You are on page 1of 12

The New

Build Up Your Vocabulary


and Reading Skills for the ECPE Examination for the Certificate
of Proficiency in English
CAMBRIDGE MICHIGAN
English-Greek Glossary LANGUAGE ASSESSMENTS
Copyright Hellenic American Union, 2017

Unit 1 vengeance (n) εκδίκηση reliable (adj) αξιόπιστος


in the name of (phr) στο όνομα paucity (n) ανεπάρκεια
in broad daylight (phr) του/της
απροκάλυπτα, μέρα μεσημέρι testament (n) μαρτυρία
approach (n) προσέγγιση effectiveness (n)
prohibition (n) απαγόρευση
rebel (n) επαναστάτης αποτελεσματικότητα
consumption (n) κατανάλωση
detonate (v) πυροδοτώ covert (adj) μυστικός, κρυφός
ban (v) απαγορεύω
alert (v) ειδοποιώ scrupulous (adj) σχολαστικός
clandestine (adj) μυστικός,
κρυφός apprehend (v) συλλαμβάνω in favor of (phr) χάρη σε
leave out of (phr v) παραλείπω short but sweet (phr) ευχάριστά grapevine (n) φήμες, διαδόσεις
σύντομος terrain (n) έδαφος
colonialism (n) αποικιοκρατία
exodus (n) έξοδος summary (adj) συνοπτικός
show sth in a bad light (phr)
παρουσιάζω με μελανά arduous (adj) κοπιαστικός, execution (n) εκτέλεση
σημεία κουραστικός
harbor (v) υποθάλπω
deliberate (adj) σκόπιμος undertake (v) αναλαμβάνω
conductor (n) διευθυντής,
omission (n) παράλειψη diminish (v) μειώνω συντονιστής
utmost (adj) υπέρτατος, μέγιστος ignite (v) πυροδοτώ, ξεκινάω severe (adj) αυστηρός
saying (n) ρητό, γνωμικό speculative (adj) φανταστικός, vigilance (n) εγρήγορση
υποθετικός
doom (v) καταδικάζω preclude (v) αποκλείω
genre (n) είδος
vital (adj) ζωτικός, απαραίτητος vague (adj) ασαφής, αόριστος
elaborate (v) αναλύω
trace (n) ίχνος, σημάδι necessitate (v) επιβάλλω
arouse (v) εξάπτω, διεγείρω
remnant (n) απομεινάρι, convert (v) μετατρέπω
κατάλοιπο passageway (n) πέρασμα
dormitory (n) κοιτώνας
vestige (n) ίχνος slave (n) σκλάβος
reroute (v) αλλάζω πορεία
make a point of (phr) φροντίζω pass over (phr v) παραλείπω,
περνάω επιφανειακά (ιδιομ.) vent (n) αεραγωγός
encourage (v) ενθαρρύνω obtain (v) αποκτώ
notable (adj) αξιοσημείωτος,
resistance (n) αντίσταση σημαντικός outcome (n) αποτέλεσμα
force (n) βία gain passage (phr) έχω uphold (v) διατηρώ
weapon (n) όπλο πρόσβαση
acknowledge (v) αναγνωρίζω
retaliation (n) αντίποινα, flee (v) δραπετεύω
subsequent (adj) επακόλουθος
απάντηση oppression (n) καταπίεση
drawback (n) μειονέκτημα
pursue (v) επιδιώκω, ακολουθώ abolition (n) κατάργηση
detrimental (adj) επιζήμιος
eschew (v) απέχω, αποφεύγω oversight (n) παράλειψη

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
1
illustrate (v) απεικονίζω, unearth (v) φέρνω στην deformation (n) παραμόρφωση
διευκρινίζω επιφάνεια modification (n) τροποποίηση
unflinching (adj) αποφασιστικός invariably (adv) σταθερά, πάντα macabre (adj) μακάβριος
bizarre (adj) παράξενος, a far cry from (phr) αλλιώτικος, subject to (v) υποβάλλω
περίεργος διαφορετικός
monstrous (adj) τερατώδης
gruesome (adj) απαίσιος, φριχτός surveillance (n) παρακολούθηση
file (v) λιμάρω
widespread (adj) εκτεταμένος demonstrate (v) υποδεικνύω,
δείχνω hideously (adv) αποκρουστικά
fully-fledged (adj) πλήρως
καταρτισμένος emotional (adj) συναισθηματικός fang (n) κυνόδοντας
excruciating (adj) επώδυνος, fall-out (n) συνέπειες inter (v) ενταφιάζω
οδυνηρός predominantly (adv) κυρίως artifact (n) χειροποίητο
pronounced (adj) αισθητός, αντικείμενο
secular (adj) κοσμικός, λαϊκός
έντονος utensil (n) μαγειρικό σκεύος
ideal (adj) ιδανικό
mild (adj) ήπιος revulsion (n) απέχθεια
prospect (n) προοπτική
alongside (prep) δίπλα nobility (n) αριστοκρατία
spate (n) καταιγισμός
surrealist (adj) σουρεαλιστικός compress (v) πιέζω
prompt (v) παρακινώ
abduct (v) απαγάγω infancy (n) νηπιακή ηλικία
resurgence (n) αναθέρμανση,
noticeable (adj) αξιοπρόσεκτος τόνωση dismiss (v) απορρίπτω
apprenticeship (n) πρακτική overly (adv) υπερβολικά contemporary (adj) σύγχρονος
qualified (adj) καταρτισμένος naïve (adj) απλοϊκός, αφελής depiction (n) απεικόνιση
ordeal (n) ταλαιπωρία, βάσανο assume (v) υποθέτω repulsive (adj) αποκλειστικός
migraine (n) ημικρανία overriding (adj) βασικός, κύριος reservation (n) 1. κράτηση
fearless (adj) ατρόμητος 2. επιφύλαξη
motive (n) κίνητρο
overwhelming (adj) συντριπτικός arrange (v) 1. κανονίζω
profit (n) κέρδος 2. τοποθετώ
squeamish (adj) σιχασιάρης watered-down (adj) apply (oneself) (v) 1. κάνω αίτηση
moderate (adj) μέτριος, μεσαίος απλουστευμένος, 2. συγκεντρώνομαι
breathtaking (adj) που σου κόβει απλοποιημένος
innate (adj) έμφυτος
την ανάσα curriculum (n) διδακτέα ύλη
capacity (n) 1. ικανότητα
guess-work (n) εικασία, υπόθεση instill (v) εμπνέω, ενσταλάζω 2. χωρητικότητα
unarguably (adv) αναντίρρητα patriotism (n) πατριωτισμός determine (v) καθορίζω
dig up (phr v) φέρνω στο φως sanction (v) επικυρώνω discipline (n) 1. πειθαρχεία
maturity (n) ωριμότητα edifying (adj) επιμορφωτικός 2. (ακαδημαϊκός) κλάδος
die down (phr v) καταλαγιάζω conveniently (adv) βολικά produce (v, n) 1. παράγω
dread (v) τρέμω, φοβάμαι sweep under the rug (phr) δεν 2. αγροτικό προϊόν

endure (v) υπομένω αντιμετωπίζω το πρόβλημα echo (v, n) 1. ηχώ


censorship (n) λογοκρισία 2. αντηχώ
rite of passage (phr) πέρασμα
(μτφ) distorted (adj) διαστρεβλωμένος sentiment (n) αίσθημα
strike fear into (phr) skull (n) κρανίο domestic (adj) οικιακός
τρομοκρατώ, εκφοβίζω burial site (n) χώρος ταφής estimate (n) εκτίμηση
ensue (v) επακολουθώ cranium (pl. crania) (n) κρανίο estimated (adj) εκτιμώμενος
abate (v) καταλαγιάζω enlargement (n) μεγέθυνση a last resort (phr) έσχατη λύση
indisputably (adv) elongation (n) επιμήκυνση persuasion (n) πειθώ
αδιαμφισβήτητα resort (v) καταφεύγω
abnormality (n) ανωμαλία

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
2
eclipse (v, n) 1. έκλειψη cheerful (adj) χαρωπός ceaseless (adj) αδιάκοπος
2. επισκιάζω fetching (adj) γοητευτικός instinctive (adj) ενστικτώδης
address (v, n) 1. αντιμετωπίζω charming (adj) χαριτωμένος replete with (adj) γεμάτος
2. διεύθυνση
have a hunch (phr) έχω conscious (adj) συνειδητός
elaborate (v, adj) 1. περίτεχνος προαίσθημα
2. αναλύω fade out (phr v) σβήνω,
bunch (n) τσαμπί, μπουκέτο ξεθωριάζω
remission (n) ύφεση
crunch (n) τρίξιμο on the verge of (phr) στο χείλος
permissive (adj) χαλαρός
be bound to (phr) που surpass (v) ξεπερνώ
public office (n) δημόσιο αξίωμα προορίζεται να fortuitous (adj) ευτυχής συγκυρία
accelerate (v) επιταχύνω batch (n) δόση, παρτίδα appreciable (adj) αξιοσημείωτος
undiminished (adj) αμείωτος match (n) σπίρτο, αγώνας contamination (n) μόλυνση
unspoiled (adj) άθικτος breach (v) παραβιάζω counterpart (n) ισοδύναμο,
undeterred (adj) απτόητος pound (v) χτυπάω δυνατά αντίστοιχο
unmistakable (adj) αλάθητος scout (v) ανιχνεύω exceed (v) υπερβαίνω
unsightly (adj) δύσμορφος grounds for (n) αιτία venture (n) εγχείρημα
undivided (adj) αδιαίρετος take into account (phr) λαμβάνω slight (adj) ελαφρύς
undaunted (adj) ατρόμητος υπόψη precise (adj) ακριβής
unambiguous (adj) ξεκάθαρος bout (n) κρίση refined (adj) εκλεπτυσμένος
blot (n) στίγμα, κηλίδα astounding (adj) εκπληκτικός tedious (adj) ανιαρός,
pristine (adj) άθικτος send a chill down one’s spine κουραστικός
setback (n) κώλυμα, εμπόδιο (phr) ανατριχιάζω dash (n) αγώνας δρόμου 100μ
straightforward (adj) σαφής chill (n) ψύχρα impact (v) χτυπώ, προσκρούω
undergo (v) υποβάλλομαι catch (n) παγίδα elite (adj) εκλεκτός, που ανήκει
self-assured (adj) σίγουρος για found (v) ιδρύω στην αφρόκρεμα
τον εαυτό του crown (v) στέφω equivalent (adj) αντίστοιχος
demeanor (n) διαγωγή pinch (v) τσιμπάω swiftness (n) γρηγοράδα,
self-esteem (n) αυτοεκτίμηση rightful (adj) δίκαιος ταχύτητα

uptake (n) χρήση, κατανάλωση parallel (n) ομοιότητα,


παραλληλισμός
intake (n) πρόσληψη Unit 2
well-honed (adj) που είναι
outward (n) εξωτερικός mutation (n) μετάλλαξη διαμορφωμένος καλά
merchandise (n) εμπόρευμα a moot point (phr) αμφιλεγόμενο posture (n) στάση σώματος
ground (v) τιμωρώ ζήτημα outright (adv) εντελώς
snatch (v) αρπάζω margin (n) περιθώριο by chance (phr) κατά τύχη
fetch (v) παίρνω momentum (n) ορμή, δυναμική anomaly (n) ανωμαλία
enrich (v) εμπλουτίζω brute (adj) ζωώδης winding (adj) στριφογυριστός
flout (v) αψηφώ force (n) δύναμη swap (v) ανταλλάσσω
itch (v) φαγουρίζω blend (n) μείγμα attire (n) ενδυμασία
scratch the surface of (phr) innovation (n) καινοτομία follow suit (phr) ακολουθώ κατά
ασχολούμαι επιφανειακά πόδας
intriguing (adj) ενδιαφέρων
surge (n) ροπή exertion (n) κόπος, μόχθος slender (adj) λεπτός, αδύνατος
account for (v) δικαιολογώ make a dash for (phr) κινούμαι awkward (adj) αδέξιος
changeable (adj) ευμετάβλητος γρήγορα προς gear (n) εξοπλισμός

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
3
radically (adv) ριζικά slam (v) βαράω prone (adj) επιρρεπής
gender (n) φύλο stomp (v) χτυπάω με δύναμη ban (v) απαγορεύω
enforce (v) επιβάλλω cushion (v) ανακόπτω implication (n) υπαινιγμός
in accordance with (phr) steer (v) οδηγώ ensure (v) διασφαλίζω
σύμφωνα με collide with (v) συγκρούομαι tarnish (v) αμαυρώνω
decency (n) ευπρέπεια heal (v) θεραπεύω conviction (n) καταδίκη
conceal (v) καλύπτω impairment (n) βλάβη harness (v) αξιοποιώ
uninhibited (adj) ανεμπόδιστος potential (adj) πιθανός plough (n) άροτρο
categorically (adv) manifest (v) εκδηλώνω demotivate (v) αποθαρρύνω
κατηγορηματικά
convention (n) κανόνας, spur (v) ωθώ, σπιρουνίζω
under no circumstances (phr) σε παράδοση
καμιά περίπτωση coin (v) 1. φτιάχνω νόμισμα
vehement (adj) ορμητικός, 2. επινοώ, εφευρίσκω
scribble (v) γράφω βιαστικά σφοδρός catchy (adj) πιασάρικος
sound (adj) λογικός wastage (n) απώλεια oversee (v) επιβλέπω
course of action (phr) σειρά disapproval (n) αποδοκιμασία
ενεργειών branch (n) 1. υποκατάστημα
minimize (v) ελαττώνω 2. κλαδί
prudent (adj) συνετός
ornament (n) διακοσμητικό, dictate (v) 1. επιβάλλω
blissfully (adv) μακάρια, στολίδι 2. υπαγορεύω
ευτυχισμένα
mar (v) αλλοιώνω riot (n) εξέγερση
eponymous (adj) επώνυμος
appeal (n) έλξη, έφεση gravity (n) 1. σοβαρότητα
incidence (n) περιστατικό 2. βαρύτητα
strengthen (v) ενδυναμώνω
occurrence (n) γεγονός, συμβάν plaster (n) γύψος
misguided (adj) παραπλανημένος
integral (adj) ζωτικής σημασίας steer away (phr) απομακρύνω
harsh (adj) τραχύς
reckon (v) πιστεύω mirror (v, n) 1. αντικατοπτρίζω
soar (v) εκτινάσσομαι
with abandon (phr) ανεξέλεγκτα 2. καθρέφτης
enhance (v) βελτιώνω
contact sport (phr) άθλημα alarm (n) 1. συναγερμός
επαφής indulge in (v) ενδίδω 2. ξυπνητήρι
be no strangers to (phr) είμαι reckless (adj) απερίσκεπτος absorb (v) απορροφώ
εξοικειωμένος με refrain (v) απέχω impurity (n) ακαθαρσία
cognitive (adj) νοητικός acutely (adv) έντονα misidentified (adj) που δεν
decline (n) εξασθένιση, μείωση concussion (n) διάσειση αναγνωρίζεται σωστά
inevitable (adj) αναπόφευκτος spinal (adj) σπονδυλικός, beneficial (adj) ευεργετικός
agility (n) ευκινησία νωτιαίος flexible (adj) ελαστικός, ευέλικτος
recruit (n) νεοσύλλεκτος, νέος fluid (n) υγρό unintelligible (adj) ακατανόητος
υπάλληλος impact (n) πρόσκρουση weird (adj) περίεργος
tender (adj) τρυφερός blow (n) χτύπημα scroll (n) πάπυρος
outlandish (adj) εκκεντρικός cerebral (adj) εγκεφαλικός legible (adj) ευανάγνωστος
conform (v) προσαρμόζομαι, tissue (n) ιστός indistinguishable (adj)
ταιριάζω δυσδιάκριτος
perceptual (adj) αντιληπτικός
associate (v) σχετίζω inconceivable (adj) αδιανόητος
prospect (n) προοπτική
reserve (v) κρατώ considerable (adj) αξιόλογος,
padded (adj) που έχει μαξιλαράκι
talkative (adj) ομιλητικός σημαντικός
knuckle (n) άρθρωση δαχτύλου
grant (v) παραχωρώ indispensable (adj) απαραίτητος
embolden (v) ενθαρρύνω
tackle (v) κάνω τάκλιν strain (n) υπερφόρτωση
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
4
desirable (adj) επιθυμητός Unit 3 educated guess (phr) εικασία
questionable (adj) render (v) καθιστώ
αμφισβητήσιμος extract (v) εξάγω, αφαιρώ
obsolete (adj) απαρχαιωμένος
cinnamon (n) κανέλα combine (v) συνδυάζω
iris (n) ίρις
feedback (n) γνώμη, κριτική output (n) αποτέλεσμα
replicate (v) αναπαράγω,
network (n) δίκτυο dispute (n) διαφωνία, διαμάχη δημιουργώ αντίγραφο
mainstream (adj) συμβατικός originator (n) δημιουργός in leaps and bounds (phr) με
onset (n) έναρξη analogue (n) ανάλογο, αντίστοιχο αλματώδη βήματα

guideline (n) οδηγία primitive (adj) πρωτόγονος seismic (adj) συνταρακτικός


backdrop (n) υπόβαθρο contraption (n) μαραφέτι, in the pipeline (phr) υπό
μηχάνημα επεξεργασία
background (n) πλαίσιο,
υπόβαθρο pioneer (n) καινοτόμος, towering (adj) επιβλητικός,
πρωτοπόρος πανύψηλος
conventional (adj) συμβατικός,
κλασσικός immortalize (v) απαθανατίζω, speculation (n) υπόθεση, εικασία
μένω στην ιστορία radical (adj) ριζικός
outcome (n) αποτέλεσμα
controversy (n) αντιπαράθεση evolve (v) εξελίσσω
worthwhile (adj) που ανταμείβει
ear-splitting (adj) εκκωφαντικός dominate (v) κυριαρχώ
outrage (n) κατακραυγή
provoke (v) προκαλώ constraint (n) περιορισμός
breakthrough (n) τομή,
σημαντική πρόοδος unconventional (adj) instructive (adj) διδακτικός,
αντισυμβατικός εκπαιδευτικός
on the spur of the moment (phr)
αυθόρμητα rendition (n) ερμηνεία hazard (n) κίνδυνος
space (n) διάστημα credit (v) χρωστάω, οφείλω practically (adv) πρακτικά,
shift (v) αλλάζω settle (v) διευθετώ ουσιαστικά

shape (v) διαμορφώνω work out (phr v) υπολογίζω ultimately (adv) βασικά,
ουσιαστικά
flourish (v) ευδοκιμώ, ακμάζω adjust (v) προσαρμόζω
currently (adv) επί του παρόντος
surge (v) εκτινάσσομαι occupy (v) καταλαμβάνω
advent (n) έλευση
issue (v) εκδίδω dismantle (v) αποσυναρμολογώ
mobility (n) κινητικότητα
fashion (v) φτιάχνω recreate (v) αναπαριστώ
supplant (v) αντικαθιστώ
commercial (adj) εμπορικός debate (n) διαμάχη
anticipate (v) προσμένω
partial (adj) μερικός acetate (n) οξικό άλας, ρεγιόν
conventional (adj) συμβατικός
insert (v) εισάγω, βάζω hitherto (adv) προς το παρόν
compact (adj) συμπαγής
disperse (v) σκορπίζω archivist (n) αρχειοφύλακας
embrace (v) αγκαλιάζω,
immigration (n) μετανάστευση emit (v) εκπέμπω αποδέχομαι
reverse (n) το αντίθετο avid (adj) ένθερμος, ενθουσιώδης facilitate (v) διευκολύνω
perverse (adj) ξεροκέφαλος devise (v) επινοώ topography (n) μορφολογία
disheveled (adj) απεριποίητος skeptical (adj) επιφυλακτικός εδάφους
rehearse (v) προβάρω rousing (adj) διεγερτικός drilling (n) γεώτρηση
immerse (v) βυθίζομαι, enlist (v) συγκεντρώνω, instructive (adj) διδακτικός,
απορροφώμαι στρατολογώ εκπαιδευτικός
tension (n) ένταση crude (adj) ακατέργαστος unprecedented (adj) πρωτοφανής
retention (n) διατήρηση contribute (v) συνεισφέρω enable (v) επιτρέπω, δίνω τη
tendency (n) τάση, συνήθεια δυνατότητα
essentially (adv) ουσιαστικά
adept (adj) επιδέξιος, ικανός urban (adj) αστικός

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
5
imposing (adj) επιβλητικός correlate (v) σχετίζομαι, είμαι σε stray from (phr v) ξεστρατίζω
convenience (n) άνεση συνάρτηση με (από προκαθορισμένη πορεία)

convert (v) μετατρέπω conduct (v) διεξάγω switch into (phr v) αλλάζω
pace (n) ρυθμός confirm (v) επιβεβαιώνω be inclined to (phr) έχω την τάση
commitment (n) δέσμευση να
dwelling (n) κατοικία
rare (adj) σπάνιος ward off (phr v) διώχνω,
optimistic (adj) αισιόδοξος απομακρύνω, αποκρούω
advance (v) 1. προτείνω sweeping (adj) σαρωτικός
set foot (phr) πατώ, περπατώ
2. προωθώ reform (n) μεταρρύθμιση
question (v) ρωτάω
capture (v) 1. συλλαμβάνω severe (adj) σοβαρός
2. αιχμαλωτίζω highway (n) αυτοκινητόδρομος
deficiency (n) ανεπάρκεια
cultivate (v) 1. καλλιεργώ back road (n) παράδρομος
pledge (v) υπόσχομαι,
2. καλλιεργώ (μτφ) δεσμεύομαι sniffer dog (n) εκπαιδευμένος
grasp (v) 1. αρπάζω σκύλος (να εντοπίζει με την
proportion (n) ποσοστό, όσφρηση)
2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι αναλογία
accommodate (v) 1. φιλοξενώ the blues (phr) μελαγχολία
workforce (n) εργατικό δυναμικό
2. ικανοποιώ groundbreaking (adj)
broadly speaking (phr) γενικά πρωτοποριακός,
slant (v, n) 1. γέρνω
2. γνώμη deplorable (adj) ανήθικος, επαναστατικός
ανεκδιήγητος attribute (n) χαρακτηριστικό,
screen (n,v) 1. οθόνη
2. ελέγχω διεξοδικά foul language (n) αισχρή γλώσσα γνώρισμα

harbor (n,v) 1. λιμάνι notorious (adj) κακόφημος feature (n) χαρακτηριστικό,


2. τρέφω (συναίσθημα) γνώρισμα
incorporate (v) ενσωματώνω
usher (v) 1. οδηγώ broaden (v) διευρύνω
sprawling (adj) εκτεταμένος
2. συνοδεύω advantage (n) πλεονέκτημα
forge (v) φτιάχνω, σφυρηλατώ
prosperity (n) ευημερία at random (phr) τυχαία, κατά
be sought after (phr) επιθυμητός τύχη
embrace (n) 1. εναγκαλισμός
2. αποδέχομαι former (adj) πρώην selective (adj) επιλεκτικός
determine (v) 1. αποφασίζω colony (n) αποικία breeding (n) εκτροφή
2. καθορίζω source (v) προμηθεύομαι, βρίσκω function (n) λειτουργία
alert (adj, v) 1. σε εγρήγορση coordinate (v) συντονίζω intention (n) πρόθεση
2. ειδοποιώ
inherently (adv) έμφυτα into one’s midst (phr) ανάμεσα,
apply (v) 1. εφαρμόζω, βάζω
flawed (adj) προβληματικός στο μέσο (μεταξύ πολλών)
2. συγκεντρώνομαι
3. ισχύω be torn between (phr) διχάζομαι, bond (n) δεσμός
βρίσκομαι ανάμεσα lone (adj) μοναχός, μοναχικός
embark (v) 1. επιβιβάζομαι
2. ξεκινώ draw a conclusion (phr) φτάνω prey (n) θήραμα
στο συμπέρασμα
upset (v) 1. νευριάζω notion (n) έννοια
2. αναστατώνω assess (v) αξιολογώ
lurk (v) παραμονεύω, ελλοχεύω
compromise (v) συμβιβάζω resourceful (adj) επινοητικός
on guard (phr) σε επιφυλακή
component (n) συστατικό
detect (v) διακρίνω
well-rounded (adj) πλήρης, Unit 4
ακέραιος steal into (phr) μπαίνω κρυφά
set upon (phr v) επιτίθεμαι efficiency (n) αποδοτικότητα
compelling (adj) πειστικός,
αδιάσειστος culminate in (v) καταλήγω, district (n) περιοχή, συνοικία
ολοκληρώνομαι
compile (v) συγκεντρώνω, merge (v) συγχωνεύω
συλλέγω branch off (phr v) αποκλίνω
similar (adj) παρόμοιος
confine (v) περιορίζω
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
6
diverge (v) διαφοροποιούμαι date (v) χρονολογούμαι reproduce (v) αναπαράγω
distinct (adj) διαφορετικός come into contact (phr) έρχομαι die out (phr v) εξαφανίζομαι,
disparate (adj) ανόμοιος σε επαφή εκλείπω

struggle (v) παλεύω hybrid (n) υβρίδιο decidedly (adv) σίγουρα


mutually (adv) από κοινού manipulate (v) χειρίζομαι rapidly (adv) τάχιστα
roughly (adv) περίπου mingling (n) συναναστροφή profession (n) επάγγελμα
instinctively (adv) ενστικτωδώς keen (adj) οξύς utterly (adv) εντελώς
blink (v) ανοιγοκλείνω τα μάτια come about (phr v) συμβαίνω extent (n) έκταση
speck (n) κουκίδα continent (n) ήπειρος emission (n) εκπομπή
devour (v) κατασπαράζω gene (n) γονίδιο benign (adj) καλοήθης, άκακος
thrive (v) ευδοκιμώ mind-blowing (adj) regime (n) καθεστώς
συναρπαστικός inimical (adj) επιζήμιος
ravenous (adj) πεινασμένος
cutting edge (adj) προηγμένος ruthless (adj) ανελέητος
over the course of (phr) με την
πάροδο afford (v) προσφέρω offense (n) παράπτωμα
distinctive (adj) χαρακτηριστικός, vivid (adj) ζωντανός insidious (adj) ύπουλος
ιδιαίτερος glimpse (n) ματιά innocuous (adj) ακίνδυνος
far-flung (adj) απομακρυσμένος, dazzling (adj) εκθαμβωτικός predominate (v) υπερισχύω
μακρινός virtual (adj) εικονικός ratio (n) αναλογία
scent (n) μυρωδιά profoundly (adv) βαθιά proliferate (v) πολλαπλασιάζομαι
vast (adj) τεράστιος, αχανής advocate (n) υποστηρικτής eradicate (v) εξαλείφω
array (n) ποικιλία, φάσμα avert (v) αποτρέπω juvenile (adj) ανήλικος
ancestor (n) πρόγονος kindle (v) ανάβω, εξάπτω adequate (adj) επαρκής
domestic (adj) οικιακός compel (v) επιβάλλω, υποχρεώνω recreational (adj) ψυχαγωγικός
predator (n) αρπακτικό vertebrate (adj) σπονδυλωτός aptly (adv) εύστοχα, ορθά
aggressive (adj) επιθετικός abundance (n) αφθονία ingenious (adj) ευρηματικός
due to (conj) εξαιτίας wake-up call (phr) κλήση counterintuitive (adj) παράλογος
menace (n) απειλή αφύπνισης, προειδοποίηση
(μτφ) dwell (v) διαμένω
settlement (n) οικισμός
complacent (adj) εφησυχασμένος interfere (v) παρεμβαίνω
well-disposed (adj)
καλοπροαίρετος in peril (phr) σε κίνδυνο attempt (v) προσπαθώ
roast (v) ψήνω successive (adj) διαδοχικός account for (v) αντιπροσωπεύω
in the hopes (phr) με την ελπίδα molt (v) αλλάζω (τρίχωμα/δέρμα) associate with (v) συσχετίζω
να shed (v) ρίχνω, πετώ (δέρμα) afflict (v) πλήττω, επηρεάζω
odd (adj) λιγοστός bolster (v) στηρίζω guarantee (v) εγγυώμαι
scrap (n) υπόλειμμα, αποφάγια shield (v) προστατεύω affect (v) επηρεάζω
toss (v) πετώ flesh (n) σάρκα strain (n) στέλεχος (ιού)
perceive (v) αντιλαμβάνομαι bland (adj) άγευστος, άνοστος incident (n) περιστατικό
loyal (adj) πιστός inhabit (v) κατοικώ initiative (adj) πρωτοβουλία
companionship (n) συντροφιά plummet (v) κατρακυλάω, έχω immune (adj) ανοσοποιητικός
tame (v) τιθασεύω, εξημερώνω καθοδική πορεία dispose (v) πετώ
canine (n) σκύλος in the wake of (phr) στον απόηχο underway (adj) που βρίσκεται σε
independently (adv) ανεξάρτητα eliminate (v) εξαλείφω εξέλιξη

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
7
incomparable (adj) ασύγκριτος accumulate (v) συσσωρεύω, copyright (n) δικαίωμα
adept (adj) ικανός, άξιος μαζεύω πνευματικής ιδιοκτησίας

effectively (adv) αποτελεσματικά quit (v) 1. σταματώ incessant (adj) αδιάκοπος


2. παραιτούμαι impeccable (adj) άψογος
unparalleled (adj) απαράμιλλος,
ασυναγώνιστος resign (v) 1. υποβάλλω full-blown (adj) σε πλήρη έκταση
παραίτηση
legislation (n) νομοθεσία 2. αποδέχομαι condone (v) αποδέχομαι,
penalize (v) τιμωρώ ανέχομαι
enthusiastic (adj) ενθουσιώδης
infect (v) μολύνω roam (v) περιφέρομαι
flaw (n) ελάττωμα, ψεγάδι
host (n) ξενιστής sow (v) σπέρνω, σπείρω
fault (n) λάθος, σφάλμα
stunningly (adv) εντυπωσιακά moan (v) παραπονιέμαι,
ethic (n) ηθική γκρινιάζω
clone (v) κλονοποιώ property (n) περιουσία, erode (v) διαβρώνω
mate (v) ζευγαρώνω ιδιοκτησία
hone (v) τελειοποιώ, βελτιώνω
incompatibility (n) ασυμφωνία asset (n) 1. προσόν
2. περιουσιακό στοιχείο prejudice (n) προκατάληψη
employ (v) εφαρμόζω
propose (v) 1. προτείνω defy (v) αψηφώ
yellow fever (n) κίτρινος πυρετός 2. κάνω πρόταση γάμου seed (n) σπόρος
wipe out (phr v) εξαλείφω advise (v) συμβουλεύω escalate (v) κλιμακώνομαι
propagate (v) αναπαράγομαι attorney (n) δικηγόρος riot (n) εξέγερσή
outnumber (v) ξεπερνώ means (n) μέσο
αριθμητικά inappropriate (adj) ακατάλληλος
way (n) τρόπος in the grand scheme of things
surpass (v) ξεπερνώ
forensic (adj) ιατροδικαστικός (phr) λαμβάνοντας τα πάντα
exceed (v) υπερβαίνω υπόψη
gauge (n) 1. μέτρο αναφοράς
run (v) 1. διοικώ 2. διάμετρος, πάχος fairly (adv) σχετικά
2. (through) προβάρω
caliber (n) διαμέτρημα arguably (adv) αδιαμφισβήτητα
manage (v) διαχειρίζομαι
futile (adj) μάταιος, ανώφελος immensely (adv) υπερβολικά,
chance (n) τύχη, ευκαιρία υπέρμετρα
vain (adj) 1.ματαιόδοξος
opportunity (n) ευκαιρία 2. ανώφελος ideally (adv) ιδανικά
formidable (adj) αξιοθαύμαστος split up (phr v) χωρίζω dissertation (n) διατριβή
admit (v) 1. παραδέχομαι illegitimate (adj) παράνομος solely (adv) αποκλειστικά
2. επιτρέπω την είσοδο
indecipherable (adj) ακατανόητος progressively (adv) σταδιακά
suggest (v) 1. υπονοώ
2. προτείνω infamous (adj) κακόφημος inevitably (adv) αναπόφευκτα
imply (v) 1. υπαινίσσομαι inflammable (adj) εύφλεκτος initially (adv) αρχικά
2. συνεπάγομαι invalid (adj) άκυρος relatively (adv) σχετικά
blame (v) κατηγορώ invaluable (adj) πολύτιμος thoroughly (adv) εντελώς,
scrap (v) πετώ διεξοδικά
indomitable (adj) ακατάβλητος
broad (adj) 1. πλατύς imminent (adj) επικείμενος
indefinitely (adv) επ’ αόριστον
2. ευρύς
3. χοντρικός infallible (adj) αλάθητος
Unit 5
wide (adj) πλατύς, φαρδύς irreverently (adv) ασεβώς
poke fun at (phr) κοροϊδεύω developing (adj)
be off the mark (phr) αναπτυσσόμενος
λανθασμένος irrespective (adj) ανεξάρτητα από
developed (adj) ανεπτυγμένος
gather (v) 1. μαζεύω, συλλέγω constitute (v) αποτελώ
2. αντιλαμβάνομαι level off (phr v) εξισορροπώ
infringement (n) παραβίαση
factor (n) παράγον

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
8
corruption (n) διαφθορά stem from (phr v) προέρχομαι reckon on (phr v) υπολογίζω,
colonial (adj) αποικιακός adjust (v) προσαρμόζω πιστεύω

rule (n) διακυβέρνηση indulge (v) υποκύπτω alter (v) τροποποιώ


hold back (phr v) συγκρατώ lax (adj) χαλαρός game changer (phr) που αλλάζει
τους κανόνες / το παιχνίδι
affluent (adj) εύπορος evasion (n) διαφυγή
large-scale (adj) μεγάλης
prestigious (adj) υψηλού κύρους rife (adj) διαδεδομένος κλίμακας
counterpart (n) αντίστοιχο breaking point (n) κρίσιμο σημείο rear (v) εκτρέφω, μεγαλώνω
redress (v) αποκαθιστώ step in (phr v) επεμβαίνω backlash (n) αντίδραση
balance (n) ισορροπία contain (v) περιορίζω wring one’s hands (phr) ανησυχώ
urban sprawl (n) αστική επέκταση unaided (adj) αβοήθητος belly (n) κοιλιά
surveillance (n) παρακολούθηση make way for (phr) ανοίγω δρόμο take for granted (phr) που είναι
enforcement (n) επιβολή functional (adj) λειτουργικός δεδομένο
safeguard (v) διαφυλάσσω compensate (v) αποζημιώνω capture (v) αιχμαλωτίζω
orderly (adj) τακτικός albeit (conj) αν και testament (n) απόδειξη, ένδειξη
hastily (adv) βιαστικά gradual (adj) σταδιακός endanger (v) θέτω σε κίνδυνο
electricity grid (n) ηλεκτρικό suburbanization (n) cease (v) σταματώ
δίκτυο προαστιοποιήση vanish (v) εξαφανίζω
provision (n) πρόβλεψη, bulk (n) όγκος doom (v) καταδικάζω
προμήθεια resultant (adj) επακόλουθος preserve (v) διατηρώ
free-for-all (phr) που είναι swath (n) λωρίδα, ζώνη
ανεξέλεγκτος endure (v) υπομένω
plumbing (n) υδραυλικά viable (adj) βιώσιμος
envision (v) οραματίζομαι
pinpoint (v) εντοπίζω tangible (adj) απτός
framework (n) πλαίσιο
inadequacy (n) ανεπάρκεια vivid (adj) ζωντανός, ζωηρός
lack of (n) έλλειψη
remarkable (adj) αξιοθαύμαστος subtle (adj) διακριτικός
counter (n) πάγκος
dwindling (adj) που ελαττώνεται cornerstone (n) ακρογωνιαίος
commence (v) αρχίζω
miracle (n) θαύμα λίθος
expansion (n) επέκταση
ingenuity (n) επινοητικότητα entail (v) συνεπάγομαι
flock to (v) συρρέω
monumental (adj) μνημειώδης willing (adj) πρόθυμος
indicate (v) υποδεικνύω
huge (adj) τεράστιος isolated (adj) απομονωμένος
demolish (v) κατεδαφίζω
pivotal (adj) καθοριστικός adoption (n) υιοθέτηση
soar (v) εκτινάσσομαι
thanks to (phr) χάρη σε imposition (n) επιβολή
restriction (n) περιορισμός
fertilizer (n) λίπασμα co-exist (v) συνυπάρχω
archive (v) αρχειοθετώ
genetically (adv) γενετικά trivial (adj) ασήμαντος
haphazard (adj) τυχαίος
modified (adj) τροποποιημένος dispute (n) διαμάχη
at odds with (phr) σε πλήρη
αντίθεση crop (n) σοδειά integrate (v) εντάσσω
contrast (v) αντιπαραβάλλω livestock (n) ζώα prevailing (adj) επικρατών
starkly (adv) τελείως dispel (v) διαλύω irreversible (adj) μη
αναστρέψιμος
harmoniously (adv) αρμονικά dire (adj) φρικτός, τρομερός,
δυσμενής kidney (n) νεφρό
conventional (adj) συμβατικός
famine (n) λοιμός necessitate (v) επιβάλλω
meditation (n) διαλογισμός
swell (v) διογκώνω transplant (n) μόσχευμα
established (adj) καθιερωμένος
absorb (v) απορροφώ

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
9
overlook (v) παραβλέπω diverse (adj) ποικίλος, expanse (n) έκταση
substitution (n) αντικατάσταση διαφορετικός be bound up with (phr) είμαι
ascendency (n) επικράτηση encounter (v) ανακαλύπτω, συνδεδεμένος
συναντώ grounds for (phr) αιτία για
superiority (n) ανωτερότητα
speculate (v) υποθέτω, κάνω plagiarize (v) αντιγράφω,
current (adj) τωρινός, τρέχων εικασίες διαπράττω λογοκλοπή
unfounded (adj) αβάσιμος consult (v) συμβουλεύω renowned (adj) φημισμένος,
fate (n) μοίρα condemn (v) καταδικάζω ξακουστός
unimpeded (adj) ανεμπόδιστος revenue (n) έσοδα mount (v) αυξάνομαι
lingua franca (phr) κοινή γλώσσα knowingly (adv) συνειδητά abate (v) καταλαγιάζω
mother tongue (n) μητρική dead end (n) αδιέξοδο intensify (v) εντείνω
γλώσσα
discouraged (adj) think aloud (phr) λέω φωναχτά
root (n) ρίζα αποκαρδιωμένος αυτό που σκέφτομαι
fundamental (adj) θεμελιώδης crutch (n) 1. πατερίτσα deliberately (adv) σκόπιμα
sever (v) κόβω 2. δεκανίκι shrouded in mystery (phr)
dialect (n) διάλεκτος brink (n) 1. χείλος περιβάλλομαι από μυστήριο
2. πρόθυρα flout (v) περιφρονώ, αψηφώ
minority (n) μειονότητα
threshold (n) 1. κατώφλι slouch (v) καμπουριάζω
relentless (adj) αδιάκοπος 2. αρχή
linguistic (adj) γλωσσικός tout (v) διαφημίζω, προωθώ
wavelength (n) μήκος κύματος
heritage (n) κληρονομιά be endowed with (phr)
thirst (n) δίψα προικισμένος με
extinct (adj) που είναι υπό rift (n) 1. ρήγμα
εξαφάνιση amount to (v) ισοδυναμώ
2. ρήξη
derive (v) προέρχομαι equivalent (adj) ισοδύναμος
concrete (v) καλύπτω με μπετόν
estimation (n) εκτίμηση bout of (n) κρίση
fertile (adj) 1. εύφορος
volume (n) ποσότητα 2. καρπερός vouch (v) εγγυώμαι
inevitable (adj) αναπόφευκτος peak (n) κορυφή catch one’s drift (phr) πιάνω το
νόημα, κατανοώ
pronounced (adj) έντονος, plague (n) 1, μάστιγα
αισθητός 2. πανούκλα draconian (adj) δρακόντειος
avert (v) αποτρέπω voracious (adj) 1. αχόρταγος rank (n) βαθμίδα, θέση
2. μανιώδης undertake (v) αναλαμβάνω
distinguish (v) διακρίνω
filter (v) φιλτράρω set aside (phr v) αφήνω στην
prohibitively (adv) απαγορευτικά
impurity (n) ακαθαρσία άκρη
fervent (adj) ένθερμος
surreal (adj) σουρεαλιστικός figure out (phr v) λύνω
cursory (adj) βιαστικός
accurate (adj) ακριβής come up with (phr v) βρίσκω
discrepancy (n) ασυνέπεια,
διαφορά merely (adv) απλά settle for (phr v) συμβιβάζομαι
innumerable (adj) αμέτρητος delinquency (n) αντικοινωνική drive at (phr v) υπονοώ
συμπεριφορά pull off (phr v) κατορθώνω
likelihood (n) πιθανότητα
abound (v) αφθονώ come across as (phr v) δίνω την
contemplate (v) αναλογίζομαι
sound (adj) λογικός εντύπωση
resolve (v) επιλύω
confound (v) μπερδεύω make up for (phr v) αναπληρώνω
vigorously (adv) ενεργητικά,
δυναμικά gloomy (adj) σκοτεινός run out of (phr v) ξεμένω
arise (v) προκύπτω, resounding (adj) απόλυτος take on (phr v) αναλαμβάνω
παρουσιάζομαι, σηκώνομαι mound (n) σωρός water down (phr v) απλοποιώ,
αποδυναμώνω
heap (n) σωρός, στοίβα
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
10
pick up (phr v) μαθαίνω εμπειρικά acute (adj) έντονος, οξύς trigger (v) πυροδοτώ
make do with (phr v) αρκούμαι deep-seated (adj) βαθιά seizure (n) κρίση
ριζωμένος scale (n) κλίμακα
Unit 6 odor (n) οσμή flaw (n) ψεγάδι
reminiscent (adj) που θυμίζει, shortcoming (n) ελάττωμα
curb (v) περιορίζω που φέρνει αναμνήσεις
forge (v) φτιάχνω, σφυρηλατώ culprit (n) ένοχος, υπαίτιος
hard-wired (adj)
mental (adj) διανοητικός προγραμματισμένος perspective (n) αντίληψη

agility (n) ευστροφία soreness (n) πόνος reflection (n) αντανάκλαση

invest (v) επενδύω hatred (n) μίσος outlook (n) άποψη, στάση

slang (n) αργκό acquire (v) αποκτώ brutally (adv) βάναυσα

all the rage (phr) δημοφιλής breed (n) ράτσα rigorous (adj) ενδελεχής,
σχολαστικός
secure (v) διασφαλίζω, interaction (n) αλληλεπίδραση,
εξασφαλίζω επικοινωνία optimistic (adj) αισιόδοξος

prompt (v) παρακινώ, προτρέπω offspring (n) απόγονος, παιδί worthy (adj) άξιος, σημαντικός

possess (v) κυριεύω, ensure (v) διασφαλίζω, upbeat (adj) αισιόδοξος,


σιγουρεύω ευδιάθετος
καταλαμβάνω
quirk (n) παραξενιά altitude (n) υψόμετρο comforting (adj) παρηγορητικός

approval (n) αποδοχή, έγκριση inexplicably (adv) ανεξήγητα reassuring (adj) καθησυχαστικός,
κατευναστικός
dissimilar (adj) διαφορετικός anticipate (v) αναμένω
flattering (adj) κολακευτικός
put down to (phr v) αποδίδω overly (adv) υπερβολικά
vulnerable (adj) ευάλωτος
tendency (n) τάση override (v) παρακάμπτω
unattainable (adj) ανέφικτος
herd (n) κοπάδι immune (adj) άνοσος,
ανοσοποιητικός pre-empt (v) προλαμβάνω
instinct (n) ένστικτο
unwarranted (adj) favor (v) προτιμώ
intimate (adj) στενός, κοντινός αδικαιολόγητος scrutiny (n) εξονυχιστικός
adhere to (v) εφαρμόζω, vigilance (n) εγρήγορση έλεγχος
ακολουθώ πιστά
mock (adj) εικονικός self-deception (n) αυταπάτη
reticent (adj) επιφυλακτικός
surgical (adj) χειρουργικός overestimate (v) υπερεκτιμώ
mutter (v) ψελλίζω
procedure (n) επέμβαση stimulating (adj) συναρπαστικός
vague (adj) ασαφής
pervasive (adj) διαπεραστικός dull (adj) βαρετός, ανιαρός
superficial (adj) επιφανειακός
wary (adj) επιφυλακτικός aesthetically (adv) αισθητικά
complimentary (adj)
κολακευτικός implement (v) εφαρμόζω deployment (n) ανάπτυξη

markedly (adv) εμφανώς profitable (adj) κερδοφόρος propensity (n) τάση

dismiss (v) απορρίπτω shun (v) αποφεύγω distorted (adj) διαστρεβλωμένος

meticulous (adj) σχολαστικός balk (v) διστάζω, σταματώ perpetuate (v) διαιωνίζω
απότομα nagging (adj) επίμονος
utmost (adj) απόλυτος
acknowledge (v) αναγνωρίζω random (adj) τυχαίος
boost (v) ενισχύω
purported (adj) που αποσκοπεί exception (n) εξαίρεση
alleviate (v) ανακουφίζω
frustration (n) απογοήτευση downward spiral (phr) γρήγορη
chronic (adj) χρόνιος
torment (n) μαρτύριο, επιδείνωση
respiratory (adj) αναπνευστικός βασανιστήριο exaggerate (v) υπερβάλλω
underlie (v) αποτελώ το θεμέλιο / enhance (v) βελτιώνω
τη βάση για
combat (v) αντιμάχομαι
accentuate (v) τονίζω
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
11
trait (n) χαρακτηριστικό sibling (n) αδελφός, -ή brace oneself (v) προετοιμάζω
face (v) αντιμετωπίζω adversity (n) δυσκολία, αναποδιά hasten (v) βιάζομαι
handle (v) χειρίζομαι adversary (n) αντίπαλος point out (phr v) επισημαίνω
unspeakable (adj) ανείπωτος economic (adj) οικονομικός, που unclear (adj) ασαφής
ineffable (adj) απερίγραπτος σχετίζεται με τα οικονομικά evasive (adj) διφορούμενος
wander (v) περιφέρομαι economical (adj) οικονομικός, avoidance (n) αποφυγή
ανέξοδος
wonder (v) αναρωτιέμαι abide by (v) τηρώ,
hostile (adj) εχθρικός συμμορφώνομαι
improve (v) βελτιώνω
hospitable (adj) φιλόξενος stick to (v) ακολουθώ, παραμένω
sympathetic (adj) συμπονετικός
maintain (v) διατηρώ daily grind (phr) ρουτίνα
personable (adj) ευχάριστος
sustain (v) συντηρώ, κρατώ refine (v) ραφινάρω, βελτιώνω
comprehensive (adj) περιεκτικός
tenant (n) ένοικος perfect (v) τελειοποιώ
intelligible (adj) κατανοητός
nutrient (n) θρεπτικό συστατικό sublime (adj) μεγαλειώδης
discrete (adj) διακεκριμένος,
ξεχωριστός nervous (adj) νευρικός endorse (v) υποστηρίζω, χορηγώ
discreet (adj) διακριτικός irritable (adj) οξύθυμος, align oneself with (phr)
ευέξαπτος ευθυγραμμίζομαι, συμφωνώ
genre (n) είδος
overwhelmed (adj) πνιγμένος, confuse (v) μπερδεύω, συγχέω
overlap (v) επικαλύπτω φορτωμένος
ingenuous (adj) αφελής conflate (v) συγχωνεύω
subordinate (v) υποτάσσω
exhausting (adj) εξαντλητικός berate (v) μαλώνω, επιπλήττω
overcome (v) καταβάλλω
exhaustive (adj) διεξοδικός imply (v) υπονοώ
insurmountable (adj)
impressive (adj) εντυπωσιακός αξεπέραστος take sth in one’s stride (phr)
αντιμετωπίζω ψύχραιμα
impressionable (adj) εύπιστος, survey (v) ελέγχω, επιθεωρώ
ευκολόπιστος guidance (n) καθοδήγηση
underwhelming (adj)
mislead (v) παραπλανώ απογοητευτικός harmful (adj) βλαβερός
negligible (adj) αμελητέος surpass (v) ξεπερνώ malign (adj) μοχθηρός, κακός
negligent (adj) αμελής, wholeheartedly (adv) ολόψυχα modestly (adv) σεμνά
απρόσεκτος subscribe (v) συμφωνώ self-effacingly (adv) χωρίς να
antagonize (v) ανταγωνίζομαι, τραβά την προσοχή / γίνεται
subside (v) υποχωρώ, αντιληπτός
προκαλώ εχθρότητα καταλαγιάζω
compete (v) συναγωνίζομαι, misplaced (adj) παραπεταμένος
διαγωνίζομαι

© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
12

You might also like