Professional Documents
Culture Documents
ἀπομαραίνεσθαι (Plat.),
V. ἀποφθίνειν, καταφθίνειν, ἐκτήκεσθαι, συντήκεσθαι. καταξαίνεσθαι. κατασκέλλεσθαι. αὐαίνεσθαι, Ar. and V. τήκεσθαι.
Ar. and P. κατατήκεσθαι (Xen.).
PROGRESS
2. c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their
navy to a great extent, Th.7.56; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote
the increase of their empire, Id.4.60; ἐπὶ πλεῖον π. ἀσεβείας having
advanced further in impiety, 2 Ep.Ti.2.16: abs., “ἐπὶ τοσοῦτο π.”Plb.31.23.2;
“ἐπὶ πλεῖον π.” D.S.14.98.
Prose, freq. intr., increase, advance, “ἐς ὕψος” Hdt.2.13; “καθ᾽ ἡμέραν ἐς τὸ ἀγριώτερον” Th.6.60; “ἐς
τὸ μισεῖσθαι” Id.8.83; ἐπὶ τὸ μεῖζον ib.24; “ἐπὶ τὸ βέλτιον” Hp.Aph.1.3, Pl.Prt.318a; εἰς ὄγκον πρὸς
ἀρετήν increase in virtue Id.Lg.913b; “πρὸς εὐδαιμονίαν” Isoc.3.32: and abs., grow, Pl.Euthd.271b;
advance, improve, Th.6.72, 7.8; βελτίων ἔσται καὶ ἐ. Pl.Prt.318c, cf. Cra.41ce, Tht.146b, 150d,
Isoc.9.68, etc.; ἐ. πάμπολυ [ἡ μάχη] waxes great, Pl.Tht.179d.
IV.. (“ἐπιδίδωμι” 111) increase, advance, progress, “ἐ. ἐς πλῆθος τοῦ ῥυφήματος” Hp.Acut.12;
progress of disease, Gal.1.198; ἐ. ἔχειν to be capable of progress or improvement, Pl.Tht. 146b,
Smp.175e, cf. Plb.1.20.2; “ἐ. λαμβάνειν πρός τι” Isoc.15.267, cf. Arist.Cat.10b28; “ἐ. ποιῆσαι τοῖς
πράγμασι” Plb.1.36.2; ἡ ἐ. γίγνεται “πρός τι” Arist.EN1109a17; τῶν τεχνῶν αἱ ἐ. ib.1098a25; ἡ τρίτη
ἐ. τῆς ὀλιγαρχίας stage, Id.Pol.1293a27.
INCLUDE
ἔχειν συλλαμβάνειν (Eur., I.T. 528), P. περιέχειν, περιλαμβάνειν; see embrace. Include besides:
P. προσπεριλαμβάνειν (acc.). Do not thus include the whole race of women in your reproaches:
V. (μὴ) τὸ θῆλυ συνθεὶς ὧδε πᾶν μέμψῃ γένος (Eur., Hec. 1184).
ἐμπεριλαμβάνω, ἐμπολίζω
εἰστελέω, ἐντίθημι, διαριθμέω, ἐγκαταλέγω, ἐμπεριλαμβάνω, ἐμβαθύνω, ἐμποιέω, ἀναλαμβάνω,
ἐγκαταγράφω, ἐμπολίζω, διωθέω, ἐμφέρω, ἐλλαμβάνω, ἐμπεριέχω
καὶ πειρῶ γνωρίζειν ἅμα τούς τε λέγοντας, ὁποῖοί τινές εἰσι, καὶ περὶ ὧν ἂν λέγωσιν.
v. trans.
P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.),
βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ἀρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V.
προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P.
ἐπιβοηθεῖν (dat.). Serve: P. and V. ὑπηρετεῖν (dat.), ὑπουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν
(dat.). Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V.
συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.). Fight on the side of: P.
and V. συμμαχεῖν (dat.). Work with: P. and V. συλλαμβάνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.),
συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.),
συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.). Help (a
work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν
(acc.). Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P.
προφέρειν εἰς (acc.).Help to, contribute towards (a result): P. and V. συμβάλλεσθαι
(εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.),
συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.). Help to: in
compounds, use συν; e. g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P.
συνεισβάλλειν. I cannot help (doing a thing): P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ (ποιήσω τι)
(cf. Eur., I.T. 684). How could a person of such a character help being like his
peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις;
(Plat., Rep. 349D). How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also
Ar., Lys. 884). How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo,
78B).Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P.
ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33). In same construction,
use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι. Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ
ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).
lift
v. trans. P. and V. αἴρειν, ἐξαίρειν, ἐπαίρειν, ἀνάγειν, ἀνέχειν, V. βαστάζειν. Raise: P. and
V. ἀνιστάναι, ἐξανιστάναι, ὀρθοῦν (rare P.), V. ἀνακουφίζειν
• raise
v. trans. Lift: P. and V. αἴρειν, ἐξαίρειν, ἀνάγειν, ἐπαίρειν, ἀνέχειν, ὀρθοῦν (rare P.), V.
βαστάζειν, κατορθοῦν, ὀρθεύειν (Eur., Or. 405), ἀνακουφίζειν
• elevate
v. trans. Raise: P. and V. αἴρειν, ἐπαίρειν, ἐξαίρειν, ἀνάγειν, ἀνέχειν; see raise. Heighten:
P. and V. αἴρειν, Ar. and P. μετεωρίζειν; see heighten. Met
“ἀ. ἐκ τῶν Θρηίκων” Hdt.4.95; “ἐξ ἀνθρώπων” Lys.2.11; ἀ. εἰς ὕλην disappear into it, X.Cyn.10.23;
καταγελασθὲν ἠφανίσθη was laughed down and disappeared, Th.3.83.
Put in place: P. and V. καθιστάναι, V. καταστέλλειν (Eur., Bacch. 933). Put in stead: P.
ἀντικαθιστάναι. He said that if they used (the money) to secure their safety they
must replace an equal sum: P. χρησαμένους ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω
ἀντικαταστῆσαι πάλιν (Thuc. 2, 13). Bring back, restore(exiles, etc.): P. and V.
κατάγειν. Be an equivalent for: P. ἀντάξιος εἶναι; see equal. Make good: P. and V.
ἀκεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν.
even, level, “οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν” Od.9.327 : freq. in Prose, opp. τραχύς, X.An.4.6.12, cf. SIG996.32
(Smyrna), etc. ; ἐν τῷ ὁ., ἐς τὸ ὁ., on (to) level ground, Th.5.65, X. An.4.2.16 : Sup. “-ώτατον” Th.4.31, cf.
Hp.Aër.13 ; λεῖον καὶ ὁ . . . σῶμα ἐποίησε smooth and even, Pl.Ti.34b. 5. of circumstances, on a level, equal, “-
ώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι εἶεν” Id.Pol.1309a25 ; ὁ. ὁ γάμος marriage with an equal, A.Pr.901 (lyr.) ; “ὁ. ἔρωτες”
Theoc.12.10 ; ἀλλάλοις ὁμαλοί on a level with one another, equal, Id.15.50, cf. Erinn.4.2 ; “ὁ. βίος” IG14.463.
Adv. -λῶς, ἡ δίαιθ᾽ ὁ. διάκειται is equable, Critias 6.25. 6. not remarkable, middling, average, ὁ. στρατιώτης an
ordinary sort of soldier, Theoc.14.56. II. Adv. ὁμαλῶς (cf. supr. 1.4,5) evenly, “ἀλείφειν καὶ περιστέλλειν ὁ.”
Hp.Acut.17 ; ὁ. βαίνειν march in an even line, Th.5.70 ; “ὁ. προϊέναι” X.An.1.8.14 ; ὁ. ῥίπτειν, σπείρειν,
Id.Oec.17.7, 20.3 ; “κινεῖσθαι” Arist.Ph.238a21, cf. Epicur.Ep.2pp.49,51 U. ; “εὐφραίνεσθαι” Id.Sent.Vat.48
θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι
παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας
συμβουλεύω, προτρέπω,
P. and V. εἶναι (gen.), προσήκειν (dat.), ὑπάρχειν (dat.).
Be reckoned among (a class): P. and V. τελεῖν (εἰς, acc.), P. συντελεῖν (εἰς, acc.).
To you belongs the ending of thEse sorrows: εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν
(Eur., Phoen.435).
Tell beforehand: Ar. and P. προλέγειν (dat.), προαγορεύειν (dat.); see order.
Warn one against doing a thing: P. and V. παραινεῖν, etc., τινὶ μὴ, (infin.).
subs.
Report: P. ἀπαγγελία, ἡ.
Αυθόρμητος
P. and V. αὐξάνειν, αὔξειν, P. ἐπαυξάνειν, V. ἀλδαίνειν. V. intrans. P. and V. αὐξάνεσθαι,
αὔξεσθαι, P. ἐπαυξάνεσθαι, Ar. and P. ἐπιδιδόναι, V. ὀφέλλεσθαι. subs. P. αὔξησις,
ἡ, αὔξη, ἡ (Plat.), ἐπαύξησις, ἡ (Plat.), ἐπαύξη, ἡ (Plat.), ἐπίδοσις, ἡ.
ψωλός , ὁ,
A.with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267,
Diph.39.
ἐκκείμενος
Αρχοντορεμπετης
Romiodsyni serie
Bouzoukloudhs=es
Sqvvopoulos
76
Ghazel
Amane
Kanonaki
Santouri
Cümbüs
ἄνδρες Πέρσαι, ὑμεῖς καὶ ἔφυτε ἐν τῇ αὐτῇ ἡμῖν καὶ ἐτράφητε, καὶ τὰσώ
ματά τε οὐδὲν ἡμῶν χείρονα ἔχετε, ψυχάς τε οὐδὲν κακίονας ὑμῖν προσ
ήκειἡμῶν ἔχειν. τοιοῦτοι δ᾽ ὄντες ἐν μὲν τῇ πατρίδι οὐ μετείχετε τῶν ἴσω
ν ἡμῖν, οὐχὑφ᾽ ἡμῶν ἀπελαθέντες ἀλλ᾽ ὑπὸ τοῦ τὰ ἐπιτήδεια ἀνάγκην ὑ
μῖν εἶναιπορίζεσθαι. νῦν δὲ ὅπως μὲν ταῦτα ἕξετε ἐμοὶ μελήσει σὺν τοῖς
θεοῖς: ἔξεστι δ᾽ὑμῖν, εἰ βούλεσθε, λαβόντας ὅπλα οἷάπερ ἡμεῖς ἔχομεν ε
ἰς τὸν αὐτὸν ἡμῖνκίνδυνον ἐμβαίνειν, καὶ ἄν τι ἐκ τούτων καλὸν κἀγαθὸ
ν γίγνηται, τῶν ὁμοίωνἡμῖν ἀξιοῦσθαι.
ὑπόθεσις
τεθνηκότος τοῦ Οἰδίποδος τὴν ἀρχὴν κατακτησάμενος ὁ Κρέων βασιλεύει. Χρόνον δ΄οὐ πολ μετὰ
ὑπόθεσις
Τὸ ὑποτιθέναι, ὑποτίθεσθαι
exercitia
Τί βουλόμενος;
Τί δράσας;
παρόψημα
πολλοὺς δέ τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι μόλις ἀφικνεῖσθε ὅποι ἡμεῖς πάλαι ἥκομεν.
of meats, etc., set before, “βρώματά τινι” X.Cyr.1.3.4, cf. Plu.2.126a, etc.
little dish
.dish, pot, pan, Demioprat. ap. Poll.10.87, Hippon. 58, Phoen.2.2:—Dim. forms λεκ-ίς , ίδος, ἡ,
Epich.126, Iamb.VP 26.119 (pl.); = παροψίς, Hsch.; λεκι^θο-ίσκος , ὁ, Hp. ap. Poll. l.c.:—hence
λεκι^θο-ίσκιον , τό, a small measure or weight, Hp.Acut. (Sp.)63, 69; cf. λεκάνη.
δ. εἰς, ποτί τι, extend or relate to, concern, SIG569.11,38 (Halasarna, iii B. C.), cf. Plb.8.29.6; “πρὸς τὰ
ὅλα” Id.9.5.4.
.74; ἀ. καθ᾽ ἡμέραν, καθ᾽ ἡμέραν ἀ., ἀ. καὶ καθ᾽ἡμέραν, ἀ. κατ᾽ ἐνιαυτό
ν, ἀ. διὰ βίου, etc., Pl.Phd. 75d, etc.; “ἀ. πανταχοῦ”D.21.197,
cf. Ar.Eq..568; “διὰ παντὸς ἀ.” Pax 397;
“ἐνδελεχῶς ἀ.” Men.521; δεῦρ᾽ ἀεί until now
διά παντός αεί του χρόνου
εὕροιτ᾽ ἄν, οὔτε τῷ τὰ σώματ᾽ ἄριστ᾽ ἔχειν καὶ μάλιστ᾽ ἰσχύειν τοὺς δικάζοντας, οὔτε τῷ τὴν ἡλικίαν
εἶναι νεώτατοι, οὔτε τῶν τοιούτων οὐδενί, ἀλλὰ τῷ τοὺς νόμους ἰσχύειν
“πλουτεῖν ἐξ ἀ. πάλιν” anew, afresh, Ar.Pl.221; “λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀ. κινεῖν” Pl.R.450a; ὁ ἐξ ἀ.
λόγος the original argument,
ἔχομαι
λαμβάνομαι
θεῖν διατεταμένους
imperf. mid. ἐνεπιμπλάμην 2 imperat. ἐμπίπληθι 3 attic ἐμπίπλη 4 fut. ἐμπλήσω 5 perf. ἐμπέπληκα 6
Pass., aor1 ἐνεπλήσθην 7 epic aor2 ἐμπλήμην
οὐκ ἀχθόμενοι ταῦταπεριπλανώμεθα: γευόμενος δὲ καὶ σύ, ἔφη, γνώσῃ ὅτι ἡδέα ἐστίν.
Τὰ γλυκέα, τὰ ἡδέα