Professional Documents
Culture Documents
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
A. CALLIGERIS
ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ
Α’ ΚΕΦΑΛΕΟ
Αλετράς …………………………………………… 14
Ασβεστοποιός …………………………………………… 15
Αβδελάς …………………………………………… 15
Αγροφύλακας …………………………………………… 16
Ακονιστής …………………………………………… 17
Αμαξάς …………………………………………… 17
Αγωγιάτης …………………………………………… 17
Aρκουδιάρης …………………………………………… 18
Αγγειοπλάστης …………………………………………… 18
Αλμπάνης …………………………………………… 18
Αργυροχοΐα …………………………………………… 19
Αραμπατζήδες …………………………………………… 19
Βογιατζής …………………………………………… 20
Βοσκός …………………………………………… 20
Βαρελοποιός - Βαρελάς …………………………………………… 20
Βυρσοδέψες …………………………………………… 21
Βυτελίδες …………………………………………… 22
Γουμαράδες …………………………………………… 22
Γκλίτσας …………………………………………… 22
Γουναράδες …………………………………………… 22
Γλυκατζής …………………………………………… 23
Γιαουρτζήδες …………………………………………… 23
Γαλατάς …………………………………………… 24
Δαδάς …………………………………………… 24
Δασοφύλακας …………………………………………… 25
Δακτυλογράφος …………………………………………… 25
Eφημεριδοπώλης …………………………………………… 26
Ελαιομυλωνάδες …………………………………………… 27
Zευγάδες …………………………………………… 28
Καλαντζής-Χαλκουργός …………………………………………… 28
Καραγκιοζοπαίχτης …………………………………………… 29
Καϊτατζής …………………………………………… 30
Καλαφάτης …………………………………………… 30
Κατρατζής …………………………………………… 31
Κανατάς …………………………………………… 31
Καλάης …………………………………………… 31
Καλαθάς …………………………………………… 31
Καπνοκαθαριστής …………………………………………… 32
Καλαθοποιός …………………………………………… 32
Καντάρας …………………………………………… 33
Καρεκλάς …………………………………………… 33
Καροποιός …………………………………………… 33
Καλαφάτες …………………………………………… 34
Καρβουνιάρης …………………………………………… 34
Καλντερμιτζής …………………………………………… 34
Καπιστράδες …………………………………………… 34
Καφεπαντοπώλης …………………………………………… 35
Κηροπλάστης …………………………………………… 35
Καραβομαραγκοί …………………………………………… 35
Κεντήστρα …………………………………………… 36
Κτίστης …………………………………………… 37
καστανάς …………………………………………… 37
Κρασάς …………………………………………… 37
Κατρατζής-Καλαφάτης …………………………………………… 37
Καλφόπουλος …………………………………………… 37
Καφετζής …………………………………………… 38
Κοσκινάς …………………………………………… 38
Κασερομάστορας …………………………………………… 38
Καραβοκύρηδες …………………………………………… 38
Καμίνι …………………………………………… 39
Καπελού …………………………………………… 39
Κλωνατζήδες-Στρίφτες …………………………………………… 39
Κεραμιδάδες …………………………………………… 40
Κουλουράς …………………………………………… 40
Καμπανοποιός …………………………………………… 40
Κουγιουμτζήδες …………………………………………… 40
Λαγουμτζής …………………………………………… 41
Λούστρος …………………………………………… 41
Λεμονατζής …………………………………………… 42
Λαδάς …………………………………………… 42
Λατερνατζής …………………………………………… 42
Λουκουματζής …………………………………………… 43
Μαμή …………………………………………… 43
Μεταπράττες …………………………………………… 43
Μπαρμπέρης …………………………………………… 44
Μπαλωματής …………………………………………… 44
Μυλωνάς …………………………………………… 44
Μαντζουνάς …………………………………………… 45
Μπουγατσατζή …………………………………………… 45
Μπογιατζής …………………………………………… 45
Μαδεμλής …………………………………………… 45
Mπακαλόγατος …………………………………………… 45
Μπακάλης …………………………………………… 47
Μπουγαδοκλέφτης …………………………………………… 47
Μυλωνάς …………………………………………… 48
Μεταφορές …………………………………………… 49
Μαστιχοπαραγωγοί …………………………………………… 49
Νεροφόρος …………………………………………… 50
Ντενεκετζής …………………………………………… 50
Νερουλάς …………………………………………… 51
Ντελάλης …………………………………………… 51
Νταμαρατζήδες …………………………………………… 52
Ξεμάτιαστρα …………………………………………… 52
Οργανοπαίχτης …………………………………………… 53
Ομπρελάς …………………………………………… 54
Παντοφλάς …………………………………………… 56
Παγοπώλης …………………………………………… 56
Παγωτατζής …………………………………………… 56
Πραματευτής …………………………………………… 57
Παπλωματάς …………………………………………… 57
Παστελάδες …………………………………………… 58
Περαματάρηδες …………………………………………… 59
Πηγαδάδες …………………………………………… 60
Πιλοποιοί …………………………………………… 60
Πουλιατζήδες …………………………………………… 61
Ρασοπατητής …………………………………………… 61
Ρετσινοσυλλέκτες …………………………………………… 62
Ραβδοσκόποι …………………………………………… 62
Σακοποιοί …………………………………………… 63
Σφουγγαράδες …………………………………………… 64
Σιδεράς …………………………………………… 64
Σιδέρης …………………………………………… 64
Στραγαλάς …………………………………………… 65
Σκουπάς …………………………………………… 65
Σερβιτόροι …………………………………………… 66
Σαλεπιτζής …………………………………………… 66
Σαπωνοποιοί …………………………………………… 67
τσιγγάνα …………………………………………… 68
Τσαρουχοποιός …………………………………………… 68
Τορνάρης …………………………………………… 68
Τσαγκάρης …………………………………………… 69
Τζαμπαζής …………………………………………… 70
Ταλιαδώρος …………………………………………… 70
Τουλουμτζήδες …………………………………………… 70
Υαλοποιός …………………………………………… 72
Φυστικάς …………………………………………… 72
Φωτογράφος …………………………………………… 73
Φούρναρης …………………………………………… 73
Φέτσας …………………………………………… 74
Φλοκατοποιεία …………………………………………… 74
Φανοκόρος …………………………………………… 75
Χαλβατζής …………………………………………… 75
Χαλκιάς …………………………………………… 76
Χατζής …………………………………………… 76
Χτενάδες …………………………………………… 77
Xασαπόσκυλο …………………………………………… 78
Χτίστης …………………………………………… 78
Ψαθάς …………………………………………… 79
Ψαράς …………………………………………… 79
Ω
Ευρετήριο ……………………………………………. 80
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ
Ιστορική αναδρομή
Στα ομηρικά έπη εκτός από περιπέτειες και πολεμικά γεγονότα υπάρχουν πολλά στοιχεία
της καθημερινής ζωής της εποχής στην οποία αναφέρονται και αυτής κατά την οποία
γράφτηκαν. Στην ομηρική κοινωνία εργάζονταν από κοινού βασιλείς, άρχοντες, ελεύθεροι
πολίτες και δούλοι. Οι ίδιοι οι εργάτες της γης, της θάλασσας ή του βουνού, όταν οι ανάγκες
το απαιτούσαν, άφηναν τα ειρηνικά έργα τους και έπιαναν τα όπλα για να αντιμετωπίσουν
κάποιον επιδρομέα ή να ικανοποιήσουν τις επεκτατικές ορέξεις του ηγεμόνα τους.
Κατά την κλασική περίοδο, παρά το ότι κάποιοι επώνυμοι αριστοκράτες (Πλάτων,
Αριστοτέλης, Ξενοφών) θεωρούσαν υποτιμητική κάθε μισθωτή και χειρωνακτική εργασία, δεν
ήταν δυνατόν να ανακοπεί το διαρκώς ογκούμενο ρεύμα ανάπτυξης νέων επαγγελμάτων.
Η ανεργία ήταν υπαρκτό φαινόμενο. Κάθε πρωί οι άνεργοι της Αθήνας συγκεντρώνονταν
στην Αγορά και οι εργοδότες μπορούσαν να επιλέξουν όσους και για όσο χρονικό διάστημα
ήθελαν. Όταν η ανεργία έφτανε σε μεγάλο ποσοστό, οι υπεύθυνοι πολλών πόλεων
κατέφευγαν στο μέτρο της κατασκευής μεγάλων δημόσιων έργων για να την
αντιμετωπίσουν. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότένας από τους λόγους των έργων του Περικλή
στην Ακρόπολη ήταν κι αυτός. Οι μέρες που δεν εργάζονταν οι Αθηναίοι (αργίες)
υπολογίζονται σε 60 το χρόνο. Το ημερομίσθιο ενός απλού εργάτη δεν ήταν καθόλου
ικανοποιητικό. Συνήθως ήταν μόλις 1 δραχμή. Με το ποσό αυτό δεν μπορούσε να ζήσει μια
οικογένεια, παρά την παραδοσιακή λιτότητα των Ελλήνων.
Στην ύπαιθρο θα συναντήσουμε τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους λατόμους, τους
υλοτόμους, τους μεταλλωρύχους καθώς και όσους ασχολούνταν με το ψάρεμα και το κυνήγι.
2. Η κτηνοτροφία. Στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία η μορφολογία του εδάφους βοηθούσε
στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας αλόγων και βοδιών. Στην Αττική, όπως και στις
περισσότερες άλλες ελληνικές περιοχές, εκτρέφονταν πέρα από τα γνωστά υποζύγια, που
ήταν απαραίτητα για τις μετακινήσεις, κυρίως χοίροι και αιγοπρόβατα. Τα τελευταία πολλές
φορές αποτελούσαν αφορμή διενέξεων.
3. Το κυνήγι και το ψάρεμα. Το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν από τις πιο αγαπητές και
προσοδοφόρες, κατά περίσταση, ασχολίες των Ελλήνων. Η περιπλάνηση στα βουνά και τους
κάμπους για τη συνάντηση του θηράματος και οι τεχνικές για την εξόντωση και περισυλλογή
του ασκούσαν το σώμα και έθιζαν τους νέους ιδίως στην αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών
πολεμικών κινδύνων. Χρησιμοποιούσαν σφενδόνες, παγίδες, τόξα, ακόντια, τσεκούρια,
δόρατα και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά για να κυνηγούν μεγάλα (λύκους, αγριόχοιρους,
αρκούδες) ή μικρά ζώα (λαγούς) και πουλιά (πέρδικες, τσίχλες, ορτύκια).
Το ψάρεμα, που απαιτούσε περισσότερη υπομονή και λιγότερη δύναμη το θεωρούσαν μάλλον
επάγγελμα παρά "ευγενή άσκηση" και κατά κανόνα το απέφευγαν οι αριστοκράτες. Η τεχνική
του ψαρέματος με το καλάμι δεν διέφερε καθόλου από τη σημερινή. Ακόμα και τεχνητά
δολώματα χρησιμοποιούσαν. Η καθετή, το πυροφάνι, το δίχτυ και το καμάκι ήταν, επίσης,
περίπου όπως και σήμερα.
4. Άλλα επαγγέλματα της υπαίθρου. Οι λατόμοι έβγαζαν τα μάρμαρα από την Πεντέλη,
την Πάρο ή άλλες περιοχές και οι υλοτόμοι έκοβαν τα δέντρα στα δάση. Τα προϊόντα της
εργασίας τους τα παρέδιδαν σε αυτούς που τα μετέφεραν στα εργαστήρια (γλυπτών,
ξυλουργών κ.ά.) για επεξεργασία. Οι μεταλλωρύχοι άνοιγαν χαμηλές στοές με τις αξίνες,
τις σμίλες και τα σφυριά τους και προσπαθούσαν να εξορύξουν το μετάλλευμα, που άλλοι
μετέφεραν έξω από τις γαλαρίες. Τα μέτρα υποστύλωσης και εξαερισμού ήταν τις
περισσότερες φορές υποτυπώδη, αυτό και οι θάνατοι στα μεταλλεία ήταν συνηθισμένο
φαινόμενο.
Στην Αθήνα, στην περιοχή του Κεραμικού, έστηναν τα περίφημα εργαστήριά τους οι
αγγειοπλάστες, οι οποίοι κατασκεύαζαν πιθάρια, ποτήρια (κύλικες), αγγεία σε διάφορα
σχήματα, λυχνάρια κ.ά. Ο τροχός που αποτελούσε το κύριο εργαλείο τους ήταν απλός: ένας
δίσκος πάνω σε έναν κάθετο άξονα. Στο δίσκο αυτό τοποθετούσε ο τεχνίτης τον πηλό και τον
γύριζε με το χέρι. Όταν τέλειωνε το αγγείο, το ξέραιναν στον ήλιο ή το έψηναν σε φούρνο
και άρχιζαν τη διαδικασία της διακόσμησης. Οι αγγειογράφοι συνήθως ακολουθούσαν τον
ερυθρόμορφο ή μελανόμορφο ρυθμό, προσθέτοντας πολλές φορές και άλλα χρώματα.
Από τη στιγμή που ο Ιπποκράτης στη θέση του εμπειρισμού και της μαγείας έβαλε τη λογική
και την παρατήρηση, το επάγγελμα του ιατρού πήρε το δρόμο της εξέλιξης. Στην Αθήνα
ιατροδιδάσκαλοι μάθαιναν στους επίδοξους γιατρούς τα στοιχειώδη για τη διαγνωστική των
ασθενειών, την πρακτική θεραπεία (βεντούζες, αφαιμάξεις) και την επιφανειακή χειρουργική.
Την ανατομία του σώματος ελάχιστα γνώριζαν οι αρχαίοι, γιατί ο τεμαχισμός πτωμάτων
παραδοσιακά δεν επιτρεπόταν. Αναφέρονται και κάποιες ειδικότητες γιατρών, όπως οι
οφθαλμίατροι που χρησιμοποιούσαν κολλύρια και οι οδοντίατροι που σφράγιζαν τα δόντια
με μολύβι ή χρυσάφι. Συναφή ήταν και τα γυναικεία επαγγέλματα της νοσοκόμας, της
μαίας (η μητέρα του Σωκράτη ήταν μαία) και της πρακτικής θεραπεύτριας (για γυναίκες
που από ντροπή δεν ήθελαν να πάνε σε άνδρες γιατρούς).
Τα φυτά και τα βότανα αποτελούσαν τη βασική ύλη για τα φάρμακα. Οι ριξοτόμοι τα
συνέλεγαν και τα έφερναν στο φαρμακοποιό για επεξεργασία και διάθεση.
Σημερινή εποχή
Ατομικά επαγγέλματα:
ασκούνταν από το μάστορα που κατά κανόνα είχε μαζί του κι ένα μαθητευόμενο, το
μαθητούδι ή παραγιό.
Ομαδικά επαγγέλματα:
Αλετράς
Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. [Ο γεωργός είχε
αρκετά σύνεργα, που τα έφτιαχνε μόνος του από ξύλα της περιοχής εκτός απ' τα σιδερένια,
που κατέφευγε στο
σιδερά. Τα ξύλα που
χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως από πλατάνια. Σύνεργα της σποράς ήταν: Το ξύλινο αλέτρι,
που συνήθως το κατασκεύζε ο ίδιος ο γεωργός, αν και υπήρχαν οι αλετράδες μαστόροι.
(Αυτό αποτελείται από το κάτω χοντρό ξύλο, το "κουντούρι" ή αλετροπόδα, το "υνί" ή
παπουτσούνο που στηρίζεται μπροστά του (και λεγόταν έτσι γιατί φοριόταν σαν παπούτσι
στην αλετροπόδα του αλετριού). Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το
χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα". Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". μακρύ ξύλο
καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο
"κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Το αλέτρι όλο
στηρίζεται στο “ζυγό”, που ήταν μπροστά στο λαιμό, στηριγμένος με τις "ζεύλες"). Άλλα
σύνεργα του γεωργού, που έφτιαχναν οι σιδεράδες, ήταν: οι κασμάδες, αξίνες με το ένα
μέρος στενό και το φαρδύτερο για να σκάβουν (ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα
ονόματα, όπως: τσαπιά, τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκαλιστήρια). Η σβάρνα, φτιαγμένη από
ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που δόνονταν πίσω από τα ζώα για να στρώσουν
το χώμα μετά ο όργωμα. Ακόμα για το θερισμό είχαν τα δρεπάνια και στο αλώνισμα το
καρπόφτυαρο, το καρπολόι και το δικούλι, (όλα ξύλινα), το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι).
Για τ' αμπέλια είχαν το κλαδευτήρι, την ψαλίδα, το πριόνι, τα τσαπιά, το σκαλιστήρι, τη
μηχανή για το ράντισμα, το φυσερό για το θειάφισμα και τους κόφτες για τον τρύγο. Τέλος,
για άλλες μικροδουλειές είχαν το τσεκούρι την τανάλια το φτυάρι το σφυρί το σκερπάνι].
ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ
Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια
και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα
χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο
του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα
κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο
λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με
«λιγδόπετρες» και συνέχιζαν προς τα πάνω με
μαρμαρόπετρες και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες
τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια
λοστού ή βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις
μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο
ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η
καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα
εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η
πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία
μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη αναλάμβαναν
οι αγωγιάτες, που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια.. Σήμερα δεν
υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες
βιομηχανίες
Αβδελάς
Ο αβδελάς έβαζε μέσα σε μικρά βαζάκια μία ή δύο βδέλες ή όσες του ζητούσε ο αγοραστής
και τις πουλούσε 1 δραχμή την καθεμιά
Αγροφύλακας
Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα τελευταία χρόνια
σταδιακά καταργείται. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκει στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού
αδικήματος [αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ]. Το
Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και προστατεύεται νομοθετικά από την
πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες
τα αγροτικά αδικήματα. Οι αγροφύλακες έχουν δικαίωμα να
οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Οι αγροφύλακες, εκτός από τον έλεγχο, προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα,
την περίοδο της Άνοιξης, έπαιρναν μαζί τους "μπόλια" και εμβολίαζαν τα άγρια δέντρα, που
υπήρχαν στους αγρούς ή σε δρόμους. Αυτό το βλέπουμε κι εμείς όταν περπατάμε στο
ύπαιθρο. Ο αγροφύλακας ήταν ο φύλακας άγγελος της περιουσίας των αγροτών. Γνώριζε με
κάθε λεπτομέρεια, τίνος ήταν το χωράφι, πόσα στρέμματα ήταν, τι καλλιέργεια είχε. Είχαν το
ελεύθερο να κινούνται με οποιοδήποτε μέσο, εφ' όσον ο δρόμος το επέτρεπε. Διαφορετικά
κινούνταν με τα πόδια.
Αχθοφόρος ή χαμάλης
ξεκούραστα.
ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ
ΑΜΑΞΑΣ
Ο αμαξάς γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να
μετακινηθούν είτε μόνοι, είτε με παρέα πιο γρήγορα από το ένα
μέρος της πόλης στο άλλο. Έτσι μιας και είχε βρεθεί ο τροχός και
τα πρώτα κάρα έκαναν την εμφάνισή τους, ξεκίνησαν και οι
πρώτες ανθρωποκίνητες άμαξες. Κάποιες φορές έδιναν στον
επιβάτη το καμτσίκι να δείρει το ζώο για να προχωρήσουν πιο
γρήγορα. Αφού έφταναν στον προορισμό τους, έπαιρναν την
αμοιβή τους για να συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης.
ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ
Aρκουδιάρης
Κυρίως με το όνομα αρκουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος
φερόταν συνήθως ο τσιγγάνος εκείνος που παλαιότερα περιήγαγε
αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις - επιδείξεις και με αυτό τον τρόπο
χρηματιζόταν. Αλλά και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος όπως
π.χ. στη Σάμο στη περίοδο της Αποκριάς χορεύεται προς αστεϊσμό ο
«αρκουδιάρικος» χορός σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της
αρκούδας του αρκουδόγυφτου (από δύο άντρες που ο ένας υποδύεται
την αρκούδα με περιλαίμιο αλυσίδα που βαστάει ο υποδυόμενος τον
αρκουδιάρη).
Αγγειοπλάστης
Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το
εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές
της Ελλάδας, όπου υπήρχε
κατάλληλο χώμα και όπου είχε
αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση
στη δημιουργία αγγειοπλαστικών
αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα
τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών
σκευών και πιατικών, κούπες με
χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα
κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού
διάφορα μικροσκεύη, όπως
θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν
νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους
και πολλά άλλα.
Αλμπάνης
Αραµπατζήδες
Βογιατζής
Αυτός που έβαφε. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη boya που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς
σήμερα για να δηλώσουμε το χρώμα. Οι βογιατζήδες έβαφαν επίσης βαμβακερά και μάλλινα
νήματα , πατητές και πατανιές , χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα
αλλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και γι σταθερότατη
βαφή βελανιδόκουπες.
Βοσκός
Βαρελοποιός – Βαρελάς
Αποτελεί μια υποκατηγορία των βαφέων υφασμάτων άμεσα συνδεδεμένο με την ανδρική
παραδοσιακή φορεσιά. Η διάρκεια ζωής του
επαγγέλματος, κρίθηκε καθοριστικά από τη
εξέλιξη της ενδυμασίας και τη σταδιακή
αντικατάσταση της βράκας, από το
παντελόνι.
Οι βράκες τοποθετούνταν μέσα σε καζάνια, τα οποία περιείχαν εκχυλίσματα από διάφορα είδη
ρόδων. Οι βράκες έπρεπε για δυο περίπου ώρες, να ζεσταίνονται στο καζάνι και αμέσως μετά
να μεταφερθούν σ’ ένα άλλο αγγείο. Μέσα σε αυτό το αγγείο, οι βράκες έπρεπε να
παραμείνουν για οχτώ με δώδεκα ώρες.
To επόμενο πρωινό, οι βράκες ξεπλένονταν καλά και στη συνέχεια απλώνονταν στον ήλιο,
για να στεγνώσουν. Το ίδιο βράδυ τοποθετούνταν πάλι στο πιθάρι, στο οποίο αυτή τη φορά
υπήρχε διάλυμα «θεϊκού σιδήρου». Μ’ αυτό τον τρόπο, αρχικά οι βράκες έπαιρναν ένα βαθύ
γκρι χρώμα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν άλλες δύο με τρεις φορές, με τη μοναδική
διαφορά πως μετά το ξέπλυμα και το στέγνωμα στον ήλιο τοποθετούνταν σε πιθάρι, στο
οποίο υπήρχε και εκχύλισμα από ροδοπέταλα. Όσα περισσότερα ήταν τα βουτήγματα της
βράκας στο πιο πάνω μείγμα, τόσο πιο βαθύ ήταν το μαύρο χρώμα της.
Μετά από την πιο πάνω διαδικασία, όταν οι βράκες έπαιρναν το επιθυμητό μαύρο χρώμα,
τότε τις έστυβαν δυνατά, ώστε να αποστραγγιστούν εντελώς. Έπειτα τις έπλεναν καλά με
καθαρό νερό, τις χτυπούσαν δυνατά ή αλλιώς τις «φαούτιζαν» και τέλος τις άπλωναν να
στεγνώσουν. Η τελική διαδικασία, απαιτούσε τη σχολαστικότητα του βαφέα, εφόσον έπρεπε
να σταθεροποιήσει το χρώμα, σε σημείο που να μην ξεβάφει στο σώμα του πελάτη.
Βυρσοδέψες
Γουµαράδες
"Γουµαράδες" ονόµαζαν τους πλανόδιους εµπόρους που περιφέρονταν στα χωριά για να
πουλήσουν «την πραµάτια» που κουβαλούσαν στους ώµους τους, ή τη φόρτωναν σε
υποζύγια. Πολλοί ξυλοκόποι ήταν ταυτόχρονα και "γουµαράδες", φορτώνονταν δηλαδή το
"γοµάρι" (το φορτίο) στους ώµους και περιφέρονταν στις γειτονιές για να πουλήσουν ξύλα
για τις σόµπες και τους φούρνους.
ΓΚΛΙΤΣΑΣ
ΓΟΥΝΑΡΑΔΕΣ
Γιαουρτζήδες
ΓΑΝΩΤΖΗΣ - Γανωτής
ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ – ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ
ΔΑΔΑΣ
Ο δαδάς είχε σε μικρά δεματάκια δαδιά τα οποία τα κρεμούσε στο χέρι του μέσα σε μικρά
καλαθάκια και τα πουλούσε. Το δαδί παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα και
ειδικά για τα κάρβουνα. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε δαδί μια και σχεδόν όλοι
χρησιμοποιούσαν για θέρμανση το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Η παρουσία τους ήταν πιο
έντονη από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο. Το δαδί το έβγαζαν από κορμούς παλιών
πεύκων και από τις ρίζες τους.
Δερματάς ( τομαράς )
ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ
Συχνά οι δασοφύλακες κράτησαν τίτλους προεξοχής στις τοπικές κοινότητες τους και
ενήργησαν επίσης ως δικηγόροι και διοικητές. Η αμοιβή τους ήταν συνήθως πάνω από το
μέσο όρο και έβγαζαν κόσμια και κερδοφόρα τα “προς το ζειν”.
Δακτυλογράφος
Ε
ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
EΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης
είναι ο επαγγελματίας που ασκεί το επάγγελμά
του χωρίς να έχει συγκεκριμένο
μαγαζί, παραλαμβάνει τις εφημερίδες από τα
Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθεί
την καθημερινή κυκλοφορία του
ελληνικού τύπου περπατώντας στους
κεντρικούς δρόμους της Αθήνας τις πωλεί
στους περαστικούς Αθηναίους ή τις
αφήνει στην είσοδο των σπιτιών των
μόνιμων πελατών του. Ο εφημεριδοπώλης
των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτειά του: το Σκριπ, το Άστυ, την
Ακρόπολη και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα:"Εφημερίδες! Έκτακτο
παράρτημα! Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Από το πρωί εισέβαλε στη χώρα μας!
Πόλεμος!"
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς
να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής
Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους
κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο
των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
Ελαιομυλωνάδες
Εργάτες αλυκών
Οι αλυκές διαμορφώνονται σε επίπεδες και χαμηλές
παραλιακές εκτάσεις, οι οποίες ευνοούν τη βαθμιαία
εξάτμιση του θαλασσινού νερού, για την παραγωγή
αλατιού. Στο νησί της Λέσβου αλυκές υπάρχουν στον
κόλπο της Καλλονής, που είναι και οι μεγαλύτερες, καθώς
και στη Σκάλα Πολιχνίτου, που είναι πιο μικρές σε έκταση.
Το 1925 περίπου ξεκίνησε η εκμετάλλευση της αλυκής στον κόλπο της Καλλονής, αρχικά
από ιδιώτη ο οποίος και διαμόρφωσε κατάλληλα τις εκτάσεις. Από το 1945 οι αλυκές
έγιναν κρατικές και λειτουργούν έτσι μέχρι σήμερα. Οι εργασίες ξεκινούν Απρίλιο με Μάιο
ενώ η συλλογή του αλατιού το Σεπτέμβριο, πριν ξεκινήσουν οι βροχές.
Ζωέμπορος (τσαμπάσης)
Zευγάδες
ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ-ΧΑΛΚΟΥΡΓΟΣ
Καραγκιοζοπαίχτης
Ο τουρκικός Καραγκιόζης δεν είναι άγνωστο θέμα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μετά
όμως το 1830, με την κλιμακωτή απελευθέρωση των διαφόρων περιοχών του νεοσύστατου
κράτους, το λαϊκό αυτό θέαμα αρχίζει να παίρνει ελληνική μορφή και να απλώνεται γοργά σε
όλη τη χώρα.
Η περίοδος 1880-1910 συνδέεται με τη μεγάλη ακμή του Θεάτρου σκιών και κορυφαίοι
δημιουργοί το επανδρώνουν με νέες φιγούρες (Σιόρ Διονύσιος, Κολλητήρι, Μπαρμπα -
Γιώργος), ώσπου αργότερα ο Καραγκιόζης ανυψώθηκε σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Κατά τη δεύτερη 25ετία του 20ου αι. το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη Σπαθάρη είναι
συνυφασμένο με τον Καραγκιόζη, αφού είναι ο άνθρωπος που αγωνίστηκε να διατηρήσει
αυτή τη θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, που κόντευε να σβήσει.
Σήμερα ελάχιστοι είναι οι φωτισμένοι εκείνοι άνθρωποι που διατηρούν αυτήν την τέχνη
προσαρμόζοντας τα θέματα των ιστοριών τους και στην επικαιρότητα.
Καϊτατζής
Καλαφάτης
Κανταρτζής ή ζυγιστής.
Κατρατζής.
Κανατάς
Καλάης
Προφανώς το όνομα αυτό έχει τη ρίζα του στο επάγγελμα του γανωτή και στο καλάι που
χρησιμοποιούσε στη δουλειά του.
ΚΑΛΑΘΑΣ
Καπνοκαθαριστής
Καλαθοποιός
ΚΑΝΤΑΡΑΣ
ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Καροποιός
Σήμερα το επάγγελμα του καροποιού δεν υπάρχει. Πλέον έχει χαθεί αιδώ και τρεις δεκαετίες
από τότε που άρχισαν να εμφανίζονται τα φορτηγά και τα τρακτέρ.
Καλαφάτες
ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ
Καλντερμιτζής
Καπιστράδες
ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Καραβομαραγκοί
Η ξυλεία, αλλά και το ρετσίνι των πεύκων αποτελούσαν υλικά για τη ναυπήγηση ξύλινων
πλεούμενων, μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και
αναπτύχθηκε στα νησιά από τα πολύ παλιά χρόνια.
Μέχρι το 18ο αιώνα στα Δωδεκάνησα υπήρχαν
μεγάλοι Ταρσανάδες (ναυπηγεία), όπου
κατασκευάζονταν μικρά εμπορικά καράβια και
αλιευτικά πλεούμενα.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ξύλινα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στις
θαλάσσιες συγκοινωνίες και τα Δωδεκανησιακά ναυπηγεία κατασκεύαζαν σακολέβες
(ιστιοφόρα με ένα κατάρτι), βάρκες, περάματα, τράτες, τρεχαντήρια κ.ο.κ., που ταξίδευαν
μέχρι τις ακτές της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία που
εξυπηρετούσε την περιοχή από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, αντικατέστησε σταδιακά τα
ιστιοφόρα, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τα μηχανοκίνητα πλοία κυριάρχησαν πλέον
ολοκληρωτικά στις μεταφορές, στο εμπόριο, ακόμη και στην αλιεία.
Κατασκευαστές κουδουνιών
Κεντήστρα
Κτίστης
καστανάς
Κρασάς
Κατρατζής - ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ
Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που
ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις
βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.
Καλφόπουλος
Καφετζής
Φρόντιζε να φτιάχνει ο
ίδιος τα κόσκινα μια και
δεν χρειαζόταν πολλά
υλικά και εργαλεία για
να γίνει. Μια ψιλή σίτα
ή μία τρυπημένη
λαμαρίνα ή ακόμη και
ένα δέρμα με τρύπες -
ανάλογα για τη δουλειά
που το χρειαζόταν η
νοικοκυρά- και ένα λεπτό, στρογγυλό ξύλο, το "κασνάκι", γύρω-γύρω, ήταν τα υλικά που
χρειαζόταν για να γίνει ένα κόσκινο.
ΚΑΣΕΡΟΜΑΣΤΟΡΑΣ
ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΔΕΣ
ΚΑΠΕΛΟΥ
ΚΛΩΝΑΤΖΗΔΕΣ –ΣΤΡΙΦΤΕΣ
Κεραμιδάδες
Έπειτα, έψηναν το χώμα στα καμίνια, δηλαδή μικρούς φούρνους συνήθως πρόχειρα
κατασκευασμένους από χώμα και τούβλα. Η παραγωγή επαρκούσε για την τοπική
κατανάλωση.
Κουλουράς
Καμπανοποιός
Κουγιουμτζήδες
Κουγιουμτζήδες
ονομάζονταν οι
έμποροι (οι οποίοι
μερικές φορές ήταν και
πλανόδιοι) αλλά και οι
τεχνίτες κοσμημάτων,
ρολογιών και άλλων
αντικειμένων από
πολύτιμα μέταλλα. Ο Στρατής Μολίνος στο βιβλίο του «Επώνυμα και Συντεχνίες» ,
αναφέρει και άλλες ονομασίες για εξειδικευμένους κοσμηματοποιούς και εμπόρους: ως
«αλτιντζής» (τουρκικά altinci) προσδιορίζεται ο έμπορος κυρίως του χρυσού καθώς και
άλλων πολυτίμων μετάλλων - ονομασία που σπανιότερα σημαίνει και τον χρυσοχόο, ως
«ελματζής» ο αδαμαντοπώλης (elmasci, τουρκικά elmas = διαμάντι), ως
«ζουμπρουτζήδες», οι ειδικοί στην κατεργασία και στο εμπόριο των σμαραγδιών
(τουρκικά zumrut = σμαράγδι).
Οι κουγιουμτζήδες μάθαιναν την τέχνη τους ως μαθητευόμενοι βοηθοί (τσιράκια). Η
επαγγελματική επιτυχία και καταξίωση βασίζονταν στη λεπτοτεχνία, στην ακρίβεια και
στην καλαισθησία. Το επάγγελμα του κουγιουμτζή απολάμβανε κοινωνικής καταξίωσης,
ενώ ορισμένοι έφεραν και διακριτικά σημεία, όπως για παράδειγμα ένα (πρόσθετο) χρυσό
νύχι, που τους ξεχώριζαν από τους άλλους επαγγελματίες.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη δημιουργία ενός κοσμήματος ήταν
χρυσός, σπανιότερα ασήμι και πολύ σπάνια μπρούτζος και διάφορες πολύτιμες και
ημιπολύτιμες πέτρες. Το χρυσό τον αγόραζαν (με το κιλό) από την τράπεζα Ελλάδος. Τον
έλιωναν στον καυστήρα στους 1.063ο C και όταν επιθυμούσαν να ελαττώσουν τα καράτια
τον αναμίγνυαν με μπακίρι (χαλκό), ενώ το ασήμι (που το αγόραζαν από εμπόρους) το
χρησιμοποιούσαν πάντα αυτούσιο και το έλιωναν στους 960ο C. Στη συνέχεια, έχυναν το
λιωμένο μέταλλο σε καλούπι από κόκαλο σουπιάς ή από κάποιο άλλο μέταλλο, στο οποίο
είχαν χαράξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αφού στέγνωνε λίγο το έκοβαν με ψαλίδι ή
τανάλια και τέλος χρησιμοποιούσαν ειδικό τόρνο για να του δώσουν το τελικό σχήμα.
Όταν χρειαζόταν χάρασσαν κάποιο σχέδιο (είτε γράμματα) πάνω στο κόσμημα με το
καλέμι, και στη συνέχεια (μερικές φορές) κολλούσαν πάνω του πολύτιμους ή
ημιπολύτιμους λίθους. Τέλος, χρησιμοποιούσαν λίμα για να προσδώσουν στο κόσμημα
την τελική του μορφή, ενώ πρόσθεταν και «φάρμακο» για το γυάλισμα και καθάρισμα
του χρυσού. Για την κατασκευή και επισκευή ρολογιών χρησιμοποιούσαν πρόσθετα
εργαλεία και εξαρτήματα, όπως κατσαβίδια, άξονες, ελατήρια, μπαταρίες, καθώς και
χαρτιά ή άλλα υλικά για τα καντράν.
Λαγουμτζής
Λούστρος
Λεμονατζής
Στη παλιά Αθήνα ο λεμονατζής έκανε την εμφάνιση του από τις
10 το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Ετοίμαζε στο σπίτι του από
νωρίς την λεμονάδα, την οποία τοποθετούσε στο κέντρο ενός
χάλκινου, γυαλιστερού ντεπόζιτου και γύρω-γύρω έβαζε πάγο.
Συνήθως οι λεμονατζήδες ήταν αρβανίτες.
Λαδάς
Αυτός που πουλούσε το λάδι το έπαιρνε από τους εμπόρους, που το έφερναν από
τη νότια Ελλάδα μέσα σε κιούπια ή βαρέλια.Ο μικροπωλητής έπαιρνε το λάδι, που
ήταν αγνό λάδι ελιάς, το έβαζε σε ξύλινα βαρέλια και τα φόρτωνε σε κάρο.
ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ
Λουκουματζής
Μεταπράττες
Μπαρμπέρης
Τις πρωινές ώρες αλλά και τις απογευματινές έκανε την εμφάνισή
του στις λαϊκές συνοικίες ο πλανόδιος μπαλωματής. Είχε
κρεμασμένη στον ώμο του μια τσάντα με τα απαραίτητα εργαλεία:
σφυριά, σουβλιά, καρφιά, ξυλοπρόκες, κόλλα, κομμάτια από
λάστιχο (που προερχόταν από παλιές ρόδες αυτοκινήτων) και την
απαραίτητη ποδιά για να μην λερώνονται. Η τιμή ήταν ανάλογα
με τη εργασία 1-2-3 δρχ. το κομμάτι και στα 1918 το σόλιασμα
των παπουτσιών κόστιζε 10 δρχ.
ΜΥΛΩΝΑΣ
Μαντζουνάς
Μπουγατσατζή
Μαδεμλής
Mπακαλόγατος
Μικροπωλητές (αυγουλάς)
ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η
εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά
η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η
αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός
άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν
υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και
τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Μπακάλης
Μπουγαδοκλέφτης
Μπασματζής (Υφασματοπώλης)
Μαραγκοί-Ξυλουργοί (Ντουλγκέρηδες)
Μυλωνάς
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια
περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο -
άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα
τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι
υπήρχαν σε όλα τα χωριά και το Καρπενήσι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν
υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε
ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του
μυλωνά, ο οποίος σε περιόδους αιχμής δούλευε νύχτα μέρα. Κάτω από τις μυλόπετρες
υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε
από το βαγένι το και τον περιέστρεφε. Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες
κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι
διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας.
Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε
σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια
έπαιρνε χρήματα.
Μεταφορές
Μαστιχοπαραγωγοί
Η Χίος και συγκεκριμένα τα Μαστιχοχώρια (Μεστά,
Καλλιμασιά, Πυργί, κ.ά), που βρίσκονται στο νότιο
τμήμα του νησιού, διεκδικούν την παγκόσμια
αποκλειστικότητα στην καλλιέργεια και παραγωγή
φυσικής μαστίχας. Παρότι το συγκεκριμένο φυτό, ο
σκίνος, είναι αυτοφυές και σε άλλα μέρη του νησιού,
ενώ (όπως αναφέρουν οι κάτοικοι των
Μαστιχοχωρίων) έχουν γίνει και προσπάθειες
μεταφύτευσης και καλλιέργειας και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού (νότια
Γαλλία), μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή της νότιας Χίου έχει ικανοποιητική απόδοση σε
μαστίχα, πιθανόν εξ’ αιτίας κάποιας ιδιαιτερότητας της σύστασης του εδάφους.
Φυσικά, αυτό το δεδομένο επηρέασε σημαντικά την οικονομική, κοινωνική και
πολιτισμική ιστορία του νησιού, αφού η μαστίχα χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε μια
ευρεία ακολουθία προϊόντων, όπως στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, σε αρωματικά
έλαια και σε καλλυντικά, ακόμη και σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Την εποχή της
κυριαρχίας των Γενουατών, η εμπορική εταιρεία της «Μαόνας» που κατείχε το νησί έδωσε
ειδικά προνόμια στα Μαστιχοχώρια, αλλά επέβαλλε και βαριές ποινές για την παράνομη
διακίνηση της μαστίχας. Ίδια ακριβώς πολιτική ακολούθησαν και οι Οθωμανοί που τους
διαδέχτηκαν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Σουλτάνος εξαγόρασε όσους αιχμαλώτους
προέρχονταν από τα Μαστιχοχώρια μετά τη σφαγή της Χίου (1822) και τους
επανεγκατέστησε στο νησί, για να μη διακοπεί η παραγωγή του συγκεκριμένου πολύτιμου
προϊόντος.
Ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα ήταν η Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου
οι έμποροι μετέφεραν τη μαστίχα στην Ανατολή, αλλά και μέχρι τις Αραβικές χώρες. Η
παραγωγή της μαστίχας αποτελούσε συμπληρωματικό εισόδημα των αγροτικών
οικογενειών που διέθεταν κάποια στρέμματα, ενώ η συλλογή και επεξεργασία του
μαστιχιού ήταν υπόθεση όλης της οικογένειας και κυρίως των γυναικών. Στη σύγχρονη
εποχή η Χίος εξάγει σημαντικές ποσότητες μαστίχας τόσο στις ανατολικές, όσο και στις
δυτικές αγορές. Η τιμή της μαστίχας έχει αυξηθεί αρκετά σε σύγκριση με παλαιότερες
εποχές, ενώ παρότι ούτε σήμερα υπάρχουν αγρότες οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά
με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, η ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη του εμπορίου της
μαστίχας η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών, έχει ενισχύσει τα εισοδήματα των παραγωγών.
Μαχαιροποιοί ή Μαχαιράδες
Το επάγγελμα του μαχαιρά δεν απολάμβανε ιδιαίτερης
αναγνώρισης στο παρελθόν, αφού οι απολαβές που
πρόσφερε δεν ήταν υψηλές. Οι μαχαιράδες είχαν σαν
κύρια ασχολία την κατασκευή και επισκευή των μαχαιριών,
αλλά έφτιαχναν και πριόνια, σουγιάδες, κλαδευτήρια,
«γκατζοπρίονα» (πριόνια για τις ελιές) κ.ά. Συνήθως
μαθήτευαν σε μάστορες κάποια χρόνια για να μάθουν την
τέχνη και στη συνέχεια άνοιγαν το δικό τους μαγαζί -
εργαστήριο.
Οι μαχαιράδες γύριζαν από χωριό σε χωριό και
πουλούσαν τα μαχαίρια τους. Δεν υπήρχαν συντεχνίες
μαχαιράδων, αλλά κάθε τεχνίτης είχε το δικό του μαγαζί.
Πολλές φορές έφτιαχναν και εργαλεία κατά παραγγελία,
γράφοντας πάνω στο αντικείμενο το όνομα του
παραγγελιοδόχου. Όταν έφτανε η ώρα της παράδοσης,
πήγαιναν στο καφενείο ή στην πλατεία κάθε συνοικίας ή
χωριού και έβαζαν τον ντελάλη να «τα φωνάζει» (διαλαλεί).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός από τις οικιακές και αγροτικές χρήσεις, μέχρι τη
δικτατορία του 1936, οπότε απαγορεύτηκε αυστηρά η οπλοφορία, τα μαχαίρια στόλιζαν
σχεδόν όλες τις ζώνες των νέων «παλικαριών» και υπήρχε «συναγωνισμός» των
μερακλήδων για το πιο ωραίο μαχαίρι. Φημισμένος τεχνίτης μαχαιριών
Νεροφόρος
Ο νεροφόρος (υδρονομέας) αναλάμβανε καθήκοντα από τις αρχές Μαΐου και παρατείνει το
έργο του έως τα τέλη Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, ανάλογα πάντοτε με τις τοπικές
καιρικέςσυνθήκες. Κύριο έργο του ήταν ο καθαρισμός των οχετών που οδηγούν τα πηγαία
νερά σε καλλιεργημένες εκτάσεις.
Ντενεκετζής
Νεροκόπος (Υδρονομέας)
Νερουλάς
Στην παλιά Θεσσαλονίκη που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε
την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε
σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον
τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930
Ντελάλης
Ήταν διαλεγμένος για την βροντερή φωνή του και δουλειά του ήταν να γυρίζει στις γειτονιές
και να ενημερώνει τους πολίτες για κάποιο νέο. Προσπαθούσε να πολλαπλασιάσει τη δύναμη
της φωνής του σχηματίζοντας με τις δυο του παλάμες ένα χωνί κοντά στο στόμα του.
Πάντως όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους, για να τον ακούσουν, αφού γνωστοποιούσε
διαταγές των τοπικών αρχών ή άλλα ενδιαφέροντα νέα.
Νταμαρτζήδες
Νταμαρτζήδες ονομάζονταν οι εργάτες των
λατομείων, που εξόρυσσαν τα πετρώματα για την
κατασκευή κτιρίων, καλντεριμιών και άλλων πέτρινων
κατασκευών. Οι νταμαρτζήδες δούλευαν ως ελεύθεροι
επαγγελματίες (παράλληλα πολλές φορές με μία άλλη
εργασία) με δικά τους εργαλεία. Εξόρυσσαν μετά από
παραγγελία πέτρες από κάποιο νταμάρι, για την
εκμετάλλευση του οποίου πλήρωναν ετησίως κάποιο
ποσό στην κοινότητα στην οποία ανήκε. Το αντίτιμο
ήταν μικρό και συνήθως ανάλογο με την ποσότητα
πέτρας που εξόρυσσαν.
Το είδος πετρών, που είχε ζήτηση κατά κύριο λόγο μέχρι τις αρχές περίπου του 20ου
αιώνα, ήταν «γωνίες» για τις οικοδομές, οι οποίες ήταν κυρίως από μαλακή ασπρόπετρα,
καθώς και «μυλόπετρες» που ήταν από σκληρή πέτρα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι
τεχνίτες που κατασκεύαζαν μικρές οικοδομές, ιδίως στην αγροτική περιφέρεια,
χρησιμοποιούσαν (μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 1970) όσες περισσότερες πέτρες
μπορούσαν από τον περιβάλλοντα χώρο, αφού οι ιδιοκτήτες δεν διέθεταν αρκετά
χρήματα για πληρώσουν μεγάλα φορτία από τα νταμάρια.
Ξεμάτιαστρα
Ήτανε και είναι?? παραδεχτό το «μάτι», και πως μπορούσε κάποιος με κατάλληλη
προσευχή και "μυστικά λόγια" να ελευθερώσει αυτόν που "χτυπήθηκε" από "κακό
μάτι". Μπορούσε δηλαδή, να ξεματιάσει τον ματιασμένο. Την κακή επίδραση που
έχει η επίμονη, θαυμαστική ή ζηλόφθονη ματιά κάποιου πάνω σε ένα άλλο άτομο,
την καταλάβαινε η "ξεματιάστρα" από ορισμένα σημάδια. Τα σημάδια αυτά ήτανε
ζάλη, κατατονία (απώλεια δυνάμεων), πολλά χασμουρητά, τά ση για ύπνο, βαρεία
κουρασμένα βλέφαρα, άτονο βλέμμα κ.α. Με κατάλληλα ευχολόγια και
"σταυρώματα" η ξεματιάστρα ή ο ξεματιαστής έδιωχνε το μάτιασμα και θεράπευε
τον ματιασμένο.
Οργανοπαίχτης
Με το ζουρνά και το νταούλι κάποιοι λένε τα κάλαντα στις γειτονιές για την Πρωτοχρονιά ή
διασκεδάζουν τις παρέες στα αποκριάτικα γλέντια. Γκάιντα θα συναντήσει κανείς μόνο σε
συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, ενώ καμιά στολισμένη λατέρνα σκορπά αραιά και πού
παλιές μελωδίες στους πεζόδρομους της πόλης μας.
Οπλοποιοί ( οπλουργοί )
Ήταν τεχνίτες που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν όπλα. Ο καλός οπλουργός σέβονταν το
όπλο του πελάτη, όσο παλιό, φτηνό και ταπεινό ήταν. Το δοκίμαζε μπροστά του,
επισημαίνοντας όλες τις λειτουργίες και τα προβλήματά του. Στα οπλουργεία υπήρχαν
εργαλεία αγορασμένα ή που είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι οπλουργοί για τις ειδικές επισκευές
του εργαστηρίου τους. [Ειδικά κατσαβίδια για τις βίδες και τις λεπτές σχισμές των όπλων,
σφικτήρες, δοχεία βαφής, μέγγενες (με προστατευτικά μάγουλα από μολύβι ή χαλκό) για τη
ρύθμιση της σκανδάλης κλπ.].
Ομπρελάς
που κάπου - κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας. Επισκεύαζε
κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν
χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.
Πεταλωτής (Αλμπάνης)
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή
του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το
κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν
από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα
κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά.
Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να
περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να
διατηρεί την ισορροπία του.
- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που
τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε
μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα
του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον
ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων
Παντοφλάς
ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ
Πραματευτής
Παπλωματάς
αποτελεί άλλο ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα και στις μέρες μας εγκαταλείφθηκαν
εντελώς. Ο παπλωματάς του χωριού έραβε «βαμβακερά παπλώματα, στρώματα, ντιβάνια,
καναπέδες, πολυθρόνες». Θεωρείται ως ο τεχνίτης αποκατάστασης της μαλακότητας
στρωμάτων.
Ο παπλωματάς ήταν γυρολόγος, μ άλλα λόγια γυρνούσε τόσο στο χωριό όσο και στα
γειτονικά χωριά διαλαλώντας το επάγγελμά του. Είχε πάντοτε μαζί του, το «δοξάρι» του, ένα
ξύλινο όργανο σε σχήμα τόξου, το οποίο ρυθμιζόταν από ειδικό μοχλό. Προτού, όμως,
χρησιμοποιήσει το «δοξάρι» του, «άνοιγε» το βαμβάκι με το
χέρι του σε μικρές τούφες. Έπειτα, «δόξευε» το βαμβάκι,
δηλαδή το χτυπούσε «κρατώντας το δοξάρι από το κέντρο
βάρους του με το ένα χέρι πάνω στην ανοιγμένη μάζα του
βαμβακιού». Ακολούθως, το «δοξεμένο» βαμβάκι
τοποθετείτο σε «σακουλωτό ύφασμα», μ΄ άλλα λόγια σ
ένα χοντρό ύφασμα, το οποίο έραβε στις άκριες ούτως ώστε
να φτιάξει το πάπλωμα αφού πρώτα το χτυπούσε ελαφρά μ
ένα λεπτό ραβδί.
Ποτιστής (υδρονομέας)
Πρακτικοί γιατροί
Πρακτικός γιατρός , μπορούμε να πούμε , ότι ήταν και η μαμή ,που πήγαινε στα σπίτια και
βοηθούσε τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν
Παστελάδες
Παστελάδες ονομάζονταν οι παρασκευαστές παστελιών
συνήθως οικιακής παραγωγής, οι οποίοι διδάσκονταν την
τέχνη από τους γονείς τους. Οι παστελάδες, εκτός από
παραγωγοί ήταν ταυτόχρονα και γυρολόγοι που πουλούσαν το
εμπόρευμά τους σε πάγκους που έστηναν σε σημεία όπου
υπήρχε μεγάλη προσέλευση κόσμου - πελατών, όπως
πανηγύρια, εμποροπανηγύρεις, εκκλησίες, πλατείες,
μοναστήρια. Πολλές φορές, σε περιόδους εορτών,
επισκέπτονταν και γειτονικά νησιά, αλλά σπάνια παρατηρείται
συστηματική εξαγωγή προϊόντων. Παράλληλα, στο νησί της
Χίου, εξαιρετικοί πελάτες ήταν - και είναι ακόμη - οι επιβάτες των πλοίων της γραμμής,
όπου οι παστελάδες διαλαλούν την πραμάτεια τους κατά την περίοδο στάσης (αποβίβασης
- επιβίβασης) του πλοίου.
Τα απαραίτητα υλικά για την παρασκευή παστελιών είναι ξηροί καρποί (σουσάμι,
φιστίκι, αμύγδαλο κ.α.), νερό, ζάχαρη και μαγιά. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι
παστελάδες ήταν φουφού - γκαζιέρα υγραερίου αργότερα, καζάνι, ξύλινη κουτάλα,
τάβλα, πλάστης, μαχαίρι και τα διάφορα υλικά και μηχανήματα συσκευασίας (π.χ.
μεταγενέστερα νάιλον και συσκευή που κλείνει το νάιλον).
Περαματάρηδες
Επειδή το χερσαίο οδικό δίκτυο ήταν ανεπαρκές
μέχρι σχεδόν τα μέσα του 20ου αιώνα, πολλοί
χρησιμοποιούσαν πλωτά μέσα για τις μετακινήσεις
τους. Οι περαματατζήδες ήταν οι επαγγελματίες
βαρκάρηδες οι οποίοι μετέφεραν τόσο
εμπορεύματα όσο και ανθρώπους σε γειτονικές
παραθαλάσσιες περιοχές, όπως για παράδειγμα από
τη μία πλευρά του κόλπου της Γέρας προς την
άλλη (από το Πέραμα στην Κουντουρουδιά και το
αντίστροφο), ή από διάφορες σκάλες (τοπικά
επίνεια) προς τη Μυτιλήνη και το αντίστροφο.
Συνήθως η συγκεκριμένη επαγγελματική
δραστηριότητα οργανωνόταν ως οικογενειακή
επιχείρηση, ενώ οι γιοι αναλάμβαναν το σκάφος
όταν αποσυρόταν ο πατέρας.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 σχεδόν, οι περισσότερες βάρκες («μαούνες») ήταν ξύλινες,
συνήθως ανοιχτές (χωρίς «κουβέρτα», δηλαδή κατάστρωμα). Αρκετές κινούνταν με
κουπιά ή με πανιά («στάνζο»), ενώ ορισμένες ήταν μηχανοκίνητες («γκαζολίνες»). Όσοι
ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες των περαματάρηδων τους ενημέρωναν
(«αποβραδίς») ή τους καλούσαν με φωνές, ή «σινιάλα» (σήματα), αφού δεν είχαν
τακτικά δρομολόγια. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν και τη «λαμπαδοφορία», δηλαδή μια
φωτιά από «μαλαστούφες ή μαλαστούπες» (στουπιά, θάμνους ή άλλα εύφλεκτα και
αναλώσιμα υλικά) που ειδοποιούσε ως φωτεινό σήμα τον περαματατζή. Ο χρόνος που
χρειαζόταν για κάθε διαδρομή εξαρτιόταν πάντα από τον αέρα και τις ευρύτερες καιρικές
συνθήκες.
Πετράδες σετιών
Οι πετράδες ήταν οι τεχνίτες που ασχολούνταν με
την επεξεργασία και τη δόμηση (χτίσιμο) της πέτρας
για την κατασκευή σπιτιών, καλντεριμιών,
ξερολιθικών κατασκευών. Συχνά η ονομασία κάλυπτε
και αυτούς που ασχολούνταν με την εξόρυξη από τα
τοπικά λατομεία, αλλά συνήθως τη συγκεκριμένη
εργασία αναλάμβαναν άλλοι εξειδικευμένοι τεχνίτες,
οι λεγόμενοι «νταμαρτζήδες». Φυσικά, αρκετοί
τεχνίτες της πέτρας συμμετείχαν επαγγελματικά σε
όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν
με την πέτρα: στην εξόρυξη, στη λάξευση (που συχνά
αναλάμβαναν άλλοι ειδικοί τεχνίτες οι λιθοξόοι ή
«πελεκάνοι»), αλλά και στην κατασκευή πετρόχτιστων
οικοδομημάτων, οπότε η ονομασία «πετράδες»
καλύπτει γενικά διάφορες ειδικότητες.
Η επεξεργασία (λάξευση ή πελέκημα) της πέτρας, ολοκληρωνόταν στους τόπους
εξόρυξης, πριν παραδοθεί για χτίσιμο. Μετά τους λιθοξόους παραλάμβαναν τις πέτρες οι
αγωγιάτες, που με τα ζώα τις μετέφεραν στο χώρο των οικοδομημάτων. Οι μάστορες ή
«καλφάδες» χωρίζονταν γενικά σε δύο κατηγορίες: χτίστες και τοποθέτες της πέτρας. Οι
χτίστες δούλευαν στο γιαπί δυο - δυο. Ο πρώτος, που δούλευε από την εξωτερική όψη
του κτιρίου που έχτιζαν, χρησιμοποιούσε πέτρες πιο «καλοδουλεμένες», ενώ ο δεύτερος
από την εσωτερική όψη του κτιρίου, χρησιμοποιούσε πέτρες πιο χοντροκομμένες και
ακατέργαστες. Η δεύτερη κατηγορία τεχνιτών, οι τοποθέτες της πέτρας, διέθεταν
πρακτικές «γνώσεις» μηχανικής και γεωμετρίας, αλλά και καλλιτεχνική ευαισθησία και
μεγάλη εμπειρία.
Πηγαδάδες
Οι επαγγελματίες τεχνίτες που κατασκεύαζαν
πηγάδια ονομάζονται «πηγαδάδες». Συνήθως η
κατασκευή πηγαδιών δεν ήταν το κύριο
επάγγελμα τους. Οι περισσότεροι ασχολούνταν
γενικά με τις οικοδομικές εργασίες, αφού
πηγάδια χτίζονταν μόνο κατά την εποχή του
καλοκαιριού ενώ και η ζήτηση ήταν
περιορισμένη επειδή η κατασκευή κόστιζε
αρκετά. Οι μάστορες που αναλάμβαναν να
φτιάξουν τα πηγάδια είχαν συνήθως τέσσερις με
πέντε εργάτες στη δούλεψή τους, οι οποίοι με
την πάροδο του χρόνου μάθαιναν την τεχνική
απ’ το μάστορα και μπορούσαν να αργότερα να
δουλέψουν και οι ίδιοι ως μάστορες.
Τα πηγάδια τα έχτιζαν συνήθως κοντά σε ρεματιές που υποδηλώνουν την ύπαρξη
νερού, ενώ ως σημάδι αξιολογούσαν την ύπαρξη και άλλων πηγαδιών στην περιοχή. Η
διάμετρος και το βάθος του πηγαδιού εξαρτιόταν κυρίως από τις οικονομικές δυνατότητες
του ιδιοκτήτη. Φυσικά, όσο μεγαλύτερο ήταν, τόσο πιο ακριβά κόστιζε. Στο σημείο που
είχε επιλεγεί, έσκαβαν αρχικά με κασμά και φτυάρι ένα ρηχό λάκκο με μορφή κύκλου,
που είχε διάμετρο δύο έως τρία περίπου μέτρα. Σ’ αυτόν έμπαιναν δύο εργάτες που
άρχιζαν να σκάβουν σε βάθος. Υπολόγιζαν ότι το πάχος των χαλικιών, το γύρω-γύρω του
πηγαδιού δηλαδή, θα καταλάμβανε πενήντα πόντους περίπου, έτσι ώστε να μείνει το
ανάλογο κενό στο κέντρο για να χωράει ο τενεκές με το μαγκάνι που ανεβάζει το νερό.
Πιλοποιοί
Η τέχνη του πιλοποιού έπρεπε να
προσαρμόζεται πάντοτε σε
μεταβαλλόμενες απαιτήσεις, αφού το
είδος και η χρήση των καπέλων
παρακολουθούσε συνήθως τις
πολιτιστικές και κοινωνικές συνήθειες
κάθε εποχής.
Όπως αναφέρει ο Ηλίας
Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Η
τραγιάσκα» , το καπέλο
αντανακλούσε παλιότερα την
κοινωνική βαθμίδα του φορέα του
(π.χ. ο πλούσιος αστός αγόραζε μια
πανάκριβη ρεπούμπλικα από καστόρι
ή τρίχα λαγού, ενώ ο μικροαστός ένα φτηνό μάλλινο καβουράκι), ενώ ακόμη και σήμερα
στα ένστολα σώματα και στον κλήρο, δεν δηλώνει μόνο τον κοινωνικό οργανισμό όπου
ανήκει ο καθένας, αλλά και τη θέση του στην οικεία ιεραρχία. (π.χ. ο φαντάρος φοράει
δίκοχο και ο αξιωματικός πηλήκιο, ο ιερέας καλυμμαύκι και ο αρχιμανδρίτης καλυμμαύκι
με πλερέζα).
Οι πιλοποιοί κατασκεύαζαν κατά κύριο λόγο καπέλα για άνδρες, ενώ τα γυναικεία τα
έραβαν, ως επί το πλείστον, οι «καπελούδες». Τα είδη των καπέλων διαφέρουν από
εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Στη Λέσβο, οι πιλοποιοί έραβαν παλιά το
αϊβαλιώτικο κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν οι βρακάδες (το «καλπάκι», το οποίο
κατασκευάζουν και σήμερα για τις παραδοσιακές στολές) και το «μυτιληνιό» ναυτικό
πηλήκιο, ενώ εκτός από αυτά έφτιαχναν και ρεπούμπλικες (καπέλα με στενό κυκλικό
γύρο), «καβουράκια» (που έμοιαζαν με μικρές ρεπούμπλικες), τραγιάσκες (είδος λαϊκού
κασκέτου με γείσο), «κουκουβάγιες», (σχολικά πηλήκια που φορούσαν οι μαθητές πριν
το 1940 και ονομάζονταν έτσι από την κουκουβάγια που έφεραν στη μέση ως σύμβολο
της σοφίας), καπέλα για τα ένστολα σώματα και τον κλήρο, ενώ τα καλοκαιρινά τα
αγόραζαν έτοιμα και τα μεταπουλούσαν, γιατί απαιτούσαν διαφορετικά μηχανήματα
(πρέσες) και άλλη τεχνική.
Πουλιατζήδες
Οι πουλιατζήδες διοργάνωναν τυχερά παιχνίδια. Η ονομασία «πουλιατζής» προέρχεται
ένα δημοφιλές παιχνίδι με «πούλια», που περιγράφεται παρακάτω. Βέβαια, οι
συγκεκριμένες δραστηριότητες δεν ήταν νομότυπες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, ήδη από τα τέλη
του 18ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Ορισμένοι ασκούσαν τις σχετικές δραστηριότητες
περιστασιακά για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, ενώ άλλοι ως κύριο επάγγελμα.
Σποραδικά διοργάνωναν και λοταρίες. Σύχναζαν στους καφενέδες όπου ο κόσμος ήταν
συγκεντρωμένος και διασκέδαζε, οπότε υπήρχαν πάντα περισσότερες πιθανότητες να
θέλει κάποιος να «δοκιμάσει την τύχη του». Τα έπαθλα δεν ήταν ποτέ χρηματικά αλλά
κυρίως κεράσματα (ο μεζές «της ρακής» στον καφενέ για παράδειγμα) ή τρόφιμα, όπως
σοκολάτες, κονσέρβες, σαρδέλες, ψάρια, πετεινοί, κότσυφες και άλλα πουλιά από το
κυνήγι, χοίροι, κότες, κ.τ.λ.).
Πρακτικοί Φαρμακοποιοί
Οι πρακτικοί φαρμακοποιοί ασχολούνταν με την παρασκευή φαρμάκων από τα τέλη του
19ου αιώνα μέχρι περίπου τις αρχές του20ου, όταν δεν υπήρχαν ακόμα τα βιομηχανικά
φάρμακα που παράγουν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες και η παρασκευή των φαρμάκων
γινόταν αποκλειστικά από τα ίδια τα φαρμακεία, με συνταγή γιατρού. Ο γιατρός έγραφε
τις ακριβείς δοσολογίες των υλικών για την παρασκευή του φαρμάκου που απαιτούσε η
κάθε περίπτωση και ο φαρμακοποιός αναλάμβανε να το ετοιμάσει. Το επάγγελμα του
πρακτικού φαρμακοποιού θεωρούνταν από τα καλύτερα και πιο κερδοφόρα επαγγέλματα
της εποχής του, αλλά παράλληλα ήταν επικίνδυνο, καθώς απαιτούσε μεγάλη προσοχή.
Πολλοί πρακτικοί εργάζονταν ως βοηθοί (πτυχιούχων) φαρμακοποιών.
Παλιατζής (Παλεωπόλεις)
παραδοσιακός παλιατζής ο κυρ Μηχάλης απο την Ρόδο στην Παλία πόλη
Ρασοπατητής
Ο ρασοπατητής με τις φτέρνες των ποδιών του και με τη βοήθεια νερού και πλούσιας
σαπουνάδας πατούσε μάλλινες πάτητες (κλινοσκεπάσματα) και ένα άλλο μάλλινο υφαντό, τη
ράσα από όπου έκαναν τις κάπες για μικρούς και μεγάλους.
Ρετσινοσυλλέκτες
Ραβδοσκόποι
Οι ραβδοσκόποι ήταν αρμόδιοι για την
ανακάλυψη υπόγειων πηγών νερού. Ο ρόλος
τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στις μικρές
αγροτικές κοινότητες, δεδομένου ότι στο
παρελθόν δεν υπήρχαν οι σύγχρονες
επιστημονικές μελέτες που προσδιορίζουν (ή
έστω επιδιώκουν να προσδιορίσουν) με σχετική
ακρίβεια τα υπόγεια υδάτινα δίκτυα και τις
δεξαμενές που μπορούν να υδροδοτήσουν
οικισμούς ή αγροτικές καλλιέργειες. Φυσικά δεν
υπήρχε ούτε οργανωμένο δίκτυο ύδρευσης,
ούτε μεγάλες τεχνικές δυνατότητες εκτεταμένων
εκσκαφών, οπότε η επιτυχία ή η αποτυχία των
ραβδοσκόπων έκρινε - μερικές φορές - το επίπεδο διαβίωσης και υγιεινής ολόκληρων
οικισμών.
Βέβαια οι μέθοδοι που υιοθετούσαν οι ραβδοσκόποι για τον εντοπισμό υπόγειων
κοιτασμάτων νερού παρέμεναν (και παραμένουν) αμφίσημες. Προσπαθούσαν να
εντοπίσουν τα υπόγεια κοιτάσματα με τη βοήθεια ενός διχαλωτού ραβδιού με τη μορφή
ανάποδου Υ (Ύψιλον), που κρατούσαν από τις δύο άκρες της διχάλας, ενώ η άλλη άκρη
παλλόταν ελεύθερη. Όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι, όταν προσέγγιζαν σε υπόγεια
κοιτάσματα, η ελεύθερη άκρη παλλόταν έντονα, οπότε μπορούσαν να προσδιορίσουν όχι
μόνο κοιτάσματα νερού, αλλά και να παρακολουθήσουν (και ουσιαστικά να
«χαρτογραφήσουν) τη διαδρομή υπόγειων ρευμάτων, καθώς και τα σημεία συμβολής
τους, όπου σχηματίζονταν μεγάλες εναποθέσεις υδάτων, καθώς και - κατά προσέγγιση -
το βάθος κάθε πιθανής φυσικής δεξαμενής, που έκρινε και τις δυνατότητες
εκμετάλλευσης με τα ελλειμματικά τεχνικά μέσα που υπήρχαν διαθέσιμα μέχρι
τουλάχιστον τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ρακοκαζανάδες ή Ρακιτζήδες
Οι παραγωγοί του ρακιού ή ούζου ονομάζονταν ρακοκαζανάδες ή ρακιτζήδες, ονομασία
που προέρχεται από τη χρήση των χάλκινων
καζανιών (αμβύκων) που χρησιμοποιούσαν
στην απόσταξη. Για την παραγωγή
χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό μίγμα, το οποίο
αποτελούσαν τα κατάλοιπα που απομένουν
μετά την παραγωγή μούστου από τα σταφύλια,
οι σπόροι γλυκάνισου και τα διάφορα αρωματικά φυτά. Μετά το σούρωμα έβαζαν τα
κατάλοιπα της ζύμωσης, μαζί με λίγο χυμό σταφυλιού σε αγγεία (ή μεταγενέστερα σε
πλαστικά δοχεία) και τ’ άφηναν μερικές μέρες, προσέχοντας να μη μετατραπεί το μίγμα
σε ξίδι, ενώ παράλληλα το ενίσχυαν με νερό. Αυτό αποτελούσε το πρώτο υλικό για την
παραγωγή ρακιού ή ούζου. Όταν έκριναν ότι ήταν έτοιμο, το έριχναν μέσα στα
ρακοκάζανα μαζί με γλυκάνισο, ενώ κάποιοι προσέθεταν χιώτικη μαστίχα, κρεμμύδι, μήλα
ή κυδώνι για τη γεύση, ή κάρβουνο και κριθάρι για να είναι διαφανές το τελικό προϊόν.
Σακοποιοί
Οι σακοποιοί ήταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα «χαράρια», μεγάλα χοντρά σακιά για τη
μεταφορά του άχυρου, του σιταριού ή του ελαιόκαρπου, ενώ πολλοί κατασκεύαζαν και
ελαιόπανα («τσουπιά»), δηλαδή τα πανιά που χρησιμοποιούσαν στα ελαιοτριβεία για να
τυλίξουν («διπλώσουν») τον πολτό της ελιάς, πριν συμπιεστεί στις πρέσες («μπασκιά») για
την εξαγωγή του ελαιόλαδου. Εκτός από τα παραπάνω κατασκεύαζαν και «διαδρόμους»
(μακρόστενα χαλιά για τα σπίτια), τρίχινα σκοινιά, ταγάρια («τρο(υ)βάδες» ή
«το(υ)ρβάδες»), καθώς και «κετσέδες» από σφιχτό μαλλί, που έβαζαν κάτω από τα
σαμάρια για να μην πληγώνεται το ζώο. Την τέχνη μετέδιδε συνήθως ο πατέρας στο γιο.
Σφουγγαράδες
Τα απαραίτητα εργαλεία και οι ειδικοί εξοπλισμοί που απαιτούνται για την άσκηση του
επαγγέλματος είναι μηχανοκίνητο σκάφος, συνήθως καΐκι, καταδυτική στολή, μάσκα,
σχοινιά, βαρούλκα, ραντάρ, ηχοβολιστικό, φτερά, βαρίδια, λάστιχο, μαρκούτσι, μηχάνημα
παραγωγής και παροχής αέρα και ξύστρα για το ξερίζωμα των σφουγγαριών.
Σιδεράς
Σιδέρης
Οι σιδεράδες έφτιαχαν με τα χέρια τους ό,τι υπήρχε από σίδερο. Στη φωτιά ζέσταιναν τα
σίδερα για να τα κάνουν εύπλαστα και μετά τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν
στο αμόνι. Το αμόνι ήταν μια μεγάλη βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα
επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί
και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Ήταν πάρα πολύ σκληρή δουλειά που ήθελε πολλή
δύναμη γιατί τα σίδερα ήταν βαριά και γιατί οι σιδεράδες ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και
γέμιζαν μουντζούρα.
Στραγαλάς
Οι στραγαλατζήδες εμφανίστηκαν
αμέσως μετά την ελληνική
επανάσταση και απελευθέρωση.
Αναφέρονται να κατεβαίνουν στις μεγάλες
πόλεις και να πουλούν στραγάλια πάνω
σε μια τάβλα.
[1]
Στην Αθήνα αναφέρεται ότι έρχονταν
από τα ορεινά της Θεσσαλίας, κυρίως Καραγκούνηδες. Οι στραγαλατζήδες έπιαναν πόστα και πωλούσαν
[1]
το εμπόρευμα τους σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους ή έξω από σχολεία . Ανάμεσα στα φαγώσιμα
που πωλούσαν αργότερα προστέθηκαν και ζαχαρένια κόκκινα κουλούρια, σουσαμένια
[1]
παστέλια καιμελένιος χαλβάς . Για να κερδίσουν πελάτες και να πουλήσουν τα στραγάλια κάποιοι
στραγαλατζήδες είχαν εφεύρει ένα παιχνίδι [1]: κρατούσαν ένα ζαχαρωτό κουλούρι και νεαροί του
πετούσαν στραγάλια μέχρι να το σπάσει κάποιος και να νικήσει. Ο στραγαλατζής εκτελούσε και χρέη
«διαιτητή» στο παιχνίδι, όριζε δηλαδή ποιος είχε χάσει για να πληρώσει[1]
Σκουπάς
Σερβιτόροι
που κουβαλάν τα πιάτα για το σπάσιμο στα μπου ζουξίδικα. Σαφώς και δεν
είναι επάγγελμα αλλά υπήρξε μια παράλληλη αρμοδιότητα του επαγγέλματος του
σερβιτόρου μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ιδιαιτέρως προσοδοφόρα. Ο πελάτης
ένιωθε μεγάλη υποχρέωση στον άνθρωπο που θα του έφερνε το μέσο με το οποίο
θα ξόρκιζε το κακό και σπάνια τον άφηνε χωρίς φιλοδώρημα. Φήμες θέλουν την
γνωστή ατάκα ”Θέλω περισσότερες ευθύνες”, που έκτοτε ακούγεται με ρυθμούς
πολυβόλου σε εργασιακούς χώρους από φοβισμένους υπαλλήλους να
πρωτοειπώθηκε από σερβιτόρο, όταν έκπληκτος άκουσε ό τι δεν θα
ξαναμεταφέρει πιάτα σε πελάτη. Όπως και να έχει, το σπάσιμο των πιάτων είναι
συμβολική συνέχεια στο χρόνο της παράδοσης που ήθελε τους μερακλωμένους
τύπους του ’30 να ρίχνουν μαχαίρια, σουγιάδες και λοιπά κέρατα στα πόδια των
χορευτών στα κέντρα της εποχής. Αλλά ο νόμος είναι πολύ σκληρός γενικά με
τους χαρούμενους τύπους και στις 31/12 του 1968 στον ποινικό κώδικα
προστέθηκε το εξής:
ΣΑΛΕΠΙΤΖΗΣ
Ενας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής ήταν ο
σαλεπιτζής. Στην τούρκικη γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci o παρασκευαστής και
πωλητής του ποτού, ο σαλεπιτζής.
ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ – ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΣ
Σαπωνοποιοί
Το επάγγελμα του σαπωνοποιού ήταν ευρέως
διαδεδομένο στο νησί της Λέσβου, αφού η
πρώτη ύλη για την κατασκευή σαπουνιού είναι το λάδι, που υπήρχε σε αφθονία. Η τοπική
προφορική παράδοση μάλιστα, αποδίδει μυθολογικά την εφεύρεση του σαπουνιού στη
Σαπφώ, που λέγεται πως ανακάλυψε τυχαία την καθαρτική ιδιότητα του σαπουνιού όταν,
καθώς ταξίδευε μ’ ένα καράβι, ένα αγγείο γεμάτο λάδι ράγισε απ’ τη θαλασσοταραχή και
το λάδι αναμίχθηκε με υπολείμματα στάχτης (με την οποία καθάριζαν τις κουπαστές των
καραβιών), οπότε, καθώς όλη τη νύχτα κουνιόταν το καράβι, σχηματίστηκε ένα
παχύρρευστο υγρό με το οποίο η Σαπφώ έπλυνε τα πιάτα! Από τη σκοπιά των ιστορικών
δεδομένων για την απώτερη καταγωγή του σαπουνιού, πιθανολογείται ότι προέρχεται
από τη Μεσοποταμία, τη Φοινίκη, την αρχαία Αίγυπτο, ή την αρχαία Ρώμη .
τσιγγάνα
Τσαρουχοποιός
Έφτιαχνε τσαρούχια.
Τορνάρης
ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
Ο τσαγκάρης που μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα αλλά όχι με τις δουλειές
που έκανε κάποτε, επισκεύαζε χαλασμένα παπούτσια. Τα χρόνια εκείνα δεν είχαν την
πολυτέλεια οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν τα παλιά τους.
Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε. Τα μπάλωνε αν κάπου είχαν σχιστεί, τα
κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες όταν είχαν φθαρεί οι παλιές.
Σήμερα βέβαια αυτό το επάγγελμα πάει να χαθεί αφού πριν καλά καλά χαλάσουν τα παλιά
μας τα παπούτσια, αγοράζουμε καινούργια.
Τσοπάνης ( κτηνοτρόφος )
ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ
Εκτός από τις αγοραπωλησίες και τις τράμπες οι τζαμπάζηδες έκαναν και την επιχείρηση των
ξεχαρτζιστών. Κατά την επιχείρηση αυτή ο τζαμπάζης αγόραζε ένα χοντρό ζώο, συνήθως μια
νέα αγελάδα, την οποία, ούτε μεταπουλούσε ούτε την αντάλλασε, αλλά την παράδιδε σε
κάποιο φτωχό άνθρωπο έναντι ενός προσυμφωνημένου ποσού, το οποίο όμως δεν
καταβαλλόταν, υπό τον όρο όπως μελλοντικά διανεμηθούν εξ ίσου τα κέρδη από τα
γεννήματα και η αγελάδα, αφού πρώτα ξεπεστεί υπέρ του τζαμπάζη η προσυμφωνηθείσα αξία
της αγελάδας.
Το επάγγελμα του τζαμπάζη συνήθως ήταν πάρεργο, συμβάλλοντας στην συμπλήρωση του
αγροτικού εισοδήματος, ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμο για τους απλούς χωρικούς που
ήθελαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν το ζώο τους, αφού δεν ήταν εύκολο και συμφέρον να
τρέχουν στα παζάρια για το σκοπό αυτό.
ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΣ (ξυλογλύπτη)
Τουλουμτζήδες
Τουλουμτζήδες ονομάζονταν οι κατασκευαστές ασκών (τουλουμιών) από δέρμα ζώων,
τα οποία χρησιμοποιούνταν ως δοχεία για τη μεταφορά και τη φύλαξη ελαιολάδου ή (και)
κρασιού, καθώς και για την παρασκευή (και ωρίμανση) του τουλουμίσιου τυριού. Με την
ίδια διαδικασία κατασκευάζονταν και οι άσκαυλοι
(γκάιντες), για τις οποίες χρησιμοποιούσαν
(σχεδόν) αποκλειστικά δέρμα κατσίκας, ενώ τις
κατασκεύαζαν (συνήθως) οι ίδιοι οι
οργανοπαίκτες.
Για την κατασκευή των ασκών χρησιμοποιούσαν
κυρίως δορά προβάτου ή κατσίκας (ως επί το
πλείστον μεγάλης ηλικίας, γιατί τα μικρά ζώα δεν
έχουν συμπαγές δέρμα). Η εκδορά
ολοκληρωνόταν από έμπειρους εκδορείς: μετά τη
θανάτωση του ζώου, το κρεμούσαν από τα πίσω
πόδια, έκοβαν το κάτω μέρος των ποδιών και στη συνέχεια έμπηγαν από τα πόδια ένα
λεπτό σωλήνα που έφτανε περίπου ως την πλάτη του ζώου. Μ’ αυτόν φυσούσαν
(παλιότερα με το στόμα - σήμερα με αεραντλία) για να αποκολληθεί το δέρμα από το
κρέας, ενώ τέλος τραβούσαν προσεκτικά το δέρμα ώστε να αποσπαστεί ενιαίο.
Στα παλιότερα χρόνια ο αργαλειός υπήρχε σε πολλά σπίτια και τα κορίτσια με τη καθοδήγηση
της μητέρας τους ύφαιναν μόνα τους τα προικιά τους . Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν
για να υφάνουν ήταν το μαλλί για τα χαλιά κ.α. υφαντά που τότε αποτελούσαν και τον
ιαματικό εξοπλισμό του σπιτιού και αργότερα το ζωικό μετάξι . Όταν κούρευαν τα πρόβατα,
το Μάη μήνα, ζεματούσαν το μαλλί και έπειτα το άπλωναν για να στεγνώσει. Η επεξεργασία
του μαλλιού γινόταν στο σπίτι. με τη ρόκα ή , και το αδράχτι το μάζευαν και το έκαναν
κλωστή. Έπειτα το έβαφαν στο χρώμα που ήθελαν.
Μετά ετοίμαζαν τον αργαλειό , δηλαδή περνούσαν το στημόνι και υφάδι <αρκετά δύσκολη
και πολύωρη εργασία> και ξεκίναγαν την ύφανση των ρούχων που φορούσαν. Αργότερα ,
που βγήκαν οι μηχανοκίνητοι άργιλοι , στον αργαλειό του σπιτιού κατασκεύαζαν μόνο
πολύχρωμους διαδρόμους <κουρελούδες> βελέντζες < μάλλινες κουβέρτες> ,χαλιά και
μεταξωτά καρέ, τραπεζομάντιλα κ.α.
Υαλοποιός
Φαναρτζής, ( ντενεκεντζής )
Φυστικάς
Φωτογράφος
"Φωτογράφε, φωτοχάλια μ' έβγαλες με δυο κεφάλια"... Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του
πλανόδιου φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η
μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε
τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν
φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το
χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε
με νερό και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.
Φούρναρης
ΦΕΤΣΑΣ
Το Σμάρι κατά τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αλλά και στα επόμενα δύσκολα
χρόνια, ήταν από τα λίγα χωριά της Κρήτης που δεν αντιμετώπισε έντονα το φάσμα της
πείνας και της εξαθλίωσης.
Τούτο οφείλετο στο εμπορικό δαιμόνιο των Σμαριανών οι οποίοι μη αρκούμενοι στην
ανύπαρκτη τα χρόνια εκείνα γεωργική παραγωγή, με τις περιβόητες «στρατιές» (εμπορικές
εξορμήσεις) σ’ όλη την Κρήτη, με το εμπόριο του λαδιού και της φέτσας ( ονομαστοί οι
Σμαριανοί φετσολαδάδες) και την οικοτεχνικής μορφής σαπωνοποιία (το πλέον σπάνιο,
δυσεύρετο και πανάκριβο είδος την περίοδο της κατοχής) εξασφάλιζαν στις οικογένειες τους
συνθήκες διαβίωσης τουλάχιστον ανεκτές και ανθρώπινες.
Εκείνη την εποχή τα μέσα μεταφοράς ήταν περιορισμένα για τους λίγους, έτσι οι πλανόδιοι
έμποροι, με τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες τα δουλεμένα κορμιά και τη δυνατή ψυχή,
μετέφεραν στη πλάτη τους – κρεμασμένα από τον ώμο – τα ασκιά με τις φέτσες ή και το
τσουβάλι με τις σταφίδες, στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, αυτό με το πιο εύθραυστο
περιεχόμενο πάντα από την έξω πλευρά. Αν παράλληλα έπρεπε να κουβαλούν και
διαφορετική ποιότητα λαδιού τότε κρατούσαν – ανά χείρας – και μια γκαζοντενέκα όπου
συνήθως βάζανε τα ποιο θολά λάδια. Η παρουσία τους στις γειτονιές που περιδιάβαιναν για
να συλλέξουν την πραμάτεια τους, γινόταν αισθητή από το τραγουδιστό τους «μότο»
«φετσόλαδα, τσιγαρόλαδα, κακο-σταφίδες…» με το οποίο καλούσαν τις νοικοκυρές να
βγάλουν στο κατώφλι του σπιτιού τους τα κατάλοιπα, μεταξύ άλλων, από το πρωτογενές
υλικό της μαγειρικής χρήσης.
ΦΛΟΚΑΤΟΠΟΙΕΙΑ
Φανοκόρος
Κάθε βράδυ ο φανοκόρος φρόντιζε να ανάβουν τα δημόσια φανάρια. Το 1877 μια γαλλική
εταιρεία συνήψε σύμβαση με το Δήμο Αθηναίων και ανέλαβε την επέκταση των
εγκαταστάσεων του εργοστασίου αεριόφωτος και του δικτύου διανομής. Ο φωτισμός
πετρελαίου καταργήθηκε και εγκαταστάθηκαν σταδιακά περίπου χίλια φανάρια.
Η εξάπλωση της νέας λάμψης χάρισε στον κόσμο τη μέθη της νυχτερινής ζωής, των γιορτών,
των θεάτρων και των δεξιώσεων. Ουσιαστικά οι λάμπες φυσικού αερίου δημιούργησαν τη
νυχτερινή ζωή. Παράλληλα επιμηκύνθηκαν τα ωράρια εργασίας, χωρίς κίνδυνο πυρκαγιών
ακόμα κι αν το φωταέριο κατηγορήθηκε ως επικίνδυνο.
Χαλβατζής
ΧΑΤΖΗΣ
Χτενάδες
Χασάπης ( Κρεοπώλης )
Σε μας έμειναν κάποια επώνυμα που βγήκαν από τα επαγγέλματα για να θυμούμαστε κι εμείς
αυτούς που με όλες τις δυσκολίες της εποχής έβγαζαν το ψωμί τους. Πολλά απο αυτά έχουν
τη ρίζα τους σε τούρκικες ονομασίες αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αφού μετά από
400 χρόνια σκλαβιά στους τούρκους είχαμε πάρει πολλές τουρκικές λέξεις. Παρακάτω θα
αναφέρουμε μερικά επώνυμα της περιοχής μας που έχουν την προέλευσή τους σε
επαγγέλματα (που φυσικά σήμερα δεν υπάρχουν) και δίπλα θα αναφέρουμε και την
προέλευσή τους.
Xασαπόσκυλο
Χτίστης.
Οι οικοδόμοι και οι χτίστες κατασκεύαζαν τις λιθοδομές με συνδετική ύλη τη λάσπη. Το
συνεργείο που αναλάμβανε μια οικοδομή συγκέντρωνε διαφόρων ειδών τεχνίτες και είχε
συγκεκριμένη ιεραρχική οργάνωση. Ο πρωτομάστορας, που είχε το μεγαλύτερο κύρος και
εμπειρία λεγόταν "κάλφας", οι βοηθοί του "χτίστες". Οι χτίστες κατασκεύαζαν τα σπίτια "από
τα θεμέλια μέχρι τη στέγη", βάσει της εμπειρίας του πρωτομάστορα, ο οποίος είχε τότε τη
συνολική ευθύνη της οικοδομής, αναλάμβανε δηλαδή και το ρόλο του πολιτικού μηχανικού
και του αρχιτέκτονα, ενώ δεν υπήρχαν επιμέρους ειδικότητες, για το σοβάτισμα και το
άσπρισμα. Οι χτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Έχτιζαν σπίτια,
πελεκούσαν πέτρες, ενώ όπου χρειάζονταν έκαναν και το μαραγκό. Σ’ αυτούς υπάγονται και
οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις
καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν
καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική. Αρκετοί απ' αυτούς
ήταν ηπειρώτες, που έφταναν εδώ για δουλειά, ενώ ονομαστοί ήταν οι κτίστες του
Κρικέλλου.
Ψαθάς
Άλλα επαγγέλματα…
Αλλοι κατασκευαστές…
Ευρετήριο
www.futuremorph.org/my_future_finder/viewitem.cfm?cit_id=4308
http://www.winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm
www.unipi.gr/katsanevas/arthra/scientific%20articles/90.doc
http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/NEW_TECHNOLOGY/5.1.htm
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%8
4%CE%B6%CE%AE%CF%82
http://ct-srv2.aegean.gr/epaggelmata/index.php?lng=Z3JlZWs=
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3003,12053/extras/activities/index_03_
epagelmata_drastiriotita/ergasia_eppagelmata_archaia_ellada.pdf