Professional Documents
Culture Documents
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΙΜΗΣ
Καθηγητής ΓΠΑ
1
Περιεχόμενα
Εισαγωγικό Σημείωμα
Κεφάλαιο 6: Από την Αγροτική Κοινωνία στην Κοινωνία της Υπαίθρου στην
2
Εισαγωγικό Σημείωμα
3
Κεφάλαιο 1
Η Αγροτική Κοινωνιολογία και οι Νέες Ερευνητικές
Κατευθύνσεις της
Ορισμός της Αγροτικής Κοινωνιολογίας:
«Ο κλάδος της Κοινωνιολογίας που ερευνά την κοινωνική συμπεριφορά του
πληθυσμού της υπαίθρου, διαπιστώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγροτικής
κοινωνίας και παρακολουθεί το είδος, το ρυθμό και την έκταση των μεταβολών που
προκύπτουν στο αγροτικό κοινωνικό περιβάλλον εξαιτίας των επιδράσεων της πόλης
και της βιομηχανίας και των άλλων τομέων της οικονομίας» (Μπριτάνικα).
ότι δεν υπάρχει θεωρία της αγροτικής κοινωνίας έξω από τη θεωρία της
συνολικής κοινωνίας
ότι η Αγροτική Κοινωνιολογία χρειάζεται και μια θεωρία για τη
χωροθέτηση του πληθυσμού
4
Η έννοια του ‘αγροτο-αστικού συνεχούς’ αναφέρεται στην ανάλυση του
κοινωνικού χώρου ο οποίος χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο διαφορετικούς
και διακριτούς κοινωνικούς κόσμους: τον αγροτικό και τον αστικό
Ο ένας τύπος βούλησης αναφέρεται στη δράση που προέρχεται από την
συναισθήματα, την παράδοση και την ηθική των ατόμων και ονομάζεται
«φυσική βούληση». Αντίθετα, στο δεύτερο τύπο, τη «λογική βούληση»
υπολανθάνει ο σημαντικός διαχωρισμός μεταξύ στόχων και μέσων, ενώ η
δράση κατευθύνεται από την στοχοθέτηση των ατόμων
Αγροτικός Αστικός
Κόσμος Κόσμος
Αγροτικό-αστικό «συνεχές»
(Χρονική και χωρική διάσταση)
Αυτή η άποψη χαρακτήρισε την Αγροτική Κοινωνιολογία στις ΗΠΑ ως τα τέλη του
1960. Στις ΗΠΑ κυριάρχησε η αποστροφή προς τη θεωρητική προσέγγιση και ο
θεσμοποιημένος έλεγχος της ερευνητικής κατεύθυνσης.
5
Κρι τική:
Υπάρχουν τρία βασικά λάθη στις υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η
λογική του «αγροτικο-αστικού συνεχούς»:
STACEY: Επιχειρεί να ορίσει το τοπικό επίπεδο στην βάση του τοπικού κοινωνικού
συστήματος (local social system) που περιλαμβάνει τις κοινωνικές σχέσεις που
αναπτύσσονται σε τοπικό επίπεδο αλλά αναγνωρίζει ότι το τοπικό επίπεδο δεν
περιλαμβάνει όλα τα είδη κοινωνικών σχέσεων που υπάρχουν σε μια κοινωνία αφού
μερικές σχέσεις αφορούν την κοινωνία συνολικά
Νέα προσέγγιση μετά την κρίση της επιστήμης στα τέλη του 1960
Ανάλυση της δομής της γεωργίας, της γεωργικής πολιτικής, της αγροτικής
εργασίας κλπ.
6
αυστηρή μελέτη της γεωργίας στην εξέταση των δυνατοτήτων αγροτικής
ανάπτυξης
• Οι νέες συνθήκες θέτουν έναν αριθμό ζητημάτων που συνδέονται με την
αναγκαιότητα μελέτης της αγροτικής ανάπτυξης. Μερικά τέτοια ζητήματα είναι:
7
Χαρακτηριστικές διπολικές μεταβλητές των «αγροτικών» και των «αστικών»
κοινωνιών
Κοινωνικά πεδία που αφορούν λίγους Κοινωνικά πεδία που αφορούν πολλούς
(ένας μικρός αριθμός ατόμων (ο αριθμός των ατόμων που συναντά
αποτελούν το κοινωνικό πεδίο ενός κανείς στην αστική κοινωνία είναι
ατόμου) μεγάλος)
Εγγενής θέση (για το άτομο στην Επίκτητη θέση (για το άτομο στην
αγροτική κοινωνία η οικογένεια του αστική κοινωνία το επάγγελμά του του
προσφέρει μια κοινωνική θέση, ενώ η προσφέρει την κοινωνική του θέση, ενώ
8
θέση του ατόμου δηλώνει ποιός είναι η θέση του ατόμου εξαρτάται από το τί
και καθορίζει πώς του συμπεριφέρονται είναι το άτομο αυτό και με ποιόν
τα άλλα άτομα) συνδέεται)
Κοινωνική θέση (οι άνθρωποι στην Συμβόλαιο (οι άνθρωποι στην αστική
αγροτική κοινωνία συμπεριφέρονται κοινωνία κάνουν αυτό που έχουν
και τους συμπεριφέρονται ανάλογα με συμφωνήσει ανάλογα με την θέση που
τη θέση τους) έχουν επιλέξει μέσω επαγγέλματος)
Συνολική θέση (η θέση του ατόμου Μερική θέση (η θέση ενός ατόμου
παραμένει η ίδια ανεξαρτήτως της μπορεί να είναι υψηλή με βάση κάποιες
δραστηριότητάς του) δραστηριότητές του και χαμηλή με
βάση κάποιες άλλες)
Εκπαίδευση μέσα από την θέση (η Η θέση μέσα από την εκπαίδευση (η
εκπαίδευση ενός ατόμου εξαρτάται από θέση ενός ατόμου εξαρτάται από την
την κοινωνική του θέση) εκπαίδευσή του)
9
Ενσωμάτωση (στην αγροτική κοινωνία Αλλοτρίωση και αποξένωση (στην
η παραγωγή της εργασίας παραμένει σε αστική κοινωνία ο παραγωγός συναντά
άμεση σχέση με τον παραγωγό) το προϊόν του σαν εμπόρευμα –
αποξενωμένος απ’ αυτό)
Δύο παραδόσεις:
α. Της «Δομολειτουργικής Ανθρωπολογίας»:
Πώς δηλαδή οι διάφοροι θεσμοί των αγροτικών περιοχών συνδεόντουσαν για το
σχηματισμό ενός λειτουργικού όλου.
10
Η Αγροτική Κοινωνιολογία στη Γαλλία
Πριν το πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το ενδιαφέρον για τον αγροτικό χώρο υπήρξε
φιλολογικό και λαογραφικό.
Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία συνοδεύτηκε
και με την ανάπτυξη της κοινωνιολογικής προσέγγισης.
Αναπτύχθηκαν η μεθοδολογία και οι τεχνικές της εμπειρικής έρευνας.
Δύο παραδόσεις:
α. Η παράδοση της αγροτικής έρευνας στην τσαρική Ρωσία
Βασική συζήτηση η παράδοση του Κοινοτισμού (MIR).
Ο θεσμός της κοινοτικής ιδιοκτησίας της γης με τη μορφή του MIR αποτελούσε τη
μή-καπιταλιστική απάντηση στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στη γεωργία.
11
αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτές εκεί έφραξαν το δρόμο σε κάθε άλλη
απόπειρα μελέτης μέχρι την επαύριον του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου».
Η άμεσα μεταπολεμική περίοδος είναι αυτή της ένταξης της αγροτικής παραγωγής
στην αγορά, της μεταφοράς του αγροτικού πλεονάσματος σε άλλους τομείς της
οικονομίας, της αγροτικής εξόδου, και της «βίαιης αποδόμησης» της παραδοσιακής
αγροτικής κοινωνίας.
Κυριαρχεί η αντίληψη ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας απαιτεί τη μείωση του
αγροτικού πληθυσμού. Έτσι οι πρώτες μελέτες μεταξύ 1950-60 είναι στενά
οικονομικές με την οπτική της ποσοτικής αύξησης της παραγωγής και γενικά της
Κρατικής Αγροτικής Πολιτικής. Εξαιρέσεις οι κοινωνιολογικές παρεμβάσεις του
Ευελπίδη και του Φίλια.
12
και αδυνατούν να δουν τη μικροκοινωνία στα πλαίσια της εξέλιξης της ευρύτερης
κοινωνίας.
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές η έρευνα στον αγροτικό χώρο
γινόταν με την απλή μεταφορά – χρήση θεωρητικών και αναλυτικών εργαλείων για
την ερμηνεία της νεοελληνικής πραγματικότητας, εργαλείων που έβρισκαν εφαρμογή
σε άλλες κοινωνίες. Αποτέλεσμα αυτού να χάνεται η «ιδιαίτερη λογική του ιδιαίτερου
αντικειμένου» όπως έγραφε ο Μαρξ.
Οι έρευνες ανθρωπογεωγραφίας
13
Γίνεται προσπάθεια εντοπισμού των διαφορών στις δομές της αγροτικής οικονομίας,
στις τάσεις της αγροτικής εξόδου και στη δημογραφική σύνθεση διαφόρων
γεωγραφικών περιοχών.
Οι έρευνες αυτές δεν συνδυάζουν τη σύγχρονη στατιστική ανάλυση με ιστορική
έρευνα και δεν συνδέουν τα ευρήματα με γενικότερη θεωρητική κατεύθυνση
α. Δομικές Αλλαγές
β. Αγροτική Πολιτική
14
Η οργανική (εργαλειακή) θεωρία του κράτους. Το κράτος είναι όργανο
κάποιας κυρίαρχης τάξης (Μαρξ). Άρα η αγροτική κρατική πολιτική εκφράζει
την ταξική σύνθεση της κρατικής εξουσίας.
γ. Αγροτική εργασία
Οι αγροτικές περιοχές ενσωματώνονται στη σύνολη οικονομία και κοινωνία και νέοι
τύποι απασχόλησης διαμορφώνονται όπως η μερική απασχόληση, η
πολυαπασχόληση, η μη-οικογενειακή-μισθωτή εργασία, η εργασία μεταναστών κλπ.
δ. Οι περιφερειακές ανισότητες
Στόχος η ανάλυση των αιτιών και των επιπτώσεων των περιφερειακών ανισοτήτων
για την διερεύνηση της σχέσης κονωνικής δομής και χώρου.
15
ε. Αγροτική οικολογία
16
Κεφάλαιο 2
Η Αγροτική Κοινότητα
Γενικά περί Κοινότητας
Ο G. A. Hillery στο άρθρο του «Ορισμοί της Κοινότητας: Σημεία Συμφωνίας»
αναλύει 94 ορισμούς της Κοινότητας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μόνο
κοινό σημείο όλων των ορισμών είναι ότι αναφέρονται στον άνθρωπο, «πέραν αυτής
της κοινής βάσης, δεν υπάρχει συμφωνία», γράφει. Η προσπάθεια βέβαια του Hillery
κατάφερε στο τέλος να μας οδηγήσει σε 16 έννοιες της κοινότητας και αυτό
αναμφίβολα αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τους 94 ορισμούς.
Τοπική Κοινότητα είναι το σύνολο των κατοίκων μιας περιοχής εφόσον αποτελούν
μια κοινωνική ομάδα, συνδέονται δηλαδή με δεσμούς και σχέσεις με κοινά
ενδιαφέροντα, πρότυπα θεσμών και αξιών και έχουν κοινή συνείδηση της
ιδιαιτερότητάς τους από άλλες ομάδες.
Οι κοινότητες ιεραρχούνται με βάση την έκταση αυτών των χαρακτηριστικών που τις
καθιστούν κοινωνική ομάδα. Τα χαρακτηριστικά τους είναι αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης των ατόμων που τις αποτελούν, που έχουν αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ
τους και μεταλλασσόμενες σχέσεις-δεσμούς με το περιβάλλον.
Κοινότητες μπορεί να είναι: οικισμοί ή ομάδες οικισμών, χωριά, κοινότητες με την
ευρύτερη έννοια, περιοχές μέχρι και χώρες- μέρη όλες ενός συστήματος όπου η
τοπική κοινότητα κατώτερης βαθμίδας αποτελεί μέρος κοινότητας ανωτέρου βαθμού.
Η αγροτική κοινότητα
17
Είναι ο οικισμός που κατοικείται (ή κατοικείται κυρίως) από οικογένειες που
ασχολούνται με την αγροτική δραστηριότητα στην αγροτική εκμετάλλευση.
18
Οι λειτουργίες της αγροτικής κοινότητας στην ιδεατή της μορφή
α. Οικονομικές
Παραδοσιακή μορφή οικονομικής λειτουργίας αποτελεί η διαφόρων μορφών
αλληλοβοήθεια.
Η τακτική αλληλοβοήθεια, η ομαδική εργασία, η συνιδιοκτησία των μέσων
παραγωγής μπορεί να είναι σποραδικής μορφής αλλά και τακτικής μ' αποτέλεσμα να
οδηγεί στη δημιουργία οικονομικών θεσμών νομικής μορφής.
Υπάρχουν δύο τύποι τακτικών μορφών συλλογικής δραστηριότητας:
• δραστηριότητες στα πλαίσια της κοινότητας μεταξύ των κατοίκων της
• δραστηριότητες έξωθεν κατευθυνόμενες που διαμορφώνουν τις επαφές των
κατοίκων της κοινότητας με τον έξω κόσμο
Οι πρώτες είναι παραδοσιακής μορφής (κοινή ιδιοκτησία, προβιομηχανική οργάνωση
της εργασίας) ακόμα και με την είσοδο των σύγχρονων τεχνικών.
Οι δεύτερες είναι αποτέλεσμα της διείσδυσης της βιομηχανικής κοινωνίας στην
κοινότητα και περιλαμβάνει μια σειρά τρόπους με τους οποίους η αγροτική κοινότητα
προσαρμόζεται στη βιομηχανική κοινωνία.
Η ασφάλεια αποτελεί άλλη μία οικονομική (και κοινωνική θα λέγαμε ίσως)
λειτουργία (βοήθεια για φυσικές καταστροφές όπως και για τη προστασία ορφανών,
ανάπηρων κλπ.).
β. Διοικητικές
Η παραδοσιακή αγροτική κοινότητα έχει κοινοτικές υποχρεώσεις μορφής εννόμου
τάξης, επικοινωνιών και της οργάνωσης κοινής αντιμετώπισης καταστάσεων
ανάγκης. Αυτές διεκπεραιώνονται με την κοινωνική πρωτοβουλία, την εργασία χωρίς
αμοιβή και την οικονομική συμβολή των κατοίκων. Η διεύρυνση της αγροτικής
κοινότητας οδηγεί στην επαγγελματική διαφοροποίηση και σε αδυναμία κάλυψης
διοικητικών αναγκών με τη χρήση της κοινωνικής εργασίας. Εκεί παρεμβαίνει το
κράτος και οι άλλοι οργανισμοί για την εκτέλεση των διοικητικών λειτουργιών.
γ. Πολιτιστικές
Οι πολιτιστικές ανάγκες της κοινότητας καλύπτονται εσωτερικά με γιορτές
εποχιακές, σύμφωνα με τα διάφορα στάδια αγροτικής δραστηριότητας κλπ.
Η πολιτιστική ζωή στηρίζεται στην ενδογενή καλλιτεχνική δημιουργικότητα ενώ στη
σύγχρονη κοινότητα αυτή είναι ενσωματωμένη στην ‘εθνικοπολιτιστική ζωή’ αλλά
και στην παγκόσμια.
δ. Κοινωνικές
Υπάρχει ένας κοινωνικός έλεγχος στη συμπεριφορά των οικογενειών και των
ατόμων. Θεσμοί, ηθικοί νόμοι και κανόνες προσδιορίζουν αυτή τη συμπεριφορά.
Η κοινότητα αποτελεί την κυρίαρχη ομάδα σε σχέση με την οικογένεια και τα άτομα
που την αποτελούν. Η τελευταία συμπεριφέρεται αναγνωρίζοντας το ρόλο της
κοινότητας ως θεσμού.
Η κοινότητα συμπληρώνει την εκπαιδευτική λειτουργία της οικογένειας η δε
κοινωνικοποίηση του ατόμου πραγματοποιείται τόσο στην οικογένεια όσο και στην
κοινότητα.
Οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται ως θεσμοποιημένες, υπο-θεσμοποιημένες και υπερ-
θεσμοποιημένες. Η παραδοσιακή αγροτική κοινότητα αποτελεί παράδειγμα
θεσμοποιημένης κοινωνίας ενώ αντίθετα η αστική κοινωνία υπο-θεσμοποιημένης.
Υπερ-θεσμοποιημένες χαρακτηρίζονται οι παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες η
19
οποιαδήποτε απόκλιση από το σύστημα αξιών και συμπεριφορών αυτών των
κοινωνιών υπόκειται σε κοινωνική αλλά και σε ενδεχόμενη φυσική τιμωρία.
Προκύπτουν δύο τύποι αλλαγών από την ένταξη της κοινότητας στην ευρύτερη
οικονομία και κοινωνία και από τις μεταβολές της εσωτερικής δομής και των
λειτουργιών της κοινότητας:
α) Η απώλεια της αυτοτέλειας της κοινότητας και η ένταξή της σ’ ευρύτερα
σύνολα
Κατά τον Halpern αυτή η εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα της αγροτικής επανάστασης
και όχι της αγροτικής εξέγερσης.
Αγροτική επανάσταση: η αύξηση του συνολικού πληθυσμού, ο εκσυγχρονισμός, η
έξοδος, η ανάπτυξη υπηρεσιών στις αγροτικές περιοχές με στόχο ένα ελάχιστο βαθμό
οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Αγροτική εξέγερση: στόχος η απαλλαγή από διαφόρου τύπου επιβαρύνσεις χωρίς την
ανατροπή απαραίτητα του συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου
λειτουργίας της κοινότητας.
Ο μετασχηματισμός πραγματοποιείται στα εξής επίπεδα:
α. Πολιτικό
Πρόκειται για την ενσωμάτωση της κοινότητας στο διοικητικό και πολιτικό
μηχανισμό του ενιαίου εθνικού κράτους μέσω της ένταξης της κοινότητας στην
τοπική αυτοδιοίκηση και των μελών της στην κοινωνία των πολιτών.
β. Οικονομικό
Πρόκειται για τον εκχρηματισμό της εθνικής οικονομίας και την ένταξη της
κοινότητας σ’ ένα σύστημα εθνικής αγοράς τόσο ως παραγωγό όσο και ως
καταναλωτή. Αποτέλεσμα της σημασίας του αγροτικού τομέα για την εθνική
οικονομία αποτελεί και η άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής και κοινωνικής
πολιτικής με στόχο της αύξηση της παραγωγικότητας, του επιπέδου ζωής κλπ.
γ. Κοινωνικό
Πρόκειται για την ένταξη στο διευρυνόμενο αστικό χώρο και τη διαφοροποίηση της
κοινωνικής ομοιογένειας των αγροτικών κοινοτήτων. Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω
διαμορφώθηκαν διάφοροι τύποι αγροτικών κοινοτήτων όπως:
οι κοινότητες κοντά σ' αστικά κέντρα με απώλεια αυτοτέλειας, αυτονομίας
20
και εγκατάλειψη της γεωργικής δραστηριότητας ως κύριας δραστηριότητας
οι κοινότητες περιφέρειας με απασχόληση μελών τους τόσο στα αστικά
κέντρα όσο και στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων άμεσης κατανάλωσης
οι κοινότητες κοινοί τύποι διαμονής αγροτών, υπαλλήλων, εργατών
οι κοινότητες με εξειδικευμένη αγροτική παραγωγή
δ. Πολιτιστικό
Πρόκειται για την ένταξη σ’ εθνικό πολιτιστικό πρότυπο με ενιαία κουλτούρα.
Αυτή η ένταξη αρχικά αφορούσε εθνικούς θρησκευτικούς θεσμούς. Η μεταγενέστερη
ανάπτυξη και εξάπλωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης συνέβαλε στη διαμόρφωση
μιας ενιαίας κουλτούρας.
Παράλληλα η διάχυση κοινών προτύπων συμπεριφοράς, δράσης και στάσης ζωής
στην ύπαιθρο συνέβαλε στη σύγκλιση του αστικού και του αγροτικού τρόπου ζωής.
β) Η μεταβολή της εσωτερικής δομής και λειτουργίας της κοινότητας
Πρόκειται για μεταβολές που προκύπτουν από:
α) την αγροτική έξοδο
β) την αστική έξοδο και την απο-αγροτοποίηση της υπαίθρου
γ) την ‘τουριστικοποίηση’ της υπαίθρου
δ) τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας
Τα παραπάνω αλλάζουν τη κοινωνικο-επαγγελματική άρα και την ταξική διάρθρωση
του πληθυσμού της κοινότητας και οδηγούν σε κοινωνική ανομοιογένεια και σ’
εξατομίκευση της ζωής των μελών της.
21
Η σύγχυση των ορίων οικογένειας-και αγροτικής εκμετάλλευσης σ'
ένα οικονομικό σύστημα που διαρθρώνεται σύμφωνα με τη λογική της
αυτοδιαβίωσης της αυτοσυντήρησης
Η τοπική αγροτική κοινότητα αποτελεί μια κοινωνία
αλληλογνωριμίας
Η παράδοση κατευθύνει όλες τις πράξεις
Η τοπική αγροτική κοινότητα, επειδή περιέχεται σε μία περιβάλλουσα
κοινωνία, διαθέτει μια σχετική αυτονομία απέναντι σ'αυτήν
Οι ρόλοι διαμεσολάβησης με το εξωτερικό περιβάλλον είναι πολύ
σημαντικοί
Οι πρώτες μελέτες αγροτικών κοινοτήτων στις ΗΠΑ κυρίως αλλά και στην
Ευρώπη εστιάζοντας την προσοχή τους σ' ένα σύνολο σχέσεων στα πλαίσια μιας
τοπικής κοινωνίας απομονωμένης από τον εξωτερικό κόσμο οδήγησαν ουσιαστικά
στη διαμόρφωση μιας αντίληψης σταθερότητας και στατικότητας γι' αυτή. Σ' αυτές
οφείλεται και η άποψη ότι η αγροτική οικογένεια επιδιώκει τη διατήρηση της
εκμετάλλευσης σαν οικονομική και κοινωνική μονάδα γιατί αξιολογεί υψηλότερα την
εξασφάλιση ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής. Έτσι εκτιμιόταν ότι υπάρχει μία
ισχυρή αντίσταση στην αλλαγή λόγω της εξέχουσας θέσης που κατέχει η παράδοση
στην τοπική κουλτούρα. Αυτή η θεωρητική προσέγγιση όμως κατέρρευσε στη
δεκαετία του '60 σαν αποτέλεσμα μιας συσσωρευμένης εμπειρικής διάψευσης. Ο
έντονα «κοινοτικός» προσανατολισμός των παλιών μελετών, η επικέντρωση του
ενδιαφέροντος τους στους περιθωριακούς πληθυσμούς σε μια περίοδο ραγδαίας
αναδιάρθρωσης του αγροτικού χώρου και της αγροτικής παραγωγής κατέστησαν
ανεπίκαιρη αυτή την περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας. Επί πλέον η
έμφαση τους στην τοπικότητα, κοινότητα και οικογένεια δεν συνέβαλε ουσιαστικά
στην κατανόηση των ευρύτερων μακροοικονομικών και πολιτικών παραγόντων που
μεταμόρφωναν την αγροτική παραγωγή. Αυτό που απουσίαζε, όπως χαρακτηριστικά
έγραφε ο Carter, ήταν μία πολιτική οικονομία της γεωργίας που θα τοποθετούσε τη
γεωργία και τις κοινωνικές της σχέσεις παραγωγής στα πλαίσια της ευρύτερης
οικονομίας και κοινωνίας.
Οι αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού, η αυξημένη
κρατική παρέμβαση στη γεωργία, η κίνηση προς την καθετοποιημένη παραγωγή των
μεγάλων αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων και η συνεχώς μειούμενη αυτονομία
της αγροτικής κοινωνίας τονίζουν την αυξανόμενη σύνδεση του αγροτικού και του
αστικού τομέα των αναπτυγμένων βιομηχανικά κοινωνιών. Αυτό αναπόφευκτα
οδήγησε σε παρατηρήσεις ότι η αγροτική κοινωνία χάνει τον αγροτικό της χαρακτήρα
κι ότι νέα εννοιολογικά σχήματα απαιτούνται για την ερμηνεία του μετασχηματισμού
της που θα οδηγήσουν σε μια περισσότερο ικανοποιητική εξηγητική θεωρία που θα
συνδέεται με την κοινωνική αλλαγή στον αγροτικό χώρο. Ο Stein χαρακτηριστικά,
ήδη από τα 1950 στις ΗΠΑ, εξετάζοντας ένα σημαντικό αριθμό μελετών αγροτικών
κοινοτήτων διαπιστώνει ότι η τοπικότητα - η τοπική αγροτική κοινωνία ως αρχή
κοινωνικής οργάνωσης βρίσκεται σε σοβαρή και προφανώς οριστική κατάρρευση.
Αυτό συνδέεται, κατά τον συγγραφέα, με τρεις σημαντικές κοινωνικές διαδικασίες
της σύγχρονης κοινωνίας: την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση και την
ανάπτυξη της γραφειοκρατίας. Αυτές οι διαδικασίες διέσπασαν την αυτονομία των
τοπικών κοινωνιών και διέβρωσαν την μοναδικότητα ορισμένων πλευρών της
τοπικής και αγροτικής κουλτούρας. Οι κεντρομόλες τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας
δημιουργούν μια σειρά κοινωνικών επιπτώσεων. Όχι μόνο την κατάρρευση της
22
τοπικής αυτονομίας αλλά και την αυξανόμενη αλληλεπίδραση αγροτικού-αστικού
στοιχείου, την ουσιαστική αποχή από την λήψη αποφάσεων και τη δημιουργία μιας
αγροτικής μαζικής κατανάλωσης και ενός τυποποιημένου τρόπου διαβίωσης. Η
κατάρρευση, η "έκλειψη", όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε, της κοινότητας
προφανώς εξυπακούει και την έκλειψη του αγροτικού κόσμου όπως τον γνωρίζαμε
σαν αποτέλεσμα των σύγχρονων διαδικασιών ανάπτυξης.
Υπάρχουν όμως και φυγόκεντρες τάσεις που συνδέονται με τη βιομηχανική
χωρική αναδιάρθρωση και την πληθυσμιακή σταθερότητα και επιστροφή στον
αγροτικό χώρο. Αυτή η νέα φάση εξακολουθεί να συνοδεύεται από μια συνεχιζόμενη
συγκεντροποίηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Στο ίδιο το παραγωγικό μέρος ο αγροτικός τομέας, ιδιαίτερα μετά τον II
Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει σε παγκόσμιο επίπεδο μετασχηματισθεί δραματικά σαν
αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος μεταμορφωτικών δυνάμεων. Παρά τις διαφορές από
χώρα σε χώρα στη σύνθεση, κλίμακα και επιπτώσεις αυτών των αλλαγών τα κοινά
χαρακτηριστικά παραμένουν. Ιδιαίτερα οι τεχνολογίες έντασης εργασίας έχουν
προοδευτικά αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία και αυξήσει την παραγωγή και
παραγωγικότητα.
Συμπερασματικά, η νέα αντίληψη στη μελέτη της κοινότητας συνδέεται με τη
διαπίστωση ότι οι διαδικασίες μετασχηματισμού στον αγροτικό χώρο είναι
πολύπλοκες και ο μετασχηματισμός δεν επιβάλλεται σαν ένα εξωτερικό στοιχείο
επάνω σε μία κατά τα άλλα στατική αγροτική κοινωνία. Πολλοί από τους παράγοντες
που συμβάλλουν στο κοινωνικό μετασχηματισμό αυτής της αγροτικής κοινωνίας
προκύπτουν και στο εσωτερικό της με αποτέλεσμα να είναι σήμερα αναγκαία η
ανάλυση εκείνη που συνδέει τα εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία για τη
διαμόρφωση μιας περισσότερο ολιστικής ανάλυσης αυτού του μετασχηματισμού
(βλέπε Σχεδιάγραμμα. 1).
Τα παραπάνω όμως θα γίνουν περισσότερο κατανοητά όταν εξεταστεί η αγροτική
εκμετάλλευση και το αγροτροφικό σύμπλεγμα στα επόμενα κεφάλαια.
23
Σχεδιάγραμμα 1: Βασικά επιχειρήματα της ερμηνείας του αγροτικού μετασχηματισμού
Καταστροφή των
οικογενειακών Προλεταριοποίηση
εκμεταλλεύσεων
Διατήρηση των
οικογενειακών Μικροαστικοποίηση
εκμεταλλεύσεων
Αγροτικός μετασχηματισμός
Ενσωμάτωση των
Εμπορευματοποίηση των οικογενειακών
σχέσεων παραγωγής εκμεταλλεύσεων στην
καπιταλιστική αγορά
24
Κεφάλαιο 3
Η Αγροτική Οικογένεια και η Αγροτική Εκμετάλλευση
Η αγροτική οικογένεια
Η ειδική σημασία της οικογένειας σαν αντικείμενο μελέτης οφείλεται στο γεγονός ότι
αποτελεί ένα αρχικό θεσμό ή ομάδα σ' αντίθεση με τους άλλους θεσμούς και ομάδες.
Η ανάλυση της αγροτικής οικογένειας παρέχει τη βάση για παρατηρήσεις για την
οικογένεια γενικά. Πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν την αγροτική οικογένεια σαν
σημείο αναφοράς για τη μελέτη της σύγχρονης οικογένειας.
25
Άλλες οικονομικές ή ευρύτερα κοινωνικές λειτουργίες - παροχή υλικής και
ηθικής ασφάλειας στα μέλη της οικογένειας, μεταβίβαση κληρονομιάς
(υλικής, πολιτιστικής) παροχή διευκολύνσεων στα μέλη για το ξεκίνημα
στην ιεραρχική στρωματική θέση με βάση το εισόδημα, γόητρο και
εξουσία.
Εκπαιδευτικές λειτουργίες - κοινωνικοποίηση και έλεγχος της εκπαίδευσης
των παιδιών παρέχοντας τη γνώση που χρειάζονται στη ζωή και
εμφυσώντας τους ηθικούς νόμους και αξίες της κοινότητας.
26
συμπεριφορά του ατόμου σε περισσότερες κοινωνικές θέσεις απ' ότι άλλου τύπου
οικογένειες.
Η βάση των διαφορών της αγροτικής οικογένειας με την αστική έγκειται στη σχέση
της αγροτικής οικογένειας με την εκμετάλλευση και την αγροτική δραστηριότητα
αφού αυτή παίρνει τη μορφή μιας εκτεταμένης οικιακής οικονομίας που βασίζεται
λιγότερο στη γενικότερη οργάνωση της παραγωγής.
Η εκμετάλλευση είναι σήμερα και μια παραγωγική μονάδα μ’ ένα σύστημα σχέσεων
που προσδιορίζεται από τον καταμερισμό της εργασίας που γίνεται στη παραγωγική
διαδικασία.
Οι δεσμοί της αγροτικής οικογένειας με την αγροτική εκμετάλλευση αποτελούν τη
βάση του σημαντικού βαθμού αυτονομίας της και της ποικίλης φύσης των
λειτουργιών της.
Μία άλλη πηγή των διαφορών αγροτικής και αστικής οικογένειας αποτελεί η σχέση
της πρώτης με τη τοπική κοινότητα αφού μία σειρά από τις λειτουργίες της
συμπληρώνονται από αντίστοιχες δραστηριότητες από τη πλευρά της κοινότητας.
Η αγροτική εκμετάλλευση
• τα πρότυπα παραγωγής
• τις εισροές εργασίας
• την οργάνωση της εργασίας
• την οικονομική συμπεριφορά του παραγωγού στην αγορά.
• την επενδυτική δραστηριότητα της εκμετάλλευσης
27
• Η οικονομική ανάλυση της εκμετάλλευσης και
• Τα κοινωνικά κίνητρα του παραγωγού
Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο αυτή η ‘υποταγή’ αποτελεί ένα στάδιο της
εξελικτικής διαδικασίας και να εκτιμηθεί πως μετασχηματίζεται η αγροτική
εκμετάλλευση.
Η υπεροχή της μεγάλης εκμετάλλευσης έναντι της μικρής, στη γεωργία δεν είναι
τόσο εμφανής όσο στη βιομηχανία. Η αντικατάσταση των μικρών εκμεταλλεύσεων
από μεγάλες δεν οδηγεί απαραίτητα στην αύξηση της παραγωγής. Μειώνει όμως το
κόστος παραγωγής με την χρήση τεχνολογίας και αντικατάσταση της εργασίας. Επί
πλέον η μεγάλη εκμετάλλευση οδηγεί και στην ορθολογική χρήση της εργασίας.
Αλλά, υπάρχει το επιχείρημα ότι η μικρή εκμετάλλευση δίνει αξία παραγωγής
υψηλότερη κατά μονάδα έκτασης, απ' ότι η μεγάλη. Αυτό είναι δυνατό με την αύξηση
εισροών εργασίας και όπου η τεχνική δεν είναι αναπτυγμένη.
28
Αυτό αποκαλείται ‘συμβολαιακή γεωργία’ και αποτελεί μορφή εξαρτημένης
εργασίας.
Στη γεωργία επομένως η συγκέντρωση και ο έλεγχος της παραγωγής θα μπορούσε
να μελετηθεί και με την εμφάνιση αυτού που χαρακτηρίσαμε σαν οριζόντιο και
κάθετο τύπο μεγέθυνσης.
29
β. οικογένεια με παιδιά - εντατικοποίηση της εργασίας και συμμετοχή των παιδιών
σ' ένα μεταγενέστερο στάδιο
30
διεύθυνση της εκμετάλλευσης και τέλος αυτή η διεύθυνση μεταβιβάζεται από μία
γενιά στην άλλη πάντα στα πλαίσια της ίδιας οικογένειας. Έτσι η έννοια της
οικογενειακής γεωργίας ξεπερνά τα όρια της εκμετάλλευσης που έχει κύριο
χαρακτηριστικό την οικογενειακή εισροή εργασίας.
31
Σχεδιάγραμμα 2. Περιγραφή των διαδικασιών εμπορευματοποίησης και
Εσωτερικές σχέσεις
Αγορά και Κράτος Προλεταριάτο
Μίσθωση εργασίας
Συμβολαιϊκή γεωργία Μικροαστική τάξη
Αγροβιομηχανία
-
Σχέσεις ιδιοκτησίας
Πολυαπασχόληση
Τοπική οικονομία Αστική τάξη
Σχέσεις ενοικίασης
32
Κεφάλαιο 4
Η Διατήρηση της Οικογενειακής Γεωργίας και η Καπιταλιστική
Ανάπτυξη της Γεωργίας στην Ελλάδα: Μια Κριτική
Ανασκόπηση της Βιβλιογραφίας
Εισαγωγή
Η κύρια υπόθεση εδώ αφορά στην αυξανόμενη τάση ενσωμάτωσης των ελληνικών
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στην ευρύτερη οικονομία. Η υπόθεση αυτή
συνδέεται με μια θεώρηση πολιτικής οικονομίας, η οποία βέβαια χρειάζεται να
προσαρμοστεί κατάλληλα για τη μελέτη της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και
κοινωνίας. Παρόλο που οι κοινωνικοδημογραφικές αλλαγές και οι εθνογραφικές
προσεγγίσεις αποτελούν μια σημαντική βάση εξέτασης του μετασχηματισμού της
ελληνικής οικογενειακής εκμετάλλευσης, εδώ δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην
οικογενειακή εκμετάλλευση σαν μονάδα παραγωγής, η οποία χαρακτηρίζεται σε
οικογενειακό επίπεδο, τόσο από την εργασία, όσο και από το κεφάλαιο.
Η παράδοση της «αγροτικής κοινωνικής επιστήμης» (Καραβίδας, 1978) και της
«αγροτικής εθνογραφίας και κοινωνιολογίας» στην Ελλάδα (Δαμιανάκος κ.ά., 1978,
Δαμιανάκος, 1987) συμβάλλουν σημαντικά στη σύνδεση της τοπικής και/ή
περιφερειακής ανάλυσης με την μακρο-κοινωνική και τομεακή ανάλυση. Επιπλέον, η
σημασία της συγκριτικής περιφερειακής ανάλυσης και των σε τοπικό επίπεδο
διεπιστημονικών μελετών ωθούν προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του
κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου. Αυτό,
βέβαια, δε σχετίζεται καθόλου με την άκριτη εισαγωγή δυτικών μεθοδολογικών και
θεωρητικών εργαλείων της κοινωνικής επιστήμης στην έρευνα της ελληνικής
γεωργίας και της αγροτικής κοινωνίας γενικότερα, παρόλο που η χρήση τέτοιων
εργαλείων θα προωθούσε την ανταλλαγή και αλληλεπίδραση ιδεών μεταξύ των
κοινωνιολόγων που ασχολούνται με τον αγροτικό χώρο και θα ενίσχυε μια «ενδογενή
θεώρηση» της εξέλιξης της οικογενειακής εκμετάλλευσης.
Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζεται η συζήτηση γύρω από τον ορισμό και τις
θεωρητικές προσεγγίσεις της οικογενειακής εκμετάλλευσης, έτσι όπως αυτή
αναπτύχθηκε στην ξένη (Αγγλοσαξωνική, κυρίως) βιβλιογραφία. Στο δεύτερο μέρος,
παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συζήτηση για την
οικογενειακή εκμετάλλευση στην Ελλάδα και η οποία θα ακολουθήσει. Τα επόμενα
μέρη είναι αφιερωμένα στην ανασκόπηση της συζήτησης γύρω από την ανάπτυξη του
καπιταλισμού στην ελληνική γεωργία και στην κριτική αξιολόγηση της
βιβλιογραφίας γύρω από την οικογενειακή εκμετάλλευση στην περίοδο μετά το 1980.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, η ανασκόπηση αυτή αφορά
μεθοδολογικά και θεωρητικά ζητήματα και όχι ανάλυση του εμπειρικού υλικού πάνω
στην ελληνική οικογενειακή εκμετάλλευση. Τέλος, η συζήτηση καταλήγει στην
αναζήτηση μιας συνολικής προσέγγισης της οικογενειακής εκμετάλλευσης στην
Ελλάδα.
33
Οικογενειακή εκμετάλλευση: η θεωρητική συζήτηση στη Δύση
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η κυρίαρχη μονάδα παραγωγής στη δυτική γεωργία
είναι το αγροτικό νοικοκυριό, το οποίο συνιστά έναν τύπο αγροτικής εκμετάλλευσης
που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από την οικογενειακή και την επιχειρηματική
οργάνωση της παραγωγής. Αναφερόμαστε εδώ σε αυτή τη μορφή παραγωγής, μέσα
στον καπιταλισμό, που είναι ευρέως γνωστή ως οικογενειακή εκμετάλλευση και η
οποία ορίζεται ως η ενότητα των σχέσεων ιδιοκτησίας και της εργασιακής
διαδικασίας (Friedmann, 1986). Στην βάση αυτή μπορεί κανείς να διακρίνει δύο
εκδοχές του ορισμού της οικογενειακής εκμετάλλευσης, τον ευρύ και το στενό
ορισμό.
Ως ευρύς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο πρόσφατος ορισμός των Gasson και
Errington (1993, σελ. 18), που αναφέρεται σε έναν ιδεατό τύπο αγροτικής
«οικογενειακής επιχείρησης» βασισμένο στα παρακάτω χαρακτηριστικά τα οποία,
κατά τη γνώμη τους, αποκαλύπτουν τη σχέση μεταξύ εκμετάλλευσης και
νοικοκυριού:
1. Η ιδιοκτησία και ο διαχειριστικός έλεγχος της επιχείρησης βρίσκονται στα
χέρια των υπευθύνων της επιχείρησης.
2. Αυτοί συνδέονται μεταξύ τους με συγγένεια ή γάμο.
3. Τα μέλη της οικογένειας (συμπεριλαμβανομένων των κατόχων-διαχειριστών
της επιχείρησης) παρέχουν κεφάλαιο στην επιχείρηση.
4. Τα μέλη της οικογένειας (συμπεριλαμβανομένων των κατόχων-διαχειριστών
της επιχείρησης) προσφέρουν εργασία στην αγροτική επιχείρηση.
5. Η ιδιοκτησία της επιχείρησης και ο διαχειριστικός έλεγχος μεταβιβάζεται
από γενιά σε γενιά.
6. Η οικογένεια ζει στην εκμετάλλευση.
Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται από τους Gasson και Errington στην ιδιοκτησία, τον
διαχειριστικό έλεγχο και στη μεταβίβαση γης από γενιά σε γενιά στο πλαίσιο της
οικογένειας, παρά στην εργασία που παρέχεται από την οικογένεια. Κατά συνέπεια, ο
ορισμός τους, που γίνεται στη βάση των ιδιοκτησιακών σχέσεων και του
διαχειριστικού ελέγχου, είναι ευρύτερος από αυτόν που ορίζει την οικογενειακή
εκμετάλλευση σαν μια εκμετάλλευση που χαρακτηρίζεται από την οικογενειακή
εργασία. Ασκώντας έντονη κριτική σε αυτό τον ορισμό ο Djurfeldt (1996) ρίχνει
ιδιαίτερο βάρος στο πρόβλημα της οικογενειακής εργασίας στην εκμετάλλευση όπως
και στη λειτουργικότητα του παραπάνω ορισμού. Δίνει δε έναν στενό ορισμό της
οικογενειακής εκμετάλλευσης χαρακτηρίζοντας την εργασία ως σημαντικό κριτήριο,
το οποίο και συμπεριλαμβάνει στο δικό του ορισμό της «ιδεατής οικογενειακής
εκμετάλλευσης». Όπως γράφει:
34
την αναπαραγωγή της δε συνιστά έναν ιδεατό τύπο οικογενειακής εκμετάλλευσης
παρόλο που μπορεί να αποτελεί ακόμα μια οικογενειακή αγροτική επιχείρηση, σύμφωνα
με τον ορισμό των Gasson και Errington (Djurfeldt, 1996, σελ. 341).
Σε αυτό το δεύτερο σημείο, ο Djurfeldt συνδυάζει το κριτήριο της εργασίας με
αυτό της αναπαραγωγής και ισχυρίζεται ότι ο ορισμός του «δεν πηγάζει από ένα
συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο» και, επομένως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ευκολότερα στη συγκριτική και εμπειρική έρευνα. Δεν αναγνωρίζει όμως ότι οι
Gasson και Errington, ως τέταρτο χαρακτηριστικό του ορισμού τους, αναφέρουν ότι
τα μέλη της οικογένειας (συμπεριλαμβανομένων των αρχηγών-κατόχων της
εκμετάλλευσης) προσφέρουν εργασία στην εκμετάλλευση. Σύμφωνα με τους Gasson
και Errington, όταν αναφερόμαστε στη γεωργία των αναπτυγμένων χωρών δεν
μπορούμε να αποδώσουμε μεγαλύτερο βάρος από ό,τι απαιτείται στο κριτήριο της
οικογενειακής εργασίας. Αντίθετα, ο Djurfeldt, επηρεασμένος από την ερευνητική
του εμπειρία σε αναπτυσσόμενες χώρες, φαίνεται να υπερτονίζει αυτό το
χαρακτηριστικό.
Στην ελληνική περίπτωση, η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της γης από την οικογένεια
αποτελούν, μαζί με την οικογενειακή εργασία, κύρια στοιχεία του ορισμού. Με άλλα
λόγια, η οικογενειακή εκμετάλλευση αποτελεί εκείνο τον τύπο παραγωγής στον οποίο
η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η εργατική δύναμη συνυπάρχουν στην ίδια
παραγωγική μονάδα, δίχως έναν ευδιάκριτο διαχωρισμό μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας, με τα μέλη της οικογένειας συχνά να προσφέρουν τον κύριο όγκο της
απαιτούμενης εργασίας για τη γεωργική παραγωγή. 1
Κατά την διάρκεια των τελευταίων είκοσι πέντε ετών, η συζήτηση γύρω από το
χαρακτήρα της οικογενειακής γεωργίας εντοπίζεται ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούν
την οικογενειακή γεωργία σαν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της σύγχρονης γεωργίας
και σε αυτούς που τη θεωρούν σαν ένα μεταβατικό φαινόμενο πριν τη τελική
κυριαρχία του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής και σ’ αυτό τον τομέα.
Σύμφωνα με τη θεωρία της μετάβασης, η βαθμιαία εμπορευματοποίηση της
αγροτικής παραγωγής οδηγεί στην πλήρη ενσωμάτωση των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων στην αγορά, στα πλαίσια της οποίας θα επιβιώσουν μόνο οι πιο
ανταγωνιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Μια τέτοια προσέγγιση, αναπαράγοντας
τη μαρξιστική-λενινιστική επιχειρηματολογία, βασικά υποστηρίζει ότι η παραπάνω
διαδικασία ενσωμάτωσης θα οδηγήσει, τελικά, στην κοινωνική πόλωση και το
σχηματισμό δύο ανταγωνιστικών τάξεων στη γεωργία. Στο πλαίσιο αυτό, ο
οικογενειακός τύπος παραγωγής αποτελεί απλά ένα μεταβατικό φαινόμενο πριν την
προλεταριοποίηση της πλειοψηφίας των αγροτών.
Για μερικούς συγγραφείς, παρά την τυπική ανεξαρτησία των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων, η προλεταριοποίηση των αγροτών συντελείται μέσω της απώλειας
του ελέγχου των μέσων παραγωγής προς όφελος του εξω-αγροτικού κεφαλαίου. Η
συμβολαιακή γεωργία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αντλώντας από τον Μαρξ, ο
Davis (1980) υποστηρίζει ότι η συμβολαιακή γεωργία καθιστά το γεωργό «ιδιοκτήτη-
εργάτη», δηλαδή μισθωτό που πληρώνεται με το κομμάτι.
Από την άλλη πλευρά, στις θεωρίες επιβίωσης διακρίνουμε τρεις προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με την πρώτη, η οικογενειακή εκμετάλλευση μπορεί να επιβιώνει, ως μια
μη καπιταλιστική μορφή παραγωγής, λόγω της ικανότητας της οικογένειας να
προσφέρει φθηνή εργασία ακόμα και όταν το εισόδημα που προκύπτει είναι χαμηλό.
Η οικογένεια μπορεί να μειώνει την κατανάλωσή της και, σε συνδυασμό με την
1
Πρόσφατα, σαν αποτέλεσμα της αύξησης των εποχικών καλλιεργειών εντάσεως εργασίας και της
μεγάλης εισροής χαμηλά αμειβόμενου μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, η μη-οικογενειακή
εργασία παίζει έναν αυξανόμενα σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της οικογενειακής εκμετάλλευσης.
35
εντατικοποίηση της εργασίας των μελών της, να βελτιώνει την ανταγωνιστική θέση
της εκμετάλλευσης έναντι της καπιταλιστικής παραγωγής (Chayanov, 1966,
Friedmann, 1980).
Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, το κεφάλαιο θέτει τη γεωργία εκτός του
επενδυτικού του ενδιαφέροντος, αφού μπορεί να αντλήσει μεγαλύτερα κέρδη
επενδύοντας εκτός αυτής. Αυτή η κίνηση του κεφαλαίου στηρίζεται στην
αναντιστοιχία μεταξύ του χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος
και του χρόνου εργασίας γι’ αυτήν. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια δέσμευση του
κεφαλαίου στην παραγωγή οδηγεί σε χαμηλότερη παραγωγικότητα και χαμηλότερους
ρυθμούς αύξησης του κέρδους για το επενδυμένο κεφάλαιο. Όταν η απόσταση
μεταξύ χρόνου παραγωγής και χρόνου εργασίας ελαχιστοποιείται τότε μόνο το
κεφάλαιο θεωρεί επικερδή την επένδυση στον αγροτικό τομέα (Mann and Dickinson,
1978).
Σύμφωνα με την τρίτη προσέγγιση, η διείσδυση του κεφαλαίου στη σφαίρα της
παραγωγής στη γεωργία συναντά εγγενή εμπόδια λόγω της μονοπωλιακής
ιδιοκτησίας του εδάφους και της λειτουργίας του νόμου των φθινουσών αποδόσεων
(Βεργόπουλος και Αμίν, 1975, Goodman και Redclift, 1988). Η επιβίωση της
οικογενειακής εκμετάλλευσης αποδίδεται στην ικανότητά της να φέρει το υπερβολικό
κόστος της αγροτικής παραγωγής, κινητοποιώντας την εργασία των μελών της υπό
την πίεση χαμηλότερων εισοδημάτων (Vergopoulos, 1978). Το κεφάλαιο, από την
άλλη πλευρά, επινοεί εναλλακτικές οδούς για τη διείσδυσή του, υποτάσσοντας την
οικογενειακή εκμετάλλευση μέσω της διαδικασίας ιδιοποίησης ή/και
υποκατάστασης (Goodman κ.ά., 1987), μέσω των σχέσεών της, με άλλα λόγια, με
την εξωτερική αγορά. Τα παραπάνω έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών
συζητήσεων το κύριο μέρος των οποίων παρουσιάζουμε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με την Friedmann (1980), χρειάζεται να διακρίνουμε την «οικογενειακή
επιχείρηση» από τη «χωρική αυτάρκη μονάδα παραγωγής». Η τελευταία παράγει για
να καλύψει, πάνω από όλα, τις καταναλωτικές ανάγκες της οικογένειας. Η σύνδεσή
της με την αγορά προσδιορίζεται από αυτό, διακρίνει δε κανείς μια καθαρή
αντίσταση στην εμπορευματοποίηση. Οι «οικογενειακές επιχειρήσεις», από την άλλη
πλευρά, παράγουν για την αγορά και ο ανταγωνισμός επιτρέπει σε αυτές να υιοθετούν
διαφορετικές στρατηγικές επιβίωσης.
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ομοιότητες ανάμεσα στην καπιταλιστική και την
οικογενειακή μορφή παραγωγής αφού και οι δύο παράγουν για συσσώρευση ή/και για
την αναπαραγωγή μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων (Winter, 1984). Παρόλα
αυτά, η οικογενειακή μορφή παραγωγής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ταυτόσημη με
τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ορθότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
οικογενειακή γεωργία αποτελεί μια μορφή παραγωγής που λειτουργεί στο πλαίσιο
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η οικογενειακή εκμετάλλευση, επομένως, δε
θεωρείται ως μια κοινωνικά δοσμένη μορφή παραγωγής, αφού βασικά διαπιστώνεται
μια ποικιλία παραγωγικών μορφών. Με άλλα λόγια, η οικογενειακή εκμετάλλευση
δε θα πρέπει να ορίζεται με βάση την κοινωνική μορφή που λαμβάνει (του
οικογενειακού χαρακτήρα της παραγωγής, δηλαδή), αλλά μάλλον με βάση τις
κοινωνικές διαδικασίες που αυτή βιώνει (Whatmore, 1991). Διαφορετικά, η δυναμική
της καπιταλιστικής διείσδυσης παραμένει απροσδιόριστη.
Όπως και αν εξεταστεί το ζήτημα, η οικογενειακή εκμετάλλευση αποτελεί ένα
πεδίο στο πλαίσιο του οποίου αναπτύσσονται διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις
παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές αφορούν είτε στην ίδια την εκμετάλλευση, είτε στη
σύνδεσή της με το ευρύτερο οικονομικό σύστημα. Σύμφωνα με τους Goodman και
Redclift (1988), οι διασυνδέσεις μεταξύ οικογενειακής εκμετάλλευσης και εξω-
36
αγροτικού κεφαλαίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια «εξωγενή» διαδικασία
αγροτικού μετασχηματισμού. Ένδειξη αυτών των εξωτερικών σχέσεων αποτελούν η
εξω-αγροτική απασχόληση της οικογενειακής εκμετάλλευσης, η συμβολαιακή
γεωργία, η σύνδεση με το πιστωτικό σύστημα κτλ. Εκτός όμως από τις εξωτερικές
σχέσεις της αγροτικής εκμετάλλευσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις
εσωτερικές. Ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό της οικογένειας, οι σχέσεις
των δύο φύλων καθώς και ο ρόλος της μη-οικογενειακής εργασίας συμβάλλουν στην
καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας αναπαραγωγής της οικογενειακής
εκμετάλλευσης (Whatmore, 1991).
Αυτές οι εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις εκφράζουν την άμεση και έμμεση
διαδικασία υποταγής της οικογενειακής γεωργίας στο κεφάλαιο. Όσον αφορά στην
πρώτη μορφή υποταγής, η εντατική χρήση μισθωτής εργασίας στην αγροτική
παραγωγή συνιστά τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών
σχέσεων στην «άμεση διαδικασία παραγωγής». Από την άλλη πλευρά, η
συμβολαιακή γεωργία και οι πιστωτικές σχέσεις μπορούν να θεωρηθούν ως
παραδείγματα υποταγής μέσω της οποίας ο έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας
περνά από την οικογενειακή εκμετάλλευση στο εξω-αγροτικό κεφάλαιο. Έτσι, η
έμμεση υποταγή της οικογενειακής εκμετάλλευσης στο κεφάλαιο πραγματοποιείται
όταν το αγροτικό νοικοκυριό εξαρτάται από το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή του.
Για τον Mooney (1988), όμως, η μελέτη κάθε μιας από τις «εξωτερικές» αυτές
σχέσεις παραγωγής «θολώνει» την προηγούμενη «καθαρή» εικόνα της διαδικασίας
προλεταριοποίησης. Κατά την άποψή του, και σε αντίθεση με τον Davis (1980), η
εμπλοκή των αγροτών σε τέτοιου είδους σχέσεις δε συνδέεται, ούτε με τη διαδικασία
προλεταριοποίησής τους, αλλά ούτε και με τη διαδικασία εξαστισμού τους, αφού
μέσα στο αγροτικό νοικοκυριό υπάρχουν αντιφατικές σχέσεις παραγωγής που
σκιάζουν την εικόνα του κοινωνικού μετασχηματισμού στη γεωργία. Στην
πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Mooney, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις
στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού των αγροτικών νοικοκυριών που
οδηγούν στη συγκρότηση μιας μικροαστικής κοινωνικής τάξης μεταξύ της αστικής
τάξης και του προλεταριάτου. Με βάση αυτή την προσέγγιση, που βασίζεται στη
συνύπαρξη αντιφατικών ταξικών θέσεων, η μελέτη της κοινωνικής διαφοροποίησης
των αγροτικών νοικοκυριών δεν θα πρέπει να περιορισθεί σε μια απλή παρουσίαση
της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία. Θα πρέπει
μάλλον να διευκρινίζει το ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής
που υποτάσσει στον καπιταλισμό την οικογενειακή γεωργία.
Η οικογενειακή εκμετάλλευση, με την ευρεία έννοια του όρου, αποτελεί,
ουσιαστικά, μια ετερογενή κατηγορία σχέσεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου
(Marsden κ.ά., 1986). Πιο συγκεκριμένα, αυτή η κατηγορία μπορεί να ορισθεί
καλύτερα σαν μια μορφή παραγωγής που συνδυάζει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές
σχέσεις παραγωγής, οι οποίες συνδέουν την οικογενειακή εκμετάλλευση με τους
κύκλους αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Διαφορετικοί συνδυασμοί εσωτερικών και
εξωτερικών σχέσεων παρέχουν τη βάση για τον ορισμό διαφορετικών μορφών
παραγωγής. Κάθε συγκεκριμένη μορφή παραγωγής εκφράζει και ένα διαφορετικό
τρόπο ενσωμάτωσης στο καπιταλισμό. Ωστόσο, αυτές οι μορφές παραγωγής δε θα
πρέπει να θεωρηθούν ως προκατασκευασμένα εξηγητικά μοντέλα της διαδικασίας
ενσωμάτωσης της οικογενειακής γεωργίας στο καπιταλισμό. Αντίθετα, θα μπορούσαν
να ερμηνευτούν μέσω των διαφορετικών κοινωνικών διαδικασιών υποταγής της
εργασίας στο κεφάλαιο.
37
Η ελληνική περίπτωση
Η συζήτηση για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ελληνική γεωργία συνδέεται
άμεσα με τη λύση που δόθηκε στο «αγροτικό ζήτημα» στην Ελλάδα (βλέπε
Damianakos, 1997). Τα γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής
γεωργίας σχετίζονται με την ανεπάρκεια και τις ασυνέχειες της κρατικής αγροτικής
πολιτικής σε σχέση με το αγροτικό ζήτημα. Μέχρι το μεσοπόλεμο, οι περισσότερες
από τις λύσεις που δόθηκαν στο αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα σχετίζονται, σε
μεγάλο βαθμό, με την «εθνοτική» διαδικασία, δηλαδή τη διαδικασία δημιουργίας του
ελληνικού κράτους (Σακελλαρόπουλος, 1991). Η εθνική πολιτική της περιόδου αυτής
επηρέασε σημαντικά τόσο το χρόνο, όσο και το αποτέλεσμα των αγροτικών
μεταρρυθμίσεων. Οι διαδοχικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ολοκληρώνονται
κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ήταν αναπόσπαστο τμήμα της κρατικής
πολιτικής που ακολουθήθηκε στον αγροτικό τομέα. Κατά την περίοδο μετά το 1960,
ο ραγδαίος γεωργικός εκσυγχρονισμός συνδέθηκε με διαρθρωτικές αλλαγές της
οικογενειακής γεωργίας στη χώρα, οι οποίες αφορούσαν στο μέγεθος της
εκμετάλλευσης, στην εκμηχάνιση της παραγωγής, στη χρήση της τεχνολογίας κτλ. Η
κρατική παρέμβαση στη γεωργία κατευθύνθηκε, εν μέρει, στη στήριξη του αγροτικού
εισοδήματος και στην επιδότηση της αγροτικής παραγωγής. Σύμφωνα με το
Μαραβέγια (1992), οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε μια γεωργική δομή άμεσα
εξαρτημένη από την κρατική στήριξη. Το κράτος, αντιμέτωπο με το πιεστικό
πρόβλημα του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στην ελληνική ύπαιθρο,
διευκόλυνε την αγροτική έξοδο κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ενώ, τη
δεκαετία του 1970, δημιούργησε τις αναγκαίες συνθήκες για την διατήρηση της
οικογενειακής γεωργίας.
Ο χαρακτήρας και ο μετασχηματισμός της οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα είναι
αντικείμενο σχετικά πρόσφατης συζήτησης. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση αυτή
ξεκίνησε μόλις πριν από είκοσι χρόνια. Οι απόπειρες κατασκευής, σε θεωρητικό
επίπεδο, ενός μοντέλου οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα αντιμετώπισαν δύο
αξεπέραστα προβλήματα: είτε χρησιμοποίησαν προκατασκευασμένες θεωρητικές
κατασκευές, οι οποίες σαν αποτέλεσμα αγνόησαν την αγροτική ποικιλιμορφία, είτε
στηρίχθηκαν υπέρμετρα σε θεωρητικές υποθέσεις και απέφυγαν την όποια σοβαρή
προσπάθεια εμπειρικής επαλήθευσής τους.
Εκτός από κάποιες γενικές τοποθετήσεις δεν έχει, μέχρι σήμερα, επιχειρηθεί η
συστηματική μελέτη της οικογενειακής γεωργίας στη χώρα. Επίσης, δεν έχει
παρατηρηθεί κάποια προσπάθεια εξέτασης της αγροτικής κοινωνικής διάρθρωσης σε
σχέση με τα γεωργικά συστήματα παραγωγής. Στην πραγματικότητα, υπήρξε
σημαντική έλλειψη συστηματικής κοινωνιολογικής έρευνας σχετικά με την ελληνική
γεωργία, παρά το μεγάλο μέγεθος της τελευταίας και τη σημασία της για το σύνολο
της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό, βέβαια, όπως σωστά διαπιστώνει ο Δαμιανάκος
(1987), οφείλεται στη σχετικά καθυστερημένη ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών
στη χώρα.
Δύο βασικά ζητήματα, που υπολανθάνουν στο παρόν κείμενο, θα πρέπει να
τονιστούν σε αυτό το σημείο: α) ο γενικά ανύπαρκτος προβληματισμός σχετικά με
την έννοια όπως και το μετασχηματισμό της ελληνικής οικογενειακής γεωργίας, και
38
β) η συνθετότητα και η ιδιαιτερότητα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων που
χαρακτηρίζουν τον ελληνικό αγροτικό χώρο.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα του Βεργόπουλου ήταν ότι υπάρχει ένα είδος
«άνισης ανταλλαγής» ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία – μια διαδικασία την
οποία διευκόλυνε το ελληνικό κράτος. Για το Βεργόπουλο, η ελληνική οικογενειακή
γεωργία χαρακτηρίζεται από υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας, γεγονός που
αποτελεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα. Η οικογενειακή γεωργία στην Ελλάδα
υπόκειται σε έναν ιδιόρρυθμο τύπο καπιταλιστικής διείσδυσης, ο οποίος δεν αφορά
στην ανάπτυξη καθαρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων στη γεωργία, αλλά στη
δημιουργία ενός «ιδιαίτερου» τύπου «γεωργικής εκμετάλλευσης». Στην
πραγματικότητα, η οικογενειακή εκμετάλλευση, αν και είναι μια μονάδα παραγωγής
39
που στηρίζεται σε ένα μοντέλο απλής αναπαραγωγής, παρέχει τη «λύση» στο ζήτημα
της καπιταλιστικής συσσώρευσης (Βεργόπουλος, 1975).
Αντίθετα, η προσέγγιση αυτή θεωρήθηκε από το Μουζέλη ως μια φονξιοναλιστική
(λειτουργιστική) επίκληση. Για το Μουζέλη, το επιχείρημα περί υψηλής
παραγωγικότητας στη γεωργία στηρίζεται σε ανεπαρκείς αποδείξεις. Στην
πραγματικότητα, η ελληνική γεωργία υστερεί αρκετά σε σύγκριση με τη γεωργία των
χωρών της Δυτικής Ευρώπης (Mouzelis, 1978). Χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα
των «θεωριών της ανάπτυξης», κάνει κριτική στο Βεργόπουλο για την ανεπαρκή
προσέγγιση του χαρακτήρα της ελληνικού τύπου «δυσ-σωμάτωσης»
(disarticulation) 2 της γεωργίας με τη βιομηχανία. Παρόλα αυτά, και οι δύο
συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια αρνητική σύνδεση ανάμεσα στην
καπιταλιστική οικονομία και την οικογενειακή γεωργία (υπονοώντας τη συστηματική
μεταφορά πόρων από τη δεύτερη στη πρώτη) (Mouzelis, 1979). 3 Ο Μουζέλης
εξετάζει τον καπιταλισμό ως έναν θύλακα, υπογραμμίζοντας έτσι ξεκάθαρα τον
αυτάρκη χαρακτήρα της οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα.
Επιπλέον, υποστηρίζει ότι αν θέλει κάποιος να ασχοληθεί με το ζήτημα της
«δυσσωμάτωσης», θα πρέπει να ασχοληθεί λιγότερο με τις εγγενείς τάσεις της
καπιταλιστικής ανάπτυξης και περισσότερο με την ταξική διάρθρωση της ελληνικής
κοινωνίας. Σημειώνει ότι ο Βεργόπουλος υποβαθμίζει την ταξική ανάλυση στο έργο
του, γεγονός που στηρίζει την φονξιοναλιστική του προσέγγιση. Τέλος, ο Μουζέλης –
πιστός στην υψηλή θεωρία (grand theory) – υποστηρίζει ότι η ταξική ανάλυση πρέπει
να περιέχει προσέγγιση τόσο του «συστήματος» (system oriented) όσο και της
«δράσης» (action oriented) των κοινωνικών υποκειμένων (Mouzelis, 1978).
Από την άλλη πλευρά, ο Βεργόπουλος βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση όταν
παρατηρεί ότι η οικογενειακή εκμετάλλευση, ως τύπος γεωργικής εκμετάλλευσης,
επιβιώνει επί μακρόν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς όμως να αποτελεί ένα
«απομεινάρι του παρελθόντος». Το κράτος – μέσω του ελέγχου των τιμών και της
φορολογίας των αγροτικών προϊόντων και την ανάγκη προσαρμογής στην αγορά –
ωθεί την οικογενειακή εκμετάλλευση στην εντατικοποίηση της παραγωγικής της
διαδικασίας μέσω της κινητοποίησης όλων των διαθέσιμων πόρων της. Η
οικογενειακή γεωργία, σύμφωνα με τον Βεργόπουλο, επιβιώνει παρά την ύπαρξη των
μηχανισμών αυτών και όχι εξ’αιτίας αυτών, αποτελώντας ένα καπιταλιστικό
εγχείρημα χωρίς κάποιας μορφής «καπιταλιστικό πνεύμα». Eτσι, η οικογενειακή
γεωργία είναι πιο έτοιμη σε σχέση με την υποτιθέμενη καπιταλιστική επιχείρηση στο
να μεταβάλλει την παραγωγή της, την κατανάλωσή της, την εξειδίκευσή της, τις
επενδύσεις της και την εργασία της. Με αυτό τον τρόπο, η οικογενειακή γεωργία
φαίνεται να προσαρμόζεται κατάλληλα στις επιταγές του «αστικού καπιταλισμού»
(Βεργόπουλος, 1975).
Σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η διαφωνία του Ψυχογιού (1982), ο οποίος
παρουσιάζει μια διαφορετική προσέγγιση σ’ ότι αφορά στη λειτουργία της
οικογενειακής εκμετάλλευσης. Αυτός, βασικά, υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός δεν
2
Η έννοια της «δυσ-σωμάτωσης» χρησιμοποιείται από τις «θεωρίες της ανάπτυξης», όπως και το
μεγαλύτερο μέρος της ορολογίας που χρησιμοποίησε ο Μουζέλης στην εργασία του για τη σύγχρονη
Ελλάδα (Mouzelis, 1986). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο χαρακτήρας του καπιταλισμού στην
ελληνική περιφέρεια συνδέεται με τη «δυσσωματωμένη» οικονομία και κοινωνία που χαρακτηρίζει τις
Λατινοαμερικανικές χώρες οι οποίες, στην πραγματικότητα, έδειξαν σημαντικές «καθυστερήσεις» και
«αποκλίσεις» από το «δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό».
3
Ο Βεργόπουλος, όπως και ο Αμίν, χαρακτηρίζει αυτή τη μορφή καπιταλισμού ως «δύσμορφο
καπιταλισμό», ενώ ο Μουζέλης την ονομάζει «υπανάπτυξη». Αυτή την περίοδο, πολλοί θεωρητικοί
υπέκυψαν σε χαρακτηρισμούς του Ελληνικού καπιταλισμού χρησιμοποιώντας επίθετα όπως
«παρασιτικός», «μεταπρατικός» κτλ.
40
έχει καταστρέψει τον «οικιακό τρόπο παραγωγής», κυρίως, λόγω του ότι ο τελευταίος
παράγει φθηνότερα από ότι η καπιταλιστική επιχείρηση. 4 Στον οικιακό τρόπο
παραγωγής η κυκλοφορία της εργατικής δύναμης μπορεί να ελεγχθεί καλύτερα και,
ως αποτέλεσμα, να χρησιμοποιηθεί από τον καπιταλισμό ως μια δεξαμενή εργασίας.
Αυτή η ευελιξία της εργασίας στην οικογενειακή εκμετάλλευση θεωρείται από τον
Ψυχογιό ως απόδειξη της διατήρησης των «χωρικών», ενώ κάποιος μπορεί να
ισχυρισθεί ότι ο χαρακτήρας αυτού του τύπου διαχείρισης της εργασίας έχει μια
καινοτομική διάσταση και, στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν
μετασχηματισμό που έχει την αιτία του στις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις
παραγωγής.
Από τα παραπάνω απορρέει η ανάγκη αναθεώρησης της παραδοσιακής
μαρξιστικής άποψης για την οικογενειακή εκμετάλλευση, η οποία, βέβαια, ακόμα
κυριαρχεί μεταξύ των ελλήνων συγγραφέων που ασχολούνται με τον αγροτικό χώρο,
όπως άλλωστε θα φανεί και στις επόμενες παραγράφους, αλλά και όπως αναπτύχθηκε
με την ορολογία της «προβληματικής των τρόπων παραγωγής». 5 Αν και ο
Βεργόπουλος έχει προσφέρει αξιόλογα επιχειρήματα σχετικά με την αναμόρφωση της
μαρξιστικής άποψης για την οικογενειακή εκμετάλλευση, οι σκέψεις του αυτές δεν
επαρκούν για μια σύγχρονη θεώρηση των ζητημάτων που αφορούν στην ελληνική
οικογενειακή γεωργία.
Από την άποψη αυτή, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε σε μια προσέγγιση, η
οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στη μελέτη της οικογενειακής γεωργίας στη χώρα
μας και η οποία επικεντρώνεται σε ζητήματα απασχόλησης. Αναφερόμαστε εδώ στην
προσέγγιση του Τσουκαλά, ο οποίος διατύπωσε μια θεώρηση της σύγχρονης
κοινωνικής δομής στην Ελλάδα στηριζόμενος στην έννοια της «πολυσθένειας», 6
τονίζοντας έτσι την ευρύτητα του φάσματος της πολυαπασχόλησης και τις
πολυάριθμες πηγές εισοδήματος τόσο σε ατομικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο
(Τσουκαλάς, 1987). Φαίνεται ότι ο Τσουκαλάς διατηρεί μια παρόμοια άποψη για την
αγροτική κοινωνική διάρθρωση της χώρας, αφού επισημαίνει την ύπαρξη μεγάλου
ποσοστού εξω-γεωργικής απασχόλησης στον αγροτικό τομέα (Τσουκαλάς, 1987, σελ.
302-303). Σε αυτή την άποψη, υπολανθάνει η υπόθεση που συνδέεται με τη «νέα
μεσαία τάξη» του Πουλαντζά (1977) και η οποία καταδείχνει τον συχνά
αποκαλούμενο «μικροαστικό» χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτή η προσέγγιση, αν και δε σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική διάρθρωση του
αγροτικού χώρου στην Ελλάδα, ασκεί κριτική στην κλασική μαρξιστική θεωρία για
την ανελαστικότητά της στην εξέταση της ταξικής διάρθρωσης. Στη πραγματικότητα
αναφέρεται στην πολυπλοκότητα της ελληνικής κοινωνικής δομής και, κατά
συνέπεια, στην πολυπλοκότητα της αγροτικής κοινωνίας. Η παρατήρηση αυτή είναι
σημαντική για την ελληνική οικογενειακή γεωργία η οποία χαρακτηρίζεται από
επικαλυπτόμενες, συμπίπτουσες, συγκρουόμενες ή/και διαπλεκόμενες σχέσεις
παραγωγής. Η εξέταση των διαφορετικών συνδυασμών των σχέσεων παραγωγής
μέσα στην οικογενειακή εκμετάλλευση, οδηγεί σε διαφορετικές τάσεις κοινωνικής
4
Σε μια πρόσφατη ανάλυση της έννοιας του οικογενειακού τρόπου παραγωγής κατά τη διάρκεια
εμπειρικής έρευνας, ο Ψυχογιός αναδεικνύει την πραγματική «σύνδεση» μεταξύ της οικογενειακής
γεωργίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αγνοεί τη συγκεκριμένη μορφή σύνδεσης
μεταξύ των δύο (Ψυχογιός, 1985).
5
Η προβληματική των «τρόπων παραγωγής» έχει εισαχθεί στην Ελλάδα με ένα αποσπασματικό και
επιλεκτικό τρόπο, αντανακλώντας τις ανεπάρκειες του Μαρξιστικού θεωρητικού οικοδομήματος στη
χώρα (βλ. Δεδουσόπουλος, 1988).
6
Ο όρος αυτός, ο οποίος βασίζεται στον όρο του E.O. Wright «αντιφατικές θέσεις ανάμεσα σε
αντιφατικές ταξικές θέσεις» (Wright, 1985), αναφέρεται στον πολλαπλό επικαθορισμό της
κοινωνικοοικονομικής θέσης των κοινωνικών υποκειμένων.
41
διαφοροποίησης οι οποίες, όμως, θα πρέπει να μελετηθούν και να εξηγηθούν σε
συγκεκριμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια (Papadopoulos, 1994, σελ. 86). Όμως, από
την άλλη μεριά, θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός ώστε να μην παρερμηνεύει
αυτόν τον πολυκαθορισμό της οικογενειακής γεωργίας, όπως προτείνει και ο
Mooney, ως έναν εγγενή «μικροαστικό» χαρακτήρα της ελληνικής γεωργίας, ο
οποίος με τη σειρά του συγκαλύπτει την κοινωνική διαφοροποίηση και το
μετασχηματισμό που υφίσταται η αγροτική κοινωνία.
Συμπερασματικά, δύο κύριοι άξονες προκύπτουν με βάση τα επιχειρήματα που
αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο πρώτος αναφέρεται στη σημασία του ορισμού της
οικογενειακής παραγωγικής μονάδας, η οποία θεωρείται, σύμφωνα με τον
Βεργόπουλο, ως ο καθοριστικός παράγοντας για την κοινωνική ενσωμάτωση της
γεωργίας στον καπιταλισμό. Το θέμα αυτό, εξετάζεται, κυρίως, με βάση τις σχέσεις
ιδιοκτησίας και τις μισθωτές σχέσεις παραγωγής, ορίζοντας ουσιαστικά τα όρια της
συζήτησης σχετικά με το ρόλο της γεωργίας στη διαδικασία καπιταλιστικής
ανάπτυξης. Ο δεύτερος άξονας προέρχεται από την κριτική του Μουζέλη και
αναφέρεται στη σημασία της μελέτης των τάξεων για την εξήγηση της διαδικασίας
του αγροτικού μετασχηματισμού. Σε σχέση με αυτό τον άξονα, η συνεισφορά του
Τσουκαλά έγκειται στο ότι αυτός προσφέρει μια ταξική ανάλυση, η οποία στηρίζεται
στο κριτήριο της απασχόλησης, με όρους κοινωνικής διαφοροποίησης, και η οποία
τέμνει εγκάρσια τις παραδοσιακές τυπολογήσεις/στρωματοποιήσεις που στηρίζονται
στις σχέσεις ιδιοκτησίας.
7
Ο μέσος όρος μεγέθους της οικογενειακής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα φτάνει τα 43 στρέμματα, και
είναι λιγότερο από το ένα τρίτο του μέσου μεγέθους στην Ευρώπη. Βλέποντας την κατανομή των
εκμεταλλεύσεων κατά μέγεθος, στην Ευρώπη οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, μικρότερες από 50
στρέμματα αποτελούν το 60% του συνόλου και καλλιεργούν το 7% της γης, ενώ στην Ελλάδα οι
εκμεταλλεύσεις αυτές αποτελούν το 76% του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων και
καλλιεργούν το 35% της γης. Επιπλέον, περίπου 21% του ελληνικού πληθυσμού απασχολείται στην
γεωργία, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το αντίστοιχο ποσοστό είναι μικρότερο από το 6%. Επίσης, η
μέση ετήσια απασχόληση για κάθε μέλος του αγροτικού νοικοκυριού δεν ξεπερνά τις 106 μέρες, ενώ
περίπου το 70% των μελών του νοικοκυριού υποαπασχολείται και περισσότερο από το 34% των
αρχηγών εκμεταλλεύσεων απασχολείται εκτός γεωργίας (Damianos κ.ά., 1991, σελ. 40-41). Κατά τη
περίοδο 1970-1990 το μέσο μέγεθος της οικογενειακής εκμετάλλευσης αυξήθηκε κατά 23%, ενώ ο
συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων αυξήθηκε κατά 19%. Αν και η ελληνική γεωργία συνεισφέρει
γύρω στο 10% (1992) στο ΑΕΠ, περισσότερο από το 35% του αγροτικού πληθυσμού είναι πάνω από
55 ετών (1991) (Eurostat, 1995).
42
πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η προσπάθεια έχει παραμείνει ασυνεχής και
εκκρεμεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των
τελευταίων δεκαπέντε χρόνων έχουν γίνει μελέτες οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα,
συνδέονται με τα ζητήματα της οικογενειακής γεωργίας στην ελληνική ύπαιθρο.
Στις επόμενες παραγράφους επιχειρούμε μια ανασκόπηση της πιο πρόσφατης
βιβλιογραφίας, ξεχωρίζοντας όμως δύο τάσεις σχετικά με την ερμηνεία της
συνεχιζόμενης παρουσίας των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στην ελληνική
γεωργία.
Αναφέρθηκε ήδη ότι ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης συζήτησης γύρω από την
υφιστάμενη κατάσταση και το μέλλον της οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα
βασίστηκε σε μαρξιστικές θεωρήσεις. Αυτό συνδέθηκε συχνά με την εμμονή στην
απόδειξη ύπαρξης μιας διαδικασίας κοινωνικής πόλωσης στην ελληνική αγροτική
κοινωνία. Για παράδειγμα, ο Πανιτσίδης (1984) – στηριζόμενος περισσότερο σε
υποθέσεις εργασίας με έντονο ιδεολογικό βάρος – εξέτασε την ανάπτυξη του
καπιταλισμού στη γεωργία και την κοινωνική της δομή χρησιμοποιώντας ως βασικά
κριτήρια τη διαδικασία συγκέντρωσης της γης και τις ιδιοκτησιακές σχέσεις. Αν και
επιχείρησε να αναλύσει τις τάσεις ενσωμάτωσης της οικογενειακής γεωργίας στην
καπιταλιστική οικονομία, στη πραγματικότητα, στηρίχθηκε κυρίως στους «νόμους
ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας» για την εξέταση αυτής της διαδικασίας.
Σε μια πρόσφατη επεξεργασία της θέσης του για την προλεταριοποίηση, ο
Πανιτσίδης (1992), συμπεριέλαβε την ανάλυση της κοινωνικής διαφοροποίησης σε
συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό και γεωγραφικό πλαίσιο, θεωρώντας – με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο – τη διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης ως μια τάση
ομογενοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η άποψη αντανακλά τη λενινιστική
θέση ότι η διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης στην ύπαιθρο υπονοεί μια
διαδικασία προλεταριοποίησης.
Εξετάζοντας τη διαδικασία συγκέντρωσης της γεωργικής γης, ο Μωϋσίδης παρατηρεί
μια σημαντική μεταβίβαση γης – κυρίως μέσω ενοικίασης γεωργικής γης – από τις
μικρότερες στις μεγαλύτερες οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Σύμφωνα με τον
Μωϋσίδη:
Η εμφάνιση ή η επέκταση και η αριθμητική αύξηση των μεγάλων εκμεταλλεύσεων
στην ελληνική ύπαιθρο και κατ’ επέκταση το ταξικό δυνάμωμα του στρώματος των
μεγαλοϊδιοκτητών εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της καταστροφής δυσανάλογα
μεγάλου αριθμού μικρών εκμεταλλεύσεων και του ξεριζωμού των εργαζομένων σε
αυτές (Μωϋσίδης, 1985, σελ. 120).
Αυτός ο φαινομενικός εκτοπισμός των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων
αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Μωϋσίδη, την ύπαρξη μιας λανθάνουσας διαδικασίας
προλεταριοποίησης στην ελληνική γεωργία (Μωϋσίδης, 1986, σελ. 69-124).
Επιπλέον, η ύπαρξη εξω-γεωργικής απασχόλησης συνδέεται από το Μωϋσίδη με τις
μικρού μεγέθους οικογενειακές εκμεταλλεύσεις και θεωρείται ως ένα στοιχείο
κοινωνικοοικονομικής διαφοροποίησης προς την κατεύθυνση της προλεταριοποίησης
των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων (Μωϋσίδης, 1994).
Δύο επιπλέον σημεία θα πρέπει να αναφερθούν σχετικά με τις πιο πρόσφατες
μελέτες του Μωϋσίδη για την οικογενειακή γεωργία. Το πρώτο αφορά στην εξέταση,
43
που γίνεται από αυτόν, της συμβολαιακής γεωργίας και η οποία σχετίζεται με την
προσέγγιση του Davis, ο οποίος αναφέρει με τη σειρά του ότι οι γεωργοί που
παράγουν με συμβόλαιο αποτελούν ένα είδος «ιδιοκτήτη-εργάτη», αφού οι
οικογενειακές εκμεταλλεύσεις παραχωρούν την ανεξαρτησία τους και
ενσωματώνονται στο βιομηχανικό καπιταλισμό σαν «εξαρτήματα». Αυτή η
διαδικασία ενσωμάτωσης καθιστά τον αγρότη ένα «δυνητικό» ή «ημι-» προλετάριο,
αναγνωρίζεται όμως από το συγγραφέα η ανάγκη μιας πιο συστηματικής εμπειρικής
έρευνας (Μωϋσίδης, 1988, σελ. 55-56). Το δεύτερο σημείο, αφορά σε μια πρόσφατη
επανεπεξεργασία των χαρακτηριστικών της οικογενειακής γεωργίας η οποία
καταλήγει στην άποψη ότι, παρά την αργή διαδικασία συγκέντρωσης της γης στην
ελληνική γεωργία, υπάρχει μια σταθερή, αλλά παράλληλη διαδικασία
περιθωριοποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, η οποία οδηγεί στη
εξαφάνισή τους. Αν και ο Μωϋσίδης έχει προχωρήσει σε μια τυπολόγηση των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, εμμένει στο διαχωρισμό ανάμεσα στις
μεγάλου και στις μικρού μεγέθους οικογενειακές εκμεταλλεύσεις (Μωϋσίδης, 1994,
σελ. 79-83).
Η τοποθέτηση των σχέσεων ιδιοκτησίας, από τους μαρξιστικά
προσανατολισμένους συγγραφείς, ως κεντρικό εξηγητικό στοιχείο, τους έχει
εμποδίσει σημαντικά στην εξέταση των πραγματικών διασυνδέσεων ανάμεσα στην
ιδιοκτησία της γης, την εμπορευματική παραγωγή και τη συσσώρευση του
κεφαλαίου. 8 Αυτό το «μειονέκτημα» επέτρεψε στους επικριτές τους να
υπογραμμίσουν διαφορετικές πλευρές της διαδικασίας κοινωνικής διαφοροποίησης
των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες όμως είναι πιο έντονες και πιο
ραγδαίες.
Οι εξελικτικές απόψεις, οι οποίες προβλέπουν τη συρρίκνωση του γεωργικού
πληθυσμού, διατηρούνται, σε μεγάλο βαθμό, αλώβητες και αποτελούν ακόμα και
σήμερα την κρατούσα άποψη μεταξύ των συγγραφέων που ασχολούνται με την
αγροτική κοινωνία. Ένα μεγάλο μέρος των συγγραφέων αυτών πιστεύει ότι η
οικογενειακή γεωργία στην Ελλάδα θα υποκύψει, τελικά, σε ένα μοντέλο παρόμοιο
με αυτό που επικρατεί στη Δυτική Ευρώπη· δηλαδή σε ένα μοντέλο που στηρίζεται
στην μεγάλου μεγέθους εντατική καλλιέργεια, και το οποίο, ουσιαστικά, συνδέεται με
ένα «παραγωγικίστικο» (productivist) καθεστώς παραγωγής (Μωϋσίδης, 1994,
Πανιτσίδης, 1992, Λιοδάκης, 1994). Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να
επισημάνουμε την ύπαρξη μιας άλλης άποψης, η οποία υπογραμμίζει τον
«καθυστερημένο» χαρακτήρα της ελληνικής γεωργίας και την κυριαρχία των μικρών
ή/και περιθωριακών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων (Goussios, 1995, Damianakos,
1997). Κάθε μια από τις παραπάνω απόψεις, κλίνει προς την εξέταση διαφορετικών
πλευρών της ελληνικής γεωργίας.
Ενώ η πρώτη άποψη στηρίζει τα επιχειρήματά της σε οικονομικά κριτήρια (όπως η
ιδιοκτησία, η απασχόληση, η διαδικασία παραγωγής, τα ενοίκια γης, η απόδοση,
κ.ά.), η δεύτερη τονίζει τη σημασία των κοινωνικογεωγραφικών και εθνογραφικών
κριτηρίων (τοπικότητα, περιβάλλον, οικογένεια, άτυπα δίκτυα, κτλ.).
8
Ο Kautsky διακρίνει ανάμεσα στη διαδικασία συγκέντρωσης της γης και τη διαδικασία
εμπορευματοποίησης της παραγωγής. Η διαδικασία προλεταριοποίησης, στη πραγματικότητα,
συμβαδίζει με τη διαδικασία συγκέντρωσης της γης, ενώ η διαδικασία διαφοροποίησης σχετίζεται με
την εμπορευματοποίηση (Papadopoulos, 1994).
44
Στο μέρος αυτό παρουσιάζονται δύο προσεγγίσεις στη μελέτη της διαφοροποίησης
των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Με βάση την πρώτη προσέγγιση,
η διαδικασία διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων εξετάζεται σε
σχέση με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, γεγονός που συνδέεται με το ζήτημα του
«γεωργικού εκσυγχρονισμού» της ελληνικής γεωργίας (Λ. Λουλούδης, Ν. Μαρτίνος,
Α. Παναγιώτου), ενώ για τη δεύτερη προσέγγιση, η διαδικασία διαφοροποίησης
εξετάζεται σε σχέση με τη διάρθρωση αγροτικής απασχόλησης, γεγονός που
συνδέεται με την επέκταση της εξω-αγροτικής απασχόλησης στην ύπαιθρο (Χ.
Κασίμης, Δ. Δαμιανός, Μ. Ντεμούσης).
Η πρώτη προσέγγιση της διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων
αναφέρεται, ουσιαστικά, στον εκσυγχρονισμό της οικογενειακής γεωργίας στο
επίπεδο των τοπικών αγροτικών δομών. Μελετώντας έναν αριθμό αγροτικών
κοινοτήτων, οι Louloudis et al. (1989α), παρατηρούν μια εντεινόμενη διαδικασία
διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Ωστόσο, το επίπεδο
διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό,
από την αγροτική δομή κάθε γεωγραφικής περιοχής. Η εκτεταμένη εισαγωγή
προηγμένης τεχνολογίας είχε διαφορετικές επιπτώσεις στις πεδινές και στις ορεινές
περιοχές, αυξάνοντας την ανισότητα στην κατανομή του κατά κεφαλήν εισοδήματος
και την εισαγωγή ενός νέου δια-περιφερειακού καταμερισμού της εργασίας μεταξύ
αυτών των περιοχών (Louloudis et al., 1989α).
Οι Louloudis et al. διαχωρίζουν ανάμεσα στην ορεινή ζώνη, όπου οι οικογενειακές
εκμεταλλεύσεις δεν συνδέονται με την καπιταλιστική οικονομία και τείνουν προς την
επιβιωτική ή αυτάρκη γεωργία, και ανάμεσα στην πεδινή ζώνη, όπου οι
οικογενειακές εκμεταλλεύσεις ωφελούνται τα μέγιστα από τον εκσυγχρονισμό της
ελληνικής γεωργίας. Η διαδικασία εκσυγχρονισμού που πραγματοποιείται μέσω της
εισαγωγής προηγμένων τεχνολογιών δεν επέδρασε «θετικά» στις οικογενειακές
εκμεταλλεύσεις των ορεινών περιοχών, ενώ η κρατική υποστήριξη είναι
περιορισμένη και, ουσιαστικά, οι ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στις περιοχές αυτές είναι σημαντικά μειωμένες
(Louloudis et al., 1989β). Από την άλλη πλευρά, για τις οικογενειακές
εκμεταλλεύσεις των πεδινών περιοχών, ο γεωργικός εκσυγχρονισμός και η κρατική
υποστήριξη συμβαδίζουν, ενώ η κρατική αγροτική πολιτική στοχεύει σε μεγάλο
βαθμό στη διατήρηση του πολιτικού ελέγχου στην ύπαιθρο. Έτσι, η κρατική αγροτική
πολιτική έχει ένα διττό ρόλο ως παράγοντας διαφοροποίησης των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων τόσο σε γεωγραφικό (ορεινές απέναντι στις πεδινές περιοχές) όσο
και σε τοπικό επίπεδο. Εξετάζοντας το ρόλο του κράτους, οι Louloudis et al.
συμπεραίνουν ότι είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς τον κοινωνικό μετασχηματισμό
χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή του κράτους. Υποστηρίζουν δε ότι, το κύριο
πλεονέκτημα της προσέγγισής τους αυτής είναι η δυνατότητα εξέτασης του ρόλου
των μη-οικονομικών πλευρών του κοινωνικού σχηματισμού στη διαδικασία
μετασχηματισμού και/ή αναπαραγωγής των κοινωνικών υποκειμένων (Λουλούδης
κ.ά., 1987, σελ. 76).
Έτσι, η κρατική στήριξη και η αγροτική πολιτική γενικότερα, αποτελούν έναν από
τους σημαντικότερους παράγοντες διαφοροποίησης των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων. Παρόλα αυτά, οι Λουλούδης κ.ά., υπονοώντας την ύπαρξη μιας
τάσης «μικροαστικοποίησης» η οποία χαρακτηρίζει τη διαδικασία διαφοροποίησης
των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αναφερόμενοι στην επιβιωτική διάσταση της
οικογενειακής γεωργίας, δεν αποκλείουν την πιθανότητα επίδρασης της πολιτικής και
της ιδεολογίας στο μέλλον της οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα. Αυτή η,
45
ουσιαστικά Αλτουσεριανή, άποψη έχει το πλεονέκτημα ότι ενσωματώνει εξω-τοπικές
διαδικασίες στη μελέτη της ελληνικής οικογενειακής γεωργίας. Παρόλα αυτά, δεν
εξετάζει ζητήματα διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων όπως αυτά
λαμβάνουν χώρα στο τοπικό και στο τομεακό επίπεδο.
Η δεύτερη προσέγγιση της διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων
αφορά στη διάρθρωση της απασχόλησης σε τοπικό επίπεδο και υπογραμμίζει τη
σημασία της πολυαπασχόλησης για την οικογενειακή γεωργία (Κασίμης, 1988). Η
εξω-αγροτική απασχόληση ως αναπόσπαστο τμήμα των στρατηγικών
πολυαπασχόλησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων αποτελεί μια μορφή
ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό και, ταυτόχρονα, οδηγεί στην κοινωνικοοικονομική
τους διαφοροποίηση. Έτσι, ενώ αρχικά η πολυαπασχόληση θεωρήθηκε ως ένα
μεταβατικό στάδιο που σηματοδοτούσε την έξοδο των μικρότερων οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων από τη γεωργία (Κασίμης και Ντεμούσης, 1987, σελ. 7), αργότερα
αυτή παρουσιάζεται στο πλαίσιο των στρατηγικών της ίδιας της οικογενειακής
εκμετάλλευσης η οποία επιβιώνει ή/και μετασχηματίζεται. Ωστόσο, η παράταση
αυτού του «μεταβατικού σταδίου», το οποίο, στη πραγματικότητα, προσομοιάζει με
μια μορφή ταξικής ασάφειας των πολυαπασχολούμενων οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων, σε μια κατοπινή φάση ανάπτυξης της πολυαπασχόλησης φαίνεται
να αποτελεί ένα πιο μόνιμο φαινόμενο (Damianos et al., 1991).
Με βάση τα εμπειρικά δεδομένα, επιχειρείται από τους συγγραφείς ένας
διαχωρισμός μεταξύ διαφορετικών τύπων πολυαπασχολούμενων οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων και υποστηρίζεται η ύπαρξη διαφορετικών τάσεων ή μορφών
ενσωμάτωσης της εξω-γεωργικής απασχόλησης στην οικογενειακή γεωργία. Ο
Κασίμης, στηριζόμενος στη μελέτη τοπικών κοινωνιών, περιγράφει τέσσερις
κατηγορίες πολυαπασχολούμενων αγροτικών νοικοκυριών: α) τα «εργατικά»
νοικοκυριά, τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξω-γεωργική
απασχόληση, β) τα «αγροτο-εργατικά» νοικοκυριά με συμπληρωματική εξω-
γεωργική, βιομηχανική απασχόληση, γ) τα «αγροτικά» νοικοκυριά, στα οποία ο
ρόλος της εξω-γεωργικής απασχόλησης είναι, κύρια, συμπληρωματικός και, δ) τα
«αγροτο-επιχειρηματικά» νοικοκυριά, στα οποία σημειώνεται μια επέκταση στις
συμπληρωματικές στη γεωργία δραστηριότητες (Κασίμης, 1988). Μόνο τα «αγροτο-
εργατικά» νοικοκυριά, δηλαδή τα ημι-προλεταριακά, αγροτικά νοικοκυριά μπορεί να
θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο προς την προλεταριακή ταξική
θέση. Επομένως, η εξω-γεωργική απασχόληση μπορεί να θεωρηθεί ως ένας βασικός
παράγοντας διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Ο ρόλος της εξω-
γεωργικής απασχόλησης για την αναπαραγωγή του αγροτικού νοικοκυριού παρέχει
την βάση για τον ισχυρισμό ότι «η διαδικασία προλεταριοποίησης στην γεωργία
εμφανίζεται με ειδική μορφή» (Κασίμης και Σταθάκης, 1986, σελ. 300).
Παρόλα αυτά, αυτή η «καουτσκική» άποψη της προλεταριοποίησης της ελληνικής
οικογενειακής γεωργίας, δεν συνιστά την κύρια τάση κοινωνικής διαφοροποίησης
στην ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η διάκριση
μεταξύ διαφορετικών μορφών οικογενειακής εκμετάλλευσης προσφέρει μια αξιόλογη
βάση για τη διαφοροποίηση μεταξύ των χαρακτηριστικών των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων και των τάσεων μετασχηματισμού τους. Από την άλλη πλευρά, αυτή
η άποψη συνδέεται με μια «αναπτυξιακή προσέγγιση», η οποία υπολανθάνει στις
εμπειρικές μελέτες στη χώρα μας και η οποία αναπαράγει επιχειρήματα, τα οποία θα
μπορούσαν να θεωρηθούν είτε ως «εξελικτικά» είτε ως «αναγωγικά».
Η έρευνα για την πολυαπασχόληση που έγινε σε επίπεδο χώρας, και η οποία
πραγματοποιήθηκε αργότερα, είχε ως βασικό της στόχο την εξέταση και ανάλυση
των οικονομικών και κοινωνικών πτυχών της πολυαπασχόλησης, ενόψει της εθνικής
46
και περιφερειακής πολιτικής (Δαμιανός κ.ά., 1994, σελ. 21). Η έρευνα επικεντρώθηκε
στο συνδυασμό της γεωργικής δραστηριότητας των μελών του νοικοκυριού μέσα
στην εκμετάλλευσή τους με μία ή περισσότερες εξω-γεωργικές δραστηριότητες. Το
αγροτικό νοικοκυριό αποτέλεσε τη βάση για τη συλλογή εμπειρικών στοιχείων και
έτσι, επιχειρήθηκε η εξέταση των παραγόντων που επηρεάζουν την ύπαρξη και/ή
επέκταση της πολυαπασχόλησης. Δύο στοιχεία ήταν ουσιώδη για την ανάλυση της
πολυαπασχόλησης: ο χρόνος εργασίας των μελών του νοικοκυριού και το εισόδημα
που πηγάζει εκτός της εκμετάλλευσης. Αυτή η ανάλυση αφορά ουσιαστικά στην
εξέταση της «υπόθεσης push-pull» στην ελληνική γεωργία παρά σε μια εξέταση που
επικεντρώνεται στην οικογενειακή εκμετάλλευση λαμβάνοντας υπόψη τις
στρατηγικές και τους τύπους αναπαραγωγής της (Δαμιανός κ.ά., 1994). 9
Στην προσέγγιση της πολυαπασχόλησης, η έννοια της οικογενειακής
εκμετάλλευσης δεν ορίζεται αλλά υπολανθάνει στην παρουσίαση του εμπειρικού
υλικού. Τα χαρακτηριστικά της οικογενειακής γεωργίας αναλύονται, κύρια, σε ένα
συνολικό επίπεδο το οποίο, στην πραγματικότητα, αποκρύπτει τους διαφορετικούς
συνδυασμούς των σχέσεων παραγωγής που παρατηρούνται στους διαφορετικούς
τύπους αγροτικής εκμετάλλευσης. Ζητήματα «εγχειρηματοποίησης»
(operationalization) και εσωτερικών ή/και εξωτερικών σχέσεων παραγωγής που
συνδέουν την οικογενειακή εκμετάλλευση με την εξωτερική οικονομία δεν έχουν
ακόμα ερευνηθεί. Η έμφαση που δόθηκε μέχρι σήμερα στις οικονομικές πτυχές της
οικογενειακής γεωργίας είχε σαν αποτέλεσμα τη συλλογή στοιχείων που αφορούσαν
μακρο-διαδικασίες, όπως οι επιπτώσεις των αλλαγών στην αγροτική πολιτική, οι
επιπτώσεις των τοπικών και/ή των περιφερειακών αγορών και η σημασία της
διαφοροποίησης του εισοδήματος πάνω σε διαφορετικούς τύπους οικογενειακής
εκμετάλλευσης.
Το βάρος της θεωρητικής συζήτησης γύρω από την οικογενειακή γεωργία φαίνεται
να μετατοπίζεται, στην περίοδο μετά το 1970, από τη θεωρητική και/ή τη μακρο-
κοινωνική έρευνα της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην ελληνική γεωργία (βλέπε
π.χ. τη συζήτηση Βεργόπουλου-Μουζέλη) σε πιο συγκεκριμένα θέματα που αφορούν
στην έρευνα – σε τοπικό επίπεδο – των χαρακτηριστικών της οικογενειακής γεωργίας
και της διαδικασίας διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Όμως,
στην περίοδο μετά το 1980, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές θέσεις: τη θέση
της «προλεταριοποίησης της οικογενειακής εκμετάλλευσης μέσω της πόλωσης» και
τη θέση της «διατήρησης της οικογενειακής εκμετάλλευσης μέσω της
διαφοροποίησης». Η πρώτη προσέγγιση υποχωρεί σε μια «ιδεολογικοποίηση» των
τάσεων μετασχηματισμού της οικογενειακής γεωργίας και σε ανεπαρκώς
αιτιολογημένες γενικεύσεις, ενώ, αντίθετα, η δεύτερη προσέγγιση, στηρίζεται,
δυσανάλογα στη χρήση εμπειρικών στοιχείων, διστάζοντας να προχωρήσει σε
γενικεύσεις, όπως και στο να συναρτήσει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της
οικογενειακής γεωργίας.
9
Βλέπε επίσης Gidarakou (1990). Στο ίδιο πλαίσιο, η Ευστράτογλου-Τοδούλου κατασκεύασε ένα
δυαδικό σχήμα των πολυαπασχολούμενων περιοχών (λιγότερο ευνοημένες περιοχές και ευνοημένες
περιοχές), χρησιμοποιώντας συνολικές εκτιμήσεις των παραγόντων που επηρεάζουν την
πολυαπασχόληση και οι οποίες συνδέονται με δύο προοπτικές για τους πολυαπασχολούμενους
αγρότες: την αναγκαιότητα και την επιλογή (Efstratoglou-Todoulou, 1990).
47
Η δεύτερη προσέγγιση περιλαμβάνει δύο σημαντικές πτυχές της σύγχρονης
συζήτησης σχετικά τόσο με την «εγχειρηματοποίηση» όσο και τις τάσεις
μετασχηματισμού της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Οι πτυχές αυτές αναφέρονται
τόσο στο θέμα του «εκσυγχρονισμού», δίνοντας έμφαση στη σημασία των σχέσεων
ιδιοκτησίας, την γεωργική διάρθρωση και το ρόλο του κράτους σε αυτή τη
διαδικασία, όσο και το θέμα της «διάρθρωσης της απασχόλησης στον αγροτικό
χώρο», τονίζοντας το ρόλο της πολυαπασχόλησης για την αναπαραγωγή των
αγροτικών νοικοκυριών. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όπως παρατηρεί ο Newby
(1980), ότι η επιβίωση της οικογενειακής εκμετάλλευσης εξασφαλίζεται μέσα από το
μετασχηματισμό της και τη συνεχή προσαρμογή της, είναι χρήσιμη αντίληψη για την
κατανόηση των μηχανισμών λειτουργίας της ελληνικής οικογενειακής γεωργίας.
Αυτές οι δύο εκδοχές του μετασχηματισμού των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων,
στην πραγματικότητα, υπογραμμίζουν την σημασία τόσο των ενδο-περιφερειακών
όσο και των δια-περιφερειακών τάσεων διαφοροποίησης της οικογενειακής γεωργίας
(Kasimis et al., 1992). 10 Ωστόσο, οι δύο αυτές εκδοχές δεν επεξεργάζονται εκτενώς
την ενδο-περιφερειακή διαφοροποίηση των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Πιο
συγκεκριμένα, αποφεύγουν κάθε προσπάθεια κατασκευής ενός λειτουργικού ορισμού
της οικογενειακής γεωργίας, αν και κανείς θα μπορούσε να αναδείξει έμμεσα τα
στοιχεία μιας τέτοιας έννοιας, είτε μέσα από την εμπειρική κατασκευή του
«αγροτικού νοικοκυριού», είτε μέσα από τη θεωρητική επεξεργασία της έννοιας της
«απλής εμπορευματικής παραγωγής». Αυτή η κατάδηλη ανεπάρκεια οφείλεται
πιθανότατα στις ίδιες τις υποθέσεις έρευνας πάνω στις οποίες βασίστηκαν αυτές οι
εμπειρικές μελέτες και οι οποίες δεν επικεντρώθηκαν άμεσα στην εννοιολόγηση της
οικογενειακής εκμετάλλευσης. Μόνο πρόσφατα μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια
προσπάθεια κατασκευής ενός θεωρητικού πλαισίου για την ανάλυση της
οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές σχέσεις
παραγωγής, που εφάπτονται στο επίπεδο της γεωργικής οικογενειακής μονάδας
παραγωγής και οι οποίες καταλήγουν σε ενδο-τοπικές και δια-τοπικές τάσεις
διαφοροποίησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, μέσα από την προσπάθεια
αποτύπωσης των διαφορετικών συνδυασμών των σχέσεων παραγωγής σε μια
τυπολογία των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων (Papadopoulos, 1994).
Σε σχέση με τα παραπάνω, έχει σημειωθεί σημαντική υστέρηση όσον αφορά στην
ανάπτυξη μιας αγροτικής πολιτικής οικονομίας για τη μελέτη της ελληνικής
γεωργίας, η οποία θα περιελάμβανε τόσο την επεξεργασία και κατασκευή ενός
λειτουργικού ορισμού της οικογενειακής εκμετάλλευσης, όσο και την κατασκευή
μιας τυπολογίας οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική
διαφοροποίηση, την ετερογένεια και την ποικιλομορφία των γεωργικών δομών. Η
κατασκευή μιας τέτοιας τυπολογίας θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην άσκηση της
αγροτικής και περιφερειακής πολιτικής (βλέπε π.χ. το πρόγραμμα που διατυπώνεται
στην Ατζέντα 2000). Κατά συνέπεια, οι πολιτικές αυτές δε μπορούν πια να
εφαρμόζονται ομοιόμορφα στη γεωργική διάρθρωση, αλλά – αντίθετα – να αφήνουν
χώρο τόσο για τις τοπικές όσο και τις δια-τοπικές διαφοροποιήσεις, διασφαλίζοντας
τις προϋποθέσεις για μια «ενδογενή» ανάπτυξη, αλλά επίσης και την ύπαρξη
ευκαιριών για τη διαφοροποίηση ή/και υιοθέτηση εναλλακτικών στρατηγικών από
την πλευρά της οικογενειακής εκμετάλλευσης (Kasimis και Papadopoulos, 1994, σελ.
225). Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία δεκαπέντε χρόνων
εφαρμογής της ΚΑΠ, η οποία ακολούθησε την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. και η
10
Σχετικά με τη δια-περιφερειακή διαφοροποίηση της οικογενειακής γεωργίας μπορούμε να
αναφερθούμε στην περιφερειακή γεωγραφική προσέγγιση που αναπτύσσεται από τον Hadjimichalis
(1987).
48
οποία μέσω της στήριξης του εισοδήματος των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων
οδήγησε στην επιβίωση των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων αυξάνοντας όμως την
κοινωνική διαφοροποίηση στην ύπαιθρο.
Η συζήτηση γύρω από τη σχέση οικογενειακής εκμετάλλευση και διαδικασίας
ανάπτυξης του καπιταλισμού στην ελληνική γεωργία, αποτελεί μόνο ένα
προκαταρκτικό βήμα προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που θα δίνει ισότιμα βάρος
τόσο στη θεωρητική όσο και την εμπειρική έρευνα. Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου,
απαιτεί μια σειρά προσπαθειών για το ξεκαθάρισμα ή/και την αποκατάσταση των
συνδέσμων ανάμεσα στις θεωρητικές έννοιες και τις εμπειρικές κατηγορίες. Σε αυτή
την κατεύθυνση θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία τοπικών εναυσμάτων για την
ερμηνεία (ή τον έλεγχο) μακρο-θεωρητικών υποθέσεων εργασίας (Levine κ.ά., 1987).
Ένα θεωρητικό πλαίσιο βασισμένο στην πολιτική οικονομία της γεωργίας πρέπει
να τοποθετηθεί μέσα στα πλαίσιο της εθνογραφίας και της κοινωνιολογίας του
ελληνικού αγροτικού χώρου. Αυτές οι δύο επιστήμες προσφέρουν σημαντικά
θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία χρήσιμα για την κατασκευή ενός λειτουργικού
ορισμού όπως και τη εξέταση διαφορετικών τύπων (στατικών και/ή δυναμικών)
οικογενειακής γεωργίας, όπως αναφέρθηκαν νωρίτερα. Είναι σημαντικό ότι ο
Καραβίδας, εξήντα χρόνια πριν, κατασκεύασε διαφορετικούς αγροτικούς τύπους
χρησιμοποιώντας ως κριτήρια τη δημογραφική χωρητικότητα του αγροτικού
νοικοκυριού, τη δυναμική του γεωργικού παραγωγικού συστήματος, το πιστωτικό και
ασφαλιστικό σύστημα, και τις σχέσεις με την εξωτερική οικονομία (Καραβίδας,
1978).
Σήμερα, τα κριτήρια αυτά συνδέονται με ένα σύνολο ζητημάτων, τα οποία
αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις μέσα στην ίδια την οικογενειακή εκμετάλλευση,
καθώς και τη σύνδεσή της με την εξωτερική οικονομία. Αυτοί οι δύο άξονες μπορούν
να συνεισφέρουν σε μια σειρά ερευνητικών πεδίων, που αναφέρονται στη διαδικασία
κοινωνικής διαφοροποίησης, τόσο σε τοπικό όσο και σε δια-τοπικό επίπεδο. Οι
εσωτερικές σχέσεις στην ίδια την οικογενειακή εκμετάλλευση αποτελούν ένα
ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό των ελληνικών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων.
Ο στόχος της αναπαραγωγής της οικογενειακής εκμετάλλευσης έχει έναν έντονο
επιβιωτικό χαρακτήρα, ο οποίος με τη σειρά του καθορίζεται από τα εσωτερικά
χαρακτηριστικά της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Η έμφαση στις εσωτερικές
σχέσεις μέσα στην οικογενειακή εκμετάλλευση μπορεί να συσχετισθεί με τις
στρατηγικές που αναπτύσσουν οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, με στόχο την
επιβίωση ή/και την κοινωνική και οικονομική ανέλιξή τους. Τόσο οι τοπικές
γεωργικές δομές, όσο και οι περιφερειακές αγορές εργασίας συνιστούν το πλαίσιο
μέσα στο οποίο, ζητήματα όπως η ιδιοκτησία της γης, η εκμηχάνιση, η ενοικίαση της
γεωργικής γης, οι επενδύσεις, η κληρονομιά της γεωργικής γης, η διαδοχή στην
εκμετάλλευση, η οικογενειακή και μη-οικογενειακή εργασία, τα έθιμα, οι
πελατειακές σχέσεις κ.ά. επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό, την επιβίωση ή/και τη
διαφοροποίηση των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων (Kasimis και Zakopoulou,
1993).
Στην πραγματικότητα, πολλοί θεωρούν ότι στους παραπάνω παράγοντες
οφείλονται τα μόνιμα (διαρθρωτικά) προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και τα
οποία συνδέονται με τον «καθυστερημένο» εκσυγχρονισμό της (Lianos και Parliarou,
1986, Μαραβέγιας, 1992). Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, υποστηρίζουμε ότι, οι
οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα, ούτε είναι εκ φύσεως βιώσιμες, ούτε
μπορούν να θεωρηθούν, εξ ορισμού, ως μεγενθυνόμενες εκμεταλλεύσεις. Οι
ιδιαιτερότητές τους οφείλονται, μάλλον, σε μια πολύπλευρη διαδικασία, που
χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες και οπισθοδρομήσεις.
49
Η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε παραπάνω στις εσωτερικές σχέσεις δεν σημαίνει
ότι οι εξωτερικές σχέσεις είναι λιγότερο σημαντικές. Οι τελευταίες παίζουν
ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία διαφοροποίησης των οικογενειακών
εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί ντετερμινιστικά. Για
παράδειγμα, ο ρόλος του κράτους, όσον αφορά στην εφαρμογή της ΚΑΠ για τον
έλεγχο της διαδικασίας μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου, δεν εκδηλώνεται
χωρίς διαφωνίες ή/και ανταγωνισμούς, είτε ανάμεσα στο κράτος και τους γεωργούς,
είτε ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες γεωργών (Louloudis και Maraveyas, 1997).
Επιπλέον, η έρευνα για το επονομαζόμενο μοντέλο της ελληνικής γεωργίας έχει
αποδειχθεί ότι είναι ανεξάντλητη (Damianakos, 1997), ιδιαίτερα από τη στιγμή που
μεγάλος αριθμός εξωτερικών παραγόντων (όπως π.χ. το κράτος, η παγκόσμια
οικονομία, το αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα, το κεφάλαιο κτλ.) ασκούν πίεση για
τον μετασχηματισμό και την διαφοροποίηση των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων.
Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα τα οποία, θεωρούνται σημαντικά για μια
λεπτομερή μελέτη της οικογενειακής γεωργίας. Στο παρελθόν, τα περισσότερα από
αυτά τα ζητήματα δε μελετήθηκαν σε βάθος. Υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει να
εξετασθούν συστηματικά προκειμένου να αποκτήσουμε μια καθαρότερη εικόνα
σχετικά με την ετερογένεια της ελληνικής οικογενειακής γεωργίας.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
50
Λουλούδης, Λ., Μαρτίνος, Ν. και Παναγιώτου, Α. (1987) Ο «Τρόπος Παραγωγής»
στη Γεωργία: Μεθοδολογικά Προβλήματα στην Επιτόπια ¸ρευνα. Επιθεώρηση
Αγροτικών Μελετών, τευχ. 2, σελ. 65-77.
Μαραβέγιας, Ν.Ν. (1992) Αγροτική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη στην
Ελλάδα. Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Μωϋσίδης, Α. (1985) Κοινωνική Στρωμάτωση στη Μεταπολεμική Ελληνική
Γεωργία: Οι έγγειες σχέσεις και ο ρόλος του ενοικίου. Στο Κοινωνικές Τάξεις
στη Μεσόγειο. Τόμος 2ος, Αθήνα: Ιδρυμα Μεσογειακών Μελετών.
Μωϋσίδης, Α. (1986) Η Αγροτική Κοινωνία στη Σύγχρονη Ελλάδα: Η Παραγωγική
και η Κοινωνική Δομή της Ελληνικής Γεωργίας, 1950-1980. Αθήνα: Ιδρυμα
Μεσογειακών Μελετών.
Μωϋσίδης, Α. (1988) Συμβολαιϊκή Γεωργία στην Ελλάδα: Μια Σύγχρονη Μορφή
Ενσωμάτωσης του Αγροτικού Τομέα στον Καπιταλισμό. Αθήνα: ΑΤΕ.
Μωϋσίδης, Α. (1994) Οικογενειακή Γεωργία και Αξιοποίηση Παραγωγικών Πόρων:
Μερικές Πτυχές του Προβλήματος στην Ελλάδα. Αθήνα: ΑΤΕ.
Πανιτσίδης, Γ. (1984) Ο Μαρξισμός και το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα. Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή.
Πανιτσίδης, Γ. (1992) Προσεγγίσεις στην Ταξική Δομή της Αγροτικής Οικονομίας
μας. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Σακελλαρόπουλος, Θ. (1991) Θεσμικός Μετασχηματισμός και Οικονομική
Ανάπτυξη: Κράτος και Οικονομία στην Ελλάδα, 1830-1922. Αθήνα: Εξάντας.
Τσουκαλάς, Κ. (1987) Κράτος, Κοινωνία, Απασχόληση στη Μεταπολεμική Ελλάδα.
2η Εκδοση, Αθήνα: Θεμέλιο.
Ψυχογιός, Δ. (1982) Οικιακός Τρόπος Παραγωγής στη Γεωργία και Καπιταλισμός.
Επιθεώρηση Αγροτικών Μελετών, τευχ. 1, σελ. 2-33.
Ψυχογιός, Δ. (1985) Οικονομικός και Κοινωνικός Μετασχηματισμός των Αγροτικών
Κοινοτήτων. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τευχ. 58, σελ. 3-31.
Ξενόγλωσση
Chayanov, A.V. (1966) The Theory of Peasant Economy. D. Thorner, B. Kerblay and
R.E.F. Smith eds. Homewood: Richard D. Irwin Inc.
Damianakos, S. (1997) The Ongoing Quest for a Model of Greek Agriculture.
Sociologia Ruralis, 37(2), pp. 190-208.
Damianos, D., Demoussis, M. and Kasimis, C. (1991) The Empirical Dimension of
Multiple Job-Holding Agriculture in Greece. Sociologia Ruralis, 31 (1), pp. 37-
47.
Davis, J.E. (1980) Capitalist Agricultural Development and the Exploitation of the
Propertied Labourer. F.H. Buttel and H. Newby (eds.) The Rural Sociology of the
Advanced Societies: Critical Perspectives. London: Croom Helm.
Djurfeldt, G. (1996) Defining and Operationalizing Family Farming from a
Sociological Perspective. Sociologia Ruralis, 36 (3), pp. 340-351.
Eurostat (1995) Farm Structure: 1989/90 Survey: Main Results. Luxembourg: Office
for Official Publications of the European Communities.
Efstratoglou-Todoulou, S. (1990) Pluriactivity in Different Socio-Economic Contexts:
A Test of the Push-Pull Hypothesis in Greek Farming. Journal of Rural Studies,
6(4), pp. 407-413.
51
Friedmann, H. (1980) Household Production and the National Economy: Concepts for
the Analysis of Agrarian Formations. The Journal of Peasant Studies, 7(2), pp.
158-184.
Friedmann, H. (1986) Family Enterprises in Agriculture: Structural Limits and
Political Possibilities. G. Cox, P. Lowe and M. Winter (eds.) Agriculture: People
and Politics. London: Allen & Unwin.
Gasson, R. and A. Errington (1993) The Farm Family Business. Wallingford: CAB
International.
Gidarakou, I. (1990) Part-Time Farming and Farm Reproduction: The Case of Two
Communities in Central Greece. Sociologia Ruralis, 30(3/4), pp. 292-304.
Goodman, D. and Redclift, M. (1988) Problems in Analyzing the Agrarian Transition
in Europe. Comparative Studies in Society and History 30, pp. 784-791
Goussios, D. (1995) The European and Local Context of Greek Family Farming.
Sociologia Ruralis, 35(3/4), pp. 322-334.
Hadjimichalis, C. (1987) Uneven Development and Regionalism: State, Territory and
Class in Southern Europe. London: Croom Helm.
Kasimis, C., Louloudis, L. and Martinos, N. (1992) Family Farming in Modern
Greece: Towards a Synthetic Presentation of Two Empirical Research Examples.
H. de Haan and J.D. van der Ploeg (eds.) Endogenous Regional Development in
Europe: Theory, Method and Practice. Brussels: European Commission.
Kasimis, C., and Papadopoulos, A.G. (1994) The Heterogeneity of Greek Family
Farming: Emerging Policy Principles. Sociologia Ruralis, 34(2/3), pp. 206-228.
Kasimis, C. and Zacopoulou, E. (1993) Constraints on Competitiveness of European
Community Agriculture: A Comparative Study. The Greek Ethnography Team
Report. Athens: Agricultural University of Athens.
Levine, A., E. Sober and E.O. Wright (1987) Marxism and Methodological
Individualism. New Left Review, Νο 162, pp. 67-84.
Lianos, T.P. and D. Parliarou (1986) Farm Size Structure in Greek Agriculture.
European Review of Agricultural Economics, 13, pp. 233-248.
Louloudis, L. and N. Maraveyas (1997) Agricultural Policy and Farmers in post-1981
Greece. Sociologia Ruralis, 37(2), pp. 270-286.
Louloudis, L., N. Martinos and A. Panagiotou (1989α) Patterns of Agrarian Change in
East Central Greece: The Case of Anthili Community. Sociologia Ruralis, 29(1),
pp. 49-66.
Louloudis, L., N. Martinos and A. Panagiotou (1989β) Greek Agriculture in
Transition: Simple Commodity Production in Five Mountain Communities of
Northern Greece. Social Science Information, 28(3), pp. 521-546.
Mann, S.A. and J.M. Dickinson (1978) Obstacles to the Development of a Capitalist
Agriculture. The Journal of Peasant Studies, 5(4), pp. 466-481.
Marsden, T., R. Munton, S. Whatmore and J. Little (1986) Towards a Political
Economy of Capitalist Agriculture: A British Perspective. International Journal of
Urban and Regional Research, 10(4), pp. 498-521.
Mooney, P.H. (1988) My Own Boss? Class, Rationality and the Family Farm.
Boulder and London: Westview Press.
Mouzelis, N. (1978) Modern Greece: Facets of Underdevelopment. London:
Macmillan.
Mouzelis, N. (1979) Peasant Agriculture, Productivity and the Laws of Capitalist
Development: A Reply to Vergopoulos. The Journal of Peasant Studies, 6(3), pp.
351-357.
52
Mouzelis, N. (1986) Politics in the Semi-Periphery: Early Parliamentarism and Late
Industrialisation in the Balkans and Latin America. London: Macmillan.
Newby, H. (1980) Trend Report: Rural Sociology. Current Sociology, 28(1), pp. 1-
141.
Papadopoulos, A.G. (1994) Class and Social Stratification in Contemporary Rural
Greece: A Comparative Study of Three Communities. Unpublished D.Phil.
Thesis. University of Sussex, Brighton.
Poulantzas, N. (1977) The New Petty Bourgeoisie. In A.Hunt (Ed) Class and Class
Structure. London: Lawrence and Wishart.
Vergopoulos, K. (1978) Capitalism and Peasant Productivity. The Journal of Peasant
Studies, 5(4), pp. 446-465.
Winter, M. (1984) Agrarian Class Structure and Family Farming. T. Bradley and P.
Lowe (eds.) Locality and Rurality: Economy and Society in Rural Regions.
Norwich: Geo Books.
Whatmore, S. (1991) Farming Women: Gender, Work and Family Enterprise.
Basingstoke and London: Macmillan.
Wright, E.O. (1985) Classes. London: Verso.
53
Κεφάλαιο 5
Η Ανάπτυξη του Αγροτροφικού Συμπλέγματος και η
Πολιτική Οικονομία του Αγροτικού Μετασχηματισμού
Εισαγωγή
54
αγροτικού με τον αστικό τομέα. Συχνά υπογραμμίζεται ότι η αγροτική κοινωνία χάνει
τον καθαρά «αγροτικό» της χαρακτήρα και ότι νέα αναλυτικά σχήματα απαιτούνται
για την ερμηνεία του μετασχηματισμού της. Αυτή η άποψη οδηγεί στην ανάγκη
διατύπωσης μιας συνολικότερης θεωρίας για τη μελέτη του κοινωνικού
μετασχηματισμού στον αγροτικό χώρο.
Ένα σημαντικό στοιχείο της συντελούμενης διαδικασίας «απο-γεωργοποίησης (ή
αποαγροτοποίησης) της υπαίθρου» είναι η συνεχώς μειούμενη σημασία της γεωργίας
στις οικονομίες των βιομηχανικά αναπτυγμένων κοινωνιών. Η παρακμή πρώην
γεωργικά εύρωστων αγροτικών περιοχών, η μείωση της αγροτικής απασχόλησης, η
μείωση του ποσοστού της προστιθέμενης αξίας του αγροτικού τομέα και η φθίνουσα
συνεισφορά του τομέα στο ΑΕΠ αποτελούν μερικές, χαρακτηριστικές όμως, πλευρές
αυτής της διαδικασίας (Λουλούδης, 1991). Επιπλέον, η τοπική αγροτική κοινωνία ως
αρχή κοινωνικής οργάνωσης εμφανίζει σταθερά σημάδια κατάρρευσης ήδη από την
δεκαετία του 1960. Σημαντικές κοινωνικές διαδικασίες όπως η αστικοποίηση, η
εκβιομηχάνιση και η ανάπτυξη της γραφειοκρατίας διέσπασαν την αυτονομία των
τοπικών κοινωνιών και διέβρωσαν την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα αρκετών
πλευρών της τοπικής και αγροτικής κουλτούρας (Stein, 1972). Η «έκλειψη της
κοινότητας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Stein, συνδέεται με τη γενικότερη
υποχώρηση του αγροτικού κόσμου και τη μετάλλαξη της ταυτότητας και των
βασικών χαρακτηριστικών της ίδιας της αγροτικής κοινότητας.
Στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες κοινωνίες η διαδικασία «αποαγροτοποίησης της
υπαίθρου» εκφράζεται ξεκάθαρα με την αποσύνδεση του «αγροτικού» από το καθαρά
«γεωργικό». Υπάρχει μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη γεωργική
απασχόληση σε άλλες μορφές οικονομικής δραστηριότητας στην ύπαιθρο (βλέπε π.χ.
την άνοδο των υπηρεσιών, του τουρισμού και της πολυαπασχόλησης). Στη Βρετανία
μπορεί κανείς να αναφερθεί στη γεωργία σχεδόν αποκλειστικά όσον αφορά στη
χρήση της γης, αφού η αγροτική κοινωνία της είναι έντονα αστικοποιημένη και οι
πρώην αγροτικές κοινότητες έχουν μετασχηματισθεί σε ζωτικό χώρο της μεσαίας
τάξης η οποία θεωρεί τη διαμονή στην ύπαιθρο ως αγαθό που χαρακτηρίζει την
κοινωνική της θέση (Newby, 1989).
Η γεωργία αποτελεί πλέον μια παραγωγική διαδικασία η οποία στηρίζεται στις
εκροές του βιομηχανικού τομέα για τη λειτουργία της, ενώ συχνά παράγει προϊόντα
που εισέρχονται στη βιομηχανία για να μεταποιηθούν. Η σχέση λοιπόν της γεωργίας
με τη βιομηχανία εμφανίζεται διττή. Από τη μια μεριά, αναφέρεται στις βιομηχανίες
παραγωγής εισροών (χημικά, μηχανήματα, πρώτες ύλες κλπ.) για τη γεωργική
παραγωγή και από την άλλη, αναφέρεται στις μεταποιητικές βιομηχανίες τροφίμων
(Healey και Ilbery, 1985). Η αγροτοβιομηχανία συνιστά ένα σημαντικό παράγοντα
ενσωμάτωσης της γεωργίας στη συνολική οικονομία τόσο μέσα από τις εισροές όσο
και μέσα από τις εκροές της αγροτικής παραγωγής (Βεργόπουλος, 1975) 11 . Με άλλα
λόγια, η γεωργία έχει ενσωματωθεί στο βιομηχανικό σύστημα, συνιστώντας έναν
κρίκο στην παραγωγική διαδικασία, μετασχηματιζόμενη σε μια ιδιαίτερη σφαίρα
επιρροής του κεφαλαίου.
Έχει αναμφίβολα συντελεστεί μια μετατόπιση από τη «γεωργία ως τρόπο ζωής»
στη «γεωργία ως επιχείρηση» (Newby, 1978). Αυτό συνδέεται με τη μετάβαση από
τη γεωργία στην αγροτοβιομηχανία, η οποία συντελείται μέσα από την αύξηση της
οργάνωσης της γεωργικής παραγωγικής διαδικασίας γύρω από επιστημονικές,
11
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγροτοκοινωνιολόγοι δεν καλούνται απλώς να επικεντρώσουν την προσοχή
τους σε μια «κοινωνιολογία της γεωργίας» (sociology of agriculture), αλλά οφείλουν να διευρύνουν τη
μελέτη τους στις σύγχρονες εκφάνσεις του αγροτοβιομηχανικού συστήματος (Newby, 1983).
55
ορθολογικές και επιχειρηματικές αρχές. Η επιστήμη της γενετικής και η σύγχρονη
τεχνολογία συνέβαλαν στην εκπληκτική αύξηση της φυτικής και της ζωικής
παραγωγής. Οι τεχνολογίες έντασης εργασίας αντικατέστησαν μεγάλο μέρος του
εργατικού δυναμικού, αυξάνοντας παράλληλα τη γεωργική παραγωγή και την
παραγωγικότητα της εργασίας (Newby, 1989).
Μετά τη δεκαετία του 1960, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην ύπαιθρο
που συνδέονται με την αύξηση του πληθυσμού εκείνων των αγροτικών περιοχών που
έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε αστικά κέντρα, με την αποκέντρωση ενός αριθμού
βιομηχανικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών σε αγροτικές περιοχές (Healey και Ilbery,
1985), και τη μεγάλη αύξηση της μη-αγροτικής απασχόλησης (κύρια κατά τη
δεκαετία του 1980) (Cloke και Goodwin, 1992).
Η αυξημένη αλληλεπίδραση του αγροτικού με το αστικό στοιχείο, λοιπόν, έχει σαν
άμεσο αποτέλεσμα την οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της υπαίθρου. Η
αγροτική αναδιάρθρωση μπορεί έτσι να εκληφθεί ως μια διαδικασία η οποία
στηρίζεται στον επανακαθορισμό του διαχωρισμού ανάμεσα στη γεωργία και τη
βιομηχανία που συνεπάγεται την άρση των διαχωριστικών δικλείδων μεταξύ
γεωργίας και βιομηχανίας.
Ο αγροτικός μετασχηματισμός δεν είναι απλώς και μόνο μια εξωγενής
διαδικασία, αλλά συνδέεται και με τα ίδια τα ενδογενή χαρακτηριστικά της γεωργίας.
Τρεις τάσεις περιγράφουν αυτή τη διαδικασία:
α) Η συγκέντρωση της γεωργικής παραγωγής. Η παραγωγή και τα μέσα
παραγωγής συγκεντρώνονται σε λιγότερες και μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις, σε
συγκεκριμένες περιοχές και χώρες.
β) Η εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής. Η γεωργική παραγωγικότητα
αυξάνεται στη βάση της επέκτασης της μηχανοποίησης, της κεφαλαιοποίησης και της
εφαρμογής της βιοτεχνολογίας.
γ) Η εξειδίκευση της γεωργικής παραγωγής. Οι λιγότερο κερδοφόρες αγροτικές
δραστηριότητες περιθωριοποιούνται στο βαθμό που η γη, η εργασία και το κεφάλαιο
συγκεντρώνονται στην παραγωγή όλο και λιγότερων αγροτικών προϊόντων.
Η ενδυνάμωση αυτών των τριών τάσεων εξαρτάται επίσης από την εγκαθίδρυση
μιας ορθολογικής συμπεριφοράς από την πλευρά των αγροτών. Ο εκσυγχρονισμός
της γεωργίας συνδέεται με τη βιομηχανοποίησή της, ενώ, παράλληλα, η έμφαση
μεταφέρεται από τις αγροτικές συνθήκες παραγωγής στις σχέσεις που αναπτύσσονται
ανάμεσα στη γεωργία και τους άλλους οικονομικούς τομείς.
Ιστορικά διαπιστώνονται τέσσερις διαδικασίες αγροτικού μετασχηματισμού: 1)
αυτή που συνδέεται με την εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, 2)
αυτή που αναφέρεται στην ανάπτυξη του αγροτροφικού συμπλέγματος και τη
βιομηχανοποίηση της γεωργίας, 3) αυτή που αφορά στην αναδιάρθρωση της
βιομηχανίας και των υπηρεσιών και την αποκέντρωσή τους στον αγροτικό χώρο,
και 4) αυτή που συνδέεται με την ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας.
56
εκμεταλλεύσεων. Σε αυτή τη βάση ορίζεται και η δυαδικότητα της αγροτικής
διάρθρωσης όπως έχει παρατηρηθεί τόσο στη Βρετανία όσο και τις ΗΠΑ (Newby,
1989, Buttel, 1983). Από την άλλη πλευρά, όμως πρέπει να σημειωθεί η
πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας εμπορευματοποίησης των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων που δε μπορούν να αναχθούν απλώς σε ένα λογικό
εξηγητικό σχήμα. Χρειάζεται εδώ να τονισθούν οι τάσεις μετασχηματισμού των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες καθορίζονται από τις διασυνδέσεις
ανάμεσα στην εκμετάλλευση και το εξωτερικό ως προς αυτές κεφάλαιο. Έτσι, η
οικογενειακή εκμετάλλευση διαφοροποιείται τόσο στο εσωτερικό της όσο και στη
σχέση της με το εξωτερικό της περιβάλλον. Σήμερα, δε μπορεί κανείς, πλέον, να
επιμείνει απλώς στις αλλαγές που συμβαίνουν στις σχέσεις ιδιοκτησίας ως τον
αποκλειστικό δείκτη αγροτικού μετασχηματισμού, αλλά θα πρέπει, ίσως
περισσότερο, να αναφερθεί στις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, στη
διάρθρωση της απασχόλησης αλλά και στις εισοδηματικές διαφοροποιήσεις στον
αγροτικό χώρο.
Σε σχέση με την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας και των υπηρεσιών μπορεί κανείς
να αναφερθεί στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων που βρίσκονται
στις αστικές περιοχές, στην αναζήτηση φθηνότερου και πολυαριθμότερου εργατικού
δυναμικού, και στις ανάγκες επέκτασης των βιομηχανιών. Η «αγροτοποίηση» της
βιομηχανίας συνδέεται με την κρίση του φορντιστικού μοντέλου παραγωγής που
οδήγησε στην ανάπτυξη νέων οικονομικών και κοινωνικών μορφών παραγωγής σε
παγκόσμια κλίμακα. Η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας και των υπηρεσιών που τη
συνοδεύουν και η εγκατάστασή τους στον αγροτικό χώρο επηρεάζει και τη σχέση της
τοπικής αγροτικής κοινωνίας και οικονομίας με την περιφερειακή και την εθνική.
Έχει υποστηριχθεί ότι η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας αποτελεί απάντηση στην
ύφεση που προκαλείται από την μείωση των κερδών και η οποία ωθεί τις επιχειρήσεις
να υποκαθιστούν το κεφάλαιο με εργασία ή να μειώνουν τη δυναμικότητά τους.
Πρέπει όμως να ξεχωρίσει κανείς δύο ειδών παράγοντες: α) τους «γενικούς» (π.χ.
τεχνολογικές προόδους, υποδομές, μεταφορές, μεγαλύτερη νομική ευελιξία) οι οποίοι
57
λειτουργούν σε μακρο-επίπεδο και δημιουργούν τις αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς
συνθήκες για την αγροτική εκβιομηχάνιση και β) τους «ειδικούς» (π.χ. φθηνό και μη
οργανωμένο εργατικό δυναμικό, χειροτέρευση του επενδυτικού και κοινωνικού
περιβάλλοντος στις πόλεις κτλ.) που καθορίζουν το χαρακτήρα και τη μορφή της
εκβιομηχάνισης. Αυτή η μορφή αγροτικής αναδιάρθρωσης που αφορά στην αύξηση
του πληθυσμού των αγροτικών (ή περιαστικών) περιοχών, που συγκεντρώνουν όλο
και περισσότερο την προτίμηση του αστικού πληθυσμού, συνδέεται επίσης και με την
κατάτμηση των τοπικών αγορών εργασίας. Δημιουργούνται άξονες διαχωρισμού του
εργατικού δυναμικού της υπαίθρου ανάλογα με τις ανάγκες για εκπαιδευμένο
εργατικό δυναμικό, όπως και τις ευκαιρίες για αξιοποίηση του ντόπιου εργατικού
δυναμικού σε σχετικά καλύτερες θέσεις εργασίας (Healey και Ilbery, 1985). Ο
διαχωρισμός ανάμεσα σε ντόπιους και νεοφερμένους μπορεί να υποκρύπτει
ανταγωνισμούς, συγκρούσεις ή/και πόλωση της τοπικής κοινωνικής διάρθρωσης. Η
διάχυση των μεσαίων στρωμάτων στην ύπαιθρο συνιστά ένα σημαντικό παράγοντα
διαφοροποίησης της αγροτικής κοινωνικής διάρθρωσης, ενώ, παράλληλα, επιτείνει
την προσοχή μας στη συνάρθρωση της γεωργίας με τους άλλους οικονομικούς
κλάδους (Newby, 1989).
58
Το αγροτροφικό σύμπλεγμα και ο Φορντισμός
Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει αναπτυχθεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα
προβληματική που στοχεύει στη συνολικότερη θεώρηση της γεωργίας μέσα στον
αναπτυγμένο καπιταλισμό. Πρόκειται,
για μια πολιτική οικονομία των νέων σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα στον
παγκόσμιο καπιταλισμό και απαιτεί την εξέταση της μετάβασης - που έχει ξεκινήσει
στο παρελθόν - από μια πολυμορφία τοπικών αγροτικών πρακτικών σε μια
συγκεντρωμένη καπιταλιστική γεωργική παραγωγή. Η μετάβαση από την
παραδοσιακή στην βιομηχανική γεωργία συνδέεται άμεσα με τις νέες πρακτικές
παραγωγής και τους νέους οικονομικούς θεσμούς εντός και εκτός του κλάδου των
τροφίμων. Η παραδοσιακή παραγωγή, η απλή εμπορευματική παραγωγή και η
«φορντιστική» επέκταση της χημικής και μηχανικής γεωργίας αντικαταστάθηκαν
από έναν έντονα βιομηχανοποιημένο και κεφαλαιοποιημένο κλάδο τροφίμων που
στηρίζεται σε συγκεκριμένες εισροές για την παραγωγή ανθεκτικών τροφίμων. Με
απλά λόγια, σχετικά με την παρούσα κατάσταση αυτό που εννοείται με τον όρο
«γεωργική εκμετάλλευση» δίνει τη θέση του σε μια κάθετα και οριζόντια
ενσωματωμένη παραγωγή, μεταποίηση και διανομή εισροών για μαζική παραγωγή
και διακίνηση τροφίμων (Friedland, 1991α, σελ. 3-4).
59
μεταξύ των πολυεθνικών συνδέεται με την επιμήκυνση της διαδικασίας μεταποίησης
παράγοντας νέα τρόφιμα υψηλής προστιθέμενης αξίας που συνδέονται είτε με την
οικιακή κατανάλωση είτε με μαζικά συστήματα διανομής.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυξήθηκε η διεθνοποίηση του αγροτροφικού
συστήματος. Τρεις πλευρές αυτής της διαδικασίας μπορούν σύντομα να αναφερθούν
εδώ: α) η ανάπτυξη των αγροτοχημικών και μηχανικών τεχνολογιών μαζί με την
πρόοδο που έχει σημειώσει η γενετική μηχανική στην παραγωγή φυτών και ζώων, β)
η αυξανόμενη εξάρτηση από την κρατική παρέμβαση στα εθνικά αγροτροφικά
συστήματα, και η συνακόλουθη ανάγκη για νέες μορφές διεθνούς ρύθμισης, και γ) οι
στρατηγικές των ίδιων των αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων (Marsden και Little,
1990). Η σύγχρονη γεωργία στις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις
ΗΠΑ παρουσιάζει μια αξιοθαύμαστη ικανότητα προσαρμογής στις επιταγές της
λειτουργίας και αναπαραγωγής του βιομηχανικού συστήματος. Στις συνθήκες
κυριαρχίας του φορντιστικού συστήματος παραγωγής σημειώθηκαν σημαντικά
πλεονάσματα σε αγροτικά προϊόντα, γεγονός που συνδέεται και με την πολιτική
στήριξης των τιμών των αγροτικών προϊόντων (Friedmann, 1993).
Ο φορντισμός ως ένα μοντέλο ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος
αναφερόταν σε τρία αλληλεξαρτώμενα επίπεδα: α) την εργασιακή διαδικασία, β) το
καθεστώς συσσώρευσης και γ) τον τρόπο ρύθμισης. Η εφαρμογή τεϋλορικών
μεθόδων παραγωγής μέσω ενός αυξανόμενου διαχωρισμού του ελέγχου από την
εκτέλεση της παραγωγικής εργασίας (Braverman, 1974), συνδέθηκε με την επέκταση
της τεχνολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και την υπεργολαβική μεταβίβαση
τμημάτων του προϊόντος τους. Η εφαρμογή των μεθόδων αυτών οδήγησε τους
εκπροσώπους της εργατικής δύναμης στο αίτημα του μοιράσματος της αύξησης της
παραγωγικότητας ανάμεσα σε αυτήν και την εργοδοσία. Αυτή η συναίνεση
σηματοδότησε την κυριαρχία ενός καθεστώτος συσσώρευσης στο οποίο κυριαρχούσε
η μαζική παραγωγή και η μαζική κατανάλωση των παραγόμενων προϊόντων. Η
αύξηση της παραγωγής αποτελούσε την κύρια συνθήκη αύξησης της κατανάλωσης
των προϊόντων και αντίστροφα η κατανάλωση πυροδοτούσε την επέκταση της
παραγωγής. Ένας τέτοιος μηχανισμός δε μπορούσε, όμως, να λειτουργήσει έξω και
πέρα από την καθιέρωση μηχανισμών ρύθμισης του καθεστώτος συσσώρευσης. Παρά
τη διαφοροποίηση των επιμέρους μέτρων στις διαφορετικές χώρες παρατηρεί κανείς
την ύπαρξη φορέων συλλογικών διαπραγματεύσεων που επέτυχαν την καθιέρωση
κατώτερου μισθού και τη σύνδεση μισθού και παραγωγικότητας, την ύπαρξη ενός
«κράτους πρόνοιας» που εγγυούταν την επιβίωση των εργαζομένων μέσα από ένα
βελτιωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, και την ανάπτυξη του πιστωτικού
συστήματος που εξασφάλιζε τη διατήρηση της ζήτησης στην οικονομία (Lipietz,
1992). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζουμε δύο επίπεδα ανάλυσης: α) τη
διαμόρφωση ομάδων πίεσης και τάξεων που διεκδικούν τη βελτίωση των όρων και
των συνθηκών διαβίωσής τους στα πλαίσια του εθνικού κράτους, και β) τον
ανταγωνισμό ανάμεσα σε κράτη, ομάδες κρατών και μπλόκ κυριαρχίας στο
παγκόσμιο σύστημα.
Ο Lipietz επισημαίνει τρεις μορφές ανάπτυξης του φορντιστικού συστήματος
παραγωγής: την τεχνική πρόοδο, την κοινωνική πρόοδο και την πρόοδο του κράτους.
Σε αυτές τις τρεις σφαίρες μπορεί να παρατηρήσει κανείς εστίες ανταγωνισμού τόσο
μεταξύ κοινωνικών ομάδων/τάξεων μέσα σε ένα εθνικό παραγωγικό σύστημα όσο
και μεταξύ διαφορετικών κρατών μέσα στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και
διακίνησης προϊόντων.
Η σύνδεση του αγροτικού τομέα λοιπόν με την εθνική και την παγκόσμια
οικονομία συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον (Buttel και Goodman,
60
1989). Σαν ένα βήμα παραπέρα στη μελέτη της διαδικασίας διεθνοποίησης του
αγροτροφικού συστήματος χρειάζεται αναφορά σε δύο συντεταγμένες: α) στην
κεφαλαιακή συσσσώρευση μέσα στα πλαίσια του αγροτροφικού συστήματος και β)
στην κοινωνική ρύθμιση που αποτελεί και το θεσμικό ιστό μέσα στον οποίο
αναπτύσσεται το αγροτροφικό σύστημα. Η αναδιάρθρωση του αγροτροφικού
συστήματος στηρίζεται τόσο στην αναζήτηση του κεφαλαίου για κέρδη όσο και στην
κρατική πολιτική. Αναπτύσσοντας αυτή την άποψη καταλήγουμε σε μια θεώρηση του
αγροτροφικού συστήματος σε σχέση με τη διαδοχή διαφορετικών καθεστώτων
συσσώρευσης.
Εδώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη της Friedmann, η οποία υποστηρίζει ότι η
κρατική πολιτική έχει σε μεγάλο βαθμό καθορίσει την κεφαλαιακή συσσώρευση
μέσα στο αγροτροφικό σύστημα. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, ο αγροτροφικός
τομέας στην παγκόσμια οικονομία αποτελείται από μια σειρά εμπορευματικών
αλυσίδων που συντίθενται σε αυτό που αποκαλούνται αγροτροφικά συμπλέγματα
και τα οποία συνδέουν τις εκμεταλλεύσεις που παράγουν συγκεκριμένα προϊόντα με
τις επιχειρήσεις που μεταποιούν ή εμπορεύονται τα προϊόντα. Το αγροτροφικό
σύμπλεγμα αναφέρεται τόσο στη διατροφική συμπεριφορά όσο και στην ίδια την
παραγωγή τροφίμων. Οι κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία αυτών των
συμπλεγμάτων, μαζί με τη γέννηση και τα αποτελέσματά τους, συνιστούν ένα
αγροτροφικό καθεστώς (Friedmann, 1991). Η Friedmann αναφέρεται σε δύο
κατηγορίες καθεστώτων συσσώρευσης που κυριάρχησαν σε αντίστοιχες ιστορικές
περιόδους.
Το πρώτο - εκτατικό - αγροτροφικό καθεστώς, που διήρκεσε από το 1870 ως το
1914, κάλυψε τις ανάγκες της μεγενθυνόμενης Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και των
χωρών που αποικήθηκαν από Ευρωπαίους. Η παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων
σιταριού και κρέατος που προήλθε κυρίως από οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στις
περιοχές που αποικήθηκαν από Ευρωπαίους είχε μεγάλες επιπτώσεις στην
Ευρωπαϊκή γεωργία. 12 Το καθεστώς αυτό βρέθηκε σε κρίση μετά το τέλος του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αφού δημιούργησε μεγάλα κρατικά πλεονάσματα
σιτηρών που δε μπορούσαν να διατεθούν εύκολα στην αγορά (Friedmann, 1988).
Το δεύτερο αγροτροφικό καθεστώς, που μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στο
1945 και το 1973, είχε εντατική μορφή στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και
διευρυμένη μορφή στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Η εντατικοποίηση εδώ
ταυτίζεται με περισσότερο επεξεργασμένα και τυποποιημένα τρόφιμα. 13 Το μοντέλο
της κατανάλωσης σε ένα εντατικό «φορντιστικό» καθεστώς αφορά στη μαζική
παραγωγή ανθεκτικών (συσκευασμένων και ιδιαίτερα κατεψυγμένων) τροφίμων που
είναι κατάλληλα για οικογενειακή κατανάλωση με τη χρήση οικιακών συσκευών
(Goodman και Redclift, 1991). Η παραγωγή τροφίμων δεν είναι πια μια απλή
διαδικασία αλλά γίνεται μια κερδοφόρα επιχείρηση που ελέγχεται από τις
πολυεθνικές όχι μόνο αναφορικά με την επεξεργασία και τη διακίνηση προϊόντων
αλλά και την εξεύρεση πρώτων υλών. Η οργάνωση των εισροών αλλά και των
αγορών γίνεται τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, οι διάφορες εμπορευματικές
αλυσίδες τροφίμων διαπλέκονται μεταξύ τους συχνά ξεπερνώντας τα εθνικά σύνορα.
Υπάρχει, έτσι, μια ενδο-κλαδική ενσωμάτωση του πολυεθνικού κεφαλαίου που
διαπερνά διαφορετικά κράτη (Friedmann, 1991).
12
Δύο παράλληλες κινήσεις πρέπει να σημειωθούν εδώ: α) η κορύφωση της αποικιοκρατίας και β) η
άνοδος του έθνους-κράτους θέτοντας τη βάση για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου οικονομικού
συστήματος (Friedmann και McMichael, 1989).
13
Το 1930 ένα τυπικό σούπερ-μάρκετ είχε 800 περίπου προϊόντα στις προθήκες του, ενώ το 1980
υπήρχαν τουλάχιστον 12.000 διαφορετικά προϊόντα (Friedland, 1991β, σελ. 73).
61
Κατά την περίοδο 1948-1972, η Αμερικάνικη γεωργία σημείωσε σταθερή αύξηση
της παραγωγής, το αγροτικό εισόδημα μειώθηκε από το 1950 ως το 1960 και έπειτα
σταθεροποιήθηκε, οι κρατικές επιδοτήσεις διατηρήθηκαν και το κόστος των
τροφίμων μειώθηκε σαν ποσοστό του εργατικού εισοδήματος (Kenney κ.ά., 1989).
Στην μετά το 1972 περίοδο, το παραγωγικό μοντέλο που αναπτύχθηκε στις Η.Π.Α.
αναπαράχθηκε επιτυχώς από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως το τέλος όμως της δεκαετίας του 1970, το αγροτροφικό αυτό καθεστώς είχε
περιέλθει σε κρίση. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν εμπορικές κρίσεις μεταξύ των
ανεπτυγμένων χωρών, όπως, επίσης, ανάμεσα σε αυτές και σε ανερχόμενες γεωργικές
παραγωγικές χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Μεξικό κτλ.) (Friedmann, 1991).
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διεθνούς γεωργικής κρίσης αναφέρονται:
στην ανάπτυξη στις Η.Π.Α. του μοντέλου των συνεχών τεχνολογικών
καινοτομιών στη γεωργία και της παρέμβασης στην αγορά γεωργικών
προϊόντων όπως και η διάδοσή του σε άλλες χώρες,
στην κατάρρευση του μεταπολεμικού συστήματος ρύθμισης του
παγκόσμιου εμπορίου το οποίο ελέγχονταν από τις Η.Π.Α., και
στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και νομιμοποίησης ανάμεσα στις
γεωργικές οργανώσεις και το κράτος (Goodman και Redclift, 1990).
Για τους αγρότες, η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του κόστους των
τεχνολογικών καινοτομιών, από τη μια, και η διατήρηση χαμηλών τιμών στα
αγροτικά προϊόντα, από την άλλη, δημιούργησαν μια διελκυστίνδα κόστους-τιμής
που τους εξανάγκαζε να ενσωματωθούν στο αγροτροφικό σύστημα και την ίδια
στιγμή να διευρύνουν την αγορά τροφίμων. Όμως, όταν και όπου τα περιθώρια για
παραπέρα εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής στενεύουν εμφανίζονται τα
σημάδια της υπερχρέωσης των αγροτών και της κρίσης των αγροτικών
εκμεταλλεύσεων.
Μέσα από τη διαδικασία κρίσης των εθνικών συστημάτων ρύθμισης του
αγροτροφικού συστήματος αναδύεται το πολυεθνικό κεφάλαιο σαν εναλλακτικός
πόλος κυριαρχίας. Σήμερα, οι αγροτροφικές πολυεθνικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται
άμεσα για τη ρύθμιση των αγροτροφικών συνθηκών, προσπαθώντας να οργανώσουν
και να σταθεροποιήσουν την παραγωγή και κατανάλωση, γεγονός που τους επιτρέπει
να μεθοδεύσουν τις επενδύσεις τους, την εξεύρεση πρώτων υλών και τη διάθεση των
προϊόντων τους (Friedmann, 1993). Τέτοιου είδους ρύθμιση με την αναθεώρηση της
GATT πιθανώς να πριμοδοτήσει τις προσπάθειες των πολυεθνικών σε βάρος της
εθνικής ρύθμισης. Από την μια πλευρά, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η
σημασία της κρατικής ρύθμισης και των διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε φορείς και
ομάδες πίεσης για τη μετατροπή ή/και σταθεροποίηση της κρατικής οικονομικής
πολιτικής, ενώ, από την άλλη μεριά, διαφαίνεται μια μετατόπιση του κέντρου ελέγχου
της αγροτικής πολιτικής σε υπερεθνικές οργανώσεις κρατών (ΚΑΠ), σε διεθνείς
οργανισμούς (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) και σε πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Με την διάρρηξη του φορντιστικού μοντέλου έγινε πιο ισχυρή η εμφάνιση τάσεων
που νωρίτερα υποκρύπτονταν στους κόλπους της εθνικής ανάπτυξης και δεν
εκδηλώνονταν λόγω της αυξημένης περιχαράκωσης των εθνικών οικονομιών, της
επικινδυνότητας και της δυσκαμψίας των εκτός των εθνικών τειχών στρατηγικών
επέκτασης των τεχνολογικών καινοτομιών, των νέων μεθόδων οργάνωσης της
παραγωγής, των επιχειρήσεων και των κρατικών πολιτικών. Από τα μέσα της
δεκαετίας του 1970, αναπτύσσεται μια τάση διεθνοποίησης των εθνικών οικονομιών
που επιταχύνεται ήδη κατά τη δεκαετία του 1990. Πρόκειται για την αναδιάρθρωση
της παραγωγικής διαδικασίας πέρα και έξω από τα εθνικά σύνορα η οποία ξεπερνά
62
την τοπικότητα όπως αυτή ορίζεται από τα φυσικά όρια των εθνικών κρατών
(Bonanno, 1993). Σε αυτήν την ραγδαία διαμορφούμενη κατάσταση είναι μεγάλος ο
αριθμός των εξαγορών επιχειρήσεων από μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, ενώ η
αποκέντρωση της παραγωγής και η διεθνοποίηση του χρηματιστικού τομέα δίνουν τις
συντεταγμένες για την παραπέρα ανάπτυξη αυτών των εταιριών. Εκδηλώνεται επίσης
επέκταση της γεωργικής εξειδίκευσης τόσο σε περιφερειακή όσο και σε παραγωγική
βάση με την ενσωμάτωση συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων στις αγροτροφικές
αλυσίδες, οι οποίες ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Η κυριαρχία των αγροτοβιομηχανικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων στην εθνική
και τη παγκόσμια οικονομία είναι έκδηλη στις ανεπτυγμένες χώρες. Στη Βρετανία, οι
τέσσερις μεγαλύτερες κατασκευάστριες εταιρείες αγροτικών μηχανημάτων κατέχουν
το 77% της αγοράς, οι τέσσερις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής ζωοτροφών
διατηρούν το 57% της αγοράς, οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες λιπασμάτων έχουν το
90% της αγοράς, οι πέντε μεγαλύτερες αγροχημικές επιχειρήσεις έχουν το 65%, οι
δέκα μεγαλύτερες μεταποιητικές βιομηχανίες τροφίμων κατέχουν το 44% και οι
τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες διακίνησης τροφίμων κρατούν το 47% της αγοράς
(Ward, 1990, 441). Επιπλέον, το 85% της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών ελέγχεται από
έξι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (Llambi, 1993). Εκτός από τη συγκέντρωση της
παραγωγής και εμπορίας σε λίγες πολυεθνικές, θα πρέπει να αναφερθεί κανείς και
στην κάθετη ή/και οριζόντια ενσωμάτωσή τους. Παίρνοντας για παράδειγμα τον
τομέα των φρέσκων λαχανικών, μπορούμε να αναφερθούμε στην Albert Fisher
(κυρίως Βρετανική) που ελέγχει συνολικά περίπου 50 επιχειρήσεις στις Η.Π.Α., την
Ευρώπη και αλλού διατηρώντας τη δεύτερη σε μέγεθος επιχείρηση του κλάδου στις
Η.Π.Α. και την έκτη στην Ευρώπη (Friedland, 1991β, σελ. 18).
Σε παγκόσμιο επίπεδο ενθαρρύνεται ένας «νέος διεθνής καταμερισμός της
εργασίας στην γεωργία», όπου ο Νότος εξειδικεύεται στην εξαγωγή «πολυτελών»
αγροτικών προϊόντων έντασης εργασίας (φρούτων, λαχανικών, πουλερικών, ψαριών,
λουλουδιών κτλ.), ενώ ο Βορράς εξειδικεύεται στην εξαγωγή βασικών προϊόντων
(δημητριακά, σιτάρι, κρέας, γάλα κλπ.). Αυτό συνδέεται με την αποσύνθεση μιας
συμπαγούς εθνικής γεωργίας και τη διεθνοποίηση του αγροτροφικού συστήματος. Το
κράτος, έτσι, αποφεύγει την εθνική ρύθμιση της γεωργίας, η αγροτική πολιτική απο-
εθνικοποιείται και ενθαρρύνεται η φιλελευθεροποίηση των διεθνών εμπορικών
συναλλαγών (McMichael και Myhre, 1991).
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γίνεται όλο και πιο εμφανής η ανάγκη διεθνούς
ρύθμισης, η οποία όμως εγκαταλείπεται στα χέρια διεθνών ή/και υπερεθνικών
οργανισμών και επιχειρήσεων. Ένα παράδειγμα υπερεθνικής ρύθμισης του
αγροτροφικού συστήματος είναι, όπως προαναφέρθηκε, και η Ευρωπαϊκή Ένωση η
οποία απέχει αρκετά από ένα διεθνικό κράτος (Bonanno, 1993). Παρόλα αυτά,
δύσκολα μπορεί η εθνική ρύθμιση να αντικατασταθεί από μια υπερεθνική ή
πολυεθνική οργάνωση. Το κράτος επιτελεί μια σημαντική νομιμοποιητική λειτουργία
πέρα και έξω από την ανάγκη του κεφαλαίου για συσσώρευση. Γι’ αυτό και ο
νομιμοποιητικός ρόλος του κράτους είναι σημαντικός για την ανάπτυξη και τη
λειτουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, γεγονός που εκφράζει μια σύμπλευση του
κράτους με τις πολυεθνικές στην παγκόσμια σκακιέρα (Pitelis, 1991). Ο κίνδυνος
όμως παραμένει υπαρκτός για τη συγκέντρωση της παραγωγής και διακίνησης
τροφίμων στα χέρια πολυεθνικών επιχειρήσεων, γεγονός που θα εντείνει το διεθνή
καταμερισμό της εργασίας στη γεωργία σε βάρος των χωρών του Νότου, όπως ήδη
περιγράφηκε παραπάνω. Μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει την προώθηση ενός
παγκοσμίου καθεστώτος συσσώρευσης που τροφοδοτείται από τη διαδικασία
διεθνοποίησης του παραγωγικού και χρηματιστικού κεφαλαίου και στηρίζεται στις
63
στρατηγικές των πολυεθνικών επιχειρήσεων για τη συρρίκνωση της εθνικής ρύθμισης
στο εμπόριο και τις επενδύσεις (McMichael, 1993).
Αυτή η προσέγγιση, παρά το ρεαλισμό της, δε μπορεί να ερμηνεύσει εξολοκλήρου
τη διαδικασία διεθνοποίησης της γεωργίας. Πρέπει πρώτα κανείς να μελετήσει πιο
συγκεκριμένα τις πολιτικές της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Η διεθνοποίηση είναι
μια αρκετά αντιφατική διαδικασία γι’ αυτό και πρέπει να τοποθετηθεί ιστορικά παρά
να χρησιμοποιείται απλά ως μια αναλυτική κατηγορία. Επιπλέον, η διεθνοποίηση
παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των Νοτίων κρατών γεγονός που
δυσκολεύει το χονδρικό διαχωρισμό ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Η διαδικασία
διεθνοποίησης διαμεσολαβείται από κάθε κράτος ξεχωριστά, ενώ η εθνική ρύθμιση
εκλεπτύνεται όλο και περισσότερο αφού τα κράτη επεξεργάζονται καινούριες
πολιτικές και εργαλεία παρέμβασής τους (Raynolds κ.ά., 1993).
Μερικές σημαντικές υποθέσεις που διαπερνούν τη συζήτηση για τις τάσεις
μετασχηματισμού του αγροτροφικού συστήματος πρέπει να σημειωθούν εδώ:
• η διαδικασία ολοκλήρωσης ενός παγκόσμιου αγροτροφικού
καθεστώτος αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στην ομογενοποίηση των
επιμέρους οικονομικών και κοινωνικών αγροτικών δομών
• η ιστορική και συστηματική ολοκλήρωση του αγροτροφικού
συστήματος περνάει από συγκεκριμένες φάσεις που μοιάζουν να
ακολουθούν την ανάπτυξη του αστικού/βιομηχανικού τομέα
• η περιοδολόγηση των φάσεων ανάπτυξης του αγροτροφικού
συστήματος σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο εμφανίζεται να
εντάσσει όλες τις επιμέρους περιπτώσεις σε ένα ενιαίο θεωρητικό μοντέλο
• η εμφάνιση μιας σημαντικής ανισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο, η
οποία συνδέεται με την εντεινόμενη διάκριση ανάμεσα στον Βορρά και το
Νότο, αναπαράγοντας μια αλληλουχία περιφερειακών ανισοτήτων.
Η ελληνική περίπτωση
64
δεν καθιερώθηκε ένα φορντιστικό μοντέλο ανάπτυξης με την κλασική έννοια του
όρου. Μπορεί όμως να γίνει αναφορά σε φορντιστικές στρατηγικές ανάπτυξης
ή/και στην ανάπτυξη φορντιστικών συστημάτων παραγωγής σε συγκεκριμένους
παραγωγικούς κλάδους.
Ο Lipietz, ένας από τους πιο γνωστούς εκφραστές της «θεωρίας της ρύθμισης»,
έχει αναφερθεί στον «περιφερειακό φορντισμό» ως έναν τύπο φορντιστικού
καθεστώτος παραγωγής που δημιουργείται όμως μέσα σε συνθήκες έντονης
διεθνοποίησης του κεφαλαίου (Lipietz, 1987). Μια τέτοια εκδοχή του περιφερειακού
χαρακτήρα του φορντιστικού μοντέλου συναντά επιμέρους δυσκολίες όταν
επιχειρήσει κανείς να ερμηνεύσει τη διαδικασία του αγροτικού μετασχηματισμού
στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες ερμηνείας γίνονται εμφανείς ευθύς μόλις αναζητηθούν οι
μορφές σύνδεσης του αγροτικού τομέα με τους υπόλοιπους παραγωγικούς τομείς.
Δύο ερμηνείες έχουν μέχρι τώρα διατυπωθεί σχετικά με την είσοδο του φορντισμού
στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα:
65
Η γαλακτοβιομηχανία είναι ένας από τους σημαντικότερους υπο-κλάδους, ο
οποίος έχει διαγράψει μια ανοδική επενδυτική και αναπτυξιακή πορεία τα τελευταία
χρόνια. Το 1994, τέσσερις μόνο επιχειρήσεις - ΦΑΓΕ, ΔΕΛΤΑ, ΜΕΒΓΑΛ και ΑΓΝΟ
- έλεγχαν το 65% των πωλήσεων των εταιρειών του κλάδου. Οι πωλήσεις των 27
μεγαλύτερων εταιρειών αυξήθηκαν κατά 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ
αντίστοιχα έχει αναπτυχθεί από αυτές έντονη επενδυτική δραστηριότητα με 7,6 δισ.
δρχ. κατά την περίοδο 1991-1994.
Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος τροφίμων-ποτών παρουσίασε τη μεγαλύτερη
κινητικότητα στο χώρο των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Μεταξύ των
γαλακτοκομικών εταιρειών η ΦΑΓΕ Α.Ε. εξαγόρασε τις: Αλλατίνη, Κανάκη Α.Ε.,
Elite, ΕΒΓΑ Α.Ε., Πίνδος ΑΕΒΕ, Βακάλης ΕΠΕ, Κρις-Κρις αρτοβιομηχανία, ΒΙΣ
(βιομ. συσκευασιών) Α.Ε., την ΑΠΚΟ ΑΒΕ, και πρόσφατα την αρτοβιομηχανία
Βοσινάκης (90%), ενώ η ΔΕΛΤΑ εξαγόρασε τις Ευρωτροφές, την Αφοί Κυρίτση, και
την Μπάρμπα-Στάθης. Στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών τα Ιχθυοτροφεία
Σελλόντα εξαγόρασαν την Υδατοκαλλιέργειες Δ. Ελλάδος Riopesca (70%) και την
επιχείρηση ιχθυοτροφών Aqualism Ελληνική (51%), ενώ η Νηρεύς Α.Ε. προχώρησε
στην εξαγορά της Hellas Fisheries (98,5%). Στον κλάδο των ποτών η Μπουτάρης
εξαγόρασε την Καμπάς Α.Ε., την Henninger και την Βότρυς. Στον χώρο των
σουπερμάρκετ η επιχείρηση Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ εξαγόρασε τις αλυσίδες
Γαληνός, Χαλκιαδάκης και Αθηνά Μάρκετ ΑΕ και σχεδιάζει παράλληλα την είσοδό
του στην Βαλκανική αγορά. Από την άλλη πλευρά, ο Όμιλος Μαρινόπουλου
προχώρησε στην εξαγορά των Τρέσκο ΑΕΕ, Ρέθυμνο Μάρκετ, Αλφα-Μι, Υπεραγορά
Σταθμός, Πασχαλιάς ΑΒΕΤΤΕ και της Νίκη Α.Ε. και το Ατλάντικ εξαγόρασε τις
αλυσίδες Νικολαίδης, Κυψέλη και Φάρμα Τετράς ΑΕ.
Οι μεγάλες αλυσίδες του λιανικού εμπορίου ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την
κατανάλωση των τροφίμων. Πρόσφατη είναι η απαγόρευση επώνυμων προϊόντων
από τα ράφια αλυσίδων σουπερμάρκετ, όταν φάνηκε ότι οι παραγγελίες των
επώνυμων αυτών προϊόντων δε συνέφεραν την αλυσίδα. Το 1995, οι μεγάλες
αλυσίδες λιανεμπορίου τροφίμων - συνολικά δώδεκα - έχουν συνολικές πωλήσεις
ύψους 1 τρισ. δρχ. Οι έξι μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερμάρκετ ελέγχουν το 72% του
συνολικού κύκλου εργασιών και κατέχουν το 60% του συνόλου των καταστημάτων
(496 από σύνολο 825). Οι κοινοπραξίες μικρών και μεσαίων σουπερμάρκετ
(ΕΛΟΜΑΣ, ΑΣΤΕΡΑΣ) έχουν μεγάλο αριθμό καταστημάτων αλλά οι «μεγάλες
αλυσίδες» κρατούν την μερίδα του λέοντος στις πωλήσεις.14
Ιδιαίτερα κατά την περίοδο μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
παρατηρείται έντονη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και διεθνοποίηση της ελληνικής
οικονομίας. Το άνοιγμα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων στο Ευρωπαϊκό
κεφάλαιο πήρε σημαντικές διαστάσεις αν το συγκρίνουμε με την προηγούμενη
περίοδο όπου η ανάμιξη του ξένου κεφαλαίου περιορίζονταν στην είσοδο στην
ελληνική αγορά με τη μορφή αντιπροσωπειών (license agreements) γνωστών
επώνυμων προϊόντων. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις άλλαξαν την τακτική και τη
στρατηγική τους υιοθετώντας πρακτικές αύξησης του μεριδίου τους στην αγορά και
επέκτασής τους μέσω εξαγορών (μερικών ή συνολικών) (Anastassopoulos και Traill,
1994).
Οι ξένες πολυεθνικές έχουν καταφέρει να ελέγχουν ένα σημαντικό τμήμα της
ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων. Ανέρχονται σε τουλάχιστον 15 οι βιομηχανίες
τροφίμων που έχουν κύκλο πωλήσεων πάνω από 3 δισ. δρχ. και ελέγχονται κατά
πλειοψηφία ή ολοκληρωτικά από πολυεθνικές εταιρείες (κυρίως τις Unilever, Nestle,
14
Βλέπε εφημερίδα Επενδυτής, 25/26-11-1995.
66
Philip Morris, Thompson, Warner Lambert, Barilla, Del Monde, Heinz κλπ.). Ο
έλεγχος των πολυεθνικών επιχειρήσεων εκτείνεται σε βιομηχανίες τροφίμων με
συνολικό κύκλο εργασιών άνω των 200 δισ. δρχ., ενώ αν αναφερθεί κανείς στις
ελληνικές βιομηχανίες που έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κεφάλαια
πολυεθνικών τότε το σύνολο των πωλήσεων είναι της τάξεως των 350 δισ. δρχ. 15
Παρατηρείται, επίσης, μια σημαντική τάση διείσδυσης του πολυεθνικού
κεφαλαίου με την μορφή Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ ή FDI). Κατά την
εξαετία 1987-1992 εισήχθηκαν με τη μορφή ξένων άμεσων επενδύσεων στον κλάδο
των τροφίμων-ποτών 349 εκατ. δολ. Οι ευρωπαϊκές χώρες που στην περίοδο 1953-
1980 είχαν σημειώσει μικρή εισροή άμεσων επενδύσεων στην χώρα μας, εκδηλώνουν
κατά την εξαετία αυτή σημαντική αύξηση. Η Ολλανδία (με 80,1 εκατ. δολ.) έρχεται
στην πρώτη θέση και ακολουθούν η Ιταλία (με 54.4 εκατ. δολ.), η Γαλλία (με 50,1
εκατ. δολ.), η Γερμανία και η Ελβετία (με 34,6 εκατ. δολ. η καθεμιά). Οι Η.Π.Α. από
πρώτη χώρα επενδυτής με 22,5 εκατ. δολ., και πάνω από 48% του συνόλου των
άμεσων επενδύσεων, κατά την περίοδο 1953-1980, μεταφέρεται στην έκτη θέση με
25,9 εκατ. δολ., και ποσοστό 7,5% του συνόλου, κατά την περίοδο 1987-1992
(Anastassopoulos και Traill, 1994).
Από την άλλη πλευρά, σύμπλευση ελληνικού και ξένου κεφαλαίου βοήθησε στην
επέκταση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων και την αναβάθμισή τους σε ηγετική -
ανταγωνιστική θέση σε ένα έντονα διεθνοποιούμενο οικονομικό περιβάλλον.
Επιπλέον, η συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο έδωσε στις ελληνικές επιχειρήσεις τη
δυνατότητα ώθησης στη Βαλκανική αγορά και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή. Για
το ίδιο το ξένο κεφάλαιο η ελληνική αγορά αποτελεί πια ασφαλέστερο πεδίο
ανάπτυξης και αποτελεί το μοχλό διείσδυσης σε αγορές που δεν είναι στην άμεση
σφαίρα επιρροής του. Ο «περιφερειακός» χαρακτήρας της διεθνοποίησης των
ελληνικών βιομηχανιών και αλυσίδων τροφίμων αποτελεί μια διάσταση του
συγκριτικού πλεονεκτήματος του κλάδου απέναντι τόσο στις ανάγκες διεύρυνσης της
ευρωπαϊκής αγοράς όσο και στο ραγδαία αναπτυσσόμενο ανταγωνιστικό κλίμα.
Σημαντικό στοιχείο στην πρόσφατα διαμορφούμενη κατάσταση είναι ότι οι ξένες
πολυεθνικές επιχειρήσεις μπαίνουν όλο και περισσότερο στην ελληνική αγορά
εξαγοράζοντας επιχειρήσεις ή προχωρώντας σε συνεργασίες. Για παράδειγμα, η
Pepsico εξαγόρασε την Tasty Foods, Best Foods και την ΗΒΗ. Η αμερικάνικη Heinz
εξαγόρασε την Βιομηχανία Κονσερβών Κωπαϊδος. Η επίσης αμερικάνικη Jakobs/
Suchard εξαγόρασε τις ΙΟΝ Α.Ε. και Παυλίδης. Η πολυεθνική Sara Lee απέκτησε την
πλειοψηφία της εταιρείας καφέ Bravo. Η ιταλική βιομηχανία Star/Barilla εξαγόρασε
τις εταιρίες ζυμαρικών Α.Κίκιζας-Μέλισσα και MISKO Α.Ε. και η ελβετική Nestle
εξαγόρασε την Λουμίδης Α.Ε. Αλλά και στις αλυσίδες του λιανεμπορίου
παρατηρούμε ότι η βελγική Delhaize Le Lion ελέγχει την Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος,
η γαλλική Promodes ελέγχει το 20% των μετοχών της αλυσίδας super market Νίκη
Α.Ε., η οποία ανήκει στον όμιλο Μαρινόπουλου, ενώ ξένα πολυκαταστήματα έχουν
επεκταθεί στην ελληνική αγορά (Praktiker, Continent). Πρόσφατα, η γαλλική
αλυσίδα λιανεμπορίου Carrefour, η οποία έχει περισσότερες υπεραγορές
(hypermarkets) στο εξωτερικό (Ιταλία, Πορτογαλία, Τουρκία, Αργεντινή, Βραζιλία,
Μεξικό, Ταυλάνδη, Μαλαισία, Ταιβάν και Κίνα) από ότι στο εσωτερικό της χώρας, 16
έχει δείξει σημάδια εισόδου στην ελληνική αγορά.
Οι ξένες μεγάλες επιχειρήσεις έχουν προχωρήσει σε στρατηγική συνεργασία με
μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου χωρίς να διακινδυνεύουν αυτόνομη είσοδό τους
15
Βλέπε εφημερίδα «Το Βήμα», 6-2-1994.
6 Εφημερίδα «Financial Times», 27-11-1995.
67
στην αγορά. Για παράδειγμα η γαλλική BSN, η οποία το 1992 ερχόταν έκτη στην
Ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων με βάση τις πωλήσεις, με κύκλο εργασιών 10 δισ.
ECU, κέρδη ύψους 0,5 δισ. ECU και 58.000 εργαζομένους, συμμετέχει ως μέτοχος σε
τρεις γνωστές ελληνικές επιχειρήσεις. Συμμετέχει με 20% στην ΔΕΛΤΑ, έχει μερίδιο
στην Henninger Hellas Α.Ε. και την Ε.Γ. Παπαδόπουλος (μπισκότα) Α.Ε. Η δύναμη
της BSN είναι σημαντική λόγω της συμμετοχής της στην ΔΕΛΤΑ που αποτελεί μια
σημαντικά καθετοποιημένη και διεθνοποιημένη βιομηχανία τροφίμων. Παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια εκτενέστερη αναφορά στη δραστηριότητα αυτής της
εταιρείας.
Η ΔΕΛΤΑ έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια τόσο προς την αγορά της
Βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης όσο και στην αγορά της Δυτικής
Ευρώπης. 17 Ο όμιλος ΔΕΛΤΑ έχει δημιουργήσει δύο εταιρείες (Delvi-P και Delvi-T)
στη Βουλγαρία (με επένδυση πάνω από 8 εκατ. δολ.) για την παραγωγή και διανομή
παγωτού, μια εταιρεία διανομής (Delrom) στην Ρουμανία που εφοδιάζεται από το
Βουλγαρικό εργοστάσιο και κατέχει το 28% της τοπικής αγοράς, και την Delta
Ukraine η οποία εφοδιάζει την Ουκρανική αγορά με παγωτά. Πρόσφατα, η ΔΕΛΤΑ
ξεκίνησε επενδυτικό πρόγραμμα στην Δημοκρατία των Σκοπίων. Σχεδιάζεται, επίσης,
η κατασκευή εργοστασίου στην Ουκρανία πράγμα που δείχνει τη δυναμικότητα της
ΔΕΛΤΑ, η οποία πραγματοποίησε το 1994 επενδύσεις ύψους 15,7 δισ. δρχ. Η
διείσδυση της ΔΕΛΤΑ στη Δυτική Ευρώπη έχει ξεκινήσει παράλληλα με την
διείσδυση στη Βαλκανική και την Ανατολικοευρωπαϊκή αγορά. Πιο συγκεκριμένα, η
ΔΕΛΤΑ κατέχει το 51% της ελβετικής εταιρείας παραγωγής χυμών Selimil S.A. (με
ετήσιο κύκλο εργασιών 15 δισ. δρχ.), η οποία δημιουργήθηκε με τη συνεργασία της
Milco S.A. Η ευρωπαϊκή διείσδυση της ΔΕΛΤΑ έχει ως κύρια αιχμή της τη
συνεργασία της με την Danone και την συμμετοχή της στην γαλλική Delios
Specialites Alimentaires S.A. 18 Η ΔΕΛΤΑ εξαγόρασε τη γαλλική εταιρεία Pipel που
παράγει φρέσκες φρουτοσαλάτες και φρουτοχυμούς προσθέτοντας τα προϊόντα αυτά
στη σειρά προϊόντων Delios που προωθεί στις γαλλικές υπεραγορές σε συνεργασία με
την Danone. 19 Το 1995, η συνεργασία της ΔΕΛΤΑ με την εταιρεία D & D
Distribuzione καταλήγει τελικά σε εξαγορά της τελευταίας, που μετονομάζεται σε
D&D DELTA Distribuzione. Ενώ, τα δύο τελευταία χρόνια η ΔΕΛΤΑ έχει ξεκινήσει
να διανέμει τα προϊόντα της στη Μ.Βρετανία και την Γερμανία. Η είσοδος της
«πολυεθνικής» ΔΕΛΤΑ στη Μέση Ανατολή, μέσα από τη δραστηριοποίησή της στο
Λίβανο και στην Κύπρο, ολοκληρώνει τη διαδικασία διεθνοποίησης της εταιρείας.
Έτσι, ενώ το 1992 το σύνολο των διεθνών δραστηριοτήτων της εταιρείας αποτελούσε
μόλις το 0,5% των μικτών πωλήσεων του ομίλου, εκτιμάται ότι το 1996 το ποσοστό
αυτό θα ανέλθει στο 15%. 20
Ο όμιλος ΔΕΛΤΑ αποτελείται συνολικά από 17 εταιρείες και κατέχει το 49% της
ελληνικής αγοράς στο παγωτό, το 45% της αγοράς φρέσκου γάλατος, το 25% της
αγοράς γιαουρτιών, το 65% της αγοράς χυμών ψυγείου και το 80% (μέσω των
εταιρειών της Μπαρμπα-Στάθης και Φρόζα που πρόσφατα συγχωνεύθηκαν) της
αγοράς φρέσκων κατεψυγμένων λαχανικών. 21 Για τη συγκέντρωση και αποθήκευση
γάλατος η ΔΕΛΤΑ συνεργάζεται με 2.500 Έλληνες παραγωγούς και έχει αναπτύξει
17
Η περίπτωση της ΔΕΛΤΑ δεν είναι μοναδική αλλά μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές που αφορούν
στη Βαλκανική διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου (Ταρπάγκος, 1994).
18
Βλέπε περιοδικό «Κεφάλαιο», Νοέμβριος 1995.
19
Βλέπε περιοδικό «Επιλογή», Σεπτέμβριος 1994.
20
Βλέπε εφημερίδα «Επενδυτής», 23/23-6-1996.
21
Βλέπε εφημερίδα «Ναυτεμπορική», 7-7-1995.
68
ένα τεράστιο δίκτυο σταθμών αποθήκευσης, μεταφορικών μέσων και σημείων
πώλησης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη.
Εδώ, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι έχουν αναπτυχθεί σχέσεις συμβολαιακής
γεωργίας μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών και των παραγωγών-κτηνοτρόφων, οι
οποίες αποτελούν μορφή εξασφάλισης μιας προκαθορισμένης ποσότητας προϊόντος
όπως και έγκαιρης προμήθειάς της για την εισροή της στην παραγωγική διαδικασία.
Βέβαια, οι σχέσεις συμβολαιακής γεωργίας αφορούν σε μεγάλο βαθμό τις
πτηνοτροφικές αγροτοβιομηχανίες (Λαμπριανίδης, 1993) και τις κονσερβοποιϊες
(Μωϋσίδης, 1988). Για παράδειγμα, καλλιεργούμενη με συμβολαιακή γεωργία γη
αποτελούσε το 1991, το 100% του συνόλου για την παραγωγή τομάτας και
ζαχαρότευτλων και το 85% για την παραγωγή αρακά. Αντίστοιχα, η παραγωγή
γάλακτος με συμβόλαιο αφορούσε το 30% της συνολικής παραγωγής, ενώ η
παραγωγή πουλερικών το 15% του συνόλου (Hoggart κ.ά., 1995, σελ. 148).
Η ΔΕΛΤΑ αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα διεθνοποίησης του αγροτροφικού
συμπλέγματος και η οποία στηρίζεται στην στρατηγική των συνεργασιών τόσο με
ξένες όσο και με ελληνικές επιχειρήσεις. Πρόσφατα η ΔΕΛΤΑ παραχώρησε στην
εταιρεία Παπαστράτος το 25% της Μπάρμπα-Στάθης, η οποία κυριαρχεί στο
κλάδο των κατεψυγμένων προϊόντων. Η στρατηγική επέκτασης και διείσδυσης της
ΔΕΛΤΑ στηρίζεται στις επενδύσεις και τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών
της γεγονός που την καθιστά ανταγωνιστική όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στις
δύσκολες αγορές της Δυτικής Ευρώπης.
Η ΔΕΛΤΑ μαζί με την ΦΑΓΕ αποτελούν τους δύο βασικούς μονομάχους στην
ελληνική βιομηχανία τροφίμων. Ο όμιλος στον οποίο ανήκει η ΦΑΓΕ προβλέπεται το
1995 να έχει κύκλο εργασιών που αγγίζει τα 140 δισ. δρχ., ο οποίος, όμως, αν και
εστιάζεται στον τομέα των τροφίμων, καλύπτει και άλλες δραστηριότητες όπως η
παραγωγή υλικών συσκευασίας, τεχνικά έργα, διαφήμιση και υπηρεσίες. Πρόκειται
για έναν έντονα διαφοροποιημένο και καθετοποιημένο όμιλο εταιρειών, που
σχεδιάζει τη συγχώνευση τριών εταιρειών του ομίλου της που ασχολούνται με
αρτοσκευάσματα (Elite, Κρις-Κρις και Ελληνική Εταιρεία Μπισκότων), όπου η μία
επιχείρηση θα απορροφήσει τις άλλες δύο. 22 Να σημειωθεί ότι το 15% των
πωλήσεων της ΦΑΓΕ πραγματοποιήθηκε από πωλήσεις εκτός Ελλάδος και κυρίως
στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 23
Στον χώρο της γρήγορης εστίασης (fast food) που ο ετήσιος κύκλος εργασιών
υπερβαίνει τα 50 δισ. δρχ. η κυριαρχία της εταιρείας Goody’ είναι αδιαφιλονίκητη. Η
εταιρεία αυτή, που σήμερα αποτελεί όμιλο εταιρειών, δημιούργησε την πρώτη
αλυσίδα εστιατορίων γρήγορης εξυπηρέτησης με τη χρήση του συστήματος
franchising. Στον όμιλο Goody’s ανήκουν άμεσα ή έμμεσα οι ακόλουθες εταιρείες:
Hellenic Catering (99%), Floca (97%), Intertaste Catering (87%), Σελέκτ (32%) και
Τουριστική Επενδυτική (53%). Οι εταιρείες αυτές τροφοδοτούν τα εστιατόρια και
café της αλυσίδας, καθώς και τρίτους πελάτες, κάνουν τη διανομή των προϊόντων και
παρέχουν υπηρεσίες συστηματοποιμένης εστίασης. Η Goody’s κατέχει το 55% των
πωλήσεων του κλάδου και 58% του συνόλου των καταστημάτων. Η αλυσίδα Goody’s
με δίκτυο 88 εστιατορίων είναι δεύτερη με βάση το μέγεθός της και πέμπτη με βάση
τις πωλήσεις της στην ευρωπαϊκή αγορά αν εξαιρεθούν οι αμερικανικές αλυσίδες fast
food. 24 Πρόσφατα δε η εταιρεία διεισδύει στη Βουλγαρία και σχεδιάζει παράλληλα
την είσοδό της στην Κυπριακή αγορά.
22
Βλέπε εφημερίδα «Κέρδος», 15-8-1995.
23
Βλέπε περιοδικό «Κεφάλαιο», Νοέμβριος 1995.
24
Βλέπε εφημερίδα «Εξπρές», 15-12-1995.
69
Στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας παρατηρείται ένας έντονος προσανατολισμός
προς την εξαγωγή. Το 70% της συνολικής παραγωγής εξάγεται στην Ιταλία. Το 1993
η Ελλάδα κατείχε το 60% της παραγωγής ιχθυοκαλλιεργειών στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και πάνω από το 50% της μεσογειακής παραγωγής. Οι δέκα πρώτες εταιρείες
του κλάδου σημείωσαν το 1994 κύκλο εργασιών 12 δισ. δρχ., ενώ τα καθαρά τους
κέρδη ανήλθαν στο ποσό των 2,6 δισ. δρχ. Οι όμιλοι Σελλόντα και Νηρεύς
συγκεντρώνουν όχι μόνο το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεων (γύρω στο 45%) του
κλάδου αλλά έχουν προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό τόσο των εγκαταστάσεών τους
όσο και στην καθετοποίηση της παραγωγής τους. Για παράδειγμα, η εταιρεία
Riopesca του ομίλου Σελλόντα κατέχει το 30% της ελληνικής παραγωγής γόνου και
το 15% της μεσογειακής. Αλλά και οι μικρότερες μονάδες ενώθηκαν μεταξύ τους σε
κοινοπρακτική βάση για εξασφάλισης καλύτερων όρων για προμήθεια γόνου,
ιχθυοτροφών, εξοπλισμών κλπ. Παρόλα αυτά, σημειώνουμε τις τάσεις
εκσυγχρονισμού του κλάδου με επενδύσεις των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του
κλάδου όπως και εξαγορές των μικρότερων επιχειρήσεων.
Στον κλάδο της πτηνοτροφίας σημειώνεται ανάπτυξη των επιχειρήσεων και
επισημαίνονται τα περιθώρια αύξησης της παραγωγής πουλερικών, αφού στην
Ελλάδα η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση φθάνει τα 15 κιλά έναντι 19 κιλών στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και 48 κιλών στις Η.Π.Α. Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών
και η τάση αύξησης της κατανάλωσης λευκού κρέατος προδιαθέτουν για αύξηση της
παραγωγής αλλά υφίσταται ανταγωνισμός από τις εισαγωγές πουλερικών από την
Ευρώπη. Οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου συγκεντρώνουν το 85% της
αγοράς πουλερικών. Η εταιρεία Αφοί Μιμίκου που είναι (την περίοδο 1995-1996) και
η μεγαλύτερη του κλάδου με 19% των πωλήσεων εξάγει σε χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, τη Μέση Ανατολή και την Αυστραλία. Πρόκειται για μια έντονα
διαφοροποιημένη παραγωγική επιχείρηση με πάνω από 60 διαφορετικά προϊόντα και
πρόσφατη επέκταση στον χώρο του έτοιμου φαγητού. Κατά την τελευταία πενταετία
επένδυσε 5 δισ. δρχ. για ίδρυση νέων μονάδων παραγωγής και τυποποίησης και για
εκσυγχρονισμό, ενώ το 1995 ο κύκλος εργασιών της εταιρείας θα ανέλθει στα 18 δισ.
δρχ. Ακολουθούν οι εταιρείες Συνεταιρισμός Ιωαννίνων «Πίνδος» και ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.
(η οποία έκλεισε πρόσφατα) με 16% και 15% των πωλήσεων αντίστοιχα. 25
Μέσα από την αποσπασματική αυτή αναφορά στην κατάσταση της παραγωγής
και εμπορίας τροφίμων και ποτών μπορεί κανείς να εξαγάγει μερικές βασικές
παρατηρήσεις: α) σημειώνεται μια αυξημένη κινητικότητα στον τομέα των τροφίμων
η οποία παίρνει τη μορφή αύξησης της συγκέντρωσης των πωλήσεων σε λίγες
μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, β) μέσω της τακτικής των εξαγορών, των
συγχωνεύσεων και των συνεργασιών αυξάνεται ο έλεγχος στην παραγωγή και την
εμπορία τροφίμων από μερικές ελληνικές ή ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις, γ)
επεκτείνονται και εντείνονται οι διασυνδέσεις του ελληνικού και του ξένου
κεφαλαίου με στόχο όχι μόνο την κυριαρχία στην ελληνική αγορά αλλά και την
επέκταση στη βαλκανική και την ανατολικο-ευρωπαϊκή αγορά εν γένει, δ)
αναδύονται μερικές μεγάλες ελληνικές «πολυεθνικές» επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν
να ανταγωνιστούν στην εγχώρια και την ευρωπαϊκή αγορά και ε) ένας αυξανόμενος
αριθμός κυρίαρχων επιχειρήσεων τόσο στην παραγωγή όσο και την εμπορία
τροφίμων ελέγχονται από ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Η ανάπτυξη του αγροτροφικού συστήματος είναι όλο και πιο ραγδαία, ενώ η
Βαλκανική αποτελεί τον άμεσο στόχο στα πλαίσια της διεθνοποίησης του τομέα των
τροφίμων στη χώρα μας. Η διογκούμενη εσωτερική αγορά τροφίμων έχει αποτελέσει
25
Βλέπε εφημερίδα «Κέρδος», Ειδική Έκδοση Νοέμβριος 1995.
70
σημαντικό παράγοντα για την εκτεταμένη είσοδο ξένων μεγάλων επιχειρήσεων με
απώτερο στόχο την άλωση της βαλκανικής αγοράς. Σε αυτή την κατεύθυνση το ξένο
κεφάλαιο, είτε συνεργαζόμενο είτε μέσω εξαγορών, παίζει καθοριστικό ρόλο για την
επιτυχία της βαλκανικής ή/και ευρωπαϊκής διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου. Ο
έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας όπως και του κυκλώματος διανομής τροφίμων
συγκεντρωμένος σε λίγες επιχειρήσεις αποτελεί τον κατεξοχήν στόχο της
εντεινόμενης διείσδυσης του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Αντί επιλόγου
71
όρια των στρατηγικών προώθησης των παραγόμενων προϊόντων από τις πολυεθνικές
επιχειρήσεις, όσο και σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της βιομηχανικής
γεωργίας. Και οι δύο προοπτικές αντίστασης μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη
διαδικασία πολιτικοποίησης μέσα στο ίδιο το αγροτροφικό σύστημα (Whatmore,
1994).
Η διαδικασία διεθνοποίησης του αγροτροφικού συστήματος συμβάλλει σε όλο και
μεγαλύτερη ετερογένεια τόσο στο τοπικό όσο και στο εθνικό επίπεδο. Η ετερογένεια
είναι μια πολυεπίπεδη κατηγορία που αφορά ένα μεγάλο φάσμα δια-περιφερειακών
αλλά και ενδο-περιφερειακών διαφοροποιήσεων. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια
ανισομέρεια στη διαδικασία ολοκλήρωσης του αγροτροφικού συστήματος, η οποία
όμως δε μπορεί να αναχθεί σε μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης
(Βooth, 1993).
Κεντρική παραμένει η άποψη ότι η καπιταλιστική δυναμική αναφέρεται σε μια
πολλαπλότητα μορφών και τάσεων που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη λογική
της κεφαλαιακής συσσώρευσης (Corbridge, 1990). Η καπιταλιστική ολοκλήρωση
λοιπόν του αγροτροφικού συστήματος αναφέρεται σε
ένα μίγμα διαδικασιών, που είναι εξ’ ορισμού επεισοδιακές ή περιοδικές όπως
επίσης και μεταβαλλόμενες. Οι αιτίες της συνέχειας και ασυνέχειας είναι
πολλαπλές, επιδέχονται αλλαγές και την ίδια στιγμή αλλάζουν όντας τόσο
«ενδογενείς» όσο και «εξωγενείς» στην παραγωγή τροφίμων (Le Heron, 1988,
σελ. 425).
72
Βιβλιογραφία
Ελληνική
Ξενόγλωσση
73
Cloke, P. (1989) Rural Geography and Political Economy. In R.Peet & N.Thrift (Eds)
New Models in Geography: The Political Economy Perspective. Vol. 1. London:
Unwin Hyman.
Cloke, P. (1994) (En)culturing Political Economy: A Life in the Day of a «Rural
Geographer». In P. Cloke et al. (Eds) Writing the Rural: Five Cultural
Geographies. London: P.Chapman Publishing Ltd.
Cloke, P. & M. Goodwin (1992) Conceptualising Countryside Change: From Post-
Fordism to Rural Structured Coherence. Transactions of the Institute of British
Geographers, Vol. 17, pp. 321-336.
Corbridge, S. (1990) Post-Marxism and Development Studies: Beyond the Impasse.
World Development, Vol. 18, No 5, pp. 623-639.
Friedland, W.F. (1991α) Introduction: Shaping the New Political Economy of
Advanced Capitalist Agriculture. In W.F. Friedland, L. Busch, F.H. Buttel & A.P.
Rudy (Eds) Towards a New Political Economy of Agriculture. Boulder:
Westview Press.
Friedland, W. F. (1991β) The Transnationalisation of Production and Consumption of
Food and Fibre: Challenges for Rural Research. In R. Almas & N. With (Eds)
Rural Futures in an International World. Trondheim: Centre for Rural Research.
Friedmann, H. (1988) The Family Farm and International Food Regimes. In T. Shanin
(Ed) Peasants and Peasant Societies. Second Edition. Harmondsworth: Penguin
Books.
Friedmann, H. (1991) Changes in the International Division of Labour: Agri-Food
Complexes and Export Agriculture. In W.F. Friedland, L. Busch, F.H. Buttel &
A.P. Rudy (Eds) Towards a New Political Economy of Agriculture. Boulder:
Westview Press.
Friedmann, H. (1993) The Political Economy of Food: A Global Crisis. New Left
Review, No 197, pp. 29-57.
Friedmann, H. & P. McMichael (1989) Agriculture and the State System: The Rise
and Decline of National Agricultures, 1870 to the Present. Sociologia Ruralis,
Vol. 29, No 2, pp. 93-117.
Goodman, D. (1991) Some Recent Tendencies in the Industrial Reorganisation of the
Agri-food System. In W.F. Friedland, L. Busch, F.H. Buttel & A.P. Rudy (Eds)
Towards a New Political Economy of Agriculture. Boulder: Westview Press.
Goodman, D. & M. Redclift (1990) The Farm Crisis and the Food System: Some
Reflexions on the New Agenda. In T. Marsden & J. Little (Eds) Political, Social
and Economic Perspectives on the International Food System. Aldershot:
Avebury.
Goodman, D. & M. Redclift (1991) Refashioning Nature: Food, Ecology and Culture.
London & New York: Roultedge.
Goodman, D., B. Sorj & J. Wilkinson (1987) From Farming to Biotechnology: A
Theory of Agro-Industrial Development. Oxford: Blackwell.
Healey, M. & B. Ilbery (1985) The Industrialisation of the Countryside: An
Overview. In M.J. Healey & B.W. Ilbery (Eds) The Industrialisation of the
Countryside. Norwich: Geo Books.
Hoggart, K., H. Buller & R. Black (1995) Rural Europe: Identity and Change.
London: Arnold.
Kasimis, C. & A.G. Papadopoulos (1995) Productivist and Survivalist Farm
Strategies: Studying the Sustainability of Greek Agriculture. Paper presented in
the XVIth Congress of the European Society for Rural Sociology. Prague, July
31st-4th August 1995.
74
Kenney, M., L.M. Lobao, J. Curry & W.R. Goe (1989) Midwestern Agriculture in US
Fordism: From the New Deal to Economic Restructuring. Sociologia Ruralis,
Vol. 29, No 2, pp. 131-148.
Lang, T. & P. Wiggins (1985) The Industrialisation of the UK Food System: From
Production to Consumption. In M.J. Healey & B.W. Ilbery (Eds) The
Industrialisation of the Countryside. Norwich: Geo Books.
Le Heron, R. (1988) Food and Fibre Production Under Capitalism: A Conceptual
Agenda. Progress in Human Geography, Vol. 12, pp. 409-430.
Lipietz, A. (1987) Mirages and Miracles: The Crisis of Global Fordism. London:
Verso.
Lipietz, A. (1992) Towards a New Economic Order: Postfordism, Ecology and
Democracy. Cambridge: Polity Press.
Llambi, L. (1993) Global Agro-Food Restructurings: The Role of Transnational
Corporations and Nation-States. Venezuelan Institute for Scientific Research.
Unpublished MS.
Markus, G.E. & M.M.J. Fischer (1986) Anthropology as Cultural Critique: An
Experimental Moment in the Human Sciences. Chicago & London: The
University of Chicago Press.
Marsden, T. & J. Little (1990) Introduction. In T. Marsden & J. Little (Eds) Political,
Social and Economic Perspectives on the International Food System. Aldershot:
Avebury.
Marsden, T., R. Munton, S. Whatmore & J. Little (1986) Towards a Political
Economy of Capitalist Agriculture: A British Perspective. International Journal of
Urban and Regional Research, Vol. 10, No 4, pp. 498-521.
Marsden, T., S. Whatmore & R. Munton (1987) Uneven Development and the
Restructuring Process in British Agriculture: A Preliminary Approach. Journal of
Rural Studies, Vol. 3, No 4, pp. 297-308.
McMichael, P. (1993) World Food System Restructuring Under a GATT Regime.
Political Geography, Vol. 12, No 3, pp. 198-214.
McMichael, P. & D. Myhre (1991) Global Regulation vs. the Nation-State: Agro-
Food Systems and the New Political of Capital. Capital and Class, No 43, pp. 83-
105.
Munton, R. & T. Marsden (1991) Dualism or Diversity in Family Farming? Patterns
of Occupancy Change in British Agriculture. Geoforum, Vol. 22, No 1, pp. 105-
117.
Newby, H. (1978) The Rural Sociology of Advanced Capitalist Societies. In H.
Newby (Ed) International Perspectives in Rural Sociology. Chichester: John
Wiley & Sons.
Newby, H. (1983) The Sociology of Agriculture: Toward a New Rural Sociology.
Annual Review of Sociology, Vol. 9, pp. 67-81.
Newby, H. (1989) Technological Change, Conservation and Development: What
Future for the Countryside? Faculty of Social Sciences and Arts Annual Lecture.
University of Salford.
Pitelis, C. (1991) Beyond the Nation-State?: The Transnational Firm and the Nation-
State. Capital and Class, No 43, pp. 131-152.
Raynolds, L.T., D. Myhre, P. McMichael, V. Carro-Figueroa & F.H. Buttel (1993)
The «New» Internationalization of Agriculture: A Reformulation. World
Development, Vol. 21, No 7, pp. 1101-1121.
Sayer, A. (1989) The 'New' Regional Geography and Problems of Narrative.
Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 7, pp. 253-276.
75
Stein, M. R. (1972) The Eclipse of Community: An Interpretation of American
Studies. Princeton, N.J.: Princeton University Press.
Vergopoulos, K. (1985) The End of Agribusiness or the Emergence of Biotechnology.
International Social Science Journal, Vol. 37, pp. 285-299.
Ward, N. (1990) A Preliminary Analysis of the UK Food Chain. Food Policy, Vol. 15,
No 5, pp. 439-441.
Whatmore, S. (1994) From Farming to Agribusiness: The Global Agro-Food System.
In R.J. Johnston, P. Taylor & M. Watts (Eds) Geographies of Global Change.
Oxford: Basil Blackwell.
Άλλες πηγές:
76
Κεφάλαιο 6
Από την Αγροτική Κοινωνία στην Κοινωνία της Υπαίθρου
στην Ελλάδα του Εικοστού Αιώνα ∗
Αν στις αρχές του 20ου αιώνα ο προβληματισμός για την επίλυση του αγροτικού
ζητήματος αφορούσε στη διανομή της γης στους καλλιεργητές της στις αρχές του
21ου αιώνα ένα νέο αγροτικό ζήτημα απασχολεί τη κοινωνία μας που εκφράζεται με
ένα διπλό ερώτημα: με δεδομένους τους αναπτυξιακούς περιορισμούς, ποιά θα είναι η
ανταγωνιστική θέση της ελληνικής γεωργίας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον
και ποιά η προοπτική και το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου;
Το περιεχόμενο του αγροτικού ζητήματος σήμερα συμπυκνώνει, τις συνέπειες
τριών διακριτών ιστορικών περιόδων στον κοινωνικό μετασχηματισμό της
νεοελληνικής αγροτικής κοινωνίας. Η πρώτη περίοδος αφορά στην αγροτική
μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1920, η δεύτερη αναφέρεται στην αγροτική έξοδο
της μεταπολεμικής περιόδου και η τρίτη οριοθετείται από την ένταξη της χώρας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
∗
Το κείμενο αυτό αντλεί από τα δημοσιεύματα:
α. Χ. Κασίμης, «Από την Αγροτική Οικογένεια στην Παγκοσμιοποίηση», Εφημερίδα Το Βήμα,
19/12/1999
β. Χ. Κασίμης, Α. Γ. Παπαδόπουλος, Σ. Στραβοράβδης, «Οικογενειακή Εργασία και
Πολυαπασχόληση: Οι Αγροτικές Αγορές Εργασίας και η Νέα Φυσιογνωμία της Ελληνικής
Οικογενειακής Γεωργίας» στο ΕΤΑΓΡΟ (2000) Η Ανασυγκρότηση του Αγροτικού Χώρου, Πρακτικά 5ου
Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, Αθήνα.
γ. C. Kasimis, A. G. Papadopoulos, “The De-Agriculturation of the Greek Countryside: The Changing
Characteristics of an Ongoing Socio-Economic Transformation”στο H. Tovey, I. Kovach, L. Granberg
(eds) (2001) Europe’s “Green Ring”, Ashgate.
77
Γνωρίζουμε όμως ότι οι μετακινήσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου ήταν συχνές ήδη
από το μεσοπόλεμο και πολλοί αγρότες, εργάτες και μικροί παραγωγοί εμφάνιζαν μια
ευελιξία στην απασχόληση που χαρακτηριζόταν από γεωγραφική και επαγγελματική
κινητικότητα. Αυτό οδήγησε σε μια σύγχυση στη κατανόηση και ερμηνεία της
κοινωνικής διάρθρωσης των αγροτικών περιοχών η οποία φαίνεται να αποκτά μερικά
χαρακτηριστικά της κοινωνικής διάρθρωσης των αστικών περιοχών διατηρώντας
όμως στοιχεία της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Γεγονός που έχει αποτυπωθεί
στις προσπάθειες ορισμού και ανάλυσης των τάσεων μετασχηματισμού των
αγροτικών περιοχών της χώρας.
Ο Καραβίδας σημείωνε ότι η οικογενειακή εκμετάλλευση στην Ελλάδα συνδύαζε
από νωρίς τις αγροτικές με τις μη αγροτικές δραστηριότητες για την εξασφάλιση της
επιβίωσής της. Αυτός ο συνδυασμός δεν εκφράζει βέβαια μια διαδικασία κοινωνικής
πόλωσης αλλά περισσότερο μια επιβιωτική προσαρμοστικότητα των αγροτικών
νοικοκυριών στο πλαίσιο ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κοινωνικού και οικονομικού
περιβάλλοντος (Δαμιανάκος 1999). Η κοινωνική κινητικότητα (κυκλική, εποχιακή, ή
επαγγελματική) των αγροτών σε συνδυασμό με το ρόλο του ελληνικού κράτους για
την εγκαθίδρυση της μικρής οικογενειακής γεωργίας στο πλαίσιο της αγροτικής
μεταρρύθμισης, το φορολογικό σύστημα και η διεύρυνση του δημόσιου τομέα
ενίσχυσαν την «πρώιμη» «από-αγροτοποίηση» και τον εξωστρεφή προσανατολισμό
του αγροτικού πληθυσμού (Δερτιλής 1993). Αυτό συνδέεται συχνά με την
επονομαζόμενη «μικρο-αστικοποίηση» της οικογενειακής γεωργίας που ξεκίνησε στο
μεσοπόλεμο και εντάθηκε στη μεταπολεμική περίοδο (Τσουκαλάς 1987). Έτσι η
κινητικότητα που περιγράψαμε μας οδηγεί στην αμφισβήτηση της άποψης ότι η
αγροτική κοινωνία ήταν μια «κλειστή» και αυτάρκης κοινωνία που αντανακλούσε το
διαχωρισμό αστικού-αγροτικού.
78
Την ίδια περίοδο, παρατηρούνται αξιόλογοι ρυθμοί εντατικοποίησης και
εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας, ο δε εκσυγχρονισμός της γεωργίας
οδήγησε στην ανάπτυξη μιας τάσης κοινωνικοοικονομικής διαφοροποίησης των
παραγωγών αλλά και ενίσχυσης της «κρυφής» ονομαζόμενης ανεργίας. Αυτή η
«κρυφή» ανεργία μπορούμε να θεωρήσουμε ότι βρήκε διέξοδο στη μετανάστευση
(Stathakis 1983).
Παράλληλα, η διαδικασία εκβιομηχάνισης και οι συνακόλουθες διαρθρωτικές
αλλαγές στη γεωργία στη δεκαετία του ’60 ενίσχυσαν και διευκόλυναν ακόμα
περισσότερο τις μεταναστευτικές τάσεις, συμβάλλοντας τελικά στη μείωση του
αγροτικού πληθυσμού κατά το ένα τρίτο του. Η αγροτική κοινωνία απώλεσε, έτσι,
ένα μεγάλο τμήμα του πιο παραγωγικού δυναμικού της και εκατοντάδες χωριά
ερημώθηκαν χωρίς να προχωρήσει σημαντικά η διαδικασία συγκέντρωσης της
γεωργικής γης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο αιχμής της μετανάστευσης ο οικονομικά
ενεργός αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε από 54%, στο σύνολο του οικονομικά
ενεργού πληθυσμού της χώρας το 1961, στο 41% το 1971. Επιπρόσθετα έχει
εκτιμηθεί ότι η συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού στη συνολική εξωτερική
μετανάστευση της περιόδου ανήλθε στο ήμισυ αυτής με το 80% αυτού του
πληθυσμού να ανήκει στην ομάδα ηλικιών 15-39 ετών. Οι σοβαρότατες
δημογραφικές και οικονομικές επιπτώσεις για τον αγροτικό τομέα και την ύπαιθρο
γενικότερα είναι προφανείς.
Ο Wagstaff (1982) σημειώνει ότι τα ¾ των εμπειρικών ερευνών για τη
μετανάστευση της περιόδου αναφέρονται σε δημογραφικά και κοινωνικά
καταρρέοντα χωριά. Η αγροτική έξοδος συνδεόταν με τη διαδικασία κοινωνικού
μετασχηματισμού της υπαίθρου και χαρακτηριζόταν σαν αναπόσπαστο μέρος της
διαρθρωτικής αποδόμησης της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Η αποδόμηση
αυτή σήμαινε είτε την περιθωριοποίηση ολόκληρων κοινοτήτων είτε την αυξανόμενη
κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνικών δομών (Δαμιανάκος
1987). Αυτές οι αναλύσεις της αγροτικής εξόδου όμως οδήγησαν στην υποεκτίμηση
αυτών των εσωτερικών διαδικασιών του αγροτικού μετασχηματισμού που συνδέονται
με τις ίδιες τις στρατηγικές επιβίωσης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Σ’ αυτό
το τελευταίο σημείο θα επανέλθουμε αργότερα.
Ο ελληνικός αγροτικός τομέας, παρά το γεγονός ότι ακολούθησε από απόσταση
τις μεταπολεμικές επιτυχίες των αγροτικών τομέων άλλων ευρωπαϊκών χωρών,
κατάφερε να εξασφαλίσει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και να συμβάλλει
θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό συμβαίνει όταν στην Ευρώπη η θεσμοθέτηση
της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) επιχειρούσε να εξασφαλίσει την αυτάρκεια
των τροφίμων και τη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος στοχεύοντας παράλληλα
στην άμβλυνση των στρεβλώσεων μεταξύ των χωρών μελών της Κοινότητας.
Ειδικότερα στη περίοδο μεταξύ 1960 και της ένταξης στην ΕΕ το 1981, με την
υποστήριξη μιας κρατικής πολιτικής αυτάρκειας και προστασίας, ο αγροτικός τομέας
επέδειξε ικανοποιητικά αποτελέσματα, που δεν συνοδεύτηκαν όμως από σημαντικές
διαρθρωτικές αλλαγές. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε σημαντικά και νέα προϊόντα,
μέθοδοι καλλιέργειας και τεχνολογίας υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος
κρατικού προστατευτισμού.
79
Μετά την ένταξη στην ΕΕ η υποστήριξη του αγροτικού τομέα εξασφαλίζεται από την
ΚΑΠ μέσω ενός συστήματος τιμών και επιδοτήσεων που εγγυούνταν ένα
ικανοποιητικό εισόδημα για το μεγαλύτερο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού. Η
απορρόφηση, όμως, αυτών των εισοδημάτων από την κατανάλωση και η έλλειψη
σοβαρών πολιτικών επίλυσης των διαρθρωτικών προβλημάτων, είχε ως αποτέλεσμα
μια περιορισμένη διαρθρωτική προσαρμογή του αγροτικού τομέα στις νέες συνθήκες.
Με άλλα λόγια, αυτές οι προστατευτικές πολιτικές εγγυήθηκαν εισοδήματα που δεν
ανταποκρίνονταν στην παραγωγική δυνατότητα και αποτελεσματικότητα του τομέα
(Kasimis and Papadopoulos 2001).
Η αναθεώρηση της ΚΑΠ, η συμφωνία της GATT, ο προσανατολισμός προς μη
προστατευόμενες εθνικές αγορές και η διεύρυνση της Ε.Ε αναμένεται να οδηγήσουν
σε μεγαλύτερες απώλειες εισοδήματος, παρά τα μέτρα για διαρθρωτικό
εκσυγχρονισμό και τις πολιτικές για το περιβάλλον και την περιφερειακή ανάπτυξη.
Ο ελληνικός αγροτικός τομέας, λοιπόν, μεγάλος σε σημασία αλλά εύθραυστος και
με μία περιορισμένη διείσδυση στις διεθνείς αγορές, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα
αβέβαιο μέλλον. Σήμερα τα προβλήματα συνοψίζονται: α) στο μικρό μέγεθος και τον
πολυτεμαχισμό της εκμετάλλευσης, β) στο χαμηλό επίπεδο οικονομικο-τεχνολογικής
υποδομής και εκπαίδευσης, γ) στις αρνητικές σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ αγροτικών
προϊόντων και βιομηχανικών εισροών στη γεωργία και δ) στην αδύνατη
ανταγωνιστική θέση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Οι επιπτώσεις των
παραπάνω επιχειρείται, σε ένα βαθμό, να αντιμετωπιστούν με την εντατικοποίηση της
εργασιακής διαδικασίας και τη διευρυνόμενη χρήση της αγροτικής τεχνολογίας με
στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το αγροτικό νοικοκυριό αναδιοργανώνει τον
καταμερισμό της εργασίας των μελών του εντός και εκτός της εκμετάλλευσης αλλά
και της γεωργίας. Η διάχυση και ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων
(αποκέντρωση βιομηχανίας, τουρισμός, υπηρεσίες) στον αγροτικό χώρο στις δύο
τελευταίες δεκαετίες διευκόλυναν την ενίσχυση της εξω-αγροτικής απασχόλησης η
οποία αφορά πλέον στα μισά νοικοκυριά της χώρας και συνδέεται με το δημογραφικά
υγιέστερο τμήμα ενός γερασμένου, κατά τα άλλα, πληθυσμού. Αυτός ο νέος
καταμερισμός ενισχύθηκε από τη μαζική παρουσία της φθηνής εργασίας των ξένων
εργατών στη δεκαετία του 1990 που συνέβαλε στην αποσόβηση μιας λανθάνουσας
κρίσης της ελληνικής γεωργίας μειώνοντας σημαντικά το κόστος εργασίας και
ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις εποχιακές ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Ας γίνουμε
πιο συγκεκριμένοι όμως.
Όπως προαναφέρθηκε ο κοινωνικός ιστός των ελληνικών αγροτικών περιοχών
έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από την αγροτική έξοδο η οποία συνεχίστηκε, αν
και μειούμενη, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αντίθετα από τις συνολικές
πληθυσμιακές τάσεις, ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών μειώνονταν συνεχώς
κατά την περίοδο 1961-91 26 . Η μείωση αυτή επιβραδύνθηκε σημαντικά στα
τελευταία χρόνια, καταλήγοντας σε μια σταθεροποίηση του αγροτικού πληθυσμού
στο 22,6% του συνολικού πληθυσμού το 1997 (ΕΣΥΕ, ΕΕΔ, 1997). Η επιβράδυνση
του ρυθμού μείωσης του αγροτικού πληθυσμού και η πρόσφατη σταθεροποίησή του
οφείλονται, αφενός, στον περιορισμό των ευκαιριών απασχόλησης εκτός των
αγροτικών περιοχών και, αφετέρου, στην ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων στις
περιφερειακές αγορές, και ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα. Αυτή η τάση μπορεί να
υποστηριχθεί και από την μικρή, αλλά σταθερά αυξανόμενη, κίνηση του πληθυσμού
26
Σύμφωνα με τις Απογραφές Πληθυσμού (ΕΣΥΕ), τη δεκαετία του 1960 μειώθηκε κατά 16,1%, τη
δεκαετία του 1970 κατά 4,1% και τη δεκαετία του 1980 κατά 2%.
80
προς τις αγροτικές περιοχές και την αντίστοιχη μείωση της κίνησης του αγροτικού
πληθυσμού προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη 27 . Επιπρόσθετα, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η αγροτική απασχόληση ασκείται όλο και περισσότερο και από άτομα
που κατοικούν εκτός αγροτικών περιοχών, αφού το ποσοστό των απασχολούμενων
στον πρωτογενή τομέα που ζει στις αγροτικές περιοχές μειώθηκε από 79,2% στο
76,8% μεταξύ 1985 και 1997 (ΕΣΥΕ, ΕΕΔ, 1985-97).
Τα τελευταία χρόνια, η σταθεροποίηση του αγροτικού πληθυσμού οφείλεται
κυρίως στη μείωση του ρυθμού εξόδου των γυναικών παρά των ανδρών. Σύμφωνα με
τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού (ΕΣΥΕ), η μέση ετήσια μείωση του αριθμού των
γυναικών κατά την περίοδο 1993-97 είναι τέσσερις φορές μικρότερη από ότι την
περίοδο 1985-93. Επίσης, η τάση σταθεροποίησης της γυναικείας γεωργικής
απασχόλησης στις αγροτικές περιοχές κατά την περίοδο 1993-97, η μικρή μέση
ετήσια αύξηση της ανεργίας τους (σε σχέση με το σύνολο της χώρας) και η
διατήρηση του μεγέθους του μη-οικονομικά ενεργού πληθυσμού των γυναικών στις
αγροτικές περιοχές προσφέρουν τις βασικές συνιστώσες που δικαιολογούν τη
σημαντική μείωση της εξόδου των γυναικών από τις αγροτικές περιοχές. Αυτή η
τάση δημιουργεί μια αισιοδοξία ότι η ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων, που είχε
διαταραχθεί τα προηγούμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της εξόδου των γυναικών και της
αναζήτησης συντρόφου εκτός των αγροτικών περιοχών, μπορεί τώρα να
αποκατασταθεί, προσφέροντας τη βάση για την αναπαραγωγή του αγροτικού
πληθυσμού και την παραπέρα δημογραφική σταθεροποίησή του. Οι γυναίκες
εμφανίζουν επίσης σημαντικό βαθμό ευελιξίας αναλαμβάνοντας εργασίες μερικής
απασχόλησης. Έτσι το γυναικείο εργατικό δυναμικό δείχνει ικανοποιητική
προσαρμοστικότητα στις διακυμάνσεις της ζήτησης εργασίας στην ύπαιθρο, τόσο
εντός όσο και εκτός της εκμετάλλευσης.
Ταυτόχρονα, η σημαντική επιβράδυνση (για να μην αναφερθούμε σε αντιστροφή)
της μείωσης της γυναικείας απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα μπορεί να αποδοθεί
στον αυξανόμενο ρόλο της στη συνέχιση της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Όταν οι
άνδρες πολυαπασχολούνται περισσότερο οι γυναίκες μπορούν να αναλάβουν έναν πιο
ενεργό ρόλο είτε ως σύζυγοι στην οικογενειακή εκμετάλλευση είτε ως αρχηγοί σ’
αυτήν.
Η μελέτη των τάσεων του πληθυσμού και της απασχόλησης για τους άνδρες
δείχνει ότι αυτοί και σήμερα ακόμα ψάχνουν απασχόληση εκτός του πρωτογενή
τομέα, αλλά όμως λιγότερο εντατικά από ότι στο παρελθόν. Μπορεί εδώ να
υποστηριχθεί ότι οι γυναίκες παίρνουν τη θέση των συζύγων τους, αν και αυτή η
τάση δεν μπορεί να βασισθεί εύκολα σε στατιστικά στοιχεία αφού δεν μπορεί να
καταγραφεί με κάποιο επίσημο τρόπο. Επιπλέον, με σκοπό την εξασφάλιση της
«αγροτικής» τους ταυτότητας, ένας σημαντικός αριθμός αγροτικών νοικοκυριών
μπορεί να αποδώσει τον τίτλο του αρχηγού της εκμετάλλευσης στη γυναίκα. Αυτό
αφορά ιδιαίτερα εκείνα τα νοικοκυριά όπου ο άνδρας αρχηγός έχει μια άλλη εξω-
αγροτική απασχόληση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως η κύρια απασχόλησή του.
Σημαντικές αλλαγές επίσης σημειώνονται σχετικά με την απασχόληση των μελών
του νοικοκυριού στην εκμετάλλευση. Αν και ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων έχει
μειωθεί πάνω από 15% την τελευταία δεκαπενταετία, ο μέσος αριθμός ημερών
27
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1996 από τους μετακινούμενους προς τις αγροτικές περιοχές το 60%
προέρχεται από αστικές περιοχές, το 10% από ημιαστικές, το 3,1% από άλλες αγροτικές και το 26,9%
από το εξωτερικό. Επίσης, το ίδιο έτος, απ’ αυτούς που μετακινήθηκαν από τις αγροτικές περιοχές
μόλις το 25,5% κατευθύνθηκε προς Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 1991 ήταν
38,3%, το 1992 48,2%, το 1993 18,8%, το 1994 33,4% και το 1995 30,8% (ΕΣΥΕ, ΕΕΔ, 1981, 1985
και 1991-1996).
81
εργασίας ανά απασχολούμενο έχει παραμείνει σχεδόν σταθερός, κοντά στις 100
ημέρες το χρόνο. Αξίζει να αναφερθεί ότι και πάλι ο αριθμός αυτός είναι αρκετά
κάτω από το όριο της υποαπασχόλησης (140 ημέρες). Θα μπορούσαμε όμως να
πούμε ότι αυτή η υποαπασχόληση κατανέμεται διαφορετικά μεταξύ των μελών της
οικογενειακής εκμετάλλευσης. Έτσι ο αρχηγός της εκμετάλλευσης απασχολείται
κοντά στις 120 ημέρες, έναντι των υπολοίπων μελών του νοικοκυριού
(περιλαμβανομένης της συζύγου), τα οποία συνεισφέρουν κατά μέσο όρο 80 περίπου
ημέρες εργασίας το χρόνο. Πάνω από το μισό των ημερών εργασίας προσφέρεται από
τον αρχηγό της εκμετάλλευσης.
Η πολυαπασχόληση των αγροτών συνεχίζει να διατηρείται σε υψηλά ποσοστά που
αγγίζουν το 30% του συνόλου των αρχηγών διαχέεται όμως και στα «άλλα
συμβοηθούντα μέλη» και κυρίως στις συζύγους, των οποίων η πολυαπασχόληση έχει
διπλασιαστεί στη τελευταία δεκαπενταετία. Μέχρι σήμερα η πολυαπασχόληση
αφορούσε τον αρχηγό της εκμετάλλευσης ενώ τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού
προσέφεραν την εργασία τους αποκλειστικά στην εκμετάλλευση. Η διαφοροποίηση
αυτή μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στην στρατηγική των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αλλαγές αναγκαίες με βάση τα δεδομένα και τους
περιορισμούς που θέτει η οικονομία γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, η δυσκολία που
αντιμετωπίζουν οι άνδρες στην εύρεση εξω-αγροτικής απασχόλησης και οι αυξημένες
δυνατότητες των γυναικών και των άλλων μελών του νοικοκυριού για απασχόληση
εκτός της οικογενειακής εκμετάλλευσης (σε πεδινές και παράκτιες περιοχές κυρίως)
συνέβαλαν στον διπλασιασμό τόσο της πολυαπασχόλησης τους όσο και της κατά
κύριο λόγο εκτός εκμετάλλευσης απασχόλησης σε ποσοστά που ξεπερνούν το 20%
του συνόλου αυτών. Αυτό προφανώς διαφοροποίησε σημαντικά τις πηγές του
οικογενειακού εισοδήματος.
Ο ευέλικτος χαρακτήρας της απασχόλησης εντός και εκτός των αγροτικών
εκμεταλλεύσεων έχει ένα σημαντικό στρατηγικό ρόλο στην ελληνική οικογενειακή
γεωργία. Η ευελιξία της εργασίας των μελών της οικογενειακής εκμετάλλευσης και η
μισθωτή εποχική εργασία αποτελούν σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης των
εκμεταλλεύσεων. Ο συνδυασμός της αγροτικής και της μη αγροτικής εργασίας για το
νοικοκυριό, όπως επίσης της οικογενειακής και της μη οικογενειακής εργασίας για
την εκμετάλλευση παίζει σημαντικό ρόλο για την επιβίωση της πλειοψηφίας των
οικογενειακών εκμεταλλεύσεων.
Τις βαριές και ανειδίκευτες αγροτικές εργασίες αναλαμβάνει συχνά εποχικό,
κυρίως ξένο εργατικό δυναμικό, το οποίο έχει συνεισφέρει σημαντικά την τελευταία
δεκαετία στην επιβίωση της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Στην
πολυαπασχολούμενη εκμετάλλευση το ξένο εργατικό δυναμικό απελευθέρωσε τα
συμβοηθούντα μέλη του νοικοκυριού και κυρίως τις συζύγους από τις βαριές
αγροτικές εργασίες. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε σχετικές έρευνες η
προσφορά και υπερεκμετάλλευση ξένων, φθηνών εργατικών χεριών συνέβαλε
σημαντικά στη κάλυψη των ελλειμμάτων εργασίας, αύξησε τις αγροτικές αποδόσεις,
περιόρισε το κόστος εργασίας στη γεωργία και στους άλλους τομείς στην ύπαιθρο
χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση του γηγενούς πληθυσμού (Βαΐου και
Χατζημιχάλης 1997, Σαρρής κ.α 1994). Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (Lianos et al.
1997) οι μετανάστες προσφέρουν σ’ ορισμένες περιοχές το 45% της αμειβόμενης
εργασίας στη γεωργία ενώ οι Έρευνες Γεωργικών Διαρθρώσεων δείχνουν ότι οι
ημέρες εργασίας του εποχικού εργατικού δυναμικού αυξάνονται, αυξανομένου του
μεγέθους της εκμετάλλευσης. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται και στη παραπάνω μελέτη
που αφορά στη σημασία της εργασίας των μεταναστών στη συνολική απασχόληση
όπως και στο μέγεθος της εκμετάλλευσης. Επιπλέον θετικές είναι οι επιπτώσεις της
82
ξένης εργασίας στο αγροτικό εισόδημα σύμφωνα με μελέτη των Sarris-Zografakis
(1999).
Χρειάζεται βέβαια κανείς εδώ να σημειώσει ότι με δεδομένη την άσχημη
δημογραφική κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού, την αποστροφή των νέων της
υπαίθρου προς το αγροτικό επάγγελμα και την αύξηση της απασχόλησης ξένου
εργατικού δυναμικού παρατηρείται μια σχετική απροθυμία των αγροτών να
επενδύσουν για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους. Επιχειρείται δηλαδή, μια
στρατηγική διατήρησης της ανταγωνιστικότητας μέσω μιας «επενδυτικής» πολιτικής
χαμηλών αμοιβών που δεν εξασφαλίζει προοπτικές μακροπρόθεσμης
ανταγωνιστικότητας και αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Από την άλλη πλευρά μία σειρά από παράγοντες που αφορούν στο πρόσφατο
αγροτικό παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας, στα συνεχόμενα μεταναστευτικά
ρεύματα από την ύπαιθρο στις πόλεις, στην αστικοποίηση και στους ισχυρούς
δεσμούς ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη, δεν δημιουργούν απλά ένα ευρέως
ευνοϊκό κλίμα υπέρ της αγροτικής κοινωνίας και των προστατευτικών πολιτικών για
την γεωργία (Λουλούδης, 1995) αλλά, πιο συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύουν και μια
νέα προοπτική για την κοινωνία και την οικονομία της ελληνικής υπαίθρου. Αυτά τα
χαρακτηριστικά αφορούν σε μια «νέα αγροτικότητα», η οποία δεν ανταποκρίνεται
στα θεωρητικά σχήματα που κατασκευάστηκαν για να εξηγήσουν τον
μετασχηματισμό των παλιών αγροτικών δομών στην σύγχρονη κοινωνία της
υπαίθρου.
Έτσι η προφανής τάση προς την «απο-αγροτοποίηση» της οικονομίας της
ελληνικής υπαίθρου απαιτεί μια νέα ανάγνωση της ίδιας της αγροτικής κοινωνίας. Ο
διαχωρισμός των αγροτών (δηλαδή αυτών που αποκλειστικά ή κυρίως
απασχολούνται ως αγρότες) από τους κατόχους αγροτικών εκμεταλλεύσεων (δηλαδή
αυτούς που απλά κατέχουν μια αγροτική εκμετάλλευση χωρίς αποκλειστική η κύρια
απασχόληση σ’ αυτή) μπορεί να οδηγήσει σε ένα «κυνήγι μαγισσών» αν αγνοηθούν
οι κοινωνικοί, ιστορικοί και δομικοί παράγοντες και ληφθούν υπόψη μόνο
οικονομικά κριτήρια όπως η πηγή εισοδήματος και το ποσοστό απασχόλησης.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική γίνεται όλο και περισσότερο ορθολογική
και αναζητά την «κανονικοποίηση» της ελληνικής οικογενειακής γεωργίας με στόχο
μια αναδιάρθρωση που θα οδηγήσει τελικά σε μια διπολική κατηγοριοποίηση σε
«εκσυγχρονισμένες» και μη «εκσυγχρονισμένες» εκμεταλλεύσεις.
Κάθε εξωτερικά εκκινούμενη όμως πίεση για τον εξορθολογισμό της
οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντική αντίσταση από τις
στρατηγικές και τον δια-τομεακό χαρακτήρα των μορφών επιβίωσης που επιλέγει η
οικογενειακή εκμετάλλευση. Αυτές οι μορφές επιβίωσης έχουν μια σημαντική
τοπική/περιφερειακή διάσταση, λόγω χωρικών-ιστορικών ιδιαιτεροτήτων, που
αντιστέκονται στην επέκταση αυτών των διαδικασιών ορθολογικοποίησης και
παγκοσμιοποίησης.
Μ’ άλλα λόγια η ικανότητα προσαρμογής των νοικοκυριών παίζει σημαντικό ρόλο
στον προσδιορισμό της στάσης τους απέναντι στις πιέσεις και τους κανονισμούς της
επίσημης αγροτικής πολιτικής. Η προσαρμογή αυτή επιτυγχάνεται, αυξομειώνοντας
το μέγεθος της εκμετάλλευσης (μίσθωση, εκμίσθωση γης), μεταβάλλοντας τον
καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, μεταβιβάζοντας την εκμετάλλευση
στα νεότερα μέλη της οικογένειας και τέλος εκμεταλλευόμενα τις παροχές
επιδοτήσεων κ.α. Οι στρατηγικές επιβίωσης και οι ευέλικτοι μηχανισμοί
αναπαραγωγής λοιπόν κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες μπορούν να συνεισφέρουν
στο μέλλον της υπαίθρου, αν δεν θυσιαστούν στο βωμό μιας «λογικής»
83
συμπεριφοράς και «ορθολογικής» λειτουργίας που εξωτερικές δυνάμεις θέτουν όλο
και πιο δραστικά.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Βαΐου, Ν. και Χατζημιχάλης, Κ. (1997) Με την Ραπτομηχανή στην Κουζίνα και τους
Πολωνούς στους Αγρούς, Εξάντας, Αθήνα.
Βεργόπουλος, Κ. (1975) Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα.
Δαμιανάκος, Σ (1999) «Το Δυσεύρετο Μοντέλο της Ελληνικής Γεωργίας» στο Χ.
Κασίμης, Χ. - Λουλούδης, Λ. (Εισ. Επιμ.) Ύπαιθρος Χώρα. Η Ελληνική Αγροτική
Κοινωνία στο Τέλος του Εικοστού Αιώνα, ΕΚΚΕ/Πλέθρον, Αθήνα.
Κασίμης, Χ. «Από την Αγροτική Οικογένεια στην Παγκοσμιοποίηση», Εφημερίδα Το
Βήμα, 19/12/1999.
Κασίμης, Χ., Α. Γ. Παπαδόπουλος, Σ. Στραβοράβδης(2000) «Οικογενειακή Εργασία
και Πολυαπασχόληση: Οι Αγροτικές Αγορές Εργασίας και η Νέα Φυσιογνωμία της
Ελληνικής Οικογενειακής Γεωργίας» στο Η Ανασυγκρότηση του Αγροτικού Χώρου,
Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, ΕΤΑΓΡΟ, Αθήνα.
Δαμιανάκος, Σ. (Επιμ.) (1987) Διαδικασία Κοινωνικού Μετασχηματισμού στην
Αγροτική Ελλάδα, ΕΚΚΕ, Αθήνα.
84
Δερτιλής, Γ. (1993) Ατελέσφορο ή Τελεσφόροι; Φόροι και Εξουσία στο Νεοελληνικό
Κράτος, Αλεξάνδρεια
Λουλούδης, Λ. (1995) Πολιτικές Όψεις της Κρατικής Παρέμβασης στη Γεωργία,
Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τευχ. 6, σελ. 121-146.
Τσουκαλάς, Κ. (1993) Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Μεταπολεμική Ελλάδα,
Θεμέλιο, Αθήνα
Ξενόγλωσση
85