You are on page 1of 9

Johnny felt the back of his head and thought: not again.

For two weeks it had been the same. He


would go to sleep earlier than usual, close his eyes, wrapped in his blankets, hoping his mom
wouldn’t know he hadn’t finished his chores, and try to slowly fade away into drowsiness, then sleep.
And every time, every single time, he would just disappear. You know, what usually happens to you
when you’re exhausted after a long day of bike riding, hanging out with your friends, playing Zelda
non-stop for hours.

δεινῶς, θαυμαστά, Ar. and P. ὑπερφυῶς, θαυμασίως, P. θαυμαστῶς, ἀμηχάνως.

ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.;


“πρός τινος” Luc.Tim.5.

V. ἀμαυροῦν (also Xen. but rare P.),

αὐαίνειν, συντήκειν, ἐκτήκειν, Ar. and V. τήκειν.


V. intrans. P. and V. μαραίνεσθαι, φθίνειν (Plat.), ἰσχναίνεσθαι (Plat.), κατισχναίνεσθαι (Plat.). V.

ἀπομαραίνεσθαι (Plat.),

V. ἀποφθίνειν, καταφθίνειν, ἐκτήκεσθαι, συντήκεσθαι. καταξαίνεσθαι. κατασκέλλεσθαι. αὐαίνεσθαι, Ar. and V. τήκεσθαι.
Ar. and P. κατατήκεσθαι (Xen.).

PROGRESS

P. ἐπίδοσις, ἡ. v. intrans. P. and V. προκόπτειν, Ar. and P. ἐπιδιδόναι. Advance: P. and V.


προχωρεῖν.
Προχωρεῖ μοι I have success

οὐ προὐχώρει ᾗπροσεδέχοντο things did not succeed as . ., Id.3.18:


c.inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἴσον ἑκάστῳ ἔχοντι ἀπελθεῖνif it be not possible .
. , Id.4.59; ἐὰν τοῖς γεωργοῖς προχωρῇ πωλεῖν κτλ. PCair.Zen.723.8 (iii
B.C.); ῥίψαντες, ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (sc. ῥῖψαι) .
. Arr.An.1.1.12; ἡνίκ᾽ ἂν ἑκάστῳ π. X.Cyr.1.2.4; ὁπόσα σοι προχωρεῖ as much as is
convenient

τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ π. Id.5.54;


“ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν”X.An.6.4.21: rarely of ill success, turn out,
“παρὰ δόξαν αὐτοῖς π. τῶν πραγμάτων” Plb.5.29.1; τὸ δ᾽ ἐςτοὐναντίον π. Luc.Alex.36.

, προκόψομεν οὐδέν shall make no progress, advance not at


all. Alc.35; τὰ πολλὰ προκόψασ᾽having prepared most of the
way, E. Hipp.23; τί ἂν προκόπτοις; what good would you get? Id.Alc.1079

; οὐδὲν προὔκοπτον εἰς . . they made no progress towards . . , X.HG7.1.6;


“π. οὐδὲν ἐς πρόσθεν” E.Hec.961; “ἐν παιδείᾳ προκεκοφότες” D.S.17.69;
“π. ἐν Ἰουδαϊσμῷ” Ep.Gal.1.14; “ἐν τοῖς μαθήμασι” Luc.Herm.63: c. dat. modi,
“τοῖς πλούτοις -κεκοφότες” D.S.34/5.2.26; “σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ” Ev.Luc.2.52.

2. c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their
navy to a great extent, Th.7.56; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote
the increase of their empire, Id.4.60; ἐπὶ πλεῖον π. ἀσεβείας having
advanced further in impiety, 2 Ep.Ti.2.16: abs., “ἐπὶ τοσοῦτο π.”Plb.31.23.2;
“ἐπὶ πλεῖον π.” D.S.14.98.

3. esp. in Philos., of moreal and intellectual progress,


P. ἐπίδοσις, ἡ. v. intrans. P. and V. προκόπτειν, Ar. and P. ἐπιδιδόναι. Advance: P. and V.
προχωρεῖν./a

Prose, freq. intr., increase, advance, “ἐς ὕψος” Hdt.2.13; “καθ᾽ ἡμέραν ἐς τὸ ἀγριώτερον” Th.6.60; “ἐς
τὸ μισεῖσθαι” Id.8.83; ἐπὶ τὸ μεῖζον ib.24; “ἐπὶ τὸ βέλτιον” Hp.Aph.1.3, Pl.Prt.318a; εἰς ὄγκον πρὸς
ἀρετήν increase in virtue Id.Lg.913b; “πρὸς εὐδαιμονίαν” Isoc.3.32: and abs., grow, Pl.Euthd.271b;
advance, improve, Th.6.72, 7.8; βελτίων ἔσται καὶ ἐ. Pl.Prt.318c, cf. Cra.41ce, Tht.146b, 150d,
Isoc.9.68, etc.; ἐ. πάμπολυ [ἡ μάχη] waxes great, Pl.Tht.179d.

IV.. (“ἐπιδίδωμι” 111) increase, advance, progress, “ἐ. ἐς πλῆθος τοῦ ῥυφήματος” Hp.Acut.12;
progress of disease, Gal.1.198; ἐ. ἔχειν to be capable of progress or improvement, Pl.Tht. 146b,
Smp.175e, cf. Plb.1.20.2; “ἐ. λαμβάνειν πρός τι” Isoc.15.267, cf. Arist.Cat.10b28; “ἐ. ποιῆσαι τοῖς
πράγμασι” Plb.1.36.2; ἡ ἐ. γίγνεται “πρός τι” Arist.EN1109a17; τῶν τεχνῶν αἱ ἐ. ib.1098a25; ἡ τρίτη
ἐ. τῆς ὀλιγαρχίας stage, Id.Pol.1293a27.

INCLUDE

ἔχειν συλλαμβάνειν (Eur., I.T. 528), P. περιέχειν, περιλαμβάνειν; see embrace. Include besides:
P. προσπεριλαμβάνειν (acc.). Do not thus include the whole race of women in your reproaches:
V. (μὴ) τὸ θῆλυ συνθεὶς ὧδε πᾶν μέμψῃ γένος (Eur., Hec. 1184).

ἐμπεριλαμβάνω, ἐμπολίζω
εἰστελέω, ἐντίθημι, διαριθμέω, ἐγκαταλέγω, ἐμπεριλαμβάνω, ἐμβαθύνω, ἐμποιέω, ἀναλαμβάνω,
ἐγκαταγράφω, ἐμπολίζω, διωθέω, ἐμφέρω, ἐλλαμβάνω, ἐμπεριέχω

P. and V. ἐντιθέναι, εἰστιθέναι, ἐμβάλλειν, ἐπεμβάλλειν, εἰσβάλλειν, Ar. and P.


παρεμβάλλειν.
Συναριθμεῖν
RESTORE
Give back: P. and V. ἀποδιδόναι. Bring back: P. and V. ἀναφέρειν, ἀνάγειν, P.
ἐπανάγειν. Restore (from exile): P. and V. κατάγειν, V. κατοικίζειν. Be restored: P. and V.
κατέρχεσθαι. Help to restore: Ar. and P. συγκατάγειν. Rebuild: P. and V. ἀνορθοῦν, ἀνιστάναι, P.
ἀνοικοδομεῖν. Set up again: P. and V. ἀνορθοῦν, P. ἐπανορθοῦν. The Athenians will restore the
great power of the city though now it has fallen: P. οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως
καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσουσι (Thuc. 7, 77). Restore (to health or prosperity): P. ἀναφέρειν,
ἀναλαμβάνειν, P. and V. ἀνορθοῦν. Restore to life: see revive. Be restored: P. ἀναφέρειν (absol.),
ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν (or omit ἑαυτόν), P. and V. ἀναπνεῖν; see recover. Recover: P. and V.
ἀνασώζεσθαι. Help to restore: P. συνανασώζειν (τινί τι).

ταῦτα μὲν τοίνυν, ἔφη, οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων.

‘So far, then, your knowledge is quite as good as mine

come short of, be inferior to, τινος,


like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a
comp. sense,
λείπεταί τινος ἐς τινί

καὶ πειρῶ γνωρίζειν ἅμα τούς τε λέγοντας, ὁποῖοί τινές εἰσι, καὶ περὶ ὧν ἂν λέγωσιν.

. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα,


τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, ἀλέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ἄρηξις,
ἡ, προσωφέλημα, τό. By the help of: P. and V. διά (acc.). Help against: P. and
V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.). Concretely of a person: use helper.

v. trans.

P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.),
βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ἀρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V.
προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P.
ἐπιβοηθεῖν (dat.). Serve: P. and V. ὑπηρετεῖν (dat.), ὑπουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν
(dat.). Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V.
συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.). Fight on the side of: P.
and V. συμμαχεῖν (dat.). Work with: P. and V. συλλαμβάνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.),
συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.),
συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.). Help (a
work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν
(acc.). Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P.
προφέρειν εἰς (acc.).Help to, contribute towards (a result): P. and V. συμβάλλεσθαι
(εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.),
συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.). Help to: in
compounds, use συν; e. g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P.
συνεισβάλλειν. I cannot help (doing a thing): P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ (ποιήσω τι)
(cf. Eur., I.T. 684). How could a person of such a character help being like his
peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις;
(Plat., Rep. 349D). How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also
Ar., Lys. 884). How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo,
78B).Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P.
ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33). In same construction,
use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι. Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ
ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).

lift
v. trans. P. and V. αἴρειν, ἐξαίρειν, ἐπαίρειν, ἀνάγειν, ἀνέχειν, V. βαστάζειν. Raise: P. and
V. ἀνιστάναι, ἐξανιστάναι, ὀρθοῦν (rare P.), V. ἀνακουφίζειν
• raise
v. trans. Lift: P. and V. αἴρειν, ἐξαίρειν, ἀνάγειν, ἐπαίρειν, ἀνέχειν, ὀρθοῦν (rare P.), V.
βαστάζειν, κατορθοῦν, ὀρθεύειν (Eur., Or. 405), ἀνακουφίζειν
• elevate
v. trans. Raise: P. and V. αἴρειν, ἐπαίρειν, ἐξαίρειν, ἀνάγειν, ἀνέχειν; see raise. Heighten:
P. and V. αἴρειν, Ar. and P. μετεωρίζειν; see heighten. Met

“ἀ. ἐκ τῶν Θρηίκων” Hdt.4.95; “ἐξ ἀνθρώπων” Lys.2.11; ἀ. εἰς ὕλην disappear into it, X.Cyn.10.23;
καταγελασθὲν ἠφανίσθη was laughed down and disappeared, Th.3.83.

Put in place: P. and V. καθιστάναι, V. καταστέλλειν (Eur., Bacch. 933). Put in stead: P.
ἀντικαθιστάναι. He said that if they used (the money) to secure their safety they
must replace an equal sum: P. χρησαμένους ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω
ἀντικαταστῆσαι πάλιν (Thuc. 2, 13). Bring back, restore(exiles, etc.): P. and V.
κατάγειν. Be an equivalent for: P. ἀντάξιος εἶναι; see equal. Make good: P. and V.
ἀκεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν.
even, level, “οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν” Od.9.327 : freq. in Prose, opp. τραχύς, X.An.4.6.12, cf. SIG996.32
(Smyrna), etc. ; ἐν τῷ ὁ., ἐς τὸ ὁ., on (to) level ground, Th.5.65, X. An.4.2.16 : Sup. “-ώτατον” Th.4.31, cf.
Hp.Aër.13 ; λεῖον καὶ ὁ . . . σῶμα ἐποίησε smooth and even, Pl.Ti.34b. 5. of circumstances, on a level, equal, “-
ώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι εἶεν” Id.Pol.1309a25 ; ὁ. ὁ γάμος marriage with an equal, A.Pr.901 (lyr.) ; “ὁ. ἔρωτες”
Theoc.12.10 ; ἀλλάλοις ὁμαλοί on a level with one another, equal, Id.15.50, cf. Erinn.4.2 ; “ὁ. βίος” IG14.463.
Adv. -λῶς, ἡ δίαιθ᾽ ὁ. διάκειται is equable, Critias 6.25. 6. not remarkable, middling, average, ὁ. στρατιώτης an
ordinary sort of soldier, Theoc.14.56. II. Adv. ὁμαλῶς (cf. supr. 1.4,5) evenly, “ἀλείφειν καὶ περιστέλλειν ὁ.”
Hp.Acut.17 ; ὁ. βαίνειν march in an even line, Th.5.70 ; “ὁ. προϊέναι” X.An.1.8.14 ; ὁ. ῥίπτειν, σπείρειν,
Id.Oec.17.7, 20.3 ; “κινεῖσθαι” Arist.Ph.238a21, cf. Epicur.Ep.2pp.49,51 U. ; “εὐφραίνεσθαι” Id.Sent.Vat.48

ἅπερ με νουθετεῖς” E.Supp.337, cf. Or.299 ; “ν. τινὰ ὡς . . ” X.Cyr.8.2.15 :—Pass., S.


OC1193, E.Med.29, etc. ; “πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι” Pl.Hp.Ma. 301c.
ζητήσατε ἄλλας ἐκφράσεις αἱ ἀναφέρουσι/ἀναφέρουσαι πρὸς ἢ εἰς τοῦτο
εὕρετε
τανῦν

θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι
παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας

συμβουλεύω, προτρέπω,
P. and V. εἶναι (gen.), προσήκειν (dat.), ὑπάρχειν (dat.).

Appertain to: P. and V. προσκεῖσθαι (dat.), προσεῖναι (dat.), P. ἔχεσθαι (gen.).

Be reckoned among (a class): P. and V. τελεῖν (εἰς, acc.), P. συντελεῖν (εἰς, acc.).

To you belongs the ending of thEse sorrows: εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν
(Eur., Phoen.435).

Admonish: P. and V. νουθετεῖν, παραινεῖν (dat.), διδάσκειν, συμβουλεύειν (dat.), V.


παρηγορεῖν; see advise.

Tell beforehand: Ar. and P. προλέγειν (dat.), προαγορεύειν (dat.); see order.

Warn one against doing a thing: P. and V. παραινεῖν, etc., τινὶ μὴ, (infin.).

θαρσύνειν, θρασύνειν, ἐπαίρειν, παρακαλεῖν (πρὸς τὸ μνημονεύειν, or inf.), P.


ἐπιρρωνύναι, παραθαρσύνειν, Ar. and P. παραμυθεῖσθαι. Exhort in return: P.
ἀντιπαρακαλεῖν. Urge on: P. and V. ἐπικελεύειν, ἐγκελεύειν, ἐποτρύνειν (Thuc.),
ἐξοτρύνειν (Thuc.), P. κατεπείγειν. V. ὀτρύνειν, ἐπεγκελεύειν (Eur., Cycl.);
see urge. Counsel: P. and V. παραινεῖν (dat.), νουθετεῖν, V. παρηγορεῖν. Exhort troops:
P. παρακελεύεσθαι (dat. or absol.).

subs.

P. διήγησις, ἡ, διέξοδος, ἡ (Plat.).

Story, narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ (Plat.), V. αἶνος, ὁ.

Report: P. ἀπαγγελία, ἡ.

Beyond description: use P. and V. κρείσσων λόγου.

Kind: P. and V. γένος, τό; see kind.

 Look up description on Perseus | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text


search

Αυθόρμητος
P. and V. αὐξάνειν, αὔξειν, P. ἐπαυξάνειν, V. ἀλδαίνειν. V. intrans. P. and V. αὐξάνεσθαι,
αὔξεσθαι, P. ἐπαυξάνεσθαι, Ar. and P. ἐπιδιδόναι, V. ὀφέλλεσθαι. subs. P. αὔξησις,
ἡ, αὔξη, ἡ (Plat.), ἐπαύξησις, ἡ (Plat.), ἐπαύξη, ἡ (Plat.), ἐπίδοσις, ἡ.

ψωλός , ὁ,

A.with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267,

Diph.39.

 ἐκκείμενος

II. of effects, follow closely upon the cause,


“πάντα ς. τῷ τοῦ παντὸςπαθήματι” Pl.Plt.274a; “μετὰ τοῦ ῥήματος .
. ς. τὰς ἡδονάς” Id.R.464a;
“ς. τοῖς πλούτοις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία” Isoc.7.4,
cf. Arist.Mete.370b10, Gal.18(2).135.
III. in the Logic of Arist., follow necessarily with a term, be involved
in it, APr.52b11; to be mutually implied, “ς. αἱ ἀρχαί” Metaph.1085a16.

- Acheter les billets Poznan


- Préparer les coursos pour Poznan
- Et traduire le texto Federan
- Et peut être prendre un Dafalgan

Αρχοντορεμπετης

Romiodsyni serie

Bouzoukloudhs=es

Sqvvopoulos

76
Ghazel
Amane
Kanonaki
Santouri
Cümbüs

ἄλλων ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων: αἷ


ς εἴ τις ἀπιστῶν προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον, ἅτε ἀγροίκῳ τινὶ σοφί
ᾳχρώμενος, πολλῆς αὐτῷ σχολῆς δεήσει. ἐμοὶ δὲ πρὸς αὐτὰ οὐδαμῶς ἐσ
τισχολή: τὸ δὲ αἴτιον, ὦ φίλε, τούτου τόδε. οὐ δύναμαί πω κατὰ τὸ Δελφι
κὸνγράμμα γνῶναι ἐμαυτόν: γελοῖον δή μοι φαίνεται

ἄνδρες Πέρσαι, ὑμεῖς καὶ ἔφυτε ἐν τῇ αὐτῇ ἡμῖν καὶ ἐτράφητε, καὶ τὰσώ
ματά τε οὐδὲν ἡμῶν χείρονα ἔχετε, ψυχάς τε οὐδὲν κακίονας ὑμῖν προσ
ήκειἡμῶν ἔχειν. τοιοῦτοι δ᾽ ὄντες ἐν μὲν τῇ πατρίδι οὐ μετείχετε τῶν ἴσω
ν ἡμῖν, οὐχὑφ᾽ ἡμῶν ἀπελαθέντες ἀλλ᾽ ὑπὸ τοῦ τὰ ἐπιτήδεια ἀνάγκην ὑ
μῖν εἶναιπορίζεσθαι. νῦν δὲ ὅπως μὲν ταῦτα ἕξετε ἐμοὶ μελήσει σὺν τοῖς
θεοῖς: ἔξεστι δ᾽ὑμῖν, εἰ βούλεσθε, λαβόντας ὅπλα οἷάπερ ἡμεῖς ἔχομεν ε
ἰς τὸν αὐτὸν ἡμῖνκίνδυνον ἐμβαίνειν, καὶ ἄν τι ἐκ τούτων καλὸν κἀγαθὸ
ν γίγνηται, τῶν ὁμοίωνἡμῖν ἀξιοῦσθαι.

ὑπόθεσις

τεθνηκότος τοῦ Οἰδίποδος τὴν ἀρχὴν κατακτησάμενος ὁ Κρέων βασιλεύει. Χρόνον δ΄οὐ πολ μετὰ

ὑπόθεσις

Τὸ ὑποτιθέναι, ὑποτίθεσθαι

τεθνηκότος τοῦ Οἰδίποδος τὴν ἀρχὴν κατακτησάμενος ὁ Κρέων ἐβασίλευεν.

exercitia

Τί βουλόμενος;

Τί δράσας;

διὰ τὸ γίγνεσθαι > καθίσταμαι


διὰ τὸ εἶναι > ὑφίσταμαι

ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη

παρόψημα

παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα

πολλοὺς δέ τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι μόλις ἀφικνεῖσθε ὅποι ἡμεῖς πάλαι ἥκομεν.

of meats, etc., set before, “βρώματά τινι” X.Cyr.1.3.4, cf. Plu.2.126a, etc.

λεκάριον , τό, Dim. of λέκος,

little dish

.dish, pot, pan, Demioprat. ap. Poll.10.87, Hippon. 58, Phoen.2.2:—Dim. forms λεκ-ίς , ίδος, ἡ,
Epich.126, Iamb.VP 26.119 (pl.); = παροψίς, Hsch.; λεκι^θο-ίσκος , ὁ, Hp. ap. Poll. l.c.:—hence
λεκι^θο-ίσκιον , τό, a small measure or weight, Hp.Acut. (Sp.)63, 69; cf. λεκάνη.

δ. εἰς, ποτί τι, extend or relate to, concern, SIG569.11,38 (Halasarna, iii B. C.), cf. Plb.8.29.6; “πρὸς τὰ
ὅλα” Id.9.5.4.

ἀεὶ καὶ πανταχοῦ

.74; ἀ. καθ᾽ ἡμέραν, καθ᾽ ἡμέραν ἀ., ἀ. καὶ καθ᾽ἡμέραν, ἀ. κατ᾽ ἐνιαυτό
ν, ἀ. διὰ βίου, etc., Pl.Phd. 75d, etc.; “ἀ. πανταχοῦ”D.21.197,
cf. Ar.Eq..568; “διὰ παντὸς ἀ.” Pax 397;
“ἐνδελεχῶς ἀ.” Men.521; δεῦρ᾽ ἀεί until now
διά παντός αεί του χρόνου

εὕροιτ᾽ ἄν, οὔτε τῷ τὰ σώματ᾽ ἄριστ᾽ ἔχειν καὶ μάλιστ᾽ ἰσχύειν τοὺς δικάζοντας, οὔτε τῷ τὴν ἡλικίαν
εἶναι νεώτατοι, οὔτε τῶν τοιούτων οὐδενί, ἀλλὰ τῷ τοὺς νόμους ἰσχύειν

“πλουτεῖν ἐξ ἀ. πάλιν” anew, afresh, Ar.Pl.221; “λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀ. κινεῖν” Pl.R.450a; ὁ ἐξ ἀ.
λόγος the original argument,

οἱ δὲνόμοι καταλύονται καὶ ἡ δημοκρατία διαφθείρεται καὶ τὸἔθος ἐπὶ π


ολὺ προβαίνει: εὐχερῶς γὰρ ἐνίοτε λόγον ἄνευχρηστοῦ βίου προσδέχεσ
θε..
Lat. coram, ἐπὶ πάντων Dem.

Επί τίνος ονομάζεται > επικλησις


relation

τείνει, διατείνει πρὸς

ἔχομαι

λαμβάνομαι

θεῖν διατεταμένους

ἐμπίπλημαι .absol. to eat one's fill, id=Hdt., etc.

to be satiated with doing, Eur., Xen.+part

imperf. mid. ἐνεπιμπλάμην 2 imperat. ἐμπίπληθι 3 attic ἐμπίπλη 4 fut. ἐμπλήσω 5 perf. ἐμπέπληκα 6
Pass., aor1 ἐνεπλήσθην 7 epic aor2 ἐμπλήμην

“πρὸς τὸν δῆμον προσάγειν,

Καὶ προσαγαγὼν αὐτὸν…

ἑλιγμός convolution, winding

οὐκ ἀχθόμενοι ταῦταπεριπλανώμεθα: γευόμενος δὲ καὶ σύ, ἔφη, γνώσῃ ὅτι ἡδέα ἐστίν.

Τὰ γλυκέα, τὰ ἡδέα

ὡς τοῖσιν ἐμπείροισι καὶ τὰς ξυμφορὰς


45ζώσας ὁρῶ μάλιστα τῶν βουλευμάτων.

You might also like