You are on page 1of 81

2/12/2013

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
A. CALLIGERIS
ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ

Τεύχος 1/3 acalligeris@gmail.com


Πίνακας Περιεχομένων Σελίδα

Α’ ΚΕΦΑΛΕΟ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ


ΕΚΛΕΙΨΕΙ …………………………………………… 10

Ιστορική αναδρομή …………………………………………… 10

Επαγγέλματα της υπαίθρου …………………………………………… 10

Επαγγέλματα των πόλεων …………………………………………… 11

Σημερινή εποχή …………………………………………… 12

Αναλυτικότερα τα παραδοσιακά επαγγέλματα


ήταν: …………………………………………… 12

Ατομικά επαγγέλματα: …………………………………………… 13

Ομαδικά επαγγέλματα: …………………………………………… 13

Αλετράς …………………………………………… 14

Ασβεστοποιός …………………………………………… 15

Αβδελάς …………………………………………… 15

Αγροφύλακας …………………………………………… 16

Αχθοφόρος ή χαμάλης …………………………………………… 16

Ακονιστής …………………………………………… 17

Αμαξάς …………………………………………… 17

Αγωγιάτης …………………………………………… 17

Aρκουδιάρης …………………………………………… 18

Αγγειοπλάστης …………………………………………… 18

Αλμπάνης …………………………………………… 18

Αργυροχοΐα …………………………………………… 19

Αραμπατζήδες …………………………………………… 19

Βογιατζής …………………………………………… 20

Βοσκός …………………………………………… 20
Βαρελοποιός - Βαρελάς …………………………………………… 20

Βαφέας της βράκας …………………………………………… 21

Βυρσοδέψες …………………………………………… 21

Βυτελίδες …………………………………………… 22

Γουμαράδες …………………………………………… 22

Γκλίτσας …………………………………………… 22

Γουναράδες …………………………………………… 22

Γλυκατζής …………………………………………… 23

Γιαουρτζήδες …………………………………………… 23

Γανωτζής - Γανωτής …………………………………………… 23

Γαλατάς …………………………………………… 24

Γυρολόγος - Πραματευτής …………………………………………… 24

Δαδάς …………………………………………… 24

Δερματάς ( τομαράς ) …………………………………………… 25

Δασοφύλακας …………………………………………… 25

Δακτυλογράφος …………………………………………… 25

Εισπράκτορας Συγκοινωνιών …………………………………………… 26

Eφημεριδοπώλης …………………………………………… 26

Ελαιομυλωνάδες …………………………………………… 27

Εργάτες Αλυκών …………………………………………… 27

Ζωέμπορος (τσαμπάσης) …………………………………………… 28

Zευγάδες …………………………………………… 28

Καλαντζής-Χαλκουργός …………………………………………… 28

Καραγκιοζοπαίχτης …………………………………………… 29
Καϊτατζής …………………………………………… 30

Καλαφάτης …………………………………………… 30

Κανταρτζής ή ζυγιστής. …………………………………………… 30

Κατρατζής …………………………………………… 31

Κανατάς …………………………………………… 31

Καλάης …………………………………………… 31

Καλαθάς …………………………………………… 31

Καπνοκαθαριστής …………………………………………… 32

Καλαθοποιός …………………………………………… 32

Καντάρας …………………………………………… 33

Καρεκλάς …………………………………………… 33

Καροποιός …………………………………………… 33

Καλαφάτες …………………………………………… 34

Καρβουνιάρης …………………………………………… 34

Καλντερμιτζής …………………………………………… 34

Καπιστράδες …………………………………………… 34

Καφεπαντοπώλης …………………………………………… 35

Κηροπλάστης …………………………………………… 35

Καραβομαραγκοί …………………………………………… 35

Κατασκευαστές κουδουνιών …………………………………………… 36

Κεντήστρα …………………………………………… 36

Κτίστης …………………………………………… 37

καστανάς …………………………………………… 37

Κρασάς …………………………………………… 37

Κατρατζής-Καλαφάτης …………………………………………… 37

Καλφόπουλος …………………………………………… 37

Καφετζής …………………………………………… 38

Κοσκινάς …………………………………………… 38

Κασερομάστορας …………………………………………… 38
Καραβοκύρηδες …………………………………………… 38

Καμίνι …………………………………………… 39

Καπελού …………………………………………… 39

Κλωνατζήδες-Στρίφτες …………………………………………… 39

Κεραμιδάδες …………………………………………… 40

Κουλουράς …………………………………………… 40

Καμπανοποιός …………………………………………… 40

Κουγιουμτζήδες …………………………………………… 40

Λαγουμτζής …………………………………………… 41

Λούστρος …………………………………………… 41

Λεμονατζής …………………………………………… 42

Λαδάς …………………………………………… 42

Λατερνατζής …………………………………………… 42

Λουκουματζής …………………………………………… 43

Μαμή …………………………………………… 43

Μεταπράττες …………………………………………… 43

Μπαρμπέρης …………………………………………… 44

Μπαλωματής …………………………………………… 44

Μυλωνάς …………………………………………… 44

Μαντζουνάς …………………………………………… 45

Μπουγατσατζή …………………………………………… 45

Μπογιατζής …………………………………………… 45

Μαδεμλής …………………………………………… 45

Mπακαλόγατος …………………………………………… 45

Μικροπωλητές (αυγουλάς) …………………………………………… 46

πλανόδιος μανάβης …………………………………………… 46

Μπακάλης …………………………………………… 47
Μπουγαδοκλέφτης …………………………………………… 47

Μπασματζής (Υφασματοπώλης) …………………………………………… 47

Μαραγκοί-Ξυλουργοί (Ντουλγκέρηδες) …………………………………………… 48

Μυλωνάς …………………………………………… 48

Μεταφορές …………………………………………… 49

Μαστιχοπαραγωγοί …………………………………………… 49

Μαχαιροποιοί ή Μαχαιράδες …………………………………………… 50

Νεροφόρος …………………………………………… 50

Ντενεκετζής …………………………………………… 50

Νεροκόπος (Υδρονομέας) …………………………………………… 51

Νερουλάς …………………………………………… 51

Ντελάλης …………………………………………… 51

Νταμαρατζήδες …………………………………………… 52

Ξεμάτιαστρα …………………………………………… 52

Ξυλοκόποι και οι πριονιτζήδες …………………………………………… 53

Οργανοπαίχτης …………………………………………… 53

Οπλοποιοί ( οπλουργοί ) …………………………………………… 54

Ομπρελάς …………………………………………… 54

Πεταλωτής (Αλμπάνης) …………………………………………… 55

Παντοφλάς …………………………………………… 56

Παγοπώλης …………………………………………… 56

Παγωτατζής …………………………………………… 56

Πραματευτής …………………………………………… 57

Παπλωματάς …………………………………………… 57

Ποτιστής (υδρονομέας) …………………………………………… 57


Πρακτικοί γιατροί …………………………………………… 58

Παστελάδες …………………………………………… 58

Περαματάρηδες …………………………………………… 59

Πετράδες σετιών …………………………………………… 59

Πηγαδάδες …………………………………………… 60

Πιλοποιοί …………………………………………… 60

Πουλιατζήδες …………………………………………… 61

Πρακτικοί Φαρμακοποιοί …………………………………………… 61

Ρασοπατητής …………………………………………… 61

Ρετσινοσυλλέκτες …………………………………………… 62

Ράφτης & καποράφτης …………………………………………… 62

Ραβδοσκόποι …………………………………………… 62

Ρακικαζανάδες ή Ρακιτζήδες …………………………………………… 63

Σακοποιοί …………………………………………… 63

Σφουγγαράδες …………………………………………… 64

Σιδεράς …………………………………………… 64

Σιδέρης …………………………………………… 64

Στραγαλάς …………………………………………… 65

Σκουπάς …………………………………………… 65

Σερβιτόροι …………………………………………… 66

Σαλεπιτζής …………………………………………… 66

Σαγματοποιός – Σαμαροποιός …………………………………………… 67

Σαπωνοποιοί …………………………………………… 67

Τοκιστής ( Λέγονταν και σουλατσαδόρος ) …………………………………………… 68

τσιγγάνα …………………………………………… 68
Τσαρουχοποιός …………………………………………… 68

Τορνάρης …………………………………………… 68

Τσαγκάρης …………………………………………… 69

Τσοπάνης ( κτηνοτρόφος ) …………………………………………… 69

Τζαμπαζής …………………………………………… 70

Ταλιαδώρος …………………………………………… 70

Τουλουμτζήδες …………………………………………… 70

Υφάντρα στον αργίλιο …………………………………………… 71

Υαλοποιός …………………………………………… 72

Φαναρτζής, ( ντενεκεντζής ) …………………………………………… 72

Φυστικάς …………………………………………… 72

Φωτογράφος …………………………………………… 73

Φούρναρης …………………………………………… 73

Φέτσας …………………………………………… 74

Φλοκατοποιεία …………………………………………… 74

Φανοκόρος …………………………………………… 75

Χαλβατζής …………………………………………… 75

Χαλκιάς …………………………………………… 76

Χατζής …………………………………………… 76

Χτενάδες …………………………………………… 77

Χασάπης ( Κρεοπώλης ) …………………………………………… 77

Xασαπόσκυλο …………………………………………… 78

Χτίστης …………………………………………… 78

Ψαθάς …………………………………………… 79

Ψαράς …………………………………………… 79
Ω

Άλλα επαγγέλματα… …………………………………………… 79

Αλλοι κατασκευαστές… …………………………………………… 79

Ευρετήριο ……………………………………………. 80
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ

Ιστορική αναδρομή

Στα ομηρικά έπη εκτός από περιπέτειες και πολεμικά γεγονότα υπάρχουν πολλά στοιχεία
της καθημερινής ζωής της εποχής στην οποία αναφέρονται και αυτής κατά την οποία
γράφτηκαν. Στην ομηρική κοινωνία εργάζονταν από κοινού βασιλείς, άρχοντες, ελεύθεροι
πολίτες και δούλοι. Οι ίδιοι οι εργάτες της γης, της θάλασσας ή του βουνού, όταν οι ανάγκες
το απαιτούσαν, άφηναν τα ειρηνικά έργα τους και έπιαναν τα όπλα για να αντιμετωπίσουν
κάποιον επιδρομέα ή να ικανοποιήσουν τις επεκτατικές ορέξεις του ηγεμόνα τους.

Κατά τα αρχαϊκά χρόνια το σκηνικό αλλάζει.


Η πόλη-κράτος ως θεσμός ισχυροποιείται, το εμπόριο με την εισαγωγή του νομίσματος, την
αύξηση του πληθυσμού και τον αποικισμό ξεφεύγει από τα στενά τοπικά όρια και το άτομο
απελευθερώνεται. Κάτω από τέτοιες συνθήκες οι τεχνίτες βρίσκουν την ευκαιρία να
εγκατασταθούν μόνιμα σε κάποια πόλη, να ανοίξουν το εργαστήριο τους και με τη βοήθεια
δούλων να αυξήσουν την παραγωγή τους.

Κατά την κλασική περίοδο, παρά το ότι κάποιοι επώνυμοι αριστοκράτες (Πλάτων,
Αριστοτέλης, Ξενοφών) θεωρούσαν υποτιμητική κάθε μισθωτή και χειρωνακτική εργασία, δεν
ήταν δυνατόν να ανακοπεί το διαρκώς ογκούμενο ρεύμα ανάπτυξης νέων επαγγελμάτων.

Η ανεργία ήταν υπαρκτό φαινόμενο. Κάθε πρωί οι άνεργοι της Αθήνας συγκεντρώνονταν
στην Αγορά και οι εργοδότες μπορούσαν να επιλέξουν όσους και για όσο χρονικό διάστημα
ήθελαν. Όταν η ανεργία έφτανε σε μεγάλο ποσοστό, οι υπεύθυνοι πολλών πόλεων
κατέφευγαν στο μέτρο της κατασκευής μεγάλων δημόσιων έργων για να την
αντιμετωπίσουν. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότένας από τους λόγους των έργων του Περικλή
στην Ακρόπολη ήταν κι αυτός. Οι μέρες που δεν εργάζονταν οι Αθηναίοι (αργίες)
υπολογίζονται σε 60 το χρόνο. Το ημερομίσθιο ενός απλού εργάτη δεν ήταν καθόλου
ικανοποιητικό. Συνήθως ήταν μόλις 1 δραχμή. Με το ποσό αυτό δεν μπορούσε να ζήσει μια
οικογένεια, παρά την παραδοσιακή λιτότητα των Ελλήνων.

Επαγγέλματα της υπαίθρου

Στην ύπαιθρο θα συναντήσουμε τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους λατόμους, τους
υλοτόμους, τους μεταλλωρύχους καθώς και όσους ασχολούνταν με το ψάρεμα και το κυνήγι.

1. Η γεωργία. Οι Έλληνες θεωρούσαν τη γεωργία βασική πηγή πλούτου, μητέρα και


τροφοδότη όλων των τεχνών.

2. Η κτηνοτροφία. Στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία η μορφολογία του εδάφους βοηθούσε
στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας αλόγων και βοδιών. Στην Αττική, όπως και στις
περισσότερες άλλες ελληνικές περιοχές, εκτρέφονταν πέρα από τα γνωστά υποζύγια, που
ήταν απαραίτητα για τις μετακινήσεις, κυρίως χοίροι και αιγοπρόβατα. Τα τελευταία πολλές
φορές αποτελούσαν αφορμή διενέξεων.

3. Το κυνήγι και το ψάρεμα. Το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν από τις πιο αγαπητές και
προσοδοφόρες, κατά περίσταση, ασχολίες των Ελλήνων. Η περιπλάνηση στα βουνά και τους
κάμπους για τη συνάντηση του θηράματος και οι τεχνικές για την εξόντωση και περισυλλογή
του ασκούσαν το σώμα και έθιζαν τους νέους ιδίως στην αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών
πολεμικών κινδύνων. Χρησιμοποιούσαν σφενδόνες, παγίδες, τόξα, ακόντια, τσεκούρια,
δόρατα και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά για να κυνηγούν μεγάλα (λύκους, αγριόχοιρους,
αρκούδες) ή μικρά ζώα (λαγούς) και πουλιά (πέρδικες, τσίχλες, ορτύκια).
Το ψάρεμα, που απαιτούσε περισσότερη υπομονή και λιγότερη δύναμη το θεωρούσαν μάλλον
επάγγελμα παρά "ευγενή άσκηση" και κατά κανόνα το απέφευγαν οι αριστοκράτες. Η τεχνική
του ψαρέματος με το καλάμι δεν διέφερε καθόλου από τη σημερινή. Ακόμα και τεχνητά
δολώματα χρησιμοποιούσαν. Η καθετή, το πυροφάνι, το δίχτυ και το καμάκι ήταν, επίσης,
περίπου όπως και σήμερα.

4. Άλλα επαγγέλματα της υπαίθρου. Οι λατόμοι έβγαζαν τα μάρμαρα από την Πεντέλη,
την Πάρο ή άλλες περιοχές και οι υλοτόμοι έκοβαν τα δέντρα στα δάση. Τα προϊόντα της
εργασίας τους τα παρέδιδαν σε αυτούς που τα μετέφεραν στα εργαστήρια (γλυπτών,
ξυλουργών κ.ά.) για επεξεργασία. Οι μεταλλωρύχοι άνοιγαν χαμηλές στοές με τις αξίνες,
τις σμίλες και τα σφυριά τους και προσπαθούσαν να εξορύξουν το μετάλλευμα, που άλλοι
μετέφεραν έξω από τις γαλαρίες. Τα μέτρα υποστύλωσης και εξαερισμού ήταν τις
περισσότερες φορές υποτυπώδη, αυτό και οι θάνατοι στα μεταλλεία ήταν συνηθισμένο
φαινόμενο.

Επαγγέλματα των πόλεων

Στην Αθήνα, στην περιοχή του Κεραμικού, έστηναν τα περίφημα εργαστήριά τους οι
αγγειοπλάστες, οι οποίοι κατασκεύαζαν πιθάρια, ποτήρια (κύλικες), αγγεία σε διάφορα
σχήματα, λυχνάρια κ.ά. Ο τροχός που αποτελούσε το κύριο εργαλείο τους ήταν απλός: ένας
δίσκος πάνω σε έναν κάθετο άξονα. Στο δίσκο αυτό τοποθετούσε ο τεχνίτης τον πηλό και τον
γύριζε με το χέρι. Όταν τέλειωνε το αγγείο, το ξέραιναν στον ήλιο ή το έψηναν σε φούρνο
και άρχιζαν τη διαδικασία της διακόσμησης. Οι αγγειογράφοι συνήθως ακολουθούσαν τον
ερυθρόμορφο ή μελανόμορφο ρυθμό, προσθέτοντας πολλές φορές και άλλα χρώματα.

Τα δέρματα των ζώων παραλάμβαναν από τους χωρικούς ή τους κρεοπώλες οι


βυρσοδέψες για να τα επεξεργαστούν στα εργαστήριά τους και να τα παραδώσουν στη
συνέχεια στους σκυτοτόμους (υποδηματοποιούς). Οι τελευταίοι, σύμφωνα με τον
Ξενοφώντα, ήταν ειδικευμένοι άλλοι σε ανδρικά και άλλοι σε γυναικεία παπούτσια και
έπαιρναν κανονικά μέτρα στους πελάτες τους πριν αρχίσουν την κατασκευή.
Στα υφάσματα, που κυρίως προέρχονταν από τη ρόκα και τον αργαλειό των γυναικών κάθε
σπιτιού, αναλάμβαναν οι βαφείς να δώσουν το επιθυμητό χρώμα και οι γναφείς να τα
περιποιηθούν. Η συνέχεια ανήκε στους ράφτες και τις ράφτρες.
Το επάγγελμα του τραπεζίτη/δανειστή συναντάται συχνότερα κατά τα τέλη του 5 ου π.Χ.
αιώνα, ως απόρροια της τότε οικονομικής κατάστασης.
Δανεισμοί υπήρχαν και παλιότερα αλλά πάντα χωρίς τόκο (έρανοι). Τώρα επαγγελματίες
επενδύουν χρήματα σε δανεισμούς για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους. Ο συνηθισμένος
τόκος κυμαινόταν στο 10-12%. Επειδή πολλές φορές οι τοκογλύφοι ζητούσαν μεγαλύτερο
τόκο, το κράτος συχνά καθόριζε ανώτατο όριο, για να προστατεύει τους πολίτες από την
εκμετάλλευση και την κερδοσκοπία.

Από τη στιγμή που ο Ιπποκράτης στη θέση του εμπειρισμού και της μαγείας έβαλε τη λογική
και την παρατήρηση, το επάγγελμα του ιατρού πήρε το δρόμο της εξέλιξης. Στην Αθήνα
ιατροδιδάσκαλοι μάθαιναν στους επίδοξους γιατρούς τα στοιχειώδη για τη διαγνωστική των
ασθενειών, την πρακτική θεραπεία (βεντούζες, αφαιμάξεις) και την επιφανειακή χειρουργική.
Την ανατομία του σώματος ελάχιστα γνώριζαν οι αρχαίοι, γιατί ο τεμαχισμός πτωμάτων
παραδοσιακά δεν επιτρεπόταν. Αναφέρονται και κάποιες ειδικότητες γιατρών, όπως οι
οφθαλμίατροι που χρησιμοποιούσαν κολλύρια και οι οδοντίατροι που σφράγιζαν τα δόντια
με μολύβι ή χρυσάφι. Συναφή ήταν και τα γυναικεία επαγγέλματα της νοσοκόμας, της
μαίας (η μητέρα του Σωκράτη ήταν μαία) και της πρακτικής θεραπεύτριας (για γυναίκες
που από ντροπή δεν ήθελαν να πάνε σε άνδρες γιατρούς).
Τα φυτά και τα βότανα αποτελούσαν τη βασική ύλη για τα φάρμακα. Οι ριξοτόμοι τα
συνέλεγαν και τα έφερναν στο φαρμακοποιό για επεξεργασία και διάθεση.

Οι κάπηλοι (μικρέμποροι) και οι έμποροι (μεγαλέμποροι) αποτελούσαν δύο από


τις μεγαλύτερες επαγγελματικές τάξεις. Συνήθως οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι ψαράδες και
οι τεχνίτες πουλούσαν μόνοι τα προϊόντα τους στην Αγορά Τους κατηγορούσαν ότι συχνά
έκλεβαν στο ζύγι ή ότι νόθευαν τα προϊόντα τους. Για το λόγο αυτό οι μετρονόμοι και οι
αγορανόμοι τούς είχαν υπό συνεχή παρακολούθηση. Οι έμποροι είχαν στα χέρια τους
κυρίως τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της πόλης. Η θαλασσοκρατία των Αθηναίων μετά τα
Μηδικά βοήθησε στην ανάπτυξη του θαλάσσιου κυρίως εμπορίου.

Σημερινή εποχή

Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες


που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος
τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή
εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα
μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του τσαγκάρη, γιατί δεν θα είχε
καθόλου πελάτες. Υπάρχουν τόσα και τόσα μοντέλα παπουτσιών που μπορούμε εύκολα να
αγοράσουμε κι όταν χαλάσουν δεν τα πηγαίνουμε για επισκευή αλλά τα πετάμε και
αγοράζουμε καινούργια. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις
ανάγκες της. Εμείς θα παρουσιάσουμε κάποια από τα επαγγέλματα που βρήκαμε ερευνώντας
τις παλιότερες εποχές μέσα από το internet, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να
εκλείψουν, έτσι για να μην ξεχαστούν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της
παράδοσής μας.

Αναλυτικότερα τα παραδοσιακά επαγγέλματα ήταν:

Οι σαγματοποιοί, οι αλμπάνηδες , καλιγωτές, οι παπουτσήδες , τσαγκάρηδες, οι σιδηρουργοί


σιδεράδες, οι τενεκετζήδες, οι ντελάληδες, οι επικασσιτερωτές ή καλαϊτζήδες, γανωματήδες
γανωτήδες, οι καλφάδες ,οι χρυσικοί, οι βαγενάδες , βαρελάδες, οι χτενάδες, οι αγωγιάτες
κιρατζήδες, οι αλετράδες, οι χοριδάδες, οι αχθοφόροι, οι πρακτικοί γιατροί, οι πραματευτές,
οι ζευγάδες, οι τομαράδες, οι αγιογράφοι (λαϊκοί ζωγράφοι), οι τσαμπάζηδες οι καρεκλάδες,
οι κανταρτζήδες, οι καφετζήδες, οι κεροπλάστες, οι μπαρμπέρηδες, οι υπαίθριοι
μακελάρηδες, οι λούστροι, οι μανάβηδες, οι ντουλγκέρηδες, οι καραβομαραγκοί, οι
καρβουνιαραίοι, οι ξυλοκόποι, οι μπακάληδες, οι μπασματζήδες, οι μυλωνάδες, , οι οπλουργοί
οπλοποιοί, οι λαϊκοί οργανοπαίχτες, οι τοκιστές, οι τσοπάνηδες, οι υπαίθριοι τυροκόμοι, οι
υφάντρες, οι φουρναραίοι, οι φιστικάδες, οι υπαίθριοι φωτογράφοι, οι χαντζήδες,οι
μελισσοκόμοι, οι ναυπηγοί μικρών σκαφών, οι ψαράδες, οι αραμπατζήδες, οι σωφέρηδες, οι
ανελύτρες, οι βαφείς υφασμάτων, οι ταμπάκηδες, οι γουμαράδες, καλαθοπλέκτες,
εργάτες/τριες σε ελαιόμυλους, ελαιοτριβεία κλωσταριά, καλαφάτες, οι καπιστράδες, οι
κατασκευαστές κουδουνιών, οι κεραμιδάδες, οι κετσετζήδες ή πιλητές, οι καζάζηδες, οι
κισιτζήδες, οι πελεκάνοι, οι ρακιτζήδες, οι σακκοποιοί, οι σαπουνάδες, οι τουλουμτζήδες, οι
φανοκόροι, οι χαλκουργοί Ο τηλεγραφητής, αντιγραφέας, γραμματικός, παπαδάσκαλος,
ψυχογιός, πλύστρα, παραμάνα, μπακαλόγατος, ζητιάνος, λιβανιστής, κωδωνοκρούστης,
πρεσβάντης και παιδονόμος, ξεβγαλτζής, χέστης, πλανόδιοι ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί,
παλαιστές, λατερνατζής, βαρκάρης, τσαρουχάς, αμπατζής, ομπρελάς, παπλωματάς,
μανταρίστρα, κορδελιάστρα, κτίστης φούρνου, φουρνελάς, πηγαδάς, χαντακάς,
νεροφύλακας, τσιμπουκάς, κυτιοποιός, ψιλικατζής, γαλατάς, γιαουρτάς, πλανόδιος ψαράς,
παγοπώλης, νερουλάς, μπουζάκλας, κουλουράς, φιστικάς, λουκουματζής, παστελάς,
σαλεπιτζής, φραγκοσυκάς, κουμαράς, θρουμπάς, παξιμαδάς, σκουρουχάς, ξυδάς, πωλητής
του μαλλιού της γριάς, λουπινάς, ματζουνάς, συλλέκτης σβουνιάς και περιττωμάτων σκύλων,
πωλητής σφουγγαριών, δαδάς, ντοκμετζής, καροποιός, κεροστυματάς ,χαρακωτής,
βοτανιστής, αλωνιστής, ντοματάδες, πατατάδες, καπελού, καλαθάς, ρητινοσυλλέκτης,
μουνουχιστής, ακονιστής ή τροχατζής, αβδελάς ,αρκουδιάρης, ή μαϊμουτζής, προξενητής,
μαμή, γλιτσάς, κοφινάς, κανταϊφάς, καροτσάκης, καροτσέρης, κασατανοχωματάς,
καταβρεχτής, κλωνατζής ή στρίφτες, κοκορετσάς, κοσκινάς ή σιτάς, κουμαράς, κρασάς,
λεμονατζής ή γκαζόζας, μαστιχάς, παλιατζής, μαυραγορίτης, πασατεμπάς, σαράφης,
σκουπάς, μπογιατζής, μπουγατσάς, ξυλάς, ξυνογαλάς, παγωτατζής, σκουπιδιάρης, σταμνάς,
τσιγαροπώλης, φακάς, χαλβατζής

Ατομικά επαγγέλματα:

ασκούνταν από το μάστορα που κατά κανόνα είχε μαζί του κι ένα μαθητευόμενο, το
μαθητούδι ή παραγιό.

Ομαδικά επαγγέλματα:

οι ομάδες τεχνητών ονομάζονταν μπουλούκια αλλά ήταν αυστηρά ιεραρχημένες. Ο


πρωτομάστορας ακολουθούταν από το μάστορα κι αυτός με τη σειρά του από τους μαθητάδες
και τους εργάτες
Α

Αλετράς

Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. [Ο γεωργός είχε
αρκετά σύνεργα, που τα έφτιαχνε μόνος του από ξύλα της περιοχής εκτός απ' τα σιδερένια,
που κατέφευγε στο
σιδερά. Τα ξύλα που

χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως από πλατάνια. Σύνεργα της σποράς ήταν: Το ξύλινο αλέτρι,
που συνήθως το κατασκεύζε ο ίδιος ο γεωργός, αν και υπήρχαν οι αλετράδες μαστόροι.
(Αυτό αποτελείται από το κάτω χοντρό ξύλο, το "κουντούρι" ή αλετροπόδα, το "υνί" ή
παπουτσούνο που στηρίζεται μπροστά του (και λεγόταν έτσι γιατί φοριόταν σαν παπούτσι
στην αλετροπόδα του αλετριού). Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το
χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα". Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". μακρύ ξύλο
καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο
"κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Το αλέτρι όλο
στηρίζεται στο “ζυγό”, που ήταν μπροστά στο λαιμό, στηριγμένος με τις "ζεύλες"). Άλλα
σύνεργα του γεωργού, που έφτιαχναν οι σιδεράδες, ήταν: οι κασμάδες, αξίνες με το ένα
μέρος στενό και το φαρδύτερο για να σκάβουν (ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα
ονόματα, όπως: τσαπιά, τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκαλιστήρια). Η σβάρνα, φτιαγμένη από
ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που δόνονταν πίσω από τα ζώα για να στρώσουν
το χώμα μετά ο όργωμα. Ακόμα για το θερισμό είχαν τα δρεπάνια και στο αλώνισμα το
καρπόφτυαρο, το καρπολόι και το δικούλι, (όλα ξύλινα), το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι).
Για τ' αμπέλια είχαν το κλαδευτήρι, την ψαλίδα, το πριόνι, τα τσαπιά, το σκαλιστήρι, τη
μηχανή για το ράντισμα, το φυσερό για το θειάφισμα και τους κόφτες για τον τρύγο. Τέλος,
για άλλες μικροδουλειές είχαν το τσεκούρι την τανάλια το φτυάρι το σφυρί το σκερπάνι].

ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ

Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια
και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα
χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο
του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα
κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο
λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με
«λιγδόπετρες» και συνέχιζαν προς τα πάνω με
μαρμαρόπετρες και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες
τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια
λοστού ή βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις
μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο
ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η
καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα
εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η
πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία
μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη αναλάμβαναν
οι αγωγιάτες, που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια.. Σήμερα δεν
υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες
βιομηχανίες

Αβδελάς

Το επάγγελμα του αβδελά


ξεκινάει τον περασμένο
αιώνα και η ακμή του
φτάνει μέχρι το 1953.

Παλαιότερα τις βδέλες τις


πουλούσαν για
θεραπευτικούς σκοπούς,
κυρίως για τοπικές
αφαιμάξεις, όταν κάποιος
είχε πίεση και
πονοκεφάλους.

Αβδελάδες ήταν κυρίως οι


γύφτοι. Οι συλλογείς έμπαιναν ξυπόλητοι μέσα στα νερά και τις μάζευαν με τα χέρια,
παίρνοντας παράλληλα και αυτές που είχαν κολλήσει στα πόδια τους.

Ο αβδελάς έβαζε μέσα σε μικρά βαζάκια μία ή δύο βδέλες ή όσες του ζητούσε ο αγοραστής
και τις πουλούσε 1 δραχμή την καθεμιά

Αγροφύλακας

Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα τελευταία χρόνια
σταδιακά καταργείται. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκει στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού
αδικήματος [αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ]. Το
Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και προστατεύεται νομοθετικά από την
πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες
τα αγροτικά αδικήματα. Οι αγροφύλακες έχουν δικαίωμα να
οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Τα παλιότερα χρόνια, τα κατώτερα όργανα της Αγροφυλακής


ήταν: α] οι αγροφύλακες, που διορίζονταν από τους νομάρχες. β]
οι υδρονομείς, που ρύθμιζαν τα νερά για το πότισμα των
χωραφιών και γ] οι αρχιφύλακες, που διορίζονταν από το
Υπουργείο σε περιοχές που υπήρχαν τουλάχιστον δέκα
αγροφύλακες. Αυτοί έλεγχαν τη δουλειά των αγροφυλάκων.

Ανώτερα όργανα ήταν οι αγρονόμοι και υπαγρονόμοι.

Το επάγγελμα του αγροφύλακα ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν


υποχρεωμένος να γυρίζει όλη τη μέρα στα χωράφια και να ελέγχει να μη γίνονται αγροτικά
αδικήματα. Δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πάντα στο καθήκον. Ο
αγροφύλακας πρέπει να φοράει πάντα τη στολή του και να γυρίζει στην περιοχή ευθύνης
του. Η δουλειά του αγροφύλακα ήταν δύσκολη και για έναν ακόμη λόγο. Επειδή συνεχώς
ήταν υποχρεωμένος να ελέγχει και να τιμωρει όσους κάνουν αδικήματα, βρισκόταν σε
αντιδικία και φιλονικίες με αυτούς που δεν δεχόταν τα αδικήματα

Οι αγροφύλακες, εκτός από τον έλεγχο, προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα,
την περίοδο της Άνοιξης, έπαιρναν μαζί τους "μπόλια" και εμβολίαζαν τα άγρια δέντρα, που
υπήρχαν στους αγρούς ή σε δρόμους. Αυτό το βλέπουμε κι εμείς όταν περπατάμε στο
ύπαιθρο. Ο αγροφύλακας ήταν ο φύλακας άγγελος της περιουσίας των αγροτών. Γνώριζε με
κάθε λεπτομέρεια, τίνος ήταν το χωράφι, πόσα στρέμματα ήταν, τι καλλιέργεια είχε. Είχαν το
ελεύθερο να κινούνται με οποιοδήποτε μέσο, εφ' όσον ο δρόμος το επέτρεπε. Διαφορετικά
κινούνταν με τα πόδια.

Αχθοφόρος ή χαμάλης

Ο αχθοφόρος έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το


σταθμούς λεωφορείων ή τρένων και διάφορα πράγματααπό την αγορά
μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι
που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και
ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο.

Αργότερα οι πιο πολλοί από αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο και


εξακολούθησαν να κάνουν αυτού του είδους τις μεταφορές , αλλά πιο

ξεκούραστα.

ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ

Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε με τον τροχό του να


"ακονίσει " τα μαχαίρια και τα ψαλίδια των νοικοκυριών ,
τα τσεκούρια των ξυλοκόπων και οτιδήποτε αιχμηρό
αντικείμενο που χρειαζόταν ακόνισμα , δηλαδή αυτό
φρεσκάρισμα της αιχμηρής πλευράς τους ώστε να γίνει
πολύ κοφτερό ! Κύριο εργαλείο του ακοντιστή ήταν ο ποδοκίνητος τροχός. Η κίνηση του
τροχού ήταν τόσο γρήγορη όσο περιστρεφόταν περισσότερο το πετάλι. Ο τροχιστής
ακουμπούσε τα μαχαίρια στον τροχό με κατάλληλη κλίση και με την τριβή έβγαιναν δέσμες
από σπίθες, που έμοιαζαν με ουρά κομήτη. Άλλα εργαλεία του ακονιστή ήταν η τανάλι
α, η πένσα, τα σφυριά και οι λίμες.

ΑΜΑΞΑΣ
Ο αμαξάς γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να
μετακινηθούν είτε μόνοι, είτε με παρέα πιο γρήγορα από το ένα
μέρος της πόλης στο άλλο. Έτσι μιας και είχε βρεθεί ο τροχός και
τα πρώτα κάρα έκαναν την εμφάνισή τους, ξεκίνησαν και οι
πρώτες ανθρωποκίνητες άμαξες. Κάποιες φορές έδιναν στον
επιβάτη το καμτσίκι να δείρει το ζώο για να προχωρήσουν πιο
γρήγορα. Αφού έφταναν στον προορισμό τους, έπαιρναν την
αμοιβή τους για να συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης.

ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ

Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα


αυτοκίνητα, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες
αφού και μια απόσταση μικρή για τα
σημερινά δεδομένα, π.χ. για να πάμε από το
χωριό στο Αιτωλικό που είναι 9 χιλιόμετρα,
φαινόταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε οι άνθρωποι
να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια και
τα μουλάρια. Έτσι έχαναν πολύ χρόνο αλλά
και κουραζόταν. Σκεφτείτε τώρα τις
δυσκολίες που είχαν για να μεταφέρουν τα
προϊόντα τους. Γι αυτό υπήρχαν κάποιοι
που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη.
Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το
καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό μας σε άλλα χωριά κουβαλώντας ανθρώπους και
εμπορεύματα.

Aρκουδιάρης
Κυρίως με το όνομα αρκουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος 
φερόταν συνήθως ο τσιγγάνος εκείνος που παλαιότερα περιήγαγε
αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις - επιδείξεις και με αυτό τον τρόπο
χρηματιζόταν. Αλλά και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος όπως
π.χ. στη Σάμο στη περίοδο της Αποκριάς χορεύεται προς αστεϊσμό ο
«αρκουδιάρικος» χορός σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της
αρκούδας του αρκουδόγυφτου (από δύο άντρες που ο ένας υποδύεται
την αρκούδα με περιλαίμιο αλυσίδα που βαστάει ο υποδυόμενος τον
αρκουδιάρη).
Αγγειοπλάστης
Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το
εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές
της Ελλάδας, όπου υπήρχε
κατάλληλο χώμα και όπου είχε
αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση
στη δημιουργία αγγειοπλαστικών
αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα
τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών
σκευών και πιατικών, κούπες με
χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα
κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού
διάφορα μικροσκεύη, όπως
θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν
νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους
και πολλά άλλα.

Αλμπάνης

(από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης


= πεταλωτής):
Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια
παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές
των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να
διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά
τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε.
(Εξάλλου, μέχρι τη δεκαετία του ’60 όλες
σχεδόν οι μετακινήσεις, εργασίες κλπ.
γίνονταν με ζώα). Το πετάλωμα ή καλίγωμα,
από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν
κάθε τρεις ή έξι μήνες. Έδενε το ζώο και με
την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε
με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε. Ζέσταινε τα πέταλα και τα κάρφωνε
προσέχοντας ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το
ζώο. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του
ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από
σίδερο. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και
κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν
ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι
πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από
αυτούς ήταν και πρακτικοί “κτηνίατροι“ ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα)
των ζώων.
Αργυροχοΐα

Tα έργα αργυροχοΐας αποτελούν σημαντικές πτυχές της λαϊκής τέχνης.

Αραµπατζήδες

Οι αραµπατζήδες ήταν ιδιόκτητες µικρών δίτροχων ή


τετράτροχων αµαξών που τα έσερναν βόδια ή άλογα.
Οι άµαξες (αραµπάδες) εξυπηρετούσαν τη µεταφορά
προϊόντων και τη διακίνηση των κατοίκων. Οι
αραµπάδες προϋπέθεταν την ύπαρξη ανοιχτών δρόµων,
γι' αυτό και δεν µπορούσαν να κινηθούν οπουδήποτε.
Η χρήση τους ξεκίνησε το 1875. Όµως στις δύσβατες
και αποµονωµένες περιοχές της Καστοριάς τη
µετακίνηση ανθρώπων και εµπορευµάτων συνέχισαν να
εξυπηρετούν οι αγωγιάτες µε τα µουλάρια. Τους
αραµπατζήδες διαδέχτηκαν οι αυτοκινητιστές, δηλαδή οι οδηγοί των πρώτων αυτοκινήτων
που εµφανίστηκαν στη Καστοριά τη δεκαετία του 1930.

Βογιατζής

Αυτός που έβαφε. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη boya που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς
σήμερα για να δηλώσουμε το χρώμα. Οι βογιατζήδες έβαφαν επίσης βαμβακερά και μάλλινα
νήματα , πατητές και πατανιές , χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα
αλλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και γι σταθερότατη
βαφή βελανιδόκουπες.
Βοσκός

Είναι κι αυτή μια πανάρχαια ασχολία του


ανθρώπου, μόνο που η εποχή του βοσκού, ο
οποίος με τη βαριά κάπα του, την γκλίτσα και
τη φλογέρα του συνόδευε το κοπάδι του στις
ραχούλες και στις πεδιάδες, έχει περάσει
ανεπιστρεπτί.

Οι μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες είναι


σύγχρονες εγκαταστάσεις, που παρέχουν στα
ζώα (κότες, αιγοπρόβατα, βοοειδή,
γουρούνια) τεχνητές συνθήκες ανάπτυξης.

Ελάχιστους βοσκούς θα συναντήσει κανείς


στην ύπαιθρο και κανένας νέος δεν
ακολουθεί το πατροπαράδοτο επάγγελμα.

Βαρελοποιός – Βαρελάς

Έφτιαχνε βαρέλια από δρυ ή βελανιδιά.

Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή


βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα
κατασκεύαζαν από
ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός.
Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και
μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε
για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση.
Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα
χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά
και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους
πυθμένες.

Βαφέας της βράκας

Αποτελεί μια υποκατηγορία των βαφέων υφασμάτων άμεσα συνδεδεμένο με την ανδρική
παραδοσιακή φορεσιά. Η διάρκεια ζωής του
επαγγέλματος, κρίθηκε καθοριστικά από τη
εξέλιξη της ενδυμασίας και τη σταδιακή
αντικατάσταση της βράκας, από το
παντελόνι.

Η τέχνη βαψίματος της βράκας, ήταν


γνωστή σε περιορισμένο αριθμό τεχνικών.

Το βάψιμο της βράκας απαιτούσε το


πέρασμα μέσα από μια σειρά από στάδια,
τα οποία για να πραγματοποιηθούν,
χρειάζονταν συνολικά μια βδομάδα.

Προτού αρχίσει η διαδικασία βαφής της


βράκας, πρωταρχικά έπλεναν καλά το
ύφασμα της βράκας και έπειτα το χτυπούσαν με ένα κομμάτι ξύλινης πλάκας, γνωστή ως
«φαούτα». Οι βράκες έπρεπε να «φαουτιστούν», ώστε να ανοίξουν οι ίνες του υφάσματος
και να απορροφηθεί με ευκολία, αφενός το νερό, υπεύθυνο για την αφαίρεση των
ακαθαρσιών και αφετέρου οι βαφικές ουσίες.

Οι βράκες τοποθετούνταν μέσα σε καζάνια, τα οποία περιείχαν εκχυλίσματα από διάφορα είδη
ρόδων. Οι βράκες έπρεπε για δυο περίπου ώρες, να ζεσταίνονται στο καζάνι και αμέσως μετά
να μεταφερθούν σ’ ένα άλλο αγγείο. Μέσα σε αυτό το αγγείο, οι βράκες έπρεπε να
παραμείνουν για οχτώ με δώδεκα ώρες.

To επόμενο πρωινό, οι βράκες ξεπλένονταν καλά και στη συνέχεια απλώνονταν στον ήλιο,
για να στεγνώσουν. Το ίδιο βράδυ τοποθετούνταν πάλι στο πιθάρι, στο οποίο αυτή τη φορά
υπήρχε διάλυμα «θεϊκού σιδήρου». Μ’ αυτό τον τρόπο, αρχικά οι βράκες έπαιρναν ένα βαθύ
γκρι χρώμα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν άλλες δύο με τρεις φορές, με τη μοναδική
διαφορά πως μετά το ξέπλυμα και το στέγνωμα στον ήλιο τοποθετούνταν σε πιθάρι, στο
οποίο υπήρχε και εκχύλισμα από ροδοπέταλα. Όσα περισσότερα ήταν τα βουτήγματα της
βράκας στο πιο πάνω μείγμα, τόσο πιο βαθύ ήταν το μαύρο χρώμα της.

Μετά από την πιο πάνω διαδικασία, όταν οι βράκες έπαιρναν το επιθυμητό μαύρο χρώμα,
τότε τις έστυβαν δυνατά, ώστε να αποστραγγιστούν εντελώς. Έπειτα τις έπλεναν καλά με
καθαρό νερό, τις χτυπούσαν δυνατά ή αλλιώς τις «φαούτιζαν» και τέλος τις άπλωναν να
στεγνώσουν. Η τελική διαδικασία, απαιτούσε τη σχολαστικότητα του βαφέα, εφόσον έπρεπε
να σταθεροποιήσει το χρώμα, σε σημείο που να μην ξεβάφει στο σώμα του πελάτη.

Βυρσοδέψες

Οι βυρσοδέψες είναι οι τεχνίτες κατεργασίας του δέρματος. Η


βιοτεχνία της βυρσοδεψείας (ταμπακαριό) αναπτύχθηκε στα
τέλη του 19ου αιώνα, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τοπικά
δέρματα. Τα βυρσοδεψεία χτίζονταν πάντα δίπλα στη θάλασσα
απ' όπου προμηθεύονταν νερό και αλάτι που ήταν απαραίτητα
για την επεξεργασία των δερμάτων. Επιπλέον τα νησιά
διέθεταν σε αφθονία πευκοφλοιό και βελανίδι, που τα
χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη στη βαφή των δερμάτων.
Βυτελίδες

Γουµαράδες

"Γουµαράδες" ονόµαζαν τους πλανόδιους εµπόρους που περιφέρονταν στα χωριά για να
πουλήσουν «την πραµάτια» που κουβαλούσαν στους ώµους τους, ή τη φόρτωναν σε
υποζύγια. Πολλοί ξυλοκόποι ήταν ταυτόχρονα και "γουµαράδες", φορτώνονταν δηλαδή το
"γοµάρι" (το φορτίο) στους ώµους και περιφέρονταν στις γειτονιές για να πουλήσουν ξύλα
για τις σόµπες και τους φούρνους.

ΓΚΛΙΤΣΑΣ

Άλλο ένα επάγγελμα του ποδαριού, που σχεδόν έχει σβήσει,


όπως και τα περισσότερα από τα παλιά, διότι σήμερα λίγοι είναι
αυτοί που αγοράζουν γκλίτσες, αλλά κι αυτοί που τις φτιάχνουν.
Για την κατασκευή χρησιμοποιούνται δύο είδη ξύλου. Η κεφαλή
γίνεται από ρίζα πιξαριού, που φέρει πάνω της διάφορα
ανάγλυφα σχέδια, ενώ η βέργα από ξύλο κρανιάς. Υπάρχουν δύο
ειδών γκλίτσες : η τσοπάνικη και η γεροντική.

ΓΟΥΝΑΡΑΔΕΣ

Οι γουναράδες είναι επαγγελματίες ράπτες που


ειδικεύονται στην κατασκευή συγκεκριμένων ενδυμάτων
όπως η γούνα.
Η εργασία τους αποσκοπεί αρχικά στην βελτίωση και
επεξεργασία της γούνας σπάνιων ,άγριων αλλά και
εξημερωμένων ζώων και στη συνέχεια στην παραγωγή
γούνινων προϊόντων όπως
παλτά,καπέλα,γιακάδες,γάντια κλπ
Γλυκατζής

Γιαουρτζήδες

ΓΑΝΩΤΖΗΣ - Γανωτής

Ο γανωτής γύριζε και φώναζε για να τον


ακούσουν και να πάνε τις κατσαρόλες τους
και τα άλλα σκεύη της κουζίνας και να τα
γανώσουν. Οι γανωτζήδες ήταν
συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που
αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το
στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών,
Είχε ένα μεταλλικό κυλινδρικό σκεύος με
ένα χερούλι από πάνω σαν κουβά. Στο κάτω
μέρος έβαζε φωτιά για να βράζει το καλάι
που βρίσκοντας στο πάνω μέρος του δοχείου σε ένα σκεύος. Με το λιωμένο ασημόχρωμο
καλάι, έβαφε (γάνωνε) κουτάλια, πιρούνια, μαχαίρια, ταψιά, κατσαρόλες και στη συνέχεια τα
σκούπιζε με ένα βαμβάκι για να πάρουν γυαλάδα. Το λιωμένο καλάι το ανακάτευε με ένα
μεταλλικό μπαστουνάκι. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως
στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το
χρόνο.
ΓΑΛΑΤΑΣ
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της
ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια με το φρέσκο γάλα στο
γαϊδουράκι του και ξεκινούσε πρωί-πρωί από το χωριό του
για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει
όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστός στα
ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και
ξεκινούσε το μοίρασμα. Έπαιρνε στο χέρι ένα
γκιούμι ( βαθύ μπακιρένιο σκεύος με στόμιο) και στο
άλλο την μικρή κούπα που ζύγιζε ½ μισή οκά και
χτυπούσε τις πόρτες. Ήξεραν οι νοικοκυρές και έβγαιναν με την μπακιρένια κανάτα ή την
κατσαρόλα στο χέρι. Μερικές πάλι για να μην σηκωθούν από το κρεβάτι, άφηναν το
κατσαρολάκι να το γεμίσει ο γαλατάς. Το γέμιζε αυτός και έβαζε και μια πέτρα από πάνω για
να μην αναποδογυρίσει το σκεύος κάποια γάτα. Είχε συνήθως μόνιμους πελάτες, αν όμως
τύχαινε και τους περίσσευε γάλα, τότε έπαιρνε τους δρόμους φωνάζοντας : “ο γαλατάς’’ .
Φρέσκο, ολόπαχο γάλα!!! Μέχρι να το πουλήσει όλο και να γυρίσει στο χωριό του.
Τα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη τότε είχαν πολλή κτηνοτροφία .Αγελάδες, πρόβατα,
κατσίκες, άρμεγαν πρωί και βράδυ, κρατούσαν αυτό που ήταν να κάμουν τυρί ή γιαούρτι και
το υπόλοιπο το πουλούσαν. Ο κόσμος στην πόλη το αγόραζε, επειδή ήταν φρέσκο και
ολόπαχο. Δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που πίνουμε σήμερα.
Μέχρι την δεκαετία του ’70 περνούσαν ακόμα γαλατάδες απ' τις γειτονιές.

ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ – ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ

Γυρολόγοι ή πραματευτές ονομάζονταν οι πλανόδιοι έμποροι


που περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή και πουλούσαν
προϊόντα που δεν ήταν διαθέσιμα στους τόπους που
επισκέπτονταν. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τους
πραματευτές της Λέσβου οι οποίοι διακινούσαν μεγάλες
ποσότητες αγαθών εντός του νησιού τους (σπάνια πήγαιναν
εκτός νησιού). Ήταν μια δουλειά δύσκολη, με αντίξοες
συνθήκες , αφού πολλές φορές έλειπαν ακόμη και δύο ή
τρεις μήνες από τα σπίτια τους. Γυρνούσαν οπουδήποτε, είτε
περπατώντας με το ‘’μπόξα’’ στον ώμο είτε φορτώνοντας το εμπόρευμά τους στα γαϊδούρια .
Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτοκίνητο. Οι
περισσότεροι διέθεταν ως ‘’συρμαγιό’’ προϊόντα που υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή τους,
ή αποτελούσαν δικιά τους παραγωγή

ΔΑΔΑΣ

Ο δαδάς είχε σε μικρά δεματάκια δαδιά τα οποία τα κρεμούσε στο χέρι του μέσα σε μικρά
καλαθάκια και τα πουλούσε. Το δαδί παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα και
ειδικά για τα κάρβουνα. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε δαδί μια και σχεδόν όλοι
χρησιμοποιούσαν για θέρμανση το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Η παρουσία τους ήταν πιο
έντονη από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο. Το δαδί το έβγαζαν από κορμούς παλιών
πεύκων και από τις ρίζες τους.
Δερματάς ( τομαράς )

Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από


σφαγμένα ζώα. Τα παραλάμβανε στο
μαγαζί του ή πήγαινε ο ίδιος στα
χωριά και τα μετέφερε. Στη
συνέχεια τα καθάριζε, τα αλάτιζε
με χοντρό αλάτι και μετά τα τέντωνε,
τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα, για
να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή
βρωμίσουν. Όταν συγκέντρωνε μια
σημαντική ποσότητα τα
πήγαινε στον έμπορα, ο οποίος τα
προωθούσε στο εργοστάσιο
επεξεργασίας δερμάτων, το
βυρσοδεψείο. Από τα ακατέργαστα δέρματα, πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά,
άλλα τα έκαναν τσαρούχια (που αν ήταν από γουρούνια τα έλεγαν γουρνοτσάρουχα) ή
παπούτσια, ενώ άλλα τα έκαναν τύμπανα, γκάϊντες κλπ.

ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ

Ο τίτλος του δασοφύλακα χρησιμοποιείται ευρέως από το μεσαίωνα. Ο δασοφύλακας είναι


υπεύθυνος για τη φύλαξη και την προστασία του δασικού πλούτου από κάθε κίνδυνο
αλλοίωσης ή καταστροφής του. Ο δασοφύλακας υποστήριζε συνήθως μια θέση ίση με ένα
σερίφη ή έναν τοπικό νόμο. Ήταν αρμόδιος για την επιτήρηση δασικών περιοχών ιδιοκτησίας
ενός λόρδου ή ενός ευγενή. Επίσης φρόντιζε για τις διαπραγματεύσεις και την πώληση
ξυλείας και γινόταν εμπόδιο στους λαθροκυνηγούς.

Συχνά οι δασοφύλακες κράτησαν τίτλους προεξοχής στις τοπικές κοινότητες τους και
ενήργησαν επίσης ως δικηγόροι και διοικητές. Η αμοιβή τους ήταν συνήθως πάνω από το
μέσο όρο και έβγαζαν κόσμια και κερδοφόρα τα “προς το ζειν”.

Δακτυλογράφος
Ε

ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Ο εισπράκτορας ήταν-και είναι ακόμη σε ελάχιστες περιπτώσεις-ο


άνθρωπος που έκοβε τα εισητήρια μέσα στο λεωφορείο. Ήταν ένα
επάγγελμα με πολλές δυσκολίες και λίγα χρήματα. Ο εισπράκτορας
στην αρχή έκοβε τα εισητήρια. Αργότερα ανήγγηλε τις στάσεις των
λεωφορείων, βοηθούσε
στο ανεβοκατέβασμα
των επιβατών, έδινε
οδηγίες να κατεβαίνουν
από κάποια πόρτα και να
προχωρούν οι επιβάτες
ώστε το λεωφορείο να
παίρνει πιο πολλούς.
Όσοι δύσκολοι επιβάτες
είχαν κάποιο πρόβλημα ξεσπούσαν στον
εισπράκτορα. Αν αργούσε να εκτελεστεί το
δρομολόγιο, αν οι επιβάτες κουβαλούσαν
ογκώδη αντικείμενα, αν και αν... πάντα αυτός
ήταν υπεύθυνος. Ο οδηγός κλεισμένος στο κουβούκλιο οδήγησης,δεν είχε ευθύνη. Άλλωστε
υπήρχε και η ενδεικτική πινακίδα που έγραφε: «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ» και του
αποσπάτε την προσοχή από την οδήγηση. Εισπράκτορας παλαιού αστικού λεωφορείου
γελοιογραφία εποχής Στην Αθήνα οι εισπράκτορες ήταν υπάλληλοι που είχαν το ωράριό τους.
Έτσι σχολώντας πήγαιναν στο σπίτι τους, έτρωγαν το ζεστό τους φαγητό και ξεκουράζονταν.
Οι εισπράκτορες που έκαναν τα υπεραστικά δρομολόγια, έμεναν μέσα στο λεωφορείο για να
γλυτώνουν τα έξοδα του ξενοδοχείου. Έτσι δεν είχαν την άνεση να ξεκουραστούν και να
φρεσκαριστούν. Η θέση του εισπράκτορα θεωρήθηκε ασύμφορη και με υπουργικές ή
συντεχνιακές αποφάσεις σταμάτησαν να προσλαμβάνονται άλλοι. Έτσι, όσοι ήταν
εισπράκτορες αν δεν συνταξιοδοτήθηκαν, έγιναν οδηγοί, ελεγκτές, καταμετρητές ή
αποθηκάριοι.

EΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ

Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης
είναι ο επαγγελματίας που ασκεί το επάγγελμά
του χωρίς να έχει συγκεκριμένο
μαγαζί, παραλαμβάνει τις εφημερίδες από τα
Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθεί
την καθημερινή κυκλοφορία του
ελληνικού τύπου περπατώντας στους
κεντρικούς δρόμους της Αθήνας τις πωλεί
στους περαστικούς Αθηναίους ή τις
αφήνει στην είσοδο των σπιτιών των
μόνιμων πελατών του. Ο εφημεριδοπώλης
των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτειά του: το “Σκριπ“, το “Άστυ“, την
“Ακρόπολη“ και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα:"Εφημερίδες! Έκτακτο
παράρτημα! Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Από το πρωί εισέβαλε στη χώρα μας!
Πόλεμος!"
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς
να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής
Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους
κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο
των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.

(Κτυπά το κουδούνι. «Καλημέρα κυρ-Φάνη. Έφερα τις εφημερίδες.» Αφήνει


ένα πακέτο εφημερίδες στην πόρτα και φεύγει.)
Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτεια του: το «Σκριπ»,
το «Άστυ», την «Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα
γεγονότα: «Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα! Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο!
Από το πρωί εισέβαλε στη χώρα μας! Πόλεμος!»
Αποτελούσε μία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.

Ελαιομυλωνάδες

Η καλλιέργεια της ελιάς αποτελούσα


σημαντική δραστηριότητα στην αγροτική ζωή
των νησιών. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα,
οπότε άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα
ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, η επεξεργασία του
ελαιοκάρπου για την παραγωγή λαδιού
γινόταν στους ελαιόμυλους, που
λειτουργούσαν χειροκίνητα ή με υποζύγια.
Ελαιόμυλοι υπήρχαν πολλοί σε όλους τους
οικισμούς των ελαιοπαραγωγικών περιοχών,
αλλά η ποσότητα που μπορούσαν να
επεξεργαστούν ήταν σχετικά μικρή. Αυτό
είχε σαν συνέπεια την αποθήκευση του
καρπού πριν από την επεξεργασία του και τη
σχετική μείωση της ποιότητας του.

Οι ελαιόμυλοι ανήκαν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες που συνεταιρίζονταν μεταξύ τους


και απασχολούσαν αρκετό εργατικό δυναμικό. Το άλογο γύριζε με μάγκανο τα "βόλια" για
την άλεση της ελιάς και την υπόλοιπη εργασία διεκπεραίωναν τα εργατικά χέρια, ενώ τα
χειροκίνητα πιεστήρια δούλευαν με τη βοήθεια ενός αδραχτιού (κοχλία). Πολλοί ελαιόμυλοι
συνέχισαν να λειτουργούν παράλληλα με τα πρώτα βιομηχανικά ελαιοτριβεία και
εγκαταλείφτηκαν οριστικά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα πρώτα ατμοκίνητα
ελαιοτριβεία ("μηχανές") χτίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Η βιομηχανία του ατμού στον
τομέα αυτό επέτρεπε την άλεση μεγάλης ποσότητας ελαιοκάρπου και την ταχύρρυθμη
παραγωγή ελαιόλαδου πολύ καλής ποιότητας. Τα ελαιοτριβεία αυτά αποτελούσαν ιδιαίτερα
προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Από τη δεκαετία του 1940 άρχισαν να χτίζονται και
συνεταιριστικά ελαιοτριβεία.

Εργάτες αλυκών
Οι αλυκές διαμορφώνονται σε επίπεδες και χαμηλές
παραλιακές εκτάσεις, οι οποίες ευνοούν τη βαθμιαία
εξάτμιση του θαλασσινού νερού, για την παραγωγή
αλατιού. Στο νησί της Λέσβου αλυκές υπάρχουν στον
κόλπο της Καλλονής, που είναι και οι μεγαλύτερες, καθώς
και στη Σκάλα Πολιχνίτου, που είναι πιο μικρές σε έκταση.
Το 1925 περίπου ξεκίνησε η εκμετάλλευση της αλυκής στον κόλπο της Καλλονής, αρχικά
από ιδιώτη ο οποίος και διαμόρφωσε κατάλληλα τις εκτάσεις. Από το 1945 οι αλυκές
έγιναν κρατικές και λειτουργούν έτσι μέχρι σήμερα. Οι εργασίες ξεκινούν Απρίλιο με Μάιο
ενώ η συλλογή του αλατιού το Σεπτέμβριο, πριν ξεκινήσουν οι βροχές.

Ζωέμπορος (τσαμπάσης)

Το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρυτανίας, είναι


ορεινό και δασώδες, έχοντας πάντα
μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή, ενώ
αποτελούσε έναν μεγάλο βοσκότοπο
για τα ποίμνια των γειτονικών περιοχών.
Παλιότερα οι φοράδες, τα μουλάρια, τα
γαϊδούρια, τα βόδια, εξυπηρετούσαν όλες
τις αγροτικές εργασίες και μεταφορές και
ήταν εμπορεύσιμα. Τις αγοραπωλησίες των
ζώων αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Επίκεντρο των
αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και
εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών του Καρπενησιού, της Σωτήρας, της
Τατάρνας και του Προυσού. Εκτός από τους ντόπιους ζωέμπορους, την περιοχή
επισκέπτονταν τότε και μεταπράτες από την υπόλοιπη Ελλάδα, για να διαπραγματευτούν με
τους ντόπιους την αγοραπωλησία ζώων.

Zευγάδες

Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα και τη σπορά των


χωραφιών. Όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν
δύο βόδια (τα ζευγαρόβοδα). Το «ζευγάρισμα»
απαιτούσε τέχνη και ειδικές γνώσεις για αυτό και οι
ζευγάδες ήταν περιζήτητοι. Οι ίδιοι εκτός από τα δικά
τους χωράφια όργωναν και έσπερναν και τα χωράφια
άλλων αγροτών και αμείβονταν επιπλέον, επειδή
διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη συρμαγιά (δηλαδή
τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα η ειδικότητα του ζευγά έχει20 εξαφανιστεί αφού το όργωμα
γίνεται πια με μηχανικά μέσα.

ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ-ΧΑΛΚΟΥΡΓΟΣ

Ο χαλκός είναι ένα μέταλλο γνωστό από πολύ παλιά, με το οποίο


κατασκεύαζαν όπλα πολεμιστών, εργαλεία και είδη οικιακής
χρήσης. Έχει δώσει μάλιστα το όνομά του σε μια ολόκληρη
περίοδο της εποχής των μετάλλων, την εποχή του χαλκού (3000-
1500π.Χ.). Πολλά αντικείμενα από χαλκό είναι εκτεθειμένα στα
αρχαιολογικά μας μουσεία.

Μέχρι τα νεότερα χρόνια υπήρχαν σε πολλές πόλεις χαλκουργεία, στα οποία


κατασκεύαζαν είδη νοικοκυριού και διακοσμητικά αντικείμενα. Μάλιστα ο χαλκός
σχηματίζει πολλά σημαντικά κράματα μεγάλης αντοχής με διάφορα άλλα μέταλλα,

όπως για παράδειγμα τον μπρούτζο(χαλκός και κασσίτερος), τον ορείχαλκο(χαλκός


και ψευδάργυρος) και με τέτοιες μορφές επεκτάθηκε η χρήση του. Τέτοιου είδους
αντικείμενα, ελληνικής κατασκευής ή εισαγόμενα από χώρες της Ανατολής, μπορεί
να βρει κανείς σε παλαιοπωλεία.

Καραγκιοζοπαίχτης

Ο καραγκιόζης (από την


τουρκική λέξη Karagoz =
μαυρομάτης) είναι φιγούρα
του τουρκικού θεάτρου Σκιών,
το οποίο δημιουργήθηκε το
16ο αι. προερχόμενο από την
Άπω Ανατολή. Το Θέατρο
Σκιών στην Τουρκία πήρε το
όνομά του από τον κεντρικό
ήρωα, τον Καραγκιόζη, ο
οποίος με του συνεργάτες του
(ένα πονηρό δερβίση,
κάποιους αγρότες κ.α.)
καθρέφτιζε μέσα από τα
χοντροκομμένα αστεία του τη
δυσαρέσκεια του λαού κατά
της κυβέρνησης.

Ο τουρκικός Καραγκιόζης δεν είναι άγνωστο θέμα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μετά
όμως το 1830, με την κλιμακωτή απελευθέρωση των διαφόρων περιοχών του νεοσύστατου
κράτους, το λαϊκό αυτό θέαμα αρχίζει να παίρνει ελληνική μορφή και να απλώνεται γοργά σε
όλη τη χώρα.

Η περίοδος 1880-1910 συνδέεται με τη μεγάλη ακμή του Θεάτρου σκιών και κορυφαίοι
δημιουργοί το επανδρώνουν με νέες φιγούρες (Σιόρ Διονύσιος, Κολλητήρι, Μπαρμπα -
Γιώργος), ώσπου αργότερα ο Καραγκιόζης ανυψώθηκε σε καλλιτεχνικό επίπεδο.

Κατά τη δεύτερη 25ετία του 20ου αι. το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη Σπαθάρη είναι
συνυφασμένο με τον Καραγκιόζη, αφού είναι ο άνθρωπος που αγωνίστηκε να διατηρήσει
αυτή τη θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, που κόντευε να σβήσει.

Σε πολλές, όμως, περιοχές της Ελλάδας εμφανίστηκαν επιδέξιοι καλλιτέχνες, οι οποίοι


κατασκεύαζαν το χαρτονιένιο θίασό τους και έστηναν τη σκηνή τους το σούρουπο στις
γειτονιές διασκεδάζοντας το κοινό μικρών και μεγάλων.

Ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Καραγκιόζης, κακομούτσουνος, καμπούρης, με μεγάλη μύτη,


θυμόσοφος, χωρατατζής και αιώνια πεινασμένος, έχει μια πολύπλευρη προσωπικότητα, που
δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Αγαπά να παρουσιάζεται δειλός, ανόητος ή ανήθικος, έχει
ένα πνεύμα αυτοσατιρισμού και όμως είναι στιγμές που βλέπουμε τον Καραγκιόζη πλούσιο σε
συναισθήματα, γενναίο, με ετοιμότητα και θάρρος. Γύρω του κινούνται ποικίλοι τύποι. Στο
ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών πρώτη θέση κατέχουν οι κωμωδίες με θέματα από την
καθημερινή ζωή, αλλά και θέματα εμπνευσμένα από τα παραμύθια, τις παραδόσεις και την
ιστορία, που συνοδεύονται από τραγούδι.

Σήμερα ελάχιστοι είναι οι φωτισμένοι εκείνοι άνθρωποι που διατηρούν αυτήν την τέχνη
προσαρμόζοντας τα θέματα των ιστοριών τους και στην επικαιρότητα.

Καϊτατζής

Προέρχεται από το μουσικό που έπαιζε γκάιντα (gayda).

Πρόκειται για το μουσικό που έπαιζε την παραδοσιακή κάιντα ή γκάιντα


που σήμερα όλο και λιγότερο συναντάμε. Η συμβολή του καϊτατζή στην
παράδοση είναι σημαντική, αφού είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σε γιορτές,
πανηγύρια και κάθε άλλου είδους διασκέδαση.

Καλαφάτης

Η δουλειά του ήταν παρόμοια με του Κατρατζή.

Οι καλαφάτες ήταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν το καλαφάτισμα (στεγανοποίηση) των


ναυπηγούμενων σκαφών στους «ταρσανάδες» ή «καρνάγια» (ναυπηγεία), ή/και το
βάψιμο και τη συντήρηση παλιότερων σκαφών. Πολλές φορές καλαφάτες ήταν οι ίδιοι οι
καραβομαραγκοί και μόνο σε περιόδους μεγάλης παραγωγής «σκαριών» υπήρχαν
τεχνίτες αποκλειστικά για το καλαφάτισμα.
Το καλαφάτισμα είναι η διεργασία με την οποία φράζονται οι αρμοί που σχηματίζονται
μεταξύ των σανιδιών του «πετσώματος» (δηλαδή των πλάγιων ξύλων που καρφώνονται
στο σκελετό του σκάφους και σχηματίζουν τα πλευρά), αλλά και της κουβέρτας
(καταστρώματος). Με τη βοήθεια της «ματσόλας» (ξύλινης δικέφαλης σφύρας), μιας
σειράς κοπιδιών, καθώς και των «καλαφατικών» (σιδερένιων σφηνών σε διάφορα
μεγέθη), διευρύνονται εξωτερικά οι αρμοί, στη συνέχεια, φράζονται με κανάβι (κάνναβη)
ή βαμβακερό στουπί και τέλος επακολουθεί η επάλειψη με πίσσα στα ύφαλα (την
επιφάνεια που βρίσκεται κάτω από το νερό όταν πλέει το σκάφος), ή στόκο στα έξαλα
(την επιφάνεια που βρίσκεται πάνω από το νερό όταν πλέει το σκάφος).

Κανταρτζής ή ζυγιστής.

Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες της καθημερινής


συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου
χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο
βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.).
χρησιμοποιούσε κανταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα
αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει με το καντάρι (στατέρι). Το
καντάρι είχε μια βέργα (βραχίνα) με σημειωμένες χαρακιές για
τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της
μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γατζάκια που
κρεμούσαν τα αντικείμενα. Στο
Καρπενήσι έλεγαν καταρτζήδες τους
κατασκευαστές κανταριών

Κατρατζής.

Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής


ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του
ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη
θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.

Κανατάς

Πουλούσε κανάτες. O κανατάς έμοιαζε με κινητό


κατάστημα, έτσι καθώς ήταν φορτωμένος με τα πήλινα
σταμνιά. Πολύτιμο είδος και απαραίτητο τα παλιά χρόνια η
κανάτα. Εκεί φύλαγαν οι άνθρωποι το νερό για να
παραμένει δροσερό, αφού δεν υπήρχαν τότε ψυγεία. Αλλά
ούτε και βρύσες υπήρχαν στα σπίτια και αναγκαζόταν ο
κόσμος να προμηθεύετε το νερό από κάποια υπαίθρια
βρύση-πηγή της γειτονιάς.

Καλάης

Προφανώς το όνομα αυτό έχει τη ρίζα του στο επάγγελμα του γανωτή και στο καλάι που
χρησιμοποιούσε στη δουλειά του.

ΚΑΛΑΘΑΣ

Ο καλαθάς τριγυρνούσε στις γειτονιές της παλιάς Αθήνας και


διόρθωνε τα καλάθια των κατοίκων. Στην περίοδο του εμφυλίου
μέσα σε καλάθια μετέφερε τρόφιμα, μηνύματα, ακόμα και
πολεμοφόδια για τους αντάρτες του βουνού.

Καλαθάδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Επειδή χρειάζονταν


καλάθια για το μάζεμα της ελιάς, του καπνού αλλά και για τη
μεταφορά των προϊόντων τους υπήρχαν οι καλαθάδες που
έφτιαχναν καλάθια από καλάμια. Βέβαια πολλοί τα έφτιαχναν
και μόνοι τους στα σπίτια τους και δεν αγόραζαν από τους καλαθάδες. Οι καλαθάδες
έπαιρναν καλάμια που τα μάζευαν από τις όχθες των ποταμών και των βάλτων και τα έκοβαν
κατά μήκος με ειδικά μαχαίρια. Τις λουρίδες αυτές από τα καλάμια τις έπλεκαν κι έφτιαχναν
καλάθια και πανέρια σε διάφορα μεγέθη

Καπνοκαθαριστής

Καλαθοποιός

Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι


σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το
επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από
τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το
τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να
πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνιa,
ψαροκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν
στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών
κ.ά.

ΚΑΝΤΑΡΑΣ

Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες


της καθημερινής συναλλαγής.
Συνήθως περιφερόταν στις αγορές ή όπου
χρειαζόταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για
να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι
σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό
κ.α.).Χρησιμοποιούσε κανταρόξυλο και σχοίνι για να δένει τα αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει
με το καντάρι. Το καντάρι είχε μια βέργα με σημειωμένες χαρακιές για τις οκάδες (1 οκά =
1200 γραμμάρια) που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γατζάκια
που κρεμούσαν τα αντικείμενα.

ΚΑΡΕΚΛΑΣ

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΞΥΛΑ ΑΠΟ ΠΛΑΤΑΝΟ Ή


ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΑΓΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ
ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΧΟΙΝΙΩΝ ΑΠΟ ΒΟΥΡΛΙΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΤΡΙΩΝ ΕΙΔΩΝ :
ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή


από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη
βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου
των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις
καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι
συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι
κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι
ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα
μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο
μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.

Καροποιός

Οι καροποιοί ήταν κατασκευαστές και επισκευαστές


καρών. Από το 1920 μέχρι το 1970 το επάγγελμα του
καροποιού ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο εμφανιστούν τα
αυτοκίνητα (φορτηγά). Τα καρά ήταν δίτροχα η
τετράτροχα που τα έσερναν γαϊδουριά άλογα η βόδια
ανάλογα με τι χρίση που είχε το κάθε ένα. Ήταν
φτιαγμένα με ξύλα και σίδερο και γινόταν από
ειδικούς τεχνίτες κηροποιούς, τα εργαλεία που
χρησιμοποιούσαν ήταν το σκεπάρνι, ο ξυλοφάγος, το
σφυρί, η βαριοπούλα, το πριόνι, η σφιχτρα, και η
αρίδα. Στη Θράκη υπήρχαν ονομαστοί καροποιοί που
έφτιαχναν γερά καρά.

Σήμερα το επάγγελμα του καροποιού δεν υπάρχει. Πλέον έχει χαθεί αιδώ και τρεις δεκαετίες
από τότε που άρχισαν να εμφανίζονται τα φορτηγά και τα τρακτέρ.
Καλαφάτες

Καλαφάτες ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν το καλαφάτισμα των ξύλινων


πλεούμενων, τοποθετούσαν δηλαδή ένα ειδικό προϊόν από φυτικές ύλες - το "καννάβι" -
στους αρμούς των ξύλων, με τη βοήθεια του σκαρπέλου και της "ματσόλας" (ξύλινο σφυρί).
Οι καλαφάτες εργάζονταν δίπλα στους καραβομαραγκούς στα ναυπηγεία και στα μικρά
καρνάγια που υπήρχαν σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου

ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ

Ο καρβουνιάρης ήταν ένα δύσκολο αλλά


απαραίτητο επάγγελμα, καθώς τα κάρβουνα ήταν
απαραίτητα για πολλές καθημερινές δουλειές.

Από το μαυρισμένο μικρό μαγαζί του έβγαινε βόλτα


στις γειτονιές φορτωμένος με ένα τσουβάλι γεμάτο
κάρβουνο στην πλάτη. Το πουλούσε για το
προσάναμμα του τζακιού ή για ψησταριές.

Καλντερμιτζής

Δεν πρόκειται για μεμονωμένους τεχνίτες αλλά για


μικρά, έκτακτα, ειδικευμένα συνεργεία του Δήμου
που δούλευαν με ημερομίσθιο. Συνήθως δούλευαν
κοντά στις ράγες του τραμ και επισκεύαζαν τα
φθαρμένα σημεία με κυβόλιθους, σκληρές πέτρες
λαξευμένες συνήθως από γρανίτη, κατάλληλες για
την οδόστρωση.

Καπιστράδες

Καπιστράδες έλεγαν τους τεχνίτες που


κατασκεύαζαν τα καπίστρια, τις μεσιές και τους
καπ(ου)λοδέτες, δηλαδή τα λουριά που περνούν από
τα καπούλια του ζώου και συγκρατούν το σαμάρι.
Συχνά την τέχνη του καπιστρά τη γνώριζαν και την
ασκούσαν οι σαμαροποιοί, αλλά και οι τσαγκάρηδες,
ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες που έχει
περιοριστεί σημαντικά η ζήτηση. Καπιστράδες
υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις ορεινές κοινότητες όπου
υπήρχαν και τα περισσότερα μόνοπλα ζώα.
Καφεπαντοπώλης

Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις


περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε
τη λειτουργία του καφενείου του με την
πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος
του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι,
ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές
σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο,
ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε
να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα
και ίσως είδη τσαγκάρικου.

ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΗΣ

Είναι ο τεχνίτης που κατασκευάζει κεριά και λαμπάδες για τις


εκκλησιές, αλλά κυρίως για τους ιδιώτες οι οποίοι τις
χρησιμοποιούσαν στα θρησκευτικά έθιμα και τάματα αλλά και στα
σπίτια. Παλιά αγόραζε ο ίδιος το κερί από τους μελισσοκόμους και
το έβαζε σε ένα μεγάλο δοχείο ή σε φούρνο με κάρβουνα. Στη
συνέχεια άδειαζε το λιωμένο κερί σε ένα μακρύ δοχείο. Έξω από
αυτό υπήρχε ζεστό νερό για να κρατάει το λιωμένο κερί σε σταθερή
θερμοκρασία. Μέσα σε αυτά βουτούσε τη σχάρα που ήταν από δύο παράλληλες σανίδες που
ενώνονταν με σχοινιά. Το μήκος του κεριού εξαρτάται από το άνοιγμα της σανίδας. Το φιτίλι
το προμηθεύονταν σε κουβάρια. Στο καθαρό κερί έμπαινε υποχρεωτικά κίτρινο φιτίλι για να
ξεχωρίζει. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή
παράδοση. Ωστόσο σήμερα οι τοπικοί παραγωγοί κεριών έχουν μειωθεί ιδιαίτερα, αφού τις
τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές βιομηχανοποιημένων κεριών

Καραβομαραγκοί

Η ξυλεία, αλλά και το ρετσίνι των πεύκων αποτελούσαν υλικά για τη ναυπήγηση ξύλινων
πλεούμενων, μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και
αναπτύχθηκε στα νησιά από τα πολύ παλιά χρόνια.
Μέχρι το 18ο αιώνα στα Δωδεκάνησα υπήρχαν
μεγάλοι Ταρσανάδες (ναυπηγεία), όπου
κατασκευάζονταν μικρά εμπορικά καράβια και
αλιευτικά πλεούμενα.

Οι καραβομαραγκοί, πρακτικοί ναυπηγοί με μεγάλη


εμπειρία (που μεταδιδόταν μέσα από την
οικογενειακή παράδοση ή την επαγγελματική
μαθητεία), απασχολούσαν σημαντικό αριθμό
ειδικευμένων εργατών και κατασκεύαζαν πολλών
ειδών σκαριά, καλύπτοντας τις ανάγκες της
Δωδεκανήσου , αλλά και γενικότερα του Ανατολικού Αιγαίου.

Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ξύλινα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στις
θαλάσσιες συγκοινωνίες και τα Δωδεκανησιακά ναυπηγεία κατασκεύαζαν σακολέβες
(ιστιοφόρα με ένα κατάρτι), βάρκες, περάματα, τράτες, τρεχαντήρια κ.ο.κ., που ταξίδευαν
μέχρι τις ακτές της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία που
εξυπηρετούσε την περιοχή από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, αντικατέστησε σταδιακά τα
ιστιοφόρα, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τα μηχανοκίνητα πλοία κυριάρχησαν πλέον
ολοκληρωτικά στις μεταφορές, στο εμπόριο, ακόμη και στην αλιεία.

Κατασκευαστές κουδουνιών

Τα κουδούνια που βάζουν οι κτηνοτρόφοι στα πρόβατα


έχουν διάφορα μεγέθη ανάλογα με την ηλικία του ζώου,
αλλά και την εποχή. Το καλοκαίρι τα κουδούνια είναι πιο
μικρά, τα επονομαζόμενα "πετρωτά" και έχουν ήχο πιο
ξερό και υπόκωφο. Όλα τα κουδούνια μετά την πάροδο
κάποιων χρόνων χρειάζονται ανανέωση ή επισκευή, για να
γίνει πάλι αρμονικός ο ήχος τους. Τα κουδούνια ήταν από
λαμαρίνα και τα κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες που
γνώριζαν επιπλέον την τέχνη της πρόσμιξης χαλκού στο
σιδερόφυλλο, που προσέδιδε μεγαλύτερη αντοχή και
αρμονία στον ήχο του κουδουνιού. Η τέχνη κατασκευής
κουδουνιών μεταδιδόταν μέσα στο πλαίσιο της μαθητείας ή
της οικογενειακής παράδοσης. Οι τσοπάνηδες και οι
κτηνοτρόφοι που είχαν ιδιαίτερο μεράκι έδεναν τα
κουδούνια σε όμορφα κομμάτια δέρματος και τα κούρδιζαν
χτυπώντας τα κατά τόπους, μέχρι να βγάλουν αρμονία. Στην προβατίνα που οδηγεί το κοπάδι
έβαζαν διαφορετικό κουδούνι, ενώ κάποιοι κτηνοτρόφοι έβαζαν μεγάλα κουδούνια και στα
βόδια που είχαν για αναπαραγωγή και έβοσκαν ελεύθερα.

Κεντήστρα

Το παραδοσιακό κέντημα διακρίνεται για την


ποικιλία των θεμάτων του και την προσκόλλησή
του στη Βυζαντινή παράδοση. Οι νέες κοπέλες
μάθαιναν τις διάφορες βελονιές της κεντητικής,
για να κεντήσουν τα προικιά τους.
Χαρακτηριστικό είδος είναι ο τσεβρές (=
τουρκική λέξη cevre = κεντητό κεφαλομάντηλο),
στον οποίο χρησιμοποιείται η βυζαντινή βελονιά
και, εκτός από τις χρωματιστές κλωστές, κυρίως
η χρυσοκλωστή, απομεινάρια και τα δύο της
βυζαντινής εποχής.

Κτίστης

Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ


διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια
χτίζονταν με πέτρες απελέκητες, πελεκημένες και
απο πλύθες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια,
επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται
και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν
κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις
καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις
πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και
προχωρημένη τεχνική.

καστανάς

Το επάγγελμα του καστανά ήταν σχετικά ένα δύσκολο


επάγγελμα επειδή o καστανάς έπρεπε να δουλεύει με
όλα τα καιρικά φαινόμενα. Κάθε πρωινό ο καστανάς
στέκονταν σε μια μεριά του δρόμου έβαζε ένα ένα τα
κάστανα επάνω στο καροτσάκι που είχε στερεωμένο
επάνω ένα μαγκάλι και τα έψηνε. Όταν τα
κάστανα ήταν έτοιμα τα έβαζε μέσα σε χωνάκια από
εφημερίδες και τα πουλούσε στους περαστικούς. Αυτό το
επάγγελμα σήμερα έχει σταματήσει στις περισσότερες
περιοχές της Ελλάδας επειδή έχουν

Κρασάς

Το επάγγελμα του κρασά ήταν εποχιακό. Κατά τον Οκτώβριο


με τα πρώτα κρύα ήταν έτοιμο το κρασί.Η ποσότητα του
κρασιού υπολογίζονταν σε μεταλλικά κύπελα της οκάς ή
μισοκάρικα κι ο κρασάς είχε πάντα μαζί του και το δράμι.

Κατρατζής - ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ

Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που
ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις
βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.

Καλφόπουλος

Από τη λέξη κάλφας που σήμαινε τον μαθητευόμενο ράφτη ή τσαγκάρη

Καφετζής

Το γνωστό επάγγελμα του καφεπώλη στα ελληνικά καφενεί


Κοσκινάς

Φρόντιζε να φτιάχνει ο
ίδιος τα κόσκινα μια και
δεν χρειαζόταν πολλά
υλικά και εργαλεία για
να γίνει. Μια ψιλή σίτα
ή μία τρυπημένη
λαμαρίνα ή ακόμη και
ένα δέρμα με τρύπες -
ανάλογα για τη δουλειά
που το χρειαζόταν η
νοικοκυρά- και ένα λεπτό, στρογγυλό ξύλο, το "κασνάκι", γύρω-γύρω, ήταν τα υλικά που
χρειαζόταν για να γίνει ένα κόσκινο.

ΚΑΣΕΡΟΜΑΣΤΟΡΑΣ

Το επάγγελμα του κασερομάστορα, όπως και τα


περισσότερα επαγγέλματα, περνούσε από γενιά σε
γενιά. Το κασέρι το παρασκεύαζαν σε μικρά
ξύλινα ή πέτρινα οικήματα γνωστά ως κασερίες.
Στη συνέχεια μετά την απαραίτητη διαδικασία
παρασκευής του κασεριού το τοποθετούσαν για
ένα εικοσιτετράωρο σε καλούπια για να πάρει το
επιθυμητό σχήμα. Ακολουθούσε η μεταφορά του
κασεριού από τις κασερίες στα υπόγεια των
σπιτιών όπου υπήρχε σταθερή θερμοκρασία και τα
τοποθετούσαν σε τεζάκια για να ωριμάσουν.
Παρέμεναν στα υπόγεια για τρεις μήνες και στη
συνέχεια τα πουλούσαν στους εμπόρους.

ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΔΕΣ

Ο καραβοκύρης κάνει κουπί όρθιος


πατώντας πάνω σε ένα σανίδι το οποίο
γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός έτσι ώστε να
δίνει πρόσθετη δύναμη στα κουπιά με το
βάρος του σώματος του.
Τα καράβια συνδέονται στενά με την
παραδοσιακή ζωή της περιοχής,γιατί μέχρι το
1950,χρησιμοποιούνταν εκτός από το
ψάρεμα και για τις συγκοινωνίες και τις
μεταφορές εμπορευμάτων,λόγω ελλείψεως
τοπικών επαρχιακών δρόμων.
Καμίνι

Το καμίνι το είχε κάποιος συγκάτοικός μας για να φτιάχνει


ασβέστη. Αυτό ήταν σαν φούρνος ανοιχτός από πάνω όπου
έβαζαν κομμάτια από τα πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα της
περιοχής μας και άναβαν από κάτω δυνατή φωτιά που έκαιγε
δυο τρεις μέρες συνέχεια κι έτσι έκαναν τον ασβέστη

ΚΑΠΕΛΟΥ

Συναφές με το επάγγελμα της μοδίστρας ήταν και


το επάγγελμα της καπελούς. Αυτή
έφτιαχνε τα καπέλα με τα οποία συμπλήρωναν το
ντύσιμό τους οι κυρίες της εποχής, μια και
ήταν της μόδας. Τα υλικά κατασκευής των
καπέλων ήταν σε κάποιο βαθμό εισαγόμενα,
αλλά αρκετά υφάσματα προέρχονταν από
εμπορικά κέντρα της Αθήνας. Τα είδη των
καπέλων που κατασκεύαζε
σχετίζονταν με την εποχή του χρόνου. Τα
καλοκαιρινά καπέλα ήταν συνήθως από ψάθα
(ψάθινα) και τα διακοσμούσε με
υφασμάτινα ή ψεύτικα λουλούδια. Αντίθετα τα χειμωνιάτικα ήταν πιο επίσημα και
κατασκευάζονταν από ακριβά υφάσματα Τα διακοσμούσαν με κορδέλες και αρκετές φορές με
τούλια που τα χρησιμοποιούσαν στα καπέλα με βέλο. Στις μέρες μας υπάρχουν οι μεγάλες
εταιρείες που παράγουν μαζικά καπέλα και διάφορα άλλα αξεσουάρ.

ΚΛΩΝΑΤΖΗΔΕΣ –ΣΤΡΙΦΤΕΣ

Δούλευαν πάντα στην ύπαιθρο, σε ανοιχτούς χώρους και η


δουλειά τους ήταν να φτιάχνουν κλωστές από φυσικό ή
τεχνητό μετάξι, επίσης και βαμβακερά νήματα.

Κεραμιδάδες

Κεραμιδάδες ονόμαζαν τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν


τα κεραμίδια και τα τούβλα. Απασχολούσαν μαζί τους
ως βοηθούς και αρκετούς κάτοικους των χωριών. Οι
εργάτες αρχικά έφτιαχναν με ντόπιο χώμα το
πρόπλασμα μέσα σε καλούπια, σε υπαίθρια εργαστήρια
αρχικά κοσκινίζοντας το χώμα.

Έπειτα, έψηναν το χώμα στα καμίνια, δηλαδή μικρούς φούρνους συνήθως πρόχειρα
κατασκευασμένους από χώμα και τούβλα. Η παραγωγή επαρκούσε για την τοπική
κατανάλωση.

Κουλουράς

Καμπανοποιός

Κουγιουμτζήδες
Κουγιουμτζήδες
ονομάζονταν οι
έμποροι (οι οποίοι
μερικές φορές ήταν και
πλανόδιοι) αλλά και οι
τεχνίτες κοσμημάτων,
ρολογιών και άλλων
αντικειμένων από
πολύτιμα μέταλλα. Ο Στρατής Μολίνος στο βιβλίο του «Επώνυμα και Συντεχνίες» ,
αναφέρει και άλλες ονομασίες για εξειδικευμένους κοσμηματοποιούς και εμπόρους: ως
«αλτιντζής» (τουρκικά altinci) προσδιορίζεται ο έμπορος κυρίως του χρυσού καθώς και
άλλων πολυτίμων μετάλλων - ονομασία που σπανιότερα σημαίνει και τον χρυσοχόο, ως
«ελματζής» ο αδαμαντοπώλης (elmasci, τουρκικά elmas = διαμάντι), ως
«ζουμπρουτζήδες», οι ειδικοί στην κατεργασία και στο εμπόριο των σμαραγδιών
(τουρκικά zumrut = σμαράγδι).
Οι κουγιουμτζήδες μάθαιναν την τέχνη τους ως μαθητευόμενοι βοηθοί (τσιράκια). Η
επαγγελματική επιτυχία και καταξίωση βασίζονταν στη λεπτοτεχνία, στην ακρίβεια και
στην καλαισθησία. Το επάγγελμα του κουγιουμτζή απολάμβανε κοινωνικής καταξίωσης,
ενώ ορισμένοι έφεραν και διακριτικά σημεία, όπως για παράδειγμα ένα (πρόσθετο) χρυσό
νύχι, που τους ξεχώριζαν από τους άλλους επαγγελματίες.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη δημιουργία ενός κοσμήματος ήταν
χρυσός, σπανιότερα ασήμι και πολύ σπάνια μπρούτζος και διάφορες πολύτιμες και
ημιπολύτιμες πέτρες. Το χρυσό τον αγόραζαν (με το κιλό) από την τράπεζα Ελλάδος. Τον
έλιωναν στον καυστήρα στους 1.063ο C και όταν επιθυμούσαν να ελαττώσουν τα καράτια
τον αναμίγνυαν με μπακίρι (χαλκό), ενώ το ασήμι (που το αγόραζαν από εμπόρους) το
χρησιμοποιούσαν πάντα αυτούσιο και το έλιωναν στους 960ο C. Στη συνέχεια, έχυναν το
λιωμένο μέταλλο σε καλούπι από κόκαλο σουπιάς ή από κάποιο άλλο μέταλλο, στο οποίο
είχαν χαράξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αφού στέγνωνε λίγο το έκοβαν με ψαλίδι ή
τανάλια και τέλος χρησιμοποιούσαν ειδικό τόρνο για να του δώσουν το τελικό σχήμα.
Όταν χρειαζόταν χάρασσαν κάποιο σχέδιο (είτε γράμματα) πάνω στο κόσμημα με το
καλέμι, και στη συνέχεια (μερικές φορές) κολλούσαν πάνω του πολύτιμους ή
ημιπολύτιμους λίθους. Τέλος, χρησιμοποιούσαν λίμα για να προσδώσουν στο κόσμημα
την τελική του μορφή, ενώ πρόσθεταν και «φάρμακο» για το γυάλισμα και καθάρισμα
του χρυσού. Για την κατασκευή και επισκευή ρολογιών χρησιμοποιούσαν πρόσθετα
εργαλεία και εξαρτήματα, όπως κατσαβίδια, άξονες, ελατήρια, μπαταρίες, καθώς και
χαρτιά ή άλλα υλικά για τα καντράν.

Λαγουμτζής

Είναι εκπρόσωπος ενός ένδοξου επαγγέλματος, ειδικά στην


περίοδο του πολέμου. Τότε όταν γινόταν κάποια πολιορκία,
οι λαγουμιτζήδες αναλάμβαναν να ανοίξουν σήραγγες
(λαγούμια) κάτω από τα τείχη του φρουρίου, κι έβαζαν εκεί
τα εκρηκτικά τους. Με την ανατίναξη των λαγουμιών τα
τείχη ράγιζαν και πολλές φορές έπεφταν τελείως. 'Στα
τούρκικα η σήραγγα λέγεται lagim δηλ. λαγούμι και ο
ειδικός στη διάνοιξή τους lagimci'.

Λούστρος

Επαγγελματίας λούστρος ήταν αυτός που περιφέρονταν σε


διάφορα στέκια της πόλης -καφενεία, καταστήματα, υπηρεσίες
και διάφορα σημεία των δρόμων- και έβαφε τα παπούτσια των
πελατών του.

Ο εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κασελάκι (κιβώτιο),


που στις πλαϊνές του θήκες είχε τις μπογιές των παπουτσιών, τις
βούρτσες και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο λούστρος για τον
καθαρισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό
με ένα μακρύ, γερό, δερμάτινο λουρί κρεμιόταν στον ώμο του
ιδιοκτήτη, ο οποίος στο άλλο χέρι κρατούσε κι ένα μικρό
καρεκλάκι. Αυτή ήταν όλη η περιουσία του λούστρου, που την
μετέφερε εύκολα από το ένα στέκι στο άλλο.

Λεμονατζής

Στη παλιά Αθήνα ο λεμονατζής έκανε την εμφάνιση του από τις
10 το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Ετοίμαζε στο σπίτι του από
νωρίς την λεμονάδα, την οποία τοποθετούσε στο κέντρο ενός
χάλκινου, γυαλιστερού ντεπόζιτου και γύρω-γύρω έβαζε πάγο.
Συνήθως οι λεμονατζήδες ήταν αρβανίτες.

Λαδάς

Αυτός που πουλούσε το λάδι το έπαιρνε από τους εμπόρους, που το έφερναν από
τη νότια Ελλάδα μέσα σε κιούπια ή βαρέλια.Ο μικροπωλητής έπαιρνε το λάδι, που
ήταν αγνό λάδι ελιάς, το έβαζε σε ξύλινα βαρέλια και τα φόρτωνε σε κάρο.

ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ

Ο πλανόδιος οργανοπαίκτης, που γυρνούσε τις


γειτονιές, και άπλωνε μελωδικούς σκοπούς κάτω από
τα γερτά ξύλινα πατζούρια των σπιτιών της παλιάς
Αθήνας λεγόταν λατερνατζής. Γνωστές οι ταινίες του
παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ΛΑΤΕΡΝΑ,
ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ και ΜΙΑ ΛΑΤΕΡΝΑ = ΜΙΑ
ΖΩΗ.

λατερνατζής με τη μελωδική λατέρνα του σε ξακουστά κομμάτια των Αττίκ, Βαμβακάρη,


Τσιτσάνη.

Λουκουματζής

Πολύ συχνά σε δρόμους περαστικούς σε στάσεις λεωφορείων ή στους σταθμούς


των τρένων, συναντούσε κανείς τον πλανόδιο πωλητη λουκουμιών. Εμφανιζόταν
κατά τις 10 το πρωί αλλά και το απόγευμα.
ΜΑΜΗ

Ήταν αδύνατη η μεταφορά των εγκύων σε νοσοκομείο για να ξεγεννήσουν.


Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν αλλά ούτε και χρήματα. Αυτοδίδάκτες γυναίκες,
αλλά με προσόντα, είχαν αναλάβει αυτή τη δουλεία. Γνωστότερη η γριά
Τσαγγουραίνα από τα Αθίκια. Το χωριό μας όμως είχε πρακτική μαμή. Ήταν η
γιαγιά Κατερίνα νύφη του Καπίζα από το χωριό Λεύκα.

Μεταπράττες

Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή


μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους
χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο
κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι πραματευτάδες

Μπαρμπέρης

Αυτό το επάγγελμα ήταν κάτι


αντίστοιχο με σημερινό κομμωτή
αντρών, αλλά το μαγαζάκι του
μπαρμπέρη ήτανε πολύ μικρό και
τα μόνα έπιπλα που κοσμούσαν το
χώρο του ήταν ένα τραπέζι, μια
καρέκλα, ένα καθρέφτη ένα πινέλο,
ένα ξυράφι για το ξύρισμα, που
πολλές φόρες περισσότερο
γρατζούνιζε παρά ξύριζε, ένα λουρί
για να ακονίζει το ξυράφι, ένα
σαπούνι πράσινο για να κάνει
αφρό, μερικές άσπρες πετσέτες ,
κολόνια, πούδρα, ψαλίδια .
Μηχανές για το κούρεμα των μαλλιών τότε δεν υπήρχαν, όπως δεν υπήρχαν και τα
καλλυντικά που υπάρχουν σήμερα για τη αναζωογόνηση και φροντίδα των μαλλιών
Μπαλωματής

Τις πρωινές ώρες αλλά και τις απογευματινές έκανε την εμφάνισή
του στις λαϊκές συνοικίες ο πλανόδιος μπαλωματής. Είχε
κρεμασμένη στον ώμο του μια τσάντα με τα απαραίτητα εργαλεία:
σφυριά, σουβλιά, καρφιά, ξυλοπρόκες, κόλλα, κομμάτια από
λάστιχο (που προερχόταν από παλιές ρόδες αυτοκινήτων) και την
απαραίτητη ποδιά για να μην λερώνονται. Η τιμή ήταν ανάλογα
με τη εργασία 1-2-3 δρχ. το κομμάτι και στα 1918 το σόλιασμα
των παπουτσιών κόστιζε 10 δρχ.

ΜΥΛΩΝΑΣ

Ο μυλωνάς ήταν αυτός που παλιότερα άλεθε τα σιτηρά


για να πάρει το αλεύρι.

Μαντζουνάς

Ο μαντζουνάς για να ετοιμάσει το νοστιμότατο μαντζούνι


που μοσχοβολούσε ξυπνούσε από τη νύχτα. Τα υλικά που
χρησιμοποιούσε ήταν λίγη ζάχαρη, νερό, διάφορα
χρώματα, αρώματα, μπαχαρικά και ό,τι άλλο ήταν
απαραίτητο.

Μπουγατσατζή

Η προετοιμασία της μπουγάτσας γινόταν στο σπίτι


του μπουγατσατζή από το απόγευμα της
προηγούμενης μέρας.

Κατά τις 7-8 η ώρα έβγαινε στη πλατεία, συνήθως


είχε το στέκι του, και την πωλούσε στους
περαστικούς που πήγαιναν εκείνη την ώρα στη
δουλειά τους. Η τιμή της ήταν μια δραχμή το
κομμάτι ή 3 δραχμές η οκά.
Μπογιατζής

οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και


πατανιές, χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλά
και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για
σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.

Μαδεμλής

Είχε σχέση με την εξόρυξη και κατεργασία του


χυτοσιδήρου που ακόμα και σήμερα ακόμα το λέμε
μαντέμι η λέξη όμως είναι τούρκικη. Maden στα
τούρκικα θα πει ορυκτό, μετάλλευμα.

Mπακαλόγατος

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες στη γειτονική Τουρκία σ τα μεγάλα μπακάλικα


συχνάζει ένα τσούρμο πιτσιρίκια που είτε βοηθούν τους πελάτες του μαγαζιού στο
κουβάλημα των αγαθών ή μεταφέρουν τις παραγγελίες κατ’ οίκον. Και στις δυο
των περιπτώσεων η αμοιβή τους δεν σχετίζεται με τον μπακάλη αλλά με τους
ξεκούραστους πελάτες. Να συνεκτιμηθεί στην τελική εικόνα και η διαδεδομένη
ακόμα συνήθεια του καλαθιού με το σχοινί από τα μπαλκόνια των εκεί
νοικοκυριών για το ανέβασμα των ψώνιων. Σε εμάς από την άλλη ακόμα και ο
ίδιος ο μπακάλης εξαφανίζεται από την πίεση του ανταγωνισμού. Επομένως που
να βρεθεί χώρος για τον μπακαλόγατο…

Μικροπωλητές (αυγουλάς)

Ο αυγουλάς έπρεπε τη νύχτα να ξεκινήσει


από τα γύρω χωριά της Θεσσαλονίκης,
φορτώνοντας από βραδύς ακόμα την
πραμάτεια του στο κάρο ή και στον ώμο του
πολλές φορές και που αποτελούνταν από
αυγά, από κότες και κοκόρια, ανάλογα με τις
απαιτήσεις.
πλανόδιος μανάβης

ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η
εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά
η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η
αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός
άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν
υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και
τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.

Μπακάλης

Πνιγμένος στα ράφια με τις


κονσέρβες, τις ζάχαρες τα
ζυμαρικά και όλα τα
απαραίτητα για το
μαγείρεμα της νοικοκυράς.
Τα περισσότερα χύμα και
αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς
ψυγείο, πουλούσε όλα τα
βασικά είδη και τρόφιμα
χύμα. Συνήθως, το
μπακάλικο ήταν εμπορικό
και καπηλειό. Σήμερα με
τους όρους που
διαμορφώθηκαν από την
σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός
από εκείνα τα λίγα που επιμένουν να λειτουργούν σε κάποιες γειτονιές και στα κεφαλοχώρια.

Μπουγαδοκλέφτης

Επάγγελμα-ιδιότητα του υποκόσμου, που αποτελεί ούτως ή άλλως


μέρος της κοινωνικής ζωής και επομένως πρέπει να αναλύεται. Ο
Πετρόπουλος μεταφέρει πως αυτή η κατηγορία περιφρονούταν
στην πιάτσα των κλεφτών (το ίδιο λέει και για τον κλεφτοκοτά,
αλλά ο κλεφτοκοτάς σε πείσμα των καιρών επιβιώνει και μάλιστα με δυνατότητες
επαγγελματικής εξέλιξης). Τον μπουγα δοκλέφτη ουσιαστικά τον έφαγε η
καραμάνλεια πολεοδομική επανάσταση του ’50 και του ’60 και η αστυφιλία. Το
σύγχρονο αστικό περιβάλλον με τις πολυκατοικίες και τα απομονωμένα
μπαλκόνια και η μεταφορά του πληθυσμού από τις μονοκατοικίες της επαρχίας
και του χωριού σε τέτοιου τύπου κατοικίες δημιούργησαν απροσπέλαστες τεχνικές
δυσκολίες στον μπουγαδοκλέφτη μέχρι που τον αφάνισαν.

Μπασματζής (Υφασματοπώλης)

Σε λίγα κεφαλοχώρια και κυρίως στο Καρπενήσι, υπήρχαν τα


καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα.
Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ,
όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες,
αλατζάδες, τσίτια κλπ.

Μαραγκοί-Ξυλουργοί (Ντουλγκέρηδες)

Οι μαραγκοί ήταν οι τεχνίτες


που κατασκεύαζαν ξύλινα
έπιπλα, αλλά και σκάλες,
κουφώματα, ταβάνια,
πατώματα, πόρτες και
γενικότερα όλο τον ξύλινο
εξοπλισμό των κατοικιών.
Είχαν δικά τους εργαστήρια
όπου κατασκεύαζαν τα
έπιπλα, ωστόσο οι ίδιοι
συμμετείχαν και στις
οικοδομές, αναλαμβάνοντας
τα ξύλινα μέρη.

Μυλωνάς

Ο μυλωνάς δούλευε στο μύλο του, ένα μεγάλο κτίσμα, το οποίο


είχε στη μέση δύο τεράστιες πλατιές πέτρες που εφάπτονταν
μεταξύ τους και λειτουργούσαν με αέρα ή νερό, αλλά και
μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους. Στο μυλωνά πήγαιναν οι γεωργοί το σιτάρι της
παραγωγής τους και εκείνος το έριχνε ανάμεσα στις πέτρες, που λειτουργούσαν σαν πρέσα.
Έτσι το σιτάρι αλεθόταν και έβγαινε το αλεύρι. Σήμερα το επάγγελμα δεν έχει εξαφανιστεί
τελείως, αλλά είναι μια σπάνια δουλειά. Μύλο σε λειτουργία μπορεί να συναντήσει κανείς σε
απομακρυσμένα νησιά. Ο μυλωνάς έχει αντικατασταθεί από μεγάλες βιομηχανίες, που
κάνουν μαζικές παραγωγές.

Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια
περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο -
άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα
τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι
υπήρχαν σε όλα τα χωριά και το Καρπενήσι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν
υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε
ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του
μυλωνά, ο οποίος σε περιόδους αιχμής δούλευε νύχτα μέρα. Κάτω από τις μυλόπετρες
υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε
από το βαγένι το και τον περιέστρεφε. Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες
κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι
διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας.
Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε
σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια
έπαιρνε χρήματα.

Μεταφορές

Μαστιχοπαραγωγοί
Η Χίος και συγκεκριμένα τα Μαστιχοχώρια (Μεστά,
Καλλιμασιά, Πυργί, κ.ά), που βρίσκονται στο νότιο
τμήμα του νησιού, διεκδικούν την παγκόσμια
αποκλειστικότητα στην καλλιέργεια και παραγωγή
φυσικής μαστίχας. Παρότι το συγκεκριμένο φυτό, ο
σκίνος, είναι αυτοφυές και σε άλλα μέρη του νησιού,
ενώ (όπως αναφέρουν οι κάτοικοι των
Μαστιχοχωρίων) έχουν γίνει και προσπάθειες
μεταφύτευσης και καλλιέργειας και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού (νότια
Γαλλία), μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή της νότιας Χίου έχει ικανοποιητική απόδοση σε
μαστίχα, πιθανόν εξ’ αιτίας κάποιας ιδιαιτερότητας της σύστασης του εδάφους.
Φυσικά, αυτό το δεδομένο επηρέασε σημαντικά την οικονομική, κοινωνική και
πολιτισμική ιστορία του νησιού, αφού η μαστίχα χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε μια
ευρεία ακολουθία προϊόντων, όπως στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, σε αρωματικά
έλαια και σε καλλυντικά, ακόμη και σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Την εποχή της
κυριαρχίας των Γενουατών, η εμπορική εταιρεία της «Μαόνας» που κατείχε το νησί έδωσε
ειδικά προνόμια στα Μαστιχοχώρια, αλλά επέβαλλε και βαριές ποινές για την παράνομη
διακίνηση της μαστίχας. Ίδια ακριβώς πολιτική ακολούθησαν και οι Οθωμανοί που τους
διαδέχτηκαν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Σουλτάνος εξαγόρασε όσους αιχμαλώτους
προέρχονταν από τα Μαστιχοχώρια μετά τη σφαγή της Χίου (1822) και τους
επανεγκατέστησε στο νησί, για να μη διακοπεί η παραγωγή του συγκεκριμένου πολύτιμου
προϊόντος.
Ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα ήταν η Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου
οι έμποροι μετέφεραν τη μαστίχα στην Ανατολή, αλλά και μέχρι τις Αραβικές χώρες. Η
παραγωγή της μαστίχας αποτελούσε συμπληρωματικό εισόδημα των αγροτικών
οικογενειών που διέθεταν κάποια στρέμματα, ενώ η συλλογή και επεξεργασία του
μαστιχιού ήταν υπόθεση όλης της οικογένειας και κυρίως των γυναικών. Στη σύγχρονη
εποχή η Χίος εξάγει σημαντικές ποσότητες μαστίχας τόσο στις ανατολικές, όσο και στις
δυτικές αγορές. Η τιμή της μαστίχας έχει αυξηθεί αρκετά σε σύγκριση με παλαιότερες
εποχές, ενώ παρότι ούτε σήμερα υπάρχουν αγρότες οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά
με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, η ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη του εμπορίου της
μαστίχας η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών, έχει ενισχύσει τα εισοδήματα των παραγωγών.

Μαχαιροποιοί ή Μαχαιράδες
Το επάγγελμα του μαχαιρά δεν απολάμβανε ιδιαίτερης
αναγνώρισης στο παρελθόν, αφού οι απολαβές που
πρόσφερε δεν ήταν υψηλές. Οι μαχαιράδες είχαν σαν
κύρια ασχολία την κατασκευή και επισκευή των μαχαιριών,
αλλά έφτιαχναν και πριόνια, σουγιάδες, κλαδευτήρια,
«γκατζοπρίονα» (πριόνια για τις ελιές) κ.ά. Συνήθως
μαθήτευαν σε μάστορες κάποια χρόνια για να μάθουν την
τέχνη και στη συνέχεια άνοιγαν το δικό τους μαγαζί -
εργαστήριο.
Οι μαχαιράδες γύριζαν από χωριό σε χωριό και
πουλούσαν τα μαχαίρια τους. Δεν υπήρχαν συντεχνίες
μαχαιράδων, αλλά κάθε τεχνίτης είχε το δικό του μαγαζί.
Πολλές φορές έφτιαχναν και εργαλεία κατά παραγγελία,
γράφοντας πάνω στο αντικείμενο το όνομα του
παραγγελιοδόχου. Όταν έφτανε η ώρα της παράδοσης,
πήγαιναν στο καφενείο ή στην πλατεία κάθε συνοικίας ή
χωριού και έβαζαν τον ντελάλη να «τα φωνάζει» (διαλαλεί).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός από τις οικιακές και αγροτικές χρήσεις, μέχρι τη
δικτατορία του 1936, οπότε απαγορεύτηκε αυστηρά η οπλοφορία, τα μαχαίρια στόλιζαν
σχεδόν όλες τις ζώνες των νέων «παλικαριών» και υπήρχε «συναγωνισμός» των
μερακλήδων για το πιο ωραίο μαχαίρι. Φημισμένος τεχνίτης μαχαιριών

Νεροφόρος
Ο νεροφόρος (υδρονομέας) αναλάμβανε καθήκοντα από τις αρχές Μαΐου και παρατείνει το
έργο του έως τα τέλη Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, ανάλογα πάντοτε με τις τοπικές
καιρικέςσυνθήκες. Κύριο έργο του ήταν ο καθαρισμός των οχετών που οδηγούν τα πηγαία
νερά σε καλλιεργημένες εκτάσεις.

Ντενεκετζής

Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του


νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά,
λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του
καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.

Νεροκόπος (Υδρονομέας)

Στο χωριό μας υπήρχαν πολλές πηγές που κυλούσαν


τα νερά τους περνώντας από τους κήπους και τα
χωράφια. Απ αυτά τα νερά οι κάτοικοι του χωριού μας
πότιζαν τα χωράφια τους. Έφραζαν το αγώγι και
οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι πότιζαν.
Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος το
αγώγι για να ποτίσει και διαμαρτύρονταν ο άλλος που
περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό.
Έπρεπε λοιπόν να μπει μια τάξη. Έβαλαν λοιπόν το
νεροκόπο που δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το
Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη διανομή του νερού στους
κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Στην
αρχή τον πλήρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αργότερα όμως
τον πλήρωνε η Κοινότητα. Δούλευε μέρα και νύχτα
γιατί αλλιώς δε θα προλάβαιναν να ποτίσουν όλοι οι
κάτοικοι. Κρατούσε μια τσάπα κι ανάλογα έφραζε το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι
του κατοίκου που είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι κανένας δε διαμαρτυρόταν. Ανάλογα με τη
σειρά που πήγες και δήλωσες ότι θέλεις να ποτίσεις, γραφόσουν στη λίστα και κρατούσαν την
προτεραιότητα αδιαμαρτύρητα.

Νερουλάς

Στην παλιά Θεσσαλονίκη που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε
την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε
σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον
τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930
Ντελάλης

(από το τελάλης τουρκ. λέξη tellal = κήρυκας)

Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το


ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι
αρχές του χωριού είχαν πρόβλημα να
επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους
πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους
αφορούσαν. Έτσι όταν ήθελαν να ανακοινώσουν
κάτι στους κατοίκους είχαν το ντελάλη. Δουλειά
του ήταν να γυρίζει σε όλο το χωριό και να
φωνάζει αυτό που έπρεπε να μάθουν όλοι οι
χωριανοί. Κυρίως στεκόταν στα ψηλότερα σημεία
για να μπορεί να ακούγεται από όσο το δυνατόν περισσότερους. Αυτό το σημείο λοιπόν ήταν
ιδανικό για το ντελάλη έτσι ώστε να ακουστεί από πολλούς συγχωριανούς. Ο ντελάλης
έπρεπε να είναι βροντόφωνος για να μπορεί να φωνάζει δυνατά και να τον ακούνε και
υπομονετικός γιατί έπρεπε να γυρίσει όλο το χωριό και να φωνάζει για να μεταφέρει το
μήνυμα. Πληρωνόταν από την Κοινότητα. Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα μπορεί πιο
εύκολα να ανακοινώσει η Κοινότητα αυτό που θέλει στους κατοίκους, κι έτσι δε χρειάζεται ο
ντελάλης.

Ήταν διαλεγμένος για την βροντερή φωνή του και δουλειά του ήταν να γυρίζει στις γειτονιές
και να ενημερώνει τους πολίτες για κάποιο νέο. Προσπαθούσε να πολλαπλασιάσει τη δύναμη
της φωνής του σχηματίζοντας με τις δυο του παλάμες ένα χωνί κοντά στο στόμα του.

Πάντως όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους, για να τον ακούσουν, αφού γνωστοποιούσε
διαταγές των τοπικών αρχών ή άλλα ενδιαφέροντα νέα.

Νταμαρτζήδες
Νταμαρτζήδες ονομάζονταν οι εργάτες των
λατομείων, που εξόρυσσαν τα πετρώματα για την
κατασκευή κτιρίων, καλντεριμιών και άλλων πέτρινων
κατασκευών. Οι νταμαρτζήδες δούλευαν ως ελεύθεροι
επαγγελματίες (παράλληλα πολλές φορές με μία άλλη
εργασία) με δικά τους εργαλεία. Εξόρυσσαν μετά από
παραγγελία πέτρες από κάποιο νταμάρι, για την
εκμετάλλευση του οποίου πλήρωναν ετησίως κάποιο
ποσό στην κοινότητα στην οποία ανήκε. Το αντίτιμο
ήταν μικρό και συνήθως ανάλογο με την ποσότητα
πέτρας που εξόρυσσαν.
Το είδος πετρών, που είχε ζήτηση κατά κύριο λόγο μέχρι τις αρχές περίπου του 20ου
αιώνα, ήταν «γωνίες» για τις οικοδομές, οι οποίες ήταν κυρίως από μαλακή ασπρόπετρα,
καθώς και «μυλόπετρες» που ήταν από σκληρή πέτρα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι
τεχνίτες που κατασκεύαζαν μικρές οικοδομές, ιδίως στην αγροτική περιφέρεια,
χρησιμοποιούσαν (μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 1970) όσες περισσότερες πέτρες
μπορούσαν από τον περιβάλλοντα χώρο, αφού οι ιδιοκτήτες δεν διέθεταν αρκετά
χρήματα για πληρώσουν μεγάλα φορτία από τα νταμάρια.

Ξεμάτιαστρα

Ήτανε και είναι?? παραδεχτό το «μάτι», και πως μπορούσε κάποιος με κατάλληλη
προσευχή και "μυστικά λόγια" να ελευθερώσει αυτόν που "χτυπήθηκε" από "κακό
μάτι". Μπορούσε δηλαδή, να ξεματιάσει τον ματιασμένο. Την κακή επίδραση που
έχει η επίμονη, θαυμαστική ή ζηλόφθονη ματιά κάποιου πάνω σε ένα άλλο άτομο,
την καταλάβαινε η "ξεματιάστρα" από ορισμένα σημάδια. Τα σημάδια αυτά ήτανε
ζάλη, κατατονία (απώλεια δυνάμεων), πολλά χασμουρητά, τά ση για ύπνο, βαρεία
κουρασμένα βλέφαρα, άτονο βλέμμα κ.α. Με κατάλληλα ευχολόγια και
"σταυρώματα" η ξεματιάστρα ή ο ξεματιαστής έδιωχνε το μάτιασμα και θεράπευε
τον ματιασμένο.

Ξυλοκόποι και οι πριονιτζήδες


Οι ξυλοκόποι ή μπαλτατζήδες πήγαιναν στο δάσος με τα τσεκούρια τους (μπαλτάδες) και
έκοβαν ξύλα και τα πελεκούσαν. Οι ξυλοκόποι όπως διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή
Μολινού 'Επώνυμα και Συντεχνίες' ήταν πολύ σημαντικοί σε περίοδο πολέμων αφού αυτοί
πήγαιναν μπροστά και άνοιγαν δρόμους στο δάσος. Ήταν κάτι σαν το σημερινό Μηχανικό του
στρατού. Τα ξύλα αυτά έπαιρναν μετά οι πριονιτζήδες και τα έκοβαν με τα πριόνια και τα
έκαναν σανίδια. Αυτοί είχαν ένα πριόνι με δυο λαβές και το χειρίζονταν δυο άτομα που
κάθονταν αντικριστά και έδιναν τη μορφή που ήθελαν στους κορμούς των δέντρων που
έκοψαν οι ξυλοκόποι.

Οργανοπαίχτης

Είναι γνωστό ότι η μουσική συνόδευε


πάντοτε όλες τις εκδηλώσεις της
ανθρώπινης ζωής, από τις καθημερινές
και επαγγελματικές στιγμές μέχρι και
αυτές της οικογενειακής ζωής. Ο
αυλός, η λύρα, το τύμπανο έδιναν την
απαραίτητη μουσική υπόκρουση στις
διονυσιακές τελετές, στη λυρική
ποίηση, την τραγωδία και τις άλλες
θρησκευτικές τελετές.

Πολλές περιοχές της πατρίδας μας


έχουν αρκετά παραδοσιακά όργανα,
που ακόμη και σήμερα συνοδεύουν εκδηλώσεις διαφόρων πολιτισμικών ομάδων. Ο ζουρνάς
(τουρκ. λέξη zurna = είδος αυλού), το νταούλι (μεσαιων. λέξη ταβούλιον = είδος τυμπάνου)
η γκάιντα (τουρκ. λέξη gayda) ακόμη και η λατέρνα (ιταλ. λέξη laterna) εμφανίζονται πού
και πού σε δημόσιους χώρους, σε γιορτές ή άλλες εκδηλώσεις.

Με το ζουρνά και το νταούλι κάποιοι λένε τα κάλαντα στις γειτονιές για την Πρωτοχρονιά ή
διασκεδάζουν τις παρέες στα αποκριάτικα γλέντια. Γκάιντα θα συναντήσει κανείς μόνο σε
συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, ενώ καμιά στολισμένη λατέρνα σκορπά αραιά και πού
παλιές μελωδίες στους πεζόδρομους της πόλης μας.

Οπλοποιοί ( οπλουργοί )
Ήταν τεχνίτες που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν όπλα. Ο καλός οπλουργός σέβονταν το
όπλο του πελάτη, όσο παλιό, φτηνό και ταπεινό ήταν. Το δοκίμαζε μπροστά του,
επισημαίνοντας όλες τις λειτουργίες και τα προβλήματά του. Στα οπλουργεία υπήρχαν
εργαλεία αγορασμένα ή που είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι οπλουργοί για τις ειδικές επισκευές
του εργαστηρίου τους. [Ειδικά κατσαβίδια για τις βίδες και τις λεπτές σχισμές των όπλων,
σφικτήρες, δοχεία βαφής, μέγγενες (με προστατευτικά μάγουλα από μολύβι ή χαλκό) για τη
ρύθμιση της σκανδάλης κλπ.].

Ομπρελάς

που κάπου - κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας. Επισκεύαζε
κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν
χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.

Πεταλωτής (Αλμπάνης)

-Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)

Παλιά υπήρχαν πολλοί


πεταλωτές μια και ήταν
απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο
χωριό είχε και ένα ζώο για τις
δουλειές του, γαϊδούρι ή
μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα
ζώα τα πέταλα που ήταν ας
πούμε τα παπούτσια τους. Τα
εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο
πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το
σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι
και τα καρφιά. Στην αρχή
ακινητοποιούσαν το πόδι του
ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το
παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού
τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το
καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο
κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα
ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω -
γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου.
Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να
πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.

- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή
του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το
κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν
από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα
κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά.
Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να
περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να
διατηρεί την ισορροπία του.

- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που
τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε
μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα
του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον
ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων

Παντοφλάς

Τσαγκάρηδες που ασχολήθηκαν μόνο με παντόφλες, οργάνωσαν εργαστήρια,


αλλά έβγαιναν και στη γύρα για το λιανικό κέρδος. Μερικές από τις παντόφλες ήταν
ολοκέντητες.

ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ

O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους


τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο
Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της
κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην
ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη
τοξικής.
ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ

Το επάγγελμα του παγωτατζή είναι από τα παλιά χρόνια που δεν


υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία. Ο παγωτατζής περνούσε με
το καροτσάκι του και φώναζε για να ειδοποιήσει τον κόσμο στις
πλατείες, στα καφενεία, στις γειτονιές. Πουλούσε διάφορες γεύσεις
παγωτού. Για να βγάζει το παγωτό είχε ένα βαθύ κουτάλι.
Παγωτατζήδες σήμερα μπορείς ακόμα να δεις σε παραλίες, έξω από
βαφτίσεις αλλά δεν είναι συνηθισμένο.

Πραματευτής

Πεζός με ένα μακρόστενο καλάθι στο χέρι, αλλά


πιο συχνά καβάλα στο γαϊδουράκι του
φορτωμένο με δύο ντουλαπάκια, γύριζε στις
γειτονιές και διαλαλούσε την πολύ χρήσιμη στις
νοικοκυρές πραμάτεια του: κορδέλες, κλωστές
απλές ή μεταξωτές, κουμπιά και πολλά άλλα
μικροαντικείμενα. Οι ημέρες της εβδομάδας
ήταν μοιρασμένες στις γειτονιές, αλλά
επισκεπτόταν και γειτονικά χωριά
μεγαλώνοντας την πελατεία του.

Παπλωματάς

αποτελεί άλλο ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα και στις μέρες μας εγκαταλείφθηκαν
εντελώς. Ο παπλωματάς του χωριού έραβε «βαμβακερά παπλώματα, στρώματα, ντιβάνια,
καναπέδες, πολυθρόνες». Θεωρείται ως ο τεχνίτης αποκατάστασης της μαλακότητας
στρωμάτων.

Ο παπλωματάς ήταν γυρολόγος, μ’ άλλα λόγια γυρνούσε τόσο στο χωριό όσο και στα
γειτονικά χωριά διαλαλώντας το επάγγελμά του. Είχε πάντοτε μαζί του, το «δοξάρι» του, ένα
ξύλινο όργανο σε σχήμα τόξου, το οποίο ρυθμιζόταν από ειδικό μοχλό. Προτού, όμως,
χρησιμοποιήσει το «δοξάρι» του, «άνοιγε» το βαμβάκι με το
χέρι του σε μικρές τούφες. Έπειτα, «δόξευε» το βαμβάκι,
δηλαδή το χτυπούσε «κρατώντας το δοξάρι από το κέντρο
βάρους του με το ένα χέρι πάνω στην ανοιγμένη μάζα του
βαμβακιού». Ακολούθως, το «δοξεμένο» βαμβάκι
τοποθετείτο σε «σακουλωτό ύφασμα», μ΄ άλλα λόγια σ’
ένα χοντρό ύφασμα, το οποίο έραβε στις άκριες ούτως ώστε
να φτιάξει το πάπλωμα αφού πρώτα το χτυπούσε ελαφρά μ’
ένα λεπτό ραβδί.

Ο παπλωματάς καθώς χτυπούσε ελαφρά με το λεπτό ραβδί


την επιφάνεια του παπλώματος, παρατηρούσε συνεχώς πως
απλωνόταν το βαμβάκι. Μόλις το πάπλωμα έπαιρνε
ομοιόμορφο πάχος τότε το έραβε. Οι ραφές γινόντουσαν σ’
όλη την επιφάνεια, συχνά σε μορφή διακοσμητικών σχημάτων

Ποτιστής (υδρονομέας)

Στα χωρία υπήρχαν πολλές πηγές και αφθονία νερού. Με τα


νερά αυτά οι κάτοικοι πότιζαν τα χωράφια τους. Έφραζαν το
αυλάκι και οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι
πότιζαν. Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος
το αυλάκι για να ποτίσει και διαμαρτύρονταν ο άλλος που
περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό. Έπρεπε
λοιπόν να μπει μια τάξη. Για αυτό εβαζαν το ποτιστή που
δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη
σειρά διανομής του νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν
τα χωράφια τους. Στην αρχή τον πλήρωναν οι ίδιοι οι
κάτοικοι, αργότερα όμως τον πλήρωνε η Κοινότητα. Κρατούσε μια τσάπα κι ανάλογα έφραζε
το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι του κατοίκου που είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι
κανένας δε διαμαρτυρόταν.

Πρακτικοί γιατροί

Όπως όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα πιο παλιά


χρόνια , ειδικά στην επαρχία , δεν υπήρχαν
σπουδαγμένοι γιατροί , αλλά άνθρωποι απλοί
που ξέρανε να γιατρέψουν διάφορες
αρρώστιες , με βότανα της ελληνικής
υπαίθρου και έκαναν και διάφορα άλλα
πρακτικά που τα ήξεραν από πάππου προς
πάππου. Φτιάνανε αλοιφές , ξέρανε τις
δοσολογίες των βοτάνων για την κάθε
πάθηση και πολλά αλλά για διάφορες
αρρώστιες . πολλοί έβγαζαν λεφτά από αυτό
που έκαναν .αλλά υπήρχαν και άλλη που δεν
έπαιρναν λεφτά και βοηθούσαν τον κόσμο να
αντιμετωπίσει τις διαφορές αρρώστιες που υπήρχαν τότε.

Πρακτικός γιατρός , μπορούμε να πούμε , ότι ήταν και η μαμή ,που πήγαινε στα σπίτια και
βοηθούσε τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν

Παστελάδες
Παστελάδες ονομάζονταν οι παρασκευαστές παστελιών
συνήθως οικιακής παραγωγής, οι οποίοι διδάσκονταν την
τέχνη από τους γονείς τους. Οι παστελάδες, εκτός από
παραγωγοί ήταν ταυτόχρονα και γυρολόγοι που πουλούσαν το
εμπόρευμά τους σε πάγκους που έστηναν σε σημεία όπου
υπήρχε μεγάλη προσέλευση κόσμου - πελατών, όπως
πανηγύρια, εμποροπανηγύρεις, εκκλησίες, πλατείες,
μοναστήρια. Πολλές φορές, σε περιόδους εορτών,
επισκέπτονταν και γειτονικά νησιά, αλλά σπάνια παρατηρείται
συστηματική εξαγωγή προϊόντων. Παράλληλα, στο νησί της
Χίου, εξαιρετικοί πελάτες ήταν - και είναι ακόμη - οι επιβάτες των πλοίων της γραμμής,
όπου οι παστελάδες διαλαλούν την πραμάτεια τους κατά την περίοδο στάσης (αποβίβασης
- επιβίβασης) του πλοίου.
Τα απαραίτητα υλικά για την παρασκευή παστελιών είναι ξηροί καρποί (σουσάμι,
φιστίκι, αμύγδαλο κ.α.), νερό, ζάχαρη και μαγιά. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι
παστελάδες ήταν φουφού - γκαζιέρα υγραερίου αργότερα, καζάνι, ξύλινη κουτάλα,
τάβλα, πλάστης, μαχαίρι και τα διάφορα υλικά και μηχανήματα συσκευασίας (π.χ.
μεταγενέστερα νάιλον και συσκευή που κλείνει το νάιλον).

Περαματάρηδες
Επειδή το χερσαίο οδικό δίκτυο ήταν ανεπαρκές
μέχρι σχεδόν τα μέσα του 20ου αιώνα, πολλοί
χρησιμοποιούσαν πλωτά μέσα για τις μετακινήσεις
τους. Οι περαματατζήδες ήταν οι επαγγελματίες
βαρκάρηδες οι οποίοι μετέφεραν τόσο
εμπορεύματα όσο και ανθρώπους σε γειτονικές
παραθαλάσσιες περιοχές, όπως για παράδειγμα από
τη μία πλευρά του κόλπου της Γέρας προς την
άλλη (από το Πέραμα στην Κουντουρουδιά και το
αντίστροφο), ή από διάφορες σκάλες (τοπικά
επίνεια) προς τη Μυτιλήνη και το αντίστροφο.
Συνήθως η συγκεκριμένη επαγγελματική
δραστηριότητα οργανωνόταν ως οικογενειακή
επιχείρηση, ενώ οι γιοι αναλάμβαναν το σκάφος
όταν αποσυρόταν ο πατέρας.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 σχεδόν, οι περισσότερες βάρκες («μαούνες») ήταν ξύλινες,
συνήθως ανοιχτές (χωρίς «κουβέρτα», δηλαδή κατάστρωμα). Αρκετές κινούνταν με
κουπιά ή με πανιά («στάνζο»), ενώ ορισμένες ήταν μηχανοκίνητες («γκαζολίνες»). Όσοι
ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες των περαματάρηδων τους ενημέρωναν
(«αποβραδίς») ή τους καλούσαν με φωνές, ή «σινιάλα» (σήματα), αφού δεν είχαν
τακτικά δρομολόγια. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν και τη «λαμπαδοφορία», δηλαδή μια
φωτιά από «μαλαστούφες ή μαλαστούπες» (στουπιά, θάμνους ή άλλα εύφλεκτα και
αναλώσιμα υλικά) που ειδοποιούσε ως φωτεινό σήμα τον περαματατζή. Ο χρόνος που
χρειαζόταν για κάθε διαδρομή εξαρτιόταν πάντα από τον αέρα και τις ευρύτερες καιρικές
συνθήκες.

Πετράδες σετιών
Οι πετράδες ήταν οι τεχνίτες που ασχολούνταν με
την επεξεργασία και τη δόμηση (χτίσιμο) της πέτρας
για την κατασκευή σπιτιών, καλντεριμιών,
ξερολιθικών κατασκευών. Συχνά η ονομασία κάλυπτε
και αυτούς που ασχολούνταν με την εξόρυξη από τα
τοπικά λατομεία, αλλά συνήθως τη συγκεκριμένη
εργασία αναλάμβαναν άλλοι εξειδικευμένοι τεχνίτες,
οι λεγόμενοι «νταμαρτζήδες». Φυσικά, αρκετοί
τεχνίτες της πέτρας συμμετείχαν επαγγελματικά σε
όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν
με την πέτρα: στην εξόρυξη, στη λάξευση (που συχνά
αναλάμβαναν άλλοι ειδικοί τεχνίτες οι λιθοξόοι ή
«πελεκάνοι»), αλλά και στην κατασκευή πετρόχτιστων
οικοδομημάτων, οπότε η ονομασία «πετράδες»
καλύπτει γενικά διάφορες ειδικότητες.
Η επεξεργασία (λάξευση ή πελέκημα) της πέτρας, ολοκληρωνόταν στους τόπους
εξόρυξης, πριν παραδοθεί για χτίσιμο. Μετά τους λιθοξόους παραλάμβαναν τις πέτρες οι
αγωγιάτες, που με τα ζώα τις μετέφεραν στο χώρο των οικοδομημάτων. Οι μάστορες ή
«καλφάδες» χωρίζονταν γενικά σε δύο κατηγορίες: χτίστες και τοποθέτες της πέτρας. Οι
χτίστες δούλευαν στο γιαπί δυο - δυο. Ο πρώτος, που δούλευε από την εξωτερική όψη
του κτιρίου που έχτιζαν, χρησιμοποιούσε πέτρες πιο «καλοδουλεμένες», ενώ ο δεύτερος
από την εσωτερική όψη του κτιρίου, χρησιμοποιούσε πέτρες πιο χοντροκομμένες και
ακατέργαστες. Η δεύτερη κατηγορία τεχνιτών, οι τοποθέτες της πέτρας, διέθεταν
πρακτικές «γνώσεις» μηχανικής και γεωμετρίας, αλλά και καλλιτεχνική ευαισθησία και
μεγάλη εμπειρία.

Πηγαδάδες
Οι επαγγελματίες τεχνίτες που κατασκεύαζαν
πηγάδια ονομάζονται «πηγαδάδες». Συνήθως η
κατασκευή πηγαδιών δεν ήταν το κύριο
επάγγελμα τους. Οι περισσότεροι ασχολούνταν
γενικά με τις οικοδομικές εργασίες, αφού
πηγάδια χτίζονταν μόνο κατά την εποχή του
καλοκαιριού ενώ και η ζήτηση ήταν
περιορισμένη επειδή η κατασκευή κόστιζε
αρκετά. Οι μάστορες που αναλάμβαναν να
φτιάξουν τα πηγάδια είχαν συνήθως τέσσερις με
πέντε εργάτες στη δούλεψή τους, οι οποίοι με
την πάροδο του χρόνου μάθαιναν την τεχνική
απ’ το μάστορα και μπορούσαν να αργότερα να
δουλέψουν και οι ίδιοι ως μάστορες.
Τα πηγάδια τα έχτιζαν συνήθως κοντά σε ρεματιές που υποδηλώνουν την ύπαρξη
νερού, ενώ ως σημάδι αξιολογούσαν την ύπαρξη και άλλων πηγαδιών στην περιοχή. Η
διάμετρος και το βάθος του πηγαδιού εξαρτιόταν κυρίως από τις οικονομικές δυνατότητες
του ιδιοκτήτη. Φυσικά, όσο μεγαλύτερο ήταν, τόσο πιο ακριβά κόστιζε. Στο σημείο που
είχε επιλεγεί, έσκαβαν αρχικά με κασμά και φτυάρι ένα ρηχό λάκκο με μορφή κύκλου,
που είχε διάμετρο δύο έως τρία περίπου μέτρα. Σ’ αυτόν έμπαιναν δύο εργάτες που
άρχιζαν να σκάβουν σε βάθος. Υπολόγιζαν ότι το πάχος των χαλικιών, το γύρω-γύρω του
πηγαδιού δηλαδή, θα καταλάμβανε πενήντα πόντους περίπου, έτσι ώστε να μείνει το
ανάλογο κενό στο κέντρο για να χωράει ο τενεκές με το μαγκάνι που ανεβάζει το νερό.

Πιλοποιοί
Η τέχνη του πιλοποιού έπρεπε να
προσαρμόζεται πάντοτε σε
μεταβαλλόμενες απαιτήσεις, αφού το
είδος και η χρήση των καπέλων
παρακολουθούσε συνήθως τις
πολιτιστικές και κοινωνικές συνήθειες
κάθε εποχής.
Όπως αναφέρει ο Ηλίας
Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Η
τραγιάσκα» , το καπέλο
αντανακλούσε παλιότερα την
κοινωνική βαθμίδα του φορέα του
(π.χ. ο πλούσιος αστός αγόραζε μια
πανάκριβη ρεπούμπλικα από καστόρι
ή τρίχα λαγού, ενώ ο μικροαστός ένα φτηνό μάλλινο καβουράκι), ενώ ακόμη και σήμερα
στα ένστολα σώματα και στον κλήρο, δεν δηλώνει μόνο τον κοινωνικό οργανισμό όπου
ανήκει ο καθένας, αλλά και τη θέση του στην οικεία ιεραρχία. (π.χ. ο φαντάρος φοράει
δίκοχο και ο αξιωματικός πηλήκιο, ο ιερέας καλυμμαύκι και ο αρχιμανδρίτης καλυμμαύκι
με πλερέζα).
Οι πιλοποιοί κατασκεύαζαν κατά κύριο λόγο καπέλα για άνδρες, ενώ τα γυναικεία τα
έραβαν, ως επί το πλείστον, οι «καπελούδες». Τα είδη των καπέλων διαφέρουν από
εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Στη Λέσβο, οι πιλοποιοί έραβαν παλιά το
αϊβαλιώτικο κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν οι βρακάδες (το «καλπάκι», το οποίο
κατασκευάζουν και σήμερα για τις παραδοσιακές στολές) και το «μυτιληνιό» ναυτικό
πηλήκιο, ενώ εκτός από αυτά έφτιαχναν και ρεπούμπλικες (καπέλα με στενό κυκλικό
γύρο), «καβουράκια» (που έμοιαζαν με μικρές ρεπούμπλικες), τραγιάσκες (είδος λαϊκού
κασκέτου με γείσο), «κουκουβάγιες», (σχολικά πηλήκια που φορούσαν οι μαθητές πριν
το 1940 και ονομάζονταν έτσι από την κουκουβάγια που έφεραν στη μέση ως σύμβολο
της σοφίας), καπέλα για τα ένστολα σώματα και τον κλήρο, ενώ τα καλοκαιρινά τα
αγόραζαν έτοιμα και τα μεταπουλούσαν, γιατί απαιτούσαν διαφορετικά μηχανήματα
(πρέσες) και άλλη τεχνική.

Πουλιατζήδες
Οι πουλιατζήδες διοργάνωναν τυχερά παιχνίδια. Η ονομασία «πουλιατζής» προέρχεται
ένα δημοφιλές παιχνίδι με «πούλια», που περιγράφεται παρακάτω. Βέβαια, οι
συγκεκριμένες δραστηριότητες δεν ήταν νομότυπες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, ήδη από τα τέλη
του 18ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Ορισμένοι ασκούσαν τις σχετικές δραστηριότητες
περιστασιακά για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, ενώ άλλοι ως κύριο επάγγελμα.
Σποραδικά διοργάνωναν και λοταρίες. Σύχναζαν στους καφενέδες όπου ο κόσμος ήταν
συγκεντρωμένος και διασκέδαζε, οπότε υπήρχαν πάντα περισσότερες πιθανότητες να
θέλει κάποιος να «δοκιμάσει την τύχη του». Τα έπαθλα δεν ήταν ποτέ χρηματικά αλλά
κυρίως κεράσματα (ο μεζές «της ρακής» στον καφενέ για παράδειγμα) ή τρόφιμα, όπως
σοκολάτες, κονσέρβες, σαρδέλες, ψάρια, πετεινοί, κότσυφες και άλλα πουλιά από το
κυνήγι, χοίροι, κότες, κ.τ.λ.).

Πρακτικοί Φαρμακοποιοί
Οι πρακτικοί φαρμακοποιοί ασχολούνταν με την παρασκευή φαρμάκων από τα τέλη του
19ου αιώνα μέχρι περίπου τις αρχές του20ου, όταν δεν υπήρχαν ακόμα τα βιομηχανικά
φάρμακα που παράγουν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες και η παρασκευή των φαρμάκων
γινόταν αποκλειστικά από τα ίδια τα φαρμακεία, με συνταγή γιατρού. Ο γιατρός έγραφε
τις ακριβείς δοσολογίες των υλικών για την παρασκευή του φαρμάκου που απαιτούσε η
κάθε περίπτωση και ο φαρμακοποιός αναλάμβανε να το ετοιμάσει. Το επάγγελμα του
πρακτικού φαρμακοποιού θεωρούνταν από τα καλύτερα και πιο κερδοφόρα επαγγέλματα
της εποχής του, αλλά παράλληλα ήταν επικίνδυνο, καθώς απαιτούσε μεγάλη προσοχή.
Πολλοί πρακτικοί εργάζονταν ως βοηθοί (πτυχιούχων) φαρμακοποιών.

Παλιατζής (Παλεωπόλεις)
παραδοσιακός παλιατζής ο κυρ Μηχάλης απο την Ρόδο στην Παλία πόλη

Ρασοπατητής

Ο ρασοπατητής με τις φτέρνες των ποδιών του και με τη βοήθεια νερού και πλούσιας
σαπουνάδας πατούσε μάλλινες πάτητες (κλινοσκεπάσματα) και ένα άλλο μάλλινο υφαντό, τη
ράσα από όπου έκαναν τις κάπες για μικρούς και μεγάλους.

Ρετσινοσυλλέκτες

Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το


πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική
ρετσίνα.

Ράφτης & καποράφτης

Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες,


ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη
ρουχισμού. Εδώ, υπήρχαν πολλοί επαγγελματίες ράπτες που
ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών εγχώριων
ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό και τα έραβαν με μεταξωτή
κλωστή ("μπρισίμι"), διακοσμώντας τα με γαϊτάνια, με
κεντήματα και κουμπιά. Εκτός του ελληνοράφτη, (που έραβε
την πολύπλοκη και δύσκολη φορεσιά, την οποία συνέθεταν η φουστανέλα, τα τσιπούνια, η
σκούφια, τα ζουνάρια κλπ.), υπήρχε παλιά και ο καποράφτης, ο οποίος λέγονταν και τερζής
(τουρκ. ράφτης), για τα χοντρά μάλλινα υφάσματα. Η καποραπτική ήταν ένα προσοδοφόρο
επάγγελμα, μια βιοτεχνία των χωριών μας, με πρώτη ύλη το τραγόμαλλο, που κάλυπτε τις
ενδυματολογικές ανάγκες του ποιμενικού κόσμου, ορεινών αλλά και πεδινών περιοχών. Στο
Καρπενήσι και τα γύρω χωριά άνθιζε παλιά η βιοτεχνία παρασκευής στολών και για αρκετά
χρόνια μετά την απελευθέρωσε από δω προμηθεύονταν ο ευζωνικός στρατός τις
φουστανέλες του. Από τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν οι "φραγκοράφτες", που
έραβαν τις "ευρωπαϊκές" ενδυμασίες, ενώ ήταν διέθεταν και υφάσματα γι’ αυτές
(εμποροράφτες). Παράλληλα υπήρχαν και οι γυναίκες (μοδίστρες) για την ραπτική των
γυναικείων ενδυμάτων , και μοδίστρες, αφού έχει επικρατήσει παντού το έτοιμο
βιομηχανοποιημένο ρούχο και η επιδιόρθωση μειώθηκε.

Ραβδοσκόποι
Οι ραβδοσκόποι ήταν αρμόδιοι για την
ανακάλυψη υπόγειων πηγών νερού. Ο ρόλος
τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στις μικρές
αγροτικές κοινότητες, δεδομένου ότι στο
παρελθόν δεν υπήρχαν οι σύγχρονες
επιστημονικές μελέτες που προσδιορίζουν (ή
έστω επιδιώκουν να προσδιορίσουν) με σχετική
ακρίβεια τα υπόγεια υδάτινα δίκτυα και τις
δεξαμενές που μπορούν να υδροδοτήσουν
οικισμούς ή αγροτικές καλλιέργειες. Φυσικά δεν
υπήρχε ούτε οργανωμένο δίκτυο ύδρευσης,
ούτε μεγάλες τεχνικές δυνατότητες εκτεταμένων
εκσκαφών, οπότε η επιτυχία ή η αποτυχία των
ραβδοσκόπων έκρινε - μερικές φορές - το επίπεδο διαβίωσης και υγιεινής ολόκληρων
οικισμών.
Βέβαια οι μέθοδοι που υιοθετούσαν οι ραβδοσκόποι για τον εντοπισμό υπόγειων
κοιτασμάτων νερού παρέμεναν (και παραμένουν) αμφίσημες. Προσπαθούσαν να
εντοπίσουν τα υπόγεια κοιτάσματα με τη βοήθεια ενός διχαλωτού ραβδιού με τη μορφή
ανάποδου Υ (Ύψιλον), που κρατούσαν από τις δύο άκρες της διχάλας, ενώ η άλλη άκρη
παλλόταν ελεύθερη. Όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι, όταν προσέγγιζαν σε υπόγεια
κοιτάσματα, η ελεύθερη άκρη παλλόταν έντονα, οπότε μπορούσαν να προσδιορίσουν όχι
μόνο κοιτάσματα νερού, αλλά και να παρακολουθήσουν (και ουσιαστικά να
«χαρτογραφήσουν) τη διαδρομή υπόγειων ρευμάτων, καθώς και τα σημεία συμβολής
τους, όπου σχηματίζονταν μεγάλες εναποθέσεις υδάτων, καθώς και - κατά προσέγγιση -
το βάθος κάθε πιθανής φυσικής δεξαμενής, που έκρινε και τις δυνατότητες
εκμετάλλευσης με τα ελλειμματικά τεχνικά μέσα που υπήρχαν διαθέσιμα μέχρι
τουλάχιστον τα μέσα του 20ου αιώνα.

Ρακοκαζανάδες ή Ρακιτζήδες
Οι παραγωγοί του ρακιού ή ούζου ονομάζονταν ρακοκαζανάδες ή ρακιτζήδες, ονομασία
που προέρχεται από τη χρήση των χάλκινων
καζανιών (αμβύκων) που χρησιμοποιούσαν
στην απόσταξη. Για την παραγωγή
χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό μίγμα, το οποίο
αποτελούσαν τα κατάλοιπα που απομένουν
μετά την παραγωγή μούστου από τα σταφύλια,
οι σπόροι γλυκάνισου και τα διάφορα αρωματικά φυτά. Μετά το σούρωμα έβαζαν τα
κατάλοιπα της ζύμωσης, μαζί με λίγο χυμό σταφυλιού σε αγγεία (ή μεταγενέστερα σε
πλαστικά δοχεία) και τ’ άφηναν μερικές μέρες, προσέχοντας να μη μετατραπεί το μίγμα
σε ξίδι, ενώ παράλληλα το ενίσχυαν με νερό. Αυτό αποτελούσε το πρώτο υλικό για την
παραγωγή ρακιού ή ούζου. Όταν έκριναν ότι ήταν έτοιμο, το έριχναν μέσα στα
ρακοκάζανα μαζί με γλυκάνισο, ενώ κάποιοι προσέθεταν χιώτικη μαστίχα, κρεμμύδι, μήλα
ή κυδώνι για τη γεύση, ή κάρβουνο και κριθάρι για να είναι διαφανές το τελικό προϊόν.

Σακοποιοί
Οι σακοποιοί ήταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα «χαράρια», μεγάλα χοντρά σακιά για τη
μεταφορά του άχυρου, του σιταριού ή του ελαιόκαρπου, ενώ πολλοί κατασκεύαζαν και
ελαιόπανα («τσουπιά»), δηλαδή τα πανιά που χρησιμοποιούσαν στα ελαιοτριβεία για να
τυλίξουν («διπλώσουν») τον πολτό της ελιάς, πριν συμπιεστεί στις πρέσες («μπασκιά») για
την εξαγωγή του ελαιόλαδου. Εκτός από τα παραπάνω κατασκεύαζαν και «διαδρόμους»
(μακρόστενα χαλιά για τα σπίτια), τρίχινα σκοινιά, ταγάρια («τρο(υ)βάδες» ή
«το(υ)ρβάδες»), καθώς και «κετσέδες» από σφιχτό μαλλί, που έβαζαν κάτω από τα
σαμάρια για να μην πληγώνεται το ζώο. Την τέχνη μετέδιδε συνήθως ο πατέρας στο γιο.

Σφουγγαράδες

Το επάγγελμα του σφουγγαρά έχει


ως αντικείμενο την αλιεία και την
επεξεργασία σφουγγαριών, καθώς
και την πώληση τους στην αγορά.
Ο σφουγγαράς ασχολείται είτε με
τον εντοπισμό και τη συλλογή
σφουγγαριών στο βυθό της
θάλασσας, είτε με το χειρισμό των
βοηθητικών μηχανημάτων από την
επιφάνεια του σκάφους για παροχή
βοήθειας στους σφουγγαράδες-
δύτες.

Οι δραστηριότητες του σφουγγαρά


περιλαμβάνουν την κατάδυση και
παραμονή 3-4 ώρες σε βάθος ως
18 μέτρα για τη συλλογή σφουγγαριών, σπανιότερα την κατάδυση σε βάθος μεταξύ 50-60
μέτρων και παραμονή 15 λεπτών για συλλογή σφουγγαριών, την ανάδυση σε αργούς
ρυθμούς για να επιτευχθεί αποσυμπίεση, την ταξινόμηση των σφουγγαριών και την αρχική
επεξεργασία τους πάνω στο σκάφος.

Τα απαραίτητα εργαλεία και οι ειδικοί εξοπλισμοί που απαιτούνται για την άσκηση του
επαγγέλματος είναι μηχανοκίνητο σκάφος, συνήθως καΐκι, καταδυτική στολή, μάσκα,
σχοινιά, βαρούλκα, ραντάρ, ηχοβολιστικό, φτερά, βαρίδια, λάστιχο, μαρκούτσι, μηχάνημα
παραγωγής και παροχής αέρα και ξύστρα για το ξερίζωμα των σφουγγαριών.

Σιδεράς

Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ότι


υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Είχαν ένα
μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε
ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα
και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω στο αμόνι. Το αμόνι
ήταν μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν.
Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη
μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το
σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά
και ζεσταινόταν και γέμιζε και με μουντζούρες.

Σιδέρης

Όπως και το παραπάνω έχει σχέση με το επάγγελμα του σιδερά

Οι σιδεράδες έφτιαχαν με τα χέρια τους ό,τι υπήρχε από σίδερο. Στη φωτιά ζέσταιναν τα
σίδερα για να τα κάνουν εύπλαστα και μετά τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν
στο αμόνι. Το αμόνι ήταν μια μεγάλη βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα
επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί
και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Ήταν πάρα πολύ σκληρή δουλειά που ήθελε πολλή
δύναμη γιατί τα σίδερα ήταν βαριά και γιατί οι σιδεράδες ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και
γέμιζαν μουντζούρα.

Στραγαλάς

Στραγαλατζής ή Στραγαλάς ήταν


παραδοσιακό επάγγελμα που άκμασε τον
18ο αιώνα. Σήμερα έχει εκλείψει. Ο
στραγαλατζής ήταν πλανόδιος πωλητής
και πουλούσεστραγάλια. Οι πελάτες τους
ήταν κυρίως νεανικό κοινό. Όπως όλοι οι
πωλητές της εποχής εκείνης
κρατούσαν τεφτέρια, όπου έγραφαν τα
χρωστούμενα πουλώντας με πίστωση.

Οι στραγαλατζήδες εμφανίστηκαν
αμέσως μετά την ελληνική
επανάσταση και απελευθέρωση.
Αναφέρονται να κατεβαίνουν στις μεγάλες
πόλεις και να πουλούν στραγάλια πάνω
σε μια τάβλα.
[1]
Στην Αθήνα αναφέρεται ότι έρχονταν
από τα ορεινά της Θεσσαλίας, κυρίως Καραγκούνηδες. Οι στραγαλατζήδες έπιαναν πόστα και πωλούσαν
[1]
το εμπόρευμα τους σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους ή έξω από σχολεία . Ανάμεσα στα φαγώσιμα
που πωλούσαν αργότερα προστέθηκαν και ζαχαρένια κόκκινα κουλούρια, σουσαμένια
[1]
παστέλια καιμελένιος χαλβάς . Για να κερδίσουν πελάτες και να πουλήσουν τα στραγάλια κάποιοι
στραγαλατζήδες είχαν εφεύρει ένα παιχνίδι [1]: κρατούσαν ένα ζαχαρωτό κουλούρι και νεαροί του
πετούσαν στραγάλια μέχρι να το σπάσει κάποιος και να νικήσει. Ο στραγαλατζής εκτελούσε και χρέη
«διαιτητή» στο παιχνίδι, όριζε δηλαδή ποιος είχε χάσει για να πληρώσει[1]

Σκουπάς

Παλιά φορτωνόταν ο σκουπάς όσες σκούπες μπορούσε και


γύριζε όλη την ημέρα μέχρι να ξεπουλήσει το εμπόρευμά
του. Τις σκούπες τις ετοίμαζε ο ίδιος από μέρες στο σπίτι
του με τη βοήθεια της οικογένειάς του, γιατί χρειαζόταν
μεγάλη προετοιμασία για να γίνει μια σκούπα ή άλλες
φορές τις αγόραζε από τους εμπόρους

Σερβιτόροι

που κουβαλάν τα πιάτα για το σπάσιμο στα μπου ζουξίδικα. Σαφώς και δεν
είναι επάγγελμα αλλά υπήρξε μια παράλληλη αρμοδιότητα του επαγγέλματος του
σερβιτόρου μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ιδιαιτέρως προσοδοφόρα. Ο πελάτης
ένιωθε μεγάλη υποχρέωση στον άνθρωπο που θα του έφερνε το μέσο με το οποίο
θα ξόρκιζε το κακό και σπάνια τον άφηνε χωρίς φιλοδώρημα. Φήμες θέλουν την
γνωστή ατάκα ”Θέλω περισσότερες ευθύνες”, που έκτοτε ακούγεται με ρυθμούς
πολυβόλου σε εργασιακούς χώρους από φοβισμένους υπαλλήλους να
πρωτοειπώθηκε από σερβιτόρο, όταν έκπληκτος άκουσε ό τι δεν θα
ξαναμεταφέρει πιάτα σε πελάτη. Όπως και να έχει, το σπάσιμο των πιάτων είναι
συμβολική συνέχεια στο χρόνο της παράδοσης που ήθελε τους μερακλωμένους
τύπους του ’30 να ρίχνουν μαχαίρια, σουγιάδες και λοιπά κέρατα στα πόδια των
χορευτών στα κέντρα της εποχής. Αλλά ο νόμος είναι πολύ σκληρός γενικά με
τους χαρούμενους τύπους και στις 31/12 του 1968 στον ποινικό κώδικα
προστέθηκε το εξής:

ΣΑΛΕΠΙΤΖΗΣ

Ενας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής ήταν ο
σαλεπιτζής. Στην τούρκικη γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci o παρασκευαστής και
πωλητής του ποτού, ο σαλεπιτζής.

Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς διαφόρων ορχεοειδών.


Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη η μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ποτό είναι
θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της
παχύρρευστης μορφής του.

Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές


που σύχναζαν οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη
δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες κλπ). Θυμάμαι
πριν από πολλά χρόνια κάποιες φορές όταν τύχαινε να
ξενυχτήσουμε, κατεβαίναμε στην Πλ. Ομονοίας για να
αγοράσουμε την εφημερίδα της επομένης ημέρας (πάντα τις
έβρισκες πρώτα στα περίπτερα του κέντρου) και μετά
αναζητούσαμε τον σαλεπιτζή για ένα ρόφημα που σε βοήθαγε
να ξεχάσεις την παγωνιά της νύχτας.
Εκεί στο στέκι του, όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό
ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και
αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν
μέσα στην παγωνιά, και θίγοντας θέματα που αφορούσαν την
πολιτική επικαιρότητα, την καθημερινότητα και οτιδήποτε
ήταν ικανό να "ανάψει τα αίματα". Ετσι οι θαμώνες
ζεσταίνονταν έως ότου εκείνος ολοκληρώσει την παρασκευή
του θαυματουργού ροφήματος.
Ο σαλεπιτζής ήταν από τους γραφικούς τύπους. Ντυμένος στά άσπρα, φορούσε έναν ψηλό
σκούφο όπως αυτός του μάγειρα, τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα,
πολύπλοκα αλλά συνήθως καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα. Τα μετέφερε κρεμασμένα από
τους ώμους του στα άκρα ενός ξύλινου κομματιού όπως αυτό που βλέπετε στην εικόνα του
background.
Το επάγγελμα του σαλεπιζτή είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται. Ομως θα
έλεγα πως τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος
πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου "καφενείου" όπου οι θαμώνες είχαν την ευκαιρία να
ένημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους.

ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ – ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΣ

Με την επικράτηση των τρακτέρ και των


αυτοκινήτων η εργασία των γεωργών έγινε
πιο εύκολη, αλλά το επάγγελμα του
σαγματοποιού εξαφανίστηκε.

Κύριο έργο του σαγματοποιού ήταν να


φτιάχνει σαμάρια και να πεταλώνει τα ζώα.

Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την


κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα
χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να
τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο
μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα.

Σαπωνοποιοί
Το επάγγελμα του σαπωνοποιού ήταν ευρέως
διαδεδομένο στο νησί της Λέσβου, αφού η
πρώτη ύλη για την κατασκευή σαπουνιού είναι το λάδι, που υπήρχε σε αφθονία. Η τοπική
προφορική παράδοση μάλιστα, αποδίδει μυθολογικά την εφεύρεση του σαπουνιού στη
Σαπφώ, που λέγεται πως ανακάλυψε τυχαία την καθαρτική ιδιότητα του σαπουνιού όταν,
καθώς ταξίδευε μ’ ένα καράβι, ένα αγγείο γεμάτο λάδι ράγισε απ’ τη θαλασσοταραχή και
το λάδι αναμίχθηκε με υπολείμματα στάχτης (με την οποία καθάριζαν τις κουπαστές των
καραβιών), οπότε, καθώς όλη τη νύχτα κουνιόταν το καράβι, σχηματίστηκε ένα
παχύρρευστο υγρό με το οποίο η Σαπφώ έπλυνε τα πιάτα! Από τη σκοπιά των ιστορικών
δεδομένων για την απώτερη καταγωγή του σαπουνιού, πιθανολογείται ότι προέρχεται
από τη Μεσοποταμία, τη Φοινίκη, την αρχαία Αίγυπτο, ή την αρχαία Ρώμη .

Τοκιστής ( Λέγονταν και


σουλατσαδόρος ).

Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. Όταν


δεν υπήρχαν οργανωμένες Τράπεζες και
άλλα πιστωτικά ιδρύματα υπήρχαν οι
δανειστές χρημάτων, που σύναπταν
ιδιωτικές συμφωνίες με πολίτες που είχαν
ανάγκη. Η επιστροφή των χρημάτων
γίνονταν με σημαντική επιβάρυνση (τόκο)
για εκείνον που χρωστούσε και πολλές φορές με ανταλλαγή γης ή άλλων περιουσιακών
στοιχείων, αφού όσοι δανείζονταν έβαζαν ενέχυρο το μαγαζί, το σπίτι, το χωράφι ή κάποιο
ζώο τους.

τσιγγάνα

με τις χειρομαντείες της («ασήμωσε να σε πω αν σ' αγαπάει ο


μορφονιός») και τα... σουφρώματά της.

Τσαρουχοποιός

Έφτιαχνε τσαρούχια.

Τορνάρης

Οι τορνάρηδες ήταν οι εργάτες που είχαν ως κύριο εργαλείο ,


τον τόρνο. Με τον τόρνο διακοσμούσαν ξύλινα αντικείμενα αλλά και αγγεία.

ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη εννοούμε τον τεχνίτη


που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος
από την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου
ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα,
ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε
ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη
χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν
και τις παραγγελίες των πελατών του.

Ο τσαγκάρης που μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα αλλά όχι με τις δουλειές
που έκανε κάποτε, επισκεύαζε χαλασμένα παπούτσια. Τα χρόνια εκείνα δεν είχαν την
πολυτέλεια οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν τα παλιά τους.
Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε. Τα μπάλωνε αν κάπου είχαν σχιστεί, τα
κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες όταν είχαν φθαρεί οι παλιές.
Σήμερα βέβαια αυτό το επάγγελμα πάει να χαθεί αφού πριν καλά καλά χαλάσουν τα παλιά
μας τα παπούτσια, αγοράζουμε καινούργια.

Τσοπάνης ( κτηνοτρόφος )

Η κτηνοτροφία αποτελούσε τη "βαριά βιομηχανία μας. Στα


βουνά της Ευρυτανίας (Άγραφα, Βελούχι, Καλιακούδα και
Κοκκάλια) η κτηνοτροφία παρουσίαζε πάντα μεγάλη
ανάπτυξη. Οι κτηνοτρόφοι είχαν μεγάλα κοπάδια από
πρόβατα, από τα οποία αξιοποιούσαν το κρέας, το γάλα για
την παραγωγή τυριών και γιαουρτιών, καθώς και το μαλλί που
το απορροφούσε παλιότερα η τοπική οικοτεχνία και
υφαντουργία. Σήμερα το μαλλί έχει χάσει την αξία του,
ωστόσο η τυροκομία εξακολουθεί να ακμάζει. Οι κτηνοτρόφοι
τυροκομούν και μόνοι τους, αλλά συνήθως παραδίδουν το
γάλα σε ιδιωτικά τυροκομεία.
Κτηνοτρόφοι από τα χειμαδιά ανέβαιναν στα βουνά μας,
δίνοντας ζωή στις απέραντες βουνοπλαγιές. Πλήρωναν
αντίτιμο σε χρήματα και είδος για να οδηγήσουν τα κοπάδια
τους σε δημοτικά ή κοινοτικά βοσκοτόπια. Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνέχεια δίπλα
στα κοπάδια τους και για το λόγο αυτό πολλοί μεγάλοι κτηνοτρόφοι απασχολούσαν και
νεαρούς τσοπάνους, συνήθως μέλη της οικογένειάς τους, που φύλαγαν τα κοπάδια. Σήμερα
η κτηνοτροφία αν και έχει διευκολυνθεί σημαντικά με τις έτοιμες ζωοτροφές, την ανάπτυξη
της κτηνιατρικής και την ίδρυση σύγχρονων τυροκομείων, έχει περιοριστεί σημαντικά.
Λιγόστεψαν οι ντόπιοι αλλά και όσοι ανέβαιναν την άνοιξη από τα χειμαδιά, ενώ οι πιο πολλοί
έχουν Αλβανούς ως τσοπάνηδες. Στην περιοχή μας λειτουργούν σήμερα δυο τυροκομεία και
τα προϊόντα τους (φέτα, μυτζήθρα κλπ.) χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στη ντόπια αγορά, ενώ
εξάγονται και σε όλη την Ελλάδα.

ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ

Τζαμπάζης λεγόταν ο έμπορος


ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως
μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων αλλά
και βοδινών. Τα ζώα αυτά τα
αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν ή
τα αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή
υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς
σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη
μεταπώληση όταν εύρισκαν
συμφέρουσα τιμή.

Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών


πράξεων πραγματοποιούνταν στις
ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ή
τραμπαρισμένα (ανταλαγέντα) ζώα για τελική πώληση ή νέα τράμπα (ανταλλαγή).

Εκτός από τις αγοραπωλησίες και τις τράμπες οι τζαμπάζηδες έκαναν και την επιχείρηση των
ξεχαρτζιστών. Κατά την επιχείρηση αυτή ο τζαμπάζης αγόραζε ένα χοντρό ζώο, συνήθως μια
νέα αγελάδα, την οποία, ούτε μεταπουλούσε ούτε την αντάλλασε, αλλά την παράδιδε σε
κάποιο φτωχό άνθρωπο έναντι ενός προσυμφωνημένου ποσού, το οποίο όμως δεν
καταβαλλόταν, υπό τον όρο όπως μελλοντικά διανεμηθούν εξ ίσου τα κέρδη από τα
γεννήματα και η αγελάδα, αφού πρώτα ξεπεστεί υπέρ του τζαμπάζη η προσυμφωνηθείσα αξία
της αγελάδας.

Το επάγγελμα του τζαμπάζη συνήθως ήταν πάρεργο, συμβάλλοντας στην συμπλήρωση του
αγροτικού εισοδήματος, ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμο για τους απλούς χωρικούς που
ήθελαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν το ζώο τους, αφού δεν ήταν εύκολο και συμφέρον να
τρέχουν στα παζάρια για το σκοπό αυτό.

ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΣ (ξυλογλύπτη)

Η τέχνη του ταλιαδώρου (ξυλογλύπτη) ήταν πολύ


παλιά. Οι αρχαίοι κατασκεύαζαν το «σάνδυκα»
(σεντούκι), αντικείμενο που μέχρι σήμερα
διατηρείται σε μερικά μέρη για το φύλαγμα των
ασπρόρουχων.
Το σεντούκι ήταν το κυριότερο έπιπλο κάθε νέου ζευγαριού. Μέσα φυλάγονταν τα προικιά
της νύφης. Η πρόσοψη του ήταν σκαλισμένη με διακοσμητικά μοτίβα, πουλιά άνθη, δέντρα
κ.α..

Τουλουμτζήδες
Τουλουμτζήδες ονομάζονταν οι κατασκευαστές ασκών (τουλουμιών) από δέρμα ζώων,
τα οποία χρησιμοποιούνταν ως δοχεία για τη μεταφορά και τη φύλαξη ελαιολάδου ή (και)
κρασιού, καθώς και για την παρασκευή (και ωρίμανση) του τουλουμίσιου τυριού. Με την
ίδια διαδικασία κατασκευάζονταν και οι άσκαυλοι
(γκάιντες), για τις οποίες χρησιμοποιούσαν
(σχεδόν) αποκλειστικά δέρμα κατσίκας, ενώ τις
κατασκεύαζαν (συνήθως) οι ίδιοι οι
οργανοπαίκτες.
Για την κατασκευή των ασκών χρησιμοποιούσαν
κυρίως δορά προβάτου ή κατσίκας (ως επί το
πλείστον μεγάλης ηλικίας, γιατί τα μικρά ζώα δεν
έχουν συμπαγές δέρμα). Η εκδορά
ολοκληρωνόταν από έμπειρους εκδορείς: μετά τη
θανάτωση του ζώου, το κρεμούσαν από τα πίσω
πόδια, έκοβαν το κάτω μέρος των ποδιών και στη συνέχεια έμπηγαν από τα πόδια ένα
λεπτό σωλήνα που έφτανε περίπου ως την πλάτη του ζώου. Μ’ αυτόν φυσούσαν
(παλιότερα με το στόμα - σήμερα με αεραντλία) για να αποκολληθεί το δέρμα από το
κρέας, ενώ τέλος τραβούσαν προσεκτικά το δέρμα ώστε να αποσπαστεί ενιαίο.

Υφάντρα στον αργίλιο

Στα παλιότερα χρόνια ο αργαλειός υπήρχε σε πολλά σπίτια και τα κορίτσια με τη καθοδήγηση
της μητέρας τους ύφαιναν μόνα τους τα προικιά τους . Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν
για να υφάνουν ήταν το μαλλί για τα χαλιά κ.α. υφαντά που τότε αποτελούσαν και τον
ιαματικό εξοπλισμό του σπιτιού και αργότερα το ζωικό μετάξι . Όταν κούρευαν τα πρόβατα,
το Μάη μήνα, ζεματούσαν το μαλλί και έπειτα το άπλωναν για να στεγνώσει. Η επεξεργασία
του μαλλιού γινόταν στο σπίτι. με τη ρόκα ή , και το αδράχτι το μάζευαν και το έκαναν
κλωστή. Έπειτα το έβαφαν στο χρώμα που ήθελαν.

Μετά ετοίμαζαν τον αργαλειό , δηλαδή περνούσαν το στημόνι και υφάδι <αρκετά δύσκολη
και πολύωρη εργασία> και ξεκίναγαν την ύφανση των ρούχων που φορούσαν. Αργότερα ,
που βγήκαν οι μηχανοκίνητοι άργιλοι , στον αργαλειό του σπιτιού κατασκεύαζαν μόνο
πολύχρωμους διαδρόμους <κουρελούδες> βελέντζες < μάλλινες κουβέρτες> ,χαλιά και
μεταξωτά καρέ, τραπεζομάντιλα κ.α.

Υαλοποιός

Το γυαλί ήταν γνωστό στους ανθρώπους από πολύ


παλιά. Τότε το γυαλί ήταν υλικό που το
χρησιμοποιούσαν μόνο οι πλούσιοι. Οι Ρωμαίοι ήταν οι
πρώτοι που έκαναν το γυαλί διαφανές.
Ο τεχνίτης μάζευε τον πολτό στην άκρη ενός
σιδερένιου σωλήνα, το καλάμι. Τον τοποθετούσε σ’ ένα
ειδικό τραπέζι, το μάρμαρο, και τον γύριζε έτσι ώστε να
του δώσει σχήμα σφαίρας. Όταν το πετύχαινε αυτό,
φυσούσε μέσα στο καλάμι με δύναμη. Η σφαίρα του
γυαλιού φούσκωνε σαν μπάλα και έτσι μπορούσε να την
πλάσει σε καράβα ή βάζο.
Ο τεχνίτης την ώρα της δουλειάς φορούσε πέτσινη ποδιά για να μην καεί από το ζεστό
υλικό. Τα εργαλεία του ήταν: φόρμες, ψαλίδια και πένσες.

Φαναρτζής, ( ντενεκεντζής )

Οι φαναράδες (ντενεκεντζήδες), ήταν οι τεχνίτες με


δικό τους μαγαζί, που κατασκεύαζαν διάφορα
χρηστικά εργαλεία και είδη οικιακής, γεωργικής,
κτηνοτροφικής και βιομηχανικής χρήσης από
λευκοσίδηρο (κοινώς λαμαρίνα, τσίγκο) ή φύλλα
ατσαλιού. Κατασκεύαζαν δηλαδή ποτιστήρια, δοχεία
μεταφοράς νερού, γάλακτος, δοχεία αρμέγματος,
νιπτήρες, διάφορα είδη μετρητών λαδιού, αλλά και
πολλά είδη οικιακής χρήσης, όπως λύχνους,
λαδοφάναρα, μαγκάλια, πιάτα, κύπελα, μπρίκια,
μάσιες, χωνιά, μαστραπάδες, σουρωτήρια κ.ά.
Επίσης οι συγκεκριμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν τα φθαρμένα είδη.

Φυστικάς

“Ζεστά, ζεστά. Ο φυστικάς… Στραγάλια, πασατέμπος, φυστίκια”. Ήταν ο αεικίνητος και


ακούραστος μικροπωλητής της πλατείας, των γιορτών ή των εκδηλώσεων με τα
σπόρια του. Κουβαλούσε το ξύλινο κασελάκι του και τον συναντούσαμε κυρίως
στα δημόσια θεάματα. Με το ρακοπότηρο μετρούσε τα σπόρια που θα βάλει στο
σακουλάκι του πελάτη. Πολλές φορές τον βρίσκαμε και σε πανηγύρια με μεγαλύτερη
πραμάτεια ή στις γιορτές των εκκλησιών. Στη Σωτήρα ή τον Άη Δημήτρη είχε ακόμα
λουκούμια με νερό, παστέλια, καραμέλες και άλλα μαντζούνια. Αργότερα έφτιαξε και
καροτσάκι με βιτρίνα και την έστηνε κοντά στη βρύση της κεντρικής πλατείας. Το φθινόπωρο
γίνονταν και καστανάς. Άλλος πάλι πουλούσε τα σπόρια του στο σινεμά.

Φωτογράφος

Πριν η φωτογραφική μηχανή εξελιχθεί με τη πρόοδο της τεχνολογίας


σε τόσα πολλά και εύχρηστα μοντέλα, με τα οποία σήμερα μικροί και
μεγάλοι απαθανατίζουν ποικίλα θέματα, ο πλανόδιος φωτογράφος
ήταν περιζήτητος.

Έστηνε τη μεγάλη τετράγωνη φωτογραφική μηχανή με τον


προεξέχοντα φακό πάνω σε ένα τρίποδο και φωτογράφιζε πρόσωπα
και πράγματα.

Το επάγγελμα αυτό έχει σβήσει σήμερα. Μόνο σε κάποιους


πολυσύχναστους αρχαιολογικούς χώρους, μπορεί κανείς να
συναντήσει έναν τέτοιο φωτογράφο με την άσπρη του ρόμπα, ο
οποίος είναι τόσο γραφικός, ώστε αποτελεί ο ίδιος αντικείμενο
φωτογράφησης των επισκεπτών.

"Φωτογράφε, φωτοχάλια μ' έβγαλες με δυο κεφάλια"... Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του
πλανόδιου φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η
μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε
τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν
φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το
χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε
με νερό και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.

Φούρναρης

Στο Καρπενήσι παλιά, όπως και στα


χωριά, επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι
ήταν λίγοι, οι περισσότερες γυναίκες
ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι (πολλές
φορές την πίτα και το φαγητό) και
το πήγαιναν για ψήσιμο στους
φούρνους της γειτονιάς κυρίως μέσα
σε ταψιά (ή πινακωτές). [Το αλεύρι,
μετά το νερόμυλο μεταφέρονταν στο
σπίτι, όπου το έβαζαν σε ειδικά
ξύλινα αμπάρια. Πριν το ψήσιμο,
κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα και
το έβαζαν όλη τη νύχτα στην ξύλινη
σκάφη για να αναπιάσουν το προζύμι. Το ζύμωναν με τα χέρια και το έβαζαν στην ξύλινη
πινακωτή, που πασπάλιζαν νωρίτερα με αλεύρι. Σκούπιζαν καλά τον χτιστό πήλινο φούρνο
του σπιτιού, τον άναβαν και έβαζαν μέσα μ’ ένα ξύλινο φτιάρι το καρβέλι. Ακολουθούσε το
ψήσιμο]. Οι ιδιοκτήτες των φούρνων, (που ήρθαν αργότερα στο Καρπενήσι και ήταν
συνήθως οικογενειακές επιχειρήσεις), για τη διαδικασία του ψησίματος ως καύσιμα, για να
πυρώσει ο φούρνος, είχαν ξύλα και κλαδιά. Πληρώνονταν τα ψηστικά με το κομμάτι και
πολλές φορές δοκίμαζαν και το φαγητό, για να δοκιμάσουν αν ψήθηκε όπως έλεγαν. Μ' ένα
ταψί ψωμί μια μέση οικογένεια περνούσε δύσκολα τη βδομάδα, αφού το ψωμί ήταν η βασική
τροφή. Στα χωριά οι οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο, αφού αγοραστό ψωμί δεν
υπήρχε τότε. Πόσο μάλλον που ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό
ψωμί. Το αλεύρι ή το σιτάρι έπρεπε να το αγοράζει με το τσουβάλι... Μόνο τα τελευταία
χρόνια άλλαξε η νοοτροπία και δεν είναι πια κατηγόριο το αγοραστό ψωμί. Σήμερα υπάρχουν
επαγγελματίες αρτοποιοί που πουλάνε ψωμί με το κιλό και ελάχιστες νοικοκυρές ζυμώνουν
πότε-πότε. Σήμερα στους φούρνους, εκτός από ψωμί μπορεί κανείς να βρει και πλήθος
άλλων παρασκευασμάτων, όπως κουλούρια, τυρόπιτες, γλυκά, τσουρέκια κ.ά., που
παλιότερα τά 'φτιαχναν μόνο οι νοικοκυρές, ενώ σπάνια ψήνουν σπιτίσια φαγητά.

ΦΕΤΣΑΣ

Το Σμάρι κατά τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αλλά και στα επόμενα δύσκολα
χρόνια, ήταν από τα λίγα χωριά της Κρήτης που δεν αντιμετώπισε έντονα το φάσμα της
πείνας και της εξαθλίωσης.

Τούτο οφείλετο στο εμπορικό δαιμόνιο των Σμαριανών οι οποίοι μη αρκούμενοι στην
ανύπαρκτη τα χρόνια εκείνα γεωργική παραγωγή, με τις περιβόητες «στρατιές» (εμπορικές
εξορμήσεις) σ’ όλη την Κρήτη, με το εμπόριο του λαδιού και της φέτσας ( ονομαστοί οι
Σμαριανοί φετσολαδάδες) και την οικοτεχνικής μορφής σαπωνοποιία (το πλέον σπάνιο,
δυσεύρετο και πανάκριβο είδος την περίοδο της κατοχής) εξασφάλιζαν στις οικογένειες τους
συνθήκες διαβίωσης τουλάχιστον ανεκτές και ανθρώπινες.

Εκείνη την εποχή τα μέσα μεταφοράς ήταν περιορισμένα για τους λίγους, έτσι οι πλανόδιοι
έμποροι, με τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες τα δουλεμένα κορμιά και τη δυνατή ψυχή,
μετέφεραν στη πλάτη τους – κρεμασμένα από τον ώμο – τα ασκιά με τις φέτσες ή και το
τσουβάλι με τις σταφίδες, στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, αυτό με το πιο εύθραυστο
περιεχόμενο πάντα από την έξω πλευρά. Αν παράλληλα έπρεπε να κουβαλούν και
διαφορετική ποιότητα λαδιού τότε κρατούσαν – ανά χείρας – και μια γκαζοντενέκα όπου
συνήθως βάζανε τα ποιο θολά λάδια. Η παρουσία τους στις γειτονιές που περιδιάβαιναν για
να συλλέξουν την πραμάτεια τους, γινόταν αισθητή από το τραγουδιστό τους «μότο»
«φετσόλαδα, τσιγαρόλαδα, κακο-σταφίδες…» με το οποίο καλούσαν τις νοικοκυρές να
βγάλουν στο κατώφλι του σπιτιού τους τα κατάλοιπα, μεταξύ άλλων, από το πρωτογενές
υλικό της μαγειρικής χρήσης.

ΦΛΟΚΑΤΟΠΟΙΕΙΑ

Η δημιουργία πατροπαράδοτων προϊόντων όπως της


φλοκάτης,των κιλιμιών και άλλων υφαντών ήταν απλή
οικοτεχνία,με την πάροδο του χρόνου έλαβε μορφή
βιοτεχνική .Η διαδικασία κατασκευής της φλοκάτης ξεκίναγε
με το ζεμάτισμα και το ξέπλυμα του μαλλιού στο ποτάμι.
Ύστερα περνούσε από την λανάρα και το τσικρίκι,γινόταν το
ίδιασμα και η ύφανση στον αργαλειό.Οι βαφές ήταν φυσικές
από κρεμμυδόφλουδες, φύλλα μηλιάς και καρυδιάς ή από βελανίδια.

Φανοκόρος

Αν σήμερα θεωρούμε δεδομένο να ανάβει το φως με το πάτημα του


διακόπτη, παλαιότερα οι πυρσοί, τα κεριά, τα φανάρια και τα
λυχνάρια δεν ήταν "διαβατήρια" για μια ρομαντική βραδιά αλλά
πραγματική ανάγκη.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα διαδόθηκε ευρέως το φωταέριο.


Η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη όπου εφαρμόστηκε η δημόσια
χρήση του ήταν το Λονδίνο του 1815. Στην Αθήνα του 1800,
μετά την απελευθέρωση, έγινε επιτακτική η ανάγκη για το
φωτισμό της πόλης. Το 1856 αποφασίστηκε διά νόμου να
φωταγωγηθούν οι οδοί και οι πλατείες της πόλης με
εγκαταστάσεις παραγωγής και με δίκτυο διανομής
φωταερίου.

Μέχρι το 1857 ο δημόσιος φωτισμός ήταν υποτυπώδης, με λάμπες


λαδιού. Μέχρι το 1862 περατώθηκαν οι εγκαταστάσεις για το
φωταέριο. Έτσι η χρήση του επιτρεπόταν τη νύχτα αποκλειστικά
για το δημόσιο φωτισμό. Ωστόσο σε πολλές περιοχές της Αθήνας
εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται τα φανάρια λαδιού και
πετρελαίου. Φυσικά όσοι ιδιώτες είχαν φωταέριο για ιδιωτικό
φωτισμό θεωρούνταν προνομιούχοι.

Κάθε βράδυ ο φανοκόρος φρόντιζε να ανάβουν τα δημόσια φανάρια. Το 1877 μια γαλλική
εταιρεία συνήψε σύμβαση με το Δήμο Αθηναίων και ανέλαβε την επέκταση των
εγκαταστάσεων του εργοστασίου αεριόφωτος και του δικτύου διανομής. Ο φωτισμός
πετρελαίου καταργήθηκε και εγκαταστάθηκαν σταδιακά περίπου χίλια φανάρια.

Η εξάπλωση της νέας λάμψης χάρισε στον κόσμο τη μέθη της νυχτερινής ζωής, των γιορτών,
των θεάτρων και των δεξιώσεων. Ουσιαστικά οι λάμπες φυσικού αερίου δημιούργησαν τη
νυχτερινή ζωή. Παράλληλα επιμηκύνθηκαν τα ωράρια εργασίας, χωρίς κίνδυνο πυρκαγιών
ακόμα κι αν το φωταέριο κατηγορήθηκε ως επικίνδυνο.

Και το επάγγελμα του φανοκόρου έσβησε...

Χαλβατζής

Οι πλανόδιοι χαλβατζήδες με την


ολοστρόγγυλη τάβλα απάνω στο κεφάλι
τους, σεργιανούσαν στους δρόμους της
πόλης και διαλαλούσαν το εμπόρευμα τους.
Οι καλύτεροι τεχνίτες του χαλβά ήταν οι
αρβανίτες.
Χαλκιάς

Αυτός που επεξεργάζονταν το χαλκό

ΧΑΤΖΗΣ

Ο ιδιοκτήτης των παλιών υπαίθριων


καταλυμάτων, των πανδοχείων (που
ονομάζονταν «χάνια«, από την
περσική λέξη χαν = ξενώνας).
Αντίστοιχοι δηλαδή, με τους
σημερινούς ξενοδόχους. Τα χάνια
εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες,
παρέχοντας στέγη στους ίδιους και
στα ζώα τους. Για πάρα πολλά χρόνια
ήταν ο μοναδικός σταθμός και το
κατάλυμα όλων των κοινωνικών
τάξεων, μέσα ή καθ’ οδόν έξω από τα
χωριά μας. Οικονομικά εύποροι, αλλά
και πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και «πραματευτάδες» – «γυρολόγοι», περιηγητές,
διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και «συμπεθερικά», που
κινούνταν στην περιοχή, στάθμευαν σ’ αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και
μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών – «καλαντζήδων», «ντενεκεντζήδων» – φαναρτζήδων
κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για να βρουν εργασία. Όλα είχαν αυλή όπου
άραζαν οι αραμπάδες, στάβλους για τα ζώα, και κυρίως δωμάτια για τη διανυκτέρευση των
ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Χάνια
υπήρχαν στο Καρπενήσι και στους δρόμους για τα χωριά. Τα χάνια στη δύσβατη περιοχή μας
ήταν πολλά και άφησαν πολλές ιστορίες πίσω τους.

Χτενάδες

Οι Κοσμίτες χτενάδες (γεωργατζάδες) έφτιαχναν άριστης ποιότητας χτένια


για τους αργαλειούς και η φήμη τους είχε φτάσει μέχρι τη Ρωσία.

Χτενάδες ήταν και οι επισκευαστές των χτενιών, εξαρτημάτων


των αργαλειών. Ο κτενάς ή όπως συνηθιζόταν ο χτενάς, όπως και
τόσοι άλλοι κατασκευαστές εξαρτημάτων του αργαλειού, ήταν
εποχιακός πωλητής. Αυτοί συνήθως γύριζαν στα χωριά και τα
νησιά για να επισκευάσουν τα χτένια που είχαν χαλάσει. Είχαν
μιά λινατσένια σακούλα κρεμασμένη στην πλάτη. Εκεί μέσα είχαν
τις κλωστές, τα καλαμάκια και όποιο άλλο
χειροποίητο αντικείμενο ήταν εύκολο να μεταφερθεί και να
πουληθεί στην γειτονιά.

Χασάπης ( Κρεοπώλης )

Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το


πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. Τα ζώα έσφαζαν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι και
πουλούσαν το κρέας στο χασάπη, αλλά και τα δέρματα σε άλλους εμπόρους για να γίνουν
ασκιά, τσαρούχια και άλλα είδη. (Αλλού έδεναν κομμάτια κρέας με σχοινιά και το κατέβαζαν
στο βάθος πηγαδιού). Οι χασάπηδες έκαναν περιοδείες στα χωριά για να αγοράσουν ζώα.
Αρχικά ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στήθηκαν πάγκοι και στεγάστηκαν σε ξύλινες
παράγκες. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την
παλάντζα, ζύγιζε το κρέας...

Πολλά απο αυτά τα


επαγγέλματα χάθηκαν.
Έτσι είναι κι έτσι πρέπει
να γίνεται γιατί ο
κόσμος εξελίσσεται και
προοδεύει. Οι
παππούδες και οι
πατεράδες μας όμως
κάθε φορά που θα
θυμούνται τον
τσαγκάρη, το σιδερά,
το γανωτή και όλους
τους άλλους, θα
θυμούνται με
νοσταλγία τις καλές
εποχές που εκείνοι
έζησαν και που ήταν
καλές εποχές παρόλο
που είχαν τις δυσκολίες τους γιατί απλά ήταν οι εποχές που κι εκείνοι ήταν παιδιά.

Σε μας έμειναν κάποια επώνυμα που βγήκαν από τα επαγγέλματα για να θυμούμαστε κι εμείς
αυτούς που με όλες τις δυσκολίες της εποχής έβγαζαν το ψωμί τους. Πολλά απο αυτά έχουν
τη ρίζα τους σε τούρκικες ονομασίες αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αφού μετά από
400 χρόνια σκλαβιά στους τούρκους είχαμε πάρει πολλές τουρκικές λέξεις. Παρακάτω θα
αναφέρουμε μερικά επώνυμα της περιοχής μας που έχουν την προέλευσή τους σε
επαγγέλματα (που φυσικά σήμερα δεν υπάρχουν) και δίπλα θα αναφέρουμε και την
προέλευσή τους.

Xασαπόσκυλο

Ως χασαπόσκυλο λογίζεται το σκυλί εκείνο που κάποτε άραζε έξω από το


χασάπικο της γειτονιάς, τρεφόταν με υπολείμματα κατευθείαν από τον πάγκο του
χασάπη και με κόκκαλα και ως αντάλλαγμα πρόσφερε υπηρεσίας φύλαξης του
χώρου και του πολύτιμου τότε εμπορεύματος καθώς και υπηρεσίες συνοδείας του
αφεντικού. Μια από τις πετυχημένες ράτσες χασαπόσκυλων, τα ροντβάιλ ερ, λόγω
της δύναμης τους έσερναν ακόμα και το κάρο των ικανοποιημένων χασάπηδων
της Γερμανίας. Το τιμημένο αυτό επάγγελμα για τους σκύλους το έφαγε η
μοντέρνα μετεξέλιξη του χασάπη σε κρεοπώλη, στο λεκτικό -συμβολικό επίπεδο
αλλά και ως προϊόν της επέλασης της πολιτικής ορθότητας. Από τότε τα χασάπικα
πρέπει να είναι καθαρά, να έχουν κατσίκια από την Κεφαλληνία έως και την
Παταγονία, λύσεις για χορτοφάγους, ποδήλατα γυμναστικής και κομποσκοίνια
και φυσικά να είναι απαλλαγμένα από τετράποδα αδέσποτα και τα μικρόβια τους.
Έτσι τα σκυλιά έχασαν την πιθανότητα να κάνουν το όνειρό τους
πραγματικότητα. Και όλοι ξέρουν πως το όνειρο κάθε σκύλου είναι να γίνει
κάποτε χασαπόσκυλο…

Χτίστης.
Οι οικοδόμοι και οι χτίστες κατασκεύαζαν τις λιθοδομές με συνδετική ύλη τη λάσπη. Το
συνεργείο που αναλάμβανε μια οικοδομή συγκέντρωνε διαφόρων ειδών τεχνίτες και είχε
συγκεκριμένη ιεραρχική οργάνωση. Ο πρωτομάστορας, που είχε το μεγαλύτερο κύρος και
εμπειρία λεγόταν "κάλφας", οι βοηθοί του "χτίστες". Οι χτίστες κατασκεύαζαν τα σπίτια "από
τα θεμέλια μέχρι τη στέγη", βάσει της εμπειρίας του πρωτομάστορα, ο οποίος είχε τότε τη
συνολική ευθύνη της οικοδομής, αναλάμβανε δηλαδή και το ρόλο του πολιτικού μηχανικού
και του αρχιτέκτονα, ενώ δεν υπήρχαν επιμέρους ειδικότητες, για το σοβάτισμα και το
άσπρισμα. Οι χτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Έχτιζαν σπίτια,
πελεκούσαν πέτρες, ενώ όπου χρειάζονταν έκαναν και το μαραγκό. Σ’ αυτούς υπάγονται και
οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις
καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν
καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική. Αρκετοί απ' αυτούς
ήταν ηπειρώτες, που έφταναν εδώ για δουλειά, ενώ ονομαστοί ήταν οι κτίστες του
Κρικέλλου.

Ψαθάς

Με τα ροζιασμένα χέρια του, που είχαν σκληρύνει από το


πλέξιμο της ψάθας, κατασκεύαζε αριστουργήματα. Μπορούσε
να δουλεύει το ψαθί με ένα τελάρο σαν αργαλειό όρθιου
τύπου ή να το πλέκει χωρίς αυτό, καθισμένος ανακούρκουδα
σε μια δροσερή γωνιά της αυλής.

Η ψάθα του χρησιμοποιούνταν για καλοκαιρινό στρωσίδι στο


δάπεδο ή για σκιά σε κάποιο κιόσκι. Η φωνή του ψαθά δεν ακούγεται πια στις γειτονιές, που
γύριζε για να πάρει παραγγελίες.
Ψαράς

Άλλα επαγγέλματα…

“Δοκιμάστρια υποδημάτων θαλάσσης” . Εναλλακτικά και σε περιόδους κρίσης ,


εχρησιμοποιείτο και ως “διδασκάλισσα κολύμβησης” , ακόμη και ως ….
“διασώστρια” τύπου … Baywatch , εξ ου και το … πλούσιο μπούστο …. Το
επάγγελμα ατόνησε σταδιακά , λόγω των αθρόων …. απολύσεων (λόγω της
τολμηρής περιβολής) και οι εργαζόμενες σ’ αυτό κατευθύνθηκαν επαγγελματικά
στο είδος …. “Συνοδοί Κυρίων” , εξ ου και το … μήνυμα” , πάνω δεξιά στην εικόνα
μας .

“Διαφημίστρια θερμαστρών , καύσης καυσόξυλων και κωκ” . Απαραίτητη


προϋπόθεση , το να …. είσαι και να φαίνεσαι …. κρυόκωλη . Υπέπεσε με την πάροδο
του χρόνου σε μαρασμό , διότι με την ανάπτυξη των spa , gym-cenders , massage-
rooms και των ποικίλλων …. psychotherapy-teams , υπέπεσε σε σπανιότητα και
τελικά , εξέλειπε η συμπαθής τάξη των … κρυόκωλων κυριών . (Όπως θέλετε ,
πάρτε το …. εγώ κάνω απλώς το … καθήκον μου) .

“Αφυπνιστής …. συνειδήσεων” , ή και , ενίοτε “εξαγωγεύς από επικινδύνους


καταστάσεις …. μακαριότητας” (ξέρετε … του στυλ : “ξύπνα ρε , μην κοιμάσαι
όρθιος …. ο Λαλάκης σου πηδάει την γκόμενα”) . Το επάγγελμα αυτό εξαφανίστηκε
, όταν οι …. συνειδήσεις του κόσμου , υπέπεσαν σε … μόνιμο και μη αναστρέψιμο
…. κώμα . Οι … απλοί “εξαγωγείς από καταστάσεις μακαριότητας” , ήγουν ….
ρουφιάνοι , διατηρήθηκαν μέχρι και στις μέρες μας , μόνο που πια , το …. κάνουν
δωρεάν και έτσι , δεν νοείται ως επάγγελμα .

“Μπαμπουοργανοπαίχτες” ….. Το λέει και η λεζάντα της εικόνας . Ουδέν σχόλιον ,


απλά η υποσημείωση ότι ΔΕΝ υπήρχε μόνο στην Μανίλλα , αλλά και στην πατρίδα
μας , από πλανόδιους (γύφτους) Ρομά . Το επάγγελμα αυτό , κυνηγήθηκε από …
περιθρησκευτικά αυστηρής ηθικής κέντρα , μέχρι πλήρους εξάλειψής του , λόγω
του ότι η θέα των εν λόγω επαγγελματιών καλλιτεχνών , υποσυνείδητα , παρέπεμπε
αλλού …. ήτοι σε καταστάσεις του είδους : “κοιτάξτε με , τί …. κρατάω” .
“Πλανόδιος (από πόρτα – σε πόρτα) , πωλητής λαδιού” . Επάγγελμα ιδιαίτερα
αγαπητό στην προτεραία …. της παρούσης εποχή , τότε δηλαδή που
συνηθιζόντουσαν τα …. μηνύματα τύπου : “φάε λάδι , κι έλα βράδυ” . Διότι τότε ,
που να τρέχεις στους μπακάληδες (μακρινούς ανιόντες συγγενείς των
Βασιλόπουλων , Μαρινόπουλων κλπ) , που σημειωτέον ήσαν και …. multi
κουτσομπόληδες και θα σε έβγαζαν “βούκινο” έτσι και πήγαινες με το φλιτζανάκι
στα μαγαζιά τους για να ζητήσεις “10 δράμια λάδι παρακαλώ …. ” .

“Λογοεκπαιδευτές ψιττακών” (παπαγάλων , καλοί μου άνθρωποι ….. αμόρφωτοι , έ


, αμόρφωτοι…) . Γρήγορα , ατόνησε σαν επάγγελμα , διότι από τα παλιά χρόνια
ίσχυε αυτό που ισχύει και στις μέρες μας , ότι δηλαδή δεν είναι και ιδιαίτερα ….
κόσμιο , να έχεις (σαν κυρία που είσαι) τα μούτρα σου μπροστά σε ένα …. πουλί και
να του …. μιλάς . Μπορείς να έχεις ένα πουλί μπροστά στα μούτρα σου , αλλά να λες
άλλα πράγματα , …. και όχι “Άννα , να ένα μήλο …. Ρήγα , πέτα το τόπι” …. Άλλα …..

” Γκουβερνάντες για pets πολυτελείας” , ευπόρων οικογενειών . Σταμάτησε όταν τα


…. pets , έγιναν πια …”σούπα” . Τώρα pet , έχει πια και η “κουτσή Μαρία” …. Εκτός
αυτού , πολλές φορές οι επαγγελματίες αυτού του είδους συλλαμβάνονταν , να
ζεσταίνουν τα χέρια τους με τα pets , στην καθημερινή τους βόλτα για “πιπί” ,
πράγμα , που διαπιστωμένα “έκοβε” το κατούρημα στα … δυστυχή ζωντανά .

“Σφάχτης(χτρια) πουλερικών” . Πολύ χρήσιμο επάγγελμα , διότι την παλαιά εποχή ,


έβρεχε πολύ και η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαζόντως …. ηλεκτρισμένη ….
Ναι πολύ καλά ακούσατε (διαβάσατε) . Απαραίτητο αξεσουάρ της ειδικής Στολής της
συμπαθούς αυτής τάξης επαγγελματιών , ήταν το συγκεκριμένο … κάλυμμα
κεφαλής – καπέλο , (προσέξτε την εικόνα παρακαλώ) , εξαιτίας του οποίου ,
χρησιμοποιόντουσαν κατά κόρον , ως …. αλεξικέραυνα . Με την πάροδο του καιρού
, το επάγγελμα σταμάτησε , διότι …. αποδεκατίστηκαν όλοι(ες) , οι επαγγελματίες
….(Είπαμε … έβρεχε πολύ και η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαζόντως ηλεκτρισμένη) .

Αλλοι κατασκευαστές…

Κατασκευαστής τσαταλών (με λάστιχα ή και με το πάνω μέρος του … βρακιού!).


Κατασκευαστής … πινακωτής!
Κατασκευαστής παγίδων για πουλιά (ΜΟΝΟ τα … πετούμενα εννοώ!).
Τζιτζιλοπαίχτες!
Τσιλίκ-τσομάκ-παίχτες!
Μαρκαδόρος (στα νυχτερινά)!

Ευρετήριο
www.futuremorph.org/my_future_finder/viewitem.cfm?cit_id=4308

http://www.winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm

www.unipi.gr/katsanevas/arthra/scientific%20articles/90.doc

http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/NEW_TECHNOLOGY/5.1.htm

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%8
4%CE%B6%CE%AE%CF%82

http://ct-srv2.aegean.gr/epaggelmata/index.php?lng=Z3JlZWs=

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3003,12053/extras/activities/index_03_
epagelmata_drastiriotita/ergasia_eppagelmata_archaia_ellada.pdf

You might also like