σμιλεία
τοτομία, σκυτοτομῶ, σκυτοτομεῖον, σκυτόω (=πε- καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευ-
τσώνω), σκυτώδης. τός (=σκαλισμένος).
Σκυτοτόμος (=τσαγκάρης). Ἀπ’ τό σκῦτος (=δέρ- Σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη). Δές γιά παράγωγα
μα) + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- στό ρῆμα σμιλεύω.
γωγα, καθώς καί στή λέξη σκῦτος. Σμινύη, ἡ (=διχαλωτή τσάπα). Σχετίζεται μέ τό
Σκύφος, ὁ, ἡ, τό (=ποτήρι, κούπα). Πιθανόν ἀπ’ τό σμίλη.
κύω (=φουσκώνω, περιέχω). Συγγενεύει μέ τά: Σμύρνα (=χυμός πού ἔβγαινε ἀπό ἀραβικό δέντρο).
κῦφος (=κύπελλο), κύπελλον, κύπη (=καλύβι). Ἀντί τοῦ μύρρα (=εὐωδιαστός χυμός μυρτιᾶς).
Σκωληκόβρωτος (=σκουληκοφαγωμένος). Ἀπ’ τό Ἡ προέλευσή της εἶναι σημιτική.
σκώληξ + βιβρώσκω (=τρώω), ὅπου δές γιά ἄλλα Σοβαρός (=ὁρμητικός, ὑπερήφανος). Ἀπ’ τό σο-
παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκώληξ. βέω-ῶ (=βαδίζω ὑπερήφανα), ὅπου δές γιά πε-
Σκώληξ-ηκος (=σκουλήκι). Παράγωγα: σκωλή- ρισσότερα παράγωγα.
κιον, σκωληκόβρωτος, σκωληκοειδής, σκωλη- Σοβέω-ῶ (=διώχνω, ἐρεθίζω, βαδίζω ὑπερήφανα).
κοῦμαι (=σκουληκιάζω), σκωλήκωσις. Ἀπό ρίζα σοβ- ἤ σου (σοF-) πού εἶναι συγγενική
Σκῶλος (=παλούκι). Σχετίζεται μέ τά σκόλοψ (=πάσ- μέ τή συ τοῦ σεύω. («σοῦ-σοῦ» ἦταν κραυγή γιά
σαλος) καί σκάλλω (=τσαπίζω). τό διώξιμο τῶν πουλιῶν). Θέμα σοβ + πρόσφ. ε
Σκῶμμα (=πείραγμα). Ἀπ’ τό σκώπτω (=περιπαίζω), + ω  σοβέω. Παράγωγα: σοβαρός, σοβαρ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. της, σοβάς (θηλ. = αὐθάδης), σόβησις (=ταρα-
Σκώπτω (=περιπαίζω, περιγελῶ, πειράζω, λέω χή), ἀποσόβησις (=ἀποφυγή), σοβητής, ἀποσο-
ἀστεῖα). Ἀπ’ τό οὐσ. ὁ σκώψ - σκωπός (=κου- βητής, σόβητρον (=ξεμυγιαστήρι), ἀποσόβημα,
κουβάγια, μικρός μποῦφος) τοῦ σκοπέω-ῶ. Θέμα ἀποσοβητέον.
σκωπ + πρόσφυμα τ + ω  σκώπτω. Παράγωγα: Σολοικίζω (=γράφω ἤ μιλῶ μέ πολλά συντακτι-

201
κά λάθη). Ἀπ’ τό Σόλοικος (=κάτοικος τῆς πό- Σπαράσσω καί ἀττ. σπαράττω (=ξεσχίζω, κατακομ-
λης «Σόλοι» τῆς Κιλικίας, ὅπου μιλοῦσαν τήν ματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ
ἀττική διάλεκτο μέ πολλά συντακτικά λάθη). τό (ἀ)σπαίρω (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j +
Πα-ράγωγα: σολοικισμός (=λάθος στή σύντα- ω  σπαράσσω ἤ -ττω. Παράγωγα: σπάραγμα,
ξη), σολοικιστής. σπαραγματώδης, σπαραγμός, σπαράκτης, σπά-
Σορός, ἡ (=τεφροδόχος, νεκροθήκη, κάσα). Σχε- ραξις, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
τίζεται μέ τό σειρά. Σπάργανον, τό (=φασκιά). Ἀπ’ τό ρῆμα σπάργω,
Σοφιστής. Ἀπ’ τό σοφίζω, πού παράγεται ἀπ’ τό σο- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: σπεῖρον, σπεῖρα, σπειρόω.
φός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: σπαργανόω-ῶ (=φασκιώνω), σπαρ-
Σοφοκλής-έους. Ἀπ’ τό σοφός + κλέος, ὅπου δές γάνωμα, σπαργανωτέον.
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- Σπαργάω-ῶ (=εἶμαι γεμάτος μέχρι σκασμοῦ, ἐξογκώ-
ξη σοφός. νομαι, φουσκώνω). Εἶναι συγγενικό μέ τό σφαρα-
Σοφός. Ἀπό ρίζα σαφ- (λατιν. sapor, sapiens), εἶναι γέομαι (=εἶμαι γεμάτος) καί τό σφριγάω-ῶ.
συγγενικό μέ τά σαφής, Σίσυφος. Παράγωγα: σο- Σπάρτον, τό (=καλώδιο, παλαμάρι). Ἀπ’ τό οὐσ.
φία, σοφίζω (=διδάσκω), σοφίζομαι (=μηχανεύο- σπάρτος (=εἶδος θάμνου), ὅπου δές γιά ἄλλα
μαι τεχνάσματα), σόφισμα (=ἔξυπνο τέχνασμα), παράγωγα.
σοφιστής, σοφιστεύω, σοφιστεία, σοφιστέον, σο- Σπάρτος (=εἶδος θάμνου πού χρησίμευε γιά τήν κα-
φιστικός, σεσοφισμένως (=ἔξυπνα), Σοφοκλῆς, τασκευή σχοινιῶν). Παράγωγα: σπάρτον, σπάρτη,
φιλόσοφος, φιλοσοφία. σπάρτινος, σπαρτίον (ὑποκορ. τοῦ σπάρτον).
Σπάθη (=κάθε πλατύ ἔλασμα, ἐπίπεδο πλατύ ξύ- Σπασμός (=τέντωμα). Ἀπ’ τό σπάω (=τραβῶ), ὅπου
λο πού χρησιμοποιοῦσαν στόν ὄρθιο ἀργαλειό, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τό πλατύ μέρος τοῦ κουπιοῦ, σπαθί). Ἀβέβαιη ἡ Σπατάλη (=ἀσωτία, ξόδεμα). Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ
ἐτυμολογία της. Παράγωγα: σπαθάω (=χτυπῶ τά: σπάθη - σπαθάω. Παράγωγα σπαταλῶ, σπα-
μέ τή σπάθη τό ὕφασμα στόν ἀργαλειό γιά νά τάλημα, σπάτα-λος.
γίνει πυκνό, ξοδεύω), σπάθημα (=πυκνό ὕφα- Σπάω-ῶ (=τραβῶ, σέρνω, βγάζω, ξεσχίζω, ἁρπάζω).
σμα), σπάθησις (=σπατάλη) (νεοελλ. διασπά- Ἀπό ρίζα σπαν, πού εἶναι βραχύτερος τύπος τῆς
θηση), σπαθητός (=πυκνά ὑφασμένος), ἀσπά- σπαν (πένομαι-σπανίζω). Θέμα σπάσ + ω καί μέ
θητος, σπαθίζω (=χτυπῶ μέ τό ξίφος, σπαταλῶ), ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα στά δύο φωνήεντα 
σπάθισμα, σπαθισμός. σπάω – σπῶ. Παράγωγα: σπάσις (=τράβηγμα),
Σπαίρω (=σπαρταρῶ, σφαδάζω, τινάζομαι). Πιό συ- διάσπασις, σύσπασις, σπάσμα, σπασμός, περι-
χνός ὁ τύπος ἀσπαίρω (σπαίρω + προθεμ. α). Ἀπό σπασμός, σπαστικός, διασπαστικός, ἀδιάσπα-
ρίζα σπαρ-, ἀπ’ ὅπου καί τό σπαράττω. στος, ἀνάσπαστος ἤ ἀνασπαστός, ἀπερίσπαστος,
Σπάλαξ καί ἀσπάλαξ (=τυφλοπόντικας). Πιθα- εὐπερίσπαστος, νευρόσπαστον (=πού κινεῖται μέ
νόν ἀπό ρίζα σκαλπ- πού εἶναι ἐκτεταμένος τύ- χορδές), σύσπαστος ἤ συσπαστός.
πος τῆς σκαλ- τοῦ ρήμ. σκάλλω. Πιθανόν ἀπ’ τό Σπεῖρα, ἡ (=καθετί στριμμένο σάν ἕλικας, κουλού-
ρῆμα σφαλάσσω (=τσιμπῶ, κόβω). ρα). Θέμα σπερ+jα – σπεῖρα. Σχετίζεται μέ τίς
Σπάνις-εως, ἡ (=ἔλλειψη, στέρηση, φτώχεια). Ἔχει λέξεις σπάργανον, σπάργω, σπάρτος. Παράγω-
σχέση μέ τό πένομαι, πεῖνα, γιατί προῆρθε ἀπό γα: σπειράομαι-ῶμαι (=κουλουριάζομαι), σπεί-
μετάπτωση τῆς πεν  παν  (σ)παν  σπάνις. ραμα (=κουλούριασμα), σπείρασις (=κουλούρια-
Παράγωγα: σπανίζω (=εἶμαι λιγοστός), σπάνιος, σμα), συσπείρασις, σπειρηδόν, σπεῖρον (=κομμά-
σπανιότης, σπανισμός, σπανιστός, σπανός. τι ὕφασμα), σπειρόω (=περιτυλίγω).
Σπανός (=λιγοστός, φτωχός). Ὄπως τό σπάνιος, Σπείρω (=σπέρνω). Σχετίζεται μέ τό σπαίρω = ἀσπαί-
ἀπ’ τό οὐσ. σπάνις. Ἀρχικά ἦταν σπανFός  σπα- ρω (=τινάζομαι). Θέματα: 1) σπερ+j+ω = σπέρ-
νός. Σύνθετο: σπανοπώγων (=μέ ἀραιά γένια). ρω  σπέρω  σπείρω. 2) σπαρ μέ μετάπτωση
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη σπά- καί 3) σπορ. Παράγωγα: σπαρτός (=σπαρμένος),
νις. ἄσπαρτος, σπαρτέον, σπέρμα, σπερμαίνω (=γο-

202 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


νιμοποιῶ), σπερματίζω, σπερματικός, σπερμά- Σπιθαμή. Ἀπ’ τό σπιδής (=ἁπλωμένος, ἀπέρα-
τιον, σπερματισμός, σπερματώδης, σπορά, σπο- ντος).
ράδην, σποραδικός, σποράς-άδος (=διασκορπι- Σπιλάς-άδος, ἡ. 1) =βράχος, σκόπελος. 2) =κη-
σμένος), σπορεύς, σπορευτής, σπορευτός, σπο- λίδα.
ρητός (=σπαρμένο σιτάρι), σπόριμος, σπόρος Σπίλος. 1) (=βράχος, γκρεμός). 2) (=κηλίδα, στίγ-
καί τό σύνθ. σπερμολόγος. μα, λέρα). Σχετίζεται μέ τό οἰσπώτη (=κοπριά τῶν
Σπένδω (=χύνω ἀπ’ τό ποτήρι μου κρασί, πρίν πιῶ, προβάτων), (σύνθ. οἶς = πρόβατο + πάτος). Δές
σάν προσφορά στό θεό. Μέσο = συνθηκολογῶ). γιά παράγωγα στό ρῆμα σπιλόω-ῶ.
Πρωτότυπη λέξη. Θέμα σπένδ+ω. Μέ ἑτεροίω- Σπιλόω-ῶ (=κηλιδώνω, μολύνω, λερώνω). Ἀπ’
ση σπονδ. μέλλοντας σπένδ-σ-ω  μέ ἀποβο- τό οὐσ. σπίλος (=λέρα). Παράγωγα: ἄσπιλος
λή τοῦ νδ μπροστά ἀπ' τό σ καί ἀντέκταση τοῦ ε (=ἀμόλυντος), σπιλώδης, σπίλωμα (=λέρα), σπι-
σέ ει = σπείσω. Ἀόρ. ἔσπενδ-σ-α  ἔσπεισα. Πα- λωτός.
ρακ. ἔσπενδ-μαι μέ τροπή τοῦ δ σέ σ  ἔσπενσ- Σπινθήρ-ῆρος, ὁ (=σπίθα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
μαι, μέ ἀποβολή τοῦ ν μπροστά ἀπ' τό σ  ἔσ- γία του.
πεσ-μαι καί μέ ἀντέκταση  ἔσπεισμαι. Παρά- Σπίνος, ὁ (=μικρό πουλί). Πιθανόν ἀπ’ τό σπίζω
γωγα: σπονδή, 1) Ἀπ' τό σπένδω, σημαίνει προ- (=κελαηδῶ σάν σπίνος) πού εἶναι ἠχοποιημένο
σφορά πιοτοῦ), 2) Ἀπ' τό σπένδομαι, σημαίνει ἀπ’ τόν ἦχο τοῦ πουλιοῦ. Ἴσως ὅμως καί ἀπ’ τό
συνθήκη, ἀνακωχή, ἄσπονδος (=ἀδιάλλακτος, σπινός (=ἀδύνατος, ἰσχνός).
θανάσιμος), ἔκσπονδος, ἔνσπονδος, ὁμόσπον- Σπλάγχνον καί πληθ. σπλάγχνα (=τά ἐντόσθια,
δος, παράσπονδος, παρασπονδῶ (=παραβαίνω κυρίως: καρδιά, πνευμόνια, συκώτι, νεφρά).
τίς σπονδές), σύσπονδος, ὑπόσπονδος (=ὕστε- Συγγενικό μέ τό σπλήν - σπληνός (=ἡ σπλήνα).
ρα ἀπό ἀνακωχή), σπονδεῖος, σπονδειάζω, σπον- Παράγωγα: σπλαγχνεύω (=τρώω τά ἐντόσθια
δειακός, σπεῖσις, σπειστέον, ἄσπειστος (=αὐτός τοῦ θύματος μετά τή θυσία), σπλαγχνίζο-
πού δέν ἐξιλεώνεται). μαι (=νοιώθω συμπάθεια), σπλαγχνικός,
Σπέος, τό (=σπήλαιο). Συνώνυμο μέ τά: σπήλαι- σπλαγχνισμός.
ον, σπῆλυγξ, λατ. specus spelunca (=σπήλαιο, Σπλήν - σπληνός, ὁ (=ἡ σπλήνα). Συγγενικό μέ τό
ἄντρο). σπλάγχνον. Ἀρχικά ἦταν σπλήγχ.
Σπέρμα. Ἀπ’ τό σπείρω, ὅπου δές γιά περισσότε- Σπόγγος, ὁ (=σφουγγάρι). Ἀρχαιότερος τύπος
ρα παράγωγα. σφόγγος. Εἶναι συγγενικό μέ τό σομφός (=ὅμοιος
Σπερμολόγος (=αὐτός πού μαζεύει σπόρους, φλύ- μέ σφουγγάρι, γεμάτος πόρους, βραχνός). Παρά-
αρος). Ἀπ’ τό σπέρμα + λέγω (=μαζεύω), ὅπου γωγα: σπογγάριον (ὑποκορ.), σπογγία (=σφουγ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό γάρι), σπογγίζω, σπογγίον, σπογγιστικός, σπογ-
ρῆμα σπείρω. γοειδής, σπογγοθήρας (=σφουγγαράς).
Σπέρχω (=σπεύδω, βιάζομαι). Ἀπό ρίζα σπερχ-. Σποδίζω (=ψήνω στή στάχτη, τσουρουφλίζω). Ἀπ’
Σχετίζεται μέ τό σπαίρω. Παράγωγα: σπερχνός τό οὐσ. σποδός (=μισοσβησμένη στάχτη, χόβο-
(=ὁρμητικός, γρήγορος), Σπερχειός, σπέργδην λη, στάχτη νεκροῦ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα
(=βιαστικά), ἀσπερχής, ἀσπερχές (=βιαστικά, στή λέξη σποδός.
χωρίς σταματημό). Σποδός, ἡ (=μισοσβησμένη στάχτη, χόβολη, στά-
Σπεύδω (=ἐπιταχύνω, βιάζομαι). Ἀπό ρίζα σπευδ-. χτη νεκροῦ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία της. Πα-
καί μέ μετάπτωση σπουδ-. Παράγωγα: σπευστέ- ράγωγα: σποδιά (=σωρός στάχτης), σποδίζω,
ον, σπευστικός, σπευστός, ἐσπευσμένως, σπουδή σπόδιος (=σταχτερός, ψαρός), σποδίτης (ἐνν.
(=ταχύτητα, προθυμία), σπουδαῖος (=γρήγορος, ἄρτος = ψωμί ψημένο πάνω σέ ζεστή στάχτη),
σοβαρός, δραστήριος), σπουδάζω, κενόσπουδος, σποδοειδής, σποδοῦμαι (=κατακαίγομαι καί γί-
σπουδαίως, σπουδαιότης. νομαι στάχτη).
Σπήλαιον. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Συνώνυμο Σπονδεῖος (=μετρικός πόδας πού ἔχει δύο μακρές
μέ τά σπέος, σπῆλυγξ. συλλαβές καί χρησιμοποιεῖται σέ ἀργές καί σο-

203
βαρές μελωδίες). Ἀπ’ τό σπονδή τοῦ σπένδω, ράγωγα: στάλαγμα, σταλαγμός, σταλακτικός,
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. σταλακτός, σταλακτίς.
Σπονδή. 1) Ἀπ’ τό σπένδω, σημαίνει (προσφορά Σταμνίον. Ὑποκοριστικό τοῦ στάμνος, πού πα-
ποτοῦ πρός τιμήν ἑνός θεοῦ). 2) Ἀπ’ τό σπένδο- ράγεται ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε-
μαι, (συνθήκη, ἀνακωχή, εἰρήνη). Δές γιά περισ- ρα παράγωγα.
σότερα παράγωγα στό ρῆμα σπένδω. Στασιάζω. Ἀπ’ τό στάσις τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά
Σπόνδυλος. Ἀντί σφόνδυλος, ὅπου δές. περισσότερα παράγωγα.
Σπορά. Ἀπ’ τό ρῆμα σπείρω, ὅπου δές γιά περισ- Στάσιμος. Ἀπ’ τό στάσις τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά
σότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Σπουδάζω (=σπεύδω, εἶμαι πολυάσχολος, κάνω Στατήρ (=νόμισμα). Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά
μέ προθυμία κάτι). Ἀπ’ τό οὐσ. σπουδή πού πα- περισσότερα παράγωγα.
ράγεται ἀπ’ τό σπεύδω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- Σταυρός (=πάσσαλος). Θέμα σταF+ρός  σταυ-
ράγωγα. Παράγωγα τοῦ σπουδάζω: σπούδα- ρός, ἀπό ρίζα στα τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά πε-
σμα (=ἔργο πού γίνεται μέ ζῆλο καί προθυμία), ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ σταυρός:
σπουδαστέος, σπουδαστέον, σπουδαστής, σπου- σταυρῶ (=φράζω μέ πασσάλους), σταύρωμα
δαστικός (=πρόθυμος), σπουδαστός, ἀξιοσπού- (=χαράκωμα), σταύρωσις, σταυρώσιμος, σταυ-
δαστος, ἀσπούδαστος, περισπούδαστος, ἀσπου- ρωτής, σταυρωτός.
δεί (=χωρίς μόχθο). Σταφυλή (=σταφύλι). Ἴσως ἀπ’ τό ρῆμα στέμβω
Σπουδαῖος (=γρήγορος, σοβαρός, δραστήριος). (=καταπατῶ), ἀπ’ ὅπου τό στέμφυλον (=τσί-
Ἀπ’ τό σπουδή τοῦ σπεύδω, ὅπου δές γιά περισ- πουρα).
σότερα παράγωγα. Στάχυς-υος, ὁ. Ἴσως ἡ ρίζα σταχ- προῆρθε μέ ἐπέ-
Σπουδή (=ταχύτητα, προθυμία). Ἀπ’ τό σπεύδω, κταση ἀπ’ τή ρίζα στα- τοῦ ἵστημι.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στέαρ, στέατος, τό (=πάχος, ξίγγι). Ἴσως ἀπό ρί-
Σταγών-όνος, ἡ (=σταλαγματιά). Ἀπ’ τό στάζω, ζα στα τοῦ ἵστημι.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στεγάζω. Ἀπ’ τό οὐσ. στέγη πού παράγεται ἀπ’
Σταδιοδρομέω-ῶ (=ἀγωνίζομαι στό δρόμο). τό ρῆμα στέγω. Παράγωγα: στέγασις, στέγα-
Παρασύνθετο ἀπ’ τό σταδιοδρόμος  στάδι- σμα, στεγαστέον, στεγαστήρ (=κεραμίδι), στε-
ον (τοῦ ἵστημι) + δραμεῖν (τοῦ τρέχω). Δές γιά γαστής, στεγαστός, ἀστέγαστος, στέγαστρον
περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί (=σκέπασμα).
τρέχω. Στεγανός (=πού δέν ἀφήνει νά περάσει ἡ ὑγρα-
Στάδιον (=μέτρο μήκους, ἀγώνας δρόμου). Ἀπ’ τό σία, τό νερό). Ἀπ’ τό στέγη. Δές γιά περισσότε-
ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρα παράγωγα στό ρῆμα στέγω.
Στάζω (=σταλάζω). Ἀπό ρίζα σταγ-, πού εἶναι ἠχο- Στέγω (=σκεπάζω, ἀποκρούω). Ρίζα στεγ- ἀπ’ ὅπου
ποιημένη. Θέμα σταγ + jω  στάζω. Παράγω- καί τά παράγωγα: στέγη, στεγάζω, στεγανός, στε-
γα: στάγμα, ἀπόσταγμα, στάγδην, σταγών, στα- γανότης, στεγνός (μέ συγκοπή, ἀπ’ τό στεγανός),
κτός, στακτικός. στεγνότης, στεγνόω (=κλείνω καλά), στέγνωσις,
Σταθερός. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- στέγος (=σκεπή, μέγαρο), τέγος (=στέγη), στε-
ρα παράγωγα. κτικός (=αὐτός πού κάνει κάτι ἀδιάβροχο).
Στάθμη. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα Στείβω (=πατῶ, τσαλαπατῶ, βαδίζω). Ἀπό ρίζα
παράγωγα. Παράγωγα τοῦ στάθμη: σταθμάω-ῶ στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ στέμβω. Θέ-
καί σταθμῶμαι (=μετρῶ), στάθμησις (=ζύγισμα), ματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ
σταθμητέον, σταθμητικός, σταθμητός, ἀστάθμη- ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στι-
τος (=ἀβέβαιος), σταθμίζω. βάζω (=πατῶ), στιβαρός (=δυνατός, στερεός),
Σταθμός. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- στιβάς - άδος (=ἀχυρόστρωμα), στίβος (=δρό-
ρα παράγωγα. μος πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), στιβέω-ῶ
Σταλάσσω. Θέμα σταλαγ + jω  σταλάσσω. Πα- (=περπατῶ), στιβεία, στιβεύς (=ὁδοιπόρος),

204 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


στίβη (=πάχνη), ἀστιβής (=ἀπάτητος, ἔρημος), γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στέναγμα, στεναγμός, στε-
στιπτός ἤ στειπτός (=πατημένος), στιπτός γέ- νακτέον, στενακτός, ἀστένακτος.
ρων (=γέροντας σκληραγωγημένος), στῖφος, τό Στενόπορος. Ἀπ’ τό στενός + πόρος τοῦ περάω,
(=σῶμα συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), στι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
φρός (=στερεός), στοιβή (=παραγέμισμα, σωρός, στή λέξη στενός.
ὄγκος), στοιβάζω (=συμπυκνώνω). Στενός καί ἰων. στεινός. Ἀρχικά ἦταν στενFος 
Στεῖρος (=ἄγονος, ἀνίκανος νά γεννᾶ). Σχετίζεται στενός ἤ στεινός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στε-
μέ τό στέρεος. Θέμα στερ + jος = στεῖρος. νόπορος, στενοπορία, στενότης, στενοχωρῶ,
Στείχω (=βαδίζω, προχωρῶ). Ἀπό ρίζα στιχ-. Θέ- στενόω-ῶ (=περιορίζω), στενωπός. Συγγενι-
ματα: α) ἰσχυρό στειχ-, β) ἀσθενές στιχ-, γ) μέ κό μέ τό στένω.
ἑτεροίωση στοιχ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα στίξ, Στενοχωρῶ. Ἀπ’ τό στενός + χωρέω-ῶ. Παράγωγα
στιχός (=σειρά, γραμμή), στίχος (=σειρά, στίχος ἀπό ἴδια ρίζα: στενοχώρημα, στενόχωρος, στενο-
ποιήματος), στιχάομαι (=προχωρῶ μέ σειρά), στι- χώρησις, στενοχωρητικός, στενοχωρία.
χίζω (=ἀραδιάζω), στοῖχος (=σειρά, ἀράδα), στοι- Στένω (=στενεύω, βογγῶ, θρηνῶ). Ἀπό ρίζα στεν-.
χάς – άδος (=στή σειρά), στοιχεῖον, στοιχειόω, Θέμα στεν+j+ω  στένω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
στοιχειώδης, στοιχείωμα (=ἀρχή), στοιχείωσις, ρίζα: στενάζω, στενάχω, στενός, στεινός, στεί-
στοιχειωτής, στοιχειωτικός, στοιχέω, στοιχηδόν, νω (=στενεύω), στοναχή, στόναχος, στόνος
στοιχίζω (=ἀραδιάζω). (=θρῆνος), στονόεις.
Στέλεχος (=κορμός, ξύλο). Πιθανόν ἀπό ρίζα στελ- Στενωπός (=δύσκολος˙ ὡς οὐσ.= πέρασμα). Ἀπ’ τό
τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- στενός + ὤψ τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα
γωγα. παράγωγα, καθώς καί στή λέξη στενός.
Στέλλω (=στήνω, ἑτοιμάζω, ἐξοπλίζω, ἀναχαιτίζω). Στέργω (=ἀγαπῶ πολύ, ἱκανοποιοῦμαι, ὑπομέ-
Ἀπό ρίζα στελ-, σταλ-. Θέματα: α) στελ + j + ω νω). Θέμα στεργ+ω  στέργω. Εἶναι συγγενικό
 στέλλω, β) στολ, γ) σταλ. Μέλλ. στελ - έ - σ μέ τίς λέξεις: στέρνον, στερεός. Τό θέμα στεργ-,
–ω  στελέω-ῶ, Ἀόρ. ἔστελ - σ – α  ἔστελλα μέ ἑτεροίωση στοργ-. Παράγωγα: στέργηθρον
= ἔστειλα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στάλιξ-ικος, (=θέλγητρο), στέργημα (=μάγια), στερκτέον,
ἡ (=παλούκι), στάλσις (=περιορισμός), σταλτέον, στερκτικός (=τρυφερός), στερκτός (=ἀγαπη-
σταλτικός, εὐσταλής, στελεόν ἤ στειλειόν (=χε- τός), στέρξις (=ἀγάπη), στοργή, ἄστοργος, φι-
ρούλι, στειλιάρι), στέλεχος, στειλειή (=στειλιά- λόστοργος.
ρι), στολή (=στολισμός, ἑτοιμασία, ὁπλισμός), Στερεός. Θέμα στερ+j+ος  στερρός  στερε-
τά σύνθ.: ἀναστολή (=παράταση), (ἀπο, δια, ός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στερρός, στέριφος
κατα, περι, ὑπο)στολή, ἀποστολεύς, ἐπιστο- (=στερεός), στεῖρα, στερεότης, στερεόω-ῶ, στε-
λή, ἐπιστολεύς (=ὑποναύαρχος), στολίς-ίδος ρέωμα, στερέωσις, στερεωτής, στερεωτικός.
(=ροῦχο), στολίζω, στολίδιον, στολιδωτός, στο- Στερέω-ῶ καί στερίσκω (=ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ). Θέ-
λισμός, στόλισμα, στολιστής, στολμός (=στολι- μα στερ-. α) στερ + πρόσφυμα ε + ω  στερέ-
σμός), στόλος (=ἑτοιμασία, ταξίδι, ἐξοπλισμός), ω-ῶ. β) στερ + ισκ + ω  στερίσκω. Παράγωγα
ἀπόστολος. ἀπό ἴδια ρίζα: στέρημα, στέρησις, ἀποστέρησις,
Στέμμα. Ἀπ’ τό στέφω, ὅπου δές γιά περισσότε- στερητέος, ἀποστερητέον, στερητικός.
ρα παράγωγα. Στερέωμα. Ἀπ’ τό ρῆμα στερεόω-ῶ, πού παρά-
Στέμφυλον (=ὑπόλοιπα ἀπό ἐλιές ἤ σταφύλια, ἀπ’ γεται ἀπ’ τό στερεός, ὅπου δές γιά περισσότε-
ὅπου βγῆκε ὅλο τό λάδι ἤ τό κρασί, τσίπουρο). ρα παράγωγα.
Ἀπ’ τό ρῆμα στέμβω (=ταράζω, πατῶ) πού εἶναι Στέρνον, τό (=στῆθος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
συγγενικό μέ τό στείβω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- Ἴσως ἀπ’ τό στορέννυμι = στρώννυμι (=στρώ-
ζα τοῦ στέμβω: ἀστεμφής (=στερεός), σταφυλή, νω).
ἀσταφίς (=σταφίδα). Στεροπή (=ἀστραπή, λάμψη). Σάν τό ἀστεροπή =
Στενάζω. Θαμιστικό τοῦ στένω (=βογγῶ). Παρά- ἀστραπή, συγγενικό μέ τή λέξη ἀστήρ.

205
Στερρός. Ἰσοδύναμο μέ τό στερεός. Παράγωγα ἀπό στίλβη (=λάμψη), στιλβηδόν (=λαμπερά), στιλ-
ἴδια ρίζα: στερρῶς, στερρότης. βηδών (=γυαλάδα), στιλβός, στιλβότης, στιλ-
Στέφανος. Ἀπ’ τό ρῆμα στέφω, ὅπου δές γιά πε- βόω-ῶ (=γυαλίζω), στίλβωμα, στίλβων (=ἀχτι-
ρισσότερα παράγωγα. νοβόλος), στίλβωσις, στιλβωτής, στίλβωτρον
Στέφω. Ἀπό ἀρχικό θέμα στεπ-, μέ τροπή τοῦ π σέ (=βερνίκι), στιλπνότης, στιλπνόω-ῶ, στίλψις
φ  στεφ+ω  στέφω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- (=γυάλισμα).
ζα: στεφάνη, στεφανηφόρος, στεφανίτης, στέφα- Στῖφος, τό (=πλῆθος, πυκνή παράταξη). Ἀπ’ τό στεί-
νος, στεφάνιον, στεφανόω-ῶ, στεφάνωμα, στε- βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φανωματικός, στεφάνωσις, στεφανωτής, στε- Στίχος, ὁ (=σειρά, στίχος ποιήματος). Ἀπ’ τό στεί-
φανωτικός, ἀστεφάνωτος, στέφος (=στεφάνι), χω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στέμμα, στέψις. Στλεγγίς-ίδος, ἡ (=ξυστρί). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο-
Στήλη. Ἀπό ρίζα στα- τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά πε- γία της.
ρισσότερα παράγωγα. Στοά (=ὑπόστεγος περίπατος, κιονοστοιχία). Πι-
Στηλιτεύω (=μνημονεύω, τοιχοκολλῶ, στιγματί- θανόν ἀπό ρίζα στεγ- τοῦ στέγω. Παράγωγα ἀπό
ζω). Ἀπ’ τό στηλίτης (=αὐτός πού εἶναι γραμ- ἴδια ρίζα: στῴδιον (ὑποκορ. τοῦ στοιά - στοά),
μένος στή στήλη δημόσια), πού παράγεται ἀπ’ στωικός.
τό στήλη τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- Στοιβάζω (=συμπυκνώνω). Ἀπ’ τό στοιβή τοῦ στεί-
ρα παράγωγα. βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στήμων-όνος, ὁ (=στημόνι, νῆμα). Ἀπ’ τό ἵστημι, Στοιχεῖον. Ἀπ’ τό στοῖχος (=σειρά) τοῦ στείχω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στηρίζω. Ἀπό ρίζα στα- τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά Στοιχίζω (=ἀραδιάζω, ἀλφαδιάζω). Ἀπ’ τό στοῖχος
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια τοῦ στείχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
ρίζα τοῦ στηρίζω: στήριγμα, (ἐπι, ὑπο)στήριγ- γωγα.
μα, στηριγμός, στῆριγξ-ιγγος (=ὑποστήριγμα), Στολή (=στολισμός, ἑτοιμασία, ροῦχο, ὁπλισμός).
στηρικτέον, στηρικτής, στηρικτικός, στηρικτός, Ἀπ’ τό στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἀστήρικτος, στήριξις, ὑποστήριξις. ράγωγα.
Στιβαρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό στείβω, ὅπου δές γιά Στολίζω (=ἑτοιμάζω, στολίζω). Ἀπ’ τό στολίς-ίδος
περισσότερα παράγωγα. (=φόρεμα) τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσό-
Στιβάς-άδος, ἡ (=ἀχυρόστρωμα). Ἀπ’ τό στείβω, τερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στόλος (=ἑτοιμασία, ταξίδι, ἐξοπλισμός). Ἀπ’ τό
Στίβος (=πατημένος δρόμος, μονοπάτι, ἀχνάρι). στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τό στείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Στόμα καί δωρ. στύμα. Πρωτότυπη λέξη. Παράγω-
ράγωγα. γα ἀπό ἴδια ρίζα: στόμαργος (=φλύαρος), στο-
Στίγμα (=σημάδι). Ἀπ’ τό ρῆμα στίζω (=κάνω ση- ματικός, στομαυλῶ (=μιμοῦμαι αὐλό μέ τά χεί-
μάδι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λια), στόμαχος, στομαχικός, στόμιον, στομό-
Στιγμή. Ἀπ’ τό στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα ω-ῶ (=φιμώνω), ἀναστομῶ (=ἀνοίγω), στόμωμα
παράγωγα. (=σκλήρυνση τοῦ σιδήρου), στόμωσις, στομω-
Στίζω (=κάνω σημάδι μ’ ἕνα μυτερό ἐργαλείο, στιγ- τής, στομωτός (=κοφτερός), στωμύλος (=φλύ-
ματίζω). Ἀπό ρίζα στιγ-. Θέμα στιγ+jω  στίζω. αρος, εὔγλωττος), στωμυλία, στωμύλλω, στόμ-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στιγεύς, στίγμα, στιγ- φος, στομφάζω.
ματίας (=κακοῦργος στιγματισμένος, δοῦλος Στόμαχος. Ἀπ’ τό στόμα, ὅπου δές γιά περισσότε-
πού ξέφυγε), στιγματίζω, στιγμή, στιγμιαῖος, στι- ρα παράγωγα.
κτέον, στικτός (=μέ στίγματα), ἄστικτος, κατά- Στόμφος (=κομπασμός, μεγαλοστομία). Ἀπ’ τό στό-
στικτος, στίξις. μα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στιλπνός (=γυαλιστερός). Ἀπ’ τό ρῆμα στίλβω Στόνος (=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπ’ τό στένω, ὅπου
(=λάμπω, γυαλίζω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: δές γιά περισσότερα παράγωγα.

206 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Στοργή. Ἀπ’ τό στέργω, ὅπου δές γιά περισσότε- στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρα-
ρα παράγωγα. τηγός: στρατηγῶ, στρατήγημα, στρατήγησις,
Στορέννυμι ἤ στόρνυμι ἤ στρώννυμι ἤ στρωννύω καταστρατήγησις, στρατηγητέον, στρατηγητι-
(=στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). κός, ἀστρατήγητος, στρατηγία, στρατηγικός,
Ἀπό ἀρχική ρίζα στρα- καί μέ μετάθεση σταρ-. στρατήγιον (=ἡ σκηνή τοῦ στρατηγοῦ), στρα-
Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι  στόρ- τηγός, στρατηγιάω (ἐφετικό = ἐπιθυμῶ νά εἶμαι
νυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι στορέ- στρατηγός).
σνυμι  στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι  Στρατηλάτης. Ἀπ’ τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) +
στρώσνυμι  στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήμ. ἐλαύ-
ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, νω καί στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ
στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρα- στρατηλάτης: στρατηλατῶ, στρατηλασία, στρα-
τόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον τηλατικός.
(=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά Στρατοπέδον. Ἀπ’ τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) +
στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συ- πέδον (=ἔδαφος) πού παράγεται ἀπ’ τό πούς. Δές
ναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρω- γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη πούς καί στό ρῆμα
τήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρω- στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρα-
τος, λιθόστρωτος, στρωμνή. τοπέδον: στρατοπεδεύω, στρατοπεδεία, στρατο-
Στοχάζομαι (=σημαδεύω, σκοπεύω, συμπεραίνω). πέδευμα, στρατοπέδευσις, στρατοπεδευτικός.
Ἀπ’ τό οὐσ. στόχος (=σημάδι) πού παράγεται Στρατός. Ἀπ’ τό στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισ-
ἀπό ρίζα στεχ- ἤ σταχ-, πού μπορεῖ νά εἶναι συγ- σότερα παράγωγα.
γενική μέ τήν στιγ- τοῦ στίζω. Παράγωγα ἀπό Στρέβλη (=ὄργανο γιά βασανιστήρια). Ἀπ’ τό στρε-
ἴδια ρίζα: ἄστοχος, ἀστοχῶ, ἀστοχία, ἀστόχημα, βλός, πού παράγεται ἀπ’ τό στρέφω, ὅπου δές
εὔστοχος, εὐστοχῶ, εὐστοχία, στόχασις, στόχα- γιά περισσότερα παράγωγα.
σμα, στοχασμός, στοχαστέον, στοχαστής, στο- Στρεβλός (=στραβός, καμπύλος). Ἀπ’ τό στρέφω,
χαστικός, στοχαστικῶς, ἀστόχαστος. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στόχος (=σημάδι). Ἀπό ρίζα στεχ- ἤ σταχ- πού Στρέμμα (=κλωστή, στροφή, βγάλσιμο τοῦ ποδι-
μπορεῖ νά εἶναι συγγενική μέ τήν στιγ- τοῦ στί- οῦ ἤ χεριοῦ). Ἀπ’ τό στρέφω, ὅπου δές γιά πε-
ζω. Δές γιά παράγωγα στό στοχάζομαι. ρισσότερα παράγωγα.
Στραβός. Ἀπ’ τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσό- Στρέφω. Ἀπό ρίζα στρεφ-. Θέματα: α) στρέφ + ω
τερα παράγωγα.  στρέφω, β) μέ μετάπτωση: στραφ (ἐστρά-
Στραγγεύομαι (=συμπιέζομαι, στρέφομαι ἀπό δῶ φην), γ) στροφ.
κι ἀπό κεῖ, ἀργοπορῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. στράγξ - Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρεβλός, στρέβλη,
στραγγός (=σταγόνα), ἀπό ρίζα στραγγ-. (λα- στρεβλόω-ῶ, στρέβλωσις, στρέβλωμα, στρε-
τιν. stringo). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στραγγεία βλωτής, στρεβλωτήριος, στρέμμα, στρεπτέ-
(=χρονοτριβή), στραγγεῖον, στράγγευμα κι ἀπ’ ον, στρεπτήρ, στρεπτικός, στρεπτός (=εὐλύγι-
τήν ἴδια ρίζα τά: στραγγάλη (=σχοινί γιά κρέ- στος), στρεπτός (=περιδέραιο), ἀναστρεπτέον,
μασμα), στραγγαλίς, στραγγαλίζω, στραγγίζω, στρέψις, στρεψοδικῶ (=ἀλλάζω τό σωστό),
στραγγουρία, στρογγύλος. στρόβος, στροβέω-ῶ (=περιστρέφω), στρόβιλος,
Στρατεύω. Ἀπ’ τό οὐσ. στρατός τοῦ στορέννυμι, στροβιλίζω, στροβιλῶ, στρόμβος (=σβούρα,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- ἀνεμοστρόβιλος), στροφάς, Στροφάδες (=νη-
γα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατεύω: στρατεία, ἐπι- σιά στή Ζάκυνθο), στροφάδην, στροφαῖος,
στρατεία, συστρατεία, στράτευμα, στρατεύσιμος, στροφάλιγξ (=περιστροφή), στρόφαλος,
στράτευσις, ἐπιστράτευσις, στρατευτέον, στρα- στροφαλίζω, στροφεῖον (=θηλιά), στροφεύς,
τευτής, στρατευτικός, ἀστράτευτος. στροφή καί σύνθ.: (ἀνα, ἀπο, ἐπι, μετα, περι,
Στρατηγός. Ἀπ’ τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) + κατα, ὑπο, συ)στροφή, στρόφιγξ, στρόφιον, στρό-
ἄγω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήμ. ἄγω καί φος (=στριμμένο λουρί), εὔστροφος, εὐστρο-

207
φία, οἰακοστρόφος (=πηδαλιοῦχος), στραβός, Στωϊκός. Ἀπ’ τό οὐσ. στοά, ὅπου δές γιά περισσό-
στραβίζω, στραβισμός. τερα παράγωγα.
Στριφνός (=σταθερός, στερεός, σφιχτός). Πιθανόν Στωμύλος (=εὔγλωττος, φλύαρος, πολυλογάς).
νά συγγενεύει μέ τό στιβαρός. Ἀπ’ τό οὐσ. στόμα, ὅπου δες γιά περισσότερα
Στρόβιλος (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος, ὅ,τι περι- παράγωγα.
στρέφεται). Ἀπ’ τό στρόβος τοῦ στρέφω, ὅπου Συβώτης (=χοιροβοσκός). Ἀπ’ τό σῦς, συός (=γου-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρούνι) + βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Στρογγύλος. Ἀπ’ τό ρῆμα στραγγεύω (=περιτυλί- ράγωγα.
γω) καί στραγγεύομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Συγγενής. Ἀπ’ τήν πρόθεση σύν + γενέσθαι τοῦ γί-
ρα παράγωγα. γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στρόμβος (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος). Ἀπ’ τό στρέ- Σύγκλητος. Ἀπ’ τό συγκαλῶ  σύν + καλῶ, ὅπου
φω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στροφή. Ἀπ’ τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότε- Συγκομιδή. Ἀπ’ τό συγκομίζω (=συγκεντρώνω,
ρα παράγωγα. μαζεύω)  σύν + κομίζω, ὅπου δές γιά περισ-
Στρόφιγξ-ιγγος (=ἄξονας περιστροφῆς). Ἀπ’ τό σότερα παράγωγα.
στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συγκοπή. Ἀπ’ τό συγκόπτω  σύν + κόπτω, ὅπου
Στρυφνός (=στυφός, δύστροπος). Ἀπ’ τό στύφω δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=στύβω, συστέλλω), ὅπου δές γιά ἄλλα πα- Συγκυρία (=σύμπτωση). Ἀπ’ τό συγκυρέω (=συ-
ράγωγα. μπίπτω, ἀνταμώνω)  σύν + κυρέω, ὅπου δές
Στρωμνή. Ἀπ’ τό στρώννυμι, στορέννυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Σύγχυσις (=ταραχή, καταστροφή). Ἀπ’ τό συγχέω
Στυγερός (=μισητός, σιχαμερός). Ἀπ’ τό ρῆμα στυ- (=ἀνακατώνω, καταστρέφω, ταράζω)  σύν +
γέω (=μισῶ, ἀποστρέφομαι), ἀπ’ ὅπου καί τά πα- χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα: στυγητός, Στύξ, Στυγός (=ποταμός τοῦ Συζήτησις. Ἀπ’ τό συζητῶ  συν + ζητῶ, ὅπου δές
Ἄδη), Στύγιος, στυγνός (=μισητός, κατσουφια- γιά περισσότερα παράγωγα.
σμένος), στυγνάζω, στυγνότης, στύγος (=μί- Σύζυγος. Ἀπ’ τό συζεύγνυμι  σύν + ζεύγνυμι,
σος, ἀντιπάθεια). ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
Στυγνός (=μισητός, κατσουφιασμένος). Ἀπ’ τό Σῦκον (=ὁ καρπός τῆς συκιᾶς). Παράγωγα ἀπό ἴδια
στυγέω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη στυ- ρίζα: συκῆ, συκάζω (=μαζεύω σῦκα, ἐρευνῶ πε-
γερός. ρίεργα), συκαστής (=συκοφάντης), σύκινος, συ-
Στῦλος. Σχετίζεται μέ τό σταυρός. Ἀπ’ τό ἵστημι, κίζω (=παχαίνω μέ σῦκα), συκοφάντης (=αὐτός
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πού κατάγγελνε κάποιον ὅτι παράνομα βγάζει
Στύππη (=στουπί). Πιθανόν ἀπ’ τό στύφω (=στύ- ἔξω ἀπ’ τήν Ἀττική σῦκα), συκωτός (=αὐτός πού
βω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τρέφεται μέ σῦκα καί παχαίνει).
Στύραξ-ακος. 1) (=τό πίσω μέρος τοῦ δόρατος). Συκοφάντης (=αὐτός πού κατάγγελνε κάποιον
Ἔχει σχέση μέ τό σταυρός. 2) (=εἶδος θάμνου ὅτι βγάζει παράνομα ἔξω ἀπ’ τήν Ἀττική σῦκα,
πού βγάζει ρητίνη). αὐτός πού κατηγορεῖ κάποιον). Ἀπ’ τό σῦκον +
Στυφελός καί στυφλός (=σκληρός, ἄγουρος). Ἀπ’ τό φαίνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω-
στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ συκοφάντης: συκοφαντία,
Στυφός. Ἀπ’ τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότε- συκοφαντῶ, συκοφάντημα, συκοφάντησις, συ-
ρα παράγωγα. κοφαντητός, ἀσυκοφάντητος, συκοφαντικός,
Στύφω (=στύβω, συστέλλω). Ἀπό ρίζα στυφ-, συκοφάντρια.
ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: στρυφνός, στῦμμα, Συλάω-ῶ (=ἀφαιρῶ τά ὅπλα σκοτωμένου, ἀπο-
στύππη, στυππεῖον (=στουπί), στυπτικός, στυ- γυμνώνω). Ἀπ’ τό σύλη ἤ σῦλον (=τό δικαίωμα
φελός καί στυφλός, στυφελίζω (=ταρακουνάω), κατάσχεσης) πού εἶναι συγγενικό μέ τό σκῦλον
στυφός, στυφότης, στῦψις (=στυφάδα). (=λάφυρο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σύλημα,

208 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


σύλησις, συλητής (=κλέφτης), συλήτωρ, συλή- οὐσιαστικό. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
τειρα, ἄσυλος (=ἀπαραβίαστος, ἀσφαλισμένος), στό ρῆμα φέρω.
ἀσυλία, ἱερόσυλος, ἱεροσυλία, ἱεροσυλῶ, συλεύω, Συμφοιτητής. Ἀπ’ τό συμφοιτῶ  σύν + φοιτῶ
συλέω-ῶ (=ἀφαιρῶ, λευτερώνω). (=συχνάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Συλλαβή. Ἀπ’ τό συλλαμβάνω  σύν + λαμβάνω, Συμφόρησις (=συσσώρευση, συγκέντρωση). Ἀπ’
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τό συμφορῶ (=συγκεντρώνω), πού παράγεται
Σύλληψις. Ἀπ’ τό συλλαμβάνω  σύν + λαμβάνω, ἀπ’ τό σύμφορος, του συμφέρω. Δές γιά περισ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.
Συλλογή. Ἀπ’ τό συλλέγω (=συγκεντρώνω)  Σύμφωνος. Άπ’ τό σύν + φωνή, ὅπου δές γιά πε-
σύν + λέγω (μαζεύω), ὅπου δές γιά περισσότε- ρισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Συναγωγή. Ἀπ’ τό συνάγω  σύν + ἄγω, ὅπου δές
Συλλογισμός. Ἀπ’ τό συλλογίζομαι  σύν + λο- γιά περισσότερα παράγωγα.
γίζομαι (ἀπ' τό λόγος = σκέψη τοῦ λέγω). Συνάλλαγμα. Άπ’ τό συναλλάσσω  σύν + ἀλλάσ-
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λέγω (3). Συναντῶ. Ἀπ’ τό σύν + ἀντάω-ῶ, ἀπ’ τό ἄντην,
Συμβόλαιον (=συμφωνία). Ἀπ’ τό συμβάλλω  σύν ἀντί. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συνάντημα, συ-
+ βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νάντησις.
Σύμβολον (=σημάδι, γνώρισμα). Ἀπ’ τό συμβάλ- Συνασπισμός. Ἀπ’ τό συνασπίζω  σύν + ἀσπίς.
λω  σύν + βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα Συναυλία. Ἀπ’ τό συναυλέω-ῶ  σύν + αὐλός,
παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Συμβουλή. Ἀπ’ τό σύν + βουλή τοῦ βούλομαι, ὅπου Σύνδεσμος. Ἀπ’ τό συνδέω (=ἑνώνω)  σύν +
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δέω (=δένω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Σύμμαχος. Ἀπ’ τό σύν + μάχη τοῦ μάχομαι, ὅπου ράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό Σύνδικος (=συνήγορος). Ἀπ’ τό σύν + δίκη, ὅπου
ἴδια ρίζα τοῦ σύμμαχος: συμμαχία, συμμαχῶ, συμ- δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
μαχικός, συμμαχίς - ίδος. ζα: συνδικῶ, συνδικία.
Συμμιγής (=ἀνακατωμένος). Ἀπ’ τό συμμίγνυμι Συνδρομή (=συνέλευση). Ἀπ’ τό σύν + δρόμος τοῦ
 σύν + μίγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα. Συνδυάζω (=ζευγαρώνω, ἑνώνω). Ἀπ’ τό σύν + δύο.
Συμμορία (=συντροφιά, ἕνωση μερῶν). Ἀπ’ τό σύν Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συνδυασμός (=ζευγά-
+ μέρος τοῦ μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- ρωμα), συνδυαστέον, συνδυαστικός.
ρα παράγωγα. Συνέδριον. Ἀπ’ τό σύνεδρος  σύν + ἕδρα τοῦ
Συμπαρομαρτῶ (=συνοδεύω). Σύνθετο ἀπ’ τίς προ- ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θέσεις σύν + παρά καί τό ρῆμα ὁμαρτῶ (=συ- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σύνεδρος: συνε-
νοδεύω). δρία, συνεδρεύω.
Συμπληγάς-άδος. (=αὐτή πού συγκρούεται). Ἀπ’ Συνείδησις. Ἀπ’ τό συνειδέναι τοῦ σύνοιδα  σύν
τό συμπλήττω  σύν + πλήττω, ὅπου δές γιά + οἶδα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Συνεπής. Ἀπ’ τό συνέπομαι  σύν + ἕπομαι, ὅπου
Συμπόσιον. Ἀπ’ τό συμπίνω  σύν + πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συνεργός. Ἀπ’ τό σύν + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, ὅπου
Συμπτύσσω (=διπλώνω). Ἀπ’ τό σύν + πτύσσω, δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἴδια ρίζα τοῦ συνεργός: συνεργία, συνεργῶ, συ-
Σύμπτωμα. Ἀπ’ τό συμπίπτω  σύν + πίπτω, ὅπου νέργημα, συνεργητέον.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύνεσις (=ἐξυπνάδα). Ἀπ’ τό συνίημι (=κατανοῶ)
Συμφέρον, τό (=κέρδος, ὠφέλεια). Μετοχή οὐδ.  σύν + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
γένους τοῦ συμφέρω καί χρησιμοποιεῖται σάν γωγα.

209
Συνετός (=φρόνιμος, γνωστικός). Ἀπ’ τό συνίη- τό συντείνω (=δυναμώνω)  σύν + τείνω, ὅπου
μι  συν + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα. Σύντριμμα. Ἀπ’ τό συντρίβω  σύν + τρίβω, ὅπου
Σύνευνος (=σύζυγος). Ἀπ’ τό σύν + εὐνή (=κρεββά- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύντροφος. Ἀπ’ τό συντρέφω  σύν + τρέφω,
Συνεχής. Ἀπ’ τό συνέχω  σύν + ἔχω, ὅπου δές γιά ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Συντυχία (=σύμπτωση, τύχη). Ἀπ’ τό συντυχεῖν
Συνήγορος. Ἀπ’ τό συναγορεύω  σύν + ἀγορεύω, τοῦ συντυγχάνω  σύν + τυγχάνω, ὅπου δές
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Συνήθεια (=συναναστροφή, φιλία, συνήθεια). Ἀπ’ Συνωμοσία. Ἀπ’ τό συνόμνυμι  σύν + ὄμνυμι
τό συνήθης  σύν + ἦθος, ὅπου δές γιά ἄλλα (=ὁρκίζομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
παράγωγα. γωγα.
Σύνθεσις. Ἀπ’ τό συντίθημι  σύν + τίθημι, ὅπου Συνώνυμος. Ἀπ’ τό σύν + ὄνυμα = ὄνομα, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Σύνθετος. Ἀπ’ τό συντίθημι  σύν + τίθημι, ὅπου Σῦριγξ-ιγγος (=ποιμενικός αὐλός, σύριγγα, ὑπό-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νομος). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Δές γιά παράγω-
Συνθήκη (=συμφωνία). Ἀπ’ τό συντίθημι  σύν + γα στό ρῆμα συρίζω ἤ συρίττω.
τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συρίζω ἤ συρίττω (=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπ’ τό
Σύνθημα. Ἀπ’ τό συντίθημι  σύν + τίθημι, ὅπου σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παρά-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγ-
Συνίζησις (=βούλιασμα). Ἀπ’ τό συνιζάνω (=κατα- μα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συ-
καθίζω, βυθίζομαι)  σύν + ἱζάνω (=καθίζω) πού ριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).
ἔχει τήν ἴδια ρίζα μέ τά: ἕζομαι, ἵζω, ὅπου δές γιά Σύρμα (=καθετί πού σέρνεται). Ἀπ’ τό ρῆμα σύρω,
ἄλλα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Σύννεφον. Ἀπ’ τό σύν + νέφος, ὅπου δές γιά ἄλλα Συρμός. Ἀπ’ τό σύρω, ὅπου δές γιά περισσότε-
παράγωγα. ρα παράγωγα.
Συνοδοιπόρος. Ἀπ’ τό σύν + ὁδός + πόρος τοῦ πε- Συρφετός (=ὅ,τι σέρνεται ἀπ’ τόν ἄνεμο, πλῆθος
ράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἀνακατωμένο, ὄχλος). Ἀπ’ τό σύρω, ὅπου δές γιά
Σύνοδος (=συγκέντρωση). Ἀπ’ τό σύν + ὁδός τοῦ περισσότερα παράγωγα.
ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύρω (=σέρνω). Σχετίζεται μέ τό σαίρω. Θέμα συρ
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σύνοδος: συνοδία + j + ω σύρρω  σύρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
καί συνοδεία, συνοδεύω, συνόδευσις. ρίζα: σύρμα, συρμός, σύρτης (=χαλινάρι), Σύρ-
Συνοικία. Ἀπ’ τό συνοικῶ  σύν + οἰκῶ, ἀπ' τό τις (=περιοχές τῆς Λιβυκῆς θάλασσας μέ ρηχά
οἶκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νερά), συρτός, συρφετός.
Σύνορον. Ἀπ’ τό σύν + ὅρος, ὅπου δές γιά περισ- Σῦς, συός καί ὗς, ὑός (=γουρούνι).
σότερα παράγωγα. Συσσίτιον, τό. Ἀπ’ τό συσσιτέω-ῶ (=τρώω μαζί) ἀπ’
Συνουσία (=συναναστροφή, παρέα). Ἀπ’ τό συ- τό σύσσιτος  σύν + σῖτος, ὅπου δές γιά περισ-
νοῦσα, μετοχή τοῦ σύνειμι  σύν + εἰμί, ὅπου σότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συστάδην (=ἀπό κοντά). Ἀπ’ τό σύν + στάδην τοῦ
Συνοχή. Ἀπ’ τό συνέχω  σύν + ἔχω, ὅπου δές γιά ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Συστατικός. Ἀπ’ τό συνίστημι  σύν + ἵστημι, ὅπου
Σύνταγμα. Ἀπ’ τό συντάσσω  σύν + τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύστημα. Ἀπ’ τό συνίστημι  σύν + ἵστημι, ὅπου
Σύντομος. Ἀπ’ τό συντεμεῖν τοῦ συντέμνω  σύν + δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συχνός. Ἴσως ἀντί συγχνός, συνεχνός  σύν +
Σύντονος (=τανυσμένος, δυνατός, ὁρμητικός). Ἀπ’ ἔχω (συνεχής).

210 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Σφαδάζω (=κινοῦμαι σπασμωδικά, παλεύω). Ἀβέ- Σφήξ-σφηκός (=σφήκα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα σπα- (σπαί- Ἴσως στήν ἀρχή νά ἦταν Fέσπηξ  σφήξ. Παρά-
ρω, σπασμός). Μπορεῖ νά συγγενεύει μέ τίς: σφεν- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφηκιά (=φωλιά ἀπό σφῆκες),
δόνη, σφόνδυλος, σφοδρός. Παράγωγα ἀπό ἴδια σφηκίσκος (=μυτερό ξύλο), σφηκῶ (=δένω), σφή-
ρίζα: σφάδασμα, σφαδασμός. κωμα (=ἡ κορυφή τῆς περικεφαλαίας).
Σφάζω καί σφάττω. Θέμα σφαγ+j+ω  σφάζω ἤ Σφίγγω. Θέμα σφίγ + jω  σφίγγω. Παράγωγα ἀπό
σφάττω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαγή, σφα- ἴδια ρίζα: σφιγκτήρ (=δεσμός), σφιγκτός, σφί-
γεῖον, σφαγεύς, σφάγιον (=θῦμα), σφαγιάζο- γκτωρ, σφίγμα, σφιγμός, Σφίγξ, Σφιγγός (=θη-
μαι (θυσιάζω), σφαγιασμός, σφαγίς (=μαχαίρι), λυκό τέρας), σφίγξις.
σφάγανον = φάσγανον (=ξίφος), σφάγμα, νεο- Σφίγξ-Σφιγγός, ἡ (=θηλυκό τέρας). Ἀπ’ τό σφίγγω,
σφαγής, σφάκτης, σφάκτρια (=ἡ ἱέρεια), σφα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κτός, σφάκτρον. Σφοδρός (=ὁρμητικός, βίαιος). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ
Σφαῖρα (=τόπι, κάθε σφαῖρα). Συγγενεύει μέ τό τό σφαδάζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφοδρῶς,
σκαίρω (=πηδῶ, τινάζομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια σφόδρα, σφοδρότης, σφοδρύνω.
ρίζα: σφαιρηδόν, σφαιρίδιον, σφαιρίζω, σφαιρικός, Σφόνδυλος καί σπόνδυλος. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ
σφαίρισις, σφαίρισμα, σφαιρισμός, σφαιριστήριον, τό σφαδάζω.
σφαιριστής, σφαιριστικός, σφαιρόω-ῶ (=στρογ- Σφραγίς-ῖδος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παρά-
γυλεύω κάτι), σφαίρωμα, σφαίρωσις, σφαιρωτήρ γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφραγίδιον, σφραγίζω, σφρά-
(=λουρί), σφαιρωτής, σφαιρωτός. γισμα, σφραγιστήρ, σφραγιστήριον, σφραγιστής,
Σφάλλω (=κάνω κάποιον νά πέσει, νικῶ˙ τό μέσο σφραγιστικός, σφραγιστός, ἀσφράγιστος.
= ἀποτυχαίνω, σκοντάφτω). Θέμα σφαλ+j+ω Σφριγάω-ῶ. Ἀπ’ τό σφρίγος (=δύναμη). Ἴσως συγ-
 σφάλλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφάλμα γενεύει μέ τά σφαραγοῦμαι, σπαργῶ.
(=ἀτυχία, παραπάτημα), σφαλερός (=ἐπικίνδυ- Σφυγμός (=παλμός). Ἀπ’ τό σφύζω, ὅπου δές γιά
νος), ἄσφαλτος, σφάλτης, ἀσφαλής, ἀσφάλεια, περισσότερα παράγωγα.
ἀσφαλίζω, ἀκροσφαλής, ἐπισφαλής (=ἀβέβαιος), Σφύζω (=τινάζομαι, χτυπῶ ὁρμητικά). Θέμα
σφηλός (=πού εὔκολα μετακινεῖται), ἐρίσφηλος, σφύγ+j+ω  σφύζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
φῆλος (=ἀπατηλός), φηλόω-ῶ (=ἀπατῶ), φηλή- σφυγμός, σφυγματώδης, σφύξις, ἄσφυκτος.
της (=κλέφτης), φήληξ (=ἀγριόσυκο). Σφῦρα (=τό σφυρί). Ἀπ’ τό σφυρόν (=κότσι), ἀπ’
Σφάραγος (=ἔκρηξη μέ θόρυβο, κρότος). Εἶναι ἠχο- ὅπου καί τά παράγωγα: σφυρήλατης, σφυρήλα-
ποίητη λέξη. Σχετίζεται μέ τό σπαργῶ (=εἶμαι γε- τος, σφυροκόπος, σφυρόω-ῶ, σφυρωτός.
μάτος μέχρι σκασμοῦ, φουσκώνω), καί τό σφριγῶ. Σχάζω (=σχίζω, ἀνοίγω, ἀφήνω, παραμελῶ). Ἀπό
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαραγοῦμαι (=εἶμαι ἀρχική ρίζα σκεδ τοῦ σκεδάννυμι. Θέμα σχεδ
γεμάτος), σφαραγίζω (=ἀντηχῶ μέ θόρυβο).  σχαδ + jω  σχάζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Σφενδόνη (=σφεντόνα). Εἶναι συγγενικό μέ τά: σφα- ζα: σχαδών ἤ σχάδων (=ἔμβρυο, σκουλήκι τῆς
δάζω, σφεδανός (=ὁρμητικός), σφοδρός, σφόν- μέλισσας ἤ τῆς σφήκας), σχαλίς-ίδος (=ὄρθια
δυλος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφενδονάω-ῶ ξύλα πού κρατοῦν τά δίχτυα), σχάσις, σχάσμα,
(=χτυπῶ μέ σφεντόνα), σφενδονηδόν, σφενδό- σχασμός, σχαστηρία (=τροχαλία), σχαστήρι-
νησις, σφενδονητής, σφενδονητικός, σφενδονί- ον (=νυστέρι).
ζομαι, σφενδονιστής. Σχεδία (=πρόχειρη βάρκα). Ἀπ’ τό σχέδιος (=κοντι-
Σφετερίζω (=κάνω κάτι ξένο δικό μου) καί πιό νός, πρόχειρος) πού παράγεται ἀπ’ τό σχεδόν τοῦ
συνηθισμένο τό σφετερίζομαι. Ἀπ’ τήν κτητική ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀντων. γ’ προσώπου σφέτερος (=δικός τους). Σχεδόν (=κοντά). Ἀπ’ τό σχεῖν (ἔσχον-ἔχω). Θέμα
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφετέρησις, σφετερι- σεχ  σχε+δόν  σχεδόν. Δές γιά περισσότερα
σμός, σφετεριστής. παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Σφήν, σφηνός (=σφήνα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Σχέσις. Ἀπ’ τό σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισ-
σφηνόω-ῶ (=βουλώνω καλά), σφήνωσις. σότερα παράγωγα.

211
Σχέτλιος (=καρτερικός, δυστυχισμένος, ἄθλιος). Ἀπ’ Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωμασκῶ, σωμασκία,
τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σωματικός, σωμάτιον, σωματοειδής.
Σχῆμα. Ἀπ’ τό σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισ- Σωμασκῶ (=γυμνάζω τό σῶμα). Ἀπ’ τό σῶμα +
σότερα παράγωγα. ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
Σχίζω. Συγγενικό μέ τό σκεδάννυμι. Ἀπό ρίζα σκιδ- θώς καί στή λέξη σῶμα.
ἤ σχιδ-. Θέμα σχιδ + jω  σχίζω. Παράγωγα: Σωρός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγ-
σχίδαξ, σχίζα (=κομμάτι ξύλου, σκίζα), ἀσχιδής γενεύει μέ τό σορός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
(ἄσκιστος), πολυσχιδής (=σκισμένος σέ πολλά σώρακος (=ἀγγεῖο), σωρεία, σωρείτης, σωρευ-
μέρη, πολύ μορφωμένος), σχινδάλαμος ἤ σκιν- τός, σωρεύω, σώρευμα, σωρηδόν.
δάλαμος (=πελεκούδι, ἀγκίδα, λεπτολογία), σχί- Σῶς, ὁ, ἡ, σῶν, τό. Ἀπ’ τό σάος τοῦ σῴζω, ὅπου δές
σις, σχίσμα, σχισματικός, σχισμός, σχιστός, ἄσχι- γιά περισσότερα παράγωγα.
στος, ὁλόσχιστος. Σωτήρ-ῆρος. Ἀπ’ τό σῴζω, ὅπου δές γιά περισσό-
Σχίσμα. Ἀπ’ τό σχίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα τερα παράγωγα.
παράγωγα. Σώφρων (=φρόνιμος, συνετός, συγκρατημένος,
Σχοινοβάτης. Ἀπ’ τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, ἁγνός). Ἀπ’ τό σῶς (σῶος) + φρήν, φρενός. Πα-
σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, σωφρόνημα,
σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθα- σωφρονητέον, σωφρονητικός, σωφρονίζω, σω-
ρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, φρονικός, σωφρόνησις (=τιμωρία), σωφρόνισμα,
μερίδιο), σχοινισμός. σωφρονισμός, σωφρονιστήρ, σωφρονιστήριον,
Σχολάζω (=ἀναπαύομαι). Ἀπ’ τό σχολή (=ἀργία, σωφρονιστής, σωφρονιστικός, ἀσωφρόνιστος,
ἀνάπαυση) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἡ σωφρονιστύς-ύος (=σωφρόνιση), σωφροσύ-
παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχολή: νη, σωφρόνως.
σχολαῖος (=ἀργοκίνητος), σχολαιότης, σχόλα-
σις, σχολασμός, σχολαστήριον, σχολαστής, σχο-
λαστικός, σχολεῖον, σχολικός, σχόλιον (=ἐξήγη-
ση), σχολιάζω, σχολιαστής.
Σχολαστικός (=λεπτολόγος γιά ἀσήμαντα πράγ-
ματα). Ἀπ’ τό σχολάζω, ὅπου δές γιά περισσό-
τερα παράγωγα.
Σχολή (=ἀπραξία, ἀνάπαυση, τόπος γιά συζήτη-
ση). Ἀπ’ τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Σῴζω. Ρίζα σα-. Θέματα: α) σῳδ- (ἀπ’ τό σωιδ-)
σῴζω καί β) σω  σώω, σάος  σῶς. Παράγω-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: σῶος, σῶς (=ἀκέραιος), σῶσις,
διάσωσις, σῶσμα, διασωσμός, σωστέος, διασω-
στέον, σωστικός, σωστός, ἄσωστος, τά σῶστρα
(=ἀμοιβή γιά τή σωτηρία κάποιου), σωτήρ, σώτει-
ρα ἤ σώστρια, σωτηρία, σωτήριος, ἄσωτος, ἀσω-
τία, σῶτρον (=ἡ ξύλινη περιφέρεια τοῦ τροχοῦ),
τά κύρια ὀνόματα: Σῶσος, Σωσώ, Σωσίας, Σώ-
στρατος, Σωκράτης, καί ἴσως τό σῶμα.
Σωλήν - ῆνος (=σωληνάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
γία του.
Σῶμα. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἄν σημαίνει ζω-
ντανό σῶμα, τότε σχετίζεται μέ τό σῶος τοῦ σῴζω.

212 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


213
Τ Ταῦ

Τάγμα Ἀπ’ τό τάσσω ἤ τάττω ὅπου δές γιά περισ- Ταλασιουργός (=αὐτός πού κατεργάζεται μαλλιά).
σότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ταλασία τοῦ τλάω + ἔργω. Δές γιά ἄλλα
Ταγός (=ἀρχηγός, κυβερνήτης). Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου παράγωγα στό ρῆμα τλάω.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ταμίας. Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ταινία (=κορδέλλα). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου δές γιά ρα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Ταξίαρχος ἤ ταξιάρχης. Ἀπ’ τό τάξις τοῦ τάσσω +
Τακτικός. Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότε- ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
ρα παράγωγα. θώς καί στό ρῆμα τάσσω.
Ταλαίπωρος. Ἀπ’ τό τάλας (=τλάω) + πηρός (=σα- Τάξις. Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα
κάτης) τοῦ πάσχω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τα- παράγωγα.
λαιπωρία, ταλαιπωρῶ, ταλαιπώρημα, ταλαιπώ- Ταπεινός (=χαμηλός, ἀσήμαντος, ἄθλιος, μέτριος).
ρησις, ἀταλαίπωρος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ταπεινό-
στό ρῆμα τλάω. της, ταπεινῶ (=ξευτελίζω, ταπεινώνω), ταπείνωμα
Ταλαντεύω (=κουνῶ πέρα-δῶθε). Ἀπ’ τό τάλαντον (=χαμήλωμα), ταπείνωσις, ταπεινόφρων.
(=ζυγαριά) τοῦ τλάω. Δές γιά περισσότερα πα- Ταπεινόφρων. Ἀπ’ τό ταπεινός + φρήν. Δές γιά
ράγωγα στό ρῆμα τλάω. ἄλλα παράγωγα στή λέξη ταπεινός.
Τάλαντον (=ζυγαριά, νόμισμα). Ἀπ’ τό τάλαν, οὐδ. Τάπης-ητος, ὁ (=χαλί). Λέγεται καί τάπις, δάπις. Πι-
τοῦ τάλας ἀπ’ τό τλάω, ὅπου δές γιά περισσό- θανόν ἡ προέλευσή του ἀπ’ τήν Ἀνατολή.
τερα παράγωγα. Ταράσσω καί ἀττ. ταράττω καί μέ συγκοπή θράσ-
Ταλαντοῦχος. Ἀπ’ τό τάλαντον + ἔχω, ὅπου δές σω. Θέμα ταραχ+j+ω  ταράσσω ἤ -ττω. Πα-
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τάραγμα, ταραγμός, τα-
τλάω. ρακτικός, συνταρακτικός, ταρακτός, ἀτάρακτος,
Τάλας - τάλαινα - τάλαν (=δυστυχισμένος). Ἀπ’ τάρακτρον (=κουτάλα γιά ἀνακάτεμα), ταρά-
τό ρῆμα τλάω (=ὑποφέρω), ὅπου δές γιά περισ- κτωρ, τάραξις, ἐκτάραξις, ταραξίας, ἀταραξία,
σότερα παράγωγα. ταραχή, διαταραχή, τάρχη (μέ συγκοπή), τάρα-

214 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


χος, ταραχώδης, τεταραγμένως, πιθανόν κι ἡ θά- Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: τάχα (=ἀμέσως),
λασσα (ταραχ-jα > θάλαχ-jα > θάλασσα = αὐτή ταχέως, τάχος, τό (=γρηγοράδα), ταχύνω, ἐπι-
πού ταράζει), κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό: ἅλς, δωρ. σά- τάχυνσις, ταχυδρόμος, ταχύπους.
λασσα, λατ. sal (=ἁλάτι). Ταώς, ὁ (=τό παγώνι). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνα-
Ταρβέω-ῶ (=φοβοῦμαι). Ἀπ’ τό τάρβος-εος, τό τολική.
(=φόβος), πού ἴσως προέρχεται ἀπό ρίζα ταρ- Τέγγω (=βρέχω, μουσκεύω, μαλακώνω). Θέμα τεγ-
τοῦ ταράσσω. ἤ τεν+j+ω  τέγγω. (Λατιν. tingo). Παράγωγα
Ταριχεύω (=βαλσαμώνω). Ἀπ’ τό τάριχος-ου, ὁ ἀπό ἴδια ρίζα: τεγκτός, τέγξις, ἄτεγκτος (=ἄκα-
ἤ τάριχος-ους, τό (=μούμια, παστό). Παράγω- μπτος, σκληρόκαρδος), ἀτέγκτως.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ταριχεία, ταρίχευσις, ταριχευ- Τέγος-εος, τό (=σκεπή, δωμάτιο). Ἀντί στέγος τοῦ
τής, ταριχευτός. στέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ταρσός καί ἀττ. ταρρός, ὁ (=πλέγμα ἀπό καλάμια, Τέθηπα (=μένω θαμπωμένος, θαυμάζω). Παρακεί-
καλάθι). Ἀπ’ τό ρῆμα τέρσομαι (=ξεραίνομαι, στε- μενος μέ σημασία ἐνεστ. Ἀπό ρίζα ταφ- τοῦ θάμ-
γνώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. βος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Τάσις (=τέντωμα, δύναμη). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου δές Τέθριππον, τό (=ἅρμα πού σέρνεται ἀπό 4 ἄλογα).
γιά περισσότερα παράγωγα. Εἶναι τό οὐδ. τοῦ ἐπίθ. τέθριππος  τέτταρα +
Τάσσω ἤ τάττω (=παρατάσσω, ταχτοποιῶ, διορί- ἵππος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ζω, διατάζω). Ἀπό ρίζα ταγ-. Θέμα ταγ+j+ω  Τείνω (=τεντώνω, ἁπλώνω). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-.
τάττω ἤ τάσσω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τάγ- Θέματα: α) τεν+j+ω  τέννω  τένω  τείνω,
μα, διάταγμα, ἐπίταγμα, πρόσταγμα, σύνταγμα, β) ταν- καί τα (ταναός, τέτακα, ἐτάθην) καί γ)
ταγή, ταγός (=ἀρχηγός), ταγεύω, ταγεία, διατα- μέ ἑτεροίωση τον- (τόνος). Παράγωγα ἀπό ἴδια
γή, ἐπιταγή, προσταγή, ὑποταγή, νομοταγής, τα- ρίζα: ταινία, ταινιόω-ῶ (=στεφανώνω), ταναός
γάριον (ὑποκορ.), τάγηνον καί τήγανον (=τηγά- (=μακρύς, ψηλός), τανύω, τατικός (ἐντατικός),
νι), ταγηνίζω καί τηγανίζω, τακτέον, προτακτέον, τατός, ἐκτατός, ἐντατός, (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί,
προστακτέον, συντακτέον, ὑποτακτέον, τακτικός, ἀσύν, δυσέν)τατος, τάσις, (ἐν, ἐπί, ἐκ, πρό, ὑπό)
προστακτικός, ἐπιτακτικός, τάκτης, συντάκτης, τασις, ἐκτάδην, ἐκταδόν, ἐκτατέον, συντατέον,
τακτός, ἀνεπίτακτος (=λεύτερος), ἀσύντακτος, τεταμένως, τέτανος, τένων -οντος (=νεῦρο τοῦ
ἄτακτος, δύστακτος, ἐπιτακτός, εὔτακτος, τάξις, σώματος), ἀτενής, ἀτενῶς, ἐκτενής, τετανός-
ἐπίταξις, κατάταξις, παράταξις, πρόσταξις, πρό- ή-όν (=τεντωμένος), τόνος, βαρύτονος, ἔντο-
ταξις, σύνταξις, ταξίδιον (ὑποκορ.= ἐκστρατεία), νος, ὀξύτονος, σύντονος, τονόω-ῶ (=δυναμώ-
ταξίαρχος ἤ ταξιάρχης, ἀταξία, λιποταξία. νω), τόνωσις, τονωτικός, τονικός, χειρότονος,
Ταῦρος. Λατιν. taurus. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χειροτονῶ.
ταύρειος, ταυρηδόν, ταυροῦμαι (=γίνομαι ἄγριος Τείρω (=τρίβω, βασανίζω, ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα
σάν ταῦρος), Ταυροπόλος (ὄνομα τῆς Ἄρτεμης), τερ-. Θέμα τερ+j+ω  τέρρω  τείρω. Παράγω-
ταυρωπός. γα ἀπ' τήν ἴδια ρίζα: τεράμων (=πού μαλακώνει
Ταφή (=θάψιμο). Ἀπ’ τό θάπτω, ὅπου δές γιά πε- μέ τό βράσιμο), τέρετρον (=τρυπάνι), τερηδών-
ρισσότερα παράγωγα. ονος (=σκουλήκι, χάλασμα τῶν δοντιῶν), τέρην
Τάφος, ὁ (=ταφή). Ἀπ’ τό θάπτω, ὅπου δές γιά περισ- (=μαλακός, λεῖος), τετραίνω (=τρυπῶ), τιτρώσκω
σότερα παράγωγα. Ἐνῶ τάφος-εος, τό (=ἔκπλη- (=πληγώνω), τόρνος, τορός (=διαπεραστικός),
ξη). Ἀπ’ τό τέθηπα, ἐπικό παρακείμενο. διάτορος, τορεύω (=τρυπῶ), τρανής (=καθαρός),
Τάφρος, ἡ (=χαντάκι). Ἀπ’ τό θάπτω, ὅπου δές γιά τραῦμα, τρίβω, τρύω (=καταστρέφω), τρῦμα, τρυ-
περισσότερα παράγωγα. πάω, τρυμαλιά καί τρυμαλῖτις (=ὀπή).
Ταχυδρόμος. Ἀπ’ τό ταχύς + δραμεῖν τοῦ τρέχω, Τεῖχος, τό. Ἔχει σχέση μέ τή ρίζα θιγ- τοῦ θιγγά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί νω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τειχήρης, τειχίζω
στή λέξη ταχύς. (=ὀχυρώνω), τείχισις, (ἀπο, ἐπι, περι)τείχισις, τεί-
Ταχύς (=γρήγορος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. χισμα (=ὀχύρωμα), (ἀντι, ἀπο, δια, ἐπι, περι)τεί-

215
χισμα, τειχισμός, τειχιστής, ἀποτειχιστέον, ἀπο- Τέλος, τό (=ἐκπλήρωση, τέρμα, θάνατος, ἐξουσία,
τείχιστος, εὐαποτείχιστος, τειχίον, τειχομαχῶ, φόρος). Μέ τίς 4 πρῶτες σημασίες ἀναφέρεται
τειχοποιῶ, τοῖχος, ὁ (μέ ἑτεροίωση). σέ ρίζα τελ- συγγενική μέ τήν τερ- (τέρμα), ἐνῶ
Τεκμήριον (=ἀπόδειξη). Ἀπ’ τό τεκμαίρομαι (=συ- μέ τή σημασία (φόρος) πρέπει νά ἀναφερθεῖ σέ
μπεραίνω) πού παράγεται ἀπ’ τό οὐσ. τό τέκμαρ ρίζα ταλ- τοῦ τλάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
(=ὁρισμένο σημεῖο, τέρμα) κι αὐτό ἀπό ρίζα τεκ- τέλειος ἤ τέλεος, τελείως ἤ τελέως, τελειόω-ῶ
τοῦ τίκτω. Παράγωγα τοῦ τεκμαίρομαι: τέκμαρ- (=τελειοποιῶ), τελείωμα, τελείωσις, τελειωτής,
σις (=ἐμπειρία), τεκμαρτέος, τεκμαρτέον, τεκ- τελειωτικός, τελεσφόρος, τελεσφορῶ, τελῶ, τε-
μαρτικός (=στοχαστικός), τεκμαρτός, ἀξιοτέκ- λετή, τελευτή, τελευταῖος, τελήεις, ἀτελής, εὐτε-
μαρτος (=ἀξιόπιστος), ἀτέκμαρτος (=ἀβέβαιος), λής (=φτηνός), πολυτελής (=σπάταλος), τελι-
ἀτεκμάρτως, διστέκμαρτος, τεκμηριῶ (=ἀποδει- κός, τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων
κνύω), τεκμηρίωσις (=ἀπόδειξη). φόρων), τελωνῶ (=φορολογῶ), τελωνία, τελω-
Τέκνον-ου, τό (=τό παιδί). Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, νικός, ὑποτελής.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων φόρων).
Τεκταίνομαι (=φτιάχνω, κατασκευάζω, σχεδιά- Ἀπ’ τό τέλος (=φόρος) + ὠνοῦμαι (=ἀγοράζω),
ζω). Ἀπ’ τό οὐσ. τέκτων, ὁ (=ὁ μάστορας), ἀπό ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα στή λέξη τέλος.
παράγωγα. Τεμάχιον. Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Τέκτων-ονος, ὁ (=ξυλουργός, μάστορας). Ἀπό ρα παράγωγα.
ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τέμενος (=μέρος γῆς χωρισμένο πού ἀνήκει σέ
ρα παράγωγα. ἐπίσημο πρόσωπο, ἱερός τόπος). Ἀπ’ τό τέμνω,
Τελαμών-ῶνος, ὁ (=λουρί ἀπό δέρμα). Ἀπό ρίζα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τλα- τοῦ τλάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Τέμνω (=κόβω, κομματιάζω, χωρίζω). Ἀπό ρίζα
ράγωγα. τεμ-. Θέματα: α) τεμ + πρόσφυμα ν + ω  τέ-
Τελεσφόρος (=αὐτός πού ἐκπληρώνει τό σκοπό μνω, β) μέ ἑτεροίωση: τομ- ἤ ταμ- καί γ) τμη-
του, ὁ ἀποτελεσματικός). Ἀπ’ τό τέλος + φέρω, μέ μετάθεση φθόγγου καί ἔκταση (τεμ – τμε –
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί τμη). Τό τάμνω εἶναι πιό ἀρχαῖος τύπος. Παρά-
στή λέξη τέλος. γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ταμίας (=μοιραστής), ταμι-
Τελετή (=τελειοποίηση, γιορτή μυστική). Ἀπ’ τό εύω (=διευθύνω), ταμιεῖον, ταμιεία, τέμαχος, τό
ρῆμα τελέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=κομμάτι), τεμάχιον (ὑποκορ.), τέμενος, τεμενί-
ράγωγα. ζω (=ἀφιερώνω), τμήγω (=κόβω), τμῆμα (=κομ-
Τελευταῖος. Ἀπ’ τό τελευτή τοῦ τελέω-ῶ, ὅπου δές μάτι), τμῆσις, τμητέον, ἀποτμητέον, τμητήρ, τμή-
γιά περισσότερα παράγωγα. της, τμητικός (=κοφτερός), τμητός, ἄτμητος, νε-
Τελέω-ῶ (=τελειώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. τέλος, ὅπου δές ότμητος, ρινότμητος, τομή, κατατομή, περιτομή,
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ τελῶ: προτομή, τομαῖος, τομεύς (=μαχαίρι τοῦ τσαγ-
τέλεσμα (=πληρωμή, συμπλήρωση), ἀποτέλε- γάρη, φαλτσέτα), οἱ τομεῖς (=τά μπροστινά δό-
σμα, τελεσμός, τελεστής (=ἱερέας), τελεστήρι- ντια), τόμιον (=θῦμα), τομός (=κοφτερός), τό-
ον, τελέστρια, τελεστικός, τελεστήρια (ἐνν. ἱερά μος, ὁ (=κομμάτι), ἄτομος (=ἀδιαίρετος), ἄτο-
= εὐχαριστήρια θυσία), ἐπιτελεστέος, ἀτέλεστος, μον (=τό ἐλάχιστο στοιχεῖο τῆς ὕλης), ἀτομικός,
ἡμιτέλεστος, τελέ-στωρ, ἀποτέλεσις, ἐπιτέλεσις, ἔντομον, ἀπότομος, δενδροτόμος, διχοτόμος,
τελετή (=μυστική γιορτή), τελευτή (=ἐκτέλεση, καινοτόμος, καρατόμος, λαιμητόμος, λατόμος,
θάνατος), τελευταῖος, τελευτάω-ῶ (=τελειώνω, σκυτοτόμος, σύντομος, ὑλοτόμος.
πεθαίνω), ἀτελεύτητος (=αἰώνιος). Τένων-οντος, ὁ (=τεντωμένο νεῦρο). Ἀπ’ τό τείνω,
Τέλλω. Μόνο σύνθετο μέ τίς προθέσεις: ἀνά, ἐπί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περί. Σημαίνει: ἐκτελῶ, ἔρχομαι στό φῶς. Τέρας-ατος, τό (=ἀσυνήθιστο φαινόμενο, θαῦμα,
Τέλμα, τό (=στάσιμο νερό, βάλτος). παράξενο πλάσμα, οἰωνός). Ἐπικός τύπος τό

216 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τεῖρος. Ἔχει σχέση μέ τό οὐσ. ἀστήρ. Παράγωγα τραγωνίζω, τετραετής, τετράκις, τετρακόσιοι, τε-
ἀπό ἴδια ρίζα: τεράστιος, τερατεύομαι (=λέω τρο- τρακτύς-ύος (=τετράδα), τετραλογία (=3 τραγω-
μερά πράγματα), τερατεία, τεράτευμα, τερατικῶς, δίες καί ἕνα σατυρικό), τετράμηνος, τετραπλά-
τερατολόγος, τερατολογία, τερατώδης. σιος, τετράπους, τράπεζα (τετράπεζα).
Τεράστιος (=πάρα πολύ μεγάλος). Ἀπ’ τό τέρας, Τέττιξ-ιγος, ὁ (=τζίτζικας). Ἠχοποιημένη λέξη.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τεῦτλον, τό (=λάχανο, σέσκουλο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
Τερατολόγος. Ἀπ’ τό τέρας + λέγω, ὅπου δές γιά μολογία του. Στήν ἀρχή ἦταν σεῦτλον.
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη Τεῦχος-εος, τό (=ἐργαλεῖο, πληθ. τεύχεα = ὅπλα).
τέρας. Ἀπ’ τό τεύχω.
Τερέβινθος ἀντί τέρμινθος μέ ἀνομοίωση τοῦ μ-ν Τεύχω (=κατασκευάζω). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό
σέ β-ν (=εἶδος δέντρου, τσικουδιά). τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
Τερετίζω (=μιμοῦμαι τό κελάδημα τοῦ τζίτζικα ἤ γα.
τοῦ χελιδονιοῦ). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Τέφρα (=στάχτη). Ἀρχικά ἦταν θέφρα. Πιθανόν νά
Τέρετρον (=τρυπάνι). Ἀπ’ τό τείρω (=τρυπῶ), ὅπου σχετίζεται μέ τό τύφω (=καπνίζω) ἤ μέ τό θάπτω.
δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τεφρός (=σταχτύς), τε-
Τερηδών-όνος (=ξυλοσκούληκο, χάλασμα τῶν φρόω-ῶ (=ἀποτεφρώνω), τέφρωσις, ἀποτέφρω-
δοντιῶν). Ἀπ’ τό τείρω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- σις, τεφρώδης.
ράγωγα. Τέχνη (=ἐξυπνάδα, πανουργία, ἐπάγγελμα). Ἀπό ρί-
Τέρμα. Ἔχει σχέση μέ τή ρίζα τερ τοῦ τείρω. Ἀκό- ζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
μη συγγενεύει μέ τά: τέλος, τέρμων. ράγωγα. Παράγωγα τοῦ τέχνη: τεχνάζω (=χρη-
Τερπνός (=εὐχάριστος). Ἀπ’ τό ρῆμα τέρπω, ὅπου σιμοποιῶ πανουργία), τεχνῶμαι (=ἐφευρίσκω),
δές γιά περισσότερα παράγωγα. τέχνασμα, τεχνασμός, τεχναστός, τεχνήεις, τε-
Τέρπω (=προξενῶ χαρά˙ μέσο = ἀπολαμβάνω, δι- χνηέντως, τέχνημα, τεχνήμων, τεχνικός, τεχνί-
ασκεδάζω). Ἀπό ρίζα τερπ- ἤ ταρπ-, ἴσως συγ- ον (ὑποκορ.), τεχνίτης, ἄτεχνος, ἀτέχνως, τε-
γενική μέ τό τρέφω. Θέμα τερπ + ω = τέρπω καί χνόω-ῶ, (=διδάσκω τήν τέχνη), τεχνολογῶ, τε-
μέ μετάπτωση ταρπ- (ἐτάρπην). Παράγωγα ἀπό χνουργῶ, χειροτέχνης, χειροτεχνία.
ἴδια ρίζα: τερπνός, τερπνῶς, τερπωλή, τερπω- Τέως καί ἐπικ. τείως (=μέχρι τοῦδε). Σχετίζεται
λός, ἀτερπής (=δυσάρεστος), ἐπιτερπής, τερπι- μέ τό ἕως.
κέραυνος, τέρψις, τερψίνους, τερψίφρων, Τερψι- Τήκω (=λυώνω). Θέματα: α) ἰσχυρό τηκ- καί β)
χόρη, τερψίχορος. τακ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τακερός (=ἁπα-
Τέρσομαι (=ξεραίνομαι, στεγνώνω). Ἀπό ρίζα λός), τηκεδών-όνος, ἡ (=λυώσιμο), τηκτικός,
τερσ- ἤ τρασ-, ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ταρ- τηκτός (=λυωμένος), ἄτηκτος, εὔτηκτος, τῆξις
σός, τερσιά = τρασιά (=καλάθι ὅπου ξεραίνουν (=λυώσιμο).
τά σύκα). Τηλαυγής (=αὐτός πού λάμπει ἀπό μακριά). Ἀπ’ τό
Τερψιχόρη. Ἀπ’ τό τέρπω + χορός, ὅπου δές γιά ἐπίρρ. τῆλε (=μακριά) + αὐγή (=φῶς). Δές γιά
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ἄλλα παράγωγα στό ἐπίρρ. τῆλε.
τέρπω. Τῆλε (=μακριά). Καί τηλοῦ (=μακριά). Σά νά πα-
Τέτανος (=τέντωμα τοῦ σώματος ἀπ’ ὅπου γίνε- ράγονται ἀπό ἕνα ἄχρηστο ἐπίθ. τηλός. Παρά-
ται ἄκαμπτο). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου δές γιά περισ- γωγα τοῦ τῆλε: τηλαυγής, τηλεβόας, τηλεδαπός,
σότερα παράγωγα. τηλέμαχος καί Τηλέμαχος, Τηλέγονος. Παράγω-
Τετράγωνος. Ἀπ’ τό τέτρα ἀντί τέσσαρα + γωνία. γα τοῦ τηλοῦ: τηλόθεν, τηλόθι, τηλοῖ, τηλόσε,
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη τετράδιον. τηλουρός (=μακρινός), τηλωπός (=μακρινός),
Τετράδιον. Ἀπ’ τό τετράς πού παράγεται ἀπ’ τό τέτ- τηλῶπις (θηλ. τοῦ προηγουμ. ἐπίθ.).
ταρα ἤ τέσσαρα, οὐδ. τοῦ τέσσαρες. Παράγωγα Τηλεβόας. Ἀπ’ τό τῆλε + βοάω-ῶ, ὅπου δές γιά
ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ τέσσαρες: τεσσαράκοντα, τε- περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη
ταρταῖος, τέταρτος, τέθριππον, τετράγωνος, τε- τῆλε.

217
Τηλέμαχος (=ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα). Ἀπ’ τό τῆλε + ἄθεσμος, θετέος, θετέον, (ἀνα, ἐπι, προς, συν)θε-
μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, τέον, θέτης, νομοθέτης, ταξιθέτης, θετικός, θε-
καθώς καί στή λέξη τῆλε. τός, ἀδιάθετος, ἄθετος (=ἀκατάλληλος), ἀθετῶ
Τημελής (=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ- (=ἀπορρίπτω), ἀνυπόθετος, ἀσύνθετος, ἀπόθε-
μολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω τος, εὐδιάθετος, ἐγκάθετος, ἐπίθετος, εὐεπίθε-
ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ τος, νουθετῶ, πρόσθετος ἤ προσθετός, σύνθε-
μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια τος, θωμός (=σωρός), υἱοθετῶ, υἱοθεσία.
ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντί- Τιθήνη, ἡ (=ἡ τροφός). Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θη-
ζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος. λάζω), (θῆλυς, θηλή, τιτθή). Παράγωγα ἀπό ἴδια
Τηρέω-ῶ (=προσέχω, φροντίζω, παραφυλάω). Ἀπ’ ρίζα: τιθηνῶ (=θηλάζω), τιθηνεία, τιθήνημα, τιθή-
τό οὐσ. τηρός (=φύλακας). Παράγωγα ἀπό ἴδια νησις, τιθηνητήρ, τιθηνήτειρα, τιθηνητήριος.
ρίζα: τήρημα, παρατήρημα, τηρήρμων, τήρησις, Τίκτω (=γεννῶ). Θέματα: α) τεκ, μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ.
(δια, ἐπι, παρα)τήρησις, τηρητέον, τηρητής, (ἐπι,  τι-τέκ-ω, μέ ἀποβολή τοῦ ε  τί-τκ-ω καί μέ
παρα)τηρητής, τοποτηρητής, τηρητικός. μετάθεση τῶν τκ  τίκτω. β) τοκ μέ ἑτεροίωση
Τητάομαι-ῶμαι (=στεροῦμαι). Ἀπ’ τό οὐσ. τήτη τοῦ ε σέ ο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τέκνον, τε-
(=στέρηση). κνοποιία, τέκος, τέκτων, τεκταίνομαι, τεκτονι-
Τιάρα, ἡ (=ἐπίσημο κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ πού τό κός, τέχνη, τοκάς-άδος, ἡ (=ἔγκυος, γιά ζῶα),
φοροῦσαν οἱ Πέρσες). Ἡ προέλευσή της εἶναι τοκετός, τοκεύς (=ὁ γονιός), τόκος (=γέννα, το
Περσική. γεννημένο παιδί, κέρδος), δύστοκος, δυστοκία,
Τίγρις, ἡ. Ἡ προέλευσή της ἀνατολική. δυστοκῶ (=γεννώ δύσκολα), ἐπίτοκος (=ἕτοιμη
Τιθασεύω (=ἐξημερώνω, δαμάζω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. τι- γιά γέννα), εὔτοκος, Θεοτόκος, θεοτόκιον (ὕμνος
θασός (=ἥμερος) πού ἴσως παράγεται ἀπό ρί- στή Θεοτόκο), πρωτοτόκος (=πρωτάρα), πρω-
ζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω) μέ ἀναδιπλασιασμό. τότοκος (=αὐτός πού γεννήθηκε πρῶτος), χρυ-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθασεία, τιθάσευμα, σοτόκος (=ἡ κότα πού γεννᾶ χρυσᾶ αὐγά), ἀκό-
τιθάσευσις, τιθασευτής, τιθασευτικός, τιθασευ- μη τό τέκμαρ.
τός, ἀτιθάσευτος. Τίλλω (=μαδῶ τίς τρίχες). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο-
Τιθασός, όν (=ἥμερος, κατοικίδιος). Ἀρχικά ἦταν γία του. Θέμα τιλ + j + ω = τίλλω. Παράγωγα:
οὐσ. τίθασος (=τροφή). Ρίζα θα-, τοῦ θάω (=θη- τίλμα (=κάθε τι μαδημένο), τιλμός (=μάδημα
λάζω), μέ ἀναδιπλ. τι  τι-θα-σός. Δές γιά πα- τριχῶν), τίλος (=λεπτό χνούδι), τίλσις (=μάδη-
ράγωγα στό ρῆμα τιθασεύω. μα), τιλτός (=μαδημένος, ξεφτισμένος), ἀπα-
Τίθημι (=τοποθετῶ). Θέματα: α) ἰσχυρό θη + ἐνεστ. ράτιλτος, τό τιλτόν (=παστό ψάρι καθαρισμέ-
ἀναδιπλ. + κατάληξη -μι  θίθημι  τίθημι, β) νο ἀπ’ τά λέπια).
ἀσθενές θε-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: θήκη (=κι- Τιμαλφής (=πολύτιμος). Ἀπ’ τό τιμή + ἀλφεῖν τοῦ
βώτιο) καί σύνθ. (ἀπο, δια, προσ, παρα, παρακα- ἀλφάνω (=κερδίζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα
τα, συν, ὑπο)θήκη, σκευοθήκη, θῆμα, ἀνάθημα στή λέξη τιμή.
(=ἀφιέρωμα) καί (ἐπί, πρόσ, σύν)θημα, θημών- Τιμή. Ἀπ’ τό ρῆμα τίω (=τιμῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια
ῶνος, ὁ (=σωρός), θησαυρός, θησαυρίζω, ἴσως ρίζα: τιμάω-ῶ, τιμήεις, τίμημα, ἀντιτίμημα, προ-
τό Θησεύς, θέμα, ἀνάθεμα, θεματίζω, θεματικός, στίμημα, τίμησις καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀντι, ἀπο,
θέμεθλα (=τά θεμέλια), θεμέλιος, θεμελιόω-ῶ, δια, ἐκ, ἐπι, προ, προσ, ὑπερ, ὑπο)τίμησις, τιμη-
θέμις (=δικαιοσύνη), θέμιστες (=οἱ ἀποφάσεις τέος, τιμητέον, προστιμητέος, προστιμητέον, τι-
τῶν θεῶν, χρησμοί), θεμιστός (=δίκαιος), θεμι- μητής, τιμητικός, τιμητός, ἀτίμητος, ἀνεπιτίμη-
στεύω, ἀθέμιστος, θεμιτός, ἀθέμιτος, θέσις καί τος, πολυτίμητος, τίμιος, τιμιότης, ἄτιμος, ἀτιμῶ
τά σύνθ.: (ἀνά, κατά, διά, μετά, παρά, ἀντί, ἐπί, καί τά σύνθετα: τιμαλφής, τιμιουλκῶ (=ἀκριβαί-
ἀπό, ὑπό, ὑπέρ, ἐν, ἐκ, πρό, πρόσ, σύν, συγκατά) νω), τιμωρός.
θεσις, θεσμός (=νόμος), θέσμιος (=νόμιμος), θε- Τιμωρός (=βοηθός, ἐκδικητής). Συνηρημ. ἀπ’ τό
σμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφόρια, ὁροθεσία, δωρ. τιμάFορος  τιμή + οὖρος (=φύλακας)

218 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ἤ ἀπ' τό τιμή + Fοράω-ῶ ἤ ὤρα (=φροντίδα). δέ συναντιέται πουθενά (μόνον στούς μεταγε-
Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό ἄρνυ- νέστερους). Ἀντί γιά τό τλάω χρησιμοποιεῖται
μαι (=παίρνω, κερδίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- ὁ παρακ. τέτληκα ἤ οἱ ἐνεστ.: τολμῶ, ἀνέχομαι,
ζα: τιμωρῶ, τιμώρημα, τιμωρησείω (ἐφετικό), ὑπομένω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τάλας, τα-
τιμώρησις, τιμωρητέον, τιμωρητέος, τιμωρητής λαίπωρος, τάλαντον, ταλαντεύω, ταλαντοῦχος,
καί τιμωρητήρ, τιμωρητικός, ἀτιμώρητος, ἀτι- τάλαρος (=καλάθι), ταλασία, ταλασιουργός, τα-
μωρήτως, τιμωρία. λασίφρων (=καρτερικός), Τάνταλος, τελαμών,
Τινάσσω. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει Ἄτλας, πολύτλας, τλήμων, πολυτλήμων, τλημό-
σχέση μέ τό τείνω ἤ μέ τό κινῶ. Παράγωγα ἀπό νως, τλημοσύνη, τληπαθής (=δυστυχισμένος),
ἴδια ρίζα: τίναγμα, τιναγμός, τινάκτειρα, τινά- τλησίπονος, τλησικάρδιος, τλησίφρων, τλήθυ-
κτωρ, τινάκτρια. μος, τληπάθεια, τλῆσις, τλητικός, τλητός, ἄτλη-
Τίνω (=πληρώνω, ἀποζημιώνω˙ μέσο = ἐκδικοῦμαι τος, πολύτλητος, τολμάω-ῶ, ἴσως καί τό τέλος
κάποιον). Ἀπό ρίζα τι- τοῦ τίω. Ἀρχικά ἦταν τι- (στή σημασία, φόρος).
ν-F-ω  τίννω  τίνω. Μέλλ. τείσω, ἀπό θέμα Τλήμων (=καρτερικός, τολμηρός, δυστυχισμέ-
τει- καί ἀόρ. ἔτεισα. Παρακ. τέτεικα. Παράγω- νος). Ἀπ’ τό τλάω, ὅπου δές γιά περισσότερα
γα ἀπό ἴδια ρίζα: τίσις-εως, ἡ (=ἐκδίκηση), ἀπό- παράγωγα.
τισις, ἔκτισις (=πληρωμή), ὑπεραπότισις, ὑπε- Τμητός (=κομμένος) Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά
ρέκτισις, ἀποτ(ε)ιστέον, ἔκτισμα (=πρόστιμο), περισσότερα παράγωγα.
ἐκτίστης, ὑπερεκτίστης καί τά κύρια ὀνόματα: Τοῖχος, ὁ (=τοῖχος σπιτιοῦ). Συγγενεύει μέ τό τεῖχος
Τῖσις, Τεισίας, Τεισαμενός, Τίσαιον, Τίσανδρος, (=τεῖχος μιᾶς πόλης). Παράγωγα: τοιχίον, τοι-
Τισυκράτη, Τισιφόνη. χίζω, τοιχωρυχῶ, τοιχωρύχος, τοιχωρυχία, τοι-
Τίσις-εως, ἡ (=ἐκδίκηση, ἀνταπόδοση). Ἀπ’ τό τί- χωρύχημα.
νω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τοιχωρυχέω-ῶ (=κάνω διάρρηξη σέ σπίτι). Ἀπ’ τό
Τιτάν-ᾶνος, ὁ καί πληθ. Τιτᾶνες (=γένος θεῶν, γιοί τοιχωρύχος (=κλέφτης)  τοῖχος + ὀρύσσω,
τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γῆς). Πιθανόν ἀπ’ τό ρῆμα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
τιταίνω (=τεντώνω), γιατί οἱ Τιτᾶνες ἅπλωναν τά στή λέξη τοῖχος.
χέρια τους γιά ἀδικίες. Τοκετός (=γέννα). Ἀπ’ τό τίκτω, ὅπου δές γιά πε-
Τίτθη, ἡ (=τροφός, παραμάνα). Ἀπ’ τό ρῆμα θάω ρισσότερα παράγωγα.
(=θηλάζω), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις θηλή, θηλά- Τόκος (=γέννα, τό παιδί, κέρδος). Ἀπ’ τό τίκτω,
ζω, θῆλυς, τιθήνη. Παράγωγα τοῦ τίτθη: τιτθεύω ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
(=θηλάζω), τιτθεία, τιθευτικός, τιθεύτρια. γα τοῦ τόκος: τοκίζω (=δανείζω μέ τόκο), τοκι-
Τίτλος (=ἐπιγραφή). Ἀπ’ τό λατινικό titulus. σμός, ἀνατοκισμός, τοκιστής, τοκίστρια, τοκο-
Τιτρώσκω (=πληγώνω, τραυματίζω). Ἀπ’ τό ριζι- γλύφος (=φιλάργυρος), τοκογλυφῶ.
κό τύπο τρώω. Θέμα τρω + ἐνεστ. ἀναδ. τι  Τολμάω-ῶ (=ὑπομένω, ἔχω τόλμη). Συγγενικό μέ
τι-τρώ + πρόσφ. σκ = τιτρώσκω (ρίζα τερ- τοῦ τό τλάω. Ἀπ’ τό οὐσιαστ. τόλμα καί τόλμη. Πα-
τείρω). Παράγωγα τοῦ τιτρώσκω: τραῦμα καί ράγωγα: τολμήεις, τόλμημα, τολμηρός, τόλμη-
τρῶμα, ἔκτρωμα, τρῶσις (=πλήγωμα), ἔκτρωσις, σις, τολμητέον, τολμητής, τολμητίας, τολμητι-
τρωσμός, τρωτέον, τρωτήριον, τρωτός, ἄτρωτος, κός, τολμητός.
ἐκτρωτικός, τραυματίζω, τραυματίας. Τολύπη (=τουλούπα ἀπό μαλλιά). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
Τιτυβίζω. Ἠχοποίητο ρῆμα ἀπ’ τή φωνή τῆς πέρ- μολογία του.
δικας. Τομή (=κορμός δένδρου, κόψιμο). Ἀπ’ τό τέμνω,
Τίω (=τιμῶ κάποιον, σέβομαι, ἐκτιμῶ). Ἀπό ρίζα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τι-, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: τιμή, τίνω, ὅπου δές Τόμος (=κομμάτι). Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά πε-
γιά περισσότερα παράγωγα. ρισσότερα παράγωγα.
Τλάω (=ὑπομένω, καρτερῶ). Ἀπό ρίζα ταλ. Θέμα Τονθορύζω (=ψιθυρίζω, μουρμουρίζω). Σχετίζε-
ταλα καί μέ συγκοπή τλα + ω  τλάω-ῶ, πού ται μέ τό θόρυβος.

219
Τόνος (=τέντωμα, ἔνταση ἤχου). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου Τραῦμα καί ἰων. τρῶμα. Ἀπ’ τό τιτρώσκω, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Τόξον. Σκυθική λέξη. Ἴσως ἀπό θέμα τοκ- (με ση- Τράχηλος (=ὁ λαιμός, ὁ σβέρκος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μασία = κατασκευάζω) συγγενικό μέ τά: τέχνη, μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό ρῆμα τρέχω (ἐπειδή κά-
τέκτων τοῦ τίκτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: το- νει γρήγορες κινήσεις). Συγγενεύει μέ τή λατιν.
ξεύς, τοξικός, τοξότης, τοξεύω, τοξεία, τόξευ- λέξη tergum (=νῶτο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
μα, τόξευσις, τοξευτήρ, τοξεύτειρα, τοξευτής, τραχηλίζω (=πιάνω κάποιον ἀπ’ τό λαιμό, νικῶ
τοξευτικός, τοξευτός. κάποιον), τραχηλισμός, τραχηλιστήρ, τραχη-
Τοπάζω (=ὑποπτεύω, ὑποθέτω). Ἀπ’ τό οὐσ. τόπος, λιαῖος, τραχηλιώδης (=σκληροτράχηλος), τρα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χηλοκάκη (=σιδερένιος κλοιός τοῦ λαιμοῦ), τρα-
Τόπος (=γῆ, θέση, χωρίο συγγραφέως, κοινός χηλοκοπέω-ῶ (=ἀποκεφαλίζω), τραχηλόσιμος
τόπος, εὐκαιρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. (=κοντολαίμης).
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τοπάζω, τοπαστέον, Τραχύς (=ἀνώμαλος, σκληρός, ἄγριος). Ἀπ’ τήν ἴδια
τόπαζος (=καθαρός κρύσταλλος), τοπήιον ἤ ρίζα τοῦ θράσσω (=ταράσσω), (ρίζα τραχ-). Πα-
τοπεῖον, τοπικός, τόπιον (ὑποκορ.), τοπίτης, ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τραχέως, τραχύτης, τραχύ-
ἐντοπίτης, ἐντόπιος, ἄτοπος καί τά σύνθ.: το- νω, τραχυντικός, τράχυσμα, τραχυσμός (=τραχύ-
πογραφῶ, τοποθετῶ, τοποτηρητής, τοποτηρῶ, τητα), τραχυφωνέω-ῶ (=προφέρω τραχιά).
ὑποτοπῶ. Τρέμω. Ἀπό ρίζα τρεμ-. Θέμα τρεμ+ω = τρέμω καί
Τορεύω (=τρυπῶ, σκαλίζω). Ἀπ’ τό τόρος, ὁ (=τρυ- μέ ἑτεροίωση τρομ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
πάνι) πού παράγεται ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα τετρεμαίνω (μέ ἀναδιπλ. τοῦ τρέμω), ἀτρεμής,
τοῦ τορεύω: τορεία, τόρευμα (=ἀνάγλυφο), το- ἀτρέμας, τρόμος, τρομώδης, τρομέω-ῶ, τρομε-
ρεύς, τόρευσις, τορευτής, τορευτικός, τορευ- ρός, ἀτρόμητος, τρομαλεόφωνος (=αὐτός πού
τός (=σκαλιστός). ἔχει τρεμουλιαστή φωνή).
Τόρνος (=τρυπάνι). Ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα ἀπό Τρέπω (=στρέφω). Ἀπό ρίζα τρεπ-. Θέματα: α)
ἴδια ρίζα: τορνεύω, τορνεία, τόρνευμα, τόρνευ- τρεπ+ω = τρέπω. β) τροπ-, μέ ἑτεροίωση καί γ)
σις, ἀποτόρνευσις, τορνευτήριον, τορνευτής, τραπ- ἤ τρακ- ἤ τρεκ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
τορνευτικός, τορνευτός, τορνοῦμαι (=χαράζω τρέψις, τρεπτέον, ἐπιτρεπτέον, τρεπτικός, τρεπτός,
μέ τόν τόρνο). δυσαπότρεπτος, ἐπιτρεπτός, τρεπτότης, εὐτρε-
Τραγέλαφος (=φανταστικό ζῶο, τράγος μαζί καί πής (=ἕτοιμος), τρόπαιον ἤ τροπαῖον (=σύμβο-
ἐλάφι). Ἀπ’ τό τράγος + ἔλαφος. Δές γιά περισ- λο νίκης), τροπαῖος (=φοβερός), ἀποτρόπαιος,
σότερα παράγωγα στό ρῆμα τρώγω. τροπή (=γύρισμα) καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀπο, ἐκ, ἐν,
Τράγος. Ἀπ’ τό τραγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ τρώγω, ἐπι, μετα, περι, προ, ὑπο)τροπή, τροπικός, τρόπις
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=ἡ καρίνα τοῦ πλοίου), τρόπος, ἄτροπος (=ἀλύ-
Τραγῳδός. Ἀπ’ τό τράγος + ᾠδός = ἀοιδός τοῦ γιστος), Ἄτροπος (μιά ἀπ’ τίς Μοῖρες), ἐπίτρο-
ἀείδω - ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- πος, πολύτροπος (=πανοῦργος), τροπός (=λου-
γωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρώγω. ρί ἀπό στριμμένο δέρμα), τροπόω-ῶ, τροπωτήρ
Τρανής καί τρανός (=αὐτός πού τρυπάει, καθαρός, (=λουρί μέ τό ὁποῖο δένουν τό κουπί στό σκαλ-
διαυγής, φανερός). Ἀπό ρίζα τρα τοῦ τετραίνω μό), ἀνατροπεύς, τροπάριον (=σύντομος ὕμνος),
(=τρυπῶ) πού παράγεται ἀπ’ τό τείρω. προτροπάδην, τραπητέον, ἀτραπός, εὐτράπελος,
Τράπεζα καί δωρ. τράπεσδα. Ἀπ’ τό τετράπεζα, μέ ἀτρεκής (=ἀληθινός), ἄτρακτος.
σύντμηση. Τετράπεζα  τέτταρα + πέζα (πέδον Τρέφω. Θέματα: α) θρεφ- καί μέ ἀνομοίωση (τρο-
– πούς). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- πή τοῦ δασέως θ στό ψιλό τ) τρεφ+ω = τρέφω,
ξη πούς καί στή λέξη τετράδιον. β) τροφ- καί γ) τραφ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Τραυλός (=τσηβδός). Πιθανόν νά εἶναι ἠχοποίη- θρέμμα, θρεπτέος, θρεπτέον, θρεπτήριος, θρε-
τη λέξη. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπ’ τό θραυ- πτήρια (=ἀμοιβή γιά ἀνατροφή παιδιοῦ), θρε-
λός κι αὐτό ἀπ’ τό θραύω. πτήρ, θρεπτικός, θρεπτός, τά θρέπτρα (=ἀμοι-

220 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


βή), θρέψις, διοτρεφής, τροφή, τροφεύς, τροφα- Τριβή. Ἀπ’ τό τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα
λίς (=κεφάλι τυριοῦ), τροφεύω, τροφεῖα, τροφί- παράγωγα.
ας, τροφικός, τρόφιμος, τρόφις-ιος, ὁ, ἡ (=εὐτρα- Τρίβολος (=μέ τρεῖς αἰχμές). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. τρίς +
φής), τροφόεις, τροφός, σύντροφος, συντρο- βαλλεῖν τοῦ βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα
φία, σκιατροφῶ, σκιατραφής, εὐτραφής, τραφε- παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.
ρός (=παχύς), ταρφύς (=πυκνός), τάρφος (=πυ- Τρίβος, ὁ (=πατημένος δρόμος, μονοπάτι).
κνό φύλλωμα). Ἀπ’ τό τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Τρέχω. Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = τρέχω, β) τροχ-, παράγωγα.
μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- (ἔδραμον), δ) δρομ-, μέ Τρίβω. Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ τείρω. Θέματα: α) ἀσθε-
ἑτεροίωση (δρόμος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: νές τρῐβ- καί β) τρῑβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
τροχός, τροχάζω (=τρέχω γρήγορα), τροχαϊκός, ζα: τριβή καί τά σύνθ. (ἀπο, δια, ἐν, προσ, συν)
τροχαῖος, τροχαλός, τροχάδην, τροχαντήρ, τρο- τριβή, ἀτριβής (=ἀπάτητος, σπάνιος), ἐντριβής
χήλατος (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), τροχιά, (=ἔμπειρος), παιδοτρίβης (=δάσκαλος τῆς γυ-
τροχίας (=ἀγγελιοφόρος), τροχίζω (=βασανίζω), μναστικῆς), τρίβος, ὁ, ἡ (=μονοπάτι), τρίβων, ὁ
τροχιλία, ἡ (=καρούλι), τροχίλος (=μικρό που- (=τριμμένο ροῦχο), τρίβων, ὁ, ἡ (ἐπίθ. = ἔμπει-
λί), τροχιός (=στρόγγυλος), τρόχις, ὁ (=ἀγγελι- ρος, πανοῦργος), τριβωνεύομαι, τριβώνιον, τρι-
οφόρος), τροχίσκος, τροχοειδής, τροχόεις, τρόχ- βωνάριον, τριβωνικῶς, ἀτρίβαστος (ἐνν. ἵππος
μαλος (=λιθάρι στρόγγυλο), ἴσως τό τράχηλος, = ἀγύμναστος νά βαδίζει σέ ἀνώμαλο δρόμο),
περιθρεκτέον, δράμημα ἤ δρόμημα (=τρέξιμο), τρῖμμα, ἔντριμμα, ἐπίτριμμα (=φτιασίδι), παρά-
δραμητέον, δρομάς, (=αὐτός πού τρέχει), δρο- τριμμα (=σύγκαμμα), περίτριμμα (=τιποτένιος
μαῖος, δρομεύς, τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, ἄνθρωπος), σύντριμμα, τριμμός (=δρόμος ὅπου
παρα, συν, ὑπο)δρομή, δρομίας (=εἶδος ψαριοῦ), συχνάζουν πολλοί ἄνθρωποι), συντριμμός, τρι-
δρομικός (ἀνα, ἐκ, προ)δρομικός, δρόμιος, δρό- πτέον, τριπτήρ-ῆρος, ὀ (=γουδοχέρι), τριπτήρι-
μος, (διά, περί, πρό, σύν)δρομος, δολιχοδρόμος, ον (=τρίφτης), τρίπτης, συντριπτικός, συντριπτέ-
ἱππόδρομος, λαμπαδηδρομία, σταδιοδρομῶ, τα- ον, τριπτός, ἄτριπτος, ἐπίτριπτος (=πανοῦργος),
χυδρόμος, δρόμων-ωνος (=ἐλαφρό πλοῖο). τρῖψις (=τρίψιμο), ἀπότριψις, χρονοτριβῶ.
Τρέω (=φεύγω μακρυά, φοβᾶμαι, τρέμω). Σχετίζε- Τρίβων, ὁ (=παλιό, φθαρμένο ἐπανωφόρι). Ἀπ’ τό
ται μέ τό τρέμω. Θέμα τρεσ+ω καί μέ ἀποβολή τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ σ  τρέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὁ τρεσᾶς Τρίγλυφος (=μέ τρεῖς γλυφές). Ἀπ’ τό τρίς + γλύ-
(=δειλός), τρέστης (=δειλός), ἄτρεστος (=ἄφο- φω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
βος), τρήρων (=δειλός, λέγεται γιά ἄγρια περι- θώς καί στή λέξη τρίαινα.
στέρια), πολυτρήρων. Τρίγωνος. Ἀπ’ τό τρίς + γωνία. Δές γιά ἄλλα πα-
Τρῆμα, τό (=τρύπημα). Ἀπό ρίζα τρα- τοῦ τετραί- ράγωγα στή λέξη τρίαινα.
νω – τείρω. Τρίζω. Ὀνοματοποιημένη ἀπ’ τόν ἦχο λέξη. Θέμα
Τρίαινα. Ἀπ’ τό τρία (τρεῖς - τρία). Ἀρχικά ἦταν τριγ+j+ω = τρίζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τριγ-
τριαν+jα = τρίαινα. Ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τό τρεῖς μός ἤ τρισμός (=τσίριγμα, τρίξιμο).
–τρία: τριαδικός, τριάζω (=νικῶ τρεῖς φορές, τρι- Τριήραρχος. Ἀπ’ τό τριήρης + ἄρχω, ὅπου δές γιά
πλασιάζω), τριακάς, τριάκοντα, τριακονταετής, περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη
τριακόσιοι, τριάντα, τριάς-άδος, τρίβολος (=μέ τρίαινα.
τρεῖς αἰχμές), τρίγλυφος, τρίγωνος, τρίγωνον, Τριήρης (=πλοῖο μέ τρεῖς σειρές κουπιά). Ἀπ’ τό
τριετής, τριήραρχος, τριηραρχῶ, τριηράρχημα, τρίς + ἐρέτης (=κωπηλάτης), ὅπου δές γιά πε-
τριηραρχία, τριήρης, τρικυμία, τρίμετρος, τρί- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρί-
μηνος, τρίπηχυς, τριπλάσιος, τριπλοῦς, τρίπους, αινα. Ἄλλοι τό ἐτυμολογοῦν ἀπ’ τό τρίς + ἀρα-
τρίς (=τρεῖς φορές), τρισσός ἤ τριττός, τρίτος, ρεῖν τοῦ ἀραρίσκω (=συναρμόζω).
τριταῖος, τριττύς, τρίχα (=σέ τρία μέρη), τριχῇ, Τρικυμία (=τό τρίτο κῦμα, πελώριο κῦμα, φουσκο-
τριώβολον, τριώροφος. θαλασσιά). Ἀπ’ τό τρίς + κῦμα τοῦ κύω (=φου-

221
σκώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς γητος, τρύξ-τρυγός (=νέο κρασί), τρυγίας (=γε-
λέξεις κῦμα καί τρίαινα. μάτος ἀπό κατακάθι).
Τρῖμμα. Ἀπ’ τό τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρύγη (=ὥριμος καρπός, μάζεμα σταφυλιῶν). Εἶναι
ρα παράγωγα. σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά παράγωγα
Τρίπους-ποδος. Ἀπ’ τό τρίς + πούς, ὅπου δές γιά στό ρῆμα τρυγάω.
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη Τρυγητός ἤ τρύγητος (=τρύγος). Ἀπ’ τό τρυγάω-ῶ,
τρίαινα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Τριττύς-ύος, ἡ (=τριάδα, τό ἕνα τρίτο). Ἀπ’ τό Τρύζω (=μουρμουρίζω, ψιθυρίζω, βογγῶ). Ἠχοποί-
τρεῖς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- ητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρυγών-όνος,
ξη τρίαινα. ἡ (=τό τρυγόνι), τρυγόνιον.
Τριώβολον (=νόμισμα τριῶν ὀβολῶν, μισή δραχ- Τρυπάω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. τρύπη ἤ τρῦπα (=τρύπα) τοῦ
μή). Ἀπ’ τό τρι + ὀβολός, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- τρύω, ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρυ-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα. πάνη, τρύπανον, τρυπάνιον, τρύπημα, τρυπηματι-
Τριώροφος. Ἀπ’ τό τρι + ἐρέφω (=στεγάζω), ὅπου κός, τρύπησις, διατρύπησις, τρυπητέον, τρυπητήρ,
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή τρυπητής, τρυπητός, ἀτρύπητος, τρύπιος.
λέξη τρίαινα. Τρυφερός. Ἀπ’ τό τρυφή τοῦ θρύπτω, ὅπου δές γιά
Τρομερός. Ἀπ’ τό τρομέω-ῶ, πού παράγεται ἀπ’ περισσότερα παράγωγα.
τό τρόμος τοῦ τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρυφή (=λεπτότητα, πολυτέλεια). Ἀπ’ τό θρύπτω
ρα παράγωγα. (θρυφή  τρυφή) πού παράγεται ἀπό ρίζα τερ-
Τρόμος. Ἀπ’ τό τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότε- τοῦ τείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ρα παράγωγα. ρῆμα θρύπτω.
Τρόπαιον ἤ τροπαῖον (=σύμβολο νίκης). Ἀπ’ τό τρέ- Τρύχω (=καταστρέφω, φθείρω). Ἀπό ρίζα τρυ-
πω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (τοῦ τρύω) πού εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς
Τροπή. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα τερ- (τοῦ τείρω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
παράγωγα. ρῆμα τρύω.
Τροπικός. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρύω (=φθείρω, καταστρέφω). Ἀπό ρίζα τρυ-, ἐπι-
ρα παράγωγα. τεταμένος τύπος τῆς τερ- τοῦ τείρω. Ἀπ’ τήν ἴδια
Τρόπος. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρίζα τρύχω, τρῦχος (=κουρέλι), τρυχόω-ῶ (=κα-
ρα παράγωγα. ταπονῶ), τρύος (=κόπος), τρύπη, τρυπάω, τρῦμα,
Τροφεῖα (=ἀμοιβή τροφοῦ). Ἀπ’ τό τροφεύω τοῦ τρυμάτιον, τρυμαλιά, τρύμη, τρῦσις, τρυσάνωρ,
τρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τρυσίβιος, ἄτρυτος, ἀτρύγετος (=ἀκούραστος),
Τροχάδην. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- θρύπτω, τρύφος, τρυφή.
ρα παράγωγα. Τρώγλη (=ποντικότρυπα, σπηλιά). Ἀπ’ τό τρώγω,
Τροχαῖος. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Τρωγλοδύτης. Ἀπ’ τό τρώγλη + δύω (=εἰσδύω),
Τροχήλατος (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό). Ἀπ’ τό ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
τροχός (τρέχω) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσό- στό ρῆμα τρώγω.
τερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρέχω. Τρώγω (=ροκανίζω, μασῶ). Σχετίζεται μέ τό τεί-
Τροχός. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρω. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω =
ρα παράγωγα. τρώγω καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό
Τρυγάω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. τρύγη, ἡ (=ὥριμος καρπός, ἴδια ρίζα: τράγημα, τραγήματα (=ξεροί
μάζεμα σταφυλιῶν) πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι καρποί), τραγηματίζω, τραγημάτιον, τράγος,
σκοτεινή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρύγημα, τρύ- τραγικός, τραγέλαφος, τραγῳδός, τραγῳδῶ,
γησις, τρυγήσιμος, τρυγητέον, τρυγητήρ, τρυγη- τραγῳδία, τρωγάλια (=ξεροί καρποί),
τήριον (=πατητήρι), τρυγητής, τρυγητικός, τρυ- τρώγλη, τρωγλοδύτης, τρώκτης (=φαγάς), τρω-
γητός ἤ τρύγητος (=ὁ τρύγος), τρυγήτρια, ἀτρύ- κτικός (=ἀχόρταγος), τρωκτός, τρωκτά, τά (=καρ-

222 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ποί), τρώξ-τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), τύμπανον, τυμπανίζω, τυμπανισμός, ἀποτυμπα-
τρωξαλλίς (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), τρώ- νισμός, τυμπανιστής, τυμπανίστρια (=ἱέρεια τῆς
ξιμος, τρῶξις, σκυτοτρώκτης (=πού τρώει τά Κυβέλης), τύπανον, τυπάς-άδος (=σφυρί), τυπε-
δέρματα). τός, τυπή (=πληγή), τύπης, τυπικός, τύπος, ἀντί-
Τρωκτικόν. Ἀπ’ τό τρώγω, ὅπου δές γιά περισσό- τυπος, ἀντίτυπον (=ἀντίγραφο), ζηλότυπος, πα-
τερα παράγωγα. ράτυπος, τυπόω-ῶ (=σφραγίζω), τυπτητέος, τύ-
Τρωτός. Ἀπ’ τό τιτρώσκω, ὅπου δές γιά περισσό- ψις (=χτύπημα), τύπωμα, τύπωσις, τυπωτής, χα-
τερα παράγωγα. μαιτύπος, χαμαιτυπεῖον.
Τυγχάνω (=πετυχαίνω, συναντῶ, βρίσκω). Ἴσως νά Τύραννος. Πιθανόν ἀντί τοῦ κοίρανος (=ἄρχο-
συγγενεύει μέ τό τεύχω. Θέματα: α) ἰσχυρό τευχ-, ντας), (κῦρος – κύριος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
β) ἀσθενές τυχ-. Θέμα τυχ + πρόσφυμα ν μπρο- του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυραννεύω καί τυ-
στά ἀπ’ τό χαρακτήρα καί πρόσφυμα αν ὕστερα ραννέω-ῶ, τυραννία, τυραννικός, τυραννικῶς,
ἀπ’ αὐτόν  τυ-ν-χ-άν-ω  τυγχάνω. Παράγω- τυραννίς-ίδος, ἀτυράννευτος.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: τύχη, ἀτυχής, δυστυχής, εὐτυ- Τύρβη (=θόρυβος, ταραχή, ὀχλαγωγία). Συγγενι-
χής, τυχαῖος, τυχηρός, τευκτός, ἀνέντευκτος, κό μέ τό τορύνη (=κουτάλι). Λατιν. turba. Πα-
ἀνεπίτευκτος, τεῦξις, ἔντευξις, ἐπίτευξις, συνέ- ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύρβα (=ἀνακατεμένα),
ντευξις, τεῦγμα, ἐπίτευγμα, συντυχία. τυρβάζω (=ταράζω), τύρβασμα, τυρβασμός, τυρ-
Τυλίσσω ἤ τυλίττω. Ἀπ’ τό οὐσ. τύλη (=ρόζος, σα- βαστής.
μάρι). Συνώνυμο μέ τό τύλος (=κάλος, σκλη- Τυρός (=τυρί). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυρεύω
ρό ἐξόγκωμα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύλιγ- (=κάνω τυρί, ἀνακατώνω), τυρεία, τύρευμα, τύ-
μα, τυλιγμός. ρευσις, τυρευτήρ, τυρευτής, τυρόεις, τυρόω-ῶ
Τύλος (=σκληρό ἐξόγκωμα, κάλος). Συνώνυμο (=πήζω γάλα καί κάνω τυρί), βούτυρον.
τοῦ τύλη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυλόεις, τύ- Τυφλός. Μέ ἀνομοίωση ἀπ’ τό θυφλός  τυφλός.
λιον, τυλόω-ῶ (=σκληραίνω), τύλωμα, τύλω- Ἀπ' τό τύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
σις, τυλωτός. γωγα.
Τυμβογέρων (=πολύ γέρος, πού ἔχει τό ἕνα του Τῦφος, ὁ (=καπνός, σκοτάδι, ἀλαζονεία). Ἀπ’ τό τύ-
ποδάρι στόν τάφο). Ἀπ’ τό τύμβος + γέρων. Δές φω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
για περισσότερα παράγωγα στό γηράσκω καί Τύφω (=καπνίζω, ζαλίζω, σκοτίζω). Ἀρχικά ἦταν
στή λέξη τύμβος. θύφω (=τύφω). Ἀπό ρίζα τυφ- πού ἴσως εἶναι
Τύμβος (=τούμπα, τάφος). Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ἐκτεταμένος τύπος τῆς θυ- (θύω). Παράγωγα
ρῆμα τύφω (=καπνίζω), γιατί ὁ τύμβος ἦταν τό ἀπό ἴδια ρίζα: τυφεδών, ἡ (=φλόγωση), τυφε-
μέρος, ὅπου κάηκε ὁ νεκρός. Ἀλλά ἐπειδή τύμβος δανός, τυφλός, τυφλόω-ῶ, τύφλωσις, (ἀπο, ἐκ)
σημαίνει λόφος, ὕψωμα, ἴσως μπορεῖ νά σχετιστεῖ τύφλωσις, τυφλωτικός, ἐκτυφλωτικός, τῦφος,
μέ τή ρίζα τυ- (τύλη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυφόω-ῶ, τυφώδης, Τυφωεύς, Τυφῶν, τυφῶν-
τυμβάς (=μάγισσα), τυμβεύω, τύμβευμα, τυμβή- ῶνος (=θύελλα), Τυφώς.
ρης, τύμβιος, τυμβογέρων, τυμβωρύχος. Τύχη. Ἀπ’ τό τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Τυμβωρύχος (=αὐτός πού ἀνοίγει τάφους γιά νά ρα παράγωγα.
κλέψει). Ἀπ’ τό τύμβος + ὀρύσσω, ὅπου δές γιά Τωθάζω (=περιγελῶ, κοροϊδεύω). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη μολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό ἀτάσθα-
τύμβος. λος (ἄτη + θάλλω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Τύμπανον. Ἀπ’ τό τύπτω, ὅπου δές γιά περισσό- τωθασμός, τωθαστής, τωθαστικός.
τερα παράγωγα.
Τύπος (=χτύπημα, ἀποτύπωμα). Ἀπ’ τό τύπτω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Τύπτω (=χτυπῶ). Ἀπό ρίζα τυπ-. Θέμα τυπ + πρό-
σφυμα τ + ω = τύπτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:

223
Y Ὕψιλον

Ὑάδες (=ἑπτά ἀστέρια πού προμήνυαν βροχή). ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγρῶς, ὑγρότης, ὑγραίνω,
Ἀπ’ τό ὕω (=βρέχω), ὅπου δές γιά περισσότε- ὕγρανσις, ὑγραντικός, ὑγρασία, ὕγρασμα.
ρα παράγωγα. Ὑδαρής (=νερουλός, χαλαρός). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου
Ὕαινα (=γουρούνα. Ἄγριο θηρίο τῆς Λιβύης μέ τρί- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
χωμα χοίρου). Θηλυκό τοῦ ὗς (=γουρούνι). Ὕδρα (=νεροφίδα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά πε-
Ὑάκινθος (=εἶδος λουλουδιοῦ πού φύτρωσε ἀπ’ τό ρισσότερα παράγωγα.
αἷμα τοῦ Αἴαντα τοῦ Τελαμώνιου). Αἰγυπτιακή Ὑδρία (=στάμνα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά πε-
ἡ προέλευσή του. ρισσότερα παράγωγα.
Ὕαλος ἤ ὕελος (=γυαλί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ὑδρορρόη (=ἀγωγός, κανάλι). Ἀπ’ τό ὕδωρ + ροή
Ἴσως εἶναι ξενική λέξη. Πιθανόν νά παράγεται ἀπ’ τοῦ ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
τό ὕω (ὕαλος = διάφανη σταγόνα). καθώς καί στή λέξη ὕδωρ.
Ὑβός (=καμπούρης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ὑδροχόος. Ἀπ’ τό ὕδωρ + χέω, ὅπου δές γιά περισ-
Ὕβρις-εως, ἡ (=ἀλαζονεία). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ σότερα παράγωγα.
τήν πρόθ. ὑπέρ (ὑπερήφανος). Ἴσως ἀκόμα νά Ὕδρωψ-ωπος, ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθέ-
συγγενεύει μέ τό ὕστερος (τό υ εἶναι προθεμα- νειας). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότε-
τικό). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑβρίζω, ὕβρισμα, ρα παράγωγα.
ὑβρισμός, ὑβριστέος, ὑβριστήρ, ὑβριστικός, ὕβρι- Ὕδωρ-ὕδατος, τό (=νερό). Οἱ ρίζες εἶναι: ὑδ-, ὑδατ-,
στος, ὑβρίστρια. ὕδρ- καί εἶναι ἄσχετες πρός τό ὕω (=βρέχω). Πα-
Ὑγίεια. Ἀπ’ τό ὑγιής, ὅπου δές γιά περισσότερα ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑδαρής (=νερουλός), ὑδα-
παράγωγα. τηρός, ὑδατικός, ὑδάτινος, ὑδάτιον (=ρυάκι), ὑδα-
Ὑγιής. Ἀπό ρίζα υγ- ὅπου προστίθεται καί ἔνα ι. τώδης (=νερουλός), ὕδερος, ὕδρα, ὑδραγωγός,
Πρέπει νά εἶναι συγγενής μέ τή ρίζα Fεξ τοῦ ἀέ- ὑδραίνω (=ποτίζω), ὑδρεύομαι (=ἀντλῶ νερό),
ξω – αὐξάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγιῶς, ὑδρεία, ὑδρεῖον (=κουβάς), ὕδρευμα, ὕδρευσις,
ὑγίεια, ὑγιεινός, ὑγιηρός, πλουθυγίεια, ὑγιάζω ὑδρευτικός, ὑδρηλός, ὑδρία, ὑδρορρόη, ὑδροφό-
(=γιατρεύω), ὑγιαίνω, ὑγίανσις, ὑγιαντός. ρος, ὑδροχόος, ὕδρωψ-ωπος, ὑδρωπικός.
Ὑγρός. Ἀπό ρίζα υγ-. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ὕω. Πα- Ὑετός (=βροχή, ἐνῶ ὄμβρος = διαρκής βροχή καί

224 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ψεκάς = ψιχάλα). Ἀπ’ τό ὕω, ὅπου δές γιά περισ- Ὕπανδρος (=παντρεμένη). Ἀπ’ τήν πρόθ. ὑπό +
σότερα παράγωγα. ἀνήρ.
Υἱοθεσία. Ἀπ’ τό υἱοθετῶ  υἱός + τίθημι, ὅπου Ὕπαρ, τό (=ὀπτασία πού βλέπει κανείς ξύπνιος).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀντίθετο μέ τό ὄναρ (=ὄνειρο). Ἄκλιτο οὐσια-
Υἱός (=ὁ γιός). Λατιν. filius. στικό. Ἔχει μόνο ὀνομ., αἰτ., κλητ. ἑν. Σκοτεινή
Ὑλακή (=γαύγισμα). Ἀπ’ τό ὑλάω (γαυγίζω), ὅπου ἡ ἐτυμολογία του.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπάρχω (=κάνω ἀρχή, ὑπάρχω, εἶμαι). Ἀπ’ τό ὑπό
Ὑλακτέω-ῶ (=γαυγίζω). Εἶναι ἐκτεταμένος τύ- + ἄρχω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπαρκτέον,
πος τοῦ ὑλάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὕλαγ- ὑπαρκτικός, ὑπαρκτός, ἀνύπαρκτος, ὕπαρξις,
μα, ὑλαγμός (=γαύγισμα), ὑλακτητής, ὑλακτι- ὑπαρχή, ὕπαρχος.
κός, ὑλάκτωρ (=ὄνομα θρησκευτικοῦ σκύλου Ὑπασπιστής (=αὐτός πού κουβαλάει τήν ἀσπίδα,
στον Ὅμηρο). ἀσπιδοφόρος). Ἀπ’ τό ὑπό + ἀσπίς.
Ὑλάω (=γαυγίζω). Εἶναι ριζικός τύπος τοῦ ὑλακτῶ. Ὕπατος (=ἀνώτατος, ὑπερτατος, στρατηγός), συ-
Ἀπό μία ἄχρηστη ἠχοποίητη λέξη ὕλας (=αὐτός ντμημένος τύπος ἀντί ὑπέρτατος, πρβλ. λατ.
πού γαυγίζει). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑλακή, summus ἀντί supremus. Παράγωγα ἀπό ἴδια
ὑλακόεις, ὑλακτῶ. ρίζα: ὑπατεύω, ὑπατεία, ὑπάτη (=η πιο ψηλή),
Ὕλη (=δάσος, ξύλα, λάσπη). Πιθανόν ὁ ἀρχικός τύ- ὑπατικός.
πος ἦταν ὕλ-F-α (λατιν. silva). Παράγωγα ἀπό Ὑπέγγυος (=αὐτός πού ἔδωσε ἐγγύηση, ὑπεύθυνος).
ἴδια ρίζα: ὑλαῖος (=ἄγριος, πού ζεῖ στά δάση), Ἀπ’ τό ὑπό + ἐγγύη (=ἐγγύηση). Δές γιά περισ-
ὑλήεις (=δασώδης), ὕλημα, ὑλικός, ὑλοτόμος, σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐγγυάω-ῶ.
ὑλώδης, Ἀπ’ τήν ὕλη (με σημασία: λάσπη, κα- Ὑπείκω (=ἀποχωρῶ, ἀπομακρύνομαι, ὑποχωρῶ).
θίζημα) ἀκόμη τά: ὑλίζω (=στραγγίζω), ὑλισμός Ἀπ’ τό ὑπό + εἴκω (=ὑποχωρῶ). Παράγωγα ἀπό
(=στράγγισμα), ὑλιστήρ (=στραγγιστήρι), ὑλι- ἴδια ρίζα: ὑπεικτέον, ὑπεικτικός, ὕπειξις (=ὑπο-
στός (=στραγγιστός). χώρηση).
Ὑλοτόμος (=ξυλοκόπος). Ἀπ’ τό ὕλη + τεμεῖν τοῦ Ὑπεναντίος (=ἀντικρυνός, ἀντίθετος, ἀντίπαλος).
τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- Ἀπ’ τό ὑπό + ἐναντίος (ἄντα = ἀπέναντι). Παρά-
θώς καί στή λέξη ὕλη. γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπεναντιοῦμαι, ὑπεναντιό-
Ὑμέναιος (=γαμήλιο τραγούδι, γάμος). Ἀπ’ τό Ὑμήν της, ὑπεναντίωμα, ὑπεναντίωσις.
(=θεός τοῦ γάμου). Ὑπερβασία (=παράβαση νόμου). Ἀπ’ τό ὑπερβαί-
Ὑμήν-ένος. 1) (=λεπτό δέρμα, μεμβράνη) καί 2) νω  ὑπέρ + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα
(=ὁ θεός τοῦ γάμου, τραγούδι τοῦ γάμου). Συγ- παράγωγα.
γενικό μέ τό ὕμνος. Ὑπερβολή. Ἀπ’ τό ὑπερβάλλω  ὑπέρ + βάλλω,
Ὕμνος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι συγγενι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κό μέ τό ὑμήν. Ἴσως ὁ πρῶτος τύπος ἦταν ὕφνος, Ὑπέργηρως. Ἀπ’ τό ὑπέρ + γῆρας. Δές γιά περισ-
δηλ. ρίζα υφ- τοῦ ὑφαίνω. Ἴσως ἀκόμα ἀπ’ τό ὑδέω σότερα παράγωγα στό ρῆμα γηράσκω.
(=ἐγκωμιάζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑμνέ- Ὑπερήφανος. Ἀντί ὑπερφανής (ὑπέρ + φαίνω). Πι-
ω-ῶ, ὕμνησις, (ἀν, ἐξ)ύμνησις, ὑμνητέον, ὑμνη- θανόν νά συγγενεύει μέ τό ὑπερφίαλος (ὑπέρ +
τήρ, ὑμνητήριος, ὑμνητής, ὑμνητικός, ὑμνητός, Fφίαλος). Τό η εἶναι ἀπό ἐπίδραση τῶν σύνθ.: ὑπε-
ὑμνήτωρ, ὑμνῳδός, ὑμνῳδία, ὑμνῳδῶ. ρήνωρ, ὑπερήνεμος κ.λπ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Ὑμνωδός. Ἀπ’ τό ὕμνος + ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές ζα: ὑπερηφανῶ, ὑπερηφανία, ὑπερηφάνως.
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- Ὑπεροπλία (=αὐθάδεια, ὑπεροψία). Ἀπ’ τό ὑπέρο-
ξη ὕμνος. πλος  ὑπέρ + ὅπλον, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ὕνις-εως, ἡ (=τό ὑνί, τό σίδερο πού βρίσκεται στό ρα παράγωγα.
ἄκρο τοῦ ἀρότρου). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ὑπερόπτης (=περήφανος). Ἀπ’ τό ὑπερόψομαι 
Ὑπαίθριος. Ἀπ’ τό ὑπό + αἰθήρ, πού παράγεται ἀπ’ μέλλ. τοῦ ὑπερορῶ  ὑπέρ + ὁράω-ῶ, ὅπου δές
τό αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.

225
Ὑπεροχή Ἀπ’ τό ὑπερέχω  ὑπέρ + ἔχω, ὅπου δές Ὑποδοχή (=φιλοξενία, ὑποστήριξη, κατάλυμα). Ἀπ’
γιά περισσότερα παράγωγα. τό ὑποδέχομαι  ὑπό + δέχομαι, ὅπου δές γιά
Ὑπέρτερος. Συγκρ. ἀπ’ τήν πρόθ. ὑπέρ. Παράγω- περισσότερα παράγωγα.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπερτερῶ, ὑπερτερία καί τό Ὑποζύγιον (=ζῷο πού δένεται σέ ἁμάξι ἤ κουβα-
ὑπερθ. ὑπέρτατος. λάει φορτίο). Ἀπ’ τό ὑπό + ζυγός τοῦ ζεύγνυμι,
Ὑπερφαλαγγέω-ῶ (=περικυκλώνω τό ἐχθρικό στρά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τευμα. Ἀπ’ τό ὑπέρ + φάλαγξ. Παράγωγα ἀπό Ὑποθήκη (=συμβουλή, ἐγγύηση). Ἀπ’ τό ὑποτί-
ἴδια ρίζα: ὑπερφαλάγγισις. θημι  ὑπό + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ὑπερφίαλος (=περήφανος). Μᾶλλον ἀπ’ τό ὑπέρ ρα παράγωγα.
+ φFίαλος (ὑπερφυής, μέ τροπή τοῦ υ σέ ι). Ἴσως Ὑποκοριστικός (=χαϊδευτικός). Ἀπ’ τό ρῆμα ὑποκο-
ἀκόμη ἀπ’ τό ὑπέρβιος  ὑπερβίαλος. ρίζομαι (=φέρνομαι σάν παιδί, φωνάζω κάποιον
Ὑπερῷον, τό (=τό πάνω πάτωμα). Οὐδέτερο τοῦ χαϊδευτικά), πού εἶναι σύνθετο ἀπ’ τό ὑπό + κο-
ὑπερῷος, πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τήν πρόθ. ρίζομαι (=χαϊδεύω), (κοῦρος, κόρη τοῦ κείρω).
ὑπέρ. Παράγωγα τοῦ ὑποκορίζομαι: ὑποκοριζόντως,
Ὑπήκοος. Ἀπ’ τό ὑπακούω  ὑπό + ἀκούω, ὅπου ὑποκόρισις, ὑποκόρισμα (=ὄνομα χαϊδευτικό),
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὑποκορισμός, ὑποκοριστικῶς.
Ὑπήνεμος (=αὐτός πού δέν προσβάλλεται ἀπό ἀνέ- Ὑποκριτής (=αὐτός πού προσποιεῖται, ἠθοποιός).
μους). Ἀπ’ τό ὑπό + ἄνεμος, ὅπου δές γιά περισ- Ἀπ’ τό ὑποκρίνομαι (=παριστάνω ἄλλο πρό-
σότερα παράγωγα. σωπο), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ὑπόκρισις,
Ὑπηρέτης (=κωπηλάτης, βοηθός). Ἀπ’ τό ὑπό + ἐρέ- ὑποκρισία, ὑποκριτικός. Δές γιά ἄλλα παράγω-
της, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στό ρῆμα κρίνω.
Ὑπισχνέομαι-οῦμαι. Ἀρχικό θέμα σεχ- τοῦ ἔχω καί Ὑπόληψις. Ἀπ’ τό ὑπολαμβάνω  ὑπό + λαμβάνω,
μέ συγκοπή του ε  σχ (π.χ. ἔσχον, ἴσχω). Θέ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα σχ + ἐνεστ. ἀναδιπλ.  σι + πρόσφυμα νε  Ὑπομονή. Ἀπ’ τό ὑπομένω  ὑπό + μένω, ὅπου
σι-σχ-νέ-ομαι καί μέ ἀποβολή τοῦ ἀρχικοῦ σ  δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὑπισχνέομαι-οῦμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ὑπόνομος (=ὑπόγειος ὀχετός). Ἀπ’ τό ὑπονέμω 
ὑπόσχεσις, ὑποσχετικός. ὑπό + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Ὕπνος. Ἀπό ρίζα υπ-. Παράγωγα ὑπνηλός, ὑπνο- γωγα.
δότης, ὑπνομαχῶ (=διώχνω τόν ὕπνο), ὑπνόω-ῶ Ὑποπόδιον (=σκαμνί). Ἀπ’ τό ὑπό + πούς, ὅπου
(=ἀποκοιμίζω), ὑπνώσσω (=νυστάζω), ὑπνωτι- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κός, ὑπνωτέον, ὑπνοφανής (=αὐτός πού φαίνε- Ὑποπτεύω (=ἔχω ὑποψία). Ἀπ’ τό ὕποπτος. Δές
ται στούς ὕπνους), ὑπνοφόβης (=αὐτός πού φο- παρακάτω.
βίζει κάποιον στόν ὕπνο), ὑπνοφόρος (=αὐτός Ὕποπτος. Ἀπ’ τό ὑπό + ὄψομαι, μέλλ. τοῦ ὁράω-ῶ,
πού φέρνει ὕπνο). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
Ὑπόβαθρον. Ἀπ’ τό ὑπό + βάθρον τοῦ βαίνω, ὅπου γα τοῦ ὕποπτος: ὑποπτεύω.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπόσπονδος. Ἀπ’ τό ὑπό + σπονδή τοῦ σπένδω,
Ὑποβολιμαῖος (=νόθος). Ἀπ’ τό ὑποβάλλομαι. Δές ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω. Ὑποστάθμη (=βάση, θεμέλιο). Ἀπ’ τό ὑφίσταμαι 
Ὑποβρύχιος (=αὐτός πού βρίσκεται κάτω ἀπ’ τό ὑπό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
νερό). Ἀπ’ τό ὑπό + βρύχιος (=βαθύς), πού πα- στό ρῆμα ἵστημι.
ράγεται ἀπ’ τό οὐσ. βρύξ (=τό βάθος τῆς θά- Ὑποστολή (=κατέβασμα). Ἀπ’ τό ὑποστέλλω 
λασσας). ὑπό + στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Ὑπόδειγμα. Ἀπ’ τό ὑποδείκνυμι  ὑπό + δείκνυμι, ράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπόσχεσις. Ἀπ’ τό ὑπισχνοῦμαι, ὅπου δές γιά πα-
Ὑπόδεσις. Ἀπ’ τό ὑποδέω  ὑπό + δέω (=δένω), ράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπότασις (=ξάπλωμα). Ἀπ’ τό ὑποτείνω  ὑπό +

226 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


τείνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑφαίνω. Ἀπό ἀρχικό θέμα ὑφ + πρόσφυμα αν + j +
Ὑποτελής (=αὐτός πού πληρώνει φόρο). Ἀπ’ τό ω  ὑφάνjω = ὑφαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
ὑπό + τέλος (=φόρος), ὅπου δές γιά περισσότε- ζα: ὑφή, ὑφάδιον, ὕφανσις, συνύφανσις, ὑφαντέ-
ρα παράγωγα. ον, ὑφάντης, ἀνυφάντης, σακχυφάντης (=αὐτός
Ὑποτοπέω-ῶ (=ὑποψιάζομαι). Ἀπ’ τό ὑπότοπος  πού ὑφαίνει σάκκους), ὑφαντικός, ὑφαντός, ὑφά-
ὑπό + τόπος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παρά- ντρια, ὕφασμα, ὑφάω, ὕφος (=ὕφασμα).
γωγα τοῦ ὑποτοπῶ: ὑποτόπημα, ὑποτοπητέον. Ὕφαλος (=πού βρίσκεται κάτω ἀπ’ τή θάλασσα).
Ὕπουλος (=αὐτός πού γιατρεύτηκε στήν ἐπιφάνεια Ἀπ’ τό ὑπό + ἅλς (=θάλασσα).
μόνο, κρυψίνους). Ἀπ’ τό ὑπό + οὐλή. Ὕφασμα. Ἀπ’ τό ὑφαίνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ὑπουργέω-ῶ (=βοηθῶ, ὑπηρετῶ). Ἀπ’ τό ὑπουρ- ρα παράγωγα.
γός. Δές παρακάτω. Ὑφή (=ὕφασμα). Ἀπ’ τό ὑφαίνω, ὅπου δές γιά πε-
Ὑπουργός. Ἀπ’ τό ὑπό + ἔργω-ἐργάζομαι, ὅπου ρισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ Ὑψαύχην (=μέ τό κεφάλι ψηλά, ἀγέρωχος). Ἀπ’ τό
ὑπουργός: ὑπουργέω-ῶ, ὑπούργημα, ὑπουργη- ὕψι + αὐχήν.
ματικός, ὑπούργησις, ὑπουργητέον, ὑπουργία, Ὑψίπεδος. Ἀπ’ τό ὕψι + πέδον τοῦ πούς, ὅπου δές
ὑπουργικός. γιά ἄλλα παράγωγα.
Ὑποφήτης (=ἐξηγητής χρησμῶν). Ἀπ’ τό ὑπό + φη- Ὑψιπέτης (=αὐτός πού πετᾶ ψηλά). Ἀπ’ τό ὕψι + πέ-
μί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὑποχείριος. Ἀπ’ τό ὑπό + χείρ, ὅπου δές γιά περισ- Ὑψιπετής (=οὐρανοκατέβατος). Ἀπ’ τό ὕψι + πίπτω,
σότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὑποχθόνιος. Ἀπ’ τό ὑπό + χθών, ὅπου δές γιά ἄλλα Ὕψος. Ἀπ’ τό ἐπίρρ. ὕψι (=ψηλά), ἀπ’ ὅπου καί τά
παράγωγα. παράγωγα: ὑψηλός, ὕψιστος, ὑψόθεν, ὑψόθι,
Ὑποψία. Ἀπ’ τό ὑπόψομαι  ὑπό + ὄψομαι τοῦ ὑψόσε, ὑψοῦ, ὑψόω-ῶ, ὕψωμα, ὕψωσις, ἀνύψω-
ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς σις, ἐξύψωσις καί τά σύνθ.: ὑψαύχην, ὑψηλόφρων,
καί στή λέξη ὕποπτος. ὑψιπέτης, ὑψιπετής.
Ὕπτιος (=ξαπλωμένος ἀνάσκελα). Ἀπ’ τήν πρόθ. Ὕω (=βρέχω, μουσκεύω) καί ὕει (=βρέχει). Θέμα
ὑπό. Παράγωγα ὑπτίως, ὑπτιότης, ὑπτιάζω (=ξα- συ+j+ω = σύω καί μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεῖα ὕω.
πλώνω ἀνάσκελα), ὑπτίασις, ὑπτίασμα, ὑπτιασμός, Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ὑάδες, ὑετός, ὗσμα
ὑπτιαστέον, ὑπτιόω-ῶ (=ἀνατρέπω). (=βροχή).
Ὑπώρεια, ἡ (=οἱ πρόποδες τοῦ βουνοῦ). Ἀπ’ τό ὑπό
+ ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὗς-ός (=γουρούνι) ἤ σῦς, συός. Ἴσως εἶναι ἠχοποίη-
τη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τό σεύομαι (=ὁρμῶ).
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑϊκός (=χοιρινός), ὑΐδιον
(ὑποκορ. τοῦ ὗς), ὕστριξ (=σκαντζόχοιρος).
Ὕσσαξ (=γυναικεῖο αἰδοῖο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολο-
γία του.
Ὑσσός, ὁ (=ἀκόντιο). Ξένη ἡ προέλευσή του.
Ὑστερέω-ῶ (=καθυστερῶ, εἶμαι κατώτερος). Ἀπ’
τό ὕστερος. Παράγωγα: ὑστεραῖος, ὑστέρημα,
ὑστέρησις, καθυστέρησις, ὑστερητικός, ὑστερί-
ζω, ὑστέρα (=μήτρα), ὑστερικός, ὑστέρως, ὑστε-
ροβουλῶ.
Ὕστριξ-ιχος (=σκαντζόχοιρος). Ἀπ’ τό ὗς (=γου-
ρούνι) + θρίξ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, κα-
θώς καί στή λέξη ὗς.

227
Φ Φῖ

Φαεινός καί ἀττ. φαενός (=λαμπρός). Ἀπό ρί- φασις, ἔμφασις, ἐπίφασις, παρέμφασις, πεφα-
ζα φαF τοῦ φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- σμένως, ἀποπεφασμένως, ἀκραιφνής (=ἀμιγής,
ράγωγα. ἀκεραιοφανής).
Φαίδιμος (=λαμπρός, ἔνδοξος). Ἀπό ρίζα φαF τοῦ Φαιός (=σκοῦρος, σταχτύς). Ἀρχικά ἦταν φαισFός.
φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Φαιδρός (=λαμπρός, εὔθυμος, χαρούμενος). Ἀπό γωγα.
ρίζα φαF τοῦ φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Φάκελος ἤ φάκελλος (=δεμάτι). Ἴσως νά συγγε-
ράγωγα. Παράγωγα τοῦ φαιδρός: φαιδρῶς, φαι- νεύει μέ τό σφάκελος (=σφαδασμός) ἤ μέ τό φά-
δρότης, Φαῖδρος, Φαίδρα, φαιδροῦμαι (=λάμπω σκωλος (=σακούλα).
ἀπό χαρά), φαιδρύνω φαιδρυντής, φαιδρύντρια, Φακός, ὁ (=τό φυτό καί ὁ καρπός τῆς φακῆς). Ἀβέ-
φαιδρυντικός, φαίδρυσμα, φαιδρωπός. βαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Φαίνω (=φέρνω στό φῶς, φανερώνω καί παθητ. Φάλαγξ-αγγος (=παράταξη μάχης). Παράγωγα:
φαίνομαι (=ἔρχομαι στό φῶς). Ἀρχική ρίζα φα- φαλαγγηδόν, φαλάγγιον (=εἶδος ἀράχνης), φα-
(τοῦ φάω). Θέμα φαν+j+ω  φαίνω. Παράγω- λαγκόω-ῶ, φαλάγγωμα, φαλάγγωσις.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: φανερός, φανερῶ, φανή (=πυρ- Φάλαινα καί φάλλαινα (=τό κῆτος). Ἄγνωστη ἡ
σός), φανός (=λαμπρός), φανός, ὁ (=πυρσός), ἐτυμολογία της.
φανίον (ὑποκορ.), φανάριον, φανότης, ἀφανής, Φαλακρός Ἀπ’ τό φαλός (=λευκός) τοῦ φάω + ἄκρη.
Ἀριστοφάνης, διαφανής, διαφάνεια, ἐκφανής, Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φάω.
ἐπιφανής, ἐπιφάνεια, θεοφάνεια, καταφανής, Φάλαρα, τά (=κοσμήματα στά πλάγια τῆς περι-
περιφανής, περιφάνεια, προφανής, ὑπερφανής, κεφαλαίας, ἦταν κρίκοι ὅπου δένονταν τά λου-
φάνσις, ἀπόφανσις, φαντάζω, φαντασία, φαντα- ριά πού περνοῦσαν ἀπ’ τό σαγόνι). Ἀπ’ τό φά-
σιόω-ῶ, φάντασμα, φαντασμός, φανταστής, φα- λος (=μέρος περικεφαλαίας).
νταστικός, φανταστός, ἀφάνταστος, φάντης, ἱε- Φαλλός (=ὁμοίωμα ἀντρικοῦ αἰδοῖου σά σύμβο-
ροφάντης, συκοφάντης, συκοφαντῶ, φαντός, λο γονιμότητας τῆς φύσης). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα:
ἄφαντος, ἀποφαντός, ἐπίφαντος, περίφαντος, Φαλλήν (=ἐπώνυμο τοῦ Διόνυσου), φαλληφό-
ἀποφαντέον, ἀποφαντικός, ἐμφαντικός, ἐμφα- ρια, φαλλικός, φαλλοφόρος.
ντικῶς, φάσις (=καταγγελία, ἐμφάνιση), ἀπό- Φάλος, ὁ (=τμῆμα τοῦ μπροστινοῦ μέρους τῆς πε-

228 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


ρικεφαλαίας). Σχετίζεται μέ τό φάλαρα. Φάσκωλος (=σακίδιο, σακούλα). Ἴσως συγγενικό μέ
Φαλός, -ή, -όν (=λαμπερός, ἄσπρος). Ἀπ’ τό φάω, τό φάσκος (=πλόκαμος ἀπό βρύα βελανιδιᾶς).
ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Φάσμα. Ἀπ’ τό φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Φανερός. Ἀπ’ τό φαίνω, ὄπου δές γιά περισσότε- παράγωγα.
ρα παράγωγα. Φάτνη (=παχνί). Καί πάθνη ἀπό ρίζα πατ- τοῦ πατέ-
Φανός. Ἀπ’ τό φαίνω, ὄπου δές γιά περισσότερα ομαι (=τρέφομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φατ-
παράγωγα. νεύω, φατνίζομαι, φατνίον, φατνόω-ῶ, φάτνωμα,
Φαντασία. Ἀπ’ τό φαντάζω τοῦ φαίνω, ὄπου δές φατνωματικός, φάτνωσις, φατνωτός.
γιά περισσότερα παράγωγα. Φαῦλος (=μικρός, μηδαμινός). Ἀντί φλαῦρος, συγ-
Φάος - φῶς - φωτός. Ἀρχικά ἦταν φάFος. Ἀπ’ τό γενικό μέ τό φλύω (=φλυαρῶ). Παράγωγα ἀπό
φάω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πα- ἴδια ρίζα: φαύλως, φαυλότης, φαυλίζω (=χλευά-
ράγωγα τοῦ φῶς: φωστήρ, φωσφόρος, φωταγω- ζω), φαύλιος, φαυλισμός, φαύλισμα, φαυλιστής,
γός, φωτεινός, φωτίζω, φώτισμα, φωτισμός, φω- φαυλιστικῶς.
τιστήριον, φωτιστής, διαφωτιστής, φωτιστικός, Φάω (=φωτίζω, λάμπω). Ἀρχική ρίζα φαF πού παίρ-
διαφωτιστικός, ἴσως τό Φοῖβος. νει διάφορες μορφές: 1) φαF  παράγωγα: φάος
Φάραγξ-αγγος (=φαράγγι). Σχετίζεται μέ τό φά- (φάFος), φαύω, φαῦσις, πιφαύσκω, φαεινός, φα-
ρος (=ἄροτρο) τοῦ φαρῶ (=σχίζω, ὀργώνω), ὅπου έθων, φέγγος, 2) φα  παράγωγα: φάσμα, φά-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. σις, 3) φαν  παράγωγα: φαίνω, φανερός, φα-
Φαρέτρα (=θήκη γιά βέλη). Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές νός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω, 4) φαιδ 
γιά περισσότερα παράγωγα. φαιδρός, φαίδιμος καί 5) φαλ  φαλός, φάλα-
Φάρμακον. Ἀπό ρίζα φαρμ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρος, φαλακρός, φάλιος, φαληρός.
ρίζα: φαρμακάω-ῶ, φαρμακεύω, φαρμακεία, φαρ- Φέγγος. Συγγενικό μέ τό φάω, ὅπου δές γιά περισ-
μάκευμα, φαρμακεύς, φαρμάκευσις, φαρμακευ- σότερα παράγωγα.
τής, φαρμακευτικός, φαρμακεύτρια, φαρμακι- Φείδομαι (=λυπᾶμαι). Θέμα φειδ+ομαι = φείδομαι.
κός, φαρμάκιον, φαρμακίς (=μάγισσα), φαρμα- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φειδώ-οῦς (=οἰκονο-
κόεις, φαρμακός (=μάγος, αὐτός πού θυσιάζε- μία), φειδός (=τσιγγούνης), φειδομένως, φειδω-
ται γιά ἐξαγνισμό), φαρμακόω-ῶ, φαρμακώδης, λή, φειδωλία, φειδωλός, φείδων (=ἀγγεῖο μέ στε-
φαρμακοπώλης, φαρμάσσω, φάρμαξις, φαρμα- νό λαιμό, ἀπ’ ὅπου τρέχει λίγο λάδι), φειδώνιον
κτήρ, φαρμακτήριος, φαρμάκτης, φαρμάκτρια, (ὑποκορ.), Φείδων (κύρ. ὄνομα, ὁ βασιλιάς τοῦ
φαρμακτός. Ἄργους), φειστέον, Φειδίας, ἀφειδής (=σπάτα-
Φᾶρος, τό (=πανί, ροῦχο). Ἀπ’ τό ρῆμα φέρω, ὅπου λος), ἀφειδῶς, πεφεισμένως.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Φειδώ-οῦς (=οἰκονομία, φιλαργυρία). Ἀπ’ τό φεί-
Φάρος, τό (=ἄροτρο). Ἀπ’ τό ρῆμα φαρῶ, ὅπου δές δομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα. Φελλός (=εἶδος δέντρου ἀπ’ ὅπου βγαίνει ὁ φελ-
Φάρυξ-υγος ἤ -υγγος. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό φαρῶ λός). Σχετίζεται μέ τό φλέω (=γεμίζω) καί ἴσως
(=σχίζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. μέ τό φλοιός.
Φαρῶ (=σχίζω, ὀργώνω). Ἀπό ρίζα φαρ-, ἀπ’ Φενάκη (=ψεύτικα μαλλιά, περούκα). Συνώνυμο
ὅπου καί οἱ λέξεις: φάρος, ἄφαρος, ἀφάρωτος μέ τό πηνίκη. Ἀπ’ τό φέναξ. Δές γιά ἄλλα παρά-
(=ἀκαλλιέργητος), βούφαρος, φάρσος (=κομμάτι), γωγα στό φενακίζω.
φάραγξ καί φάρυγξ. Φενακίζω (=ἐξαπατῶ, λέω ψέμματα). Ἀπ’ τό οὐσ.
Φάσγανον (=μαχαίρι, ξίφος). Ἀντί σφάγανον τοῦ φέναξ (=ἀπατεώνας). Παράγωγα: φενάκη, φε-
σφάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νακισμός, φενακιστής, φενακιστικός, φενακι-
Φασίολος ἤ φάσηλος (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ στικῶς, φενακικῶς (=ἀπατηλά).
προέλευσή του. Φέρβω (=τρέφω, βόσκω, διατηρῶ). Ἴσως ἡ ρίζα
Φάσκω. Θέμα φα- τοῦ (φημί) + πρόσφυμα σκ  φερβ- εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς ρίζας φερ
φάσκω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα φημί. -τοῦ φέρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φορβάς-

229
άδος (=πού βόσκει σέ λιβάδι), φορβή (=τροφή, κη), προένεξις (=παρουσίαση), καί (ἀν, κατ, μετ,
βοσκή), φορβειά (=καπίστρι), φορβαῖος, ἱππο- προσ, συν)ένεξις, καί τό σύνθ. μέ συγκοπή τοῦ ο
φορβός, συφορβός (=χοιροβοσκός). (διά, ἐκ, εἰς, παρεισ)φρέω-ῶ.
Φερέγγυος (=ἀξιόπιστος). Ἀπ’ τό φέρω + ἐγγύη. Φεύγω. Θέματα: α) ἰσχυρό φευγ-, β) ἀσθενές φυγ-.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἐγγυῶ Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φευκταῖος, φευκταῖον,
καί φέρω. προσφευκτέον, φευκτιάω (ἐφετικό), φευκτικός,
Φέρετρον. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότε- φευκτός, φεῦξις (=ἀποφυγή), ἀνάφευξις, διά-
ρα παράγωγα. φευξις (=διαφυγή), κατάφευξις (=καταφύγιο γιά
Φερνή (=ἡ προίκα). Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά πε- ἀσφάλεια), φεύξιμος, φυγάς-άδος (=δραπέτης,
ρισσότερα παράγωγα. ἐξόριστος), φυγαδεύω, φυγαδεία (ἐξορία, φυγή),
Φέρω. Θέματα: α) φερ- (φέρω), β) φορ- μέ ἑτεροίω- φυγαδευτέον, φυγαδευτικός, φυγαδικός, φυγή,
ση (φόρος), γ) φαρ- (φαρέτρα) καί φωρ-, δ) οι- καί φυγοδικῶ, φύγδην, καταφύγιον, κρησφύγετον,
οισ- (οἴσω, οἰστέον), ε) ἐνέκἐνκἐγκ+ἀναδιπλ. φυκτός, ἄφυκτος, φύξις, φύξιμος, πρόσφυξ, φυ-
εν  ἐνεγκ-αἤνεγκα καί ἤνεγκον, στ) μέ θέ- ξήλιος (=πού ἀποφεύγει τόν ἥλιο).
μα ενεκ- καί μέ ἑτεροίωση ἐνοκ+ἀττ. ἀναδιπλ. Φήμη. Ἀπ’ τό φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἐν-ενοκ-α=ἐνήνοκα=ἐνήνοχα καί ὁ παθ. παρακ. ράγωγα.
ἐν-ένεκ-μαι=ἐνήνεκ-μαι=ἐνήνεγμαι: Παράγωγα Φημί (=λέω, ἰσχυρίζομαι). Ἀπό ρίζα φα- τοῦ φάω,
ἀπό ἴδια ρίζα: φερνή, φέρμα (=τέκνο), φέρετρον, ἴδια μέ τό φαίνω (γιατί καί μέ τά λόγια φανερώ-
φερτός, φέρτατος (=ἄριστος), φέριστος, φερέγ- νει κανείς κάτι). Θέματα: α) ἰσχυρό φη-, φω-,
γυος, πολύφερνος, συμφέρον, ἀνωφερής, κατω- β) ἀσθενές φᾰ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φήμη,
φερής, περιφερής, περιφέρεια, φορά καί τά σύνθ. φημίζω, φῆμις-ιος (=λόγος, φωνή), φημισμός, ἐπι-
(ἀπο, δια, ἐκ, ἐπι, εἰσ, μετα, παρα, προσ, συμ)φο- φημισμός, ἐπιφήμισμα, προφήτης, ὑποφήτης, φά-
ρά, φοράδην (=σηκωτά), φοράς-άδος (=γόνιμη, σκω, φάσις (=λόγος), ἀπόφασις (=ἄρνηση, κρί-
ἡ φοράδα), φορεῖον, φορεύς, ἀμφορεύς συμφο- ση), κατάφασις (=βεβαίωση), πρόφασις, φάτις
ρεύς, φορέω (θαμιστ.), φόριμος (=καρποφόρος), (=χρησμός), φατίζω (=διαφημίζω), φατέον, φα-
φόρος (=πληρωμή χρημάτων), φορός (ἐπίθ. = τέος, ἀποφατικός, καταφατικός, φατός, ἄφατος,
αὐτός πού φέρνει κάτι), ἄφορος, ἀνυπόφορος, θέσφατος, φωνή, φωνέω- -ῶ, φωνήεις, φώνημα,
διάφορος, δορυφόρος, εὔφορος, εὐεπίφορος, ἐκφώνημα, ἐπιφώνημα, φώνησις, (ἀνα, ἀντι, ἐκ,
Ἑωσφόρος, θεσμοφόρος, ἱστιοφόρος, κανηφό- προσ)φώνησις, φωνητήριος, φωνητής, φωνητι-
ρος, λεωφόρος, μισθοφόρος, νικηφόρος, ὀπω- κός, φωνητός, φωνασκῶ, φωνασκία.
ροφόρος, παράφορος, πληροφορῶ, πρόσφορος, Φθάνω (=ἔρχομαι πρῶτος, προφταίνω). Θέματα:
πυρφόρος, σκευοφόρος, τελεσφόρος, ὑδροφό- α) φθα + πρόσφυμα ν = φθάνω. β) φθη (ἀόρ.
ρος, φωσφόρος, χροφόρος, φορμός (=κοφίνι), β´ ἔφθην). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθαστέ-
φόρτος, φορτίον, φορτίζω, φορτικός, φορτη- ον, ἄφθα-στος.
γός, φαρέτρα, φᾶρος -εος, τό (=πανί), φωρια- Φθαρτός. Ἀπ’ τό φθείρω, ὅπου δές γιά περισσό-
μός (=κιβώριο), φώρ-φωρός (=κλέφτης), φωρά τερα παράγωγα.
(=κλεψιά), φωράω-ῶ (=ἀναζητῶ κλέφτη), φώριος Φθέγγομαι (=μιλῶ δυνατά καί καθαρά). Σκοτεινή
(=κλεμμένος), δίφρος (=ἅρμα), οἰστέος, οἰσοι- ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα φθεγ+j+ομαι  φθέγγο-
στέος, ἐξοιστέος, οἰστέον προσοιστέον, οἰστικός, μαι, καί μέ ἑτεροίωση φθογ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια
οἰστός, ἄνοιστος, ἀπρόσοιστος, ἀνύποιστος, δύ- ρίζα: φθεγκτός, ἄφθεγκτος, φθέγμα, ἀπόφθεγ-
σοιστος, δυσύποιστος, δυσπρόσοιστος, οἰστόν, μα, ἐπίφθεγμα (=ἀπειλή), παράφθεγμα (=λάθος),
ἀπροσοίστως, εὐπάροιστος (=εὐκολομετακόμι- φθεγματικός, ἀποφθεγματικός, ἀποφθεγματικῶς,
στος), ὀϊστός ἤ οἰστός (=βέλος), ὀϊστεύω (=το- φθέγξις (=φωνή, προφορά), ἐπίφθεγξις, φθογγή,
ξεύω), διηνεκής (=ἀδιάκοπος), δουρηνεκής, κε- φθόγγος, ἄφθογγος (=ἄλαλος).
ντρηνεκής, ποδηνεκής, βεληνεκές, συμπεριενε- Φθέγμα (=φωνή, λόγος). Ἀπ’ τό φθέγγομαι, ὅπου
κτέον, διένεξις (=διαφορά), ἐπένεξις (=προσθή- δές γιά περισσότερα παράγωγα.

230 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Φθείρ -ός, ὁ (=ἡ ψεῖρα). Ἀπ’ τό φθείρω, ὅπου δές Φιλόνικος (=αὐτός πού ἀγαπᾶ τή νίκη) ἐνῶ φιλό-
γιά περισσότερα παράγωγα. νεικος (=αὐτός πού ἀγαπᾶ τούς καυγάδες). Ἀπ’
Φθείρω (=καταστρέφω). Συγγενικό μέ τό φθίνω τό φίλος + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγω-
τοῦ ὁποίου εἶναι ἐκτεταμένος τύπος. Ρίζα φθερ-, γα στή λέξη φίλος.
φθαρ-. Θέμα φθερ+j  φθερ-j-ω  φθέρρω  Φιλοπαίγμων (=παιχνιδιάρης, ἀστεῖος). Ἀπ’ τό φί-
μέ ἁπλοποίηση τῶν ρ  φθέρω καί μέ ἀντέκταση λος + παῖγμα τοῦ παίζω, ὅπου δές γιά περισσότε-
= φθείρω. Μέ μετάπτωση τό θέμα γίνεται φθορ- ρα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φίλος.
καί φθαρ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθείρ-ρός Φίλος (=ἀγαπητός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
(=ψεῖρα), φθειριάω (=ψειριάζω), φθειρίασις, φθει- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίλως, φιλέω-ῶ, φιλία,
ρίζομαι (=ψειρίζομαι), φθορά, διαφθορά, παρα- φιλικός, φίλιος, φιλιόω-ῶ, φιλίωσις, συμφιλίωσις,
φθορά, φθορεύς, διαφθορεύς, φθορικός, φθό- φιλιωτής, φιλότης, καί τά σύνθ.: φιλάνθρωπος,
ριος, φθόρος, ἄφθορος, ἀδιάφθορος, θυμοφθό- φιλανθρωπία, φίλιππος, φιλόδοξος, φιλόκαλος,
ρος, οἰκοφθόρος, ψυχοφθόρος, φθάρμα, φθάρ- φιλοκίνδυνος, φιλόλογος, φιλομαθής, φιλόνικος
σις, φθαρτικός, φθαρτός, ἄφθαρτος, ἀδιάφθαρ- καί φιλόνεικος, φιλονικῶ, φιλονικία, φιλοπαίγμων,
τος, εὐδιάφθαρτος. φιλοπόλεμος, φιλόπονος, φιλόσοφος, φιλοσοφία,
Φθινόπωρον, τό. Ἀπ’ τό φθίνω + ὀπώρα, ὅπου δές φιλοσοφῶ, φιλόστοργος, φιλοτεχνῶ, φιλότιμος,
γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φθί- φιλόφρων, φιλοφροσύνη, φιλόψυχος.
νω. Φιλόσοφος. Ἀπ’ τό φίλος + σοφία. Δές γιά περισσό-
Φθίνω καί φθίω (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνο- τερα παράγωγα στίς λέξεις σοφός καί φίλος.
μαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν  φθί+ν+ω = φθίνω. Φιλόστοργος. Ἀπ’ τό φίλος + στοργή τοῦ στέργω,
Τό φθίω μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ρίζα: φθινάς-άδος (=αὐτή πού λιγοστεύει), φθι- στή λέξη φίλος.
νόπωρον, φθινοπωρινός, φθινόκαρπος, φθίσις Φιλόφρων (=φιλικός). Ἀπ’ τό φίλος + φρήν, ὅπου
(=παρακμή, μαρασμός), φθισικός (=χτικιάρης), δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
φθισιάω, φθισήνωρ, φθισίμβροτος, φθιτός, φθι- λέξη φίλος.
τοί (=οἱ νεκροί), ἄφθιτος (=ἀθάνατος), φθόη Φίλτρον (=μαγικό πού φέρνει τόν ἔρωτα καί τόν
(=μαρασμός). διατηρεῖ). Ἀντί φίλητρον, ἀπ’ τό φιλέω-ῶ, ὅπου
Φθίσις (=παρακμή, μαρασμός, χτικιό). Ἀπ’ τό φθί- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Φιλύρα (=φλαμούρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Φθόγγος. Ἀπ’ τό φθέγγομαι, ὅπου δές γιά περισ- Φιμόω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. φιμός, ὁ (=φίμωτρο) πού ἡ
σότερα παράγωγα. ἐτυμολογία του εἶναι ἄγνωστη. Παράγωγα ἀπό
Φθόνος. Ἴσως συγγενικό μέ τό φθίνω. Παράγωγα ἴδια ρίζα: φίμωσις, φίμωτρον.
ἀπό ἴδια ρίζα: φθονερός, φθονέω-ῶ, φθόνησις, Φιτύω (=σπέρνω, φυτεύω, γεννῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. φῖτυ,
φθονητέον, φθονητικός, φθονητός, ἀφθόνητος, τό (=κλαδί) ἀντί φίτυμα καί παράγεται ἀπ’ τήν ἴδια
ἄφθονος, ἀφθονία, ὑπόφθονος. ρίζα μέ τό φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίτυμα
Φθορά (=καταστροφή). Ἀπ’ τό φθείρω, ὅπου δές (=κλαδί, γέννημα), φῖτυς-υος, ὁ (=ὁ πατέρας).
γιά περισσότερα παράγωγα. Φλαῦρος (=μηδαμινός, τιποτένιος). Ἰσοδύναμο μέ
Φιάλη. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως ἀπό ρίζα πι τό φαῦλος. Ἀρχικά ἦταν φλαῦλος. Εἶναι συγγε-
τοῦ πίνω καί ὁ ἀρχικός τύπος ἦταν πι-F-άλη. νικό μέ τό φλύω (=φλυαρῶ).
Φιλέω-ῶ (=ἀγαπῶ). Ἀπ’ τό ἐπίθ. φίλος. Παράγωγα Φλέγμα (=φλόγα, οὐσία πού βγαίνει ἀπ’ τό στόμα
ἀπό ἴδια ρίζα: φίλημα, φιλητέον, φιλητής, φιλητι- ὕστερα ἀπό φλόγωση ἐσωτερική). Ἀπ’ τό φλέγω,
κός, φιλητός, ἀφίλητος, ἀξιοφίλητος, πολυφίλη- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τος, φιλήτωρ (ἐραστής), Φιλήμων, φιλημοσύνη, Φλεγμαίνω (=φλογίζω, πρήζω, εἶμαι φλογισμένος).
φίλησις, φιλία, φίλτρον, προσφιλής. Ἀπ’ τό οὐσ. φλέγμα τοῦ φλέγω, ὅπου δές γιά πε-
Φιλόλογος. Ἀπ’ τό φίλος + λέγω, ὅπου δές γιά περισ- ρισσότερα παράγωγα.
σότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φίλος. Φλέγω. Ἀπό ρίζα φλεγ-. Θέματα: α) φλεγ-, β) φλογ-.

231
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φλέγμα, φλεγμαίνω, σέ φυγή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
φλέγμανσις, φλεγματίας, φλεγματικός, φλεγμα- ρῆμα φοβέω-ῶ.
τώδης, φλεγμονή, φλεγυρός, φλεγέθω (=κατα- Φοῖβος (=λαμπρός, ἀκτινοβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλ-
καίω), πυριφλεγής, φλεκτικός, ἄφλεκτος, εὔφλε- λωνα). Πιθανόν ἀπ’ τό φάος-φῶς. Παράγωγα
κτος, πυρίφλεκτος, φλέξις (=ἄγνωστο πουλί), ἀπό ἴδια ρίζα: φοιβάζω (=προφητεύω), φοίβα-
φλογερός, φλογίζω, φλόγινος, φλόγιος, φλο- σμα (=χρησμός), Φοίβειος, φοιβητός (=προφη-
γισμός, φλογιστός, φλογμός (=λάμψη), φλόξ- τικός), φοιβητής (=προφήτης), φοιβάω (=ἐξα-
φλογός, φλογώδης, φλογόω-ῶ, φλόγωσις. γνίζω), Φοίβη, φοιβολάλος (=προφητικός), φοι-
Φλέψ-φλεβός ἡ (=φλέβα). Ἀπό ρίζα φλε- τοῦ φλέω βητεύω (=προφητεύω), φοιβολόγος (=προφη-
(=εἶμαι γεμάτος), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τικός), φοιβονομοῦμαι (εἶμαι καθαρός, ἁγνός),
ράγωγα. φοιβάς, ἡ (=προφῆτις, ἡ).
Φλέω (=εἶμαι γεμάτος). Εἶναι ἄχρηστο ἀλλά χρη- Φοῖνιξ (=κάτοικος τῆς Φοινίκης), φοῖνιξ (=βαθύ
σιμεύει σάν πηγή πολλῶν λέξεων. Ρίζα: α) φλα- κόκκινο χρῶμα, κόκκινος, ἡ χουρμαδιά). Ἀπό τό
, φλαδ- (=ἀναβλύζω, πηγάζω) τά παράγωγα: φοινός (=κόκκινος) κι αὐτό ἀπ’ τό φόνος. Παρά-
παφλάζω, ἐκφλαίνω. β) φλε-, φλο- τά παράγω- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοινίκεος (=κόκκινος), Φοι-
γα φλέψ, Φλέων, Φλεύς, φλοιός, Φλοιά, φλοίω, νίκη, Φοινικίζω, Φοινικικός, φοινίκινος, φοινικι-
φλοῖσβος. γ) φλυ-, φλυδ- τά παράγωγα: φλύω, στής, φοινικόεις.
φλύαξ, φλύαρος, φλυάσσω, φλύζω, φλυδάω, φλυ- Φοιτάω-ῶ (=πηγαινοέρχομαι, συχνάζω). Ἀπ’ τό
κτίς, φλύκταινα (=φουσκάλα), οἰνόφλυξ (=μέθυ- οὐσ. ὁ φοῖτος (=τό πήγαινε ἔλα, τό νά συχνά-
σος), φλιδή (=ὑπερεκχείλιση), φλήναφος (=φλυ- ζει κανείς κάπου). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό εἶμι
αρία). (θαμιστ. ἰτάω - ἰτητέον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Φληναφάω-ῶ (=φλυαρῶ). Ἀπ’ τό φλήναφος τοῦ ζα: φοιταλέος, φοιτάς-άδος, ἡ (=μανία), φοιτεία,
φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. φοίτησις, ἐπιφοίτησις, συμφοίτησις, φοιτητέον,
Φλιά καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρ- φοιτητήρ, φοιτητήριον, ἀποφοιτήριον, φοιτητής,
τας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. συμφοιτητής, φοίτης.
Φλοιός (=ἡ φλούδα τοῦ δέντρου). Ἀπ’ τό φλέω, Φόνος. Ἀπ’ τό ἄχρηστο ρῆμα φένω (ἀόρ. β´ ἔπεν-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. φον). Σχετίζεται μέ τό θείνω (=χτυπῶ). Παράγω-
Φλοῖσβος (=ὑπόκωφος θόρυβος). Ἀρχικά ἦταν γα ἀπό ἴδια ρίζα: φονή (=σφαγή), φονικός, φόνι-
φλοιδ+σ+βος  φλοῖσβος, ἀπ' τό φλέω, ὅπου ος, φόνειος, φοινός (=κόκκινος σάν αἷμα), φοι-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νίσσω (=κοκκινίζω), φοίνιος (=ματωμένος), φα-
Φλόξ-φλογός, ἡ (=φλόγα). Ἀπ’ τό φλέγω, ὅπου τός (=πεθαμένος), πρόσφατος (=πού πρίν λίγο
δές γιά περισσότερα παράγωγα. σφάχτηκε, καινούργιος), φονεύω, φόνευμα, φο-
Φλύαρος. Ἀπ’ τό φλύω (=κατακλύζω μέ λόγια) πού νεύς, φονεύσιμος, φονευτήριον (=δημόσιο σφα-
παράγεται ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά γεῖο), φονευτής, φονευτικός.
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ φλύα- Φορά. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ρος: φλυαρία, φλυαρῶ, φλυάρημα. παράγωγα.
Φλύω καί φλύζω (=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Φορβάς-άδος (=ἡ φοράδα). Ἀπ’ τό φέρβω, ὅπου
Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσό- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Φορβή (=τροφή, χόρτο). Ἀπ’ τό φέρβω, ὅπου δές
Φοβέω-ῶ (=φοβίζω˙ παθ. = φοβᾶμαι). Ἀπ’ τό οὐσ. γιά περισσότερα παράγωγα.
φόβος πού παράγεται ἀπ’ τό φέβομαι (λατιν. Φορέω-ῶ (=κουβαλῶ, φοράω). Θαμιστικό τοῦ φέ-
terreo). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοβερός, φο- ρω καί σημαίνει: ἐπανάληψη ἐνέργειας καί δρά-
βερίζω, φόβημα, φοβητέον, φοβητικός, φοβητός, σης. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φορηδόν (=κου-
ἀφόβητος, φόβητρον, ἐκφόβησις, φοβήτωρ, ἄφο- βαλητά), φόρημα (=φορτίο), φόρησις, φορητέος,
βος, ἔμφοβος, ἐπίφοβος, περίφοβος. φορητός, ἐπιφόρημα, συμφόρημα, συμφορηδόν,
Φόβος. Ἀπ’ τό ποιητ. ρῆμα φέβομαι (=τρέπομαι ἐπιφόρησις, συμφόρησις, ἀφόρητος, συμφορητός

232 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


(=συγκεντρωμένος), φόρεμα, φορεσία. Καί γιά παραφράστης, σκινδαλαμοφράστης (=λεπτολό-
περισσότερα παράγωγα δές στό φέρω. γος), φραστικός, ἄφραστος, ἀνέκφραστος, ἀπε-
Φορεῖον. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρίφραστος, ἀπεριφράστως (=καθαρά), δύσφρα-
ρα παράγωγα. στος, φράστωρ (=ὁδηγός).
Φόρμιγξ-ιγγος (=εἶδος κιθάρας, τό πιό ἀρχαῖο Φρατρία (=φυλή, γένος) καί φράτρα ἤ φατρία, ἰων.
ἔγχορδο ὄργανο). Ἴσως ἀπ’ τό φορέω-ῶ, δηλ. φρήτρη, δωρ. πάτρα. Ἀπ’ τό οὐσ. φράτηρ - φρά-
φορητή λύρα. Ἴσως ἀκόμη ἀπ’ τό φρέμω =βρέμω τερος (=ἀδερφός, μέλος φρατρίας), (λατ. frater).
(=ἠχῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φορμίζω (=κι- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρατριάζω, φρατρια-
θαρίζω), φορμικτής (=κιθαριστής), φορμικτός. σμός, φρατριαστής, φρατριατικός, φράτριος.
Φορμός (=κοφίνι). Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά πε- Φρέαρ-φρέατος, τό (=πηγάδι). Ἀρχικά ἦταν φρηFαρ.
ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρεατία, ἡ (=δεξαμε-
Φόρος. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα νή), φρεατιαῖος (=πηγαδήσιος), φρεατίας, Φρε-
παράγωγα. αττώ ἤ Φρεατώ ἤ Φρεαττύς (=δικαστήριο στόν
Φορτηγός. Ἀπ’ τό φόρτος + ἄγω, ὅπου δές γιά Πειραιᾶ γιά δίκες ἀνθρωποκτονίας).
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα Φρενήρης (=φρόνιμος). Ἀπ’ τό φρήν + ἀραρεῖν
φέρω. (τοῦ ἀραρίσκω = προσαρμόζω). Δές γιά περισ-
Φορτίον. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότε- σότερα παράγωγα στή λέξη φρήν.
ρα παράγωγα. Φρενοβλαβής. Ἀπ’ τό φρήν + βλάπτω. Δές γιά περισ-
Φράγμα. Ἀπ’ τό φράγνυμι-φράσσω, ὅπου δές γιά σότερα παράγωγα στίς λέξεις βλάβη καί φρήν.
περισσότερα παράγωγα. Φρενόω-ῶ (=σωφρονίζω). Ἀπ’ τό φρήν, φρενός,
Φράγνυμι - φράσσω καί ἀττ. φράττω. Ἀπό ρίζα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
φρακ- ἤ φραγ-. Θέμα φραγ+j+ω  φράττ(σσ) γα τοῦ φρενόω-ῶ: φρενώλης (=παράφρων), φρέ-
ω καί φράγ+ +νυ+μι  φράγνυμι. Ἀρχικά ἦταν νωσις (=νουθέτηση), φρενωτήριον.
φαρκ- ἤ φαργ- καί μέ μετάθεση φθόγγων ἔγι- Φρέω-ῶ. Στή σημασία εἶναι συγγενικό μέ τά ἄγω
νε φραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φράγμα, καί ἵημι, ἀλλά στή μορφή μέ τό φέρω, καί συνα-
διάφραγμα, ἔμφραγμα, περίφραγμα, φραγμός, ντιέται μόνο σύνθετο: διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω,
φραγμῶ (=περιφράζω), φράκτης, τρυποφράκτης, ἐπεισφρέω. (Το νεοελλ. παρεισφρῶ - ἀόρ. πα-
φρακτικός, ἐκφρακτικός (=αὐτός πού μπορεῖ νά ρεισέφρησα = μπαίνω κρυφά). Σημαίνει: εἰσά-
διώχνη τά ἐμπόδια), φρακτός (=φραγμένος, σκε- γω, εἰσέρχομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἐπεί-
πασμένος) καί φαρκτός, ἄφρακτος, δρύφρακτος σφρησις (=εἰσαγωγή), ἐπεισφρητέον, παρείσφρη-
καί δρύφακτος ἤ δρύφακτον (=περίφραγμα τῶν σις (=λαθραία εἰσαγωγή).
δικαστηρίων), κατάφρακτος καί κατάφαρκτος, Φρήν-φρενός, ἡ (=ἡ καρδιά, τό μυαλό). Ἀβέβαιη ἡ
ναύφρακτος καί ναύφαρκτος (=ὁ φραγμένος ἐτυμολογία του. Πιθανό συγγενικό μέ τό πορφύ-
ἀπό πλοῖα), ἀπόφραξις, ἔκφραξις (=ξεβούλω- ρω (=ἀναπηδῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ριζα: φρε-
μα), ἔμφραξις, περίφραξις. νήρης, φρενῖτις (=πυρετός μαζί μέ παραφροσύ-
Φράζω (=φανερώνω, λέω, ἐξηγῶ˙ μέσο=σκέφτομαι). νη), φρενιτικός, φρενιτίζω (=ἔχω ψηλό πυρε-
Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό), φρενοβλαβής, φρενόω-ῶ, ἄφρων, εὔφρων,
τό φρήν. Θέμα φραδ+j+ω  φράζω. Παράγωγα εὐφραίνω, κακόφρων, πρόφρων, σώφρων, φρονῶ,
ἀπό ἴδια ρίζα: φραδή (=ὄνομα, γνώση), φραδά- φροντίς, φροντίζω, παράφρων, παραφρονῶ, χα-
ζω (=φανερώνω), φραδής (=συνετός), ἀφρα- λίφρων (=ἐλαφρόμυαλος), φρενολῃστής (=ἀπα-
δής (=ἀνόητος), εὐφραδής, εὐφραδία ἤ εὐφρά- τεώνας), φρενομανής (=παράφρων), φρενοπλη-
δεια, φραδῶς, εὐφραδῶς, φράδμων (=ἔμπειρος), ξία (=μανία), φρενόπληκτος (=παράφρων), φρε-
φραδμοσύνη, φράσις, ἔκφρασις, μετάφρασις, πα- νοκηδής (=αὐτός πού θλίβει τήν καρδιά), φρε-
ράφρασις (=τό ἴδιο πού λέγεται μέ ἄλλα λόγια, νοθελγής (=θελκτικός).
ἐλεύθερη μετάφραση), περίφρασις, φραστέον, Φρίκη (=μικρός κυματισμός τῆς θάλασσας, ἀνα-
φραστήρ (=ὁ ὁδηγός), φράστης, μεταφράστης, τριχίλα, τρεμούλιασμα). Συνώνυμο μέ τό φρίξ,

233
φρικός, ἡ (=ἐλαφρός κυματισμός τῆς θάλασσας, Ἀπ’ τό φρύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἀνατρίχιασμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ράγωγα.
στό ρῆμα φρίσσω-ττω. Φρύγω (=ξεροψήνω, καβουρντίζω). Ἀπό ρίζα φρυγ-.
Φρικώδης. Ἀπ’ τό φρίκη + εἶδος. Δές γιά περισσό- Θέμα φρυγ+ω = φρύγω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
τερα παράγωγα στό ρῆμα φρίσσω-ττω. ζα: φρύγανον, φρυγανίζομαι, φρυγάνιον, φρυ-
Φρίσσω καί ἀττ. φρίττω (=ἀναταράζομαι, ἀνα- γανίς, φρύγετρον (=καβουρντιστήρι), φρυγεύς,
τριχιάζω). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενι- φρυγία, φρύγιον, φρυγμός, φρυκτός (=ξεροψη-
κό μέ τή ρίζα Fριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω  μένος, οὐσ. = δαυλός, πυρσός, φωτιές πού με-
φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρίξ-φρικός, ταδίδουν εἰδήσεις), φρυκτωρός (=σηματοδότης
φρίκη, φρικαλέος, φρικιάω, φρικίασις, φρι- μέ φωτιές), φρυκτωρία, φρυκτωρῶ, φρυκτώρη-
κτός, φρικώδης, φρικωδία, φριξός, Φρῖξος (=θε- μα (=λάμψη), φρυκτώρησις.
ός ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), φρῖκος, τό (=φρί- Φρυκτωρία (=ἡ συνεννόηση ἀπό μακρυά μέ φω-
κη), φρικτοβόας (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά). τιές). Ἀπ’ τό φρυκτωρός (=σηματοδότης μέ φω-
Φροίμιον (=πρόλογος). Ἀντί προοίμιον  πρό + τιές), φρύγω + ὤρα (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα
οἶμος (=δρόμος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά περισσό- παράγωγα στό ρῆμα φρύγω.
τερα παράγωγα. Φυγάς –άδος. Ἀπ’ τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισ-
Φρονέω-ῶ (=σκέφτομαι, εἶμαι συνετός, μελετῶ). σότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τό φρήν, φρενός, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- Φυγοδικέω-ῶ (=ἀποφεύγω τή δίκη). Ἀπ’ τό φυγεῖν
γωγα. Θέμα φρεν  μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο + δίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
φρον + πρόσφ. ε + ω  φρονέω-ῶ. Παράγωγα ξη δίκη καί στό ρῆμα φεύγω.
ἀπό ἴδια ρίζα: φρόνημα (=μυαλό, σκέψη, ἐπιθυ- Φυή (=ἡ σωματική διάπλαση). Ἀπ’ τό φύω, ὅπου
μία), φρονηματίας (=περήφανος), φρονηματιῶ, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φρονηματίζομαι, φρονηματισμός, φρόνησις, πα- Φῦκος –εος, τό (=φυτό τῆς θάλασσας, τό φύκι, ἀπ’
ραφρόνησις, περιφρόνησις, φρονητέον, περιφρο- αὐτό ἔβγαινε ἕνα κόκκινο χρῶμα πού οἱ Ἑλληνίδες
νητέος, περιφρονητής, περιφρονητικός, φρόνι- τό εἶχαν σάν κοκκινάδι, φυκιασίδι).
μος, φρονούντως, φροντίς-ίδος. Φύλαρχος. Ἀπ’ τό φυλή + ἄρχω, ὅπου δές γιά περισ-
Φρόνιμος. Ἀπ’ τό φρονέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισ- σότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φύω.
σότερα παράγωγα. Φυλάσσω καί ἀττ. -ττω. Ἀπό ρίζα φυλακ-. Θέμα
Φροντίζω. Ἀπ’ τό φροντίς-ίδος τοῦ φρονέω-ῶ. φυλακ+j+ω  φυλάττω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
Θέμα φροντιδ+j+ω  φροντίζω. Παράγωγα ρίζα: φυλακή (=φρούρηση), φυλακεῖον, φυλακι-
ἀπό ἴδια ρίζα: φρόντισις, φρόντισμα, φροντι- κός, φυλακίς, φύλακος, φυλακτέος, φυλακτέον,
στέον, φροντιστήριον, φροντιστής, φροντιστι- φυλακτήρ, φυλακτήριον, φυλακτήριος, φυλακτι-
κός, ἀφρόντιστος. κός, ἐπιφυλακτικός, φυλάκτης, φυλάκτωρ, φυλα-
Φροῦδος (=αὐτός πού ἔφυγε, πού ἐξαφανίστηκε). κτός, ἀφύλακτος, δυσφύλακτος, εὐφύλακτος, φύ-
Μέ συναίρεση ἀπ’ τό πρό + ὁδοῦ. λαγμα, φύλαξ-ακος, νυκτοφύλαξ, (δια, ἐπι, πα-
Φρουρός (=φύλακας). Μέ συναίρεση ἀπ’ τό προο- ρα, προ)φύλαξις.
ρός  πρό καί ρίζα Fορ τοῦ ὁράω-ῶ. Παράγωγα Φύλλον. Ἀπ’ τό φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ἀπό ἴδια ρίζα: φρουρά, φρούραρχος, φρούριον, παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυλλάς-
φρουρικός, φρουρίς-ίδος, φρουρέω-ῶ, φρούρη- άδος (=στρῶμα ἀπό φύλλα), φύλλινος, φυλ-
μα, φρούρησις, φρουρητήρ, φρουρητικός, φρου- λίς, φυλλίτης, φυλλοβολῶ, φυλλοροέω, φυλ-
ρητός, ἀφρούρητος, φρουρήτωρ. λώδης, φύλλωμα.
Φρυάσσομαι καί ἀττ. -ττομαι (=χρεμετίζω, εἶμαι Φυλλορροέω-ῶ (=ρίχνω τά φύλλα). Ἀπ’ τό φυλ-
ἀνυπότακτος). Ἴσως συγγενικό μέ τό φριμάσσο- λορρόος  φύλλον (τοῦ φύω) + ρέω. Δές γιά
μαι (=σκιρτῶ, φυσῶ μέ τά ρουθούνια). Παράγωγα περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέω καί στή
ἀπό ἴδια ρίζα: φρύαγμα, φρυαγμός, φρυακτής. λέξη φύλλον.
Φρύγανον, πληθ. φρύγανα (=ξερά ξύλα, τσάκνα). Φυλοκρινέω-ῶ (=χωρίζω τίς φυλές). Ἀπ’ τό φῦλον

234 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


+ κρίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυλοκρίνη- φυτικός, φυτός, ἔμφυτος, κατάφυτος, σύμφυτος,
σις, φυλοκρινητέον, φυλοκρινητικός. φύτιος (=παραγωγός), φύτλη (=γενιά), φύτρα,
Φῦλον (=γενιά, φυλή). Ἀπ’ τό φύω, ὅπου δές γιά φύτωρ, φυτώριον, φῖτυ (=κλαδί, σπορά), φιτύω
περισσότερα παράγωγα. (=σπέρνω), ἴσως καί τό φῶς-φωτός (=ἄνθρω-
Φῦμα. Ἀπ’ τό φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- πος), ἄν δέν εἶναι ἀπ' τό φημί.
ράγωγα. Φώκη, ἡ (=ἡ φώκια). Ἴσως ἠχοποίητη λέξη.
Φυράω-ῶ (=ἀνακατώνω). Ἐκτεταμένος τύπος τοῦ Φωλεύω (=μένω στή φωλιά). Ἀπ’ τό φωλεός, ὁ
φύρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυράδην, φύ- (=κατοικία θηρίου). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
ραμα (=ζυμάρι, χαμούρι), φύρασις, φυρατέον, φωλεία, ἡ (=χειμερινή νάρκη), φώλευσις, φω-
φυρατής. λευτέον.
Φύρδην (=ἀνάκατα). Ἀπ’ τό φύρω, ὅπου δές γιά Φωνασκῶ (=καλλιεργῶ τή φωνή μου). Ἀπ’ τό φω-
περισσότερα παράγωγα. νασκός  φωνή + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσό-
Φύρω (=ἀνακατώνω, ζυμώνω). Θέμα φυρ+j+ω = φύ- τερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φημί.
ρω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα παράγονται καί τά: πορφύ- Φωνή. Ἀπ’ τό φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρω, φρέαρ, φρυάσσομαι, φριμάσσομαι. Παράγω- ράγωγα.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: φύρδην (=ἀνακατωμένα), φύρ- Φώρ, φωρός, ὁ (=κλέφτης). Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές
μα (=μῖγμα), φυρμός, συμφυρμός, φύρσις, σύμ- γιά περισσότερα παράγωγα.
φυρσις, φύρτης, φυρτός αἱμόφυρτος. Φωράω-ῶ (=ἀναζητῶ κλέφτη, ἀνακαλύπτω). Ἀπ’
Φῦσα-ης, ἡ (=φυσερό, φύσημα, πνοή ἀνέμου). Ἀπ’ τό φωρά (=κλεψιά) τοῦ φώρ. Δές γιά περισσό-
τό φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, τερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.
καθώς καί στό ρῆμα φυσάω. Φώς-φωτός, ὁ (=ἄντρας, ἄνθρωπος). Ἀπ’ τό φημί
Φυσαλλίς-ίδος (=φουσκαλίδα). Ἀπ’ τό φυσάω, ἤ ἀπό ρίζα φυ- τοῦ φύω. Ἐνῶ φῶς, φωτός, ἀντί
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. φάος τοῦ φάω.
Φυσάω-ῶ (=φυσῶ, φουσκώνω). Ἀπ’ τό φῦσα τοῦ Φωστήρ. Ἀπ’ τό φάος-φῶς, ὅπου δές γιά περισσό-
φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυσαλλίς, φύση- τερα παράγωγα.
μα, ἐμφύσημα, φυσημάτιον, φύσησις, ἐμφύσησις, Φωσφόρος. Ἀπ’ τό φῶς + φέρω, ὅπου δές γιά πε-
φυσητέον, φυσητήρ, φυσητήριον, φυσητής, φυ- ρισσότερα, καθώς καί στή λέξη φάος.
σητικός, φυσητός, φυσήτωρ, φύσκη. Φωταγωγός. Ἀπ’ τό φῶς + ἄγω, ὅπου δές γιά περισ-
Φύσις, φύσεως. Ἀπ’ τό φύω, ὅπου δές γιά περισ- σότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φάος.
σότερα παράγωγα. Φωτεινός. Ἀπ’ τό φάος-φῶς, ὅπου δές γιά περισ-
Φυτεύω. Ἀπ’ τό φυτόν τοῦ φύω. Παράγωγα ἀπό σότερα παράγωγα.
ἴδια ρίζα: φυτεία, φύτευμα, ἐμφύτευμα, φύτευ-
σις, ἐμφύτευσις, μεταφύτευσις, φυτεύσιμος, φυ-
τευτέον, φυτευτήριον, φυτευτής, ἐμφυτευτής, φυ-
τευτικός, φυτευτός, ἀφύτευτος.
Φύω (=γεννῶ, βγάζω, βλαστάνω· παθητ.=φυτρώνω,
γεννιέμαι, πέφυκα = εἶμαι ἀπ’ τή φύση μου τέ-
τοιος, ἔφυν = εἶμαι ἀπ’ τή φύση μου). Ρίζα φυ-.
Θέμα φυ+j+ω  φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
φυή, ἀφυής (=ἀδέξιος), ἀφυΐα, εὐφυής, εὐφυΐα,
αὐτοφυής, προσφυής, φυλή, φυλέτης, φυλετικός,
φύλιος, ἀποφύλιος, ἐμφύλιος, φύλλον, φῦλον, φυ-
λοκρινῶ, ἔμφυλος, ὁμόφυλος, φύλαρχος, κατα-
φυλαδόν, φῦμα, φυμάτιον, φυματώδης, φῦσα, φυ-
σάω-ῶ, φύσις, φυσικός, φυσιόω, φυτόν, φυτάλμι-
ος ἤ φυτάλιμος (=αὐτός πού παράγει), φυτεύω,

235
Χ Χῖ

Χάζω (=ἀναγκάζω κάποιον νά φύγη), χάζομαι (=ὑπο- Χαλάω-ῶ (=χαλαρώνω, ξετεντώνω) συγγενικό μέ
χωρῶ, φεύγω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως το χάζω. Θέμα χαλασ+ω = χαλάσω = χαλάω-ῶ.
ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα χα- τῆς λέξης χήρα. Ἴσως ἀκό- Παράγωγα: χαλαρός, χάλαρα, τά (=γκρεμοί),
μα συγγενικό μέ τά ρήμ. σκεδάννυμι, σχάζω, κι- χαλαρῶς, χαλαρότης, χάλασις, χάλασμα, χα-
χάνω, χαίνω. λασμός (=χαλάρωμα), χαλαστέον, χαλαστήρια
Χαίνω καί χάσκω. Θέμα χην=χαν+jω= χαίνω (=ἀνοί- (ἐνν. σχοινία = σχοινιά μέ τά ὁποῖα κατεβαζό-
γω πολύ). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. ταν ἡ καταπακτή), χαλαστής, χαλαστικός, χαλα-
Χαίρω. Ρίζα χαρ-. Θέμα χαρ+jω = χαίρω. Παράγω- στόν (=ἁλυσίδα), ἀχάλαστος, χαλαίπους (=κου-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: χαρά, χάρις, χαρίεις - χαρίεσσα τσός), χαλινός (=χαλινάρι, γκέμι), χαλιναγωγῶ,
- χαρίεν (=χαριτωμένος), χαρίζομαι, χάρισμα, χα- χαλινόω-ῶ, χαλίνωσις, ἀχαλίνωτος, χάλις-ιος,
ρισμός, χαριστέον, χαριστήριος, χαριστικός, ἀχά- ὁ (=ἄκρατος οἶνος, καθαρό κρασί), χαλίφρων
ριστος, εὐχάριστος, κεχαρισμένως, χαριεντίζομαι (=ἐλαφρόμυαλος).
(=λέω ἀστεῖα), περιχαρής, χάρμα, χάρμη (=ἡ χα- Χαλεπός (=δύσκολος, βαρύς, φοβερός). Σκοτεινή ἡ
ρά τῆς μάχης, ἡ μάχη), χαρμονή, χαρμοσύνη, χαρ- ἐτυμολογία του. Παράγωγα: χαλεπῶς (=δύσκο-
μόσυνος, χαρμόφρων, ἐπίχαρμα (=χαιρεκακία), λα), χαλεπότης (=δυσκολία), χαλεπαίνω (=γίνο-
χαροπός καί χαρωπός (=αὐτός πού προξενεῖ χα- μαι βαρύς, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι).
ρά), ἐπίχαρτος (=γιά πάθημα πού προξενεῖ χαρά Χαλιναγωγέω-ῶ (=κυβερνῶ). Ἀπ’ τό χαλινός +
στούς ἐχθρούς), Χάρων-ωνος (=ὁ Χάρος). ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
Χαίτη. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. θώς καί στό ρῆμα χαλάω-ῶ.
Χάλαζα (=τό χαλάζι, κάθε ἐξόγκωμα ὅμοιο μέ χα- Χαλινός (=χαλινάρι, γκέμι). Ἀπ’ τό χαλάω-ῶ, ὅπου
λάζι). Χαλαδ+jα = χάλαζα. Παράγωγα ἀπό ἴδια δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίζα: χαλαζάω (=ρίχνω χαλάζι, ἔχω ἐξανθήματα), Χάλιξ-ικος (πληθ.=χαλίκια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο-
χαλαζηδόν, χαλαζήεις, χαλάζιο, χαλάζιος (=γε- λογία του.
μάτος ρόζους), χαλαζώδης. Χαλίφρων (=ἐλαφρόμυαλος). Ἀπ’ τό χαλάω + φρήν,
Χαλαρός. Ἀπ’ τό χαλάω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ρα παράγωγα. στό ρῆμα χαλάω-ῶ.

236 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Χαλκήρης. Ἀπ’ τό χαλκός + ἀραρεῖν (ἀραρίσκω Χαράδρα. Ἀπ’ τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσό-
= προσαρμόζω, ἑνώνω). Δές γιά παράγωγα στή τερα παράγωγα.
λέξη χαλκός. Χαρακτήρ-ῆρος. Ἀπ’ τό χαράσσω, ὅπου δές γιά
Χαλκός. Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό περισσότερα παράγωγα.
χαλάω (ἐπειδή ἔχει ἐλαστικότητα), ἴσως ἀκόμη Χαράκωμα (=ὀχυρωμένο στρατόπεδο). Ἀπ’ τό χα-
νά σχετίζεται μέ τό χάλυψ. Παράγωγα ἀπό ρακόω-ῶ (=περιφράζω). Δές γιά περισσότερα πα-
ἴδια ρίζα: χαλκεύω, χαλκεία (=ἡ τέχνη τοῦ σιδη- ράγωγα στό ρῆμα χαράσσω.
ρουργοῦ), χαλκεῖον (=σιδηρουργεῖο), χάλκει- Χάραξ-ακος. Ἀπ’ τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισ-
ος (=χάλκινος), χαλκοῦς, χάλκευμα, χαλκεύς, σότερα παράγωγα.
χαλκευτέον, χαλκευτήριον, χαλκευτής, χαλκευ- Χαράσσω (=ἀκονίζω, χαράζω). Θέμα χαρακ+jω =
τικός, χαλκευτός, χαλκήρης, χαλκίζω (=λάμπω χαράσσω ἤ -ττω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χά-
σάν χαλκός), χαλκίον (=χύτρα), χαλκίς, χαλκο- ραγμα, παραχάραγμα (=ψεύτικο νόμισμα), χα-
βαρής, χαλκουργός, χαλκουργεῖον, χάλκωμα ράδρα, χάραξ, χαρακόω-ῶ, χαράκωμα, περιχα-
(=χάλκινο ἀγγεῖο). ράκωμα, χαράκωσις, χαρακτήρ, χαρακτηρίζω,
Χαλκουργός. Ἀπ’ τό χαλκός + ἔργω. Δές γιά ἄλλα χαρακτηρισμός, χαρακτηριστικός, χαράκτης,
παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη χαρακτός, χάραξις, παραχάραξις.
χαλκός. Χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν (=χαριτωμένος). Ἀπ’ τό
Χαμαί (=καταγῆς). Ἀπό ρίζα χαμ-, ἀπ’ ὅπου καί τά χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
παράγωγα: χαμάδις, χαμᾶζε, χαμαίζηλος (=χα- Χάρις -ιτος, ἡ. Ἀπ’ τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισ-
μηλός, ταπεινός), χαμαιλέων (=σαύρα), χαμαί- σότερα παράγωγα.
μηλον (=τό χαμομήλι), χαμαιπετής (=ξαπλωμέ- Χάρμα, τό. Ἀπ’ τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότε-
νος καταγῆς), χαμαιτυπεῖον (=πορνεῖο), χαμερ- ρα παράγωγα.
πής, χαμηλός, καί τά χθαμαλός, χθών. Χάρμη, ἡ (=ἡ χαρά τῆς μάχης, ἡ μάχη). Ἀπ’ τό χαί-
Χαμαίζηλος (=χαμηλός, ταπεινός). Ἀπ’ τό χαμαί + ρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ζῆλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- Χαρμόσυνος. Ἀπ’ τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισ-
θώς καί στό ἐπίρρ. χαμαί. σότερα παράγωγα.
Χαμαιλέων (=σαύρα). Ἀπ’ τό χαμαί + λέων. Δές Χαροπός καί χαρωπός (=αὐτός πού ἔχει ἀστραφτε-
γιά ἄλλα παράγωγα στό ἐπίρρ. χαμαί. ρά μάτια, γεμάτα χαρά). Ἀπ’ τό χαρά + ὄψ-ὀπός
Χαμαιπετής (=ξαπλωμένος κατά γῆς). Ἀπ’ τό χαμαί καί ὤψ-ὠπός τοῦ ὁράω-ῶ. Δές γιά περισσότερα
+ πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. παράγωγα στά ρήμ. ὁράω-ῶ καί χαίρω.
Χαμαιτυπεῖον (=πορνεῖο). Ἀπ’ τό χαμαί + τυπεῖν Χάρτης-ου, ὁ. Ἀγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
τοῦ τύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- εἶναι αἰγυπτιακή λέξη. Λατιν. charta.
γα, καθώς καί στό ἐπίρρ. χαμαί. Χάρων-ωνος, ὁ. Ἀπ’ τό χαροπός, γιατί τόν φαντάζο-
Χαμερπής (=ποταπός). Ἀπ’ τό χαμαί + ἕρπω, ὅπου νταν μέ μάτια πού ἄστραφταν ἀπό ἀγριότητα. Δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χαίρω.
ἐπίρρ. χαμαί. Χάσκω καί μεταγ. χαίνω (=ἀνοίγω πολύ τό στόμα
Χαμεύνη ἤ χαμαιεύνη (=κρεβάτι στρωμένο στό μου). Ἀπ’ τό χαίνω σχηματίζονται οἱ ἄλλοι χρό-
ἔδαφος). Ἀπ’ τό χαμαί + εὐνή ὅπου δές γιά πε- νοι τοῦ χάσκω. Ἀπό ρίζα χα- καί μέ ἐπέκταση
ρισσότερα παράγωγα. χαν-. Θέμα χαν + πρόσφ. σκ + ω = χάνσκω = χά-
Χαμηλός. Ἀπ’ τό ἐπίρρ. χαμαί, ὅπου δές γιά περισ- σκω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ρῆμα χάζω. Παράγω-
σότερα παράγωγα. γα ἀπό ἴδια ρίζα: χανδόν (=μέ ἀνοιχτό τό στόμα,
Χανδάνω (=χωράω, περιέχω). Ἀπό ρίζα χαδ-. ἄπληστα), χανδός (=εὐρύχωρος), χάννη, ἡ (=τό
Χάος-ους, τό. Ἀπ’ τό χάσκω, ὅπου δές γιά περισ- ψάρι χάννος), χάος, χαώδης, χάσμα (=βάραθρο,
σότερα παράγωγα. χασμουρητό), χασμῶμαι, χάσμη (=χασμούρη-
Χάραγμα. Ἀπ’ τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσό- μα), χάσμημα, χάσμησις, χασμώδης, χασμωδία,
τερα παράγωγα. χασματίας (=δυνατός σεισμός), χάσκαξ (=χά-

237
χας), χάσκανον (=εἶδος φυτοῦ), χαῦνος (=χα- χειροδικῶ, χειρόμακτρον, χειρονόμος, χειρονομία,
λαρός, μάταιος), χαυνότης, χαυνόω-ῶ (=χα- χειρονομῶ, χειροποίητος, χειροτέχνης, χειροτε-
λαρώνω, γίνομαι ἀλαζόνας), χαύνωμα, χαύνω- χνία, χειρότονος, χειροτονία, χειροτονῶ, χειροτο-
σις (=χαλάρωση), (νεοελλ. ἀποχαύνωσις = ἀτο- νητής, χειροτονητέον, χειροτονητός, αὐτοχειρο-
νία καί ἀδράνεια), χειά, ἡ (=τρύπα φιδιῶν), χή- τόνητος, ἀχειροτόνητος, χειρουργός, χειρουργῶ,
μη, χήν, χηνός (=ἡ χήνα, ἐπειδή ἀνοίγει τό με- χειρουργία, χειρουργικός, χειρῶναξ, χέρνιψ, χερ-
γάλο ράμφος της). νίπτομαι, ἴσως τό χερμάς (=ὀγκόλιθος), χερνής-
Χάσμα (=βάραθρο, χασμουρητό). Ἀπ’ τό χαίνω. Δές ῆτος (=ἄπορος ἄνθρωπος).
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. Χειραγωγῶ (=ὁδηγῶ μέ τό χέρι). Ἀπ’ τό χειραγω-
Χασμάομαι-ῶμαι (=χασμουριέμαι). Ἀπ’ τό χάσμη γός  χείρ + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
(=χασμούρημα) τοῦ χάσκω, ὅπου δές γιά περισ- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
σότερα παράγωγα. Χειρόγραφον. Ἀπ’ τό χείρ + γράφω, ὅπου δές γιά πε-
Χαυλιόδους-όδοντος (=αὐτός πού ἔχει προεξέχο- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
νται δόντια). Ἀπ’ τό χαύλιος + ὀδούς, ὅπου δές Χειροδικῶ (=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο,
γιά ἄλλα παράγωγα. δέρνω). Ἀπ’ τό χειροδίκης  χείρ + δίκη, ὅπου
Χαῦνος (=χαλαρός, μάταιος). Ἀπ’ τό χαίνω. Δές γιά δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. λέξη χείρ.
Χέζω. Θέμα χεδ+jω (=χέζω), καί μέ ἑτεροίωση χοδ- Χειρόμακτρον (=πετσέτα). Ἀπ’ τό χείρ + μάσσω
. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χεσᾶς, χεζητιάω, χε- (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
σείω (ἐφετικό) (=αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη τῆς κε- γωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
νώσεως τῶν περιττωμάτων), χόδανος (=ἡ ἕδρα, Χειρονομῶ (=κουνῶ τά χέρια ρυθμικά). Ἀπ’ τό χει-
πρωκτός = προάγει τά περιττώματα). ρονόμος  χείρ + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Χεῖλος-εος, τό. Ἀρχικά ἦταν χέλνος. ρα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
Χεῖμα, τό (=παγετός, θύελλα, χειμώνας). Ἀπό ρί- Χειροτεχνία. Ἀπ’ τό χειροτέχνης  χείρ + τέχνη,
ζα χι- τοῦ χιών. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χειμά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ζω (=περνῶ τό χειμώνα), χειμάδιον (=χειμαδιό, στή λέξη χείρ.
ὅπου περνᾶ κανείς τό χειμώνα), χειμασία, χείμα- Χειροτονέω-ῶ. Ἀπ’ τό χειρότονος  χείρ + τείνω,
στρον (=χειμερινό ροῦχο), χειμαίνω, χειμερινός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
χειμέριος, χειμών-ῶνος, χειμωνικός, χειμάρρους στή λέξη χείρ.
(=αὐτός πού ρέει κατά τό χειμώνα). Χειρουργός. Ἀπ’ τό χείρ + ἔργω. Δές γιά περισ-
Χειμάζω (=περνῶ τό χειμώνα). Ἀπ’ τό χεῖμα, ὅπου σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή
δές γιά περισσότερα παράγωγα. λέξη χείρ.
Χειμάρρους. Ἀπ’ τό χεῖμα + ρέω, ὅπου δές γιά περισ- Χειρῶναξ-ακτος (=αὐτός πού ἐργάζεται μέ τά χέ-
σότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χεῖμα. ρια). Ἀπ’ τό χείρ + ἄναξ τοῦ ἀνάσσω, ὅπου δές
Χειμών-ῶνος (=καταιγίδα, τρικυμία). Ἀπ’ τό χεῖμα, γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ξη χείρ.
Χείρ-ός, ἡ (=τό χέρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Χελιδών-όνος, ἡ (=τό χελιδόνι). Παράγωγα ἀπό
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χείριος, ὑποχείριος, χει- ἴδια ρίζα: χελιδονίας, χελιδονίζω, χελιδόνισμα
ρίς-ῖδος (=μανίκι), χειρίδιον, χειριδωτός, χειρί- (=τραγούδι παιδικό), χελιδόνιος.
ζω (=κάνω ἐγχείριση, κυβερνῶ), χειρισμός, χειρι- Χέλυς-υος, ἡ (=χελώνη), (=χελώνα, λύρα, για-
στής, χειρόω-ῶ (=ὑποτάσσω, φέρνω στήν ἐξου- τί ὁ Ἑρμῆς ἔκανε τήν πρώτη λύρα ἀπό ὄστρα-
σία μου), χείρωμα, δυσχείρωμα (=δύσκολη κατά- κο χελώνας).
κτηση), χείρωσις, χειρωτικός, χειρωτός, ἀχείρω- Χελώνη (=χελώνα, λύρα). Συνώνυμο μέ τό χέλυς.
τος, δυσχείρωτος, εὐχείρωτος, δυσχερής, εὐχε- Χερμάς-άδος, ἡ (=ὀγκόλιθος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμο-
ρής καί τά σύνθ.: χειραγωγός, χειραγωγία, χει- λογία του. Ἴσως ἀπ’ τή λέξη χείρ, ὅπου δές γιά
ραγωγῶ, χειρόγραφος, χειρόγραφον, χειροδίκης, ἄλλα παράγωγα.

238 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Χερνίπτομαι (=πλένω τά χέρια μου μέ ἁγιασμένο (=ἔχω ἀνάγκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χη-
νερό, καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπ’ τό χέρνιψ-ιβος ρεύω (=στεροῦμαι), χηρεία, χήρευμα, χήρευσις,
 χείρ + νίζω (=πλένω), ὅπου δές γιά ἄλλα πα- χήρειος, χηρικός, χηροσύνη, χηρόω-ῶ (=ἐρη-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ. μώνω, στερῶ).
Χέρνιψ-ιβος, ἡ (=νερό γιά τό πλύσιμο τῶν χεριῶν Χῆτος-εος, τό (=ἔλλειψη, στέρηση). Ἀπ’ τήν ἴδια
πρίν ἀπ’ τό φαγητό, ἁγιασμένο νερό· πληθ. χέρ- ρίζα μέ τά: χῆρος, χωρίς, χατέω.
νιβες = ἐξαγνισμοί μέ ἁγιασμένο νερό). Ἀπ’ τό Χθές. Ἀντί ἐχθές. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χθεσι-
χείρ + νίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- νός, χθιζός, χθιζινός.
γα, καθώς καί στή λέξη χείρ. Χθόνιος. Ἀπ’ τό οὐσ. χθών, ὅπου δές γιά περισσό-
Χερσαῖος. Ἀπ’ τό χέρσος, ὅπου δές γιά περισσό- τερα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Χθών, χθονός, ἡ (=ἡ γῆ). Ἀπ’ τή ρίζα χαμ- τοῦ χα-
Χερσόνησος καί ἀττ. χερρόνησος (=ξηρά πού εἶναι μαί (=καταγῆς) μέ τήν παρεμβολή ἑνός θ, ὅπως
σχεδόν νησί). Ἀπ’ τό χέρσος + νῆσος τοῦ νέω τό χθαμαλός (χθώμ = χθών). Παράγωγα ἀπό ἴδια
(=πλέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, ρίζα: χθόνιος, καταχθόνιος, ὑποχθόνιος.
καθώς καί στή λέξη χέρσος. Χιλός, ὁ (=χλωρό χορτάρι, τροφή γιά τά ζῶα) καί
Χέρσος, ἡ (=ἡ ξηρά, ἄγονος τόπος). Ἴσως εἶναι συγ- χειλός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χιλόω (=τρέ-
γενικό μέ τό ξηρός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χερ- φω μέ χορτάρι), χίλωμα, χιλωτήρ (=τό σακούλι
σαῖος, χερσεύω (=ζῶ στήν ξηρά), χερσόνησος. πού ἔχει τήν τροφή τοῦ ζώου).
Χέω (=χύνω, ρίχνω). Ἀπό ρίζα χυ-. Θέματα: α) χεF- Χίμαιρα, ἡ (=κατσίκα, μυθικό τέρας). Ἀπ’ τό χίμα-
ἤ χευ-, χεF-ω  χέω, β) χυ- (ἐχύθην – χῦμα). Πα- ρος (=τράγος).
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χεῦμα, χοάνη ἤ χώνη (=τό Χίμαρος (=τράγος). Ἴσως σχετίζεται μέ τό χεῖμα,
χουνί), χοή (=χύσιμο ὑγροῦ γιά κάποιο νεκρό), χειμέριος.
χοηφόρος, χόος-χοῦς, ὁ, ἡ (=μέτρο ὑγρῶν), Χόες Χιτών-ῶνος. Πιθανόν ἡ προέλευσή της εἶναι ἀνα-
(=ὄνομα τῆς β΄ ἡμέρας τῶν Ἀνθεστηρίων πρός τολική. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χιτώνιον, χι-
τιμή τῶν νεκρῶν), χόος-χοῦς, ὁ, ἡ (=συσσωρευ- τωνίσκος.
μένο χῶμα, σκόνη), λοετροχόος, οἰνοχόος, χρυ- Χιών, χιόνος, ἡ (=χιόνι). Ἔχει σχέση μέ τίς λέξεις:
σοχόος, πρόχους, χόω (=συσσωρεύω χῶμα) καί χεῖμα, χειμών.
χώννυμι, αὐτοχόων -ος (ὁμηρ. = πρόχειρα χυμέ- Χλαίνη καί χλαῖνα, ἡ (=πανωφόρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
νος), χυδαῖος (=πολυάριθμος, πρόστυχος), χύ- μολογία του. Πιθανόν Μικρασιατική ἡ προέλευσή
δην, χυλός, χυλόω-ῶ, χῦμα, χυμεία ἤ χημεία, χυ- της. Ἀρχικά ἦταν χλαν+jα = χλαῖνα = χλαίνη.
μός χύσις, σύγχυσις, χύτης, χύτλον (=ρευστό), Χλαμύς-ύδος, ἡ (=πανωφόρι πιό λεπτό ἀπ’ τή χλαί-
χυτλάζω, χυτλόω-ῶ (=λούζω), χυτός, οὐλοχύ- νη). Συγγενικό μέ τό χλαίνη.
ται (=χοντροαλεσμένο κριθάρι), χύτρα (=τσου- Χλεύη (=ἀστεῖος λόγος, περίγελως). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
κάλι πήλινο), χύτρινος, χύτρος, διακεχυμένως, μολογία της. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χλευάζω
ἐκκεχυμένως, συγκεχυμένως, χώομαι (=ὀργίζο- (=περιγελῶ), χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός,
μαι), ἰχέαιρα (=αὐτή πού ρίχνει βέλη, ἐπίθ. τῆς χλευαστής, χλευαστικός, χλεύαξ.
Ἀρτεμης). Χλιαρός. Ἀπ’ τό χλίω (=εἶμαι θερμός, ζῶ ἄσωτα),
Χηλή (=ἡ ὁπλή τοῦ ἀλόγου, προεξοχή τείχους στή ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: χλιαίνω (=ζεσταίνω),
θάλασσα). Ἴσως σχετίζεται μέ τό χαίνω – χά- χλίανσις, χλίασμα, χλιάω, χλιδή (=μαλθακότητα,
σκω. πολυτέλεια, ἀλαζονεία), χλιδανός (=τρυφερός),
Χηλός (=μεγάλο κιβώτιο). Ἴσως σχετίζεται μέ τό χλιδάω (=εἶμαι λεπτός).
χαίνω - χάσκω. Χλιδή (=μαλθακότητα, πολυτέλεια, ἀλαζονεία).
Χήν-νός, ὁ καί ἡ (=ἡ χήνα). Ἀπ’ τό χάσκω, ὅπου Ἀπ’ τό χλίω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ξη χλιαρός.
Χῆρος. Ἀπ’ τό οὐσ. χήρα, ἀπό ρίζα χα-, ἴδια μέ Χλοερός. Ἀσυναίρετ. τοῦ χλωρός. Δές γιά ἄλλα
τῶν λέξεων: χῆτος (=ἔλλειψη), χωρίς, χατέω παράγωγα στή λέξη χλόη.

239
Χλόη. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: χλοερός, χλόος (=χρῶμα Χορίαμβος [=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού
πρασινοκίτρινο), χλωρός, χλωρότης, χλοάζω ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)].
(=πρασινίζω). Ἀπ’ τό χορεῖος ἤ χόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα
Χλωρός (=πράσινος). Ἀντί χλοερός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.
παράγωγα στή λέξη χλόη. Χορός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
Χνόο, χνοῦς, ὁ (=τό χνοῦδι). Ἀπ’ τό χναύω (=ξύ- εἶναι συγγενικό μέ τό χόρτος (=περίβολος).
νω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορεύω, χορεία, χο-
Χοάνη - χώνη, ἡ (=τό χουνί, χωνευτήρι). Ἀπ’ τό χέω, ρεῖος, χόρευμα, χόρευσις, χορευτέον, χορευτής,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χορευτικός, χορεύτρια, ἀχόρευτος, χορηγός, χο-
Χοή (=χύσιμο ὑγροῦ πρός τιμή νεκροῦ, νεκρική ρίαμβος, χορικός, χοροδιδάσκαλος, χοροποιός,
σπονδή). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τερψιχόρη.
ρα παράγωγα. Χόρτος (=περίβολος, χορτάρι). Συγγενικό μέ τό
Χοηφόρος. Ἀπ’ τό χοή + φόρος τοῦ φέρω, ὅπου χορός (λατιν. hortus). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό χορτάζω (=ταΐζω), χορταῖος, χορτασία, χόρτα-
ρῆμα: χέω. σμα, χορτασμός, χορταστικός.
Χοῖνιξ-ικος, ἡ (=μέτρο χωρητικότητας ξερῶν Χοῦς (=μέτρο ὑγρῶν, χῶμα). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές
καρπῶν). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία. γιά περισσότερα παράγωγα.
Χοῖρος, ὁ (=γουρουνόπουλο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο- Χραίνω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, μολύνω, λερώνω). Ἀπό
γία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χοιράς-άδος, ρίζα: χραF. Συγγενικό μέ τά χραύω ἤ χράω, χρίω.
ἡ (=ὅμοιος μέ γουρούνι), χοίρειος, χοιρίδιον, Θέμα χραν + jω  χραίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
χοίρινος. ρίζα: χραντός (=μολυσμένος), ἄχραντος (=ἀμό-
Χολέρα. Πιθανόν ἀπ’ τό χολή. Ἴσως ἀκόμα ἀπ’ τό λυντος), πανάχραντος.
χολάς - πληθ. χολάδες (=ἔντερα, ἐντόσθια). Δές Χράω-ῶ = χρήω-ῶ. 1) (=ξύνω ἐλαφρά, τσουγκρίζω).
γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χολή. 2) (=ἐπιτίθεμαι) 3) (=δίνω χρησμό, δίνω κάτι).
Χολή. Παράγεται ἀπ’ τό χρῶμα τοῦ ὑγροῦ πού εἶναι Χράομαι ἤ χρήομαι (=χρῶμαι =μεταχειρίζομαι).
ὑποπράσινο καί σχετίζεται μέ τά: χλόη, χλωρός. Γιά τό χράω (3) ρίζα Fρα- ἤ Fρε- ἤ ἡ ριζική σημ.
Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: χολάς - πληθ. χο- τοῦ χρή (=νά δίνει κανείς ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο).
λάδες (=ἐντόσθια), χολέρα, χόλιξ - πληθ. χόλι- Ἡ ἴδια ρίζα καί γιά τό χρήομαι - χρῶμαι. Παρά-
κες (=ἔντερα), χολικός, χόλος (=θυμός), χολά- γωγα τοῦ χρήω-ῶ (3): χρησμός, χρησμολόγος,
ω-ῶ (=εἶμαι μελαγχολικός), χολόω-ῶ (=ὀργίζω), χρησμῳδός, χρησμῳδία, χρησμῳδῶ, χρηστήρ, χρη-
χολοῦμαι (=ὀργίζομαι), χολώδης, χολωτός, με- στηριάζω (=προφητεύω), χρηστήριον (=μαντεῖο),
λάγχολος, ον < μέλας + χολή. χρηστήριος (=μαντικός), χρήστης (=προφήτης),
Χόλος (=δυνατή ὀργή). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό χο- Πυθοχρήστης, Πυθόχρηστος, χρήστωρ, ἀποχρῶν
λή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. (=ἀρκετός, σοβαρός), ἀποχρώντως (=ἀρκετά),
Χόνδρος, ὁ (=σπυρί, σβῶλος, μαλακό κόκκαλο). χρῄζω (=χρησμοδοτῶ), χρεών, χρή. Παράγωγα
Μέ ἀνομοίωση ἀπ’ τό χρόνδος. τοῦ χρήομαι - χρῶμαι: χρεία (=χρήση, κέρδος,
Χονδρός. Ἐπίθετο. ἀνάγκη), χρέος, χρεώ-χρειώ (=ἀνάγκη), χρεωστῶ,
Χορδή (πληθ. = ἔντερα, χορδή λύρας, λουκάνι- χρεώστης, χρῄζω (=ἔχω ἀνάγκη), ἀχρεῖος, χρῆμα
κο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορδεύω, χόρδευ- (=πράγμα, ὑπόθεση, λεφτά), χρηματίζω, χρήσι-
μα (=λουκάνικο). μος, χρησιμότης, χρησιμεύω, χρῆσις, κατάχρησις,
Χορηγός (=ἀρχηγός τοῦ χοροῦ, αὐτός πού πλη- χρηστέον, καταχρηστέον, προσχρηστέον, χρήστης
ρώνει τή δαπάνη γιά τό χορό τοῦ δράματος). (=αὐτός πού δανείζεται, ὀφειλέτης), χρηστικός,
Ἀπ’ τό χορός + ἡγέομαι-οῦμαι. Παράγωγα ἀπό καταχρηστικός, χρηστήριος (=χρήσιμος), χρη-
ἴδια ρίζα: χορηγῶ, χορηγεῖον ἤ χορήγιον, χορή- στός (=ὠφέλιμος, καλός, γενναῖος), χρηστότης
γημα, χορηγητήρ, χορηγία, χορηγικός, χορηγέ- (=καλοσύνη, τιμιότητα), ἄχρηστος, δύσχρηστος,
της, αὐτοχορήγητος. εὔχρηστος, πάγχρηστος.

240 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


Χρεία (=χρήση, ἀνάγκη). Ἀπ’ τό χράομαι ἤ χρή- Χρηστός (=ὠφέλιμος, καλός, γενναῖος). Ρημ. ἐπί-
ομαι = χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- θετο τοῦ χράομαι – χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισ-
ράγωγα. σότερα παράγωγα.
Χρεμετίζω (=χλιμιντρῶ). Ἀπό ρίζα χρεμ-, ἀπ’ ὅπου Χρῖσμα, τό (=εὐωδιαστό μύρο γιά ἐπάλειψη). Καί
καί οἱ λέξεις: χρεμέτισμα, χρεμετισμός, χρεμετι- χρῖμα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στής, χρεμετιστικός, χρέμπτομαι (=βήχω καί βγά- Χριστός. Ἀπ’ τό χρίω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ζω φλέγμα), χρέμμα (=φλέγμα), χρόμος, χρό- ρα παράγωγα.
μαδος (=θόρυβος), χρόμη (=ὁρμή), καί τά κύρ. Χρίω (=ἀλείφω, μυρώνω). Θέμα χρισ + jω  μέ
ὀνόμ.: Χρέμης, Χρέμυλος, Χρομύλος. ἀποβολή τοῦ σj  χρίω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Χρεών, τό (=αὐτό πού πρέπει νά γίνει, τό σωστό, ζα: χρῖμα καί χρῖσμα, χρῖσις, σρίσιμος, χρίστης
τό ὁρισμένο ἀπ’ τή μοίρα). Εἶναι οὐδ. μετοχῆς (=ἀσπριστής), χριστέον, χριστήριον (=μύρο),
τοῦ χράω - χρέω (=χρησμοδοτῶ), ὅπου δές γιά χριστός, Χριστός (=αὐτός πού μυρώθηκε ἀπ' τό
περισσότερα παράγωγα. Θεό σά Σωτήρας).
Χρεώστης. Ἀπ’ τό χρεώς ἀντί χρέος τοῦ χράομαι– Χροιά, ἡ καί χροά (=ἐπιδερμίδα, χρῶμα τοῦ δέρ-
χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ματος ἤ ἄλλου πράγματος). Ἀπ’ τό ρῆμα χράω
Χρή. Θέμα χρη- (χρήω = χρησμοδοτῶ, χρήομαι = ἤ χραύω (=ξύνω), εἶναι συγγενικό μέ τό χρώς,
μεταχειρίζομαι). Ἀρχικά ἦταν οὐσ. ἡ χρή (=ἀνά- χρωτός (=δέρμα).
γκη). Παράγεται ἀπ’ τό χράω-χρήω (=δίνω χρη- Χρόνος (=χρονικό διάστημα ὁρισμένο, χρονική πε-
σμό). Μέ τό εἰμί συγχωνεύτηκε καί ἔχουμε τούς ρίοδος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χρονίζω (=ξο-
τύπους χρή-ἐστι (=χρή), χρή+ᾖ (=χρῇ) (ὑποτ.), δεύω χρόνο, ἀργοπορῶ), χρονικός, χρόνιος, χρο-
χρή+εἶναι (=χρῆναι), χρή+ὄν (=χρεών), χρή+ἦν νισμός, ἀναχρονισμός, ἐγχρονισμός, συγχρονι-
(=χρῆν ἤ ἐχρῆν). σμός, χρονιστέον, χρονιστός, χρονιαῖος, χρονιό-
Χρῄζω. 1) (=ἔχω ἀνάγκη). Ἀπ’ τό χρηία (=χρεία της (=ἀργοπορία), χρονοτριβῶ (=χασομερῶ).
= ἀνάγκη) τοῦ χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσό- Χρονοτριβῶ (=χασομερῶ). Ἀπ’ τό χρόνος + τρί-
τερα παράγωγα. βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς
2) (=δίνω χρησμό). Ἀπ’ τό χράω-χρήω-ῶ, ὅπου δές καί στή λέξη χρόνος.
γιά περισσότερα παράγωγα. Χρυσός. Πιθανόν νά εἶναι σημιτική λέξη. Παράγωγα
Χρῆμα (=πράγμα, ὑπόθεση, λεφτά). Ἀπ’ τό χράομαι- ἀπό ἴδια ρίζα: χρυσάφιον, χρύσεος καί χρυσοῦς,
ῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χρυσίον, χρυσίζω, χρυσίτης, χρυσόω-ῶ, χρύσω-
Χρηματίζω (=διαπραγματεύομαι, συζητῶ, ὀνομά- μα, ἐπιχρύσωμα, χρύσωσις, ἐπιχρύσωσις, χρυσω-
ζομαι). Ἀπ’ τό χρῆμα τοῦ χρῶμαι. Παράγωγα τής, χρυσωτός, χρυσών (=θησαυρός) καί σύνθ.:
ἀπό ἴδια ρίζα: χρηματικός, χρημάτισις, χρημα- χρυσόδετος, χρυσοφόρος, χρυσοχόος, χρυσοχο-
τισμός, χρηματιστέον, χρηματιστήριον, χρημα- ΐα, χρυσοχοῶ, χρυσωπός, χρυσώνητος.
τιστής, χρηματιστικός. Χρυσοχόος. Ἀπ’ τό χρυσός + χέω, ὅπου δές γιά
Χρήσιμος. Ἀπ’ τό χράομαι-χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη
περισσότερα παράγωγα. χρυσός.
Χρῆσις (=χρησιμοποίηση). Ἀπ’ τό χράομαι-χρῶμαι, Χρώζω καί χρώννυμι (=ἀγγίζω, χρωματίζω, μολύ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νω). Ἀπ’ τό οὐσ. χρώς, χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα,
Χρησμολόγος (=προφήτης). Ἀπ’ τό χρησμός (τοῦ δέρμα) πού παράγεται ἀπ’ τό χραύω (=ξύνω) καί
χράω - χρήω-ῶ) + λόγος. Δές γιά περισσότερα εἶναι συγγενικό μέ τό χροιά. Θέμα χρωτ + jω =
παράγωγα στά ρήμ.: λέγω καί χράω. χρώζω καί χρώσ+νυ+μι = χρώννυμι. Παράγωγα
Χρησμῳδός. Ἀπ’ τό χρησμός (τοῦ χράω) + ᾠδή ἀπό ἴδια ρίζα: χρῶμα, χρωματίζω (=βάφω), χρω-
τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ματικός, χρῶσις, ἀπόχρωσις, χρωστήρ, χρωτίζω,
ρήμ.: ᾄδω καί χράω-ῶ. χρωματισμός, ἀχρωμάτιστος.
Χρηστήριον (=μαντεῖο). Ἀπ’ τό χράω - χρήω-ῶ, Χρῶμα. Ἀπ’ τό χρώζω  χρώννυμι, ὅπου δές γιά
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.

241
Χρώς-χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα, τό χρῶμα ον, χωρητός, χωρητικός, ἀναχωρητής (=μονα-
τῆς ἐπιδερμίδας). Ἀπ’ τό χραύω (=ξύνω). Συγ- χός), στενοχωρῶ.
γενεύει μέ τό χροιά. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα Χῶσις (=συσσώρευση). Ἀπ’ τό χώννυμι, ὅπου δές
χρώζω - χρώννυμι. γιά περισσότερα παράγωγα.
Χρωστήρ. Ἀπ’ τό χρώζω - χρώννυμι, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Χύδην (=ἀνακατωμένα). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Χυλός. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χυμός. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χύτρα. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χωλός (=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
ἔχει σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ χαλάω (=χαλαρώ-
νω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χωλαίνω (=κου-
τσαίνω), χώλανσις, χώλασμα, χωλεύω (=εἶμαι
κουτσός), χωλεία, χώλευμα, χωλότης, χωλοῦμαι
(=γίνομαι κουτσός), χώλωμα, χώλωσις.
Χῶμα. Ἀπ’ τό χώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Χώνη. Συνῃρημένος τύπος τοῦ χοάνη (=χουνί) τοῦ
χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Χώννυμι (=συσσωρεύω χῶμα, παραχώνω). Μετα-
γεν. τύπος τοῦ χόω. Ἀπ’ τό χόος-χοῦς τοῦ χέω,
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. α) θέμα χοF+ω 
χόω-ῶ, β) θέμα χωσ- (μέ ἔκταση τοῦ ο σέ ω) +
πρόσφ. νυ + μι = χώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια
ρίζα: χῶμα, ἀνάχωμα, ἀναχωματικός, χῶσις, (ἀνά,
ἐπί, κατά, πρόσ)χωσις, χωστέον, χωστός, πολύχω-
στος, τυμβόχωστος, χωστρίς (=χελώνα).
Χώομαι (=ὀργίζομαι, χολιάζω). Ἀπ’ τό χέω. Ἀρχι-
κά ἦταν χωFομαι (χέFω). Δές γιά περισσότερα
παράγωγα στό ρῆμα χέω.
Χωρίς (=χωριστά). Ἐπίρρημα ἀπ’ τή ρίζα χα-, συγ-
γενικό μέ τά: χῆρος, χῆτος, χῶρος. Παράγωγα
ἀπό ἴδια ρίζα: χωρίζω, χώρισις, χώρισμα, χωρι-
σμός, ἀποχωρισμός, καταχωρισμός, χωριστέ-
ον, χωριστής, χωριστικός, χωριστός, ἀκαταχώ-
ριστος, ἀχώριστος.
Χῶρος. Συγγενικό μέ τά: χῆρα, χῆρος, χῆτος, χω-
ρίς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χώρα, χωράφι-
ον, χωρέω-ῶ (=προχωρῶ), χώρημα, (ἀνα, πα-
ρα, ὑπο)χώρημα, χώρησις (ἀνα, ἀπο, ἀντιμετα,
παρα, προ, συγ, ὑπανα, ὑπο)χώρησις, χωρητέ-

242 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


243
Ψ Ψῖ

Ψακάζω καί ψεκάζω (=ψηχαλίζω, ραντίζω). Ἀπ’ τό Ψάμμος, ἡ (=ἄμμος, ἀμμουδιά). Ἀπ’ τό ψάω, ὅπου
οὐσ. ψακάς-άδος (=ψίχουλο, σταγόνα) τοῦ ψάω δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ρίζα ψαφ + μος  ψάμ-
(=ἀγγίζω ἐλαφρά). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψα- μος.
κασμός ἤ ψεκασμός, ψέκασμα, ψακαστός (=στα- Ψάρ-ρός, ὁ (=τό πουλί ψαρόνι). Ἴσως ἀρχικά ἦταν
λακτός), ψάκαλον (=νεογέννητο ζῶο). ψαρFς.
Ψακάς-άδος καί ψεκάς, ἡ (=ψίχουλο, σταγόνα). Ψαρός, -ά, -όν (=κατάστικτος, παρδαλός). Ἀπ’
Ἀπ’ τό ψάω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, τρίβω), ὅπου δές τό ψάρ.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ψαύω (=ἀγγίζω, ἐπιδρῶ). Θέμα ψαF  ψαυ + ω =
Ψάλιον, τό (=μέρος τοῦ χαλινοῦ, ἁλυσίδα, χαλινά- ψαύω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ψάω. Παράγωγα
ρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. ἀπό ἴδια ρίζα: ψαῦσις, ψαῦσμα, ψαυστέον, ψαυ-
Ψαλίς-ίδος, ἡ (=τό ψαλίδι). Ἀπ’ τό ψάω (=τρί- στός, ἄψαυστος (=ἄθικτος).
βω). Ψάω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, τρίβω, σκουπίζω, γυαλί-
Ψάλλω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, παίζω μέ τά δάχτυλα ζω). Ἀρχικά ἦταν ψη + jω = ψήω. Ἀπό ρίζα ψα-,
τίς χορδές τῆς κιθάρας). Ἀπό ρίζα ψα- τοῦ ψάω. ἀπ’ ὅπου οἱ λέξεις: ψαίω (=κοπανίζω), ψαιστός
Ἴσως συγγενικό μέ τά: πάλλω, πελεμίζω. Παρά- (=κοπανισμένος), ψακάς -άδος (=ψίχουλο, στα-
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψαλμός, ψαλμικός, ψάλμα, γόνα), ψακάζω, ψαλίς -ίδος, ψάλλω, ψάμαθος,
διάψαλμα, ψαλμῳδός, ψάλσις, ψαλτήριον, ψάλ- ψάμμος, ψαύω, ψηλαφῶ, ψήχω, ψίω (=τρέφω),
της, ψάλτρια, ψαλτικός, ψαλτός. ψίξ (=ψίχα), ψιλός, ψώχω, ψώρα, ψωμός. Πα-
Ψαλμός. Ἀπ’ τό ψάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- ράγωγα τοῦ: ψάω - ψήω: ψῆφος (=λιθάρι, χαλί-
ρα παράγωγα. κι, ἀπόφαση), παμψηφεί, ψηφεῖον, ψηφίζω, ψη-
Ψάλτης. Ἀπ’ τό ψάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- φίον, ψηφίς -ῖδος (=λιθαράκι), ψήφινος, ψηφό-
ρα παράγωγα. ω-ῶ, ψηφοφορῶ, ψηφοφορία, ψηφοθέτης, ἀπό-
Ψάμαθος, ἡ (=ἡ ἀμμουδιά). Ἀπ’ τό ψάω (=τρίβω). ψημα (=ἀπόξυσμα), ἀπόψηστος (=σφουγγισμέ-
Προῆρθε ἀπό συμφυρμό τοῦ ψάμμος (=ἄμμος) νος), παλίμψηστος (=πού ξύστηκε γιά ἄλλη μια
+ ἄμαθος (=ἄμμος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα φορά γιά νά ξαναγραφτεῖ, πάπυρος).
στό ρῆμα ψάω. Ψέγω (=κατακρίνω, κατηγορῶ). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο-

244 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


λογία του. Ἴσως νά παράγεται ἀπ’ τό οὐσ. ψόγος Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ψάω
πού προῆρθε ἀπ’ τό ἐπιφώνημα ψο (=φτού!). Πα- - ψήω.
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τό ψέγος, ψεκτέον, ψεκτέ- Ψηφίζω (=ἐκφράζω τή γνώμη μου μέ ψῆφο) Ἀπ’ τό
ος, ψέκτης, ψεκτικός, ψεκτός, ἄψεκτος, ἀψεγής, οὐσ. ἡ ψῆφος (=λιθάρι, ἀπόφαση), τοῦ ψάω - ψή-
ψόγος, ἄψογος, φιλόψογος, ψογερός. ω-ῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψήφισις, ἀποψή-
Ψελλίζω (=ἀρθρώνω μέ δυσκολία τίς λέξεις, μιλῶ φισις (=ἀθώωση), διαψήφισις (=μέ ψῆφο ἀπό-
σάν παιδί). Ἀπ’ τό ψελλός (=αὐτός πού δέν μπο- φαση), ἐπιψήφισις, καταψήφισις (=καταδίκη),
ρεῖ νά προφέρει μερικά γράμματα ἤ συλλαβές, συμψήφισις, ὑπερψήφισις, ψήφισμα, ψηφισμός,
τσεβδός). Πιθανόν νά πρόκειται γιά ἠχοποίητη (δια, ἐπι, συμ)ψηφισμός, ψηφιστέον, (ἀπο, κα-
λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψέλλισμα, ψελ- τα)ψηφιστέον, ψηφιστής (=λογιστής), διαψη-
λισμός, ψελλιστής, ψελλότης. φιστής (=εἰσπράκτορας φόρων), ψηφιστικός,
Ψευδομάρτυς -υρος. Ἀπ’ τό ψευδής + μάρτυς, ὅπου διαψηφιστός (=αὐτός πού ἐκλέγεται μέ ψηφο-
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό φορία), παμψηφεί.
ρῆμα ψεύδω. Ψῆφος (=λιθάρι, χαλίκι, ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας).
Ψευδορρυμοσύνη (=ψέμα). Ἀπ’ τό ψεῦδος + λέγω, Ἀπ’ τό ψάω - ψήω-ῶ (=τρίβω), ὅπου δές γιά ἄλλα
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψηφίζω.
Ψεύδω (=ἐξαπατῶ, ἀποθ.: ψεύδομαι = λέω ψέματα). Ψηχρός (=λεπτός). Ἀπ’ τό ψήχω, ὅπου δές γιά πε-
Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ρισσότερα παράγωγα.
ψυδ- ἤ ψυθ- (ἀπ’ ὅπου οἱ λέξεις: ψυδρός = ψεύ- Ψήχω (=τρίβω, ξύνω, χαϊδεύω). Ἀπό ρίζα ψα- ψη-
τικος, ψύθος = ψέμα) καί ἡ πρώτη σημασία ἦταν τοῦ ψάω - ψήω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψῆγμα,
ἴσως ψιθυρίζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψευδαλέ- ψήκτρα (=βούρτσα), ψηκτρίζω (=ξυστρίζω), ψη-
ος, ψευδής, ἀψευδής, ψεῦδος, ψεῦμα καί ψεῦσμα, νός (=φαλακρός), ψῆξις (=ἀπόξεση), ψηρός (=ξε-
ψευστήρ, ψεύστης (=ψεύτης), ψεύστειρα, ἀδιά- ρός), ψηχρός (=λεπτός).
ψευστος καί τά σύνθετα: ψευδομάρτυς, ψευδο- Ψίθυρος. Ἴσως ἀπό πρόσφυμα ψυθ- καί μέ ἀνομοί-
μαρτυρία, ψευδομαρυρῶ, ψευδολόγος, ψευδώ- ωση ψιθ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψιθυρίζω, ψι-
νυμος –ον, ψευδορρημοσύνη (=ψέμα). θύρισμα, ψιθυρισμός, ψιθυριστής.
Ψευδώνυμον. Ἀπ’ τό ψευδής + ὄνυμα = ὄνομα, Ψιλός (=ἄδεντρος, γυμνός, χωρίς τρίχες). Ψιλοί
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί (=στρατιῶτες ἐλαφρά ὁπλισμένοι). Ἔχει σχέση μέ
στό ρῆμα ψεύδω. τό ψάω - ψήω (=τρίβω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Ψῆγμα (=ἀπόξυσμα, μόριο). Ἀπ’ τό ψήγω, ὅπου δές ψιλικός, ψιλῶς, ψιλότης, ψιλόω-ῶ (=ἀπογυμνώ-
γιά περισσότερα παράγωγα. νω, στερῶ), ψίλωθρον (=ἀλοιφή γιά νά πέφτουν
Ψήκτρα (=βούρτσα). Ἀπ’ τό ψήχω, ὅπου δές γιά οἱ τρίχες), ψίλωμα (=κόκκαλο ἀπογυμνωμένο ἀπ’
περισσότερα παράγωγα. τίς σάρκες), ψίλωσις, ἀποψίλωσις, ψιλωτέον, ψι-
Ψηλαφάω-ῶ (=πασπατεύω, ἀγγίζω). Ἀπ’ τό ἄχρη- λωτής, ψιλωτικός, ψιλόκρανος (=φαλακρός), ψι-
στο ἐπίθ. ψηλός (συγγενικό μέ τό ψάω-ψήω) + λοκορρῶ ἤ -κορσῶ (=εἶμαι φαλακρός), ψιλόκου-
ἁφάω (=ἅπτομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψη- ρος (=ὁ κουρεμένος μέχρι τό δέρμα).
λάφημα (=πασπάτευμα, χάιδευμα), ψηλάφησις, Ψίμυθος. Εἶναι ριζικός τύπος τοῦ ψιμύθιον ἤ ψιμ-
ἀναψηλάφησις, ψηλαφητής, ψηλαφητικῶς, ψη- μύθιον (=τό λευκό τοῦ μολύβδου πού τό χρησι-
λαφητός, ψηλαφητῶς. μοποιοῦσαν γιά τό πρόσωπο, φκιασίδι). Ἴσως ἡ
Ψηνός (=φαλακρός). Ἀπ’ τό ψήχω, ὅπου δές γιά λέξη εἶναι Αἰγυπτιακή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
περισσότερα παράγωγα. ψιμυθίζω (=φκιασιδώνω), ψιμυθιόω-ῶ (=φκιασι-
Ψῆξις (=ξύστρισμα). Ἀπ’ τό ψήχω, ὅπου δές γιά πε- δώνω), ψιμυθισμός, ψιμυθιστής.
ρισσότερα παράγωγα. Ψίξ-ψιχός (=μικρό κομμάτι ψωμιοῦ, ψίχα). Ἀπ’ τό
Ψηρός (=ξερός). Ἀπ’ τό ψήχω, ὅπου δές γιά περισ- ψίω (=τρίβω) συγγενικό μέ τό ψάω - ψήω.
σότερα παράγωγα. Ψιττακός (=παπαγάλος). Ἄγνωστη ἡ προέλευσή του.
Ψηφίς -ῖδος (=λιθαράκι). Ὑποκορ. τοῦ ψῆφος. Πιθανόν ξενική λέξη καί ὀνοματοποιημένη.

245
Ψίω (=τρίβω, σκίζω, μασῶ). Παρασχηματισμός (=κρυωτήρι), ψυκτήριον, ἀναψυκτήριον, ψυκτή-
τοῦ ψάω - ψήω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ρῆμα ψί- ριος, ψυκτικός, ἀναψυκτικός, ψύκτρα, ἄψυκτος,
ζω (=τρέφω). ψῦξις, (ἀνά, ἀπό, κατά)ψυξις, ψῦχος (=κρύο), ψυ-
Ψόγος (=κατηγορία). Ἀπ’ τό ψέγω, ὅπου δές γιά χάζω (=δροσίζομαι), ψυχεινός (=δροσερός), ψυ-
περισσότερα παράγωγα. χίζομαι (=παγώνω), ψυχρός, ψυχρότης, ψύχρα,
Ψόλος (=καπνιά). Συγγενεύει μέ τά: ψόθος, σπο- ψυχραίνω, ψύχρανσις, ψυχρία.
δός. Ψωλός (=αὐτός πού ἔχει γυμνή τή βάλανο τοῦ
Ψοφοδεής (=αὐτός πού φοβᾶται καί τόν παραμι- αἰδοίου, ἀσελγής). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ ψάω - ψήω,
κρό θόρυβο, φοβιτσιάρης). Ἀπ’ τό ψόφος (=θό- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρυβος) + δέος (=φόβος) τοῦ δείδω, ὅπου δές Ψωμός, ὁ (=μπουκιά ψωμιοῦ). Ἀπ’ τό ψώχω (=τρί-
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- βω) πού παράγεται ἀπ’ τό ψάω - ψήω μέ μετά-
ξη ψόφος. πτωση (ψα - ψη - ψω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Ψόφος, ὁ (=θόρυβος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. ζα: ψωμίζω (=τρέφω), ψωμίον (ὑποκορ.), ψώμι-
Πιθανόν ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- σμα (=μπουκιά).
ζα: ψοφέω-ῶ (=κάνω θόρυβο), ψόφημα, ψόφη- Ψώρα. Ἀπ’ τό ψώω = ψάω (=τρίβω). Παράγωγα
σις, ψοφητικός, ψοφοδεής, ψοφοειδής, ψόφαξ ἀπό ἴδια ρίζα: ψωραλέος, ψωράω-ῶ (=ψωριά-
(=θορυβώδης), ψοφώδης. ω-ῶ), ψωρίασις, ψωρικός, ψωροειδής, ψωρός,
Ψύλλα, ἡ (=ὁ ψύλλος). ψωριώδης.
Ψῦξις. Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα Ψώω. Ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ψάω (=τρίβω). Ἀπ’
παράγωγα. τό ψώω τά: ψώχω, ψῶχος (=ἀμμουδιά), ψωμός,
Ψυχαγωγῶ (=φωνάζω τίς ψυχές ἀπ’ τόν Ἄδη, ψώρα.
σαγηνεύω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ψυχαγωγός
 ψυχή + ἀγωγός τοῦ ἄγω. Δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα στά ρήματα: ἄγω καί ψύχω.
Ψυχή (=πνοή, πνεῦμα). Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ψυχομαχῶ (=μάχομαι γιά τή ζωή μέχρι τήν τελευ-
ταία στιγμή). Ἀπ’ τό ψυχή (τοῦ ψύχω) + μάχο-
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
θώς καί στό ρῆμα ψύχω.
Ψυχοπομπός. Ἀπ’ τό ψυχή + πομπός τοῦ πέμπω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
στό ρῆμα ψύχω.
Ψῦχος, τό (=τό κρύο). Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ψυχρός. Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Ψύχω (=φυσῶ, δροσίζω, παγώνω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μολογία του. Θέμα ψυχ+ω = ψύχω. Παράγωγα
ἀπό ἴδια ρίζα: 1) Ἀπ’ τή σημασία (φυσῶ) τά: ψυχή,
ψυχάριον (ὑποκορ.), ψυχίδιον, ψυχαῖος, ψυχόω-ῶ
(=ἐμψυχώνω), ψύχωσις (=ἐμψύχωση), ψυχαγω-
γός, ψυχαγωγία, ψυχαγωγικός, ψυχαγωγῶ, ψυχο-
μαχῶ, ψυχοπομπός, εὔψυχος. 2) Ἀπ’ τή σημασία
(δροσίζω, παγώνω) τά παράγωγα: ψυγεῖον καί ψυ-
χεῖον, ψῦγμα, ψυγμός (=κρύωμα), ψυκτήρ-ῆρος

246 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


247
Ω Ὠμέγα

ᾨδεῖον. Ἀπ’ τό ᾠδή τοῦ ᾄδω - ἀείδω, ὅπου δές γιά στός, διώστρα (=μηχάνημα μέ τό ὁποῖο ἀπω-
περισσότερα παράγωγα. θεῖται κάτι), ἐξώστρα (=μηχανή τῆς σκηνῆς τοῦ
ᾨδή (=τραγούδι). Συνῃρημένος, τύπος τοῦ ἀοι- θεάτρου, τό ἐκκύλημα).
δή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ὠκεανός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του Ἴσως ἀπ’ τό
ᾄδω - ἀείδω. ὠκύς (=γρήγορος) + νάω (=ρέω).
Ὠδίνω (=ἔχω πόνους γέννας, κοιλοπονῶ, γεννῶ). Ὠκύς - ὠκεῖα - ὠκύ (=γρήγορος, ὁρμητικός). Ἀπ’ τή
Ἀπ’ τό οὐσ. ὠδίς -ῖνος, ἡ (=πόνος γέννας, στε- ρίζα ακ- (ἀκωκή), συγγενικό μέ τό ὀξύς. Παρά-
νοχώρια). Παράγωγα: ὠδίνημα (=γέννημα, τέ- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠκύτης, ὠκύβολος (=αὐτός
κνο). πού χτυπάει γρήγορα), ὠκύμορος (=αὐτός πού
Ὠδίς-ῖνος, ἡ (=πόνος γέννας, στενοχώρια). Πιό πεθαίνει πρόωρα), ὠκυπέτης (=αὐτός πού πε-
συχνά στόν πληθ. ὠδῖνες. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- τάει, τρέχει γρήγορα), ὠκύπορος (=αὐτός πού
λογία. προχωράει γρήγορα), ὠκύπους (=ὁ γρήγορος
Ὠθέω-ῶ (=σπρώχνω, διώχνω). Θέμα Fωθ + πρό- στά πόδια), ὠκύπτερος (=αὐτός πού πετάει γρή-
σφυμα ε + j + ω = Fωθ-ε-jω  ὠθέω-ῶ. Παρατ. γορα), ὠκύροος (=αὐτός πού κυλάει γρήγορα),
ἐ-Fώθε-ον = ἐώ-θουν, ἀόρ. ἔ-Fωθ-σα = ἔωσα, ὠκύαλος (=αὐτός πού πλέει γρήγορα πάνω στή
παθ. πα-ρακ. Fέ-Fωθ-μαι  ἔωσμαι. Παράγωγα θάλασσα), ὠκυβόας (=ὁ γρήγορος στή μάχη),
ἀπό ἴδια ρίζα: ὤθησις, ὤθημα, ὠθισμός (=σπρώ- ὠκυγένεθλος (=αὐτός πού γρήγορα γεννήθηκε),
ξιμο), τά σύνθ. (ἀπ, ἐξ, παρ, προ, συν)ώθησις, ὠκύγλωσσος (=ὁ γρήγορος στή γλώσσα), ὠκυ-
ὦσις, ἄντωσις (=ἡ ἐναντίον κάποιου ἤ πρός τά δήκτωρ (=αὐτός πού δαγκάνει γερά), ὠκυδίδα-
πίσω ὤθηση), ἄπωσις, δίωσις (=ἡ ὤθηση μακριά), κτος (=αὐτός πού διδάσκεται γρήγορα), ὠκυ-
σύνωσις (τό νεοελλ. ἄνωσις), ὠσμός, ἀπωσμός, δίνητος (=αὐτός πού γρήγορα περιστρέφεται),
ὠστέον, ὠστέος, ἀπωστέος, ὠστίζομαι (=σκου- ὠκυδρομῶ (=τρέχω γρήγορα), ὠκυεπής (=αὐτός
ντιέμαι), (νεοελλ. συνωστίζομαι, συνωστισμός), πού μιλάει γρήγορα), ὠκύθοος (=αὐτός πού τρέ-
ὠστικός, ὠστισμός, ὤστης, ἀπώστης, ἐξώστης χει γρήγορα), ὠκυλόχεια (=αὐτή πού ἐπιταχύνει
(=ὁρμητικός ἄνεμος, μπαλκόνι), ὠστός, ἀπω- ἠ εὐκολύνει τή γέννα), ὠκυμάχος (=αὐτός πού

248 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ


μάχεται γρήγορα), ὠκύμολος (=αὐτός πού προ- ζω (=κοσμῶ), ὡραῖος (=ὥριμος, γεμάτος χάρη),
χωράει γρήγορα), ὠκυπέδιλος (=ὁ γρήγορος στα ὡραιότης, ὡρικός (=ἀκμαῖος), ὥριμος, ὡριμάζω,
πόδια), ὠκύπλανος (=ὁ γρήγορα περιφερόμενος), ὡριμότης, ὥριος, ὡρολόγιον, ὡροσκόπος, ὧρος,
ὠκύπλοος (=αὐτός πού πλέει γρήγορα), ὠκύποι- ὁ (=ἔτος), ἄωρος, πρόωρος, ὀπώρα, ὡραιοπολῶ
νος (=αὐτός πού τιμωρεῖται γρήγορα), ὠκύπο- (=συναναστρέφομαι μέ τούς νέους κι ὡραίους),
μπος (=αὐτός πού μεταφέρει γρήγορα), ὠκύση- ὡραιοκόμος (=καλλωπιστής), ὡραιοπώλης (ὀπω-
μος (=αὐτός πού γρήγορα παρατηριέται), ὠκύ- ροπώλης).
σκοπος (=αὐτός πού ἐξετάζει γρήγορα), ὠκυτό- Ὡραῖος (=ὥριμος, γεμάτος χάρη). Ἀπ’ τό ὥρα, ὅπου
κος (=αὐτός πού συντελεῖ στή γρήγορη κι εὔκο- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λη γέννα), ὠκυφόνος (=θανατηφόρος). Ὥριμος. Ἀπ’ τό ὥρα, ὅπου δές γιά περισσότερα
Ὠλένη (=τό κάτω μέρος τοῦ βραχίονα). παράγωγα.
Ὠμηστής (=ὠμοφάγος, ἄγριος). Ἀπ’ τό ὠμός + Ὠρυγή (=οὔρλιασμα). Ἀπ’ τό ὠρύομαι, ὅπου δές
ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα, καθώς καί γιά περισσότερα παράγωγα.
στή λέξη ὠμός. Ὠρύομαι (=οὐρλιάζω, βρυχιέμαι). Ἀπό ρίζα ρυ +
Ὦμος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠμίζομαι (=παίρ- ἐπιφώνημα ὤ ἤ τό προθεμ. ο  ω  ὠρύομαι.
νω στούς ὤμους μου), ὠμιστής (=ἀχθοφόρος), Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠρυγή, ὠρυθμός, ὠρυ-
ὠμοπλάτη. δόν, ὠρυγμός, ἴσως καί τό ὀρυμαγδός.
Ὠμός (=ἄψητος, ἄβραστος, σκληρός). Παράγω- Ὠτακουστέω-ῶ (=κρυφακούω). Παρασύνθετο ἀπ’
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠμότης, ὠμηστής, ὠμοφάγος, τό ὠτακουστής  οὖς, ὠτός + ἀκούω, ὅπου δές
ὠμόφρων (=σκληρός). γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὠμοφάγος. Ἀπ’ τό ὠμός + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω, ὅπου Ὠτειλή, ἡ (=τραῦμα, πληγή). Ἀπ’ τό οὐτάω (=πλη-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γώνω). Σχετίζεται καί μέ τό ἄτη (=βλάβη).
Ὠνέομαι-οῦμαι (=ἀγοράζω). Θέμα Fων + πρόσφ. Ὠφέλεια. Ἀπ’ τό ὠφελῶ, ὅπου δές γιά περισσότε-
ε + ομαι = Fων-έ-ομαι = ὠνοῦμαι. Παρατ. ἐ- Fω- ρα παράγωγα.
νε-όμην = ἐω-νούμην. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ὠφελέω-ῶ. Ἀπ’ τό ὄφελος (ὀφέλλω = αὐξάνω) μέ
ὠνή, ἡ (=ἀγορά), ὤνημα, ὤνησις, ὠνητέος -ον, ἔκταση τοῦ ο σέ ω. Τό ἄχρηστο ὠφελής προῆρθε
ὠνητής (=ἀγοραστής), ὠνητικός, ὠνητός (ἀγο- ἀπ’ τό οφελ + ἔκταση τοῦ ο σέ ω = ὠφελ + ής
ραστός), ὠνήτωρ, ἱππώνης (=ἀγοραστής ἀλό- = ὠφελής. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠφέλεια ἤ
γων), τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων ὠφελία, ὠφέλημα, ὠφελήσιμος, ὠφέλησις, ὠφε-
φόρων), ἀργυρώνητος (=αὐτός πού ἀγοράστη- λητέος, ὠφελητέον, ὠφελητικός, προσωφελητέ-
κε μέ χρήματα, ὤνιος, ὀψώνιον, ἰσωνία (=ἰσότη- ον, ἀνωφέλητος, ὠφέλιμος, ἀνωφελής, δημωφε-
τα τιμῆς), ὦνος (=τιμή, ἀγορά). λής, ἐπωφελής, βιωφελής, μεγαλωφελής, ὀλιγω-
Ὦνος (=τιμή, ἀντίτιμο, ἀξία, ἀγορά). Ἀπό ρίζα ων- φελής, πολυωφελής.
ἀπ’ ὅπου καί τό ὠνοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσό- Ὠχρός (=χλωμός, πρασινοκίτρινος). Ἀβέβαιη ἡ
τερα παράγωγα. ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὤχρα,
ᾨόν, τό (=τό αὐγό). Ἀρχικά ἦταν ὠFόν. Παράγω- ὠχραίνω, ὠχραντικός, ὠχράω-ῶ (=χλωμιάζω),
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ᾠοειδής, ᾠοτοκία, ᾠοτόκος, ὠχρίασις, ὠχριάω (=χλωμιάζω), ὠχρότης (=κιτρι-
ᾠόπολις (=ἡ αὐγουλοῦ), ᾠοσκοπία (=μαντεία νάδα), ὦχρος, ὁ (=κιτρινάδα), ὤχρωμα, τό (=κι-
μέ αὐγά), ᾠοσκύφιον (=αὐγοειδές ποτήρι μέ δι- τρινάδα), ὠχροειδής (=κίτρινος), ὠχρόξανθος
πλό πάτο), ᾠοτάριχον (=αὐγοτάραχο), ὠοφόρος (=αὐτός πού ἔχει ξανθοκίτρινο χρῶμα), ὠχρο-
(=αὐτός πού γεννάει αὐγά). μέλας (=μαυροκίτρινος).
Ὤρα, ἡ καί ἰων. ὤρη (=φροντίδα, προσοχή). Ἀπό Ὤψ- ὠπός, ὁ (=μάτι, πρόσωπο, ὄψη). Ἀπ’ τό ὄψο-
ρίζα Fορ τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- μαι τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρα παράγωγα. ράγωγα.
Ὥρα (=ἐποχή τοῦ ἔτους). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό
εἶμι (=ἔρχομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὡραΐ-

249
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ

ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2009


ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ Ν. & ΥΙΟΙ ΑΕ
ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΓΡΑΦΗΣ 80 ΓΡ., ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ Ε. ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ
ΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΛΓΑ ΜΙΧΑΛΑΚΑ,
ΑΝΝΑ ΦΩΚΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΟ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗ
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΑΣΠΑ ΧΑΣΙΩΤΗ

You might also like