You are on page 1of 60

Η Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

βρέθηκε αντιμέτωπη με οικονομικές προκλήσεις. Η χώρα ήταν φτωχή,


με παραγωγικές δομές που θεωρούνταν απαρχαιωμένες. Η έκταση της
Ελλάδας ήταν μικρή, και ο πληθυσμός χαμηλός. Η περιοχή περιοριζόταν
κυρίως στη Ρούμελη και τον Μωριά, με τα σύνορα να επεκτείνονται
σταδιακά με την προσθήκη νέων περιοχών.

Ο πληθυσμός αυξανόταν, αλλά η πυκνότητα παρέμενε χαμηλή σε


σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη. Το έδαφος ήταν εξαντλημένο λόγω
υπερβόσκησης και υλοτομίας, με τα χωράφια να είναι χέρσα λόγω
αγρανάπαυσης. Η οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολη, και ο πόνος της
εποχής απεικονίζεται με ερείπια, γυμνά έδαφα και ανθρώπους χωρίς
τρόφιμα.

Στην προσπάθειά της να ανακάμψει, η Ελλάδα προστέθηκε στην έκταση


της με την προσάρτηση νέων περιοχών. Ωστόσο, η δύσκολη κατάσταση
απαιτούσε προσπάθειες από λίγους ικανούς ανθρώπους για τη
διοίκηση, τη διδασκαλία και τη δημιουργία ενός ενωμένου Έθνους. Η
περιγραφή της κατάστασης στις περιοχές των βουνών αποτυπώνει την
απελπισία και την ανάγκη για ανασυγκρότηση και ανάπτυξη.
Στην περιοχή γύρω από τις πόλεις, τα εδάφη ήταν εξαντλημένα από
υπερβόσκηση και υλοτομία, ενώ τα χωράφια φαινόταν να είναι χέρσα
λόγω εκτεταμένης αγρανάπαυσης. Οι περιφραγμένοι κήποι δεν
βελτίωναν την εντύπωση εγκατάλειψης. Παρά ταύτα, ο πληθυσμός
αυξανόταν γρήγορα, χωρίς να εξαντλούνται τα περιθώρια
δημογραφικής ανάπτυξης σε μια αραιοκατοικημένη χώρα.

Οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες, και τα παραγωγικά


πλεονάσματα ήταν φτωχά. Οι μεταναστεύσεις από την ύπαιθρο προς τα
αστικά κέντρα δεν στόχευαν αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό
χώρο λόγω της αργής ανάπτυξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Οι
αγρότες προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους.
Η ανάπτυξη των πόλεων διέφερε από τα δυτικά αστικά κέντρα. Ο
πληθυσμός αυξανόταν, αλλά οι πόλεις μοιάζαν περισσότερο με μεγάλα
χωριά σε σύγκριση με τη Δύση. Οι μετακινήσεις του πληθυσμού προς τα
λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και
προς την Αμερική, ήταν συνήθεις. Η απουσία ισχυρών αναπτυξιακών
κέντρων, η ανταγωνιστικότητα με άλλες ελληνικές περιοχές, και η
ενίσχυση της εθνικής ιδεολογίας που προέρχονταν από την επιτυχία του
ελληνισμού έξω από τα σύνορα, δημιούργησαν προκλήσεις για την
οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα της χώρας.
Στον 19ο αιώνα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε οικονομικές προκλήσεις λόγω
του μικρού πληθυσμού, της περιορισμένης αγοραστικής δυνατότητας
και της έλλειψης μεγάλων παραγωγικών μονάδων. Η εσωτερική
εμπορική κίνηση ήταν χαμηλή, και το εξωτερικό εμπόριο ήταν σχεδόν
αποκλειστική πηγή εμπορικής δραστηριότητας. Το ισοζύγιο πληρωμών
ήταν πρόβλημα λόγω της υπέρβασης των εισαγωγών έναντι των
εξαγωγών.

Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου συνδέθηκε με τη βελτίωση των


εθνικών οικονομικών και την αύξηση της διεθνούς εμπορικής κίνησης.
Οι εξαγωγές κυριαρχούνταν από γεωργικά προϊόντα, ενώ η σταφίδα
αποτελούσε σημαντικό μέρος των εξαγωγών. Οι εισαγωγές
περιλάμβαναν τρόφιμα, μεταλλεύματα, υφάσματα και βιομηχανικά
προϊόντα.

Παρά τις περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες, η Ελλάδα είχε


εντυπωσιακή αύξηση στην αξία των εμπορικών συναλλαγών από το
1851 έως το 1911. Τα γεωργικά προϊόντα κυριαρχούσαν στις εξαγωγές,
με τη σταφίδα να ξεχωρίζει. Εισήγαγαν δημητριακά και βιομηχανικά
προϊόντα, ενώ οι εξαγωγές μεταλλευτικών προϊόντων αυξήθηκαν.

Συνολικά, το εμπόριο αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για τα


δημόσια ταμεία, ενώ οι τελωνειακοί φόροι αποτελούσαν σημαντικό
μέρος των δημοσίων εσόδων.
Η Ελλάδα, κατά τον 19ο αιώνα, αντιμετώπιζε οικονομικές προκλήσεις
λόγω του μικρού πληθυσμού, της περιορισμένης αγοραστικής
δυνατότητας, και της έλλειψης μεγάλων παραγωγικών μονάδων. Το
εξωτερικό εμπόριο αποτελούσε τον κύριο τομέα εμπορικής
δραστηριότητας, με τη χώρα να εισάγει περισσότερα από όσα εξήγαγε.

Οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας ήταν τα βιομηχανικά


κράτη της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, και το Βέλγιο.
Ειδικοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές,
όπως η Νότια Ρωσία, ο Δούναβης, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, και η
Αλεξάνδρεια.

Το εξωτερικό εμπόριο εστιάστηκε κυρίως σε γεωργικά προϊόντα, όπως η


σταφίδα, το ελαιόλαδο, το κρασί, και άλλα προϊόντα. Η ανάπτυξη του
εμπορίου συνέβαλε στην αντιμετώπιση των επισιτιστικών προβλημάτων
και αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία.

Η εμπορική δραστηριότητα ευνοούνταν από τη θέση της Ελλάδας στις


διεθνείς θαλάσσιες διαδρομές και την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη
Θάλασσα. Σημαντικά γεγονότα, όπως η Γαλλική Επανάσταση και οι
Ναπολεόντειοι πόλεμοι, επηρέασαν θετικά την ελληνική ναυτιλία.

Παρά τις δυσκολίες κατά τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης, η


Σύρος ανέδειξε ως σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο, επωφελούμενη από τη
στρατηγική της θέση. Ελληνικοί εμπορικοί οίκοι επέκτειναν τις
δραστηριότητές τους σε πολλές περιοχές, συνεισφέροντας στη διεθνή
εμπορική ανάπτυξη της χώρας.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ελληνική ναυτιλία αντιμετώπισε
προκλήσεις λόγω του ανταγωνισμού των ατμοπλοίων και του υψηλού
κόστους. Παρά τις δυσκολίες, η ανάπτυξη ήταν ανοδική, με αύξηση
τόσο στον αριθμό όσο και στη χωρητικότητα των πλοίων.
Κατασκευάστηκαν λιμάνια και εγκαταστάθηκε σύστημα φώτων για την
ασφαλή ναυσιπλοΐα.

Η μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμοπλοΐα ξεκίνησε μετά τα μέσα


του 19ου αιώνα, αντιμετωπίζοντας οικονομικούς και τεχνικούς
περιορισμούς. Προσπάθειες για είσοδο στην εποχή του ατμού
ξεκίνησαν με πρωτοβουλίες από το κράτος, τις τράπεζες και ομογενείς
εκτός συνόρων. Ωστόσο, τα περιορισμένα κεφάλαια και ο υψηλός
επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη.

Η πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας εμφανίστηκε στην


τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, καθώς η χώρα εισήλθε στην εποχή
του ατμού. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι αλλαγές στον Εύξεινο Πόντο
συνέβαλαν στην αύξηση του ελληνικού εμπορικού στόλου. Το 1919, ο
αριθμός των ελληνικών πλοίων υποδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 1914,
σηματοδοτώντας μια νέα αρχή για την ελληνική ναυτιλία.

Το ζήτημα των "εθνικών γαιών" αποτελούσε σημαντικό πρόβλημα για το


νεοσύστατο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής.
Αυτές οι γης, που προήλθαν από τον έλεγχο των Οθωμανών,
κατανεμήθηκαν στο ελληνικό κράτος με την έννοια του "επαναστατικού
δικαίου". Η έκταση αυτών των γαιών υπολογίζεται περίπου σε 4-5
εκατομμύρια στρέμματα.

Αυτές οι γης χρησιμοποιήθηκαν ως κεφάλαιο κατά τη διάρκεια του


πολέμου, χρησιμοποιώντας τις ως υποθήκη για δάνεια ή πηγή εσόδων
μέσω της πώλησής τους. Η διανομή αυτών των γαιών αντιμετώπισε
προβλήματα, καθώς πολλοί καλλιεργητές είχαν δικαιώματα
εκμετάλλευσης εδώ και γενιές. Η προσπάθεια εξαγοράς
αντιμετωπίστηκε με δυσκολία, καθώς απαιτούνταν ξεκάθαροι τίτλοι
ιδιοκτησίας, που συχνά ήταν ανύπαρκτοι στον οθωμανικό χώρο.

Σε ορισμένες περιοχές, εθνικές γαίες πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτών


με απευθείας εξαγορά, χωρίς διαμεσολάβηση του κράτους. Αυτό
οδήγησε σε απώλεια ευκαιρίας για το κράτος, ενώ καταγράφηκαν και
παραβιάσεις, κυρίως σε περιόδους αναταραχής. Η διαχείριση αυτών
των γαιών συναντούσε πολλές προκλήσεις λόγω της διαφορετικής
νομικής κατάστασης ανάμεσα στον οθωμανικό και το ελεύθερο
ελληνικό δίκαιο.
Οι τάσεις κατά την περίοδο του πολυτεμαχισμού των εθνικών γαιών
οδήγησαν στον διαμερισμό τους σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, αντί
για τη συγκέντρωση σε λίγα μεγάλα κτήματα. Η έλλειψη μεγάλων
κεφαλαίων και η τάση απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις
συνέβαλαν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η απόκτηση μεγάλης έγγειας
ιδιοκτησίας δεν ήταν προτεραιότητα για τους πλούσιους,
αποφεύγοντας έτσι σημαντικές κοινωνικές εντάσεις.

Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε με νομοθετικές


ρυθμίσεις τη δεκαετία του 1870. Ο στόχος ήταν η εξασφάλιση γης κατά
προτεραιότητα για τους ακτήμονες χωρικούς, ενώ ταυτόχρονα το
κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα υψηλότερα δυνατά έσοδα από
την πώληση των γαιών.

Παρόλο που διανεμήθηκαν περίπου 2.650.000 στρέμματα σε αγρότες, η


προσπάθεια επίτευξης των δύο αντιφατικών στόχων ήταν μερικώς
επιτυχημένη. Ο πολυτεμαχισμός της γης ήταν ήδη υψηλός, και μόνο το
50% περίπου του αντιτίμου πληρώθηκε στο κράτος από τους
αγοραστές.
Η έλλειψη βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα
περιόριζε το ενδιαφέρον για εκμετάλλευση του υπεδάφους. Οι
δραστηριότητες επικεντρώνονταν είτε σε εξαγωγές είτε στην
εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Οι λατομεία και η παραγωγή
οικοδομικών υλικών κυριάρχησαν για την ικανοποίηση των τοπικών
αναγκών, ενώ οι εξαγωγές εστιάζονταν σε μεταλλευτικά προϊόντα.

Η Ελλάδα είχε ποικιλία κοιτασμάτων, αλλά συνήθως σε μικρές


ποσότητες. Η ενθάρρυνση της εκμετάλλευσης τους στις αρχές της
δεκαετίας του 1860 προκάλεσε την έκρηξη του μεταλλευτικού κλάδου.
Το ενδιαφέρον για μεταλλευτικά υλικά ενισχύθηκε λόγω έργων όπως η
διώρυγα του Σουέζ. Το Λαύριο ξεχώριζε ως η πιο γνωστή περιοχή
μεταλλευτικής δραστηριότητας.

Επιπλέον, η Μήλος, η Νάξος και η Θήρα ξεχώριζαν για τη μεταλλευτική


τους δραστηριότητα. Με την οικοδομική ανάπτυξη μετά τη δεκαετία του
1870, το μάρμαρο έγινε σημαντικό οικοδομικό υλικό. Οι αλυκές επίσης
συνέβαλαν στα δημόσια έσοδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου
αιώνα.

Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η δημιουργία


κεντρικής τράπεζας και ενός αξιόπιστου τραπεζικού συστήματος ήταν
προτεραιότητα. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων στόχευε στη
διαχείριση του κρατικού δανεισμού και την υποστήριξη της οικονομίας,
αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών.

Το πιστωτικό σύστημα της Ελλάδας στην αρχή της ανεξαρτησίας ήταν


πρωτόγονο, συνδεδεμένο με το εμπόριο και τις εξαγωγές, με
τοκογλυφικές πρακτικές. Η έλλειψη πιστώσεων σε άλλους κλάδους
περιορίζε τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η ίδρυση της Εθνικής
Τράπεζας το 1841 αποτέλεσε σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη ενός
σύγχρονου πιστωτικού συστήματος.

Η Τράπεζα, με κεφάλαιο κυρίως από το εξωτερικό, αντιμετώπισε τις


προκλήσεις της εποχής και κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Η
δραστηριότητά της επεκτάθηκε στις περιφερειακές πόλεις,
αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της τοκογλυφίας. Παρά τις νέες
τραπεζικές ίδρυσεις, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε κυρίαρχη για πολλές
δεκαετίες, ενισχύοντας την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Από το 1830, η Ελλάδα αντιμετώπιζε προκλήσεις στον τομέα της


βιομηχανίας και των υποδομών. Αρχικά, τα τραπεζικά και ασφαλιστικά
ιδρύματα αυξάνονταν, αλλά η βιομηχανία αντιμετώπιζε προκλήσεις
όπως έλλειψη κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού. Η βιομηχανική
ανάπτυξη ήταν περιορισμένη και συχνά παρέμενε στα πλαίσια της
τοπικής εξυπηρέτησης αγροτικών αναγκών.

Το 1870, παρατηρήθηκε μια προσπάθεια ίδρυσης βιομηχανικών


επιχειρήσεων, αλλά η προσπάθεια αυτή έχασε τη δυναμική της. Στα
τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 20ου, εμφανίστηκε
σταθερό βιομηχανικό δυναμικό με τάσεις ανάπτυξης στη βαριά
βιομηχανία.

Ωστόσο, η βιομηχανία υπέφερε από έλλειψη κεφαλαίων, ανταγωνισμό


από εισαγόμενα προϊόντα και έλλειψη ειδικευμένου εργατικού
δυναμικού. Η προσάρτηση νέων περιοχών δεν άλλαξε τις συνθήκες, και
η βιομηχανία εξακολούθησε να παραμένει αδύναμη. Με την
ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών μετά το 1912-1913, η
κατάσταση άλλαξε, αλλά οι αδυναμίες παρέμειναν.

Οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν πρωτόγονες το 1830, με το


κράτος να αντιμετωπίζει δημοσιονομικά προβλήματα. Η έλλειψη
ιδιωτικού ενδιαφέροντος σε υποδομές και δημόσια έργα οδήγησε το
κράτος στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προκλήσεων, αλλά η
έλλειψη πόρων παρέμενε. Η ανάπτυξη των χερσαίων συγκοινωνιών και
των υποδομών επηρεάστηκε από την ανεπαρκή χρηματοδότηση και την
έλλειψη ιδιωτικής κερδοφορίας.
Συνολικά, η Ελλάδα αντιμετώπιζε πολλαπλές προκλήσεις στον τομέα της
βιομηχανίας και των υποδομών, με τις προσπάθειες για ανάπτυξη να
αντιμετωπίζουν οικονομικά, τεχνολογικά και υποδομικά εμπόδια.
Στον τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, η πύκνωση του
οδικού δικτύου έγινε προτεραιότητα λόγω της οικονομικής ανάπτυξης,
της αστικοποίησης, της κατασκευής σιδηροδρομικών αξόνων και της
ανάπτυξης του εμπορίου. Αντιμετωπίζονταν προκλήσεις όπως το υψηλό
κόστος κατασκευής σε ορεινά εδάφη και ο ανταγωνισμός των
θαλάσσιων μεταφορών κοντά στις παράλιες. Σημαντικά έργα
περιλάμβαναν την αποξήρανση λιμνών και τη διάνοιξη της διώρυγας
της Κορίνθου. Η βιομηχανική επανάσταση επέφερε την κυριαρχία του
σιδηροδρόμου, επιλύοντας προβλήματα μεταφοράς και συμβάλλοντας
στην ανάπτυξη κατά τον 19ο αιώνα. Στις οικονομικά πιο πίσω χώρες, η
απόκτηση σιδηροδρομικού δικτύου θεωρούνταν καίρια προϋπόθεση
για την ανάπτυξή τους. Στην Ελλάδα, η συζήτηση ξεκίνησε λίγα χρόνια
μετά την ανεξαρτησία, αλλά η έλλειψη κεφαλαίων και ο περιορισμένος
ενδιαφέρον απέτρεπαν την υλοποίηση.
Η κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα, παρά τις
προκλήσεις και τις οικονομικές δυσκολίες, ολοκληρώθηκε σε τρεις
δεκαετίες, ξεκινώντας από το 1880. Οι προσπάθειες αυτές εντάσσονταν
σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης και σύνδεσης της Ελλάδας με τους
διεθνείς συγκοινωνιακούς άξονες.

Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης (1882-1892) προώθησε την


κατασκευή 900 χιλιομέτρων σιδηροδρομικών γραμμών, αλλά οι
οικονομικές δυσκολίες καθυστέρησαν την ολοκλήρωση έως το 1909. Το
δίκτυο σχεδιάστηκε κυρίως για τοπικές ανάγκες, χωρίς να ακολουθεί
διεθνείς προδιαγραφές.

Το κράτος χρηματοδότησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου,


επωμιζόμενο και τον κύριο δανεισμό, ενώ οι ιδιώτες συμμετείχαν με
μικρότερο ποσοστό. Ωστόσο, το σιδηροδρομικό δίκτυο αντιμετώπισε
οικονομικές δυσκολίες και δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες για ανάπτυξη
και εκβιομηχάνιση.
Ο εξωτερικός δανεισμός ήταν συχνή πρακτική για την Ελλάδα, αλλά
οδήγησε σε υψηλά χρέη, εξυπηρετώντας κυρίως τρέχουσες δαπάνες και
στρατιωτικές ανάγκες, παρά για παραγωγικές επενδύσεις. Η δημιουργία
κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών απαιτούσε ριζοσπαστικές
προσεγγίσεις, που το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν κατόρθωσε να
προκαλέσει.
Το 1893, η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να ανταποκριθεί στα
χρηματοοικονομικά της καθήκοντα και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση
του δημόσιου χρέους της. Αυτή η "πτώχευση" είχε σημαντικό πολιτικό
κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν
μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όπου η ήττα της Ελλάδας
οδήγησε σε νέες συζητήσεις.

Κατόπιν, τα οικονομικά της Ελλάδας έβαλαν υπό Διεθνή Οικονομικό


Έλεγχο (ΔΟΕ) με εκπροσώπους έξι δυνάμεων να διαχειρίζονται βασικά
κρατικά έσοδα. Αυτό περιλάμβανε έσοδα από μονοπώλια και φόρους. Ο
στόχος ήταν η εξόφληση πολεμικών αποζημιώσεων και τη διαχείριση
του χρέους. Ο ΔΟΕ έγινε επίσης τεχνικό συμβουλευτικό όργανο προς
όφελος της ελληνικής οικονομίας.

Τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Η εγγύηση των Δυνάμεων αύξησε την


πιστοληπτική ικανότητα, και ο έλεγχος απαλλάγηκε από δυσλειτουργίες.
Το 1910, παρά τις προκλήσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, τα
δημόσια οικονομικά θεωρούνταν υγιή, επιτρέποντας μεταρρυθμίσεις.

Κατά τον 19ο αιώνα, οι Έλληνες εξέπληξαν σε περιοχές της Ανατολικής


Μεσογείου. Η ομογένεια ήταν σημαντική για την ελληνική οικονομία,
αλλά οι σχέσεις τους με το κράτος δεν ήταν πάντα θετικές. Οι
προσπάθειες προσέλκυσης των ομογενών εντάθηκαν μετά τις
συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.
Οι δειλές σχέσεις εξελίχθηκαν στη δεκαετία του 1870, όταν αλλαγές στο
ελληνικό κράτος και οικονομικές συνθήκες στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία δημιούργησαν ευκαιρίες. Οι προσπάθειες συνεργασίας
συνέβαλαν στην οικονομία και επέτρεψαν τις μεταρρυθμίσεις του
Βενιζέλου. Συνολικά, η Ελλάδα ξεπέρασε την οικονομική κρίση του 1893
με επιτυχία, ενισχύοντας την πιστοληπτική της ικανότητα και
προετοιμαζόμενη για μεταρρυθμίσεις και στρατηγικές προκλήσεις.
Η διασπορά των πλούσιων Ελλήνων στη διάρκεια του 19ου αιώνα είχε
οικονομικές επιπτώσεις, καθώς αναζήτησαν νέες επιχειρηματικές
ευκαιρίες στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις τους σε ακίνητα και επιχειρήσεις,
όπως τα νεοκλασικά αρχοντικά στην Αθήνα, αποτέλεσαν πρόδρομο της
δραστηριοποίησης των ομογενών στη χώρα.

Οι Έλληνες της διασποράς εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες για υψηλά κέρδη,


όπως η αγορά τσιφλικών σε χαμηλές τιμές μετά την ενσωμάτωση της
Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις τους στο εμπόριο, τις
μεταλλευτικές δραστηριότητες και τα δημόσια έργα συνέβαλαν στην
οικονομική ανάκαμψη.

Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ευκαιριακός και κερδοσκοπικός


χαρακτήρας, με έμφαση στη ρευστότητα και τη δυνατότητα γρήγορης
απόσβεσης των επενδύσεών τους. Η ελληνική αγορά δεν προσέφερε
μακροχρόνιες προοπτικές, ενώ η εύκολη μετατρεψιμότητα της δραχμής
επέτρεπε την απομάκρυνση του κεφαλαίου.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι επενδύσεις αυτές ενίσχυσαν τη


ρευστότητα της χώρας και βοήθησαν στον εκχρηματισμό της ελληνικής
οικονομίας. Ωστόσο, η σταθερότητα των Ελλήνων της διασποράς
διακόπηκε από τις εξελίξεις όπως το κίνημα των Νεοτούρκων και ο Α΄
Παγκόσμιος Πόλεμος. Πολλοί μεταφέρθηκαν τελικά τις επιχειρηματικές
τους δραστηριότητες στην Ελλάδα.
Παρά τον ευκαιριακό χαρακτήρα των επενδύσεων, η παρουσία των
Ελλήνων της διασποράς συνέβαλε στη ρευστότητα της χώρας και
αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την εθνική οικονομία, ιδίως μέσω
των εμβασμάτων προς τους συγγενείς τους.

Η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε δύο βασικά


στάδια, επηρεάζοντας τον αγροτικό χώρο και τις ιδιοκτησίες γης.
Αρχικά, η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και η ευρύτερη
οικονομική ανάπτυξη στον δυτικό κόσμο είχαν σοβαρές επιπτώσεις στον
αγροτικό τομέα. Η μεταβολή από την κυριαρχία των μεγάλων
ιδιοκτησιών σε πιο μικρές, οικογενειακού χαρακτήρα, ανταποκρίθηκε
στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες.

Στην Ελλάδα, η κατάσταση ήταν διαφορετική από άλλες ευρωπαϊκές


χώρες, καθώς η επαναστατική περίοδος του 1821-1828 είχε
δημιουργήσει πληθώρα μικρών και μεσαίων αγροτών. Η διανομή των
εθνικών γαιών στους αγρότες επέτρεψε τη δημιουργία
μικροϊδιοκτησιών. Ωστόσο, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με την
προσθήκη νέων περιοχών έθεσε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης
ιδιοκτησίας.

Η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε κατά τη διάρκεια του


Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του "εθνικού διχασμού". Η κυβέρνηση του
Βενιζέλου αποφάσισε να στηρίξει τις ελληνικές ιδιοκτησίες γης και να
αντιμετωπίσει το προσφυγικό πρόβλημα, ενισχύοντας την ιδιοκτησία
στις νεοαποκτηθείσες περιοχές. Η αναδιανομή έφτασε στο 85% των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και το 68% στη Θεσσαλία.

Ωστόσο, η μικροϊδιοκτησία δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς οι


μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την
παραγωγή τους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, ίδρυσαν την
Αγροτική Τράπεζα και άλλους οργανισμούς παρέμβασης και
παραγωγικούς συνεταιρισμούς. Έτσι, η αγροτική οικονομία της χώρας
κατέληξε σε ένα καθεστώς μικροϊδιοκτησίας, χωρίς ωστόσο να
προκαλέσει τις έντονες εντάσεις που γνώρισαν άλλες ευρωπαϊκές
χώρες.
Οι διαφορές στο αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδας, σε σχέση με άλλες
ευρωπαϊκές χώρες, αντανακλούν τις ιστορικές ιδιομορφίες της
ελληνικής ανάπτυξης. Κατά τον 19ο αιώνα, η απουσία μεγάλων
βιομηχανικών μονάδων συνέβαλε στη χαμηλή επιρροή του εργατικού
κινήματος. Ενώ υπήρχαν σοσιαλιστικές ομάδες, η επιρροή τους ήταν
περιορισμένη σε σύγκριση με βιομηχανικές χώρες.

Η έλλειψη μεγάλων σύγχρονων βιομηχανικών μονάδων και η απουσία


σταθερού εργατικού δυναμικού οδήγησαν σε περιορισμένες εργατικές
εξεγέρσεις, κυρίως σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Η ιδεολογική
προτίμηση για τη Μεγάλη Ιδέα εμπόδισε τη διάδοση ιδεολογιών με
κοινωνικό περιεχόμενο.

Η Θεσσαλονίκη, με το βιομηχανικό της υπόβαθρο, έγινε κέντρο


διάδοσης της σοσιαλιστικής ιδεολογίας μέσω της οργάνωσης
Φεντερασιόν. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα
αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πιέσεις που


δέχτηκε η ελληνική κοινωνία ενίσχυσαν το εργατικό κίνημα. Ιδρύθηκαν
η ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ, με τη δεύτερη να προσχωρεί στην Τρίτη
Κομμουνιστική Διεθνή και να μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδος, σηματοδοτώντας την ενίσχυση του σοσιαλιστικού και
κομμουνιστικού κινήματος.
Κατά την περίοδο 1910-1922, ο "βενιζελισμός" στην Ελλάδα, που
χαρακτηρίζεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αντιπροσώπευε μια νέα
πολιτική αντίληψη. Στον οικονομικό τομέα, ο βενιζελισμός είχε ως
βασική ιδέα την ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους,
επιδιώκοντας την ενίσχυση του ελληνικού εθνικού κέντρου.
Ο Βενιζέλος συγκέντρωσε γύρω του μια αστική τάξη που είχε
οικονομικά συμφέροντα σε ευρύ γεωγραφικό εύρος, και η προσπάθειά
του εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικής ανάπτυξης. Η
δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου θεωρήθηκε απαραίτητη για τη
διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των πολιτών σε διάφορες
περιοχές.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ελληνική οικονομία σημείωσε


πρόοδο, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την αγροτική κρίση με τη
μετανάστευση, ενώ η ενίσχυση του ελληνικού κράτους και η
διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων επιτεύχθηκαν με
πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και αποτελεσματική
διακυβέρνηση.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι δημιούργησαν σημαντικό κόστος, αλλά δεν
επηρέασαν αρνητικά την εθνική οικονομία όπως οι πολεμικές
κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα. Η Ελλάδα επωφελήθηκε από τους
πολέμους καθώς ενσωμάτωσε πλούσιες περιοχές και αύξησε σημαντικά
την έκταση και τον πληθυσμό της. Οι νέες προοπτικές για γεωργική
παραγωγή στα νέα εδάφη δημιούργησαν ευκαιρίες για οικονομική
ανάπτυξη.

Παρόλα αυτά, υπήρχαν προκλήσεις, κυρίως λόγω της παρουσίας


ισχυρών μειονοτικών ομάδων στις νέες περιοχές. Παρά τα προβλήματα,
η Ελλάδα αποκτούσε διεθνή αναγνώριση και εμπιστοσύνη, καθιστώντας
τη υπολογίσιμη δύναμη. Η εμπιστοσύνη αυξήθηκε στις αγορές
χρήματος και πιστώσεων, ανοίγοντας τον δρόμο για την ενσωμάτωση
των νέων περιοχών πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το
1914.
Η Ελλάδα συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με δυσκολίες, όπως το
διχασμό της χώρας και η άσκοπη επιστράτευση του 1915. Η κυβέρνηση
του Βενιζέλου, μετά την επιστροφή της στην εξουσία το 1917,
αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και εξασφάλισε θεωρητικά μεγάλα
δάνεια από τους Συμμάχους.
Οι Σύμμαχοι όμως απέσυραν την κάλυψη των δανείων, επιτρέποντας
στην κυβέρνηση να εκδώσει χαρτονόμισμα για τη χρηματοδότηση της
πολεμικής προσπάθειας. Οι εσωτερικοί χειρισμοί, όπως η διχοτόμηση
του χαρτονομίσματος, προκάλεσαν οικονομική αναταραχή. Με την
αποχώρηση του Βενιζέλου το 1920 και την επιστροφή του βασιλιά
Κωνσταντίνου, η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Η πολιτική
αναστάτωση και οι συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής
οδήγησαν σε οικονομική κατάρρευση, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η
χώρα να προσφύγει σε εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο το 1922.

Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 είχε βαριές συνέπειες στην


ελληνική κοινωνία. Η άφιξη προσφύγων, περίπου 1.275.000 Έλληνες και
45.000 Αρμένιοι, άλλαξε τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Οι
μουσουλμάνοι που αντικατέστησαν άφησαν μεγάλο κενό.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από ασθένειες και πολιτική αναστάτωση.


Παρά τις προκλήσεις, η ελληνική κοινωνία αντέδρασε αποτελεσματικά.
Η εξωτερική βοήθεια και η αξιοποίηση των μουσουλμανικών
περιουσιών συνέβαλαν στην ανάκαμψη.

Παρά το κόστος της καταστροφής, η Ελλάδα της δεκαετίας του '20 είχε
οικονομική ανάπτυξη. Η ενοποίηση εθνικά, η αστικοποίηση, και η
υιοθέτηση αναπτυξιακών πολιτικών βοήθησαν. Η θέση της όλων των
Ελλήνων στο πλαίσιο του εθνικού κράτους ενισχύθηκε, ενώ η εξάλειψη
του κοσμοπολιτισμού συνέβαλε στην ανάπτυξη.

Οι πρόσφυγες εισήγαγαν γνώσεις, πολιτισμό και εργατική διάθεση. Η


προσπάθεια ανοικοδόμησης βασίστηκε στην εργατική προσπάθεια και
τη θέληση για ανασυγκρότηση. Παρά τα προβλήματα, η Ελλάδα της
δεκαετίας του '20 είχε πολλαπλά πλεονεκτήματα που επέτρεψαν τη
θετική της πορεία.
Ο Μικρασιατικός πόλεμος του 1922 επέφερε σημαντικές αλλαγές στην
ελληνική κοινωνία. Η άφιξη και η αποκατάσταση των προσφύγων από
τη Μικρά Ασία προκάλεσε τεράστιο ανθρώπινο κύμα, επηρεάζοντας την
οικονομία και την κοινωνία. Το κράτος αντιμετώπισε προκλήσεις σε
θέματα διακυβέρνησης και αντιμετώπισε αρρώστιες-μάστιγες.

Οι προσπάθειες ανασυγκρότησης και η επίλυση των προκλήσεων


απαιτούσαν ταχείες δράσεις. Παρά τις δυσκολίες, το κράτος αξιοποίησε
τις μουσουλμανικές περιουσίες και λάμβανε εξωτερική βοήθεια. Η
κοινωνία αντιμετώπισε πολιτική αστάθεια και αναζητούσε
αποτελεσματικές λύσεις.

Παρά το κόστος της Μικρασιατικής καταστροφής, η Ελλάδα της


δεκαετίας του 1920 είχε πλεονεκτήματα: εθνική ομογενοποίηση,
αγροτική μεταρρύθμιση, αστικοποίηση, υποδομές και ανάπτυξη. Η
δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος στην δεκαετία του 1920 ενίσχυσε
την οικονομική σταθερότητα, αλλά η παγκόσμια οικονομική κρίση του
1929 προκάλεσε προβλήματα που οδήγησαν σε αναστολή
μετατρεψιμότητας του νομίσματος.

Η διακυβέρνηση ανέλαβε παρεμβατικά μέτρα, ενισχύοντας τον


προστατευτισμό και εισάγοντας τη μέθοδο "κλήριγκ" στο εξωτερικό
εμπόριο. Η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο κλειστής οικονομίας με
αυξημένο κρατικό παρεμβατισμό. Η πολιτική αστάθεια ενισχύθηκε, και
το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε δικτατορία. Η δεκαετία του 1930
χαρακτηρίστηκε από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης
και την εμφάνιση ολοκληρωτικών καθεστώτων σε πολλές χώρες,
συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1821-1936)
Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (1821-1843)
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να
συγκροτήσουν πολιτικά κόμματα για αντικειμενικούς λόγους. Αντ'
αυτού, αναπτύχθηκαν πελατειακά δίκτυα υποστήριξης, λόγω
ανταγωνισμού για θέσεις εξουσίας, έλλειψης προστασίας από την
οθωμανική διοίκηση, και έλλειψης κοινωνικής πρόνοιας. Αυτά τα δίκτυα
περιλάμβαναν την ευρύτερη οικογένεια, πάτρωνες-προστάτες, και
μεγαλοαρματολούς σε διάφορες περιοχές.

Τα πατρονικά δίκτυα διαμορφώθηκαν με έντονο ανταγωνισμό για την


επίτευξη επιρροής και την κατάληψη δημόσιων θέσεων. Αυτά τα δίκτυα
δεν ανταποκρίνονταν στα ίδια θέματα με τα αργότερα πολιτικά
κόμματα, καθώς δεν είχαν αρμοδιότητα σε ζητήματα νομοθεσίας ή
εξωτερικής πολιτικής. Η λειτουργία τους ήταν περιορισμένη σε τεχνικά
και καθημερινά θέματα, ενώ τα πολιτικά κόμματα αναπτύχθηκαν σε
αργότερο στάδιο και αντιμετώπισαν διαφορετικές πολιτικές
προκλήσεις.
2. Η διαμόρφωση νέων δεδομένων κατά την Επανάσταση

Κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, οι Έλληνες


αντιμετώπισαν εσωτερικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της εκδίωξης
των Τούρκων κατακτητών. Η βασική αντιπαράθεση ήταν σχετικά με το
ποιος και πώς θα διαχειριζόταν την εξουσία. Η άφιξη του Δημητρίου
Υψηλάντη στην Πελοπόννησο προκάλεσε διχασμό, καθώς προσπάθησε
να επιβάλει έναν κεντρικό οργανισμό εξουσίας. Οι πρόκριτοι τον
αντιτάχθηκαν, προκαλώντας εσωτερικές συγκρούσεις.

Ο πρώτος πολιτικός διαχωρισμός οδήγησε στη δημιουργία του


"Προσωρινού Πολιτεύματος" της Επιδαύρου το 1822, το οποίο θέσπισε
πολυαρχική εξουσία. Η διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων
ολοκληρώθηκε με την αμνηστία, αλλά νέες αντιπαραθέσεις προέκυψαν
το 1823. Κατά τη Β' Εθνοσυνέλευση του 1823, δημιουργήθηκαν ισχυρά
κόμματα προκριτών και κλεφτοκαπεταναίων, με αντιμαχόμενες απόψεις
για την εξουσία. Οι πρόκριτοι κατάφεραν να αποκτήσουν την εξουσία,
αλλά ο διχασμός εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το 1824, με τη νίκη των
νησιωτών.

Κατά το 1825, στρατόπεδα με τοπικιστικά κριτήρια δημιουργήθηκαν,


οδηγώντας σε έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο. Η νίκη των προκρίτων
οδήγησε στον διαμορφωμό των μελλοντικών αγγλικού και γαλλικού
κομμάτου, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις επόμενες πολιτικές
εξελίξεις.
Κατά τη Γ' Εθνοσυνέλευση, οι πληρεξούσιοι από τα τρία κόμματα
(αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό) συσπειρώθηκαν, ενώ ο Καποδίστριας
προσπάθησε να δημιουργήσει ένα συμβουλευτικό όργανο, το
"Πανελλήνιον", με εκπροσώπους από όλες τις παρατάξεις για τη
διασφάλιση της εσωτερικής ειρήνης.

Τα τρία ελληνικά κόμματα ονομάστηκαν με τα ονόματα μεγάλων


Δυνάμεων, υπονοώντας ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα αυτών στον
ελληνικό χώρο. Παρά την υπόνοια ότι τα κόμματα αυτά εξυπηρετούν τα
συμφέροντα ξένων προξενειών, η στάση τους διαμορφωνόταν κυρίως
από τις επιδιώξεις για τα προβλήματα του νεοσύστατου κράτους, παρά
από εξωτερικές επιρροές.

3. Τα πρώτα ελληνικά κόμματα


α. Το αγγλικό κόμμα

Το αγγλικό κόμμα συγκεντρώθηκε από πρόκριτους, στρατιωτικούς,


λόγιους και εμπόρους με ευρωπαϊκή εκπαίδευση ή διαμονή.
Υποστήριζαν εθνικιστικές και δημοκρατικές ιδέες, επιζητώντας ένα
κράτος δικαίου που θα εξασφάλιζε την περιουσία και τις
επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Πίστευαν ότι η Αγγλία θα
υποστήριζε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας και ότι, με την
κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα είχαν την ευκαιρία να
επεκταθούν.

Οι ηγέτες του αγγλικού κόμματος πίστευαν στη στενή συνεργασία με


την Αγγλία και προβλέπαν την υποστήριξη της Βρετανίας στις εδαφικές
διεκδικήσεις της Ελλάδας, ενώ ελπίζαν σε ενδεχόμενη διάλυση της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Προσδοκούσαν την έγκριση
κοινοβουλευτικού συστήματος, διακυβέρνησης της χώρας από την
Αγγλία, και υιοθέτησης αρχών όπως το κράτος δικαίου, η ατομική
ελευθερία και η ανεξαρτησία της ελληνικής εκκλησίας.

β. Το γαλλικό κόμμα

Ο Ιωάννης Κωλέττης, ηγέτης του γαλλικού κόμματος, ενώ προερχόταν


αρχικά από τους αρματολούς και τους κλέφτες της Στερεάς, κατέληξε να
κερδίσει οπαδούς στα νησιά και σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου
μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Τα κοινά χαρακτηριστικά των
μελών του κόμματος περιλάμβαναν πολεμική διάθεση, έλλειψη
κατανόησης για διπλωματικά θέματα και υπερεκτίμηση των δικών τους
δυνάμεων. Απαιτούσαν δικαιοσύνη για τους αγωνιστές της ελευθερίας,
ερμηνεύοντας αυτήν τη δικαιοσύνη ως υλική αποκατάσταση μετά τον
πόλεμο.

Το γαλλικό κόμμα κέρδισε οπαδούς που αντιτίθεντο στη βαυαροκρατία


και υιοθέτησε μια ιδεολογία που ονομάστηκε "Μεγάλη Ιδέα,"
εκφράζοντας την επιθυμία για απελευθέρωση τμημάτων της Ελλάδας
που βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή. Προώθησε την πολιτική
διεύρυνσης των εδαφικών ορίων του κράτους, εκφράζοντας τα
συμφέροντα των ατάκτων και προσδοκώντας τη στήριξη της Γαλλίας.

Το εσωτερικό πρόγραμμα του γαλλικού κόμματος ήταν ασαφές,


εστιάζοντας κυρίως στην ικανοποίηση των αιτημάτων των αγωνιστών
της ελευθερίας. Περιέλαβε την κατοχύρωση δικαιωμάτων του λαού
απέναντι στη μοναρχία, με την παραχώρηση συντάγματος και τη
θέσπιση ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας.

Τα μέλη του γαλλικού κόμματος θεωρούσαν τη Γαλλία ως φυσικό


σύμμαχο, προπάντων επειδή πίστευαν ότι μόνο αυτή θα βοηθούσε την
Ελλάδα χωρίς να παρεμβαίνει στις εσωτερικές της επιλογές. Οι οπαδοί
του κόμματος είχαν θετική εικόνα για τη Γαλλία, θεωρώντας την ως
πρότυπο.
γ. Το ρωσικό κόμμα
Το ρωσικό κόμμα διακρινόταν από σταθερές πολιτικές θέσεις σε
αντίθεση με το γαλλικό, το οποίο είχε ασαφείς ιδεολογικές προτιμήσεις.
Επίσης, το ρωσικό κόμμα είχε συντηρητική στάση, με βάση στη
θρησκεία ως θεμέλιο της κοινωνικής τάξης. Επικεντρωνόταν στην
ορθόδοξη χριστιανική πίστη και αντιμετώπιζε αρνητικά τον
κοσμοπολιτισμό και την αποστασιοποίηση από τις παραδόσεις.
Υποστήριζε τη συνεργασία με τη Ρωσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο
και προσεγγίζονταν συχνά στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.

Το κόμμα ήταν αντισυνταγματικό, υποστηρίζοντας ένα συγκεντρωτικό


σύστημα διακυβέρνησης. Εξέφραζε φόβους για την επιρροή της
Εκκλησίας και πολέμα τον αυτοκέφαλο χαρακτήρα της Ελληνικής
Εκκλησίας, πιστεύοντας ότι εκθέτει την πίστη και την Εκκλησία σε
κίνδυνο. Τα μέλη του κόμματος εκφράζανταν επίσης αντίθετα προς τον
διαφωτισμό και τον δυτικό πολιτισμό. Συνυποστηρίχθηκαν με
ατομικότητες που είχαν υποφέρει κατά την περίοδο της Επανάστασης
και των εμφύλιων πολέμων, όπως ακτήμονες, μικροί γαιοκτήτες,
αγωνιστές και αξιωματικοί. Απαιτούσαν ένα ισχυρό κράτος, σε
συνεργασία με Ρωσία και Οικουμενικό Πατριαρχείο, που θα
προστατεύει την ορθόδοξη πίστη και θα αναγνωρίζει την κυρίαρχη θέση
της Εκκλησίας.

4. Τα κόμματα ως εκφραστές
του πνεύματος της εποχής
Στην απελευθερωμένη Ελλάδα, οι ιδέες του Διαφωτισμού δεν είχαν
μεγάλη διάδοση, επηρεάζοντας την πολιτική σκέψη της εποχής. Οι
άνθρωποι αντιμετώπιζαν τις πολιτικές διαμάχες ως συμπτώματα ηθικής
κατάπτωσης. Δημιουργήθηκαν τρία πολιτικά κόμματα (Αγγλικό, Γαλλικό,
Ρωσικό) με κοινές απόψεις στην οικονομική πολιτική, επικεντρώνοντας
τη στήριξη στην αγροτική παραγωγή, το εμπόριο και τη ναυτιλία.

Παρόλο που υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους, τα κόμματα δεν είχαν


σαφείς οργανωτικές δομές και προγράμματα δράσης. Στην απουσία
συντάγματος και εκλογικών διαδικασιών, οι πολιτικές δράσεις
περιορίζονταν. Τα κόμματα επικεντρώνονταν σε ζητήματα οικονομικής
πολιτικής, όπως η νομοθεσία για δασμούς και φόρους, το
συγκοινωνιακό δίκτυο, και η υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, τα κόμματα χρησιμοποίησαν επαναστατική βία
για να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε επιλογές της κυβέρνησης.
Β. ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ (1844-1880)
1. Το σύνταγμα του 1844
Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 είχε καταλυτική επίδραση στη
διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα. Οι πολιτικές απόψεις
και ιδεολογίες των κομμάτων εκδηλώθηκαν με σαφήνεια, ενώ τα
κόμματα άρχισαν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή.
Κατά τη συζήτηση για το σύνταγμα, παρουσιάστηκαν διαφορές μεταξύ
των κομμάτων, αλλά όλα υποστήριξαν τη θέσπιση ενός συντάγματος.
Ακόμη και η Ρωσία είδε την έγκριση του συντάγματος ως μοναδική
λύση, καθώς η ανατροπή του Όθωνα ήταν αδύνατη.

Η δυναμική παρουσία των κομμάτων επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι


οι ηγέτες τους καθοδήγησαν τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης το 1843-
1844. Οι ηγέτες αυτοί κατόρθωσαν να αποφύγουν τις ακραίες θέσεις και
να επιβληθούν στις ριζοσπαστικές ομάδες, ενώ συμφώνησαν στην
ανάγκη κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων στο σύνταγμα.
Οι πολιτικές αντιλήψεις συνέκριναν τα τρία κόμματα, ενώ
παρουσιάστηκαν συνταγματικές προβλέψεις για τις βασιλικές εξουσίες.
Η συμμετοχή του βασιλιά στη νομοθετική εξουσία και η αρχηγία του
στρατού ήταν σημαντικές, αλλά κάθε πράξη απαιτούσε την
προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού. Επίσης, καθορίστηκε το
δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας και η διαδικασία εκλογής.

Το σύνταγμα δεν προέβλεψε συνταγματική προστασία για τα κόμματα,


αλλά η λειτουργία της Βουλής βασιζόταν σε διαδικασίες κλήρωσης για
τη σύνθεση των επιτροπών. Το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας
δημιούργησε νέες δυνατότητες για τη συμμετοχή των πολιτών και των
κομμάτων στη δημόσια ζωή.

Συνολικά, η επανάσταση του 1843 σημάδεψε τη δημιουργία ενός


πολιτικού συστήματος που ανταποκρινόταν στις ιδιαιτερότητες της
ελληνικής κοινωνίας, ενισχύοντας το ρόλο των κομμάτων και
θεσπίζοντας θεμελιώδη δικαιώματα.
2. Η παρακμή των «ξενικών»
κομμάτων κατά την περίοδο
της συνταγματικής μοναρχίας
Η περίοδος μεταξύ των δύο συνταγμάτων (1844-1864) χαρακτηρίζεται
από την αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να ανταποκριθούν στις νέες
ανάγκες, οδηγώντας τα σε παρακμή. Το ρωσικό κόμμα, παρ'ότι είχε
επιτύχει τους στόχους του σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία,
διαπίστωσε ότι δεν είχε θέσεις για επίκαιρα θέματα, οδηγώντας σε
ανούσια ύπαρξη.

Ο Κωλέττης, αρχηγός του γαλλικού κόμματος, επιδίωκε μια κυβερνητική


πολιτική που ενίσχυε τον ρόλο του βασιλιά, υπονομεύοντας τον
κοινοβουλευτισμό και επιβάλλοντας ένα είδος κοινοβουλευτικής
δικτατορίας. Μετά τον θάνατο του Κωλέττη, το γαλλικό κόμμα πέρασε
σε φάση παρακμής, καθώς επικράτησε διαμάχη για τη διαδοχή.
Επίσης, η τακτική του βασιλιά Όθωνα να ενισχύει τους κυβερνητικούς
υποψηφίους στις εκλογές προκάλεσε συνεχείς συγκρούσεις με τα
κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά οι διαφωνίες είχαν απαλυνθεί κατά
τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, τα αγγλικό και γαλλικό κόμμα


έχασαν την εμπιστοσύνη των οπαδών τους, ενώ η ήττα της Ρωσίας
συνέβαλε στην αποδυνάμωση του ρωσικού κόμματος, το οποίο
σταδιακά εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή. Συνολικά, η περίοδος
αυτή χαρακτηρίστηκε από την αδυναμία των κομμάτων να
προσαρμοστούν στις εξελίξεις, οδηγώντας σε πολιτική παρακμή.
3. Η «νέα γενιά»
Η παρακμή των ξένων κομμάτων συνέπεσε με την εμφάνιση μιας νέας
γενιάς με διαφορετική νοοτροπία. Οι ηγετικές προσωπικότητες των
παλαιότερων κομμάτων είχαν διαμορφώσει τις απόψεις τους κατά την
περίοδο της Επανάστασης, αλλά η νέα γενιά απομακρύνθηκε από αυτές
τις αντιπαραθέσεις. Οι γενικές εξελίξεις, όπως οι οικονομικές και
κοινωνικές αλλαγές και η εκπαίδευση, διαμόρφωσαν νέες απαιτήσεις
και αντιλήψεις.

Η νέα γενιά βίωσε ραγδαίες αλλαγές και αντιμετώπισε πολιτικές


μεταβολές. Η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση του αστικού
πληθυσμού στέκονταν κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η
εκπαίδευση αυξήθηκε, μειώνοντας τον αναλφαβητισμό. Οι ανθρωποι
σταμάτησαν να ζουν όπως οι πρόγονοί τους, ενώ η επιθυμία για
συμμετοχή στα πολιτικά αυξήθηκε.

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος αντιπροσώπευε τις αλλαγές αυτές και


προσπάθησε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Η
δυσαρέσκεια εξελίχθηκε σε επανάσταση το 1862, με αίτημα την
αποχώρηση του βασιλιά Όθωνα. Οι συμμετέχοντες περιλάμβαναν
αξιωματικούς, άνεργους απόφοιτους πανεπιστημίου και άτομα από
ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η εξέγερση οδήγησε στην αναγκαστική
αποχώρηση του Όθωνα από τη χώρα τον Οκτώβριο του 1862.
4. Η Εθνοσυνέλευση του 1862-1864
Οι επαναστάτες προκήρυξαν εκλογές για τη σύγκριση μιας
Εθνοσυνέλευσης που θα ψήφιζε νέο σύνταγμα. Οι εκλογές έγιναν το
Νοέμβριο του 1862, με την πλειονότητα των αντιπροσώπων να
προέρχονται από τοπικά ψηφοδέλτια χωρίς κομματικές παρεμβάσεις.
Στην Εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν οι πυρήνες των δύο μεγάλων
παρατάξεων, των πεδινών και των ορεινών.

Οι πεδινοί, με ηγέτη τον Δημήτριο Βούλγαρη, προσπάθησαν να


υπονομεύσουν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ενώ οι ορεινοί, με
διάφορους ηγέτες, αντιστάθηκαν στην πολιτική των πεδινών. Η
Εθνοσυνέλευση χρειάστηκε δύο χρόνια για να ψηφίσει νέο σύνταγμα,
θέτοντας τη βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μοναρχίας.

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' εκμεταλλεύτηκε την ασάφεια σχετικά με τη


διοριστική εξουσία, προκειμένου να διορίζει κυβερνήσεις κατά την
προτίμησή του. Ωστόσο, η πίεση της αντιπολίτευσης και ο
επαναστατικός αναβρασμός του λαού οδήγησαν στην ανάγκη να δίνεται
η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πολιτικό που είχε την
εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Αυτό ενίσχυσε τη
σταθερότητα των κυβερνήσεων πλειοψηφίας και σηματοδότησε μια
σημαντική μεταβολή στο πολιτικό τοπίο της χώρας.

Γ. ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ (1880-1909)


1. Η εδραίωση του δικομματισμού
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ του 1875 και του
1880 στην Ελλάδα, παρατηρήθηκαν σημαντικές εξελίξεις στον πολιτικό
και οικονομικό τομέα. Στις εκλογές του 1875 και 1879, κανένα κόμμα
δεν κατάφερε να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά έως
το 1884 τα κόμματα του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη ελέγχαν το 92,2%
των εδρών, θεμελιώνοντας το δικομματικό σύστημα.
Το κόμμα του Τρικούπη παρουσίασε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού,
εστιάζοντας στη σύσταση κράτους δικαίου, εξορθολογισμό της
διοίκησης, ανάπτυξη της οικονομίας (κυρίως της γεωργίας) και
βελτίωση της υποδομής. Οι προσπάθειες περιλάμβαναν οργανωτικές
μεταβολές, αλλά οδήγησαν σε οικονομική κρίση το 1893. Η κοινωνική
δυναμική άλλαξε, καθώς πολλοί αναζητούσαν μέτρα που θα
υποστήριζαν τα συμφέροντά τους.

Ο Δηλιγιάννης, αντίπαλος του Τρικούπη, υποστήριζε πολιτικές που


έβαζαν τον έμφυλο έλεγχο των εξουσιών και προωθούσαν την
κοινωνική δικαιοσύνη, με μείωση των φόρων και προσφορά ευκαιριών
για την κατάληψη δημόσιων θέσεων. Στη Θεσσαλία, οι δηλιγιαννικοί
επιδίωξαν τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, ενώ οι τρικουπικοί
υποστήριζαν τους μεγαλοκαλλιεργητές. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις
δύο πολιτικές προσεγγίσεις συνέβαλε στη διαμόρφωση κοινωνικών
αλλαγών και οικονομικής αστάθειας.

2. Η οργάνωση των κομμάτων


κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

Κατά τη δεκαετία του 1880, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα


εμφανίζονταν πιο οργανωμένα από προηγούμενες περιόδους, αν και η
βάση τους δεν είχε ακόμα τυπική οργάνωση. Τα δύο μεγάλα κόμματα,
του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη, επέδειξαν συστηματικό πρόγραμμα
εκσυγχρονισμού, ενώ το εκλογικό σύστημα επέτρεπε την ψήφο σε
όλους τους υποψηφίους.

Η επιβίωση των κομμάτων μετά το θάνατο του ηγέτη τους εξαρτιόταν


από τη θέση τους στην πολιτική ζωή και την ακολουθούμενη τακτική. Οι
εκλογές επηρεάζονταν από πελατειακές σχέσεις και οικογενειοκρατία,
ενώ η επιλογή υποψηφίων βασίζονταν στον τοπικό τους κύκλο οπαδών.
Τα κοινωνικά στρώματα επηρεάζονταν από τις πολιτικές απόψεις των
κομμάτων, ενώ οι βουλευτές είχαν σημαντική επιρροή λόγω της
απαρτίας της Βουλής. Παρά την ανάπτυξη της πολιτικής οργάνωσης, η
διοίκηση δεν χρησιμοποιούσε συστηματικά μεθόδους εξαναγκασμού
των εκλογέων.

Παρά την απουσία ταξικών κομμάτων, η πολιτική σκηνή απευθυνόταν


κυρίως στους αγρότες. Οι κυβερνήσεις δεν επέβαλλαν συστηματικά
εξαναγκασμούς στους εκλογείς, αλλά παρατηρούνταν πελατειακές
σχέσεις και διαφθορά στον διοικητικό μηχανισμό.
3. Από τη χρεοκοπία στο στρατιωτικό κίνημα
στο Γουδί (1893-1909)
Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη, το όραμα
για ένα σύγχρονο κράτος ανεπτυγμένο οικονομικά και ισχυρό στη
διεθνή σκηνή δεν υλοποιήθηκε. Η φορολογική επιβάρυνση και η
πτώχευση του κράτους προκάλεσαν απογοήτευση στους πολίτες, ενώ οι
αστοί, οι διανοούμενοι, και οι μικροκαλλιεργητές ήταν αντίθετοι στην
αναποτελεσματικότητα του κράτους. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του
1897 επιδείνωσε την κατάσταση, και η δυσπιστία προς τα κόμματα
ενίσχυσε τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης (1893-1897), τα δύο μεγάλα κόμματα


απέτυχαν να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους, οδηγώντας σε γενικό
αδιέξοδο. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ενίσχυσε τη δυσπιστία,
και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος προέβη σε μεταρρυθμίσεις μέσω της
Βουλής. Η πίεση του Συνδέσμου οδήγησε σε ριζικές αλλαγές και σε
εκλογές το 1910.

Το Μάρτιο του 1910, η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση του


συντάγματος, και οι εκλογές προκάλεσαν τη δημιουργία μιας
αναθεωρητικής βουλής. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε τον
Μάρτιο του 1910 μετά την επίτευξη των στόχων του.
Δ. ΑΝΑΝΕΩΣΗ - ΔΙΧΑΣΜΟΣ (1909-1922)
1. Το κόμμα των Φιλελευθέρων
Το 1910 οδήγησε σε πολιτικές αναταραχές στην Ελλάδα, με την
εμφάνιση νέων ιδεών και ανεξάρτητων υποψηφίων που υποστήριζαν
μεταρρυθμίσεις. Παρά τις προσπάθειες ανεξάρτητων και σοσιαλιστικών
πολιτικών, τα παλαιά κόμματα κέρδισαν τις περισσότερες έδρες στις
εκλογές του 1910. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέδειξε ένα νέο κίνημα, το
οποίο ενώθηκε γύρω του, και μετά τη διάλυση της Βουλής το 1910,
κέρδισε συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις, τόσο στο σύνταγμα όσο και σε


νομοθετικό επίπεδο. Αν και δεν υπήρξαν ριζικές αλλαγές, ενισχύθηκε η
θέση της μοναρχίας, ενώ πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις σε
διάφορους τομείς της κοινωνίας. Το κόμμα του Βενιζέλου επέδειξε
δυναμισμό στις επόμενες εκλογές του 1912, κατακτώντας συντριπτική
πλειοψηφία.

Παρ' όλα αυτά, το βενιζελικό κόμμα αντιμετώπισε προκλήσεις, καθώς η


δομή του ήταν προσωποπαγές και επηρεαζόταν από τοπικά και
κοινωνικά συμφέροντα. Η πολιτική πραγματικότητα δεν ανταποκρινόταν
πλήρως στο ιδεατό κόμμα που φανταζόταν ο Βενιζέλος.

2. Τα αντιβενιζελικά κόμματα

Τα αντιβενιζελικά κόμματα της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα ενώνονταν


παρά τις διαφορές τους από έναν συντηρητικό προσανατολισμό.
Παρόλο που δεν ήθελαν την επιστροφή στην εποχή πριν το 1909,
διέφεραν στις μεθόδους άσκησης πολιτικής και στο εύρος των
μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεντο στη διαρκή παρέμβαση του κράτους,
ανησυχώνταν για την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και
επικεντρώνονταν στην επίλυση επίκαιρων προβλημάτων.
Το ραλλικό κόμμα, ενώ αντιτίθετο στον εκσυγχρονισμό, υποστήριζε ένα
ισχυρό Κοινοβούλιο και θεωρούσε τον βασιλιά σύμβολο εθνικής
ενότητας. Κατευθυνόταν προς τα μεσαία και κατώτερα στρώματα,
επικεντρώνοντας στην οικονομική πολιτική και την ενίσχυση της
παραγωγής.

Το Εθνικό Κόμμα του Κ. Μαυρομιχάλη συμμετείχε στην "Ανόρθωση" και


είχε παρόμοιες θέσεις με το ραλλικό. Το κόμμα του Γ. Θεοτόκη ήταν πιο
μετριοπαθές, ζητώντας διορθώσεις στην πολιτική των Φιλελευθέρων.
Κατά την περίοδο από το κίνημα στο Γουδί έως τη συνταγματική κρίση
του 1915, το κόμμα του Θεοτόκη είχε τη μεγαλύτερη εκλογική βάση
ανάμεσα στα αντιβενιζελικά κόμματα.
3. Τα αριστερά κόμματα

Αρχικά, τα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη


συνεννόηση και στην κομματική συσπείρωση, καθώς είχαν ιδέες
σοσιαλιστικές αλλά συχνά ξένες προς την κοινωνική βάση που
επιθυμούσαν να απευθυνθούν. Η Κοινωνιολογική Εταιρεία ξεχώριζε
ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες, ξεκινώντας ως μεταρρυθμιστικός
σύνδεσμος με σκοπό την προπαγάνδα πολιτικών ιδεών και την ίδρυση
ενός αριστερού κόμματος.

Η Κοινωνιολογική Εταιρεία επιδίωκε την ισότητα ευκαιριών, την


κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τη διανομή των αγαθών
βάσει των αναγκών, με στόχο τη σταδιακή αναμόρφωση της οικονομίας
και τη συνταγματική μεταβολή. Το Λαϊκό Κόμμα ιδρύθηκε το 1910 υπό
την ηγεσία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με προγραμματικές
δηλώσεις για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και την
επιβολή αρχών κοινωνικής δικαιοσύνης. Στις εκλογές του 1910,
εξελέγησαν 7 υποψήφιοι του κόμματος, που παρείχαν κριτική
υποστήριξη στους Φιλελευθέρους.

4. Ο εθνικός διχασμός (1915-1922)


α. Από την παραίτηση του Βενιζέλου έως τη Συνθήκη των Σεβρών

Το 1912, ο Βενιζέλος κατέκτησε την εξουσία στις εκλογές, ενισχύοντας


τον έλεγχο του στο πολιτικό σκηνικό χωρίς αποτελεσματική
κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α'
αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο, προκαλώντας εντάσεις. Με την
έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διαφωνίες προέκυψαν σχετικά με
τη συμμετοχή της Ελλάδας, ενώ ο Κωνσταντίνος υποστήριζε την
ουδετερότητα.

Ο Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε από τη θέση του αρχιστράτηγου και


υποστήριξε την ουδετερότητα, προκαλώντας αντιπαράθεση με τον
Βενιζέλο. Η κατάσταση κλιμάκωνε τον εθνικό διχασμό, ενώ η
εντατικοποίηση της σύγκρουσης οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο. Οι
Φιλελεύθεροι, υποστηρίζοντας τη συμμετοχή στον πόλεμο, κατέλαβαν
την Αθήνα και αποκήρυξαν τον βασιλιά. Ο διχασμός εντείνθηκε με
αποτελεσματική βία και ενέπνευσε μίσος ανάμεσα στις πολιτικές
παρατάξεις.

Το 1916, ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, ενώ


συγκρούσεις και δολοφονίες ενίσχυσαν τον εθνικό διχασμό. Η
κατάσταση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, με τους Φιλελεύθερους να
υποστηρίζουν τη συμμετοχή στον πόλεμο, ενώ οι Αντιβενιζελικοί
αντιτάχθηκαν, προκαλώντας βίαιες συγκρούσεις. Ο διχασμός εντείνθηκε
με την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και τη δολοφονία του Ίωνα
Δραγούμη το 1920.
β. Από τη συνθήκη των Σεβρών έως την ήττα στη Μ. Ασία
Η Συνθήκη των Σεβρών, υπογεγραμμένη στις 10 Αυγούστου 1920,
αποτέλεσε σημαντική διπλωματική επιτυχία για την Ελλάδα και
επιβεβαίωσε την πολιτική του Βενιζέλου. Με τη Συνθήκη αυτή, η
Ελλάδα διεύρυνε τα εδάφη της στη Μικρά Ασία και επικυρώθηκε η ιδέα
της Μεγάλης Ιδέας.
Οι Φιλελεύθεροι προκήρυξαν εκλογές για αναθεωρητική
εθνοσυνέλευση με σκοπό να νομιμοποιήσουν τις ενέργειές τους και να
περιορίσουν τις εξουσίες του βασιλιά. Ωστόσο, η συνασπισμένη
αντιπολίτευση κέρδισε απροσδόκητα τις εκλογές, και ο Βενιζέλος
αποχώρησε στο εξωτερικό. Η νέα κυβέρνηση διοργάνωσε
δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, το οποίο
ενέτεινε τον εθνικό διχασμό. Παρά τη θετική ψήφο υπέρ του βασιλιά, ο
Κωνσταντίνος δίστασε να αλλάξει την εξωτερική πολιτική, οδηγώντας σε
ολοκληρωτική ήττα.

Στις 25 Ιανουαρίου 1921, η Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση από τις


εκλογές του Νοεμβρίου κηρύχθηκε Συντακτική, αλλά η προσπάθειά της
να αλλάξει εξ ολοκλήρου το σύνταγμα απέτυχε.
5. Το Σοσιαλιστικό κόμμα
Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας
και οι άθλιες συνθήκες εργασίας οδήγησαν τους εργάτες σε έντονη
πολιτικοποίηση. Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.), το οποίο πρότεινε δημοκρατία, εκλογικό δικαίωμα
για τις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, και εθνικοποίηση των
πλούσιων πηγών παραγωγής.

Το Σ.Ε.Κ.Ε. υποστήριζε ειρηνική εξωτερική πολιτική χωρίς προσάρτηση


εδαφών, βασιζόμενο στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, με την
επίλυση διαμφισβητούμενων ζητημάτων μέσω δημοψηφισμάτων. Μετά
το 1919, το κόμμα εξελίχθηκε προς μια πιο αυστηρά οργανωμένη
κατεύθυνση και απομακρύνθηκε από την κοινοβουλευτική δημοκρατία,
υιοθετώντας την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 1924,
μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.).

Ε. ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ (1923-1936)


1. Οι συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής
Με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η Ελλάδα έχασε τις
ανεπτυγμένες οικονομικά και πολιτιστικά περιοχές της Μικράς Ασίας και
της Ανατολικής Θράκης, σηματοδοτώντας το τέλος της Μεγάλης Ιδέας.
Κανένα κόμμα δεν υποστήριζε πλέον την εδαφική επέκταση και τον
πόλεμο. Αυτή η αλλαγή προκάλεσε κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα,
καθώς η Μεγάλη Ιδέα είχε αποτελέσει το θεμέλιο του κράτους για έναν
σχεδόν αιώνα.

Η διαρκής υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου επηρέασε την πολιτική


εξέλιξη, ενώ οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κόμματα
αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα. Η παρέμβαση των στρατιωτικών
στην πολιτική και η χρήση βίας ενίσχυσαν την αστάθεια. Οι αξιωματικοί
ζητούσαν εξουσία, ενώ οι ηγεσίες των κομμάτων επιδίωκαν την
καταστρατήγηση του συντάγματος και την ενίσχυση της καταστολής.

Η διαφοροποίηση στο κοινωνικό επίπεδο και η αποδοχή των αιτημάτων


των αξιωματικών επιδείνωναν την κατάσταση. Οι κυβερνήσεις
χρησιμοποιούσαν την κατάσταση πολιορκίας, παραβιάζοντας
συνταγματικές διατάξεις. Τα κόμματα προσαρμόζαν τον εκλογικό νόμο,
ενώ οι κοινωνικές αντιφάσεις και οικονομικά προβλήματα
δημιούργησαν αστάθεια. Ο Μεταξάς κατέληξε να επιβάλει τη
δικτατορία το 1936.
2. Τα κόμματα από το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου
μέχρι τη δικτατορία του I. Μεταξά
1η φάση: 1923-1928
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Φιλελεύθεροι στην Ελλάδα
εξακολούθησαν να έχουν ως βασικό προγραμματικό στόχο τον
εκσυγχρονισμό της χώρας κατά ευρωπαϊκά πρότυπα. Είχαν τη στήριξη
των αστών επιχειρηματιών, των προσφύγων και των αγροτών που είχαν
παραχωρηθεί γη.

Ωστόσο, αντιμετώπιζαν προβλήματα στη σχέση τους με την πολιτική


εξουσία και το καθεστωτικό. Η εσωτερική αντιπαράθεση εντός του
κόμματος για αυτά τα ζητήματα προκάλεσε αντιφατικές επιλογές.
Σχετικά με το καθεστωτικό, υπήρχαν διαφορετικές απόψεις μερικών
οπαδών, κάποιοι υποστηρίζοντας την αβασίλευτη δημοκρατία και άλλοι
τη βασιλευομένη δημοκρατία.

Η περίοδος χαρακτηρίζεται από την ψήφιση ενός νέου συντάγματος το


1927, με το οποίο εγκαθίδρυται η αβασίλευτη δημοκρατία. Ο πρόεδρος
της Δημοκρατίας αντικαθιστά τον βασιλιά και εκλέγεται από τη Βουλή
και τη Γερουσία.
2η φάση: 1928-1933
Κατά την περίοδο 1928-1932 στην Ελλάδα, οι δύο μεγάλες πολιτικές
παρατάξεις, οι Βενιζελικοί και το Λαϊκό Κόμμα, προσπαθούσαν αρχικά
να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ τους. Ωστόσο, οι Βενιζελικοί
δυσπιστούσαν στην καλή θέληση του Λαϊκού Κόμματος και φοβούνταν
ότι μια αντιβενιζελική κυβέρνηση θα οδηγούσε στην επικράτηση
ακραίων στοιχείων.

Η Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων (1928-1932) σημείωσε επιτυχίες στην


οικονομική ανόρθωση, την παιδεία και την εξωτερική πολιτική. Ωστόσο,
στις εκλογές του 1932 υπέστησαν απώλειες, χάνοντας την απόλυτη
πλειοψηφία. Στις εκλογές του 1933, ο συνασπισμός του Λαϊκού
Κόμματος κατέκτησε τη νίκη, ενώ οι Φιλελεύθεροι υποχώρησαν.
3η φάση: 1933-1935
Κατά τη δεκαετία του '30, η ελληνική πολιτική σκηνή χαρακτηρίστηκε
από έντονες αντιθέσεις και επεισόδια. Ο Πλαστήρας, με την ανοχή του
Βενιζέλου, προσπάθησε να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα από το να
σχηματίσει κυβέρνηση, καταλήγοντας σε στρατιωτικό κίνημα που όμως
καταστάληκε. Η πολιτική ζωή επηρεάστηκε από την τακτική της βίας, με
προσπάθειες δολοφονίας και πραξικοπήματα.

Η κυβέρνηση Τσαλδάρη (1933) προσπάθησε να ακολουθήσει ήπιο


δρόμο, αλλά τα επεισόδια συνέχισαν με την απόπειρα δολοφονίας του
Βενιζέλου. Οι έντονες αντιθέσεις οδήγησαν στην αποστράτευση
βενιζελικών αξιωματικών, προκαλώντας ανασφάλεια στους
βενιζελικούς.
Συνωμοτικοί κύκλοι διαμορφώθηκαν, λειτουργώντας ως ομάδες πίεσης.
Ο Βενιζέλος προσπάθησε να πραγματοποιήσει στρατιωτικό κίνημα το
1935, αλλά αυτό οδήγησε στην επιβολή κατασταλτικών μέτρων από την
κυβέρνηση. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από εκλογές, και η πολιτική κρίση
εξελίχθηκε με αποπομπή Κοινοβουλίου και διορισμό Εθνοσυνέλευσης.
Κονδύλης προσπάθησε στρατιωτικό κίνημα το 1935 για την
παλινόρθωση της βασιλείας.
4η φάση: 1935-1936
Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935, με ποσοστό 97,6%, έβαλε
τέλος στην αβασίλευτη δημοκρατία, υπό τη σκιά πρωτόγνωρης νοθείας
και τρομοκρατίας. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου Β΄ σηματοδότησε την
αποχώρηση του καθεστώτος του Κονδύλη. Ο βασιλιάς,
υποστηριζόμενος από βασιλικούς αξιωματικούς, ακολούθησε
προσωπική πολιτική και διέλυσε την Εθνοσυνέλευση, προκηρύσσοντας
εκλογές.

Οι εκλογές του 1936 οδήγησαν σε πολιτική αδιέξοδο, και η υποστήριξη


προς τον Ι. Μεταξά από μεγάλα κόμματα επέτρεψε την ανάληψη της
εξουσίας από τον Μεταξά. Αυτός, με την πρόφαση του κομμουνιστικού
κινδύνου, αναστέναξε το Σύνταγμα, διέλυσε τη Βουλή και ανέστειλε
βασικά άρθρα του συντάγματος. Έτσι ξεκίνησε η περίοδος της
δικτατορίας του Μεταξά, που συνέτριψε τη Δημοκρατία του
Μεσοπολέμου και εγκατέλειψε τις αρχές του κοινοβουλευτισμού
υποκαθιστώντας τις με αυταρχικές μεθόδους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το καθεστώς του Μεταξά στην Ελλάδα κυβέρνησε απολυταρχικά, με
φασιστικές τάσεις, ενώ δεν κατόρθωσε να αλώσει τον κρατικό
μηχανισμό ολοκληρωτικά όπως συνέβη στη Γερμανία και την Ιταλία.
Αντιμετώπισε τους αντιπάλους του, ειδικά τους κομμουνιστές, με
αυθαίρετες διώξεις και εκτοπίσεις. Απαγόρευσε την ελευθερία του
λόγου και τη συνέλευση.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα
αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα, υφίστατο θυσίες και
αντιμετώπισε τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος πόλεμος
επηρέασε την πολιτική ζωή, και με τη δικτατορία του Μεταξά
αντικατέστησε τη Δημοκρατία του Μεσοπολέμου με αστικό καθεστώς.

Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, η Ελλάδα εισήλθε σε μια


περίοδο δημοκρατικής ανανέωσης. Η χώρα υπερνίκησε τους παλαιούς
διχασμούς και ξεκίνησε μια διαδικασία εκσυγχρονισμού και ανανέωσης.

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1821-1930)

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ

EΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η οποία οδήγησε στην
ανεξαρτησία της Ελλάδας, σημειώθηκαν μαζικές μετακινήσεις
ελληνικών πληθυσμών από διάφορα μέρη της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Οι μεταναστεύσεις
αυτές αποτέλεσαν αφετηρία του προσφυγικού ζητήματος.

Οι περιοχές προέλευσης των μεταναστών περιλάμβαναν τη Μικρά Ασία,


τον ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο και τα νησιά του Αιγαίου. Η μικρασιατική
μετανάστευση οφείλοταν στο κλίμα ανασφάλειας που επικρατούσε
λόγω των τρομοκρατικών ενεργειών των Τούρκων κατά των Ελλήνων
κατοίκων. Διαφορετικά, η μετανάστευση από την ηπειρωτική χώρα και
το Αιγαίο οφείλοταν στην αποτυχία του απελευθερωτικού κινήματος σε
αυτές τις περιοχές.
Οι προσφυγικές μετακινήσεις διαμόρφωσαν το δημογραφικό χάρτη της
ανεξάρτητης Ελλάδας και συνέτελεσαν στην ενοποίηση και
αλληλεπίδραση των Ελλήνων. Αν και οι ιστορικές πηγές είναι
περιορισμένες, η σημασία των μεταναστευτικών ρευμάτων αυτών είναι
πολύπλευρη για την ιστορία του τόπου.
Α. ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821-1827)
1. Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία,
την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο
Μετά την εξέγερση των ναυτικών νησιών και της Σάμου, η αντίδραση
των Τούρκων οφείλεται στο φόβο τους για τη δραστηριότητα του
ελληνικού στοιχείου στις δυτικές μικρασιατικές παράλιες. Ο
αναβρασμός στις ελληνικές πόλεις, οι επιθέσεις Σαμίων και Ψαριανών,
και η εμφάνιση ελληνικών πλοίων ενισχύσαν τους φόβους των Τούρκων.

Η καταστροφή των Κυδωνιών από τουρκικά στρατεύματα τον Ιούνιο του


1821 οδήγησε στη φυγή των κατοίκων προς τα Ψαρά και τη Σάμο.
Παρόμοιες καταστάσεις προκλήθηκαν και αλλού, όπως στη Σμύρνη,
όπου οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε νησιά του Αιγαίου και την
Πελοπόννησο.

Οι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο επίσης


απέδρασαν σε διάφορες περιοχές. Οι πρώτοι, κυρίως Φαναριώτες,
κατέφυγαν στην Ελλάδα, ενώ οι Κύπριοι κατέφυγαν στα Προξενεία των
Μεγάλων Δυνάμεων και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε λιμάνια της
Ιταλίας και της Γαλλίας.

Η πολιτική αντιπροσώπευση των προσφύγων δεν υλοποιήθηκε, αλλά η


προσφορά τους στην πνευματική ζωή και στον πολιτισμό του νεότερου
ελληνισμού ήταν σημαντική.
2. Πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο

Το προσφυγικό ρεύμα από τις βόρειες ελληνικές επαρχίες κατά τη


διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ξεκίνησε παράλληλα με τη
μετανάστευση από τη Μικρά Ασία. Αυτό το ρεύμα κατευθύνθηκε προς
τις Βόρειες Σποράδες και το Μεσολόγγι. Πρόσφυγες από τη Θεσσαλία
και τη Μακεδονία βρήκαν καταφύγιο στις Σποράδες, ενώ αγωνιστές από
τη Μακεδονία κατέφυγαν στο Τρίκερι της Μαγνησίας.

Στις Σποράδες, ο προσφυγικός συνωστισμός οδήγησε σε φτώχεια,


σύγχυση και αναρχία. Ορισμένοι πρόσφυγες από τον Όλυμπο
εξασφάλισαν επικράτεια, ενώ οι Σουλιώτες πρόσφυγες προκάλεσαν
τρόμο στους ντόπιους.

Από την Ήπειρο, μεγάλα κύματα προσφύγων κατευθύνθηκαν προς τη


Δυτική Στερεά, κυρίως στο Μεσολόγγι. Οι Σουλιώτες πρόσφυγες, μετά
την καταστολή του κινήματος τους, έφτασαν σε μια περίοδο κατά την
οποία το Μεσολόγγι είχε πλέον υπερβολική επιβάρυνση. Οι
προσπάθειες να παραχωρηθεί γη για εγκατάστασή τους
αντιμετωπίστηκαν με αντίδραση από τους ντόπιους, που έθεσαν το
ζήτημα της αξιοποίησης των "εθνικών γαιών".
3. Πρόσφυγες από τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη
α. Οι Κρήτες και οι Κάσιοι πρόσφυγες
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, πολλοί οπλοφόροι
Κρήτες βρέθηκαν ως πρόσφυγες στις Κυκλάδες. Αρχικά ήταν σε μικρό
αριθμό, αλλά μετά την καταστροφή της Κάσου το 1824, Κάσιοι και
Κρήτες πρόσφυγες κατευθύνθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Η άφιξή
τους προκάλεσε αναταραχή στο κεντρικό Αιγαίο, και μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας, οι ένοπλοι Κρήτες πρόσφυγες κυριάρχησαν σε βάρος των
εγχωρίων.
Μια άλλη ομάδα Κρητών προσφύγων κατέφυγε στην Πελοπόννησο,
συγκεκριμένα στην Αργολίδα, όπου η κυβέρνηση προσέφερε φροντίδα
και περίθαλψη για την επιβίωσή τους.
β. Οι Χίοι πρόσφυγες
Μετά την καταστροφή της Χίου, πολλοί πρόσφυγες βρέθηκαν στα
Ψαρά, προκαλώντας πρόβλημα λόγω του υπερβολικού πλήθους. Οι
Ψαριανοί παραχώρησαν προσχεδιασμένα καταλύματα στους Χίους,
αλλά η κατάσταση επιλύθηκε με τη μεταφορά πολλών Χίων στις
Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η φιλική διάθεση των Κυκλαδιτών
βοήθησε την προσαρμογή των Χίων.

Όσοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο βρέθηκαν σε δύσκολη


κατάσταση, αλλά η κυβέρνηση παρείχε χώρους στέγασης και
περίθαλψη. Ωστόσο, η έλλειψη πόρων οδήγησε σε ατονία στα μέτρα
περίθαλψης. Η νοσταλγία για την πατρίδα τους και οι δυσκολίες στην
προσφυγιά ενίσχυσαν την επιθυμία των Χίων να επιστρέψουν στο νησί
τους.

Από τον Οκτώβριο του 1822, αρκετοί Χίοι άρχισαν να επιστρέφουν, ενώ
όσοι παρέμειναν εργάστηκαν για την ανακατάληψη του νησιού τους. Η
αποτυχημένη επιχείρηση του Φαβιέρου (1827-1828) έθεσε τέλος σε
αυτές τις προσπάθειες και προκάλεσε νέο κύμα Χίων προσφύγων προς
τη Σάμο και τις Κυκλάδες.
γ. Οι Ψαριανοί πρόσφυγες
Τον Ιούνιο του 1824, περίπου 3.600 Ψαριανοί εγκατέλειψαν το
κατεστραμμένο νησί τους και καταφύγαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου, με
τη Σύρο να είναι ένα από τα προοριστήρια τους. Ενώ ευπρόσδεκτοι ήταν
σε ορισμένα νησιά, όπως η Τήνο, αντιμετώπισαν προβλήματα σε Πάρο
και Άνδρο.

Οι Ψαριανοί που κατέφυγαν στη Μονεμβασιά δεν άντεξαν εκεί και, με


κυβερνητική άδεια, εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα. Παρόλα αυτά, η
κατάστασή τους επιδεινώθηκε λόγω επιδημίας, και οι περισσότεροι
εγκαταστάθηκαν ξανά στις Κυκλάδες, κυρίως στη Σύρο.

Στην Αίγινα, όμως, βρήκαν τον χώρο για μόνιμη εγκατάσταση. Εκεί,
ενεργούσαν ενεργά στα κοινά θέματα του νησιού, συμβάλλοντας στη
διατήρηση του κοινοτικού τους συστήματος.

Κατά τη διάρκεια της Γ' Εθνοσυνέλευσης, οι Ψαριανοί ζήτησαν να


καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους, έχοντας ήδη
εξασφαλίσει χώρο στην Αίγινα.
δ. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Ερμούπολης Σύρου
Η δημιουργία της Ερμούπολης στη Σύρο αποτελεί ένα ενδιαφέρον
παράδειγμα ανάπτυξης αυτοτελούς προσφυγικού συνοικισμού κατά τη
διάρκεια της Επανάστασης. Οι πρόσφυγες οικιστές ανέλαβαν την
πρωτοβουλία χωρίς κυβερνητική υποστήριξη.

Το 1825, η περιοχή πήρε το όνομα Ερμούπολη από τους πρόσφυγες


οικιστές της. Συγκεντρώθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από διάφορα μέρη
της Ελλάδας, όπως Μικρασιάτες, Ψαριανοί, Κρήτες, και κυρίως Χίοι. Η
θέση του λιμανιού, η ουδέτερη στάση του νησιού και η αθρόα
προσέλευση προσφύγων επηρέασαν τη δημιουργία της Ερμούπολης.

Αρχικά, η προσέλευση προσφύγων ήταν αθόρυβη, αλλά σύντομα οι


αυξημένοι αριθμοί προκάλεσαν αντιδράσεις από τους ντόπιους
Συριανούς. Κτηματικές διαφορές και η διαφορά στο δόγμα προκάλεσαν
την επιφυλακτικότητα και τις αντιδράσεις αυτών των ντόπιων.

4. Η στάση της πολιτικής ηγεσίας


απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το προσφυγικό ζήτημα δεν
αντιμετωπίστηκε συστηματικά από την ελληνική πολιτική ηγεσία. Ενώ
υπήρχαν προσπάθειες για την περίθαλψη και ενσωμάτωση των
προσφύγων, αυτές στηρίχθηκαν στον αυθορμητισμό και τη
συμπαράσταση των τοπικών κοινοτήτων ή σε προσωρινά μέτρα των
κυβερνήσεων.

Οι προσπάθειες αυτές αντιμετωπίστηκαν περιστασιακά και δεν υπήρχε


μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διαχείριση του προσφυγικού
ζητήματος. Τα αιτήματα των προσφύγων τέθηκαν ενώπιον της Γ' Εθνικής
Συνέλευσης, αλλά η πολιτική ηγεσία δεν προχώρησε σε συγκεκριμένες
ενέργειες για την εκπλήρωσή τους.

Το ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827 κάλεσε τους πρόσφυγες να ζητήσουν


χώρο για μόνιμη εγκατάσταση, αλλά η υλοποίηση των αποφάσεών του
δεν πραγματοποιήθηκε. Οι δυσμενέστατες συνθήκες και οι τοπικές
αντιδράσεις εμπόδισαν την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση του
προσφυγικού προβλήματος.

Β. ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ


ΤΗΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1828-1831)
1. Η μέριμνα για τους πρόσφυγες
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, αντιμετωπίζοντας την ανεπίλυτη πρόκληση
του προσφυγικού ζητήματος, ανέλαβε να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και
την αναρχία στην Ελλάδα. Καταρτίστηκαν κατάλογοι προσφύγων, και
δρομολογήθηκε η ίδρυση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας για την
παροχή άμεσης βοήθειας.

Η δημιουργία γεωργικών συνοικισμών, όπως η "Πρόνοια", στοχεύονταν


στην αποκατάσταση των φτωχών προσφύγων και στην ενίσχυση της
παραγωγικής τάξης των μικροκαλλιεργητών. Παράλληλα, οι
προσπάθειες ενσωμάτωσης των προσφύγων σε γεωργικές
δραστηριότητες αντιμετώπισαν προβλήματα και δυσκολίες.
Η πολιτική αποκατάστασης προσφύγων συνδέθηκε επίσης με τον στόχο
της αντιμετώπισης της αναρχίας και της δημιουργίας αίσθησης
ασφάλειας στη χώρα. Η εγκατάσταση προσφύγων αναμενόταν να
αποθαρρύνει τα ταραχοποιά στοιχεία από την παρανομία, ενώ η
οργάνωση στρατού προσέφερε τη δυνατότητα συμμετοχής των
προσφύγων σε αυτόν, ενθαρρύνοντάς τους να εγκαταλείψουν τη
ληστεία.
2. Το ζήτημα των προσφύγων
και η Δ΄ Εθνική Συνέλευση
Κατά τη Δ' Εθνική Συνέλευση του 1829, αποφασίστηκε η απογραφή των
ιδιωτικών και "εθνικών γαιών" (κτηματολόγιο) και η διανομή 200.000
στρεμμάτων εθνικής γης με προσωρινούς τίτλους. Ο Καποδίστριας
επίσης καθόρισε προϋποθέσεις για την ίδρυση πόλεων και προαστείων.
Αν και οι προσπάθειες αυτές αντιμετώπισαν αντιδράσεις, οι αποφάσεις
ελήφθησαν.

Οι πρόσφυγες από διάφορες περιοχές είχαν διάφορα αιτήματα, όπως η


μόνιμη εγκατάσταση, πολεμικές αποζημιώσεις, και διπλωματική δράση
για την ενσωμάτωση των περιοχών τους στο νέο ελληνικό κράτος. Η
κυβέρνηση αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω των οικονομικών
προβλημάτων.

Οι Κυδωνιείς πρόσφυγες αντιμετώπισαν απογοήτευση καθώς δεν


κατάφεραν να εκφράσουν το αίτημα της μόνιμης εγκατάστασής τους. Η
απαγόρευση από τον Καποδίστρια να εκπροσωπηθούν στη Συνέλευση
προκάλεσε αγανάκτηση και ενίσχυσε την αντικαποδιστριακή παράταξη.

Ο εποικισμός περιοχών με Κρήτες πρόσφυγες προς αποφυγή εστίας


ταραχών στις περιοχές που διασκορπίστηκαν πραγματοποιήθηκε,
προσφέροντας γη και οικονομική βοήθεια. Επίσης, εξετάστηκε το
αίτημα άλλων προσφύγων για παραχώρηση τόπου για ίδρυση
συνοικισμού.
Παρά τις προσπάθειες, η κυβέρνηση αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω των
μεγάλων αναγκών και των οικονομικών προβλημάτων της χώρας.
3. Αντιδράσεις
Η πολιτική του Καποδίστρια προκάλεσε αυξανόμενη αντίδραση. Οι
προσπάθειες του για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος δεν
ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των προσφύγων. Τα μέτρα για τους
απόρους και τους μικροκαλλιεργητές δεν επιλύαν τα οικονομικά
προβλήματα της χώρας. Η γενική δυσπραγία και η οικονομική αδυναμία
του κράτους επιδεινώναν την κατάσταση.

Ο Καποδίστριας ενδιαφερόταν για μια συνολική κοινωνική και


οικονομική πολιτική, παραβλέποντας τα ιδιαίτερα προβλήματα των
προσφύγων. Οι προσπάθειές του για την εξασφάλιση πόρων και τη
συνοχή του κράτους δεν βρήκαν υποστηρικτές στους πρόσφυγες. Η
αντίθεσή του σε προσφυγικούς συνοικισμούς, όπως αυτόν των
Σουλιωτών, προκάλεσε αντιδράσεις.

Στην Ε' Εθνική Συνέλευση του Ναυπλίου, μετά τη δολοφονία του


Καποδίστρια, οι πρόσφυγες επανέφεραν τα αιτήματά τους. Σε μια
περίοδο αναρχίας, το κύριο θέμα ήταν ο τόπος εγκατάστασης. Οι
πιέσεις για συγκεκριμένες περιοχές αυξήθηκαν, και πολλοί πρόσφυγες
εξέφρασαν απαιτήσεις. Η δολοφονία του Καποδίστρια δεν λύσε τα
προβλήματα αλλά προκάλεσε νέα, συμβάλλοντας στην ανασφάλεια του
νεοσύστατου κράτους.
Γ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ TΟΥ ΟΘΩΝΑ (1833-1862)
1. Η πρόνοια για τους πρόσφυγες
κατά την Οθωνική περίοδο

Κατά την περίοδο της μοναρχίας του Όθωνα, το κράτος επιδιώκει


σοβαρά την αποκατάσταση των προσφύγων με τη δημιουργία νέων
προσφυγικών συνοικισμών. Οι προσπάθειες αυτές αποκαλύπτουν τη
θέληση της πολιτείας για ενίσχυση της εθνικής συνοχής. Οι πρόσφυγες
μορφωμένοι, κυρίως από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη,
καλύπτουν τις ανάγκες της κρατικής διοίκησης.

Ιδιαίτερη δραστηριοποίηση παρουσιάζουν Χίοι, Ψαριανοί, Μακεδόνες


και Κρήτες πρόσφυγες. Οι Χίοι εγκαθίστανται στον Πειραιά, ενώ οι
Ψαριανοί ιδρύουν συνοικισμό στην Ερέτρια. Οι Μακεδόνες ιδρύουν τον
συνοικισμό "Νέα Πέλλα" στη Στερεά Ελλάδα. Οι Κρήτες πρόσφυγες
εγκαθίστανται σε περιοχές της Πελοποννήσου, όπως η Μήλος, η
Μεσσηνία και η Αργολίδα.

Γενικότερα, διατάγματα εκδίδονται για την ίδρυση πολλών


προσφυγικών συνοικισμών, ενισχύοντας την εσωτερική μετανάστευση.
Οι προσπάθειες γίνονται και για τους Σουλιώτες, με την ίδρυση
συνοικισμού στο Αντίρριο. Ωστόσο, παραμένουν προβλήματα και
καθυστερήσεις στην υλοποίηση αυτών των σχεδίων.
2. Η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων
Κατά τα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου, οι προσπάθειες
αποκατάστασης του προσφυγικού στοιχείου προκάλεσαν έντονες
αντιδράσεις. Η παρουσία μορφωμένων προσφύγων σε δημόσιες θέσεις
και η διάκρισή τους στην πολιτική ζωή προκάλεσαν δυσφορία σε άλλους
Έλληνες. Κατηγορήθηκαν γενικά οι ομογενείς πρόσφυγες, ενώ η στάση
αυτή αντικατοπτρίζει ένα βαθύτερο αίσθημα ανταγωνισμού μεταξύ του
ντόπιου ελληνικού στοιχείου και των προσφύγων.

Η αντιδικία αυτή εκδηλώθηκε κατά τη συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση το


1843. Η κρίση επεκτάθηκε το 1844 με τη συζήτηση για το δημόσιο
δίκαιο των Ελλήνων και το άρθρο που καθόριζε τις προϋποθέσεις για
την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Προτάθηκε η απομάκρυνση από
δημόσιες θέσεις των προσφύγων, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και
διαμάχες σχετικά με τη στελέχωση του δημοσίου.
Η σύγκρουση εστιάστηκε επίσης στα δικαιώματα των ετεροχθόνων στην
Εθνοσυνέλευση, με αμφιλεγόμενες προτάσεις για την εκπροσώπησή
τους. Η στάση τελικά επιλύθηκε με συμβιβαστική ρύθμιση,
επιτρέποντας στους πρόσφυγες/ετερόχθονες ιδιαίτερη
αντιπροσώπευση στη Βουλή, εφόσον είχαν ιδρύσει χωριστό συνοικισμό.

Το ζήτημα αυτό ανέδειξε τις βαθύτερες διακρίσεις στην ελληνική


κοινωνία της εποχής και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και από τις δύο
πλευρές. Συνολικά, η αντιδικία αυτή αναδείχθηκε ως ένα σημαντικό
θέμα που αντικατοπτρίζει τις προκλήσεις στη συμβίωση του ντόπιου και
νεοφερμένου ομογενούς στοιχείου στο νεοσύστατο κράτος.
Δ. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΑΛΥΤΡΩΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στον 19ο αιώνα, ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφορών, αναδύονταν
απελευθερωτικά κινήματα στην τουρκοκρατούμενη ηπειρωτική Ελλάδα
και την Κρήτη, με την υποστήριξη ή ανοχή του ελληνικού κράτους. Σε
αυτά συμμετείχαν ένοπλοι πρόσφυγες από Μακεδονία, Ηπειρώτες και
Κρήτες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα μετά την
Επανάσταση. Οι αναστατώσεις αυτές προκάλεσαν νέα προσφυγικά
ρεύματα, με το υποκείμενο παράδειγμα να είναι η Κρητική επανάσταση
του 1866-69. Αυτά τα γεγονότα συνέβαλαν στη σταθερή αύξηση του
πληθυσμού της χώρας, που διπλασιάστηκε από το 1840 ως το 1880.
Παρά ταύτα, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσφυγες επέστρεφαν στις
πατρίδες τους μετά την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων.
1. Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία
Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου το 1854, οι Έλληνες
ενεπνεύστηκαν με ελπίδες για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της
Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ανεξαρτήτως προσπαθειών ανταρτών,
τα κινήματα απέτυχαν, και οι πρόσφυγες που επέστρεψαν στην Ελλάδα
αντιμετώπισαν δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένης της επιδημίας
χολέρας το 1854.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877-1878, η Ελλάδα προσπάθησε
να ενισχύσει τα ελληνικά δικαιώματα με επαναστατικές κινήσεις στη
Μακεδονία. Παρόλες τις προσπάθειες, η επανάσταση ολοκληρώθηκε με
ανακωχή και πολλοί επαναστάτες επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Το 1897, ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος δημιούργησε ένα νέο ρεύμα


προσφύγων, καθώς ο άμαχος πληθυσμός εγκατέλειψε τις περιοχές που
καταλήφθηκαν από τους Τούρκους. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν σε
περισσότερους ελληνικούς πρόσφυγες και εγκαταστάσεις προσφύγων
στην Ελλάδα.
2. Κρήτη
Το πρώτο μεγάλο προσφυγικό κύμα από την Κρήτη προκλήθηκε από την
Κρητική επανάσταση του 1866-1869. Οι πρόσφυγες έφθασαν στην
Ελλάδα μέσω Πειραιά και Σύρου, ενώ διάφορες επιτροπές,
συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των Κρητών,
οργάνωσαν την ενίσχυση του κρητικού αγώνα και τη φροντίδα των
προσφύγων. Το πρόβλημα επιδείνωνταν λόγω έλλειψης υποστήριξης
από το ελληνικό κράτος.

Το 1867, μικρός αριθμός αμάχων κατάφερε να φύγει από την Κρήτη,


αλλά το μεγάλο προσφυγικό κύμα ξέσπασε τον επόμενο χρόνο. Περίπου
10.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Αθήνα το 1868, δημιουργώντας
προβλήματα επιβίωσης και υποστήριξης. Η κατάσταση επιδείνωνε το
προσφυγικό πρόβλημα, ενώ το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε δυσκολίες
στην αντιμετώπισή του.

Στις επόμενες δεκαετίες, η προσφυγική κίνηση που συνδεόταν με τις


κρίσεις του Κρητικού ζητήματος ήταν μικρότερης κλίμακας και είχε
προσωρινό χαρακτήρα, ενώ τα γεγονότα του 1895-1898 δεν
προκάλεσαν μεγάλο προσφυγικό κύμα.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
EΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά τον 19ο αιώνα, ο αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στην
Ελλάδα δεν ήταν υψηλός. Ωστόσο, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα, η χώρα δέχτηκε συχνά και πολυάριθμα προσφυγικά κύματα
λόγω πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Το αποκορύφωμα ήταν ο
ξεριζωμός του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη
το 1922. Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων επέβαλε στην ελληνική
πολιτεία συστηματικά μέτρα για τη φροντίδα και την αποκατάστασή
τους στη νέα πατρίδα.

Τα πρώτα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα στον 20ο αιώνα


περιλάμβαναν τους κατοίκους της Ανατολικής Ρωμυλίας, που
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βουλγαρία το 1906 λόγω
βιαιοπραγιών, και τους Έλληνες από τη Ρουμανία που απελάθηκαν την
ίδια περίοδο λόγω του Κουτσοβλαχικού ζητήματος. Μετά τη συνθήκη
του Βουκουρεστίου το 1913, Έλληνες από τη Βουλγαρία, τη Δυτική
Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, καθώς και από περιοχές που
παραχωρήθηκαν σε Σερβία, έφθασαν στην Ελλάδα.

Το πρώτο μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα από τη Ρωσία σημειώθηκε μετά


τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, όταν Έλληνες της περιοχής του
Καυκάσου μετανάστευσαν στην Ελλάδα, ελπίζοντας σε καλύτερη ζωή.
Ωστόσο, η μεταναστευτική ροή αναχαιτίστηκε από την ελληνική
κυβέρνηση.
A. ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1914-1922
1. Ο διωγμός του 1914 (ο πρώτος διωγμός)
Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία εκτείνονταν από την αρχαιότητα
μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους. Μετά το 12ο αιώνα, όμως, μειώθηκε
σημαντικά λόγω μαζικών εξισλαμισμών. Κατά το 18ο και 19ο αιώνα,
ενισχύθηκε ξανά με μεταναστεύσεις από τον ελλαδικό χώρο,
συνοδευόμενη από οικονομική άνοδο, πνευματική άνθηση και
κοινοτική οργάνωση.

Η εθνική αφύπνιση των Τούρκων, ενισχυμένη με την εδαφική


συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδήγησε σε εχθρική
αντιμετώπιση των μειονοτήτων, κυρίως των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Οι διώξεις αυξήθηκαν τον 1914, με εκδίωξη των Ελλήνων από την
Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μικρά Ασία.

Οι Έλληνες υπέστησαν επιβαρύνσεις, περιορισμούς στις εμπορικές


δραστηριότητες, και μετακινήσεις πληθυσμών, με αποτέλεσμα μεγάλο
αριθμό προσφύγων να καταφθάνει στην Ελλάδα. Οι ενέργειες των
Τούρκων προκάλεσαν ένα μαζικό κύμα φυγής και διώξεις, ενισχύοντας
την ελληνική παρουσία στην πατρίδα.
2. Άλλα προσφυγικά ρεύματα
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο μετά τον πόλεμο,
πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα από διάφορες περιοχές. Το 1916,
πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία έφτασαν λόγω της
κατάληψης της περιοχής από τους Βούλγαρους. Με το πέρας των
εχθροπραξιών το 1918, επανήλθαν στα σπίτια τους.

Το Νοέμβριο του 1919, η συνθήκη του Νεϊγύ προέβλεπε την


παραχώρηση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα,
συνοδευόμενη από το "Σύμφωνο περί αμοιβαίας μετανάστευσης"
μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Αυτό οδήγησε στη μετακίνηση περίπου
50.000 Βούλγαρων και 30.000 Ελλήνων.

Το διάστημα 1919-1921, λόγω της Ρωσικής Επανάστασης, Έλληνες από


τη Ρωσία, καθώς και Αρμένιοι και Ρώσοι, κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Πρόσφυγες έφτασαν επίσης από Βόρεια Ήπειρο, Ρουμανία, Νότια
Μικρά Ασία, Αϊδίνιο και τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα.
Συνολικά, μέχρι το 1920, περίπου 800.000 πρόσφυγες είχαν καταφύγει
στην Ελλάδα, επικεντρώνοντας τον αριθμό τους σε περιοχές όπως
Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία και νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

3. Η περίθαλψη (1914-1921)
Από τις αρχές του 20ού αιώνα και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου, η Ελλάδα αντιμετώπισε ένα μεγάλο κύμα προσφύγων από
διάφορες περιοχές. Η φροντίδα για αυτούς ήταν αρχικά έργο
εθελοντών, με επιτροπές από το Υπουργείο Εσωτερικών να
αναλαμβάνουν τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και βασικής
οικονομικής βοήθειας.

Το 1914 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Οργανισμός, προσφέροντας


προσωρινή στέγη, ιατρική περίθαλψη και συσσίτιο σε πρόσφυγες. Στη
διάρκεια του Εθνικού Διχασμού (1916-1917), ιδρύθηκε η «Ανωτάτη
Διεύθυνση Περιθάλψεως», ενώ το 1917, με την έλευση της κυβέρνησης
Βενιζέλου, ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως.

Οι υπηρεσίες παρείχαν οικονομική βοήθεια, συσσίτιο, ιατρική


περίθαλψη και στέγαση. Ειδικές επιδοτήσεις δόθηκαν σε ιερείς,
δασκάλους και μαθητές. Οργανώθηκαν συσσίτια σε πολλές πόλεις, ενώ
παρείχαν βοήθεια για εύρεση εργασίας, μετακίνηση, και επιστροφή στις
προηγούμενες περιοχές εγκατάστασης.

Σύνολο περίπου 450.000 πρόσφυγες δέχτηκαν περίθαλψη από τις


υπηρεσίες του Υπουργείου Περιθάλψεως μεταξύ 1917 και 1921. Η
Ελλάδα, παρά τις δύσκολες συνθήκες του πολέμου, επέδειξε
οργανωμένη μέριμνα για τους πρόσφυγες, παρέχοντας τους βασικές
ανάγκες και υποστηρίζοντας την επανένταξή τους στην κοινωνία.
4. Η παλιννόστηση
Η επιστροφή των προσφύγων στη Μικρά Ασία ξεκίνησε στους
τελευταίους μήνες του 1918, μετά τον τερματισμό του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου για την Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη, συστάθηκε η
Πατριαρχική Επιτροπή για τον επαναπατρισμό των εκτοπισμένων, σε
συνεργασία με το Πατριαρχείο και την ελληνική κυβέρνηση.

Η παλιννόστηση ήταν τμηματική, με τη μέριμνα του Υπουργείου


Περιθάλψεως, επιτρέποντας αρχικά στους ευπορότερους και τους
πρόσφυγες από συγκεκριμένες περιοχές να επιστρέψουν. Οι
περισσότεροι επέστρεψαν μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού
στη Σμύρνη το Μάιο του 1919. Μέχρι το τέλος του 1920, η πλειονότητα
των προσφύγων είχε επιστρέψει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική
Θράκη.

Ωστόσο, οι συνθήκες που βρήκαν στην πατρίδα τους ήταν δύσκολες, με


πολλά κατεστραμμένα σπίτια, εκκλησίες και σχολεία. Επιπλέον, σε
ορισμένες περιοχές είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από
τις βαλκανικές χώρες. Η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης ιδρύθηκε για να
βοηθήσει τους επιστρέφοντες να επανακατασταθούν, ενώ η «Υπηρεσία
Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως» παρείχε υποστήριξη για την
αποκατάστασή τους στα σπίτια και τις ασχολίες τους.

Οι ειρηνικές ημέρες, ωστόσο, δεν διατήρησαν για πολύ, καθώς λίγους


μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, πολλοί πρόσφυγες θα
αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν ξανά τα σπίτια τους και να
επιστρέψουν στην προσφυγιά.
Β. Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
1. Η έξοδος
Οι εθνικές φιλοδοξίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας εκπληρώνονταν
με την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Η
ελληνική παρουσία επεκτάθηκε σε άλλες περιοχές γύρω από τη Σμύρνη,
και η Συνθήκη των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920 όρισε ότι η περιοχή της
Σμύρνης θα υπόκειται σε ελληνική διοίκηση και κατοχή για πέντε
χρόνια. Ωστόσο, η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, με την επιστροφή του
βασιλιά Κωνσταντίνου τον Νοέμβριο του 1920, αλλάξει τις δυναμικές με
τους Συμμάχους.
Το εθνικό κίνημα των Τούρκων, υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, ενισχυόταν
συνεχώς, και ο Μικρασιατικός Πόλεμος ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο
του 1922 με την ήττα του ελληνικού στρατού. Χιλιάδες πρόσφυγες
έφτασαν στην Ελλάδα, προκαλώντας μια μεγάλη προσφυγική κρίση.
Περίπου 900.000 πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων και 50.000
Αρμενίων, φτάνουν στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922.

Πολλοί Έλληνες είχαν ήδη εγκαταλείψει τα σπίτια τους σε περιοχές


όπως Πόντος, Κιλικία και Καππαδοκία πριν από τον Αύγουστο του 1922.
Η καταστροφή της Σμύρνης και άλλων περιοχών ακολούθησε, και
πολλοί πρόσφυγες βρέθηκαν σε καταστραμμένες συνθήκες. Οι Τούρκοι
επίσης διέκοψαν τον πληθυσμό 18-45 ετών και άρχισαν διώξεις στη
βόρεια και ανατολική Μικρά Ασία.

Συνολικά, περίπου 200.000 Έλληνες παρέμειναν στην Καππαδοκία και


άλλες περιοχές, μεταφερόμενοι στην Ελλάδα το 1924 και το 1925. Ο
μεγάλος αριθμός των προσφύγων δημιούργησε προκλήσεις για την
Ελληνική κοινωνία, που προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ανάγκη για
στέγαση, εργασία και άλλες βασικές υποδομές.
2. Το πρώτο διάστημα
Οι πρώτες απογραφές των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα δεν
αντανακλούν την πραγματικότητα, καθώς ο αριθμός τους ήταν πολύ
μεγαλύτερος λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών.
Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Οι
αρρώστιες όπως ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση και η ελονοσία
προκαλούσαν υψηλή θνησιμότητα.

Η κυβέρνηση αντιμετώπισε αρχικά τις βασικές ανάγκες των προσφύγων,


όπως τη διατροφή, την προσωρινή στέγαση και την ιατρική περίθαλψη.
Ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις συνέβαλαν σημαντικά στην παροχή
βοήθειας. Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων ίδρυσε ξύλινα
παραπήγματα για τη στέγαση.
Οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν ψυχολογικό τραύμα από τις απώλειες και
τη μετακίνηση. Η αίσθηση της προσωρινότητας καθυστέρησε την
κοινωνική και οικονομική τους ένταξη. Μετά τη Σύμβαση της Λοζάνης,
προσανατολίστηκαν προς τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και την
ενσωμάτωση στη νέα πατρίδα.
3. Η Σύμβαση της Λοζάνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη Λοζάνης, ενώ
προηγουμένως, στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπεγράφη η ελληνοτουρκική
Σύμβαση, που ρύθμιζε τη μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ
Ελλάδας και Τουρκίας. Η ανταλλαγή είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και
περιλάμβανε τόσο τους κατοίκους που παρέμεναν στις εστίες τους όσο
και εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Η
ανταλλαγή ισχύσε αναδρομικά από τον Α' Βαλκανικό πόλεμο.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση, οι ανταλλάξιμοι πολίτες έπρεπε να


αποκτήσουν την ιθαγένεια της χώρας όπου εγκαθίσταντο, να
μεταφέρουν την κινητή περιουσία τους, και να λάμβαναν αποζημίωση
αντίστοιχη της ακίνητης περιουσίας που εγκατέλειπαν. Η μαζική
ανταλλαγή πληθυσμών ιδρύθηκε με σκοπό τη διασφάλιση των
συνόρων, την επίτευξη ομοιογένειας και την ανάπτυξη των δύο χωρών.

Η ανακοίνωση της Σύμβασης προκάλεσε έντονη αντίδραση από τους


πρόσφυγες στην Ελλάδα, που διοργάνωσαν συλλαλητήρια. Παρά την
αρχική αντίσταση, η πραγματικότητα των μετακινήσεων και η αδυναμία
επιστροφής χιλιάδων Ελλήνων στις πατρογονικές τους εστίες οδήγησαν
την ελληνική αντιπροσωπεία στην αποδοχή της Σύμβασης. Η Μικτή
Επιτροπή Ανταλλαγής ιδρύθηκε για τον καθορισμό του τρόπου
μετανάστευσης και την εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των
ανταλλαξίμων.
Γ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
1. Η Επιτροπή
Αποκαταστάσεως Προσφύγων
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, η ελληνική
κυβέρνηση αντιμετώπισε την πρόκληση της περίθαλψης και
αποκατάστασης των προσφύγων από την ανταλλαγή πληθυσμών με την
Τουρκία. Η Κοινωνία των Εθνών ίδρυσε την Επιτροπή Αποκαταστάσεως
Προσφύγων (ΕΑΠ) για να υλοποιήσει αυτή την αποστολή.

Η ΕΑΠ λάμβανε ιδιοκτησίες, δάνεια και προσωπικό από την ελληνική


κυβέρνηση και είχε ως κύριο στόχο την παροχή στέγης και εργασίας
στους πρόσφυγες. Επικεντρώθηκε στην αγροτική αποκατάσταση,
προτεραιοποιώντας τους πρόσφυγες γεωργούς και επιδιώκοντας τη
συγκέντρωσή τους σε ομάδες με κοινή προέλευση.

Η εγκατάσταση επικεντρώθηκε στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη,


εκμεταλλευόμενη τα μουσουλμανικά και βουλγαρικά κτήματα. Παρά
την προσπάθεια της ΕΑΠ, πολλοί πρόσφυγες είχαν μεγάλη κινητικότητα,
επιλέγοντας την τοποθέτησή τους ανάλογα με τις συνθήκες.

Οι προσπάθειες της ΕΑΠ και άλλων οργανισμών στηρίχθηκαν στη


διάκριση των προσφύγων σε "αστούς" και "αγρότες" και στην
επαναφορά τους στα επαγγέλματα που εξασκούσαν στην πατρίδα τους.
Η ΕΑΠ λειτούργησε μέχρι το 1930, μεταβιβάζοντας την περιουσία της
στο ελληνικό κράτος.
2. Η αγροτική αποκατάσταση
Η ΕΑΠ υλοποίησε την αγροτική αποκατάσταση με στόχο τη δημιουργία
μικρών γεωργικών ιδιοκτησιών για τους πρόσφυγες. Η εγκατάστασή
τους έγινε σε εγκαταλελειμμένα χωριά, νέους συνοικισμούς που
προσαρτήθηκαν σε υπάρχοντα χωριά, και αμιγώς προσφυγικούς
συνοικισμούς. Η διανομή του κλήρου ήταν προσωρινή, ενώ η οριστική
καθορίζονταν μετά την κτηματογράφηση από την τοπογραφική
υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας.

Ο κλῆρος περιλάμβανε τη γη, στέγη, εργαλεία, σπόρους, λιπάσματα και


ζώα. Οι κατοικίες κτίζονταν από την ΕΑΠ ή από τους ίδιους τους
πρόσφυγες, με τη χορήγηση υλικών. Τα κτίσματα συνήθως
αποτελούνταν από δύο δωμάτια, αποθήκη και σταύλο. Οι πρόσφυγες
πλήρωναν την αξία του κλήρου σε δόσεις, και ο τίτλος που δινόταν ήταν
απλής κατοχής, ενώ γίνοταν τίτλος πλήρους κυριότητας μετά την
αποπληρωμή του χρέους.

Μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, τα χρέη των αγροτών προσφύγων


ανέλαβε να εισπράξει η Αγροτική Τράπεζα.
3. Η αστική αποκατάσταση
Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε ευθύνη κυρίως του
κράτους, με περιορισμένη συμμετοχή της ΕΑΠ. Η ΕΑΠ παρείχε
οικονομική βοήθεια σε ορισμένες επιχειρήσεις, οικοτεχνικές και
βιοτεχνικές δραστηριότητες. Σε αντίθεση με την αγροτική
αποκατάσταση, η αστική περιλάμβανε μόνο στέγαση, χωρίς πρόνοια για
εύρεση εργασίας.

Η αστική στέγαση αντιμετώπισε περισσότερα εμπόδια από την


αγροτική λόγω του μεγάλου αριθμού προσφύγων, της έλλειψης
κατοικιών στις πόλεις και των καθυστερήσεων στα οικοδομικά
προγράμματα του κράτους. Η ανέγερση κατοικιών γίνονταν είτε από το
κράτος είτε από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Η αστική στέγαση
ξεκίνησε με τη δημιουργία συνοικισμών σε πόλεις όπως η Αθήνα και ο
Πειραιάς.

Οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, και


πολλοί εργάζονταν περιστασιακά σε οικοδομές, εργοστάσια, βιοτεχνίες
ή ως πλανόδιοι μικροπωλητές. Η οικοδόμηση των συνοικισμών συχνά
δεν συνδυαζόταν με έργα υποδομής. Υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση
στις κατοικίες, ενώ οι πλούσιοι πρόσφυγες είχαν τη δυνατότητα να
αγοράσουν ή να νοικιάσουν κατοικίες.
Ενώ ορισμένοι πρόσφυγες είχαν την οικονομική δυνατότητα να
ιδρύσουν οικισμούς, άλλοι ζούσαν σε παραγκουπόλεις γύρω από τους
προσφυγικούς συνοικισμούς ή σε προσωρινά καταλύματα.
Δ. Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΩΝ
ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
1. Η αποζημίωση των ανταλλαξίμων
Η Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας
προέβλεπε την αποζημίωση των προσφύγων για τις περιουσίες που
εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους. Η εκτίμηση της αξίας των περιουσιών
ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή, με τη συμβολή της Γενικής Διεύθυνσης
Ανταλλαγής Πληθυσμών.

Λόγω της αργής προόδου στην εκτίμηση, αποφασίστηκε η προκαταβολή


μιας ποσότητας ως προσωρινή αποζημίωση. Αυτή η προκαταβολή
πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Τράπεζα και διανεμήθηκε στους
ανταλλαξίμους, ενώ η τελική αποπληρωμή θα γινόταν μετά την
ολοκλήρωση της εκτίμησης.

Οι περιουσιακές αποζημιώσεις βασίζονταν σε δηλώσεις που


υποβλήθηκαν στα Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών και εξετάζονταν
από ειδικές επιτροπές. Οι ανακρίβειες υπόκεινται σε αναθεώρηση από
Ανώτατο Συμβούλιο. Παρά την πολυπλοκότητα της διαδικασίας, η
προσωρινή εκτίμηση προχώρησε για να βοηθήσει τους πρόσφυγες που
βρίσκονταν σε απόγνωση.

Για την τελική εκτίμηση δημιουργήθηκαν Πρωτοβάθμιες και


Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, ενώ η πλήρης ολοκλήρωση του έργου
φαινόταν δυσχερής λόγω των πολιτικών προκλήσεων και της
αντίστασης από την τουρκική πλευρά.
2. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση
Μετά τη Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών και τη Συνθήκη της Λοζάνης,
οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αντιμετώπισαν προκλήσεις. Η Σύμβαση της
Άγκυρας (1925) και η Συμφωνία των Αθηνών (1926) προσπάθησαν να
επιλύσουν επίμαχα ζητήματα, αλλά δεν εφαρμόστηκαν. Οι
διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, και το 1930 υπογράφηκε η Συμφωνία
της Άγκυρας.

Η συμφωνία αντιμετώπισε οικονομικά, θρησκευτικά και περιουσιακά


ζητήματα. Ενώ προείχε τα προβλήματα των μειονοτήτων, το γεγονός ότι
οι πρόσφυγες αντέδρασαν αρνητικά οδήγησε σε πολιτική αναταραχή. Η
συμφωνία κατέληξε στον καθορισμό συνόρων, αλλά οι επιπτώσεις της
ήταν πολύπλοκες. Οι ελπίδες για βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των
χωρών αναποδοκύριαναν, ενώ η πολιτική απογοήτευση οδήγησε στην
αλλαγή της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου.

Η Συμφωνία της Άγκυρας (1930) επίλυσε οικονομικά ζητήματα και


καθόρισε τη μεταξύ τους ισοτιμία περιουσιακών στοιχείων. Παρά τις
προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων, η συμφωνία δημιούργησε
διχασμό και αντιδράσεις. Οι εξελίξεις έδειξαν ότι πολλές από τις
προσδοκίες διαψεύστηκαν, καθιστώντας τον πολιτικό συμψηφισμό των
περιουσιών μια αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των προσφύγων και της
κυβέρνησης.
Ε. Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1. Η ενσωμάτωση των προσφύγων
Οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 αντιπροσώπευαν μια περίοδο
προκλήσεων για την Ελλάδα, ιδίως στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών
σχέσεων και της προσφυγικής κρίσης από την ανταλλαγή πληθυσμών. Η
υπογραφή συμφωνιών όπως η Σύμβαση της Λοζάνης και η Σύμβαση της
Άγκυρας προσπαθούσε να διαχειριστεί διάφορες εντάσεις, αλλά οι
προσπάθειες αποκατάστασης και αφομοίωσης των προσφύγων ήταν
σημαντικές προκλήσεις.

Η Ελλάδα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και την έλλειψη κρατικής


οργάνωσης, κατάφερε να προχωρήσει σε ένα τεράστιο έργο
αποκατάστασης προσφύγων, ιδίως με τη βοήθεια της ΕΑΠ. Αν και
υπήρχαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των προσφύγων, η διαδικασία
αφομοίωσης κίνησε με ποικίλους ρυθμούς. Οι οικονομικοί
ανταγωνισμοί, οι πολιτικές εντάσεις και οι κοινωνικές αντιθέσεις
προκάλεσαν διαφορετικές εξελίξεις.

Η κατανόηση των προσφύγων ως ένα ομοιογενές σύνολο ήταν δύσκολη


λόγω των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών διαφορών. Οι
επικρατούσες αντιλήψεις και οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι
πρόσφυγες επηρέαζαν τις σχέσεις τους με τους γηγενείς κατοίκους.
Παρά την ύπαρξη διαφορών, ο χρόνος και οι κοινές εμπειρίες
συντέλεσαν στην εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ προσφύγων και
γηγενών.

Το πολύπλοκο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής απηχούσε


τη σύγκρουση και τη σύνθημα ενότητας που διαμορφώθηκε με τον
χρόνο. Οι προσπάθειες αποκατάστασης και οι διαφορετικές
προσεγγίσεις των προσφύγων στην Ελληνική κοινωνία δημιούργησαν
ένα περίπλοκο, αλλά σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της χώρας.
2. Οι επιπτώσεις από την άφιξη των προσφύγων
Η Μικρασιατική καταστροφή, που συνέβη το 1922, είχε σημαντικές
επιπτώσεις στην πορεία του ελληνικού έθνους στη σύγχρονη εποχή. Η
παρούσα ανάλυση επικεντρώνεται σε διάφορους τομείς επιρροής.

α. **Εξωτερική Πολιτική:**
Η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μείωσε τις
προστριβές μεταξύ τους, διατηρώντας καλές σχέσεις για τουλάχιστον
τρεις δεκαετίες.

β. **Πληθυσμός/Εθνολογική Σύσταση:**
Η άφιξη προσφύγων επηρέασε τη σύνθεση του πληθυσμού, αυξάνοντας
τον συνολικό αριθμό και επηρεάζοντας την εθνολογική του δομή. Η
ενίσχυση του ελληνικού χαρακτήρα στη Μακεδονία ήταν σημαντική για
τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας.

γ. **Οικονομία:**
Αρχικά, η άφιξη προσφύγων φαινόταν δυσβάστακτη, αλλά
μεσοπρόθεσμα ενίσχυσε την ελληνική οικονομία. Η γεωργία
αναδιαρθρώθηκε, αυξάνοντας την παραγωγή, ενώ η βιομηχανία
επωφελήθηκε από το νέο, φθηνό εργατικό δυναμικό, ενισχύοντας την
παραγωγή και τις επιχειρήσεις.

δ. **Πολιτισμός:**
Οι πρόσφυγες εισήγαγαν την πολιτιστική τους παράδοση, επηρεάζοντας
τη μουσική, τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία στη νέα πατρίδα. Πολλοί
πρόσφυγες διακρίθηκαν στα γράμματα και τις τέχνες, συμβάλλοντας
στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας.

Γενικά, η Μικρασιατική καταστροφή είχε πολυδιάστατες επιπτώσεις


στην Ελλάδα, επηρεάζοντας την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική
και τον πολιτισμό.

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
ΑΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

EΙΣΑΓΩΓΗ
Α. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (1821-1830)
1. Η πρώτη περίοδος (1821-1824)
α. H κατάσταση στην Κρήτη κατά την προεπαναστατική περίοδο
Η Εθνική Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη αντιμετώπισε πολλές
προκλήσεις λόγω των δυσμενών συνθηκών. Η απόσταση από την
Ελλάδα και η παρεμβαλλόμενη θάλασσα δυσκόλευαν την επικοινωνία
και τον συντονισμό των δράσεων. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός
αποτελούσε το 30%, με Τούρκους και Τουρκοκρητικούς, επιδεικνύοντας
ιδιαίτερη αντίσταση και καταπίεση. Γενιτσαρικά τάγματα είχαν επιβάλει
το καθεστώς της καταπίεσης.

Η παιδεία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, με την Κρήτη να ζει σε απομόνωση


και πνευματική σκοτεινιά. Ελάχιστοι είχαν συμμετάσχει σε πνευματικές
αναζητήσεις. Ο πληθυσμός ήταν απροετοίμαστος ψυχολογικά για μια
μεγάλης κλίμακας επανάσταση.

Παρά τις προκλήσεις, η Κρήτη συμμετείχε στην Επανάσταση,


αντιμετωπίζοντας τις ιδιαιτερότητές της με ανθρωπιστικό πνεύμα και
ανδρεία.
β. Η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη. Η τουρκική αντίδραση
Η συμμετοχή της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821 αποφασίστηκε στο
ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά, στις 15
Απριλίου 1821, αλλά η επίσημη έναρξη θεωρείται η 14η Ιουνίου 1821.
Την ίδια ημέρα σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη νίκη στο Λούλο Χανίων.

Η τουρκική απάντηση ήταν άμεση, με γενική κινητοποίηση και


βιαιοπραγίες από τη διοίκηση. Η σφαγή του Ηρακλείου στις 24 Ιουνίου
1821 ξεχωρίζει ως πράξη ακραίας αγριότητας. Παρά τα αδιανόητα
γεγονότα, η επανάσταση εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Κρήτη
και σταθεροποιήθηκε.
γ. Η πολιτική οργάνωση της Κρήτης
Από την αρχή του αγώνα στην Κρήτη, έγινε εμφανής η ανάγκη για
πολιτική οργάνωση και συντονισμό. Η απουσία γενικού αρχηγού και οι
φιλοδοξίες τοπικών αρχηγών δυσκόλευαν τον συντονισμό του αγώνα. Ο
Δημήτριος Υψηλάντης διόρισε τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη ως
Γενικό Διοικητή Κρήτης. Ο Αφεντούλης, με τον τίτλο "Γενικού Επάρχου
και Αντιστρατήγου της Κρήτης", διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη
συντονιστική προσπάθεια. Κατάφερε να ανασυντάξει τις επαναστατικές
δυνάμεις, κρατώντας ζωντανή την επανάσταση σε όλο το νησί. Ο
Αφεντούλης παρέμεινε για έναν χρόνο και συνέβαλε στη δημιουργία
πολιτικών δομών, όπως η Γενική Συνέλευση και το "Προσωρινόν
Πολίτευμα της Κρήτης", συνεπώς εξελίχθηκε παράλληλα με την
εξέγερση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
δ. Η πρώτη μεγάλη κρίση της κρητικής επανάστασης
Η κρητική επανάσταση αντιμετώπισε δυσκολίες όταν ο σουλτάνος
απέτυχε να την καταστείλει και ζήτησε βοήθεια από τον αντιβασιλέα
της Αιγύπτου. Η άφιξη αιγυπτιακών δυνάμεων και οι πρώτες αποτυχίες
των Κρητών κλόνισαν τη θέση του Αφεντούλη. Ο Τομπάζης ανέλαβε τη
θέση του, αλλά η αντίθεσή του με τους τοπικούς αρχηγούς οδήγησε σε
κρίση. Κατηγορήθηκε για αποτυχίες και φυλακίστηκε το Νοέμβριο του
1822. Ο Εμμανουήλ Τομπάζης ανέλαβε τη θέση του και συγκάλεσε
Γενική Συνέλευση, ψηφίζοντας τον "Οργανισμό της ενιαυσίου τοπικής
διοίκησης της νήσου Κρήτης". Η κρητική επανάσταση εισήλθε σε νέα
φάση. Ωστόσο, ο Χουσεΐν βέης επανέφερε την κρητική επανάσταση σε
κρίση. Η αποχώρηση του Τομπάζη τον Απρίλιο του 1824 επέφερε την
κατάκτηση των Τούρκων και την έναρξη ανταρτοπολέμου. Οι
Καλησπέρηδες αποτέλεσαν ανταρτικές ομάδες που συνέχισαν τον
αγώνα με νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές.
ε. Η δεύτερη περίοδος της κρητικής επανάστασης:
Η περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828)
Το καλοκαίρι του 1825, Κρήτες επαναστάτες επέστρεψαν στο νησί με
σκοπό να αναζωπυρώσουν την επανάσταση. Με επικεφαλής τους
Δημήτριο Καλλέργη και Εμμανουήλ Αντωνιάδη, κατέλαβαν τα φρούρια
της Γραμπούσας και της Κισάμου. Αυτή η περίοδος, γνωστή ως
περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828), ξεκίνησε με εντατική
δραστηριότητα των επαναστατών. Οι Κρήτες επαναστάτες οχυρώθηκαν
στη Γραμπούσα, ασχολήθηκαν με πειρατεία για εφοδιασμό, και ίδρυσαν
το "Κρητικό Συμβούλιο" ως επίσημη επαναστατική αρχή, ενώ
εκτελέστηκε η αγορά του πλοίου "Περικλής" για να μεταφέρει
εφοδιασμό στη Γραμπούσα.
Η συνθήκη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827 είχε επιπτώσεις στην
Κρήτη, με τη φήμη για ανεξαρτησία της Ελλάδας να ενισχύει την
επανάσταση. Ο Τομπάζης καλούσε τους Κρήτες να αναζωπυρώσουν τον
αγώνα σε όλο το νησί. Από τα μέσα του 1827, επαναστατικά σώματα
έφτασαν στην Κρήτη από την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ένας εντατικός αγώνας ξεκίνησε σε όλο το νησί, με διάφορες μάχες και
επιδρομές.
στ. Η τελευταία περίοδος της επανάστασης στην Κρήτη (1828-1830)
Κατά τα τελευταία δύο έτη του αγώνα, η διπλωματία και οι πολιτικές
εξελίξεις επηρέασαν την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Καποδίστριας,
έχοντας αναλάβει την οργάνωση του ελληνικού κράτους, απέστειλε τον
Μαυροκορδάτο στη Γραμπούσα για να εξουδετερώσει τη ληστεία και
την πειρατεία. Αυτό οδήγησε στην παράδοση του φρουρίου στους
Άγγλους, ενώ οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στα
βουνά.

Παρά τις αποτυχίες, οι Κρήτες συνέχισαν την επανάσταση, και το


καλοκαίρι του 1828 σχεδόν όλη η Κρήτη βρισκόταν υπό έλεγχο των
επαναστατών. Ο Καποδίστριας απέστειλε τον Τομπάζη για να καταλάβει
τη Σητεία, αλλά η προσπάθεια αυτή απέτυχε, με αντίποινα από τους
Τούρκους.

Ο Καποδίστριας, υπό πίεση από την Αγγλία, άλλαξε την πολιτική του και
αντικατέστησε τον αντιπρόσωπό του στην Κρήτη. Οι Βρετανοί και οι
Γάλλοι στόλοι απέκλεισαν τα κρητικά παράλια, ενώ ο Καποδίστριας
στέλνοντας εκ νέου αντιπρόσωπο του, Νικόλαο Ρενιέρη, στη
Γραμπούσα, διατήρησε ένα ασταθές κλίμα διπλωματικών εξελίξεων. Το
Κρητικό Ζήτημα παρέμενε ανοικτό, ενώ οι επιτυχίες των Κρητών
συνεχίστηκαν, παρά τις προσπάθειες των Τούρκων να περιορίσουν τον
έλεγχο τους σε μεγάλα φρούρια.

You might also like