Professional Documents
Culture Documents
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
1
illustrate (v) απεικονίζω, unearth (v) φέρνω στην deformation (n) παραμόρφωση
διευκρινίζω επιφάνεια modification (n) τροποποίηση
unflinching (adj) αποφασιστικός invariably (adv) σταθερά, πάντα macabre (adj) μακάβριος
bizarre (adj) παράξενος, a far cry from (phr) αλλιώτικος, subject to (v) υποβάλλω
περίεργος διαφορετικός
monstrous (adj) τερατώδης
gruesome (adj) απαίσιος, φριχτός surveillance (n) παρακολούθηση
file (v) λιμάρω
widespread (adj) εκτεταμένος demonstrate (v) υποδεικνύω,
δείχνω hideously (adv) αποκρουστικά
fully-fledged (adj) πλήρως
καταρτισμένος emotional (adj) συναισθηματικός fang (n) κυνόδοντας
excruciating (adj) επώδυνος, fall-out (n) συνέπειες inter (v) ενταφιάζω
οδυνηρός predominantly (adv) κυρίως artifact (n) χειροποίητο
pronounced (adj) αισθητός, αντικείμενο
secular (adj) κοσμικός, λαϊκός
έντονος utensil (n) μαγειρικό σκεύος
ideal (adj) ιδανικό
mild (adj) ήπιος revulsion (n) απέχθεια
prospect (n) προοπτική
alongside (prep) δίπλα nobility (n) αριστοκρατία
spate (n) καταιγισμός
surrealist (adj) σουρεαλιστικός compress (v) πιέζω
prompt (v) παρακινώ
abduct (v) απαγάγω infancy (n) νηπιακή ηλικία
resurgence (n) αναθέρμανση,
noticeable (adj) αξιοπρόσεκτος τόνωση dismiss (v) απορρίπτω
apprenticeship (n) πρακτική overly (adv) υπερβολικά contemporary (adj) σύγχρονος
qualified (adj) καταρτισμένος naïve (adj) απλοϊκός, αφελής depiction (n) απεικόνιση
ordeal (n) ταλαιπωρία, βάσανο assume (v) υποθέτω repulsive (adj) αποκλειστικός
migraine (n) ημικρανία overriding (adj) βασικός, κύριος reservation (n) 1. κράτηση
fearless (adj) ατρόμητος 2. επιφύλαξη
motive (n) κίνητρο
overwhelming (adj) συντριπτικός arrange (v) 1. κανονίζω
profit (n) κέρδος 2. τοποθετώ
squeamish (adj) σιχασιάρης watered-down (adj) apply (oneself) (v) 1. κάνω αίτηση
moderate (adj) μέτριος, μεσαίος απλουστευμένος, 2. συγκεντρώνομαι
breathtaking (adj) που σου κόβει απλοποιημένος
innate (adj) έμφυτος
την ανάσα curriculum (n) διδακτέα ύλη
capacity (n) 1. ικανότητα
guess-work (n) εικασία, υπόθεση instill (v) εμπνέω, ενσταλάζω 2. χωρητικότητα
unarguably (adv) αναντίρρητα patriotism (n) πατριωτισμός determine (v) καθορίζω
dig up (phr v) φέρνω στο φως sanction (v) επικυρώνω discipline (n) 1. πειθαρχεία
maturity (n) ωριμότητα edifying (adj) επιμορφωτικός 2. (ακαδημαϊκός) κλάδος
die down (phr v) καταλαγιάζω conveniently (adv) βολικά produce (v, n) 1. παράγω
dread (v) τρέμω, φοβάμαι sweep under the rug (phr) δεν 2. αγροτικό προϊόν
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
2
eclipse (v, n) 1. έκλειψη cheerful (adj) χαρωπός ceaseless (adj) αδιάκοπος
2. επισκιάζω fetching (adj) γοητευτικός instinctive (adj) ενστικτώδης
address (v, n) 1. αντιμετωπίζω charming (adj) χαριτωμένος replete with (adj) γεμάτος
2. διεύθυνση
have a hunch (phr) έχω conscious (adj) συνειδητός
elaborate (v, adj) 1. περίτεχνος προαίσθημα
2. αναλύω fade out (phr v) σβήνω,
bunch (n) τσαμπί, μπουκέτο ξεθωριάζω
remission (n) ύφεση
crunch (n) τρίξιμο on the verge of (phr) στο χείλος
permissive (adj) χαλαρός
be bound to (phr) που surpass (v) ξεπερνώ
public office (n) δημόσιο αξίωμα προορίζεται να fortuitous (adj) ευτυχής συγκυρία
accelerate (v) επιταχύνω batch (n) δόση, παρτίδα appreciable (adj) αξιοσημείωτος
undiminished (adj) αμείωτος match (n) σπίρτο, αγώνας contamination (n) μόλυνση
unspoiled (adj) άθικτος breach (v) παραβιάζω counterpart (n) ισοδύναμο,
undeterred (adj) απτόητος pound (v) χτυπάω δυνατά αντίστοιχο
unmistakable (adj) αλάθητος scout (v) ανιχνεύω exceed (v) υπερβαίνω
unsightly (adj) δύσμορφος grounds for (n) αιτία venture (n) εγχείρημα
undivided (adj) αδιαίρετος take into account (phr) λαμβάνω slight (adj) ελαφρύς
undaunted (adj) ατρόμητος υπόψη precise (adj) ακριβής
unambiguous (adj) ξεκάθαρος bout (n) κρίση refined (adj) εκλεπτυσμένος
blot (n) στίγμα, κηλίδα astounding (adj) εκπληκτικός tedious (adj) ανιαρός,
pristine (adj) άθικτος send a chill down one’s spine κουραστικός
setback (n) κώλυμα, εμπόδιο (phr) ανατριχιάζω dash (n) αγώνας δρόμου 100μ
straightforward (adj) σαφής chill (n) ψύχρα impact (v) χτυπώ, προσκρούω
undergo (v) υποβάλλομαι catch (n) παγίδα elite (adj) εκλεκτός, που ανήκει
self-assured (adj) σίγουρος για found (v) ιδρύω στην αφρόκρεμα
τον εαυτό του crown (v) στέφω equivalent (adj) αντίστοιχος
demeanor (n) διαγωγή pinch (v) τσιμπάω swiftness (n) γρηγοράδα,
self-esteem (n) αυτοεκτίμηση rightful (adj) δίκαιος ταχύτητα
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
3
radically (adv) ριζικά slam (v) βαράω prone (adj) επιρρεπής
gender (n) φύλο stomp (v) χτυπάω με δύναμη ban (v) απαγορεύω
enforce (v) επιβάλλω cushion (v) ανακόπτω implication (n) υπαινιγμός
in accordance with (phr) steer (v) οδηγώ ensure (v) διασφαλίζω
σύμφωνα με collide with (v) συγκρούομαι tarnish (v) αμαυρώνω
decency (n) ευπρέπεια heal (v) θεραπεύω conviction (n) καταδίκη
conceal (v) καλύπτω impairment (n) βλάβη harness (v) αξιοποιώ
uninhibited (adj) ανεμπόδιστος potential (adj) πιθανός plough (n) άροτρο
categorically (adv) manifest (v) εκδηλώνω demotivate (v) αποθαρρύνω
κατηγορηματικά
convention (n) κανόνας, spur (v) ωθώ, σπιρουνίζω
under no circumstances (phr) σε παράδοση
καμιά περίπτωση coin (v) 1. φτιάχνω νόμισμα
vehement (adj) ορμητικός, 2. επινοώ, εφευρίσκω
scribble (v) γράφω βιαστικά σφοδρός catchy (adj) πιασάρικος
sound (adj) λογικός wastage (n) απώλεια oversee (v) επιβλέπω
course of action (phr) σειρά disapproval (n) αποδοκιμασία
ενεργειών branch (n) 1. υποκατάστημα
minimize (v) ελαττώνω 2. κλαδί
prudent (adj) συνετός
ornament (n) διακοσμητικό, dictate (v) 1. επιβάλλω
blissfully (adv) μακάρια, στολίδι 2. υπαγορεύω
ευτυχισμένα
mar (v) αλλοιώνω riot (n) εξέγερση
eponymous (adj) επώνυμος
appeal (n) έλξη, έφεση gravity (n) 1. σοβαρότητα
incidence (n) περιστατικό 2. βαρύτητα
strengthen (v) ενδυναμώνω
occurrence (n) γεγονός, συμβάν plaster (n) γύψος
misguided (adj) παραπλανημένος
integral (adj) ζωτικής σημασίας steer away (phr) απομακρύνω
harsh (adj) τραχύς
reckon (v) πιστεύω mirror (v, n) 1. αντικατοπτρίζω
soar (v) εκτινάσσομαι
with abandon (phr) ανεξέλεγκτα 2. καθρέφτης
enhance (v) βελτιώνω
contact sport (phr) άθλημα alarm (n) 1. συναγερμός
επαφής indulge in (v) ενδίδω 2. ξυπνητήρι
be no strangers to (phr) είμαι reckless (adj) απερίσκεπτος absorb (v) απορροφώ
εξοικειωμένος με refrain (v) απέχω impurity (n) ακαθαρσία
cognitive (adj) νοητικός acutely (adv) έντονα misidentified (adj) που δεν
decline (n) εξασθένιση, μείωση concussion (n) διάσειση αναγνωρίζεται σωστά
inevitable (adj) αναπόφευκτος spinal (adj) σπονδυλικός, beneficial (adj) ευεργετικός
agility (n) ευκινησία νωτιαίος flexible (adj) ελαστικός, ευέλικτος
recruit (n) νεοσύλλεκτος, νέος fluid (n) υγρό unintelligible (adj) ακατανόητος
υπάλληλος impact (n) πρόσκρουση weird (adj) περίεργος
tender (adj) τρυφερός blow (n) χτύπημα scroll (n) πάπυρος
outlandish (adj) εκκεντρικός cerebral (adj) εγκεφαλικός legible (adj) ευανάγνωστος
conform (v) προσαρμόζομαι, tissue (n) ιστός indistinguishable (adj)
ταιριάζω δυσδιάκριτος
perceptual (adj) αντιληπτικός
associate (v) σχετίζω inconceivable (adj) αδιανόητος
prospect (n) προοπτική
reserve (v) κρατώ considerable (adj) αξιόλογος,
padded (adj) που έχει μαξιλαράκι
talkative (adj) ομιλητικός σημαντικός
knuckle (n) άρθρωση δαχτύλου
grant (v) παραχωρώ indispensable (adj) απαραίτητος
embolden (v) ενθαρρύνω
tackle (v) κάνω τάκλιν strain (n) υπερφόρτωση
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
4
desirable (adj) επιθυμητός Unit 3 educated guess (phr) εικασία
questionable (adj) render (v) καθιστώ
αμφισβητήσιμος extract (v) εξάγω, αφαιρώ
obsolete (adj) απαρχαιωμένος
cinnamon (n) κανέλα combine (v) συνδυάζω
iris (n) ίρις
feedback (n) γνώμη, κριτική output (n) αποτέλεσμα
replicate (v) αναπαράγω,
network (n) δίκτυο dispute (n) διαφωνία, διαμάχη δημιουργώ αντίγραφο
mainstream (adj) συμβατικός originator (n) δημιουργός in leaps and bounds (phr) με
onset (n) έναρξη analogue (n) ανάλογο, αντίστοιχο αλματώδη βήματα
shape (v) διαμορφώνω work out (phr v) υπολογίζω ultimately (adv) βασικά,
ουσιαστικά
flourish (v) ευδοκιμώ, ακμάζω adjust (v) προσαρμόζω
currently (adv) επί του παρόντος
surge (v) εκτινάσσομαι occupy (v) καταλαμβάνω
advent (n) έλευση
issue (v) εκδίδω dismantle (v) αποσυναρμολογώ
mobility (n) κινητικότητα
fashion (v) φτιάχνω recreate (v) αναπαριστώ
supplant (v) αντικαθιστώ
commercial (adj) εμπορικός debate (n) διαμάχη
anticipate (v) προσμένω
partial (adj) μερικός acetate (n) οξικό άλας, ρεγιόν
conventional (adj) συμβατικός
insert (v) εισάγω, βάζω hitherto (adv) προς το παρόν
compact (adj) συμπαγής
disperse (v) σκορπίζω archivist (n) αρχειοφύλακας
embrace (v) αγκαλιάζω,
immigration (n) μετανάστευση emit (v) εκπέμπω αποδέχομαι
reverse (n) το αντίθετο avid (adj) ένθερμος, ενθουσιώδης facilitate (v) διευκολύνω
perverse (adj) ξεροκέφαλος devise (v) επινοώ topography (n) μορφολογία
disheveled (adj) απεριποίητος skeptical (adj) επιφυλακτικός εδάφους
rehearse (v) προβάρω rousing (adj) διεγερτικός drilling (n) γεώτρηση
immerse (v) βυθίζομαι, enlist (v) συγκεντρώνω, instructive (adj) διδακτικός,
απορροφώμαι στρατολογώ εκπαιδευτικός
tension (n) ένταση crude (adj) ακατέργαστος unprecedented (adj) πρωτοφανής
retention (n) διατήρηση contribute (v) συνεισφέρω enable (v) επιτρέπω, δίνω τη
tendency (n) τάση, συνήθεια δυνατότητα
essentially (adv) ουσιαστικά
adept (adj) επιδέξιος, ικανός urban (adj) αστικός
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
5
imposing (adj) επιβλητικός correlate (v) σχετίζομαι, είμαι σε stray from (phr v) ξεστρατίζω
convenience (n) άνεση συνάρτηση με (από προκαθορισμένη πορεία)
convert (v) μετατρέπω conduct (v) διεξάγω switch into (phr v) αλλάζω
pace (n) ρυθμός confirm (v) επιβεβαιώνω be inclined to (phr) έχω την τάση
commitment (n) δέσμευση να
dwelling (n) κατοικία
rare (adj) σπάνιος ward off (phr v) διώχνω,
optimistic (adj) αισιόδοξος απομακρύνω, αποκρούω
advance (v) 1. προτείνω sweeping (adj) σαρωτικός
set foot (phr) πατώ, περπατώ
2. προωθώ reform (n) μεταρρύθμιση
question (v) ρωτάω
capture (v) 1. συλλαμβάνω severe (adj) σοβαρός
2. αιχμαλωτίζω highway (n) αυτοκινητόδρομος
deficiency (n) ανεπάρκεια
cultivate (v) 1. καλλιεργώ back road (n) παράδρομος
pledge (v) υπόσχομαι,
2. καλλιεργώ (μτφ) δεσμεύομαι sniffer dog (n) εκπαιδευμένος
grasp (v) 1. αρπάζω σκύλος (να εντοπίζει με την
proportion (n) ποσοστό, όσφρηση)
2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι αναλογία
accommodate (v) 1. φιλοξενώ the blues (phr) μελαγχολία
workforce (n) εργατικό δυναμικό
2. ικανοποιώ groundbreaking (adj)
broadly speaking (phr) γενικά πρωτοποριακός,
slant (v, n) 1. γέρνω
2. γνώμη deplorable (adj) ανήθικος, επαναστατικός
ανεκδιήγητος attribute (n) χαρακτηριστικό,
screen (n,v) 1. οθόνη
2. ελέγχω διεξοδικά foul language (n) αισχρή γλώσσα γνώρισμα
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
7
incomparable (adj) ασύγκριτος accumulate (v) συσσωρεύω, copyright (n) δικαίωμα
adept (adj) ικανός, άξιος μαζεύω πνευματικής ιδιοκτησίας
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
8
corruption (n) διαφθορά stem from (phr v) προέρχομαι reckon on (phr v) υπολογίζω,
colonial (adj) αποικιακός adjust (v) προσαρμόζω πιστεύω
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
9
overlook (v) παραβλέπω diverse (adj) ποικίλος, expanse (n) έκταση
substitution (n) αντικατάσταση διαφορετικός be bound up with (phr) είμαι
ascendency (n) επικράτηση encounter (v) ανακαλύπτω, συνδεδεμένος
συναντώ grounds for (phr) αιτία για
superiority (n) ανωτερότητα
speculate (v) υποθέτω, κάνω plagiarize (v) αντιγράφω,
current (adj) τωρινός, τρέχων εικασίες διαπράττω λογοκλοπή
unfounded (adj) αβάσιμος consult (v) συμβουλεύω renowned (adj) φημισμένος,
fate (n) μοίρα condemn (v) καταδικάζω ξακουστός
unimpeded (adj) ανεμπόδιστος revenue (n) έσοδα mount (v) αυξάνομαι
lingua franca (phr) κοινή γλώσσα knowingly (adv) συνειδητά abate (v) καταλαγιάζω
mother tongue (n) μητρική dead end (n) αδιέξοδο intensify (v) εντείνω
γλώσσα
discouraged (adj) think aloud (phr) λέω φωναχτά
root (n) ρίζα αποκαρδιωμένος αυτό που σκέφτομαι
fundamental (adj) θεμελιώδης crutch (n) 1. πατερίτσα deliberately (adv) σκόπιμα
sever (v) κόβω 2. δεκανίκι shrouded in mystery (phr)
dialect (n) διάλεκτος brink (n) 1. χείλος περιβάλλομαι από μυστήριο
2. πρόθυρα flout (v) περιφρονώ, αψηφώ
minority (n) μειονότητα
threshold (n) 1. κατώφλι slouch (v) καμπουριάζω
relentless (adj) αδιάκοπος 2. αρχή
linguistic (adj) γλωσσικός tout (v) διαφημίζω, προωθώ
wavelength (n) μήκος κύματος
heritage (n) κληρονομιά be endowed with (phr)
thirst (n) δίψα προικισμένος με
extinct (adj) που είναι υπό rift (n) 1. ρήγμα
εξαφάνιση amount to (v) ισοδυναμώ
2. ρήξη
derive (v) προέρχομαι equivalent (adj) ισοδύναμος
concrete (v) καλύπτω με μπετόν
estimation (n) εκτίμηση bout of (n) κρίση
fertile (adj) 1. εύφορος
volume (n) ποσότητα 2. καρπερός vouch (v) εγγυώμαι
inevitable (adj) αναπόφευκτος peak (n) κορυφή catch one’s drift (phr) πιάνω το
νόημα, κατανοώ
pronounced (adj) έντονος, plague (n) 1, μάστιγα
αισθητός 2. πανούκλα draconian (adj) δρακόντειος
avert (v) αποτρέπω voracious (adj) 1. αχόρταγος rank (n) βαθμίδα, θέση
2. μανιώδης undertake (v) αναλαμβάνω
distinguish (v) διακρίνω
filter (v) φιλτράρω set aside (phr v) αφήνω στην
prohibitively (adv) απαγορευτικά
impurity (n) ακαθαρσία άκρη
fervent (adj) ένθερμος
surreal (adj) σουρεαλιστικός figure out (phr v) λύνω
cursory (adj) βιαστικός
accurate (adj) ακριβής come up with (phr v) βρίσκω
discrepancy (n) ασυνέπεια,
διαφορά merely (adv) απλά settle for (phr v) συμβιβάζομαι
innumerable (adj) αμέτρητος delinquency (n) αντικοινωνική drive at (phr v) υπονοώ
συμπεριφορά pull off (phr v) κατορθώνω
likelihood (n) πιθανότητα
abound (v) αφθονώ come across as (phr v) δίνω την
contemplate (v) αναλογίζομαι
sound (adj) λογικός εντύπωση
resolve (v) επιλύω
confound (v) μπερδεύω make up for (phr v) αναπληρώνω
vigorously (adv) ενεργητικά,
δυναμικά gloomy (adj) σκοτεινός run out of (phr v) ξεμένω
arise (v) προκύπτω, resounding (adj) απόλυτος take on (phr v) αναλαμβάνω
παρουσιάζομαι, σηκώνομαι mound (n) σωρός water down (phr v) απλοποιώ,
αποδυναμώνω
heap (n) σωρός, στοίβα
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
10
pick up (phr v) μαθαίνω εμπειρικά acute (adj) έντονος, οξύς trigger (v) πυροδοτώ
make do with (phr v) αρκούμαι deep-seated (adj) βαθιά seizure (n) κρίση
ριζωμένος scale (n) κλίμακα
Unit 6 odor (n) οσμή flaw (n) ψεγάδι
reminiscent (adj) που θυμίζει, shortcoming (n) ελάττωμα
curb (v) περιορίζω που φέρνει αναμνήσεις
forge (v) φτιάχνω, σφυρηλατώ culprit (n) ένοχος, υπαίτιος
hard-wired (adj)
mental (adj) διανοητικός προγραμματισμένος perspective (n) αντίληψη
invest (v) επενδύω hatred (n) μίσος outlook (n) άποψη, στάση
all the rage (phr) δημοφιλής breed (n) ράτσα rigorous (adj) ενδελεχής,
σχολαστικός
secure (v) διασφαλίζω, interaction (n) αλληλεπίδραση,
εξασφαλίζω επικοινωνία optimistic (adj) αισιόδοξος
prompt (v) παρακινώ, προτρέπω offspring (n) απόγονος, παιδί worthy (adj) άξιος, σημαντικός
approval (n) αποδοχή, έγκριση inexplicably (adv) ανεξήγητα reassuring (adj) καθησυχαστικός,
κατευναστικός
dissimilar (adj) διαφορετικός anticipate (v) αναμένω
flattering (adj) κολακευτικός
put down to (phr v) αποδίδω overly (adv) υπερβολικά
vulnerable (adj) ευάλωτος
tendency (n) τάση override (v) παρακάμπτω
unattainable (adj) ανέφικτος
herd (n) κοπάδι immune (adj) άνοσος,
ανοσοποιητικός pre-empt (v) προλαμβάνω
instinct (n) ένστικτο
unwarranted (adj) favor (v) προτιμώ
intimate (adj) στενός, κοντινός αδικαιολόγητος scrutiny (n) εξονυχιστικός
adhere to (v) εφαρμόζω, vigilance (n) εγρήγορση έλεγχος
ακολουθώ πιστά
mock (adj) εικονικός self-deception (n) αυταπάτη
reticent (adj) επιφυλακτικός
surgical (adj) χειρουργικός overestimate (v) υπερεκτιμώ
mutter (v) ψελλίζω
procedure (n) επέμβαση stimulating (adj) συναρπαστικός
vague (adj) ασαφής
pervasive (adj) διαπεραστικός dull (adj) βαρετός, ανιαρός
superficial (adj) επιφανειακός
wary (adj) επιφυλακτικός aesthetically (adv) αισθητικά
complimentary (adj)
κολακευτικός implement (v) εφαρμόζω deployment (n) ανάπτυξη
meticulous (adj) σχολαστικός balk (v) διστάζω, σταματώ perpetuate (v) διαιωνίζω
απότομα nagging (adj) επίμονος
utmost (adj) απόλυτος
acknowledge (v) αναγνωρίζω random (adj) τυχαίος
boost (v) ενισχύω
purported (adj) που αποσκοπεί exception (n) εξαίρεση
alleviate (v) ανακουφίζω
frustration (n) απογοήτευση downward spiral (phr) γρήγορη
chronic (adj) χρόνιος
torment (n) μαρτύριο, επιδείνωση
respiratory (adj) αναπνευστικός βασανιστήριο exaggerate (v) υπερβάλλω
underlie (v) αποτελώ το θεμέλιο / enhance (v) βελτιώνω
τη βάση για
combat (v) αντιμάχομαι
accentuate (v) τονίζω
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
11
trait (n) χαρακτηριστικό sibling (n) αδελφός, -ή brace oneself (v) προετοιμάζω
face (v) αντιμετωπίζω adversity (n) δυσκολία, αναποδιά hasten (v) βιάζομαι
handle (v) χειρίζομαι adversary (n) αντίπαλος point out (phr v) επισημαίνω
unspeakable (adj) ανείπωτος economic (adj) οικονομικός, που unclear (adj) ασαφής
ineffable (adj) απερίγραπτος σχετίζεται με τα οικονομικά evasive (adj) διφορούμενος
wander (v) περιφέρομαι economical (adj) οικονομικός, avoidance (n) αποφυγή
ανέξοδος
wonder (v) αναρωτιέμαι abide by (v) τηρώ,
hostile (adj) εχθρικός συμμορφώνομαι
improve (v) βελτιώνω
hospitable (adj) φιλόξενος stick to (v) ακολουθώ, παραμένω
sympathetic (adj) συμπονετικός
maintain (v) διατηρώ daily grind (phr) ρουτίνα
personable (adj) ευχάριστος
sustain (v) συντηρώ, κρατώ refine (v) ραφινάρω, βελτιώνω
comprehensive (adj) περιεκτικός
tenant (n) ένοικος perfect (v) τελειοποιώ
intelligible (adj) κατανοητός
nutrient (n) θρεπτικό συστατικό sublime (adj) μεγαλειώδης
discrete (adj) διακεκριμένος,
ξεχωριστός nervous (adj) νευρικός endorse (v) υποστηρίζω, χορηγώ
discreet (adj) διακριτικός irritable (adj) οξύθυμος, align oneself with (phr)
ευέξαπτος ευθυγραμμίζομαι, συμφωνώ
genre (n) είδος
overwhelmed (adj) πνιγμένος, confuse (v) μπερδεύω, συγχέω
overlap (v) επικαλύπτω φορτωμένος
ingenuous (adj) αφελής conflate (v) συγχωνεύω
subordinate (v) υποτάσσω
exhausting (adj) εξαντλητικός berate (v) μαλώνω, επιπλήττω
overcome (v) καταβάλλω
exhaustive (adj) διεξοδικός imply (v) υπονοώ
insurmountable (adj)
impressive (adj) εντυπωσιακός αξεπέραστος take sth in one’s stride (phr)
αντιμετωπίζω ψύχραιμα
impressionable (adj) εύπιστος, survey (v) ελέγχω, επιθεωρώ
ευκολόπιστος guidance (n) καθοδήγηση
underwhelming (adj)
mislead (v) παραπλανώ απογοητευτικός harmful (adj) βλαβερός
negligible (adj) αμελητέος surpass (v) ξεπερνώ malign (adj) μοχθηρός, κακός
negligent (adj) αμελής, wholeheartedly (adv) ολόψυχα modestly (adv) σεμνά
απρόσεκτος subscribe (v) συμφωνώ self-effacingly (adv) χωρίς να
antagonize (v) ανταγωνίζομαι, τραβά την προσοχή / γίνεται
subside (v) υποχωρώ, αντιληπτός
προκαλώ εχθρότητα καταλαγιάζω
compete (v) συναγωνίζομαι, misplaced (adj) παραπεταμένος
διαγωνίζομαι
© 2017 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
12