You are on page 1of 7

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Ως το 1913 κυριαρχούσε το εξωτερικό εμπόριο , το οποίο ήταν μόνιμα ελλειμματικό . Η


Ελλάδα εισήγαγε περισσότερα προϊόντα από αυτά που εξήγαγε. Η σημασία του
εξωτερικού εμπορίου βέβαια ήταν πολύ μεγάλη . Τα έσοδα από τα τελωνεία ήταν πολύ
σημαντική πηγή εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό .Κατά την διάρκεια του 19ου αι. οι
εξαγωγές αυξήθηκαν.

ΕΤΟΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ


1851 36.000.000 χρυσές δραχμές
1901 235.000.000 χρυσές δραχμές
1911 315.000.000 χρυσές δραχμές
Βασικά εξαγωγικά προϊόντα ήταν τα αγροτικά προϊόντα , με κυριότερο προϊόν τη σταφίδα
(½ των συνολικών εξαγωγών ). Άλλα ήταν το ελαιόλαδο, το κρασί, το βαμβάκι και ο καπνός.
Επίσης εξάγονταν μεταλλευτικά προϊόντα όπως μόλυβδος, σμυρίδα, θηραϊκή γη.

Όσον αφορά τις εισαγωγές ένα από τα βασικότερα προϊόντα που εισάγαγε η Ελλάδα ήταν
το σιτάρι, καθώς η χώρα υστερούσε στην παραγωγή δημητριακών. Επίσης εισήγαγε
βιομηχανικά προϊόντα ( υφάσματα , νήματα ) και άνθρακα, ξυλεία, χημικά προϊόντα και
μηχανήματα. Η χώρα είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις κυρίως με την Αγγλία , η οποία
απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας και σημαντικό ποσοστό
μεταλλευμάτων. Επίσης διεξάγονταν συναλλαγές με τη Γαλλία και το Βέλγιο. Αντίθετα με
την Οθωμανική αυτοκρατορία οι εμπορικές σχέσεις ήταν περιορισμένες . Η εμπορική
δραστηριότητα των Ελλήνων έφτανε ως τη Ρωσία , την Κωνσταντινούπολη , τη Σμύρνη, την
Αλεξάνδρεια κα.

Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑ

Η εμπορική ναυτιλία κατά τη διάρκεια του 18ου αι σε παραλιακές περιοχές της Ελλάδας
καθώς και στα νησιά υπήρξε σημαντική . Λόγοι που συνέβαλαν στη ραγδαία ανάπτυξη της
ήταν η έξοδος της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή
(1774) μεταξύ Ρωσιας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι
(διάσπαση ηπειρωτικού αποκλεισμού – εκμετάλλευση αποσίας γαλλικών πλοίων στη
Μεσόγειο).

Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821 μετατράπηκε ο εμπορικός στόλος
σε πολεμικό. Αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν οι εμπορικοί δρόμοι και είτε να καταστραφούν
είτε να παρακμάσουν παραδοσιακά ναυτικά κέντρα (Ψαρά , Γαλαξίδι ).Μετά το τέλος της
επανάστασης η ελληνική ναυτιλία άρχισε να ανακάμπτει σταδιακά. Επίσης
δημιουργήθηκαν νέα ναυτικά κέντρα όπως η Σύρος, η οποία βρίσκονταν σε στρατηγική
θέση και είχε δυναμική παρουσία και δραστηριότητα.

Στα μέσα του 19ου αι η ελληνική εμπορική ναυτιλία έπρεπε να αντιμετωπίσει τον
ανταγωνισμό που προέκυψε, αφού άλλες χώρες είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν
ατμόπλοια και η ίδια δεν είχε τα απαραίτητα κεφάλαια για να ακολουθήσει. Μετά από
πολλές προσπάθειες δημιουργήθηκαν νέα εταιρικά σχήματα στα οποία συμμετείχε το
κράτος, οι τράπεζες ( εθνική Τράπεζα) και έτσι οι ομογενείς που έμεναν εκτός συνόρων
ναυπήγησαν ατμόπλοια. Την τελευταία δεκαετία του 19ου η ελληνική ατμολποιΐα
αναπτύχθηκε ραγδαία, βασιζόμενη στην κυριαρχία των Ελλήνων επιχειρηματιών στις
μεταφορές στο ποταμό Δούναβη. Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η ελληνική
εμπορική ναυτιλία γνώρισε μεγάλες απώλειες.

Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ

Με τον όρο εθνικές γαίες αναφερόμαστε στη γη που ανήκε είτε στο οθωμανικό κράτος είτε
σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες και η οποία περιήλθε με την ελληνική
επανάσταση στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Οι εκτάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως
υποθήκη για τη σύναψη δανείων στη διάρκεια της Επανάστασης. Η έκταση τους
ανέρχονταν χονδρικά από 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα. Οι καλλιεργητές αυτών των
γαιών σύμφωνα με τις παραδόσεις που υπήρχαν στα χρόνια της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας είχαν ισχυρά δικαιώματα στη γη. Καλλιεργούσαν τις εκτάσεις αυτές
αποδίδοντας το 15% της παραγωγής στον ιδιοκτήτη, καθώς και το φόρο της δεκάτης στο
κράτος.

Οι λόγοι που επέτρεψαν τη συγκέντρωση των εθνικών γαιών στην ιδιοκτησία λίγων
κεφαλαιούχων ήταν οι ακόλουθοι:

 Οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι δεν επιθυμούσαν να αποκτήσουν μεγάλες εκτάσεις


καλλιεργήσιμης γης.
 Οι πελατειακές σχέσεις που υπήρχαν στην ύπαιθρο δημιουργούσαν ένα πλέγμα
πολιτικής προστασίας. Οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να υποστηρίξουν
τους μικροκαλλιεργητές περιορίζοντας τις ασκούμενες πιέσεις (από την αγορά
και τη φορολογία) με παρεμβάσεις τους στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του
κράτους.

Το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών γαιών μοιράστηκε με νομοθετικές ρυθμίσεις την


περίοδο 1870-18719( επί Κουμουνδούρου). Κάθε αγρότης μπορούσε να αγοράσει μέχρι 80
στρέμματα ξερικής ή 40 στρέμματα αρδευόμενης γης. Από το 1870 ως το 1911
διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια. Δημιουργήθηκε μια
μεγάλη μάζα μικροκαλλιεργητών, ενώ το κράτος δεν είχε τα αναμενόμενα δημόσια έσοδα.
Πηγές

Β. Η Ελληνική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα

Οι εμποροπανηγύρεις σελ.17

 Ποιο ρόλο διαδραμάτιζαν οι εμποροπανηγύρεις στην οικονομική ζωή της Ελλάδας


κατά τον 19ο αιώνα ;

Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη οικονομική


δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους
καθήλωναν, σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε πολύ χαμηλά
επίπεδα.

Η πηγή του Α. Μανσόλα υποδεικνύει μία κατηγορία εμπορικών δραστηριοτήτων στην


οποία βασίστηκε το εσωτερικό εμπόριο της χώρας σε εκείνες τις δύσκολες συγκυρίες, τις
εμποροπανηγύρεις. Σύμφωνα με το παράθεμα, πρόκειται για ετήσιες συγκεντρώσεις
εμπόρων σε πόλεις ή αγροτικούς δήμους, οι οποίες προσελκύουν εμπόρους αλλά και το
αγοραστικό κοινό της γύρω περιοχής. Ο οικονομικός τους ρόλος δεν παρέμεινε σταθερός.
Σημαντικότερος ήταν στη φάση κατά την οποία το εσωτερικό εμπόριο υφίστατο
περιορισμούς, καθώς οι εμποροπανηγύρεις απολάμβαναν κάποια προνόμια, μεταξύ των
οποίων και δασμολογική απαλλαγή, πράγμα που τις έκανε συμφέρουσα δραστηριότητα,
τόσο για τους εμπόρους όσο και για τους αγοραστές, καθώς μπορούσαν να διασφαλίσουν
χαμηλότερες τιμές που έκαναν τα εμπορεύματα περισσότερο ελκυστικά. Όταν όμως
απελευθερώθηκε πλήρως το εσωτερικό εμπόριο, τότε διατυπώθηκαν απόψεις
οικονομολόγων σύμφωνα με τις οποίες ο ρόλος των εμποροπανηγύρεων αμφισβητούνταν.

Σημαντικό οικονομικό όφελος από τις εμποροπανηγύρεις προέκυπτε για τους δήμους
στους οποίους αυτές διοργανώνονταν. Συγκεκριμένα, στα εμπορεύματα επιβαλλόταν
κάποιος φόρος, τον οποίο εισέπραττε ο δήμος, ενώ οι έμποροι πλήρωναν κάποιο
συγκεκριμένο τέλος για το δικαίωμα να στήσουν παράπηγμα για να διαθέσουν τα προϊόντα
τους.

Τέλος, αν λάβει κανείς υπόψη τις μεταφορικές δυσκολίες της εποχής, οι εμποροπανηγύρεις
αποτελούσαν έναν τρόπο για να φτάσουν ποικίλα προϊόντα σε περιοχές απομακρυσμένες
από τον τόπο παραγωγής τους ή συνήθους διάθεσης τους .

Πίνακας 3 σελ 19

 Με βάση τα στοιχεία του πίνακα και τις ιστορικές σας γνώσεις να δικαιολογήσετε
τις μεταβολές στα ποσοστά εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων στις δεκαετίες
1860-1870 και 1900-1910.

Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική


δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους
καθήλωναν, σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε πολύ χαμηλά
επίπεδα . Μόνο προς τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημιουργήθηκε στις μεγαλύτερες
πόλεις μια άξια λόγου εμπορική κίνηση, η οποία όμως, σε μεγάλο ποσοστό,
τροφοδοτήθηκε από εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα.

Για τους ίδιους λόγους, το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό, από τα πρώτα
χρόνια της ανεξαρτησίας. Έτσι λοιπόν, όταν εξετάζουμε το εμπόριο της Ελλάδας μέχρι το
1913, εννοούμε βασικά το εξωτερικό εμπόριο. Και καθώς αυτό το τελευταίο ήταν σχεδόν
μόνιμα παθητικό για τη χώρα, η Ελλάδα δηλαδή αγόραζε από το εξωτερικό πολύ
περισσότερα από όσα πωλούσε εκεί, το βασικό πρόβλημα ήταν το ισοζύγιο πληρωμών, η
σχέση δηλαδή ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, η
σημασία του εμπορίου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του
επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και την πλέον
αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν
πραγματικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων.

Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου ακολούθησε ρυθμούς ανάλογους με τη γενικότερη


βελτίωση των εθνικών οικονομικών μεγεθών αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης της
διεθνούς εμπορικής κίνησης. Το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα
του πίνακα, η Ελλάδα διευρύνθηκε με την προσάρτηση των Ιόνιων νησιών και της
Θεσσαλίας και ότι ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 2,5 φορές.

Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου
αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο
μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές,
περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση
μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων,
που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-
1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε
αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και,
μετά το 1900, το κρασί.

Βασιζόμενοι στα στοιχεία του πίνακα βλέπουμε ότι οι ιστορικές μας γνώσεις
επιβεβαιώνονται. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από 63% που ήταν κατά τη δεκαετία
1860-1870 αυξάνονται σε 75% κατά τη δεκαετία 1900-1910. Οι εξαγωγές των βιομηχανικών
προϊόντων ακολουθούν φθίνουσα πορεία από 7% στη δεκαετία 1860-1870 σε 2% τη
δεκαετία 1900-1910. Διαπιστώνουμε ότι η βιομηχανία ήταν αδύναμη να αντέξει τον
ανταγωνισμό στο εξωτερικό και γι αυτό παρέμεινε προσηλωμένη στο να καλύπτει τις
εσωτερικές ανάγκες της χώρας. Οι εξαγωγές στο τομέα των πρώτων υλών διακρίνουμε
αύξουσα πορεία αφού από 17% στη δεκαετία 1860-1870 ανεβαίνει στο 22% κατά τη
δεκαετία 1900-1910. Η αυξητική αυτή τάση οφείλεται στη διεθνή ζήτηση για πρώτες ύλες (
μόλυβδο, σμυρίδα, θηραϊκή γη).

Όσον αφορά τις εισαγωγές προϊόντων και στις τρεις κατηγορίες το ποσοστό αυξάνεται
περίπου κατά 5-6%. Η αύξηση αυτή μπορεί εύκολα να κατανοηθεί αφού υπήρξε εδαφική
πληθυσμιακή διεύρυνση της χώρας, καθώς και γενικότερη ανάπτυξη σε αυτό το χρονικό
διάστημα .
Πίνακας 4 σελ19

 Με βάση τα στοιχεία του πίνακα και τις ιστορικές σας γνώσεις να κατατάξετε σε
φθίνουσα κλίμακα και να σχολιάσετε τις εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με τις
πέντε πρώτες σε όγκο συναλλαγών χώρες.

Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου
αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο
μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές,
περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση
μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων,
που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-
1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε
αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και,
μετά το 1900, το κρασί.

Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για
βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού
εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, που όμως αντιπροσώπευε ακόμα
ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική
εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη
συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά
προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των
εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα
και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.

Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου.
Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια
παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα
βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ
προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών
προϊόντων και των μηχανημάτων.

Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν,
ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το
σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των
μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν
π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική
αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και
αξίας.

Όπως αποτυπώνονται στα στοιχεία του πίνακα, οι εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με
τις πέντε σε όγκο συναλλαγών χώρες κατά φθίνουσα κλίμακα έχουν ως εξής : Πρώτη η
Αγγλία (66.000.000 χρυσές δραχμές , 30% στο σύνολο των συναλλαγών), δεύτερη η Γαλλία
(32.000.000 χρυσές δραχμές , 15% στο σύνολο των συναλλαγών), Τρίτη η Τουρκία
(28.000.000 χρυσές δραχμές , 13% στο σύνολο των συναλλαγών), τέταρτη η Αυστρία
(25.000.000 χρυσές δραχμές , 11% στο σύνολο των συναλλαγών), πέμπτη η Ρωσία
(22.000.000 χρυσές δραχμές , 10% στο σύνολο των συναλλαγών). Η κατάταξη έγινε με βάση
το σύνολο των εξωτερικών συναλλαγών χωρίς να διαχωρίζονται οι εισαγωγές από τις
εξαγωγές. Οι ιστορικές γνώσεις επιβεβαιώνουν στοιχεία του πίνακα στη Αγγλία καθώς τα
κυριότερα είδη συναλλαγών είναι τα μεταλλεύματα και υφάσματα. Στη Ρωσία
επιβεβαιώνεται η εισαγωγή δημητριακών-σιτηρών. Τέλος με την Αυστρία επιβεβαιώνεται η
εμπορική συναλλαγή ξυλείας.

Πίνακας 5 σελ22-23

 Βασιζόμενοι στις ιστορικές σας γνώσεις και μελετώντας τα στοιχεία του παραπάνω
πίνακα σε σύγκριση με τα στοιχεία του πίνακα 5 , να σταθμίσετε και να
αιτιολογήσετε το ρόλο της εταιρείας «Ελληνική ατμοπλοΐα» στο πλαίσιο της εποχής
αναφοράς.

Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν
νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης
δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο
κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη
Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη
δημιουργία ισχυρότατου –όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα– ναυτιλιακού κέντρου. Στην
ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και
δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής:
στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη,
στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο.

Μελετώντας το πίνακα διαπιστώνουμε πως η κοντινότερη χρονολογία κατά την οποία


έχουμε δεδομένα για το σύνολο της ελληνικής ατμοπλοΐας, ώστε να τα συγκρίνουμε με
τα δεδομένα του πίνακα 5 με το έτος αναφοράς 1889, είναι το έτος 1892. Σύμφωνα
λοιπόν με τα δεδομένα το 1892 η ελληνική ατμοπλοΐα διαθέτει 103 ατμόπλοια
χωρητικότητας60.400 τόνων. Η εταιρεία «Ελληνική Ατμοπλοΐα» διαθέτει το 1889 14
ατμόπλοια χωρητικότητας 6.166 τόνων. Το μέγεθος της εν λόγω εταιρείας μπορεί να
ερμηνευθεί από το λιμάνι το οποίο έχει έδρα της, συγκεκριμένα το νησί της Σύρου.

You might also like