You are on page 1of 4

Αρρώστια, τρέλα και θάνατος ήταν οι σκοτεινοί φύλακες άγγελοι που στάθηκαν στο

λίκνο μου και με συντρόφεψαν όλη μου τη ζωή», είχε πει ο Edvard Munch (1863-
1944) σε μία φράση που συντάσσει, ίσως, το πιο πυκνό και μεστό αυτοβιογραφικό
σημείωμα. Ήταν Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους κύριους
προδρόμους του εξπρεσιονισμού. Ο Εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα
της μοντέρνας τέχνης που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, περίπου την
περίοδο 1905-1940 και κυρίως στο χώρο της ζωγραφικής. Βασικό χαρακτηριστικό
των εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών ήταν η τάση να παραμορφώνουν την
πραγματικότητα στα έργα τους, αδιαφορώντας απέναντι σε μια πιστή και
αντικειμενική αναπαράσταση της. Συχνά ο εξπρεσιονισμός διακρίνεται και από μια
έντονη συναισθηματική αγωνία, χαρακτηριστικά μάλιστα μπορούμε να πούμε πως
ελάχιστα εξπρεσιονιστικά έργα έχουν χαρούμενη διάθεση. Ο
όρος εξπρεσιονισμός (expressionism, από τον λατινικό όρο expressio, -
onis δηλαδή έκφραση) αποδίδεται στον Τσέχοιστορικό τέχνης Antonin Matějček
το 1910, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο αυτό περισσότερο για να δηλώσει μια τάση
αντίθετη στον Ιμπρεσιονισμό. Χαρακτηριστικά αναφέρει "...ένας Εξπρεσιονιστής
επιθυμεί πάνω από όλα να εκφράσει τον εαυτό του". Αυτή η στάση του
εξπρεσιονισμού ήταν ασφαλώς αντίθετη στις αξίες των ιμπρεσιονιστών, οι οποίοι
επεδίωκαν μια αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Στην
πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ κάποια ενιαία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που
να αυτοαποκαλούνταν Εξπρεσιονιστές αλλά περισσότερο μικρές ομάδες με κοινά
χαρακτηριστικά και κυρίως οι ομάδες Blaue Reiter και Die Brucke με έδρα
το Μόναχο και τη Δρέσδη αντίστοιχα. Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι επηρεάστηκαν
από διάφορους προγενέστερους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Βαν Γκόγκ και
ο Μουνκ αλλά επίσης και από έργα της αφρικανικής τέχνης.

Γονείς του ήταν ο Christian Munch, γιατρός και ιατρικός ανώτερος υπάλληλος, και η
Laura Cathrine Bjølstad, οι οποίοι είχαν παντρευτεί το 1861. Είχε μια μεγαλύτερη
αδελφή, την Johanne Sophie (γεννημένη το 1862), και τρία μικρότερα αδέρφια, τους
Peter Andreas (1865), Laura Cathrine (1867), και Inger Marie (1868). Ήταν
απόγονος του ζωγράφου Γιάκομπ Μουνκ (Jacob Munch) (1776-1839) και του
ιστορικού Peter Andreas Munch (1810-1863). Η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη
Kριστιανία (σημερινό Όσλο) το 1864, όταν ο Christian Munch διορίστηκε ως
ιατρικός ανώτερος υπάλληλος στο φρούριο του Akershus. Η Laura Cathrine πέθανε
από φυματίωση το 1868, όπως και η αγαπημένη αδελφή του Johanne Sophie Munch,
το 1877. Ο πατέρας του πέθανε επίσης νέος, το 1889. Μετά από το θάνατο της
μητέρας τους, τα μικρότερα αδέρφια του Munch ανατράφηκαν από τον πατέρα τους,
που ενστάλαξε μέσα τους έναν βαθιά ριζωμένο φόβο λέγοντάς τους επανειλημμένα
ότι εάν αμαρτήσουν με οποιαδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην Κόλαση χωρίς
πιθανότητα συγχώρεσης. Μια από τις νεώτερες αδελφές του καλλιτέχνη διαγνώστηκε
με διανοητική ασθένεια σε νεαρή ηλικία. Ο ίδιος ήταν επίσης συχνά άρρωστος. Από
τα πέντε αδέρφια, μόνο ο Peter Andreas παντρεύτηκε, αλλά πέθανε μερικούς μήνες
μετά το γάμο.
Αυτοπροσωπογραφία
Το 1879 εγγράφηκε σε τεχνικό κολλέγιο, με θέμα μελέτης την εφαρμοσμένη
μηχανική, αλλά διέκοψε τις σπουδές του λόγω συχνών ασθενειών. Το 1880 άφησε το
κολλέγιο για να γίνει ζωγράφος. Τον Αύγουστο του 1881 εγγράφηκε στη Σχολή
Σχεδίου του Όσλο. Οι δάσκαλοί του ήταν ο γλύπτης Julius Middelthun και ο
ζωγράφος Christian Krohg. Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε πλήθος εκθέσεων,
πήγε μερικές φορές στο Παρίσι και έμεινε περισσότερο ακόμη καιρό στη Γερμανία.
Με το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη.
Οι δύσκολες συνθήκες της ζωής τους επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική
του κατάσταση, η οποία όμως έγινε και η αφορμή για τη σύλληψη των κυριότερων
θεμάτων του ζωγραφικού του έργου. Ο Munch έγινε ο ζωγράφος του φάσματος του
θανάτου και της αναπόδραστης αρρώστιας. Το επιβεβαιώνουν και τα θέματα των
έργων του: «Το άρρωστο παιδί», «Ο νεκροθάλαμος», «Πλάι στο νεκροκρέβατο»,
«Νεκρή μάνα», «Θάνατος στο δωμάτιο της άρρωστης».

ν και ο Munch ήταν αναγκασμένος να ζει από την τέχνη του, η πώληση πινάκων δεν
αποτελούσε ποτέ γεγονός για τον ίδιο. Θεωρούσε πρώτιστα την τέχνη σαν ένα μέσο
επικοινωνίας και ήταν σημαντικό γι' αυτόν να παρουσιάσει όσο το δυνατόν
περισσότερη από τη δουλειά του συγκεντρωμένη.

Πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό οι ιδέες και τα συναισθήματα που γέννησαν τα
διάφορα έργα θα έφθαναν ευκολότερα στους άλλους. Σε ένα σημείωμά του γύρω στο
1930 προσπάθησε να εξηγήσει το γεγονός: «Με την τέχνη μου προσπάθησα να φτάσω
σε μία εξήγηση της ζωής και στόχευα να δώσω μια καθαρότητα στον τρόπο της ζωής
μου. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτό θα βοηθούσε ίσως και τους άλλους να ξεκαθαρίσουν τη
ζωή τους. Πάντα δούλευα καλύτερα συντροφιά με τους πίνακές μου – αισθανόμουνα
ότι οι πίνακες με το περιεχόμενό τους ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Όταν τους
τοποθετούσα όλους μαζί αποκτούσαν ένα δέσιμο που δεν είχαν σαν ξεχωριστά έργα –
σαν να μην μπορούσαν να εκτεθούν με άλλα. Γι' αυτό τα βάζω όλα μαζί σε σειρές».
Χωρισμός, 1896.
Πολλά από τα έργα του οραματίζονται το αίσθημα του έρωτα, την έλξη μεταξύ
άνδρα και γυναίκας καθώς διασταυρώνονται εκστατικά τα βλέμματά τους, όπως στα
«Έλξη» και «Η φωνή». Ο ίδιος περιέγραψε τη διάθεση των συνθέσεων αυτών σε
αρκετά κείμενα, όπως το ακόλουθο:

«Μια χρυσή κολώνα κλυδωνίστηκε πάνω-κάτω μέσα στο νερό, λιώνοντας μέσα στη
λαμπρότητά της και απλώνοντας στην επιφάνειά του. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια
μας, αόρατα χέρια ύφαναν λεπτούς ιστούς που χύθηκαν από τα υπέροχα μάτια σου
μέσα στα δικά μου, μπλέκοντας μαζί τις καρδιές μας...».

«Πόσο χλωμή είσαι στο φεγγαρόφωτο και πόσο σκοτεινά τα μάτια σου – τόσο μεγάλα
που θα μπορούσαν να καλύψουν το μισό ουρανό».

Συνεχίζοντας μίλησε για την αγωνία του χωρισμού στο έργο του «Αποχωρισμός»:

«Όταν μ' εγκατέλειψες πέρα από τη θάλασσα αισθάνθηκα να μας ενώνουν ακόμα
λεπτές κλωστές. Με πόνεσαν αβάσταχτα, σαν πληγή».
Ο απόλυτος έρωτας, δεν υπήρχε χωρίς τα προβλήματά του. Ήταν ένας καλλιτέχνης
που ο φόβος του θανάτου και ο φόβος της ζωής συνυπήρχαν τόσο έντονα. Το
παρακάτω κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο συμπλήρωμα για τα έργα
«Μαντόνα» και «Εραστές στα Κύματα»:

«Το φεγγαρόφωτο γλιστρά πάνω στο πρόσωπό σου, που είναι γεμάτο γήινη ομορφιά
και πόνο. Τα χείλια σου είναι σαν κατακόκκινα φίδια και γεμάτα σαν βαθυκόκκινα
φρούτα. Ανοίγουν σαν να πονάνε, το χαμόγελο ενός πτώματος. Γιατί τώρα η αλυσίδα
που ενώνει τις γενιές έχει κολλήσει. Σαν ένα σώμα γλιστράμε σ' έναν απέραντο ωκεανό
– πάνω σε μακριά κύματα που αλλάζουν το χρώμα τους από σκούρο σε πορφυρό σε
κόκκινο του αίματος».\

You might also like